Έρµα Βασιλείου
Η αισθητική της σκιάς ποιήµατα
από τα
Άµισθα χρόνια 5
Εκδόσεις Αφροδίτη - Aphrodite Editions Μελβούρνη - Melboume 2007
The aesthetic of shadow First edition © Erma Vassiliou ISBN 978-0-9586877-5-1 Aphrodite Editions Erma Vassiliou is a post-doctoral researcher at the Australian National University Canberra, erma.vassiliou@anu.edu.au Layout: Maria Sakellaridis Τυπογραφείο: Sigma Printers, 666 Warrigal Road, Chadstone, Vic. Australia Tel.: (03) 95632425 Sponsors: Australian Seafood Distibutors Toumazos Victorian Trust & ‘Famazos’ Fish Factory
All rights reserved. No part of this book may be reproduced or translated in any form by print, photoprint, microfilm, microfiche or any other means without written permission from the writer.
3
4
Contents Κάποια στιγµή Το αναγνωρίζω αυτό το χέρι στη λαµπράδα Ο ένας που θ’ αλλάξει Όσα έφυγαν... Τα φρούτα και τα φλοίδια (1) Άσε τη γυάλινη σφαίρα Με πήρε µια µάγισσα Η σκιά που ανοίγει στο φως Κάνει πιο πέρα χάνεται Πρακτικά Μέσα από το ταµπούρλο Ήρθαν οι µέρες που άνοιξα Η σηµαία σου Παλαιστίνιε Η άνοιξη ήρθε πιο νωρίς Παρακολουθώ Η µουσική έσπασε τα κοχύλια Στη φυτεία Κόκκινο το κουκούτσι Οι πάγοι περιµένουν να πέσουν στο κενό Πήγα πρωί στην αγορά Η προσευχή της Παναγίας Δανεικό το µεροκάµατο πάλι το πήρα Μέσα από καµβά µε πέρασες κλωστή Οι σοφολογιότατες Ανησυχώ Τα φρούτα και τα φλοίδια (2) Η οµοιοκαταληξία Και η πέτρα ακόµα Κάνει πέρα το ρέµα Ο ανεµοπτεριστής Οι τόνοι Μικρό µου Καταδικασµένε Αυτό το φως Κάλλιο να πάρω δυο αγκάθια Μη µην το ξαναπείς Αυτή η άδεια σελίδα 5
9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 27 28 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47
Ατάραχος σε τόση περιπλάνηση Διευρύνω Τα φρούτα και τα φλοίδια (3) Ο άντρας που αγάπησαν Στη γέφυρα κρατώ τα σίδερα Αυτό το σπίτι δε φαίνεται ποτέ Δυο φορές να ξυπνήσω Στην έξοδο... Ωκυτόκος Έµεινε λευκό τ’ όνοµα του θόλου Τα φρούτα και τα φλοίδια (4) Ετών σαράντα πέντε... Στο στριφογύρισµα του στίχου Δυο τουλίπες στο γλαστράκι Καρδιά κοµµένη Αγάπη Ήταν παλιοί καιροί Ήρθες για χάδι Ο έρωτας Δε µε φτάνει αν είµαι εξαίρεση Ο ρυθµός το δικό του ρυθµό Όταν πλησιάζουν οι εχθροί Πόσο η πένα των ιστορικών Κάθετα του δρόµου Ανοικτό το βιβλίο µε βλέπει στα µάτια Δαυίδ, του νου τα πέρατα Κι όµως ανάµεσα σ’ αυτό τον όχλο Καρλόττα βασίλισσα Βρέθηκα στο παλάτι Η ζωή µε κρατά στο χέρι Απούπουλη ανάσα Σ’ ένα άλλο καιρό να πετάξουν Κάθε µέρα σ’ άλλον γήινο Πάλι βουβά στάθηκα Αχ τότε
6
48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 83
Η αισθητική της σκιάς
7
8
Κάποια στιγμή µια χαραµάδα θα προσπαθήσει να γεµίσει µε φως στη χαλκοµανία φαίνεται πως έβγαλε σπίθες ένα αγκάθι καρφωµένο στο κρίνο στην πόλη έλειψαν οι γέφυρες και τη νύχτα γυρίζουν νυσταγµένες από κάµατο κτίζουν και βάφουν και συχνά ξεχνούν να ενώσουν να φανταστείς πως ...σήµερα θα βρεθούνε όλα µέσα µας στο ίδιο χρώµα στο ίδιο πλάνο σαν σε ανθολόγιο σαν σε έρωτα που δεν νοιάζεται για τίποτε µε ξηρά κλωνιά να µας κοιµίζουν σε φως που δε βγαίνει από θόρυβο σε φως που βγαίνει από θυσίες βρεγµένα τα νούφαρα θα γύρισαν τώρα κι έπαψες να έχεις όσα έφερες γιατί τα χάρισες µαζί µε όσα µπορεί να φέρει ο καθένας µέσα από την ανωνυµία του
9
Το αναγνωρίζω αυτό το χέρι στη λαμπράδα της αργοπορίας πόσο γλυκός είναι ο κάµατος κάπου σαν αποκτήσεις τέτοια οδύνη την έχεις κάνει προ πολλού φίλη σου και σήµερα που φόραγες το ίδιο το πουκάµισο που φόραγα χθες τα κουµπιά του ήταν στο ανάποδο φύλλο σωστά και λάθος γιατί είµαστε από τα ίδια ίδιοι σωστοί και λανθασµένοι σαν από σκιά κινούνται µέσα µας αγαπηµένε µου τρισαγαπηµένε µου οι συνδέσεις ανάποδες κι αυτή η διαφορά θα µοιάζει κάθε µέρα απρόσωπη είναι θολά τα µάτια του καθενός από κάτι που καίει στην ίδια καπνίλα απουσίας σ’ αυτή του σκιώδη έρωτα στα κρυφάδια του νου
10
Ο ένας που θ’ αλλάξει την ανούσια κάρτα από το πορτοφόλι σου θα την ξυπνήσει από το νωχελικό λήθαργο του ίδιου καταστήµατος µε τα σουβενίρ και τα φανταστικά ταχυδροµεία που γέµισαν τα κτίρια από µέσα µας ανοίγει µια ανάγκη σαν βεντάλια σαν σπάνιο φιόρο ας πάει παραπέρα αυτή η κουραστική τεχνολογία τ’ ορκίζοµαι να µην µου πάρει ό,τι σοφότερο κατοίκησε στα βιβλικά της βίβλου των ονείρων κι ο έρωτας που έγινε αγνώριστος µέσα στα ηλεκτρονικά ξεπέζεψε καλύτερα µα αληθινά έχω επί τέλους ένα καταφύγιο όπου κι αν πάω όπου κι αν σοφιστεί το κάθε τι να µε παρασύρει έχω ένα µέρος να σωθώ και να σε σώσω κι εσένα
11
Όσα έφυγαν... Η λευτεριά δεν είναι άφωνη φωνάζει από βαθιά και την ακούµε o αντίλαλος µόλις επαναλαµβάνει όσα είπε ο καθένας κρύβονται στο αίµα µας χρεώµατα η µνήµη της φωνής ποτέ δεν ξεθωριάζει µπορεί να φεύγουνε παιδεµένα τα χρόνια µα δεν είπαν ούτε αντίο το στόµα του γυµνού πουλιού έγινε ράµφος που φέρνει ζήση στα µικρά του το καλό γονάτισε µα δεν σβήνει είναι ακόµα ζεστά όσα γεύτηκαν όσα είπαν και δείξαν οι λέξεις δεν θυµήθηκαν ποτέ τους νόηµα ας γράψουν την κληρονοµιά τους στο χαρτί κι ας την αφήσουν στον αέρα να τη ληστέψει o βούρδουλας ο χρόνος ποτέ δεν θα το µπορέσει ας µη βασανιστούν µέρα θεού όσα ψάχνουν να κλειστούν λες κι είν’ υπεύθυνα, κι όσα φύγαν από τα στόµατα των Ελλήνων τα λεύτερα και συχνά τόσο ανούσια ...το χρώµα του σκαραβαίου µένει αλησµόνητα δικό του
12
Τα φρούτα και τα φλοίδια (1) Δεν είναι από ταφτά τα χρόνια που περνάµε, φίλτατε η αντιγραφή στη σιωπή είναι τόσο θανάσιµη όσο είναι η σιωπή στην αντιγραφή... µε χαρά Αλή Μπαµπά η αξιοπρεπής κυρία ήθελε να µου κάνει µια χάρη πάνε έτσι ατόφια, είπε στο δικό µου άγονο κήπο τα φρούτα σου έφαγα πιο παλιά τα δικά µου και µείναν κάποια φλοίδια τα δικά σου γυµνά φρούτα να γεµίσω...
13
Άσε τη γυάλινη σφαίρα δεν είπε δεν έδειξε ούτε τώρα φάνηκε η µπόρα από ένα παλιό ξύλινο κάδρο κι από τους κύκλους των σηµείων του κορµού πιάσε κονδυλοφόρο µε µια από τις τόσες δηµιουργικές σου προεκτάσεις σπείρε το µελλοντικό φύτεµα δεν θα σε πει άθεο κανένας όταν µπορείς ν’ αλλάζεις χρώµατα σε κυριάρχησε ο φόβος στο κόκκινο που προσπερνάς µ’ οργή πιάσε την κάρα του νερού σαν κορδέλα σώσε την στο βάθος ένα καζάνι όνειρα ξεψύχησαν στην πίσσα της αργοπορίας µ’ ανασταίνονται αν θελήσεις
14
Με πήρε μια μάγισσα από τα µαλλιά αν δεν µάθεις να µιλάς στους ανθρώπους χωρίς σύµβολα µου είπε δεν θα περάσεις σε άλλη όχθη ζωντανή µαθαίνω τώρα από την αρχή γιατί τα σπίτια έχουν όνοµα γιατί οι γέφυρες δεν ένωσαν τη γη γιατί ο ουρανός δεν γέννησε το χρώµα των ποταµών δυο χούφτες παιδιά στη Μαρσίλια ξέρουν καλύτερα από µένα τη γλώσσα δυο µπουµπούκια ανοίξαν πιο µπροστά και περιµένω µε χρώµατα στο χέρι να τους δώσω όνοµα µε καταπαίδεψες µε τη µεγάλη ευεξία σου µείνανε τα µαλλιά µου στα χέρια των βιαστικών δεν βγήκα από το συµβολισµό δεν θα φύγω παραδόθηκα στον νευρωτικό καλοκάγαθο εαυτό των κρίνων
15
Η σκιά που ανοίγει στο φως απόψε ή κάποια άλλη ώρα θ’ αρχίσει ν’ ανεµίζεται γέµισαν µε πολλή συγκοµιδή τα χερσωµένα που περπάταγα ασύλητη σε τόσα σιλό κι επιφορτίσεις µπορεί, µας παίρνουν τόσο χώρο κι αν δεν τα αδειάσουµε στο νου µας θα είναι άχρηστα άνοιξε την κάνουλα, άφησε το χρυσό σου να κυλήσει δικό σου είναι το χάρισµα αύριο να µου το θυµηθείς θα φανεί ένας όποιος αναιδής που ονοµάζει τον εαυτό του όπως θέλει και θα σου αλλάξει και την τέχνη σου ακόµα θα σου αλλάξει και την πίστη σου ακόµα για ό,τι θεωρεί καλύτερο πως είναι το δικό του άπιαστο σχήµα η τέχνη, µαέστρο άπιαστο σχήµα και µην το φοβηθείς µην φοβηθείς να το χαρίσεις
16
Κάνει πιο πέρα χάνεται κάνει πιο δω µαδιέται προσπάθησα αλλά µάτην να µετατρέψω κάποια τρίγωνα σε όνειρα που αράδιαζα στου νου τα λιµανάκια σαν γιατρικά που πέρναγαν λεπτά γαϊτανάκια µια σκιά που ανοίγει στο φως και γίνεται µ’ αυτό αγαπηµένο ποιος σκέφτηκε να θυµηθεί της νύχτας πεπρωµένο κι όµως σαν αγοράκι σφυρίζω στο αύριο το βαλµένο κι ένα βαρέλι που ακούγεται να τρέχει άδειο γανωµένο µόνο στο δωρισµό µπορώ να µετατρέψω µε το φιλί µε φως το λατρεµένο
17
Πρακτικά είναι µια λέξη που µετρά χιλιάδες γονατίσµατα και παρακάλεσες όλα τα φτερά που έχουν ζωή µπορούν να δουν τις χρωστικές ουσίες στις νότες των βιβλίων το ξαφνικό ξεχείλισµα της αυγής γέµισε πρωινά και πράξεις µε µαθηµατικά που ξυπνούν το πνεύµα κι είναι τόσο σίγουρο το αύριο τόσο αποδεικτικά σίγουρο δικό µας έχουµε λόγο να το κρατήσουµε τόσο παθιάρικα δικό µας και των άλλων
18
Μέσα από το ταμπούρλο οι συµφωνίες ρυθµοί που µάζεψε η σιωπή των φλύαρων κι όλες οι µαραζωµένες αγωνίες στο λιοπύρι γερνάνε στη φωλιά κι εγώ, κι εσύ κι εσύ πάντα η ελιά µου στο σηµάδι περνάς σαν λαχτάρα της µέρας σαν λιπασµένη γιγάντια φτέρη φούντωσε η φωτιά µε πράσινα ντυµένη η κακία πέρασε σα χτικιάρα από τα καφενεία και ψάχνει για να βρει κάτι να σπάσει στη συµφωνία της γιορτής που ήθελε να πλάσει µε την καλή σου την ψυχή νότισε ο κάµπος γεµίσανε τ’ αλώνια πίτερο σαν ύµνος σε πορεία αρµονική σε µια διζωνική µη µε ξεκάνεις το ρηµαγµένο αλάνι που διάλεξες για γείτονά µου σάµπως δεν είχες να µου δώσεις άλλο εξίσου µελανό αλλά καλύτερο σ’ αυτό το σύντοµο της γης τον µπάλο;
19
Ήρθαν οι μέρες που άνοιξα όσα ήθελα κάποτε ν’ αντικρίσω, φάρος, µαζί µ’ αυτά και τη σκιά σου που έµοιαζε γονατιστή σαν προσευχή σε Κροίσο αχ, τίποτε δεν σε ανάγκασε όλα µαζί µπορεί να σε κερδίσουν κι έδωσες ευτυχώς ένα πινάκιο φακής στον πρώτο ξένο που τον έκανες δικό έτσι σαν πρόσωπο συγγενικό θα σε ξεχάσει ο χάρος
20
Η σημαία σου Παλαιστίνιε πρέπει να έχει αποκτήσει περισσότερο κόκκινο δεν το σκέφτηκες πριν δεν το αισθάνθηκες πως όλο το κόκκινο του κόσµου θα την χωρούσε αίµα, αίµα και φωνές κάτω από το ιερό της φύλλο που τώρα πια δεν έχει αίµα όπως και οι φωνές οι µατωµένες δεν έχουν αίµα αίµα στα χέρια που το χώρεσαν µα δεν χωρούν τις ψυχές των άσωµων παιδιών και κόκκινο δεν σηµαίνει πια αίµα κι ανησυχούν οι βιβλιοθηκάριοι πως οι αριθµοί των βιβλίων στεγνώνουν στις σειρές και στα ράφια πασχίζει η λέξη επανάσταση να βρει συνώνυµά της αχ!
21
Η άνοιξη ήρθε πιο νωρίς βιάστηκε να ζήσει το πριν πριν γεννηθεί ακόµα o χειµώνας το κρύο της τσιµινιέρας µπαίνει από τα βλέµµατα που µπορεί να µαγέψουν µε χρώµα κάποια ρέµατα λέγονται µάτια κάποιες γέφυρες λέγονται χείλια κάποιοι ουρανοί λέγονται χέρια κάπως αργά θα περάσει η µπόρα o βρόµικος δρόµος δεν στέγνωσε κανένα σου αντίο µη φεύγεις είναι θάνατος αυτή η στροφή, η στροφή στο ανίκητο αγαθό είναι θείο κι αυτός ο κύκλος θα σε κλείσει έξω από την κάθε ευθεία σου δώσαν το χέρι πολλοί παίρνεις σαν παιδεµένος το ψωµί τόσοι ωµοί στους τρόπους σου το κλέβουν το ανήµπορο δεν σε λερώνει το άδικο χρήµα που άγγιξαν άλλοι πριν σ’ αγγίξουν δεν σε λερώνει η φωνή που δε λέει καληµέρα αν πριν από άνεµο την πήρε η χαρά σου
22
Παρακολουθώ το ίδιο δέντρο την ίδια εποχή σα µητέρα ζητιάνα που κλέβει και δεν την αποπαίρνω µεγαλώνει στο χώρο µια λαβίδα µε φύλλα που φαίνονται άκακα µε λεπίδες το ζεστό απόγευµα θα µε κοιµίσει µε ψέµατα πάλι µοιραία βρέθηκα στον έρωτα πόσες φορές µε ζάλισαν τα πε και πε και πες του κι ορκίζοµουν διπλά τριπλά φιλούσα ακόµα και σταυρό πως δεν θα τον συνοριστώ µ’ αυτό το δέντρο σήµερα µε τις λαβίδες που καρτερούν να γίνουν φύλλα στο πέρα θα µε χωνέψουν µε τον ίσκιο τους όπως µε χώνεψε η αγάπη να λησµονηθώ
23
Η μουσική έσπασε τα κοχύλια κι αυτά µε χίλια χείλια ψάχνουν να δώσουν µια γυναίκα µε στέρνο κοµµένο είχε λαµπρό να περπατήσει δρόµο µε τόσα λάφυρα στον ώµο o εραστής δεν έχει κοιµηθεί µου δέθηκαν τα χείλη πάλι δεν είπα όσα ήθελα πως είδα τα φτερά σου στο κατώφλι αερικό περνάει από την τύχη το τριφύλλι µέσα απ’ την καµπαρντίνα η διπλωµένη εφηµερίδα γράφει για θάνατο κράτα σφιχτά το χέρι µικρό πουλί µόλις γεννήθηκε από τσόφλι όσων δεν έζησαν τον οίκτο τους ακόµα στο υπόγειο κάτω έχει ακόµα ένα µπουκάλι η ζωή δεν είναι άλλη από ό,τι περίµενες για να δεις πιες µια φορά ακόµα όπως την πίνεις κάθε βράδυ την ωδή που σπάζει τα κοχύλια
24
Στη φυτεία Έγινε πιο µεγάλο από την αγωνία το τραγούδι που γεµίζει το στήθος µας αχ οι νότες οι νότες µε έσωσαν µας έσωσαν όλους µαζί µε τη γλύκα της ζωής όλα γερνούν µε το χυµό σχηµατίζονται οι νότες µεγάλωσαν όλα µε ρότες τα βράδια στον ύπνο τους γυρνούν µε τις πρώτες βροχές όσα κόκκινα φόρεσαν οι εργάτες που κοιµούνται λίγο αχ ο ύπνος o ύπνος δε µου πήρε και δεν είδα ποτέ τη σκιά του φέραν από την πόλη διαφηµίσεις για κυβερνήσεις και κραιπάλη διαφορών το ζαχαροκάλαµο στοιβάζεται για ζήση, η ζήση που µου έδωσε τόσα και ποτέ δεν µε αποπήρε στη φυτεία ούτε που σώθηκε φεγγάρι από το χρέος του καιρού και το γραµµόφωνο είναι οµόφωνο κι η µουσική είν’ αγωγή και η ελευθερία είναι φαΐ, φιλί και έρωτας νέγρος µε πασαπόρτι για το αύριο ανάψανε φωτιές στη Σιέρα Μαέστρα
25
µανέστρα θα ταΐσει η µάνα απόψε το παιδί κι όµως αγάπη κι έρωτας µπρος στου φτωχού ξεντύθηκαν την πόρτα σαν το χρυσάφι από τη φλέβα γης και ουρανού καρφί στα µάτια η χώρα µε το χρήµα κι όµως ούτε µια τρίχα πήρε από το πενιχρό το νήµα η Κούβα ζει, θα ζει ενάντια σ’ όποιο κρίµα
26
Κόκκινο το κουκούτσι µόλις το µαζέψαν µε τραγούδι από τα λόγια του ρυθµού ο ιδρώτας ράντισε αυλάδες και τις δρόσισε και η κούτση* κράτησε ζεστή µου τη φωνή εργάτρια στον καφέ για ένα φεγγάρι στην Αβάνα κοιµόµουνα στη σάρκα του ξυπνούσα στη χαρά του µε άσπρη φούστα και πουά µαύρα και ρυθµό, ρυθµό στη ρούµπα δεν αρνήθηκα καµιά υπερωρία καβάλα µε µαστίγιο ο ουρανός πρωί πρωί σε νύχτα ήµουνα στην ψαραγορά στην Τούµπα δεν είδε µαξιλάρι βροντήξανε τα πάθη και σε σταυρώσαν στο φως του αυγερινού της Αφροδίτης, τι διαφορά, πρωινό ή αποσπερίτης τελειώνει η λογική τη µατινάδα του ήλιου που όλα τα χωνεύει και χορεύει τη ζωή ολούθε ίδιο δοξάρι η µαντινάδα
*κούτση, φωλιά, Κυπρ.
27
Οι πάγοι περιμένουν να πέσουν στο κενό και τους κρατώ µε δυο άστρα βουή απ’ το νότο πως θ’ ανέβει η θάλασσα µοιρασµένη την προστατεύω τη φωνή κι έχω της θάλασσας αυλή να τη φιλέψω νιώθω τα βράδια αυτές τις άσχηµες λέξεις που θέλω να πω και πιπερίζουν στα πόδια µου σαν από παράθυρο να µπήκαν ακάλεστα τα υδρόβια να πατήσουν στα καθαρά µου σεντόνια θα χωρέσουν να ζήσουν µε όνειρα νυκτόβια θα το µπορέσω ν’ αποκλείσω πάλι το καταστροφικό ξεχείλισµα λίγη ώρα δώσε µου να ντυθώ µε το άσπρο πουκαµισάκι που χωράει του κύκνου ούτε δάκρυ στην πληµµύρα δε φαίνεται στα κολλαριστά ρούχα έχει προνοήσει η τέχνη µε πλαστικές διόδους µυστικές εισδοχές να ξεφύγει το σώµα την ώρα της στιγµής που ο Νώε δεν θα χαιρετούσε ούτε χθες ούτε σήµερα όπου και να ’ταν
28
στον ψεσινό ύπνο φοβάµαι οπού σε είδα τόσο σίγουρο ν’ ανεβαίνεις ένα δρόµο µ’ εκκλησιά στην κορφή είπα δες ακόµα και συ άφησες τις ελπίδες σου στο απώτερο ξένο στο απώτερο σύµπαν κυκλοφόρησαν σάµατις και στη δική σου γειτονιά τα κανάλια περπατητά να διαλαλούν προγράµµατα που µε µια ελπίδα θα σε κάνουνε θεό
29
Πήγα πρωί στην αγορά κι ήσουν κι εσύ και παραφύλαγες για άλλη πελατεία τι αλητεία να ζητάει κανείς να δώσει τόσο λίγα από τα κρίνα που πεθάνανε στα χέρια µας µε αστεία και σαν κρατούσε την κοιλιά του ο ηθοποιός που απέβαλε τον χειριστή του υποβολείου σαν από πόλεµο, παλιό πολυβολείο µου πήρε και τα αυτιά και την πραµάτεια µείναν µόνο τα µάτια και σκύβω να τα βρω στην ίδια αγορά που ήσουνα κι εσύ και παραφύλαγες για πελατεία τι αλητεία µου τα κρατούσες κι ήσουν έτοιµος για δόξα µια άλλη πελατεία, η αλητεία η λόξα
30
Η προσευχή της Παναγίας πού να είσαι καλή λατρευτή µου οπτασία όταν το αίµα σου δεν στέγνωσε στο µέτωπο του ήλιου πού να είσαι ψυχούλα ζεστή όταν ακόµα η όψη σου περπατητή οδεύει στην Ασία;
31
Δανεικό το μεροκάματο πάλι το πήρα χρεωστώ στο κεφάλι µου λίγα στο σώµα µου όλο περισσότερα κάθισα χθες µέρα Κυριακή στην ώρα που ήταν όλοι εκκλησία είπα ένας θεός θα µείνει τελικά για τους άπιστους
32
Μέσα από καμβά με πέρασες κλωστή µια µέρα η βελόνα του ρολογιού άγαρµπη κι ασπόνδυλη τριγύριζε ένα µαδηµένο θερισµένο αλώνι όλη ώρα δεν είχε να πει ό,τι της είχα µηνύσει σταµάτησε και φέρανε γιατρό µε δυο µέτρα γιλέκο τσάντα τετράδια δυο σεντίµια πιάνει η ενδηµία µου τα µετρά να φύγω σ’ άλλη γη που δεν έχουν πολλά κι άλλη γλώσσα µε τρία λάµδα στο πολλά για ευδαιµονία εδώ στην άπιστη λατρεία εδώ στην έννοµη ανοµία εδώ γυµνάζοµαι βραβεύοντας τ’ αστέρια µε σιρίτι και µαλλιά βαµµένα µε αµµωνία
33
Οι σοφολογιότατες Το γνωρίζω δεν θα γράψει κανείς πιο σαρκαστικά από το Μολιέρο µα είναι κι αυτές οι σειρές σαν λώροι που περιµένουν κι έννοµα αναγραµµάτισα τον έρω γυναίκες που ψάχνουνε ανάσα από το χέρι που τους βάζει το κεφάλι τους στη θάλασσα να πνιγούνε δεν θέλουν κι ακόµα καλύτερα να λεν πως είν’ γραµµατιζούµενες µετά
34
Ανησυχώ από την ώρα που διαβάζεις αυτό το βιβλίο µε τα µυστικά που γνώρισαν οι µεγάλοι εφευρέτες πως θα γίνεις κι εσύ εφευρέτης της παθητικής απελευθέρωσης και θα περιµένεις το πράσινο υγρό µε την εξωτική γεύση να ραντίσει το λαρύγγι σου µέσα από τα κύπελλα που σου κέρδισαν τον τίτλο ...άλλο το δέντρο που φυτεύτηκε για σύµβολο άλλο για τον καρπό κι άλλο για ξυλοκόπηµα
35
Τα φρούτα και τα φλοίδια (2) Πήγα µε τη “θεά” των στίχων καθίσαµε για ρόφηµα µα γι’ άλλου είδους...ρόφηµα εκείνη και είχα µία ρέντα µια ρέντα τροµερή στα λόγια κι επάνω στον καφέ άνοιξα κάθε µυστικό του νου του κήπου κι εκείνη µια ανάγκη ανάγκη φλογερή ν’ αρπάξει φρούτα να γεµίσει τ’ άδεια φλοίδια της που γέµιζε µε τα δικά µου φρούτα
36
Η ομοιοκαταληξία µου ξέγινε στενός κορσές µου κρύβει τα πάχητα της ορθότητας της άρρυθµης πληρότητας δεν την άντεξα την πενία της αρρυθµίας οι λέξεις τα γνωστικά στιγµάτισαν το δέρµα της γλώσσας µου σαν να µου κέντησαν τατού τ’ αλφαβητάρι όλα φωνήµατα µε πόνο και κεντήµατα χειροπιαστές αγάπες στων ζητιάνων τα ζωνάρια θα περαστώ στη λίστα των αγνώριµων στων παλιών στα ηµερολόγια θα φαλτσάρω λίστρο θα βγω να βελονιάσω να ντελαλίσω όσο µπορώ και θα σαλπάρω
37
Και η πέτρα ακόμα έγινε στόχος φανατικών προκαταλήψεων και µοχθηρίας κι όµως πιο παλιά όταν οι γιαγιάδες µου δεν είχαν µεταξένια εσώρουχα η πέτρα σήµαινε δρόµο σήµαινε όριο για καλή διαδροµή και κανείς δεν την σήκωνε γιατί η σκιά της ακόµα έδειχνε πόσο η γραµµή του φορτωτή δεν θα χανόταν... φόρτωσαν τα παχιά τα δέρµατα που µύριζαν ακόµα κρεατίλα και παύση και νάρκωση και όλα αυτά που σταµατούν κι εγώ σαν προχωρώ αισθάνοµαι περισσότερο την ταλαιπωρία του αόρατου δρόµου µε πέτρες µε εσώρουχα µεταξένια µε σκιές του παρελθόντος και του µέλλοντος που γίνανε ένα το ένα που δεν θέλω να µου σβήσει ούτε στο καλύτερο ούτε στο χειρότερο µύρο
38
Κάνει πέρα το ρέμα σε προσπερνά µε ρούχα δανεικά η λέξη ψέµα κατασκευάζεται µια άβυσσος µε χρώµα το χρυσό που δε σου πήραν τα νυστέρια της χλόης δεν έχουν τη δική σου τη ζωή λησµονηµένη στον κάµπο που δεν έβγαλε κραυγή στο θόλο που δεν έδειξε αστραπή σε υµένα που δεν έσπειρε ντροπή...
39
Ο ανεμοπτεριστής έφτασε µέχρι το τζάµι µου µε βλέπει που ξεντύνοµαι και χωρίς σώµα του µιλώ να µε θερίσει µε τον άνεµο που φέρνει περνούν κοκαλωµένα τα αιωνόβια πουλιά της Αυστραλίας µε τη χρωµατιστή τους σάρκα µε άσπρη λάσπη φόρτωσα και µε ζωγραφική το πρόσωπο να φαίνοµαι πως είµαι ευδαιµονούσα κάτι σαν ιθαγένεια δεν έχει πια σωσία κάτι σαν ξεντυµένη οπτασία το να ανήκεις σε ιδέες είναι καλύτερα σε αρνούνται µια µόνο φορά και όχι εκατό, διακόσιες όταν ανήκεις σε σένα εσένα θα θερίζουνε τα µάτια των άλλων που δεν ξέρουν ν’ ανήκουν ούτε στον εαυτό τους
40
Οι τόνοι θέλουν να µε µαχαιρώσουν ο ένας µε λόγχη o άλλος µε πέλεκυ οι λέξεις θέλουν να µ’ ενώσουν η µια µε κρίκους η άλλη µε συνδετικά µηνύµατα οι τόνοι θέλουν να ενδώσουν σε χώρο χωρίς σύνθεση
41
Μικρό μου η αρµονία δεν θέλω να σε σκληρύνει ας σε µατώσουν τα εύκολα και αβασάνιστα των ηµερών µε τις γεύσεις που περνούν και ζητούν δυνατότερες στο τραπέζι το γλύκισµα να φαγωθεί όταν η γεύση του γλυκού θα σ’ έχει εγκαταλείψει κάτω στην πλατεία ήρθαν µετανάστες που περίµενες µε ρούχα αχρονολόγητα και αισθητήρια περασµένα οι καθυστερηµένες συναντήσεις βγάλαν βιβλία από λογαριασµούς λιµνάζοντες και άδειους γεµάτα τα πουλιά στα πόδια τους δεν νιώθουν βάρος στο κορµί µικρό, µικρούλη µε το µυαλό πιο βαρετό από το σώµα µη σε ξεγελάσουν οι αποστάσεις κι οι άκαρδοι αριθµοί
42
Καταδικασμένε στερεωµένε στο κέρµα τα πρακτορικά στοιχήµατα δεν νιώθουν πόνο ούτε φτώχεια κάπου στον κάµπο απλή η συνάντηση µε την εύφορη γη της γαλήνης
43
Αυτό το φως µέσα στο δρόµο καλύτερο από αντίδωρο χορτάτο από το σήµερα πετροβολά τα ερείσµατα µ’ αγκαλιαστά θερίσµατα µέσα στο βλαστικό βλασταίνει κάθε µέρα η µορφιά του γόνιµου το χθες κυνήγησες σα να ήταν από ασήµι
44
Κάλλιο να πάρω δυο αγκάθια στο Μέγα δάχτυλο φρουρούς κι άµποτες να γινείς αναίµακτος αν την ποίηση πάρει στα χέρια του πλάσµα πολύφερνο κερµάτων κι ασµάτων της ύλης κάθε προσευχή απλώνει κύκλους στο παρατεταµένο τραγούδι η αλεπού φόρτωσε τα καλά της o δρόµος για την Έφεσο δεν µίκρανε ακόµα
45
Μη μην το ξαναπείς δεν είσαι άθεος παιδί της τύχης ανάποδα γεννηµένο από τα πόδια και στης µαµής στα χέρια µου
46
Αυτή η άδεια σελίδα θα µε πάρει αν θέλω παντού και στον πόνο που απέκτησα χώρια του και σ’ αυτόν που αποκτώ σαν τον γράφω και χαρά θα µαζέψω στον τίτλο της και πυρά στα πυρρόξανθα ασκιά της γεµίζει καθαρό το δηµητριακό στο σάκο ζευγάρια αδελφωµένα γύρισαν κιόλας απ’ τ’ αλώνισµα εδώ στην ερηµιά δεν έχει εικόνισµα που να µην κλαίει τον πυρετό σου στο Σιράκο
47
Ατάραχος σε τόση περιπλάνηση στων ηµερών την πλάνηση κι όµως σε ένα απ΄όλα είχε µια φύτρα κόλλα µε όσα ήθελες να µάθεις στο διαδίκτυο άρπα-κόλλα απλά σιδερωµένη η γνώση µε τσάκιση στα µέρη που δεν έφτασε ν’ απλώσει
48
Διευρύνω µε µια σταγόνα ρόζ από µπουκάλι που αχνίζει και µαζεύω µαζεύω όσα διεύρυνα έτσι χωρίς χώρο έτσι χωρίς αέρα που είτε θα πεθάνω από την υποδούλωση είτε θα ζήσω από την έξη
49
Τα φρούτα και τα φλοίδια (3) έβγαλε χαρτί και µε τα περιποιηµένα χέρια της έγραψε αδιάντροπα µα πάντα καλλιγραφηµένα τα πρώτα υλικά που έβρισκε από τον κήπο µου ...τόσο εύκολα δένει το φρούτο του ο κάθε ξεδιάντροπος... ...µίλησα για να πω µίλησα για να πάρουν σιώπησα για να πω... µα οι ληστές όσα κι αν δώσεις θα σε ληστέψουνε µε δόσεις
50
Ο άντρας που αγάπησαν τα κύτταρα των φαντασιών µου βασίλευε γνώριµα κάστρα η µοναξιά του µοναχού µε φρουρούς την πολιτική του αιώνα αυτού και του περασµένου µαραµένου ρηµαγµένου αφηρηµένου µένους
51
Στη γέφυρα κρατώ τα σίδερα τα λοίδορα να συναντήσω όσα µου πήρε πέρα η αλυκή η µέρα όσα µου φέρνει πίσω η άδικη η πανέµορφη και γόνιµη ροή
52
Αυτό το σπίτι δε φαίνεται ποτέ ούτε στον ήλιο ούτε στην οµίχλη ούτε στο φως των κεριών και των λαµπών του πετρελαίου είναι γεµάτο µελάνι ορυκτό που βγαίνει χωρίς φρένα τόσο που πλέει η πένα και δεν βλέπω πια όσα γράφω γυµνώθηκαν λες τα ψηφία σε ολοκαύτωµα, γραφής που δεν θα διαβαστεί
53
Δυο φορές να ξυπνήσω αγκαλιά να φορτίσω να πείσω πεντάρες να γίνουνε χάρτινα χίλια νοµίσµατα όµοια κτερίσµατα έπιασε κρύο προσάναµµα θείο δεν είχα µέχρι ψες αργά κι ας είναι ακριβό θα το ρίξω στη φλόγα γύρισε πίσω σε λάτρεψα δεν λάθεψα όταν δεν έσµιξα µε άλλους ειδωλολάτρες µόνο µε λάτρεις εννοούσα τη σκιά µου που µίκραινε τι τιµωρός o εραστής σου χρόνος ήτανε δεν ήµουνα πολιτική να ξέρω να καυχιέµαι
54
Στην έξοδο... Με τι κουράγιο να δοθείς... ο µεταµφιεσµένος κατάλογος έχει τιµές που γράφτηκαν µε µελάνι που σβήνει όλα όπως τα κρίνει η τιµή της στιγµής να µην σε κρίνει κανένας να παρακαλάς για τα γυαλιά χωρίς φακούς που φόρεσες τη µέρα που σε βάφτιζαν διάφανο έτσι άφανος στο ρεύµα δεν θα φαίνεσαι... παράγγειλε αν θες θαλασσινό µε µελανό του ακόµα ανέγγιχτο να ζωντανέψει όσα έσβησαν αφού έθυσαν
55
Ωκυτόκος “Η ετυμολογία αυτού του όρου δεν εξακριβώθηκε αν τη γνωρίζετε μη διστάζετε να τροποποιήσετε αυτή τη σελίδα κάνοντας κλικ πάνω στο επεξεργασία...” άκαη λέξη ταξιδεµένη του νου ας ήτανε τουλάχιστον να λέει να φωνάζει να ανασαίνει από ένα µακρύ σκαλισµένο didgiridoo κι αν ήταν άγνωστη θα ήτανε τόσο γνωστή και ακόµα γνωστική
56
Έμεινε λευκό τ’ όνομα του θόλου Δεν φτάνει ο ασβέστης των νησιών το βαθύ λουλακί της θάλασσας ζωντανό ποτισµένο µ’ αφάνεια το πρόχειρο που γράφαµε τα ονόµατα των φιλαράκων όλα σε µια καρδιά φυλλορροούν βιβλίο επιφυλλίδων δε φτάνουν ευτυχώς δεν τον έχασα το θόλο µέσα σ’ όλα που θησαύρισαν οι λεηλασίας αφήνοντας τα πρωινά χωρίς ρούχο
57
Τα φρούτα και τα φλοίδια (4) ...πλαγιαρίζουν παιδιαρίζουν τη δουλειά της πλάσης τόσο φυσικά σάµατις να ήτανε δική τους καλωσορίσατε στο δύο εφτά... δεν είναι από ταφτά... τα χρόνια που περνάµε...
58
Ετών σαράντα πέντε... πού παν δεν ξέρει πέντε τακούνι στο ένα πατάκι νύχι πένα κλάµπινγκ, τάππινγκ χορεύει µας χορεύει µαστορεύει άλλο τίποτε στον Κάβο Μαλέα περνά σε καλλαίου µε φρύδι φθισικό αποψιλωµένο βαµµένο ύφος υπεροψία τύφος κυνηγάει µικρές νοσταλγικά σµικρές των χρόνων του αδιάφορες της κοινωνίας άµικτες ηµπορεί και ν’ άκουσα άθικτες υποθέσεις ποινικές ω! στο διηνεκές µας βγήκε και κεκές
59
Στο στριφογύρισμα του στίχου στον τοίχο της γραµµατικής τέχνης Διονυσίου του Θρακός ...αν δεν µε πιστεύετε, το έχω γράψει στο νήµα που έχω φτιάξει της νηστείας κι έχει µείνει αυτό ατόφιο κι αξεσκόνιστο πίσω από την πόρτα των Ελλήνων που δεν έπιασαν λόγχες για πόλεµο παρά πιάσανε ασπίδες τόσο αγαπούνε την ειρήνη ιδού το! το έχω το γράψει το αφροδισιακό που σε κάνει και λες την αλήθεια
60
Δυο τουλίπες στο γλαστράκι και δυο φίδια στο ποτάµι δυο πεντάρες στο χαλί και δυο µύδια στο χαρτί όλα µέσα στη χωρεία στου περαστικού την αδιαφορία ξεµπέρδευε τα ρούχα θέλουν πλύσιµο στην καλύτερη αλισίβα o διορθωτής µου δεν πιάνει την λέξη την διορθώνει σε ‘λεσβία’
61
Καρδιά κομμένη πεταµένη ξεχασµένη ακόµα και αν λίγο σε σκέφτηκε ψυχή βασανισµένα σου δίνει, βουβά σε νικάει και σε παιδεύει καρδιά κοµµένη µε τη νύχια της σιωπής µε τ’ ατσαλένια µαχαίρια αυτού που σε νοµίζει ατσάλινη καρδιά στον ήλιο αφηµένη να καίγεται να καίγεται που σε νοµίζει καµένη να φαίνεται να φαίνεται που σε νοµίζει φανερωµένη να µη γέρνει να µην φεύγει η µέρα της οδύνης σου;
62
Αγάπη σ’ άλλα σώµατα οχυρωµένη στον οβολό που βρίσκεις µ’ ένα στριφογύρισµα στα βάθη των θαλασσών δοσµένη αγάπη ανακλητή πώς χωρείς στο χώρισµα των αιώνων όταν δίνει ο αργυρός αέρας τη ζωή σου στο µελτέµι να µε βρίσκεις αδύναµη ν’ αναρρώνω από τα προηγούµενα πάθη γυναίκα που της αφαίρεσαν τ’ αυτιά τα λάθη γυναίκα, µια καρδιά πετάξαν στο καλάθι
63
Ήταν παλιοί καιροί κι ήµουνα σ’ αµφιθέατρα σε κήπους θεϊκούς στωική και ονειροπόλα κι εκεί πατούσες το κορµί µου να το νιώσεις έλεγες γιατί οι νίκες έχουν χρόνο για τον ηττηµένο µόνο σε βλέπω που ετοιµάζεις την ποµπή που θα µας πάρει εσένα σ’ ουρανό και µένα σ’ άλλο µάρτυρα, στου νου φεγγάρι τώρα θα το δεχτώ να µε νικήσεις όπως το σχεδίαζες καλόψυχα να σώσω τα µετάλλιά σου
64
Ήρθες για χάδι κι όµως είχες δέρµα κλειστό αστακωµένο µε απαρνήσεις να µην σ’ αγγίξει χέρι που σε αγάπησε σχεδίαζα να σε φτάσουν οι άκρες των δέντρων που χρόνια µεγάλωνα σαν δάκτυλα τρυφερά αυτή η ζωή του νότου σου ξεχνάει το ρόλο σου κι από ερωτικό Έλληνα σ’ έκανε φλεγµατικό του τώρα και του φτηνού διαβάσµατος κονδυλοφόρο έχει έναν αδύνατο άντρα στο υποβολείο σου και σου θυµίζει το σωστό έγινε η σκιά σου τώρα τόσο βασανιστικά κυρτή που αγγίζεις τη γη πριν την ώρα της ενώ είσαι τόσο ψηλός και ωραίος µέσα στο αγνώριµο σκότος που σου φτιάχνει σκιά ψηµένη χωµάτινη χωρίς χνώτο
65
Ο έρωτας προκλητικός νωχελικός και απάνθρωπος που διαίρεσε κοµµατιάζει µ’ ενωτικά και µ’ αυτά µε σχίνο µε µετάξι µε ατσάλι ένα µείγµα δεν µπορεί να µε αφήσει να ριµάρω το ρηµάδι το ρήγµα να γίνει ηχητικά καλύτερο όλη µέρα µετράω ένα τσίγκο να κάνω τετράγωνη σφαίρα µα δεν µπορεί να γίνει πιο οξύ
66
Δε με φτάνει αν είμαι εξαίρεση το χάδι σου είναι απάνθρωπο όταν µετράει τις καταθέσεις φτάνει είναι γνωστές οι τέτοιες θέσεις µυήθηκα στα λεξικά σιωπής χωρίς διορθωτή και θα ’ναι λάθος οι ατασθαλίες δυσλεκτικά θα πάρει την αφή η ουλή στο δέρµα που χιλιότρυπα ανασαίνει
67
Ο ρυθμός το δικό του ρυθμό πολεµάει να σώσει η ευαισθησία λειτουργεί αεροβικά το φτερό στην καρφίτσα του στήθους µου έχει τη δύναµη να σηκώσει ένα βαρύ ωκεανό στην άκρη της ζωής και των δακτύλων το κάναµε αστράκι άβαρο στο επίπεδο τραπέζι των άφωνων διαπραγµατεύσεων άδειασε ο χώρος η αγάπη µοίραζε προστίµατα σ’ όσους τυφλά φιλάνε ελεύθεροι, στον ουρανό των ζητηµένων στην άκρη του ποδιού σου µέτρησα τα φύλλα µου σε άνορµη αλάρµη
68
Όταν πλησιάζουν οι εχθροί όταν κοντέψουν οι ωκεανοί το στενό στο φαράγγι αντέχει στις διαταγές του πνεύµατος αρκούν κρατήθηκαν τ’ αντίτιµα στις τρύπιες εσοχές των εσωρούχων δεν χάθηκε τίποτε, τίποτε δεν έπαψε τίποτε τίποτε καρτερικά τα µέτρα του µυαλού τα δέχονται τα ηχεία κι είναι µοιχεία να µην ελπίζεις µ’ ένα άδειο κουβά στη βροχή
69
Πόσο η πένα των ιστορικών ορισµένων ορισµένως κάλυψε ίσκιωσε κατακαπάκωσε τα κρίµατα κάποιων αγίων κι όταν σιµώνω να προσκυνήσω εκτός από την ξύλινη εικόνα που πρέπει να αγιάσει το πνεύµα µου πρέπει ακόµα να αγιάσω τον ιστορικό τον άγιο και τη γυναίκα που µε βλέπει άφωνη να στέκοµαι µπροστά από τα άγια που περιµένουν άλλοι να αγιάσουν µε το φιλί τους
70
Κάθετα του δρόμου η µυρωδιά του έρωτα ποτίζει τα παράθυρα πρωί στη Ναυαρίνου µια λέξη τα µεγάφωνα λοξά και πονηρά κορνάρουν κάθε διαβάτης καθελών του ξύλου Χριστός χρυσά κουµπιά του καστανά το πέτο σµίξαν το ένα µε το άλλο τσιµέντο, καλλιεργηµένοι τρόποι υφάσµατα σαν ία στις βιτρίνες στο τρία ανάβουν οι διαβάσεις βασίλεια τα κατέχει ο δρόµος κι απόρθητε εραστή της εποχής της ανοχής του δυο χιλιάδες έξη περνάς κι εσύ το σούρουπο αυγή και αγίασµα η τελευταία σου λέξη δεν έχεις να δώσεις ούτε καν ένα παράνοµο σου λείψανε έχει καιρό όλα
71
Ανοικτό το βιβλίο με βλέπει στα μάτια ανατριχιάζει σαν τη θάλασσα του Αιγαίου το Σεπτέµβρη το καλοκαίρι είναι ο χρόνος του ήλιου αθώος µέσ’ στα χάδια του κύκλου η χειµωνιά µολύβι µακριά µε σουβλερή τη µύτη ό,τι γραφτεί στα αδειανά του φύλλα είναι σχεδιασµένο της απλότητας ξεδιπλώνει τώρα σελίδες ροχαλίζει η θάλασσα στον ύπνο που κοιµάται οι φίλοι δεν αδηµονούν να δουν τ’ όνοµα τους µέσα του δεν θέλουν να δουν έν’ ανοικτό βιβλίο
72
Δαυίδ, του νου τα πέρατα δεν την χωράν τη σωφροσύνη λαλούν για φονεµό γκρεµίζουνε τον ποταµό ορθώθηκε στις όχθες αγριόφυτο κι αν στολιστεί µυρτιά στο µετακάρπι η µυρωδιά των προσευχών µόνο αποµεινίσκει ευχή σου έβαλε να ζυµωθείς µε όχλο κονδυλοφόρο σε άγιο τα χρονικά του χρόνου
73
Κι όμως ανάμεσα σ’ αυτό τον όχλο µπορείς να πεις πως υπάρχει ένας περαστικός µε µάτια καθαρά και βλέµµα χωρίς κύµατα µε όνοµα κοινό φρύδι ακλάδωτο στόµα που θέλει φίληµα γιατί δεν του πήρε µέλισσα ποτέ µέλι τη δίψα του
74
Καρλόττα βασίλισσα Μου ’δωσε τ’ όνοµά σου η µάνα µου και πήρα µαζί µου και την ερηµιά σου δυο γλώσσες δυο πατρίδες και ακόµα πιο πολλές τα στέµµατα που έχασα και προδοσίες Καρλόττα ακόµα τα µικρά σου όµορφα σκαρπίνια έχουν τη µυρωδιά σου και µου κάνουν ίσια στα πόδια στο βάδισµα στο λύγισµα και µια Ελένη, Ελληνίδα µάνα που ο ήλιος έδεσε τόσο στη γη µας κι ένα πατέρα ξένο βασιλιά αλλά δικό µας Γάλλο όλα µοιάζουν το παραµύθι µου πρώτα και µετά το δικό σου Καρλόττα δανεισµένη οπτασία στα βιβλία ιστορίας σε γνώρισα µετά από σένα και πριν απ’ την αλήθεια µου
75
Βρέθηκα στο παλάτι του Ερρίκου του Ογδόου εκείνη τη χρονιά µα δεν µπορούσα να πω ούτε τ’ όνοµά µου και το θεωρούσα ατυχία πως ήµουν τρελή στην ουσία που δεν θα µε διάλεγε η µίτρα του και το θεωρούσα τύχη και σκλαβωµένη από αβλεψία κι ελεύθερη από τύχη κοινή θνητή Ρηγίνα βασίλισσα λαού µε ένα υπήκοο
76
Η ζωή με κρατά στο χέρι και την αγαπηµένη φωνή της την πνίγω µε το «δεν είµαι τίποτε» κάποτε φορέσαµε το ίδιο το καπέλο σ’ εκδροµή στα ευαγγέλια στα καθαρά πετράδια των µατιών της θάλασσας µα δεν είµαι τίποτε ούτε φίλη σου ούτε ερωµένη σου θα ήµουν αυτό που ήθελες να είµαι µα προτίµησα να µην είµαι καλύτερα κάτι δικό καλύτερα τίποτε
77
Απούπουλη ανάσα της καθαρόχρωµης φτέρας λιπασµένη από τη µήτρα χλωροφύλλης δείκτης των καλενδών του ορµανιού µε τις φωνές ραµφών επιστηµόνων των πτηνών νήστεψε ο οίνος κι ο Απρίλης µάχεται να µου δώσει όσα ξέρεις γυµνή ανασαµή της αµόλυντης φτέρας πεπτωθέν εκ των πρώτων κοιτώνων πρασίνης καλαντάρι ηµερών η ζούγκλα µε τις φωνές των ειδηµόνων των πετούµενων απέχει απ’ όλα ο οίνος κι ο τέταρτος µήνας πασχίζει να µου κληροδοτήσει όσα σου έµαθε άρουχη αναπνοή όπως µπορώ θα σε κρατάω... όµως µπορώ και σε κρατάω όσο µπορώ θα σε κρατάω
78
Σ’ ένα άλλο καιρό να πετάξουν οι λέξεις έτσι γευσάτες σαν άρτος δίχως ίσκιο για σένα θα κινήσουν και για την έξοδο που κάποτε σε πήρε για να σπαραχθείς από λιοντάρια στο Κολοσσαίο κι ο λυρισµός θα σου µήνυσε µε καλό δικηγόρο πως το παχύρρευστο µέλι σου το παίρνουν άµα θελήσουν οι µέλισσες πίσω σε σώσαν τα µάτια σου που όλο τα πάνω κοιτάζουν αύριο θα σηκωθείς από τον ύπνο όπως σηκώνονται οι νοικοκυρές να ξυπνήσουν το κοιµισµένο ζυµάρι που φούσκωσε την προηγούµενη νύχτα σ’ αγείσωτα δοχεία
79
Κάθε μέρα σ’ άλλον γήινο θέλεις το λες Αφροδίτη θέλεις ό,τι αγαπήσεις κατοικήσαµε µε σερπαντίνες που µπορείς να ξεκολλήσεις και να φανταστείς έχει και κοινή γνώµη παχιά και άγαρµπη και αγνώριµη την γνώρισες; από τα ρούχα οι λουρίδες που µας ενώναν κάποτε δεν είναι γερές ήρθαν άλλες συνθετικές µε αριθµούς γραµµένους ευτυχώς ούτε και µε πολιτικό συντάκτη δεν διασταυρώθηκαν σήµερα οι µατιές σε παρενθέσεις και συστατικά σε εκατοστά και µεγέθη του στήθους σε κύπελλα ερωτισµού η ψυχική διάθεση δεν άλλαξε το σώµα των πολλών ψάχνει για αβίωτα και το δικός σου το δικό µου ψάχνει να συνηθίσει τη συνήθεια
80
Πάλι βουβά στάθηκα να θέλω κάτι να προσθέσω σε κάτι που δεν έχω πει κι όµως όλα σου τα είπα χωρίς να σου µιλήσω το χέρι σου τόσα χρόνια, είκοσι σχεδόν δεν το άγγιξα όπως ήθελα νοµίζω πως θα ξεψυχήσει ένα αθώο πουλί στο πλάι µου αν αυλίσω και βγει η αγάπη µε λέξεις κάθε που το προσπαθώ σκέφτοµαι πόσο αδύνατα τα λόγια φεύγουν σαν σκόνη από µπαλκόνια πολυκατοικίας σκέφτοµαι το πουλί σκέφτοµαι πως δεν ήµουν άλλο από πνεύµα στο πατάρι ή καλύτερα ένα σέντε δεν έκρυψα σεντίµι και πνεύµα δυνατό 81
που δεν ήταν άλλο από γέλιο κι όµως είµαι σαν τις άλλες µόνο...χωρίς απαιτήσεις µόνο χωρίς εγχειρήσεις που δεν έδειξα να είµαι τίποτε άλλο απλά σκιά σκιά µε πολλά αισθητήρια κι αισθήσεις
82
Αχ τότε αχ αν αχ πότες αχ άµποτες! ας σε δοξάσουν µε αγάπη σαν ζεις όχι µε κιθάρα σαν πεθάνεις όχι µε νταούλι σαν φύγεις ήσουν της σκιάς της αισθητικής της της αρµονίας τού να φεύγεις µόνο φαινοµενικά ενώ είσαι απελπισµένα µα είσαι ερωτικά µα είσαι µοναχικά µα είσαι για όλους το ίδιο αδελφή
83
84
Έργα της ιδίας Η Θέαλλη (The Storm) Owl Publishing (1993), (Vers en prose, fiction) Καλένδες (Calends) Collections Books (1995), (Prose-fiction) Εώρακα (I have seen) Collections Books (1996), (Vers en prose and prose en vers, fiction) Κλέλια (Clelia) ΕΚΕΜΕ (2000), (Prose [novel] fiction) Η Αγγελιοφόρος (The Messenger) ΕΚΕΜΕ (2003), 1st volume (six poetry books in one) Η Αγγελιοφόρος (The Messenger) ΕΚΕΜΕ (2005), 2nd volume (six poetry books in one) Η γυναίκα που έγινα Τόµος Α´ (αυτοβιογραφία) (under press) Aphrodite Editions Η γυναίκα που έγινα Τόµος Β´ (αυτοβιογραφία) (under press) Aphrodite Editions Κρυπτογραφίες (Cryptographies) Aphrodite Editions (2006), (poetry) Πέρα από τη σιωπή ή Ασώµατοι στίχοι (Beyond the voice or Bodiless verses) Aphrodite Editions (2006), (poetry) Μικροί Θεοί (Small Gods) Aphrodite Editions (2007), (Theatrical)
85
This edition is limited to 15 copies. Number: Signed:
86
87
88