Δραπέτης καθρέφτης ή Mezza voce
Έρμα Βασιλείου 1
Η τέχνη, αφού με παρακάλεσες να μάθεις δεν είναι αυτό που μας έδωσε η ζωή είναι αυτό που της δώσαμε ανησυχία αγωνία στα γύρω που αργούν βαριέται το στάσιμο αναζητάει κατακτήσεις του νου, αυτό απασχολεί προχωρεί σε ό,τι γεμίζει ταξίδι το ενδιαφέρον το δημιουργεί όταν οι άλλοι αργούν... συχνά με φόβο μην πεταχτεί όπως ρίχτηκε από κόσμο πέρασε με τη γνώση από τις τάξεις των ανθρώπων για να φτάσει στη δική σου αταξία με ό,τι έδωσε η ζωή σε τίμησε συχνά με ηρεμία σιγουριά
2
Τώρα που είμαι τόσο κοντά όπως τον καθρέφτη που περπάτησε να σ’ έβρει θα διαβάσεις τα δάκρυα σ’ όλες τις γλώσσες χαραγμένα θα νιώσεις όσα δεν μπόρεσες παράμειναν στο καζάνι της σάρκας παγωμένα οι νότες που σου τραγουδώ περιμένουν στο πεδίο της όρασης με κούρασες τόσο με τα ακίνητα μάτια της αδικίας με το φλογερό σου σώμα που μοιράζομαι με άλλα αυτά τ’ αναρχικά σου που μάζεψες δεν ήταν άλλη από μια αγάπη εξασκημένη σαν προσοχή του κυβερνήτη πλοίου η φωνή σου ακούγεται θαμπή σαν την αγάπη δύναμης που ελέγχει κι αδύνατες αναλαμπές των σκοτεινών δυνάμεων που διασχίζει η απόσταση των κρυφών επιθυμιών του ασθενικού μυώνα σου
3
Ένας καλοντυμένος υπάλληλος του υπουργείου μετανάστευσης με πλησίασε τα χαρτιά σου είναι απόντα χρόνια δεν πήρες το χρώμα του ήλιου μας ούτε ψήφισες την ιδιοκτησία του ...τα χαρτιά δεν έχουν σφραγίδες που τα πόδια θα κρατήσουν βλέπομαι μέσ’ στο φως ενός καθρέφτη χωρίς αναπνοή να μην νεφώσει άδεια από βούλες η ζωή καλαμένια χέρια αγεφύρωτο στόμα μολυβένια μάτια ελαφριά ζωγραφισμένη η καρδιά όταν τ’ άλλα φανταχτερά προσκαλούν μ’ ένα κουβά στο πίσω μέρος της αυλής να τα ξεπλύνω ποια μένουν ποια φεύγουν τα επαναστατικά χρώματα κινδυνεύουν να χαθούν αν δεν τ’ ανανεώσω οι μαύρες νότες που με πλέκουν καθρεφτίζουν έρωτα μια ζήση μου ιδιόκτητη
4
Η αγάπη περπάτησε μες στο ρυθμό στο ένα της, κάπως παράφωνα μην νοιάζεσαι αν έχει αναπηρίες οι φωνές της δεν είναι πάντα καθαρές όπως το νερό για ανακύκλωση μουλιάζουν συχνά και δεν θέλουμε να τις ακούμε βουλιάζουν βγαίνουν φάλτσα μας φέρνουν αρνήσεις χορδές που στενάζουν στα ίδια πέτρες βαριές που δεν έχουν χρόνο για κίνηση μα πάντα είναι σωστές στο βάρος της ακινησίας
5
Κριτικός σε πρωτοσέλιδη είδηση πρώτος θρασύς τον τίτλο βαφτίστηκε εκθέτης των βιβλίων η άκριτη οργώθηκε να καταστρέψει το εύφορο, η κρίση των σχολίων σε οργάνων κατατάξεις αυτός που όλες τις τάξεις τις έκανε διπλές διαλέγει όσα μπορεί να τον διαλέξουν ταξίδια άδεια μια λάμπα δεν την έδωσε στο φως του ν’ αγρυπνά… με κανενός την άδεια! κι όμως θα κρίνει κερί που σβήνει αφού παρέδωσε…
6
Σπαραγμένη κιθάρα με νότες μαύρες με ίδια φωνή κυρτωμένη τελείωσαν οι μέρες στην κλούβα στα στενά σίδερα πάλλεται η ζυγαριά η ζαριά έπεσε σε κύκλους φτώχειας φαύλους η φωνή στο άλφα που ακούγεται ματώνει τα υπόλοιπα γράμματα άκου τους τσιγγάνους σπέρνουν το μάθημα του κόσμου με κουμπιά από μαύρα σακάκια για μάτια που δεν έκλεισαν δύναμη κι ας μη σου γεμίζουν μάτι με τα λαδερά μαλλιά τους και την ανησυχία η φωνή όσο σκληρή κι αν είναι όσο κι αν λυπημένα βρήκε ευδαιμονία στις γιορτές του πνεύματος και της μνήμης που αποφεύγουν είναι νίκη στάση άκαη του αμόρ, αμόρ, αμόρ οπουδήποτε μπορείς να σαγηνέψεις το πνεύμα με κιθάρα που σπάραξε πριν απαντήσει
7
Λιώνουν σαν χιόνι στο νερό χωρίς ήχο τα όργανα η αλμύρα στο κατάστρωμα σώμα που αρμενίζει δεν είναι πλοίο κι είναι χειμώνας απάτης και δύσκολης ώρας πρέπει να δείξεις πως είναι άνοιξη ερωτευμένη με το αύριο αλάνθαστα σωστή είναι άδειο το δωμάτιο που σε βλέπω να γράφεις γεμάτο με τα έπιπλα της Λουκρητίας Βοργίας αδιάφορο τι είπαν φτάνει που λίγο υποστήριξε τις τέχνες το αύριο με τα έπιπλα του χθες γίνεται τωρινό περίσσεψε, χρειάζεσαι να το δωρίσεις χιόνι μιας άνοιξης που φεύγει
8
Κρύφτηκε η φούστα μην την πάρει ο γύρος η κόλαση της ανέμης και της περιπλάνησης με δικαιώματα περιορισμένα στον άνεμο τρελή χορεύει όταν θέλει άφρακτα μπαλκόνια είδε να μαρτυρήσει ο μπάλος τους συνετούς τους άρχοντες που φορούν καλλωπιστικά σαν χαρτονομίσματα κρύβει με ιερό σκοπό το τραγούδι που κλώθεται μια δύναμη ζωντανεύει την επιούσια σιωπή βγες πες για νότες που κινούν γη κι ουρανό πες για μάθημα ήχου τα είδα όλα γιατί στέκομαι όταν κινούνται κινούμαι όταν στέκονται
9
Ο δάσκαλος που πάτησε την εισπνοή του ανθού γεύεται τη σκουριά πριν ακόμα γίνει αφήσαμε να συμβεί το κακό η τραγωδία στο μεθύσι του αγέρα που παιδεύεται από ένα παλιόπαιδο που γεννήθηκε σαν κι εμένα την ίδια χρονιά συμφωνήσαμε να γιατρευτεί το παγωμένο μάτι της θάλασσας με απλά σχηματισμένα λόγια που αναπολούμε σαν λόγια που είπαμε παλιά αλλά ξεχάσαμε τα βιαστικά μαθητούδια που κρατούν το χαρτοφύλακα του φιλόσοφου γεμίζουν έννοιες αδούλευτες μεγάλωσα τόσο που δε χωρώ σε καμία εικόνα κι όμως είμαι ιδιότροπα και ίδια η ίδια ζαλισμένη από το γυάλισμα το φτύσιμο το κοίταγμα
10
Βιάζεσαι να ισοπεδώσεις τις σόλες σου ο δρόμος γεμάτος και λίγος η άνοιξη πέρασε στα γήπεδα της μπάλας ουρλιάζουν χλευάζοντας οι κερκίδες των ταξινόμων τρόμος στους κήπους που θα περάσει η αγωνία της υπολογιστικής
11
Νικητή μου αναγραμματισμένε κινητή μου παρμένα όλα χαντρούλες στο μυαλό όλα τα ριζοπαίζεις σε κόρωσα πιο πριν παιχνίδι για λίγους παράθυρο, ρομβία στους λύτες αν δε με σκότωσες σε φόνευσα με απάτη μην ξεχνάς είλωτας της Αμφείας γι’ αγάπη κυνηγούσα φως πώς μη ρωτήσεις
12
Ήρθα για μια στιγμή μονάχα χάθηκα και οι φελλοί της φαντασίας με πήραν για την Υπατία κι όμως δεν ήμουν κολασμένη ανάποδα γερμένη να βλέπω τα στρεβλά από την καλή εσύ στην Αλεξάνδρεια με θυμήθηκες κι ας την είχα επισκεφτεί μόνο μια φορά με ξένα εισιτήρια του αλόγιστου λογικού σου άναψες τσιγάρο όπως όλους τους Έλληνες καπνό που φεύγει ο χάρος δυο λόγια κρεμαστήκαν οι υποσχέσεις αστέγνωτες στον χειμωνιάτικο ήλιο και σκηνικά που στήνονται αργά οι ταλαιπωρημένες σχέσεις μακάρι να ήμουν η αιτία όπως η Υπατία να σκοτωθώ όπως τώρα με άλλο όνομα για κείνα που πιστεύω
13
Λίγο από το κάλεσμα αν ακούσεις αν ακούσουμε το κάλεσμα φωτός την ερμηνεία θα μαζευτούν στα τείχη μας φρουροί και μασκοφόροι που ντύθηκαν τα ρούχα της θυσίας και δείχνουνε το ασάλευτό τους πρόσωπο που τόσα έδωσε στις μάχες
14
Κανένας δεν μπορεί να ξεσηκώσει λόγια τις λέξεις ίσως μα όχι ό,τι τις γέννησε αναλώθηκα για να με πάρουν να μάθουν να διαβάζουν ό,τι δεν είν’ σωστό να σηκώσουν μα δεν μπορούν να πάρουν κι ας μην είναι ο δωρισμός ένα κατά λάθος τεχνικό λάθος δεν μπορεί να το πάρουν αν δεν πιστέψουν πως είν’ πως δεν είναι
15
Αφαιρείς αφαιρείς στο τέλος δεν θα σου μείνει τίποτε παρά μονάχα η ποίηση μια ποίηση απλά για να προσθέσεις!
16
Αν με καλορωτήσεις σπρώχνω τη μέρα με χαρά δυο μυλόπετρες δυο ουράνια σώματα μπροστά την τραβούν εκείνη θέλει το βάρος της να το κλειδώσει σε αεροστεγή ναυπηγεία με τη δύναμη που έβαλα αντιμετωπίζω την ατροφία μου όλα τα κάνω με τη μέρα που θέλει να την ωθώ να μου αντιστέκεται δεν έχω άλλο ρώτημα στο γλυκό πόνο το λυπημένο του έρωτα των ερώτων
17
Με πονεμένο γόνατο περπατούσα κατηφόριζα τα κοιλιά της Καστέλας καθαρίζοντας τα από τη σκόνη των χρόνων που έλειπα σφάζοντας το άνεμο με χάρτινα μαχαίρια ενώνοντας με ζαχαρένια κλωστή τη θάλασσα κλαδεύοντας ήχους από τ’ αυτιά της ράβοντας το νήμα της στάθμης παράλληλα με κυρτωμένους ώμους με τέτοιο ονειροπόλημα θα μύριζα λουλούδια της ερήμου σε μια πόλη γεμάτη θόρυβο και έρωτα κλεμμένο όπως τα αρώματα απ’ τον φλοίσβο όπως το σπόρο από τη γη
18
Τα δρομολόγια των κύκλων με γεμίζουν με μια χάρη που υπερβάλει δώσε μου λίγο από το φαρμάκι σου να δω πως υπάρχει τόσο λίγο στη δόση μου που οι επισκέπτες κρατούν ρολόγια και μετρούν πόσο αντέχουν τα πόδια μου στη μέγκενη των φαύλων λόγων που ξεστομίζουν οι ευδαίμονες της ύλης
19
Ο έρωτας γι’ αυτή την πόλη μάς έχει λιώσει γράφουμε με αμελάνωτα στιλό στις χαρακιές που βγάζουνε τους στίχους παραλύουμε στο χρώμα των ψυχών που ενδέχεται να ήμασταν παλιά κι όταν το σιτάρι αδειάσει στο σιλό έχουμε κρυφά δοχεία που κτίζονται με τον κόπο των ερωτικών εικόνων και το αδιαίρετο αγαπητικό μας γίγνεσθαι να ζήσουμε την πόλη που ζήσαν άλλοι
20
Καμένη αλλά σωστή ξανά ξεφυτρωμένη σαν μέρα που έφυγε νοστή* στο κρύο στις δοξαριές της λαίλαπας καταμεσής του δρόμου καμένη αλλά σωστή ξανά ξανανθισμένη με τη συνείδηση που στήσανε οι μαχητές τα τείχη για να με ποντίσουν στην υποχρεωτική θυσία, εγώ είχα πάντα υπόψη μου να θυσιαστώ θα έλθει γεννημένη η είδηση αφρισμένη από το ταξίδι τ’ αποτεφρωμένα σχηματίζουν ένα ακέραιο ένα άγαλμα πεσμένο χρόνια μέσα στο βυθό μου το σήκωσαν πια τα ρέματα της Αφροδίτης η σεπτή οπτασία στην κόρη Αρμονία ευαισθησία έχει να δώσει από τα στήθη της το μυροφόρο κάλλος νιόφερτη, πρόσφατη
21
Μια εβδομάδα τώρα δημιουργώ πέρα μακριά που απλώνουνε τα δίχτυα πιάσανε φως αντί για ψάρια μα δεν τρώγεται σε χορταίνει μα δεν στήνει πόδια φως που ξυπνά φως και που πλάθει την τροφή φως που δεν κλείνει μάτι στην αλήθεια δεν κλείνει μάτι στη νύχτα στα κύματα στη γη ήρθες κάποτε ως εδώ με τον αγαπημένη σου για καταδύσεις στα βαθυγάλανα νερά του Reef κι ούτε ένα ψάρι δε μίλησε για σένα για το φως την τροφή που κουβάλησες σε μια τόση μικρή καρφίτσα των μαλλιών σου και τιρκουάζ και μπλε και πράσινα αρώματα χρώματα παραδόθηκαν στα δίχτυα τους στα δίκτυα της σιωπής της ανάλωσης Στη μνήμη της φίλης μου Χριστίνας Σπυράκη
22
Αγαπημένη μου δεν έκανα πολλά μόνο αυτό το μελάνι που ρέει κι όμως μέσα μου είναι τόσο φωτεινά άσχετα με το χρώμα και δεν είναι άξιο απορίας από πού αναβλύζει μ’ αυτό σε στολίζω συγκεντρώνω συλλογές δύσληπτες που δεν μπόρεσαν να μελανώσουν έξω από μελάνι ...αγαπημένη μου πέρα απ’ εκείνα που γνωρίζω τα μακροβιότατα που ζεις πέρα απ’ ό,τι ζεις στα πέρα είναι η παιδική αγάπη τόσο λίγη στα πολλά στ’ αλώνια χρόνια... οι παιδευτές κουράστηκαν μ’ αυτή δεν κάνει λάθη οι παγιδευτές εγκατέλειψαν να μετρούν μ’ αυτή δεν άφησε λεπτό το χθες... δεν ματώνουν τα ξεσχισμένα κύματα την παιδική αγάπη δεν κάνει δεν έκανε αυτή ποτέ της λάθη Στη μνήμη της φίλης μου Χριστίνας Σπυράκη
23
Οι γαλανές μέρες ενώνονται όπου τις θέλει ο κύκλος απ’ αυτές ξεπέζεψες από ένα χρονιάρικο άλογο χαλινωμένο πόσο σύντομα, πόσο σύντομα όλα φορούσες στα πόδια τα τυχερά σου πέταλα... είχανε κρυφτεί μα ήρθαν οι αχτίδες ερωτοτροπούν με γαλανές τις μέρες μείνανε απένεμες οι εφηβικές γαλέρες κι οι σκέψεις μεγαλόπρεπες παρθενικά, μ’ ατελείωτα ντυμένες με γείσα χρυσά χαιρετούν σε όσα δεν παραδόθηκες Στη μνήμη της φίλης μου Χριστίνας Σπυράκη
24
Ψες είδα και τη Λουίζα στον ύπνο μου είχε αφαιρέσει το σήμα της σχολής κι είχε το σήμα της Αγίας Θηρεσίας ραμμένο στην ποδιά όπως είχα αφαιρέσει τ’ όνομά μου από τα τετράδια μόνο στης μουσικής τις νότες το είχα κρατήσει ήσουν καλοχτενισμένη με χτένια στο χρώμα που έχει γεμάτο φεγγάρι... έγραφαν «αύριο» πεταμένα τα σήματα έγραφαν «αύριο» σκορπισμένα τετράδια μα τα μαλλιά σου γράφαν «πάντα» Στη μνήμη της φίλης μου Χριστίνας Σπυράκη
25
Όσα πετούν μας φέρνουν πιο κοντά όσα γελούν μας αγκαλιάζουν στα πετρώματα στις ανασκαφές στον τάφο της ζωής βρίσκω τα καλύτερα μόνο χαμόγελα και δεν υπάρχει τάφος όλα είναι ανοικτά όμορφα όλα μας περιμένουν και δεν υπάρχει τάφος! Στη μνήμη της φίλης μου Χριστίνας Σπυράκη
26
Θυμάσαι το μάθαμε σαν ρήμα! «…un sourire ne coûte rien et produit beaucoup » άγνωστου Ισπανού το ποίημα κατέκτησες χωρίς ταξίδι με καρδιά ξεσκέπασες, τον πέταξες τον πόνο χαμόγελο που δεν στοιχίζει μα γεννά... και στοίχισε, στοιχίζει ό,τι γεννά, κορίτσι ξεχάσαν τη ζωή είναι λίγη εκτός απ’ όσα μένουν νέα mille sourires qui coûtent une vie ποτέ δεν άφησαν χαμόγελο μαβί αρνούμαι τη σιωπή στην πέτρα μόνο που αισθάνομαι στα χείλη ταξίδια σου στ’ ανίκητα τα νίκησες όσα με ζωντανεύουν που έλαβα, που πήρα ...στοιχίζει ό,τι γεννά, κορίτσι! Στη μνήμη της φίλης μου Χριστίνας Σπυράκη
27
Αν θα ‘ρθεις έλα Πέμπτη απόγευμα όπως τώρα είναι όμορφα στην επαρχία μια γειτόνισσα μου στέλνει τη μικρή της για μάθημα αρνήθηκα να πάρω οβολό άμισθα περιεργάζομαι μα δεν εμπόρεσα ν’ αρνηθώ το ψωμί να συμπληρώσω γνώση μέσα από αυτή ενός παιδιού θα έπρεπε να πληρώνω μ’ αντί πληρώνομαι την κάθε Πέμπτη μ’ άρτον ίδια ώρα καθαρή πετσέτα τυλιγμένο αχνίζει από τη φωτιά της ολικής αλέσεως πριν αρχίσουμε δεν θα συμπληρώσω την ψυχή μ’ όσα θέλω να μάθω χωρίς αλάτι το ψωμί που βγάζω μόνο για ολόκληρη διαιτησία ακόμα αφάγωτο πουλιά τα πλοία που το φέραν αν θα ‘ρθεις ν’ ασπαστείς γεύση λιτότητας
Στη μνήμη της φίλης μου Χριστίνας Σπυράκη
28
Βρέθηκα επί τέλους στο βασίλειο που με ήθελαν να ζήσω είμαι εδώ με τόσους λίγους εξαιρετικά λίγους, ίσως μ’ ακόμα έναν για όλους είμαι εκτός για μένα φεύγουμε με φάλτσα φωνή πασαπόρτια ψεύτικα για όσα είναι αληθινά στους υπόλοιπους
29
Μια Έγκωμη χωρίς αρχαία, η ψυχή χωρίς εμπιστοσύνη για πλάσμα θεού για πλάσμα διαβόλου συνθλίβονται στην ενδιάμεση σκέψη οι συγγνώμες που δίνουμε με τη σιωπή με τα λόγια θα πούμε τόσα μπορεί περισσότερα απ’ όσα είπαν οι άλλοι και συγχωρέσαμε με σιωπή που θεωρούνε πως είν’ εκκεντρικότητα η ζωή μας τάχθηκε σαν δυο κίονες αόρατοι με παραστάσεις αγγελιοφόρων που ζητούν να συναντηθούν θα μας δουν ν’ ανεβαίνουμε παρέα με παράλληλα ελεύθεροι στους τριγύρω λοφίσκους κτυπώντας τούμπανο φυγαδευμένο από σύνολα από κρούσεις σημαιοφόρων που δεν θέλαμε να γίνουμε δεν παραδοθήκαμε σε κανέναν γιατί δεν είχε όμοιο ή άξιο να υπηρετήσουμε εκτός απ’ το καθήκον
30
Εκεί στην πολιτεία το μέλι, τ’ αμύγδαλα στα πλοία στο βάθος του νου του νερού ανεύρετα είναι και η αγάπη η σώμαχη* μα κοίτα έχω χαμόγελο σφιχτά στερεωμένο απαλά φανερό που δεν πήραν η φθορά και η ανία * δεν ξεχνά, δεν συγχωρεί
31
Δεν πέρασε το καλοκαίρι ακοίμητα κάτω από τα οπωροφόρα μένουν ανάμεσά μας τα τραγούδια δεν μάθαινα τους στίχους τη μουσική άκουγα το τραγούδι που ξέρεις εσύ που έχει το τέλος που διάλεγες την αρχή που την είχα στα χέρια δεν πιστεύω στο τέλος πιστεύω σε όσα είπε ο Μιχαήλ Άγγελος πέρασα το πρωί ανάμεσα από τα δέντρα του κήπου αρχίζει ακόμα το καλοκαίρι που τελειώνει αναδύεται ακόμα το τραγούδι στο τέλος για θάλασσες τη γη που θυμώνουν αγριεύουν συχνά και δεν στεριώνουν γιατί φεύγουν κι έρχονται όλα, ποτέ δεν τελειώνουν
32
Τυχαία, η Νεκρή Πόλη του Kronkold πήρε να με ξυπνήσει σαν κάνει κι η Αμβέρσα, όπως κι αν είναι, και παίρνει το σκότος μακριά το ταξίδι το χάρηκα τόσο ακόμα και τις ακτίνες που δεν πέρασαν ανάμεσά μας ακόμα κι αν απάτησα τον εαυτό μου για το φως να φύγω από τις νεκρές πόλεις όταν στο φως είσαι εσύ όλοι οι υπόλοιποι περαστικοί δικοί και ίδιοι
33
Το θεριό με την εξυπνάδα του έφραζε το δρόμο με τις κόκκινες φλόγες κόκκινα τα ρούχα της σκέπης της γης ο δρόμος της θυσίας μικρός με στένεμα όσο να χωράς στα πλάγια να κοιμάσαι έκανε εδώ με κοίταγε εδώ εκεί δεν μ’ άφηνε το μάτι ακόμα κι αν εμπόραγαν τα πουλιά με τα μεγάλα λοφία να μιλήσουν για τους μυστικούς διαύλους της απόδρασης ακόμα και τότε τα προπύλαια των ματιών δε μ’ άφηναν να φύγω από το μυστικισμό της σιωπής
34
Καλό κακό συμβιώνουν στο καλό για κακό συμβιώνουν για καλό και για κακό συμβιώνουν τα είδε τα βλέπει ακόμα και έχουν βαμμένα με μαύρο δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει είδε πολλά που δεν περνούν απαρατήρητα άδειασαν τα μάτια τους στο σώμα του δίπλα στο δίπατο οι χορεύτριες έλιωσαν τους δείκτες της ώρας κάθε ώρα για ένα μέλος του σώματος του ζητούν τον παράδεισο μα κι εκείνος δεν το γνωρίζει δεν τον είδε ακόμα
35
Όταν μιλάμε για δραπέτευση του καθρέφτη δε μιλάμε γι’ αδυναμία μιλάμε για διαγωγή άριστη διαγωγή μιλάμε για διατήρηση προσώπου για περιορισμό γίνανε άκριτοι όλοι εκτός από του λόγου του κι είναι τόσο άδικο είχε συγκεκριμένες προτάσεις που έφτιαχνε στην πορεία του στο πλήρωμα του χρόνου μα δεν τον άφησαν τα κτυπήματα κατάμουτρα επειδή δεν ήταν με χαρούμενη λήξη τα έργα που έπαιζε όταν μιλάμε για δραπέτευση μιλάμε γι’ ανδρεία όταν θέλει να ζήσει ο δραπέτης για την αλήθεια που κράτησε που έδειξ’ η αλήθεια που θυμάται
36
Τίποτε δεν φαίνεται ολοκληρωμένο χωρίς αυτή την κόλαση σαν να την περιμέναμε με γυαλιά μεγεθυντικό και υπομονή με χέρια δεμένα με χείλη κλειστά βιβλίο που του λείπουν οι σελίδες κι όμως με την αραιή βροχή όλα τα όνειρα ακόμα κι εκείνα της καταστροφής μυρίζουν γη και χαρμάνι του βίου
37
Κύματα ποιήματα πλέω μπλέω αφήνω στο φούντος τη ρίζα που μ’έριξε στο λεξιπέλαγος ανάγκης δεν τελειώνει δεν θα λήξει όσα κι αν λέω δαντελλώνουν μια γη που τα σπρώχνει σε μένα το αόρατο γλωσσομήχανο κήτος που στην πλάση τους κύματα ποιήματα πλέουν μπλέουν κι αφήνονται στο φούντος
38
Η σκιά στο πρόσωπό του τον τρομάζει σκοτώνεται απ’ όσα δεν θα μπορέσει ν’ αλλάξει θαμπώνουν τα μάτια του καθρέφτη οι εικόνες οι κρεμασμένοι δεν έχουν μέλλον η καταδίκη είναι αυθαίρετη ωραία που θα ΄ταν αν έφευγε μα όπου κι αν πάει θα έχει αυτό το γιουρούσι να του επιτίθεται ποιος να δει πρώτα το δικό του η μεγαλύτερη τρομοκρατία είναι, αγάπη μου η αγάπη του ανθρώπου να δει το πρόσωπο που φαντάζεται πως έχει οι ναρκομανείς θα ζητούν να δουν ένα καλύτερο και δεν είναι της θέση του να πει αυτό που δεν είδε δεν έχει φαντασία ένας καθρέφτης αισίως, ο ρεαλιστής της ζωής, κάποτε θα περιμένει πιο φανατικούς να ωρύονται για την ανασαμιά τους στο λείο καθαρό του να γρονθοκοπούν να φτύνουν να διαλύουν τις σκιές κι η χασούρα θα είναι τόση το βάψιμο στην πλάτη του τόσο γερό που θα σκοτωθούν μεταξύ τους για ν’ αποκτήσουν τη θεία σκιά που δεν έχει χαρακιές και ρήγματα επάνω τους
39
Βρίσκομαι στο κέντρο διαφωνιών μεταξύ εκείνων που με βλέπουν επειδή θέλουν να δουν εκείνο που ονειρεύονται πως θα τους δείξω κι εκείνων που με βλέπουν γιατί θέλουν να δουν αυτό που δείχνω
40
Η γυναίκα με το ευρύ μεγαλόσχημο φρύδι μοιάζει με την εικόνα που προσκύνησα σε εικονοκλασία στο πρόσωπο της δημιουργίας έχουν την ταπεινή ανάγκη να ταξιδεύουν με πρίμο άνεμο η γυναίκα με το μεγαλόσχημο φρύδι και ο Άγιος που μας άκουσε κοντοστέκονται στο στενό περιμένοντας το φως του τάματος κι εκείνα που δεν άκουσαν που έχουν δει
41
Ήθελα απλά να δω να μην το σπρώχνεις τόσο τ’ όνομά σου σαν να ‘τανε βαλίτσα με λαθραία που μπόρεσες και πέρασες και παραείσαι τυχερός και το ξέρεις γιατί όπως τα περισσότερα πουλήθηκες με πάθος να πουληθείς μα έτσι απούλητος αν έμενες θα είχες περισσότερη αξία σε όλα τα περιοδικά κυρίως τα ηλεκτρονικά φαλτσάρεις με γραφείο διαφημίσεων και να σκεφτεί κανείς πως έχεις ένα εμπόρευμα μη εμπορεύσιμο που έχει ζήτηση για τους αιτούντες όχι τους πωλητές το γράψιμό σου πέρναγε καλύτερα αν ήταν σε κελί αμπαρωμένο κι ας είναι έτσι χωλό
42
Πέρασε μια κυρία με μαλλιά χτενισμένα στην τρίχα μαλλιά καλλωπισμένα ήθελε να δει μέσα μου αυταπάτη δεν ήθελε να δει τον εαυτό της δε γίνεται δε δύνασαι χωρίς αυταπάτες δεν μπορείς να γίνεις γυαλί σου λείπει το πίσω βάμμα κι η αίσθηση της ανωνυμίας είμαστε σαν όλα τα ίδια της ίδιας λιτής οικογένειας των δούλων λέμε, δείχνουμε σπάμε μένουμε, υποχρεωτικά να ονειρευόμαστε φυγή εφτά χρόνια κακοτυχιάς στο κάθε σπάσιμο σε άλλα ρεύματα καταφεύγουμε κάποιος σαν και σένα θα πρέπει να μας αχρηστεύσει στη δραπέτευση που ονειρευόμαστε κάποιο τοπίο μας έχει διαλέξει και δεν έχουμε δύναμη να το σκάσουμε αν δεν έρθεις δε γίνεις μία ακόμα αιτία απόδρασης
43
Κοιτάς, ζητάς ρωτάς ο καθρέφτης αρνήθηκε τη σκιά σου δείχνει ένα άστρο χιλιάδες φώτα μυρωμένο κι ένα μωσαϊκό παράθυρο με παραστάσεις του Αγίου Ερμαίου μα εσένα τόσο κοντινά σε διαγράφει η μαύρη επίστρωση του φωτός που σου φέγγει το αύριο
44
Η κορδέλα απ’ τα μαλλιά μου αντικατέστησε το ζωνάρι με τις σφαίρες σου και κοιμήθηκες στην αγκαλιά μου όταν άρχισε πια ο πόλεμος σε πήρα από τα στερνά του κόσμου που έχουν αίμα που έχουν αίμα που έχουν αίμα
45
Μάνα ευωδιάζει η γη που σε φύτευε άσπρες δαντέλες με κουμπιά χρυσά στο πέτο της γύμνιας της αλήθειας και της μνήμης γυαλιστερό στιλέτο οι πελαργοί ήρθαν να δουν πώς περπατάς στο δόσιμο ασήμαντη αγία κι αλειτούργητη με κόκκινο μανδύα βάφει η θάλασσα που μαχαιρώνει το άγρυπνο τετράδιο των αισθήσεων το αίμα το έδωσες παλιά καμπάνες στον αστράγαλο κτυπούσαν οι αγωγοί που το μετέφεραν μεσουρανίζουν τώρα κτύποι αστροπελέκια πουλιά, λευκά γιλέκα σε φέρνουνε κοντά
46
Με βλέπεις σε βλέπω πως με βλέπεις με βλέπεις πως σε βλέπω πως με βλέπεις μα δεν είδες πως είχα δει πως μ’ έβλεπες όταν δε σε θωρούσα πως κοιτούσες κι όταν τα βλέμματα δεν είχαν αποστήματα ή στεντόρειες σαγίτες που λοξά λεν πως τις τήραγες
47
Άλλο τοπίο θα πιστέψω πως είναι πίσω από τα ματωμένα μαύρα φύλλα αν είναι μαγνήτης έλεος αν είναι κεχριμπάρι κρίμα αν είναι ύαλος φωνή σε κάθετη γραμμή που αν θ’ αλλάξεις πρόσωπο κάνε το τώρα ειδεμή θ’ αναγκαστώ ν’ αλλάξω μέση ή το δέντρο να σώσω ή το σπίτι τα θεμέλια σείονται η περίοπτη θέση δεν μου έχει αρέσει κάτι σαν ξεχωριστά τραπέζια σα γινήκαμε φίλοι που εχθρεύονται να δουν στα μάτια το ίδιο πράγμα κοίμισε την μονάδα που δεν έχει παρονομαστή ξέδεσε τα πιστεύω σε τόπους με λίγο αντίκρισμα ουτοπίες ατοπίες υπερμετρωπίες όλα κινούνται κι αλλάζουν όπως μια θέση στο κενό μια θέση στο άφαγο νερό
48
Κρύφτηκε χάθηκε η σκιά που θα με ξεγελούσε τα δέντρα που έχουν πόδια ανθρώπινα σκιάζονται στο σκότος μια γλίτσα ίσια ο μακρύς καπνός που βιάστηκε ν’ ανέβει με τα όνειρα το μήλο δεν το σήκωσε ούτε σήμερα η μεγάλη θεωρία
49
Απλόφτερο χνώτο της άσπιλης φτέρας σε χωνεμένο από τα σπάργανα πράσινο σαν ημεροδείκτης το δάσος με τα κραξίματα των πουλολόγων σίτεψε το κρασί ο Αυρήλιος παιδεύεται να μου μάθει τη γνώση του
50
Δεν διαβάζονται τα γράμματα επάνω μου είναι δύσκολο να τα δω ανάποδα τα μάτια μου έπληξαν οι τελευταίες πλημμύρες των ανθρώπων στα δικαστήρια ατύχησα, δεν ήθελα να πω ότι ήταν της εμφάνειας το θεωρούσα περιττό να το σημειώσω τώρα με δυσκολεύουν οι δικηγόροι που θέλουν υπερούσιων ύπαρξη είχα δίκιο μ’ ακόμα πεταχτά η πεταλούδα μου το παρήγγειλε μια μέρα με τα χρώματα της ίριδας κάθε που αναπνέουν τα ιδρωμένα δίκαια σφάλματά μου
51
Μη σηκώσεις μαχαίρι εσένα θα κτυπήσεις θα δείξω αίμα που δεν θα είναι ξένο θα δείξω πληγή που θα είναι γνωστή άσε να περάσει η γραμμή που χώρισε το μέτωπο που μοίρασε χείλη θα φύγουν τραβηγμένα θα μείνει με τον πυρετό μόνο μια ανάμνηση και το πρωί θα σηκωθείς με τα φτερά του θεσπέσιου πτηνού να σε λευκαίνουν σαν θαύμα που γεννήθηκε τη νύχτα από μια αρίστευση μη σηκώσεις σε κανέναν μαχαίρι
52
Σήμερα στα παρασκήνια ρωτούσες ξαναρωτούσες αν παίζεις το ρόλο του Ιάγου καλά μασκαρεμένοι είμαστε xωρίς αυτό το παραλήρημα για λίγο θα δείξω όσα συμφέρει όσα θέλγουν τα ώτα σου μετά θ’ απλώσω τις αλήθειες μου
53
Με σαγήνεψες μου πούλησες μετά θρησκεία με κέρδισες για να σε συγχωρήσω αγόρασα όσα έδωσες και έδωσα συγχώρεση σε μένα κανένας για τον άλλον κανένας για τον ένα για τον ένα πολεμήσαμε μόνο που δεν ήμουν για σένα εσύ για μένα αυτόν τον ένα που δεν έχει πρόσωπο άλλο από το δικό του
54
Μια κυρία κυνήγαγε ρεαλισμό ο τίτλος έχει αξίες που έχουν συν στην αρχή κι αν δεν είσαι από τα φασκιά έτοιμος να τις δεχτείς θα γίνουν μικρές προδρομικές οριζόντιες γραμμές δεν κάνουν άλλο από γερή και τίμια καταγραφή αντιγράφουν μέσα από το ρεαλισμό που καταγράφει ένα ρομαντικά φανταστικό εαυτό και υπνωτικά ονειρεύονται να κρύψουν έναν απαισιόδοξο κι ορμητικά ματαιόδοξα άδοξο εαυτό όλα αναδύονται όλα κατατάσσουν τ’ αδιόρθωτα ρομαντικά από τον ρεαλισμό που επικαλούνται
55
Χρυσές χειροπέδες έχουν όσοι περνούν την ώρα στο κελί του τώρα που αν το καλοσκεφτείς είναι παντοτινό ένα πάντα έρχονται πολλοί με άλλο μέταλλο φτηνότερο πολύ ακριβότερο στις αξίες της ελευθερίας και φεύγουν το κατορθώνουν και βγαίνουν έξω από κάγκελα το χρυσό όμως στην χειροπέδα έχει απαιτήσεις μεγαλύτερες ισόβια κάθειρξη που δεν μπορεί κανένας μεγαλύτερη να πάρει
56
Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου οι ναρκισσιστές δεν ζουν πολύ στην ύπαιθρο και πάσχουν από τρομερές αλλεργίες την άνοιξη και οι γελοίοι καταφέρνουν πάντα και γλιτώνουν οι επιδημικοί γεμίσαν σπυριά που φύτρωσαν στο νύχι σαν ατιμίες όσων έχουν στηρίγματα ξένα και οι αντάρτες κοιμούνται πολλάκις σε στρώματα χωρίς μαξιλάρι με το ίδιο όνειρο επαναληπτικά παράδοξα, ταυτόσημα ακατόρθωτο κάθε νύχτα φτυστό που δεν βρίσκουν σε ονειροκρίτη να ερμηνεύσουν οι ιέρειες υπνωτίζονται πως κάνουν το ιερό χρέος τους οραματίζονται μάλιστα και παράδεισο και τη θέση τους αριθμημένη με τον ίδιο τον αριθμό της ταρίφας τους ο Διογένης, δε, κάνει τη γνωστή ψηλάφηση να βρει άνθρωπο όπου βρίσκεται χωρίς εκείνες τις απαιτήσεις και μια καλόγρια έχει δακτυλίδι στα δάκτυλα να πάρει τον ανύμφευτο σαν να μην έφταναν αυτά υπάρχουν και γυναίκες που ζητούν να μάθουν αν είναι όμορφες αν μελέτησες σήμερα απαντήσεις ερωτήσεις να μελετήσεις
57
Αν μπορούσα να δω τι δείχνει άλλος καθρέφτης... τα μάτια μου έχουν παραδοθεί στο σκοτεινό βιβλίο όσων υποκριτικά συνοδεύουν τα σφάλματα δεν μπορεί κάποιο λάθος γίνεται δεν έρχεται να μ’ επισκεφτεί κανείς πέρασα μέσα από το είναι μου στην παραπέρα όχθη να δω από τι είμαι γιομάτος έμαθα κορακίστικα πέρασα γι’ αλλόθρησκος σε όλες τις θρησκείες είμαι στην πικρή εξακρίβωση πως οι καθρέφτες, κάποιοι από αυτούς πουληθήκαμε να μην εξαφανιστούμε να κρατήσουμε τη φήμη του καλού αγωγού των υπηρεσιών του ποιμένα, των καλών αισθήσεων κάνε πέρα ούτε την όψη μου να αναγνωρίσω δύναμαι ούτε για αντίκα δεν πουλιέμαι ένορκο δήλωση δήλωσα ν’ αλλάξω όνομα μ’ ακόμα κι έτσι όλοι μ’ αναγνωρίζουν θα τσακιστώ να μην υπάρχει δείγμα ακρίβειας, λεπτομερειακής κι αιματηρά βαμμένης
58
Είναι τραγικό μ’ αυτό το υλικό που με κάνει καθρέφτη είναι μαύρο κρατάς μια τεράστια λεκάνη χημικές ουσίες που ξηλώνουν είναι μετρημένες οι μέρες που θ’ ασελγήσεις θα έχω αυτή την ιδιότητα της αντανάκλασης γιατί σήκωσες μανίκια να διαλύσεις όσα με σκέπασαν στο νέφος της διαφάνειας που δεν είναι διάφανη τα φαινόμενα σ’ εξαπάτησαν αν αφαιρέσεις το χρώμα μου θα γίνω διατρητικό αντικείμενο χωρίς μείγμα να δείχνω τ’ αντίπερα δες να σταματάει η θωριά στα κείμενα η όψη στα εδωπέρα που είναι ό, τι σε κάνουν να πιστεύεις η μόνη ελπίδα να ζήσω είναι να μείνεις ερωτευμένος αλλιώς θα γκρεμίσεις τα σκηνικά του βάθους μου
59
Οι παλμιές κράτησαν κι απόψε το σχήμα του φεγγαριού μάτια μίλησαν για τον ίσκιο σου της μέρας φόρα το ατίθασο δάσος που αρέσκεται στη μοναξιά του
60
Οι επικριτές μου είναι καταδικασμένοι να βλέπουν απ’ αόριστον το μαλλί που πλέκω να μεγαλώνει κι όσο κι αν φαίνεται ανένωτο τόσο οι κόμποι των λέξεων ένωσαν σαν πέτρες της Σφίγγας την πολύλογη σιωπή μου και τη λιγομίλητη φλυαρία μου τα δακτυλικά μου αποτυπώματα βρίσκονται σ’ όλες τις λέξεις δεν τις παραβίασα δεν τις εκμεταλλεύτηκα κι ό,τι είπα καθρεφτίζεται στην κάθε πιθανή αντίληψη
61
Με ζεσταίνει το αόρατο χάδι σου ακόμα πράγματα που αγάπησα κατάρτια στο στέρνο των πελάγων σαν εσένα μ’ έστησαν έχει χειροβομβίδα το πιάτο με το όξος που μου προόρισαν όσοι δε με εννόησαν πόσο τις σβήνεις τις φλόγες που μου ανάβουν όσοι ήλθαν να πάρουν μια λέξη σε χαρτί ακούμπησα μια μέρα μαζί με τόσες άλλες σε μια αγορά μου ξεγύμνωσαν τις προτάσεις και μ’ αντέγραψαν στο νηστικό αθώο φαΐ που τάιζα στον άνεμο έγιναν τα δικά μου λόγια, λόγια ξένα καλογραμμένα σε άλλων τώρα τα βιβλία γραμμένα από τους ίδιους συλημένα κι όταν νόμιζα πως έδινα οι πλαστογράφοι της γραφής λεηλατούσαν ανοικτά κι αδιάντροπα κι ελεεινά και χούφτωναν στις τσάντες τα δικά μου κι όμως με ζεσταίνει το χάδι σου τόσο που το κρίμα που μου έκαναν το σιώπησα μέχρι που το ξέντυσες εσύ τώρα
62
Συνεχίζω να ελευθερώνομαι, αμνηστεύω με Ανδρέα Βλάμη στον ύπνο συνεχίζω να ελευθερώνομαι με ανθρώπους που εγκατέλειψαν με επιφύλαξη το δρόμο μου πόσο μ’αποφυλάκισαν συνεχίζω να ελευθερώνομαι από όσους φυλακίζουν τον αυθορμητισμό μου αφού πρώτα τον πατήσουν στο λαιμό και στήνουν χαράκωμα εκεί όπου ελπίζουν πως θα λησμονηθώ συνεχίζω δεν έχω σταματήσει το συναίσθημα αμνηστίας μ’ ελευθερώνει το πάθος ν’ αμνηστεύσω με λόγια τη συνύπαρξη μ’ ελευθερώνει πόσο με ξεδένουν όσοι μ’ έδεσαν με ξέχασαν συνεχίζω κι ελευθερώνομαι μ’ έρωτα ακάθιστο στα γράμματα αμνηστεύω τα πάντα τους πάντες βούλα πουλιού που ποτίζω με ήρωες απελευθερωτές που ενδύουν γνώση πάθους σε πάθος γνώσης γνώση γνώση ελευθερώνει την τιμή, τιμή και συνεχίζω ρωτώ ένα παιδί για τον Ανδρέα Βλάμη που θα πήγαινε για ψωμί κι εκεί τον βρήκε η σφαίρα που τον ελευθέρωσε συνεχίζω, ελευθερώνομαι για ψωμί το φέρνω πίσω μ’ άλλο χρώμα, κόκκινο 63
κι όσο χάνω χρώμα μένει και συνεχίζω και δεν ελευθερώθηκα το αισθάνομαι
64
Λέξεις λυμένες μην τις επαναπροσδιορίσεις για σένα για μένα σαν από ράμφος πέσαν στων άσιτων τα πινάκια λέξεις λυμένες της χρήσης της συναδέλφωσης οι ομιλίες κρατήθηκαν από όσα κρατάμε όσα πετάμε λέξεις λυμένες αν θα τις αναπροσδιορίσεις ας τις λύσεις ξανά και ξανά και ας τις ρίξεις στα πινάκια πιο νέων πιο άσιτων
65