Μαγικές Στιγμές

Page 1


Σωτήρης Μπουλντούμης

Μαγικές στιγμές

Ιστορικό Μυθιστόρημα

1


2


Διευκρινιστικό σημείωμα του συγγραφέα Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι πλεγμένη με το υφάδι της πραγματικότητας. Τα ιστορικά γεγονότα, το πνεύμα της εποχής, οι συγκρούσεις συμφερόντων και οι έριδές ων Νεοελλήνων είναι όπως αναφέρονται στο έργο τού καταξιωμένου ιστορικού, Δ. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις. Σημαντική πηγή πληροφοριών μου ήταν επίσης τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη όπως και το εξαιρετικό έργο τού καθηγητή Σιμόπουλου Οι ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα. Αυθεντικά είναι επίσης και τα ονόματα των πειρατών, των ληστών, των Κλεφτών και των απλών ανθρώπων που αναφέρονται στην πλοκή της ιστορίας. Όλα ήταν υπαρκτά πρόσωπα, τα οποία ανέσυρα από ιστορικά αρχεία των νησιών του Αργοσαρωνικού. Μόνο η νεαρή πρωταγωνίστριά μου, η Βασιλική, είναι δημιούργημα της φαντασίας μου. Το ίδιο και ο περιηγητής λόρδος Χόλμπουργκ. Και οι δυο τους, ωστόσο, δεν απέχουν καθόλου απ’ του να είναι αληθινά πρόσωπα της εποχής τους. Ο λόρδος εκφράζει τη νοοτροπία με την οποία επισκέπτονταν την Ελλάδα οι Ευρωπαίοι και η Βασιλική την επαναστατική φλόγα που είχε ανάψει για τα καλά στις καρδιές των ραγιάδων.

3


1

Ακτές βόρειας Πελοπονήσου Ιανουάριος 1819

Με το μάτι του κολλημένο στο κιάλι του, ο καπετάν Ανδρέας προσπαθούσε να διαπεράσει την πάχνη που κρεμόταν σαν πέπλο μπροστά στην πλώρη του καραβιού του. Ο ορίζοντας έμοιαζε εξαφανισμένος μέσα στο ψιλόβροχο του χειμωνιάτικου πρωινού. Όσο μαθημένος κι αν ήταν σε τέτοιους παλιόκαιρους, ήξερε πως χρειαζόταν μπόλικη τύχη για να βρει την ερημιά, που ήταν ο προορισμός του. Ασυναίσθητα επικαλέστηκε τους Αγίους από τους οποίους ζητούσε πάντα βοήθεια όταν είχε ζόρια. Δεν θυμόταν αν τον είχαν βοηθήσει ποτέ τους, αλλά τη στιγμή που άκουσε τον οπτήρα του να φωνάζει πάνω από την κόφα του καταρτιού, θα έπαιρνε όρκο πως είχαν βάλει όλοι μαζί το χέρι τους. “Στεριάααα! Στεριά, πλώρα δεξιάαααα!” ακούστηκε η φωνή του ναύτη από ψηλά. Ο καπετάν Ανδρέας γύρισε το κιάλι του προς την κατεύθυνση που υποδείκνυε ο οπτήρας και είδε σαν φάντασμα τη στεριά να ξεπροβάλει μέσα από την πρωινή ομίχλη. Δεν ήταν πολύ μακριά. Ούτε μίλι. Με όλα της τα πανιά μαζεμένα και το φλόκο της μονάχα ανοιχτό, η δικάταρτη γολέτα πλησίασε δισταχτικά τον ερημικό κόλπο, σαν αποπροσανατολισμένος ταξιδιώτης που έψαχνε το δρόμο του μέσα στην καταχνιά.

4


Οι γεμιτζήδες της, οι ναύτες που μανουβράριζαν τα πανιά της, πίστεψαν για λίγο πως ο καπετάνιος τους είχε πάρει λάθος πορεία κι από στιγμή σε στιγμή θα άλλαζε μερικά καρτίνια προς την ανατολή, για να βρουν πάλι το δρόμο τους για τις Σπέτσες. Δεν άργησαν, όμως, να καταλάβουν πως είχε άλλα στο νου του. “Μάϊνα και ο φλόκος” ακούστηκε ψυχρή η φωνή του. “Ετοιμάστε και το σίδερο για φούντο”, φώναξε ξανά. Η αγκυροβολία σ’ αυτό τον έρημο τόπο ήταν ένα μυστήριο για όλο το πλήρωμα. Και δεν ήταν το πρώτο σ’ αυτό το ταξίδι. Η αρχή είχε γίνει στην Πόλη με τους τρεις φραγκοντυμένους κυρίους που πήραν για επιβάτες. Μόλις ανέβηκαν στο καράβι, ο καπετάνιος σάλπαρε άρον-­‐άρον, αφήνοντας πίσω του φορτίο από υφάσματα και έπιπλα, παραγγελίες πλούσιων οικογενειών των Σπετσών. «Μάϊνα και τη λέμβο στο νερό», ακούστηκε η φωνή τού Σπετσιώτη καπετάνιου όταν η γολέτα, ξυλάρμενη πια, ακινητοποιήθηκε στον αφιλόξενο κόλπο. Οι ναύτες υπάκουσαν στη διαταγή του και λίγο αργότερα οι μυστηριώδεις επιβάτες κατέβηκαν στη βάρκα από μια σχοινένια σκάλα. Μέσα στο ψιλόβροχο, τυλιγμένοι στις μπέρτες τους, έμοιαζαν με καθημερινούς ανθρώπους, αλλά ο καπετάν Ανδρέας ήξερε πως ήταν πατριώτες που είχαν αναλάβει να αλλάξουν τη μοίρα του Έθνους. Γι' αυτό και τους κοιτούσε με θαυμασμό και λίγη ζήλεια μέσα του. "Ποιοι είν’ τούτοι καπετάνιο;" άκουσε τον Πετρή από δίπλα του. Ήταν το δεξί του χέρι στη διακυβέρνηση της γολέτας γι' αυτό και είχε τολμήσει να ρωτήσει. Ο καπετάν Ανδρέας δεν απάντησε. Δεν είχε και τι να πει άλλωστε. Ούτε κι αυτός δεν ήξερε τίποτα για την αποστολή των επιβατών του. Από τους τρεις τους γνώριζε μονάχα τον

5


Θανάση Τσακάλωφ. Ήταν ο άνθρωπος που τον είχε προσηλυτίσει στα μυστικά της Εταιρείας των Φιλικών μια Κυριακή στην εκκλησία του Πατριαρχείου μετά τη λειτουργία. “Δυο βήματα πιο κάτου είν’ η Ερμιόνη, για δε φουντέρναμε κεί;” επέμεινε ο Πετρής, ελπίζοντας να ψαρέψει κάτι. "Μυστικά της πατρίδας", είπε αόριστα ο καπετάν Ανδρέας. “Ελόγου σου γνοιάσου για τις δουλειές της γολέτας”. Η πρωινή πάχνη είχε διαλυθεί πια κι η μέρα είχε πάρει το λαμπερό Αιγαιοπελαγίτικο χρώμα της, όταν οι τρεις Φιλικοί αποβιβάστηκαν στην αμμουδερή ακτή. «Δυο τσιγάρα δρόμος είναι», είπε ο ένας απ’ αυτούς και προχώρησε μπροστά στο μονοπάτι που ελισσόταν δίπλα στην ακτογραμμή. Τον ακολούθησαν και οι άλλοι χωρίς να σχολιάσουν την απόσταση. Τελευταίος ερχόταν ο υπηρέτης με τις αποσκευές τους. Μετά από ένα τέταρτο σιωπηλή πορεία έφτασαν στον προορισμό τους: την αγροικία του Γιάννη του Μπινιάρη, ένα σπίτι χωμένο ανάμεσα σε λεμονιές και πορτοκαλιές, φορτωμένες με τους ζουμερούς καρπούς τους. Ο σπιτονοικοκύρης, άντρας ψημένος από τον ήλιο της υπαίθρου και την αλμύρα της θάλασσας, ζώστηκε τις κουμπούρες του μόλις αντιλήφθηκε άγνωστους ανθρώπους να μπαίνουν στο χτήμα του. Αναγνώρισε γρήγορα, όμως, αυτόν που προπορευόταν και χαλάρωσε. «Ποιος άνεμος σε φέρνει καταδώθε, ωρέ, Δημητρόπουλε;» του φώναξε. Έτρεφε μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπό του, γιατί πέρα από ικανός οπλαρχηγός ήταν κι ο άνθρωπος που τον είχε μυήσει στα μυστικά της Εταιρείας.

6


«Το χρέος εις το Γένος, ωρέ Μπινιάρη», του φώναξε εκείνος. Λίγο πίσω από τον Δημητρόπουλο, ο Μπινιάρης διέκρινε μιαν ακόμα γνωστή του φυσιογνωμία. Τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν πρόσωπο που δεν το ξεχνούσες εύκολα. "Ο Γαλάτης!", ψιθύρισε. "Ο Νικόλας ο Γαλάτης!" Τον είχε γνωρίσει μέσα σε μια ταβέρνα της Πόλης στο τελευταίο του μπάρκο με μια Σπετσιώτικη σκούνα. Ο Γαλάτης έπινε στο διπλανό τραπέζι παρέα με έναν Ιθακήσιο καπετάνιο, κάποιο Νίκο Μπότσαρη. Όταν τους έπιασε κουβέντα του συστήθηκε ως Κόντε Γαλάτης, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας των επτανήσων. Ο αγράμματος ναυτικός από την Ερμιονίδα είχε μαγνητιστεί τότε από την ευφράδειά του. Ακόμα περισσότερο τον είχε εντυπωσιάσει το γεγονός πως ήταν εξάδελφος του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, όπως τουλάχιστον είχε δηλώσει με υπερηφάνεια. Φαινόταν να γνωρίζει άριστα και τα πράγματα της Εταιρείας. Δικαιολογημένα ο Μπινιάρης πίστεψε σε μια στιγμή ότι θα μπορούσε να μάθει απ’ αυτόν το μυστικό που παρέμενε κρυφό στα μέλη της οργάνωσης. Όλοι τους, σε όποιο επίπεδο μύησης κι αν βρίσκονταν, από το κατώτατο του βλάμη ως τα ανώτερα του συστημένου, του ιερέα, του ποιμένα ή του αφιερωμένου, είχαν την ίδια απορία: Ποιος επί τέλους διοικούσε την Εταιρεία των Φιλικών; Ποιος ήταν η Ανωτάτη Αρχή; Ποιος ήταν αυτός που υπέγραφε με Α.Α; Ο Γαλάτης είχε δηλώσει κατηγορηματικά την άγνοιά του τότε, αλλά από το μυαλό του Μπινιάρη δεν έβγαινε πως εκείνο το βράδυ είχε μιλήσει με ένα σπουδαίο μέλος της οργάνωσης, αν όχι με τον ίδιο τον αρχηγό της. Όταν η παρέα μπήκε στη μεγάλη αυλή της αγροικίας, ο Μπινιάρης έκανε, για τυπικούς λόγους, τα σημάδια

7


αναγνώρισης των Φιλικών. Χωρίς περιττές ερωτήσεις μετά, τους έμπασε μέσα στο σπίτι του, ένα πετρόκτιστο οικοδόμημα, με ανώι και κατώι, περιτριγυρισμένο από τριανταφυλλιές, γεράνια, φούλια και μπουκαμβίλιες. Εκεί ζούσε με τη γυναίκα του και τα τρία, νεαρά ακόμα, αγόρια του. Ορμηνεμένη από τον άντρα της η Μπινιάραινα, τακτοποίησε τους επισκέπτες της στο επάνω πάτωμα χωρίς να βγάλει λέξη να ρωτήσει για ποιο λόγο της είχαν κουβαληθεί εκεί μέσα. Έφτανε η λακωνική εξήγηση του Δημητρόπουλου πως βρίσκονταν σε αποστολή και θα έμεναν ελάχιστα μαζί τους. Ο Γαλάτης πήρε ένα ακριανό δωμάτιο στην μπροστινή πλευρά του σπιτιού με μεγάλο παράθυρο που έβλεπε μια μικρή λουρίδα θάλασσα. Μόλις ο υπηρέτης τακτοποίησε τα πράγματά του κι έμεινε μόνος, πήγε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Τράβηξε την υφαντή κουρτίνα του στην άκρη και συνοφρυωμένος περιέφερε το βλέμμα του πάνω στις πορτοκαλιές, που έφτιαχναν το δικό τους πράσινο πέλαγος πάνω στη στεριά. Για κάμποσο έμεινε εκεί ακίνητος και βυθισμένος στην αμηχανία του. Κατά βάθος ήταν μετανιωμένος γι’ αυτό το ταξίδι. Σε όλη τη διάρκειά του δεν έπαψε να τον ενοχλεί εκείνη η παράξενη αίσθηση κινδύνου που δημιουργήθηκε μέσα του από την ώρα που μπήκαν στη Σπετσιώτικη γολέτα. “Τι μ’ έπιασε και δέχτηκα;” μονολόγησε. Αυτή, όμως, ήταν μια περιττή ερώτηση. Ήξερε πως στον Μοριά τον είχε παρασύρει το ευάλωτο κομμάτι του εαυτού του, εκείνο που ικανοποιόταν από την κολακία και ορεγόταν την ηδονή της εξουσίας. Τον είχαν λυγίσει τα αμέτρητα γράμματα που είχε λάβει από τις κεφαλές του τόπου. Με τόσους λιβανωτούς

8


και παρακάλια να κατέβει στον Μοριά, μοιραίο ήταν να τον καταφέρουν. Σ’ αυτή την ερημιά, ωστόσο, μακριά από την άνετη ζωή στην οποία είχε μάθει να ζει, συνειδητοποιούσε το λάθος του. Δεν ήταν δική του δουλειά να εμψυχώνει διστακτικούς επαναστάτες. Η δική του αποστολή ήταν να στρατολογεί στον ιερό σκοπό της «Εταιρίας» σημαντικά πρόσωπα της ομογένειας. Να καταγράφει στους καταλόγους της στρατιωτικούς, εμπόρους και πολιτικάντηδες των απανταχού ομοεθνών του για να γεμίζει τα ταμεία της με γρόσια που θα βοηθούσαν το όνειρο του ξεσηκωμού. Ο ουρανός είχε καθαρίσει για τα καλά πια κι ο Ελληνικός ήλιος έκανε τα γεννήματα της γης να λάμπουν κάτω από τις ζεστές του ακτίνες. Όρθιος στο παράθυρο ο Γαλάτης συνέχισε τις σκέψεις του προσθέτοντας στις ανησυχίες του και τη συνάντηση με τους προκρίτους. Έπρεπε να τους πείσει κι αυτούς για την καλή προετοιμασία της επανάστασης κι αναρωτιόταν ποια από τα ψέματα που χρησιμοποιούσε συνήθως, ήταν κατάλληλα για να καθησυχάσουν τους φόβους τους. Κάποια στιγμή τότε εμφανίστηκαν μέσα στο οπτικό του πεδίο ο Δημητρόπουλος με τον Τσακάλωφ. Είχαν σταθεί και οι δυο τους στην άκρη του μονοπατιού που οδηγούσε μέσα στον πορτοκαλεώνα. Από τις χειρονομίες τους κατάλαβε πως είχαν κάποιο έντονο διάλογο. Με σκυμμένο το κεφάλι του ο Τσακάλωφ χάιδευε τις παχιές φαβορίτες του, που κατέβαιναν ως το σαγόνι. Φαινόταν να διστάζει να αποδεχτεί τις απόψεις τού Δημητρόπουλου, ο οποίος με τη σειρά του έδειχνε να τις υποστηρίζει με πάθος. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως συζητούσαν για κάτι σημαντικό και το

9


έκαναν χωρίς αυτόν και μακριά από το σπίτι για να είναι σίγουροι πως δεν θα τους άκουγε κανένας. “Τι να λένε, άραγε;”, αναρωτήθηκε συνοφρυωμένος. Η εικόνα των δυο συντρόφων του τον έκανε να νιώσει παραγκωνισμένος. Απέφυγε, ωστόσο, να μπλέξει σε αβάσιμες υποψίες. Στο δωμάτιο τότε μπήκε η Μπινιάραινα κι απέσπασε την προσοχή του. Ακούμπησε μια λεκάνη πάνω σ’ ένα σοφρά κι ύστερα έβγαλε από ένα μπαούλο μια λευκή και αχρησιμοποίητη πετσέτα, φυλαγμένη από την προίκα της, μάλλον, για τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις. “Άμα βάνει ψύχρα τη νύχτα, έχει μπόλικα χράμια στον γιούκο”, του είπε δείχνοντας του μια στοίβα με ρούχα. Ο Γαλάτης την ευχαρίστησε αφηρημένος και γύρισε πάλι το βλέμμα του στους συντρόφους του που κουβέντιαζαν έξω στον οπωρώνα. «Τι να λένε άραγε;» μουρμούρισε. Ήξερε πως ο Τσακάλωφ ήταν άνθρωπος που δεν ήθελε να γνωρίζει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του. Αλλά και πάλι, αυτή η μυστικότητα στις κινήσεις του! Ο Γαλάτης την έβρισκε μειωτική γι’ αυτόν. Στο κάτω-­‐ κάτω ήταν αποδεδειγμένα το πιο δραστήριο μέλος της Εταιρείας. Πριν έρθει αυτός και κινήσει τα νήματά της, τρεις κι ο κούκος ήταν όλοι τους. Του όφειλαν περισσότερο σεβασμό και καλύτερη πληροφόρηση. Το βράδυ η γυναίκα του Μπινιάρη τους φίλεψε στην κουζίνα της φασολάδα, κρεμμύδια, ελιές και σιταρένιο ψωμί. Ο Τσακάλωφ με τον Δημητρόπουλο φαίνονταν συννεφιασμένοι. «Κακά χαμπέρια;» ρώτησε ο Γαλάτης. Ο Τσακάλωφ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του χωρίς να δώσει άλλες εξηγήσεις. «Έχομε λάβει ειδοποίηση από τους προεστούς;»

10


ξαναρώτησε ο Γαλάτης. Ο Τσακάλωφ του απάντησε πως δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχεί. «Κάπου ΄δω θα κονακιάζουν», του είπε. «Ξέρουν πού θα μας έβρουν». «Σύρε να πλαγιάσεις. Όλα είναι φροντισμένα», είπε τότε κι ο Δημητρόπουλος με ξυνισμένο ύφος. Στην φωνή του διέκρινες εύκολα την αντιπάθεια που ένιωθε για το σύντροφό του. Αν και αναγνώριζε πως ο Γαλάτης είχε προσφέρει στην οργάνωση, δεν τον πήγαινε καθόλου. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει τη μεγαλομανία του, ούτε το σπάταλο βίο του. Ιδιαίτερα τον εκνεύριζε που ήθελε να περνιέται για Κόντες και να καυχιέται για την αμφίβολη συγγένειά του με τον Καποδίστρια. Ο Γαλάτης έφαγε γρήγορα κι αποτραβήχτηκε στο δωμάτιό του. Όλα του φαίνονταν στραβά εκείνο το βράδυ. Το τζάκι που κάπνιζε, το πέτρινο δάπεδο που μύριζε μούχλα και η μπόχα της κατσικίλας και της κοπριάς, έκαναν την παραμονή του στο χώρο ανυπόφορη. Ούτε και το κρεβάτι του, όμως, δεν τον χωρούσε. Αυτή η αδικαιολόγητη ένταση που τον είχε πιάσει τον τελευταίο καιρό, συνέχιζε να τον κρατάει σε εγρήγορση. Ένιωθε λες και βρισκόταν σε κανένα χαράκωμα και περίμενε τον εχθρό να φανεί. Βγήκε έξω στο μικρό χαγιάτι του σπιτιού κι εκεί στην ησυχία της κρύας νύχτας άναψε ένα από τα τούρκικα τσιγάρα του. “Απλά είμαι μπερδεμένος, είμαι έξω από τα νερά μου”, μουρμούρισε προσπαθώντας να λογικευτεί. Η αόρατη απειλή, ωστόσο, που είχε τρυπώσει στην καρδιά του, δεν έπαυε να τον ενοχλεί. Λογιών-­‐λογιών σκέψεις και εικόνες από το παρελθόν μπαινόβγαιναν στο μυαλό του -­‐ λάθη κυρίως και παραλήψεις που τον είχαν πληγώσει-­‐ λες και η ηρεμία του οπωρώνα τον είχε αναγκάσει σε μια εκ

11


βαθέων αυτοκριτική. "Με φοβίζει το σκοτάδι μάλλον" μουρμούρισε προσπαθώντας να δώσει μιαν εξήγηση στην ένταση που είχε φουντώσει για τα καλά πια μέσα του. "Ίσως να φταίει και η κακομουτσουνιά του Δημητρόπουλου". Ψάχνοντας μετά, βρήκε κι άλλες πληγές που τον πονούσαν. Μία απ’ αυτές ήταν και το αποτυχημένο του ταξίδι στη Ρωσία και ο τρόπος με τον οποίο τον είχε διώξει ο Καποδίστριας από τη χώρα, όταν του μίλησε για την επανάσταση. Τα λόγια του είχαν μπηχτεί σαν βαθιές μαχαιριές μέσα του κι είχαν αφήσει επώδυνα ίχνη: “Δεν περίμενα ν’ ακούσω στη ζωή μου τόσες πολλές ανοησίες από έναν άνθρωπο μόνο, σε μια μόνο ημέρα”, του είχε πει. Τον είχε κάνει κουρέλι. Αλλά ο Γαλάτης δεν του κράτησε ποτέ κακία. Αντίθετα τον λάτρεψε. Υποπτεύθηκε πως είχε αποφύγει να του ξανοιχτεί επειδή αυτός ήταν η «Ανώτατη Αρχή» και ήθελε να παραμείνει αόρατος ακόμα. Ήταν τόσο σίγουρος που άρχισε να χρησιμοποιεί αδίσταχτα το όνομά του. Τον παρουσίαζε με σιγουριά για αρχηγό της οργάνωσης των Φιλικών σε κάθε έναν που προσηλύτιζε, χωρίς να νιώθει καμιά τύψη για την αυθαιρεσία του. Κάτι σκυλιά γαύγισαν κάποια στιγμή και τάραξαν τη σκοτεινή νύχτα. Ο Γαλάτης έκρυψε αμέσως την κάφτρα του τσιγάρου του και τέντωσε τ’ αυτιά του, για ν’ ακούσει τι τα είχε εκνευρίσει. Αφουγκράστηκε προσεχτικά τους θορύβους της νύχτας και περιέφερε το βλέμμα του στο μονοπάτι που ένωνε το σπίτι με την παραλία. Δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από τα ροχαλητά του Τσακάλωφ, του Δημητρόπουλου και του Γιώργη του υπηρέτη. Η ηρεμία αποκαταστάθηκε σύντομα, αλλά όχι και η δική του. Με στυλωμένα τα μάτια στο σκοτάδι έψαχνε ακόμα με

12


καχυποψία τους ίσκιους της νύχτας. Και η μία σκέψη έφερνε την άλλη. Ένα ποτάμι από δυσάρεστους συνειρμούς παρόμοιους με κείνους που συχνά τον απασχολούσαν στην Πόλη και γέμιζαν τις νύχτες του με αγωνία για το μέλλον αυτού του άμοιρου τόπου. Η Φιλική Εταιρεία, η δική του η Εταιρεία, το δικό του το έργο, είχε απλωθεί πολύ και φοβόταν μήπως άρχιζε να τρώει τα ίδια της τα παιδιά, σαν τον Κρόνο. Φοβόταν για τα στεγανά της, για τους κιοτήδες που θα λύγιζαν, για τους λιγόψυχους που θα την ξεπουλούσαν, για την άδικη μοίρα που μπορούσε να τους περάσει όλους από λεπίδι πάλι. Αλλά πιο πολύ τον τελευταίο καιρό φοβόταν τις φήμες που ήθελαν τον Πασά των Ιωαννίνων να έχει μάθει το μυστικό τους. Ως τότε παρηγοριόταν με τη σκέψη πως ήταν λόγια του κόσμου μονάχα, αφού ο Αλής θα τους είχε καταδώσει στην Πύλη, αν ήξερε κάτι. Εκείνη τη στιγμή, όμως, μέσα στη νυχτερινή ταραχή του, ο νους του παρέλυσε από μια ανατριχιαστική σκέψη. Με το απέραντο δίκτυο κατασκόπων που διέθετε αυτός ο δόλιος πασάς, δεν αποκλειόταν να γνώριζε τα πάντα και να είχε καταστρώσει σχέδια γι αυτούς. Η σκέψη της προδοσίας έπεσε τότε σαν κεραυνός πάνω στο τρικυμισμένο μυαλό του. “Λες;” μουρμούρισε. “Λες να μας την έχουν στημένη να μας ξεκάμουν; Λες αυτό το ταξίδι να μην είναι τίποτα άλλο από μια παγίδα;” Οι αόριστοι φόβοι του έγιναν ξαφνικά υπαρκτή απειλή. Τίποτα δεν αποκλειόταν. Όλα ήταν δυνατόν να έχουν γίνει. Έτσι εξηγούσε κι εκείνη την επιμονή των προεστών να κατέβει στο Μοριά. Φαίνεται πως οι Οθωμανοί είχαν πάρει ομήρους συγγενείς τους και τους είχαν αναγκάσει να στήσουν το σκηνικό της προδοσίας.

13


“Ο Θεός να μας φυλάει”, μονολόγησε κι άναψε καινούργιο τσιγάρο, προσπαθώντας να συγκρατήσει την ένταση που φούντωνε ανεξέλεγκτα μέσα του. Αλλά δε γινόταν να ησυχάσει. Σ’ αυτή τη συνάντηση στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων της Ερμιόνης θα πήγαιναν δυο σημαντικά πρόσωπα της Εταιρείας, δυο από τους πρωταγωνιστές της ύπαρξής της, ο Θανάσης ο Τσακάλωφ κι ο ίδιος. Και με τον Νίκο Σκουφά να έχει αποδημήσει εις Κύριον, πριν λίγους μήνες, το χτύπημα θα ήταν καίριο. Μέσα στην κρύα νύχτα του Γενάρη ένιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν. Πέταξε το μισοκαπνισμένο τσιγάρο και μηχανικά άναψε άλλο, προσπαθώντας να καλμάρει την ένταση μέσα του. Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να αναχαιτίσει τον πανικό που είχε τρυπώσει στο κεφάλι του. Μια φωνή τού τρυπούσε το μυαλό κι επέμενε, όλο και πιο πιεστικά, πως ο εχθρός τους οδηγούσε μεθοδικά στην παγίδα του. “Πρέπει να τους ξυπνήσω”, είπε κάποια στιγμή αποφασιστικά και μπήκε μέσα. Στο δωμάτιο που κοιμόταν ο Τσακάλωφ με τον Δημητρόπουλο υπήρχε το απόλυτο σκοτάδι. Κινήθηκε προσεχτικά, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα σκαμνί που ήταν στη μέση. Ο θόρυβος τον τρόμαξε και τον ίδιο και ίσα που πρόλαβε να δει τη σκιά τού Δημητρόπουλου να πετάγεται πάνω και να τον αρπάζει από το λαιμό. “Εγώ είμαι, ωρέ”, πρόλαβε να του πει. Εκείνος τον ταρακούνησε λίγο πριν τον αφήσει. “Τι σκατά γυρεύεις νυχτιάτικα;” τον ρώτησε φουρκισμένος.

14


Ο Γαλάτης δίστασε, ντράπηκε, σιχάθηκε τον αλαφιασμένο εαυτό του. Τι να του έλεγε αυτουνού; Θα τον περνούσε για αλαφροήσκιωτο. “Λάθος έκαμα, ωρέ. Λάθεψα τα δωμάτια”, είπε και έφυγε σαν κυνηγημένος. Πήγε βιαστικά στο δικό του, άναψε τη λάμπα πετρελαίου που υπήρχε στο σοφρά και ξάπλωσε με τα ρούχα στο κασελοντίβανο. Με την καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο ακόμα, περιέφερε μηχανικά το βλέμμα του στα ξύλινα δοκάρια της οροφής. Σε μιαν άκρη τους εντόπισε τον ιστό μιας αράχνης. Φαινόταν να περιμένει καρτερικά ν’ αρπάξει το θύμα της κι αυτό στάθηκε αρκετό για να τον αναστατώσει κι άλλο. Σηκώθηκε απότομα από το στρώμα του και με μια γκλίτσα, που ήταν ακουμπισμένη στη μπαλκονόπορτα, τη διέλυσε με μανία. Δεν εκτονώθηκε, όμως, ούτε με το θάνατο της αράχνης. Έμεινε για πολύ ώρα ακόμα άγρυπνος με την αίσθηση πως κάπου, κάποιοι είχαν στήσει μιαν άλλη αόρατη αράχνη κι αυτός ήταν το υποψήφιο θύμα της. Πολύ πρωί την επόμενη μέρα τον ξύπνησε ο ήλιος, που ξεμύτισε μέσα από το πράσινο σεντόνι του οπωρώνα. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και πήγε στο παράθυρο να εξετάσει έξω τον κόσμο, κυριευμένος ακόμα από τις νυχτερινές του ανησυχίες. Μπροστά από την αγροικία, ανάμεσα στα πουλερικά που είχε αμολήσει η Μπινιάραινα να βοσκίσουν, είδε τον Τσακάλωφ να κόβει βόλτες με το κεφάλι του σκυφτό, σαν να τον απασχολούσε κάτι. Ακόμα κι απ’ αυτή την απόσταση μπορούσε να διακρίνει μια γκριμάτσα στεναχώριας στο πρόσωπό του. Τότε ακούστηκε η φωνή του Δημητρόπουλου που κατέβαινε κι αυτός στην αυλή του σπιτιού αγουροξυπνημένος.

15


“Τι συλλογάσαι ωρέ Θανάση”, φώναξε με τη βροντερή φωνή του. Ο Τσακάλωφ έμεινε για λίγο σκεφτικός. “Συλλογάμαι πως είναι ώρα να κάμουμε τις δουλειές μας”, του είπε βαρύθυμα. Με την τσίμπλα στα μάτια, ο Γαλάτης κατέβηκε κι αυτός στην κουζίνα όπου είχαν μαζευτεί όλοι και βολεύτηκε σ΄ένα σκαμνί δίπλα στον Τσακάλωφ. Περιέφερε το βλέμμα του στο δωμάτιο με τους καπνισμένους τοίχους και επέβαλε στον εαυτό του ν’ αντέξει την παράξενη μυρωδιά που ερχόταν από το χωματένιο δάπεδο. Μέσα στο αναμμένο τζάκι κρεμόταν ένα καζάνι. “Ζεσταίνω μια στάλα νερό να νιφτείς.”, είπε η Μπινιάραινα. Η φροντίδα της δεν ξάφνιασε τον Γαλάτη. Η φιλοξενία ήταν σπουδαίο καθήκον για τους Έλληνες. “Σ’ ευχαριστώ”, της είπε με μάτια που έλαμπαν από ικανοποίηση. “Ρούφα και μια στάλα γάλα”, τον προέτρεψε μετά η γυναίκα. Ακούμπησε μπροστά του μια τσίγκινη κούπα με κατσικίσιο γάλα και δυο μεγάλες φέτες φρεσκοψημένο ψωμί, σαν μάνα που περιποιόταν το γιο της. Ο Γαλάτης παρέμεινε αμίλητος όση ώρα έτρωγε το πρωινό του. Στο μυαλό του στριφογύριζαν οι νυχτερινοί του φόβοι, αλλά ακόμα δίσταζε να μιλήσει ξεκάθαρα στους συντρόφους του. Σε μια στιγμή ακούμπησε στο τραπέζι την κούπα και γύρισε στον Τσακάλωφ. “Ελόγου μου μη με λογαριάζετε στη σύναξη με τους κοτζαμπάσηδες”, του είπε αποφασιστικά. «Στοχάζουμαι οπού είναι φρόνιμο μήτε κι ελόγου σας να εμφανιστείτε», πρόσθεσε μετά.

16


Ο Δημητρόπουλος αντάλλαξε ανήσυχες ματιές με τον Τσακάλωφ. Ήξεραν κι οι δυο ότι οι αντιδράσεις του Γαλάτη ήταν πάντα απρόβλεπτες. Αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα από διαταγές της Ανωτάτης Εξουσίας. “Εξουσία είμαι εγώ”, έλεγε συχνά, όταν έκανε του κεφαλιού του. «Για ‘ξηγήσου», του είπε ο Δημητρόπουλος μπουρινιασμένος. “Θα υπάγω εις την Τριπολιτσά να ερευνήσω τα τρέχοντα επιτοπίως», δήλωσε εκείνος. Για μια στιγμή ο Τσακάλωφ φοβήθηκε ότι η κατάσταση ξέφευγε από τα χέρια του. Η απόφαση του Γαλάτη τον αιφνιδίασε. Δεν περίμενε ν’ αντιδράσει μ’ αυτό τον τρόπο. Κράτησε την ψυχραιμία του, όμως. Για να κερδίσει τον χρόνο που χρειαζόταν προσποιήθηκε πως δεν είχε αντίρρηση ν’ ακολουθήσει ο καθένας το δρόμο του. “Κάμε όπως σε φωτίσει ο Μεγαλοδύναμος. Δε θα σε βαστάσομε στανικώς εις την συντροφιάν μας”, του είπε αδιάφορα. Μ’ ένα φιλικό χαμόγελο μετά του σύστησε να μη λησμονήσει τη συνάντησή τους στη Μάνη, όπου είχαν ν’ αντιμετωπίσουν από κοινού το σκληρό και απαιτητικό της Μπέη. Ο Γαλάτης χαλάρωσε. Με τον Τσακάλωφ μπορούσε πάντα να συνεννοηθεί. Είχε τη βεβαιότητα, άλλωστε, πως εκτιμούσε την προσφορά του στον αγώνα για την απελευθέρωση του Γένους. Το ίδιο αδιάφορος φάνηκε κι ο Δημητρόπουλος. Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και του είπε πως ήταν βέβαιος πως θα «έπραττε το ωφελιμότερον δια το Έθνος», όπως πάντα. Ύστερα έριξε την ιδέα να επισκεφθούν τα αρχαία που υπήρχαν στην περιοχή μέχρι να τους βρει ο Μπινιάρης

17


τα ζώα που χρειάζονταν για να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. “Δια να μην λησμονούμε και τι έφκιαχναν οι προ-­‐ προ-­‐ προ παπούδες μας, μη και διδαχθούμε κι ελόγου μας από την προκοπή και τη γνώση τους”, είπε. Μετά από μιαν άθλια νύχτα ο Γαλάτης σκεφτόταν να γυρίσει ξανά στο κρεβάτι του, αλλά ένας περίπατος στα αρχαία της περιοχής ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Ο πολιτισμός που είχαν κάποτε δημιουργήσει οι πρόγονοί του, ήταν η μεγάλη του λατρεία. Διάβαζε την αρχαία ιστορία τού Έθνους του με την ίδια λαχτάρα που ρουφούσε τα ποιήματα του Ρήγα του Βελεστινλή και τα “άσματα” του Άγγλου ποιητή Μπάϋρον. Η παρέα αναχώρησε για τον αρχαιολογικό της περίπατο λίγο αργότερα με τον ήλιο να έχει αρκετά ψηλώσει. Τους ακολούθησε και ο υπηρέτης με λίγα τρόφιμα και δυο φλασκιά νερό για το δρόμο. Αν προλάβαιναν θα επισκέπτονταν και το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, που ήταν χτισμένο σ’ ένα πανέμορφο τοπίο, πάνω σ’ ένα φαράγγι με σπηλιές και πλούσια βλάστηση, 5-­‐6 χιλιόμετρα έξω από την Ερμιόνη. Ακολούθησαν το μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα, από το οποίο είχαν έρθει στην αγροικία του Μπινιάρη. Στην απόλυτη ησυχία της ναρκωμένης Γεναριάτικης φύσης ακουγόταν μονάχα το μουρμουρητό της θάλασσας και τα κρωξίματα κάποιων γλάρων, που αγωνίζονταν να βρουν την τροφή τους πάνω στο κύμα. Μετά από κανά τέταρτο της ώρας μπήκαν μέσα σ’ έναν ελαιώνα. Ο Δημητρόπουλος στάθηκε τότε για λίγο για να “κάνει το νερό του”, όπως είπε. Λίγο πιο πέρα σταμάτησε και ο Τσακάλωφ. Αυτός ήθελε να θαυμάσει το τοπίο.

18


Ο Γαλάτης δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να προχωράει αργά με σκυμμένο το κεφάλι, βυθισμένος στις σκέψεις του. Δεν ήταν μοναχά η σύναξη με τους προεστούς κι οι φόβοι του για προδοσία που τον ανησυχούσε. Είχε κι άλλες έγνοιες να τον τρώνε. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Δε θα ήταν εύκολο να πείσει αυτό το αγύριστο κεφάλι να συμβιβαστεί με τα πενήντα χιλιάδες γρόσια, που του πήγαιναν, αντί για το εκατομμύριο που είχε απαιτήσει. Άντε τώρα να του εξηγήσεις, πως τα χρήματα δεν τα έδινε ο Τσάρος, όπως του είχαν φουσκώσει τα μυαλά οι διάφοροι καλοθελητάδες, αλλά ήταν οικονομική βοήθεια, βγαλμένη από το σεντούκι του Παναγιώτη Σέκερη, να ‘ναι καλά ο άνθρωπος. Κάποια στιγμή στράφηκε προς τα πίσω, για να μοιραστεί τις έγνοιες του με τον Τσακάλωφ, αλλά τότε βρέθηκε μπροστά στην πιο μεγάλη έκπληξη της ζωής του. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του χωρίς να μπορεί να πιστέψει πως αυτό που έβλεπε ήταν δυνατόν να συμβαίνει. Η πραγματικότητα, όμως, διέλυσε αστραπιαία κάθε αμφιβολία του. Αντίκρυ του έχασκε, όμοια με το στόμιο της κόλασης, η κάνη της κουμπούρας του Δημητρόπουλου. Την είδε απλά να εκπυρσοκροτεί και στα ελάχιστα δευτερόλεπτα -­‐ όσο διάρκεσε η λάμψη του θανάτου-­‐ κατάλαβε πως η προδοσία, την οποία διαισθανόταν μέρες τώρα, ερχόταν από χέρι συντροφικό. Αλλά και ο Τσακάλωφ; Κι αυτός ακόμα; Ήταν το τελευταίο του παράπονο στη ζωή. Μετά ένιωσε ένα τσουχτερό πόνο στο στήθος και τη σάρκα του να σκίζεται από καυτό μολύβι. Δεν έπεσε αμέσως. Στάθηκε στα πόδια του κι όρμησε στο φονιά του με γυμνό σπαθί. Η άλλη κουμπούρα τότε που κρατούσε στο αριστερό του χέρι ο Δημητρόπουλος ξέρασε κι αυτή το

19


βόλι της. Βρήκε το λαβωμένο κορμί του Γαλάτη, που τελικά σωριάστηκε στο λασπωμένο χώμα. “Α! Με εφάγατε! Τι σας έκαμα;” είπε ψυχορραγώντας. Ο Δημητρόπουλος, ο σκληροτράχηλος οπλαρχηγός, που ήταν μαθημένος στα θανατικά, εντελώς αναπάντεχα λύγισε κι εκείνος. Τον πήραν τα δάκρυα. “Δεν είχαμε άλλον τρόπον να γλυτώσομε από την ανοικονόμητον επιπολαιότητά σου”, είπε γονατίζοντας δίπλα στο θύμα του. Ο Γαλάτης έζησε περίπου δεκαπέντε λεπτά ακόμα και πότισε με άφθονο αίμα την υγρή γη της Πελοποννήσου. Αυτά τα δεκαπέντε λεπτά ήταν το χειρότερο μαρτύριο στη ζωή του Τσακάλωφ. Η εντολή, όμως, να τον “χαλάσουν” είχε αποφασισθεί ομόφωνα από το συμβούλιο. Εκείνος είχε αρνηθεί στην αρχή να γίνει ένας τέτοιος φόνος, αλλά ο Γαλάτης ήταν ανεξέλεγκτος πια. Μετά τον τελευταίο του εκβιασμό ότι θα τα έλεγε όλα στους Οθωμανούς, αν δεν του ανέθεταν την αρχηγία, δεν μπορούσε να μη συμφωνήσει με τους άλλους. “Και συ, ωρέ Θανάση!”, ακούστηκε τότε ασθενική η φωνή του Γαλάτη. Βουρκωμένος ο Τσακάλωφ ζύγωσε κοντά του συντετριμμένος. “Μόνος σου έφαες το κεφάλι σου, ωρέ Νικόλα. Η αλαζονεία και ο αψύς χαρακτήρας σου σε φάγανε” “Τσάμπα πάω, ωρέ!. Ήθελα ν’ αποθάνω δια το Γένος, δια την καινούρια πατρίδα”, μουρμούρισε εκείνος. Ο Δημητρόπουλος σηκώθηκε στα πόδια του, σφούγγισε τα μάτια του και θυμήθηκε πάλι τον σκληρό εαυτό του. Μετά την πρώτη συγκίνηση σκεφτόταν πως δεν έπρεπε να τον λυπόνται. Τι θα είχε γίνει δηλαδή αν ο Γαλάτης, την ώρα

20


που έτρεχε να τα προδώσει όλα μέσα σ’ ένα παροξυσμό της παλαβομάρας του, δεν συναντούσε τυχαία στο δρόμο του τον καπετάν Γεράσιμο; Ο Θεός είχε στείλει σίγουρα τον Ιθακήσιο καπετάνιο μπροστά του. Σύχναζαν μαζί τις νύχτες στις ταβέρνες της Πόλης κι εκείνος τον σταμάτησε για να μάθει πού έτρεχε τόσο φουρκισμένος. Ευτυχώς που μέσα στην οργή του ο Γαλάτης του είχε ομολογήσει πως πήγαινε στον Χαλέτ Εφέντη να προδώσει τα μυστικά της Εταιρείας κι ο καπετάνιος κατάφερε να τον φέρει στα συγκαλά του. “Ο υπηρέτης!” φώναξε τότε ο Δημητρόπουλος, διακόπτοντας τις σκέψεις του. Μέσα στη φορτισμένη ατμόσφαιρα, που είχε δημιουργήσει το φονικό του Γαλάτη, αυτόν τον είχε ξεχάσει. Κοίταξε γύρω του και τον είδε να τρέχει στο μονοπάτι που έβγαζε στη θάλασσα κι από κει στην Ερμιόνη. Η αντίδρασή του τον αιφνιδίασε. Από έναν υπηρέτη δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Φανταζόταν πως θα ζάρωνε πίσω απο κανένα δέντρο, φοβισμένος, και δεν θα ζητούσε ποτέ να μάθει τον λόγο του φονικού. Θα του έριχνε να τον ξεκάνει κι αυτόν, αλλά οι κουμπούρες του ήταν άδειες. Είχε ξοδέψει και τα δυο του βόλια πάνω στο Γαλάτη. “Φεύγουμε από δώθε”, είπε στον Τσακάλωφ. “Αυτό το θρασίμι μπορεί να μας σπιουνέψει στην εξουσία”. Ο Τσακάλωφ αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα του προβλήματος, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Απέμεινε να κοιτάζει τον άνθρωπο που ψυχορραγούσε και μουρμούριζε κάτι που έμοιαζε με τελευταία επιθυμία ή με κατάρα για τους φονιάδες του. “Άιντε, ξεμπέρδευε”, του φώναξε πάλι ο Δημητρόπουλος. Εκείνος γύρισε και τον αγριοκοίταξε. “Ούτε σκυλί να ‘ταν, ωρέ Παναή. Κι αυτό θα στεκόμαστε να το θάψουμε μέσα στη γης”, είπε αγαναχτισμένος.

21


“Τούτος έχει κάμει καλά για το Γένος. Κάποτε η ελεύθερη πατρίδα μπορεί να ρίξει το ανάθεμα πάνω μας οπού τον εφάγαμε, να ξεύρεις. Θα σταθούμε πλάι του. Ως να παραδώκει το πνεύμα του εις τον παντοδύναμο Θεό του και ύστατο Κριτή μας”. Ο Μπινιάρης παραξενεύτηκε όταν είδε τον Τσακάλωφ με τον Δημητρόπουλο να γυρνάνε τόσο γρήγορα πίσω. Κι όταν άκουσε τι είχε συμβεί κόντεψε να του έρθει κόλπος. Δεν έκανε ερωτήσεις, όμως. Αν έτσι είχε αποφασίσει το συμβούλιο της Εταιρείας έτσι έπρεπε να γίνει. Η υπακοή στο συμφέρον του Γένους ήταν νόμος για τους Φιλικούς. “Ας μας συγχωρέσει ούλους μας η Θεία χάρη Του”, ψιθύρισε μονάχα. Σέλωσε τη φοράδα του μετά και ξεκίνησε βιαστικά μαζί με τους άλλους για τον τόπο του φονικού. Μάζεψαν τη σορό, τη μετέφεραν στο κτήμα του και την ενταφίασαν σε ένα σκιερό χώρο, όπου δεν θα την έβλεπε ούτε ο ήλιος, ούτε το φεγγάρι. Ο Τσακάλωφ είπε το “πάτερ ημών” και ο Μπινιάρης έδεσε σε σχήμα σταυρού δυο στυλιάρια και τα έχωσε στο μαλακό χώμα κοντά στο κεφάλι του νεκρού. Κι αυτή ήταν όλη κι όλη η εξόδιος τελετή για έναν άντρα που πολλοί πίστευαν πως έβαλε μπρος τα γρανάζια για να ξεκινήσει το έργο της η Φιλική Εταιρεία. Δυο ώρες αργότερα ο Τσακάλωφ με τον Δημητρόπουλο έφευγαν για τη Μάνη καβάλα στ’ άλογα που τους είχε εξασφαλίσει ο Μπινιάρης. Όπως συμφώνησε κι αυτός οι καιροί ήταν πονηροί. Αν ο υπηρέτης τους κατέδιδε οι Τούρκοι θα υποπτεύονταν πολλά πίσω από τον φόνο ενός φραγκοντυμένου ξένου και θα έκαναν τον κόσμο άνω κάτω για να συλλάβουν και ν’ ανακρίνουν τους ενόχους.

22


«Θα μηνύσω ιγώ εις τους προγεστούς να πιστρέψουν εις τα κονάκια των», είπε ο Μπινιάρης, πιστεύοντας ακόμα πως ήταν να γίνει κάποια συνάντηση στη μονή των Αγίων Αναργύρων. «Μην κάμεις τον κόπον», του είπε ο Τσακάλωφ. Του εξήγησε μετά πως η σύναξη ήταν ένα πρόσχημα για να παρασύρουν τον Γαλάτη στις ερημιές του Μοριά. Ταξιδεύοντας με κάθε προφύλαξη, μακρυά από πολυσύχναστα μονοπάτια, κατάφεραν να φτάσουν στον πύργο των Μαυρομιχαλαίων μια βδομάδα αργότερα. Το πέτρινο οικοδόμημα που αγνάντευε από ψηλά τον αγριότοπο της Μάνης σ’ έκανε να νιώθεις ασφαλής μέσα στους χοντρούς του τοίχους, αλλά τα νέα που περίμεναν τους δυο Φιλικούς δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Ο υπηρέτης τούς είχε τελικά καταδώσει κι οι Τούρκοι τους έψαχναν παντού. Ο Μπέης τους υποδέχτηκε κακοδιάθετος. Δεν ήθελε ν’ ανοίξει παρτίδες με τους Τούρκους σε μια εποχή που η καχυποψία τους για εξέγερση των ραγιάδων όλο και μεγάλωνε. “Άντεστε εις την Ευρώπη ως να κατακάτσει ο κουρνιαχτός”, τους συμβούλεψε. “Και ‘κείθε Ρωμιούς έχει. Κι ελόγου των εις τα μυστικά της πατρίδος λαχταρούν να κατηχηθούν”. Η διάθεσή του χάλασε κι άλλο όταν στο βραδινό φαγητό ο Τσακάλωφ ακούμπησε πάνω στον σοφρά τα πενήντα χιλιάδες γρόσια που είχαν φέρει για ενίσχυσή του. Ο Μπέης τα κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια του. "Μήτε πίτουρο δεν αγοράζεις με τούτα, όχι να κάμεις επανάσταση!" είπε απογοητευμένος.

23


"Αυτά έχει προς ώρας το Έθνος να σε δώσει", του απάντησε ο Τσακάλωφ στεγνά. «Η λευτεριά δεν αγοράζεται, Μπέη μου. Αποχτιέται με αίμα», πρόσθεσε αμέσως μετά, σαν να τον μάλωνε. Ο Μαυρομιχάλης ντράπηκε. Κατέβασε το κεφάλι του και συμβιβάστηκε με τα λίγα. Μέσα από τα δόντια του, όμως, σιγομουρμούρισε πως επανάσταση δεν μπορούσε να γίνει μόνο με λόγια. «Να ελπίζομε εις τον Μόσκοβο;» ρώτησε δισταχτικά. Ο Τσακάλωφ δεν απάντησε αμέσως. Το βλέμμα του είχε σταματήσει στο εικονοστάσι στον απέναντι τοίχο. Συνοφρυωμένος κοιτούσε το σκίτσο τού Ναπολέοντα καβάλα στο ατίθασο άτι του, ανάμεσα στις εικόνες και τα καντήλια. Ήταν πιο επιβλητικός από τα αποστεωμένα πρόσωπα των Αγίων κι απέπνεε τη δύναμη του μεγάλου προστάτη που είχαν ανάγκη οι ραγιάδες του Μοριά. Πάνω σ’ αυτόν το άνθρωπο και σε πολλούς ακόμα σαν κι αυτόν οι Ρωμιοί είχαν στηρίξει πολλές ελπίδες στο παρελθόν. Η Εταιρεία των Φιλικών, όμως, τα είχε γκρεμίσει αυτά τα είδωλα. «Με ξένα νύχια δεν ξιέσαι, Μπέη μου, μηδέ προσκοπή κάμεις. Ινγκλέζοι και Ρούσοι δεν έχουν μπέσα», είπε με όλη τη σοβαρότητα που τον διέκρινε. Ο Πετρόμπεης πήρε το μήνυμα και συννέφιασε. Όσο σκληρός κι αν ήταν, όσα πατριωτικά αισθήματα κι αν έτρεφε, είχε κι αυτός ανάγκη να νιώθει έναν ξένο προστάτη στο πλευρό του. Σούφρωσε τα χείλη του μισοαπογοητευμένος, αλλά δεν μπορούσε και να διαφωνήσει με τον Τσακάλωφ. Ήξερε πόσο απατηλές υπήρξαν πάντα οι υποσχέσεις τών μεγάλων δυνάμεων προς το Έθνος του. Τα συμφέροντά τους ήταν συμπληγάδες

24


που οι Έλληνες θα τις περνούσαν με βάσανα και πόνο μονάχα. Κούνησε το κεφάλι του με θλίψη και συμφώνησε με τον Τσακάλωφ: η μοίρα των υποδούλων Ελλήνων ήταν να τραβήξουν το δρόμο μπροστά μοναχοί τους. Το υπογράμμισε μάλιστα με το δικό του παραστατικό τρόπο. «Κλοτσάνε τ’ άλογα; Αλίμονο στα πουλάρια!» είπε με μιαν εκφραστική γκριμάτσα. Λίγες μέρες αργότερα ο Δημητρόπουλος έφυγε για τη Στεμνίτσα, όπου είχε δικούς του ανθρώπους, για να τον κρύψουν. Ο Τσακάλωφ τράβηξε προς το Γύθειο. Εκεί μπάρκαρε σ’ ένα ρώσικο μπρίκι με προορισμό τη Γένοβα της Ιταλίας. Ταξιδεύοντας προς την αναγκαστική εξορία του ένιωθε πως ο δολοφονημένος Γαλάτης έπαιρνε την εκδίκησή του. Από τον ίδιο προσωπικά, αλλά κι από ολόκληρο το Έθνος. Έστω και προσωρινά, αυτή η υπόθεση τον ανάγκαζε ν’ αφήσει πίσω του πολλές εκκρεμότητες στην οργάνωση μιας επανάστασης που προετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον τυραννικό Γολιάθ της και να επιτύχει το ακατόρθωτο.

25


2

Μασσαλία Απρίλιος 1819

O νεαρός λόρδος Χολμπουργκ βγήκε νωχελικά από το ξενοδοχείο του και στάθηκε για λίγο στο λιθόστρωτο για να χαρεί τον ανοιξιάτικο ήλιο της Μεσογείου. Οι λαμπερές του ακτίνες διαπέρασαν ευεργετικά το κορμί του κι αναστέναξε με αγαλλίαση. Αυτή τη θαλπωρή δεν μπορούσε να τη χορτάσει. Η κρυστάλλινη ατμόσφαιρα της Μασσαλίας και η φρεσκάδα που απέπνεε η φύση γύρω του τον έκαναν να νιώθει άλλος άνθρωπος μακριά από το βροχερό Λονδίνο. Αυτό το υπέροχο συναίσθημα, ωστόσο, το αλλοίωνε μια μάλλον δυσάρεστη εξέλιξη του ταξιδιού του. Ο υπηρέτης του δεν είχε καταφέρει ακόμα να του βρει καράβι, για να συνεχίσει προς την Οθωμανική Ανατολή, που ήταν και ο προορισμός του. Μετά από δυο διασκεδαστικές βδομάδες στο Παρίσι είχε τη σιγουριά πως στο λιμάνι της Μασσαλίας δεν θα δυσκολευόταν να βρει πλεούμενο για να ολοκληρώσει το όνειρό του. Ιδιαίτερα τώρα που οι αιματηροί πόλεμοι στην Ευρώπη είχαν τελειώσει και οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί, με τον Ναπολέοντα να αποτελεί πια μια πικρή ανάμνηση για όλους τους. Η πραγματικότητα όμως τον είχε απογοητεύσει. Ο υπηρέτης του, Τζόναθαν, γυρνούσε άπραχτος κάθε μέρα από το λιμάνι. Αυτός, άλλωστε, ήταν κι ο λόγος που εκείνο το πρωί βρισκόταν ο ίδιος τόσο νωρίς στους δρόμους. Είχε αποφασίσει να τον παραμερίσει και να διαπραγματευτεί προσωπικά με τους

26


ναυτικούς τη μεταφορά του, όσο υποτιμητικό κι αν ήταν αυτό για την κοινωνική του θέση. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και προχώρησε προς την αριστερή μεριά του κόλπου, όπου ήταν πλαγιοδετημένα τα περισσότερα από τα εμπορικά σκάφη. Τα κατάρτια τους φαίνονταν από μακριά σαν αιωρούμενες λόγχες, που κρέμονταν από τον ουρανό ανάμεσα στις δυο άκρες του λιμανιού: το φρούριο του Αγίου Ιωάννη από τη μια και τους κήπους Φαρώ από την άλλη. Η εικόνα σε προϊδέαζε για κάτι εξωπραγματικό, αλλά μέσα στις αποβάθρες δεν υπήρχε ίχνος από τα περίεργα πράγματα που μπορούσες να πλάσεις με το μυαλό σου. Υπήρχε σκόνη μονάχα και τεράστιες ντάνες σακιά, μακριές σειρές από βαρέλια, κάρα βαρυφορτωμένα και άφθονος ιδρώτας που έρρεε από τα μισόγυμνα κορμιά των αχθοφόρων. Η οχλαγωγία ήταν απίστευτη. Ένα διαρκές βουητό που θύμιζε μελίσσι. Παρόμοιες εικόνες ο νεαρός λόρδος είχε ζήσει και στο Λονδίνο, όταν φοιτητής περιδιάβαινε συχνά τις αποβάθρες του Τάμεση. Αλλά τότε δεν έδινε καμιά σημασία στην καθημερινότητα του λιμανιού, ούτε στους εργάτες, ούτε στα καράβια. Τον ενδιέφεραν οι μικρές πεταλούδες, που περιφέρονταν εκεί για να ικανοποιούν αντρικές επιθυμίες. Με τον Τζόναθαν να του ανοίγει δρόμο, προχώρησε αργά ανάμεσα στο βουερό ποτάμι των φορτίων και των ανθρώπων. Δεν ήξερε πώς έπρεπε να είναι το πλοίο που αναζητούσε. Με το ένστικτό του πιο πολύ προσπαθούσε να ξεχωρίσει εκείνο που θα τον μετέφερε στους τόπους, στους οποίους είχε γεννηθεί κάποτε η αρχαία ελληνική σοφία. Απλά κοιτούσε προς τη θάλασσα με το βλέμμα του πάνω στις σκούνες, τα μπρίκια τις γολέτες, τα τρεχαντήρια και τις μπρατσέρες μέχρι που κάποια στιγμή κόλλησε σε μια

27


τρικάταρτη σκούνα. Στην πρύμη της κυμάτιζε η ρώσικη σημαία. Ο υπηρέτης του ο Τζόναθαν έσμιξε τα φρύδια του όταν τον είδε να την κοιτάζει με διερευνητική ματιά. Το έβρισκε παράλογο να ταξιδέψουν με καράβι της Ρωσίας, της μεγάλης ανταγωνίστριας της Αγγλίας στη Μεσόγειο. Την προσοχή του νεαρού λόρδου, ωστόσο, είχε τραβήξει το όνομα, που ήταν γραμμένο στην πλώρη του καραβιού: “ΠΟΣΕΙΔΩΝ”. Αυτό το όνομα και αυτά τα γράμματα πρόδιδαν μιαν άλλη χώρα και μιαν άλλη εποχή, που γνώριζε καλά από τις σπουδές του. Για λίγο απόμεινε να παρατηρεί τους ρακένδυτους λιμενεργάτες που ανεβοκατέβαιναν το φαρδύ μαδέρι του καραβιού με σακιά φορτίου στους ώμους τους. Του έριχναν κι εκείνοι λοξές ματιές και κοιτούσαν με φθόνο το ατσαλάκωτο εκδρομικό κουστούμι του και τις καλογυαλισμένες του μπότες. Ένιωσε άσχημα, αλλά μετά από ένα λεπτό αμήχανης αδράνειας θύμισε στον εαυτό του πως στο εξής αυτή θα ήταν η καθημερινότητά του στην περιπέτεια που αναζητούσε. Θα είχε να κάνει με ανθρώπους κατώτερης τάξης, με εργάτες της γης και της θάλασσας και με αγράμματους δούλους ισχυρών αφεντάδων. Πάτησε αποφασιστικά το πόδι του στο μαδέρι και το διέσχισε προσεκτικά, βήμα-­‐βήμα, για να μη βρεθεί στη θάλασσα σπρωγμένος από κανένα κακεντρεχή λιμενεργάτη. Όταν βρέθηκε στο κατάστρωμα, έπεσε πάνω σ' ένα τσούρμο από ναυτικούς που τον λόγχιζαν με τα καχύποπτα βλέμματά τους. Ήταν εξοργιστική η αγένεια με την οποία τον κοιτούσαν. Τους κοίταξε κι αυτός σαστισμένος, χωρίς να ξέρει με ποιο τρόπο να αντιδράσει στις επίμονες ματιές τους. Οι πιο πολλοί ήταν νεαροί, συνομίληκοί του. Αγόρια

28


ξερακιανά, με πρόσωπα καψαλισμένα από τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας. Παρασυρμένος από την αδιακρισία τους τους κοίταξε κι αυτός με το ίδιο επίμονο και ερευνητικό βλέμμα. Όλοι τους φορούσαν ρούχα με την ελκυστική γραφικότητα των ανθρώπων της ανατολής. Βράκες μακριές ως τη γάμπα, πουκάμισα φαρδομάνικα, μέσα στα οποία έπλεε το κορμί τους, πλατιά ζωνάρια στη μέση τους και κόκκινους σκούφους στο κεφάλι τους, εκτός από κάνα δυο, που φορούσαν σαρίκια. Χωρίς καμιά εξαίρεση είχαν όλοι τους μακριά μαλλιά, που έπεφταν κυματιστά στους ώμους τους. Όπως ήταν μπερδεμένα κι αχτένιστα έδιναν όψη αγριωπή στα θαλασσοδαρμένα τους πρόσωπα. Διατηρώντας το αγέρωχο ύφος του-­‐ όσο του είχε απομείνει από αυτό-­‐ είπε τη λέξη που ήταν γνωστή σε όλα τα πέρατα των θαλασσών της γης: “ Κάπταιν”. Έκπληκτος τότε άκουσε να του μιλούν με σεβασμό αταίριαστο με την αγριωπή τους εμφάνιση. Σίγουρα δεν κατάλαβε τίποτα απ’ όσα του είπαν, αλλά ο ήχος των λέξεων του φάνηκε οικείος. Έμοιαζε με τον ασθενικό αντίλαλο μιας αρχαίας γλώσσας που υπήρχε μέσα στα πανεπιστημιακά του συγγράμματα. Τους χαμογέλασε πλατιά για να δείξει τα φιλικά του αισθήματα. “Κάπταιν”, ξαναείπε. Κάποιος τότε απ’ αυτούς του έδειξε με το δάχτυλό του προς την πρύμη. Έστρεψε το βλέμμα του προς την κατεύθυνση του χεριού του και είδε έναν άντρα καμιά τριανταπενταριά χρονών, ακουμπισμένο στην κουπαστή. Κάπνιζε αδιάφορα το μακρύ του τσιμπούκι. Κινήθηκε προς το μέρος του, νιώθοντας πρώτη φορά στη ζωή του τόσο τρακαρισμένος. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτό οφειλόταν στην απόμακρη έκφραση του καπετάνιου ή

29


στην αδημονία τη δική του να βρει καράβι. Τα απέραντα αποθέματα εγωισμού, ωστόσο, με τα οποία είχε ανατραφεί, τον βοήθησαν να αποκτήσει ξανά την αυτοπεποίθηση τού Άγγλου αριστοκράτη. Όταν πλησίασε τον ναυτικό του έριξε μιαν αγέρωχη ματιά, σαν να είχε έρθει να προσφέρει χάρη παρά να ζητήσει. Ο καπετάνιος έστριβε το παχύ του μουστάκι, καθώς τον περιεργαζόταν με καχυποψία, όπως είχαν κάνει και οι ναύτες του. Φαινόταν να εξετάζει με επιμονή το είδος της ενδυμασίας του. “Ίνγκλις;”, ρώτησε μιλώντας πρώτος. Στη χροιά της φωνής του φάνηκαν αμέσως και οι κακές του προθέσεις. Αν ο λόρδος Χόλμπουργκ γνώριζε τις πικρές εμπειρίες τού καπετάνιου στην Αγγλική φυλακή, ίσως απέφευγε να αναφέρει την εθνικότητά του. “Ινγκλις”, επιβεβαίωσε με έπαρση. Ο καπετάνιος έσμιξε τα φρύδια του και τον κοίταξε με κακεντρέχεια. Το μίσος του για τους Άγγλους δε θα σβηνόταν ποτέ. Ήταν ναύτης ακόμα όταν τον αιχμαλώτισαν. Δεν είχε ιδέα από τους πολέμους τους, ούτε από τον Ναπολέοντα, ούτε από τους αποκλεισμούς που επέβαλαν. Ήξερε μονάχα πως πήγαιναν φορτίο σε Γαλλικό λιμάνι και οι Άγγλοι τους βούλιαξαν. Στην αρχή είπε να αγνοήσει τον ενοχλητικό επισκέπτη του, αλλά τελικά από το στόμα του βγήκαν μερικές κοφτές κουβέντες, που από τον ήχο τους και μόνο καταλάβαινες το πικρό περιεχόμενο τους. Για να μην αφήσει καμιά αμφιβολία στον ανεπιθύμητο επισκέπτη του, κούνησε το κεφάλι του πέρα-­‐ δώθε, αδιάψευστο σημάδι πως δεν είχε καμιά όρεξη να κουβεντιάσει μαζί του, πόσο μάλλον να του κάνει οποιαδήποτε εξυπηρέτηση.

30


Ο λόρδος Χόλμπουργκ θα τον έλιωνε ευχαρίστως κάτω από τη μπότα του, αλλά προτίμησε να καταπιεί την προσβολή. Το ρόλο τους σ’ αυτή την υπέρβαση, που αναγκάστηκε να κάνει, έπαιξαν ο ήχος της γλώσσας, στην οποία μίλησε ο αγροίκος ναυτικός και το όνομα “ΠΟΣΕΙΔΩΝ” που υπήρχε στην πλώρη της σκούνας. Η ρώσικη σημαία δε σήμαινε τίποτα για την εθνικότητα του σκάφους. Μετά τη συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή οι Έλληνες καραβοκυραίοι είχαν το ελεύθερο από την Υψηλή Πύλη να την υψώνουν στις πρύμες των καραβιών τους. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν είχε αμφιβολία πως η σκούνα ήταν ελληνική και κάπου στον Μοριά ή στα νησιά του Αιγαίου θα κατέληγε. “Έλληνας;” ρώτησε στα Αγγλικά, όσο πιο ευγενικά του επέτρεπε ο θυμός του. Ο καπετάνιος δεν του έδωσε σημασία. Είτε γιατί δεν κατάλαβε ή γιατί δεν είχε καμιά όρεξη να μιλήσει μαζί του. Για να τον εξευμενίσει τότε ο Άγγλος έβγαλε από τις τσέπες του ένα πουγκί με χρυσά τάλιρα και το έπαιξε πάνω στη δεξιά του παλάμη. Ο καπετάνιος του έριξε βλέμματα αρπακτικού. Το χρυσάφι ήταν αληθινός πειρασμός και για μια στιγμή φάνηκε να τον μαλακώνει. Όχι για πολύ, όμως. Ακόμα κι αν δεν μισούσε τους Άγγλους, ακόμα κι αν ο ξένος ήταν ένας απλός περιηγητής, δε γινόταν να τον πάρει σ’ ένα καράβι γεμάτο παράνομα όπλα κι ανθρώπους κυνηγημένους από την Αυστριακή αστυνομία και τους Οθωμανούς. Με μια απότομη χειρονομία έδειξε στον ξένο να πάρει από μπρος του το πουγκί του και να το βάλει ξανά στην τσέπη του. Αυτή η ταπεινωτική απόρριψη έκανε έξαλλο το νεαρό λόρδο. “Γιε σκύλας, δούλε των Οθωμανών”, μουρμούρισε και τίναξε προς τα πίσω το κεφάλι του με θιγμένη

31


αξιοπρέπεια. Πήγε τότε να βγάλει από την τσέπη του και να του τρίψει στα μούτρα το φιρμάνι που είχε προμηθευτεί από την Πόλη με την υπογραφή του ίδιου του μεγάλου Βεζύρη, αλλά ακόμα και μέσα στο θυμό του θυμήθηκε πως δεν είχε καμιά ισχύ στα γαλλικά λιμάνια. Ήταν στην κρίση του κάθε αγροίκου καπετάνιου, αν θα τον έπαιρνε μαζί του ή όχι. Με μια τελευταία φαρμακερή ματιά γύρισε κι έφυγε βρίζοντας, σαν μαουνιέρης του Τάμεση. Ήταν το μόνο που του έμενε για να παρηγορήσει την πληγωμένη του αξιοπρέπεια. Bγήκε στον ντόκο σπρώχνοντας τους ναυτεργάτες πάνω στο μαδέρι, σαν αφηνιασμένος ταύρος. Θορυβημένος ο Τζόναθαν έτρεξε ξωπίσω του, αλλά εισέπραξε μονάχα την οργή τού κυρίου του. «Εσύ φταις για όλα», ξέσπασε ο λόρδος Χόλμπουργκ επάνω του. Υπομονετικά ο Τζόναθαν, άκουγε έκπληκτος τα απαξιωτικά λόγια τού κυρίου του που του καταλόγιζε ευθύνες για την ανικανότητά του να του βρει καράβι. «Με έβαλες στη δυσάρεστη θέση να παζαρέψω με αχρείους Έλληνες. Αυτόν τον άξεστο λαό αθλίων και αγραμμάτων”, είπε μουγκρίζοντας σχεδόν. Απ’ όσο ήξερε ο Τζόναθαν, ο λόρδος είχε μεγάλη αγάπη για τον πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας και όταν αποτόλμησε να του το θυμίσει δέχτηκε ξανά την οργή του. “Δεν είμαι θυμωμένος με τους Αρχαίους Έλληνες, Τζόναθαν. Με τους Νεοέλληνες τα έχω. Αυτά τα σκουλίκια, που δεν αξίζουν να λέγονται απόγονοι των σοφών προγόνων τους”, είπε με όσο δηλητήριο διέθετε μέσα του. Ο Τζόναθαν είχε ελάχιστη μόρφωση. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό πως τα υποτιμητικά σχόλια τού

32


λόρδου ήταν γραμμένα στα πάμπολα αρνητικά δημοσιεύματα για τους Νεοέλληνες και στα οδοιπορικά των περιηγητών εκείνης της εποχής. Γι' αυτό τα απέδωσε στα νεύρα που είχε εκείνη τη στιγμή. “Ο θυμός σας για τον καπετάνιο νομίζω πως σας κάνει υπερβολικό”, αποτόλμησε να του πει. Ο λόρδος Χόλμπουργκ είχε συνέλθει κάπως από την έκρηξη του θυμού του και μίλησε πιο ήρεμα τώρα. “Αν υπερβάλλουν εκείνοι που επισκέφτηκαν και έζησαν για χρόνια σ' εκείνο τον τόπο, τότε υπερβάλλω κι εγώ, Τζόναθαν”, είπε. Ο υπηρέτης κούνησε πάλι το κεφάλι του με επιφύλαξη. “Μα σκουλίκια!”, απόρησε. Δεν είχε ξανακούσει τον κύριό του να χρησιμοποιεί τέτοιες εκφράσεις. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωσε κι αυτός άσχημα που είχε αφήσει τον εαυτό του να παρεκτραπεί μπροστά στα μάτια του υπηρέτη του. "Έχουν γραφτεί και χειρότερα, Τζόναθαν", είπε πιο συγκρατημένα. "Κάποιος Galt, για παράδειγμα, τους έχει ονομάσει, τρωκτικά που λαθροβιούν πάνω στο πτώμα των σπουδαίων προγόνων τους, απομυζώντας την παλιά τους αίγλη". Ο Τζόναθαν δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Galt. Ούτε οι άλλοι που ανέφερε ο λόρδος μέσα στο θυμό του. Αγνοούσε και τι συνέβαινε στον τόπο στον οποίο επρόκειτο να ταξιδέψουν. Αυτός, όμως, είχε πάρει κιόλας το μέρος των κατοίκων του. Τόσα χρόνια υποταγμένος σε κάποιον κύριο κι ο ίδιος, μπορούσε να κατανοήσει τα βάσανα ενός υπόδουλου λαού. “Σε κάθε νόμισμα υπάρχει και η άλλη του όψη, λόρδε μου”, τόλμησε να σχολιάσει με όλο το σεβασμό που απαιτούσε η θέση του.

33


§ Το ίδιο βράδυ ο λόρδος Χόλμπουργκ δοκίμασε την τύχη στη στεριά. Μετά την απογοήτευσή του στο λιμάνι άκουσε τον έξυπνο ξενοδόχο του, που τον συμβούλεψε να συναντήσει τους καπεταναίους στις ταβέρνες όπου σύχναζαν. Μέσα στη ευθυμία του κρασιού θα κατάφερνε να κλείσει ευκολότερα μια συμφωνία μαζί τους. Του σύστησε μάλιστα και τις πιο πολυσύχναστες: “Μπουγιαμπές”, “Το Ερωτευμένο δελφίνι”, και “Ο σκύλος που καπνίζει”. Η βραδιά ήταν γλυκιά και δεν πήρε άμαξα. Προτίμησε να περπατήσει ανάμεσα στα πέτρινα καλντερίμια της πόλης, όπου συνήθως κυριαρχούσε το άρωμα του γιασεμιού, του λεμονανθού και της θαλασσινής αύρας. Εκείνο το βράδυ η μυρωδιά ψητού ψαριού τα σκέπαζε όλα. Ήταν τόσο έντονη που του έσπασε τη μύτη. Χωρίς να είναι λάτρης του θαλασσινού φαγητού, ένιωσε το στόμα του να υγραίνεται από τα κύματα της καλεστικής μυρωδιάς. Πολύ σύντομα έφτασε σε μια από τις ταβέρνες που του είχε συστήσει ο ξενοδόχος του. Στην είσοδό της κρεμόταν μια ταμπέλα με ένα σκύλο που κάπνιζε το ναυτικό του τσιμπούκι. Από τη μισάνοιχτη πόρτα της ερχόταν καθαρά το βουητό της ευδαιμονίας των θαμώνων που έπιναν, φώναζαν, καβγάδιζαν κι έμεναν μακριά από τα προβλήματα της ζωής. "Ο κύριος επιθυμεί να περάσει εδώ τη βραδιά του;" ρώτησε με αποστροφή ο Τζόναθαν. Ο νεαρός λόρδος του έριξε μια από τις παγερές ματιές του. Με δυο μονομαχίες κιόλας στα είκοσι δύο του χρόνια και κάμποσους καβγάδες με τους συμφοιτητές του, στους οποίους είχαν δώσει τη λύση οι γροθιές του, αυτή η ταβέρνα έμοιαζε με τόπο

34


κατάλληλο για να εκφράσει ελεύθερα τον ατίθασο εαυτό του. Του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Κατέβηκε τα λίγα σκαλιά με επιτηδευμένη νωχελικότητα, μόνο και μόνο για να κάνει την παρουσία του αισθητή. Μέσα στη θολή ατμόσφαιρα της μεγάλης σάλας τα χάχανα και τα χωρατά των θαμώνων δεν έπαψαν καθόλου. Δείγμα πως δεν τον πρόσεξε κανένας. Ο Τζόναθαν κατάφερε να βρει ένα τραπέζι σε μια υπερυψωμένη άκρη της αίθουσας. Ήταν απομονωμένη κάπως και σε έκανε να νιώθεις στο περιθώριο της ευθυμίας, αλλά η πανοραμική της θέα σε αποζημίωνε. Μπορούσες να παρακολουθείς με άνεση, όλα όσα συνέβαιναν εκεί μέσα. Ο λόρδος Χόλμπουργκ περιέφερε προσεκτικά το βλέμμα του ένα γύρω. Στο χαμηλό φωτισμό του πνιγηρού καπηλειού το πρώτο πρόσωπο που τράβηξε την προσοχή του ήταν μια χαμογελαστή γκαρσόνα. Ερχόταν προς το μέρος τους δροσερή και κουνιστή κρατώντας μια πήλινη κρασοκανάτα στα χέρια της. Προς μεγάλη του έκπληξη ήρθε και την ακούμπησε μπροστά τους. Εκείνος προσπάθησε να της εξηγήσει στη δική του τη γλώσσα πως δεν είχε παραγγείλει κρασί, αλλά η κοπέλα τον σταμάτησε κουνώντας με νόημα τα χέρια της. Με τον τρόπο της του έδειξε πως κατανοούσε το πρόβλημα επικοινωνίας που θα είχαν μεταξύ τους, αλλά αυτό δε θα χαλούσε την όμορφη βραδιά του. Έφυγε με το μεγάλο της χαμόγελο και σε λίγο επέστρεψε, το ίδιο προκλητικά κουνιστή, με ένα δίσκο γεμάτο πιάτα επάνω του. Ο Άγγλος ευγενής σούφρωσε τα χείλη του όταν διέκρινε τα όστρακα, τις ψητές καραβίδες και τα δυο μπωλ με σούπα. Θα προτιμούσε ένα καλοψημένο φιλέτο κι ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα, αλλά και πάλι η νεαρή δεν του έδωσε καμιά ευκαιρία να εκφράσει τις επιθυμίες

35


του. Άπλωσε τα πιάτα στο τραπέζι και τον κοίταξε στα μάτια με τρυφερή αυστηρότητα, σαν να του έλεγε πως αν δεν τον ικανοποιούσαν όλα αυτά τα πλούσια και γευστικά εδέσματα του νότου τότε έπρεπε ν’ αναζητήσει αλλού, σε άλλη πόλη ή σε άλλη χώρα, τη γαστρονομική του τύχη. Ο νεαρός λόρδος ένιωσε κατατροπωμένος από τη γοητεία της. Ούτε να την ευχαριστήσει δεν κατάφερε από τη σαστιμάρα του. Απόμεινε να την κοιτάζει με το στόμα μισάνοιχτο, προσπαθώντας να θυμηθεί τι προέβλεπαν οι καλοί τρόποι για την περίσταση. Από την αμηχανία του τον έβγαλε τότε μια ευγενική φωνή. Ξεχώρισε μέσα στη βαβέλ των γλωσσών των ναυτικών και είχε την εντύπωση πως απευθυνόταν σε κείνον. “Σας σέρβιραν το καλύτερο μενού του μαγαζιού”, άκουσε να του λέει. Τα αγγλικά ήταν άψογα, σαν και κείνα που θα άκουγες στις φιλολογικές λέσχες του Λονδίνου. Ο λόρδος Χόλμπουργκ γύρισε αργά-­‐αργά και μέσα στο ημίφως του μαγαζιού ξεχώρισε στο διπλανό του τραπέζι έναν ώριμο άντρα γύρω στα τριανταπέντε με μάτια γαλανά που έφεγγαν σαν πυγολαμπίδες. Από τα πλούσια, κάπως ατιμέλητα μαλλιά του και από το κόκκινο μαντίλι γύρω από τον λαιμό του η πρώτη του εντύπωση ήταν πως είχε να κάνει με κάποιο ζωγράφο. Του έλλειπε, ωστόσο, το ονειροπόλο ύφος του δημιουργού. Φαινόταν άνθρωπος πεζός, δεμένος με την καθημερινότητα της ζωής και τα άμεσα προβλήματά της. “Κι αυτή είναι η καλύτερη ψαρόσουπα σε όλο τον κόσμο”, συνέχισε αμέσως ο άγνωστος. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν μπορούσε να πιστέψει τόση αδιακρισία. Παρά την ενόχλησή του, ωστόσο, κοίταξε

36


προσεκτικότερα τον αυτόκλητο διαφημιστή των εδεσμάτων της ταβέρνας, μήπως πίσω από το πρόσωπό του κρυβόταν ο καπετάνιος που αναζητούσε. Το παρουσιαστικό του, όμως, πρόδιδε άνθρωπο καλλιεργημένο. Δεν είχε καμιά σχέση με την αγραμματοσύνη των ναυτικών, ούτε με τη σκληρή τους στόφα. Κι αυτό ήταν αρκετό για να ελαχιστοποιήσει το ενδιαφέρον του για τον ξένο. Έπαψε να του δίνει σημασία. Εκείνος σηκώθηκε τότε από τη θέση του και με μια χαριτωμένη κίνηση έκανε μια βαθιά υπόκλιση. “Ζακ Μπουλβίλ. Στις υπηρεσίες σας”, είπε σε άπταιστα γαλλικά αυτή τη φορά. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έσμιξε τα φρύδια του. Τώρα ήταν όλοκληρωτικά μπερδεμένος για την εθνικότητα του ξένου. Κάτι που, ωστόσο, δε μεγάλωσε καθόλου το ενδιαφέρον του για κείνον. “Στην υπηρεσία μου!”, είπε ειρωνικά. “Δε μου φαίνεστε ικανός για κάτι τέτοιο!” Ο ξένος δεν έδειξε να προσβάλλεται. Το ακατάδεχτο ύφος του Άγγλου, το εβένινο μπαστούνι του και το ακριβό ντύσιμό του, πρόδιδαν αριστοκράτη. Ήξερε καλά πόσο υπερόπτες ήταν όλοι τους! Είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αγγλία, όταν ο Γάλλος πατέρας του εγκατέλειψε την Αγγλίδα μητέρα του. Εκείνη την ώρα, ωστόσο, δεν σκόπευε να βάλει το θηρίο τού δικού του εγωισμού ν’ αλληλοφαγωθεί μ’ αυτό του λόρδου. Δεν είχε καμιά αμφιβολία τι τον έφερνε μέσα στο κρασοπουλειό και δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία. Χωρίς να δίνει σημασία στα προσβλητικά του λόγια χαμογέλασε με κατανόηση κι έκανε κάτι που κυριολεκτικά τον αιφνιδίασε: Με μια καινούργια υπόκληση ήρθε και κάθισε ακριβώς απέναντί του.

37


“Αν πρόκειται για το ταξίδι σας προς την Ανατολή τότε οι υπηρεσίες μου σίγουρα μπορούν να αποδειχτούν πολύτιμες”, του είπε σκύβοντας προς το μέρος του, σαν να του εκμυστηρευόταν κάποιο πανάκριβο μυστικό. Ο νεαρός λόρδος παραδέχτηκε μέσα του πως αυτός ο άνθρωπος είχε τον τρόπο του να σε κάνει να τον προσέξεις. Η φιλική του διάθεση, ωστόσο, δεν ήταν αρκετή για να τον παρασύρει να γίνει εύκολη λεία στις προθέσεις του. Κατά πάσα πιθανότητα έπρεπε να είναι υστερόβουλες. Αν αλήθευαν όσα είχε ακούσει, στα λιμάνια δρούσαν πολλοί και διάφοροι τυχοδιώκτες. Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις του, ωστόσο, η αναφορά στο ταξίδι του στην Ανατολή, κέντρισε το ενδιαφέρον του. “Σαν πώς πολύτιμες δηλαδή;” ρώτησε, όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. Μετά απ' αυτό είχε κατά κάποιο τρόπο αποδεχτεί σιωπηρά και την εισβολή του άλλου στον χώρο του τραπεζιού του. “Για να βρείτε το καράβι που ψάχνετε, ας πούμε”, διευκρίνισε τότε ο Ζακ Μπουλβιλ. Για το λόρδο Χόλμπουργκ αυτή ήταν μια καινούργια έκπληξη. Τον έκανε να μαλακώσει κι άλλο. Απέφυγε, ωστόσο, να δείξει το έντονο ενδιαφέρον του. Το Βρετανικό του φλέγμα τον βοήθησε να το κρατήσει καλά κρυμμένο κάτω από τη ψυχρή μάσκα του προσώπου του. “Έχω ταξιδέψει πολύ και γνωρίζω πρόσωπα και πράγματα σ’ αυτό το λιμάνι”, πρόσθεσε ο Ζακ Μπουλβίλ σε μια πρώτη προσπάθεια ν' ανέβει κι άλλο στα μάτια του λόρδου. “Κι αυτό σας δίνει το δικαίωμα να κάνετε το... μάγο;” τον ρώτησε εκείνος με το ειρωνικό ύφος που χρησιμοποιούσε πάντα για να υποβαθμίζει την υπεροχή τού άλλου.

38


Ο Ζακ Μπουλβίλ χαμογέλασε με νόημα. "Πράγματι, η γνώση μοιάζει με μαγεία, αν δεν την κατέχεις", του είπε, ανταποδίδοντας την ειρωνία. “Και ποια είναι η δική σας γνώση σχετικά με μένα;”, ρώτησε ο λόρδος αληθινά περίεργος τώρα. “Grand tour”, είπε τότε ο Ζακ Μπουλβίλ και για πρώτη φορά ο λόρδος Χόλμπουργκ χαμογέλασε εκείνο το βράδυ. Ο άγνωστος ήξερε σίγουρα πολλά για τους νεαρούς Άγγλους αριστοκράτες και τους γόνους των εύπορων οικογενειών που, κατ’ έθιμο πια, έκαναν ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη, πριν αναλάβουν την ευθύνη να διοικήσουν μιαν αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ. “Πώς είπατε ότι σας λένε;” ρώτησε τότε τον ξένο με αληθινό ενδιαφέρον. “Ζακ Μπουλβίλ”, είπε εκείνος και έτεινε το χέρι του προς το μέρος του. “Λόρδος Γουίλιαμ Χόλμπουργκ”, είπε τότε κι ο νεαρός αριστοκράτης. “Υποθέτω πως θα ξέρετε και προς τα πού κατευθύνομαι!”, πρόσθεσε αμέσως μετά, δείχνοντας πως τον διασκέδαζε πια το παιγνίδι των εικασιών. Αυτό το ερώτημα ήταν ακόμα πιο εύκολο να απαντηθεί από τον Μπουλβίλ. Τα τελευταία χρόνια -­‐από τους Ναπολεόντιους πολέμους και μετά-­‐ οι περισσότεροι ταξιδιώτες είχαν στραφεί προς την Οθωμανική Ανατολή με προτίμηση τον Ελλαδικό χώρο. Σ’ αυτό είχε συντελέσει και η μεγάλη άνθηση των κλασικών σπουδών, ιδιαίτερα της ελληνικής αρχαιολογίας, στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Έκρινε, ωστόσο, πως είχε κινήσει αρκετά το ενδιαφέρον του λόρδου και τον άφησε να του αναφέρει εκείνος μόνος του τον προορισμό του ταξιδιού του. “Βοηθήστε με”, είπε απλά, σαν να παρέδιδε τα όπλα.

39


Ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωσε τον ανεπαίσθητο παλμό αγωνίας, που υπήρχε στη φωνή του συνομιλητή του. Πριν απαντήσει, παρατήρησε για λίγο ακόμα τον Μπουλβίλ κι αναρωτήθηκε τι να έλπιζε να κερδίσει από τη γνωριμία τους. Σίγουρα δεν φαινόταν να είναι τυχοδιώκτης, όπως είχε φανταστεί στην αρχή. Μπορούσε όμως να είναι ένας κατάσκοπος. Τον τελευταίο καιρό γράφονταν πολλά στο Λονδίνο για τα σημάδια παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπήρχαν αναφορές για τη φημολογούμενη εξέγερση των υπόδουλων λαών της και το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων να επωφεληθούν από κάποια μελλοντική μοιρασιά, στέλνοντας πράκτορες στις περιοχές του Μοριά, της Ηπείρου και ολόκληρης της Ρούμελης. Αν ο Μπουλβίλ ήταν κάποιος απ’ αυτούς, καμία από τις επιδιώξεις του δε βρισκόταν στα άμεσα ενδιαφέροντά του. “Προορισμός μου είναι τα μνημεία της αρχαίας Ελλάδας”, είπε μετά από μικρή σιωπή, προσδιορίζοντας ακριβώς τι θα τον απασχολούσε στο ταξίδι του. Με την αρχαιοκαπηλεία να βρίσκεται στο ζενίθ της, οι λέξεις έφτασαν σαν απειλή στ’ αυτιά του Ζακ Μπουλβίλ. Νόμισε πως άκουγε μια ξεδιάντροπη ομολογία για το είδος της λείας που τον οδηγούσε στην Ανατολή και κατσούφιασε. “Αυτά τα μνημεία, ξέρετε, ανήκουν στον τόπο εις τον οποίο φιλοτεχνήθηκαν», είπε απότομα. Ο λόρδος Χόλμπουργκ παρατήρησε αμέσως την αλλαγή στο ύφος του και κατάλαβε πού οφειλόταν. Η υπόθεση με το λόρδο Έλγιν και τα γλυπτά, που είχε αρπάξει από την Αθήνα, ήταν νωπή ακόμα. Ο Λονδρέζικος τύπος είχε ασχοληθεί για καιρό με αυτή την υπόθεση και στις λέσχες της αριστοκρατίας ήταν το πιο συνηθισμένο θέμα για συζήτηση. Οι φιλονικίες ήταν ατέλειωτες. Οι υποστηρικτές

40


του Έλγιν ισχυρίζονταν πως οι βάρβαροι κάτοικοι της Αθήνας δεν εκτιμούσαν καθόλου τα αρχαία γλυπτά, ούτε επρόκειτο να τους λείψουν επειδή δεν είχαν ιδέα από πού προέρχονταν και ποιοι τα είχαν δημιουργήσει. Οι αντίπαλοί του από την άλλη μεριά τον αποκαλούσαν άξεστο και βάνδαλο για τις αγριότητες που είχε διαπράξει πάνω σ' ένα μνημείο, σαν τον Παρθενώνα. «Αναφέρεσθε στην υπόθεση Έλγιν, φαντάζομαι» είπε στον Ζακ Μπουλβίλ. Έφηβος τότε ο λόρδος είχε διαφωνήσει με τον πατέρα του Τζωρτζ Αλεξάντερ Χόλμπουργκ, ο οποίος αρθρογραφούσε μανιωδώς εναντίον του Έλγιν στην Quarterly Review του Λονδίνου. Ο Ζακ Μπουλβίλ έγνεψε καταφατικά. «Πρόκειται για τραγωδία, για τον χειρότερο βιασμό της ομορφιάς και του κάλλους», είπε με θλίψη. Ο λόρδος δεν περίμενε τέτοια απάντηση. Είχε σχηματίσει την εντύπωση πως ο Μπουλβίλ είχε πιο πρακτικές ιδέες. «Το κάλλος είναι για τα μάτια όποιου μπορεί να το θαυμάσει», του είπε κοφτά. «Λογικό είναι, επομένως, τα γλυπτά να ανήκουν σ’ αυτούς που γνωρίζουν την αξία τους, σ΄αυτούς που μπορούν να τα φροντίσουν καλύτερα, σ’ αυτούς ξέρουν να τα αγαπούν”. Ο Ζακ Μπουλβίλ ανακάθισε στον πάγκο του, στεναχωρημένος. Δεν ήθελε να αρχίσει τη γνωριμία του με τον Άγγλο αριστοκράτη διαφωνώντας μαζί του. Γι’ αυτή την υπόθεση, όμως, κουβαλούσε ένα χείμαρρο τύψεων μέσα του και δεν ήθελε να σωπάσει. "Ακόμα κι αν έχετε δίκιο, δεν παύει να πρόκειται για κλοπή", είπε με το ίδιο κοφτό ύφος κι εκείνος. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έμεινε για λίγο σκεφτικός. Η παρέα με τον ξένο είχε αρχίσει να τον διασκεδάζει.

41


“Απ΄ότι κατάλαβα, δεν συμφωνείτε με τη μεταφορά τους στην Αγγλία”, είπε μόνο και μόνο για να συντηρήσει την κουβέντα του μ’ αυτό τον περίεργο τύπο που του είχε ρίξει η μοίρα στο δρόμο του. “Σίγουρα, όχι. Είμαι απ’ αυτούς που θέλουν να τα θαυμάζουν στον τόπο τους”, είπε με σταθερή φωνή ο Ζακ Μπουλβίλ. «Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι», παραδέχτηκε μετά από μια μικρή παύση. Ο λόρδος Χόλμπουργκ κατάλαβε πως ο Ζακ Μπουλβίλ είχε κι αυτός τα ένοχα μυστικά του. «Εγώ ήμουν στο Λονδίνο όταν ο λόρδος Έλγιν έφερε τα γλυπτά τού Παρθενώνα", είπε για να τον προκαλέσει. “Εγώ ήμουν στην Αθήνα μαζί με τον Έλγιν ”, είπε τότε ο Ζακ Μπουλβίλ. «Στα εικοσιδύο μου συμμετείχα στο έγκλημα που θα με κυνηγάει σε όλη μου τη ζωή». "Τότε γνωρίζετε αυτή την ιστορία από πρώτο χέρι!" είπε ο λόρδος εντυπωσιασμένος. Ο Ζακ Μπουλβίλ συνήθως απέφευγε να αναφερθεί σε κείνα τα χρόνια. Για κάποιο λόγο, όμως, εκείνο το βράδυ ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει για τη συνενοχή του στην πρωτοφανή λεηλασία που είχε γίνει στα αριστουργήματα της Αρχαίας Ελλάδας. Σήκωσε τα χέρια του και τα έδειξε στον λόρδο. "Με αυτά εδώ βοήθησα να φορτωθούν καράβια ολόκληρα με θησαυρούς της αρχαιότητας. Αργότερα έμαθα πως όλα χρησιμοποιήθηκαν για να στολίσουν παλάτια ηγεμόνων και πλουσίων εμπόρων", είπε με φωνή που έδειχνε όλη του τη μεταμέλεια. "Όταν κατάλαβα τι κρυβόταν κάτω από την ξεθωριασμένη λευκότητά τους μετάνιωσα, αλλά ήταν αργά πια. Όλες μου οι προσπάθειες να σταματήσω τη λεηλασία, αποδείχτηκαν μάταιες. Οι

42


Οθωμανοί δεν έδειχναν την παραμικρή ενόχληση για το πλιάτσικο, ενώ οι κάτοικοι των περιοχών, αντιμετώπιζαν κι αυτοί με την ίδια απάθεια τις κλοπές. Οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα τι σήμαιναν εκείνα τα μάρμαρα”. Ο λόρδος Χόλμπουργκ αδυνατούσε να καταλάβει γιατί ο Ζακ Μπουλβίλ θεωρούσε εγκληματικές εκείνες τις πράξεις του. “Είναι σε καλύτερα χέρια τώρα στην Αγγλία”, τον καθησύχασε. Η αντίδραση του Ζακ Μπουλβίλ ήταν άμεση. Οι λέξεις βγήκαν αυθόρμητα από το στόμα του. “Kανείς δεν έχει το δικαίωμα να βεβηλώνει τα κειμήλια ενός λαού”, είπε με πάθος. “Με καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να το κάνει” “Λαού!”, ανεφώνησε τότε έκπληκτος ο λόρδος. “Ποιανού λαού, κύριε Μπουλβίλ; Δεν υπάρχει ο λαός τον οποίον υπονοείτε. Έχει πεθάνει αιώνες τώρα. Κι ούτε πρόκειται ποτέ του να αναστηθεί. Θαύματα δεν γίνονται, όπως ξέρετε!”. Τον είχε πιάσει πάλι το Αγγλικό του πείσμα και έγινε προκλητικά απαξιωτικός. “Αυτοί οι άνθρωποι έχουν αποκτηνωθεί από τη μακρόχρονη δουλεία και είναι αδύνατον να βγουν από τη χειμερία νάρκη τους”, πρόσθεσε βέβαιος πως αναφερόταν σε κάτι γνωστό σε όλο τον κόσμο. Ο Ζακ Μπουλβίλ τα ΄χασε με το ανθελληνικό μένος που έδειχνε ο λόρδος. Αιφνιδιάστηκε, αν και δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Το είχε συναντήσει σε όλα σχεδόν τα οδοιπορικά των περιηγητών του Ελλαδικού χώρου και τελευταία σ’ ένα άρθρο στο Quarterly Review για τους Νεοέλληνες. “Edward Dodwell!”, είπε αργά σαν να απάγγελνε μια τραγωδία.

43


Ο λόρδος Χόλμπουργκ φάνηκε να συμφωνεί. “Τα ίδια λένε και όλοι όσοι έχουν πατήσει το πόδι τους σ’ αυτό που κάποτε ήταν η αρχαία Ελλάδα. Δεν υπάρχει...”. “Αθλιότητες”, τον διέκοψε απότομα ο Ζακ Μπουλβίλ. “Αυτό έχουν γράψει: αθλιότητες. Αυτός ο λαός στέκεται ακόμα όρθιος και περιμένει την ημέρα που θα απαλλαγεί από έναν απολίτιστο κατακτητή”. Ήταν η σειρά του λόρδου να τα χάσει με τη θέρμη με την οποία υποστήριξε τους Νεοέλληνες ο συνομιλητής του. Ο χαρακτηρισμός, όμως, “απολίτιστος κατακτητής” τον βρήκε σύμφωνο. “Σ’ αυτό έχετε δίκιο”, παραδέχτηκε. «Αλλά είστε προκατειλημμένος ή κακά ενημερωμένος για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι κάτοικοι της περιοχής». Ήταν σίγουρος πως γνώριζε καλά το θέμα. Είχε διαβάσει τα περισσότερα από τα οδοιπορικά που είχαν κυκλοφορήσει και όλοι οι συγγραφείς τους συμφωνούσαν για την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι Νεοέλληνες. “Απ’ όπoυ κι αν δείτε το ελληνικό ζήτημα, δεν υπάρχει μέλλον γι’ αυτόν τον λαό", επέμεινε μελαγχολικά ο λόρδος. "Μονάχα ένα μακρινό παρελθόν υπάρχει. Και δεν είναι μόνο ο Dodwell που το λέει. Τα ίδια έγραψαν πρόσφατα πολλοί από τους περιηγητές. Ποιούς να σας αναφέρω; Τον Gel; τον Galt; τον Bartholdy; Όλοι τα ίδια λένε! Τους αποκαλούν «αχρείους που παραμορφώνουν κάθε τι στη χώρα των θεών». Ο Ζακ Μπουλβίλ είχε περάσει πολύ χρόνο στο Μοριά και γνώριζε καλά το δράμα των δυστυχισμένων Νεοελλήνων. Είχαν την ατυχία να γεννηθούνε δούλοι με τη σκιά μιας σπουδαίας προγονικής κληρονομιάς απλωμένη από επάνω τους.

44


“Μα τι περιμένατε δηλαδή να βρουν όλοι αυτοί οι ονειροπαρμένοι περιηγητές σας στην Ελλάδα;" ρώτησε με συγκαλυμμένη αγανάχτηση τον λόρδο. "Ταξίδεψαν εκεί με τα μυαλά τους φορτωμένα εικόνες από ένα ιδανικό παρελθόν και ένα σωρό ρομαντικές ψευδαισθήσεις. Έψαχναν να βρουν τους πνευματικούς γίγαντες του παρελθόντος. Τι πλάσματα φαντάζεστε ότι θα δημιουργούσε στο τέλος η απογοήτευσή τους εκτός από τα τέρατα που μας περιέγραψαν;” Ο λόρδος Χόλμπουργκ σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Δεν ενδιαφερόταν να βρει εξηγήσεις για το κατάντημα των Νεοελλήνων. Για την ακρίβεια δε θα έδινε ούτε ένα σελίνι γι’ αυτούς. Η αρχαιότητα, η σοφία και οι θησαυροί της αποτελούσαν την θεότητα που λάτρευε και δεν είχε καμιά διάθεση να τη νοθέψει με τις ατέλειες του παρόντος. Θα είχε σταματήσει τη συζήτηση αν δεν απορούσε για την φανερή προσπάθεια του συνομιλητή του να δώσει αξία σε ένα παρηκμασμένο έθνος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ωθούσε έναν Ευρωπαίο σε τέτοια αισθήματα αλληλεγγύης προς κάποιους που δεν την άξιζαν.“Φαντάζομαι πως περίμεναν να βρουν ανθρώπους που τουλάχιστον θα είχαν συναίσθηση της βαριάς κληρονομιάς τους”, είπε ήρεμα αυτή τη φορά. “Μπα, κάτι πολύ περισσότερο», είπε αμέσως σκωπτικά ο Ζακ Μπουλβίλ. «Εμένα μου φαίνεται πως οι περιηγητές μας περίμεναν να βρουν τον ίδιο τον Πλάτωνα εκεί κάτω. Έχω την εντύπωση πως έλπιζαν να τον συναντήσουν να μιλάει με κανέναν από τους μαθητές του στην Ακαδημία του. Και στην Ακρόπολη μάλλον πίστευαν πως θα αντάμωναν το Φειδία να διαπληκτίζεται με τον Περικλή για το χρυσάφι στο άγαλμα της Αθηνάς. Λογικό ήταν να απογοητευθούν

45


αφού οι τσοπάνηδες του Υμηττού δεν μπορούσαν να τους ενσαρκώσουν.... ” “Ελάτε τώρα! Μην το παρατραβάτε μ' αυτές τις ανοησίες!” τον διέκοψε ο νεαρός λόρδος. “Από μιαν άποψη οι Ευρωπαίοι περιηγητές πήγαν πράγματι στην Ελλάδα για να ζωντανέψουν τις φαντασιώσεις τους, αλλά κι εσάς σας παρασύρει το Μεσογειακό ταπεραμέντο το οποίο θα έχετε κληρονομήσει από τον Γάλλο πατέρα σας. Μάλλον σε κάποια γωνιά τού δικού σας μυαλού υπάρχει ακόμα το αρχαίο κλέος. Δυστυχώς μόνο τα άψυχα μάρμαρα υπάρχουν!» Η κουβέντα είχε εξελιχθεί τώρα σε μια ιδιόμορφη μονομαχία. Οι δυο συνομιλητές είχαν πεισμώσει και προσπαθούσαν ο ένας να επιβάλει τις απόψεις του στον άλλον. «Όσοι έγραψαν για τους Νεοέλληνες έκαναν σημαντικά λάθη», επέμεινε ο Ζακ Μπουλβίλ τονίζοντας τις λέξεις του με πάθος. «Το σπουδαιότερο είναι πως σύγκριναν τον αρχαίο πολιτισμό -­‐τον οποίο δημιούργησαν άνθρωποι ελεύθεροι-­‐ με τη συμφορά ενός καταπιεσμένου λαού από έναν κατακτητή, που δεν πρέπει να ξεχνάτε πόσο αμόρφωτος και άξεστος είναι. Ο λόρδος Χόλμπουργκ φάνηκε να προβληματίζεται από το επιχείρημα, αλλά δεν ήταν αρκετό για να τον κάνει να υποχωρήσει. «Η σύγκριση των αρχαίων Ελλήνων με τους σημερινούς βοσκούς είναι πράγματι ατυχής», παραδέχτηκε, «αλλά δεν μπορώ να συγχωρήσω στους Νεοέλληνες το γεγονός ότι παραμένουν απαθώς υποταγμένοι στους κατακτητές τους επί αιώνες».

46


“Αν ψάχνετε για ενόχους, αναζητήστε τους στην άλλη μεριά", επέμενε ο Ζακ Μπουλβίλ διατηρώντας το πάθος του. "Σ’ αυτούς που καταπιέζουν τους δύστυχους απόγονους των φιλοσόφων, που λέτε ότι λατρεύετε”. “Οι Νεοέλληνες έσβησαν από τη ζωή και από τη σκέψη τους το κάλλος τού αρχαίου πολιτισμού τους», επέμεινε εκείνος επιτιμητικά. «Έπρεπε να έχουν αποτινάξει τον ζυγό τους, καιρό τώρα”, πρόσθεσε τονίζοντας το “έπρεπε”. Ο Ζακ Μπουλβίλ έγειρε προς τα πίσω απογοητευμένος. Κατάλαβε πως αυτή η συζήτηση δεν έβγαζε πουθενά και δεν θέλησε να τη συνεχίσει, για να μην δυσκολέψει τις σχέσεις του με τον Άγγλο ευγενή. «Θεωρίες γύρω από ένα ακατόρθωτο πρέπει», ψιθύρισε μονάχα σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Και σεις;» τον ρώτησε τότε ο λόρδος Χόλμπουργκ. «Για πού σκοπεύετε να ταξιδέψετε;» Πέρα από τις θεωρίες είχε αρχίσει να λογαριάζει και την ωφελιμιστική πλευρά της γνωριμίας τους. Αυτός ο φανατικός υποστηρικτής των Νεοελλήνων, μάλλον θα του ήταν χρήσιμος ως ενδιάμεσος στην επικοινωνία του με τον τοπικό πληθυσμό. Ο Μπουλβίλ έγνεψε αόριστα. "Φαίνεται πως έχουμε τον ίδιο προορισμό", του είπε. «Αν το επιτρέψουν οι συνθήκες», πρόσθεσε αμέσως. Η απάντηση ικανοποίησε το λόρδο. "Για να βοηθήσετε αυτούς τους δυστυχισμένους;" ξαναρώτησε δήθεν με ενδιαφέρον. Ο Μπουλβίλ έγειρε τότε προς το μέρος του, χαμογελώντας. “Θα ήθελα να αντιστρέψω το ερώτημα”, του είπε. “Θα ήθελα να μου πείτε εσείς, ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που κάνετε την Αρχαία Ελλάδα προορισμό του ταξιδιού σας”.

47


Μέχρι πριν λίγο ο λόρδος Χόλμπουργκ θα ήξερε ακριβώς τι να απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση. Στον τόπο των Αρχαίων Ελλήνων τον οδηγούσε η εικόνα που είχε αποκομίσει από τα πανεπιστημιακά του βιβλία. Σ’ εκείνη την εποχή της σοφίας, άλλωστε, είχε αφιερώσει τις σπουδές του. Ήταν και το θέλγητρο, βέβαια, του εξωτικού στοιχείου της Ανατολής και το κύρος που θα του πρόσδιδε ένα τέτοιο ταξίδι. Δίχως άλλο θα του άνοιγε τις πόρτες σε πολλές φιλολογικές λέσχες και κυρίως θα τον έκανε εύκολα μέλος στο περιζήτητο Athenian Club του Λονδίνου. Τώρα όμως, μετά τη γνωριμία του με τον αινιγματικό Ζακ Μπουλβίλ, ένιωθε πως κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Δεν θα έλεγε «όχι» να γνωρίσει καλύτερα τους απολίτιστους Νεοέλληνες ή «δυστυχείς απογόνους των αρχαίων σοφών», όπως προτιμούσε να τους αποκαλεί ο συνομιλητής του. “Η αγάπη μου για το αρχαίο κάλλος με στέλνει εκεί κάτω”, είπε στον Ζακ Μπουλβίλ. "Κι όταν επιστρέψω στην πατρίδα μου, δεν έχω σκοπό να κουβαλήσω μαζί μου κανένα από τα αριστουργήματα της Αρχαίας Ελλάδας. Δεν είμαι ο αρχαιοθήρας που ίσως φανταστήκατε". “Τότε πιστεύουμε στους ίδιους θεούς”, είπε κι ο Μπουλβίλ ολοφάνερα ικανοποιημένος. “Και μένα ο Πλάτωνας με την παρέα του με καλεί εκεί κάτω”. Αυτές οι λίγες λέξεις ήταν αρκετές για να ολοκληρωθεί η μαγική μετάλλαξη των συναισθημάτων που φέρνει τον έναν άνθρωπο κοντύτερα στον άλλον. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωθε πως η τύχη τον είχε ανταμείψει σ’ αυτό το καπηλειό. Μπορεί να μην συνάντησε τον καπετάνιο που αναζητούσε, αλλά στον δρόμο του βρέθηκε κάτι εξ’ ίσου σημαντικό: ένας άνθρωπος με γνώση του τόπου στον οποίο ήθελε να

48


ταξιδέψει. Σήκωσε την πήλινη κούπα του και έκανε μιαν ευχή που αιφνιδίασε τον Μπουλβίλ. "Εύχομαι σύντομα να συναντήσουμε μαζί τους θεούς μας", είπε. "Αν επιμένετε να μου προσφέρετε τις υπηρεσίες σας, αυτή είναι που έχω ανάγκη: να οργανώσετε το ταξίδι μου στην Οθωμανική Ανατολή”. Ο Μπουλβίλ πήρε μια βαθειά ανάσα. “Ειμαρμένη”, ψιθύρισε, ευχαριστώντας νοερά την τύχη που τον είχε βηθήσει. Αυτό ακριβώς έλπιζε να πετύχει πλησιάζοντας τον Άγγλο αριστοκράτη. Για να ευχαριστήσει την απρόβλεπτη θεά, πρόφερε το όνομά της στα ελληνικά, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον λόρδο Χόλμπουργκ να καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε. Αυτή τη μυστηριώδη δύναμη, που συχνά ρύθμιζε τις τύχες των ανθρώπων, την είχε συναντήσει στα πανεπιστημιακά του βιβλία με το αρχαιοελληνικό της όνομα. Τη σεβόταν, αλλά δεν της επέτρεπε να παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Για κείνον δεν υπήρχαν τυχαία γεγονότα, ούτε θεϊκές συνωμοσίες. Υπήρχε μονάχα ο σωστός ή ο λάθος υπολογισμός και οι συνέπειες των ενεργειών μας. “Πιστεύετε στ’ αλήθεια στη μοίρα;”, ρώτησε τον Μπουλβίλ απορημένος. Εκείνος απάντησε σιβυλλικά, χρησιμοποιώντας ένα δίστιχο που αποδιδόταν στον Κικέρωνα. “Τον άντρα με β ο ύ λ η σ η, οι Μοίρες τον οδηγούν. Τον ά β ο υ λ ο, οι Μοίρες τον σέρνουν”, απάγγειλε με ήρεμο στόμφο. Ήταν εμφανής η προσπάθειά του να εντυπωσιάσει το λόρδο. Εκείνος ανταποκρίθηκε με το δικό του ρεαλιστικό τρόπο.

49


“Θα με πείσετε για την Ειμαρμένη σας, αν μου βρείτε πλεούμενο να με ταξιδέψει στον προορισμό μου”, του είπε. “Μου το υποσχεθήκατε, άλλωστε”. Ο Μπουλβίλ ένιωθε δικαιωμένος που είχε προσεγγίσει τον λόρδο. "Σύντομα θα σαλπάρουμε για τον Μοριά”, του είπε. "Υπό προϋποθέσεις", συμπλήρωσε αμέσως δίνοντας και λίγο μυστήριο στην υπόσχεσή του. § Η Ειμαρμένη ολοκλήρωσε μια σημαντική δουλειά εκείνο το βράδυ. Οι δυο άντρες γιόρτασαν το έργο της με κάμποσες κανάτες κρασί και δυο μέρες αργότερα συναντήθηκαν στους κήπους Φαρώ, στον λόφο πάνω από την είσοδο του λιμανιού. Εκεί ο λόρδος Χόλμπουργκ συνήθιζε να περνάει τα πρωινά του. Μέσα σε ένα πλούτο αρωματικών λουλουδιών και χρωμάτων διάβαζε τα βιβλία του και πότε-­‐πότε έριχνε και τις νοσταλγικές του ματιές στα ιστιοφόρα, που μανούβραραν με μαεστρία τα πανιά τους, για να ξανοιχτούν στο πέλαγος. Ο Ζακ Μπουλβίλ ήρθε λίγο καθυστερημένος στο ραντεβού τους εκείνο το πρωί, αλλά ήταν καλά προετοιμασμένος. Στα χέρια του κρατούσε ένα μακρύ κατάλογο με όσα θα χρειάζονταν για το ταξίδι τους. Ήταν πράγματα που δε θα έβρισκαν εύκολα στους τόπους του προορισμού τους. Ο λόρδος Χόλμπουργκ είχε διαβάσει διάφορες οδηγίες στα οδοιπορικά των Άγγλων περιηγητών, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πόσες πολλές λεπτομέρειες έκρυβε μια τέτοια προετοιμασία. Στον κατάλογο του Ζακ Μπουλβίλ υπήρχαν καπέλα για τον ήλιο, χοντρά παπούτσια για οδοιπορίες, κουβέρτες, κρεβάτια εκστρατείας, τσαγερό, κούπες, σουγιάδες, κουτάλια,

50


πιρούνια και προπαντός κουνουπιέρες. Ιδιαίτερα αυτές αποτελούσαν το πιο αναγκαίο εφόδιο για την αντιμετώπιση των κουνουπιών και των ψύλλων που έκαναν τυραννικό τον ύπνο σε όλο σχεδόν το Μοριά. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έριξε μια ματιά στον κατάλογο και στάθηκε σε ένα είδος, εντελώς άγνωστο σ’ αυτόν. "Φλοιός του Περού;" ρώτησε με περιέργεια. "Φάρμακο κατά της ελονοσίας", του εξήγησε ο Μπουλβίλ. "Είναι εξαιρετικά διαδεδομένη στο Μοριά". Κάτι άλλο που κίνησε την περιέργεια του λόρδου ήταν οι "μαλακές σέλες αλόγου". "Σέλες!" είπε απορημένος. "Ούτε σέλες δεν έχουν;" "Αν κάτσετε πάνω στα ξύλινα σαμάρια που χρησιμοποιούν οι χωριάτες, θα καταλάβετε", του είπε ο Μπουλβίλ. "Θα γίνει αφόρητο το ταξίδι σας". Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες έκαναν τον λόρδο να καταλάβει πόσο τυχερός ήταν που είχε βρει έναν οδηγό σαν τον Ζακ Μπουλβίλ. "Ο Τζόναθαν θα φροντίσει για όλα", τον βεβαίωσε. Αλλά ο Ζακ Μπουλβίλ δεν ήταν ακόμα ικανοποιημένος. Έλειπε το μαγικό χαρτί που θα διευκόλυνε τη ζωή τους στην οθωμανική επικράτεια. "Φιρμάνι;» τον ρώτησε. «Έχετε εξασφαλίσει;" Χωρίς αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο να ταξιδέψει κανείς με ασφάλεια στους δρόμους της οθωμανικής επικράτειας. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ήξερε λίγο πολύ την αξία του, αλλά δεν γνώριζε πως μπορούσε να τους εξασφαλίσει εύκολα χώρους διαμονής σε μονές, σε αρχοντικά κοτζαμπάσηδων και σπίτια του απλού λαού. Όλοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, πλούσιοι και φτωχοί ήταν υποχρεωμένοι να τους φιλοξενήσουν και να τους εξασφαλίσουν άλογα για τη

51


μετακίνησή τους. Ακόμα κι οι τοπικοί Τούρκοι άρχοντες ήταν υποχρεωμένοι να τους παρέχουν συνοδεία από γενίτσαρους, με κάποιο μικρό τίμημα, και έναν Τάταρη σε περίπτωση που χρειάζονταν ταχυδρόμο. Μετά τις εξηγήσεις τού Ζακ Μπουλβίλ ο λόρδος ένιωσε ακόμα πιο δικαιωμένος που τον είχε προσλάβει. «Και τι κόστος έχουν αυτοί οι συνοδοί;» ρώτησε από περιέργεια πιο πολύ. «Περίπου δυο λίρες Αγγλίας την ημέρα», του απάντησε ο Ζακ Μπουλβίλ, κάνοντας νοερά τους λογαριασμούς του. Για να ολοκληρωθεί η προετοιμασία τους χρειάζονταν ακόμα δυο πρόσωπα: Έναν καλλιτέχνη, που θα απεικόνιζε με τα σκίτσα του τα αρχαία μνημεία και τα αξιοθέατα του Μοριά, κι ένα διερμηνέα. Απ’ αυτόν εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία τής αποστολής. Αλλά δεν είχαν ανάγκη να αναζητήσουν κάποιον. "Τον διερμηνέα θα τον κάνω εγώ", είπε ο Ζακ Μπουλβίλ. Με όση σεμνότητα διέθετε μετά εξήγησε στο λόρδο πως μπορούσε να συννενοηθεί με άνεση στα Ελληνικά, στα Τούρκικα και στα Αλβανικά. Η αμοιβή ενός διερμηνέα εκείνη την εποχή ήταν δυο Τούρκικα τάλιρα την ημέρα, αλλά ο Μπουλβίλ δε ζήτησε καθόλου χρήματα. Του έφτανε το ταξίδι, όπως είπε. Η πληρωμή του θα ήταν να ανασάνει ακόμα μια φορά τη μυρωδιά της δάφνης στα ερείπια του μαντείου των Δελφών, να περπατήσει στα σοκάκια κάτω από την Ακρόπολη της Αθήνας και να φανταστεί τις ιαχές των θεατών καθισμένος στη χορταριασμένη πλαγιά, στα απομεινάρια του σταδίου της Ολυμπίας. § Λίγες μέρες αργότερα, ο Ζακ Μπουλβιλ ήρθε στο ραντεβού τους παρέα με έναν άντρα ψηλό, αθλητικό, νεαρής ηλικίας,

52


ντυμένο με μαύρο κουστούμι στην αυστηρή γραμμή της Αυστριακής μόδας. Όταν ζύγωσαν κοντύτερα, το πρόσωπο του ξένου του φάνηκε πιο σοβαρό και πιο γκρίζο κι από το φθαρμένο, μαύρο κουστούμι του. “Ο Θοδωρής Παλαιολόγος”, τον σύστησε ο Ζακ Μπουλβίλ. “Θα είναι ο σκιτσογράφος μας”. Ο Χολμπουργκ του έσφιξε το χέρι με μισή καρδιά. Για σκιτσογράφος δεν του γέμιζε το μάτι. Δεν είχε καμιά σχέση με τον καλλιτέχνη, που είχε στο μυαλό του. Τον γνωστό τύπο με τα αχτένιστα μαλλιά, το ατημέλητο ντύσιμο, που έπρεπε να είναι χαμένος στον κόσμο των χρωμάτων και της φαντασίας. Από το σκληρό του πρόσωπο ως το στέρεο βλέμμα του, ολόκληρο το σουλούπι του, σε έπειθε ότι ήταν ανήμπορος να δώσει πνοή ζωής στα ερείπια των ναών της αρχαίας Ελλάδας. Ούτε έδειχνε ικανός ν’ απεικονίσει ρεαλιστικά τις μορφές των κατοίκων και την ομορφιά της φύσης, που ο λόρδος χρειαζόταν να έχει μαζί του όταν επέστρεφε στην Αγγλία. “Σκιτσογράφος” μουρμούρισε, καθώς έριχνε μια ματιά απογοήτευσης στον Μπουλβίλ. Ήταν και το όνομά του, που ήχησε παράξενα στ’ αυτιά του. Σίγουρα δεν ήταν όνομα Δυτικοευρωπαϊκό. Έπρεπε να είναι γέννημα της Ανατολής. “Από πού είσθε κύριε Πεληλόγκο;”, ρώτησε μπερδεύοντας το όνομά του. Σ’ ένα βαθμό το έκανε επίτηδες, για να δείξει την ελάχιστη χαρά για τη γνωριμία του. “Από την Ελλάδα”, είπε αμέσως εκείνος χωρίς να διστάσει καθόλου. Στο νου τού λόρδου ζωντάνεψε ααμέσως εκείνη η συζήτηση που είχαν κάνει με τον Ζακ Μπουλβίλ για τους Νεοέλληνες στην ταβέρνα. Ένιωσε τον εγωισμό του να

53


ερεθίζεται πάλι. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει τον Μπουλβίλ να δικαιωθεί! Για ποια Ελλάδα του μιλούσαν επί τέλους! “Δηλαδή ισχυρίζεσθε ότι είσθε πολίτης μιας ανύπαρκτης χώρας!”, είπε ειρωνικά. “Απ’ όσο ξέρω, κύριε Πεληλόγκο, δεν υπάρχει Ελλάδα”. “Είμαι πολίτης ενός Έθνους στο οποίο οφείλετε την πολιτισμική σας οντότητα, μυλόρδε μου”, του είπε εκείνος με την ίδια ακαταδεξία. Έμοιαζε να οικτίρει τον συνομιλητή του για την ιστορική του άγνοια. Ο λόρδος Χόλπμουργκ έκανε ένα μορφασμό έντονης ενόχλησης. «Σε σας και τους ομοίους σας δεν οφείλει κανείς τίποτα», είπε ψυχρά. «Σε άλλους χρωστάμε. Σ’ αυτούς που κατοίκησαν την Αρχαία Ελλάδα χιλιάδες χρόνια πριν». Ο Παλαιολόγος κάγχασε. «Μη γελιέστε, μυλόρδε μου. Η οφειλή σας είναι διαχρονική”. Αυτή την αναίδεια ο λόρδος δεν μπορούσε να την επιτρέψει. Αν και το θεωρούσε υποτιμητικό να διαπληκτίζεται με έναν κατώτερό του, έψαξε να βρει λόγια να τον πονέσουν στ’ αλήθεια. “Απορώ γιατί ακόμα μιλώ μαζί σας", του είπε με όλη την ακαταδεξία που μπόρεσε να επιστρατεύσει. "Αν θέλετε να ξέρετε, είσθε ένας δούλος. Δούλος του Σουλτάνου γι' αυτό ούτε καν κύριο δεν μπορώ να σας αποκαλέσω”. Το Αγγλικό του πείσμα είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του. Έπρεπε να μάθει τρόπους σ’ αυτό το θρασύ πλάσμα και να το βάλει στη θέση του. “Κι οι ομοεθνείς σας το ίδιο είναι. Δούλοι των Οθωμανών κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Στον αιώνα τον άπαντα θα παραμείνετε ραγιάδες, γιατί αυτό σας αξίζει”, πρόσθεσε με παγερό ύφος.

54


Κατακίτρινος ο Ζακ Μπουλβίλ κατάλαβε πως απείχε ελάχιστα από την ολοκληρωτική καταστροφή των σχεδίων του. Άρπαξε από το μπράτσο τον Παλαιολόγο και με μια παρατεταμένη ματιά γεμάτη νόημα, του υπενθύμισε πως είχαν σοβαρότερη δουλειά να κάνουν από το να διαπληκτίζονται με έναν υπερφίαλο Άγγλο αριστοκράτη. Ύστερα μίλησε ιδιαιτέρως με τον εκνευρισμένο λόρδο. “Δεν είναι οι καλλιτεχνικές του υπηρεσίες, που με ενδιαφέρουν», είπε για τον Παλαιολόγο αποκαλύπτοντας μιαν αλήθεια που ήθελε, προσωρινά τουλάχιστον να κρατήσει κρυφή. «Ο κύριος Παλαιολόγος μπορεί να μας προσφέρει κάτι πολύ πιο σημαντικό από τα σκίτσα του”, πρόσθεσε με ύφος που υπονοούσε πολλά. Ο λόρδος δεν ήθελε ούτε να ακούσει. «Από αυτόν δεν θα δεχόμουν τίποτα» απάντησε στεγνά. «Αυτό που αρνείσθε είναι ένα καράβι για το Μοριά. Σαλπάρουμε, μπορεί και αύριο ακόμα», του είπε τότε ο Ζακ Μπουλβίλ. Αυτή ήταν πραγματική ψυχρολουσία για το λόρδο. "Τι διάβολο!", μουρμούρισε νιώθοντας σε πραγματικά δύσκολη θέση. Το επόμενο καράβι που ίσως δεχόταν να τον πάρει μαζί του, μπορεί να έφευγε σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα ή σ’ έναν απροσδιόριστο χρόνο. Το μακιαβελικό κομμάτι τού εαυτού του άρχισε τότε να δουλεύει και να καταλαγιάζει τα κύματα της οργής του. Ήταν φανερό πως δεν τον συνέφερε να συνεχίσει τη διαμάχη του με τον Έλληνα και ένα λεπτό αργότερα είχε μεταμορφωθεί από κακό δράκο σε καλό πρίγκηπα. Στο κάτω κάτω εκεί που θα πήγαινε, με τέτοιους ανθρώπους σαν τον Παλαιολόγο και τον καπετάνιο του “Ποσειδώνα” θα συναναστρεφόταν. Με

55


τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπρεπε να συνηθίσει τη συμπεριφορά και την αναίδειά τους. «Αν είναι έτσι...», ψιθύρισε. “Ας αφήσουμε τα πολιτικά ζητήματα γι’ αυτούς που έχουν την ευθύνη να τα λύσουν”. Ελέγχοντας την απέχθειά του για τον Άγγλο, ο Παλαιολόγος επιβεβαίωσε κι αυτός όσα είχε πει ο Ζακ Μπουλβίλ για το καράβι. Σε λίγες μέρες έφευγε μια τρικάταρτη σκούνα για το Μοριά με ελληνικό πλήρωμα και ρώσικη σημαία. Θα μπορούσαν να ταξιδέψουν μαζί της. “Και τι ανταλλάγματα ζητάτε;” ρώτησε ο λόρδος, βέβαιος πως θα άκουγε κάποιο μεγάλο χρηματικό ποσό. Μετά από τόσες προσβολές που του είχε κάνει, ο νεαρός Έλληνας δεν θα τον εξυπηρετούσε από καλοσύνη του μονάχα. Ο Παλαιολόγος τον εξέπληξε, όμως, πάλι.. “Χρειάζομαι την προστασία σας μόνο”, του είπε χωρίς να διστάσει. Ο πένθιμος ήχος της φωνής του έδειχνε πόσο του κόστιζε αυτό που ζητούσε. “Την προστασία μου!” επανέλαβε ο λόρδος μην μπορώντας να καταλάβει τελείως τι ακριβώς εννοούσε. Ο Ζακ Μπουλβίλ ανέλαβε να του λύσει την απορία. “Σαν μέλος της συνοδείας σας θα περάσει απαρατήρητος από τυχόν οθωμανικούς ελέγχους. Δε θα τον ενοχλήσει κανένας”. Ο νεαρός λόρδος άρχισε να καταλαβαίνει, αλλά παρέμεινε σιωπηλός, περιμένοντας περισσότερες εξηγήσεις. “Με αναζητεί η Αυστριακή αστυνομία”, παραδέχτηκε τότε ευθαρσώς ο Παλαιολόγος. “Το ίδιο και οι Οθωμανοί. Όλοι τους με καταζητούν με την κατηγορία της επαναστατικής δράσης”. Αυτή τη φορά ο Άγγλος εντυπωσιάστηκε. Δεν περίμενε ν’ ακούσει τόσο ξεκάθαρη ομολογία. Ήταν παλληκαρίσιο αυτό

56


που έκανε ο Έλληνας, αλλά δεν γινόταν ν’ αγνοήσει το γεγονός πως είχε να κάνει με έναν παράνομο. “Δηλαδή αν κατάλαβα καλά επιβουλεύεσθε τη νομιμότητα. Είστε ας πούμε ένας...στασιαστής.” του είπε. Ο Παλαιολόγος μόρφασε.“Εξαρτάται από ποια πλευρά το βλέπετε, κύριε...», άρχισε να λέει. Έκοψε, όμως, στη μέση τη φράση του, βλέποντας τον Ζακ Μπουλβίλ να του ρίχνει επίμονες ματιές σαν να τον εκλιπαρούσε να σταματήσει επί τέλους αυτή την έκρηξη ειλικρίνειας. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας, ωστόσο. Ο λόρδος Χόλμπουργκ σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και δήλωσε με απόλυτη ειλικρίνεια κι αυτός πως δεν έδινε δεκάρα για τα συμφέροντα των Οθωμανών και της Αυστριακής αστυνομίας. “Εμένα με ενδιαφέρουν άλλα πράγματα”, είπε, κοιτώντας με καινούργιο ενδιαφέρον τώρα τον Παλαιολόγο. Αντιπροσώπευε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο από κείνο μέσα στον οποίο είχε μεγαλώσει ο ίδιος. Κι εντελώς απροσδόκητα τότε, όπως συμβαίνει με τα δυνατά συναισθήματα και τις μεγάλες εμπνεύσεις, ένιωσε μια παράξενη συμπάθεια γι’ αυτόν. Στο πρόσωπό του αναγνώρισε ξαφνικά το πάθος του αγωνιστή που είχε το πολύ ανθρώπινο όραμα να βγάλει το κεφάλι του από την ερημιά της σκλαβιάς. Ήταν ο πρώτος υπόδουλος Νεοέλληνας που συναντούσε και άρχισε να καταλαβαίνει γιατί ο Ζακ Μπουλβίλ τους υπερασπιζόταν. Μια υπολανθάνουσα προφητική δύναμη τότε, έβγαλε από το υποσυνείδητό του εικόνες του μέλλοντος που τον έκαναν ν’ αναρριγήσει. Είχε την αίσθηση πως κάπου μέσα στο σκοτεινό βλέμμα τού Παλαιολόγου υπήρχε γραμμένο και το δικό του πεπρωμένο.

57


“Επαναστάτης λοιπόν”, μουρμούρισε σκεφτικός. “Φαίνεται πως το ταξίδι μας θα έχει περισσότερο ενδιαφέρον απ’ ότι περίμενα”.

3

Πόρος Απρίλιος 1819

Οι ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου τρύπωσαν μέσα από το παράθυρο της Βασιλικής, φώτισαν το νεανικό πρόσωπό της και την ξύπνησαν για να υποδεχτεί μιαν ακόμα άχαρη μέρα. Τεντώθηκε λίγο για να διώξει την ακινησία του ύπνου και μετά πήγε νωχελικά ως το παράθυρο. Από το Καστέλι, στην κορυφή της πόλης όπου βρισκόταν το σπίτι της, έριχνε κάθε πρωί το βλέμμα της, υπομονετικά και νοσταλγικά, σ’ όλο το μήκος του στενού διαύλου που χώριζε το νησί από την στεριά της Πελοποννήσου. Αυτή η καθημερινή συνήθεια τής είχε γίνει ανάγκη στο τέλος. Δεν μπορούσε να κάνει καμιά δουλειά και καμιά σκέψη χωρίς να ρίχνει τα μάτια της κάθε τόσο πάνω σ’ αυτή την υδάτινη λουρίδα και να τη σαρώνει από τη μια της άκρη ως την άλλη. Κι ανάμεσα στα κάθε λογής πλεούμενα που τη διέσχιζαν -­‐γολέτες, σκούνες, μπρατσέρες, τρεχαντήρια, βαρκούλες και τραμπάκουλα-­‐ αναζητούσε την ευόδωση των προσδοκιών της. Ζούσε με τη λαχτάρα να υποδεχτεί τους δικούς της ανθρώπους, όπως έκανε σχεδόν κάθε σπίτι στο νησί. Τα καράβια, όμως, ήταν σαν να χάνονταν στους

58


πέντε ανέμους, όταν ξανοίγονταν στο πέλαγος. Ποτέ δεν ήξερες αν θα ξαναγυρίσουν. Άφηναν πίσω τους υποσχέσεις μονάχα και αγαπημένα πρόσωπα βυθισμένα στην αγωνία της αναμονής. Όσο ήταν παιδί, αυτή η αγωνία τής ήταν άγνωστη. Την απέκτησε στα είκοσί της χρόνια, όταν ο έρωτας φώλιασε στην καρδιά της και η ζωή της απέκτησε ανυπόφορα χτυποκάρδια. Τα μοναχικά της βράδια τώρα τα περνούσε με νοσταλγικές σκέψεις, πολλά όνειρα και αβάσταχτους καημούς. Zύγωσε στο παράθυρο για το πρωινό της βίγλισμα. Κάθε μέρα έλεγε πως αυτή θα ήταν η τυχερή της. Στέριωνε το βλέμμα της με λαχτάρα στην άκρη του διαύλου, στο «έμπα» και το «έβγα» του καναλιού, το σημείο απ’ όπου περνούσαν τα σκάφη για να ανοιχτούν στο πέλαγος ή να επιστρέψουν στο φιλόξενο Ποριώτικο λιμάνι. Ο τελευταίος χρόνος την είχε ποτίσει με πολλές απογοητεύσεις. Ακόμα κι αυτές, όμως, έχουν το τέλος τους. Εκείνο το πρωί ήταν πράγματι η μέρα της. Αν και οι ακτίνες του ήλιου θάμπωναν τα αγουροξυπνημένα μάτια της, αυτό δεν την εμπόδισε να δει τη Φανερωμένη. Η τρικάταρτη σκούνα μπήκε με μια επιδέξια κίνηση στο δίαυλο και γερμένη σαν πληγωμένος κύκνος, με τον ένα της φλόκο μονάχα ανοιχτό, γλίστρισε αργά πάνω στην ακύμαντη θάλασσα. Η Βασιλική κοίταξε προσεχτικότερα το σκάφος κι όταν σιγουρεύτηκε πως αυτή ήταν η σκούνα τους, η σκούνα του καπετάν Βαγγέλη, του πατέρα της, σήκωσε τον κόσμο με τις φωνές της. “Ήρθανε”, ξεφώνισε ξετρελαμένη. “Ο πατέρας ήρθε”. Με το ζόρι κρατήθηκε να μη φωνάξει κι αυτό που την πρόσταζε η καρδιά της: “Ο Γιάννος επί τέλους γύρισε”. Ο έρωτας της

59


ζωής της, ο νεαρός ναύτης της Φανερωμένης, είχε κι αυτός γυρίσει. Κατάφερε, όμως, να κρατήσει το στόμα της κλειστό, για να μην φανερώσει το όνομα του άντρα που είχε κουρσέψει την καρδιά της. Το γκάπα-­‐γκούπα του κοπανιού στην αυλή, όπου η μάνα της έπλενε τα ρούχα στη σκάφη, σταμάτησε απότομα. Η καπετάνισσα άκουσε τις φωνές της κόρης της κι έτρεξε λαχανιασμένη να δει κι αυτή τη σκούνα του άντρα της. Ακολούθησε μετά όλη η οικογένεια, ο μικρός αδελφός της ο Πανάγος και οι αδελφές της, η Πελαγία και η Μυρτώ. Σε λίγο πήρε χαμπάρι κι η γειτονιά. Όλοι έτρεξαν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια τους για να καλωσορίσουν τη σκούνα του καπετάν Βαγγέλη και να τη δουν από ψηλά, από το λόφο του Καστελιού, να μπαίνει θαλασσοδαρμένη στο λιμάνι. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, όλοι τους περίμεναν κάτι από τον καπετάνιο. Μικρά δωράκια που πάντα μοίραζε στις γειτόνισσες όταν γυρνούσε από τα ταξίδια του. Κανένα μποξά, κάποιο μεταξωτό γαϊτάνι, καμιά φαρδιά ζώνη, τίποτα πασούμια και πολύχρωμες κορδέλες για τα μαλλιά, το δώρο που άρεσε περισσότερο στις κοπέλες. Η Βασιλική πέταξε βιαστικά από πάνω της το λευκό νυχτικό της, έβαλε το μεσοφόρι της, το έσφιξε καλά με μια πάνινη ζώνη και μετά φόρεσε το καλό της, το ανοιχτόχρωμο φουστάνι, μέσα στο οποίο ασφυκτιούσε το λυγερό κορμί της. Εκείνο το πρωί έβαλε τα δυνατά της να περιποιηθεί ιδιαίτερα τον εαυτό της. Ο πατέρας της έστελνε συνήθως τον Γιάννο πρώτο στο σπίτι για να φέρει λειχουδιές της Ανατολής στα κορίτσια του, μέχρι να τελειώσει εκείνος τις δουλειές του στην παραλία. Έσφιξε καλά τις κοτσίδες της, έβαλε χρωματιστές κορδέλες στις άκρες τους κι έτριψε με δύναμη τα λευκά μάγουλά της για να κοκκινίσουν. Όταν

60


ικανοποιήθηκε από την εμφάνισή της, ασχολήθηκε πάλι με τη Φανερωμένη. Η σκούνα συνέχιζε την αργή της κίνηση χωρίς να δείχνει διάθεση ν’ αράξει στην παραλία όπου συνήθως πλεύριζαν τα μεγάλα σκάφη. Συνέχισε την πορεία της στο μεγάλο λιμάνι του Πόρου, μιαν απέραντη λεκάνη θάλασσας, που σου έδινε την εντύπωση πως ήταν ικανή να χωρέσει όλους τους στόλους του κόσμου. Ξαφνικά η Βασιλική συνειδητοποίησε πως η Φανερωμένη έπρεπε να έχει πάθει ζημιά. Αυτό έδειχνε η κλίση που είχε πάρει και το γεγονός ότι κατευθυνόταν προς τα νεώρια και τους ταρσανάδες όπου γιατρεύονταν οι πληγές των καραβιών. “Ο Γιάννος! Ο πατέρας!”, μουρμούρισε τότε τρομοκρατημένη. Αν η αβαρία είχε προκληθεί σε σύγκρουση με πειρατές, μπορεί και να μη ζούσαν. Αυτή η φριχτή σκέψη έσβησε με μιας τη χαρά από μέσα της. Έσφιξε τις γροθιές της και στριφογύρισε για λίγο αμήχανη στο δωμάτιο. Αν μπορούσε να πετάξει σαν πουλί μέχρι το νεώριο θα το έκανε, αλλά χωρίς τη συνοδεία κάποιου αρσενικού αυτό ήταν πρακτικά αδύνατο. Μέσα στη θολούρα της άκουσε τότε τον δεκατριάχρονο αδελφό της, τον Πανάγο, να τη φωνάζει. “Βασιλική, πού είσαι, μωρή;” “Μώρες και κασίδες”, ψιθύρισε εκείνη χωρίς να του απαντήσει. Τη νευρίαζε που έκανε τη φωνή του επίτηδες χοντρή, πιο βαριά από το φυσικό της, για να πιάνεται για άντρας. Εκείνη τη στιγμή της έδωσε μια ριψοκίνδυνη ιδέα, όμως. Αν και τη βρήκε σχεδόν απραγματοποίητη κινήθηκε ενστικτωδώς προς τη σάλα του σπιτιού τους. Κάτω από το πλουμιστό ριχτάρι της, βρισκόταν εκεί από πάντα μια βαριά ντιβανοκασέλα. Κειμήλιο της μάνας της από τη δική της τη

61


μάνα. Μέσα της στοίβαζαν κάθε λογής ρούχα. Από κουβέρτες και σεντόνια μέχρι φουστάνια και φθαρμένες αντρικές φορεσιές. Σ’ αυτό το ιστορικής σημασίας έπιπλο η Βασιλική είχε εντοπίσει μια πολυμπαλωμένη βράκα του αδελφού της με την οποία είχε ντυθεί μασκαράς στις τελευταίες απόκριες. Την αναζήτησε ξανά πιστεύοντας πως θα τη βοηθούσε για άλλη μια φορά να παραστήσει το αγόρι. Όταν την ξέθαψε την κοίταξε με ευγνωμοσύνη για λίγο. Δε μπορούσε να ξεχάσει πως μασκαρεμένη τις Απόκριες μ’ αυτό το μαύρο, πένθιμο ρούχο είχε ανασάνει τον αέρα μιας ελευθερίας άγνωστης στο φύλο της. Για ένα ολόκληρο απόγευμα είχε την αίσθηση πως μπορούσε να κάνει όλα όσα της απαγόρευε η γυναικεία της φύση. Μεθυσμένη από την ασυλία της μαύρης φορεσιάς, γύριζε στα στενά του Πόρου με τραγούδια και πειράγματα στους περαστικούς. Είχε τολμήσει ακόμα και να κατέβει στην παραλία ολομόναχη, στο βασίλειο των ανδρών, όπου οι γυναίκες δεν κυκλοφορούσαν, ασυνόδευτες τουλάχιστον. Αυτή ήταν κι η πρώτη της επαφή με την πιάτσα του Πόρου. Της είχε φανεί πως είχε ανακαλύψει την άλλη πλευρά του κόσμου. Είχε περάσει τρεχάλα, σαν σίφουνας μπροστά από τους καφενέδες, μέσα από ένα τσούρμο αργόσχολους άντρες, που σουλατσάριζαν πάνω κάτω στην παραλία. Όσο κι αν χτυπούσε η καρδιά της για την αποκοτιά της, είχε προλάβει να ρίξει μια ματιά στον προχειροφτιαγμένο ντόκο και στις δέστρες του. Ήταν κάτι μεγάλοι πάσσαλοι, μπηγμένοι σαν σφήνες στην άκρη της στεριάς, γύρω από τους οποίους είχαν δέσει τα παλαμάρια τους μισοξεφόρτωτα σκάφη. Η Βασιλική είδε πολλά απ’ αυτά να είναι ντανιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο, επειδή μάλλον δεν θα τα χωρούσε όλα η

62


παραλία. Μπροστά από τα καράβια, στον χαλικοστρωμένο μόλο, είχε αναγκαστεί να περάσει ανάμεσα από μια μεγάλη σειρά μουλάρια και αγωγιάτες, που φόρτωναν τις πραμάτειες για να τις μεταφέρουν στις αποθήκες των εμπόρων. “Κορδώνεσαι για άντρας, μωρή;”, άκουσε τότε τον αδελφό της να καγχάζει δίπλα της. Είχε έρθει και η μάνα της και την κοιτούσε απορημένη να κρατάει τα αρσενικά ρούχα. Ντράπηκε αφόρητα. Ένιωσε σαν να την είχαν πιάσει να κλέβει και πάρα λίγο να κλάψει. Πέταξε τα ρούχα μέσα στην ντιβανοκασέλα και την έκλεισε με δύναμη στα μούτρα τους. “Άντεστε στον αγύριστο, όλοι σας”, μουρμούρισε και βγήκε απότομα από τη σάλα. Κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά ως την αυλή, πέρασε δίπλα από τη σκάφη της μάνας της κι αφού χτύπησε με δύναμη την εξώπορτα, έτρεξε λίγο πιο πάνω από το σπίτι της, στην κορφή του λόφου, στον οποίο κατέληγε το Καστέλι. Εκεί κουλουριάστηκε στο κοίλωμα, που σχημάτιζαν δυο μεγάλοι βράχοι. Ήταν η κρυψώνα όπου κατέφευγε συχνά όταν πείσμωνε, όταν αρνιόταν να υπακούσει τη μάνα της, όταν ένιωθε την ανάγκη να μη λογιαριάζει τίποτα και κανέναν. Η πανοραμική θέα ολόκληρου του κόλπου από το κοίλωμα της έδινε την εντύπωση πως ίσως μια μέρα κατάφερνε να πετάξει. Κι αν δε γινόταν να βγάλει φτερά, ήταν σίγουρη πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα έπειθε τον πατέρα της να την κάνει κι αυτήν καπετάνισσα, να ζήσει τη μαγεία της θάλασσας για πάντα. Όπως το είχε φοβηθεί, η Φανερωμένη συνέχισε την αργή της πορεία προς τους κόλπους, όπου βρίσκονταν τα νεώρια. Εκεί σταμάτησε και φούνταρε μέσα στον πρώτο κόλπο,

63


όπου υπήρχε το μεγαλύτερο από τα καρνάγια. Από τον Γιάννο είχε ακούσει πως εκεί πήγαιναν τα σκάφη για σοβαρές επισκευές. Τους άλλαζαν τα φθαρμένα άρμενα, τους αντικαθιστούσαν σαπισμένα μαδέρια, μπάλωναν τρύπες στο πέτσωμα και πισσάριζαν τα καταστρώματά τους, ρίχνοντας κατράμι στους αρμούς τους. Σε ένα διπλανό, πιο μικρό καρνάγιο, πήγαιναν τα σκάφη μια φορά το χρόνο και τα τραβούσαν έξω για να τα παλαμίσουν. Καθάριζαν τα ύφαλά τους από τα στρείδια και άλλους θαλάσσιους μικροοργανισμούς, που κολλούσαν πάνω τους στη θάλασσα. Η Βασιλική εστίασε το βλέμμα της πάνω στη λαβωμένη σκούνα, αλλά από τέτοια απόσταση ήταν αδύνατον να δει τι γινόταν στο κατάστρωμά της. Της ήταν αδύνατον όμως και να μείνει σ’ αυτή την αγωνία άλλο. Σαν αστραπή γύρισε στο σπίτι και χωρίς να απαντήσει σε κανένα για ποιο λόγο έτρεχε σαν παλαβή, πήρε το κιάλι του πατέρα της. Επρόκειτο για αντικείμενο απαγορευμένο στα παιδιά, αλλά εκείνη το είχε χρησιμοποιήσει πολλές φορές αγνοώντας τις απαγορεύσεις. Την είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι έφερνε τους ανθρώπους και τα αντικείμενα τόσο κοντά της, μπροστά στη μύτη της σχεδόν, σαν να ήθελαν να της φανερώσουν τα κρυμμένα τους μυστικά. Λαχανιασμένη, ψαχούλεψε το χώρο γύρω της μέχρι να βρει τον κόλπο του νεωρίου. Μπερδεμένη από τα αντικείμενα που φαίνονταν τόσο κοντά της, στόχευσε άθελά της προς τη ναυτική βάση που είχαν φτιάξει οι Ρώσοι κοντά στη διώρυγα, η οποία χώριζε το νησί σε δυο κομμάτια: τη Σφαιρία, που ήταν το μικρό και κατοικημένο, και την Καλαυρία, το μεγάλο με τα πευκοδάση, τις λεμονιές και τα καρνάγια. Για να μη χάσει το στόχο της, ακολούθησε

64


σιγά-­‐σιγά το στενό παραλιακό χωματόδρομο, που ελισσόταν σαν φίδι ανάμεσα στις ακρογιαλιές και τα πεύκα, μέχρι που βρήκε την αγκυροβολημένη σκούνα. Μόλις είχαν ρίξει μια λέμβο στη θάλασσα. Μέσα της η Βασιλική ξεχώρισε εύκολα το γεροδεμένο κορμί του Γιάννου και την ψηλή κορμοστασιά του πατέρα της. Στα κουπιά ήταν ένας ακόμα γνωστός της, ο γείτονάς τους ο Νικόλας, χρόνια γεμιτζής στη Φανερωμένη. Εκείνο που την παραξένεψε ήταν πως ανάμεσά τους βρισκόταν κι ένας παπάς. «Τί ‘ναι τούτος;», μονολόγησε. «Τι δουλειά έχει στη σκούνα;» Άθελά της συνέδεσε την παρουσία του με την τελευταία συγκέντρωση στο σπίτι τους πριν φύγει ο πατέρας της για ταξίδι. Υπήρχαν και σ’ αυτή ιερωμένοι ανάμεσα στους πιο σημαντικούς ανθρώπους του νησιού. Τότε είχε σκεφτεί πως εκείνοι οι παπάδες ήταν ο λόγος που η παρέα δεν γλέντησε, όπως έκαναν στις βεγκέρες. Όλο το βράδυ είχαν μείνει σοβαροί και μιλούσαν σιγανά, ακόμα κι όταν διαφωνούσαν. Η Βασιλική κρυφάκουγε κι είχε καταλάβει πως κάτι σκάρωναν, αλλά η μάνα της την αποπήρε όταν τη ρώτησε να μάθει τι γινόταν στη σάλα τους. Την όρκισε μάλιστα πως δε θα άνοιγε το ξερό της το στόμα να βγάλει άχνα για όσα έβλεπε στο σπίτι τους. Τούρκοι μπορεί να μην υπήρχαν στο νησί, αλλά σπιούνοι κυκλοφορούσαν άφθονοι ανάμεσά τους. Η λέμβος πλεύρισε σ’ ένα πρόχειρο μόλο από πέτρες. Όταν η Βασιλική είδε τους τέσσερις άνδρες να προχωρούν στο μονοπάτι προς τον Πόρο, εγκατέλειψε κι αυτή τους βράχους της, βέβαιη πως ο Γιάννος θα ήταν σύντομα στο σπίτι της με τα πεσκέσια του πατέρα της στα χέρια του. Για να τον προλάβει στο δρόμο και να πουν μερικές κουβέντες ιδιαιτέρως οι δυο τους, βγήκε στη γειτονιά. Επειδή, όμως, δε

65


γινόταν να τριγυρίζει άσκοπα στα σοκάκια, πήγαινε από γειτόνισσα σε γειτόνισσα, για να γυρέψει δήθεν, πότε μια στάλα αλάτι, πότε ένα σκόρδο, πότε λίγη κλωστή για το κέντημά της και άλλα τέτοια μικροπράγματα. Αρκεί να βρισκόταν έξω για να συναντήσει πρώτη τον Γιάννο. Οι δουλειές, όμως, που είχαν οι άντρες, φαίνεται πως ήταν πολύ σοβαρές γιατί τους κράτησαν μέχρι αργά στην αγορά. Όταν το φως της ημέρας άρχισε να υποχωρεί, η Βασιλική αναγκάστηκε να μαζευτεί στο σπίτι της. Έκανε πως δεν άκουσε τη μάνα της όταν είπε πως τη χρειαζόταν να βοηθήσει στις δουλειές και χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα της πήγε και κουλουριάστηκε στο ντιβανάκι της, στο μικρούλικο δωματιάκι της. Απογοητευμένη από τη μακριά αναμονή, αφοσιώθηκε στους θορύβους του σούρουπου, περιμένοντας την εξώπορτα του σπιτιού τους ν’ ανοίξει. Η μάνα της πηγαινοερχόταν από την κουζίνα στη σάλα κι έκανε το πάτωμα να τρίζει, ενώ κάτω από το παράθυρό της η γειτόνισσα η κυρά Μπήλιω, είχε στήσει καβγά με το γιο της πάλι. Μάλλον θα είχε γυρίσει στο σπίτι χωρίς να φέρει μεροκάματο και κείνη του φώναζε πως ήταν ανεπρόκοβος και θα γλύτωνε απ’ αυτόν μονάχα όταν τον έπαιρναν οι Οσμανλήδες στα καράβια τους. Αυτή ήταν μια κατάρα που έβγαινε από το στόμα της μονάχα όταν διαολιζόταν. Το μετάνιωνε γρήγορα μετά και δάγκωνε τα χείλια της στεναχωρημένη. Όταν η γειτόνισσα ησύχασε, μπόρεσε ν’ ακουστεί καθαρότερη και η φωνή του τελάλη. Είχε βγει στους δρόμους πάλι να διαλαλήσει τα διάφορα μικροπράγματα που είχαν έρθει από τη Σμύρνη και την Πόλη. Τη Βασιλική την ενδιέφεραν τα μυρουδικά και τα υφάσματα, αλλά

66


απογοητεύτηκε επειδή εκείνη την ώρα ο τελάλης έλεγε πάλι-­‐όπως έκανε συχνά-­‐ κάτι που η κοπέλα βαριόταν ν’ ακούει. Τους νόμους που θέσπιζε κάθε τόσο η Καγκελαρία για την τήρηση της τάξης στο νησί και την καλή λειτουργία του λιμανιού. Η μάνα της σταυροκοπιόταν κάθε φορά που άκουγε τον τελάλη και παρακαλούσε τον Θεό να φωτίσει τους προεστούς να πράξουν το ωφελιμότερο δια τον τόπον. Η Βασιλική, όμως, ήταν σίγουρη πως τα παρακάλια της πήγαιναν στράφι. Κανένας νόμος δεν μπορούσε να στεριώσει όσο οι Οσμανλήδες όριζαν τις ζωές τους. Ακόμα κι αν οι αφέντες-­‐δυνάστες τους εμφανίζονταν μια φορά το χρόνο στο νησί, άλλαζαν όποτε ήθελαν, ό,τι ήθελαν. Η φωνή του τελάλη άρχισε να σβήνει σιγά-­‐σιγά την ώρα που έλεγε κανένας καραβοκύρης να μην τολμήσει να φορτώσει και να φύγει από το λιμάνι χωρίς την άδεια της Καγκελαρίας. Στη συνέχεια ανέφερε την δίχως έλεος τιμωρία του παραβάτη, αλλά η Βασιλική έπιασε μονάχα τις βουρδουλιές που θα έτρωγε χωρίς να ακούσει τον αριθμό τους. Είχε πέσει το σκοτάδι πια έξω και τα σοκάκια του νησιού φωτίζονταν από τη στίλβη των αστεριών μονάχα, αλλά ο πατέρας της δεν έλεγε να φανεί. Φουρκισμένη η Βασιλική προσπαθούσε να φανταστεί τι τον έκανε να μη στείλει τον Γιάννο, τουλάχιστον, στο σπίτι με τα πεσκέσια, όπως συνήθιζε πάντα. Επίμονα τότε στο μυαλό της ερχόταν ξανά και ξανά η εικόνα του άντρα με τα ράσα. Για κάποιον άγνωστο λόγο της είχε κολλήσει η ιδέα πως αυτός ήταν υπεύθυνος για την ασυνήθιστη συμπεριφορά του πατέρα της. Είχε μισογλαρώσει όταν επί τέλους άκουσε τη φωνή του στην εξώπορτα του σπιτιού τους.

67


“Μαριγώ”, φώναξε με τη βαριά φωνή του ο καπετάν Βαγγέλης. Η γυναίκα του βγήκε γρήγορα στην αυλή σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της για να τον υποδεχτεί.“Έχουμε μουσαφίρηδες”, της είπε άχρωμα, καθώς έσκυβε να φιλήσει τα κατακόκκινα μάγουλά της. Η Βασιλική πετάχτηκε αμέσως από το ντιβανάκι της. Είχε την ελπίδα πως μαζί με τους μουσαφιρέους θα ήταν και ο Γιάννος, αλλά όταν έσκασε λίγο την πόρτα της για να δει, Γιάννος δεν υπήρχε. Είδε τον πατέρα της μονάχα ν’ ανεβαίνει τις σκάλες στητός κι αγέλαστος μαζί με ένα τσούρμο άντρες. Αυτό την αποθάρρυνε να βγει από το δωμάτιό της. Αρκέστηκε μονάχα να κατασκοπεύσει τους επισκέπτες τους από την χαραμάδα της πόρτας. Τους δυο απ’ αυτούς τούς αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο Χατζηαναστάσης Μάνεσης, άνθρωπος σοβαρός με εκτίμηση ανάμεσα στους συντοπίτες του και ο κυρ-­‐Νικόλας ο Οικονόμου, ο γραφιάς της Καγκελαρίας. Ανάμεσά τους ξεχώρισε και τον ρασοφόρο, τον οποίο είχε δει νωρίτερα στη λέμβο της Φανερωμένης. Προχωρούσε σκυφτός προς τα εμπρός, σαν να τον έτρωγαν οι έγνοιες. Η Βασιλική τον κοίταξε για λίγο με περιέργεια. Πίσω από τα μακριά, απεριποίητα γένια του, το πρόσωπό του έδειχνε τσακισμένο. Το μέτωπό του ήταν συρρικνωμένο, γεμάτο βαθιές ζάρες και τα μαλλιά του έβγαιναν σαν άγρια σκίνα κάτω από το καμιλαύκι του. Της φάνηκε αδύναμος κι ασήμαντος. Είπε να μην ασχοληθεί άλλο μαζί του. Κατά τύχη, όμως, ο άγνωστος ιερωμένος γύρισε προς το μέρος της. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν για μια στιγμή κι η Βασιλική ένιωσε την ριπή μιας καταιγίδας να την σαρώνει. Έκλεισε βιαστικά την πόρτα θορυβημένη.

68


«Παναγιά μου», μουρμούρισε. «Τι λογής παπάς είν’ τούτος;» Ήθελε να τον παρατηρήσει καλύτερα, αλλά όταν μισάνοιξε την πόρτα, οι άντρες είχαν μπει κιόλας στη σάλα, δίπλα στο καμαράκι της. Ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο, αναστατωμένη. Δεν ήξερε αν αυτόν τον άνθρωπο θα τον έβλεπε ποτέ ξανά στη ζωή της, αλλά η φιλήδονη ματιά του, η ανυπάκοη, η ρέμπελη ματιά που της έριξε, είχε κιόλας αφήσει βαθιά ίχνη μέσα της. Έμεινε ακόμα λίγο στη χαραμάδα της πόρτας να κατασκοπεύσει, αλλά μονάχα τη μάνα της μπόρεσε να δει να πηγαινοέρχεται από την κουζίνα στη σάλα με πιάτα στα χέρια. Στους επισκέπτες έβγαλε και δυο κανάτες από το εξαίρετο κόκκινο κρασί της, που έφτιαχνε μόνη της από το αμπέλι τους στη Φούσα. Ήταν φανερό πως η βραδιά είχε κάτι το ιδιαίτερο αφού αυτό το κρασί η μάνα της το είχε σαν την Αγία Μετάληψη και το φυλούσε για τους πολύ δικούς της ανθρώπους μονάχα. Εκείνο που ενοχλούσε τώρα τη Βασιλική ήταν πως σε λίγο όλοι τους θα μεράκλωναν και θα τους είχε όλη νύχτα στο κεφάλι της να τραγουδάνε και να χορεύουν, χτυπώντας γερά τα ποδάρια τους στο πάτωμα και στο τέλος ν’ αντιδικούνε. Έτσι γινόταν συνήθως. Κακόκεφη ξάπλωσε στο κρεβάτι της να υποστεί το μαρτύριό της. Η ώρα, όμως, περνούσε χωρίς τίποτα απ’ όσα φοβόταν να συμβαίνει. Στο διπλανό δωμάτιο βασίλευε η ησυχία. Κάτι μουρμουρητά ακούγονταν μονάχα που μεγάλωσαν την περιέργειά της. Σηκώθηκε και κόλλησε τ’ αυτί της στον λεπτό τοίχο. Τώρα ακούγονταν πιο καθαρές οι κουβέντες. Της φάνηκε πως μιλούσε ο Χατζηαναστάσης Μάνεσης. Η φωνή του είχε μιαν επισημότητα αταίριαστη για βεγκέρα και κρασοπαρέα. Το περίεργο ήταν πως δεν μιλούσε κανένας άλλος. Μονάχα εκείνος έλεγε κάτι και ο

69


πατέρας της επαναλάμβανε τα λόγια του με συγκίνηση. Άθελά τους, δυνάμωσαν σιγά-­‐σιγά και τον τόνο της φωνής τους κι η Βασιλική μπόρεσε ν’ ακούσει καθαρότερα. Ο κυρ-­‐ Χατζηαναστάσης έλεγε και ο πατέρας της επαναλάμβανε "...της αλήθειας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Θεού, να φυλάξω θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, το μυστήριον το οποίο θα μου εξηγηθεί...” Η Βασιλική δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τι γινόταν εκεί δίπλα. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, όμως, πως επρόκειτο για κάποια τελετή. Ιερή τελετή, μυστήριο παρόμοιο με τα χριστιανικά της εκκλησίας, που είχε σχέση με τον Θεό και μιαν ελεύθερη πατρίδα. Συγκινημένη από τη σοβαρότητα των στιγμών συγκέντρωσε όλη την προσοχή της για να μη χάσει λέξη απ’ όσα λέγονταν στη σάλα. Ένας θόρυβος, όμως, τότε της απέσπασε την προσοχή. Ήταν σαν να χτύπησε το παράθυρο κάποιο πουλί με το ράμφος του ή σαν να έπεσε ένα μικρό πετραδάκι επάνω του. Άναψε βιαστικά το κερί που είχε πάντα πρόχειρο στο κασόνι δίπλα στο ντιβάνι της και άνοιξε προσεχτικά το παράθυρο, για να μην τρίξουν οι μεντεσέδες του. Η ώρα έπρεπε να είναι περασμένη. Το φεγγάρι, που ταξίδευε από νωρίς στον ουρανό, τώρα φαινόταν να γέρνει προς τη δύση του πίσω από το απέναντι βουνό, τις Αδέρες. Κοιτώντας προσεχτικά μέσα στο σκοτάδι διέκρινε μια σιλουέτα στον μαντρότοιχο της αυλής τους και η μυστηριακή ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη σάλα την έκανε να φανταστεί παράξενα πράγματα για μια στιγμή. Δεν άργησε, όμως, να καταλάβει σε ποιον ανήκε η σκιά. Έβαλε το χέρι της στο στόμα της για να μη φωνάξει. Ορμητικά κύματα χαράς και

70


φόβου διαπέρασαν την καρδιά της. Αν τον έβλεπε κανένας θα την έσκιζαν σαν σαρδέλα οι δικοί της. “Τον παλαβιάρη”, μουρμούρισε κι έσκυψε ακόμα λίγο έξω από το παράθυρο για να σιγουρετεί πως ήταν εκείνος. Η σκιά έπεσε αθόρυβα στην αυλή και κινήθηκε προς το χοντρό κορμό μιας μπουκαμβίλιας που ανέβαινε ως το πάνω πάτωμα του σπιτιού. Το φυτό σείστηκε ολόκληρο, σαν να το έπιασε ρίγος ευτυχίας από το αγκάλιασμα του άντρα και σε λίγο, μέσα από τα πολύχρωμα άνθη του, αναδύθηκε το κεφάλι του Γιάννου. Σαστισμένη μέσα στα κύματα της έξαψης και των δισταγμών της, η Βασιλική τον βοήθησε να καβαλήσει το περβάζι της, χωρίς να ξέρει τι να τον κάνει. Πρώτη φορά στα λίγα χρόνια που αριθμούσε η ζωή της ένιωσε τόσο κοντά στον παράδεισο και την κόλαση. Η επανάσταση που προσπάθησε να κάνει το πρωί με τη βράκα του αδελφού της, έμοιαζε με αθώο παιγνίδι μπροστά σ’ αυτή την αποκοτιά να μπάσει άντρα στο δωμάτιό της. “Σου σάλεψε;”, τον ρώτησε με κομμένη την ανάσα από την επιθυμία. Ο Γιάννος την έσφιξε πάνω του και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Αυτό το είχαν ξανακάνει μια φορά στα πεταχτά μέσα στ’ αμπέλι τους στη Φούσα, αλλά τώρα το φιλί τής φάνηκε πιο ηδονικό και σίγουρα πολύ πιο μακρύ. Ένιωθε αδύναμη πια ν’ αναχαιτίσει τούτο τον ταύρο που είχε ορμήσει στο δωμάτιό της. Άφησε τον εαυτό της να χαθεί για λίγο σ’ αυτόν τον καινούριο μαγικό κόσμο, αλλά πριν βυθιστεί στη ναρκωτική ζάλη του μπόρεσε να κάνει μια τελευταία λογική σκέψη. Αναρωτήθηκε τι είδους τιμωρία θα της επέβαλε ο παπά-­‐Γιάννης, ο ιερέας του Αγίου Γεωργίου και εξομολόγος της για τις αμαρτίες που ήταν

71


έτοιμη να διαπράξει. Δε θα της φαινόταν πολύ παράξενο κι αν την αφόριζε ακόμα. Με μια απότομη κίνηση ξέφυγε από την αγκαλιά του την ώρα που το χέρι του είχε χωθεί με απαιτήσεις κάτω από τη νυχτικιά της. “Ακου!”, του είπε δείχνοντάς του προς το άλλο δωμάτιο. “Κάτι κάμουν κεί μέσα”. Βογγώντας από τον ανικανοποίητο πόθο του ο Γιάννος προσπάθησε να την ξαναρπάξει αλλά εκείνη του το ξέκοψε αγριεμένη. «Όταν με στεφανώσεις να περιμένεις τέτοια πράγματα», του ψιθύρισε. «Άκου τώρα», του ξανάπε με επιτακτικό τόνο. Από δίπλα ακουγόταν πατέρας της: “Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει...” “Κατέχεις τι είν’ τούτα;” Ρώτησε η Βασιλική, κοιτώντας με απορία το Γιάννο. Εκείνος σήκωσε τους ώμους του δηλώνοντας την άγνοιά του. “Όχι, Βασίλω μ’”, είπε. “Είναι μυστήργια πράματα. Γίνεται πολύς λόγος, όμως, για ξεσηκωμό. Ε, νισάφι πια με τους Τούρκους”. Ο τοίχος που τους χώριζε από τη σάλα ήταν φτιαγμένος από λάσπη και καλάμια. Ο Γιάννος της έδειξε το στιλέτο που είχε στο ζωνάρι του κι εκείνη έγνεψε καταφατικά. Κοντά στο παράθυρο ήταν κιόλας φθαρμένος και με λίγη προσπάθεια ο νεαρός ναυτικός άνοιξε μια μικρή τρύπα αρκετή για να έχουν και εικόνα του μυστηρίου που γινόταν εκεί δίπλα. Πότε ο ένας και πότε ο άλλος έβλεπαν μέσα από

72


το μικρό άνοιγμα τους πέντε άντρες όρθιους γύρω από ένα τραπέζι και τον καπετάν Βαγγέλη, τον κύρη της Βασιλικής, γονατισμένο μπροστά τους. Καθώς επαναλάμβανε τα λόγια που διάβαζε από ένα χαρτί ο Χατζηαναστάσης, κρατούσε ένα αναμμένο κερί με το αριστερό του χέρι, ενώ το δεξί το είχε στη θέση της καρδιάς του. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα μικρό ευαγγέλιο, ένα σπαθί και ένα ακόμα κίτρινο κερί. Η Βασιλική δεν είχε πια καμιά αμφιβολία πως ο πατέρας της έπαιρνε έναν όρκο με τον οποίο έμπαιναν τα θεμέλια του εθνικού ξεσηκωμού. Υπνωτισμένη, σχεδόν ρουφούσε κάθε του λέξη. “Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ´ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα”. “Ξεσηκωμός”, είπε κι ο Γιάννος δίπλα της, ενθουσιασμένος. “Φως φανάρι. Σηκώνομε ντουφέκι”. Ίσως να είχε ορμήσει μέσα στη σάλα να ζητήσει να πάρει κι αυτός τον όρκο, αν δεν τον σταματούσε πανικόβλητη η Βασιλική. Τον άρπαξε από τα μακριά του μαλλιά και τον συγκράτησε σαν να ήταν αφηνιασμένο άτι. “Κουκούτσι ρημάδι μυαλό δε σ’ απόμεινε, λαχτάρα σου”, τον αποπήρε. Για μια στιγμή φοβήθηκε μήπως οι δονήσεις του ενθουσιασμού του είχαν μεταδοθεί δίπλα στην ομήγυρη των καλεσμένων του πατέρα της, αλλά εκείνοι παρέμεναν αφοσιωμένοι στην ορκωμοσία τού καινούργιου τους μέλους. Η φωνή του άντρα που ορκιζόταν ακουγόταν να λιώνει από συγκίνηση. «Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία

73


τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου» Η Βασιλική σφούγγιζε κάθε τόσο τα δάκρυά της και ψιθύριζε και κείνη μετά τον Χατζηναστάση Μάνεση τα τελευταία λόγια του όρκου μαζί με τον πατέρα της. Αυτό ήταν κάτι που ξεπερνούσε τη φαντασία της. Στη σάλα του σπιτιού της, στο διπλανό της δωμάτιο, μιαν ανάσα μακριά της, ένιωθε πως αναγεννιόταν το σκλαβωμένο τους Έθνος. Κι εκείνη δεν μπορούσε να λείπει απ’ τον ξεσηκωμό, μόνο και μόνο επειδή η μάνα της τη γέννησε γυναίκα. “Σαν φανεί το Τούρκικο να πάρει ναύτες για τον Καπουδάν πασά, του λόγου σου θα καταχωνιαστείς. Δε θα σ’ έβρει ανθρώπου μάτι” γύρισε και είπε αυστηρά στο Γιάννο. Εκείνος σήκωσε τους ώμους του σαν να είχε κιόλας προβλέψει το μέλλον . “Οι Τούρκοι τα ‘φάγαν τα ψωμιά τους στον τόπο μας», της είπε με σιγουριά. “Ως τότε δε θα τους προσκυνάμε”.

74


Εκείνο το βράδυ η Βασιλική δεν ξεκόλλησε από τον φθαρμένο τοίχο. Η εικόνα μέσα από το μικρό άνοιγμα μπορεί να ήταν φτωχή, αλλά άκουγε πολύ καλά τι λεγόταν στο δωμάτιο. Στο μικρό οπτικό της πεδίο μπήκε κάποια στιγμή κι ο ιερωμένος με το πύρινο βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή της φάνηκε σαν ξεστρατισμένος παπάς που μπερδευόταν στις δουλειές των κοσμικών, παραμελώντας τα θεϊκά του καθήκοντα. Όπως τον παρατηρούσε, όμως, ένιωσε την ίδια ανατριχίλα, που είχε νιώσει και νωρίτερα, όταν είχαν μπλέξει τα βλέμματά τους. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο αυτός ο άνθρωπος την ξεσήκωνε. Ενεργοποιούσε τα άγρια ένστιχτά της, την έκανε να νιώθει επιθετική και ανυπόταχτη. «Πώς λέν τον παπά;» ρώτησε τον Γιάννο χαμηλόφωνα. “Παπαφλέσσα”, είπε εκείνος. “Το λέει η καρδούλα του. Ψυχωμένος άντρας”. “Κι ο άλλος; Ο Ποριώτης;” “Είν’ ο καπετάν Νικόλας Γκίκας”, είπε ο Γιάννος αφού την παραμέρισε και κοίταξε καλύτερα μέσα. Υπήρχε κι ένας άλλος που ο Μάνεσης τον αποκάλεσε κάποια στιγμή εντιμότατο αδελφό Χρήστο Αναγνωσταρά. Μετά την ορκωμοσία οι άντρες κουβέντιασαν χαμηλόφωνα. Ο μόνος που δεν συγκρατιόταν κι η φωνή του ηχούσε σαν βροντή ήταν ο Παπαφλέσσας. Εξηγούσε στους Ποριώτες πως επρόκειτο να ταξιδέψει στη Μολδοβλαχία – μια χώρα που η κοπέλα δεν είχε ξανακούσει-­‐ και τους ζητούσε να τον εφοδιάσουν με επιστολές στις οποίες ήθελε να αναγράφουν πως τα νησιά ήταν έτοιμα για πόλεμο. Η Βασιλική παρακολουθούσε μαγνητισμένη τα φιλήδονα χείλη του να σουφρώνουν, να τεντώνονται, να μορφάζουν καθώς τα λόγια έρρεαν με πειθώ από μέσα τους κι έφταναν

75


στ’ αυτιά των ακροατών του. Σχεδόν έτρεμε από τη συγκίνησή της καθώς τον άκουγε να μιλάει. Εκείνη τη στιγμή θα έπεφτε και στον γκρεμό για χάρη του. Θα τον ακολουθούσε με όλη της την καρδιά, όπου κι αν την οδηγούσε. Όταν ο Παπαφλέσσας τέλειωσε την ομιλία του γύρισε στον Αναγνωσταρά. «Ελόγου σου μην αφήκεις κανέναν ακατήχητο σε Ύδρα και Σπέτσες. Να μυήσεις ακόμα και τον τελευταίο μούτσο», του είπε. “Τι παει να πει μυήσει;”ρώτησε η Βασιλική τον Γιάννο. “Να τους κάμει να σηκώσουν τα όπλα”, είπε εκείνος χωρίς να είναι και πολύ σίγουρος. Λίγο αργότερα άκουσαν τον πατέρα της να κατευοδώνει τους επισκέπτες του. Όταν άδειασε η σάλα, η Βασιλική έπεσε στην αγκαλιά του Γιάννου. Με τη φαντασία της πετούσε κιόλας πολύ μακριά, καθώς η ζωή της είχε πάρει ξαφνικά τη μαγική στροφή της. Τώρα δεν της αρκούσε πια το γεγονός πως είχε παρακολουθήσει ένα μυστήριο. Ήθελε να μάθει περισσότερα γι’ αυτό, να γίνει κι εκείνη κοινωνός με τα μυστικά του και να γευτεί όσα υπέροχα και θλιβερά είχε να της προσφέρει. Ο Γιάννος συμφώνησε ότι ο πόλεμος έπρεπε να τους βρει στην πρώτη γραμμή, μόνο που εκείνη την ώρα αυτός επειγόταν για άλλα πράγματα. Είχε ανάγκη να σβήσει τη λάβα που έκαιγε τα σωθικά του πρώτα. Με τη Βασιλική στην αγκαλιά του και την ιεροτελεστία του διπλανού δωματίου να έχει τελειώσει, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να απολαύσει και κάτι πιο χειροπιαστό και γήινο από την κυοφορούμενη ελευθερία. Έκανε την κίνησή του κι αποπειράθηκε να της χαϊδέψει τα στήθια, αλλά η Βασιλική ήταν κέρβερος.

76


“Κάτω τα κουλά σου”, του ψιθύρισε με καυτή ανάσα. Πάλεψε για λίγο ανάμεσα στις ανυπόφορες επιθυμίες της και τους αυστηρούς κανόνες της ηθικής της ώσπου στο τέλος τον ξαπόστειλε ανικανοποίητο κι απόμεινε κι εκείνη να πνίγεται μέσα στη ερωτική φουσκοθαλασσιά της. § Νωρίς το πρωί ο καπετάν Βαγγέλης κατέβηκε στην κουζίνα, για να πιει τον πρώτο καϊμακλή της ημέρας του κι εκεί είδε να τον περιμένει μια έκπληξη. Η μεγάλη του κόρη έκανε τις δουλειές της ντυμένη με μια παλιά του βράκα, σαν να είχε ξαναφέρει τις απόκριες. Έσμιξε τα φρύδια του και μετά έβαλε τα γέλια. “Τι χάλια είναι αυτά μωρή ΄συ;” της είπε και κάθισε στη θέση του, δίπλα στο παραγώνι. Τότε θυμήθηκε τη φορεσιά που της είχε τάξει να της φέρει.“Είχα σοβαρή δουλειά ψες βράδυ γι’ αυτό και δεν πήρες τα πεσκέσια σου”, πρόσθεσε αμέσως, συνεχίζοντας να γελάει. Του άρεσε πολύ ο έξυπνος τρόπος που βρήκε η μικρή κόρη για να του θυμίσει την υπόσχεσή του. Η Βασιλική, όμως, του επιφύλασσε κι άλλες εκπλήξεις. Γονάτισε ξαφνικά μπροστά του και τον κοίταξε παρακλητικά στα μάτια. “Θέλω κι ελόγου μου να πάρω τον όρκο οπού έδωκες ψες βράδυ”, του είπε. Ο καπετάνιος πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. “Κρυφάκουες, μωρή;” της φώναξε αγριεμένος. Ήταν έτοιμος να της αστράψει ένα φούσκο, αλλά το θαρραλέο βλέμμα της τον συγκράτησε. Ήταν κόρη του κι αυτή η παλληκαριά της ήταν δικό του έργο. Κάθισε στο σκαμνί του

77


πάλι και την άκουσε υπομονετικά να του ζητάει να πολεμήσει κι αυτή μαζί με τους υπόλοιπους Ποριώτες. “Άμα γενεί χρεία θα το κάμεις”, τη βεβαίωσε. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν και τα μικρότερα αδέλφια της, η Πελαγία, η Μυρτώ, ο Πανάγος, πιστεύοντας πως η μεγάλη τους αδελφή προσπαθούσε να πάρει από τον πατέρα τους τα καλύτερα από τα δώρα που θα τους είχε φέρει. Πίσω τους όρμησε σαν σίφουνας και η μάνα τους, η Μαριγώ. Είχε ακούσει κάμποσες από τις κουβέντες της Βασιλικής, αρκετές για να καταλάβει τι ζητούσε από τον κύρη της. “Μωρή Τούρκα, δε σού ‘πα να κρατάς το ρημάδι το στόμα σου κλειστό;” της είπε φουρκισμένη κι έβγαλε σπρώχνοντας τα μικρότερα παιδιά έξω στην αυλή μην αρχίσουν να λένε τίποτα αδέσποτες κουβέντες από δω κι από κει και τους έβρισκε καμιά συμφορά. Τη μεγάλη την άφησε στα χέρια του πατέρα της να την καταχεριάσει εκείνος. Η Βασιλική, ωστόσο, δεν συμμάζεψε καθόλου το απαιτητικό της βλέμμα. Συνέχισε να κοιτάζει τον πατέρα της με προσδοκία κι ο καπετάν Βαγγέλης τα ΄χασε για μια στιγμή. Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει το θάρρος της. “Όλα θα γενούν εις την ώρα τους”, αρκέστηκε να της πει. Αλλά η Βασιλική δεν φαινόταν ικανοποιημένη.“Σύρε φκιάσε μου καφέ τώρα”, τη διέταξε τότε εκείνος μουτρωμένος. Μέσα του σκεφτόταν πόσο θα τον βόλευε, αν ήταν αγόρι. Η Βασιλική δεν είχε σκοπό να το βάλει κάτω. Του ετοίμασε τον καφέ κι όταν του τον σέρβιρε κάθισε κι αυτή σ’ ένα σκαμνί δίπλα του στο σοφρά και τον κοίταξε με επιμονή στα μάτια.

78


“Εεε, γυρεύεις πράματα οπού είναι για μεγάλους”, της είπε νευριασμένος ο καπετάνιος. “Και ελόγου μου για μεγάλη πιάνομαι”, του απάντησε η Βασιλική. “Σφάλισα τα είκοσι χρόνια και θέλω να πάρω τον όρκο του Έθνους”. Ο καπετάν Βαγγέλης ήξερε πως το πείσμα της Βασιλικής δεν αντιμετωπιζόταν με βία. Έπρεπε να βρει έναν ειρηνικό τρόπο να της κλείσει το στόμα, αλλιώς αυτή ήταν ικανή να ρωτάει δώθε και κείθε στη γειτονιά κι οι κουβέντες της ίσως έφταναν στ’ αυτιά κάποιου σπιούνου. Και δεν ήταν λίγοι οι Εφιάλτες που κατέδιδαν στους τυράννους τα μυστικά των συμπατριωτών τους, για να έχουν την εύνοιά τους. “Σύρε φέρ’ το Βαγγέλιο”, της είπε με επίσημη φωνή. Ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσει τη σιωπή της ήταν να την βάλει να πάρει έναν πλαστό όρκο. Έτσι κι αλλιώς εκείνος δεν μπορούσε να ορκίσει κανένα. Μυήσεις έκαναν μονάχα όσοι είχαν το βαθμό του ιερέα της οργάνωσης κι αυτός ήταν ακόμα βλάμης, ένα απλό, νεοσύλλεκτο μέλος. Με μιαν ανάσα η Βασιλική έφτασε στο επάνω πάτωμα και πήρε το Ευαγγέλιο από το εικονοστάσι όπου το φύλαγαν. Αυτό το άγιο βιβλίο είχε πολλές φορές δοκιμάσει να το διαβάσει, αλλά τα λίγα γράμματα που πρόλαβε να μάθει δεν ήταν αρκετά για να καταλάβει το περιεχόμενό του. Το σχολείο είχε σταματήσει να λειτουργεί επειδή, όπως είχε ακούσει να λένε τουλάχιστον, ο Μουταπάκης του Καπουδάν πασά -­‐αυτός που εισέπρατε τα χαράτσια-­‐ είχε ξεζουμίσει τον τόπο. Κάθε φορά ζητούσε όλο και περισσότερα χρήματα με διάφορες δικαιολογίες κι οι Ποριώτες δεν είχαν ή δεν ήθελαν να πληρώσουν το

79


επιπλέον μπαξίσι, που ζητούσε για να επιτραπεί η λειτουργία του. “Σκατά στις μούρες ολουνών τους”, μουρμούρισε η Βασιλική καθώς έπιανε το Ευαγγέλιο στα χέρια της. Ο καπετάνιος την περίμενε όρθιος κι ανυπόμονος να φύγει για την αγορά. “Απόθεσε το χέρι σου εις το Βαγγέλιο”, της είπε. Η Βασιλική γονάτισε κι αυτός άρχισε να λέει με επισημότητα όσα λόγια του όρκου του θυμόταν. Εκείνη τα επαναλάμβανε με ευλάβεια, όπως είχε κάνει κι ο πατέρας της το προηγούμενο βράδυ. Κάποια στιγμή, όμως, ο καπετάν Βαγγέλης ξέμεινε από λόγια και σταμάτησε απότομα. Για να καλύψει το κενό της άγνοιάς του της είπε με την ίδια επισημότητα ότι στο εξής και για πάντα όφειλε πίστη στο Γένος. Η Βασιλική σηκώθηκε αναβαπτισμένη. Με όση προχειρότητα κι αν είχε γίνει το τελετουργικό της ορκωμοσίας της, εκείνη ένιωθε πως είχε πετύχει το σκοπό της. Μπροστά στο Θεό και τη συνείδησή της είχε ενταχθεί στις τάξεις των πολεμιστών για την απελευθέρωση του Γένους της. § Ο καπετάν Βαγγέλης κατηφόρισε τα σοκάκια μέχρι την πύλη τού κάστρου και μετά κατέβηκε βιαστικά τα σκαλάκια προς στην παραλία. Ο τελάλης ανέβαινε προς την πάνω πόλη εκείνη την ώρα και διαλαλούσε με την στεντόρεια φωνή του τα νέα του νησιού. Μαζί μ’ αυτά επαναλάμβανε και τις διατάξεις που η Καγκελαρία του Πόρου αποφάσιζε να βάλει σε εφαρμογή. Τις έλεγε και τις ξανάλεγε για να μην έχει κανείς δικαιολογία πως δεν μπορούσε να τις διαβάσει επειδή ήταν αγράμματος. Τις επαναλάμβανε και στα

80


αρβανίτικα, αφού πολλοί κάτοικοι του νησιού δεν ήξεραν ελληνικά. Από συνήθεια ο καπετάν Βαγγέλης έστησε αυτί και τον άκουσε να λέει πως, για οποιονδήποτε λόγο, απαγορευόταν οι πολίτες να πυροβολούν εις τον αέρα τόσο την ημέρα όσο και την νύχτα. Ο παραβάτης θα μαστιγωνόταν με 50 βουρδουλιές. Οι νόμοι του νησιού θα τον ανάγκαζαν κι αυτόν να περάσει από την Καγκελλαρία του Κοινού του Πόρου για να δείξει τα υγειονομικά χαρτιά του καραβιού του. Ο νόμος απαιτούσε τα πλοία που έφταναν στο νησί, από οποιοδήποτε μέρος της Οθωμανικής επικράτειας, να μπαίνουν σε καραντίνα για οκτώ ημέρες, αν δεν είχαν πιστοποιητικό υγείας. Όποιος τον παρέβαινε από δυστροπία ή για οποιδήποτε άλλο λόγο ο νόμος προέβλεπε να τιμωρείται αυστηρά και σε περίπτωση μεγαλύτερης αντίστασης κατά της Καγκελαρίας και των φυλάκων της να καίγεται το σπίτι του. Και εάν το αίμα του χυθεί η υπόθεση να μην ερευνηθεί. Το καφενείο τού Σάκαινα βρισκόταν στην παραλία κοντά στους ξύλινους μόλους όπου έπεφταν δίπλα τα καΐκια να ξεφορτώσουν. Επειδή η μέρα ήταν λαμπερή σαν κρύσταλλο πολλοί από τους θαμώνες του είχαν απλώσει τις αρίδες τους σε κάτι ξύλινους πάγκους έξω από τον καφενέ. Τους ναυτικούς τους καταλάβαινες αμέσως από τις βράκες τους ενώ οι άνθρωποι που ασχολούνταν με τη γη και τα ζωντανά φορούσαν φουστανέλες σκούρες ή λευκές και τσαρούχια. Παρ’ όλο το βαρύ και αδιάφορο ύφος που είχαν σχεδόν όλοι τους, κανείς τους δεν ήταν εκεί μόνο για να σκοτώσει την ώρα του. Οι καφενέδες δεν ήταν τόπος για χαζολόγημα. Ήταν το μέρος όπου ναυτικοί και στεριανοί

81


μαζεύονταν για να κανονίσουν τις δουλειές τους. Κάτω από το βουητό των ψιθύρων, γίνονταν παζαρέματα για την τιμή του λαδιού και του λεμονιού, για την πώληση ή την αγορά κάποιου σπιτιού ή χωραφιού, συμφωνίες για την αγορά μεριδίων σε φορτία και καράβια. Όποιος ήθελε να πουλήσει, να αγοράσει, να βρει μεροκάματο ή να μπαρκάρει, από κει μέσα θα ξεκινούσε την αναζήτησή του. Όταν μπήκε ο καπετάν Βαγγέλης τα μουρμουρητά σώπασαν. Ένας καπετάνιος νεοφερμένος από ταξίδι ήταν σαν να άνοιγες παράθυρο κι έβλεπες όλο στον κόσμο. Έτσι έφταναν τα νέα στο νησί. Και κείνη την εποχή που γίνονταν πολλές κουβέντες για ξεσηκωμό του Γένους, όλοι ήθελαν να μάθουν κάτι παραπάνω. Προύχοντες και μικροαστοί. Ο καπετάν Βαγγέλης χαιρέτισε με ένα βροντερό “Σ’ πολλά ‘τη” κι έπιασε μια ήσυχη γωνιά. Μετά τον καθαρό αέρα της θάλασσας, δυσφόρησε λίγο με τη βαριά ατμόσφαιρα του καφενέ και τη βρόμα των τσαρουχιών και της απλυσιάς των περισσότερων θαμώνων. Ο νεαρός που περιποιόταν τους πελάτες του μαγαζιού έπιασε αμέσως το νόημά του και δεν άργησε να του φέρει ένα τσιμπούκι γεμάτο με καλό καπνό και τον καφέ του σ’ ένα μπρούτζινο δισκάκι. Ο καπετάν Βαγγέλης τον ήπιε γρήγορα, βλέποντας τους μερτικάρηδες του φορτίου να του ρίχνουν ματιές αδημονίας, σαν να κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα. Μ’ ένα νεύμα του τους μάζεψε όλους γύρω του, να κάνουν τους λογαριασμούς τους, τα συν και τα πλην της ταξιδιωτικής του περιπέτειας. Σ’ αυτές τις δουλειές ο καπετάνιος ήταν προσεχτικός. Δεν ήθελε να δημιουργήσει λάθος εντυπώσεις. Αν νόμιζαν πως πήγαινε με κάποιο τρόπο να τους ξεγελάσει, δεν θα είχε μούτρα να ζητήσει συμμετοχές για το

82


καινούργιο του φορτίο. Αυτή ήταν μια διαδικασία που τον κούραζε, βέβαια, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να τους έχει όλους αυτούς στο κεφάλι του. Το ριζικό μαρίτιμα, ο επιμερισμός του ναυτιλιακού κινδύνου, ήταν ανάγκη να εφαρμοστεί. Με τόσους πειρατές στις θάλασσες ήταν μεγάλο το ρίσκο να βάλει από την τσέπη του όλα τα λεφτά για το φορτίο. Κανείς δεν τολμούσε να το κάνει. Ούτε το σκάφος δεν ήταν φρόνιμο να το έχεις όλο μόνος σου. Μικρά μερίδια σε πολλά φορτία και πολλά καράβια ελαχιστοποιούσαν τον κίνδυνο μιας ολοκληρωτικής καταστροφής από τους μπερμπερίνους πειρατές ή τη μανία της φύσης. Αργά και προσεχτικά, για να μην μείνει κανείς με παράπονο ή αμφιβολία συμφωνήθηκε η μοιρασιά των κερδών και υπέγραψαν όλοι στο τεφτέρι του καπετάν Βαγγέλη -­‐μ’ ένα σταυρό οι πιο πολλοί -­‐και πήραν όσα χρήματα τους είχε φέρει η επένδυσή τους στο φορτίο της Φανερωμένης. Εκείνο το πρωί ήταν όλοι χαμογελαστοί και ευτυχισμένοι. Η αγριάδα της φύσης δεν είχε στείλει στον πάτο της θάλασσας τις προσδοκίες τους. Ούτε κι η πειρατεία δεν είχε σταθεί εμπόδιο στα κέρδη τους. Ο καπετάν Βαγγέλης λογαριάστηκε μετά και με κείνους που είχαν πόντους στη Φανερωμένη, τον Γιώργο τον Δήμα και τον Γιώργο τον Λογοθέτη. Αφού ξεμπέρδεψε και μ’ αυτούς έφυγε από τον καφενέ ζητώντας συγγνώμη από γνωστούς και φίλους που τον περικύκλωσαν για να μάθουν τα νέα του κόσμου. Η δουλειά που είχε ήταν πολύ πιο σοβαρή. Τον περίμεναν οι αδελφοί Φιλικοί για να σκαλίσουν μαζί τη φωτιά που θα άναβε το φιτίλι του ξεσηκωμού.

83


§ Έξω στην παραλία ο τελάλης φώναζε για να το ακούσουν καλά οι έμποροι και οι καραβοκύρηδες πως σύμφωνα με απόφαση της Δημογεροντίας, έπρεπε να καταβάλλεται εις την Καγκελαρία ένας παράς για κάθε σαμπανιά φορτίου που έμπαινε στο καράβι τους ή έβγαινε απ’ αυτό. Ήταν ένας ακόμα φόρος για τον οποίο είχαν διαμαρτυρηθεί τόσο οι θαλασσινοί όσο και οι στεργιανοί. Τα σπασμένα τελικά τα πλήρωσαν οι χαμάληδες που τους ζάλωναν πιο πολύ φορτίο σε κάθε σαμπανιά. Ο καπετάν Βαγγέλης ανηφόρισε προς τον άνω Πόρο και κατευθύνθηκε προς το σπίτι τού Χατζηαναστάση Μάνεση. Σχεδόν έτρεχε από τη βιασύνη του να προλάβει από την αρχή τις διαβουλεύσεις κι έφτασε λαχανιασμένος. Όταν μπήκε στο σπίτι η κουβέντα είχε ανάψει. Ο Παπαφλέσσας είχε μόλις τελειώσει μια φράση κι ο καπετάν Θόδωρος Αντωνάκης του απαντούσε αγαναχτισμένος πως τα νέα από τον Μοριά δεν ήταν καλά. «Άνθρωποι με βιος και πλούτη, ορμηνεύουν τον κοσμάκη να μείνει άπραγος», έλεγε. Τότε ακούστηκαν κι άλλες φωνές που ισχυρίζονταν τα ίδια πράγματα. «Λέγουν να κάτσομε εις τ’ αυγά μας, αλλιώς χανόμεθα». «Πάνε καλειά τους κι εύνοιες και προνόμια, άμα σηκώσομε ντουφέκι. Αφανιζόμεθα», πρόσθεσε κάποιος από το βάθος. “Κιοτήδες”, μουρμούρισε ο καπετάν Βαγγέλης μ’ ένα μορφασμό αηδίας. Χειρότερες βρισιές ακούστηκαν και από άλλα στόματα εκεί μέσα, αλλά η αυστηρή φωνή του οικοδεσπότη συνέστησε ψυχραιμία.

84


«Δεν πιάνουν τόπο οι βρισιές», τους είπε.“Τους έχοντες και τους βολεμένους με τον Τούρκο θα έρθει η ώρα να τους φιλοτιμήσομε”. Ακούστηκαν πάλι μουρμουρητά διαφωνίας. “Οι κοτζαμπασαίοι δεν θα χαλάσουν τη βολή των, Χατζηαναστάση», φώναξε κάποιος. «Δε θα πάψουν να συνάζουν τα χαράτσια για το δοβλέτι και να ρουφούν τη δούλεψη του λαού». Πιο οργισμένο απ’ όλους ο καπετάν Βαγγέλης είδε τον καπετάν Γιάννη Καλή. Είχε σηκωθεί επάνω και ζητούσε επιτακτικά το λόγο. Όταν τον πήρε έσπειρε αληθινές θύελλες στο δωμάτιο. Εκείνα τα χρόνια δεν τολμούσε κανείς να μιλήσει άσχημα για την εκκλησία. Ο καπετάν Γιάννης, όμως, δε μάσησε τα λόγια του. Καθαρά και ξάστερα ταύτισε την ηγεσία της με τους εκμεταλλευτές κοτζαμπάσηδες. “Αδίκησαν τον ραγιά και από γράμματα και από ελευθερία”, φώναξε φουρκισμένος. “Τον έχουν στανικώς εις την αμάθειαν, επιτρέπουν βιβλία κατ’ αποκλειστικότητα θρησκευτικά και απαιτούν την υπακοήν του, υπό την απειλήν του αφορεσμού». Για ένα λεπτό περίπου επικράτησε βουβαμάρα. Προς στιγμή δόθηκε η εντύπωση πως η παρέμβαση του Καλή θα περνούσε στα μουγγά, αλλά τότε συνηγόρησε μαζί του ο Παπαφλέσσας. Συμφώνησε ότι η κεφαλή της εκκλησίας ήταν ένας ακόμα δυνάστης στο κεφάλι του λαού. Η έκρηξη ήταν αναπόφευκτη και ήρθε από τον παπα-­‐ Γιάννη, τον ιερέα του Αϊ-­‐Νικόλα. Ανασήκωσε τα φαρδιά μανίκια τού ράσου του, σαν να ετοιμαζόταν να επιτεθεί στον Παπαφλέσσα. Από το στόμα του έβγαινε πύρινη αγανάχτηση. «Αίσχος σου και όνειδός σου”, του φώναζε κουνώντας απειλητικά τα χέρια του. Για να του βγάλει τα άπλυτα στη

85


φόρα μετά και ν’ αποδείξει πως κατηγορούσε την εκκλησία από προσωπικό γινάτι, απευθύνθηκε στους συγκεντρωμένους. «Αποδιώχθη κακήν κακώς από τον Ιεράρχη της Μονεμβασιάς και πικραμένος τώρα ρίχνει τα βάρητα εις το ράσο”, τους είπε συγχυσμένος. «Ντροπή σου», γύρισε μετά κι έφτυσε τον Παπαφλέσσα. Εκείνος ένιωσε τα λόγια του να τον αγγίζουν στο αδύνατο σημείο του. Αυτό τον Δεσπότη δε θα τον συγχωρούσε ποτέ για τον τρόπο που τον είχε πετάξει έξω από τη μονή. “Η ντροπή εις τα μούτρα σου», του απάντησε έξω φρενών.«Η απληστία των Δεσποτάδων αφανίζει ολάκερο το Γένος. Ελόγου τους να ντρέπουνται για τα πομπέματά των”. Ο καβγάς ξέφευγε και μπήκε στη μέση ο Αναγνωσταράς. “Οι οχτροί είν’ απόξω ωρέ ξαναμμένα κοκόρια. Μονιάστε να ιδούμε μια στάλα προκοπή”, τους φώναξε αγαναχτισμένος. Ο Παπαφλέσσας συγκράτησε πρώτος το θυμό του. Η γκρίνια δεν ευνοούσε τα σχέδια του. Στον Πόρο δεν είχε έρθει για να μαλώσει με τους παπάδες, αλλά να γαλουχήσει το λαό και τους προεστούς του στο πνεύμα της επανάστασης. Με την ευκολία που είχε να αλλάζει διάθεση, παράτησε τον παπα-­‐Γιάννη να βράζει μέσα στην οργή του κι απευθύνθηκε ξανά στους συγκεντρωμένους. Σαν να μην είχε συμβεί καμιά παρεξήγηση, σαν να συνέχιζε το λόγο του από κει που σταμάτησε πριν τον διακόψει ο καπετάν Αντωνάκης. “Τι κλαψουρίζετε, ωρέ!» φώναξε για να επιβάλει την τάξη. «Αφήκετε τους βολεμένους να κιοτεύουν. Δε γροικάτε το κάλεσμα; Βοάνε οι σάλπιγγες των αγγέλων με την

86


απόφαση του Θεού. Επιθυμία Του είναι να λυτρωθούμε από τους παιδεμούς του Τούρκου. Βαστάχτε το καλά μέσα εις τον νουν σας. Το Γένος ανασταίνεται. Κι αυτοί οπού θα θυσιαστούνε εις τον αγώνα, αθανατίζουν δια παντός το όνομά των". Τους κοιτούσε έναν-­‐ έναν στα μάτια, σαν να ήθελε να ξορκίσει από μέσα τους το δαιμόνιο της ολιγοπιστίας. "Μη γροικάτε αερηκές κουβέντες», πρόσθεσε με στόμφο. «Εις τον Μοριά δεν χαμπαρίζουν από κιοτήδες και προδότες, κοτζαμπάσηδες και χαραμοφάηδες ιεράρχες. Είν’ ούλοι στ’ άρματα". Οι λέξεις έβγαιναν σαν αφρισμένο ποτάμι από το στόμα του και για πολύ ώρα οι Ποριώτες τον άκουγαν, μαγνητισμένοι. Όπως τους εξήγησε με πάθος που κόχλαζε, οι πόλεις και τα χωριά του Μοριά ήταν έτοιμα να ξεσηκωθούν και οι Ρώσικες στρατιές περίμεναν μια αφορμή, για να ορμήσουν. «Άϊντε, ωρέ χαμπαρίστε το. Η λευτεριά έρχεται. Φτάνει, ωρέεεε! Ρούσικα ασκέρια απ’ ώρα σ’ ώρα πλακώνουν στο Μοριά και θα καθαρίσει ο τόπος από μεμέτηδες και αντίχριστους!” Το επαναστατικό του μένος συνεπήρε τους Ποριώτες. Ακόμα κι εκείνοι που δεν πίστευαν λέξη από τις επαγγελίες του αναρρίγησαν από τον παλμό του λόγου του. Υπήρχαν άνθρωποι που δάκρυσαν κιόλας. "Άμα είν’ θέλημα Θεού, λευτερωνόμαστε", είπε στον διπλανό του ο γραμματέας της Καγγελαρίας, Οικονόμου. “Άϊντε, Χατζηναστάση, βάλε κρασί στους σοφράδες να γιορτάσομε τη λευτεριά μας!” φώναξαν τότε μερικοί. Τέτοια νέα ότι ο Μόσκοβος θα κατέβαινε στο Μοριά δεν μπορούσαν να τα αφήσουν έτσι.

87


Μέσα στη γενικότερη ευθυμία ο μόνος που έμενε ασυγκίνητος ήταν ο Αναγνωσταράς. Ήξερε τα τερτίπια του Παπαφλέσσα και τα ψέματα που μοίραζε ολούθε, αλλά δεν ήθελε να μπει στη μέση και να χαλάσει το κλίμα. Φοβόταν και τον εκρηκτικό του χαρακτήρα. Αυτόν τον τρελόπαπα, όπως συχνά τον αποκαλούσε, τον είχε μυήσει ο ίδιος στα μυστικά της “Εταιρείας” στην Πόλη και ήξερε από πρώτο χέρι πόσο οξύθυμος ήταν. Λίγες μόνο μέρες αφού τον είχε ορκίσει, είχε απαιτήσει να μάθει ποια ήταν η “Ανωτάτη Αρχή”. Τον είχε μάλιστα απειλήσει και με μαχαίρι μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ήταν τόσο πιεστικός που ο Αναγνωσταράς είχε αναγκαστεί να του αποκαλύψει το εφτασφράγιστο μυστικό που γνώριζαν μόνο λίγοι. Η Εταιρεία των Φιλικών δεν είχε κάποιο μεγάλο όνομα να την διευθύνει. Είχε ιδρυθεί από δυο εμπόρους κι ένα φοιτητή, ανθρώπους κοινούς χωρίς αξιώματα και τίτλους. Ο Παπαφλέσσας έμεινε εμβρόντητος όταν το άκουσε. Κατάλαβε, όμως, ότι το μυστήριο γύρω από την «Ανωτάτη Αρχή» εξυπηρετούσε πολλές σκοπιμότητες και κράτησε κι αυτός το στόμα του κλειστό. Το κρασί και οι υποσχέσεις ζέσταναν τις καρδιές των Ποριωτών. Ο Αναγνωσταράς, όμως, δεν ήθελε να τους αφήσει να ζουν μέσα στις ψευδαισθήσεις των υποσχέσεων του Παπαφλέσσα. Ο Μοριάς δεν ήταν καθόλου έτοιμος κι οι Ρώσοι υπήρχαν μονάχα στη φαντασία τού ιερέα-­‐ επαναστάτη. Για να βάλει ένα κομμάτι της αλήθειας δίπλα στο ψέμα πήρε το λόγο. Τυχαία δήθεν έφερε την κουβέντα στους Έλληνες που υπηρετούσαν ως Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί στον Αγγλικό και Ρώσικο στρατό. Και δεν ήταν λίγοι. Μετά μίλησε και για τους ανυπόταχτους

88


Κλέφτες που κρύβονταν στα βουνά και τους Αρματωλούς που ήταν ακόμα ζωσμένοι με τα άρματά τους. Ο Παπαφλέσσας κατάλαβε το δίλημμα του Αναγνωσταρά και προς στιγμή φοβήθηκε μην του χαλάσει την ευφορία που είχε δημιουργήσει στους νησιώτες. Εκείνος, όμως, πρόσεξε τα λόγια του. Ως υπεύθυνος για τον ξεσηκωμό των νησιών που ήταν, μίλησε για το στόλο των Ελλήνων καραβοκύρηδων όπου υπήρχε πράγματι υπεροπλία και δεν είχε λόγο να καταφύγει σε ψέματα. «Υπάρχουν 615 καράβια με 6.000 κανόνια πάνω τους», είπε, εντυπωσιάζοντας τους Ποριώτες. Λίγο-­‐ πολύ όλοι τους ήξεραν πως στην Ύδρα, στις Σπέτσες, στα Ψαρά, στο Γαλαξίδι και στο Μεσολόγγι υπήρχαν πολλά καράβια, αλλά κανείς τους δεν περίμενε να είναι τόσα πολλά. “Αρμάδα ολάκερη”, σχολίασε κάποιος. Ο Αναγνωσταράς έκανε τότε μιαν απόπειρα να αποκαλύψει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της αλήθειας. “Εν Χριστώ αδερφοί και πατριώται”, είπε με βροντερή φωνή, ”χρόνια και χρόνια επαιτούμε τη συμπάθεια και το έλεος των Φραντσέζων των Ρούσων και των Ινγκλέζων. Ποίο το ώφελος;» Παρ’ όλο τον ενθουσιασμό τους, οι περισσότεροι κατάλαβαν τι εννοούσε. Ο λογοθέτης Κωστής Δουζίνας ζήτησε το λόγο για να βάλει τα πράγματα σε μια λογική σειρά. «Και ο χερότερος Έλληνας θα κάμει το χρέος του όταν φτάσει η μεγάλη ώρα», είπε με σιγουριά. «Αλλά κι ο Μόσκοβος είναι αβάντα». Ο Αναγνωσταράς τον αντέκρουσε με κάτι που συνήθιζε να λέει ο λαός. «Ο λύκος έχει χοντρό το σβέρκο του, για να

89


κάμει τις δουλειές του μοναχός του», του είπε. «Στον αγύριστο κι ο Μόσκοβος και οι Ινγκλέζοι». Μέχρι ένα βαθμό το παράδειγμα με το λύκο έγινε κατανοητό, αλλά, δεν τους άφησε ικανοποιημένους. “Ως να χοντρύνει ο σβέρκος μας, χρειαζούμενη είν’ κι η βοήθεια”, είπε κάποιος. Πολλοί ζήτησαν τότε να μπούνε στην άκρη τα μισόλογα. Ήθελαν να μάθουν ξεκάθαρα αν ο Τσάρος είχε σκοπό να στείλει στο Μοριά τις στρατιές του. Η επιβλητική φωνή του Παπαφλέσσα έβαλε πάλι τα πράγματα στη θέση τους. “Ούλοι, ωρέ, θε να ‘ρθουν, μη σεκλετίζεστε. Ανοίξτε του λόγου σας τα πουγκιά σας ν’ αγοραστεί μπαρούτι και θα ιδείτε. Ούλοι θα πλακώσουν να γυρέψουν μερίδιο από τη δόξα”. “Πέντε χιλιάδες γρόσια δια το Γένος και τον αγώνα”, φώναξε τότε ο Αλέξανδρος Δουζίνας γόνος της ευκατάστατης οικογένειας των Δουζιναίων. Ακολούθησαν κι άλλες φωνές κι άλλος ενθουσιασμός κι άλλες προσφορές. Ο ένας προσπαθούσε να ξεπεράσει τον άλλον σε υποσχέσεις. Στο τέλος το έριξαν στο χορό. Έφεραν τους γύρους τους και τίναξαν τις ποδάρες τους ψηλά για να βγάλουν όλο τους το ντέρτι. Κατά το σούρουπο το διάλυσαν. Έφυγε ο καθένας για το σπίτι του. Ο καπετάν Βαγγέλης πήρε τον Αναγνωσταρά μαζί του για να τον φιλοξενήσει. Είχε μεγάλη εκτίμηση στη σωφροσύνη του. Μετρημένος άνθρωπος. Παλιός Κλέφτης στα βουνά ήξερε πόσο δύσκολος ήταν ο πόλεμος. Από το στόμα του δεν άκουγες μεγάλα λόγια και το σπουδαιότερο ήξερε καλά ποια κατάσταση επικρατούσε στην Πελοπόννησο.

90


Έκατσαν στην κουζίνα να φάνε κι ο καπετάν Βαγγέλης βρήκε κατάλληλη τη στιγμή να ρωτήσει πόσες αλήθειες και πόσα ψέματα είχαν ακούσει από το στόμα του Παπαφλέσσα. Ο Αναγνωσταράς έμεινε για κάμποση ώρα συλλογισμένος. Δεν του επιτρεπόταν να πει τα μεγάλα μυστικά της οργάνωσης, ούτε ήθελε να τρομάξει τον Ποριώτη ναυτικό με την αλήθεια. Έτσι που είχε απλωθεί η Εταιρεία, όλα κινδύνευαν να τιναχτούν στον αέρα από στιγμή σε στιγμή, «Ο Παπαφλέσσας βιάζεται και ορθά πράττει», είπε μονάχα. Το παρακλητικό βλέμμα του καπετάνιου, όμως, τον έκανε να συνεχίσει και να πει μερικές ακόμα αλήθειες. “Ακούγεται οπού μας πήρε μυρουδιά ο Αλήπασας» συνέχισε. «Λέγουν οπού μήνυσε εις τον Σουλτάνο να τον αφήκει να κάμει φέτι τους ραγιάδες, προτού σηκώσουν κεφάλι" συνέχισε βαρύθυμος. "Για τούτο τρώγεται ο Παπαφλέσσας, να ξεσηκώσει το Μοριά και τα νησιά”. Ο καπετάν Βαγγέλης ανατρίχιασε όταν άκουσε για τον πασά των Ιωαννίνων. Από τα ταξίδια του στα Ιόνια νησιά και την Πρέβεζα γνώριζε καλά το ποιόν του. Ήταν αιμοσταγής δυνάστης. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα άφηνε τίποτα όρθιο στο Μοριά, αν έκανε προς τα κάτω. Ο Παπαφλέσσας είχε μάλλον δίκιο να βιάζεται, αλλά για να γίνει δουλειά, οι κοτζαμπάσηδες έπρεπε να βιαστούνε κι εκείνοι. «Όσο οι κεφαλές του Μοριά το γυροφέρνουν, φιτίλι δεν ανάβει”, παρατήρησε σκεφτικός. “Δεν είν’ ο Μοριάς μονάχα», είπε ο Αναγνωσταράς. «Οι Φαναριώτες δεν πάνε οπίσω. Μαθαίνω από έμπιστους οπού ούλοι τους είν’ προσκυνημένοι εις την Πύλη. Και ο πατριάρχης ομοίως. Αλλά τούτο, ας κρατηθεί αναμεταξύ μας».

91


“Μην είν’ συκοφαντίες;”, ρώτησε ο καπετάν Βαγγέλης. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Ο Αναγνωσταράς χαμογέλασε πικρόχολα και απάγγειλε το στιχάκι που κυκλοφορούσε στα χείλη του λαού. Μητροπολίτην εύρομεν και Μπέη της Βλαχίας πραγματευτήν και Προεστόν φίλον της τυραννίας. Αν και ο καπετάν Βαγγέλης γνώριζε πόσο δύσκολο ήταν ν’ αλλάξουν συνήθειες αιώνων, συμφωνούσε με τον Παπαφλέσσα που έλεγε ότι όλοι οι Ρωμιοί θα έπαιρναν τα όπλα, όταν ερχόταν η ώρα. Όλοι τους, δίχως εξαίρεση. Κι αυτοί που είχαν δισταγμούς κι εκείνοι που φοβούνταν να ανατρέψουν το κατεστημένο. «Θα φιλοτιμηθούν, Κίτσο μ’, δε θα λείψει κανείς από τον αγώνα. Ούλοι θα τρέξουν ν’ αθανατίσουν τ’ όνομά των» είπε επαναλαμβάνοντας τα λόγια του ιερέα-­‐επαναστάτη. Το ζήτημα της ξένης βοήθειας, όμως, τον απασχολούσε κι αυτόν, όπως κάθε Έλληνα, άλλωστε. Ο ενθουσιασμός και η θέληση δεν ήταν αρκετά για ν’ αναμετρηθείς με μιαν αυτοκρατορία. Όταν ο Αναγνωσταράς ρωτήθηκε για την ξένη δύναμη, έκανε μια πολύ εκφραστική γκριμάτσα. “Σαν τι να περιμένομε, καπετάνιε;” ρώτησε διατηρώντας το πικρόχολο ύφος του.“Κανείς δεν γνοιάζεται για το ραγιά. Μήτε οι Ρούσοι, μήτε οι Φραντσέζοι, μήτε παλιά ο ξοφλημένος Βοναπάρτης». «Και οι Ινγλέζοι;», ρώτησε ο καπετάν Βαγγέλης, χωρίς να ελπίζει σε κάτι καλύτερο απ’ αυτούς. Ο Αναγνωσταράς περιορίστηκε να του θυμίσει τα γεγονότα του 1807. Οι Υδραίοι είχαν σταθεί τότε στο

92


πλευρό τους όταν για ένα διάστημα είχαν αρπαχτεί με τους Τούρκους. Τους είχαν δώσει 150 καράβια και 3.000 ναυτικούς. «Για ευγνωμοσύνη εισέπραξαν την προδοσία», είπε ο Αναγνωσταράς τονίζοντας μία-­‐ μία τις λέξεις. Οι Άγγλοι συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους και αφόπλισαν οι ίδιοι τα καράβια των Υδραίων. “Από μπαμπεσιές είμεθα χορτάτοι!”, συμφώνησε μελαγχολικά κι ο καπετάν Βαγγέλης. “Δεν υπάρχει βοήθεια από πουθενά. Πορευόμεθα ολομόναχοι», ανακοίνωσε ξεκάθαρα τότε ο Αναγνωσταράς. Εκείνο το βράδυ ο καπετάν Βαγγέλης είδε στον ύπνο του ένα φρικιαστικό όνειρο. Η γαλανή θάλασσα του λιμανιού του Πόρου έγινε ξαφνικά κόκκινη σαν αίμα και οι πυρακτωμένες ακτίνες του ήλιου έπεφταν επάνω της, σαν να ήταν αιματωμένες φλόγες. Ταραγμένος από τη σκληρότητα του ονείρου, πετάχτηκε όρθιος, αλλά στο αδύναμο φως του καντηλιού δεν διέκρινε τίποτα για να τον φοβίσει μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Άνοιξε το παράθυρο και το βλέμμα του περιπλανήθηκε στην ασέληνη νύχτα. “Ποιος ξέρει τι μας περιμένει;” μουρμούρισε. Είχε την αίσθηση πως η μυρωδιά του αίματος τρυπούσε τα ρουθούνια του και για μια στιγμή αγρίεψε. Όσο κακές κι αν ήταν, όμως, οι προαισθήσεις του, δεν μπόρεσε να υποψιαστεί κανένα από τα σχέδια, που ετοίμαζε γι’ αυτόν και τη μεγάλη του κόρη η κακόβουλη μοίρα τους. Τρεις μέρες αργότερα ο Παπαφλέσσας έφυγε με το τρεχαντήρι του Αντωνάκη για την Ύδρα. Την ώρα που τον κατευόδωναν στην παραλία του Πόρου, ο καπετάν Βαγγέλης ένιωθε πως ξαπόστελναν ένα πολεμικό γεράκι με το μήνυμα της ελευθερίας κρεμασμένο στο ράμφος του.

93


“Αυτός ο τρελόπαπας δεν νογάει από λογική και σύνεση. Θα κάμει τρόπο να το ξεσηκώσει το Γένος», είπε ο Αναγνωσταράς. Ο καπετάν Βαγγέλης συμφώνησε μαζί του. “Ωφέλιμοι είν’ οι γνωστικοί», είπε, «αλλά δια τον ξεσηκωμόν χρειαζούμενοι είναι οι τολμηροί και οι ασυλλόγιστοι”.

4

Ξημερώματα 4ης Μαϊου 1819 η τρικάταρτη σκούνα Ποσειδών άφησε το λιμάνι της Μασσαλίας. Με τα πανιά της απλωμένα σαν φτερούγες έμοιαζε με κάτασπρο γλάρο που είχε αρχίσει το καθημερινό του παιγνίδισμα με τους αφρούς των κυμάτων. Οι γεμιτζήδες της μανούβραραν με πυρετώδεις κινήσεις τους φλόκους, τις μαΐστρες, τα λατίνια και τους έδιναν την κατάλληλη γωνία για να κλέψουν όλη τη δύναμη του φρέσκου πουνέντη. Την ώρα που το καράβι ορμούσε ασυγκράτητο πάνω στα κύματα, ο λόρδος Χόλμπουργκ έδινε το δικό του αγώνα στη μικρή του καμπίνα. Δεν είχε ποτέ του φανταστεί πόσο ανυπόφορο θα ήταν το χοροπηδητό του καραβιού πάνω στη ράχη της θάλασσας. Σε κάθε βουτιά του νόμιζε πως θα ξεκολλούσαν τα σωθικά του. Έβγαλε ότι υπήρχε μέσα στο στομάχι του και με καταρρακωμένη την αξιοπρέπειά του, ορκιζόταν πως δεν επρόκειτο να πατήσει ποτέ του ξανά το πόδι του σε κατάστρωμα πλοίου. Για να τα βγάλει πέρα μ’ αυτό τον απροσδόκητο εχθρό βοήθησαν όλοι. Ακόμα κι ο καπετάνιος. Αυτός ο απρόσιτος

94


άνθρωπος τον οποίο ο λόρδος είχε αντιπαθήσει από την πρώτη στιγμή. Όταν στη Μασσαλία είχε ακούσει με ποιο πλοίο επρόκειτο να ταξιδέψουν. παρά λίγο να αρνηθεί. Δυσκολεύτηκε πολύ να χωνέψει πως έπρεπε να υποχρεωθεί σ’ εκείνον τον άξεστο καπετάνιο και ν’ ανέχεται το ειρωνικό χαμόγελο συγκατάβασής του στο ταξίδι. Αυτός ο απεχθής ναυτικός, όμως, του έφερνε τώρα ο ίδιος προσωπικά κάτι μαύρα σιταρένια παξιμάδια και ο Ζακ Μπουλβίλ του τα τάιζε με το ζόρι. «Θα σου μαζέψουν τα υγρά από το στομάχι σου και θα συνέλθεις γρήγορα» του εξηγούσε καθώς τον παρακαλούσε να πάψει να συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο παιδί. Το στομάχι του λόρδου συμφιλιώθηκε με τα στοιχειά της φύσης λίγες μέρες αργότερα. Ο καιρός έπεσε κάποια στιγμή και αντί για τον γδούπο του κύματος ακουγόταν το θρόϊσμα της θάλασσας μονάχα, καθώς το καράβι γλιστρούσε επάνω της κι έσκιζε τη γαλανή επιφάνειά της. Ο λόρδος σκόπευε να μείνει ως το τέλος του ταξιδιού στην καμπίνα του, αλλά ο Ζακ Μπουλβίλ τον κατάφερε και ανέβηκαν στο κατάστρωμα για να πάρει φρέσκο αέρα. Ήταν το τέταρτο πρωινό του ταξιδιού τους. Εξαντλημένος από την ταλαιπωρία κοίταξε δύσπιστα την ομορφιά που απλωνόταν γύρω του. Όσο υπέφερε από τη ναυτία φανταζόταν πως το καράβι ταξίδευε μέσα στα τάρταρα. Αντί για τα σκοτάδια της αβύσσου, όμως, στο κατάστρωμα ένιωσε τη θαλπωρή του ήλιου που έλαμπε ψηλά στο βαθυγάλανο ουρανό και χαμογελούσε φιλικά στην ακύμαντη απεραντοσύνη της Μεσογείου. Ο Παλαιολόγος τους είδε από την πλώρη και τους έκανε νόημα να ζυγώσουν. Βρισκόταν εκεί μαζί με κάμποσους ναύτες. Κάθονταν όλοι τους ανακούρκουδα γύρω από ένα

95


μεσήλικα συνάδελφό τους. Εκείνος φαινόταν να τους αφηγείται μιαν ιστορία κι αυτοί τον άκουγαν με ενδιαφέρον, κρεμασμένοι από τα χείλη του. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έριξε μιαν ακατάδεχτη ματιά στη συντροφιά και μετά κοίταξε μακριά στον ορίζοντα. Ούτε καταλάβαινε τι έλεγαν, ούτε και τον ενδιέφεραν οι αφηγήσεις ενός αγράμματου ναυτικού. Του έκανε εντύπωση μονάχα που κι ο Ζακ Μπουλβίλ έδειχνε ενδιαφέρον για την ιστορία. Από περιέργεια πρόσεξε καλύτερα τον αφηγητή. Φαινόταν συναισθηματικά φορτισμένος. Θα έλεγες πως ζούσε μέσα στον κόσμο, εις τον οποίο προσπαθούσε να μεταφέρει τους ακροατές του με τις λέξεις του. Ο λόρδος Χόλμπουργκ μπορεί να μην καταλάβαινε τι έλεγε ο θαλασσινός, αλλά ένιωθε καθαρά την ένταση της πίστης που έβγαζαν τα λόγια του. Στην ίδια συναισθηματική φόρτιση βρίσκονταν και οι ναύτες που τον άκουγαν. Έλαμπαν από ικανοποίηση. Το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη τους έδειχνε πόσο απολάμβαναν την ιστορία. «Τι τους λέει;» ρώτησε κάποια στιγμή τον Ζακ Μπουλβίλ. «Την ιστορία του Μεγαλέξαντρου», είπε εκείνος. «Συνηθίζεται πολύ στα ελληνικά καράβια». Ο λόρδος Χόλμπουργκ έσμιξε τα φρύδια του απορημένος. Ήταν η μόνη απάντηση που δεν περίμενε να πάρει. «Σύμπτωση», μουρμούρισε αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως οι πληροφορίες του για τους Νεοέλληνες μπορεί και να μην ήταν ακριβείς. Αυτοί οι ναύτες έπρεπε να μην έχουν ιδέα για την αρχαία ιστορία τους, σύμφωνα με όσα είχαν γράψει στα οδοιπορικά τους οι διάφοροι περιηγητές. Σηκώθηκε να απομακρυνθεί από την ομήγυρη για να κρατήσει την κοινωνική του απόσταση από τους

96


αγράμματους ναυτικούς, αλλά τότε πάτησε το καραβόσκυλο της σκούνας, που στεκόταν ακριβώς πίσω του. Το ζώο γρύλισε, απειλώντας να του ορμήσει. «Πλούτωνα!» του φώναξε ένας από τους ναύτες, ανακαλώντας το στην τάξη. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωσε ένα καινούργιο κύμα έκπληξης να τον πνίγει. «Πλούτωνα!» επανέλαβε ξαφνιασμένος. Γυρνώντας τότε προς τον Παλαιολόγο τον ξαναρώτησε για να σιγουρευτεί: «Είπε Πλούτωνα;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Μη σας κάνει εντύπωση, λόρδε μου», του είπε. «Οι περισσότεροι εδώ μέσα ξέρουν καλά ποιος ήταν ο θεός τού Άδη, όπως ξέρουν και από πού κρατάει και η δική τους η σκούφια. Όπου και να κοιτάξετε εδώ μέσα, Ελλάδα θα δείτε. Ακόμα και τα κανόνια της σκούνας αρχαία ελληνικά ονόματα έχουν. Να, αυτό ας πούμε, γράφει Θεμιστοκλής πάνω στην μπούκα του, το άλλο δίπλα του είναι ο Λυσίμαχος κι αν τα πάρεις ένα-­‐ένα θα θυμηθείς πολλούς από τους αρχαίους μας προγόνους». Μαζί με το σάλιο του, ο λόρδος Χόλμπουργκ κατάπιε και τον εγωισμό του. «Ενδιαφέρον», μουρμούρισε, συγκρατώντας την έκπληξή του. Δεν ήθελε ακόμα να παραδεχτεί πως η πραγματικότητα αποδεικνυόταν διαφορετική από τις εικόνες που είχε στο μυαλό του. Ούτε ήθελε να δώσει θάρρος στον Παλαιολόγο. Αυτός και οι όμοιοί του παρέμεναν δούλοι του Σουλτάνου, χωρίς καμιά εθνική οντότητα. Κι αυτό δεν γινόταν ν’ αλλάξει. Το μεσημέρι σκόπευε να αποσυρθεί και να πάρει το γεύμα του στην καμπίνα, την οποία μοιραζόταν με τον Ζακ Μπουλβίλ. Ο ίδιος ο καπετάνιος, όμως, τον προσκάλεσε να τους κάνει την τιμή να μοιραστεί μαζί τους το φτωχικό

97


τους. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να αρνηθεί, αλλά τον απέτρεψε το παρακλητικό ύφος του ναυτικού και το επιτιμητικό βλέμμα του Ζακ Μπουλβίλ. «Την ανατολή δεν θα την δείτε ποτέ σας με ρόδινα χρώματα, αν πάντα τη φαντάζεστε γκρίζα», του είπε συνιστώντας του να πάψει να είναι προκατειλημμένος με τους Νεοέλληνες. Απρόθυμα ο λόρδος Χόλμπουργκ κάθισε ανάμεσα στους ναυτικούς πάνω σ’ ένα μεγάλο μουσαμά που άπλωσαν στο κατάστρωμα. Δυο μούτσοι έφεραν μερικά καρβέλια ψωμί και τρεις μεγάλες γαβάθες με ψάρια. Τα ακούμπησαν πάνω σε μια σανίδα που έπαιζε το ρόλο τού τραπεζιού. Το γεύμα τους το συμπλήρωναν ελιές και κρεμμύδια. Όση ώρα έτρωγαν, δεν σταμάτησαν να μιλάνε. Ο Ζακ Μπουλβίλ εξήγησε στον λόρδο πως έλεγαν ιστορίες από τα ταξίδια τους και τα λιμάνια που είχαν επισκεφθεί. Οι πιο πολλές ήταν διανθισμένες κι από τη γόνιμη φαντασίας τους, αλλά όταν κάποιος ξεπερνούσε τα όρια, οι άλλοι δεν δίσταζαν να τον γιουχαΐσουν. Τα χάχανα και τα γέλια τους είχαν δημιουργήσει μια μικρή οχλαγωγία η οποία στην αρχή ενοχλούσε αφόρητα τον λόρδο. Τους έβλεπε να τρώνε με τα χέρια, να μιλάνε μπουκωμένοι και σκεφτόταν πως ο τίτλος του απολίτιστου τους ταίριαζε απόλυτα. Όσο περνούσε η ώρα, όμως, η ανέμελη ευθυμία τους τον χαλάρωνε κι αυτόν. Αν και δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, ένιωθε να τον μαγνητίζει ο ήχος της ευδαιμονίας τους. Στο τέλος του φαγητού τον περίμενε ακόμα μια έκπληξη. Εμφανίστηκε ξαφνικά ένα βιολί κι ένα λαούτο. Οι κουβέντες σταμάτησαν τότε και τα όργανα άρχισαν να παίζουν ζωηρά, τσαχπίνικα τραγούδια και αμέσως άρχισε ο χορός. Ο νεαρός Άγγλος ευγενής τα ‘χασε με το θέαμα. Τους είδε να

98


χοροπηδάνε με ρυθμό και πάθος, να σαλτάρουν ψηλά ως τον ουρανό, να σκάζουν με δύναμη στο κατάστρωμα και να βγάζουν κραυγές, σαν πολεμικές ιαχές. Γύρω από τους χορευτές ήταν μαζεμένοι οι υπόλοιποι ναύτες και χτυπούσαν ρυθμικά παλαμάκια. Αυθόρμητα άρχισε να χτυπάει κι εκείνος. Ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τον εαυτό του. Ένα άγνωστο είδος ενθουσιασμού τον συνεπήρε κι αυτόν. «Κεφάτοι άνθρωποι! Γεμάτοι ζωή!» παραδέχτηκε μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό του. Ο Παλαιολόγος δεν έχασε την ευκαρία να επαινέσει τους συμπατριώτες του. «Οι Έλληνες καμαρώνουν για τη χορευτική τους τέχνη, λόρδε μου», του είπε. «Γι’ αυτό και ο λαός λέει ότι όποιος δεν χορεύει καλά, να μην ανακατεύεται με το χορό!» Αυτό το πανηγύρι γινόταν κάθε μεσημέρι πάνω στον Ποσειδώνα. Με ήλιο και με βροχή. Όταν δεν το επέτρεπε ο καιρός χώνονταν μέσα στο αμπάρι, για να πουν τα τραγούδια τους και να ρίξουν τους σάλτους τους. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν χόρταινε να τους βλέπει. Παρακολουθούσε με θρησκευτική προσήλωση τα βήματά τους και σιγά-­‐σιγά άγγιζε τους παλμούς της καρδιάς τους. Εκείνες ήταν οι στιγμές που άρχισε να νιώθει και την άγρια λαχτάρα τους για ελευθερία. Την έβλεπε να βγαίνει μέσα από τις κινήσεις τους, το βλέμμα τους, τις κραυγές τους, σαν φλόγα από αναμένο καμίνι. Τότε κατάλαβε, ακόμα καλύτερα, τι είχε βρει σ’ αυτούς τους ανθρώπους ο Ζακ Μπουλβίλ και τους υπερασπιζόταν. Γι’αυτή τη λαχτάρα τους μίλησε και στον Παλαιολόγο μια μέρα. Ήταν το μεγάλο όπλο τους κι έπρεπε πάνω της να

99


στηρίξουν τον αγώνα τους. Εκείνος χαμογέλασε, σαν να υπήρχε και μια άλλη όψη στην εικόνα που έβλεπε ο λόρδος. «Αυτή ακριβώς η δίψα για ελευθερία, λόρδε μου, φέρνει συχνά αντίθετα αποτελέσματα», του είπε. «Τους κάνει απρόθυμους να υποταχτούν σε κανόνες. Συχνά γίνονται δύστροποι, εριστικοί και ανυπάκουοι». Αντίθετα με τα γλεντζέδικα μεσημέρια, τα βράδια είχαν μια μυστηριακή χαλαρότητα. Μαζεύονταν όλοι στην πλώρη όπου συζητούσαν χαμηλόφωνα ή τραγουδούσαν αργόσυρτα, λυπητερά τραγούδια. Ένα τέτοιο φεγγαρόλουστο βράδυ κάποιος ναύτης έπιασε να λέει ένα τραγούδι που έμοιαζε με εμβατήριο. Το έλεγε μ’ ένα παράξενο τρόπο. Απάγγελε τραγουδιστά μια πρόταση και μετά σταματούσε και την επαναλάμβαναν όλοι οι άλλοι. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν χρειαζόταν να πιάσει το νόημα των λέξεων, για να καταλάβει. Ο παλμός του τραγουδιού και το πάθος με το οποίο το επαναλάμβαναν οι ναυτικοί του Ποσειδώνα ερμήνευε το περιεχόμενό του. Κάποια στιγμή άρχισε να το τραγουδάει κι ο Παλαιολόγος. Φαινόταν πολύ συγκινημένος. Στο τέλος, όταν είχε απαγγελθεί και ο τελευταίος στίχος, είδε και δυο δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά του. Ο λόρδος υπέθεσε πως επρόκειτο κάποιο γαλλικό επαναστατικό τραγούδι, μεταφρασμένο στα Ελληνικά. «Οι ιδέες της Γαλλικής επανάστασης τους έχουν επηρεάσει, φαίνεται» , γύρισε και είπε στον Ζακ Μπουλβίλ. «Είναι ο Θούριος τού Ρήγα, λόρδε μου», είπε ο Παλαιολόγος. Του εξήγησε μετά ποιος ήταν ο Ρήγας και πώς προσπαθούσε με τα γραπτά του να ξεσηκώσει τους Έλληνες, από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα ακόμα.

100


«Αλλά κι οι ιδέες της Γαλλικής επανάστασης δεν τους είναι άγνωστες. Τις ξέρουν καλά. Αν και αγράμματοι, έχουν την πνευματική καλλιέργεια εκείνων που ταξιδεύουν. Αποκτούν τη γνώση στα λιμάνια του κόσμου», συνέχισε τις εξηγήσεις του. Η ζωή στην τρικάταρτη σκούνα Ποσειδών γινόταν όλο και πιο συναρπαστική για τον λόρδο Χόλμπουργκ κάθε μέρα που περνούσε. Σ’ αυτή τη μικρή κοινωνία, καταμεσίς της Μεσογείου, άρχισε να γνωρίζει έναν καινούργιο κόσμο, γεμάτο με άγρια ομορφιά και πολλές εκπλήξεις. Μέρα με τη μέρα απέβαλε μία-­‐ μία τις αρνητικές απόψεις του για τους απογόνους του Σωκράτη και του Περικλή, όπως το καράβι τίναζε από πάνω του τους αφρούς των κυμάτων. Χωρίς να περιμένει να τον προσκαλέσουν, έμπαινε κι αυτός στο χορό. Έσερνε τα βήματά του μαζί τους και μόλις άκουγε να του φωνάζουν «Άϊντε Μυλόρδε μ’» έκανε τα δικά του τα σάλτα. Αυτές ήταν και οι πρώτες ελληνικές λέξεις που έμαθε: «Άϊντε Μυλόρδε μ’». Σιγά-­‐σιγά έμαθε να τους φωνάζει με τα παρατσούκλια τους, όπως αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον. Ο Φουρτούνας, ο Γοργόνας, ο Άμπος, ο Πατσανιός, ο Απόνερας, ο Σεβλέπος έγιναν άνθρωποι με τους οποίους δεν είχε κανένα πρόβλημα να συγχρωτιστεί. Με χαρά έτρωγε και χόρευε μαζί τους. Στις σημειώσεις που κρατούσε έγραφε πως τους ναυτικούς τού Ποσειδώνα τους έβρισκε καλόκαρδους, ενθουσιώδεις, φιλόξενους, αλλά ώρες-­‐ώρες τους έβγαινε και ο φόβος που φώλιαζε βαθιά μέσα τους για τους δυνάστες τους. Αυτό δεν γινόταν να αποσιωπηθεί. Ότι κι αν έκαναν, ότι κι αν έλεγαν καταλάβαινες ότι στο βάθος του μυαλού τους υπήρχε η σκιά των Οθωμανών και η επιθυμία να απαλλαγούν από την αρπακτικότητα και την τυραννία τους. Δεν άργησε να

101


καταλάβει, όμως, πως δεν ήταν μόνο οι Οθωμανοί στη «μπούκα του κανονιού τους». Ένα βράδυ έφτασε καθυστερημένος για τις κουβέντες της πλώρης. Εκείνη την ώρα ο Φουρτούνας απάγγελνε ζωηρά κάτι στιχάκια. Από τον τρόπο που τα έλεγε ήταν φανερό πως σατίριζε κάποιον. Της Ελλάδας η ελευθερία Είναι δια εμέ πτωχεία. Κι αν ο αφέντης μας Αγάς δικάζει και ως αρνιά όλους μας σφάζει, παλ’ εμείς τον περετάμε! Παλ’ εμείς τον αγαπάμε! Γελούσαν πικρόχολα όλοι τους. Ο Παλαιολόγος του εξήγησε πως με κάτι τέτοια ο λαός σατίριζε τους Φαναριώτες. Ο λόρδος παραξενεύτηκε. Απ’ ότι γνώριζε οι Φαναριώτες ήταν καλλιεργημένοι Έλληνες που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Πίστευε πως νοιάζονταν περισσότερο από όλους για το Γένος τους. «Μήπως τα παραλένε οι ναυτικοί σας;» τον ρώτησε. «Όλος ο λαός τα λέει αυτά, Μυλόρδε μου», ήταν η απάντηση του Παλαιολόγου. «Τους έχουν πάρει είδηση και τους διακωμωδούν». Μετά τον Φουρτούνα πήρε κάποιος άλλος το λόγο, ένας που τον φώναζαν Γενοβέφα. Όπως του εξήγησε ο Παλαιολόγος το στιχάκι του ήταν πολύ δημοφιλές στο λαό και σατίριζε τους Μητροπολίτες. Απ’ όταν ράσο φόρεσα όλα στη ζωή τα πόθησα. Γι’ αυτό ζητώ, μα τες εικόνες γρόσια, φλουριά και λυγερές κοκώνες.

102


Ο λόρδος μειδίασε με κατανόηση. ¨Άνθρωποι είναι κι αυτοί», σχολίασε, αλλά ο Παλαιολόγος τον κατακεραύνωσε. «Δεν είναι άνθρωποι. Είναι Μητροπολίτες», του είπε. Σώπασε όμως για να ακούσουν και το στιχάκι που ζήτησε να πει ο Σεβλέπος, για να σατιρίσει τους κοτζαμπάσηδες . Αχ το Γένος μου, γιατί με κατατρέχει; Μοι λέγει πως τ’ άρπαξα το έχει! Όσα γρόσια κι αν τ’ άρπαξα ωστόσο Πάλι στους Τούρκους είχα να τα δώσω. «Πώς ανεχτήκατε τόσους αιώνες τους βάρβαρους κατακτητές σας;» ρώτησε ξαφνικά ο λόρδος. Η ερώτηση φάνηκε να ενοχλεί τον Παλαιολόγο. Έμεινε για λίγο σιωπηλός με το κεφάλι σκυμμένο, λες και ο λόρδος τον είχε καταστήσει προσωπικά υπεύθυνο για την συνεχιζόμενη σκλαβιά του Έθνους του. «Έγιναν προσπάθειες, αλλά όλες πνίγηκαν στο αίμα», μουρμούρισε στο τέλος, προσπαθώντας να δικαιολογήσει μια κατάσταση που και ο ίδιος έβρισκε ταπεινωτική και απαράδεκτη. «Χωρίς ηγέτες είναι φυσικό να αποτυγχάνετε», επέμεινε ο λόρδος. «Σατιρίζετε αυτούς που θα έπρεπε να σας οδηγούν». Ο Παλαιολόγος έδειξε με το χέρι του τότε τους ναυτικούς. «Οι εργάτες της θάλασσας κι ο απλός λαός τους θεωρεί ιδιοτελείς, με ανύπαρκτο πατριωτισμό. Αυτοί εδώ θα την κερδίσουν μόνοι τους την ελευθερία τους», είπε με σιγουριά. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ήταν αδύνατο να δεχτεί μια τέτοια άποψη. «Χωρίς ηγέτη και χωρίς εξωτερική βοήθεια, οποιαδήποτε προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία», είπε. «Δυστυχώς ούτε η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη σας

103


ευνοεί. Οι συγκυρίες είναι συντριπτικά εις βάρος του λαού σας. Φοβάμαι πως δεν θα υπάρξει καμιά βοήθεια. Θα σας ανιμετωπίσουν σαν ταραχοποιούς και στασιαστές. Οι Οθωμανοί θα φαίνονται πως είναι αυτοί που πλήττονται κι όχι πως είναι οι αρνητές της ανεξαρτησίας σας». «Εμείς», είπε τότε ο Παλαιολόγος, δίνοντας στο εμείς την ισχύ και το βάθος μιας οργάνωσης, «δεν περιμένουμε από κανέναν βοήθεια. Η επανάσταση έχει ωριμάσει μέσα στις ψυχές του απλού λαού και καμιά δύναμη δεν είναι ικανή να την σταματήσει». Ο λόρδος Χόλμπουργκ είχε κιόλας αποκτήσει προσωπική αντίληψη για το πόσο εύκολα ενθουσιάζονταν οι Έλληνες. Και με τον ενθουσιασμό, σαν μοναδικό τους όπλο, δεν πίστευε πως ήταν ικανοί να κερδίσουν κάτι. «Φοβάμαι ότι πάλι στο έλεος των φονιάδων σας θα πέσετε αν τολμήσετε μιαν εξέγερση» είπε με λύπη. Ο Παλαιολόγος δίστασε για λίγο. Δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να ανοίξει μια τέτοια κουβέντα με ένα ξένο, όσο κι αν είχε δείξει τα καλά του αισθήματα μέσα στην μικρή κοινωνία του Ποσειδώνα. «Ελπίζω να μη με θεωρείτε για κανένα κατάσκοπο των Οθωμανών», του είπε τότε ο λόρδος Χόλμπουργκ που αντελήφθη το δισταγμό του. Όχι, ο Παλαιολόγος δεν τον θεωρούσε πια εχθρό τού Γένους του. Ο λόρδος είχε αποδείξει την καλή του διάθεση, γι’ αυτό αποφάσισε να του πει την αλήθεια. «Τώρα υπάρχουν άνθρωποι που οργανώνουν μεθοδικά το σπάσιμο των αλυσσίδων» , είπε αόριστα. Ο υπαινιγμός του, όμως, ήταν σαφής. Σίγουρα αναφερόταν σε κάποια επαναστατική οργάνωση κι ο λόρδος Χόλμπουργκ έδειξε να εντυπωσιάζεται.

104


«Και σεις; Τι ρόλο παίζετε σ’ αυτή την ιστορία;» τον ρώτησε βέβαιος πως θα έπαιρνε μιαν αόριστη απάντηση. Ο Παλαιολόγος, όμως, ήταν απροσδόκητα ειλικρινής. «Είμαι ο εμπνευστής της», του είπε, εντυπωσιάζοντάς τον ξανά. Ως εκείνη τη στιγμή, ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωθε πως πάνω στον Ποσειδώνα είχε αρχίσει να μπαίνει σιγά-­‐ σιγά μέσα στη ζωή των Νεοελλήνων, αλλά ο Παλαιολόγος ήταν σαν να του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και τον έστελνε μέσα στην καρδιά του πιο ακριβού μυστικού τους. Αυτή η ξεκάθαρη ομολογία τον εντυπωσίασε. Έμεινε για λίγο βουβός στρίβoντας το ξανθό του μουστάκι με αμηχανία. Από την αρχή της γνωριμίας τους αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα ερωτηματικό. Προσωπικότητα που εγγυόταν πολλά μυστήρια. «Ο εμπνευστής της λοιπόν!» είπε σκεφτικός. «Το μόνο που δεν μπορώ να σας προσάψω είναι το ελάττωμα της ανειλικρίνειας», πρόσθεσε αμέσως μετά. Μέχρι εκείνη την ώρα πίστευε πως είχε προσλάβει στην υπηρεσία του έναν άνθρωπο κυνηγημένο από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας. «Ποιος είστε στ’ αλήθεια, κύριε Παλαιολόγε;» ρώτησε ύστερα από μια μικρή παύση. Περίεργα ανήσυχος ο Ζακ Μπουλβίλ μπήκε στη μέση προσπαθώντας να υποβαθμίσει τη σημασία της ταυτότητας του Παλαιολόγου, αλλά εκείνος δεν έδειχνε να έχει πρόβλημα να πει την αλήθεια. «Θανάσης Τσακάλωφ», συστήθηκε στον λόρδο Χόλμπουργκ λακωνικά. Για τον Άγγλο αριστοκράτη δεν σήμαινε τίποτα αυτό το όνομα. Ούτε καν ρώτησε γιατί έπρεπε να του το κρύψουν. Το επανέλαβε, όμως, νοερά, για να το συγκρατήσει. Τώρα

105


ήταν ακόμα πιο βέβαιος πως αυτός ο άνθρωπος, θα επηρέαζε δραματικά τη ζωή του. Το ένστικτο του εξερευνητή που χαρακτήριζε τη ράτσα του είχε ξυπνήσει, αλλά ήταν συγκρατημένος. Δεν θέλησε να δείξει στον Παλαιολόγο ή Τσακάλωφ ή όπως αλλιώς τον έλεγαν πως ενδιαφερόταν να εισχωρήσει στο βάθος του κόσμου που τον οδηγούσε. Γι’ αυτό γύρισε προς τον Ζακ Μπουλβίλ. «Και σεις; Ανήκετε στην...επιτροπή τού αγώνα;» τον ρώτησε. «Νομίζω ότι οι απόγονοι των ανδρών που γέννησαν τη σοφία δεν αξίζει να είναι δούλοι άξεστων και αγραμμάτων αφεντάδων!» απάντησε εκείνος. Ο Χόλμπουργκ χαμογέλασε ελαφρά απογοητευμένος. Από τον Μπουλβίλ περίμενε κάτι πιο συγκλονιστικό. Αυτά τα είχε ακούσει και στο Λονδίνο. Τα περί απογόνων που άξιζαν καλύτερη τύχη τα έλεγαν ακόμα κι όσοι πίστευαν πως οι Έλληνες ήταν εντελώς αποκτηνωμένοι από την πολύχρονη σκλαβιά. Ήταν κάτι σαν μόδα να τους λυπάσαι. Την είχε δημιουργήσει ο νεαρός ποιητής λόρδος Γκόρντον Μπάυρον, που είχε ξεσηκώσει την Ευρώπη με το όραμα της ελευθερίας των απογόνων του Σωκράτη. «Ρομαντικές κορώνες τού Μπάυρον», είπε μελαγχολικά. «Μπορούν στ’ αλήθεια να φέρουν ουσιαστικά αποτελέσματα;» «Γνωρίζετε τον Μπάυρον;» ρώτησε τότε με ενδιαφέρον ο Τσακάλωφ, αλλάζοντας απότομα την κουβέντα. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έγνεψε καταφατικά. «Είναι θεϊκός, δεν είναι;», είπε πάλι ο Τσακάλωφ. Ο λόρδος πήγε να σχολιάσει τον θαυμασμό του συνομιλητή του για τον Άγγλο ποιητή, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Απόνερας απάγγελλε ένα απο τα στιχάκια που σατίριζαν

106


τους κοτζαμπάσηδες κι οι ναύτες γύρω τους διαμαρτυρήθηκαν. Οι ομιλίες τους ενοχλούσαν κι αναγκάστηκαν να σωπάσουν. Το ίδιο βράδυ στη συζήτηση της πλώρης ο Ζακ Μπουλβίλ έφερε ένα βιβλίο. Το ακούμπησε ανοιχτό στα χέρια του λόρδου κι αμέσως άρχισε να απαγγέλει τους στίχους που ήταν γραμμένοι στις σελίδες του. Κληρονόμοι της σκλαβιάς! Δεν ξέρετε; Όποιοι λαχταρούν τη λευτεριά τους, μονάχοι αποκόβουν τα δεσμά τους. Κι αρπάζουν με τα χέρια τους τη λευτεριά τους. Τι προσδοκάτε; Μήπως τον Φραντσέζο και τον Μόσκοβο να σας σώσουν; Ξυπνάτε! Μπορούν αυτοί να σας λυτρώσουν απ’ τον τύραννο, αν εσείς εις τον βωμό της ελευθερίας δεν ζωντανέψετε τη θεϊκή φλόγα; Ω! Των Ειλώτων οι σκιές! Εξοντώστε τους δειλούς τυράννους σας! Ο λόρδος Χόλμπουργκ διαπίστωσε πως κρατούσε στα χέρια του το έργο του λόρδου Μπάυρον Childe Harold’s Pilgrimage, από το οποίο ήταν και οι στίχοι που απάγγειλε ο Ζακ Μπουλβίλ. «Εξαιρετικός ποιητής, αλλά βίαιος χαρακτήρας», είπε ο λόρδος. «Σίγουρα, όμως, έχει πολλά κότσια. Είναι ο μόνος που τα έβαλε με τους κριτικούς του περιοδικού Edinburgh Review, όταν τον λοιδώρησαν για τους πρώτους ερωτικούς στίχους που δημοσίευσε». Το περιστατικό το θυμόταν και ο Ζακ Μπουλβίλ. Η σάτιρα που είχε γράψει εναντίον τους ήταν πραγματικό δηλητήριο.

107


«Ωστόσο», πρόσθεσε ο λόρδος Χόλμπουργκ «είναι άνθρωπος αθεράπευτα ρομαντικός και χωρίς πολιτικό αισθητήριο. Μπορεί να έχει επηρεάσει την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων, αλλά παραβλέπει τις προθέσεις της Ιεράς Συμμαχίας. Αυτοί δε θα αφήσουν τους Έλληνες να σηκώσουν κεφάλι». «Τον γνωρίζετε προσωπικά;» ρώτησε ο Τσακάλωφ με θέρμη, αδιαφορώντας τελείως για τα σχόλά του γύρω από τον χαρακτήρα του Μπάυρον και τις προθέσεςι της Ιεράς Συμμαχίας. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έγνεψε καταφατικά. «Οι οικογένειές μας διατηρούσαν φιλικές σχέσεις παλαιότερα», είπε αδιάφορα, σαν να μην είχε καλές αναμνήσεις από αυτή τη σχέση. Ο Τσακάλωφ δεν νοιαζόταν για τις οικογενειακές σχέσεις του ποιητή. «Ξέρετε πού βρίσκεται τώρα;» ξαναρώτησε. Θα ήθελε πολύ να συναντηθεί μ’ αυτόν τον γνήσιο επαναστάτη που αγωνιζόταν για την ελευθερία των Ελλήνων. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έκανε μια γκριμάτσα που έδειχνε ότι δεν γνώριζε πολλά. «Πριν λίγο καιρό ήταν στο Λονδίνο», είπε. «Αφού αναστάτωσε την καλή κοινωνία με τα αχαλίνωτα πάθη του και τον χώρισε η γυναίκα του, έφυγε για την Ευρώπη». Ο Ζακ Μπουλβίλ είχε καλύτερες πληροφορίες. «Τελευταία ήταν στην Ιταλία», είπε, «ενταγμένος σ’ ένα σώμα εξεγερμένων. Όπως έγραφαν οι εφημερίδες τουλάχιστον. Φαντάζομαι πως το ανήσυχο πνεύμα του κάπου εκεί θα περιφέρεται ακόμα. Το σκουλίκι της επανάστασης, που φωλιάζει μέσα του, δεν θα μπορούσε να τον οδηγήσει κάπου αλλού».

108


Όπως μιλούσαν, το βλέμμα τού Θανάση Τσακάλωφ έπεσε στο βιβλίο του Μάυρον που ο λόρδος έσφιγγε στο στήθος. Ξαφνικά ένωσε μια πλημμυρίδα ευγνωμοσύνης γι’ αυτόν τον ατίθασο ποιητή. Το ίδιο και για τους αρχαίους θεούς της σοφίας, που τον είχαν κάνει να ερωτευθεί τη γενιά των Ελλήνων. Άθελά του κοίταξε τότε προσεκτικότερα και τον λόρδο Χόλμπουργκ. Αναρωτήθηκε αν ο αγώνας του Γένους μπορούσε να προσδοκά από ανθρώπους σαν κι αυτόν κάτι πιο πολύ από τη συμπόνια τους. Προσωπικά, δεν περίμενε και πολλά πράγματα. Λίγες μέρες αργότερα τα γεγονότα που ακολούθησαν του έδωσαν ξεκάθαρες απαντήσεις. § Η φωνή του οπτήρα ακούστηκε καθαρή και δυσοίωνη εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι. Ψηλά πάνω από την κόφα του μπροστινού καταρτιού θρυμμάτισε τη ρουτίνα του ταξιδιού, σαν τον χτύπο μιας πένθιμης καμπάνας. «Πανίιιι!!! Πλώρα, δεξιάααα!!!» Όσοι βρίσκονταν στο κατάστρωμα έστρεψαν τα μάτια τους προς την κατεύθυνση που τους υποδείκνυε. Με την πειρατεία να ανθεί στην περιοχή, ένα καράβι στον ορίζοντα δεν ήταν ποτέ καλό σημάδι. Σήμαινε προετοιμασία για πιθανή σύγκρουση. Οι τρεις ταξιδιώτες πετάχτηκαν από τις κουκέτες τους, παράτησαν τα βιβλία που διάβαζαν και ανέβηκαν στο κατάστρωμα. Με τους αγκώνες του ακουμπισμένους στην κουπαστή, ο καπετάνιος ψαχούλευε τον ορίζοντα με το κιάλι του. Στάθηκαν πίσω του περιμένοντας να ακούσουν τι είδους πλεούμενο ήταν αυτό που έσπαγε απειλητικά τη θαλασσινή μοναξιά τους.

109


«Φαίνεται μεγάλο σκάφος», είπε μετά από λίγο εκείνος. «Μάλλον φρεγάτα πρέπει να είναι». Αυτό μείωνε σημαντικά την πιθανότητα να είναι πειρατικό. Τα πειρατικά ήταν μικρά και ευέλικτα σκάφη, για να μπορούν να κάνουν εύκολους χειρισμούς στα στενά περάσματα, όπου έστηναν ενέδρες και αιφνιδίαζαν τα εμπορικά. Το γεγονός πως το Ποσειδών βρισκόταν σε ανοιχτή θάλασσα, ανάμεσα στη Σικελία και την Πελοπόννησο, μείωνε κι άλλο την πιθανότητα να είναι πειρατικό, αλλά δημιουργούσε άλλους χειρότερους κινδύνους. Στο κατάστρωμα της σκούνας δεν ανάπνεε κανένας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θρόϊσμα της θάλασσας και το μουρμουρητό του αέρα ανάμεσα στα ξάρτια. Ο Τσακάλωφ φαινόταν να αγωνιά περισσότερο από όλους τους άλλους. Κάθε τόσο ρωτούσε τον καπετάνιο αν είχε αναγνωρίσει την εθνικότητα του άγνωστου πλοίου. Συνοφρυωμένος εκείνος συνέχιζε να έχει στραμμένο το κιάλι του στον ορίζοντα. Προσπαθούσε να διακρίνει ανάμεσα στα ψηλά κατάρτια και τα φουσκωμένα πανιά του άγνωστου σκάφους τη σημαία που θα το χαρακτήριζε. Για μια στιγμή νόμισε πως είδε κάτι, αλλά έπρεπε να περάσουν ακόμα μερικά λεπτά για να σιγουρευτεί ότι η σημαία του άγνωστου σκάφους είχε ένα μεγάλο κόκκινο σταυρό πάνω σε λευκό φόντο και διαγώνιες κόκκινες λουρίδες. Ήταν μια εικόνα που έστειλε ρίγη ανατριχίλας στη ραχοκοκκαλιά του. «Εγγλέζικο πολεμικό», είπε με βαριά φωνή. «Μάλλον κάνει νηοψίες», πρόσθεσε γυρνώντας προς τον Τσακάλωφ. Αυτός έκανε μια γκριμάτσα πόνου και το πρόσωπό του έγινε καφετί, σαν χειμωνιάτικος ουρανός.

110


«Δεν είναι δυνατόν να είμαστε τόσο άτυχοι», μουρμούρισε. «Σ’ ολόκληρη θάλασσα να πέσουμε πάνω σ’ αυτούς τους λύκους!». Τα σχόλια απογοήτευσης που βγήκαν κι από τα στόματα των ναυτών έδειχναν ξεκάθαρα και τα δικά τους συναισθήματα. Τα Αγγλικά πολεμικά τα φοβούνταν όσο και τους πειρατές. Ο λόρδος Χόλμπουργκ προσπαθούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ήταν όλοι τους τόσο αναστατωμένοι. «Έχουμε να κάνουμε με πολιτισμένους ανθρώπους», είπε στον Τσακάλωφ. «Δεν θα μας φερθούν όπως οι πειρατές!» Εκείνος δεν του απάντησε. Κάτω από τις καινούργιες συνθήκες είχε κιόλας μετανιώσει που είχε εμπιστευτεί τον Άγγλο. Δεν είχε χρόνο, όμως, ν’ ασχοληθεί μαζί του. Στράφηκε προς τον καπετάνιο, που κοιτούσε ακόμα με το κιάλι του τον ορίζοντα. «Κάνε κάτι να τους ξεφύγουμε», είπε. Ο τόνος της φωνής του έμοιαζε με διαταγή. Ο καπετάνιος ακούμπησε το κιάλι του στην κουπαστή και τον κοίταξε με συγκρατημένη οργή. Αν του είχε μιλήσει έτσι κάποιος άλλος, θα τον είχε πετάξει στη θάλασσα κιόλας. Αλλά με τον Τσακάλωφ ήταν αλλιώς. Αυτός δεν νοιαζόταν για τον εαυτό του. Αγωνιούσε για ολόκληρο το σκλαβωμένο Γένος. «Καλύτερα να κρατήσουμε τη ρότα μας», του είπε μαλακά. Κατά τη γνώμη του έπρεπε να ρισκάρουν. Πόνταρε στην επιφανειακή νομιμότητά τους. Στα χέρια του είχε πιστοποιητικό από τη δημογεροντία της Ύδρας και από τους Γάλλους της Μασσαλίας ότι το σκάφος δεν ήταν πειρατικό. Με καθαρά χαρτιά οι Άγγλοι δεν είχαν λόγο να τους ψάξουν, ενώ μια προσπάθεια να τους αποφύγουν θα

111


χειροτέρευε σίγουρα τα πράγματα. Το πολεμικό θα τους έπαιρνε για πειρατές και τότε θα άρχιζε ένα επικίνδυνο κυνηγητό στο ανοιχτό πέλαγος. Είχαν πολύ λίγες πιθανότητες να γλυτώσουν με τη φρεγάτα να έχει περισσότερη ταχύτητα και το σκοτάδι ν’ αργεί πολύ να πέσει. Αυτή ήταν μια τακτική που δεν ικανοποιούσε τον Τσακάλωφ, ωστόσο. Δεν ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει τα όπλα που είχε μαζέψει με άπειρες δυσκολίες και με άλλες τόσες να τα περάσει στο λιμάνι και να τα φορτώσει στον Ποσειδώνα. Εκείνη τη στιγμή μόνο η φυγή φάνταζε στο δικό του μυαλό σαν η καλύτερη λύση, για να μην του τα κατάσχουν οι Άγγλοι. «Βρες τρόπο να ξεφύγεις. Κάμε το χρέος σου και σώσε τα πολεμοφόδια τού αγώνα μας», του είπε. Τότε ακούστηκε ο πνιχτός βρόντος μιας κανονιάς που έριξε το πολεμικό. Η οβίδα έσκασε πολύ μακριά από τον Ποσειδώνα, αλλά αυτή δεν ήταν παρά μια προειδοποιητική βολή για να σταματήσουν και να υποστούν τον έλεγχό του. Για λίγο επικράτησε απόλυτη βουβαμάρα πάνω στη σκούνα και όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στον καπετάνιο. Εκείνος ήξερε πως δεν μπορούσε να πετάξει τα λαθραία όπλα στη θάλασσα, ούτε να ξεφύγει από τους Άγγλους. Ένα πράγμα μόνο του έμενε να κάνει. Αυτό που είχε ορκιστεί γονατιστός μπροστά στο Ευαγγέλιο όταν μυήθηκε στην Εταιρεία των Φιλικών. «Θα πολεμήσουμε κι αν χρειαστεί θα πέσουμε ως τον τελευταίο», ήταν η απόφασή του. Κι αμέσως άρχισε ο πυρετός πάνω στη σκούνα. Ξεσκεπάστηκαν τα κανόνια, οι μούτσοι κουβάλησαν μπάλες και μπαρούτι από το αμπάρι, μοιράστηκαν μουσκέτα και χατζάρες, οι πυροβολητές

112


πήραν τις θέσεις τους δίπλα στα κανόνια και οι γεμιτζήδες σκαρφάλωσαν στα κατάρτια για να είναι έτοιμοι να μανουβράρουν τα πανιά κατά τους ελιγμούς της σύγκρουσης με το εχθρικό πλοίο. Το σκηνικό της αυτοκτονίας ήταν κι όλας στημένο όταν ο λόρδος Χόλμπουργκ κατάλαβε τι γινόταν. «Αν είναι δυνατόν! Αυτό είναι τρέλα!», φώναξε έκπληκτος στον Τσακάλωφ. Ο ήχος της αγγλικής ομιλίας τάραξε σαν δεύτερη κανονιά τον αέρα και όλοι στη σκούνα γύρισαν και τον κοίταξαν απειλητικά. Τα φιλόξενα βλέμματά τους είχαν χάσει πια τη ζεστασιά τους και τώρα τον διαπερνούσαν σαν κοφτερά σπαθιά. Ξαφνικά τότε ο λόρδος κατάλαβε πως στη συνείδησή τους δεν έπρεπε να διαφέρει και πολύ από το πλοίο που ερχόταν κατά πάνω τους. «Λόρδε μου, καλύτερα να κατέβετε στην καμπίνα σας», τον συμβούλεψε ο Τσακάλωφ, βλέποντας τις άγριες ματιές που του έριχνε το πλήρωμα. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν ήθελε να κρυφτεί, όμως. Ένιωθε πως αυτή η υπόθεση τον αφορούσε γι’ αυτό κι απαίτησε από τον Τσακάλωφ να μάθει την αλήθεια. Τι τους έκανε να προτιμούν μια πολεμική εμπλοκή από το να υποστούν έναν έλεγχο ρουτίνας. Τότε έμαθε για τα λαθραία όπλα που βρίσκονταν στ’ αμπάρι της σκούνας. «Δεν θα το επιτρέψω», είπε ο λόρδος Χόλμπουργκ συνοφρυωμένος. «Αυτό το μακελλειό δεν πρέπει να γίνει». Απ’ ότι φαινόταν, όμως, κανείς δεν μπορούσε πια ν’ αλλάξει τον ρου των γεγονότων. Το Ποσειδών είχε κόψει ταχύτητα και κινιόταν με δυο φλόκους, για να δείξει πως συμμορφωνόταν. Πίσω από τις κουπαστές του οι ναύτες του ταμπουρωμένοι περίμεναν το Αγγλικό πλοίο να ζυγώσει

113


κοντά για να του ριχτούν ξαφνικά. Ο καπετάνιος είχε αποφασίσει να το διεμβολίσει και η μάχη να γίνει πάνω στα καταστρώματα, σώμα με σώμα, κι ο πιο ανδρείος ας νικούσε. «Είστε όλοι σας παλαβοί», είπε ο λόρδος Χόλμπουργκ στον Τσακάλωφ κι αφήνοντάς τον κατέβηκε βιαστικά στην καμπίνα του. Πήρε από το μπαούλο του μιαν Αγγλική σημαία, που πάντα κουβαλούσε μαζί του, κι έτρεξε στο κατάστρωμα. Εκείνη την ώρα το Αγγλικό πολεμικό βρισκόταν πολύ κοντά τους και οι ναυτικοί του Ποσειδώνα ετοιμάζονταν να κάνουν τις κατάλληλες μανούβρες για τον διεμβολισμό του. Όλους τότε τους ξάφνιασε η στεντόρεια φωνή του λόρδου. Κουνώντας τη σημαία του προσπαθούσε να επιστήσει την προσοχή των ομοεθνών του. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, για να τους βάλει σε συναγερμό, αλλά ούτε και πρόλαβε να κάνει κάτι. Ο Τσακάλωφ τον άρπαξε από το λαιμό και τον κόλλησε πάνω στην κουπαστή. «Τι κάμεις, ωρέ, σπιούνε;» του φώναξε τρελαμένος. «Σώζω τις ζωές μας και τα όπλα σου, ανόητε», κατάφερε να ψιθυρίσει ο λόρδος. Η παρέμβαση του Ζακ Μπουλβίλ απέτρεψε τα χειρότερα. Ο Τσακάλωφ χαλάρωσε το σφίξιμό του και τον παράτησε. Δεν είχε πια σημασία. Σε λίγο μπορεί να ήταν όλοι τους άψυχα κορμιά λουσμένα στο αίμα. Ο καπετάνιος έδινε κιόλας τις διαταγές του κι ετοιμάζονταν να διεμβολίσουν το πολεμικό. Οι φωνές του είχαν ενεργοποιήσει κάθε άντρα πάνω στον Ποσειδώνα. Αυτή η σύγκρουση, ωστόσο, δεν ήταν γραφτό να γίνει. Την αποσόβησαν οι παραξενιές των δυνάμεων της φύσης ή ίσως οι βουλές της μοίρας. Την ώρα που οι γεμιτζήδες

114


ετοιμάζονταν ν’ ανοίξουν όλα τα πανιά, για να δώσουν ταχύτητα διεμβολισμού στη σκούνα, ο αέρας έπεσε απότομα κι ο Ποσειδώνας έμεινε ξυλάρμενος στη μέση του πελάγους. Κάνα-­‐ δυο πανιά που πρόλαβαν ν’ ανοίξουν οι ναύτες του, κρέμονταν σαν πλερέζες, σκορπώντας απογοήτευση σε όλο το πλήρωμά του. Στο Αγγλικό πολεμικό είχαν ρίξει κιόλας μια λέμβο με στρατιώτες στην ήρεμη θάλασσα. Έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα όλοι στον Ποσειδώνα καταλάβαιναν πως θα ήταν μάταιη μια σύγκρουση και άφησαν τις τύχες τους στα χέρια του Θεού. Για να μην επιβαρύνουν κι άλλο την ατμόσφαιρα ο λόρδος Χόλμπουργκ κι ο Ζακ Μπουλβίλ παρέμειναν αόρατοι από τα βλέμματα των ναυτών της σκούνας, κρυμμένοι πίσω από μια στοίβα σκοινιά. Από κει παρακολούθησαν τους Άγγλους στρατιώτες να ανεβαίνουν στον Ποσειδώνα, με την ίδια δυσφορία που τους παρακολουθούσαν και οι Έλληνες ναυτικοί. Επικεφαλής τους ήταν ένας Αξιωματικός με τεράστιο μουστάκι και παγερό ύφος. Χωρίς να ζητήσει την άδεια του καπετάνιου, χωρίς καν να του μιλήσει, διέταξε τους άντρες της σκούνας ν’ ανοίξουν το αμπάρι της. Ο καπετάνιος διαμαρτυρόταν απεγνωσμένα και του έδειχνε τα χαρτιά του πλοίου, αλλά εκείνος δεν καταδέχτηκε ούτε μια ματιά να τους ρίξει. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν έτρεφε αυταπάτες. Γνώριζε πως ο αυταρχισμός ήταν η μέθοδος που χρησιμοποιούσαν οι ομοεθνείς του στην διακυβέρνηση των κτήσεών τους. Εκείνη τη στιγμή, όμως, αυτός βρισκόταν στην απέναντι πλευρά, αυτή που υπέφερε από τη σκληρότητά τους. «Είναι απαράδεκτη η συμπεριφορά του», ψιθύρισε στον Ζακ Μπουλβίλ.

115


Ο καπετάνιος στο μεταξύ συνέχιζε να εκλιπαρεί τον Άγγλο αξιωματικό. Οι αγωνιώδεις προσπάθειές του να τον μεταπείσει θρυμμάτιζαν την πνιγηρή βουβαμάρα που είχε απλωθεί στη σκούνα. Τα παρακάλια του ακούγονταν σαν το μοιρολόι της σκλαβωμένης ψυχής του, σαν τον θρήνο ενός Έθνους που μετρούσε ταπεινώσεις μονάχα. Ο λόρδος Χόλμπουργκ τα ένιωσε σαν ράπισμα στη δική του αδιαφορία. Ασυναίσθητα τότε άρχισε να ψιθυρίζει τους στίχους του Μπάυρον. Ω των Ειλώτων οι σκιές! Αφανίστε πια τους άναντρους τυράννους σας! Ο πόνος αυτών των Ειλώτων τρύπησε και το δικό του στήθος. Ήταν αδύνατον να μην ταυτιστεί μαζί τους. Ήταν αδύνατο να μην επέμβει. Προχώρησε μπροστά και ζύγωσε το αμπάρι που άνοιγαν οι ναύτες. Με ενοχλημένο, σχεδόν ακατάδεχτο ύφος, απευθύνθηκε στον Άγγλο επικεφαλής. «Από πότε οι Αξιωματικοί της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως της Αγγλίας ανεβαίνουν σαν πειρατές επάνω στα εμπορικά σκάφη;» τον ρώτησε. Ξαφνιασμένοι οι Άγγλοι γύρισαν προς το μέρος του. Το τελευταίο που περίμεναν ν’ ακούσουν ήταν αυτή η καλλιεργημένη φωνή με την άψογη οξφορδιανή προφορά. Μόλις είδαν την προέλευσή της -­‐ έναν κύριο που από μακριά έδειχνε την αριστοκρατική του καταγωγή-­‐ έκαναν μηχανικά ένα βήμα προς τα πίσω. Ο λόρδος πλησίασε κι άλλο και με το υπεροπτικό του ύφος πήρε τα χαρτιά από τα χέρια του καπετάνιου και τα έβαλε κάτω από τη μύτη τού αξιωματικού. «Από αυτά δεν θα έπρεπε να αρχίσει ο έλεγχός σας;» τον ρώτησε. Εκείνος προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από την έκπληξή του. Τι διάβολο γύρευε ένας Άγγλος ευγενής μέσα

116


σ’ αυτό το τσούρμο; Το ίδιο έκπληκτοι ήταν και οι Έλληνες ναυτικοί, που είδαν έναν από μηχανής θεό να έρχεται να τους σώσει. «Λόρδος Γουίλιαμ Χόλμπουργκ» τον άκουσαν όλοι να λέει στον επικεφαλής Αξιωματικό. «Με ποιον έχω την τιμή να συνομιλώ;» «Λοχαγός Έντουαρντ Φίσερ», είπε εκείνος με στρατιωτική τυπικότητα. «Ο κυβερνήτης σας;» «Είναι ο λόρδος Άτεμπλη» «Ο λόρδος Τζωρτζ Άτεμπλη;» «Μάλιστα κύριε». «Να του μεταβιβάσετε τα σέβη μου. Είναι προσωπικός φίλος του λόρδου Χόλμπουργκ, του πατέρα μου». Ο Αξιωματικός έκανε μια υπόκλιση και τον βεβαίωσε πως θα το έκανε. Πειθήνεια μετά έριξε μια ματιά στα χαρτιά που του είχε βάλει στα χέρια του ο νεαρός λόρδος Χόλμπουργκ. «Φαίνονται εντάξει», είπε μετά από λίγο. «Δεν μπορούσε να είναι αλλιώς», είπε ο λόρδος διατηρώντας το υπεροπτικό του ύφος. «Άλλωστε το σκάφος στο οποίο τόσο βάναυσα επιβιβαστήκατε είναι ναυλωμένο από μένα και το εμπόρευμα που μεταφέρει μου ανήκει. Μπορώ να σας δείξω και τα έγγραφα, αν είναι αναγκαίο», συμπλήρωσε ελπίζοντας πως θα έπιανε η μπλόφα του για το φορτίο. Ο Άγγλος αξιωματικός ξεροκατάπιε καθώς προσπαθούσε να πάρει τη σωστή απόφαση. Δεν δυσκολεύτηκε και πολύ, ωστόσο. Δεν είχε καμιά όρεξη να μπλέξει με έναν άνθρωπο της ανώτερης τάξης, πόσο μάλλον με οικογενειακό φίλο του κυβερνήτη του.

117


«Λιμάνι προορισμού;», ρώτησε μόνο για να κρατήσει τα προσχήματα. «Πρέβεζα. Έχω εμπόρευμα για τον Αλή πασά», είπε αδιάφορα ο λόρδος. Ο Άγγλος αξιωματικός υποκλίθηκε ξανά και ζήτησε συγγνώμη για την ενόχληση. «Να προσέχετε σ’ εκείνα τα μέρη», είπε. «Υπάρχουν πειρατές στα στενά περάσματα». Μέχρι να απομακρυνθεί η λέμβος τού Αγγλικού πολεμικού, δεν ακουγόταν ψίθυρος πάνω στη σκούνα. Όλοι έτρεμαν μήπως πάει κάτι στραβά και οι στρατιώτες ξαναγύριζαν πίσω. Μονάχα όταν οι Άγγλοι ανέβηκαν στη φρεγάτα τους, ξέσπασαν ιαχές νίκης πάνω στον Ποσειδώνα. Οι Έλληνες είχαν βρει τον καινούργιο τους ήρωα. Με τον αυθορμητισμό που τους χαρακτήριζε αιφνιδίασαν ακόμα μια φορά τον λόρδο Χόλμπουργκ. Τον άρπαξαν και τον σήκωσαν ψηλά στον αέρα κι έκαναν ένα μικρό ρωμαϊκό θρίαμβο στο κατάστρωμα της σκούνας. Ο Τσακάλωφ ήρθε με δάκρυα στα μάτια να ζητήσει τη συγχώρεσή του. Παρά τον κλειστό του χαρακτήρα τον πήρε και τον έσφιξε στην αγκαλιά του. Ακόμα κι ο καπετάνιος, με τον οποίο οι σχέσεις τους δεν είχαν ξεφύγει ποτέ από τη θερμοκρασία τού πάγου, ήρθε και τον αγκάλιασε. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωθε και το δικό του στήθος να φουσκώνει από ικανοποίηση. Το έβρισκε σπουδαίο που είχε κερδίσει μια θέση στην καρδιά τους.

118


5

Πόρος Απρίλιος 1819

Ο Απρίλιος έκανε γλυκιές ημέρες εκείνη τη χρονιά. Όπως

συνήθως, η Μαριγώ του καπετάν Βαγγέλη έπινε τον απογευματινό καφέ της μαζί με τις φιλενάδες της, την κυρά-­‐Παναγαίσα, τη Μπία, τη θεια-­‐Μαριά του Τσούκα και τη Σοφιά του μπάρμπα Δήμου. Έρχονταν ανελλιπώς κάθε απομεσήμερο να πιουν τον καϊμακλή τους και να κουτσομπολέψουν τα νέα του Πόρου. Ήταν η ώρα που δραπέτευαν από τις ατέλειωτες φροντίδες του νοικοκυριού -­‐άντρα, παιδιά και ζώα-­‐ κι ένιωθαν απελευθερωμένες από την τυραννία της καθημερινότητάς τους. Δεν έμενε τίποτα, που να είχε φτάσει στ’ αυτιά τους, και να μην το περάσουν από κόσκινο. Συχνά έβγαζαν και τα δικά τους στη φόρα. Εξομολογιούνταν η μία στην άλλη τις πολλές πίκρες που ταλάνιζαν τη ζωή τους. Εκείνο το απόγευμα είχαν πιάσει στο στόμα τους τους γιους του Νικόλα του Σάκενα. Είχαν καταπατήσει ένα περιβόλι του Σταμάτη Θεοφάνους με επτά ρίζες λεμονιές κι εκείνος τους κατάγγειλε στην Καγκελαρία του Κοινού του Πόρου. “Είναι αλήθεια μωρή, Τσούκαινά μου;” ρώτησε δύσπιστη η Μπία. Τέτοια πράγματα γίνονταν στο νησί, αλλά δεν ήταν και πολύ συνηθισμένα.

119


“Αλήθεια είναι. Ήρθε και στα δικά μ’ τ’ αυτιά”, επιβεβαίωσε η Παναγαίσα. “Βρωμιάρηδες μωρ’ σεις! Δεν έχουν Θεό απάνω τους. Μόνο με το καμουτσίκι σκιάχνουνε αυτείνοι” πρόσθεσε με αγανάχτηση. “Παλιανθρώποι!” είπε κι κυρά-­‐Σοφιά, κουνώντας το κεφάλι της. “Αμ’ κείνος ο Λογοθέτης! Πέντε χρόνια τον περιποιγιόταν η θυγατέρα του Γιωργάκη του Μιχαλάκη και έτρωε τα σκατά τ’ δίχως ένα γρόσι να τς δόκει ο αχαΐρευτος”. “Τον καταγγέλαν εις την Κατζιλαρία”, είπε η Μαριγώ του Καπετάν Βαγγέλη. “Τον κάμαν’ να της αφήκει ένα κομμάτι αμπέλι στην Άρτιμο και δυο συκιές, δυο αχλαδιές κι ένα λιόδεντρο”. Ξαφνικά η Μπία ύψωσε την ξερακιανή φωνή της και σταμάτησε την κουβέντα τους. “Για ιδές τε μωρ’ σεις”, είπε. “Κάμω λάθος;” Είχε σηκώσει το χέρι της και έδειχνε στο βάθος του μεγάλου λιμανιού του Πόρου. Ανάμεσα στα γυμνά άλμπουρα των αγκυροβολημένων καραβιών φαίνονταν καθαρά τα πανιά ενός σκάφους. Είχε περάσει το μπογάζι κι έμπαινε μέσα στην υδάτινη αγκαλιά, που σχημάτιζε η Πελοπόννησος με το νησί του Πόρου. “Σακολέβα”, είπε η θειά-­‐ Μαριά “Μπα!” είπε με σιγουριά η Μαριγώ. Ήξερε απ’ αυτά. Ρώταγε τον άντρα της και μάθαινε. Δε θα δυσκολευόταν ν’ αναγνωρίσει μια σακολέβα. Ήταν το πιο παράξενο πλεούμενο από όσα ταξίδευαν στο Αιγαίο. Με την ιδιαίτερη κοψιά των πανιών του και το μπροστινό του άλμπουρο να γέρνει ελαφρά προς την πλώρη, ξεχώριζε αμέσως από όλα τα άλλα σκάφη.

120


“Είναι άλλο σουλούπι”, είπε κι έφερε το κιάλι του άντρα της στα μάτια της. Κοίταξε για κάμποσο το σκάφος και είδε στην πρύμη του να κυματίζει η μεγάλη Τούρκικη σημαία του Καπουδάν πασά, του αρχιναυάρχου του Σουλτάνου και άρχοντα του Αιγαίου. Οι άλλες περίμεναν σιωπηλές. “Αυτείνοι είναι, κακό χρόνο νάχουνε και μαύρο, οι αντίχριστοι”, είπε σκοτεινιασμένη η καπετάνισσα. Η Μπία της άρπαξε απότομα το κιάλι και το έβαλε στο δεξί της μάτι. Κοίταξε για κάμποσο σιωπηλή, καθώς στο μέτωπό της σχηματιζόταν μια βαθιά ρυτίδα. “Ο Μινώταυρος” είπε μετά από λίγο ταραγμένη.“Ήρθαν οι Τουρκόσποροι να πάρουν τ’ αγόρια μας πάλι!”. Αν τα μάτια της δεν είχαν στερέψει από δάκρυα τόσα χρόνια, θα πλημμύριζαν τα μάγουλά της τώρα. “Μπορεί να είν' κι ο γιόκας σου, ο Σταυρής, κει μέσα. Μπορεί τούτη τη βολά να έρθει τέλος εις τα δεινά σου”, είπε η καπετάνισσα για να την παρηγορήσει. Καμιά τους δεν την πίστεψε. Ο γιος της Μπίας έπρεπε να είχε γυρίσει από καιρό τώρα. Και κάθε χρόνο που ερχόταν η φρεγάτα του Καπουδάν πασά να πάρει καινούργιους ναύτες από το νησί για τα καράβια του, η Μπία έλπιζε πως ήταν η ώρα της να υποδεχτεί πίσω το γιο της. Ανάμεσα σ’ αυτούς, όμως, που επέστρεφαν ζωντανοί από τις κακουχίες της θάλασσας και τους πολέμους, δεν έβλεπε τον δικό της. Μετά από πέντε χρόνια αναμονής, τον θεωρούσε πια χαμένο. “Εκεί που ‘ναι μπορεί να είν’ καλύτερα”, είπε προφητικά η θεια-­‐Μαριά. Η Μπία της έριξε μια ενοχλημένη ματιά. "Που να μη σώσει να ζει αν προσκυνάει τον Τούρκο", είπε.

121


Όλες οι φιλενάδες της ήξεραν πως κοιμόταν και ξυπνούσε μ' αυτό τον καημό. Φοβόταν μήπως ο γιός της ήταν κι αυτός από εκείνους που αλλαξοπιστούσαν και έμεναν με τη θέλησή τους στην υπηρεσία του Καπουδάν πασά για να κάνουν καλύτερη τη ζωή τους και ν’ απαλλαγούν από τη φτώχεια και τη σκλαβιά. "Ο Σταυρής είναι μετά των Αγίων εις την παράδεισο", είπε με βεβαιότητα η κυρά Σοφιά στην πικραμένη της φίλη. Όλες κούνησαν το κεφάλι τους για να συμφωνήσουν. Καμιά τους δεν ήθελε να πιστέψει πως ο γιος της Μπίας, ο λεβέντης ο Σταυρής, είχε διαλέξει τον εύκολο δρόμο να τουρκέψει. § Τα νέα για την άφιξη του Τούρκικου πολεμικού δημιούργησαν τη συνηθισμένη νευρικότητα στους κατοίκους του νησιού. Η αγωνία τους κάθε χρόνο ήταν η ίδια. Θα έφταναν τα γρόσια, που είχαν μαζέψει, για να πληρωθούν τα χαράτσια ή ο τεφτέρ-­‐αγάς του Καπουδάν πασά θα έβρισκε τρόπους να γυρέψει κι άλλα; Αυτή η ιστορία με την περισυλλογή του κεφαλικού φόρου ήταν ο αβάσταχτος εφιάλτης τους. Ιδιαίτερα την προηγούμενη δεκαετία. Τότε που διοικητικός επόπτης του νησιού ήταν ένας Υδραίος κοτζαμπάσης, ο Ευγενέστατος Γιώργης Δήμα Βούλγαρης, ο οποίος μάζευε τους φόρους για λογαριασμό τού Καπουδάν πασά. Σκληρός άντρας, έκανε τις δουλειές του με το καμουτσί συνήθως. Τον έτρεμαν και οι πέτρες. Ήταν τόσο ανελέητος που είχε μαστιγώσει μέχρι θανάτου κάποιον απείθαρχο στην παραλία της Ύδρας, για παραδειγματισμό των υπολοίπων. Οι Ποριώτες δεν τολμούσαν να τον ξεγελάσουν, όπως προσπαθούσαν να κάνουν τώρα με τους Τούρκους. Φοβούνταν και τη σκιά

122


του. Άνοιγαν τα πουγκιά τους δίχως αντίρρηση και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του. Μετά το θάνατό του, το '12, ο κόσμος ανάσανε με ανακούφιση. Την περισυλλογή των φόρων ανέλαβαν οι δημογέροντες του Πόρου, αλλά κι εκείνοι δεν πήγαιναν πίσω. Ήταν υποχρεωμένοι να πιέζουν τον κόσμο, για να μαζέψουν τα χαράτσια που απαιτούσε ο κατακτητής. Ο καπετάν Βαγγέλης ήταν στην Καγκελαρία του Kοινού του Πόρου όταν έμαθε τα νέα για το Τούρκικο πολεμικό. Είχε πάει να του σφραγίσουν την άδεια, για να φορτώσει λεμόνια στη μεγάλη σκάλα μπροστά στο λεμονοδάσος, όπως όριζαν οι καινούργιοι νόμοι του νησιού. Με την ευκαιρία θα έπαιρνε και το χαρτί της Καγκελαρίας που πιστοποιούσε με τη βούλα της πως έκανε νόμιμες δουλειές και η σκούνα του δεν ήταν σκάφος πειρατικό. Στον προθάλαμο της Καγκελαρίας ήταν μαζεμένοι κάμποσοι, για να δουν τους δημογέροντες. Άλλοι για να κάνουν κάποια αγοραπωλησία, άλλοι για δικαστικές διαφορές κι άλλοι για να επισφραγίσουν κάποια εμπορική συμφωνία. Εκείνο το απόγευμα υπήρχε ασυνήθιστη ένταση. Από την αίθουσα όπου συζητούνταν οι δικαστικές υποθέσεις ακούγονταν φωνές αγανάχτησης. Ο καπετάν Βαγγέλης αναγνώρισε τη φωνή του Κώστα του Πασχάλη, τον οποίο είχε κάποτε ναύτη στη Φανερωμένη. Όπως τον πληροφόρησαν οι άλλοι, που ανυπομονούσαν κι αυτοί να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις τους , είχε κληρονομήσει τον μακαρίτη τον πατέρα του τον κυρ Γιάννη και τώρα αρνιόταν να πληρώσει τα χρέη που είχε αφήσει πεθαίνοντας. Επειδή η υπόθεση τραβούσε σε μάκρος, οι κουρασμένοι από την αναμονή συντοπίτες του, τον

123


γιουχάιζαν μπας και φιλοτιμηθεί να καταλάβει το αυτονόητο. Μετά από μεγάλη καθυστέρηση, λύγισε τελικά το μουλαρίσιο του πείσμα. Οι δημογέροντες τον κατάφεραν να συναινέσει να πουληθούν τα αμπέλια και οι ελιές του πατέρα του και να κρατήσουν οι δανειστές τα χρωστούμενα, με την απειλή πως θα του έκαιγαν το σπίτι αν δεν συμμορφωνόταν. Η υπόθεση του Πασχάλη, όμως, ήταν και η τελευταία που εξέτασαν οι προεστοί. Ο γραμματέας της Καγκελαρίας, ο Γιώργης Παπακυριακού, βγήκε στον προθάλαμο και είπε ότι δεν προλάβαιναν να ασχοληθούν με άλλες υποθέσεις. Τους περίμενε μια πολύ πιο σοβαρή δουλειά να κάνουν. Η άφιξη του πολεμικού είχε σημάνει συναγερμό και στην Καγκελαρία. “Άϊντε, σύρτε στο καλό”, τους είπε. “Φάνηκαν οι αφεντάδες να εισπράξουνε το μαξούλι τους. Έχομε λογαριασμούς να κάμομε για τα γρόσια οπού συνάξαμε να είν’ σωστά μετρημένα και συνφώνως προς την απληστίαν των”. Δεν υπήρχε κανείς που να μην καταλάβαινε τι σήμαιναν όλα αυτά. Οι υπεύθυνοι της Καγκελαρίας έπρεπε να ξανακάνουν τους λογαριασμούς τους και να ετοιμάσουν τις δικαιολογίες τους για να είναι έτοιμοι να αντικρούσουν τις συνήθως παράλογες απαιτήσεις των κατακτητών. Με καλοπιάσματα και με σκυμμένα κεφάλια έπρεπε να γλυτώσουν τα παραπάνω δοσίματα, που πάντα ζητούσαν, και να παραδώσουν μονάχα όσα αντιστοιχούσαν στο χρέος του νησιού. Μουρμουρίζοντας αναθέματα οι Ποριώτες, φόρεσαν τα σκουφιά τους, έφτιαξαν τα ζωνάρια τους κι άρχισαν ν’ αδειάζουν το χώρο ανήσυχοι. Αναρωτιούνταν τι τους

124


περίμενε τούτη τη φορά, πόσα μπαξίσια και δοσίματα θα απαιτούσε πάλι ο πασάς του Αιγαίου και πόσες παράλογες αυξήσεις είχε μηχανευτεί το άπληστο μυαλό του. Το ίδιο βιολί κάθε χρόνο. Στύβονταν για να μπορούν να έχουν αυτή τη μικρή ανεξαρτησία που απολάμβαναν. "Κακό σαμάρι στη ράχη μας γενήκαν οι αντίχριστοι", είπε με αγανάχτηση ο γέρο Κοσμάς ο Αλιφαντής. Παρά τα ρευματικά του είχε έρθει στην Καγκελαρία να κληροδοτήσει στην ανεψιά του την Αντριάνα το πατρογονικό του σπίτι επειδή η κοπέλα είχε αναλάβει να τον γηροκομήσει. "Υπάρχει Θεός και γλιέπει", είπε ο μπάρμπα Γιωργάκης ο Καραδήμας. Έφευγε κι αυτός άπραγος. Είχε έρθει να πουλήσει δυο ρίζες ελιές κι ήταν σκασμένος με την αναβολή επειδή είχε ανάγκη τους παράδες. "Υπάρχουν κι ανθρώποι οπού γνοιάζουνται δια το γένος", ακούστηκε τότε ο κυρ-­‐Μάνθος ο Πιπίνος. Ήταν μια φράση που λεγόταν συχνά εκείνη την εποχή και όλοι έστρεψαν τα βλέμματά τους πάνω του, μήπως είχε τίποτα νεότερα. Εκείνος περιορίστηκε να δείξει με το δάχτυλό του τον ουρανό. "Αυτός κει πάνω θα δώκει τέλος εις τον παιδεμόν μας", είπε. "Ας τους φωτίσει ούλους ο Θεός να πράξουν συνφώνως προς την λογικήν", είπε τότε ο μπάρμπα-­‐Γιωργάκης. Ήταν μικρός το ‘70, όταν έγιναν τα Ορλωφικά. Θυμόταν, όμως, καλά τις σφαγές στο Μοριά, γιατί τότε ζούσε με τους δικούς του στο Βαλτέτσι. Οι Αλβανοί δεν είχαν αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Κι αυτός ο εφιάλτης θα τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. Ο καπετάν Βαγγέλης έμεινε πίσω, τελευταίος, ελπίζοντας να κάνει τη δουλειά του. Δεν χρειαζόταν τη δίκαιη κρίση κανενός κι ούτε θα έπαιρνε πολύ χρόνο, για να

125


του φτιάξουν δυο βεβαιώσεις. Η φασαρία, όμως, που ακούστηκε από το δρόμο τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Τα βαριά και πειθαρχημένα βήματα στο πλακόστρωτο μπροστά από τη Καγκελαρία σήμαιναν πως οι αντίχριστοι στρατιώτες είχαν κιόλας φτάσει. “Κόπιασε αύριο, καπετάνιε”, τον παρακάλεσε αναστατωμένος κι ο γραμματέας. Ο καπετάν Βαγγέλης βγήκε βιαστικά στο δρόμο. Δεν είχε καμιά διάθεση να τους συναντήσει. Με την άκρη του ματιού του, ωστόσο, είδε την Τούρκικη συνοδεία να ζυγώνει στην Καγκελαρία. Το θέαμα δεν ήταν καινούργιο. Κάθε χρόνο τους έβλεπε ν’ αρπάζουν το βιος του τόπου του, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσε ιδιαίτερα ταπεινωμένος. "Ως πότε θα βαστάξει τούτο το χάλι", μουρμούρισε και βιάστηκε να απομακρυνθεί από κοντά τους. Με μιαν ανάσα ανέβηκε τα σκαλάκια ως το Καστέλι και μπήκε στο σπίτι του με χαλασμένη διάθεση. Αν τον έπιανες από τη μύτη θα έσκαγε. Κάθισε σ' ένα σκαμνί στην κουζίνα και εκνευρισμένος σκεφτόταν τους συμπατριώτες του Φιλικούς. Ότι κι αν έλεγαν στις συγκεντρώσεις, ότι κι αν λογάριαζαν να κάνουν, όσους όρκους και να έπαιρναν, ακόμα στα λόγια βρίσκονταν. Ο Τούρκος έμπαινε ανενόχλητος στα σπίτια τους και διαφέντευε τις ζωές τους. «Άει στον διάβολο», μούγκρισε κάτω από τα μουστάκια του. Με τα νεύρα που είχε ήταν ικανός να κάνει τα πάντα. Ένα ίχνος τρέλας ακόμα χρειαζόταν για να ξεχάσει σπίτι και οικογένεια και να μην αφήσει Τούρκο για Τούρκο στην παραλία. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή εμφανίστηκε η Βασιλική. Η γλυκιά της μορφή έμοιαζε με τη φωνή της λογικής που ερχόταν να τον συνετίσει, αλλά έκανε λάθος. Τον φούντωσε

126


κι αυτή. Κάθισε κοντά του και βάλθηκε να τον ρωτάει για τον όρκο που είχε δώσει και τους ανθρώπους που σχεδίαζαν τον ξεσηκωμό του Έθνους. Με το ηφαίστειο που έβραζε μέσα του, ο καπετάν Βαγγέλης ξέχασε πως η κόρη του δεν έπρεπε ν’ ανακατεύεται στις αντρικές δουλειές κι ικανοποίησε όλες της τις απορίες. Απάντησε σε κάθε ερώτηση που του έκανε και της μίλησε για την οργάνωση των Φιλικών, για τον επερχόμενο ξεσηκωμό του Γένους και για την ελευθερία που δεν θα αργούσε να έρθει «για να γλυτώσουν οι Χριστιανοί από τους παιδεμούς των Τούρκων».Έτσι ξαναμμένο όπως τον είδε η Βασιλική άρπαξε την ευκαιρία της. Καιρό τώρα τον έτρωγε να την πάρει να δει τη σκούνα τους από κοντά και κείνο το βράδυ τον κατάφερε. Μέσα στα κύματα της αγανάχτησής του, ο καπετάν Βαγγέλης δεν έβλεπε παρά μονάχα βόλια και μπαρούτι μπροστά του και χωρίς να το πολυσκεφτεί της έδωσε μιαν υπόσχεση για την οποία, σύντομα, θα μετάνιωνε. Την επομένη το πρωί κατηφόρισαν μαζί τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν ως την παραλία. Ο μολυβής ουρανός έδινε μουντό χρώμα στην ημέρα, αλλά δεν έκανε κρύο. Φυσούσε μονάχα ένα ελαφρύ βοριαδάκι που υποσχόταν να φουσκώσει καλά τα πανιά της βάρκας τού Νικόλα του Γκίκα και να φτάσουν σύντομα στο νεώριο. Ο Νικόλας ήταν γείτονας και ο καπετάν Βαγγέλης τον προτιμούσε για τις μικρές του διαδρομές στον κόλπο τού Πόρου. Μόλις έφτασαν στην παραλία κοίταξε να δει πού είχε αράξει, αλλά μέσα σε δευτερόλεπτα του κόπηκε η ανάσα. Στα ξύλινα μαδέρια της προκυμαίας, δίπλα στη βάρκα του Νικόλα, μια λέμβος από το Τούρκικο πολεμικό έβγαζε στρατιώτες στη στεριά. Όλο το τσούρμο εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του

127


κι ο καπετάν Βαγγέλης τα 'χασε για μια στιγμή. Αγκάλιασε την κόρη του κι έκανε στην άκρη να τους αφήσει να περάσουν, αλλά προς μεγάλη του δυσαρέσκεια εκείνοι σταμάτησαν μπροστά του. Ο νεαρός αξιωματικός που ήταν επικεφαλής τους, σήκωσε το χέρι του κι οι άνδρες του, οχτώ στρατιώτες με κοκκινωπές στολές και μακριές χατζάρες, ακινητοποιήθηκαν. Δίπλα στον αξιωματικό στεκόταν ένας άντρας με μακρύ καφτάνι και χρυσοστόλιστο σαρίκι στο κεφάλι. Από το άπληστο βλέμμα του καταλάβαινες πως θα ήταν ο ταμίας, που μάζευε το χρήμα. Τα επόμενα δευτερόλεπτα έσπασαν καρδιές. Ο καπετάν Βαγγέλης παρακολούθησε με αγωνία τα μάτια του Οθωμανού που είχαν καρφωθεί επάνω στην κόρη του και την περιεργαζόταν με ύπουλο χαμόγελο. Ντυμένη με το μακρύ της φουστάνι η Βασιλική, το κεντημένο της γιλέκο, τη μάλλινη εσάρπα της ριγμένη στους ώμους και πολύχρωμες κορδέλες τυλιγμένες στα μαλλιά της, έμοιαζε με ανοιξιάτικο λουλούδι. Ο Αξιωματικός κράτησε για κάμποση ώρα το βλέμμα του επάνω της και μετά τη ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά ποιό ήταν το όνομά της. Η κοπέλα τα ‘χασε στην αρχή, αλλά δεν έπαψε να τον κοιτάζει με θάρρος στα μάτια. Τα νιάτα της της επέτρεπαν αυτή την άγνοια κινδύνου. Μπροστά της εξάλλου έβλεπε έναν ωραίο άντρα, καλοντυμένο κι εντυπωσιακό μέσα στη στρατιωτική στολή του. “Μιλάει Ρωμαίικα! Κατέχει τη γλώσσα μας!”, γύρισε και είπε στον πατέρα της. “Ήταν και δική μου γλώσσα κάποτε”, είπε αμέσως εκείνος σοβαρός. Η Βασιλική πάγωσε. Έβαλε το χέρι της στο στόμα για να μην της φύγει η κουβέντα, που έφτασε αυθόρμητα μέχρι τα

128


χείλη της. Ήταν ένας εξωμότης και καμάρωνε! Σαν δεν ντρεπόταν! “Α!!” είπε μονάχα και κούνησε το κεφάλι της με οίκτο. Ο καπετάν Βαγγέλης της έριξε μια σκληρή ματιά και την άρπαξε απότομα να φύγουν. Ο Αξιωματικός, όμως, τους σταμάτησε πάλι και ζύγωσε κοντά στην κοπέλα. “Ο Αλλάχ σ’ έδωκε πολλά δώρα. Όλα, όμως, ανήκουν εις τον αφέντη σου, τον πολυχρονεμένο μας Σουλτάνο”, είπε κι άπλωσε το χέρι του να της χαϊδέψει το μάγουλο. Τέτοιο λάφυρο δε θα το άφηνε ποτέ να πάει χαμένο. Ο Καπουδάν πασάς θα τη δεχόταν με ευχαρίστηση στο χαρέμι του, ίσως και να την έστελνε πεσκέσι στον ίδιο τον Σουλτάνο. Η χειρονομία του Αξιωματικού προκάλεσε αμέσως σεισμό στην παραλία. Το ηφαίστειο μίσους που κόχλαζε μέσα στην ψυχή του καπετάν Βαγγέλη εξερράγη κι ο Ποριώτης ναυτικός έκανε να ορμήσει πάνω στον Τούρκο. Η Βασιλική αντιλήφθηκε έγκαιρα την πρόθεσή του και μπήκε μπροστά του για να τον εμποδίσει να αυτοκτονήσει. Ταυτόχρονα από το στήθος της βγήκε μια κραυγή απελπισίας. Τα ουρλιαχτά της κατακερμάτισαν την ηρεμία του πρωινού. Το πλήθος του κόσμου, που βρίσκονταν στην παραλία -­‐ αγωγιάτες, χαμάληδες, ναύτες, έμποροι και μαγαζάτορες-­‐ σήκωσαν ψηλά το κεφάλι τους ξαφνιασμένοι. Οι φωνές τής Βασιλικής ήταν σαν τους αφύπνιζαν από κάποιο λήθαργο. Ήχησαν στ’ αυτιά τους σαν το κάλεσμα που προσδοκούσαν αιώνες. Πήραν το βλέμμα της δουλείας τους από το χώμα, κι ανταποκρίθηκαν δίχως σκέψη. Άρχισαν να κυκλώνουν τους Οθωμανούς, σαν την φουσκοθαλασσιά, που μπορεί να σε πνίξει μέσα στην απατηλή ακινησία της.

129


Ο ταμίας του Καπουδάν πασά, άνθρωπος πρακτικός, που βιαζόταν να βάλει στο χέρι του τα γρόσια του νησιού, αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της κατάστασης και έριξε μια μακριά, ενοχλημένη ματιά στον Αξιωματικό. “Δεν ήρθαμε εδώ να ξεσηκώσουμε τους ραγιάδες", του είπε. "Ας εισπράξουμε τα χαράτσια πρώτα κι ύστερα κάνε ότι θέλεις με την ομορφούλα σου”. Εκείνος αμφιταλαντεύτηκε λιγάκι, αλλά στο τέλος κατάπιε τον εγωισμό του. Κατάλαβε πως έπρεπε να ενεργήσει με σωφροσύνη. Οι ραγιάδες είχαν σηκώσει κεφάλι τελευταία κι αυτό φαινόταν σε κάθε τόπο που πήγαιναν, για να εισπράξουν τους φόρους. Κοιτούσαν λοξά, ύπουλα και αγαναχτισμένα, χωρίς να σκύβουν και πολύ το κεφάλι τους μπροστά του. “Θα σμίξομε ξανά”, είπε στην εξαγριωμένη Βασιλική. Μετά έκανε νόημα στη συνοδεία του να πάνε προς την Καγκελαρία. Το πλήθος διαλύθηκε κι αυτό σιγά-­‐σιγά και σε λίγο η ένταση για το ασυνήθιστο συμβάν μεταφέρθηκε στα μαγαζιά της παραλίας, στα καταστρώματα των καϊκιών και στους καφενέδες, που γέμιζαν από το πρωί με ξέμπαρκους ναυτικούς, άνεργους μεροκαματιάρηδες και ηλικιωμένους, απόμαχους της ζωής. Στο καφενείο όπου σύχναζε ο γέρο-­‐Λέκκας, παλιός ναυτικός και καθημερινός θαμώνας του, η κουβέντα είχε ξεφύγει από την απλή γκρίνια. “Θα μας το βαστάσουν”, ισχυρίστηκε και θύμισε στην παρέα του πικρές ιστορίες από τον ξεσηκωμό τού ’70. Ο μπάρμπα-­‐ Λάζαρος, όμως, βαρκάρης ακόμα στα εβδομήντα πέντε του, ξέσπασε σε μια στιγμή και τον διαολόστειλε.

130


«Κόψε, ωρέ μαύρε, το μοιρολόι. Δεν βγάνει πουθενά», του φώναξε. Αυτή η αγαναχτισμένη, θαλασσινή φωνή φανέρωσε τα αληθινά αισθήματα των θαμώνων. "Σιμά είν' η λευτεριά, γέρο Λέκκααα!», του φώναξαν κάτι νεαροί ναυτικοί. "Τα φάγαν τα ψωμιά των οι Οσμανλήδες ‘δω χάμου, γέρο Λέκκααα!". Η αίθουσα γέμισε τότε με βρισιές και κατάρες. Μαζί με τους Οθωμανούς, η μπάλα πήρε και τους προεστούς. Μερικοί τα έβαλαν και με την εκκλησία, μιλώντας ψιθυριστά, όμως. «Άιντε, να λευτερωθούμε να πάψει η φτώχεια κι ο παιδεμός», είπε με ελπίδα ένας Βαλτετσιώτης τσαγκάρης. «Να δώκει ο Θεός», ευχήθηκαν πολλοί, δείχνοντας προς τον ουρανό. Κάποιοι έκλεισαν τα μάτια, σαν να φαντάζονταν κιόλας την ελευθερία. Ήταν το όνειρο με το οποίο ζούσαν. Να έρθει η μέρα να κάνουν κουμάντο στη ζωή τους, δίχως αφέντη, δίχως ταπεινώσεις, δίχως υποχρεώσεις. «Να μη δίνομε λογαριασμό σε κανένα μεμέτη, μήτε πασά, μήτε κοτζαμπάση», φώναξε κι ο ίδιος ο Σάκαινας πάνω από τη φουφού που έψηνε τους καφέδες. Τη φόρα τούς την έκοψε ένας φουστανελοφόρος, τσοπάνης από το Δαμαλά. Ίσιασε πρώτα την γαριασμένη του φουστανέλα, έστριψε το τσιγκελωτό του μουστάκι κα με τη βροντερή του φωνή βάλθηκε να τους χαλάσει τα όνειρα. “Μην παίρνουν, ωρέ, τα μυαλά σας αγέρα", είπε. "Κι η λευτεριά, σκλαβιά θε να 'ναι πάλι. Καινούργιοι αφεντάδες θα κάτσουν στο σβέρκο σας, να σας αρμέγουν". Ήταν βαρύς κι απογοητευμένος επειδή δεν είχε καταφέρει να πείσει την Καγκελαρία, να μπατσίσει τα χαράτσια, που του ζητούσαν οι φοροεισπράκτορες, με

131


κάμποσα κεφάλια από τα ζωντανά του. Τα γρόσια δε έβγαιναν εύκολα και προτιμούσε να τα φυλάει κάτω από το στρώμα του, ενώ τα πράματα -­‐οι γίδες και οι προβατίνες -­‐ του έρχονταν τσάμπα αφού τρέφονταν από το γρασίδι του Θεού. Δεν του έδωσε κανείς σημασία. Έτσι κι αλλιώς αγράμματος ήταν κι όλοι βρήκαν ανόητους τους ισχυρισμούς του. Μονάχα ο γέρο-­‐Λέκκας του απάντησε. Πληγωμένος, μετά τις επιθέσεις που είχε δεχτεί, ήθελε να έχει αυτός τον τελευταίο λόγο. "Η λευτεριά, είναι λευτεριά, τσέλιγκά μ’ και ελόγου μας θα την κάμομε ότι θέλομε", του είπε. § Στη βάρκα του Γκίκα ο καπετάν Βαγγέλης μπήκε τρέμοντας από το θυμό του. "Σήκωσε πανί να σαλπάρομε", του είπε αγριεμένος και ύστερα πήρε κοντά του την κόρη του και την αγκάλιασε με τρυφερότητα, που έδειχνε σπάνιες φορές στη ζωή του. Αυτός ο γιουρούκης, ο αλλαξόπιστος Αξιωματικός, τον είχε τρομάξει. Είχε ζωντανέψει στη μνήμη του παλιές πληγές, από την εποχή που οι Μπερμπερίνοι πειρατές άρπαζαν κοπέλες από τα νησιά του Αιγαίου και τις πουλούσαν για παλλακίδες στους πασάδες της Ανατολής. Δεν ήθελε ούτε να τη σκέφτεται μια τέτοια τύχη για τη δική του την κόρη. Η άπληστη ματιά, όμως, του Αξιωματικού τον είχε βάλει σε σκέψεις. Αυτός ο αντίχριστος δεν το είχε και πολύ να αρπάξει τη Βασιλική. Ποιος θα τον εμπόδιζε να το κάνει; Δεν υπήρχε ούτε νόμος, ούτε δικαστήριο να βρει το δίκιο του ο υπόδουλος Έλληνας. Κι όσο τα γεγονότα τριγύριζαν στο μυαλό του, τόσο μεγάλωνε η βεβαιότητά του πως μ' αυτό τον εξωμότη θα είχαν άσχημα ξεμπερδέματα.

132


Όταν έφτασαν στο καρνάγιο το είχε πάρει απόφαση να κρύψει τη Βασιλική, μέχρι να τσακιστεί το Τούρκικο να φύγει από τον Πόρο. Την ίδια γνώμη είχε και ο αρχιεργάτης του νεωρίου, ο μαστρο-­‐Μιχάλης ο Καλής. Ήταν κι αυτός αδελφός στον υπέρ της πατρίδας αγώνα, βλάμης, πρόσφατα μυημένος στην Εταιρεία. Μόνο που δε συμφωνούσε να την κρύψουν μέσα στη σκούνα, όπως ήθελε ο καπετάν Βαγγέλης. "Πρώτα εκεί θα ψάξουν οι μεμέτηδες", του είπε. Η Βασιλική τους άκουγε που μιλούσαν, αλλά δεν έδινε καμιά σημασία στον προβληματισμό τους. Τον Τούρκο τον είχε ξεχάσει πια και κοιτούσε απογοητευμένη τη σκούνα τους. Είχε συνηθίσει να τη βλέπει μέσα στο νερό, αρχοντική, υπερήφανη, με τα πανιά της φουσκωμένα ν’ αγκαλιάζονται με τον αέρα και την πλώρη της να σκίζει με ορμή το θαλασσινό νερό. Πάνω στη σχάρα του ναυπηγείου τώρα της φάνηκε σαν λαβωμένο πουλί που προσπαθούσαν να το συνεφέρουν. Μάστορες και εργάτες με στήθια γυμνά και μπράτσα ξεμανίκωτα, ήταν ανεβασμένοι πάνω σε σκαλωσιές και καλαφάτιζαν τους αρμούς της, βουτηγμένοι στον ιδρώτα και το κατράμι. “Αν γίνει ανάγκη θα τους βαρέσουμε”, είπε ο καπετάν Βαγγέλης, αποφασισμένος να ταμπουρωθεί πίσω από τα κανόνια του, για να σώσει την τιμή του. Μαθημένοι κι οι ναύτες του στην ανεξαρτησία της θαλασσινής ζωής τάχθηκαν μαζί του. Ο μαστρο-­‐Μιχάλης, όμως, επέμενε. "Δεν ωφελάει να κάμομε τέτοιες αποκοτιές», είπε. «Είναι αναντίον της λογικής και θα αφανιστούμε αδίκως". Αντί για ένοπλη αντίσταση, έριξε την ιδέα να την κρύψουν πάνω στο βουνό. Κοντά στα ερείπια του ναού του Ποσειδώνα είχε ένα καλύβι όπου κοιμόταν όταν χτυπούσε τα πεύκα του για να

133


βγάλει το ρετσίνι τους. Παρέα με μερικούς άνδρες από τη σκούνα, η κοπέλα μπορούσε να μείνει εκεί μέχρι να φύγει το τούρκικο πολεμικό και περάσει η μπόρα. Στον καπετάν Βαγγέλη δεν άρεσε η σκέψη να αφήσει την κόρη του στις ερημιές με νεαρούς αρσενικούς, αλλά εκείνη που φρύαξε, ήταν η Βασιλική. Είχε ακούσει ιστορίες και ιστορίες για όσα συνέβαιναν με τις νεράιδες και τα άλλα ξωτικά στις πηγές τα μεσάνυχτα, που έκαναν το μυαλό της να παραλύσει. Ο φόβος της, όμως, εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, όταν άκουσε ότι στη συνοδεία της θα βρισκόταν και ο Γιάννος. Το γεγονός πως θα τον είχε κοντά της για τόσες πολλές ώρες ή ακόμα και μέρες, αποδείχτηκε ισχυρό κίνητρο για να αψηφήσει τον τρόμο που της προκαλούσε το βουνό και τα αερικά του. Κόντευε μεσημέρι όταν ξεκίνησαν για το κρησφύγετο του μαστρο-­‐Μιχάλη. Εκτός από τον Γιάννο, στην ομάδα προστασίας συμμετείχαν ο Νικόλας του παπα-­‐Καραμάνου και ο Πέτρος του κυρ Σταμάτη του Θεοφάνους, άνθρωποι έμπιστοι του καπετάν Βαγγέλη. Ζώστηκαν τα κουμπούρια τους, έβαλαν σ’ ένα ταγάρι δυο καρβέλια ψωμί, μερικές χούφτες ελιές και κάμποσα κρεμμύδια για προσφάι κι έφυγαν. Μαζί τους πήραν και το καραβόσκυλό τους, τον Βελή. Έλπιζαν να τους βοηθήσει να χτυπήσουν και καμιά πέρδικα εκεί πάνω στο βουνό. "Να βάνετε καραούλια", τους ορμήνεψε ο καπετάνιος τους καθώς τους κατευόδωνε γεμάτος ανησυχία. § Αργά το βράδυ όταν ο καπετάν Βαγγέλης γύρισε στο σπίτι του είχε ετοιμάσει μια καλή δικαιολογία να πει στη γυναίκα του για την απουσία της Βασιλικής. Δε χρειάστηκε,

134


όμως, να την χρησιμοποιήσει. Τον περίμενε μια ανεπιθύμητη έκπληξη εκεί πέρα. Καθισμένους στη σάλα του βρήκε τρεις από τους προεστούς του νησιού, που δεν είχαν καμιά δουλειά να είναι τέτοια ώρα εκεί. Ο λογοθέτης Κωστής Δουζίνας, ο καπετάν Νικόλας Κωκοβήλας και ο Χατζηαναστάσης Μάνεσης τον υποδέχτηκαν με μούρες κατεβασμένες. Κι οι τρεις τους έμοιαζαν να έχουν γυρίσει από κηδεία. Μπροστά τους είχαν απείραχτο το γλυκό κουταλιού και τη μαστίχα που τους είχε τρατάρει η σπιτονοικοκυρά. “Ποιος άνεμος σας έφερε κατά δώθε;” τους ρώτησε. Τον είχαν ζώσει τα φίδια, κιόλας. Μονάχα κακά μαντάτα θα είχαν έρθει να του φέρουν. “Αυτείνοι οι αντίχριστοι γυρεύουν να τους δώκουμε τη Βασιλική”, είπε λακωνικά ο καπετάν Νικόλας ο Κωκοβήλας, μπαίνοντας κατ’ ευθείαν στο θέμα. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν πιο βαριά από τα λόγια του. Για κάμποση ώρα είχαν όλοι τους τα βλέμματα καρφωμένα στο πάτωμα με πρόσωπα ζαρωμένα, χωρίς να τολμούν να εξωτερικεύσουν τις σκέψεις τους. “Και του λόγου σας τι στοχάζεστε; Κρένετε ορθό να προσκυνήσομε πάλι; Να πάμε με τον ντορό τους;” ρώτησε ο καπετάν Βαγγέλης περιφέροντας το βλέμμα στους επισκέπτες του. Ο λογοθέτης Κωστής Δουζίνας κούνησε το κεφάλι του για να αποποιηθεί μια τέτοια κατηγορία. “Ήρθαμε να σου ξηγήσουμε τα τρέχοντα», του είπε. «Να συλλογιστούμε από κοινού. Να διορθώσομε τα κακώς γενόμενα και να γλυτώσομε από τα απάνθρωπα σκέδια των Τούρκων”. Ο καπετάν Βαγγέλης ένιωσε τις κουβέντες του να τον τρυπούν σαν μαχαιριές. Τον κατηγορούσε μάλλον για την

135


απόφασή του να πάρει τη Βασιλική μαζί του στην παραλία μια τέτοια δύσκολη ημέρα, με τους Τούρκους να τριγυρίζουν στο λιμάνι. Σημασία, όμως, τώρα δεν είχε τι έλεγε ο λογοθέτης αλλά πόσα λύτρα είχαν ζητήσει εκείνοι, κατά τη συνηθισμένη τους πρακτική. Δεν αμφέβαλε πως θα εκμεταλλεύονταν με το παραπάνω μια τέτοια ευκαιρία για να τον ξεζουμίσουν. “Πληρώνω όσα κι αν απαιτεί η απληστία των”, είπε συμβιβαστικά. Οι επισκέπτες του, όμως, συνέχιζαν να τον κοιτούν σκεφτικοί, με συννεφιασμένο βλέμμα. «Δεν γυρεύουν παράδες. Το κορίτσι απαιτούν», είπε μετά από μακριά σιωπή ο Χατζηαναστάσης. Η καρδιά του καπετάν Βαγγέλη πήγε να σπάσει. Τα αυτιά του βούιζαν σαν να άκουγε τις ριπές μιας καταιγίδας που έφτανε πριν την ώρα της. “Τι λέτε, ωρέ!” είπε ταραγμένος. Εκείνοι επιβεβαίωσαν τη συμφορά μ’ ένα πένθιμο κούνημα του κεφαλιού τους. “Και του λόγου σας τι με ορμηνεύετε; Να απαρνηθώ το αίμα μου; Τη θυγατέρα μ’;” ρώτησε ξανά. Κανείς δεν του απάντησε, αλλά η έκφρασή τους έλεγε πως, εκτός από την κόρη του, έπρεπε να λογαριάσει και τις άλλες ζωές που θα έμπαιναν σε κίνδυνο. Από τέτοιες θυσίες ήταν μαθημένοι οι Ρωμιοί μέσα στην Οθωμανική επικράτεια. Είχαν γνωρίσει και πολύ χειρότερα πάνω στο πετσί τους. Αιώνες τώρα. Αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει κι ο καπετάν Βαγγέλης δεν είχε διάθεση να σκύψει το κεφάλι. “Ας κοπιάσουν, αν κοτάνε”, είπε. Αντιλαμβανόταν καλά τις δυσοίωνες σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό των συμπατριωτών του, αλλά σ’ αυτό δεν θα έκανε πίσω. Χτύπησε με δύναμη τη μπουνιά

136


του πάνω στο στρογγυλό σοφρά και σηκώθηκε όρθιος. “Δε θ’ αφήκω τους γιουρούκηδες να πάρουν μέσα από τα χέρια μου το ίδιο μου το αίμα», είπε. «Ελευθερία ή Θάνατος”, μούγκρισε μετά για να τους ξεκαθαρίσει ότι γι αυτόν η υποταγή είχε πάρει τέλος. “Μην χολιάζεις ωρέ Βαγγέλη!”, προσπάθησε να τον ημερέψει ο Χατζηαναστάσης. “Κάτι θα κατεβάσει η κούτρα μας. Θα πάμε και στ' Ανάπλι, να γυρέψομε δίκιο από τον Καδή”. Ο καπετάν Βαγγέλης ξεφύσηξε σκασμένος. Ήταν βέβαιος πως η κούτρα τους δεν επρόκειτο να κατεβάσει τίποτα. "Ο λόγος του ραγιά δεν πιάνεται, ανάντια εις τον Τούρκο, Χατζηαναστάση", του υπενθύμισε. Ο κατακτητής απαιτούσε και ο ραγιάς έπρεπε να συμμορφωθεί. “Ως πότε, ωρέ”, μούγγρισε αγανακτισμένος. Έβαλε μετά το κεφάλι του μέσα στις χούφτες του, έτοιμος να κλάψει. “Δεν αντέχω άλλους παιδεμούς, ωρέ, από τους Οσμανλήδες. Μας αφάνισαν από την τιμή μας και από το βιος μας. Μας μαγαρίσαν τις εκκλησιές μας και τις φαμελιές μας, ταπεινώσαν ολόκληρο το Γένος μας. Γίναμε κιοτήδες και ανάξιοι. Δε μαύρισε, ωρέ, το μάτι σας απ’ τ’ άδικο;» Οι άλλοι κουνούσαν το κεφάλι τους. Μια γκριμάτσα απελπισίας παραμόρφωνε τα χείλη τους. “Μαύρισε ωρέ Βαγγέλη, αλλά έχουμε ανάγκη από φρόνιμες σκέψεις”, είπε ο Κωστής Δουζίνας. “Η θεία χάρη έχει στραβώσει ως σήμερα τους Τούρκους και η Εταιρεία απλώνεται ολούθε. Υπομονή, αδερφέ μου. Προς ώρας δεν έχομε τα αναγκαία του πολέμου και σ’ αυτείνη την κατάσταση, ανέτοιμοι ακόμα, θα μας αφανίσουν οι Οσμανλήδες”.

137


Για τον καπετάν Βαγγέλη το πρόβλημά της σκλαβιάς είχε γίνει πολύ προσωπικό τώρα. Γι’ αυτό και στράφηκε εναντίον τους σαν να ήταν αυτοί υπεύθυνοι της συμφοράς του. “Όσο κιοτεύετε και μοιρολογάτε, άσπρην ημέρα δε θα ίδούμεν”, τους είπε με φωνή που έμοιαζε με λυγμό. “Με κρύο κεφάλι, ωρέ, δε ζεσταίνεται η καρδιά. Ας μπούμε μπροστά, ας κάμουμε μιαν αρχή, να αναποδογυρίσουμε την Τουρκιά και ν’ απαλλαγούμε από τους παιδεμούς τους”. Τα λόγια του τα κάλυψε βαριά σιωπή μέχρι που μίλησε ξανά ο Δουζίνας. “Γίνεται να κάμουμε του κεφαλιού μας;» ρώτησε. «Γίνεται να σηκώσομε τ’ άρματα δίχως συνεννόηση; Δίχως σκέδιο; Δίχως βοήθεια;" Ο καπετάν Βαγγέλης θυμήθηκε τότε τον Παπαφλέσσα. Στο σπίτι του Μάνεση τους είχε βεβαιώσει πως μια μικρή σπίθα χρειαζόταν για να πάρει φωτιά ο Μοριάς. Τόσο δα χρειαζόταν για να βγουν στον αγώνα οι Υδραίοι κι οι Σπετσιώτες με τα καράβια τους και να κατέβουν μετά και οι Ρώσικες στρατιές να αποτελειώσουν τον Τούρκο. «Ας γενούμε του λόγου μας η μικρή σπίθα», τους είπε με ενθουσιασμό. Ο Δουζίνας διαφώνησε αμέσως. Ήταν από κείνους που δεν έπαιρναν τα λόγια του Παπαφλέσσα τοις μετρητοίς. Από ανθρώπους του στην Πελοπόννησο είχε μάθει πως οι προεστοί εκεί δεν τον εμπιστεύονταν.. “Ο Παπαφλέσσας!”, είπε με σκεπτικισμό. “Οι κοτζαμπάσηδες έχουν όχτρια αναντίον του. Ως να φέρει γράμμα με βούλα, ότι ο Μόσκοβος και ο Καποδίστριας είναι συνταγμένοι μαζί μας, δεν σείεται φύλλο εις τον Μοριά».

138


Ο καπετάν Βαγγέλης άνοιξε τα χέρια του απαυδισμένος. Το πρόβλημά του ήταν άμεσο και δεν είχε καμιά όρεξη να κουβεντιάσει τις αντιπάθειες των κοτζαμπάσηδων, ούτε να συνταχθεί με τους δισταγμούς κανενός εχέφρωνα νοικοκύρη. "Με λογική και σωφροσύνη δεν αρχινάει ποτές κανείς ξεσηκωμός", είπε επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Παπαφλέσσα. Ένιωθε πως αυτός ήταν ο μόνος δρόμος που έπρεπε ν' ακολουθήσει. Θα έμπαινε μπροστά και όποιον έπαιρνε ο χάρος. “Αυτοί κακό χερόβολο κι εγώ κακό δεμάτι”, μουρμούρισε με πείσμα. Λίγο αργότερα όταν οι τρεις προεστοί έφυγαν από το σπίτι του, ήταν σχεδόν απελπισμένοι. Κανείς τους δεν ήθελε να σκέφτεται τη μέρα που θα ξημέρωνε. Σαν πατριώτες και σαν μέλη της Εταιρείας των Φιλικών θα παραστέκονταν με κάθε τρόπο στον αδελφό και συμπατριώτη τους, αλλά απέναντί τους θα είχαν και τους αμετάπειστους Τούρκους. Ανήμερα θεριά. Ότι κι αν τους είχαν τάξει το είχαν αρνηθεί με την απειλή να αφανίσουν τον τόπο, αν δεν έπαιρναν τη Βασιλική. Καθώς διέσχιζαν με τα φαναράκια τους τα σκοτεινά σοκάκια για να βγουν από το Καστέλι, σκέφτονταν ότι το μόνο που τους έμενε ήταν να ελπίζουν πως “ως άνθρωπος με πατριωτικήν συνείδησιν” ο καπετάνιος θα έκανε το καθήκον του, την ύστατη στιγμή, και θα γλύτωνε τόσο τη φαμίλια του όσο και το νησί από τις συμφορές που επικρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους. § Όλο το βράδυ ο καπετάν Βαγγέλης δεν έκλεισε μάτι. Έκοβε βόλτες πάνω-­‐κάτω στη σάλα, σαν φάντασμα, κι αναθεμάτιζε τον εαυτό του που είχε καταντήσει ένας ποταπός δούλος των Οθωμανών. Που ανεχόταν όλες αυτές τις προσβολές χωρίς να μπορεί να βρει πουθενά το δίκιο

139


του. Ήταν κουρέλι. Ποτέ πριν στη ζωή του δεν ένιωθε τόσο ασήκωτο το βάρος του ραγιά κι ήταν αδύνατο να το αντέξει. Από το νου του πέρασαν ένα σωρό παράλογες σκέψεις. Το είχε σχεδόν αποφασίσει να πάει μέσα στη νύχτα στο καρνάγιο και να ξεσηκώσει τους ανθρώπους του. Δεν θα ήταν δύσκολο να κάνουν ένα ρεσάλτο στην Τούρκικη φρεγάτα να τους σφάξουν στον ύπνο τους και να τους βάλουν μπουρλότο μετά. Το πυρωμένο του μυαλό, όμως, είχε και διαλείμματα λογικής. Ανάμεσα στα πολεμικά του σχέδια έφερνε και τη συνετή μορφή τού Χατζηαναστάση και αποσπάσματα από τον όρκο που είχε δώσει στην πατρίδα. Σκόρπιες προτάσεις που τον έβαζαν μπροστά στις ευθύνες του. “..ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισαθλία Πατρίς.....θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου...το όνομά σου οδηγός των πράξεών μου...” Παρά την έξαλλη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, συνειδητοποίησε πως μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο το νησί. Έπρεπε απλά να υπομείνει τη μοίρα του. Ξημέρωμα γλάρωσε λίγο πάνω στην ντιβανοκασέλα, αλλά δεν πρόλαβε να τον πάρει για τα καλά ο ύπνος. Σε μια στιγμή νόμισε πως άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο, κάτι σαν να σερνόταν φίδι στο πάτωμα και πετάχτηκε πάνω. Αφουγκράστηκε προσεχτικά την ησυχία της νύχτας και τότε άκουσε τον θόρυβο που έκαναν βαριά βήματα στο καλντερίμι. Σταμάτησαν κάτω από το παράθυρό του. Υποψιασμένος σηκώθηκε και παραμέρισε την κουρντίνα. Στο λιγοστό φως του λυκαυγούς είδε ένα τσούρμο άντρες να κινούνται σαν σκιές προς την εξώπορτα του σπιτιού του. Ανάμεσά τους του φάνηκε πως διέκρινε κι έναν δικό τους, τον Θανάση, τον γιο ενός τσοπάνη από τη στεριά, που τους

140


έφερνε συχνά γάλα στο σπίτι. Με το χέρι του υψωμένο το έδειχνε στους Τούρκους. “Τον σπιούνο”, μούγκρισε κι έτρεξε να σηκώσει τα παιδιά και τη γυναίκα του απ’ τα κρεβάτια τους. Δε χρειάστηκε να ξυπνήσει κανένα, όμως. Η απουσία της Βασιλικής και τα βήματά του πάνω-­‐κάτω στο πάτωμα της σάλας είχαν μεταδώσει και σ’ αυτούς τη νυχτερινή του αγωνία και παρέμεναν ξάγρυπνοι κι εκείνοι. Όρμησαν προς ένα πίσω πορτάκι, που έβγαζε στην αυλή της Μπίας κι από κει στα στενά δρομάκια του Κάστρου. Από κει έλπιζαν να βρουν τη σωτηρία τους, αλλά ο Εφιάλτης είχε προδώσει κι αυτό το πέρασμα. Έπεσαν μέσα στην αγκαλιά του εχθρού χωρίς καν να το καταλάβουν. Οι Τούρκοι στρατιώτες τους έσυραν στη μέση της μεγάλης αυλής. Εκεί τους ανάγκασαν να γονατίσουν. Ο αλλαξόπιστος Αξιωματικός πέρασε επιδεικτικά μπροστά από τον καθένα τους, σαν να εξέταζε το καινούργιο δουλικό προσωπικό του. “Γυρεύω τη θυγατέρα σου, τη Βασιλική. Δεν τη βλέπω εδώ!” είπε στον καπετάν Βαγγέλη ψυχρά. Ο Ποριώτης ναυτικός τον κοίταξε αμίλητος με μάτια που έσταζαν μίσος. «Λείπει», του απάντησε ξερά. Ο Αξιωματικός έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας και χωρίς άλλη λέξη πήγε και στάθηκε πίσω από τις δυο άλλες του κόρες, την Πελαγία και τη Μυρτώ. Και τα δυο ήταν κορίτσια στην εφηβεία τους. Έσφυζαν από ομορφιά και ζωή. Τους χάιδεψε για λίγο τα κεφάλια με τρυφερότητα, σαν να τα θαύμαζε ή να τα λυπόταν. Η κίνησή του δεν άφηνε περιθώρια παρανόησης. Μ’ ένα βογκητό πόνου η Μαριγώ έκανε να σηκωθεί να πάει κοντά τους, αλλά ένας

141


από τους στρατιώτες την άρπαξε από τα μαλλιά και την ακινητοποίησε ξανά στα γόνατά της. Τότε, στο λιγοστό φως της ημέρας που άρχισε να γεννιέται, άστραψε το στιλέτο τού Έλληνα εξωμότη. Με μια απότομη κίνηση το ακούμπησε στο λαιμό της Πελαγίας. “Θα την σφάξω σαν τραγί άμα δε φανερώσεις τη μεγάλη”, είπε στον καπετάν Βαγγέλη. Οι πνιχτές κραυγές τρόμου που βγήκαν από τα στόματα των αιχμαλώτων ήταν το πρελούδιο της τραγωδίας που επρόκειτο να παιχτεί σ’ αυτή την αυλή. Η καπετάνισσα Μαριγώ, η μικρή Μυρτώ, ο Πανάγος, κοιτούσαν τον πατέρα τους με μάτια γεμάτα θανατερή αγωνία. Δεν ήξεραν για τι πράγμα να τον παρακαλέσουν. Να σώσει την Πελαγία ή να προδώσει τη μεγάλη τους αδελφή. “Τη Βασιλική”, ούρλιαξε πάλι ο Αξιωματικός. Ο καπετάν Βαγγέλης δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή του. Ούτε είχε ικετέψει. Εκείνο το ξημέρωμα, όμως, έγινε χαλί να τον πατήσουν. Έσκυψε μπροστά, φίλησε τα πόδια τού γενίτσαρου και τον εξόρκισε στο όνομα της κοινής τους γενιάς, της Ελληνίδας μάνας που τον είχε γεννήσει, του Χριστού που κάποτε είχε κι εκείνος λατρέψει, να λυπηθεί τα παιδιά του. “Τη Βασιλική, αλλιώς η φαμελιά σου πάει χαμένη”, ήταν η απάντηση του Αξιωματικού. “Εσένα θα σ’ αφήκω ζωντανό να τους μοιρολογάς και να σιχαίνεσαι τα μούτρα σου οπού τους αφήκες να αποθάνουν”. Ο Καπετάν Βαγγέλης βουβάθηκε. Συνειδητοποίησε πως ήταν μάταια τα παρακάλια του. Απ’ αυτόν τον προδότη μονάχα αίμα και δυστυχία μπορούσε να περιμένει. Ασυνείδητα τότε αξιολόγησε το μέγεθος των κινδύνων, όπως έκανε στις φουρτούνες, κι έκρινε πως η Βασιλική ήταν

142


λιγότερο εκτεθειμένη. Ό,τι και να συνέβαινε, δεν την απειλούσε άμεσα ο θάνατος. Κούνησε το κεφάλι του συμβιβαστικά και παραδόθηκε νικημένος. Ο Τούρκος είχε επιβάλει ξανά τον ανελέητο νόμο της σκλαβιάς. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν χαράτσι, αλλά αίμα. “Καλά, ωρέ”, είπε ξέπνοα. Ύστερα αποκάλυψε, με λέξεις που έβγαιναν με το ζόρι από το στόμα του, την κρυψώνα της μεγάλης του κόρης. Την ίδια στιγμή οι λυγμοί της Μαριγώς και των άλλων παιδιών του έφταναν σαν κατάρες στ’ αυτιά του. Μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης, ο αξιωματικός πήρε το στιλέτο από το λαιμό της Πελαγίας, αλλά δεν απομακρύνθηκε από κοντά της. Έμεινε ακούνητος από πίσω της. Η Μαριγώ τον κοιτούσε με αγωνία να δει πότε θα ξεκουμπιστεί να φύγει, αλλά εκείνος την πλήγωσε ακόμα μια φορά. Με μια κίνηση, που έμοιαζε με καταδίκη σε θάνατο, έδειξε στους στρατιώτες του τα παιδιά και τους έκανε νόημα να τα πάρουν μαζί τους . “Τη γριά θα σου την αφήκω να σε γεροκομήσει”, είπε στον καπετάν Βαγγέλη με κακεντρέχεια. “Το αγόρι, όμως, θα το πάρω και τα θηλυκά σου... με τέτοια ομορφιά...θα πιάσουν πολλά!” Μέσα στην αγωνία του, ο καπετάν Βαγγέλης δεν κατάλαβε αμέσως τι γινόταν. Τη συμφορά που τον βρήκε τη συνειδητοποίησε όταν άκουσε την κραυγή πόνου της γυναίκας του. Τον τρύπησε σαν δολοφονικό βόλι. Γεμάτος τύψεις για τον όλεθρο που είχε σωρεύσει στην οικογένειά του σηκώθηκε αργά-­‐αργά στα πόδια του, έτοιμος να αποδεχτεί τον θάνατο “ως την άφευκτο τιμωρία του αμαρτήματός του”. Όρμησε σαν τρελός πάνω στον Αξιωματικό.

143


“Ούτε μπέσα, μήτε αντριλίκι δεν σου ‘χει απομείνει, ωρέ, προδότη”, του φώναξε. Πρόλαβε να τον αρπάξει από τον λαιμό και να τον σφίξει γερά. Για μια στιγμή πίστεψε πως θα κατάφερνε να τον πνίξει, αλλά εκείνος άντεξε την πίεση μέχρι που οι χατζάρες των στρατιωτών του έπεσαν πάνω στον καπετάνιο, σαν εκδικητικές ρομφαίες. Σε ελάχιστο χρόνο τον έκαναν κομμάτια. “Μ’ έφαες, προδότη της μάνας σου και του Θεού σου”, πρόλαβε μονάχα να πει πριν πέσει νεκρός πάνω στις πλάκες. Γύρω του απλώθηκε μια λίμνη αίμα κι ένα μακρύ ρυάκι που έφτασε μέχρι έξω τον δρόμο. Άναυδη η Μαριγώ απόμεινε να κοιτάζει μια το άψυχο κορμί του άντρα της και μια τους Τούρκους που της έπαιρναν τα παιδιά της. “Χαΐρι και προκοπή να μην ιδείτε ποτές σας”, τους καταράστηκε μόλις συνήρθε από τη σαστιμάρα της. Το αυτί των Τούρκων δεν ίδρωσε. Ούτε έδωσαν σημασία στις μούντζες της και στα παρακάλια της. Την παράτησαν να σέρνεται στα ερείπια που άφηναν πίσω τους και έφυγαν για ν’ αναζητήσουν τη Βασιλική. Στη μέση της έρημης αυλής η Μαριγώ στέρεψε γρήγορα από κατάρες και έπεσε λιπόθυμη πάνω στο ματωμένο κορμί τού άντρα της. Από κει τη μάζεψαν οι γειτόνισσες. Ξεθάρρεψαν και βγήκαν από τα σπίτια τους όταν οι δολοφόνοι του γείτονά τους είχαν αποχωρήσει. Την πήγαν στην κουζίνα μαζί με τη σορό του καπετάν Βαγγέλη για να τον συγυρίσουν κι αυτόν και να τον ετοιμάσουν για το τελευταίο του ταξίδι. Θέλησαν να πλύνουν και τα αίματα στην αυλή, αλλά η Μαριγώ τους το απαγόρεψε. Βουτηγμένη στα δάκρυα, τους είπε πως θα τα καθάριζε μόνη της, όταν σ’

144


αυτό τον τόπο ερχόταν κάποτε η ελευθερία ή ξανάσμιγε με τα παιδιά της. § Το καλύβι του μαστρο-­‐Μιχάλη ήταν ένα μικρό δωμάτιο, φτιαγμένο από λάσπη και ξύλα στη μέση του πευκοδάσους. Νωρίς το απόγευμα η Βασιλική με τη συντροφιά της το βρήκαν κοντά στα ερείπια του αρχαίου ναού του Ποσειδώνα. Κάποιες από τις ακτίνες του Απριλιάτικου ήλιου το έλουζαν ακόμα και μείωναν κάπως την ασκήμια του. Δεν μπορούσαν να λιγοστέψουν, όμως, την τσουχτερή μυρωδιά του ρετσινιού, που ερχόταν από μέσα του, ούτε την ακαταστασία που υπήρχε. Ουσιαστικά ήταν μια αποθήκη στην οποία ο μαστρο-­‐Μιχάλης είχε αποθηκευμένα εργαλεία της δουλειάς του και δοχεία με το παχύρευστο υλικό των πεύκων. Οι τρεις άντρες έβαλαν λίγη τάξη στο χάος της καλύβας ενώ η Βασιλική τους παρακολουθούσε συνοφρυωμένη. Ξαφνικά συνειδητοποίησε τι ακριβώς έκαναν: της ετοίμαζαν μια φυλακή. Της έδειχναν ποια θα ήταν σήμερα και πάντα η ζωή της κάτω από τον ζυγό τού Τούρκου. Ένα παγωμένο χέρι άγγιξε τη ραχοκοκκαλιά της και την έκανε ν’ αναρριγήσει. «Έτσι είναι», μουρμούρισε. Με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο θα ήταν πάντα κυνηγημένη. Για τον ένα λόγο ή τον άλλο ο Τούρκος δεν θα έπαυε ποτέ να την καταδιώκει. Θα τον έβλεπε στον ύπνο της και στο ξύπνιο της, βαθιά χωμένη στη σκιά της σκλαβιάς της. Ο Νικόλας μάζεψε ξύλα, άναψε το τζάκι και μαζεύτηκαν όλοι γύρω του για να φάνε. Δεν είχαν και πολύ όρεξη, αλλά τσίμπησαν λίγο χαζεύοντας τη λαμπερή φωτιά του και το τρίξιμο των ξύλων του πεύκου.

145


Ο Γιάννος είδε την κακή διάθεση τής παρέας και προσπάθησε με μερικά χωρατά, να τους ανεβάσει, αλλά κανένας δεν υπήρχε διάθεση για κουβέντα. Ενστικτωδώς όλοι τους αφουγκράζονταν την ησυχία του δάσους. Με τον παραμικρό θόρυβο τέντωναν τ' αυτιά τους σαν λαγωνικά και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον με συγκαλυμμένη ανησυχία. Κάποια στιγμή ακούστηκαν κάτι διαπεραστικά κρωξίματα κοντά στο καλύβι. Με την ένταση που υπήρχε μέσα της, η Βασιλική νόμισε πως ήταν κραυγές πόνου. "Βατράχια", είπε ο Θεοφάνους. "Βατράχια στο βουνό!" απόρησε η κοπέλα. Εκείνος της έδειξε κατά τη ρεματιά που ήταν κοντά στο καλύβι. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη ανοιχτή δεξαμενή, την οποία είχε φτιάξει ο μακαρίτης ο μπαρμπα-­‐Δήμος, ο πατέρας του μαστρο-­‐Μιχάλη. "Για να συνάζει τα θεϊκά νερά και να ποτίζει τα ζωντανά του", της είπε. Η Βασιλική δεν είχε καλή σχέση με τα βουνίσια νερά. Της θύμιζαν τις νεράιδες με τις οποίες η μάνα της δεν έπαυε να την απειλεί από τα πολύ μικρά της χρόνια. Κάθε φορά που έτρωγε με το ζόρι ή έκανε τις αταξίες της περίμενε από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστούν να της πάρουν τη μιλιά. Ο Θεοφάνους, όμως, ήξερε καλά τα ζητήματα των αερικών και την καθησύχασε. Οι νεράιδες εμφανίζονταν σε τρεχούμενα νερά και σε πηγές μονάχα. Δεν είχαν καμιά θέση στα νερά τής δεξαμενής που λίμναζαν καιρό τώρα αχρησιμοποίητα. Στη χορταριασμένη τους επιφάνεια, μόνο πευκοβελόνες μπορούσες να βρεις και βατράχια, που είχαν φτιάξει το βασίλειό τους εκεί για να αλλοιώνουν πότε πότε την αρμονία του δάσους με τις φάλτσες φωνές τους. Για να περάσει η νύχτα η Βασιλική ξάπλωσε στο

146


μοναδικό ντιβάνι που υπήρχε στο καλύβι ενώ οι άντρες βολεύτηκαν στο δάπεδο. Αν και τίποτα δεν φαινόταν να τους απειλεί μέσα σ' αυτή την ερημιά, κανόνισαν νυχτερινές βάρδιες, για να κρατούν αναμμένο το τζάκι περισσότερο και να μην ξεπαγιάσουν. Σκεπασμένη με ένα χράμι η Βασιλική παρακολουθούσε τον πύρινο χορό που είχαν στήσει οι φλόγες στο τζάκι. Της ήταν αδύνατο να κλείσει μάτι. Το μυαλό της στριφογύριζε στα πρωινά γεγονότα που είχαν ανοίξει πληγές αγωνίες κιόλας μέσα της. Η οργή της είχε γίνει φόβος τώρα. Οι Τούρκοι δεν ξεχνούσαν εύκολα. Έκαναν πάντα το δικό τους. Απαιτούσαν και έπαιρναν. Το ερώτημα που τη βασάνιζε ήταν ως πού θα έφτανε ο Τούρκος Αξιωματικός. Πόσο θα επέμενε να την αποκτήσει. Δεν έβρισκε καμιά ενθαρρυντική απάντηση και το άγχος της αυξανόταν. Ένιωθε σαν κυνηγημένο λαγούδι, που δεν είχε λαγούμι να χωθεί. Άρχισε να μετράει τις ανάσες του Γιάννου, που είχε κιόλας αποκοιμηθεί, μήπως μπορέσει να ηρεμήσει. Έτσι πέρασαν αμέτρητα δευτερόλεπτα. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να αιωρείται μέσα στην ρευστότητα του χρόνου, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Κάποια στιγμή νόμισε πως το χέρι του Γιάννου της χάιδευε τα μαλλιά, πως τον είχε στην αγκαλιά της και μέσα σ’ ένα καταπράσινο δάσος χαιρόταν μαζί του όλα όσα της απαγόρευαν τα έθιμα του νησιού της. Αυτό δεν κράτησε πολύ, όμως. Το δάσος πήρε ξαφνικά φωτιά και καιγόταν απ’ άκρου σ’ άκρο. Με τα ίδια της τα μάτια είδε τις φλόγες να καταπίνουν ανθρώπους και δέντρα. Ανάμεσα στους καπνούς είδε να τρέχουν και τα αδέλφια της, αφήνοντας ποτάμια από αίμα πίσω τους. Ξύπνησε με βογκητά και φωνές, λουσμένη στον ιδρώτα. Έξω από το καλύβι ο Βελής

147


γαύγιζε ξετρελαμένος κι αυτός, σαν να είχε μοιραστεί μαζί της το φρικιαστικό όνειρό της. Αλαφιασμένη ανακάθισε στο κρεβάτι. Το τζάκι ήταν σβησμένο και οι άντρες όλοι ροχάλιζαν του καλού καιρού. Έπρεπε να κοντεύουν χαράματα γιατί έμπαινε λίγο φως από τις χαραμάδες της καλύβας. Πέταξε το χράμι από πάνω της κι όρμησε έξω στο δάσος ν’ ανασάνει. Ρούφηξε με δύναμη την πρωινή δροσιά για να συνέλθει από την τρομάρα της. Ξύπνησε κι ο Γιάννος. "Τι σ' έπιασε, Βασίλω μου;" τη ρώτησε. Εκείνη δεν απάντησε. Αγωνιζόταν ακόμα να βρει την ανάσα της. Δίπλα της ο Βελής συνέχιζε να γρυλίζει αγριεμένος, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από το σκοινί του. Ο Βελής, όμως, δεν ήταν τυχαίο σκυλί. Αν αυτός ήταν εκνευρισμένος, έπρεπε κι εκείνη ν’ ανησυχεί. Τον έλυσε κι αμέσως της ξέφυγε, χωρίς να κάτσει να δεχτεί τα χάδια της. Πήγε και στάθηκε στην άκρη του ξέφωτου, στο σημείο απ’ όπου άρχιζε η ρεματιά, στο βάθος της οποίας υπήρχε η δεξαμενή. Υποψιασμένη, η Βασιλική πήρε τον Γιάννο κι έτρεξαν ξοπίσω του. Ο ήλιος έβγαινε εκείνη την ώρα από το βουνό κι έδινε στον ασυννέφιαστο ουρανό ένα γλυκό, ρόδινο χρώμα. Η ηρεμία βασίλευε παντού. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο εκτός από το θρόισμα των πευκοβελόνων και οι στριγγές φωνές των βατράχων, που είχαν αρχίσει πρωί-­‐πρωί την παράφωνη συναυλία τους. «Πέρδικα ή λαγούδι οσμίζεται», συμπέρανε ο Γιάννος. Το σκυλί αντιστεκόταν, όμως, κι η Βασιλική συνέχισε να περιφέρει τα μάτια της στην πευκόφυτη ράχη του βουνού. Ψαχούλεψε προσεκτικά τον καταπράσινο μανδύα του κι η επιμονή της στο τέλος ανταμείφθηκε. Είδε μιαν αταίριαστη

148


κοκκινίλα στην επιφάνειά του, που της έκοψε η ανάσα. Αμέσως μετά διέκρινε στρατιώτες με στολές στο άλικο χρώμα που μισούσε. Ήταν καμιά εικοσαριά και βρίσκονταν κοντά τους. Ίσα που προλάβαιναν να δουν τι θα κάνουν. "Χανόμαστε", μουρμούρισαν κι οι δυο κι έτρεξαν πίσω στο καλύβι. “Πλάκωσε η Τουρκιά να μας ξολοθρέψει κι ελόγου σας δε χαμπαρίζετε τίποτα”, φώναξε η Βασιλική στους άλλους δυο που ήταν ακόμα ξαπλωμένοι. Για λίγο επικράτησε πανικός. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλον σαν χαμένοι, μέχρι που η φωνή του Θεοφάνους τους έβγαλε από την παγωμάρα τους. «Σκορπίστε στους τέσσερις ανέμους, καθείς δια τον εαυτόν του», είπε και βγήκε πρώτος από το καλύβι. Τον ακολούθησαν και οι άλλοι τρέχοντας χωρίς σχέδιο ή προορισμό. Αρκεί να χάνονταν μέσα στα πεύκα. Η Βασιλική εξαφανίστηκε στη ρεματιά όπου βρισκόταν η δεξαμενή. Mισοχαμένα όπως τα είχε o Γιάννος δεν είδε την κίνησή της κι έτρεξε πίσω από τον Βελή, πιστεύοντας πως θα ακολουθούσε τη Βασιλική. Ήταν ότι πιο ανόητο μπορούσε να κάνει. Ο σκύλος κινήθηκε προς τη μεριά του πευκοδάσους, όπου οσμιζόταν τους Οθωμανούς κι ο Γιάννος έπεσε κυριολεκτικά μέσα στα χέρια τους. Δεν υπήρχε χρόνος να διορθώσει τη γκάφα του. Τους στρατιώτες τους οδηγούσε ένας Έλληνας, ο απαραίτητος προδότης απ' αυτούς που δεν έλειπαν καθόλου απ' τον τόπο. Η παρουσία του ανησύχησε τον Γιάννο περισσότερο από τους Τούρκους, αλλά όταν τον κοίταξε καλά αναθάρρησε. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ του. Έπρεπε να είναι κάποιος από τους τσοπάνηδες της

149


απέναντι στεριάς. Με ανακούφισή του διαπίστωσε πως ούτε κι εκείνος τον αναγνώρισε. «Ήρθα να βάνω παγίδες για πέρδικες», είπε όταν τον ρώτησαν τι έκανε στο βουνό. Δεν τον πίστεψε κανένας. Δυο από τους στρατιώτες τον χτύπησαν με τα όπλα τους και τον σώριασαν στη γη. «Γυρεύουν τη Βασιλική, το κορίτσι του καπετάν Βαγγέλη», του είπε τότε σκύβοντας από πάνω του ο σπιούνος. “Κονακιάζει σε μια καλύβα σιμά εις τα αρχαία”, πρόσθεσε για να είναι πιο ακριβείς οι πληροφορίες του. Ο Γιάννος ήταν σίγουρος πως δύσκολα θα γλύτωνε την κρεμάλα. Δεν είχε, όμως, κανένα πρόβλημα να τους δείξει την καλύβα. Έλπιζε μάλιστα πως αυτό θα ενίσχυε την αθωότητά του. Οι στρατιώτες τον ακολούθησαν με νωχελικές κινήσεις, αλλά κρέμασαν τα μούτρα τους εκνευρισμένοι όταν στην καλύβα τούς υποδέχτηκε μονάχα η βαριά μυρωδιά του ρετσινιού, μερικά αντρικά ρούχα πεταμένα στο δάπεδο κι ένα σβησμένο τζάκι. Οι περισσότεροι βαριανάσαιναν κιόλας από την ανηφορική πορεία τους στο βουνό και έριχναν θανατηφόρα βλέμματα στον Γιάννο. Στα πρόσωπά τους διέκρινες την απέχθειά τους για την ταλαιπωρία που είχαν υποστεί και τη δυσφορία τους για την αποτυχία της αποστολής τους. Κι αφού κορίτσι στην καλύβα δεν υπήρχε, ο επικεφαλής τους δεν ήθελε να φύγει με άδεια χέρια. Θα πήγαινε το κεφάλι του Ρωμιού πεσκέσι στον Αξιωματικό του για να του περάσει ο νταλκάς. Ο Γιάννος κατάλαβε τις προθέσεις του και με μια έμπνευση της τελευταίας στιγμής προσπάθησε να σώσει το κεφάλι του. Είπε στον σπιούνο πως, απ’ ότι φαινόταν, ο καπετάνιος τούς είχε παραπλανήσει, για να κερδίσει χρόνο

150


και τον συμβούλεψε να ρίξει μια ματιά στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής για να βρει την κοπέλα. Εκεί συνήθως κατέφευγαν οι άνθρωποι, που είχαν διαφορές με τους Τούρκους. Το επιχείρημα φάνηκε πειστικό. Ο επικεφαλής των στρατιωτών διέταξε τους άντρες του κι εκείνοι βαρύθυμα τον ακολούθησαν στην καινούρια τους αποστολή. Καθώς τους έβλεπε να απομακρύνονται από το καλύβι, ο Γιάννος ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε γλυτώσει τόσο εύκολα το κεφάλι του. "Ανάθεμα τη φύτρα σας", μουρμούρισε ανακουφισμένος. Όταν οι στρατιώτες χάθηκαν πίσω από τα πεύκα άφησε να περάσει κάμποσος χρόνος και με καραβίσιες φωνές ειδοποίησε τους συντρόφους του πως ο κίνδυνος είχε περάσει. Ο Θεοφάνους κι ο Νικόλας εμφανίστηκαν διστακτικοί. Κι οι δυο τους πίστευαν πως οι Τούρκοι θα επέστραφαν ξανά, γι’ αυτό και πρότειναν να τους στήσουν ενέδρα για να χτυπηθούν μαζί τους. «Κάλλιο να με φάει βόλι παρά η θηλιά της κρεμάλας τους», είπε ο Νικόλας. Σε λίγο ανταποκρίθηκε κι η Βασιλική στις φωνές τους. Βρεγμένη ως το κόκκαλο εμφανίστηκε στην καλύβα. Έσταζε νερά και πρασινίλες. "Ο Θεός τους στράβωσε. Μήτε ματιά δεν έριξαν στη στέρνα", είπε τουρτουρίζοντας. Άναψαν το τζάκι και την άφησαν μόνη της στο καλύβι να ξεγυμνωθεί και να στεγνώσει. Εκείνοι σκόρπισαν ένα γύρω και φύλαγαν καραούλι. Δεν μπορούσαν, όμως, να μείνουν απληροφόρητοι, στο σκοτάδι. Η εμφάνιση των στρατιωτών σήμαινε προδοσία και έπρεπε να μάθουν τι είχε συμβεί στον

151


καπετάνιο τους και τη Φανερωμένη πριν πάρουν οποιαδήποτε απόφαση. Την αποστολή να διαφωτιστούνε για τα συμβάντα την ανέλαβε ο Νικόλας ο Καραμάνος. Κοντά στο μεσημέρι ξεκίνησε να κατέβει στο καρνάγιο, για να δει τι γινόταν. Από τη λαχτάρα του να φτάσει γρήγορα, κατέβηκε το βουνό με μιαν ανάσα σχεδόν. Όταν γυρνούσε πίσω, όμως, βογκούσε. Τα τραγικά του νέα τα έσερνε στην ανηφόρα του βουνού, σαν σταυρό μαρτυρίου. Από μακριά καταλάβαινες το κλάμα της ψυχής του. Ο Θεοφάνους με τον Γιάννο τον περίμεναν στο ξέφωτο, μακριά από την καλύβα. Σ’ αυτή την ερημιά άφησαν τον εαυτό τους να κλάψει ελεύθερα τον καπετάνιο τους και να βουτηχτούν κι αυτοί στο ίδιο πένθος με το πλήρωμα της Φανερωμένης και όλου του Πόρου. Η Βασιλική τα έμαθε αργότερα. "Τι άσκημα νέα μας φέρνεις;" τον ρώτησε με αγωνία όταν μαζεύτηκαν στην καλύβα. Ο Νικόλας δεν είχε νιώσει ποτέ του σε τόσο δύσκολη θέση. Ο λαιμός του είχε στεγνώσει και οι λέξεις είχαν κολλήσει στο στόμα του. Κάθισε δίπλα στη φωτιά κι έβγαλε από το ταγάρι του ένα μπουκάλι κρασί. Διατηρώντας τη δυσοίωνη σιωπή του, το έφερε γύρω-­‐ γύρω σε όλους, για να πιουν από μια γουλιά και να στηλωθούνε, όπως μουρμούρισε. "Τι νέα μας φέρνεις;" Τον ρώτησε πάλι η Βασιλική με μισή καρδιά, βρίσκοντας μαύρη κι άραχνη τη σιωπή του. Δεν είχε αμφιβολία για τις αγριότητες που θα είχαν διαπράξει οι Τούρκοι. Το μυαλό της, όμως, δεν μπορούσε να φτάσει τόσο μακριά όσο η πραγματικότητα, την οποία απρόθυμα περιέγραψε ο Νικόλας. Η σιωπή που έπεσε

152


ξαφνικά πάνω στο καλύβι έμοιαζε με μακρόσυρτη κραυγή. Μονάχα ο Γιάννος κατάφερε ν’ ανοίξει το στόμα του. “Το αίμα τού καπετάνιου μας στα κεφάλια τους”, καταράστηκε τους φονιάδες. "Ως πότε θα αντέχομε την τυραννία των;" μουρμούρισε, δακρυσμένος κι ο Θεοφάνους. "Τουλάχιστον γλύτωσε η κυρά-­‐Μαριγώ", είπε ο Νικόλας, σε μια προσπάθεια να μειώσει το μέγεθος της απώλειας. Προς έκπληξη όλων τους, η Βασιλική παρέμενε βουβή, χωρίς να βγάζει λέξη. Έδινε την εντύπωση πως δεν είχε ακούσει τον Νικόλα ή πως δεν την αφορούσαν όσα είχε πει. Δεν υπήρχε ούτε ένα δάκρυ στα νεκρωμένα της μάτια. Απλά παρατηρούσε με σφιγμένα χείλη το τζάκι και τη φωτιά που κατάπινε λαίμαργα τα πευκόξυλα. Σ' αυτή την κωματώδη αδιαφορία έμεινε για κάμποση ώρα. Οι σύντροφοί της, αμίλητοι κι αυτοί, την παρακολουθούσαν ανήμποροι να βρούνε μια λέξη παρηγοριάς. Δεν ήξεραν τι να την κάνουν, πώς να μειώσουν τον πόνο της. Στη σκέψη όλων τους ήταν τώρα η μάνα που γλύτωσε το θάνατο. Σ’ αυτήν έπρεπε να γυρίσει η κοπέλα. Οι Τούρκοι δεν θα την έψαχναν, μάλλον, πάλι στο ρημαγμένο τους σπίτι και οι δυο γυναίκες θα μπορούσαν να γλυκάνουν η μια τον πόνο της άλλης. Ο Γιάννος ανέλαβε να της το προτείνει. Κάθισε δίπλα της, πέρασε το χέρι του στους ώμους της στοργικά και της είπε πως είχε έρθει η ώρα να γυρίσει στο Καστέλι. Οι εικόνες του σπιτιού της και της μάνας της άγγιξαν τη νεκρωμένη ψυχή της σαν βάλσαμο. Ακούμπησε το πρόσωπό της στις παλάμες της κι έβγαλε όλη τη θλίψη που κρατούσε μέσα της. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ένας καταρράχτης από δάκρυα χυνόταν πάνω στα κατακόκκινα μάγουλά της.

153


Όλοι τους σταυροκοπήθηκαν. Επιτέλους είχε αντιδράσει φυσιολογικά. Δεν υπήρχε, όμως, χρόνος για χάσιμο. Έπρεπε να φύγουν πριν τυλιχτεί το βουνό στο σκοτάδι. Η Βασιλική γύρισε τότε αργά-­‐αργά και τους κοίταξε με διεσταλμένα τα όμορφα μάτια της. «Παλουκωθείτε χάμου», τους είπε σφουγγίζοντας τα δάκρυά της με τα φαρδιά μανίκια της πουκαμίσας της. Δεν είχε καμιά όρεξη να γυρίσει πίσω. Στην άβυσσο που ένιωθε να βουλιάζει, μονάχα ένα συναίσθημα υπήρχε μέσα της: η δίψα για εκδίκηση. «Έχουμε πόλεμο, ωρέ, Γιάννο. Δεν είναι ώρα μήτε για παρηγόριες μήτε για κλάψες», του είπε με βραχνή φωνή. Ντρεπόταν για την αδυναμία που είχε δείξει. Οι σύντροφοί της κοιτάχτηκαν ανήσυχοι μεταξύ τους. Φοβούνταν μήπως το μίσος της για τους μακελλάρηδες της φαμελιάς της την οδηγούσε σε τίποτα παράλογες ενέργειες. «Τους νεκρούς μας τους κλαίμε. Δεν είν’ αμαρτία Βασίλω μ’», είπε ο Νικόλας μαλακά για να της δείξει την συμπόνια του. Εκείνη δεν του έδωσε σημασία. Σηκώθηκε όρθια και τους κοίταξε βλοσυρά έναν-­‐έναν με τις γροθιές της σφιγμένες. Τα κατακόκκινα μάτια της σπίθιζαν την οργή τους και πρόδιδαν τη μεγάλη απόφαση που είχε πάρει. “Φιλότιμο, ωρέ, δεν απόμεινε σε κανένα σας; Πού είν’ η παλληκαριά σας, ωρέ σεις;» τους είπε με περιφρόνηση. «Σηκώστε τ’ άρματα γιατί χανόμαστε”, πρόσθεσε μετά από λίγο, σαν να τους εκλιπαρούσε. Περισσότερο από τις πικρές της κουβέντες, τους ανησύχησε το επιθετικό της βλέμμα. Κατέβασαν τα κεφάλια τους χωρίς να της πουν λέξη, για να μην προκαλέσουν κι άλλο την καταφρόνια της. Έλπιζαν πως θα ερχόταν σύντομα στα συγκαλά της.

154


Εκείνη κοιτούσε το κενό. Σου έδινε την εντύπωση πως έβλεπε κάποιαν οπτασία εκεί από την οποία περίμενε ν’ αντλήσει την έμπνευσή της. Σ’ αυτή τη θέση έμεινε αμίλητη για κάμποσο. Ξαφνικά άρχισε να ξεστομίζει ασύνδετες προτάσεις, που στον Καραμάνο και τον Θεοφάνους, φάνηκαν σαν παραλήρημα απελπισμένης ψυχής. “Ορκίζομαι ότι θέλω .... εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων τής πατρίδος μου..... θέλω ενεργεί .... προς βλάβην και τον παντελή όλεθρόν των....” Ο Γιάννος ανατρίχιασε καθώς την άκουγε να αρθρώνει λέξεις από τον μεγάλο όρκο των Φιλικών. Η βραδιά που ο καπετάν Βαγγέλης είχε ορκιστεί ήταν πολύ πρόσφατη κι ένιωθε ακόμα ζωντανή μέσα του τη μαγεία των στιγμών εκείνης της νύχτας. Κι οι άλλοι δεν άργησαν να καταλάβουν. Ήταν ένα κάλεσμα που δεν μπορούσε να τους αφήσει ασυγκίνητους. Μπορεί να μην ήταν μυημένοι στην Εταιρεία των Φιλικών, αλλά ο κόσμος βούιζε για τον ξεσηκωμό του Γένους, που δεν θα αργούσε να έρθει. Δεν ήταν ούτε η ίδια μυημένη με τους τύπους της οργάνωσης, αλλά μέσα στον πυρετό της δίψας της για εκδίκηση προβίβασε τον εαυτό της στο βαθμό του ιερέα της Εταιρείας κι απέκτησε το δικαίωμα να κάνει μυήσεις. Τους έβαλε και τους τρεις να γονατίσουν στο δάπεδο και τους ζήτησε να επαναλάβουν τα λόγια της. Με το δεξί τους χέρι υψωμένο εκείνοι και τα τρία δάχτυλα ενωμένα, όπως η ομοούσιος τριάδα, επανέλαβαν μετά απ’ αυτήν: “Για την τιμή μας και το Γένος μας. Ορκίζομαι να διατηρώ εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου και θέλω ενεργεί προς βλάβην και τον παντελή όλεθρόν των”.

155


Τους έβαλε να το επαναλάβουν τρεις φορές και κάθε φορά τους ρωτούσε αν καταλάβαιναν τι έλεγαν κι αν ήταν έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους για το Γένος. Κι εκείνοι κάθε φορά επιβεβαίωναν την αλήθεια των λόγων τους. Μετά απ’ αυτό η Βασιλική φαινόταν να έχει ξαλαφρώσει λίγο. Μπορεί να μην είχε ιδέα με ποιο τρόπο θα πετύχαινε τον "παντελή όλεθρο των τυράννων τής πατρίδος της", αλλά εκείνη την ώρα αυτό δεν είχε και πολύ σημασία. Η στιγμή δεν προσφερόταν για λογικές σκέψεις. "Η σκούνα;" γύρισε και ρώτησε τον Νικόλα όταν τέλειωσαν την «ορκωμοσία». "Έτοιμη να σηκώσει πανί", είπε εκείνος. «Ας μην την αφήκουμε άπραγη για πολύ τότε», είπε η Βασιλική, προδίδοντας τις ενδόμυχες σκέψεις της. Οι τρεις άντρες κατάλαβαν πού το πήγαινε. Δεν ήταν, όμως, σίγουροι αν επρόκειτο για μια σοβαρή απόφαση ή κάποιο ξέσπασμα της θλίψης της. Ο Γιάννος προσπάθησε να διερευνήσει τις προθέσεις της, αλλά εκείνη τον κάρφωσε μ’ ένα άγριο βλέμμα. «Ο Πόρος δεν μας χωράει άλλο», του ξέκοψε. «Ο Τούρκος δε θα μας αφήκει σε χλωρί κλάρι. Τα κανόνια της Φανερωμένης δίνουν ανάσα λευτεριάς μονάχα». Έτσι που είχαν έρθει τα πράγματα, δεν μπορούσε κανείς τους να διαφωνήσει μαζί της. Αποφάσισαν ομόφωνα πως αν ήταν να πεθάνουν, ας έπεφταν σαν αγωνιστές τουλάχιστον παρά κρεμασμένοι στην τούρκικη αγχόνη, σαν δούλοι. Το σκοτάδι είχε στο μεταξύ αρχίσει να πέφτει κι αναγκάστηκαν να περάσουν ακόμα μια νύχτα στο βουνό. Ελάχιστα μπόρεσαν να κοιμηθούν, όμως. Στο μυαλό τους η λέξη εκδίκηση θέριευε κι ο υποσυνείδητος φόβος τού ραγιά

156


διαλυόταν μέσα στα κύματα της οργής τους. Τώρα τους έπνιγε η πλημμυρίδα του μίσους τους για τον δυνάστη τους. Δεν έβλεπαν την ώρα να σηκώσουν τα όπλα και ν’ αμφισβητήσουν την αιώνια κυριαρχία του. Νωρίς την αυγή, πριν καν φέξει, άφησαν την καλύβα και κατηφόρισαν προς τη θάλασσα. Από ψηλά φαινόταν η οθωμανική φρεγάτα αγκυροβολημένη στη μέση του λιμανιού. Λίγο πιο μακριά, κοντύτερα στην ακτή, λικνιζόταν η Φανερωμένη. Η Βασιλική στάθηκε και παρατήρησε τα δυο σκάφη. Το Τούρκικο της φάνηκε προκλητικά αγέρωχο. Ήταν σίγουρη πως οι Οθωμανοί δεν θα είχαν λάβει μέτρα, βέβαιοι για την ασφάλειά τους. Με μια αιφνιδιαστική κίνηση τα κανόνια της σκούνας της μπορούσαν να τους στείλουν στο πάτο. «Σούρτε τα ποδάρια σας, ωρέ», φώναξε στους συντρόφους της ενθουσιασμένη με την ιδέα της. Εκείνοι την ακολούθησαν, τρέχοντας σχεδόν ως το νεώριο. Μια λέμβος του καρνάγιου τους πήγε ως τη Φανερωμένη. Οι άντρες του μακαρίτη καπετάν Βαγγέλη δεν περίμεναν να τους δουν και τρελάθηκαν από τη χαρά τους. Τους υποδέχτηκαν με κραυγές νίκης και πολλοί δάκρυσαν από τη συγκίνησή τους. Η Βασιλική βιαζόταν να τους μεταφέρει το μίσος που ένιωθε για τους τυράννους του Γένους τους. Η πρώτη της κίνηση ήταν να τους δείξει το οθωμανικό σκάφος. «Έχομε λογαριασμούς αίματος να τακτοποιήσομε με την αφεντιάν των», είπε με τρεμάμενη φωνή. «Λογαριασμούς οπού κλείνουν με τον αφανισμό των μονάχα». Δεν ήταν δύσκολο να τους φανατίσει. Το ίδιο μίσος ένιωθαν κι εκείνοι για τους φονιάδες του καπετάνιου τους. Μια σπίθα χρειάζονταν για να εκραγούν.

157


«Θάνατος στον Τούρκο και τη σπορά του», φώναξε πάλι η Βασιλική κι η σκούνα δονήθηκε από κραυγές πολέμου. «Θάνατος! Θάνατος!» «Στ’ άρματα, ωρέ, παλληκάρια μ’» ούρλιαξε πάλι, η Βασιλική εκστασιασμένη. Όλοι οι θαλασσινοί της Φανερωμένης έμοιαζαν να έχουν πιει ξαφνικά το αφιόνι του ξεσηκωμού. Καρυοφύλλια, κουμπούρες και μουσκέτα τραβήχτηκαν και βρόντησαν στον αέρα σ’ ένα κρεσέντο πατριωτικού ενθουσιασμού. Την ίδια στιγμή που είχε στηθεί αυτό το επαναστατικό πανηγύρι στο κατάστρωμα της Φανερωμένης, το οθωμανικό σκάφος ετοίμαζε τα άρμενά του να αποπλεύσει. Μια από τις λέμβους του το τραβούσε για να γυρίσει την πλώρη του προς την έξοδο του λιμανιού και δυο από τους πλωριούς του φλόκους ήταν κιόλας ανοιγμένοι. Ήταν φανερό πως ο εξωμότης φονιάς του καπετάν Βαγγέλη είχε βαρεθεί να ψάχνει τη Βασιλική ή δεν είχε την εξουσία να κρατήσει άλλο το καράβι στον Πόρο. Η Βασιλική το είδε να γλιστράει αργά-­‐αργά πάνω στη θάλασσα του λιμανιού, σαν δραπέτης. Της έφυγε η ψυχή. Εκεί μέσα ήταν τ’ αδέλφια της και η σκιά του δολοφονημένου πατέρα της. Αυτό το καράβι δεν μπορούσε να το αφήσει να χαθεί έτσι απλά από τη ζωή της. Θα το ακολουθούσε παντού. Όπου κι αν πήγαινε. Θα γινόταν η σκιά του μέχρι τη μέρα που θα κατάφερνε να το πνίξει μέσα στους ωκεανούς του μίσους της. Την απόφαση την πήρε πολύ εύκολα. Το ίδιο και οι άνθρωποί της. Μεθυσμένοι από το όραμα της ελευθερίας, δήλωσαν πως θα την ακολουθούσαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της θάλασσας. Ετοίμασαν και τα δικά τους άρμενα. Το τιμόνι το ανέλαβαν ο Γιάννος με τον Βασίλη τον Δαμαλίτη, παλιό ναυτικό με

158


πείρα, και στα άλμπουρα ανέβηκαν οι γεμιτζήδες για να κουμαντάρουν τα πανιά και να τα γεμίσουν αέρα. Κάποιοι τη συμβούλεψαν να πάρουν από την Καγκελαρία το πιστοποιητικό ότι η Φανερωμένη δεν ήταν σκάφος πειρατικό. Αλλά η Βασιλική δεν είχε χρόνο για τέτοια. “Χρειαζούμενα είναι τα θάρρητα μονάχα και τα μπαρουτόβολα”, τους είπε. Μετά ξεκαθάρισε πως τούτο το καράβι, μπορεί να μην ήταν πειρατικό, ήταν όμως επαναστατημένο. Ανυπάκουο στις απαιτήσεις των Οθωμανών. «Όποιος σκιάζεται, ας ξεμπαρκάρει. Θέση στη σκούνα έχουν μονάχα λεύτεροι ανθρώποι». Το τσούρμο απάντησε με μιαν ουρανομήκη κραυγή. “Ελευθερία ή Θάνατος”, φώναξαν όλοι μαζί. Ήταν το μόνο που τους έμενε σ’ αυτή τη ζωή. Οι Οθωμανοί δεν τους είχαν αφήσει και πολλά άλλα να χάσουν.

159


6

Πρέβεζα Ιούνιος 1819

Η στεριά που φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα εκείνο το πρωινό του Ιουνίου, σηματοδοτούσε και το αίσιο τέλος ενός ακόμα ταξιδιού του Ποσειδώνα. Από το ύψος του καταρτιού την ανάγγειλε πρώτος ο οπτήρας, που σ’ αυτές τις περιπτώσεις φρόντιζε να χρωματίζει τη φωνή του με έντονα θριαμβευτικό τόνο. Ο Υδραίος καπετάνιος έψαξε για κάμποση ώρα την ακτογραμμή με το κιάλι του μέχρι να βρει τα σημάδια του έρημου κολπίσκου, όπου έπρεπε να αγκυροβολήσει το καράβι του. Στο πρυμναίο κατάρτι τότε σήκωσε κι αυτός τα προσυμφωνημένα σινιάλα κι ο πατριώτης στη στεριά, που βίγλιζε βδομάδες τώρα τη θάλασσα, έτρεξε να ειδοποιήσει τους συντρόφους του πως ο Ποσειδώνας είχε φανεί. Την ίδια νύχτα ένα τσούρμο σκιές ξεφόρτωσαν από το αμπάρι της σκούνας το παράνομο φορτίο της: Δύο χιλιάδες οκάδες μπαρούτι σε βαρέλια και οχτακόσες οκάδες μολύβι. Κάτω από το αμυδρό φως των αστεριών τα πολεμοφόδια μεταφέρθηκαν με κάρα και μουλάρια στο αγρόκτημα κάποιου Θεοχάρη, που είχε κάνει περιουσία στη Ρωσία κι είχε μυηθεί πρόσφατα στην Εταιρεία σ’ ένα από τα ταξίδια του στην Πόλη. Ξημερώματα, λίγο πριν βγει ο ήλιος, ο Ποσειδών σήκωσε ξανά πανί κι ανοίχτηκε στη θάλασσα. Οι τρεις ταξιδιώτες

160


του, ο Ζακ Μπουλβίλ, ο Τσακάλωφ κι ο λόρδος Χόλμπουργκ πήραν το δρόμο τους για την πόλη της Πρέβεζας. Ο Θεοχάρης προσφέρθηκε να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του, αλλά ο Τσακάλωφ προτίμησε την αφάνεια ενός φτωχόσπιτου από το αρχοντικό του μεγάλου πατριώτη. Στο δρόμο ο Έλληνας επαναστάτης τους είπε λίγα πράγματα για τον τόπο στον οποίο πήγαιναν. Εκείνο τον καιρό η Πρέβεζα αριθμούσε τρεις χιλιάδες κατοίκους περίπου. Απ’ αυτούς οι μισοί ήταν Έλληνες και οι άλλοι μισοί Τούρκοι, Αλβανοί και Εβραίοι. «Τους Τούρκους θα τους ξεχωρίσετε αμέσως από το υπεροπτικό τους ύφος και τους Αλβανούς από την συμπεριφορά τους. Σκέτα αγρίμια», είπε με περιφρόνηση ο Τσακάλωφ. Καμιά ώρα αργότερα έφτασαν στην είσοδο της πόλης. Γύρω από τη στενή της πύλη ήταν μαζεμένοι κάμποσοι αγωγιάτες που περίμεναν υπομονετικά με τα ζώα τους, να πάρουν άδεια από τους Τούρκους στρατιώτες να περάσουν για να πάνε στα χωράφια τους. Ο λόρδος Χόλμπουργκ με την ακολουθία του πλησίασαν από τη εξωτερική μεριά της την πύλη. Μόλις ο επικεφαλής λοχίας είδε πως είχε να κάνει με Ευρωπαίους, έχασε αμέσως το αλαζονικό του ύφος και τους έκανε νόημα να περάσουν. Καλού-­‐ κακού ο Ζακ Μπουλβίλ του έδειξε το φιρμάνι με την υπογραφή του Μεγάλου Βεζύρη, αλλά εκείνος δεν κοίταξε ούτε το έγγραφο, ούτε τα πρόσωπά τους. Η Πρέβεζα ήταν ένα λασποχώρι που έκανε το λόρδο Χόλμπουργκ να μορφάσει απογοητευμένος. Όλες οι ταξιδιωτικές αφηγήσεις των Ευρωπαίων περιηγητών μιλούσαν για τη φτώχεια που επικρατούσε σ’ αυτά τα τμήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά η

161


πραγματικότητα ήταν χειρότερη κι από τις πιο μελανές περιγραφές τους. Ο Ζακ Μπουλβίλ έβαλε τότε και τη δική του πινελιά σ’ αυτή την άχαρη εικόνα με λίγες γραμμές από την ποίηση του Μπάυρον: Υπέροχη Ελλάδα! Θλιβερό λείψανο αλλοτινής δόξας! Αθάνατη, αν και ανύπαρκτη πλέον! Ξεπεσµένη, αλλά µεγάλη! Ο πατριώτης που είχε αναλάβει να τους οδηγήσει, τους πέρασε από στενούς χωματόδρομους γεμάτους σκόνη και σπίτια-­‐τρώγλες, χτισμένα ασφυκτικά το ένα κοντά στο άλλο. Κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού έμοιαζαν να υποφέρουν στην πνιγηρή ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ο σφιχτός εναγκαλισμός τους. Σ’ αυτά τα άθλια σοκάκια απέκτησαν σύντομα και μια παράξενη ακολουθία, που όλο και πλήθαινε όσο προχωρούσαν μέσα στην πόλη. Ήταν άνθρωποι αμίλητοι, από τους οποίους έλειπε το υπεροπτικό ύφος των Τούρκων ή η προκλητική συμπεριφορά των Αλβανών για την οποία είχε μιλήσει ο Τσακάλωφ. Στα μάτια του λόρδου Χόλμπουργκ έμοιασαν με ικέτες που έλπιζαν να κερδίσουν κάτι από τη γενναιοδωρία των ξένων. Ο Ζακ Μπουλβίλ είπε πως δεν επρόκειτο να τους ζητήσουν τίποτα. Απλά ήταν εντυπωσιασμένοι από τους φραγκοντυμένους ξένους. Ο απλός λαός πίστευε πως είχαν υπερφυσικές δυνάμεις. «Μη σου κάνει εντύπωση, αν έρθει κανείς να σου γυρέψει να γιατρέψεις το άρρωστο παιδί του», είπε στον λόρδο. «Είναι φανερό πως δεν έχουν την ατίθαση γοητεία των ναυτικών του Ποσειδώνα», παρατήρησε τότε εκείνος κάπως απογοητευμένος. Ο Ζακ Μπουλβίλ, αυτό το θεωρούσε πολύ φυσιολογικό.

162


«Οι θαλασσινοί είναι άλλη πάστα άνθρωποι, λόρδε μου. Βλέπουν κόσμο, ακούνε πολλά πράγματα στα ξένα λιμάνια, μαθαίνουν. Κι αν κάποτε οι Έλληνες ελευθερωθούνε, νομίζω πως θα το οφείλουν στη θάλασσα». Το σπίτι του Παντελή Γούναρη, όπου θα φιλοξενούνταν τις λίγες μέρες τους στην Πρέβεζα, δεν ήταν καλύτερο από τα άλλα. Ισόγειο, χτισμένο από λάσπη και καλάμια, έκανε τους δυο Ευρωπαίους να αναρωτηθούν πώς κατάφερνε να αντέχει τη μανία ενός χειμώνα. Ο Ζακ Μπουλβίλ έριχνε κιόλας ανήσυχες ματιές στον λόρδο. «Ίσως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσετε το φιρμάνι σας και να απαιτήσετε από τον βοεβόδα της περιοχής να σας εξασφαλίσει ένα κατάλυμα της προκοπής», του είπε. Εκείνος αρνήθηκε. Η θέρμη με την οποία τους καλοδέχτηκε ο σπιτονοικοκύρης κι ο τρόπος με τον οποίο του έσφιξε το χέρι τού θύμισε κάτι από τους συντρόφους του Ποσειδώνα. Το κενό της φτώχειας καλύφθηκε έτσι από τα θαύματα που μπορεί να κάνει μια ζεστή καρδιά. «Αυτούς τους ανθρώπους ήρθα να γνωρίσω», γύρισε κι είπε στον Ζακ Μπουλβίλ. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη φιλοξενία του». Παρά τη φτώχεια του, ο Γούναρης πρόσφερε στους ξένους του ένα δείπνο που ξεπερνούσε τις προσδοκίες τους. Έσφαξε έναν κόκορα από το μικρό του κοτέτσι και έβαλε τη γυναίκα του, την Τασία, να τους τον μαγειρέψει. Μαζί με τον κόκορα τους πρόσφερε χυλόσουπα από αραποσίτι, ελιές στην άρμη, ψωμί ψημένο στη θράκα και μυτζήθρα. Κάθισαν γύρω από ένα χαμηλό σοφρά, μόνο οι άντρες. Η κυρά του με τα δυο παιδιά τους πήγαν σ’ ένα διπλανό δωμάτιο, στο οποίο έβαζαν και τις κατσίκες τους. Όλοι τους

163


βολεύτηκαν πάνω σε σκαμνιά εκτός από τον Γούναρη που κάθισε στο χώμα με την πλάτη του στηριγμένη σε μια ντάνα σακιά με κρεμμύδια. Με χειρονομίες έδειχνε διαρκώς στον λόρδο Χόλμπουργκ να αισθάνεται σαν στο σπίτι του κι ο Άγγλος αριστοκράτης δεν έπαυε να τον ευχαριστεί, ρίχνοντας του απορημένες ματιές. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε ένα φτωχό άνθρωπο σαν κι αυτόν να παίρνει από το υστέρημά του και να το προσφέρει με τόση απλοχεριά σε ανθρώπους που ούτε καν ήξερε. Ο Τσακάλωφ ανέφερε τον Ξένιο Δία και το φιλόξενο πνεύμα που επικρατούσε γενικά ανάμεσα στους ομοεθνείς του, αλλά πιο πολύ επέμεινε σε μια εντελώς άγνωστη έννοια. Όσο κι αν προσπάθησε να του την εξηγήσει, ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν μπορούσε να πει πως είχε καταλάβει. «Φιλότιμο! Φιλότιμο!», την επανέλαβε μερικές φορές προσπαθώντας τουλάχιστον να την αποστηθίσει. «Είναι από τα λίγα πράγματα που έχουν σε αφθονία οι Έλληνες», τον διαβεβαίωσε και ο Ζακ Μπουλβίλ. Τηρώντας το έθιμο της φιλοξενίας ο οικοδεσπότης τους θεώρησε υποχρέωσή του να τους διασκεδάσει μετά το φαγητό. Πρώτα τους απάγγειλε μερικά δίστιχα από κείνα που συνήθιζαν να λένε οι Έλληνες εκείνο τον καιρό. Κυπαρισάκι μου αψηλό σκύψε να σε λαλήσω έχω δυο λόγια να σου πω κι απέ να ξεψυχήσω. Παρ’ όλο που η μετάφραση στα Αγγλικά δεν ήταν και τόσο εύκολη ο λόρδος έκανε πως ευχαριστήθηκε. Αυτό έδωσε θάρρος στον Γούναρη κι είπε κι άλλο ένα. Αν μ’ αρνηθείς θαρρείς

164


πως θε να κιτρινίσω! Γαροφαλάκι θα γενώ για να σε δαιμονίσω! Μετά έπιασε δυο Κλέφτικα τραγούδια και μεράκλωσε. Ο λεβέντικος ρυθμός τους ξεσήκωσε και τον λόρδο. Ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερα για την προέλευσή τους και κάπως έτσι ήρθε η κουβέντα στην Κλεφτουριά. «Συμπαθάτε με οπού θα σας βαρύνω με την αμάθειάν μου», είπε ο Γούναρης και τους γύρισε καμιά δεκαπενταριά χρόνια πίσω, τον καιρό που η Πελοπόννησος ήταν βουτηγμένη στο αίμα. Ζούσε κι αυτός μαζί με τους Κλέφτες στα βουνά, αλλά το 1806 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο και να καταφύγει στην Πρέβεζα. «Το χαλάσανε το Κλέφτικο ούλο, δεν απόμεινε ρουθούνι εις τον Μοριά», είπε νοσταλγικά χωρίς να μπορεί να κρύψει τη θλίψη του. Οι ιστορίες που άκουσαν οι επισκέπτες του εκείνο το βράδυ ήταν φρικιαστικές. Ακόμα και για τον Τσακάλωφ. Εκείνος ήξερε τα γεγονότα μέσες-­‐άκρες, αλλά τα έκτροπα τών ντελήδων δεν τα είχε ακούσει καθόλου. Ο Γούναρης τους περιέγραψε σαν κοινούς δολοφόνους. Κύκλωναν τα χωριά, μάθαιναν από τους προεστούς πόσοι ήταν οι κάτοικοι και όσους έβρισκαν παραπανίσιους τους θεωρούσαν Κλέφτες και τους αποκεφάλιζαν. Χωρίς να έχουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Κι όταν δεν έβρισκαν Κλέφτες, συχνά έσφαζαν τους ντόπιους, για να δείξουν στα αφεντικά τους πως έκαναν καλά τη δουλειά τους. Ο Ζακ Μπουλβίλ είχε ακούσει πολλά για τους Κλέφτες στο προηγούμενο ταξίδι του, αλλά είχε μια πολύ θολή εικόνα γι’ αυτούς. Κάποιοι τους ηρωποιούσαν κι άλλοι τους ανέφεραν σαν τη μάστιγα της εποχής.

165


«Ξαμοληθήκαμε στα βουνά, να σωθούμε από την τυραννία. Δεν νταγιαντιόταν άλλο», είπε ο Γούναρης. Ο Ζακ Μπουλβίλ τον ρώτησε αν αλήθευε πως έκαναν επιδρομές στα χωριά και λήστευαν τον κόσμο, αλλά ο Γούναρης το αρνήθηκε. «Ρωμιούς δε βλάψαμε», του ξέκοψε. «Αρπάζαμε από τον Τούρκο και τους κοτζαμπάσηδες μόνο. Οι χωριάτες ήταν το στήριγμά μας. Βοηθούσαν εις το μέτρο της δύναμής των». «Κι οι κοτζαμπάσηδες, Ρωμιοί είναι», παρατήρησε τότε ο Ζακ Μπουλβίλ. Ο Γούναρης κούνησε το κεφάλι του με αμφιβολία. «Αυτείνοι είν’ Τούρκοι με χριστιανικά ονόματα, Μυλόρδε μου», είπε αηδιασμένος. Πήγε να πει κι άλλα, αλλά ο Τσακάλωφ τον διέκοψε. «Όλοι είναι χρήσιμοι εις τον αγώνα για την ελευθερία του Γένους», είπε στους συνταξιδιώτες του. «Ακόμα κι αν κάποιοι Κοτζαμπάσηδες το παρακάνουν και γίνονται σκληρότεροι από τους αφέντες μας, θα χύσουν κι αυτοί αίμα για την πατρίδα και μια μέρα θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους». «Αυτείνοι είν’ άρπαγες, Μυλόρδε μου», είπε ο Γούναρης, σαν να είχε καταλάβει τι είπε στα Αγγλικά ο Τσακάλωφ. Στην πραγματικότητα συνέχιζε την φράση του στο προηγούμενο σημείο όπου τον είχαν διακόψει. «Μανιάζουν όταν γροικούν ξεσηκωμό». Μέσα από τη μεταφραστική ικανότητα του Μπουλβίλ, ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν έχανε λέξη απ’ όσα λέγονταν στα Ελληνικά. Η απογοήτευσή του, όμως, όλο και μεγάλωνε καθώς ανακάλυπτε την έλειψη συνοχής αυτού του λαού σε κάθε πτυχή της ζωής των Νεοελλήνων.

166


«Απ’ ότι έχω καταλάβει είστε χωρισμένοι στα τέσσερα», είπε στον Τσακάλωφ. «Στους Φαναριώτες, στους κοτζαμπάσηδες, τον ανώτατο κλήρο και τον λαό». Ο Τσακάλωφ σούφρωσε τα χείλη του ενοχλημένος. «Ο εχθρός είναι μόνο ένας, ωστόσο: Η οθωμανική τυραννία. Κι αυτήν θα την πολεμήσουμε όλοι μαζί!» είπε στεγνά. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έδειξε κατανόηση. Ένιωθε τον επαναστατικό παλμό αυτού του νεαρού και θαύμαζε την αποστολή του. Αλλά η πατριωτική του πίστη δεν ήταν αρκετή για να τον πείσει. «Ο ενθουσιασμός σας με συγκινεί», του είπε, «αλλά εγώ, προς το παρόν τουλάχιστον, λειτουργώ ακόμα με τη φωνή της λογικής. Κι αυτή μου λέει πως είστε καταδικασμένοι σε αιώνια δουλεία, αν δεν βρείτε τρόπο να μονοιάσετε. Θα παραμείνετε δούλοι ακόμα κι αν απαλλαγείτε από την οθωμανική τυραννία». Ο Τσακάλωφ είχε κατεβάσει το κεφάλι του και κοιτούσε το χωμάτινο δάπεδο σκεφτικός. Δεν διαφωνούσε καθόλου με τη λογική του λόρδου. Αυτήν ακριβώς την πληγή της διχόνοιας είχαν ελπίσει με τον Σκουφά να την αντιμετωπίσουν με τον ιερό όρκο απέναντι στην πατρίδα και τον Θεό. Είχαν ελπίσει η πίστη στο Έθνος να ενώσει όλους τους εγωισμούς και τα ατομικά συμφέροντα, που τους κρατούσαν αλυσσοδεμένους χρόνια. Δεν ήθελε, όμως, να δείξει στον Άγγλο ότι είχε βρει την αχίλλειο πτέρνα του. «Η Εταιρεία των Φιλικών κυοφορεί το ωραιότερο όνειρο για κάθε Έλληνα», του είπε με σοβαρότητα. «Η οργάνωσή μας θα φέρει την ελευθερία με κάθε θυσία σ’ αυτό τον τόπο». Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν ήθελε για κανένα λόγο να εμποδίσει αυτό το όνειρο ν’ ανθίσει. Επιθυμούσε διακαώς

167


να αποκτήσουν οι Έλληνες την ελευθερία τους. Ένιωθε, όμως, σαν τον πιστό που η πίστη του δοκιμαζόταν από τις παρεμβάσεις της λογικής του. «Εύχομαι να βρείτε τη δύναμη να μονιάσετε κάτω από τον ιερό σας όρκο και την ευλογία του Θεού σας», του είπε. Αργά το βράδυ έστησαν τα ράντζα τους να κοιμηθούν, αφού στο σπίτι δεν υπήρχαν κρεβάτια. Πριν τους πάρει ο ύπνος ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωσε μια σκιά να τον ζυγώνει και πετάχτηκε πάνω. Άκουσε τη φωνή του Γούναρη τότε να λέει κάτι και μετά τον είδε να σκύβει και να απλώνει γύρω από τα ράντζα των επισκεπτών του, κρεμμύδια. Η μυρωδιά δεν ήταν καθόλου ευχάριστη, αλλά όπως του εξήγησε ο Μπουλβίλ, τα έβαζαν για να κρατούν μακριά τα κάθε είδους ζωύφια, που αφθονούσαν στον Ελλαδικό χώρο. Παρ’ όλη τη φροντίδα των ανθρώπων του σπιτιού και την κουνουπιέρα που άπλωσαν γύρω τους, ο λόρδος Χόλμπουργκ πέρασε μιαν απαίσια νύχτα. Η ζέστη στο δωμάτιο ήταν αφόρητη και τα σμήνη των κουνουπιών έβρισκαν τρόπο να παρακάμψουν κρεμμύδια και κουνουπιέρες και να φτάνουν μέχρι το σώμα του. Μόλις χάραξε ήταν ένα ράκος. Ανακάθισε στο ράντζο του και περιέφερε το βλέμμα του στο σιωπηλό αχούρι στο οποίο πέρασε την εφιαλτική του νύχτα. «Τι κάνω εγώ εδώ μέσα;», μουρμούρισε. Σε μια στιγμή ένιωσε να λιγοψυχεί μπροστά στις κακουχίες που τον περίμεναν, αλλά τότε το βλέμμα του έπεσε πάνω στον Θανάση Τσακάλωφ. Ήταν ξαπλωμένος κατάχαμα στο δάπεδο κι ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπό του. Φαινόταν να έχει περάσει κι αυτός μιαν άσχημη νύχτα. Απόμεινε να τον κοιτάζει για κάμποση ώρα συνοφρυωμένος. Είχε αλλάξει πολλές φορές γνώμη γι’

168


αυτόν τον άνθρωπο από τη μέρα που τον είχε γνωρίσει. Εκείνη την στιγμή, όμως, ένιωσε πως ο Τσακάλωφ ήταν κάτι πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι τον είχε σκιαγραφίσει στο νου του. Κάτι πολύ πιο σπουδαίο, πολύ πιο ηρωικό. Τον πλημμύρισε ξαφνικά ένας απέραντος σεβασμός γι’ αυτόν τον νεαρό. Είδε ξαφνικά αυτό που πράγματι ήταν. Ένας δημιουργός, ο άνθρωπος που είχε βαλθεί ν’ αλλάξει τη μοίρα ενός ολόκληρου Έθνους, ένας οραματιστής που είχε αναλάβει να παίξει και το ρόλο τού μάρτυρα. «Τι κάνει έναν άνθρωπο ν’ αποζητάει το ακατόρθωτο;», αναρωτήθηκε. «Ο παραλογισμός; Η ματαιοδοξία; Η οργή;». Τότε άνοιξε τα μάτια του ο Ζακ Μπουλβίλ. «Δεν κοιμάσαι;», τον ρώτησε αγουροξυπνημένος. Ο λόρδος Χόλμπουργκ γύρισε αργά-­‐αργά προς το μέρος του και του έκανε την ίδια ερώτηση. «Τι κάνει έναν νέο άνθρωπο, σαν τον Τσακάλωφ, ν’ αποζητάει το ακατόρθωτο;» Ο Ζακ Μπουλβίλ αιφνιδιάστηκε από την ερώτηση. «Η μαγεία», του απάντησε μετά από λίγο. «Η μαγεία που έχουν τα όνειρα». Ο λόρδος Χόλμπουργκ κατάλαβε κι έκλεισε τα μάτια του ελπίζοντας να νιώσει κι αυτός κάτι από το μεγαλείο της λέξης. «Η μαγεία», ψιθύρισε συνεπαρμένος. Εκείνη τη στιγμή θα έδινε πολλά να είχε κι αυτός μια πίστη για την οποία να θυσιαζόταν. Μισοξύπνιος ο Τσακάλωφ άκουσε την κουβέντα τους. Ανακάθισε στο ράντζο του κι αφού χασμουρήθηκε λίγο ήρθε να βάλει τα πράγματα σε λιγότερο ρομαντική βάση. «Το όνειρο της ελευθερίας, λόρδε μου, είναι ένα όνειρο που ΕΣΥ δεν χρειάστηκε ποτέ σου να κάνεις», του είπε.

169


«Είναι ένα γλυκό όνειρο, όμως, και πολύ τυραννικό. Είναι αυτό που με κάνει ν’ αποζητάω το ακατόρθωτο, όπως το ονόμασες». § Το παζάρι της Πρέβεζας έπιανε δυο μακρόστενους δρόμους που κατέληγαν στην ακτή της πόλης, σαν βουερά ποτάμια. Ανάμεσα στους πάγκους και τις φωνές των μικροπωλητών, όμως, οι πελάτες δεν είχαν και σπουδαία πράγματα να διαλέξουν. Πιο πολύ ήταν η φασαρία και τα ατέλειωτα παζαρέματα, παρά τα ίδια τα αγαθά που προσφέρονταν. Ο Ζακ Μπουλβίλ χώθηκε μέσα στο πλήθος μαζί τον Τζόναθαν και τον δεκαπεντάχρονο γιο του Γούναρη. Χρειαζόταν άλογα, κυρίως, κάτι λίγα εφόδια για το ταξίδι τους και μερικά τρόφιμα για την οικογένεια του Γούναρη. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν σκόπευε ν’ ακολουθήσει την τακτική πολλών Ευρωπαίων περιηγητών που με ένα φιρμάνι στα χέρια τους ή το μπουγιουρδί κάποιου πασά στερούσαν από τους Έλληνες το λιγοστό φαγητό τους. Δεν περίμενε ότι θα ήταν εύκολη υπόθεση να ψωνίσει σε μια τέτοια αγορά, αλλά η κατάσταση ήταν πολύ πιο δύσκολη απ’ ότι τη φανταζόταν. Οι τσαμπάσηδες ζητούσαν ότι τιμή ήθελαν για τα μουλάρια τους κι ο Ζακ Μπουλβίλ είχε κιόλας μετανιώσει που πήγε στο παζάρι χωρίς τη συνοδεία ενός δραγουμάνου. Ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν απαραίτητο στις συναλλαγές με τους ντόπιους, αλλά η επιλογή του έμοιαζε με λαχείο. Υπήρχαν, βέβαια, κάποιοι ικανοί και αξιόπιστοι, αλλά οι περισσότεροι ήταν δύστροποι, δεν ήξεραν καλά τους δρόμους, δεν προστάτευαν τους ταξιδιώτες από τις αυθαιρεσίες των ντόπιων και δεν τους συμβούλευαν να σέβονται τα έθιμα

170


του κάθε τόπου, όπως όφειλαν να κάνουν. Δεν ήταν τυχαίο που ο κόσμος έλεγε: Εγώ φυλάγομαι από τα σκυλιά, ο Θεός να με φυλάξει από τους δραγουμάνους. Για να αποφύγει τα παζάρια με τους τσαμπάσηδες ο Ζακ Μπουλβίλ εξέτασε την περίπτωση να μετακινηθούν με άλογα των μετζίλ-­‐χανέδων, των ταχυδρομικών σταθμών, που ήταν απλωμένοι στην επικράτεια, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε μια τέτοια σκέψη. Θα ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τα δρομολόγια του ταχυδρομείου κι ο λόρδος δεν θα συμφωνούσε να εγκλωβιστούν μέσα σε τέτοιους περιορισμούς. Ο νεαρός Γούναρης του έριξε τότε την ιδέα να νοικιάσει αγωγιάτες που θα τους μετέφεραν όπου ήθελαν με δικά τους ζώα. Τους πήγε και σ’ ένα θείο του, Αναστάση Γούναρη, για να τους συστήσει κάποιον, αλλά αυτός τους απέτρεψε να κάνουν τέτοια κουταμάρα. «Θα βάνετε μπελά στο κεφάλι σας», τους είπε. «Είναι κακορίζικοι, καβγατζήδες και γκρινιάζουν με την παραμικρή δυσκολία στο ταξίδι». Στο τέλος ο Ζακ Μπουλβίλ αναγκάστηκε να αγοράσει τα ζώα που χρειάζονταν και τα ακριβοπλήρωσε. Πέντε λίρες Αγγλίας το καθένα. Τον διαβεβαίωσαν, όμως, πως στο τέλος του ταξιδιού του θα μπορούσε να τα μεταπουλήσει. Ο Αναστάσης Γούναρης κατατόπισε τον Ζακ Μπουλβίλ σχετικά και με τον δραγουμάνο που χρειαζόταν. Μπορούσε να πάρει Έλληνα ή Τούρκο. Οι Έλληνες ήξεραν καλά τις διαδρομές και ήταν βολικοί, αλλά φορώντας την τοπική τους ενδυμασία δεν ενέπνεαν σεβασμό σε κανένα. Τούρκο από την άλλη μεριά, ούτε που σκεφτόταν να πάρει. Ήταν τεμπέληδες και κάθε τόσο σταματούσαν την πορεία, πότε για να κάνουν την προσευχή τους και πότε για να

171


καπνίσουν το τσιμπούκι τους. Τελικά ο Ζακ Μπουλβίλ στάθηκε τυχερός και βρήκε μιαν εξαιρετική περίπτωση. Έναν από κείνους τους Έλληνες που είχαν ζήσει λίγο στην Ευρώπη και φορούσαν φράγκικα ρούχα. Απαλλαγμένοι από τη φουστανέλα φαίνονταν άλλοι άνθρωποι. Μερικοί μάλιστα τολμούσαν να αντιμιλήσουν ακόμα και σε Τούρκους. Αργά το απόγευμα μπήκε σ’ ένα μαγαζί για να κάνει κάτι τελευταία ψώνια. Όταν βγήκε, ο νεαρός Γούναρης δεν ήταν μαζί με τον Τζόναθαν. Ούτε κι αυτός ήξερε πού βρισκόταν. «Χάζευα μια βιτρίνα», είπε ο υπηρέτης τού λόρδου. Ο Ζακ Μπουλβίλ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο νεαρός τούς είχε απλά εγκαταλείψει και κοίταξε με προσοχή ένα γύρω. Τότε τον είδε στην άκρη του δρόμου να κουβαλάει έναν Τούρκο στην πλάτη του. Αν κι ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο, αυτή η εικόνα τον εξόργισε. Έτρεξε γρήγορα, πρόλαβε τον μικρό και του φώναξε επιτακτικά να σταματήσει. Ο νεαρός συμμορφώθηκε, αλλά ο Τούρκος δυσανασχέτησε και τον διέταξε να συνεχίσει. Ο Ζακ Μπουλβίλ άρχισε να τον βρίζει στα τούρκικα τότε και τον κατέβασε με το ζόρι από τη ράχη τού παιδιού. Εκείνος τον κοίταζε έκπληκτος. «Γιατί θυμώνεις, Μυλόρδε μου; Πού το βλέπεις το κακό; Έλληνας είναι!» Ο Ζακ Μπουλβίλ του έριξε μια υπεροπτική ματιά, που τον έκοψε σαν μαχαίρι. «Ο νεαρός είναι στην υπηρεσία μου», του είπε και δίχως άλλες εξηγήσεις τράβηξε το αγόρι κοντά του. Ο Τούρκος απόμεινε ακόμα λίγο αποσβολωμένος, αλλά στο τέλος απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας αγανακτισμένος.

172


§ Το σχέδιο του λόρδου Χόλμπουργκ ήταν να περιοδεύσουν πρώτα τους αρχαιολογικούς τόπους της περιοχής και κατόπιν να κατηφορίσουν προς τους Δελφούς, την Ολυμπία και να καταλήξουν στην Αθήνα και την Ακρόπολή της. Ο Ζακ Μπουλβίλ εργάστηκε μεθοδικά μαζί με τον νεοπροσληφθέντα δραγουμάνο και λίγες μέρες αργότερα η ομάδα ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει την περιήγησή της. Σ’ αυτό το σημείο θα χώριζαν και οι δρόμοι τους με τον Τσακάλωφ. Αυτός θα ακολουθούσε τον δικό του, για να φροντίσει τις υποθέσεις της επανάστασής του. Όταν ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού ο λόρδος Χόλμπουργκ σκεφτόταν πόσο συγκλονιστικές ήταν οι ανατροπές των συναισθημάτων του σ’ αυτό το ταξίδι. Τη σκηνή να αγκαλιάζει τον Τσακάλωφ και να βουρκώνει, δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να την φανταστεί στην επεισοδιακή συνάντησή τους στη Μασσαλία. Τον εφοδίασε και μ’ ένα γράμμα με το οποίο βεβαίωνε κάθε ενδιαφερόμενο πως ο κύριος Θεόδωρος Παλαιολόγος ήταν εις την υπηρεσία του και ενεργούσε για λογαριασμό του Αγγλικού στέμματος. «Εύχομαι η μαγεία του ονείρου σου να πάρει σύντομα τη μορφή της ελευθερίας που ποθείς», του είπε. Ο Τσακάλωφ τον βεβαίωσε πως δούλευε σκληρά γι’ αυτό. «Πριν επιστρέψετε στη χώρα σας, λόρδε μου, η ευχή σας θα έχει πιάσει τόπο», του είπε. Η παρουσία ενός Άγγλου ευγενή στην επικράτεια του Αλή πασά των Ιωαννίνων δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από το απέραντο δίκτυο των κατασκόπων

173


του. Μόλις που είχε προλάβει το μικρό καραβάνι ν’ αφήσει την Πρέβεζα κι έφτασε ένας Τάταρης με την πρόσκλησή του να τον επισκεφθεί στα Γιάννινα. Διέταζε μάλιστα τον τοπικό βοεβόδα να παραχωρήσει στον καλεσμένο του είκοσι γενίτσαρους για να τον συνοδεύσουν. Ήταν η εποχή που ο πασάς ήθελε απεγνωσμένα την εύνοια των Άγγλων και δεν έχανε ευκαιρία να δείξει τη φιλική του διάθεση απέναντί τους. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωσε κολακευμένος. Είχε αδυναμία άλλωστε στα μεγαλεία και τις τιμές που άρμοζαν στον οικογενειακό του τίτλο. «Θα αποδεχτούμε την πρόσκληση», είπε στον Ζακ Μπουλβίλ, «αλλά θα τον κάνουμε να περιμένει λίγο». Δεν είχε σκοπό ν’ αλλάξει το πρόγραμμά του. Πρώτα ήθελε να σταθεί στις πύλες του Άδη. Να περιμένει τον χάρο-­‐βαρκάρη και να ψηλαφίσει με τα δάχτυλα της φαντασίας του το σκοτεινό του έργο. Αυτός ο τόπος τού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Όσο κι αν επρόκειτο για ένα μύθο, πίστευε πως η διαδικασία με τον βαρκάρη, ήταν μια μεταφυσική πραγματικότητα που ο ανθρώπινος νους απλά δεν μπορούσε να τη συλλάβει. Έλπιζε και ευχόταν ο δικός του ο νους να ήταν σε θέση να πιάσει τα μηνύματα του μεταθανάτιου κόσμου. Όταν έφτασε στο φαράγγι του Αχέροντα και πέρασε την Αχερουσία λίμνη, άθελά του ψιθύρισε τους στίχους του Μπάυρον: Κοπάδια παίζουν, δέντρα ανεμίζουν ρυάκια ρέουν και ο έλατος συγκατατίθεται από ψηλά. Ιδού ο μαύρος Αχέροντας! Έκλεισε τα γήινα μάτια του και μ’ εκείνα της φαντασίας είδε θαμπά τις ψυχές να ταξιδεύουν στη σιωπή του θανάτου. Άκουγε το πλατς-­‐πλουτς των κουπιών στο νερό

174


της λίμνης, το κροτάλισμα των οβολών στο πουγκί του βαρκάρη, τον απόηχο του θρήνου των ζωντανών και τη γαλήνια ηρεμία αυτών που μετακόμιζαν στον κάτω κόσμο. Έμεινε για ώρες κοντά στη λίμνη. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον βαρκάρη, χρησιμοποιώντας τις πιο απόκρυφες δυνάμεις του νου του. Τον αναζήτησε στο βάθος της απόλυτης αυτοσυγκέντρωσής του, αλλά εκείνος έμενε πεισματικά αόρατος μέσα στη θολούρα της Αχερουσίας. Με κανένα τρόπο δεν κατάφερε να του εκμαιεύσει τις πληροφορίες που ήθελε για τον άλλο κόσμο. Δεν μπόρεσε να πάρει καμιάν απάντηση στα αιώνια ερωτήματα των θνητών. Στα Γιάννινα έφτασαν με μια βδομάδα καθυστέρηση. Με την εικόνα του Άδη ακόμα στο μυαλό του, ο λόρδος Χόλμπουργκ δε παραξενεύτηκε και πολύ με το μακάβριο θέαμα που αντίκρισε στην είσοδο της πόλης. Κρεμασμένα στα δέντρα κινιούνταν πέρα-­‐δώθε από το ελαφρύ αεράκι ανθρώπινα μέλη: χέρια, πόδια, κεφάλια, που συνέθεταν την πιο άγρια μορφή του θανάτου. Ο δραγουμάνος τού είπε πως επρόκειτο για το τεμαχισμένο κορμί κάποιου ραγιά που σίγουρα είχε πέσει στη δυσμένεια του πασά. Ήταν η συνηθισμένη τιμωρία που επέβαλε στους εχθρούς του. Αφού τους αποκεφάλιζε, τους λιάνιζε μετά και κρεμούσε τα κομμάτια τους σε σημεία όπου μπορούσε να τα βλέπει όλος ο κόσμος. «Στην οθωμανική επικράτεια η ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει τίποτα κι ο κόσμος έχει συνηθίσει να βλέπει τέτοιες ακρότητες», είπε ο Ζακ Μπουλβίλ. «Κάτι που θα εθεωρείτο έγκλημα στις πολιτισμένες χώρες, εδώ μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν ένα συνηθισμένο περιστατικό», είπε στο ίδιο πνεύμα κι ο δραγουμάνος,

175


θέλοντας να προϊδεάσει τον λόρδο για το τι ήταν δυνατόν να δει ακόμα. «Γι’ αυτό κι ο κόσμος βγαίνει στο κλαρί», πρόσθεσε με σημασία. Τα νέα για την άφιξη των ξένων είχαν φτάσει νωρίτερα στην πόλη, γιατί τους περίμεναν άνδρες του Βεζύρη στον δρόμο προς το σεράι. Τους υποδέχτηκαν με δουλικούς τεμενάδες και τους έβαλαν μέσα στη μεγάλη αυλή του κάστρου με τελετουργική βραδύτητα, σαν να αποτελούσαν τμήμα πομπής Ρωμαϊκού θριάμβου. Τον ρόλο των πραιτωριανών έπαιζαν οι Αλβανοί στρατιώτες του πασά. Στέκονταν δεξιά κι αριστερά στην αυλή, και άστραφταν μέσα στις λευκές φουστανέλες τους, τα καταστόλιστα γιλέκα τους και τους χρυσοκέντητους μανδύες τους. Λίγο πιο πίσω ήταν παραταγμένοι οι ιππείς. Κρατούσαν από τα χαλινάρια τους τα ατίθασα άλογά τους, κάτι πανέμορφα άτια, που χτυπούσαν κάθε τόσο τις οπλές τους στη γη, ανυπομονώντας να καλπάσουν ελεύθερα στον κάμπο. Ο Ζακ Μπουλβίλ θα έπαιρνε όρκο πως αυτή η λαμπερή εικόνα είχε ξεπηδήσει μέσα από το ποιητικό έπος του λόρδου Μπάυρον. Πλούσια στολισμένα άτια, για πόλεμο οπλισμένα, έτοιμα ένα γύρω στην πελώρια αυλή...... .............................................................................................................. Τούρκοι, Έλληνες, Αλβανοί, Μαυριτανοί ανακατεμένοι, θέαμα πολύχρωμο μέσα στις λαμπερές στολές τους, ενώ το τύμπανο του πολέμου ηχεί βαθύφωνα το τέλος της ημέρας. Ο πασάς τους δέχτηκε στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής. Εκεί τους οδήγησε ένας κακομοιριασμένος γραμματικός, τρισάθλια ντυμένος μ’ ένα πολυκαιρισμένο καφτάνι. Το χάλι

176


του έκανε εντύπωση στον λόρδο Χόλμπουργκ όχι όμως και στον Ζακ Μπουλβίλ. «Επίτηδες ντύνεται έτσι», εξήγησε στον λόρδο. «Θέλει να δείξει στον αφέντη του πως παραμένει φτωχός και δεν εκμεταλλεύεται τη θέση του για να πλουτίσει». Ο χώρος που μπήκαν είχε την τυπική ανατολίτικη κακογουστιά. Παχιά χαλιά, βελούδινοι καναπέδες στους τοίχους, και τεράστια μεταξωτά μαξιλάρια απιθωμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ο Αλήπασας καθόταν στο βάθος της αίθουσας περιτοιχισμένος από τους άντρες της προσωπικής του φρουράς, τέσσερους γεροδεμένους Αλβανούς με πορφυρές στολές. Στέκονταν ακίνητοι σαν αγάλματα, με τα χέρια τους πλεγμένα στο στήθος τους και τα κοφτερά σπαθιά τους έλαμπαν περασμένα στα ζωνάρια τους. Τα υπεροπτικά βλέμματα που περιέφεραν στην αίθουσα, σε αποθάρρυναν να κάνεις οποιαδήποτε κακόβουλη σκέψη. Ο πασάς σηκώθηκε όταν οι δυο ξένοι μπήκαν στην αίθουσα και τους υποδέχτηκε όρθιος, φιλοφρόνηση εξαιρετικά μεγάλη προς τους επισκέπτες του. Ακόμα πιο μεγάλη ήταν η τιμή να τους βάλει να κάτσουν δίπλα του. Αμήχανοι οι δυο περιηγητές κάθισαν κοντά στον άντρα τον οποίο αποκαλούσαν Οθωμανό Βοναπάρτη στην Ευρώπη. Στα εβδομήντα πέντε του τότε ο Βεζύρης ήταν κοντός, παχύς με ευχάριστο πρόσωπο, γαλανά αεικίνητα μάτια και κρατιόταν καλά. Αν εξαιρέσεις το χρυσοϋφαντο σαρίκι του και το γιαταγάνι του που ήταν στολισμένο με πλήθος από διαμάντια, η ενδυμασία του δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Όσοι ώρα οι σερπετσήδες πρόσφεραν τα ποτά και οι νεαροί ιτς ογλάν έφερναν τους καφέδες και ετοίμαζαν τα τσιμπούκια, εκείνος κοιτούσε διερευνητικά τους ξένους του

177


με χαμόγελο πονηρής αλεπούς στα χείλη του. Με ευχαρίστηση ο Ζακ Μπουλβίλ παρατήρησε πως δεν έχωνε τα δάχτυλα μέσα στα γένια του, ούτε τα μύριζε, όπως έκαναν πολλοί Τούρκοι. Ο Αλής μίλησε ελληνικά, αφού ήξερε ελάχιστα τούρκικα. Το πρώτο πράγμα που ενδιαφέρθηκε να μάθει για τον λόρδο Χόλμπουργκ ήταν τι τον έκανε να τριγυρίζει σαν νομάδας από χωριό σε χωριό και να ζει κάτω από άθλιες συνθήκες. Ο δραγουμάνος του πασά μετέφραζε στον Άγγλο αριστοκράτη τα λόγια του αφέντη του, αλλά τα σχόλια τα έκανε ο Ζακ Μπουλβίλ. «Οι Οθωμανοί δεν καταλαβαίνουν από μορφωτικά ταξίδια», είπε στον λόρδο κι εκείνος κατάλαβε. «Ήρθα να διδαχτώ τη σοφία της Ανατολής από ανθρώπους όπως η Υψηλότητά σας», απάντησε στον πασά, θεωρώντας αναγκαίο ν’ αρχίσει την κουβέντα τους με μια φιλοφρόνηση. Αν και οι Οθωμανοί δεν είχαν κληρονομικά αξιώματα ούτε τίτλους ευγενείας, ο πασάς έτρεφε μεγάλο σεβασμό στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία. Μεγαλωμένος μέσα σε ληστρικές ομάδες ο ίδιος, ένιωθε πως καρπωνόταν κάτι από την αίγλη των ευγενών που κατά καιρούς εμφανίζονταν στην αυλή του. Πίστευε πως η συναναστροφή μαζί τους τον αναβάθμιζε. Και με κάθε τρόπο την επιδίωκε. Ίσως αυτός ήταν κι ο λόγος που είχε πρόσφατα αγοράσει την Πάργα απο τους Άγγλους. Κάθε τόσο έκανε νόημα στους νεαρούς ιτς ογλάν του να γεμίζουν ξανά και ξανά τα τσιμπούκια των ξένων του, για να τους δείξει την εκτίμησή του. Κάποια στιγμή ζήτησε και του έφεραν κάτι, τυλιγμένο σε ένα βελούδινο ύφασμα. Ήταν ένα τελευταίου τύπου αγγλικό τηλεσκόπιο.

178


«Μ’ αυτό βλέπω καλύτερα τους εχθρούς μου», είπε ο πασάς επιδεικνύοντας υπερήφανα το απόκτημά του. «Αν και οι υπήκοοί μου με αγαπούν», πρόσθεσε με αυταρέσκεια. «Δηλαδή τους έκανα εγώ να μ’ αγαπούν, αφού πρώτα τους έμαθα να με φοβούνται», συνέχισε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Νομίζω πως οι Έλληνες δεν σας συμπαθούν ιδιαίτερα», είπε τότε ο Ζακ Μπουλβίλ, όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Ήθελε να δει την αντίδρασή του και να διαισθανθεί αν ο πανούργος Βεζύρης είχε πάρει κανένα μήνυμα για τον ξεσηκωμό που σχέδιαζαν να κάνουν οι σκλάβοι του. Εκείνος συρρίκνωσε τα γαλανά του μάτια και κούνησε το κεφάλι του με λύπη. «Αυτοί οι ραγιάδες, πάνε φιρί-­‐φιρί να το φάνε το κεφάλι τους πάλι», είπε με ράθυμο ύφος. «Μάλλον έχουν ξεχάσει τα χουνέρια που έπαθαν το ‘70». Όταν ο δραγουμάνος μετέφρασε τις σκέψεις τού πασά στον λόρδο Χόλμπουργκ εκείνος σκέφτηκε πως ίσως ήταν μια ευκαιρία να τον ωθήσει σε περισσότερες αποκαλύψεις. «Γνωρίζετε κάτι που σας κάνει να τους... λυπάστε, ας πούμε;» τον ρώτησε. Διατηρώντας το βαριεστημένο του ύφος εκείνος, ξεπέρασε τις προσδοκίες του λόρδου. «Δεν υπάρχει μυστικό που οι κατάσκοποί μου να μην το ξεθάβουν», του είπε αυτάρεσκα. «Ξέρω πως ετοιμάζονται να ξεσηκωθούν πάλι», πρόσθεσε με σιγουριά, αφήνοντάς τον άναυδο. Εκείνο που εντυπωσίασε περισσότερο τον λόρδο Χόλμπουργκ ήταν η ευκολία με την οποία τους αποκάλυπτε ένα τόσο σημαντικό μυστικό. Σαν να μην τον ένοιαζε να το κρατήσει κρυφό ή σαν να συζητούσαν κάποιο θέμα ρουτίνας.

179


«Αν σεργιανήσετε στη Ρούμελη και τον Μοριά, όλο και κάτι θα πάρει και το δικό σας αυτί», συνέχισε ο πασάς αδιάφορα. «Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι. Όλοι γι’ αυτό μιλάνε!» «Και σεις; Φαντάζομαι πως προετοιμάζεστε να τους αντιμετωπίσετε», συμπέρανε ο λόρδος Χόλμπουργκ, βλέποντας τον πασά πρόθυμο για αποκαλύψεις. Εκείνος του χάρισε ένα από τα μυστηριώδη χαμόγελά του. «Να προετοιμαστώ για ποιο πράγμα; Να αντιμετωπίσω αυτά τα θρασίμια;» ρώτησε γελώντας βροντερά. «Τι να φοβηθώ από δαύτους, λόρδε μου; Τρώγονται σαν σκυλιά μεταξύ τους! Ας μονοιάσουν πρώτα και μετά μπορεί και να τους λογαριάσω. Ο φθόνος, όμως, τους τρώει κι η ξεροκεφαλιά τους δεν πρόκειται να τους αφήσει να σηκώσουν κεφάλι. Είναι και κείνα τα ελεεινά πλάσματα, οι κοτζαμπάσηδες. Νομίζετε ότι θ’ αφήσουν εύκολα τα πλούτη που τους φέρνει η διοίκηση; Θα καταπνίξουν από μόνοι τους τον ξεσηκωμό πριν καν ξεκινήσει». Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν είχε λόγο να κρατάει τα προσχήματα πια. «Η Πύλη ξέρει;» ρώτησε. «Η Πύλη θα μάθει όταν πρέπει». «Όταν πρέπει ή όταν σιγουρευτείτε για τις πληροφορίες σας;» «Όταν πρέπει», επέμεινε ο πασάς. Δεν ήταν δύσκολο για τους δυο ταξιδιώτες να καταλάβουν πως είχε περίπλοκα σχέδια στο νου του. Η δήλωση που έκανε άλλωστε δεν άφηνε και πολλές αμφιβολίες για τις προθέσεις του.

180


«Αρκεί που γνωρίζω εγώ», συνέχισε με στόμφο. «Η Πύλη δεν έχει δικαίωμα να ανακατεύεται σε θέματα της επικράτειάς μου». Όταν αργότερα αποσύρθηκαν στα διαμερίσματά τους, οι δυο επισκέπτες του ήταν σίγουροι πως ο Βεζύρης ετοιμαζόταν κι αυτός να έρθει σε σύγκρουση με τον Σουλτάνο. «Αυτή θα είναι μια καλή ευκαιρία για τους Έλληνες», είπε ο Ζακ Μπουλβίλ. «Η ίδια αποτυχία περιμένει και τους δυο», σχολίασε τότε απαισιόδοξα ο λόρδος Χόλμπουργκ. «Οι Έλληνες είναι διχασμένοι κι ανοργάνωτοι από τη μια κι απ’ την άλλη εγώ είδα έναν γερασμένο Αλή! Μου έδωσε την εντύπωση πως δεν είναι πια το λιοντάρι που θα μπορούσε να τα βάλει με τον Σουλτάνο. Είναι ένας πολεμιστής στο γέρμα της πολυτάραχης ζωής του. Αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να πείσει τους άνδρες του να τον ακολουθήσουν στις θυσίες που απαιτούν οι φιλοδοξίες του. Μην ξεχνάς πως είναι πολύ πάνω από τα εβδομήντα!» Ο Ζακ Μπουλβίλ είχε σε μεγαλύτερη εκτίμηση τις δυνάμεις τού Αλήπασα. «Είναι αχόρταγος για πλούτη και εξουσία», είπε. «Τίποτα δεν τον σταματά. Θα βάλει σε εφαρμογή ό,τι σχέδια έχει στο μυαλό του». «Τότε ετοιμάζει μια πυριτιδαποθήκη που θα σκάσει στα μούτρα του», είπε με σιγουριά ο λόρδος Χόλμπουργκ. § Στα Γιάννινα έμειναν περίπου τρεις μήνες. Ο Αλής τους πρόσφερε κάθε είδους περιποιήσεις κι έκανε ό,τι μπορούσε για να τους κάνει τη ζωή τους ευχάριστη. Με κάθε τρόπο ήθελε να υποχρεώσει τον λόρδο. Του έστελνε λειχουδιές καθημερινά και τον προσκαλούσε στα ιδιαίτερα

181


διαμερίσματά του, όταν δεν ήταν απασχολημένος με τις συνηθισμένες ραδιουργίες του ή με τις τρακόσιες γυναίκες του χαρεμιιού του. Από την παρέα του Αλήπασα ο λόρδος Χόλμπουργκ προτιμούσε να περιδιαβαίνει την πόλη και να έρχεται σ’ επαφή με τους κατοίκους της. Στην πλειοψηφία τους ήταν Έλληνες που ασχολούνταν με το εμπόριο κυρίως. Αρκετοί έφταναν ως τη Μολδοβλαχία και τη Ρωσία, για να κάνουν τις συναλλαγές τους, αφού πρώτα εξασφάλιζαν την άδεια του Αλήπασα για να ταξιδέψουν. Εκείνος τους την έδινε ευχαρίστως, με αντάλλαγμα την ομηρεία της οικογένειάς τους, για να είναι σίγουρος πως θα έπαιρνε μερίδιο από τα κέρδη τους. Οι Έλληνες ζούσαν σε καλοφτιαγμένα, διώροφα σπίτια με μεγάλες αυλές και λουλούδια, που όμως έμοιαζαν σαν φυλακές. Τα καγγελλόφραχτα παράθυρά τους και οι ερμητικά κλεισμένες πόρτες τους αντανακλούσαν το φόβο που υπήρχε μόνιμα στις ψυχές των ενοίκων τους. Μέσα Νοεμβρίου του 1819 ο λόρδος Χόλμπουργκ άφησε τα Γιάννινα, αφού πρώτα έδωσε τα ανάλογα μπαξίσια στο προσωπικό που τον είχε εξυπηρετήσει και έκανε το τραπέζι στους γενίτσαρους της ασφάλειάς του. Δυο υποχρεώσεις εντελώς απαραίτητες στην Οθωμανική επικράτεια. Αυτή η δεύτερη, ωστόσο, αποδείχτηκε εξαιρετικά δυσάρεστη. Αμέσως μετά το φαγητό, την ώρα που σερβιρίζονταν οι καφέδες, οι γενίτσαροι άρχισαν να ρεύονται όλοι μαζί επιδεικτικά. Αγνοώντας τα έθιμα των Οθωμανών, ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωσε αηδία με τη συμπεριφορά τους. Ο Ζακ Μπουλβίλ τον είδε που τσίτωσε.

182


«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», του είπε. «Είναι ο ευγενικός τρόπος για να σου δείξουν πόσο ευχαριστήθηκαν το φαγητό τους!» Με πολυάριθμη συνοδεία Αρβανιτάδων έφτασαν ως την Πρέβεζα. Εκεί αποχωρίστηκαν από την ασφαλή συντροφιά τους, αλλά το συστατικό γράμμα του Αλήπασα, που είχε στα χέρια του ο λόρδος Χόλμπουργκ, διέταζε τους τοπικούς μπέηδες να δεχτούν «με κάθε περιποίησιν τους Μυλόρδους φίλους του και να τους δώσουν ανθρώπους αρκετούς δια φύλαξιν εις τον δρόμον». Ο βοεβόδας της περιοχής τους διευκόλυνε να επιβιβαστούν σε μια γολέτα με προορισμό την Πάτρα. Ο λόρδος Χόλμπουργκ σχεδίαζε να μείνει για λίγο εκεί και να κανονίσει με τον Άγγλο πρόξενο οικονομικής φύσεως θέματα πριν περιοδεύσει στον Μοριά. Υπολόγιζε πως αυτός ο γύρος θα του έπαιρνε όλο το χειμώνα. Αρχές του επόμενου καλοκαιριού έλπιζε να καταλήξει στην κωμόπολη της Αθήνας και να μείνει μερικούς μήνες κάτω από τον ίσκιο της Ακρόπολης και στα μέρη όπου δίδαξαν οι μεγάλοι σοφοί της αρχαιότητας. Το Ιόνιο πέλαγος, ωστόσο, του επιφύλαξε πολύ κακή υποδοχή. Ένας δυνατός μαϊστρος, που ερχόταν από την μεριά της Αδριατικής, έκανε το πέλαγος ν’ αναστενάζει. Η γολέτα βρέθηκε να παλεύει με κύματα βουνά που έμοιαζαν να τους προετοιμάζουν το φριχτό τους τέλος στα βάθη της θάλασσας. Στα απομνημονεύματά του ο Ζακ Μπουλβίλ έγραψε πως ο τόπος θύμιζε κόλαση όταν έπεσε το σκοτάδι. «Ο αέρας ούρλιαζε σαν εξαγριωμένη μαινάδα και οι αρμοί του σκάφους βογγούσαν με κείνο το υπόκωφο φονικό τρίξιμο που σε κάνει να πιστεύεις πως από στιγμή σε στιγμή πρόκειται να διαλυθούν».

183


Αυτό που τους εγκατέλεψε πρώτο ήταν το μπροστινό άλμπουρο. Σε μια στιγμή κόπηκε σαν αγγούρι και έπεσε με πάταγο πάνω στην πλώρη. «Ο φόβος μας έγινε πανικός», έγραψε ο Ζακ Μπουλβίλ, «όταν διαπιστώσαμε πως ο καπετάνιος μαζί με τους περισσότερους ναύτες είχαν κρυφτεί στο αμπάρι και με γοερές φωνές απηύθυναν προσευχές στον Αλλάχ να τους βοηθήσει». Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανείς στη γολέτα που να πιστεύει πως θα έβλεπαν ξανά το φως του ήλιου. Μέσα σ’ αυτό το κακό, όμως, ο Ζακ Μπουλβίλ διέκρινε κάποιες σκιές στην τιμονιέρα να προσπαθούν να κρατήσουν το καράβι στον έλεγχό τους. Ανάμεσα στα πολλά επαγγέλματα που είχε κάνει για να επιβιώσει, είχε μπαρκάρει και σ’ ένα καράβι κάποιο διάστημα. Αν και δεν θυμόταν πολλά πράγματα, ζύγωσε τον τιμονιέρη. Του μίλησε τούρκικα και προσφέρθηκε να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορούσε. Εκείνος τον κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε και ο Ζακ Μπουλβίλ επανέλαβε δυνατότερα την προσφορά του. Ο τιμονιέρης του έδειξε τότε το αμπάρι και του φώναξε στα ελληνικά να πάει κι αυτός να κρυφτεί με τους άλλους και να μην φοβάται γιατί το καράβι ήταν σε καλά χέρια τώρα. Κοντά στα ξημερώματα κατάφεραν να ποδήσουν σ’ έναν υπήνεμο κόλπο. «Οι Έλληνες ναυτικοί μάς έσωσαν», πληροφόρησε τον κατάχλωμο λόρδο ο Ζακ Μπουλβίλ. Ήταν τόση η ανακούφιση και των δυο τους που αγκάλιασαν έναν-­‐έναν τους τέσσερις Έλληνες ναυτικούς. «Η ελευθερία που θα κερδίσουν μια μέρα αυτοί οι άνθρωποι, σίγουρα θα ξεπηδήσει από ηρωισμούς σαν τον χτεσινοβραδινό», είπε ο λόρδος Χόλμπουργκ και ζήτησε από τον Ζακ Μπουλβίλ να τους το μεταφράσει.

184


Στον κόλπο όπου κατέφυγαν έμελε να τελειώσει και το θαλασσινό τους ταξίδι. Ο λόρδος δεν ήθελε να εμπιστευτεί τη ζωή των ανθρώπων του στο τούρκικο πλήρωμα. Κάτι ψαράδες, που είχαν απαγκιάσει κι αυτοί εκεί, πληροφόρησαν τον Ζακ Μπουλβίλ πως υπήρχε ένα χωριό κοντά τους. Έστειλαν αμέσως τον Τάταρη που τους συνόδευε να ειδοποιήσει τους χωριάτες για την άφιξη των ξένων και να φροντίσει για τροφή και στέγη. Όταν η ομάδα έφτασε στο χωριό, είδαν τον Τάταρή τους να δέρνει έναν χωριάτη. «Χωρίς ξύλο οι Ρωμιοί δεν κάνουν τίποτα», είπε αηδιασμένος εκείνος όταν ο Ζακ Μπουλβίλ τον διέταξε να διακόψει αυτή τη βαρβαρότητα. «Όποιος κρατάει γράμμα από τον πασά στα χέρια του, δεν πληρώνει, Μυλόρδε μου. Παίρνει ό,τι θέλει», πρόσθεσε μετά κι όλοι κατάλαβαν τι είχε γίνει. Για να διορθώσει την κακή εντύπωση, ο λόρδος Χόλμπουργκ πλήρωσε προκαταβολικά τους χωριάτες κι έβγαλαν τη νύχτα τους σε φιλικό περιβάλλον. Ο Έλληνας που τους φιλοξένησε αυτόν και τον Ζακ Μπουλβίλ, τους συμβούλεψε να μην συνεχίσουν από τη στεριά με ένα μονάχα γενίτσαρο στη συνοδεία τους. «Τα βουνά και τα λαγκάδια της Ρούμελης είναι πιο επικίνδυνα από τη θυμωμένη θάλασσα», τους εξήγησε. Εκείνοι, όμως, θεώρησαν υπερβολικές τις επιφυλάξεις του νιώθοντας ασφαλείς με το φιρμάνι της Πύλης και το μπουγιουρδί του Αλήπασα στα χέρια τους. Πρωί-­‐πρωί έφυγαν για το Μεσολόγγι. Ο καιρός ήταν καλός κι ο καθαρός ουρανός υποσχόταν ήσυχο ταξίδι. Μετά από μερικές ώρες οδοιπορίας, ωστόσο, ο Ζακ Μπουλβίλ συνειδητοποίησε, παρατηρώντας την τροχιά του ήλιου, πως

185


είχαν ανατολική κατεύθυνση, ακριβώς αντίθετη απ’ αυτή που έπρεπε ν’ ακολουθούν. Ο δραγουμάνος τους τότε ομολόγησε πως είχε χάσει τον δρόμο. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί γύρω να ρωτήσουν και αναγκάστηκαν να δεχτούν τις συμβουλές του αγωγιάτη τους. Αυτός χειροτέρεψε τα πράγματα κι άλλο και χάθηκαν οριστικά μέσα στα βουνά. Το βράδυ αναγκάστηκαν να διανυκτερεύσουν στην ύπαιθρο, γύρω από μια μεγάλη φωτιά. Με βάρδιες τη συντηρούσαν αναμμένη όλη τη νύχτα, για να κρατήσουν μακριά τα άγρια ζώα. Ξημερώματα συνέχισαν τη διαδρομή που χάραξε το ένστικτό τους και προχώρησαν προς το νότο, μέσα από χαράδρες και βουνά, εντελώς αποπροσανατολισμένοι. Προς το μεσημέρι είδαν τις στέγες των σπιτιών κάποιου χωριού. Κοκκίνιζαν στην απέναντι πλαγιά, σαν χυμένο αίμα, ανάμεσα στα πράσινα φυλλώματα τού βουνού. Κατάκοποι ξεπέζεψαν στο πρώτο σπίτι και ζήτησαν φαγητό και στέγη. Ο χωριάτης είπε πως στο χωριό δεν υπήρχε περισσευούμενο φαγητό κι ο Τάταρης τον απείλησε πως θα τους έκαιγε τα σπίτια, αν δεν τους έδιναν να φάνε και χώρο να κοιμηθούνε. Τελικά τους κατάφεραν να τους πουλήσουν δυο κότες, μερικά αβγά κι ένα καρβέλι ψωμί. Όσο αρνητικοί ήταν με το φαγητό, το ίδιο φειδωλοί ήταν και στις πληροφορίες τους οι χωριάτες. Σαν κάποιος αόρατος φόβος να πλανιόταν πάνω από το χωριό τους και τους έκανε να κρατούν το στόμα τους κλειστό. Με το ζόρι έβγαλαν λίγα μισόλογα για την κατεύθυνση που έπρεπε ν’ ακουθήσουν οι ξένοι για να φτάσουν στο Μεσολόγγι. Μόλις χάραξε άφησαν το αφιλόξενο χωριό, αλλά δεν πήγαν και πολύ μακριά. Πάνω στο μονοπάτι που τους είχαν στείλει οι χωριάτες, φάνηκαν δυο καβαλάρηδες με γυμνά

186


γιαταγάνια και κουμπούρες στα ζωνάρια τους. Μετά ήρθαν κι άλλοι και σε λίγο γέμισε ο τόπος απ’ αυτούς. «Ληστές!» φώναξε πανικόβλητος ο δραγουμάνος τους. «Ληστές!» είπε κι ο Τάταρης. Χωρίς άλλη κουβέντα άρχισαν να τρέχουν και οι δυο τους σαν τρελοί προς μια γειτονική χαράδρα. Τους ακολούθησε ο γενίτσαρος της συνοδείας τους, ο αγωγιάτης και οι δυο βαστάζοι τους. Οι ληστές δεν φάνηκαν να ενοχλούνται από τη φυγή τους. Η λεία που τους ενδιέφερε στεκόταν ακίνητη στη θέση της. Ο λόρδος Χόλμπουργκ απόμεινε να τους κοιτάζει παγωμένος πάνω από τη φοράδα του. Η ασκητική τους μορφή του θύμισε τους ανθρώπους για τους οποίους είχε μιλήσει ο Παντελής Γούναρης το πρώτο τους βράδυ στην Πρέβεζα. Το αγέρωχο ύφος τους, τα μακριά μαλλιά που έπεφταν ατημέλητα πάνω στους ώμους τους, οι λερές τους φουστανέλες, όλα σκιαγραφούσαν τον κυνηγημένο Έλληνα που είχε αποζητήσει την ελευθερία του στην παρανομία και το βουνό. «Δεν πρόκειται να μας πειράξουν», είπε ο Ζακ Μπουλβίλ. «Λύτρα θα ζητήσουν μονάχα». Ο λόρδος Χόλμπουργκ κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του. Δεν ήξερε τι επρόκειτο να τους συμβεί. Ήταν σίγουρος, όμως, πως η αληθινή περιπέτειά του στην Ελλάδα είχε μόλις αρχίσει.

187


7

Αιγαίο Απρίλιος – Ιούνιος 1819 Όταν η Φανερωμένη βγήκε από το δίαυλο του Πόρου το οθωμανικό σκάφος είχε ανοιχτεί στο πέλαγος ακολουθώντας βορειοανατολική πορεία. Με τα τετράγωνα πανιά του όλα ανοιγμένα, έμοιαζε με αρπακτικό πουλί που μετέφερε τη λεία του στη μακρινή φωλιά του. Η Βασιλική είχε πιστέψει πως οι Οθωμανοί εισπράκτορες θα σταματούσαν στην Ύδρα και στις Σπέτσες για να πάρουν κι από κει τα χαράτσια τους. Έλπιζε έτσι πως μέσα στη νύχτα οι άνθρωποί της θα κατάφερναν με ένα ρεσάλτο ν’ αρπάξουν τ’ αδέλφια της από τα χέρια τους και να τα γλυτώσουν από τον ευτελισμό του σκλαβοπάζαρου. Η πορεία του καραβιού τους, όμως, έδειχνε πως απομακρύνονταν από τα νησιά κι αυτή η εξέλιξη κλόνισε τον πρώτο της ενθουσιασμό. Ο Γιάννος την είδε απογοητευμένη και πήγε κοντά της να την παρηγορήσει. Έτσι κι αλλιώς την επιχείρησή τους να προλάβουν το Τούρκικο την έβλεπε από την αρχή καταδικασμένη. Σε μερικές ώρες η ταχύτερη φρεγάτα θα ήταν μια κουκίδα στον ορίζοντα κι όταν έπεφτε το σκοτάδι θα χανόταν για πάντα από τα μάτια τους. Σαν πιο έμπειρος στη θάλασσα, της έριξε την ιδέα να γυρίσουν πίσω, αλλά εκείνη τον αποπήρε με απροσδόκητη σκληρότητα. «Θα τους ακολουθήσουμε κι ως την κόλαση ακόμα», του είπε. Αυτή την κόλαση, όμως, τη ζούσε κιόλας μέσα της. Όσο άπειρη κι αν ήταν στα ναυτικά ζητήματα, έβλεπε την

188


οθωμανική φρεγάτα να μικραίνει στον ορίζοντα και καταλάβαινε πόσο μάταιο θα ήταν να την ακολουθήσει. Η οργή που ένιωθε μέσα της, όμως, δεν υποχωρούσε μπροστά σε καμιά λογική σκέψη. «Άιντε, παλληκάρια μου, κουμαντάρτε σωστά τα άρμενα μη και τους προκάνουμε», φώναζε κάθε τόσο. Οι άνθρωποί της έκαναν το καλύτερο, αλλά η σκούνα δεν υπήρχε τρόπος να τρέξει πιο γρήγορα από μια φρεγάτα με πολύ μεγαλύτερη ιστιοφορία. «Μη σεκλετίζεσαι, Κυρά μου. Ο Θιός είν’ μεγάλος. Κάπου θα καλιάσει να τους πετύχομε», την παρηγόρησε ο μπάρμα-­‐ Αναγνώστης. Ήταν ο μόνος αισιόδοξος ακόμα μέσα στη σκούνα. Σαν παλιός ναυτικός ήξερε καλά τι παιγνίδια μπορούσε να παίξει η μοίρα στους ανθρώπους της θάλασσας. Όταν ήρθε το σούρουπο το οθωμανικό σκάφος δεν φαινόταν ούτε με το κιάλι πια. Χάθηκε στον ορίζοντα και το μόνο σημάδι που άφησε πίσω του ήταν τα συναισθήματα απογοήτευσης και μοναξιάς στην ψυχή της Βασιλικής. Αποκαρδιωμένη ακούμπισε στην κουπαστή και κοίταξε γύρω της με φόβο. Στο αχνό φως του δειλινού, ίσα που φαινόταν η στεριά, ενώ το πλατύ πέλαγος όλο και τους ρουφούσε. Παρά την παρουσία του Γιάννου και τόσων δικών της ανθρώπων δίπλα της, φοβήθηκε. Ξαφνικά ένιωσε εγκλωβισμένη σ’ έναν άγνωστο κόσμο, μέσα στον οποίο είχε παρασυρθεί από μια παράλογη απόφαση σε στιγμή απελπισίας. Έσφιξε με δύναμη την κουπαστή και γύρισε το κεφάλι της μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων της για να μην καταλάβουν τη στεναχώρια της. Τότε αιστάνθηκε τα χέρια του Γιάννου επάνω της. Δεν ήταν ώρα για σεμνοτυφίες και έπεσε μέσα στην αγκαλιά του,

189


αδιαφορώντας για το τι θα έλεγαν οι άλλοι. Εκεί θα μπορούσε να κλάψει ελεύθερα, αλλά τελικά δεν το έκανε. Ήταν πολύ εγωίστρια για να φανεί πως είχε λυγίσει. «Ας γυρίσουμε πίσω», της ψιθύρισε πάλι στ’ αυτί ο Γιάννος, νιώθοντας την αγωνία της. Αυτό υπαγόρευε κι η δική της λογική, αλλά κάτι μέσα της αρνιόταν να αποδεχτεί την ήττα της. Της έλεγε πως με κάποιο θαυματουργό τρόπο θα κατάφερνε να απελευθερώσει τ’ αδέλφια της. Η ντροπή θα ήταν μεγάλη, άλλωστε, αν εκείνη τη στιγμή γυρνούσε στον Πόρο. Κι η ενοχή της προδοσίας θα την βάραινε για πάντα. «Κάπου θα καλιάσει να τους πετύχουμε», του απάντησε, χρησιμοποιώντας τα λόγια του μπάρμα-­‐Αναγνώστη. Χωρίς τον πραγματικό καπετάνιο της, η Φανερωμένη συνέχισε το ταξίδι της προς την κατεύθυνση που είχε χαθεί το οθωμανικό σκάφος. Ο «μπούσουλας» έδειχνε τότε ογδόντα μοίρες και τον ακολούθησαν. Όταν έπεσε, όμως, το σκοτάδι και τα αστέρια χάθηκαν στο συννεφιασμένο ουρανό, ακόμα και οι παλιοί ναυτικοί τής σκούνας δεν μπορούσαν να πουν με σιγουριά κατά πού τραβούσαν. Μετά τα μεσάνυχτα δυνάμωσε κι ο αέρας, αγρίεψε το κύμα και η σκούνα άρχισε να χτυπιέται ανελέητα από τα στοιχειά της φύσης. Εκείνη η νύχτα ήταν φρικιαστική για τη Βασιλική. Κλεισμένη στην καμπίνα, που κάποτε χρησιμοποιούσε ο πατέρας της, κρατιόταν από την άκρη της κουκέτας και έβγαζε σ’ ένα μεγάλο κάδο τα υπολείμματα των υγρών του στομαχιού της. Κοντά της είχε κρατήσει και τον Γιάννο για να είναι μαζί όταν θα τους κατάπινε το κύμα. Εκείνος υπέφερε που δεν μπορούσε ούτε τη Βασιλική να βοηθήσει ούτε και τους συντρόφους του. Νοερά μόνο ήταν

190


δίπλα τους καθώς αγωνίζονταν να κρατήσουν το σκάφος πάνω στον καιρό για να μην τους πάρει από δίπλα και τους φέρει καπάκι. Με τον ένα τους φλόκο σκισμένο και δίχως να τολμούν να σηκώσουν καμιά από τις μαϊστρες -­‐τα βασικά πανιά του σκάφους-­‐ πάλευαν να κρατηθούν με το δεύτερο φλόκο μονάχα, που τους είχε απομείνει. Ήταν ένας πολύωρος αγώνας που άρχισε να τους δικαιώνει προς το ξημέρωμα όταν απάγκιασαν πίσω από τον όγκο κάποιας στεριάς. Δεν είχαν ιδέα που βρίσκονταν. Το καλό ήταν πως ο αέρας έκοψε εκεί και το κύμα έχασε τη διαβολική ορμή του. Αργά το πρωί αγκυροβόλησαν στον πρώτο όρμο που συνάντησαν κι έπεσαν όλοι ξεροί πάνω στο κατάστρωμα από την κούραση. Εκεί έμειναν αποκλεισμένοι για τρεις ημέρες. Η καθυστέρηση δεν τους πείραζε, όμως, αφού κι οι Οθωμανοί θα είχαν ποδίσει κάπου μέχρι να φτιάξει ο καιρός. Το αληθινό τους πρόβλημα ήταν πως είχαν σαλπάρει από τον Πόρο με ελάχιστα εφόδια, τα οποία έφταναν στο τέλος τους και σε λίγο ούτε να φάνε δεν θα είχαν. «Θα αρπάξουμε για να ζήσουμε», είπε χωρίς δισταγμό ο Βασίλης ο Δαμαλίτης. Ήταν άνθρωπος με πολύ πείρα στη θάλασσα, όπως και στις πειρατικές συνήθειες της εποχής. Η θεωρία του τέθηκε σε εφαρμογή εκείνη την ίδια μέρα με θήραμα κάτι κατσίκες που ήταν αμολημένες στην πλαγιά πάνω από την ακτή του κόλπου. Με σύντομες διαδικασίες κατέβασαν τη βάρκα στο νερό και όρμησαν προς τη στεριά όπου βρισκόταν η λεία τους. Ο νεαρός τσοπάνης που τις φυλούσε λαγοκοιμόταν ακουμπισμένος σ’ ένα βράχο και τους πήρε είδηση μονάχα όταν πάτησαν το πόδι τους στη στεριά. Όταν τους είδε μπροστά του με τα μουσκέτα στα χέρια πίστεψε πως ήταν

191


πειρατές και τους πρόσφερε χωρίς αντίρρηση τα ζωντανά που του ζήτησαν. «Θα σε ξοφλήσουμε όταν λευτερωθεί η πατρίδα», του είπαν για να έχουν την συνείδησή τους ήσυχη. Ήταν μια δικαιολογία που θα την χρησιμοποιούσαν συχνά στο μέλλον όταν οι συνθήκες τους ανάγκαζαν να χρησιμοποιούν αγαθά που ανήκαν σε άλλους. Ο τσοπάνης τους είπε πως βρίσκονταν στη Τζιά. Επειδή, όμως, δεν ήταν σίγουρος σε τι θα τον ωφελούσε η ελεύθερη πατρίδα, αν αυτοί έβαζαν χέρι και στα υπόλοιπα αρνιά του, κοίταξε να τους ξαποστείλει από τον τόπο του. Τους εξήγησε πως η Τζια ήταν φτωχό νησί, ενώ κοντά της υπήρχαν πολλά άλλα πλουσιότερα, όπως η Άνδρος, η Νάξος, η Τήνος και η Σύρος. Εκεί θα μπορούσαν να βρουν καλή λεία. Με δέλεαρ την ελπίδα κυρίως πως σε κάποιο απ’ αυτά τα πλούσια νησιά θα συναντούσαν το φοροεισπρακτικό του Καπουδάν πασά, η Φανερωμένη σήκωσε ξανά πανί το ίδιο απόγευμα, μόλις φύσηξε ευνοϊκό αεράκι. Σην πρώτη νυχτερινή βάρδια ήταν ο Γιάννος στο τιμόνι. Συνηθισμένη πια στο λίκνισμα του καραβιού πάνω στη ράχη της θάλασσας, η Βασιλική έμεινε κι αυτή δίπλα του. Την ενδιέφερε πολύ να μάθει την τέχνη της ναυτοσύνης, να διδαχτεί πώς το καράβι κρατιόταν στην πορεία του και ποια ήταν τα μυστικά του ανέμου που φούσκωνε τα πανιά της σκούνας. Ο Γιάννος, όμως, είχε αλλού το νου του. «Ξαστεριά», της είπε δείχνοντας τον καθαρό ουρανό. Η Βασιλική αναστέναξε. Πάντα φανταζόταν το πρώτο της ταξίδι στη θάλασσα στο πλευρό του. Όχι, όμως, έτσι. Αυτό που της συνέβαινε δεν έμοιαζε με πραγματοποίηση ευχής. Ήταν δηλητήριο, που έσταζε στάλα-­‐στάλα μέσα της. Όσες

192


κι αν ήταν οι έγνοιες της, όμως, ήταν εύκολο να την ξελογιάσει ο ψίθυρος του νυχτερινού μπάτη. Σε μια στιγμή ο ορίζοντας φωτίστηκε σαν να τον είχες πασπαλίσει με ασημόσκονη. «Δες!», φώναξε η Βασιλική. Εκείνη τη στιγμή μόλις έσκαζε από τη θάλασσα ένα γεμάτο φεγγάρι, σαν ντροπαλή παρθένα που ερχόταν στον κόσμο να γνωρίσει τις ηδονές του. «Πανσέληνος», ξαναείπε με ρομαντική διάθεση. Έγειρε στον ώμο του κι ένιωσε την κάψα που έβγαινε από μέσα του να την τσουρουφλίζει. Τώρα που είχε σπάσει τα δεσμά της και σεριανούσε ελεύθερη στη θάλασσα, δεν κρατιόταν κι εκείνη. Ρουφούσε χωρίς ενδοιασμούς τις μυρωδιές του αντρικού κορμιού κι άφηνε τον εαυτό της να τις απολαύσει χωρίς καμιά τύψη. Γύρω στα μεσάνυχτα ήρθε ο Νικόλας ο Καραμάνος να τους σκαντζάρει. Η Βασιλική δεν ήθελε να πάει στην κουκέτα της. Προτιμούσε να πλαγιάσουν στην πλώρη να τους ξεπλένει το θαλασσινό αεράκι και ν’ ακούνε το πλατσούρισμα του νερού πάνω στις παρειές τής σκούνας. Ο Γιάννος, όμως, είχε άλλα σχέδια. Τη σήκωσε στα χέρια του και τράβηξε προς την καμπίνα της, σαν να την οδηγούσε στη νυφική της παστάδα. Ζαλισμένη από τη γλυκιά αίσθηση που της έδινε η εγκατάλειψη στην αγκαλιά του, η Βασιλική έκλεισε τα μάτια της να απολαύσει τη μαγεία των στιγμών. Εκείνη την ώρα δεν ήταν σίγουρη τι την έκανε πιο ευτυχισμένη: η εκπλήρωση των ερωτικών της φαντασιώσεων ή η ελευθερία που είχε κατακτήσει. Στη στενή της κουκέτα, ωστόσο, με τον Γιάννο ξαπλωμένο δίπλα της, ξύπνησαν απότομα πάλι οι δαίμονες

193


μέσα της. Όταν ένιωσε την καυτή του ανάσα στο λαιμό της και τα χέρια του κάτω από το μεσοφόρι της, τραβήχτηκε προς τα πίσω. «Μην απλώσεις τα κουλά σου, αν δεν μ’ υποσχεθείς να με στεφανώσεις», του είπε. Δεν άντεχε τόση ελευθερία. «Στο πρώτο λιμάνι», τη βεβαίωσε εκείνος βαριανασαίνοντας. «Αν και με το νόμο των πειρατών είμαστε κιόλας παντρεμένοι». Μετά από περιπλάνηση δυο ημερών σε ταραγμένα νερά, ο οπτήρας ξεχώρισε ένα χωριό σκαρφαλωμένο στην κορυφή κάποιου νησιού. Για να μη γίνουν αντιληπτοί από τα καραούλια των κατοίκων ή καμιά Τούρκικη φρουρά, άφησαν τη μέρα να περάσει και αγκυροβόλησαν νύχτα στον κόλπο. Την επομένη, με το πρώτο χάραμα, ο ψαράς που κατέβηκε από το χωριό για να πάρει τη βάρκα του να βγει να ψαρέψει, είδε έκπληκτος το αγκυροβολημένο καράβι. Μετά είδε και τη λέμβο με το τσούρμο του να πλησιάζει την ακτή. Φοβήθηκε πως ήταν πειρατές, αλλά δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Τους χαιρέτησε φιλικά. «Καλημέρα πατριώτες». «Σύ ‘σαι ακόμη δω, ωρέ!» του απάντησε ο Πέτρος ο Θεοφάνους. «Η πατρίδα σηκώνει τ’ άρματα κι ελόγου σου χασομεράς με ψαρέματα;» Ο ψαράς τον κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει. Στο νησί ούτε ένας δεν είχε τολμήσει να σηκώσει κεφάλι στους άρπαγες του Καπουδάν πασά, που κάθε τόσο λήστευαν το βιός τους. Και τούτος μιλούσε για ξεσηκωμό του Γένους! «Η πατρίδα, σ’ έχει ανάγκη. Σύμπραξε ειδεμή θα σε καταραστεί ούλο το Γένος», συνέχισε ο Θεοφάνους.

194


«Κι ελόγου σας ποιοί είστε;» είπε ο ψαράς παίρνοντας θάρρος. «Είμεθα άνθρωποι λεύτεροι, επαναστατημένοι. Ενεργούμε προς βλάβη και παντελή όλεθρο των τυράννων της πατρίδος», του απάντησε ο Γιάννος για λογαριασμό όλων τους. Ο ψαράς τους κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια. «Γίνηκε ξεσηκωμός; Είν’ αλήθεια;» ρώτησε. Έκπληκτοι τότε οι ναύτες της Φανερωμένης τον είδαν να βουρκώνει σαν να είχε ακούσει νέα από μιαν αγαπημένη, που καρτερούσε εδώ και πολλά χρόνια. Τον είδαν μετά να γονατίζει, να σηκώνει το κεφάλι προς τον ουρανό και να ευχαριστεί τον Θεό. Όταν συνήλθε από τα κύματα της συγκίνησής του, άκουσε προβληματισμένος το αίτημα των πολεμιστών της Φανερωμένης. Του ζητούσαν τρόφιμα και κάποιον παπά να παντρέψει τη Βασιλική με τον Γιάννο. «Δύσκολα μου βάνετε», τους είπε σκεφτικός. «Παπάς υπάρχει, αλλά τροφές...» Οι ναυτικοί έκαναν πως χάϊδευαν τις κουμπούρες τους κι ο ψαράς δήλωσε τελικά πως ήταν καθήκον του να βοηθήσει. Όπως τους εξήγησε βρίσκονταν στη Σίφνο. Μπήκε μπροστά μετά και τους οδήγησε στο μεγάλο χωριό της, την Απολλωνία. Ήταν πολύ πρωί ακόμα κι ο περισσότερος κόσμος βρισκόταν στο κρεβάτι του. Ο ψαράς τους πήγε κατ’ ευθείαν στο σπίτι του προεστού Κώστα Μιχελή. Ο άνθρωπος πανικοβλήθηκε όταν είδε το τσούρμο στην πόρτα του. «Τι τρέχει, ωρέ, Παναγή;» ρώτησε τον ψαρά. «Ξεσηκωμός αφέντη μ’», είπε εκείνος. «Το Γένος σήκωσε ντουφέκι».

195


Αγουροξυπνημένος ο προεστός– ο πιο πλούσιος στη Σίφνο σύμφωνα με την μαρτυρία του ψαρά-­‐ ξύνισε τα μούτρα μόλις άκουσε για τα τρόφιμα που απαιτούσαν οι ξένοι. Το δικό του τ’ αυτί δεν ίδρωσε από τα μαντάτα του ξεσηκωμού. Εκείνον τον ένοιαζε που θα έπρεπε ν’ ανοίξει το κατώι του και να βγάλει γεννήματα που θα του απέφεραν γρόσια όταν τα πουλούσε. Κατάλαβε πως οι ξένοι τον λήστευαν με το δικό τους ύπουλο τρόπο, αλλά φοβήθηκε τα όπλα τους. Είχε πικράν πείραν άλλωστε. Πότε οι Οθωμανοί και πότε οι πειρατές έβαζαν χέρι στο βιος του κι αυτός για να μείνει ζωντανός αναγκαζόταν να υποκύπτει στις απαιτήσεις τους. Με κατάρες για την κακή του τύχη και τους καταχραστές του ιδρώτα του, τους κατέβασε στο κατώι όπου φύλαγε τις σοδειές του. Οι άντρες της Φανερωμένης προσπάθησαν να τον καλμάρουν . «Θα σε ξοφλήσουμε όταν λευτερωθεί η πατρίδα», του είπαν καθώς γέμιζαν τα σακιά τους. Τέτοιες υποσχέσεις, όμως, ο προεστός ούτε που τις λογάριαζε. Σε μια στιγμή πήρε είδηση και κατέβηκε κι η γυναίκα του στο κατώι. Βλέποντας τους άρπαγες του βιου τους άρχισε να φωνάζει, σαν υστερική. Θα σήκωνε το νησί στο πόδι κι οι Ποριώτες θαλασσινοί αναγκάστηκαν να τη φιμώσουν και να τη δέσουν σ’ έναν από τους στύλους που στήριζε το ανώι. Το ίδιο έκαναν και στον άντρα της. Βιαστικά μετά πήραν όσα σήκωνε η πλάτη τους και άρχισαν να τρέχουν στην κατηφόρα που έβγαζε στον κόλπο όπου βρισκόταν η σκούνα τους. Ο Δαμαλίτης με τον ψαρά έμειναν πίσω και πήγαν στο σπίτι του παπά. Με το ζόρι τον κουβάλησαν σ’ ένα ερημικό ξωκλήσι, κοντά στο σημείο όπου είχε αγκυροβολήσει η σκούνα.

196


Το μυστήριο ήταν βιαστικό και ασυνήθιστο. Μπροστά στον εξαγριωμένο ιερέα ήρθαν και στάθηκαν δυο νέοι πανομοιότυπα ντυμένοι. Φορούσαν κι οι δυο βράκα μακριά, δεμένη στη γάμπα, φαρδιά πουκαμίσα λευκή, σκούρο μπλε γιλέκο και θαλασσί σκουφί. Ο παπάς νόμιζε πως του ζητούσαν να παντρέψει δυο αρσενικούς και αρνήθηκε κατηγορηματικά να το κάνει. Η Βασιλική του έδειξε τότε τα απαλά της χέρια και το άτριχο πρόσωπό της, αλλά μονάχα όταν τράβηξε το βενετσιάνικο στιλέτο της κατάλαβε ο παπάς πως έπρεπε να βιαστεί. Τρομοκρατημένος μπουρδούκλωσε τα λόγια του, παρέλειψε τα περισσότερα γράμματα του μυστηρίου και τους έδωσε στα γρήγορα την ευλογία του. Με την ίδια ταχύτητα σάλπαραν και από το νησί. Είχαν τρόφιμα για κάμποσες μέρες τώρα και μπορούσαν να συνεχίσουν την αναζήτηση της οθωμανικής φρεγάτας: τον μοναδικό λόγο για τον οποίο ανάσαινε η καπετάνισσά τους. Ο ψαράς είπε ότι δεν είχε φανεί στη περιοχή εκείνο τον καιρό, αλλά αυτό δεν αποθάρρυνε τη Βασιλική. Ήταν σίγουρη πως η φρεγάτα κάπου εκεί θα τριγύριζε και θα μάζευε χαράτσια από τους νησιώτες. Ήταν μια λογική σκέψη με την οποία συμφώνησαν και οι ναύτες της. Άλλωστε κανείς τους δεν είχε όρεξη να γυρίσει πίσω. Είχαν κάνει πια την προσωπική τους επανάσταση κι η αποστολή να εκδικηθούν τον Τούρκο τους είχε κάνει άλλους ανθρώπους. Τόσο ελεύθεροι και τόσο λυτρωμένοι από τις φοβίες του ραγιά, δεν είχαν νιώσει ποτέ, όσο εκείνες τις μέρες πάνω στην Φανερωμένη. Η μόνη έγνοια τους τώρα ήταν να επιβιώσουν και να πάρουν το αίμα του καπετάνιου τους πίσω.

197


Η αναζήτησή τους, ωστόσο, απεδείχθη πολύ πιο δύσκολο έργο από όσο είχαν υπολογίσει μέσα στον πατριωτικό ενθουσιασμό τους. Οι θάλασσες τους ταλαιπώρησαν άγρια στο Κυκλαδίτικο πέλαγος. Κάθε τόσο έχαναν τον μπούσουλα κάτω από τον μολυβί ουρανό, έβγαιναν έξω από την πορεία τους, και οι τρελοί αέρηδες τους ανάγκαζαν ν’ απαγκιάσουν άρον-­‐άρον σε κάποιον όρμο, όποιον κατάφερναν να φτάσουν. Ήταν μια άνιση μάχη με τα στοιχειά της φύσης που δε λύγιζε, όμως, τη θέληση κανενός τους. Όρμο με όρμο, λιμάνι με λιμάνι, νησί με νησί αναζητούσαν το τέρας που είχε καταπιεί τα αδέφια της Βασιλικής κι είχε δολοφονήσει τον καπετάνιο τους. Σε κάθε τόπο τους περίμενε η απογοήτευση, όμως. Φρεγάτα δεν υπήρχε και τα τρόφιμα ήταν παντού λίγα. Ό,τι είχε περισσέψει από τα χαράτσια των Τούρκων, την απληστία των πλουσίων και τις αρπαγές των πειρατών, έφτανε με το ζόρι για να θρέψει τους νησιώτες. «Δεν μας συντρέχει κι ο Θεός», μουρμούριζε διαρκώς ο Πέτρος Θεοφάνους, που ήταν υπεύθυνος για το συσσίτιο. Έκανε ό,τι μπορούσε. Τον βοηθούσαν κι άλλοι τρεις από το πλήρωμα: Ο Δαμαλίτης, ο Αναγνώστης και ο Κυριάκος. Δεν ήθελαν, όμως, να καταντήσουν σαν τους πειρατές. Συχνά δεν ζητούσαν καν φαγητό από τους ντόπιους όταν έβλεπαν τη φτώχεια τους. Έπιαναν κουβέντα μαζί τους και τους πληροφορούσαν για όσα είχαν ακούσει και είχαν δει στα άλλα λιμάνια. Τους μιλούσαν και για τον επερχόμενο ξεσηκωμό του Γένους, αλλά αυτό το νέο είχε πάρει διαστάσεις και δεν έκανε μεγάλη εντύπωση. Άλλοι σαν όνειρο κι άλλοι σαν βεβαιότητα περίμεναν τη στιγμή που θα συμβεί. Οι ναύτες της Φανερωμένης ισχυρίζονταν πως η φωτιά είχε κι όλας ανάψει. Έφερναν σαν παράδειγμα τον

198


εαυτό τους που γυρνούσαν ελεύθεροι στις θάλασσες και παρακινούσαν τους νησιώτες να ξεσηκωθούν κι εκείνοι. Μέσα Μαϊου βρέθηκαν σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Νάξου. Ήταν Κυριακή πρωί κι ο κόσμος είχε μαζευτεί στην εκκλησία. Εξαθλιωμένοι από την ταλαιπωρία μπήκαν κι αυτοί στο ναό, για να λειτουργηθούνε. Οι ντόπιοι τους έριχναν κρυφές ματιές κι αναρωτιούνταν τι σόι άνθρωποι ήταν και τι γύρευαν στο νησί τους. Μετά τη λειτουργία ο Θεοφάνους ακολούθησε τη συνηθισμένη τους τακτική. Πρώτα μίλησε για τον ξεσηκωμό του Γένους και το όραμα της ελευθερίας που η Φανερωμένη περιέφερε στα νησιά κι ύστερα ζήτησε τη βοήθειά τους. Αρκετοί από τους χωριάτες έφυγαν βιαστικά, είτε γιατί δεν ήθελαν μπελάδες με τους Τούρκους είτε γιατί δεν είχαν σκοπό να ενισχύσουν με τρόφιμα αυτούς τους τσιγγάνους της θάλασσας. Κοντά στους ναύτες της Φανερωμένης έμειναν άνθρωποι φτωχοί, που στην πλειοψηφία στερούνταν τα ουσιώδη. Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος κυρ Μανούσος. Ηλικιωμένος άνθρωπος, που αποδείχτηκε πως ήταν τσιφλικάς με περιουσία, απλοχέρης, αληθινός κιμπάρης. Όταν η Βασιλική μίλησε για τα αδέλφια που της είχαν αρπάξει οι Οθωμανοί, τον είδε να δακρύζει. Τους κάλεσε στο σπίτι του μετά, άνοιξε τα κελάρια του κι έβαλε σ’ ένα υπόστεγο αρνιά να ψηθούν στη σούβλα. Στο φαγοπότι που ακολούθησε, τους εξιστόρησε και τη δική του δυστυχία. Οι Οσμανλήδες είχαν πάρει και το δικό του γιο στο στόλο του Καπουδάν πασά κι από τότε δεν τον ξανάδε. Ούτε καν έμαθε αν τούρκεψε ή αν απλά χάθηκε στη θάλασσα. Σίγουρη η Βασιλική πως είχε βρει μιαν ακόμα οργισμένη ψυχή να την στρέψει κατά των Οθωμανών, του είπε με

199


ενθουσιασμό όσα ήξερε για την Εταιρεία των Φιλικών και προσπάθησε να τον προσηλυτίσει. Όπως ακριβώς είχε κάνει και με τους δικούς της ανθρώπους. Ο τσιφλικάς συγκινήθηκε από την πατριωτική λάμψη που είδε στα μάτια της, αλλά η συναισθηματική του φόρτιση δεν στάθηκε αρκετή για να παραμερίσει τη στέρεα λογική του. Έκανε μια μελαγχολική γκριμάτσα και της χάιδεψε το κεφάλι. «Άδικος κόπος, κοπέλα μ’», της είπε. «Άμα έβρεις του λόγου σου τη φρεγάτα, όπου γυρεύεις, να μου τρυπήσεις το ρουθούνι. Άλλο τόσο θα λευτερωθεί και τούτος ο τόπος. Ήμουνα νιος και γέρασα, μα η λευτεριά... άπιαστο πουλί». Κάθε φορά που η Βασιλική άκουγε τους συμπατριώτες της να επικαλούνται τη σύνεση και τη σοφία για να δικαιολογήσουν την ατολμία τους, γινόταν έξαλλη. Δεν είπε τίποτα, όμως στον κυρ-­‐Μανούσο. Σεβάστηκε τον άνθρωπο που τους φιλοξενούσε και δεν έδειξε την απογοήτευσή της. Αντίθετα τον επαίνεσε για τη νοικοκυροσύνη και τη σωφροσύνη του, ελπίζοντας πως με τη γενναιοδωρία του θα τάιζε το πλήρωμά της για κάμποσες μέρες. Προς τα τέλη του Μάη η οθωμανική φρεγάτα ήταν ένα φάντασμα πια, το οποίο κανείς δεν πίστευε πως ποτέ θα συναντούσαν. Θα είχαν εγκαταλείψει πολύ νωρίτερα το άσκοπο πηγαινέλα τους από νησί σε νησί, αν αυτή η ρέμπελη ζωή δεν τους είχε γίνει συνήθεια. Τους χόρταινε η αίσθηση πως δεν είχαν να σκύψουν το κεφάλι τους σε κανέναν, ούτε να πληρώσουν χαράτσια στην Υψηλή Πύλη, ούτε μπαξίσια σε άπληστους αγάδες. Ένιωθαν πραγματικά ελεύθεροι άνθρωποι. Το νόστιμον ήμαρ, όμως, δεν έπαυε να βαραίνει την ψυχή τους. Φορές-­‐φορές ήταν αβάσταχτη η επιθυμία τους να επιστρέψουν στο νησί τους. Το

200


συζητούσαν αλλά δεν το αποφάσιζαν. Έμεναν στην αναμονή και τη νοσταλγία. Σ’ αυτή την αβεβαιότητα έδωσε τέλος ένα γεγονός που λογικά έπρεπε να τους είχε συμβεί πολύ νωρίτερα. Ταξίδευαν στο στενό ανάμεσα Πάρο κα Νάξο όταν στον ορίζοντα της πρύμης τους εμφανίστηκε μια Αγγλική φρεγάτα. Ήταν από εκείνα τα πολεμικά της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέα της Αγγλίας που κυνηγούσαν την πειρατεία ακόμα και στα νερά του Αιγαίου. Οι ναυτικοί της Φανερωμένης ταράχτηκαν. Ως τότε τους είχαν απασχολήσει οι πειρατές, η έλλειψη τροφίμων κι ο κίνδυνος να πνιγούν στην αφρισμένη θάλασσα, αλλά αυτό το κακό δεν το είχαν υπολογίσει. Δεν είχαν καμιά αμφιβολία πως οι Άγγλοι θα τους περνούσαν για πειρατές, έτσι που τριγύριζαν δίχως χαρτιά και χωρίς φορτίο. Και με τα έξι κανόνια τής Φανερωμένης δεν θα μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν. Η μόνη λύση ήταν η φυγή, αλλά κι αυτή ήταν μια δύσκολη λύση. Ο Γιάννος με τον Βασίλη τον Δαμαλίτη, που ήταν στο τιμόνι της σκούνας εκείνη τη στιγμή, πήραν από μόνοι τους την απόφαση. Έστριψαν προς τον νοτιά ελπίζοντας να προλάβουν να κρυφτούν στο σύμπλεγμα των νησιών, που οι χάρτες του καπετάν Βαγγέλη έδειχναν να υπάρχουν ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό. Ήταν μια κίνηση, όμως, που αμφισβήτησε ένας από τους παλαιούς και έμπειρους ναυτικούς της σκούνας, ο Πέτρος ο Καλής. «Δεν ωφελάει να κρυφτούμε. Είν’ ανάγκη να τους ξεγελάσομε», τους εξήγησε. Η ιδέα του Καλή υιοθετήθηκε τελικά από όλους. Διατήρησαν την αρχική τους πορεία προς το σύμπλεγμα των μικρών νησιών ανάμεσα στη Νάξο και στην Αμοργό, για

201


να πείσουν τους Άγγλους, ότι πρόθεσή τους ήταν να κρυφτούν κάπου εκεί, αλλά όταν σκοτείνιασε η Φανερωμένη άλλαξε πορεία. Έστριψε νοτιοδυτικά, σημαδεύοντας το στενό ανάμεσα στην Κίμωλο και τη Σίκινο. Μ’ αυτό τον τρόπο έλπιζαν να στείλουν τους Άγγλους προς τη ανατολή κι αυτοί να ταξιδεύουν προς τη δύση. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε κανείς τους. Αγωνίζονταν να κουμαντάρουν τ’ άρμενα της σκούνας, να της δώσουν περισσότερο δρόμο για να εξαφανιστούν από τα μάτια των διωκτών τους. Με τον ούριο άνεμο που φυσούσε λογάριαζαν πως θα είχαν βγει έξω από το σύμπλεγμα των Κυκλάδων ως την ανατολή του ήλιου. Ήλιο, όμως, δεν είδαν καθόλου. Ο αέρας μπάταρε μετά τα μεσάνυχτα, γύρισε σε πολύ φρέσκια σοροκάδα και ο καιρός χαλούσε διαρκώς, δείχνοντας τις άγριες διαθέσεις του. Το πρωί είχε κλείσει από παντού. Τα κύματα σάρωναν το κατάστρωμα της Φανερωμένης σαν κοπάδια δαιμόνων που αποζητούσαν να στραγγίξουν τη ζωή από μέσα της. Μετά τη δύσκολη νύχτα τούς περίμενε μια χειρότερη μέρα. Στο άγριο σκηνικό προστέθηκε τότε και η φωνή του οπτήρα, που ήχησε σαν πένθιμη καμπάνα: «Πανίιιι! Πανί πρύμα δεξιάαα!» Δεν είχε κανείς τους αμφιβολία για τι είδους σκάφος επρόκειτο. Ήταν φανερό πως οι πεισματάρηδες Άγγλοι είχαν αντιληφθεί έγκαιρα τον ελιγμό τους και συνέχιζαν το ανελέητο κυνηγητό τους. Η Φανερωμένη ήταν ξανά η λεία τους κι οι ναύτες της έκαναν, για μια ακόμα φορά, την απέλπιδα προσπάθειά τους να τους ξεφύγουν. Αψηφώντας τη μανία της θύελλας, κουμάνταραν με νύχια και με δόντια τα πανιά της σκούνας, αλλά ό,τι κι αν έκαναν η απόστασή

202


τους από τη φρεγάτα όλο και μίκραινε. Οι Άγγλοι κάποια στιγμή δοκίμασαν τα κανόνια τους. Άρχισαν να τους σφυροκοπούν με μεγάλες μπάλες από καυτό μολύβι, που ευτυχώς δεν είχαν ούτε τη στοιχειώδη ευστοχία. Η φουρτούνα έκανε τα δυο σκάφη να τραμπαλίζονται πάνω στις κορυφές των κυμάτων και οι βολές των Άγγλων έπεφταν πολύ μακριά. Οι εξαντλημένοι ναυτικοί της Φανερωμένης γνώριζαν ότι η τύχη τους θα διαρκούσε όσο και η κακοκαιρία. Η άγρια θάλασσα θα ήταν ο σύμμαχός τους μέχρι να πέσει το σκοτάδι να τους κρύψει πάλι από τα εχθρικά μάτια. Όσο περνούσε η ώρα, όμως, η φρεγάτα κέρδιζε μίλια και τα βλήματα των κανονιών της έπεφταν κοντύτερα. Ένα απ’ αυτά έσκασε πάνω στην πλώρη τους. Δεν υπήρχαν απώλειες σε έμψυχο υλικό, αλλά κάτι λίγες ζημιές στον ένα από τους φλόκους. Ήταν μια μπαταριά, ωστόσο, που τους ταρακούνησε. Αν συνέχιζαν έτσι, οι Άγγλοι θα τους βούλιαζαν. Η Βασιλική, νιώθοντας υπεύθυνη για τη σκούνα και τους άντρες της τότε, αποφάσισε πως θα ήταν πιο ένδοξο να πεθάνουν πολεμώντας. Τους ζήτησε ν’ απαντήσουν κι εκείνοι. «Βαρείτε τους, ωρέ, κι ότι πάρει η μπάλα», είπε στον Γιάννο, τον Θεοφάνους, τον Δαμαλίτη και τους άλλους που πάσχιζαν να κρατήσουν τη σκούνα στο δρόμο της. Λίγο αργότερα τα κανόνια της Φανερωμένης βρυχήθηκαν. Καθώς η σκούνα κλυδωνιζόταν μέσα στα κύματα, οι ναύτες της έριξαν έξι απανωτές μπαταριές, για να ικανοποιήσουν την καπετάνισσά τους πιο πολύ παρά γιατί πίστευαν ότι με τέτοια θαλασσοταραχή μπορούσαν να πετύχουν το εχθρικό σκάφος. Η Βασιλική με τα χέρια της χωνί στο στόμα της ούρλιαζε σχεδόν, για να βγει η φωνή

203


της πάνω από το μουγκρητό του ανέμου. Τους ζήτησε να ρίξουν κι άλλη και μετά κι άλλη. Δεν ήταν μόνο οι Άγγλοι πεισματάρηδες. Είχε κι αυτή γινάτι. Η Φανερωμένη σπαταλούσε έτσι στο πουθενά τις οβίδες της, σαν τον πνιγμένο που αγωνιζόταν να πιαστεί από τα μαλλιά του για να σωθεί. Τα πιο πολλά πράγματα στη ζωή, όμως, συχνά τα καθορίζει μια παράξενη μοίρα. Κι αυτή η παράξενη μοίρα οδήγησε μια από τις αδέσποτες μπάλες των κανονιών τους να χτυπήσει ακριβώς το μάτι του ταύρου. Βρήκε το πρυμναίο κατάρτι της φρεγάτας και το έκοψε σαν αγγούρι, βάζοντας καινούργιους κανόνες στη σύγκρουση. Ξάρτια, πανιά, άλμπουρο και άνθρωποι έγιναν ένα κουβάρι. Σαν πληγωμένο θαλασσοπούλι το Αγγλικό σκάφος έχασε ταχύτητα και σιγά σιγά η Φανερωμένη άρχισε να ξεφεύγει στο βάθος του ορίζοντα. Κανείς από τους μαχητές της δεν ησύχασε, ωστόσο. Ανάσαναν μονάχα όταν ήρθε το βράδυ και τους σκέπασε το σκοτάδι. Ξημερώματα τους ξύπνησε η φωνή του οπτήρα πάλι. Αυτή τη φορά είχε ελπιδοφόρα χροιά. Δεν ήταν για ν’ αναγγείλει κάποιο πανί στον ορίζοντα, αλλά τον όγκο μιας στεριάς που ξεχώριζε στην πλώρη τους. Ο Γιάννος κι η Βασιλική άφησαν την κουκέτα, που μοιράζονταν στην καμπίνα της καπετάνισσας κι ανέβηκαν στο κατάστρωμα. «Ο Μοριάς», τους είπε ο Δαμαλίτης, που ήταν βάρδια στο τιμόνι. Σε λίγο παρέπλεαν τις ακτές του. Ο μπούσουλας έδειχνε πως τραβούσαν προς το νοτιά και συνέχισαν έτσι, για να είναι σίγουροι πως θα ξεφορτωθούν για τα καλά τους Άγγλους. Αυτοί οι πεισματάρηδες και με λαβωμένη ακόμα τη φρεγάτα τους, δεν θα τα παρατούσαν εύκολα.

204


Αργά το απόγευμα πλησίασαν στις νοτιοανατολικές ακτές της Πελοποννήσου. Με αέρα πολύ φρέσκο και θάλασσα φουρτουνιασμένη περιέπλευσαν ένα ακρωτήριο με απότομες ακτές, που έπεφταν σαν καταρράχτης από βράχια μέσα στη θάλασσα. Οι παλιότεροι στη σκούνα αναγνώρισαν τον Κάβο-­‐Μαλιά. Η φωνή του Σταύρου Καλή τότε ακούστηκε σαν παράξενο μήνυμα ανάμεσα στις ριπές του αέρα. «Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε», είπε με σοβαρότητα. Όσοι τον άκουσαν τον κοίταξαν αποσβολωμένοι. Ήξεραν καλά σε ποια γλώσσα μιλούσε, αλλά δεν καταλάβαιναν τι έλεγε, ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν πώς του ήρθε και το αμόλησε τέτοια ώρα. Με περισπούδαστο ύφος εκείνος τους εξομολογήθηκε πως το είχε μάθει από ένα λόγιο Φαναριώτη. Τον είχαν επιβάτη σ’ ένα μπρίκι που πήγαινε για Ιταλία. Όταν είχαν περάσει από τον τρικυμισμένο κάβο το είχε πει με νοσταλγία, λες και δεν θα γυρνούσε ποτέ στο σπίτι του. «Μου εξήγησε τι σήμαινε, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα », είπε ο Καλής. «Το λέω κι εγώ, όμως, όποτε τύχει να περάσω απ΄εδώ». Η σοροκάδα που ερχόταν από τα νοτιοανατολικά δυσκόλεψε τη Φανερωμένη να καβατζάρει τον κάβο. Κι όσο βράδιαζε τόσο δυνάμωνε ο αέρας. Με το ζόρι οι ναύτες κατάφεραν να μειώσουν την επιφάνεια των πανιών για να μη γίνουν κουρέλια. «Τραβήξου μακριά από τη στεριά», συμβούλεψε ο Δαμαλίτης τον Γιάννο, που κρατούσε το τιμόνι. Τίποτα, όμως, δεν ήταν εύκολο εκείνη τη στιγμή. Η σκούνα κυβερνιόταν με δυσκολία, αφού πιο πολύ υπάκουε στις ορέξεις της θάλασσας παρά στις κινήσεις των ναυτικών.

205


Όλοι περίμεναν μιαν εξαντλητική νύχτα. Απροσδόκητα, όμως, τότε φάνηκε μια αχτίδα ελπίδας να λαμπυρίζει στη σκοτεινή ακτογραμμή. Ξαφνικά εμφανίστηκαν δυο μεγάλες φωτιές, σαν φάροι που σηματοδοτούσαν την είσοδο κάποιου λιμανιού. Ήταν ένα δώρο από το Θεό που δεν μπορούσαν να αρνηθούν και χωρίς πολύ σκέψη έστριψαν την πλώρη τους κατά πάνω τους. Η τύχη τούς είχε χαμογελάσει, αλλά δεν άργησαν να καταλάβουν ότι το χαμόγελό της ήταν δολοφονικό. Όταν πλησίασαν αρκετά στη στεριά, με την πλώρη τους ανάμεσα στις δυο φωτιές, ένιωσαν ένα τράνταγμα, σαν να είχε αδειάσει ξαφνικά η θάλασσα κι αυτοί σέρνονταν πάνω στο βυθό της. «Ρηχά», ακούστηκαν πολλές φωνές με δέος, αλλά ήταν αργά να κάνουν κάτι. Το τρίξιμο του ξύλου που σερνόταν πάνω σε ύφαλο τα έλεγε όλα. Απορημένοι κοίταξαν ο ένας τον άλλον αρνούμενοι να αποδεχτούν τη συμφορά τους. Ένα καράβι σε ύφαλο ήταν ένα άχρηστο καράβι κι αυτοί βρίσκονταν στο έλεος των στοιχείων της φύσης πια. Όταν συνήλθαν από το πρώτο τους σοκ κατέβηκαν στο αμπάρι να ελέγξουν τις ζημιές τους. Με ανακούφιση διαπίστωσαν πως τα ύφαλα ήταν ακόμα στεγανά και ευχαρίστησαν με την πιο θερμή προσευχή τους τον Άγιο που τους είχε σώσει από τα χειρότερα. Μάλλον θα μπορούσαν να «ξεκάτσουν» τη σκούνα τους μόλις καλμάριζε λίγο ο καιρός. Με το πρώτο φως της αυγής, ωστόσο, βρέθηκαν μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις. Απέναντί τους, εκεί που έβλεπαν τις φωτιές, δεν υπήρχε κανένας κόλπος. Ξεραϊλα υπήρχε μονάχα κι ένα ακρωτήρι που έμπαινε βαθιά στη θάλασσα. Ήταν φανερό πως τις φωτιές τις είχαν ανάψει για να τους παραπλανήσουν. Από την άκρη του ακρωτηρίου τότε ξεπρόβαλαν τέσσερις

206


μεγάλες βάρκες με πλήθος αρματωμένους άντρες μέσα τους. Κατάλαβαν τι είχε συμβεί. «Μανιάτες πειρατές», φώναξε ο Δαμαλίτης αναστατωμένος. Είχε ακούσει ιστορίες γι’ αυτούς αλλά δεν τους είχε δει ποτέ με τα μάτια του. «Στ’ άρματα!», ακούστηκαν πολλοί να καλούν τους συντρόφους τους. Άρπαξαν όλοι τους μουσκέτα, κουμπούρες και χατζάρες για να υπερασπίσουν το σκάφος τους. Τα κανόνια δυστυχώς δεν μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν, γιατί οι βάρκες είχαν πλησιάσει πολύ κοντά. Μόνο σώμα με σώμα θα μπορούσαν να πολεμήσουν. Στο φως του λυκαυγούς οι πειρατές φαίνονταν αρκετά καθαρά. Ήταν ψηλοί, γεροδεμένοι και βιαστικοί ν’ αρπάξουν τη λεία που προσδοκούσαν να βρουν στη σκούνα για να πάει χαλάλι το ξενύχτι τους. Έριξαν πρώτοι μερικές μπαταριές, ελπίζοντας να τρομοκρατήσουν το πλήρωμα του εμπορικού σκάφους, αλλά πήραν την απάντησή τους. Πυροβολισμοί ήρθαν κι από τη σκούνα. Αυτό δεν συνέβαινε συνήθως. Στη δύσκολη θέση που βρίσκονταν οι ναυτικοί πάνω στο τσακισμένο σκάφος τους, παραδίδονταν χωρίς αντίσταση. Γι’ αυτό κι η αντίδραση του εμπορικού τους νευρίασε. Έριξαν ακόμα μια μπαταριά για να πάρουν όμως ξανά την απάντησή τους. Σε λίγο έγινε κόλαση γύρω από τη Φανερωμένη. Το λεφούσι των πειρατών όρμησε πάνω της σαν αδηφάγο σμήνος από ακρίδες, που έπεφταν σε αθέριστο αγρό. Μέσα στην αντάρα της μάχης ξεχώριζε μια λεπτή σιλουέτα ντυμένη στα μαύρα. Δεν δείλιασε ούτε όταν βρέθηκε μπροστά στη χατζάρα ενός αληθινού άντρακλα. Ήξερε πως αν πιανόταν αιχμάλωτη, η πιθανότερη κατάληξή της ήταν να βρεθεί σε κανένα σκλαβοπάζαρο. Γι’ αυτό

207


προτίμησε τον θάνατο μέσα στη μάχη. Ύψωσε και το δικό της το σπαθί αδιαφορώντας για το μέγεθος του εχθρού. Εκείνος της έδωσε ένα χτύπημα, που αν την είχε πάρει θα την έκοβε στα δύο. Αλλά η μικρή ήταν ευλύγιστη και με μια απότομη κίνηση απέφυγε το μοιραίο. Στην προσπάθειά της όμως γλίστρησε κι αυτός την άρπαξε με τις χερούκλες του για να την αποτελειώσει μέσα στα σιδερένια του μπράτσα. Η Βασιλική τον δάγκωσε με μανία κι εκείνος μούγκρισε σαν θηρίο. Εκτός από τα αιχμηρά της δόντια, όμως, και τον πόνο που του προκάλεσαν ο πειρατής ένιωσε και μια παράξενη ανατριχίλα να τον διαπερνάει. Όπως έσφιξε την τρυφερή της σάρκα επάνω του οι θηλές του στήθους της τον τρύπησαν σαν να ήταν η μύτη του μαχαιριού της. Συνοφρυωμένος, την κοίταξε καλύτερα και τότε πρόσεξε το χνούδι που χρύσιζε στο άτριχο πρόσωπό της. Μετά είδε και τη λευκή σάρκα στο σημείο που η πουκαμίσα της ήταν σκισμένη. Έμεινε αποσβολωμένος όταν κατάλαβε τι γένους ήταν το πλάσμα που κρατούσε. «Κορίτσι είσαι μωρή;» ρώτησε χωρίς να πιστεύει ακόμα στα μάτια του. Η Βασιλική σπαρτάρησε για λίγο μέσα στην αγκαλιά του, αλλά τελικά παραδόθηκε στη μοίρα της. Το ίδιο έκαναν και οι άνθρωποί της μπροστά στον πολυπληθή τους αντίπαλο. Το πρωινό γέμισε ξαφνικά από τη σιωπή και την απόγνωση των ηττημένων. Γέμισε κι από τις οργισμένες φωνές των νικητών όταν ανακάλυψαν πως δεν υπήρχε τίποτα στη σκούνα για να αρπάξουν. «Για πού το βάλατε μωρ’ συ με άδειο αμπάρι;» ρώτησε τη Βασιλική ο άντρακλας που την κρατούσε σαν προσωπικό του λάφυρο. Εκείνη του έριξε μιαν άγρια ματιά. Είχε μεγάλα, καστανά μάτια, μαλλιά μακριά σαν φύκια κι ανάδινε τη

208


μυρωδιά του ανθρώπου που είχε ψηθεί στον ήλιο και στον αέρα. «Παράτα με», του απάντησε κι έκανε να του δαγκώσει το χέρι πάλι. Εκείνος πρόλαβε και την άρπαξε από τα μαλλιά. «Θα σε παλουκώσω άμα μου κάμεις τέτοια», της είπε και της έδωσε μια στο κεφάλι. Μέσα στον πόνο της η Βασιλική κατάλαβε πως με το άγριο δεν θα έβγαζε τίποτα. «Δεν κάμουμε εμπόριο», του είπε με συμβιβαστική διάθεση. «Κομίζομε μαντάτα εις τον Μοριά δια τον ξεσηκωμόν του Γένους». Ήταν ένα ψέμα που το ένιωθε σαν να ήταν η αλήθεια. Ο πειρατής χαμογέλασε κι έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα. Στη Μάνη η επανάσταση δεν ήταν κάτι που προκαλούσε εντύπωση. «Ξεσηκωμένοι είμεθα του λόγου μας από πάντα», της είπε. «Ούτε που κοτάει να ζυγώσει Τούρκος κατά δώθε». Η λεία των πειρατών ήταν η ίδια τη Φανερωμένη, που είχε πάθει ελάχιστες ζημιές. Μπορούσαν να την πουλήσουν μαζί με το πλήρωμά της στους δουλέμπορους, που περνούσαν καμιά φορά από την περιοχή και να βγάλουν ένα σωρό βενετσιάνικα τσεκίνια. Την ξεκόλλησαν από τα ρηχά και μετά κατευθύνθηκαν προς ένα μεγάλο, υπήνεμο κόλπο. Στην πλαγιά του βουνού πίσω του ήταν γαντζωμένο ένα χωριό. «Το Οίτυλο», είπε ο πειρατής όταν η Βασιλική ρώτησε πού βρίσκονταν. Το όνομα δεν της έλεγε τίποτα, ούτε πίστευε πως θα ζούσε πολύ για να το θυμάται. Ο θάνατος είχε αρχίσει από ώρα τώρα να την απασχολεί σαν λυτρωτική λύση. Δεν θα άφηνε να την πουλήσουν σκλάβα στα παζάρια της Ανατολής.

209


8

Στερεά Ελλάδα Νοέμβριος 1819 Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν το καραβάνι των ληστών έφτασε στον προορισμό του. Ήταν ένα μικρό χωριό γαντζωμένο σε μια απότομη πλαγιά, σαν φωλιά γύπα. Οι ληστές βόλεψαν τον υπηρέτη του λόρδου σ’ ένα αχούρι, ενώ τον ίδιο με τον Ζακ Μπουλβίλ τους έβαλαν στο επάνω πάτωμα του σπιτιού σ’ ένα δωμάτιο, που με το ζόρι χώρεσε τις αποσκευές τους. Μια γυναίκα μαυροφορεμένη ήρθε λίγο αργότερα και τους άναψε το τζάκι. Με νοήματα μετά τους έδειξε μια ντάνα ξύλα έξω στην αυλή κι εκείνοι κατάλαβαν πως στο εξής ήταν δική τους ευθύνη να προσέχουν τη φωτιά, αν δεν ήθελαν να ξεπαγιάσουν. Λίγο αργότερα τους έφερε και το βραδινό τους. Ξερά σύκα, ψωμί, κρεμμύδια, ελιές και τυρί. Έφαγαν με το ζόρι, κουβεντιάζοντας τις πιθανότητες που είχαν να δραπετεύσουν από ένα τέτοιο μέρος. Χειμώνα καιρό, όμως, δεν θα ήταν εύκολο να διασχίσουν το βουνό χωρίς οδηγό και προμήθειες. «Αν ζητήσουν ένα λογικό ποσό, δεν θα χρειαστεί να μπούμε σε τέτοιες περιπέτειες», είπε ο Ζακ Μπουλβίλ. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν μπορούσε να χωνέψει ακόμα πως θα τον υποχρέωναν σε μια τέτοια διαδικασία κι αρνιόταν πεισματικά να διαπραγματευτεί με τους

210


απαγωγείς του. Σε όλους τους τόνους δήλωνε στον Ζακ Μπουλβίλ πως δεν επρόκειτο να δεχτεί κανέναν εκβιασμό. Λίγο αργότερα ήρθε να τους συναντήσει ο αρχηγός της συμμορίας. Ήταν ένας ξερακιανός μεσήλικας με ξεθωριασμένα, γαλανά μάτια, ύφος πληγωμένου αγριμιού και μακριά μαλλιά κολλημένα από τη λίγδα. Το ίδιο λερή ήταν και η φουστανέλα του. Από τη μακροχρόνια απλυσιά της ανάδινε μιαν απωθητική μυρωδιά τραγίλας. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν καταδέχτηκε ούτε μια ματιά να του ρίξει. Του γύρισε την πλάτη και στάθηκε όρθιος στο παράθυρο. Από κει έβλεπε την αυλή και τα έλατα του δάσους, που υψώνονταν σαν αδιαπέραστος τοίχος γύρω τους. Ο ληστής συστήθηκε με το όνομα καπετάν-­‐ Αντωνάκης. Με αργές κινήσεις κάθισε κοντά στο τζάκι και είπε στον Ζακ Μπουλβίλ πως λυπόταν για την ταλαιπωρία που ήταν υποχρεωμένος να τους υποβάλει. Έπρεπε να ταϊσει στόματα, όμως, ανθρώπους που λιμοκτονούσαν κάτω από το ζυγό της σκλαβιάς των Οθωμανών και των κοτζαμπάσηδων. Ο Ζακ Μπουλβίλ θεώρησε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να εκφράσει τα φιλελληνικά του αισθήματα, ελπίζοντας πως έτσι θα συγκινούσε τον ορεσίβιο απαγωγέα τους. «Γι’ αυτούς τους ανθρώπους ακριβώς είμαστε κι εμείς εδώ», του είπε. «Ήρθαμε για να βοηθήσουμε το Έθνος σου να αποκτήσει την ελευθερία του». Ο καπετάν-­‐Αντωνάκης κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. «Τότε θα πληρώσετε με χαρά», είπε χωρίς να αφήνει καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις του. «Δέκα χιλιάδες γρόσια», πρόσθεσε αμέσως μετά, καθορίζοντας το ποσόν των λύτρων που ζητούσε.

211


Ο λόρδος Χόλμπουργκ τους άκουγε ατάραχος να κουβεντιάζουν χωρίς να γυρίσει ούτε μια φορά προς το μέρος τους. Είχε στυλώσει το βλέμμα του στον γκρίζο ουρανό και τις σκιές τού δάσους, που διέγραφαν καθαρά το δυσοίωνο μέλλον τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν υποχώρησε καθόλου από τις θέσεις του όταν ο Ζακ Μπουλβίλ του μετέφρασε τις απαιτήσεις τού ληστή. Με το ίδιο πείσμα αρνήθηκε να τις ικανοποιήσει. Η πραγματικότητα, όσο ασφυκτικά κι αν τον έπνιγε, δεν είχε ακόμα λειάνει τον εγωισμό του. Γι’ αυτό και το υπεροπτικό του βλέμμα πανικόβαλε τον Ζακ Μπουλβίλ, που είχε ακούσει πολλά φριχτά πράγματα για τους ληστές και πώς συμπεριφέρονταν σε όσους αρνούνταν να πληρώσουν. Ο καπετάν-­‐Αντωνάκης από τη μεριά του έφυγε από το δωμάτιο χωρίς να δείξει πως είχε θυμώσει με την άρνηση του λόρδου. Ίσως γιατί του επιφύλασσε μιαν έκπληξη που θα τον έκανε να καταλάβει καλύτερα με ποιους είχε να κάνει. Λίγο αργότερα ακούστηκε ένας δισταχτικός χτύπος στην πόρτα των δυο ταξιδιωτών. Άνοιξε ο Ζακ Μπουλβίλ και στο ασθενικό φως του λυχναριού εμφανίστηκε η φιγούρα ενός ατημέλητου άνδρα με φουντωτή γενειάδα, αχτένιστα μακριά μαλλιά, και πρόσωπο ρουφηγμένο από τις κακουχίες. Στην αρχή τους μίλησε Γερμανικά, αλλά όταν κατάλαβε πως ήταν Άγγλοι, τους μίλησε στη γλώσσα τους και τους είπε πως ήταν Βαυαρός και τον έλεγαν Ντιρκ Σάουμπε. Ανακουφισμένοι από την παρουσία ενός ακόμα πολιτισμένου ανθρώπου στο σπίτι, τον προσκάλεσαν στο δωμάτιο. Η κατάστασή του όμως δεν ενέπνεε αισιοδοξία.

212


Τους έκανε να τρομάξουν. Έδειχνε με τον πιο μελανό τρόπο ποια τύχη περίμενε κι εκείνους. Ο Βαυαρός πήγε και ζάρωσε δίπλα στο τζάκι για να ζεσταίνεται καλά και μετά τους αφηγήθηκε με λίγα λόγια την πικρή του ιστορία. Τον είχαν πιάσει πριν ένα χρόνο στο δρόμο προς την Πρέβεζα. Μαζί του ταξίδευε κι ένας Έλληνας κοτζαμπάσης με τη συνοδεία του. Οι ληστές κράτησαν μόνο αυτόν και τον κοτζαμπάση, απελευθερώνοντας όλους τους άλλους. Όταν απαίτησαν λύτρα από τους συγγενείς του Έλληνα, εκείνοι απάντησαν πως δεν είχαν να τα πληρώσουν. Λίγο αργότερα έλαβαν τυλιγμένο σε ένα πανί το δεξί αυτί του ανθρώπου τους. «Και κάθε φορά που αρνιούνταν να πληρώσουν τους έστελναν κι από ένα κομμάτι του: το αριστερό αυτί, τη μύτη του, τη δεξιά του παλάμη» είπε ολοκληρώνοντας την μακάβρια περιγραφή του. «Μετά τον έχασα», πρόσθεσε σε λίγο. «Μπορεί τελικά οι συγγενείς του να πλήρωσαν ή να τους τον έστειλαν ολόκληρο μέσα σε μια κάσα». «Υπερβολές!», σχολίασε ο λόρδος Χόλμπουργκ, αδυνατώντας να πιστέψει τέτοια βαρβαρότητα. «Μακάρι να ήταν!», είπε ο Σάουμπε. «Εσάς, όμως δεν σας πείραξαν». «Εγώ υποσχέθηκα να πληρώσω. Απλά περιμένω να έρθουν τα λύτρα μου από πολύ μακριά για να γλυτώσω από αυτούς τους αγριανθρώπους. Ντροπιάζουν τη γη των αρχαίων Ελλήνων και μόνο που την πατάνε». «Αγωνίζονται κι αυτοί. Προσπαθούν να επιβιώσουν κάτω από την τυραννία ενός άξεστου κατακτητή», είπε μαλακά ο Ζακ Μπουλβίλ. «Αρπάζουν απ’ όποιον μπορούνε». Ο Σάουμπε τον κοίταξε κατάπληκτος, σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του. Του φάνηκε αδιανόητο ένας μορφωμένος

213


Ευρωπαίος να βρίσκει ελαφρυντικά για τη συμπεριφορά αυτών των αγρίων! «Τους δικαιολογείτε;» ρώτησε με ανοιχτό το στόμα. Ο Ζακ Μπουλβίλ προετοίμασε τον εαυτό του να αντιμετωπίσει τον φανατικό ανθελληνισμό ενός ακόμα Ευρωπαίου. Αυτός τουλάχιστον είχε δίκιο να είναι οργισμένος μετά από ένα χρόνο αιχμαλωσία. «Αν θέλετε την αλήθεια για τους Νεοέλληνες», συνέχισε ο Σάουμπε με περισσότερο πάθος τώρα, «ανατρέξτε στα γραπτά του Bartholdy και του Paw, από τους αξιολογότερους ταξιδευτές και φιλοσόφους της Ευρώπης. Και οι δυο χρησιμοποίησαν τον όρο που τους περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια: άχθος αρούρης, βάρος της γης. Είναι ακριβώς αυτό που τους ταιριάζει». Ο Ζακ Μπουλβίλ δεν είχε καμιά εκτίμηση στον Γερμανό φιλόσοφο Paw κι έκανε μια γκριμάτσα που έδειχνε όλη του την αποδοκιμασία για τον άνθρωπο. «Ελάτε τώρα!», διαμαρτυρήθηκε στο συνομιλητή του. «Αυτός ο τύπος δεν έχει πατήσει ποτέ του το πόδι του σε τούτα εδώ τα μέρη. Σκεφθείτε πόσες άλλες ανοησίες θα έγραφε, αν είχε έρθει!» «Ο Bartholdy, όμως, γνώριζε καλά τους Νεοέλληνες», επέμεινε ο Σάουμπε. Ο Μπουλβίλ δεν διαφώνησε. «Θα συμφωνήσετε, όμως, πως ως μαθητής του Paw, έπρεπε να έχει έρθει προκατειλημμένος». Ο λόρδος Χόλμπουργκ έδωσε δίκιο στον Σάουμπε. «Έχω κι εγώ την εντύπωση πως ο Bartholdy έχει κάνει σοβαρή δουλειά. Το ταξιδιωτικό χρονικό του γι’ αυτήν εδώ την περιοχή και τους Έλληνες κατοίκους της είναι από τα καλύτερα στην περιηγητική φιλολογία».

214


«Το καλύτερο!» φώναξε με φανερή αγανάχτηση ο Ζακ Μπουλβίλ. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Σχεδόν φώναζε. «Παρατηρήσατε εσείς στους ναυτικούς του Ποσειδώνα κάτι που να δείχνει πως είναι αθεράπευτα φαύλοι και εκφυλισμένοι, όπως λέει ο Πρώσσος; Είδατε παρακμή και δειλία σ’ αυτούς που μας έσωσαν στη θαλασσοταραχή; Παρατηρήσατε τέτοια φαινόμενα σ’ εκείνους που μας φιλοξένησαν στις καλύβες τους και μας έδωσαν να φάμε από το υστέρημά τους;» Ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωσε σαν παιδί που το είχαν πιάσει να κάνει διαβολιές. Δεν είχε κανένα επιχείρημα να αντικρούσει τον Μπουλβίλ. Αναγκάστηκε να κουνήσει το κεφάλι του και να συμφωνήσει πως αυτά που είχε διαβάσει στο οδοιπορικό του Πρώσσου κι όσα είχε δει στον Ποσειδώνα δεν είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους. «Η αλήθεια είναι πως υπήρξε υπερβολικός στους χαρακτηρισμούς του», παραδέχτηκε στο τέλος. Η συζήτηση για την ποιότητα των Νεοελλήνων θα τραβούσε μακριά, μάλλον, αν δεν την διέκοπτε η εμφάνιση του καπετάν-­‐Αντωνάκη. Ο ληστής, που ενδιαφερόταν για τα λύτρα του, ήρθε να δει πόσο είχε επηρεάσει τους καινούγιους αιχμαλώτους η κατάσταση του Σάουμπε και η προοπτική να μείνουν κι εκείνοι φιλοξενούμενοί του για χρόνια. Ο ίδιος, βέβαια, θα προτιμούσε να τους έκοβε τις μύτες και τ’ αυτιά αντί να περιμένει τόσο, αλλά οι συγγενείς τους ήταν πολύ μακριά για να τους στείλει τα κομμάτια τους! Ο λόρδος Χόλμπουργκ θα ήθελε να αγνοήσει πάλι τον Αντωνάκη, αλλά η προοπτική μιας μακρόχρονης αιχμαλωσίας, την οποία τόνιζε με κάθε τρόπο η παρουσία του Σάουμπε, τον υποχρέωσε τελικά να αλλάξει στάση.

215


Κατάπιε τον εγωισμό του και συμφώνησε να πληρώσει. Με τη συνοδεία δυο ανθρώπων του Αντωνάκη, ο Τζόναθαν θα πήγαινε στην Πάτρα, όπου θα παρέδιδε στον Άγγλο πρόξενο μιαν «ομολογία» του λόρδου για δέκα χιλιάδες γρόσια και θα έπαιρνε τα χρήματα, τα οποία ο πρόξενος θα εισέπραττε, με το ανάλογο «διάφορο», από την τράπεζα τού λόρδου στην Αγγλία. Η προοπτική να εισρεύσει τόσο χρήμα στις τσέπες του-­‐ και σύντομα μάλιστα-­‐ ευθύμησε τον λήσταρχο. Σκέφτηκε πως άξιζε να το γλεντήσει με τους κυρίους που του το πρόσφεραν κι έφερε μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί. Δίπλα στο τζάκι, που ήταν αδύνατο να ζεστάνει το κρύο δωμάτιο, το κοκκινέλι κατάφερε να θερμάνει τις κρύες καρδιές. Μετά από κάμποσα ποτήρια οι γλώσσες λύθηκαν. Με τη βοήθεια του Ζακ Μπουλβίλ που μετέφραζε, ο Σάουμπε χαρακτήρισε «αναξιοπρεπές» το επάγγελμα του Αντωνάκη κι εκείνος υπερασπίστηκε τον τρόπο που κατάφερνε να επιβιώνει. Όπως είχε γίνει και στην Πρέβεζα οι αιχμάλωτοι αναγκάστηκαν ν’ ακούσουν πάλι για την Κλεφτουριά που άνθισε στο Μοριά, αφού κι ο Αντωνάκης είχε βγει από τότε στο κλαρί. «Όσοι θέλαμε γλυκό ψωμί, παίρναμε τα βουνά. Μακριά από Τούρκους και κοτζαμπάσηδες», είπε. «Ζούσαμε σαν αγρίμια σε ρεματιές και βουνοκορφές κι ακόμα ζούμε έτσι, αλλά είμαστε ελεύθεροι», συνέχισε σε λίγο. Μετά έπιασε ένα κλέφτικο τραγούδι που υμνούσε τη δύναμη των Κλεφτών. Άκουσ’ αφέντη βασιλιά και πολυχρονεμένε Οι Κλέφτες πούναι στο Μωριά γινήκαν βασιλιάδες. «Είχαμε γίνει πολύ δυνατοί», παραδέχτηκε ο Αντωνάκης. «Στρατός ολόκληρος. Γι’ αυτό και μας χαλάσανε».

216


Ο Ζακ Μπουλβίλ είχε πολλά ερωτηματικά για κείνη την εποχή. Αυτό που δεν μπόρεσε ποτέ του να καταλάβει ήταν για ποιο λόγο ο απλός λαός, που ως τότε βοηθούσε τους Κλέφτες, στράφηκε ξαφνικά εναντίον τους. Μπροστά σ’ έναν από τους πρωταγωνιστές αυτής της εποχής ήθελε να πάρει απαντήσεις. Εκείνος πρόθυμα του εξήγησε ότι όλη η ιστορία ήταν ένα τέχνασμα του Οσμάν πασά της Τριπολιτσάς. «Έξυπνος άνθρωπος», είπε με μια γκριμάτσα επιδοκιμασίας. «Κατάλαβε πως για να μας ξεπαστρέψει έπρεπε να στρέψει τον λαό εναντίον μας». Όλοι στο δωμάτιο, ακόμα κι ο λόρδος Χόλμπουργκ, που αρνιόταν να αποδεχτεί τον Αντωνάκη σαν παρέα του, έδειξαν ενδιαφέρον να μάθουν το τέχνασμα του Τούρκου πασά. Όλα είχαν ξεκινήσει από την απαγωγή τού πρωτοσύγκελλου Χριστιανουπόλεως, Άνθιμου Ανδριανόπουλου, ο οποίος ήταν και πλούσιος κοτζαμπάσης. «Την απαγωγή την έκαμαν άνθρωποι του πασά και έριξαν το κρίμα στους Κλέφτες με ψεύτικες μαρτυρίες», ισχυρίστηκε ο Αντωνάκης. «Ξεσηκώθηκε ολάκερος ο κλήρος και απειλούσε με αφορισμό και αιώνια τιμωρία στην κόλαση όποιον βοηθούσε Κλέφτη. Μας σακάτεψαν. Δε βρίσκαμε τόπο να σταθούμε. Μια μπουκιά ψωμί δεν μας έδινε κανένας. Μας κυνήγησαν Τούρκοι, κοτζαμπάσηδες, κλήρος και λαός. Όλοι εναντίον μας». Οι αναμνήσεις από κείνη την εποχή των διωγμών έφερναν τη μια εικόνα μετά την άλλη και ο Αντωνάκης θυμήθηκε το παλούκωμα ενός σπουδαίου Κλέφτη στην κεντρική πλατεία της Τρίπολης. Είχε γίνει Κυριακή, ημέρα παζαριού, για να παρακολουθήσει το θέαμα πολύς κόσμος.

217


«Δεν τον ήξερα προσωπικά, αλλά ο κόσμος έλεγε πως επρόκειτο για τον περιβόητο καπετάν-­‐Ζαχαριά. Όποιος και να ‘ταν δεν ξεψύχησε εύκολα και έβριζε τους Τούρκους ακόμα και παλουκωμένος». Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. «Την ίδια ημέρα», συνέχισε ο Αντωνάκης, «παλούκωσαν και κάτι Ρουμελιώτες. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο πατέρας μου. Είχα χωθεί ανάμεσα στους χωριάτες και κοιτούσα, ελπίζοντας μήπως γινόταν κανένα θαύμα και τον άφηναν. Όταν, όμως, μπήκαν στην πλατεία οι ντελήδες με τα άλογά τους, έφυγα με τρόπο. Ήταν φορτωμένοι με τα κεφάλια όσων είχαν σκοτώσει στα χωριά και πίσω τους έσερναν και κάτι δυστυχισμένους, που πήγαιναν για παλούκωμα κι εκείνοι». Οι μακάβριες ιστορίες του Αντωνάκη κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ. Συνέβαλαν κι αυτές για να πείσουν τον λόρδο πως είχε πράξει ορθά να πληρώσει τα λύτρα. Όσο κι αν προσποιόταν τον αδιάφορο, το σκουλίκι της ανησυχίας είχε αρχίσει να τον τρώει μέσα του. Δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός πως όταν ο Τζόναθαν με τους ανθρώπους του Αντωνάκη θα ξεκινούσαν το επόμενο πρωί για την αποστολή τους, κανείς δεν μπορούσε να πει σε πόσες μέρες, εβδομάδες ή μήνες θα έφερναν τα λύτρα στο λημέρι, που θα του εξασφάλιζαν την ελευθερία του. § Η απαραξία μιας πιθανής μακράς αναμονής, τρόμαζε τον λόρδο Χόλμπουργκ, αλλά απραξία τελικά δεν υπήρξε. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν με τρόπο που κανείς δεν περίμενε. Τρεις μέρες αργότερα επέστρεψε ασθμαίνων ένας από τους ληστές ο οποίος τους έφερε τα άσχημα νέα. Ήταν ο μόνος επιζών από μιαν απίστευτη τραγωδία. Είχαν δεχτεί επίθεση

218


από αγέλη πεινασμένων λύκων, που δεν είχε φοβηθεί ούτε τη μεγάλη φωτιά, ούτε τα όπλα τους. Σκότωσαν όσους μπορούσαν, αλλά στο τέλος τα θηρία τους κατασπάραξαν. Κι αυτός που κατάφερε να ξεφύγει, στο τέλος δεν τη γλύτωσε. Το επόμενο απόγευμα ξεψύχησε υποκύπτοντας στα βαριά τραύματά του. Την ημέρα που ήρθαν τα κακά μαντάτα, το καταφύγιο των ληστών ήταν σχεδόν έρημο. Ο Αντωνάκης είχε πάρει τους άντρες του ν’ αναζητήσουν τρόφιμα στα γύρω χωριά και τους αιχμαλώτους φυλούσαν δυο Αλβανοί. Κατά τη γνώμη του αρχιληστή κι αυτοί περιττοί ήταν αφού οι ξένοι δεν θα τολμούσαν να περιπλανηθούν μόνοι τους μέσα σε άγνωστα βουνά χειμώνα καιρό. Αυτό που δεν λογάριασε ήταν πόσο ευάλωτη είναι η συνείδηση πολλών ανθρώπων μπροστά στο χρήμα. Σε μια κρύπτη στο μπαούλο του ο λόρδος κρατούσε πάντα μερικά πουγκιά για ώρα ανάγκης. Κι αυτή η ανάγκη είχε έρθει. Ο Ζακ Μπουλβίλ ανέλαβε ο ίδιος να μιλήσει με τους Αλβανούς στη γλώσσα τους και η δουλειά έκλεισε χωρίς δυσκολία. Τα χρήματα -­‐πεντακόσια περίπου γρόσια κι άλλα τόσα όταν έφταναν στα πεδινά-­‐ ήταν αρκετά για να τους δελεάσουν. Ανενόχλητοι αναχώρησαν την ίδια μέρα με τις αποσκευές τους φορτωμένες στα μουλάρια τους. Εκτός από τον Τζόναθαν, μαζί τους πήραν και τον Σάουμπε, που για λίγο δίστασε να τους ακολουθήσει από φόβο μήπως γινόταν κι αυτός βορά των λύκων. Στα απομνημονεύματά του ο λόρδος Χόλμπουργκ έγραφε πως δεν είχε γνωρίσει στη ζωή του πιο βλάκες απ’ αυτούς τους δυο Αλβανούς. Στην περιοχή υπήρχε άφθονο κυνήγι και ο Ζακ Μπουλβίλ χτύπησε δυο λαγούς. Οι Αλβανοί όχι μόνο αρνήθηκαν να τους γδάρουν, αλλά έφυγαν μακριά

219


όταν οι ξένοι τους έψησαν και τους έφαγαν. Όπως έμαθαν αργότερα αυτό δεν ήταν παραξενιά των οδηγών τους. Όλοι οι συμπατριώτες τους είχαν την ίδια δεισιδαιμονική αντίληψη πως ο σκοτωμένος λαγός φέρνει γρουσουζιά. Από μόνο του αυτό το γεγονός δεν θα είχε επηρεάσει αρνητικά την κρίση του λόρδου για τους οδηγούς τους, αν τουλάχιστον ήξεραν να βρουν τον δρόμο. Μετά από τρεις μέρες περιπλάνησης οι Αλβανοί κατάφεραν να τους πάνε σ’ ένα χωριό, την Πλατάνα, που όμως δεν είχε καμιά σχέση με την Πάτρα. Ο λόρδος έγινε έξαλλος μαζί τους και αρνήθηκε να τους δώσει όλη την αμοιβή τους. Τους απείλησε μάλιστα πως θα τους κατέδιδε στις αρχές. Ο θυμός του, όμως, κράτησε λίγο. Ξεθύμανε μόλις έμαθε πως η Πλατάνα ήταν κοντά στο σημείο όπου είχε γίνει η μάχη των Πλαταιών. Το ιστορικό αυτό γεγονός ήταν καταγραμμένο στη μνήμη του, σαν μια από τι σημαντικότερες μάχες που είχαν αλλάξει την πολιτιστική πορεία της Ευρώπης. Δεν κρατιόταν να πάει στην πεδιάδα, όπου οι Έλληνες είχαν σταματήσει τους Πέρσες. Ο Ζακ Μπουλβίλ είχε την ίδια επιθυμία αλλά πρότεινε να βρουν στέγη και τροφή πρώτα, πριν ασχοληθούν με το πεδίο μάχης των Πλαταιών. Με μεγάλη τους ικανοποίηση ο πρωτόγερος του χωριού δέχτηκε να τους φιλοξενήσει, χωρίς να χρειαστεί να κουνήσουν το φιρμάνι του Σουλτάνου μπροστά στα μάτια του. «Η Εξοχότητά σας θα απογοητευθεί από τη φτώχεια μας, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτά τα κτήνη τους Τούρκους πάνω από τα κεφάλια μας;» είπε καλωσορίζοντάς τους. Το φτωχικό του, ένα ισόγειο κατασκεύασμα από καλάμια και λάσπη, ήταν χωρισμένο στα δύο. Στο μισό

220


κατοικούσαν οι άνθρωποι και στο άλλο μισό έβαζαν τα ζωντανά τους. Το χώμα στο δάπεδο ήταν καλά πατημένο και γυάλιζε σαν να ήταν πλακόστρωτο. Ο οικοδεσπότης είπε στη γριά του να φτιάξει φρέσκο ψωμί για τους μουσαφίρηδες. Υπάκουα εκείνη έπλασε ζυμάρι, το έβαλε στη χόβολη και το σκέπασε. Κάθε τόσο έκανε λίγο στην άκρη τις στάχτες για να ελέγξει αν είχε ψηθεί. Ο λόρδος Χόλμπουργκ την παρακολουθούσε προσεχτικά. «Το κάνει όπως οι Αρχαίοι Έλληνες», είπε στον Ζακ Μπουλβίλ εντυπωσιασμένος. Όταν κάθισαν χάμω σταυροπόδι για να φάνε, ο χωριάτης τους έδειξε με καμάρι τα σακιά με τη σοδειά του, σαν να ήταν λάφυρα που είχε κερδίσει στον πόλεμό του με τους κοτζαμπάσηδες και τους Τούρκους. Έξω από την πόρτα σε λίγο μαζεύτηκαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, ειδοποιημένοι για την άφιξη των ξένων. Ο σπιτονοικοκύρης δεν τους έδιωξε. Αντίθετα μισάνοιξε την πόρτα του και τους άφησε να βλέπουν τους «Μυλόρδους» την ώρα που έτρωγαν ψωμί της χόβολης, πικρές ελιές και κρεμμύδια. Όταν απόφαγαν ο πρωτόγερος έπιασε ένα τραγούδι και τον ακολούθησαν απ’ έξω κι οι συγχωριανοί του. Έβγαζε λύπη και καημό, αλλά δεν ήταν καθόλου περίεργο όταν το τραγουδούσαν άνθρωποι σαν και κείνους. «Εδώ κάποτε ζούσαν σπουδαίοι πολεμιστές», είπε ο πρωτόγερος όταν τέλειωσε το τραγούδι. «Είχαν νικήσει ένα μεγάλο βασιλιά που είχε έρθει από την Ανατολή». Οι περίεργοι συγχωριανοί του, στριμωγμένοι στην πόρτα κούνησαν όλοι τα κεφάλια τους συμφωνώντας μαζί του.

221


Ο Ζακ Μπουλβίλ τους έδειξε στον λόρδο. «Αυτή είναι η απόδειξη μιας ιστορικής αλήθειας, για την οποία είχαμε διαφωνήσει στο καπηλειό της Μασσαλίας», του είπε. «Οι Έλληνες είναι ακόμα εδώ και θυμούνται». Γυρνώντας μετά στον Σάουμπε πρόσθεσε πως έπρεπε να στείλει κι αυτός μιαν επιστολή στον κύριο Paw. «Καλό είναι να γνωρίσει κι αυτός από κοντά τους ανθρώπους που κατέκρινε χωρίς να τους έχει συναντήσει!» «Στα χωράφια μας βρίσκουμε κάθε τόσο παλιοσίδερα, κομμάτια από τα όπλα τους», συνέχισε ο οικοδεσπότης τους. «Πρέπει να τους μοιάσετε», του συνέστησε με θέρμη ο Ζακ Μπουλβίλ κι ο χωριάτης αναστέναξε με πίκρα. «Γενναίοι υπάρχουν, αλλά δίχως παράδες πώς να σηκώσεις κεφάλι;» είπε. «Μας τα παίρνουν όλα. Για κάθε τέσσερα γρόσια που κερδίζω, μου παίρνουν τα τρία και μου μένει το ένα για να ταϊσω δέκα στόματα. Να δώσω και μπαξίσια. Δεν ανασαίνεις έτσι!» Όταν ήρθε η ώρα του ύπνου έγειραν όλοι ακριβώς όπου βρίσκονταν στο πάτωμα με τα πόδια τους ακτινωτά γύρω από την εστία. «Όπως οι Αρχαίοι Έλληνες», μουρμούρισε πάλι ο Ζακ Μπουλβίλ στ’ αυτί του λόρδου, λίγο πριν τους πάρει ο ύπνος. § Στο φτωχικό τού πρωτόγερου έμειναν δυο βραδιές μονάχα. Μετακινήθηκαν στην κοντινότερη πόλη που ήταν η Λειβαδιά, όπου μπορούσαν να βρουν τάταρη, γενίτσαρο και δραγουμάνο για την ακολουθία τους. Εκεί κατέλυσαν στο σπίτι του άρχοντα Λογοθέτη, που ήταν πάντα ανοιχτό στους ξένους.

222


Έφτασαν την ώρα του φαγητού και οι υπηρέτες τούς οδήγησαν κατ’ ευθείαν στην τραπεζαρία, όπου είχαν μαζευτεί οι καλεσμένοι του άρχοντα. Ο Λογοθέτης τους υποδέχτηκε με θέρμη. Φορώντας το πανύψηλο γούνινο καλπάκι του και τις κίτρινες παντούφλες του, δεν έμοιαζε καθόλου με τους Έλληνες που υπέφεραν από τον κατακτητή. Τους έβαλε να κάτσουν στα δεξιά του για να τους τιμήσει. Αριστερά του καθόταν η γυναίκα του. Το συνήθιζε αυτό για να δείχνει πως στο σπίτι του υπήρχαν ευρωπαϊκές συνήθειες. Το ίδιο έκανε και με τα έπιπλα, που είχε φέρει από την Ευρώπη. Τα επιδείκνυε με καμάρι, σαν να ήταν πολύτιμα κομμάτια τέχνης. Ακόμα και το δοχείο νυχτός που είχε φέρει από τη Γαλλία ήταν ακουμπισμένο σε ένα σημείο του δωματίου για να το προσέξουν οπωσδήποτε. Οι άλλοι συνδαιτημόνες ήταν δυο ιερωμένοι, ένας Έλληνας γιατρός και τρεις έμποροι από τα Γιάννινα. Πριν σερβιριστεί το φαγητό μια κοπέλα πέρασε από όλους με ένα δοχείο νερό κι ένα χάλκινο λεκανάκι για να πλύνουν τα χέρια τους. Μετά ακολούθησαν τα πλούσια εδέσματα σε μεγάλη ποικιλία και ποσότητα. Σέρβιραν πιλάφι, σπανακόρυζο, τυρί, πολλά ψητά κρέατα, εντόσθια, συκώτι και κεφαλάκι. Σε όλη τη διάρκεια του φαγητού ο οικοδεσπότης δεν έπαυε να ζητάει φορτικά από όλους να τρώνε τις μεγάλες ποσότητες φαγητού που σερβίρονταν μπροστά τους. Οι τρεις ξένοι είχαν έρθει σε δύσκολη θέση. Ιδιαίτερα άβολο έβρισκαν το γεγονός ότι έπρεπε να τρώνε τα κρέατα με τα χέρια, αφού μαχαιροπίρουνα δεν υπήρχαν στο τραπέζι. Μετά το φαγητό τούς περίμενε ένα ακόμα πιο αηδιαστικό θέαμα. Το ίδιο κορίτσι πέρασε ξανά από όλους

223


με το νερό και τη λεκάνη και οι Έλληνες συνδαιτημόνες γέμιζαν το στόμα του με σαπουνόνερο και μετά το έφτυναν μαζί με τα σάλια τους μέσα στη λεκάνη. Το έκαναν επιδεικτικά και με φανερή ικανοποίηση. Στο τέλος του γεύματος τους σέρβιραν δυνατό και πικρό καφέ που δεν άρεσε καθόλου στους ξένους, αλλά τον ήπιαν για να μην δυσαρεστήσουν τον οικοδεσπότη. Μαζί με τον καφέ ήρθαν και τα τσιμπούκια. Των «Μυλόρδων» είχαν εκλεκτό καπνό, όπως αυτάρεσκα τους εξήγησε ο Λογοθέτης. Ο λόρδος Χόπλμπουργκ αναζητούσε δικαιολογία να αποσυρθεί, όταν στο δωμάτιο μπήκε ένας νεαρός με λύρα. Κάθισε σε μιαν άκρη και άρχισε να απαγγέλει στίχους και να τραγουδάει με φάλτσα φωνή ένα κακόηχο τραγούδι. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Το πρόσωπο του Ζακ Μπουλβίλ φωτίστηκε, όμως. Φαινόταν συνεπαρμένος. Η εικόνα του νεαρού, η λύρα του, η ποιητική έκφραση του προσώπου του τον ταξίδεψαν χιλιάδες χρόνια πίσω, όταν κάποιοι σαν κι αυτόν αφηγούνταν σε συμπόσια τις χαρούμενες στιγμές και τα δεινά των ανθρώπων με την υπόκρουση της λύρας τους. Τον έδειξε στον λόρδο Χόλμπουργκ. «Κάπως έτσι φαντάζομαι του Ομηρικούς ραψωδούς», του ψιθύρισε. Ο λόρδος αφοσιώθηκε τότε κι αυτός στον νεαρό λυράρη, που με τους παράφωνους λαρυγγισμούς του αγωνιζόταν να ευχαριστήσει την παρέα. Όταν λίγο αργότερα αποσύρθηκε διακριτικά από το δωμάτιο οι άντρες άρχισαν να κουβεντιάζουν για δουλειές και χρήματα. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ήξερε πως όλοι τους στο τραπέζι -­‐άλλος λίγο άλλος πολύ-­‐ απομυζούσαν τον ιδρώτα του λαού γι’ αυτό του έκανε εντύπωση, όταν του εξήγησε ο Ζακ Μπουλβίλ, πως παραπονιούνταν με την

224


κατάσταση. Στην αρχή νόμισε πως τα είχαν με τον Αλήπασα των Ιωαννίνων, αλλά μετά κατάλαβε πως το πρόβλημά τους ήταν ο πασάς του Ευρίπου. Η περιοχή της Λειβαδιάς είχε είκοσι χιλιάδες ψυχές τότε κι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν φόρους οχτώ χιλιάδες γρόσια. Με τους εκβιασμούς του πασά, αυτός ο φόρος έφτανε τις πενήντα χιλιάδες. Ως εκείνη την ημέρα ο λόρδος Χόλμπουργκ είχε μια διαφορετική εικόνα στο μυαλό του για τη δύναμη των Ελλήνων προεστών. Νόμιζε πως ήταν καλά βολεμένοι μέσα στο καθεστώς της σκλαβιάς, αλλά άρχισε να αμφιβάλει όταν ο οικοδεσπότης του επανέλαβε για χάρη τους την πικρή οικογενειακή του ιστορία. Ο αδελφός του είχε αποκεφαλιστεί στην Πόλη, πριν κάμποσα χρόνια, γιατί απλά είχε μαζέψει υπερβολικά πλούτη. Ο πιο εύκολος τρόπος να του τα πάρουν οι αληθινοί αφεντάδες αυτού του τόπου ήταν να του πάρουν και τη ζωή. Χωρίς καμιά σοβαρή δικαιολογία. Εντυπωσιαμένος ο λόρδος Χόλμπουργκ άκουσε πως αυτή η ιστορία δεν ήταν μοναδική. Είχε συμβεί ξανά και ξανά με πολλούς πλούσιους κοτζαμπάσηδες. «Αυτά τα ξέρουν όλοι τους, αλλά κανείς τους δεν βάζει μυαλό», σχολίασε ο Ζακ Μπουλβίλ. Οι περιηγητές έμειναν περίπου είκοσι μέρες στη Λειβαδιά. Όσο χρειάστηκαν για να τελειώσουν τις ετοιμασίες τους για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Το νέο για την παρουσία ενός Άγγλου λόρδου στην πόλη διαδόθηκε αστραπιαία και οι εύποροι προεστοί έδιναν μάχη για να καταφέρουν να τον δεχτούν στο σπίτι τους. Τους επισκέφθηκαν έναν-­‐έναν για να μην έχει κανείς παράπονο και η γνώμη του λόρδου ήταν ίδια για όλους τους. Είχαν

225


υιοθετήσει την επιδειξιομανία των αφεντάδων τους. Οι γυναίκες τους ντύνονταν με ακριβά υφάσματα και χρυσές δαντέλες ενώ οι ίδιοι κρεμούσαν στα σκουφιά τους χρυσά τσεκίνια, όπως έκαναν οι Τούρκοι. «Άντε να τους κάνεις αυτούς να πάρουν τ’ άρματα!» είπε μια μέρα ο Ζακ Μπουλβίλ στον λόρδο Χόλμπουργκ. «Η σκλαβιά είναι ίδια για όλους», του απάντησε εκείνος. Από το μυαλό του δεν έλεγε να φύγει ο αποκεφαλισμός του αδελφού του Λογοθέτη, για να του πάρουν τα πλούτη του. § Αρχές Ιανουαρίου του ’20 ο Βαυραρός Σάουμπε αποχαιρέτησε την παρέα και λίγες μέρες αργότερα ο λόρδος Χόλμπουργκ με τον Ζακ Μπουλβίλ έφυγαν κι αυτοί από τη Λειβαδιά με προορισμό το Γαλαξίδι. Στη συνοδεία τους αυτή τη φορά υπήρχε τάταρης, γενίτσαρος, δραγουμάνος κι ένας Έλληνας αγωγιάτης. Στο Γαλαξίδι έλπιζαν να βρουν πλεούμενο για την Πάτρα, αλλά όταν ο λόρδος πληροφορήθηκε ότι κοντά στην περιοχή υπήρχαν τα ερείπια του μαντείου των Δελφών, άλλαξε πάλι σχέδια. Κατέλυσαν σ’ ένα μικρό χωριό, την Αράχωβα, όπου η φτώχεια ήταν απερίγραπτη, όπως έγραψε στο προσωπικό του ημερολόγιο. Οι άνθρωποι τους υποδέχτηκαν με χαρά, ωστόσο, αν και δεν είχαν τίποτα να τους ταϊσουν. Ο γενίτσαρος δεν πίστεψε πως δεν υπήρχε ούτε ένα καρβέλι ψωμί να τους φιλέψουν και σήκωσε το ραβδί του να εφορμόσει το νόμο της βίας, που γνώριζε καλά. Ευτυχώς για τους χωριάτες ο Ζακ Μπουλβίλ κατάλαβε τι γινόταν και τον σταμάτησε πριν αρχίσει να δέρνει τον κόσμο. Τρόφιμα, άλλωστε, είχαν προμηθευτεί αρκετά από τη Λειβαδιά. Η περιοχή μάγεψε τους περιηγητές. Δεν ξεκολλούσαν από το χώρο τον οποίο οι Έλληνες θεωρούσαν πως ήταν ο

226


ομφαλός της γης, όπου κάποτε λειτουργούσε το σπουδαιότερο πνευματικό ίδρυμα της αρχαιότητας. Ανάμεσα στα ερείπιά του δεν άκουγαν πλέον τα παράπονα και τα βογγητά των Νεοελλήνων. Νοερά αφουγκράζονταν τις ατέλειωτες συζητήσεις των ιερέων του ναού, που ξεψάχνιζαν για βδομάδες τους προσκυνητές, πριν η Πυθία τους δώσει το διφορούμενο χρησμό της. Κάνοντας το μακρινό τους ταξίδι σε κείνο το λαμπερό παρελθόν ένα πρωί άκουσαν βέλασμα προβάτων. Είχαν ξεχυθεί ανάμεσα στα ερείπια και μάταια ο τσοπάνης προσπαθούσε να τα σαλαγήσει. «Δεν νογάνε τα έρμα, Μυλόρδε μ’», είπε στον Ζακ Μπουλβίλ όταν του πρόσφερε τη βοήθειά του να τα μαζέψει. Στάθηκε μετά και τους περιεργάστηκε με αληθινή περιέργεια, αδιαφορώντας για το μικρό του κοπάδι. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έριξε την ιδέα τότε να αγοράσουν κανένα από τα αρνιά του, αλλά έκπληκτος άκουσε σε λίγο τον Ζακ Μπουλβίλ να τον πληροφορεί πως ο τσοπάνης τους χάριζε ένα. «Τα λεφτά θα του τα πάρει ο τσιφλικάς του. Γι’ αυτό προτιμάει να μας το χαρίσει και να πει πως έπεσε στη χαράδρα!» Με το χέρι του ο τσοπάνης τους έκανε τότε νόημα πως έπρεπε να ποτίσει τα πρόβατά του. Τον είδαν να πηγαίνει προς την Κασταλία πηγή και τον ακολούθησαν. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ήταν ακόμα συγκινημένος από το γεγονός πως λίγο πριν είχε ξεδιψάσει και νιφτεί στα νερά της. Μέσα στο ονειροπόλημά του ζήτησε τότε από τον Ζακ Μπουλβίλ να ρωτήσει τον νεαρό τσοπάνη, αν είχε ποτέ του δει καμιά από τις εννέα Μούσες εκεί πέρα. Καταλάβαινε πόσο υπερβολική

227


ήταν η απαίτησή του να γνωρίζει ο τσοπάνης τις Μούσες γι’ αυτό έμεινε άφωνος, όταν άκουσε την απάντησή του. «Δεκαπέντε ήταν οι Μούσες, Μυλόρδε», τον διόρθωσε, και ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του. Έκανε μερικές ακόμα προσπάθειες να αποκαταστήσει την αλήθεια για τον αριθμό των Μουσών, μόνο και μόνο για να δει μέχρι πού έφταναν οι γνώσεις του νεαρού, αλλά εκείνος δεν άκουγε τίποτα. Είχε τη σιγουριά του οικοδεσπότη, που γνώριζε καλά τα του οίκου του. «Δεκαπέντε ήταν οι Μούσες», επέμεινε κι έκανε τον λόρδο Χόλμπουργκ να τον χαϊδέψει φιλικά στον ώμο «Όχι μόνο γνωρίζουν την καταγωγή τους, αλλά υποπτεύομαι πως ξέρουν πράγματα που δεν τα γράφουν τα βιβλία μας», είπε στον Ζακ Μπουλβίλ. § Μέσα Φεβρουαρίου οι ταξιδιώτες έφτασαν στο Γαλαξίδι. Σε αντίθεση με τα λασποχώρια στα οποία είχαν μείνει τελευταία, έμοιαζε με κάτασπρο γλάρο καθισμένο πάνω στα κατάρτια των καραβιών που ήταν δεμένα στο γραφικό του λιμάνι. Τα σπίτια γύρω από τον μυχό του κόλπου ήταν καλοφτιαγμένα, διώροφα τα πιο πολλά, κι ανάδιναν την αρχοντιά των ανθρώπων της θάλασσας. Είχε ανοίξει το τριώδιο όταν έφτασαν. Στους δρόμους τριγυρνούσαν μασκαράδες, τραγουδώντας και χορεύοντας, χωρίς να δίνουν σημασία στους Τούρκους που τους παρακολουθούσαν μουτρωμένοι. Η εύθυμη ατμόσφαιρα θύμισε στον λόρδο Χόλμπουργκ τους ναυτικούς του Ποσειδώνα. Οι Γαλαξιδιώτες φορούσαν τους ίδιους μπλε σκούφους, είχαν την ίδια ζωντάνια και τα μαλλιά τους έπεφταν το ίδιο ατημέλητα στους ώμους τους. Κέντρο των εορταστικών τους εκδηλώσεων ήταν η

228


καινούρια τους εκκλησία για την οποία είχαν πληρώσει πολλά γρόσια μπαξίσι στον τοπικό Βοεβόδα, για να τους αφήσει να την χτίσουν. Οι δυο περιηγητές θέλησαν να δουν το εσωτερικό της από πολιτιστικό ενδιαφέρον μόνο. Αμέσως, όμως, ένιωσαν πόσο ανεπιθύμητοι ήταν. Τους υποδέχτηκε ένας μουτρωμένος ιερωμένος, που τους κοιτούσε καχύποπτα από πάνω ως κάτω σαν να ήταν αντιπρόσωποι του Πάπα, απεσταλμένοι του διαβόλου δηλαδή, αιρετικοί και τρισάθλιοι, που τους άξιζε το αιώνιο πυρ της κόλασης. Ετοιμάζονταν να του αδειάσουν τη γωνιά όταν ο Ζακ Μπουλβίλ άρπαξε τον λόρδο από το μπράτσο. «Κοίτα», του είπε. Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του προς την κατεύθυνση που του υποδείκνυε και είδε τη σκυθρωπή μορφή του ανθρώπου που είχε παρεξηγήσει στο παρελθόν και αγαπήσει στο τέλος. «Αυτός είναι;» ρώτησε για να σιγουρευτεί. «Αυτός», επιβεβαίωσε ο Ζακ Μπουλβίλ. Ο Θανάσης Τσακάλωφ αναγνώρισε τους ξένους και ζύγωσε προς το μέρος τους. «Δικοί μας είναι», είπε του παπά. Εκείνος γύρισε την πλάτη του κι έφυγε μουρμουρίζοντας. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως δυο αιρετικοί φράγκοι ήταν δυνατόν να είναι «δικοί» τους. Ο Ζακ Μπουλβίλ ήξερε τι συναισθήματα έτρεφαν οι ορθόδοξοι για τους καθολικούς, αλλά ο λόρδος Χόλμπουργκ έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα όταν ο Τσακάλωφ του εξήγησε πως οι Νεοέλληνες φίλιωναν πιο εύκολα με τον Τούρκο παρά με τον Πάπα. «Υπάρχει αβυσσαλέο μίσος», παραδέχτηκε κουνώντας το κεφάλι του μελαγχολικά.

229


«Κι αν κάποτε δώσει ο Θεός και ελευθερωθείτε; Τι θα γίνει με τους καθολικούς των νησιών; Θα κάνετε εμφύλιο πόλεμο μαζί τους;» ρώτησε με εύλογη απορία ο λόρδος Χόλμπουργκ. Ο Τσακάλωφ γέλασε πικρόχολα πάλι. «Οι Έλληνες μπορούμε να φαγωθούμε για πολύ λιγότερο σοβαρούς λόγους, λόρδε μου», του απάντησε. Εκείνο το βράδυ κατέλυσαν στο σπίτι ενός ναυτικού, του Ηλία του Κοντοχρήστου, που ήξερε κάμποσα Αγγλικά και ήταν μυημένος κι αυτός στην Εταιρεία. Όταν έπεσε το σκοτάδι ήρθαν στο σπίτι ακόμα δυο άντρες. Ο ένας ήταν διάκος και ο άλλος ένας πελώριος φουστανελάς. Ιδιαίτερη εντύπωση έκαναν στον λόρδο Χόλμπουργκ τα μεγάλα τους μουστάκια. Εξείχαν δεξιά κι αριστερά από τα μάγουλά τους, σαν μαχαίρια που τα είχαν δαγκωμένα. Ο Τσακάλωφ δεν τους σύστησε. Φαινόταν αγχωμένος κι όταν έφαγαν την παχιά ρεβυθόσουπα που τους σέρβιρε η Κοντοχρήσταινα, τους πήρε και αποτραβήχτηκαν στο διπλανό δωμάτιο. Οι δυο περιηγητές έμειναν μαζί με τον Κοντοχρήστο κοντά στο αναμμένο τζάκι. Άθελά τους άκουγαν και πολλά από την κουβέντα που γινόταν στο διπλανό δωμάτιο, αφού οι τοίχοι δεν πρόσφεραν και σπουδαία ηχομόνωση. Ο Ζακ Μπουλβίλ ιδιαίτερα είχε στήσει αυτί. Απ΄ότι κατάλαβε, ο φουστανελοφόρος-­‐ τον οποίο ο Τσακάλωφ αποκαλούσε «Οδυσσέα, λεβέντη μου»-­‐ είχε καλές σχέσεις με τον Αλήπασα των Ιωαννίνων και ήθελε να κάνει μια ελληνοαλβανική συμμαχία για να ξεσηκώσει τη Ρούμελη. Μαζί του συμφωνούσε κι ο διάκος της παρέας, ο Αθανάσιος, όπως τον αποκαλούσαν οι δυο συνομιλητές του. Ο Τσακάλωφ είχε σοβαρές αντιρρήσεις. Δεν πίστευε πως μια τέτοια συμμαχία θα είχε καλό τέλος. Η άρνησή του έγινε κατηγορηματική όταν ο Οδυσσέας με τον Αθανάσιο του

230


εκμυστηρεύτηκαν πως ο Ομέρ Βρυώνης ήταν κιόλας μιλημένος κι έτοιμος να συμπράξει. «Αυτό το νιτερέσιο θα πάει κατά διαόλου κι ελόγου σας θα πάρετε τα βουνά πάλι να λουφάξετε σαν κατσίκια» φώναξε σε μια στιγμή οργισμένος. Τελικά δεν τους έπεισε. Χώρισαν λίγο αργότερα με την υπόσχεση πως θα τα ξαναπούν. «Ο Ανδρούτσος θα κάνει του κεφαλιού του», μουρμούραγε ο Τσακάλωφ καθώς ζύγωσε κι αυτός στο τζάκι. «Όλοι θέλουν μια δική τους επανάσταση, ξεχωριστά ο καθένας για τον εαυτό του», συνέχισε τον μονόλογό του, όταν κάθισε ανάμεσα στους άλλους. «Ο Αλήπασας γνωρίζει τα πάντα για την οργάνωσή σας», του είπε τότε ο λόρδος, σαν να του αποκάλυπτε ένα φοβερό μυστικό. Ο Τσακάλωφ δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται. «Βούιζει ο τόπος, αυτός δεν θα το ήξερε;», είπε ήρεμα. « Ο ξεσηκωμός των Ελλήνων, όμως, είναι ένα χαρτί, που δεν θα το χαραμίσει εύκολα. Άλλωστε έχει κι αυτός λερωμένη τη φωλιά του. Δεν αποκλείεται η Πύλη να θεωρήσει πως τους δίνει μια τέτοια πληροφορία για να ελαφρύνει τη θέση του. Σίγουρα, όμως, βαδίζουμε πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Ο χρόνος στερεύει κι αν είναι να γίνει κάτι πρέπει να γίνει πολύ σύντομα. «Κι αν ο Αλήπασας θέλει πράγματι να σας βοηθήσει;» ρώτησε τότε ο λόρδος Χόλμπουργκ. Ο Τσακάλωφ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, σαν να του μιλούσες για τον ίδιο τον σατανά. «Ο Αλής!» είπε, απορώντας με την αφέλεια του λόρδου. «Αυτή η πονηρή Αλεπού δεν έχει διάθεση να βοηθήσει κανέναν. Ούτε οι Αλβανοί θα στραφούν εναντίον των ομοθρήσκων τους. Το Ισλάμ τους διατάζει μονάχα ένα

231


πράγμα να κάνουν: να σφάξουν εμάς τους απίστους. Μην φαντάζεστε ότι πρόκειται ποτέ τους να μας βοηθήσουν. «Είστε μόνοι, λοιπόν! Ούτε ο Αλήπασας, ούτε οι Αλβανοί, ούτε οι Ρώσοι!» συμπέρανε ο λόρδος Χόλμπουργκ. «Και προφανώς ο φόβος σάς εμποδίζει να πάρετε τη μεγάλη απόφαση!» Ο Τσακάλωφ έσμιξε τα φρύδια του και βυθίστηκε σε μια επώδυνη σιωπή. «Ο φόβος, όμως, δεν σ’ αφήνει να ζεις», επέμεινε ο λόρδος Χόλμπουργκ. «Σε κρατάει δέσμιο στις αμφιβολίες και τους δισταγμούς σου!» Ο Τσακάλωφ ήξερε πως δεν ήταν μόνο ο φόβος. Πιο πολύ τους καθυστερούσε η ασυνεννοησία ανάμεσα στους οπλαρχηγούς. Όπου κι αν είχε πάει, με όποιους κι αν είχε μιλήσει, ο καθένας είχε το δικό του μπαϊράκι και τα δικά του σχέδια. Δεν ήθελε, όμως, να παραδεχτεί τις αδυναμίες του Γένους του μπροστά στον λόρδο. Περιορίστηκε να σηκώσει το χέρι του ψηλά και να δείξει τον Θεό. «Αυτός εκεί πάνω μας έχει τάξει την ελευθερία μας ...», είπε αόριστα. «Οι αντιπρόσωποί Του στη γη, ωστόσο, δεν κάνουν και πολλά για να Τον βοηθήσουν», μπήκε στη μέση ο Ζακ Μπουλβίλ. Ο Τσακάλωφ θα ήθελε πολύ να μπορούσε να τον διαψεύσει, αλλά οι πληγές που είχε μέσα του ήταν μεγάλες. Προ καιρού βρισκόταν στη Σύρο για την εκλογή κοτζαμπάση, όταν ο ίδιος ο Πατριάρχης έστειλε ειδοποίηση στον τοπικό μητροπολίτη που έλεγε «μην τυχόν εις την εκλογήν εισχωρήσωσι τινες εκ της τάξεως των γεμιτζήδων ή άλλοι τινες εκ των εγχωρίων ραγιάδων». Ήξερε και για τα χρήματα που πλήρωναν οι απλοϊκοί χωριάτες από το

232


υστέρημά τους για να πάρουν συγχώρεση από τον παπά τους. Ήξερε και για τις απειλές αφορισμού με τις οποίες τους κρατούσαν υποταγμένους. «Ο Θεός δεν ασχολείται με τον τσέλιγκα, αλλά με το ίδιο του το ποίμνιο», είπε στον φίλο του Ζακ Μπουλβίλ. Εκείνος φαινόταν να αμφιβάλει. «Δυστυχώς, όμως, ο τσέλιγκας κάνει κουμάντο στη γη κι αυτόν πρέπει να πείσετε να συμπορευτεί. Αλλιώς...». Ο Τσακάλωφ τον διέκοψε ενοχλημένος. «Η επανάσταση θα γίνει με κάθε τρόπο. Ακόμα κι αν χρειαστεί ο κάθε Έλληνας να κάνει ξεχωριστά τη δική του», είπε. «Η ελευθερία θα φυτρώσει σαν γρασίδι μουσκεμένο από το αίμα των ανθρώπων του λαού μας. Σε βεβαιώνω πως δεν θα λείψει κανείς απ’ τον αγώνα. Θα συμπράξουν ακόμα κι αυτοί τους οποίους σήμερα λοιδορούμε». Ο λόρδος Χόλμπουργκ αδυνατούσε να βρει λογική στο συναισθηματικό ξέσπασμα του Τσακάλωφ. Απέφυγε, όμως, να διαφωνήσει. Εκτιμούσε πολύ αυτόν τον άνθρωπο και δεν ήθελε να βάλει σε δοκιμασία τη φλογερή του πίστη. Άλλωστε δεν είχε νιώσει ποτέ του ο ίδιος το βάρος της σκλαβιάς, ούτε γνώριζε πώς γίνονταν οι επαναστάσεις. Απλά λυπόταν γιατί προέβλεπε καινούργιες συμφορές για τους δύστυχους Έλληνες. § Είκοσι μέρες αργότερα βρήκαν σκάφος για την Πάτρα. Ο Τσακάλωφ ταξίδεψε κι αυτός μαζί τους για υποθέσεις της Εταιρείας. Όταν αποβιβάστηκαν τους συμβούλεψε να μη μείνουν πολύ στην περιοχή, επειδή το κλίμα ήταν εξαιρετικά νοσηρό εξ αιτίας των βάλτων. Οι δυο περιηγητές φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Άγγλου πρόξενου Κάρτραϊτ. Για να το βρουν περπάτησαν μέσα από

233


στενούς και ρυπαρούς δρόμους, που σου έδιναν την εντύπωση πως δεν είχαν καθαριστεί ποτέ τους. Οι άνθρωποι κοιτούσαν με απροκάλυπτη περιέργεια τα φράγκικα ρούχα τους, αλλά φαίνονταν φιλικοί οι περισσότεροι. Στην Πάτρα ο Τσακάλωφ τους εγκατέλειψε πάλι για να φροντίσει την επανάστασή του. Πριν χωρίσουν τους γνώρισε σε κάποιο σημαντικό πρόσωπο, όπως αποκάλεσε τον ιερωμένο στο .αρχοντόσπιτο του οποίου τους οδήγησε. «Ο πανιερώτατος μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός», τους τον σύστησε. Από τη στιγμή που έσφιξαν τα χέρια τους, ο λόρδος Χόλμπουργκ σχημάτισε την εντύπωση πως είχε να κάνει με έναν διπλωμάτη περισσότερο παρά με έναν ιερωμένο. Το καθαρό βλέμμα του σε έπειθε πως θα ήταν ειλικρινής μαζί σου, αλλά το αινιγματικό του χαμόγελο σε έκανε να αμφιβάλεις μετά. Όσο έπιναν τον καφέ και έτρωγαν το γλυκό που τους τράταραν, οι δυο περιηγητές ένιωθαν το βλέμμα του να τους επεξεργάζεται με καλοσυνάτη περιέργεια. Πότε-­‐πότε έριχνε και ερωτηματικές ματιές στον Τσακάλωφ, σαν να τον ρωτούσε για το ποιόν τους. Η επίσκεψή τους ήταν σύντομη και όταν βγήκαν έξω στο δρόμο ο Τσακάλωφ επιβεβαίωσε τη γνώμη του λόρδου για τον Γερμανό. Επρόκειτο για άνθρωπο με μεγάλη μόρφωση και επιδεξιότητα στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. «Όταν ο Πατριάρχης τον διόρισε επίσκοπο Παλαιών Πατρών δεν δυσκολεύτηκε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου. Ακόμα και μουσουλμάνοι καταφεύγουν σ’ αυτόν για να τον συμβουλευτούν», είπε ολοκληρώνοντας το εγκώμιο του επισκόπου.

234


«Ασφαλώς θα είναι μυημένος στα μυστικά σας», είπε κι ο λόρδος, αν και φανταζόταν την απάντηση. «Από τον Νοέμβρη του ’18. Τον μύησε ο Πελοπίδας, ο Απόστολός μας στο Μοριά». § Χωρίς τον Τσακάλωφ ο λόρδος Χόλμπουργκ έχασε τον συνωμοτικό ενθουσιασμό του. Αφοσιώθηκε πάλι στη λατρεία του για την αρχαία Έλλάδα και περνούσε ώρες ατέλειωτες στην Ολυμπία. Τριγύριζε στα αρχαία της ερείπια και έμενε σε καλύβες κοντά στο ποτάμι, προσπαθώντας να νιώσει όπως οι κάτοικοι εκείνης της παρωχημένης εποχής, Αρχές Απρίλη διέκοψε την πρωτόγονη ζωή του γιατί έπεσε άρρωστος με υψηλό πυρετό. Οι γιατροί της Πάτρας δεν είχαν τίποτα πιο πολύ από ξόρκια και φυλαχτά να του δώσουν κι ο Ζακ Μπουλβίλ ήταν βυθισμένος στην απελπισία. Πίστευε πως θα τον έχαναν, έτσι όπως τον είχαν καταντήσει οι εμετοί και οι διάρροιες, όταν ένας αγωγιάτης τον συμβούλεψε να τον πάει στην Τρίπολη. Εκεί υπήρχε κάποιος Γυφτοπαναγής, ένας αληθινός γιατρός, που θα έκανε τον άνθρωπό του καλά. Ο λόρδος μεταφέρθηκε στην Τρίπολη ξαπλωμένος πάνω σε κάρο. Η πόλη φαινόταν από μακριά σαν απόρθητο κάστρο τριγυρισμένη από το υψηλό της τείχος. Μπήκαν από την πύλη του Αναπλιού και ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο που χώριζε την πόλη στα δύο, έφτασαν, ρωτώντας, στο σπίτι του γιατρού. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έμεινε ακόμα μια βδομάδα στο κρεβάτι. Ο Γυφτοπαναγής κατάφερε να τον κάνει καλά τελικά, αλλά ο Ζακ Μπουλβίλ δεν ήταν βέβαιος αν αυτό οφειλόταν στο διάλυμα λεμονιού με καφέ που του έδινε ή απλά στην δυνατή κράση του νεαρού λόρδου.

235


Εκείνες τις μέρες, όμως, ούτε κι ο ίδιος δεν ήταν στα καλά του. Τα μυαλά του τα είχε πάρει μια μικρή “πεταλούδα” κι όλη του η σκέψη ήταν πότε θα την ξαναδεί. Είχαν νοικιάσει το ισόγειο του σπιτιού μιας χήρας με δυο κόρες, την Τασία και τη Λεμονιά. Κι όσο ο λόρδος πάλευε με την αρρώστια του, ο Ζακ Μπουλβίλ ξημεροβραδιαζόταν στο παράθυρο, που έβλεπε στην εσωτερική αυλή του σπιτιού. Η Λεμονιά άπλωνε καθημερινά σχεδόν την πλύση και καθώς κουνούσε με τσαχπινιά το στρουμπουλό κορμί της, ο περιηγητής δεχόταν τα ερωτικά βέλη της εράσμιας ύπαρξής της. Όταν ο λόρδος ανάρρωσε και κατάλαβε ποιος ήταν ο πυρετός που έκαιγε την καρδιά του Μπουλβίλ, του σύστησε να είναι προσεκτικός με τα θηλυκά του σπιτιού. Δεν είχε όρεξη να γίνουν ρεζίλι στα μάτια των Ελλήνων και των Οθωμανών της Τρίπολης. Ο Ζακ Μπουλβίλ ήξερε τις ευαισθησίες των Ελλήνων σ’ αυτό το ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά επέμενε να παραμονεύει στο παράθυρο, περιμένοντας να εμφανιστεί η νεαρή κόρη στην αυλή. Εκείνη κάτι είχε μυριστεί γι’ αυτό έβγαινε όλο και πιο συχνά. Πότε για να σκουπίσει, πότε για να περιποιηθεί τα λουλούδια στις αλτάνες και πότε για να μαζέψει τα απλωμένα ασπρόρουχα. Ένα τέτοιο πρωί, την ώρα που ο Ζακ Μπουλβίλ ήταν απορροφημένος από τις αέρινες κινήσεις της μικρής στην αυλή, ο λόρδος Χόλμπουργκ θυμήθηκε το συμπατριώτη του ποιητή Μπάυρον πάλι. Για να αστειευτεί με τον ερωτικό πόνο του συνταξιδιώτη του ζύγωσε και του απάγγειλε την πρώτη στροφή από το πασίγνωστο ποίημά του «Κόρη των Αθηνών». Άλλαξε μονάχα το όνομα της πόλης και πρόσθεσε το όνομα της κοπέλας στο τέλος.

236


Κόρη της Τρίπολης, πριν φύγω, δός μου πίσω την καρδιά μου. Αλλά όχι, κράτα την, αφού έχει φύγει από το δικό μου το στήθος. Κράτησέ την και πάρε ότι απομένει. Λεμονιά μου, σε αγαπώ. Ο Ζακ Μπουλβίλ μόρφασε ενοχλημένος. Γνώριζε όλα τα κουτσομπολιά που είχαν γίνει στο «Αθήνιαν Κλαμπ» του Λονδίνου για τους έρωτες του λόρδου Μπάυρον στην Αθήνα. Τότε είχε σχολιαστεί πολύ ειρωνικά ο τρόπος με τον οποίο είχε προσπαθήσει να αποκτήσει την αγαπημένη του. Λεγόταν πως είχε προτείνει «κεπίν», ένα οθωμανικό έθιμο με το οποίο ο άντρας κατέβαλε κάποιο χρηματικό ποσό στην οικογένεια και έκανε την κοπέλα δική του για διάστημα που οριζόταν στο συμφωνητικό. Ο Μπάυρον το είχε διαψεύσει, αλλά τα κουτσομπολιά μιλούσαν για 500 λίρες Αγγλίας τις οποίες η μητέρα της αγαπημένης του είχε απορρίψει. Εκείνη ήθελε κανονικό γάμο με παπά και κουμπάρο. «Κεπίν!» φώναξε προσβεβλημένος ο Ζακ Μπουλβίλ, όταν μεταξύ σοβαρού και αστείου ο λόρδος του το πρότεινε σαν λύση. «Τι με πέρασες για κανένα απολίτιστο Ανατολίτη;» Αντί για «Κεπίν» ο Μπουλβίλ αποφάσισε να βγει κι αυτός στην αυλή και να της εξομολογηθεί τον έρωτά του. Την πλησίασε κρατώντας ένα από τα πολλά τριαντάφυλλα που υπήρχαν στις γλάστρες. Η κοπέλα, όμως, παρ’ όλο που τον έβρισκε ελκυστικό, τρόμαξε. Παράτησε αμέσως το πανέρι της κατά γης και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες ως το δεύτερο όροφο, όπου έμενε η οικογένειά της. Για τον Ζακ Μπουλβίλ αυτό ήταν ένα συντριπτικό χτύπημα. Γύρισε στο δωμάτιο σέρνοντας τα πόδια του κι από τότε δεν την

237


ξαναείδε. Λίγες μέρες αργότερα η μάνα της έδωσε στους ξένους της να καταλάβουν πως έπρεπε να της αδειάσουν την γωνιά, γιατί δεν ήθελε ενοίκους που πρόσβαλαν τα κορίτσια της. § Οι ερωτικές αταξίες του Ζακ Μπουλβίλ έκαναν τον λόρδο ν’ αποφασίσει πως ήταν καιρός να χρησιμοποιήσει τις εύνοιες που του παρείχε το φιρμάνι της Πύλης. Μια Κυριακή μεσημέρι, ντυμένος με την επίσημη στολή του και τον Ζακ Μπουλβίλ να τον συνοδεύει, ξεκίνησε να επισκεφτεί το σεράι του πασά, ένα ξύλινο κάστρο μέσα στην πόλη, που στέγαζε εκατοντάδες στρατιώτες και πλήθος από τεχνίτες, ραφτάδες, μπαρμπέρηδες, καραγκιοζοπαίχτες και κάθε είδους υπηρέτες. Αν και η Κυριακή δεν ήταν ημέρα αργίας για τους Οθωμανούς και τους Εβραίους, το παζάρι στον κεντρικό δρόμο της Τρίπολης έσφυζε από κόσμο. Άσχετα με τις θρησκείες τους ήταν όλοι συγκεντρωμένοι εκεί όπου χτυπούσε ο σφυγμός της πόλης. Έβρισκες ό,τι τραβούσε η ψυχή σου σ’ αυτή τη απέραντη υπαίθρια αγορά: από ακριβές γούνες και φίνα αρώματα, μέχρι πράγματα καθημερινής ανάγκης και ασήμαντα μπιχλιμπίδια. Οι δυο περιηγητές σταματούσαν κάθε τόσο και χάζευαν τις πραμάτειες, που ήταν απλωμένες πάνω στους πάγκους. Ο Ζακ Μπουλβίλ έπιανε κουβέντα και με τους πωλητές, για να μετρήσει τη δυναμική της αγοράς. Συχνά έλεγε πως ο πόλεμος κι η ειρήνη εξαρτόνταν από την ευρωστία ή την παρακμή αυτών των πάγκων. Από το πόσο καλά ή άσχημα πήγαιναν οι δουλειές τους έδειχνε στον προσεκτικό παρατηρητή κατά πού τραβούσε η πολιτική και η οικονομική κατάσταση του κάθε τόπου.

238


Κάποια στιγμή ακούστηκε ο μουεζίνης να φωνάζει από κάποιον μιναρέ. «Είναι ώρα για προσευχή;», ρώτησε ο Ζακ Μπουλβίλ έναν Έλληνα μικροπωλητή. Εκείνος έγνεψε αρνητικά. «Μπα, ένα σκυλί πέθανε», είπε, εννοώντας κάποιον Τούρκο. Μετά έφτυσε περιφρονητικά. Πριν προλάβει, όμως, να φτάσει το σάλιο του στο χώμα, ένιωσε στην πλάτη του το ραβδί ενός εξαγριωμένου Τούρκου. Προφανώς είχε ακούσει τη βρισιά. Τον χτυπούσε με μανία κι ένας θεός ξέρει τι μπορούσε να συμβεί, αν δεν επενέβαινε ο λόρδος. Μια ανεξήγητη εσωτερική ανάγκη τον έκανε να τραβήξει το σπαθί του και να το ακουμπήσει στο λαιμό του Τούρκου. Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε με θανάσιμο μίσος. Για μια στιγμή αγνόησε την απειλή και συνέχισε το εκδικητικό του έργο, αλλά το ξίφος πίεσε κι άλλο το λαιμό του και δεν του άφησε πολλές επιλογές. Κατέβασε απρόθυμα το ραβδί του, είπε πολλά στη γλώσσα του για το «Μυλόρδο» και τελικά απομακρύνθηκε σε έξαλλη κατάσταση. Για τον λόρδο, αυτό ήταν ένα ασήμαντο περιστατικό. Άνοιξε, όμως, έναν καινούργιο δρόμο στη ζωή του, εντελώς διαφορετικό απ’ αυτόν που σκόπευε ν’ ακολουθήσει. Ο Έλληνας μικροπωλητής έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του. «Είμαι δούλος σου και η ζωή μου σου ανήκει», του είπε. Τα φιλελληνικά αισθήματα του Άγγλου ευγενή φούντωσαν τότε. Παρακάλεσε τον Ζακ Μπουλβίλ να πει στον φτωχό μεροκαματιάρη πως δεν του χρωστούσε τίποτα και πως η μέρα της ελευθερίας του δεν θα αργούσε να έρθει. Ο Ζακ Μπουλβίλ μετέφερε τα λόγια του λόρδου, σαν μια ευχή που έβγαινε μέσα από τα βάθη της ψυχής του.

239


Στο περιστατικό έτυχε να είναι παρών κι ένας ιερέας. Τους κοιτούσε βουβός από την έκπληξή του, σαν να ζούσε ένα θαύμα. «Ο Θεός να σας ευλογεί», πήρε το θάρρος να τους πει. Μέσα στο τριμμένο του ράσο έμοιαζε δυστυχής και καταπιεσμένος, όσο και ο μικροπωλητής. «Ο Θεός να σας έχει καλά», ξανάπε συγκλονισμένος από τη συμπεριφορά του λόρδου και το πάθος που έβγαζαν τα λόγια του Ζακ Μπουλβίλ. Ήταν μαθημένος στον κατατρεγμό κι η ανέλπιστη βοήθεια από τους ξένους τον έπεισε πως ήταν σημάδι ότι ο Θεός είχε πράγματι υπογράψει την απελευθέρωση του Έθνους. Ο Ζακ Μπουλβίλ έσκυψε και του φίλησε το χέρι με σεβασμό. «Μακάρι να είναι κοντά η μέρα της ελευθερία σας», του είπε με το ίδιο πάθος που είχε μιλήσει και στον μικροπωλητή. «Εγώ κι ο λόρδος θα είμαστε πάντα στο πλευρό του δοκιμαζόμενου Έθνους σας». Τον είχε πιάσει ο φιλελληνικός του οίστρος και σχεδόν φώναζε. Τρομοκρατημένος ο ιερέας τους πήρε παράμερα. «Τούτα δεν είναι λόγια για τα αυτιά των σπιούνων», τους είπε. Συστήθηκε με το όνομα παπα-­‐Δημήτρης. Αυτή η εντελώς αναπάντεχη συνάντηση ήταν και η αιτία που ο λόρδος Χόλμπουργκ ακύρωσε την επίσκεψή του στο σεράι. Ο ιερωμένος επέμεινε να τους φιλοξενήσει στο φτωχικό του κι επειδή κανείς από τους δυο περιηγητές δεν είχε όρεξη να δει τα μούτρα του πασά, αποδέχτηκαν την πρόσκληση. Το σπίτι του παπα-­‐Δημήτρη βρισκόταν σε μια απομονωμένη περιοχή στα νότια της πόλης, κοντά στο οχύρωμα που είχαν χτίσει οι Τούρκοι για να προστατεύουν

240


από εχθρικές ενέργειες το κανάλι που ύδρευε την Τριπολιτσά. Τακτοποιήθηκαν σ’ ένα απομονωμένο δωμάτιο στην άκρη ενός μικρού κήπου και από το πρώτο βράδυ ακόμα κατάλαβαν πως ο παπα-­‐Δημήτρης δεν ήταν απλά νοσταλγός ενός ονείρου, αλλά ενεργό μέλος μιας οργάνωσης που ετοίμαζε την επανάσταση. Ο Μάιος είχε μπει ζεστός και άφησαν τα παράθυρα του μικρού δωματίου τους ανοιχτά. Στην καρδιά της νύχτας ο λόρδος Χόλμπουργκ ξύπνησε από τις επιθέσεις των κουνουπιών και ψάχνοντας στο σκοτάδι να βρει την κουνουπιέρα, ξύπνησε και τον Ζακ Μπουλβίλ. Έπιασαν ψιλοκουβέντα, αλλά δεν πρόλαβαν να πουν πολλά. Ο ήχος βημάτων που ερχόταν από την αυλή τούς έκανε να σωπάσουν. Από περιέργεια πήγαν στο ανοιχτό παράθυρο και είδαν δυο σκιές. Ζύγωσαν στην πόρτα τού παπα-­‐ Δημήτρη και τη χτύπησαν συνθηματικά. Στο λιγοστό φως που έριξε το λαδοφάναρο του ιερέα φάνηκαν δυο κλασικές ελληνικές μορφές με τα μακριά μαλλιά τους και τα παχιά μουστάκια τους. Σε λίγο ήρθαν κι άλλοι φουστανελάδες, ο ένας μετά τον άλλον, σε ομάδες δυο και τριών ατόμων, για να συμπληρώσουν την συνωμοτική εικόνα. Τους δυο ταξιδιώτες δεν τους κολλούσε ύπνος πια. Ένιωθαν ζωντανούς μέσα τους τους ήχους της μυσταγωγίας που τελείτο λίγα μέτρα μακριά τους κι έμεναν ακίνητοι μπροστά στο παράθυρο. Πότε-­‐ πότε ψιθύριζαν μεταξύ τους κι έκαναν υποθέσεις για το είδος των ονείρων που χτίζονταν εκεί μέσα. Και οι δυο τους θα έδιναν πολλά για να συμμετέχουν στη δημιουργία τους. Έμειναν ξάγρυπνοι και περίμεναν. Ξημερώματα οι νυχτερινοί επισκέπτες άρχισαν να φεύγουν λίγοι-­‐λίγοι όπως είχαν έρθει. Κάθε τόσο ο παπα-­‐Δημήτρης τους

241


ξεπροβόδιζε και πάντα έριχνε τα μάτια του πάνω στο παράθυρο, όπου στέκονταν αθέατοι οι ξένοι. Ο Ζακ Μπουλβίλ αυτά τα βλέμματα τα ένιωσε σαν πρόσκληση να λάβει κι εκείνος μέρος στην εκκολαπτόμενη επανάστασή του. Ήταν ένας δρόμος που ήθελε με όλη του την ψυχή ν’ ακολουθήσει γι’ αυτό όταν ξύπνησε αργά το μεσημέρι πήγε μαζί με τον λόρδο και χτύπησε την πόρτα του παπά συνθηματικά, όπως είχαν κάνει οι νυχτερινοί επισκέπτες του. Ο παπα-­‐Δημήτρης χαμογέλασε με ικανοποίηση όταν ο Ζακ Μπουλβίλ του ζήτησε, χωρίς περιστροφές, να τον συμπεριλάβει στα συνωμοτικά του σχέδια. «Σε Χριστό πιστεύεις;» τον ρώτησε. «Πιστεύω» «Και αγαπάς τούτο το λαό και θέλεις τη λευτεριά του;» «Θα είναι τιμή μου να πολεμήσω στο πλευρό σας». «Θα πάρεις λοιπόν τον όρκο τού Θεού, μια και δεν γίνεται να πάρεις των όρκο των Φιλικών». Τότε τους σύστησε τον επισκέπτη που είχε πριν λίγο. «Ο Χριστόφορος» είπε απλά. Ήταν ένας άντρας ανοιχτόχρωμος, ντυμένος με φράγκικα ρούχα και ευγενικό παρουσιαστκό. Τους σκλάβωσε αμέσως με τους τρόπους του. Τον έλεγαν Χριστόφορο Περραιβό κι ο παπα-­‐Δημήτρης είπε πως επρόκειτο για τον άνθρωπο που είχε κάνει το κατόρθωμα να μονοιάσει, για χάρη του ξεσηκωμού του Γένους, τους αιώνιους οικογενειακούς εχθρούς στη Μάνη, τους Μαυρομιχάληδες, τους Τρουπάκηδες και τους Γρηγοράκηδες. «Θα είναι μάρτυράς σου στην ορκωμοσία σου μαζί με τον λόρδο».

242


Ο Ζακ Μπουλβίλ γονάτισε μπροστά στον παπα-­‐Δημήτρη κι έβαλε το χέρι του στο Ευαγγέλιο που κρατούσε. Με σίγουρη φωνή μετά επανέλαβε τα λόγια τού ιερέα: «Ορκίζομαι εις τον μεγαλοδύναμον Θεόν να φυλάγω τα μυστικά που θα μου εμπιστευθούν και να αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις για την ελευθερία αυτού του τόπου». Ο παπα-­‐Δημήτρης του ζήτησε να τα επαναλάβει τρεις φορές και μετά τον ρώτησε, κατά το τελετουργικό της Εταιρείας: «Είναι αληθινά, αδελφέ, αυτά που μου επανέλαβες τρεις φορές;» «Είναι και θα είναι αληθινά. Για την ασφάλειά τους ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο», απάντησε ο Ζακ Μπουλβίλ. Η λιτή και σύντομη τελετή έκανε τον Άγγλο ευγενή να βουρκώσει. Σε καμιά από τις σκέψεις του δεν είχε φανταστεί ότι θα υπήρχαν Έλληνες, όπως ο Τσακάλωφ και ο παπα-­‐Δημήτρης, για τους οποίους θα ένιωθε τόσο μεγάλο σεβασμό. Πέρα από κάθε αμφισβήτηση ο κληρικός που τους φιλοξενούσε, τιμούσε το ράσο του και ζούσε με αξιοπρέπεια στη φτώχεια του, αφιερωμένος στο Θεό και στο Έθνος του. Συναισθηματικά φορτισμένος θέλησε να βάλει κι αυτός τη δική του σφραγίδα σ’ αυτή την τελετή. Υποσχέθηκε να προσφέρει στον αγώνα τριάντα χιλιάδες γρόσια. Από κείνη τη μέρα οι δυο ταξιδιώτες έγιναν κομμάτι της λάβας που ξεχυνόταν για να μεταδώσει παντού τον παλμό της επανάστασης. Όσο έμειναν στο σπίτι του παπά γνώρισαν πολλούς από τους ανθρώπους που ύφαιναν τον καμβά αυτού του ξεσηκωμού. Πολύ ενδιαφέρον είχε η μακριά συζήτηση που έκαναν με τον Πελοπίδα και τον Αναγνωσταρά. Απ’ αυτούς έμαθαν περισσότερα για τη δύναμη του Υδραίικου και του Σπετσιώτικου στόλου και

243


βεβαιώθηκαν για κάτι που και οι δυο τους πίστευαν: ότι η ελευθερία αυτού του τόπου θα ερχόταν από τη θάλασσα. Κι απ’ τη στεριά τα μαντάτα ήταν καλά. Μεσοκαλόκαιρο στο σπίτι του παπά ήρθαν και κρύφτηκαν για λίγο δυο Κλέφτες, ο Μπούας κι ο Πάνος Μεϊντάνης, οι οποίοι ισχυρίστηκαν πως υπήρχαν πολλά ντουφέκια σκορπισμένα στα βουνά και περίμεναν την ώρα του ξεσηκωμού για να βαρέσουν. Προς το τέλος του Ιουλίου είχαν έναν ακόμα σημαντικό επισκέπτη, τον δάσκαλο Νικόλα Παμπούκη, τον οποίο ο παπα-­‐Δημήτρης υποδέχτηκε με ιδιαίτερη θέρμη. Ήταν ο άνθρωπος που τον είχε μυήσει στην Εταιρεία των Φιλικών. Ο Παμπούκης έφερνε σημαντικά νέα και ζήτησε από τον παπα-­‐Δημήτρη να μείνουν μόνοι για να τα πούνε. Εκείνος αγκάλιασε τους δυο περιηγητές και τον βεβαίωσε πως ήταν άνθρωποι δικοί του. Μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα. Ο επισκέπτης τού έδωσε ένα γράμμα τότε. «Από τον Γρηγόριο Δικαίο», του είπε. Τα μάτια του παπα-­‐Δημήτρη έλαμψαν και οι δυο περιηγητές κατάλαβαν πως το γράμμα ήταν από πολύ αγαπημένο του πρόσωπο. «Εμείς στα μέρη μας τον λέμε Παπαφλέσσα», είπε στον Παμπούκη. Ύστερα άνοιξε και διάβασε το γράμμα. Σε λίγο γελούσαν και τα γένια του. «Φτάνουν καραβιές τα όπλα στο Μοριά», είπε με τρεμάμενη φωνή. «Η Ρούμελη είναι στο πόδι και ο στρατός του Τσάρου είναι έτοιμος να χτυπήσει τον Σουλτάνο». Στο τέλος σταυροκοπήθηκε και κλαίγοντας έδωσε σε όλους από ένα φιλί, σαν να γιόρταζαν κιόλας την Ανάσταση. Δεν ήταν, όμως, όλα τα νέα ευχάριστα. Το γράμμα έλεγε πως ο Μανόλης ο Ξάνθος είχε συναντήσει τον κόμη Καποδίστρια στην Αγία Πετρούπολη τον περασμένο

244


Φεβρουάριο, χωρίς να καταφέρει να τον πείσει ν’ αναλάβει την αρχηγία. Ο Ζακ Μπουλβίλ συνοφρυώθηκε όταν άκουσε το όνομα του Ξάνθου. Ο Τσακάλωφ του είχε μιλήσει γι’ αυτόν όταν είχαν πρωτοσυναντηθεί στο Παρίσι κι απ’ ότι είχε καταλάβει δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά οι δυο τους. «Ξέρει ο Τσακάλωφ γι’ αυτή τη συνάντηση;», ρώτησε τον Παμπούκη, σίγουρος σχεδόν για την απάντηση. «Ιδέα δεν έχω», απάντησε εκείνος. «Σημασία όμως έχει το γεγονός ότι η συνάντηση ήταν μια αποτυχία. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε ν’ αναλάβει την αρχηγία της επανάστασης». Για λίγο έπεσε βουβαμάρα στο δωμάτιο. «Απίστευτο», είπε απογοητευμένος ο παπα-­‐Δημήτρης. «Να αρνηθεί να υπηρετήσει το Έθνος!» Ο Ζακ Μπουλβίλ μετέφρασε ψιθυριστά στον λόρδο Χόλμπουργκ τι είχε ειπωθεί κι εκείνος αντέδρασε με τρόπο που δεν περίμενε κανείς τους. «Σοφά έπραξε!», είπε αιφνιδιάζοντάς τους. «Η Ελληνική επανάσταση δεν χρειάζεται έναν πολιτικάντη για αρχηγό! Έχει ανάγκη κάποιον που να ξέρει από κλεφτοπόλεμο». «Μα είναι υπουργός τού Τσάρου!» είπε ο παπα-­‐ Δημήτρης απορημένος με την άγνοια του λόρδου. «Είναι σπουδαίος και τρανός. Τον σέβεται όλος ο κόσμος». «Ακριβώς! Κι εσείς θέλετε να τον αχρηστεύσετε! Θέλετε να τον μετατρέψετε σε αρχηγό ανταρτών!» είπε ο λόρδος Χόλμπουργκ. Αυτό προσέβαλε τους Έλληνες της παρέας γι’ αυτό και συνέχισε εμφατικά: «Μη γελιέστε! Σαν αντάρτες θα σας αντιμετωπίσουν στην Ευρώπη! Τον πρώτο καιρό τουλάχιστον».

245


Ο Παμπούκης κι ο Ζακ Μπουλβίλ έπιασαν το νόημα και κούνησαν το κεφάλι τους συμφωνώντας με τον λόρδο. Ο παπα-­‐Δημήτρης, όμως, συνέχιζε να είναι απογοητευμένος. «Μα είναι...», άρχισε να λέει. «Η ελληνική επανάσταση θα χρειαστεί συνήγορο στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια, παπα-­‐Δημήτρη και μάλιστα καλό. Ο Καποδίστριας, σαν υπουργός του Τσάρου, είναι ο καλύτερος για να συνηγορήσει υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Να είσαι βέβαιος πως θα δοθεί σκληρή μάχη σε διπλωματικό επίπεδο. Η Ιερά Συμμαχία δεν θα αφήσει να της διαταράξει τις ισορροπίες μια χούφτα επαναστάτες. Θα προσπαθήσει να καταπνίξει το κίνημά σας στη γένεσή του». Ο παπα-­‐Δημήτρης τον κοιτούσε αληθινά απορημένος τώρα. Μάλλον δεν είχε ιδέα ποια ήταν αυτή η Ιερά Συμμαχία, ούτε τι σχέδια είχε για την Ευρώπη ο καγκελάριος της Αυστρίας. Για να πεισθεί πως ο λόρδος μιλούσε σωστά, έπρεπε να ακούσει τον ίδιο τον Παμπούκη να δίνει δίκιο στον Καποδίστρια. «Γνωρίζει τι κάμει ο Εξοχότατος», είπε με σιγουριά. «Ο διαβολικός Μετερνίχος είναι κακός μπελάς δια το Γένος και επιβουλεύεται τον ξεσηκωμόν μας».

246


9

Τέλη Ιουνίου 1819 Οίτυλο Καθώς οι βάρκες των πειρατών ζύγωναν στην ακτή, η

Βασιλική ένιωθε το βλέμμα του άντρακλα, με τον οποίο είχε συγκρουσθεί, καρφωμένο επάνω της. Γύρισε και τον κοίταξε με κακία. Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι η ανεξαρτησία της είχε τελειώσει τόσο άδοξα. Από κει που σκόπευε να διαφεντέψει τις θάλασσες και να εκδικηθεί τους Oθωμανούς, να είναι σκλάβα αγροίκων πειρατών. «Ο Θεός να μας βοηθήσει», ψιθύρισε. Μέσα της, όμως, δεν πολυπίστευε πως ο Θεός νοιαζόταν για την τύχη τους εκείνη την ώρα. Οι πειρατές τους στοίβαξαν σε μιαν αποθήκη με ναυτικά υλικά, σχοινιά, μουσαμάδες, τροχαλίες, βαρέλια και δυο τρύπιες βάρκες. Απ’ ότι φαινόταν αυτή θα ήταν η φυλακή τους μέχρι να αποφασιστεί η τύχη τους. Η Βασιλική κάθισε πάνω σε μια στοίβα σχοινιά με το κεφάλι μέσα στις χούφτες της. Ήθελε να κλειστεί στον εαυτό της για λίγο, μήπως της ερχόταν καμιά καλή ιδέα, αλλά τίποτα δεν λειτουργούσε εκείνη τη στιγμή. Το μυαλό της ήταν βουτηγμένο στο σκοτάδι. Τότε άκουσε τον άντρακλα να την καλεί κοντά του. Οι ναυτικοί της Φανερωμένης είχαν προσέξει ότι του είχε γυαλίσει κι έκαναν ένα προστατευτικό τοίχο γύρω της. Η Βασιλική, όμως, δεν ήθελε τσάμπα αιματοχυσίες.

247


«Κάμετε στην άκρη», τους διέταξε. Μ’ αυτό τον άθλιο έπρεπε να τα βγάλει μόνη της πέρα. Προχώρησε προς το μέρος του και με αγέρωχο ύφος στάθηκε μπροστά του. «Λευτέρωσε τους ανθρώπους μου και ΄γω γίνομαι δούλα σου», του είπε. Από τον τρόπο που του μιλούσαν οι πειρατές, φαινόταν πως έπρεπε να είναι η κεφαλή στο τσούρμο. Τουλάχιστον είχε να κάνει με τον αρχηγό τους. Ο πειρατής ούτε καν της απάντησε. Την άρπαξε από το μπράτσο και την έσυρε έξω από την αποθήκη. Ήταν το λάφυρό του από το ρεσάλτο και δεν θα έδινε λόγο σε κανένα τι θα την έκανε. Χωρίς κουβέντα την οδήγησε σ’ ένα σπίτι ψηλά στον λόφο. Σ’ όλο το δρόμο η Βασιλική τον καταριόταν αυτόν και τη φύτρα του, αλλά εκείνος δεν έδινε σημασία. Καμιά φορά μόνο της έσφιγγε το μπράτσο πιο δυνατά και την έκανε να βογκάει από τον πόνο. Στο σπίτι υπήρχε μια μαυροφορεμένη γριά μονάχα, μουντή κι αγέλαστη. Η Βασιλική υπέθεσε πως θα έπαιζε το ρόλο του δεσμοφύλακά της. «Τι είν’ τούτη που μ’ όφερες στο σπίτι μ’, Λεωνίδα μ’;», ρώτησε τον πειρατή. Αυτός της εξήγησε πως ήταν από τη σκούνα και η γυναίκα κατάλαβε. «Ομορφούλα», ψιθύρισε, σουφρώνοντας τα χείλη της. Το όνομα του πειρατή έκανε εντύπωση στη Βασιλική. Το επιβλητικό του παράστημα ταίριαζε πολύ στον αρχαίο ήρωα της Σπάρτης, αλλά αυτό δεν άλλαξε καθόλου τα αισθήματά της απέναντί του. Με μαύρη ψυχή τον ακολούθησε σ’ ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο, όπου κατάλαβε πως θα περνούσε τις επόμενες μέρες της. Μύριζε κλεισούρα. Μάλλον θα είχαν καιρό να το χρησιμοποιήσουν. Στον εξωτερικό τοίχο υπήρχε ένα μικρό παραθυράκι που έβλεπε προς την κακοτράχαλη πλαγιά και

248


τον κόλπο που βρισκόταν στα ριζά της. Η Βασιλική κάθισε στο περβάζι και έστρεψε τα μάτια της προς τα έξω, για να μην τον βλέπει. Σιχαινόταν ακόμα και την ανάσα του. Έβγαινε βαριά από μέσα του, σαν αναστεναγμός. «Η γριά-­‐Λάμπραινα θα σου φέρνει να τρως», της είπε κι έστριψε να φύγει. Η Βασιλική ένιωσε να εγκαταλείπεται σε μιαν άθλια μοίρα και σηκώθηκε απότομα όρθια. «Τι θα τους κάμεις τους ανθρώπους μου;» τον ρώτησε παρακλητικά. Είχε χαθεί κάθε ίχνος έπαρσης από τη φωνή της. Αν ο πειρατής έφευγε, δεν ήξερε πότε θα είχε ξανά την ευκαιρία να τον ικετέψει. Ο Λεωνίδας γύρισε και την κοίταξε συνοφρυωμένος. Στο βλέμμα του υπήρχε μια μικρή, παράξενη λάμψη. «Θα ιδούμε», της είπε ήρεμα. Σαν να μετάνιωσε, όμως, για το μαλακό του ύφος, της έριξε μιαν άγρια ματιά και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Όλο το απόγευμα η Βασιλική το πέρασε βυθισμένη μέσα σ’ ένα κενό. Προσπάθησε απεγνωσμένα να μηχανευτεί κάτι που θα τους εξασφάλιζε τη σωτηρία τους, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε πως η φουρτούνα που αντιμετώπιζε ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. Όσο βράδιαζε τόσο πιο πολύ φοβόταν τα χειρότερα που περίμενε να της συμβούν. Δεν είχε αμφιβολία πως πριν πουληθεί σε κανένα χαρέμι, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και τις απαιτήσεις του πειρατή. Αυτή η προοπτική την έβαλε σε θέση μάχης πάλι. Αναζήτησε ιδέες να ξεφύγει από την ταπείνωση, αλλά στο τέλος παραδέχτηκε πως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να του βγάλει τα μάτια, αν επιχειρούσε να πλαγιάσει στο κρεβάτι της. Η άλλη λύση ήταν να πηδήξει από το παράθυρο στην κακοτράχαλη πλαγιά και να ησυχάσει για πάντα.

249


Όταν άρχισε να σουρουπώνει ήρθε η γριά-­‐Λάμπραινα στο δωμάτιο. Άναψε ένα καντήλι στο μικρό εικονοστάσι κι άφησε πάνω στο σοφρά ένα πιάτο φασόλια, ψωμί, λίγες ελιές και μια κούπα νερό. Αυτό ήταν το βραδινό της, αλλά η Βασιλική ούτε που το άγγιξε. Δεν της πήγαινε τίποτα κάτω. Έγειρε στο κρεβάτι μονάχα, όπως ήταν με τα ρούχα, και χάζευε τις σκιές που έριχνε το καντήλι στο δωμάτιο. Με τεντωμένα τ’αυτιά της παρακολουθούσε κάθε θόρυβο στο σπίτι. Κάποια στιγμή, πολύ βράδυ, ανάμεσα στον ύπνο της και το ξύπνιο της, νόμισε πως άκουσε βήματα στη σάλα. Της δημιουργήθηκε κι η εντύπωση πως κάποιος μισάνοιξε την πόρτα της. Πετάχτηκε πάνω. Κοίταξε αγριεμένη γύρω της, αλλά στο ημίφως του καντηλιού δεν διέκρινε τίποτα. Κι η πόρτα της ήταν ερμητικά κλειστή. Ξάπλωσε πάλι κι έσφιξε τις γροθιές της. Έτρεμε λίγο αλλά κρατούσε την προσοχή της τεταμένη. Τότε άκουσε καθαρά το παραπονεμένο τρίξιμο που έκανε το πάτωμα στο διπλανό δωμάτιο. Κάποιος έκοβε βόλτες στη σάλα πάνω-­‐κάτω. Δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον Λεωνίδα. Η Βασιλική ήταν σίγουρη πλέον πως από στιγμή σε στιγμή θα ορμούσε στο δωμάτιο και θα έπεφτε πάνω της. Φανταζόταν πως μέσα στη κάψα του δεν θα είχε υπομονή ούτε τα ρούχα να της βγάλει. Θα ασελγούσε επάνω της διαπερνώντας κάθε υλικό και ηθικό εμπόδιο, που θα έβρισκε μπροστά του. Διατηρώντας την ψυχραιμία της και τα σκληρά της νύχια έτοιμα για δράση, περίμενε το αναπόφευκτο να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Οι προβλέψεις της, όμως, δεν επαληθεύθηκαν καθόλου. Πέρασε ώρα, χωρίς ο πειρατής να κάνει την εμφάνισή του. Κάποια στιγμή σταμάτησε και το τρίξιμο στο πάτωμα. Κάπου στο βάθος ακούστηκε τότε μια

250


πόρτα να χτυπάει και μετά το σπίτι βυθίστηκε στη συνηθισμένη του σιωπή. «Έφυγε;» αναρωτήθηκε η Βασιλική χωρίς να πιστεύει πως ο πειρατής είχε ξεθυμάνει τόσο εύκολα. Ζάρωσε στην άκρη του κρεβατιού και τον περίμενε. Για λίγο, όμως. Τα βλέφαρά της βάρυναν κι ο ύπνος τη γλύτωσε από τις ανείπωτες αγωνίες της. Μεσημέρι οι σκουντιές της γρια-­‐Λάμπραινας την ξύπνησαν για τα καλά. Την είδε από πάνω της σαν τον χάρο που είχε έρθει να της πάρει την ψυχή. «Ψωμί θα φας σήμερα;» τη ρώτησε και της έδειξε το φαϊ που είχε ακουμπήσει στο σοφρά. «Ο Λεωνίδας;» ρώτησε η Βασιλική. Είχε συνέλθει από τη νυχτερινή της ένταση. Το φως της ημέρας της έδινε περισσότερη αυτοπεποίθηση τώρα. Η γριά δεν της απάντησε. Βγήκε και την άφησε μόνη της πάλι. Εκείνη πήγε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω την ηλιόλουστη μέρα. Στη σκέψη της ήταν το παράλογο πηγαινέλα του Λεωνίδα στη σάλα. Ήταν φανερό πως ο πειρατής είχε αγωνίες. Τον έτρωγε κάποιο μεγάλο μαράζι μάλλον. «Έρωτας;» αναρωτήθηκε για μια στιγμή. Δεν το πολυπίστευε, όμως. «Αδύνατον», μουρμούρισε απορρίπτοντας την πρώτη της σκέψη. Αλλά σαν ενδεχόμενο δεν μπορούσε να το αποκλείσει. Αυτό άνοιξε ξαφνικά μια χαραμάδα φως στο σκοτάδι που την περιέβαλε. «Κι αν;» ξαναψέλλισε. Αν ο Λεωνίδας είχε στ’ αλήθεια γοητευτεί από τα γυναικεία της κάλλη; Άθελά της αντέστρεψε το ερώτημα τότε: «Ε κ ε ί ν η θα είχε το σθένος

251


να χρησιμοποιήσει ένα τέτοιο όπλο, αν ο Λεωνίδας είχε γίνει θύμα της ομορφιάς της;». Το μικρό βογγητό που βγήκε από το στόμα της δεν επηρέασε καθόλου την απόφασή της. Μια τέτοια θυσία θα ήταν πολύ μικρή, αν τους γλύτωνε από τα σκλαβοπάζαρα. Υπήρχαν κι άλλα ερωτήματα, όμως, πριν αρχίσει να κάνει σχέδια. Το σπουδαιότερο ήταν αν εκείνη έπαιζε τον άχαρο ρόλο της, θα έφταναν τα θέλγητρά της να κάνουν τον Λεωνίδα να στερήσει από τους πειρατές του τη δική τους τη λεία; Όλο το απόγευμα ένιωθε αισιόδοξη πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα κατάφερνε να ελέγξει την κατάσταση. Όταν, όμως, έπεσε το σκοτάδι και πλησίαζε η ώρα να εμφανιστεί ο πειρατής, άρχισε να νιώθει αδύναμη πάλι, ν’ αμφιβάλει αν θα τα έβγαζε πέρα σ’ αυτό το ερωτικό παζάρι μαζί του. Έφαγε ανόρεχτα το βραδινό που της έφερε η γριά-­‐ Λάμπραινα και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έμεινε ακίνητη στο στρώμα της με τα μάτια της να πλανώνται μέσα στο ημίφως του καντηλιού. Όλες της οι αισθήσεις ήταν κι αυτές σε ετοιμότητα, περιμένοντας την πόρτα της να τρίξει. Η αναμονή, όμως, τραβούσε σε μάκρος κι εκείνη ένιωθε τον αέρα μέσα στο δωμάτιο να λιγοστεύει. Η ανάσα της έβγαινε βαριά και δύσκολη. Έκανε το στήθος της ν’ ανεβοκατεβαίνει, σαν θάλασσα τρικυμισμένη. Δεν ήταν το ξεπούλημα του ευατού της που την άγχωνε εκείνες τις αργόσυρτες στιγμές. Το είχε πάρει απόφαση να δωθεί στον πειρατή. Η αγωνία που τη σκότωνε, ήταν αν θα κατάφερνε να τον ποτίσει με το ερωτικό της φίλτρο και να τον υποτάξει. Λαγοκοιμισμένη άκουσε πρώτα το τρίξιμο στο πάτωμα της σάλας και μετά είδε, στο φως του καντηλιού, και τη δική

252


της πόρτα ν’ ανοίγει. Ασυναίσθητα γράπωσε το κατωσέντονο με τα δάχτυλά της κι έκλεισε τα μάτια της για να μην βλέπει τη σκιά του να ζυγώνει στο κρεβάτι της. Σε λίγο τα μισάνοιξε πάλι και τον είδε να στέκεται ασάλευτος από πάνω της. Περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή η καυτή του ανάσα θα άγγιζε το λαιμό της, αλλά αυτή η στιγμή αργούσε να έρθει. Η σκιά έμενε ακίνητη, σαν να μην είχε υλική υπόσταση, σαν να ήταν ένα τολμηρό κατασκεύασμα της φαντασίας της. Άρχισε να αμφιβάλει μάλιστα αν στ’ αλήθεια υπήρχε αφού σε λίγο εξαφανίστηκε πισωπατώντας. Αν δεν άκουγε το ελαφρύ τρίξιμο της πόρτας και δεν έβλεπε το φύλλο της ν’ ανοιγοκλείνει, θα πίστευε πως όλα τούτα ήταν εικόνες που έπλαθαν οι δαίμονες τής ψυχής της για να την τυραννήσουν. Στην αρχή ένιωσε ανακουφισμένη, αλλά αυτό που τελικά έμεινε μέσα της ήταν η απογοήτευση. Για αρκετή ώρα αναρωτιόταν τι αποθάρρυνε τον πειρατή να πλαγιάσει δίπλα της κι αχρήστεψε όλα της τα σχέδια. «Ίσως τολμήσει αύριο», ψιθύρισε. Ούτε, όμως, και την επομένη η σκιά δεν αποφάσισε να προδώσει τις προθέσεις της. Ο πειρατής ήρθε ξανά κι έμεινε πάλι άτολμος και μυστηριώδης, κρατώντας τις πραγματικές του επιθυμίες βαθιά μέσα του. Την τρίτη βραδιά η Βασιλική ήταν ένα ηφαίστειο που έβραζε. Καθώς η σκιά τού Λεωνίδα έμενε το ίδιο ακίνητη από πάνω της, εκατομύρια βελόνες ερωτικής επιθυμίας κατατρύπησαν το κορμί της. Δεν κρατιόταν άλλο και με μια παρορμητική κίνηση σηκώθηκε απότομα επάνω. Με τα χέρια της απλωμένα σαν τον εσταυρωμένο έμοιαζε ν’ ανοίγει την αγκαλιά της για να τον δεχτεί ή για να υποταχθεί στο μαρτύριο, στο οποίο ήθελε να την υποβάλει.

253


«Ξέρω τι γυρεύεις εδώ μέσα», του είπε. Ο Λεωνίδας έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, αιφνιδιασμένος. Ένιωσε σαν τον κλέφτη που τον είχαν πιάσει στα πράσα. Χειρότερη προσβολή δεν του είχε τύχει στη ζωή του. Είχε δίκιο η γρια-­‐Λάμπραινα πως αυτή που είχε φέρει στο σπίτι ήταν ξωτικό. Το είχε νιώσει κι εκείνος πάνω στη σκούνα όταν την άρπαξε από τα μαλλιά κι έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. «Άιντε, μην κιοτεύεις, κάμε ότι ορέγεται η καρδιά σου», τον προκάλεσε εκείνη. Με ωμές κουβέντες μετά παζάρεψε την αρετή της. «Κάμε τη δουλειά σου και το δικό μου το διάφορο θα ‘ναι να μην σκλαβώσεις τους ανθρώπους μου», του είπε. Χωρίς να πει λέξη ο Λεωνίδας κατέβασε το κεφάλι του και βγήκε από το δωμάτιο. Δεν είχε πάει εκεί να γυρέψει αγάπη με πληρωμή. Ήθελε μονάχα να την δει ξαπλωμένη με τα μαλλιά της χυμένα πάνω στο μαξιλάρι. Εμβρόντητη η Βασιλική έμεινε για κάμποσο ακόμα στην ίδια θέση με τα χέρια της ανοιχτά. Αδυνατούσε να πιστέψει πως αυτό το γεράκι των θαλασσών, ο ανελέητος πειρατής, ο άρπαγας, ο βάρβαρος που θα την πουλούσε στα σκλαβοπάζαρα, είχε λιγοψυχήσει μπροστά της. Κάθισε στο κρεβάτι και τον περίμενε για λίγο ακόμα, αλλά αυτή τη φορά ήταν σίγουρη πως ματαιοπονούσε. Ο πειρατής ήταν το απρόσιτο «άγνωστο» που απ’ ότι φαινόταν δεν θα κατάφερνε ποτέ της να κατακτήσει. Ο Λεωνίδας εμφανίστηκε ξανά το επόμενο μεσημέρι. Κάτω από το φως της ημέρας της φάνηκε άλλος άνθρωπος. Δεν είχε καμιά σχέση με τον άγριο άντρα που ήξερε. Ήρεμος, φιλικός και πολύ σοβαρός κατάφερε να την εκπλήξει ακόμα μια φορά με όσα της είπε. Δίχως να σπαταλήσει χρόνο σε

254


περιττές κουβέντες, μπήκε αμέσως στο θέμα του και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Την ίδια κιόλας ημέρα ήθελε να την πάει στην εκκκλησία και να την κάνει γυναίκα του με παπά και με κουμπάρο! Αυτόν τον κεραυνό η Βασιλική δεν τον περίμενε. Της ήρθε κι εκείνης ζαλάδα μπροστά στο αδιέξοδο που την οδηγούσαν τα σχέδια του. Ξαφνικά κατάλαβε πως δεν είχε πια καμιά ελπίδα να σώσει κανέναν. «Είμαι παντρεμένη!» του ψιθύρισε και γκρέμισε και τον δικό του τον κόσμο γύρω του. Άφωνος, με μάτια διεσταλμένα απ’ την απογοήτευση, απόμεινε να την κοιτάζει συντετριμμένος. Χωρίς να πει λέξη μετά έσκυψε το κεφάλι του και πήγε να φύγει. «Στάσου», του φώναξε τότε η Βασιλική. Μέσα στα συντρίμμια που είχαν απλωθεί γύρω της, οι νυχτερινές της σκέψεις έγιναν λιγοστό φως ελπίδας. Τον έπιασε από το χέρι και τον έβαλε να κάτσει δίπλα της στο κρεβάτι της. «Είσαι τίμιος άντρας», του είπε για να καταλαγιάσει την απογοήτευσή του. Μελαγχολικά εκείνος την άκουσε τότε να του μιλάει σαν παλιά καλή φίλη. Έρωτα και παντρειές σίγουρα δεν μπορούσε να του προσφέρει, αλλά μπορούσαν να γίνουν σύντροφοι στο πλιάτσικο. Αντί να αγωνιούν οι πειρατές του, αν θα κατάφερναν να ξεγελάσουν κανένα καράβι με τις φωτιές τους, η Φανερωμένη θα τους εξασφάλιζε μπόλικη λεία μέσα στη θάλασσα. Περνούσαν αμέτρητα εμπορικά σκάφη από τον κάβο-­‐Μαλιά. Οι ναύτες της θα κουμάνταραν τη σκούνα κι οι πειρατές του θα έκαναν το ρεσάλτο. Για κάμποση ώρα ο Λεωνίδας την κοιτούσε με καχυποψία, συνοφρυωμένος. Δεν άργησαν, όμως, τα μάτια

255


του να φωτιστούν μ’ ένα χαμόγελο συγκατάθεσης. Η Βασιλική αναθάρρυσε. Δεν τον είχε ξαναδεί να χαμογελάει. «Λοιπόν;» τον ρώτησε με ελπίδα. Ο Λεωνίδας την κατέπληξε τότε. Της είπε πως έβρισκε το σχέδιο της εξαιρετικό. Ίσως γιατί έτσι θα μπορούσε να την έχει κοντά του και το μέλλον κανείς δεν ήξερε τι επιφυλάσσει στους ανθρώπους. Το κόλπο εξάλλου με τις φωτιές δεν πολυέπιανε τελευταία. Οι καπεταναίοι το είχαν ψυλλιαστεί κι απέφευγαν να ζυγώσουν στη στεριά. Το αλλόκοτο σμίξιμο των πειρατών με τους Ποριώτες της Φανερωμένης έγινε το ίδιο βράδυ στην ταβέρνα της παραλίας. Ο Λεωνίδας παρουσίασε την πρόταση της Βασιλικής σαν δικό του σχέδιο, για να μπορέσει να γίνει αποδεκτό από το τσούρμο του. Ακόμα κι έτσι χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τη σιωπή τους για ένα διάστημα. Οι πειρατές κοιτάχτηκαν για κάμποσο μεταξύ τους προσπαθώντας ο ένας να διαφωτιστεί από τον άλλον. Άργησαν λίγο, αλλά στο τέλος κατάλαβαν πως μια τέτοια συνεργασία θα ήταν προς ώφελός τους. Και η λογική του ευκολότερου κέρδους θριάμβευσε. Οι ναύτες της Φανερωμένης δεν είχαν λόγο να αμφισβητήσουν τη συμφωνία. Βλέποντας την ένταση στο πρόσωπο τής καπετάνισσάς τους κατάλαβαν την απεγνωσμένη προσπάθεια που είχε κάνει για να τους σώσει από το σκλαβοπάζαρο. Τη δουλειά, όμως, παραλίγο να τη χαλάσει η ίδια Βασιλική. Τώρα που τα πράγματα είχαν έρθει όπως τα ήθελε, θυμήθηκε και το λόγο για τον οποίο είχε εγκαταλείψει το νησί της. Έπρεπε να εκδικηθεί τους Οθωμανούς και να βάλει και το δικό της λιθαράκι για την απελευθέρωση του Γένους.

256


«Ρωμαίικα πλεούμενα δεν κουρσεύουμε», φώναξε κι έκοψε σαν μαχαίρι τον ενθουσιασμό των πειρατών, που είχε αρχίσει να φουντώνει. Η αίθουσα πάγωσε. Όλοι γύρισαν προς το μέρος της και την κοίταξαν άφωνοι. Οι άνθρωποι ζούσαν από το πλιάτσικο. Όλος ο Μοριάς ζούσε απο το πλιάτσικο. Οι Κλέφτες στα βουνά και οι πειρατές στη θάλασσα. Ο καθένας άρπαζε απ’ όπου μπορούσε, αφού δεν είχαν άλλο τρόπο να επιβιώσουν σ’ αυτή τη ρημαγμένη γη. Έτσι κι έκαναν να την καλλιεργήσουν, τα κοράκια περίμεναν ν’ αρπάξουν τη σοδειά τους ως το τελευταίο σπυρί. Από τους κοτζαμπάσηδες μέχρι τον Σουλτάνο, όλοι έπαιρναν εκβιαστικά το μερίδιό τους. Μια ατελείωτη σειρά απο δράκουλες που έπιναν το αίμα τού κόσμου χωρίς διάκριση. Κι εκείνη τους ζητούσε να ξεχωρίσουν τα Υδραίικα και τα Σπετσιώτικα! Λες και τα φορτία τους δεν είχαν αξία! Φουρκισμένοι άρχισαν να την γιουχαίζουν. «Ρωμαίικα καράβια δεν κουρσεύουμε», φώναξε τότε κι ο Λεωνίδας. Ούτε κι αυτός δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να τα εξαιρέσουν κι έριξε μια ματιά προς τη μεριά της Βασιλικής μήπως μπορούσε να του εξηγήσει. Εκείνη σκέφτηκε για μια στιγμή να τους μιλήσει για τον σφαγιασμένο πατέρα της και τον όρκο που είχε πάρει να αγωνιστεί για την ελευθερία αυτού του τόπου. Να τους πει πως δε γινόταν να σφάζουν και να ληστεύουν αυτούς με τους οποίους σύντομα θα πολεμούσαν τον Τούρκο. Στο τέλος προτίμησε να τους πάρει με το άγριο και να μην τους αφήσει περιθώρια ν’ αμφισβητήσουν τον ηγετικό της ρόλο στη δουλειά που ετοίμαζαν. «Εγώ είμαι η καπετάνισσα της σκούνας», τους φώναξε με σφιγμένη τη γροθιά της «κι εγώ κάμω κουμάντο στα πανιά της». Οι ενθουσιώδεις ζητωκραυγές των ναυτών της

257


έκαναν τα λόγια της πιο πειστικά. Η παρέμβαση του Λεωνίδα έπαιξε κι αυτή το ρόλο της, για να καταλάβουν οι πειρατές πως, αν ήθελαν να δουλέψουν μαζί με τους ναυτικούς, έπρεπε στο εξής να λογαριάζουν τα λόγια της Βασιλικής και να την αποδεχτούν σαν καπετάνισσά τους. Δυο μέρες αργότερα η Φανερωμένη ανοίχτηκε στο πέλαγος. Eνισχυμένη με τους άντρες του Λεωνίδα και έξι ακόμα κανόνια δίπλα στα έξι δικά της ορμούσε στην καινούρια θαλασσινή περιπέτειά της. Η Βασιλική ένιωθε σαν να μην είχε φύγει ποτέ από τη σκούνα της. Η μόνη διαφορά τώρα ήταν πως τη ζωή της τη διαφέντευαν δυο άντρες. Ο Γιάννος και ο κουρσάρος Λεωνίδας, που προσπαθούσε ν’ ανοίξει το δικό του μονοπάτι ως την καρδιά της. Χωρίς την εχθρότητα που τους χώριζε πριν, τώρα έβλεπε ένα διαφορετικό άντρα με αξόδευτο ερωτικό πάθος, ικανό να της προκαλεί αμαρτωλές σκέψεις. Χωρίς να το επιδιώκει, οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις των κρυφών επιθυμιών της την έσπρωξαν κι αυτήν προς το δικό του το μονοπάτι. Τις νύχτες που έπεφτε στην αγκαλιά τού Γιάννου και γευόταν την αθωότητα του παιδικού της έρωτα, το μυαλό της ήταν αλλού. Το ξελόγιαζαν οι ερεθιστικές της σκέψεις για έναν εραστή που καραδοκούσε να την αποκτήσει. Ακόμα και στον ύπνο της ένιωθε το βλέμμα του να την τρυπάει και να εισχωρεί μέσα βαθιά της. Με κάθε τρόπο ο πειρατής ζητούσε να την αλώσει κι εκείνη βούλιαζε ασυγκράτητη μέσα στις φλόγες του πάθους του. Όσο κι αν προσπάθησε να καταπνίξει τις επιθυμίες της, εκείνες την εκδικούνταν κάθε φορά, που τα χέρια τού Γιάννου την άγγιζαν. Τα ένιωθε όλο και πιο ανούσια, πιο παγωμένα και η ιδέα πως θα ήταν για πάντα τα μόνα χέρια που θα είχαν δικαίωμα να την ικανοποιούν, μεγάλωνε την

258


αδιαφορία της. Παρ’ όλα αυτά τον Γιάννο δεν θα τον πλήγωνε ποτέ της. Θα του έμενε για πάντα πιστή κι αυτή ήταν μια από τις θυσίες που είχε αποφασίσει να κάνει στη ζωή της. Η μοίρα όμως έχει τους δικούς της, αδυσώπητους κανόνες. Και για μια ακόμα φορά επέβαλε στους ανθρώπους τη θέλησή της. Είχαν τρεις μέρες στη θάλασσα όταν ψηλά από την κόφα ακούστηκε η φωνή του οπτήρα να αναγγέλει πλοίο πλώρα δεξιά τους. Ήταν ένα ήσυχο πρωινό του Ιουλίου με ήρεμη θάλασσα, ζεστό ήλιο και ασυννέφιαστο ουρανό. Η ορατότητα ήταν άριστη και αμέσως είδαν όλοι το άγνωστο σκάφος να ζυγώνει και να μεγεθύνεται καθώς μίκραινε η απόσταση μεταξύ τους. Ήταν ένα δικάταρτο ισπανικό γαλεόνι που υποσχόταν πλούσιο φορτίο. Τέτοια σκάφη έκαναν συχνά χρηματαποστολές. Ανάμεσα στους σάκους του φορτίου τους μετέφεραν μεγάλες ποσότητες χρυσών νομισμάτων με παραλήπτες μεγαλεμπόρους στην Ανατολή και τη Δύση, Τούρκους πασάδες ή την υψηλή Πύλη. Οι ναύτες της Φανερωμένης σκαρφάλωσαν στ’ άλμπουρα έτοιμοι να μανουβράρουν τα πανιά για τους ελιγμούς της επίθεσης. Οι άντρες του Λεωνίδα ανέλαβαν τα κανόνια. Αυτοί θα έκαναν και το ρεσάλτο. Για όλους τους ήταν η πρώτη δουλειά στην ανοιχτή θάλασσα κι ένιωθαν μιαν ανεξέλεγκτη νευρικότητα. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τον τρόπο που θα αντιδρούσε το εμπορικό καράβι Από το γαλεόνι φαίνεται πως αντιλήφθηκαν τις προθέσεις της σκούνας γι’ αυτό και προσπάθησαν να απομακρυνθούν, παίρνοντας νοτιοανατολική πορεία. Με μεγαλύτερη επιφάνεια πανιών η τρικάταρτη Φανερωμένη κράτησε επαφή και με επιδέξιους χειρισμούς των ναυτών της έφτασε σε απόσταση βολής των κανονιών της μια ώρα

259


αργότερα. Έριξε δυο προειδοποιητικές βολές, αρκετά μπροστά από την πλώρη του, και από το Ισπανικό έδειξαν πως δεν είχαν διάθεση να εμπλακούν σε ναυμαχία. Κατέβασαν τα κεντρικά τους πανιά κι αρμένιζαν αργά μόνο με τους φλόκους, ένδειξη πως είχαν κιόλας παραδοθεί στους πειρατές. Στο τιμόνι της Φανερωμένης ήταν ο πιο έμπειρος ναύτης της, ο Βασίλης ο Δαμαλίτης. Με επιδέξιες κινήσεις έφερε τη σκούνα δίπλα στο γαλεόνι, που είχε σχεδόν ακινητοποιηθεί, παραδομένο στη μοίρα του. «Τους γάντζους», ακούστηκε τότε η στιβαρή φωνή του Λεωνίδα, σαν ριπή καταιγίδας. Οι γάντζοι πετάχτηκαν αμέσως και μάγκωσαν στις απέναντι κουπαστές. Το γαλεόνι έμοιαζε καλά αρπαγμένο από τον κυνηγό του και οι πειρατές της Μάνης ήταν έτοιμοι για το ρεσάλτο με τα γιαταγάνια τους ξεγυμνωμένα. Δεν πρόλαβαν να κάνουν βήμα, όμως. Mια σειρά από μουσκέτα εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τις κουπαστές του εμπορικού και το μακελλειό που ακολούθησε έγινε μέσα στον δολοφονικό χρόνο ενός ατέλειωτου λεπτού της ώρας. Οι Ισπανοί έστειλαν μιαν ομοβροντία, σαν αστροπελέκι. Ήταν μια βροχή από βόλια, που έσπειρε τον πανικό και το θάνατο στη σκούνα. Οι Ισπανοί είχαν έτοιμη και δεύτερη σειρά μουσκέτα κι έριξαν αμέσως χωρίς να περιμένουν να ξαναγεμίσουν. Η δεύτερη μπαταριά μεγάλωσε κι άλλο τις απώλειες. Οι Μανιάτες πειρατές που ήταν εκτεθειμένοι στην πρώτη γραμμή χτυπήθηκαν άσχημα κι ο αέρας γέμισε από τα βογγητά και τις κατάρες τους. Ο Λεωνίδας προσπάθησε ν’ ανασυντάξει τους άντρες του για να επιχειρήσει το ρεσάλτο, αλλά τότε ακούστηκε η φωνή της Βασιλικής, σαν ουρλιαχτό απόγνωσης.

260


«Κόφτε τους γάντζουουους». Μέσα στους καπνούς και τον πανικό, οι πειρατές ανταποκρίθηκαν αμέσως. Βρήκαν κι αυτοί λυτρωτική τη σκέψη να απαλλαγούν από τη δημητηριώδη αγκαλιά τους με το γαλεόνι. Ο Λεωνίδας αντέδρασε με καθυστέρηση, κραυγάζοντας τις δικές του διαταγές. Τους διέταζε να συνεχίσουν τον αγώνα, αλλά η φωνή του έπαψε ξαφνικά ν’ ακούγεται, πνιγμένη από ένα βογγητό πόνου. Τη στιγμή που λύγιζε σαν σπασμένο κλωνάρι κι έγερνε στο κατάστρωμα, η σκούνα είχε αρχίσει να απομακρύνεται από το γαλεόνι. Η Βασιλική τον είδε να πέφτει κι ενστικτωδώς έσκυψε προς το μέρος του, σαν να ήθελε να τον συγκρατήσει. Με την προσοχή της στραμμένη πάνω στον Λεωνίδα, μόλις που ένιωσε ένα βόλι να ξύνει τ’ αυτί της. Αυτό την προσπέρασε αδιαφορώντας για τη δική της ζωή, αλλά λίγο πιο πέρα άρπαξε μιαν άλλη. Η Βασιλική άκουσε καθαρά το καινούριο βογγητό πόνου. Είχε έναν ιδιαίτερο ήχο που κομμάτιασε την ψυχή της. Δεν χρειαζόταν να γυρίσει πίσω της για να δει. «Γιάννοοοοο!», φώναξε με απόγνωση. Έπεσε πάνω του σαν να ήθελε να τον προστατεύσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να γεμίσει την πουκαμίσα της με το αίμα του. Χτύπησε με απόγνωση τα χέρια της πάνω στο ματωμένο κατάστρωμα, αλλά δεν ήταν η ώρα να κάτσει να τον κλάψει. Περισσότερη παρηγοριά θα της έδινε η εκδίκηση. Σηκώθηκε απότομα επάνω και τρελαμένη από το μέγεθος της απώλειας άρχισε να ουρλιάζει στους Μανιάτες πειρατές να ρίξουν στο γαλεόνι με τα κανόνια τους. Τα δυο σκάφη είχαν ανοιχτεί αρκετά το ένα από το άλλο και η Φανερωμένη άρχισε πράγματι να σφυροκοπάει το Ισπανικό σκάφος με τα δώδεκα κανόνια της. Το γαλεόνι

261


απάντησε κι αυτό, αλλά τα δυο του κανόνια δεν ήταν αρκετά για να του εξασφαλίσουν μια καινούρια νίκη. Αδιαφορώντας πια για τη λεία, η Βασιλική ήθελε να το δει να βυθίζεται στα νερά της Μεσογείου. Τα κανόνια τής σκούνας της δεν σταμάτησαν να ρίχνουν τις μπάλες τους, ακόμα κι όταν το γαλεόνι έγειρε θανατηφόρα λαβωμένο κι άρχισε να βουλιάζει. Τους επιζώντες τους μάζεψε μόνο και μόνο επειδή επέμειναν οι ναύτες της. Ο Δαμαλίτης την παρακάλεσε να το κάνει γιατί ήταν αληθινός ναυτικός και είχε μάθει να μην αφήνει ποτέ κανέναν αβοήθητο στη θάλασσα. Μετά το αναπάντεχο φιάσκο γύρισαν στη βάση τους. Επέστρεψαν μουδιασμένοι στον κόλπο τού Οίτυλου για να κλάψουν τους ανθρώπους τους και να τους κηδέψουν. Τον Γιάννο η Βασιλική προτίμησε να τον παραδώσει στη θάλασσα, αφού δεν μπορούσε να τον πάει στο νησί του. Τον έραψαν μέσα σ’ ένα καραβόπανο, του έδεσαν σίδερα στα πόδια και τον έστειλαν στον βυθό του Αιγαίου, για να περάσει εκεί την υπόλοιπη αιωνιότητα. Όταν έφτασαν στο λιμάνι ο Λεωνίδας ανάσαινε ακόμα. Οι άντρες του τον κουβάλησαν στο σπίτι του βαριά πληγωμένο κι η Βασιλική δεν ξεκόλλησε από το προσκέφαλό του. Οι δικοί του έφεραν κι έναν Αρβανίτη γιατρό από την Τρίπολη. Τον σύστησε ένας γέρος του χωριού, που ισχυρίστηκε ότι του είχε γιατρέψει μια περιεσφιγμένη κήλη. Ο Αρβανίτης γιατρός κατάφερε να βγάλει τη σφαίρα από το στήθος του Λεωνίδα κι έβαλε κι ένα κατάπλασμα πάνω στην πληγή του. Μέσα στον πυρετό του ο τραυματίας ένιωθε την παρουσία τής Βασιλικής και πότε-­‐πότε γυρνούσε το κεφάλι του προς το μέρος της και της χαμογελούσε. Την κοιτούσε

262


με ολοφάνερη λαχτάρα. Λες κι άρπαζε την τελευταία του ευκαιρία να νιώσει λίγη από τη χαρά του έρωτα πριν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Εκείνη του έδινε κουράγιο. Ακουμπούσε κάθε τόσο τα δροσερά της χείλη στο φλογισμένο του μέτωπο και του έσφιγγε τρυφερά το χέρι. Ήταν στιγμές που ήθελε να αναλυθεί σε λυγμούς, αλλά μπροστά σε τέτοιο παλληκάρι δεν της πήγαινε να κλάψει. Παρακαλούσε μονάχα το Θεό να μην της πάρει ακόμα έναν άνθρωπο που είχε γίνει πια δικός της. Η χειρουργική τέχνη τού Αρβανίτη γιατρού, ωστόσο, δεν μπόρεσε να φέρει αποτελέσματα αυτή τη φορά. Ο τραυματίας δεν έζησε πολύ. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα, παίρνοντας μαζί του τη μορφή τής Βασιλικής σαν τελευταία εικόνα στο μακρύ του ταξίδι. Μετά την κηδεία του Λεωνίδα εκείνη δεν την χωρούσε άλλο ο τόπος. Δεν τολμούσε, όμως, να σκεφτεί τίποτα πια. Ένιωθε άδεια, αποπροσανατολισμένη και γεμάτη τύψεις για τις επιλογές που είχε κάνει. Τώρα ήθελε να ανοιχτεί στο πέλαγος μονάχα, να φύγει για οπουδήποτε, να την καταπιεί η θάλασσα, να αρμενίζει δίχως λιμάνι προορισμού και δίχως τέλος. Έβαλε τους ναύτες της να πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά, για να επικευάσουν τις μικροζημιές που είχαν πάθει από τα κανόνια του ισπανικού εμπορικού. Μάζεψε κι όσα τρόφιμα ήταν δυνατόν να της προμηθεύσει ένας άγονος τόπος, όπως η Μάνη, και μια βδομάδα περίπου μετά το θάνατο του Λεωνίδα η Φανερωμένη ήταν έτοιμη να σαλπάρει προς το άγνωστο. Το τελευταίο βράδυ στο Οίτυλο πήγε στην ταβέρνα της παραλίας για ν’ αποχαιρετήσει τα παλληκάρια του Λεωνίδα, να μη φύγει σαν κλέφτρα. Τη συνόδευαν ο Δαμαλίτης, ο Καραμάνος κι ο Θεοφάνους. Και οι τρεις είχαν σταθεί

263


κολόνες δίπλα της. Σέβονταν τη θλίψη της, αλλά δεν την άφηναν να βουλιάξει στα βάθη της. Με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να της ξαναζωντανέψουν το φθαρμένο όνειρο της σωτηρίας των αδελφών της. Της θύμιζαν και το σκλαβωμένο Γένος που περίμενε τη συνδρομή όλων τους για να σπάσει τα δεσμά τής σκλαβιάς. Η Βασιλική, όμως, χρειαζόταν κάτι πολύ πιο δυνατό από τις συμβουλές των ναυτών της για να συνέλθει. Μονάχα ένα θαύμα μπορούσε να τη σώσει. Κι ένα τέτοιο θαύμα συνέβη εκείνο το βράδυ. Όταν μπήκε στην ταβέρνα με την παρέα της, η είσοδός της προκάλεσε κάποια μουρμουρητά αποδοκιμασίας. Οι περισσότεροι από τους πειρατές του Λεωνίδα βρίσκονταν εκεί κι έπνιγαν τη θλίψη τους στο δυνατό κρασί τους. Υπήρχαν εκείνοι που της καταλόγιζαν ευθύνες για την καταστροφή, αλλά υπήρχαν κι άλλοι που έριχναν το φταίξιμο στην ατζαμωσύνη τους και την κακή τους τύχη. Ένας από τους υποστηρικτές της ήταν ο Μανόλης ο Βέηκος. Οι σύντροφοί του τον αποκαλούσαν Κακομανόλη επειδή δεν έδειχνε έλεος σε κανένα. Ήταν το δεξί χέρι του Λεωνίδα και ήξερε τον έρωτά του για τη Βασιλική. Της έκανε νόημα να ζυγώσει. Καθόταν παράμερα μαζί με άλλους δυο πειρατές κι έναν άντρα, που η Βασιλική έβλεπε για πρώτη φορά. «Ο κυρ-­‐Αντώνης ο Πελοπίδας», της τον σύστησε. Η Βασιλική τον κοίταξε αδιάφορα. Δεν είχε όρεξη για καινούριες γνωριμίες. Είχε άλλα πράγματα να κάνει στην ταβέρνα. Εκείνος αντίθετα έδειξε ενδιαφέρον. Στύλωσε τα μάτια του πάνω της και την περιεργαζόταν, σαν να τη ζύγιζε να δει αν ταίριαζε στις προσδοκίες του. Η Βασιλική ερμήνευσε το ερευνητικό του βλέμμα σαν απορία για την παρουσία της στην ταβέρνα ανάμεσα σε

264


τόσους άντρες. Τότε, όμως, συνέβη κάτι που την παραξένεψε στ’ αλήθεια. Χωρίς να της πει λέξη, ο κυρ-­‐ Αντώνης ακούμπησε τον δείκτη του δεξιού του χεριού στο κάτω χείλος του και την κοίταξε με νόημα στα μάτια. Λες και ήθελε να της πει κάτι ή σαν να περίμενε κάποιου είδους ανταπόκριση απ’ αυτήν. Η Βασιλική δεν κατάλαβε την κίνηση και του έριξε μια άγρια ματιά. «Έχεις να μ’ αρωτήσεις κάτι;» του είπε. Ο ξένος κούνησε το κεφάλι του αόριστα κι έριξε μια ματιά στον Κακομανόλη. «Κουβέντα κάμουμε για τον ξεσηκωμό», της είπε ο πειρατής πιάνοντας επίτηδες το θέμα που γνώριζε πόσο συγκινούσε την καπετάνισσα. Μηχανικά τότε η Βασιλική είπε τη φράση που συνήθιζε να λέει σε όλους. «Η ώρα της λευτεριάς έχει σιμώσει». Η δύναμη της πίστης, όμως είχε ξεθυμάνει από μέσα της κι αυτό το κατάλαβε αμέσως ο Πελοπίδας. «Η λευτεριά δεν είναι κουβέντες του καφενέ. Απαιτεί να χύσεις αίμα και να κάμεις θυσίες», της είπε. Η Βασιλική τον κοίταξε συνοφρυωμένη. Κάτω από τα μαύρα, πυκνά του φρύδια υπήρχαν δυο ανήσυχα μάτια που φαίνονταν να νοιάζονται στ’ αλήθεια για το Γένος. Εκείνη, όμως, τις θυσίες της τις είχε κάνει και με το παραπάνω. «Σφάξαν τον Κύρη μου, σκλαβώσαν τ’ αδέρφια μου, έχασα ό,τι αγαπάω», του είπε βουρκωμένη. Χωρίς να πει λέξη τότε ο κυρ-­‐Αντώνης ο Πελοπίδας άρχισε να γράφει με μια κιμωλία στη μέση του σοφρά κάτι ακατανόητα γράμματα και αριθμούς. Έμοιαζε με τους πρώτους χριστιανούς που χάραζαν σημάδια στο χώμα για ν’ αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον. Όταν τέλειωσε, η Βασιλική κοιτούσε απορημένη αυτά που είχε γράψει.

265


ω5ω2ωο3η 3 2η7ηβ8α «Τι ειν’ τούτα;» τον ρώτησε. «Για να νιώσεις τη φλόγα είν’ ανάγκη να μπεις μέσα στη φωτιά», της απάντησε εκείνος. Η Βασιλική είχε αρχίσει να καίγεται κιόλας. Τούτος ο μυστηριώδης άνθρωπος είχε βρει τρόπο να ανάψει ξανά τη μισόσβηστη φλόγα μέσα της. «Βρίσκουμαι καταμεσίς της φωτιάς», του είπε με πληγωμένη υπερηφάνεια. Για να του αποδείξει τότε πως ήταν μέσα στα πράγματα έσκυψε μπροστά και άρχισε να του λέει τα λίγα που γνώριζε για την Εταιρεία των Φιλικών, σαν να ήθελε να τον προσηλυτίσει. Εκείνος την άκουγε με χαμόγελο έκπληξης. Δεν την διέκοψε καθόλου παρά μόνο όταν άρχισε να λέει με αβεβαιότητα τις λίγες γραμμές από τον όρκο των Φιλικών που γνώριζε. Τότε της ζήτησε να αλλάξουν ρόλους. «Εγώ κάμω πιο καλά την κατήχηση», της είπε. Η Βασιλική τον αγνόησε και πήγε να συνεχίσει, αλλά ο Πελοπίδας τη σταμάτησε πάλι. «Ο καθείς εις την αποστολήν του», της είπε. «Εγώ θα πράξω ως ορίζει το καθήκον μου κι ελόγου σου ως ορίζει το εδικό σου». Ύστερα της εξήγησε πως ήταν ένας από τους Δώδεκα Αποστόλους της Εταιρείας που ταξίδευαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Οθωμανικής επικράτειας για να μυήσουν τους Έλληνες στα μυστικά της. Αυτός ήταν υπεύθυνος για τον Μοριά. Η Βασιλική εντυπωσιάσθηκε. Άνοιξε διάπλατα τα όμορφα μάτια της, αδυνατώντας να πιστέψει πως είχε την τιμή να γνωρίσει ένα τόσο σπουδαίο πρόσωπο της

266


επανάστασης. Έναν άνθρωπο που μπορούσε να την οδηγήσει στα άδυτα των μυστικών της Εταιρείας. Ένιωσε σαν να βρισκόταν μπροστά σ’ έναν αληθινό Απόστολο του Χριστού. Γονάτισε και του φίλησε το χέρι. «Για τη λευτεριά μαχόμαστε και του λόγου μας», του είπε. Ήταν ό,τι καλύτερο της ήρθε εκείνη την ώρα στο νου να πει. Μετά του έδειξε τους ναύτες της. Εκείνοι έσκυψαν το κεφάλι τους ευλαβικά. «Στις προσταγές σ’, αδερφέ μ’», του είπαν κι εκείνοι. Το επόμενο μεσημέρι ο Πελοπίδας ανέβηκε στη Φανερωμένη καλεσμένος της Βασιλικής. Πήγε για να επιτελέσει το έργο στο οποίο ήταν ταγμένος από την ηγεσία της Εταιρείας. Στην πλώρη του σκάφους ήταν έτοιμος κι όλας ο σοφράς με το Ευαγγέλιο, το σπαθί και τα κεριά. Οι ναύτες μαζεύτηκαν όλοι ένα γύρω από τον Πελοπίδα και τον άκουσαν εντυπωσιασμένοι να τους αφηγείται μιαν ιστορία. Με λίγα λόγια τους μίλησε για τη μεγάλη Οργάνωση που ετοίμαζε τον ξεσηκωμό του Γένους, τους είπε για τα όπλα που έφταναν καραβιές στο Μοριά, τους οπλαρχηγούς με τα ετοιμοπόλεμα παλληκάρια, που κρύβονταν στα βουνά και τους μεγάλους στόλους των νησιών, που περίμεναν να έρθει η στιγμή να κυριαρχήσουν στο Αιγαίο. Οι ναύτες της Φανερωμένης κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με ενθουσιασμό. Το ηθικό τους είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του. Η λευτεριά ερχόταν κι εκείνοι έπρεπε να είναι παρόντες στον πόλεμο κατά της τυραννίας. Με το ένα χέρι στην καρδιά και ένα κερί στο άλλο, γονάτισαν στο κατάστρωμα για να πάρουν των όρκο των καινούριων μελών της οργάνωσης. Λέξη -­‐λέξη, φράση-­‐φράση επαναλάμβαναν τα λόγια του Πελοπίδα με όλη τη

267


σοβαρότητα που απαιτούσε η στιγμή. Ήταν ήρεμοι εκτός από το σημείο στο οποίο ο όρκος έλεγε «... θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρον των τυράννων τής πατρίδος μου, όταν η περίστασις το συγχωρήσει...», τότε η φωνή τους σηκώθηκε κι έγινε άγρια καταιγίδα. Ο παντελής όλεθρος αυτών των τυράννων είχε γίνει πια ο μοναδικός σκοπός τους. Η Βασιλική ένιωθε σαν να την είχαν βυθίσει ξανά μέσα στην κολυμπήθρα του Άη Γιώργη, την εκκλησία της ενορίας της. Νόμιζε πως της είχαν βάλει μύρο και λάδι ξανά στο κεφάλι και την είχαν αναβαπτίσει. Η μαυρίλα του πένθους της δεν υπήρχε πια. Εξαφανίστηκε μέσα στις αναγεννημένες φλόγες της ψυχής της. Εκείνες τις φλόγες τις έθρεψε κι άλλο το ίδιο απόγευμα ο Πελοπίδας. Της έδειξε τα σήματα αναγνώρισης των Φιλικών και τον μυστικό τους κώδικα με τον οποίο επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η Βασιλική ένιωσε απέραντη χαρά όταν το βράδυ στην ταβέρνα αποκωδικοποίησε μόνη της τη φάση που είχε γράψει ο Πελοπίδας κι ήταν ακόμα απείραχτη πάνω στο σοφρά. «Ελευθερία ή Θάνατος» γράφει είπε στον Πελοπίδα. «Ελευθερία ή Θάνατος», της απάντησε κι εκείνος. Λίγες μέρες αργότερα η Φανερωμένη σήκωσε πανί για να φέρει σε πέρας την πρώτη μυστική αποστολή της. Στη μακριά συνομιλία που είχε με τον Πελοπίδα, η Βασιλική άκουσε προσεχτικά τις οδηγίες του πνευματικού της πατέρα στην Εταιρεία των Φιλικών. Για να έχει εμπορική κάλυψη, η Φανερωμένη θα φόρτωνε με χρήματα της οργάνωσης μια ποσότητα από εσπεριδοειδή στα Λακωνικά λιμάνια και μετά θα ανοιγόταν στη θάλασσα για τον τελικό προορισμό της.

268


Όταν άφησαν το Οίτυλο ήξεραν όλοι τους καλά πως δεν έβγαιναν για κούρσο, ούτε για να κυνηγήσουν μιαν αόρατη φρεγάτα. Καθώς ρεγουλάριζαν τα πανιά τής σκούνας τους κι ορμούσαν κόντρα στη φρέσκια σορακάδα, ένιωθαν στρατευμένοι σ’ ένα όνειρο. Κουβαλούσαν στις πλάτες τους το βάρος μιας μεγάλης ιδέας, μιας λαχτάρας πολλών χρόνων, για την οποία είχαν μόλις ορκιστεί να χύσουν και το αίμα τους ακόμα. Ξανοίγονταν στο πέλαγος για να κάνουν τους ανθούς της ελευθερίας να καρποφορήσουν.

269


10

Οκτώβριος 1820 Ισμαήλιο, Οδησσός

Εκείνο το απόγευμα η μεγάλη αίθουσα τελετών του φρουρίου Ισμαήλιο της Οδησσού ήταν γεμάτη κόσμο. Δεν επρόκειτο για δεξίωση, ούτε για σύσκεψη να αποφασιστεί ο τρόπος της υπεράσπισής του. Οι συγκεντρωμένοι ήταν συνωμότες που χρόνια τώρα εξύφαιναν σχέδια ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Περιμένοντας τον πρόεδρο της σύναξης συζητούσαν θορυβωδώς σε μικρές ομάδες το θέμα, το οποίο τους είχε συγκεντρώσει στο φρούριο: την απελευθέρωση του Έθνους των Ελλήνων. Η νευρικότητα των συναρθροισμένων ήταν φανερή. Τον τελευταίο καιρό οι ζωές τους είχαν αλλάξει. Είχαν εγκαταλείψει την καθημερινότητά τους και πολλοί απ’ αυτούς είχαν γίνει άλλοι άνθρωποι για χάρη ενός διαχρονικού ονείρου που από αιώνες τώρα αποδεικνυόταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ουτοπικό. Σ’ αυτή την αποφασιστικής σημασίας συγκέντρωση ο ένας αναζητούσε αποκούμπι στον άλλο. Οι πληροφορίες που είχαν για την προετοιμασία της επανάστασης ήταν αόριστες και αβέβαιες. Γι’ αυτό κατά βάθος μέσα τους όλοι είχαν τον ίδιο δισταγμό: άξιζε να ρισκάρουν ένα ξεσηκωμό ή μήπως οδηγούσαν ξανά το Έθνος στη σφαγή; Οι συζητήσεις γίνονταν σε υψηλούς τόνους, αλλά όταν στην αίθουσα εμφανίστηκε ο πρίγκιπας Αλέξανδρος

270


Υψηλάντης έπεσε, απότομα, βουβαμάρα. Η προχωρημένη του φαλάκρα και το κουρασμένο του πρόσωπο τον έδειχναν μεγαλύτερο, αλλά παρ’ όλες τις έγνοιες του, κατάφερνε να έχει ένα χαμόγελο αισιοδοξίας στα χείλη του. Τον περικύκλωσαν όλοι για να του υποβάλουν τα σέβη τους, αλλά εκείνος δεν είχε διάθεση για τυπικότητες. Τους υπέδειξε να πάρουν τις θέσεις τους στο μεγάλο τραπέζι των συνεδριάσεων, για να πιάσουν δουλειά. Αυτός στάθηκε όρθιος για λίγο και περιέφερε το βλέμμα του σε γνωστά και άγνωστα πρόσωπα. Οι πιο πολλοί ήταν από την Ελληνική παροικία της Ρωσίας. Υπήρχαν, όμως, και αρκετοί από τον Ελλαδικό χώρο, αντιπρόσωποι των διαφόρων επαρχιών. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού είδε τον Μανόλη τον Ξάνθο. Σ’ αυτόν είχε ιδιαίτερη εκτίμηση. Όχι τόσο επειδή ήταν ένας από τους ιδρυτές της Εταιρείας των Φιλικών, ούτε επειδή του είχε αναθέσει την αρχηγία του επαναστατικού κινήματος των Ελλήνων. Τον εκτιμούσε ιδιαίτερα για τον τρόπο που είχε να μεταδίδει σε όλους τους τη μεγάλη του πίστη για τη νίκη. Του ένευσε ένα χαιρετισμό κι εκείνος τον ανταπέδωσε με τον τρόπο που συνήθιζαν εκείνη την εποχή. Έφερε το χέρι του στο μέτωπο, μετά στην καρδιά και έκανε μιαν ελαφρά υπόκλιση. Κινήσεις που σήμαιναν «σε σκέφτομαι, σε αγαπάω, σε σέβομαι». Δίπλα στον Ξάνθο καθόταν ο Περραιβός. Αυτός φαινόταν ανυπόμονος. Ίσως γιατί είχε πολλά να αναφέρει στην ομήγυρη των Φιλικών μετά από τα ασταμάτητα ταξίδια του σε όλη την Οθωμανική επικράτεια. Μια σειρά από θέσεις δίπλα στον Περραιβό τις είχαν πιάσει κάποιοι φουστανελοφόροι αντιπρόσωποι από τις νότιες επαρχίες. Απ’ αυτούς δεν γνώριζε κανένα. Απέναντί τους κάθονταν άνθρωποι που είχε καλέσει ο ίδιος. Ο Διονύσης

271


Ευμορφόπουλος, ο Ύπατρος, ο Θέμελης, ο Βαγγέλης Μαντσαράκης, ο Γαϊτάνος, ο Γρηπάρης, ο Ήβος Ρήγας, ο Αναγνώστης Τρικεριώτης, ο Παπαρρηγόπουλος και ο Σπύρος Παπαδόπουλος, που εκείνη την εποχή ήταν αρχηγός του ρώσικου στολίσκου του Δούναβη. Τους χαιρέτισε όλους κι εκείνοι ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό του. Από την έκφρασή του ο Υψηλάντης έδειχνε πως έψαχνε ακόμα κάποιον. Πριν καν ρωτήσει η πόρτα άνοιξε με πάταγο και όρμησε μέσα, σαν τον άνεμο, ένας ρασοφόρος. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς με μέρος του. Δεν χρειαζόταν συστάσεις. «Ο Παπαφλέσσας!» μουρμούρισαν κάποιοι με δυσφορία. Ο Υψηλάντης έκανε πως δεν άκουσε και τον έβαλε να κάτσει δίπλα του. Ήξερε πως ορισμένοι στην Εταιρεία δεν άντεχαν τον απότομο χαρακτήρα του κι άλλοι δεν μπορούσαν να τον δεχτούν ως ισάξιό τους. Αρνούνταν να συμπράξουν με έναν ενθουσιώδη, παρακατιανό ιερωμένο με αλλόκοτες επαναστατικές ιδέες. Ο ίδιος ο Υψηλάντης, όμως, πίστευε ότι ο αγώνας ήθελε άντρες αποφασιστικούς και ριψοκίνδυνους, σαν τον Παπαφλέσσα. Άλλωστε, εκείνο το βράδυ θα ήταν και ο βασικός τους πληροφοριοδότης με τα γράμματα που έφερνε από τον Μοριά και τα νησιά. Όταν αποκατέστησε την ησυχία πάλι στην αίθουσα, ο Υψηλάντης πήρε πρώτος το λόγο. Με επίσημο ύφος κι αρθρώνοντας αργά-­‐αργά τις λέξεις, άρχισε να εκθέτει στους παρευρισκομένους Φιλικούς τα βασικά σημεία από τα επαναστατικά του σχέδια. Με μεγάλη δόση έκπληξης το ακροατήριό του τότε τον άκουσε να λέει πως θεωρούσε στρατηγικά απαραίτητο να ξεσηκώσουν και τους Σέρβους ταυτόχρονα με τους Έλληνες.

272


«Δια να διασκορπισθούν αι δυνάμεις των Τούρκων», διευκρίνισε βλέποντας πολλούς να μορφάζουν με αμφιβολία. Το επιχείρημά του, όμως, δεν έπειθε. Οι περισσότεροι εκεί μέσα δεν εμπιστεύονταν τους Σέρβους. Κάποιοι μάλιστα τους θεωρούσαν και επικίνδυνους να αρπάξουν την ευκαιρία και να επιχειρήσουν να απλωθούν ως τη Θράκη. «Είν’ αφερέγγυος ο Μίλος Οβρένοβιτς», ακούστηκε να λέει ο Μαντσαράκης από την άλλη άκρη του τραπεζιού. Την ίδια γνώμη είχε κι ο Ήβος Ρήγας. «Έκαμε προσφάτως συμφωνίαν με τους Τούρκους κι έχει κερδίσει κάποιαν αυτονομίαν», πρόσθεσε. Παρά τις επικρίσεις που άκουσε κατά των Σέρβων ο Υψηλάντης έμεινε αμετακίνητος στις θέσεις του. Ισχυρίστηκε πως η στρατιωτική του εμπειρία τον έπειθε πως για να έχει επιτυχία η ελληνική επανάσταση έπρεπε να δημιουργήσουν σύγχυση στους Τούρκους δημιουργώντας πολλά μέτωπα. Ήδη είχαν ένα ανοιχτό με τον Αλήπασα και η δημιουργία νέων στην Σερβία και την Ελλάδα θα τους δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. Ακόμα και τους Μαυροβούνιους ήταν αναγκαίο να ξεσηκώσουν για να απασχολήσουν τους Αλβανούς. Ο Παπαφλέσσας δεν αναμείχθηκε σ’ αυτό. Παρ’ όλο που δεν περίμενε τίποτα από τους Σέρβους, ούτε από τον Αλήπασα ή τους Μαυροβούνιους, έμεινε σιωπηλός. Δεν ήθελε να εναντιωθεί στον Υψηλάντη. Οι δυο τους συμφωνούσαν στο σημαντικότερο, άλλωστε: η επανάσταση να αρχίσει από την Πελοπόννησο. Δεν έβγαλε λέξη ούτε κι όταν ο Υψηλάντης, συνεχίζοντας την ομιλία του και παραθέτοντας τους στόχους του, είπε κάτι που ο Παπαφλέσσας θεωρούσε τελείως ουτοπικό. Για να

273


ξεκινήσει με εντυπωσιακό τρόπο η επανάσταση πρότεινε να πυρπολήσουν τον τούρκικο στόλο στο αγκυροβόλιό του στην Πόλη. Οι σύνεδροι ενθουσιάστηκαν. Εκτός από συμβολικό, το χτύπημα θα ήταν αποφασιστικής σημασίας και συζητήθηκε σοβαρά. Ο Παπαφλέσσας, όμως, που είχε μιλήσει με τους ναυτικούς των νησιών για τον κατά θάλασσα αγώνα, έβραζε μέσα του. Σε μια στιγμή σηκώθηκε να τους εξηγήσει, αλλά δεν του έδωσαν τον λόγο. Έπρεπε να περιμένει να μιλήσουν όλοι. Όταν ήρθε η σειρά του είχε αλλάξει πάλι γνώμη. Προτίμησε να μην βάλει στους αδελφούς Φιλικούς σκληρά διλήμματα. Ο ενθουσιασμός τους είχε μεγαλύτερη αξία για την επανάσταση. Κι όταν μίλησε, απέφυγε να τους ρωτήσει αν ήξεραν τι πραγματικά έλεγαν. Αν είχαν ιδέα πόσα πολλά πυρπολικά έπρεπε να διαθέτουν για ένα τέτοιο εγχείρημα, σαν την πυρπόληση του τούρκικου στόλου, και κυρίως, πόση εύνοια από τον άνεμο χρειάζονταν για να το ολοκληρώσουν με επιτυχία. Αν έβαζες κάτω τους αριθμούς η σούμα θα έγραφε ακατόρθωτο. Γι’ αυτό αποσιώπησε τις αντιρρήσεις του. Μήπως κι αυτός το ίδιο ακατόρθωτο δεν επιδίωκε; «Ορμηνευτείτε τους καπετάνιους της Ύδρας και των Σπετσώνε», τους συμβούλεψε μονάχα. Μερικοί ξερόβηξαν για να του δείξουν πως δεν λογάριαζαν και πολύ τη γνώμη του, αλλά εκείνος τους αγνόησε. Περιέφερε το αγριεμένο του βλέμμα ένα γύρω και για ν’ αρχίσει την ομιλία του πρόφερε μονάχα μια λέξη. «Μοριάς» είπε σαν να μετέφερε ένα θεϊκό μήνυμα. «Μήτρα που επωάζει τον ξεσηκωμό”, συνέχισε με στόμφο. “Κοντά στα γεννητούρια είμεθα. Ακόμα και τώρα μπορεί να βαράει ντουφέκι κει κάτου».

274


Είχε τον τρόπο του να σε κερδίζει με την πειθώ των λόγων του. Για λίγο παρέσυρε τους ακροατές του με τη φλόγα που έβγαινε από μέσα του κι απόμειναν όλοι σιωπηλοί να τον ακούν να πλέκει το εγκώμιο της περιοχής, την οποία θεωρούσε ιδανική για να ξεκινήσει η επανάσταση. Αναφέρθηκε στο κακοτράχαλο έδαφός της, στους σκληραγωγημένους οπλαρχηγούς της, στην Κλεφτουριά που είχε αφήσει τα κατάλοιπά της στα βουνά, στον λαό που δεν άντεχε άλλο τη σκλαβιά κι έβλεπε τον ξεσηκωμό σαν λύτρωση από τα βάσανά του. «Πόσα ντουφέκια μετράς του λόγου σου κει κάτου;» τον διέκοψε ξαφνικά ο Χριστόφορος Περραιβός. Ήταν από κείνους που διαφωνούσαν να ξεκινήσει η επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ο Παπαφλέσσας έβγαλε τότε από τις φαρδιές του τσέπες κάτι χαρτιά κι άρχισε να διαβάζει περιοχές και αριθμούς που αντιπροσώπευαν παλληκάρια και ντουφέκια. Πότε-­‐ πότε έριχνε λοξές ματιές ένα γύρω και από τις γκριμάτσες στα πρόσωπα των ακροατών του καταλάβαινε το μέγεθος της δυσπιστίας τους σε όσα άκουγαν. Η αγωνία του να φανεί πειστικός τον παρέσυρε τότε στις συνηθισμένες υπερβολές του. Ξεπέρασε τον εαυτό του. Περιέγραψε την κατάσταση όχι όπως υπήρχε στις αναφορές των ανθρώπων του, αλλά όπως την ερμήνευε ο αισιόδοξος νους του. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα υπήρχε Έλληνας που να μη σηκώσει ντουφέκι. «Εκατό χιλιάδες!» είπε στο τέλος, σαν να έκανε τη σούμα του και τους άφησε όλους με το στόμα ανοιχτό. Ωστόσο, ο αριθμός που ανέφερε, δεν ήταν και τόσο αυθαίρετος. Του τον είχε δώσει ο Αναγνωσταράς. Εκατό χιλιάδες άντρες οπλισμένοι κι έτοιμοι να ριχτούν ενάντια στον τύραννό

275


τους. Αυτόν τον ίδιο αριθμό είχε πληροφορηθεί και ο Υψηλάντης. Το γιουχαϊτό, όμως, που κάλυψε σαν αιμοβόρο μελίσσι τα λόγια του, έδειχνε και τις προθέσεις των συνέδρων. «Κάτσε κάτω τρελόπαπα», του φώναξε ο Περραιβός. Είχε περάσει πρόσφατα από την Πελοπόννησο κι όπως είπε εκεί μονάχα κάτι κατσαπλιάδες μπορούσαν να στρατολογήσουν. Ο Υψηλάντης κοιτούσε τώρα κι αυτός τον Παπαφλέσσα με αμφιβολία. «Είναι ακριβείς αι πληροφορίαι σου;» τον ρώτησε. «Η αναφορά του Δικαίου, στρατηγέ μου, είναι χρήσιμος μόνον δια τον απόπατον», συνέχισε κατακόκκινος από αγανάχτηση ο Περραιβός. Έξαλλος ο Παπαφλέσσας κουνούσε τα χαρτιά με τις αναφορές του, αλλά δεν ακουγόταν τι έλεγε γιατί τον κάλυπταν οι φωνές των διαφωνούντων. «Είσαι ψεύτης», κραύγαζε στα όρια της αποπληξίας ο Περραιβός. «Είσαι ένας μυθομανής, ένας απατεώνας με αρρωστημένη φαντασία. Λησμονείς τα δεινά του Έθνους το επάρατο 1770 και στοχάζεσαι να εμπλέξεις τους αφελείς συμπατριώτες μας εις παρομοίους περιπετείας. Παπάς πράγμα να ψεύδεσαι ασυστόλως! Αι υπογραφαί οπού παρουσιάζεις είν’ πλασταί!» Ο Παπαφλέσσας όρμησε πάνω του. «Ξεσηκωμός δεν γίνεται, ωρέ, με θρασίμια σαν και του λόγου σου», του φώναξε. Θα έρχονταν στα χέρια, αν δεν προλάβαιναν να τους χωρίσουν. «Άϊντε παπά, λειτούργα σε καμιάν εκκλησιά. Τα πολεμικά είναι για κείνους όπου νογάνε», του είπε ο Παπαδόπουλος. «Ο Περραιβός έχει δίκιο. Είσαι ψεύτης».

276


Ο Υψηλάντης χρειάστηκε να χτυπήσει πολλές φορές το μοναδικό του χέρι πάνω στο τραπέζι για να τους ηρεμήσει. «Εις το όνομα της ιεράς πατρίδος, σας εξορκίζω να στοχαστείτε την κρισιμότητα της συνάντησης», τους φώναξε κάμποσες φορές αγαναχτισμένος. Με την παρέμβαση των ψυχραιμοτέρων οι τόνοι έπεσαν πάλι. Ο Παπαφλέσσας κάθισε στη θέση του και σώπασε, βλέποντας πως εκεί μέσα δεν επρόκειτο να περάσει τη γραμμή του. Οι συναγμένοι πατριώτες τάσσονταν ο ένας μετά τον άλλον υπέρ της άποψης η επανάσταση να ξεκινήσει από την Μολδοβλαχία, εφόσον η Πελοπόννησος ήταν εντελώς απροετοίμαστη. Ιδέα που τελικά υιοθέτησε και ο Υψηλάντης. Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι σ’ εκείνη την πειροχή υπήρχαν έλληνες στρατιωτικοί αρχηγοί με σώματα πειθαρχημένα τα οποία θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τον πυρήνα του ελληνικού επαναστατικού στρατού. Εξάλλου η Μολδοβλαχία είχε και μια μορφή ουδετερότητας. Υπήρχε συμφωνία ανάμεσα στην Πύλη και τον Τσάρο να μην στέλνει κανείς στρατό στα εδάφη της, χωρίς την συγκατάθεση του άλλου. «Ως να τα βρουν Ρούσοι και Οθωμανοί, ελόγου μας θα έχομε ελεύθερο πεδίο, πρίγκιπά μου», του είπε ο Ήβος Ρήγας. Είχε πέσει το σκοτάδι πια και οι χλωμές φιγούρες των επαναστατών φαίνονταν εξουθενωμένες κάτω από το ασθενικό φως των κεριών. Δεν έλεγε κανείς, ωστόσο, να το κουνήσει από την αίθουσα. Υπήρχε πολύς δρόμος ακόμα να διανύσουν μέχρι να συμφωνήσουν για το σημαντικότερο ίσως από τα θέματα που τους μάζεψαν στο Ισμαήλιο. Δεν αμφέβαλε ουδείς ότι η επανάσταση έπρεπε να κηρυχθεί σύντομα, αλλά ο καθορισμός αυτού του «σύντομα» δεχόταν

277


πολλές ερμηνείες. Υπήραν κάποιοι εκεί μέσα που το τοποθετούσαν ακόμα και χρόνια αργότερα. Ήταν εκείνοι που δεν κουράζονταν να δίνουν συμβουλές για αναμονή και σύνεση. Ο Παπαφλέσσας είχε αποφασίσει να μην ξαναμιλήσει σ’ αυτή την ομήγυρη. Αλλά δεν άντεξε. Πήρε το λόγο μόνο και μόνο για να τους προσγειώσει στην οδυνηρή πραγματικότητα. «Στοχαστείτε το καλά», τους είπε μαλακώνοντας τη φωνή του. «Άμα ξεκάμουν οι Οσμανλήδες τον Αλήπασα, θα κατηφορίσουν κατά Ρούμελη και Μοριά μεριά και δεν θ’ αφήκουν πέτρα πάνω σε πέτρα». Αυτή τη φορά δεν τον αποδοκίμασε κανένας. Το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας έτρεχε στους δρόμους και λίγοι αμφέβαλαν ότι αργά ή γρήγορα θα έφτανε κι ως τ’ αυτιά των Τούρκων. Την αντίδρασή τους την περίμεναν σκληρή κι αυτό ακριβώς επικαλέσθηκε ο Υψηλάντης για να υποστηρίξει ξανά τα αρχικά του σχέδια. Για να πετύχει η επανάσταση έπρεπε να υποκινηθούν τόσο οι Μαυροβούνιοι, όσο και οι Σέρβοι. Ότι κι αν ήταν να γίνει, όμως, έπρεπε να γίνει το συντομότερο. Γι’ αυτό κι ο Υψηλάντης αποφάσισε να αποστείλει αντιπροσώπους του και σε όλες τις νότιες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να αποκτήσει καθαρότερη εικόνα της κατάστασης. Ανέθεσε στον Άνθιμο Γαζή την Ύδρα και τις Σπέτσες, στον Περραιβό έδωσε τη Μάνη και στον Παπαφλέσσα την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Μεσάνυχτα αποχώρησαν νυσταγμένοι από το φρούριο όλοι τους. Στην αίθουσα έμεινε μονάχα ο Παπαφλέσσας, ο Ξάνθος και ο Υψηλάντης.

278


«Υψηλότατε...», άρχισε να λέει ο Παπαφλέσσας, θέλοντας να ξαναφέρει το θέμα της Μολδοβλαχίας, αλλά ο πρίγκιπας τον διέκοψε με μιαν άγρια ματιά. «Όσα με επληροφόρησες ήταν αποκυήματα της φαντασίας σου», τον αποπήρε. Ο Παπαφλέσσας χαμήλωσε το βλέμμα του για να μην δει ο Υψηλάντης την οργή του. Δεν σκόπευε να κλείσει το στόμα του, όμως. «Η διορατικότητα δεν γίνεται να λογαριαστεί ως ψέμα, πρίγκιπά μου», είπε σε ήπιους τόνους. «Ο Μοριάς είναι η αληθινή δύναμη του Έθνους. Χιλιάδες καρτεράνε τη μέρα του ξεσηκωμού. Ούλοι αρματωμένοι. Λεφούσια οι πονεμένοι, κυνηγημένα τσακάλια, άφοβοι για θάνατο, αποζητάνε αρχηγό να υπακούσουν. Όπου κάμπος και ντουφέκια, όπου βουνό και Κλεφτουριά. Άντρες του πολέμου, παιδεμένοι κι ατρόμητοι κι ελόγου σου στοχάζεσαι να κάμεις επανάσταση με τον Οβρένοβιτς!» «Τολμάς να με αμφισβητείς κατάμουτρα;» «Τολμώ να ειπώ την αλήθεια», είπε ο Παπαφλέσας. «Ενάντια εις τους πολύπειρους γενιτσάρους είναι αφροσύνη να παρατάξεις απαίδευτους στρατιώτες και ενθουσιώδεις νεαρούς!» Ο Υψηλάντης δεν του απάντησε. Έσφιξε τα χείλη του σκεφτικός μονάχα. Μπορεί να μην θεωρούσε φερέγγυες τις πληροσφορίες του, ούτε να είχε εκτίμηση στις στρατιωτικές του γνώσεις, αλλά την επαναστατική φλόγα που έκαιγε μέσα του, το Γένος των Ελλήνων τη χρειαζόταν. Ο Παπαφλέσσας στράφηκε προς τον Ξάνθο τότε. «Τι λέγεις, ωρέ, Μανόλη κι ελόγου σου;» του φώναξε. Ο Ξάνθος σήκωσε τους ώμους του. Αυτός ήταν ένας οραματιστής μονάχα. Δεν είχε ιδέα από στρατιωτικά. Φαινόταν πολύ μπερδεμένος. Και τι δεν θα έδινε εκείνη τη

279


στιγμή να ζούσε ο Νικόλας ο Σκουφάς! Είχε πάντα μια σωστή γνώμη για όλα. «Δεν ηξεύρω, παπά μου. Ας κρίνει ο πρίγκιπας», είπε μεταθέτοντας το πρόβλημα στον άνθρωπο εις τον οποίο είχε αναθέσει την αρχηγία της επανάστασης. Ο Παπαφλέσσας βούλιαξε σε μια καρέκλα ξεφυσώντας. Του έκανε εντύπωση ότι κανείς δεν φαινόταν να καταλαβαίνει πως η επανάσταση των ραγιάδων δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους κανόνες του πολέμου. Δεν κατανοούσαν ότι ο ξεσηκωμός χρειαζόταν άντρες ψημένους στο αντάρτικο, πολεμιστές που θα δρούσαν στα μουλωχτά, μακριά από ανοιχτά πεδία μάχης, μαχητές που θα εμφανίζονταν μπροστά στον εχθρό, σαν μια πύρινη λαίλαπα, από το πουθενά. «Το λοιπόν, ας κάμει καθείς του κεφαλιού του», είπε αναστενάζοντας βαθιά. Ύστερα σηκώθηκε, αγκάλιασε τον Υψηλάντη και τον ασπάστηκε και στα δυο του μάγουλα. «Οι δρόμοι μας χωρίζουν εδώ, πρίγκιπά μου. Καθείς μας ας υπηρετήσει το Γένος σε αλλιώτικους τόπους. Θα σ’ έχω πάντα εις τον νουν και την καρδιά μου. Ελόγου μου υπάγω εις τον Μοριά να βγάνω τον κόσμο εις το κλαρί. Να φέρομε τούμπα τον τόπο ολάκερο, να κάμομε μιαν επανάσταση αληθινή, δίχως Οβρένοβιτς και Σέρβους».

280


11 Τέλος Οκτωβρίου 1820 Κωνσταντινούπολη

Η τρικάταρτη σκούνα που μπήκε στον Κεράτιο κόλπο εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό γλιστρούσε νωχελικά πάνω στο νερό, σαν τον θαλασσοπόρο που είχε ξοδέψει και την τελευταία ικμάδα της δύναμής του πάνω στα κύματα της θάλασσας. Η σχετική άπνοια έκανε τα πανιά της να κρέμονται μισάδεια από τα άλμπουρα, αλλά οι μακρυμάλληδες ναυτικοί της κατάφεραν τελικά να την οδηγήσουν στο λιμάνι και να την πλαγιοδετήσουν σε μια από τις αποβάθρες κοντά στη μεγάλη αγορά. Η καπετάνισσα της σκούνας παρακολουθούσε από την τιμονιέρα της τους ναύτες να φερμάρουν τους κάβους και να ασφαλίζουν το καράβι στον ντόκο. Η αλήθεια είναι πως αυτό το ταξίδι η Βασιλική το είχε φοβηθεί. Το πλήρωμά της, ωστόσο, τα κατάφερε μια χαρά. Οι παλαιότεροι ήξεραν καλά τις ρότες. Είχαν ξανακάνει το ταξίδι κάμποσες φορές με τον πατέρα της τον καπετάν Βαγγέλη και τώρα ορμήνευαν κι εκείνη. Την πρώτη ξάστερη νύχτα ο Δαμαλίτης τής έδειξε ψηλά στον ουρανό ένα θαμπό αστεράκι και της εξήγησε πως ήταν ο πολικός αστέρας, ο μπούσουλας των ναυτικών, που τους έδειχνε τον βορρά.

281


«Αν το βλέπουμε καμιά τριανταριά μοίρες στ’ αριστερά μας θα βρούμε τα στενά που θα μας βγάλουν στο Βόσπορο», της είχε εξηγήσει. Στην αποβάθρα ξεχώριζαν κάτι τύποι με λουσάτα καφτάνια και χοντρές κοιλιές. Ήταν οι έμποροι που μαζεύονταν στο λιμάνι μόλις ερχόταν κανένα καράβι, για να δουν τι πραμάτεια έφερνε και τι άξιζε απ’ αυτή να αγοράσουν. Πίσω τους ήταν μαζεμένο ένα ετερόκλιτο πλήθος κόσμου. Περίεργοι, αργόσχολοι, σπιούνοι της εξουσίας, κατάσκοποι ξένων δυνάμεων, που κατέγραφαν την κίνηση του λιμανιού και κάποιοι που έλπιζαν να δουν ή να ακούσουν κάτι σημαντικό, ώστε να πουληθεί σαν πληροφορία. Ξαφνικά η ηρεμία του πρωινού ταράχτηκε από ουρλιαχτά πόνου. Έρχονταν από μια γολέτα, αραγμένη λίγο μακρύτερα απο τη Φανερωμένη. Ένα τσούρμο από νεαρούς Τούρκους είχαν ανέβει επάνω στο σκάφος και με την υποστήριξη γενιτσάρων έδερναν αλύπητα το πλήρωμά της. Το πλήθος βρήκε το θέαμα ελκυστικό γι’ αυτό και μετακινήθηκε από τη Φανερωμένη προς τη γολέτα, για να απολαύσει από κοντά τον ξυλοδαρμό των άτυχων ναυτικών. Επρόκειτο για ένα Υδραίικο σκάφος με ρώσικη σημαία. Κανείς δεν ήξερε για ποιο λόγο ξυλοκοπιόταν το πλήρωμα, αλλά δεν χρειαζόταν να υπάρχει και κάποιος. Οι Τούρκοι έδερναν τους ραγιάδες, όπως οι αγωγιάτες τα ζώα τους. Με την παρότρυνση των γενιτσάρων οι αιμοδιψείς νεαροί άφησαν κάποια στιγμή τη γολέτα και άρχισαν να κινούνται προς το επόμενο καράβι που είχε ρωμιούς ναυτικούς. Αυτό ήταν η Φανερωμένη.

282


Η Βασιλική τους είδε να ζυγώνουν κι αντάλλαξε ματιές αγωνίας με τον Δαμαλίτη, τον Θεοφάνους και τον Καραμάνο, που βρίσκονταν κοντά της. «Θα μας πετσοκόψουν», είπε ο Δαμαλίτης. Τα βλέμματα όλων τους στη Φανερωμένη είχαν αγριέψει. «Υπάρχουν κι άλλα ελληνικά στους ντόκους», είπε τότε ο Καραμάνος. Η επισήμανσή του ακούστηκε σαν παρηγοριά. «Με μια μπαταριά μπορεί να πάρει μπουρλότο ο τόπος και να κινήσει η επανάσταση από το τίποτα», είπε τότε ο Θεοφάνους χωρίς να το πολυπιστεύει κι ο ίδιος πως μπορούσε να γίνει. H Βασιλική είχε φουντώσει κιόλας. Η φωνή της έφτασε στ’ αυτιά τους σαν πολεμική κραυγή. «Στ’ άρματα, ωρέ παλληκάρια μ’», διέταξε. «Ας πέσομε με τιμή και αξιοπρέπεια τουλάχιστον». Το πλήρωμα της Φανερωμένης αντέδρασε σαν να είχαν δεχτεί επίθεση από πειρατές. Σε χρόνο μηδέν ζώστηκαν τις κουμπούρες τους, έχωσαν μαχαίρια στα ζωνάρια τους και περίμεναν να δώσουν τη μάχη που θα υπεράσπιζε την τιμή τους. Τότε συνέβη κάτι ανεξήγητο. Ο επικεφαλής των γενιτσάρων σήκωσε ξαφνικά το χέρι του ψηλά και αναχαίτισε τον όχλο. Για λίγα λεπτά στάθηκε ακίνητος μπροστά στην πλώρη της Φανερωμένης, σαν να περιεργαζόταν το σκαρί της ή σαν να διάβαζε το όνομά της. Όπως ξαφνικά είχε σταματήσει, το ίδιο απότομα γύρισε προς τους γενίτσαρούς του και τους διέταξε ν’ απομακρύνουν τον κόσμο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή περνούσαν μπροστά από τη Φανερωμένη και τρεις Ινγγλέζοι Μυλόρδοι με τις συνοδίες τους. Οι Ποριώτες ναυτικοί δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Είχε γίνει κάποιο

283


θαύμα ή οι Τούρκοι έφυγαν, ακολουθώντας την πάγια τακτική τους, να μην κάνουν ακρότητες μπροστά σε ξένους από την Ευρώπη; Η Βασιλική υιοθέτησε την εκδοχή του θαύματος, γιατί δεν είχε χρόνο για σκέψεις. Μετά τους γενίτσαρους είχαν στο μεταξύ φτάσει άλλα αρπακτικά στη σκούνα της. Οι αξιωματικοί της καραντίνας και οι διάφοροι εκπρόσωποι της εξουσίας. Βλοσυροί και δυσπρόσιτοι, τα βρήκαν όλα παράνομα μέχρι να γεμίσουν τις τσέπες τους με δοσίματα και μπαξίσια. Τότε ξέχασαν τους νόμους και βιάστηκαν να φύγουν από το καράβι. Όταν ξεμπέρδεψε μαζί τους την ειδοποίησαν ότι είχε έναν επισκέπτη, που την περίμενε στην πρύμη. Η Βασιλική έριξε ράθυμα το βλέμμα της προς το πίσω μέρος του καραβιού και διέκρινε έναν ευπαρουσίαστο, νεαρό κύριο. Φορούσε φράγκικη ενδυμασία και μιλούσε με τον Δαμαλίτη. Κινήθηκε περίεργη προς το μέρος του. «Στην Πόλη ελάχιστα πράγματα μένουν κρυφά», τον άκουσε να λέει όταν πλησίασε κοντά του. «Ιδιαίτερα η άφιξη ενός πλοίου από τον Μοριά. Πάντα έχει φρέσκα νέα για τις εξελίξεις εκεί κάτω». Ο τρόπος που μιλούσε πρόδιδε μόρφωση και ευγένεια. Κι όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, η Βασιλική ένιωσε μια παράξενη ανατριχίλα να διατρέχει την ραχοκοκκαλιά της. Είχε καιρό να την αγγίξει αρσενικός και το γοητευτικό χαμόγελο τού ξένου την ερέθισε. Ξύπνησε μέσα της τις απονεκρωμένες της επιθυμίες. «Μπεηζαδές Γεωργάκης Μαυρομιχάλης», της συστήθηκε. «Γιος του Μπέη της Μάνης», πρόσθεσε για να είναι σίγουρος πως η κοπέλα κατάλαβε με ποιον είχε να κάνει. Αν και προσπάθησε δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή του

284


που μια γυναίκα νέα και όμορφη, όπως η Βασιλική, είχε διαλέξει τη σκληρή ζωή της θάλασσας. «Νιώθω σεβασμό και περιφάνεια μπροστά σε ανθρώπους σαν και του λόγου σου», της είπε και της φίλησε τα χέρια. Η Βασιλική σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Το μίσος μου για τον Οθωμανό σκύλο με ανάγκασε να βγω στη θάλασσα και να πάρω τ’ άρματα», του είπε. Το πρόσωπο του νεαρού Μαυρομιχάλη έλαμψε. Η εικόνα της θηλυκής πολεμίστριας έδειχνε πόσο αποφασισμένο ήταν πια το Γένος να ξεσηκωθεί και πόσο είχαν προχωρήσει τα πράγματα. Σίγουρα, όμως, δεν ήταν ο άνθρωπος που περίμενε. Η Εταιρεία δεν μοιραζόταν τα μυστικά της με γυναίκες. Ήταν έτοιμος να παραιτηθεί από την προσπάθειά του να επικοινωνήσει μαζί της, όταν η πολεμική φλόγα που ξεπηδούσε από τα μάτια της τον έπεισε πως η ίδια η καπετάνισσα ήταν απόδειξη πως όλα τ’ αδύνατα μπορούσαν να συμβαίνουν. Την κοίταξε με νόημα στα μάτια κι έβαλε τον δείκτη του δεξιού του χεριού στο κάτω χείλος του. Η αγωνία του για την αντίδρασή της κράτησε κλάσματα του δευτερολέπτου μονάχα. Προς πραγματική του έκπληξη αυτή τη φορά, η Βασιλική ανταποκρίθηκε αμέσως. Έπιασε κι αυτή τον λοβό του δεξιού της αυτιού. «λάμβδα», του είπε. «άλφα», απάντησε εκείνος με πλατύ χαμόγελο. «νι», ξανάπε η Βασιλική, λάμποντας ολόκληρη. «ταυ», είπε με αυτοπεποίθηση ο Μαυρομιχάλης «όμικρον», συνέχισε η Βασιλική «νι», είπε τότε ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης, ζυγώνοντας πιο κοντά της. Η χαρά και των δυο τους ήταν απερίγραπτη. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ναυτών της άνοιξαν τα χέρια τους και αγκαλιάστηκαν σαν αληθινά αδέλφια. Κανείς

285


από τους δυο δεν ήξερε, αν τα συνθηματικά γράμματα που είχαν προφέρει, σήμαιναν κάτι ιδιαίτερο ή απλά είχαν επιλεχθεί από την Εταιρεία, για να σχηματίσουν την πρωτεύουσα της Αγγλίας Λ ά ν τ ο ν, το διοικητικό κέντρο της υφηλίου την εποχή εκείνη. «Είμαι σε επαφή με τον Αρμόδιο», είπε τότε ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης. Αυτό το όνομα έδωσε περισσότερο νόημα στην παρουσία του νεαρού Μανιάτη στη σκούνα της. Την έβαζε στο μονοπάτι για το οποίο είχε κάνει μεγάλο ταξίδι να μπει. Δεν είχε ιδέα, βέβαια, ποιος κρυβόταν πίσω απ’ το ψευδώνυμο Αρμόδιος, αλλά αυτή ήταν μια λεπτομέρεια, δίχως σημασία εκείνη τη στιγμή. Σημασία είχε το γεγονός ότι ο Αρμόδιος ήταν ο άνθρωπος τον οποίο είχε έρθει να συναντήσει. «Αναμένομε διαταγές του», είπε η Βασιλική. «Θα χαρεί πολύ να σε γνωρίσει», τη διαβεβαίωσε τότε ο Μαυρομιχάλης. «Μια καπετάνισσα σαν κι εσένα σίγουρα θα τον ενθουσιάσει». Η Βασιλική φούσκωσε από καμάρι. Μέσα στον ενθουσιασμό της πήγε να πει κάτι για την επανάσταση, αλλά ο Μαυρομιχάλης τής έκανε νόημα να σωπάσει. Συζήτηση για τα θέματα που τους απασχολούσαν δεν μπορούσε να γίνει σε ανοιχτό χώρο. Στην πόλη κυκλοφορούσαν παντού κύκλωπες, κατάσκοποι δηλαδή στη γλώσσα των Φιλικών. Η κουβέντα τους θα συνεχιζόταν σε πιο ασφαλές σημείο. Την προσκάλεσε να πάει το ίδιο βράδυ στο σπίτι του, όπου θα συναντιόταν και με τον Αρμόδιο. Κάτω από άλλες συνθήκες η Βασιλική δεν θα είχε αποδεχτεί μια πρόσκληση από έναν κύριο που μόλις είχε γνωρίσει. Ο ιερός σκοπός του ξεσηκωμού του Γένους, ωστόσο, δημιουργούσε σχέσεις αδελφοσύνης μεταξύ των

286


μυημένων στην Εταιρεία, ακόμα κι αν ήταν άγνωστοι μεταξύ τους. «Μετά χαράς να κοπιάσω», του είπε, ανυπόμονη να μπει βαθύτερα στα μυστικά της αποστολής της. § Το σπίτι του Μαυρομιχάλη ήταν στο Φανάρι, κοντά στο Πατριαρχείο. Στο δρόμο η Βασιλική έμαθε από τον άνθρωπο, που είχε έρθει να τη συνοδέψει, ότι ο νεαρός Μανιάτης ήταν βεκίλης στην Πόλη. Αντιπρόσωπος δηλαδή της Μάνης και ουσιαστικά όμηρος του Σουλτάνου. Με τη ζωή του εγγυάτο την ησυχία και την υποταγή της περιοχής του. Τέτοιοι βεκίληδες υπήρχαν πολλοί. Ο καθένας εγγυάτο την ησυχία για τη δική του περιοχή. Ζούσαν πλουσιοπάροχα, αλλά βρίσκονταν διαρκώς κάτω από την απειλή της χατζάρας του δήμιου. Κάτι να πήγαινε στραβά στον τόπο τους, το πλήρωναν πρώτοι εκείνοι με το κεφάλι τους. Όπως έμαθε αργότερα από τον ίδιο τον Γεωργάκη, βρισκόταν στην Πόλη από πολύ μικρή ηλικία και είχε την τύχη να πάρει Φαναριώτικη ανατροφή. Καθώς διέσχιζαν τους δρόμους με την άμαξα του Μαυρομιχάλη, η Βασιλική περιεργαζόταν τα πρόσωπα και τις ενδυμασίες των ανθρώπων που συνωστίζονταν στα στενά. Μόνο άντρες έβλεπε και ελάχιστες γυναίκες με τους αρσενικούς συνοδούς τους. Εντύπωση της έκαναν κάτι ρακένδυτοι τύποι, βουτηγμένοι στη βρόμα. Έμοιαζαν με τρωγλοδύτες, που είχαν μόλις βγει στην επιφάνεια της γης. «Δεν είν’ για λύπηση, Κυρά μου», της είπε ο συνοδός της. Της εξήγησε μετά ότι αυτοί οι άνθρωποι έκαναν ένα από τα πιο περιζήτητα επαγγέλματα της πόλης. Ήταν οι οδοκαθαριστές και πλήρωναν πολλά γρόσια στο δοβλέτι,

287


για να πάρουν τη θέση. «Δεν βάζει ο νους σου τι βρίσκουν ανάμεσα στα σκουπίδια», συνέχισε τις εξηγήσεις του ο συνοδός. Όπως είπε, ήταν τόσα πολλά τα πολύτιμα ευρήματα, που έκαναν το επάγγελμα ελκυστικό. Τόσο ελκυστικό ώστε μόνο Τούρκοι μπορούσαν να εξαγοράσουν το δικαίωμα για να το εξασκούν. Ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης την υποδέχτηκε θερμά στο σπίτι του. Της έσφιξε τα χέρια και τα φίλησε με την ίδια τρυφερότητα, όπως είχε κάνει και το πρωί στη σκούνα. Ένας υπηρέτης έφερε αμέσως τα κεράσματα: καφέ και γλυκό του κουταλιού. «Όπου να ‘ναι έρχεται και ο Αρμόδιος», της είπε. Η Βασιλική κάθισε σε μια καρέκλα ευρωπαϊκού τύπου που της υπέδειξε και περιέφερε το βλέμμα της στο δωμάτιο. Την προσοχή της τράβηξε ένα μικρό σεντούκι δίπλα στην εξώπορτα. Υπέθεσε πως ο νεαρός Μυρομιχάλης ετοιμαζόταν για ξαφνική φυγή κι αυτό δεν της φάνηκε καθόλου παράξενο. Θα τον είχαν ζώσει τα φίδια με τόσα που ακούγονταν για τον ξεσηκωμό του Γένους. Μπορούσε να χάσει το κεφάλι του από στιγμή σε στιγμή. Απ’ αυτή την άποψη θα έπρεπε λογικά να είναι ενάντιος σε μιαν επανάσταση, που θα τον έστελνε από μιαν άνετη ζωή κάτω από το σπαθί του δήμιου. Αυτή η σκέψη την ανησύχησε λιγάκι. Άρχισε να μετανιώνει που είχε έρθει στο σπίτι του. Ουσιαστικά δεν τον γνώριζε καθόλου κι ένας όρκος δεν είναι πάντα αρκετός, για να δεσμεύσει έναν άνθρωπο. Ιδιαίτερα όταν κρέμεται η απειλή του θανάτου πάνω από το κεφάλι του. Ο Μαυρομιχάλης είδε το βλέμμα της καρφωμένο στο μπαούλο και χαμογέλασε με κατανόηση.

288


«Αν ζούσες εδώ δεν θα σου έκανε εντύπωση», της είπε. «Ο αληθινός εφιάλτης αυτού του τόπου είναι οι πυρκαϊές που ξεσπούν κάθε τόσο. Σε ελάχιστο χρόνο απλώνονται παντού. Συχνά καίγονται ολόκληρες συνοικίες και ξεσπιτώνεται κόσμος. Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει ένα τέτοιο μπαούλο δίπλα στην εξώπορτα με τα πιο πολύτιμα πράγματά τους μέσα του. Πολλές γυναίκες μάλιστα κοιμούνται φορώντας τα ρούχα τους και όλα τα χρυσαφικά τους!» Η Βασιλική ντράπηκε που είχε βιαστεί να κάνει όλες αυτές τις αρνητικές σκέψεις για τον νεαρό Μαυρομιχάλη. Της φαινόταν παράξενο, ωστόσο, να μένει ασυγκίνητος σε μια τόσο άμεση απειλή για τη ζωή του. «Κι ελόγου σου;», τον ρώτησε χωρίς να μασάει τα λόγια της. «Δεν σκιάζεσαι για τη ζωή σου; Οι βεκίληδες θα σφαχτούνε πρώτοι, όταν ο Μοριάς σηκώσει ντουφέκι». Ο Μαυρομιχάλης κούνησε αργά το κεφάλι του, συμφωνώντας μαζί της. «Σκιάζουμαι», παραδέχτηκε. «Έφτασε η ώρα μου να δραπετεύσω», πρόσθεσε μετά από μια μικρή παύση. Η Βασιλική άρχισε να καταλαβαίνει τι γύρευε ο Γεωργάκης στο λιμάνι και γιατί την είχε καλέσει στο σπίτι του. Δεν του φανέρωσε τις σκέψεις της, όμως, μήπως τον είχε κρίνει λάθος πάλι. «Δραπετεύουν οι φυλακωμένοι», του είπε μονάχα. «Συ ‘σαι λεύτερος άνθρωπος!». «Δεν είμαι», δήλωσε εκείνος με πίκρα. «Με δένει το καθήκον. Αν φύγω, προδίνω το σόι μου και το λαό της Μάνης».

289


«Εκείνοι θα ξεσηκωθούνε κι ελόγου σου, τσάμπα θα πας, παλληκάρι πράμα», είπε τότε η Βασιλική με μια γκριμάτσα απογοήτευσης. Ο Γεωργάκης είχε διάθεση να μιλήσει για την προσωπική του ιστορία, για τη διαταγή του πατέρα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να μην το κουνήσει από την Πόλη, ότι κι αν γινόταν στο Μοριά. Δεν πρόλαβε να πει πολλά, όμως. Σταμάτησε τις εξομολογήσεις του, όταν ο υπηρέτης έφερε στο δωμάτιο τον άνθρωπο που περίμεναν. Ήταν ένας ατημέλητος τύπος με μακριά γενιάδα, λαμπερά, αεικίνητα μάτια και φορούσε ένα μαύρο πράγμα, σαν ράσο. Η Βασιλική ήταν σίγουρη πως κάπου τον είχε ξαναδεί αυτόν τον άνθρωπο. Το μαύρο ρούχο του και η αύρα τού επαναστάτη, που δόνησε τον αέρα του δωματίου μόλις μπήκε, κάτι της θύμιζε. «Ο παπα-­‐Γρηγόρης», της τον σύστησε ο Μαυρομιχάλης. Το όνομα δεν της έλεγε τίποτα, αλλά το άγριο πρόσωπό του την γέμισε με αναμνήσεις. Την γύρισε πίσω στο χρόνο κι έκανε ξαφνικά την καρδιά της να τρεμουλιάσει με τον ίδιο τρόπο όπως κι εκείνη τη νύχτα στο σπίτι της στον Πόρο. Είχε την αίσθηση μάλιστα πως όπου να ‘ταν θα άκουγε τη φωνή του πατέρα της και θα άγγιζε τον Γιάννο δίπλα της καθώς στριμώχνονταν να δουν τι γινόταν στο διπλανό δωμάτιο. Με τέτοιες αναμνήσεις δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό της. Ήταν δάκρυ ενοχής περισσότερο, αφού δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να νιώθει υπεύθυνη για το θάνατο και των δυο τους. «Ο Παπαφλέσσας», ψέλλισε με δέος. Ο παπα-­‐Γρηγόρης στάθηκε στη μέση του δωματίου και κοίταζε απορημένος μια τον Γεωργάκη και μια τη Βασιλική,

290


όταν ο νεαρός Μαυρομιχάλης του την σύστησε. Είχαν δει πολλά τα μάτια του, αλλά θηλυκό καπετάνιο δεν πίστευε πως θα συναντούσε. Ο Γεωργάκης τον καθησύχασε. «Σκληρό καρύδι», του είπε για την καπετάνισσα που του είχε βρει. «Πούθε με ξέρεις κοπέλα μου;» ρώτησε τότε ο Παπαφλέσσας. Η Βασιλική δεν του απάντησε αμέσως. Με τα μάτια μισόκλειστα φαινόταν να ζει στις αναμνήσεις της. Ξαφνικά άρχισε να απαγγέλει δυο γραμμές από τον όρκο των Φιλικών. Εκείνες που ο νεοφώτιστος ορκιζόταν εις την τρισαθλία πατρίδα, εις τας πολυχρονίους βασάνους της και τα πικρά δάκρυα που αιώνες χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα της. Ο Παπαφλέσας της χάιδεψε τα μαλλιά συγκινημένος. «Πόρος» του είπε εκείνη. «Τον όρκο τον έλεγε ο Χατζηναστάσης Μάνεσης και τον επαναλάμβανε ο πατέρας μου, ο καπετάν Βαγγέλης, στο σπίτι μας». Ο Παπαφλέσσας θυμήθηκε. Άνοιξε τα χέρια του και την αγκάλιασε. «Ο καπετάν Βαγγέλης», είπε νοσταλγικά. «Το ‘λεγε η καρδιά του». Ο Γεωργάκης δεν περίμενε άλλον. Κάθισαν και οι τρεις τους γύρω από ένα ευρωπαϊκού τύπου τραπέζι κι Βασιλική άκουσε, με το στόμα της ανοιχτό, κάτι που της φάνηκε σαν συνωμοτικό παραμύθι. Ο Παπαφλέσσας τους μίλησε για τη συνάντηση στο Ισμαήλιο, για τις αντιγνωμίες που υπήρχαν εκεί ανάμεσα στους αντιπροσώπους και τελικά αναφέρθηκε στη δική του αποστολή. Βιαζόταν να κατέβει στον Μοριά για να ξεσηκώσει τον κόσμο εκεί κάτω. Ο Παναγιώτης ο Σέκερης, ο βασικός χρηματοδότης της Εταιρείας, ο

291


άνθρωπος που είχε ανοίξει όλα τα σεντούκια του και πλήρωνε αδιαμαρτύρητα τα έξοδα του αγώνα, του είχε εξασφαλίσει κι ένα μεγάλο φορτίο όπλα. Της μιλούσε με το πάθος που συνήθως έβγαζε από μέσα του, αλλά στη φωνή του διέκρινες κι ένα ίχνος αγωνίας. Δεν ήξερε πόσα πολλά ήταν ικανό τούτο το κοριτσόπουλο να καταφέρει κι αυτό τον ανησυχούσε, όπως της ομολόγησε κι ο ίδιος με ευθύτητα. Η Βασιλική ούτε που κατάλαβε ποιες ήταν οι ανησυχίες του. Εκείνη ένιωθε σχεδόν εξαϋλωμένη από τα συναισθήματα άγριας χαράς που σάρωναν την καρδιά της. Του έπιασε τα χέρια και τα έσφιξε στα δικά της. Τούτος ο ρακένδυτος ιερωμένος είχε ανοίξει διάπλατα καινούργιους δρόμους, που ανυπομονούσε να ακολουθήσει. «Παπα-­‐Γρηγόρη», του είπε αποφασιστικά. «Η σκούνα μου κι εγώ είμεθα ταγμένοι εις τες προσταγές του Γένους. Ως καπετάνισσα με πατριωτικήν συνείδησιν, θα κάμω το χρέος μου. Σηκώνομε πανί, όποτε ορίσεις». Ο Παπαφλέσσας έκανε τον σταυρό του. «Ακούστε ωρέ κοτζαμπάσηδες και προύχοντες και δεσποτάδες. Νιώστε τον παλμό του λαού μας», φώναξε συγκινημένος. Η Βασιλική καταλάβαινε την οργή του. «Θα τους αφανίσομε μια μέρα», του είπε με κακία, αλλά δεν τον βρήκε σύμφωνο. «Όχι κόρη μου. Δεν είν’ οχτροί. Ρωμιοί είναι. Ανθρώποι εδικοί μας. Κι ελόγου των λαχταρούν τη λευτεριά», της είπε με σιγουριά. Ο υπηρέτης του Γεωργάκη είχε ετοιμάσει ένα πλούσιο δείπνο με ψάρια, κρέατα και λαχανικά. Τους το σέρβιρε μαζί με κόκκινο κρασί από τη Μολδοβλαχία. Η Βασιλική πίστευε πως στο δείπνο η κουβέντα τους θα ήταν χαλαρή,

292


αλλά έκανε λάθος. Οι δυο άντρες άρχισαν να διαφωνούν σε έντονο ύφος για το πρόσωπο εκείνου που έπρεπε να αναλάβει την αρχηγία της επανάστασης. Ο Παπαφλέσσας επέμενε ότι ορθά είχε ανατεθεί στον Υψηλάντη, ενώ ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης υπερασπιζόταν με πάθος την άποψη πως ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο σπουδαιότερος Έλληνας και ο μόνος ικανός να αναστήσει το Έθνος. Η Βασιλική δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Υψηλάντης και ποιος ήταν ο Καποδίστριας. Ο ελκυστικός λόγος του Παπαφλέσσα, όμως, με την βαριά φωνή, που γινόταν βελούδινη όταν χρειαζόταν, την γοήτευσε και την έπεισε ότι το δίκιο ήταν με το μέρος του. Η συνωμοτική ατμόσφαιρα του δωματίου την είχε συνεπάρει, αλλά στεναχωριόταν κιόλας να τους βλέπει να διαφωνούν για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Ακόμα πιο πολύ πικράθηκε όταν ο Παπαφλέσσας πήρε στο τέλος το πιο θλιβερό του ύφος και προφήτεψε μιαν αναπόφευκτη καταστροφή. Η Βασιλική δεν κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε αλλά ανατρίχιασε όταν τον άκουσε να μιλάει για τις συμφορές που τους περίμεναν ψηλά στις βόριες περιοχές. Ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης του συνιστούσε περισσότερη αισιοδοξία, αλλά ο Παπαφλέσσας επέμενε πως τα σχέδια να ξεκινήσει η επανάσταση από τη Μολδοβλαχία ήταν σχέδια αυτοκτονίας στα οποία είχαν παρασύρει τον Υψηλάντη ο Παπαρρηγόπουλος με τον Περραιβό. Μ’ αυτούς τους δύο τα είχε βάλει. Είπε πολλά ακόμα για την ανικανότητά τους να κάνουν μια πρόβλεψη της προκοπής. Είχε πιει, όμως, μπόλικο κρασί και κάποια στιγμή έγειρε στο τραπέζι με μια χειρονομία που έδειχνε πως όλα αυτά τον είχαν κουράσει. Εκεί τον πήρε ο ύπνος.

293


«Θα τον φροντίσω εγώ», είπε ο Μαυρομιχάλης. «Του λόγου σου γνοιάσου για τη σκούνα σου να είναι έτοιμη αύριο να σαλπάρει». § Μετά από μια κουραστική μέρα, η Βασιλική λαχταρούσε να πλαγιάσει στο κρεβάτι της, αλλά ο νυχτοφύλακας της σκούνας τής χάλασε τα σχέδια. Μόλις πάτησε στο κατάστρωμα την ειδοποίησε ότι ο Δαμαλίτης την περίμενε στην πρύμη για να της μιλήσει. Φοβήθηκε πως κάτι κακό θα είχε συμβεί κι έτρεξε να τον βρει. Κάτω από το ασθενικό φως της πρυμιάς λάμπας, διέκρινε τρεις σκιές, γερμένες στην κουπαστή. «Τι έγνοια σε τρώει, ωρέ, Βασίλη; Πώς και δεν είσαι στο κρεβάτι σου βραδιάτικα;» τον ρώτησε. Εκείνος την πλησίασε αργά-­‐αργά, λες και τον βάραινε το νέο που της έφερνε. «Κάμαμε μια γύρα στο λιμάνι να ξεσκάσουμε από νωρίς», είπε βγάζοντας μία-­‐μία τις λέξεις. «Μπήκαμε και σε μια ταβέρνα», συνέχισε απρόθυμα. Αυτό έδωσε στη Βασιλική να καταλάβει πού οφειλόταν ο δισταγμός του. Ντρεπόταν να ομολογήσει πως είχαν πάει στις γυναίκες. «Ε, άντρες είστε» του είπε δείχνοντας κατανόηση. «Εμένα όμως γιατί μου πέφτει λόγος; Μπλέξατε σε καβγά;» Ο Δαμαλίτης έγνεψε αρνητικά. «Δεν ηξεύρω πώς να το ειπώ, Κυρά μου», της είπε. Εκείνη του έγνεψε ενθαρρυντικά κι αυτός άρχισε αργά και δισταχτικά να της περιγράφει σκηνές από τον πρόστυχο κόσμο του λιμανιού. «Μπήκαμε σε καπηλιό για ναυτικούς», της είπε. «Από Τούρκους, μονάχα δυο γενίτσαροι ήταν στην πόρτα, για να φρονιμεύουν τους πιωμένους. Με τους ναυτικούς

294


χαριεντίζονταν και έπιναν δούλες-­‐κοπέλες. Στο ανώι του καπηλιού πρόσφεραν κι ιδιαίτερες χάρες για λίγους παράδες». Η Βασιλική ήταν σίγουρη ότι έπρεπε να υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος, για να της περιγράφει ο Δαμαλίτης τις βραδινές του αμαρτίες. Είχε αρχίσει μάλιστα να υποψιάζεται πού ήθελε να καταλήξει. «Κι ελόγου σου το ‘ρίξες όξω μια στάλα», του είπε με νευρικότητα. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Μονάχα που για μια στιγμή νόμισα πως είδα ένα φάντασμα μπροστά μου, Κυρά μου». Η Βασιλική κατάλαβε τι εννοούσε και τον άρπαξε από την πουκαμίσα του. «Πρόσεξε τι λές», του είπε με μάτια διεσταλμένα, έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Φαινόταν κι εκείνος βαθιά ταραγμένος. «Μάρτυς μου ο Θεός, αλλά ανάμεσα στα κορίτσια νόμισα πως είδα την αδελφή σου, την Πελαγία!» «Νόμισες!» ξεφώνησε η Βασιλική. «Την είδα», μουρμούρισε εκείνος. «Κι εγώ θα έπαιρνα όρκο πως ήταν η Πελαγία», επιβεβαίωσε τότε ο Καραμάνος. Η Βασιλική βούλιαξε απότομα στη σιωπή της. Σε μια στιγμή φάνηκε πως θα έβαζε τα κλάματα, αλλά ξαφνικά την είδαν να τους ορμάει, σαν να έφταιγαν εκείνοι. «Και σεις τι κάματε, ωρέ; Γιατί δεν την αρπάζατε από τα μαλλιά να τη σούρεται ως εδώ χάμου;» Δεν της απάντησε κανένας γιατί τα νέα την είχαν κάνει να παραλογίζεται. Την άφησαν να ξεθυμάνει. «Πάμε», την άκουσαν να λέει. σε λίγο. «Θέλω να την ιδώ με τα ίδια μου τα μάτια».

295


«Κι αύριο μέρα είναι, Κυρά μου», της είπε ο Δαμαλίτης, αλλά η Βασιλική δεν συγκρατιόταν. Φόρεσε τη ναυτική της βράκα, το φαρδύ της πουκάμισο, τον γαλάζιο της σκούφο και τους πήρε όλους να πάνε στην ταβέρνα. Στο δρόμο θυμήθηκε το μπαούλο του Γεωργάκη Μαυρομιχάλη που βρισκόταν στην πόρτα. Κοιτώντας την πόλη και τα αραγμένα τούρκικα πολεμικά στο Βόσπορο, της ήρθε μια σατανική ιδέα που την έκανε να γελάσει με κακεντρέχεια. «Μου φαίνεται πως ήρθε η μέρα να τους βάλουμε μπουρλότο εδώ πέρα», είπε στον Δαμαλίτη, τον Καραμάνο και τον Θεοφάνους που την ακολουθούσαν. Δεν της απάντησε κανένας τους για να μη μεγαλώσουν την οργή της. Ο Δαμαλίτης μονάχα της θύμισε πως ο πατέρας της έκανε πάντα τις δουλειές του με λογική και σχέδιο. Η Βασιλική δεν είχε κανένα σχέδιο. Ούτε μπορούσε να φανταστεί πώς θα αντιδρούσε η αδελφή της. Φοβόταν μήπως συνέβαινε το χειρότερο. Η Πελαγία να έχει εγκαταλειφθεί στην άθλια μοίρα της και να αρνηθεί να τους ακολουθήσει από τη ντροπή της. Οι τέσσερις ναυτικοί έπιασαν ένα απόμερο τραπέζι στην άκρη της ταβέρνας. Ένα παιδί-­‐σκλάβος από την Ήπειρο, όπως τους είπε, έφερε ρακή και τους ρώτησε αν ήθελαν γυναίκες. Οι τρεις σύντροφοι της Βασιλικής σάρωσαν για λίγο με το βλέμμα τους την αίθουσα και παρά το ημίφως εντόπισαν την Πελαγία, καθισμένη σ’ ένα ντιβάνι με άλλες κοπέλες. Η Βασιλική δεν άντεχε να κοιτάζει. Είχε καρφώσει τα μάτια της στο πάτωμα και περίμενε. «Αυτήν», είπε ο Δαμαλίτης. Όταν ο νεαρός κατάλαβε για ποιαν μιλούσαν, έφερε τον τεφτέρ αγά του μαγαζιού, με τον οποίον παζάρεψαν την τιμή της. Κατέληξαν στα πέντε

296


γρόσια και το ποσό πληρώθηκε αμέσως. Δύο λεπτά αργότερα έφεραν και την κοπέλα. Με τα μάτια της καρφωμένα στο δάπεδο εκείνη φαινόταν να μην έχει επαφή με το περιβάλλον. Δεν σήκωσε καν τα μάτια της ακόμα κι όταν ο τεφτερ αγάς είχε φύγει. Ίσως να απορούσε κι αυτή με την σιωπή των «πελατών» της, που καρτερικά περίμεναν να τους κοιτάξει. Ξαφνικά τότε άκουσε το αληθινό της όνομα «Πελαγία!». Μαζί με την ελευθερία της το είχε χάσει κι εκείνο. Εκεί μέσα όλοι την έλεγαν Γιασμίν και το Πελαγία έπεσε από τον ουρανό, σαν εφιάλτης. Σήκωσε το κεφάλι της ταραγμένη. Στο χλωμό φως των κεριών, αναγνώρισε αμέσως την αδελφή της που ήταν ντυμένη, όπως τις απόκριες, με τη στολή του ναύτη. Παρά λίγο να της φύγει μια κραυγή, αλλά την πρόλαβε η Βασιλική. «Σκάσε μωρή! Μη βγάνεις άχνα!» της είπε. Εκείνη έβαλε την παλάμη της στο στόμα κι άρχισε να τρέμει σαν ψάρι. «Δεν έχομε χρόνο για χάσιμο», της ξανάπε η Βασιλική. «Σύρε μ’ αυτόν να ιδούμε τι θα κάμομε». Τρικλίζοντας από την ταραχή της η Πελαγία οδήγησε τον Δαμαλίτη σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο στον δεύτερο όροφο. Άναψε ένα καντηλέρι και αμέσως αναλύθηκε σε λυγμούς. Ανάμεσα στα καυτά της δάκρυα κατηγορούσε τον εαυτό της που δεν είχε βρει το κουράγιο να φαρμακωθεί. Ο Δαμαλίτης κατάφερε να την συνεφέρει. Το πρόβλημά του, όμως, δεν ήταν οι ενοχές της Πελαγίας. Γυροφέρνοντας το καντηλέρι στο δωμάτιο διαπίστωσε πως το μοναδικό παράθυρο, από το οποίο έλπιζε να δραπετεύσουν, ήταν αρκετά υψηλό μεν, αλλά στο φάρδος, ούτε ένα μωρό δεν χωρούσε να περάσει. Χωρίς να δείξει την απογοήτευσή του, έκατσε μαζί της στο παχύ στρώμα που ήταν απλωμένο στο δάπεδο. Μαζί με

297


τον σοφρά και ένα μικρό ντουλάπι αποτελούσαν τα μοναδικά έπιπλα του δωματίου. «Υπομονή, τα βάσανά σου τελειώνουν», της είπε για να την παρηγορήσει. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε απελπισμένη. «Δεν έχω μούτρα να γυρίσω στον Πόρο», ψιθύρισε. Ο Δαμαλίτης σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον ουρανό και της έδειξε τον Θεό. «Αυτός έχει άλλα σκέδια», της είπε. «Λογαριάζει να μας λευτερώσει ουλουνούς μας». Μετά άρχισε να της μιλάει για τον όρκο, που είχαν πάρει οι ναύτες της Φανερωμένης και για τον αγώνα, που ετοίμαζε το Έθνος. Δεν ήταν μόνο για να της αναστηλώσει το ηθικό, έπρεπε να περάσει και λίγο η ώρα για να δικαιολογήσουν την υποτιθέμενη ερωτική επαφή τους. Όταν τέλειωσε ο χρόνος τους, ο Δαμαλίτης παρέδωσε την Πελαγία στους αφέντες της. Η Βασιλική στο μεταξύ παράδερνε μέσα στα κύματα του παραλογισμού της. Σχεδίαζε να γυρίσουν στη σκούνα, να ξεσηκώσουν όλο το πλήρωμα και να έρθουν ν’ αρπάξουν το κορίτσι με τα κουμπούρια τους. Θα τους βοηθούσαν οι κακοφωτισμένοι δρόμοι μετά να χαθούν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο Θεοφάνους προσπάθησε να τη λογικέψει, αλλά εκείνη του έριξε μια αγριεμένη ματιά. «Σκιάζεσαι, ωρέ, Νικόλα; Δυο νοματαίοι φυλάνε το μαγαζί ούλοι κι ούλοι!» Φαινόταν αμετάπειστη κι ο Δαμαλίτης έκανε νόημα στους άλλους να μην της φέρνουν αντιρρήσεις. Εκείνος πήγε με τα νερά της και προσπάθησε να την καλμάρει. «Ας φύγομε από τούτη την τρούπα», της είπε μαλακά. «Κάτι θα κατεβάσει η κούτρα μας για την Πελαγία».

298


Στο δρόμο της επιστροφής συνήρθε κάπως. Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι το πρόβλημα της Πελαγίας δεν θα λυνόταν με μια απλή επιδρομή στο πορνείο. Ήταν πολύ πιο σύνθετο κι όσο περνούσαν τα λεπτά γινόταν μέρος ενός τρομερού διλήμματος. Στην άλλη μεριά της ζυγαριάς βρισκόταν ο Παπαφλέσσας, βρίσκονταν οι υποσχέσεις της να προσφέρει τα πάντα στον αγώνα, τα όπλα που περίμεναν οι αγωνιστές του Μοριά, οι ελπίδες αλύτρωτων ραγιάδων, ένα ολόκληρο Έθνος που καρτερούσε τη λευτεριά του. Μια επιχείρηση απαγωγής της Πελαγίας θα ήταν το φυτίλι, που μπορούσε να τα τινάξει όλα αυτά στον αέρα. Έφτασε στη σκούνα εξουθενωμένη και κλείστηκε στην καμπίνα της. Κουλουριασμένη στην κουκέτα της έμεινε ξύπνια κι ανάπλαθε πότε τις εφιαλτικές εικόνες τής Πελαγίας μέσα στην ταβέρνα και πότε την ασκητική μορφή τού Παπαφλέσσα. Κι οι δυο τους δεν έπαυαν να την κοιτούν με χλεύη και να την κατηγορούν για προδοσία. Ήταν σε απόγνωση. Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει ούτε τον ένα, ούτε την άλλη. «Δεν θα το αντέξω», μουρμούρισε και μετά ξέσπασε σε ατέλειωτους λυγμούς. Ξημερώματα σηκώθηκε και πήγε στην πρύμη να πάρει αέρα. Ο Αναγνώστης Οικονόμου, ο νυχτοφύλακας εκείνο το βράδυ, ζύγωσε να της κάνει παρέα. Παρά λίγο να τον αποπάρει, αλλά στο τέλος κατάφερε να ελέγξει τα νεύρα της. «Δύσκολοι καιροί, Αναγνώστη», του είπε για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν της κόλλαγε ύπνος. «Τα δύσκολα, Κυρά μου, έχουν εύκολες λύσεις καμιά φορά», της απάντησε εκείνος, για να την παρηγορήσει.

299


Λίγες ώρες αργότερα βγήκε αληθινός. Όσο η Βασιλική πνιγόταν μέσα στα διλήμματά της, ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης αγρυπνούσε κι αυτός στο σπίτι του στο Φανάρι, παλεύοντας με τις δικές του αγωνίες. Κατά βάθος δεν την εμπιστευόταν τη Βασιλική. Γυναίκα ήταν. Μπορούσε να λιγοψυχήσει, αν συνειδητοποιούσε το μέγεθος των ευθυνών της. Κι ο Παπαφλέσσας βιαζόταν. Χώρια που τα πράγματα είχαν πραγματικά αγριέψει στην Πελοπόννησο. Έπρεπε να φύγει το συντομότερο. Μια σφαίρα να έπεφτε στη Μάνη, το κεφάλι του θα κυλούσε στα πόδια του δήμιου. Όπως συμφώνησε κι ο Παπαφλέσσας στη βραδινή τους κουβέντα, θα ήταν μια άσκοπη θυσία. Πρωί-­‐πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, εμφανίστηκε στη σκούνα. Η Βασιλική δεν πίστευε στα μάτια της όταν τον είδε στη Φανερωμένη πριν βγει ο ήλιος. Της πέρασε η ιδέα μήπως το δικό της νυχτερινό άγχος είχε μεταφρεθεί με κάποιο μαγικό τρόπο στο μυαλό του κι ερχόταν να την παρηγορήσει. Χωρίς να κρύβει την αγωνία του εκείνος της είπε πως ο Παπαφλέσσας επειγόταν να σαλπάρουν. Τους περίμενε ένα μεγάλο φορτίο με όπλα στο Αϊβαλί το οποίο έπρεπε να φτάσει το γρηγορότερο στον Μοριά. Η σιωπή της, όμως, τον τρόμαξε. Την παρατήρησε καλύτερα και τότε κατάλαβε πως κάποιος καημός έτρωγε την καρδιά της. «Τι σεκλέτια έχεις καπετάνισσα;» τη ρώτησε θορυβημένος. Κι εκείνη του εξομολογήθηκε τη βραδινή περιπέτειά της. Του είπε για την αδελφή της και τις σκέψεις της να την ελευθερώσει βίαια με ένα γιουρούσι. Ο Γεωργάκης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Αυτή τη φορά τα χρειάστηκε στ’ αλήθεια.

300


«Μην τολμήσεις!», της είπε πανικόβλητος. «Η κλοπή δούλου είναι σοβαρό αδίκημα. Δεν θα μου κάνει εντύπωση, αν σε κυνηγήσει όλος ο στόλος του Σουλτάνου. Δεν θέλω να σε δω κρεμασμένη στο πιο ψηλό κατάρτι της σκούνας σου». Η Βασιλική ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Οι κουβέντες του Γεωργάκη έσφιγγαν κι άλλο τις αλυσσίδες σκλαβιάς τής Πελαγίας. «Είναι αδελφή μου», του είπε με απόγνωση. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. «Στην Πόλη όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται», είπε στο τέλος για να την καθησυχάσει. «Στην κατάλληλη τιμή εξαγοράζεις ακόμα και τον Σουλτάνο». «Χωρίς γρόσια, όμως....». Ο Μαυρομιχάλης έμεινε σκεφτικός για λίγο με μια γκριμάτσα πόνου στο πρόσωπό του. Αυτό το πικρό ποτήρι, όμως, ήταν αδύνατον να το αποφύγει. Δεν είχε χρήματα για πέταμα, αλλά ο χρόνος πίεζε ασφυκτικά. Αυτόν τον ίδιο τον πίεζε περισσότερο απ’ όλους. Δεν είχε καμιά άλλη επιλογή. «Θα πληρώσω εγώ», είπε με βαριά καρδιά. «Εσύ;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Η Βασιλική υποψιάστηκε πού οφειλόταν η γενναιοδωρία του, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να τον φιλήσει στα κατακόκκινα μάγουλά του. «Αν λευτερώσεις την Πελαγία, σαλπάρουμε δίχως άλλα χασομέρια», του είπε. Ο Γεωργάκης ήθελε να κάνει τη δουλειά μόνος του, αλλά η Βασιλική απαίτησε να είναι κι εκείνη στην ταβέρνα. Πήρε και τον Δαμαλίτη μαζί της και το ίδιο βράδυ πήγαν στο κολαστήριο της Πελαγίας. Κάθισαν γύρω από έναν απόμερο σοφρά κι έψαξαν με τα μάτια τους τον ημιφωτισμένο χώρο να βρουν την κοπέλα. Δεν την είδαν πουθενά. Στην αρχή

301


ανησύχησαν μήπως η συνάντηση της προηγούμενης βραδιάς την είχε γεμίσει άγχος και είχε αρρωστήσει. Αλλά ο σερβιτόρος-­‐δούλος από την Ήπειρο, τους έδειξε με τα μάτια του τον δεύτερο όροφο, όταν τον ρώτησαν. Η κοπέλα ήταν απασχολημένη να ικανοποιήσει κάποιον εφήμερο εραστή της. Ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης ζήτησε τότε να μιλήσει στο αφεντικό για δουλειές. Σε αντίθεση με τη Βασιλική και τον Δαμαλίτη, αυτός φορούσε φράγκικα ρούχα και ήταν πιο σεβαστός. Γι’ αυτό και το αίτημά του ικανοποιήθηκε εύκολα. Ιδιοκτήτης του μαγαζιού ήταν ο κλασσικός τύπος του παχύσαρκου και οκνηρού Τούρκου Αγά. Τον δέχτηκε σ’ ένα πίσω δωμάτιο, όπου περνούσε τις ώρες τους με συντροφιά κάποιες από τις κοπέλες του. Καθισμένος σε παχιά μαξιλάρια κάπνιζε το τσιμπούκι του και κοιτούσε κάπου μακριά με μακάρια αταραξία. Ο Μαυρομιχάλης δεν περίμενε να δει κάτι διαφορετικό. Αυτή ήταν η ζωή των Οθωμανών αγάδων. Καθισιό, καφές, κομπολόι και τσιμπούκι. Κάποτε είχε ρωτήσει έναν επιφανή Φαναριώτη πώς κατάφερναν οι Ρωμιοί και παρέμεναν δούλοι τέτοιων ανεπρόκοπων αφεντάδων για τόσους αιώνες. Η απάντηση που είχε πάρει τον είχε καταπλήξει: «Ο φθόνος, νεαρέ μου. Αυτός διχάζει το Έθνος μας κι είναι υπεύθυνος για τη σκλαβιά μας». Για να μαλακώσει το καχύποπτο ύφος του Τούρκου, ο Γεωργάκης έκανε τους απαραίτητους τεμενάδες, παίνεψε το φιλόξενο μαγαζί του, τις περιποιήσεις των υπηρετών του και εξήρε την ομορφιά των κοριτσιών του. Ο Τούρκος δε φάνηκε να συγκινείται από τις φιλοφρονήσεις του. Συνέχισε να τον κοιτάζει συνοφρυωμένος, καθώς ζύγιαζε τις προθέσεις του.

302


«Μια απ’ αυτές με ενδιαφέρει εφέντη μου», είπε ευγενικά ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης. Μια μικρή λάμψη φάνηκε τότε στα μάτια του Τούρκου. Μυρίστηκε παζάρι, τη μόνη αληθινή ευχαρίστηση που του είχε απομείνει στη ζωή. Τα λεφτά έρχονταν εύκολα, αγαθά είχε σε αφθονία και το μόνο που του έφτιαχνε το κέφι πια ήταν η πρόκληση ενός παζαριού. Ιδιαίτερα όταν κατάφερνε να ρίξει τον άλλον. Έκανε νόημα στον Μαυρομιχάλη κι αυτός πήρε το θάρρος και του ζήτησε να αγοράσει την Πελαγία. «Θέλω να την κάνω δική μου σκλάβα», του είπε. Ο Τούρκος δεν είχε ιδέα από ερωτική κάψα, ούτε μπορούσε να τη φανταστεί. Το ενδιαφέρον, όμως, του νεαρού σήμαινε πολλά. «Τα κορίτσια μου είναι διαλεγμένα ένα-­‐ένα», του είπε διατηρώντας το αδιάφορο ύφος του. «Αξίζουν κάτι πάρα πάνω». Ο Γεωργάκης συμφώνησε αμέσως μαζί του. «Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να ζημιώσω τον εφέντη μου». «Είκοσι πουγκιά», είπε τότε ξαφνικά ο Τούρκος. Ο Γεωργάκης τρόμαξε από την τιμή. Ήταν εξωφρενική. Του ζητούσε δέκα χιλιάδες γρόσια. «Οι δυνάμεις μου φτάνουν να δώσω μέχρι ένα, εφέντη μου», αντιπρότεινε αμέσως εκείνος με προσποιητή ευγένεια. Ο Τούρκος σούφρωσε τα χείλη του και το παζάρι πήρε το δρόμο του. Για κάμποση ώρα ο αγάς παίδευε τον Μαυρομιχάλη κατεβάζοντας γρόσι-­‐γρόσι την τιμή μέχρι που κατέληξαν στα τέσσερα πουγκιά από τα είκοσι που είχε πρωτοζητήσει. Ο Γεωργάκης τα πλήρωσε με βαριά καρδιά. Το τίμημα για το κοριτσόπουλο ήταν μεγάλο. Με αυτά τα λεφτά θα μπορούσαν ν’ αγοραστούν όπλα για τον αγώνα.

303


Για να μην τον τρώνε οι τύψεις έπεισε τον εαυτό του πως έτσι όπως δόθηκαν, τον αγώνα εξυπηρετούσαν πάλι. Τα χρήματα πληρώθηκαν κι ο Τούρκος αγάς έδωσε εντολή να παραδωθεί η κοπέλα στον καινούριο της αφέντη. Ήταν μια απλή διαδικασία που, όμως, αποδείχτηκε τόσο περίπλοκη, ώστε να προκαλέσει την απροσδόκητη εξέλιξη των γεγονότων της βραδιάς. Ο εφήμερος εραστής της Πελαγίας κι η παρέα του, κάτι μεθυσμένοι Βενετσιάνοι ναυτικοί, αρνήθηκαν να διακόψουν την ερωτική τους ευωχία και να παραδώσουν την κοπέλα. Επενέβησαν τότε οι στρατιώτες της εξώπορτας, αλλά οι Βενετσιάνοι τράβηξαν τα στιλέτα τους και συνεπλάκησαν μαζί τους. Μπήκαν στη μέση και οι δούλοι του μαγαζιού και σε λίγο έφτασαν περισσότεροι γενίτσαροι. Το χαμαιτυπείο δεν άργησε να μεταβληθεί σε πεδίο μάχης με μαχαιρώματα, αίματα και βογγητά. Κάποιοι υπηρέτες άναψαν κι άλλα καντηλέρια και μεγάλα κεριά για να φωτιστεί καλύτερα ο χώρος και να βλέπουν οι γενίτσαροι ποιον χτυπάνε και ποιον συλλαμβάνουν. Κολλημένοι στον τοίχο σε μιαν άκρη του μαγαζιού, ο Δαμαλίτης με την Βασιλική προσπαθούσαν να εντοπίσουν τον Μαυρομιχάλη και την Πελαγία μέσα σ’ αυτό τον χαλασμό. Σε μια στιγμή είδαν ένα τσούρμο κορίτσια να κινείται προς την αφύλαχτη εξώπορτα και μία-­‐μία να βγαίνουν έξω. Τα μάτια του Δαμαλίτη συγκεντρώθηκαν επάνω τους. «Αυτή είναι», είπε όταν ανάμεσά τους διέκρινε την Πελαγία. Αφήνοντας τη Βασιλική όρμησε προς την πόρτα να την προλάβει, πριν στρίψει σε καμιά γωνία του μισοσκότεινου δρόμου και τη χάσει. Όταν βγήκε έξω, όμως, ήταν αργά. Μια ομάδα γενίτσαροι, που κατέφθαναν για

304


ενισχύσεις, είχε περικυκλώσει τα κορίτσια. Με κλoτσιές και σπρωξιές τις ξανάβαλαν στο μαγαζί, όπου ο πόλεμος με τους Βενετσιάνους είχε πια κοπάσει. Ο επικεφαλής της ομάδας των γενιτσάρων, ένας νεαρός τσαούσης, διέταξε να αλυσσοδέσουν όλους τους θαμώνες και να τους ρίξουν στη φυλακή, χωρίς καμιά εξαίρεση. Ο Δαμαλίτης τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. «Οι Βενετσιάνοι έκαμαν τον καβγά, εφέντη μου», είπε. Ο τσαούσης τον άρπαξε τότε από τον λαιμό, αλλά καθώς κόλλησε το πρόσωπό του κοντά στο δικό του, του ξέφυγε μια πνιχτή κραυγή και παράτησε το θύμα του, σαν να είχε αγγίξει κόμπρα. Ένα μεγάλο κερί που ήταν ακριβώς δίπλα στον τσαούση έδειξε και τη γκριμάτσα πόνου, που ασχήμυνε το πρόσωπό του. Η Βασιλική τον παρατήρησε καλύτερα. Η συμπεριφορά του της έκανε εντύπωση. Της φάνηκε μάλιστα πως ήταν ο ίδιος τσαούσης που είχε εμποδίσει το πλήθος να ξυλοφορτώσει το πλήρωμά της. Αυθόρμητα τότε οι εικόνες από το πρόσφατο παρελθόν της άρχισαν να ξεπετάγονται μία-­‐μία από το άλμπουμ των αναμνήσεων. Μέσα τους είχαν και το πρόσωπο του γενίτσαρου, όταν αμούστακο παλληκαράκι περίμενε υπομονετικά στην αυλή του μέχρι να βγει κι εκείνη στη δική της και ν’ αλλάξουν μια καλημέρα ή μια ματιά. Η Βασιλική δεν είχε αμφιβολία πως ο μασκαρεμένος Τούρκος μπροστά της ήταν ο γιος της Μπίας. «Ο Σταυρής», είπε αποσβολωμένη. Εκείνος την άρπαξε από το μπράτσο και την έσπρωξε στην πιο σκοτεινή γωνιά του μαγαζιού. «Ο Σταυρής έχει πεθάνει», της είπε βαριανασαίνοντας. Μετά την έσφιξε επάνω του σαν να ήθελε να την ρουφήξει

305


μέσα του και για κάμποση ώρα δεν έβγαλε λέξη. Όταν ξαναβρήκε τη μιλιά του, είπε με δέος το όνομά της, «Βασιλική!» Η φωνή του ακούστηκε σαν παρακάλι. «Μη μάθει η μάνα μου τα χάλια μου», την ικέτευσε μετά. Η Βασιλική είχε μουγγαθεί. Αν δεν υπήρχε πάνω στην πουκαμίσα της το νωπό δάκρυ του παλιού της γείτονα, δεν θα πίστευε πως όλα αυτά γίνονταν στ’ αλήθεια. Τον απώθησε μαλακά και ξέφυγε από την αγκαλιά του. «Ας σε φωτίσει ο Θεός να ιδείς το σωστό», μπόρεσε μονάχα να του πει. Μάζεψε μετά την αδελφή της και τους συντρόφους της κι έφυγε από το μαγαζί, χωρίς να ρίξει ούτε μια τελευταία ματιά στον εξωμότη γείτονά της. Ξημερώματα σάλπαραν. Ο Γεωργάκης έφερε άρον-­‐άρον τον Παπαφλέσσα στο σκάφος και με το πρώτο φως της αυγής σήκωσαν πανί. Για να μην κινήσει υποψίες ο αιφνιδιαστικός απόπλους της σκούνας, ύψωσαν την κίτρινη σημαία της καραντίνας που προειδοποιούσε ότι στη Φανερωμένη είχε πέσει κολλητική αρρώστια. Όσοι περνούσαν πρωί-­‐πρωί από κει, κρατικοί αξιωματούχοι και απλοί πολίτες, απομακρύνονταν αμέσως σπό το μολυσμένο σκάφος. Καθώς έλυναν τους κάβους και απομακρύνονταν από την παραλία δεν υπήρχε ούτε ένας που να θέλει να τους εμποδίσει. Η Κωνσταντινούπολη είχε δεινοπαθήσει από επιδημικές αρρώστιες και κάθε υποψία μιας τέτοιας δυστυχίας προκαλούσε τρόμο στον κόσμο. Το φρέσκο βοριαδάκι που φυσούσε από το προηγούμενο βράδυ φούσκωσε τα πανιά της Φανερωμένης και έδωσε δρόμο στο καλοτάξιδο σκαρί της. Γλίστρισε σαν δελφίνι πάνω στη γαλανή επιφάνεια του Βοσπόρου με προορισμό τις Κυδωνιές πρώτα, για να φορτώσει τα όπλα του ο

306


Παπαφλέσσας, και τον Μοριά μετά με ενδιάμεση στάση την Ύδρα. Η Βασιλική στεκόταν στην τιμονιέρα της με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς κι απογοήτευσης μέσα της. Δεν μπορούσε να ξεχάσει πως εκεί πίσω υπήρχαν δυο ακόμα χαμένα αδέλφια. Ούτε η Πελαγία ήξερε τι είχαν απογίνει. Τελευταία φορά τους είχε δει στο σκλαβοπάζαρο την ώρα που τους πουλούσαν. Πίστευε, ωστόσο, πως η Μυρτώ είχε σταθεί πιο τυχερή απ’ αυτήν. Δεν την είχαν ρίξει στην πορνεία.Την είχε αγοράσει ένας ευνούχος, που διάλεγε κοπέλες για χαρέμι. «Ο Πανάγος;» ρώτησε η Βασιλική. Γι’ αυτόν η Πελαγία είχε μιαν εφιαλτική εικόνα στο μυαλό της. Οι πελάτες της χλεύαζαν συχνά τις οθωμανικές διαστροφές και μιλούσαν για κάποια μαγαζιά στην Πόλη, στα οποία οι άνδρες διασκέδαζαν με γιαμάκια. Μικρά αγόρια από τα νησιά του Αιγαίου τα περισσότερα, φκιασιδωμένα και ντυμένα με ακριβά ρούχα, αρωματισμένα σαν πόρνες. Αυτή η εικόνα την αρρώσταινε κάθε φορά που ερχόταν στο νου της. «Δεν ξέρω για τον Πανάγο», είπε απότομα στην αδελφή της. «Μάλλον γενίτσαρο τον κάμανε». Την παρηγορούσε η ιδέα πως ο Πανάγος ήταν αρκετά μεγάλος για γιαμάκι. Τα αγόρια άρχιζαν να τα εκπορνεύουν σε πολύ μικρότερη ηλικία. Το ίδιο, όμως, την πονούσε να έχει κι έναν αδελφό εξωμότη.

307


12

Πελοπόννησος Καλοκαίρι -­‐ Φθινόπωρο 1820

Η Πελοπόννησος έμοιαζε με καμίνι που άχνιζε εκείνο το καλοκαίρι. Όπου κι αν στεκόσουν ένιωθες έναν υποχθόνιο βόμβο γύρω σου, το κόχλασμα μιας ηφαιστειακής λάβας που απελευθερωνόταν αργά και σταθερά και πλημμύριζε βουνά και κάμπους. Ήταν ο αχός των ραγιάδων, η κραυγή των σκλαβωμένων, η λαχτάρα τους για ελευθερία, το όραμα της οποίας είχε διαποτίσει πια το μεδούλι τους. Δεν υπήρχε αγρός, δεν υπήρχε σπίτι, δεν υπήρχε καφενές που να μην συζητιούνταν τα νέα για τον ξεσηκωμό. Ο παπα-­‐Δημήτρης δεν πήρε ανάσα εκείνους τους μήνες. Τα γράμματα του Παπαφλέσσα έφταναν ασταμάτητα-­‐ με αντιφατικές συχνά πληροφορίες-­‐ και τον έστελναν πότε εδώ και πότε εκεί για να ξεσηκώσει τους ραγιάδες. Μαζί του έτρεχαν και οι ξένοι Μυλόρδοι. Ταγμένοι στον αγώνα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων τον ακολουθούσαν σε κάθε ταξίδι του. Όπως έγραφε στο ημερολόγιό του ο λόρδος Χόλμπουργκ έβρισκε πιο υπέροχο να μοιράζεται με τους σκλαβωμένους Έλληνες τις ελπίδες και τους φόβους τους παρά να θαυμάζει τα κρύα μάρμαρα του ένδοξου παρελθόντος τους. Ένα σούρουπο του Οκτώβρη γύριζαν από τη Δημητσάνα. Ο παπα-­‐Δημήτρης είχε συναντηθεί με τους Φιλικούς της

308


περιοχής για να τον ενημερώσουν πόσο μπαρούτι είχαν καταφέρει να αποκρύψουν από τους Τούρκους οι μπαρουτόμυλοι του χωριού τους. Στην πύλη της Καρύταινας, μια από τις έξι που διέθετε η Τριπολιτσά, οι τζοχανταραίοι φύλακες είχαν σταματήσει έναν Ρωμιό φουστανελοφόρο και τον περιέπαιζαν. Απ’ ότι φαινόταν ήθελαν να του πάρουν το ωραίο άλογο που ίππευε. Συνηθισμένος σε τέτοιους εξευτελισμούς ο παπα-­‐Δημήτρης ξεπέζεψε από το μουλάρι του για να μην προκαλέσει την προσοχή τους. Όταν ζύγωσαν κοντύτερα αναγνώρισε τον άνθρωπο που ταλαιπωρούσαν οι τζοχανταραίοι. Ήταν ο Αναγνωσταράς, ο απόστολος της Φιλικής Εταιρείας, υπεύθυνος για την Ύδρα. Τον είδε κι εκείνος. «Καλό βράδυ παπά μου», του φώναξε, αδιαφορώντας για το πιλάτεμα των Τούρκων. Ο Ζακ Μπουλβίλ πήρε είδηση τι γινόταν και τον χαιρέτισε κι εκείνος μαζί με τον παπα-­‐Δημήτρη. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν είπε λέξη. Έφερε μόνο επιδεικτικά το άλογό του κοντά στην ομάδα των τζοχανταραίων και με μια μακριά, ενοχλημένη ματιά τους ανάγκασε να κάνουν πίσω. «Θρασίμια», μουρμούρισε ο παπα-­‐Δημήτρης, καθώς περνούσαν όλοι τους ανενόχλητοι από την πύλη. Ο Αναγνωσταράς έμεινε στο σπίτι του παπά εκείνο το βράδυ. Τα νέα που έφερνε, ωστόσο, δεν ήταν καλά. Οι καπεταναίοι που εξουσίαζαν την Ύδρα αντιστέκονταν πεισματικά στην ιδέα της επανάστασης. «Δε γυρνάνε τα κεφάλια τους», είπε ξεφυσώντας στεναχωρημένος. «Χωρίς τον Υδραίικο στόλο, όμως, ο ξεσηκωμός θε να ‘χει άσκημο τέλος». Ο παπα-­‐Δημήτρης έβγαλε τότε από το δισάκι του τα γράμματα του Παπαφλέσσα και του τα έδωσε.

309


«Εδώ είν’ η βούληση της Ανωτάτης Αρχής», του είπε. «Ο Παπαφλέσσας επείγεται άμεσον ξεσηκωμόν οπού χανόμεθα. Ρουθούνι δε θα αφήκουν ζωντανό οι Οσμανλήδες, άμα ξεκάμουν τον Αλήπασα και κατηφορίσουν προς τον Μοριάν. Ας μεταφέρομε τη βούλησή του εις την αφεντιάν τών καπεταναίων». Ο Αναγνωσταράς πήρε τα γράμματα, αλλά δεν ήξερε κατά πόσο θα τα λογάριαζαν οι Υδραίοι. Δεν ήταν σίγουρος, ούτε κι αν είχαν πληροφορηθεί ότι ο Υψηλάντης είχε χρισθεί αρχηγός του αγώνα. Δυο εβδομάδες αργότερα φάνηκε πόσο πίεζε ο χρόνος και πόσο δίκιο είχε ο Παπαφλέσσας να βιάζεται. Σαν βόμβα έπεσε στον Μοριά η είδηση της ξαφνικής αλλαγής του βαλή της Τριπολιτσάς. Τη θέση του παλαιού βαλή θα έπαιρνε ο Χουρσίτ πασάς κι όσοι γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα ανησύχησαν πολύ. Ο καινούργιος βαλής ήταν φημισμένος για την αγριότητα με την οποία αντιμετώπιζε τις επαναστάσεις. Πρόσφατα είχε πνίξει στο αίμα το κίνημα των Μαμελούκων στην Αίγυπτο. Ο διορισμός του σήμαινε, δίχως άλλο, πως το Διβάνι είχε αρχίσει να παίρνει στα σοβαρά τις φήμες για επικείμενο ξεσηκωμό των Ελλήνων. Τα νέα για τον καινούργιο πασά τα έφερε ο δάσκαλος ο Νικόλας Παμπούκης. «Με τόσα χασομέρια μας επήραν μυρουδιά», είπε στεναχωρημένος στον παπα-­‐Δημήτρη. Οι άσχημες ειδήσεις είχαν άμεσο αποτέλεσμα, ωστόσο. Κινητοποίησαν ακόμα και κείνους τους προεστούς, που δεν συμμετείχαν σε καμιά προετοιμασία κανενός αγώνα. Κατάλαβαν όλοι τους πως η μοίρα των Ελλήνων ήταν κοινή και δεν θα γλύτωναν το μαχαίρι, όσο αμέτοχοι κι αν έμεναν στις εξελίξεις.

310


Ο Χουρσίτ έφτασε στο Ναύπλιο αρχές Νοέμβρη. Σε μια εντελώς ασυνήθιστη επίδειξη συννενόησης, όλοι σχεδόν οι πρόκριτοι του Μοριά παραβρέθηκαν στην άφιξή του. Δεληγιάννηδες, Ζαϊμηδες, Λονταίοι, Νοταράδες, Κρεβατάδες, Σισίνιδες συγκεντρώθηκαν στην παραλία και τον υποδέχτηκαν με σκυμμένα κεφάλια. Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη του Χουρσίτ. Η άλλη ήταν ο λαός. Πλήθη κόσμου είχαν βγει στους δρόμους και τον επευφημούσαν απ’ όπου κι αν περνούσε. Για να γίνει αυτό το θαύμα και να πλημμυρίσουν οι δρόμοι κόσμο, δούλεψε σκληρά ο κλειστός πυρήνας των Φιλικών. Ο παπα-­‐Δημήτρης κι οι δυο φιλέλληνες “Μυλόρδοι” δεν κατέβηκαν από τις φοράδες τους από τη στιγμή που έμαθαν πως έρχεται ο πασάς. Μαζί με τον Πελοπίδα, τον Δημητρόπουλο, μερικούς Δεληγιανναίους και τον Περραιβό, που είχε στο μεταξύ επιστρέψει στην Πελοπόννησο, αλώνισαν τις εκκλησίες.Έπεισαν τους ιερείς να ορμηνέψουν το ποίμνιό τους να ξεχάσει τη χολή που έτρεφε για τον δυνάστη και να βγει στους δρόμους να του ρίξει στάχτη στα μάτια. Υπήρχαν κι αυτοί που τσίνησαν αλλά το κόλπο έπιασε.Ο Δούρειος ίππος μπήκε τελικά στην Τροία του. Ο Τούρκος πασάς δεν πίστευε στα μάτια του. Έρχόταν αλλιώς πληροφορημένος και με άλλες διαθέσεις. Αλλά μπροστά σ’ αυτή την πλημμυρίδα ολοκληρωτικής υποταγής, άλλαξε γρήγορα γνώμη. Ο λόρδος Χόλμπουργκ με την παρέα του ακολούθησαν την πομπή του ως την Τριπολιτσά. Όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, μπροστά πήγαιναν τρεις άντρες που ανέμιζαν αλογοουρές, το σύμβολο εξουσίας του βαλή. Πίσω ακολουθούσαν νταούλια, κλαρίνα, χορευτές, σαλταδόροι και γελωτοποιοί που έκαναν την πομπή να μοιάζει με

311


πανηγύρι. Αλβανοί πολεμιστές τραγουδούσαν εγκωμιαστικά τραγούδια για τον πασά, ενώ ένα σώμα ιππικού έκανε επιδείξεις ακροβατικών ικανοτήτων. Ο Χουρσίτ ίππευε ένα άλογο με χρυσά χάμουρα και σέλα από τιγροτόμαρο. Η ικανοποίησή του ήταν ολοφάνερη. Όταν έφτασαν στο σεράι της Τριπολιτσάς χάρισε σε όλους τους προεστούς από μια γούνα, δείγμα μεγάλης εύνοιας για τους Οθωμανούς. Όλα έδειχναν ότι ο Χουρσίτ είχε οριστικά παραπλανηθεί, όταν ένα ατυχές περιστατικό παρά λίγο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ήταν ακόμα Νοέμβρης και στην εκκλησιά της Υπαπαντής, ενορία του παπα-­‐Δημήτρη, συνωστίζονταν πλήθη κόσμου που είχαν έρθει από όλη την πόλη. Ο λόγος ήταν πως εκεί ο Θανάσης ο Κούγιας, ένας από τους προεστούς της Τριπολιτσάς, θα ανακοίνωνε τον τρόπο με τον οποίο ο υπεύθυνος κοτζαμπάσης είχε καταμερίσει στον καθένα τους το ετήσιο χαράτσι που η πόλη πλήρωνε στον Σουλτάνο. Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις ποτέ δεν μιλούσε κανείς. Όλοι άκουγαν με δουλική στωικότητα τον τρόπο με τον οποίο Τούρκοι και κοτζαμπάσηδες θα άρμεγαν τον ιδρώτα τους. Διότι δεν ήταν κρυφό. Όταν ο Τούρκος ζητούσε ένα πουγκί, ο κοτζαμπάσης τα έκανε δύο. Κι αν η αφαίμαξη τέλειωνε εκεί, καλά θα ήταν. Έπρεπε να δώσουν τον οβολό τους -­‐με το καλό ή με το ζόρι-­‐ και στους Κλέφτες που είχαν πάρει τα βουνά για να γλυτώσουν από την σκλαβιά. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα η λαοθάλασσα κόχλαζε. Στον αέρα υπήρχε διάχυτη η αίσθηση της ανυπακοής κι όλοι κοιτούσαν αγριεμένοι τον Κούγια που διάβαζε ονόματα και αριθμούς. Η ατμόσφαιρα βάρυνε κι άλλο όταν ο Πάνος Δασκαλάκης, μακρινός ξάδερφος του περιβόητου Κλέφτη

312


Ζαχαριά, φώναξε ν’ ακούσουν όλοι πως το καινούργιο χαράτσι ήταν εκατό γρόσια πιο μεγάλο ανά κεφαλή, σύμφωνα με τους δικούς του λογαριασμούς. «Αχόρταγα μουλάρια, δεν τυλώνεστε με τίποτα», φώναξε από κάτω ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Φιλικός Ζαφειρόπουλος. «Βόλια θα σας ταϊσουμε τούτη τη δόση». . Το πλήθος είχε πάρει θάρρος και ο βόμβος της αγανάχτησής του έμοιαζε με εξαγριωμένο μελίσσι. Κάποιοι κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος του Κούγια, αλλά εκείνος στεκόταν όρθιος ανάμεσα σε δυο γενίτσαρους, αλαζονικά ανένδοτος. Εξαγριωμένος, κουνούσε το δάχτυλό του απειλώντας με αφανισμό όσους δεν πλήρωναν το χαράτσι. Κάποια στιγμή γύρισε στον παπα-­‐Δημήτρη, που σαν υπεύθυνος της ενορίας, στεκόταν δίπλα του. «Παπά, μίλα. Πες πως θα τους αφορέσεις άμα σηκώσουν κεφάλι», τον διέταξε, αλλά ο παπα-­‐Δημήτρης ούτε που του έδωσε σημασία. Μπροστά στον εξαγριωμένο κόσμο ο Κούγιας κατάλαβε πως κινδύνευε. Παράτησε την προσπάθειά του να διαβάσει τα υπόλοιπα ονόματα κι απλά κόλλησε το τούρκικο φιρμάνι στην πόρτα της εκκλησίας κι έφυγε τρέχοντας. Ο γέρο Ζαφειρόπουλος τότε έκανε μιαν ακατανόητη κίνηση. Τον ακολούθησε ως το σπίτι του πιστεύοντας πως αν τον μυούσε στα μυστικά της Εταιρείας θα κατάφερνε να τον μαλακώσει και να τον συνετίσει. «Έλα να σου ξομολογηθώ ένα βαρύ μυστικό», του είπε. Η αντίδραση του Κούγια στην προσπάθεια του Ζαφειρόπουλου να τον μυήσει ήταν εκρηκτική. «Οι φαύλοι και οι άνοες συνωμοτείτε να χαλάσετε τις φαμελιές και το βιος μας», του φώναξε εκτός εαυτού και πήρε δρόμο για το σεράι να προδώσει το κίνημα. Αλλά όταν

313


έφτασε στους Τούρκους δεν του πήγε η καρδιά ν’ αναφέρει ονόματα. Έκανε μιαν αόριστη καταγγελία, η οποία δεν ήταν αρκετή για να τους πείσει. Στον κύκλο των Φιλικών η προδοσία του Κούγια έπεσε σαν προειδοποιητική βολή. Για να μελετηθεί η κατάσταση έγινε μια σύσκεψη στο σπίτι του παπα-­‐Δημήτρη. Μετά από πολύωρη διαβούλευση η απόφαση ήταν να τον σιωπήσουν για πάντα, αλλά ανέβαλαν για αργότερα να την υλοποιήσουν, για να μην δημιουργήσουν υπόνοιες στους Τούρκους. Ο Αναγνωσταράς με τον Παμπούκη, στο μεταξύ, έφεραν σημαντικά νέα από την Ύδρα. Ο Παπαφλέσσας είχε φτάσει στο νησί. «Ισχυρίζεται πως είναι αντιπρόσωπος τού Υψηλάντη. Φέρνει και γράμματα μαζί του», είπε μάλλον ειρωνικά ο Αναγνωσταράς. Ο παπα-­‐Δημήτρης ήξερε πως τόσο εκείνος όσο και ο Παμπούκης δεν συμπαθούσαν τον αρχιμανδρίτη γι’ αυτό και δεν έδειξε τον ενθουσιασμό του για την άφιξή του. «Όλοι τον ίδιο αγώνα κάμουμε», είπε και σταυροκοπήθηκε. «Αγαπάτε αλλήλους ίνα τον εξαποδώ αποτάξομεν». § Η είδηση για τον ερχομό του Παπαφλέσσα έκανε το γύρω του Μοριά σε μια νύχτα και τάραξε πολύ κόσμο. Ανησύχησε ιδιαίτερα κάποιους προεστούς και μεγαλονοικοκυραίους που ένιωσαν πως η παρουσία αυτού του εκρηκτικού ανθρώπου θα έβαζε σε κίνδυνο τις ζωές και τις περιουσίες τους. Δίχως καθυστέρηση κάποιοι απ’ αυτούς, λαϊκοί και κληρικοί, συγκεντρώθηκαν στην ερημική μονή της Αγίας

314


Λαύρας, στα Καλάβρυτα. Έργο τους θα ήταν να βρουν τρόπο να χαλιναγωγήσουν τον αρχιμανδρίτη. Ο παπα-­‐Δημήτρης άκουσε με φρίκη τα νέα. Αυτή η συνάντηση των αρχοντάδων του τόπου δεν μπορούσε να σημαίνει τίποτα καλό για τον Παπαφλέσσα. Δίχως να το σκεφτεί πολύ πήρε τους ξένους του κι έφυγε για το μοναστήρι. Για καλή του τύχη βρήκε τον Παμπούκη εκεί και κατάφερε να μπει στην αίθουσα της σύναξης σαν συνεργάτης του. Δεν έμεινε ως το τέλος της συζήτησης, όμως, Λίγο αργότερα βγήκε φαρμακωμένος. Οι δυο ξένοι τον περίμεναν στο παγωμένο αρχονταρίκι της μονής, τυλιγμένοι στις μπέρτες τους για να μην ξεπαγιάσουν. Τρόμαξαν στα χάλια που τον είδαν. Με το ζόρι άνοιξε το στόμα του να τους μιλήσει. «Τούτοι θέλουν να τον ξεκάμουν», είπε καταστεναχωρημένος. «Αποφάσισαν να στείλουν ένα δικό τους, τον Παναγιώτη τον Αρβάλη, να πείσει τους Υδραίους να τον περιορίσουν στο νησί τους. Μπορείτε να το πιστέψετε; Θέλουν να σβήσουν τη φλόγα που ήρθε να βάλει μπουρλότο στον Μοριά!» Μετά από τόσους μήνες δίπλα στον παπα-­‐Δημήτρη ο λόρδος Χόλμπουργκ είχε πάψει να απορεί με τις έριδες των ρωμιών. Είχε συνηθίσει την ασυνεννοησία τους, το εύκολο ψέμα τους και το γεγονός πως η διαφθορά έμοιαζε να είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν. Δεν τους κάκιζε, όμως. Αυτά τα έβρισκε φυσιολογικά ελαττώματα κάτω από τις απάνθρωπες συνθήκες που ζούσαν. «Πρέπει να του προφτάσω τα συμβάντα», είπε ο παπα-­‐ Δημήτρης. «Είναι ανάγκη να μάθει τι του μαγερεύουν». Οι δυο συνοδοί του δεν είχαν αντίρρηση να τον ακολουθήσουν στην καινούρια του εξόρμηση. Ήθελαν κι

315


αυτοί να γνωρίσουν τον άνθρωπο που είχε εμπνεύσει τόση αγάπη και τόση αντιπάθεια στους συμπατριώτες του. Ξημερώματα άφησαν το μοναστήρι και ξεκίνησαν να διασχίσουν τον ορεινό όγκο της κεντρικής Πελοποννήσου. Ήταν ένα δύσκολο ταξίδι το χειμώνα και το έκανε δυσκολότερο η βιασύνη τους να προλάβουν να φτάσουν στην Ύδρα πριν τον Αρβάλη. Προς το βράδυ τα μονοπάτια τους έβγαλαν στην Γκούρα, ένα κεφαλοχώρι στα χίλια μέτρα υψόμετρο. Οι κάτοικοί της δεν έπρεπε να έχουν ξαναδεί Ευρωπαίο. Περιεργάστηκαν με γνήσια απορία την ενδυμασία τους και στο τέλος μειδίασαν ειρωνικά, βρίσκοντάς την γελοία. Με λίγα χρήματα τους επέτρεψαν να διανυκτερεύσουν σ’ ένα άθλιο δωμάτιο γεμάτο σακιά με πατάτες και κρεμύδια. Όχι πως υπήρχε καλύτερο μέρος να μείνουν. Οι χωριάτες φύλαγαν στα σπίτια τους τους καρπούς της γης τους-­‐ ότι απέμενε από τα χαράτσια-­‐ αφού δεν εμπιστεύονταν πουθενά αλλού να τους φυλάξουν. Άνθρωποι, γεννήματα και ζώα ζούσαν όλοι μαζί στοιβαγμένοι στον ίδιο χώρο. Ξημερώματα άφησαν το εντυπωσιακό οροπέδιο στο οποίο ήταν χτισμένη η Γκούρα και κατηφόρισαν προς τη λίμνη της Στυμφαλίας. Για πέντε γρόσια εκεί έπεισαν έναν βοσκό να τους οδηγήσει μέχρι τη Νεμέα. Η περιοχή θύμισε στο λόρδο Χόλμπουργκ το λιοντάρι της και τους άθλους του Ηρακλή, μόνο που τώρα τον απασχολούσαν άλλοι άθλοι. Εκείνοι που έπρεπε να γίνουν για να αναγεννηθεί το Έθνος των Ελλήνων από τις στάχτες του. Μια βδομάδα αργότερα έφτασαν στο Ναύπλιο. Ήταν μεσημέρι ακόμα αλλά ο χειμωνιάτικος ουρανός είχε απλώσει ένα μελαγχολικό γκρίζο πέπλο πάνω από την πόλη. Χωρίς τάταρη και δραγουμάνο, ο Ζακ Μπουλβίλ

316


ανέλαβε μόνος του να βρει κατάλυμα. Για λίγους παράδες κάποιος από τους πολλούς ζητιάνους της πόλης, τους έδειξε τα κατατόπια και τους βρήκε το σπίτι που ζητούσαν. Κατά τη διαδρομή, όμως, ο Ζακ Μπουλβίλ αναγκάστηκε ν’ ακούσει και την ιστορία του. Ήταν από την Ήπειρο και είχε φτάσει ως εδώ, ζητιανεύοντας στους δρόμους ελπίζοντας να καταφέρει κάποτε να μαζέψει το ποσό που του ζητούσε ο Αλήπασας για να ελευθερώσει την οικογένειά του. Σε μια χώρα, ωστόσο, που η καταπίεση ήταν κανόνας, τέτοιες ιστορίες δεν έκαναν εντύπωση σε κανένα. Στο σπίτι όπου κατέλυσαν έμεναν συνήθως ξένοι. Από μια παραξενιά της τύχης οι δυο περιηγητές συνάντησαν ένα παλιό γνωστό τους εκεί. Τα τεράστια μουστάκια του Ντιρκ Σάουμπε έπαλαν με ενθουσιασμό όταν τους είδε. «Τελικά πράγματι είναι μικρός ο κόσμος», τους είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει τη χαρά του. Ο λόρδος Χόλμπουργκ ποτέ δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο ρόλος αυτού του ανθρώπου και για ποιο λόγο τριγύριζε στη Ρούμελη και τον Μοριά. Κατά τη γνώμη του Ζακ Μπουλβίλ ήταν ένας από τους πολλούς κατασκόπους που οι μεγάλες δυνάμεις είχαν στην περιοχή. Στήριξε τον ισχυρισμό του στο γεγονός ότι ο Σάουμπε είχε τεκμηριωμένες απόψεις για την κατάσταση στον Μοριά και γνώριζε καλά τους Νεοέλληνες. Η χαρά του Γερμανού μειώθηκε όταν διαπίστωσε πως στην παρέα τους υπήρχε και ένας ιερέας. Ο Σάουμπε ήταν δεδηλωμένος άθεος. Γι’ αυτό και το βράδυ όταν συναντήθηκαν για να περάσουν λίγο χρόνο μαζί δεν δίστασε να επιτεθεί στον παπα-­‐Δημήτρη. Με τη βοήθεια του Ζακ Μπουλβίλ που μετέφραζε, του είπε κατάμουτρα πως η εκκλησία κρατούσε τον λαό εσκεμμένα στα βάθη της αγραμματοσύνης του.

317


«Τα μόνα που του επιτρέπετε να διαβάσει είναι τα θρησκευτικά σας βιβλία», του είπε αγαναχτισμένος. «Τον πνευματικό πλούτο που έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη τους τελευταίους αιώνες, τον έχετε αποκλείσει τελείως από τα λιγοστά σχολεία σας”. Ο παπα-­‐Δημήτρης υπέστη αδιαμαρτύρητα την επίθεση. Ήξερε, άλλωστε, τον βαθμό της υποταγής των συμπατριωτών του στους θρησκευτικούς του ηγέτες. Εκείνη την ώρα, όμως, είχε άλλες έγνοιες στο μυαλό του. Ο Παπαφλέσσας κι ο ξεσηκωμός του Γένους ήταν τα μόνα που τον ένοιαζαν. «Νομίζετε πως η εκκλησία θα στεκόταν εμπόδιο σε μια πιθανή επανάσταση;» ρώτησε τότε ξαφνικά τον Σάουμπε ο λόρδος Χόλμπουργκ. Ο Γερμανός περιηγητής σούφρωσε τα χείλη του κι έδωσε μιαν απάντηση που κανείς τους δεν περίμενε να δώσει. «Αντίθετα, νομίζω πως θα την στηρίξει», είπε εμφαντικά. «Το θρησκευτικό συναίσθημα θα αποτελέσει, κατά τη γνώμη μου, το σπουδαιότερο κίνητρο, για να κάνει τους Έλληνες να αποζητήσουν την ελευθερία τους». Ήταν μια άποψη που έκανε εντύπωση στον λόρδο Χόλμπουργκ. Δεν είχε εξετάσει ποτέ του την ελληνική επανάσταση απ’ αυτή την πλευρά. Τη βρήκε υπερβολική, όμως. «Δεν νομίζω πως θα επαναστατήσουν για τη θρησκεία τους», απάντησε στον Σάουμπε. «Αν οι Έλληνες ξεσηκωθούν, θα το κάνουν για να αποτινάξουν το ζυγό της σκλαβιάς τους. Οι Τούρκοι, άλλωστε, δεν τους εμποδίζουν να λατρεύουν τον Θεό τους!» «Δεν είστε καλά ενημερωμένος, λόρδε μου!» είπε αμέσως ο Σάουμπε. «Ο πόλεμος των θρησκειών μαίνεται στην

318


Οθωμανική αυτοκρατορία. Ισλαμιστές, Εβραίοι, Ορθόδοξοι και Καθολικοί χριστιανοί αντιμάχονται με φανατισμό ο ένας τον άλλο. Η θρησκεία είναι η ίδια τους η ζωή. Ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν. Οι Τούρκοι υπόσχονται τα πάντα για να εξισλαμίσουν τους Ρωμιούς κι εκείνοι περιφρονούν τους εξωμότες. Μην ξεχνάς και πόσο μισούν οι Ορθόδοξοι τον Πάπα! Τον μισούν περισσότερο κι από τους Τούρκους! Υποσυνείδητα, λοιπόν, την επιτυχία της επανάστασης την βλέπουν σαν νίκη της Ορθοδοξίας κυρίως». Ο παπα-­‐Δημήτρης ενημερωνόταν από τον Ζακ Μπουλβίλ για το περιεχόμενο της συζήτησης, η οποία φαινόταν να τον ενοχλεί. Ο λόρδος Χόλμπουργκ το κατάλαβε και με μια τελευταία φράση έκλεισε την κουβέντα. «Σημασία έχει η ίδια η ελευθερία κι όχι τα κίνητρα που θα ωθήσουν τους Έλληνες, για να την αποκτήσουν», είπε και συμφώνησαν όλοι μαζί του. Στο Ναύπλιο έμειναν μια βδομάδα, χωρίς να καταφέρουν να βρουν το πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ύδρα. Ο παπα-­‐Δημήτρης καθόταν στα καρφιά βλέποντας τον χρόνο να του φεύγει κι ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν είχε διάθεση να μείνει περισσότερο σε έναν τόπο που τον μάστιζε η ελονοσία. Ένα πρωί το πήραν απόφαση πως καράβι δεν ερχόταν. Καβάλησαν ξανά τις φοράδες τους και ξεκίνησαν να φτάσουν δια ξηράς στις ακτές απέναντι από την Ύδρα. Παρά την κακή τους εμπειρία από τους αγωγιάτες, αποφάσισαν να πάρουν έναν Έλληνα μαζί τους για να τους δείξει το δρόμο. Δεν γλύτωσαν, όμως, από τις γκρίνιες του. Μουρμούραγε διαρκώς δυσαρεστημένος κάθε φορά που ήταν να φορτώσει ή να ξεφορτώσει τα ζώα, ενώ στην παραμικρή δυσκολία τον έπιανε πανικός. Στο τέλος τα κατάφερε να χάσει και τον δρόμο. Αντί να τους βγάλει στο

319


μοναστηριακό μετόχι, απέναντι από την Ύδρα, τους έφερε στο Λυγουριό, ένα μικρό χωριό κοντά στην Επίδαυρο. Αυτό το είχαν ξαναζήσει και τους είχε κοστίσει μιαν αιχμαλωσία, αλλά ούτε ο λόρδος Χόλμπουργκ παραπονέθηκε, ούτε ο Ζακ Μπουλβίλ είπε τίποτα. Το θέατρο, άλλωστε, που ήταν εκεί κοντά και είχε την καλύτερη ακουστική στον κόσμο, τους αποζημίωσε για την ταλαιπωρία. Το βράδυ διανυκτέρευσαν στην Ντάρα, ένα χωριό κοντά στην αρχαία Τροιζήνα. Ο τόπος ήταν πλούσιος κι οι χωριάτες καλόβολοι. Μάλωσαν μεταξύ τους ποιος θα τους φιλοξενήσει. Το σπίτι στο οποίο έμειναν ήταν πλημμυρισμένο από αγαθά. Βαρέλια οι ελιές, τσουβάλια τα κρεμμύδια και τα χαρούπια, δοχεία το λάδι και το μέλι. Η Σωτήραινα, η κυρά του σπιτού, έβαλε κι έψησε στη σχάρα ένα πεντανόστιμο θαλασσινό μεζέ. Οι ξένοι δεν είχαν ξαναφάει τέτοιο πράγμα. Πρώτη φορά στη ζωή του ο λόρδος Χόλμπουργκ έγλειψε τα δάχτυλά του μετά το γεύμα. «Είστε κοντά στον Πόρο», τους πληροφόρησε ο σπιτονοικοκύρης όταν έμαθε για πού τραβούσαν. «Εκεί θα βρείτε πλεούμενο για την Ύδρα». Με το πρώτο φως της ημέρας έφυγαν για να προλάβουν να είναι στον προορισμό τους πριν σκοτεινιάσει. Πέρασαν από στενά μονοπάτια κοντά από τον Δαμαλά, ένα χωριό δίπλα στην αρχαία Τροιζήνα, και δυο ώρες πριν να δύσει ο ήλιος έφτασαν στη στεριά απέναντι από τον Πόρο. Ήταν ακατοίκητη. Κάτι μαντριά υπήρχαν μονάχα. Ζωή είχε το νησί. Η πόλη του Πόρου κρεμόταν γύρω από ένα Καστέλι και πίσω της, κάτω από το γαλανό ουρανό, πρασίνιζαν τα βουνά του νησιού κατάφυτα από πεύκα. Τα δέντρα έφταναν μέχρι κάτω τη θάλασσα και τα φύλλα τους άγγιζαν το νερό.

320


Οι ξένοι στάθηκαν να απολαύσουν τη θέα. Το νησί ήταν τόσο κοντά στη στεριά της Πελοποννήσου, που έμοιαζε ν’ αγωνιά να την σφίξει στην καταπράσινη αγκαλιά του. Τους χώριζε μια μεγάλη υδάτινη λεκάνη, ένα λιμάνι που σου έδινε την εντύπωση πως δεν τέλειωνε πουθενά. Πάνω στα ήσυχα νερά του ήταν αγκυροβολημένο ένα μεγάλο πλήθος από ιστιοφόρα. Ακίνητα, με τα κατάρτια τους γυμνά από τα πανιά τους, έμοιαζαν με απολιθωμένους κύκνους κάτω από το μουντό φως του δειλινού. Αργότερα έμαθαν πως όλα σχεδόν ήταν Υδραίικα και Σπετσιώτικα. Περίμεναν στο φιλόξενο αραξοβόλι, ελπίζοντας να βρουν ξανά κάποια μέρα τα ναύλα που έχασαν με τη λήξη των πολέμων του Ναπολέοντα. Οι καιροί όμως είχαν δυσκολέψει. Δεν υπήρχαν πια ζώνες αποκλεισμένων λιμανιών να διασπάσουν και να πουλήσουν πανάκριβα το σιτάρι τους. Για δυο πιάστρα πέρασαν απέναντι μέσα σε μια μεγάλη βάρκα με κουπιά. Η παραλία ήταν σχεδόν άδεια από κόσμο αφού ο Νοέμβρης είχε προχωρήσει και το ξεροβόρι που φυσούσε είχε μαζέψει τους άντρες, άλλους στα σπίτια τους και άλλους στους καφενέδες. Κάτι λίγοι αγωγιάτες κυκλοφορούσαν ακόμα μεταφέροντας τα τελευταία φορτία από τα καϊκια, πριν δώσουν τέλος κι αυτοί στον κάματο της ημέρας. Μπήκαν στον μεγάλο καφενέ της παραλίας για ν’ αναζητήσουν κάποιον πρόθυμο να τους φιλοξενήσει. Η ατμόσφαιρα ήταν θολή από τα τσιμπούκια και τις ανάσες των θαμώνων. Το βουητό από τις συζητήσεις διακόπηκε απότομα μόλις εμφανίστηκαν στην πόρτα κι όλα τα μάτια έπεσαν επάνω τους. Αλλά αυτό κράτησε λίγο. Με υπεροπτική αδιαφορία οι νησιώτες συνέχισαν την κουβέντα τους, χωρίς να τους δώσουν ιδιαίτερη σημασία.

321


«Τούτοι είναι ταξιδεμένοι, ξέρουν από κόσμο, δεν τους κάμουν εντύπωση τα φράγκικα ρούχα», είπε ο παπα-­‐ Δημήτρης στους συνταξιδιώτες του. «Ούτε Τούρκο έχουν στο κεφάλι τους, για να τους πιλατεύει». Όταν βολεύτκαν κάπου μέσα σ’ αυτό τον πνιγηρό καφενέ ο λόρδος Χόλμπουργκ θυμήθηκε τον Ποσειδώνα. Στα πρόσωπα των νησιωτών αναγνώρισε την ατίθαση έκφραση που είχε μάθει να βλέπει στα μάτια των ναυτών του. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Ντάντουελ τους είχε χαρακτηρίσει σαν τους χειρότερους Έλληνες, αυτούς και τους Υδραίους», είπε στον Ζακ Μπουλβίλ. «Μάλλον δεν δέχτηκαν να τον προσκυνήσουν», σχολίασε εκείνος. Κάποια στιγμή η μουρμούρα σταμάτησε πάλι. Στον καφενέ μπήκε ένας τύπος ψηλός, με παχύ μουστάκι, αρχοντικά ντυμένος και μπαστούνι στα χέρια του σαν εκείνο που συνήθιζαν να κρατούν οι Φράγκοι. Τα κεφάλια χαμήλωσαν με σεβασμό και κάποιοι του φίλησαν το χέρι. Ο παπα-­‐Δημήτρης αναδεύτηκε κι αυτός στη θέση του και τον κοίταξε καλύτερα σαν να τον αναγνώρισε. Ο αρχοντάνθρωπος κάθισε σε μια ευρωπαϊκή καρέκλα, που μάλλον θα την φύλαγαν αποκλειστικά για κείνον, ζήτησε καφέ, τούρκικα τσιγάρα και χαλάρωσε στη θέση του. «Κάπου τον ξέρω αυτόν», είπε ο παπα-­‐Δημήτρης. Μετά από ένα μικρό δισταγμό σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Ο Ποριώτης δεν του έδωσε σημασία στην αρχή, αλλά ξαφνικά το πρόσωπό του άρχισε να φωτίζεται. Σηκώθηκε από τη θέση του και φίλησε με σεβασμό το χέρι του ιερωμένου. Ο Ζακ Μπουλβίλ δεν δυσκολεύτηκε να ερμηνεύσει την κίνηση. «Φιλικός θα είναι ο άρχοντας», είπε.

322


Ο παπα-­‐Δημήτρης μίλησε για κάμποσο μαζί του και μετά τον έφερε στην παρέα. «Ο λογοθέτης Κωστής Δουζίνας», τους τον σύστησε. Ο αρχοντάνθρωπος είχε χάσει πια το απρόσιτο ύφος του. Έσφιξε με θέρμη το χέρι των ξένων, κάθισε να πιει καφέ μαζί τους και ζήτησε να μάθει τι νέα έφερναν από τον Μοριά. Η κουβέντα έφτασε μοιραία και στο φλέγον ζήτημα της Ύδρας. «Είμεθα ούλοι σεκλετισμένοι με την μουλαριά των», είπε ο παπα-­‐Δημήτρης, αλλά απέφυγε εκείνη την ώρα να αναφέρει ποια ήταν η αληθινή αποστολή του στο νησί. Ο Παπαφλέσσας είχε πολλές αντιπάθειες κι ήθελε να κρατήσει το όνομά του στο περιθώριο ακόμα. Το βράδυ ο Δουζίνας τους φιλοξένησε στο σπίτι του. Κάλεσε κι άλλους τρεις Φιλικούς για να συσκευθούν. Ήρθαν ο καπετάν Γιώργης Κριεζής, ο Κυρ Μάνθος Πιπίνος κι ο Νικόλας Κιζάνης. Με την ανυπομονησία του επαναστάτη που έχει απαυδήσει να περιμένει το σύνθημα του ξεσηκωμού έλπιζαν όλοι τους ν’ ακούσουν ευχάριστα νέα από τον Μοριά. Ο παπα-­‐Δημήτρης δεν ήταν από τους ανθρώπους που ωραιοποιούσαν καταστάσεις. Είπε πως ο λαός ήταν έτοιμος για όλα, αλλά υπήρχαν και άλυτα προβλήματα. «Ξεσυνέριες, γινάτια και διχόνιες τρων’ τα σωθικά μας», είπε φανερά στεναχωρημένος. Τους μίλησε και για την απόφαση που είχε παρθεί στα Καλάβρυτα να περιοριστεί ο Παπαφλέσσας και τη δική του πρόσθεση να τον ειδοποιήσει, πριν φτάσει ο Αρβάλης στην Ύδρα. Οι Ποριώτες Φιλικοί εκτιμούσαν τον Παπαφλέσσα. Τον θεωρούσαν άνθρωπο με αγωνιστικό πάθος, κατάλληλο να ξεσηκώσει το λαό. Ακόμα κι ο λογοθέτης Δουζίνας, που είχε

323


χαρακτηρίσει φούσκες τις υποσχέσεις του για ξένη βοήθεια, πίστευε κι αυτός πως ο εκρηκτικός ιερωμένος ήταν ικανός να κάνει άνω κάτω τον κόσμο και να φέρει στους Ρωμιούς την ελευθερία. Αν και θα προτιμούσαν να μην ανακατευτούν στις διαφορές του με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά, τελικά πήραν το μέρος του. Υποσχέθηκαν στον παπα-­‐Δημήτρη να τον συνδράμουν. Κι ο καπετάν Γιώργης Κριεζής ανέλαβε να μεταφέρει αυτόν και τους συντρόφους στην Ύδρα. § Από τον Πόρο έφυγαν δυο μέρες αργότερα πάνω σε μια σακολέβα. Ήταν ένα ανάλαφρο σκαρί, σαν πουλί, που σου έδινε την εντύπωση πως πετούσε σύριζα πάνω στο κύμα, με τα φτερά του ν’ αγγίζουν την αφρισμένη επιφάνεια της θάλασσας. Το ταξίδι κράτησε λίγο. Με τα τετράγωνα πανιά της γεμάτα από το δυνατό γαρμπή, η σακολέβα πήγαινε σφαίρα. Δεν άργησε να φανεί στον ορίζοντα ο ξερός και άγονος όγκος ενός νησιού, που ήταν ξαπλωμένο νωχελικά στα νερά του Αιγαίου. Αντίκρυ ήταν η γη της Πελοποννήσου. «Η Ύδρα», είπε ο καπετάν Γιώργης. Αυτό το νησί ο λόρδος Χόλμπουργκ το είχε στο νου του σαν ένα μεγάλο καράβι. Δεν θα του έκανε εντύπωση αν οι κάτοικοί του έμεναν μονίμως μέσα σε σκούνες και μπρίκια και να πατούσαν πότε-­‐πότε στη στεριά, σαν τις φώκιες που έβγαιναν να λιαστούν. Άθελά του ένιωσε σεβασμό στη θέα αυτού του ξερού βράχου. Ακόμα και οι χειρότεροι επικριτές των Νεοελλήνων, από τους Άγγλους Dodwell και Gell ως τον Γερμανό Paw και τον Πρώσσο Bartholdy είχαν βρει καλά λόγια να πουν γι’ αυτή τη ναυτική δύναμη, μέσα στα μοχθηρά τους σχόλια.

324


«Πώς τα κατάφεραν;», ρώτησε ο λόρδος Χόλμπουργκ. Ο καπετάν Γιώργης ήταν λακωνικός στην αρχή. Είπε μονάχα μια λέξη, λες κι αυτή θα έλυνε την απορία του Άγγλου αριστοκράτη. «Ξερονήσι», είπε. Μετά σήκωσε το χέρι του προς την Πελοπόννησο. «Όποτε οι Τούρκοι έκαναν σφαγές εκεί, κάποιοι από τους κυνηγημένους έφταναν στην Ύδρα. Κι επειδή οι σφαγές δεν έλειψαν ποτέ από τον Μοριά, στο νησί μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Πού να τον θρέψει; Έφτασαν να λιμοκτονούν στο τέλος». Ο λόρδος Χόλμπουργκ δε χρειαζόταν ν’ ακούσει περισσότερα για να καταλάβει. Ο καπετάν Γιώργης, όμως, συνέχισε τις εξηγήσεις του. «Η θάλασσα αποδείχτηκε χρυσοφόρα», είπε. «Φτιάξανε πλεούμενα, έκαμαν εμπόρια, αλλά το πολύ χρυσάφι γέμισε τις στέρνες τους με τους αποκλεισμούς των λιμανιών την εποχή του Ναπολέοντα». Λίγο αργότερα η επιβλητική εικόνα της Ύδρας ήρθε να επιβεβαιώσει τα λόγια του καπετάνιου. Εκεί έπρεπε πράγματι να υπάρχουν «στέρνες με χρυσές λίρες». Η πόλη φαινόταν να κρέμεται σαν ζωγραφιά από τον ουρανό, τυλιγμένη σ’ ένα πέπλο χειμωνιάτικης μελαγχολίας. Αμφιθεατρικά χτισμένη στην πλαγιά ενός λόφου, από τον γυαλό μέχρι ψηλά την κορυφή του, έμοιαζε με απόρθητο φρούριο του οποίου οι πύλες δεν επρόκειτο να ανοίξουν ποτέ σε κανένα αφέντη. Οι δυο ξένοι κι ο παπα-­‐Δημήτρης κοιτούσαν με θαυμασμό τα αρχοντόσπιτα που ήταν ριζωμένα στον άγονο βράχο της. Κάτι πελώρια κτίρια, που πιστοποιούσαν με τρόπο υπεροπτικό τον πλούτο του νησιού. Η σακολέβα του καπετάν Γιώργη φούνταρε έξω από το μικρό λιμάνι της, κάτω από τη σκιά των κανονιών που

325


προστάτευαν τη μπούκα του. Δίπλα στη σακολέβα υπήρχαν κι άλλα σκάφη. Το πιο κοντινό τους ήταν μια τρικάταρτη σκούνα. Ένα όμορφο, θαλασσοδαρμένο σκαρί, που στην πλώρη του ήταν γραμμένο το όνομα Φανερωμένη. «Ο Σουλτάνος δεν έχει καταλάβει μάλλον τι γίνεται εδώ πέρα», μουρμούρισε ο λόρδος Χόλμπουργκ. Ο Ζακ Μπουλβίλ σκεφτόταν άλλα πράγματα. Ήταν συνεπαρμένος από την ομορφιά του νησιού και της θαλασσινής παράδοσης των Ελλήνων. Ο νους του είχε πάει πολύ πίσω στο χρόνο. «Έχω την εντύπωση πως η Ύδρα θα δημιουργήσει τον θρύλο μιας καινούργιας Σαλαμίνας, με καινούργιους Θεμιστοκλήδες στο νικητήριο ρόλο τους», είπε ονειροπόλα.

.

326


13 Ύδρα –Σπέτσες Δεκέμβρης 1820

Ο καπετάν Γιώργης Κριεζής δεν ήταν δυνατόν να έχει στο καράβι του έναν Άγγλο λόρδο και να μην κάνει τη φιγούρα του στους Υδραίους καπεταναίους. Ιδιαίτερα στον φίλο του Λάζαρο Πινότση. Λίγο πριν το μεσημέρι της επομένης, η λέμβος της σακολέβας τούς έβγαλε στην παραλία, που ασφυκτιούσε από κόσμο. Αυτή η ανθρωποπλημμύρα παραξένεψε τον λόρδο Χόλμπουργκ και την παρέα του. Για τους ντόπιους, όμως, ήταν κάτι φυσιολογικό. Εκείνο τον καιρό οι ξέμπαρκοι ναυτικοί, Υδραίοι και ξένοι, υπολογίζονταν στις δέκα χιλιάδες. Σουλατσάριζαν πάνω κάτω στη μικρή παραλία του λιμανιού, περιμένοντας καράβι να δουλέψουν, αλλά η παρατεταμένη κρίση της ναυτιλίας δεν τους άφηνε και πολλά περιθώρια ελπίδας. «Στρατός ολόκληρος», σχολίασε ο Ζακ Μπουλβίλ. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έκανε ακριβώς την ίδια σκέψη. «Η ανεργία μπορεί πράγματι να βοηθήσει το έργο της επανάστασης», συμφώνησε, βλέποντας τη θετική πλευρά της κρίσης. Ο παπα-­‐Δημήτρης βιαζόταν να βρει τον Παπαφλέσσα, αλλά νιώθοντας υποχρεωμένος απέναντι στον Κριεζή του έκανε το χατίρι να πάνε όλοι μαζί ως το αρχοντικό του Πινότση πρώτα. Αγκομαχώντας μέσα από ανηφορικά

327


σοκάκια κι αμέτρητα πέτρινα σκαλοπάτια κατάφεραν να το βρούνε. Στην ευρύχωρη αυλή του υπήρχε πολύς κόσμος. Το ίδιο και στη μεγάλη σάλα της υποδοχής. Ήταν κι αυτή γεμάτη από ναύτες και ανθρώπους του καθημερινού μόχθου. Νεαρές κοπέλες πηγαινοέρχονταν με μεγάλους δίσκους στο δωμάτιο και πρόσφεραν καφέ, γλυκό και από ένα τσιμπούκι με καλό καπνό. Τους τράταραν όλους με γαλαντομία κι αυτό έκανε εντύπωση ακόμα και στον Ζακ Μπουλβίλ, που καυχιόταν πως γνώριζε καλά τα ελληνικά ήθη κι έθιμα. Ο καπετάν Γιώργης τους έλυσε την απορία. «Τα αρχοντικά της Ύδρας είναι πάντα ανοιχτά σε όλους», είπε. «Όσες φορές κι αν έρθεις την ίδια ημέρα, θα έχεις το κέρασμά σου. Θα πιεις τον καφέ σου, θα φας το γλυκό σου και θα καπνίσεις το τσιμπούκι σου». Ο παπα-­‐Δημήτρης χάιδεψε τα γένια του εντυπωσιασμένος. Στη δική του περιοχή η φτώχεια ήταν τόσο μεγάλη, που ούτε σαν ανέκδοτο δεν θα μπορούσε να αφηγηθεί κάτι τέτοιο στο ποίμνιό του. Αντίθετα ο λόρδος Χόλμπουργκ θέλησε να υποβαθμίσει την προσφορά του αρχοντικού. «Θα περίμενα να προσφέρουν κάτι περισσότερο από ένα τρατάρισμα οι στέρνες με τις χρυσές λίρες», είπε. «Λίγο φαγητό στους φτωχούς, ας πούμε». «Δεν υπάρχουν φτωχοί στην Ύδρα, λόρδε μου», του απάντησε αμέσως ο καπετάν Γιώργης. «Τουλάχιστον δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μην έχουν ένα πιάτο φαϊ να φάνε». Αυτό εντυπωσίασε την παρέα περισσότερο κι από το γαλαντόμικο τρατάρισμα. «Δεν υπάρχουν φτωχοί!» απόρησε ο λόρδος Χόλμπουργκ. Είχε δει με τα ίδια του τα μάτια το μέγεθος της

328


φτώχειας των ρωμιών κι αυτό παραήταν ωραίο για να συμβαίνει. Η κουβέντα, όμως, δεν συνεχίστηκε. Σε μια στιγμή ο παπα-­‐Δημήτρης έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα έκπληξης, καθώς είδε να μπαίνει στη μεγάλη σάλα ένας δικός του άνθρωπος, ο Αναγνωσταράς. Κανονικά δεν θα έπρεπε να εκπλαγεί, αφού ο άνθρωπος πηγαινοερχόταν στην Ύδρα έχοντας επιφορτισθεί από καιρό τη δύσκολη αποστολή να κάμψει τους δισταγμούς των καπεταναίων της. «Έχουν συνάντηση», είπε στον παπα-­‐Δημήτρη δείχνοντας με το κεφάλι του το βιράνι στο επάνω πάτωμα. Τα μάτια του ιερωμένου άστραψαν από ενδιαφέρον. «Έχουν καλέσει και τον Παπαφλέσσα;» ρώτησε. Ο Αναγνωσταράς δεν είχε ιδέα. «Πάμε», του είπε. «Αν μπορέσω, θα σε βάλω και σένα στην αίθουσα». Ο παπα-­‐Δημήτρης άφησε την παρέα του στη σάλα υποδοχής και ακολούθησε τον Αναγνωσταρά. Ανέβηκαν τη σκάλα μέχρι το πάνω πάτωμα και βρέθηκαν στο βιράνι του σπιτιού, έναν ιδιαίτερο χώρο, σαν σοφίτα. Από μέσα ακούγονταν αντρικές φωνές που συζητούσαν σε υψηλό τόνο. Ο Αναγνωσταράς ήταν καλεσμένος τους, αλλά μόνο αυτός. Στον παπα-­‐Δημήτρη δεν επετράπη τελικά να μπει στην αίθουσα. Δεν το κούνησε από τον διάδρομο, όμως. Κι όταν η κοπέλα, που έφερνε καφέδες στους καπεταναίους, τον ρώτησε γιατί καθόταν εκεί, αυτός είπε ένα από τα ψέματα που συγχωρούσε ο Θεός του. «Περιμένω να με φωνάξουν να κάνω την ευλογία»,της είπε ταπεινά. Το ράσο και το ασκητικό πρόσωπό του την έπεισε πως δεν ήταν επικίνδυνος και δεν ασχολήθηκε άλλο μαζί του. Ο παπα-­‐Δημήτρης ακούμπησε τότε το αυτί του πάνω στην

329


πόρτα σίγουρος πως εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Γένους. Τώρα άκουγε καλύτερα. Εξ άλλου αυτοί φώναζαν. Δεν είχαν πρόβλημα να λένε δυνατά τις σκέψεις τους. Με την αίσθηση της ελευθερίας που απολάμβανε το νησί δεν θεωρούσαν απαραίτητο να μιλάνε σιγανά ή να παίρνουν προφυλάξεις. Στην αίθουσα υπήρχε ένταση κι εκνευρισμός. Η συνεδρίασή τους μάλλον δεν είχε αρχίσει ακόμα και μιλούσαν πολλοί μαζί. Από τις απειλές και τις κατηγόριες που ακούγονταν, ο παπα-­‐Δημήτρης συμπέρανε πως ένιωθαν όλοι τους ενοχλημένοι από τις πιέσεις που δέχονταν για να συμμετάσχουν σε ένα ξεσηκωμό, χωρίς σχέδιο και δίχως οργάνωση. Κάποιος μάλιστα μίλησε και για ωμό εκβιασμό από άσκεφτους ανθρώπους που ήθελαν να βυθίσουν το Γένος σε καινούργιες συμφορές Τα περισσότερα βέλη τα συγκέντρωνε ο Παπαφλέσσας. Αυτόν οι περισσότεροι θεωρούσαν υπεύθυνο της «ασυμάζευτης κατάστασης» που είχε δημιουργηθεί. «Μας εξωθεί άσκεφτα εις τον αφανισμόν μας», ακούστηκε μια φωνή από το βάθος. Το ίδιο εξοργισμένος με τον Παπαφλέσσα μίλησε και ένας άλλος. «Είναι συμφορά δια τον τόπον. Να ξεμπουμπιστεί από δώθε». «Έχει δίκιο ο Ραφαλιάς», συμφώνησαν κάμποσες φωνές. Όταν άρχισε η συνεδρίασή τους, ο Παπαφλέσσας ήταν το κύριο θέμα τους. «Ας μιλήσει ο Τομπάζης», είπε κάποιος που φαινόταν να διευθύνει την κουβέντα. Εκείνη τη στιγμή ο παπα-­‐Δημήτρης θα ήθελε να έχει εικόνα των προσώπων, αλλά δεν τόλμησε ν’ ανοίξει την

330


πόρτα. Για κάποιον Τομπάζη πάντως του είχε μιλήσει ο Νικόλας ο Παμπούκης. Του είχε πει πως ήταν σπουδαίος νοικοκύρης της Ύδρας και Φιλικός. «Ελόγου μου, καπετάν Λάζαρε Πινότση, κρένω οπού η Ύδρα οφείλει να συμπράξει εις τον αγώνα και θα το κάμει», απάντησε εκείνος. Η βαριά φωνή του έφτασε στ’ αυτιά του παπα-­‐Δημήτρη σαν ούριος άνεμος. «Μοναχά να συνετιστούν οι κεφαλές, να κάμουμε τα κουμάντα μας και να πορευτούμε με σύνεση», συνέχισε. «Ελόγου σου καπετάν Γιάννη Βούλγαρη; Τι κρένεις;» ρώτησε πάλι η φωνή που ανήκε στο Πινότση. «Η βιάση σε κακό θα μας έβγει μοναχά», είπε εκείνος. «Να πέμψουμε μήνυμα εις τον Υψηλάντη να ιδούμε τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Ως να μάθομε τα τρέχοντα, περιορίζομε τον Παπαφλέσσα να μην κάμει του κεφαλιού του». Με την πρόταση του Βούλγαρη τάχθηκαν πολλοί, αλλά διαφώνησε μια φωνή που ακούστηκε σαν βροντή. Τα πιο πολλά τα είπε στα αρβανίτικα, αλλά ο παπα-­‐Δημήτρης κατάλαβε ποια ήταν η θέση του. Πίστευε πως ο περιορισμός του Παπαφλέσσα θα ήταν βαριά προσβολή για τον Υψηλάντη, τη στιγμή που ο αρχιμανδρίτης κατείχε γράμμα με το οποίο τον διόριζε αντιπρόσωπό του. Για λίγο δεν μίλησε κανείς. Έμοιαζαν προβληματισμένοι με την κατάσταση. Η φωνή του Τομπάζη έσπασε τη σιωπή. «Σωστά μιλάει ο καπετάν Ανδρέας», είπε απρόθυμα. «Ας ακούσομε και τον γραμματιζούμενο Μπεηζαδέ Γεωργάκη Μαυρομιχάλη τι κρένει για τούτα.» είπε τότε ο Πινότσης. Ο Γεωργάκης είχε ξεκάθαρη γνώμη για τον Παπαφλέσσα. Ήταν οπαδός του απο την Πόλη και δεν τον

331


ενοχλούσαν οι υπερβολές του, ούτε οι ψεύτικες πληροφορίες, που διέδιδε εσκεμμένα. Ήταν πεπεισμένος πως το έκανε για να εμπνεύσει θάρρος στους φοβισμένους ραγιάδες, για να κοιτάξουν τον Τούρκο στα μάτια. Εκείνη τη στιγμή, όμως, δίστασε να πάρει το μέρος του μπροστά στους Υδραίους. Ο Πετρόμπεης δεν του είχε συγχωρήσει τη φυγή από την Πόλη κι αυτός ήταν υποχρεωμένος να μείνει φιλοξενούμενος στο νησί τους μέχρι να περάσει η οργή του πατέρα του. Δεν ήθελε να πάει ενάντια στις απόψεις τους. Για να μην δυσαρεστήσει κανένα, διάλεξε μια σολομώντεια λύση. Τους ζήτησε να αφήσουν τον Παπαφλέσσα να τα βγάλει πέρα μόνος του με τους προεστούς του Μοριά και ταυτόχρονα να στείλουν άνθρωπο δικό τους στον Υψηλάντη για να μάθουν από πρώτο χέρι όλη την αλήθεια. Η εμφάνιση της καμαριέρας, που έφερνε ξανά κεράσματα και καφέδες στους καπεταναίους, ανάγκασε τον παπα-­‐Δημήτρη να απομακρυνθεί από την πόρτα. Μόλις που πρόλαβε ν’ ακούσει ανάμεσα στην οχλαγωγία των απαντήσεων τη φωνή του Πινότση να λέει πως η πρόταση του νεαρού Μαυρομιχάλη ήταν η πιο συνετή απ’ όσες είχε ακούσει εκείνη την ημέρα. Για να μην μπλέξει με τους Υδραίους καπεταναίους ο παπα-­‐Δημήτρης κατέβηκε τη σκάλα και γύρισε στην παρέα του. Με δυο λόγια τους αφηγήθηκε όσα είχε κρυφακούσει. «Όταν κινδυνεύουν ζωές και πλούτος, οι αποφάσεις παίρνονται δύσκολα», είπε ο καπετάν Γεώργης, κατανοώντας τους Υδραίους για τους δισταγμούς τους. Ο παπα-­‐Δημήτρης δεν κρατιόταν άλλο στο αρχοντικό. Βιαζόταν να κάνει αυτό που τον είχε φέρει στην Ύδρα από τόσο μακριά. Ο καπετάν Γιώργης έμεινε να δει το φίλο του

332


τον Πινότση, αλλά εκείνος πήρε το λόρδο και τον Ζακ Μπουλβίλ και κατηφόρησαν στο λιμάνι. Οι πληροφορίες του από τους ναυτικούς που περίμεναν στη σάλα του αρχοντικού έλεγαν πως ο Παπαφλέσσας έμενε στο μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης. Ήταν ένα παλιό χτίσμα στον μυχό του λιμανιού. Στεκόταν αιώνες εκεί κι αντίκριζε το πέλαγος, καρτερώντας τους ξενιτεμένους ναυτικούς να γυρίσουν. Μέσα στη μικρή του αυλή ακούγονταν καθαρά οι κατανυκτικές ψαλμωδίες των μοναχών που λειτουργούσαν στην εκκλησία. Το ψιλόβροχο είχε δυναμώσει και οι επισκέπτες χώθηκαν βιαστικά μέσα στο ναό. Ο καλόγερος που φρόντιζε τα αναμμένα κεριά στο μανουάλι τούς αγριοκοίταξε. «Εις τον Οίκο του Θεού μπαίνετε», τους είπε. Ύστερα αγρίεψε κι άλλο όταν είδε τους δυο φραγκοντυμένους. Αγαναχτισμένος με το θράσος των κατασκόπων του Πάπα, ξέχασε την αγάπη προς τον πλησίον και τεντώνοντας το δάχτυλό του τους έδειξε την έξοδο του ναού. Ο παπα-­‐Δημήτρης μόνο που δεν έπεσε στα γόνατά του για να του ζητήσει συγγνώμη. Επικαλέστηκε την φιλεύσπλαχνη Θεοτόκο την οποία λάτρευαν σ’ αυτό το χώρο και κάπως καταπράυνε τον θυμό του. Όταν μάλιστα του είπε πως ήταν φίλος του Παπαφλέσσα οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν τελείως. Ο μοναχός, αγνοώντας τους ξένους, του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο πραύλιο της μονής και του έδειξε το αρχονταρίκι. «Εκεί συνήθως κάθεται», είπε. Επειδή όμως ο Παπαφλέσσας και η επανάσταση ήταν ταυτόσημες έννοιες στο μυαλό του, η περιέργειά του τον έτρωγε. «Κανένα μήνυμα για τον ξεσηκωμό;» ρώτησε χωρίς να φοβάται τις

333


λέξεις. Ο παπα-­‐Δημήτρης δαγκώθηκε. Μαθημένος να ζει με τους φόβους του, του έκανε νόημα να σωπάσει. Εκείνος τον κοίταξε παραξενεμένος. «Μίλα ευλογημένε, δεν έχουμε Τούρκο εδώ!» Για να τον πείσει μάλιστα πως ο τόπος που πατούσε δεν λογάριαζε τον κατακτητή τού είπε μια μικρή ιστορία. Πριν μερικά χρόνια είχε έρθει ένας σπουδαίος Τούρκος πασάς να ζήσει στο νησί εντυπωσιασμένος από την αίγλη του, αλλά δεν άντεξε να μείνει ούτε λίγους μήνες.«Τον καταφρόνεσαν οι καπετάνιοι και πήρε των ομματιών του και χάθηκε». Ο καλόγερος είχε όρεξη για κουβέντα, αλλά ο παπα-­‐ Δημήτρης δεν τον άφησε να πει άλλα. Πήρε την παρέα του κι ανέβηκαν τις σκάλες που οδηγούσαν στο αρχονταρίκι. Στο παγωμένο δωμάτιο ο Παπαφλέσσας ήταν τυλιγμένος με μια πατατούκα και μιλούσε χαμηλόφωνα μ’ έναν Υδραίο ναυτικό. Η συνομιλία τους διακόπηκε απότομα μόλις άνοιξε η πόρτα. Ο Παπαφλέσσας κοίταξε καχύποπτα τους επισκέπτες του, αλλά μόλις αναγνώρισε τον παπα-­‐Δημήτρη σηκώθηκε πάνω και τον έσφιξε θερμά στην αγκαλιά του. Ο παπα-­‐Δημήτρης είχε προειδοποιήσει τους δυο ξένους ότι ο Παπαφλέσσας δημιουργούσε ακραία συναισθήματα. Τον αγαπούσες ή τον μισούσες. Αυτό που ένιωσε ο λόρδος Χόλμπουργκ, στην αρχή τουλάχιστον, ήταν μια μικρή απογοήτευση. Είχε ακούσει πολλά για τον εκρηκτικό χαρακτήρα του. Ο άντρας που αγκάλιαζε τον παπα-­‐ Δημήτρη, όμως, έμοιαζε αδύναμος και παρατημένος. Σου έδινε την εντύπωση πως αγωνιούσε κάτω από το βάρος ενός σταυρού, δυσανάλογα μεγάλου για τις δυνάμεις του. Πως έψαχνε να βρει κάπου να ακουμπήσει τις αγωνίες και τα πολλά όνειρά του. Ήταν διαχυτικός, όμως. Ακόμα και με τους ξένους. Παρά τα προβλήματα που είχε. Αφού ήταν

334


σύντροφοι τού παπα-­‐Δημήτρη, τους αγκάλιασε κι αυτούς θερμά. Στο ημερολόγιό του ο λόρδος Χόλμπουργκ έγραψε πως όταν αυτός ο άνθρωπος τον έσφιξε στην αγκαλιά του, κατάλαβε τη γλυκιά αθωότητα που έκρυβε μέσα του. Τον κοίταξα στα μάτια κι ένιωσα τη φλόγα που τον έκαιγε. Με συγκλόνισε. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα καμιά αμφιβολία πως αυτή η φλόγα θα άναβε τη φωτιά, που αιώνες καρτερούσε το Γένος των Ελλήνων. «Ποιος άνεμος σε φέρνει κατά δώθε, παπά μου;» ρώτησε ο Παπαφλέσσας όταν τέλειωσαν με τα αγκαλιάσματα. «Ήρθα να σε γλυτώσω από μπελάδες», του είπε εκείνος. Με λίγα λόγια τότε του αφηγήθηκε τι είχε συμβεί στα Καλάβρυτα.Ύστερα του είπε και τι είχε κρυφακούσει στο αρχοντικό του Πινότση. Ο Παπαφλέσσας δεν σχολίασε καθόλου τα δυσοίωνα νέα του. Αντί γι’ αυτόν μίλησε ο Υδραίος ναυτικός. Όσο υπερβολικό κι αν ακούστηκε, είπε πως οι καπετάνιοι δεν θα άπλωναν χέρι επάνω του, γιατί θα είχαν να κάνουν μαζί του. Ο Παπαφλέσσας τους τον σύστησε με το όνομα καπετάν Αντώνης Οικονόμου. Τους αφηγήθηκε μετά την μικρή ιστορία της γνωριμίας τους, σαν να ήταν σημαντικότερη από μια συζήτηση για την ασφάλειά του. Είχαν συναντηθεί στην Πόλη. Ο Οικονόμου είχε χάσει το πλοίο του σε σύγκρουση με πειρατές στο Γιβραλτάρ και είχε πάει ν’ αναζητήσει πιστώσεις, για να χτίσει καινούργιο. Εκεί ο αρχιμανδρίτης τον μύησε στην Εταιρεία κι από τότε ο καπετάν Αντώνης ήταν αφοσιωμένος στον υπέρ της ελευθερίας του Γένους αγώνα. «Την αυγή σαλπάρω δια Σπέτσες», είπε στον παπα-­‐ Δημήτρη όταν τέλειωσε την ιστορία του. Ο τρόπος με τον

335


οποίο βγήκαν οι κουβέντες από το στόμα του, ήταν σαν να αποδεχόταν την ήττα του. «Δεν μπορώ να τους κάμω ζάφτι, παπά μου», παραδέχτηκε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και τα χέρια του έτρεμαν καθώς ίσωνε νευρικά τα γένια του. Ο παπα-­‐Δημήτρης έψαχνε να βρει λέξεις να τον παρηγορήσει, αλλά ο Παπαφλέσσας είχε ανάψει κιόλας. Το λιοντάρι που έκρυβε μέσα του άρχισε να βρυχάται πάλι. Εκεί που πριν λίγο ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα, τα μάτια του άστραψαν, τα φρύδια του έσμιξαν και το στόμα του σούφρωσε σε μια αγριεμένη γκριμάτσα. «Γυρεύουν αποδείξεις τα ζουλάπια! Δεν κινάνε δίχως υπογραφές και ντοκουμέντα από τον Μόσκοβο», είπε χτυπώντας το χέρι του στο σοφρά. Τον άφησαν να ξεσπάσει. Έβρισε με την ψυχή του τους ζάπλουτους καπεταναίους του νησιού. Και τι δεν τους αποκάλεσε. Πειρατές, τυχοδιώκτες, εκμεταλλευτές, νεόκοπους τυράννους, προσκυνημένους στο δοβλέτι, ανθρώπους που νοιάζονταν μονάχα για τα πλούτη τους. «Ομιλούν ωσάν ο ξεσηκωμός του Γένους να είναι εμπορικό νιτερέσο κι ελόγου τους ζυγιάζουν ωφέλη και χασούρα», κατέληξε. Όταν ξεφούσκωσε από την οργή του μίλησε λογικότερα. Προέβλεψε πως τα ίδια τα γεγονότα θα ανάγκαζαν τελικά τους Υδραίους να σηκώσουν τη σημαία της επανάστασης. «Άμα βαρέσει κανόνι εις τον Μοριά, θα είναι αργά να κάμουν τούτοι οπίσω. Ξεσηκωμένοι θα λογαριάζονται κι ελόγου τους από τον Σουλτάνο», είπε. Σ’ αυτό του έδωσαν όλοι δίκιο και η κουβέντα απέκτησε ηρεμότερο ύφος. Ο Παπαφλέσσας ζήτησε τότε από τον παπα-­‐Δημήτρη να τον ακολουθήσει με την παρέα του ως τις Σπέτσες, πριν κάνουν

336


το ταξίδι της επιστροφής τους στην Τρίπολη. Δεν υπήρχε περίπτωση να του αρνηθούν. Οι δυό ξένοι τον είχαν κιόλας λατρέψει κι ο παπα-­‐Δημήτρης ήταν αφοσιωμένος συναγωνιστής του. Ο χειμωνιάτικος ήλιος έλαμπε ακόμα στον ουρανό όταν έπεσαν δίπλα στη σκούνα με την οποία ταξίδευε ο Παπαφλέσσας. Ο Ζακ Μπουλβίλ διάβασε στη θαλασσοδαρμένη πλώρη της το όνομα Φανερωμένη. Στην πρύμη της κυμάτιζε μια άγνωστη σημαία: γαλάζια με ένα λευκό σταυρό στη μέση της. Αυτό τον παραξένεψε. Το ίδιο παραξένεψε και τον λόρδο Χόλμπουργκ. Δεν είχαν ιδέα σε ποια χώρα ανήκε. Ο Παπαφλέσσας αρκέστηκε να χαμογελάσει όταν τον ρώτησαν, χωρίς να πει λέξη. Πάνω στο κατάστρωμα της σκούνας ο λόρδος Χόλμπουργκ ένιωσε πως επέστρεφε σ’ ένα γνωστό περιβάλον. Στα πρόσωπα των ναυτικών της Φανερωμένης αναγνώρισε παρόμοιους άντρες με κείνους που τον είχαν μάθει να χορεύει και να τραγουδάει. Δεν θα τον παραξένευε αν κάποιος απ’ αυτούς άρχιζε να αφηγείται σε λίγο και το παραμύθι του Μεγαλέξαντρου. Όμως, συνέβησαν άλλα, πολύ πιο συγκλονιστικά πράγματα. Η γοργόνα του παραμυθιού εμφανίστηκε η ίδια, με σάρκα και οστά, μπροστά του. Μέσα από το τσούρμο της σκούνας ξεπετάχτηκε μια ψιλόλιγνη κοπέλα με φαρδύ παντελόνι, χωμένο στις ψηλές της μπότες κι ένα σπαθί κρεμασμένο από τη μέση της. Ίδια μπερμπερίνος πειρατής. Ο λόρδος Χόλμπουργκ απόμεινε να την κοιτάζει, εκστασιασμένος. Δεν τον εντυπωσίασε τόσο η πολεμική της εμφάνιση, όσο τα μελιά της μάτια και το βλέμμα της, που έπεσε πάνω του με τη δροσιά της πρωινής αύρας. «Η καπετάνισσα Βασιλική», τη σύστησε ο Παπαφλέσσας.

337


Αργότερα ο λόρδος Χόλμπουργκ εξομολογήθηκε στον Ζακ Μπουλβίλ ότι η κοπέλα του είχε κομματιάσει την καρδιά. «Όπως βλέπεις ο θεός Έρωτας είναι αδυσώπητος τελικά», του είπε εκείνος μ’ ένα εκδικητικό χαμόγελο. Βρήκε την ευκαιρία να του ανταποδώσει τα πειράγματα που του είχε κάνει στην Τρίπολη. Ο ίδιος θεός τρύπησε και την καρδιά της νεαρής καπετάνισσας με τα βέλη του. Ένιωσε κι εκείνη ένα παράξενο τρεμούλιασμα όταν τα χείλη του λόρδου ακούμπησαν την επιδερμίδα του χεριού της. Το τράβηξε απότομα κι απέστρεψε το πρόσωπό της από τα μάτια του. Είχαν την γαλανή καθαρότητα του ουρανού κι η λάμψη τους τη σκανδάλισε. Ταραγμένη, βιάστηκε να γυρίσει στην καμπίνα της. Ότι κι αν ήταν αυτό που την είχε αναστατώσει, ήθελε να το σβήσει πριν πιάσει ρίζες μέσα της. Αλλά η μορφή του ξένου δεν έφευγε από τη σκέψη της, όσο κι αν έμεινε μακριά από το κατάστρωμα την υπόλοιπη μέρα. Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα. Θα έπρεπε να κάνει μεγάλον αγώνα για να κρατήσει αυτόν τον άντρα έξω από τη ζωή της. § Με την αυγή σήκωσαν πανί για τις Σπέτσες. Είχε φρεσκαδούρα, ο ουρανός ήταν γεμάτος μελανά σύννεφα κι ο ορίζοντας έκλεινε σιγά-­‐σιγά από παντού. Λίγα μίλια ανοιχτά από την Ύδρα άρχισε να ρίχνει με το τουλούμι. Με τη βροχή έπεσε ο αέρας κι η σκούνα βρέθηκε ξυλάρμενη στη μέση του Αργολικού κόλπου να παρασύρεται από το θαλασσινό ρεύμα. Μέσα σ’ αυτό τον κατακλυσμό η ορατότητα έφτασε στο μηδέν, ο κόσμος γύρω τους εξαφανίστηκε και οι άμαθοι στη θάλασσα περιηγητές

338


έχασαν κάθε αίσθηση προσανατολισμού. Μεταξύ σοβαρού και αστείου ο Ζακ Μπουλβίλ είπε στον λόρδο Χόλμπουργκ πως κάπως έτσι αντιλαμβανόταν την απόλυτη ανυπαρξία. «Μετά τη ζωή φαντάζομαι πως κάτι τέτοιο μας περιμένει. Ένα σύννεφο βροχής με το τίποτα πίσω του». Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν έδωσε σημασία στις μεταθανάτιες προβλέψεις του φίλου του. Η είσοδος της Βασιλικής στη μικρή τραπεζαρία της σκούνας τον είχε ταράξει. Σοβαρή και υπηρεσιακή εκείνη ρώτησε τους ξένους της πώς αισθάνονταν μέσα στο θυμό της φύσης. Ο λόρδος παρέκαμψε τις μεταφραστικές υπηρεσίες του Ζακ Μπουλβίλ και χρησιμοποίησε τα λίγα ελληνικά που είχε μάθει. Αποζήτησε τη χαρά να της μιλήσει πρόσωπο με πρόσωπο, ν’ ανταλλάξει λίγες κουβέντες μαζί της. Ήταν σύντομες και χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Συσσώρευσαν, όμως, βουνά ευτυχίας στην καρδιά του. Ο κελαριστός ήχος της φωνής της αποτυπώθηκε μέσα του, σαν το τραγούδι των Σειρήνων, σαν πρωινό κελάιδημα πουλιών, σαν υπόχεση για μια μελλοντική ευτυχία. Προς το μεσημέρι η βροχή σταμάτησε, ο αέρας δυνάμωσε λίγο κι η σκούνα κατάφερε να φτάσει στον προορισμό της, πριν χαθεί το φως της ημέρας. Το μικρό λιμανάκι των Σπετσών ήταν γεμάτο καράβια κι η Φανερωμένη φούνταρε στη ράδα, μπροστά από τα αρχοντόσπιτα του νησιού, που ήταν αραδιασμένα σαν προμαχώνες στην παραλία του. Μια τέτοια κρύα μέρα ο κόσμος ήταν μαζεμένος μέσα στα σπίτια του. Η άφιξη, όμως, μιας σκούνας με άγνωστη σημαία δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Αυτός που την είδε πρώτος πίστεψε πως έπρεπε να φέρνει κάποιο σπουδαίο πρόσωπο για να έρθει ξεφόρτωτη στο νησί. Από

339


στόμα σε στόμα το νέο διαδόθηκε αστραπιαία κι άλλοι έλεγαν πως στις Σπέτσες είχε φτάσει ο Κολοκοτρώνης, άλλοι επέμεναν πως ήταν ο Υψηλάντης και κάποιοι έφτασαν να υποστηρίζουν πως η σκούνα είχε φέρει τον ίδιο τον Καποδίστρια. Η παραλία γέμισε γρήγορα κόσμο. Μερικοί μπήκαν σε βάρκες να πάνε να υποδεχτούνε το υψηλό πρόσωπο της επανάστασης. Ανάμεσα στο πλήθος ήταν κι ο καπετάν Γιάννης Πάνου, από τους φανατικότερους Φιλικούς του νησιού. Όταν πλεύρισε η βάρκα του στη Φανερωμένη αναγνώρισε αμέσως τον αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο. Παρά το κρύο ήταν ακουμπισμένος στην κουπαστή και τους περίμενε. Τον γνώριζε από την προηγούμενη χρονιά, που είχε περάσει από τις Σπέτσες και τους είχε κάνει τα κηρύγματά του για τον ξεσηκωμό του Γένους. Το λίγο χρόνο που είχε μείνει μαζί του είχε καταλάβει πως λίγοι βιάζονταν όσο αυτός για να γίνει πραγματικότητα ένα τέτοιο όνειρο. «Κοπιάστε ωρέ νοικοκυραίοι», τους φώναξε ο Παπαφλέσσας κι όταν ανέβηκαν στο κατάστρωμα τους αγκάλιασε έναν-­‐έναν με τον γνωστό ενθουσιασμό του. «Τον Υψηλάντη καρτερούσαμε», του είπε ο Πάνου. Ο Παπαφλέσσας δεν έδειξε να εκπλήσσεται. Αοριστολογίες κυκλοφορούσαν παντού για την κάθοδο του Υψηλάντη κι αυτός ήταν από τους πρώτους που της διέδιδαν. Τους έβαλε όλους κάτω στο αμπάρι ν’ απαγκιάσουν κι εκεί έμαθε από το στόμα τους ένα νέο που μετά από τόσες αναποδιές έκανε την καρδιά του να φτερουγίσει με ελπίδα. Οι Σπετσιώτες είχαν πάρει τοις μετρητοίς τα κηρύγματά του και και τα μηνύματα που τους έστελνε όλο αυτό τον καιρό και βρίσκονταν όλοι στο πόδι.

340


«Τον Προσδοκώμενο καρτερούμε να δώκει εντολές» ξανάπε ο Πάνου. Προς μεγάλη του έκπληξη τότε ο Παπαφλέσσας έμαθε πως το νησί είχε στείλει στην Τεργέστη τον καπετάνιο Δημήτρη Ορλώφ με τη σκούνα του Αθηνά για να παραλάβει τον Υψηλάντη και να τον κατεβάσει στην Πελοπόννησο. «Θα ομιλήσει πρώτα με Σπετσιώτες και Υδραίους και κατόπιν θα μεταβεί εις την Μάνη δια να ξεσηκώσει τον Μοριά», τον πληροφόρησε ο Πάνου με σιγουριά. Ο Παπαφλέσσας άκουγε με προσποιητό ενδιαφέρον. Ήξερε καλά πως ο Υψηλάντης δεν επρόκειτο να έρθει στην Πελοπόννησο, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να βγάλει τον Σπετσιώτη καπετάνιο από την πλάνη του. Του έδειξε μονάχα το γράμμα με το οποίο τον έχρηζε αντιπρόσωπό του. «Έχω εξουσίαν να κάμω την προπαρασκευή του αγώνα ως να κοπιάσει η εξοχότης του», είπε. Ύστερα τον ενημέρωσε πως η Φανερωμένη κουβαλούσε ένα φορτίο με όπλα, μερικά από τα οποία θα τα διέθετε στο νησί του. Ο Πάνου και οι άλλοι Σπετσιώτες γονάτισαν γύρω του και του φίλησαν τα χέρια. «Ο Θεός να ευλογεί το έργο σου, παπά μου», του είπαν συγκινημένοι. Δυο βράδια αργότερα οι νοικοκυραίοι του νησιού μαζεύτηκαν στο αρχοντικό της οικογένειας Λαζάρου για να τους μιλήσει ο Παπαφλέσσας. Μαζί του ο επαναστάτης ιερωμένος πήρε, εκτός από τον παπα-­‐Δημήτρη και την καπετάνισσα Βασιλική, και τους δυο Ευρωπαίους με σκοπό να εντυπωσιάσει περισσότερο την ομήγυρη. Όταν στάθηκε μπροστά στους Σπετσιώτες καπεταναίους ένιωθε εξαιρετικά ευδιάθετος. Ο Πάνου τον είχε βεβαιώσει επανειλημμένως πως το νησί ήταν έτοιμο να

341


επαναστατήσει κι αυτό σήμαινε πως ο κατά ξηράν αγώνας θα είχε στη θάλασσα τα Σπετσιώτικα καράβια σαν στηρίγματά του. Μέχρι να το πάρουν απόφαση κι οι Υδραίοι, ότι δεν μπορούσαν να μείνουν αμέτοχοι στον εθνικό ξεσηκωμό. Έβγαλε από την τσέπη του ράσου του το γράμμα του Υψηλάντη κι ετοιμαζόταν να μιλήσει στους Σπετσιώτες για τα στρατιωτικά του σχέδια, όταν απροσδόκητα κάποιος ανάμεσα στους καλεσμένους έδειξε τις κακές του προθέσεις. Σηκώθηκε όρθιος και μίλησε σχεδόν προσβλητικά. «Αληθεύει οπού ο Υψηλάντης δεν έχει κατά νουν να κοπιάσει κατά δώθε κι ελόγου σου πράττεις του κεφαλιού σου; Αληθεύει όπου ο Μοριάς είναι απαράσκευος και γυμνός από όπλα;» ρώτησε. Ο Παπαφλέσσας ξαφνιάστηκε. Σ’ αυτό τον χώρο δεν περίμενε ν’ αντιμετωπίσει αμφισβητίες και υβριστές. Το πρόσωπό του κοκκίνισε απότομα και τα χείλη του συσπάστηκαν σε μια γκριμάτσα οργής, δείγμα πως ο εκρηκτικός εαυτό του ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. Ένα όνομα, όμως, που έσπευσε να του ψιθυρίσει ο παπα-­‐ Δημήτρης στ’ αυτί, ήταν αρκετό για να τον συγκρατήσει. «Ο Αρβάλης!», μουρμούρισε κι αυτός μέσα από τα δόντια του. Ήταν φανερό πως οι κοτζαμπάσηδες του Μοριά δεν θα τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Οι ερωτήσεις του απεσταλμένου των προεστών του Μοριά εξέπληξαν και τους καπεταναίους. Δεν περίμεναν ν’ ακούσουν από το στόμα του τέτοια πράγματα. Μια βδομάδα στις Σπέτσες δεν είχε εκδηλωθεί. Έλεγε πως περίμενε σκάφος για να τον πάει στην Ύδρα να μιλήσει με τους προεστούς για υποθέσεις του αγώνα. Με δύσπιστα

342


μάτια τώρα κοιτούσαν μια τον Αρβάλη και μια τον Παπαφλέσσα. Εκείνος ίσιωσε για λίγο αμήχανος τα γένια του και μετά πήρε το λόγο. Αν και η πρόθεσή του ήταν να είναι συγκρατημένος, τελικά άστραψε και βρόντησε. «Η εξοχότης του καταφθάνει», φώναξε κοιτώντας τον Αρβάλη, σαν να τον πετροβολούσε. Μετά απευθύνθηκε προς τους Σπετσιώτες υψώνοντας κι άλλο τη φωνή του. «Του λόγου σας, ωρέ, δεν στείλατε το καπετάνιο σας, τον Ορλώφ, να τον φέρει;» ρώτησε, χρησιμοποιώντας την πληροφορία που του είχε δώσει ο Πάνου. Κουνώντας μετά στον αέρα τα γράμματα του Υψηλάντη προς την μεριά του Αρβάλη φώναξε με αγανάχτηση: «Είμαι αντιπρόσωπος της εξοχότητάς του, διορισμένος με τη βούλα του. Με έπεμψε ως προπομπόν του δια να φέρω εις τον τόπον σας τες εντολές του». Μετά στράφηκε στους υπόλοιπους στην αίθουσα. «Ανασάνετε, ωρέ Σπετσιώτες, τον αγέρα της λευτεριάς! Περιφρονάτε τους κιοτήδες. Σηκώστε κεφάλι. Αρπάχτε τη λευτεριά, ωρέεεε!» Το επιχείρημα του Παπαφλέσσα για τον Υψηλάντη ήταν απολύτως τεκμηριωμένο και πολλά κεφάλια έστριψαν προς την μεριά του Αρβάλη, ρίχνοντας του ερωτηματικές ματιές. «Απαράσκευοι!» φώναξε τότε πάλι ειρωνικά ο Παπαφλέσσας, απευθυνόμενος προς τον απεσταλμένο των κοτζαμπάσηδων. Αυτός είχε κάτσει στη θέση του, μαζεμένος. Έβλεπε τις ενοχλημένες ματιές των καπεταναίων και σώπασε καταλαβαίνοντας πως η κατάσταση στρεφόταν εναντίον του. «Απαράσκευοι!» ξαναφώναξε ο Παπαφλέσσας, προφέροντας τη λέξη σαν βρισιά. Στο ακροατήριο είχε πέσει νεκρική σιωπή. Τότε ακούστηκε πάλι η οργισμένη

343


φωνή του αρχιμαδρίτη. «Η αγανάχτηση των ραγιάδων και η άρνησή των να περετάνε ακόμα άκαρδους αφέντες, είναι η προπρασκευή του ξεσηκωμού μας», φώναξε κοιτώντας τον Αρβάλη στα μάτια. «Βράζει, ωρέ, ο τόπος στον Μοριά. Η λευτεριά είναι φυτεμένη με μακριές ρίζες στις καρδιές μας. Λεφούσια, ωρέ, οι αδικημένοι, κουβαλάνε την πίκρα τους αιώνες κι ήρθε η ώρα να τη βγάλουν. Οργή λαού, Φωνή Θεού. Θα τους πνίξει η θάλασσα της αγανάχτησής μας. Γυρεύουμε τη λευτεριά μας, ωρέ. Αφήκετε κατά μέρος τους λογαριασμούς και τα τεφτέρια. Εβγάτε στις θάλασσες και κερδίστε την. Κανείς δε θα σας την δώκει τζάμπα. Ελευθερία ή Θάνατος. Αυτός είν’ ο δρόμος. Οπίσω δεν κάμουμε». Ακολούθησε ένα παγωμένο λεπτό μέχρι οι ακροατές του να ξεπεράσουν το σάστισμά τους. Μετά η αίθουσα σείστηκε, σαν να την χτύπησε δυνατός τυφώνας. «Ελευθερία ή Θάνατος. Ελευθερία ή Θάνατος. Ελευθερία ή Θάνατος», φώναζαν όρθιοι οι καπεταναίοι, με δάκρυα στα μάτια οι περισσότεροι, συνεπαρμένοι από το μακρινό όραμα της ελευθερίας. Εξαιρετικά ενθουσιασμένη φαινόταν και μια ώριμη γυναίκα, καμιά πενηνταριά χρονών, που καθόταν στην πρώτη σειρά. Ο Παπαφλέσσας αναγνώρισε στο πρόσωπό της την Κυρά Λασκαρίνα, τη χήρα του Δημήτρη του Μπούμπουλη. Την είχε συναντήσει στην Πόλη όταν είχε πάει για να υπερασπίσει την περιουσία της και την υπόληψή της από τις καταγγελίες των σπιούνων. Την είχαν κατηγορήσει πως το πλοίο Αγαμέμνων το οποίο είχε ξεκινήσει να κατασκευάζει, δεν έμοιαζε καθόλου με εμπορικό. Στην ουσία επρόκειτο για ένα πολεμικό πλοίο, κάτι που απαγόρευαν οι Οθωμανοί. Σε πείσμα των

344


καταγγελιών η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του. Δωροδόκησε τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και ταυτόχρονα πέτυχε την εξορία αυτών που την είχαν καταγγείλει. Ο Παπαφλέσσας τη ζύγωσε και υποκλίθηκε μπροστά της. Από το λίγο που την είχε συναναστραφεί στην Πόλη είχε καταλάβει πως επρόκειτο για γυναίκα με πατριωτική συνείδηση, αφοσιωμένη στην υπόθεση του Γένους. Η Μπουμπουλίνα τον ασπάστηκε και στα δυο του μάγουλα και τον αγκάλιασε μετά. «Ήρθε η ώρα παπα-­‐ Γρηγόρη», του είπε συγκινημένη. Μετά τον κάλεσε να την επισκεφτεί στο αρχοντικό της. Λίγο πιο πέρα καθόταν κι ένας άλλος σεβάσμιος νοικοκύρης του νησιού, ο Χατζηγιάννης Μέξης. Μετά τις χαιρετούρες του με την Μπουμπουλίνα, ο Παπαφλέσσας αντάλλαξε και μαζί του μερικές κουβέντες. Αυτός δεν είχε τον ενθουσιασμό της καπετάνισσας. Η σοφία που είχε συσσωρευτεί στο κατάλευκο κεφάλι του με τα χρόνια τον έκανε λίγο πιο συντηρητικό. Όμως, και στη δική του καρδιά φώλιαζε το ίδιο όνειρο. Ήθελε να δει την Ελλάδα ελεύθερη πριν κλείσει τα μάτια του. Ο Παπαφλέσσας ήταν ενθουσιασμένος. Σχεδόν ξέχασε τον Αρβάλη. Ο απεσταλμένος των κοτζαμπάσηδων δεν ήξερε πού να κρυφτεί. Αποστομωμένος, μπόρεσε να καταλάβει στο τέλος, για ποιο λόγο οι κοτζαμπάσηδες τον είχαν κάνει τόσο πολύ προσεχτικό πριν ξεκινήσει την αποστολή του. Του είχαν τονίσει πως ο «τρελόπαπας» ήταν άνθρωπος καπάτσος, ικανός να παρουσιάζει ως «εφικτόν» το «ανέφικτον». Δυο μέρες αργότερα συναντήθηκαν ξανά στο αρχοντικό της Μπουμπουλίνας. Ο Αρβάλης ήταν τελείως αλλαγμένος

345


αυτή τη φορά. Δεν είχε καμιά σχέση με τον άνθρωπο που είχε έρθει να τον διαβάλει στους νησιώτες. Του εξομολογήθηκε μάλιστα πως είχε ήδη στείλει γράμμα στους κοτζαμπάσηδες με το οποίο τους ενημέρωνε ότι οι Σπέτσες βρίσκονταν στο πόδι και αποδέχονταν τη γραμμή Παπαφλέσσα για σύντομο ξεσηκωμό. «Πριν οι Τούρκοι μυριστούν κάτι και πνίξουν τον Μοριά εις το αίμα». Ο Παπαφλέσσας δεν του είπε τίποτα, αλλά μ’ αυτό το γράμμα ένιωσε πως του έχωνε μια μαχαιριά στην πλάτη. Όση ώρα κουβέντιαζε με τη Μπουμπουλίνα αυτό σκεφτόταν. Η καπετάνισσα του ανέλυε τα σχέδια της και του εξηγούσε με ποιο τρόπο τα Σπετσιώτικα καράβια θα προστάτευαν τα παράλια του Μοριά, αλλά εκείνος είχε το μυαλό του και στο γράμμα του Αρβάλη. Όχι μόνο δεν θα καθησύχαζε τους κοτζαμπάσηδες, αλλά θα πολλαπλασίαζε την αντιπάθεια τους στο πρόσωπό του και θα του δημιουργούσε καινούργια προβλήματα. Την ίδια άποψη είχε κι ο παπα-­‐Δημήτρης όταν του αφηγήθηκε τα γεγονότα. «Θα σε πιάσουν μόλις εμφανιστείς εις τον Μοριά», του είπε. Ο Παπαφλέσσας λογάριαζε πως θα τον περίμεναν στη Μάνη, περιοχή όπου διοχετευόταν ο περισσότερος οπλισμός που έφτανε στην Πελοπόννησο. «Θα ξεμπαρκάρω στ’ Ανάπλι», είπε στον παπα-­‐Δημήτρη. Αυτό μπορούσε να ξεγελάσει τους εχθρούς του και να του εξασφάλιζε ελευθερία κινήσεων για ένα διάστημα. Για να έχει τα νώτα του καλύτερα φυλαγμένα έστειλε και μήνυμα στον αδελφό του Νικήτα να πάρει μερικούς δικούς του να τον περιμένουν εκεί. Μέσα Δεκέμβρη η Φανερωμένη σήκωσε άγκυρα για το Ναύπλιο. Πριν φύγουν από τις Σπέτσες ο Παπαφλέσσας

346


σύστησε τη Βασιλική στην Μπουμπουλίνα. Η νεαρή Ποριώτισσα στάθηκε με συστολή μπροστά στην αρχόντισσα των Σπετσών αλλά εκείνη την αγκάλιασε σαν να ήταν από χρόνια φίλες. Σ’ αυτή τη μοναδική τους συνάντηση η Βασιλική της χάρισε και μια από τις μπλε σημαίες της με το λευκό σταυρό στη μέση. «Τι είν’ τούτο, κόρη μου;» τη ρώτησε η Μπουμπουλίνα. «Είν’ το γαλάζιο της καινούργιας πατρίδας και ο σταυρός του Θεού, οπού έχει υπογράψει τη λευτεριά μας», της εξήγησε η Βασιλική. Η Μπουμπουλίνα κούνησε το κεφάλι της με ικανοποίηση. «Με τη νίκη!» της είπε συγκινημένη, ενώ δυο δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Μια μέρα αργότερα η Φανερωμένη φούνταρε κοντά στο Θαλασσόπυργο, τη μικρή νησίδα στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου. Ψηλά στο βράχο, ήταν το κάστρο τυλιγμένο σε μελανά σύννεφα. Μόλις που φαινόταν. Η Βασιλική σήκωσε τη δική της σημαία στο πιο ψηλό της κατάρτι, σαν να ήθελε να προκαλέσει την δύναμη των κανονιών του. Αλλά κατά βάθος ήξερε πως δεν κινδύνευε. Οι Τούρκοι ήταν τόσο άσχετοι με τη θάλασσα που ακόμα κι αν την έβλεπαν, δεν θα τους παραξένευε καθόλου. Οι ναύτες της Φανερωμένης κατέβασαν τη μεγάλη λέμβο για να μεταφέρει τον Παπαφλέσσα, τον παπα-­‐Δημήτρη και τους δυο ξένους στη στεριά. Την ώρα του αποχωρισμού η Βασιλική κατάλαβε πόσο θα της έλειπε αυτός ο επαναστάτης ιερωμένος. Την έσφιξε με δύναμη στην αγκαλιά του και με το πάθος που τον χαρακτήριζε, τη φίλησε στο στόμα. «Με ψυχωμένες γυναίκες ως και του λόγου σου δεν σκιάζουμαι κανένα οχτρό μου», της είπε. Για τη Βασιλική

347


αυτό ήταν ένα παράσημο που θα το είχε για πάντα κρεμασμένο στο στήθος της. Μετά τον Παπαφλέσσα, όμως, την περίμενε ακόμα μια συναισθηματική καταιγίδα. Ο λόρδος Χόλμπουργκ στεκόταν δίπλα της χλωμός και συνοφρυωμένος, σαν να τον οδηγούσαν στο ικρίωμα. Το πρόσωπό του, πιο σταχτί κι από τον χειμωνιάτικο ουρανό, πρόδιδε τη μαυρίλα της καρδιάς του που εγκατέλειπε τη σκούνα. Η Βασιλική ένιωσε ένα άγριο ποδοβολητό στο στήθος της τότε. Σαν να περνούσαν κοπάδια άλογα από πάνω της, για να συνθλίψουν τους δισταγμούς της. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Παρασύρθηκε από τη δίνη των καταπιεσμένων συναισθημάτων της κι έκανε μιαν κίνηση που κατέπληξε και την ίδια. «Του λόγου σου ημπορείς να γίνεις καλός ναυτικός», είπε στον λόρδο και τον έπιασε από το χέρι. Έκπληκτος εκείνος κατάλαβε πως του χάριζαν τον ουρανό. Τον καλούσε να μείνει κοντά της. Να γίνει μέρος της ζωής της και να ζήσουν ή να πεθάνουν μαζί για το ιδανικό που θα πολεμούσαν. Ο Ζακ Μπουλβίλ δέχτηκε κι αυτός την ίδια πρόσκληση από τη Βασιλική. Ήταν αδύνατον να την αρνηθεί. Αν και θα προτιμούσε ν’ ακολουθήσει τον παπα-­‐Δημήτρη πίσω στην Τρίπολη, δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τον φίλο του. Ήξερε πόσο αδύναμος είναι ο άνθρωπος μέσα στη θύελλα του έρωτα.

348


14 Μάνη – Βοστίτσα Δεκέμβρης 1820

Με ούριο βοριοανατολικό άνεμο η Φανερωμένη έφτασε στα νερά της νότιας Πελοποννήσου την επομένη των Χριστουγένων. Έριχνε ψιλόβροχο και μέσα στην πρωινή καταχνιά δυσκολεύτηκαν να βρουν τον Λακωνικό κόλπο και να φτάσουν μέχρι το Γύθειο. Εκεί φούνταραν σε μια ερημική τοποθεσία, μακριά από δόλιους καταδότες, και περίμεναν τους αντιπρόσωπους των οικογενειών της Μάνης για να γίνει η παράδοση των όπλων. Αυτή η αναμονή ήταν ευεργετική για το πλήρωμα της σκούνας. Χαλάρωσαν από τη σκληρή δουλειά του ταξιδιού και γιόρτασαν σε ήρεμα νερά τις Άγιες μέρες. Κάποιοι είπαν πως η γιορτή ήταν διπλή. Μαζί με τη γέννηση του Χριστού γιόρταζαν και τον ξεσηκωμό του Γένους, που όπου να ‘ταν ξεκινούσε. Ανάμεσα στο τσούρμο τής Φανερωμένης, ο λόρδος Χόλμπουργκ ταξίδευε στο δικό του, ονειρικό κόσμο. Μπορεί να χόρευε μαζί τους, όπως είχε μάθει στον Ποσειδώνα, αλλά δεν ήταν πια ο άνθρωπος που χαιρόταν τον ενθουσιώδη αυθορμητισμό των ναυτών της σκούνας. Ήταν το πληγωμένο θύμα του έρωτα. Περνούσε πολλές μοναχικές ώρες, άλλοτε αγναντεύοντας το πέλαγος κι άλλοτε απαγγέλοντας φωναχτά στίχους του Μπάυρον με την

349


ελπίδα πως ο αέρας θα τους μετέφερε απ’ ευθείας στην καρδιά της αγαπημένης του. Η Βασιλική ζούσε κι αυτή τις δικές της αγωνίες, απομονωμένη τις περισσότερες ώρες στην καμπίνα της. Ήθελε να αποφύγει τα πονεμένα βλέμματα του λόρδου. Μεγάλωναν το τρέμουλο της καρδιάς της, την έκαναν ευάλωτη στο κάλεσμά τους, αλλά εκείνη δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα στο πλήρωμά της να την κουτσομπολέψει. Ήταν η χήρα του αδικοχαμένου συντρόφου τους και μπροστά τους έπρεπε να συμπεριφέρεται με τη σοβαρότητα που άρμοζε στα έθιμά τους. Άλλωστε το μόνο μέλλον που έβλεπε για τους δυο τους, δεν ήταν άλλο από τον χωρισμό ή τον θάνατο. Γι’ αυτό και τα δάκρυα των ανεκπλήρωτων επιθυμιών της τα άφηνε ελεύθερα μονάχα όταν βρισκόταν στην απομόνωσή της. Όταν οι άντρες του Πετρόμπεη ήρθαν και παρέλαβαν την τελευταία παρτίδα όπλα, η Βασιλική ένιωθε πως είχε εκπληρώσει την πατριωτική της αποστολή. Ήταν πια καιρός να γυρίσει μαζί με τους ναύτες της στο νησί τους. Τα γεγονότα, όμως, έτρεχαν σαν ορμητικό ποτάμι εκείνη την εποχή και για μια ακόμα φορά ανέτρεψαν τα σχέδια της. Ο Παπαφλέσσας είχε αρχίσει να βάζει τους μηχανισμούς της εξέγερσης σε κίνηση. Ενεργώντας ως αντιπρόσωπος της Ανωτάτης Εξουσίας, έστελνε επιστολές στους προεστούς και τους ιεράρχες του Μοριά, με τις οποίες τους έδινε εντολές για την οργάνωση του αγώνα. Η Φανερωμένη ήταν στο Γύθειο κι έκανε τις προμήθειές της σε τρόφιμα και νερό, όταν ο ακούραστος παπά-­‐ Δημήτρης εμφανίστηκε, εντελώς ξαφνικά, στην σκούνα πάλι. Ερχόταν από τον πύργο των Μαυρομιχαλαίων. Είχε παραδώσει εκεί ένα από τα μακροσκελή γράμματα του

350


Παπαφλέσσα στον Μπέη της Μάνης. Μετά τους θερμούς εναγκαλισμούς τους, τους διάβασε ένα αντίγραφο που είχε στο δισάκι του. Ήταν μια σειρά από οδηγίες τις οποίες ο Παπαφλέσσας είχε συντάξει στην επισκοπή του Άργους, όπου είχε καταλύσει με την ιδιότητα του εξάρχου των πατριαρχείων κι είχε ημερομηνία 24 Δεκεμβρίου 1820. Με αυτές τις οδηγίες ο επαναστάτης ιερωμένος προσπαθούσε να συστηματικοποιήσει την προετοιμασία των Κεφαλών του Μοριά κι οι οπλαρχηγοί, οι δεσποτάδες κι οι κοτζαμπάσηδες να δράσουν πάνω σε συγκεκριμένο σχέδιο. Σύμφωνα με την επιστολή-­‐διακήρυξη ο Παπαφλέσσας καλούσε όλους εκείνους όσους συνέδεσεν ο ιερός της ομονοίας δεσμός, να συνέλθωσιν εις αρμόδιον μέρος με σταθεράν απόφασιν του ν’ αφήσωσι τα προς αλλήλους πάθη χάριν της Πατρίδος. Για τον καλύτερο συντονισμό των επαναστατικών δυνάμεων πρότεινε να εκλέξουν δύο προεστούς οι οποίοι να θεωρώσι τας της Πατρίδος υποθέσεις με καθαράν συνείδησιν. Επειδή ο Παπαφλέσσας φοβόταν πως κάποιοι ίσως αθετούσαν τις συμφωνίες, οι προεστοί έπρεπε να παραδώσουν ο ένας στον άλλον έγγραφη ομολογία με την οποία θα εγγυώντο την αδελφικήν φροντίδα περί του κοινού συμφέροντος. Στο ίδιο έγγραφο ζητούσε να ανακληθούν και όλοι οι βεκίληδες από την Κωνσταντινούπολη δια να αποφύγωσι τον επικείμενον εις αυτούς κίνδυνον και δια να λάβωσι μέρος εις την δόξαν καθώς και εις τους κινδύνους. Ο παπα-­‐Δημήτρης σταμάτησε για λίγο το διάβασμα, πήρε μιαν ανάσα και έκανε το σταυρό του πριν διαβάσει τις τελευταίες αράδες των οδηγιών, οι οποίες ήταν γι’ αυτόν οι σπουδαιότερες. Μένει όμως το Πράγμα τώρα εις σας, διάβασε με καθαρή φωνή. Η αρμονία των πραγμάτων θέλει

351


σας αποδείξει ενδόξους, όσον η αταξία αδόξους, αιωνίως δυστυχείς και παρανάλωμα των εχθρών. Παύω και εύχομαι να ακολουθήσετε την οδηγίαν του ορθού λόγου. «Πού είν’ ο Παπαφλέσσας τώρα; Είν’ ακόμα εις το Άργος;», ρώτησε η Βασιλική. Ο παπα-­‐Δημήτρης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Έμαθε πως ερχόταν κάποιος Περούκας με άντρες να τον περιορίσουν», είπε. «Αναχώρησε δια Βοστίτσα μεταμφιεσμένος αγάς. Λογιαριάζει να φιλοξενηθεί εις το σπίτι του Αναγνώστη Αλεξανδρόπουλου». Η Βασιλική ένιωθε πια ζωντανούς τους κραδασμούς του πολέμου μέσα της. Ήταν φανερό πως ξεκινούσε. Δεν ήταν, όμως, σίγουρη αν επρόκειτο για την αληθινή εξέγερση των ραγιάδων κατά των Οθωμανών ή για έναν ακήρυχτο πόλεμο ανάμεσα στους αποφασισμένους και τους αναποφάσιστους. Ανάμεσα σε κείνους που ήθελαν να επαναστατήσουν άμεσα κατά του δυνάστη και τους άλλους που πήγαιναν το πράγμα από μέρα σε μέρα, από αναβολή σε αναβολή. Όταν τέλειωσε με τις προμήθειες της σκούνας της, αποφάσισε να σαλπάρει για Πόρο, για να δουν οι άνθρωποί της τα σπίτια τους. Αλλά το νόστιμον ήμαρ, η ημέρα της επιστροφής, έμελλε να αργήσει ακόμα. Τα γεγονότα που ακολούθησαν είχαν τη μορφή χιονοστιβάδας. Λίγο πριν σηκώσουν άγκυρα, έφτασε στο Γύθειο ασθμαίνων αγγελιαφόρος. Έφερε στον παπα-­‐Δημήτρη την είδηση ότι οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στη Βοστίτσα, για να «ξηγηθούν προσωπικώς και επιτοπίως» με τον Παπαφλέσσα. Ο ίδιος αγγελιαφόρος έφερε και την είδηση πως ο Χουρσίτ πασάς είχε φύγει από την Τριπολιτσά για να πολεμήσει τον Αλή

352


στα Γιάννινα. Ο τόπος στο μεταξύ βούιζε ότι ο Κολοκοτρώνης είχε πατήσει πόδι στην Πελοπόννησο. «Εις την Βοστίτσα κι ‘μείς», αποφάσισε η Βασιλική συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα των στιγμών. Ήταν σίγουρη πως ο Παπαφλέσσας είχε ανάγκη από έμπιστους ανθρώπους στην καταιγίδα που ερχόταν. «Πριν τον ξεκάμουν οι κιοτήδες κι οι συμφεροντολόγοι», είπε στον παπα-­‐Δημήτρη. Μια βδομάδα αργότερα η Φανερωμένη μπήκε στον Κορινθιακό κόλπο και φούνταρε μπροστά στο λιμάνι της Βοστίτσας. Το ημερολόγιο έδειχνε 17 Ιανουαρίου 1821. Λίγα μέτρα απέναντι, στην ακτή, ο Παπαφλέσσας περπατούσε σκεφτικός στον λεμονόκηπο του σπιτιού που τον φιλοξενούσε. Πότε-­‐πότε έριχνε μηχανικά το βλέμμα του προς τη θάλασσα και κάποια στιγμή είδε τη Φανερωμένη να ζυγώνει. Την αναγνώρισε από τη γαλάζια, επαναστατική σημαία που κυμάτιζε υπερήφανα στην πρύμη της. Ένιωσε απέραντη ανακούφιση. Αυτή η σκούνα και οι άνθρωποι που ταξίδευαν μέσα της του αναπτέρωσαν το ηθικό. Επί τέλους! Θα είχε κι αυτός κοντά του κάποιους που τον πίστευαν. Είχε βαρεθεί πια να απολογείται και να εξηγεί ότι η τόλμη του δεν ήταν απερισκεψία και η βιασύνη του να ξεσπάσει η επανάσταση, ήταν ζήτημα τακτικής. Το έργο της Φιλικής Εταιρείας είχε ωριμάσει από καιρό κι η στιγμή της συγκομιδής είχε φτάσει. Δεν υπήρχε άλλος χρόνος για λόγια. Ο κόσμος δεν κρατιόταν πια. Οι στρατιές των μυημένων ήταν έτοιμες να πλημμυρίσουν τους κάμπους. Ο βράχος είχε κυλήσει. Νοερά ο Παπαφλέσσας ευγνωμονούσε συχνά τον Σκουφά, τον Τσακάλωφ, τον Ξάνθο και τον Αναγνωστόπουλο για την επαναστατική τους οργάνωση.

353


Δίχως τη Φιλική Εταιρεία, επανάσταση δεν επρόκειτο να κάνουν ποτέ τους οι Έλληνες. Την ίδια μέρα ο Παπαφλέσσας ανέβηκε στη Φανερωμένη. Βιαζόταν να κουβεντιάσει με τους φίλους του τις προτάσεις που είχε κάνει στους προεστούς και τις αντιδράσεις που περίμενε να συναντήσει. «Μίλησα με κάποιους από τις Κεφαλές», τους πληροφόρησε συνοφρυωμένος. Είχε δει τον πρωτοσύγγελλο Αμβρόσιο Φραντζή, τον Παλιών Πατρών Γερμανό, το Νικόλα Λόντο, τον Ανδρέα Ζαϊμη, τον αρχιμανδρίτη Προκόπιο, τον Ασημάκη Φωτήλα και τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο. Δεν ήταν κανείς τους διατεθειμένος να ξεσηκώσει τον κόσμο δίχως εγγυήσεις ότι μια ξένη δύναμη θα ερχόταν αρωγός στον άνισο αγώνα τους ενάντια στους Οθωμανούς. «Πολλοί αναμένουν τον Μόσκοβον. Κι ελόγου μου ποιαν αλήθεια να τους ειπώ, το λοιπόν;» αναρωτήθηκε ο Παπαφλέσσας. Ο παπά-­‐Δημήτρης μόρφασε και πήρε το κατσούφικο ύφος του. Ο ενθουσιασμός του Παπαφλέσσα έδινε και σ’ αυτόν δύναμη. Τον έπειθε για την ακατάβλητη δύναμη της λαϊκής οργής, για την προθυμία του κόσμου να θυσιάσει τα πάντα για την ελευθερία. Οι ψεύτικες υποσχέσεις, όμως, έπρεπε να έχουν ένα όριο. «Συλλογίσου τι πάμε να κάμουμε, αν το γυρίσομε εις το κλέφτικο απαράσκευοι» του είπε. Ο Παπαφλέσσας δεν είχε κανένα ενδοιασμό. «Ο λαός είν’ έτοιμος», είπε. Εκείνος αυτό χρειαζόταν μονάχα για ν’ αρχίσει τον πόλεμο. Οι δυο ξένοι άκουγαν σιωπηλοί την κουβέντα τους. Είχαν κι εκείνοι τους ενδοιασμούς τους. Ιδιαίτερα ο λόρδος

354


Χόλμπουργκ εκτιμούσε ότι οι Ρωμιοί ήταν ελάχιστα προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του Σουλτάνου. Ήταν απλά σαγηνευμένοι από το όραμα της ελευθερίας και της πίστης στην τελική νίκη. Ακούγοντας τον Παπαφλέσσα, ο λόρδος Χόλμπουργκ αναρωτήθηκε ακόμα μια φορά αν το πάθος των Ελλήνων για ελευθερία θα ήταν αρκετό να ισοσκελίσει την υπεροπλία του εχθρού τους, αν η τόλμη και ο παραλογισμός θα έφταναν για να σπάσουν τις αλυσσίδες της αιώνιας σκλαβιάς τους. Το ημερολόγιο έδειχνε 26 Ιανουαρίου 1821 όταν ο επαναστάτης αρχιμανδρίτης μπήκε στο σπίτι του κοτζαμπάση της Βοστίτσας, Ανδρέα Λόντου. Εκεί είχαν μαζευτεί για τη σύναξη οι πιο πολλές Κεφαλές του Μοριά. Επειδή περίμενε να βρει εχθρική ατμόσφαιρα, ο Παπαφλέσσας έλαβε κι αυτός τα μέτρα του. Πήρε στη σύναξη τους φίλους του από τη Φανερωμένη για να λειτουργήσει η θετική τους ενέργεια, σαν αντίβαρο στο αρνητικό κλίμα που θα διαμόρφωναν οι αντίπαλοί του. Στην αίθουσα τον ακολούθησαν δυο από τους σωματοφύλακές του, ο παπα-­‐Δημήτρης με τη Βασιλική και οι δυο Ευρωπαίοι φίλοι του. Ήθελε να πάρει και τη μικρή Πελαγία ακόμα, σαν απόδειξη πως τα παιδιά τον εμπιστεύονταν, αλλά η Βασιλική του ζήτησε να μην την μπλέξει στις αντιπαραθέσεις των μεγάλων. Στον λόρδο Χόλμπουργκ η συνάντηση θύμισε κάτι από τις συγκεντρώσεις στο σπίτι του παπα-­‐Δημήτρη. Σ’ εκείνο που διέφερε ήταν ο μεγάλος αριθμός των συμμετεχόντων. Μόλις ο Παπαφλέσσας εμφανίστηκε στη σάλα με την ετερόκλιτη παρέα του, η ένταση στο δωμάτιο ανέβηκε κατακόρυφα. Οι πιο θερμόαιμοι σηκώθηκαν και απαίτησαν

355


να μάθουν με ποια ιδιότητα παρευρίσκοντο στη συνάντηση όλοι αυτοί που έφερνε μαζί του. «Είναι γνήσια τέκνα του λαού. Αδελφοί Φιλικοί, συναγωνιστές αφιερωμένοι στον αγώνα του Έθνους», τους ξέκοψε ο Παπαφλέσσας. Προς στιγμή οι αποδοκιμασίες μειώθηκαν, δείγμα πως οι Κεφαλές του τόπου δεν ήθελαν ν’ αμφισβητήσουν τις αξίες που έθετε πάνω στο τραπέζι ο πονηρός αρχιμανδρίτης. Για τους ξένους, όμως, επέμειναν. Δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να τους αφήσουν μέσα στην αίθουσα. Ο Παπαφλέσσας αναγκάστηκε τότε να πει το πρώτο του ψέμα εκείνη την ημέρα. Ισχυρίστηκε πως ήταν παρατηρητές της Αγγλικής κυβέρνησης, κάτι που έπρεπε να μείνει μέσα στους τέσσερις τοίχους αυτού του δωματίου, ωστόσο. Αν υπήρχε διαρροή, οι Άγγλοι θα το αρνούνταν. Δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με τους φίλους τους τους Τούρκους. Με αυτό που ήταν και το πιο μικρό ψέμα από όσα ήταν αποφασισμένος ο Παπαφλέσσας να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να γκρεμίσει τους δισταγμούς των προεστών, οι δυο ξένοι έμειναν τελικά στην αίθουσα και μάλιστα τους έβαλαν να κάτσουν στις πρώτες θέσεις. Ο λόρδος Χόλμπουργκ μπορεί να μην ήταν παρατηρητής καμιάς κυβέρνησης, αλλά κατέγραψε -­‐ με τη μεταφραστική βοήθεια του Ζακ Μπουλβίλ-­‐ όλα όσα συνέβησαν εκεί μέσα. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του, η συγκέντρωση κινδύνεψε να τιναχτεί στον αέρα δυο φορές πριν αρχίσει. Μετά το επεισόδιο με την ακολουθία του Παπαφλέσσα υπήρξε ακόμα ένα πολύ πιο σοβαρό. Οι συγκεντρωμένοι στο σπίτι ήταν πολλοί και η φασαρία που έκαναν ήταν αδύνατον να μην διαπεράσει τους τοίχους του. Τον λόγο είχε ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος και ζητούσε κι αυτός εγγυήσεις

356


ξένης δύναμης για να αρχίσει η επανάσταση, όταν ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα. Η αίθουσα πάγωσε απότομα. Όλοι συνειδητοποίησαν τότε πως το είχαν παρακάνει με τις φωνές. Σε λίγο εμφανίστηκαν και οι Τούρκοι τζοχανταραίοι. Ο βοεβόδας της πόλης ήθελε να μάθει τι γύρευαν όλοι αυτοί μαζεμένοι στο σπίτι του κοτζαμπάση. Ο Ανδρέας Λόντος έκανε πως εξεπλάγη. «Μα έχω εξηγήσει εις τον ταμία της εξοχότητάς του, τον Σαντούκ Εμίν, για τι ακριβώς πρόκειται», είπε. «Να τα εξηγήσεις και στον βοεβόδα», επέμειναν εκείνοι. Ευτυχώς για όλους ο Λόντος είχε προετοιμάσει τις δικαιολογίες του. Στο βοεβόδα είπε ότι τα μοναστήρια του Μεγάλου Σπηλαίου και των Ταξιαρχών είχαν μια διαφορά μεταξύ τους για κάποια κτήματα κοντά στη Βοστίτσα. «Σύμφωνα με παλαιό φιρμάνι τέτοιες διαφορές λύνονται με επιτόπια έρευνα από το συμβούλιο των κοτζαμπάσηδων και των ιερωμένων, πασά μου», του είπε. «Για τούτο έχουν μαζωχτεί όλοι εις το φτωχικό μου». Τα λόγια του επιβεβαίωσε και ο ταμίας του βοεβόδα, με τον οποίο ο Λόντος συνδεόταν φιλικά και του είχε πουλήσει αυτό το παραμύθι από πριν. Για να γίνει πιο πειστικός ο ισχυρισμός του, πήρε μια ομάδα από προκρίτους και ιερωμένους μόλις γύρισε στο σπίτι κι έκαναν δήθεν επιτόπια έρευνα στα υπο διεκδίκηση χτήματα. Οι Τούρκοι δεν τους ξαναενόχλησαν. Την επομένη συνέχισαν τη συνεδρίασή τους με το ίδιο πάθος που είχε πριν την διακόψουν. Αυτή τη θυελλώδη συνάντηση ο λόρδος Χόλμπουργκ θα τη θυμόταν σαν τη σύγκρουση της σωφροσύνης με την τόλμη. Από τη μια πλευρά έβλεπε ανθρώπους κοινωνικά και οικονομικά επιτυχημένους, με εξουσία στα χέρια τους, να

357


ζυγίζουν τις λέξεις τους στο καντάρι της λογικής κι από την άλλη έναν ιερωμένο που αγωνιούσε να τους μεταφέρει την απελπισία ενός σκλαβωμένου λαού. Αν και ο Παπαφλέσσας αγωνιζόταν να ελευθερώσει μια πατρίδα που ήταν ξένη στον λόρδο Χόλμπουργκ, εκείνος ένιωσε ρίγη πατριωτισμού μέσα του βλέποντας την αγωνία στο πρόσωπο του αρχιμανδρίτη. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως η φωνή του θα συγκινούσε κι όλους τους άλλους, αλλά σύντομα κατάλαβε πως έκανε λάθος. Γύρω του υπήρχαν άνθρωποι ανήσυχοι, αγχωμένοι από το βάρος της ευθύνης που εκαλούντο να αναλάβουν. Δεν φαίνονταν να παίρνουν από λόγια. Την ώρα που τους εξηγούσε ο Παπαφλέσσας τις σκέψεις τις οποίες είχε καταγράψει και στην επιστολή του, εκείνοι τον κοιτούσαν σαν θεατρίνο που αγωνιούσε να ικανοποίησει το κοινό του με τους μονολόγους του και τις θεαματικές του φιγούρες. Μέχρις ενός σημείου περιόριζαν τις διαφωνίες τους σε μουρμούρες μεταξύ τους. Ο λόρδος Χόμπουργκ δεν χρειάστηκε ν’ ακούσει και πολλά για να συμπεράνει πως οι συμμετέχοντες αρνούνταν να βάλουν σε κίνδυνο τις οικογένειές τους, το βιος τους, τον ίδιο το λαό, στηριζόμενοι στα ενθουσιώδη λόγια ενός τυχάρπαστου -­‐όπως το απεκάλεσαν ορισμένοι-­‐ επαναστάτη. Ο Παπαφλέσσας αναγκάστηκε κάποια στιγμή να σταματήσει την ομιλία του. Γινόταν οχλαγωγία από κάτω. Οι προύχοντες του Μοριά νοιάζονταν για άλλα πράγματα. Τον βομβάρδισαν όλοι με την ίδια καυτή ερώτηση. Υπήρχε ξένη βοήθεια ή έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους; Υπήρχαν εγγυήσεις από την ξένη δύναμη ή θα έμεναν πάλι στο έλεος των γενίτσαρων και των Αρβανιτάδων;

358


Ένας από τους ιερωμένους, ο Αμβρόσιος Φραντζής, ήταν ιδιαίτερα καυστικός μαζί του. «Όλοι επιθυμούμε την αναγέννηση του Έθνους, παπα-­‐Γρηγόρη. Αλλά μην λησμονείς τον Ορλώφ», του είπε με αυστηρό ύφος. «Η συμφορά του 1770 δεν θα επιτρέψομεν να επαναληφθεί». Ο Παπαφλέσσας τα είχε ακούσει πολλές φορές αυτά. Ήταν ο μόνιμος φόβος των Ελλήνων. Ιδιαίτερα των ηλικιωμένων, που θυμούνταν τις ορδές των Αρβανιτάδων να καίνε, να σφάζουν, να λεηλατούν. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν είχαν αφήσει στον Μοριά κι αν δεν επενέβαινε τότε ο ναύαρχος του Οθωμανικού στόλου να τους διώξει με τη βία, μπορεί να είχαν μετατρέψει τον Μοριά σε ακατοίκητη έρημο. Αυτή η τραγωδία, όμως, δεν ήταν αρκετή για ν’ αναχαιτίσει την επαναστατική ορμή του Παπαφλέσσα. «Ανάσταση, παπά μου, δε γίνεται δίχως σταύρωση. Του λόγου σου το ηξεύρεις καλά», του είπε. Η απάντηση δεν ικανοποίησε κανέναν. Αντίθετα προκάλεσε την επέμβαση ενός άλλου ιερωμένου. Ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, τον οποίο ο λόρδος Χόλμπουργκ είχε γνωρίσει το μικρό διάστημα που έμεινε στην Πάτρα. «Σταμάτα τις αερολογίες», του φώναξε. «Τους φλογερούς σου λόγους να τους εκφωνείς από άμβωνος. Εδώ χρειαζόμεθα εγγυήσεις. Δεν θα οδηγήσομε τον λαόν ως πρόβατον εις σφαγήν». Έγινε οχλαγωγία πάλι. Οι ερωτήσεις έπεφταν ξανά σαν βολές πυροβόλου. Πότε θα ερχόταν στον Μοριά ο Υψηλάντης; Θα έφερνε στρατό μαζί του; Ποιες συννενοήσεις είχε κάνει με τον ξένο παράγοντα; Πότε και πού σκόπευε να κηρύξει την επανάσταση;

359


Μαθημένος στις υπερβολές με τις οποίες εμψύχωνε τους δισταχτικούς ομοεθνείς του, ο Παπαφλέσσας είχε απάντηση για όλα. Τους βεβαίωσε για άλλη μια φορά πως ο Υψηλάντης ερχόταν με Σπετσιώτικη γολέτα από την Τεργέστη κι ο πόλεμος της Ρωσίας με τον Σουλτάνο ήταν ζήτημα χρόνου ν’ αρχίσει. Με τον Χουρσίτ πασά να λείπει από την Τριπολιτσά, είχαν μοναδική ευκαιρία να ξεσηκωθούν άμεσα. «Χίλιοι Αρβανιτάδες, ωρέ, τη φυλάνε ούλοι-­‐ούλοι. Βάνουμε φωτιά εις τον τόπο κι ο Μόσκοβος κατηφορίζει κατά δώθε», φώναξε σαν να έδινε το σύνθημα της επίθεσης. Το ακροατήριό του παρέμενε δύσπιστο, όμως, και τα πράγματα δυσκόλεψαν κι άλλο όταν τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της Ανωτάτης Αρχής. Δέχτηκε πιεστικές ερωτήσεις. Ποιοι διοικούσαν την Εταιρεία; Ποιοι επιτέλους κινούσαν τα νήματα της επανάστασης; Τέτοιες αλήθειες, όμως, ήταν αδύνατον να αποκαλυφθούν. Αυτοί οι προύχοντες με τη νοοτροπία αφέντη θα διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους, αν μάθαιναν ότι ένας φοιτητής και δυο έμποροι βρίσκονταν πίσω από την οργάνωση που προετοίμασε τον ξεσηκωμό του Γένους. Θα τον πετούσαν έξω με τις κλοτσιές και η επανάσταση θα έμενε στα χαρτιά, μπορεί και για πάντα. «Η εξοχότης ή η Μεγαλειότης του θέλει το όνομά του να μείνει κρυφό ακόμα», είπε αφήνοντας σαφή υπαινιγμό για τον Καποδίστρια ή τον Τσάρο. Αυτά όμως δεν έπειθαν κανέναν πια. Το ακροατήριο απάντησε με αποδοκιμασίες. Εκνευρισμένος ο Παπαφλέσσας τους φώναξε πως απάντηση σ’ αυτό θα έδινε μόνον ο Υψηλάντης όταν με το καλό έφτανε στον Μοριά. Οι αποδοκιμασίες όμως συνεχίζονταν κι ο ενθουσιασμός του Παπαφλέσσα είχε κι αυτός μειωθεί. Έστω και αργά συνειδητοποιούσε πως είχε

360


υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις του. Είχε παραβλέψει το γεγονός ότι απευθυνόταν σε ανθρώπους ευφυείς, ικανούς στην πολιτική και στη χειραγώγηση του πλήθους. Δεν υπήρχε ούτε ένας εκεί μέσα που να μην ήθελε να απαλλαγεί από τους Τούρκους, αλλά ούτε ένας που να πείσθηκε από τα όμορφα λόγια του. Κάποια στιγμή ζήτησε το λόγο ο Ανδρέας Ζαϊμης. «Όλα τα λεχθέντα παρά του Δικαίου είναι ιδιοτελή και μπιρμπάντικα», δήλωσε ευθαρσώς. Από την πρώτη σειρά όπου καθόταν ο λόρδος Χόλμπουργκ είδε καθαρά τις χοντρές στάλες ιδρώτα που κυλούσαν στο μέτωπο του Παπαφλέσσα. Ο Ζαϊμης συνέχισε σαν να ήθελε να του δώσει τη χαριστική βολή. «Αν λάβωμεν ως βάσιν τους λόγους του, παίρνομεν το Έθνος εις τον λαιμόν μας και θέλομεν επισύρει εις τας κεφαλάς μας το αιώνιον ανάθεμα». Ο Παπαφλέσσας πήγε να απαντήσει, αλλά επενέβη ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και του ζήτησε να εξαφανιστεί από προσώπου γης και να αφήσει την υπόθεση της επανάστασης σε ικανότερα χέρια. Ο Γερμανός φώναζε πολύ και για να ακουστεί ο Παπαφλέσσας άρχισε να ουρλιάζει σχεδόν. Ειπώθηκαν βαριές κουβέντες. Κατακόκκινος από την οργή του ο Παπαφλέσσας ήταν εκτός ελέγχου. Απευθυνόμενος σε προεστούς και ιερωμένους τους αποκάλεσε άπληστους υπηρέτες των Οθωμανών, που αυγάτιζαν το βιος τους κρατώντας το λαό σε βαθιά αγραμματοσύνη και ένδεια. «Είσαι άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος», κραύγαζε από τη μεριά του ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, κατακόκκινος κι αυτός από το θυμό του.

361


Ο Παπαφλέσσας όρμησε κατά πάνω του, αλλά ο λόρδος Χόλμπουργκ, ο Ζακ Μπουλβίλ, ο παπα-­‐Δημήτρης και μερικοί ακόμα που κάθονταν στην πρώτη σειρά λειτούργησαν σαν κυματοθραύστες. Ο παπα-­‐Δημήτρης του σκούπισε το μέτωπο με ένα μαντήλι. «Ήρεμα, παπά μου», του ψιθύρισε. «Οι Τούρκοι είν’ οι οχτροί μας. Μη βγάνουμε ο ένας τα μάτια τ’ αλλουνού ρωμιού!» Ο Παπαφλέσσας ηρέμησε κάπως, αλλά δεν είχε σκοπό ν’ αφήσει τη φλόγα της επανάστασης να σβήσει μέσα στις αμφιβολίες και τους δισταγμούς κανενός. Σήκωσε τα χέρια του, σαν να παραδινόταν, συνέστησε σε όλους τους ψυχραιμία και μετά χρησιμοποίησε το εφεδρικό του όπλο. Στο εμβρόντητο ακροατήριό του είπε πως είχε την εντολή από την Ανωτάτη Αρχή να μισθώσει χίλιους Πισινοχωρίτες και άλλους τόσους Μανιάτες και να κηρύξει την επανάσταση, αν οι Κεφαλές του Μοριά δεν συμφωνύσαν με όσα τους είχε γραπτώς ανακοινώσει. «Και όποιον βρούνε οι Τούρκοι ξαρμάτωτο, ας κάμει καλά απ’ αυτού του», είπε στο τέλος και βούβανε την αίθουσα. Τον είχαν ικανό να το κάνει. Προεστοί και ρασοφόροι αντάλλασαν ματιές αμηχανίας. Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν μπροστά στον εκβιασμό του. Μερικοί σκέφτηκαν ακόμα και να τον ξεκάνουν, αλλά δεν άνοιξαν το στόμα τους να το ομολογήσουν. Την ηφαιστειώδη σιωπή διέκοψε ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος, τοποτηρητής της Επισκοπής Κερκίνης. Για να μην φτάσουν τα πράγματα στο απροχώρητο, πρότεινε να διακόψουν τη συνεδρίαση για κείνη την ημέρα. «Ας συσκευθώμεν αύριο με καθαρότερον νουν», είπε.

362


Όλοι ήθελαν να κερδίσουν χρόνο, μήπως έβρισκαν λύσεις στα άλυτα προβήματα και συμφώνησαν ευχαρίστως. Για περισσότερη ασφάλεια, ο Παπαφλέσσας κοιμήθηκε στη Φανερωμένη, εκείνο το βράδυ. Ξαπλωμένος στην κουκέτα του άκουγε τη βροχή να πέφτει στο κατάστρωμα και ονειροπολούσε. Ξανάφερνε στο νου του τη συγκέντρωση στο σπίτι του Λόντου, έβλεπε τα πρόσωπα ένα-­‐ένα, ζούσε τις αγωνίες τους. Δεν είχαν άδικο να διστάζουν. Αλλά δεν είχαν και άλλη επιλογή. Όλους τους τους φανταζόταν αναγκαστικούς πρωταγωνιστές σε μια κολοσσιαία επιχείρηση, που θα λάβαιναν μέρος ακόμα κι όσοι αρνούνταν να συμμετάσχουν. Δεν υπήρχε γυρισμός. Η υπόθεση της επανάστασης είχε πάρει το δρόμο της. Γρήγορα θα έφτανε στο αποκορύφωμά της. Εκεί θα τους οδηγούσαν τα μονοπάτια της ανάγκης. Δεν είχε πια καμιά αμφιβολία πως όλοι τους ήταν παγιδευμένοι σ’ αυτά τα στενά μονοπάτια. Κανείς δεν θα μπορούσε να ξεφύγει, όσο δισταχτικός κι αν ήταν. Στη διπλανή κουκέτα ο παπα-­‐Δημήτρης φαινόταν πολύ στεναχωρημένος. Φοβόταν πως οι προεστοί δεν θα έπαιρναν καμιάν απόφαση και το πράγμα θα κυλούσε από μέρα σε μέρα κι από δισταγμό σε δισταγμό μέχρι που οι Τούρκοι θα ξυπνούσαν και θα έσβηναν το όνειρο μέσα στο αίμα. Κάποια στιμγμή δεν άντεξε τη σιωπή και είπε τους φόβους του στον Παπαφλέσσα. Εκείνος μισοσηκώθηκε στην κουκέτα του και στο ημίφως της καμπίνας τού έριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα. «Ο ξεσηκωμός έχει αρχίσει, παπα μ’», είπε με σιγουριά. «Κανείς προγεστός κι ιερωμένος δεν ημπορεί να βάνει εμπόδια! Μη σεκλετίζεσαι, το λοιπόν».

363


Ο παπα-­‐Δημήτρης του σύστησε να είναι πιο συνετός. Δεν ήταν ώρα για υπερβολές. Ο Παπαφλέσσας όμως δεν είχε καμιά αμφιβολία. Ο Μοριάς είχε μπει νομοτελειακά στο δρόμο της επανάστασης. Ήταν ζήτημα χρόνου οι Τούρκοι να ξυπνήσουν. Τότε θα καλούσαν τους σημαντικότερους κοτζαμπάσηδες και Δεσποτάδες να πάνε στην Τρίπολη σαν όμηροι. Αυτοί θα απέφευγαν να πάνε. «Δε θα βάνουν το κεφάλι τους εις τον ντορβά», εξήγησε ο Παπαφλέσσας. «Θα το γυρίσουν εις το κλέφτικο κι ελόγου μας θα έχομε κάμει το χρέος μας», συμπλήρωσε. Στη φωνή του υπήρχε λίγη πίκρα «Τι σου μαυρίζει την ψυχή, παπά μου;» τον ρώτησε ο παπα-­‐Δημήτρης. «Προγεστοί και δεσποτάδες με μάχονται, αδελφέ μου. Με λογαριάζουν για άνθρωπο παρακατιανό. Φοβούνται μη και εισχωρήσομε ημείς οι ραγιάδες εις την εξουσίαν, μην απειλήσομε την τάξιν των όταν λευτερώσομε με το καλό το Γένος από τα δεσμά του», είπε σαν να του εξομολογιόταν τις αμαρτωλές του σκέψεις. Ο παπα-­‐Δημήτρης είχε κι αυτός την ίδια πίκρα μέσα του. Κι αυτός το ίδιο φοβόταν. «Άμα λευτερωθούμε, ελόγου μας τους παρακατιανούς θα μας βάνουν με τα σκουπίδια», του είπε. «Ο Θεός να κάμει να πέσομε εις τον αγώνα. Δεν θ’ αντέξω άλλη καταφρόνια», απάντησε ο Παπαφλέσσας. Την ίδια ώρα στο σπίτι του Λόντου προεστοί και δεσποτάδες αγρυπνούσαν κι εκείνοι. Ούτε κι αυτοί δεν έτρεφαν αυταπάτες. Τα πράγματα είχαν φτάσει σε σημείο απ’ όπου δεν υπήρχε επιστροφή. Την άλλη μέρα, την άλλη εβδομάδα, τον άλλο μήνα οι Τούρκοι θα τους υποπτεύονταν κάποια στιγμή και θα μάζευαν ομήρους στην Τριπολιτσά.

364


Με τον Παπαφλέσσα να γυρίζει αδέσποτος στον Μοριά ποιος θα διακινδύνευε το κεφάλι του; Ένιωθαν ήδη σαν τον παίχτη που ήταν αναγκασμένος να ποντάρει πολλά στο λιμό χαρτί του. Όλοι στη συγκέντρωση συμφώνησαν με τον Ασημάκη Φωτήλα που είπε «ο δισταγμός να κινήσομε το πράγμα δε θα μας έβγει σε καλό». Δεν μπορούσαν, όμως, να κάνουν και μιαν επανάσταση στα τυφλά. Μετά από πολύωρη συζήτηση αποφάσισαν να στείλουν ανθρώπους τους στη Ρωσία και τη Μολδοβλαχία, για να μάθουν από τον ίδιο τον Καποδίστρια και τον Υψηλάντη πού τελείωναν τα ψέματα τού Παπαφλέσσα και πού άρχιζε η αλήθεια. Ξημερώματα συνέταξαν κι ένα γράμμα προς τους Υδραίους. Απευθυνόταν στους Ευγενέστατους Άρχοντες και αδελφούς εις τον υπέρ πατρίδος αγώνα και τους παρακαλούσε να κοινολογήσουν τους σκοπούς και τα φρονήματά τους περί του ζητήματος της εξεγέρσεως του Γένους. Ανάλογα γράμματα έγραψαν και στα άλλα νησιά με ναυτική δύναμη. Τέλος αποφάσισαν να καλέσουν ξανά τον Παπαφλέσσα και να τον ηρεμήσουν. Την επομένη ο αρχιμανδρίτης Δικαίος έφτασε στο σπίτι του Λόντου χωρίς συνοδεία. Έκπληκτοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μπροστά τους ένα λιοντάρι εξημερωμένο. Κάθισε ήσυχος σε έναν καναπέ και χωρίς κορώνες και διαξιφισμούς, άκουσε τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, να του εξηγεί πως ήταν όλοι τους διατεθειμένοι να υιοθετήσουν τις προτάσεις του και να κινήσουν τις προετοιμασίες για την επανάσταση. Υπό έναν όρο, όμως. Να αποσυρθεί στο χωριό του και να κάτσει φρόνιμος μέχρι να του ζητηθούν οι υπηρεσίες του ή μέχρι να έρθει ο

365


«Προσδοκώμενος», το πρόσωπο της Ανωτάτης Αρχής, που περίμεναν να εμφανιστεί κάποτε. «Ας γίνει το θέλημα του Θεού», είπε ο Παπαφλέσσας συμβιβασμένος. Η συμπεριφορά του ανησύχησε κάποιους. Φοβήθηκαν μήπως προσποιόταν και πίσω από τη νηνεμία κρυβόταν η θύελλα. Αλλά ο Παπαφλέσσας δεν είχε διάθεση να εμποδίσει το έργο του πεπρωμένου. Το έβλεπε να διαγράφεται και ήδη συμπορευόταν μαζί του. «Για την πατρίδα οφείλομε να θυσιάσομε τα πάντα. Ακόμα και τον εγωισμό μας», είπε απλά. Όταν γύρισε στη σκούνα το πρόσωπό του είχε το χρώμα του συννεφιασμένου ουρανού. «Σκιάζουνται και τον ίσκιο μου ακόμα», είπε στον παπα-­‐ Δημήτρη. «Μου βάλαν όρο να περιοριστώ εις το χωριό μου». Η Βασιλική δεν πίστευε ότι ο Παπαφλέσσας ήταν δυνατόν να παραιτηθεί από τον επαναστατικό του αγώνα. Περίμενε πως θα άνοιγε το στόμα του και μ’ ένα χείμαρρο φλογερά λόγια θα τους έδινε το σύνθημα να συνεχίσουν το έργο τους. Όταν τον είδε, όμως, να κάθεται σκεφτικός σε μιαν άκρη, την έπιασε απελπισία. «Όλα έχουν τελειώσει, λοιπόν;» τον ρώτησε βουρκωμένη. «Τώρα μόλις αρχίζουν», της απάντησε σοβαρός εκείνος. Την επόμενη το πρωί άφησε τη σκούνα μαζί με τον παπα-­‐Δημήτρη. Πριν μπει στη λέμβο που θα τον έβγαζε στη στεριά αγκάλιασε τη Βασιλική και τη φίλησε πάλι στο στόμα με το ίδιο πάθος που την είχε φιλήσει και στο Ναύπλιο. «Ο Θεός μαζί σου» της είπε. «Με γυναίκες σαν και του λόγου σου το Γένος ημπορεί να ελπίζει». Ύστερα έριξε μια

366


παρατεταμένη ματιά στον λόρδο Χόλμπουργκ. Ήταν ένα βλέμμα θαυμασμού και ζήλειας ταυτόχρονα. Αργότερα είπε στον παπα-­‐Δημήτρη πως τον είχε βάλει στην καρδιά του αυτόν τον νεαρό. Λάτρευε τους ανθρώπους που ζούσαν κάτω από τα φτερά του έρωτα κι αποζητούσαν τις δάφνες της δόξας.

15

Οι ναύτες της Φανερωμένης άφησαν πίσω τους τις ακτές της Βοστίτσας με την αίσθηση ότι είχαν αποτύχει στην αποστολή τους. Καθώς σκαρφάλωναν στα κατάρτια τής σκούνας για να γεμίσουν τα πανιά της με φρέσκο αέρα, μουρμούριζαν πως οι κοτζαμπάσηδες κι οι δεσποτάδες δεν είχαν άντερα να ξεσηκώσουν τον λαό. Η απογοήτευσή τους ήταν μεγάλη. Είχαν πάει εκεί με την πίστη πως ο ρασοφόρος επαναστάτης θα κατάφερνε με τον χειμαρρώδη λόγο του να τους παρασύρει όλους να σηκώσουν το λάβαρο της επανάστασης. Περίμεναν να γίνει μακελλειό, να πάρουν παραμάζωμα τους Οσμανλήδες και να λεηλατήσουν το βιος τους. Αντί γι’ αυτό αναγκάστηκαν να γυρίζουν μια βδομάδα στους αγρούς της Βοστίτσας για ν’ αγοράσουν τα τρόφιμα που είχαν ανάγκη και σε μερικές περιπτώσεις να τ’ αρπάξουν με τη βία. Η Βασιλική γύριζε με διπλή απογοήτευση στον τόπο της. Τα προβλήματα του Παπαφλέσσα με τους προεστούς κι η αγωνία της για την επανάσταση δεν είχαν καταφέρει να την

367


απαλλάξουν από το ερωτικό μαρτύριο που την είχε υποβάλει η παρουσία του νεαρού λόρδου στη Φανερωμένη. Τα φτερουγίσματα της καρδιάς της πλήθαιναν αντί να μειώνονται, όπως είχε πιστέψει. Οι θλιμμένες ματιές του λόρδου κατάφερναν να τα δυναμώνουν. Αποσυντόνιζαν το μυαλό της και την τάραζαν, αλλά ομόρφαιναν τον άθλιο κόσμο της. Μόνο που δεν άφηνε την ψυχή της ελεύθερη να την απολαύσει αυτή την ομορφιά. Υπέφερε σιωπηλά το γλυκό πόνο του έρωτα, αναμένοντας το αναπόφευκτο τέλος του. Αργά ή γρήγορα ο λόρδος θα γυρνούσε στην πατρίδα του κι εκείνη θα έμενε στο νησί της πληγωμένη, αγκαλιά με τις όποιες αναμνήσεις τής άφηνε. Γι’ αυτό διάλεξε να υποφέρει τώρα παρά για πάντα. Στις λατρευτικές ματιές του έδειχνε ασυγκίνητη. Προσποιόταν πως νοιαζόταν μονάχα να κουμαντάρει τη σκούνα της και να φέρει τους ανθρώπους της πίσω στο νησί τους, από το οποίο έλειπαν σχεδόν δυο χρόνια. Ένα κρύο μεσημέρι του Φλεβάρη, λίγες μέρες μετά τον απόπλου τους από τη Βοστίτσα, ακούστηκε η φωνή του οπτήρα, ψηλά από την κόφα. «Πανίιιι! Πανί πλώρα δεξιάααα!» Όλα τα μάτια σηκώθηκαν και έψαξαν τον ορίζοντα με ανησυχία. Μέχρι να διαπιστωθεί τι είδους σκάφος ήταν, ο νους τους πήγαινε πάντα στο κακό, στους Μπερμπερίνους πειρατές. Το συναπάντημα μαζί τους ήταν χειρότερο κι από τις θύελλες, τις άπνοιες, το σκορβούτο, τη δίψα και τα αχαρτογράφητα νερά. Συχνά έδινε τραγικό τέλος στις ζωές τους ή τους έστελνε δούλους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Η Βασιλική κοίταξε κι αυτή με το κιάλι της προς την κατεύθυνση που υποδείκνυε ο οπτήρας. Με σφιγμένα χείλη

368


εξέτασε για λίγο το ξένο σκάφος και μετά το έδωσε στον Δαμαλίτη. «Φρεγάτα μου φαίνεται πως είναι», του είπε. Εκείνος κοίταξε για περισσότερη ώρα μέχρι να σιγουρευτεί. «Φρεγάτα», επιβεβαίωσε. «Αγγλική πολεμική φρεγάτα. Μάλλον θα μας σταματήσει για νηοψία». Μια νηοψία, όμως, δεν θα τους κόστιζε τίποτα. Η καπετάνισσα είχε φροντίσει πριν τον απόπλου να πάρει πιστοποιητικό από την καγκελαρία της Βοστίτσας ότι το σκάφος δεν ήταν πειρατικό. «Συνεχίζουμε την πορεία μας», είπε η Βασιλική και πήρε το κιάλι να ρίξει ακόμα μια ματιά στον ορίζοντα. Ο νοτιοδυτικός άνεμος που φυσούσε εκείνη την ώρα ήταν ούριος για τη φρεγάτα, η οποία και τους ζύγωνε πλησίστια. Η Φανερωμένη αντίθετα είχε τον άνεμο πλώρα δεξιά της κι αναγκαζόταν να πλέει σε σχεδόν οξεία εγγυτάτη, μια πορεία που ήθελε εξαιρετικούς ελιγμούς για να έχει το σκάφος ταχύτητα. Όταν βεβαιώθηκε πως η σημαία που κυμάτιζε στην πρύμη της φρεγάτας ήταν η Αγγλική ησύχασε κι άφησε το κιάλι. Είχε αρχίσει κι ένα ψιλόβροχο εκείνη την ώρα, που μείωνε την ορατότητα. «Συνεχίζουμε την πορεία μας», ξανάπε στον Δαμαλίτη και ξέχασε το ξένο σκάφος. Ξαφνικά όμως τότε μια λάμψη έσκισε τη θολή ατμόσφαιρα. Την πέρασαν για αστραπή στην αρχή, αλλά η βροντή που την ακολούθησε ερχόταν από χαμηλά. Δεν υπήρχε αμφιβολία από πού ερχόταν. «Μας ρίχνουν», φώναξαν πολλοί μαζί. Αμέσως ακολούθησε μια δεύτερη και μετά μια τρίτη μπαταριά, όλες με πρόθεση να χτυπήσουν Φανερωμένη. Η φρεγάτα του Αγγλικού ναυτικού τους κανονιοβολούσε. Πέρα από κάθε λογική, ενάντια σε κάθε κανονισμό.

369


Για λίγο επικράτησε πανικός στη σκούνα, αλλά οι ναύτες της ήταν μαθημένοι σε τέτοια συναπαντήματα. Όρμησαν άλλοι στα πανιά κι άλλοι στα κανόνια για να παλαίψουν για τη ζωή τους, ακόμα μια φορά. Άλλαξαν αμέσως πορεία, έφεραν τον άνεμο από την πρύμη, ώστε να κερδίσουν ταχύτητα, κι άρχισε έτσι ένα κυνήγι που θα κατέληγε στη ζωή ή το θάνατο. Όλοι, όμως, είχαν την ίδια απορία μέσα στην ταραχή τους. Τι διάβολο είχαν πάθει οι Άγγλοι και τους χτυπούσαν; Σ’ αυτή τη ληστρική επίθεση, ούτε κι ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση. «Θα λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους», φώναζε μονάχα κάθε τόσο, απειλώντας με σφιγμένες γροθιές τους συμπατριώτες του. Η Φανερωμένη είχε αναπτύξει περισσότερη ταχύτητα τώρα, αλλά δεν ήταν αρκετή για να ξεφύγει από ένα σκάφος με μεγαλύτερη ιστιοφορία. Η Αγγλική φρεγάτα όλο και ζύγωνε οι μπάλες των κανονιών της έπεφταν όλο και πιο κοντά και κάποια στιγμή συνέβη το αναπόφευκτο. Δύο απ’ αυτές έπεσαν στο κατάστρωμα της Φανερωμένης και μια τρίτη χτύπησε το πάνω μέρος του μεσαίου καταρτιού της. Ήταν σαν να έπεσε ο μολυβής ουρανός επάνω τους. Το τρίξιμο του σπασμένου ξύλου ακούστηκε σαν θανατηφόρα κραυγή, καθώς παρέσυρε ξάρτια, σχοινιά και σκισμένους μουσαμάδες στην πτώση του. Ακολούθησαν σύντομα κι ανθρώπινες κραυγές που έβγαιναν από λαβωμένα κορμιά. Αυτοί οι τρελοί ήθελαν στ’ αλήθεια να τους βουλιάξουν. «Σηκώστε λευκή σημαία», ούρλιαξε η Βασιλική ανάμεσα στα βογγητά των χτυπημένων. Μόνιμη σκιά της ο λόρδος Χόλμπουργκ στις δύσκολες στιγμές που περνούσαν, γύρισε ενστικτωδώς το κεφάλι

370


του προς την πρύμη. Εκεί δερνόταν από τον άνεμο, προκλητικά όμορφη, μια γαλάζια σημαία με λευκό σταυρό στη μέση. Ξαφνικά κατάλαβε τι γινόταν. Αυτή η σημαία δεν ανήκε σε κανένα κράτος κι οι Άγγλοι πέρασαν το σκάφος τους για πειρατικό. Και για τους ληστές της θάλασσας δεν υπήρχε έλεος. «Λευκή σημαία», φώναζε πανικόβλητη η Βασιλική, αλλά μάλλον κανείς δεν την άκουγε. Ο μελανής ορανός σκιζόταν από βροντές και αστροπελέκια και το ψιλόβροχο έγινε σύντομα κατακλυσμός. Ο καιρός έκλεισε από παντού και μια αδιαπέραστη θολούρα έκανε την ορατότητα μηδενική σχεδόν. Οι Άγγλοι συνέχισαν να ρίχνουν στα τυφλά, αλλά η Φανερωμένη είχε γίνει αόρατη πια. Με μια καινούργια αλλαγή πορείας, κατάφερε να βγει από το πεδίο βολής τους, πριν συμβούν μεγαλύτερα κακά. Σε λίγο έπαψαν κι αυτοί να ρίχνουν. Ανακατεμένες τώρα με τον άνεμο και τη βροχή, ακούγονταν μόνο οι οιμωγές των τραυματισμένων διάσπαρτες στο κατάστρωμα. Με αυταπάρνηση οι ναύτες που στέκονταν στα πόδια τους ακόμα, βοήθησαν τους τραυματισμένους συντρόφους τους και έκαναν το πληγωμένο σκάφος να χαθεί από τα μάτια των διωκτών του. «Μάλλον τους ξεφύγαμε», είπε ο λόρδος Χόλμπουργκ στα Ελληνικά. Στεκόταν λίγο πιο πίσω από τη Βασιλική, σαν φύλακας άγγελός της. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε αληθινά ανακουφισμένη. Είχαν γλυτώσει από έναν ακόμα θανάσιμο κίνδυνο. Αναστέναξε κι ακούμπησε το χέρι της πάνω στο δικό του, σαν να ήθελε να τον ευχαριστήσει. Ο νεαρός λόρδος δεν περίμενε τόση οικειότητα κι έκλεισε τα μάτια του για να μη χάσει ούτε δευτερόλεπτο απ’ αυτή την ευτυχία.

371


Απ’ το γλυκό του όνειρο τον έβγαλε ο Κυριάκος ο Παγώνης με τα άσχημα νέα που έφερε. Είχαν τέσσερις τραυματίες στο αμπάρι. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Ζακ Μπουλβίλ. Η βροχή είχε μειωθεί, η ορατότητα είχε φτιάξει κάπως και προς μεγάλη τους ανακούφιση το Αγγλικό πολεμικό δεν φαινόταν πουθενά τριγύρω τους. Η Φανερωμένη, όμως, δεν μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι της με τόσες ζημιές και τέσσερις τραυματίες. «Πάμε για Πάτρα», είπε η καπετάνισσα. Εκεί υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να βρούνε γιατρό. Άφησε το κουμάντο της σκούνας στον Δαμαλίτη και κατέβηκε στο αμπάρι μαζί με τον λόρδο. Οι δυο από τους τραυματίες αιμορραγούσαν πληγωμένοι από θραύσματα οβίδας. Οι άλλοι δυο, ο Καραμάνος κι ο Ζακ Μπουλβίλ είχαν σπασίματα από το κομμάτι του καταρτιού που είχε πέσει επάνω τους. Η Βασιλική έκανε ό,τι θυμόταν από τα γιατροσόφια της μάνας της, αλλά δεν κατάφερε και πολλά. Οι δυο ναύτες που αιμορραγούσαν πέθαναν μέσα στη νύχτα. Οι άλλοι δυο, βογγούσαν αβοήθητοι από τους πόνους. Ξημερώματα η φωνή του οπτήρα τους έδωσε κουράγιο. «Στεριάααα δεξιάαααα!» Πετάχτηκαν επάνω και βγήκαν στο κατάστρωμα. Στο αχνό φως της χειμωνιάτικης αυγής ξεχώριζε γη δεξιά τους. Δεν είχαν ιδέα πού βρίσκονταν. Μέσα στην άναστρη νύχτα ταξίδευαν στην τύχη σχεδόν. «Κάπου στο Μοριά πρέπει να είμαστε», είπε ο Δαμαλίτης. Με τα μάτια βαθουλωμένα από το ξενύχτι και την κούραση της άγριας νύχτας έκανε ότι μπορούσε να κρατήσει το λαβωμένο σκάφος στη ρότα του. Και το υπόλοιπο πλήρωμα

372


δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Με το ζόρι έσερναν τα πόδια τους. «Τουλάχιστον ζούμε ακόμα», είπε ο ναύτης που φρόντιζε το τριγωνικό πανί της πρύμης. Λίγο πριν το μεσημέρι πόδισαν σ’ έναν απάνεμο όρμο. Ήταν το κατάλληλο μέρος για να φροντίσουν το λαβωμένο σκάφος και τους τραυματίες. Τους νεκρούς δεν μπορούσαν να τους κρατήσουν ως τον Πόρο. Ούτε ήθελαν να τους θάψουν σε ξένη γη. Τήρησαν το ναυτικό έθιμο και τους έστειλαν στο πάτο της θάλασσας, για να τους έχουν για πάντα κοντά τους. Σ’ αυτή την ερημιά πίστευαν πως θα κάθονταν για λίγες μέρες μόνο, αλλά οι ζημιές της σκούνας ήταν σοβαρότερες από όσο φαντάζονταν και τους κράτησαν περισσότερο στον όρμο. Κάτι ψαράδες προθυμοποιήθηκαν να τους βοηθήσουν, με το αζημείωτο φυσικά. Γιατρός στην περιοχή δεν υπήρχε, αλλά εκείνοι έφεραν έναν Αλβανό που ήξερε να φτιάχνει τα σπασμένα πόδια των ζώων. Φρόντισε όσο γινόταν καλύτερα τους τραυματίες. Σε μια κοντινή κωμόπολη βρήκαν και τα υλικά που είχαν ανάγκη. Οι κάτοικοι τους τα έδωσαν πρόθυμα, αφού ο λόρδος Χόλμπουργκ άνοιξε το πουγκί του και τους πλήρωσε με Εγγλέζικες λίρες. Την Κυριακή λειτουργήθηκαν στην εκκλησία του χωριού κι έκαναν μνημόσυνο στους νεκρούς τους. Μαζί με το πλήρωμα πήγαν ο λόρδος Χόλμπουργκ με τον Ζακ Μπουλβιλ. Με δεμένο το χέρι του εκείνος επέμεινε να τους ακολουθήσει. Δεν ήταν θρησκευόμενος, αλλά είχε βαθιά πίστη σ’ εκείνη την ανώτερη δύναμη που βρισκόταν πέρα από την αντίληψη του ανθρώπινου νου. Την υμνούσε

373


πάντα, αδιαφορώντας από ποιο σημείο ανέβαιναν οι προσευχές του προς τον ουρανό. Η εκκλησία ήταν γεμάτη πιστούς, αλλά αυτό που παραξένεψε τους ναύτες της Φανερωμένης ήταν το κήρυγμα του ιερέα. Δεν μίλησε καθόλου για το μήνυμα της ευαγγελικής περικοπής, ούτε έκανε λόγο για τις τιμωρίες που περίμεναν τους αμαρτωλούς στην κόλαση. Αφιέρωσε όλο του το χρόνο σε μια ομιλία που θύμιζε απροκάλυπτη προπαγάνδα υπέρ των Τούρκων δυναστών. Στο τέλος απείλησε ανοιχτά όσους συμμετείχαν σε συνωμοτικές ομάδες που είχαν σκοπό να ανατρέψουν τον νόμο και την τάξη. Αυτούς τους περίμενε ο αφορισμός της εκκλησίας, η κοινωνική καταδίκη και η αιώνια κόλαση. Αργότερα έμαθαν πως ο ρασοφόρος ομιλητής δεν ήταν ο κανονικός ιερέας του ναού, αλλά ο μητροπολίτης της Τριπολιτσάς, Δανιήλ. «Τι καμώματα είν’ τούτα;» ρώτησε η Βασιλική τον Δαμαλίτη. Την απορία τούς την έλυσε ο κόσμος. Όλοι τους ήξεραν. Είχε βουίξει ο τόπος. Κάποιος παπα-­‐Παντελής είχε προφτάσει στους Τούρκους όλα όσα είχαν γίνει στη Βοστίτσα κι εκείνοι είχαν αγριέψει. Ο Καϊμακάμης που αντικαθιστούσε τον Χουρσίτ πασά είχε καλέσει προεστούς και δεσποτάδες στην Τριπολιτσά. Είχε αναγκάσει και την εκκλησία να προπαγανδίζει από άμβωνος υπέρ των Τούρκων. Είχαν απαγορευτεί και οι συγκεντρώσεις. «Αυτοί οι παπάδες!» είπε ο Ζακ Μπουλβίλ. «Όπου κι αν γυρίσεις τους βλέπεις μέσα στην επανάσταση. Άλλους για καλό κι άλλους για κακό!» Η Βασιλική χαμογελούσε ικανοποιημένη. Η επανάσταση είχε πάρει τον δρόμο της. Ακριβώς με τον τρόπο που είχε προβλέψει ο Παπαφλέσσας. Την οσφραινόταν στον αέρα σαν μυρωδάτο λουλούδι που μόλις έβγαζε τα πρώτα του

374


άνθη. Δισταχτικοί και τολμηροί, αρνητές και πιστοί, παρασκευασμένοι και απαράσκευοι, όλοι τώρα ήταν αναγκασμένοι να πάρουν τα όπλα. «Είμαστε σε κρίσιμη καμπή», παραδέχτηκε κι ο Ζακ Μπουλβίλ. «Η πρόσκληση του Καϊμακάμη είναι σημείο δίχως επιστροφή. Οι κεφαλές του Μοριά πρέπει να πάρουν τις αποφάσεις τους». Η Βασιλική ζήτησε από το πλήρωμά της πολεμική ετοιμότητα. Τα λόγια ήταν φανερό πως είχαν τελειώσει. Το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος είχε έρθει η ώρα να αποκτήσει το αληθινό νόημά του πια.

375


16 Αρχές Μάρτη 1821 Πόρος

Η κυρά Μαριγώ έπλυνε τα χέρια της, έβγαλε την ποδιά της κι έριξε μιαν ακόμα ματιά προς το μπογάζι. Ήταν μια κίνηση που επαναλάμβανε κάθε τόσο από τη μέρα που η μεγάλη της κόρη πήρε των ομματιών της και χάθηκε. Παρηγοριόταν με τη σκέψη πως αυτό το τρελοκόριτσο θα ξεθύμαινε κάποια στιγμή και θα γύριζε στο σπιτικό της. Έβαλε βιαστικά το μπρίκι στη φωτιά για να ψήσει τον ρεβυθοκαφέ της. Ήταν η ώρα που μαζεύονταν στο φτωχικό της οι τρεις φιλενάδες της για να τον πιουν. Παλιά κουτσομπόλευαν το νησί. Τώρα έκλαιγαν τους αδικοχαμένους ανθρώπους τους. Πρώτη ήρθε η Μπία. Δεν το είχε βάλει κάτω ακόμα. Κάθε μέρα κοιτούσε τη θάλασσα και περίμενε τον γιο της να γυρίσει από τα τούρκικα καράβια. Μετά ήρθαν κι οι άλλες δυο, η Παναγαίσα και η θεια Μαριά του Τσούκα. Η κάθε μια με τον πόνο της, που τον κατέθετε σ’ αυτό το συντροφικό φλυτζάνι καφέ κάθε πρωί κι ανακουφιζόταν. Η πανοραμική θέα από το σπίτι του μακαρίτη καπετάν Βαγγέλη αλάφρωνε τις καρδιές τους. Τους επέτρεπε να βλέπουν όλο το λιμάνι ως το μπογάζι και να μηρυκάζουν τις προσδοκίες τους. Εκείνο το πρωί, ωστόσο, δεν πρόλαβαν να πουν και πολλά από τα χιλιοειπωμένα τους. Τα γεγονότα τις

376


πρόφτασαν πριν βάλουν καφέ στο στόμα τους. Η Μαριγώ γέμιζε τα φλυτζάνια όταν έριξε πάλι τη μηχανική ματιά της στο μπογάζι. Ανάμεσα στα γυμνά κατάρτια των φουνταρισμένων καραβιών είδε τότε πανί να εμφανίζεται στον ορίζοντά της. «Καράβι μωρ’ σεις», ανάγγειλε ξαφνικά και το χέρι της άρχισε να τρέμει. Έτσι γινόταν κάθε φορά που έσκαγε μύτη κι έμπαινε στον μεγάλο κόλπο του Πόρου κανένα σκάφος. Άρπαξε αμέσως το κιάλι του άντρα της, για να δει την κοψιά του. Το είχε εκεί δίπλα της στο παράθυρο και πάντα το άγγιζε με ελπίδα, αλλά το μόνο που της είχε προσφέρει ήταν απογοητεύσεις. Μέσα από το φακό του είχε δει πολλά καράβια, κανένα όμως δεν ήταν η Φανερωμένη τους. «Τι ‘ναι μωρ’ συ;» ρώτησε η Μπία. Η Μαριγώ κοίταξε ακόμα λίγο αμίλητη τη θάλασσα και μετά κατέβασε το κιάλι με τα χείλη της σφιγμένα. «Αυτείνοι είν’ κακό ψόφο να ‘χουνε», είπε. Η Μπία κατάλαβε. Της άρπαξε αμέσως το κιάλι για να σιγουρευτεί. Μέσα στο οπτικό του πεδίο είδε τότε τη μεγάλη σημαία που κυμάτιζε στην πρύμη μιας γολέτας. Είχε τρεις οριζόντιες λουρίδες: κόκκινη, μπλε, κόκκινη. Δεν υπήρχε κανείς σ’ αυτό το νησί που να μην ξέρει πως ήταν τα χρώματα της σημαίας του Καπουδάν πασά. «Οι τρισκατάρατοι», είπε και κατέβασε το κιάλι από τα μάτια της. Οι φίλες της ξεροκατάπιαν. Διέγνωσαν ίχνη ελπίδας πάλι στα λόγια της κι η ίδια η Μπία τις δικαίωσε. «Λες να τον φέραν τούτη τη δόση;» είπε επαναλαμβάνοντας τη φράση που έβγαινε κάθε φορά από το στόμα της όταν ερχόταν ο «Μινώταυρος». Κατά το συνήθειό τους οι άλλες απέφυγαν ν’ απαντήσουν. «Νωρίς ήρθε φέτος», σχολίασε η Παναγαίσα.

377


«Τα τελευταία τους να ΄ναι», είπε η Τσούκαινα. «Να τους καταπιεί ο πάτος της κόλασης, το μαύρο σκοτάδι του Άδη». «Αυτείνοι δεν ξεκουμπίζουνται εύκολα», είπε πικρόχολα η Μαριγώ. Η γολέτα φούνταρε κοντά στην παραλία του Πόρου και λίγο αργότερα κατέβασε μια λέμβο γεμάτη με νέους άντρες. Ήταν τα παλληκάρια που επέστρεφαν στον τόπο τους μετά από ένα χρόνο θητεία στον στόλο του Καπουδάν πασά. Όσα είχαν παραμείνει ζωντανά δηλαδή ή όσα δεν είχαν αλλαξοπιστήσει. Με μια αποφασιστική κίνηση η Μπία σηκώθηκε, έφτιαξε το τσεμπέρι της και πήγε να φύγει. «Για πού το ‘βαλες του λόγου σου;» της είπε νευριασμένη η Μαριγώ. «Κάτσε στ’ αυγά σ’ Κυρά μου, ο Σταυρής ηξεύρει κατά πούθε πέφτει το Καστέλι». Τη λυπόταν. Πώς να κατηφορίσει, μεγάλη γυναίκα, τόσα σκαλάκια μέχρι την παραλία και μετά να τα ανέβει με όλο το βάρος της απογοήτευσής της; Η Μπία θα είχε αγνοήσει τις προτροπές της φιλενάδας της, αν δεν συνέβαιναν κάποια ανεξήγητα πράγματα την ώρα που ήταν έτοιμη να φύγει. Λίγο μετά την οθωμανική γολέτα, φάνηκε να μπαίνει στον κόλπο ένα ακόμα σκάφος. «Κι άλλοι μουσαφιραίοι», είπε η θεια-­‐ Μαριά. Η Μαριγώ πήρε το κιάλι της, για να επαναλάβει με το συνηθισμένο καρδιοχτύπι τη διαδικασία της αναγνώρισης. Είχε μάθει να μην περιμένει πολλά πράγματα, αλλά αυτή τη φορά η καρδιά της χτύπησε γρηγορότερα. Το νεοφερμένο σκάφος ήταν μια σκούνα. Το κοίταξε με όλη την ένταση της προσοχής της, μήπως είχε έρθει η ώρα της επιστροφής τής Φανερωμένης τους, αλλά όταν είδε και τη σημαία που

378


κυμάτιζε στο πρυμναίο της άλμπουρο απογοητεύτηκε τελείως. Δεν ήταν η ρώσικη που χρησιμοποιούσε η σκούνα τους αλλά μια γαλάζια μ’ ένα λευκό σταυρό στη μέση. Το ενδιαφέρον των γυναικών για τη σκούνα θα είχε ατονήσει αν δεν παρατηρούσαν την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Άλλαξε ξαφνικά πορεία και πλησίαζε το Τούρκικο με ταχύτητα, λες και ήθελε να το διεμβολίσει. Με όλα τα πανιά της ανοιχτά έμοιαζε με αρπακτικό που ζυγιαζόταν πάνω από το θήραμά του. Η Μαριγώ παρακολουθούσε απορημένη τις κινήσεις της σκούνας, όταν το κιάλι της γέμισε απότομα με καπνούς και μια κατακόκκινη λάμψη. Μετά ο τόπος σείστηκε από τη βροντή θυμωμένων κανονιών. «Τους μπομπαρδίζουν μωρ’ σεις!» φώναξε ξαναμμένη η Μαριγώ χωρίς να πιστεύει στα μάτια της. Με ανοιχτό το στόμα οι τέσσερεις φιλενάδες παρακολούθησαν τη σκούνα να ορμάει σαν αφηνιασμένος ταύρος πάνω στο τούρκικο. Δεν προλάβαιναν να μετράνε μπαταριές. Το σφυροκόπημα ήταν ανελέητο. Η σκούνα άδειασε τα κανόνια τής μιας πλευράς της πρώτα επάνω στην τούρκικη γολέτα και μετά με μια κυκλική κίνηση έκανε το ίδιο με τα κανόνια της άλλης. Κι αυτός ο γύρος του θανάτου συνεχίστηκε για κάμποση ώρα, μέχρι που το τούρκικο σκάφος έγειρε κι άρχισε να βυθίζεται, διαλυμένο σε παλιόξυλα. Οι Τούρκοι ούτε που φαντάζονταν πως μπορούσαν να δεχτούν μια τέτοια επίθεση. Αιφνιδιάστηκαν απόλυτα. Την ώρα που έπεφτε από παντού φωτιά κι ατσάλι, το μόνο που κατάφεραν να κάνουν ήταν να αναζητήσουν καταφύγιο στη θάλασσα. Αλόφρονες εγκατέλειψαν τη γολέτα τους κι έπεσαν στο νερό. Η μανία του εκτελεστή τους, όμως, ήταν μεγάλη. Δεν έδειχνε κανένα έλεος. Ξαναγέμιζε και ξανάριχνε.

379


Υπάκουε στη διαταγή της καπετάνισσάς του «να μη μείνει ρουθούνι ζωντανό από δαύτους». Ακόμα κι όταν η θάλασσα κοκκίνησε από το αίμα κι ήταν γεμάτη πτώματα και συντρίμμια, εκείνοι συνέχιζαν να ρίχνουν. Η Βασιλική βρισκόταν σε κατάσταση εκδικητικής έκστασης καθώς οι μπάλες των κανονιών της κουρέλιαζαν τη γολέτα του Καπουδάν πασά. Φανταζόταν το σφαγμένο κορμί τού πατέρα της να περιφέρεται στα κανόνια της σκούνας και να κάνει κουμάντο. Οι κραυγές της ακούγονταν πολύ μακριά, σαν μοιρολόι για τους νεκρούς της και μετά από κάθε μπαταριά ούρλιαζε: «Αυτή για τον Πανάγο, κι αυτή για τη Μυρτώ κι αυτή για τον καπετάν Βαγγέλη». Καθώς έβλεπε το τούρκικο να αργοβυθίζεται, είχε την αίσθηση πως μαζί του γκρέμιζε και το πορνείο της Πόλης κι εκείνα τα χαμαιτυπεία με τα γιαμάκια, όπου οι Οσμανλήδες ικανοποιούσαν τις διαστροφές τους. Οι ναύτες της ήταν το ίδιο τρελαμένοι. Είχαν παρασυρθεί από την εξαλλοσύνη της και εκτελούσαν με το ίδιο πάθος τις εντολές της. Χτυπούσαν αλύπητα ακόμα και τους λαβωμένους που άπλωναν τα χέρια τους ν’ αρπαχτούν από μια σανίδα. Δεν έπρεπε να μείνει κανείς ζωντανός. Η εντολή «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» βρήκε την πλήρη εφαρμογή της εκείνη την ημέρα. Όταν τα κανόνια επί τέλους σίγησαν, η Βασιλική σωριάστηκε εξουθενωμένη πάνω σε μια στοίβα από σκοινιά. Προσπαθούσε να συνέλθει από την άγρια χαρά που την πλημμύριζε. Δεν περίμενε πως ο Θεός θα της έδινε τόσο εύκολα την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση. Όταν είδε στον ορίζοντα το πανί τής γολέτας, στην αρχή φοβήθηκε μήπως ήταν κανένα Εγγλέζικο πολεμικό κι ανέβασε ρώσικη σημαία. Όταν σιγουρεύτηκε, όμως, πως ήταν το

380


φοροεισπρακτικό σκάφος του Καπουδάν πασά, ήξερε πως είχε έρθει η ώρα της εκδίκησης. Ήταν μια υπέροχη ημέρα. Κι αν ανακάλυπτε ανάμεσα στους νεκρούς και τον εξωμότη φονιά του πατέρα της, θα γινόταν η ευτυχέστερη της ζωής της. Κάποια στιγμή όλα ησύχασαν γύρω της. Το μόνο που ακουγόταν πια ήταν τα κρωξίματα των γλάρων στον μπαρουτοκαπνισμένο αέρα και οι παφλασμοί των ψαριών στη ματωμένη θάλασσα. Ξαπλωμένη στα σκοινιά ηρέμησε κι ο νους της καθάρισε. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως δεν είχε πάρει απλά μιαν εκδίκηση. Οι λογαριασμοί αίματος που είχε μόλις ανοίξει με τους αιώνιους εχθρούς της, θεμέλιωναν και το όνειρο της ελευθερίας. Ακόμα μια φορά διαπίστωνε πόσο δίκιο είχε αυτός ο «τρελόπαπας» ο Παπαφλέσσας. Τελικά δεν ήταν δύσκολο να ξεκινήσεις μιαν επανάσταση. Απόγνωση κι απόφαση χρειαζόσουν μονάχα. Σηκώθηκε από τα σχοινιά και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον λόρδο Χόλμπουργκ. Ήταν πάντα ένα βήμα κοντά της. «Αυτή είναι η πρώτη μας νίκη», της είπε με έξαψη. Ήταν ολοφάνερα επηρεασμένος από τη δική της εκδικητική μανία. Η Βασιλική τον ένιωσε πολύ δικό της εκείνη τη στιγμή. Αυθόρμητα τότε έκανε κάτι που ταίριαζε με την επαναστατική της διάθεση. Αγνοώντας το πλήρωμά της, τα κουτσομπολιά και τα έθιμα του νησιού της, τον τράβηξε κοντά της και τον φίλησε στο στόμα με το ίδιο πάθος που είχε φιλήσει κι εκείνη ο Παπαφλέσσας στο Ναύπλιο και τη Βοστίτσα. «Δεν είναι απλά μια νίκη, Μυλόρδε μου», του είπε όταν ανάσαναν. «Είναι μια μαγική στιγμή. Η μαγική στιγμή που περίμενα πάντα να ζήσω».

381


§ Οι κανονιές της Φανερωμένης τάραξαν το νησί και το έβγαλαν από τη συνωμοτική σιωπή του. Αιφνιδιασμένοι οι Ποριώτες πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους, τα καϊκια τους, τους καφενέδες και με το στόμα ανοιχτό κοιτούσαν κάτι που τους φαινόταν σαν ψέμα. Όταν συνειδητοποίησαν τι γινόταν, οι μπαταριές της σκούνας με την παράξενη σημαία ήταν σαν να χτυπούσαν και τις δικές τους καρδιές. Σε άλλους ξερίζωσαν τον αιώνιο φόβο του ραγιά και σ’ άλλους τον έκαναν να μεγαλώσει. Με όποια συναισθήματα, όμως, κι αν το έβλεπες, το διαλυμένο τούρκικο φοροεισπρακτικό ήταν μια εικόνα τρομαχτική που προμήνυε δραματικές εξελίξεις. Το τέρας που τους έπινε το αίμα είχε βουλιάξει, αλλά όταν μετά τον πρώτο ενθουσιασμό η λογική άρχισε να βάζει τα πράγματα στη θέση τους, συνειδητοποίησαν με τι είχαν να κάνουν. «Ξεσηκωμός». Σιγά-­‐σιγά η λέξη επαναλήφθηκε από στόμα σε στόμα. Την πρόφεραν με ενθουσιασμό, σαν να επρόκειτο για τον Μεσσία που προσδοκούσαν αιώνες να έρθει. Οι κουβέντες έδωσαν και πήραν στην παραλία. Με πάθος, με φόβο, με αισιοδοξία, με δισταχτικότητα, με χειρονομίες, ο καθένας έλεγε τη γνώμη του. Άλλος θαρρετά κι άλλος χαμηλόφωνα. Ότι κι αν πίστευαν, όμως, όλοι ένιωθαν ότι οι μπαταριές της σκούνας είχαν κιόλας αλλάξει τη μοίρα αυτού του τόπου. Το πλήθος της παραλίας ζύγωσε με περιέργεια τη βάρκα που έβγαζε τη Βασιλική με την Πελαγία στη στεριά. Ήθελαν να δουν ποιος ήταν ο καπετάνιος που έκανε όλα αυτά τα θαύματα. Περίμεναν να είναι κανένας άντρακλας μπαρουτοκαπνισμένος κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό, όταν είδαν μια παράξενη παρέα να βγαίνει από μέσα της: δυο

382


φραγκοφορεμένους ξένους, μια κοπέλα ντυμένη με ναυτική βράκα και μια άλλη μικρότερη, που κάποιοι αναγνώρισαν πως ήταν μια από τις κόρες του μακαρίτη καπετάν Βαγγέλη. Η Βασιλική βιαζόταν ν’ ανέβει στο Καστέλι και δεν έδωσε σημασία στους έκπληκτους συμπατριώτες της. Παραμέρισε μερικούς που ήταν στην πρώτη σειρά, αλλά τρεις πελώριοι, αρματωμένοι άντρες τη σταμάτησαν. Ήταν τα όργανα που όριζε η Καγκελαρία για την τήρηση της τάξης. Την κοίταξαν για λίγο με δυσπιστία και τη ρώτησαν ποιος ήταν ο καπετάνιος της σκούνας. «Βρίσκεται ολάκερος ομπρός σας», είπε η Βασιλική και τους έκανε να γελάσουν ειρωνικά. Τότε αναγκάστηκε να τους επαναλάβει νευριασμένη πως ο καπετάνιος που γύρευαν ήταν εκείνη η ίδια. Με βαριά καρδιά, μην έκαναν καμιά γκάφα και γίνονταν ρεζίλι, οι φύλακες της τάξης τής ζήτησαν τότε να τους ακολουθήσει στην Καγκελαρία. Οι δυο συνοδοί της πήγαν κι εκείνοι μαζί της, παρ’ όλο που οι άντρες της Καγκελαρίας τους το απαγόρευσαν. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν θα άφηνε τη Βασιλική με τίποτα μόνη της. Πήρε το ακατάδεχτο ύφος του και είπε στους υπεύθυνους της τάξης πως ερχόταν στο νησί ως εκπρόσωπος του βασιλιά της Αγγλίας. Ένιωθε σαν να μοίραζε καθρεφτάκια σε άγριους της ζούγκλας, αλλά το κόλπο του έπιασε. Όσο κι αν ήταν ταξιδεμένοι οι Ποριώτες, οι Ευρωπαίοι με τις επίσημες στολές τους ασκούσαν μια κυριαρχική επιρροή επάνω σε όλους τους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ραγιάδες και Τούκους. «Το ‘χα μυριστεί ‘γώ. Θα συνδράμουν οι Ινγγλέζοι εις τον αγώνα», είπε κάποιος που άκουσε την κουβέντα. Αυτό φάνηκε λογικό σε πολλούς και δεν άργησε να διαδοθεί ότι «οι Ινγγλέζοι ήρθαν ν’ αναλάβουν».

383


Στην Καγκελαρία οι φωνές των προεστών και των νοικοκυραίων ακούγονταν μέχρι έξω στον δρόμο. Η Βασιλική απόρησε πότε πρόλαβαν να μαζευτούνε, αλλά όπως έμαθε αργότερα είχαν συγκεντρωθεί από πριν για να συζητήσουν το πρόβλημα με την Ύδρα. Οι καπεταναίοι της είχαν διώξει τον απεσταλμένο των συνέδρων της Βοστίτσας, όταν πήγε για να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις τους. Όλος ο Μοριάς ήταν πυρ και μανία μαζί τους. Το ίδιο αποθαρρυμένοι ήταν και οι Ποριώτες. Χωρίς τους Υδραίους δεν είχαν διάθεση να βγουν στον αγώνα. Τα κατορθώματα της Βασιλικής, ωστόσο, τους είχαν αναγκάσει να διακόψουν τις διαβουλεύσεις τους. Όταν έμαθαν πως είχε βυθιστεί η τούρκικη γολέτα κόντεψαν να πάθουν αποπληξία. Οι πιο επιεικείς από τους προεστούς ζήτησαν την τιμωρία του καπετάνιου με διακόσιες μία βουρδουλιές παρά μία, όπως προέβλεπε ο νόμος του 1818 περί απαγόρευσης πυροβολισμών σε δημόσιους χώρους. Η γνώμη που επικράτησε όμως ήταν πως, όποιος κι αν κυβερνούσε τη σκούνα του καπετάν Βαγγέλη, έπρεπε να μεταφερθεί στ’ Ανάπλι και να παραδωθεί στους Τούρκους. Μόνο έτσι, ίσως κατάφερναν να γλυτώσουν τα κεφάλια τους από την οργή τους. Η αίθουσα βουβάθηκε όταν μπήκε η Βασιλική με τη συνοδεία της. Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους εκείνη αναγνώρισε και κάποιους από τους άντρες που βρίσκονταν στο σπίτι της το βράδυ της ορκωμοσίας του πατέρα της. Την αναγνώρισαν κι εκείνοι. «Τι καμώματα είν’ τούτα», της είπε ο Χατζηαναστάσης Μάνεσης όταν συνήλθε από την έκπληξή του. Αυτός είχε περισσότερες φιλίες με τον πατέρα της και την ήξερε από μικρό κοριτσάκι. Τώρα έβλεπε μπροστά του μια

384


μπαρουτοκαπνισμένη γυναίκα και δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να εξοργισθεί. «Πούθε ξεφύτρωσες του λόγου σου; Κι οι Μυλόρδοι τι γυρεύουν;» ξαναρώτησε προσπαθώντας να χωνέψει την αλλόκοτη εικόνα που έβλεπαν τα μάτια του. Η Βασιλική σύστησε τότε τους δυο ξένους. «Ο λόρδος Γουίλιαμ Χόλμπουργκ και ο Ζακ Μπουλβίλ», είπε. «Η ευγένειά τους αγαπάει το Έθνος μας με τα καλά του και με τα ζακόνια του». Μπροστά στους φραγκοφορεμένους Ευρωπαίους όλοι σώπασαν για λίγο από έμφυτο σεβασμό προς τους ξένους. Δεν κράτησε πολύ, όμως, αυτή η σιωπή. Την κοπέλα την έπιασαν πάλι από τα μούτρα. «Να εμφανιστεί ενώπιον της Γερουσίας ο καπετάνιος ν’ απολογηθεί για τις κουτουράδες του», απαίτησαν. Η Βασιλική δεν βιάστηκε ν’ αποκριθεί. Στάθηκε και τους ζύγισε πρώτα. Είχε πάρει το μάθημά της από τη Βοστίτσα. Ο Παπαφλέσσας δεν είχε κερδίσει τίποτα με την εριστική αντίδρασή του στις επιθέσεις των συνέδρων. Όταν οι φωνές πλήθυναν κι όλοι απαιτούσαν να φέρει τον καπετάνιο της σκούνας σήκωσε τα χέρια της να τους ησυχάσει. «Τον καπετάνιο της σκούνας τον δολοφόνησαν οι Τούρκοι στην αυλή του σπιτιού του, μπροστά στα παιδιά του», τους φώναξε συγκινημένη. Η φωνή της έπεσε σαν τσεκούρι μέσα στην αίθουσα και τους έκοψε τη μιλιά. «Εγώ είμαι η καπετάνισσα τώρα», συνέχισε η Βασιλική, παγώνοντας κι άλλο την αίθουσα. Στο πρόσωπο της γυναίκας με τις ναυτικές βράκες αναγνώρισαν τότε και οι υπόλοιποι προεστοί τη μεγάλη κόρη του καπετάν Βαγγέλη. Οι εικόνες του σφαγιασμένου συντοπίτη τους ήταν μια πολύ δυσάρεστη ανάμνηση, αλλά

385


κάποιοι θυμήθηκαν και τις απειλές του να τινάξει τους Τούρκους στον αέρα αν τολμούσαν ν’ αγγίξουν την κόρη του. «Η εκδίκηση γυρεύει αίμα, αλλά του λόγου σου το παράκαμες», της φώναξε κάποιος, σπάζοντας την αμήχανη σιωπή. «Έκαμες του κεφαλιού σου και βάνεις τον τόπο σε μπελάδες». Αυτή η πολύ ρεαλιστική τοποθέτηση άναψε πάλι τα πνεύματα. Επιθετικότεροι απέναντί της ήταν εκείνοι που δεν γνώριζαν ακόμα τα μυστικά τής Εταιρείας και δεν είχαν γαλουχηθεί στο πνεύμα της επανάστασης. «Να τηρηθεί ο νόμος. Να τιμωρηθεί η καπετάνισσα», απαίτησε κάποιος απ’ αυτούς. Και τότε έγινε χάβρα. Από την απλή διαφωνία έφτασαν στα βαριά λόγια και παρά λίγο οι φίλοι του καπετάν Βαγγέλη να πιαστούν στα χέρια με κείνους που ζητούσαν εξόντωση της κόρης του. Η Βασιλική έμπηξε τη φωνή της, αλλά ήταν αδύνατο να επιβάλει την τάξη. Τράβηξε τότε μια κουμπούρα από το ζωνάρι της και έριξε στον αέρα. Ο εκκωφαντικός θόρυβος της πιστολιάς έκανε την αίθουσα να παγώσει. Τόσο πολύ τρόμαξαν κάποιοι που πίστεψαν πως το βόλι της άλλης κουμπούρας της θα το έριχνε πάνω τους. «Δεν χαμπαρίζετε, ωρέ, γερόντοι!», τους φώναξε εκείνη. «Δεν είν’ εκδίκηση, ωρέ! Είναι πόλεμος. Είναι οι κεραυνοί της οργής μας. Η ανάγκη να βρούμε μια στάλα αγέρα λεύτερο ν’ ανασάνομε από τη σκλαβιά του Τούρκου». Η αίθουσα πήρε φωτιά πάλι. Οι προεστοί που συμπορεύονταν με τους Υδραίους καπεταναίους και θεωρούσαν επικίνδυνα τα επαναστατικά σχέδια των συμπατριωτών τους, μόνο που δεν την έφτυναν. Ούρλιαζαν

386


πως ήταν βαλτή να τους σύρει σε μιαν επανάσταση, για την οποία δεν είχαν την παραμικρή προετοιμασία. Μετά από πολλές προσπάθειες, ο προεδρεύων εκείνη την περίοδο Παπακυριακού και ο γραμματέας του Οικονομόπουλος κατάφεραν να επιβάλουν την ησυχία. Θα παρέπεμπαν το θέμα της Βασιλικής στο συμβούλιο των προκρίτων κι αυτοί «ας έκριναν την υπόθεσιν με ακρίβειαν και δικαιοσύνην». Αυτή η απόφαση βρήκε αντίθετους τους άλλους τώρα, εκείνους που ήταν μυημένοι στα μυστικά της Εταιρείας και υπήρξαν φίλοι του καπετάν Βαγγέλη. Ο λογοθέτης Κωστής Δουζίνας στάθηκε στο πλευρό της Βασιλικής και πέρασε το χέρι του στους ώμους της. «Το Γένος ξεσηκώνεται, ωρέ, κι ελόγου σας θα πιάστε τα νομικίστικα αντί να ‘τοιμάσετε τ’ άρματα;» ρώτησε αγαναχτισμένος. «Η θυγατέρα του μακαρίτη καπετάνιου έκαμε κουτουράδα, αλλά κι ελόγου μας ήρθε η ώρα να ιδούμε τους Τούρκους κατά πρόσωπο, όχι να παιδέψουμε τη δύστυχη γυναίκα». Περιέφερε το βλέμμα του μετά ένα γύρω στην αίθουσα και με πατριωτικό οίστρο απάγγειλε, με δικό του τρόπο, μια γραμμή από το θούριο του Ρήγα. «Ως πότε, ωρέ, θα ζούμε εις τα στενά της σκλαβιάς;» Η συγκίνησή του βούβανε την αίθουσα. Ήταν σεβάσμιος άνθρωπος και όλοι κρεμάστηκαν στο τέλος από τα χείλη του. Πρόσεξαν και τα δυο δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά του. «Ο ξεσηκωμός δεν είν’ άδειες κουβέντες για να παρηγοριέται η ψυχή μας», συνέχισε εκείνος. «Είναι τα κανόνια μας, τα κανόνια της Βασιλικής. Κι αυτά

387


βρυχήθηκαν, δια να αφυπνίσουν την χειμαζομένην συνείδησίν μας». Μαζί με τον λογοθέτη συντάχθηκαν ο καπετάν Γιώργης Κριεζής, ο κυρ Μάνθος ο Πιπίνος, ο Μάνεσης, ο Χριστόδουλος Μέξης με τον αδελφό του, που είχε το παρατσούκλι «Ποριώτης», και ο Νικόλας ο Γκίκας, όλοι μυημένοι Φιλικοί. Μαζί τους πήγαν και κάποιοι από τους αμύητους. «Είμεθα αλληλέγγυοι προς την καπετάνισσα Βασιλική και εις πόλεμον με τους Τούρκους», δήλωσε κι ο Χριστόδουλος Μέξης, προσυπογράφοντας όσα είπε ο Κωστής Δουζίνας. Αυτό ξεπερνούσε τα όρια για τους φιλοϋδραίους προεστούς. Πέρα από τα γιουχαϊσματα και τις έντονες διαμαρτυρίες ότι ο Μέξης και οι όμοιοί του «προετοίμαζον ως άφρονες τον χαμόν της νήσου» ήταν έτοιμοι να ασκήσουν βία για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Επέμεναν να μην παρθεί καμιά επαναστατική απόφαση πριν ξακαθαρίσει η κατάσταση με τους καπεταναίους της Ύδρας. Τις οργισμένες φωνές τους τις κάλυψε κάποια στιγμή ένας χειμαρρώδης θόρυβος που ερχόταν από την παραλία. Έμοιαζε με το βουητό της παλίρροιας που ορμούσε με τα νερά της να κατακλύσει τη στεριά. Οι συγκεντρωμένοι στην Καγκελαρία διέκοψαν τις έριδές τους ξαφνιασμένοι. Μερικοί ζύγωσαν στα παράθυρα και τότε είδαν πως πράγματι η πλημμυρίδα ζύγωνε προς το μέρος τους. Ένα πλήθος κόσμου ερχόταν σε μεγάλες ομάδες και συγκεντρωνόταν κάτω από την Καγκελαρία. Οι κάτοικοι του νησιού -­‐ ναυτικοί, αγωγιάτες, μπακαλομανάβηδες, χαμάληδες και αργόσχολοι των καφενέδων-­‐ είχαν πεισθεί από την καταστροφή του φοροεισπραχτικού πως η μεγάλη

388


ώρα είχε φτάσει. Έβλεπαν το λουλούδι της ελευθερίας να μπουμπουκιάζει και μεθυσμένοι από το άρωμά του, μαζεύονταν για να ακούσουν από επίσημα χείλη την έναρξη της επανάστασης. Ο ενθουσιασμός τους έκανε τα παράθυρα της Καγκελαρίας να τρίζουν. Το ίδιο έτρεμαν και οι συγκεντρωμένοι προεστοί. Άλλοι από συγκίνηση και άλλοι από φόβο. Οι υψωμένες γροθιές στον αέρα, όμως, δεν άφηναν περιθώρια επιλογής σε κανένα τους. Άνθρωποι που είχαν ζήσει για αιώνες στην υποταγή τώρα κραύγαζαν μια μονότονη και γλυκιά επωδό. «Ελευθερία ή Θάνατος. Ελευθερία ή Θάνατος. Ελευθερία ή Θάνατος» έπαλε ο αέρας. Με το πλήθος να απαιτεί την ελευθερία του κάτω από τα παράθυρα της Καγκελαρίας, οι προεστοί του νησιού, άσχετα με το τι πίστευαν ως εκείνη την ώρα, κατάλαβαν ότι οι φόβοι, οι δισταγμοί, οι υστερόβουλοι υπολογισμοί ακόμα και η δειλία δεν είχαν κανένα νόημα πια. Τους το είπε ξεκάθαρα κι ο Μέξης. Αν τους έβρισκαν οι Τούρκοι ξαρμάτωτους, θα τους κρεμούσαν από τα αχαμνά τους. Δεν έφερε κανείς αντίρρηση όταν αποφάσισαν να οχυρώσουν το Καστέλι, «δίχως χασομέρια». Ήταν το μόνο μέρος μέσα στο οποίο μπορούσαν να ταμπουρωθούν για να αντιμετωπίσουν μια ξαφνική επιδρομή των Τούρκων. Οι πολεμικές προετοιμασίες, όμως, απαιτούσαν χρήματα. Ο γραμματέας Οικονομόπουλος απόθεσε τότε στο τραπέζι των συνεδριάσεων της δημογεροντίας ένα μεγάλο τσουβάλι γεμάτο με πουγκιά μέσα του. Ήταν τα χαράτσια που εκείνο τον χρόνο οι Τούρκοι δεν πρόλαβαν να εισπράξουν. Δεν ήταν αρκετά, όμως. Επί τόπου ο Οικονομόπουλος έφτιαξε ένα μακρύ κατάλογο στον οποίο έγραψε τα ονόματα των νοικοκυραίων και δίπλα τους άφησε κενό για την

389


«μπροστάντζα» που θα έδινε ο καθένας τους για τον εξοπλισμό του νησιού. Σ’ αυτό τον κατάλογο έβαλε το όνομά του κι ο λόρδος Χόλμπουργκ. Από την επομένη μάλιστα όταν ο τελάλης γυρνούσε τις γειτονιές και απεθυνόταν στο φιλότιμο «ουλουνών τους» να δώσουν τον οβολό τους για το νησί, το δικό του όνομα το ανέφερε πρώτο. Τόνιζε με έμφαση το γεγονός πως ο «ξένος παράγοντας» ήταν παρών και είχε καταβάλει πρώτος την οικονομική του βοήθεια για την άμυνα του νησιού.

390


17

Αφήνοντας την Καγκελαρία, η Βασιλική πέρασε ανάμεσα από το πλήθος του κόσμου. Τους κοιτούσε ίσια μέσα στα μάτια κι από τη λάμψη τους καταλάβαινε πως ζούσαν κι εκείνοι τη δική τους μαγική στιγμή. Τους άγγιζε, τους χαμογελούσε, άδραχνε τον παλμό της επαναστατημένης τους καρδιάς κι ένιωθε το ίδιο ρίγος που της ενέπνεε και η ματιά ενός άλλου «τρελού» επαναστάτη. «Αν χρειαστεί, τα κανόνια θα βροντήξουν κι από μόνα τους», γύρισε και είπε στον Ζακ Μπουλβίλ. Εκείνος χαμογέλασε. Η μικρή δεν μπορούσε να ξεχάσει τον Παπαφλέσσα, ούτε τα λόγια του. Παρέα με την Πελαγία, τον Ζακ Μπουλβίλ και τον λόρδο Χόλμπουργκ η Βασιλική ανέβηκε τα σκαλάκια προς το Καστέλι. Δεν πρόλαβε, όμως, να φτάσει ούτε στη μέση τους. Μια μαυροφορεμένη φιγούρα τα κατρακυλούσε ασθμαίνουσα και με λυγμούς έπεσε πάνω τους. Η Μαριγώ δεν ήξερε πια τι έλεγε. Μπέρδευε τα λόγια της κι έβγαζε μικρούς κλαψιάρικους ήχους ευτυχίας προσπαθώντας να ευχαριστήσει τους Αγίους που είχαν φέρει πίσω τα δυο από τα παιδιά της. Σφιχταγκαλιασμένες οι τρεις γυναίκες, προχώρησαν στα σοκάκια του κάστρου. Οι γειτόνισσες είχαν βγει στις αυλόπορτες, σαν άγημα υποδοχής, και τις καλωσόριζαν συγκινημένες. Τέτοια συγκλονιστικά γεγονότα δεν συνέβαιναν συχνά στον τόπο τους και θα τα συζητούσαν για πολλές εβδομάδες στον απογευματινό καφέ τους. Η Βασιλική πήγε κατ’ ευθείαν στον τόπο της εκτέλεσης του πατέρα της. Υπήρχαν ακόμα ίχνη από αίμα πάνω στις

391


πέτρες. Τα είχε αφήσει επίτηδες η Μαριγώ για να μην ξεχνάει ούτε στιγμή την τραγωδία της. Η νεαρή καπετάνισσα γονάτισε και τα άγγιξε με τα ακροδάχτυλά της. Ύστερα έριξε το βλέμμα της στον μεγάλο κόλπο του Πόρου. Πάνω στη θάλασσα φαίνονταν ακόμα τα συντρίμμια της τούρκικης γολέτας και κάμποσα πτώματα που επέπλεαν γύρω της. Η Βασιλική απόμεινε να τα κοιτάζει για ώρα μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη της. Κάποια στιγμή σήκωσε τα χέρια της ψηλά προς τον ουρανό κι απευθύνθηκε στον χαμένο πατέρα της. Τον κάλεσε να κοιτάξει κι αυτός τη θάλασσα, να δει τι είχαν απογίνει οι φονιάδες του. Ήταν σκληρή κι εκδικητική. Ένα κομμάτι γρανίτης. Ούτε δάκρυ δεν έσταξε από τα μάτια της. «Δες καπετάνιο μου», του φώναξε. «Ουλουνούς τους κατάπιε η κόλαση. Πνιγήκαν στο αίμα σου, γενήκαν αδειανά κουφάρια στον αφρό του γυαλού». Το συναισθηματικό της φορτίο, όμως, ήταν πολύ μεγάλο για να το αντέξει. Κάποια στιγμή λύγισε και σωριάστηκε χάμω, λιπόθυμη. Ούτε καν ένιωσε τα χέρια του λόρδου Χόλμπουργκ που τη σήκωσε και την έβαλε μέσα στο σπίτι. Όταν συνήλθε βρισκόταν στο μικρό της δωμάτιο. Εκεί ένιωσε σαν να συναντιόταν ξανά με το παρελθόν της. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω της μισοαγριεμένη. Δεν είχε κανένα σκοπό να φυλακιστεί πάλι στα αυστηρά έθιμα του νησιού της και σε όσα θα την υποχέωνε η γυναικεία της φύση. Η παρουσία του λόρδου Χόλμπουργκ απάλυνε κάπως αυτό το άσχημο συναίσθημα. Όπως την κοιτούσε με τα ερωτευμένα του μάτια, της θύμισε πόσους κανόνες της ζωής της, πόσες αρχές και πόσα έθιμα είχε αψηφήσει για να τον έχει κοντά της.

392


Της ήρθε να τον αρπάξει και να τον φιλήσει όπως είχε κάνει στη σκούνα πριν λίγο, αλλά οι φωνές των φιλενάδων τής μάνας της, που είχαν έρθει να δουν το θαύμα της επιστροφής των κοριτσιών, ζωντάνεψαν τα παλιά της κρατήματα μέσα της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, έφτιαξε λίγο τη βράκα της, ίσιασε την πουκαμίσα της και κατέβηκε στην κουζίνα. Εκεί βρήκε τον Ζακ Μπουλβίλ να κουβεντιάζει με τη Μπία. Η γειτόνισσά τους είχε έρθει με την ελπίδα να μάθει από τους ξένους κάτι για τον γιο της. Οι Ευρωπαίοι θεωρούνταν παντογνώστες από τους αγράμματους Έλληνες και η Μπία είχε βγάλει το λάδι του Μπουλβίλ, αδυνατώντας να πιστέψει πως ο ξένος δεν γνώριζε τίποτα για την τύχη του γιου της. Η καρδιά της Βασιλικής σταμάτησε μόλις την είδε. Η μορφή του Σταυρή πλημμύρισε τη σκέψη της και ξύπνησε τους δικούς της εφιάλτες. Είχε κι αυτή ένα παρόμοιο αγκάθι μέσα της. Μετά την Κωνσταντινούπολη φώλιαζε και στη δική της ψυχή ο ίδιος φόβος, μήπως μια μέρα βρεθεί μπροστά σε έναν εξωμότη αδελφό. Με το ζόρι τής είπε μια καλημέρα και έτρεξε στην αυλή να βοηθήσει τη μάνα της που πάλευε ν’ ανάψει τον φούρνο τους. Ασχολήθηκε για κάμποση ώρα με τα ξύλα, τα κάρβουνα και το φαγητό που θα έψηναν, ξεχνώντας τη Μπία. Εκείνη, όμως, είχε μάθει από τον Ζακ Μπουλβίλ για το ταξίδι της Φανερωμένης στην Πόλη και λίγο αργότερα βγήκε δειλά-­‐δειλά στην αυλή. «Μην άκουσες τίποτις για τον Σταυρή;» τη ρώτησε. Η φωνή της είχε το χρώμα της χαμένης ελπίδας. Η Βασιλική έσκυψε το κεφάλι της ταραγμένη. Ένιωθε ντροπή γι’ αυτό που της ήρθε να κάνει, αλλά δε δίστασε. «Δεν ζει», της είπε άσπλαχνα.

393


Η Μπία φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει. «Πέθανε για την πίστη του», πρόσθεσε βιαστικά τότε, για να την παρηγορήσει. Το μικρό φως που άναψε στα μάτια τής ηλικιωμένης γυναίκας έδειχνε πως τα τελευταία λόγια της Βασιλικής έπιασαν τόπο. Εκείνης, όμως, της έρχονταν δάκρυα στα μάτια. Για να μην τη δει η Μπία να κλαίει βγήκε τρέχοντας από το σπίτι και τράβηξε για το βράχο όπου κρυβόταν μικρή, για να αποφύγει τις τιμωρίες. Ήθελε να κλάψει μόνη της τα αδέλφια που είχε χάσει και τον πατέρα που τους κοιτούσε από τον ουρανό. Στο βράχο, όμως, την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Ξαπλωμένος επάνω του ο λόρδος Χόλμπουργκ απολάμβανε τη θέα. Η Βασιλική έσμιξε τα φρύδια της προσπαθώντας να καταλάβει αν η άλωση του προσωπικού της χώρου από τον λόρδο ήταν ένα ακόμα στρατήγημα της μοίρας ή απλά ένα καπρίτσιο της τύχης. Εκείνος σήκωσε τα χέρια του και της έδειξε την ειδυλλιακή προσέγγιση του νησιού με τη στεριά της Πελοποννήσου. Πάνω από τα κατάρτια των καραβιών φαινόταν στο βάθος νωχελικά ξαπλωμένη, η βουνοκορφή τής Κοιμωμένης. «Ποτέ δεν θα χορτάσω αυτή την εικόνα», της είπε. Παλεύοντας με τα αλλόκοτα συναισθήματά της γι’ αυτό τον άνθρωπο, η Βασιλική πήγε και κάθισε δίπλα του. Ο λόρδος ένιωσε τη μυρωδιά του κορμιού της κι αναστέναξε. «Θα ήθελα να μείνω για πάντα εδώ, σ’ αυτό το νησί», συνέχισε με την ίδια ρομαντική διάθεση. Η καρδιά τής Βασιλικής σκίρτησε από χαρά, αλλά δεν γλύτωσε κι από τα πένθιμα μηνύματα που φούντωσαν πάλι μέσα της. Οι άντρες που την είχαν αγαπήσει δεν υπήρχαν

394


πια. Σαν να έσερνε κάποια κατάρα μαζί της. Ήταν κι αυτός ένας λόγος που την κρατούσε μακριά από τον λόρδο. Δεν ήθελε να τον βάλει κι αυτόν στον κατάλογο με τους νεκρούς της. «Ο βράχος σε παρασύρει σε όνειρα», του είπε. «Τα όνειρα είναι για να ποτίζουμε το άνθος της ευτυχίας», της απάντησε εκείνος, χαμένος μέσα στον ερωτική του ρέμβη. Έμειναν μέχρι το σούρουπο εκεί. Κάποια στιγμή ο λόρδος απάγγειλε στίχους από την «Κόρη των Αθηνών» του Μπάυρον, αλλά την περισσότερη ώρα παρέμεναν σιωπηλοί. Αφουγκράζονταν τους ψίθυρους του έρωτα που έβγαινε μέσα από τους αναστεναγμούς τους, το ελαφρύ άγγιγμα των κορμιών, την ίδια τη σιωπή τους. Ο λόρδος, ιδιαίτερα, είχε την αίσθηση πως με τη Βασιλική βίωνε την ολοκληρωμένη μορφή του πλατωνικού έρωτα. Νοερά ανέλυε τα συναισθήματά του για ν’ αποδείξει, στον εαυτό του και μόνο, πως είχε πράγματι αγγίξει το ιδεώδες μαζί της. Καθώς το κεφάλι της άγγιζε τον ώμο του, εκείνος ένιωθε την έλξη προς το όμορφο σώμα. Ένιωθε ξεκάθαρα την έλξη προς το ωραίο, όπως όριζε το πρώτο στάδιο του πλατωνικού έρωτα. Το δεύτερο επίπεδο, της αυτογνωσίας που σε οδηγούσε στην οδό της αλήθειας, το είχε ξεπεράσει προ πολλού. Είχε μάθει να την αγαπάει δίχως όρους. Αυτή η αγάπη τον εκτίναξε και στο τρίτο επίπεδο του πλατωνικού έρωτα, τη «θέαση του Αγαθού» από το ύψος της καθαρότητας των συναισθημάτων. Την πολύπλοκη θεωρεία του Πλάτωνα, ωστόσο, εκείνος την είχε συνοψίσει σε μια μόνο λέξη: Λατρεία. Αυτή τον έκανε να νιώθει τον απόλυτο έρωτα μαζί της.

395


Είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι όταν γύρισαν στο σπίτι. Ο Ζακ Μπουλβίλ περίμενε όρθιος και ανυπόμονος τον λόρδο για να πάνε να φιλοξενηθούν στο σπίτι του Δουζίνα. Η Μαριγώ είχε κανονίσει κιόλας τη μεταφορά τους, αρνούμενη να κρατήσει δυο ξένους ανάμεσα σε τρεις γυναίκες. Θα την έτρωγε η κατακραυγή του κόσμου. Γρήγορα κατάλαβε, όμως, πως καπετάνισσα σ’ αυτό το σπίτι ήταν η μεγάλη της κόρη πλέον. Η Βασιλική γκρέμισε βίαια τους τοίχους των φόβων και των προλήψεών τους και με δική της απόφαση οι ξένοι έμειναν φιλοξενούμενοί τους. Θα ήταν για λίγο, όμως, αφού κι η ίδια βιαζόταν να φύγει. Δεν την χώραγε ο τόπος. Ήθελε ν’ ανοιχτεί ξανά στα πελάγη. Νωρίς το πρωί καβάλησε τη φοράδα της για το νεώριο να πιέσει τον μάστρο-­‐Μιχάλη να τελειώσει γρήγορα τις επισκευές της Φανερωμένης. Στην κουζίνα ο λόρδος έπινε καφέ με τον Ζακ Μπουλβίλ. Η Βασιλική του φώναξε να βγει στην αυλή και μ’ ένα νόημα τού έδειξε ν’ ανέβει στα καπούλια της φοράδας της. Το ίδιο έγινε και τα επόμενα πρωινά. Τον έπαιρνε μαζί της, αδιαφορώντας για τις περίεργες ματιές των εργατών και τα κουτσομπολιά που είχαν φουντώσει στον Πόρο. Αν και ήταν σίγουρη πως ζούσε κάτι προσωρινό κι αταίριαστο μαζί του, ήθελε να το απολαύσει, όσο λίγο κι αν ήταν. Πότε-­‐ πότε του επέτρεπε να της κρατάει το χέρι την ώρα που παρακολουθούσαν τους εργάτες να παλαμίζουν τη Φανερωμένη, να πισσάρουν τους αρμούς της και να επισκευάζουν τις ζημιές της. Τις ώρες που εκείνοι έλειπαν στο καρνάγιο, ο Ζακ Μπουλβίλ τις περνούσε στην παραλία. Έγινε μόνιμος θαμώνας στους καφενέδες και συγχρωτιζόταν με τους

396


ντόπιους. Άκουγε τα προβλήματά τους, συμμεριζόταν τις αγωνίες τους κι ένιωθε την ένταση μέσα στην οποία ζούσαν. Μαζί με τον πρώτο ενθουσιασμό, ο ξεσηκωμός είχε δημιουργήσει και φόβο. Το μέλλον φαινόταν απολύτως αβέβαιο πια και το νησί ήταν βουτηγμένο σ’ ένα βουβό εκνευρισμό. Άντρες και γυναίκες, φτωχοί και πλούσιοι είχαν παραμελήσει την καθημερινότητά τους και το μόνο που τους απασχολούσε τώρα ήταν να προφυλαχτούν από τον Τούρκο. Περίμεναν την ανελέητη εκδίκησή του. Γι’ αυτό όλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν στην άμυνα του νησιού. Όσοι δεν είχαν χρήματα, πρόσφεραν την προσωπική τους εργασία και μέσα σε λίγες μέρες το Καστέλι οχυρώθηκε από παντού. Τοποθέτησαν κανόνια και στο «Μπούρτζι», το φρούριο πάνω στο μικρό νησάκι, λίγο έξω από τη μπούκα του καναλιού του Πόρου. Ο Ζακ Μπουλβίλ έφερνε στο σπίτι τα νέα, συχνά πριν ο τελάλης τα φωνάξει στους δρόμους. Με τον καλό του τρόπο και την ευγλωττία του, εκτός από την αγάπη του κόσμου, κατάφερε να κερδίσει και τη συμπάθεια των προεστών. Κατά κάποιο τρόπο έγινε έτσι το αυτί της Βασιλικής στους κύκλους όπου παίρνονταν οι αποφάσεις μια κι εκείνη σαν γυναίκα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Μ’ αυτό τον τρόπο η παρέα έμαθε πως το επαναστατικό ταμείο του νησιού είχε μαζέψει κάμποσο χρήμα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ζακ Μπουλβίλ οι δεσμεύσεις των νοικοκυραίων ανέβαζαν το ποσό στις διακόσιες πενήντα χιλιάδες γρόσια για τα επόμενα δυο χρόνια. Τα νέα από την Ύδρα, ωστόσο, δεν ήταν καλά και κρατούσαν τους Ποριώτες σε αναμμένα κάρβουνα. Όλο συμβούλια έκαναν οι καπεταναίοι της, αλλά απόφαση να ξεσηκωθούν δεν έπαιρναν. Ευτυχώς που από τον Μοριά

397


έφταναν καλές ειδήσεις. Μέσα Μάρτη ένας τσοπάνης από την Ντάρα, που είχε κατέβει στον Πόρο ν’ αγοράσει τσαρούχια, πήρε όρκο στην Παναγιά ότι ο Μοριάς είχε ανάψει. Άντρες του οπλαρχηγού Χαραλάμπη είχαν χτυπήσει στο Αγρίδι κάτι γυφτοχαρατζήδες και γραμματοφόρους του Καϊμακάμη της Τριπολιτσάς που πήγαιναν στον Χουρσίτ πασά. Την προηγούμενη μέρα ακριβώς είχε γίνει κι άλλη επίθεση. Παλληκάρια του Ασημάκη Ζαϊμη είχαν χτυπήσει χρηματαποστολή του δημοσίου με πολλά χρήματα. Οι πληροφορίες του τσοπάνη επιβεβαιώθηκαν κατά κάποιο τρόπο όταν τις επόμενες μέρες έφτασε μήνυμα από τον Αναγνωσταρά. Μαζευόταν στρατός γύρω από την Κόρινθο και ζητούσε τη συνδρομή όλων των δυνάμεων της περιοχής, για να την πολιορκίσουν. Ήταν ξεκάθαρο ότι η επανάσταση είχε αρχίσει και οι καμπάνες των εκκλησιών χτύπησαν χαρμόσυνα, για ν’ αναγγείλουν στον κόσμο πως η μεγάλη μέρα είχε έρθει. Ο ενθουσιασμός ξεχείλισε πάλι σ’ όλες τις καρδιές. Δισταγμοί και φόβοι κρύφτηκαν κάτω από το αφρισμένο ποτάμι του. Ακόμα και οι ηλικιωμένοι κι οι ανήμποροι ήθελαν να καταταγούν στο σώμα που έφτιαξε ο Χριστόδουλος Μέξης με τον αδελφό του τον «Ποριώτη» και τον Κυριάκο Δουζίνα. Στο άψε σβήσε μαζεύτηκαν τριακόσιοι που, λίγες μέρες αργότερα, έφυγαν από τον Πόρο οπλισμένοι και ανυπόμονοι να πάρουν εκδίκηση για τα δεινά και τους παιδεμούς αιώνων. Όπως είχε μάθει ο Ζακ Μπουλβίλ τα έξοδα της συντήρησης του σώματος ανέλαβαν οι νοικοκυραίοι του νησιού. Η Βασιλική θ’ ακολουθούσε την αποστολή ακόμα και με μισοεπισκευασμένο καράβι, αν δεν μεσολαβούσε ένα σημαντικό γεγονός που άλλαξε ριζικά τα σχέδια της. Λίγο πριν την αναχώρηση του μικρού σώματος για την

398


πολιορκία της Κορίνθου, έφτασε ένα τραμπάκουλο από τις Σπέτσες με μοναδικό του επιβάτη έναν ιερωμένο. Ήταν σούρουπο Μεγάλης Τρίτης. Ο Απρίλης είχε μπει πια και έφερνε μαζί του πολύ νωρίς το Πάσχα. Μόλις ο ιερωμένος πάτησε το πόδι του στην παραλία, ζήτησε τη βοήθεια ενός νεαρού Ποριώτη για να φτάσει στον ναό του Αγίου Γεωργίου. Η λειτουργία είχε αρχίσει κι η εκκλησία ήταν φίσκα από κόσμο. Ο ιερέας στριμώχτηκε ανάμεσα στους πιστούς και με το βλέμμα του προσπάθησε να ξεχωρίσει στο ημίφως τους ανθρώπους τους οποίους είχε έρθει να συναντήσει. Ήταν σίγουρος πως θα τους έβρισκε εκεί αφού τέτοια μέρα δεν υπήρχε κανείς που να μην εκκλησιάζεται. Πρώτον εντόπισε τον λόρδο Χόλμπουργκ. Στεκόταν μπροστά-­‐μπροστά, δίπλα στον Ζακ Μπουλβίλ κι έλαμπε μέσα στην επίσημη στολή του. Τη Βασιλική την έψαξε στο πίσω μέρος του ναού, όπου στέκονταν οι γυναίκες. Αυτή δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει. Χωρίς τον ναυτικό της σκούφο και τη βράκα της, έμοιαζε με άπραγο κοριτσάκι με το χρωματιστό μαντήλι στο κεφάλι της και το μακρύ φόρεμά της. Τον είδε κι εκείνη και του έστειλε ένα πλατύ χαμόγελο. Αν δεν ντρεπόταν τον κόσμο, θα τους παραμέριζε όλους και θα τον αγκάλιαζε. Αρκετά, όμως, είχε σκανδαλίσει το νησί με όσα είχε κάνει με τους ξένους που κρατούσε στο σπίτι της. Περίμενε να τελειώσει η λειτουργία και τότε πήγε και γονάτισε μπροστά του και του φίλησε τα χέρια. «Πατέρα μου, την ευχή σου», του είπε συγκινημένη που τον ξαναέβλεπε. «Η Ανάσταση του Κυρίου να φέρει και την Ανάσταση του Γένους».

399


Ο λόρδος Χόλμπουργκ με τον Ζακ Μπουλβίλ μόλις που πρόλαβαν να τον χαιρετίσουν. Τα νέα που έφερνε ο ακούραστος ρασοφόρος δεν μπορούσαν να περιμένουν. Περνώντας μέσα από το πλήθος των πιστών ανέβηκε στον άμβωνα και με στεντόρεια φωνή ζήτησε την προσοχή όλων τους. Το εκκλησίασμα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του και τότε άκουσε από τα χείλη του το αναστάσιμο μήνυμα. Ο Μοριάς είχε επαναστατήσει, ο ξεσηκωμός ήταν γεγονός και δυο μέρες πριν, την Κυριακή των Βαϊων οι Σπετσιώτες είχαν κηρύξει κι εκείνοι την επανάστασή τους. Το νέο διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα, από στενό σε στενό, από εκκλησία σε εκκλησία κι οι καμπάνες χτύπησαν πανηγυρικά στη μέση της Μεγάλης Εβδομάδας. Φέγγοντας τα σκοτεινά σοκάκια με ένα μεγάλο λαδοφάναρο, η Βασιλική οδήγησε τους φιλοξενούμενούς της στο σπίτι της. Ο παπα-­‐Δημήτρης είχε πολλά ακόμα νέα να τους πει. Κάθισαν στη σάλα, το δωμάτιο όπου είχε ορκιστεί ο πατέρας της, κι ο επαναστάτης ιερωμένος άρχισε να τους λέει για την πρόσκληση του Καϊμακάμη προς τους προεστούς και τους δεσποτάδες να πάνε στην Τριπολιτσά. «Αυτά τα ξέρουμε», τον διέκοψε η Βασιλική. Ήταν ανυπόμονη να μάθει τι είχε γίνει μετά, πώς είχαν αντιδράσει οι Κεφαλές του τόπου. «Κάποιοι πήγαν», είπε ο παπα-­‐Δημήτρης. «Αλλά όσοι είχαν έρθει στη Βοστίτσα τον αγνόησαν. Πρόβαλαν διάφορες δικαιολογίες. Δεν μπορούσαν να μείνουν και με σταυρωμένα χέρια όμως. Βρομούσε μπαρούτι πια κι αποφάσισαν να αναλάβουν δράση». Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Ήθελαν λεπτομέρειες για κάθε τι που θα τους έλεγε, αλλά ο παπα-­‐Δημήτρης

400


παρέλειψε μερικά δευτερεύοντα γεγονότα, για να φτάσει γρήγορα στο πιο συγκινητικό σημείο της αφήγησής του. «Επίσημα η επανάσταση ευλογήθηκε και κηρύχτηκε εις την Πάτρα», τους είπε. «Εκεί έγινε το μεγάλο πανηγύρι». Έκανε πάλι μια μικρή παύση, για να δει πόσο τους είχε εντυπωσιάσει. «Στις 24 του Μάρτη η πόλη της Πάτρας δεν είχε ούτε ένα Τούρκο να περπατάει στους δρόμους της. Είχαν κλειστεί όλοι τους έντρομοι μέσα στο κάστρο. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν μονάχα ρωμιοί. Πλήθη λαού συνέρρεαν από παντού και συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου. Κόσμος έξαλλος από τη χαρά του έκανε τον αέρα να πάλει από το μήνυμα του ξεσηκωμού. Όπου κι αν στεκόσουν δεν άκουγες παρά το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος. Είναι το πιο μελωδικό τραγούδι που έχω ακούσει στη ζωή μου. Θα ηχεί για πάντα στ’ αυτιά μου». Ο παπα-­‐Δημήτρης σταμάτησε πάλι για λίγο και πήρε βαθιές ανάσες για να ελέγξει τη συγκίνησή του. «Λοιπόν;» ρώτησε ανυπόμονη η Βασιλική. Δεν χόρταιναν να τον ακούνε. «Στην πλατεία συνάχτηκαν όλες οι Κεφαλές της Αχαϊας», συνέχισε ο παπα-­‐Δημήτρης. «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ρούφος, ο Καρατζάς και άλλοι. Είχαν τελειώσει πια τα λόγια. Ο Γερμανός έστησε ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό στην πλατεία κι έκανε τρισάγιο. Μετά έδωσε τον όρκο της επανάστασης. Ο λαός παραληρούσε. Είχαν γίνει όλοι τους ένα. Φτωχοί, προύχοντες, τεχνίτες, ναυτικοί, χαμάληδες περνούσαν μπροστά από τον σταυρό, τον άγγιζαν και φώναζαν το σύνθημα που βρισκόταν σε όλα τα στόματα: Ελευθερία ή Θάνατος. Ζήσαμε αλησμόνητες στιγμές, σας λέω, εκείνο το απόγευμα».

401


Τον άκουγαν όλοι εκστασιασμένοι, με ένα μόνιμο χαμόγελο ικανοποίησης στα χείλη τους. «Αυτό ήταν!» είπε η Βασιλική συγκινημένη. «Ο σπόρος της λευτεριάς μας φυτεύτηκε στη γης!». Ο παπά-­‐Δημήτρης έγνεψε καταφατικά. «Την επομένη, 25 του Μάρτη, σύστησαν μια επιτροπή, που την ονόμασαν Διευθυντήριο», συνέχισε. «Η πρώτη της πράξη ήταν να στείλει διακήρυξη προς τα χριστιανικά βασίλεια να τους εξηγήσει τους λόγους της επανάστασης και να γυρέψει βοήθεια». Ο λόρδος παρακολουθούσε με ευλαβική προσοχή τον παπα-­‐Δημήτρη και με τα πολύ βελτιωμένα Ελληνικά του καταλάβαινε τα πιο πολλά απ’ όσα έλεγε. Γι’ αυτό στο σημείο που είπε ότι οι Έλληνες ζήτησαν βοήθεια, αντάλλαξε μερικές ματιές αμφιβολίας με τον Ζακ Μπουλβίλ. Ούτε κι αυτός φαινόταν να πιστεύει πως οι Ευρωπαίοι θα ανακατεύονταν στις υποθέσεις του Σουλτάνου. Κανείς τους, όμως δεν σχολίασε τις προσδοκίες των Ελλήνων για να μην χαλάσει τη συγκινητική ατμόσφαιρα που είχαν δημιουργήσει τα λόγια του παπα-­‐Δημήτρη. «Κι ο Πετρόμπεης;» αρκέστηκε να ρωτήσει ο λόρδος Χόλμπουργκ. Από τους Μανιάτες περίμενε πολλά, για να στεριώσει η επανάσταση. Ο παπα-­‐Δημήτρης εξήγησε τότε πως ο Μπέης της Μάνης συμμετείχε στον αγώνα. Προχώρησε προς την Καλαμάτα στις 23 του Μάρτη και την κατέλαβε αναίμακτα. «Ρουθούνι δεν άνοιξε», είπε για να δείξει πόσο εύκολο ήταν το έργο του. Μέσα στην ευφορία του, όμως, ο παπα-­‐Δημήτρης παραδέχτηκε πως υπήρχε ακόμα ένα μεγάλο και άλυτο πρόβλημα. Ο Ζακ Μπουλβίλ κατάλαβε αμέσως τι εννούσε.

402


«Με την Ύδρα τι γίνεται;», τον ρώτησε. «Αυτούς κανείς δεν κατάφερε να τους πείσει. Επιμένουν στην άρνησή τους», είπε με πίκρα. Στο δωμάτιο έπεσε βουβαμάρα για λίγο. «Συμφεροντολόγοι», είπε υποτιμητικά η Βασιλική, βγάζοντας την οργή της για τους πλούσιους καπεταναίους. «Ξεχνάτε, ωρέ, πως απόδιωξαν τον Παπαφλέσσα, σαν σκύλο; Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε τον χλευασμό του». «Οι Σπετσιώτες στέλνουν το Χατζηγιάννη Μέξη, μήπως και τους αλλάξει μυαλά. Είναι ο πιο σεβάσμιος προεστός τους», είπε τότε ο παπα-­‐Δημήτρης, για να κρατήσει ακόμα την ελπίδα ζεστή. «Δεν θα κάμει τίποτα κι ελόγου του», είπε η Βασιλική με σιγουριά. «Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος», είπε τότε ο παπα-­‐Δημήτρης και με συνωμοτικό ύφος έβγαλε από την απύθμενη τσέπη του ράσου τού ένα γράμμα. Ήταν για τον Υδραίο καπετάνιο, Αντώνη Οικονόμου, τον οποίο είχαν γνωρίσει στο αρχονταρίκι του μοναστηριού της Ύδρας όταν πήγαν να συναντήσουν τον Παπαφλέσσα. «Η επιστολή περιέχει οδηγίες του Παπαφλέσσα προς τον Οικονόμου», εξήγησε ο παπα-­‐Δημήτρης κουνώντας το γράμμα. Έπρεπε να το παραδώσουν το συντομότερο δυνατόν στον παραλήπτη του. Λίγο πολύ όλοι κατάλαβαν τι θα ζητούσε ο Παπαφλέσσας από τον άνθρωπο που θεωρούσε πνευματικό παιδί του. Στήριζε πολλές ελπίδες στη φιλοπατρία του. Κανείς, όμως, δεν έκανε υποθέσεις, φωναχτά τουλάχιστον. Την επόμενη μέρα, Μ. Τετάρτη, ο παπα-­‐Δημήτρης πήγε στην Καγκελαρία του Κοινού του Πόρου για να παραδώσει γράμματα του Παπαφλέσσα και να ενημερώσει τους

403


προεστούς για την επίσημη κήρυξη της επανάστασης στην Πάτρα και τη σύσταση Διευθυντηρίου. Ο γραμματέας της Καγκελαρίας διάβασε δυνατά, για ν’ ακούσουν όλοι μέσα στην αίθουσα. Στο πρώτο του σύντομο γράμμα ο αρχιμανδρίτης παρακαλούσε θερμά τους Ποριώτες να μην αμελήσουν, αλλά να συμπράξουν εις τον αγώνα κατά του τυράννου. Προφανώς όταν το έγραφε δεν θα ήταν ενημερωμένος για το Ποριώτικο σώμα που λάβαινε μέρος στην πολιορκία της Κορίνθου. «Το νησί είν’ ξεσηκωμένο εβδομάδες τώρα», είπε ο γραμματέας μόλις το διάβασε. «Δεν έχομε Οθωμανικά σύμβολα εις τον τόπο μας, μήτε για δείγμα». Στο άλλο του γράμμα, με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1821, ο Παπαφλέσσας ήταν πιο ενημερωμένος για τις κινήσεις των Ποριωτών και μιλούσε για τον Χριστόδουλο Μέξη. Απευθυνόμενος στους περιπόθητους αδελφούς Πόρου και Αιγίνης έγραφε για το Μέξη ...ως νέον με γενναία φρονίματα διωρίσαμεν στρατηγόν...όθεν οι γνωστικοί πατριώτες θέλετε δώσει υπακοήν εις τους λόγους του... Μαζί με τον παπα-­‐Δημήτρη πήγε κι η Βασιλική στην Καγκελαρία. Με τη ναυτική της αμφίεση και τον μπλε της σκούφο μπήκε στο γραφείο του γραμματέα να τον ενημερώσει για τον επεικείμενο απόπλου της Φανερωμένης. «Ποιο είναι το φορτίο σου;» τη ρώτησε εκείνος για το τυπικό μέρος της υπόθεσης. «Κανόνια και μπαρουτόβολα», απάντησε εκείνη. Σοβαρός ο γραμματέας συμπλήρωσε το κατάλληλο έγγραφο, το υπέγραψε και δίχως άλλη ερώτηση σφράγισε το χαρτί με μια πρόχειρη βούλα. Ήταν αυτή που είχε αντικαταστήσει την οθωμανική. Είχε ένα σταυρό στη μέση και γύρω-­‐ γύρω τη φράση Ελευθερία ή Θάνατος.

404


«Καλή λευτεριά», της είπε και της έσφιξε δυνατά το χέρι. «Καλή λευτεριά», του είπε κι εκείνη. Η Φανερωμένη σάλπαρε για την Ύδρα το επόμενο πρωί. Οι άνθρωποι τής Βασιλικής έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες να μαζέψουν στα γρήγορα τις χρειαζούμενες προμήθειες και να γεμίσουν τις βαρέλες με πόσιμο νερό. Οι ζημιές είχαν προλάβει να επισκευασθούν και η Φανερωμένη διέσχισε το κανάλι του Πόρου με όλα της τα πανιά ανοιχτά, σαν πολέμαρχος που αναζητούσε το ηρωικό του πεπρωμένο. Ψηλά στο Καστέλι η Μαριγώ με τη μοναδική κόρη που της είχε απομείνει στο σπίτι έβλεπαν βουρκωμένες τη σκούνα να τους αποχαιρετάει με τα κανόνια της. Βρυχήθηκαν πολλές φορές με άσφαιρα πυρά, στέλνοντας υποσχέσεις για την ελευθερία που όλοι οι ρωμιοί προσδοκούσαν.

405


18

Το ίδιο απόγευμα η Φανερωμένη φούνταρε έξω από το μικρό λιμάνι της Ύδρας. Αγκυροβολημένα στη ράδα του νησιού έμεναν άπραγα πλήθος ακόμα σκάφη, αναύλωτα λόγω της ναυτιλιακής κρίσης. Φαίνονταν να περιμένουν μαζί με τους χιλιάδες άνεργους ναυτικούς τους, μιαν άλλη σπουδαιότερη μοίρα, που δεν είχε σχέση με τις μεταφορές και το εμπόριο. Πίσω από το δάσος των καταρτιών τους η πόλη γυάλιζε, σαν ρουμπίνι καρφωμένο στον βράχο. Τα αρχοντόσπιτά της εντυπωσίασαν ξανά τους Ποριώτες. Τεράστιες κατασκευές από πελεκητή πέτρα, αμέτρητα παράθυρα και αχανή βιράνια, αληθινά παλάτια που σου επέβαλαν τον σεβασμό και πρόδιδαν τον πλούτο των καπεταναίων με τον πιο κραυγαλέο τρόπο. Μόλις σιγούρεψε την αγκυροβολία του σκάφους της, η Βασιλική βγήκε με την παρέα της στη στεριά για να παραδώσουν τα γράμματα του Παπαφλέσσα. Ρωτώντας βρήκαν τον παραλήπτη τους, τον Αντώνη Οικονόμου στην ταβέρνα του Κουτσογιάννη, στο κέντρο της αγοράς. Ο Υδραίος καπετάνιος υποδέχτηκε τον παπα-­‐Δημήτρη, σαν να ήταν αγγελιαφόρος του Θεού. Τον αγκάλιασε θερμά και μέσα στο βουητό της ταβέρνας άνοιξε αμέσως τα γράμματα του Παπαφλέσσα. Τα διάβασε σοβαρός και όταν τέλειωσε είπε μονάχα μια φράση: «Είμεθα έτοιμοι, μέρες τώρα». Κέρασε μετά τους ταξιδιώτες κρασί, αλλά δεν έκατσε να πιει μαζί τους. Έφυγε με τους ανθρώπους του, σαν κυνηγημένος για την Καγκελαρία της Ύδρας, όπου συσκέπτονταν οι καπεταναίοι.

406


Η Βασιλική γύρισε με τους δικούς της στη Φανερωμένη, για να σχεδιάσουν τη δράση τους. Ο αγώνας είχε αρχίσει κι αυτοί δεν μπορούσαν να χαζολογάνε στην Ύδρα, περιμένοντας τους δισταχτικούς καπεταναίους της. Ομόφωνα αποφάσισαν στο συμβούλιο της πλώρης να σαλπάρουν για Κόρινθο το επόμενο πρωί κιόλας. Στην παραλία και το λιμάνι υπήρχε ηρεμία εκείνο το απόγευμα. Ήταν μια εικόνα απατηλή, όμως. Η οργή σιγόβραζε στα στενά του νησιού και λίγο πριν μπει ο ήλιος ο τόπος άρχισε να σείεται ξαφνικά. Στην αρχή ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος, κάτι σαν το υπόκωφο μουγκρητό λάβας ηφαιστείου, που κόχλαζε στο απύθμενο βάθος του. Υπήρχε αρκετό φως ακόμα κι από τη Φανερωμένη είδαν καθαρά τα πλήθη που άρχισαν να συρρέουν στη στενή παραλία του λιμανιού. Κόσμος πολύς, άνθρωποι κάθε ηλικίας μαζευόταν γύρω από την Καγκελαρία, όπου ακόμα συσκέπτονταν οι καπεταναίοι. «Ο Οικονόμου έκαμε το χρέος του», είπε ο παπα-­‐ Δημήτρης, βλέποντας πίσω από την κινητοποίηση του πλήθους τον Υδραίο καπετάνιο. Περίμενε να γίνουν σοβαρά πράγματα εκείνο το βράδυ, αλλά προς απογοήτευσή του αυτή η ανακατωσούρα δεν κράτησε πολύ. Από μακριά είδαν μια φιγούρα στο μπαλκόνι της καγκελαρίας να χειρονομεί και προφανώς να μιλάει στο πλήθος. Ό,τι κι αν τους είπε, τους έπεισε μάλλον, αφού, οι κάτοικοι του νησιού άρχισαν να αποχωρούν σιγά-­‐σιγά από την παραλία και να μαζεύονται στα σπίτια τους. Ίσως έπαιξε το ρόλο του και το σκοτάδι. Η πλημμυρίδα υποχώρησε κι η ηρεμία αποκαταστάθηκε σύντομα. Οι καπεταναίοι φάνηκε πως είχαν καταφέρει να γίνουν πάλι κύριοι της κατάστασης.

407


Στη Φανερωμένη έπεσαν όλοι νωρίς για ύπνο, απογοητευμένοι από την εύκολη παράδοση του πλήθους. Δεν κοιμήθηκαν για πολύ, όμως. Θα κόντευαν μεσάνυχτα όταν η μεγάλη καμπάνα του μοναστηριού άρχισε να χτυπάει με ασυγκράτητη μανία, να βρυχάται σαν θεριό που διαλαλούσε τον έξαλλο πανηγυρισμό του ή τον θανατερό του φόβο. Μούτσοι, ναυτικοί και καπεταναίοι ανατρίχιασαν όταν μέσα στον ύπνο τους άκουσαν το κάλεσμά της. Με μισόκλειστα μάτια ακόμα, οι άντρες τής Φανερωμένης ανέβηκαν στο κατάστρωμα, βέβαιοι πως θα γίνονταν μάρτυρες κάποιου θαύματος, για το οποίο πανηγύριζε η καμπάνα του μοναστηριού. Δεν έκαναν λάθος. Η προσδοκία τους επαληθεύθηκε. Σαν από μηχανής θεοί, ξεφύτρωσαν τελάληδες σε κάθε σοκάκι της Ύδρας και με τις στεντόρειες φωνές τους καλούσαν τον κόσμο να βγει στους δρόμους. «Στ’ άρματα, πολίτες! Στ’ άρματα!» κραύγαζαν με πάθος. Οι Υδραίοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους αλαφιασμένοι. Μυημένοι στην Εταιρεία και αμύητοι, ορμηνεμένοι από τον Οικονόμου και αγνοούντες το κίνημα, ζώστηκαν όλοι τ’ άρματά τους και βγήκαν από τα σπίτια τους. Τα πρώτα λεπτά διαδόθηκαν πολλές ανυπόστατες φήμες. Άλλοι έλεγαν πως δέχονταν επίθεση από Μπερμπερίνους πειρατές και άλλοι ισχυρίζονταν πως η Τούρκικη αρμάδα αποβίβαζε στρατό στο νησί. Στο τέλος όλοι κατάλαβαν την αλήθεια. Ο ξεσηκωμός είχε φτάσει και στο νησί τους και βγήκαν στους δρόμους για να γράψουν με το δικό τους χέρι το αδούλωτο μέλλον τους. Στη Φανερωμένη ήταν όλοι κρεμασμένοι στις κουπαστές της, απορροφημένοι από το μοναδικό θέαμα που

408


αντίκριζαν. Μερικοί έφτασαν να δακρύσουν κιόλας από τη συγκίνηση. Με αναμμένους δαυλούς ο κόσμος είχε βγει στα σοκάκια του νησιού και κατηφόριζε προς την παραλία, ζώντας τις μαγικές στιγμές της μετάλλαξής του από ραγιά σε επαναστάτη. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έγραψε στο ημερολόγιό του πως το πλήθος με τους πυρσούς έμοιαζε με λάβα που κυλούσε αργά στις πλαγιές του νησιού και κατάπινε φόβους και τυραννία αιώνων. «Η άλωση της Βαστίλλης!» είπε κάποια στιγμή ο Ζακ Μπουλβίλ. Η εικόνα του εξαγριωμένου πλήθους ήταν όπως του την είχε περιγράψει ο πατέρα του, Λουί, που είχε λάβει μέρος στην πολιορκία της. Θυμόταν ακόμα την αγαλλίαση στην έκφρασή του όταν του μιλούσε για το πλήθος των δυστυχισμένων που είχαν αποκαθηλώσει τους δυνάστες τους και είχαν διαγράψει καταπίεση αιώνων. Κουρασμένη από τα ταξίδια και τις ατέλειωτες συγκινήσεις, η Βασιλική είχε αποκοιμηθεί βαθιά κι ανέβηκε τελευταία στο κατάστρωμα. «Τι συμβαίνει, πατέρα μου;» ρώτησε τον παπα-­‐Δημήτρη. «Οι Υδραίοι βαπτίζονται εις τα Άγια Ύδατα του ξεσηκωμού», της είπε εκείνος. Με διεσταλμένα τα όμορφα μάτια της, η Βασιλική κοιτούσε εντυπωσιασμένη το ποτάμι του κόσμου να καταπίνει τη σκλαβιά και την τυραννία χωρίς κανένα σχέδιο και καμιά λογική. Το είδε να φτάνει σαν πύρινη λαίλαπα στην παραλία να μπαίνει σε βάρκες και να κάνει ρεσάλτο μετά στα καράβια των καπεταναίων. Το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό. Με όλους αυτούς τους πυρσούς αναμμένους στα καταστρώματα των καραβιών οι άνθρωποι έμοιαζαν να γιορτάζουν μιαν αναστάσιμη νύχτα. Γύρω τους η θάλασσα έλαμπε σαν ασημένιο μονοπάτι

409


φεγγαριού κι ο ουρανός παρακολουθούσε τον ενθουσιασμό και την έξαψή τους, ντυμένος με τα λαμπερότερα αστέρια του. Έξω στη στεριά ο Αντώνης Οικονόμου έμπαινε στην Καγκελαρία εκείνη την ώρα. Με την πειθώ τον όπλων καταργούσε τον μέχρι τότε διοικητή του νησιού, τον Νικόλα Κοκοβήλα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διοίκηση. Ξημερώματα πήγε στη Φανερωμένη για να παραδώσει επιστολή προς τον Παπαφλέσα. «Τώρα κάμω εγώ κουμάντο», είπε στον παπα-­‐Δημήτρη. Αλλά αυτή ήταν μια μεγάλη κουβέντα. Υπήρχαν πολλά ακόμα εμπόδια να ξεπεραστούν, για να έχει πραγματική αξία το κίνημα. Χωρίς χρήματα τα καράβια δεν μπορούσαν να κινηθούν και το χρήμα το είχαν μονάχα οι καπεταναίοι. Όλοι τον κοιτούσαν απογοητευμένοι. «Τι το θες το κουμάντο άμα δεν ημπορείς να λάβεις αποφάσεις!» του είπε ο παπα-­‐Δημήτρης. Ο Οικονόμου υπέφερε κι εκείνος. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα από την αγωνία. «Οι καπετάνιοι κάμουν συμβούλιο στ’ αρχοντικό του Κουντουριώτη. Ο λαός πήρε απόφαση κι ελόγου των απ’ ανάγκη θα συμπράξουν», είπε σαν να απολογιόταν για τις δυσκολίες που δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει. Όλοι τους είχαν την αίσθηση πως παρακολουθούσαν ένα αναμμένο φυτίλι να πλησιάζει το μπαρούτι. «Κι αν δεν συμφωνήσουν;» τον ρώτησε η Βασιλική. Την ίδια αγωνιώδη απορία είχαν και οι άλλοι. «Ο Θεός θα κάμει να συμφωνήσουν», απάντησε ο Οικονόμου. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται την περίπτωση που θα αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει περισσότερη βία.

410


Τα γεγονότα αυτής της εκρηκτικής νύχτας κράτησαν τη Φανερωμένη στην Ύδρα για περισσότερο χρόνο απ’ όσο η καπετάνισσα είχε λογαριάσει. Η παρέα της δεν ξεκόλλησε καθόλου από το πλευρό του Οικονόμου. Έζησαν μαζί του με αγωνία και συγκίνηση τα γεγονότα την ώρα που συνέβαιναν. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής του Υδραίικου κινήματος τους ενημέρωνε ο ίδιος για κάθε εξέλιξη. Οι προεστοί συμφώνησαν τελικά σ’ εκείνο το συμβούλιό τους να δώσουν τριάντα χιλιάδες τάλλαρα και μετά πήγαν και κλείστηκαν στα αρχοντικά τους. Ο Οικονόμου έγινε έξαλλος όταν ο απεσταλμένος τους του ανακοίνωσε το ποσό. Μ’ αυτά τα ψίχουλα δεν μπορούσε να κινήσει τον στόλο κι όρμησε λάβρος στο αρχοντικό του Κουντουριώτη. Βρήκε τον άρχοντα καπετάνιο να κοιμάται, αλλά τον ξύπνησε με το ζόρι κι απαίτησε να του δοθούν αληθινοί παράδες που να αρμόζουν σε Υδραίους καπεταναίους και πατριώτες σαν και του λόγου τους. Δίχως αντίρρηση ο Κουντουριώτης υποσχέθηκε να καλέσει εκ νέου τους καπεταναίους και να πράξει το ωφελιμότερον δια το Έθνος. Με δική του εισήγηση τα χρήματα έφτασαν τελικά στα 130.000 τάλλαρα. Πήρε και τη συναίνεσή τους, τα καράβια τους να τεθούν στη διάθεση του αγώνα. Οι καπεταναίοι ζήτησαν μόνο να μείνουν μέσα τα πληρώματα που εμπιστεύονταν. «Κι ελόγου τους θα μείνουν άπραγοι;» ρώτησε η Βασιλική. Ο Οικονόμου δεν είχε ιδέα τι σκόπευαν να κάνουν. «Πρότεινα στον κυρ-­‐Λάζαρο Κουντουριώτη να μοιραστεί μαζί μου την εξουσία, αλλά μου αρνήθηκε. Είναι χολωμένος, επειδή θεωρεί πως αμφισβήτησα την φιλοπατρία του με το κίνημα που έκανα».

411


Ο λόρδος Χόλμπουργκ έγραψε στο ημερολόγιό του πως ο Οικονόμου του έδωσε την εντύπωση άντρα συνετού και συγκρατημένου. Δεν πανηγύρισε καμιά επιτυχία του επειδή είχε συναίσθηση του κινδύνου. Με τόσα συμφέροντα που εθίγονταν δεν ήταν δυνατόν να διευθετηθούν τα προβλήματα με εύκολο τρόπο. Είχε εξομολογηθεί πολλές φορές στον παπα-­‐Δημήτρη πως κάθε ώρα έτρεμε στην ιδέα μιας εγχώριας σύρραξης. Υπήρχαν μίση ανάμεσα στους Υδραίους, διαφορές νοοτροπίας, άνθρωποι που δεν μιλούσαν καν Ελληνικά. Δεν ήταν λίγοι κι εκείνοι που είχαν πλουτίσει με θυσίες και αίμα κι έβλεπαν το βιος τους να μπαίνει ξανά στο ρίσκο του πολέμου. Με τη σωφροσύνη του ο Οικονόμου κατάφερε τελικά να κρατήσει τις ισορροπίες. Δεν τράβηξε ούτε μια στιγμή το σχοινί πέρα απ’ όσο χρειαζόταν. Συμπεριφέρθηκε με σύνεση και στο τέλος κατάφερε να ενώσει τους Υδραίους. «Ας κάμουμε Ανάσταση και κουβεντιάζουμε ξανά με τις κεφαλές του νησιού», είπε στην κουβέντα που είχε με τους φίλους του στη Φανερωμένη Σάββατο της Διακαινησίμου, 16 Απριλίου 1821, οι Υδραίοι υπέστειλαν όλα τα οθωμανικά σύμβολα από την πρόσοψη της Καγκελαρίας τους και στη θέση τους σήκωσαν τη σημαία της επανάστασης. Την ίδια στιγμή στις ντάπιες του λιμανιού τα κανόνια βρυχώνταν με τις γιορταστικές βολές τους, για να σηματοδοτήσουν το οριστικό τέλος της Οθωμανικής τυραννίας. Έξω στη ράδα τα ιστιοφόρα είχαν τη δική τους γιορτή. Με τα πολεμικά τους φλάμπουρα να ανεμίζουν σε όλα τους τα κατάρτια, έριχναν ασταμάτητα άσφαιρα, που γέμιζαν την ατμόσφαιρα με καπνούς και τις ψυχές τών ναυτών τους με πολεμικό μένος. Από τη στεριά έμοιαζαν με ανίκητη

412


αρμάδα, απογειώνοντας το ηθικό και των υπόλοιπων νησιωτών. Ο λόρδος Χόλμπουργκ έγραφε στο σημειωματάριό του πως ήταν μια αληθινά πασχαλινή μέρα. Ο τόπος σειόταν από τις μπομπάρδες και την κραυγή Ελευθερία ή Θάνατος. Η Βασιλική με την παρέα της στριμώχτηκαν ανάμεσα στο πλήθος του κόσμου, για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία στην εκκλησία του μοναστηριού. Είχε βάλει και την καλή φορεσιά της. Ένα μακρύ θαλασσί φουστάνι με χρυσοκέντητη μπορντούρα, βελούδινο γιλέκο πάνω απο την φαρδιά, κατάλευκη πουκαμίσα της κι ένα μεταξωτό μαντήλι στα μαλλιά της, δώρο του πατέρα της από την Πόλη. Στο τέλος της λειτουργίας ο Αντώνης Οικονόμου διάβασε με τρεμάμενη φωνή την πρώτη επαναστατική πράξη του νησιού. Ήταν ένα μακροσκελές κείμενο το οποίο διακήρυττε ότι ...οι κάτοικοι της Ύδρας δεν θέλουσι μένει ολιγότερον πρόθυμοι εις τον ευγενή αγώνα του Γένους.... Με το ίδιο έγγραφο διοριζόταν αρχηγός του στόλου της ο Ιάκωβος Τομπάζης. Ημείς οι προύχοντες της νήσου ταύτης επιτρέπομεν εις τον Γιακουμάκην Νικολάου Τομπάζην.....να υπάγει μετά του πλοίου του και των άλλων πολεμικών του όπου ήθελε κρίνει αναγκαίον εις τον κοινό αγώνα κατά των Οθωμανών... Ο Οικονόμου διάβαζε για πολύ ώρα. Ζαλισμένοι, όμως, όπως ήταν από τα κύματα του ενθουσιασμού τους όλοι εκεί μέσα, λίγα μπόρεσαν ν’ ακούσουν. Τη διακήρυξή του υπέγραφαν οι κάτοικοι του νησιού της Ύδρας. Αυτό έκανε εντύπωση στον Ζακ Μπουλβίλ. «Οι Υδραίοι τους έβαλαν στην άκρη τους καπεταναίους τους», ψιθύρισε στ’ αυτί του παπα-­‐Δημήτρη.

413


«Χωρίς τους καπεταναίους και τους παράδες τους, αγώνας δεν γίνεται», του απάντησε εκείνος. Το ίδιο βράδυ η Βασιλική έκανε πολεμικό συμβούλιο στη Φανερωμένη. Μαζεύτηκαν όλοι στην πλώρη κι αφού ζύγισαν την κατάσταση αποφάσισαν να ενωθούν με τον Υδραίικο στόλο και να μπούνε κάτω από τις διαταγές του ναύαρχου Τομπάζη. Ήταν μια μέρα με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση που είχε φέρει στα όρια τής εξάντλησης τη Βασιλική. Αν και ήθελε να σχολιάσει λίγο τα γεγονότα με τον παπα-­‐Δημήτρη, τον Ζακ Μπουλβίλ και τον λόρδο, αποτραβήχτηκε στην καμπίνα της. Ένιωσε την ανάγκη να μείνει μόνη, να ταξινομήσει τις σκέψεις της και ν’ ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Η επανάσταση, για την οποία αγωνιούσε τόσο καιρό, ήταν μια πραγματικότητα πλέον. Έφερνε, όμως, μαζί της τον κίνδυνο και τα απρόοπτα του πολέμου. Ως εκείνη τη στιγμή η επιθυμία της για ελευθερία ήταν μια λαχτάρα μονάχα. Τώρα έπρεπε να γίνει σχέδιο, δράση, θυσία. Το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος, τώρα έπρεπε να αποκτήσει υλική υπόσταση και να εξαργυρωθεί με σκληρούς αγώνες και αίμα. Η καινούργια πραγματικότητα την έκανε ξαφνικά να νιώσει μιαν απέραντη μοναξιά. Αισθάνθηκε πως ήταν φορτωμένη με δυσβάσταχτες υποχρεώσεις κι αλαφιάστηκε. Για πρώτη φορά αναλογίστηκε μήπως το βάρος που πήγαινε να σηκώσει ήταν πιο μεγάλο από το κουράγιο της. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τον Παπαφλέσσα. Έφερε στο νου της το ασκητικό του πρόσωπο, τα αεικίνητα μάτια του, τη σχεδόν μόνιμα αγριεμένη έκφρασή του κι ανατρίχιασε. Ξαφνικά κατάλαβε πόσο βαρύ ήταν το φορτίο που κουβαλούσε. Πόσο πολύτιμα ήταν τα ψέματα κι ο

414


ενθουσιασμός που σκορπούσε γύρω του. Ήταν σίγουρη πως χωρίς αυτόν, ίσως και να μην σάλευε τίποτα ακόμα κι η επανάσταση να περίμενε για χρόνια να ξεσπάσει. Εκείνη τη στιγμή θα έδινε τα πάντα για να τον έχει κοντά της. Να νιώσει την οργή του να την κεραυνοβολεί για να συνέλθει από τις αμφιβολίες της. Παπαφλέσσας όμως δεν υπήρχε κι εκείνη ασφυκτιούσε μέσα στη μικρή της καμπίνα. Στριφογύρισε για κάμποσο στην κουκέτα της και κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο. Σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε στο κατάστρωμα, για να περάσει τη νύχτα της κάτω από την άπλα του ουρανού, τη μόνη διάσταση που εκείνη την ώρα χωρούσε την ένταση της ψυχής της. Ο δροσερός αέρας της νύχτας τη συνέφερε λίγο. Ακούμπησε το κορμί της πάνω στην κουπαστή και πήρε βαθιές ανάσες για να τον χορτάσει. Έμεινε για κάμποσο εκεί με την προσοχή της συγκεντρωμένη πάνω στο μαύρο όγκο της Ύδρας. Της έκανε εντύπωση η απόλυτη γαλήνη της. Μετά από μιαν αληθινά συγκλονιστική μέρα τώρα το μόνο ίχνος ζωής στα σκοτάδια της ήταν η φλόγα των καντηλιών που τρεμόπαιζε πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών της. Κάποια στιγμή νόμισε πως άκουσε ένα τρίξιμο στην πρύμη. Είχε πιστέψει πως όλοι κοιμούνταν εκείνη την ώρα και γύρισε ενοχλημένη. Στο αμυδρό φως του φαναριού της τιμονιέρας, διαγράφηκε μια ανθρώπινη σκιά. «Σε λίγο θα βγει το φεγγάρι», της είπε. Η Βασιλική αναγνώρισε τη φωνή του λόρδου Χόλμπουργκ. Τις τελευταίες αγωνιώδεις μέρες είχε αγνοήσει τις απαιτήσεις του έρωτα, για χάρη ενός ονείρου. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένιωσε ανήμπορη να τις εμποδίσει να πλημμυρίσουν την καρδιά της. Παραμέρισε και τα

415


τελευταία υπολείμματα αναστολών με τα οποία ήταν γεμάτη και του έκανε νόημα να ζυγώσει. Μέσα στα νέφη του πλατωνικού έρωτά του ο λόρδος σκέφτηκε πως η στιγμή ήταν ιδανική για εξομολογήσεις. Πήγε να γονατίσει μπροστά της, αλλά η Βασιλική πρόλαβε και τον τράβηξε επάνω της με ορμή. Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το κορμί του και τον φίλησε στο στόμα μέχρι που του κόπηκε η ανάσα. Ο λόρδος Χόλμπουργκ, ζαλισμένος μέσα στην αρπάγη των χειλιών της, δεν ήταν σίγουρος σε ποιο επίπεδο του πλατωνικού έρωτα μπορούσε κανείς να συναντήσει αυτή τη μαγική στιγμή. Αν και σύντομη, είχε καταφέρει να τον μετουσιώσει σε μικρό θεό. «Το φεγγάρι!», είπε ξέπνοα πάλι όταν ελευθερώθηκε από τα χείλη της. Η Βασιλική γύρισε και κοίταξε. Είχε μόλις σκάσει από το βουνό και κρεμόταν σαν ασημένιο τάλλαρο πάνω από τ’ αρχοντικά της πόλης. Η ρομαντική πλευρά της βραδιάς, όμως, δεν ήταν αυτή που συγκινούσε την αγριεμένη καρδιά της. Εκείνο το βράδυ ένιωθε απόλυτη την ανάγκη να αμαρτήσει. Να παραβεί κάθε κανόνα ηθικής που είχαν χτίσει μέσα της η κοινωνία και η εκκλησία από τα πρώτα της βήματα. Να απολαύσει τον έρωτα με τον τρόπο που τον ορεγόταν το κορμί της. Με την ίδια αποφασιστικότητα που είχε επαναστατήσει τη Φανερωμένη της, τον άρπαξε και τον πήγε στην καμπίνα της. Ο λόρδος Χόλμπουργκ δυσκολεύτηκε πολύ μέχρι να πιστέψει πως η αχόρταγη νύμφη με την οποία έπεσε στο κρεβάτι ήταν η Βασιλική. Για κάμποση ώρα αμφέβαλε αν το ερωτικό πλάσμα που αναδύθηκε μέσα από την πανοπλία της επαναστάτριας και τη σεμνοτυφία της σοβαρής καπετάνισσας, ήταν εκείνη. Λίγη σημασία, όμως, είχαν τα

416


ονόματα και τα πρόσωπα εκείνες τις ώρες. Μιλούσε το κορμί με τη δική του τη γλώσσα και δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το τι επιθυμούσε. Όσο κι αν προσπάθησε, ο λόρδος Χόλμπουργκ δεν θυμήθηκε κανένα από τα ερωτικά ποιήματα που τον μάγευαν να περιγράφει τέτοιες στιγμές. Στο σημειωματάριό του έγραψε πως ήταν μια νύχτα τρυφερότερη από τις λέξεις, ηδονικότερη από τις τολμηρές φαντασιώσεις του και αγριότερη ακόμα κι από τα πιο πρωτόγονα ένστικτά του. Μια νύχτα που τον έμαθε ν’ απελευθερώνει την ψυχή του από τους δαίμονες που ήθελαν να την παιδεύουν. Όταν το πρώτο φως της αυγής τρύπωσε από το φινιστρίνι ο λόρδος Χόλμπουργκ σηκώθηκε με το ζόρι από τη στενή κουκέτα της Βασιλικής. Ήθελε μεγαλύτερο μερίδιο απ’ αυτή την απροδόκητη ευτυχία, αλλά εκείνη δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Οι δικοί της οι δαίμονες είχαν ξαναγυρίσει κι αλαφιασμένη τον ξαπόστειλε πριν ξυπνήσουν οι ναύτες της κι αρχίσουν τα ύπουλα μουρμουρητά. «Είμαστε εραστές;» τη ρώτησε με αφέλεια ο νεαρός λόρδος, καθώς ντυνόταν. Δεν ήταν σίγουρος πως αυτός ο τυφώνας θα διατηρούσε την έντασή του. Η Βασιλική δεν ήξερε τι να πει. Οι ευτυχισμένες ώρες που πέρασε μαζί του τη νύχτα, δεν πίστευε πως μπορούσαν να μικρύνουν το κενό, που τους χώριζε. Ο λόρδος ανήκε σ’ έναν άλλο κόσμο και μια μέρα θα την εγκατέλειπε για να επιστρέψει σ’ εκείνον. «Είμαστε ότι υπάρχει κάτω από τις ψευδαισθήσεις μας», είπε αόριστα, αφήνοντάς τον ανικανοποίητο. Πριν από το μεσημέρι η Φανερωμένη μαζί με άλλες δυο Υδραίικες γολέτες σήκωσαν πανί για να εκτελέσουν την

417


πρώτη αποστολή τους. Με διαταγή του ναύαρχου Γιακουμάκη Τομπάζη έβαλαν πλώρη για τον Κορινθιακό κόλπο να βηθήσουν στην πολιορκία της Κορίνθου. Με μια πλημμυρίδα συναισθημάτων η Βασιλική στεκόταν όρθια στην τιμονιέρα. Παρακολουθούσε το πλήρωμά της να κουμαντάρει τα πανιά της σκούνας -­‐τη μαϊστρα, τις ράντες, τους φλόκους-­‐ και να απλώνει τη λευκή τους επιφάνειά στις ριπές του αέρα. Ανάμεσα στους ναύτες της παιδεύονταν με τις μπούμες και τα σχοινιά ακόμα δυο άνθρωποι που έμοιαζαν σταλμένοι από τη μοίρα της. Αυτόν τον λόρδο δεν ήξερε τι να τον κάνει. Η παρουσία του κοντά της, όμως, ένιωθε πως ήταν η ανάσα μιας δύναμης την οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διαισθανόταν πως κάποτε θα χρειαζόταν. Ήταν ένα αόριστο συναίσθημα που δεν το δημιουργούσε η ερωτική της έλξη γι’ αυτόν. Πιο πολύ της το επέβαλε η επίγνωση της αδυναμίας της μπροστά στον παντοδύναμο εχθρό με τον οποίο πήγαινε να συγκρουσθεί. Ο λόρδος Χόλμπουργκ την είδε που κοιτούσε μακριά τον ορίζοντα και κατάλαβε πως ονειροπολούσε. Ζύγωσε κοντά της και με την σοβαρότητα που τον διέκρινε πάντα τη ρώτησε τι την απασχολούσε. «Το μέλλον», του είπε. «Αυτό ανήκει σ’ εκείνους που το διεκδικούν», της απάντησε. «Μπορεί να ανήκει σε μένα και σε σένα», πρόσθεσε μετά ελπίζοντας να μην το είχε παρακάνει με την τόλμη του. Η Βασιλική χαμογέλασε. Δεν ήξερε πώς έπρεπε να χειριστεί αυτή την παράξενη σχέση. Είχε το φόβο πως θα καταντούσε τυραννική μια μέρα. Υποψιαζόταν πως ο λόρδος θα εκμεταλλευόταν τον αυθορμητισμό της, αλλά δεν

418


είχε τη δύναμη να τον απαρνηθεί. Μια ιδιότροπη μοίρα έμοιαζε να την έχει δέσει αδιάρρηκτα μαζί του. ΤΕΛΟΣ

Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μας : www.feneosnovels.gr Γλωσσάρι βαλής Βοστίτσα γιούκος κονακιάζω μερτηκάρης να τους κάμει φέτι να πάμε με τον ντορό τους ντελήδες οπτήρας σκατζάρω στανικώς χαμπέρι

419

= διοικητής περιοχής = Αίγιο = στοίβα με κουβέρτες = μένω κάπου = μέτοχος = να τους ξεπαστρέψει = να υποταχθούμε = πρωτοπαλλήκαρα του Τούρκου διοικητή = ναύτης που ανίχνευε τον ορίζοντα από το ύψος του καταρτιού = αλλάζω βάρδια = με το ζόρι = είδηση



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.