Έρμα Βασιλείου
Κρυπτογραφίες ποιήματα
από τα
Άμισθα χρόνια
Εκδόσεις Αφροδίτη - Aphrodite Editions Μελβούρνη - Melbourne 2006
Cryptographies Poems First edition ISBN 0-9586877-2-2 Š Erma Vassiliou
Aphrodite Editions 14, Bradley Court Hampton Park, 3976 Melbourne-Australia tel: 03 9702 7107 erma.vassiliou@anu.edu.au Erma Vassiliou is a Visiting Fellow at the Australian National University Canberra
All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, stored in a retrieval system or transmitted in any form, or by any means, electronic, mechanical, photocopying, recording or other ways without the prior permission of the author.
στη μνήμη του Βασίλη μου
Έργα της ιδίας Η Θέαλλη
(The Storm) Owl Publishing (1993) (Vers en prose, fiction)Καλένδες (Calends) Collections Books (1995) (Prose-fiction) Εώρακα (I have seen) Collections Books (1996), (Vers en prose and prose en vers, fiction) Κλέλια (Clelia) EKEME (2000) (Prose (novel) fiction) Η Αγγελιοφόρος (The Messenger) EKEME, (poetry) (2003) 1st volume (six poetry books in one) Πλανήτης για ένα κάτοικο Τα ερωτικά ονόματα της επανάστασης Σύμβολα Χαρίτων Ωδές Αδύτων Ωδές Υδάτων Η μάρσιπος Η Αγγελιοφόρος (The Messenger) EKEME, (poetry) (2005) 2nd volume (six poetry books in one) Άνθος αρμονίας Τα ποιητικά αίτια του έψιλον Η τοξοβόλος Η πόρτα της θαλάσσου Χρονογραφία Πράσινο στάχυ Η γυναίκα που έγινα Τόμος Α΄ (αυτοβιογραφία) (under press) Aphrodite Editions Η γυναίκα που έγινα Τόμος B΄ (αυτοβιογραφία) (under press) Aphrodite Editions Πέρα από τη σιωπή (ή Ασώματοι στίχοι) υπό έκδοση
Ρωτάς για περιόδους του ήλιου και για ηλιοστάσια ανοικτά περιμένουν βροχή τ’ αναμμένα κοχύλια η θάλασσα δεν σβήνει πυρετούς και η λάβρα βάφει σαν να θέλει να πεθάνει σαν να θέλει να ζήσει τα φαινόμενα έχουν όλα την ερμηνεία τους μια μικρή με βάδισμα μάγισσας και κόκκινη φούστα φέρνει μια ανάσα από τα χείλη του αστεριού μα το θηρίο φυσάει στα σωθικά μας
Η γυναίκα των ναυαγίων ξέφυγε από τα ναυάγια από τις πέντε το πρωί μέχρι την άλλη μέρα σώζεται κι αν είναι δεν το ξέρει κανείς κι αν δεν υπάρχει το ίδιο άγνωστη δουλεύτρα παραδουλεύτρα κι αν πληγώνεται δεν είναι πληγωμένη κι αν κοιμάται στα δυο της νύχτας ένα αστέρι καθαρίζει με πανί του γαλαξία στο πάτωμα τα χνάρια των βιαστικών που την προσπέρασαν κι άλλο αστέρι αφήνει μια πνοή στο βράχο να κάνει να την πάρει στον ώμο του ...ένα ξανθό παιδί το φως χαιρετά και χαιρετά η γυναίκα των ναυαγίων σωσμένη απ’ όλα από το ναι και όχι των εποχών στο δρόμο ανταμώνουν του θεού τα πάντα που δεν θέλουν μέτρημα αν θα σωθεί ξανά το ίδιο θα τη βρει αστέρι
Aύριο το χέρι της Αθηνάς θα κινείται γλήγορα να μας συναγωνίζεται από την κρυψώνα της θα το βλέπεις να υποδύεται την κλήση σου είμαστε θνητοί οι ευτυχισμένοι κι οι θεοί μετρούν την ευτυχία μας με χρόνια θανάτωσης
Σκηνές πιστές στη μνήμη οι φωτιές ανέθεσαν στον άνεμο την ιστορία τους χάθηκε με τις πυρκαγιές ο βιος του Γιάννη του Τόνυ του Κάμερον που γιατρεύτηκαν με πυρετό από σοκ σκηνές μνημονικές στην πίστη έσβησαν με δεκατέσσερα λίτρα ξανθό υγρό τη μέθη
Στη μνήμη θα βρεις να πεις αλλιώς δεν έζησες, αλλιώς δεν είπες κι είσαι άπιστος διπλά τριπλά κι απίστευτα άπιστος αν δεν εξολοθρεύσεις το εφιαλτικό σκαθάρι που τρώει την αλήθεια επειδή δεν την έχεις μελετήσει σαν γνώση που λέει που θα πει που θα κλείσει ζωή με κείνα που λεν που θα κλείσουν ζωή να χαθούν στάθηκες τυχερός που δεν ήλθε κοντά σου η διχαλωτή γλώσσα του δράκου κι οι αγάπης σκηνές της φωτιάς κρεπ Suzette μην παραγγέλλεις άλλες
Το κόκκινο τ’ ακούς πέφτει στη γη σε ιστορικά μεγάφωνα περιστέρι ερωτευμένο που ο χρόνος άφησε να μας αγαπήσει... να θυμάσαι τη φωνή του την ελπίδα την σκέφτεσαι σου μετρά τα βήματα το αύριο το ονειρεύεσαι σαν αρχιτέκτονας του χώρου σαν υπόσχεση που ζητάει μια σχέση με το τώρα μίσχος φυτού που μισεύει κι είναι σπαθί την κόψη του που αιμάτωσε του μέτρου την πορεία την καθήλωσε
Αν θ’ αγαπήσεις τον σωτήρα σου θα σε παιδεύει η αγάπη του χρόνια δυο κομμάτια σίδερο χάραξε δυο σύνορα κι οι πυρκαγιές αν τα χάσουν θα πνιγείς στο κόκκινο που καταπίνει στο νερό που σβήνει αν δεν βρεις γερά αυτά που μένουν
Στον κάμπο της θάλασσας έχουμε από καιρό στεριώσει σε αγέλες, κοπάδια κύματα νερό να δώσουμε να πιουν από το στέρνο μας σφίξαν μέχρι τον πάτο την ελευθερία του πέλαγου φύκια, ταινίες μαύρες σ’ ένα θλιβερό στακάτο αναγραμματισμένoι τίτλοι διαφημίσεων, πλέουν στα κύματα πράγματα και θάματα που δεν προφταίνουμε η σημασία υπάρχει μα κρύβεται επειδή έτσι το θέλαμε το κρυφτό παιχνίδι των κωδίκων
Kαΐκια πράσινα σαν θεία δώρα σαν οράματα σαν κάρτες με αριθμό των καταθέσεων που φράζουν πρόσβαση μας έμεινε ν’ ανοίξουμε τα πιο δύσκολα μαθηματικά σχήματα δεν είναι όλοι οι αριθμοί φυλακισμένοι με πέρλες ν’ αρτύσουμε τα μαλλιά του πελάγους η καρδιά μας πηδάει για να ζήσουμε στο ζήτω της δικός μας είναι ο ήχος για το άγνωστο τώρα κι αχνούδωτη ελπίδα παιδεύεται να μεγαλώσει στο κυνήγι των λαθρεμπόρων
Τα τραγούδια της μάνας μου όλα δίχως μια νότα ήταν την απέφευγε σαν υπενθύμιση με νοσταλγικό ταμπεραμέντο ατελείωτα σαν άντρες που φιλούν γυναίκες που φιλήθηκαν κήποι που πατήθηκαν όνειρα που στήθηκαν όλα χωρίς εκείνη τη νότα που χωρεί στο πεντάγραμμο των αθώων κι όταν λείπει σε κάνει του κόσμου το Μισίρι
Βρήκα ερμητικά κλεισμένο στο μπαούλο το νυφικό μου φόρεμα στενό κοντό κοντούτσικο δε μου χωρούσε από βάφτισμα σε βάφτισμα και αγρυπνούσε να ξαναμπεί στο σώμα μου ν’ ανήκω
Η ομοιοκαταληξία -λίστρο με ακίδα τη γλώσσαμου κρύβει την ορθότητα της πληρότητας σαν φωνήματα με πόνο σαν αγάπες στων ζητιάνων τα χαλαρά ζωνάρια δεν την άντεξα την αρρυθμία οι λέξεις και τα γνωμικά μού στιγμάτισαν το δέρμα μού κεντούν ακόμα τατού το αλφαβητάρι που ξέρω και ανάποδα όπως μου το ‘μαθαν ωψιχιφιύ, τασιρωπιό, ξινιμιλακά ηθιηζηέ δέλτα γαβηά θα περαστώ στη λίστα των αγνώριμων και στων παλιών τα ημερολόγια θα φαλτσάρω όσο μπορώ το πλοίο βάρος μου σαλπάρω
Χείλη με φίλησαν που κράτησα στης νιότης των πενήντα μου τις νύκτες να δώσω μιαν αιχμή να πω πως έζησα, ας είναι τότε γύρισε πίσω άσπλαχνε λιμοκοντόρε ανιμιστή της ώρας με τους δείκτες λιώσαν τ’ αποκαΐδια λιώσαν, λιώσαν τα μολύβια που σου έγραφα τα ίδια μου είχες κάνει πέρσι, πρόπερσι πως το νερό κοχλάζει με τον πάγο στο λαιμό του
Ο Μάρτης έχει πολλές γνώμες μα όταν σου χαρίζει, σου έχει πάρει τα είδη τα νιάτα, τα ονόματα το πνεύμα, και συχνά τα ισχνά που κόρεσες δίνοντάς σου αφαιρώντας με συνείδηση με γρήγορο τρόπο όπως τη γυναίκα που δίνει τον άντρα που παίρνει ο ένας του άλλου το δόσιμο κι αγνόησε όμως τι μας λέει τι μας έζησε γιατί πήρε το Βασίλη το Βασίλη το Μίλτο τόσους άλλους που αγαπήσαμε δεν απατήσαμε που αμαρτήσαμε
Η φλόγα δήθεν ζει στο πάθος της αντανακλά στο φως της πολεμάται από τα ίδια τα τομίδια που γράφτηκαν για να την υμνήσουν ταξιδεύει να βρει τη βροχή όλα καλά αν το μήνυμα κι ο σίφουνας με το χαρακτήρα του ξοδεύονται στον ίσκιο μιας ψυχής
Είναι λίγο το κρασί… να μεθάει τον όχλο να κρύβεται πίσω από το πετσί του τυφώνες θα περάσουν βιαστικοί κι απόψε... μαζεύονται τα ώριμα μετριάζεται η δράση της μέρας θα μαστιγωθώ σαν παραβάτης μια φορά, μια εξορία εξουσίας να δουλεύω αμίσθωτα νιάτα και άσιτα γεράματα για μια γουλιά, μια στάλα νάρκωση
Δεν προφταίνει τα ρούχα της ν’ αρπάξει πώς να ξεγράψει πώς να πετάξει κι αυτή το χαβά της δίνεται στον αβά της η μέρα γυμνή ξετσίπωτη και πάντα αθώα αρτούσα μια ψευτοπαναγιά αρετούσα
Σαν τους ιούς στον υπολογιστή τους έβαλαν γιατροί για να πουλήσουν πως η ευθανασία είναι κατασκεύασμα είναι Αυστραλία που πειραματίζεται ψυχές σαν δανείζεται κι ο φόρος ματώνει το κλάμα στο μνήμα το κλάμα στο κύμα ο φόρος στενόχωρος χώρος πληρώνει νεκροθάφτες μη νεκραναστημένους
Λυχνάρι μού παίρνεις τη νύχτα από τα μάτια των άγρυπνων στις λάμψεις των κάρυνων επίπλων καρφώνεται η αλήθεια της ακρίβειας φως από γνώση αλάνθαστο λογικό με τα στοιχεία όσων φοβούνται να κλείσουν μάτι κίτρινο
Σαν από αλάβαστρο στο σχήμα θήλαστρου αποτυπώνει η νύχτα την οδύνη σου στο θόλο τ’ αστέρι θα περάσει μεθυσμένο να ζητά όσα δεν ζήτησες του παραβάτη γέρου χρόνου λύτρα μια μήτρα τόσο αδύνατη τι κάνει για να δώσεις στα κρόσσια από του ήλιου τον ιδρώτα ένα φως το θέλει η ψυχή όταν στα χέρια η σκόνη το ξανάβει
Η χαμηλοβλεπούσα η ανατολίτισσα, η λεχούσα στο παναθύρι κουβαλάει τα ρούχα της γιατί γυμνή πριν έρθει ο πασάς της στέλνει ένα αντίο με φιλιά ολόγυμνη στο φως για ελεημοσύνη στην προσευχή της κάλπικης της φτώχειας μισόγυμνη φεύγει από το κόκκινο το δείλι που υπηρετεί θεούς σαν άστατο χαμίνι που υπηρετεί τον άνθρωπο του ήλιου το καμίνι
Στην καρότσα του χρόνου φορτώθηκαν δεν έμεινε τίποτε κεντήματα στο σώμα σωροί τ’ αστεία των περιόδων θερισμένοι όρκοι ειπωμένοι θα ζήσω, θα ζήσω όταν ο ήλιος ματώνει τις πέτρες
«Trop de noms pour avoir un» τα ονόματα των λουλουδιών αρμόζουν στα βιβλία πολυσύχναστοι οι δρόμοι όπου μπαίνει ο λαός και σαρώνει πατά σκλαβώνει μια μυρωδιά την παίρνει ο άνεμος ένα όνομα δίνεται σε όσα εννοούν κι εννοούνται πολλά για να έχεις ένα ένα για να βρεις το δυσεύρετο και τ’ όνομα που ξέρεις πως έχεις που δεν ξέρεις πως δεν έχεις το δήλωσες αργά
Αμαρτάνει στα λίγα η ψιλή βροχή με τον αόριστο χρόνο της αδύνατη πονεμένη της λήξης ψιλή, σαν την καρδιά που έχει να δώσει τόσα λίγα που είναι περισσότερα πολύ πιο λιανότερα ψιλή σημαδεμένη του λειψού του δοσμένου ψιλή κι επανδρωμένη
Κάνω να ξεφύγω για να ξεφύγουμε από τον πλατωνικό έρωτα από τα πλήκτρα του που έμειναν στο πιάνο ακτύπητα να θαυμάζουν την ίδια νότα ...γιατί αραδιάζεις τα φύλλα με δαγκωμένα μπράτσα; γέμισα τους τοίχους βιβλία χωρίς αφή και δάχτυλα σαν σήκωνες φορτία πλήξης θα φτάσουνε, το ξέρεις, οι Ερινύες να μετρήσουν το βάθος στο ρέμα σου και δε σε παίρνει πέρα στη μύτη του βουνού στο πετρωμένο δάσος που ξυπνάς με τόξα, μ’ ελπίδες αν δεν γίνεις πραγματικότητα
Πέφτει ξαφνικά κι ανοίγει η αυλαία σ’ αλήθεια που κερδίζεις με πνεύμα κι όταν ο χρόνος σου πετάξει τ’ αντικείμενα που αγαπάς σου ξύνουν το σβέρκο κοριοί που δεν χρειάζεσαι να πιαστείς από τα ποδιά τους
Δεν είσαι τρομερός στους τρόπους σου ασυνήθιστος είσαι, αχρωματικός στα δύσκολα δύσκολος στ’ αχρωματικά και το μπορείς να ξεχωρίσεις όσα ορίζουν τους κανόνες της αποίητης ζωής που ακολούθησες
Σιωπή ευλογημένη αφόρητη κι αφορισμένη λευκή σεπτή καταραμένη του χειρισμού σου τα πηδάλια είναι παραφερνάλια
Θα πρέπει να σου το ξομολογηθώ τους Βακτριόνες δε γνωρίζω ήμουν μια από τις γυναίκες τους κάποτε μα έτσι όπως το έθεσες ακούγεται σάλπιγγα το όνομα που θέλει να ξυπνήσει μυστηριώδη αέρια με ζωνάρια που με δένουν γερά έτοιμα να με κόψουν στα δυο ...στον ποταμό Ιαξάρτη χτίστηκε η Αλεξάνδρεια η Εσχάτη η Χοτζέντ, κλείσε τα μάτια στο παρελθόν της κατάκτησης όποιον κι αν νίκησε πέρασε τρυφερούδι από βράχια που σήκωναν τις μέρες να γλυκάνουν τα πτηνά με τα μεγάλα πλεκτά τις καλλίγραμμες φτερούγες
Σε μιας Περσίδας το χαλί Κσι σ’ Αφγανής τη φούστα έμαθα πόσο καλά σκοτώνουν τα βέλη των εχθρών, μάς πήραν τη γαλήνη, το χρώμα της τη μικρή παλάμη με το ευχέλαιο τη Μεγαλοτετάρτη, το αποκούμπι... στο φως σου, πες με φεγγίτη στην τέντα του καταυλισμού αν δεν θ’ αποφύγεις τη Βακτρία στην κορυφή που δασκαλεύει ο νους δεν έχει η γη ακόμα δει κατακτητή...
Στην έξοδο μην το ξεχάσεις ν’ αφήσεις όσα είπαμε... θα γυρίσεις με χαρτιά σε χρώμα χακί θα στενεύει ο χώρος των αποσκευών όσα παίρνεις πολλά, είν’ βαρετά συχνά συντρίμμια ανυπόφορα οι πόρτες τα περάσματα στενά άδικα σε πολεμούν οι σουβλερές φλόγες να τ’ αφήσεις τ’ αχρείαστα στην έξοδο να πάρεις και τα όνειρα κι εκείνα που δεν σ’ άφησαν να κοιμηθείς εκείνα, θέλουν να έχουν τ’ όνομα ενός μάρτυρα και ήδη φόρεσαν στεφάνια τα κόκκινα βέλη ταξιδεύουν με σταγόνες ίδρωτα σε μια ζωή πολύχρωμη που σ’ έχει σ’ ένα κόχλασμα δεμένο
Κάθε πρωί, όπως κι αν το κάνεις ένα άνθος ανθοβολεί χώρια από την ταυτολογία στο πίσω μέρος των τόξων του έρωτα για τη ζωή που σκέφτεται να σ’ αθωώσει ας σ’ έβλεπα με το αυστραλέζικο καπέλο σου καβάλα στο άλογο την ώρα της φωτιάς να με σηκώνεις από τη φλογερή μανία κι ας ήμουν μισή με άνθη μισή με κάρβουνα ντυμένη στην ιδέα δοσμένη της φρίκης του ερχομού κι αν ο ήλιος στέκεται ακίνητος ας μην γίνω η σωσμένη
Το κύμα το ψηλό αλμυρά κι αναπάντεχα μ’ ανέβασε στις θάλασσες ψηλά στους καταλύτες φέρνουν άλικες λέξεις τα κύματα δεν τις σηκώνουν πάνω τους οι φωνές των βαρβάρων με παίρνει ρεύμα παίρνει τη φωνή βαθιά στα κόκαλα η βουή μιας θάλασσας που δε μ΄αφήνει πιο πέρα πιο μετά σε μια ανθισμένη χλόη να σ’ ακούσω εκεί που μ’ άφησες σε ορδές, βασανιστήρια
Σαν βουρτσίζει τα δόντια του στο νέφος του λουτρού σ’ ένα δωμάτιο στο πάρκο Κακαντού* κάνει πέρα ο καθρέφτης που έθρεφε με το πρόσωπό του τον βλέπω κάνει πέρα η σκιά που έθρεψε με τον ήλιο του κάνει πέρα κι ο ίδιος δεν τον κατάλαβε ούτε σήμερα τον εαυτό του
*Kakadu, πάρκο στη Βόρεια Επικράτεια της Αυστραλίας
Υπάρχει φως με ζεστασιά και καρτερία με χάρη υπάρχει φως μονάκριβο που το μπορώ να δω όταν μ’ αρπάζουν στα βαθιά κουρσάροι ανεμοδείχτες υπάρχει μια βαθιά πληγή που ξέρω ότι θα γιάνεις με τροφές αχώματες με συλλαβές αδόνητες ξέρω να μακρυνίσκω υπάρχει μια κρυφή χαρά κρυφότερη του νόμου που με κρατά στη θαλπωρή τα νήματα να δένω όχι, δεν πεθαίνω στην πτώση μου
Αύριο θα γεμίσω μια λεκάνη με κεράσια κι αίμα και ζωή στον ήλιο να δωρίσω γη να μείνει αδώρητη η ζωή δεν κάνει πόσο το περιμένω στο κατακόρυφο με πήρε το φιλί για τη ζωή το φως της που μεσουρανεί δοσμένο
Περνάει η σκόνη της δόξας από τουλπάνι λεπτό σιρόπι πηκτό χωρίς μοσχοκάρφι κι όσο λεπτή κι αμόλυντη στον κόσμο της μικρόβιο στων άλλων των λαθραίων στα ταπεινά της χώματα της αφθαρσίας πουλάει συνταγές αθανασίας ένας που ντύθηκε φτωχός στην φτώχεια δεν ξεχωρίζεις συνετό μέσ’ στο μετρό μέσ’ στο ταξί ακούς αφηρημένα λόγια μαστορεμένα με το εργαλείο του κουτιού που ισοπεδώνει πνεύμα μονάχου νου το γεύμα
Ο ποιητής στο διπλανό στο αδειανό δωμάτιο το γεμάτο με όχλο που κοχλάζει μέσα στις σελίδες σκορπίζει χωρίς να γνωρίζει παράδεισο, μοσχομυρίζει το σκεπτικό υλικό του το δικό του κι έξω μας πνίγει η κάπνια τα ράδια φουμάρουν τις ειδήσεις παραζάλη μεγάλο καλοκαίρι ατέλειωτες οι κρίσεις το ξέρουμε όλοι, είναι στάση χωρίς πινακίδες μ’ αδέξιους μεθυσμένους οδηγούς που βιάζονται για σύνταξη πορείας
Χέρια πολύφερνα αλλάζετε μορφή στο στόχαστρο τον μπάτη πώς να ζωγραφίσετε που κλέψατε τα χρώματα του Ανθώνα φιλιά σκυλιά της Απωλείας ασκητικά της υπενθύμισης της λείας στα δυσκολότερα τα σχήματα που δίνουν για να πάρουν χέρια, δώσατε σε όσα αφήσατε έρημα στη μάντρα με τα ζώα με αψηφήσατε της μνήμης της ανθρώπινης δεν είστε χέρια φιδίσια της ευελιξίας του χορού της ευθιξίας με πήρατε στα χρόνια με σφίξατε μα πόσο μ’ αγαπήσατε ποτέ σας δε με πείσατε
Σ’ ένα πρόχωμα το σιδερικό που γράφει στην κάννη USA παίζει παιχνίδια στη συνείδηση σ’ όποιον το διαβάσει «ούσα» -γιατί δεν ήταν θηλυκό του όντος ποτέ υπάρχει, παίζεται η λέξηκι όσο κι αν ανακουφίζει το καθήκον και ναρκώνει η λέξη τους δικούς της βρεθήκαν παγιδευμένοι δεν απολύτρωσε η USA ποτέ όταν μαζεύει με τέτοια ευκολία τ’ άψυχα η νύχτα βαριέται τις απολογίες πως αρνιούνται τη σοφία της φύσης δεν είναι ποτέ, δεν ήταν της λύσης το σίδηρο τα εγχάρακτα
Με ταΐζουν κάθε μέρα ποιητές που θέλουν να γίνω δική τους και του χρόνου που θα με φορτώσει τ’ όνομά τους αυξάνεται καθημερινά το φαγητό που βρίσκω σε όσα μου φύγαν και δεν γνώρισα πως γνώρισα... και ήμουν δική συμπτωματικά των ποιητών πιο συμπτωματικά των δικών των ειδικών πιο σίγουρα και των υπεριωδών με ταΐζουν κάθε μέρα ποιητές θέλουν να γίνω δική τους η ιδιοκτησία δε με γεμίζει ούτε ο χρόνος που θα με φορτώσει ονόματα που έφτιαχνα πάντα σαν να ‘μουν παπάς, ανάδοχος γραφίδα που αυξάνεται καθημερινά που βρίσκω σε όσα φύγαν και δε γνώρισα πως γνώρισα...
Κάτω στον πρώτο όροφο ένας Τούρκος που εξόρισε η πατρίδα του, μαγειρεύει με τοματοπολτό από τη Σμύρνη πόσο ζαλίζουν οι τούρκικες τσίκνες είναι τόσο καλά κατασκευασμένες και δεν ξέρουμε αν χαίρεται ο Τούρκος την εξορία ή αν η εξορία τον χαίρεται γιατί με Τούρκο δεν ξέρει κανείς ποτέ του τίποτε ούτε πού πάει, ούτε πού έρχεται κι ο τοματοπολτός συχνά πήζει σαν αίμα αν και θα έπρεπε να πω πως νερουλιάζει κι εξαρτάται αυτό από την τσίπα του καθενός και βάφει τον έξω τοίχο του διαμερίσματος το διάδρομο, το κοινό πλυσταριό τα φύλλα μιας μουριάς και δεν ξέρει πού να κρυφτεί η μέρα κάποτε αυτό το υγρό έχει ρέζους θετικό κάποτε αρνητικό κάποτε τίποτε, ρέζους γιοκ περνώ, το περιεργάζομαι αν και δεν το βλέπω περνώ, του δίνω ευκαιρίες να με δει σαν άνθρωπο γιατί ένας εξόριστος της Τουρκιάς πρέπει να βλέπει, λογικά, τον άλλον σαν άνθρωπο και λέω, κάτι καλύτερο ο εξόριστος ο Τούρκος αν και δεν το καταλαβαίνω γιατί περνώ και το λυπάμαι αν και δεν το αισθάνομαι και το μόνο που ξέρω είναι πως φοβάμαι τη μουριά, τον πολτό, την κόκκινη μέρα φοβάμαι για μένα μη με βρει στον ύπνο μου το χρώμα της εξορίας του
Φτάσε χωρίς τα ρούχα σου της πλήξης
δίχως τ’ αόρατα νήματα που σ’ έκαναν χρηστό στα μάτια του δικαιωτή σου ο ήλιος μας εδώ είναι σαν εμάς οξύμωρος της καλοσύνης και σκληρός και κάνει εντύπωση πόσο εύκολα μπορεί από την καλοσύνη να ριχτούμε στη σκληράδα σαν την εποχή του πυρός που πυράκτωναν στα ρούχα μας οι αρνήσεις...
Ηλί, Ηλί τα υπόλοιπα λόγια τα χρεώθηκα τα πήρα από το γιο σου φοβάμαι να τα δεχτώ γιατί υπάρχει η κόλαση φοβάμαι να τ’ αρνηθώ γιατί υπάρχει ο παράδεισος μα αν δεν είχε τίποτε ίσως να τα δεχόμουν πιο εύκολα ό,τι κι αν φωνάξω έχει χρόνια αγκυλωθεί στην κνήμη μου αγκίστρι που δε σήκωσε ποτέ η μνήμη μου
Περιμένω τον κόσμο να ομολογήσει πως άλλαξε δεν το επιτρέπει ούτε και σήμερα η βοή από τις λεωφόρους μας νανουρίζει με φράσεις γεμάτες απορίες σα φαγητό στενό το πιάτο παραγεμισμένα τα χείλη του με ασκούσες λέξεις οι ερωτήσεις έχει χρόνια που εγκαταστάθηκαν σε μια οδό που δε βρίσκει ο ταχυδρόμος γίνανε νοικάρηδες που δεν πληρώνουν και δεν πιστεύω στις εξώσεις των ιδεών όπως δεν πιστεύουν οι ιδέες στην έξωσή μου κι όλο ονειρεύομαι λευτεριά μα πιστεύω στη μυρωδιά που γεύομαι κι ας είναι του καπνού πιστεύω στη μυρωδιά που περιμένω γιατί είναι της βροχής πιστεύω σε ό,τι φέρει ό,τι δεχτώ ό,τι πολεμήσω που ήρθε, κι ας δεν το δέχτηκα πως ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει κάποτε
«Je parle enquérant et ignorant» μιλώ ερευνώντας κι αδαής σα να μην είμαι τίποτε κρατώ το σχολικό φάκελο και λέω όλα τα καλά τα κυνικά θα με βλέπουν κάποτε ξένη η ζωή ήταν κι άλλη πιο μεγάλη έβαλα πατησιά όλα ίδια μα δε φτάνεις ποτέ τροφή για πεταλούδες που αναπαύτηκαν τροφή για κόνδορες που ησύχασαν έχει χρόνια και χάθηκε ο σουρεαλισμός από την πένα των ποιητών χρόνια που μπήκαμε στα χρόνια της υποψίας το να βρούμε της ουσίας φως να το βρούμε στις έννοιες μού παίρνει τώρα η νοσταλγία όσα που δεν είναι το τώρα μου κάθε ποίημα τάση μας βρίσκει, δινόμαστε στην ομίχλη στην τάση να δώσουμε... ανία...αγωνία όλα για ένα σκούπισμα σε μια γωνία ιδού το που άξιζε όμως!
Θα βγω στον κόσμο να φωνάξω πως τ’ αλλεπάλληλα φιάσκα τα κάνουν αυτοί που έχουν βραβευτεί όπως εσένα που ζητάς να γίνεις νέα Σαπφώ και υπνωτίζεσαι στον τίτλο που έσπρωξες με τόσα νύχια καλοφτιαγμένα μάλιστα, πώς κι έμειναν βαμμένα; μοιάζεις με ιέρεια με μεγάλο ψηλό μαντίλι στο κεφάλι χαίρομαι που δεν έχω καλύτερα ακάλυπτη σαν επιταγή μια γραφιάς με λίγα αντίτυπα από πολλά βιβλία με πολλά αντίτυπα από λίγα δεν φοβάμαι πως θα κάνουν λάθος να σου δώσουν εκείνα που ονειρεύεσαι που μου είναι αποτρόπαια
Ζεστή τ’ουρανού φυλαχτούσα και άλλων άσχετων πραγμάτων υλακτούσα το βιβλίο της βοτανικής δεν έχει θεραπείας δια καλοσύνην που εκφέρεται ακόμα εν καθαρευούση αν είσαι καλή στην τέχνη σου θα σε λιμπίζονται κι εκείνοι που σου την έμαθαν μια που θα σκοτεινιάσει πιο γρήγορα απόψε πάρε φτιάξε καλύτερο ήλιο με χρώματα που δεν υπάρχουν στο χαρτί με τόξα και σαΐτες των κυμάτων που εχθρεύονται κι ανεμοκάικα που αγαπούν παράφορα τον κίνδυνο και στο ζωδιακό κύκλο, στο δέκατο τρίτο ζώδιο κι ας είναι Τριώδιο να συμπεριλάβεις τ’ ανήκουστα υφαντά σου
Στέλνω φιλιά στο φεγγάρι κι έρχεται πίσω η γεύση κι άσπρα πολλά βέλη στους κρίκους του καπνού της κάμαρας που γεμίζω λυπηθείτε με δεν έμαθα τα χρώματα ακόμα μαγικά με πέρασαν από το Βόσπορο στα ψαλτικά τετράδια των κατοίκων του μια ζωή μόνο έχει τη ζωή μου δεμένη και χαίρομαι που είμαι δική μου κι ο τόπος μου είναι δικός μου με τα ταμτάμ, την όπερα το κασμίρι το τσίτι τη μοναξιά και καλοσύνη της τη βρισιά μέσα απ’ τα δόντια το ξεφοινίκισμαν* των τοίχων με τον παλιό τρόπο με τον νέο τον δέχτηκα τον εαυτό μου απ’ τα φασκιά κι αργείτε!
* ξαράχνιασμα
Τα τόσα που είδες στην κρυφτή είναι αδιαίρετα και αύριο λάβρες οι υποσχέσεις τ’ άσματα πίσω από γενετή τους τα φυτά τρυφερούδια είναι κι αχνίζουν στο στόμα του ηφαιστείου όλη μέρα να δούλευες στο πεντάγραμμο της αφθαρσίας που σαγηνεύει πάλι θα θέλεις να φύγεις η φωτιά μας ζώνει μας ενώνει σκλαβώνει
Σαν κουρδισμένοι περπατούν και σήμερα για ένα παράδεισο που δεν ανοίγει πόρτες σιδηρουργέ δεν τα κατάφερες να μου ανοίξεις τις λάμες της γλώσσας μου θέλω να μιλήσω σε γλώσσα που θα καταλάβω γιατί δεν έχει ωράρια η θητεία μου κάτω στη γέφυρα των οβολών μαζεύουν τα φτωχά ένα κέρμα κορώνα γράμματα η ζωή στο Μώλο της συνάντησης ούτε σήμερα φάνηκε ο Μεσσίας τι να περιμένω άλλο εκτός από την επιστροφή της αλήθειας έστω κι έξω, στα τείχη της έστω κι έξω από αυτά έστω αγναντεύοντάς τα
Σκαλιά από σφαίρες με χρώματα κι ο ορίζοντας κόκκινος με τις καμπούρες των βουνών να περπατούν σκυφτά να μην έχουν ανάσα τα λόγια σου μπήκαν σε πιθάρια με μέλι σφραγισμένα ώρες καλές στα χώματα όπου χώρισαν τα χρώματα στο πιο θα το αμολήσει άλλο από τη σάρκα του μολύνεται το καθαρό και πέρα από τα βιβλία δεν έχω πού να νοσταλγήσω να πατήσω έφυγαν τα χρόνια όταν ονειρευόμουν βουνό με χωριάτικη όψη που έτρωγε τον ύπνο μου
Κεντάς για το φως των συνόρων αρπάζεις το νήμα στο κέντρο ακόμα και θεά δεν μπορείς να σηκώσεις φωνές για να δουν τα πουλιά πού αφήνει το στήθος η πίκρα αν υπάρχει άλλος θεός θ’ αγωνίζεσαι να μικραίνεις να βρεις συμμάχους
Είναι χρόνια που δε σε περίμενα να ζεις στη φαντασία όταν υπάρχει είναι τόσο κατόρθωμα πιάστηκα χθες να φυτεύω βολβούς που κοιμούνται ομόχρονα δε σε περίμενα με το παλτό στο κατακόρυφο του θέρους τα επί μέρους συζητάς και τα πολιτικά σε πήραν απ’ το χέρι η μπόρα μάζεψε σελίδες αδημοσίευτα που έκρυβες σαν να ‘ταν ρούχα με μυρωδιά από το σώμα σου του χθες που δεν θέλησες να θάψεις
Η εξουσία της χαράς είναι εφημερίδα την αγοράζουμε από περίπτερο σαν τσίχλα χωρίς περιτύλιγμα δυο πεντάρες και γίνονται δικά μας τα μικρόβια που κάθισαν στ’ αδιάβαστα της σκόνης το καλοκαίρι η ορθότητα δεν έχει έλεος με δεκανίκια περπατάει όπως περπατάει το ορθό που πλάθεται και μας κολλάν στο πρόσωπο
Στο κεφαλόσκαλο θα μας βρουν οι γίγαντες έτοιμα στα σκουλιά η ασετυλίνη, το πλαστικό θα μας συσκευάζει η αθωότητά σου κι αυτός να σου λέει πως είν’ θεός και συ να τον πιστεύεις σου παίρνει το φορτίο για να σου δώσει πιο βαρύ με το κάρβουνο καθάρισαν τα δόντια τους οι σημερινοί ομιλητές λένε πως τα κάνει πιο άσπρα όπως και την αδικία ο τίτλος στο φως του ήλιου ευδαιμονείς κάθεσαι να χορτάσεις το είναι του μην ενοχλείσαι σε επισκέπτεται συχνά η λιτή λειτουργία του, ας είναι κι οργισμένη που δεν σε λήστεψε κάποτε θα σ’ αινέσουν τα παιδιά σου για κάτι που δεν έκανες κι εσύ θα βλαστημάς που δεν τα παίνεψες για όσα σου στέρησαν
Είναι δυο ώρες μπορεί τρεις που θέλω να μοιράσω αυτό το χρώμα να το χορτάσω επίδειξη μα σαν το αποφυλακίσω γίνονται γαλάζια τα φυτά που μεγαλώνουν μέσα μου ένα χρώμα κι αυτό όπως τα άλλα θα μου πεις μα δεν ξέρω έχει κάτι μαγικό με θεραπεύει είναι των ημερών που ανέμισαν οι δείκτες πάρε τα χάρισ’ τα με άλλα χρώματα δώσε τα όπου να ‘ν να μην περισσέψουν κι ας είναι κρυμμένα και κρυπτογραφημένα ίσως έτσι να σε καταλάβουν καλύτερα να θρέψουν λόγια κι ας μισέψουν στη χώρα των πολλών
Ακόμα και οι ιππότες πρέπει την Τετάρτη να μην τρώνε κρέας και τα σαρκικά ν’ αποφεύγονται μια υποθετική όψη της περιστεράς είναι ζωγραφισμένη στα πλατιά τους πουκάμισα σε χρώμα κίτρινο, πορτοκαλί deo duce γράφουν τα ρούχα μας όπως εκείνο των αγίων που περιμένουν να ξαναγίνουν άνθρωποι και να φθονούν από την αρχή γιατί είναι καλύτερο το διπλό αγίασμα κι όσα θέλουμε να φθάσουμε μετρώ τις σταγόνες στο ποτήρι μετρώ το νερό με το πάθος να ζήσει το ίδιο μετρώ μια νηστεία φωτός και αυτάρκειας που απαιτεί οικονομία στο χθες σήμερα η μέρα είναι όμορφη με όλα τα καλά στο τραπέζι που είναι άδειο, γεμάτο φως με ξεψυχισμένα όνειρα σε περιμένουν να τ’ αναστήσεις
Τίποτε από όλα αυτά δε μ’ άλλαξε με πείσμα πώς ν’ αλέσεις στη ζέστη μιας γροθιάς αυτός ο νους μου ο αδέσμευτα αλιτήριος, είναι άκαος ακόμα εδώ να σου ζητάει τρόπαια φωνή που δεν ξεπιάστηκε αιχμάλωτη και χέρι που δεν έσφιξε ποτέ αντρίκειο για να ζεσταθεί παρά για να ζεστάνει, φτάνει η θέση που από μόνη μου κατέκτησα χωρίς οφίκια μέσα στα τόσα δίκαια ναι, αμάρτησα στη Νίκαια κι ήρθα όλη ακάλυπτη
Τόση η επιτυχία της τύχης που η στεριά με νίκησε θέλω να κατηφορίσω στη θάλασσα μα όλα είναι επίπεδα που η γεύση της ήττας γεννιέται αβασάνιστα τόση η λαμπρότητα που το βάθρο του σκότους βαφτίστηκε κιόλας όλα κι όλα μη μου παίρνεις εύκολα τα βότανα που έφερε ο Κένταυρος είναι όνειρα της γης και φεύγουν γρήγορα σαν άτι μάτι που δεν πρόφτασε να δει φοβάται...
Κοχλάζει κάνε το πέρα φέρε το μετανιώνω για ό,τι πικραίνεται χαίρετε! ανάλαφρα υπερασπίστηκα ακόμα και τ’ αλόγιστα και πέρα από τον άνθρωπο είδα τον καταλύτη πέρα από τα λογεία με γέμισαν όλα ανία και συμβιβάζομαι και χαίρομαι στο χέρι που κεντά με βελονιά τη γεμιστή ενός ληστή που έχει τ’ όνομα του χρόνου που κλέβει μπρος στα μάτια μου τα μάτια μου! πού θα ‘βρισκα καλύτερα από τον ήλιο που στέκεται πατάει στη γη δεν αντιστέκεται
Ταξίδι στα βάθη μου και χρώμα σχολικής μου γιορτής σε μια αυλαία παγιδευμένη έχει κλείσει δυο τεντωμένα από τα σύννεφα μαδέρια φορτώνονται οι σερπαντίνες κρέμονται σε τσέπες, καπαρντίνες... κάποτε πολυλογούδες λίθινες κρηπίδες και πλιθιά στις αυλές με τα φανταχτερά τώρα ο κήπος του χιονιά κρατιέται από τα ερωτικά χέρια των θετικών κι η παραγωγή στο εργοστάσιο μασάει τις μπουκάλες με το ανθρακικό που ρέγονται τις λέξεις στην αργκό της μετανάστευσης
Στο δίχτυ του χρόνου με ντόπαραν πάλι οράματα με μουστακαλήδες που δεν είχα την τιμή να γνωρίσω παλιά που με πλησίαζαν τόσο κοντά που άδειαζα το αίμα από τα μάγουλα ο χρόνος με θεωρεί τοκογλύφο ύποπτο λες και υπήρχαν κι άλλοι πιο αγνοί ας άκουγα τα μυστικά του ευκάλυπτου κι ας μ’ είχαν ησυχάσει οι σειρήνες των δελτίων καιρού
Ο κόρφος του μου λείπει τ’ άντρα με το δοξάρι στο κορμί μου έχει τριμμένο γόνατο όπου καθόμουν κι ανάβλεπα γυναίκα αναμφισβήτητου κουρσάρου φίλη του που δεν θέλησε να γίνω παιδί που ήμουν πάντα και του το έκρυβα και χάνεται η αγάπη όταν τυφλώσεις τα λόγια της όταν κουφώσεις το βλέμμα της γιατί οι αισθήσεις θέλουν χρόνο να βρουν τη θέση τους στα αισθητήρια
Γυμνό σαν πρώτο κι έσχατο ένα γιασεμόκλαδο εύρωστο με σήκωσε απ’ τον ύπνο μου όταν στις δυο το πρόσωπο σου γέμισε φωτιές κι ήταν στο βλέμμα σου η όψη του Φωκίωνα που έδωσε πίσω τα τάλαντα μακάρι να ήταν όλοι έτσι στητός σαν κίονας να ήταν κι ο χρόνος κι όχι επαίτης κι εσύ χωρίς θυμό να μην ήσουν δραπέτης τις παρενθέσεις σου ν’ αδειάζεις απ’ τα λόγια να σκύβεις και να πιάνεις τα μαλλιά που σου μετρήσαν χρόνια ως το χώμα
Ο γυναικείος θάνατος στα μαλλιά είναι χτένια κομμένος στα μέτρα μ’ ευσέβεια με σιωπή κι απένθητα να περάσει να μασουλάει ένα μίσχο να ευωδιάζει στα παρτέρια τα δάκρυα δεν του αρμόζουν όσα κι αν ρίξει η θάλασσα πολύ λιγότερα, τίποτε να μην κλάψετε ν’ αφήσετε τη γυναίκα να φεύγει μαζεύοντας τις καλοσύνες της σκορπώντας μόνο ένα σεντόνι για μια παρτίδα που κέρδισε με γρόσια πρέπει να είναι δοξαστική στο θεό, με άνθινα κρόσσια χωρίς αντιθέσεις η προσευχή σαν άρθρα σε πεντάτευχο τα δάκρυα σαν λιόλουστα παράθυρα και δυνατά στο κρύο σαν άνοιξης ξεσπάθωμα και ναρκωμένα φιόρα που μεθιούνται
Πώς να ερμηνεύσω τους στίχους όμοια όλα στην διακεκαυμένη είχα ένα δίσκο των τριάντα τριών στροφών παλιό, του πενήντα τρία Vaya con dios mi vida Πήγαινε στο καλό, με τις ευχές του θεού ζωή μου, ήταν ο τίτλος μα δεν θυμάμαι την πίσω μεριά του όπως την παραμελημένη αυλή ήταν των καιρό που θέριευαν οι φτέρες κι έπαιζε μόνος του χωρίς να τον έχω διαλέξει κι ήταν τον καιρό της μεγάλης ξηρασίας που έπαιζε μόνος του χωρίς να τον έχω διαλέξει κι έμαθα με τον καιρό πως μείνω φύγω μένουν όλα άθικτα, ακόμα και η ομίχλη
Αύριο πριν απλώσω στις πύλες την πραμάτεια μου στη γη η βροχή θα με ριζώσει σε πλατεία τα πουλιά πέτρωσαν στα χρόνια κάποτε θα πρέπει να σ’ αναστήσω... δεν φυλάει ο χρόνος τις αδυναμίες μ’αρέσει το παιχνίδι της απλώστρας ζωής κι οι ώρες είναι δύσκολες μα δεν έμαθα πως έχει κι άλλες
Πες με ό,τι πεις, δες με όπως με δεις έξω από κάστες, κρούστες περαστικό πουλί στο Νέστο δώσε μου ένα θάνατο αντρίκειο χωρίς τη μνήμη, έστω, δίκαιο πες το πως ήμουν μόνη, των συγγενών η ξένη τι σχέση έχει στο ριμούρι* η ομοιοκαταληξία τα σπάζω αν θέλω εδώ, τα συνεχίζω σε μια θλιβερή εργοληψία των καταστημάτων που πλουτίζουν με τα γράμματα δεν ήμουν η μη εκ των φίλων σελίδα αγράμματη των φύλλων ήμουν η τάδε, η κουάλε η δίχρονη μπιενάλε κάθε δυο χρόνια η απ’ έξω «Έξω!»
*λαός
Η σπηλιά έχει ήλιο για μιας ημέρας σκέψη να κρυφτείτε από τους θεούς σήμερα κτυπούν ολόγυρα με ρόμπολα που κρατούν μόνο οι αθάνατοι βρίσκουν τ’ ανοίγματα του σημαδεύουν ουρανό οι αριθμοί των ημερών οργάνωσαν πράξεις ιερές το νόημα της ζωής κατανοείται μόνο όταν συγχωρεθεί ο θάνατος κι εσείς θα τον συγχωρείτε θα τον νικάτε κάθε μέρα μέχρι να σας νικήσει
Κεφάλι του έρωτα πόδια της τύχης χέρια α! χέρια αγγέλων μασούν τα λόγια που αποθέωσαν τους υπολοίπους αστός ζεστός στην καταδίκη του μια ήταν όλη κι όλη η δίκη του αφραγκία ακαμψία σε όλα του τ’ αγγεία κι όμως όχι πως δεν πεθαίνει ζωντανεύει
Το σφύριγμα του τραίνου των εφτά είναι πολύ παράφωνο η ώρα θα ξεπέρασε την ώρα το γιώτα ξέχασε και πάλι στη λέξη παράδεισο να κρυφτεί οι λέξεις έχουνε κι αυτές μυαλά και μπορεί να επαναστατήσουν να ξεδεθούν από το νήμα, τη σειρά ν’ αυτομολήσουν κάποιο γράμμα να εξοντώσουν όταν η οργή δεν έχει τόπο να ριχτεί
Κτύπο ζητιανεύει η ώρα πεθαίνει από ανία μεγαλύτερη από την ανία του ανθρώπου κτύπο, κτύπο που μιλάει με σύνεση όλα περιμένουν μια σάλπιγγα βαμμένη αυτοκρατορικά με πορφυρένιο μοβ να πιάσει ο χώρος τη θέση του να ρίξει η φωτιά τα στήθη της έξω να σβήσει ο μπάτης τους πόθους του να τρίξει η καρέκλα της ερημίας από τη συντροφικότητα της ποίησης να πω πως έζησα κι αυτή τη μέρα!
Αλλάξαν την ώρα φωνάζουν τα πουλιά λυπηθείτε μας κάποιοι άγνωστοι μπήκαν στο χώρο με κέρατα που αφήνουν ήχους αλλάξαν τη θέση στο παράθυρο και το παράθυρο τη θέση του άλλαξαν όλα αλλάξαν την ώρα, η φωνή μου μ’ εγκαταλείπει μα πάλι μιλάει και ξέρω πως εκτός από μένα την ακούν κι άλλοι ήρθαμε αργά μας πήραν είδηση πως απλώναμε τα ρούχα των κρίνων όταν ο ήλιος δεν είχε μάτια αλλάξαν την ώρα και σήμερα όσοι μαζεύουν τον ιδρώτα για να πλάσουν ψωμί όσοι το πίνουν γιατρικό το μερτικό ψηλό το ρολόι και άπιαστο κι οι δείκτες κτυπημένοι και περιμένουμε ν’ αλλάξουν όποτε θέλουν τα φωναχτά του θυρωρού πλανήτη
Τι να πω που ν’ αρέσει έχουν τα χέρια στ’ αυτιά τους χρόνια η ζωή τους μετακόμισε τα κύτταρα και εκείνα που ήταν βαριά τα σφράγισε
…γιατί είναι δόξα να φύγεις αφού μάχεσαι ακόμα κι έτσι στη νίκη που θα φορτώσεις είναι η σιωπή πριν το τραγούδι που μετρά
Οι ώρες λύγισαν μικρές, πικρές ανάλογες και τροπικές στον τρόπο που έμαθα να μένω στην συμβατική φθορά που με γεννάει πάλι κάστρο στα γεννημένα μου όνειρα κλεισμένο μ’ αντικλείδια των ευχών μου
Στις εκκλησιές οι ύμνοι ντύθηκαν αρώματα από το καπνιστήρι κάποια στιγμή ένας από τους αγγέλους θα βιάσει τους μυώνες των χεριών τους που περιείχαν τα κέρματα της υπόλοιπης ζήσης τους μην τον κτυπήσετε τον αυτουργό να είναι άγγελοι όλοι τους; κάποιος θα θελήσει να μας ανταλλάξει με ζωή προσπαθώντας να κερδίσει δυο φορές το στέμμα του
Ένα πανέρι με κεράσια μας ανήκει όπως κι η άσφαλτος που πωρώνει την ώρα αυτή από το ολοκαύτωμα κι οι χορδές από τους ήχους της γης που μας πήρανε τον ύπνο κάποτε όταν με πρωτοφίλησες τέτοια εποχή ήταν μια φλόγα που κράτησε όσο η νύχτα και το πρωί η βροχή περπατούσε, μαθήτρια ανεξεταστέα στον πράσινο περίγυρο μαλλιά βαμμένα, νύχια μακριά και κρίκους σιδερένιους στα μέλη κι είχε στο χέρι ταψάκι με γλυκά στη φουστίτσα φουντούκια και δεν έδινε ένα
Και στη βροχή ξιφομαχώ και στο φιλί που δεν μ’ αφήνει να το σκέφτομαι σ’ ένα μολύβι που ονειρεύεται να δώσει να στεγνώσει του αφαίρεσα το σώμα με τις πυρκαγιές το αποτέφρωσα το έσωσα για να με σώσει τις πυρκαγιές που μου ήταν τόσο ανοιχτοχέρες
Πέρσα σκέφτεσαι με χαμηλή τη γη στα πόδια ψηλό ουρανό στο μερτικό σου πώς δεν μπορείς να σηκώσεις του φτέρου το βάρος σου; πιο πολύ από όνομα η τιμή, πιο πολύ από τιμή η τέχνη πιο πολύ απ’ όλα ό,τι σου έδωσε ο πίδακας που σε περνά καμάρα χέρσα, άγνωστη που σε λένε Πέρσα πιο νέα θα ζήσεις να χαρείς όσα δεν χάρηκα στις δώδεκα θα σου χαρίσω όσα έρισα
Το έχω να κάθομαι να φυλάω σαν φρουρός την τέχνη φυλάω τσίλιες τα όνειρα πώς θ’ αλλάξει η στιγμή; μ’ επισκέφτηκε τις προάλλες ένας σουρεαλιστής δεν κοιμάμαι του είπα στον τοίχο αγρυπνώ στο κάθετο επίπεδο σε βλέπω άγρυπνο να με βλέπεις ν’ αγρυπνώ
Πες το κι αυτό αν θες ενίοτε θρησκόληπτος ο ήλιος τα δώρα του τα μοίραζε νωρίς σε όλα τα πινάκια μας μολάραν πανιά οι πίδακες των Ωρών οι βάρκες οι ασούρουπες μέρες θα ξεπεράσουν τη φυγή του ανέμου θέλουνε χρόνο οι οιωνοί να συζητήσουν τα δικά τους
Δυο παλιόπαιδα με σπίρτα στο δασάκι αργούν να σβήσουν τη φωτιά αυτοί που την ασκούν και την πληρώνουν η λύση ανυπόφορη δυο παλιόπαιδα, δύο σπίρτα δεν τα τσάκωσα κι η ώρα που ήρθα ήταν η ώρα που δεν ήμουν δεν βρισκόμουν ζητούσα ένα δέντρο στο χέρι στο χρώμα της φλόγας κι αν έτρεχα θα γέμιζα το δάσος όρκους πύρινα σχήματα ενόρκους
Πάψαν να μαδιούνται για την αγάπη οι μαργαρίτες θα βρέξει δεν θα βρέξει ρωτούν οι αγάπες πάψαν να μαδιούνται γι’ αγάπη θα μείνει δεν θα μείνει ρωτούν η μανία του πάθους μεγαλύτερη από του έρωτα ζώνη καμένη η αγάπη δροσίζει ακόμα με υπομονή τα μαλλιά αψίζει, πασχίζει θα ζήσουμε λέει η μεθυσμένη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΣΕΛΙΔΑ
Ρωτάς για περιόδους Η γυναίκα των ναυαγίων Aύριο Σκηνές Στη μνήμη θα βρεις Το κόκκινο τ’ ακούς Αν θ’ αγαπήσεις τον σωτήρα σου Στον κάμπο της θάλασσας Kαΐκια πράσινα Τα τραγούδια της μάνας μου Βρήκα Η ομοιοκαταληξία Χείλη με φίλησαν Ο Μάρτης έχει πολλές γνώμες Η φλόγα Είναι λίγο το κρασί… Δεν προφταίνει τα ρούχα της ν’ αρπάξει Σαν τους ιούς στον υπολογιστή Λυχνάρι μού παίρνεις τη νύχτα Σαν από αλάβαστρο Η χαμηλοβλεπούσα Στην καρότσα του χρόνου «Trop de noms pour avoir un» Αμαρτάνει στα λίγα Κάνω να ξεφύγω Πέφτει ξαφνικά κι ανοίγει η αυλαία Δεν είσαι τρομερός Σιωπή ευλογημένη Θα πρέπει να σου το ξομολογηθώ Σε μιας Περσίδας το χαλί Στην έξοδο Κάθε πρωί, όπως κι αν το κάνεις Το κύμα το ψηλό Σαν βουρτσίζει τα δόντια του Υπάρχει φως με ζεστασιά Αύριο θα γεμίσω μια λεκάνη Περνάει η σκόνη της δόξας Ο ποιητής στο διπλανό Χέρια πολύφερνα Σ’ ένα πρόχωμα Με ταΐζουν κάθε μέρα ποιητές Κάτω στον πρώτο όροφο
5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45
Φτάσε χωρίς τα ρούχα σου της πλήξης Ηλί, Ηλί Περιμένω τον κόσμο «Je parle enquérant et ignorant» Θα βγω στον κόσμο να φωνάξω Ζεστή τ’ουρανού φυλαχτούσα Στέλνω φιλιά στο φεγγάρι Τα τόσα που είδες στην κρυφτή Σαν κουρδισμένοι περπατούν και σήμερα Σκαλιά από σφαίρες Κεντάς για Είναι χρόνια που δε σε περίμενα Η εξουσία της χαράς είναι εφημερίδα Στο κεφαλόσκαλο Είναι δυο ώρες μπορεί τρεις Ακόμα και οι ιππότες Τίποτε από όλα αυτά Τόση η επιτυχία Κοχλάζει Ταξίδι στα βάθη μου Στο δίχτυ του χρόνου Ο κόρφος του μου λείπει Γυμνό σαν πρώτο κι έσχατο Ο γυναικείος θάνατος Πώς να ερμηνεύσω τους στίχους Αύριο πριν απλώσω Πες με ό,τι πεις, δες με όπως με δεις Η σπηλιά Κεφάλι του έρωτα Το σφύριγμα του τραίνου των εφτά Κτύπο ζητιανεύει η ώρα Αλλάξαν την ώρα Τι να πω που ν’ αρέσει …γιατί είναι δόξα να φύγεις Οι ώρες λύγισαν μικρές, πικρές Στις εκκλησιές Ένα πανέρι με κεράσια Και στη βροχή ξιφομαχώ Πέρσα Το έχω να κάθομαι να φυλάω Πες το κι αυτό αν θες Δυο παλιόπαιδα με σπίρτα
46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 78 78 79 80 81 82 83 84 85
Πάψαν
86