Α΄ Μέρος
Άλγος
Αλάcιοc Νόcτοc 1.
Δυο πέρατα και μια καρδιά φορτία με πυρίτη κι ένα λαγούμι ανάλαφρο ο νόστος του πετρίτη
2.
Σκέψεις Το σκιάχτρο σώπασε στην κόκκινη φωτιά του μισεμού αιώνες τώρα οι ευκάλυπτοι δηλώνουν τη σκιά τους κάπου στα περασμένα ξεχαστήκαν τα ψηφία το μωσαϊκό της ξενιτιάς μονάχο κι άσιτο ψωμί στο παρελθόν αχνίζει... μια πόρτα ξύλινη στο νου... τα βουνά και το κρύο η βελέντζα, το σκυλί τα πόδια της ξεκούρασης η μνήμη τ’ αγιασμού μια αργία
Αλάcιοc Νόcτοc 3.
Αλάσιος νόστος Όλες οι λέξεις μία είναι Χάλασσα Αλάσια θάλασσα γαλάζια μια είναι η μάνα η λέξη αλς, αλός κι από τις αίγες του γιαλού ο αιγιαλός η αλμυρή στο στόμα γεύση η άλωση του νου ξυπολυσιά του νόστου στη γη του αγνώστου μη, μη με κρατάς πολύ ακόμα είναι ξηρό το στόμα γλύκανε το νερό σου σ’ άλλη πυξίδα ελπίδα, Κύπρο, στο φανερό σου...
(Κερύνεια, Δεκέμβριος 2004)
Αλάcιοc Νόcτοc 4.
Καμένη κι άκαυτη Πιο ανατολικά από το γέννημα του ήλιου με σηκώνουν στα χέρια τους κάθε πρωί οι φωτεινές οι λάμψεις ενός ακάματου και μακρινού αφήλιου με καψαλισμένη τη σάρκα μου όνειρα πρέπει ν’ αναστήσω μέχρι τ’ άλλο το γέννημα δεν κάνω τίποτε τ’ άμισθα χρόνια που με διάλεξαν στη δούλεψη από το να γεμίσω ένα φυσερό με τον αέρα της ζήσης μου να ξυπνώ τη φωτιά που θα με κάψει κι αύριο γιατί καμένη θα ζήσω κι άκαυτη θα σβήσω
(Μελβούρνη, 2005)
5.
Ανθισμένη Σχημάτισε πρόσωπα η βροχή τα δάκρυα δεν έχει πια να πουν τι νιώθουν όπως μιλάει η ψυχή έτσι διάφανα παίρνει τον ψίθυρο όπως φωτίζει το καντήλι παίρνει τη λαχτάρα κούφιο το σώμα, έγιν’ ένα με τη νύκτα μη σβήσεις στη Μελβούρνη ξεχασμένος η βροχή του ξενιτεμένου είναι μονότονη φαντασμαγορικά μα ώριμα ανθισμένη
6.
Ο Φοίνιξ σου έχει δάκρυα που σβήνουν τη φωτιά κι αντί να γιγαντώνεται και να δικαιολογεί τη στάχτη στη φωτιά που γεννήθηκε λιμνάζει σε μια λίμνη αλατισμένη...
Αλάcιοc Νόcτοc 7.
Πήγαν τα όνειρα στη βρύση και γυρίσαν απότιστα... τι άλλο απ’ τη ζωή ποθούσα; μα έχει άλλο ξεδίψασμα κύμα της αυγής ελληνικό κι αγαπημένο τα σχήματα με ζάλισαν γιατί δεν τα ορίζω μια ζωή που υπηρέτησα τυφλά στα Σούσα μου άφησε μετάλλια της ξενιτιάς για το πιστό μου δόσιμο στην αντοχή δοσμένο
8.
Στο εργοστάσιο... Σκληρή και ίδια εξαντλητικά ίδια δουλειά και πιο πολλή δουλειά, και κάματος μπροστά σε μια πλατιά κορδέλα με πλήκτρα με πεντάλια όλα κινούνται με ίδια κίνηση το χέρι κομμένο από κούραση την ίδια κούραση η ηλεκτρική σειρά περνάει με ίδια κούραση η ενοχλητική ζώνη ελέγχει τα νεύρα με κίνηση, την ίδια κι απαράλλακτη κίνηση... επαναληπτικά περνούν τα καταναλωτικά για τη συσκευασία καλύτερη η ώρα η οσία από τον παιδεμό και τη μέγκενη σ’ ένα σπίτι που μόνο οι φωτογραφίες του παρελθόντος έχουν ζωή μόνο αυτό έχει ψυχή ...γι’ αυτό δουλειά σκληρή και ίδια εξαντλητικά ίδια μονότονα ίδια σαν το μεγάφωνο ηχεί και στον ύπνο ακόμα μαζέψτε τα κομμένα χέρια σας σχολάσατε πια...
Αλάcιοc Νόcτοc 9.
Πόνος
Πρωί-πρωί σε μι’ αγορά γυρίζω νύχτα μεθυσμένη στο δρόμο σπάσαν οι καθρέφτες κρατούσαν τους μήνες ολόρθους λούζεται το χθες με φως, η Ελλάδα παραμένει η ξενιτιά κερνά γεμάτο ένα ποτήρι το ζωτικό μας ψέμα σ’ άδειο τελάρο μια απουσία χρώμα μαβί στα χέρια όλο παίζει μέρες, σπασμένες σε μπεγλέρι χάντρες μάντρες ρημαγμένες αν δεν κατάλαβες τον πόνο μου θα σου τον ξαναπώ αύριο την ίδια ώρα
10.
Η ξένη ιτιά Λες πως σε πίστεψαν τα ονείρατα μα τα κέρναγες πάντα σε γερό ποτήρι γαλάζια η γη δεν σε είδε από τότε κόκκινα φλέγονται τα σωθικά φεγγάρια Αυγούστου, σαν νησιά του Αιγαίου σαν ξένη ιτιά μεγάλωσε η πνοή σου και την ποτίζεις αν και γίνηκε άπιαστη γέμισε φύλλα και πανιά που σε πιστεύουν θάλασσα άγρια σου ζητάει μια φίλεψη, η βοή ξεχάστηκε στα χρόνια η κούπα με το πρωινό γέμισε ώρες ασχημάτιστες κάπου θα σε προσλάβει υπάλληλό της η αυταπάτη πως έφυγες, σταμάτησε τη σκόνη του μεγάλου κοπαδιού σηκώνει ο άνεμος το ποδοβολητό του γύρω από τ’ αλακάτι * νερό, νερό θα πιεις το αναφιλητό του
* παλιό σύστημα άρδευσης που γυρίζει το γαϊδουράκι το μύλο, γύρω από την πηγή
Αλάcιοc Νόcτοc 11.
Λεω-φορείο Γεμάτα καπνό και μαύρα δόντια κρατάνε ανάμεσά τους δροσερό το μίσχο ενός ανθού κουφά κι αξύριστα καθίσματα τα χρόνια αλλαγμένα στο λεωφορείο, καλή καματερή και αγία η καρδιά λαλεί με την Ελληνική φωνή της τρέχουν σαν μέλι τα όνειρα του γυρισμού και τα μαζεύεις γονατίζοντας στο νόστο στο γυρισμό δεν έχεις οπτασία πέτρες γινήκαν σε πεντάγραμμο σαν νότες που βαρούν οι μέρες που σε καρτερούν σα μια ανατύπωση σ’ ανώνυμη πορεία κόρη στο τζάκι η εστία κάνει πιο πέρα, δεν έχει όνομα η κιθάρα της στην μπάντα με βάρος, με συλλογική τη μάζα στο λεωφορείο κάθεσαι σε μεταφέρει του Έλληνα η λεώς, η πέτρα, η πιο γερή που ήσουν πάντα
12.
Σε μια κλωστή μια Ωραία στο πέλαγο το χέρι σου χαϊδεύει σαν πέλαο στη μνήμη την αγύρτισσα τις μέρες γιγαντώνει τον ήλιο τον θεριεύει ο νόστος είναι από χρώμα ανεξίτηλο χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν μονάχα ο νους βαδίζει κάθε βράδυ στον συνηθισμένο τόπο του με πείσμα κάθισαν πια οι αιώρες δεν σειέται ψυχή δεν έχει σημασία ξένη ή δική άγειρτα όλα έμαθες να φτιάχνεις όμορφα την ξενιτιά σ’ Ελλάδα κι ας λέγεται του Νότου μακρινή Ωραία
Αλάcιοc Νόcτοc 13.
Αμνησία Δεν το θυμάμαι αν σου το είπα η κόρη μου παντρεύτηκε γύρισε πίσω, λύγισε... δεν το θυμάμαι αν σου το είπα δεν είχε κέρμα η χούφτα μου και έμεινα πίσω, λύγισα... άκουσα το μυστήριο του γάμου από ‘να φορητό λαθραία και ξαφνικά σιωπή δεν είδε κανείς, δεν άκουσε κανείς τον Ησαΐα, δεν άκουσε, δεν ήταν, δεν ήμουν η χούφτα μου άδεια τα υπόλοιπα με τη φαντασία δεν φίλησε δεν έκλαψα κόπηκε, η γραμμή, η ευχή, κρέμεται μια σιωπή ανάμεσα από την εκκλησία, την ξενιτιά την ανέχεια τα κύματα της τηλεφωνικής γραμμής στη συνέχεια της θάλασσας τα λόγια που δεν θα τελειώσουν ούτε που θα λιώσουν τα μυστήρια ενώνονται όλα...δεν τ’ ακούω... σου είπα ποτέ για το γάμο της κόρης μου; αληθινός, της φαντασίας, δεν θυμάμαι...
14.
Κάπου στο μοιρασμένο ορίζοντα ήρθαν πουλιά και μου ‘φεραν τ ‘αρνητικά από τις φωτογραφίες του πενήντα κι ήταν λευκή η νύκτα και τα κύματα μαύρα λευκή η ζωή φορούσε ένα δυνατό αντιηλιακό μονότερμα όμορφη, κι όπως κι αν ήταν ήταν μοιρασμένη αντίθετη μαύρη κι άσπρη καχεκτική κι όμως τόσο δυνατή όπως την αλήθεια πως έφυγα όπως την αλήθεια πως θέλω να γυρίσω που μόνο στ’ αρνητικά μπορώ ν’ αντικρίσω
Αλάcιοc Νόcτοc 15.
Γυρνάς ενώ μένεις Είμαστε κι οι δυο στην ανωνυμία ενός γνώριμου δρόμου κράσπεδα με χρώματα άδεια οι καρδιές πήγαν και σήμερα στο μώλο να καλωσορίσουν τα πλοία που δεν φεύγουν χωρίς κόκκινο σπίτια χωρίς παράθυρα σπίτια χωρίς όνομα σε παραλήπτη ζωής χωρίς υπογραφή κι όμως το ποτό πέταλο είναι φτερό, πετά έγινες κάποιος λες... πόσο να είσαι αυτός στο πλήθος μέσα των αγνώστων; κρεμάς το ταγάρι στον ώμο την ώρα που οι ουρανοξύστες αποταμιεύουν ουρανό στο γυαλί απ’ όπου βλέπεις έχει θόλους μ’ επιτόκια κρασί στο γυαλί σου τα χρώματα που ενώνεις... το χρώμα στο μικροτσίπ των επιθυμιών έχει ληξιπρόθεσμους χώρους ψάχνεις το φως σου στο φως του λύχνου αλλάζεις ενώ μένεις γυρνάς ενώ μένεις... εύθραυστος είσαι γυαλί που δεν σ’ ενώνει κανένα φτερό
Αλάcιοc Νόcτοc 16.
Συγκεκριμένα, τώρα που το σκέφτομαι δεν θα ήθελα να βάλω τη λέξη πατρίδα τόσο πρόχειρα να την σμίγω μ’ αισθήματα πρόχειρα, όπως φαίνεται, η λέξη, όπως το γάλα όπως ο αέρας ο έρωτας και πιο πολύ το πάθος όσο όλα μαζί με κατασπαράζει στην επιστροφή με συνθέτει στην επιστροφή με τσακίζει στην επιστροφή με θρέφει στην επιστροφή με σημαδεύει με περιγελά με ανασταίνει... είναι πρωτογενής η λέξη πατρίδα δεν πιάνεται σε απόχη
Αλάcιοc Νόcτοc 17. Και ξαφνικά όλα πίκραναν μ’ αυτό το τηλεφώνημα από την άλλη άκρη της γραμμής μια μικρή με ρωτούσε την έννοια της λέξης ξενιτιά δεν είναι άλλο από την αναπόληση, είπα δεν είναι άλλο από την ατέλειωτη ανεκπλήρωτη απάντηση στην ανα-πόλωση μιας κατάστασης όπου ζεις όσα πρέπει να ζήσεις σ’ άλλο χώρο σ’ άλλους χρόνους αλλά τα ζεις με όνειρα που δεν θα ήταν ποτέ δυνατά αν δεν ήσουν εκεί που βρίσκεσαι! Είναι ξαφνικά και απόκλιση μιας απόκλησης! 18.
Τίτλοι πολλοί χωρίς περιεχόμενο, χωρίς ποιήματα στη συνοδεία τους τίτλοι σ’ ένα τετράδιο όπως απουσία, ίλεος, ίλεος γενού όπως ανατροπή κι ακόμα ένας τίτλος που δεν ξέρω πώς μπήκε τίτλοι χωρίς να ξέρω πού βρέθηκα πού είμαι, γιατί τους κέρδισα η ζωή με τσιγκλάει με κλαδί μ’ αγκάθια από σίδερο καμένο που ανάβει στο ονόρε μου κι όμως όπου κι αν είναι είναι εδώ είναι εκεί είναι των χωματένιων κτιρίων που κρύβουν όνειρα όσων θέλουν να ξενιτευτούν όσων θέλουν να γυρίσουν όσων δεν ελέγχουν το δρόμο τους πια
Αλάcιοc Νόcτοc 18.
Επίτρεψέ μου λίγη αμφιβολία Το ονειροπόλημα το έχουν απαγορεύσει την εποχή μας έχει μεγάλες ταμπέλες στο χώρο που εργάζομαι πρωί πιάνω την ηλεκτρική σκούπα στο κλαμπ των νερωμένων ημερών και όσα χαρτιά έχει στο πάτωμα γράφουν απαγορεύεται όσα πιστεύω πως έζησαν μέσα μου είναι τα απαγορευμένα των άλλων ακόμα κι αυτό το σπασμένο πιθάρι με κάποιο αιωνόβιο φυτό που μοσχομύριζε στ’ άσπρα βαμμένα σκαλιά του σπιτιού στο λόφο της μνήμης ακόμα κι αυτό το μάζεψα από τα απαγορεύεται το επέστρεψα για να δικαιολογηθεί να περάσει στο νομοσχέδιο να το εξασκήσω ελευθέρα το επάγγελμα του ονειροπόλου με πληρώνει πιο πολύ από τον επαγγελματία καθαριστή που έγινα
Αλάcιοc Νόcτοc 19.
Αυτοί οι χρόνοι δεν είναι πια ίδιοι τους ξέσκισαν οι ίδιοι οι χρόνοι τετράδια τόσα μαζεμένα ούτε η φωτιά ούτε ο θάνατος μπορούν ν’ αποτεφρώσουν λέξεις σ’ ελληνικά πετράδια αυτές οι δύνες της ζωής και οι έξεις είναι άξιες λευτερωμένες
20.
Δοκιμή ή δοκιμασία
Η μητέρα μου έφτιαχνε κούκλες πάνινες και ο πατέρας μου ήταν λαχανοπώλης μια μέρα κάναν λάθος το εμπόρευμα ο ένας πήρε του άλλου τα ίδια λόγια λέγανε τα ίδια ντελαλίζαν κι ήρθαν το βράδυ κι είχαν ξεπουλήσει κι όσα ο άνθρωπος μπόρεσε με δοκιμή ή δοκιμασία είναι αυτά που δεν απόκρυψε από την μνήμη και τη θέληση
21. Δεν φοράω πια για ρούχο τη σακούλα από τ’ αλεύρι έχω πληρωμένο τον ηλεκτρισμό μου στην ώρα του με φυτά τροπικά με κάποια σαρκοφάγα δέντρα ο κήπος μου βελούδινες κορδέλες πνιχτές στο προσκεφάλι μια αμουσία* προστατεύει τα όνειρα φοράω ζωνάρι με δένει με σφίγγει μια αναπνοή που σε φίλησε κάποτε φοράω το νόστο καλοσιδερωμένο πάντα δεν εφόρεσα όμως ποτέ το στενό αλαφαχτό της λήθης
* δίχτυ, κουνουπιέρα
Αλάcιοc Νόcτοc 22.
Πατρίδα σκέψη ελεύθερη όσο και αν ξέρω να ιππεύω τους ανέμους δεν φτάνω στο τέρμα να σου δείξω ποια είσαι αταλάντευτη πάρε με από τη μέση κάθισε στου αλόγου μου το ρίγος όμορφη μου πατρίδα τώρα τα ονόματα των λουλουδιών τα γνωρίζω από τα λατινικά επιστημονικά τους ονόματα που δάνεισες στον κόσμο τα βρίσκω στο δρόμο μιας ερήμου για ν’ αποκτήσω, να το δεις τα χρωστικά χρεωστικά τους
23.
Άσε με να μαντέψω το χορό που άρχισες είναι του μέλλοντος γεμάτος χάρες ο ήλιος πήρε ντέφι για πάρτι σου με μεθυσμένα βήματα τρικλίζει ρυτίδες γέμισε και το νερό στη λίμνη ...σαν Τρουγκανίνι * θα βρεθείς στο δρόμο με μνήμη και με κάθαρση νερό που θα σβήνει τη σκόνη κάνε πέρα στο πάλκο των σκιών έχει ακόμα νότες που δεν έπαιξες σήμερα ξημέρωσε τριώδιο πίσω παίρνει από τις Αποκριές τις μάσκες
* Truganini, η τελευταία Aboriginal που είχε απομείνει στο νησί Τασμάνια. Σήμερα δεν έχει το νησί κανένα αυτόχθονα.
24.
Δεν έμαθες ποτέ το γείτονά σου πως τονε λένε Τάκη έχει στο κομοδίνο του τα Νηπενθή παθητικά όλα τα ξεφύλλισε τα ελληνικά τ’ ασπάστηκε κτυπάνε φλέβα με χρυσάφι που άφησε αυτή η ζωή του Καρυωτάκη κάπου στην ξενιτιά θα βρέθηκε τριφύλλι στα θαλασσινά βιβλία σ’ όποια στοά και σ’ όποια θάλασσα κοιμήθηκε ο εσπερινός του πήρε τον μανδύα και σκεπάστηκε
25.
Νοσταλγία Ποίηση του ξεσηκωμού και της σιωπηλής αναχώρησης της απόστασης ενός ξεριζωμού κι όμως της καθημερινής επιστροφής του ξεδιψάσματος και σουρεαλισμού συμβολική κι όμως του αφελούς κι ονειροπόλου κατάσταση πνεύματος άλγους με εικόνες και οινόπνευμα που αφρίζει από πάθος φτερά σ’ ανέμου διασποράς ψυχεδελικά μηνύματα τρόμοι στην πόρτα σκιές... ευγενικές που δεν φοβίζουν την όποια σπορά προσιτές με χρώμα ευεργεσίας σε περβόλια με ροδακινιές στο δέρμα που ευωδιάζουν σαν τατού με θαλάσσια σκάφη σ’ ανθισμένα ερωτικά παρτέρια που δεν αφήνουν κανένα άλγος στο νόστο
Αλάcιοc Νόcτοc 26.
Η κόρη μου μπέρδεψε και πάλι τις λέξεις κι αντί να μου πει πως πεθύμησε είπε πως μίσησε το miss και το μισώ ακούγονται ίδια σε άλλη γλώσσα πεθυμάς και σ’ άλλη απαρνιέσαι σε άλλη χώρα λαχταράς και σ’ άλλη αγαπιέσαι
27.
Γράφεις όλη νύχτα με πανικό κρυμμένες σκιές σ’ επισκέπτονται οι γλάροι πεινασμένοι ίδια αστέρια ίδια ώρα αλλάζουν χειραψίες διάλογο κάνεις με τον εαυτό σου σ’ επισκέπτονται όλα δεν σε ξέχασαν ακόμα και αυτή η πελώρια βαρύτητα που το σώμα σου τραβάει με σχοινιά μπερδεμένα χοντρά στο κατάστρωμα μέρα νύκτα κι απομεσήμερο ερωτεύεσαι τη νοσταλγία λες ναύτης σε λιμάνι λες άντρας μια γυναίκα που λαχτάρησε λες μια γυναίκα έναν άντρα που λείπει άγγελος σε ρεσιτάλ αχαριστίας εξόριστος μ’ ακόμα ευτυχισμένος σ’ αρχιπέλαγο αφθαρσίας
28. Μεγάλο σπίτι άδειο σπίτι Τα ψέματα πουλήθηκαν μέσα από τις αιτήσεις και οι αιτήσεις ζητούσαν αιτήματα το μεταφύτευμα ενός ολόκληρου κήπου δεν μπόρεσε να ξεριζωθεί ενώ βρίσκομαι ακόμα εδώ για ν’ αποδείξω τι, γιατί και ό,τι βρίσκομαι στο σημείο να πω πως δεν θα μεταναστέψω θα είναι δύσκολη η καθυστερημένη εξακρίβωση η ξενιτιά θα με τυλίξει χρόνια θα με σκεπάσει ...χάθηκε το ψέμα που ακολούθησα να ζήσω μεγάλο σπίτι, άδειο σπίτι θα γεμίζει κάθε μέρα με λυρικά όνειρα που θα παίρνουν δόξα που ανεμίζεται πριν ακόμα την διαβάσω γραμμένη
29. Το αχ της ξενιτιάς είναι φώνημα που παίρνει τόνο, γεμάτο κλώνο έχει σύμφωνα συμφωνίας που είναι αυτούσια περιέχουν ψυχή χωρισμό αχρείαστο χρυσό χάρτινο χαμό και χρόνο!
Αλάcιοc Νόcτοc
30. Τόσα χρόνια Λίγος χρόνος ζωή σε σύγκριση ζωή σε γνωριμία κι όμως ζωή ξέχασες να με γνωρίσεις αγόρασα τόσα που λίγο χρησίμευσαν διάβασα τόσα που λίγο έγραψαν έσοδα, έσοδα γράφει απ’ έξω ένα τεράστιο βαρέλι σε μια κρυψώνα του νου, κι όμως δεν είδα ποτέ πως κάπου η εκρηκτική μνήμη είχε γράψει τη λέξη έξοδο με μεγαλύτερα πιο ζωηρά γράμματα τελικά όλα καλά δεν είναι πάντα απόλυτα όλα έννοιες που συναγωνίζονται η μια την άλλη μπορεί και να είναι σωστές η κάθε μια μες στο δικό της δίχτυ
31. Νόστος-Νότος Ποτέ δεν έμαθα ποιος σφήνωσε το σίγμα του νόστου στο χώμα του νότου... να είναι μέρος του σφυριού που πελεκάει τη μνήμη και θέλει να με γαληνέψει; ή μέρος μιας βουβής σιωπής που μου μιλάει σαν γέρνει; δεν έμαθα αν αφαιρέθηκε αρχικά από τον Νόστο ο Νότος ή αν προστέθηκε στο Νότο αυτό το σίγμα το ένα ανήκει και στο άλλο και περισσεύει πάντα αυτό το ευλογημένο στίγμα που είναι κλειδί σε ό,τι ελέγχω σε μια γραφή μυστηριακή που με μυεί σε κόσμους όπου συζούν τα ανορθόγραφα συζούν ωστόσο αδελφωμένα
32.
Πες μου!
Νομίζεις πως θα ζούσα χωρίς τραγούδι ελληνικό; αθώα μου μικρή ευεργετικά και όμορφα αθώα μου ψυχή, δεν είναι οι στίχοι που σε γλίτωναν πάντα; Δεν είναι οι ήχοι των ελληνικών λέξεων και η αρμονία τους;
Αλάcιοc Νόcτοc
33. Αμμόχωστος Είναι χρόνια που η Αμμόχωστος απλώνει χέρια να μας βρει όπως απλώνουμε κι εμείς τα δικά μας τα χέρια της και χωμένα ακόμα μας έντυναν ρίγη και δρόσο καθαρά, μυρωδάτα σαν ιστορίας και μάνας συνείδησης και λευτεριάς, που δεν έχει να φοβηθεί πως άργησε
34. Ξένη-δική είμαι ξένη στη σκέψη πως δεν είμαι δική όπως μοιράζεται ο όρος στα φόρα και στα γήπεδα στις υπεραγορές των ταυτοτήτων και δική στη σκέψη πως δεν ήμουν ποτέ ξένη με όρους γραμμένος με μεγάλα γράμματα σε μικρό κουτί χρυσοχοείου απόλυτο σε κανένα πρόσωπο και πρόσωπο σε κανένα απόλυτο συντακτική δομή μιας σύνθεσης που ενώνεται με παύλα κι έχει πόλους έχει συνδετικά έννοιες στην έννοια όμως για ν’ αποκοιμίσει τους άλλους που θέλουν ατόφια τα ονόματα περιέχει, περιέχεται ενεργητικά με το δόσιμο παθητικά με την αποδοχή είμαι ξένη-δική όπως είναι ο καθένας σ’ ένα περιβάλλον που δεν τον αποδέχεται ολότελα κι ας μην το έχει εγκαταλείψει είμαι έτσι αυτό που αισθάνομαι τα δυο μαζί τίποτε λιγότερο από το δική τίποτε περισσότερο από το ξένη με πολύπλευρο σχήμα με περιεχόμενο που δεν ορίζουν όσοι μετρούν ξένη μέσ’ στο δικό δικό μέσα στο ξένο έτσι με μέτρησαν άλλοι γιατί τα δικά μου μέτρα τα γράφει η γλώσσα μου είμαι ενός τόπου όπου όλοι γράφουν γράμματα ελληνικά
35.
Τ’ άδικου το τσεραστικόν Μιαν χούφταν τσαι κρατά την ‘κόμα ο σκούντρος με παλάμην σίερον γεμάτην ολογαίματην με το δικό μας χώμαν άρπαξεν όσα νάρπαξεν το σιέριν του τ’ ανίερον γερά στο μερτικόν του μ’ άδικου ‘λιοβασίλεμαν εν το τσεραστικόν του!
36. Η ομορφιά του γυρισμού Η θάλασσα πίνεται μέσα από ένα άσπρο κρεμασμένο κύπελλο κρατάει τον χρόνο ο χωρικός με ξηλωμένες βάτες στο σακάκι και με κουμπιά που βγάζουν φωτιές καπνίζουν ναργιλέ με άρωμα πικρής καραμέλας ακόμα και οι γυναίκες των σαράντα με τη ρόμπα να δείχνει τους γλουτούς σαν από ημερολόγιο κακόφημων σοκακιών η πίκρα του άσχημου ασχημαίνει μα η ομορφιά του γυρισμού όπως κι αν το κάνεις ομορφαίνει κάθε μέρα πιο πολύ τι άλλο να θέλω βρήκα ένα τρόπο να κρατάω την ασχήμια μακριά από το βαρυπνώτισμα του πέπλου μακριά από την κεντησιά της αλήθειας βρήκα ένα τρόπο όλα να φαίνονται όμορφα
37. Κατάθεση Από τα σωθικά μου δεν βγαίνει ούτε πόνος κρατάει ηφαίστειο η παλάμη που λιώνει τον αντήλιο στο παράθυρο σαν κάτωθι υπογεγραμμένη περπατάει η μέρα αργότερα πάντα λέω αργότερα μπορεί και να κλάψει η φτιασιδωμένη περιπέτεια για τον εκκεντρικό καιρό αργότερα λέει πάλι το νηστικό από έρωτα μυαλό μπορεί και να νικηθεί η ατροφική μεριά που κοιμάμαι τα βράδια και σφίγγω στο στήθος μου τώρα πια πεσμένο από την μεγάλη έλξη των ακρών σε μια φούχτα άμμο που ξεπέζεψε χρόνια από τα παραμύθι της ερήμου της καχεκτικής και άκαρπης ερήμου που μεγάλωνε μόνο όνειρα που γένναγε μόνο όμορφα τη δύση που έφτιαχνε με τόση τέχνη τα ρίγη της γης στον αυχένα του ζυγού που με τύλιξε πάψε πια σου λέω να μετριέσαι μέσα μου σαν αρρώστια δεν είσαι αρρώστια ποτέ δεν ήσουνα, πραγματικότητα
38. Στη φραχτή αγαπήθηκα μ’ ένα όνειρο που λέγεται Κύπρος δε με ρωτάς γιατί δεν χρησιμοποιώ την πρόθεση από είναι παθητικό ζητούμενο το από είναι δισταχτικό το από είναι μιας προέλευσης που ποτέ δεν κατάλαβα αφού η ζωή θα το έσβηνε κάθε που το έλεγα είναι τόσο κουτσουρεμένο το από αγαπήθηκα με ένα όνειρο παρασύρθηκα με μια ορογένεια που μου καλύπτει τα πάθη με φορτώνει όλο και πιο πολύ καθυστερημένες δικαιολογίες μεγάλωσε τόσο το μυαλό μου που δεν δέχεται ακόμα και τα πιστά της γλώσσας μου αλάσια όνειρα με κατατρέχουν ούτε οι Ερινύες δεν ήταν τόσο πιστικές και πειστικές στη φραχτή αγαπήθηκα με όποιον και να ‘ναι ακόμα και με σένα
39. Αυτή την Κύπρο που δεν έζησα πολύ αυτήν που αγάπησα ως τα βράχια που στηρίζουν τις τόσες θάλασσες που πέρασε η σοφή αυτήνε ν’ αγαπήσετε ξένες γυναίκες ξένους άντρες που θελήσατε
40. Αγάπη πόσο υποφερτή πόσο αναιμική στο παραθύρι κάκτος που διψάς να περπατήσεις αγάπη σαν σκηνή από μιούζικαλ ατίθαση με πάθος κροταλίζεις με πάθος το ατίθασο αγγίζεις στα δόντια του κρυφού σου στέρνου αγάπη αλλεργική στο σύννεφο που κουβαλάει παγίδες αγάπη με ταφόπετρες δεμένη κι όμως αγαπημένη αληθινά παρμένη και δοσμένη αγάπη εσύ, επιστροφή
Β’ Μέρος Σοδειές μιας ανομβρίας
Η κρύπτη Σαν σε βουβό αρχειοφυλάκιο στην κρύπτη κάθε τι περνά στο χθες στο σάτσι το πυρακτωμένο σαν μιας αγάπης σημάδι καυτό που ο ήλιος τοξεύει κι επίθετα διαλέγει κι αλλάζει καπέλα ξεκουρούποτα εχειμώνιασε η νάρκη της μνήμης πουλιά και μηνύματα ας οδηγήσουν τα πόδια μας ζητούν καταφύγιο τα βλέμματα ενός θεού που μας αρχόντεψε με βάσανα μας βλέπουν οι αναμνήσεις φόρεσαν στέμματα μας έδωσαν μπαξίσι λίγα κέρματα εμάς, της μεγάλης ανομβρίας εμάς, τους μικροπωλητές της μεγάλης κεντιάς του στήθους εμάς της αγάπης που τα πόδια μας χορεύουν από χάραμα σε χάραμα σαν των φλαμίνγκο που επιστρέφουν από χορό μιας σύναξης τώρα η χαρά της στιγμής δεν αξαμώνεται τώρα έχουμε λέξη για την κρύπτη που δεν ανοίγει έχουμε σκληρά λέπια για τη γη την ξενυχιασμένη έχουμε χαράδρες για τις πρόωρες ρυτίδες και σελίδες πολλές τα πουλιά που θέλουν να πετάξουν από μέσα μας τρομάζουν, φωνάζουν φυλάγονται από την ατροφία της κλεισμένης φωνής ζουν στην κρύπτη μήπως και σωθούν από μας
Οι αμέ δεν κάνει Οι μικροί έξω οι μη κομματικοποιημένοι έξω οι χήρες έξω οι παπάδες που τα κατάφεραν να παντρευτούν έξω κι αυτοί οι δημοσιογράφοι που είναι υπό κράτηση έξω οι λαχειοπώλες έξω σίγουρα η κυρία Ραλλού, που ξέει την ώρα γιατί είχε μέχρι τώρα δυο πεθερές και φτιάχνει και γκιουσλεμέδες και απίθανο χαλβά Φαρσάλων κι αυτή απ’ έξω η φτωχή οι μπούκηδες στα ιπποδρόμια ε, καλά! οι απερίτμητοι οι ραφτούδες των καλών οίκων μόδας έξω και οι επί μόλας το ίδιο οι άντρες που δεν ξέρουν να χορεύουν με τα δύο τους πες τους ντε πώς αλλιώς λέγονται κι αυτοί έξω από τον χορό α, μπράβο που το θυμήθηκα έξω κι εγώ που ‘μαι τσεβδή ποιοι μείνανε λοιπόν για μέσα; οι ναι και όχι; οι αμέ δεν κάνει; ε; οι Αμερικάνοι;
Αυτό που έχεις και που έχω Νομίζεις πως αγαπάς πως είναι ό,τι είναι δικό σου βάλε κάτι στην πυροστιά σε μια πλάκα από μαλτεζόπετρα ας είναι και σκέψη κι εμένα δικό είναι, το αγαπώ νομίζεις πως σαν έχεις το αγγίζεις το θρέφεις το περιποιείσαι γραμμένος μαζί του σε χαρτιά ταξιδεύεις νομίζεις... νομίζεις πως είναι δικό σου κι εμένα το ίδιο δικό είναι χωρίς να έχω όσα έχεις ομολογουμένως είναι λίγο παραπάνω από δικό και απ’ όλα αυτά δεν έχω τίποτε ακόμα το χειρότερο ή καλύτερο το έχω στο νου για δικό το έχω στο νου ενώ γνωρίζω πως το έχεις για σένα το νηστεύω στη σκέψη σε αναπνοή σε κίνηση με φτέρες το μεγαλώνω σε σκιερά μέρη σε εύφορα παρτέρια με αμίσητο ψωμί ταϊσμένα δικό μου περισσότερο είναι γιατί δεν έχω άλλο από μένα να το φέρει σε μένα ούτε χαρτιά κι υπενθυμίσεις ούτε συγγενείς, παρηγοριές, ιστορικές παραπομπές ανθρώπινους θεϊκούς νόμους να μου το κουβαλήσουν δεν έχω σου λέω εξόν από την καρδιά ενός άγονου νου της πλημμυρισμένης καρδιάς να το φέρουν εδώ το δικό το τελείως δικό που νομίζεις πως έχεις και δεν φοβήθηκα να φύγω
για να χάσω γιατί έχω που νομίζεις πως έχεις στα χίλια γιατί που δεν ξέρεις πως κράτησα...
Δεν δίνω σε κανένα το φουστάνι μου της ράμπας Ένα τσα τσα σε τελικό αναμέτρημα μου βάλαν με τον εαυτό μου αν τον εαυτό μου νικήσω στον εύθυμο χορό θα το οφείλω για τον οποίο είχα πάρει κάποτε ένα εκατομμύριο βραβεία θα πρέπει να ξαναχορέψω, μου είπαν, σε άλλα μέρη από την αρχή με άλλη ορχήστρα κι αν χάσω τον χορό, σε face of εκτός από τα βραβεία τα όμορφα στρας στο μοναδικό φουστάνι της τσαντόζας* που είμαι με τα ειδικά μου παπούτσια θα χάσω και τα μάτια μου αυτό το πάτωμα που ξέρω κάθε γωνιά του αυτές οι κινήσεις αυτή η αρμονία πόσο φοβάμαι πως είναι ό,τι έχω και δεν έχω αυτή η αρμονία και το σώμα το σώμα ζωντανό ζωντανό αυτό μου χρειάζεται να που ο συναγωνισμός δεν τελείωσε ποσώς δεν χρειάζομαι καμία ψήφο μπορείς ακόμα να κερδίσεις το σώου το face off μια και έξω, κέρδισες πρώτος μια ακατόρθωτη μαγεία γνώρισες μια φιλία δεν δίνω σε κανένα το φουστάνι μου της ράμπας * φτηνή τραγουδίστρια αλλά και παιχνιδιάρα, έξυπνη γυναίκα
Κεντητά σταυροπερασμένα Το φεγγάρι τόξευσε φως κι ο ήλιος παίζει χρώματα μ’ αυτό, περάσματα μιας νύχτας αλέσματα κομποδέματα μαυροσκοτιδιασμένα ρήματα όταν ακούγονται του έρωτα κτυπήματα ας μη με καταλάβεις ούτε σήμερα το συνήθισα το βλέμμα σου το άδειο τον ώμο σου τον είδα γυρισμένο σαν να ήμουν ράφτης που σου έφτιαξε τις βάτες για την εξαίσια κατά τα άλλα κορμοστασιά σου σαν περνάει ο καιρός και τα γραμμένα δίνονται για να διαβάζουμε μονάχα γράμματα σαν σύμβολα εγώ σου γράφω σύμβολα για να διαβάσεις μόνο σύμβολα
Κλεμμένα ρόδια ήπιαν το πράσινο που έμεινε στη ρότα ήπιαν και ρεύονται το δροσερό νοτιά καλορίζικα περιμένουν την Καλομοίρα έχει να δει καλά απ’ αυτά η τύχη που τα φτερά της ευλογίες γεμώνουν κήπους γεμώνουν φλόγες, στήθη και στενές πνιγμένες καμιζόλες στα κρεμαστά χαλιά τα ιερά σε κεντητά γεμίζουν πόθο μένουν γερμένα στη ζωή σαν νιάτα αυγές με ξέδετα μαλλιά κι ανοίγουν στη σπατάλη άσκεφτη χαρά να τους σταθεί αργότερα ο χρόνος, αυτός ο νόθος γιος των ημερών φιλεύουνε τις γυάλινες τις σφαίρες μάγεψαν ό,τι κλέβουν ίσως σ’ ακούσουν και σου δώσουν πίσω, αυτά πήρες από σένα μια φορά
Τα χέρια της γριάς όταν περνούσαν από μύλους και μαζέματα την τύχη παίρναν στα χέρια το χάδι πέρναγαν στο κόκαλο νηστεύοντας τις περιττές ανάσες κουρέλιαζαν τη σάρκα οι χίλιες βελονιές από τα γερά βελόνια καλόπιαναν πως δεν θα ξαποστάσουν και δώστου τα χτενίσματα σαν γάντζοι μιας υφάντρας και να σου οι πλεξούδες έτοιμες, τα βότανα του κάμπου σαν βρουλλιά με το άρωμα της φύσης μπερδεμένα στα ταπεινά της μέρας και δώστου στάρι να ταΐζουν πετεινά και το τριφύλλι ξάνοιγαν και πίτουρα έπλαθαν για να μαδήσουν ύστερα φτερά ρεμπέλιασαν τα χέρια της γριάς τα χρόνια της τυραννικής αδράνειας μα ρώτα τώρα με άρωμα είναι ξεσάρκωτα όμορφα θαυματουργά και ταξιδεύουν με ταξίματα παγκάρια με δίχως κεριά
Απαντήσεις εκκεντρικού σε ντελάλη λαχανοπώλη Φυτρώνουν ακόμα τα καρότα μου! -κι εμένα οι σκέψεις μου ένα δολάριο το κιλό τα μανιτάρια! μπανάνες, μπανάνες! -οι μάνες οι μάνες -πώς έφυγες απ’ τα βλαστάρια μην φύγετε χωρίς αυτά! -μην τρίβετε χωρίς αυτιά τομάτα όπως την κόψαμε! -την έκοψα στα γραπτά της δέστε πόσο φρέσκες! -ναίσκαι, ναίσκαι από το κήπο στο παντοπωλείο! -πόσο τις είχες στο ψυγείο για ελάτε, για ελάτε! -εδώ γελάτε, γελάτε ελάτε σας λέω! ακόμα και με τίποτε! όλα τζάμπα, όλα τζάμπα! -τώρα της έπιασες την γάμπα και σε πληρώνουμε από πάνω! γιατί πήρες γιατί μας φύγατε;
Η συγγνώμη της Τουρκιάς Ήρθε αν και τόσο αργά σαν γυναίκα όμορφη (η Φρύνη δεν ήταν όμορφη; η Αγριππίνα δεν ήταν όμορφη; η Σαλώμη δεν ήταν όμορφη;) με χρουσαφένια ζώνη που φαινόταν να έχει πολλές εσοχές και ζήτησε να δώσει μια συγγνώμη... την ώρα που έκανα να την δεχτώ πρόφτασε κι έβαλε το χέρι της σε κίνηση που έδειχνε πως θα δεχόταν όσα κι αν έβαζα μέσα για ν’ αγοράσω χωρίς παζαρλίκι το ακριβό αντάλλαγμα που θα μου πουλούσε ... κι επειδή δεν υπήρχε τίποτε το υλικό που να μού άφησε ποτέ όρθιο έκοψα δυο μέτρα μαλλιά που μου απέμειναν κι έμεινα όπως με γέννησε η μάνα μου... έβαλα τα μαλλιά μου στα πόδια της κι αυτή έπλεξε αυτοστιγμεί με τα μαλλιά μου ένα μεγάλο καλάθι καγχάζοντας πως τώρα με το χειροποίητο ταμείο που την υποχρέωσα να φτιάξει ευχαρίστως θα δεχόταν να βάλω μέσα πολύ περισσότερα για να πληρώσω το χρόνο και την μοναδική στον κόσμο τέχνη της!
Στο καλάθι μου σώζομαι μικρός Μωυσής κάθε μέρα είναι κύκλος ένας κύκλος η ώρα που δεν λέει να περάσει ένας κύκλος ακόμα τετράγωνος φορές φορές κι ας λεν πως δεν έχει γωνιές στη λεπτομέρειες φαίνονται όλα μεγαλύτερα και τ’ ανύπαρκτα τ’ απίθανα, τ’ άτοπα τα καλά και περίκαλα πώς βρέθηκα εδώ να πετάω τα χρόνια στην πλάτη μου πώς ξέχασα τις πράξεις των αριθμών πώς και δεν σκέφτηκα πως το κεραμίδι ξαποσταίνοντας στο φως χάνει από το φως του στο φως που κρατάς να σκοτώσεις φαίνονται όλα κι εκεί στο βάθος σε μια σκιά της μαυρόασπρης φωτογραφίας ο πατέρας σού κρατάει το χέρι κι ας μην είσαι στο πλαίσιο ας μην είσαι στον κύκλο ας μην είσαι στο σημάδι της μοίρας σε κρατάει στον κύκλο ον άτοπον που είναι κι αυτός στον κύκλο που αποτινάζει κανείς μόνο όταν ξεχνά στο καλάθι μου σώζομαι κι όμως είμαι καμένος χαρτί τραπουλόχαρτο στημένη πατρίδα από ουράνιο ένα χέρι
Μέρες σιωπηλές ...και μια καλή γειτόνισσα με πιάτα που φυτρώνουνε στα χέρια καλεί, λαλεί καλά και σήμερα τα γαλανά πουλιά ελάτε, μα φεύγουν τρεχάτε μα έρχονται στα ψυχικά που κάνουν τ’ απογεύματα τίποτε τίποτε όλα ιασμένα τίποτε άγνωστο κι αγνώριμο σαν να ρίχνεις σκαμπαβία από μεγάλο πλοίο να σώζεσαι σ’ άγνωστο γιαλό γεμάτο γη κλιματισμένη από ηλίαση όλα φωτεινά διπλά ευτυχισμένα κι ωστόσο ακόμα πεινασμένα όσα κι αν έχουν τα πινάκια ταμπλέτες πελώριες μοιάζουν σε ανάρρωση ω νόστε παιδεμένε μνηστευμένε αγαπημένε σαν θα γυρίσω τι θα νοσταλγώ κάνε με να ξεχάσω όλα τ’ άλλα ληστευμένε και τα πουλιά και όσα τους δώσαμε που πήραν που δεν πήραν και μείναμε κοιτάζοντας με αγνάντι ένα μετανιωμένο ουρανό που μας ταλαιπωρεί και τα πουλιά που αγαπάμε να μας αφήνουν πίσω ν’ ακλουθούμε κι αυτή η ζωή η τόσο αγαπημένη δε γερνά γιατί το θέλουμε να μείνει νέα
Το πλακόστρωτο Πούποτε μα δεν ήρθα ακόμα, όχι ήρθες ρωτάει κάθε τόσο καθαρό σαν συνείδηση μάνας περιμένει τα βήματα και τα χνάρια διαβάζει με μηχανή κυττάρων στο δροσισμένο σούρουπο ήρθες ρωτάει πώς να του πω πως οι συνεργίες κανονίζουνε πράγματα και θαύματα σήμερα και πως ακόμα και τα χνάρια τα πλαστογραφούν οι επιτήδειοι χρόνοι το πλακόστρωτο αχνίζει πόδια που πάτησαν μούστο που πάτησαν κρασί ωριμασμένων φεγγαριών χώμα του κόκκινου πλευρού μύρα της Μύριας Κύπριας γης μύρα της μυρίας ώρας το πλακόστρωτο η στράτα φωνάζει σε άλλες μέρες κι απλώνω σκεβρά τα πανιά και δεν κάθεται τίποτε επάνω παρά μια φωτισμένη ελπίδα
Το είδες το καλοκαίρι; Προσπέρασε την άνοιξη μα χάνει από φθινόπωρο και κλαίει για τα καΐκια που μετρούν καμώματα και τα πανιά που στήθηκαν τ’ άλμπουρα που ψηλώνουν από αγοριών τα ιδρώματα κι από μακριές πλεξούδες κοριτσιών που τις σοδειές γεμώνουν φεύγουν μα άσε τα άσε τα κι έρχονται πάλε σαν λήθη μια λήθη που θυμάται σε κάνουν χαρωπό έστω μια ώρα έστω για ένα πείσμα
Σε παλιά φωτογραφία Ήταν στο πρόσωπο η εικόνα σου η σιωπηλή ανάσα σε φωτογραφία σου μιλώ μα δε λες μια αθωότητα που και η παρθενία ακόμα δεν εικονογραφεί κι ήμουν όπως βρεθήκαμε στα χρόνια για χρόνια τόσο κοντινά να μοιάζουμε χρώμα στα μάτια χρυσόχρωμο χρώμα στα χείλια δαφνόπικρο ήταν στο πρόσωπο η αιτία ευγενική, γευσάτη σαν αψιά κανέλα που ίδια πάντα αρμόζει να θυμάμαι ήταν ταύτιση, στ’ αυτιά η ταραντέλα που έπαψε καιρό να ‘ναι δική
Πάνω στη γαλέρα Μοχλίνα μικρή στο κατάρτι με παίρνει με παίρνει η ωδή με μάζεψε τώρα η πληγή με σήκωσε πέτρα στο βάθος με σφράγισε λόγος βαρύς η θάλασσα χώρια κοιμάται από μένα η θάλασσα μήνες σιωπά τα βράδια με λόγιασαν βράχια φιλιά σου χρωστά πουλί με καρδιά κοιμάται με σένα στο στήθος γαλέρα σε πίστεψε λάθος σε πίστεψε πια η σιγαλιά στην Κύπρο μοχλίνα μικρή γαλέρα κατάρτι στην Κύπρο μοχλίνα μικρή θα φτάσεις μια μέρα πρωί μοχλίνα: πεταλίδα
Έμψυχα άψυχα Σκαρφάλων’ η φωτιά στο κτίριο κι αδειάσαν μονομιάς από έμψυχα δωμάτια με τ’ άψυχα μείναν δυο τρεις φωτογραφίες του σαράντα να τον θυμούνται Εβραίο από μάνα, ποιος θυμάται τον κύρη μόλις που είχε γλιτώσει από το θάλαμο αερίων του την πήρε ένας Πολωνός και πήρε μαζί και την καχεκτική φρίκη στα ρούχα του έζησε μα πεθαίνει η ανάμνηση σκόνη κι αυτή στις φλόγες κι ο άνεμος φλογερά συλλογισμένος πώς να σώσει τι να σώσει αφού αν θα φυσήξει θα πάρει αφού αν θα κοπάσει θα πάρει η φρίκη ξέρει να διασκεδάζει μόνη κι άκαη κι ακόμα ζει για να θυμάται πλάι η φωτιά πήρε μια άλλη φωτογραφία του δύο χιλιάδες εφτά, ή οκτώ ή ποιος ξέρει ενός θαμώνα αλλιώτικου ενός Παλαιστινέζου από μάνα δεν θυμάμαι μα ξέρω και από πατέρα...ποιος θυμάται τον κύρη μόλις είχε γλιτώσει από τις βόμβες εκείνων που γλιτώσαν από τα αέρια ...αφού αν θα φυσήξει θα πάρει αφού αν θα κοπάσει θα πάρει η φρίκη ξέρει να διασκεδάζει μόνη κι άκαη κι ακόμα ζει για να θυμάται τι να σώσει τι να σωθεί πώς και ξεχνάει ο άνθρωπος αυτά που η φωτιά θυμάται ας θυμηθώ καλύτερα τον κύρη ας θυμηθώ καλύτερα τη μάνα ας θυμηθώ καλύτερα τον άνθρωπο
Ο διώχτης μου Είναι καλός στο σημάδι είμαι για εκτέλεση αύριο επιβεβαιώθηκε πως πρέπει είπαν μα δεν είπαν πότε γιατί το αύριο έχει πολλά ποδάρια ένα για κάθε προηγούμενη μέρα είπαν ακόμα πως θα είναι ένας τοξότης είμαι καλή στο τόξο κι αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που θα τον κάνει ν’ αστοχήσει αν όχι η τέχνη του αν όχι εκείνο που ξέρει να κάνει καλά αν όχι εκείνο που προσπαθεί για να επιτύχει το θέλω των άλλων κι αναρωτιέμαι τώρα μάλλον τι ’ναι αυτό που θα τον κάνει να επιτύχει
Κάτι σε φέρνει πίσω όπως εμένα Φεύγουν σαν φίλοι που λυπήθηκαν φεύγουν και σε θυμούνται σαν άσπρα κύματα σαν σγουρωτά μαλλιά σου κάνουνε νοήματα το απόγευμα που ο μώλος παζαρεύει οι γεύσεις της ζωής τα έντομα φιλεύουν και χθες με νόημα θα ‘ρθουν και αύριο θα ζητήσουν τι είναι ο δικός σου φάρος και πες το πάλι αν είναι ή όχι η ίδια απόιδια κίνηση που φέρνει το δικό κοντά τι είναι η καρδιά χωρίς συγγνώμη τι είν’ ο χρόνος χωρίς μνήμη τι η φυγή χωρίς το γυρισμό κάτι σε φέρνει πίσω όπως εμένα κάτι που λαχταρώ και λαχταράς και μέσα στον καθρέφτη που ποτίζει περασμένα τα χθες αυτομολήσαν ξεχασμένα σκέφτομαι πόσα χάθηκαν αν δεν φωνάξω δυνατά ν’ ακούσεις κι άλλα θα χαθούν ω πόσα σώθηκαν που θέλω να μεθύσω να ξεχαστούν που μας εξέχασαν ξανά να μοιραστούν σ’ ό,τι έχουμε αφήσει το ένα που λιποψυχά
Στο Σεπτήμιο Σέβηρο Θα σε παρακαλούσα να μου πεις αν ζούσα τότε αν θα με δίωκες δεν είμαι τίποτε, τίποτε ακόμα δεν θα ‘μαι τίποτε μέχρι το τέλος γιατί αλλάζοντας το τελευταίο ημίωρο είδα πως θα μπορούσες να με απαλλάξεις γιατί δεν είχα παντρευτεί cum manu και οι γυναίκες, οι sine manu πρέπει να λείψουν για τρεις συνεχείς νύχτες από τους δικούς του μέλλοντα άντρα τους και αφού ήμουν η γυναίκα η ελεύθερη να μην ανήκω θα σε ρωτούσα αν θα με σκότωνες εσύ για μια θρησκεία που δεν πίστεψες, των ελεύθερων τόσο πολύ φοβάσαι τα φτερά δυνατέ τόσο αδύνατε στα μισητά τα μίση που καλλιεργεί η γη του μυαλού ...αν ζούσα τότε, αν δεν σε δίωκα δεν θα ήμουν τίποτε, θα’μουν χωρίς φτερά
Στο αεράκι σε περιμένω στην έξοδο μιας εξόδου σε θάλασσα που δεν χωρά καημούς έλα στο κάστρο που οι πόρτες δεν μπαρρώνουν μην ξοδευτείς σε βαριά φορτία να πάρεις άλλο από ανάσα κοιμάσαι ακόμα στον κάβο μα φύγε πορνό με το χάραμα δες τι σιωπή η σιγαλιά δες τι γιαλό σου φύλαξα γυρνώ και γυρνάς με τα μένα
Δεν σε βρήκα Αφροδίτη ούτε όταν η άμμος στους γλουτούς σου μου ‘δειξε πως κοιμήθηκες στη θάλασσα γυμνή δεν σε βρήκα σε κανένα γιαλό η Πέτρα ήτανε πάντα της θάλασσας και καταφύγιο της σελήνης οι άμαξες σ’ ανέβαζαν στα βράχια της χωρίς ν’ αγκομαχάς δεν σε βρήκα θεά να γλυκαίνεις με φωτεινό το φως σ΄ ανηφοριά είχες το νου σου στα εφήμερα και στα γραμμένα με χαρτί απελπισίας χρωστάς ακόμα τα παλιά κι έχεις τον οδοιπόρο σε μια νύχτα δίχως στρώμα την ξενιτιά σ’ ένα μεθύσι λήθης και μια γυναίκα σαν μια άλλη που ξεγελά και πείθει επί το καλλιτεχνικότερον δεν σε βρήκα να με νιώθεις τη γυναίκα που σ’ ένιωσε
Τα στάχυα τα περίεργα αυτά αερικά σ’ αηδόνι δεν έδωσαν ούτε φύλλο ούτε πίτουρο και αδειάσαν τα σωθικά τους για μας τ’ ακούω γεννούν στη σκέψη την κατηγόρια τους όταν τα μυστικά θα γεμίζουν φωτιές που δεν θα καιν θα ζούνε στα μνημούρια να φυλάνε σύνορα και να γεννούν αναστημένα δικά αλώνια γεμάτα εργατικά παιδιά μιας άλλης τροφής χορτασμένα τα κοίμισα για να θερίσω το όνειρο πως θα γυρίσω λειψό το τραγούδι τη σοδειά τους μαζεύει και τις φωνές που δεν υπόμεναν καημούς με τόσα καπρίτσια τόσα πείσματα ...αυτό το αερούδι το ντυμένο υποσχέσεις ο Βασιλιάς Ιάκωβος το έδινε σε όλους για να πάρει το βασίλειο από το αίμα του κι άφησε την πατρίδα σε ορισμένους μετέπειτα στους μακροδάχτυλους μεταχρονολογημένους αποχρονικοποιημένους μετέπειτα σημερινούς μας άντρες είναι γεμάτο το κρεβάτι μου ονειροκρίτες λειψό το ψωμί κι ένας χορός στα έξη όγδοα αντηχεί να μην προδώσουμε ούτε σταγόνα από το αίμα μας ούτε σπυρί από τα στάχυα μας ούτε να φέρουμε ξένα πατήματα στ’ αλώνι τα στάχυα φωνάζουν τ’ ακούμε κουφά
Τα όνειρα δεν θέλουν διατήρηση και τέτοια Για να καταλάβω... μόλις και μετά βίας όλα στο χέρι σου μα δεν τ’ αγγίζεις ακέραια όνειρα τα όνειρα δεν θέλουν διατήρηση και τέτοια θέλουν να βγαίνουν από την ουρά που τα έβαλες να προχωρούν όσο κι αν τα δούλεψε η σκαπάνη η σκόνη από το λατομείο τα έκανε έρημο βαφτίζει τους διαβάτες στο χρώμα της ελεημοσύνης της ένα σγαρτίλι θα σου μάθει κοκινολαίμικο από την αρχή όταν η παρέα από τον αντίγαμο της μετανάστευσης θα έχει λυτρωθεί από τα δήθεν που δεν θα είσαι πια εργάτης να θες την μπριγιαντίνη στα μαλλιά σαν τότε ν’ αναζητάς τον ήλιο να σε λούζει και δεν θα ‘σαι πια στη δούλεψη των άλλων σαν σε αναζητούν οι μύθοι στ’ αγιογράφημα το κρυφό μυστικό
Στην Κύπρο Πόσο βαδίζω στην αγκάλη σου με βήματα που δεν θα σε πονέσουν με κύματα που δεν θα φέρνουν τ’ αλατισμένα ρούχα ενός πνιγμού στα δάκρυα ανάλωσα αγνάντια κουρασμένα απορημένη και σβηστή από κάματο, νωθρή κι ας με ξυπνάς να με ριγήσεις στα ανεμοβρόχια της καλής ελπίδας με τόνινη καρέκλα με καφέ ρουφούν από το μελίσσι των θαυμάτων μια κορεσμένη μια στιγμή αποθέωσης πόσο βαδίζει σ’ αγκαλιά σου για να σβήσω αυτή τη θέωση με όμορφα λόγια να σε αρτύσω
Περί σχημάτων Φαύλε, είπε το τετράγωνο στον κύκλο άρρωστε λογικέ, απάντησε ο κύκλος και ξέρεις τι είπε ο Γιουγκ για του λογικούς; φέρτε μου ένα λογικό να τον κάνω καλά ατελή είπε το τετράγωνο εσωστρεφή, φούσκα κάποια μέρα θα σπάσεις ναι είπε ο κύκλος και θα γίνουν φαύλα τα θεωρήματα των μαζών αφού δεν θα υπάρχει χώρος να καθίσουν πιο κάτω ένα εγγεγραμμένο τετράγωνο έσκαγε από τα γέλια
Οι γλάροι Με φωνή που μασάνε τα λόγια τηράνε καλά τι θα πουν με κακόφωνα ράμφη σκληρά; με γέμισαν παράνομα αγνάντια ήρθαν στρατιές με σκέψεις μαζεμένες σαν την άμμο ντυμένοι αρχοντικά και νηστικοί άγαρμπα κομψοί σαν φωνές που ανήκουν στο χέρσο στο υγρό βολεμένοι να παν όπου θένε κύριοι υπηρέτες νωθροί έχουν το βράδυ ν’ απολογηθούν δεν ανήκει η κάστα τους σε κάστα πατίκωσαν το αρχοντιλίκι χωρίς να είναι απόλυτα δικό βολεύεται όταν συμφέρει η επαιτεία τίποτε δεν είν’ ατομικό εκτός από τ’ όνομα κι αυτό παραχαραγμένο αλλαγμένο, γλαρό
Νοσταλγώ τον καιρό που με λέγαν Ερμιέττα ήταν παλιά πολύ παλιά και δεν θυμάμαι ούτε ρούχο στο σώμα ούτε λάδι στο μέτωπο είχα δεν λέω μια αιτία να συναγωνίζομαι κάποιους ηλίθιους φιλόσοφους που ήταν να πω την αλήθεια καλύτεροι από το τίποτε είχα ένα κύτταρο που είχε μεγαλώσει χώρια από τα άλλα ήταν απλήρωτα ασυμπλήρωτο από ομορφιές γυναικείες εκείνο το κύτταρο μ’ έσωσε ας ήταν το μόνο που είχα
Άκουγα τις προάλλες μια γυναίκα που άλλαζε τα γράμματα κι έλεγε από το βήμα πως ήτανε δαθκάλα απαντούσα όσο μιλούσε με τον ίδιο τρόπο πως ήμουνα μασήτρια της δαθκάλας γιατί δεν θέλω να βρω ποτέ ψεγάδι σ’ ένα δάσκαλο για τούτο δεν ανέβηκα σε βήμα πάντα ήθελα να μάσω τι ήταν που ο Βρούτος πρόδωσε στον Καίσαρα τι είναι που κάνει τα φρούτα της Κύπρου γλυκύτερα να μάθω ποιο ήταν ο κουρέας της Θεβίλλης χωρίς τη μουθική και γιατί οι Ιταλοί δεν προτίμησαν να ιθιώσουν τον πύργο της Πίζας να βάλουν σε πλάγια κλίση την υπόλοιπη χώρα ήθελα να μάθω γιατί μασαίνοντας θα μάθεις μαθαίνοντας θα μάσεις να διδάξεις να διδάσκεις χωρίς βήμα μέσα από ερωτηματικά σαν σπαρτά που θερίζεις διαλέγεις να διαλέγουν κόβεις να κόψουν όλα όσα δεν είναι ολόκληρα γεμίζεις να γεμίσεις άδειες εσοχές τι είναι εκείνο που πρόδωσε την Κύπρο ακούς χρόνια να πεις μια φορά κι ας είναι να ζητήσεις νερό, παράφωνα αλλαγμένα την κατάλληλη ώρα που πρέπει να διδάξεις πώς πρέπει να πίνεται
Πώς την ελέγαν Είπε πώς την ελέγαν και πως ήταν μια αυτόχθονας την αναγνώρισα στο Συνέδριο γυμνιστριών όπου απαγορεύονταν να πούμε τη λέξη πουριτανισμός χωρίς να την ξεντύσουμε δεν είχε κοσμήματα είχε μόνο μια τσάντα από δέρμα σε χρώμα δέρματος και το χαρτί στο ίδιο χρώμα κι ένα ήμερο φως για χαμόγελο με λέγαν Μάχα της είπα και πως ήρθα απ’ τη Συρία με το καραβάνι Μάχα, σημαίνει μάτια του ελαφιού φοβισμένα που κοκκινίζουν αλλεργικά στο ψέμα που δεν έχουν φακό να δουν πέρα από φόβο μου είπε πως το δικό της όνομα σημαίνει φάρμακο για ένα ελάφι που φοβάται την λέγαν όπως μου είπε πως τη λέγαν και μένα με λέγαν πάντα Μάχα που τον φόβο σταμάτησα που η μάχη δεν κόπασε που άρχιζε η γιατρειά όταν γίνεις αυτόχθονας της ιδέας, μιας άλλης γης, μιας νέας ελπίδας
Τον καιρό του Χριστού σε βάφτισαν με μένα στον Ιορδάνη άκουγες διάφορα να λεν πολλοί και πρόδωναν ακόμα πριν τη βάφτιση η ιδέα πως άλλαξαν πως εγινίσκονταν ενός λαού με ειδικές ανάγκες για την ιδέα μιας ιδέας μ’ έκανε να ακολουθήσω εσύ; εσένα; τι σ’ έκανε να πεταχτείς στο ρέμα; ο Ιορδάνης ήταν μέσα μας ήταν κάτω από το στρωσίδι μας την ίδια ώρα που ξημέρωνε που παιδευόταν η μνήμη να βρει λάθη να τα μολογήσει
Για πάρτι τους Ένας παπάς, ένας ραβίνος κι ένας χότζας πίναν μαζί ρακί όταν κανείς δεν κοίταζε και όταν πια είχαν μεθύσει ο παπάς εξομολόγησε τον ραβίνο που ήθελε να γίνει παπάς ο ραβίνος έκανε τον χότζα να μιλήσει που ήθελε να γίνει ραβίνος και ο χότζας κατάφερε με τα τσαλίμια τον παπά να πει πως ήθελε να γίνει και χότζας και ραβίνος μα να μη χάσει τη θέση του και κανένας δεν ήξερε τι ήταν ποιος ήταν καθένας ήθελε τον άλλο για πάρτι του καθένας ήθελε του άλλου για πάρτι του αλλά δεν ήθελαν να χάσουν για πάρτι τους τα δικά τους
Κάπου στην Κωνσταντινούπολη, το 1204 μια γυναίκα έξαλλη και παραμελημένη φωνάζει μα κανένας δεν ακούει μια γυναίκα …μα για όνομα του Θεού μας σώσατε, μας σώσατε λέτε τη γλώσσα μας Γάλλοι; ευχαριστώ σας πολλά εγώ που σας αγαπώ εγώ που πίνω νερό στ’ όνομά σας δεν το πιστεύω το μακελειό που μας φέρατε αφού πιο πριν, πολύ πιο πριν αν θυμάστε καλά μας την είχατε κόψει μας την είχατε ακρωτηριάσει μας την σώσατε; πάλι καλά! ευχαριστώ σας πολλά! πώς όμως; πώς; παιδεύομαι γιατί είστε το ίδιο για μένα η προσευχή μου εσάς αγγίζει μετά από τους δικούς μου, τους Έλληνες που μου την ακρωτηριάζουν κάθε μέρα τώρα κι εσείς τώρα κι εσείς οι άνθρωποι που αγάπησα βγάλαν τα μάτια της γλώσσας μου να της τα βάλουν πάλι πίσω ω Γάλλοι, ω Έλληνες!
Η φωτογραφία Μυρίζει όμορφα η αλήθεια της στιγμής μιας απόδρασης πικρής μυρίζει άνοιξη η ψυχή και κλιπς από εμφανίσεις μυρίζει μπόχα το φαρμάκι μυρίζει φάρμακο η κλεισούρα στο θάλαμο εμφανίσεων ήταν μαύρη η μισή κι η άλλη με χρώμα αχρωμάτιστο αν και δεν ζήλεψε κανένα άχρωμο το χρώμα περιμένει την αθάνατη στιγμή να ξυπνήσουν από το σκοτεινό δωμάτιο τα πέπλα της εμφάνισης στα κόκκινα τα μάτια του αγριμιού κι ο φωτογράφος ανυπόμονος να βάλει χρώμα παραπάνω το κοντινό να γίνει απόμακρο το μακρινό να έρθει εδώ
Πήρε μαζί τον ήλιο του έρωτα Δεν χρειάζεσαι άλλον έρωτα στη Λεμεσό έρωτας είναι ο ήλιος κι ανάμεσα από τα χέρια του ο άνεμος περπατάς και ερωτεύεσαι και σ’ ερωτεύονται τ’ αστέρια με παράφορη ορμή ακόμα και τα μακρινά καΐκια στέλνουν μηνύματα δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο στη Λεμεσό στη Λεμεσό έρωτα θέλεις και έρωτας είναι ο ερωτευμένος ήλιος ο δύτης του ορίζοντα στην Αγίου Ανδρέου ο άγνωστος στον παράδεισο ο λαθραίος στην Κύπρο ο μόνιμος κάτοικος στο Ακρωτήρι ο ερευνητής στη Μέσα Γειτονιά ο βοηθός και ο ντελάλης έξω που χαρίζει φρούτα που στάζουν γαίμα από τα χέρια του πήρες πιο πριν από το φως τα λόγια του από πριν πουλιά που σε δασκάλεψαν να έρχεσαι μήπως και βρεις κρυψώνες ένα αγόρι που δεν πρόσεξες πήρε τα τάματά σου στην Αγία Μαρίνα στη Μαρινούδα της νιότης ένα κερί που έκρυψες να σε φωτίζει σαν πήραν φως από θάλασσα της πόλης που σε γέννησε τ’ αγνάντια πήρε μαζί του τον ήλιο του έρωτα τον έρωτα του ήλιου ον ήλιο, ήλιο έρωτα
Οι ήχοι* του πενήντα στην ψυχή μου Τσαι πίρι πίρι μου είπασιν πως κάμνει το παπίριν τσαι στο χωρκόν ανάγιωννα του κάμπου τις φωνές τσαι ττάκκαρα τσαι ττούκκαρα ούλοι μας που γυρόν ούλοι μας κάτι κάμναμεν κανένας δεν ησύχαζελ λεπτόν τσ’ ήταν βολές που βίζι βίζι οι μέλισσες τζι βούζου βούζου οι μούγες τζαι αγκάνιζεν ο γάδαρος της θκειας μου της Ξ αθθούς τζαι πούτζου πούτζου οι παιδενές τζαι φούρτου φούρτου έφευγαν οι άντρες στες δουλειές τζαι τίκκι ττόκκο εγλύτωνεν η μέρα τζαι ππάττα κιούττου έφευκεν ο ήλιος στον γκρεμόν τζαι ψεψεψέ τα μυστικά τσαι σούψου μούψου λόγια τζι μούρρου μούρρου οι θόρυβοι γεμίζαμ με ζωήν τσαι πουλπουλπουλ οι όρνιθες τσαι ζούρρου ζούρρου οι ζίζιροι τζαι γούρρου γούρρου η τσοιλιά μ’ αθάσια με καρύθκια τσαι πούρρου πούρρου θα έφευκα σε άλληγ γημ μακριά τσαι κκάχχα κκούχχου αρρώστησεν ο γέρος που μαράζιν τσαι μάτσια μούτσου η γιαγιά με γέμιζεν φιλιά τζαι πε τζαι πε να μείνω εμάλλιανεν η γλώσσα μέσ’ στ’ αγιάζιν τζαι πλάτσα πλούτσου η θάλασσα ετράβαμ με μακράν τσαι λούσια λούσια τα όνειρα θκιάκλισεν τα η τύχη τζαι βίρρα έτσι άξαφνα έφυα στην νοθκιάν τσαι κλάψε κλάψε εγέμωσα τα δάρκα σε καράβι τσαι μείναν πίσω οι θόρυβοι να με βαστούν κοντά τσαι άχχα βάχχα θκιάβηκα όπως θκιαβαίννουν ούλοι τζαι ππούφφου, ππούφφου έμεινα
*Όλες οι παραπάνω ηχομίμητες λέξεις χρησιμοποιούνται στην Κυπριακή διάλεκτο
Στη Σοφοκλέους δεκαέξι είχε ένα αγόρι για μένα ένα γιο για μένα μια αγάπη για μένα μια πίκρα για μένα σε κάθε δρόμο η ηλικία, η πόλη, η τύχη δεν αστειεύονται έχουν τετράδια γεμάτα παραγγελιές μόνο που δεν γνωρίζεις σου φαίνονται όλα ένα πρέπει ένα γίνεται οι φωνές των νοικοκυράδων που ανοίγουν το βράδυ τα παράθυρα και ακούει η γειτονιά και αν ζεσταίνονται κι αν ποθούν έχουν παραγγελιές κι αν ποτίζουνε με ταξίδια τις χωματένιες κουκουμάρες έχουν παραγγελιές για τα πετσετάκια τα κεντημένα στο σμιλί έχουν παραγγελιές γραμμένες για το αύριο έχει ένα αγόρι για μένα στις Σοφοκλέους δεκάξι το γνώρισα πριν το πρόσωπό του στους γιούδες μου το χάδι του στον ύπνο μου την λεβεντιά του στον ήλιο που γλυκαίνει τη Λεμεσό και μια παλιά φωτογραφία στο κιβούρι αυτός, ο γιος μιας πληβείας τόσο πατρικίας μιας νοικοκυράς με τα ίδια παπούτσια κάθε μέρα του χρόνου αυτός, ο παντοτινός μου σύντροφος έμεινε πάντα το ένα το αγόρι της Σοφοκλέους δεκάξι που τώρα κάνει γόνιμη τη γη της Αυστραλίας με τα μύρα του