OI ENOXOI

Page 1

OI ENOXOI Αλέκου Ν. Αγγελίδη

1


Στους άγιους ίσκιους των αξέχαστων γονιών μου τ’ αφιερώνω.

2


Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ Το βιβλίο αυτό δεν γράφτηκε με σκοπό να φέρει στο φως νέα ιστορικά στοιχεία ή να αποδείξει τυχόν αμφισβητούμενες αλήθειες γύρω απ’ την πτώση της Κωνσταντινούπολης και την καταστροφή του Βυζαντίου. Και τούτο, γιατί δεν χρειάζονται επιπρόσθετα στοιχεία δεδομένου ότι τα ήδη υπάρχοντα είναι υπεραρκετά- και ούτε υπάρχουν αμφισβητούμενες αλήθειες, ώστε να μην είναι δυνατή η διαπίστωση των αιτίων και η εξακρίβωση του ρόλου των πρωταιτίων της μεγάλης για το Έθνος και τη Χριστιανοσύνη συμφοράς. Σκοπός του βιβλίου αυτού είναι, να ξαναφέρει στη μνήμη μας ένα μέρος απ’ το ανείπωτο και φριχτό δράμα του 1453. Θέλει να ξαναθυμίσει στον αναγνώστη τα σπουδαιότερα αίτια του χαμού της Πόλης και να υπογραμμίσει για μια ακόμη φορά τη στάση και τα έργα των ηγετών του Έθνους και των υπευθύνων του ανεπανόρθωτου εκείνου χαλασμού της Φυλής. Το μυθιστορηματικό του στυλ δεν αποβλέπει σε επίδειξη λογοτεχνικού ταλέντου κι ούτε διεκδικεί συγγραφικές δάφνες, αλλά προσπαθεί να απαλύνει τη συνηθισμένη μονοτονία μιας απλής ιστορικής απαρίθμησης των διαφόρων γεγονότων και να υπογραμμίσει τη σπουδαιότητα και τη σημασία τους, ώστε να γίνει πιο ενδιαφέρον και όσο το δυνατόν πιο ελκυστικό και πιο ευπρόσδεκτο στον αναγνώστη. Αν το κατορθώσει αυτό, θα έχει πετύχει από ‘’λογοτεχνικής’’ πλευράς στο σκοπό του. Τα αναφερόμενα ιστορικά γεγονότα αντλήθηκαν από ιστορικές μελέτες και συγγράμματα διακεκριμένων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, ιστορικών και βυζαντινολόγων ή συμπεριλήφθηκαν σαν θετικά συμπεράσματα από διασταυρωμένες ιστορικές πληροφορίες. Για την επιπρόσθετη επαλήθευση σπουδαίων γεγονότων και συνταρακτικών περιστατικών χρησιμοποιήθηκαν αριθμητικές παραπομπές, οι οποίες και παραπέμπουν τον αναγνώστη στο βιβλίο ή στα βιβλία των ειδικών ιστορικών επιστημόνων, οι οποίοι και επιβεβαιώνουν τα αναγραφόμενα. Παρ’ ότι το βιβλίο αυτό θα κηλιδώσει στη συνείδηση του αναγνώστη τους υπεύθυνους ή και πρωτεργάτες –λαϊκούς και κληρικούςτης μεγάλης καταστροφής και θα ξαναζωντανέψει στις ψυχές των Ελλήνων το μεγάλο παράπονο και την αιώνια αγανάκτηση της Φυλής για τη στάση και τα έργα των αρχηγών της, δίνεται στη δημοσιότητα με την πεποίθηση ότι εκπληρώνει μια αναγκαιότητα, υπηρετεί έναν εποικοδομητικό σκοπό και συμβάλλει στη διάδοση μιας πικρής μεν αλλά μεγάλης αλήθειας. Αλέκος Ν. Αγγελίδης Μελβούρνη 19 Σ/βρίου 1980

3


‘’Η ήττα της Κων/λεως τόσο αθλία όσον και αξιοθρήνητη, υπήρξε μία μεγάλη νίκη των Τούρκων, μία τρομερή καταστροφή των Ελλήνων, ένα αίσχος των Λατίνων. Με την ήττα αυτή ετραυματίσθη η πίστη των Καθολικών, η θρησκεία εταράχθη και το όνομα του Χριστού εξυβρίσθη και εταπεινώθη. ΄Ενα από τα δύο μάτια του Χριστιανισμού εξεριζώθη. Ένα από τα δύο του χέρια εκόπη εφ’ όσον οι βιβλιοθήκες εκάησαν και οι αρχές της Ελληνικής φιλολογίας –δίχως τις οποίες κανείς δεν μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του μορφωμένο- κατεστράφησαν.’’ Jan Dlugosz Πολωνός Ιστορικός (Από Ιστορία Βασίλιεφ Τόμ Ε σελ. 70)

4


1. ΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ ΘΟΛΩΝΟΥΝ Στις 3 Φεβρουαρίου 1451, τα ανάκτορα του Μουράτ του δεύτερου στην Αδριανούπολη ήταν καταστόλιστα και άστραφταν απ’ την πολυτέλεια και τη μεγαλοπρέπεια. Έλαμπαν απ’ τις χρυσοκέντητες φορεσιές των αυλικών και χίλια χρώματα αντανακλούσαν απ’ τα διαμάντια και τα ακριβά πετράδια, που στόλιζαν τις αστραφτερές στολές του σουλτάνου και των μεγιστάνων της αυλής του. Ήχοι ανατολίτικης μουσικής, κύμβαλα και ζουρνάδες αντηχούσαν στους χρυσοστόλιστους οντάδες του σεραγιού. Ανάμεσα σε αναθυμιάσεις σπανίων αρωμάτων της Ανατολής, μέσα σε θολούς καπνούς μυρωδάτων ναργιλέδων και λουλάδων και σε ονειρώδη θάλασσα πολύχρωμων αραχνοΰφαντων πέπλων, χόρευαν οι πιο διαλεχτές χορεύτριες της απέραντης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πατώντας πάνω σε βαριά περσικά χαλιά και δρασκελίζοντας βελούδινα χρυσοκέντητα μαξιλάρια, πηγαινοέρχονταν γεροδεμένοι ευνούχοι και μισόγυμνες σκλάβες και σερβίριζαν στους άρχοντες δυνατό ρακί και αχνομυριστούς ανατολίτικους μεζέδες. Πριν από λίγες μέρες, ο μεγάλος αφέντης της Ανατολής, ο πανίσχυρος σουλτάνος Μουράτ ΙΙ, είχε φύγει απ’ την Αδριανούπολη και με μικρή συνοδεία αποτραβήχτηκε σ’ ένα ήσυχο κι όμορφο τοπίο, έξω απ’ την πρωτεύουσα και μακριά απ’ τους θόρυβους του παλατιού, για να ξεκουραστεί. Παρ’ ότι ήταν ακόμη σαράντα εννιά χρονών ο Μουράτ, του άρεσε η ησυχία και η ξεκούραση. Δυο φορές ως τώρα είχε παραιτηθεί απ’ το θρόνο του κι είχε παραδώσει την αρχή στο νεαρό γιο του Μωάμεθ, μόνο και μόνο για να απαλλαγεί απ’ τις σκουτούρες του σεραγιού και να ησυχάσει απ’ τις φροντίδες της διακυβέρνησης της μεγάλης αυτοκρατορίας του. Και τις δυο φορές, όμως, οι πιστοί του γενίτσαροι τον ανάγκασαν να ξαναγυρίσει στην πρωτεύουσα, να ξαναφορέσει το σουλτανικό σκήπτρο και να ξαναπάρει στα χέρια του τα ηνία της αυτοκρατορίας του. Τη φορά αυτή ο Μουράτ ήθελε μόνο να αποτραβηχτεί κάπου για λίγο, να ηρεμήσει και να ξεκουραστεί. Έβρισκε ιδιαίτερη ευχαρίστηση στο τοπίο αυτό. Ήταν ένα μικρό και όμορφο νησάκι στη συμβολή δύο μικρών ποταμών. Το καλοκαίρι, η βλάστησή του ήταν πλούσια και η πρασινάδα του απαλή και γαλήνια. Τίποτα δεν ανατάρασσε την παραδεισένια ησυχία του μικρού νησιού παρά μόνο τα μελωδικά κελαηδήματα των πολύχρωμων πουλιών, που αμέριμνα πετούσαν από κλαδί σε κλαδί, τα βιαστικά και χαρούμενα τιτιβίσματα της μέλισσας και της πεταλούδας, που χαρούμενες κι όλο πολύχρωμη ζωντάνια γλυκοφιλούσαν πότε το ένα και πότε το άλλο λουλούδι και το ασταμάτητο κελάρισμα των γάργαρων νερών των δύο μικρών ποταμών, που το κρατούσαν ανάλαφρα στην αγκαλιά τους και μέρα-νύχτα το δρόσιζαν πρόθυμα κι ακούραστα. Εδώ, στο μέρος αυτό με την πλούσια

5


βλάστηση, έβοσκαν κοπάδια από παχιά πρόβατα και περήφανα άλογα του σουλτάνου. Την εποχή αυτή του χρόνου, τα τελευταία κρύα του χειμώνα, οι χιονοσκέπαστες κορυφές των γύρω βουνών και οι πρωινοί πάγοι με τις δαντελωτές κι αστραφτερές μύτες τους στις άκρες των ρυακιών, έδιναν διαφορετική μεγαλοπρέπεια στο απόμερο αυτό τοπίο και το έκαναν πιο ήρεμο και πιο γαλήνιο. Εδώ, στην ήσυχη αυτή γωνιά, ήρθε πριν από λίγες μέρες κι εγκαταστάθηκε αθόρυβα ο Μουράτ με την ολιγάριθμη ακολουθία του. Ο καιρός ήταν ευχάριστος τις μέρες εκείνες κι ο μεγάλος αφέντης απολάμβανε την ομορφιά και την ησυχία της φύσης ξαπλωμένος στο μαλακό ντιβάνι του, ανάμεσα στις γυναίκες και στις σκλάβες του. Οι λιγοστοί ακόλουθοί του κατέβαλαν κάθε προσπάθεια, ώστε να κάνουν όσο το δυνατόν πιο ευχάριστη την ολιγοήμερη εδώ παραμονή του. Τις πρώτες μέρες όλα του φάνηκαν ευχάριστα και βολικά. Σήμερα, όμως, απ’ το πρωί δεν αισθάνεται και πολύ καλά ο αντιπρόσωπος του Προφήτη επί της της, γι’ αυτό και ζήτησε να ξαναγυρίσει στην πρωτεύουσα. Το παλάτι του, ώσπου να ηρεμήσει για λίγο με την απουσία του, είναι και πάλι ανάστατο. Οι βεζίρηδες και οι πασάδες, μαζί µ’ όλους τους τιτλούχους του σεραγιού, οργάνωσαν σήμερα μεγάλο γλέντι, για να υποδεχτούν το μεγάλο αφέντη τους. Ο σουλτάνος γλεντά και διασκεδάζει και μαζί του χαίρεται κι ολόκληρη η πρωτεύουσα. Πάνω, όμως, στη μέθη και στο ξεφάντωμα του γλεντιού τα πάντα σκοτείνιασαν. Τα πάντα έσβησαν. Οι ήχοι της μουσικής σταμάτησαν, τα ασημένια τάσια με το ρακί αναποδογύρισαν, οι χορεύτριες και οι σκλάβες εξαφανίστηκαν και οι άρχοντες πανικοβλήθηκαν κι αναστατώθηκαν. Οι γυναίκες του χαρεμιού έκλαιγαν αλλόφρονες και μοιρολογούσαν αναμαλλιασμένες. Ολόκληρο το σεράι αντιλαλούσε από οδυρμούς και κλάματα. Ο περιώνυμος σουλτάνος Μουράτ ο δεύτερος, ο τρόμος των Βυζαντινών στη Μικρά Ασία και στη Χερσόνησο του Αίμου και ο φόβος των χριστιανών της Ανατολής, ήταν νεκρός. Πάνω στο ξεφάντωμα του γλεντιού και στη ζάλη της μέθης, έπαθε αποπληξία κι ύστερ’ από ένδοξη βασιλεία τριάντα ετών και σειρά πολλών νικηφόρων εκστρατειών εγκατέλειψε το φθαρτό κόσμο με τα φθαρτά του αγαθά κι αποδήμησε προς τον προσεχτικά ετοιμασμένο γι’ αυτόν και τους ομοθρήσκους του παράδεισο απ’ το μέγα Προφήτη. Στον παράδεισο με τις αιώνιες απολαύσεις και τις άφθαρτες καλλονές. Μέσα στην παραζάλη και στη σύγχυση του παλατιού απ’ τον αιφνίδιο θάνατο του σουλτάνου, ένας καβαλάρης ξεγλιστρούσε απαρατήρητος και με μεγάλη μυστικότητα άφηνε βιαστικός πίσω του την Αδριανούπολη και κάλπαζε νότια για την Καλλίπολη. Ήταν ένας άντρας ως τριανταπέντε χρόνων, ψηλός, με λεπτή μέση και πλατιούς ώμους. Το κοντό μαύρο γένι του, καθώς γύριζε λίγο προς τα έξω κάτω στο πιγούνι του, τού ‘δινε κάποια χάρη και ταυτόχρονα υπογράμμιζε την αρρενωπότητά του. Τα νευρώδη χαρακτηριστικά του ξεχώριζαν χτυπητά πάνω στο σκληραγωγημένο πρόσωπό του. Φορούσε απλά ρούχα

6


στρατιώτη, με φαρδύ ζωνάρι στη μέση και σκούρο σαρίκι στο κεφάλι του. Στη μέση του, στην αριστερή του μεριά, κρεμόταν απ’ το καφετί ζωνάρι του ένα γυριστό γιαταγάνι με γυαλιστερή λαβή και μερικά κεντήδια στο θηκάρι του και δεξιά του μόλις ξεχώριζε ανάμεσα στις δίπλες του ζωναριού του η λαβή ενός δίκοπου μαχαιριού με ασημένια σκαλίσματα. Το άλογό του, σκούρο μαυροκόκκινο και σβέλτο, µ’ ένα άσπρο σημάδι στο μέτωπο, με λεπτά σηκωμένα αφτιά, κοντή χαίτη και ψηλά νευρώδη πόδια, γυάλιζε στον ήλιο και ξεχώριζε για την ορμή και τη ζωηράδα του. Ο καβαλάρης, σφιγμένος γερά πάνω στη σέλα του αλόγου του, με το σώμα γυρτό προς τα εμπρός, με το πιγούνι του κοντά στην ίσια ψαλιδισμένη χαίτη που ανέμιζε στον αέρα, κρατούσε χαλαρά τα χαλινάρια στα χέρια του και κάπου-κάπου τα χτυπούσε ελαφρά στο λαιμό του ζώου, κάνοντάς το έτσι να τρέχει γρηγορότερα. Το βλέμμα του ανήσυχο πηδούσε απ’ τη μια μεριά του αλόγου του στην άλλη κι ερευνούσε ασταμάτητα το βάθος του δρόμου και τη γύρω περιοχή ως πέρα στον ορίζοντα. Στα μάτια του διακρίνονταν καθαρά η βιασύνη και η ανησυχία του. Στο μυαλό του ήταν ακόμη έντονη η εικόνα του αναστατωμένου παλατιού και στ’ αφτιά του αντηχούσαν ηχηρές οι γοερές κραυγές των αυλικών και οι οιμωγές των γυναικών του χαρεμιού του αποθανόντος μεγάλου κυρίου του. Η αγωνία του, όμως και η ανυπομονησία του να φθάσει γρήγορα και απαρατήρητος στον προορισμό του, τον κατείχαν ολόκληρο. Ο κρύος αέρας του Φεβρουαρίου του πάγωνε το πρόσωπό του, χτυπώντας το με δύναμη καθώς κάλπαζε το άλογό του και η όμορφη θέα των ατέλειωτων πεδιάδων της Θράκης, με τα γραφικά ρυάκια και τους απαλούς λόφους της, τράβηξαν σιγά-σιγά την προσοχή του κι έδιωξαν κάπως απ’ τη σκέψη του τις έντονες εντυπώσεις που είχε χαράξει στο μυαλό του το δραματικό γεγονός του σεραγιού. Τώρα, ανεβοκατέβαινε πλαγιές, περνούσε ρέματα και διέσχιζε δάση και λιβάδια και ξανάβλεπε γνωστές τοποθεσίες, που του θύμιζαν παλιές περιπέτειες και νικηφόρες εκστρατείες. Τα μέρη αυτά τα είχε περάσει κι άλλες φορές ο καβαλάρης παλιότερα σε προηγούμενες εκστρατείες δίπλα στο σουλτάνο, καλπάζοντας περήφανα ανάμεσα στην υπόλοιπη ακολουθία του νεκρού τώρα αφέντη του. Και τα μέρη αυτά, αντί να τον ανακουφίζουν, του βαραίνουν τη σκέψη περισσότερο. Νιώθει το κεφάλι του βαρύ. Προσπαθεί να ξεκουράσει το μυαλό του. Να το ξαλαφρώσει. Να το γαληνέψει. Προσπαθεί, καθώς το άλογό του καλπάζει, να φέρει στο νου του άλλα χαρούμενα κι ευχάριστα γεγονότα. Προσπαθεί να θυμηθεί νικηφόρες εκστρατείες, ευχάριστες περιπέτειες, περασμένους κινδύνους. Η σκέψη του, όμως, δεν μπορεί να φύγει απ’ το παλάτι. Μένει σφηνωμένη εκεί κι όλο γυρίζει από αίθουσα σε αίθουσα μέσα στο σκυθρωπό και πένθιμο ανάκτορο. Κλείνει τα μάτια του σφιχτά, μήπως συνέλθει. Αλλά και με κλειστά τα μάτια, πάλι βλέπει μπροστά του την παγερή όψη του νεκρού σουλτάνου και νομίζει πως τα τύμπανά του θα σπάσουν απ’ τις γοερές κραυγές των γυναικών του χαρεμιού και τους οδυρμούς των σκλάβων. Οι μαυροντυμένοι τοίχοι του σεραγιού κάνουν τα πάντα στη σκέψη του πιο

7


κρύα και πιο αποκρουστικά. Ο θάνατος του Μουράτ γεμίζει µ’ ένα κενό το νου και την καρδιά του. Η σκέψη, ότι έσβησε για πάντα απ’ τη ζωή ένας παλιός εξουσιαστής, γεννά στην ψυχή του καβαλάρη μια παράξενη κι ακαθόριστη ελπίδα. Προσπαθεί να δει με τη φαντασία του το σεράι διαφορετικό, αλλιώτικο, χαρούμενο. Έτσι, όπως ήταν στολισμένο πριν από δυο μήνες κι άστραφτε από χαρές και ξεφαντώματα. Τότε που ο γιος του σουλτάνου, ο νεαρός Μωάμεθ, παντρευόταν την ωραία κόρη του τρομερού Τουρκομάνου εμίρη Τουργατήρ κι ανακηρύσσονταν την ίδια μέρα πρώτος πρίγκιπας, επίτιμος σουλτάνος και διάδοχος του θρόνου. Πόσο έλαμπε το νεαρό ζευγάρι και πόσο δυνατός και σοβαρός του φαινόταν ο διάδοχος με τα λαμπερά μάτια, το μέτριο ανάστημα και τα τοξοτά φρύδια! Ξαναθυμήθηκε ολόκληρη την τελετή του γάμου. Τις χαρές, τα ξεφαντώματα, τα ασταμάτητα γλέντια. Με τις σκέψεις αυτές ηρέμησαν κάπως τα τεντωμένα νεύρα του και ξεκουράστηκε λίγο το αναστατωμένο μυαλό του. Το άλογό του, διαλεγμένο και δυνατό, σταλμένο μαζί με εκατοντάδες άλλα ισάξιά του, δώρο στο σουλτάνο απ’ τους εμίρηδες της Αραβίας, έτρεχε κι όλο έτρεχε όλη την ημέρα και τη νύχτα. Πλησιάζοντας στην Καλλίπολη ένιωσε άλλον αέρα να χτυπάει το πρόσωπό του. Αλλιώς μύριζε η ατμόσφαιρα κι αλλιώς αισθανόταν κανείς εδώ. Ο βαθύς και ρυθμικός βόγγος των κυμάτων της θάλασσας, που ορμητικά και αφρισμένα έφταναν ασταμάτητα στην καθαρή αμουδιά ή έσπαζαν με πάταγο πέρα μακριά στα απόκρημνα βράχια, η τσουχτερή αλμύρα τους, μαζί με τη μυρωδιά του ιώδιου, που ξέχυναν σε κάθε τους βόγγο, γέμιζαν τον αέρα με κάτι το ιδιαίτερο και άγνωστο για κείνους που κατοικούν στα ψηλώματα της Αδριανούπολης. Φθάνοντας στην παραλία ο βιαστικός καβαλάρης, χωρίς να χάσει καιρό, πέρασε τον Ελλήσποντο και μπήκε στη Λάμψακο. Πατώντας στα χώματα της Ασίας, πήρε ξεκούραστο άλογο και συνέχισε με καλπασμό το δρόμο του. Τα μέρη που περνά στο διάβα του του είναι γνωστά. Κι άλλοτε διέσχισε τις εύφορες πεδιάδες της Ασίας, καλπάζοντας προς την Πέργαμο, τη Μαγνησία, τις Σάρδεις ή τη Φιλαδέλφεια. Μια φορά πέρασε το Μαίανδρο ποταμό κι έφτασε στην Ιεράπολη και στη Λαοδικία. Πάντοτε, όμως, κάτω από άλλες συνθήκες. Κάθε ρυάκι, κάθε κάμπος, κάθε πλαγιά, του θυμίζουν και κάτι απ’ τη ζωή του. Θυμάται καλά, πως πριν από εφτά χρόνια, ύστερ’ απ’ τη μάχη της Βάρνας και τη μεγάλη νίκη του Μουράτ κατά των Πολωνών και των Ούγγρων, στις 11 Νοεμβρίου 1444, κουρασμένος απ’ τις ταλαιπωρίες του πολέμου, ο σουλτάνος ζήτησε να αποτραβηχτεί σε μια ήσυχη γωνιά της Μ. Ασίας, για να ησυχάσει. Επιστρέφοντας στην Αδριανούπολη απ’ την εκστρατεία εκείνη, άφησε το θρόνο της αυτοκρατορίας του στο γιο του Μωάμεθ και έφυγε για τη Μαγνησία. Η θύμιση τώρα, ότι τους δρόμους αυτούς τους πέρασε τότε καλπάζοντας δίπλα στον ένδοξο Μουράτ, του φέρνει περηφάνια και του γεμίζει ανακούφιση την καρδιά. Ο μεγάλος εκείνος σουλτάνος, σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, φαινόταν ευδιάθετος και με κέφι πάντοτε τους διηγόταν περιπέτειες απ’ 8


τις εκστρατείες του ή περιστατικά απ’ τις συναντήσεις του με ξένους άρχοντες ή υποτελείς του ηγεμόνες. Κάθε φορά που ο Μουράτ ανάφερνε τους χριστιανούς επαναλάμβανε με πικρία: ‘’Καμιά πίστη δεν μπορεί να έχει κανείς στους άπιστους.’’ Συχνά δε ο μεγάλος αφέντης θυμόταν το πάθημα ενός κάποιου Ιουλιανού και γελούσε. Ο καβαλάρης πλησίαζε στην πόλη του Ανδραμυδίου και στο βάθος διέκρινε ένα δασωμένο λόφο. Στην πλαγιά του γνώριμου αυτού τοπίου, κάτω απ’ τον ίσκιο των δέντρων του, είχαν καθίσει ένα μεσημέρι, πριν λίγα χρόνια, με το σουλτάνο Μουράτ και τη συνοδεία του, για να ξεκουραστούν. Οι γενίτσαροι που τους ακολουθούσαν είχαν πιάσει τους γύρω λόφους για ασφάλεια και ο σουλτάνος, καθισμένος κάτω απ’ το σύδεντρο εκείνο που τώρα ξεχώριζε καθαρά στον ορίζοντα, ξαναθυμήθηκε τον Ιουλιανό και είπε στους ακολούθους του που καθόταν γύρω του. -Τα παλιά χρόνια, υπήρχε ένας χριστιανός αυτοκράτορας στην Πόλη που δεν πίστευε στο Χριστό αλλά στα είδωλα. Στις πέτρες, στις φωτιές, στα αγάλματα, στους αέρηδες και στους αρχαίους θεούς του Ολύμπου. Τον αυτοκράτορα αυτό τον έλεγαν Ιουλιανό και για την απιστία του και την άρνησή του προς το χριστιανισμό, οι χριστιανοί τον ονόμασαν Παραβάτη. Ο Ιουλιανός ήταν γιος του ετεροθαλή αδερφού του Μ. Κωνσταντίνου, του Ιουλίου Κωνσταντίνου. Μετά το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνστάντιος, επειδή πίστευε πως ο πατέρας του δηλητηριάστηκε απ’ τους δυο αδερφούς του, έσφαξε όχι μόνο τους δυο υποτιθέμενους ενόχους θείους του αλλά θανάτωσε ακόμα και εφτά ξαδέρφια του και πολλούς άλλους επιφανείς άρχοντες και συγγενείς του πατέρα του. Δυο μόνο παιδιά του Ιουλίου Κωνσταντίνου γλίτωσαν. Ο Γάλλος και ο Ιουλιανός. Αυτός ο τελευταίος έγινε αυτοκράτορας το 355 και το 363 εκστράτευσε εναντίον των Περσών. Πέρασε τον Ευφράτη και σε μια μάχη πληγώθηκε και πέθανε. Έμεινε, όμως, γνωστός με το όνομα Παραβάτης. Στις μέρες μας, παρουσιάστηκε ένας άλλος Ιουλιανός. Αυτός δεν είναι βέβαια αυτοκράτορας. Είναι καρδινάλιος. Παρ’ ότι λοιπόν είναι χριστιανός και μάλιστα μεγάλος ιεράρχης της Δύσης, συμβουλεύει τους χριστιανούς βασιλιάδες και ηγεμόνες, να μην ενεργούν σύμφωνα με την πίστη τους και ούτε να τηρούν το λόγο τους και τις υποσχέσεις τους, γιατί λέγει, οι όρκοι που παίρνουν στο όνομα του Θεού, δεν είναι πάντοτε όρκοι αλλά έχουν ή δεν έχουν αξία, ανάλογα με το πώς θα κρίνει και θα αποφασίσει αυτός, ο Ιουλιανός. Κούνησε κάπως το κεφάλι του, ίσως για να εκδηλώσει εμφανέστερα τη θλίψη του για τον καρδινάλιο Ιουλιανό και συνέχισε: -Θυμάστε τον παπά που έπεσε απάνω μας μέσα στο δάσος της Βάρνας κοντά στο Δούναβη και παρ’ ολίγο να τον πιάσουμε αιχμάλωτο; Θα γελούσατε ακόμα αν τον βλέπατε τότε με τα μάτια σας, πώς έτρεχε ανάμεσα στα πυκνά δέντρα και μέσα στα τελματωμένα νερά, για να ξεφύγει την αιχμαλωσία. Τον λυπήθηκα και συγκράτησα τους γενιτσάρους,

9


που ήταν έτοιμοι να ορμήσουν εναντίον του. Έτσι, ξέφυγε και γλύτωσε από μας. Ανακάθισε πάνω στα πολύχρωμα κιλίμια ο Μουράτ, διόρθωσε τα μαξιλάρια γύρω του, τράβηξε το ναργιλέ του πιο κοντά και συνέχισε: -Ύστερα λοιπόν απ’ τις συμφωνίες που κάναμε με το Βλαδισλαύο, το βασιλιά της Πολωνίας και τον Ουνυάδη της Ουγγαρίας, μετά τη μάχη της Βουδαπέστης τον περασμένο Ιούνιο και δώσαμε το λόγο μας για ειρήνη και υπογράψαμε συνθήκες και ορκιστήκαμε εμείς στο Κοράνι μας κι εκείνοι στη Βίβλο τους, για να κρατήσουμε όλοι το λόγο μας, ο καθένας μας πήρε ήσυχος το δρόμο του για τον τόπο του, με την απόφαση και την πεποίθηση, ότι στο εξής όλοι θα ζήσουμε ειρηνικά. Τότε, όμως, για κακή τύχη των απίστων, έφτασε στην αυλή του Βλαδισλαύου ο καρδινάλιος Ιουλιανός, απεσταλμένος απ’ τον πάπα και ξεσήκωσε τους Πολωνούς, τους Ουγγαρέζους και όλους τους γύρω χριστιανούς πάλι για πόλεμο. Ο Βλαδισλαύος ήθελε πραγματικά ειρήνη και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παραβεί τις συνθήκες που είχε υπογράψει και να πατήσει τον όρκο του. Ο καρδινάλιος, όμως, τον πίεζε και τον προέτρεπε να μη δώσει σημασία σε υποσχέσεις και όρκους, αλλά να παραβιάσει τη συνθήκη και να κηρύξει πόλεμο εναντίον μας, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει λόγος να κρατά τους όρκους του, όταν οι όρκοι αυτοί έχουν δοθεί σε άπιστους. Τράβηξε μια-δυο γεμάτες ρουφηξιές απ’ το ναργιλέ του ο Μουράτ, μισόκλεισε τα μάτια και συνέχισε μισοχαμογελώντας. -Τα πονηρά αυτά λόγια του αρχιερέα έβαλαν σε σκέψεις τους χριστιανούς ηγεμόνες. Επίσης, το ότι ο Ιουλιανός ερχόταν και κατευθείαν απ’ τον πάπα και το ότι ο ίδιος ο πάπας τους υποσχόταν συμπαράσταση και βοήθεια στην εκστρατεία τους εναντίον μας, ερέθιζε τους χριστιανούς και έκανε πιο ελκυστική στις ψυχές τους την παρασπονδία. Επιπλέον, η δήλωση του καρδινάλιου, ότι αναλαμβάνει αυτός όλες τις ευθύνες απέναντι του Θεού για οποιαδήποτε αθέτηση των λόγων τους, αν υπάρχει, όπως είπε, αθέτηση, λύγισε την αδύνατη αντίστασή τους. Για να υποστηρίξει δε περισσότερο τις αμαρτωλές και ύπουλες προτροπές του ο καρδινάλιος, δήλωσε προς τους διστακτικούς ηγεμόνες με επιβλητικό ύφος και στόμφο ότι: ‘’αν νομίζετε ότι, κηρύττοντας τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων, παρασπονδείτε και παραβαίνετε τους λόγους σας, όπως κακώς επιμένετε και υποστηρίζετε και αν με την υποτιθέμενη παράβασή σας αυτή έχετε την εντύπωση ότι δημιουργείτε κάποιο αμάρτημα ενώπιον του Θεού, τότε όλες οι τιμωρίες για το φανταστικό αυτό αμάρτημα να πέσουν στο κεφάλι μου και στο κεφάλι του πάπα, που αντιπροσωπεύει το Θεό επί της γης’’. Αυτά είπε ο μεγαλόσχημος κληρικός στους διστακτικούς ηγεμόνες. Δηλαδή, ό,τι ακριβώς είπαν και οι Εβραίοι, όταν σταύρωσαν το Χριστό. Έτσι, λοιπόν, ο καρδινάλιος Ιουλιανός με δυο κουβέντες έλυσε γρήγορα-γρήγορα τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει οι χριστιανοί άρχοντες απέναντί μας και τους οδήγησε στην καταστροφή. Δεν υπολόγιζε ο ανόητος ότι, με την υπογραφή της ειρήνης που είχε γίνει πριν από λίγες μέρες, ο χριστιανικός στρατός είχε σχεδόν διαλυθεί και όλοι οι Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί και άλλοι πολεμιστές και στρατιώτες είχαν φύγει 10


για τις πατρίδες τους. Ούτε διέκρινε καθαρά τις διαθέσεις και τις δυνατότητες του αυτοκράτορα Ιωάννη να πάρει μέρος σε μια καινούρια και άδικη απ’ την αρχή περιπέτεια. Λίγο αν πρόσεχε κι αυτός κι εκείνοι που τον έστειλαν, θα έβλεπαν την πραγματικότητα. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε αμέσως να συγκρατήσει τα πράγματα κι έστειλε για το σκοπό αυτό τον άρχοντα και φίλο του Φραντζή σε μένα, στο Βλαδισλαύο και στον ίδιο τον Ιουλιανό. Η προσπάθεια αυτή του Ιωάννη απέβλεπε στο να αποτρέψει τελείως τη σύγκρουση ή τουλάχιστον να την συγκρατήσει για ευθετότερο χρόνο, όταν θα ολοκληρώνονταν οι συνεννοήσεις τους και θα συμπληρώνονταν όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες που χρειάζονταν για μια εκστρατεία. Ο Ιουλιανός, όμως, επέμενε και το κακό ξέσπασε στο κεφάλι του. Μόνο ο Βράκοβιτς της Σερβίας φάνηκε έξυπνος και αποδείχτηκε άνθρωπος με μεγάλο μυαλό. Αρνήθηκε να πάρει μέρος στη συνεννόηση και δήλωσε καθαρά, ότι θα εμποδίσει και το Σκεντέρμπεη να ενωθεί με το Βλαδισλαύο. Ο Βλαδισλαύος, όμως, με τον Ουνυάδη προχώρησαν στο σκοπό τους και ξεσηκώθηκαν εναντίον μας. Ήλπιζαν και στην υποστήριξη των Βουλγάρων, αλλά δεν έβλεπαν οι τυφλωμένοι απ’ τον Ιουλιανό χριστιανοί ότι, κατηγορώντας οι Ούγγροι και ο Ιουλιανός τους Βουλγάρους σαν αιτερικούς, γιατί δεν ήταν καθολικοί και, καταστρέφοντας στο πέρασμά τους τις εκκλησίες τους, αν δεν τους έσπρωχναν νά ‘ρθουν με το μέρος μας, τους έκαναν οπωσδήποτε εχθρούς τους. Έτσι, ο στρατός τους καταστράφηκε, ο Βλαδισλαύος σκοτώθηκε, ο Ουνυάδης έφυγε κακήν-κακώς και πιάστηκε αιχμάλωτος απ’ τον αντίζηλό του πρίγκιπα της Βλαχίας Ντραγκούλ, απ’ όπου με δυσκολία ελευθερώθηκε, ο δε οργανωτής και κύριος υπεύθυνος για όλη την καταστροφή καρδινάλιος Ιουλιανός Κερατσίνι ξέφυγε απ’ τα χέρια τα δικά μας, αλλά κατακομματιάστηκε απ’ τους ίδιους τους Βλάχους, οι οποίοι τον θεώρησαν σαν υπεύθυνο της καταστροφής τους. Ο καρδινάλιος Κερατσίνι ήταν πρόεδρος του συνεδρίου των αντιπαπικών ιεραρχών της Βασιλείας και ίσως ο πάπας, παρ’ ότι αργότερα ο Ιουλιανός πήγε με το μέρος του, να ήθελε να τον βγάλει απ’ τη μέση, γι’ αυτό και τον έστειλε στην Ουγγαρία. Δεν νομίζω να λυπήθηκε ο ποντίφικας πραγματικά, αν τουλάχιστο δεν χάρηκε, όταν έμαθε το θάνατό του. Έχω λοιπόν δίκιο ή όχι, όταν λέω ότι δεν πρέπει να έχουμε καμιά πίστη στους άπιστους; Ρώτησε με έντονο ύφος ο Μουράτ, ενώ με το χέρι του έδινε το σύνθημα της εκκίνησης στη συνοδεία του. Με τις σκέψεις αυτές ο καβαλάρης είχε πλησιάσει το λόφο και περνούσε κάτω απ’ τα γυμνά τώρα δέντρα του. Συγκράτησε λίγο το άλογό του, έριξε μια γρήγορη ματιά στην ήσυχη περιοχή με τα αραιά χαμόκλαδα και τα αμέριμνα γκριζωπά δέντρα, σα να ήθελε κάτι να διακρίνει κάτω απ’ τα μαδημένα απ’ το χειμωνιάτικο βοριά κλαδιά τους και συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας και πάλι ελεύθερα τα χαλινάρια του αλόγου του. Με το φως της αυγής φάνηκαν βαθιά στον ορίζοντα τα βουνά του Σίπυλου. Το αντίκρισμά τους τού ‘δωσε κανούργιο κουράγιο και ξανασπιρούνισε το άλογό του.

11


Χωρίς να το καταλαβαίνει έφτασε στην Πέργαμο και, περνώντας τον Κάικο ποταμό, σταμάτησε λίγο στην απέναντι όχθη του, για να πάρει μια ανάσα το άλογό του. Τα νερά του ποταμού ήταν θολά και φουσκωμένα. Τα δέντρα άχαρα και σταχτιά και μέσα στα γυμνά τους κλαδιά σφύριζε με μανία ο κρύος αέρας, που ορμητικός έφτανε στο σημείο αυτό ακολουθώντας την απροστάτευτη κοίτη του ποταμού. Ο καβαλάρης ξεπέζεψε, τράβηξε το άλογό του στη μέση ενός μικρού αλλά απότομου βράχου για να μην το χτυπάει το κρύο ρεύμα της χαράδρας κι αφού το σκέπασε όσο πιο καλά μπορούσε στις πλάτες του με τη βαριά γούνινη χλαίνη του, άρχισε κι αυτός να βηματίζει γύρω του για να ξεμουδιάσει, κοιτάζοντας με περιέργεια το γνωστό εκείνο πέρασμα του ποταμού. Στη ρίζα του βράχου, διακρίνονται εδώ κι εκεί καπνισμένες πέτρες ή μισοκαμμένα ξύλα, απομεινάρια απ’ τις φωτιές που ανάβουν οι περαστικοί. Η θέση αυτή κάτω απ’ το βράχο είναι απάνεμη και πρόσφορη για λίγη ξεκούραση ανθρώπων και ζώων που περνούν από δω. Γύρισε τα μάτια του προς την κορυφή του βράχου, που με τον όγκο του προστάτευε κι αυτόν και το άλογό του απ’ τον τσουχτερό αέρα και είδε με έκπληξη ότι τα άλλοτε μικρά χαμόκλαδα, που δειλά ξεπρόβαλαν πάνω στην κορυφή του κι ανάρια φύτρωναν εδώ κι εκεί πάνω στο απόκρημνο χείλος του, τώρα έγιναν φουντωτά δέντρα κι αντιστέκονταν με πείσμα στην ορμή του αέρα. Εκεί πάνω, ανάμεσα σ’ εκείνα τα χαμόκλαδα, είχε νιώσει για καλά για μερικές ώρες, πριν λίγα χρόνια, το ψυχρό ρεύμα της κοιλάδας του Κάικου. Τα ρεύματα αυτά είναι ονομαστά για την ψυχρότητά τους και γνωστά σαν κάικα ή καίκια ρεύματα. Δηλαδή τυφλά κι αλλήθωρα. Δεν ξέρει κανείς από πού έρχονται και δεν βλέπουν και τα ίδια πού πηγαίνουν. Ορμούν ασυγκράτητα και ξεπαγιάζουν αδιάκριτα στο πέρασμά τους το κάθε τι. Ο σουλτάνος Μουράτ δεν είχε προλάβει καλά-καλά να φθάσει στη Μαγνησία και οι γενίτσαροι του ζήτησαν να ξαναγυρίσει στην πρωτεύουσα. Δεν μπορούσαν να κάθονται αργοί οι πολεμόχαροι εκείνοι στρατιώτες και να υπακούουν σ’ ένα άπειρο κι αμούστακο ακόμα 14χρονο παιδάκι. Ήθελαν πολέμους, μάχες, περιπέτειες. Για να αναγκάσουν, λοιπόν, το σουλτάνο τους να γυρίσει πίσω, έβαλαν φωτιά στο παζάρι της Αδριανούπολης. Έκαναν ταραχές κι άρχισαν ένα είδος επανάστασης. Ο Μουράτ, µόλις έμαθε τις προθέσεις και τις ενέργειες των γενιτσάρων του, εγκατέλειψε τη Μαγνησία κι αμέσως ξεκίνησε βιαστικός για την πρωτεύουσα. Ο Κάικος, όμως, ανέκοψε τη βιασύνη του και τον σταμάτησε για αρκετές ώρες στο σημείο αυτό. Έβρεχε από μέρες και τα νερά του ποταμού, ορμητικά και αρφισμένα, ξεχείλιζαν απ’ την κοίτη του. Η ξύλινη γέφυρα έτριζε ολόκληρη και κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να παρασυρθεί και να κομματιαστεί απ’ τις πέτρες και τα ξύλα που κατέβαζε ο ποταμός. Εδώ, στο σημείο αυτό, κάτω απ’ αυτόν το βράχο, αναγκάστηκαν να περιμένουν ολόκληρη σχεδόν μέρα, ώσπου να λιγοστέψουν τα νερά του ποταμού και να σταματήσει η γέφυρα να συνταράζεται ολόκληρη.

12


Τις σκέψεις του αυτές διέκοψε ένας ήχος κουδουνιού ζώου, που έφτασε διαπεραστικός στ’ αφτιά του, σκεπάζοντας τη βουή του αέρα και το θόρυβο που έκαναν τα αγριεμένα νερά του ποταμού, καθώς κατρακυλούσαν βιαστικά προς τις μακρινές ακτές του Αιγαίου. Γύρισε τα μάτια του προς την κατεύθυνση του δρόμου ο καβαλάρης απ’ την Αδριανούπολη κι είδε έναν άλλο καβαλάρη να πλησιάζει προς το μέρος του. Ήταν ένας κοντόχοντρος γέρος με γκρίζα μαλλιά και άσπρα γένια, που έσερνε πίσω απ’ το άλογό του ένα νεαρό σκουρόχρωμο μουλάρι µ’ ένα μεγάλο γυαλιστερό χάλκινο κουδούνι στο λαιμό του. Ο γέρος έπρεπε να ήταν ένας απ’ τους συνηθισμένους ζωέμπορους της περιοχής, γιατί αυτοί συνήθιζαν να περνούν στο λαιμό των ζώων που είχαν για πούλημα φανταχτερά λουριά και καμπανιστά κουδούνια για ασφάλεια των ζώων τους αλλά και για να εντυπωσιάζουν τους ενδιαφερόμενους αγοραστές και να κάνουν την πούληση σιγουρότερη. Ο γέρος πλησίασε, χαιρέτησε και κατέβηκε απ’ το άλογό του. -Πολύ νερό και ορμητικό, είπε δείχνοντας προς το ποτάμι. Κι ενώ έδενε το σκοινί του αλόγου του σ’ ένα θάμνο στη βάση του βράχου συνέχισε. Λίγα ποτάμια κατεβάζουν τόσο πολύ νερό μαζεμένο και έτσι ξαφνικά. Πριν από δυο μέρες πέρασα από δω, πηγαίνοντας για τα χωριά πέρα απ’ την Πέργαμο και τα νερά ήταν καθαρά και ήσυχα. Συνήθως, όμως, τα ξεροπόταμα κατεβάζουν πολλά κι απότομα νερά τις κακοκαιρίες και ιδίως όταν περνούν ανάμεσα από γυμνά ξεροβούνια και πετρώδεις λαγκαδιές. -Έχεις δίκιο, είπε ο καβαλάρης απ’ την Αδριανούπολη. Οι ξεροπόταμοι είναι πραγματικά επικίνδυνοι. Κι είναι ύπουλοι, γιατί με τ’ όνομά τους δίνουν την εντύπωση, ότι, σαν ξεροί, είναι αδύναμοι κι ευκολοπέραστοι. Μη σου τύχει, όμως και δοκιμάσεις την υπουλότητά τους. Πλησίασε προς το γέρο που είχε ταχτοποιήσει τα ζώα του και κουνούσε δυνατά τα χέρια του ή κλωτσούσε στον αέρα με τα πόδια του για να συνέλθει απ’ το κρύο και να ζεσταθεί κάπως και συνέχισε. -Θυμάμαι, πριν λίγα χρόνια, ένας ξεροπόταμος στην Ελλάδα μας ανάγκασε να περιμένουμε δυο ολόκληρες μέρες δίπλα του, για να λιγοστέψουν τα ορμητικά νερά του και να μπορέσουμε να περάσουμε απέναντι. Ήταν το χειμώνα του 1446. -Δεν είσαι απ’ τα μέρη αυτά της Μ. Ασίας; τον διέκοψε ο γέρος. -Σα στρατιώτης του μεγάλου μας σουλτάνου, ανήκω παντού και πηγαίνω παντού, όπου με διατάζει η μεγαλειότητά του. -Ατέλειωτες ας είναι οι μέρες του πολυχρονεμένου μας Μουράτ, είπε με κάποιο δέος ο γέρος και πρόσθεσε. Κάποτε υπηρετούσα και γω στο στρατό του και πήρα μέρος σε εκστρατείες του, αλλά ποτέ δεν έφτασα ως την Ελλάδα. Εγώ πολέμησα στα μέρη της Συρίας, της Αραβίας και πήγα προς την Αρμενία. Αλλά απ’ όλες τις μάχες πιο πολύ θυμάμαι τη μάχη της Άγκυρας με τους Μογγόλους του Ταμερλάνου. Τότε ήμουν στις διαταγές του Μούσα, του γιου του ένδοξου Βογιατζίτ. Και, για να μην προχωρήσει περισσότερο στην τραγική εκείνη περιπέτεια για τους Τούρκους, πρόσθεσε βιαστικά.

13


-Αλλά, ας αφήσουμε τις δικές μου περιπέτειες κατά μέρος. Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε κι όλες εκείνες οι ατυχίες κοντεύουν να ξεχαστούν. Πες μου κάτι για τη δική σου περιπέτεια στην Ελλάδα. Συνέχισε την ιστορία που ξεκίνησες. -Το Νοέμβριο του 1446, ξεκινήσαμε απ’ την Αδριανούπολη για τη νότια Ελλάδα, άρχισε ο ψηλόκορμος καβαλάρης. Ο τότε δεσπότης του Μωριά και τώρα αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνος, είχε ξεθαρρέψει. Είχε βγει έξω απ’ την Πελοπόννησο και είχε προχωρήσει αρκετά προς βορρά. Ο Μουράτ, μόλις έμαθε το τόλμημα αυτό του Κωνσταντίνου, αμέσως ξεκίνησε µ’ αρκετό στρατό εναντίον του. Όταν μπήκαμε στη Μακεδονία, άρχισαν να καταφθάνουν και να ενώνονται μαζί μας πολυάριθμα σώματα του μπελήρμπεη της Ρούμελης. Έτσι, ο στρατός μας ξεπέρασε τις εξήντα χιλιάδες. Είχαμε περάσει τη Θήβα και τραβούσαμε για τα Μέγαρα. Κάπου στη διαδρομή αυτή, μας συνάντησε μια αντιπροσωπεία του Κωνσταντίνου, η οποία πρότεινε στο σουλτάνο ειρήνη. Αρχηγός της αντιπροσωπείας του δεσπότη ήταν ένας πολύ έξυπνος και διαβασμένος Έλληνας. Ακούγοντας τις τελευταίες αυτές λέξεις ο γέρος ενέτεινε περισσότερο την προσοχή του, ενώ μια παράξενη λάμψη φάνηκε στα μάτια του. -Πώς τον έλεγαν τον Έλληνα αυτό; Ρώτησε με κάποια έκδηλη βιασύνη. -Τον έλεγαν Χαλκοκονδύλη, απάντησε ο καβαλάρης και συνέχισε. Ο τρόπος που μιλούσε έκανε στο σουλτάνο και σ’ όλους μας μεγάλη εντύπωση. Ήταν πραγματικά έξυπνος άνθρωπος και κατατοπισμένος σε όλα. Ο γέρος, σα να ήθελε να εξοικονομήσει καιρό, για να δει καλύτερα με τα μάτια της φαντασίας του και να θαυμάσει λίγο ακόμα τον άγνωστο Έλληνα προσβευτή, διέκοψε το συνομιλητή του, τινάζοντας δυνατά τα χέρια του και τρίβοντας επίμονα τις παλάμες του, για να ξεμουδιάσει και να ζεσταθεί. Για μια στιγμή, συνεπαρμένος απ’ την άγνωστη φυσιογνωμία του Χαλκοκονδύλη, είπε δυνατά στο συνομιλητή του. -Ώστε μεγάλος άνθρωπος εκείνος ο Έλληνας! Πραγματικός πρεσβευτής ε; Πλησίασε το άλογό του κι άρχισε να του τρίβει τα πόδια και το λαιμό, ενώ η σκέψη του πετούσε μακριά στα άγνωστα μέρη της ξακουστής Ελλάδας. Και η σκέψη του καβαλάρη απ’ την Ευρώπη πλανιόταν τις στιγμές αυτές πέρα μακριά πάνω στον ελληνικό ορίζοντα και προσπαθούσε να ξαναζωντανέψει στο μυαλό του εκείνη την εκστρατεία. -Λοιπόν, τι έγινε μετά; ρώτησε ο γέρος µ’ ενδιαφέρον. Δεχτήκατε τους όρους του δεσπότη; -Ο Μουράτ, είπε ο καβαλάρης, δεν δέχτηκε τους όρους ειρήνης που του πρότεινε ο Χαλκοκονδύλης και συνεχίσαμε το δρόμο μας για την Κόρινθο. Έβρεχε δυνατά. Για μια στιγμή, καθώς βαδίζαμε μέσα στη βροχή, έφτασε στ’ αφτιά μας από μακριά ένας παράξενος θόρυβος. Μια βουή, που όλο και πιο πολύ δυνάμωνε όσο προχωρούσαμε. Ξαφνικά 14


βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα τεράστιο, βαθύ κι ορμητικό ποτάμι. Ήταν αδύνατο να το περάσουμε. Καθίσαμε λοιπόν στις λασπωμένες όχθες του και το περιμέναμε να καλμάρει. Όταν, ύστερ’ από δυο μέρες τραβήχτηκαν τα νερά του, το τεράστιο εκείνο ποτάμι δεν ήταν παρά ένας μικρός συνηθισμένος ξεροπόταμος, τον οποίο πολύ εύκολα περάσαμε και προχωρήσαμε για την Κόρινθο. -Λοιπόν, τι έγινε μετά; ξαναρώτησε με ανυπομονησία ο γέρος, ενώ πηγαινοερχόταν νευρικά για να ζεσταθεί. -Μόλις φτάσαμε, ο Μουράτ διέταξε αμέσως επίθεση. Εύκολα κυριέψαμε την πόλη και σφάξαμε όλη τη φρουρά. Μετά, μπήκαμε στην Πάτρα και την κάψαμε. Με τα λόγια αυτά του γενίτσαρου, ο γέρος ένιωσε κάτι να υποχωρεί μέσα του ξαφνικά. Σταμάτησε το βηματισμό κι ακούμπησε την πλάτη του στο λαιμό του αλόγου του. Η γυαλάδα έφυγε απ’ το βλέμμα του και με μάτι αδιάφορο κοίταξε το συνομιλητή του, ο οποίος, βαδίζοντας συνεχώς πάνω-κάτω για να ζεσταθεί κι αυτός, δεν πρόσεξε την ταραχή του γεροζωέμπορα, αλλά συνέχισε τη διήγησή του. -Ύστερα, συνεχίσαμε την προέλασή μας βαθύτερα στο Μωριά χωρίς σοβαρή αντίσταση. Με λίγα λόγια, δώσαμε ένα καλό μάθημα στο δεσπότη Κωνσταντίνο, ο οποίος αναγκάστηκε να μας επιστρέψει όλα τα εδάφη που είχε πάρει πέρα απ’ τον Ισθμό. Δέχτηκε να πληρώνει φόρους στο σουλτάνο και γυρίσαμε στην Αδριανούπολη με εξήντα χιλιάδες χριστιανούς σκλάβους. Ο γέρος στο μεταξύ είχε λύσει το άλογό του και προσπαθούσε να το φέρει κοντότερα σ’ ένα υψωματάκι για να ανεβεί στη σέλα του ευκολότερα. -Πρέπει να συνεχίσουμε το δρόμο μας, είπε. Δεν κάνει να εκθέτουμε τα ιδρωμένα ζώα μας περισσότερο στον κρύο αέρα. Οι δυο καβαλάρηδες μπήκαν στο δρόμο και συνέχισαν με κανονικό στην αρχή βήμα την πορεία τους προς νότο. -Εγώ πηγαίνω για τα χωριά της Φωκαίας, είπε κάποια στιγμή ο γέρος. Εσύ για πού πας, παλικάρι; Ρώτησε με καλοκάγαθο ύφος. -Εγώ θα συνεχίσω ακόμα πιο κάτω. Έχω αρκετό δρόμο ακόμα μπροστά μου, απάντησε ο καβαλάρης και χτύπησε ελαφρά τα χαλινάρια στο λαιμό του αλόγου του. Λίγο πιο κάτω, ο γέρος γύρισε δεξιά και πήρε το δρόμο προς τη Φωκαία, ενώ ο γενίτσαρος συνέχισε με καλπασμό το δρόμο του. Κάθε λίγο, χτυπούσε τα χαλινάρια στο λαιμό του αλόγου του και το ανάγκαζε να τρέχει όσο μπορούσε περισσότερο. Ήθελε να κερδίσει το λίγο χρόνο που έχασε με την αναγκαστική μικρή καθυστέρηση μπροστά στην αφρισμένη κοίτη του Κάικου ποταμού. Κατά το απόγευμα λοξοδρόμησε λίγο αριστερά, αφήνοντας στο βάθος δεξιά του τη Φωκαία και, με το σβήσιμο της μέρας, πέρασε τον Έρμο ποταμό και προχώρησε ασταμάτητα προς την πόλη που ξανοίγονταν μπροστά του. Αργά τη νύχτα, τα πέταλα του αλόγου του χτυπούσαν δυνατά και με γρήγορο ρυθμό τους πλακόστρωτους δρόμους της Μαγνησίας.

15


Γρήγορα και χωρίς δυσκολία, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα μεγάλο πέτρινο αυλόγυρο. Ο τοίχος αυτός, ψηλότερος κι απ’ το ύψος του καβαλάρη, περιέκλειε μια μεγάλη έκταση γεμάτη με κάθε είδους χοντρά πανύψηλα δέντρα, που οι σιλουέττες τους ανάδευαν απ’ το φύσημα του αέρα μέσα στη νύχτα σα σκιές από θεόρατα παράξενα φαντάσματα. Ανάμεσά τους, μακριά, πίσω απ’ το βλοσυρό πέτρινο περίβολο, πρόβαλε ένα παλιό αρχοντικό, που, παρ’ ότι η νύχτα έκρυβε την όψη του, οι αδρές γραμμές του όγκου του έδειχναν τη μεγαλοπρέπειά του. Πίσω του, στο βάθος, υψώνονταν απότομη και στοτεινή η δασωμένη πλαγιά του βουνού. Την ησυχία της νύχτας τάραζε το μονότονο και ηχηρό φύσημα του αέρα, που ασταμάτητα αντιβούιζε στις πλαγιές του Σίπυλου. Μαγεμένος απ’ τον περίεργο θόρυβο του αέρα, που άλλοτε έφτανε στ’ αφτιά σα μακρινό κλάμα παιδιού ή σαν απόκοσμο μοιρολόγι γυναίκας και, συνεπαρμένος απ’ την παραξενιά της ασιατικής νύχτας, ο καβαλάρης θυμήθηκε τις ιστορίες, που, όταν ήταν μικρός, του έλεγε ένας γέρος αξιωματικός του παλατιού για τους παλιούς καιρούς και για τα μέρη αυτά των πολύ παλιών Ελλήνων. Εκεί, στην κορυφή του Σίπυλου, του έλεγε ο γερο-σοφός, η Νιόβη, η θυγατέρα ενός αρχαίου ήρωα, του Ταντάλου, μεταμορφώθηκε σε βράχο κι απολιθώθηκε απ’ τη στενοχώρια της, όταν είδε να κατατοξεύονται όλοι οι γιοι της και όλες οι θυγατέρες της και με φαρμακερά βέλη να ρίχνονται άψυχα στη γη όλα τα παιδιά της απ’ τα οργισμένα παιδιά της θεάς Λυτούς, την Άρτεμη και τον Απόλλωνα. Η άσπλαχνη δολοφονία των παιδιών της έγινε στη Θήβα, αλλά η τραγική μητέρα, μη μπορώντας να ζήσει άλλο στη γη εκείνη, που ήταν ποτισμένη με το αίμα των παιδιών της, ζήτησε απ’ τους θεούς του Ολύμπου, να της επιτρέψουν νά ‘ρθει εδώ σ’ αυτό το βουνό και να συγκατοικήσει με τη μητέρα των θεών, τη μεγάλη και αρχαία θεά Ρέα, που ήταν μαρμαρωμένη πάνω στην ψηλότερη κορυφή του Σίπυλου. Οι θεοί του Ολύμπου λυπήθηκαν τη δόλια μάνα και όχι μόνο της επέτρεψαν νά ‘ρθει στο βουνό αυτό, αλλά την ανέβασαν πάνω στην κορυφή του και την έκαναν ένα με τη µητέρα τους. Από τότε, η Νιόβη ζει μέσα στο πέτρινο άγαλμα της θεάς Ρέας. Η θεά Λυτώ είχε θυμώσει, γιατί η Νιόβη δεν σεβάστηκε τη δύναμη και την υπεροχή των θεών και περηφανεύτηκε ότι, παρ’ ότι αυτή είναι κοινή θνητή, έχει γεννήσει δώδεκα γιους και δώδεκα θυγατέρες, ενώ η Λυτώ, που είναι θεά, έχει μόνο ένα γιο και μια θυγατέρα. Η αλαζονεία της αυτή έφερε την καταστροφή της. Οι σκέψεις αυτές του θύμισαν την απεραντοσύνη του Αλλάχ και τη µηδαμινότητα των ανθρώπων και τού ‘φεραν στο νου του έναν πολύ παλιό του πρόγονο και ιδρυτή του κράτους των Σελτζούκων, το μεγάλο σουλτάνο Αλπ-Αρσλάν. Ο σοφός αυτός άρχοντας έλεγε, η σοφία και η δύναμη του Αλλάχ είναι απέραντες και η δόξα και η μεγαλειότητα των ανθρώπων, όσο σπουδαία κι αν θεωρείται πάνω στη γη, είναι τιποτένια και στο τέλος γίνεται σκόνη. Για μια στιγμή, ο όγκος του αρχοντικού σπιτιού του φάνηκε πως έπαιρνε την όψη βράχου με μορφή κάποιας παράξενης γυναίκας και τού ‘ρθε να τραβήξει τα χαλινάρια που κρατούσε στα χέρια του. 16


Απ’ τα χλιμιντρίσματα και τα ποδοβολητά του αλόγου θορυβήθηκαν οι φρουροί του αρχοντικού και δυο ψηλόκορμοι άντρες πρόβαλαν μέσα στη νύχτα και στάθηκαν απειλητικοί μπροστά στη μεγάλη πόρτα του πέτρινου τοίχου κοντά στο αφρισμένο άλογο. Τα πρόσωπά τους φαίνονταν αγριωπά μέσα στο σκοτάδι και τα γιαταγάνια τους ξεχώριζαν γυμνά στα χέρια τους. Βλοσυροί και λιγόλογοι, µ’ αυστηρή φωνή, σταμάτησαν τον καβαλάρη. -Ποιος είσαι και πού πας; Είπε προστακτικά ένας απ’ τους φρουρούς. -Δεν έχω να πω τίποτα σε σας, απάντησε ο καβαλάρης με σταθερή φωνή, που ο τόνος της δήλωνε βιασύνη κι αποφασιστικότητα. Σας λέγω μόνο ότι έρχομαι απ’ την Αδριανούπολη. Δεν σταμάτησα καθόλου στο δρόμο μου. Αλλά ας μην χάνουμε καιρό. Ανοίξτε την πόρτα και οδηγήστε με αμέσως στον κύριό σας. Οι φρουροί, μόλις άκουσαν ότι ο βιαστικός άγνωστος έρχεται απ’ την πρωτεύουσα και θέλει να δει προσωπικά το μεγάλο τους αφέντη, παρ’ ότι φάνηκαν δισταχτικοί στην αρχή, παραμέρισαν. Άνοιξαν τη μεγάλη βαριά αυλόπορτα και άφησαν να περάσει μέσα ο απροσδόκητος νυχτερινός επισκέπτης, προστάζοντάς τον ταυτόχρονα να κατεβεί απ’ το άλογό του. Στο φως του λιχναριού, που βιαστικά έφερε ένας στρατιώτης, διέκριναν το αφρισμένο απ’ τον ιδρώτα σώμα του αλόγου να αστραποβολά σύγκορμο και ν’ αχνίζει ολόκληρο μέσα στην κρύα νύχτα. Ένα αίσθημα απορίας και τρόμου μαζί ζωγραφίστηκε στα αδρά και σκληραγωγημένα πρόσωπά τους. Η φορεσιά του καβαλάρη δεν έδειχνε αρχοντική. Δεν ήταν, όμως και συνηθισμένη απλού στρατιώτη. Το ίδιο και τα χαλινάρια και η σέλα του αλόγου του. Κάτι λαμπερά σημάδια ξεχώριζαν μέσα στο μισοσκόταδο πάνω στη θήκη του γιαταγανιού του κι αυτό έκανε το στρατιώτη που κρατούσε το λυχνάρι και που τα είχε προσέξει, να σκύψει κάπως το σαρικοφορεμένο κεφάλι του, σα να ήθελε να υποκλειθεί. Ένας άλλος φρουρός πετάχτηκε απ’ το φυλάκιο αγουροξυπνημένος και πήρε το µουσκεμένο άλογο, να το πάει στο σταύλο και να το περιποιηθεί. Η συνοδεία των φρουρών, με το λυχνάρι στο χέρι, ακολούθησε τον ξένο και τον οδήγησε στο μεγάλο κτίριο που βρίσκονταν στο βάθος της δεντροσκέπαστης αυλής. Όσο πλησίαζαν πιο κοντά, το μεγάλο αρχοντικό έδειχνε πιο πολύ την αρχοντιά του. Στεκόταν βουβό κι αγέροχο μέσα στη νύχτα. Δυο-τρία παράθυρά του έφεγγαν ακόμα και το θαμπό τους φως διακόπτονταν πότε-πότε απ’ τα πυκνόφυλλα κλαδιά των δέντρων, καθώς ο αέρας τα ανάγκαζε να κινούνται άρυθμα μπροστά τους. Το όλο οικοδόμημα ήταν σοβαρό, επιβλητικό και μέσα στη νύχτα προξενούσε στο θεατή του κάποιον ανεξήγητο σεβασμό κι ένα ακαθόριστο δέος. Καθώς η συνοδεία άρχισε να ανεβαίνει τα πρώτα σκαλιά της μεγάλης προς τον κάμπο πλακόστρωτης βεράντας, ο ξένος απ’ την Αδριανούπολη σκέφτηκε: Δεν είχε άδικο ο πονηρός και πανέξυπνος μέγας βεζίρης Χαλλίλ πασάς, να υποδείξει αυτό το μέρος στο σουλτάνο Μουράτ για κατοικία του διαδόχου του και μέλλοντα σουλτάνου.

17


Πραγματικά, ο Χαλλίλ πασάς, λογικός και ειρηνόφιλος καθώς ήταν, εύκολα διέκρινε τη θυμώδη και δυναμική ιδιοσυγκρασία του μεγαλύτερου γιου απ’ τους επιζώντες του αφέντη του. Και, επειδή γρήγορα διαπίστωσε τις κατακτητικές και πολεμόχαρες διαθέσεις του, με διάφορα προσχήματα και δικαιολογίες, κατάφερε από νωρίς να πείσει το σουλτάνο, ώστε ο γιος του να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ την Αδριανούπολη, μόλις θα παρουσιαζόταν μια κατάλληλη ευκαιρία. Και η κατάλληλη ευκαιρία δεν πολυάργησε να παρουσιαστεί. Ο τρομερός Τουργατήρ, τον οποίο έτρεμαν όλοι οι λαοί προς την Αρμενία και την Καπαδοκία, με χαρά δέχτηκε τις προτάσεις της Πύλης κι έστειλε το γρηγορότερο τη νεαρή και όμορφη κόρη του, να γίνει γυναίκα του γιου του ξακουστού Μουράτ, του νεαρού Μωάμεθ, του μέλλοντα διαδόχου του οθωμανικού θρόνου. Ο Τουργατήρ δέχτηκε πρόθυμα να συγγενέψει με το σουλτάνο, γιατί δίπλα του, στην περιοχή της Αμάσειας, ήταν ηγεμόνας ένας απ’ τους γιους του Μουράτ κι έτσι, με το γάμο αυτό, θα είχε σίγουρο και δυνατό σύμμαχο σε περίπτωση επίθεσης απ’ τους Καραμάνους απ’ το νότο ή τον Καρά-Γιουσούγ απ’ το βορρά. Αφού κλείστηκε το συνοικέσιο, ο Μουράτ έστειλε το Σαριζά πασά να φέρει την ξακουστή νύφη με τους πολλούς της θησαυρούς και την πλούσια προίκα της. Ο Σαριζά πασάς, με την όμορφη νύφη και τη μεγάλη ακολουθία της, γρήγορα έφτασε στην Καλλίπολη. Εκεί υποδέχτηκαν την πολύφερνη νύφη μεγιστάνες και πασάδες αντιπρόσωποι του Μουράτ, οι οποίοι και την έφεραν στην Αδριανούπολη. Οι γιορτές του γάμου άρχισαν το Σεπτέμβριο και τελείωσαν το Δεκέμβριο. Καθημερινά έφταναν άρχοντες και αντιπρόσωποι χριστιανών και Τούρκων ηγεμόνων με πολλά και πολύτιμα δώρα, να συγχαρούν το Μουράτ και να δώσουν τις ευχές τους στους νεόνυμφους. Να λοιπόν η ευκαιρία που περίμενε ο Χαλλίλ πασάς, για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του και να απαλλαγεί απ’ την παρουσία του δύστροπου Μωάμεθ στο σεράι. Πλησίασε το σουλτάνο και με την πονηρή του τακτική κατάφερε, ώστε να δοθεί μια πολύ καλή και ικανοποιητική για όλους λύση. Ο Μουράτ, ανάμεσα στα άλλα δώρα που πρόσφερε στο γιο του με την ευκαιρία του γάμου του, τον διόρισε και ηγεμόνα της Μικράς Ασίας και της Λυδίας. Αμέσως μετά το γάμο, το νεαρό ζευγάρι έφυγε για τη Μαγνησία κι εγκαταστάθηκε στο μεγάλο κι επιβλητικό αυτό σπίτι και για δυο περίπου μήνες τώρα ζει εδώ ήσυχο, ασφαλισμένο και ανενόχλητο και προπαντός μακριά απ’ την Αδριανούπολη και το σεράι. Σιωπηλή και βιαστική η συνοδεία ανέβηκε τα λίγα πέτρινα σκαλιά, διέσχισε την απλόχωρη βεράντα και ζύγωσε στη μεγάλη πόρτα που στέκονταν ατράνταχτη κι απροσπέλαστη μπροστά τους. Ένας βαθύς κρότος κάποιας αμπάρας που σέρνονταν ακούστηκε κι ένας διαπεραστικός τριγμός ανατάραξε απότομα τη νύχτα. Ο θόρυβος αντήχησε οξύτερος και διαπεραστικότερος μέσα στο γεμάτο επιβλητικότητα και δέος αυτό περιβάλλον. Στο άκουσμα των βημάτων των στρατιωτών, που θορυβώδη αντιχούσαν στην πλακόστρωτη βεράντα και πλησίαζαν προς την πόρτα, κάποιος από μέσα μισάνοιξε το ένα φύλλο 18


της μεγάλης διπλής εξώπορτας. Δυο-τρεις κοφτές κουβέντες ανταλλάχτηκαν κι ο θυρωρός, ένας νέος και γεροδεμένος ευνούχος με φαρδιές βράκες και γυμνό στήθος, µ’ ένα μεγάλο και βαθύ σημάδι στο αριστερό του μάγουλο, που άρχιζε απ’ την άκρη του φρυδιού του και κατέβαινε μέχρι το κάτω μέρος του αφτιού του, υποκλίθηκε βαθιά στον ξένο. Έδιωξε τους φρουρούς πίσω στις θέσεις τους, ξανάκλεισε κι αμπάρωσε τη βαριά πόρτα και προχώρησε προς το βάθος του ευρύχωρου διαδρόμου. Έκανε νόημα στον ξένο να περιμένει και μπήκε σ’ ένα απ’ τα διπλανά δωμάτια. Σε λίγο ξαναγύρισε και με μια χειρονομία κάλεσε τον ξένο να προχωρήσει. Ο καβαλάρης απ’ την Αδριανούπολη μπήκε σε μια μεγάλη αίθουσα, που το μισοσκόταδο την έκανε μεγαλύτερη και, πριν προλάβει να φέρει τα μάτια του ένα γύρο και να την περιεργαστεί, μια μεσόκοπη σκλάβα έφερε κι απίθωσε πάνω σ’ ένα σκαλισμένο λυχνοστάτη ένα μικρό και θαμπό λυχνάρι. Έριξε το βλέμμα της στον ξένο, κοντοστάθηκε για λίγο κι έμεινε εκεί στη θέση της, σαν αναποφάσιστη και διστακτική. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν περίεργα και με τέτοια επιμονή και δύναμη, σα να ήθελε ο καθένας να διαβάσει με μιας την ψυχή και τη σκέψη του άλλου και ν’ αρπάξει γρήγορα κι όλα μαζεμένα τα μυστικά που έκρυβε η καθεμιά απ’ τις δυο καρδιές μέσα της. Η γριά, νικημένη απ’ τη δύναμη των ματιών του ξένου, έσκυψε το κεφάλι της και χάθηκε στο διάδρομο, χωρίς να πει κανένας τους ούτε μια λέξη. Μια διπλανή πόρτα, που ο ξένος δεν είχε ακόμα διαπιστώσει την ύπαρξή της, άνοιξε κι ένας νεαρός άντρας ως είκοσι-εικοσιδύο χρόνων, μάλλον λεπτός, με μέτριο ανάστημα και γαμψή μύτη, παρουσιάστηκε μπροστά του. Ο νέος φορούσε άσπρο μακρύ χιτώνα με φαρδιά κιτρινωπή ζώνη και κιτρινωπές γυαλιστερές λουρίδες στον ποδόγυρο και στα φαρδιά του μανίκια. Ο αγγελειοφόρος, μόλις τον αντίκρισε, έπεσε στα γόνατα κι έσκυψε το κεφάλι του τόσο χαμηλά, που το λερωμένο του σαρίκι ακούμπησε στο πάτωμα. Ήταν ο πρώτος που πρωτοπροσκυνούσε το νέο σουλτάνο Μωάμεθ το δεύτερο. -Πολυχρονεμένε μου αφέντη σε προσκυνώ, είπε με μεγάλη ταπεινότητα ο αγγελειοφόρος απ’ την Αδριανούπολη, ενώ τα χέρια του ελαφρά και με σεβασμό ακουμπούσαν τα πόδια του νέου μονάρχη. Ο μεγάλος Αλλάχ να μεγαλύνει τη βασιλεία σου, πρόσθεσε με φωνή που έδειχνε απόλυτη υποταγή και αφοσίωση. Ο Μωάμεθ τον ανασήκωσε όρθιο και τον ρώτησε βιαστικά και µ’ απορία. -Τι συμβαίνει Μεχμέτ. Πες μου αμέσως και χωρίς περιστροφές. -Πολυχρονεμένε μου αφέντη, επανέλαβε ταπεινά ο Μεχμέτ και με σταθερή φωνή και χαμηλωμένα μάτια συνέχισε. Αν είναι θέλημα του Αλλάχ να πέσει το κεφάλι μου απ’ το χέρι σου, για τα νέα που σου φέρνω, ας γίνει το θέλημά του. Κι αν η μεγαλειότητά σου θέλει να μου χαρίσει τη ζωή, θα μείνω πάντα πιστός υπηρέτης και δούλος της, όσο η παντοδυναμία σου προστάζει.

19


Ο Μωάμεθ δεν τον διέκοψε κι αυτό του έδινε θάρρος να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις και να φερθεί σαν πραγματικός πιστός του Αλλάχ και υπηρέτης του σουλτάνου. Μόνο τον κρατούσε σφιχτά απ’ το μπράτσο και άκουγε. Παρ’ ότι ο νεαρός πρίγκιπας υποπτεύοταν ότι κάτι το πολύ σπουδαίο συμβαίνει, προσπαθούσε να φαίνεται ήρεμος και συγκρατημένος κι ήθελε να δείξει στον πιστό του αγγελιοφόρο και να αποδείξει και στον εαυτό του, ότι μπορεί να αυτοκυβερνηθεί όταν χρειάζεται. Για μια στιγμή, τού ‘σφιξε δυνατά το χέρι, σα να ήθελε να του πει: ‘’Μη σταματάς. Λέγε. Και λέγε μου σύντομα τι συμβαίνει.’’ -Αφέντη μου, συνέχισε ο Μεχμέτ. Ο μεγάλος Αλλάχ, πριν από τρεις μέρες κάλεσε το δοξασμένο μας βασιλιά, το γενναίο κι ανίκητο πατέρα σου κοντά του. Τη στιγμή αυτή βρίσκεται μαζί με τους άλλους προγόνους του στην κοιλάδα των πραγματικών πιστών του Προφήτη. Πέθανε στο σεράι από αποπληξία πάνω στο γλέντι. Ο Μωάμεθ δεν απάντησε. Έσφιξε τα χείλη και την καρδιά του κι έμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα, απότομα ξανάσφιξε το μπράτσο του Μεχμέτ και του είπε: -Ποιος άλλος έμαθε την είδηση αυτή έξω απ’ την Αδριανούπολη; -Νομίζω κανένας, απάντησε με πεποίθηση ο Μεχμέτ. Εγώ έφυγα απ’ το παλάτι κρυφά και αμέσως. Κανένας δε με είδε. Κανένας δεν ξέρει πού πήγα. Σε κανένα δεν είπα τίποτα. Ήρθα κατευθείαν εδώ. Δεν καθυστέρησα στο δρόμο και κανένας δε με γνώρισε απ’ όπου πέρασα. Στην Αδριανούπολη θα είναι ακόμα ζαλισμένοι απ’ το τραγικό γεγονός. Πιστεύω, όμως, ότι γρήγορα θα στείλουν κι αυτοί ανθρώπους τους εδώ, για να σου φέρουν και επίσημα την είδηση. -Θα φύγουμε ξημερώματα, τον διέκοψε ο Μωάμεθ. Ξεκουράσου και μην πεις σε κανέναν τίποτα, πρόσθεσε επιτακτικά και έφυγε απ’ την αίθουσα. Ένας γκριζογένης υπηρέτης παρουσιάστηκε σιωπηλά, πήρε το Μεχμέτ μαζί του και τον οδήγησε σ’ ένα διπλανό δωμάτιο για να ξεκουραστεί. Η γριά σκλάβα, της οποίας τα λυπημένα μάτια τον κοίταζαν πριν από λίγο τόσο παράξενα κάτω απ’ το αχνό φως του λυχναριού, τού ‘φερε καθαρά ρούχα και τού ‘δειξε την πόρτα του χαμάμ για να λουστεί. Το ζεστό νερό του λουτρού ξεμούδιασε το ξυλιασμένο απ’ το κρύο και την κούραση κορμί του κι ο ατμός που τον τύλιγε, του ξεκούραζε τα νεύρα και τού ‘δινε καινούρια δύναμη κι αντοχή. Αναλογιζόταν την εμπιστοσύνη που τού ‘δειξε ο καινούριος σουλτάνος κι η καρδιά του σπαρταρούσε από χαρά και περηφάνια. Ήθελε να διώξει όλες τις σκέψεις του και να παραδοθεί ολόκληρος στη μέθη της ευτυχίας του αυτής. Παράξενο, όμως! Άθελά του, όλο και τρύπωνε στο μυαλό του ένα περίεργο ερώτημα. Μια σκέψη αλλόκοτη κι ένα ενδιαφέρον ακατανίκητο γέμιζε το νου του. Χωρίς να το καταλαβαίνει προσπαθούσε να θυμηθεί, πού ξαναείδε αυτή τη γριά σκλάβα. Οπωσδήποτε κάπου την είχε ξαναδεί. Κάτι μέσα του τον βεβαίωνε γι’ αυτό. Θυμήθηκε περιστατικά, ξεσκάλισε

20


γεγονότα και ιστορίες, ξανάφερε στη μνήμη του παλιά περασμένα και, παραδομένος στη γλυκειά ζάλη που προξενεί το μούδιασμα του ζεστού λουτρού, ο νους του αφέθηκε ελεύθερος να τρέχει. Κι έτρεχε αδιάκοπα πίσω. Ξεμάκραινε πολλά χρόνια στο παρελθόν, προσπαθώντας κάτι να βρει, κάτι ν’ ανακαλύψει για την παράξενη αυτή γριά. Για μια στιγμή, πετάχτηκε απάνω σαν κάτι να τον κέντρισε. Η μνήμη του τον τσίμπησε σα βελόνα και τον ανάγκασε με μιας να ξυπνήσει απ’ το λίθαργό του. -Μάλιστα, είπε μονολογώντας. Τώρα θυμάμαι ποια είναι. Πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια, νεαρός τότε κι ο ίδιος, όπως τώρα ο σημερινός αφέντης του, είχε πάει με μια ακολουθία έμπιστων ανθρώπων του σεραγιού στη Σερβία, για να πάρουν τη νεαρή κόρη του πρίγκιπα της Σερβίας Γιώργη Βράκοβιτς, την όμορφη Μάρα, για να γίνει γυναίκα του τότε κυρίου του Μουράτ του δεύτερου. Η Μάρα δεν ήταν μόνο όμορφη, έξυπνη και πλούσια. Η γενιά της, απ’ της μάνας της το μέρος, κρατούσε απ’ την αυτοκρατορική οικογένεια της Τραπεζούντας. Ήταν κόρη της αδερφής του αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού, του λεγόμενου Καλογιάννη. Κρατούσε, λοιπόν, από πολύ μεγάλα τζάκια, γι’ αυτό και ήταν περιζήτητη. Ο πρίγκιπας ήταν χριστιανός και η Μάρα χριστιανή. Οι στρατιώτες της συνοδείας αναρωτιόταν στο δρόμο, γιατί πηγαίνουμε να φέρουμε νύφη χριστιανή, αφού ο Προφήτης απαγορεύει το γάμο στους πιστούς με άπιστες. Άλλωστε, ο Βράκοβιτς πολλές φορές το είπε καθαρά, ότι θα σέβεται και θα υπακούει το σουλτάνο, αλλά δε θα τουρκέψει. Η συζήτηση έπαιρνε κι έδινε στους στρατιώτες, ώσπου ένας ιμάμης της συνοδείας μπήκε στη μέση κι εξήγησε –πόσα ξέρουν αλήθεια αυτοί οι ιμάμηδες σ’ όποιον Προφήτη κι αν ανήκουν- ότι ο Προφήτης απαγορεύει τέτοιους γάμους στους απλούς πιστούς, όχι, όμως και σ’ ένα σουλτάνο, που είναι κι αυτός Προφήτης επί της γης. Ύστερα, οι γάμοι αυτοί έχουν να κάνουν με συμμαχίες, συμφέροντα του κράτους και κατακτήσεις της αυτοκρατορίας μας. Και αν κανένας μπορεί να τα σκεφτεί όλα αυτά, θα βρει κι άλλες πολλές δικαιολογίες. Και το Κοράνι κάνει εξαιρέσεις –και με το δίκιο του- όταν πρόκειται για το καλό του Ισλάμ. Κάτι τέτοια έλεγε στους στρατιώτες ο ιμάμης, που δεν μπορούσαν να τα καταλάβουν και πολύ καλά οι αγροίκοι εκείνοι μαχητές. Τους μπέρδεψε τόσο πολύ, ώστε στο τέλος παράτησαν τη συζήτηση. Αλλά και στο κάτω-κάτω, γιατί να καταλάβουν; Αυτοί ήταν στρατιώτες. Δεν ήταν ιμάμηδες, να ανακατεύονται σε τέτοια πράγματα. Ύστερα, αφού ο ιμάμης το βρίσκει σωστό, έτσι θα πρέπει να είναι. Το ξανάριξαν λοιπόν στην ξεγνοιασιά, ήπιαν ρακί κι έκαναν κέφι και χαρούμενοι πήγαν κι έφεραν την όμορφη Μάρα με την ακολουθία της και τις σκλάβες της απ’ τη Σερβία. Ναι. Τώρα το βλέπει καθαρά. Η όμορφη νύφη πάντα είχε κοντά της μια ωραία, μεγαλύτερή της στην ηλικία, σκλάβα. Ήταν κι αυτή χριστιανή, όπως και η κυρά της. Φαίνονταν σοβαρή, πρόθυμη και πάντοτε ήταν λιγομίλητη. Με καλοσύνη κι απλότητα φερόταν στις άλλες σκλάβες και, γρήγορα και δίχως πολύ θόρυβο, έκανε ό,τι της ζητούσε η Μάρα. Η σκλάβα αυτή, με το ωραίο της παρουσιαστικό, την απροσποίητη σβελτάδα

21


της και την άδολη καλοσύνη της, πραγματικά ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες σκλάβες. Αν, όμως, κανείς την καλοπρόσεχε θά ‘βλεπε πως τα μεγάλα της μάτια φαίνονταν τις περισσότερες φορές ανέκφραστα και υγρά και τα χείλη της έμεναν κλειστά κι έπαιρναν μια παράξενη σύσπαση, σα νά ‘θελαν με κόπο να συγκρατήσουν έναν παράξενο αναστεναγμό που ανέβαινε απ’ τα βάθη της καρδιάς της. Τώρα θυμάται πόσο έκλαψε η σκλάβα αυτή, όταν μια μέρα, λίγα χρόνια αργότερα, το 1438, έφτασε στο παλάτι η είδηση, ότι ο τρομερός σουλτάνος και αφέντης της Μουράτ ο ΙΙ, αφού νίκησε τον πεθερό του Γιώργη Βράκιβιτς –τι φρίκη! τον πατέρα της Μάρας- στη μάχη του Σμενδέρεβο, συνέλαβε τους δυο γιους του πρίγκιπα της Σερβίας και δικούς του κουνιάδους και τους τύφλωσε . . .! Ναι, αυτή ήταν η γριά σκλάβα, που τον κοίταζε με παράξενη επιμονή και έντονη περιέργεια απόψε. Ήταν η Γιασμίν. Η χριστιανή απ’ τη Σερβία. Φαίνεται, πως η σουλτάνα Μάρα, η χήρα τώρα του Μουράτ ΙΙ, την έστειλε πριν πολύ καιρό εδώ στη Μαγνησία, για να φροντίζει και να περιποιείται το ανάκτορο αυτό και τώρα την άφησε στην υπηρεσία του Μωάμεθ, για να τον υπηρετεί και να τον περιποιείται. Γι’ αυτό χάθηκε απ’ το σεράι και δεν φαινόταν ανάμεσα στις άλλες γυναίκες η όμορφη σκλάβα. Πόσο καλή ήταν η Γιασμίν και πόση εμπιστοσύνη της είχε η Μάρα! Με τις σκέψεις αυτές, ο Μεχμέτ γύρισε στο δωμάτιό του και, ξεκουρασμένος απ’ το λουτρό και ξαλαφρωμένος γιατί έλυσε μια απορία που τον βασάνιζε, δεν κατάλαβε πότε τον πήρε ο ύπνος. Ξημερώματα ξύπνησε απ’ τη βοή και το θόρυβο των ανθρώπων που μπαινόβγαιναν στο κτίριο και φώναζαν δυνατά δίνοντας διάφορες λιγόλογες διαταγές. Θορυβήθηκε απ’ το ποδοβολητό και τα χλιμιντρίσματα αλόγων, που πηγαινοέρχονταν στην αυλή κι αναστατώθηκε απ’ την οχλοβοή των γενιτσάρων, που βιαστικοί έτρεχαν στις φρουρές και συγκέντρωναν παράξενους σάκους ή πολύσχημα κιβώτια στη μέση της μεγάλης αυλής κάτω απ’ τα δέντρα. Απ’ την οχλοβοή αυτή, ο Μεχμέτ πετάχτηκε επάνω. Ντύθηκε γρήγορα κι ετοιμάστηκε να παρουσιαστεί στο Μωάμεθ. Απ’ το παράθυρο, όμως, του δωματίου του είδε για μια στιγμή το νεαρό σουλτάνο να πηγαινοέρχεται καβάλα στο άλογό του, ανάμεσα στους αξιωματικούς της αυλής του, δίνοντας διάφορες διαταγές. Φαινόταν βιαστικός και ανυπόμονος. Ο Μεχμέτ έτρεξε στο σταύλο, πήρε το άλογό του, που το βρήκε σελωμένο κι έτοιμο να τον περιμένει και βγήκε στην αυλή. Ο νεαρός μονάρχης τον είδε από μακριά, σπιρούνισε το άλογό του κι έτρεξε κοντά του. Χωρίς να δώσει καθόλου καιρό στο Μεχμέτ να τον προσκυνήσει ή να υποκλιθεί τουλάχιστο μπροστά του, του είπε κοφτά. -Ανέβα στο άλογό σου και έλα μαζί μου, ‘’Μεχμέτ αγά’’. Ο Μεχμέτ ξαφνιάστηκε με τα τελευταία αυτά λόγια του Μωάμεθ. Μεχμέτ αγά; Αναρωτήθηκε. Άκουσε καλά ή έτσι του φάνησε; Έγινε λοιπόν τόσο ξαφνικά και εύκολα αγάς, αυτός που μέχρι τώρα ήταν ένας άσημος γενίτσαρος του παλατιού; Ο νους του για λίγο θόλωσε. Το μυαλό του του φάνηκε πως σταμάτησε να λειτουργεί. Τα μάτια του σκοτείνιασαν ξαφνικά απ’ τη στιγμιαία ζάλη του και μόνο η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε ξαφνιασμένος κατάματα το Μωάμεθ. Εκείνος κατάλαβε την ταραχή του και του χαμογέλασε ελαφρά, 22


σα να τού ‘λεγε: ‘’Η αφοσίωσή σου κι η αγάπη σου για μένα δίκαια σ’ ανεβάζουν στο αξίωμα του αγά αυτή τη στιγμή’’. Ταυτόχρονα έβγαλε μια φανταχτερή ασημένια αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό του και την έριξε στα χέρια του ξαφνιασμένου υπηκόου του, λέγοντάς του δυνατά κι επίσημα. -Μεχμέτ αγά. Από σήμερα είσαι προσωπικός ακόλουθός μου. Ανέβα στο άλογό σου και μη χάνουμε καιρό. Ο Μεχμέτ, σα να συνήλθε από κάποιο παράξενο όνειρο, πέρασε την ασημένια αλυσίδα στο λαιμό του κι ανάλαφρος σαν το φτερό πήδησε στη σέλα του αλόγου του κι ακολούθησε τον κύριό του, ο οποίος κατευθύνθηκε προς το σωρό των καβαλαραίων αξιωματικών της αυλής του και στάθηκε ανάμεσά τους. Όλοι κράτησαν τα άλογά τους και στράφηκαν προς το διάδοχο του θρόνου. Πού να ήξεραν ότι αυτός, που ακόμα τον νόμιζαν για διάδοχο, είχε γίνει σουλτάνος εδώ και τέσσερις μέρες! Ο Μωάμεθ σταμάτησε το άλογό του, κοίταξε για μια στιγμή γύρω του και είπε προς τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες που ήταν μαζεμένοι στην αυλή. -Όσοι από σας με αγαπούν, ας με ακολουθήσουν· και σπιρουνίζοντας δυνατά το άλογό του κάλπασε ακάθεκτος προς τη μεγάλη αυλόπορτα. Η φωνή του αντήχησε ξερή και κοφτή μέσα στο πρωινό μισοσκόταδο. Δίπλα του κάλπασε ο πιστός του Μεχμέτ και πίσω του ένα μπουλούκι αξιωματικοί και στρατιώτες ξεχύθηκαν, χωρίς να ξέρουν για πού πηγαίνουν. Είχαν αφήσει μακριά πίσω τους τη Μαγνησία, όταν πρόβαλε θαμπός και κρύος ο ήλιος στον ορίζοντα κι άρχισε να σκαρφαλώνει δειλά-δειλά στο συννεφιασμένο και ψυχρό ουρανό της Μ. Ασίας. Κανένας απ’ τους πιστούς ακολούθους του Μωάμεθ δεν ήξερε πού πήγαιναν. Κανένας δεν ρωτούσε τίποτα. Κανένας δεν μιλούσε. Μόνο όλοι αναρωτιόταν μέσα τους, τι συμβαίνει; χωρίς κανένας να τολμάει να ρωτήσει έστω και το παραμικρό το διπλανό του. Μόνο κάλπαζαν και προσπαθούσαν όλοι τους να είναι πιο κοντά στο Μωάμεθ. Ο Μεχμέτ δεν τον άφηνε από κοντά του. Η μέρα προχωρούσε . . . Ο ήλιος έδυσε και ξανανέτειλε κι αυτοί κάλπαζαν καβάλα στ’ άλογά τους. Κατά το απομεσήμερο, ένας διαφορετικός αέρας της θάλασσας χτυπούσε τα πρόσωπά τους. Μπροστά τους, μακριά στο βάθος, άρχισαν να ξεχωρίζουν μέσα στον αχνό ορίζοντα τα στενά του Ελλήσποντου κι απέναντι τα υψώματα της Καλλίπολης. Τα άλογα λαχανιασμένα ξεφυσούσαν δυνατά. Με τεντωμένους τους λαιμούς κι ανασηκωμένες τις χαίτες έτρεχαν ασταμάτητα. Στην Καλλίπολη ανακοίνωσε ο Μωάμεθ σ’ όλους τους πιστούς ακολούθους του το μεγάλο νέο. Όλοι οι άνθρωποί του, αξιωματικοί και στρατιώτες έπεσαν στα γόνατα και τον προσκύνησαν βαθιά. Το είχαν κι αυτοί καμάρι και περηφάνια, που τους δόθηκε η τιμή να προσκυνήσουν πρώτοι το νέο σουλτάνο τους, τον καινούριο αφέντη και κύριο της απέραντης αυτοκρατορίας τους.

23


«Ζήτω ο πολυχρονεμένος μας σουλτάνος», αντιβούιξε μια ιαχή απ’ όλων τα στόματα. Εδώ στην Καλλίπολη, ο Μωάμεθ έμεινε δυο μέρες κι έκανε γνωστό το θάνατο του πατέρα του σ’ όλους τους κατοίκους της πόλης και της γύρω περιοχής. Αμέσως, πολυάριθμα ένοπλα πλήθη άρχισαν να καταφθάνουν από παντού στην Καλλίπολη, για να δουν, να προσκυνήσουν και να ζητοκραυγάσουν το νέο σουλτάνο. Με ακολουθία όλον αυτόν τον ένοπλο όχλο, ξεκίνησε ο νέος μονάρχης για την Αδριανούπολη. Στο δρόμο, όλο και νέοι οπλοφόροι προσθέτονταν στο πλήθος που τον ακολουθούσε κι όλο και πιο πολύ ξεμάκραινε η ουρά της ποικιλόχρωμης συνοδείας του, καθώς διέσχιζαν τις ανοιχτές εκτάσεις της Θράκης, καλπάζοντας προς βορρά. Δεξιά τους τώρα είχαν την Κωνσταντινούπολη και κάπου-κάπου διακρίνονταν στο βάθος του ορίζοντα και κανένας πύργος απ’ τα ερειπωμένα φρούρια των Βυζαντινών. Την εποχή αυτή, η βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούνταν απ’ την Κωνσταντινούπολη κι από ένα τρίγωνο, που εκτείνονταν περίπου 150 χιλιόμετρα προς βορρά και προς δυσμάς της βασιλεύουσας. Η όλη έκτασή της ήταν λίγο παραπάνω απ’ τη μισή Πελοπόννησο. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τις 80 χιλιάδες κατοίκους. Η καρδιά του Μωάμεθ χτυπούσε δυνατά, καθώς έβλεπε το μικρό αυτό τρίγωνο να απλώνεται δεξιά του και να στέκεται εμπόδιο στα κατακτητικά του σχέδια. Κάλπαζε με το άλογό του και σκεφτόταν, σαν τι προετοιμασίες άραγε να κάνει τώρα ο αυτοκράτορας και σαν τι μέτρα να σκέφτεται να πάρει ή να πήρε κιόλας, για να εμποδίσει την επέκταση των Τούρκων στην Ευρώπη; Θα ασπαστεί, άραγε, τη συνθήκη που είχε συνάψει με το νεκρό πια πατέρα του Μουράτ, για να περνάει ο τουρκικός στρατός το στενό του Βοσπόρου και να πηδάει αμέσως και ελεύθερα απ’ τη μια Ήπειρο στην άλλη ή, με το θάνατο του πατέρα του, θα αρνηθεί την ισχή της; Η αμφιβολία αυτή τον στενοχωρούσε αφάνταστα κι αναλογιζόταν, πόση φασαρία και ανακατωσιά θα μπορούσε να φέρει στα σχέδιά του το φράξιμο του στενού εκείνου περάσματος των πενήντα μέτρων περίπου. Γύρισε για μια στιγμή το κεφάλι του προς τον πιστό του ακόλουθο Μεχμέτ, ο οποίος εκείνη τη στιγμή πήγαινε τόσο κοντά του, που φαινόταν σα να ακουμπούσαν οι σέλες των αλόγων τους και, συγκρατώντας κάπως το άλογό του, είπε. -Σκέφτομαι το στενό πέρασμα του Βοσπόρου που είναι απέναντι απ’ το Ανατόλια Χισάρ, μπροστά στο φρούριο του ένδοξου Βογιατζίτ. Σπουδαίο σημείο και για τις δυο Ηπείρους. Αυτό το είχε αναγνωρίσει και ο Δαρείος, γιατί κι αυτός ο μεγάλος βασιλιάς εκεί διέταξε να δεθούν οι δυο Ήπειροι με γέφυρα, για να περάσει ο πολυάριθμος στρατός του στην Ευρώπη. Το σπουδαίο εκείνο έργο ανέθεσε στο Σάμιο μηχανικό Μανδροκλή. Σώπασε για λίγο και μετά πρόσθεσε. -Έξυπνοι άνθρωποι αυτοί οι Έλληνες, Μεχμέτ. Με κάθε τρόπο πρέπει να πάρουμε κοντά μας πολλούς απ’ αυτούς και τους πιο έξυπνους. Έχει πολλούς απ’ αυτούς εκεί μέσα κι έδειξε με το χέρι του δεξιά προς την 24


Κωνσταντινούπολη. Ποιος ξέρει σαν τι σκέφτονται τώρα για μας. Γρήγορα, όμως, θα το μάθουμε, όπως γρήγορα θα μάθουν κι αυτοί τι σκεφτόμαστε κι εμείς για την πόλη τους. Μια απότομη νευρική σύσπαση αλλοίωσε προς στιγμή τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και μια λάμψη μίσους άστραψε στο βλέμμα του καθώς πρόφερε τα τελευταία αυτά λόγια. Με νευρικότητα κέντρισε το άλογό του, το οποίο αναπήδησε απότομα και ξεχύθηκε καλπάζοντας προς τον ανοιχτό κάμπο. Ο Μεχμέτ κάλπασε πίσω του κι αυτός και σκέφτηκε: Σε μια-δυο μέρες, μόλις ανακηρυχτεί επίσημα σουλτάνος και απόλυτος εξουσιαστής ολόκληρης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κάποιος θά ‘ρθει κι απ’ την Κωνσταντινούπολη στις γιορτές του σεραγιού και τότε θα μάθει, πώς σκέφτονται και τι θέλουν αυτοί οι άπιστοι εκεί κάτω. Αμίλητος ο Μωάμεθ διασχίζει ασταμάτητα τις πεδιάδες και περνά τα μέρη όπου πριν χρόνια νικήθηκε ο πατέρας του, ο τρομερός Μουράτ ο δεύτερος, απ’ αυτούς τους άπιστους και σπιρουνίζει βίαια το άλογό του για να τρέξει πιο γρήγορα. Να φθάσει όσο το δυνατό συντομότερα στην Αδριανούπολη, να γίνει μια ώρα γρηγορότερα σουλτάνος, για να τελειώσει όσο γίνεται νωρίτερα τους λογαριασμούς του με τον αυτοκράτορα. Κάλπαζε κι αναλογιζόταν πως τώρα ήταν κύριος όλων εκείνων των πλούσιων επαρχιών, που επί αιώνες συγκροτούσαν την εκτεταμένη βυζαντινή αυτοκρατορία των μεγάλων αυτοκρατόρων που γνώρισε η Κωνσταντινούπολη και η Ανατολή. Του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του Μεγάλου Θεοδοσίου, του Νικηφόρου Φωκά, του Ιουστινιανού, του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου . . . Σκεφτόταν ότι, όπως όλα αυτά περιήλθαν παλαιότερα στα χέρια των γενναίων προγόνων του, έτσι και το μικρό αυτό τρίγωνο με τη χιλιόχρονη πόλη που απέμεινε θα πέσει στα χέρια τα δικά του. Επικεφαλής της μεγάλης του συνοδείας και του αναρίθμητου λαού που τον ακολουθούσε έφθασε στην Αδριανούπολη. Ντελάληδες και προσωπικοί του απεσταλμένοι είχαν ειδοποιήσει για τον ερχομό του. Βεζίρηδες και πασάδες, αυλικοί και άρχοντες, μαζί με κόσμο πολύ, τον περίμεναν και τον υποδέχτηκαν έξω απ’ την πόλη. Η πρωτεύουσα πλημμύρισε από ενθουσιώδεις πιστούς του. Αμέσως ανακηρύχτηκε σουλτάνος και πήρε το θρόνο του πατέρα του. Μόλις ανέβηκε στο θρόνο, πήραν θέση δίπλα του οι βεζίρηδές του Ιμπραήμ και Σαριτζά και ο μεγάλος ευνούχος Σιαχήν μπέης. Πιο πέρα κάθισαν ο μέγας βεζίρης του Μουράτ Χαλλίλ πασάς και ο βεζίρης Ισαάκ πασάς. Και τούτο, γιατί το μέλλον τους ήταν αβέβαιο, αφού άλλαξε ο κύριός τους. Όταν τους είδε ο πονηρός Μωάμεθ να στέκουν παράμερα, ρώτησε με δυνατή φωνή για να ακουστούν τα λόγια του το Σιαχήν μπέη. -Γιατί οι μεγάλοι αξιωματούχοι του πατέρα μου στέκουν παράμερα; Πέστε τους να πάρουν τις θέσεις που είχαν ως τώρα. Κι έκανε νόημα προς τους δυο βεζίρηδες να πλησιάσουν. Ο Χαλλίλ και ο Ισαάκ πλησίασαν και φίλησαν το χέρι του νέου κυρίου τους. - Θα μείνετε στις θέσεις που είχατε ως τώρα, είπε επιτακτικά στους δυο πασάδες. Έτσι, ο Χαλλίλ πασάς έμεινε στη μεγάλη βεζιρία και ο

25


Ισαάκ πασάς στη διοίκηση των ασιατικών επαρχιών. Ο Μωάμεθ δεν ήθελε να κάνει αλλαγές, για να αποφύγει προστριβές και δυσαρέσκειες, οι οποίες πιθανόν να διαιρούσαν την αυτοκρατορία του. Ήθελε όλους τους οπαδούς του ενωμένους και αφοσιωμένους στο θρόνο του. Αμέσως, όλοι οι μεγιστάνες της πρωτεύουσας και όσοι άλλοι άρχοντες έτυχε να βρεθούν εκεί, τον προσκύνησαν και τον αναγνώρισαν για αρχηγό τους. Κάθε μέρα δε, έφταναν στην Αδριανούπολη πασάδες και άρχοντες απ’ όλα τα μέρη της απέραντης αυτοκρατορίας του, για να τον προσκυνήσουν. Ανάμεσά τους και η Μάρα, η χήρα του πατέρα του Μουράτ και κόρη του Γεωργίου Βράκοβιτς, του ηγεμόνα της Σερβίας. Τη Μάρα την εκτιμούσε ιδιαίτερα και την σεβόταν ο Μωάμεθ, γιατί έδειχνε κι αυτή ξεχωριστό ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Προσπαθούσε, με τον καλό της χαρακτήρα, να επιδράσει, όσο μπορούσε περισσότερο, στην ανατροφή του Μωάμεθ και να του μεταδώσει τις χριστιανικές αρχές της. Από μικρόν του μάθαινε χριστιανικές προσευχές. Ανάμεσα στις γυναίκες του Μουράτ, που ήρθαν να συλλυπηθούν το Μωάμεθ για το θάνατο του πατέρα του και να τον συγχαρούν για την άνοδό του στο θρόνο, ήταν και μια νεαρή γυναίκα µ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, το μικρό γιο της Αχμέτ. Την πρώτη μέρα όλα ήταν τυπικά και συγκρατημένα. Την επόμενη, όμως, το παλάτι ξαναφωτίστηκε, ξαναστολίστηκε και άρχισαν οι γιορτές για το ανέβασμα του νέου σουλτάνου στο θρόνο. Μέσα στην οχλαγωγία και στο ανακάτεμα που επικρατούσε στο παλάτι το βράδυ εκείνο, ένας μεγαλόσωμος ευνούχος, πιστός και αφοσιωμένος δούλος του Μωάμεθ, ο Αλής, µ’ ένα νεύμα του κυρίου του ξεγλίστρησε απαρατήρητος και χάθηκε απ’ τη μεγάλη αίθουσα. Σε λίγο ξαναγύρισε και πάλι και απαθής ξαναπήρε τη θέση του δίπλα στο σουλτάνο. Το πρωί μαθεύτηκε, ότι ο μικρός αδερφός (από πατέρα) του Μωάμεθ, πρίγκιπας Αχμέτ, βρέθηκε πνιγμένος μέσα στο λουτρό του. Κανένας δεν πολυπρόσεξε το γεγονός. Ο Μωάμεθ διέταξε να ταφεί κι ο αδερφός του με τιμές στην Προύσα μαζί με τον πατέρα του, στους εκεί τάφους των μεγάλων προγόνων του. Σε δυο μέρες, στην πρωτεύουσα της Ασίας, στην Προύσα, έγινε μεγαλοπρεπής μεγάλη κηδεία, στην οποία το γενικό πρόσταγμα είχε ο βεζίρης Ισαάκ πασάς και η οποία απήλλασσε πλέον από κάθε κίνδυνο τον πανίσχυρο τώρα Μωάμεθ. Τα άλλα δυο αδέλφια του, ο Χασάν και ο Ορχάν, πέθαναν στην Αδριανούπολη και θάφτηκαν στις όχθες της Τούντζας, ο δε πέμπτος αδερφός του Αλαεδδίν είχε πεθάνει στην Αμάσεια. Ο μόνος κίνδυνος που παρέμενε ήταν ο συγγενής του Ορχάν, ο οποίος είχε καταφύγει παλαιότερα στους Βυζαντινούς και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Ο νεαρός σουλτάνος προσπάθησε απ’ την αρχή να εξουδετερώσει κάθε άμεσο κίνδυνο. Γι’ αυτό και διατήρησε στη μεγάλη βεζιρία τον παλιό μεγάλο βεζίρη του πατέρα του, τον πονηρό και έξυπνο Χαλλίλ πασά, παρ’ ότι γνώριζε ότι αυτός ήταν ο υποκινητής των ταραχών των γενιτσάρων στην Αδριανούπολη και άνθρωποί του έβαλαν φωτιά στο παλάτι της πρωτεύουσας και παρ’ ότι ήταν σίγουρος, ότι αυτός ήταν η αιτία της απομάκρυνσής του στη Μαγνησία. Επίσης, δεν ήταν αμελέτητος 26


και χωρίς υστερόβουλους υπολογισμούς ο διορισμός του άλλου μεγάλου συμβούλου του πατέρα του, του Αλβανού εξωμότη Ισαάκ πασά στη γενική διοίκηση των εκτεταμένων κι ευφορότατων ασιατικών επαρχιών. Οι επαρχίες αυτές αποτελούσαν το αξιολογότερο τμήμα της αυτοκρατορίας του, γι’ αυτό και προσπάθησε να αμείψει όσο μπορούσε καλύτερα τους ανθρώπους εκείνους που φοβόταν περισσότερο. Επιπλέον, προσπάθησε να βγάλει απ’ τη μέση και το δράστη της δολοφονίας του αδερφού του Αχμέτ. Ο έμπιστος Αλής δολοφονήθηκε σε λίγες μέρες από δυο αγνώστους, Έτσι, έσβησε κάθε τυχόν μαρτυρία ή άλλη απόδειξη για τη δολοφονία του μικρού πρίγκιπα Αχμέτ. Σε λίγες μέρες, όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Μουράτ και η άνοδος στο θρόνο του νέου σουλτάνου Μωάμεθ, άρχισαν να καταφθάνουν στην Αδριανούπολη πρεσβευτές και να συρρέουν απεσταλμένοι από ξένους βασιλιάδες και πρίγκιπες, για να συλλυπηθούν την αυλή και να συγχαρούν το νέο σουλτάνο ή για να δηλώσουν την υποτέλειά τους σ’ αυτόν. Μεταξύ των απεσταλμένων αυτών, των οποίων η στάση ήταν δουλική και το ύφος ταπεινότατο, ήταν και οι αντιπρόσωποι των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, των δεσποτών της Πελοποννήσου Θωμά και Δημητρίου, του πρίγκιπα της Σερβίας Γεωργίου Βράκοβιτς, των αρχόντων της Λέσβου Γατελούζων, των Γενουατών του Γαλατά και της Χίου, των ηγεμόνων της Βουλγαρίας, της Βλαχίας, της Ρόδου και άλλων πολλών. Ο σουλτάνος δέχτηκε με μεγάλες τιμές στο πολυτελέστατο ανάκτορό του τους απεσταλμένους απ’ την Κωνσταντινούπολη και συνομίλησε μαζί τους για πολλή ώρα. Η στάση των αντιπροσώπων του αυτοκράτορα ήταν υποτακτική και δουλική1, πράγμα το οποίο πρόσεξε ο σουλτάνος και πήρε νέο θάρρος και δύναμη για την προώθηση των σχεδίων του. Οι αντιπρόσωποι του Κωνσταντίνου, αντί να εκμεταλλευτούν τη δημιουργηθείσα νέα κατάσταση και το κενό που παρουσίασε ο θάνατος του Μουράτ και να εγείρουν σοβαρές αξιώσεις, όπως φοβόταν ο Μωάμεθ, αυτοί τον παρακάλεσαν να σεβαστεί τις υφιστάμενες συνθήκες, που συνομολόγησε παλιότερα η Πύλη με τον αυτοκράτορα και να τις τηρήσει, όπως τις τηρούσε και ο πατέρας του. Δηλαδή, να συνεχίσει κι αυτός να δέχεται τους φόρους που πλήρωνε ο αυτοκράτορας στο Μουράτ και να μην επιτεθεί κατά του Βυζαντίου και τους αφαιρέσει κι άλλες επαρχίες. Ο Μωάμεθ τους διαβεβαίωσε περί των καλών του προθέσεων και οι Βυζαντινοί αντιπρόσωποι, ύστερ’ απ’ αυτό, πήραν το θάρρος να εγείρουν αξιώσεις. Θυμήθηκαν, ότι πριν αρκετό καιρό είχε ζητήσει καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη ο Οθωμανός πρίγκιπας Ορχάν, δισέγγονος του Βογιατζίτ και ξάδερφος του Μωάμεθ. Ο Ορχάν ήρθε σε ρήξη με τους συγγενείς του και, κυνηγημένος απ’ αυτούς, αναγκάστηκε να ζητήσει άσυλο στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί τον περιμάζεψαν και τον προστάτεψαν απ’ τον κίνδυνο που διέτρεχε. Οι απεσταλμένοι του 1

Φραντζή Γ. ‘’Το Χρονικό της Άλωσης’’. Μετάφραση Βασ. Πελασγίτη ‘’Πάπυρος’’. Αθήναι 1971. 27


αυτοκράτορα λοιπόν, μια και είδαν ότι ο νέος σουλτάνος είχε φιλικές διαθέσεις, βρήκαν την ευκαιρία να λύσουν ένα μεγάλο πρόβλημα (!), που απασχολούσε φαίνεται τη βυζαντινή αυλή. Τη διατροφή του Ορχάν! Με μεγάλη ταπεινότητα παρακάλεσαν το σουλτάνο να πληρώσει κάποια επιχορήγηση στον αυτοκράτορα για τη διατροφή του συγγενή του. Ο σουλτάνος, που περίμενε να ακούσει σοβαρές προτάσεις κι προετοιμαζόταν ν’ αντιμετωπίσει μια κάποια σθεναρότερη στάση των Βυζαντινών, έμεινε προς στιγμή άναυδος απ’ τη γελοία αυτή πρόταση και, για να τελειώνει με τους αφελείς και να τους αποκοιμίσει περισσότερο, διέταξε τους ακολούθους του να κανονίσουν αμέσως, ώστε να καταβάλονται κάθε χρόνο στον αυτοκράτορα τριακόσιες χιλιάδες άσπρα, για τη διατροφή του φυγάδα Ορχάν. Είπε δε στους αυλικούς του χαρακτηριστικά. -Είναι πολύ σωστό. Αφού δεν μπορέσατε να τον σκοτώσετε τότε, πρέπει να τον πληρώνετε τώρα. Και συνέχισε. Το ποσό αυτό να το συγκεντρώνετε απ’ τις τουρκικές κτήσεις της κοιλάδας του Στρυμώνα. Δηλαδή, απ’ τα κατεχόμενα απ’ τους Τούρκους ελληνικά εδάφη. Με την τακτοποίηση αυτή της διατροφής του Ορχάν, οι συζητήσεις έληξαν. Οι πρέσβεις ικανοποιήθηκαν με τη ‘’σημαντική’’ τους επιτυχία και έφυγαν για την Κωνσταντινούπολη κι ο Μωάμεθ αποσύρθηκε, πιθανόν γελώντας, για να συνεχίσει ανενόχλητος την περαιτέρω κατάστρωση των κατακτητικών σχεδίων του. Αργότερα, δέχτηκε στο σεράι και συνομίλησε για πολλή ώρα με τον ήρωα των Ούγγρων Ιωάννη Ουνυάδη, βοεβόδα της Τρανσυλβανίας και αντιβασιλιά της Ουγγαρίας. Ο Ουνυάδης πολλές φορές στο παρελθόν πολέμησε τον τουρκικό στρατό µ’ επιτυχία, αλλά τελευταία, πριν από τέσσερα χρόνια, το 1448, κατατροπώθηκε απ’ το Μουράτ στο Κόσσοβο. Ο πονηρός Μωάμεθ, για να απομονώσει περισσότερο τους Έλληνες, ανακαίνισε και ζέστανε τις σχέσεις του με τον Ουνυάδη. Του μίλησε φιλικά και μάλιστα συνομολόγησε και τριετή συνθήκη μαζί του. Το γεγονός αυτό έκανε εντύπωση στους χριστιανικούς λαούς του Αίμου, συγκράτησε και τους Σέρβους σε απραγία και τους κράτησε μακριά από κάθε ενέργεια κατά του σουλτάνου για αρκετόν καιρό. Μάλιστα δε, τους έφερε πλησιέστερα στο τουρκικό στρατόπεδο, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Όλο, όμως, το εκδηλούμενο ενδιαφέρον προς τους απεσταλμένους των ξένων ηγεμόνων ήταν τακτική απάτης και συστηματικής παραπλάνησης, γιατί ο Μωάμεθ προσπαθούσε στην πραγματικότητα να αποκοιμίσει τους ηγεμόνες των γύρω χωρών και να κερδίσει χρόνο, για να ετοιμαστεί ανενόχλητος για την εκπλήρωση του μεγάλου του ονείρου. Την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Όσο οι πρεσβευτές, που τον επισκέπτονταν για να τον συλλυπηθούν για το θάνατο του πατέρα του και να τον συγγχαρούν για την άνοδό του στο θρόνο, απαρίθμηζαν και εξυμνούσαν τα κατορθώματα και τις επιτυχίες του πατέρα του, τόσο περισσότερο μεγάλωνε μέσα του η ζήλια και θέριευε η επιθυμία του, να κατορθώσει ό,τι δεν κατόρθωσαν όλοι οι πρόγονοί του. Να κυριέψει την Πόλη.

28


1.

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΦΡΑΝΤΖΗ

Η Μαύρη θάλασσα ήταν τρικυμισμένη και φουρτουνιασμένη όλον εκείνο τον Οκτώβρη του 1449. Κι όσο ο μήνας έφευγε, τόσο περισσότερο αγρίευαν τα νερά της. Ένα καράβι βολόδερνε όλη την ημέρα ανάμεσα στα μανιασμένα κύματα στ’ ανοιχτά της θάλασσας, μπροστά στην Αμισό, στην αρχαία πόλη του Μιθριδάτη. Τα αφρισμένα κύματα μια τό ‘φερναν κοντά στην ξηρά και μια το ξεμάκραιναν πέρα στ’ ανοιχτά, ώσπου χάνονταν μακριά στο βάθος, πίσω απ’ τις άγριες κορυφές των υδάτινων βουνών που προσπαθούσαν να το κατασπαράξουν. Απ’ τα πανιά και τα ξάρτια του το καράβι φαινόταν βυζαντινό. Για μια στιγμή, δυο πελώρια κύματα, τεράστιοι υδάτινοι όγκοι, υψώθηκαν στα πλευρά του καραβιού κι αυτό, σα να έπεσε σε χάος, χάθηκε στο βάθος της άγριας κοιλάδας που ξαφνικά σχηματίστηκε γύρω του. Τα άγρια κύματα, σα λυσσασμένα θεριά, υψώθηκαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν και με μιας λύγισαν, διαλύθηκαν κι έπεσαν, θεόρατοι όγκοι νερού, πάνω στο αδύναμο κι ακυβέρνητο καράβι. Η άγρια υγρή κοιλάδα, που πριν από λίγο είχε σχηματιστεί άξαφνα στη μέση της θάλασσας, είχε τώρα με μιας εξαφανιστεί. Το χάος που είχαν ανοίξει μέσα στο πέλαγος τα πανύψηλα βουνά της ξανάκλεισε απότομα, παρασύροντας μαζί του κι εξαφανίζοντας στο βάθος του και το βυζαντινό πλοίο, που δεν ξαναφάνηκε πια. Γρήγορα, όμως και τελείως αναπάντεχα, η θάλασσα κόπασε και τα κύματα έχασαν την άγρια ορμή τους. Ίσως δεν υπήρχε πλέον λόγος να αγκομαχούν και να αφρίζουν άλλο, μια και είχαν εκπληρώσει πια το φριχτό σκοπό τους. Το σημείο της θάλασσας, όπου πριν από λίγο χαροπάλευε το άγνωστο πλοίο, είχε γεμίσει τώρα από κάθε είδους συντρίμμια, που ξέγνοιαστα χοροπηδούσαν πάνω στα καλμαρισμένα κύματα. Μουσκεμένοι ως το κόκαλο και σχεδόν μισοπεθαμένοι, έφταναν ένας-ένας στη στεριά οι ναυαγοί, ναυτικοί και επιβάτες, γαντζωμένοι γερά πάνω στα κομμάτια του άμοιρου πλοίου τους. Το πλοίο που ναυάγησε είχε φύγει απ’ την Κωνσταντινούπολη με μια ομάδα αντιπροσώπων του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, οι οποίοι πήγαιναν να συναντήσουν τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ’ τον Κομνηνό. Ο Γεώργιος Φραντζής, ο πιστός φίλος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και αρχηγός της αποστολής, μόλις συνήλθε κι άνοιξε τα μάτια του, σαν έφτασε μισολιπόθυμος στην ήρεμη τώρα ακτή του Πόντου, ανασήκωσε το κεφάλι του κι είδε αρκετούς συντρόφους του πεσμένους εδώ κι εκεί στην αμμουδιά. Δυο-τρεις νεαροί ναυτικοί είχαν συνέλθει και βιαστικοί έτρεχαν στην άμμο. Βοηθούσαν και περιμάζευαν τους εξαντλημένους. Ο Φραντζής ανασηκώθηκε κάπως κι έκανε νόημα στους ναύτες, ότι είναι καλά και δεν χρειάζεται βοήθεια και ξανάπεσε ανάσκελα στην άμμο κατάκοπος. Οι νεαροί κι έμπειροι ναύτες, βιαστικοί και χωρίς να υπολογίζουν την ταλαιπωρία και την εξάντλησή τους, έτρεχαν πάνω29


κάτω στην παραλία, βοηθώντας και περιμαζεύοντας τους συναυαγούς συντρόφους τους. Γρήγορα συγκεντρώθηκαν όλοι οι ναυαγοί κάτω από ένα σύδεντρο λίγο ψηλότερα πιο πέρα απ’ το κύμα και κάποιος ναύτης άναψε (ποιος ξέρει πώς!) μια μεγάλη φωτιά. Εκεί επιδέθηκαν πρόχειρα οι δυο-τρεις μολωπισμένοι και τραυματισμένοι απ’ τα συντρίμμια. Ένας απ’ το πλήρωμα έλεγε στους συγκεντρωμένους γύρω στη φωτιά ναυαγούς, να μην ανησυχούν, γιατί, σύμφωνα με την πορεία και τη θέση του πλοίου τους την ώρα του ναυαγίου, πρέπει να βρίσκονται σε φιλικό έδαφος. -Ευτυχώς που ναυαγίσαμε πολύ κοντά στη στεριά και που η θάλασσα καλμάρησε αμέσως μετά την καταστροφή και δεν έχουμε θύματα. Τα μικροτραύματά μας δεν είναι τίποτα. Επίσης, οι άνθρωποι απ’ τη στεριά, έλεγε ο ναυτικός, θα είδαν οπωσδήποτε το πλοίο μας κι απ’ τα πανιά του και τα διακριτικά μας θα κατάλαβαν σίγουρα ότι το πλοίο ήταν βυζαντινό. Είμαι σίγουρος, ότι ο άρχοντας της πόλης θα στείλει κάποιον να δει τι συμβαίνει και να μάθει για την τύχη των ναυαγών . . . Ο Φραντής έμεινε για λίγο έτσι ξαπλωμένος ανάσκελα στην άμμο και άκουγε με ικανοποίηση τη συζήτηση των συντρόφων του. Μετά, σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος της φωτιάς. Ένα αίσθημα χαράς ένιωσε μέσα του ο αρχηγός, όταν είδε όλους τους ανθρώπους του ζωντανούς. -Μην ανησυχείτε, τους διέκοψε, υψώνοντας επίτηδες τη φωνή του για να τους δώσει περισσότερο θάρρος καθώς πλησίαζε στη φωτιά και προσπαθούσε κάπου να βρει λίγο μέρος να σταθεί κοντά στη φλόγα να ζεσταθεί. Αν πέσαμε σε φιλικό έδαφος και ρούχα θα βρούμε και τροφή και ό,τι άλλο μας χρειάζεται. Αν, όμως, πέσαμε σε εχθρικό, τότε ο Θεός ας μας βοηθήσει. Βρισκόμαστε, όμως, σε φιλικό έδαφος, όπως σας είπε και ο πολύπειρος καπετάνιος μας, γι’ αυτό μη φοβάστε. Σώπασε για λίγο και κοίταξε γύρω του σιωπηλός, σα νά ‘θελε να εκτιμήσει τη συμφορά. Χαμογέλασε κάπως πικρά και, καθώς προσπαθούσε να βολευτεί σ’ ένα κούτσουρο μισοχωμένο στην άμμο απ’ τις φουρτούνες της θάλασσας, είπε. Ακριβώς πριν από ένα χρόνο, τον περασμένο Οκτώβριο, στις 31, πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο Παλαιολόγος και σήμερα, τούτον τον Οκτώβριο, κόντεψε να πεθάνουμε και μεις . . . Τελειώνοντας τα λόγια του αυτά, πήρε μια βαθιά αναπνοή σα να ήθελε να ξαναβεβαιωθεί ότι σίγουρα ήταν ζωντανός ύστερ’ απ’ τη μεγάλη θεομηνία. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό και μακριά τη θάλασσα κι άφησε τη σκέψη του να φύγει μερικά χρόνια πίσω, ψάχνοντας στο παρελθόν και προσπαθώντας ίσως να βρει καμιά εξήγηση στις αναποδιές αυτές του Οκτώβρη. Έμεινε αρκετή ώρα σιωπηλός. Αναλογίστηκε πολλά και μετά είπε. -Πόσο πιο κοντά φέρνει τον άνθρωπο, φίλοι μου, μια ξαφνική δυστυχία! Πόσο γρήγορα, αυθόρμητα και τελείως απροσποίητα αναπτύσεται ο αγνός και άδολος δεσμός της αγάπης και της αλληλοεκτίμησης μέσα σε μια βαριά κατατρεγμένη κι όμοια δοκιμασμένη ομάδα ανθρώπων! Πόσο κοντά στο συνάνθρωπό του φέρνει τον άνθρωπο η κοινή κακή μοίρα και πόσο γρήγορα η κοινή δυστυχία ισοπεδώνει τις

30


κοινωνικές διαφορές, εξισώνει τους πλούσιους με τους φτωχούς, τους άρχοντες με τους δούλους! Πόσο εύκολα μας συσφίγγει και μας αδελφώνει όλους τους ομοιοπαθείς και πόσο μας κάνει να ενεργούμε απροσποίητα κι αυθόρμητα όλοι μαζί για τη σωτηρία όλων μας η κοινή συμφορά! Η συμφορά που χτυπάει ξαφνικά και χωρίς διάκριση. Πάρτε παράδειγμα από μας τους ίδιους. Η συμφορά μας αυτή δεν είναι κοινή και όμοια για όλους μας; Δε μας χτύπησε όλους με την ίδια μανία και αδιάκριτα; Μήπως τα άγρια κύματα μας ξεχώρισαν σε πλούσιους και φτωχούς ή μήπως όλοι δεν φθάσαμε εδώ στη στεριά κακήν-κακώς, γαντζωμένοι πάνω στα ίδια συντρίμμια του κομματιασμένου καραβιού μας; Αν κανείς μας δει τώρα έτσι μουσκεμένους και ρακένδυτους, θα μας ξεχωρίσει άραγε σε πλούσιους και φτωχούς, σε άρχοντες και δούλους ή θα αισθανθεί τον ίδιο οίκτο και την ίδια συμπόνια για όλους μας; Σταμάτησε για λίγο, κούνησε το κεφάλι του με κάποιο σκεπτικισμό και συνέχισε. -Πόσο ανοίγουν τα μάτια του ανθρώπου στη δυστυχία και πόσο πιο εύκολα τέτοιες ώρες ο καθένας γίνεται πιο πολύ άνθρωπος! Ευτυχείς και μακάριοι οι άνθρωποι που βλέπουν και εκτιμούν το συνάνθρωπό τους σαν τον εαυτό τους πάντοτε κι όχι μόνο σε δύσκολες και ανάποδες ώρες. Ευτυχείς και μακάριοι θα ήσαν και οι άνθρωποι της Κωνσταντινούπολης, αν έβλεπαν τη συμφορά που παραμονεύει δίπλα τους και διέκριναν από τώρα τη δυστυχία που τους περιμένει. Αν άρχοντες και λαός ήθελαν να δουν το μέγεθος της συμφοράς αυτής, τότε πραγματικά θα εκτιμούσε ο ένας τον άλλο. Θα άφηναν τις διχόνοιες. Θα έκλειναν τ’ αφτιά τους στα κηρύγματα του μίσους, που με τόση έντεχνη ευφράδεια αλλά και τόσο πικρό πάθος εκτοξεύονται απ’ τους άμβονες των εκκλησιών. Θα έδιναν κλοτσιά στο Γεννάδιο και θα συγκεντρώνονταν γύρω στον αυτοκράτορα, όπως είμαστε τώρα εμείς εδώ συγκεντρωμένοι γύρω στη φωτιά. Πόσες φορές δεν ζήτησε την ομόνοια των αρχόντων και την προσγείωση των κληρικών ο προηγούμενος αυτοκράτοράς μας Ιωάννης! Την ομόνοια και την αγάπη του λαού του και τη δόξα της Κωνσταντινούπολης είχε στο νου του ο μεγάλος βασιλιάς, όταν ανέβηκε στο θρόνο και με την επιθυμία αυτή σα στερνή του διαθήκη έκλεισε τα μάτια του. -Πες μας κάτι, άρχοντα, για τον παλιό μας αυτοκράτορα εσύ που τον γνώρισες, είπε αυθόρμητα κάποιος νεαρός απ’ τους ναυαγούς, καταγοητευμένος απ’ τα λόγια του Φραντζή. Μη θέλοντας να χαλάσει το χατίρι του ναύτη ο Φραντζής και, για να αποσπάσει και τη σκέψη των ναυαγών απ’ τη δύσκολη θέση που βρίσκονταν αυτή τη στιγμή, συνέχισε. -Τον Ιούλιο του 1425 πέθανε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ ο ΙΙ ο Παλαιολόγος και στις 21 του ίδιου μήνα ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του Ιωάννης ο VΙΙΙ ο Παλαιολόγος, αδελφός του μεγάλου φίλου μου και σημερινού αυτοκράτορά μας. Τι αγώνες, όμως, έκανε στα χρόνια της βασιλείας του ο δυστυχής κατά του Μουράτ του ΙΙ και κατά των άλλων εχθρών της αυτοκρατορίας μας! Επίσης, απερίγραπτοι είναι οι αγώνες του κατά των διαφόρων αρχόντων της χώρας μας, που πάντοτε προσπαθούσαν και ποτέ δεν σταμάτησαν να προσπαθούν, πώς να

31


υπερσκελίσει και να καταστρέψει ο ένας τον άλλο και όλοι μαζί τον αυτοκράτορα. Μηχανορραφούν και ραδιουργούν ασταμάτητα. Δημιουργούν φατρίες. Συμμαχούν με τους εχθρούς της πατρίδας μας και συνεταιρίζονται πότε με τη μια και πότε με την άλλη μερίδα των παπάδων. Τυφλωμένοι από μια υστερία αρχομανίας, έχουν σκοπό να θάψουν τελείως ασυλλόγιστα τον ένδοξο αυτό τόπο μια ώρα γρηγορότερα . . . Προσπάθησε πολλά για την Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης. Η αγία, όμως, Πόλη μας περισφίχτηκε πολύ απ’ τους Οθωμανούς μετά το 1430, όταν ο τρομερός σουλτάνος Μουράτ πήρε τη Θεσσαλονίκη απ’ τους Βενετούς και την έκανε δικό του ορμητήριο εναντίον μας. Περισσότερο, όμως, από κάθε τι άλλο στοίχισε στον Ιωάννη η ήττα των χριστιανών του Ουνυάδη στη μάχη του Κοσόβου στις 18 Οκτωβρίου 1448. Πόσο ταράχτηκε τότε ο καλός Ιωάννης, όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη η τρομερή είδηση της καταστροφής του Ουνυάδη! Ίσως να μην είναι και τελείως ξένη κι άσχετη η φοβερή αυτή πανωλεθρία των χριστιανών με τον επισυμβάντα μέσα σε λίγες μέρες θάνατό του. Ήταν ακόμη νέος αναλόγως ο Ιωάννης όταν πέθανε. Είχε ηλικία πενήντα οχτώ χρόνων. Πολυκύμαντη και ταραχώδης ήταν η βασιλεία του και οι εξωτερικές απειλές, μαζί με τις εσωτερικές έριδες τον τελείωσαν μια ώρα γρηγορότερα . . . Σταμάτησε και πάλι για λίγο ο Φραντζής. Πήρε από δίπλα του μερικά τελείως ξεπλυμένα απ’ τα κύματα και με παράξενο σχήμα ξερά ξύλα και τά ‘ριξε στη φωτιά. Έκανε πως τα σκαλίζει κάπως για ν’ ανάψουν και συνέχισε. -Τα σπουδαία γεγονότα των ημερών του Ιωάννη ήταν η εξάπλωση των Οθωμανών στα Βαλκάνια και το Εκκλησιαστικό Συνέδριο της Φλωρεντίας το 1439. Μακάρι να είχαν εφαρμοστεί οι αποφάσεις και να είχαν πραγματοποιηθεί ως τώρα οι σκοποί του συνεδρίου αυτού και να πετυχαίνονταν η προσέγγιση της Ανατολικής και της Δυτικής εκκλησίας. Τότε, σίγουρα και χωρίς δυσκολίες, η Ανατολή θα υπερπηδούσε εύκολα την οθωμανική λαίλαπα, που τώρα την απειλεί από παντού και η Δύση θα αισθάνονταν ήσυχη και δυνατή στο άλλο άκρο της αρχαίας μας αυτοκρατορίας. Ας όψονται, όμως, οι εχθροί της ένωσης, οι ισχυρογνώμονες Ζηλωταί και πρώτοι-πρώτοι οι στριμμένοι και χοντροκέφαλοι καλόγεροι. Είναι, άραγε, τόσο θρησκόληπτοι οι υποτιθέμενοι ‘’κήρυκες της αγάπης’’ ή μήπως άλλα, δικά τους, σκοτεινά συμφέροντα δεν τους αφήνουν να δουν την πραγματικότητα; Ρώτησε με θυμό ο Φραντζής. Και, ίσως για να κρύψει κάποιο άλλο δυνατό συναίσθημα, σηκώθηκε απότομα απ’ τη θέση του και προχώρησε προς την ακρογιαλιά. Έσκυψε μηχανικά και πήρε μια γυαλιστερή πέτρα απ’ τις πολλές της αμμουδιάς και με δύναμη την πέταξε μακριά μέσα στα ήσυχα τώρα νερά της θάλασσας, σα να ήθελε να πετάξει μαζί της και τις βαριές του σκέψεις που τον βασάνιζαν κι άρχισε να βηματίζει προς την ακρογιαλιά. Τα μάτια του, καθώς προχωρούσε προς το κύμα, έπεσαν πάνω σ’ ένα κομμάτι σανίδι απ’ τα συντρίμμια του πλοίου τους πού ‘βγαλε η θάλασσα και που τώρα έμενε ασάλευτο, μισοσκεπασμένο στην άμμο. Μερικά σκαλισμένα

32


γράμματα διακρίνονταν πάνω στο σπασμένο ξύλο. Ήταν τα τελευταία γράμματα απ’ το όνομα ‘’Ιωάννης’’. Ο Φραντζής σκούντησε με το πόδι του το σπασμένο σανίδι, το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε για λίγο περίεργα και, γυρίζοντας πίσω στη συντροφιά, τό ‘φερε και τό ‘ριξε στη φωτιά. Το συντρίμμι αυτό έγινε αιτία, ώστε η σκέψη του να ξαναγυρίσει στο παρελθόν και να συνεχίσει να αναπολεί τη ζωή του αυτοκράτορα Ιωάννη του VIII. -Ναι, θυμάμαι, είπε, όταν ξαναγύρισε στη θέση του και ξανακάθισε δίπλα στη φωτιά, τους παπάδες με πόση ψυχρότητα και πόσο μίσος υποδέχτηκαν τον Ιωάννη, όταν γύρισε απ’ τη Φλωρεντία. Θυμάμαι ακόμα, πόσο ψυχρά του φέρονταν πάντοτε, όταν τους δίνονταν η ευκαιρία. Φώναζαν, βέβαια, σαν παρουσιάζονταν μπροστά τους ‘’Ζήτω ο αυτοκράτορας΄΄, αλλά ταυτόχρονα φώναζαν και ‘’θάνατος στους αζυμήτες’’, εννοώντας τους υποστηριχτές της ένωσης των εκκλησιών, τους ενωτικούς, ενώ ήξεραν ότι κι ο αυτοκράτορας ήταν ενωτικός και πρωτοστατούσε στις προσπάθειες της ένωσης. Τι μπορούσε, όμως, να κάνει όταν πέντε καλόγεροι, στηριγμένοι στην ανοχή ή και στην ανοιχτή συμπαράσταση των αρχόντων, αποθρασύνονται και πιστεύοντας ή καλύτερα εκμεταλλευόμενοι το δικό τους πρόχειρο επιχείρημα, το γνωτό ‘’σταλέντες Θεόθεν’’ κρύβονται αδιάντροπα πίσω απ’ το όνομα του Θεού και γίνονται μεγαλύτεροι κι απ’ τον αυτοκράτορα; Ο Φραντζής άφησε έναν αναστεναγμό και συνέχισε. -Με τον ίδιο τρόπο του φέρθηκαν οι άνθρωποι αυτοί ακόμα και τη μέρα του γάμου του με τη Μαρία την Κομνηνή. Και στο γάμο ατύχησε ο άμοιρος βασιλιάς. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Πρώτα τη Ρωσίδα πριγκίπισσα Άννα, την κόρη του μεγάλου δούκα της Μόσχας. Ύστερα τη Σοφία, την κόρη του μεγάλου μαρκισίου του Μομφεράτου και τέλος τη Μαρία την Κομνηνή, την κόρη του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας. Η άτυχη Μαρία πέθανε όταν ο αυτοκράτορας απουσίαζε στην Ιταλία και δεν βρέθηκε κοντά της τις τελευταίες της ώρες. Παρ’ ότι παντρεύτηκε τρεις φορές ο Ιωάννης δεν άφησε απογόνους. Γι’ αυτό και μετά το θάνατό του ανέβηκε στο θρόνο ο αδελφός του και σημερινός μας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. -Πες μας κάτι για το μεγάλο μας αυτοκράτορα, άρχοντά μου, πετάχτηκε κι είπε ένας άλλος ναύτης, που όρθιος στριφογύριζε στη φωτιά για να στεγνώσει τα μουσκεμένα ρούχα του, όσα του είχαν απομείνει στο κορμί. -Μια και δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να κάνουμε, τουλάχιστο προς το παρόν, ας πούμε κάτι για να περνά η ώρα, ώσπου να στεγνώσουν και τα ρούχα μας και να συνέλθουμε λίγο απ’ το κρύο. Αργότερα, αν δεν παρουσιαστεί κανείς απ’ τους κατοίκους της γύρω περιοχής για να ενδιαφερθεί για την τύχη μας, θα πρέπει να φροντίσουμε για τη διανυκτέρευσή μας εδώ και να σκεφτούμε για τη συνέχιση του ταξιδιού μας. Τώρα, ας περιμαζέψουμε ό,τι χρήσιμο απ’ τα συντρίμμια του καραβιού μας έβγαλε η θάλασσα στη στεριά και μαζεύοντας κι άλλα ξύλα ας ενισχύσουμε την τόσο απαραίτητη σ’ όλους μας φωτιά.

33


Όλοι έτρεξαν στην παραλία κι ο καθένας περιμάζευε ό,τι νόμιζε πως µπορούσε να τους χρειαστεί και τό ‘φερε δίπλα στη φωτιά. Γρήγορα χτενίστηκε όλη η γύρω ακτή και μικροσωροί από παλιοπράγματα και ξύλα γέμισαν το χώρο του προσωρινού καταυλισμού των ναυαγών. Η φωτιά, ενισχυμένη από μπόλικα ξύλα, ύψωνε τις φλόγες της ψηλά κι αναζωογονούσε τους μουσκεμένους ναυαγούς. Γρήγορα ξανακάθισαν όλοι γύρω της κι ο Φραντζής, χωρίς να ξεχάσει την υπόσχεσή του, άρχισε. -Ο σημερινός μας αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, είναι το όγδοο κατά σειρά παιδί απ’ τα δέκα παιδιά του αυτοκράτορα Μανουήλ. Γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1404 και σε ηλικία σαράντα περίπου χρόνων έγινε άρχοντας του Δεσποτάτου του Μυστρά στην αρχαία Σπάρτη της Πελοποννήσου. Το αξίωμα του δεσπότου κράτησε για πέντε χρόνια, δηλαδή απ’ το 1443 μέχρι την ημέρα που έγινε αυτοκράτορας κι ήταν γνωστός με το όνομα Κωνσταντίνος Δραγάσης. Το όνομα Δραγάσης το πήρε απ’ το επίθετο της μητέρας του Ελένης Δραγάση. Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας και αδελφός του Ιωάννης, ο Κωνσταντίνος, σαν ο μεγαλύτερος επιζών γιος του Μανουήλ κι ύστερα από εκλογή της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης, στέφθηκε αυτοκράτορας στο Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449, την ημέρα των Θεοφανείων, σε ηλικία σαράντα πέντε χρόνων. Την απόφαση αυτή της βυζαντινής Συγκλήτου την ανακοίνωσαν στον Κωνσταντίνο δυο μεγάλοι άρχοντες, ο Αλέξιος Φιλανθρωπινός κι ο Μανουήλ Ιάγρος ο Παλαιολόγος, ειδικά σταλμένοι απ’ την Κωνσταντινούπολη για το σκοπό αυτό στο Μυστρά. Στις 22 Μαρτίου του ίδιου χρόνου, έφθασε στη βασιλεύουσα με συνοδεία πολλών πλοίων ο νέος αυτοκράτορας, όπου άρχοντες και λαός τον υποδέχτηκαν θριαμβευτικά. Στις τελετές της στέψης και της υποδοχής ήμουν κι εγώ δίπλα του. Στο άκουσμα των τελευταίων αυτών λόγων του Φραντζή, ο νεαρός ναύτης αλλά και πολλοί άλλοι απ’ τους ναυαγούς έμειναν κατάπληκτοι, γιατί δεν νόμιζαν ότι ο άνθρωπος που τους μιλούσε, με τα σχισμένα και μουσκεμένα ρούχα και που καθόταν κι αυτός ξυπόλυτος μαζί τους γύρω στη φωτιά, ήταν ένας τόσο μεγάλος άρχοντας και τόσο στενός φίλος του αυτοκράτορα. Ο Φραντζής έκανε πως δεν κατάλαβε την κατάπληξη και την προσωρινή ταραχή των συναυαγών του και συνέχισε την κουβέντα. -Ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε σε ηλικία εικοσιτεσσάρων χρόνων, το 1428, τη Μαγδαληνή, κόρη του Λεονάρδου ΙΙ του Τόκκου, κόμητα της Ζακύνθου και της Κεφαλληνίας και δούκα της Λευκάδας. Οι γάμοι έγιναν στο στρατόπεδο των Πατρών. Η Μαγδαληνή ήταν καθολική, μα όταν παντρεύτηκε ασπάστηκε την ορθοδοξία και πήρε το όνομα Θεοδώρα. Το Νοέμβριο, όμως, του επόμενου έτους 1429 η Θεοδώρα πέθανε στην Αχαΐα. Το καλοκαίρι του 1441, ο Κωνσταντίνος, πιεζόμενος απ’ τον άτεκνο αδελφό του, τον τότε αυτοκράτορα Ιωάννη, ξαναπαντρεύτηκε. Τη φορά αυτή πήρε γυναίκα του την Αικατερίνη, την κόρη του ηγεμόνα της Λέσβου Δωρίνου Ι, του Γατελούζου. Τον Αύγουστο, όμως, του 1442 πέθανε και η Αικατερίνη στο Παλαιόκαστρο της Λήμνου από επιπλοκή εγκυμοσύνης, λόγω μεγάλου φόβου, γιατί επί ένα μήνα ήταν πολιορκημένη απ’ τους 34


Τούρκους μαζί με τον άνδρα της μέσα στο κάστρο εκείνο. Το συνοικέσιο με την Αικατερίνη είχα την τιμή να το κάνω εγώ στον αυτοκράτορα και τότε δεσπότη του Μυστρά . . . Λέγοντας τις τελευταίες αυτές φράσεις, ο Φραντζής έσκυψε το κεφάλι του προς τη φωτιά κι έκανε πως σκαλίζει τα ξύλα επίτηδες, για να μη δει την καινούρια ταραχή που ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα των ναυτικών. Μετά, συνέχισε με τον ίδιο τόνο στη φωνή του. -Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τις τύχες της αυτοκρατορίας μας με το όνομα Κωνσταντίνος ο ενδέκατος (ΧΙ). Το έργο του ήταν και είναι βαρύ και δύσκολο, ιδίως όπως έχουν σήμερα τα πράγματα. Γι’ αυτό, πρέπει ο κάθε βυζαντινός άρχοντας ή απλός στρατιώτης ή άσημος πολίτης να προσπαθήσει να βοηθήσει όσο μπορεί τον αυτοκράτορά μας στις δύσκολες αυτές μέρες. Και πρώτα-πρώτα, ας τον βοηθήσουμε εμείς. -Εμείς! Πετάχτηκε, χωρίς να το καλοσκεφτεί και ρώτησε κάποιος γεροδεμένος ναυτικός. Και τι μπορούμε να κάνουμε εμείς μια ομάδα ναυαγών, που νηστικοί και άοπλοι βρισκόμαστε καραβοτσακισμένοι σε άγνωστο και ξένο τόπο; -Θα βοηθήσουμε τον αυτοκράτορά μας, είπε σταθερά ο Φραντζής, όταν όλοι μας προσπαθήσουμε να φθάσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην Τραπεζούντα. Ξαφνικά, ποδοβολητό αλόγων ακούστηκε να πλησιάζει προς το μέρος τους. Η ομήγυρη των ναυαγών σταμάτησε την κουβέντα κι όλοι πετάχτηκαν στους γύρω αμμόλοφους. Έστρεψαν τα μάτια τους προς το μέρος απ’ το οποίο ερχόταν ο θόρυβος και, εντείνοντας την ακοή τους, προσπάθησαν ν’ αντιληφθούν τι συμβαίνει, Δυο τμήματα καβαλαραίων στρατιωτών τους πλησίασαν από δυο διαφορετικά σημεία. Κρατούσαν όλοι τους γυμνά τα ξίφη στα χέρια τους και προχωρούσαν προς τους ναυαγούς με προφύλαξη. Ο Φραντζής ξεχώρισε απ’ την ομάδα των ναυαγών. Προχώρησε μερικά βήματα μπροστά απ’ τους συντρόφους του και με θάρρος απευθύνθηκε στον πρώτο καβαλάρη, που είχε ήδη πλησιάσει πολύ κοντά του και του είπε. -Στο όνομα του αυτοκράτορα της Βασιλεύουσας Κωνσταντίνου, όποιοι κι αν είσαστε γνωρίσατε στον ηγεμόνα σας, ότι, παρ’ ότι πέσαμε στον τόπο σας χωρίς να το θέλουμε, φθάσαμε εδώ σαν φίλοι και σαν φίλοι θέλουμε να φύγουμε. Αυτό που ζητούμε από σας τώρα είναι να μας οδηγήσετε στο μεγάλο σας άρχοντα. -Ο ένδοξος ηγεμόνας μας, είπε ο αξιωματικός του τμήματος των στρατιωτών, χωρίς να κατεβεί απ’ το άλογό του, μόλις έμαθε απ’ τους κατοίκους του κοντινού χωριού που είναι πίσω απ’ τους λόφους κι έδειξε με το χέρι του βορειοανατολικά, ότι κάπου εδώ ναυάγησε ένα βυζαντινό καράβι, διέταξε να τρέξουμε αμέσως στον τόπο του ναυαγίου και να βοηθήσουμε τους ναυαγούς σ’ ό,τι μας είναι δυνατόν. Αν είσαστε άρχοντες ή φτωχοί, αυτό δεν έχει σημασία για μας. Ποιοι είσαστε, πού πάτε και τι θέλετε, θα το πείτε στον ηγεμόνα μας όταν βρεθείτε μπροστά του. Τώρα, ανεβείτε στα ελεύθερα άλογα που έχουμε μαζί μας ή πίσω απ’ τους στρατιώτες και μη χάνουμε καιρό. Η νύχτα δεν είναι μακριά. 35


Τα άλογα καλπάζοντας απομακρύνθηκαν απ’ την παραλία, αφήνοντας πίσω τους τον τόπο του ναυαγίου. Ο καπνός της φωτιάς, που πριν από λίγο ζέσταινε τους μουσκεμένους ναυαγούς, όλο και γίνονταν πιο αδύνατος καθώς σιγόσβηναν και οι τελευταίες φλογίτσες των ξύλων. Γρήγορα έφτασαν στην Αμισό και, με τη βοήθεια που τους παρέσχε ο εκεί άρχοντας, σαν έμαθε ότι ήταν απεσταλμένοι του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, ξαναετοιμάστηκαν και με το πρώτο καράβι έφυγαν για την Τραπεζούντα. Ο καιρός ήταν ήσυχος και η θάλασσα ήρεμη και απαλή. Ο αέρας φούσκωνε τα πανιά και η Αμισός δεν άργησε να χαθεί πίσω στο βάθος του ορίζοντα. Το πλοίο, καμαρωτό και με βιασύνη, έσχιζε τα νερά της Μαύρης Θάλασσας και προσπαθούσε να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον προορισμό του. Καθισμένοι σε μια απ’ τις μεγάλες καμπίνες του πλοίου οι αντιπρόσωποι του Κωνσταντίνου είχαν στη μέση το Φραντζή και συζητούσαν για διάφορα θέματα και ιδίως για τις δυσκολίες που συναντούσε και που επρόκειτο να συναντήσει η αυτοκρατορία. Όλοι ήταν καλοντυμένοι, με καθαρά και επιβλητικά ρούχα και φανταχτερά στολίδια και διακριτικά στο λαιμό και στις ζώνες τους και σχεδόν είχαν ξεχάσει την τρομερή περιπέτεια του ναυαγίου. Όλοι τους είχαν ξαναβρεί τον εαυτό τους και συζητούσαν με κέφι και διάθεση. -Ο αυτοκράτορας, είπε για μια στιγμή ο Φραντζής, κάνει ό,τι μπορεί και προσπαθεί πάρα πολύ να αναζωογονήσει και να βελτιώσει τις σχέσεις του Βυζαντίου με τη Δύση. Λίγες μέρες πριν να φύγουμε εμείς απ’ την Κωνσταντινούπολη, ξανάστειλε πρέσβεις στον πάπα και στους άλλους ηγεμόνες της Δύσης για να εκθέσουν τις καλές προς αυτούς προθέσεις του και ταυτόχρονα να προετοιμάσουν το έδαφος για την αποστολή βοήθειας της Δύσης προς την Κωνσταντινούπολη. Την ανάγκη μιας σοβαρής βοήθειας από μέρους των Δυτικών χριστιανών την βλέπει σίγουρη ο Κωνσταντίνος. Και μεις όλοι μας αναγνωρίζουμε μια τέτοια ανάγκη, λόγω της πολύ επικίνδυνα αυξανόμενης τουρκικής απειλής. Αλίμονο, αν ανεβεί στον οθωμανικό θρόνο ο νεαρός διάδοχος Μωάμεθ. Το έχει πει καθαρά, ότι, σαν πρώτο και μοναδικό θέλημα της βασιλείας του, θα βάλει την εκπόρθηση της άγιας πόλης μας. Και, χαμηλώνοντας κάπως τη φωνή του, πρόσθεσε. -Μας ειδοποίησε σχετικά για τις έντονες φιλοπόλεμες διαθέσεις του και τους βάρβαρους σκοπούς του υψηλότατα ιστάμενος πασάς στην Αδριανούπολη. Ο πασάς αυτός μας διαβεβαίωσε, ότι θα κάνει το παν, ώστε να απομακρυνθεί ο ατίθασος πρίγκιπας απ’ την Αδριανούπολη και να ματαιωθούν τα σχέδιά του. -Καλά και η Δύση τι κάνει; Δεν ενδιαφέρεται για την Ανατολή; Ο πάπας δεν συγκινείται για τους εδώ χριστιανούς; Ρώτησε ένας απ’ τον κύκλο του Φραντζή. -Ο πάπας, απάντησε ο Φραντζής, δέχεται ευχαρίστως να σταλεί βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη, μόνο υπό τον όρο, όμως, ότι ο αυτοκράτορας και ο ορθόδοξος κλήρος της Ανατολής θα αναγνωρίσουν επίσημα την υπεροχή του και θα μνημονεύουν το όνομά του στις

36


εκκλησίες, πριν απ’ το όνομα του πατριάρχη. Επιπλέον, ζητά να ανακληθεί απ’ τη Ρώμη και να ξανατοποθετηθεί στον οικουμενικό θρόνο ο δυτικόφιλος πατριάρχης Γρηγόριος και να εφαρμοστούν πιστά απ’ την Κωνσταντινούπολη όλοι οι όροι της απόφασης του συνεδρίου της Φλωρεντίας. Ας μην ξεχνάμε, ότι πάπας σήμερα είναι ο Νικόλαος ο Ε’, πρόσθεσε επιγραμματικά ο Φραντζής και συνέχισε. Βέβαια, ο αυτοκράτορας προσπαθεί με κάθε τρόπο, να δείξει στους ανθενωτικούς τη μεγάλη ανάγκη η οποία επιβάλλει από κάθε πλευρά την υποχώρηση αυτή από μέρους μας. -Παίρνει, όμως, από λόγια το αρρωστημένο κεφάλι του Γεννάδιου; Είπε κάποιος διακόπτοντας. Κοίταξε τους άλλους βιαστικά και συνέχισε. Και να σκεφτεί κανείς, ότι ο άνθρωπος αυτός συνόδεψε τον αυτοκράτορα Ιωάννη στη Φερράρα και στη Φλωρεντία κι ότι τότε ήταν υπέρ της ένωσης και ότι υπόγραψε με το ίδιο του το χέρι τη σχετική διακήρυξη του συνεδρίου! Τώρα είναι φανατικός ανθενωτικός και μεγάλος πονοκέφαλος2. -Είναι, όμως, σωστό να εξαρτάται το μέλλον της χιλιόχρονης Κωνσταντινούπολης κι ολόκληρης της αυτοκρατορίας από έναν θρησκόληπτο κι αμφίβολο καλόγερο και μερικούς ακόμα ομοίους του; Ρώτησε κάποιος άλλος. -Να, κάτι τέτοιοι σαν το Γεννάδιο, το Λουκά Νοταρά, το μητροπολίτη της Εφέσου Μάρκο, το μοναχό Νεόφυτο Ρόδιο, θα θάψουν την πόλη σίγουρα, πρόσθεσε ένας τρίτος. Έγινε κάποια σιωπή και κάποιος, σα να ήθελε να διατυπώσει κάποιο συμπέρασμα, είπε. -Οι δυο άσπονδοι εχθροί, οι δυο μεγάλοι κήρυκες της καθολικής και της ορθόδοξης αγάπης, ο πάπας απ’ τη μια μεριά και ο Γεννάδιος απ’ την άλλη, είναι όπως φαίνεται οι καλύτεροι σύμμαχοι των Οθωμανών. Βέβαια κι οι άλλοι ηγεμόνες της Δύσης δεν πέφτουν παρακάτω, γιατί κι αυτοί λίγο-πολύ συμφωνούν με τις απόψεις του πάπα. Άλλωστε, ο πάπας με τους καρδινάλιούς του και το φανατισμένο καθολικό κλήρο κυβερνούν σήμερα τη Δύση. -Η Βενετία, είπε ο Φραντζής ξαναμπαίνοντας στη συζήτηση, έχει και άλλους λόγους για να είναι δυσαρεστημένη με την Ανατολή. Και τούτο, γιατί, όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος χήρεψε για δεύτερη φορά το 1442, ύστερ’ απ’ το θάνατο της Ιταλίδας συζύγου του Αικατερίνης, αρνήθηκε την πρόταση της Βενετίας και δεν δέχτηκε να παντρευτεί την κόρη του Βενετού δόγη Φόσκαρη. Και τούτο, γιατί αρνιόταν επίμονα η αυλή, η οποία χαρακτήρισε το συνοικέσιο αυτό ‘’ως ανοίκειον και ανάρμοστον’’. Την άρνηση αυτή και τους χαρακτηρισμούς της αυλής η Βενετία τους θεώρησε προσβολή και περιφρόνηση κι από τότε είναι δυσαρεστημένη μαζί μας. Τώρα, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να παντρευτεί και προσπαθούμε όλοι μας, έχοντας υπόψη και το μεγάλο κίνδυνο των 2

Φραντζή Γ. ‘’Το Χρονικό της Άλωσης ’’. Μετάφραση Βασ. Πελασγίτη ‘’Πάπυρος’’. Αθήναι 1971.

37


Τούρκων, να του βρούμε, μαζί µε μια καινούρια κι όμορφη νύφη και νέους και δυνατούς συμμάχους. -Το τερπνόν μετά του ωφελίμου δηλαδή, πρόσθεσε κάποιος χαριτολογώντας. -Μάλιστα, έτσι είναι, συνέχισε ο Φραντζής. Μετά το θάνατο της Αικατερίνης, έγιναν πολλές κι ατέλειωτες διαπραγματεύσεις για να ξαναπαντρευτεί ο Κωνσταντίνος. Σαν υποψήφιες νύφες αναφέρονταν, εκτός απ’ την κόρη του Βενετού δόγη και η Ισαβέλλα, η αδελφή του ηγεμόνα του Τάραντα Ορσίνη, η κόρη του αντιβασιλιά της Πορτογαλίας Πέτρου, η κόρη του μεγάλου δούκα κι αρχιναύαρχού μας Νουκά Νοταρά . . . Στο άκουσμα του τελευταίου ονόματος κάποιος ασυγκράτητος φώναξε. -Μα, αυτός είναι οπαδός του Γεννάδιου. Κι ένας άλλος πρόσθεσε ειρωνικά. -Για φαντάσου, μέγας δούκας κι αρχιναύαρχος, ακόλουθος ενός καλόγερου!! Η παρεμβολή αυτή δεν χάλασε τον ειρμό της συζήτησης κι ο Φραντζής συνέχισε. -Η κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας στον Καύκασο, που πιθανόν να πάμε να βολιδοσκοπήσουμε τον πατέρα της και την ίδια, είναι μια από τις υποψήφιες, καθώς και η Αικατερίνη, η κόρη του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη του IV του Κομνηνού, στον οποίο πηγαίνουμε τώρα και πολλές άλλες, οι οποίες σχεδόν απορρίφτηκαν απ’ την αρχή. Εμείς πρέπει να δώσουμε πιο μεγάλη προσοχή στην εξεύρεση πιστού και δυνατού συμμάχου παρά όμορφης και νεαρής νύφης για τον αυτοκράτορά μας, τόνισε ο Φραντζής. Γυναίκες βρίσκονται πολλές. Πιστοί και υπολογίσιμοι σύμμαχοι είναι δυσεύρετοι και ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές. -Σωστά, είπε κάποιος. Τι διαφορά κάνει, αν τη νέα μας αυτοκράτειρα τη λένε Αικατερίνη ή Θεοδώρα ή Μαρία ή κάτι άλλο; -Δίκαιο, διέκοψε µ’ ευθυμία κάποιος άλλος. ‘’Λύχνου σβησθέντος πάσα γυνή ομοία’’, έτσι δεν έλεγαν και οι σοφοί πρόγονοι; Όλοι γέλασαν με το πνεύμα του αρχαίου ρητού και με τα γέλια και τα σχόλιά τους έδωσαν διαφορετικό τόνο στη συζήτηση, η οποία δεν κράτησε και πολύ, γιατί η ώρα είχε περάσει και όλοι αποφάσισαν να πάνε για ύπνο. Την άλλη μέρα ο αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνου παρουσιάζονταν μπροστά στον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Κομνηνό. -Γαληνότατε αυτοκράτορα, είπε υποκλινόμενος με σεβασμό ο υψηλός απεσταλμένος. Ονομάζομαι Γεώργιος Φραντζής και βρίσκομαι εδώ σαν αντιπρόσωπος του μεγάλου κυρίου μου και αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Σας φέρνω τους χαιρετισμούς και τις ευχές του αυτοκράτορα της αγίας πόλης και θεωρώ τιμή μου, που μου δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιαστώ και να προσκυνήσω τη μεγαλειότητά σας. Η αποστολή μου εδώ αφορά και τους δύο μεγάλους αυτοκρατορικούς οίκους, της Τραπεζούντας και της

38


Κωνσταντινούπολης και ο υψηλός σκοπός της, αν με τη βοήθεια του Θεού πραγματοποιηθεί, θα ενώσει ακόμη στερεότερα τους δυο ένδοξους θρόνους και θα ωφελήσει τα μέγιστα τις δυο μεγάλες χριστιανικές αυτοκρατορίες. Για πολλή ώρα μίλησε ο αυτοκράτορας Ιωάννης με τον απεσταλμένο απ’ την Κωνσταντινούπολη και, αφού πήρε τα γράμματα που τού ‘στειλε ο Κωνσταντίνος, είπε στο συνομιλητή του. -Έμαθα για τις ατυχίες του πλοίου σας και τις μεγάλες ταλαιπωρίες που είχατε στο ταξίδι. Νομίζω ότι θα είναι προτιμότερο να σας αφήσω προς το παρόν για να ξεκουραστείτε. Αύριο τα ξαναλέμε. Ο Φραντζής χαιρέτησε κι έφυγε. Μόλις έκλεισε πίσω του την πόρτα ο πρεσβευτής του Κωνσταντίνου, ο Ιωάννης κάλεσε έναν αυλικό του και τον διέταξε να ειδοποιήσει έναν απ’ τους μεγάλους του λογοθέτες, νά ‘ρθει αμέσως στο παλάτι. Ο αυλικός έφυγε και γρήγορα ξαναγύρισε συνοδεύοντας έναν καλοντυμένο άρχοντα με ψαρά μαλλιά. Ο άρχοντας, κρατώντας ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια του, μπήκε στη βασιλική αίθουσα και χαιρέτησε με σεβασμό τον Ιωάννη. -Κάθισε, του είπε ο αυτοκράτορας. Ξέρεις, συνέχισε, έχουμε εδώ έναν απεσταλμένο απ’ την Κωνσταντινούπολη. Ονομάζεται Γεώργιος Φραντζής. Κάτι έχω ακούσει γι’ αυτόν. Άκουσα ότι είναι στενός και έμπιστος φίλος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ένας απ’ τους πιο διαλεγμένους πρεσβευτές του και πολύ έξυπνος . . . Ναι, μου φαίνεται πολύ έξυπνος . . . Για πες μου, ξέρεις τίποτα περισσότερο γι’ αυτόν; Κι έκανε νόημα στο λογοθέτη του να καθίσει. Ο γέρος άρχοντας κάθισε. Ακούμπησε τα χαρτιά μπροστά του πάνω σ’ ένα τραπέζι κι άρχισε να λέει, ξεφυλλίζοντάς τα κάπου-κάπου. -Πληροφορήθηκα κι εγώ την άφιξη του απεσταλμένου Φραντζή και από χθες προσπαθώ να συγκεντρώσω περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτόν. Απ’ ό,τι γνωρίζω, συνέχισε ο άρχοντας κι έδειξε προς τα χαρτιά που βρίσκονταν μπροστά του πάνω στο τραπέζι, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1401. Ο πατέρας του κατάγονταν απ’ τη Λήμνο και υπηρετούσε στην αυτοκρατορική οικογένεια στην Κωνσταντινούπολη. Από μικρός ο Γεώργιος έδειξε τη μεγάλη του εξυπνάδα, γι’ αυτό κι από νεαρή ακόμη ηλικία προσελήφθη στο παλάτι απ’ τον αυτοκράτορα Μανουήλ τον ΙΙ. Είναι συνομήλικος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου κι από μικρός συνδέθηκε με μεγάλη φιλία μαζί του. Μαζί οι δυο νέοι σπούδασαν και ανατράφηκαν με τους ίδιους δασκάλους. Το 1425 ακολούθησε τον Κωνσταντίνο στην Πελοπόννησο, όταν ο αφέντης του έγινε δεσπότης του Μυστρά και ξαναγύρισε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη το 1448, όταν ο Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες δίπλα στο φίλο του και τότε δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Δραγάση. Αιχμαλωτίστηκε δυο φορές. Μια στη μάχη της Λευκάδας και μια στην πολιορκία των Πατρών. Ο φίλος του, όμως, Κωνσταντίνος τον εξαγόρασε κι έτσι απέκτησε και πάλι την ελευθερία του και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σ’ αυτόν. Αντιπροσώπευσε τον Κωνσταντίνο σε πολλές αποστολές και κατά καιρούς στις διοικήσεις της Σηλυβρίας (1443-44) και

39


του Μυστρά (1446) . . . Ο γερο-άρχοντας ανακάτεψε λίγο τα χαρτιά του, σαν κάτι νά ‘ψαχνε να βρει και συνέχισε. -Αυτός στάλθηκε στην Αδριανούπολη απ’ τη βασιλομήτορα Ελένη Δραγάση, για να αναγγείλει στο σουλτάνο Μουράτ το ΙΙ την ανακήρυξη του δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνου Δραγάση σε αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο του 1449. Με τη μεσολάβηση του Φραντζή και τα πλούσια δώρα του νέου αυτοκράτορα, εξομαλύνθηκαν κι αποκαταστάθηκαν και πάλι οι σχέσεις του Κωνσταντίνου και του Μουράτ. Με τη δική του, επίσης, μεσολάβηση αποσοβήθηκε μεγάλη ρήξη ανάμεσα στους αδελφούς του αυτοκράτορα και δεσπότες της Πελοποννήσου Δημήτριο και Θωμά . . . Ο γερο-λογοθέτης συνέχισε για αρκετή ώρα να μιλά για τη ζωή και τα έργα του βυζαντινού απεσταλμένου. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης όλο και περισσότερο θαύμαζε το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του Φραντζή, την πιστή υπακοή του στον Κωνσταντίνο και την απόλυτη αφοσίωσή του στο καθήκον του κι όλο και περισσότερο καλοτύχιζε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης για τον ανεκτίμητο φίλο του και το σπουδαίο συνεργάτη που είχε. Παρ’ όλες τις προσπάθειες του Φραντζή, να πείσει τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΙV τον Κομνηνό να συγκατατεθεί και να συναφθεί το περιλάλητο συνοικέσιο, δεν τα κατάφερε. Ο Ιωάννης όλο και κάτι καινούριο σκεφτόταν. Έτσι, ο καιρός περνούσε και η υπόθεση δεν κατέληγε σε κανένα αποτέλεσμα. Είχαν περάσει δεκαοκτώ μήνες αναμονής και αγωνίας για το Φραντζή με τις διάφορες μικροϊδιοτροπίες και αναβολές του αυτοκράτορα. Μια μέρα, απ’ τις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου του 1451, ο Φραντζής ζήτησε να δει τον αυτοκράτορα, αποφασισμένος αυτή τη φορά να φέρει τα πράγματα έτσι, ώστε να πάρει μια συγκεκριμένη και τελική απάντηση απ’ τον πατέρα της Αικατερίνης. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε να συναντήσει το Φραντζή και μάλιστα είπε στους απεσταλμένους του να του πουν να έλθει αμέσως στο παλάτι. Μόλις έμαθε τις διαθέσεις αυτές του αυτοκράτορα ο Φραντζής, συγκρατημένος όπως ήταν σε κάθε περίπτωση, δεν ήξερε τι να υποθέσει και αμφιταλαντευόταν, μη ξέροντας αν έπρεπε να χαρεί ή να στενοχωρεθεί με την απροσδόκητη αυτή στάση του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας. Πήγε βιαστικός στο παλάτι. Εκεί, οι άνθρωποι του Ιωάννη τον οδήγησαν αμέσως στη συνηθισμένη αίθουσα όπου είχε τις συναντήσεις του κάθε τόσο με τον αυτοκράτορα και τον άφησαν να περιμένει. Στο μυαλό του στριφογύριζαν χίλιες δυο σκέψεις. Ύστερ’ από λίγα λεπτά παρουσιάστηκε ο αυτοκράτορας. Η όψη του έδειχνε έντονη ευδιαθεσία και στο βλέμμα του διακρίνονταν ασυγκράτητη ευθυμία και χαρά. Το γελαστό αυτό ύφος του αυτοκράτορα αύξησε περισσότερο την αμηχανία του Φραντζή, ο οποίος γνώριζε τον Ιωάννη σαν άνθρωπο περισσότερο αινιγματικό και συγκρατημένο και λιγότερο διαχυτικό και

40


ευδιάθετο. Χαιρέτισε τον αυτοκράτορα και, ύστερ’ από υπόδειξή του, κάθισαν στις συνηθισμένες τους θέσεις στο μεγάλο τραπέζι της αίθουσας. -Μεγαλειότατε, είπε ο Φραντζής με σεβασμό, ζήτησα να με δεχθείτε σήμερα, γιατί λείπω πολλούς μήνες απ’ την Κωνσταντινούπολη και νομίζω . . . -Εγώ ζήτησα να σε δω, του είπε διακόπτοντάς τον ο αυτοκράτορας, γι’ αυτό επίτρεψέ μου να σου μιλήσω πρώτος. Έχω να σου ανακοινώσω σπουδαία και ευχάριστα νέα. Τι δώρο, όμως, θα μου δώσεις για τα καλά νέα που θα σου πω; -Πλούσια δώρα δεν έχω, απάντησε ο Φραντζής. Δυστυχώς, δεν έχω κανένα υλικό δώρο που να ταιριάζει στο μεγάλο όνομά σου και στον ένδοξο θρόνο σου. Κι αμέσως σηκώθηκε όρθιος και, υποκλινόμενος βαθιά μπροστά του, πρόσθεσε. -Ο Θεός να χαρίζει άπειρες ημέρες στην άγια βασιλεία σου, που πάντοτε τόσο μας ευεργετεί. Και θα ευεργετήσει τώρα και μένα τον ταπεινό αφάνταστα, αν μου πει το συντομότερο τα ευχάριστα νέα. -Πραγματικά, αγαπητέ μου φίλε, είπε ο Ιωάννης, τα νέα μου είναι συνταρακτικά μεν αλλά πολύ ευχάριστα. -Πολύ καιρό περιμένω για ευχάριστα νέα, είπε ο Φραντζής κι ανυπομονώ να ακούσω. -Σήμερα το πρωί, νωρίς, κατά τα ξημερώματα, είπε με χαμόγελο ο Ιωάννης, άνθρωποί μου απ’ τη Θράκη μου φέραν την είδηση, ότι πριν λίγες μέρες ο φοβερός διώκτης των χριστιανών και ο τρόμος των Βυζαντινών στρατιωτών, ο βάρβαρος εξουσιαστής και μονάρχης της οθωμανικής αυτοκρατορίας Μουράτ ο ΙΙ πέθανε. -Πέθανε; Φώναξε ξαφνιασμένος ο Φραντζής. -Ναι, πέθανε, επανέλαβε ο Ιωάννης, από αποπληξία σε ώρα γλεντιού. Η χριστιανή χήρα του Μαρία Βράκοβιτς, μετά το θάνατό του, ξαναγύρισε στον πατέρα της στη Σερβία. -Πότε πέθανε; Ξαναρώτησε ο Φραντζής, χωρίς καμιά εκδήλωση χαράς ή λύπης. -Στις 3 Φεβρουαρίου, είπε ο αυτοκράτορας με μια έκδηλη έκφραση χαράς. Ο Φραντζής έμεινε σιωπηλός για λίγο. Τώρα κατάλαβε πού οφείλονταν το χαμόγελο και η ευδιαθεσία του Ιωάννη. Τη στιγμιαία αυτή σιωπή του πρόσεξε ο αυτοκράτορας και συνέχισε γελώντας. -Έφυγε απ’ το κεφάλι μας ένας άσπονδος εχθρός. Εξέλειπε πλέον ένας βάρβαρος μαχητής του Ισλάμ. Οι χριστιανοί απ’ τον Καύκασο και την άλλη άκρη του Αίμου κι απ’ τη Μαύρη Θάλασσα ως τη Μεσόγειο θα αναπνεύσουν με ανακούφιση και θα ησυχάσουν. Όλοι οι χριστιανοί σ’ Ανατολή και Δύση, χωρίς καμιά εξαίρεση, θα χαρούν μαθαίνοντας το θάνατο του άγριου και αιμοβόρου σουλτάνου. -Όχι όλοι οι χριστιανοί σε απόλυτη κυριολεξία. Υπάρχει τουλάχιστον μια εξαίρεση, γαληνότατε άρχοντά μου, είπε ο Φραντζής με ήρεμη φωνή και με ύφος απαθές, που έδειχνε ότι οι σκέψεις του την ώρα εκείνη

41


βρίσκονταν κάπου μακριά και προσπαθούσαν να σταθμίσουν ορισμένα, ίσως άγνωστα στον αυτοκράτορα, γεγονότα. -Εξαίρεση; Φώναξε με κατάπληξη ο Ιωάννης. Και ποιος είναι αυτός ο χριστιανός, ο σκλάβος, ο καταδικασμένος, που δε θα χαρεί όταν μάθει ότι απαλλάχτηκε απ’ τον τύραννό του; Ποια είναι αυτή η εξαίρεση; Ξαναρώτησε με έντονο ύφος, σα να υπογράμμιζε την ερώτησή του, για να του δοθεί αμέσως η απάντηση. -Εγώ, απάντησε μονολεκτικά ο Φραντζής. Και, πριν προλάβει να συνέλθει απ’ την απροσδόκητη αυτή απάντηση ο αυτοκράτορας, συνέχισε. Μεγαλειότατε, εσείς γνωρίσατε το Μουράτ το ΙΙ πολύ καλά στα χρόνια σας και είδατε και ζήσατε όλη του τη θηριωδία. Κι εγώ, όμως, δεν τον γνώρισα λιγότερο. Πιστεύω απόλυτα, ότι ο κόσμος απαλλάχτηκε από έναν πραγματικά βάρβαρο και τραχύ εξουσιαστή και συμμερίζομαι στο ακέραιο τη δικαιολογημένη χαρά σας, για το γεγονός αυτό. Ξέρω, όμως, πολύ καλά τον απότομο, ατίθασο και σκληρό χαρακτήρα του διαδόχου του και τώρα ίσως νέου σουλτάνου Μωάμεθ. Ξέρω ποιες είναι οι προθέσεις του, ποιοι είναι οι σκοποί του και τι σχέδια και όνειρα έχει στο μυαλό του ο καινούριος αφέντης της Ανατολής και γι’ αυτό ακριβώς λυπάμαι που πέθανε ο Μουράτ. Δεν πιστεύετε ότι πάντοτε ισχύει το ρητό ‘’μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον’’; Ρώτησε ο Φραντζής. Ο αυτοκράτορας έμεινε σκεπτικός για λίγο κι ύστερα είπε. -Το γεγονός ότι η χήρα του πατέρα του η Μαρία είναι χριστιανή και συγγενής του Βράκοβιτς και δική μου, δεν νομίζεις ότι θα τον συγκρατήσει από τυχόν τολμηρά του σχέδια εναντίον της Κωνσταντινούπολης; -Μακάρι να με βγάλει ψεύτη ο Θεός αλλά δεν το νομίζω. Πιστεύω ότι η Μαρία θα προσπαθήσει να τον νουθετήσει και να τον συγκρατήσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έμειναν και οι δυο σιωπηλοί και για μια στιγμή τα μάτια του Φραντζή άστραψαν ξαφνικά και στο πρόσωπό του παρουσιάστηκε κάποια ταραχή. Έσκυψε το κεφάλι λίγο χαμηλότερα για να μην γίνει αντιληπτός απ’ τον αυτοκράτορα, συγκρατήθηκε και ηρέμησε γρήγορα απ’ την πρώτη ταραχή και είπε στον αυτοκράτορα. -Πώς, άραγε, να εκτιμούν την κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη ύστερ’ απ’ τις τελευταίες εξελίξεις; Νομίζω ότι θα πρέπει να στείλω έναδυο απ’ τους ανθρώπους μου, για να μάθουν τι γίνεται εκεί και να μας φέρουν νεότερα απ’ τον αυτοκράτορα. -Πολύ σωστά σκέφτηκες, είπε ο Ιωάννης. Θα δώσω εντολή να φύγει πλοίο αμέσως και να παρασχεθεί στους ανθρώπους σου κάθε ευκολία. Ετοίμασέ τους γρήγορα. Φεύγοντας απ’ το παλάτι του βασιλιά ο Φραντζής, κάλεσε τους ακολούθους του και τους ανακοίνωσε τα συμβάντα. Πρόσταξε δυο-τρεις να ετοιμαστούν για να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη κι αυτός κάθισε κι έγραψε διάφορες επιστολές, εξηγώντας στον Κωνσταντίνο και σ’ άλλους άρχοντες της πόλης την πορεία του συνοικεσίου με την Αικατερίνη Κομνηνού και τις διαθέσεις του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας πάνω στο θέμα αυτό. Επίσης, ετοίμασε κι ένα μακροσκελές

42


γράμμα για τον Κωνσταντίνο κι έδωσε εντολή στους απεσταλμένους του, το γράμμα αυτό φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη να παραδοθεί αμέσως και προσωπικά στον αυτοκράτορα και μόνο σ’ αυτόν. Αφού ετοίμασε όλα τα γράμματα και τα σφράγισε προσεχτικά ο ίδιος, κάλεσε τους ανθρώπους του που ετοιμάζονταν για το ταξίδι και συνομίλησε μαζί τους ως αργά μετά τα μεσάνυχτα, δίνοντάς τους διάφορες οδηγίες και εντολές.

43


2. ΠΡΟΞΕΝΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ Στις 28 Μαΐου 1451, ένα καράβι έφτασε στην Κωνσταντινούπολη απ’ την Τραπεζούντα. Δυο-τρεις άνθρωποι βγήκαν βιαστικά στη στεριά, μόλις το καράβι πλεύρισε κι έριξε την άγκυρά του στο λιμάνι. Κάλεσαν τον πρώτο αμαξά και του έδωσαν εντολή να τους πάει στα ανάκτορα των Βλαχερνών. Ο αυτοκράτορας τη μέρα εκείνη ήταν στο κυνήγι. Κυνηγούσε αγριογούρουνα έξω απ’ την Κωνσταντινούπολη μαζί με μια μεγάλη ομάδα αρχόντων. Ένας καβαλάρης έφυγε βιαστικός απ’ τα ανάκτορα και με καλπασμό έφτασε στον τόπο του κυνηγιού. -Μεγαλειότατε, είπε ο αγγελιοφόρος. Στο παλάτι ήρθαν απεσταλμένοι απ’ τον άρχοντα Φραντζή. Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του ο αγγελιοφόρος, ο Κωνσταντίνος σπιρούνισε το άλογό του και έφυγε καλπάζοντας για το παλάτι. Σε λίγο, οι απεσταλμένοι απ’ την Τραπεζούντα παρουσιάστηκαν στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και του παρέδωσαν τις επιστολές του Φραντζή. Του εξήγησαν τα πάντα, όπως τους είχε πει ο αρχηγός τους πριν ξεκινήσουν απ’ την Τραπεζούντα κι έφυγαν, αφήνοντας τον αυτοκράτορα να διαβάσει τις επιστολές του πιστού του φίλου ήσυχος. Άνοιξε πρώτα τη σφραγισμένη προσωπική του επιστολή ο Κωνσταντίνος κι άρχισε να διαβάζει. Ένα τμήμα της επιστολής το διάβασε και το ξαναδιάβασε αρκετές φορές. ‘’Με το θάνατο του τρομερού Μουράτ, έγραφε ο Φραντζής, η Μαρία η χήρα του γύρισε πίσω στους δικούς της στη Σερβία. Αυτό δείχνει, ότι η εμίρησσα ποτέ δεν ασπάστηκε τον Ισλαμισμό και ουδέποτε ξέχασε τη θρησκεία της, την πατρίδα και τους δικούς της. Τους δικούς της! Δικούς της δεν θεώρησε ποτέ τους συγγενείς και την αυλή του Μουράτ, αλλά τους Βράκοβιτς και τη χριστιανική αυλή της Σερβίας και σε συνέχεια τους Κομνηνούς και τους Παλαιολόγους, απ’ τους οποίους λίγο ή πολύ κρατάει το αίμα της. Γαληνότατε αυτοκράτορα. Γνωρίζω ότι η χήρα του Μουράτ έχει περάσει τα πενήντα. Εκτός αυτού, υπάρχουν και άλλοι λόγοι, οι οποίοι, το αναγνωρίζω, δεν συνηγορούν να γίνει το συνοικέσιο αυτό . . . Και ο Κωνσταντίνος διάβασε και ξαναδιάβασε τους λόγους αυτούς και σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν τις λογικές εξηγήσεις που έδινε ο Φραντζής. Είναι, όμως, πολλοί οι λόγοι που συνηγορούν και επιβάλλουν, να μη δοθεί μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες αυτές και φανερώνουν καθαρά ότι ο γάμος αυτός, εάν κατορθωθεί, θα είναι ο καλύτερος από κάθε άλλον. Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η νύφη απ’ τη Σερβία θα είναι πολύ προτιμότερη από κάθε άλλη υποψήφια, ακόμα κι απ’ αυτή της Τραπεζούντας ή της Ιβηρίας. Ισχυρίζομαι και επιμένω σ’ αυτό το συνοικέσιο και συνιστώ, όπως με κάθε τρόπο πραγματοποιηθεί, γιατί, ύστερα από έναν τέτοιο γάμο, τα εξωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας μας θα πάρουν άλλη τροπή και θα αλλάξουν ριζικά και 44


προς το καλύτερο. Ο ηγεμόνας της Σερβίας, ο υπολογίσιμος Γεώργιος Βράκοβιτς, αν συνδεθεί με τέτοια συγγένεια μαζί σου, θα γίνει ο πιστότερος και ο ισχυρότερος σύμμαχός σου. Ταυτόχρονα, η σύνδεση αυτή θα τονώσει αφάνταστα τους Ούγγρους και τους άλλους χριστιανικούς λαούς και θα τους φέρει πολύ κοντά σου. Το πλησίασμα αυτό των χριστιανικών λαών του Αίμου και η συσπείρωσή τους γύρω απ’ τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, θα κάνει τους Οθωμανούς να ξανασκεφτούν και να αναθεωρήσουν, πιθανώς ριζικά, τα σχέδιά τους και τη στάση τους απέναντί μας. Επιπλέον και ο νέος σουλτάνος των Οθωμανών, ο νεαρός Μωάμεθ, σεβόμενος τη χήρα του πατέρα του, θα συγκρατηθεί και δε θα βαδίσει όπως διατυμπανίζει και φοβερίζει κατά της Κωνσταντινούπολης. Είμαι σίγουρος πως, όταν καλοσκεφτείς τα πράγματα και αναλογιστείς, όπως πάντοτε κάνεις, τα μεγάλα συμφέροντα της βασιλεύουσας, θα συμφωνήσεις αναντίρρητα μαζί μου. Έχε δε υπόψη σου ότι, εκτός του ότι η Μαρία είναι ορθόδοξη και επομένως ευχαρίστως θα γίνει δεκτή στην Κωνσταντινούπολη, ένα μεγάλο μέρος των Σέρβων είναι καθολικοί ή συμπαθείς προς τον πάπα. Αυτό ίσως να αλλάξει τις διαθέσεις των καθολικών και της Δύσης προς την Ανατολή, όταν ο Βράκοβιτς και οι Σέρβοι ταχθούν ανοιχτά και επίσημα στο πλευρό σου. Άλλωστε και μόνη η συνένωση όλων των ορθοδόξων κάτω απ’ το σκήπτρο σου, θα νουθετήσει τον πάπα και θα τον κάνει οπωσδήποτε να ξανασκεφτεί . . .’’. Το σημείο αυτό της επιστολής του Φραντζή το διάβασε πολλές φορές ο Κωνσταντίνος και αναγνώρισε, ότι πραγματικά είχε δίκιο ο πιστός του φίλος. Ειδοποίησε δε με τους αυλικούς του να κληθούν οι άρχοντες του αυτοκρατορικού συμβουλίου για σύσκεψη αύριο το πρωί. Πολυκέντητες και χρυσοστόλιστες άμαξες έφταναν απ’ το πρωί στο μεγάλο περίβολο των ανακτόρων των Βλαχερνών. Υπηρέτες πηγαινοέρχονταν τακτοποιώντας τα άλογα και τις άμαξες και αξιωματούχοι του παλατιού οδηγούσαν στην αίθουσα του συνεδρίου τους πρίγκιπες και τους μεγάλους άρχοντες που κατέφθαναν, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του αυτοκράτορα. Γρήγορα, τα βαριά και όμορφα σκαλισμένα καθίσματα της αίθουσας του συνεδρίου είχαν καταληφθεί απ’ τα μέλη του αυτοκρατορικού συμβουλίου κι απ’ τους άλλους προσκεκλημένους άρχοντες και στην αίθουσα αντηχούσε ο γνωστός θόρυβος της πολυκοσμίας, παρ’ ότι όλοι τους προσπαθούσαν να είναι λιγομίλητοι. Για μια στιγμή, η μεγάλη πόρτα άνοιξε διάπλατα και μπήκε στην αίθουσα ο αυτοκράτορας. Οι άρχοντες όλοι σηκώθηκαν και υποκλίθηκαν στον Κωνσταντίνο. Ο αυτοκράτορας προχώρησε, πήρε τη θέση του στην κεφαλή του μεγάλου τραπεζιού και με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού του έκανε νόημα στους συμβούλους του να καθίσουν. Αμέσως άρχισε να εξηγεί στους άρχοντες τους λόγους για τους οποίους τους κάλεσε εδώ. Μίλησε αρκετή ώρα και κάποτε είπε. -Αυτά είναι τα νέα απ’ την Τραπεζούντα κι αυτές είναι οι γνώμες και οι εισηγήσεις του απεστελμένου μου Φραντζή. Τις βρίσκω σωστές και

45


ενδεδειγμένες για τις παρούσες περιστάσεις και σκέπτομαι να τις εφαρμόσω. Σας κάλεσα εδώ για να ακούσω τις γνώμες σας. -Γαληνότατε αυτοκράτορα, είπε πρώτος ο Μανουήλ Παλαιολόγος. Όπως είναι γνωστό σ’ όλους μας, η αποστολή του Φραντζή και γενικότερα το επιδιωκόμενο συνοικέσιο έχει διπλό σκοπό. Πρώτον, την εξεύρεση νύφης, της οποίας η καταγωγή, το ήθος και το κάλλος να διακρίνονται και να την καθιστούν άξια να γίνει η αυριανή μας αυτοκράτειρα. Και δεύτερον, την εξεύρεση συμμάχων. Δηλαδή και το βασίλειο απ’ το οποίο θα προέρχεται η νύφη να είναι ισχυρό και ο οίκος δυνατός και υπολογίσημος, ώστε η δύναμη που θα προκύψει απ’ την ένωση αυτή, να επηρεάσει αποτελεσματικά την παρούσα κατάσταση και στην Ευρώπη και στην Ασία. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, φαίνεται, ότι ο δεύτερος σκοπός του συνοικεσίου είναι και ο ισχυρότερος και σ’ αυτόν θα πρέπει να στρέψουμε περισσότερο την προσοχή μας και το ενδιαφέρον μας σήμερα. Συμφωνώ με τη γνώμη σας και με τις γνώμες του Φραντζή και υποστηρίζω κι εγώ, ότι πρώτη στον κατάλογο των υποψηφίων αυτοκρατείρων μας να τεθεί η Βράκοβιτς, η χήρα του αποθανόντος σουλτάνου Μουράτ. Εδώ σταμάτησε ο Μανουήλ και το λόγο πήρε ο άρχοντας Ιωάννης ο Ευδαίμονας. -Γαληνότατε αυτοκράτορα και ένδοξοι άρχοντες. Είναι αλήθεια, ότι η πρώην σουλτάνα Μαρία, μετά το θάνατο του άνδρα της Μουράτ, έφυγε στη Σερβία. Το γεγονός αυτό λέγει πάρα πολλά πράγματα. Υπογραμμίζει έντονα τις άριστες αρχές και τον ακέραιο χαρακτήρα της. Το ότι γύρισε στους χριστιανούς σαν πιστή χριστιανή γυναίκα είναι σπουδαίο πράγμα. Απαρνήθηκε τις τιμές και τις δόξες του σεραγιού, που της εξασφάλιζε η θέση της σα γυναίκα του τρομερού Μουράτ και, από φανταχτερή και ένδοξη σουλτάνα που ήταν, προτίμησε το περιθώριο και την ασημότητα. Δεν παρέμεινε πανίσχυρη στους μωαμεθανούς Τούρκους, αλλά με τη θέλησή της επέστρεψε αδύναμη στους χριστιανούς Σέρβους. Ίσως γνώριζε καλά τις βάρβαρες προθέσεις του τότε διαδόχου Μωάμεθ και πιθανόν και τούτο να ήταν ένας λόγος που την ανάγκασε να εγκαταλείψει το γρηγορότερο την Αδριανούπολη. Ίσως επίσης, να φοβήθηκε μην την παντρέψει ο νέος σουλτάνος με το ζόρι με κανένα σκλάβο του, όπως έκανε σε άλλες δυο γυναίκες του πατέρα του. Γιατί, ο εκδικητικός και αιμοβόρος Μωάμεθ, δεν άργησε να δείξει τα βάρβαρα και θηριώδη ένστικτα της ψυχής του. Άρχισε τις βαρβαρότητές του πρώτα-πρώτα απ’ τους ομοθρήσους του και απ’ αυτήν την ίδια την οικογένειά του. Όπως μας πληροφόρησαν άνθρωποι του μεγάλου βεζίρη, του ειρηνόφιλου Χαλλίλ πασά, το ίδιο βράδυ που έφτασε στην Αδριανούπολη απ’ τη Μαγνησία κι ανακηρύχθηκε σουλτάνος, μια απ’ τις γυναίκες του Μουράτ ήρθε να τον συλλυπηθεί για το θάνατο του πατέρα του. Αυτός έβαλε έναν ευνούχο του, ονομαζόμενο Αλή και δολοφόνησε το γιο της και αδελφό του Αχμέτ. Ο Αλής έπνιξε το μικρό Αχμέτ μέσα στο λουτρό. Έτσι, ξεκαθάρισε με το σόι του κι απαλλάχτηκε κι απ’ τον τελευταίο γιο του Μουράτ. Τη μητέρα του Αχμέτ την πάντρεψε με το ζόρι µ’ ένα δούλο του, ονομαζόμενο Ισαάκ. 46


-Ναι, συνέχισε κάποιος άλλος άρχοντας. Θέλησε να απαλλαγεί το γρηγορότερο απ’ οποιαδήποτε ενόχληση των γυναικών του πατέρα του, καθώς κι από κάθε πιθανό διεκδικητή του θρόνου. Γι’ αυτό χρησιμοποίησε τον Αλή και τη δολοφονία. -Σήμερα, μόλις το πρωί, πρόσθεσε ένας άλλος, έφθασαν καινούριες πληροφορίες, ότι ο Αλής αυτός δολοφονήθηκε από δυο αγνώστους τη νύχτα κοντά στο σεράγι. -Βέβαια, είπε ο προηγούμενος, έπρεπε να κλειστεί το στόμα του Αλή και μάλιστα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. -Εκείνο που θέλω να τονίσω, είπε ο προηγούμενος άρχοντας, είναι ότι, ενώ τις άλλες γυναίκες του πατέρα του τις φέρθηκε τόσο άσχημα, της Μαρίας της επέτρεψε να γυρίσει στους δικούς της και μάλιστα την έστειλε πίσω στη Σερβία με τιμές. Αυτό σημαίνει, ότι ή υπολογίζει οπωσδήποτε τη δύναμη του Βράκοβιτς και των Σέρβων και δεν θέλει να δημιουργήσει ζητήματα μαζί τους ή τιμά και σέβεται πραγματικά τη Μαρία περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Ανάμεσα λοιπόν στους άλλους λόγους που συνηγορούν υπέρ της Μαρίας είναι ένας κι αυτός και μάλιστα απ’ τους ισχυρούς, που βάζει την κόρη του Βράκοβιτς πρώτη στη σειρά ανάμεσα στις άλλες υποψήφιες νύφες. Και, αφού τώρα ο Μωάμεθ υπολογίζει το Βράκοβιτς και δεν θέλει να τα χαλάσει μαζί του, φαντασθείτε πόσο θα συνετισθεί όταν οι δυνάμεις Βράκοβιτς – Κωνσταντίνου συνενωθούν. Αλλά και η πρόταση από μέρους του ένδοξου αυτοκράτορά μας, να γίνει γυναίκα του και αυτοκράτειρα του Βυζαντίου η κόρη του Βράκοβιτς, θα συγκινήσει τη Μαρία και οπωσδήποτε θα την κάνει να δεχθεί. -Επειδή όλοι μας αναγνωρίζουμε τα συμφέροντα και τα οφέλη που θα έχουμε από ένα τέτοιο συνοικέσιο, είπε κάπως με πιο επίσημο τόνο ο Μανουήλ, προτείνω να σταλούν αμέσως πρέσβεις στη Σερβία και να μεταβιβάσουν στη σερβική αυλή τις επιθυμίες του αυτοκράτορα και τις αποφάσεις του συμβουλίου μας. Στην αρχή, καλό θα είναι να βολιδοσκοπήσουν πρώτα τον άρχοντα Βράκοβιτς και μετά να μιλήσουν στη Μαρία. Ο Μανουήλ πρόφερε τα τελευταία αυτά λόγια, σα να κατέληγε σε οριστικό συμπέρασμα και σα να ήθελε να δώσει την εντύπωση, ότι δεν χρειάζεται να συνεχιστεί άλλο η σύσκεψη αυτή. Πριν, όμως, προλάβουν να επιδράσουν οι προθέσεις αυτές του Μανουήλ στα άλλα μέλη του συμβουλίου και πριν καθίσει κάτω ο ομιλητής, σηκώθηκε κάπως βιαστικός ο μέγας δομέστιχος, υποκλίθηκε με σεβασμό στον αυτοκράτορα και είπε. -Γαληνότατε αυτοκράτορα και αφέντη όλων μας. Μ’ όλο μου το σεβασμό προς τη μεγαλειότητά σας και με πραγματική επιθυμία, όπως βρεθεί η πιο σωστή και η πιο ενδεδειγμένη λύση στο θέμα αυτό, νομίζω ότι δεν πρέπει να πάρουμε βεβιασμένες αποφάσεις, βασιζόμενοι μόνο σε δεδόμενα που μας παρασύρουν προς μια επιθυμητή λύση. Έχω την εντύπωση, πως επιβάλλεται να ερευνήσουμε και τους λόγους που δεν συνάδουν προς τις δικές μας επιθυμίες. Και πρώτα-πρώτα, η Μαρία συνδέεται με συγγενικούς δεσμούς με την αυτοκρατορική οικογένεια και 47


γι’ αυτό η εκκλησία δε θα ευλογήσει ένα γάμο μεταξύ συγγενών. Δεν το επιτρέπουν οι καθιερωμένοι κανόνες. -Είμαι σίγουρος, είπε ο Ιωάννης ο Ευδαίμονας, ότι ο αρχιστράτηγος θα έχει κι άλλους λόγους να μας αναφέρει, γι’ αυτό ας τους ερευνήσουμε όλους καλύτερα έναν-έναν. Αμέσως σηκώθηκε όρθιος και, απευθυνόμενος προς το μέγα δομέστιχο, συνέχισε. -Οι κανόνες της εκκλησίας είναι νόμοι, οι οποίοι πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται για όλους τους πιστούς. Αλλά εδώ η εκκλησία δεν έχει να αντιμετωπίσει απλώς έναν πιστό. Έχει να κάνει με έναν αυτοκράτορα και μια μέλλουσα αυτοκράτειρα. Δε θα πρέπει να ξεχάσει πόσες δωρεές έχει κάνει η Μαρία στα μοναστήρια και τι προσέφερε ο αυτοκράτορας ως τώρα στις εκκλησίες. Άλλωστε, δεν είναι δύσκολο, στην ανάγκη να γίνουν και μερικές ακόμη εντυπωσιακές δωρεές προς την κατεύθυνση αυτή, οι οποίες οπωσδήποτε θα εξευμενίσουν τους κληρικούς. Τότε, οι αυστηροί κανόνες θα πάρουν εύκολα ανάλογη ευελιξία. Επιπλέον, αν αυτό θεωρείται δύσκολο στην περίπτωση της Μαρίας, το ίδιο και οξύτερο πρόβλημα θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε και στην περίπτωση της κόρης του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Κομνηνού, γιατί αυτός είναι κοντινότερος συγγενής του αυτοκράτορά μας. -Να ακούσουμε τον επόμενο λόγο, αν υπάρχει, φώναξε κάποιος άρχοντας που καθόταν στην άκρη του τραπεζιού. -Εφόσον θέλετε να αντιπαρέλθετε το σπουδαίο αυτό λόγο με τόση ευκολία, προχωρώ στον επόμενο, είπε ο μέγας δομέστιχος, ενώ μια χαρακτηριστική δυσαρέσκεια ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του. Η Μαρία υπήρξε γυναίκα του μεγαλύτερου μέχρι τώρα εχθρού μας, γυναίκα του αλλόθρησκου και άπιστου Μουράτ και κόρη ενός ύπουλου και διπρόσωπου ηγεμόνα, ενός συνεργάτη και συμμάχου των Τούρκων. Δε θα αναφερθώ σε γεγονότα κι ούτε θα χρονοτριβήσω με λεπτομέρειες, γιατί όλοι σας γνωρίζετε τη στάση του Βράκοβιτς στο Κόσσοβο και αλλού. Το μόνο που λέγω στην περίπτωση αυτή για τον ύπουλο Σέρβο είναι, ότι μας έδωσε τόσες αφορμές και ξεκάθαρες αποδείξεις για τις διαθέσεις του απέναντί μας, ώστε εμείς σήμερα πρέπει να τον θεωρούμε περισσότερο Τούρκο και λιγότερο χριστιανό. Αλλά και αν ακόμη αντιπαρέλθουμε προς στιγμή το ανυπέρβλητο αυτό εμπόδιο, το οποίο ο ίδιος ο Βράκοβιτς όρθωσε μέγα και απροσπέλαστο ανάμεσα στη Σερβία και στην Κωνσταντινούπολη, είμαι βέβαιος και πάλι, ότι η εκκλησία δε θα συγκατατεθεί στην ένωση της γυναίκας ενός αλλόθρησκου και άσπονδου εχθρού της χριστιανοσύνης με τον ευσεβέστατο και ένθερμο πιστό του Χριστού αυτοκράτορά μας. Κανένας ποιμενάρχης και κανένα μέλος της Ιεράς Συνόδου δε θα θελήσει οπωσδήποτε να ανεχθεί και πιστεύω ότι με κανένα τρόπο δε θα επιτρέψει, να ανεβεί στον πάνσεπτο και ιερό θρόνο της αυτοκρατορίας του χριστιανισμού μια γυναίκα που πέρασε απ’ τα σουλτανικά χαρέμια. -Γαληνότατε αυτοκράτορα, είπε ο Ιωάννης ο Ευδαίμονας, ο οποίος κατέρριψε και την προηγούμενη αντίρρηση. Αντιπαρέρχομαι κι εγώ τα υποτιθέμενα τόσο σοβαρά εμπόδια, που όρθωσε ο Βράκοβιτς ανάμεσα

48


στις σχέσεις των δύο χωρών μας, μια και τα αντιπαρήλθε και ο γενναίος αρχιστράτηγος και προχωρώ στο ουσιοδέστερο σημείο της αντίρρησής του. Το γεγονός ότι η Μαρία υπήρξε γυναίκα του σουλτάνου, ούτε κατά διάνοια μπορεί να δώσει επιχείρημα στην εκκλησία να κάνει κάτι αντίθετο με τις αποφάσεις μας. Οι μεγάλοι ποιμενάρχες μας και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, πριν σκεφτούν να αντιδράσουν, αν έχουν σκοπό να αντιδράσουν, πιστεύω ότι θα ανατρέξουν μερικά χρόνια πίσω στην Ιστορία, για να υποστηρίξουν τις τυχόν αντίθετες απόψεις τους. Ας μην ξεχνάμε, όμως, μεγαλειότατε, ότι η γυναίκα του παππού σου, η Ευδοκία, ήταν γυναίκα Τούρκου προτού γίνει αυτοκράτειρα. Και μάλιστα γυναίκα ενός άσημου και άγνωστου μικροάρχοντα. Και το σπουδαιότερο, ότι είχε κάνει και παιδιά μαζί του. Ενώ η Μαρία υπήρξε γυναίκα του επιφανέστερου άρχοντα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτού του ίδιου του σουλτάνου. Επιπλέον, όπως φημολογείται και όπως και πολλές και αξιόπιστες πηγές το επιβεβαιώνουν, η Μαρία ουδέποτε κοιμήθηκε με το σουλτάνο. Επομένως, άρχοντά μου, αφού η εκκλησία ευλόγησε το γάμο της Ευδοκίας, θα αρνηθεί να ευλογήσει το γάμο της Μαρίας; -Υπάρχει και άλλος λόγος, φώναξε άλλος άρχοντας. -Εάν εννοείς σαν λόγο το ότι έχει περάσει η Μαρία τα πενήντα και, λόγω της ηλικίας της, πώς θα τεκνοποιήσει, αν τυχόν μείνει έγκυος, απαντώ ότι αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να αφεθεί στη φροντίδα του Θεού, φώναξε ο Μανουήλ και σηκώθηκε όρθιος. Αυτούς τους λόγους, όμως, τους εξηγεί καθαρά και λογικά στα γράμματα που έστειλε απ’ την Τραπεζούντα ο εκεί απεσταλμένος του αυτοκράτορα άρχοντας Φραντζής. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να χρονοτριβούμε εδώ άσκοπα και να αναμασάμε τα ίδια λόγια. Βέβαια, ορισμένοι άρχοντες ίσως να οδηγούνται και όπως φαίνεται οδηγούνται στις αντιθέσεις τους αυτές και να αποστρέφονται τη σερβική αυλή, επηρεασμένοι ακόμη απ’ τη θέση που πήρε ο πρίγκιπας Βράκοβιτς στο παρελθόν. Συμφωνώ απόλυτα, ότι η στάση του Βράκοβιτς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν ήταν η ενδεδειγμένη και όχι μόνο δυσαρέστησε εμάς κι όλους γενικά τους χριστιανούς, αλλά έβλαψε ειδικότερα την Κωνσταντινούπολη. Δύσκολα, φυσικά, θα μπορέσει κανείς να ξεχάσει το ρόλο που έπαιξε στη μάχη της Βάρνας και πολύ δύσκολα θα του συγχωρήσει κανείς τις επιδεικτικά φιλικές του σχέσεις με το Μουράτ. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι στις πρόσφατες συνθήκες μεταξύ Μωάμεθ και Ουνυάδη έχει την ουρά του κι ο Βράκοβιτς. Είναι, όμως, λογικό και δικαιολογημένο να κρατήσουμε για πάντα εχθρική στάση με τους Σέρβους και, εφαρμόζοντας μια τακτική απομόνωσης, να τους σπρώξουμε εμείς οι ίδιοι πιο κοντά στους Τούρκους και μάλιστα σήμερα που η φιλία τους μας χρειάζεται τόσο πολύ και η συμμαχία τους μας είναι τελείως απαραίτητη; Μήπως και οι δικοί μας αυτοκράτορες κατά το παρελθόν δεν είχαν φιλικές σχέσεις και συμμαχίες με τους Τούρκους και μήπως δεν πολέμησαν παλιότερα για λογαριασμό των Τούρκων; Ας μην ανασκαλίζουμε λοιπόν παλιές πληγές και ας κοιτάξουμε να θεραπεύσουμε με τον καλύτερο τρόπο τους σημερινούς μας πόνους και τις τωρινές μας αδυναμίες.

49


Ο Μανουήλ Παλαιολόγος τόνισε ιδιαίτερα τις τελευταίες του φράσεις, θέλοντας να υπογραμμίσει τη σοβαρότητα των περιστάσεων και να υπενθυμίσει στους αντιφρονούντες άρχοντες, ότι επιβάλλεται να σκεφτούν ψυχραιμότερα στις κρίσιμες αυτές στιγμές, πριν εκφράσουν την τελευταία τους γνώμη. Με τ’ αστραφτερά του μάτια κοίταξε επίμονα όλους τους παρευρισκόμενους και με έκδηλη την πεποίθηση που είχε στην πειστικότητα των λόγων του, ξανακάθισε ικανοποιημένος στο κάθισμά του. Κάποιος σηκώθηκε βιαστικά και προσπάθησε κάτι να πει. Το ύφος του μάλιστα έδειχνε ότι δεν συμφωνούσε με τις προτάσεις του Φραντζή και τις αποφάσεις του αυτοκράτορα, ούτε και με τις υποδείξεις του Μανουήλ, αλλά τον πρόλαβε και τον διέκοψε η χήρα του πρωτοστάτορα Κατακουζηνού. -Το πράγμα, είπε δυνατά η αρχόντισσα, δεν νομίζω ότι θέλει παραπάνω συζήτηση. Όπως το ανέπτυξε ο μεγάλος μας αυτοκράτορας και όπως το υποστήριξε ο ανεψιός μου Μανουήλ και οι άλλοι άρχοντες, φαίνεται καθαρά η αξία του και είναι από κάθε άποψη και ενδεδειγμένο και πραγματοποιήσιμο. Γι’ αυτό, ας μην χρονοτριβούμε άδικα. Ας αποσταλούν αμέσως πρέσβεις στο Βράκοβιτς και οδηγίες στο Φραντζή, να συνεχίσει με το ίδιο φαινομενικό ενδιαφέρον, όπως μέχρι τώρα, τις διαπραγματεύσεις του με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό για την κόρη του. Αλλά, μια και μας έκανε το δύστροπο ως τώρα ο Ιωάννης, ας του κάνουμε κι εμείς για λίγο το βαρύ. Με εύσχημο τρόπο, ας καθυστερήσουμε την υπόθεση, ώσπου να δούμε, τι απάντηση θα πάρουμε απ’ τη Σερβία. Μετά, προωθούμε τα πράγματα ανάλογα και εντείνουμε τις προσπάθειές μας στην Τραπεζούντα ή στην Ιβηρία. Τα λόγια αυτά της χήρας του Κατακουζηνού χειροκροτήθηκαν απ’ το μεγαλύτερο μέρος των αρχόντων και, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων μελών, το συμβούλιο αποφάσισε να στείλει αμέσως πρέσβεις στη Σερβία. Επικεφαλής της αποστολής ορίσθηκαν οι θερμοί υποστηρικτές των απόψεων του αυτοκράτορα, ο ανεψιός της χήρας του Κατακουζηνού, Μανουήλ Παλαιολόγος και ο Ιωάννης ο Ευδαίμονας. Οι πρεσβευτές έφυγαν αμέσως για το Σμερδένεβο της Σερβίας και οι απεσταλμένοι του Φραντζή ξαναγύρισαν στην Τραπεζούντα, φέρνοντας μυστικές οδηγίες στον αρχηγό τους, σύμφωνα με το πνεύμα της πριγκίπισσας Κατακουζηνού. Ο πρωτοστάτορας Μανουήλ Παλαιολόγος είχε συγγενικές σχέσεις με τους Κατακουζηνούς και η αυλή του Βράκοβιτς θα τον δεχόταν, όχι μόνο σαν απεσταλμένο του αυτοκράτορα, αλλά και σα συγγενή, γιατί γυναίκα του Βράκοβιτς ήταν η νεαρή Ειρήνη η Κατακουζηνή. Ο Φραντζής στην Τραπεζούντα δεν δυσκολεύτηκε να επιβραδύνει τις συζητήσεις με τον αναποφάσιστο Ιωάννη Κομνηνό και, προφασιζόμενος ότι επιθυμία και εντολή του κυρίου του και αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνου είναι να επισκεφτεί και αναζωογονήσει τις σχέσεις του Βυζαντίου με το βασιλιά της Ιβηρίας Γεώργιο,

50


ετοιμάστηκε ν’ αναχωρήσει με τους ανθρώπους του για τη χώρα αυτή του Καυκάσου. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας ανακουφίστηκε με τις προθέσεις αυτές του Φραντζή, γιατί έτσι θα ξαλάφρωνε απ’ τις καθημερινές του πιέσεις. Επίσης, με την απουσία του, θα είχε πιο πολύ καιρό, ήσυχος πια, να σκεφτεί και να αποφασίσει για την τύχη της κόρης του. Σε λίγες µέρες, µ’ ένα καλοτάξιδο καράβι, ο απεσταλμένος του Κωνσταντίνου έφυγε για τη μακρινή χώρα του Καυκάσου. Αντικρίζοντας τις ακτές της Ιβηρίας ο Φραντζής και φθάνοντας στα εδάφη της αρχαίας Κολχίδας, ένιωσε ένα παράξενο ρίγος και μια ακαθόριστη συγκίνηση. Θυμήθηκε το μυθικό Ιάσονα, που, κατά παραγγελία του βασιλιά Πελία, έφυγε απ’ την Ιωλκό της Θεσσαλίας με το θρυλικό πλοίο του την Αργώ και με τους γενναίους του αργοναύτες ριψοκινδύνεψε σε άγνωστες θάλασσες κι έφτασε μέχρις εδώ, στα μέρη αυτά που τώρα αντίκριζαν τα μάτια του, για να βρει και να πάρει πίσω στη χώρα του το περιζήτητο χρυσόμαλλο δέρας. Το μυθικό κι ατίμητο εκείνο σύμβολο, που άφησε το όνομα του Ιάσονα αθάνατο στους αιώνες! Και, χωρίς να το θέλει, αναρωτήθηκε κι αυτός μέσα του: Άραγε, επιφυλάσσει και σε μένα η μοίρα κάτι το ξεχωριστό, κάτι το σπάνιο; Είναι ίσως πιθανό, να πάω κι εγώ στο βασιλιά μου ένα κάποιο χρυσόμαλλο δέρας, όχι για να μείνει το δικό μου όνομα αξέχαστο στην Ιστορία, αλλά για να σωθεί και να μείνει η άγια Κωνσταντινούπολη ζωντανή κι αθάνατη για πάντα; Μπαίνοντας στην Ιβηρία, ο Φραντζής έμεινε έκθαμβος απ’ το παράστημα, το σφρίγος και την έκδηλη μαχητικότητα των στρατιωτών του Γεωργίου. Αμέσως αναλογίστηκε πόσο χρήσιμος σύμμαχος θα ήταν ο λαός αυτός στον Κωνσταντίνο. Απ’ τις συναντήσεις του με το βασιλιά της Ιβηρίας δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου ο Φραντζής. Μάλλον απογοητεύτηκε, γιατί βρήκε το Γεώργιο πολύ φλύαρο και άνθρωπο με πρωτοφανείς κι αντίθετες για τους Βυζαντινούς ιδέες. -Χαίρομαι ιδιαίτερα, είπε μια μέρα ο βασιλιάς Γεώργιος στο Φραντζή, που ο μέγας αυτοκράτορας της ξακουσμένης πόλης του Μεγάλου Κωνσταντίνου με τιμά με τη δική σου παρουσία εδώ και με κολακεύει πάρα πολύ η επιθυμία του να ζητήσει την κόρη μου σε γάμο . . . Με τα λόγια αυτά του βασιλιά στενοχωρέθηκε κάπως προς στιγμή ο Φραντζής, γιατί, μαθημένος απ’ τις συνεχείς ψευτοϋπεκφυγές και τις μικροαντιρρήσεις του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, παραξενεύτηκε με μια τόσο εύκολη και χωρίς προλόγους αποδοχή των προτάσεων του Κωνσταντίνου. Επιπλέον, με κανένα λόγο δε θα ήθελε μια τόσο γρήγορη λύση κι ένα τόσο σύντομο κλείσιμο του συνοικεσίου με την κόρη του Γεωργίου, πριν τουλάχιστον μάθει πώς εξελίσσονται τα πράγματα στη Σερβία. -Αλλά, για πες μου, συνέχισε ο βασιλιάς, τι σκέφτεται να προσφέρει ο αυτοκράτορας για το χέρι της κόρης μου; Ο Φραντζής ξαφνιάστηκε με την παράξενη αυτή ερώτηση του βασιλιά. Σύντομα, όμως, συνήλθε απ’ την αρχική έκπληξη και γρήγορα

51


διέκρινε πόσο εύκολα μπορούσε να βγει απ’ τη δύσκολη θέση που τον είχε φέρει ο Γεώργιος με την τόσο σύντομη εκ μέρους του παραδοχή του προτεινόμενου συνοικεσίου. Η ερώτηση αυτή του βασιλιά σήκωνε μεγάλη συζήτηση και οι διαπραγματεύσεις πάνω στο ερώτημα αυτό θα του εξασφάλιζαν το χρόνο που ζητούσε. -Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, είπε ο Φραντζής, δε θα προσφέρει τίποτα πριν ακούσει τις απαιτήσεις της νύφης. -Στο σημείο αυτό, η νύφη προσωπικά δεν εκφέρει καμιά γνώμη και ούτε παίρνει κανένα απολύτως μέρος στις συζητήσεις των συμφωνιών, είπε ο βασιλιάς. Ο πατέρας της είναι εκείνος που θα καθορίσει και θα αξιώσει το είδος και το μέγεθος της προσφοράς απ’ τον υποψήφιο γαμπρό. Δεν γνωρίζω, συνέχισε, τι έθιμα έχετε εσείς στην Κωνσταντινούπολη και τι συστήματα επικρατούν στον τόπο σας. Εδώ στην Ιβηρία, τα έθιμά μας είναι καθαρά και συγκεκριμένα και επικρατούν και εφαρμόζονται απ’ όλους μας από αρχαιοτάτων χρόνων. Δεν πρέπει αλλά και ούτε προτίθεμαι για κανένα λόγο, να τα παραβλέψω και να μην τα τηρήσω κι εγώ. Κατά τα έθιμά μας λοιπόν αυτά, ο γαμπρός υποχρεούται να προσφέρει προίκα στον πατέρα της νύφης και επιπλέον να ντύνει και να συντηρεί τη γυναίκα του, ανάλογα με τα εισοδήματά του και την κοινωνική του θέση. Εγώ δηλώνω καθαρά ότι, όχι μόνο δεν προτίθεμαι να δώσω τίποτα στην κόρη μου αλλά ούτε και είμαι διατεθημένος να δεχθώ μια προσφορά κατώτερη της θέσης μου και μικρότερη απ’ το υψηλό αξίωμα του γαμπρού. Ο Φραντζής, αφού εξήγησε ότι τα έθιμα της Κωνσταντινούπολης στην περίπτωση αυτή είναι τελείως διαφορετικά κι αφού δήλωσε ότι δεν έχει καμιά πρόθεση να ζητήσει την παραβίαση των αρχαίων εθίμων της Ιβηρίας, ζήτησε χρόνο για να εξηγήσει την περίπτωση στον αυτοκράτορα και να ζητήσει συγκεκριμένη εκ μέρους του προσφορά. Ο βασιλιάς δέχτηκε την πρόταση του Φραντζή και οι επίσημες συζητήσεις γύρω απ’ το συνοικέσιο διακόπηκαν, ώσπου να πάνε και νά ‘ρθουν απεσταλμένοι στην Κωνσταντινούπολη και να φέρουν νέες οδηγίες. Το μόνο συγκεκριμένο που έβγαινε απ’ την όλη συμπεριφορά του βασιλιά της Ιβηρίας ήταν, ότι δεχόταν οπωσδήποτε να γίνει η κόρη του γυναίκα του Κωνσταντίνου. Το θέμα της προίκας και το ποσόν που έπρεπε να δώσει ο αυτοκράτορας στο βασιλιά είναι δευτερεύον και στην ανάγκη κανονίζεται όπως-όπως σκέφτηκε ο Φραντζής. Ο καιρός, όμως, περνούσε και στην Ιβηρία δεν έφταναν νεότερα απ’ την Κωνσταντινούπολη. Δεν περίμενε, βέβαια, με τόση αγωνία να μάθει ο Φραντζής πόσα προσφέρει ο Κωνσταντίνος στο Γεώργιο, όσο ανυπομονούσε να μάθει, τι απάντηση πήρε ο αυτοκράτορας απ’ τη Σερβία. Κρατώντας κρυφή την αγωνία του αυτή, συνέχισε να συναντά σχεδόν καθημερινά το βασιλιά και, με τις συχνές τους επαφές και τις πολλές τους συναντήσεις, κατάφερε να του αλλάξει τις πατροπαράδοτες πεποιθήσεις του και τις επίμονες αξιώσεις του. Έτσι, μια μέρα ο βασιλιάς, τελείως απροσδόκητα, είπε στο Φραντζή.

52


-Την ώρα που θα φεύγει η κόρη μου για την Κωνσταντινούπολη, θα της δώσω πενηνταέξι χιλιάδες χρυσά νομίσματα και επιπλέον θα της στέλνω κάθε χρόνο άλλες τρεις χιλιάδες, για να τα ψοδεύει όπως θέλει αυτή, σε ελεημοσύνες ή όπου αλλού νομίζει η ίδια. Εκτός απ’ αυτά, θα της δώσω σκεύη χρυσά και αργυρά και περιδέρια και κοσμήματα με πολύτιμες πέτρες και διαμάντια και πολυτελή ενδύματα και ακριβά υφάσματα πολλά και ποικίλα και ό,τι άλλο ταιριάζει στην ξακουστή κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας. Ετοιμάσου, αν θέλεις, να πας με αντιπρόσωπό μου στην Κωνσταντινούπολη, για να αναγγείλεις την απόφασή μου αυτή στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Διέταξα να ετοιμαστεί για το σκοπό αυτό και πλοίο με έμπειρο και δοκιμασμένο καπετάνιο. Τις μέρες που ετοιμαζόταν να φύγει ο Φραντζής απ’ την Ιβηρία, πήρε γράμμα απ’ τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Το γράμμα αυτό τον στενοχώρησε πάρα πολύ και τον έκανε να επισπεύσει την αναχώρησή του. Ο αυτοκράτορας έγραφε στο γράμμα του: ‘’Με ρωτάς αν σε περιμένω. Σε περιμένω και μάλιστα με μεγάλη ανυπομονησία. Δεν υπάρχει εδώ ούτε ένας, με τον οποίο να μπορώ να συσκεφτώ και να συζητήσω. Ο καθένας κοιτάζει αποκλειστικά και μόνο τα προσωπικά του συμφέροντα. Από τότε που έφυγες μακριά, η μητέρα μου πέθανε και λίγο αργότερα πέθανε και ο Κατακουζηνός, ο οποίος μπορούσε να έχει αμερόληπτη γνώμη. Ο Λουκάς Νοταράς ισχυρίζεται ότι, μόνον αυτός γνωρίζει τι πρέπει να γίνει και τίποτα δεν είναι καλό και λογικό, εκτός απ’ τις δικές του γνώμες. Ο μέγας δομέστιχος είναι θυμωμένος με τους Σέρβους. Με ποιον, λοιπόν, μπορώ να σκεφτώ; Με τους καλόγηρους; Ή μήπως με ανθρώπους οι οποίοι είναι αμαθείς και ανίδεοι όπως αυτοί; Με τους άρχοντες; Ο καθένας απ’ αυτούς ανήκει και σε ξεχωριστό κόμμα και θα παραδώσει εκεί που δεν πρέπει το μυστικό που τυχόν θα του εμπιστευθώ . . . Η παρουσία σου εδώ μου είναι απαραίτητη3. Σε δυο-τρεις μέρες, ο βασιλιάς της Ιβηρίας µ’ όλη του την ακολουθία συνόδευε τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα μέχρι το λιμάνι και την ώρα που έμπαινε στο στολισμένο πλοίο του άξιου θαλασσινού Αντώνη Ρίτσου, τού ‘σφιξε το χέρι και του είπε. -Όταν την άνοιξη θα ξαναγυρίσεις να πάρεις την κόρη μου και να την πας νύφη στον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, ανάμεσα στα άλλα δώρα μου, που θα έχω ετοιμάσει για σένα, θα είναι και τέσσαρα φορτώματα εξαιρετικής μετάξης, που το καθένα αξίζει πάνω από πεντακόσια χρυσά νομίσματα. Ο Φραντζής εντυπωσιάστηκε με το πλούσιο και μεγαλοπρεπές αυτό φιλοδώρημα κι ευχαρίστησε τον καλοκάγαθο βασιλιά της μακρινής Ιβηρίας. Κι ενώ ο καπετάνιος Ρίτσος άνοιγε τα πανιά κι έδινε διαταγές στο πλήρωμα, ο Φραντζής με τον πρεσβευτή της Ιβηρίας και την ακολουθία τους, όρθιοι στο κατάστρωμα, χαιρετούσαν το βασιλιά και τους

3

Φραντζή Γ. ‘’Το Χρονικό της Άλωσης’’ Εκδ. Βόννης Σελίδα Mijiatovic ‘’The Last Emperor Of The Greeks’’ ‘’

222. 126. 53


αυλικούς του, που συγκινημένοι κατευόδωναν το πλοίο, ενώ αυτό σιγάσιγά άφηνε πίσω του τη στεριά της μακρινής χώρας του Καυκάσου. Το Σεπτέμβριο του 1451, ο καπετάν Ρίτσος έριξε άγκυρα στα ήσυχα νερά του λιμανιού της Κωνσταντινούπολης. Ο Κωνσταντίνος, ύστερ’ από εικοσιπέντε περίπου μήνες, ξαναείδε τον αγαπητό του φίλο και με χαρά τον δέχτηκε στα ανάκτορα των Βλαχερνών. Απ’ τον αυτοκράτορα έμαθε ο Φραντζής ότι, παρά την επιμονή του Μανουήλ Παλαιολόγου και των άλλων απεσταλμένων στη Σερβία, παρά τον ενθουσιασμό και τις προσπάθειες του ίδιου του ηγεμόνα Βράκοβιτς, δεν κατορθώθηκε να αλλάξει γνώμη η Μαρία και να δεχθεί να γίνει αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Πολλοί είπαν, ότι η Μαρία δεν δέχτηκε να παντρευτεί τον Κωνσταντίνο, γιατί ήθελε να προωθήσει το γάμο του με τη νεαρή εξαδέλφη της Ειρήνη Νοταρά4. Πάντως, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, επέμεινε στην αρχική της αρνητική απόφαση και δεν θέλησε να ξαναφύγει μακριά απ’ τους δικούς της. Ορκίστηκε δε να αποσυρθεί σε μοναστήρι της πατρίδας της και να γίνει καλογριά. Ο Φραντζής, ακούγοντας τα λόγια αυτά του αυτοκράτορα, απόρησε με την όλη εξέλιξη του ζητήματος και την τελεσίδικη κι αμετάβλητη απόφαση της Μαρίας και, χωρίς να πει λέξη, αναλογίστηκε: Η χήρα του τρομερού σουλτάνου των Τούρκων, του πανίσχυρου ατιπροσώπου του Προφήτη του Ισλάμ επί της γης, αποφάσισε να ταφεί ζωντανή σε βυζαντινό μοναστήρι και να πεθάνει χριστιανή περιβεβλημένη το φτωχό ράσο της απλής καλογριάς! . . . Δεν έμεινε πλέον παρά η κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας. Σε λίγες μέρες, ο Κωνσταντίνος δέχτηκε με μεγάλες τιμές σε πανηγυρική ακρόαση τον πρεσβευτή του βασιλιά Γεωργίου και ετοίμασε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο με χρυσή σφραγίδα, στο οποίο δήλωνε καθαρά, ότι η βασιλοπούλα της Ιβηρίας ήτο πλέον γυναίκα του κι αυτός ο άνδρας της και το οποίο επίσημα πλέον επικύρωνε τους όρους του συνοικεσίου, όπως τους είχαν κανονίσει στην Ιβηρία ο πατέρας της νύφης με το Φραντζή. Το χρυσόβουλο αυτό υπέγραψε ο αυτοκράτορας ιδιοχείρως, μπροστά στον πρεσβευτή και στους άρχοντες του παλατιού και στο πάνω μέρος του χαρτιού χάραξε τρεις σταυρούς κατά το έθιμο των βασιλιάδων της Ιβηρίας και το παρέδωσε στον αντιπρόσωπο του βασιλιά. Μετά, αποχαιρέτησε τον πρεσβευτή και, δείχνοντας προς το Φραντζή, είπε. -‘’Συν Θεώ, τω ερχόμενω έαρι ελεύσεται μετά τριήρεων παραλαβείν την εμήν σύνευνον την νεόνυμφον.’’ Αλλά ουδέποτε ήλθε το ‘’ερχόμενον έαρ’’.

4

Mijiatovic ‘’The Last Emperor . . .

‘’

Σελίδα

98. 54


3.

ΡΟΥΜΕΛΗ – ΧΙΣΑΡ

Ο νεαρός σουλτάνος μόλις είχε γυρίσει απ’ την Ασία, όπου βιαστικά πήγε και γρήγορα κατέπνιξε την επανάσταση του Ιμπραήλ μπέη της Καραμανίας, ο οποίος είχε τολμήσει να σηκώσει κεφάλι κατά του αφέντη του. Στο γυρισμό απ’ την Μ. Ασία, ένα ήσυχο απόβραδο, μόλις είχαν περάσει τη Νικομήδεια κι έστριβαν αριστερά για το Βόσπορο και κει που πήγαινε ο ήλιος να βασιλέψει πέρα προς τον καθαρό ορίζοντα της Κωνσταντινούπολης, φάνηκαν από μακριά οι λόφοι και οι τρούλοι των εκκλησιών της βασιλεύουσας. Στο αντίκρισμά τους, ο Μωάμεθ άφησε να του ξεφύγει ένας βαθύς αναστεναγμός. Κι ενώ πλησίαζαν στα νερά του Βοσπόρου κι έμπαιναν στην περιοχή του Ανατόλια-χισάρ, είπε στο Μεχμέτ που ακολουθούσε δίπλα του. -Ένα φρούριο φυλάγει ένα στενό πολύ καλά. Δυο, όμως, το κάνουν απόρθητο. Μόλις φθάσουμε στην Αδριανούπολη, ειδοποίησε όλους τους διοικητές και τους πασάδες της Ανατολής και της Ευρώπης νά ‘ρθουν αμέσως στην πρωτεύουσα. Ο Μεχμέτ συγκατένευσε κουνώντας το σαρικοφορεμένο κεφάλι του και πρόσθεσε. -Θα γίνει όπως διατάζεις πολυχρονεμένε μου πατισάχ. Καθώς περνούσαν κάτω απ’ τα πελώρια τείχη του φρουρίου, γύρισαν τα κεφάλια τους και περιεργάστηκαν τις ψηλές κορυφές των πύργων. Πάνω στην κάθε μια διακρίνονταν κι ένα μεγάλο κανόνι. Τα στόμιά τους ήταν στραμμένα προς τον Εύξεινο πόντο και το Βόσπορο. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά προς το τεράστιο φρούριο, ο Μωάμεθ είπε στο Μεχμέτ. -Τι σπουδαία και πόσο χρήσιμα είναι τα φρούρια αυτά όταν είναι γεροχτισμένα, καλά οπλισμένα και στο σημείο που πραγματικά χρειάζονται! Και, σα να μονολογούσε με τον εαυτό του, πρόσθεσε. -Ο κόσμος σε θαυμάζει Βογιατζίτ. Αλλά αυτοί που θαυμάζουν τώρα εσένα κάποτε θα τρέμουν εμένα. Ύστερ’ από μικρή σιωπή γύρισε προς το Μεχμέτ αγά και του είπε. -Το τρομερό αυτό φρούριο το έχτισε πριν χρόνια ο ένδοξος σουλτάνος και πρόγονός μου Βογιατζίτ. Έξυπνος σουλτάνος και μεγάλος αρχηγός, πρόσθεσε με περηφάνια ο Μωάμεθ. Κατάφερνε να παίρνει πάντα τους χριστιανούς με το μέρος του και να τους βάζει να πολεμούν γι’ αυτόν στην πρώτη γραμμή. Στον πόλεμο κατά των Βλάχων, στη μάχη της Ραβίνα το 1395, μπροστά πήγαινε ο Σέρβος πρίγκιπας Λαζάροβιτς και δίπλα στο Βογιατζίτ πολεμούσαν ο δεσπότης Δραγάσης και ο βασιλιάς Μάρκος της Βλαχίας. Και οι δυο αυτοί χριστιανοί ηγεμόνες σκοτώθηκαν στη μάχη εκείνη εναντίον των χριστιανών. Τη μάχη της Νικόπολης κατά των σταυροφόρων το 1396 θα την έχανε ο Βογιατζίτ αν δεν ορμούσε την τελευταία στιγμή ο ίδιος ο Σέρβος πρίγκιπας με πέντε χιλιάδες καλά

55


γυμνασμένο ιππικό του. Το 1392, στην εκστρατεία που οργάνωσε ο Βογιατζίτ στη Μαύρη Θάλασσα κατά της Σινώπης, επικεφαλής του τουρκικού στόλου έβαλε τον ίδιο τον αυτοκράτορα Μανουήλ. Έτσι, τον εξέθεσε στη Δύση κι όταν δεν τον χρειάζονταν άλλο, όχι μόνο τον εγκατέλειψε αλλά τον ανάγκασε να γκρεμίσει και τους δυο καινούριους πύργους που είχε χτίσει στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Έπρεπε, όμως, να τους είχε σκοτώσει όλους τους άπιστους ηγεμόνες τότε, όταν πολύ έξυπνα τους μάζεψε όλους στις Σέρρες το χειμώνα του 1393-94. Τον αυτοκράτορα Μανουήλ ΙΙ, τον αδερφό του δεσπότη του Μωριά Θεόδωρο, τον Ιωάννη VII, ανεψιό του ατοκράτορα, τον πεθερό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δραγάση, το Στέφανο Λαζάροβιτς της Σερβίας και πολλούς άλλους. Τελευταία, όμως, άλλαξε γνώμη και δεν τους σκότωσε. Έκοψε μόνο κάτι χέρια κι έβγαλε κάτι μάτια από μερικούς ακολούθους τους. Έκανε μια μικρή διακοπή ο Μωάμεθ, σα να ήθελε να κρίνει την αποτυχία εκείνη του Βογιατζίτ και συνέχισε. -Έχτισε, όμως, αυτό το φρούριο κι απέκοψε την Κωνσταντινούπολη από κάθε επαφή της με τις πόλεις και τους λαούς του Εύξεινου Πόντου. Έτσι, με την Καλλίπολη στα Δαρδανέλια και με το Ανατόλια-χισάρ στο Βόσπορο, απομονώνεται τελείως η Κωνσταντινούπολη. Αρκεί να γίνει καλή χρήση των οχυρών αυτών. Ξανασταμάτησε και πάλι. Γύρισε το κεφάλι του πίσω κι έριξε ακόμη μια ματιά στους απότομους κι επιβλητικούς τοίχους του φρουρίου και πρόσεθεσε. -Να ειδοποιηθούν αμέσως όλοι οι πασάδες όπως σου είπα. Χτύπησε τα ασημοστολισμένα χαλινάρια στο λαιμό του αλόγου του και συνέχισε το δρόμο του με καλπασμό. Κοντά του κάλπασε κι ολόκληρη η φανταχτερή ακολουθία του. Σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι την Αδριανούπολη, ο Μωάμεθ φαινόταν ταραγμένος και ανήσυχος. Τα ψηλά κι επιβλητικά φρούρια της Κωνσταντινούπολης, που ξεπρόβαλαν σκυθρωπά κι ογκώδη στον ορίζοντα και οι γυαλιστεροί τρούλοι των εκκλησιών της, που αντανακλούσαν την ανταύγιά τους στο στερέωμα, ερέθιζαν την κατακτητική του μανία και τον έκαναν νευρικό κι απότομο. Φθάνοντας στην Αδριανούπολη κλείστηκε στο σεράι και, σαν τραυματισμένο θηρίο, στριφογύριζε μόνος του μέσα στα δωμάτιά του, χωρίς να μπορεί να βρει έστω και μιας στιγμής ησυχία. Το όραμα της Κωνσταντινούπολης και η επιθυμία της κατάκτησής της δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι. Αργά μετά τα μεσάνυχτα, ξύπνησε το Μεχμέτ αγά. -Πάρε μερικούς γενιτσάρους, του είπε και πήγαινε να μου φέρεις τώρα εδώ το Χαλλίλ πασά. Ο Χαλλίλ πασάς ταράχτηκε όταν είδε να μπαίνουν γενίτσαροι της προσωπικής φρουράς του Μωάμεθ στο δωμάτιό του μέσα στη νύχτα. Ο γερο-βεζίρης προσπάθησε να φανεί δυνατός και να κρύψει την τρομάρα του. -Μεγάλε μου άρχοντα, του είπε ο Μεχμέτ μόλις άνοιξε η πόρτα του δωματίου του και βρέθηκε μπροστά του. Ο μεγάλος μας σουλτάνος σε 56


καλεί τώρα αυτή τη στιγμή κοντά του. Ντύσου, όσο μπορείς πιο γρήγορα και πάμε. Λύγισαν τα γόνατα του Χαλλίλ πασά, σαν άκουσε ότι τον καλεί ο Μωάμεθ τέτοια ώρα. Γνώριζε καλά το βάρβαρο και σκληρό χαρακτήρα του νεαρού σουλτάνου κι απ’ την πολύχρονη πείρα του, ήξερε τι μπορεί να σημαίνει μια τόσο βιαστική πρόσκληση και μάλιστα σε μια τόσο προχωρημένη ώρα της νύχτας. Συγκράτησε όσο μπορούσε καλύτερα την ψυχραιμία του, φόρεσε το μακρύ χιτώνα και το χοντρό πανωφόρι του και ζήτησε την άδεια απ’ το Μεχμέτ αγά να του επιτρέψει να περάσει για λίγο στο διπλανό δωμάτιο. Ο Μεχμέτ δεν έφερε αντίρρηση. -Πάμε, όμως, όσο μπορείς πιο γρήγορα, του είπε. Ο σουλτάνος είναι άγρυπνος και περιμένει. Ο μεγάλος βεζίρης μπήκε στο διπλανό δωμάτιο και φίλησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Τους μίλησε ήρεμα και προσπάθησε όσο μπορούσε περισσότερο να μην τους τρομοκρατήσει. Η γυναίκα του άρχισε να κλαίει μέσα στη νύχτα ενώ ο Χαλλίλ προσπαθούσε να την καθησυχάσει λέγοντάς της ότι δεν πρέπει να βάζει κακό στο μυαλό της. Κάποια σπουδαία υπόθεση θα προέκυψε, της έλεγε. Κάποιο επείγον θέμα ίσως να παρουσιάστηκε, που δεν επιδέχεται αναβολή και επιβάλλεται να λυθεί αμέσως, γι’ αυτό και με καλεί τέτοια ώρα. Μην ανησυχείς. Κοιμήσου ήρεμη και θα γυρίσω αμέσως. Ενώ ψιθύριζε τα λόγια αυτά στη γυναίκα του, απ’ το μυαλό του περνούσαν χίλιες δυο ιδέες. Η σκέψη του σταματούσε στο χριστιανό ψαρά και στην πιο πιστή του σκλάβα την Ελιφέτ. Η Ελιφέτ συναντιόταν ταχτικά με τον ψαρά κι αυτή μόνο παραλάβαινε τα φρέσκα ψάρια, που ταχτικά έφερνε στο βεζίρη ο γερο-ψαράς απ’ τη θάλασσα της Κωνσταντινούπολης. Πολύ φοβόταν, μήπως ο ψαράς εξαγοράστηκε απ’ το Ζαγανό πασά ή άλλους εχθρούς του ή μήπως η πιστή του σκλάβα έπεσε σε κανένα σφάλμα κι ανακαλύφτηκαν οι σκευωρίες του και οι συνεννοήσεις του με τους χριστιανούς. Παρ’ ότι η σκέψη αυτή τον έκανε να τρέμει, δεν ήθελε να πιστέψει ότι η πιστή του Ελιφέτ, αυτή που βρήκε τόση καλοσύνη στο παλάτι του, τον πρόδωσε. Αλλά κι αν ακόμη είπε κάτι η Ελιφέτ, σκέφτηκε, ποιος θα πιστέψει μια γριά χριστιανή σκλάβα και θα αμφισβητήσει τα λόγια ενός μεγάλου βεζίρη; Η σκέψη αυτή τού ‘δωσε θάρρος και δύναμη. Στεραίωσε τα γόνατά του κι ένιωσε το μυαλό του καθαρότερο. Πριν ανοίξει την πόρτα για να βγει απ’ το δωμάτιο της γυναίκας του, βρήκε ψαχουλευτά ένα βαρύ σεντούκι που ήταν στη γωνιά του δωματίου πίσω απ’ την πόρτα κι ήταν σκεπασμένο µ’ ένα χοντρό χαλί. Τράβηξε το χαλί και τό ‘ριξε βιαστικά στο πάτωμα. Εύκολα άνοιξε το βαρύ καπάκι του σεντουκιού και, παραμερίζοντας μερικά βαριά ρούχα, ανέσυρε από μέσα ένα μεγάλο χάλκινο πλατύ σα βαθύ δίσκο κιβώτιο, τό ‘βαλε κάτω απ’ το χοντρό πανωφόρι του και βιαστρικός άνοιξε την πόρτα και γύρισε στο δωμάτιό του, όπου τον περίμενε ο Μεχμέτ αγάς με τους γενιτσάρους του. -Πάμε, είπε στο Μεχμέτ με προσποιητή βιασύνη και ψυχραιμία. Αρκετά αργήσαμε. Δεν πρέπει ο μεγάλος μας σουλτάνος να περιμένει.

57


Σε λίγο η συνοδεία έφτασε στο σεράι. Ο Μεχμέτ άνοιξε την πόρτα του δωματίου του Μωάμεθ και ανάγγειλε την άφιξη του μεγάλου βεζίρη. -Να περάσει. Να περάσει μέσα αμέσως, ακούστηκε αγριεμένη η φωνή του Μωάμεθ. Ο Χαλλίλ πασάς μπήκε στο δωμάτιο κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Δεν ήθελε να ακούσει κανένας το τι επρόκειτο να λεχθεί μέσα στη μισοσκότεινη αίθουσα. Ο Μωάμεθ ήταν μόνος. Φαινόταν ταραγμένος. Η όψη του ξαναμμένη απ’ την ταραχή και τα μάτια του αγριωπά και παράξενα απ’ την αγρυπνία. Το δωμάτιο ανάστατο και τα στρώματα του κρεβατιού ανακατεμένα και πεταγμένα εδώ και κει άτακτα στο πάτωμα. Πρώτη φορά ο γερο-βεζίρης είχε κληθεί τέτοια ώρα απ’ το σουλτάνο του και πρώτη φορά αντίκριζε το Μωάμεθ έτσι εξαγριωμένο κι ανήσυχο. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω του, τράβηξε το πλατύ χάλκινο κιβώτιο κάτω απ’ το πανωφόρι του, έβγαλε το καπάκι του και το άφησε στο πάτωμα και, κρατώντας το μεγάλο κουτί σα δίσκο πάνω απ’ το κεφάλι του, πλησίασε με σεβασμό το Μωάμεθ και άφησε το βαθύ δίσκο στα πόδια του. Ο δίσκος ήταν γεμάτος χρυσά νομίσματα. Όταν τον είδε ο Μωάμεθ ξαφνιάστηκε για μια στιγμή, σούφρωσε τα φρύδια του και ρώτησε. -Τι σημαίνει αυτό, Λάλα μου; (δηλαδή θείε ή δάσκαλέ μου). Η λέξη Λάλα έδωσε θάρρος στο γερο-βεζίρη και το μυαλό του με μιας βρήκε την προηγούμενη διαύγειά του και δεν δυσκολεύτηκε να σοφιστεί μια απάντηση. -Μεγαλειότατε, είπε πονηρά ο Χαλλίλ πασάς. Είναι παλιά συνήθεια, όταν ο σουλτάνος καλεί τους μεγάλους αξιωματούχους του κράτους τέτοια ώρα ασυνήθιστη, αυτοί δεν πρέπει να παρουσιάζονται μπροστά του με άδεια χέρια. Σε παρακαλώ, δέξου αυτόν το λίγο χρυσό. Άλλωστε, δεν προσφέρω στη μεγαλειότητά σου τίποτα δικό μου. Προσφέρω απ’ ό,τι η μεγαλοσύνη σου θέλει να έχω. -Πάρτα αυτά από δω, είπε ο σουλτάνος με ήπιο ύφος και τα έσπρωξε πιο πέρα. Είναι δικά σου. Δεν θέλω το χρυσό σου. Εκείνο που θέλω είναι, να με βοηθήσεις να κυριεύψω την Κωνσταντινούπολη. Στο άκουσμα των λόγων αυτών, ο Χαλλίλ ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Ένα τεράστιο βάρος έφυγε από πάνω του κι ένα ανείπωτο ξαλάφρωμα αισθάνθηκε στην ψυχή του και σ’ ολόκληρο το είναι του. Με πραγματική χαρά στον τόνο της φωνής του και με προποιητή βεβαιότητα στα λόγια του είπε. -Ο Θεός που σ’ έκανε κυρίαρχο τόσων ελληνικών επαρχιών θα σου δώσει και την Κωνσταντινούπολη. Είμαι έτοιμος να θυσιάσω και τη ζωή μου κι όλα μου τα υπάρχοντα στην υπηρεσία του κυρίου μου. Ο σουλτάνος ηρέμισε κάπως με τα λόγια αυτά του μεγάλου βεζίρη του και με μαλακότερη φωνή είπε. -Κοίταξε το κρεβάτι μου. Γυρίζω πάνω σ’ αυτό όλη τη νύχτα απ’ τη μια μεριά στην άλλη, χωρίς να μπορώ να βρω ύπνο ή να αισθανθώ κάποια ανακούφιση. Ήθελα απόψε να σου μιλήσω. Ήθελα να σου υπενθυμίσω, ότι δεν πρέπει να επιτρέψεις ποτέ στον εαυτό σου να 58


αλλάξει ή να εξαγοραστεί με χρυσό ή άργυρο. Ας πολεμήσουμε τους Έλληνες με σταθερή θέληση κι επιμονή και με εμπιστοσύνη στον Αλλάχ και στο Μεγάλο Προφήτη. Ας εργαστούμε για να κερδίσουμε τη μακραίωνη κατοικία και το θρόνο των καισάρων5. Έμεινε για λίγο σκεπτικός, ενώ το βλέμμα του άστραφτε από θυμό. Χτύπησε τη γροθιά του δυνατά στο γόνατό του και συνέχισε. -Θα πρέπει να βρεθεί μια λύση. Δεν μπορεί. Θα υπάρχει κάποιος τρόπος, ώστε η χιλιόχρονη Κωνσταντινούπολη να γίνει δική μου. Κοίταξε το Χαλλίλ ξανά στα μάτια και πρόσθεσε. -Διέταξα το Μεχμέτ αγά να ειδοποιηθούν όλοι οι πασάδες και οι διοικητές των επαρχιών, νά ‘ρθουν το γρηγορότερο στο σεράι. Συγκεντρώστε τους όλους όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Αν είναι δυνατόν νά ‘ρθουν απόψε. Δεν μπορώ να υποφέρω άλλο αυτήν την αγωνία. Σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει μέσα στο δωμάτιο. Ο Χαλλίλ πασάς τον κοίταζε με το σταθερό του βλέμμα, καθώς πηγαινοέρχονταν σαν τραυματισμένο θηρίο απ’ τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη και προσπαθούσε να εκτιμήσει σωστά την ψυχική του ταραχή και τα ζηλόφθονα και μεγαλομανή αισθήματά του, που περιέζωναν σα φίδια την καρδιά του. Ύστερ’ από δυο-τρεις βόλτες μέσα στο δωμάτιο, ο Μωάμεθ ξαναγύρισε κοντά στο Χαλλίλ και κάθισε στη θέση του. Για λίγη ώρα, έμειναν κι οι δυο άντρες σκεπτικοί. Μέσα στην ησυχία της νύχτας, ο Μωάμεθ έβγαλε ένα βαθύ και πονεμένο αναστεναγμό κι άπλωσε το χέρι του προς το μέρος του Χαλλίλ. Τράβηξε το δίσκο με τα χρυσά νομίσματα και πρώχνοντάς τα προς το μέρος του γερο-βεζίρη του είπε. -Είναι δικά σου. Κράτησέ τα. Και τού ‘δωσε το χέρι του, για να τον ευχαριστήσει που ήρθε τέτοια ώρα και να τον βοηθήσει να σηκωθεί απ’ τη θέση του. Σε λίγο, ο Μεχμέτ είδε πάνω απ’ τα παράθυρα του σεραγιού το μεγάλο βεζίρη Χαλλίλ πασά, να βγαίνει απ’ την αψιδωτή αυλόπορτα των ανακτόρων και να κατευθύνεται προς το παλάτι του. Ήταν βιαστικός και κάτι φούσκωνε το χοντρό του πανωφόρι κάτω απ’ τη δεξιά του μασχάλη. Τα άσπρα του γένια φαίνονταν πιο λαμπερά μέσα στο αχνοσκόταδο της αυγής. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Η ειδοποίηση του Μεχμέτ θορύβησε τους πασάδες και η πρόσφατη κατατρόπωση του Ιμπραήμ μπέη της Καραμανίας τους τρόμαξε περισσότερο. Γνώριζαν τον ατίθασο χαρακτήρα και την αυταρχικότητα του Ιμπραήμ, γι’ αυτό και η τόσο γρήγορη υποταγή του στο Μωάμεθ τους είχε εκπλήξει πραγματικά. Η φήμη της αυταρχικότητας του σουλτάνου, η οποία τόσο γρήγορα είχε διαδοθεί και τόσο χειροπιαστά είχε αποδειχθεί, τους έκανε να βάζουν στο μυαλό τους χίλιες δυο κακές σκέψεις. Γρήγορα, όμως, κατέφθασαν όλοι και στο μεγάλο συμβούλιο που συγκροτήθηκε στο σεράι διαικρίνονταν ανάμεσα στους άλλους ο μέγας

5

Mijiatovic ‘’The Last Emperor . . .’’ Δούκα Μ. ‘’Χρονικό της Άλωσης’’ Εκδ. Βόννης

Σελίδα 129. ‘’ 140. 59


βεζίρης Χαλλίλ πασάς, ο Καρατζά πασάς, ο Ζαγανός πασάς, ο Ισφεντίν χαν, ο Φιρούζ αγάς, ο καπετάν πασάς Μπαλτόγλου και άλλοι. Μόλις ο αξιωματούχος του παλατιού χτύπησε το ασημοστόλιστο ραβδί του δυνατά στο πάτωμα, σε ένδειξη του ερχομού του σουλτάνου, όλοι οι συγκεντρωμένοι μεγάλοι τιτλούχοι σηκώθηκαν όρθιοι και, στο αντίκρισμα του αυταρχικού και τρομερού κυρίου τους, έσκυψαν χαμηλά τα κεφάλια τους και τον προσκύνησαν βαθιά, ενώ αυτός διέσχιζε τη μεγάλη αίθουσα και προχωρούσε προς το μεγαλοπρεπή κι αστραφτερό απ’ τα πολλά πετράδια θρόνο του. Ο Μεχμέτ, δίπλα του όρθιος, παρακολουθούσε, πόσο τα άλλοτε βλοσυρά πρόσωπα των τρομερών και δίστροπων μεγιστάνων της ανατολής και της δυτικής αυτοκρατορίας του Ισλάμ έχαναν το χρώμα τους, απέβαλλαν την τραχύτητά τους και γίνονταν απαλά και υποτακτικά μπροστά στο μεγάλο σουλτάνο, στον απόλυτο μονάρχη κι αντιπρόσωπο του Προφήτη επί της γης. Αφού συνήλθαν οι καλεσμένοι απ’ την πρώτη ταραχή που ένιωσαν με την παρουσία του σουλτάνου και κάθισαν στα χαμηλά ντιβάνια τους κι ανάμεσα σε παχιά πολύχρωμα μαξιλάρια, ο Χαλλίλ πασάς διέκοψε τη σιγή και απηύθηνε λίγα λόγια αβροφροσύνης προς τους μεγάλους τιτλούχους. Ύστερα, υποκλίθηκε προς το μέρος του σουλτάνου και κάθισε στο ξεχωριστό απ’ τα άλλα ντιβάνι του. Το λόγο πήρε ο Μωάμεθ και, με σταθερή φωνή και έντονο ύφος, απευθύνθηκε προς τους καλεσμένους του. -Όλοι γνωρίζετε τα κατορθώματα των μεγάλων προγόνων μας και τις προσπάθειές τους για το καλό του λαού μας και το θρίαμβο του Ισλάμ. Ο μεγάλος Οσμάν πρωτομπήκε στα βυζαντινά εδάφη και το 1326 κατέλαβε την Προύσα. Το 1354 πέρασε στην Ευρώπη και κυρίεψε την Καλλίπολη. Ο τρομερός Μουράτ ο πρώτος, το 1365 πήρε απ’ τους Βυζαντινούς την Αδριανούπολη και την έκανε δεύτερη πρωτεύουσα του κράτους μας. Κυρίεψε την Άγκυρα, τη Σόφια, το Διδυμότειχο. Ο ένδοξος Βογιατζίτ κατατρόπωσε τους χριστιανούς στη Νικόπολη και επεξέτεινε το κράτος του μέχρι τον Ευφράτη και μέχρι τα νότια της Ελλάδας. Ο μέγας Μουράτ ο δεύτερος, τον οποίο όλοι σας υπηρετήσατε, κυρίεψε τη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα και συνέτριψε τους χριστιανούς στη Βάρνα και στο Κόσσοβο. Όλοι αυτοί οι μεγάλοι σουλτάνοι δόξασαν το Ισλάμ και το όνομά τους. Κατατεμάχισαν την κάποτε λαμπρή κι ονομασή αυτοκρατορία της Ανατολής και περιόρισαν τον άλλοτε ένδοξο βασιλιά των βασιλέων σ’ ένα μικρό και καταρημαγμένο τρίγωνο της γης. Η άλλοτε ονομαστή και περιώνυμη πόλη του Κωνσταντίνου, απομονωμένη και ξεκομμένη σήμερα απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, τρέμει σα φύλλο κάτω απ’ την απειλή του γιαταγανιού μας. Μόνο ο αυτοκράτορας και οι απερίσκεπτοι άρχοντές της τολμούν ακόμα να υψώνουν το κεφάλι και, με πολύ θράσος και μεγάλη απερισκεψία, να δηλώνουν εμφαντικά την παρουσία τους. Δεν βλέπουν, ότι οι καιροί άλλαξαν. Δεν θέλουν να παραδεχτούν, ότι πλησιάζει το τέλος τους. Δεν θέλουν να καταλάβουν, ότι δεν είμαστε διατεθημένοι με κανένα τρόπο να ανεχθούμε άλλο την παρουσία τους ανάμεσά μας. Δεν θέλουν να πιστέψουν, ότι είναι πλέον γραφτό και μεγάλο κισμέτ για τη

60


γενιά μας, να ισοπεδώσει και να εξαλείψει το στοιχειωμένο αυτό τρίγωνο απ’ το πρόσωπο της γης. Ένας μόνο εκεί μέσα βλέπει την αλήθεια κι αναγνωρίζει την πραγματικότητα. Ο καλόγερος Γεννάδιος και το κόμμα των ανθενωτικών παπάδων του. Οι ανόητοι άρχοντες εκεί κάτω, χωρίς αρχοντικά και ο αυτοκράτορας χωρίς αυτοκρατορία, νόμισαν ότι με την απουσία μου στη Μ. Ασία θα μπορούσαν να σηκώσουν κεφάλι και να κινηθούν εναντίον μας. Δεν βλέπουν την αδυναμία τους, τα χρέη τους, την κατάντια τους. Αλλά και αν ακόμα κάτι μπορούν να κάνουν, δε θα το αποφασίσουν ποτέ, γιατί σπαταλούν όλον τον καιρό τους σε λόγια, χωρίς να προχωρούν ποτέ σε έργα. Τώρα λοιπόν που ήμουν στη Μ. Ασία εναντίον του Ιμπραήμ της Καραμανίας, μου στείλαν πρεσβευτές στην Προύσα και μου ζητούσαν να αυξήσω την επιχορήγηση προς τον αυτοκράτορα για τη διατροφή του προδότη Ορχάν. Πραγματική τους αποστολή δεν ήταν να αποσπάσουν μια κάποια αύξηση της διατροφής ενός φυγάδα. Θέμα, άλλωστε, το οποίο πριν από λίγους μήνες είχε τακτοποιηθεί στην Αδριανούπολη κι ούτε ήταν τόσο επείγον, ώστε να χρειάζεται να το λύσουμε στη μέση εκστρατείας, αλλά θέλησαν να επωφεληθούν την εκστρατεία μου αυτή και να με αναγκάσουν να υποχωρήσω σε άλλα σπουδαιότερα σημεία. Με απείλησαν οι αχρείοι, ότι θα αφήσουν ελεύθερο τον προδότη Ορχάν και θα τον αναγνωρίσουν ηγεμόνα της Θράκης. Θυμήθηκα τις συστάσεις του παλιού μου δασκάλου και μεγάλου μας βεζίρη –κι έδειξε µ’ έκδηλη ικανοποίηση προς το Χαλλίλ πασά- και, παρ’ ότι μέσα μου έβραζα από θυμό και μια έξαψη νευρικότητας µ’ είχε κυριέψει, συγκρατήθηκα. Έμεινα απαθής και με ηρεμία άκουσα τις απόψεις τους. Θα μπορούσα να τους γδάρω ζωντανούς επιτόπου και να στείλω τα κεφάλια τους δώρο στον αυτοκράτορά τους. Δεν το έκανα, όμως. Αντίθετα, έδειξα κατανόηση και τους υποσχέθηκα, ότι θα εξετάσω τις προτάσεις του αυτοκράτορα αμέσως μόλις θα γυρίσω στην Αδριανούπολη και θα κάνω ό,τι είναι δίκαιο και σωστό. Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε προσεχτικά όλους γύρω του, έριξε μια δεύτερη πονηρή ματιά στο Χαλλίλ πασά, σα να ήθελε να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για τις συμβουλές που τού ‘δωσε παλιότερα και συνέχισε με ύφος γεμάτο ειρωνεία. -Πραγματικά, επιστρέφοντας στην Αδριανούπολη εξήτασα τις απαιτήσεις των Ελλήνων και σήμερα τις έχω έτοιμες. Θα σας τις πω ποιες είναι, αφού πρώτα δώσουμε την ευκαιρία στο μεγάλο βεζίρη, να μας πει κι αυτός τις απόψεις του πάνω στο θέμα αυτό, γιατί κι αυτός δέχτηκε εδώ ξεχωριστή πρεσβεία του αυτοκράτορα. Ο Μωάμεθ εκτιμούσε κατά βάθος το Χαλλίλ πασά κι αναγνώριζε τη σοφία του και τη λογική του. Γι’ αυτό και τον κρατούσε στη μεγάλη αυτή θέση. Το γεγονός, όμως, ότι ο Χαλλίλ συμβούλεψε τον πατέρα του Μουράτ, να τον απομακρύνει απ’ την Αδριανούπολη και να τον στείλει στη Μαγνησία, είχε δημιουργήσει μια προκατάληψη κι ένα κρυφό μίσος μέσα του για το μεγάλο βεζίρη. Επιπλέον, η φιλειρηνική πολιτική του και η μετριοπαθής στάση του απέναντι στους Βυζαντινούς, ενίσχυαν την 61


ψυχρότητα του σουλτάνου απέναντί του. Γι’ αυτό και τού ‘δωσε τώρα το λόγο να μιλήσει στο σουμβούλιο για το ίδιο θέμα, όχι για να ζητήσει τη γνώμη του, αλλά για να ακουστούν σ’ όλους εκεί και οι δικές του απόψεις, ώστε να ξεκαθαριστεί η θέση του και να εκτεθεί μόνος του, σε περίπτωση που πραγματικά κρατούσε φιλοβυζαντινή στάση. Ο Χαλλίλ πασάς, όμως, δεν έπεφτε εύκολα σε τέτοιες παγίδες. Είχε μεγαλώσει κι είχε γεράσει μέσα στη διπλωματία και γνώριζε να εκτιμά σωστά τις κακοτοπιές και να ελίσσεται επιδέξια στις δυσκολίες. Ο Χαλλίλ είχε πατέρα Σέρβο και μητέρα Ελληνίδα. Γεννήθηκε χριστιανός. Πιάστηκε μικρός απ’ τους Τούρκους κι εξισλαμίστηκε. Από μικρός ήταν έξυπνος και φιλομαθής. Εύκολα μορφώθηκε και γρήγορα μπήκε στην υπηρεσία του σουλτάνου, φθάνοντας μέχρι το ανώτατο αξίωμα του μεγάλου βεζίρη. Είχε αναδειχθεί μεγάλος διπλωμάτης. Ήταν συγκρατημένος στις κρίσεις του και λογικός στις αποφάσεις του. Ήταν αρχηγός μιας φιλειρηνικής κίνησης στο παλάτι, πράγμα το οποίο τον έφερνε αντιμέτωπο με το στρατιωτικό κόμμα των πολεμόφιλων Οθωμανών. Οι οπαδοί του κόμματος αυτού πάντοτε τον κατέκριναν για την ηρεμία και τη συντηρητικότητα στις αποφάσεις του και τον χαρακτήριζαν φίλο των χριστιανών. Μάλιστα, του είχαν βγάλει και το παρατσούκλι Γκιαούρ-γιολντασί και Γκιαούρ-ορτάγκ (φίλο και σύμμαχο των απίστων)6. Ο Χαλλίλ πασάς, με ήρεμο τόνο και σταθερή φωνή, πήρε το λόγο στο συμβούλιο και είπε. -Πραγματικά, πριν από λίγο καιρό και όταν ο πολυχρονεμένος μας σουλτάνος έλειπε στη Μ. Ασία, δέχτηκα κι εγώ εδώ στην Αδριανούπολη μια αντιπροσωπεία απ’ την Κωνσταντινούπολη για το θέμα του φυγάδα Ορχάν. Είναι αλήθεια, πως η παράλογη, άκαιρη και γελοία θα μπορούσα να πω, αξίωση της Κωνσταντινούπολης, όχι μόνο με εξέπληξε αλλά με εξενεύρισε κιόλας. Ίσως με μεγαλύτερη δυσκολία, απ’ ότι ο πολυχρονεμένος μας σουλτάνος κράτησε τα νεύρα του, κράτησα κι εγώ την ψυχραιμία μου και κατάφερα ν’ ακούσω χωρίς να διακόψω τους πρεσβευτές. Όταν τελείωσαν τους είπα: -Γνωρίζω, ότι τα οικονομικά του κράτους σας βρίσκονται σε μεγάλη ακαταστασία. Γνωρίζω, ότι τα έξοδα της ενθρόνισης του αυτοκράτορα και τα πλούσια δώρα που προσέφερε στους διαφόρους άρχοντες με την άνοδό του στο θρόνο, όπως συνηθίζεται στις μέρες μας και περισσότερο σε σας τους Βυζαντινούς, όχι μόνο άδειασαν τα ταμεία του κράτους σας, αλλά αύξησαν αβάσταχτα και το δημόσιο χρέος σας. Τα θησαυροφυλάκιά σας δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σήμερα ούτε στα έξοδα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων σας και δυσκολεύεστε να πληρώσετε ακόμα και την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα7. Η πτώχευση απειλεί το δημόσιο και το κράτος σας δεν είναι σε θέση να σκεφτεί σοβαρά οποιαδήποτε πολεμική απόπειρα εναντίον μας. Όλος ο χρυσός κι όλα τα αυτοκρατορικά κοσμήματα και οι θησαυροί του παλατιού σας έχουν από 6 7

Mijiatovic ‘’The Last Emperor . . .’’ Mijiatovic ‘The Last Emperor . . .’’

Σελίδα Σελίδα

100. 98. 62


χρόνια παραδοθεί σαν ενέχειρο στους Βενετούς απ’ την αυτοκράτειρα Άννα και τον τότε νεαρό γιο της Ιωάννη τον V, η οποία με τον τρόπο αυτό απέσπασε μεγάλο δάνειο απ’ τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, για να μπορέσει να συνεχίσει τον εμφύλιο πόλεμο κατά του Ιωάννη Κατακουζηνού. Έτσι, το κράτος σας βρίσκεται δίχως αντίκρισμα και βαριά χρεωμένο, χωρίς να μπορεί να ανταποκριθεί στα χρέη του και αδυνατεί να επιστρέψει τα δανεικά στους Βενετούς. Σκεφτήκατε λοιπόν, ότι πηγή εξεύρεσης χρημάτων μπορεί να γίνει ο σουλτάνος. Εκμεταλλευτήκατε τις διαβεβαιώσεις του σουλτάνου, ότι επιθυμεί πραγματικά να διατηρηθεί η ειρήνη μεταξύ μας κι αποφασίσατε, κάνοντας κατάχρηση των συμφωνιών, να αξιώσετε διπλασίαση της επιχορήγησης για τη διατροφή του Ορχάν, σάμπως να μην είναι αρκετά τριακόσιες χιλιάδες άσπρα να συντηρήσουν έναν άνθρωπο, ένα φυγάδα και παράνομο διεκδικητή του θρόνου του νόμιμου σουλτάνου μας. Τα μάτια του πονηρού Χαλλίλ πηγαινοέρχονταν ανήσυχα καθώς μιλούσε κι ασταμάτητα ερευνούσαν τα πρόσωπα των παρευρισκομένων, προσπαθώντας να συλάβουν τις εκδηλώσεις τους. Ιδιαίτερη ικανοποίηση του προξενούσε η ευχαρίστηση, που έντονα εκδηλωνόταν στο πρόσωπο του Μωάμεθ. Με την ίδια σταθερότητα στη φωνή του, ο μεγάλος βεζίρης συνέχισε. -Ξαφνιάστηκα πραγματικά όταν άκουσα τους αντιπροσώπους του αυτοκράτορα να δηλώνουν ότι, αν ο σουλτάνος δεν αυξήσει την επιχορήγηση, η αυλή του Κωνσταντίνου θα αναγκαστεί να αφήσει ελεύθερο τον διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου πρίγκιπα Ορχάν και δε θα φέρει καμία απολύτως ευθύνη για τις μελλοντικές του ενέργειες. Ετόνισαν μάλιστα, ότι ο Ορχάν έχει πάρα πολλούς οπαδούς στη Θράκη και, με την έξοδό του απ’ την Κωνσταντινούπολη, ενδέχεται να μεταβληθούν τα πράγματα ριζικά κι ανεπανόρθωτα για την Αδριανούπολη. Η απειλή αυτή με εξόργισε πραγματικά και είπα στους πρέσβεις: -Ανόητοι Έλληνες. Από καιρό έχω μάθει να διακρίνω τις ανοησίες και τις πανουργίες σας. Όταν ο σουλτάνος Μουράτ ζούσε, σας ήταν ίσως δυνατό να κινείσθε όπως θέλατε, γιατί ήταν άνθρωπος πράος, βολικός και ανεκτικός. Αλλά ο σουλτάνος Μωάμεθ είναι τελείως διαφορετικός. Εάν η Κωνσταντινούπολη διέφυγε την οργή και τη δύναμη του Μουράτ τότε, αυτό είναι ίσως μια απόδειξη ότι ο Αλλάχ δεν ήθελε να τιμωρήσει τις παρανομίες και τις αμαρτίες σας. Ανόητοι! Ακόμη η μελάνη στο χαρτί της συνθήκης που συνομολογήσατε δεν στέγνωσε και σεις μας έρχεστε με ανόητες απειλές. Κάνετε λάθος. Δεν είμαστε άπειροι κι ούτε απλά μικρά παιδιά για να τρομάξουμε εύκολα. Εάν πραγματικά πιστεύετε, ότι μπορείτε να κάμετε κάτι, είσαστε ελεύθεροι να το κάμετε. Εάν επιθυμείτε να ανακηρύξετε τον Ορχάν σουλτάνο της ευρωπαϊκής Τουρκίας, ανακηρύξετέ τον. Εάν θέλετε να φέρετε τους Ούγγρους από τούτη τη μεριά του Δούναβη, φέρετέ τους. Παρακαλέστε τους να έρθουν. Εάν θέλετε να ξαναπάρετε τις χώρες που χάσατε, προσπαθείστε. Αλλά, να είσαστε

63


βέβαιοι για ένα πράγμα. Το μόνο που θα πετύχετε, θα είναι να χάσετε κι αυτό το λίγο που έχετε8. Τόνισα δε στους πρεσβευτές του αυτοκράτορα, ότι η τελική απάντηση θα δοθεί απ’ το σουλτάνο όταν επιστρέψει απ’ την εκστρατεία. Και, γυρίζοντας προς του παρευρισκομένους, πρόσθεσε: -Εσείς συμβουλεύσατε το σουλτάνο μας κατά την κρίση σας κι ο μεγάλος μας αφέντης ας δώσει στους Βυζαντινούς την απάντηση που θεωρεί σωστή και δίκαιη. Με τα λόγια αυτά τελείωσε την αναφορά του ο Χαλλίλ. Υποκλίθηκε προς το Μωάμεθ και ξανακάθισε στη θέση του. Ο Μωάμεθ, ευχαριστημένος απ’ τη στάση που κράτησε στην απουσία του ο μεγάλος βεζίρης κι ενθουσιασμένος απ’ το ύφος και τα λόγια του, είπε με έκδηλη ικανοποίηση. -Η απάντηση αυτή του Χαλλίλ πασά εκφράζει ακριβώς το πνεύμα που επικρατεί σήμερα στο σεράι και δηλώνει καθαρότατα τις προθέσεις μου και τις προθέσεις των αρχόντων της μεγάλης μας αυτοκρατορίας. Ελπίζω οι άπιστοι να εκτιμήσουν την απάντηση αυτή που πήραν απ’ το μεγάλο βεζίρη το καλοκαίρι του 1451 και να την θυμούνται πάντοτε στο μέλλον. Οι προειδοποιήσεις που τους δώσαμε τότε θα πάρουν οντότητα σήμερα και με τη συμπαράσταση τη δική σας θα ενισχυθούν, θα ισχυροποιηθούν και γρήγορα θα γίνουν πραγματικότητα. Και, γυρίζοντας προς το Χαλλίλ πασά, πρόσθεσε. -Ίσως να είχαν κάπου-κάπου δίκιο οι παλιότεροι, όταν κατηγορούσαν για φιλελληνισμό τον Αλή πασά, το μεγάλο βεζίρη του Βογιατζίτ. Ο άνθρωπος εκείνος είχε ένα αβάσταχτο πάθος προς το χρυσάφι. Αν καμιά φορά απέφευγε να δίνει τελικές απαντήσεις σε εξωτερικά ζητήματα και σε υποθέσεις που προέκυπταν με ξένους ηγεμόνες και όλο ανέβαλε τις λύσεις για αργότερα, το έκανε από φιλοχρηματία κι όχι από άλλον κακό σκοπό. Απλούστατα, μισούσε τους άπιστους, αγαπούσε, όμως, το χρυσάφι τους. Ο δικός μου ο μεγάλος βεζίρης, όμως, με την απάντησή του αυτή, απέδειξε ότι είναι πιστός στον Προφήτη και στο σουλτάνο του κι ότι είναι πραγματικά ακέραιος και άτρωτος σύμβουλος και υπηρέτης. Ουδέποτε είχα υπηψία γι’ αυτόν ή για κανέναν άλλο από σας. Είμαι σίγουρος, ότι όλοι σας είσαστε πιστοί και αφοσιωμένοι στο σουλτάνο σας κι ότι θα κάμετε το καθήκον σας, όπως η θέση σας το απαιτεί και ο νόμος του Προφήτη καθορίζει. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και επευφήμησαν το σουλτάνο τους. Ο Μωάμεθ τους ευχαρίστησε ενθουσιασμένος και τους έκανε νόημα να καθίσουν. Μετά συνέχισε. -Δεν χρειάστηκε να εξετάσω καθόλου τις προτάσεις της Κωνσταντινούπολης. Απλούστατα, διατάζω να σταματήσει αμέσως κάθε επιχορήγηση προς τον αυτοκράτορα και να διωχθούν όλοι οι εισπράκτορες των Βυζαντινών απ’ την περιοχή του Στρυμώνα που παίρνουν απ’ τους κατοίκους της εκεί περιοχής τον μέχρι τώρα

8

Mijiatovic ‘’The Last Emperor . . .’’

Σελίδα

101. 64


καθιερωμένο φόρο για τη διατροφή του Ορχάν. Δε θα συντηρούμε εμείς οι ίδιοι τους προδότες που μας επιβουλεύονται. Διέκοψε για μια στιγμή. Κοίταξε αυστηρά γύρω του και συνέχισε. –Επίσης, σας κάλεσα όλους εδώ, για να σας ανακοινώσω, ότι αποφάσισα να προστατέψω με τον πιο καλό τρόπο που νομίζω το πέρασμα του στρατού μας απ’ την Ευρώπη στην Ασία και αντίθετα πάνω απ’ το Βόσπορο. Πριν από ενενήντα περίπου χρόνια (το 1361), ο ένδοξος Μουράτ ο πρώτος κυρίεψε την Αδριανούπολη και το 1365 την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Χάρισε σε μας την ωραία αυτή πόλη, με την εντολή να την φυλάξουμε και να την μεγαλύνουμε όσο μπορούμε περισσότερο. Βασιλεύοντας, όμως, στην Ευρώπη ο μεγάλος εκείνος σουλτάνος, δεν ξέχασε ούτε και παραμέλησε και την Ασία. Το ίδιο έκαναν και οι διάδοχοί του και ξακουστοί πρόγονοί μας Βογιατζίτ και Μουράτ ο δεύτερος. Έχουμε, λοιπόν κι εμείς ιερό καθήκον και μεγάλη υποχρέωση, να ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους και να κάνουμε ό,τι μπορούμε καλύτερο για την εξάπλωση της αυτοκρατορίας μας και τη δόξα του Ισλάμ. Σήμερα, οι καιροί άλλαξαν και επιβάλλεται γρήγορα και με μεγάλη ταχύτητα να μπορεί ο στρατός μας να περνά απ’ τη μια Ήπειρο στην άλλη πάνω απ’ το Βόσπορο, χωρίς τη συγκατάθεση ή την άδεια των Βυζαντινών. Για το σκοπό αυτό, θα χτιστεί εκεί και σε μέρος που θα διαλέξω ο ίδιος μεγάλο φρούριο. Το νέο φρούριο θα χτιστεί στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, κάπου απέναντι απ’ το Ανατόλια-χισάρ. Έτσι, τα δυο φρούρια θα ελέγχουν τη θαλάσσια διάβαση απ’ το Μαρμαρά στον Εύξεινο και ταυτόχρονα θα μας εξασφαλίζουν σίγουρο και ασφαλές πέρασμα απ’ τη μια Ήπειρο στην άλλη. Θέλω το φρούριο αυτό να είναι γερό, επιβλητικό, καλά εξοπλισμένο και να προξενεί το φόβο και τον τρόμο σ’ όποιον το αντικρίζει. Και προπαντός, θέλω το χτίσιμό του ν’ αρχίσει αμέσως και να τελειώσει αμέσως. Θέλω προθυμία και ταχύτητα. Καθένας από σας θ’ αναλάβει να χτίσει κι ένα μέρος του νέου φρουρίου με δικά του υλικά, δικούς του εργάτες και δικά του έξοδα. Ο Μεχμέτ αγάς παρατήρησε, ότι τα τελευταία αυτά λόγια του Μωάμεθ έφεραν κάποια ταραχή στα πρόσωπα των πασάδων. Με γρήγορες ματιές αλληλοκοιτάχτηκαν μεταξύ τους αλλά, διατηρώντας την αυτοκυριαρχία τους, συνέχισαν με προσποιητή απάθεια να παρακολουθούν με θερμό, δήθεν, ενδιαφέρον τις εντολές και υποδείξεις του κυρίου τους. Ο Μωάμεθ πρόσεξε κι αυτός την ταραχή των πασάδων κι επίτηδες συνέχισε με έντονο ύφος. -Στη δουλειά της ανέγερσης του φρουρίου θα πάρουν μέρος, εκτός απ’ τους σκλάβους, τους εργάτες και τους στρατιώτες και όλοι αδιάκριτα οι αξιωματικοί, οι αγάδες, οι μπέηδες και οι πασάδες. Θέλω όλοι εσείς εδώ, να κουβαλήσετε στα χέρια και στις πλάτες σας τις πρώτες πέτρες. Και θέλω, με το παράδειγμά σας και τη διαρκή συμμετοχή σας στην καθημερινή δουλειά, να δείξετε στους άλλους τη σπουδαιότητα του φρουρίου αυτού και να υπογραμμίσετε σ’ όλους τους εργαζόμενους την επιθυμία και την επίμονη θέληση του σουλτάνου σας για το χτίσιμό του. Θέλω, όλοι να αισθανθούν και να νιώσουν τη ζωτική σημασία που θα 65


έχει για το Ισλάμ το νέο αυτό οχυρό. Δε θα δεχθώ καμιά αντίρρηση και καμιά αδιαφορία από κανένα. Και όποιος δυστροπεί, θα αποκεφαλίζεται αμέσως. Το φρούριο θα χτιστεί πάνω σε έδαφος των Ελλήνων. Γι’ αυτό, ο Καρατζά πασάς θα αναλάβει τη φρούρηση ολόκληρης της γύρω περιοχής, για να εξασφαλιστεί η ανεμπόδιστη μεταφορά των υλικών και η απρόσκοπτη εργασία των τεχνιτών. Ο καπετάν πασάς θα αγρυπνεί με το στόλο του για κάθε απρόοπτο ενδεχόμενο απ’ τη θάλασσα. Και ο Φιρούζ αγάς θ’ αναλάβει τη φρούρηση των έργων. Τη γενική επίβλεψη και εποπτεία θα έχω εγώ ο ίδιος. Ο Χαλλίλ πασάς θα ειδοποιήσει, όπως ξέρει αυτός, τον αυτοκράτορα για τις προθέσεις μου αυτές. Βασικά, το φρούριο θα έχει σχήμα τριγώνου. Σε κάθε γωνιά θα υπάρχει κι ένας μεγάλος πύργος. Τον ένα μεγάλο πύργο προς τη θάλασσα, µ’ όλα του τα φρούρια και τις οχυρώσεις, θ’ αναλάβει να χτίσει ο Χαλλίλ πασάς. Τον άλλο μεγάλο πύργο προς την ξηρά θα χτίσει ο Ζαγανός πασάς και τον τρίτο πύργο θα αναλάβει ο Σαριτζά πασάς. Ο καθένας σας θα πληρώσει ο ίδιος και με δικά του χρήματα όλες τις δαπάνες της κατασκευής. Εγώ θ’ αναλάβω τα τείχη κι όλα τα υπόλοιπα έργα του φρουρίου. Τώρα, προσευχηθείτε στον Αλλάχ για την επιτυχία του έργου μας και το βράδυ σας προσκαλώ όλους να δειπνήσουμε στο σεράι. Θα μας περιποιηθούν οι γυναίκες του χαρεμιού του αποστάτη Ιμπραήμ μπέη της Καραμανίας. Λέγοντας τις τελευταίες αυτές λέξεις, σηκώθηκε κι άρχισε να διασχίζει την αίθουσα κατευθυνόμενος προς την πόρτα. Ταυτόχρονα, όλοι οι πασάδες κι οι άλλοι τιτλούχοι σηκώθηκαν και υποκλίθηκαν βαθιά, χωρίς να πει κανείς ούτε μια λέξη. Πριν βγει απ’ την αίθουσα, ο Μωάμεθ στάθηκε για μια στιγμή. Γύρισε το αυστηρό του βλέμμα προς τους τρομοκρατημένους αξιωματούχους του και πρόσθεσε με στόμφο. -Το έργο θα γίνει. Κάθε εμπόδιο θα υπερπηδηθεί. Κάθε αντίρρηση ή αδράνεια θα τιμωρείται με θάνατο. Εάν δε κανείς από σας αντιδράσει, θα βρεθώ στην ανάγκη να του πάρω το κεφάλι εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Έντρομοι οι πασάδες την άλλη μέρα εγκατέλειψαν την Αδριανούπολη και γρήγορα ξαναγύρισαν στις επαρχίες τους. Με βιασύνη συγκέντρωσαν στρατιές από αμέτρητους τεχνίτες, εργάτες και υποζύγια όλων των ειδών και επικεφαλής οι ίδιοι πολυάριθμων στρατιωτών, κατευθύνονταν όλοι σε λίγες μέρες προς το στενό πέρασμα του Βοσπόρου. Ο μεγάλος βεζίρης, ο πονηρός Χαλλίλ πασάς, για να μην φανεί ότι οι Τούρκοι παραβιάζουν τις ισχύουσες συμφωνίες και για να διατηρηθούν οι ισχύουσες διπλωματικές συνήθειες, έστειλε πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη και ζητούσε την άδεια των Βυζαντινών για την ανέγερση παραθαλάσσιου φρουρίου στο Βόσπορο. Έλεγε δε, ότι ο σουλτάνος αποφάσισε να χτίσει φρούριο εκεί για να προστατέψει το εμπόριο απ’ τα κουρσάρικα πλοία των Καταλωνών. Ο αυτοκράτορας και η αυλή της Κωνσταντινούπολης, που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να χτιστεί ένα τέτοιο φρούριο δίπλα τους και σε ένα τόσο ζωτικό και στρατηγικό σημείο, δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ να

66


βρουν κατάλληλη απάντηση στις προτάσεις του Χαλλίλ. Ήθελαν η απάντησή τους, αφ’ ενός μεν, να μην επιτρέπει το χτίσιμο του φρουρίου, αφ’ ετέρου δε, να μην δίνει και αφορμή διατάραξης των σχέσεων των δύο ηγεμόνων. Τελικά, δόθηκε η εξής απάντηση στους Τούρκους πρεσβευτές. «Ο αυτοκράτορας ευχαρίστως θα συμφωνούσε στις προθέσεις του φίλου του σουλτάνου. Δυστυχώς, όμως, το προτεινόμενο μέρος για την ανέγερση του φρουρίου δεν ανήκει σ’ αυτόν αλλά στους Φράγκους του Γαλατά, στους οποίους έχει μεταβιβαστεί παλιότερα. Ως εκ τούτου, φοβάται μήπως η απόφαση αυτή του σουλτάνου τον φέρει αντιμέτωπο με τους Φράγκους.» Σίγουρα ο Έλληνας διπλωμάτης, που ανέλαβε την ιδέα της απάντησης και συνέταξε το κείμενό της, θα ήταν μάλλον περήφανος για την επιτυχία του αυτή. Ο Χαλλίλ πασάς, όμως, μόλις διάβασε την απάντηση του αυτοκράτορα, χαμογέλασε πονηρά ανάμεσα στα γένια του για την τόση αφέλεια των Ελλήνων και ανταπάντησε. «Ο σουλτάνος δεν ήθελε να θίξει τα αισθήματα του καλού φίλου του αυτοκράτορα, γι’ αυτό και δεν επιθυμούσε ν’ αρχίσει το χτίσιμο του φρουρίου χωρίς την τυπική του έγκριση. Αλλά, αφού ο αυτοκράτορας δηλώνει ότι το έδαφος αυτό ανήκει στους Φράγκους, ο σουλτάνος, ο οποίος δεν στενοχωριέται καθόλου για τα αισθήματα και τις προθέσεις των ανθρώπων εκείνων, θα προχωρήσει χωρίς καμιά περαιτέρω καθυστέρηση στην ανοικοδόμηση του οχυρού.» Οι Έλληνες παγιδεύτηκαν στην ίδια τους την απάντηση και τα όπλα που προόριζαν για τους Τούρκους τα έστρεψαν εναντίον τους. Ύστερα κι απ’ την κατ’ αυτόν τον τρόπο διπλωματική τακτοποίηση του θέματος με το Βυζάντιο, άρχισαν να καταφθάνουν στο Βόσπορο κατά χιλιάδες οι στρατιές των εργατών και των στρατιωτών των Τούρκων κι απ’ την Ασία κι απ’ την Ευρώπη. Στις 26 Μαρτίου 1452, κατέφθασε και ο Μωάμεθ επικεφαλής μεγάλης στρατιάς γενιτσάρων. Ο ίδιος διάλεξε το στενότερο μέρος του Βοσπόρου, κοντά στο χωριό των Ασωμάτων, ακριβώς απέναντι απ’ τη θέση του Ανατόλια-χισάρ. Εδώ ήταν χτισμένη παλιά εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, προστάτη του Βοσπόρου. Η εκκλησία γκρεμίστηκε και πάνω στα ερείπιά της μπήκαν την ίδια μέρα τα θεμέλια του νέου φρουρίου. Απ’ το σημείο αυτό είχε περάσει στην Ασία και ο Μέγας Αλέξανδρος πριν από δεκαοκτώ περίπου αιώνες. Την πρώτη μέρα που άρχισαν οι εργασίες έγινε μεγάλο πανηγύρι. Σφάχτηκαν πολλά κριάρια κι άλλα ζώα και το αίμα τους ανακατεύτηκε στη λάσπη των χτιστών ή χύθηκε άφθονο στα θεμέλια του κτιρίου. Οι εργασίες προχωρούσαν αλματωδώς και ο κάθε χτίστης, με ποινή θανάτου, ήταν υποχρεωμένος, μαζί με δυο βοηθούς του, να χτίσει έναν πήχη τοίχο την ημέρα. Οι πέτρες έρχονταν απ’ την Ανατολή, τα δε θεόρατα δοκάρια απ’ τη Νικομήδεια και την Ποντοηράκλεια. Αδιάκοπη κίνηση ένωνε τις δυο ακτές και αεικίνητη στρατιά κάθε είδους ανθρώπων και ζώων πηγαινοέρχονταν απ’ την Ανατολή στη Δύση και αντίθετα για τις ανάγκες της οικοδομής. Οι τεράστιες ποσότητες τροφών, που χρειάζονταν για τις χιλιάδες των ανθρώπων και των ζώων του 67


πρωτάκουστου αυτού συνεργείου, εξασφαλίζονταν απ’ την αναγκαστική προσφορά των Ελλήνων κατοίκων των γύρω βυζαντινών επαρχιών. Τις περιοχές αυτές τις είχε λαφυραγωγήσει συστηματικά και τις είχε ρημάξει κυριολεκτικά ο Καρατζά πασάς με τους γενιτσάρους του. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σκέφτηκε στην αρχή να αντιδράσει με έφοδο κατά των σχεδίων του σουλτάνου και να εμποδίσει με τα όπλα το φοβερό έργο της πολυπληθούς εκείνης στρατιάς. Αλλά αποθαρρύνθηκε απ’ τους τρομοκρατημένους συμβούλους του, απ’ τους συγκλητικούς και τους ιερείς, οι οποίοι θεώρησαν τελείως παράλογο ένα τέτοιο τόλμημα του αυτοκράτορα. Τελικά, αποφασίστηκε να σταλούν αντιπρόσωποι στο σουλτάνο και να τον παρακαλέσουν, να εγκαταλείψει την εκτέλεση του έργου, συστήνοντάς του να σεβαστεί τις υπάρχουσες συνθήκες, οι οποίες απαγόρευαν να χτιστεί από μέρους των Τούρκων οποιοδήποτε οχύρωμα πάνω στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Καλύτερα να μην έλεγε τα λόγια αυτά ο απεσταλμένος του αυτοκράτορα. Και δε θα τα έλεγε, αν δεν είχε τα μάτια κατεβασμένα και αν πρόσεχε το ελαφρό νόημα που του έκανε με το χέρι για να σταματήσει ο Μεχμέτ αγάς που στεκόταν λίγο πιο πίσω απ’ το Μωάμεθ. Ο Μωάμεθ θύμωσε απ’ την παρουσία και τα λόγια των πρεσβευτών του Κωνσταντίνου κι εξοργισμένος τους διέκοψε απότομα και είπε. -Θα γδάρω ζωντανό όποιον πρεσβευτή ξανά ’ρθει και µ’ ενοχλήσει στο εξής για την υπόθεση αυτή. Εγώ δεν παίρνω τίποτ’ απ’ την πόλη σας. Αλλά και τι να πάρω; Ο βασιλιάς δεν έχει τίποτα εκτός απ’ την τάφρο και τα τείχη. Επιπλέον, αν αποφασίσω να χτίσω φρούριο σ’ εκείνο το σημείο ή όπου αλλού θέλω, δεν έχει κανένα δικαίωμα να µ’ εμποδίσει. Όλα τα φρούρια του στομίου του Βοσπόρου και προς την ανατολή και προς τη δύση είναι δικά μου και η περιοχή κατοικείται από Τούρκους. Γιατί οι Έλληνες δεν έχουν την άδειά μου να κατοικούν στα μέρη αυτά. Πώς θέλετε να ξεχάσω πόσα δεινά έπαθε ο πατέρας μου, όταν ο βασιλιάς σας συμμάχισε με τους Ούγγρους; Αλλά, ό,τι ο ένδοξος Μουράτ δεν κατόρθωσε να κάνει, θα το κάνω εγώ με τη βοήθεια του Αλλάχ. Φύγετε και πέστε στο βασιλιά σας, ότι ο σημερινός άρχοντας της Αδριανούπολης δεν είναι σαν τους προηγούμενους. Οι πρεσβευτές του Κωνσταντίνου, ύστερ’ απ’ τα αυστηρά αυτά λόγια του Μωάμεθ, προσπάθησαν να τον παρακαλέσουν όπως διατάξει τουλάχιστον το στρατό του να μην λεηλατεί και κακομεταχειρίζεται τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Αντί αυτού, όμως, ο σουλτάνος διέταξε, όπως οι γύρω βυζαντινές επαρχίες αναλάβουν τη συντήρηση όλου εκείνου του αμέτρητου πλήθους των στρατιωτών και των εργατών του φρουρίου, με τη ρητή εντολή να αποκεφαλίζονται αμέσως όσοι αρνούνται να παραδώσουν τα τρόφιμά τους στους Τούρκους. Όταν γύρισαν οι απεσταλμένοι του Κωνσταντίνου στην πόλη και περιέγραψαν τη συνάντησή τους με το Μωάμεθ κι είπαν τα όσα άκουσαν απ’ το στόμα του, η αυλή ολόκληρη και οι άρχοντες του Βυζαντίου κατατρόμαξαν. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να στείλει τρόφιμα στα συνεργεία του φρουρίου, για να δείξει την καλή του πρόθεση και να

68


αποφευχθεί η λεηλασία των κατοίκων της γύρω περιοχής. Σε τίποτα, όμως, δεν ωφέλησε η προσφορά του αυτή, παρά μόνο στην επιτάχυνση των εργασιών κι έδειξε περισσότερο και έμπρακτα την αδυναμία στην οποία είχε περιέλθει το Βυζάντιο. Επίσης, ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέταξε τους κατοίκους της περιοχής των Επιβατών και των γύρω επαρχιών να επιτρέπουν, χωρίς καμία αντίσταση, στους Τούρκους να βόσκουν τα ζώα τους στα χωράφια εκείνων των περιοχών και παρακάλεσε και πάλι το σουλτάνο να σεβαστεί τους κατοίκους και να προστατέψει τη ζωή τους. Όλες αυτές οι υποχωρήσεις αποδείχτηκαν ανώφελες. Οι γενίτσαροι κατέσφαξαν τους κατοίκους των Επιβατών, γιατί έφεραν αντιρρήσεις στις προθέσεις των Τούρκων. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, μαθαίνοντας την απάντηση του σουλτάνου και τα φοβερά και απειλητικά λόγια που ξεστόμισε στους Έλληνες πρεσβευτές και, βλέποντας και τις εργασίες του φρουρίου να προχωρούν και το φοβερό οικοδόμημα να ανυψώνεται απειλητικό, τρομοκρατήθηκαν. Κυριεύτηκαν δε από απόγνωση και πανικό, σαν έμαθαν τις σφαγές των Επιβατών κι έτρεχαν αλλόφρονες στις εκκλησιές, για να κάνουν χίλιους σταυρούς μπροστά στις εικόνες ή να ακουμπήσουν γονατιστοί εκατό φορές το μέτωπό τους στο πλακόστρωτο του ναού, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Παρακαλούσαν το Θεό, να τους πάρει απ’ τη ζωή, για να μην δουν την καταστροφή της πόλης με τα μάτια τους και να μην ακούσουν μια μέρα τη φοβερή κραυγή: ‘’η Άγια Πόλη κυριεύτηκε’’. Κι ενώ οι ιερείς και ο λαός και μαζί του οι έμποροι και οι κρασοπώλες έτρεχαν στις εκκλησιές για να προσευχηθούν, διάφορες ομάδες εργένηδων ανέργων, αφού βρήκαν την ευκαιρία και ήπιαν αρκετό κρασί χωρίς να πληρώσουν και μεθυσμένοι αστειεύονταν και γελούσαν για το φόβο και τον πανικό των άλλων κατοίκων, οπλίστηκαν και με δική τους πρωτοβουλία βγήκαν απ’ τη βόρεια πύλη, με σκοπό να σταματήσουν το χτίσιμο του φρουρίου και να κυνηγήσουν το σουλτάνο μακριά απ’ την Κωνσταντινούπολη. Ο σουλτάνος, βλέποντάς τους έξω απ’ τα τείχη, διέταξε το Μεχμέτ μπέη να τους επιτεθεί. Οι γενίτσαροι αμέσως έπεσαν επάνω τους και κανένας δεν ξαναγύρισε στην πόλη. Άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι έγιναν σκλάβοι. Η απερισκεψία αυτή των μεθυσμένων έδωσε αφορμή στους Τούρκους να προχωρήσουν προς τις περιοχές της Κωνσταντινούπολης, όπου ο Μεχμέτ μπέης έπιασε σκλάβους κι άρπαξε πολλά ζώα απ’ τα χωράφια και τα σπίτια των κατοίκων. Στο μεταξύ, οι εργασίες του χτισίματος δεν σταματούσαν μέρα και νύχτα και οι τοίχοι του φρουρίου υψώνονταν όλο και πιο ψηλά. Ο σουλτάνος είχε στείλει ντελάληδες σ’ όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας του και ζητούσε απ’ τους αγάδες και τους μπέηδες, τους ιμάμηδες και τους καδήδες να συγκεντρώνουν εργάτες και με ευθύνη τους να τους φέρνουν στο Βόσπορο, για να δουλέψουν στο φρούριο. Το πολύχρωμο και ποικίλο αυτό πλήθος, με τα παράξενα εργαλεία και τις ιδιόρρυθμες φορεσιές, το πήγαινε-έλα των μακρόσυρτων καραβανιών και των κάθε είδους καϊκιών, που πηγαινοέρχονταν μέρανύχτα και ξεφόρτωναν υλικά και ανθρώπους, η παράξενη και ασταμάτητη

69


οχλοβοή του τεράστιου αυτού ανθρώπινου πλήθους και οι βάρβαρες και συνεχείς φωνές των αγάδων και των επιστατών, έδιναν μια πρωτότυπη όψη σ’ όλη τη γύρω περιοχή του Βοσπόρου. Τη νύχτα, οι αναρίθμητες φωτιές των εργατών, ο υπόκοφος μυκηθμός των χιλιάδων ζώων, οι φωνές και τα κλάματα των απαχθέντων χριστιανών κατοίκων των γύρω περιοχών, οι ήχοι των ζουρνάδων, των λαγούτων και των αυλών, τα σαντούρια και τα ντέφια, μαζί με τις θεόρατες φωτιές των πολυάριθμων ασβεστοκαμινιών, που έκαιγαν νύχταμέρα πάνω στη θέση ‘’Καταφύγια’’, γέμιζαν το σκοτάδι µ’ ανατριχίλα και τις καρδιές µ’ έντονο αίσθημα φρίκης και τρόμου. Ο αυτοκράτορας έκανε και μια τελευταία προσπάθεια για να διατηρηθεί η ειρήνη. Ξανάστειλε πρεσβευτές του στο σουλτάνο, να τον παρακαλέσουν και πάλι, να μην εξολοθρεύει τους κατοίκους της υπαίθρου και να τον διαβεβαιώσουν, για μια ακόμη φορά, για τις καλές προθέσεις των Βυζαντινών. Ο σουλτάνος, όμως, θύμωσε τόσο πολύ με την εμφάνιση των πρεσβευτών, ώστε διέταξε να τους αποκεφαλίσουν αμέσως. Όταν ο Κωνσταντίνος έμαθε τον αποκεφαλισμό των πρεσβευτών του και τη σφαγή των κατοίκων των Επιβατών έκλεισε όλες τις πύλες των τειχών, αφού πρώτα μπήκαν μέσα στην πόλη όσοι απ’ τους γύρω κατοίκους πρόλαβαν να ξεφύγουν το θάνατο. Οι μικροαπόπειρες των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης εναντίον του φρουρίου, για να διαλύσουν τους εργάτες και να σταματήσουν το χτίσιμό του, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Το μόνο που κατάφεραν με τον τρόπο που έγιναν, ήταν να εξαγριώσουν περισσότερο τους Τούρκους και να επιταχύνουν την επίσημη και τρομερή πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Κάτω απ’ το οδυνηρό πλατάγισμα του μαστιγίου και την απειλή του γιαταγανιού, μέσα σ’ εκατόν πενήντα περίπου μέρες, κατά τα τέλη Αυγούστου, το μέγα φρούριο ήταν έτοιμο και στεκόταν ογκώδες και επιβλητικό πάνω στο στενό πέρασμα του Βοσπόρου. Το φρούριο με τα πελώρια ντουβάρια, που είχαν πάχος από εφτά ως δέκα μέτρα, με τον τεράστιο τριγωνικό περίβολο και τους τρεις πανύψηλους πύργους του, δυο προς την ξηρά κι έναν, το φοβερότερο, προς τη θάλασσα, με τα μεγάλα και πολυάριθμα κανόνια του, σκόρπιζε τον τρόμο, όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη και τους γύρω κατοίκους αλλά και σ’ όλα τα πλοία των δυτικών χωρών, που αναγκάζονταν για εμπορικούς λόγους να περνούν απ’ το στενό, πηγαίνοντας ή γυρίζοντας απ’ τη Μαύρη Θάλασσα. Τα πρωτοφανή σε δύναμη και χαλασμό κανόνια του ανάγκαζαν όλα τα πλοία που περνούσαν από κει, αδιάκριτα σε ποια χώρα ανήκαν, να σταματούν μπροστά στο φρούριο, να κατεβάζουν τα πανιά τους, να χαιρετούν την τουρκική σημαία που κυμάτιζε ψηλά στον πύργο του Βοσπόρου και να πληρώνουν ακριβά διόδια, αν ήθελαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Στο φρούριο αυτό, ο σουλτάνος, πριν φύγει για την Αδριανούπολη, εγκατέστησε φρούραρχο το βάρβαρο Φιρούζ αγά με τετρακόσιους διαλεγμένους φανατικούς στρατιώτες. Στις 28 Αυγούστου, φεύγοντας για την πρωτεύουσά του, πέρασε επιδεικτικά κοντά απ’ την Κωνσταντινούπολη επικεφαλής μιας στρατιάς Τούρκων από πενήντα

70


χιλιάδες διαλεχτούς στρατιώτες του και στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση έξω απ’ τα τείχη. Εδώ έμεινε τρεις μέρες και έφιππος, με μεγάλη ακολουθία, περιήλθε και περιεργάστηκε τα μεγάλα Θεοδοσιανά τείχη της πόλης. Έδωσε εντολή στους μηχανικούς του να συντάξουν χάρτη των τειχών και να καταγράψουν όλους τους πύργους και τα υπάρχοντα οχυρώματα με κάθε δυνατή λεπτομέρεια. Κανείς απ’ τις φρουρές του Κωνσταντίνου δεν τόλμησε να κινηθεί ή να προσπαθήσει να εμποδίσει το Μωάμεθ στην περιοδεία του αυτή. Όλοι κλείστηκαν στην Κωνσταντινούπολη γεμάτοι φόβο κι αγωνία, προσπαθώντας να μαντέψουν τις προθέσεις των Οθωμανών. Το τρίτο πρωί, όμως, οι τρομοκρατημένοι Κωνσταντινουπολίτες είδαν με ανακούφιση πάνω απ’ τα ψηλά τείχη άδειο και εγκαταλειμμένο το προσωρινό στρατόπεδο του σουλτάνου. Οι Τούρκοι, ανενόχλητοι και κατά την αρέσκειά τους, πήραν το δρόμο της επιστροφής για την πρωτεύουσά τους, αφού, με την επιβλητική παρουσία τους, κλόνισαν ακόμη περισσότερο την τρομαγμένη καρδιά της πόλης και ενίσχυσαν πιο πολύ την ηττοπάθεια που φώλιαζε κι όλο μεγάλωνε μέσα της. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1452, ο Μωάμεθ, αφού ανόρθωσε και πάλι τις φοβερές αρχαίες Συμπληγάδες Πέτρες στο Βόσπορο, ξαναγύρισε θριαμβευτής στην Αδριανούπολη. Εκεί, άρχοντες και λαός του επιφύλαξαν λαμπρή υποδοχή. Τώρα πια, με εξασφαλισμένο το ελεύθερο πέρασμα απ’ τη μια Ήπειρο στην άλλη, με την τριετή συμμαχία που είχε προ ολίγου συνάψει με τον Ουνυάδη της Ουγγαρίας, με την υποταγή και την υποτέλεια του Βράκοβιτς της Σερβίας και με την πάταξη του Ιμπραήμ μπέη της Καραμανίας, θα μπορέσει να προχωρήσει πραγματικά και σίγουρα πλέον για την εκστρατεία των ονείρων του. Η βασιλεύουσα ήταν πλέον ουσιαστικά πολιορκημένη.

71


4.

Ο ΟΥΡΒΑΝ ΑΓΑΣ

Την ίδια μέρα που έφτασε ο Μωάμεθ στην Αδριανούπολη, αποφασίστηκε το χτίσιμο καινούριου και λαμπρού ανακτόρου στην πρωτεύουσα για το νεαρό μονάρχη. Αργά το βράδυ, κάποιος τιτλούχος του παλατιού πλησίασε με χαμηλωμένο το κεφάλι στην ομήγυρη των πασάδων, που λαμπροφορεμένοι όλοι περιστοίχιζαν το σουλτάνο σε μια απ’ τις μεγάλες αίθουσες του σεραγιού και συζητούσαν για τη θέση και τα σχέδια του νέου παλατιού κι έκανε νόημα στον Μεχμέτ αγά. Ο Μεχμέτ πήγε κοντά του κι ο αξιωματικός κάτι του ψιθύρισε στό αφτί. Βιαστικοί υποκλίθηκαν κι οι δυο προς το μέρος του σουλτάνου και των πασάδων και βγήκαν απ’ την αίθουσα. Στο βάθος του διαδρόμου, είδε με έκπληξη ο Μεχμέτ μια μικρή ομάδα εξαγριωμένων γενιτσάρων να κρατούν σφιχτά καθηλωμένο στη γωνία κάποιον άγνωστο μέσης ηλικίας με φράγκικα ρούχα και μαύρο κοντό γένι. Ο άγνωστος είχε το παράστημα δυνατού άντρα και η όψη του και τα λαμπερά μάτια του έδειχναν καλλιεργημένο κι έξυπνο άνθρωπο. Μόλις είδε το Μεχμέτ, τινάχτηκε δυνατά για να ξεφύγει απ’ τα σφιξίματα των γενιτσάρων και είπε. -Έτσι υποδέχεστε αυτούς που σας αγαπούν; Κι έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού του τους άξεστους γενιτσάρους. -Ποιος είσαι και τι θέλεις εδώ; τον ρώτησε ο Μεχμέτ. -Αυτό τον ρωτάμε κι εμείς τόση ώρα, είπε ο αξιωματικός της φρουράς αλλά δεν απαντά κι επιμένει να δει το μεγάλο μας αφέντη και να μιλήσει μόνο σ’ αυτόν. -Θέλει να δει το σουλτάνο; Ρώτησε ο Μεχμέτ και μια έντονη έκφραση απορίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. -Είμαι σίγουρος, πως ο σουλτάνος θα λυπηθεί πολύ και θα θυμώσει άσχημα μαζί σας, αν μάθει ότι, παρά την άρνησή μου, με αναγκάσατε να ανακοινώσω το όνομά μου σε στρατιώτες, είπε με σταθερή φωνή ο ξένος. Ο Μεχμέτ διέταξε τους φρουρούς να ελευθερώσουν απ’ τα δυνατά σφιξίματά τους τον άγνωστο επισκέπτη τους και να τον περιποιηθούν, ώσπου να ειδοποιήσει αυτός το σουλτάνο. -Άλλωστε, αν ο πολυχρονεμένος μας αφέντης διατάξει να του πάρετε το κεφάλι, δεν βλάπτει αν ο ισχυρόγνωμων επισκέπτης μας βρει τους προγόνους του κάπως περιποιημένος, είπε σε τόνο λίγο αστείο ο Μεχμέτ και έφυγε. Επιστρέφοντας στην αίθουσα του συμβουλίου, βρήκε τους πασάδες να συζητούν με το σουλτάνο. Το ύφος του κι ο τόνος της φωνής του μαρτυρούσαν πως οι κουβέντες τους ήταν από εκείνες που λένε οι άνθρωποι μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα ή για να καθυστερήσουν κάπως την αναχώρησή τους και κατάλαβε πως η συζήτηση για το καινούριο σεράι είχε τελειώσει. Πλησίασε το χρυσοστόλιστο ντιβάνι του σουλτάνου και, σκύβοντας το κεφάλι του, ανακοίνωσε χαμηλόφωνα στον κύριό του την παρουσία του παράξενου επισκέπτη στους διαδρόμους του

72


παλατιού και την επιμονή του, να τον δει προσωπικά και να μιλήσει μόνο σ’ αυτόν. -Φαίνεται διαβασμένος είπες; Ρώτησε µ’ ενδιαφέρον ο σουλτάνος το Μεχμέτ αγά. Φέρτε τον αμέσως μπροστά μου, συνέχισε κι έκανε νόημα µ’ ελαφριά κίνηση του χεριού του στους πασάδες που στεκόταν γύρω του ότι μπορούν να πηγαίνουν. Γύρισε το βλέμμα του προς το Χαλλίλ πασά και, µ’ ένα νεύμα του κεφαλιού του, τού ‘δειξε ότι τον θέλει να παραμείνει κοντά του. Ο Χαλλίλ πασάς ξανακάθισε στο ντιβάνι του, ενώ ο Μεχμέτ έτρεξε βιαστικός προς την πόρτα, βγήκε στο διάδρομο και σχεδόν αμέσως ξαναγύρισε, συνοδεύοντας τον άγνωστο με τα φράγκικα ρούχα. Μόλις μπήκε στη μεγάλη αίθουσα ο ξένος, έμεινε έκθαμβος απ’ τον πλούτο και την πολυτέλειά της κι ένα ζωηρό αίσθημα θαυμασμού εκδηλώθηκε στο πρόσωπό του. Τα μάτια του, σπινθηροβόλα και περίεργα, διέγραψαν ένα γρήγορο κύκλο ανάμεσα στα ντιβάνια, στα χαλιά και στ’ άλλα ακριβά έπιπλα και στολίδια του δωματίου και σταμάτησαν επάνω στη σοβαρή κι αυστηρή μορφή του σουλτάνου, που περίμενε όρθιος στο βάθος κοντά σ’ ένα απ’ τα μεγάλα παράθυρα με τις βαριές βυσσινιές κουρτίνες. Δίπλα του στεκόταν ο μεγάλος βεζίρης Χαλλίλ πασάς. Το βλέμμα του μονάρχη ήταν επιβλητικό κι ανάγκασε τη ματιά του ξένου να χαμηλώσει. Ο Μωάμεθ προχώρησε προς το κέντρο της μεγάλης αίθουσας, ενώ ο επισκέπτης έκλινε τα γόνατα και προσκυνούσε βαθιά τον εξουσιαστή της απέραντης οθωμανικής αυτοκρατορίας. -Ποιος είσαι και τι θέλεις; Του είπε κοφτά ο σουλτάνος. Τι είναι αυτό που σ’ έκανε να τολμήσεις να παρουσιαστείς μπροστά μου; Δεν ξέρεις, ότι µ’ ένα και μόνο νεύμα μου μπορεί να πέσει το κεφάλι σου στη γη; -Πολυχρονεμένε μου αφέντη, είπε με χαμηλή αλλά σταθερή φωνή ο ξένος. Όλοι γνωρίζουν πάνω στη γη πόσο απέραντη είναι η εξουσία σου και πόσο απεριόριστη είναι η δύναμή σου. Ξέρω, ότι μπορείς να με διώξεις από εδώ με το χειρότερο τρόπο. Ξέρω, ότι μπορείς να με σκοτώσεις αμέσως και να ρίξεις το κεφάλι μου στα σκυλιά. Ξέρω, ότι μπορείς να με πετάξεις μέσα σ’ ένα κοπάδι σκλάβων και να ξεχαστώ εκεί για πάντα. Το όνομά μου να ξεχαστεί και να σβήσει, όπως θα ξεχαστώ και θα σβήσω κι εγώ απ’ τη ζωή. Και, υψώνοντας το κεφάλι του, συνέχισε με δυνατότερη φωνή. -Πιστεύω, όμως, ότι δε θα καταφύγεις σε καμιά απ’ αυτές τις λύσεις. Γιατί, αν με διώξεις, διώχνεις μαζί μου και μια μεγάλη πιθανότητα που σου στέλνει ο Αλλάχ, για να πραγματοποιήσεις το μοναδικό όνειρο της ζωής σου. Αν με σκοτώσεις, μαζί μου θα σκοτώσεις και τη μεγάλη ευκαιρία που σου στέλνει ο Προφήτης και ταυτόχρονα θα σκοτώσεις και τη μοναδική και πολύχρονη επιθυμία των πιστών ολόκληρης της αυτοκρατορίας σου. Γι’ αυτό και επειδή ήρθα σαν φίλος κι όχι σαν εχθρός, πιστεύω ότι δε θα κάνεις μια τέτοια απερισκεψία. Νομίζω, ότι θα θέλεις οπωσδήποτε να μάθεις το όνομά μου. Το όνομά μου είναι . . . Δίστασε, όμως, να προφέρει τ’ όνομά του και, συγκρατώντας τη φωνή του, έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα προς το Χαλλίλ πασά και το 73


Μεχμέτ αγά, οι οποίοι παρακολουθούσαν με έκδηλο ενδιαφέρον τα λόγια του, σα να ήθελε να πει στο στουλτάνο: ‘’Μήπως είναι καλύτερα αυτοί να φύγουν;’’ Ο σουλτάνος κατάλαβε το δισταγμό του και του είπε ενθαρρυντικά. -Πες μας ποιος είσαι. Δεν υπάρχει κανείς εδώ που να σ’ αναγκάζει να σωπαίνεις. -Κατάγομαι απ’ τη Βλαχία, συνέχισε ο ξένος και είμαι μηχανικός. Πολλοί με θέλουν Βλάχο κι άλλοι λένε ότι η γενιά μου κρατάει απ’ την Ουγγαρία. Δεν έχει, όμως, μεγάλη σημασία αυτό. Ονομάζομαι Ουρβανός. Στο άκουσμα του ονόματός του και ο σουλτάνος και ο Χαλλίλ πασάς κάρφωσαν πιο έντονα επάνω του τα βλέμματά τους. Ένα έντονο κύμα οργής και θυμού πλημμύρισε το στήθος του Μωάμεθ και τα μάτια του σκοτείνιασαν για µια στιγμή. Συγκρατήθηκε, όμως κι αμέσως επιβλήθηκε στον εαυτό του. Έκρυψε κάθε αγανάκτησή του, μαλάκωσε το βλέμμα του και, με ήρεμο ύφος, του είπε σε φιλικό τόνο. -Έλα, σήκω επάνω. Κάθισε εδώ. Και του έκανε νόημα να καθίσει σ’ ένα απ’ τα αδειανά ντιβάνια που ήταν δίπλα του. Ο Ουρβανός σηκώθηκε αργά και με την ησυχία του και κάθισε στη θέση που του υπέδειξε ο Μωάμεθ, σίγουρος πια ότι είχε κερδίσει το παιχνίδι. Αν όχι ολόκληρο, το πρώτο και σπουδαιότερο μέρος οπωσδήποτε. Ο σουλτάνος και ο Χαλλίλ πασάς κάθισαν στα διπλανά ντιβάνια, βάζοντας τον Ουρβανό στη μέση. Ο Μεχμέτ αγάς κάθισε απέναντί του και μόνο άκουγε σιωπηλός. Απ’ το μυαλό του πέρασαν σαν αστραπή τα λόγια που του είπε ο Μωάμεθ στο δρόμο προς την Καλλίπολη, όταν, γυρίζοντας πριν δεκαεννιά περίπου μήνες απ’ τη Μαγνησία, κάλπαζαν ο ένας δίπλα στον άλλο: ‘’Έξυπνοι άνθρωποι αυτοί οι χριστιανοί Μεχμέτ’’. Ο Χαλλίλ πασάς, σιωπηλός και με αινιγματικό βλέμμα, κοίταζε τον Ουρβανό, ενώ μια έντονη υποψία κι ένας ακαθόριστος φόβος έσφιγγαν την ψυχή του κι έκαναν την καρδιά του να χτυπά δυνατά στο στήθος του. Πολύ φοβόταν, μήπως η παρουσία του ανθρώπου αυτού στην Αδριανούπολη σημάνει τη δική του καταστροφή και το δικό του τέλος. Έτρεμε η καρδιά του, µήπως ο ατίθασος κι αποφασιστικός αυτός χριστιανός γνωρίζει κάτι απ’ τη στάση του και τις επαφές του με τον αυτοκράτορα και τη βυζαντινή αυλή και, ξεστομίζοντας καμιά λέξη, τον προδώσει στο σουλτάνο. Πόσες φορές μέσα στο λιγοστό διάστημα της παρουσίας του ξένου στο σεράι δεν ζήτησε από μέσα του να του επιβάλει όσο το δυνατό γρηγορότερα ο σουλτάνος την ποινή του θανάτου! Πόση ανακούφιση θα αισθανόταν, αν έβλεπε αμέσως τον απροσδόκητο κι ανεπιθύμητο επισκέπτη νεκρό! -Είσαι ο μηχανικός, ο κατασκευαστής των κανονιών της Κωνσταντινούπολης; Ρώτησε με απορία αλλά και φανερή νευρικότητα ο σουλτάνος. -Ναι, αυτός είμαι, απάντησε ο επισκέπτης άφοβα. -Και τι θέλεις στην Αδριανούπολη; Πώς τόλμησες να μπεις εδώ μέσα; Πρόσθεσε ο μεγάλος βεζίρης. Και, ελπίζοντας ότι θα κεντρίσει την 74


οργή του σουλτάνου, συνέχισε με έκδηλη δριμύτητα στη φωνή του. Μήπως σκέφτηκες και συ να παίξεις το ρόλο ενός άλλου Μίλου Κοβίλοβιτς; Του ανόητου εκείνου Σέρβου, που με πονηριά και απάτη μπήκε στη σκηνή του ένδοξου Μουράτ του πρώτου και τον δολοφόνησε, ύστερ’ απ’ την καταστροφή που έπαθαν οι ομοεθνείς του απ’ το μεγάλο εκείνο σουλτάνο στη μάχη του Κόσσοβο; -Μεγάλε μου άρχοντα, τον διέκοψε ήρεμα ο Ουρβανός. Εγώ δεν είμαι ένας απερίσκεπτος κι άμυαλος στρατιώτης. Είμαι ένας δοκιμασμένος και πολύπειρος μηχανικός. Δεν ήρθα εδώ για να παίξω το ρόλο του ήρωα και να δολοφονήσω ή να πειράξω κανέναν. Άλλωστε, οι γενίτσαροι κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους. Μπορούν οι ίδιοι να σας διαβεβαιώσουν ότι, όταν παρουσιάστηκα σ’ αυτούς και με ψάξανε, δεν βρήκαν ούτε ένα σουγιά επάνω μου. Εγώ δεν ήρθα για να αρπάξω τη ζωή σας ή κάτι άλλο από σας. Ήρθα να σας προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Να δουλέψω για σας, αν το θέλετε, απάντησε με σταθερή φωνή και πειστικότητα ο Ουρβανός. Απέφυγε να πει, ότι κάποιοι άγνωστοι Τούρκοι εμπορευόμενοι που μπαινόβγαιναν στην Κωνσταντινούπολη τον πλησίασαν προ καιρού και ενίσχυσαν την ιδέα της φυγής στο μυαλό του. Αν χρειαζόταν θα το έλεγε. Προτιμούσε, όμως, να παρουσιάσει τα πράγματα απ’ την πραγματική τους πλευρά. Ήθελε να δείξει, ότι ολόκληρη αυτή η ιδέα ήταν δική του, όπως και ήταν και ήθελε να τονίσει, ότι ήρθε εδώ καθαρά και μόνο από δική του σκέψη και πρωτοβουλία. Το πλησίασμα των Τούρκων εμπόρων έγινε μετά και ήταν απλή σύμπτωση. -Τι σ’ ανάγκασε να φύγεις απ’ την Κωνσταντινούπολη; Συνέχισε ο Χαλλίλ πασάς, μάλλον ηρεμότερα. -Πολυχρονεμένε μου πασά. Δε θα σου κρύψω τίποτα. Θα σου πω όλη την αλήθεια, είπε ο Ουρβανός, με ύφος που έδειχνε την ειλικρίνειά του. Όταν ήρθα στην Κωνσταντινούπολη πριν από καιρό και μπήκα στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, δούλεψα πραγματικά με ζήλο κι έκανα αρκετά κανόνια, με τα οποία ενισχύθηκαν οι πύργοι των τειχών και των άλλων φρουρίων στα σύνορα της Πόλης. Έκανα επίσης κανόνια για τα πλοία του αυτοκράτορα. Μάλιστα, με τα κανόνια μου, τα οποία πλήρωσε ο μεγάλος δούκας Νοταράς, εξοπλίστηκαν πέντε δρόμωνες. Παρ’ όλες, όμως, αυτές τις μεγάλες μου προσφορές ο αυτοκράτορας δε με πλήρωνε καλά. Αλλά κι αυτά τα λίγα που μου υποσχέθηκε δε μου τα έδινε. Όχι, όμως, γιατί δεν ήθελε αλλά γιατί δεν υπάρχουν χρήματα στα ταμεία. Οι άρχοντες και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, μαζί με τους ανώτερους κληρικούς, τις πολυάριθμες εκκλησίες και τα μοναστήρια, κρατάνε τη γη και εκμεταλλεύονται και στραγγίζουν κυριολεκτικά αυτούς που την δουλεύουν. Άδικα ο αυτοκράτορας επικαλείται τον πατριωτισμό των αρχόντων και των πλουσίων. Άδικα προσπαθεί στο όνομα του Θεού να συγκινήσει την καρδιά τους και να τους κάνει να προσφέρουν μέρος απ’ τους θησαυρούς τους για την οχύρωση της πόλης. Τα τείχη είναι ερειπωμένα. Οι τροφές λιγοστές κι ο λαός φτωχός και ρακένδυτος. Για να γίνει κάτι, χρειάζονται χρήματα. Αλλά οι μεγάλοι άρχοντες διπλοκλειδώνουν τα

75


ταμεία τους και το μόνο που σκέφτονται είναι, πώς θα υπερισχύσει ο ένας πάνω στον άλλο και πώς θα αυξήσουν περισσότερο τις περιουσίες τους. Τώρα μάλιστα, που ξαναμπήκαν οι αρχιερείς του πάπα στις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης, κληρικοί και λαός έγιναν χίλια κομμάτια. Ο αυτοκράτορας διέταξε να πάρουν τα δισκοπότηρα απ’ τις εκκλησιές κι ό,τι άλλο χρυσαφικό υπάρχει, να τα λυώσουν και να τα κόψουν νομίσματα, για ν’ αντιμετωπιστούν κάπως οι ανάγκες των προετοιμασιών του πολέμου. Η διαταγή αυτή εξόργισε περισσότερο τους ιερείς και αύξησε το θράσος και την αθυροστομία τους κατά του αυτοκράτορα. Τον κατηγορούν ανοιχτά, ότι επίτηδες και συστηματικά ξεγυμνώνει τις εκκλησιές και τα μοναστήρια, για να τα ταπεινώσει και να τα παραδώσει στους Λατίνους . . . Ο σουλτάνος με το μεγάλο βεζίρη άκουγαν σιωπηλοί και με προσοχή και δεν διέκοπταν τον Ουρβανό, ο οποίος συνέχισε να μιλά για πολλή ώρα. Για μια στιγμή, τον ρώτησε ο σουλτάνος. -Πώς είσαι τόσο σίγουρος, ότι εγώ θα σε πληρώσω περισσότερα για να δουλέψεις για μένα; Δεν ξέρεις, ότι το μαστίγιο των γενιτσάρων μπορεί να σε βάλει να δουλεύεις μέρα-νύχτα, ακόμα και χωρίς τροφή και ξεκούραση; -Ναι, το ξέρω. Ξέρω, ότι οι γενίτσαροι μπορούν να με κάνουν να δουλεύω ακατάπαυστα σα σκλάβος. Με τη φοβέρα, όμως, θα δουλεύω σαν εργάτης, όχι σαν τεχνίτης. Οι μεγάλες σκέψεις της τέχνης, πολυχρονεμένε μου αφέντη, δεν βγαίνουν απ’ το μυαλό με το μαστίγιο κι ούτε μπαίνουν στη δούλεψη κανενός με την απειλή του γιαταγανιού. Ο Μεχμέτ θαύμαζε το θάρρος και την εξυπνάδα του ξένου. Αμφέβαλε, όμως, για την ασφάλεια της ζωής του, γιατί τα λόγια που έλεγε δεν ήταν συνηθισμένα κι ούτε τα κατάλληλα για τα αφτιά του απότομου και αυστηρού σουλτάνου. Μπορεί να είναι, σκέφτονταν, ένας μεγάλος μηχανικός αλλά τι μπορεί να κάνει ένας άπιστος και τι ανάγκη έχει απ’ αυτόν μια αμέτρητη και παντοδύναμη στρατιά αφοσιωμένων πιστών του Αλλάχ; Τις σκέψεις αυτές του Μεχμέτ διέκοψε ο σουλτάνος λέγοντας. -Και τι μπορείς να προσφέρεις σε μένα παραπάνω απ’ ό,τι πρόσφερες στον άσπονδο εχθρό μου; Τού ‘φτιαξες μεγάλα κανόνια κι οχύρωσες όλα του τα φρούρια. Με τα κανόνια που ήρθες, όπως λες, να φτιάξεις, αν σε κρατήσω στη ζωή, πώς θα μπορώ να αντιπαρασταθώ στα ίδιας δυναμικότητας κανόνια του αυτοκράτορα και μάλιστα όταν αυτά θα βομβαρδίζουν το στρατό μου από μεγάλο ύψος, ψηλά από τα τείχη με πέτρινα βλήματα των εκατό και των διακοσίων λιτρών; -Πολυχρονεμένε μου αφέντη, είπε βιαστικά ο Ουρβανός. Πρώταπρώτα, ο αυτοκράτορας δε θα μπορέσει να κανονιοβολήσει το στρατό σου από ψηλά, γιατί τα τείχη είναι ερειπωμένα και δε θα μπορέσουν για πολύ να κρατήσουν στις επάλξεις τους κανόνια και να αντέξουν στα τρομερά τραντάγματα και στους κλυδωνισμούς τους. Γιατί, τα κανόνια του αυτοκράτορα ρίχνουν πέτρες από διακόσιες μέχρι τριακόσιες λίτρες η καθεμιά και είναι πραγματικά μεγάλα και τρομερά. Δεν ήρθα, όμως, εδώ

76


για να σου φτιάξω τα ίδια κανόνια. Τα κανόνια που θα φτιάξω για σένα θα είναι τέτοια, που, μαζί με τ’ όνομά σου, θα μείνουν κι αυτά ονομαστά στην Ιστορία. Οι γενιές που θά ‘ρθουν μελλοντικά στον κόσμο θα μιλούν για σένα και γι’ αυτά με θαυμασμό. -Και οι μηχανικοί μου προσπάθησαν να κάνουν μεγαλύτερα κανόνια αλλά δεν το κατάφεραν. Όσο πιο μεγάλο γίνεται το κανόνι τόσο πιο γρήγορα σπάζει. Τα κανόνια αυτά, ύστερ’ από μια ή δυο βολές, ραγίζουν και γίνονται κομμάτια, είπε ο σουλτάνος. -Αν μου δώσεις τα υλικά και τους ανθρώπους που θα σου ζητήσω, απάντησε ο Ουρβανός, διακόσιες λίτρες θα ζυγίζει ένα μόνο κομμάτι απ’ τα πολλά, στα οποία θα σπάζει το μεγάλο πέτρινο βλήμα που θα ρίχνουν τα καινούρια κανόνια σου. Όσο αφορά για τα ραγίζματα, να μη στενοχωριέσαι. Εξασφάλισέ μου μόνο μπόλικο μαλλί και λάδι. Ο Μωάμεθ εντυπωσιάστηκε απ’ τα λόγια αυτά του Ουρβανού και, παρ’ ότι ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση μαζί του και να προχωρήσει στις λεπτομέρειες της κατασκευής των κανονιών, συγκράτησε τον κρυφό ενθουσιασμό του και την περιέργειά του και, με προσποιητή ηρεμία, σηκώθηκε όρθιος κι είπε στο Μεχμέτ αγά. -Να τον περιποιηθείτε και να τον τακτοποιήσετε σ’ ένα απ’ τα κτίρια του σεραγιού. Και, γυρίζοντας προς τον Ουρβανό, συνέχισε. Αύριο θα ξανασυναντηθούμε εδώ για να συνεχίσουμε τη συζήτηση. Θα έχω και τους μηχανικούς μου μαζί μου. Ένας αυλικός μπήκε στην αίθουσα στο κάλεσμα του Μεχμέτ και πήρε τον Ουρβανό, ο οποίος υποκλίθηκε βαθιά και έφυγε. Ενώ δε έκλεινε η πόρτα πίσω τους, ο Μωάμεθ είπε στο Χαλλίλ. -Αλήθεια λέει ο άπιστος. Να τον προσέξετε. Μας χρειάζεται. Μας χρειάζονται πολλοί σαν κι αυτόν. Κι ύστερα από μικρή διακοπή πρόσθεσε. Θα βάλω τους άπιστους να πάρουν οι ίδιοι την πόλη τους και να μου την παραδώσουν. Ο Χαλλίλ πασάς έδειξε κι αυτός χαρά και φάνηκε πως συμμερίζεται τις σκέψεις του σουλτάνου. Στην πραγματικότητα, όμως, προσπαθούσε να κρύψει, όσο πιο έντεχνα μπορούσε, κάποια ακαθόριστη αλλά έντονη στενοχώρια που του προξένησε η όλη συζήτηση με το δραπέτη μηχανικό. Η παρουσία και η προσφορά του Ουρβανού ενίσχυαν αφάνταστα τα κατακτητικά σχέδια του Μωάμεθ και σχεδόν διέλυαν τα δικά του φιλειρηνικά όνειρα. Υποκλίθηκε κι αυτός μπροστά στο σουλτάνο κι έφυγε για το παλάτι του. Στο δρόμο σκεφτόταν τι τρόπο να βρει, αν ακόμα υπήρχε κανένας, για να σταματήσει τις προετοιμασίες για τη μεγάλη εκστρατεία κατά της Πόλης. Για να μπορέσει, όμως, κάτι να κάνει έπρεπε να γνωρίζει πολύ καλά όλα όσα συνέβαιναν γύρω του. Γνώριζε την παλιότερη δυσαρέσκεια του Μωάμεθ προς το άτομό του και πολύ αμφέβαλε αν ο σουλτάνος του εκμυστηρεύεται όλες του τις σκέψεις και του ανακοινώνει όλες του τις προθέσεις. Και, για να μπορέσει να κάνει κάτι για να τον συγκρατήσει απ’ το μεγάλο εγχείρημα που προετοιμάζει, πρέπει να γνωρίζει την κάθε του κίνηση, την κάθε του σκέψη.

77


Μπαίνοντας στο παλάτι του ο Χαλλίλ, κάλεσε να παρουσιαστεί μπροστά του η Ελιφέτ. Σχεδόν αμέσως, άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε μια μαυροντυμένη γυναίκα. Μπήκε αθόρυβα στον οντά του μεγάλου βεζίρη και με χαμηλωμένο πρόσωπο πλησίασε κοντά του. Η σκλάβα σήκωσε σιγά τα μάτια της και τον κοίταξε ήρεμα. Το πρόσωπό της φαινόταν λίγο χλομό. Τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να ασπρίζουν από πολύ νωρίς και τώρα όλο της το παρουσιαστικό έδειχνε μια γυναίκα πρόωρα γερασμένη, παρ’ ότι δεν ήταν παραπάνω από σαρανταπέντε χρονών. Τα μάτια της φαινόταν πράα και ήσυχα. Αν τα πρόσεχε, όμως, κανείς, θα διέκρινε μέσα στη θλίψη τους τη σπινθηροβόλα εξυπνάδα της και θα έβλεπε να κρύβεται στο βάθος τους μια ζωντάνια και μια ακαθόριστη ανησυχία. -Άκουσε Ιβάνα, της είπε ο πασάς. Η Ελιφέτ ταράχτηκε με τα πρώτα λόγια του πασά. Ήξερε πως ο αφέντης της ποτέ δεν την φώναζε με το χριστιανικό της όνομα, το οποίο κι αυτή η ίδια κόντευε να ξεχάσει, όταν την ήθελε για μια συνηθισμένη και καθημερινή δουλειά. Ιβάνα, τη φώναζε μόνον όταν επρόκειτο να της εμπιστευθεί κάτι σπουδαίο και σοβαρό. Κάτι που δε θα τό ‘λεγε σ’ οποιονδήποτε. Αμέσως αναλογίστηκε, πόσο καλά της φερνόταν πάντοτε ο πασάς και πόση κατανόηση έδειχνε πάντα στη δυστυχία της. Γι’ αυτήν, παρ’ ότι ήταν ο αφέντης και ο εξουσιαστής της, ήταν πραγματικά ένας προστάτης μέσα στο βάρβαρο κι αλλόθρησκο συρφετό της Αδριανούπολης. Πόσα δεν της ξαναθύμισε το όνομα Ιβάνα! Ένας κόμπος ανέβηκε απότομα στο λαιμό της και τα μάτια της τα ένιωσε ζεστά. Έσφιξε, όμως, την καρδιά της και σήκωσε το βλέμμα της θαρρετά. Κάρφωσε τα μάτια της με ζωντάνια πάνω στο Χαλλίλ πασά, επιστρατεύοντας όλη της την προσοχή, σα να του έλεγε με τα υγρά της μάτια: Θα κάνω αμέσως ό,τι που πεις. Σ’ ευχαριστώ που μού ‘χεις εμπιστοσύνη.’’ -Θυμάσαι πόσες φορές μου είπες, συνέχισε ο μεγάλος βεζίρης, ότι ευχαρίστησες το Θεό που πιστεύεις, που σ’ έριξε στα χέρια μου όταν σκλάβα ήρθες εδώ απ’ τη Σερβία, ακολουθώντας τότε την καινούρια σουλτάνα μας Μάρα, την κόρη του Βράκοβιτς; Πιστεύω, ότι τα λόγια αυτά, κάθε φορά που τά ‘λεγες, έβγαιναν πραγματικά απ’ την καρδιά σου. -Πολυχρονεμένε μου αφέντη, είπε η Ιβάνα με κάποια συγκίνηση στον τόνο της φωνής της. Ο Θεός ας σε προστατεύει και ας πληθαίνει τις μέρες της ζωής σου. Πάντα προσεύχομαι για σένα και ποτέ δεν ξεχνώ πως, το ότι βρίσκομαι σήμερα στη ζωή, το χρεωστώ στην καλοσύνη σου. Απ’ τη μεγάλη ομάδα των γυναικών που ήρθαμε εδώ με την κόρη του αφέντη της Σερβίας, μόνο λίγες ζούνε απ’ ότι ξέρω. Μια είναι η Γιασμίν, που υπηρετεί το μεγάλο μας αφέντη, το σουλτάνο και δυο-τρεις ακόμα βρίσκονται μέσα στο σεράι. Οι άλλες πέθαναν ή χάθηκαν στα βάθη της Ασίας. -Ανέφερες τη Γιασμίν. Εννοώ την Ιλένα, διέκοψε ο Χαλλίλ. Γι’ αυτήν ακριβώς θέλω κι εγώ να σου μιλήσω. Είναι κι αυτή χριστιανή, συνέχισε και ξέρω ότι δε θα θελήσει, όπως δεν θέλεις κι εσύ και όπως

78


δεν θέλω κι εγώ να πάθουν κανένα κακό οι ομόθρησκοί σας. Για να προσπαθήσω, όμως, κάτι να κάνω, αν μπορέσω, πρέπει να ξέρω ό,τι γίνεται μέσα στο σεράι. Πρέπει να ξέρω, τι νομίζει και πώς σκέφτεται για το κάθετι ο σουλτάνος. Κάθε πληροφορία θα μου είναι χρήσιμη. Νομίζω, πως απ’ την Ιλένα θα μπορέσεις να μάθεις πολλά, αν την καταφέρεις και την κάνεις να καταβάλει κάθε προσπάθεια, να μαθαίνει ό,τι μπορεί απ’ το περιβάλλον της σουλτάνας περισσότερο και να μας ενημερώνει ανάλογα. Δεν χρειάζεται να σου πω περισσότερα, ούτε και να σου συστήσω να προσέχεις. Κι άλλη φορά μπήκες πραγματικά στη δούλεψή μου και σ’ ευχαριστώ. -Θα κάνω ό,τι μπορώ. Θα κάνω το παν, είπε η Ιβάνα με πεποίθηση. Μην ανησυχείς. Υποκλίθηκε κι έφυγε απ’ το δωμάτιο, αφήνοντας το Χαλλίλ πασά μοναχό. Αυτός άναψε το ναργιλέ του, μισοξάπλωσε στο ντιβάνι του κι έπεσε σε βαθιούς συλλογισμούς. Το βράδυ αργά, μια μικρή ομάδα ανθρώπων ήταν σκυμμένη πάνω σ’ ένα τραπέζι με χαρτιά μέσα σ’ ένα δωμάτιο του σεραγιού. Ανάμεσά τους ο Μωάμεθ, με τον πιστό του Μεχμέτ αγά, έδειχνε στα χαρτιά και μιλούσε διαρκώς. Κάθε τόσο, οι Τούρκοι μηχανικοί που ήταν γύρω του έστρεφαν κλεφτά τα μάτια τους προς την πόρτα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην δείχνουν την ταραχή και την ανυπομονησία τους. Με τις συχνές ματιές τους προς την πόρτα, τις νευρικές τους κινήσεις και τα μετρημένα τους λιγόλογα, έδειχναν καθαρά, πως κάτι τους ενοχλούσε. Κάποιον περίμεναν με αγωνία. Για μια στιγμή, η πόρτα άνοιξε κι ένας άντρας με κοντό γένι μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν ντυμένος με καινούρια περιποιημένα ρούχα κι απάνω του έλαμπαν τα χρυσοκέντητα σιρίτια και τ’ άλλα φανταχτερά στολίδια της φορεσιάς του. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, έβγαλε το κόκκινο φέσι του με τη μακριά κιτρινόμαυρη χρυσαφένια φούντα του και το κράτησε με ύφος άρχοντα στο δεξιό του χέρι. Υποκλίθηκε με σεβασμό και σοβαρός-σοβαρός προχώρησε προς το τραπέζι. -Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, είπε στο Μωάμεθ. Με συγχωρείτε, αν σας έκανα να περιμένετε. Πιστέψτε με, ουδέποτε θα τολμούσα να σκεφτώ ένα τέτοιο πράγμα. Μόλις με ειδοποίησαν, ήρθα αμέσως. Ο Μωάμεθ χαιρέτισε, έκανε µια κίνηση του χεριού του, σα νά ‘θελε να δείξει ότι δεν συμβαίνει τίποτα και τον κάλεσε να πλησιάσει στο τραπέζι, λέγοντας στους άλλους που ήταν γύρω του. -Αυτός είναι ο νέος μας σύμβουλος, δείχνοντας προς τον καλοντυμένο άντρα. Ονομάζεται Ουρβανός. Από τώρα θα τον ξέρετε σαν Ουρβάν αγά, Ο Μεχμέτ ξαφνιάστηκε αναγνωρίζοντας τον Ουρβανό μέσα στη χρυσοκεντημένη τούρκικη φορεσιά. Φαινόταν τόσο διαφορετικός τότε που φορούσε τα φράγκικα! Αλλά είναι και τόσο επιβλητικός τώρα με τα ολοκέντητα ρούχα που του χάρισε ο σουλτάνος!

79


Ο Ουρβανός υποκλίθηκε ελαφρά προς το μέρος των συμβούλων του Μωάμεθ και προχώρησε με σταθερό βήμα προς το τραπέζι. Έριξε μια ματιά πάνω στα χαρτιά του τραπεζιού κι ένα ελαφρό χαμόγελο πέρασε βιαστικά στα χείλη του. Πήρε μερικά χαρτιά στα χέρια του κι είπε γυρίζοντας προς το σουλτάνο. -Μεγαλειότατε. Βλέπω ότι έχεις τους χάρτες των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Και κούνησε ελαφρά τα χαρτιά που κρατούσε στα χέρια του. Δεν πρέπει, όμως, να βασίζεσαι σ’ αυτά, συνέχισε και ξανάριξε κάπως περιφρονητικά στο τραπέζι τα χαρτιά που κρατούσε. -Οι χάρτες αυτοί, είπε ο Μωάμεθ με κάποια περηφάνια, έχουν συνταχτεί πριν από λίγα χρόνια. Το 1422, ο τότε ένδοξος σουλτάνος Μουράτ ο ΙΙ ανέθεσε στον ξακουστό Έλληνα μηχανικό Γεώργιο Αμυρούζη να του φτιάξει χάρτες των διαφόρων χωρών. Ο Αμυρούζης έφτιαξε τότε και το σπουδαίο αυτό χάρτη της Κωνσταντινούπολης κι έδειξε προς έναν πραγματικά καλλιτεχνικό και όμορφα χρωματισμένο χάρτη, που ήταν απλωμένος πάνω στο τραπέζι. Ο μεγάλος Μουράτ αγαπούσε τους σοφούς και τους διαβασμένους ανθρώπους, πρόσθεσε με περηφάνια για τον πατέρα του ο Μωάμεθ και συνέχισε. Επιπλέον, πριν από λίγες μέρες οι μηχανικοί μου Σαριτζέ και Μουσλά εδ-διν κι έδειξε με το βλέμμα του προς το μέρος των Τούρκων μηχανικών που καθόταν παραπέρα γύρω στο τραπέζι, σημείωσαν πάνω στους χάρτες όλες τις μεταβολές που έγιναν τον τελευταίο καιρό στα τείχη. -Είναι σπουδαίο έργο πραγματικά, είπε ο Ουρβανός, δείχνοντας προς τους χάρτες του Μωάμεθ, αλλά εδώ έχεις ζωγραφισμένο στο χάρτι, πώς φαίνεται το τείχος απέξω. Πράγμα το οποίο δεν λέει και πολλά πράγματα σ’ ένα στρατηγό. Εγώ θα σου πω, πώς φαίνονται από μέσα κι ακόμα, πώς είναι οχυρωμένα και τι περικλείουν πίσω απ’ τις επάλξεις τους και μέσα στα φρούριά τους. Οι μηχανικοί Σαριτζέ και Μουσλά εδ-διν, που ήταν περήφανοι μέχρι τώρα για την χαρτογραφική τους επιτυχία, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν μια έντονη δυσαρέσκεια και ταπείνωση που ένιωσαν με τα λόγια αυτά ενός προδότη και προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν. Ο σουλτάνος, όμως, τους καθήλωσε µ’ ένα βλέμμα του, που δεν σήκωνε αντιρρήσεις και τους έγνεψε με αυστηρότητα να καθίσουν στις θέσεις τους. Σιωπηλοί, ξανακάθισαν γύρω στο μεγάλο τραπέζι. Ο Ουρβανός κάθισε σχεδόν απέναντι απ’ το σουλτάνο κι ακριβώς απέναντι απ’ το Μεχμέτ αγά. Πήρε τα χαρτιά στα χέρια του, τα ανακάτεψε κάπως τραβώντας ένα-δυο απ’ τη μέση της δεσμίδας και φέρνοντάς τα στο επάνω μέρος και, βάζοντας τα δυο πρώτα προς το τέλος, έκανε πως τα τακτοποιεί με κάποια σειρά. Έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα δικό του χαρτί, το άπλωσε πάνω στ’ άλλα και άρχισε να λέει. -Πριν από λίγες μέρες, στις 16 Ιανουαρίου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπως θα γνωρίζει η μεγαλειότητά σου, ο Γενουάτης πλοίαρχος Ιωάννης Ιουστινιάνης µ’ ένα μεγάλο πλοίο 1200 τόνων και µ’ ένα άλλο 800 τόνων και µ’ εφτακόσιους καλά οπλισμένους στρατιώτες. Στο δοκιμασμένο αυτό πολεμάρχη, στον άλλοτε κυβερνήτη της Κιάφας, ο αυτοκράτορας ανέθεσε την επιστασία της επισκευής και της οχύρωσης

80


των τειχών και την προετοιμασία γενικά της άμυνας της πόλης. Επίσης, υποσχέθηκε ότι, για τις υπηρεσίες του αυτές, θα του παραχωρήσει το νησί της Λήμνου, αν η νίκη του πολέμου που προετοιμάζεται δεν δώσει σ’ αυτόν και στους στρατιώτες του τα λάφυρα και τις αμοιβές που περιμένουν. Ο Ιουστινιάνης, λοιπόν, εργάζεται πυρετωδώς μέρα και νύχτα και προσπαθεί με κάθε τρόπο να οργανώσει την άμυνα, να οχυρώσει τα φρούρια και να επισκευάσει τα πανάρχαια και κατεστραμμένα απ’ τους πολέμους κι απ’ τα χρόνια τείχη. Τα οχυρώματα της Κωνσταντινούπολης είναι σήμερα πραγματικά πανάρχαια. Τα πρώτα αξιόλογα τείχη της πόλης χτίστηκαν κατά τον 5ο αιώνα απ’ το Θεοδόσιο το μικρό. Τα τείχη αυτά πολλές φορές επισκευάστηκαν απ’ τους μετέπειτα αυτοκράτορες, γιατί πολλές φορές έπαθαν μεγάλες ζημιές από σεισμούς ή διάφορες κατά καιρούς επιδρομές εχθρικών λαών. Οι μεγαλύτερες επισκευές, ανακαινίσεις και επεκτάσεις των τειχών αυτών έγιναν κατά τον 9ο αιώνα απ’ τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, τον καταγόμενο απ’ τη Φρυγία και το Θεοδόσιο το Μέγα. Από επιγραφές κι άλλα σκαλιστά επιγράμματα, που βρίσκονται ακόμα πάνω σε διάφορες εντοιχισμένες μαρμάρινες πλάκες, συμπεραίνουμε πως ολόκληρο σχεδόν το τείχος προς τον Κεράτιο Κόλπο το έχτισε ο Μέγας Θεοδόσιος. Το τμήμα αυτό αρχίζει από εδώ απ’ το φρούριο των Επτά πύργων κι έδειξε ο Ουρβανός κάποιο σημείο πάνω στο χάρτη και προχωρεί μέχρι το ανάκτορο του Βελισαρίου κοντά στον Κεράτιο Κόλπο. Απ’ το σημείο δε αυτό αρχίζει το τείχος που χτίστηκε τον 7ο αιώνα απ’ τον Ηράκλειο και περικλείει την εκκλησία και το ανάκτορο των Βλαχερνών. Αμέσως μετά τη μεγάλη πύλη των Βλαχερνών και το μέγα φρούριο του Πενταπυργίου, το τείχος του Ηρακλείου προχωρεί ακολουθώντας την απόκρημνη κατάβαση του εδάφους και ξανασυνεχίζει ανυψούμενο, ώσπου φθάνει την πύλη της Αδριανούπολης και συνεχίζει προς την Προποντίδα. Απ’ τον Κεράτιο μέχρι το ανάκτορο του Βελισαρίου, έξω απ’ το τείχος, περνάει μεγάλος λιθόστρωτος δρόμος, απ’ τον οποίο φαίνεται καθαρά το τεράστιο ύψος του τείχους, το οποίο προξενεί ίλιγγο στον παρατηρητή. Απ’ το μέρος της θάλασσας, η πόλη περιβάλλεται με απλό τείχος. Το τείχος αυτό προς το μέρος του Κερατίου έχτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Στην πάροδο του χρόνου επισκευάστηκε αρκετές φορές και ιδίως απ’ τους αυτοκράτορες Μιχαήλ και Θεόφιλο. Οι αυτοκράτορες αυτοί το επισκεύασαν και το ανακαίνισαν τόσο πολύ, που φαίνεται σα να χτίστηκε απ’ αυτούς, όπως μαρτυρούν οι διάφορες επιγραφές που υπάρχουν εδώ κι εκεί. Το τείχος στην περιοχή αυτή δεν είναι και πολύ μεγάλο, γιατί η θέση εδώ είναι τέτοια, που, για να προσβάλει κανείς την πόλη απ’ το σημείο αυτό, πρέπει να έχει γερό στόλο στη διάθεσή του. Από εδώ κατάφερε και μπήκε στην Κωνσταντινούπολη ο Ερρίκος Δανδόλος το 1204 με την τέταρτη σταυροφορία των Λατίνων. Από εδώ προσπάθησαν να μπουν στην πόλη κι οι Άβαροι και οι Άραβες αλλά δεν τα κατάφεραν, γιατί τους ρήμαξε το υγρό πυρ των υπερασπιστών. Ακούγοντας ο σουλτάνος τις λέξεις ‘’υγρό πυρ’’, άστραψαν τα μάτια του και, διακόπτοντας τον Ουρβανό, τον ρώτησε απότομα.

81


-Πες μου, τι ξέρεις για το υγρό πυρ; Ξέρεις τη συνταγή του; Αν την γνωρίζεις, πριν μου την πεις, ζήτησέ μου ό,τι θέλεις. Δόξες, τιμές, πλούτη . . ., όσα μου ζητήσεις θα τα έχεις αμέσως. Μόνο πες μου τη σύνθεση και το μείγμα του τρομερού αυτού όπλου. -Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, είπε ο Ουρβανός. Ήρθα εδώ με σκοπό να σε υπηρετήσω και να σου πω ό,τι γνωρίζω. Να σου προσφέρω όλες τις γνώσεις μου. Να σου φανερώσω όλα τα μυστικά που κατέχω και να κάνω ό,τι με διατάξεις. Γνωρίζω, ότι τις μεγάλες υπηρεσίες τις αμείβεις με μεγάλα δώρα, σα μεγάλος που είσαι βασιλιάς. Λυπούμαι, όμως, ιδιαίτερα γιατί δεν μπορώ να ικανοποιήσω την επιθυμία σου αυτή και να σε βοηθήσω, όπως μου ζητάς. Το μυστικό του υγρού πυρός φυλάγεται σαν κόρη οφθαλμού απ’ τους Βυζαντινούς. Το μόνο που γνωρίζω είναι λίγα πράγματα γύρω απ’ την ιστορία του τρομερού αυτού όπλου. Ανακαλύφτηκε από έναν Έλληνα μηχανικό απ’ τη Συρία, τον Καλλίνικο κατά το έτος 6759 και πρωτοχρησιμοποιήθηκε εναντίον του στόλου του Άραβα χαλίφη Μωαβία, ο οποίος κατέλαβε το λιμάνι της Κυζίκου κι από κει εξόρμησε και πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη. Το περίφημο υγρό πυρ κατάκαψε τα πλοία του και τον ανάγκασε να λύσει την πολιορκία και να φύγει. Ό,τι απόμεινε απ’ το στόλο του, ξεφεύγοντας το υγρό πυρ, καταστράφηκε στο γυρισμό από μεγάλη θαλασσοταραχή. Επίσης, το 717 οι Άραβες προχώρησαν απ’ την Πέργαμο, έφτασαν στην Άβυδο και, περνώντας στις ευρωπαϊκές ακτές, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη από ξηράς. Ταυτόχρονα, 1800 πλοία τους πέρασαν απ’ τον Ελλήσποντο στην Προποντίδα και πολιόρκησαν την Πόλη κι απ’ τη θάλασσα. Αλλά και πάλι, παρά τη μεγάλη τους ναυτική δύναμη, δεν κατάφεραν τίποτα, γιατί το τρομερό υγρό πυρ των Ελλήνων κατέστρεψε το στόλο τους. Ό,τι απόμεινε απ’ τις δυνάμεις των Αράβων ξεφεύγοντας τη μανία του τρομερού πυρός αποδεκατίστηκε απ’ την πείνα και το τρομερό κρύο του χειμώνα εκείνου του 717-71810. Ο πονηρός Χαλλίλ πασάς δεν έχασε την ευκαιρία, που του παρουσίασαν τα λόγια του Ουρβανού, για να πτοήσει το φρόνημα του Μωάμεθ. Εκμεταλλεύτηκε την περίπτωση και µ’ έξυπνο τρόπο προσπάθησε, διηγούμενος τα παθήματα άλλων επιδρομέων, να τονίσει τη δύναμη του φοβερού όπλου και να υπογραμμίσει τις συνέπειες που μπορούσαν να έχουν οι δυνάμεις του σουλτάνου, σε περίπτωση που θα αποφάσιζε να εκστρατεύσει εναντίον του Κωνσταντίνου. -Την ίδια τύχη είχε κι ο Ρώσος πρίγκιπας Ιγκόρ, είπε ο Χαλλίλ, παίρνοντας βιαστικά το λόγο, όταν κατά το 941, κυριεύοντας τις ακτές της Βιθυνίας και του Βοσπόρου, πήρε τη Χρυσούπολη και πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη. Το υγρό πυρ κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του στόλου του. Το υπόλοιπο, όσο γλίτωσε απ’ τις αδηφάγες φλόγες του Vasiliev A. A. ‘’History Of The Byzant. Emp. Τόμος Β. Σελίδ. 82. Χατζή Π. ‘’Γενική Ιστορία’’ ‘’ 51. 10 Vasiliev A. A. ‘’History Of The Byzant. Empir . . .’’ Τόμ. Β Σελ. 109. 9

82


τρομερού υγρού όπλου, τράπηκε σε φυγή και πήρε αμέσως και χωρίς αναβολή το δρόμο της επιστροφής για τη Ρωσία. Και, προσπαθώντας να υπογραμμίσει ιδιαίτερα τη δύναμη και τη σημασία του φοβερού αυτού όπλου των Ελλήνων, συνέχισε. -Ο Ιγκόρ δεν συνετίστηκε, φαίνεται, όσο έπρεπε απ’ την πρώτη του καταστροφή και δεν έλαβε όσο έπρεπε υπόψη του τη δύναμη του υγρού πυρός κι ύστερα από τρία χρόνια, το 944, ετοιμάστηκε και εκστράτευσε για δεύτερη φορά εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Όταν, όμως, του θύμισαν, όπως έπρεπε, τη φοβερή δύναμη της υγρής φωτιάς, που έμπαινε παντού και έκαιγε τα πάντα κι έκανε κι αυτήν ακόμη τη θάλασσα να φλέγεται και να βράζει, σκέφτηκε ψυχραιμότερα και, παρ’ ότι είχε ήδη ξεκινήσει για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω και να δεχτεί τους όρους ειρήνης που του πρότεινε ο αυτοκράτορας. Και, τονίζοντας τις λέξεις εντονότερα, πρόσθεσε. -Το υγρό πυρ, λοιπόν, τον ανάγκασε να επιστρέψει στο Κίεβο και να υπογράψει ειρήνη με τους Βυζαντινούς, με όχι και τόσο ευνοϊκούς όρους για τους Ρώσους. Και το υγρό πυρ ήταν εκείνο που τον ανάγκασε να διακηρύξει, ότι η ειρήνη εκείνη επρόκειτο να διαρκέσει ‘’όσο θα διαρκεί ο ήλιος και ο κόσμος τώρα και εις τους αιώνας’’11. Βέβαια, τη δύναμη της φλόγας του αντιμετώπισαν και πολλοί δικοί μας ένδοξοι πρόγονοι και υπάρχουν ακόμα άνθρωποι μεταξύ μας που δοκίμασαν τη θανατηφόρα λάμψη του. Με κάποιο χαμόγελο ικανοποίησης στην έκφρασή του ο Χαλλίλ πασάς κοίταξε τον Ουρβανό, σα να του έλεγε ότι μπορεί να συνεχίσει. -Όπως λέει ο μεγάλος μας βεζίρης, συνέχισε ο Ουρβανός, η δύναμη του όπλου αυτού είναι τρομαχτική και το μυστικό του πολύ καλά κρατημένο. Κατασκευάζεται μέσα σε τρίσβαθα κι απλησίαστα πετρόχτιστα υπόγεια. Κανένας δεν επιτρέπεται να πλησιάσει στα μέρη αυτά. Ακόμα και όποιος φρουρός των σπηλαίων αυτών ξεφύγει απ’ την αυστηρά καθορισμένη θέση του και περάσει στην απαγορευμένη περιοχή, θανατώνεται αμέσως. Όλοι όσοι δουλεύουν μέσα στα σπήλαια αυτά είναι ξεγραμμένοι απ’ τη ζωή, γιατί ουδέποτε έρχονται σ’ επικοινωνία µ’ αυτή. Εάν ποτέ κανείς απ’ αυτούς που γνωρίζουν τα μυστικά του όπλου βγει στην επιφάνεια της γης, απαγορεύεται αυστηρά να μιλήσει σε οποιονδήποτε ζωντανό άνθρωπο. Και μια ακόμα λέξη αν πει, έστω και στο φρουρό που τον συνοδεύει, θανατώνεται αμέσως. Μάλιστα, παλιότεροι αυτοκράτορες ήθελαν να κόβονται οι γλώσσες όλων εκείνων που εργάζονταν στα υπόγεια της κατασκευής του υγρού πυρός. Ύστερ’ απ’ αυτές τις συνθήκες, μου ήταν τελείως αδύνατο να μάθω, έστω και το παραμικρό για το τρομερό αυτό όπλο, πρόσθεσε ο Ουρβανός. Ο Μωάμεθ έμεινε για λίγο σκεφτικός και στενοχωρημένος. Γρήγορα, όμως, συνήλθε και, δίνοντας έναν τόνο εύθυμο στη φωνή του, σα να ήθελε να διαλύσει τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει γύρω τους η συζήτηση του υγρού πυρός, είπε. 11

Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byzant. . . .’’ Τόμ.Γ. Σελ.

34-35. 83


-Μπορεί να το μάθουμε κι αυτό κάποτε. Αν και τότε νομίζω ότι θα μας είναι άχρηστο. Τώρα, ας προχωρήσουμε στο θέμα μας κι ας συνεχίσουμε την εξέταση των τειχών. Και, γυρίζοντας προς τον Ουρβανό, πρόσθεσε. Συνέχισε τον περίπατο που μας χάρισες μέσα στα φρούρια του αυτοκράτορα. Ο Ουρβανός ξαναγύρισε το βλέμμα του πάνω στους χάρτες του και συνέχισε. -Το τείχος, το χτισμένο προς τις όχθες της Προποντίδας, αρχίζει απ’ το φρούριο των Επτά πύργων. Αποτελείται από πολλούς και οχυρούς προεξέχοντες τετραγωνικούς πύργους, περικλείει το ανάκτορο του Βουκολέοντα και καταλήγει στον πύργο του Μαρμαρά. Έτσι, το μεγάλο χερσαίο τείχος που προστατεύει το δυτικό μέρος του τριγώνου της Κωνσταντινούπολης κι έχει μήκος έξι χιλιάδων οκτακοσίων οκτώ μέτρων (6808 µ.), μπορεί να διαιρεθεί σε δυο τμήματα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Το νότιο, που αρχίζει απ’ τον πύργο του Μαρμαρά και τελειώνει κοντά στον πύργο της Αδριανούπολης και το βόρειο, απ’ την πύλη της Αδριανούπολης μέχρι τον Κεράτιο Κόλπο. Το πρώτο τμήμα, επειδή το έχτισε ο Μέγας Θεοδόσιος, λέγεται Θεοδοσιανό τείχος. Αυτό αποτελείται από δυο παράλληλα τείχη, το εσωτερικό και το εξωτερικό. Το εσωτερικό τείχος βρίσκεται προς το μέρος της πόλης κι είναι και το αρχαιότερο και ισχυρότερο. Φέρει επάλξεις κι έχει ύψος 22 μέτρα. Περιλαμβάνει 17 πύργους, οι οποίοι έχουν ύψος 17 περίπου μέτρα. Το τείχος αυτό χτίστηκε απ’ τον έπαρχο της πόλης Ανθέμιο. Το εξωτερικό τείχος χωρίζεται απ’ το εσωτερικό με άδεια λουρίδα γης πλάτους περίπου 5 μέτρων και χτίστηκε μέσα σε εξήντα μέρες απ’ τον έπαρχο Κύρου Κωνσταντίνο, όπως μαρτυρεί εντοιχισμένη επιγραφή. Το τείχος αυτό επισκευάστηκε και ενισχύθηκε απ’ τον Ιωάννη VIII τον Παλαιολόγο κατά καιρούς, απ’ το 1431 μέχρι το 1444. Κι αυτό το τείχος έχει επάλξεις και ύψος 7 περίπου μέτρα και έχει πύργους ύψους 16 περίπου μέτρα. Το τείχος αυτό περιστοιχίζεται από μεγάλη τάφρο βαθιά, με πλάτος 20 μέτρα, γεμάτη με θαλασσινό νερό. Η τάφρος αυτή απέχει απ’ το τείχος 6 περίπου μέτρα. Τις λουρίδες αυτές της γης μπροστά και πίσω απ’ το εξωτερικό τείχος οι Βυζαντινοί τις ονομάζουν εξωτερικό και εσωτερικό περίβολο. Εδώ, στις θέσεις αυτές είναι συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος των υπερασπιστών της πόλης, εκτός από κείνους που βρίσκονται στους πύργους και στις επάλξεις κι εδώ είναι τοποθετημένες όλες οι διάφορες αμυντικές μηχανές, οι καταπέλτες, οι βελορίπτες, τα μεγαλύτερα πυροβόλα κλπ.. Στις κατηφοριές και στις ανηφοριές, η τάφρος φαίνεται σα να συνεχίζεται από ένα πλήθος λιθόχτιστων δεξαμενών γεμάτων θαλασσινό νερό, που έρχεται απ’ τον Κεράτιο Κόλπο και την Προποντίδα. Έτσι, η πόλη περιβάλλεται από ένα τεράστιο υδάτινο δαχτυλίδι και μοιάζει με νησί. Ανάμεσα στις πύλες της Αδριανούπολης και του Ρωμανού περνά χείμαρρος, ο οποίος διασχίζει την κοιλάδα του Λύκου, περνά μέσα απ’ την πόλη και χύνεται στη θάλασσα. Υπάρχουν κι εδώ τοιχοποιίες και άλλα έργα για να συγκρατούν το χείμαρρο, όταν χρειάζεται για να γεμίζουν µε τα νερά του την τάφρο. 84


Η πρώτη απ’ τις τέσσερις μεγάλες πύλες του Θεοδοσιανού τείχους, καθώς ερχόμαστε απ’ την Προποντίδα, είναι η ονομαστή Χρυσή πύλη. Αυτή χτίστηκε κατά το 388 με 391 προς τιμή του Μ. Θεοδοσίου και απ’ αυτήν έμπαιναν θριαμβευτικά στην πόλη οι νικητές αυτοκράτορες, όπως ο νικηφόρος Φωκάς και οι διάφοροι επιφανείς ξένοι. Παλαιότερα, η πύλη αυτή προστατευόταν μόνο από δυο μαρμάρινους πύργους. Αλλά ο προκάτοχος του σημερινού αυτοκράτορα, ο Ιωάννης VIII ο Παλαιολόγος, έχτισε καινούριο φρούριο, το οποίο οι Ρώσοι προσκυνητές που επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη το ονομάζουν συνήθως φρούριο του Καλογιάννη. Ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο πύργο, προς βορράν της Χρυσής πύλης και προς το μέρος του φρουρίου των Επτά πύργων, υπάρχει άλλη μικρότερη πύλη, η οποία, πάνω στο αέτωμά της, φέρει τον αυτοκρατορικό αετό και η οποία χτίστηκε κι αυτή από παλαιότερους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Την πύλη αυτή, ο πατριάρχης και οι παπάδες συνηθίζουν να την ονομάζουν Χρυσεία πύλη ή Μικρά πύλη. Δεύτερη μεγάλη πύλη είναι η πύλη της Σηλύβριας, απ’ την οποία ξεκινά κι ο δρόμος για την ομώνυμη μικρή πόλη της Σηλύβριας προς τις ακτές της Προποντίδας. Η πύλη αυτή ονομάζεται και πύλη της Πηγής και χτίστηκε απ’ τον άρχοντα της Σηλύβριας Μανουήλ Βρυέννιο, επί βασιλείας του Ιωάννη του VIII. Πιο πέρα, υπάρχει κι άλλη μικρή πύλη, την οποία ανοίγουν μόνο μια φορά το χρόνο, για να περάσει ο βασιλιάς να πάει στο αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής και στο διπλανό ανάκτορό του, που είναι χτισμένο μέσα στο πλούσιο σε κυνήγι μεγάλο δάσος. Η τρίτη μεγάλη πύλη είναι η πύλη του Ρηγίου, η οποία δεν έχει και σπουδαία σημασία. Ύστερ’ απ’ αυτήν είναι η πύλη του αγίου Ρωμανού, δίπλα στην ομώνυμη εκκλησία. Η πύλη αυτή είναι η τελευταία μέχρι την κοιλάδα του Λύκου. Απ’ την απέναντι μεριά του χειμάρου αυτού είναι η πύλη της Αδριανούπολης, η οποία είναι γνωστή και σαν πύλη του Χαρισίου ή του Πολυανδρίου ή του Μυριανδρίου. Πιο πέρα είναι η πύλη του Ξυλοκέρου ή η Κερκόπορτα. Ο Ουρβανός σήκωσε για μια στιγμή το βλέμμα του απ’ τους χάρτες και κοίταξε προσεχτικά το Μωάμεθ και τους άλλους ακροατές του. Όλοι τους ήταν πραγματικά κρεμασμένοι απ’ τα χείλη του. Τον άκουγαν προσεχτικά και τον παρακολουθούσαν λέξη-λέξη μέσα στα τείχη, πηδώντας μαζί του απ’ το ένα οχυρό στο άλλο. Η αφοσίωση αυτή των Τούρκων στα λόγια του και το έκδηλο ενδιαφέρον τους για όσα τους έλεγε, κολάκευαν ιδιαίτερα τον Ουρβανό, ο οποίος, διατηρώντας τον ίδιο πάντοτε τόνο στη φωνή του, συνέχισε. -Σε περίπτωση πολιορκίας ή πολέμου, όλες αυτές οι μεγάλες πύλες κλείνονται και οι γέφυρες που είναι πάνω απ’ τη μεγάλη τάφρο διαλύονται. Ανοίγονται, όμως, οι διπλανές μικρές στρατιωτικές πύλες για τις ανάγκες του στρατού, οι οποίες και φυλάγονται μέρα και νύχτα. Τέτοιες πύλες είναι η πύλη του Δευτέρου, η οποία οδηγεί στην ομώνυμη συνοικία της Πόλης και η οποία βρίσκεται ανάμεσα στον δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο πύργο, προς βορράν της μεγάλης Χρυσής πύλης. Η πύλη του Τρίτου, ανάμεσα στον τέταρτο και πέμπτο πύργο, προς βορράν της πύλης της Σηλύβριας. Η πύλη του Τετάρτου, ανάμεσα στον έννατο 85


και δέκατο πύργο, προς βορράν της πύλης του Ρωσίου. Η πύλη της αγίας Κυριακής ή του Πέμπτου, η οποία βρίσκεται στην κοιλάδα του Λύκου, ανάμεσα στις πύλες του Ρωμανού και της Αδριανούπολης. Στο αέτωμα της πύλης αυτής υπάρχει επιγραφή προς τιμή του υπάτου Πουσαίου, ο οποίος έζησε επί Θεοδοσίου του δευτέρου και ο οποίος πιστεύεται πως την έχτισε. Υπάρχει και έκτη στρατιωτική πύλη προς βορράν της πύλης του Χαρισίου και ανάμεσα σ’ αυτή και στο ανάκτορο του Πορφυρογέννητου κι είναι γνωστή με το όνομα πύλη του Ξυλοκέρου ή Κερκόπορτα. Αυτήν την πύλη την ονόμασαν έτσι οι Βυζαντινοί, γιατί παλιότερα οδηγούσε σε ξύλινο κίρκο, δηλαδή ιππόδρομο που βρίσκονταν κοντά στην εκκλησία του αγίου Μάμαντος. Ο Ουρβανός πήδησε με το δάχτυλο πάνω στο χάρτη το χείμαρο του Λύκου, τραβώντας μαζί του και τα βλέμματα των ακροατών του και, χωρίς να διακόψει καθόλου, συνέχισε. -Το δεύτερο τμήμα του χερσαίου τείχους, από την πύλη της Αδριανούπολης μέχρι τον Κεράτιο Κόλπο, αποτελείται από διάφορα οχυρώματα, τα οποία περισσότερο αποβλέπουν στην υπεράσπιση του μεγαλοπρεπούς ανακτόρου των Βλαχερνών και της εκκλησίας της Παναγίας των Βλαχερνών. Επειδή το έδαφος στο τμήμα αυτό είναι απότομο κι ανώμαλο και δεν ήταν δυνατή η κατασκευή προστατευτικής τάφρου, ο αυτοκράτορας Μανουήλ ο Κομνηνός, για να μπορέσει να υπερασπιστεί καλύτερα την πόλη απ’ τις επιδρομές των Σταυροφόρων, διέταξε την κατασκευή τειχών και άλλων αμυντικών έργων εδώ. Απώτερος σκοπός του ήταν να προφυλάξει καλύτερα τα ανάκτορα των Βλαχερνών και τη μικρή συνοικία της Καλιγαρίας. Το τείχος αυτό έχει μεγάλους και επιβλητικούς πύργους, όπως είναι ο πύργος του Ανεμά, του Ισαακίου Αγγέλου, του Μαρκιανού και του Αναστασίου. Οι πύργοι αυτοί χτίστηκαν και οχυρώθηκαν απ’ τους διάφορους κατά καιρούς αυτοκράτορες. Το τμήμα του τείχους, απ’ τον πύργο του Ανεμά μέχρι τον Κεράτιο, χτίστηκε αρχικά μεν απ’ τον Ηράκλειο, για την υπεράσπιση της εκκλησίας των Βλαχερνών, επισκευάστηκε δε απ’ τον αυτοκράτορα Μιχαήλ. Ο δε μικρός προμαχώνας του πενταπυργίου στην πύλη των Βλαχερνών, μετά την εκκλησία του αγίου Νικολάου, χτίστηκε απ’ το βασιλιά Λέοντα τον τρίτο, τον Αρμένιο. Η τελευταία, κοντά στον Κεράτιο Κόλπο πύλη, είναι η λεγόμενη Ξυλόπορτα της γέφυρας του αγίου Καλλινίκου, η οποία χτίστηκε επί Ιουστινιανού. Το τείχος δε και οι πύργοι του τμήματος αυτού χτίστηκαν επί αυτοκράτορα Θεοφίλου. Έτσι, η περιοχή των Βλαχερνών με το μεγάλο ανάκτορο, όπου μένει τώρα ο αυτοκράτορας κι η περιώνυμη εκκλησία, προστατεύονται από τρεις σειρές τειχών. Η πρώτη σειρά αποτελείται απ’ το τείχος του Μανουήλ Κομνηνού και του Ηρακλείου. Η δεύτερη, από παλιότερο τείχος που έχτισαν βασιλείς πριν απ’ το Μανουήλ κι η τρίτη, από το τείχος Θεοδοσίου. Το τμήμα αυτό της αμύνης ποτέ δεν προσβλήθηκε από κανέναν εχθρό στο διάστημα τόσων αιώνων, παρά μόνο απ’ τους Σταυροφόρους το 1204. Όλοι δε οι κατά καιρούς πολιορκητές έστρεφαν πάντοτε την προσοχή τους στο Θεοδοσιανό τείχος και ιδιαίτερα στην περιοχή της πύλης της Αδριανούπολης και της πύλης του Ρωμανού. Φαίνεται, πως η περιοχή

86


αυτή είναι το κλειδί της Πόλης. Και τούτο, γιατί όποιος κυριέψει το σημείο αυτό γίνεται αμέσως κύριος του μεγάλου δρόμου που περνά κατά μήκος των έξι μεγάλων λόφων της περιοχής, διασχίζει την πόλη απ’ τη μια άκρη ως την άλλη και, περνώντας απ’ τα κυριότερα μέρη της, φθάνει μέχρι την αγία Σοφία. Τα εξωτερικά τείχη της Πόλης σχηματίζουν ένα τεράστιο πέτρινο τρίγωνο, στην κάθε γωνιά του οποίου υψώνεται κι ένα μεγάλο φρούριο. Το ένα απ’ αυτά τα φρούρια λέγεται Κυνήγιον και βρίσκεται στο χώρο της αρχαίας ακρόπολης, κοντά στον άγιο Δημήτριο. Το άλλο είναι το φρούριο των Επτά πύργων, στην ακτή της Προποντίδας και το τρίτο είναι το Κυκλόβιον ή το λεγόμενο Πενταπύργιον, το οποίο βρίσκεται στην αρχή του χερσαίου τείχους. Στο σημείο αυτό σταμάτησε για λίγο ο Ουρβανός και κοίταξε το Μωάμεθ, που, σκυμμένος πάνω στους χάρτες, σιωπηλός και αφοσιωμένος, παρακολουθούσε με προσοχή και απληστία, προσπαθώντας να συγκρατήσει ολόκληρη την περιγραφή και την ιστορία των φοβερών τειχών λέξη προς λέξη. -Πολυχρονεμένε μου αφέντη, ξανασυνέχισε σχεδόν αμέσως ο Ουρβανός. Ίσως να ήταν περιττή όλη αυτή η πολυλογία μου. Την θεώρησα, όμως, απαραίτητη, αφ’ ενός μεν για να δεις τις διαθέσεις μου και να πιστέψεις, ότι πραγματικά και με τη θέλησή μου ήρθα να δουλέψω εδώ για σένα και για το μεγαλείο της βασιλείας σου και να σου πω ό,τι γνωρίζω για τα τείχη και για την άμυνα των Βυζαντινών και αφ’ ετέρου, γιατί πιστεύω ότι, γνωρίζοντας κάτι απ’ την ιστορία και την ηλικία των τειχών και των φρουρίων, θα συμπεράνεις και μόνος σου, σε τι κατάσταση βρίσκονται όλα αυτά τα προαιώνια χτίσματα σήμερα. Ο Μωάμεθ, συγκεντρώνοντας τις σκέψεις του, που τη στιγμή εκείνη, πατώντας πάνω στα λόγια του Ουρβανού, έτρεχαν πίσω αιώνες και παρακολουθούσαν το χτίσιμο των τρομερών εκείνων φρουρίων που ανυπέρβλητα στέκονταν μπροστά του κι απροσπέλαστα ορθώνονταν εμπόδια στα σχέδιά του, ανακάθισε στο ντιβάνι του και είπε. -Πες μου ό,τι ξέρεις. Πες μου ό,τι έχεις στο νου σου να μου πεις. Πες μου τα όλα. Πάρε με μαζί σου και με τα λόγια σου γύρισέ με πάνω στα τείχη, μέσα στα φρούρια, ψηλά στους πύργους, παντού. Δείξε μου τα πάντα και στ’ όνομα του Αλλάχ, ζήτησέ μου ό,τι θέλεις. -Τώρα για τώρα, θέλω ένα ρακί ν’ ανοίξει ο λαιμός μου. Είπε κάπως αστειευόμενος ο Ουρβανός, σα να ήθελε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, για να επιταχύνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε την ανάπτυξη μιας οικειότητας με το μεγάλο μονάρχη. Ώσπου να ανακαθίσει και ν’ απλωθεί κάπως αναπαυτικότερα ο Ουρβανός στο ντιβάνι του, δυο Τούρκοι μηχανικοί, µ’ ένα νεύμα του σουλτάνου, έτρεξαν αμέσως κι έφεραν μπόλικο ρακί κι ασημένια τάσια για όλους. Ο Μεχμέτ αγάς, ζαλισμένος απ’ την πολυλογία, τα πολλά ονόματα και τις ημερομηνίες του Ουρβανού και σα νά ‘θελε μια ευκαιρία να διώξει όλα αυτά απ’ το μυαλό του και να ξαναβρεί το χαμένο εαυτό του, υποκλίθηκε απ’ το κάθισμά του κι ενώ περνούσε ο δίσκος με το ρακί από

87


μπροστά του, πριν ακόμα τον αφήσει καλά-καλά στο τραπέζι ο μηχανικός που τον έφερνε, άπλωσε το χέρι του, πήρε το κανάτι κι άρχισε να γεμίζει τα ομορφοσκαλισμένα γυαλιστερά τάσια. Το δυνατό ρακί γέμισε τις φαρδιές κοιλιές των κυπέλλων ως επάνω, αφήνοντας έναν κύκλο από μικρές και λαμπερές φουσκίτσες στο δίσκο της επιφάνειάς τους, σα σημάδι της καλής του ποιότητας και της μεγάλης του αψάδας. Ταυτόχρονα, το άρωμά του, προκλητικό και ασυγκράτητο, απλώθηκε σ’ ολόκληρη την αίθουσα. Όλοι, ξεχνώντας προς στιγμή ότι βρίσκονταν μπροστά στον τρομερό εξουσιαστή της οθωμανικής αυτοκρατορίας και, χωρίς να περιμένουν καμιά άλλη πρόσκληση, άπλωσαν τα χέρια τους ανυπόμονα προς τα μικρά τάσια, τα πήραν απ’ τον ασημένιο βαρύ δίσκο και με μια γρήγορη κίνηση άδειασαν το περιεχόμενό τους στα στόματά τους. Τα μάτια όλων ανοιγόκλεισαν με μιας και τα πρόσωπά τους συσπάστηκαν απ’ την κάψα του ρακιού, αφήνοντας να τα αυλακώσει προς στιγμή μια έντονη αλλά φευγαλέα γκριμάτσα. Ο Ουρβανός, για να προβάλει κάπως τον εαυτό του και να δείξει στους άλλους μηγχανικούς την ισχύ του και την οικειότητά του με το σουλτάνο, αντί ν’ αφήσει το άδειο τάσι του στο δίσκο, άπλωσε το χέρι του, πήρε το κανάτι με το ρακί, ξαναγέμισε το κυπελλάκι του και το κατέβασε κι αυτό με μιας. Ξανάστραψαν τα μάτια του απ’ την πολύ σπιρτάδα του ποτού και κούνησε κάπως το κεφάλι του για να μετριάσει κάπως το τσούξιμο που αισθάνθηκε στο λαιμό του. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του δυο-τρεις φορές και είπε. -Μεγάλε μου σουλτάνε. Με την άδειά σου και αν τα λόγια μου τα βρίσκεις ενδιαφέροντα επίτρεψέ μου να συνεχίσω. -Μα τον Αλλάχ, Ουρβανέ, είπε ο Μωάμεθ, απόψε νομίζω ότι βλέπω το μισό μου όνειρο τελειωμένο. Συνέχισε. Συνέχισε και λέγε μου ως το πρωί για τα τείχη, τα οχυρώματα και τις αδυναμίες τους. -Τα κολοσσιαία αυτά τείχη, ξανάρχισε ο Ουρβανός, βρίσκονται σήμερα πραγματικά σε άθλια και ελεεινή κατάσταση. Πολλά τμήματα και πολλοί πύργοι έχουν να επισκευαστούν για αιώνες. Ο Ιωάννης ο Παλαιολόγος, γυρίζοντας απ’ το συνέδριο της Φλωρεντίας το 1436, έκανε μερικές επισκευές αλλά όχι και σπουδαίες. Επίσης, πριν λίγα χρόνια, το 1448, ο Γεώργιος Βράκοβιτς, ο άρχοντας της Σερβίας, επισκεύασε με δικά του έξοδα έναν πύργο στο τείχος της ακτής της Προποντίδας. Τον πύργο της Ανεμάνδρας κοντά στην Ξυλόπορτα επισκευάζει σήμερα με δικά του έξοδα ο Λατίνος καρδινάλιος Ισίδωρος, ο οποίος βρίσκεται τώρα στην Κωνσταντινούπολη σαν αντιπρόσωπος του πάπα της Ρώμης. Έγιναν κι άλλες μικροεπισκευές εδώ και κει απ’ τους δυο μηχανικούς του Κωνσταντίνου, το Μανουήλ Ιάγαρη και το μοναχό Νεόφυτο Ρόδιο, στους οποίους ο αυτοκράτορας ανέθεσε τη γενική επιστασία της επισκευής των τειχών. Αυτοί, όμως, μπαλώνουν μόνο κακήν-κακώς εδώ και κει τα ερείπια και, όπως διαδίδεται, έφαγαν κι απέκρυψαν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων. Άλλωστε και πόσο θα μπορούσαν να επισκευαστούν τέτοια τεράστια τείχη μήκους τριάντα χιλιομέτρων εγκαταλειμμένα επί αιώνες; Τα τείχη αυτά, που απέξω 88


φαίνονται τόσο τρομερά και απροσπέλαστα, δε θα μπορέσουν ν’ αντέξουν και πολύ στα τεράστια πυροβόλα που έχω στο νου μου να σου ετοιμάσω. Στα τελευταία αυτά λόγια του Ουρβανού, ο Μωάμεθ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τελείως ένα χαμόγελο, εκδηλώνοντας έτσι κάποιο αίσθημα ευχαρίστησης, που προσπαθούσε από ώρα να κρατήσει κρυφό μέσα του. -Θα χρειαστώ, όμως, υλικά και εργάτες, συνέχισε ο Ουρβανός. Θέλω χαλκό. Πολύ χαλκό και σίδερο. Και χέρια. Χέρια πολλά. Με δύναμη και όρεξη για δουλειά. -Ό,τι χρειαστείς θα το έχεις. Τόνισε με σιγουριά ο σουλτάνος. Έχω εδώ σίδερο απ’ το Ερζουρούμ και το Χατάυ της Ασίας και χαλκό απ’ τα βουνά του Αίμου και της Μ. Ασίας. Σήμερα έφτασε διαλεχτός και μπόλικος απ’ το Εργκανί και το Μουλκούλ της Αρμενίας κι απόψε ή αύριο φθάνουν σαράντα φορτώματα απ’ το πολύτιμο μέταλλο της Χαλκιδικής. Υπάρχει κι αρκετό απ’ τα ορυχεία της Σερβίας. Διάλεξε όποιο θέλεις. Πάρε όσο θέλεις. Χρησιμοποίησε εκείνο που σου κάνει καλύτερα. Θα διατάξω να φέρουν κι άλλο. Όσο χρειαστείς. Και για χέρια, να πάρεις όσους και όποιους εργάτες θέλεις. Όλοι οι μηχανικοί που είναι εδώ απόψε και έδειξε τους παρευρισκομένους γύρω του κι άλλους αν θέλεις, ακόμα και πολλοί τεχνίτες μπαίνουν απ’ αυτή τη στιγμή στις διαταγές σου. Μόνο κάνε γρήγορα. -Απ’ αύριο το πρωί το έργο μου αρχίζει. Τόνισε με βεβαιότητα ο Ουρβανός. -Μπορείς να μου κάνεις κανόνια διπλάσια σε δύναμη απ’ του αυτοκράτορα; Ρώτησε με έκδηλο ενδιαφέρον κι ανυπομονυσία ο Μωάμεθ. -Τα κανόνια που θα σου φτιάξω θα είναι τα μεγαλύτερα που έκανε ποτέ άνθρωπος. Θα είναι τρεις και τέσσερις φορές δυνατότερα και τρομερότερα απ’ τα πιο δυνατά και τα πιο τρομερά που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο. Ο σουλτάνος ξαναγέμισε το ασημένιο τάσι του ρακί και το ήπιε σε δυο ρουφηξιές. Έγειρε ελαφρά στο ντιβάνι του κι ακούμπησε το κεφάλι και την πλάτη του στα πολύχρωμα και μαλακά μαξιλάρια. Έμεινε έτσι μισοξαπλωμένος και σιωπηλός, αφήνοντας το βλέμμα του ελεύθερο να πλανηθεί μέσα στην απλοχωριά της μεγάλης αίθουσας. Σίγουρα, οι σκέψεις του θα κολυμπούσαν τις στιγμές αυτές μέσα σε πελάγη ανείπωτης ευτυχίας. Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και κόντευε να ξημερώσει, όταν όλοι τους, ζαλισμένοι απ’ το ρακί και ικανοποιημένοι απ’ την καλή έκβαση που είχε για όλους η συζήτηση αυτή, αποφάσισαν να πάνε για ύπνο. Οι Τούρκοι μηχανικοί, παρ’ ότι τους κακοφάνηκε στην αρχή, γιατί τους παραμέριζε τόσο ξαφνικά και τόσο βάναυσα ο παράξενος αυτός ξένος, έφευγαν τώρα χαρούμενοι, αναλογιζόμενοι ότι ξεφορτώθηκαν με τον πιο εύκολο κι απροσδόκητο τρόπο ένα μεγάλο βάρος από πάνω τους. Ξαλάφρωσαν από μια τεράστια ευθύνη, την οποία, καθόλου απίθανο, να πλήρωναν στο τέλος και με το κεφάλι τους. Φεύγοντας απ’ την αίθουσα ο Ουρβανός κοντοστάθηκε και είπε στο σουλτάνο.

89


-Σου είπα, πολυχρονεμένε μου, ότι μπορώ να κατασκευάσω τρομερά κανόνια κι αυτό είναι αλήθεια η οποία σύντομα θα αποδειχθεί. Εκείνο, όμως, που δε σου είπα είναι, ότι δεν μπορώ να τα τοποθετήσω και να σημαδέψω με ακρίβεια στο στόχο. -Κάνε μου εσύ μεγάλα κανόνια κι άφησε την τοποθέτηση και το σημάδεμα σε μένα, είπε ο σουλτάνος με χαμόγελο και κατευθύνθηκε σ’ ένα απ’ τα διπλανά δωμάτια ακολουθούμενος απ’ το Μεχμέτ αγά.

90


5. ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΥΡΟΒΟΛΟ Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ο Ουρβάν αγάς, με μια ομάδα τεχνιτών και μερικούς εργάτες, άφηνε το σεράι κι ακολουθώντας τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε έξω απ’ την πόλη, έφυγε μακριά απ’ την Αδριανούπολη και χάθηκε πίσω απ’ τους λόφους μέσα στο δάσος. Ο μεγάλος τεχνίτης έψαχνε όλη την ημέρα να βρει κατάλληλο μέρος για να εγκαταστήσει το πολυάριθμο συνεργείο του. Έπρεπε το μέρος όπου θα εγκαθίστατο το εργοστάσιο κατασκευής των κανονιών να είναι ελαφρώς επικλινές και σκιερό, να έχει αρκετά και καλά ξύλα η γύρω περιοχή του και προπαντός το χώμα του να είναι αργυλώδες και με μεγάλη κατά το δυνατόν περιεκτικότητα καθαρού πηλού. Έτρεξαν αρκετά όλη την ημέρα πάνω-κάτω, ώσπου να βρουν το μέρος που πληρούσε τους όρους των απαιτήσεών τους και προσφέρονταν άριστα για την αγκατάσταση του πρωτοφανούς εργοστασίου τους. Οι εργάτες έμειναν εκεί για να καθαρίσουν το μέρος σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ουρβανού κι οι άλλοι γύρισαν στην Αδριανούπολη, για να πάρουν το υπόλοιπο προσωπικό, τα εργαλεία και τα υλικά που θα τους χρειαστούν. Ξημερώματα της άλλης μέρας, μια ατέλειωτη στρατιά από σκλάβους, εργάτες και τεχνίτες, με πολυάριθμα καραβάνια ζώων, φορτωμένα με τα πιο παράξενα εργαλεία και υλικά, ανέβαινε τους λόφους προς το ‘’εργοστάσιο’’, αφήνοντας πίσω την Αδριανούπολη. Επί πολλές μέρες αργότερα, δεκάδες μουλάρια φορτωμένα με λινάρι, μαλλί ή καννάβι κι εκατοντάδες άλλα ζώα ή βοϊδάμαξα φορτωμένα με μέταλλο χαλκού ή σιδήρου ανέβαιναν ασταμάτητα τους δασωμένους λόφους, κουβαλώντας υλικά και τρόφιμα στον Ουρβανό. Μεγάλες ομάδες εργατών έσκαβαν, κοσκίνιζαν, καθάριζαν και ξεχώριζαν σε σωρούς το κατάλληλο χώμα, με το οποίο θα ζυμώνονταν μέσα σε μεγάλους λάκους από εκατοντάδες πόδια σκλάβων ο απαιτούμενος για τα καλούπια του κανονιού πηλός. Επί μέρες τον ζύμωναν ασταμάτητα κι επίμονα οι βάρδιες των σκλάβων, για να γίνει απαλός και εύπλαστος. Κάθε τόσο, έριχναν με προσοχή μέσα στη λάσπη μεγάλες ποσότητες από τρίχες αλόγων ή καμήλων, λινάρι ή καννάβι, για να ενισχύεται η αντοχή του πηλού και να γίνεται το μείγμα πιο συμπαγές. Μ’ αυτόν τον καλοζυμωμένο απ’ τους εργάτες πηλό έκαναν οι τεχνίτες ένα τεράστιο σε διαστάσεις είδος σωλήνα, με εξογκωμένο σαν αχλάδι το ένα του άκρο. Το εξωτερικό μέρος του σωλήνα αυτού οι τεχνίτες το λείαιναν όσο μπορούσαν περισσότερο, γιατί τελικά θα αποτελούσε το καλούπι, πάνω στο οποίο θα χύνονταν το εσωτερικό μέρος της κάννης του κανονιού. Το άλλο άκρο του πήλινου σωλήνα, το εξογκωμένο σαν αχλάδι, θα σχημάτιζε την κοιλιά του πυροβόλου, όπου θα έμπαινε το μπαρούτι. Τον πηλό αυτό επεξεργάζονταν προσεχτικά οι τεχνίτες κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, για να μην τον ξεράνει απότομα ο ήλιος και παρουσιάσει με τις ρωγμές του εσοχές και εξοχές η κάνη του πυροβόλου.

91


Ταυτόχρονα, άλλοι τεχνίτες, χωρισμένοι σε ξεχωριστό συνεργείο, έφτιαχναν με τον καλοδουλεμένο πηλό ένα είδος τεράστιου πιθαριού, με πολύ μακρύ λαιμό και ανοιχτό κι απ’ τα δυο μέρη. Εδώ, οι τεχνίτες προσπαθούσαν να λειάνουν όσο μπορούσαν περισσότερο την εσωτερική επιφάνεια του ‘’πιθαριού’’, γιατί σ’ αυτήν επάνω θα χυνόταν η εξωτερική επιφάνεια της κάνης του κανονιού. Όταν ο ‘’σωλήνας’’ και το ‘’πιθάρι’’ ήταν έτοιμα κι αφού ψήθηκαν κατάλληλα σε καμίνια και προσεχτικά ώστε να μην χάσουν ούτε και κατά το ελάχιστο το αρχικό τους σχήμα, στήθηκαν ανάποδα όρθια και τοποθετήθηκαν με προσοχή το ένα μέσα στο άλλο, έτσι ώστε ο σωλήνας να βρίσκεται στο κέντρο του πιθαριού. Το επάνω μέρος του ανάποδου πιθαριού, που εξείχε περίπου έναν πήχη πιο πάνω απ’ το αχλαδωτό τέλος του εσωτερικού σωλήνα, ήταν ανοιχτό. Απ’ το άνοιγμα αυτό θα χυνόταν ανάμεσα στο χώρο που όριζαν τα δυο πήλινα καλούπια το λυωμένο μέταλλο. Έτσι, σχηματίστηκε ένα τεράστιο κατασκεύασμα, το οποίο κι αποτέλεσε το καλούπι απ’ το οποίο επρόκειτο να παραχθεί το µεγαλύτερο και θρυλικότερο πυροβόλο της εποχής. Όλο αυτό το αλλόκοτο πήλινο σύμπλεγμα συναρμολογήθηκε μέσα σ’ ένα μεγάλο λάκκο, ο οποίος ανοίχτηκε με προσοχή στη βάση ενός επικλινούς σημείου που είχε υποδείξει ο Ουρβανός. Για να αντέξει το παράξενο αυτό καλούπι στη μεγάλη πίεση και στο τεράστιο βάρος του λυωμένου μετάλλου που θα χύνονταν μέσα του περισφίχτηκε γύρω-γύρω και σε κοντινές αποστάσεις με μεγάλα σιδερένια στεφάνια που είχαν κατασκευαστεί εκ των προτέρων και στεραιώθηκε καλά γύρω-γύρω με χοντρούς κορμούς δέντρων, μπηγμένους βαθιά στη γη. Το κενό που υπήρχε γύρω-γύρω, ανάμεσα στο πρωτότυπο καλούπι και στους τεράστιους πασσάλους, γεμίστηκε με χώμα και πέτρες. Έτσι, το τεράστιο καλούπι του πυροβόλου θάφτηκε ολόκληρο σ’ έναν μεγάλο λόφο από χώμα καλά πατημένο και προσεχτικά στηριγμένο με ξηρολιθιές από πέτρες και κορμούς δέντρων. Ο χειροποίητος αυτός λόφος είχε φαρδύ στριφογυριστό μονοπάτι στα πλευρά του, ώστε να μπορούν γρήγορα και με ευκολία οι εργάτες να φθάνουν μέχρι την κορυφή του, όπου ήταν και το άνοιγμα του καλουπιού, το οποίο έμοιαζε με στόμα πηγαδιού. Ψηλότερα, γύρω απ’ το λόφο με το καλούπι, σε σχήμα ημικυκλικό, έκαιγαν επί τρεις συνεχείς μέρες μεγάλες και δυνατές φωτιές, τροφοδοτούμενες συνεχώς από εκατοντάδες εργάτες με χοντρά και διαλεγμένα ξύλα που είχαν συνάξει από μέρες κι είχαν στιβάξει μεθοδικά γύρω-γύρω στις θέσεις όπου επρόκειτο να αναφτούν οι φωτιές. Οι φωτιές αυτές, στις οποίες μέσα τώρα έβραζε ο χαλκός, συνδέονταν με το καλούπι με μεγάλα πήλινα ανοιχτά επικλινή αυλάκια. Τα αυλάκια αυτά θα έφερναν το λυωμένο μέταλλο μέσα στο καλούπι. Μεγάλοι διχαλωτοί κορμοί δέντρων, μπηγμένοι στο έδαφιος ο ένας δίπλα στον άλλο και φέροντας χοντρά πήλινα μαξιλάρια στις διχάλες τους, στήριζαν τα επικλινή αυλάκια και τα έφερναν απ’ τα γύρω καμίνια στο καλούπι. Την τρίτη μέρα, το λυωμένο μέταλλο, νερουλό και άμορφο, άρχισε να τρέχει ασταμάτητα απ’ όλα τα αυλάκια μέσα στο μεγάλο καλούπι. Ο Ουρβανός πηγαινοέρχονταν συνέχεια, μια στις φωτιές και μια στο καλούπι, παρατηρώντας τη ροή του μετάλλου και δίνοντας διαταγές, ώστε

92


να διατηρούνται οι φωτιές πάντοτε στο ίδιο ύψος και να έχουν συνέχεια την αυτή δύναμη, για να μπορεί το μέταλλο να τρέχει ασταμάτητα και με την ίδια πάντοτε θερμοκρασία απ’ τα αυλάκια στο καλούπι. Έτσι, θα μπορούσε το λυωμένο μείγμα να παίρνει συμπαγή φόρμα μέσα σ’ αυτό, χωρίς να σχηματίζονται ρωγμές στο κανόνι. Σ’ ολόκληρη την περιοχή επικρατούσε η βαριά μυρωδιά του λυωμένου μετάλλου και η θερμοκρασία στη χαμηλή κοιλάδα ήταν ανυπόφορη. Σπινθήρες ξεπηδούσαν ασταμάτητα απ’ τα πυρωμένα αυλάκια που έφερναν την κόκκινη λάβα στο μεγάλο καλούπι κι όλα τα χαμηλά φύλλα των δέντρων, χτυπημένα απ’ την πρωτοφανή και ανυπόφορη θερμοκρασία των καμινιών και του υγρού χαλκού, κρέμονταν μαραμένα και ζαρωμένα στα κλαδιά τους. Η πύρα που αντανακλούσε απ’ τα ανοιχτά αυλάκια είχε µετατρέψει ολόκληρο το λαγκάδι σ’ ένα τεράστιο ανοιχτό και ανυπόφορο καμίνι. Ο ζεστός αέρας χοροπηδούσε ανάμεσα στα δέντρα και το χαρακτηριστικό τρεμούλιασμα που δίνει στον αέρα η δυνατή ζέστη διακρίνονταν ολοκάθαρα, όπου κι αν έστρεφες τα μάτια σου. Οι εργάτες άλλαζαν κάθε λίγο βάρδιες, για να μπορέσουν ν’ αντέξουν στην τρομερή δοκιμασία της ανοιχτής φωτιάς. Μόνο ο Ουρβανός δεν έδινε σημασία στη φοβερή ζέστη κι ακούραστα έτρεχε από καμίνι σε καμίνι κι από αυλάκι σε αυλάκι, παρακολουθώντας τη ροή του λυωμένου χαλκού. Όταν ολόκληρο το καλούπι γέμισε με λυωμένο μέταλλο κι έφτασε μέχρι τα επάνω χείλη του αναποδογυρισμένου ‘’πιθαριού’’ όπως έπρεπε, με μια φωνή του Ουρβανού έσπασαν τα πήλινα αυλάκια οι τεχνίτες, στα σημεία που αυτός είχε νωρίτερα προκαθορίσει, για να μην περάσει παραπανίσιο κι άχρηστο μέταλλο στο καλούπι. Τα αυλάκια κόπηκαν λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα απ’ το στόμιο του καλουπιού κι όλο το υγρό μέταλλο, που βρέθηκε εκείνη τη στιγμή μέσα σ’ αυτά, χύθηκε με πάταγο στη βάση του χωματένιου λόφου του καλουπιού μέσα σ’ ένα ρηχό λάκκο, ειδικά σκαμμένο για το σκοπό αυτό εκ των προτέρων. Ο λυωμένος χαλκός, καθώς άγγιζε τον πιθμένα της λακκούβας, τσουρούφλιζε το χώμα, σκορπίζοντας παντού μια παράξενη μυρωδιά. Ταυτόχρονα, ένα βίαιο σύννεφο καπνού και ατμών ξεχύνονταν με ορμή και βιασύνη μέσ’ απ’ το λάκκο κι ακάθεκτο σκέπαζε το γύρω χώρο κι ανέβαινε γκριζόσκουρο στον ουρανό. Τα πήλινα αυλάκια γρήγορα ξεστράγγισαν μέσα στο ρηχό λάκκο και το υγρό μέταλλο αμέσως σχεδόν ηρέμισε μέσα σ’ αυτόν. Μια γυαλιστερή ασημοπράσινη βαριά τσίπα φάνηκε στην επιφάνειά του, μόλις σκόρπισαν ο καπνός και οι ατμοί. Τίποτα δεν ρυτίδωνε και δεν ανατάραζε τη βαριά μεταλλική όψη της λακκούβας. Μόνο, κάπου-κάπου έβγαινε απ’ το βυθό καμιά φουσκάλα, ανέβαινε απροσδόκητα στην επιφάνεια και ξεσπούσε βίαια στον αέρα, σα μικροσκοπική έκρηξη υφαιστείου, σκορπώντας πιτσιλιές υγρού χαλκού στο χείλωμα του λάκκου. Γρήγορα και οι μικροεκρήξεις αυτές εξαφανίστηκαν τελείως κι η επιφάνεια της λακκούβας πύχτωνε και έπαιρνε μια διαφορετική γυαλάδα. Ο Ουρβανός επιθεώρησε προσεχτικά το λόφο του καλουπιού, παρατηρώντας μήπως διακρίνει καμιά μετακίνηση των πασσάλων ή καμιά ρωγμή στον καλοπατημένο σωρό του χώματος. Γύρισε δυο-τρεις φορές γύρω στο θαμμένο καλούπι και κάπου-κάπου πλησίαζε κοντά στο χώμα

93


εδώ κι εκεί το πρόσωπό του ή την ανάποδη του χεριού του, προσπαθώντας να αισθανθεί τυχόν αναθυμιάσεις ζεστού καπνού, υδρατμών ή μυρωδιάς. Δεν αντιλήφθηκε τίποτα απ’ αυτά, που ίσως να πρόδιναν την ύπαρξη ρωγμών στο καλούπι. Ικανοποιημένος τραβήχτηκε πιο πέρα απ’ τον τεράστιο χωμάτινο σωρό και, κοιτάζοντας προς την κορυφή του καλουπιού, είπε με έκδηλη ικανοποίηση. –Μέχρι στιγμής, όλα πήγανε καλά. Θ’ αφήσουμε για δυο μέρες το καλούπι απείραχτο. Θα δώσουμε καιρό στο μέταλλο να κρυώσει μόνο του κανονικά. Ύστερ’ από δυο μέρες, αφήρεσαν τους κορμούς των δέντρων, τις πέτρες και τα χώματα κι όλα τα γύρω προστατευτικά που συγκρατούσαν τον όγκο του καλουπιού και το βάρος του μετάλλου κι έσπασαν το καλούπι. Ένας τεράστιος όγκος ξεπρόβαλε μέσα απ’ τα χωμάτινα σπλάχνα του κι είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου. Αμέσως, τεχνίτες με διάφορα εργαλεία άρχισαν να τρίβουν και να λειαίνουν μέσα κι έξω την επιφάνεια του κανονιού. Την άλλη μέρα το κανόνι ήταν έτοιμο. Το μεγαλύτερο πυροβόλο που είχε γνωρίσει ο κόσμος και το οποίο επρόκειτο να σημαδέψει και ν’ αλλάξει την ιστορία της ανθρωπότητας ήταν έτοιμο στο κοντινό δάσος της Αδριανούπολης και μερίμενε τη μεταφορά του στο μέρος όπου επρόκειτο να δράσει. Ο σουλτάνος έμεινε έκθαμβος στο ακτίκρισμα του μεγάλου πυροβόλου, του οποίου ο τεράστιος όγκος έλαμπε φρεσκογυαλισμένος στον ήλιο. Απ’ τη χαρά και την ικανοποίησή του χάρισε πολλά και μεγάλα δώρα στο χριστιανό δημιουργό του. Η στρατιά των εργατών ξανάπεσε στη δουλειά για την κατασκευή και άλλων πυροβόλων κι όλοι μιλούσαν με χαρά για τη μεγάλη τους επιτυχία κι αισθάνονταν ανακούφιση και περηφάνια, αντικρίζοντας τον τεράστιο κολοσσό που βγήκε απ’ τα χέρια τους και ξεχνούσαν την ταλαιπωρία και την κούραση που ένιωσαν με τη σκληρή και ασταμάτητη δουλειά τόσων ημερών. Και μόνο ο Ουρβανός ένιωθε καινούριο αβάσταχτο βάρος να του βαραίνει τους ώμους. Η σκέψη, πώς θα κουνήσει απ’ τη θέση του και θα μεταφέρει τόσα χιλιόμετρα μακριά ένα βάρος διακοσίων πενήντα χιλιάδων οκάδων, του προξενούσε ίλιγγο. Το ίδιο βράδυ, που μέσα στο δάσος της Αδριανούπολης περίμενε έτοιμο και επιβλητικό τη μεταφορά του το μεγάλο πυροβόλο, ένας άγνωστος κακοντυμένος εργάτης χτυπούσε μια μικρή πόρτα στο πίσω μέρος του παλατιού του μεγάλου βεζίρη Χαλλίλ πασά. Ο άγνωστος, μισοκρυμμένος ανάμεσα στα πυκνά δέντρα της πίσω αυλής του μεγάλου κτιρίου, κρυφομιλούσε με την Ελιφέτ και της ζητούσε να τον πάει αμέσως στον πασά. Κάτι είπε ακόμα στην Ελιφέτ ο άγνωστος κι η χριστιανή σκλάβα ορθάνοιξε τη μικρή πόρτα κι ο κακοντυμένος άντρας τρύπωσε βιαστικά στο παλάτι. Δεν πέρασε πολλή ώρα και η μικρή πορτούλα ξανάνοιξε και πρόβαλε διστακτικός και με προφύλαξη ο άγνωστος. Τώρα ήταν ντυμένος με ρούχα απλού χωρικού. Μέσα στο αχνό σκοτάδι της αυλής, κάτω απ’ τα πυκνά δέντρα, τον περίμενε η Ελιφέτ κρατώντας ένα γερό άλογο απ’ το χαλινάρι. Ο

94


άγνωστος χωρικός αθόρυβα δρασκέλισε την πορτούλα και βγήκε στην αυλή. Κοίταξε βιαστικός κι ερωτηματικά την Ελιφέτ που στεκόταν λίγα βήματα πιο πέρα και ξανάστρεψε το κεφάλι του προς την πόρτα. Η Ελιφέτ είδε απ’ το άνοιγμα της πόρτας το Χαλλίλ πασά να δίνει στον άγνωστο ένα βέλος και να του λέει. -Το νου σου σ’ αυτό το βέλος. Θα κατεβείς στην κοιλάδα του Λύκου και θα πλησιάσεις στην πύλη του Ρωμανού ή στην πύλη της Αδριανούπολης. Πρέπει να είναι νύχτα. Σκοτεινά οπωσδήποτε. Πλησίασε όσο μπορείς πιο κοντά. Και τέντωσε το τόξο σου με δύναμη. Βάλε όλη σου τη δύναμη. Τράβηξε τη χορδή δυνατά. Πολύ δυνατά. Το βέλος αυτό πρέπει οπωσδήποτε να περάσει πάνω απ’ τα τείχη . . . Ο άγνωστος πήρε το βέλος απ’ το χέρι του Χαλλίλ πασά και τό ‘βαλε ανάμεσα στα άλλα βέλη μέσα στη θήκη που είχε κρεμασμένη στον ώμο του. Υποκλίθηκε ελαφρά προς το μέρος του πασά που στεκόταν όρθιος στο βάθος του διαδρόμου πίσω απ’ τη μισάνοιχτη πορτούλα κι έτρεξε προς το μέρος της Ελιφέτ. Πήδησε βιαστικός στο άλογο, χαμογέλασε στη σκλάβα κι εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα, καλπάζοντας προς την Κωνσταντινούπολη.

95


6.

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

Πυκνά μαύρα σύννεφα σκεπάζουν από μέρες τώρα τον ουρανό της Χίου. Το νησί συνταράζεται ολόκληρο απ’ την ανεμοθύελλα. Η θάλασσα μανιασμένη το χτυπά από παντού. Μεγάλοι υδάτινοι όγκοι με ορμή και πάταγο χιμούν στις ακτές του και το κάνουν να τρέμει απ’ τα θεμέλιά του και να συνταράζεται σύγκορμο. Το λιμάνι της πόλης κατακλίζεται από πελώρια κύματα, που ορμητικά και αφρισμένα ξεχύνονται παντού, σα να θέλουν να καταπιούν και να ισοπεδώσουν τα πάντα. Ψηλά στις αφρισμένες κορυφές τους ή χαμηλά, ανάμεσα στο χάος που σχηματίζουν οι υδάτινοι όγκοι τους, καθώς ξεχωρίζουν σε πανύψηλα βουνά, κλυδωνίζονται, έρμαια της μανιασμένης φύσης, τα καράβια και οι γαλέρες που βρέθηκαν αραγμένα στα γύρω μουράγια. Ο κόσμος, με φρίκη και δέος, παρακολουθεί τρομαγμένος πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα και τις αμπαρωμένες πόρτες τη μανία και την ορμή των εξαγριωμένων στοιχειών της φύσης, που με τόση θεαματική μεγαλοπρέπεια βάλθηκαν εδώ και μέρες να επιδείξουν την ακατανίκητη δύναμή τους και την αδάμαστη βιαιότητά τους. Ανάμεσα στα πλοία, που δεμένα στο λιμάνι βολοδέρνουν στις κορυφές των κυμάτων ή στροβιλίζουν και χάνονται στα σκαμπανεβάσματα της τρικυμισμένης θάλασσας, ξεχωρίζει ένα σκούρο γενουάτικο καράβι. Είναι μια τρικάταρτη γερή και επιβλητική γαλέρα. Έφτασε πριν αρκετές μέρες στο νησί και καμαρωτή μπήκε κι άραξε στο λιμάνι. Στην κορυφή του μεσαίου καταρτιού ήταν υψωμένο το πολύχρωμο λάβαρο της αγίας Έδρας, με χρυσοκέντητα πάνω στο βαρύ μεταξωτό του ύφασμα τα φανταχτερά διακριτικά του πάπα. Ο καιρός τότε ήταν καλός και κόσμος πολύς είχε ξεχυθεί στην παραλία, να δει και να θαυμάσει το μεγάλο κι επιβλητικό καράβι, που περήφανο και καταστόλιστο έφτανε στο νησί. Εντύπωση έκανε στους κατοίκους η υποδοχή που επιφύλαξαν οι άρχοντες κι οι κληρικοί του νησιού στο καράβι αυτό του πάπα. Από νωρίς, η προκυμαία και οι γύρω χώροι του λιμανιού είχαν κατακλυστεί από λαμπροφορεμένους άρχοντες και χρυσοστόλιστους κληρικούς. Πρώτος ξεχώριζε στην πομπή ο αρχιεπίσκοπος Χίου και Μυτιλήνης Λεονάρδος, ακολουθούμενος από χορεία ιεραρχών και πλήθος κατώτερων κληρικών. Πολλά μικρά πλοιάρια ξανοίχτηκαν νωρίτερα έξω απ’ το λιμάνι, για να υποδεχτούν τη γενουάτικη γαλέρα. Καθώς το τρικάταρτο πλοίο πλησίαζε στην προκυμαία, μπροστά στην πλώρη του, πάνω στο ψηλό καταστόλιστο κατάστρωμά του, ξεχώριζε η μικρή σιλουέττα του ξερακιανού ιεράρχη κι αντιπροσώπου του πάπα, καρδινάλιου Ισίδωρου. Με επευφημίες και ζητωκραυγές, το χοντρόσκαρο τρικάταρτο καράβι έριξε τις άγκυρές του στο λιμάνι κι ο καρδινάλιος Ισίδωρος βγήκε στη στεριά. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος τον υποδέχτηκε με χαρά και πρώτος υποκλίθηκε μπροστά του, του φίλησε το χέρι και ασπάστηκε το χοντρό δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό του, δείγμα της

96


μεγάλης αρχιερατικής του θέσης. Τον καρδινάλιο χαιρέτησαν κι όλοι οι άρχοντες και οι προεξέχοντες του νησιού. Μετά, οι δυο ιεράρχες, ακολουθούμενοι απ’ τους τοπικούς άρχοντες, τους κληρικούς και τον περίεργο λαό και συνοδευόμενοι απ’ τους πενήντα ένοπλους στρατιώτες που είχε μαζί του ο Ισίδωρος, προερχόμενους απ’ την προσωπική φρουρά του πάπα, κατευθύνθηκαν στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο. Ιδιαίτερη εντύπωση έκαναν στο λαό του νησιού οι πολύχρωμες στολές των αξιωματικών και των στρατιωτών του σιδηρόφραχτου αποσπάσματος του καρδινάλιου. Όλοι τους έφεραν αλυσιδωτούς θώρακες, βαριά σιδερένια κράνη, ψηλές ως τη μέση σχεδόν μεταλλικές περικνημίδες, μακριά δόρατα, βαριά ξίφη και μεγάλες στρογκυλές ασπίδες. Στο πέρασμά τους, η σιδερένια τους αρματωσιά βροντούσε δυνατά και ρυθμικά κι αυτό τους έκανε πιο επιβλητικούς και πιο απρόσβλητους. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος είναι περαστικός απ’ τη Χίο. Προορισμός του είναι η Κωνσταντινούπολη. Η χιλιόχρονη άγια πόλη κινδυνεύει να σαρωθεί απ’ τη μανία και την ορμητικότητα των μωαμεθανών. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είδε από καιρό τον κίνδυνο που διατρέχει η χριστιανοσύνη της Ανατολής απ’ τους Τούρκους και, με απανωτές επιστολές και πυκνούς απεσταλμένους του, προσπάθησε να συγκινήσει τη Δύση, να κινήσει το ενδιαφέρον της και να αποσπάσει τη βοήθειά της. Έκανε πολλές υποχωρήσεις ο αυτοκράτορας, πολιτικές και θρησκευτικές, για να μπορέσει να προσελκύσει το ενδιαφέρον των χριστιανών Λατίνων και να εξασφαλίσει τη συνδρομή τους για τη σωτηρία της θανάσιμα κινδυνεύουσας ύπαρξης των ορθοδόξων χριστιανών της Κωνσταντινούπολης κι ολόκληρης της Ανατολής. Δέχτηκε την ένωση των εκκλησιών Ανατολής και Δύσης και υποσχέθηκε να εφαρμώσει στο ακέραιο και με το παραπάνω τους όρους του συνεδρίου της Φλωρεντίας. Ύστερ’ απ’ τις τόσες υποσχέσεις του αυτοκράτορα και τις μεγάλες υποχωρήσεις των ορθοδόξων, πρώτος ‘’συγκινήθηκε’’ ο πάπας Νικόλαος V και πρώτος αυτός αποφάσισε να εκδηλώσει έμπρακτα το ενδιαφέρον του για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης και την επιβίωση της χριστιανοσύνης της Ανατολής. Γι’ αυτό και στέλνει τώρα με το καράβι αυτό, σαν προσωπικό του απεσταλμένο τον καρδινάλιο Ισίδωρο στην Κωνσταντινούπολη με πενήντα ένοπλους στρατιώτες(!). Φαίνεται, πως ο πάπας είχε μεγάλη πεποίθηση στις ικανότητες των στρατιωτών του και υποτιμούσε αφάνταστα την αριθμητική υπεροχή και τη δυναμικότητα των στρατιωτών του Μωάμεθ ή φαίνεται, ότι θα είχε τελείως πρωτοφανές και ιδιότροπο χιούμορ ή ίσως θα είχε εκ των προτέρων ξεγραμμένη την Κωνσταντινούπολη, όταν έστελνε μια διμοιρία Λατίνων σπαθοφόρων, να αντιμετωπίσουν και να συγκρατήσουν μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, της οποίας οι στρατιές ήταν αναρίθμητες και οι πολεμιστές της πολεμοχαρείς, έμπειροι και προπαντός φανατισμένοι πιστοί του Ισλάμ, έτοιμοι να θυσιαστούν για τον Προφήτη τους. Ίσως πάλι, ο πάπας υπολογισμένα να ενεργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο και υστερόβουλα να ποντάριζε πάνω στην επίθεση των Τούρκων, στηριζόμενος σε δικά του απώτερα και καιροσκοπικά σχέδια. Ίσως, αντίθετα με τις υποσχέσεις που έδινε στον αυτοκράτορα, να ήλπιζε να επιβληθεί ευκολότερα στο τέλος

97


πάνω σε μια εξασθενημένη, αδύναμη και καταβλημένη Ανατολή. Άλλωστε, με τους υπολογισμούς του αυτούς και τις σημερινές του ενέργειες, ο πάπας δεν ξέφευγε καθόλου απ’ τη στάση των προκατόχων του και δεν παραβίαζε ούτε και στο ελάχιστο τη γραμμή που ξεκάθαρα είχαν χαράξει οι προηγούμενοι απ’ αυτόν άγιοι ποντίφικες για τον ατίθασο και ισχυρογνώμονα χριστιανισμό της Ανατολής, όπως τον χαρακτήριζαν. Ο πάπας Γρηγόριος VII είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του απέναντι των ορθοδόξων. Σε γράμμα του, που έγραψε το 1073 στον Eboyly de Rossi δήλωνε καθαρά: ‘’ότι είναι πολύ καλύτερα για μια χώρα να παραμένει κάτω απ’ την κυριαρχία και την κατοχή του Ισλάμ, παρά να κυβερνάται από χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνται να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα του πάπα’’12. Κι από τότε, τα λόγια του πάπα Γρηγορίου έγιναν αρχή και αξίωμα ανάμεσα στο καθολικό ιερατείο και όλοι έκτοτε παραδέχονται, ότι είναι προτιμότερη η επικράτηση του Ισλάμ στην Ανατολή παρά η ύπαρξη χριστιανών, που δεν δέχονται να σκύψουν υποτακτικά τον αυχένα τους στον πάπα. Επομένως, κατά τον πάπα Νικόλαο, πενήντα Λατίνοι στρατιώτες είναι ίσως αρκετοί για την πραγμάτωση των σκοπών της αγίας Έδρας. Μια διμοιρία Λατίνων σπαθοφόρων είναι ‘’μέγα δείγμα’’ του απεριόριστου χριστιανικού ενδιαφέροντος της Δύσης και ‘’τρανή απόδειξη’’ της αμέριστης και ενεργού συμπαράστασης των χριστιανών της Ιταλίας κι ολόκληρης της Εσπερίας προς το χριστιανισμό της Κωνσταντινούπολης και της Ανατολής. Κατά τον Ισίδωρο, όμως, η δύναμη των πενήντα στρατιωτών ίσως να θεωρείται γελοία και ο ίδιος πιθανόν να ντρέπεται να εμφανιστεί στην Κωνσταντινούπολη σαν αντιπρόσωπος του πάπα κι ολόκληρου του καθολικού χριστιανισμού. Διαισθάνεται βαθιά στην ψυχή του τον εξευτελισμό και την ταπείνωση που θα νιώσει την ώρα που θα αποβιβάζεται στην άγια πόλη σαν αρχηγός της αποστελούμενης απ’ τη Δύση μιας διμοιρίας, σαν ενίσχυση προς την θανάσιμα κινδυνεύουσα Ανατολή. Γι’ αυτό και προσέγγισε στη Χίο με την ελπίδα, ότι θα συγκινήσει τις καρδιές των εκεί χριστιανών και θα μπορέσει να στρατολογήσει μερικούς ακόμα απ’ τους κατοίκους του νησιού, ώστε να μη γελοιοποιηθεί κατά την απόβασή του στην Κωνσταντινούπολη. Οι λίγοι αξιωματικοί που ακολουθούν τον καρδινάλιο, μέρες τώρα περιφέρονται στην πόλη και γυρίζουν στο νησί προσπαθώντας να στρατολογήσουν κι άλλους ικανούς για πόλεμο νησιώτες και να αυξήσουν το ένοπλο σώμα της ακολουθίας του Ισιδώρου. Μιλούν στο λαό όταν τους δίνεται η ευκαιρία, όπου κι αν τον συναντήσουν. Μέσα στα κρασοπωλεία, στους δρόμους, στις πλατείες, στις εκκλησίες. Πριν από μερικές μέρες, ένα απόβραδο, μέσα σ’ ένα χαμηλοτάβανο και πληκτικό καπηλειό, που βρισκόταν ξεκομμένο στην άκρη μιας πλατείας στη γειτονιά του λιμανιού, ένας Γενουάτης αξιωματικός, χωρίς να καλοδιακρίνεται απ’ τους καπνούς του ταμπάκου, τις αναθυμιάσεις του 12

Mijiatovic ‘’The Last Emperor Of The Greeks’’

Σελίδα

17. 98


κρασιού και τις ανάσες των πολυπληθών θαμώνων, που, λόγω της κακοκαιρίας, είχαν αφήσει τις δουλειές τους και συνωστίζονταν στα καφενεία, έλεγε με δυνατή φωνή σε μια ομάδα εργατών και ψαράδων που τον περιστοίχιζαν στο βάθος της αποπνιχτικής αίθουσας. -Ο άγιος ποντίφικας, ο πάπας Νικόλαος ο V, στέλνει τις ευλογίες του σε όλους σας εδώ στο νησί της Χίου και σ’ όλα τα γύρω νησιά του Αιγαίου. Υπογραμμίζει σ’ όλους τους χριστιανούς νησιώτες τον κίνδυνο που διατρέχει σήμερα η άγια πόλη της Ανατολής, η δοξασμένη Κωνσταντινούπολη, απ’ τους βάρβαρους κι άπιστους Τούρκους και σας καλεί να ταχθείτε στο πλευρό του και να ενώσετε και σεις τις προσπάθειές σας και τις δυνάμεις σας με τις δικές του, ώστε, προσερχόμενοι με προθυμία και θέληση κάτω απ’ την ένδοξη και αγία σημαία του, να δημιουργθεί ένας μεγάλος και αξιόλογος στρατός, του οποίου η δύναμη θα ματαιώσει κάθε απειλή των απίστων της Ανατολής και θα εξασφαλίσει τη ζωή, την ελευθερία και τη δόξα στην Κωνσταντινούπολη. Την ώρα αυτή, δυο-τρεις εργάτες, που ερχόταν από άλλο κρασοπωλείο, μπήκαν στη θολή κι αποπνιχτική αίθουσα, προχώρησαν στο βάθος της κι ενώθηκαν με τους ακροατές του Λατίνου αξιωματικού. Ένας απ’ αυτούς, τριανταπεντάρης περίπου, ψηλόκορμος κι αδύνατος, με στενά και κοντά ρούχα που φαινόταν πάνω του σαν ξένα και πρόσθεταν με τη μικρότητά τους περισσότερο ύψος στο μπόι του, με φουντωτά και μπερδεμένα μαλλιά, ακούγοντας τα λόγια αυτά του αξιωματικού και μισοζαλισμένος όπως ήταν απ’ το κρασί που είχε πιει ως τώρα, τον διέκοψε και με τη δυνατή φωνή του τον ρώτησε. -Τι άλλο στέλνει ο άγιος πάπας εκτός απ’ τις ευλογίες του; -Στέλνει την κατάρα του στους εχθρούς της Κωνσταντινούπολης. Απάντησε με ετοιμότητα ο αξιωματικός. -Καλά για τους εχθρούς, είπε ο μισομεθυσμένος εργάτης. Για τους φίλους τι άλλο στέλνει; Γι’ αυτούς που θα ταχθούν κάτω απ’ την αγία του σημαία δεν στέλνει τίποτα; Δεν προσφέρει τίποτα στους εθελοντές; Πρόσθεσε με απορία ο ξερακιανός άντρας και συνέχισε με γρηγορότερο ρυθμό, σα να βιαζόταν να πει ό,τι ήθελε, πριν τον διακόψει ο αξιωματικός με την απάντησή του. Πριν από λίγο, ήρθε στον καφενέ που είναι πιο κάτω κοντά στην προκυμαία ένας καθολικός καλόγερος. Μάλιστα, τον κεράσαμε και μια-δυο κούπες κρασί. Δε μας χάλασε το χατίρι. Το ήπιε και παίνεψε και τη φετινή σοδειά μας. Καλό ανθρωπάκι ο καλόγερος . . . Κι αυτός μίλησε στο καφενείο για στρατούς, για εκστρατείες, για κινδύνους της Κωνσταντινούπολης . . . για τη σωτηρία του αυτοκράτορα . . . για δόξα του χριστιανισμού . . . Τέτοια πράγματα . . . Καλό ανθρωπάκι . . . Με το ριχτό του ράσο και το φαλακρό του στην κορυφή κεφάλι , έμοιαζε σαν Κριτής ή σαν Προφήτης . . . Τον λέγανε μάλιστα και Αντώνιο . . . Με τη σχοινένια ζώνη στη μέση του έμοιαζε πραγματικά σαν προσωποποίηση αγίου. Ο εργάτης, ενώ έλεγε τις τελευταίες αυτές λέξεις, προσπάθησε, με μια κατάλληλη κίνηση του χεριού του και μια ιδιόμορφη έκφραση του 99


προσώπου του, να δείξει ότι τού ‘κανε καλή εντύπωση ο καλόγερος. Έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στους συγκεντρωμένους γύρω του, στηρίχτηκε στον ώμο του διπλανού του και, κοιτάζοντας κατάματα τον αξιωματικό, συνέχισε. -Ο Αντώνιο, λοιπόν, μας είπε ότι ο πάπας στέλνει σ’ όλους μας γενικά εδώ κι έκανε μια μεγάλη κυκλική κίνηση με το χέρι του, τα πιο καλά του χαιρετίσματα και τις πιο καλές του ευλογίες κι επιπλέον, σ’ όσους θα καταταγούν στο στρατό του, στέλνει και άφεση των αμαρτιών τους. -Μάλιστα, μάλιστα, είπε ο αξιωματικός µ’ ενθουσιασμό. Αυτό θα σας το έλεγα κι εγώ, αν δε με διέκοπτες, πρόσθεσε με γρηγοράδα. -Ο Αντώνιο, όμως, συνέχισε ο ψηλόκορμος άντρας, είχε μαζί του έτοιμα συγχωροχάρτια, που ήταν υπογραμμένα όλα απ’ το ίδιο το άγιο χέρι του μεγάλου ποντίφικα. Μας τα έδειξε κιόλας. Το μόνο που απόμενε ήταν να γραφτεί στο άδειο μέρος το όνομά σου, για να αλλάξουν τα πάντα. Όλες οι αμαρτίες συγχωρεμένες. Και μάλιστα, όχι με λόγια. Με χαρτιά επίσημα . . . Ο Αντώνιο . . . καλό ανθρωπάκι, με ρώτησε: ‘’Να γράψω σ’ ένα απ’ αυτά τ’ όνομά σου;’’ Έτοιμος ήμουνα να πω, γράφτο. Δεν ξέρω, όμως, τι με κράτησε και του είπα. Άσε να το σκεφτώ απόψε. Αύριο το πρωί το γράφεις. Ξημερώνοντας η καινούρια μέρα, γίνομαι κι εγώ καινούριος άνθρωπος. Και, γυρίζοντας προς τους θαμώνες που ήταν γύρω του, είπε. -Ξέρετε, δεν θέλω τέτοια σημαντικά γεγονότα να συμβαίνουν νύχτα. Γιατί, έτσι και το γράψει ο Αντώνιο, ο άγιος εκείνος καλόγερος, το ταπεινό κι αμαρτωλό όνομά μου στο άγιο κι ευλογημένο απ’ τον πάπα χαρτί του, έχω τον παράδεισο εξασφαλισμένο. Όλες οι πόρτες θα με περιμένουν ανοιχτές στον άλλο κόσμο. Κοντοστάθηκε για λίγο, έφερε το δάχτυλο του δεξιού του χεριού στο μεγάλο κι αναμαλλιασμένο κεφάλι του, σα να ήθελε να δείξει τη βαρύτητα της σκέψης του και συνέχισε. Αλλά, σάμπως κάτι να μού ‘λεγε μέσα μου, ότι μπορεί να βρω και κάτι καλύτερο. Άλλωστε, έτσι πρέπει να είναι. Αφού, όπως λέμε, πάντοτε υπάρχουν και χειρότερα, γιατί να μην υπάρχουν πάντοτε και καλύτερα; Ύστερα, αν ο Αντώνιο περιμένει και μια νύχτα ακόμα, πριν γράψει το όνομά μου στο άγιο χαρτί, δεν χάλασε ο κόσμος. Βέβαια, δεν ήθελα να περάσει ο αγαθός Αντώνιο μια ολόκληρη νύχτα αβεβαιότητας. Γι’ αυτό και, για να του εκφράσω την ανυστεροβουλία μου και τις καλές μου διαθέσεις για το άτομό του, του γέμισα ως επάνω την κούπα του κρασί. Ο καλός μου φίλος, ίσως για να με ευχαριστήσει ή για να δείξει ότι δεν έχει τίποτα εναντίον μου, την ήπιε μονορούφι και τώρα κοιμάται στον καφενέ,διπλωμένος στην καρέκλα του με το κεφάλι του γυρμένο στο τραπέζι. -Δε μου λες, αφεντικό, ρώτησε τον αξιωματικό ένας άλλος γεροδεμένος εργάτης με κουρεμένο κεφάλι, που είχε ριχτό στην πλάτη του ένα σχισμένο χιτώνιο Λατίνου στρατιώτη, δεν πληρώνει τίποτα ο

100


άγιος της Ρώμης στους εθελοντές στρατιώτες; Βλέπεις, έχουμε και οικογένειες. Γυναίκες, παιδιά να ταΐσουμε. -Βεβαίως πληρώνει, απάντησε με έμφαση ο αξιωματικός. Ο κάθε εθελοντής από σας θα πληρώνεται μισθό Λατίνου στρατιώτη. -Και το συγχωροχάρτι, συγχωροχάρτι; Ρώτησε με αγωνία και χαρά ένας τρίτος μικρόσωμος ξανθωπός άντρας, με αραιά μαλλιά και ξεθωριασμένα μάτια, που παρακολουθούσε με προσοχή κι ενδιαφέρον τη συζήτηση. -Βεβαίως, είπε ο αξιωματικός. Ο μισθός, μισθός κι εκείνο είναι άλλο πράγμα. Την ώρα εκείνη, ένας αξιωματικός της αστυνομίας μπήκε στην αίθουσα και προχώρησε με προσποιητή απάθεια προς τη μικρή ομήγυρη των ακροατών του Λατίνου αξιωματικού. Διέκρινε το γεροδεμένο άντρα με το στρατιωτικό χιτώνιο στην πλάτη και τους άλλους δυο φίλους του που στεκόταν δίπλα του και βιαστικός κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Για μια στιγμή, η ματιά του γεροδεμένου εργάτη διασταυρώθηκε με το βλέμμα του αστυνομικού. Ένα ρίγος ξαφνικό κι απότομο διέτρεξε ολόκληρο το σώμα του απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Κάτι το επικίνδυνο κι ανησυχητικό διέκρινε στο βλέμμα του αστυνομικού ο απλοϊκός αλλά έξυπνος εργάτης. Έσφιξε την καρδιά του και συγκράτησε τον εαυτό του, όσο πιο ψύχραιμα µπορούσε, για να μην εξωτερικέψει την ταραχή που τον συντάραζε απ’ τον κίνδυνο που ένιωθε να πλησιάζει τώρα με σταθερά και σίγουρα πια βήματα τους δυο φίλους του κι αυτόν. Προσποιούμενος πως δεν είδε καθόλου τον αστυνομικό, γύρισε βιαστικά προς το μέρος του Λατίνου αξιωματικού και με δυνατό τόνο στη φωνή του, για ν’ ακουστεί καθαρά γύρω του, φώναξε. -Αφού είναι έτσι, γράψε το θηρίο αυτό στα κατάστοιχα του στρατού σας. Έχει μικρό σώμα αλλά μεγάλη οικογένεια κι οπωσδήποτε θα έχει ανάγκη απ’ το μισθό του στρατιώτη. Και λέγοντας αυτά, έσπρωξε ελαφρά προς τα εμπρός τον κοντόσωμο ξανθωπό εργάτη. Όσο για το συγχωροχάρτι, συνέχισε πειραχτικά, δεν πιστεύω να το έχει ανάγκη. Η μεγάλη του οικογένεια και οι πολλές του φροντίδες δεν του δίνουν καιρό να αμαρτήσει. Ο μικρόσωμος οικογενειάρχης, σπρωγμένος απ’ το δυνατό χέρι του φίλου του, έκανε δυο-τρία ακανόνιστα βήματα μπροστά κι έμεινε εκεί σαν αποσβολωμένος, χτυπημένος από κάποιο δυνατό τρακ που του προξενούσαν οι ξαφνικές κι ανεξήγητες ενέργειες του φίλου του και τα παράξενα και σκοπτικά γέλια των άλλων θαμώνων του μαγαζιού. Ο αστυνομικός, που είχε στο μεταξύ πλησιάσει στην ομήγυρη, κοντοστάθηκε για λίγο, κοίταξε περίεργα κι ερωτηματικά τον ξαφνιασμένο κοντόξανθο υποψήφιο στρατιώτη, έριξε και μια γρήγορη ματιά στους δυο φίλους του και, καθώς περνούσε από κοντά τους, ψιθύρισε κουνώντας αργά το κεφάλι του. -Ίσως είναι καλύτερα για σας στο στρατό παρά στη φυλακή. Έμεινε για λίγο διστακτικός στη θέση του και μετά, χωρίς να πει λέξη, συνέχισε με αργό βήμα το γύρο του μαγαζιού και, φθάνοντας στην

101


πόρτα, δρασκέλισε το κατώφλι της, βγήκε στο δρόμο και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Ο γεροδεμένος εργάτης, που αδιάκοπα λοξοκοιτούσε τον αστυνομικό κι άκουσε τα λόγια του, όταν τον είδε να βγαίνει απ’ το καπηλειό, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και χαράς και χτύπησε με ικανοποίηση στην πλάτη τον ψηλόκορμο φίλο του. Κάτι ήταν έτοιμος να του ψιθυρίσει στο αφτί, αλλά εκείνος τού ‘κλεισε πονηρά το μάτι, σα να τού ‘λεγε: ‘’Έννοια σου και δε μου ξέφυγε τίποτα.’’ Τη βουβή συνεννόηση των δυο φίλων διέκοψε η φωνή του αξιωματικού, ο οποίος στραμμένος προς το μέρος του τον ρώτησε. -Γιατί δεν κατατάσσεσαι και συ στο στρατό του πάπα και μόνο προτρέπεις τους άλλους; -Δεν προτρέπω κανέναν, απάντησε σοβαρά ο εργάτης. Απλώς υποδεικνύω σ’ ένα φτωχό οικογενειάρχη κάποιο τρόπο, να θρέψει τα παιδιά του. Όσο για μένα, αν καταταγώ, θα το κάνω περισσότερο για το συγχωροχάρτι παρά για το μισθό. Ένας είμαι και εργένης και δεν έχω ανάγκη από τροφή, γιατί δεν τρώω. Μόνο πίνω, πρόσθεσε με καταφανή φαιδρότητα στο στρογγυλωπό του πρόσωπο ο δυνατός άντρας και συνέχισε. Έτσι, μια που δεν ξοδεύω χρόνο ούτε και για φαγητό, έχω αρκετό στη διάθεσή μου για να αμαρτάνω. Γι’ αυτό λοιπόν, αν θά ‘ρθω μαζί σας, θα το κάνω μόνο και μόνο για το συγχωροχάρτι. Δεν είναι και λίγο πράγμα! Άλλοι πληρώνουν ακριβά. Ολόκληρες περιουσίες, για ν’ αποχτήσουν το χαρτί αυτό με την άγια υπογραφή του πάπα και μας εδώ μας δίνεται η ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε με μια μονοκονδυλιά μια ζωή ολόκληρη. Ολόκληρο παρελθόν. Και τι παρελθόν! Σκούρο. Μελαχρινό. Ίσως κατάμαυρο. Και να αγνοήσουμε την προσφορά! Να χάσουμε την ευκαιρία! Το πράγμα είναι σοβαρό και ξεκάθαρο. Δεν θέλει συζήτηση. Ο εργάτης συνέχισε να μιλά με το ίδιο ύφος, ενώ ο αξιωματικός τον άκουγε, άλλοτε µ’ ευχαρίστηση κι άλλοτε με δυστροπία και συγκρατημένο θυμό. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά, αν ο απλός αυτός άνθρωπος μιλούσε σοβαρά και πίστευε πραγματικά στα όσα έλεγε ή αν ειρωνευόταν και κορόιδευε την όλη προσπάθεια του πάπα. Ερχόταν στιγμές, που ήθελε να τον σταματήσει και να τον πετάξει έξω απ’ την αίθουσα ή να τον συλάβει και να τον κλείσει στην πιο σκοτεινή φυλακή. Κι ερχόταν πάλι στιγμές, που πραγματικά παρακαλούσε από μέσα του να μη σταματήσει ποτέ τα λόγια του ο παράξενος κι απλοϊκός εκείνος εργάτης. Γιατί, τα λόγια του αυτά, αστεία ή σοβαρά, πραγματικά ή ειρωνικά, τόνωναν το ενδιαφέρον των άλλων θαμώνων του καπηλειού κι αύξαναν τον κύκλο των ακροατών του. Έτσι, αυξάνονταν κι οι πιθανότητες επιτυχίας της αποστολής του και δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία που του παρουσιάζονταν, για να αυξηθεί ο αριθμός των αντρών που θα είχε αύριο στις διαταγές του. Αν το τμήμα του μεγάλωνε αρκετά, θα μεγάλωναν ανάλογα και τα γαλόνια τα δικά του κι η ιδέα της προαγωγής τον έκανε συγκρατημένο και ανεκτικό. Ο γεροδεμένος εργάτης εύκολα διέκρινε την υποχωρητικότητα αυτή του αξιωματικού και διέγνωσε με ακρίβεια τους λόγους της πρωτοφανούς

102


αυτής ανεκτικότητάς του και, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν, συνέχισε. -Πολύ θα ήθελα να καταταγώ κι εγώ στο στρατό σας αλλά δεν θέλω να προσβάλω τον πάπα και τη Δύση. -Τι εννοείς µ’ αυτό; Ρώτησε παραξενεμένος και κάπως θυμωμένος ο αξιωματικός. -Να, είπε με απλό ύφος ο εργάτης. Ολόκληρος πάπας, µ’ όλα τα χριστιανικά κράτη της Δύσης στο πλευρό του, στέλνει πενήντα στρατιώτες στην Κωνσταντινούπολη! Αν καταταγώ κι εγώ θα γίνουμε δυο απ’ τη Χίο, μια και κατατάχτηκε ο φίλος από εδώ κι έδειξε το μιικρόσωμο και ξεθωριασμένο άντρα, που ακόμα στεκόταν σαστισμένος δυο-τρία βήματα πιο μπροστά απ’ τους άλλους. Τότε, το ποσοστό του νησιού μας, σε αναλογία με την έκταση και τον πληθυσμό του, θα είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ το ποσοστό της συμμετοχής του πάπα και των βασιλιάδων της Δύσης και δεν θέλω να γίνω εγώ αιτία να θιγεί το φιλότιμο κανενός απ’ τους πονετικούς και μεγαλόκαρδους αυτούς άρχοντες, ούτε και να κακοκαρδιστεί κανένας απ’ τους μεγάλους Λατίνους χριστιανούς, τους πραγματικά πιστούς τηρητές των λόγων του Θεού. Με τα τελευταία αυτά λόγια του αθυρόστομου νησιώτη θύμωσε ο αξιωματικός του πάπα, αλλά συγκράτησε τα νεύρα του και πάλι περιορίστηκε στο να ενώσει κι αυτός το προσποιητό του χαμόγελο με τα τρανταχτά γέλια των άλλων και να προσθέσει ανδεικτικά. -Δεν πειράζει. Δεν πειράζει. Ποιος προσέχει τώρα ποσοστά κι αναλογίες. Εδώ προσπαθούμε όλοι μας να σώσουμε την Κωνσταντινούπολη που κινδυνεύει. -Αν είναι έτσι, φώναξε πρόθυμα ο ξερακιανός εργάτης με τα στενά ρούχα και τα φουντωτά μαλλιά, έρχομαι κι εγώ μαζί σας. Ντύνομαι κι εγώ στρατιώτης. Με τη διαφορά, όμως, ότι εγώ θα πάω στην Κωνσταντινούπολη πρώτα για τη σωτηρία της άγιας Πόλης κι ύστερα για τις άλλες προσφορές. Εγώ ενεργώ πάντα κατά συνείδηση. Ποτέ δεν έκανα κάτι με υπολογισμούς. Υπολόγιζα να καταταγώ μέρα. Υπολόγιζα να μην κακοκαρδίσω το φίλο μου Αντώνιο. Υπολόγιζα να μην αλλάξω σωτήρα και να πάρω συγχωροχάρτι απ’ αυτόν. Αλλά, όπως σας είπα, οι υπολογισμοί μου δεν βγαίνουν ποτέ. Εκείνο που συνήθως πάντοτε πετυχαίνει είναι ό,τι κάνω κατά συνείδηση και με αυθορμητισμό. Όχι με σχέδια και υπολογισμούς. -Τότε γράφομαι κι εγώ κι έρχομαι μαζί σας, είπε ο γεροδεμένος εργάτης που στεκόταν δίπλα στον ξερακιανό μισοζαλισμένο φίλο του και τον συγκρατούσε με τον ώμο του, υποβαστάζοντάς τον έτσι, ώστε να στέκεται στα πόδια του. Εμείς κι οι τρεις, συνέχισε κι έδειξε με μια κίνηση του χεριού του προς τους άλλους δυο φίλους του, μαζί γυρίζουμε άνεργοι ή δουλεύουμε όταν έχει δουλειά, μαζί πίνουμε κρασί και ξενυχτάμε και μαζί συναντάμε τη χαρά ή αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο. Μια που είμαστε μαζί στη φθορά και στην αμαρτία, συνέχισε γελώντας, ας πάμε μαζί και στην εξιλέωση και στη σωτηρία. Ο αξιωματικός χάρηκε για την τριπλή αυτή επιτυχία του και βιαστικός τράβηξε την καρέκλα του και κάθισε δίπλα στο τραπέζι που 103


ήταν κοντά του. Παραμέρισε κάπως τις κούπες και τα μισόγιομα κανάτια του κρασιού κι άνοιξε έτσι τόπο για τα χαρτιά του. Τα άπλωσε φαρδιάπλατιά μπροστά του, έτσι που να φαίνονται καθαρά από παντού τα διακριτικά του πάπα και οι μεγάλοι σταυροί της αγίας Έδρας. Τα ξεφύλλισε για λίγο, έψαξε ανάμεσά τους και τράβηξε πάνω-πάνω το χαρτί που ζητούσε. Πήρε θεαματικά την πένα στο χέρι του κι ήταν έτοιμος να γράψει τους ‘’νεοσωθέντες’’ στα κατάστιχά του. -Πριν γράψεις τα ονόματά μας στα χαρτιά σου και πριν γίνουμε επίσημα στρατιώτες σου, θα σου ζητήσουμε μια χάρη, είπε ο γεροδεμένος άντρας. Ο αξιωματικός συγκράτησε την πένα του, σήκωσε ξαφνιασμένος το βλέμμα του απ’ τα χαρτιά και τους κοίταξε περίεργος κι ενοχλημένος. Πριν προλάβει, όμως, να πει λέξη, συνέχισε ο γεροδεμένος εργάτης. -Αν γίνεται, την ώρα που θα μπαίνουμε στο πλοίο για την Κωνσταντινούπολη, να δώσεις και τους δυο μισθούς μας κι αν μπορείς και περισσότερους, στη γυναίκα του μικρού μας φίλου. Κι απλώνοντας το βαρύ του χέρι, αγκάλιασε τον κοντόσωμο άντρα απ’ τον ώμο και τον τράβηξε κοντά του. Τον έσφιξε πάνω του φιλικά και του χαμογέλασε με καλοσύνη. Ο αξιωματικός είπε ένα βιαστικό ‘’γίνεται, γίνεται’’ κι έσκυψε πάνω στα χαρτιά του με την πένα του στο χέρι. Η κακοκαιρία κράτησε μέρες κι ανάγκασε τον Ισίδωρο να παραμείνει στο νησί πολύ περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζε. Το εμπόδιο αυτό έγινε αιτία, ώστε να στρατολογηθούν περισσότεροι νησιώτες κι η διμοιρία του καρδιναλίου να γίνει λόχος. Η δύναμη τώρα που θα πήγαινε να σώσει την Κωνσταντινούπολη απ’ την καταστροφή έφτανε τους διακόσιους άντρες. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, όσον καιρό έμεινε στη Χίο, συσκέπτονταν διαρκώς με τον αρχιεπίσκοπο του νησιού Λεονάρδο. Οι δυο ιεράρχες προσπαθούσαν μαζί να βρουν τον καλύτερο τρόπο, για την αντιπετώπιση και την εξουδετέρωση της τουρκικής απειλής. Και δεν σκέφτονταν μόνο για την Κωνσταντινούπολη αλλά και γι’ αυτά ακόμα τα νησιά του Αιγαίου και την ίδια τη Χίο, γιατί το θράσος των Τούρκων τελευταία είχε κορυφωθεί κι ο πολυάριθμος στόλος του Μωάμεθ όργωνε τις θάλασσες και ισοπέδωνε κι ερήμωνε στο πέρασμά του τις ακτές που δεν ανήκαν σ’ αυτόν. Το πράγμα γινόταν δυσκολότερο και η κατάσταση για το νησί κρισιμότερη τώρα που επρόκειτο να φύγει κι ο Λεονάρδος απ’ αυτό και ν’ ακολουθήσει τον Ισίδωρο στην Κωνσταντινούπολη. Η παρουσία του στη βασιλεύουσα κρίνονταν απ’ τον Ισίδωρο κι απ’ τον πάπα απαραίτητη, γιατί ο καρδινάλιος είχε ανάγκη από κάθε συμπαράσταση φιλολατίνων κληρικών στην Κωνσταντινούπολη, όπου επρόκειτο να αντιμετωπίσει, συγκεκριμένα και χωρίς περιστροφές πλέον, τη γνωστή ως τώρα αδιαλλαξία κι επίμονη ακαμψία των ορθοδόξων της Ανατολής στους σκοπούς και στις επιδιώξεις του πάπα.

104


Οι δυο ιεράρχες αντάλλαζαν γνώμες κι έψαχναν να βρουν τον προσφορότερο και τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο προσέγγισης των ορθοδόξων, μόλις θα έφταναν στην Κωνσταντινούπολη. Βέβαια, είχαν τους υποστηριχτές τους εκεί, αλλά οι εχθροί τους στην Πόλη ήταν περισσότεροι και ισχυρότεροι. Γι’ αυτό και πονοκεφάλιαζαν, συσκέπτονταν και εξήταζαν τα πράγματα απ’ την κάθε τους πλευρά. Ο σκοπός τους δεν ήταν μόνο να σώσουν την Κωνσταντινούπολη απ’ τους Τούρκους. Ήταν να την φέρουν και κοντά στη Ρώμη. Μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας του πάπα, αν ήταν δυνατόν. Σε μια τέτοια σύσκεψη, βρήκε τους δυο ιεράρχες ο Γενουάτης καπετάνιος της παπικής γαλέρας, όταν ήρθε στο αρχιεπισκοπικό κτίριο, για να ανακοινώσει στον καρδινάλιο, ότι ο καιρός άρχισε να καλμάρει κι ότι, σε μια-δυο μέρες το πολύ, θα μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους για την Κωνσταντινούπολη. Ο Ισίδωρος ξαφνιάστηκε πραγματικά απ’ τα λόγια του καπετάνιου και, μη μπορώντας να συγκρατήσει το ξάφνιασμά του αυτό, ρώτησε µ’ έκδηλη απορία τον ηλιοκαμένο ναυτικό. -Μα έξω ο αέρας λυσσομανά κι η θάλασσα κατάμαυρη και μανιασμένη ξερνάει αφρούς και μουγκρίζει ασταμάτητα. Πώς είναι δυνατόν, τόσο σύντομα να αποβάλει όλη τη φρικτή της δύναμη και μανία, να περιμαζέψει τα άγρια και λυσσασμένα κύματά της και ήρεμη και γαλήνια να κάνει τόπο στο μικρό κι αδύναμο καράβι μας για να συνεχίσει το δρόμο του; Και, πριν προλάβει ν’ απαντήσει ο καπετάνιος, ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος με την ίδια απορία συμπλήρωσε. -Ο αέρας, αντί να ελαττώνεται δυναμώνει περισσότερο. Σήμερα μάλιστα, έχει τέτοια ορμή και σφυρίζει τόσο άγρια, που νομίζεις πως τό ‘βαλε πείσμα και προσπαθεί ν’ αναποδογυρίσει ολόκληρο το νησί. -Εκείνο που ξέρουμε εμείς οι ναυτικοί, είπε με ήρεμο αλλά σταθερό τόνο στη φωνή του ο καπετάνιος, είναι τα μυστικά της θάλασσας και του αέρα. Πολλές φορές, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με λέξεις την αναμενόμενη μεταβολή του καιρού, ούτε στον ίδιο τον εαυτό μας. Την βλέπουμε, όμως, την αισθανόμαστε, την νιώθουμε μέσα στο είναι μας την αλλαγή. Και την διακρίνουμε αλάνθαστα κι ολοκάθαρη σαν φωτεινό όραμα. Έχουμε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στο αισθητήριό μας αυτό, που με σιγουριά ξεκαθαρίζει στο μυαλό μας τα σημάδια της φύσης και μας προλέγει με βεβαιότητα, αν ο καιρός πάει προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Και πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην ανεξήγητη αυτή διαίσθησή μας, γιατί απ’ αυτή εξαρτάται η σωτηρία του πλοίου μας και η ίδια η ζωή μας. Ειδοποιημένος λοιπόν κι εγώ απ’ την ανεξήγητη αυτή διαίσθησή μου, σας ειδοποιώ και σας, να ετοιμάζεστε γρήγορα, γιατί, σε μια ή δυο μέρες το πολύ, θ’ ανοίξουμε πανιά. Αν δεν αναγκάζει την αγιοσύνη σας τίποτα άλλο εκτός απ’ τον καιρό να παρατείνετε την παραμονή σας στη Χίο, καταπιαστείτε με τις προετοιμασίες σας για τη συνέχιση του ταξιδιού μας. Οι δυο ιεράρχες αλληλοκοιτάχτηκαν με απορία κι έστρεψαν κι οι δυο ταυτόχρονα τα γεμάτα αμφιβολία βλέμματά τους προς τον καπετάνιο. 105


Ο καπετάνιος, χωρίς να τους δώσει καιρό να συνέλθουν και να εκδηλώσουν με λόγια για δεύτερη φορά τη δυσπιστία τους, είπε. -Αφήστε να κατέχουμε και μεις οι ναυτικοί τουλάχιστον τα μυστικά της θάλασσας και των αέρηδων. Κι ενώ υποκλινόταν να φύγει απ’ την αίθουσα, έδωσε ένα φωτεινότερο τόνο στο βλέμμα του και πρόσθεσε με χαμόγελο. -Έχετε εμπιστοσύνη στον καπετάνιο σας κι ετοιμάζεστε. Πραγματικά, τη νύχτα ο αέρας κόπασε και το μουγκριτό των κυμάτων άσβησε. Το πρωί, η άγρια μαυρίλα, που επί τόσες μέρες τύλιγε τα πάντα, είχε χαθεί απ’ τον ορίζοντα και ο βαρύς και μολυβένιος ουρανός είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει το χρώμα του. Το χάος της θάλασσας είχε κλείσει και τα υδάτινα βουνά της είχαν ισοπεδωθεί. Το νησί ξαναστάθηκε στα πόδια του και η ζωή ξανάρχισε και πάλι να δείχνει έντονα τα σημάδια της πάνω σ’ αυτό. Ο κόσμος όλος ξαναζωντάνεψε κι οι κάτοικοι κυκλοφορούσαν με ανακούφιση στους δρόμους ή έτρεχαν βιαστικοί εδώ και κει, για να διαπιστώσουν με καταφανή έκπληξη και στενοχώρια τ’ αχνάρια που χάραξαν βαθιά στη ράχη του νησιού τους τ’ αγριεμένα στοιχειά της φύσης στο μανιασμένο πέρασμά τους. Οι άνθρωποι διαπίστωναν τη μικρότητά τους, καθώς παρατηρούσαν με δέος τα ξεριζωμένα δέντρα, τα σαρωμένα σπίτια και τις άλλες καταστροφές του αέρα ή τις βαθιές ανασκαφές, τις απίστευτες ισοπεδώσεις και τις τρομαχτικές παραμορφώσεις που έκαναν στη χιώτικη γη τα τεράστια κι ορμητικά κύματα, καθώς χτυπούσαν ασταμάτητα με τους αφρισμένους όγκους τους επί τόσες μέρες τις ήμερες και όμορφες οκρογιαλιές. Το απόγευμα, η προκυμαία ήταν γεμάτη κόσμο. Η μεγάλη γενουάτικη γαλέρα φόρτωνε κι ετοιμάζονταν με βιασύνη για να φύγει. Τα βίντσια του καραβιού ανέβαζαν ασταμάτητα κιβώτια, κοφίνια, τσουβάλια κι άλλα δέματα στο κατάστρωμα, τα οποία βιαστικοί ναύτες κατέβαζαν µ’ άλλα βίντσια στην κοιλιά του πλοίου και τα τοποθετούσαν προσεχτικά και με τη σειρά στο βάθος των αμπαριών. Ο καπετάνιος γύριζε ανήσυχος, πότε στη μια άκρη του πλοίου και πότε στην άλλη κι ακούραστος πρωτοστατούσε κι επέβλεπε στο φόρτωμα και στις προετοιμασίες του καραβιού. Αργά το βράδυ, μπήκαν στο πλοίο οι δυο ιεράρχες, ο Ισίδωρος κι ο Λεονάρδος με τις ακολουθίες τους και τελευταίοι ανέβηκαν οι διακόσιοι στρατιώτες του καρδιναλίου και πήραν τις θέσεις τους γύρω-γύρω στο κατάστρωμα. Οι πολύχρωμες στολές τους και τα παράξενα και ποικίλα όπλα τους έδιναν μια ιδιότροπη όψη στη σκούρη γαλέρα. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν τρεις λατινοντυμένοι στρατιώτες. Ένας ψηλόκορμος ξερακιανός καστανομάτης με φουντωτά μαλλιά και πυκνά φρύδια, οπλισμένος με μακρύ ακόντιο, κοντό ξίφος και στρογγυλή ασπίδα, η οποία, μπροστά στο ύψος του κορμιού του, φαινόταν μικροσκοπική και τιποτένια, χωρίς να μπορεί να καλύψει και να προστατέψει ούτε το ένα τέταρτο του σώματός του. Ένας γεροδεμένος μελαχρινός με κανονικό ανάστημα, φαρδιούς ώμους και τετράγωνο σώμα που έδινε την εντύπωση παλαιστή, με μαύρα γυαλιστερά μάτια και κουρεμένο κεφάλι, έφερε αλυσιδωτό θώρακα, 106


σιδερένιο κράνος και βαριά στενόμακρη ασπίδα. Στη μέση του κρεμόταν απ’ τη φαρδιά ζώνη του ένα μεγάλο και βαρύ σπαθί με γυαλιστερή λαβή και ελαφρά καμπυλωτή λεπίδα. Κι ένας κοντός και μικροκαμωμένος τοξότης, με αραιά ξανθωπά μαλλιά και γαλανά ξεθωριασμένα μάτια. Στο κεφάλι του φορούσε ελαφρό κράνος που έμοιαζε με σκούφο και στην πλάτη του κουβαλούσε, περασμένη απ’ τον ώμο του, μια τριμμένη δερμάτινη φαρέτρα γεμάτη βέλη. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα παλιό φρεσκοδιορθωμένο τόξο με καινούρια χορδή από στριμμένα νεύρα βοδιού και γυαλιστερή λαβή από κοκκινωπό δέρμα ζώου, ενώ με το άλλο χαιρετούσε προς τη στεριά ή σκούπιζε κάθε τόσο τα δακρυσμένα μάτια του. Η παράξενη συντροφιά των τριών στρατιωτών, με την ανομοιομορφία της και τη χτυπητή παραξενιά της, τραβούσε τα βλέμματα όλων και προξενούσε το μειδίαμα των άλλων. Σχεδόν όλη τη νύχτα, ο κόσμος κατέκλυζε την παραλία. Αποχαιρετούσε τους δικούς του, που νεοστρατολογημένοι έφευγαν για την Κωνσταντινούπολη και κατευόδωναν το χοντρόσκαρο καράβι. Όσο, όμως, προχωρούσε η νύχτα, τόσο ο κόσμος αραίωνε στην προκυμαία. Κατά τα ξημερώματα το πλοίο ξανοίχτηκε απ’ το λιμάνι, άνοιξε τα πανιά του κι έβαλε πλώρη προς βορράν. Γρήγορα χάθηκε απ’ τα μάτια των τριών φίλων το λιμάνι της Χίου και μαζί µ’ αυτό μια γυναίκα τριγυρισμένη από τέσσερα μικρά παιδιά, που, παρ’ όλο το κρύο της αυγής και τ’ αγιάζι της θάλασσας, έμενε καρφωμένη στη θέση της στην άκρη του γιαλού, κουνώντας απαρηγόρητη το μαντίλι της. Το απόγευμα, η γενουάτικη γαλέρα έφτασε στη Λέσβο και την άλλη μέρα άφησε τα ήσυχα νερά του νησιού της Σαπφούς και τράβηξε για τα Δαρδανέλια. Γρήγορα χάθηκαν πίσω της μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας οι ακτές και τα βουνά της Λέσβου και φάνηκαν καθαρά στο δεξιό μέρος του ορίζοντα οι ακτές της Μ. Ασίας. Οι στρατιώτες και όσοι από το πλήρωμα δεν είχαν βάρδια, καθισμένοι στο κατάστρωμα ή γερμένοι στις κουπαστές, αγνάντευαν τα πλάτη του Αιγαίου και παρατηρούσαν με περιέργεια τις μακρινές παραλίες. Κατά το απομεσήμερο, μια παρέα στρατιώτες, καθισμένοι στο πίσω κατάστρωμα της γαλέρας, παρακολουθούσαν σιωπηλοί τις δαντελωτές ακτές, που, άλλοτε διακρίνονταν καθαρά κι άλλοτε χάνοντας στο βάθος του ορίζοντα. Όλοι τους ήταν αμίλητοι και σκεφτικοί. Νόμιζε κανείς, πως όλοι μαζί σκέφτονταν το ίδιο πράγμα και όλοι μαζί ανάδευαν στο μυαλό τους τα ίδια περασμένα. Το καράβι βρισκόταν απέναντι απ’ τα μέρη της αρχαίας Τροίας κι έσχιζε περήφανο και με γρηγοράδα τη θάλασσα. Δυο παχιές γραμμές από πυκνούς αφρούς έτρεχαν πίσω του. Οι αφρισμένες γραμμές, αν τις παρακολουθούσες για λίγο, σου έδιναν την εντύπωση ότι το πλοίο έμενε σταθερό κι ακίνητο στη θέση του κι ότι αυτές έτρεχαν ακράτητες, με μεγάλη ταχύτητα σα δαιμονισμένες προς τα πίσω. Βιάζονταν να φύγουν μακριά απ’ το πλοίο, να απομακρυνθούν στο πέλαγος και να χαθούν στον 107


ορίζοντα. Οι δυο αλυσίδες των αφρών, όσο πιο μακριά έφευγαν απ’ το σκάφος, τόσο πιο πολύ αποχωρίζονταν μεταξύ τους και τόσο περισσότερο ξεμάκραιναν η μια απ’ την άλλη κι έσβηναν στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Την ασταμάτητη αυτή απομάκρυνση των δυο υδάτινων γραμμών και το σβήσιμο των αφρών τους στην ανοιχτή θάλασσα παρακολουθούσε σιωπηλός ο κοντόξανθος τοξότης, γερμένος στην κουπαστή και κάθε τόσο αναστέναζε και σκούπιζε τα μάτια του. Ίσως να παρέβαλε τις δυο αφρισμένες γραμμές με την οικογένειά του, που άφησε πίσω στη Χίο και τον εαυτό του, που έφευγε τώρα γρήγορα απ’ αυτή και χάνονταν στις μακρινές θάλασσες της Πόλης. Το γεμάτο θλίψη ρεμβασμό και τη βαθιά σιωπή των στρατιωτών διέκοψε η φωνή ενός γεροδεμένου μελαχρινού στρατιώτη με μαύρα μάτια και κουρεμένο κεφάλι. Ο μελαχρινός στρατιώτης, σα να διάβασε τις σκέψεις του μικρόσωμου ξανθού φίλου του και να κατάλαβε το δράμα της ψυχής του, θέλησε να διαλύσει τη ζοφερότητα που είχε κυριέψει την καρδιά του και να δώσει άλλο τόνο στην ατμόσφαιρα του καταστρώματος. Γι’ αυτό, πετάχτηκε όρθιος και, δείχνοντας προς τα μέρη της Μ. Ασίας, είπε στους συντρόφους του δυνατά. -Βλέπετε τα απέναντι υψώματα; Κάπου εκεί στο βάθος ήταν η πόλη της αρχαίας Τροίας. Τα νερά αυτά διέσχισαν και οι γιοι του Ατρέα, ο Αγαμέμνονας με το Μενέλαο, μαζί με τον Αχιλλέα, τον Οδυσσέα, το Διομήδη, τον Πάτροκλο, το Μηριόνη κι άλλους ξακουστούς βασιλιάδες κι αρχοντόπουλα, όταν, πολλούς αιώνες πριν, ήρθαν εδώ με τους στρατούς τους, για να τιμωρήσουν τους άρπαγες Τρώες και να ξεπλύνουν τη ντροπή και το στίγμα που τους κόλλησε ο Πάρης, όταν, παραβαίνοντας τους ορισμούς των Θεών και καταπατώντας τους νόμους των ανθρώπων, άρπαξε την ωραία Ελένη, τη γυναίκα του βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαου και την έφερε στην Τροία. Όλοι οι στρατιώτες, στο άκουσμα των λόγων αυτών του συναδέλφου τους, ξέφυγαν απ’ τις βαριές σκέψεις τους και συνήλθαν απ’ τους ζοφερούς ρεμβασμούς τους. Ανακάθισαν σαν ηλεκτρισμένοι στις θέσεις τους και προσπάθησαν γρήγορα να ξαναβρούν τον εαυτό τους. Η απροσδόκητη και διαπεραστική φωνή του φίλου τους τους έκανε να φαίνονται σα να είχαν ξυπνήσει ξαφνικά από ένα βαθύ ύπνο. Η ελαφρά ταραγμένη όψη τους και οι ανεπαίσθητες στιγμιαίες αλλά αυθόρμητες συσπάσεις των προσώπων τους έδειχναν καθαρά, πως μόλις είχαν ξαναγυρίσει από κάποια μακρινή περιοδεία, από έναν κουραστικό περίπατο στα βάθη ενός άγνωστου και φανταστικού κόσμου, στου οποίου τα στενά περάσματα ή τα αχανή πλάτη περιπλανιόταν ως τώρα αχαλίνωτες κι ελεύθερες οι σκέψεις τους. Κοίταξαν βιαστικοί το συνάδελφό τους κι έστρεψαν επίμονα τα βλέμματά τους μακριά στις ακτές, σα να ήθελαν, όχι μόνο να διακρίνουν τις παραλίες και τα υψώματα της αρχαίας Τροίας, αλλά και να δουν μπροστά τους ολοζώντανη την αρχαία πόλη με τους ξακουστούς κατοίκους της και τους δοξασμένους άρχοντές της, το σεβαστό Πρίαμο, τον πολεμόχαρο Έκτορα, το σεμνό Αινεία.

108


-Στις ακτές αυτές, συνέχισε ο γεροδεμένος στρατιώτης, άραξαν τα αργίτικα καράβια κι εδώ έφτασε κι αποβιβάστηκε πρώτος στη στεριά και πρώτος απ’ τους Αργίτες πάτησε τ’ άγνωστα χώματα της Τροίας ο Πρωτεσίλαος, ο αρχηγός των Θεσσαλών. Εκεί, στα υψώματα αυτά, συνέχισε ο στρατιώτης κι έδειξε μακριά με το χέρι του προς τη Μ. Ασία, τον πολύ παλιό καιρό υπήρχε ένα πελώριο και ισχυρό τείχος που προστάτευε την ξακουσμένη πόλη του μεγάλου θεού Δία, την Τροία. Το τείχος αυτό ήταν αδιάβλητο κι απροσπέλαστο απ’ τους ανθρώπους, γιατί δεν είχε χτιστεί από χέρια θνητών. Το είχαν χτίσει οι ίδιοι οι θεοί με τα θεϊκά τους χέρια. Την εποχή εκείνη, πολύ πριν απ’ τον Τρωικό πόλεμο, βασιλιάς της Τροίας ήταν ο Λαομέδοντας. Ο Λαομέδοντας ήταν καλός και δίκαιος βασιλιάς και προπαντός υπάκουος στους θεούς και υμνητής του Δία. Ο πατέρας των θεών, ο παντοδύναμος βροντοσείστης, είχε δει το σεβασμό του Λαομέδοντα κι είχε προσέξει τις τακτικές και πλούσιες θυσίες και την αφθονία των σφαγείων που συχνά έκαιγε στους βωμούς προς τιμή του ο βασιλιάς, γι’ αυτό και πάντοτε προστάτευε την πόλη του και φύλαγε το λαό της, οδηγώντας τον στην πρόοδο και στην ευημερία. Κάποτε, τα πράγματα στον Όλυμπο δεν πήγαιναν και τόσο καλά κι οι θεοί άρχισαν να μαλώνουν και ν’ αλληλοτρώγονται. Ο μεγάλος Δίας, ο πατέρας τους, θέλησε να επιβάλει την τάξη ανάμεσα στους θεούς και τιμώρησε παραδειγματικά τους ταραχοποιούς και τους πρωταίτιους των διενέξεων και των προστριβών που είχαν ξεσπάσει μέσα στα θεϊκά παλάτια. Ένοχοι κρίθηκαν ο Ποσειδώνας κι ο Απόλλωνας κι ο οργισμένος Δίας, ίσως ύστερ’ από υπόδειξη της Ήρας, τους διέταξε να πάνε στην Τροία και να μπουν στην υπηρεσία του Λαομέδοντα, με την εντολή να κάνουν πάντοτε και χωρίς αντίρρηση ό,τι τους διατάξει ο θνητός εκείνος βασιλιάς. Οι τιμωρημένοι θεοί έφυγαν αμέσως απ’ τον Όλυμπο κι ήρθαν στη μακρινή Τροία, όπου και παρουσιάστηκαν στο Λαομέδοντα. Αυτός, οδηγημένος κατάλληλα απ’ το Δία, διέταξε το μεν Ποσειδώνα να του χτίσει ένα μεγάλο και απρόσβλητο τείχος για να προστατεύεται η πόλη απ’ τους εχθρούς της, το δε Απόλλωνα να του βόσκει τα πρόβατα και τ’ άλλα του κοπάδια στα γύρω λιβάδια. Οι δυο θεοί έκαναν συνειδητά τη δουλειά τους κι έτσι η Τροία απόκτησε γερά τείχη και άφθονα και καλοθρεμένα κοπάδια. -Μακάρι να είναι και τα τείχη της Κωνσταντινούπολης χτισμένα από κανένα θεό και ν’ αντέξουν στη λαίλαπα των Τούρκων, είπε με σιγανή φωνή σαν προσευχή ένας τοξότης που στεκόταν ακουμπισμένος στην κουπαστή. Ο μελαχρινός στρατιώτης με το κουρεμένο κεφάλι, σα να μην άκουσε τον ψίθυρο του συναδέλφου του, συνέχισε την ιστορία του. -Όταν το έργο τελείωσε κι οι θεοί ζήτησαν να πληρωθούν για τη δουλειά τους, ο Λαομέδοντας αρνήθηκε να τους πληρώσει, με τη δικαιολογία, ότι ήταν τιμωρημένοι και δεν δικαιούνταν μισθό. Ο Ποσειδώνας τότε θύμωσε και, σα θεός της θάλασσας που ήταν, έστειλε απ’ τα βάθη της ένα τερατόμορφο κήτος και το διέταξε να γυρίζει γύρω

109


στα τείχη της πόλης και να τρώει τους ανθρώπους της13. Το τέρας αυτό σκότωσε αργότερα ο Ηρακλής με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς14. Έτσι, απαλλάχτηκε ο τόπος απ’ το φοβερό εκείνο θεριό. -Λες και μεις, σαν άλλοι Ηρακλήδες, με τη βοήθεια της Παναγίας, ν’ απαλλάξουμε την Πόλη απ’ το μωαμεθανικό τέρας που την απειλεί; Ρώτησε δυνατά και κάπως χαρούμενα ο τοξότης που στεκόταν ακουμπισμένος στην κουπαστή κι άκουγε με προσοχή την ιστορία της Τροίας. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του, γέλασαν με τα λόγια του κι άρχισαν να τον πειράζουν, που ήθελε να παραβάλει το κοντό του ανάστημα με το μπόι του Ηρακλή. -Εδώ στην Τροία, συνέχισε ο στρατιώτης διακόπτοντας τα γέλια και τα πειράγματα των συναδέλφων του, στράφηκε η προσοχή του μεγάλου Κωνσταντίνου κι αυτήν την πόλη διάλεξε στην αρχή για πρωτεύουσα του κράτους του ο μεγάλος βασιλιάς. Μάλιστα, πήγε ο ίδιος στην Τροία και καθόρισε τα όρια της μελλοντικής πόλης. Τα έργα της ανοικοδόμησης της νέας πρωτεύουσας άρχισαν αμέσως. Οι πύλες της είχαν χτιστεί και σε πολλά κτίρια οι εργασίες είχαν προχωρήσει αρκετά, όταν ένα βράδυ, όπως λέει ο χριστιανός συγγραφέας του πέμπτου αιώνα Σωζόμενος, παρουσιάστηκε ο Θεός στον Κωνσταντίνο και του είπε, να διαλέξει άλλη πόλη για πρωτεύουσά του. Τελικά, ο αυτοκράτορας διάλεξε το Βυζάντιο. Επί ένα αιώνα αργότερα, όσοι ταξίδευαν στην Τροία, μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα τα ημιτελή έργα του Κωνσταντίνου15. Το μεγάλο γενουάτικο πλοίο με ολάνοιχτα τα πανιά του γλυστρούσε γρήγορα πάνω στα ήσυχα νερά της θάλασσας και περνούσε δίπλα απ’ την Τένεδο. Οι ακτές διακρίνονταν ολοκάθαρες κι οι λόφοι της ξεχώριζαν απαλοί και καταπράσινοι -Εδώ, στο όμορφο αυτό νησί, είπε ο στρατιώτης με το κουρεμένο κεφάλι, άραξαν οι Αργίτες τα μελανά καράβια τους για λίγο, πριν βάλουν πλώρη τελικά για την Τροία. Κι από εδώ άρπαξε ο μεγάλος βασιλιάς κι αρχιστράτηγος των Ελλήνων Αγαμέμνονας την ροδομάγουλη Χρυσοπούλα, την ιέρεια του Απόλλωνα, της οποίας η αρπαγή τόσα κακά έφερε αργότερα στο στρατόπεδο των Ελλήνων. -Κι εδώ, στο νησί αυτό, σταμάτησαν για να ξεκουραστούν οι πρώτοι κάτοικοι του Βυζαντίου, όταν, πριν από εικοσιδύο περίπου αιώνες, έψαζαν με τα καράβια τους στις θάλασσες, να βρουν την όμορφη τοποθεσία της Κωνσταντινούπολης και να την κατοικήσουν, είπε με δυνατή φωνή ο ξερακιανός ψηλόκορμος στρατιώτης με τα μακριά και φουντωτά μαλλά, δείχνοντας με το μακρύ του ακόντιο προς το μέρος του νησιού. Όλοι γύρισαν τα βλέμματά τους προς το μέρος του και τον κοίταξαν με περιέργεια κι ενδιαφέρον. Με κάποια έκδηλη ευχαρίστηση στο βλέμμα του τον κοίταξε κι ο γεροδεμένος στρατιώτης με το 13

14 15

Ομήρου Ιλιάδα. Ραψωδία Η στίχος 453. Ομήρου Ιλιάδα Ραψωδία Φ στίχ. 450-460. Ομήρου Ιλιάδα Ραψωδία Υ στίχος 145. Vasiliev A. A. ‘’History Of The Byzant. Emp…’’ Τόμ. Α σελ. 79. 110


κουρεμένο κεφάλι που μιλούσε ως τώρα, σα να του έλεγε: Έτσι μπράβο. Πες και συ κάτι, να ξεκουραστώ κι εγώ. Ο ξερακιανός στρατιώτης, που κατάλαβε την παράκληση του φίλου του, συνέχισε. -Ναι, είπε στους συναδέλφους του, από δω πέρασαν οι πρώτοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης ή καλύτερα του αρχαίου Βυζαντίου. Και ακολουθώντας την ίδια πορεία, όπως κι εμείς τώρα, έφτασαν στη μαγευτική επτάλοφη άκρη του Βοσπόρου, όπου και έχτισαν την από τότε ελληνικότατη και πάντοτε ξακουστή Πόλη. Όλοι οι στρατιώτες σιωπηλοί κάρφωσαν τα βλέμματά τους πάνω στον ξερακιανό συνάδελφό τους και με έκδηλη ανυπομονησία κρεμάστηκαν απ’ τα χείλη του. Όλοι τους, με τεταμένη την προσοχή κι έντονο το ενδιαφέρον, περίμεναν ν’ ακούσουν για την προϊστορία της Κωνσταντινούπολης, τη δημιουργία της βασιλεύουσας, για τη σωτηρία της οποίας τώρα πήγαιναν ν’ αγωνιστούν. Ο ψηλόκορμος στρατιώτης διέκρινε το άμετρο ενδιαφέρον των συναδέλφων του και, για να ικανοποιήσει τη διψασμένη επιθυμία τους, άρχισε. -Κατά τα μέσα του εβδόμου π.Χ. αιώνα16, Έλληνες μετανάστες από διάφορες ελληνικές πόλεις και κυρίως απ’ τη Μίλητο και τα Μέγαρα άρχισαν να φθάνουν στα παράλια της Προποντίδας και να ιδρύουν εκεί ελληνικές αποικίες. Οι αποικίες αυτές, με την επικράτησή τους και την πρόοδό τους, εξέτειναν την ελληνική κυριαρχία πέρα απ’ την άλλη άκρη του Αιγαίου κι αποτέλεσαν ταυτόχρονα και καινούριους εμπορικούς σταθμούς, οι οποίοι έφερναν σ’ επαφή τους κατοίκους της κυρίας Ελλάδας με τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας και με τους λαούς που κατοικούσαν στα ενδότερα της Ασίας. Κατά το 657 π.Χ., Μεγαρείς μετανάστες, με αρχηγό τους το Βύζα, πέρασαν τον Ελλήσποντο και, υπερνικώντας την αντίσταση των διαφόρων θρακικών φυλών της περιοχής, κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στους καταπράσινους λόφους των ακτών του Κερατίου Κόλπου και να ιδρύσουν μικρή πόλη, την οποία ονόμασαν Βυζάντιο, προς τιμή του αρχηγού τους Βύζα. Παλιός μύθος λέει, ότι ο Βύζας, πριν ξεκινήσει με τους μετανάστες του για την εύρεση νέας χώρας, ρώτησε το Μαντείο των Δελφών, προς ποιο σημείο είναι προτιμότερο να κατευθυνθεί και πού είναι καλύτερα να χτίσει τη νέα πόλη του. Η Πυθία, σύμφωνα με την τάση που είχε να δίνει διφορούμενες συμβουλές, του έδωσε τον εξής χρησμό: ‘’Ίδρυσε την πόλη σου στη χώρα των τυφλών’’, του είπε. Ο Βύζας με τους μετανάστες του περιπλανήθηκαν αρκετά στις θάλασσες, αναζητώντας ‘’τη χώρα των τυφλών’’, ώσπου κάποτε έφτασε στη Τένεδο. Πέρασε τον Ελλήσποντο, διέσχισε τη θάλασσα του Μαρμαρά κι έφτασε κοντά στο Βόσπορο, σε μια άλλη ελληνική αποικία, στη Χαλκηδόνα. Εκεί, οι Χαλκηδόνιοι, παλιοί Μεγαρείς άποικοι που είχαν φθάσει στα μέρη αυτά πριν από δεκαεφτά περίπου χρόνια, τον υποδέχτηκαν με χαρά και για μέρες τον φιλοξένησαν πρόθυμα κι αυτόν και τους ανθρώπους του. 16

Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byzant. Emp…’’ Τόμ. Α σελ. 78. 111


Αλλά, παρά τη μεγάλη κι αυθόρμητη περιποίηση που έτυχαν οι περιπλανώμενοι μετανάστες από τους εκεί συμπατριώτες τους, ο Βύζας ήταν πάντοτε κατηφής και στενοχωρημένος, γιατί ο καιρός περνούσε και δεν ήξερε ποια κατεύθυνση ν’ ακολουθήσει και ποιο δρόμο να πάρει, για να βρει τη χώρα που του είχε πει η Πυθία. Παρ’ ότι ρωτούσε απ’ όπου περνούσε τους κατοίκους που συναντούσε, να του πουν αν ξέρουν κάτι για τη ‘’χώρα των τυφλών’’, δεν είχε μάθει το παραμικρό, γιατί κανείς ποτέ δεν είχε ακούσει τίποτα για μια τέτοια χώρα. Στενοχωρημένος ο αρχηγός των μεταναστών ανέβηκε μια μέρα σ’ ένα ύψωμα και, καθισμένος σε μια μεγάλη πέτρα, σκεφτόταν, τι έπρεπε να κάνει και ποια κατεύθυνση να πάρει για να βρει τη χώρα του χρησμού. Για μια στιγμή, όπως καθόταν πάνω στο βράχο, ανασήκωσε τα μάτια του κι είδε στο βάθος του ορίζοντα μια σειρά από καταπράσινους λόφους να απλώνονται ήμεροι και μαγευτικοί μέχρι το δαντελωτό κύμα της γαλανής θάλασσας. Η καρδιά του ανασκίρτησε κι η ψυχή του πλημμύρισε από ευτυχία. ‘’Να η χώρα που ψάχνω’’, φώναξε αυθόρμητα και πετάχτηκε όρθιος απ’ τη χαρά του. ‘’Αυτή είναι η χώρα των τυφλών. Πραγματικά, τυφλοί είναι οι γύρω κάτοικοι, που δεν είδαν μια τόσο όμορφη γη, αλλά πήγαν κι έχτισαν τα χωριά και τις πόλεις τους μέσα στα ξεροβράχια και στους λασπόκαμπους.’’ Πραγματικά, η θέση του Βυζαντίου ήταν ασύγκριτα καλύτερη απ’ τη θέση της άλλης αποικίας των Μεγαραίων, τη Χαλκηδόνα. Όπως μας λέγει ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός του πέμπτου αιώνα Ηρόδοτος, όταν ο Πέρσης στρατηγός του Δαρείου και του Ξέρξη Μεγάβαζος έφτασε στο Βόσπορο κι είδε τις θέσεις των δύο μερών, ονόμασε τους κατοίκους της Χαλκηδόνας τυφλούς, γιατί, έχοντας τη δυνατότητα εκλογής, διάλεξαν την χειρότερη απ’ τις δυο τοποθεσίες, παραβλέποντας τελείως την ασύγκριτη υπεροχή της θέσης του Βυζαντίου. Εκεί λοιπόν, πάνω στους καταπράσινους και μαγευτικούς εκείνους λόφους, πλάι στο απαλό κύμα της καταγάλανης θάλασσας, έφερε ο Βύζας τους Μεγαρείς μετανάστες του κι έχτισαν την καινούρια πόλη τους, την οποία, όπως είπαμε, ονόμασαν Βυζάντιο προς τιμή του αρχηγού τους. Η μικρή αυτή κι άσημη στην αρχή αποικία, που, λόγω της θέσης της, ένωνε τους λαούς της Μαύρης Θάλασσας με τους λαούς της Μεσογείου και τους λαούς της Ευρώπης με τους λαούς της Ασίας, έγινε ονομαστή και σπουδαία με το πέρασμα των χρόνων κι έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο μέχρι σήμερα στην Ιστορία. Η αίγλη και η φήμη της ξαπλώθηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι η ομορφιά της, τα πλούτη και η δόξα της κέντρισαν τη ζηλοφθονία πολλών λαών, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν εναντίον της και κατ’ επανάληψη προσπάθησαν να την κατακτήσουν. Ο ξερακιανός στρατιώτης, που τα πλούσια και μακριά μαλλιά του ανέμιζαν ελεύθερα καθώς τα χτυπούσε ο αέρας της θάλασσας, βλέποντας ότι το ενδιαφέρον των ακροατών του παραμένει ακμαίο, συνέχισε τη συζήτησή του. -Πλούσια και τρικυμισμένη είναι η ιστορία της μικρής αυτής στην αρχή αποικίας. Το Βυζάντιο κυριεύτηκε απ’ τους Πέρσες του Δαρείου το

112


512 π.Χ. και το 478 π.Χ. ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Παυσανίας, ο νικητής των Πλαταιών (479 π.Χ.), καταδιώκοντας τους Πέρσες, ελευθέρωσε και τη μικρή αυτή πόλη. Ο Παυσανίας αργότερα κατηγορήθηκε ότι συνεννοούνταν με τους Πέρσες για να γίνει τύραννος της Ελλάδας, γι’ αυτό ανακλήθηκε απ’ το Βυζάντιο στη Σπάρτη, όπου και θανατώθηκε το 476 π.Χ.. Ύστερ’ απ’ τη φυγή του Παυσανία, το Βυζάντιο περιήλθε στη δικαιοδοσία των Αθηναίων και μπήκε στη συμμαχία της Δήλου. Το 412 π.Χ., ύστερ’ απ’ την ήττα των Αθηναίων στις Συρακούσες και την πτώση της αθηναϊκής ισχύος, το Βυζάντιο αναγνώρισε τη σπαρτιατική υπεροχή. Μετά από πέντε χρόνια, όμως, το 408 π.Χ. ξανακυριεύτηκε απ’ τους Αθηναίους με τον Αλκιβιάδη ύστερα από πολιορκία. Αλλά το 405, ύστερ’ απ’ την ολοκληρωτική ήττα των Αθηναίων απ’ τους Σπαρτιάτες στην ‘’Αιγός ποταμοίς’’ μάχη, ο αρχηγός των Σπαρτιατών Λύσανδρος ξαναπήρε το Βυζάντιο και διόρισε φιλοσπαρτιατική κυβέρνηση. Το 404, ο Θρασύβουλος, αφού ελευθέρωσε την Αθήνα απ’ το σπαρτιατικό ζυγό και κατέλυσε την τυραννία κι ανακήρυξε τη δημοκρατία, έδιωξε και τη φιλοσπαρτιατική κυβέρνηση απ’ το Βυζάντιο, αναστήλωσε κι εδώ τη δημοκρατία κι επανέφερε την πόλη στο στρατόπεδο των Αθηναίων. Το 337, το Βυζάντιο έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμπολιτείας. Το 340 π.Χ., πολιορκήθηκε ανεπιτυχώς απ’ το Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας. Ο Μ. Αλέξανδρος, στην εκστρατεία του προς την Ασία, κυρίεψε το Βυζάντιο, το οποίο αργότερα έμεινε το πλείστον αυτόνομο. Η αυτονομία του αυτή διαταράχτηκε για λίγο επί Βεσπασιανού (70-79 µ.Χ.). Σύντομα ξαναέγινε αυτόνομο, για να κυριευτεί το 196 µ.Χ. απ’ τον αυτοκράτορα Σέπτιμο Σεβήρο, ύστερ’ από μακρά πολιορκία. Ο Σεβήρος γκρέμισε τα τείχη του Βυζαντίου και κατέσφαξε τους κατοίκους του. Άλλαξε, όμως, γνώμη γρήγορα και ξαναέχτισε την πόλη. Την μεγάλωσε και την μετονόμασε Αντωνίνια, στο όνομα του γιου του Μάρκου Αυριλίου Αντωνίνου. Το όνομα αυτό δεν διατηρήθηκε για πολύ καιρό και γρήγορα ξεχάστηκε κι έσβησε. Η έκβαση του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Μ. Κωνσταντίνου και του Λικινίου αποφασίστηκε στις ακτές του Βοσπόρου. Ο Λικίνιος νικήθηκε τελικά στη Χρυσούπολη στις 18 Σεπτεμβρίου 324. Ύστερ’ απ’ αυτή του την επιτυχία ο Μ. Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τη στρατηγική σημασία της περιοχής κι επειδή είδε και το όνειρο, όπως μας λέγει ο ιστορικός Σωζόμενος κι όπως μας είπε κι ο συνάδελφός μας πριν από λίγο, αποφάσισε να κάνει πρωτεύουσα του κράτους του το Βυζάντιο. Έδωσε εντολή λοιπόν, να χτιστεί στη μαγευτική εκείνη τοποθεσία του Βοσπόρου καινούρια και μεγάλη πόλη. Ο ίδιος δε, µ’ ένα ακόντιο στο χέρι, σημάδεψε στο χώμα τα όρια της νέας πόλης. Έτσι, το Βυζάντιο επικράτησε ανάμεσα στη Ναϊσσό, στη Σόφια, στη Θεσσαλονίκη και στην Τροία, πόλεις που είχε υπόψη του ο Μ. Κωνσταντίνος, για να μεταφέρει το θρόνο του κι έγινε πρωτεύουσα της μεγάλης αυτοκρατορίας του. Στις 8 Νοεμβρίου 324, γιορτάστηκε η θεμελίωση της νέας πόλης και σ’ έξι χρόνια, στις 11 Μαΐου 330 ανακηρύχτηκε επίσημα η μεγαλοπρεπής νέα πόλη σε πρωτεύουσα του κράτους και πήρε το όνομα Νέα Ρώμη και

113


Κωνσταντινούπολη. Τελικά, επικράτησε το όνομα Κωνσταντινούπολη. Πόλη του Κωνσταντίνου. Κι έτσι έμεινε γνωστή στην Ιστορία. Το Βυζάντιο στην αρχή και μετά η Κωνσταντινούπολη στη μακραίωνη ιστορία της, είδε μέρες δόξας και μεγαλείου. Δέχτηκε, όμως και πολλές επιθέσεις διαφόρων λαών και ηγεμόνων, απ’ τις οποίες οι σπουδαιότερες είναι: Κατά τον τρίτο µ.Χ., αιώνα οι Γότθοι πέρασαν το Δούναβη, λεηλάτησαν τη Μακεδονία και τη Θράκη και κυρίεψαν το Βυζάντιο. Επίσης, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία: Απ’ τους Πέρσες και τους Αβάρους το 626 µ.Χ.. Απ’ τους Άραβες το 674-678 και το 717-718. Απ’ τους Βουλγάρους το 813 και το 913. Απ’ τους Ρώσους το 860, 941 και το 1043. Απ’ τους Πετσενέγκους το 1090-1091. Το 1082, δόθηκαν απ’ τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό πολλά εμπορικά προνόμια, ακόμα και τμήμα της πόλης στους Βενετούς. Μετά απ’ τους Βενετούς, παραχωρήθηκαν προνόμια στους Γενουάτες, στους Πιζαίους και σ’ άλλους Λατίνους αποίκους. Οι Ιταλοί ήταν καλοί ναυτικοί κι έτσι η εμπορική ναυτιλία της Κωνσταντινούπολης πέρασε σιγά-σιγά στα χέρια των Δυτικών και η πρόοδος της Πόλης εξαρτήθηκε κατά πολύ απ’ αυτούς. Όμως, τα προνόμια αυτά κι οι διάφορες χαριστικές παραχωρήσεις των αυτοκρατόρων προς τους Δυτικούς άρχισαν να επιφέρουν προστριβές και να γίνονται αιτίες ρήξεων μεταξύ των ντόπιων στοιχείων και των παρείσακτων ξένων, οι οποίες και κατέληξαν στις μεγάλες σφαγές του 1182. Το 1203, οι στρατιές της τετάρτης σταυροφορίας εμφανίστηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, για να επαναφέρουν τον αυτοκράτορα Ισαάκιο ΙΙ. Η πόλη κυριεύτηκε απ’ τους σταυροφόρους αλλά για ένα χρόνο συνέχισε να κυβερνιέται απ’ τους Βυζαντινούς. Στις 13 Απριλίου 1204, οι σταυροφόροι ξανακυρίεψαν την Κωνσταντινούπολη. Τη φορά αυτή, την λεηλάτησαν συστηματικά, την πυρπόλησαν και κατέσφαξαν τους κατοίκους της. Οι Βυζαντινοί άρχοντες εκδιώχτηκαν και κατέφυγαν στη Νίκαια και στην Ήπειρο κι ενθρονίστηκε Λατίνος αυτοκράτορας ο Μπολντουίν της Φλάνδρας. Η λατινική κατοχή, η οποία κράτησε περίπου εξήντα χρόνια (1204-1261), ήταν η πλέον καταστρεπτική στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης17. Η πόλη λεηλατήθηκε συστηματικά. Όλα τα τιμαλφή και ιδίως τα άγια λείψανα και τα ιερά σκεύη μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ακόμα και τα μπρούντζινα αγάλματα της πόλης τα έλυωσαν οι Δυτικοί, για να τα κάνουν νομίσματα. Το 1261, ο Έλληνας αυτοκράτορας της Νικαίας Μιχαήλ VIII, ο Παλαιολόγος, έδιωξε τους Λατίνους και ξαναπήρε την Κωνσταντινούπολη. Η πόλη, όμως, ήταν καταστραμμένη και με τον καιρό άρχισε να παραμελείται περισσότερο, ώσπου η συντήρησή της εγκαταλείφθηκε σχεδόν τελείως απ’ τους Βυζαντινούς. Κατά το τέλος του

17

Encyclopaedia Britannica

Τόμος 12 Σελίδα

706. 114


13ου και αρχές του 14ου αιώνα, μόνο λίγα κτίρια χτίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα και με το πέρασμα των χρόνων, η πόλη έπεσε σε τέλεια παρακμή και γέμισε ερειπωμένα κτίρια κι εγκαταλειμμένες εκτάσεις. Μόνο η συνοικία του Γαλατά στην ασιατική ακτή του Κερατίου Κόλπου, η οποία παραχωρήθηκε στους Γενουάτες απ’ το Μιχαήλ τον VIII τον Παλαιολόγο και η οποία αποτελούσε ξεχωριστό απ’ την Κωνσταντινούπολη οικισμό, συνέχισε να προοδεύει και να διακρίνεται. Τους τελευταίους δυο αιώνες, η βυζαντινή αυτοκρατορία απειλήθηκε απ’ τους Οθωμανούς, οι οποίοι, βίαιοι και μαχητικοί, άρχισαν να στρέφονται εναντίον της. Η απειλή αυτή φάνηκε για λίγο πως άρχισε να υποχωρεί, ύστερ’ απ’ την ήττα των Τούρκων στη μάχη της Άγκυρας, το 1402, απ’ τον Ταμερλάνο. Πριν από δέκα χρόνια, όπως όλοι σας θα θυμόσαστε, ο Μουράτ ο δεύτερος ξαναπολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι στρατιώτες άκουγαν με προσοχή τον ξερακιανό συνάδελφό τους, που τόσα πολλά ήξερε για την ιστορία της χιλιόχρονης και ξακουστής Κωνσταντινούπολης. Κανένας τους δεν είχε πάει ως τώρα στα δοξασμένα αυτά μέρη και κανενός τα μάτια δεν είχαν αντικρίσει ποτέ τη λαμπρή πόλη του Κωνσταντίνου, το άστρο της Ανατολής και το καμάρι της Ορθοδοξίας. Με απληστία παρακολουθούσαν τις διηγήσεις του φίλου τους και, με φανερή ανυπομονησία, ήθελαν ν’ ακούσουν και να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότερα για τη βασιλεύουσα των πόλεων και το λίκνο του χριστιανισμού της Ανατολής. Ήθελαν, όταν τα μάτια τους αντικρίσουν το άγιο στερέωμά της και τα πόδια τους πατήσουν τα ιερά χώματά της, να γνωρίζουν κάτι απ’ την ιστορία της, για να μπορέσουν να νιώσουν σ’ όλο του το μέγεθος το μεγαλείο της και να κατορθώσουν να εισχωρήσουν με τη σκέψη τους όσο πιο βαθιά γίνεται στο δοξασμένο και πολυτάραχο παρελθόν της. -Από πού προέρχονται οι Τούρκοι και πώς και πότε πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ευρώπη; Ρώτησε με έκδηλο ενδιαφέρον ένας στρατιώτης με πυκνά μαλλιά και μαύρα γένια απ’ τη Λέσβο και πρόσθεσε. Ξέρεις, ποτέ δε μου δόθηκε η ευκαιρία να ξανακούσω τέτοιες ιστορίες, ούτε ποτέ μου πήγε καν η σκέψη σε τέτοια πράγματα. Τώρα, όμως, οι διηγήσεις σου αυτές κάτι το ασυνήθιστο και άγνωστο ξύπνησαν μέσα μου. Νομίζω, πως ένα άδειο χάος άνοιξε στην ψυχή μου κι ανυπόμονο ζητά να γεμίσει το τεράστιο κενό του με ιστορίες και γεγονότα, με διηγήσεις και συμβάντα του παρελθόντος. Κοίταξε τριγύρω του τους σιωπηλούς συναδέλφους του και, σα ντροπιασμένος για την αυθόρμητη κι ειλικρινή εξομολόγησή του, με την οποία ξεσκέπαζε τελείως την αμάθειά του, κατέβασε το βλέμμα του κι έσκυψε το κεφάλι του ταπεινωμένος. Και, σα να ήθελε να δικαιολογηθεί κάπως για το φέρσιμό του αυτό, πρόσθεσε μονολογώντας. -Αν ήταν δυνατό να πήγαινα κι εγώ στο σχολείο όταν έπρεπε . . . Αν ήξερα να διαβάζω λίγο . . .

115


Ο ξερακιανός στρατιώτης, παρ’ ότι είχε κουραστεί κι ο ίδιος κι είχε και την εντύπωση ότι είχε κουράσει και τους ακροατές του, κεντρισμένος απ’ την άδολη ομολογία του συναδέλφου του, συνέχισε. -Μετά το θάνατο της τελευταίας διαδόχου της Μακεδονικής δυναστείας, της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (1059), λόγω της επικρατούσας απειθαρχίας και αναρχίας στο κράτος, διάφοροι στρατιωτικοί οίκοι της Ασίας εξεγέρθηκαν κατά της Κωνσταντινούπολης και ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Ισαάκιο τον Κομνηνό (1057). Ο Ισαάκιος πέθανε το 1959 και τον διαδέχτηκε ο Κωνσταντίνος Δούκας. Επί της εποχής του Δούκα, εμφανίστηκαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι. Οι Σελτζούκοι, κλάδος μογγολικής φυλής, είναι οι πρώτοι Τούρκοι που εισέβαλαν στις ανατολικότερες ασιατικές επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Με αρχηγό τους τον Αλπ-Αρσλάν ξεκίνησαν απ’ τις πεδιάδες του Τουρκιστάν κατά τον 11ο αιώνα, διέσχισαν την Περσία κι έφτασαν μέχρι των παραλίων του Αιγαίου και του Ελησπόντου. Επί βασιλείας του Μιχαήλ ΙΙ, διαδόχου του Δούκα, κυρίεψαν τη Μ. Ασία, όπου και ίδρυσαν ισχυρό κράτος. Απ’ τους Άραβες πήραν τη μωαμεθανική θρησκεία κι έγιναν πιστοί και φανατικοί οπαδοί του Μωάμεθ. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, σε αντίθεση με τους Οσμανίδες Τούρκους, δεν διακρίνονταν μόνο για την πολεμική τους ορμή, όπως διακρίνονταν τότε όλοι οι νεοφανείς μωαμεθανοί, αλλά είχαν κι άλλες αρετές, τις οποίες οι Οσμανίδες Τούρκοι ουδέποτε απέκτησαν και τις οποίες οι Άραβες (οι πρώτοι μωαμεθανοί) εν μέρει μόνο παρουσίασαν. Οι Σελτζούκοι αγάπησαν με ζήλο τα γράμματα και τις τέχνες κι οι σουλτάνοι τους, καθώς και οι ανώτατοι αξιωματούχοι του κράτους τους, είχαν εξαιρετική μόρφωση18. Ήταν διαπρεπείς λόγιοι κι εφάρμοζαν όλες τις ανώτερες αρετές τους στην καθημερινή τους ζωή και στη διακυβέρνηση του κράτους τους. Ονομαστός σουλτάνος των Σελτζούκων ήταν ο Τογρούλβεγ, ο οποίος πέθανε το 1063 κι ο οποίος θεωρείται ένας απ’ τους ιδρυτές του κράτους των Σελτζούκων. Ο ανεψιός του Αλπ-Αρσλάν, ξακουστός για τα πολεμικά του κατορθώματα και την προσήλωσή του στα παραγγέλματα της ηθικής και της θρησκείας, προήγαγε τους Σελτζούκους σε μεγάλη και υπολογίσιμη δύναμη της εποχής. Πιο θαυμαστός, όμως, υπήρξε ο βεζίρης Νιζάμ-Ελ-Μουλκ, ο οποίος, εκτός του ότι διακρίνονταν για την ευρεία του μόρφωση, τη μεγάλη του αρετή και την άμεμπτη δικαιοσύνη του, αγωνίστηκε πραγματικά για τη διάδοση της παιδείας σ’ όλον το μωαμεθανικό κόσμο κι αποδείχτηκε δίκαιος και σοφός κυβερνήτης κι ακάματος και μεγάλος ευεργέτης των φτωχών. Το παρακάτω ιστορικό περιστατικό μας δίνει μια εικόνα του βαθμού της ανωτερότητας και του ήθους των ηγεμόνων των Σελτζούκων. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ρωμανός Διογένης, διάδοχος του Κωνσταντίνου Δούκα, πολεμώντας το 1071 τους Σελτζούκους, συνελήφθη αιχμάλωτος απ’ τον Αλπ-Αρσλάν στη μάχη του Μάρτζικερτ και, όχι μόνο 18

Παπαρηγόπουλου Κ. ‘’Επίτομος Ιστορία Ελλην. Έθνους’’ Σελ. 12. 116


δεν έπαθε κανένα κακό, αλλά αντίθετα βρήκε εξαιρετική περιποίηση. Όταν δε ο νικητής Αλπ-Αρσλάν ρώτησε τον αιχμάλωτό του αυτοκράτορα Ρωμανό, τι θα έκανε αν αυτός τον είχε συλάβει αιχμάλωτο, ο Ρωμανός απάντησε με ειλικρίνεια, ότι θα τον τιμωρούσε με τρόπο φοβερό. Τότε ο Αλπ-Αρσλάν απάντηασε στο Ρωμανό με τα εξής σπουδαία λόγια: ‘’Αλλά, όπως βλέπεις, του είπε, εγώ δε σε μιμούμαι κι απορώ πώς εσύ σκέφτεσαι αντίθετα, ενώ ακούω ότι ο Χριστός σας διδάσκει την ειρήνη και κηρύττει την αμνηστεία του κακού, τιμωρεί τους υπερήφανους και δίδει χάρη στους ταπεινούς.’’ Κατόπιν, άφησε ελεύθερο το Ρωμανό, ο οποίος βρήκε οικτρό θάνατο αργότερα από ομοδόξους του πολιτικούς του αντιπάλους και πέθανε στο νησί Πρώτη. Αργότερα κι ενώ ο Αλπ-Αρσλάν ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει προς το Τουρκεστάν, για να καταστείλει εκραγείσες εκεί ταραχές, τραυματίστηκε θανάσιμα με ξίφος από ένα χριστιανό και πέθανε. Πεθαίνοντας, παραδέχτηκε ότι παραβίασε την οφειλόμενη προς το Θεό ταπείνωση, διότι θεώρησε τον εαυτό του μεγάλο κυρίαρχο, πανίσχυρο και ανώτερο κάθε προσβολής κι ότι γι’ αυτό του το κρίμα ο Θεός τον κατακρήμνισε απ’ το ύψος των επιγείων αξιωμάτων του και του απέδειξε, με το χέρι ενός ελαχίστου και άσημου αιχμαλώτου, πόσο μηδαμινή είναι η δύναμή του και ζήτησε συγχώρηση. Επίσης, άφησε εντολή στο γιο του και διάδοχό του Μαλέκ-Σαχ, να τοποθετήσει στον τάφο του την εξής επιγραφή: ‘’Όλοι εσείς, όσοι είδατε την μέχρι των ουρανών υψωθείσα μεγαλειότητα του Αλπ-Αρσλάν, ελάτε στη Μερού να δήτε ότι η μεγαλειότητα αυτή έγινε σκόνη.’’ Αργότερα, κατά το 1215 με 1225, μια μοναδική φυλή της πατριάς των Οσμανιδών Τούρκων του Ογούζ-Χαν, με αρχηγό της το Σουλεϊμάν-Χαν, διωγμένη απ’ το Μαχάν της Βορειοανατολικής Περσίας απ’ τις ορδές του Τσέγκις-Χαν, πέρασε το Αζερμπαϊτζάν κι έφτασε στις αρμενοκουρδικές επαρχίες της σημερινής Τουρκίας. Εκεί ο Σουλεϊμάν εγκαταστάθηκε προσωρινά με το λαό του. Επειδή, όμως κι εκεί οι Οσμανίδες κινδύνευαν απ’ το κατερχόμενο όλο και πιο νότια μογγολικό κύμα, αναγκάστηκαν, ακολουθώντας την κοιλάδα του Ευφράτη, να φθάσουν ύστερ’ από πέντε χρόνια στο Χαλέπι. Σύντομα, οι διάφορες ομάδες των Οσμανιδών Τούρκων συνενώθηκαν και ίδρυσαν κράτος, το οποίο επεξέτειναν σε βάρος των Σελτζούκων και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να στεριώσουν και να μεγαλώσουν το κράτος τους, με πρωταρχικό σκοπό να διαδώσουν τη θρησκεία τους, το μωαμεθανισμό. Φιλοπόλεμοι όπως ήταν κι επηρεασμένοι κι απ’ τις διδαχές του κορανίου τους, πολέμησαν με πείσμα τους γειτονικούς τους λαούς κι ιδιαίτερα τους χριστιανούς. Ο ισλαμισμός γέμισε τις ψυχές τους με πρωτοφανή και μοναδικό θρησκευτικό ενθουσιασμό και πίστεψαν ακράδαντα ότι, για να υπηρετήσουν τον Αλλάχ, πρέπει να υποτάξουν τους άπιστους και να κυριέψουν τον κόσμο. Ο σκοπός αυτός μπήκε σα μοναδική επιδίωξη και προορισμός στη ζωή τους κι ο θρησκευτικός φανατισμός συντέλεσε, ώστε

117


να αποβούν μια ξεχωριστή και διακεκριμένη πολεμική δύναμη στον κόσμο. Μια απ’ τις σπουδαίες αρχικές επιτυχίες των Τούρκων ήταν η κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1074. Το 1326, ο Οσμάν ή Οθωμάν κυρίεψε την Προύσα και ίδρυσε στη Μ. Ασία το οθωμανικό κράτος. Το 1331, οι Οθωμανοί πήραν τη Νίκαια και έξι χρόνια αργότερα, το 1337, κυρίεψαν τη Νικομήδεια. Επίσης, εκμεταλλεύτηκαν τις έριδες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και ιδιαίτερα τις μακροχρόνιες ένοπλες ρήξεις μεταξύ του Ιωάννου V του Παλαιολόγου και του Ιωάννου VI του Κατακουζηνού και το 1338 πέρασαν στην Ευρώπη. Το 1354, κυρίεψαν την Καλλίπολη κι έκτοτε άρχισε η αλματώδης τους επικράτηση στη χερσόνησο του Αίμου. Το 1362, επί Μουράτ Ι, κυρίεψαν την Αδριανούπολη, την οποία κι έκαναν δεύτερη πρωτεύουσα του κράτους τους. Απ’ την εποχή αυτή αρχίζει η επίσημη και μόνιμη πλέον εγκατάσταση των Τούρκων στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό επηρέασε βαθύτατα τη μετέπειτα ιστορία των χωρών του Αίμου και της Ευρώπης. Το 1371, νίκησαν τους Σέρβους και κατέστησαν φόρου υποτελή το βασιλιά της Σερβίας. Επίσης, το 1382 κυρίεψαν τη Σόφια και κατέστησαν φόρου υποτελή και το βασιλιά της Βουλγαρίας. Το 1386 κατέλαβαν τη Ναϊσσό της Σερβίας, την πατρίδα του Μ. Κωνστανίνου και τη Θεσσαλονίκη. Το δε 1388 κατέλυσαν το βουλγαρικό κράτος. Οι Οθωμανοί, ύστερ’ απ’ τη μεγάλη τους νίκη εναντίον των χριστιανών Σέρβων, Βοσνίων, Κροατών, Πολωνών, Ούγγρων, Βλάχων και Αλβανών στη μάχη του Κόσσοβο, στις 15 Ιουνίου 1389, επιβλήθηκαν στα Βαλκάνια. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο σουλτάνος Μουράτ Ι αλλά ο διάδοχός του Βογιατζίτ συνέχισε τους πολέμους και το 1393 ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Βουλγαρίας και πολιόρκησε ανεπιτυχώς τον ίδιο χρόνο την Κωνσταντινούπολη. Οι χριστιανοί της Ουγγαρίας, μαζί με Δυτικούς σταυροφόρους, προσπάθησαν να εμποδίσουν την περαιτέρω εξάπλωση των Οθωμανών αλλά νικήθηκαν το 1396 στη μάχη της Νικόπολης. Ύστερ’ απ’ τις νίκες στη μάχη του Κόσσοβο και στη μάχη της Νικόπολης, οι Τούρκοι απέκτησαν τη φήμη των πιο σπουδαίων πολεμιστών και των πιο τρομερών μαχητών του μωαμεθανισμού. Αργότερα, ο σουλτάνος Βογιατζίτ νικήθηκε στη μάχη της Άγκυρας το 1402 απ’ τον Ταμερλάνο και συνελήφθη αιχμάλωτος. Τότε, ο Έλληνας αυτοκράτορας Μανουήλ επωφελήθηκε της αδυναμίας εκείνης των Τούρκων κι ελευθέρωσε μερικές πόλεις στην Ασία, καθώς και τη Θεσσαλονίκη, την οποία, όμως, ξαναπήραν οριστικά οι Τούρκοι το 1430. Τον ίδιο χρόνο κυρίεψαν και τα Γιάννενα. Ο διάδοχος του Βογιατζίτ, Μουράτ ΙΙ, πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Κωνσταντινούπολη το 1422 και νίκησε τον ουγγρικό στρατό στη Βάρνα το 1444 και το 1447 ο ήρωας της Ουγγαρίας Ουνυάδης, ο οποίος πολλές φορές ως τώρα είχε νικήσει τους Τούρκους, νικήθηκε απ’ το Μουράτ κι η Ουγγαρία έγινε υποτελής στους Τούρκους. Επίσης, ο Μουράτ ΙΙ νίκησε το Γεώργιο Καστριώτη ή Σκενδέρμπεη, ο οποίος είχε κατανικήσει και διαλύσει κυριολεκτικά τέσσερις φορές τον τουρκικό στρατό στην Κρόια 118


και στο Σβέντιγκραδ της Αλβανίας. Ύστερ’ απ’ τις νίκες του αυτές κατά του Ουνυάδη και του Σκενδέρμπεη, ο Μουράτ ΙΙ στράφηκε προς το Δεσποτάτο του Μυστρά και εισέβαλε στην Πελοπόννησο. Αναγκάστηκε, όμως, ν’ αποσυρθεί το 1447, αφού κατέστησε το δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Δραγάση φόρου υποτελή. Μ’ αυτόν τον τρόπο επέβαλε την κυριαρχία του σ’ ολόκληρη την ελληνική χερσόνησο. Ύστερ’ απ’ τη μάχη του Κόσσοβο (1389) και τη συντριβή και των τριών τελευταίων προμάχων του χριστιανισμού, του Ουνυάδη της Ουγγαρίας (1444), του Σκενδέρμπεη της Αλβανίας (1447) και του δεσπότη του Μυστρά, η Κωνσταντινούπολη είχε πλέον απομονωθεί και κυκλωθεί από παντού. Το 1448, πέθανε στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας Ιωάννης VIII και τον διαδέχτηκε ο έως τότε δεσπότης του Μυστρά Κωνσταντίνος Δραγάσης, ο σημερινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Επίσης, στις αρχές Φεβρουαρίου 1451, πέθανε ο Μουράτ ΙΙ και τον διαδέχτηκε ο γιος του Μωάμεθ, ο σημερινός σουλτάνος. Ο ξερακιανός στρατιώτης κοντοστάθηκε για λίγο, να πάρει μια αναπνοή και συνέχισε. -Τα πράγματα δε θα ήταν σήμερα τόσο δύσκολα και οι Τούρκοι δε θα μας απειλούσαν τόσο θανάσιμα, αν, από χρόνια πριν, ο πάπας και οι καθολικοί της Δύσης . . . Στο σημείο αυτό μια δυνατή φωνή ενός αξιωματικού πάνω απ’ τη γέφυρα διατάραξε την ησυχία της μικρής φιλόμαθης ομάδας και θορύβησε τους περιπλανώμενους στα πελάγη της ιστορίας στρατιώτες, διακόπτοντας ταυτόχρονα με τη βίαιη και τη διαπεραστική της ένταση τη διήγηση του ψηλόκορμου κι αδύνατου στρατιώτη. Ήταν ώρα για αλλαγή της βάρδιας κι ο αξιωματικός καλούσε εκείνους που έπρεπε ν’ αναλάβουν υπηρεσία να πάνε αμέσως στα πόστα τους. Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση και στο βάθος ξεπρόβαλαν σκυθρωπές κι επιβλητικές οι ακτές των στενών. Οι δυσκολοπέραστοι βράχοι των Δαρδανελίων. Μερικοί απ’ τους λιγοστούς στρατιώτες της ομάδας έφυγαν για ν’ αντικαταστήσουν άλλους συναδέλφους τους στις διάφορες φρουρές και υπηρεσίες του πλοίου. Ανάμεσα σ’ αυτούς έφυγε κι ο αδύνατος ακοντιστής με τα φουντωτά μαλλιά και τα πυκνά φρύδια, καθώς και ο γεροδεμένος ξιφοφόρος με το κουρεμένο κεφάλι και τον αλυσιδωτό θώρακα. -Πάμε παιδιά. Είπε ο ψηλός στρατιώτης, καθώς έσκυβε για να πάρει το μακρύ του ακόντιο απ’ το κατάστρωμα, όπου ήταν αφημένο δίπλα στα πόδια του. Απόψε φυλάμε σκοποί με το φίλο από εδώ κι έδειξε το γεροδεμένο στρατιώτη που στεκόταν δίπλα του μπροστά στις καμπίνες του καπετάνιου, των ιεραρχών και των άλλων υψηλών προσώπων. Άλλη φορά, ελπίζω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας και να πούμε περισσότερα. Και, καθώς γύριζε για να φύγει, έκλεισε πειραχτικά το μάτι στους συναδέλφους του.

119


Ύστερ’ απ’ την αναχώρηση των ομιλητών και των άλλων στρατιωτών, η ομάδα διαλύθηκε. Τελευταίοι έμειναν ο νεαρός στρατιώτης με τα σγουρά μαλλιά και τα μαύρα γένια που ανέβηκε στο καράβι στη Λέσβο κι ο ξανθωπός κοντόσωμος τοξότης απ’ τη Χίο. -Εγώ θα έχω βάρδια μετά τα μεσάνυχτα, είπε ο τοξότης. -Κι εγώ το ίδιο. Φαίνεται πως θα είμαστε παρέα, απάντησε ο άλλος και οι δυο μαζί κατευθύνθηκαν προς τη μέση του καταστρώματος. Κάθισαν κάτω απ’ το πισινό μικρό κατάρτι της τρικάταρτης γαλέρας κι ακουμπισμένοι στα διάφορα κιβώτια που ήταν καλοτοποθετημένα και δεμένα εκεί, αγνάντευαν σιωπηλοί το ανοιχτό πέλαγος.

120


7.

‘’ΟΙ ΨΑΡΙΑΝΟΙ’’

Η θάλασσα ήταν ήσυχη και το καράβι γλιστρούσε πάνω στα γαλανά νερά της κι όλο πλησίαζε προς τον προορισμό του. Ησυχία επικρατούσε στο κατάστρωμα και μόνο ο αργός βηματισμός των δύο φίλων, που πηγαινοέρχονταν στο επάνω μικρό κατάστρωμα μπροστά στην καμπίνα του καπετάνιου, τάραζε κάπου-κάπου τους ρεμβασμούς και τις σκέψεις των δύο συναδέλφων, οι οποίοι συνέχιζαν να αγναντεύουν σιωπηλοί τον ορίζοντα. Τη σιωπή διέκοψε ο στρατιώτης με τα μαύρα γένια λέγοντας. -Καλόκαρδοι κι έξυπνοι άνθρωποι οι ομιλητές μας. Φαίνονται πολύ διαβασμένοι. -Πραγματικά παλικάρια στην ψυχή, πρόσθεσε ο τοξότης, που κι αυτός τις ίδιες σκέψεις ανάδευε στο μυαλό του κι έδειξε προς τους δυο φίλους του. Οι δυο στρατιώτες, που πριν από λίγο είχαν το λόγο κι έλεγαν τόσα ενδιαφέροντα πράγματα στους συναδέλφους τους, τώρα έπαιρναν τις θέσεις τους πάνω στη γέφυρα, μπροστά στην καμπίνα του καπετάνιου. -Αυτοί είναι πραγματικοί άνθρωποι με καθαρή ψυχή κι αληθινά αισθήματα, συνέχισε ο τοξότης και κούνησε ελαφρά στον αέρα το τόξο του, σα να ήθελε έτσι να υπογραμμίσει το θαυμασμό του για τους φίλους του και συνέχισε. -Ακούς, να δώσουν κι οι δυο τους τον πρώτο στρατιωτικό τους μισθό στη γυναίκα και στα παιδιά μου φεύγοντας απ’ τη Χίο! Το πιστεύεις εσύ, ότι υπάρχουν σήμερα τέτοιοι άνθρωποι; Ρώτησε το διπλανό του σκουντώντας τον ελαφρά στο γόνατο. -Δεν είναι συγγενείς σου; Ρώτησε με κάποια απορία ο στρατιώτης απ’ τη Λέσβο. Σε προσέχουν τόσο πολύ και σου φέρονται με τόση καλοσύνη, που θα πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από φίλοι σου. -Δεν είναι συγγενείς μου, ούτε παλιοί φίλοι μου. Δεν είναι ούτε πατριώτες μου. Ούτε καν γνωστοί μου, απάντησε ο τοξότης, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. -Πραγματικά, περίεργοι άνθρωποι, είπε ο νεαρός στρατιώτης απ’ τη Λέσβο. Λίγες μόνο ώρες έχουμε μαζί αλλ’ απ’ την πρώτη στιγμή που τους αντίκρισα ανεβαίνοντας στο πλοίο τους συμπάθησα και τους εκτίμησα. Η ευθύτητα του χαρακτήρα τους, η απλότητα της ψυχής τους κι η καλοσύνη τους, με συγκίνησαν και µ’ έκαναν να τους αγαπήσω και να τους σεβαστώ. Κάτι μου λέει μέσα μου, πως δεν έπεσα έξω. -Υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ότι δε θα μιλήσω σε κανένα για τους ανθρώπους αυτούς, είπε ο τοξότης. Αλλά, η εκτίμησή μου κι η αγάπη μου γι’ αυτούς πλημμυρίζουν τώρα το είναι μου και το βλέπω πως η φτωχή μου καρδιά δεν είναι σε θέση να κρατήσει μόνη της όλο το βάρος του μεγαλείου των ψυχών των δυο αυτών συναδέλφων μας. Νιώθω την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Να μοιραστώ με κάποιον τη χαρά μου, το 121


θαυμασμό μου, την εκτίμησή μου γι’ αυτούς. Επειδή βλέπω, ότι και συ πρόσεξες πραγματικά κι εκτίμησες σωστά τη λεβεντιά και την καθαρότητα της ψυχής τους, θα σου πω ό,τι ξέρω για τους δυο αυτούς συναδέλφους μας. Κοντοστάθηκε για λίγο, σα να ήθελε να πάρει κουράγιο ή να ξανασκεφτεί αν έπρεπε να μιλήσει για το μεγάλο μυστικό των φίλων του και, με εμπιστοσύνη στην εχεμύθεια και στην κρίση του συναδέλφου του, άρχισε, -Στη Χίο δούλευα εργάτης σ’ ένα μικρό ψαροκάικο. Σκληρή δουλειά κι απ’ τη νύχτα ως τη νύχτα. Χωρίς ανασασμό και ξεκούραση. Έχω, βλέπεις, οικογένεια. Γυναίκα και τέσσερα παιδιά. Κι όλα μικρά. Πολλές οι υποχρεώσεις μου. Τα μάτια του άστραψαν καθώς θυμήθηκε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, που άφησε πίσω στη Χίο και μια έντονη σύσπαση αυλάκωσε για μια στιγμή το πρόσωπό του. Κάποιο βάρος ένιωσε να του πιέζει το στήθος και να του κλείνει το λαιμό. Έσφιξε την καρδιά του και, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, συνέχισε. -Δυο-τρεις μέρες πριν απ’ την τελευταία μεγάλη κακοκαιρία, που χτύπησε το νησί μας κι όλα τα νησιά του Αιγαίου, είχα ξανοιχτεί ξημερώματα με μια βάρκα κι έφερνα γύρα τα απλωμένα στ’ ανοιχτά δύχτια μας. Ήταν βαθιά χαραυγή. Μόλις είχε αρχίσει να ξεχωρίζει η μέρα απ’ τη νύχτα. Η θάλασσα ήταν ήσυχη και το νερό ήρεμο σα λάδι. Έκανε, όμως, ψύχρα τσουχτερή τις ώρες εκείνες κι ας μη φυσούσε καθόλου αέρας. Όσο ξημέρωνε, τόσο ξεχώριζες εδώ και κει συννεφάκια από χαμηλή ομίχλη, που, καθώς μετακινούνταν αργά-αργά γλιστρώντας πάνω στο ήσυχο νερό, άλλοτε πύκνωναν περισσότερο και γίνονταν μουντά και σκοτεινά, στενεύοντας έτσι το πλάτος της θάλασσας κι άλλοτε ξεχώριζαν, αραίωναν και, σαν ξεθωριασμένο πέπλο, ξεδιάλυναν τον ορίζοντα κι άφηναν τη ματιά ελεύθερη να χάνεται στην απεραντοσύνη της μαβιάς γυαλάδας του νερού. Τα πάντα ήταν σιωπηλά και ναρκωμένα εκείνη την ώρα. Μόνο ο ελαφρός χτύπος των κουπιών της βάρκας μου ακουγόταν σαν κρυστάλλινο παιχνίδισμα μέσα στη γαλήνια ησυχία της απόμακρης εκείνης αυγής. Σπρωγμένα απ’ τις μηχανικές κι ασυναίσθητες κινήσεις των χεριών μου τα κουπιά, ανάδευαν ρυθμικά τα μισορυτιδωμένα και νωχελικά νερά. Καθώς η βάρκα προχωρούσε αθόρυβα πάνω στο μαλακό βαθυπράσινο κρύσταλλο που τρεμούλιαζε γύρω μου, τα μάτια μου παρατηρούσαν μηχανικά τα απλωμένα δύχτια, ενώ η ψυχή μου, μεθυσμένη απ’ το αρμυρό άρωμα της θάλασσας και κεντρισμένη απ’ το δυνατό ιώδιο της αυγής, ταξίδευε μακριά μου σε κόσμους φανταστικούς κι απόγειους. Σαγηνεμένος απ΄τη χλομή γυαλάδα της σκουροπράσινης θάλασσας και μπλεγμένος μέσα στις μαβιές και γκρίζες τούφες της πρωινής ομίχλης, νόμιζα πως δεν βρισκόμουν άλλο στη γη. Καθώς περνούσα ανάμεσα στις απαλές τουλίπες της καταχνιάς, ένιωσα τον εαυτό μου ανάλαφρο και μετέωρο να πετά στο άπειρο και να χάνεται μέσα σε κόσμους παράξενους κι αλλιώτικους. Είχα ξεχάσει τα βάσανα της ζωής. Είχα απαλλαγεί απ’ τις φροντίδες του κόσμου μας. Είχα πραγματικά ξεφύγει απ’ το γνωστό και γερασμένο μας περιβάλλον. 122


Μέσα στην απόκοσμη εκείνη σιωπή και πάνω στην παράξενη έξαρση της ψυχής μου, μια φωνή αντήχησε ξαφνικά κι απότομα, σα διαπεραστικός ήχος στριγκλής και δαιμονισμένης καμπάνας. Η θεϊκιά και παραδεισένια γαλήνη με μιας θρυματίστηκε και σα χιλιοκομματιασμένο γυαλί σωριάστηκε γύρω μου. Τρομαγμένος έγειρα ελαφρά στο πλευρό μέσα στη βάρκα μου και μου φάνησε σα να έπεσα απ’ τον ουρανό. Κρατήθηκα απ’ τα κουπιά κι έμεινα στη θέση μου σαν απολιθωμένος. Η έξαρσή μου έσβησε, οι οραματισμοί μου διαλύθηκαν, οι φαντασίες μου διασκορπίστηκαν. Η σκέψη μου ξαναγύρισε κρύα κοντά μου κι εγώ ξαναντίκρυσα τη ζωή και ξαναβρέθηκα πίσω στη γη. Ένιωσα και πάλι την καρδιά μου να χτυπά στο στήθος μου κι αισθάνθηκα το βάρος της γήινης πραγματικότητας, με τις πολλές φροντίδες της και τις αναρίθμητες καθημερινές έγνοιες της, να βαραίνει τους αδύνατους ώμους μου. -Ε, πατριώτη . . . Τι μέρος είναι εδώ; Είναι μακριά η στεριά; Αντιλάλησε δαιμονισμένα µια απροσδόκητη διαπεραστική φωνή ξεσχίζοντας τα ομιχλένια πέπλα του ορίζοντα. Ταυόχρονα, ο σκούρος και άσχημος όγκος μιας παλιάς βάρκας ξεπρόβαλε στο βάθος μιας ανάλαφρης και άυλης στοάς απ’ τις πολλές που με περιέβαλαν και που εκείνη τη στιγμή σχημάτιζαν τα κινούμενα μικρά και απαλά συννεφάκια της καταχνιάς πάνω στη γυάλινη όψη της θάλασσας. Προσπάθησα να συνέλθω απ’ το ξάφνιασμα και την ταραχή μου και, χωρίς να το καλοκαταλάβω, φώναξα κι εγώ δυνατά. -Όχι, δεν είναι μακριά. Εδώ είναι η Χίος. Η άγνωστη βάρκα, με σβέλτα χτυπήματα των κουπιών της στο νερό κι ακολουθώντας τη γραμμή του μήκους της αέρινης στοάς, πλησίαζε προς το μέρος μου με γρηγοράδα. Όταν έφτασε κοντά μου, διέκρινα δυο ανθρώπους καθισμένους στα σκαριά των κουπιών. Ήταν δυο μεστωμένοι άντρες, γύρω στα 30 με 35 χρόνια. Φαίνονταν εξαντλημένοι και ταλαιπωρημένοι. Η όλη τους κατάσταση έδειχνε ανθρώπους που είχαν μέρες στη θάλασσα. -Φαίνεται πως ο Θεός μας έστειλε κοντά σου, είπε ο ένας, καθώς άπλωνε το χέρι του για να πιαστεί απ’ τη βάρκα μου. Οι δυο βάρκες πλησίασαν κοντά-κοντά, σκούντησε η μια την άλλη καθώς άγγιζαν τα πλευρά τους, τραντάχτηκαν για μια στιγμή κι οι δυο κι έμειναν εκεί ακουμπιστές δίπλα-δίπλα η μια κοντά στην άλλη, να λικνίζονται ελαφρά πάνω στο φρεσκοταραγμένο νερό. -Μήπως έχεις κάτι να πιω, φίλε; Ρώτησε με δυσκολία ο άλλος ξένος. Τα χείλη του φαινόταν στεγνά και σκισμένα απ’ τη δίψα και την αρμύρα της θάλασσας. -Δεν έχω στη βάρκα τίποτα, του είπα και λυπάμαι πραγματικά γι’ αυτό. Αλλά, ελάτε μαζί μου στη στεριά. Η ακτή δεν είναι μακριά. Στο φτωχικό μου, κάτι θα βρεθεί για να ξεδιψάσετε και να συνέλθετε. -Όχι, όχι, είπε βιαστικά ο ένας απ’τους δυο. Σ’ ευχαριστούμε πολύ. Δε θα βγούμε στη στεριά. -Τότε, περιμένετε εδώ, τους είπα με κάποιον απερίσκεπτο αυθορμητισμό. Θα πάω εγώ και θα σας φέρω κάτι. Και, χωρίς να

123


περιμένω απάντηση, άρχισα να τραβώ τα κουπιά της βάρκας μου και να βάζω πλώρη για τη στεριά. Οι δυο άγνωστοι δεν μίλησαν καθόλου κι εγώ απομακρύνθηκα και χάθηκα από κοντά τους μέσα στ’ αραιά συννεφάκια της ομίχλης. Μόλις πάτησα στη στεριά, έτρεξα βιαστικός στη μικρή καλύβα που είχα σα στέκι μου, λίγα βήματα πιο πέρα απ’ την ακρογιαλιά. Πήρα το ασκί με το νερό, έβαλα σ’ ένα μεγάλο κανάτι λίγο κρασί, άρπαξα κι ό,τι προσφάι βρισκόταν εκεί, πήδησα τρεχάτος στη βάρκα μου και βιαστικός άρχισα να τραβώ και πάλι κουπιά, επιστρέφοντας στους ταλαιπωρημένους άγνωστους. Δεν προχώρησα, όμως, λίγα μέτρα και μέσα στην ομίχλη ξεπρόβαλε μπροστά μου η βάρκα με τους δυο επιβάτες της. -Αποφασίσαμε να σ’ απαλλάξουμε απ’ τον κόπο της διπλής διαδρομής και σ’ ακολουθήσαμε, είπε ο ένας απ’ τους δυο καθώς πλησίαζε η βάρκα τους προς το μέρος μου. -Ποιους έχεις μαζί σου στη στεριά; Ρώτησε µ’ ενδιαφέρον ο άλλος. -Κανέναν. Τους απάντησα απονήρευτα. Είμαι μόνος μου. Και θα είμαι μόνος όλη την ημέρα σήμερα. Αύριο περιμένω να περάσει το καΐκι μας από δω. -Τότε, αν θέλεις, σου κάνουμε παρέα για λίγο, είπε ο ξένος. Οι δυο βάρκες μας γύρισαν προς την ακτή και γρήγορα οι καρίνες τους χώθηκαν στην άμμο και μεις πηδήσαμε στη στεριά. Ξαπλωμένοι μπροστά στην καλύβα οι δυο ξένοι, αφού δροσίστηκαν με το νερό κι έφαγαν ό,τι βρέθηκε στο ταγάρι μου, παρακολουθούσαν σιωπηλοί το ρόδισμα της αυγής και το φευγιό της χρυσοπράσινης ομίχλης, που σιγά-σιγά συμπυκνώνονταν σε σύννεφο και τραβιόταν μακριά στον ορίζοντα, ξεσκεπάζοντας δειλά-δειλά την ήσυχη όψη της θάλασσας. Καθισμένος κι εγώ δίπλα τους, παρακολουθούσα σιωπηλός τους δυο άγνωστους φιλοξενουμένους μου και αν και εγωιστικό, δεν το κρύβω, ένιωθα κρυφή χαρά κι έντονη περηφάνια, που μπόρεσα, με λίγο νερό κι ένα κομμάτι ψωμί, ν’ ανακουφίσω και να συνεφέρω δυο ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Καθώς τους κοίταζα με ικανοποίηση, πρόσεξα το μπόι τους και τα χαρακτηριστικά τους. Ο ένας, με τα στεγνά και σκισμένα απ’ τη δίψα χείλη, ήταν ψηλός, ξερακιανός, με καστανά μάτια και φουντωτά μαλλιά. Κι ο άλλος, γεροδεμένος, με μεγάλους ώμους, στρογγυλό κεφάλι και κανονικό ανάστημα. Και οι δυο μπροστά σε μένα φαίνονταν γίγαντες. -Δε μας ρώτησες, φίλε, ποιοι είμαστε κι από πού ερχόμαστε, μου είπε ο ψηλότερος απ’ τους δυο. -Δεν έχει σημασία αυτό, απάντησα. Κι ούτε μας χρειάζεται οπωσδήποτε αυτή η λεπτομέρεια τώρα. Εκείνο, όμως, που θέλουμε την ώρα αυτή, είπα αλλάζοντας τον τόνο της φωνής μου, είναι μια καλή φωτιά. Τώρα μάλιστα, που σταματήσαμε την κωπηλασία αισθανόμαστε πιο τσουχτερή την πρωινή ψύχρα. Ένα ζεστό δε θα ήταν άσχημο τώρα το πρωί. Θα κάνω λοιπόν μια γύρα για να μαζέψω ξύλα. Μετά, καθισμένοι γύρω στη φωτιά, προχωρούμε στις λεπτομέρειες, αν θέλετε. Και, λέγοντας

124


αυτά, σηκώθηκα και προχώρησα πέρα απ’ την άμμο προς τα χαμόκλαδα, ψάχνοντας για ξύλα. Είχα μαζέψει αρκετά κι ετοιμαζόμουν να γυρίσω πίσω, όταν ένας ποδοβολητός αλόγων με κάρφωσε στη θέση μου. Με τα ξύλα στην αγκαλιά μου, γύρισα προς το μέρος του δρόμου απ’ όπου ερχόταν ο θόρυβος. -Γεια σου Μανουήλ. Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή, που ερχόταν απ‘ την απέναντι κατεύθυνση. Γύρισα το κεφάλι μου κι είδα το Βικέντη, ένα Λατίνο αξιωματικό της αστυνομίας της περιοχής μας, ακολουθούμενο από έναν ένοπλο χωροφύλακα, να με πλησιάζει, ενώ δυο-τρεις άλλοι χωροφύλακες έρχονταν απ’ την πλευρά του μεγάλου δρόμου καλπάζοντας προς το μέρος μου. -Καλημέρα αφεντικό. Είπα κάπως ξαφνιασμένος. Πώς από δω; -Δεν έμαθες τίποτα, μωρέ Μανόλη; Έκανε µ’ απορία ο Βικέντης, που είχε φθάσει κιόλας κοντά μου και συνέχισε. Πριν από τρεις μέρες, στη Σάμο σκοτώθηκε ένας άρχοντας μιας επαρχίας από δυο ντόπιους δολοφόνους. Η αστυνομία της περιοχής και των γύρω νησιών αναστατώθηκε και καταζητεί τους φονιάδες. Μήπως είδες κανέναν άγνωστο να περιφέρεται εδώ γύρω; Και, λέγοντας αυτά, ξεπέζεψε απ’ το άλογό του κι έκανε νόημα με το χέρι του στους χωροφύλακες να μείνουν εκεί μέσα στους θάμνους και να τον περιμένουν. Έδωσε τα χαλινάρια του αλόγου του σ’ έναν απ’ αυτούς και προχώρησε μαζί μου προς την καλύβα. Μόλις απομακρύνθηκε απ’ τους χωροφύλακες, με ρώτησε. -Υπάρχει τίποτα στην καλύβα; -Κάτι ίσως να υπάρχει στο κανάτι, του απάντησα. Αλλά κι αν αυτό είναι άδειο, θα σου φτιάσω ένα ζεστό για να συνέλθεις απ’ το πρωινό κρύο. Ήξερα ότι του άρεσε πολύ το κρασί. Αυτό ήταν κοινό μυστικό στο νησί, γιατί όλοι τον κερνούσαν κανένα ποτήρι, όταν τό ‘φερνε η περίσταση, για να τά ‘χουν καλά μαζί του. Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Βικέντης αλλά, σα χωροφύλακας δεν ήταν να του έχεις κι απόλυτη εμπιστοσύνη. -Τι το θέλεις το ζεστό πρωί-πρωί; είπε ο αξιωματικός καθώς προχωρούσε. Καλύτερα να βρεθεί το κανάτι γεμάτο. Έστω και μισό. Έτσι, απαλλάσσεσαι και συ απ’ τις φωτιές και τα ζεστά νερά, πρόσθεσε σε τόνο αστείο και γέλασε. Χαμογέλασα κι εγώ μαζί του. Είχαμε φθάσει κοντά στην καλύβα και τα γέλια του Βικέντη ξάφνιασαν τους δυο άγνωστους φίλους μου. Όπως μου λέγαν αργότερα, φεύγοντας εγώ από κοντά τους, τους πήρε ο ύπνος και δεν αντιλήφθηκαν τίποτα, παρά ξύπνησαν τρομαγμένοι απ’ τα γέλια του αστυνομικού. Μόλις πλησιάσαμε λοιπόν στην καλύβα, τινάχτηκαν κι οι δυο επάνω τρομαγμένοι, μη ξέροντας τι να κάνουν. Στο αντίκρυσμά τους, σάστισε κι ο Βικέντης και δεν ήξερε κι αυτός τι να υποθέσει, γιατί δεν περίμενε να συναντήσει δυο ξένους στην καλύβα μου τέτοια ώρα.

125


Κατάλαβα την αγωνία και την αμηχανία όλων και, γυρίζοντας προς το μέρος του Βικέντη, πρόσθεσα με απάθεια και ηρεμία, καθώς άφηνα τα ξύλα να πέσουν με θόρυβο απ’ την αγκαλιά μου. -Δε σου είπα καθαρά, ότι έχω και δυο φιλοξενούμενους στην καλύβα μου. Αυτό εννοούσα όταν αμφέβαλα αν θα υπάρχει κάτι ή όχι στο κανάτι. Όταν έφυγα για να μαζέψω ξύλα, οι δυο τεμπέληδες κοιμόταν και το κανάτι κάτι είχε μέσα. Δεν πιστεύω να υποκρίνονταν τον κοιμισμένο και να περίμεναν πότε θα απομακρυνθώ εγώ, για να πέσουν επάνω του και να το στραγγίσουν, είπα µ’ έναν τόνο αστειότητας, προσπαθώντας να ηρεμίσω κάπως την τεταμένη ατμόσφαιρα. Ο γεροδεμένος άγνωστος με μιας πετάχτηκε επάνω αγουροξυπνημένος και ξαφνιασμένος κοίταζε προς το μέρος μας. Έμεινε για μια στιγμή αναποφάσιστος, μη ξέροντας τι να κάνει. Κατάλαβα την αμηχανία του και, για να προλάβω καμιά αποκοτιά του, είπα στο Βικέντη. -Είναι δυο ξαδέρφια της γυνμαίκας μου απ’ τα Ψαρά. Οι μάνες τους είναι αδερφές του πεθερού μου. Καλά παιδιά αλλά άνεργοι. Ήρθαν εδώ με την ελπίδα ότι θα βρουν δουλειά σε κανένα ψαροκάικο. Σήμερα-αύριο, περιμένουμε το δικό μας καΐκι να περάσει από δω. Αν έχουν τύχη, ίσως κάτι να γίνει με τον καπετάνιο μας. Στο μεταξύ κι ο ξερακιανός άγνωστος είχε ξυπνήσει, είχε πεταχτεί όρθιος και κοίταζε ξαφνιασμένος το Βικέντη, το σύντροφό του κι εμένα. Εγώ συνέχισα με απάθεια την κουβέντα μου, απευθυνόμενος προς τους δυο αγνώστους. -Μην ξαφνιάζεστε παιδιά, είπα και μη χάνετε το χρώμα σας. Άδικα ξυπνήσατε. Δεν είναι ο καπετάνιος του καϊκιού που περιμένουμε και που τόσο σκεφτόσασταν, πώς θα παρουσιαστείτε μπροστά του. Είναι ο Βικέντης. Ένας καλός άνθρωπος του νόμου. Είναι ο καλύτερος αξιωματικός της αστυνομίας μας. Και, γυρίζοντας προς το Βικέντη, πρόσθεσα. -Από εδώ είναι ο Νικοφόρος κι έδειξα το γεροδεμένο άγνωστο κι από εδώ ο Ανδρόνικος κι έδειξα τον ξερακιανό σύντροφό του. Τα ονόματα ήταν δικά μου. Της στιγμής. Δεν ξέρω αν τους άρεσαν ή όχι. Πάντως, τη στιγμή εκείνη δεν έφερε κανένας τους καμιά αντίρρηση. Τα δέχτηκαν κι οι δυο ευχαρίστως και τα διατηρούν ακόμα. Έτσι τους ξέρουν όλοι όσοι τους γνώρισαν μετά. Ο Νικηφόρος κι ο Ανδρόνικος καλμάρησαν και, με ηρεμία και καλοκαμουφλαρισμένη προσποίηση, έδωσαν τα χέρια στο Βικέντη και τον χαιρέτησαν. Ο Βικέντης πρότεινε κι αυτός το χέρι του και ανταπέδωσε το χαιρετισμό με καλοσύνη. Εγώ, για να πληροφορήσω καλύτερα τους φίλους μου, συνέχισα την κουβέντα, στραμμένος προς τον αστυνομικό. -Καλό μέρος τα Ψαρά αλλά ξερό και άγονο. Λίγες και μετρημένες οι δουλειές και μεγάλο κι αμέτρητο το σόι της Ευδοκίας, της γυναίκας μου. Τρία αδέλφια έχει η μάνα της και δυο αδελφές. Κι έναν αδελφό ο πατέρας της. Χρόνια είχα να δω τα ξαδέρφια μου. Κι όταν, πριν από τέσσερα χρόνια, πήγαμε με την Ευδοκία στους δικούς της, ο Νικηφόρος

126


κι ο Ανδρόνικος έλειπαν απ’ το νησί και δεν τους είδαμε. Η γυναίκα μου πάντα έλεγε. Βρε Μανόλη, θα φύγουμε και δε θα δούμε τα παιδιά; Οι δυο ξένοι µ’ άκουγαν με προσοχή και με χαμόγελο γεμάτο έντεχνη οικειότητα γύριζαν πονηρά τα μάτια τους και με κοίταζαν κάπουκάπου. Στο πρόσωπό τους διάβαζα καθαρά την ικανοποίησή τους και το πόσο ήθελαν να µ’ ευχαριστήσουν για τις τόσο απαραίτητες πληροφορίες που τους έδινα, οι οποίες τους ήταν αφάνταστα χρήσιμες. Ο Βικέντης δεν έδινε και μεγάλη σημασία στα λόγια μου κι ούτε και ήθελε να μάθει και πολλά πράγματα για τον αριθμό και τη φτώχεια των συγγενών μου στα Ψαρά. Περισσότερο, τον ενδιέφερε το κανάτι κι ήταν πραγματικά περίεργος να διαπιστώσει, σαν τι ποσότητα περιείχε εκείνη τη στιγμή. Αυτή την αδυναμία του την γνώριζα, γι’ αυτό και παρέτεινα την κουβέντα μου. Ήθελα να τον κρατώ σε αγωνία. Ήξερα, ότι η παρατεινόμενη αναμονή εκνευρίζει τον άνθρωπο μέχρι ένα βαθμό και θολώνει κάπως τη νηφαλιότητα του μυαλού του. Κι εκείνες τις στιγμές, ήθελα το μυαλό του Βικέντη να θολώσει όσο περισσότερο γινόταν. Με απάθεια και τελείως φυσικά, αφού είπα όσα έκρινα απαραίτητα ότι έπρεπε να πω, για την καλύτερη κατατόπιση των δυο ξένων μου κι αφού ήρθε η κατάλληλη ώρα, προχώρησα στο βάθος της καλύβας, πήρα στα χέρια μου το κανάτι και με κρυφή χαρά διαπίστωσα απ’ το βάρος του ότι δεν ήταν άδειο. Με έκδηλη την ικανοποίηση στο πρόσωπό μου, βγήκα απ’ την καλύβα και ξαναγύρισα στη συντροφιά. -Κάτι υπάρχει μέσα, είπα, κουνώντας ελαφρά αλλά επιδεικτικά το πήλινο κανάτι προς το μέρος του Βικέντη. Εκείνος, από λεπτότητα και χωρίς στην πραγματικότητα να το θέλει, είπε. -Δώσε πρώτα στα παιδιά να πιούνε λίγο. Το κρασί κάνει καλό το πρωί. Τονώνει τα νεύρα και ξυπνά τον οργανισμό, πρόσθεσε κάπως φιλοσοφικά. -Α, μπα, είπα με βιασύνη. Τα παιδιά σπάνια πίνουν κρασί το πρωί. Προτιμούν πάντοτε ένα ζεστό ρόφημα. Τους ξέρω εγώ. Γι’ αυτό βγήκα πρωί-πρωί να μαζέψω ξύλα. -Ούτε και συ θα πιεις λίγο Μανουήλ; Ρώτησε ο Βικέντης, καθώς έπαιρνε στα χέρια του το κανάτι. Και, χωρίς να περιμένει απάντηση, τό ‘φερε στα χείλη του και κατέβασε με μιας το μισό περιεχόμενό του. Σκούπισε το στόμα του με το χέρι του και, κυριευμένος από μια μεγάλη ικανοποίηση για την καλή ποιότητα του κρασιού, είπε. -Στη Σάμο έγινε δολοφονία κι εδώ εμείς αναστατωθήκαμε και ξενυχτάμε, γυρίζοντας στο κρύο και ψάχνοντας στις ερημιές όπως πάντοτε κάποιον άγνωστο. Ξανασήκωσε το κανάτι, κατέβασε και το υπόλοιπο περιεχόμενό του και πρόσθεσε. -Κάποια στραβοξυλιά, μικρή ή μεγάλη, θά ‘κανε κι εκείνος ο άρχοντας και τον περιποιήθηκαν ανάλογα. Ποτέ, χωρίς λόγο δεν γίνεται τίποτα. Συνήθως γίνονται υπερβολές αλλά πάντοτε υπάρχει κάποιος λόγος. Και, γυρίζοντας προς τους δυο ‘’Ψαριανούς’’, ρώτησε.

127


-Εσείς έχετε ησυχίες εκεί στα Ψαρά; -Μικρό το μέρος μας και λιγοστοί οι κάτοικοί του, είπε ο Ανδρόνικος. Σχεδόν γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο. Κι όταν σ’ έναν τόπο είναι όλοι γνωστοί, σπάνια παρουσιάζονται μεγάλες παραφωνίες. -Μακάρι, μακάρι να ζήτε ειρηνικά κι αγαπημένα και να υπακούτε στους άρχοντές σας, είπε ο αστυνομικός κι άφησε το άδειο κανάτι προσεχτικά στην άμμο. Μετά, σηκώθηκε όρθιος κι ετοιμάστηκε να φύγει. Σηκωθήκαμε και μεις και τον ξεβγάλαμε δυο βήματα πιο πέρα απ’ την καλύβα, χωρίς να προχωρήσουμε πιο ψηλά στην άμμο, για να μην γίνουμε αντιληπτοί απ’ τους χωροφύλακες που περίμεναν πιο πέρα. Ο Βικέντης χαιρέτησε όλους μας και φεύγοντας πρόσθεσε. –Γεια σας και καλές επιτυχίες στις δουλειές σας. Και, γυρίζοντας σε μένα, είπε. Μανουήλ, το κρασί σου είναι πάντα θαυμάσιο. Με μεγάλα βήματα έφυγε προς το μέρος που τον περίμεναν οι χωροφύλακες και γρήγορα χάθηκε ανάμεσα στα χαμόκλαδα. Σε λίγο ακούσαμε τον ποδοβολητό των αλόγων να χάνεται μακριά στην ερημιά. Ο μικρός τοξότης σταμάτησε τη διήγησή του κι έμεινε για λίγο σιωπηλός. Κοίταξε τους δυο φίλους του, το Νικηφόρο και τον Ανδρόνικο που πηγαινοέρχονταν οπλισμένοι πάνω στη γέφυρα μπροστά στην καμπίνα του καπετάνιου, έριξε μια ματιά στο συνάδελφό του που καθόταν δίπλα του κάτω απ’ το πισινό κατάρτι ακουμπισμένος στα κιβώτια και τον άκουγε σιωπηλός και συνέχισε. -Φεύγοντας ο Βικέντης, ξαναγυρίσαμε στην καλύβα. Οι δυο ‘’Ψαριανοί’’, καθώς επέστρεφαν στις θέσεις τους, στάθηκαν για λίγο σιωπηλοί και με προσποιητή σοβαρότητα κοίταξαν ο ένας τον άλλο. Με κάποια επισημότητα ο ψηλόκορμος με τα φουντωτά μαλλιά μισοϋποκλίθηκε μπροστά στο φίλο του και αυτοσυστήθηκε προφέροντας το καινούριο του όνομα, ‘’Ανδρόνικος’’. Ο γεροδεμένος φίλος του, με το ίδιο σοβαρό ύφος, ανταπέδωσε την υπόκλιση και πρόφερε τυπικά, ‘’ Νικηφόρος’’. Μετά, ξέσπασαν κι οι δυο στα γέλια κι ήρθαν κοντά µου. Μ’ αγκάλιασαν και µ’ ευχαρίστησαν για την όλη στάση μου απέναντί τους και για την έξυπνη, όπως είπαν, από μέρους μου, αντιμετώπιση του Βικέντη. Μετά κι οι τρεις μαζί ταχτοποιήσαμε τα ξύλα, ανάψαμε τη φωτιά και καθίσαμε γύρω της. Σιωπηλοί παρακολουθούσαμε στην αρχή τα πρώτα παιχνιδίσματα της φλόγας. -Λοιπόν, που λες, ‘’ξάδερφε Μανόλη’’, είπε για μια στιγμή ο Ανδρόνικος, θα πρέπει να ξέρεις και συ κάτι για τα ‘’ξαδέρφια’’ σου. Και, χωρίς περιστροφές, συνέχισε. Πρώτα-πρώτα τα ονόματα που μας έδωσες μας ταιριάζουν περίφημα. Είναι αλήθεια, συνέχισε, πως ο φίλος από εδώ κι έδειξε προς το μέρος του άλλου ‘’Ψαριανού’’, όσες φορές κι αν έμπλεξε σε καυγάδες, ποτέ δεν έχασε. Πάντοτε φέρνει νίκες . . . Βλέπεις, είναι και το σκαρί του έτσι φτιαγμένο, γι’ αυτό δε θα μπορούσε να του ταιριάσει καλύτερο όνομα απ’ το ‘’Νικηφόρος’’. Όσο για μένα, φαίνεται πως πρόσεξες το φτιάξιμό μου και το διπλό περίπου μπόι μου, γι’ αυτό και μου κόλλησες το διπλό όνομα. Δεν είναι ούτε άσχημη, ούτε αταίριαστη ιδέα. Το όνομα, λοιπόν, ‘’Ανδρόνικος’’ μου έρχεται ακριβώς στα μέτρα μου και θα το κρατήσω. 128


Ύστερα, συνέχισε, πρέπει να ξέρεις ότι δεν είμαστε Ψαριανοί και επιπλέον μάθε ότι είμαστε εκείνοι που σκότωσαν τον άρχοντα της Σάμου. Ο Νικηφόρος κοίταξε κάπως παράξενα το φίλο του, σα να μην συμφωνούσε απόλυτα με την αθυροστομία του αυτή και οι δυο μαζί κάρφωσαν περίεργα τα βλέμματά τους επάνω μου, προσπαθώντας µ’ αγωνία να διαβάσουν στο πρόσωπό μου τις αντιδράσεις μου απ’ τη συγκλονιστική τους αυτή εκμυστήρευση. -Κατάλαβα απ’ την αρχή, τους απάντησα, ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Ο Βικέντης δεν κατεβαίνει εύκολα σ’ αυτά τα μέρη μόνο για λίγο κρασί. Επίσης, άνθρωποι ναυαγοί ή έστω και απλώς ταλαιπωρημένοι απ’ τη θάλασσα, δεν αρνούνται χωρίς λόγο να βγουν στην ξηρά, όταν πλησιάζουν στην ακτή που τόσο λαχταρούσαν να δουν και μάλιστα, όταν εκεί τους περιμένει τροφή, νερό και ξεκούραση. Κάτι, όμως, μού ‘λεγε και μένα μέσα μου ότι δεν είσαστε δυο κακούργοι. Δυο δολοφόνοι, χωρίς αιτία ανώτερη για την πράξη σας. Αν κάτι κάνατε, κάποιος σοβαρός λόγος θα σας ανάγκασε να φθάσετε μέχρις εκεί. -Μας φέρθηκες σαν αδελφός και θα σου μιλήσουμε και μεις σαν αδέλφια, είπε ο Νικοφόρος, με τόνο που έδειχνε ότι κάθε προηγούμενος δισταγμός του και κάθε αμφιβολία του για μένα είχαν τελείως διαλυθεί και εξανεμιστεί. Με τον Ανδρόνικο, είπε, είμαστε δάσκαλοι στο μεγαλύτερο και το καλύτερο σχολείο της Σάμου. Χρόνια φίλοι και κάθε μέρα μαζί και στο σχολείο και έξω απ’ αυτό. Ο Ανδρόνικος είχε μια αδελφή, όμορφη, λογική και μετρημένη. Ένα κομμάτι μάλαμα, που λέμε. Η καλοσύνη της δεν μετριόταν. Την αγαπούσα από καιρό. Κι εκείνη με συμπαθούσε. Ο Ανδρόνικος τό ‘ξερε και τό ‘μαθαν και οι γονείς τους. Αρραβωνιαστήκαμε και γρήγορα ορίσαμε την ημερομηνία του γάμου μας. Παντευτήκαμε την περασμένη Κυριακή. Στο σημείο αυτό, ο Νικηφόρος σταμάτησε, γιατί, παρ’ ότι απ’ την αρχή φαινόταν πως έβαζε όλα του τα δυνατά και πίεζε τον εαυτό του για να μπορέσει να συνεχίσει, ένα αναφιλητό τού ‘κλεισε το λαιμό. Το βλέμμα του θόλωσε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. -Είναι καλός και τίμιος ο Νικηφόρος, είπε ο Ανδρόνικος, που, σφίγγοντας κι αυτός την καρδιά του, προσπάθησε να καλύψει το κενό που παρουσίασε η δυνατή συγκίνηση του Νικηφόρου. Η Άννα, η συγχωρεμένη αδελφή μου, τον αγαπούσε πραγματικά κι όλοι στο σπίτι μας τον εκτιμούσαμε αφάνταστα, για την ευθύτητα του χαρακτήρα του και την ειλικρίνειά του. Ο γάμος έγινε με το καλό κι η αδελφή μου έφυγε με τις ευχές όλων μας απ’ το πατρικό μας σπίτι για το σπίτι του άντρα της. Το δικό της σπίτι. Ο Νικηφόρος στο μεταξύ συνήλθε απ’ την ταραχή του και, σφίγγοντας την καρδιά του, συνέχισε. -Το βράδυ, όμως, της μέρας του γάμου μας και, μόλις φθάσαμε με την Άννα στο σπίτι μας, ύστερ’ απ’ το ολοήμερο γλέντι που είχαμε στο σπίτι των γονιών της, δυο άνθρωποι του τοπικού άρχοντα Γκαμπριέλε

129


μπήκαν στο σπίτι μου απειλητικοί και ζήτησαν να πάρουν την Άννα στο κονάκι του άρχοντα. Η Άννα ήταν όμορφη κι ο Γκαμπριέλε από καιρό περίμενε την κατάλληλη ώρα για να εξασκήσει τα δικαιώματά του. Ήθελε να εφαρμόσει οπωσδήποτε το δικαίωμα της πρώτης νύχτας. Η Άννα, στο άκουσμα της απαίτησης αυτής του Γκαμπριέλε, πάγωσε απ’ την τρομάρα και το φόβο της κι έτρεξε κοντά μου ζητώντας την προστασία μου. Τα μάτια της με κοίταξαν ικετευτικά για μια στιγμή και μετά έσκυψε το κεφάλι της, σα να προετοιμάζονταν, αδύναμη απ’ το βάρος και τον όγκο των απαίσων νόμων των δυνατών, να υποκύψει στη μοίρα της. Η σκέψη, ότι θα έπαιρναν τη γυναίκα μου από κοντά μου και μάλιστα την πρώτη μέρα του γάμου μας και θα μου την επέστρεφαν το άλλο πρωί, μου ξέσκισε τα στήθια και μου θόλωσε το μυαλό. Τα πάντα μπροστά μου σκοτείνιασαν κι έχασα κάθε έλεγχο στον εαυτό μου. Άρπαξα τους δυο οπλοφόρους του Λατίνου άρχοντα απ’ τους λαιμούς και, πριν καλά-καλά καταλάβουν τι συμβαίνει, χτύπησα τα κεφάλια τους τό ‘να με τ’ άλλο τόσο δυνατά, που κι οι δυο με μιας έπεσαν κάτω αναίσθητοι. Χωρίς ν’ ασχοληθώ περισσότερο με τα αναίσθητα εκείνα κτήνη, πήρα την Άννα απ’ το χέρι και κατεβήκαμε τρέχοντας τις σκάλες, προσπαθώντας να φύγουμε απ’ το σπίτι όσο πιο γρήγορα γινόταν. Θέλαμε να εξαφανιστούμε όσο πιο μακριά μπορούσαμε απ’ το Λατίνο άρχοντα και τους ανθρώπους του. Αλλά, μόλις βγήκαμε στην αυλή, πέσαμε πάνω στον ίδιο το Γκαμπριέλε, ο οποίος, βλοσυρός και με το σπαθί στο χέρι, στεκόταν μπροστά στο δρόμο μας, ανάμεσα σε δυο οπλοφόρους, περιμένοντας µ’ ανυπομονυσία να του φέρουν τη νύφη. Τόσο πολύ ποθούσε την Άννα ο απαίσχυντος Γενουάτης, που δεν περίμενε να του την πάνε οι άνθρωποί του στο κονάκι του, όπως γίνονταν µ’ όλες σχεδόν τις νεόνυμφες του νησιού. Ήθελε ν’ απλώσει τα βρομερά του χέρια πάνω στο ανάγγιχτο κορμί της γυναίκας μου, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μόλις μας είδε να προσπαθούμε να φύγουμε με την Άννα, έκανε δυο-τρία βήματα μπροστά, σήκωσε το σπαθί του και προσπάθησε να εμποδίσει τη φυγή μας. -Δεν σέβεσαι τους νόμους και δεν υπακούς στις διαταγές μου; Φώναξε οργισμένος ο Γκαμπριέλε, σείοντας απειλητικά το σπαθί του καταπάνω μου. -Αυτή σου η θέληση δε θα γίνει ποτέ, βρυχήθηκα µ’ όση δύναμη είχα μέσα μου. Και, τραβώντας την Άννα απ’ το χέρι, όρμησα προς το αριστερό μέρος της αυλής. Προσπαθήσαμε κι οι δυο να ξεφύγουμε τους δράκοντες εκείνους της νύχτας, που σαν αρπαχτικά όρνια κοίταζαν τη γυναίκα μου με τα αισχρά τους βλέμματα. Έσφιξα την Άννα κοντά μου και τρέξαμε προς τη διπλανή πόρτα του περιβόλου, με την ελπίδα πως θα ξεφύγουμε τους διώκτες μας. Μόλις, όμως, στρίψαμε αριστερά κι αρχίσαμε να τρέχουμε με τις πλάτες γυρισμένες προς το Γκαμπριέλε, ένας απ’ τους στρατιώτες του όρμησε προς το μέρος μας και με δύναμη έριξε το ακόντιό του καταπάνω μας. Το βαρύ ακόντιο, παρ’ ότι προοριζόταν για μένα, βρήκε την Άννα στην πλάτη και καρφώθηκε στο κορμί της. Η

130


κοφτερή του μύτη τρύπησε τη σάρκα της, ξέσκισε την καρδιά της κι άνοιξε το στήθος της. Βλέποντας την Άννα μου να πέφτει αιμόφυρτη δίπλα μου, έχασα κάθε αίσθηση. Τρελάθηκα. Έγινα θηρίο, Χωρίς να σκεφτώ καθόλου, γύρισα πίσω, όρμησα πάνω στο στρατιώτη που είχε ρίξει το ακόντιο και, όπως ήταν ακόμα ξαφνιασμένος απ’ την αστοχία του όπλου του και ζαλισμένος απ’ το αναπάντεχο αποτέλεσμα της προσπάθειάς του, άρπαξα το σπαθί απ’ τη μέση του, το ανέμισα στον αέρα και το κατέβασα, µ’ όση δύναμη μπορούσα να επιστρατέψω μέσα στην τρέλα μου, στο κεφάλι του. Νομίζω πως τον έσκισα πέρα για πέρα στα δυο. Με την ίδια ορμή, έπεσα πάνω στο Γκαμπριέλε και, πριν καλοπρολάβει να συνέλθει κι αυτός απ’ την τρομάρα του και να δει τι συμβαίνει, με μια σπαθιά τού ‘ριξα το κεφάλι στο χώμα. Ο στρατιώτης που βρισκόταν δίπλα του δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα. Προσπάθησε να τραβήξει το σπαθί του για να υπερασπιστεί τον αφέντη του και τη ζωή του αλλά, πριν προλάβει να το σηκώσει για να με χτυπήσει, ήταν νεκρός. Έτρεξα κοντά στην Άννα. Είχε ξεψυχήσει. Το ακόντιο είχε κόψει το νήμα της ζωής της. Ήταν πεσμένη μπρούμυτα στο χώμα και πλημμυρισμένη στο αίμα της. Χτυπημένος θανάσιμα απ’ το χαμό της, χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να βηματίζω. Δεν αισθανόμουν τι έκανα και πού πήγαινα. Βγήκα στο δρόμο και, δεν ξέρω γιατί και πώς, έφτασα στο πατρικό σπίτι της Άννας. Θυμάμαι, πως ήταν όλοι τους εκεί ακόμη καθισμένοι γύρω στα τραπέζια με τα ποτήρια τους γεμάτα, όπως τους αφήσαμε λίγο πριν, όταν φύγαμε με τη γυναίκα μου για το σπίτι μας. Έπιναν χαρούμενοι και γλεντούσαν. Συνέχιζαν το γάμο της κόρης τους. Δεν ξέρω πώς ήταν η όψη μου και πόσο βουτηγμένος ήμουν στα αίματα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι όλοι τους, μόλις με είδαν, κέρωσαν. Κανείς δεν μιλούσε. Όλοι πάγωσαν και τα εύθυμα γέλια τους μετατράπηκαν σε πικρούς θρήνους. Ο Ανδρόνικος έτρεξε κοντά μου. Δεν αλλάξαμε λέξη. Νόμιζες, πως τού ‘χε κοπεί κι αυτουνού η λαλιά. Μαζί, γυρίσαμε βιαστικοί στο σπίτι μου. Η Άννα μου ήταν άψυχη στη θέση που την είχε καρφώσει πριν από λίγο το άσπλαχνο ακόντιο του βάρβαρου στρατιώτη, τριγυρισμένη απ’ τα σώματα των νεκρών στρατιωτών, που κοίτονταν εδώ κι εκεί μέσα στην αυλή. Το κεφάλι του Γκαμπριέλε είχε κυλήσει δίπλα στη μικρή αυλόπορτα που βρίσκονταν μπροστά στην είσοδο του σπιτιού κι εμπόδιζε το άνοιγμά της. Τού ‘δωσα μια κλοτσιά κι άνοιξα την πόρτα. Καθώς κύλησε μακριά, πρόβαλαν με φρίκη και σαρκασμό τα δόντια του, σα να με απειλούσαν ακόμα. Αγνόησα την απειλή και πήγα κοντά στην Άννα. Έκλεισα τα μάτια μου και τράβηξα με δύναμη απ’ την πλάτη της το λοξογερμένο ακόντιο. Το νεανικό κορμί της τραντάχτηκε για λίγο και ξανάπεσε βαρύ και άψυχο στο χώμα. Ο Ανδρόνικος τα είχε χαμένα. Έσκυψε στη νεκρή αδελφή του και της χάιδεψε τα μαλλιά. Νομίζω πως έκλαιγε με λιγμούς. Ένιωσα όλα γύρω μου να στριφογυρίζουν μανιασμένα και να χάνονται χοροπηδώντας σε μια παράξενη θολούρα και να σβήνουν από μπροστά μου. Έσφιξα την καρδιά μου και παρακάλεσα το Θεό να μου δώσει κουράγιο. Γονάτισα δίπλα στη γυναίκα μου και την πήρα στην αγκαλιά μου. Τα δάκρυά μου έπεφταν καυτά πάνω στο κρύο πρόσωπό της. Πνιγμένος στους λιγμούς, 131


την μετέφερα στο δωμάτιό μας. Ξάπλωσα το άψυχο κορμί της πάνω στο κρεββάτι μας και, σκίζοντας το μουσκεμένο απ’ τον ιδρώτα και τα δάκρυα πουκάμισό μου, προσπάθησα να πλύνω το πρόσωπό της. Τα μακριά μαύρα ματόκλαδα των κλεισμένων για πάντα ματιών της, μαζί με τα τοξοτά πυκνά και γραμμωτά φρύδια της, πλαισίωναν την κερένια χλομάδα πού ‘χε απλώσει στα μάγουλά της ο θάνατος. Το ήρεμο πρόσωπό της μού ‘σχιζε την καρδιά. Ο Ανδρόνικος στεκόταν δίπλα μου κι έκλαιγε σιωπηλά, κρατώντας στα χέρια του το ματωβαμμένο ακόντιο που είχα τραβήξει μέσ’ απ’ τα σπλάχνα της αδελφής του. Για μια στιγμή, ακούσαμε θόρυβο στο διάδρομο. Οι δυο στρατιώτες, που τόση ώρα κοίτονταν αναίσθητοι στο πάτωμα, κεραυνωμένοι απ’ το δυνατό χτύπημα που τους έδωσα νωρίτερα στα κεφάλια τους, όταν αρχικά μπήκαν στο σπίτι και ζήτησαν με το ζόρι να πάρουν την Άννα, συνήλθαν κάπως, σηκώθηκαν και τρικλίζοντας μισοζαλισμένοι, με τα σπαθιά στο χέρι, μπήκαν απειλητικοί στο δωμάτιο. Δεν ήξεραν τι είχε συμβεί και όρμησαν προς το κρεβάτι να πάρουν την Άννα, όπως τους είχε διατάξει ο Γκαμπριέλε. Μόλις τους είδε ο Ανδρόνικος, βρυχήθηκε σαν τραυματισμένο θηρίο. Όρμησε καταπάνω τους και, με το ακόντιο που κρατούσε στα χέρια του, τους ξάπλωσε νεκρούς στα πόδια του κρεββατιού, εκεί όπου κοίτονταν η άψυχη αδελφή του. Με δάκρυα στα μάτια και σπαραγμό στην καρδιά φιλήσαμε την Άννα, σταυρώσαμε όσο πιο απαλά μπορούσαμε τα χέρια της στο ματωμένο στήθος της και τρέξαμε στο σπίτι των γονιών της. Πετάξαμε τα ματωμένα ρούχα μας και, με χίλιες προφυλάξεις, ξεγλιστρώντας απαρατήρητοι μέσα στη νύχτα, κατεβήκαμε στην παραλία. Κόψαμε τα σκοινιά της πρώτης βάρκας που βρέθηκε μπροστά μας και, χωρίς κανένα εφόδιο, ξανοιχτήκαμε στη θάλασσα. Ο αέρας, τα κύματα και η τύχη μας, μας έφεραν εδώ. Ο Νικηφόρος σταμάτησε τη διήγησή του κι έμεινε σιωπηλός κι ακίνητος στη θέση του. Η έκφρασή του τό ‘δειχνε καθαρά. Εκείνες τις στιγμές, η σκέψη του πετούσε μακριά. Ήταν πίσω στο σπίτι του, κοντά στη νεκρή γυναίκα του. Ο Ανδρόνικος κι εγώ κλαίγαμε ασταμάτητα μέσα στην καλύβα, χωρίς να προσπαθούμε καθόλου να κρύψουμε τα δάκρυά μας. Οι λιγμοί συντάραζαν τα στήθη μας. Μπροστά μας, το ήσυχο κύμα της χιώτικης παραλίας αργοχτυπούσε τα βότσαλα, σα να θρηνούσε κι αυτό μαζί μας τον άδικο χαμό της Άννας. Ο πρωινός του φλοίσβος ράγιζε την καρδιά μας και τρυπούσε το είναι μας. Έφτανε στ’ αφτιά μας σαν απόκοσμο και μακρινό μοιρολόγι. Ο Μανουήλ σταμάτησε τη διήγησή του στο σημείο αυτό και γύρισε τα δακρυσμένα μάτια του προς το μέρος του συναδέλφου του, που σιωπηλός τόση ώρα καθόταν δίπλα του ακουμπισμένος στα καλοστιβαγμένα κιβώτια και τον άκουγε αμίλητος. Τον είδε να σκουπίζει κι αυτός τα δάκρυά του απ’ τα κατακόκκινα μάτια του. Ο πόνος της ψυχής των δυο αντρών εκείνη τη στιγμή καταριόταν την απανθρωπιά και την αδικία των βάρβαρων και πικρών νόμων των δυνατών.

132


Ο μικρόσωμος τοξότης έριξε μια ματιά πάνω στη γέφυρα κι ατένισε με περηφάνια τους δυο ‘’Ψαριανούς’’, που στέκονταν σοβαροί κι αμίλητοι, απροσπέλαστοι φρουροί μπροστά στις καμπίνες του καπετάνιου και των ιεραρχών. Χτύπησε ελαφρά στον ώμο το δακρυσμένο συνάδελφό του απ’ τη Λέσβο και, δείχνοντας με το δάχτυλό του ψηλά προς τη γέφυρα του καραβιού, είπε με στόμφο. -Αυτοί είναι οι φίλοι μας. Και πρόσθεσε με πεποίθηση. Νομίζω, ότι κι ο Θεός θα τους δικαιώσει.

133


9. ΔΥΟ ΛΕΓΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ Το Νοέμβριο του 1452, μια μεγάλη γαλέρα με φανταχτερά και εμφανή τα διακριτικά του πάπα έμπαινε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Δυο άλλα μικρότερα εμπορικά πλοία την συνόδευαν. Μια μεγάλη πομπή Λατίνων κληρικών, αντιπροσώπων του πάπα και λατινοντυμένων στρατιωτών, αποβιβάστηκε βιαστικά απ’ το επιβλητικό σκουρόχρωμο καράβι. Από καιρό ανησυχούσε για το καράβι αυτό ο αυτοκράτορας και κάθε μέρα ζητούσε να μάθει, αν έφτασε καμιά νεότερη είδηση για την τύχη του. Η αποθράσυνση του τουρκικού στόλου κι οι τελευταίες κακοκαιρίες στενοχωρούσαν όλο και περισσότερο τον Κωνσταντίνο. Η άφιξη του λατινικού πλοίου σκόρπισε τις αμφιβολίες και τους φόβους του αυτοκράτορα κι η παρουσία του αντιπροσώπου του πάπα και των στρατιωτών του του έδωσε κουράγιο και δύναμη και νέα ελπίδα για το μέλλον. Μερικές άμαξες έφεραν τους αντιπροσώπους της Δύσης κατευθείαν στα ανάκτορα. Πρώτος ανάμεσα στους νεοαφιχθέντες ξένους είναι ο προσωπικός απεσταλμένος του πάπα Νικολάου του V και γνωστός από παλιά στην Κωνσταντινούπολη, καρδινάλιος Ισίδωρος. Μαζί του είναι κι ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος. Ο Κωνσταντίνος με χαρά τους υποδέχτηκε και για πολλή ώρα συνομίλησε με τους υψηλούς ξένους του. -Ανησυχούσα για σας και για την ασφάλειά σας, είπε για μια στιγμή ο αυτοκράτορας. Οι άσπονδοι εχθροί μας, βλέπετε, δεν διστάζουν σήμερα μπροστά σε τίποτα. Και η μεγαλύτερη ακόμη βαρβαρότητα είναι πράγμα απλό γι’ αυτούς. -Δεν περίμενα κι εγώ να κρατήσει τόσο πολύ το ταξίδι μου, είπε ο καρδινάλιος. Άφησα τη Ρώμη πριν από αρκετό καιρό. Στην αρχή, όλα πήγαιναν καλά και το ταξίδι μας ήταν ευχάριστο. Προσεγγίσαμε στη Χίο, για να παραλάβουμε και τον αδελφό και άγιο Μυτιλήνης Λεονάρδο και να δώσουμε την ευκαιρία και στα εμπορικά πλοία που μας ακολουθούσαν, να έρθουν σ’ επαφή με την αγορά του νησιού. Εκεί, όμως, τρομερή κακοκαιρία μας έκλεισε στο λιμάνι για αρκετές μέρες. -Λυπούμαι πραγματικά, είπε ο επίσκοπος Μυτιλήνης, που, χωρίς να το θέλω, έγινα αιτία μιας τόσο μεγάλης κι ανεπίτρεπτης καθυστέρησης. -Ίσα-ίσα, διέκοψε ο Κωνσταντίνος. Χαρά μου που σας έχω και τους δυο κοντά μου στις δύσκολες αυτές ώρες. Ζήτησα απ’ τον άγιο ποντίφικα, να μου στείλει αντιπροσώπους του και ικανούς θεολόγους, για να μπορέσω με τη βοήθειά τους να υπερπηδήσω τις δυσκολίες και να αποφύγω τα δεινά, που συσσωρεύει απερίσκεπτα στη δύστυχη αυτή πόλη και στο λαό της η διαλλαξία και η στραβοκεφαλιά ορισμένων εδώ ισχυρογνωμόνων. Σήμερα, χαίρομαι ιδιαίτερα που ο πάπας μου έστειλε δυο απ’ τους καλύτερους ανθρώπους του . . .

134


-Θα κάνουμε ό,τι μπορέσουμε για να σωθεί η Κωνσταντινούπολη, τόνισε ο καρδινάλιος και να επιζήσει στην Ανατολή ο χριστιανισμός. Αυτή, άλλωστε, είναι και η επιθυμία και η επιδίωξη του πάπα. -Όπως ίσως θα μάθατε, συνέχισε ο Κωνσταντίνος, οι Τούρκοι πριν από δυο ή τρεις μήνες έκτισαν μεγάλο και ισχυρότατο φρούριο πάνω στο στένωμα του Βοσπόρου. Η πόλη μας σχεδόν κυκλώθηκε από παντού. Όλες οι εκτάσεις προς την περιοχή του φρουρίου ερημώθηκαν. Τα χωριά λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Οι κάτοικοι σφάχτηκαν ή σκλαβώθηκαν. Παντού πέρασε φωτιά και σίδερο. Όταν έπρεπε να αντιδράσουμε δυναμικά δεν το κάναμε. Πολλοί απ’ τους άρχοντες στάθηκαν αντιμέτωποι και αντίθετοι προς τις επιθυμίες μου και µ’ απέτρεψαν από ένα τέτοιο εγχείρημα. Αποφεύγουμε συντονισμένο αγώνα, όταν πρέπει και καταφεύγουμε σε ληστρικές ενέργειες, όταν δεν πρέπει. Προ ημερών, πέντε πλοία μας, τελείως ασυλλόγιστα και χωρίς κανένα πραγματικά όφελος, επιτέθηκαν εναντίον των τουρκικών ακτών, προξένησαν ζημιές στον τουρκικό πληθυσμό και άρπαξαν πολλούς μωαμεθανούς κατοίκους απ’ τα χωριά τους, τους οποίους και πούλησαν σκλάβους στις αγορές της Κωνσταντινούπολης. Τέτοιες απερίσκεπτες ενέργειες εξαγριώνουν περισσότερο το σουλτάνο και ίσως και με κάποιο δίκαιο και τον κάνουν να μας επιτεθεί μια ώρα γρηγορότερα. -Ναι, κάτι άκουσα για την ετσιθεληστική κι αψυχολόγητη επιδρομή του μεγάλου δούκα Νοταρά στις τουρκικές ακτές, είπε ο Ισίδωρος. Ο αυτοκράτορας, αποφεύγοντας να χαρακτηρίσει ή να κρίνει την αυταρχικότητα και την ισχυρογνωμοσύνη του μεγάλου δούκα, άφησε τελείως απαρατήρητο τον υπαινιγμό του Ισιδώρου και προχώρησε. -Απ’ τα μεγάλα κανόνια του νέου τουρκικού φρουρίου στο Βόσπορο βυθίστηκαν ή έπαθαν μεγάλες ζημιές αρκετά λατινικά και δικά μας πλοία ως τώρα. Πριν από λίγες μέρες, πριονίστηκαν ζωντανοί και κομματιάστηκαν φρικτά ναύτες πλοίου της Βενετίας. Το κακό έγινε αβάσταχτο και χτυπά αδιάκριτα και τους δυο χριστιανικούς κόσμους. Και την Ανατολή και τη Δύση. Με μόνη διαφορά, ότι η Ανατολή σήμερα νιώθει οδυνηρότερα τα χτυπήματα του κοινού εχθρού. Οι βάρβαροι σήμερα συγκεντρώνονται και απειλούν θανάσιμα την Ανατολή. Θέλουν να σβήσουν πρώτα το προπύργιο του χριστιανισμού, την Κωνσταντινούπολη, για να στραφούν μετά ανενόχλητοι και ακάθεκτοι προς τη Δύση. Δυστυχώς, το μέγεθος του κακού που κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας, δεν το βλέπει καθαρά και σ’ όλη του την έκταση ούτε η Ανατολή, ούτε η Δύση. Γιατί, αν το έβλεπαν, θα είχαν ως τώρα και οι δυο συνετισθεί. Καταβάλλω κάθε προσπάθεια για τη συνένωση των δύο χριστιανικών κόσμων αλλά, δυστυχώς, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Γι’ αυτό ζήτησα τη δική σας βοήθεια. Να βρούμε όλοι μαζί μια καλή λύση για τη σωτηρία της χριστιανικής πόλης του Μ. Κωνσταντίνου. Μια σωτηρία του χριστιανισμού. Έστειλα αρκετές επιστολές στον πάπα Νικόλαο και πρότεινα διάφορες λύσεις. Εγώ δεν έχω αντίρρηση σε λογικές οπισθοδρομήσεις και επιθυμώ, όπως η ποθούμενη λύση βρεθεί μέσα στα πλαίσια των παλαιοτέρων μας συζητήσεων και έχει σα βάση τους όρους του συνεδρίου της Φλωρεντίας του 1439. Βέβαια, πολλοί άρχοντες, 135


συνέχισε ο αυτοκράτορας και μεταξύ αυτών, δυστυχώς, συγκαταλέγεται και ο μεγάλος δούκας και πρωτοστάτορας Λουκάς Νοταράς, αντιδρούν με πείσμα στις προσπάθειές μου αυτές και θεωρούν απαράδεκτους τους όρους της Φλωρεντίας. Πιστεύω, όμως και ελπίζω, ότι, μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο που μας απειλεί, θα συνετιστούν και θα συνέλθουν. Εκείνοι που είναι πιο επικίνδυνοι και πιο ισχυρογνώμονες είναι οι κληρικοί. Υπάρχει μια μερίδα αρχιερέων, ένα μεγάλο τμήμα ιερέων και μια πληθώρα μοναχών, οι οποίοι ούτε καν δέχονται συζήτηση για την προσέγγιση Ανατολής και Δύσης. Οι άνθρωποι αυτοί, άλλοτε προβάλλουν δογματικές διαφορές, άλλοτε ενδιαφέρονται ποια πόλη, η Ρώμη ή η Κωνσταντινούπολη, θα έχει το προβάδισμα και άλλοτε συζητούν, για να βρουν, ποιος και σε ποιον πρέπει να υποκλίνεται και ποιος και ποιανού χέρι πρέπει να φιλάει πρώτος. Δεν βλέπουν, δυστυχώς, τη σαρικοφορεμένη καμήλα, που λυσσασμένη κι ολόρθη στέκεται μπροστά τους και απειλεί θανάσιμα το χριστιανισμό, αλλά διυλίζουν τον κώνωπα και λογοφέρνουν για να βρουν, αν τα δεξιά ή τα αριστερά του πόδια είναι πιο χρήσιμα σ’ αυτόν. Δεν ξέρουν, παρ’ ότι θέλουν να περιβάλουν τον εαυτό τους με την αίγλη της αυθεντίας επί των θρησκευτικών ζητημάτων, ότι η μεγάλη θρησκοληψία και η αρρωστημένη θρησκευτικότητα είναι εχθροί αυτής της ίδιας της θρησκείας και καταστροφή του ανθρώπου. Ένας καλόγερος, ο Γεννάδιος κι ένας παπάς, ο Νεόφυτος ο Ρόδιος, μαζί με μερικούς ακόμα ομοίους τους, είναι η πέτρα του σκανδάλου. Για να κινήσω το ενδιαφέρον της κλίκας των ισχυρογνωμόνων αυτών ανθρώπων υπέρ της σωτηρίας της πόλης, συμπεριέλαβα μέσα σ’ αυτούς που έχουν τη φροντίδα για την επισκευή των τειχών και τον Ρόδιο. Αυτός και ο Ιάγαρης πρωτοστατούν στις επισκευές των πύργων. Ελπίζω, ο παπάς αυτός να κάνει το καθήκον του προς τη βασιλεύουσα. Δυστυχώς, ο λαός είναι αμαθής και δεισιδαίμων. Αυτά τα μειονεκτήματά του τα καλλιεργούν κατάλληλα και τα εκμεταλλεύονται κατά κόρον οι διάφοροι καιροσκόποι, που καιροφυλακτούν να επικρατήσουν πάνω στη ζωή του και στην ύπαρξή σου με τον α’ ή β’ τρόπο. Αυτή την αμάθειά του εκμεταλλεύτηκαν και εκμεταλλεύονται σήμερα συστηματικά και στο έπακρο και οι καλόγεροι σαν το Γεννάδιο. Μεταχειρίστηκαν και μεταχειρίζονται το όνομα του Θεού και της εκκλησίας, για να σπείρουν και να καλλιεργήσουν ένα μεγάλο μίσος, το οποίο, δυστυχώς, τώρα άνθισε και ωρίμασε. Το μίσος αυτό, αν δεν βρούμε τρόπο να το διαλύσουμε και να το καταστρέψουμε αμέσως αλλά το αφήσουμε να αναπτυχθεί και να καρπίσει, τότε, άνθρωποι σαν το Γεννάδιο θα το θερίσουν ανενόχλητοι και θα παραδώσουν τον καρπό του στο Μωάμεθ. Ο καρπός αυτός θα είναι η καταστροφή της Πόλης και η ταπείνωση του χριστιανισμού. Βέβαια, τα έργα και η τακτική των οπαδών του Γεννάδιου δεν απαλλάσσουν εμάς τους άλλους από καμιά ευθύνη. Τουναντίον, κάνουν το έργο μας δυσκολότερο και τις ευθύνες μας μεγαλύτερες. Μια καταστροφή της Κωνσταντινούπολης δε θα αφήσει καθαρό κι αμόλυντο το δικό μας όνομα, επειδή εργάστηκαν εντατικά και ασυλλόγιστα ορισμένοι άλλοι, για να πετύχουν ένα βδελυρό και

136


κατάπτυστο αποτέλεσμα και να καταστρέψουν με το πείσμα τους, μέσα σε λίγο καιρό, ό,τι η ευφυΐα αιώνων δημιούργησε. Η Ιστορία θα έχει να πει πολλά και για μένα και για σας και για τον πάπα και για όλους όσους βλέπαμε από παλιά ή βλέπουμε τώρα με απάθεια ή καιροσκοπικά και υστερόβουλα τα όσα συνέβαιναν ή συμβαίνουν γύρω μας. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η μόνη ενδεδειγμένη ενέργεια όλων μας θα πρέπει να είναι η κοινή προσπάθεια προσέγγισης των εκκλησιών και των δύο χριστιανικών κόσμων. Μόνον η ένωση των εκκλησιών θα δώσει δύναμη σ’ όλους τους χριστιανούς ν’ αντισταθούν με επιτυχία στον μανιασμένο ισλαμισμό. Και μόνον η ένωση αυτή θα κάμψει τις βάρβαρες και καταστρεπτικές βλέψεις των Οθωμανών. Όπως πληροφορούμαστε από φίλους μας ψηλά ιστάμενους στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ άρχισε να ετοιμάζεται πυρετωδώς, για να εκστρατεύσει εναντίον μας. Μάλιστα, νεότερες πληροφορίες μας καθιστούν γνωστό, ότι έδωσε εντολή να ναυπηγηθούν πολλά πλοία, χωρίς να φείδεται εξόδων. Σταμάτησε για λίγο ο αυτοκράτορας. Κοίταξε τους δυο κληρικούς, που σιωπηλοί τον άκουγαν με προσοχή, κούνησε ελαφρά το κεφάλι του, σα να ήθελε να δώσει μεγαλύτερη σημασία στα επόμενα λόγια του και συνέχισε. -Γιατί να µην ξοδεύει, όμως, περισσότερα; Τι τον εμποδίζει; Με το σύστημα της υποτέλειας που εφαρμόζουν με επιτυχία στους αδύνατους λαούς οι Οθωμανοί, δεν χρειάζεται να ξοδεύουν δικά τους χρήματα. Τα όπλα τους τα πληρώνουν με χριστιανικά χρήματα απ’ τους φόρους υποτέλειας που παίρνουν απ’ τους διάφορους υποταγμένους και ημιυποταγμένους χριστιανούς ηγεμόνες. Το στρατό τους τον ενισχύουν με χριστιανούς στρατιώτες, γιατί, απαραίτητος όρος σε κάθε συνθήκη που κάνουν με τους νικημένους λαούς, είναι η αναντίρρητη αποστολή στρατιωτών στο σουλτάνο, όταν αυτός το απαιτήσει. Ακόμη και το κράτος τους κατάφεραν να βάλουν να το διοικούν μεγάλοι αξιωματούχοι με χριστιανική προέλευση αλλά σύμφωνα με τις επιταγές του Ισλάμ και τις απαιτήσεις του σουλτάνου. Εκμεταλλεύτηκαν, δηλαδή και εκμεταλλεύονται όλη τη δυναμικότητα και την εξυπνάδα των χριστιανών όσο μπορούν καλύτερα. Μήπως, άραγε, η δική μας τακτική και οι ασταμάτητες έριδες και προστριβές μας, έσπρωξαν δικό μας δυναμικό προς το στρατόπεδο των Τούρκων και μήπως, ό,τι εμείς εταπεινώσαμε και περιφρονήσαμε, οι Τούρκοι το εξύψωσαν και το ανέδειξαν; Ξανασταμάτησε για λίγο, έριξε μια περίλυπη κι αινιγματική ματιά στους συνομιλητές του και συνέχισε. -Όσο εμείς θα μιλάμε για Ανατολή και Δύση και θα χωρίζουμε σε φατρίες και κόμματα, τόσο αυτοί θα δυναμώνουν και θα συσπειρώνονται. Και, όσο εντονότερα εμείς θα λογοφέρνουμε και θα διχογνωμούμε, τόσο ευκολότερα θα συνεχίζουμε να δίνουμε όπλα στους μαχητές του Ισλάμ, για να σβήσουν και μας και τη θρησκεία μας μια ώρα γρηγορότερα. Πρέπει, αγαπητοί μου φίλοι, να μονοιάσουμε. Να ενωθούμε όσο μπορούμε νωρίτερα. Ο προκάτοχός μου αυτοκράτορας και αδελφός μου Ιωάννης έκανε ό,τι μπορούσε και ό,τι του επέτρεπαν οι συνθήκες για την ένωση των εκκλησιών. Πρωτοστάτησε για τη σύγκληση του συνεδρίου της

137


Φλωρεντίας και µ’ όλη τη δύναμή του και το κύρος του εργάστηκε για την επιτυχία του. Έκανε βήματα πίσω και πήγε προσωπικά ο ίδιος σ’ αυτό. Αν τότε, ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος και οι όμοιοί του δεν αντιδρούσαν τόσο πεισματικά και παραδέχονταν τις γνώμες του Βησσαρίωνα και τις δικές σου Ισίδωρε, τώρα η Ανατολή και η Δύση θα ήσαν πολύ κοντά και ούτε καν θα χρειαζόταν, εσείς μεν να ταλαιπωρείσθε στα άγρια κύματα και στις τρικυμίες της θάλασσας, εμείς δε να περιμένουμε με αγωνία τον ερχομό σας και τη βοήθεια της Δύσης. Κουρασμένος ψυχικά, απ’ τη μακρά ανασκόπηση της οδυνηρής πραγματικότητας του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, ο αυτοκράτορας σταμάτησε. Το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο και στο πρόσωπό του ήταν καταφανή τα σημάδια της θλίψης που βασάνιζε την καρδιά του τις στιγμές αυτές. Κοίταξε διαδοχικά τους δυο ιεράρχες, που, απορημένοι απ’ την τόση ειλικρίνεια, τον κοίταζαν κι αυτοί σιωπηλοί και με ήρεμη φωνή ρώτησε. -Ποιες είναι οι απόψεις του πάπα; -Γαληνότατε αυτοκράτορα, είπε ο καρδινάλιος Ισίδωρος. Στο συνέδριο της Φλωρεντίας, όπου είχα την τιμή να ακολουθώ το μεγάλο θεολόγο απ’ τη Νίκαια Βησσαρίωνα, θαύμασα την ειλικρίνεια του τότε αυτοκράτορα αείμνηστου Ιωάννη και πίστεψα πραγματικά στην άδολη επιθυμία του για τη γεφύρωση των δύο κόσμων. Πίστεψα, πραγματικά, στη δυνατότητα της ένωσης του χριστιανισμού και στις αγαθές και άδολες προσπάθειες των υποστηρικτών της στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα, την πίστη μου αυτή την ατσαλώνουν περισσότερο οι ειλικρινείς σας προθέσεις, για ένα πραγματικό πλησίασμα Ανατολής και Δύσης και πιστεύω, για άλλη μια φορά, ότι ο μεγάλος αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας εργάζεται πραγματικά για την ένωση και είναι πρόθυμος να κάνει το κάθε τι για το μεγαλείο και τη δόξα του χριστιανισμού. Ο άγιος ποντίφικας της Ρώμης, ο πάπας Νικόλαος ο V, με χαρά δέχτηκε τον πρεσβευτή σας Ανδρόνικο Βρυέννιο Λεονταρά τον περασμένο Σεπτέμβριο (1451) και καθαρά διατύπωσε τις απόψεις του στις 5 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου σε γράμμα του που σας έστειλε µ’ αυτόν. Λυπάται ειλικρινά, που η Κωνσταντινούπολη και οι Έλληνες δεν παραδέχτηκαν ακόμα επίσημα τις αποφάσεις του συνεδρίου της Φλωρεντίας και στενοχωρείται, που ακόμα δεν επαναφέρθηκε, κατά τα συμφωνηθέντα, στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο δεδηλωμένος υπέρ της ένωσης των εκκλησιών πατριάρχης Γρηγόριος. Σήμερα, παρ’ όλη τη δειχθείσα από μέρους της Ανατολής αδιαφορία και αδράνεια, είναι πρόθυμος να σας παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια. Ωθούμενος απ’ την επιθυμία αυτή, κινείται προς κάθε κατεύθυνση και προσπαθεί να διεγείρει και να τονώσει το ενδιαφέρον και των άλλων ηγεμόνων της Δύσης, ώστε η βοήθεια που θα αποσταλεί να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και οπωσδήποτε αποτελεσματική. Όλοι μας γνωρίζουμε, όμως, ότι, παρά τις τόσες προσπάθειες και την καλή θέληση και των δύο μερών, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Το χάσμα αυτό ανοίχτηκε απ’ την εκκλησία και μεγάλωσε απ’ τις υπονομευτικές ενέργειες των κληρικών. Ποιοι πρωτοστάτησαν κατά καιρούς στη διεύρυνση του

138


χάσματος αυτού δεν έχει και μεγάλη σημασία σήμερα. Η αναζήτηση πρωταιτίων και ο καταμερισμός ευθυνών τώρα, με τις επικρατούσες συνθήκες, δεν πρόκειτα να ωφελήσει σε τίποτα την παρούσα κατάσταση. Μάλλον, θα βλάψει αφάνταστα τις προσπάθειες της ένωσης. Θα ξανανοίξει χειρότερα παλιές πληγές και θα ευρύνει περισσότερο το χάσμα που υπάρχει ανάμεσά μας. Είναι πάντως γνωστό, ότι ο καθολικός κλήρος δεν έπαιξε μικρότερο ρόλο στο δυσάρεστο και καταστρεπτικό αυτό έργο. Την πραγματικότητα, όμως, αυτή λίγοι την αντιλαμβάνονται και λιγότεροι την παραδέχονται. Ελάχιστοι δε είναι προετοιμασμένοι και θέλουν να αναλάβουν ευθύνες και με συνέπεια δέχονται να πρωτοστατήσουν για τη γεφύρωση του υπάρχοντος καταστρεπτικού χάσματος. Ένας απ’ τους ελάχιστους αυτούς είναι και ο πάπας Νικόλαος. Άσχετα αν αναγνωρίζει ή όχι όσο πρέπει τις ευθύνες στους καθολικούς, προσπαθεί με κάθε τρόπο να προσελκύσει και να συσπειρώσει γύρω του και τους άλλους άρχοντες της Δύσης και να κεντρίσει τη φιλοτιμία και το ενδιαφέρον τους για την Ανατολή. Για να μπορέσει, όμως, να πείσει τους δύστροπους καθολικούς ηγεμόνες και να τους ξεσηκώσει σε μια γενική σταυροφορία κατά των μωαμεθανών, επιβάλλεται να έχει στα χέρια του αναμφισβήτητα και αδιάσειστα επιχειρήματα. Μεγάλη ώθηση θα δώσει στις προσπάθειές του η εκδήλωση αμοιβαίας κατανόησης από μέρους της Ανατολής. Ο πάπας θα χαρεί ιδιαίτερα, όταν δει να παίρνεται κάποια επίσημη και τολμηρή πρωτοβουλία από μέρους της Κωνσταντινούπολης για το πλησίασμα των δύο κόσμων. Θέλει να παρασχεθούν πειστικές ενδείξεις καλής θέλησης των ορθοδόξων. Και μια τέτοια εντυπωσιακή ένδειξη θα ήταν μια τυπική τουλάχιστον αλλά οπωσδήποτε επίσημη αναγνώριση των όρων του συνεδρίου της Φλωρεντίας. Ο καθολικός καρδινάλιος διέκοψε τα λόγια του και κοίταξε τον επίσκοπο Λεονάρδο, ο οποίος συνέχισε λέγοντας. -΄Ενδοξε αυτοκράτορα. Απ’ ό,τι γνωρίζω και απ’ όσα ελέχθησαν τώρα εδώ, αποδεικνύεται καθαρά, ότι τόσον εσείς, όσον και ο αδελφός Ισίδωρος, καθώς κι εγώ, τουλάχιστον προσωπικά επιθυμούμε πραγματικά το πλησίασμα των δύο κόσμων, την ένωση όλων των χριστιανών και τη συγκόλληση του περιλάλητου και φθοροποιού ρήγματος, που κακή μοίρα άνοιξε ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική εκκλησία, προς ζημία και ταλαιπωρία των λαών μας και όνειδος και ταπείνωση του χριστιανισμού. Εφόσον, λοιπόν, οι προθέσεις όλων μας εδώ ταυτίζονται και οι διαθέσεις του πάπα συγκλίνουν με τις δικές μας, επιβάλλεται πλέον, μιας και η Δύση άρχισε να δείχνει κάπως εντονότερο ενδιαφέρον για την Κωνσταντινούπολη, να συγκληθεί, όσο είναι ακόμα καιρός, μια σύσκεψη αρχόντων και κληρικών εδώ στην Κωνσταντινούπολη και να αποφασισθεί η επίσημη από μέρους σας παραδοχή και ανεπιφύλακτη υπόσχεση εφαρμογής των αποφάσεων της Φλωρεντίας. Επίσης, εξίσου επιβεβλημένη θεωρείται σήμερα και η ανάκληση απ’ τη Ρώμη και επανατοποθέτηση στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης του πατριάρχη Γρηγορίου. Βέβαια, σε μια τέτοια ενέργεια θα αντιδράσει ο Γεννάδιος και οι φανατισμένοι ανθενωτικοί οπαδοί του.

139


Αλλά, ας προσπαθήσουμε εμείς, όπως το συμβούλιο που θα συγκληθεί και η τελετή που θα γίνει για το σκοπό αυτό, να έχουν τέτοια έκταση και απήχηση, ώστε μέσα στην απεραντοσύνη τους να χαθούν οι παραφωνίες λίγων καλογήρων και μερικών αμετάπιστων λαϊκών. Ο επίσκοπος Λεονάρδος σταμάτησε για λίγο και βρήκε την ευκαιρία ο καρδινάλιος Ισίδωρος να μπει στη μέση και με πεποίθηση και σταθερή φωνή να δηλώσει. -Άσχετα απ’ την έκβαση όλων αυτών των ενεργειών που η επιθυμία μου είναι να στεφθούν όλες με επιτυχία, εγώ προσωπικά θέτω τον εαυτό μου και τους διακόσιους άνδρες που έφερα μαζί μου στη διάθεση της Κωνσταντινούπολης και είμεθα όλοι έτοιμοι να αγωνιστούμε κάτω απ’ τις διαταγές του αυτοκράτορα για την άμυνα και τη σωτηρία της άγιας πόλης του Κωνσταντίνου. Θα θέλαμε πολύ, να ανατεθεί ξεχωριστά σε μας η φύλαξη ενός τμήματος των τειχών, αν αυτό δεν βλάπτει τα γενικότερα σχέδια της αμύνης της πόλης. Επίσης, προσφέρομαι ο ίδιος να επισκευάσω ένα μέρος του τείχους της Κωνσταντινούπολης με τα δικά μου έξοδα και με τη βοήθεια των ανθρώπων μου. Ο αυτοκράτορας, στο άκουσμα της δήλωσης αυτής του καρδιναλίου, σηκώθηκε όρθιος και με καταφανή συγκίνηση του είπε. -Αισθάνομαι πραγματική χαρά για την απόλυτη κατανόηση που βρίσκω από μέρους σας και με πραγματική συγκίνηση δέχομαι και εκτιμώ τη γενναία σας προσφορά. Θα συνεχίσουμε λοιπόν μαζί, καταβάλλοντες κάθε προσπάθεια, για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης και τη δόξα του χριστιανισμού. Ο Θεός ας μας βοηθήσει.

140


10.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Οι δυο Λατίνοι ιεράρχες κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια προετοιμάζοντας το έδαφος, ώστε το συμβούλιο που επρόκειτο να συγκληθεί να έχει την ποθούμενη επιτυχία. Παρά τις πολλές και μεγάλες αντιδράσεις των αρχόντων, των οπαδών του Γεννάδιου και ιδίως του μεγάλου δούκα και πρωτοστάτορα Λουκά Νοταρά, ο οποίος ερχόταν σε αξίωμα δεύτερος μετά τον αυτοκράτορα, αποφασίστηκε η επίσημη αναγνώριση των συμφωνιών της Φλωρεντίας από μέρους των Βυζαντινών. Καθορίστηκε δε, όπως, την ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα, γίνει σχετική προς τούτο τελετή στην Αγία Σοφιά. Πραγματικά, στις 12 Δεκεμβρίου (1452), εορτή του Αγίου Σπυρίδωνα, στο μεγάλο και ιστορικό ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας, στο θαυμάσιο αυτό κτίσμα του Ιουστινιανμού, άρχισαν από νωρίς να καταφθάνουν οι πολυτελέστατες άμαξες των αρχόντων και των προκρίτων της χιλιόχρονης Πόλης. Ολόκληρος ο τεράστιος χώρος του ναού ήταν κατάμεστος κόσμου. Στον αυτοκρατορικό θρόνο στεκόταν όρθιος ο αυτοκράτορας, περιστοιχισμένος από άρχοντες και αυλικούς, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε ο μέγας δούκας Νοταράς. Οι αρχιερείς, με τα λαμπρά και χρυσοκέντητα άμφιά τους, γέμιζαν το χώρο του ιερού βήματος. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου κι αντικαταστάτης του εξόριστου πατριάρχη Γρηγορίου και ο συλλειτουργών μαζί του αντιπρόσωπος του πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος, με τον αρχιεπίσκοπο Χίου και Μυτιλήνης Λεονάρδο. Τους αρχιερείς αυτούς βοηθούσε χορεία άλλων αρχιερέων και ομάδα από τριακόσιους περίπου ιερείς. Την ώρα που οι ψαλμωδίες και οι ύμνοι της μεγαλοπρεπούς ιστορικής συλλειτουργίας γέμιζαν με τη μελωδικότητά τους και την ιερή τους κατάνυξη τους θόλους της Αγίας Σοφίας, ο περιβόητος και φανατικός υπερορθόδοξος καλόγερος, ο διαβόητος Γεννάδιος, μέσα απ’ το κελλί του μεγάλου μοναστηριού του Παντοκράτορα όπου μόναζε, ξεστόμιζε τις φοβερότερες κατάρες κατά της ένωσης, του αυτοκράτορα και αυτής ακόμα της Κωνσταντινούπολης. Υποκρινόμενος παράξενη, τάχα, ψυχολογική κατάσταση και δείχνοντας ότι δήθεν βρίσκεται υπό την επήρεια μυστηριωδών υπερδυνάμεων, νηστεύοντας συνεχώς και προσευχόμενος, προέλεγε το μέλλον της Πόλης. Προέλεγε και διατυμπάνιζε, ότι θα βρουν την πόλη ακατονόμαστα δεινά, γιατί οι εχθροί του χριστιανισμού επέτρεψαν σε βρομερούς ανθρώπους του σκύλου του πάπα να μπουν στην Αγία Σοφιά και να μολύνουν με την παρουσία τους το Ιερό. Πρόφερε λόγια ακαταλαβήστικα σε είδος χρησμών και προέβλεπε τον ερχομό του τέλους της αυτοκρατορίας, σταλμένον απ’ τη θεία οργή, ένεκα της συμμαχίας του αυτοκράτορα με τους αιρετικούς. Οι παράξενοι εκείνοι χρησμοί του, τα μπερδεμένα λόγια του και το έκδηλο μίσος του, ηλέκτριζαν τους οπαδούς του και τους αφελείς και απλοϊκούς ανθρώπους και τους εξόργιζαν κατά της ένωσης και του αυτοκράτορα19. 19

Δούκα Μ. . ‘’Χρονικό της Άλωσης’’

Σελίδα

254. 141


Αλλόφρονες ομάδες εξαγριωμένων ανδρών και γυναικών, ιερέων και μοναχών, καλογραιών και κάθε είδους ανθρώπων, περιέτρεχαν φωνασκούντες στους δρόμους, εκτοξεύοντας τις χειρότερες κατάρες και βλαστήμιες εναντίον των πάντων. Δεν έχουμε ανάγκη από καμιά ένωση, φώναζαν και έψαλαν ύμνους στη Θεοτόκο, την οποία καλούσαν να κατεβεί απ’ τους ουρανούς και να σώσει την Πόλη. Φώναζαν με υστερία να δείξει το θαύμα της. Να κατεβεί απ’ τον ουρανό και να αναλάβει αυτή την προστασία της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Τούρκους. Άλλοι φώναζαν ‘’θάνατος στους αζυμίτες και στους ενωτικούς’’. Δεν υπάρχει, έλεγαν, ανάγκη της μισητής ένωσης. Η Παναγία, που έδιωξε τους στρατούς του Χορσόη, των Αράβων και των Σαρακηνών, θα διώξει και τους στρατούς του Μωάμεθ, αν αυτός επιτεθεί. Ακόμα και μέσα στην εκκλησία της Αγίας Σοφιάς δημιουργήθηκαν ασχήμιες απ’ την ομάδα που περιστοίχιζε το φανατικό ανθενωτικό κληρικό Νεόφυτο Ρόδιο. Την ώρα που γινόταν η λιτανεία και με ψαλμωδίες και κατάνυξη περιέφεραν μέσα στην εκκλησία το ιερό λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα, μαζί με τα άγια λείψανα άλλων αγίων, οι φανατικοί Ζηλωταί και πολέμιοι της ένωσης κραύγαζαν κατά των ενωτικών και εναντίον του πάπα. Αλλά και τη στιγμή που ο αυτοκράτορας δήλωνε επίσημα ότι παραδέχεται τους όρους της Φλωρεντίας και τάσσεται υπέρ της ένωσης των δύο εκκλησιών και όταν οι από κοινού συλλειτουργούντες ορθόδοξοι και καθολικοί αρχιερείς ανέπεμψαν δεήσεις υπέρ του πάπα Νικολάου του V και του παλινορθωθέντα πατριάρχη Γρηγορίου, οι φανατισμένοι Ζηλωταί και οι οπαδοί του Γεννάδιου, άντρες και γυναίκες, καλόγεροι και παπάδες, καλογριές και άνθρωποι κάθε κατηγορίας, εγκατέλειψαν την εκκλησία, βγήκαν στους δρόμους και ενώθηκαν με τους άλλους ανθενωτικούς διαδηλωτές και, ενώ μέσα στην εκκλησία συνεχιζόταν η ιστορική συλλειτουργία και γιορτάζονταν έτσι η λήξη του μεγάλου και μακροχρόνιου σχίσματος των εκκλησιών, οι φανατισμένοι διαδηλωτές, παρασυρμένοι απ’ τη θρησκοληψία των παπάδων και, μη βλέποντας ή μη θέλοντας να δουν το μεγάλο οθωμανικό κίνδυνιο που παραμόνευε δίπλα τους, φώναζαν με οργή και πείσμα ‘’θάνατος στους αιρετικούς. Καλύτερα Ισλάμ παρά πάπας . . .’’ Την ώρα που ο καρδινάλιος Ισίδωρος βγήκε απ’ το Ιερό και παρουσιάστηκε για μια στιγμή στην Ωραία Πύλη, ακούστηκαν μέσα στο πλήθος φωνές αποδοκιμασίας. ‘’Έξω απ’ το ναό του Θεού οι αιρετικοί. Δεν θέλουμε εδώ αυτούς που έδιωξαν οι αδελφοί μας απ’ το Κίεβο. Μπράβο στο μέγα πρίγκιπα της Μόσχας Βασίλειο.’’ Στο άκουσμα των αποδοκιμασιών αυτών, ένας νεαρός που στεκόταν στριμωγμένος ανάμεσα στο πλήθος έξω απ’ την εκκλησία, κοντά στη μεγάλη είσοδο, ρώτησε µ’ απορία ένα διπλανό του γέροντα με κοντό άσπρο γένι κι ένα σημάδι στο μάγουλο. -Γιατί καταφέρονται με τόσο μίσος εναντίον του καρδιναλίου; Γιατί ανακατεύουν το Κίεβο, το Ρώσο πρίγκιπα. . .; Λάμπρου Επ. ‘’Παλαιολογικά και Πελ/σιακά’’. Τόμ. Β. σελ. 131. 142


Ο γέρος κοίταξε το νεαρό για λίγο και μετά του είπε. -Οι προστριβές αυτές και τα μαλώματα ανάμεσα στις δυο εκκλησίες είναι πολύ παλιές. Έχουν αρχίσει αιώνες πριν. Και, άλλοτε μεν ησυχάζουν και σχεδόν ξεχνιούνται κι άλλοτε πάλι φουσκώνουν και θεριεύουν και, σα μανιασμένα κύματα, ορμούν και απειλούν να πνίξουν κι Ανατολή και Δύση. Και, λέγοντας αυτά οι δυο συνομιλητές τραβήχτηκαν πιο πέρα, έξω απ’ το συνωστισμό και τον πολύ κόσμο, προς την άκρη του περίβολου της εκκλησίας. Κάθισαν σε μια μεγάλη πελεκητή πέτρα που βρίσκονταν εκεί κοντά πεσμένη και μισοχωμένη στη γη κι ο γέρος συνέχισε. -Η Ανατολή κατηγορεί τη Δύση και η Δύση την Ανατολή. Η τακτική αυτή είναι κοινό γνώρισμα των ανθρώπων, που δεν έχουν το θάρρος και τη δύναμη να φέρουν το βάρος των πράξεών τους και την ευθύνη των ελαττωμάτων τους. Εμείς οι ανατολικοί, λέμε ζήτω ο πατριάρχης μας και οι καλόγεροί μας και κείνοι, οι δυτικοί, λένε ζήτω ο πάπας μας και όλοι οι καθολικοί. Αν με ρωτήσεις να σου πω ποιος έχει δίκιο, για να είμαι ειλικρινής θα σου απαντήσω απλά. Δεν ξέρω. Αν ακούσεις τον ένα, τον πάπα πώς τα λέει, δε θ’ αργήσεις να πας με το μέρος του κι αν ακούσεις τον άλλο, αλλάζεις θέση και πας με το μέρος εκείνου. Και τούτο, γιατί είμαστε λαός. Λαός, κοπάδι. Κι επειδή, δεν ξέρουμε ό,τι και όσα πρέπει να ξέρουμε, μας τραβάει ο ένας από εδώ κι ο άλλος από κει και πάντοτε δίνουμε δίκιο στο μεγαλύτερο καταφερτζή. Αν τύχει και τον καταλάβουμε ποτέ ποιος είναι και τι θέλει, είναι πλέον αργά, γιατί έχουμε πάθει τη ζημιά. Άκουσες να φωνάζουν πριν από λίγο και να αναφέρουν το Κίεβο, τη Μόσχα, τον πρίγκιπα Βασίλειο κλπ.. Θα σου πω λίγα απ’ όσα έγιναν παλιότερα. Θα προσπαθήσω να σου πω τα πιο σπουδαία και µ’ όση περισσότερη αντικειμενικότητα μπορώ κι εσύ κρίνε μόνος σου, όπως θέλεις. Το καλοκάγαθο γεροντάκι βολεύτηκε όσο μπορούσε καλύτερα πάνω στη σκληρή πέτρα, ακούμπησε τα δυο του χέρια πάνω στο ραβδί του, κοίταξε στα μάτια τον ανυπόμονο νεαρό και συνέχισε. -Πριν από μερικά χρόνια προέκυψε ένα εκκλησιαστικό ζήτημα. Μήπως και πότε έπαψαν να προκύπτουν εκκλησιαστικά ζητήματα; Αλλά αυτό ενδιαφέρει περισσότερο τώρα τη διήγησή μας. Το ζήτημα των Ουσσιτών. Αυτοί ήταν Βοημοί, οπαδοί του Ουσσίου (John Huss), ενός Τσέχου θρησκευτικού μεταρρυθμιστή του περασμένου αιώνα. Το 1430 λοιπόν, ο τότε πάπας Ευγένιος ο IV κάλεσε τους μεγάλους αρχιερείς και θεολόγους της Δύσης, για να εξετάσουν τα κηρύγματα και τις δοξασίες των Ουσσιτών και να επαναφέρουν τους αιρετικούς εκείνους, όπως τους αποκαλούσαν, στη θέση τους και να τους βάλουν στον ίσιο δρόμο. Η σύνοδος αυτή των αρχιερέων άρχισε στη Βασιλεία το 1431 και τελείωσε στη Φλωρεντία το 1439. Η Κωνσταντινούπολη έστειλε κι αυτή αντιπροσώπους της, για να παρακολουθήσουν τις εργασίες του συνεδρίου. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο ηγούμενος ενός μοναστηριού της Κωνσταντινούπολης, ονομαζόμενος Ισίδωρος. Ο ηγούμενος αυτός

143


βοηθούσε πολύ την ένωση των δύο εκκλησιών και προσπαθούσε όσο μπορούσε περισσότερο, όταν του δινόταν η ευκαιρία, για την εξεύρεση μιας λύσης προς την κατεύθυνση αυτή. Στη σύνοδο της Βασιλείας, οι πατέρες της καθολικής εκκλησίας αποφάσισαν, αφού τακτοποιήσουν το ζήτημα των Ουσσιτών, ν’ ασχοληθούν και με το ελληνικό ζήτημα. Το ζήτημα των ορθοδόξων. Η απόφαση αυτή της συνόδου έθιξε τους ορθοδόξους και τους έκανε να διαμαρτυρηθούν έντονα, γιατί η σύνοδος, με την απόφασή της αυτή, τους χαρακτήριζε ουσιαστικά αιρετικούς, όπως και τους Ουσσίτες. Στην πραγματικότητα, ο πάπας Ευγένιος ο IV δεν έβλεπε με συμπάθεια τη σύνοδο αυτή της Βασιλείας, γιατί πολλοί απ’ τους συνοδικούς είχαν στο νου τους να συζητήσουν και διάφορες εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες δεν ήθελε ο ποντίφικας. Ο πάπας είδε ότι το πνεύμα που επικρατούσε στη Βασιλεία δεν ευνοούσε καθόλου τις απόψεις και τους σκοπούς του, γι’ αυτό και θέλησε να μεταφέρει το συνέδριο στη Βολωνία. Η πρότασή του, όμως, αυτή δεν έγινε δεκτή και παρουσιάστηκαν διχογνωμίες και προστριβές ανάμεσα στους ιεράρχες. Έτσι, οι πατέρες-σύνεδροι διαιρέθηκαν κι ο πάπας με τέσσερις καρδινάλιους εγκατέλειψε το συνέδριο. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Σιγισμούνδος, ο δούκας του Μιλάνου και όλοι σχεδόν οι ηγεμόνες της Δύσης τάχθηκαν με το μέρος των συνέδρων της Βασιλείας και μόνο η Βενετία και η Φλωρεντία πήγαν με το μέρος του πάπα. Ο πάπας αποκάλεσε το συνέδριο ‘’συναγωγή του σατανά’’ και το συνέδριο αποκάλεσε τον Ευγένιο σχισματικό κι ανίκανο και τον αποκήρυξε. Ταυτόχρονα, αφόρισε και τους Βενετούς, τους συμπατριώτες του πάπα που πήγαν με το μέρος του. Οι υποστηριχτές της συνόδου απ’ τη μια μεριά κι ο πάπας απ’ την άλλη άρχισαν χωριστές διαπραγματεύσεις με τον τότε αυτοκράτορα Ιωάννη. Η κάθε μερίδα επιδίωκε να πάρει τους Βυζαντινούς με το μέρος της κι έδειχνε πως ενδιαφερόταν, δήθεν, με κάθε τρόπο για την εξεύρεση ευνοϊκής λύσης της παλιάς διαφοράς Ανατολής και Δύσης κι ότι προσπαθούσε για μια ευκολότερη προσέγγιση των δύο χριστιανικών κόσμων. Πρεσβευτές ανταλλάχτηκαν μεταξύ του πάπα και της Κωνσταντινούπολης και μεταξύ των συνέδρων της Βασιλείας και του αυτοκράτορα. Οι αντιπρόσωποι των συνέδρων της Βασιλείας που ήρθαν τότε απ’ την Κωνσταντινούπολη για να πλησιάσουν τους Βυζαντινούς μίλησαν στην ιερά σύνοδο και είπαν, ότι ο πάπας είναι άκυρος πια, αφού έχει καθαιρεθεί και ανίσχυρος πλέον να βοηθήσει σ’ οτιδήποτε την Κωνσταντινούπολη. Απείλησαν δε πως, αν οι Ορθόδοξοι δεν ταχθούν με το μέρος τους και δεν στείλουν αντιπροσώπους τους στη Βασιλεία, τα δυτικά έθνη θα κηρύξουν πόλεμο κατά της Κωνσταντινούπολης και θα την κυριέψουν. Υπογράμμισαν επίσης τη θέληση και τη δύναμη των εθνών της Δύσης για μια τέτοια εκστρατεία20. Οι αντιπόσωποι του πάπα που ήρθαν λίγο αργότερα εδώ μίλησαν κι αυτοί στην ιερά σύνοδο το Σεπτέμβριο του 1437 και δήλωσαν στον 20

Pears E. ‘’The Destruction Of The Greek Empire’’ Σελίδα 122. 144


αυτοκράτορα, ότι ο πάπας είναι αποφασισμένος να συγκαλέσει άλλο συνέδριο και, σε περίπτωση που η Κωνσταντινούπολη θα ταχθεί με το μέρος του, δεν έχει αντίρρηση ο ποντίφικας, η πρόσκληση του συνεδρίου να γίνει στο όνομα του αυτοκράτορα. Επιπλέον, προσφέρθηκαν κι αυτοί, όπως και οι προηγούμενοι αντιπρόσωποι, να πληρώσουν όλα τα έξοδα αποστολής και διαμονής των αντιπροσώπων της Κωνσταντινούπολης στην Ιταλία. Τις μέρες εκείνες που γίνονταν οι συναντήσεις με τις αντιπροσωπείες των Δυτικών, ήρθε πρεσβεία απ’ το σουλτάνο κι ειδοποίησε τον αυτοκράτορα να προσέξει πολύ τις αποφάσεις του, γιατί η φιλία του με το Μουράτ θα έχει πολύ μεγαλύτερη αξία απ’ τη φιλία του με τη Δύση21. Ο αυτοκράτορας και η σύνοδος, αφού άκουσαν και τις δυο αντιπροσωπείες των Λατίνων κι έλαβαν υπόψη και τις φοβέρες των Τούρκων, αποφάσισαν τελικά να ταχθούν με το μέρος του πάπα. Ο πάπας Ευγένιος ο IV φάνηκε στους Βυζαντινούς περισσότερο πρόθυμος στο πλησίασμα Ανατολής και Δύσης. Οι διαθέσεις του ήταν πιο ξεκαθαρισμένες κι ο ίδιος έδειχνε μεγαλύτερη κατανόηση κι ελαστικότητα . . . Στο σημείο αυτό, μια δυνατή βοή από διαμαρτυρίες και μπερδεμένες φωνές των αντιφρονούντων σκέπασε τους ήχους της ψαλμωδίας που έβγαιναν απ’ τις ανοιχτές πόρτες και τα παράθυρα της Αγίας Σοφιάς και γέμιζαν τους γύρω χώρους του προαύλιου. Ο γέρος διέκοψε τη διήγησή του και, με μια κίνηση του χεριού του και μια γκριμάτσα στο πρόσωπό του, έδειξε τη δυσφορία του και την αντιπάθειά του για τις απρέπειες που συνέβαιναν στο χώρο της εκκλησίας. Σαν καλμάρησε το κύμα των φωνασκιών, ο γέρος με τ’ άσπρα γένια και το σημάδι στο μάγουλο συνέχισε. -Επειδή, λοιπόν, ο πάπας είδε τα διαιρεμένα πνεύματα των πατέρων της συνόδου της Βασιλείας και προέβλεψε τα αποτελέσματα της αδιαλλαξίας τους κι αφού έμαθε και την απόφαση του αυτοκράτορα, όρισε σαν τόπο της συνόδου τη Φερράρα της Ιταλίας. Το Νοέμβριο του 1437, ο αυτοκράτορας Ιωάννης κι ο πατριάρχης Ιωσήφ έφυγαν απ’ την Κωνσταντινούπολη με πλοία του πάπα και το Φεβρουάριο του επόμενου έτους έφτασαν στη Βενετία. Ο πάπας κι οι Βενετοί χάρηκαν ιδιαίτερα με τον ερχομό του αυτοκράτορα και του πατριάρχη και τους δέχτηκαν τελικά με μεγάλες τιμές. Λέγω τελικά, γιατί στην αρχή τα πράγματα είχαν μπερδευτεί. Όταν βγήκε ο αυτοκράτορας στη Φερράρα, έβρεχε δυνατά και η υποδοχή δεν έγινε όπως έπρεπε. Επιπλέον, ο πάπας επέμενε, όπως, την ώρα της υποδοχής, ο πατριάρχης Ιωσήφ του φιλήσει το πόδι. Ο πατριάρχης δεν συμφωνούσε με κανένα τρόπο στην αξίωση αυτή του πάπα και δεν ήθελε να βγει απ’ το πλοίο22. Τελικά, έγινε κάποιος συμβιβασμός, γιατί η παρουσία του αυτοκράτορα και της συνοδείας του στη Φερράρα θα έδινε μεγάλο κύρος στο συνέδριο του πάπα κι έτσι τα πράγματα εξομαλύνθηκαν και αποφεύχθηκε η μεγάλη 21 22

Pears E. ‘’The Destruction Of The Greek Empire’’ Σελίδα 123. Nicol D. M. ‘’The Last Centuries Of The Byzant.’’ Σελίδα 373. 145


ταπείνωση του πατριάρχη. Τον αυτοκράτορα Ιωάννη συνόδευε ο αδελφός του Δημήτριος, δεσπότης τότε του Μυστρά, ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωσήφ, ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος με τον αδελφό του Ιωάννη, ο ξακουστός και πολυδιαβασμένος αρχιεπίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων, ο αρχιεπίσκοπος Σάρδεων Διονύσιος, ο αρχιεπίσκοπος Χίου Λεονάρδος, ο Νεόφυτος ο Ρόδιος, ο Γεώργιος Αμιρούζης, ο Γεώργιος ο Τραπεζούντιος, ο Συρόπουλος, ο Γεώργιος Φραντζής, ο Γεννάδιος, ο κοινός διερμηνέας Νικόλαος Σεκονδίνος ο καταγόμενος απ’ την Εύβοια23 και πολλοί άλλοι κληρικοί και λαϊκοί. Περίπου επτακόσια άτομα. Η μεγάλη αυτή συνοδεία, η οποία περιλάμβανε 30 επισκόπους, πολλούς άρχοντες και αρκετούς διακεκριμένους λόγιους, έμεινε για λίγο στη Βενετία και μετά πήγε στη Φερράρα. Οι Βενετοί έδειξαν στους Έλληνες τους θησαυρούς του Αγίου Μάρκου. Οι θησαυροί της Βενετίας ήταν πραγματικά σπάνιοι. Άφθαστοι σε τέχνη και αμύθητοι σε αξία. Ο Συρόπουλος, όταν τους είδε, είπε μελαγχολικά: ‘’όλοι αυτοί οι θησαυροί ήταν κάποτε δικοί μας . . . Είναι τα αφιερώματα και τα κειμήλια της Αγίας Σοφιάς και των μοναστηριών της Πόλης, που λεηλάτησαν και άρπαξαν οι Λατίνοι στην εξηκονταετία που κατείχαν την Κωνσταντινούπολη . . .’’ Κάποιος που βρέθηκε δίπλα του κι άκουσε το παράπονό του, του είπε πως δεν έχει απόλυτο δίκιο. Πολλά απ’ τα ανεκτίμητα εκείνα αντικείμενα κι ιδίως οι αυτοκρατορικοί θησαυροί είχαν παραδοθεί στους Βενετούς απ’ την αυτοκράτειρα Άννα το 1343, σαν ενέχυρα για την απόσπαση χρημάτων απ’ τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, υπό μορφή δανείου, για να μπορέσει η τότε αυτοκράτειρα κι ο μέγας δούκας Απόκαυκος να συνεχίσουν τον εμφύλιο πόλεμο κατά του Ιωάννη Κατακουζηνού. Επίσης, ο άρχοντας Φραντζής, όταν είδε τις πολυτελέστατες και καταστόλιστες με μετάξια γόνδολες των Βενετών κι όταν πάτησε το πόδι του στην πόλη με τα χίλια κανάλια, στάθηκε για λίγο αμίλητος και μαγεμένος απ’ την ομορφιά και την πρωτοτυπία της πόλης είπε: ‘’Βενετία υπέροχη, υπεροχότατη! Βενετία σοφή! Σοφότατη! Η πόλη του ψαλμού του Δαβίδ: «Ο Θεός εθεμελίωσε πόλιν επί των υδάτων . . .24» -Με την ακολουθία του πατριάρχη ήταν κι ο Γεννάδιος; Ρώτησε µ’ απορία ο νέος. Αυτός που σήμερα καταριέται τον αυτοκράτορα και τον αποκαλεί αμαρτωλό κι αιρετικό ήταν τότε ακόλουθός του σε μια τέτοια αποστολή; -Ο Γεννάδιος παλιότερα δεν ήταν κληρικός. Μετείχε στην αποστολή περισσότερο σαν ακόλουθος του αυτοκράτορα παρά του πατριάρχη. Ήταν γραμματέας στην υπηρεσία του παλατιού και δικαστής και ονομαζόταν Γεώργιος Σχολάριος. Αυτό είναι το λαϊκό του όνομα. Ακολούθησε τον αυτοκράτορα στο συνέδριο της Φλωρεντίας και μάλιστα υποστήριξε και την ένωση των εκκλησιών κι υπέγραψε και την τελική διακήρυξη του συνεδρίου. Κατείχε πολύ καλά τη λατινική γλώσσα κι ίσως η λατινομάθειά του αυτή να ήταν ο κυριότερος λόγος που τον πήρε μαζί 23 24

Παπαρηγόπουλου Κ. ‘’Ιστ. του Ελλην. Έθνους’’ Τόμ. 6 Σελ. 295. Pears E. ‘’The Destruction Of . . .’’ Σελίδα 123. 146


του ο αυτοκράτορας στην Ιταλία. Ήταν θαυμαστής του Γρηγορίου Παλαμά και υποστηριχτής των Ησυχαστών. Θαύμαζε το Λατίνο Θεολόγο Θωμά Ακουίνο και τις εργασίες του και παραδέχονταν τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Διαφωνούσε με το νεοπλατωνιστή απ’ το Μυστρά Γεώργιο Γεμιστό, το γνωστό με το όνομα Πλέθωνα. Γι’ αυτό κι όλο καυγάδιζαν όταν συζητούσαν οι δυο τους όσο χρόνο βρισκόταν μαζί στην Ιταλία. Ο Πλέθων ήταν για το Μυστρά την εποχή εκείνη ότι ήταν ο Μετοχίτης για την Κωνσταντινούπολη τον περασμένο αιώνα25. Όταν το 1409 πέθανε ο Θεόδωρος, ο αδελφός του δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ, ο Πλέθων εκφώνησε λόγο στην κηδεία του, ενώ τον επικήδειο, τον οποίο είχε συντάξει ο ίδιος ο Μανουήλ, τον εκφώνησε ένας καλόγερος ονομαζόμενος Ισίδωρος. Αυτή ήταν η πρώτη δημόσια εμφάνιση του Πλέθωνα. Τότε ήταν γύρω στα πενήντα κι ήταν ονομαστός και σεβαστός φιλόσοφος. Ύστερα, έγινε σύμβουλος του Μανουήλ. Ήταν οπαδός και θαυμαστής του Πλάτωνα και προσπάθησε να παίξει στην αυλή του Μανουήλ στο Μυστρά το ρόλο που έπαιξε ο Πλάτωνας στην αυλή του Διονυσίου του δευτέρου στις Συρακούσες. Αργότερα, όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, ο Γεννάδιος επηρεάστηκε απ’ το φανατικό ανθενωτικό μητροπολίτη της Εφέσου Μάρκο, άλλαξε ιδέες κι έγινε καλόγερος. Έγινε φοβερός εχθρός της ένωσης και μεγάλος πολέμιος του αυτοκράτορα. Την ένωση αντέκρουσαν κι οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Μητροφάνης, ο οποίος προσπαθούσε να προωθήσει την ένωση, πέθανε το 1443 και για ένα χρόνο ο οικουμενικός θρόνος χήρεψε. Στο διάστημα αυτό, οι ανθενωτικοί ισχυροποιήθηκαν περισσότερο. Όταν δε το 1444 πέθανε κι ο Μάρκος ο Ευγενικός, η αρχηγία της παράταξης των ανθενωτικών δόθηκε στον καλόγερο Γεννάδιο. Αυτός εξήγησε την αρχαία γραφή που βρέθηκε χαραγμένη πάνω στον τάφο του Μ. Κωνσταντίνου. Κατά την εξήγηση του Γεννάδιου, η γραφή εκείνη προέλεγε, ότι είναι πεπρωμένο η Πόλη να πέσει στα χέρια των Τούρκων26. Στις 15 του περασμένου Νοεμβρίου, μίλησε πάνω απ’ τον άμβωνα μπροστά στον αυτοκράτορα και στους άρχοντες και κατηγόρησε ανοιχτά την ένωση των εκκλησιών. Ο νέος άκουγε εκστατικός, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα πάντα, ενώ ο γέρος τον πήγαινε από έκπληξη σε έκπληξη. -Λοιπόν, στη σύνοδο αυτή, συνέχισε, που πρωτοσυνεδρίασε στη Φερράρα στις 9 Μαρτίου 1437, ο πάπας Ευγένιος δέχτηκε την ίδια μέρα τον πατριάρχη Ιωσήφ. Τέσσερις καρδινάλιοι και εικοσιπέντε επίσκοποι, μαζί με πολλούς άρχοντες και ευγενείς, υποδέχτηκαν τον πατριάρχη και τον παρουσίασαν στον πάπα. Ο πάπας σηκώθηκε απ’ το θρόνο του, τον αγκάλιασε και τον υποδέχτηκε με χαρά και θέρμη. Μετά, τον έβαλε να καθίσει δίπλα του σ’ ένα κάθισμα ίδιο µ’ αυτά που καθόταν οι καρδινάλιοι. Η συνεδρίαση αυτή ήταν τυπική και το συνέδριο αποφάσισε 25 26

Nicol D. M. ‘’The Last Centuries . . .’’ Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’

Σελίδα Σελίδα

360. 122. 147


ν’ αναβάλει τις εργασίας του για τέσσερις μήνες, δίνοντας έτσι καιρό στους ιεράρχες της Βασιλείας, να συνετιστούν και να έρθουν κι αυτοί στο συνέδριο. Τελικά, η επόμενη συνεδρίαση έγινε τον Οκτώβριο του 1437. Αρκετοί απ’ τους συνέδρους της Βασιλείας ήρθαν στη Φερράρα. Μεταξύ αυτών ήταν κι ο καρδινάλιος Ιούλιος Κεσαρίνο, ο πρόεδρος του συνεδρίου της Βασιλείας, ο οποίος και διακρίθηκε ανάμεσα στους Λατίνους θεολόγους. Επίσης, σπουδαίο ρόλο έπαιξε στο συνέδριο κι ο αρχηγός των Φραγκισκανών κληρικών Ιωάννης, καθώς και άλλοι Φραγκισκανοί ιερωμένοι, οι οποίοι είχαν παλιότερα επισκεφτεί την Ανατολή. Στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου ορίστηκαν έξι Λατίνοι κι έξι ορθόδοξοι θεολόγοι, για να διατυπώσουν τα θέματα του συνεδρίου. Βασικά, τα ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκε το συνέδριο ήταν: 1) Η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Το καθαρά δογματικό θέμα του ‘’Filiogue’’. 2) Το είδος των ποινών για κάθαρση. 3) Η κατάσταση των ψυχών πριν απ’ την τελική κρίση. 4) Η χρήση των αζύμων στην Αγία Μετάληψη. 5) Τα πρωτεία του πάπα27. Στο συνέδριο της Φερράρα πήρε μέρος κι ο ηγεμόνας της Ρωσίας μέγας πρίγκιπας της Μόσχας Βασίλειος ο δεύτερος, ο αποκαλούμενος τυφλός κι έστειλε σαν αντιπρόσωπο της ρωσικής εκκλησίας τον τότε μητροπολίτη Κιέβου Ισίδωρο. Ο Ισίδωρος αυτός δεν ήταν άλλος απ’ τον ηγούμενο του μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, που στο μεταξύ είχε γίνει ιεράρχης και το 1436 είχε τοποθετηθεί μητροπολίτης Κιέβου της Ρωσίας. Και ο Ισίδωρος πάλι αυτός δεν είναι άλλος απ’ τον εκ Πελοποννήσου λόγιο και θεολόγο, τον μετέπειτα μοναχό, εκείνο που εκφώνησε επικήδειο λόγο στην κηδεία του άρχοντα Θεοδώρου, του αδελφού του δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ το 1409. Κι επίσης, δεν είναι άλλος απ’ τον τώρα καρδινάλιο της Βολωνίας και αντιπρόσωπο του πάπα, που βλέπεις κι ακούς αυτή τη στιγμή να λειτουργεί μέσα στην Αγία Σοφιά. -Αυτός είναι ο Ισίδωρος; ρώτησε ο νέος με κατάπληξη κι έστρεψε το βλέμμα του προς την εκκλησία, σα να ήθελε να δει τον καρδινάλιο, του οποίου η φωνή ξεχώριζε εκείνη τη στιγμή απ’ τις άλλες στην ψαλμωδία. Έμεινε για λίγο εκστατικός και άφωνος. Μετά, γυρίζοντας προς το γέρο, του είπε ανυπόμονα. Τι άλλο ξέρεις απ’ τη ζωή και τη δράση του καρδινάλιου; Κι ενέτεινε περισσότερο την προσοχή του. -Ο Ισίδωρος, πραγματικά, συνέχισε ο γέρος, ευνοούσε την ένωση των εκκλησιών, όπως κι ο Βησσαρίωνας και μίλησε αρκετές φορές µ’ αυτό το πνεύμα στο συνέδριο και µ’ επιμονή υποστήριξε το πλησίασμα της Ανατολής και της Δύσης. Μάλιστα, σ’ ένα λόγο του είπε: ‘’Η ένωση, αν πραγματοποιηθεί, θα δημιουργήσει ένα μνημείο, το οποίο θα συναγωνίζεται τον κολοσσό της Ρόδου και του οποίου η κορυφή θα

27

Pears E. ‘’The Destruction Of . . .’’

Σελίδα

125. 148


έφθανε στον ουρανό, ενώ η λαμπρότητά του θα ήτο αισθητή τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση28.’’ Το συνέδριο δεν παρέμεινε και πολύ στη Φερράρα, γιατί μια μεγάλη επιδημία ξέσπασε στην πόλη αυτή και οι σύνεδροι, φοβούμενοι το μεγάλο λοιμό, το μετέφεραν στη Φλωρεντία. Έτσι τουλάχιστον εξήγησαν τη μεταφορά του απ’ τη Φερράρα στη Φλωρεντία. Όπως, όμως, στη Βασιλεία οι σύνεδροι διαιρέθηκαν σε παπικούς και αντιπαπικούς, έτσι και στη Φλωρεντία διαιρέθηκαν σε ενωτικούς και ανθενωτικούς. Απ’ τους ορθόδοξους αντιπροσώπους, εκτός απ’ τον αυτοκράτορα που πρωτοστάτησε για την ένωση, τάχθηκαν υπέρ της ένωσης και την υποστήριξαν με κάθε τρόπο ο αρχιεπίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων, ο μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος κι ο αρχιεπίσκοπος Χίου Λεονάρδος. Εναντίον της ένωσης τάχθηκαν ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, ο αδελφός του Ιωάννης, ο Νεόφυτος ο Ρόδιος, ο επίσκοπος Ηρακλείας και άλλοι, οι οποίοι με κάθε μέσο πολέμησαν τη γεφύρωση του χάσματος, γιατί θεωρούσαν το πλησίασμα αυτό όχι σαν ισότιμη ένωση των δύο χριστιανικών κόσμων αλλά σαν υποταγή και υποδούλωση της Ανατολής στη Δύση. Τα ‘’πρωτεία’’ του πάπα απασχόλησαν περισσότερο τη σύνοδο των ιεραρχών απ’ ότι το πραγματικά δογματικό ζήτημα του ‘’Filiogue’’. Παρ’ όλες, όμως, τις διαμάχες, τις αντιδράσεις και τα απρόοπτα, η σύνοδος προχώρησε στο έργο της, το οποίο, ύστερ’ από εικοσιέξι συνεδριάσεις τελείωσε στις 6 Ιουλίου 1439. Στις 14 Ιουλίου εξέδωσε την απόφασή της, με την οποία κηρύσσονταν η ένωση των εκκλησιών και γεφυρώνονταν το χάσμα, που επί τόσους αιώνες συντάραζε το χριστιανισμό. Έτσι τουλάχιστον πίστευαν κι έτσι διέδιδαν οι οπαδοί της ένωσης. Επειδή οι σύνεδροι, καθολικοί κι ορθόδοξοι, ενωτικοί και ανθενωτικοί, προέβλεπαν την αντίδραση του λαού κι ιδιαίτερα των κληρικών και των καλογήρων της Ανατολής και, για να μη δοθεί άμεση λαβή διαμαρτυρίας, συνέταξαν στο τέλος του συνεδρίου διακήρυξη σε πολλά αντίγραφα, απ’ τα οποία τέσσερα υπέγραψαν μόνο οι Έλληνες και τα υπόλοιπα οι Λατίνοι. Στα αντίγραφα των Ελλήνων δεν αναφέρονταν τίποτα για την υπεροχή του πάπα. Απ’ αυτά τα αντίγραφα έστειλε το συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολή, ενώ στα άλλα των Λατίνων υπήρχε παράγραφος, που αναγνώριζε την πρωτοκαθεδρία στον πάπα. Τέτοια αντίγραφα στάλθηκαν στο Λονδίνο, στο Παρίσι και σ’ άλλα μέρη της Δύσης. Αργότερα, τα αντίγραφα των Λατίνων δεν τα αναγνώρισαν οι Έλληνες σαν αυθεντικά αλλά τα χαρακτήρισαν σαν πλαστά και άκυρα29. Την περιβόητη αυτή απόφαση της συνόδου της Φλωρεντίας δεν υπέγραψαν οι ανθενωτικοί σύνεδροι, όπως ο Μάρκος της Εφέσου, ο Ρόδιος, ο επίσκοπος της Ηράκλειας και άλλοι.

28

Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byzant Empire’’ Τόμ. Ε Σελίδα 94. Pears E. ‘’The Destruction Of . . .’’ Σελίδα 128.

29

149


Ο επίσκοπος της Ηράκλειας, επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη, πέρασε απ’ τη Βενετία. Στη λειτουργία του Αγίου Μάρκου, κλήθηκε απ’ τους καθολικούς να πει το ‘’Πιστεύω’’. Το είπε παραλείποντας το ‘’Filiogue’’30. Ο ίδιος επίσκοπος επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη δήλωσε, ότι θα προτιμούσε να του κοπεί το χέρι παρά να υπογράψει τη διακήρυξη της ένωσης31. Επιπλέον, οι πατριάρχες Ιεροσολύμων, Αντιοχίας και Αλεξανδρείας, ομόφωνα αποκήρυξαν την ένωση και την καθολική εκκλησία και δήλωσαν, ότι θα αφορίσουν κάθε ορθόδοξο κληρικό, ο οποίος θα τολμήσει να ταχθεί με το μέρος των ενωτικών32. Αντίθετα, με χαρά την υπόγραψαν οι ένθερμοι υποστηρικτές της, ο Βησσαρίων της Νικαίας, ο Ισίδωρος του Κιέβου, ο Λεονάρδος της Χίου και άλλοι κληρικοί. Ο πατριάρχης Ιωσήφ, ο οποίος ήταν ογδόντα χρονών, πέθανε και θάφτηκε στη Φλωρεντία, λίγες μέρες πριν τελειώσουν οι εργασίες του συνεδρίου και υπογραφεί η ένωση. Οι ανθενωτικοί τότε είπαν αμέσως, ότι ο θάνατος του πατριάρχη ήταν ένα ακόμη σημείο της ασέβειας των ενωτικών και δείγμα της παρανομίας του συνεδρίου. Απ’ την άλλη μεριά, οι καθολικοί είπαν ότι ο πατριάρχης, πριν πεθάνει, υπέγραψε δήλωση, η οποία βρέθηκε αργότερα σε μια φωλιά περιστεριών, με την οποία ασπάστηκε τον καθολικισμό και αναγνώρισε την υπεροχή του πάπα. Επίσης, όταν οι ενωτικοί γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη, διαπίστωσαν ότι, κατά την απουσία τους, οι εδώ ανθενωτικοί είχαν διαγείρει τα πνεύματα κατά της ένωσης κι είχαν ξεσηκώσει τόσο πολύ το λαό, ώστε η όλη τους προσπάθεια στη Φλωρεντία, για να πετύχουν όσο το δυνατόν καλύτερους όρους συμβιβασμού με τον πάπα και τους καθολικούς, έπεσε στο κενό και τα επιτεύγματά τους ήταν πλέον δώροάδωρο. Επιπλέον και η δική τους παρουσία στην Κωνσταντινούπολη γινόταν τώρα δύσκολη κι ανεπιθύμητη . . . Τα ίδια περίπου συνέβαιναν και στη Ρωσία. Όταν ο τότε μητροπολίτης Ισίδωρος διέταξε να διαβαστεί η απόφαση της Φλωρεντίας στον καθεδρικό ναό της Αναλήψεως στη Μόσχα, δεν βρήκε καμιά απολύτως υποστήριξη. Αντίθετα, ο μέγας πρίγκιπας της Μόσχας Βασίλειος του φέρθηκε ψυχρά, δεν τον αποκαλούσε όπως πρώτα ‘’ποιμένα και διδάσκαλο’’ του ποιμνίου του, αλλά λύκο και εχθρό του. Τελικά, τον συνέλαβε και τον φυλάκισε σε μοναστήρι. Αργότερα δραπέτευσε από κει ο Ισίδωρος κι έφυγε στην Ιταλία. Ο πάπας τον έκανε καρδινάλιο της καθολικής εκκλησίας και τον έστειλε σήμερα εδώ σαν αντιπρόσωπό του. Επίσης, καρδινάλιο έκανε και το Βησσαρίωνα της Νικαίας, τον οποίο και κράτησε κοντά του. Ο Βησσαρίων ήταν τόσο σπουδαίος και ξακουστός, που θα γινόταν και πάπας, αν η καταγωγή του δεν ήταν ελληνική. Ο σοφός αυτός άνθρωπος είχε γεννηθεί στην Τραπεζούντα κι είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη. Την εποχή εκείνη, συναντήθηκε εδώ 30 31 32

Pears E. ‘’The Destruction Of . . .’’ Pears E. ‘’The Destruction Of . . .’’ Pears E. ‘’The Destruction Of . . .’’

Σελίδα Σελίδα Σελίδα

127. 128. 129. 150


στην Κωνσταντινούπολη με τον Ιταλό ανθρωπιστή Φίλεφο, ο οποίος είχε έρθει κι αυτός στην Πόλη για να παρακολουθήσει ανώτερα μαθήματα. Η γνωριμία του με το Φίλεφο τον έφερε σ’ επαφή με την κίνηση των Ιταλών ανθρωπιστών κι έμαθε απ’ αυτόν το ενδιαφέρον που έδειχναν οι Ιταλοί την εποχή εκείνη για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την τέχνη. Το ανώτερο ελληνικό πνεύμα και την άφταστη ελληνική φιλολογία είχε μεταφέρει κι είχε μεταδώσει με μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία ο Μανουήλ Χρυσολωράς από το 1366, με τις σχολές που είχε ανοίξει στη Φλωρεντία, στην Πάβια, στη Βενετία και στη Ρώμη. Μια μέρα, στη Φλωρεντία, κατά τη διάρκεια της συνόδου, μας είπε ο Βησσαρίων: ‘’Δεν κρίνω σωστή την απομόνωσή μας απ’ τους Λατίνους, παρά την ύπαρξη όλων των ευλογοφανών αιτίων . . .’’ -Σας είπε ο Βησσαρίων στη Φλωρεντία; Φώναξε με κατάπληξη ο νέος. Μα, ποιος είσαι, καλέ μου γέροντα; Ξέρεις τόσα πολλά πράγματα, τόσα γεγονότα και με τόσες λεπτομέρειες, που δεν έχω ξανακούσει ποτέ μου. Πες μου, ποιος είσαι; Ξαναρώτησε ο νεαρός κι έριξε ένα παρακλητικό και γεμάτο θαυμασμό βλέμμα στο γλυκομίλητο και πολύξερο γεροντάκι. Ο γέρος, με προσποιητή απάθεια, χωρίς να δείξει την ταραχή του για τις τελευταίες λέξεις που άθελά του του ξέφυγαν και με το ίδιο καλοκάγαθο και απλό ύφος, συνέχισε. -Κάποτε ήμουν κι εγώ νέος σαν και σένα. Πήρα μέρος σε πολλές μάχες κι όσο μπορούσα πολέμησα για τον τόπο αυτό και με το πνεύμα και με τα όπλα κι έδειξε το σημάδι που είχε στο μάγουλο. Προσπάθησα ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου καλύτερο για τούτη την Πατρίδα. Αναστέναξε για λίγο και κούνησε το κεφάλι του με λύπη, σα να έβλεπε όλους τους κόπους της ζωής του να πηγαίνουν χαμένοι και είπε. -Πολέμησα τους Τούρκους του Μουράτ στην πολιορκία της Πόλης το 1422 κι ακολούθησα τον αυτοκράτορα Ιωάννη στη Φλωρεντία. Έλαβα μέρος στις εργασίες του συνεδρίου και παρακάθισα στο συμπόσιο που παρέθεσε ο πάπας στο τέλος του συνεδρίου. Πήγα μαζί με τον αυτοκράτορα στη Βενετία απ’ όπου περάσαμε επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη. Το όνομά μου είναι . . . Τη στγμή αυτή φάνηκε να βγαίνει οργισμένος απ’ την εκκλησία ο μέγας δούκας Νοταράς και πίσω του ακολουθούσε ένα πλήθος δυσαρεστημένων ανθενωτικών. Με φωνές και χειρονομίες, βλοσυροί κι ορμητικοί σα μανιασμένο κύμα, διέσχισαν το γεμάτο πιστούς προαύλιο της Αγίας Σοφιάς και προχώρησαν προς το δρόμο. Το κύμα αυτό του φανατισμένου κι εξοργισμένου πλήθους έπεσε απροσδόκητα επάνω στους δυο συζητητές, οι οποίοι, χωρίς να το καταλάβουν, παρασύρθηκαν απ’ την ορμή του και χάθηκαν μέσα στην ανθρωποθάλασσα. Αργότερα, ο νεαρός ξαναγύρισε εκεί στο ίδιο μέρος και κάθισε στη γωνιά της μεγάλης πελεκητής πέτρας. Ακριβώς εκεί όπου καθόταν πριν από λίγο το καλό γεροντάκι με το άσπρο γένι και το σημάδι στο μάγουλο. Σκεφτόταν τα λόγια του κι έψαχνε με το βλέμμα του να ξαναδεί το ήρεμο κι άδολο πρόσωπο του γέρου με τα αστραφτερά μάτια και την καθαρή ψυχή. Καθισμένος στην άκρη της πέτρας ο νεαρός ένιωθε την ψυχή του να

151


διψά γι’ αλήθεια και µ’ ανυπομονησία περίμενε τον άγνωστο γέροντα, να βγει απ’ το τρικυμισμένο πλήθος και νά ‘ρθει κοντά του, για να συνεχίσει τις τόσο ενδιαφέρουσες και γεμάτες αλήθεια ιστορίες του και να του δώσει απάντηση στα χίλια ερωτήματα που τώρα βασάνιζαν τη σκέψη του. Αλλά ο γέρος δεν ξανάρθε. Πόσο ήθελε να μάθει τ’ όνομά του! . . . Αλγεινή εντύπωση έκανε σ’ όλους κι ιδιαίτερα στους αντιπροσώπους του πάπα, όταν ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς, ανθενωτικός και θερμός οπαδός του Γεννάδιου, φεύγοντας απ΄ το ναό της Αγίας Σοφιάς, ξεστόμισε, φωνάζοντας δυνατά, τα τρομερά εκείνα και δηλητηριώδη για την περίπτωση λόγια: ‘’Καλύτερα να δούμε στη μέση της πόλης να βασιλεύει σαρίκι τούρκικο παρά καλύπτρα λατινική33. Τα λόγια αυτά έφεραν αναστάτωση στον κόσμο και μεγάλος σάλος παρατηρήθηκε μέσα κι έξω απ’ την εκκλησία. Ο νεαρός έμεινε άναυδος απ’ τις παράξενες αυτές εκδηλώσεις του πλήθους. Σιωπηλός κι αποσβολωμένος απ’ τους εξωφρενισμούς και τις απρέπειες του εξαγριωμένου όχλου, συνέχισε να κάθεται στην άκρη της μεγάλης πέτρας και να κοιτάζει απορημένος στο κενό. Σα φουσκωμένο κύμα ανεβοκατέβαινε η ταραχή μέσα στο απέραντο πλήθος και με ορμή και ηλεκτρισμένο πείσμα εξωτερικεύονταν και συγκρούονταν οι ερεθισμένες αντιθέσεις των αντιφρονούντων. Ανάμεσα στους φανατισμένους ήταν και μερικοί ψύχραιμοι, που προσπάθησαν να συγκρατήσουν κάπως τα πράγματα. Με την επέμβαση των λίγων αυτών κατορθώθηκε, ώστε οι εκδηλώσεις των μανιασμένων κυμάτων και το ξέσπασμα της απότομης έξαψης των αντιθέσεων, να μην έχουν τραγικότερα κι αιματηρά αποτελέσματα. Ο κόσμος, όμως, διαιρέθηκε με πείσμα και διαιρέθηκε βαθιά κι ανεπανόρθωτα. Άλλοι έμειναν πιστοί στον αυτοκράτορα και στην ένωση κι άλλοι έφυγαν οργισμένοι απ’ την εκκλησία κι ενώθηκαν με τους μανιασμένους διαδηλωτές των δρόμων. Ύστερ’ απ’ την πρώτη βίαιη σύγκρουση των παθών και το διαμελισμό του μεγάλου πλήθους που είχε προσέλθει στην εκκλησία για να παρακολουθήσει την ιστορική εκείνη λειτουργία, διάφορες μικροομάδες ψυχραιμότερων ανθρώπων, διασκορπισμένες εδώ κι εκεί μέσα στο μεγάλο περίβολο της εκκλησίας, συζητούσαν κι έκριναν καθένας με τον τρόπο του τα έκτροπα γεγονότα. -Να είμαστε σίγουροι, είπε κάποιος από μια τέτοια ομάδα ανθρώπων, που σπρωγμένοι απ’ το ερεθισμένο πλήθος είχαν έρθει και στεκόταν τώρα δίπλα στον αποκαρδιωμένο νεαρό, ότι, όσο καλή κι αν είναι η θέληση των εδώ Λατίνων, θα διαβιβαστούν οπωσδήποτε στον πάπα τα συναισθήματά μας αυτά και οι βίαιες εκδηλώσεις κι αλίμονό μας αν ως τότε δεν έχουν φύγει απ’ τα ιταλικά λιμάνια για την Κωνσταντινούπολη τα λατινικά πλοία με τη βοήθεια που μας υποσχέθηκαν οι καθολικοί. -Όση βοήθεια κι αν μας στείλουν απ’ τη Δύση, δε θα μπορέσουμε ν’ αντισταθούμε στο Μωάμεθ με τους τόσους συμμάχους του που έχει μέσα 33

Δούκα Μ. ‘’Χρονικό της Άλωσης’’

Σελίδ.

264-65. 152


στην Κωνσταντινούπολη, πρόσθεσε ένας άλλος κι έδειξε ένα γύρω με το χέρι του προς τους ασχημονούντες διαδηλωτές. -Εμείς σπαταλάμε τις δικές μας δυνάμεις ασυλλόγιστα και άδικα, είπε ένας ψηλός γριζομάλλης άντρας με ηλιοκαμένο πρόσωπο και ρούχα ναυτικού και ζητούμε βοήθεια απ’ τη Δύση ή την Παναγία. Βέβαια, στα παλιότερα χρόνια μας βοήθησε η Παναγία αλλά δουλέψαμε κι εμείς κι αγωνιστήκαμε σκληρά. Τραβήξαμε μπροστά με καρτερία και θάρρος. Είδε κι η Μεγαλόχαρη τη θέλησή μας και μας βοήθησε. Είχαν πολύ δίκιο οι παλιότεροι που έλεγαν: ‘’συν Αθηνά και χείρα κίνει’’. Σήμερα, βαρεθήκαμε, φαίνεται, εμείς τους κόπους και τις θυσίες που απαιτεί ένας αγώνας για τη σωτηρία της πατρίδας και, κρυμμένοι πίσω απ’ τις αμφίβολες προφητείες διαφόρων βλαμμένων καλόγερων, προσπαθούμε να ρίξουμε τις ευθύνες μας αλλού και να φορτώσουμε το βάρος της άμυνας της πόλης μας στη Θεοτόκο. Αμ, δεν γελιέται έτσι η Παναγία . . . -Άκουσες γέρο, ρώτησε ένας εργάτης απ’ αυτούς που δούλευαν στα τείχη κι επισκεύαζαν τα αρείπια, τι τέρατα και σημεία άρχισαν να παρουσιάζονται στην πόλη; Πολλοί λένε, ότι είδαν τα άστρα να μπερδεύουν τους δρόμους τους, ν’ αλλάζουν πορείες στον ουρανό ή να συγκρούονται μεταξύ τους. Άλλοι ισχυρίζονται, ότι τα είδαν, άλλοτε να τρέχουν με μεγαλύτερη ταχύτητα ή να σταματούν απότομα κι άλλοτε πάλι να βγάζουν καπνούς και να λάμπουν περισσότερο ή να διαλύονται και να εξαφανίζονται τελείως . . . -Ναι, ναι, πετάχτηκε και πρόσθεσε μια γυναίκα. Λένε, ότι οι εικόνες στα μοναστήρια ιδρώνουν κι έκανε από συνήθεια το σταυρό της, αγάλματα αγίων και μεγάλων ανδρών δακρύζουν και κλαίνε. Διάφοροι άντρες ή γυναίκες, καλόγεροι και καλογριές το περισσότερο, αποχτούν νέες παράξενες ικανότητες ή χάνουν κι αυτές τις συνηθισμένες λιγοστές που είχαν. Άλλοι δίνουν χρησμούς, άλλοι εξηγούν όνειρα, άλλοι παρατηρούν και ερμηνεύουν διάφορα σημεία, άλλοι οραματίζονται απίθανα πράγματα στα καλά καθούμενα . . . -Κι οι παπάδες που τους ρωτάμε, πρόσθεσε μια γριά, μας λένε ότι όλα αυτά είναι σημάδια τα οποία προλέγουν τη συντέλεια του κόσμου. Ειδοποιούν για την καταστροφή της Πόλης. Ο Γεννάδιος απ’ το κελί του φωνάζει, ότι ο Θεός αποφάσισε να καταστρέψει την Πόλη. ‘’Είναι θέλημα των Αγίων, λέει, η Πόλη να τουρκέψει.’’ -Κι άλλοι πάλι, αισθάνονται παράξενα τραντάγματα της γης και σεισμούς, συνέχισε η γυναίκα. Άλλοι βλέπουν εδώ και κει να βγαίνουν ατμοί απ’ το χώμα και να πηδούν ξαφνικά ζεστά νερά ή παρατηρούν παράξενα σημάδια πάνω στο φεγγάρι. Παρακολουθούν το πέρασμα των πουλιών. Εξετάζουν τις στάσεις των αγαλμάτων . . . -Τα ξέρω. Τα ξέρω και τα ακούω όλα αυτά κάθε μέρα, διέκοψε ο ναυτικός. Δε σας κάνει, όμως, εντύπωση το γεγονός, ότι όλοι αυτοί οι οραματιζόμενοι και οι άνθρωποι με τις παράξενες ικανότητες ανήκουν σ’ αυτούς εκεί, που τώρα περνούν φωνάζοντας και βρίζοντας τον αυτοκράτορα; Κι έδειξε μια ομάδα διαδηλωτών του Γεννάδιου που περνούσε με φωνές και θόρυβο απ’ τον απέναντι δρόμο.

153


-Στο μυαλό αυτών των ανθρώπων, συνέχισε ο γριζομάλλης άντρας με το ηλιοκαμένο πρόσωπο, επικρατούν οι πανθεϊστικές ιδέες. Οι ιερές πηγές, οι θαυματουργές εικόνες, τα θαυματουργά λείψανα κι όλες οι άλλες μπερδεμένες έννοιες που έχουν γίνει στις μέρες μας η πιο παραδεχτή φόρμα της θρησκείας μας. Ξεχωρίζουν τις εκκλησίες και τις εικόνες της Παναγίας σε κατηγορίες και κηρύττουν, ότι η μια Παναγία είναι καλύτερη απ’ την άλλη κι ο κόσμος τρέχει να προσκυνήσει σαν καλύτερη την ξακουστότερη Παναγία, την πιο θαυματουργή, περιφρονώντας την άλλη σαν κατώτερη και δευτερεύουσα, σαν ανίκανη για θαύματα κι αδύναμη να μας παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια. Μα όλες οι Παναγίες δεν είναι μία και η αυτή; Αυτή η μία Θεοτόκος; Κληρικοί, που θέλουν να λέγονται και πατέρες της εκκλησίας και να θεωρούνται μεγάλοι θεολόγοι και ποιμένες του Έθνους, λένε ότι ο τάδε Άγιος Γεώργιος ή Δημήτριος είναι ανώτερος κι επομένως βρίσκεται κοντότερα στο Θεό απ’ τον τάδε, επίσης Άγιο Γεώργιο ή Δημήτριο, ο οποίος είναι παρακατιανός και με μικρότερες ικανότητες. Ξεχνούν, ότι ένας είναι ο Άγιος Γεώργιος ή ο Άγιος Δημήτριος και μια και πάντοτε ίδια η αξία του και η ικανότητά του. Τέτοιες θεωρίες και τέτοια κηρύγματα δε θα σώσουν τη δύστυχη Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα, θα την καταστρέψουν μια ώρα γρηγορότερα. Οι σκέψεις, οι ενέργειες και τα κηρύγματα των ανθρώπων αυτών είναι όλα αρνητικά και γεμάτα ηττοπάθεια34. Ο νεαρός, ακούγοντας τα λόγια αυτά του γέρου σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε περισσότερο προς τη μικρή συντροφιά. Ο γκριζομάλλης άντρας πρόσεξε το ενδιαφέρον του νεαρού και, στρέφοντας το βλέμμα του, τον κοίταξε στα μάτια και συνέχισε. -Εγώ, είπε, είμαι όλα μου τα χρόνια ναυτικός. Γύρισα όλο το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Μπήκα στα καράβια από μικρό παιδί. Ταξίδεψα στην Αίγυπτο, στην Πορτογαλία, στις χώρες της Αραβίας. Μια ζωή γυρίζω μέσα στις θάλασσες. Πέρασα φουρτούνες στη Μαύρη Θάλασσα, πέρα στην Αζοφική, στην Ιβηρία, στην Τραπεζούντα, στην Οδησσό, στη Σικελία, στη Συρία. Πάντοτε έκανα το σταυρό μου και δούλευα. Δούλευα σκληρά. Στις μεγάλες θαλασσοταραχές, με τη σκέψη μου έλεγα την προσευχή μου και με τα χέρια μου κρατούσα γερά, όσο μπορούσα πιο γερά, το τιμόνι ή το κουπί και κανόνιζα τα πανιά. Δεν περίμενα να δακρύσει το κατάρτι, ούτε να δω φωτιά στον ουρανό για να σωθώ. Αν πρόσεχα και παρατηρούσα τέρατα και σημεία κι αν ήθελα να δω σημάδια στο φεγγάρι και παράξενα σχήματα στις κορυφές των μανιασμένων κυμάτων, θα έβλεπα πολλά μέσα στην παραζάλη μου και θα είχα κάνει με τη φαντασία μου κι άλλα τόσα. Κι αν σταύρωνα τα χέρια και προσπαθούσα να τα ερμηνεύσω, θα με είχε καταπιεί η θάλασσα και δε θα ήμουν τώρα εδώ. -Έχει δίκιο ο φίλος, είπε κάποιος. Είναι ανάγκη ν’ αφήσουμε όλοι τους χρησμούς, τα όνειρα και τις αρρωστημένες θρησκοληψίες και να πάμε να δουλέψουμε με όρεξη στα τείχη, αν θέλουμε να συνέλθουμε κάπως απ’ την ψυχική ατονία και σωματική εξάρθρωση που πάθαμε. Η 34

Pears E. ‘’The Destruction Of . . .’’

Σελίδα

184. 154


δουλειά θα κάνει καλό και σε μας και στην πόλη. Για δες τόσα χέρια πώς πάνε χαμένα! Συνέχισε δείχνοντας το πλήθος των μανιασμένων διαδηλωτών. Πόση δουλειά θα τελείωναν όλοι αυτοί σήμερα στους πύργους και πόση δύναμη θα πρόσθεταν στην άμυνα της πόλης! . . . -Εγώ, είπε ο γεροναυτικός, δεν πιστεύω ούτε στις παραξενιές των ανθενωτικών, ούτε στη βοήθεια του πάπα, όσο πιστεύω στη θέληση τη δική μας. Τι να σου κάνει η ξένη βοήθεια; Τι τα θέλουμε τα όπλα της Δύσης, όταν εμείς δε θα έχουμε καρδιά και κουράγιο να τα κρατήσουμε; Όταν θα μας αφαιρέσουν την ψυχή και θα μας έχουν καταρρακώσει το θάρρος και τη θέληση οι μάγοι και οι ψευτοπροφήτες; Ο αποθαρρυμένος στρατιώτης είναι νικημένος πριν μπει στη μάχη κι ο πανικόβλητος ναυτικός πνίγεται στη μπουνάτσα. Τα λόγια και τα έργα αυτών εδώ κι έδειξε προς τους ταραχοποιούς, αφαιρούν το κουράγιο απ’ τον άνθρωπο. Τον δηλητηριάζουν με παραξενιές, τον γεμίζουν αμφιβολίες, του μπερδεύουν το μυαλό και τη θέληση. Τον φέρνουν σε θέση, ώστε να μην μπορεί να ξεχωρίσει το χριστιανό απ’ τον Τούρκο. Ακούς εκεί, να φθάσουμε σε σημείο, που οι μισοί ν’ αγωνιζόμαστε να οχυρώσουμε την πόλη κι οι άλλοι μισοί να προσπαθούμε να την παραδώσουμε, σήμερα κιόλας αν είναι δυνατόν, στους Τούρκους! Οι μεγάλες μάζες των αργών καλογήρων κι είναι σήμερα πάρα πολλές, δεν προσέφεραν ποτέ όσα έπρεπε στην πόλη. Πάντοτε ενεργούσαν κι ενεργούν για το δικό τους μόνο συμφέρον. Τον καιρό της ειρήνης χαρακτηρίζει τη ζωή τους η αδράνεια κι η μετριότητα και σήμερα, την ώρα του πολέμου, κάθε ενθουσιασμός για τη σωτηρία της πόλης έχει πεθάνει μέσα τους35. Δεν φθάνει που είναι άρρωστοι οι ίδιοι, πανικοβάλλουν και τους άλλους. -Αν ήταν από κάποιο μέρος ο Μωάμεθ να έβλεπε το τι γίνεται εδώ, δε θα ξόδευε χρήματα να χτίζει φρούρια και να ετοιμάζει στρατό, είπε κάποιος με δυσφορία. Θα έκανε αρχιστράτηγό του το Γεννάδιο με στρατηγό το Νεόφυτο κι επιτελείο τους καλόγερους οπαδούς τους κι αυτοί αμέσως θα του παρέδιναν την πόλη. -Μήπως δε θα τα μάθει τα χάλια μας; πρόσθεσε ο νεαρός. -Τα ξέρει και τρίβει τα χέρια του απ’ τη χαρά του, είπε ο εργάτης. Όπου κι αν έψαζε δε θά ‘βρισκε καλύτερους συμμάχους. -Αυτοί οι καλόγεροι κι είναι χιλιάδες απ’ αυτούς, με τα ακατάληπτα κηρύγματά τους και τις μπερδεμένες κουβέντες τους, κάνουν το λαό θρησκόληπτο και δεισιδαίμονα και τον φανατίζουν επικίνδυνα, είπε ο γέρος. -Τόσο πολύ, πρόσθεσε ένας άλλος της συντροφιάς, που κι αν ακόμα σήμερα κατεβεί απ’ τον ουρανό άγγελος Κυρίου και πει καθαρά, ότι η πόλη θα σωθεί αν η Ανατολή ενωθεί με τη Δύση, ο κλήρος μας δε θα το δεχθεί36. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά τους μια ομάδα διαδηλωτών. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ένας ρασοφόρος. Pears E. ‘’The Destruction Of . . .’’ Mijiatovic C. ‘’The Lasts Emperor . . .’’ Δούκα Μ. ‘’Χρονικό της Άλωσης’’

35 36

Σελίδα Σελίδα Σελίδα

383. 125. 257. 155


-Να, αυτός εκεί δεν είναι ο παπα-Νεόφυτος ο Ρόδιος; είπε κάποιος απ’ τη διπλανή παρέα που στεκόταν στη γωνιά της εκκλησίας προς το δρόμο. -Μα, αυτόν τον είδα να περιφέρεται στα τείχη και να επιστατεί στις επισκευές, είπε µ’ απορία ο εργάτης. -Βέβαια, πρόσθεσε ένας άλλος. Σ’ αυτόν και στον μαστρο-Ιάγαρη ανατέθηκε η επισκευή των παλιών τειχών. -Και πιστεύετε εσείς, ότι θα επισκευάσει τείχη αυτός ο παπάς; Θα φτιάξει φρούρια που θ’ αντέξουν στο σίφουνα του Μωάμεθ; ρώτησε ο γκριζομάλλης ναυτικός. Στο μεταξύ, άλλη μια μεγάλη ομάδα ανθενωτικών σταματούσε λίγο πιο κάτω, μπροστά στο μαρμάρινο ανδριάντα του Μ. Κωνσταντίνου. Κάποιος που πήγαινε βιαστικός μπροστά, έδειχνε προς το άγαλμα του ιδρυτή και πρώτου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης κι έλεγε δυνατά προς το πλήθος. -Κοιτάξτε τον Άγιο Κωνσταντίνο. Προσέξτε το χέρι του προς ποια κατεύθυνση δείχνει. Θυμηθείτε τα λόγια του και τη μεγάλη προφητεία που είπε. ‘’Από κει θα έλθει εκείνος που θα με νικήσει37.’’ Μάλιστα, από κει. Από κει που δείχνει με το χέρι του. Απ’ την Ανατολή. Ήρθε η ώρα της καταστροφής. Τι περιμένουμε άδικα; Πιστεύετε ή δεν πιστεύετε στα λόγια του Αγίου; Είναι θέλημα Κυρίου να τουρκέψει η Πόλη και τούτο εξαιτίας των μεγάλων ανομημάτων και των πολλών κριμάτων μας. Εμολύναμε τα όσια και τα ιερά με τις άνομες σχέσεις μας με τους αιρετικούς. Να, ο Άγιος Κωνσταντίνος το δείχνει καθαρά. Από κει θα έρθει ο νέος μας κύριος. Ο αιώνιος Θεός θέλησε να φέρει τη σκληρή τιμωρία, για να πραγματοποιηθούν όλες οι προφητείες. Το λέει καθαρά η παλιά προφητεία ‘’Κωνσταντίνος γιος Ελένης έκτισε την 38 Κωνσταντινούπολη και Κωνσταντίνος γιος Ελένης θα την χάσει .’’ Ο Μ. Κωνσταντίνος το είπε καθαρά. ‘’Η πόλη θα κυριευθεί όταν θα συσκοτισθεί η σελήνη και θα φωτίζεται μόνον ένα κομμάτι της39.’’ Μην κοπιάζετε εναντίον των βουλών του Κυρίου. Όποιος αντιτίθεται στα έργα του Θεού ματαιοπονεί. Αμαρτάνει. Μην αντιδράτε στις θελήσεις Του. Αφήστε να γίνουν όλα κατά το θέλημά Του. Μόνον προσπαθήσετε την ώρα της τιμωρίας και της κρίσης να βρεθείτε κοντά σ’ αυτό το άγαλμα. Κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Γιατί, θα είναι μακάριοι όσοι βρεθούν κοντά στο άγαλμα του Αγίου. Το λένε καθαρά οι προφητείες. Οι Τούρκοι θα φθάσουν μέχρι την Αγία Σοφία. Δε θα μπορέσουν, όμως, να μπούνε μέσα. Γιατί άγγελος Κυρίου θα κατεβεί εξ ουρανού και θα σταθεί εδώ, στο άγαλμα του Αγίου. Και μακάριοι όσοι θα βρίσκονται κάτω απ’ το άγαλμα αυτό. Γιατί, σ’ έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους ο άγγελος θα παραδώσει τη ρομφαία. Σ’ έναν άνθρωπο φτωχό και άσημο, ο άγγελος του Κυρίου θα παραδώσει τη ρομφαία της δυνάμεως και τη βασιλεία της Πόλης. Σ’ αυτόν θα αναθέσει την εκδίωξη των εχθρών του λαού του Κυρίου και σ’ Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ 39 Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος 37 38

Σελίδα Σελίδα Σελίδα

319. 173. 230. 156


αυτόν θα δώσει δύναμη τέτοια, ώστε οι Τούρκοι θα τραπούν σε φυγή. Και θα φύγουν κι απ’ τα ανατολικά κι απ’ τα δυτικά μέρη της πόλης μέχρι τα όρια της Περσίας, σε τόπο καλούμενο Μονοδένδριο. Τέτοια θα είναι η δύναμη της ρομφαίας του αγγέλου . . . Ο κήρυκας έλεγε κι όλο έλεγε ασταμάτητα. Νέο κύμα διαδηλωτών ξεπρόβαλε στη στροφή του δρόμου. Γύριζε εξαγριωμένο απ’ το μοναστήρι του Παντοκράτορα, ενισχυμένο απ’ τις ευλογίες κι ερεθισμένο απ’ τις κατάρες του Γεννάδιου. Κάποιος προσπάθησε να πει, ότι χωρίς τη βοήθεια των Λατίνων η πόλη θα χαθεί. Το εξαγριωμένο πλήθος απάντησε. ‘’Καλύτερα να γίνουμε Τούρκοι παρά Λατίνοι40.’’ Δάκρυσαν τα μάτια του ναυτικού με την κατάντια των συμπολιτών του και µε τα θανάσιμα χτυπήματα που έδιναν στην πόλη τα δολοφονικά κηρύγματα των συσκοτισμένων απ’ το φανατισμό και των δηλητηριασμένων απ’ το θρησκευτικό μίσος κληρικών. Έσκυψε το κεφάλι του, για να μην δουν οι συνομιλητές του το δράμα της ψυχής του κι έφυγε μουρμουρίζοντας. -Ο Θεός ας βάλει το χέρι του. Στο δρόμο, σκόρπια χαρτιά παρασύρονταν απ’ τον αέρα ή ήταν κολλημένα εδώ κι εκεί στις λάσπες. Έσκυψε και πήρε ένα. Ήταν απ’ αυτά που είχε γράψει ο Γεννάδιος. Πολλά ήταν τοιχοκολλημένα στους τοίχους του μοναστηριού του Παντοκράτορα και στην πόρτα του κελιού του κι άλλα είχαν μοιραστεί έξω και κυκλοφορούσαν στον κόσμο. Ο ναυτικός το ξετσαλάκωσε κι άρχισε να το διαβάζει. Το άψυχο χαρτί που παρασύρονταν απ’ τον αέρα στο δρόμο έγραφε: ‘’Ω Έλληνες, ανάξιοι κάθε οίκτου! Πού σας έχουν οδηγήσει τα σφάλματά σας; Είστε άπιστοι στο Θεό σας. Τοποθετήσατε τις ελπίδες σας στη βοήθεια των Λατίνων και μαζί με την πόλη σας παραδίνετε και την πίστη σας στην καταστροφή. Θεέ μου! Λυπήσου με. Δεν φέρω την ντροπή Σου στην ψυχή μου. Δυστυχισμένοι άνθρωποι! Σταματήστε για λίγο και σκεφτείτε τι κάνετε. Με την πόλη σας μαζί χάνετε και την πίστη σας, την οποία οι πατέρες σας σας άφησαν και πάτε στην απιστία. Αλίμονο σε σας κατά την ημέρα της κρίσεως . . .41’’. Ο ναυτικός παράτησε το διάβασμα. Άφησε το λασπωμένο χαρτί απ’ το χέρι του να το παρασύρει ο άνεμος και συνέχισε το δρόμο του μονολογώντας. -Ρίξε, καλόγερε, λάδι στη φωτιά . . .

40 41

Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’ Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’ Δούκα Μ. ‘’Χρονικό της Άλωσης’’ Λεονάρδου Πάσκουλου

Σελίδα Σελίδα Σελίδα Σελίδα Σελίδ.

123. 123. 141. 257. 477-478. 157


11. ΠΡΟΣΤΡΙΒΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΜΜΑΧΩΝ -Μεγαλειότατε. Οι ασχήμιες των ανθενωτικών συνεχίζονται στους δρόμους της Πόλης ακόμη και σήμερα, ανέφερε ένας αυλικός στον αυτοκράτορα, την επόμενη μέρα, μετά τη λειτουργία της ένωσης. Χθες, συνέχισε ο αυλικός, έφθασαν στο λιμάνι πέντε μεγάλα και καλά εξοπλισμένα πλοία απ’ τη Χίο κι ένα απ’ την Πελοπόννησο, φορτωμένα με απαραίτητα για την Πόλη εμπορεύματα. -Να κρατηθούν αμέσως τα πλοία αυτά και να μην επιτραπεί η αναχώρησή τους απ’ το λιμάνι. Θα μας χρειαστούν για την άμυνα της Πόλης, είπε ο αυτοκράτορας και συνέχισε απευθυνόμενος προς τον αυλικό. Να ειοδοποιηθούν αμέσως ο καρδινάλιος Ισίδωρος, ο Χίου και Μυτιλήνης Λεονάρδος, ο βαΐλος Μηνώτος και αντιπρόσωποι των Βενετών εμπόρων, ο μέγας δούκας Νοταράς και όλοι οι άρχοντες, οι εντεταλμένοι με την άμυνα της πόλης, να συγκεντρωθούν για σύσκεψη μαζί μου στο ναό της Αγίας Σοφίας. Επίσης, να παρευρεθούν οι κυβερνήτες των πλοίων και οι πλοίαρχοι Γεβριήλ Τρεβηζάνος και Ζαχαρίας Γριόνης. Οι δυο αυτοί πλοίαρχοι έφθασαν εδώ για να παραλάβουν και να συνοδέψουν τα εμπορικά πλοία της Βενετίας που έρχονται την εποχή αυτή απ’ το Τανάιν της Αζοφικής θάλασσας. Ο αυλικός υποκλίθηκε κι έφυγε αμέσως απ’ την αίθουσα. Σε λίγο, το μεγάλο προαύλιο των ανακτόρων των Βλαχερνών διασχίζονταν από βιαστικούς αγγελιοφόρους που έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Το απόγευμα, πλήθος λαού ήταν συγκεντρωμένο μέσα κι έξω απ’ τη μεγάλη εκκλησία και παρακολουθούσε την ανοιχτή σ’ όλους συνεδρίαση των αρχόντων. -Σπουδαίο και ζωτικό ρόλο στην κατά καιρούς άμυνα της πόλης μας έπαιξαν τα πλοία, είπε για μια στιγμή ο αυτοκράτορας. Χωρίς την εξασφάλιση της Κωνσταντινούπολης απ’ τη θάλασσα, η σωτηρία της θα είναι δύσκολη. Για μια αποτελεσματική, όμως, από θαλάσσης άμυνα χρειάζονται πλοία. Πλοία πολλά και καλά οπλισμένα. Δυστυχώς, σήμερα η Πόλη δεν είναι όπως ήτο άλλοτε εξασφαλισμένη απ’ τη θάλασσα. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, πλοία. Έχουμε ανάγκη κι απ’ το πιο ασήμαντο πλεούμενο. Νομίζω ότι είναι επιβεβλημένο, είπε επιτακτικά, όλα τα ευρισκόμενα σήμερα στο λιμάνι μας πλοία, να παραμείνουν κοντά μας και να χρησιμοποιηθούν για την καλύτερη άμυνα της Πόλης. -Σήμερα, όπως έχουν τα πράγματα, είπε παίρνοντας το λόγο ένας απ’ τους άρχοντες της επιτροπής για την άμυνα της πόλης, η Κωνσταντινούπολη κινδυνεύει. Και πρωταρχικός και μοναδικός σκοπός όλων μας είναι η σωτηρία της. Για τη σωτηρία της πόλης πρέπει να ενδιαφερόμαστε όλοι. Για τη σωτηρία της πόλης πρέπει να σκεφτόμαστε όλοι, όσοι σήμερα βρισκόμαστε μέσα στα τείχη της ή κάτω απ’ τη σκέπη της. Αν τα πέντε πλοία των Βενετών, που ήρθαν χθες, δεν μείνουν μαζί μας κι εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη, τότε είναι ενδεχόμενιο και

158


τα άλλα βενετικά ή γενουάτικα πλοία, που βρίσκονται εδώ, να θελήσουν να φύγουν, οπότε, χωρίς πλοία θα γίνουμε ευκολότατη λεία των Τούρκων. -Σκοπός που ήρθαμε στην Κωνσταντινούπολη, είπε παίρνοντας το λόγο ο καρδινάλιος Ισίδωρος, είναι να βοηθήσουμε με κάθε τρόπο την όσο το δυνατόν γρηγορότερη κι αρτιότερη προετοιμασία της άμυνας. Όλοι γνωρίζουμε τη μεγάλη σημασία που έχουν τα πλοία στην αποτελεσματική αντίστασή μας εναντίον των επιδρομέων και όλοι παραδεχόμαστε πόσο μεγάλη ανάγκη πλοίων έχει σήμερα η Κωνσταντινούπολη. Επιβάλλεται λοιπόν να συμφωνήσουμε όλοι μας με τη γνώμη του αυτοκράτορα και, χωρίς εμπόδια και χρονοτριβή, να θέσουμε όλοι μας τα υπάρχοντα εδώ πλοία μας στη διάθεσή του. Σύντομα περιμένουμε κι άλλα πολλά πλοία να σταλούν εδώ απ’ τον άγιο ποντίφικα της Ρώμης, απ’ το μεγάλο ηγεμόνα της Βενετίας κι από άλλους ηγεμόνες της Δύσης. Δεν γνωρίζουμε, όμως, πότε θα φθάσει αυτή η βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη, όπως δεν γνωρίζουμε και πότε θα μας επιτεθεί ο Μωάμεθ. Αυτή ακριβώς η αμφιβολία κι η αγωνία μας αναγκάζει να πάρουμε τα μέτρα μας, όσο πιο καλά και γρήγορα μπορούμε και μας υπαγορεύει, επιτακτικά και οπωσδήποτε, να κρατήσουμε και να οργανώσουμε κατάλληλα όλα τα πλοία που βρίσκονται σήμερα κοντά μας . . . Με τις σκέψεις αυτές συμφώνησαν όλοι σχεδόν οι παρευρισκόμενοι και η σύσκεψη λύθηκε με την απόφαση, όπως γίνει άλλη σύσκεψη αύριο στα πλοία, για να κανονιστούν οι λεπτομέρειες της παράδοσής τους στον αυτοκράτορα. Το απόγευμα της επόμενης ανέβαιναν στο καράβι του πλοιάρχου Αλοΰζο Διέδου ο καρδινάλιος Ισίδωρος με τον αρχιεπίσκοπο Χίου Λεονάρδο. Εδώ τους περίμεναν οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα, ο βαΐλος των Βενετών, ο πλοίαρχος Τρεβηζάνος κι άλλοι πλοίαρχοι κι έμποροι των Βενετών. Με την άφιξη του Ισιδώρου άρχισε η σύσκεψη. Πρώτος πήρε το λόγο ο καρδινάλιος και είπε. -Αν οι πέντε γαλέρες μείνουν εδώ, θα ενισχύσουν αφάνταστα την άμυνα της πόλης απ’ τη θάλασσα και, μαζί με τα άλλα πλοία που διαθέτουμε, θα αυξήσουν τη δύναμή μας, ώστε δε θα έχουμε να φοβηθούμε, μήπως τουρκικά πλοία μας επιτεθούν ξαφνικά και μας προξενήσουν ζημιές στο λιμάνι ή στ’ άλλα σημεία της αμύνης μας απ’ την πλευρά της θάλασσας. -Αν τα πλοία αυτά παραμείνουν εδώ, είπε ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος, όχι μόνο θα ενισχυθεί η άμυνα της πόλης απ’ τη θάλασσα και οι Τούρκοι δε θα τολμήσουν ούτε και το παραμικρό απ’ το μέρος αυτό αλλά ταυτόχρονα θα ενισχυθεί αφάνταστα και το ηθικό των μαχητών στα χερσαία τείχη. Η παραμονή των βενετικών πλοίων στην Κωνσταντινούπολη θα έχει, εκτός απ’ τις δυο αυτές επιδράσεις και τρίτη εξίσου σπουδαιότατη. Οι Τούρκοι, βλέποντας ότι τα πλοία της Βενετίας παραμένουν μαζί μας κι ότι είναι έτοιμα κι αυτά να πάρουν, αν χρειαστεί, μέρος στην άμυνα της πόλης, θα σκεφτούν πολύ πριν επιχειρήσουν κάτι. Γιατί πάντοτε θ’ αναλογίζονται ότι, χτυπώντας τα πλοία της Βενετίας, γίνονται αμέσως εχθροί του δόγη, του πάπα και ολόκληρης της Δύσης.

159


Μπορεί, την περίπτωση του καπετάν Ρίτσου να την δικαιολογήσουν σα μια αβλεψία κι ένα ατύχημα. Σαν ένα μεμονωμένο και τυχαίο γεγονός. Πώς, όμως, θα δικαιολογήσουν στη Δύση μια μελετημένη επίθεση εναντίον ενός σεβαστού αριθμού λατινικών πλοίων, αν υποτεθεί ότι αποτολμήσουν και τα επιτεθούν; Επιμένω λοιπόν κι εγώ, όπως τα πλοία αυτά παραμείνουν εδώ και παρακαλώ τους κυβερνήτες και τα πληρώματα να δεχθούν πρόθυμα να βοηθήσουν µ’ όλες τους τις δυνάμεις στη μεγάλη προσπάθεια της διάσωσης της Κωνσταντινούπολης. Μ’ αυτό το πνεύμα και για πολλή ώρα μιλούσε ο Λεονάρδος. Ύστερ’ απ’ αυτόν, το λόγο πήγε ο βαΐλος της παροικίας των Βενετών της Κωνσταντινούπολης Ιερώνυμος Μηνώτος και υποστήριξε κι αυτός τις απόψεις των δυο αρχιερέων. Τελειώνοντας το λόγο του δήλωσε εμφαντικά. -Δηλώνω, ότι οι έμποροι συμπατριώτες μου δε θα φορτώσουν τα εμπορεύματά τους στα πλοία. Αφ’ ενός μεν, γιατί δεν θέλουν να φύγουν τα πλοία από εδώ και αφ’ ετέρου, γιατί τα εμπορεύματα αυτά θα είναι απαραίτητα και θα μας χρειαστούν οπωσδήποτε για να καλύψουμε μέρος των αναγκών της αποκλεισμένης Κωνσταντινούπολης. Αμέσως, πήρε το λόγο ο πλοίαρχος Γαβριήλ Τρεβηζάνος και με επιμονή και νευρικότητα στη φωνή του υποστήριξε τις αντίθετες απόψεις του. -Στη χθεσινή μας συνάντηση, δε μου δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρω τις απόψεις μου, οι οποίες πιστεύω πως είναι απόψεις και των άλλων πλοιάρχων και γι’ αυτό και επικράτησε τελικά η λανθασμένη εντύπωση, ότι λύθηκε το ζήτημα της δέσμευσης όλων των πλοίων. Δεν αμφισβητώ τις άμεσες ανάγκες της Κωνσταντινούπολης κι ούτε παραγνωρίζω τη σημασία και το ρόλο των πλοίων στην άμυνά της. Έχω, όμως, συγκεκριμένες διαταγές να εκτελέσω. Τις διαταγές αυτές τις έλαβα πριν φύγω απ’ τη Βενετία και δεν μπορώ σήμερα να τις παραβλέψω. Οι διαταγές στις οποίες έχω υποχρέωση και καθήκον να υπακούσω είναι αυστηρές και μου λένε καθαρά, ότι δεν πρέπει να μείνω στην Κωνσταντινούπολη περισσότερο από δέκα μέρες απ’ την ημέρα που θα φθάσει εδώ το τελευταίο πλοίο μας απ’ την Τραπεζούντα. Όπως ξέρετε, η χώρα μας έχει εμπορικές σχέσεις με τις μακρινές περιοχές του Τανάιν της Αζοφικής θάλασσας και, μια φορά το χρόνο, ορισμένα πλοία μας επισκέπτονται τη χώρα αυτή για την εξυπηρέτηση των εμπορικών μας συναλλαγών. Σκοπός της άφιξής μας εδώ είναι, να παραλάβουμε τα πλοία αυτά και να τα συνοδέψουμε με ασφάλεια πίσω στην πατρίδα. Τα δυο πλοία, το δικό μου και του καπετάν Γριόνη, επιστρέφοντας απ’ τον Εύξεινο Πόντο, περάσαμε ως εκ θαύματος το φοβερό νεόχτιστο φρούριο των Τούρκων στο Βόσπορο και με δυσκολία φθάσαμε σώοι εδώ. Κι όλος αυτός ο κίνδυνος κι όλη αυτή η ταλαιπωρία γίνεται περισσότερο για σας, τους Βενετούς εμπόρους, τόνισε με δυνατή φωνή ο πλοίαρχος, απευθυνόμενος προς τους παρευρισκόμενους συμπατριώτες του. Και, στραμμένος προς αυτούς, συνέχισε. Ήρθα να παραλάβω τα εμπορεύματά σας. Αλλά, αφού εσείς δεν θέλετε να τα φορτώσω, θα φύγω τη νύχτα αυτή, απόψε. Θα ξεκινήσω το βράδυ αυτό οπωσδήποτε. Θα φύγω χωρίς

160


καμιά αναβολή, ακόμη και δίχως έρμα στα αμπάρια μου. Όποιος θέλει νά ‘ρθει μαζί μου στη Βενετία, ας έρθει. Το λόγο ξαναπήρε αμέσως ο βαΐλος και είπε. -Κύριε πλοίαρχε. Έχοντας μπροστά μου τη στιγμή αυτή ολόκληρο το δράμα της δύστυχης αυτής πόλης και διαισθανόμενος σ’ όλο το μέγεθος την αγωνία και το χτυποκάρδι σύμπαντος του χριστιανισμού της Ανατολής, τολμώ να σας ικετέψω για μια ακόμη φορά, πρώτα για την αγάπη του Θεού κι ύστερα για την τιμή της χριστιανοσύνης και την τιμή του ηγεμόνα της Βενετίας, να μείνετε όλοι σας εδώ στην Κωνσταντινούπολη και να ταχθείτε στις διαταγές του αυτοκράτορα. Ας μην διαφεύγει δε απ’ τη σκέψη κανενός κι ιδιαίτερα των Βενετών, ότι προ καιρού υπέγραψα, σαν αντιπρόσωπος του ενδόξου δόγη της Βενετίας, συμφωνία με τον αυτοκράτορα και υποσχέθηκα, ότι εμείς οι Βενετοί θα του παράσχουμε κάθε δυνατή βοήθεια, αν ποτέ δύσκολες συνθήκες το επιβάλουν. Ο πλοίαρχος αντιτάχθηκε και πάλι στις παρακλήσεις του βαΐλου, ξαναπροβάλλοντας τα προηγούμενα επιχειρήματά του. Ύστερ’ απ’ την επίμονη αυτή άρνηση των ναυτικών, οι συζητήσεις διακόπηκαν κι οι εικοσιένας αντιπρόσωποι εγκατέλειψαν το πλοίο και συνέχισαν τις συζητήσεις τους στην εκκλησία της Παναγίας Φόρου χωρίς τους πλοιάρχους. -Αν δεν θέλουμε να σκεφθούμε σε τι δεινή θέση θα βρεθούν οι μαχητές του αυτοκράτορα όταν ο Μωάμεθ επιτεθεί, ας σκεφτούμε τους δικούς μας στρατιώτες. Αυτούς που ήρθαν εδώ μαζί μου και μαζί µ’ άλλους άρχοντες εθελοντικά να πολεμήσουν για την Κωνσταντινούπολη, είπε ο Ισίδωρος. -Υπάρχει εδώ μια μεγάλη κι αναπτυγμένη εμπορική παροικία Βενετών, συνέχισε ο Μηνώτος, η οποία, λόγω της οικονομικής της δράσης, είναι πολύ υπολογίσιμη για τη Βενετία και δεν πρέπει να εγκαταλειφτεί έτσι απροστάτευτη στις δύσκολες αυτές ώρες, γιατί έτσι το θέλει ένας πλοίαρχος. Είμαι σίγουρος ότι, αν τη στιγμή αυτή βρισκόταν εδώ ο ίδιος ο άρχοντας της Βενετίας, ο γαληνότατος δόγης του Αγίου Μάρκου, θα συμφωνούσε απόλυτα με τις απόψεις τις δικές μας κι όχι του Τρεβηζάνου. -Προτείνω, είπε κάποιος άλλος άρχοντας, να κρατηθούν εδώ τα πλοία οπωσδήποτε και να καταβάλονται τετρακόσια δουκάτα το μήνα σε κάθε πλήρωμα για τη μισθοδοσία του. Τη διατροφή δε να την αναλάβει η πόλη. -Κι εγώ προτείνω, πρόσθεσε κάποιος άλλος, να ορισθεί το ποσόν των τριών χιλιάδων δουκάτων σαν πρόστιμο στον πλοίαρχο εκείνο που θα αποπειραθεί να πάρει το πλοίο του και να φύγει. Ο στόλος του αυτοκράτορα φρουρεί το λιμάνι αλλά στην ανάγκη να ξανατοποθετηθεί η µεγάλη αλυσίδα και να φραχτεί το στόμιό του. -Χωρίς χρονοτριβή να γίνει ψηφοφορία ανάμεσά μας, φώναξε κάποιος άλλος δυνατά και να ενεργήσουμε αμέσως σύμφωνα με τις αποφάσεις που θα πάρουμε.

161


Δόθηκαν χαρτιά στους εικοσιέναν παρευρισκόμενους κι όλοι ψήφισαν αμέσως. Είκοσι τάχθηκαν υπέρ της άποψης της παραμονής των πλοίων στην Κωνσταντινούπολη κι ένας μόνο ψήφισε εναντίον. Οι αποφάσεις αυτές αμέσως ανακοινώθηκαν στον αυτοκράτορα κι ο Τρεβηζάνος ζήτησε να παρουσιαστεί στον Κωνσταντίνο. Σε μερικές μέρες, στις 26 Ιανουαρίου 1453, μια ομάδα Λατίνων ναυτικών ανέβαινε τις σκάλες των ανακτόρων των Βλαχερνών. -Γαληνότατε αυτοκράτορα, είπε ο Τρεβηζάνος ενώ υποκλινόταν με σεβασμό μπροστά στον Κωνσταντίνο. Οι κύριοι πλοίαρχοι κι έδειξε προς το μέρος τους καθώς τους παρουσίαζε στον αυτοκράτορα, ο καπετάν Ζαχαρίας Γριόνης, ο καπετάν Πέτρος Νταβάντσιο, ο καπετάν Ιωάννης Κόκκος κι εγώ, λάβαμε προ καιρού γνώση της απόφασης των είκοσι που πάρθηκε στη συνεδρίαση της Παναγίας Φόρου κι ύστερ’ από δική μας σκέψη, αποφασίσαμε να ζητήσουμε να μας επιτρέψετε να φορτώσουμε στα πλοία μας τα εμπορεύματα και τα πράγματα που ανήκουν στον κάθε πλοίαρχο. -Την απόφαση των είκοσι πληροφορήθηκα κι εγώ, είπε ο Κωνσταντίνος και βλέπω πόσο σωστά και πόσο απροκατάληπτα και γενναία αντιμετωπίζουν την παρούσα κατάσταση οι Λατίνοι της Κωνσταντινούπολης. Απ’ τη στάση που κρατάτε τις τελευταίες μέρες, βλέπω ότι και σεις συμμερίζεστε στο ακέραιο τους πόθους και τις επιδιώξεις των άλλων εδώ συμπατριωτών σας κι ενώνετε τις προσπάθειές σας µ’ αυτούς για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης. Θα δεχθώ λοιπόν την πρότασή σας και θα επιτρέψω τη φόρτωση στα πλοία όλων των εμπορευμάτων και των άλλων ειδών των πλοιάρχων που βρίσκονται στο λιμάνι, μόνον όταν, με επίσημο όρκο, αναλάβετε την υποχρέωση να παραμείνετε εδώ και υποσχεθείτε ότι δε θα φύγετε απ’ την Κωνσταντινούπολη, παρά μόνον ύστερ’ από ειδική προς τούτο διαταγή μου. -Αναλαμβάνουμε την υποχρέωση αυτή, δήλωσαν όλοι μαζί οι ναυτικοί και υποσχόμεθα ότι θα παραμείνουμε εδώ όσο μας χρειάζεται η Κωνσταντινούπολη και όσο μας διατάζει ο αυτοκράτορας. Υποκλινόμενοι δε μπροστά στον Κωνσταντίνο, χαιρέτισαν με σεβασμό κι έφυγαν επιστρέφοντας στα πλοία τους. Χίλια διακόσια περίπου δέματα ήταν στιβαγμένα στις αποβάθρες του λιμανιού, τα οποία αποτελούνταν από νίτριο, χαλκό, χρυσό, λουλάκι, κερί, μαστίχα, διάφορους σπόρους κι άλλα είδη. Μόλις επέστρεψαν οι καπεταναίοι απ’ τα ανάκτορα στο λιμάνι, δόθηκαν αμέσως διαταγές για το φόρτωμα όλων αυτών των δεμάτων στα πλοία. ‘’Γρήγορα, γρήγορα’’, ακούγονταν η φωνή του καπετάν Νταβάντσιο προς τους ναύτες του, που προσπαθούσαν καταϊδρωμένοι ν’ αρπάζουν ασταμάτητα τα δικά τους δέματα απ’ την προκυμαία και να τα φορτώνουν στο πλοίο τους, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. -Φορτώνετε με προσοχή και τάξη, ακουγόταν οι φωνές των καπεταναίων των άλλων πλοίων που ήταν αραγμένα δίπλα στη γαλέρα του Νταβάντσιο. Το καράβι μας, έλεγαν, εννοώντας ο καθένας το δικό του, πρέπει να φορτωθεί με σύστημα και τάξη. Τα δέματα να

162


τοποθετηθούν στα αμπάρια με σιγουριά και σταθερότητα. Τα πολύ βαριά κάτω-κάτω. Δεν ξέρουμε τι μας περιμένει. Πρέπει το πλοίο να έχει τις δυνατότητες ανά πάσα στιγμή να κινηθεί με ευχέρεια και να μην το δυσκολεύει η κακοφορτωμένη πραμάτειά του σε διάφορους ελιγμούς. Ενώ ανέβαιναν και τα τελευταία δέματα στα πλοία, φάνηκαν από μακριά δυο μεγάλες γαλέρες να προχωρούν προς το λιμάνι. Οι ναύτες των βενετικών πλοίων, κατάκοποι απ’ τη σκληρή δουλειά του φορτώματος, στάθηκαν, άλλοι στα καταστρώματα κι άλλοι στην προκυμαία και παρακολουθούσαν τα δυο πλοία που έμπαιναν στο λιμάνι. Αυτά πλησίασαν, έριξαν τις άγκυρές τους και πλεύρισαν στην προβλήτα. Ήταν και τα δυο γενουάτικα. Έρχονταν απ’ τη Χίο κι είχαν κυβερνήτη τους τον ξακουστό καραβοκύρη κι ονομαστό πολεμιστή Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη. Το γνωστό με το όνομα καπετάν Λόγγο. Ο καπετάν Λόγγος ήταν γνωστός στα μέρη του Εύξεινου Πόντου, γιατί παλιότερα είχε κάνει και ηγεμόνας της Θεοδοσίας, της απομακρυσμένης αυτής γενουάτικηγς αποικίας της Κριμαίας. Ο Ιουστινιάνης, με τους εφτακόσιους καλά οπλισμένους πολεμιστές του, φάνηκε ότι θα ενίσχυε αφάνταστα την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Προς το παρόν, έδωσε οπωσδήποτε με την παρουσία του καινούριο θάρρος στους μαχητές της Πόλης κι εμψύχωσε το φρόνημα του πληθυσμού.

163


12.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΤΗΣ ΗΤΤΟΠΑΘΕΙΑΣ

Το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης πάντοτε ήταν γεμάτο από κάθε είδους πλοία που έφταναν ως εδώ κι απ’ τις πιο μακρινές κι άγνωστες στους πολλούς χώρες και οι προκυμαίες του κάθε μέρα είχαν κίνηση με το πήγαιν-έλα των ναυτικών και με το φόρτωμα ή το ξεφόρτωμα των εμπορευμάτων. Τον τελευταίο, όμως, καιρό, με τη βιαστική κι εσπευσμένη προώθηση κάθε είδους ζωτικών και απαραίτητων εφοδίων, που με δυσκολία και κίνδυνο έφταναν στην αποκλεισμένη πόλη, η κίνηση κι η νευρικότητα στο λιμάνι είχε αυξηθεί. Λόγω της μεγάλης σημασίας του λιμανιού και της αναμφισβήτητης σπουδαιότητας των εφοδίων που ξεφορτώνονταν σ’ αυτό, αλλά και λόγω της ασφάλειας των ίδιων των πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα στα μουράγια ή πηγαινοέρχονταν περιπολώντας και φρουρώντας τις ακτές από ενδεχόμενη αιφνιδιαστική απόπειρα των Τούρκων, φύλαγαν νύχτα και μέρα πάνω στα πλοία και γύρω στις προκυμαίες άγρυπνες σκοπιές από ένοπλους στρατιώτες και ναύτες. Περιπολίες οπλισμένων αντρών περιφέρονταν στη στεριά ανάμεσα στα κιβώτια και στα δέματα των εμπορευμάτων και των εφοδίων που περίμεναν τη μεταφορά τους στις αποθήκες της πόλης. Στις 25 Φεβρουαρίου, λίγο μετά το μεσημέρι, τέσσερις καπεταναίοι ανέβηκαν στο καράβι του καπετάν Νταβάντσιο που ήταν αραγμένο ανάμεσα σ’ άλλα καράβια στη δεξιά πλευρά της προκυμαίας. Οι τέσσερις ναυτικοί ήταν οι κυβερνήτες των κρητικών καραβιών που ήταν αραγμένα δίπλα στο καράβι του Βενετού καπετάνιου. Μείναν αρκετή ώρα πάνω στο πλοίο και κάθε φορά που έμπαινε στην καμπίνα κάποιος ναυτικός της βάρδιας για να προσφέρει κανένα ρακί στους επισκέπτες ή να ρωτήσει τον καπετάνιο του, αν έχει τίποτα να διατάξει, άκουγε τους κλεισμένους στην καμπίνα πέντε καπεταναίους να συζητούν πάντοτε για περιπέτειες διαφόρων ταξιδιών τους και περισσότερο για τους κινδύνους και τις δυσκολίες που πέρασαν στο τελευταίο τους ταξίδι ώσπου να φθάσουν στην Κωνσταντινούπολη. Η ώρα περνούσε κι οι καπεταναίοι έπιναν ρακί, εξιστορούσαν περασμένα και κάπου-κάπου, όταν η κουβέντα έφτανε σε προσωπικές τους περιπέτεις, γελούσαν δυνατά, δίνοντας την εντύπωση ότι περνούσαν αμέριμνοι ένα αργόσχολο απομεσήμερο. Αργά το απόγευμα, ένας νεαρός άντρας διέσχισε με γρήγορα βήματα την προκυμαία και βιαστικός πλησίασε το φρουρό που φύλαγε στο ανέβασμα του βενετικού πλοίου και του ζήτησε να του επιτρέψει ν’ ανεβεί στο κατάστρωμα, γιατί ήθελε οπωσδήποτε να δει προσωπικά τον καπετάνιο. -Άφισέ τον νά ‘ρθει επάνω. Φώναξε ο καπετάν Πέτρος Νταβάντσιο στο φρουρό, φέρνοντας το πρόσωπό του κοντά στο ανοιχτό φιλιστρίνι της

164


καμπίνας του, απ’ όπου παρακολουθούσε διαρκώς την προκυμαία και τη σκάλα του πλοίου του. Ο νεαρός άντρας έδειχνε Γενουάτης, αλλά δεν παρουσίαζε τίποτα το ξεχωριστό. Άλλωστε, όπως είχαν μπλεχτεί τελευταία οι άνθρωποι στην Κωνσταντινούπολη και ιδιαίτερα στο λιμάνι της, δύσκολα ξεχώριζε κανείς το Βενετό απ’ το Γενουάτη, τον Κωνσταντινουπολίτη απ’ το Λατίνο, το νησιώτη απ’ το στεριανό, τον Ευρωπαίο απ’ τον Ασιάτη. Ο άγνωστος φαινόταν ένας απ’ τους πολλούς και συνηθισμένους ανθρώπους που εργάζονταν καθημερινά στο λιμάνι και ξεφόρτωναν ή μετέφεραν εμπορεύματα. Ο φρουρός του πλοίου άφησε τον άγνωστο να περάσει και τού ‘δειξε με το δάχτυλο από μακριά την πόρτα της καμπίνας του καπετάνιου. Εκείνος προχώρησε βιαστικός προς το μέρος που τού ‘δειξε ο σκοπός, ενώ ο καπετάνιος σηκώθηκε απ’ τη θέση του και βιαστικός του άνοιξε την πόρτα. Ο ξένος μπήκε στην καμπίνα κι έριξε μια γρήγορη κι ερευνητική ματιά στους τέσσερις επισκέπτες του καπετάνιου. Ανυπόμονα και με κάποια αμφιβολία στο βλέμμα του κοίταξε ερωτηματικά το Νταβάντσιο. -Είναι δικοί μου, είπε ο καπετάνιος κι έκλεισε την πόρτα. Ύστερ’ από μισή ώρα, ο άγνωστος επισκέπτης έβγαινε και πάλι στη στεριά κι έπαιρνε τον ανηφορικό δρόμο για την πόλη. Ενώ έβγαινε απ’ την καμπίνα ο ξένος, ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου που του συνιστούσε να γυρίσει πίσω στο πλοίο νωρίς. -Ξέρεις, είναι δύσκολο να κυκλοφορεί κανείς εδώ στο λιμάνι αυτές τις μέρες αργά με το σκοτάδι. Γι’ αυτό, πρέπει να είσαι πίσω οπωσδήποτε πριν βασιλέψει ο ήλιος. Μην αργήσεις . . . Ο καπετάν Πέτρος Νταβάντσιο ξαναγύρισε στο κάθισμά του κι οι Κρητικοί καραβοκύρηδες συνέχισαν την κουβέντα μαζί του. -Την εποχή αυτή, είπε ένας, τα νερά φουσκώνουν εδώ στα μέρη αυτά. -Ναι, διέκοψε κάποιος άλλος. Αέρηδες στη Μαύρη Θάλασσα ανακατώνουν τα νερά και δημιουργούν ρεύματα. Είναι δύσκολο και επικίνδυνο να προσπαθήσει κανείς να ταξιδέψει κόντρα στα ρεύματα αυτά με μικρό καράβι. -Πραγματικά, μπήκε στη μέση ένας άλλος. Τα ρεύματα αυτά που εισορμούν απ’ το Βόσπορο και προχωρούν προς τα Δαρδανέλια γίνονται ταχύτερα όσο πλησιάζουν τα στενά. Το καράβι που θα βρει ένα τέτοιο ρεύμα και θα μπορέσει να το ακολουθήσει, γρήγορα και χωρίς μεγάλη προσπάθεια κόβει αρκετά μίλια την ώρα και χωρίς να το καταλάβει βγαίνει στο Αιγαίο. -Δύσκολα, λοιπόν, να κινηθούν δώθε αυτή την εποχή τουρκικά πλοία απ’ την Καλλίπολη και να ταξιδέψουν κόντρα σ’ αυτά τα ρεύματα, πρόσθεσε με κάποιο χαμόγελο ο Βενετός καπετάνιος. -Σωστά, είπε ένας απ’ τους Κρητικούς. Αλλά, για τις σκέψεις και τις απόπειρες των Τούρκων δεν είναι κανένας σίγουρος. Όπως δεν είναι σίγουρος και για τα ρεύματα της Μαύρης Θάλασσας. Τα ρεύματα αυτά

165


δεν είναι πάντοτε σταθερά κι ούτε πάντοτε παρουσιάζονται σε συγκεκριμένη εποχή και ώρα . . . Γύρω στο θέμα αυτό συνεχίστηκε για λίγη ακόμη ώρα η συζήτηση, ώσπου οι τέσσερις θαλασσινοί απ’ την Κρήτη χαιρέτησαν το Βενετό καπετάνιο και γύρισαν στα πλοία τους. Με τη δύση του ήλιου, οι καπεταναίοι έδωσαν στα πληρώματά τους τις συνηθισμένες διαταγές και οδηγίες για τη νύχτα και ή πήγαν στις καμπίνες τους για να ησυχάσουν ή συζητούσαν στο κατάστρωμα με τους άντρες της βραδινής βάρδιας για να περάσει η ώρα. Γρήγορα ξαπλώθηκε πάνω στο πλοίο η συνηθισμένη ησυχία του απόβραδου κι όσο έπεφτε το σκοτάδι, τόσο και οι κινήσεις των πληρωμάτων μέσα στο καράβι γινόταν αραιότερες. Από νωρίς, ο καπετάνιος του κρητικού πλοίου που ήταν αραγμένο δίπλα στο πλοίο του καπετάν Νταβάντσιο, είχε καθίσει πάνω στο κατάστρωμα, ανάμεσα σε μερικές καλοτυλιγμένες κουλούρες χοντρών σχοινιών. Είχε ανάψει την πίπα του και, ρουφώντας το βαρύ μελανό καπνό της, ρέμβαζε στο σούρουπο, αφήνοντας το βλέμμα του να πλανιέται μακριά στον ορίζοντα που όλο και στένευε καθώς πλησίαζε η νύχτα. Η σκέψη του έτρεχε πολύ πιο μπροστά απ’ το βλέμμα του. Περνούσε σαν αστραπή τα Δαρδανέλια, διέσχιζε με μιας το Αιγαίο και µ’ ανακούφιση αλλά και πόνο αντίκριζε τις χιονισμένες κορυφές του Ψηλορείτη. Περιέτρεχε με χαρά πάνω-κάτω πολλές φορές τ’ αγαπημένο του νησί, ξεκινώντας απ’ το ακροτήρι της Σπάθας και τελειώνοντας στη μύτη του Σίδερου. Με δυσκολία προσπαθούσε ο καπετάνιος να κρατά τις σκέψεις του μακριά απ’ το χωριό του και κάθε φορά που ο νους του σκάλωνε στο σπίτι του, τραβούσε, χωρίς να το θέλει, μια διπλή ρουφιξιά απ’ την πίπα του. Φούσκωνε το στήθος του και φυσούσε τον καπνό με δύναμη έξω απ’ τα χείλη του. Ο παράξενος αυτός αναστεναγμός του έδιωχνε μακριά τον καπνό, προσπαθώντας ταυτόχρονα να διώξει και τη σκέψη του μακριά απ’ τους δικούς του. Δεν ήθελε να δει την αγωνία και τη λύπη τους. Φοβόταν, μην γίνει αντιληπτή η παρουσία του κοντά τους και ξαναζωντανέψει στις καρδιές τους ο ναρκωμένος πόνος του χωρισμού. Πόσον καιρό έχει να τους δει! Τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους γέρους γονείς του! Μήνες τώρα λείπει μακριά τους. Χωρίς να το θέλει, αναρωτιέται: Άραγε θα τους ξαναδεί; Αν ξεσπάσει η λαίλαπα της Αδριανούπολης και εκραγεί το ηφαίστειο της Κωνσταντινούπολης, θα ξεφύγει άραγε αυτός απ’ την οργή και τη λάβα τους . . . ; Απορροφημένος στις σκέψεις του αυτές, δεν κατάλαβε πότε άρχισε για καλά να νυχτώνει. Η πίπα του είχε σβήσει κι ο δίσκος του ήλιου είχε χαθεί πριν από ώρα πίσω απ’ τον ορίζοντα, μακριά στη δύση. Ο Κρητικός καπετάνιος, σα να ξύπνησε από βαθύ ύπνο, πετάχτηκε όρθιος, έδιωξε με μιας όλες του τις σκέψεις απ’ το μυαλό του και βιαστικός κατέβηκε στ’ αμπάρια του καραβιού. Η μέρα είχε πάρει και την τελευταία της χλομάδα και χανόταν βιαστική πίσω στα μακρινά βουνά της Θράκης. Με το φανάρι στο χέρι γύρισε κι εξήτασε καλά όλα τα αμπάρια. Όλα εκεί κάτω ήταν με προσοχή τακτοποιημένα. 166


Μίλησε στο πλήρωμα που τον περίμενε συγκεντρωμένο στην κοιλιά του καραβιού, όπως το είχε διατάξει από νωρίς. Έδωσε μερικές οδηγίες ακόμα κι άρχισε να ξανανεβαίνει τις σκάλες που οδηγούσαν στο κατάστρωμα. Στο τρίτο σκαλοπάτι κοντοστάθηκε και είπε. -Και τώρα όλοι στα κρεβάτια σας. Θέλω απόλυτη ησυχία και μεγάλη προσοχή. Το νου σας όμως. Δε θα κοιμηθεί κανείς. Έφερε την επιβλητική και διαπεραστική ματιά του ένα γύρο μέσα στο μισοσκόταδο του αμπαριού κοιτάζοντας στα μάτια έναν-έναν τους ανθρώπους του κι ενώ άφηνε στο πάτωμα το φανάρι που ως τώρα κρατούσε στα χέρια του είπε με χαμηλή φωνή. -Ο Θεός μαζί μας. Ξαναγύρισε στο κατάστρωμα και κάθισε πάλι ανάμεσα στις κουλούρες των σχοινιών. Σιωπηλός και κλεισμένος στον εαυτό του ξανάπεσε σε συλλογισμούς. Από νωρίς, καθώς έπεφτε το σκοτάδι, αραιά σύννεφα είχαν αρχίσει να σκεπάζουν εδώ και κει τον ουρανό. Κοκκινωπά και δαντελωτά στην αρχή, γινόταν γκριζόσκουρα και πυκνά όσο προχωρούσε η ώρα. Το ελαφρό αεράκι, που απαλό ως τώρα ερχόταν απ’ τον Εύξεινο, γινόταν πιο αισθητό και πιο κρύο κι όλο έφερνε καινούρια συννεφάκια πέρα απ’ τη Μαύρη Θάλασσα. Ο ουρανός βάραινε περισσότερο και σκοτείνιαζε γρηγορότερα. Η θάλασσα του Μαρμαρά, ενοχλημένη απ’ το κρύο αεράκι που της έστελνε ο Εύξεινος, άρχιζε να ρυτιδώνεται κι ο φλοίσβος των κυμάτων γύρω στα αραγμένα πλοία γινόταν δυνατότερος. Η ώρα προχωρούσε αργά και το κρύο αεράκι δυνάμωνε. Ο καπετάνιος στο κατάστρωμα παρακολουθούσε τη θάλασσα σιωπηλός, σα να μετρούσε τα ελαφρά λικνίσματα του πλοίου του, που όλο και δυνάμωναν περισσότερο και γινόταν εντονότερα και πυκνότερα, όσο πιο πυκνά και έντονα έφταναν από μακριά τα κύματα, που ακράτητα τώρα έπαιζαν ανάμεσα στα βουβά καράβια του λιμανιού. Τυλιγμένος στο σκούρο χοντρό πανωφόρι του ο Κρητικός θαλασσινός κι ακίνητος πάνω στο κατάστρωμα, δεν ξεχώριζε ανάμεσα στις μεγάλες κουλούρες των σχοινιών που τον περιέβαλαν. Το σκοτάδι είχε πέσει για καλά. Ο ουρανός είχε σκεπαστεί πια με πυκνά σύννεφα. Η ώρα είχε προχωρήσει αρκετά και απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο λιμάνι. Τα βήματα των φρουρών, που αργά πηγαινοέρχονταν έξω στην προκυμαία κι επάνω στο καράβι, εύκολα τα σκέπαζε τώρα ο θόρυβος των κυμάτων που ασταμάτητα χτυπούσαν στα πλευρά των πλοίων. Για μια στιγμή, μια σκιά πήδησε απ’ το διπλανό καράβι του Βενετού καπετάν Πέτρου και στάθηκε για λίγο ακίνητη πάνω στο κατάστρωμα του κρητικού καραβιού, λίγο πιο πέρα απ’ τον καπετάνιο. Ο καπετάνιος, που ως τώρα ανυπόμονος κι ακίνητος περίμενε μέσα στο σκοτάδι, σηκώθηκε απ’ τις κουλούρες των σχοινιών που καθόταν και αθόρυβα προχώρησε προς τη σκιά κρατώντας σφιχτά στο χέρι του το κρητικό σπαθί του. -‘’Νέφος.’’ Είπε σιγανά καθώς πλησίαζε προς το μέρος του αγνώστου. -‘’Κύμα.’’ Απάντησε η σκιά με σταθερή αντρίκια φωνή αλλά σπασμένη ξενική προφορά.

167


Οι δυο άντρες πλησίασαν ο ένας τον άλλο. Ο καπετάνιος νόμισε για μια στιγμή πως έβλεπε μπροστά του μέσα στο σκοτάδι τον άγνωστο που νωρίτερα το απόγευμα είχε έρθει στο βενέτικο πλοίο την ώρα που μαζί με τους άλλους καπετάνιους συζητούσαν στην καμπίνα του καπετάν Νταβάντσιο. Δεν ήταν, όμως, τώρα ώρα για περιττές σκέψεις κι αδικαιολόγητες χρονοτριβές. Άλλωστε, τι διαφορά κάνει ποιος είναι ο απεσταλμένος του καπετάν Πέτρο; Σημασία δεν έχει η όψη του. Σημασία έχουν τα λόγια του, σκέφτηκε και πλησίασε πιο κοντά του. -Είναι ώρα, είπε ο άγνωστος ψιθυριστά. Ο αέρας δυναμώνει κι ο θόρυβός του, μαζί με τον κρότο των κυμάτων, θα μας καλύψουν. Ο καπετάν Πέτρος είναι έτοιμος. Ειδοποιήστε και τους άλλους. Κόβετε τα σχοινιά ένας-ένας. Με σειρά, όμως, μη μπερδευτούμε μεταξύ μας. Να ξανοίγεται ο ένας πριν κόψει σχοινιά ο επόμενος. -Σύμφωνοι, είπε ο καπετάνιος. Ειδοποιώ αμέσως τους άλλους. Ας κάνει αρχή ο καπετάν Πέτρος. Θα τον ακολουθήσουμε με τα κουπιά στην αρχή, όπως τα συζητήσαμε. Πήγαινε και καλή τύχη. -Καλή τύχη, πρόσθεσε κι ο άγνωστος και με μιας τινάχτηκε πάνω στο σχοινί που κρατούσε στα χέρια του. Έκανε ένα σάλτο στον αέρα και πηδώντας πάνω στην κουπαστή ξαναβρέθηκε μέσα στο πλοίο του. Ο Κρητικός πλοίαρχος, με γρήγορα βήματα κι όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, κατέβηκε στα αμπάρια. Στην κοιλιά του πλοίου ήταν σκοτεινιά κι επικρατούσε ησυχία. Το πλήρωμα, όμως, ήταν ξάγρυπνο και περίμενε. -Καπετάνιε. Ακούστηκε μια χαμηλή φωνή στο σκοτάδι. -Ανάψετε κανένα κερί να βλεπόμαστε και να βλέπουμε και τι κάνουμε, πρόσταξε ο καπετάνιος. Αμέσως, μερικά αναμμένα κεριά ξεπρόβαλαν εδώ και κει μέσα στο χαμηλοτάβανο χώρο του αμπαριού και με το τρεμουλιαστό κι αδύνατο φως τους ξεδιάλυναν κι αραίωσαν κάπως το βαθύ σκοτάδι της μεγάλης αποθήκης, της βυθισμένης σχεδόν ολόκληρης στο νερό. Τα άγρυπνα πρόσωπα των ναυτικών ξεπρόβαλαν παράξενα στ’ αντιφεγγίσματα των κεριών. Οι όψεις τους φαίνονταν κάπως παραμορφωμένες κι άχρωμες. Όλοι ανακάθισαν στις θέσεις τους. Ανοιγόκλεισαν τα βλέφαρά τους, έτριψαν γρήγορα τα ενοχλημένα απ’ το φως των κεριών μάτια τους για να συνέλθουν κι έμειναν σιωπηλοί. Με κρατημένες τις ανάσες κρεμάστηκαν ανυπόμονα απ’ τα χείλη του καπετάνιου τους. Αυτός πλησίασε κοντά σ’ ένα αναμμένο κερί που ήταν κολλημένο στο πάτωμα προς το κέντρο του αμπαριού και είπε. -Όλα είναι έτοιμα. Ετοιμάστε την πρώτη σειρά των κουπιών και κρατάτε τα στη θέση τους, όσο πιο αθόρυβα μπορείτε. Όταν σας πω εγώ, τραβάτε κουπί δυνατά αλλά με αργό και σταθερό ρυθμό. Μετά, φώναξε κάποιον κοντά του και τον πρόσταξε. -Πήδησε αμέσως στο διπλανό καράβι και πες τους να ετοιμαστούν γρήγορα και να ειδοποιήσουν και τους άλλους. Κάτι του είπε ακόμη κι ενώ ο ναύτης βιαστικός έκανε τα πρώτα βήματα για να βρεθεί στις σκάλες και να βγει στο κατάστρωμα ο καπετάνιος τον άρπαξε απ’ το μανίκι και πρόσθεσε. -Όχι θορύβους. Και να θυμάσαι: ‘’Νέφος’’ – ‘’Κύμα.’’ 168


Ο ναύτης ανέβηκε τρεχάτος τις σκάλες. Πίσω του ακολούθησε κι ο καπετάνιος. Κι από κοντά του μερικοί ναύτες. Ανέβηκαν όλοι αθόρυβα στο κατάστρωμα και περίμεναν σιωπηλοί κάτω απ’ το μεσαίο κατάρτι. -Πάρτε τα μεγάλα κοντάρια, είπε σε δυο ναύτες σιγά ο καπετάνιος και να περιμένετε στην πρύμη. Και σεις, είπε σε δυο άλλους, καθίστε δίπλα τους και κόψτε τα σχοινιά μόλις σας κάνω νόημα. Δε θα είμαι μακριά σας. Τα μάτια σας τέσσερα και το νου σας σε μένα. Όχι μπερδέματα και καθυστερήσεις. Οι ναύτες έφυγαν αμέσως για τις θέσεις τους. -Εσύ κάθισε εδώ στη σκάλα, είπε σ’ έναν άλλο ναύτη και πρόσεχε σ’ εμένα. Μόλις σου πω, δώσε αμέσως το συνιάλο στους κοπηλάτες. Και συ, είπε σ’ έναν άλλο μεγαλόσωμο ναύτη, πρόσεχε το τιμόνι. Κράτα το γερά ώσπου νά ‘ρθω εγώ. Αμέσως οι ναύτες έφυγαν αθόρυβα για τις θέσεις τους κι ο καπετάνιος προχώρησε λίγα βήματα πάνω στο κατάστρωμα προς το διπλανό ιταλικό πλοίο. Ο αέρας δυνάμωνε και τα κύματα χτυπούσαν δυνατότερα στα πνευρά των καραβιών, πιτσιλώντας κάπου-κάπου κρύες αρμυρές σταγόνες στα πρόσωπα των ξάγρυπνων ναυτικών. Ο ουρανός είχε σκεπαστεί με πυκνά μαύρα σύννεφα και το βαθύ σκοτάδι της χειμωνιάτικης νύχτας είχε τυλίξει τα πάντα μέσα στην αόρατη αγκαλιά του. Για μια στιγμή, το καράβι του καπετάν Νταβάντσιο άρχισε σιγά-σιγά να κινείται και ν’ αλλάζει θέση, ξεμακραίνοντας σιγάσιγά απ’ το διπλανό καράβι των Κρητικών. Με κρατημένη την ανάσα οι Κρητικοί πάνω απ’ το κατάστρωμα του πλοίου τους, παρακολουθούσαν βουβοί το ιταλικό σκάφος, που απομακρύνονταν αθόρυβα απ’ την προκυμαία και ξέφευγε γλιστρώντας ανάμεσα απ’ τ’ άλλα αραγμένα καράβια. Μόλις η σιλουέτα του ξεμάκρυνε κι άρχισε να μπερδεύεται με τα σκαμπανεβάσματα των κυμάτων και να χάνει το σχήμα της μέσα στο σκοτάδι, ο καπετάνιος του κρητικού πλοίου που στεκόταν ολόρθος κι ακίνητος πάνω στο κατάστρωμα της πρύμης κατέβασε με μια απότομη κίνηση το χέρι του και σχεδόν αμέσως το καράβι του άρχισε να γλιστρά πάνω στα κύματα. Οι ναύτες της πρύμης, με μια γρήγορη κίνηση, έκοψαν με τα τσεκούρια τους τα σχοινιά που κρατούσαν το καράβι δεμένο στο λιμάνι και ταυτόχρονα οι άλλοι με τα μακριά κοντάρια ακουμπισμένα στην προκυμαία τό ‘σπρωξαν δυνατά και το ξεκόλλησαν απ’ τη θέση του. -Μπρος τα κουπιά. Είπε ψιθυριστά ο καπετάνιος στο ναύτη που περίμενε στις σκάλες των αμπαριών. Αυτός κατέβηκε τροχάδην τα σκαλοπάτια και με χαμηλή φωνή είπε στους λίγους κωπηλάτες που περίμεναν αμίλητοι κι έτοιμοι στις θέσεις τους. -Βάλτε μπρος. Προσεχτικά κι αθόρυβα. Μη βιάζεστε στην αρχή. Τα κουπιά βούτηξαν στο νερό και, με δυνατό και σύγχρονο τράβηγμα των ναυτών, το καράβι τραντάχτηκε ελαφρά στην αρχή κι αμέσως άρχισε γρήγορα να απομακρύνεται απ’ τ’ άλλα καράβια και να βγαίνει στ’ ανοιχτά. Ο καπετάνιος έτρεξε στην πλώρη και όρθιος ολόμπροστα στη μύτη του πλοίου του δεν άφηνε απ’ τα μάτια του το

169


καράβι του καπετάν Πέτρου που πήγαινε μπροστά. Το ακολουθούσε κατά πόδας, προσπαθώντας να πλέει κι αυτός μέσα στην ‘’αυλακιά’’ που άφηνε στο δρόμο της η βενέτικη γαλέρα. Γρήγορα οι ναύτες της πρύμης διέκριναν πίσω τους τη σιλουέτα ενός άλλου καραβιού που τους ακολουθούσε στο σκοτάδι. Ο καπετάν Νταβάντσιο δεν δυσκολεύτηκε να βρει κάποιο θαλάσσιο ρεύμα που ξεχύνονταν απ’ το Βόσπορο κι ορμητικό τραβούσε προς τα Δαρδανέλια. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου κι ο Κρητικός καπετάνιος να φέρει κι αυτός το πλοίο του πάνω σ’ αυτό το γρήγορο θαλάσσιο ρεύμα. Με την ίδια ευκολία και οι άλλοι καπεταναίοι ξανοίχτηκαν απ’ το λιμάνι κι ακολούθησαν αυτούς που προηγούνταν. Εφτά πλοία στη σειρά και µ’ ανοιχτά πανιά έφευγαν τώρα ολοταχώς μέσα στη νύχτα απαρατήρητα και με κατεύθυνση τα Δαρδανέλια. Ο Βενετός καπετάνιος, ορθός στο κατάστρωμα δίπλα στον τιμονιέρη του, παρακολουθούσε τη θάλασσα κι έψαχνε με το εξασκημένο και διαπεραστικό του βλέμμα το σκοτεινό ορίζοντα. Είχε πει στους άλλους καπετάνιους ότι, αν παρουσιαστούν τουρκικά καράβια, θα τους κάνει σινιάλο να παραταχθούν για μάχη ή να σκορπίσουν, ανάλογα με την περίπτωση. Η αυγή βρήκε τα πλοία ν’ αρμενίζουν στη μέση της θάλασσας του Μαρμαρά. Συνέχισαν όλη την ημέρα την πορεία τους, χωρίς, για καλή τους τύχη, να παρουσιαστεί ούτε ένα τουρκικό ή άλλο πλοίο και με τη δύση του ήλιου πλησίασαν στα Στενά. Εδώ ο κίνδυνος μεγάλωνε. Μπροστά στο άνοιγμα των Στενών από δεξιά τους διακρίνονταν στο βάθος, σπινθηρίζοντας εδώ κι εκεί μέσα στο σκοτάδι, τα φώτα της Καλλίπολης. Εδώ στάθμευε ο τουρκικός στόλος. Στο κρητικό πλοίο που ακολουθούσε τον καπετάν Πέτρο επικρατούσε σιωπή. Όλοι, αφοσιωμένοι τάχα στη δουλειά τους, προσπαθούσαν να κρύψουν το φόβο και την ταραχή τους. Ο καπετάνιος, ακουμπισμένος στην κουπαστή, προσπαθούσε να βρει και να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του έναν καλό, τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης κάθε απροόπτου κινδύνου, που ήταν ενδεχόμενο να τους παρουσιαστεί καθώς πλησίαζαν την Καλλίπολη. -Θα τα καταφέρουμε να περάσουμε απαρατήρητοι, καπετάνιε; Ρώτησε ένας ναύτης, που τού ‘φερε κάτι να βάλει στο στόμα του. -Αν τα κατάφερναν τότε, είπε στο ναύτη ο καπετάνιος, πριν από εκατό χρόνια, το 1354, οι Βυζαντινοί και κρατούσαν στα χέρια τους την Καλλίπολη, τώρα δε θα διατρέχαμε κανένα κίνδυνο και ίσως να μη χρειαζόταν καθόλου να περάσουμε με τέτοιες συνθήκες από εδώ εμείς. Κι αν κάτι καμιά φορά μας έφερνε σ’ αυτά τα νερά, θ’ ανυπομονούσαμε πότε να φθάσουμε στην πόλη αυτή κι έδειξε προς το μέρος της Καλλίπολης. Τα φώτα της Καλλίπολης, συνέχισε, θα τα βλέπαμε με χαρά και λαχτάρα να λάμπουν ελκυστικά στο δρόμο μας και να μας καλούν ν’ αράξουμε και να ξεκουραστούμε στη στεριά της και στους καφενέδες της. Τώρα,

170


όμως, που εδώ είναι ο ναύσταθμος του τουρκικού στόλου και τα μεγάλα κανόνια της φυλάγουν το έμπα των στενών, τα ίδια φώτα τα βλέπουμε σα σκιάχτρα μέσα στη νύχτα κι άχρωμα κι επιβλητικά να στρέφονται καταπάνω μας σαν του χάρου τα μάτια. Ήπιε μια-δυο ρουφηξιές απ’ το φλυτζάνι του και συνέχισε. -Θα τα παίξουμε, όμως, όλα για όλα. Θα περάσουμε ανάμεσα απ’ τα τουρκικά πολεμικά κι όπου το βγάλει η άκρη. Ο ναύτης, κεντρισμένος απ’ τη μεγάλη του περιέργεια, δεν έδωσε σημασία στο θανάσιμο κίνδυνο που τους απειλούσε αλλά ρώτησε. -Ποιος αυτοκράτορας βασίλευε τότε στην Κωνσταντινούπολη, καπετάνιε, όταν χάθηκε η Καλλίπολη; Ο καπετάνιος σκέφτηκε λίγο αλλά, μη μπορώντας να δώσει τη σωστή απάντηση, είπε. -Τι διαφορά κάνει ποιος αυτοκράτορας την έχασε και ποιος σουλτάνος την πήρε; Το γεγονός είναι, ότι σήμερα την έχουν οι Τούρκοι κι εμείς πρέπει να περάσουμε απ’ ανάμεσά τους. Μη φοβάστε όμως. Θα πλέουμε όσο μπορούμε μακριά απ’ την Καλλίπολη, κοντά στις ασιατικές ακτές. Όσο θα μας επιτρέπει φυσικά το γρήγορο ρεύμα που ακολουθούμε. Εσείς, πιάνετε πάντα με γερά χέρια, εκτελείτε τις προσταγές μου ακριβώς και γρήγορα και μη φοβάστε. Έχετε, όμως, πάντα και τα σπαθιά ζωσμένα στη μέση σας, πρόσθεσε. Και δίνοντας την άδεια κούπα στο ναύτη, τού ‘κανε νόημα να γυρίσει στο πόστο του. Περνώντας ο ναύτης δίπλα απ’ τον τιμονιέρη, τον άκουσε να του λέει χαμηλόφωνα. -Την χάσαμε, εννοώντας την Καλλίπολη, όταν μαλώναν οι δυο Γιάννηδες. Ο Κατακουζηνός και ο Παλαιολόγος, για το ποιος θα γίνει αυτοκράτορας. Τότε βρήκε ευκαιρία ο Μουράτ ο πρώτος και πάτησε πόδι οριστικά στην Ευρώπη και τώρα τραβάμε χτυποκάρδι εμείς . . . Τα εφτά πλοία, ακολουθώντας το γρήγορο θαλάσσιο ρεύμα κι επωφελούμενα το πυκνό σκοτάδι της νύχτας, μπήκαν στα Στενά. Δεξιά τους απλώνονταν η Καλλίπολη και στην ποδιά της ήταν αραγμένα πολυάριθμα τουρκικά πολεμικά, που με τις αδρές σιλουέτες τους έδιναν μια παράξενη κι ανατριχιαστική όψη στο σκοτεινό φόντο του ορίζοντα της πόλης. Όσο τα χριστιανικά πλοία βρίσκονταν απέναντι στην Καλλίπολη, ο χρόνος κυλούσε αργά και στους φυγάδες ναυτικούς φαίνονταν πως τα πλοία τους δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν απ’ τον τόπο τους και ν’ απομακρυνθούν απ’ το επικίνδυνο εκείνο μέρος. Αβάσταχτη αγωνία τους κατείχε όλους. Οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά και στα μέτωπά τους ο ιδρώτας ήταν κρύος. Το γρήγορο ρεύμα, όσο κι αν οι δραπέτες μέσα στη βαριά συνείδησή τους και στην αγωνία τους το νόμιζαν αργοκίνητο και σταματημένο, έκανε ασταμάτητα τη δουλειά του κι όλο κι απομάκραινε τα πλοία τους απ’ τον τουρκικό ναύσταθμο. Οι Τούρκοι, φαίνεται, υπολογίζοντας στη στενότητα του περάσματος και στην παρουσία τόσου πολυάριθμου πολεμικού στόλου τους, θα νόμιζαν ίσως ότι ήταν αδύνατο σ’ οποιοδήποτε πλοίο να πλησιάσει τα Στενά και τελείως αδύνατο ν’ αποπειραθεί να περάσει απ’ ανάμεσά τους, 171


γι’ αυτό και το θεώρησαν περιττό ν’ αγρυπνούν ή να περιπολούν τη νύχτα. Έτσι, τα πλοία ανενόχλητα προσπέρασαν τα αραγμένα τουρκικά πολεμικά κι απαρατήρητα διέσχισαν τα στενά των Δαρδανελίων και βγήκαν στο Αιγαίο. Με ανακούφιση και χαρά ξανοίχτηκαν στη γαλανή γνωστή τους θάλασσα κι αφήνοντας δεξιά τους την Ίμβρο κι αριστερά τους την Τένεδο άνοιξαν πανιά για τη Χίο. Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη, που τόσο εύκολα ξεγλίστρησαν και βγήκαν σώοι απ’ τα επικίνδυνα στενά. Αγκαλιάζονταν και φιλιόταν μεταξύ τους κι ευχαριστούσαν το Θεό και τους καπετάνιους τους, που τους έβγαλαν τόσο εύκολα μέσα απ’ τον τρομερό κλοιό των Τούρκων. Τα πλοία στη σειρά, τό ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο, έσχιζαν με ταχύτητα τα νερά της θάλασσας του Αιγέα κι όλο μίκραιναν την απόσταση που τα χώριζε απ’ το νησί του προορισμού τους. Ο μυρωμένος αέρας του Αιγαίου είχε καλμάρει τα νεύρα όλων και τα πνεύματά τους είχαν ηρεμίσει. Ένιωθαν τα καράβια τους σίγουρα και τους εαυτούς τους εξασφαλισμένους πλέον απ’ το μεγάλο κίνδυνο που τους απειλούσε όταν βρίσκονταν πέρα απ’ τα νερά του Ελλησπόντου, στα στενά της Καλλίπολης και στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ξέγνοιστοι τώρα και χαρούμενοι, προσπαθούσαν να διώξουν και τα τελευταία ίχνη κακών σκέψεων, που τυχόν τους απόμειναν ακόμη στο μυαλό τους απ’ τη μεγάλη τους δοκιμασία και να γεμίσουν την καρδιά τους και το νου τους με σκέψεις ξεγνοισιάς, σιγουριάς και πεποίθησης για την οριστική τους πλέον σωτηρία. Καθισμένοι σ’ ένα απάνεμο μέρος του καταστρώματος, κατάντικρυ στον ήλιο, μια ομάδα Κρητικών ναυτών, έχοντας στη μέση τον καπετάνιο τους, συζητούσαν δυνατά και υπογράμμιζαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τους μεγάλους κινδύνους που κατάφεραν να υπερπηδήσουν στο ταξίδι της φυγής τους απ’ την Κωνσταντινούπολη. -Αυτοί οι κίνδυνοι που περάσαμε ως εδώ, είπε ο καπετάνιος για μια στιγμή, δεν ήταν σίγουροι κι αναπόφευκτοι κίνδυνοι. Δηλαδή, δεν τους περιμέναμε στα σίγουρα, γιατί δεν ήταν οπωσδήποτε μπροστά μας. Ήταν μόνο πιθανοί και ενδεχόμενοι. Με γερή κωπηλασία κι ασταμάτητη δουλειά όλων μας, με ευνοϊκό αέρα και λίγη καλή τύχη, τους περάσαμε χωρίς να πάθουμε τίποτα. Οι κίνδυνοι, όμως, που ήταν σίγουροι και που δε θα μπορούσαμε με κανένα τρόπο να τους αποφύγουμε ήταν εκείνοι που μας απειλούσαν αν μέναμε στην Κωνσταντινούπολη. -Ήταν πραγματικά τόσο φοβερά τα πράγματα στην Πόλη, καπετάνιε; Ρώτησε ένας ναύτης απ’ την παρέα. -Φοβερότερα απ’ ότι μπορεί να φανταστεί ο καθένας σας, απάντησε ο καπετάνιος. Και μια που τώρα τα πάντα για μας έχουν τελειώσει και τραβούμε ήσυχοι για την πατρίδα μας, το μυστικό έχει πλέον ατονίσει και δεν νομίζω ότι ωφελεί σε τίποτα να συνεχίζουμε να το κρατάμε κρυφό. Γι’ αυτό, θα σας μιλήσω ανοιχτά, πώς είχαν τα πράγματα. Όλοι κοίταξαν τον καπετάνιο τους στα μάτια κι ανυπόμονοι κρεμάστηκαν απ’ τα χείλη του. Ο καπετάνιος έριξε μια ματιά σ’ όλους και είπε. 172


-Το απόγευμα της τελευταίας μέρας που ήμασταν στην Κωνσταντινούπολη, μας κάλεσε ο καπετάν Νταβάντσιο στο πλοίο του όλους τους καπετάνιους τούτων των καραβιών κι έδειξε με μια κίνηση του χεριού του τα πλοία που ταξίδευαν στη σειρά. Καθίσαμε κάμποση ώρα στην καμπίνα του και συζητήσαμε γύρω απ’ την κατάσταση της Πόλης. Τα πράγματα δεν φαινόταν καθόλου καλά κι αρχίσαμε να συζητάμε για φυγή, μια που ο αυτοκράτορας και το συμβούλιο των είκοσι μας είχαν δεσμεύσει κι εμάς και τα πλοία μας. -Και, πώς σας είχε εμπιστοσύνη εσάς τους Κρητικούς και σας κάλεσε ο καπετάν Πέτρος; Ρώτησε ένας ναύτης. Δεν φοβήθηκε μήπως κανείς προδώσει την υπόθεση, αφού ήξερε καλά, όπως και όλοι μας ξέραμε, ότι ο αυτοκράτορας απαγόρεψε τη φυγή κάθε πλοίου χωρίς ειδική διαταγή του και μάλιστα επέβαλε και πρόστιμο τριών χιλιάδων δουκάτων στον καπετάνιο που θα αποπειραθεί να πάρει το πλοίο του και να δραπετεύσει; -Όλοι φυσικά ξέραμε τις διαταγές του αυτοκράτορα. Απάντησε ο καπετάνιος. Κι ο καπετάν Νταβάντσιο ήταν ένας από κείνους που εναντιώθηκαν στις αποφάσεις αυτές του αυτοκράτορα, πριν να βγει η διαταγή του για τα πλοία και η θέλησή του να γίνει νόμος κι ανοιχτά καταψήφισε την απόφαση των ‘’Εικοσιένα’’ στη σύσκεψη της Παναγίας του Φόρου. Μόνος αυτός επέμενε, όπως τα εμπορικά πλοία, που ήρθαν ή θα έρχονταν στο μέλλον στην Κωνσταντινούπολη, να είναι ελεύθερα να μείνουν ή να φύγουν, αν θέλουν, μαζί με τα πληρώματά τους. Με τη γνώμη αυτή του καπετάν Νταβάντσιο συμφωνήσαμε κι εμείς λίγο-πολύ τις μέρες εκείνες που γίνονταν ακόμη οι συζητήσεις γύρω απ’ το θέμα της ανεξαρτησίας των πλοίων. Αυτό το πρόσεξε ο καπετάν Πέτρος και προσπάθησε να μας πλησιάσει και να μας πείσει, να υποστηρίξουμε τις απόψεις του, αν μας δοθεί η ευκαιρία. Επειδή, όμως, εμείς, σαν πολίτες του Βυζαντίου, δεν είχαμε δικαίωμα να εκφέρουμε γνώμη, παρά μόνον υποχρέωση να εφαρμόσουμε τις αποφάσεις των αρχόντων, δεν ψηφίσαμε αλλά ψήφισαν μόνο οι Βενετοί και οι Γενουάτες καπεταναίοι. Γιατί, στην πραγματικότητα οι συζητήσεις και τα συμβούλια αφορούσαν μόνο τα ξένα πλοία, τα πλοία των Λατίνων. Τα δικά μας πλοία, σαν πλοία βυζαντινά, υπάγονταν κατευθείαν και χωρίς καμιά συζήτηση στις διαταγές του αυτοκράτορα. Αλλά κι αν ακόμη παραδεχτούμε ότι δεν είμαστε Βυζαντινοί πολίτες, όπως αρέσει στους Λατίνους να πιστεύουν, γιατί το νησί μας κατέχετε απ’ αυτούς, τότε και πάλι δε μας πέφτει λόγος εμάς, γιατί τις αποφάσεις τις παίρνουν οι κυρίαρχοι κι εμείς μόνο εκτελούμε. Οι συζητήσεις, όμως, αυτές, στις οποίες πήραμε μέρος κι εμείς και τα σχόλια που κάναμε γύρω απ’ το θέμα αυτό, μας έφεραν κοντά στον καπετάν Νταβάντσιο κι αρχίσαμε έτσι να ξανοιγόμαστε όλο και περισσότερο στις ανταλλαγές γνωμών και να συσκεπτόμαστε όλοι μαζί, προσπαθώντας να βρούμε τι είναι προτιμότερο να κάνουμε στην προκειμένη περίπτωση. Όλοι κλίναμε στη φυγή. Το τελευταίο, λοιπόν, απόγευμα που ήμασταν συγκεντρωμένοι πάνω στο πλοίο του καπετάν Πέτρου, ήρθε ένας Γενουάτης απεσταλμένος από ανθρώπους του καπετάνιου, κατοίκους της γενουάτικης συνοικίας του Πέραν, που είχαν σχέσεις και μυστικές επαφές 173


με μεγάλα πρόσωπα της Πύλης και της αυλής του σουλτάνου. Μας ειδοποίησαν µ’ αυτόν, ότι οι Τούρκοι, με τις γνώσεις και τη βοήθεια κάποιου φυγάδα χριστιανού μηχανικού, κατασκεύασαν ένα τεράστιο πυροβόλο, πρωτοφανές σε όγκο και δύναμη και, με μεγάλη συνοδεία τουρκικού στρατού, το κατεβάζουν προς την Κωνσταντινούπολη. Υπολόγιζαν δε, πως σε κανένα μήνα θα έφτανε μπροστά στα τείχη της Πόλης. Επιπλέον, ήταν σίγουρο, ότι δουλεύουν ασταμάτητα χιλιάδες εργάτες στα δάση της Αδριανούπολης και κατασκευάζουν κι άλλα πολλά και μεγάλα πυροβόλα. Εδώ σταμάτησε λίγο ο καπετάνιος. Έριξε μια ματιά στην απέραντη θάλασσα, περιεργάστηκε αργά-αργά τα εφτά πλοία που ταξίδευαν στη σειρά το ένα πίσω απ’ το άλλο και ξανασυνέχισε με κάποιο έντονο δέος στο βλέμμα του. -Τα πυροβόλα των Τούρκων, που λίγο-πολύ γνωρίσαμε στο ΡούμεληΧισάρ, είναι παιγνίδια μπροστά σ’ αυτό που κατεβαίνει τώρα απ’ τη Θράκη. Εκατόν πενήντα ζευγάρια βόδια το σέρνουν και δυο χιλιάδες άνθρωποι το υπηρετούν. Πού να σταθούμε εμείς μπροστά σε μια τέτοια δύναμη! Σ’ ένα τέτοιο θεριό; Ξέρετε τι θα πει μπομπάρδα που να εκσφενδονίζει πέτρα χιλίων λίτρων; Ύστερα, νομίζετε ότι οι Τούρκοι θα φέρουν έξω απ’ την Κωνσταντινούπολη ένα τόσο τεράστιο πυροβόλο και θα το αφήσουν μόνο του μπροστά στα τείχη ή μόνο με λίγους στρατιώτες; Όχι. Θα πλημμυρίσουν τους κάμπους της Θράκης και τα παράλια με στρατό. Κι άντε ύστερα να περάσεις Καλλίπολη και Δαρδανέλια ή να σταθείς στα νερά του Μαρμαρά. Επίσης, η φαγωμάρα ενωτικών και ανθενωτικών, η απειθαρχία των αρχόντων και η ασυδωσία του κλήρου, μας αποκάρδιωσαν και νέκρωσαν κάθε ενδιαφέρον και ελπίδα μέσα μας. Ο λαός, παρασυρμένος απ’ τους καλόγερους, διαιρέθηκε βαθιά κι ανεπανόρθωτα. Κανένας πια στην Κωνσταντινούπολη δεν παίρνει μεταλαβιά απ’ τα χέρια των ενωτικών παπάδων κι ούτε κανένας τους καλεί σε βαπτίσεις η κηδείες. Ιδιαίτερα μεγάλο και υστερικό πείσμα παρατηρείται ανάμεσα στις καλόγριες. Μια μάλιστα διακρινόμενη, όπως λένε, για την ευλάβειά της, απ’ το φόβο της μήπως ποτέ αναγκαστεί να πάει με τους Λατίνους, προτίμησε, παρασυρμένη απ’ τη θρησκευτική υστερία της, να αποβάλει το χριστιανικό ράσο της, να φορέσει τούρκικα ρούχα, να μη νηστεύει άλλο αλλά να τρώει κρέας τις μέρες της νηστείας, να προσεύχεται και να προσφέρει θυσίες στον Προφήτη Μωάμεθ. Γι’ αυτό, ύστερ’ απ όλα αυτά, αποφασίσαμε, όπως επιβάλλονταν, να φύγουμε γρήγορα. Το αποφασίσαμε, λοιπόν, και σωθήκαμε. Σώσαμε εφτακόσιες ψυχές και εφτά πλοία . . . -Ναι, σωθήκαμε, διέκοψε ένας ναύτης με ήρεμο τόνο στη φωνή του και μια χαρακτηριστική απάθεια στην όψη του, που έδειχνε σα να μιλούσε στον άνεμο. Σωθήκαμε! Επανέλαβε αργά μονολογώντας. Κι αμέσως έστρεψε αποφασιστικά το βλέμμα του πίσω προς το μέρος της Κωνσταντινούπολης και είπε, τονίζοντας μια-μια τις λέξεις του. Σωθήκαμε εμείς αλλ’ αφαιρέσαμε απ’ τη δύστυχη Κωνσταντινούπολη εφτά πλοία γεμάτα

174


πολύτιμα εφόδια. Αφαιρέσαμε απ’ την άμυνά της εφτά καράβια γρήγορα και κατάλληλα για πόλεμο. Εμείς οι χριστιανοί ξεγυμνώσαμε τις επάλξεις των πύργων της κι αφαιρέσαμε εφτακόσιους πολεμιστές απ’ τα τείχη της. Απ’ τα τείχη της πόλης μας. Απ’ το προπύργιο και την καρδιά του χριστιανισμού . . . Ο ναύτης, χωρίς να αλλάξει την έκφραση του προσώπου του, σταμάτησε τα λόγια του, βυθίζοντας το βλέμμα του μακριά στον απέραντο ορίζοντα. Απόλυτη σιωπή επικράτησε στο κατάστρωμα. Τίποτα δεν ανάσαινε. Μαζί του νόμιζες πως σταμάτησαν με μιας και οι καρδιές όλων των συνομιλητών του. Μόνο ο ψίθυρος της θάλασσας αντιβούιζε αβάσταχτος σαν κατάρα στ’ αφτιά των δραπετών. Ο ναύτης κούνησε αργά το κεφάλι του, αναστέναξε και συνέχισε. -Αν η πόλη σωθεί απ’ τη μεγάλη θύελλα που την περιμένει και ζήσει, τότε εμείς οι εφτακόσιοι που προτιμήσαμε τη φυγή, στερημένοι για όλη μας τη ζωή από κάθε χαρά και περηφάνια, που με απλοχεριά θα σκορπίσει η Πόλη στους υποστηριχτές και στους σωτήρες της, θα ζητήσουμε πολλές φορές ο καθένας μας, να μας είχαν πάρει χθες βράδυ είδηση οι Τούρκοι και να μας είχαν βουλιάξει μέσα στα νερά του Μαρμαρά. Μέσα στα νερά της Πόλης. Της άγιας Πόλης, την οποία καταβάθος όλοι μας αγαπούμε και λατρεύουμε. Αν πάλι η πόλη του Κωνσταντίνου πεθάνει και χαθεί, όλοι εμείς οι φυγάδες, που χαρούμενοι τώρα αντικρίζουμε τα βουνά της Χίου, θα ζητήσουμε πολλές φορές ο καθένας μας στην υπόλοιπη μίζερη ζωή μας να είχαμε πεθάνει νωρίτερα απ’ την άγια Πόλη, την οποία με τη λιποταξία μας δολοφονήσαμε. Δε θα έρχεται, όμως, ο θάνατος όταν θα τον ζητούμε. Κάθε φορά που θα σκεφτόμαστε την Πόλη, οι στιγμές μας θα είναι τυραννικές. Ο χρόνος θα κυλάει για μας αργά και οι ώρες θα είναι ατελείωτες και μαύρες. Η ζωή μας θα είναι μαρτυρική και τρισάθλια. Ο θάνατος δε θα μας καταδέχεται κι ο χάρος θα μας αποφεύγει. Κανείς δεν θέλει το δολοφόνο, το φυγάδα, το λιποτάχτη . . . Τα λόγια αυτά του ναύτη σκόρπισαν μια βαριά και πένθιμη σιγή. Χίλιες τύψεις με μιας έπεσαν μαζεμένες και βάραιναν αβάσταχτα τις ένοχες συνειδήσεις των λιποταχτών. Βουτηγμένος ο καθένας στη σιωπή και στο δράμα του, προσπαθούσε να βρει κάποια δικαιολογία, κάποιο ελαφρυντικό για τον εαυτό του, για να μετριάσει και να απαλύνει τον πόνο της ψυχής του. Τα καυτά λόγια του άσημου ναύτη τρυπούσαν σαν πυρωμένα καρφιά ολόκληρη την ύπαρξη του καθενός. -Λέτε να μας είδαν οι Τούρκοι, ρώτησε κάποιος άλλος ναύτης, όταν περνούσαμε τα στενά της Καλλίπολης και δεν θέλησαν να μας χτυπήσουν; Δεν θέλησαν να χτυπήσουν τους απροσδόκητους συμμάχους τους; Τα λόγια αυτά του δεύτερου ναύτη έριξαν κι άλλο λάδι στη φωτιά που έκαιγε τώρα εντονότερα μέσα στα στήθη της συντροφιάς. Κανείς δεν απάντησε. Κανείς δεν είπε τίποτα. Όλοι έμειναν βουβοί. Κάτι τους έπνιγε όλους και τους έσφιγγε το λαιμό. Ήταν η ίδια η συνείδησή τους, που γιγαντωμένη ορθώθηκε μπροστά τους και συνέθλιβε το είναι τους. Κανείς δεν πρόφερε λέξη. Κανείς δεν έβρισκε μια 175


δικαιολογία, μια απάντηση, που να μετριάζει και ν’ ανακουφίζει το δράμα της ψυχής τους. Και τούτο, γιατί δεν υπήρχε δικαιολογία. Δεν υπήρχαν λέξεις για να φτιάξουν απάντηση. Κανείς δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τα ερωτήματά του. Να απαντήσει στη συνείδησή του. Η μόνη λύση και πάλι ήταν η φυγή. Βουβοί και συντριμμένοι απ’ την ανείπωτη δοκιμασία τους, χωρίς να ανταλλάξουν άλλη λέξη, σηκώθηκαν σκυθρωποί κι έφυγαν απ’ τη συντροφιά. Άλλοι κατέβηκαν στ’ αμπάρια κι άλλοι σκόρπισαν εδώ κι εκεί στο κατάστρωμα. Κρεμάστηκαν σαν άψυχα ράκη στις κουπαστές κι άφησαν τα βλέμματά τους να πλανιούνται αόριστα στο πέλαγος. Ο καπετάνιος έφυγε κι αυτός αμίλητος απ’ το κατάστρωμα και κλείστηκε στην καμπίνα του ολομόναχος. Τώρα οι ακτές της Χίου φαινόταν καθαρά και τα εφτά πλοία με τους εφτακόσιους φυγάδες γρήγορα άραξαν στο λιμάνι της. Από εδώ τα πλοία χωρίστηκαν και το καθένα συνέχισε το δρόμο του για την πατρίδα του. Ο καπετάν Νταβάντσιο έφυγε για τη Βενετία και τα τέσσερα κρητικά καράβια συνέχισαν την πορεία τους για την Κρήτη. Αργότερα μαθεύτηκε ότι όλα έφτασαν σώα στον προορισμό τους. Επίσης, έγινε γνωστό, ότι τα πλοία του Νταβάντσιο φυγάδεψαν άρχοντες και πλούσιες οικογένειες Κωνσταντινουπολιτών, οι οποίοι ακριβοπλήρωσαν στους καπετάνιους το ναύλο τους για το ταξίδι τους αυτό. Στην Κωνσταντινούπολη, το πρωί της 26ης Φεβρουαρίου, μόλις άρχισε να αραιώνει το σκοτάδι, οι ναύτες είδαν με κατάπληξη ένα μεγάλο μέρος του λιμανιού να είναι άδειο. Τα σχοινιά στα αγκυροβόλια ήταν κομμένα και τα πλοία που στάθμευαν εκεί έλειπαν. Το διαβρωτικό έργο του Γεννάδιου είχε αρχίσει να αποδίδει πρώιμα και με αφθονία τους πικρούς καρπούς του.

176


13.

ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ

Κατά τα τέλη Ιανουαρίου 1453 μια απειράριθμη στρατιά από σκλάβους, εργάτες και ζώα διέσχιζε αργά-αργά τις ερημωμένες απ’ τους ασταμάτητους πολέμους πεδιάδες της Θράκης και τα καταστραμμένα πριν από λίγα χρόνια απ’ τους Βουλγάρους του Φερδινάνδου χωριά της περιοχής. Ο τόπος καταστράφηκε απ’ τους φεύγοντες κακήν-κακώς Τούρκους του Μουράτ ΙΙ και λεηλατήθηκε κι ερημώθηκε τελείως απ’ τις νικηφόρες τότε στρατιές των Βουλγάρων. Η ατέλειωτη αυτή φάλαγγα των εργατών και των σκλάβων ξεκίνησε απ’ την Αδριανούπολη και προχωρούσε με αργό ρυθμό προς την Κωνσταντινούπολη. Προπομπός και κεφαλή της ήταν σώμα χιλίων ατάκτων ιππέων με αρχηγό τον Καρατζά πασά. Στο μέσο της καταπληκτικής αλλά και γραφικής εκείνης πομπής εκατόν πενήντα ζευγάρια διαλεγμένων βοδιών έσερναν το μεγάλο και πρωτοφανές κανόνι του Ουρβανού. Διακόσιοι εργάτες προηγούνταν της φάλαγγας με σκαπτικά εργαλεία και φτυάρια, για να ανοίγουν δρόμο μέσα στα χωράφια, στα λιβάδια και στα δάση, απ’ όπου περνούσαν και ανά διακόσιοι γεροί άντρες προχωρούσαν σε κάθε πλευρό του κανονιού, για να το συγκρατούν πάνω στο τεράστιο έλκυθρό του, όπου το έδαφος ήταν ανώμαλο και επικίνδυνο. Ακολουθούσαν πενήντα τεχνίτες ξυλουργοί, με πολυάριθμους εργάτες, όλοι τους έτοιμοι πάντοτε να προσφέρουν οποιαδήποτε υπηρεσία θα χειραζόταν. Πάνω από δυο μήνες κατέβαινε η παράξενη αυτή φάλαγγα προς νότο. Στο πέρασμά της λεηλατούσε και ερήμωνε ό,τι είχε επιζήσει απ’ τη μανία των πολέμων των παλιότερων χρόνων. Φόβο και τρόμο προξενούσε στους κατοίκους όλων εκείνων των περιοχών η θέα του τρομερού πυροβόλου. Στις 2 Απριλίου, η πολύμορφη, γιγαντιαία και τερατόμορφη εκείνη σαύρα έφτασε και σταμάτησε οχτώ χιλιόμετρα έξω απ’ την Κωνσταντινούπολη. Οι ιππείς του Καρατζά λεηλάτησαν και λαφυραγώγησαν τον Άγιο Στέφανο, τα Επιβατά, τη Βιζύη και άλλες κωμοπόλεις και προάστεια της Κωνσταντινούπολης. Άτακτα σώματα Τούρκων κυρίεψαν τα φρούρια στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, παλούκωσαν τους φρουρούς και κατέσφαξαν τους κατοίκους. -------------------------------Απ’ τις αρχές Μαρτίου είχε δώσει εντολή ο Μωάμεθ στο Μεχμέτ αγά, να στείλει ντελάληδες και κήρυκες προς όλες τις κατευθύνσεις της οθωμανικής επικράτειας, για να διεγείρουν το θρησκευτικό φανατισμό των πιστών του Ισλάμ και να καλέσουν όλους τους ικανούς για πόλεμο άντρες να συγκεντρωθούν στην Αδριανούπολη. Κατά τα μέσα Μαρτίου, είχαν ήδη φθάσει στην τουρκική πρωτεύουσα οι πρώτοι απ’ τους πιο πολεμόχαρους αξιωματούχους. Κάθε μέρα, νέα στίφη

177


ημιαγρίων μαχητών, με αρχηγούς δερβίσηδες, μολλάδες, μωαμεθανούς καλογήρους, ιμάμηδες και άλλους φανατισμένους πιστούς του Προφήτη, υπακούοντας στις διαταγές του Μωάμεθ, περνούσαν στις ακτές της Ευρώπης και τραβούσαν για την Αδριανούπολη. Ολόκληρη η πρωτεύουσα, με τους γύρω χώρους της και τα χωριά της, είχε πλημμυρίσει από βάρβαρα και πολεμοχαρή στίφη μωαμεθανών, που κατέφθαναν απ’ όλα τα σημεία της επικράτειας του Ισλάμ. Τα ανάκτορα της Αδριανούπολης το βράδυ της 22ας Μαρτίου ήταν ανάστατα και γεμάτα από μεγάλους τιτλούχους, που έφταναν πρόθυμοι εδώ στην ειδοποίηση του σουλτάνου και έτοιμοι να χύσουν άφοβα κι αναντίρρητα το αίμα τους γι’ αυτόν. Η μεγάλη αίθουσα του σεραγιού νεκρώθηκε για μια στιγμή, παρ’ ότι ήταν γεμάτη από πασάδες και αγάδες, μόλις άνοιξε η πόρτα και ο Μεχμέτ αγάς ανήγγειλε την άφιξη του Μωάμεθ. -Πολυχρονεμένε μου αφέντη, είπε ο Χαλλίλ πασάς. Όλοι οι πασάδες και οι μεγάλοι κι ένδοξοι διοικητές όλων των επαρχιών του κράτους σου είναι εδώ και σε προσκυνούν. Όλοι οι αξιωματούχοι σηκώθηκαν όρθιοι, έσκυψαν τα κεφάλια τους και προσκύνησαν το σουλτάνο τους με σεβασμό. Ο Μωάμεθ, ικανοποιημένος απ’ την καταφανή εκδήλωση υποταγής των βαρβάρων και πολεμόχαρων υποτελών του, προχώρησε με περισσότερη περηφάνια προς το θρόνο του. Ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια και, με έντονη αλαζονεία στο βλέμμα του, κάθισε στο βελουδένιο και χρυσοκέντητο κάθισμά του και είπε. -Σας καλωσορίζω όλους και σας ευχαριστώ, που πρόθυμα και αμέσως ήρθατε στην πρωτεύουσα. Καθίστε όλοι σας και ακούστε με, τι έχω να σας πω. Όλοι κάθισαν στα ντιβάνια και στα καθίσματα που ήταν μέσα στην τεράστια αίθουσα και σιωπηλοί έστρεψαν τα ηλιοκαμένα και τραχιά πρόσωπά τους προς το σουλτάνο και με αγωνία κάρφωσαν τα αγριεμένα βλέμματά τους πάνω του. Ανάμεσά τους, εκτός απ’ το μεγάλο βεζίρη Χαλλίλ πασά, το Ζαγανό πασά, τον Τουραχάν μπέη, το Μπαλτόγλου ή Σουλεϊμάν πασά, τον Καρατζά πασά, τον Ισαάκ πασά, το Μαχμούτ πασά και το Σαριτζά πασά, ξεχώριζαν και οι άγριες φυσιογνωμίες του Καρά-Σεμς-δε-διν, του ΜενΣενάνι, του Αμηρά Μπόκαρη, του Ακ-Σεμς-εδ-διν, του Μινέλ-Φινέρη, του Ινσάρ Ντέντε, του Τζεμπ-Αλή, του Τζισλή Ντέντε, του Καραμάνογλου, του γιου του δυνάστη του Αϊδινίου Μπέβογλου και άλλων. Ο Μωάμεθ, κρατώντας το χρυσοκέντητο κι αδαμαντοκόλλητο μαστίγιό του στο χέρι, σηκώθηκε όρθιος στο θρόνο του, κοίταξε γύρω του με αυστηρότητα και με δυνατή φωνή και αυταρχικό ύφος είπε. -Αποφασίζω να επιτεθώ και να κυριέψω την Κωνσταντινούπολη. Ένας αυθόρμητος αναστεναγμός χαράς και ικανοποίησης ξέφυγε απ’ τα στήθη όλων των αξιωματούχων και σαν ξαφνική ανεμοζάλη αντιβούισε μέσα στην αίθουσα ο άγριος αλαλαγμός των ημιάγριων Ασιατών. Τα βλοσυρά βλέμματα όλων άστραψαν από ικανοποίηση και στα πρόσωπά τους ζωντάνεψε ωμή η βαρβαρότητα και το μένος της καταστροφής, που βυσσοδομούσε ως τώρα στις καρδιές τους. 178


-Είναι θέλημα του Αλλάχ, συνέχισε με δυνατή φωνή ο σουλτάνος, ό,τι δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν οι ένδοξοι πρόγονοί μου, να το κατορθώσω εγώ. Θέλω, όλοι σας, σαν πραγματικοί πιστοί του μεγάλου Προφήτη, να πολεμήσετε με ανδρεία, όπως πάντοτε πολεμούσαν και οι γενναίοι πρόγονοί σας, προς δόξαν του Ισλάμ και της απέραντης αυτοκρατορίας μας. Θέλω, ο καθένας σας να ενθαρρύνει, να εμψυχώσει και να φανατίσει τους στρατιώτες και τους μαχητές που έχει μαζί του. Δεν πρέπει ένα μικρό τρίγωνο με μερικές χιλιάδες απίστων να στέκεται εμπόδιο μπροστά μας και να μας φράζει το ελεύθερο πέρασμα απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη. Η Κωνσταντινούπολη είναι σήμερα μια πόλη σκιάχτρο, χωρίς ψυχή και δύναμη. Είναι ντροπή μας, να την υπολογίζουμε και να ανεχόμαστε ακόμη να βλέπουμε να κυματίζουν στα ερειπωμένα τείχη της οι δικέφαλοι αετοί και στους μισογκρεμισμένους πύργους της τα λάβαρα του αυτοκράτορα. Σας βεβαιώνω, ότι είναι θέλημα του Αλλάχ η Κωνσταντινούπολη αυτή τη φορά να γίνει δική μας. Δυνατές φωνές και άγριες εκδηλώσεις χαράς ξέφυγαν απ’ τα στόματα των πολέμαρχων και βάρβαρων εμίρηδων με τα τελευταία αυτά λόγια του Μωάμεθ. Ο σουλτάνος ξανακάθισε στο θρόνο του, χτύπησε δυνατά το μαστίγιό του στο τραπέζι που ήταν μπροστά του και συνέχισε. -Διορίζω το Ζαγανό πασά γενικό διοικητή όλων των στρατευμάτων της Ασίας, τα οποία θα κυκλώσουν την πόλη απ’ το αριστερό μέρος του Μάλτεπε μέχρι τις ακτές της Προποντίδας. Ο Αλβανός εξωμότης Ζαγανός πασάς σηκώθηκε όρθιος και υποκλίθηκε βαθιά προς το μέρος του σουλτάνου. -Διορίζω τον Μπελήρμπεη της Ρούμελης Καρατζά πασά, συνέχισε ο Μωάμεθ, γενικό διοικητή όλων των ευρωπαϊκών στρατευμάτων, τα οποία θα κυκλώσουν την πόλη απ’ το δεξιό μέρος του Μάλτεπε μέχρι τον Κεράτιο Κόλπο. Ο Καρατζά πασάς σηκώθηκε όρθιος και υποκλίθηκε κι αυτός με τη σειρά του στο σουλτάνο. -Επίσης, διορίζω καπετάν-πασά το διοικητή της Καλλίπολης Μπαλτόγλου, ο οποίος στο εξής θα είναι γενικός αρχηγός του στόλου. Θα μετακινήσει το στόλο του απ’ την Καλλίπολη και θα αγκυροβολήσει κοντά στο στόμιο του Βοσπόρου, στο Διπλοκιόνιο. Με βάση του το σημείο αυτό θα πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη απ’ τη θάλασσα. Σηκώθηκε κι ο Βούλγαρος εξωμότης Μπαλτόγλου, ο γνωστός στους περισσότερους εκεί σα Σουλεϊμάν πασάς και υποκλίθηκε, όπως και οι προηγούμενοι. Οι άλλες λεπτομέρειες για τη διάταξη των μικρότερων τμημάτων, συνέχισε ο σουλτάνος, θα καθοριστούν επιτόπου έξω απ’ τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Μη χάνουμε, λοιπόν, καιρό. Οι γενικοί διοικητές να διατάξουν τα τμήματά τους να ξεκινήσουν αμέσως. Εγώ φεύγω αύριο το πρωί με τον Χαλλίλ πασά. Το κάθε τμήμα, πριν ξεκινήσει από δω, να αναφέρει στο Μεχμέτ αγά κι έδειξε τον ακόλουθό του που στεκόταν δίπλα του και δυο βήματα πιο πίσω, το όνομα του αρχηγού του, από ποια περιοχή προέρχεται και ποια είναι η δύναμή του σε αριθμό ανδρών. Και, λέγοντας αυτά, σηκώθηκε όρθιος και φώναξε δυνατά. 179


-Εμπρός, λοιπόν, για τα τείχη. Τα τελευταία αυτά λόγια του σκεπάστηκαν από αλαλαγμούς και αλλόφρονες κραυγές απ’ τους ημιάργριους πολέμαρχους που ήταν συγκεντρωμένοι στην αίθουσα. Ορμητικοί και ενθουσιασμένοι εγκατέλειψαν το σεράι κι όλοι βιαζόταν να ξεκινήσουν μια ώρα γρηγορότερα για την εκτέλεση της μεγάλης προσταγής του Αλλάχ. Όλη τη νύχτα η Αδριανούπολη δεν ησύχασε απ’ το ποδοβολητό των αλόγων, τις φωνές των στρατιωτών και των ατάκτων οπλοφόρων, τους κρότους των χιλιάδων μεταφορικών κάρων και των αναρίθμητων φορτηγών ζώων, που ετοιμάζονταν και ξεκινούσαν για τη μεγάλη εκστρατεία. Το σεράι ήταν κι αυτό ανάστατο. Αξιωματικοί των τμημάτων τα οποία ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν πηγαινοέρχονταν κι έδιναν αναφορά των δυνάμεών τους στο Μεχμέτ αγά, ο οποίος όλη τη νύχτα επέβλεπε την καταγραφή του στρατού, που γίνονταν από μια ομάδα χριστιανών γραφιάδων και Οθωμανών καλογήρων. Ένας κατέγραφε τα τμήματα του Ζαγανού πασά. Άλλος τα τμήματα του Καρατζά πασά. Άλλος του Μαχμούτ, του Ισαάκ και άλλοι των άλλων αρχηγών. Ξημέρωσε και οι γραφιάδες κατέγραφαν συνέχεια. Για μια στιγμή, ο Μεχμέτ έριξε μια ματιά στην καταγραφή των τμημάτων του Καρατζά πασά. Πάνω-πάνω, η μακροσκελής κατάσταση έγραφε με μεγάλα γράμματα: ‘’Μπελήρμπεης της Ρούμελης.’’ Και παρακάτω κατέγραφε μια-μια τις τουρκοκρατούμενες ή τις υποτελείς περιοχές της Ευρώπης και απέναντι σε κάθε μια τον αριθμό των μαχητών που έστειλε η κάθε περιοχή. Ο Μεχμέτ διάβασε: Νικόπολη – Διδυμότειχο δώδεκα χιλιάδες Σέρραις – Βέροια, Σκόπια δεκαπέντε χιλιάδες Οχρίδα, Καστοριά εφτά χιλιάδες Αυλαίς, Ροδοβίτζιο, Γρεβενά, Στήπη τέσσαρες χιλιάδες Άρτα και Γιάννενα χίλιους Τρίκαλα, Λάρισδα, Φάρσαλα, Φανάρι, Ζητούνι, Δομοκός, Σάλωνα, Λεβαδιά, Ελλάδα, Πάτρα, Άγραφα, Βελούχι, Πρωτόλιο εικοσιπέντε χιλιάδες. Η καταγραφή του στρατού του Ζαγανού πασά έδειχνε ως τώρα περίπου εβδομήντα χιλιάδες και οι γραφιάδες έγραφαν ασταμάτητα. Το πρωί της 23ης Μαρτίου, σήμαναν τα τύμπανα και αντήχησαν οι σάλπιγγες του σεραγιού. Δώδεκα χιλιάδες γενίτσαροι και μερικές χιλιάδες σπαχήδες ήταν παραταγμένοι στην αυλή των ανακτόρων. Πρώτοι στη γραμμή ξεχώριζαν καβάλα οι πασάδες με πρώτο το Χαλλίλ πασά. Ουρανομήκεις κραυγές και αλαλαγμοί τράνταξαν την ατμόσφαιρα, όταν ξεπρόβαλε περήφανος καβάλα στο άλογό του ο Μωάμεθ, περιστοιχισμένος από φανταχτερή και πολυάριθμη ακολουθία. Οι πασάδες των γενιτσάρων κάλπασαν με τ’ άλογά τους προς το μέρος του και τον χαιρέτισαν με σεβασμό μόλις πλησίασαν κοντά του. Ο Μωάμεθ αμέσως προχώρησε προς τη μεγάλη έξοδο του προαυλίου των ανακτόρων και τον

180


ακολούθησαν όλοι οι αυλικοί του, οι πασάδες και οι γενίτσαροι. Η επιχείρηση για την άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε αρχίσει. Όλοι οι δρόμοι της Θράκης που οδηγούσαν προς την Κωνσταντινούπολη ήταν γεμάτοι από ατέλειωτες φάλαγγες ανθρώπων και ζώων, που άλλοτε ξεχώριζαν ποικιλόχρωμες κάτω απ’ τις ακτίνες του ήλιου να σέρνονται ανάμεσα στα χαμόκλαδα σαν τεράστιες σαύρες, που πότε ανεβοκατέβαιναν πλαγιές, περνούσαν λαγκάδια και ρυάκια και πότε χάνονταν προς στιγμή πίσω από λόφους ή μέσα σε δάση, για να ξαναπαρουσιαστούν αναπάντεχα λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα. Άλλοτε εξαφανίζονταν μέσα σε τεράστια σύννεφα κίτρινης σκόνης που σήκωνε ο βηματισμός χιλιάδων ανθρώπων, ο ποδοβολητός των αλόγων, οι χιλιάδες τα βοϊδάμαξα των μεταγωγικών και τα αμέτρητα κοπάδια των σφαγίων που ακολουθούσαν το στρατό για τη διατροφή του. Τα κοπάδια αυτά όλο και πλήθαιναν απ’ τη διαρπαγή και τη λεηλασία των χωριών, τα οποία είχαν την τύχη να βρίσκονται πάνω στο δρόμο των βάρβαρων αυτών στιφών του Μωάμεθ. Ατις 5 Απριλίου, το κύριο σώμα του μεγάλου και πρωτοφανούς σε ορμή και βαρβαρότητα για την Ευρώπη στρατού είχε φθάσει μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

181


14.

Η

ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

ΑΡΧΙΖΕΙ

Στην αριστερή όχθη του χειμάρου του Λύκου πολυάριθμοι Τούρκοι στρατιώτες δούλευαν ασταμάτητα. Έσκαβαν τάφρους, σήκωναν αναχώματα κι έχτιζαν διάφορα οχυρώματα με πέτρες, χώματα και κορμούς δέντρων. Σαν ετοιμάστηκε το μέρος που είχε διαλέξει ο ίδιος ο Μωάμεθ για την εγκατάσταση του στρατηγείου του πάνω στο ύψωμα του Μάλτεπε, στήθηκε η πολυτελής και επιβλητική σκηνή του. Ακριβώς στο ίδιο μέρος και περίπου δυο χιλιάδες διακόσια μέτρα μακριά απ’ τα τείχη της Πόλης κι απέναντι απ’ την πύλη του Ρωμανού, είχε στήσει κι ο πατέρας του, Μουράτ ο ΙΙ, τη σκηνή του, όταν, πριν από τριάντα χρόνια, το 1422, είχε πολιορκήσει κι αυτός, χωρίς επιτυχία, όμως, την Κωνσταντινούπολη. Μόλις ετοιμάστηκε η μεγαλοπρεπής σκηνή, ο Μωάμεθ, σαν γνήσιος μωαμεθανός και φανατικός πιστός του Προφήτη, διέταξε να απλωθεί το μεσημέρι προς την κατεύθυνση της Μέκκας το πολύτιμο χαλί που είχε πάντα μαζί του για τις προσευχές του. Γονάτισε µ’ αυστηρή ευλάβεια προς το μέρος της Μέκας ανάμεσα σε δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους που αποτελούσαν την προσωπική του φρουρά και προσευχήθηκε επίσημα, φωνάζοντας δυνατά ‘’Αλλάχ, Αλλάχ’’. Οι δυνατές φωνές του ακούστηκαν μακριά μέσα στο πολυθόρυβο στρατόπεδό του και με μιας ολόκληρος ο πολυάριθμος στρατός του έπεσε στα γόνατα και μιμήθηκε το παράδειγμα του αφέντη του. Μόλις σηκώθηκε απ’ την επίσημη και θεαματική προσευχή του, διέταξε να συγκεντρωθούν στη σκηνή του όλοι οι πασάδες και οι διοικητές των μεγάλων τμημάτων, οι οποίοι και αποτελούσαν το πολεμικό του συμβούλιο. Το συμβούλιο, υπό την προεδρία του Μωάμεθ, εξήτασε την επικρατούσα κατάσταση στις δυνάμεις πολιορκίας και χώρισε την περίμετρο της Κωνσταντινούπολης σε περιοχές. -Το ζωτικότερο και το πιο κρίσιμο σημείο των τειχών, όπως υποστήριξε παλιότερα και ο Ουρβάν αγάς και όπως βλέπετε σήμερα και σεις οι ίδιοι εδώ, είναι η περιοχή γύρω απ’ την πύλη του Ρωμανού, είπε ο σουλτάνος. Αυτό το διαπίστωσα κι εγώ ο ίδιος, όταν προ μηνών, γυρίζοντας απ’ το νέο μας φρούριο του Βοσπόρου, το Ρούμελη-χισάρ, πέρασα από εδώ και παρατήρησα τα τείχη. Επίσης, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω κι απ’ τις περιγραφές και τις λεπτομέρειες που μου έδωσε ο Ουρβάν αγάς, ότι το σημείο αυτό είναι ‘’η αχίλλειος πτέρνα’’ της Κωνσταντινούπολης. Γι’ αυτό, τη διοίκηση της θέσης αυτής θα την αναλάβω εγώ με το Χαλλίλ πασά. Όπως βλέπετε, ακριβώς απέναντι απ’ το ζωτικό σημείο, έχω στήσει και τη σκηνή μου. Εδώ, λοιπόν, θα είναι το κέντρο των επιχειρήσεων. Δε θα μεταβάλω τον καταμερισμό των δυνάμεων. Η διάταξη θα μείνει βασικά η ίδια, όπως κανονίστηκε στην Αδριανούπολη πριν ξεκινήσουμε για δω. Απλώς, σήμερα θα κάνουμε μια επανεξέταση και θα συμπληρώσουμε, αν χρειαστεί κάτι να συμπληρωθεί.

182


Σταμάτησε λίγο, γύρισε το βλέμμα του προς το Ζαγανό πασά και συνέχισε. -Ο Ζαγανός πασάς θα επιτηρεί τα υψώματα του Πέραν των Γενουατών μαζί με όλη τη νότια ακτή του Κερατίου, απ’ την άκρη του Γαλατά μέχρι τις εκβολές του Κύδαρη και πιο κει όλο το μέρος της βόρειας ακτής του Κερατίου απ’ την ανατολική εσχατιά μέχρι την Ξυλόπορτα. Ο Ζαγανός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι ο Μωάμεθ συνέχισε. -Ο Μπελήρμπεης της Ρούμελης, ο Καρατζά πασάς, θα φρουρεί τον τομέα απ’ την Ξυλόπορτα μέχρι το ανάκτορο του Πορφυρογέννητου και πιο πέρα μέχρι την πύλη του Χαρισίου. Ο Μπελήρμπεης της Ανατολής Ισαάκ πασάς, μαζί με το Μαχμούτ πασά, θα διοικούν την περιοχή αριστερά της σκηνής μου, από το Τοπ-Καπού, τη θέση που είναι το μεγάλο πυροβόλο μέχρι τη χρυσή πύλη και πιο πέρα μέχρι το φρούριο των Επτά Πύργων. Ο καπετάν πασάς, ο Μπαλτόγλου, όπως είπαμε, θα μεταφέρει ολόκληρο το στόλο στη θέση Διπλοκιόνιο και θα πολιορκήσει την πόλη απ’ τη θάλασσα. Οι πασάδες δεν διέκοψαν καθόλου το σουλτάνο. Κάθε φορά που σήκωνε τα μάτια του απ’ τους χάρτες και τους κοίταζε, κουνούσαν όλοι καταφατικά τα σαρικοφορεμένα κεφάλια τους κι απαντούσαν με λιγόλογα, μόνο όταν τους ρωτούσε. Δεν ήθελαν να εκφέρουν καμιά γνώμη, ούτε να εκδηλώσουν καμιά προτίμηση στον τρόπο και στη διεξαγωγή της πολιορκίας, γιατί δεν γνώριζαν ακόμα στις λεπτομέρειές τους τις σκέψεις και τις προθέσεις του Μωάμεθ. Όλοι τους περιορίζονταν μόνο σε γενικά ζητήματα. -Πώς θα οργανωθεί το επικουρικό σώμα; Ρώτησε ο Καρατζά πασάς. -Ο καθένας σας θα έχει τις δικές του εφεδρείες, απάντησε ο Μωάμεθ. Εγώ θα έχω κοντά μου το γενικό επικουρικό σώμα της εκστρατείας, το οποίο θα στέλνω όπου βλέπω ότι υπάρχει άμεση ανάγκη βοηθείας. Εσείς θα έχετε τα δικά σας σώματα για τις δικές σας ιδιαίτερες ανάγκες της περιοχής σας. Και, λέγοντας αυτά, έφερε ένα γύρω το βλέμμα του και κοίταξε όλους στα μάτια με δύναμη, σα να ήθελε να διαβάσει τις σκέψεις τους. Μετά συνέχισε. -Ο στρατός θα παραταχθεί σε τρεις σειρές. Στην πρώτη σειρά μπροστά στα τείχη θα συμπεριληφθούν όλα τα άτακτα σώματα, ο στρατός της Μακεδονίας, της Θράκης και της υπόλοιπης Ελλάδας, οι αποστολές των ξένων ηγεμόνων και όλοι οι μισθοφόροι. Στη δεύτερη σειρά θα τοποθετηθούν οι μωαμεθανοί χωροφύλακες και όλα τα καθαρώς οθωμανικά στρατεύματα. Και στην τρίτη σειρά θα παραταχθούν οι γενίτσαροι. Αυτή η διάταξη θα τηρείται και στις εφόδους. Επιμένω στην αυστηρή τήρηση αυτής της τακτικής. Οι επιθέσεις εναντίον των οχυρών της Πόλης θα αρχίζουν με την πρώτη σειρά και θα υποστηρίζονται απ’ τη δεύτερη και την τρίτη. Θα δώσετε αυστηρές διαταγές, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε λιποψυχία ή οπισθοχώρηση. Οποιοσδήποτε οπισθοχωρεί απ’ την πρώτη σειρά, θα εκτελείται επιτόπου απ’ τη δεύτερη 183


ή την τρίτη. Οι στρατιώτες της πρώτης σειράς θα φέρουν όλοι άσπρα σαρίκια, ενώ της δεύτερης κόκκινα. Ιδιαίτερη προσοχή θέλω να δώσει στη διαταγή μου αυτή η στρατιά του Καρατζά πασά που αποτελείται από πολλά και διαφορετικά τμήματα. Ο Μεχμέτ αγάς που ήταν παρών, ακούγοντας τα τελευταία λόγια του σουλτάνου σκέφτηκε. Έξυπνα σκέφτεται ο αφέντης μας. Θέλει να σκοτωθούν πρώτα οι χριστιανοί και οι ξένοι που βρίσκονται στο στρατό μας και να χυθεί όσο το δυνατό λιγότερο οθωμανικό αίμα . . . Καλά είπε κάποτε ότι: θα βάλω τους άπιστους να πάρουν οι ίδιοι την Πόλη τους και να την παραδώσουν σε μένα . . . Τις σκέψεις του αυτές τις διέκοψε η δυνατή φωνή του σουλτάνου. -Δεν εννοώ, όμως, ότι οι άλλες στρατιές δε θα πρέπει να εφαρμόσουν τη διαταγή μου αυτή με την ίδια αυστηρότητα. Ή ότι η δεύτερη και τρίτη σειρά θα είναι λιγότερο επιθετικές. Χτύπησε το μαστίγιό του στη μπότα του, κοίταξε αυστηρά τους επιτελείς του και πρόσθεσε με νευρικότητα. -Αν χρειαστεί, θα πάρω το κεφάλι οποιουδήποτε παραβάτη με τα ίδια μου τα χέρια. Σταμάτησε για λίγο και με την ίδια ορμητικότητα συνέχισε. -Πηγαίνετε και εμψυχώσετε τους στρατιώτες σας. Πέστε τους, ότι έχουν μπροστά τους μια πόλη πλούσια και πολύκοσμη. Αν την πάρουν, οι αμέτρητοι θησαυροί και οι πολυάριθμοι σκλάβοι που θα πέσουν στα χέρια τους θα είναι δικοί τους. Τα λάφυρα θα είναι πλούσια και ζηλευτά. -Το ηθικό του στρατού είναι άριστο και ο ενθουσιασμός του υπέροχος, είπε ο Ζαγανός πασάς. Η ορμή του είναι ασυγκράτητη και η θέλησή του για πόλεμο αλύγιστη, γιατί αισθάνεται, όπως και ο αφέντης του, ότι πρόκειται να εκτελέσει έργο ιερό και ταγμένο γι’ αυτόν απ’ τη μοίρα. Είναι το μεγάλο του ‘’κισμέτ’’. Γνωρίζει, ότι πρόκειται να πολεμήσει για τη δόξα του Ισλάμ. Γνωρίζει, ότι πρόκειται να αγωνιστεί για το μεγάλο του σουλτάνο και να προσπαθήσει με κάθε θυσία να εκτελέσει τις διαταγές του, γιατί πιστεύει, ότι οι διαταγές του αφέντη του είναι το θέλημα του μεγάλου Προφήτη. Το λόγο αμέσως πήρε ο Καρατζά πασάς και είπε. -Ο μέγας Προφήτης το είπε καθαρά. ‘’Άριστος ηγεμών θα είναι εκείνος που θα κυριεύσει την Πόλη και η στρατιά του θα είναι η αρίστη.’’ Κάθε στρατιώτης σήμερα πιστεύει ότι ανήκει σ’ αυτήν την αρίστη στρατιά και όλοι τους είναι περήφανοι που υπηρετούν έναν τέτοιο άρχοντα. Όλοι οι στρατιώτες, απ’ τον πρώτο ως τον τελευταίο, είναι πρόθυμοι να πέσουν στη φωτιά, προκειμένου να εκτελέσουν τις διαταγές του αρίστου ηγεμόνα. Βιαστικός μπήκε στη μέση ο Ισαάκ πασάς και είπε. -Όλος ο στρατός γνωρίζει, πόσο επιβεβλημένος και πόσο ιερός είναι ο πόλεμος αυτός και πόσο αποβλέπει στην επικράτηση του Ισλάμ. Το κοράνιο το λέγει καθαρά και οι στρατιώτες το γνωρίζουν όλοι και πιστεύουν, ότι θα είναι εξίσου μακάριοι, είτε ζήσουν στο τέλος, είτε πεθάνουν τώρα με το γιαταγάνι στο χέρι. Γνωρίζουν ότι, όσοι μεν επιζήσουν τους περιμένουν, όπως και η μεγαλειότητά σου υπόσχεται, 184


άπειρα και πλούσια τα λάφυρα της Πόλης. Όσοι δε πέσουν στον ιερό αυτό αγώνα πρώτοι στη γραμμή της μάχης, τους περιμένουν, όπως ο Προφήτης υπόσχεται, ανοιχτές οι πόρτες του παραδείσου, όπου αφάνταστες σε ομορφιά και ατέλειωτες σε απαρίθμηση είναι οι απολαύσεις της αιωνιότητας, ετοιμασμένες για τους αποδημούντες πολεμιστές στον άλλο Κόσμο. Γι’ αυτό, μην αμφιβάλλεις για το θάρρος, την ορμητικότητα και το ζήλο των στρατιωτών σου. -Είναι αλήθεια, ότι έχουμε πολλούς αλλοεθνείς και πάρα πολλούς χριστιανούς στο στρατό μας, είπε ο Μαχμούτ πασάς. Η καταγραφή των τμημάτων που έγινε στην Αδριανούπολη, πριν φύγουμε από κει, δείχνει ότι υπηρετούν κάτω απ’ τα μπαϊράκια μας πάνω από τριανταπέντε χιλιάδες χριστιανοί. Νομίζω, ότι καλό θα είναι να έχουμε το νου μας στα πολυάριθμα αυτά τμήματα, αν και πιστεύω ότι θα πολεμήσουν οπωσδήποτε για μας, μια και δεν έχουν άλλη εκλογή. Άλλωστε, η έξυπνη τακτική της διάταξης των στρατιών μας σε τρεις αλλεπάλληλες σειρές, δεν τους επιτρέπει να κάνουν και διαφορετικά. Επιπλέον, όπως πληροφορούμαστε, πολλά παράξενα και υπερφυσικά πράγματα συμβαίνουν τελευταία μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Εικόνες στις εκκλησίες των απίστων δακρύζουν, οι άνθρωποι παραφέρονται ή αποχτούν αλλόκοτες και παράξενες ιδιότητες, καλογριές βλέπουν οράματα ή παράξενα όνειρα και πολλά άλλα. Όλα αυτά οι παπάδες τους τα εξηγούν σε βάρος των πολιορκημένων και διακηρύττουν φανερά, ότι ήρθε πια η ώρα να πέσει η Πόλη στα χέρια του Μωάμεθ. Επομένως και αν κανείς χριστιανός στρατιώτης μας δεν θέλει να πολεμήσει για μας, δε θ’ αποφασίσει ποτέ να δραπετεύσει από μας και να καταφύγει μέσα στα τείχη της ξεγραμμένης απ’ τους ομοθρήσκους του παπάδες πόλης. Κανείς δε θα θελήσει να μπει μέσα στην πολιορκημένη πόλη και να συνταυτίσει τη μοίρα του με τους αποκλεισμένους μέσα στα τείχη, τη στιγμή που όλοι εκεί κάτω προσπαθούν να βγουν έξω, να εγκαταλείψουν την πόλη και να φύγουν μακριά. Η ψυχολογική κατάσταση που καλλιεργούν ορισμένοι καλόγεροι μέσα στην πόλη –και είναι πολλοί αυτοί- είναι αναμφισβήτητα προς όφελός μας. Την ώρα αυτή, ένας εκκωφαντικός κρότος των μεγάλων κανονιών του Ρούμελη-χισάρ τράνταξε όλο το στρατόπεδο και σκέπασε τη φωνή του Μαχμούτ πασά. Όλοι έφεραν τα χέρια τους στ’ αφτιά τους και προσπαθούσαν τρίβοντάς τα να τα ανακουφίσουν. Όταν συνήλθαν κάπως απ’ τη δοκιμασία αυτή, ο Μωάμεθ είπε. -Πώς να μην δώσουν τέτοιες εξηγήσεις οι άπιστοι και φοβιτσιάρηδες παπάδες, όταν κάθε πελώρια πέτρα που φεύγει απ’ το στόμα αυτού του θηρίου στέλνει μπροστά στον αιώνιο Κριτή τους ομοδόξους τους που τολμούν να αντικρίσουν και να εμφανιστούν μπροστά στο τρομερό και πανίσχυρο φρούριό μας; Πηγαίνετε ν’ ανακοινώσετε τις αποφάσεις μας στους στρατιώτες σας. Γνωρίσετε σ’ όλους, ότι η πολιορκία της πόλης αρχίζει σήμερα. Με τα λόγια αυτά, διαλύθηκε το πολεμικό συμβούλιο και ο Μωάμεθ, φεύγοντας οι πασάδες, έδωσε εντολή στο Μεχμέτ αγά, να στείλει αμέσως ντελάληδες προς όλες τις κατευθύνσεις και να 185


διαλαλήσουν προς όλα τα σημεία του απέραντου στρατοπέδου του την έναρξη της πολιορκίας. Σχεδόν αμέσως, πολυάριθμοι ντελάληδες και ουλεμάδες περιέτρεχαν τα τάγματα των Τούρκων και με τις βαριές ή διαπεραστικές φωνές του κραύγαζαν: ‘’Η πολιορκία της πόλης αρχίζει. Η πολιορκία της πόλης αρχίζει τώρα.’’ Έδιναν θάρρος στους μαχητές και τους προέτρεπαν να πέσουν με θέληση και πείσμα στον αγώνα, γιατί ο μέγας Προφήτης, με καθαρά σημάδια, έδειξε σαφέστατα, ότι η μεγαλοπρεπής και πλούσια πόλη έμελλε πλέον να πέσει στα χέρια τους. Ταυτόχρονα, τα πολυπληθέστατα ασιατικά στρατεύματα έστηναν τις ποικιλόχρωμες σκηνές τους κατά μήκος της μεγάλης γραμμής από το ύψωμα του Μάλτεπε μέχρι τις ακτές της Προποντίδας κι έπαιρναν θέσεις απέναντι απ’ τα τείχη στο μέρος αυτό, ενώ τα ευρωπαϊκά σώματα, τα οποία προέρχονταν κυρίως απ’ τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Νότια Ελλάδα, ακροβολίζονταν κατά μήκος της γραμμής που άρχιζε απ’ τη σκηνή του Μωάμεθ και τελείωνε στον Κεράτιο Κόλπο. Φρίκη και τρόμο προξένησε στους άτυχους Κωνσταντινουπολίτες ο πρωτοφανής σε αγριότητα και απερίγραπτος σε ποικιλία σιδερένιος κύκλος, που σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα περιέζωσε από παντού τη δύστυχη πόλη τους.

186


15.

ΚΑΤΑΝΟΜΗ

ΕΥΘΥΝΩΝ

Απ’ τις καλά φρουρούμενες πύλες των ανακτόρων των Βλαχερνών μπαινόβγαιναν διαρκώς τμήματα στρατού, μεγάλοι άρχοντες και βιαστικοί αγγελιοφόροι. -Από πού έρχεσαι εσύ; Ρώτησε αυστηρά ένας αυλικός που στεκόταν οπλισμένος σε μια απ’ τις πόρτες του περιβόλου του παλατιού έναν καβαλάρη, που έφτανε καλπάζοντας στην πύλη. Ο επιβλητικός τόνος της φωνής του αυλικού έκανε το βιαστικό καβαλάρη να συγκρατήσει τα χαλινάρια του καταϊδρωμένου αλόγου του και να απαντήσει γρήγορα σε εξίσου έντονο τόνο, θέλοντας να υπογραμμίσει τη βιασύνη του. -Απ’ το στρατηγό Ματθαίο Ασάνη. -Κι εγώ απ’ το μεγάλο δεσπότη Δημήτριο, ξεφώνισε ένας άλλος, που τη στιγμή εκείνη έφτανε καλπάζοντας. -Μαζί συναντηθήκαμε έξω απ’ τα τείχη, πρόσθεσε ο πρώτος και μόλις προλάβαμε και περάσαμε την τρίτη στρατιωτική πύλη, προτού οι Τούρκοι πιάσουν τα γύρω πόστα. -Ποιον θέλετε να δείτε; Ξαναρώτησε ο αυλικός με τη βαριά φωνή του, ενώ έκανε τόπο να περάσουν στο προαύλιο οι δυο αγγελιοφόροι, που με δυσκολία κρατούσαν τα ξαναμμένα άλογά τους. -Τον αυτοκράτοτα. Απάντησαν και οι δυο µ’ ένα στόμα. Και, καθώς ξεχύνονταν με καλπασμό προς τη μεγάλη αυλή των ανακτόρων, πρόσθεσαν. Φέρνουμε μηνύματα απ΄ τη Θεσσαλία και το Μωριά. Εκείνη τη στιγμή, ένας άλλος καβαλάρης έφτασε βιαστικός στην πύλη. Ο φρουρός τον σταμάτησαε και του είπε αυστηρά. -Εσύ κατέβα απ’ το άλογό σου. Κι έκανε νόημα σε δυο στρατιώτες που παράστεκαν δίπλα του. Οι στρατιώτες, με τα ξίφη τους γυμνά, παρατάχτηκαν αμέσως μπροστά στον άγνωστο καβαλάρη, που παραξενεμένος και χωρίς αντίσταση, έκανε όπως του είπαν. -Θέλω να δω τον αυτοκράτορα, είπε καθώς πηδούσε απ’ το άλογό του, ενώ η όψη του αυλακωνόταν από έναν αβάσταχτο πόνο που ένιωσε σ’ όλο του το κορμί καθώς πατούσε στο χώμα. Ασυναίσθητα κι αδιαφορώντας για το αυστηρό ύφος και τη βλοσυρότητα του φρουρού, προσπάθησε να ισάξει τα πόδια του και να ορθώσει το κορμί του, που είχε γίνει σκληρό κι αλύγιστο σαν ξύλο απ’ τη συνεχή ιππασία. -Να δεις τον αυτοκράτορα! Έκανε με απορία ο αξιωματικός. Και, γυρίζοντας προς τους δυο στρατιώτες που είχαν πλησιάσει τον καβαλάρη, τους διέταξε. Αφοπλίστε τον. Τούρκοι δεν επιτρέπεται να περάσουν απ’ αυτήν την πύλη. Απορώ, πώς πέρασες και την προηγούμενη. Κι ενώ οι δυο στρατιώτες προχώρησαν για να πάρουν το σπαθί του ξένου απ’ τη ζώνη του, αυτός έκανε δυο γρήγορα βήματα πίσω και πρόσθεσε χαμογελώντας και κοιτάζοντας τον εαυτό του. -Έχεις δίκιο, άρχοντά μου, που με πέρασες για Τούρκο. Πραγματικά, τα ρούχα αυτά είναι τούρκικα. Αλλά, χάρη σ’ αυτά έφτασα μέχρις εδώ. 187


Και στην πύλη των τειχών, μπαίνοντας στην πόλη, είχα την ίδια ιστορία με τους φρουρούς. Κι εκείνοι με νόμισαν για Τούρκο και µ’ εμπόδισαν στην αρχή να μπω. Αλλά και οι Τούρκοι απέξω με νόμισαν για Τούρκο και µ’ άφησαν να περάσω και να φθάσω ως τα τείχη, σαν τους είπα ότι είμαι άνθρωπος του Μπελήρμπεη της Ρούμελης κι ότι έχω διαταγή απ’ τον ίδιο τον πασά, να πλησιάσω όσο μπορέσω περισσότερο στην πόλη και να εξετάσω τα τείχη και τις πύλες από κοντά. Ακούγοντας τα λόγια αυτά οι στρατιώτες κοντοστάθηκαν κι ο αξιωματικός ξαναρώτησε πιο ήρεμα. -Ποιος είσαι κι από πού έρχεσαι; -Είμαι Ηπειρώτης κι έρχομαι απ’ τον Σκεντέρμπεη. Αυτός με συμβούλεψε να ντυθώ έτσι, για να μπορέσω να περάσω τον κλοιό των Τούρκων. Βλέπεις, εγώ δεν στάθηκα τόσο τυχερός όσο οι δυο προηγούμενοι αγγελιοφόροι που μόλις πέρασαν την πύλη. Πέρασα όλη τη Θράκη συνταξιδεύοντας με τα ασκέρια του Μπελήρμπεη Καρατζά πασά που κατέβαιναν για την Πόλη. Με πέρασαν για δικό τους και με τάιζαν κιόλας σ’ όλο το δρόμο. Είχε δίκιο ο Σκεντέρμπεης όταν μου συνιστούσε, ότι πρέπει οπωσδήποτε να φαίνομαι σαν Τούρκος. Κι ενώ έλεγε αυτά, έβγαλε ένα γράμμα μέσα απ’ τις δίπλες του ζωναριού του και τό ‘δωσε στον αξιωματικό λέγοντας. -Ας μην χάνουμε καιρό. Αν δεν αφήνεις εμένα να περάσω, δώσε αυτό το γράμμα αμέσως στον αυτοκράτορα ή στους ανθρώπους του. Προσοχή, όμως, μην πέσει στα χέρια κανενός παπά ή καλόγερου. Ο αξιωματικός του χαμογέλασε και του έκανε νόημα να περάσει. Ο απλοϊκός Ηπειρώτης, καθώς διάβαινε την αψίδα της πύλης, πρόσθεσε. -Δεν ξέρουμε σήμερα ποιοι απ’ αυτούς είναι δικοί μας. -Εσύ ποιον θέλεις; Εσύ ποιος είσαι; Για πού πηγαίνεις εσύ . . .; ακούγονταν συνέχεια η φωνή του αυλικού στην πύλη, ενώ ο γύρω χώρος ήταν πάντοτε γεμάτος στρατιώτες και αγγελιοφόρους, που, άλλοι έρχονταν λαχανιασμένοι κι άλλοι έφευγαν βιαστικοί. Ο θόρυβος και η βιασύνη σταμάτησε για μια στιγμή στο χώρο της πύλης, όταν μια πολυτελής άμαξα έφτασε κι ένας απ’ τους επιβάτες της κατέβηκε, πλησίασε τον αξιωματικό της φρουράς και του είπε επιτακτικά. Ο κυρ-βαΐλος Ιερώνυμος Μηνώτος, ο άρχοντας της βενετικής παροικίας της Κωνσταντινούπολης, προσκεκλημένος απ’ τον αυτοκράτορα, θέλει να περάσει. Ο αξιωματικός, αναγνωρίζοντας απ’ τα φανταχτερά διακριτικά την άμαξα του βαΐλου, στάθηκε προσοχή με τους στρατιώτες του κι έκανε τόπο. Τα χαλινάρια των αλόγων χτύπησαν στις ράχες τους κι η άμαξα με τους υψηλούς επιβάτες της προχώρησε προς το βάθος της αυλής των ανακτόρων.

----------------------------------

188


-Γαληνότατε αυτοκράτορα. Οι βάρβαροι γιοι του αιμοβόρου Τουραχάν πασά, Αχμέτ και Ομάρ, απ’ τον περασμένο Οκτώβριο που επιτέθηκαν εναντίον μας, προχώρησαν ακάθεκτοι στη Θεσσαλία. Πέρασαν τη Λάρισα και κατέβηκαν προς νότο. Στο πέρασμά τους τα θηρία αυτά σφάζουν, καίνε και καταστρέφουν τα πάντα, έλεγε ένας απ’ τους δυο αγγελιοφόρους που στεκόταν όρθιοι μπροστά στον Κωνσταντίνο. Ο στρατηγός μας Ασάνης καταβάλλει κάθε προσπάθεια, για να συγκρατήσει τα βάρβαρα στίφη του Τουραχάν. -Στέλνει κι άλλες δυνάμεις ο μεγάλος μας δεσπότης Δημήτριος προς βορράν για ενίσχυση του στρατηγού Ασάνη, πρόσθεσε ο άλλος αγγελιοφόρος. Αλλά, όπως θα δει η μεγαλειότητά σου κι απ’ τις έγγραφες αναφορές που φέραμε, η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη. -Πόσο πιο κάτω απ’ τον Ισθμό κατέβηκαν οι Τούρκοι; Ρώτησε µ’ ενδιαφέρον και θλίψη ο αυτοκράτορας. -Αφού πάτησαν και λεηλάτησαν την Κόρινθο και την Πάτρα, ξεχύθηκαν προς το κέντρο της Πελοποννήσου κι έφτασαν στο Μεσσηνιακό κόλπο. Μεγάλα δεινά πέρασε και περνά η άτυχη Αρκαδία . . . Κι όλα τα πατημένα απ’ τους άπιστους μέρη μας ερημώθηκαν φριχτά. -Μια μόνο ελπίδα έχουμε, όπως είπε ο στρατηγός, πρόσθεσε ο άλλος αγγελιοφόρος. Ίσως κάτι να κάνουμε στα στενά της Σιδηρούπολης. Δεν γνωρίζω, όμως, τι έγινε και πώς ακριβώς έχουν σήμερα τα πράγματα. Είναι καιρός που έφυγα απ’ τα μέρη του πολέμου ξεκινώντας για δω. Οι αγγελιοφόροι έλεγαν, έλεγαν κι όλο αράδιαζαν πανωλεθρίες και συμφορές. Ο αυτοκράτορας άκουγε σιωπηλός και σκεφτικός για αρκετή ώρα. Κάποτε, διέκοψε τους αγγελιοφόρους και ρώτησε. -Και τι γνώμη έχουν οι αδελφοί μου Δημήτριος και Θωμάς για τη βοήθεια που τους ζήτησα; -Γαληνότατε αυτοκράτοραα, είπε ο απεσταλμένος απ’ το Δημήτριο αγγελιοφόρος. Οι ένδοξοι αδελφοί σου και δεσπότες της Πελοποννήσου, με μεγάλη τους λύπη, αναγκάζονται να σου συστήσουν να κάνεις ό,τι μπορείς για την άμυνα της βασιλεύουσας με ό,τι υπάρχει εδώ μέσα στα τείχη. Βοήθεια απέξω και ιδίως απ’ την Πελοπόννησο είναι δύσκολο σήμερα τουλάχιστο να περιμένεις. Ο Κωνσταντίνος κούνησε το κεφάλι του κι έκανε νόημα στους αγγελιοφόρους να αποσυρθούν. Βγαίνοντας αυτοί απ’ την αίθουσα, οι φρουροί έμπασαν τον Ηπειρώτη με τα τούρκικα ρούχα. -Ενδοξότατε αυτοκράτορα, είπε ο τουρκοφορεμένος αγγελιοφόρος. Έρχομαι απ’ τον Σκεντέρμπεη. Ξέρω, ότι ο χρόνος σου είναι πολύτιμος, γι’ αυτό θα αποφύγω τις πολλές κουβέντες. Ο Κωνσταντίνος τον κοίταξε κάπως περίεργα στην αρχή κι άπλωσε το χέρι του να πάρει τα γράμματα που τού ‘δινε ο αγγελιοφόρος. Μετά, με σταθερή φωνή κι ενδιαφέρον, τον ρώτησε. -Τι μου μηνύει ο γενναίος Καστριώτης; -Οι πολυάριθμες στρατιές του Τουραχάν πασά, που σκόπιμα τις εξαπέστειλε ο σουλτάνος εναντίον μας και εναντίον του ηγεμόνα του

189


Μυστρά, μας έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση κι εμποδίζουν κάθε αποστολή βοήθειας από μέρους μας προς τη βασιλεύουσα. Η εκστρατεία αυτή εναντίον μας και εναντίον της Ελλάδος, συνέχισε ο απεσταλμένος απ’ την Αλβανία, ήταν όπως φαίνεται ιδέα του Αλβανού εξωμότη Ζαγανού πασά, ο οποίος, όπως μαθαίνουμε, είναι αντίθετος με το μεγάλο βεζίρη Χαλλίλ πασά και ξεσήκωσε με τις πολεμόχαρες ιδέες του και το σουλτάνο στις βάρβαρες αυτές επιδρομές. Ένας χτύπος στην πόρτα διέκοψε την αναφορά του απεσταλμένου. Με την άδεια του αυτοκράτορα, η πόρτα άνοιξε κι ένας αυλικός ξεπρόβαλε απ’ το διάδρομο στο άνοιγμά της. Υποκλίθηκε στον Κωνσταντίνο κι ανήγγειλε την άφιξη του βαΐλου των Βενετών. Ο Ηπειρώτης αγγελιοφόρος υποκλίθηκε κι έφυγε. Ο αυλικός πέρασε μέσα το Βενετό άρχοντα, υποκλίθηκε κι αυτός με τη σειρά του κι έφυγε, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ο αυτοκράτορας συνομίλησε για αρκετή ώρα με το Βενετό βαΐλο. -Πάντοτε είχαμε αδελφικές σχέσεις μαζί και πάντοτε ήμασταν έτοιμοι να υπακούσουμε σε κάθε διαταγή του αυτοκράτορα, είπε ο Βενετός άρχοντας. Ύστερα, όμως, απ’ ότι έπαθαν τα πλοία των Βενετών απ’ τους Τούρκους και τα πυροβόλα του τρομερού Ρούμελη-χισάρ, οι Βενετοί της Κωνσταντινούπολης είναι έτοιμοι να βοηθήσουν µ’ όποιον τρόπο ο αυτοκράτορας και οι άρχοντες της άμυνας νομίζουν καλύτερο. -Δεν έπρεπε να σταθούμε όλοι μας με σταυρωμένα τα χέρια, είπε ο αυτοκράτορας και να επιτρέψουμε στους Τούρκους να χτίσουν τόσο εύκολα μπροστά στην πόρτα μας ένα τόσο ισχυρό και αδιάβλητο τώρα φρούριο. Δεν ξέρω, αν οι άρχοντες που αντιστάθηκαν τότε στις προθέσεις μου να αντιδράσουμε δυναμικά όσο υπήρχε ακόμη καιρός είναι με το μέρος της Κωνσταντινούπολης ή μετεπήδησαν στο στρατόπεδο των εχθρών της. Πόσες και πόσες συμφορές δε μας προξένησε η παρουσία του φρουρίου αυτού . . . ! Σταμάτησε λίγο και κοίταξε με το διαπεραστικό του βλέμμα κατάματα το Μηνώτο. Ύστερα, με αργό ρυθμό και βαθιά σκέψη, πρόσθεσε. -Και, άγνωστο πόσες άλλες μας προετοιμάζει ακόμη . . . -Ναι, είπε ο βαΐλος. Στις 10 Νοεμβρίου, τα πυροβόλα του φρουρίου χτύπησαν δυο γαλέρες του Βενετού Ιερώνυμου Μοροζίνη που έφτασε εδώ απ’ τη Θεοδοσία της Μαύρης Θάλασσας με πλούσιο εμπόρευμα. Ευτυχώς και γλίτωσαν τα πλοία κι έφτασαν όλα αυτά τα εφόδια στα χέρια μας. Στις 26 του ίδιου μήνα, όμως, το βενετικό πλοίο με καπετάνιιο τον τόσο γνωστό στ’ όλους μας θαλασσινό καπετάν Αντώνη Ρίτζο δεν είχε, δυστυχώς, την ίδια τύχη με τις γαλέρες του Μοροζίνη. -Ναι, θυμάμαι το Φραντζή, είπε ο αυτοκράτορας, πόσα μού ‘λεγε και πόσο θαύμαζε τον άξιο εκείνο καραβοκύρη, όταν τον έφερνε πίσω στην Κωνσταντινούπολη απ’ τη μακρινή Ιβηρία. -Όπως είναι γνωστό σ’ όλους μας, συνέχισε ο βαΐλος, το πλοίο του βυθίστηκε και το πλήρωμα πιάστηκε απ’ τους βάρβαρους Τούρκους του φρουρίου. Ο καπετάν Ρίτζος στάλθηκε στην Αδριανούπολη απ’ τον Φιρούζ αγά κι εκεί ο αιμοβόρος σουλτάνος τον σούβλισε. Πολλοί απ’ τους ναύτες 190


διχοτομήθηκαν ζωντανοί και κομματιάστηκαν με πριόνια. Φρικτά πράγματα . . . Έκανε μια κίνηση αποστοφής και μια γκριμάτσα αηδίας και συνέχισε. -Άδικα έστειλα τότε στην Αδριανούπολη τον Φαβρούτσιο Κορνέρ, σαν προσωπικό μου απεσταλμένο, για να προσπαθήσει να σώσει το Ρίτζο. -Ο ίδιος ο Μιχάλη Δούκας μας βεβαίωσε, διέκοψε ο Κωνσταντίνος, για τα τραγικά εκείνα γεγονότα, ο οποίος έτυχε τις μέρες εκείνες να βρίσκεται κοντά στο σουλτάνο, σταλμένος απ’ το Γενουάτη ηγεμόνα της Λέσβου Γατελούζο . . . -Ναι, ήταν αυτόπτης μάρτυρας των αιμοσταγών έργων του Μωάμεθ, συνέχισε ο βαΐλος. Ο ίδιος είπε, ότι είδε τα κομματιασμένα σώματα των δύστυχων Βενετών πεταγμένα έξω απ’ τους πύργους του φρουρίου, άταφα και ριγμένα να φαγωθούν απ’ τα τσακάλια και τα όρνια. Αμφιβάλλω, όμως, αν ο Δούκας ή ο Γενουάτης κύριός του έκαναν τίποτα για τη σωτηρία των δύστυχων εκείνων ναυτικών. Ο αυτοκράτορας, που γνώριζε το βαΐλο, τον άφησε να αναφέρεται σε παλιότερα γνωστά γεγονότα, γιατί κατάλαβε ότι ο Βενετός άρχοντας ήθελε με την πολυλογία του αυτή να εκθέσει τη μεγάλη του δυσαρέσκεια προς το Μωάμεθ, ύστερ’ απ’ τη θανάτωση του Ρίτζου και να βεβαιώσει κι αυτόν τον ίδιο για την τέλεια αφοσίωση των Βενετών της Κωνσταντινούπολης προς τη βυζαντινή αυλή. Ήθελε επίσης, να τονίσει στον αυτοκράτορα την αντιπάθειά του προς τους εμπορικούς αντιζήλους των Βενετών, τους Γενουάτες του Πέραν και να του συστήσει, να μην δίνει και μεγάλη εμπιστοσύνη στα λόγια και στις υποσχέσεις τους. Επίσης, επειδή ο αυτοκράτορας ήλπιζε σε μια υπολογίσιμη βοήθεια απ’ τους Βενετούς, για να δείξει την εκτίμησή του και τη συμπάθειά του προς τους συμπατριώτες του βαΐλου και προς αυτόν τον ίδιο, άφηνε τον άρχοντα να ομιλεί υπέρ των συμπατριωτών του. Και μάλιστα, για να συνηγορήσει κι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος στα όσα έλεγε ο Μηνώτος και να τα υποστηρίξει εμφανέστερα, επικαλούνταν περισσότερο, όταν του δινόταν η ευκαιρία, μαρτυρίες και επιβεβαιώσεις των αντιζήλων του βαΐλου Γενουατών. -Αλλά και ως εκ θαύματος δεν γλύτωσε στις 4 Δεκεμβρίου η βενετική γαλέρα του Ιάκωβου Κόκκου που έφτασε εδώ με τόσα χρήσιμα εμπορεύματα απ’ την Τραπεζούντα; Ρώτησε με σιγουριά ο Μηνώτος. -Πολλά υπέφεραν μέχρι τώρα οι Βενετοί της πόλης μας για το καλό όλων μας και περισσότερο του χριστιανισμού, είπε ο Κωνσταντίνος. Και δεν αμφιβάλλω, ότι είναι πρόθυμοι να προβούν σε κάθε θυσία, ώστε να μην δουν τον ισλαμισμό να εκτοπίζει το χριστιανισμό απ’ την Ανατολή. Τα λόγια αυτά για την υποστήριξη του χριστιανισμού κολάκεψαν ιδιαίτερα το Βενετό βαΐλο, γι’ αυτό κι ο αυτοκράτορας χρησιμοποίησε τη λέξη ‘’χριστιανισμός’’ δυο φορές κοντά-κοντά. -Για την υποστήριξη του χριστιανισμού, συνέχισε ο βαΐλος με καινούριο κουράγιο στη φωνή του, τονίζοντας εμφαντικά τις λέξεις του και της άγιας Πόλης, εμείς οι Βενετοί της Κωνσταντινούπολης

191


συγκεντρώσαμε τα πληρώματα πέντε γαλερών μας, χίλιους περίπου άνδρες και τους θέτουμε στις διαταγές του αυτοκράτορα. -Ευχαριστώ τους Βενετούς άρχοντες και τους Βενετούς πολεμιστές, είπε ο Κωνσταντίνος. Ποτέ δεν αμφέβαλα για την αγάπη τους προς τη χριστιανική Κωνσταντινούπολη και πάντοτε ήμουν σίγουρος για το άδολο κι αμέριστο ενδιαφέρον τους για τη σωτηρία και τη δόξα της άγιας Πόλης. Νομίζω, ότι καλό θα είναι, οι γενναίοι αυτοί χίλιοι Βενετοί πολεμιστές να ετοιμαστούν αμέσως και με όλον τους τον οπλισμό, ο οποίος να επιλεγεί με προσοχή, να παρελάσουν γύρω στα τείχη. Έτσι, η παρουσία τους θα δώσει μεγάλο θάρρος στις φρουρές των τειχών και πιθανό να σπάσει το ηθικό των Τούρκων, όταν δουν ότι οι Λατίνοι παίρνουν ενεργό μέρος στην άμυνα της πόλης και ότι οι Βενετοί ενδιαφέρονται άμεσα για την ασφάλεια και την ακεραιότητά της. -Αυτό θα γίνει αμέσως, είπε ο βαΐλος και σηκώθηκε όρθιος. Και με τόνο επίσημο τόνισε. Θέτω και ο ίδιος τον εαυτό μου στη διάθεση του αυτοκράτορα και προτείνω να αναλάβω εγώ με τους ανθρώπους μου την υπεράσπιση ενός ζωτικού σημείου των οχυρωμάτων. Μια σπουδαία πύλη, τα ανάκτορα των Βλαχερνών ή κάτι παρόμοιο. -Ευχαριστώ και πάλι τους Βενετούς και τον άρχοντά τους, είπε ο αυτοκράτορας, για τη μεγάλη αγάπη τους προς την Κωνσταντινούπολη και για την παραδειγματική προθυμία τους να αγωνιστούν για την άμυνα και τη σωτηρία της. Θα καλέσω το συμβούλιο της αμύνης για την εξέταση της υφισταμένης καταστάσεως και την ανάθεση της αμύνης των τειχών στους διάφορους στρατηγούς. Είμαι βέβαιος, ότι το συμβούλιο θα εκτιμήσει ανάλογα την προθυμία αυτή των Βενετών και θ’ αναθέσει σ’ αυτούς τη φρούρηση ενός οπωσδήποτε ενδιαφέροντος τμήματος των οχυρώσεων της πόλης μας. Ο Βενετός βαΐλος ευχαρίστησε τον Κωνσταντίνο, χαιρέτισε κι έφυγε. Σε λίγη ώρα κι ενώ χίλιοι Βενετοί μαχητές παρήλαυναν πάνοπλοι με λάβαρα και ήχους σαλπίγγων πάνω στα τείχη, ο αυτοκράτορας καλούσε το πολεμικό συμβούλιο και τους άρχοντες σε συνεδρίαση.

-----------------------Κάλεσα σήμερα το μέγα πολεμικό συμβούλιο, είπε ο αυτοκράτορας, για να εξετάσουμε και πάλι την εξέλιξη των πραγμάτων και να αποφασίσουμε οριστικά πλέον τα της αμύνης της πόλης. Πρέπει ολόκληρη η περίμετρος των τειχών να κατανεμηθεί σε τομείς και να ορισθούν οι αρχηγοί της αμύνης όλων των επί μέρους τμημάτων. Όλοι οι άρχοντες, οι στρατηγοί και οι ναύαρχοι, Έλληνες και Λατίνοι, σιωπηλοί μέσα στη μεγάλη αίθουσα των ανακτόρων, άκουγαν με προσοχή τον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος, όρθιος μπροστά σ΄ ένα χάρτη της Κωνσταντινούπολης κρεμασμένο σ’ έναν τοίχο της αίθουσας, έλεγε.

192


-Όπως γνωρίζετε, το ασθενέστερο σημείο των τειχών είναι η περιοχή της πύλης του Ρωμανού. Την αδυναμία της θέσης αυτής την αντιλήφθηκαν και οι Τούρκοι, γι’ αυτό και στρέφουν ιδιαίτερα την προσοχή τους προς το σημείο αυτό. Όλες οι επιθέσεις τους μέχρι τώρα συγκλίνουν προς την περιοχή της πύλης αυτής και οι στρατιώτες τους στον τομέα αυτό είναι πιο επίμονοι και βίαιοι. Θα ήθελα, λοιπόν, πρώταπρώτα να τακτοποιηθεί και να εξασφαλισθεί η άμυνα της περιοχής αυτής. Ποιος απ’ όλους σας θέλει να αναλάβει την διοίκηση του τμήματος αυτού; Την ερώτηση αυτή του Κωνσταντίνου κάλυψε απόλυτη σιγή. Όλοι οι άρχοντες, Έλληνες και Λατίνοι, κατέβασαν τα μάτια και απέφευγαν να μιλήσουν. Όλοι γνώριζαν τις σοβαρές αδυναμίες και την κακή άμυνα της περιοχής του Ρωμανού και, αναμετρώντας ο καθένας τις δυνάμεις του, προτιμούσε να μένει σιωπηλός. Επιπλέον, όλοι γνώριζαν ότι ο υπερασπιστής της πύλης του Ρωμανού θα έχει να αντιμετωπίσει τον ίδιο το Μωάμεθ και θα πρέπει να αντισταθεί στο εκλεκτότερο και επιθετικότερο σώμα του τουρκικού στρατού. Θα αναγκαζόταν να αναμετρηθεί με δώδεκα χιλιάδες γενιτσάρους. Ο αυτοκράτορας περιέφερε το βλέμμα του ανάμεσα στους σιωπηλούς άρχοντες και διέκρινε τη διστακτικότητα και την απροθυμία τους. Είδε την ατολμία τους και την αβεβαιότητά τους. Αναλογίστηκε, όμως κι ο ίδιος τις μικρές δυνάμεις που διέθεταν οι στρατηγοί του. Έφερε στο μυαλό του την κακή κατάσταση των τειχών και των πύργων. Σκέφτηκε τη μεγάλη δύναμη των πυροβόλων του Μωάμεθ, ιδιαίτερα στο σημείο αυτό και σιωπηρά τους δικαιολόγησε. Τη σιωπή διέκοψε ο γενναίος Γενουάτης πολεμιστής Ιωάννης Ιουστινιάνης. Ο μεγαλόσωμος καπετάνιος σηκώθηκε όρθιος, υποκλίθηκε στον αυτοκράτορα και είπε. -Μεγαλειότατε. Έχοντας πεποίθηση στη βοήθεια του Θεού, δηλώνω ότι είμαι έτοιμος με τους στρατιώτες μου να υπερασπιστώ τη θέση αυτή προς τιμή του ονόματός Του εναντίον κάθε προσβολής από μέρους του εχθρού. Αγαλίαση και κουράγιο σκόρπισαν τα λόγια αυτά του Ιουστινιάνη. Όλοι οι άρχοντες σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να χειροκροτούν και να επευφημούν το γενναίο μαχητή. Ο αυτοκράτορας, με χαρά και συγκίνηση, συγχάρηκε το Γενουάτη πολεμιστή και του ανέθεσε τη διοίκηση της άμυνας της κρίσιμης αυτής περιοχής. -Αναλαμβάνω εγώ τον επόμενο τομέα δίπλα στο γενναίο Ιουστινιάνη, είπε μεγαλόφωνα ο Ιωάννης Κατακουζηνός. Όλοι οι σύμβουλοι έστρεψαν τα μάτια τους με θαυμασμό προς τον τολμηρό Ιωάννη και χειροκρότησαν με χαρά την προθυμία και το θάρρος του. -Τον επόμενο τομέα θα αναλάβουμε εμείς, σηκώθηκε και είπε με πεποίθηση στον αυτοκράτορα ο Ιταλός Παύλος Μπουκιάρδι. Γνωρίζουμε, ότι η θέση αυτή βρίσκεται σε ψηλό σημείο και ότι είναι εξίσου ασθενής και ευπρόσβλητη όπως και η προηγούμενη. Έχουμε, όμως, εμπιστοσύνη στη δύναμή μας, στον οπλισμό και στο θάρρος των ανδρών μας και πιστεύουμε ότι θα αντισταθούμε με επιτυχία.

193


Έτσι, η άμυνα της περιοχής απ’ την πύλη της Αδριανούπολης (την λεγόμενη Πολυάνδριο ή Μυριάνδριο) μέχρι την περιοχή της πύλης του Πορφυρογέννητου ανατέθηκε στο ιταλικό σώμα των αδελφών Παύλου Αντώνιου και Τρωΐλου Μπουκιάρδι42. Ύστερ’ απ’ την αρχή που έκαναν οι Ιταλοί και ο Κατακουζηνός, η κατανομή των τειχών έγινε σύντομα και χωρίς δυσκολίες. Γρήγορα και πρόθυμα οι υπόλοιποι άρχοντες ανέλαβαν ο καθένας την υπεράσπιση μιας θέσης. Ο γέρος αλλά εμπειρότατος τοξότης Θεόδωρος Καρυστινός ανέλαβε την περιοχή της πύλης της Καλιγαρίας. Τα ανάκτορα των Βλαχερνών ανέλαβε ο βαΐλος της βενετικής παροικίας Ιερώνυμος Μηνώτος. Συνέχεια, τοποθετήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Χίου Λεονάρδος μαζί με άλλους Γενουάτες αρχηγούς. Αυτοί ανέλαβαν το υπόλοιπο τμήμα μέχρι την Ξυλόπορτα στις ακτές του Κερατίου Κόλπου. Την υπεράσπιση της πύλης της Σηλύμβριας ανέλαβε ο Μαυρίκιος Καττάνεος μαζί με το Νικόλαο Γουδέλη και το Βαπτιστή Γρίττη. Η υπεράσπιση της Χρυσής πύλης ανατέθηκε στον Καταρίνο Κονταρίνη, στον πιο επιφανή άντρα της βενέτικης παροικίας και στον Ανδρόνικο Κατακουζηνό. Οι δυο αυτοί ανέλαβαν και τη φρούρηση όλης της παραλίας της Προποντίδας απ’ τον πύργο του Μαρμάρου μέχρι τις περιοχές του Κερατίου κόλπου. Τη φρούρηση της ακρόπολης ανέλαβε ο Βενετός πλοίαρχος Γαβριήλ Τρεβηζάνος με μόνο πενήντα άντρες. Στα πληρώματα δύο κρητικών πλοίων ανατέθηκε η φύλαξη της Ωραίας πύλης. Τον πύργο του Αγίου Δημητρίου ανέλαβε ο καρδινάλιος Ισίδωρος με τους διακόσιους άντρες του. Το δυτικό τείχος της Προποντίδας δόθηκε στον Ιάκωβο Κονταρίνη. Συνέχεια, τοποθετήθηκαν Έλληνες μαχητές και μετά απ’ αυτούς ο από χρόνια φυγάς Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν, με μικρό τμήμα Τούρκων μισθοφόρων. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων ορίστηκε σα σταθμός του μεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά, όπου θα στάθμευε με μικρό εφεδρικό σώμα, για να μπορεί να τρέχει και να βοηθάει όπου χρειαστεί. Ο Βενετός ναύαρχος Διέδος ανέλαβε τη φρούρηση της πύλης του Φαρίου. Ο Γερμανός μηχανικός Ιωάννης Γκραντ ανέλαβε το συνεργείο υπονομοποιών. Ο αυτοκράτορας έστησε το στρατηγείο του στην πύλη του Χαρισίου, έχοντας μαζί του και το συγγενή του Φραγκίσκο Τολέδο, τον απόγονο του Αλεξάνδρου Κομνηνού. Ο Βενετός βαΐλος ανέλαβε την υπεράσπιση της περιοχής των Βλαχερνών και σε λίγο ταχτοποιούσε τους μαχητές του μέσα και γύρω στα οχυρώματα των ανακτόρων. Άραγε, ο Βενετός άρχοντας ήθελε πραγματικά να φρουρήσει τα ανάκτορα ή προσπαθούσε να κατέχει ένα ζωτικό σημείο της πόλης για κάθε ενδεχόμενο;

42

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα

120. 194


Ο τουρκικός στρατός έβλεπε με απορία τους καλοοπλισμένους Βενετούς στρατιώτες να παρελαύνουν με μουσικές και σάλπιγγες πάνω στα τείχη κι αναρωτιόταν, πότε και πόσοι Ιταλοί έφτασαν απ’ την Ιταλία για να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα. Την εμφάνιση αυτή των Βενετών προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο Χαλλίλ πασάς, για να πείσει το σουλτάνο να λύσει την πολιορκία της Πόλης. Αλλά ο ισχυρογνώμων μονάρχης δεν πείθονταν με κανένα τρόπο και ήταν αποφασισμένος να προσπαθήσει με όλες τις δυνάμεις του να εκπληρώσει το όνειρο της ζωής του.

195


16.

Ο ΥΑΞΑΣ ΠΡΟ ΔΙΛΗΜΑΤΟΣ

Πριν επιχειρήσει την εκστρατεία αυτή ο Μωάμεθ, έστειλε παντού ανθρώπους του να ειδοποιήσουν τους διοικητές των επαρχιών του και τους ηγεμόνες που ήταν υποτελείς του, να συγκεντρώσουν και να του στείλουν στην Αδριανούπολη όσο πιο πολύ στρατό μπορούσε ο καθένας. Σ’ άλλους έλεγε την αλήθεια για ποιο σκοπό ήθελε το στρατό αυτό και σ’ άλλους όχι. Ένας καβαλάρης διέσχιζε τις πεδιάδες κι ανεβοκατέβαινε τα βουνά της Θράκης και της Βουλγαρίας καλπάζοντας προς τη Σερβία. Απ’ όλα τα τουρκικά φρούρια που περνούσε στο δρόμο ζητούσε, με ειδική διαταγή που είχε απ’ το σουλτάνο, να του δίνουν καινούριο άλογο και να του παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια, ώστε να φθάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον προορισμό του. Οι Τούρκοι φρούραρχοι, που έτρεμαν όταν άκουγαν το όνομα του Μωάμεθ, γιατί ήξεραν ότι κάθε παράβαση προσωπικής διαταγής του τιμωρούνταν με αποκεφαλισμό, έσπευδαν να τον εξυπηρετήσουν και να τον βοηθήσουν όσο μπορούσαν περισσότερο. Με το άλογό του καταϊδρωμένο και κατάκοπος απ’ την πολυήμερη ιππασία, έφτασε ο αγγελιοφόρος στο Σμερδένεβο. Τράβηξε κατευθείαν στο ανάκτορο του ηγεμόνα και ζήτησε, κατά διαταγή του σουλτάνου, να τον παρουσιάσουν αμέσως στο Βράκοβιτς. -Άρχοντά μου, είπε ο Τούρκος αγγελιοφόρος στο Βράκοβιτς. Ο πολυχρονεμένος και μεγάλος μας αφέντης με διέταξε να σας παραδώσω αυτά αμέσως και μόλις φθάσω στο Σμερδένεβο κι έδωσε μερικά γράμματα στον ηγεμόνα της Σερβίας. Επίσης, μου είπε να σας τονίσω ιδιαίτερα ότι, ό,τι σας ζητά το θέλει αμέσως και χωρίς καθυστέρηση. Αύριο το πρωί θα φύγω επιστρέφοντας στην Αδριανούπολη και θέλω να μου δώσετε συγκεκριμένη απάντηση. Ο Βράκοβιτς μόλις έμεινε μόνος άρχισε να διαβάζει τα γράμματα του Μωάμεθ. Κάλεσε μερικούς άρχοντές του και έδωσε εντολή να ειδοποιηθεί και να παρουσιαστεί αμέσως μπροστά του ο βοεβόδας του Μπρέζνικ Υαξάς. Οι άρχοντες που κάλεσε ο Βράκοβιτς και ο Υαξάς ειδοποιήθηκαν αμέσως και παρουσιάστηκαν στον ηγεμόνα τους. -Μόλις πριν από λίγο, είπε ο Βράκοβιτς, κατέφθασε ένας ειδικός απεσταλμένος του Μωάμεθ και μου έφερε αυτά τα γράμματα κι έδειξε με το χέρι του μερικά χαρτιά που ήταν μπροστά του πάνω στο τραπέζι. Μου γράφει, ότι κάποιος άρχοντας, διοικητής μακρινής επαρχίας της αυτοκρατορίας του στην Ασία, επαναστάτησε και θέλει να τον επαναφέρει στην τάξη. Επικαλείται, λοιπόν, παλιότερες συμφωνίες που είχαμε με τον πατέρα του Μουράτ και οι οποίες ισχύουν και σήμερα και ζητά να του στείλουμε ένα σώμα σερβικού ιππικού, να τον βοηθήσει στην εκστρατεία του αυτή. Βέβαια, όχι ότι δεν έχει αρκετές δυνάμεις για να επιβληθεί μόνος του, αλλά ζητά και τη δική μας παρουσία, για να δείξει στους βάρβαρους ομοθρήσκους του στην Ασία πόσο φιλικά και αδελφωμένα ζει

196


με τους αλλόθρησκους λαούς της Ευρώπης. Θέλει, όπως φαίνεται, να μεταχειριστεί τη δική μας παρουσία στην Ασία σαν όπλο διπλωματικό και να εντυπωσιάσει τον επαναστάτη εμίρη και τους άλλους εμίρηδες της Ανατολής και έμμεσα να τους δείξει, πόσο άριστες είναι οι προθέσεις του για τους ομοθρήσκους του, αφού είναι τόσο καλές για τους αλλοθρήσκους του, οι οποίοι τον ακολουθούν ακόμη και στον πόλεμο. -Θέλει, δηλαδή, να επιβληθεί και δυναμικά αλλά και διπλωματικά στην Ασία και να εξασφαλιστεί πιο σίγουρα από εκείνη την κατεύθυνση, πρόσθεσε ένας άρχοντας. -Το σώμα, λοιπόν, που θα του στείλουμε εμείς, συνέχισε ο Βράκοβιτς, θα έχει μάλλον συμβολικό χαρακτήρα. Για να είναι, όμως, αισθητή η παρουσία του και εντονότερο το ψυχολογικό αποτέλεσμα, πρέπει να είναι και κάπως ευάριθμο. -Είναι δυνατόν να αρνηθούμε να στείλουμε στρατιώτες μας να πολεμήσουν για το Μωάμεθ; Ρώτησε ένας απ’ τους παρευρισκομένους. -Πιστεύω, ότι είναι κρυφή επιθυμία όλων μας να μην εκτελέσουμε αυτήν την παράκληση-διαταγή του σουλτάνου, είπε ο Βράκοβιτς και συνέχισε. Έχουμε, όμως, σήμερα τη δύναμη να αρνηθούμε στις επιθυμίες του και να υποστηρίξουμε μόνοι μας την άρνησή μας αυτή δυναμικά αν χρειαστεί; Γιατί, δεν πρέπει να παρασυρθούμε από συναισθηματισμούς και να αγνοήσουμε την πραγματικότητα. Πού μπορούμε να ελπίσουμε σε περίπτωση που ο απότομος και εκδικητικός σουλτάνος μας επιτεθεί; Να στραφούμε στον Ουνυάδη; Δεν βλέπω ελπίδες από κει, γιατί κι αυτός είναι δεμένος με τη συμφωνία που υπέγραψε εδώ στο Σμερδένεβο πριν λίγο καιρό με το Μωάμεθ και δεν βλέπω πιθανότητες να θελήσει να την αθετήσει και να εκστατεύσει εναντίον του, απλώς και μόνο επειδή εμείς αρνηθήκαμε να στείλουμε λίγους ιππείς, ένα συμβολικό σώμα Σέρβων στην Αδριανούπολη. Να στραφούμε στους δεσπότες της Πελοποννήσου και της Ηπείρου; Αυτοί είναι τόσο πολύ στριμωγμένοι τώρα απ’ τον Τουραχάν πασά, που δεν ξέρουν πού να καταφύγουν για να σώσουν τους εαυτούς τους. Να ζητήσουμε βοήθεια απ’ τον αυτοκράτορα; Αυτός δεν μπόρεσε να σηκώσει κεφάλι όταν χτίζαν οι Τούρκοι δίπλα του το Ρούμελη-χισάρ και θα βοηθήσει εμάς τώρα που είναι κυκλωμένος από παντού; -Επομένως, είπε κάποιος, δεν υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε να αντιδράσουμε στις απαιτήσεις του Μωάμεθ. Άλλωστε, δεν είναι και κανένα πολύ σπουδαίο πράγμα αυτό που μας ζητά. Θέλει ένα σώμα δικού μας ιππικού να τον βοηθήσει στην Ασία. -Σκέφτομαι, είπε ο Βράκοβιτς παίρνοντας το λόγο, να αναθέσω την αρχηγία του σώματος στον άρχοντα Υαξά κι έδειξε προς το μέρος του βοεβόδα του Μπρέζνικ. Επειδή κανένας δεν έφερε αντίρρηση, δόθηκαν οι αναγκαίες οδηγίες στον αρχηγό του σώματος των ιππέων και διατάχτηκε να ετοιμαστεί και να φύγει το συντομότερο για την Αδριανούπολη. Την άλλη μέρα το πρωί, ο Τούρκος απεσταλμένος του Μωάμεθ άφηνε το Σμερδένεβο κι έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για την Αδριανούπολη. Μαζί με την προφορική συγκατάθεση του Βράκοβιτς, για

197


την αποστολή ιππικού προς το σουλτάνο, έφερε και ορισμένα γράμματα του ηγεμόνα της Σερβίας προς το Μωάμεθ. Επίσης, ο Τούρκος απεσταλμένος, φεύγοντας απ’ την Αδριανούπολη, πήρε μαζί του απ’ το σεράι και ορισμένα άλλα γράμματα, καλά φυλαγμένα, τα οποία ίσως του χρειαζόταν κατά την επιστροφή, ανάλογα με την απάντηση του Βράκοβιτς. Φεύγοντας απ’ τη Σερβία, σταμάτησε στο πρώτο τουρκικό φρούριο που ήταν πάνω στο δρόμο του και παρέδωσε δυο γράμματα στο φρούραρχο. -Το ένα, του είπε, είναι δικό σου. Έρχεται κατευθείαν απ’ το Μωάμεθ. Το άλλο να το προωθήσεις αμέσως με δικό σου άνθρωπο στα πλησιέστερα τμήματα του Τουραχάν πασά που πολεμούν τους δεσπότες και αδελφούς του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, Δημήτριο και Θωμά. Πρέπει να φθάσει στα χέρια του αμέσως και με ευθύνη δική σου. Σύστησε δε αμέσως στους στρατιώτες σου, ώστε στο σερβικό σώμα που πρόκειται να περάσει από εδώ για την Αδριανούπολη, να φερθούν όσο μπορούν πιο καλά και τους Σέρβους ιππείς να τους θεωρήσουν σα δικούς μας στρατιώτες. Ό,τι άλλο χρειάζεται να ξέρεις, θα το βρεις γραμμένο στο γράμμα που σου στέλνει το σεράι. Ο αγγελιοφόρος κοιμήθηκε το βράδυ στο φυλάκιο και το πρωί ξεκούραστος συνέχισε το δρόμο του. Ήθελε να γυρίσει γρήγορα, για ν’ αναγγείλει στον αφέντη του τις ευχάριστες ειδήσεις που έφερνε απ’ τη Σερβία. Δεν ήταν, όμως και απόλυτη ανάγκη να καλπάζει μέρα-νύχτα ασταμάτητα, όπως έκανε όταν πήγαινε για τη Σερβία. Τώρα, μπορεί να ξεκουράζεται και λίγο και να κοιμάται πιο ήσυχος. Όταν έφτασε στο επόμενο τουρκικό φυλάκιο, παρέδωσε γράμμα και στον εδώ φρούραρχο. Έδωσε και προφορικά ορισμένες οδηγίες, όπως και στον προηγούμενο, ξεκουράστηκε, πήρε ξεκούραστο άλογο και συνέχισε το δρόμο του. Το ίδιο συνέβη και στ’ άλλα φρούρια που πέρασε γυρίζοντας στην Αδριανούπολη. Σε λίγες μέρες, χίλιοι πεντακόσιοι Σέρβοι ιππείς, με αρχηγό τους τον Υαξά, διέσχιζαν τη Μακεδονία και τη Θράκη και προχωρούσαν για την Αδριανούπολη. Στο δρόμο, οι Τούρκοι στρατιώτες τους υποδέχονταν με χαρά και οι διοικητές των τουρκικών φρουρίων τους παρείχαν με προθυμία κάθε εξυπηρέτηση και διευκόλυνση. Η συμπεριφορά αυτή των Τούρκων, την οποία δεν περίμεναν να συναντήσουν οι Σέρβοι, τους έκανε μεγάλη εντύπωση και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις η υπέρμετρη καλοσύνη τους τους ξάφνιαζε. Αφού πέρασαν τη Φιλιππούπολη κι έφτασαν στα τελευταία χωριά της προς το μέρος της Αδριανούπολης, συνάντησαν κι άλλα σώματα του Μπελήρμπεη πασά, που προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης και κατευθύνονταν για την τουρκική πρωτεύουσα. Σ’ ένα απ’ τα χωριά αυτά ξεπέζεψαν για να ξεκουραστούν κι αυτοί και τ’ άλογά τους. Κάθισαν εδώ κι εκεί κάτω απ’ τους ίσκιους των δέντρων ξέγνοιαστοι παρέες-παρέες. Άλλοι έτρωγαν, άλλοι κοιμόταν κι άλλοι συζητούσαν μισοξαπλωμένοι στα χόρτα. Σ’ ένα φουντωτό δέντρο, που ξεχώριζε ανάμεσα στ’ άλλα σε μια χορταριασμένη πλαγιά δεξιά του δρόμου, αναπαύονταν ο Υαξάς με τους 198


αξιωματικούς του. Ο καιρός ήταν καλός και όλοι μισοξαπλωμένοι στην πρασινάδα απολάμβαναν τον ήλιο και τη γραφικότητα του τοπίου. Πιο κάτω, έβοσκαν ελεύθερα τα άλογά τους, μισοχαμένα μέσα στο πυκνό και καταπράσινο χορτάρι, που γίνονταν ψηλότερο και πιο βαθυπράσινο όσο η πλαγιά πλησίαζε προς το ποταμάκι. -Πολλά τμήματα συναντήσαμε στο δρόμο μας, είπε για μια στιγμή ο αρχηγός. -Και άλλα φαίνονται να κινούνται ανάμεσα στα χωριά, πέρα στους κάμπους ή ψηλότερα στις πλαγιές, πρόσθεσε ένας ακόλουθός του, ο Μιχαήλ Κωσταντίνοβιτς. -Φαίνεται, πως μεγάλο στρατό ετοιμάζει ο Μωάμεθ για την Ασία. Θέλει, ίσως, να θαμπώσει τον επαναστάτη ηγεμόνα με το πλήθος του στρατού του, συνέχισε ο Υαξάς χωρίς να κινηθεί καθόλου απ’ τη θέση του όπου ήταν ξαπλωμένος. Την αμεριμνησία των στρατιωτών και την ησυχία που επικρατούσε κάτω απ’ τα σκιερά δέντρα ανατάραξε ο καλπασμός ενός αλόγου και οι φωνές του καβαλάρη του, που, αναστατωμένος και με έκδηλη την αγωνία στο πρόσωπό του, φώναζε και χειρονομούσε πάνω απ’ το ξαναμμένο άλογό του. -Καπετάνιε, καπετάνιε . . . Όλοι οι στρατιώτες, ξαφνιασμένοι απ’ τις παράξενες φωνές και τη βιασύνη του καβαλάρη συναδέλφου τους, πετάχτηκαν όρθιοι και έστρεψαν τα βλέμματά τους περίεργα προς το μέρος που ακουγόταν οι φωνές και ο θόρυβος του καλπασμού. Ο στρατιώτης συνέχισε να φωνάζει. -Καπετάνιε, καπετάνιε . . . Μερικοί στρατιώτες του έκαναν νόημα, δείχνοντάς του κάποιο μεγάλο και βαθίσκιο δέντρο λίγο πιο πέρα στην άκρη του δρόμου. Αυτός κάλπασε προς την κατεύθυνση εκείνη και, πριν καλά-καλά σταματήσει το άλογό του κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο, πήδησε απ’ τη ράχη του και βιαστικός και με έντονη έξαψη άρχισε να λέει. -Καπετάνιε. Καπετάνιε, μας είπαν ψέματα . . . ψέματα . . . Ο Υαξάς τού ‘κανε νόημα να καθίσει για να συνέλθει. Τού ‘δωσε κάτι να πιει για να ηρεμίσει και προσπάθησε να συγκρατηθεί και να φανεί ψύχραιμος κι ο ίδιος. Μόλις ο στρατιώτης ήπιε μια-δυο γουλιές ρακί από ένα μικρό παγούρι που τού ‘δωσε ο Υαξάς απ’ την τσέπη του, είπε σε πιο ήρεμο τόνο. -Καπετάνιε, μας είπαν ψέματα. Δεν πάμε για την Ασία. Βγήκα πιο πάνω στο χωριό για ν’ αγοράσω κάτι στα μαγαζιά . . . Εκεί έμαθα τρομερά πράγματα . . . Όλος αυτός ο στρατός που συγκεντρώνεται εδώ ετοιμάζεται να χτυπήσει την Κωνσταντινούπολη. -Την Κωνσταντινούπολη! Είπε έκθαμβος ο αρχηγός και κοίταξε στα μάτια τον Κωσταντίνοβιτς, που είχε μείνει κι αυτός εμβρόντητος με τα λόγια του λαχανιασμένου στρατιώτη.

199


Έτσι λένε όλοι στο χωριό. Για εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης συζητούν οι στρατιώτες των άλλων τμημάτων του Μπελήρμπεη. Το λένε ανοιχτά οι γενίτσαροι . . . Ο Υαξάς έμεινε για λίγο άφωνος και σκεφτικός. Ύστερα, έστειλε μερικούς ανθρώπους του στα γύρω χωριά να συγκεντρώσουν πιο συγκεκριμένες πληροφορίες. Όταν γύρισαν οι απεσταλμένοι του, κάλεσε όλους τους αξιωματικούς του και τους είπε. -Πραγματικά, πέσαμε θύματα απάτης. Από πληροφορίες που έχουμε από διαφορετικές πηγές, βγαίνει καθαρά το συμπέρασμα ότι πάμε να πολεμήσουμε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Στο σημείο αυτό, ένας θόρυβος και πάλι παρατηρήθηκε ανάμεσα στους στρατιώτες που ξεκουράζονταν πιο πέρα κάτω απ’ τα δέντρα προς το δρόμο. Ο Υαξάς και οι αξιωματικοί του διέκοψαν τη συζήτηση και σηκώθηκαν όρθιοι να ‘δουν τι συμβαίνει. -Πού είναι ο καπετάνιος; Φώναξε από μακριά ένας στρατιώτης σε μια ομάδα συναδέλφων του, που αμέριμνοι ήταν ξαπλωμένοι στα χόρτα μια μικρής πλαγιάς. -Εκεί πιο κάτω νομίζω, είπε ένας απ’ τη συντροφιά κι έδειξε προς το μεγάλο δρόμο, όπου κάθονταν ο Υαξάς με τους αξιωματικούς του. -Για πήγαινε Μιχαήλ να ‘δεις τι συμβαίνει και ποιος είναι αυτός που έρχεται καβάλα στο άλογο. Μην τον φέρεις εδώ. Κράτησέ τον πιο κάτω. Δεν θέλω να μας βρει έτσι όλους συγκεντρωμένους τους αξιωματικούς. Ο Μιχαήλ Κωσταντίνοβιτς έτρεξε αμέσως προς την κατεύθυνση του ξένου καβαλάρη. -Θέλω τον αρχηγό σας, είπε στο Μιχαήλ ο Τούρκος αγγελιοφόρος. Έχω να του παραδώσω μια διαταγή απ’ το Μπελήρμπεη Καρατζά πασά. -Περίμενε εδώ, τον πρόσταξε ο Κωσταντίνοβιτς. Κατέβα απ’ το άλογό σου και κάθισε λίγο να ξαποστάσεις. Θα στείλω ένα στρατιώτη να τον βρει και να του πει ότι τον ζητάς. Κι έκανε νόημα σ’ ένα Σέρβο στρατιώτη να ειδοποιήσει τον Υαξά, προσθέτοντας και μερικές ακόμη λέξεις στα σερβικά. Ο στρατιώτης έφυγε αμέσως και σε λίγο ήρθε ο αρχηγός. Ο Τούρκος αγγελιοφόρος του παρέδωσε τη διαταγή, χαιρέτησε και έφυγε. Ο Υαξάς ξεδίπλωσε το χαρτί και ανυπόμονα άρχισε να διαβάζει τη νέα διαταγή των Τούρκων. Διάβαζε και σιγοπερπατούσε προς το δέντρο, όπου είχαν έρθει στο μεταξύ και οι άλλοι αξιωματικοί. Ο Μιχαήλ που βάδιζε δίπλα στον Υαξά παρατήρησε ότι, όσο ο αρχηγός του προχωρούσε στο διάβασμα της διαταγής, τόσο περισσότερο έχανε το χρώμα του. Όταν έφτασαν στο δέντρο και κάθισαν ανάμεσα στους άλλους αξιωματικούς, ο Υαξάς ήταν πελιδνός. -Τι συμβαίνει; Ρώτησαν με απορία οι άλλοι αξιωματικοί. Ο αρχηγός έριξε μπροστά τους τη διαταγή και είπε. -Δεν είναι διαταγή του Καρατζά πασά. Είναι διαταγή του σουλτάνου. Μας διατάζει, να πάρουμε αμέσως το συντομότερο δρόμο και να

200


κατευθυνθούμε προς την Κωνσταντινούπολη, για να ενωθούμε με τα εκεί στρατεύματα του Καρατζά πασά43. -Αυτό δε θα γίνει ποτέ, διέκοψε ο Μιχαήλ Κωσταντίνοβιτς. -Να γυρίσουμε πίσω, είπε ένας άλλος. -Μη βιάζεστε, μη βιάζεστε, τους καθησύχασε ο αρχηγός τους. Πρέπει να ξέρετε, ότι όλα τα τουρκικά φρούρια από εδώ μέχρι τη Σερβία, καθώς και τα τμήματα του Τουραχάν πασά, που βρίσκονται κοντά στην πατρίδα μας, έχουν ειδοποιηθεί να έχουν το νου τους και να μη μας επιτρέψουν να γυρίσουμε πίσω. Διατάχτηκαν να μας χτυπήσουν αλύπητα, αν προσπαθήσουμε κάτι τέτοιο. -Είμαστε χίλιοι πεντακόσιοι κι όλοι διαλεχτοί ιππείς, είπε κάποιος. Θα τους χτυπήσουμε και μεις και νομίζω ότι θα περάσουμε. -Είμαστε χίλιοι πεντακόσιοι, είπε κάποιος άλλος αλλά μόνο εδώ κοντά μας υπάρχουν δώδεκα χιλιάδες γενίτσαροι και χώρια ο στρατός του Μπελήρμπεη. -Να σκορπιστούμε σε μικροομάδες, για να μην δίνουμε στόχο και να φεύγουμε λίγοι-λίγοι και χωριστά, πρόσθεσε κάποιος άλλος. Εδώ είναι τόσα πολλά ξένα και διαφορετικά τμήματα, που είμαι σίγουρος ότι λίγοιλίγοι θα μπερδευτούμε ανάμεσά τους και θα περάσουμε απαρατήρητοι. -Αν αποφασίσουμε σα λύση το δρόμο της φυγής, αυτός ο τρόπος θα είναι μάλλον ο καλύτερος. Είναι, όμως, αυτή και η καλύτερη λύση; Ρώτησε ο Υαξάς και συνέχισε. Μήπως με τη φυγή μας φέρουμε σε δύσκολη θέση τον ηγεμόνα μας και την πατρίδα μας; Μήπως ο Βράκοβιτς, αποβλέποντας σε ευρύτερα και άγνωστα σε μας συμφέροντα της Σερβίας, γνώριζε την αλήθεια και αποφάσισε την αποστολή μας αυτή, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει; Μήπως, μαθαίνοντας τη φυγή μας ο σουλτάνος επιτεθεί με τα πολυάριθμα που έχει εδώ συγκεντρωμένα στρατεύματά του εναντίον της Σερβίας; Δε θα του είναι και πολύ δύσκολο να καταστρέψει τη χώρα μας. Τώρα μάλιστα που έχει τις στρατιές του Τουραχάν πασά στα νότια σύνορά μας. Σταματούν τον πόλεμο αμέσως, αν θέλουν, με τους δεσπότες του Μωριά και της Ηπείρου και στρέφονται εναντίον μας. Ποιος θα μας βοηθήσει τότε; Σταμάτησε για λίγο και με τόνο που έδειχνε ότι κατέληγε σ’ ένα βαρύ κι ανεπιθύμητο συμπέρασμα συνέχισε. -Η φυγή είναι ίσως εύκολη. Οι συνέπειες, όμως, τραγικές. Επικράτησε σιγή. Κανείς απ’ τους αξιωματικούς του Υαξά δεν πρόφερε λέξη. Όλοι έβρισκαν τα λόγια του αρχηγού τους σωστά, παρ’ ότι δεν ήθελαν να τα παραδεχτούν. Βασάνιζαν το μυαλό τους κάτι να βρουν, με κάποιο επιχείρημα να αντικρούσουν την τρομερή αλήθεια, την αναπόφευκτη πραγματικότητα. Ήθελαν να υποστηρίξουν τη φυγή. Δεν ήθελαν να πολεμήσουν κατά των ομοθρήσκων τους και υπέρ του Μωάμεθ. Δεν μπορούσαν όμως. Ήταν αργά. Είχαν πιαστεί στην παγίδα. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Σιωπηλοί, ένας-ένας, άρχισαν να γυρίζουν στα τμήματά τους και να ετοιμάζονται να συνεχίσουν το δρόμο τους, με κατεύθυνση αυτή τη φορά 43

Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’

Σελίδα

133. 201


την Κωνσταντινούπολη. Δρόμος πραγματικού μαρτυρίου. Τουλάχιστον για ορισμένους απ’ αυτούς. Μέσα στη βαριά και καταθλιπτική σιωπή που επικρατούσε, ακούστηκαν ξερά τα λόγια του Κωσταντίνοβιτς που πρόφερε μονολογώντας, καθώς απομακρύνονταν απ’ το δέντρο της θλιβερής συγκέντρωσης των αξιωματικών του Υαξά. -Θα πάμε στον πόλεμο της Πόλης, αφού έτσι ήταν γραφτό μας. Αλλά, αν πολεμήσουν όλοι όπως θα πολεμήσουμε εμείς, η Πόλη δε θα πέσει ποτέ.

202


17.

ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Καταπονεμένοι και κουρασμένοι οι Έλληνες και οι άλλοι μαχητές του αυτοκράτορα από τη μεγάλη χθεσική επίθεση των Τούρκων στην κοιλάδα του Λύκου, αναστατώθηκαν με τις κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών και τις φωνές των πολιτών, το πρωί εκείνο της 20ης Απριλίου. Όσοι απ’ τους μαχητές δεν ήταν την ώρα εκείνη στις επάλξεις, άρπαξαν τα όπλα τους κι έτρεξαν στις προκαθορισμένες θέσεις τους. Όλοι βγήκαν έντρομοι και αναστατωμένοι στα τείχη. Ο λαός ανέβηκε στα ψηλώματα και στα καμπαναριά ή στις στέγες των σπιτιών και στους τρούλους των εκκλησιών. Κάτω στο λιμάνι, άλλοι σκαρφάλωναν στα κατάρτια των πλοίων και στις ανεμόσκαλες κι άλλοι έτρεχαν βιαστικοί να βγουν στα ψηλώματα της στεριάς, για να δουν και να μάθουν τι συμβαίνει. Ο Βενετός γιατρός Μπάρμπαρο, που πριν από λίγο είχε φθάσει στην Κωνσταντινούπολη με τα πλοία του Ιουστινιάνη, πετάχτηκε ξαφνιασμένος έξω απ’ την καμπίνα του πλοίου του και τροχάδην κατευθύνθηκε προς τα τείχη. Λαχανιασμένος ανέβηκε στις επάλξεις. Οι πύργοι και όλα τα ψηλότερα σημεία των τειχών ήταν γεμάτα στρατιώτες. Όλο αυτό το ξαφνιασμένο πλήθος των συγκεντρωμένων στρατιωτών και του λαού έδινε την εντύπωση γενικού συναγερμού. Παράξενο όμως. Εκτός απ’ τη μεγάλη συγκέντρωση πολεμιστών στις επάλξεις, δεν παρατηρούνταν καμιά άλλη κίνηση. Παντού επικρατούσε ησυχία. Οι Τούρκοι δεν φαίνονταν να κινούνται ή να προετοιμάζονται για επίθεση. Από κει ψηλά διακρίνονταν καθαρά απέναντι το στρατόπεδό τους και δεν φαίνονταν τίποτα το ύποπτο σ’ αυτό. Οι καμπάνες, όμως, της Κωνσταντινούπολης συνέχιζαν να χτυπούν δυνατά και ο κόσμος έτρεχε κι ανέβαινε µ’ αφάνταστη γρηγοράδα στα υψώματα και στις στέγες των σπιτιών. -Τι συμβαίνει; Ρώτησε µ’ ανυπομονησία και περιέργεια ο Βενετός γιατρός, μόλις ανέβηκε στα τείχη και συνάντησε τους πρώτους στρατιώτες στις επάλξεις. Ετοιμάζουν επίθεση οι εχθροί ή μήπως άνοιξαν άλλο κανένα λαγούμι πάλι και προσπαθούν να περάσουν κάτω απ’ τα τείχη, για να μπουν στην πόλη χωρίς να τους πάρουμε είδηση; -Όχι καπετάνιε, απάντησε ο πρώτος στρατιώτης που βρέθηκε μπροστά του. Για κοίταξε εκεί, του είπε κι έδειξε με το χέρι του προς τη θάλασσα του Μαρμαρά. Ναυμαχία, ναυμαχία . . . -Ναυμαχία! Είπε µ’ απορία ο Βενετός γιατρός κι έστρεψε κι αυτός με λαιμαργία τα μάτια του προς το σημείο όπου ήταν τη στιγμή εκείνη καρφωμένα όλα τα μάτια της Κωνσταντινούπολης. Και των φίλων της και των εχθρών της. Πραγματικά, το πρωί εκείνης της απριλιάτικης Παρασκευής, κατά τις εννιά η ώρα, φάνηκαν μακριά μέσα στη θάλασσα του Μαρμαρά τέσσερα καράβια να πλησιάζουν προς την Κωνσταντινούπολη. Η εμφάνιση των πλοίων αυτών έδωσε αφάνταση χαρά και θάρρος στους πολιορκημένους. Όλοι γενικά στην Κωνσταντινούπολη, απ’ τον αυτοκράτορα ως τον

203


τελευταίο στρατιώτη κι απ’ τον μεγαλύτερο άρχοντα ως τον πιο άσημο πολίτη, περίμεναν με αγωνία την άφιξη βοήθειας απ’ την κατεύθυνση αυτή. Όλες τους οι ελπίδες για επιβίωση εξαρτιόταν απ’ την αναμενόμενη βοήθεια. Με την ελπίδα και την πεποίθηση ότι θά ‘ρθει οπωσδήποτε η βοήθεια, που με αγωνία περίμεναν απ’ τη Δύση, έπαιρναν κουράγιο και ενίσχυαν το ηθικό και τη δύναμή τους για περαιτέρω αντίσταση. Απερίγραπτη, λοιπόν, ήταν η χαρά τους, όταν είδαν τα τέσσερα εκείνα πλοία να πλέουν προς την πολιορκημένη πόλη τους. Αλλά εξίσου μεγάλη ήταν και η χαρά και η συγκίνηση των πληρωμάτων των τεσσάρων πλοίων, όταν, το πρωί της μέρας εκείνης, αντίκρισαν από μακριά βαθιά στον ορίζοντα τα λαμπυρίσματα των τρούλων της Αγιασοφιάς. Τρία απ’ τα πλοία εκείνα ήταν γενουάτικα και κυβερνιόταν απ’ τους πραγματικά δοκιμασμένους και γενναίους ναυτικούς, το Μαυρίκιο Καττάνεο, το Δομίνικο Νοβραίο και το Βαπτιστή Φελλιτσιάνο. Στις 15 Απριλίου, άφησαν το λιμάνι της Χίου και με ούριο άνεμο έβαλαν πλώρη για τα Δαρδανέλια. Στο δρόμο τους συνάντησαν κι ένα μεγάλο αυτοκρατορικό πλοίο φορτωμένο σιτάρι, που κατευθύνονταν κι αυτό για την Πόλη. Το μεγάλο πλοίο κυβερνούσε ο επίσης γενναίος και έμπειρος ναυτικός, ο καπετάν Φλαντανελλάς. Τα τέσσερα πλοία, με δυνατό άνεμο και ευνοϊκό θαλάσσιο ρεύμα, μπήκαν στα Στενά κι απαρατήρητα πέρασαν στην Προποντίδα. Επωφελούμενα δε το σκοτάδι αρμένισαν όλη τη νύχτα και το πρωί βρέθηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη. Τώρα, τα θρυλικά πλοία έπλεαν ολοταχώς. Είχαν προσπεράσει την εκκλησία και την πύλη της Αγίας Βαρβάρας κι είχαν παρακάμψει το τόξο της ακτής της Ακρόπολης. Πλησίαζαν την προεξοχή της ξηράς πάνω στην οποία είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Δημητρίου και ετοιμάζονταν να στρίψουν αριστερά, να μπουν στον Κεράτιο και να περάσουν στο λιμάνι. Ξαφνικά, ένα υπόκοφο και μακρινό βουητό αντήχησε έξω απ’ τη δυτική πλευρά της πόλης. Όλων τα μάτια άφησαν για μια στιγμή τα καράβια και στράφηκαν προς την κατεύθυνση εκείνη. Ολόκληρο το δεξιό σκέλος της στρατιάς των πολιορκητών, μόλις είδε τα πλοία, σηκώθηκε σύσσωμο κι έτρεξε προς την παραλία. Με μιας, το απέραντο στρατόπεδο των Τούρκων αναδεύτηκε απ’ τη μια μεριά ως την άλλη και κυμάτισε σαν τεράστιο αθέριστο χωράφι, που ξαφνικά περνά από πάνω του αναπάντεχο μελτέμι. Μεγάλες ομάδες σαρικοφόρων στρατιωτών ξέκοβαν απ’ τους καταυλισμούς και τα οχυρώματά τους κι έτρεχαν προς τη θάλασσα. Οι ομάδες αυτές με τα χρωματιστά σαρίκια τους, καθώς άφηναν το πολύχρωμο στρατόπεδο κι έφευγαν προς τις ακτές, έμοιαζαν σαν ξεθωριασμένα κομμάτια κάποιου παλιού κι εφθαρμένου χαλιού, το οποίο, απ’ την πολυκαιρία και τη μακροχρόνια χρήση, εύκολα τεμαχίζεται και διαλύεται στο φύσημα του αέρα. -Λες νά ‘ναι μόνο αυτά τα τέσσερα, καπετάνιε; Ρώτησε το Βενετό γιατρό ένας ψηλόσωμος στρατιώτης, που με κανένα τρόπο δεν ήθελε να απομακρύνει το βλέμμα του απ’ τα πλοία.

204


-Όχι, όχι, εποκλείεται, απάντησε βιαστικός κάποιος άλλος. Κοίταξε καλά στο βάθος και δε θα αργήσεις να δεις κι άλλα κατάρτια να ξεπροβάλουν στη στρογγυλάδα του ορίζοντα. Πρέπει νά ‘ρχονται πολλά . . . -Αυτά που βλέπεις είναι μόνο ο προπομπός, φώναξε ένας άλλος στρατιώτης που στεκόταν λίγο πιο πέρα. Σε λίγο θα φανεί ο μέγας στόλος του πάπα . . . Τότε θα γεμίσει πανιά ο ορίζοντας και θα σκεπαστεί με καράβια η θάλασσα. Όταν ξεπροβάλει η πραγματική αρμάδα, έλεγε γεμάτος πεποίθηση ένας άλλος στρατιώτης, θα δεις γαλέρες της Βενετίας, της Νεάπολης, της Γένουας. Θα δεις καράβια απ’ τη Σικελία, απ’ την Πελοπόννησο, απ’ την Κρήτη . . . -Λες να μας ξαναστείλουν πίσω τους Κρητικούς και τους άλλους δραπέτες του Νταβάντσιο; Ρώτησε κάποιος σε τόνο αστειότητας, διακόπτοντας το συνάδελφό του. Χωρίς να δώσει και μεγάλη σημασία στην ειρωνεία αυτή ο ψηλόσωμος στρατιώτης συνέχισε. Μα εγώ βλέπω πως όλα αυτά τα πλοία που πλησιάζουν είναι γενουάτικα. Αν ήταν προπομπός, δεν έπρεπε να συμμετείχε και κανένα απ’ τη Νεάπολη ή τη Βενετία; Ή μήπως οι Γενουάτες μάθανε τη νέα διαταγή του αυτοκράτορα, ότι κάθε γενουάτικο πλοίο που θά ‘ρχεται τώρα στην Κωνσταντινούπολη δε θα πληρώνει κανένα φόρο, άσχετο πόσα και τι είδους εμπορεύματα θα έχει φορτωμένα κι έρχονται να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία; Δηλαδή, έρχονται για δικό τους σκοπό κι όχι για δική μας βοήθεια; Ο Βενετός γιατρός, που δεν χόνευε καθόλου τους Γενουάτες, χαμογέλασε ελαφρά αλλά δεν είπε κουβέντα, για να μην πάρει άλλη τροπή το πράγμα και μειώσει το θάρρος και το κουράγιο που πήραν οι πολιορκημένοι απ’ την εμφάνιση των πλοίων. -Εσύ τι λες, καπετάνιε; Ξαναρώτησε κάποιος. -Μακάρι νά ‘ρχονται κι άλλα πιο πίσω, είπε ο γιατρός. Προς το παρόν, μας έρχονται σίγουρα τέσσερα. Κι αυτό δεν είναι μικρό πράγμα. Στο μεταξύ, μερικά τούρκικα πλοία κινήθηκαν για να εμποδίσουν και να συλάβουν τα πλησιάζοντα χριστιανικά. -Θα καταφέρουν, άραγε, να μπουν στο λιμάνι οι δικοί μας ή θα τους προλάβουν οι Τούρκοι; Ρώτησε ο ψηλός στρατιώτης. -Δεν βλέπω τους Τούρκους να το παίρνουν και πολύ στα ζεστά, πρόσθεσε ένας άλλος. Θα έπρεπε να είχαν κινηθεί γρηγορότερα και με μεγαλύτερα πλοία. Αυτά που κινούνται τώρα εναντίον των δικών μας είναι σα βάρκες. Δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τις γαλέρες. -Ο Μωάμεθ, ο Μωάμεθ. Φώναξε κάποιος δυνατά κι όλων τα βλέμματα ξέφυγαν απ’ τη θάλασσα και τις χριστιανικές γαλέρες και στράφηκαν προς τη στεριά, πέρα προς το Γαλατά. Πραγματικά. Μακριά, έξω απ’ τα τείχη, ο Μωάμεθ, με το Μεχμέτ αγά και με μια ομάδα αξιωματούχους του, κάλπαζε µ’ όση πιο πολλή γρηγοράδα μπορούσε προς το Διπλοκιόνιο, εκεί που τώρα ήταν ο τουρκικός ναύσταθμος. Πίσω του ακολουθούσε καλπάζοντας μεγάλο

205


απόσπασμα από πολυάριθμους Τούρκους ιππείς. Με την οργή και τη φόρα που είχε ο Μωάμεθ όρμησε στη θάλασσα και με το άλογό του κολυμπώντας έφτασε στα κοντινά καράβια του. Εξαγριωμένος άρχισε να φωνάζει και να βρίζει το ναύαρχό του Μπαλτόγλου. Ο καπετάν πασάς ξεκινούσε την ώρα εκείνη µ’ ορισμένα πλοία του για να επιτεθεί κατά των γαλερών. Ο Μωάμεθ, όμως, οργισμένος τον διέταζε να κινηθεί µ’ ολόκληρο το στόλο του και υποδείκνυε στο ναύαρχό του με φωνασκίες, βρισιές και χειρονομίες τον τρόπο και την τακτική των κινήσεων των πλοίων. Στο μεταξύ, στρατός και λαός από μέσα απ’ την Κωνσταντινούπολη παρακολουθούν με αγωνία τη δραματική εξέλιξη των πραγμάτων και, με σφιγμένη καρδιά και κρατημένη ανάσα, περιμένουν να δουν τη σύγκρουση και την έκβαση του αγώνα. Έκθαμβοι και µ’ απελπισία οι πολιορκημένοι βλέπουν για μια στιγμή 340 τουρκικά πλοία, ολόκληρο το στόλο του Μωάμεθ να ξανοίγονται απ’ το Διπλοκιόνιο και να προσπαθούν να κυκλώσουν και να συλάβουν τις χριστιανικές γαλέρες. Τα τουρκικά πλοία, μικρά στο μέγεθος, κωπηλατούν γρήγορα και προσπαθούν με κάθε τρόπο να πλησιάσουν τις γαλέρες. Ο Μπαλτόγλου, όρθιος στο κατάστρωμα της τουρκικής ναυαρχίδας, με τον τηλεβόα στο χέρι, δίνει συνεχώς διαταγές και προτρέπει τα πληρώματά του να ορμήσουν με θάρρος και πεποίθηση στη μάχη. Οι γαλέρες, έχοντας ευνοϊκό άνεμο, προχωρούν. Προσπαθούν να φθάσουν στο λιμάνι και να εξασφαλιστούν σ’ αυτό. Οι Τούρκοι αγωνίζονται να τις πλησιάσουν και να τις αποκόψουν. Ορισμένα μάλιστα τουρκικά πλοία τις πλησίασαν κιόλας και άρχισαν να ρίχνουν με τα κανόνια τους. Οι γαλέρες απαντούν. Η μάχη αρχίζει. Τα πρώτα τουρκικά συντρίμμια επιπλέουν στα κύματα. Οι Τούρκοι επιμένουν. Επιτίθενται απ’ όλες τις μεριές. Ο αγώνας αυτός, αγώνας ζωής και θανάτου, κρατά σφιγμένες τις καρδιές των Κωνσταντινουπολιτών. Οι γαλέρες συντρίβουν τα τουρκικά πλοία που βρίσκουν μπροστά τους και προχωρούν. Πάνω στους πύργους, στα τείχη, στις επάλξεις, στις στέγες των σπιτιών, στους δρόμους, παντού επικρατεί σιγή. Νομίζεις, ότι δεν αναπνέει κανείς μέσα στην Πόλη. Τα πανιά των χριστιανικών πλοίων ξαφνικά ξεφουσκώνουν. Πέφτουν στα κατάρτια και κρέμονται απ’ τα σχοινιά σαν κουρελιασμένα. Για μια στιγμή ένας απότομος αναστεναγμός, βγαλμένος με μιας από χιλιάδες στήθη, αυλακώνει την πόλη απ’ το ένα άκρο ως το άλλο και χάνεται αμέσως στο στερέωμα, αφήνοντας και πάλι να επικρατήσει νεκρική σιγή. Τα τέσσερα χριστιανικά πλοία, στην πιο κρίσιμη στιγμή, χωρίς να το περιμένει κανείς, έμειναν ακίνητα στο νερό, λίγες μόνο δεκάδες μέτρα έξω απ’ το λιμάνι. Η άμετρη αγωνία των Κωνσταντινουπολιτών, σα βαριά ταφόπετρα, σκεπάζει ολόκληρη την Πόλη. Μόνο οι κλαγκές των όπλων και οι κρότοι των κανονιών, μαζί με τις κραυγές των πληγωμένων ξεσκίζουν με φρίκη τον αέρα προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα πολυάριθμα τουρκικά πλοία εκμεταλλεύονται τη νηνεμία. Κωπηλατώντας γρήγορα, ορμούν από παντού. Κυκλώνουν και βάζουν στη μέση τις γαλέρες. Αναρίθμητα βέλη πέφτουν

206


με μιας πάνω στα καταστρώματα των χριστιανικών πλοίων προερχόμενα απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Οι χριστιανοί ναυτικοί, γενναίοι και έμπειροι μαχητές, παραταγμένοι γύρω στα καταστρώματα των πλοίων τους, με τα σπαθιά και τα μακριά κοντάρια στα χέρια, αποκρούουν τις λυσσασμένες απόπειρες των Τούρκων, που με άκαμπτο πείσμα προσπαθούν να σκαρφαλώσουν στις γαλέρες. Η μεγαλύτερη μανία των Τούρκων στρέφεται προς το μεγάλο αυτοκρατορικό καράβι. Ο ίδιος ο καπετάν πασάς έπεσε απάνω με το πλοίο του και κάρφωσε τη σιδερένια μύτη της πλώρης του στα πλευρά της γαλέρας. Με αλαλαγμούς, οι Τούρκοι έπεσαν με τσεκούρια, σπαθιά, ακόντια και βέλη κατά του αυτοκρατορικού πλοίου και των άλλων χριστιανικών γαλερών και προσπαθούν με κάθε τρόπο και αψηφώντας κάθε κίνδυνο, να ανεβούν στα καταστρώματα. Η πάλη είναι λυσσαλέα. Η γενναιότητα, όμως, η παλικαριά και η αντοχή των Ελλήνων και των Γενουατών συντρίβουν τις πείσμονες και ορμητικές απόπειρες των Τούρκων. Το θάρρος και η πολεμική ανωτερότητα των χριστιανών αποδεκατίζουν τους Τούρκους και τους ρίχνουν κατά χιλιάδες νεκρούς στη θάλασσα. -Απάνω τους. Απάνω τους, παιδιά, ακούγονταν μέσα στο χαλασμό της άνισης σε αριθμό πάλης, βροντερή η φωνή του καπετάν Φλαντανελλά. -Θάνατος στους άπιστους, φώναζε ο καπετάν Μαυρίκιος στους σιδηρόφρακτους κονταριστές του, που σα σιδερένιο κι απροσπέλαστο τείχος μάχονταν γύρω στις κουπαστές. -Μη δειλιάσει κανείς σας. Σταθείτε πιστοί κι αδελφωμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, έλεγε ο καπετάν Δομίνικος. -Κουράγιο παιδιά και θα τους φάμε. Βαράτε σταθερά και με σύστημα. Δεν μπορεί αυτός ο συρφετός να τα βάλει με τους δικούς μας δοκιμασμένους αλυσοθώρακες. Φώναζε ο καπετάν Βαπτιστής. -Καλύτερα να πεθάνουμε όλοι, παρά να πέσουμε ζωντανοί στα χέρια των Τούρκων. Θάρρος παιδιά. Θάρρος. Καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά κι ατίμωση. Φώναζε ο Φλαντανελλάς και με το σπαθί στο χέρι πηδούσε σα λιοντάρι ασταμάτητα κι ακούραστα απ’ την πρύμη στην πλώρη, αψηφώντας το θάνατο και πολεμώντας πάντοτε πρώτος μπροστά στους πρώτους. Πάνω απ’ τα ψηλά καταστρώματα των γαλερών, οι σπαθιές και οι κονταρισμοί έπεφταν αλύπητα κι ανελέητα στα κεφάλια των Τούρκων, που με ίσο πείσμα κι εκείνοι προσπαθούσαν ασταμάτητα να σκαρφαλώσουν στις αλυσίδες των αγκυρών, στα σχοινιά και στα φιλιστρίνια των γαλερών. Μέσα στην άγρια παραζάλη της άνισης μάχης, τα πολυάριθμα τουρκικά πλεούμενα, που άτακτα προσπαθούσαν όλα μαζί να συλάβουν και να κάψουν τα σταματημένα και κυκλωμένα χριστιανικά πλοία, συγκρούονταν μεταξύ τους, συντρίβονταν το ένα πάνω στο άλλο κι εύκολα γίνονταν στόχος στις πέτρες των κανονιών και στο υγρό πυρ που έριχναν επάνω τους οι γαλέρες. Φλόγες θεόρατες ξεπετιόταν πάνω στα καταστρώματα των τουρκικών πλοίων και με γρηγοράδα και μανία οι φωτιές μεταπηδούσαν

207


και μεταδίδονταν απ’ το ένα τουρκικό καράβι στο άλλο. Ο χαλασμός ήταν αφάνταστος. Ο Μωάμεθ άφριζε απ’ το κακό του. Έβριζε οργισμένος το Μπαλτόγλου, που, αντί να καταστρέψει αμέσως με τα πολυάριθμα πλοία του μια τόσο εύκολη λεία, κατέστρεφε τον ίδιο το στόλο του κι αποδεκάτιζε τους ναύτες του, στέλνοντας με βιασύνη στον Άδη ομαδικά χιλιάδες πιστούς του Προφήτη. Μαζί με το Μωάμεθ, έβριζαν και απειλούσαν τον καπετάν πασά και όλοι οι πασάδες που περιστοίχιζαν το σουλτάνο. Η οργή τους είχε μεταδοθεί και στους γενιτσάρους και στους άλλους Τούρκους στρατιώτες που είχαν κατέβει στην άκρη της παραλίας, για να παρακολουθήσουν από κοντά τη ναυμαχία κι όλοι μαζί έβριζαν και απειλούσαν τους ομοθρήσκους τους ναύτες για την ανικανότητά τους, παρ’ όλο που εκείνοι έπεφταν αδίσταχτα κι ασυλόγιστα πάνω στις τέσσερις γαλέρες κι έβρισκαν το θάνατο απ’ τα αλύπητα χτυπήματα των χριστιανών. Με κομμένη την ανάσα και δάκρυα στα μάτια, οι πολιορκημένοι παρακολουθούσαν πάνω απ’ τα τείχη και τα ψηλώματα της πόλης τις αβέβαιες και κρίσιμες φάσεις της αποφασιστικής και τιτάνιας μάχης. Πεσμένοι στα γόνατα, παρακαλούσαν το Θεό, να σώσει τους τολμηρούς και γενναίους χριστιανούς ναύτες. Μέσα στη νεκρική σιγή που επικρατούσε στα τείχη και στη βασανιστική μέχρι θανάτου αβεβαιότητα που έσφιγγε τις καρδιές όλων των πολιορκημένων, μια δυνατή κι αυθόρμητη κραυγή χαράς διέσχισε την ατμόσφαιρα της αγωνίας και της φρίκης που είχε επιβάλει η πρωτοφανής γιγαντομαχία των τεσσάρων καραβιών εναντίον ολόκληρου του τουρκικού στόλου. Τα πανιά των γαλερών, τελείως απροσδόκητα, ξαναφούσκωσαν και τα θρυλικά πλοία άρχισαν να κινούνται και πάλι και να προχωρούν προς την είσοδο του λιμανιού. Η ταχύτητά τους γρήγορα αυξήθηκε και στο διάβα τους παράσερναν και καταθρυμμάτιζαν τα μικρά τουρκικά σκάφη που βρίσκονταν μπροστά τους. Ο χαλασμός των Τούρκων ήταν αφάνταστος και η λύσσα του Μωάμεθ, που καβάλα στο άλογό του παρακολουθούσε μισοβουτηγμένος στο νερό τη ναυμαχία, απερίγραπτη. Την ίδια στιγμή, δυο γαλέρες απ’ τις αγκυροβολημένες στο λιμάνι της Πόλης, με καπετάνιους τους γενναίους Βενετούς Γαβριήλ Τραβηζάνο και Ζαχαρία Γριόνη, κινήθηκαν προς την έξοδο του λιμανιού και γρήγορα άνοιξαν τη βαριά αλυσίδα που έφραζε το στόμιο του Κερατίου Κόλπου. Με μεγάλο δε θόρυβο, από σάλπιγγες, τύμπανα κι αλαλαγμούς, βγήκαν απ’ το λιμάνι και βοήθησαν την είσοδο των τεσσάρων ηρωικών πλοίων σ’ αυτό. Κάτω απ’ τις ουρανομήκεις ζητοκραυγές και τις αλλόφρονες απευφημίες των πολιορκημένων παρατηρητών και τους λυσσώδεις παραληρισμούς του Μωάμεθ, τα πλοία προχώρησαν καμαρωτά και μπήκαν στο λιμάνι. Απερίγραπτη ήταν η χαρά του λαού και αμέτρητο το θάρρος που πήραν οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, βλέποντας πάνω απ’ τα τείχη τα χιλιάδες συντρίμμια των πλοίων του καπετάν πασά να επιπλέουν πάνω στα ήσυχα νερά του Μαρμαρά, λίγα μόλις μέτρα μακριά

208


απ’ τις ακτές, γεμάτα από κατακρεουργημένα και παραμορφωμένα σώματα Τούρκων ναυτών. Δώδεκα χιλιάδες ήταν οι σκοτωμένοι και οι πνιγμένοι Τούρκοι. Και δώδεκα χιλιάδες φίδια δάγκωναν την καρδιά του Μωάμεθ, καθώς έβλεπε όλα αυτά τα οικτρά απομεινάρια της τραγικής και τεράστιας καταστροφής του στόλου του να τα σπρώχνουν τα κύματα µ’ έναν ειρωνικό φλοίσβο προς τα πόδια του και να τα βγάζει σιγά-σιγά η θάλασσα προς την ακτή, όπου ο ίδιος τώρα, σα ράκος, στεκόταν πελιδνός απ’ την αγανάκτηση και λυσσασμένος απ’ τη συμφορά. Σπαρταρώντας απ’ το θυμό του και βγάζοντας αφρούς απ’ το στόμα του, σπιρούνισε το άλογό του κι έφυγε πίσω στο στρατηγείο του, ακολουθούμενος απ’ τους πασάδες του και το Μεχμέτ αγά. Όλη τη νύχτα ο Μεχμέτ αγάς ξαγρυπνούσε δίπλα στον εξαγριωμένο κι άυπνο αφέντη του. Ο Μωάμεθ δάγκωνε τα χέρια του, έβγαζε άναρθρες κραυγές και παραμιλούσε απ’ τα νεύρα του και το θυμό του. Την επόμενη μέρα το πρωί, με ορμή και αγριότητα τραυματισμένου θηρίου, ξεχύθηκε προς το Διπλοκιόνιο, ακολουθούμενος απ’ τους πασάδες του στρατηγείου του κι από δέκα χιλιάδες γενιτσάρους της φρουράς του. Καλπάζοντας έφτασε στο ναύσταθμο κι εξαγριωμένος κάλεσε το Μπαλτόγλου να παρουσιαστεί μπροστά του. Άχρωμος και συντριμμένος παρουσιάστηκε ο καπετάν πασάς. -Και οι τριάντα χιλιάδες προφήτες να μου τό ‘λεγαν, ότι θα μπορούσαν τέσσερα πλοία των απίστων να μου κάνουν τόση ζημιά μέσα σε λίγη ώρα και να ταπεινώσουν το μεγαλείο και τη δύναμη των Οθωμανών με τέτοιο τρόπο μπροστά στα μάτια χιλιάδων απίστων, δε θα το πίστευα, βρυχήθηκε κατακόκκινος απ’ την οργή ο Μωάμεθ, μόλις αντίκρυσε το Μπαλτόγλου. Πρόδωσες την πίστη του Προφήτη και πρόδωσες κι εμένα τον αφέντη σου. Τι σε εμπόδισε, ώστε να μην μπορέσεις με τόσο στόλο να συλάβεις τέσσερα ακίνητα πλοία; Είσαι ανίκανος και τιποτένιος. Αφού δεν μπόρεσες να τα βγάλεις πέρα και να καταστρέψεις τέσσερα ακυβέρνητα καράβια, πώς θα μπορέσεις να τα βάλεις με ολόκληρο το στόλο των απίστων και να καταστρέψεις όλα τα καράβια τους που είναι μέσα στην Κωνσταντινούπολη; -Αφέντη μου, εκλιπάρησε ο καπετάν πασάς, πέφτοντας στα γόνατα μπροστά στο Μωάμεθ. Δες πρώτα το μάτι που έχασα. Κοίταξε το τραύμα που πήρα στη μάχη αυτή και μετά θα πειστείς, αν προσπάθησα με θέληση και πολέμησα με ανδρεία και θάρρος. Μην εξοργίζεσαι παρασυρμένος απ’ την καρδιά. Κρίνε με το νου σου, αφού πρώτα δεις καθαρά με τα μάτια σου. Μόνος σου είδες πως ήμουν πρώτος στη μάχη και όρθιος μπροστά με το σπαθί . . . Ο Μωάμεθ, όμως, μη δίνοντας σημασία στα λόγια του Μπαλτόγλου, τρέμοντας απ’ την οργή του και λυσσώντας από ακράτητο θυμό, όρμησε πάνω στο ναύαρχο, τον έριξε κάτω και τραβώντας το σπαθί του βρυχήθηκε. -Προδότη, εγώ θα σου πάρω το κεφάλι με τα ίδια μου τα χέρια. Ο Μπαλτόγλου έτρεμε σα φύλλο. Μπήκαν στη μέση οι άλλοι πασάδες και με τα πολλά λόγια και, ιδίως με τα παρακάλια του μεγάλου 209


βεζίρη Χαλλίλ πασά, συγκρατήθηκε ο Μωάμεθ. Πέταξε το σπαθί του κι άρχισε να χτυπά το ναύαρχο με το χρυσό του ραβδί. Τού ‘δωσε εκατό ραβδισμούς. Του αφήρεσε τα γαλόνια κι όλα τα αξιώματά του, καθώς και όλη του την περιουσία, την οποία μοίρασε στους γενιτσάρους. Τότε, επωφελούμενος την κρίσιμη στιγμή και εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη οργή του σουλτάνου ο Χαμουζά πασάς, ένας απ’ τους παρευρισκόμενους εκεί πασάδες κι έμπιστος του Μωάμεθ, ο γιος του Τζαλή μπέη, του άλλοτε ναυάρχου του Μουράτ του ΙΙ, είπε. -Πολυχρονεμένε και μεγάλε μου αφέντη. Αναλαμβάνω να εκδικηθώ τη σημερινή σου ήττα και να σου παραδώσω χωρίς απώλειες ολόκληρο το χριστιανικό στόλο, αν μου εμπιστευτείς το στόλο σου και με διορίσεις ναύαρχο. Είναι αλήθεια, ότι ο πατέρας μου και ένδοξος ναύαρχος Τζαλή μπέης νικήθηκε το 1415 κοντά στην Καλλίπολη απ’ το Βενετό ναύαρχο Πέτρο Λορεδανό αλλά εγώ σήμερα, αν μου δώσεις την ευκαιρία, θα προσθέσω περίσσια τιμή στο όνομά του. Θα δοξάσω τον οθωμανικό στόλο και θα μεγαλύνω τη βασιλεία σου. Και αν δεν πραγματοποιήσω τα όσα τώρα σου υπόσχομαι, κόψε μου το κεφάλι με το σπαθί σου αμέσως. Ο Μωάμεθ χάρηκε απ’ τις υποσχέσεις αυτές και τις διαβεβαιώσεις του Χαμουζά πασά και ηρεμότερος τώρα είπε. -Απ’ τη στιγμή αυτή είσαι ο ναύαρχος του στόλου μου. Ανάλαβε τη διοίκηση των καραβιών και έχε πάντα στο νου σου τα λόγια σου αυτά και την υπόσχεση που μού ‘δωσες. Κι αμέσως, του παρέδωσε τη ναυαρχική ράβδο και τα γαλόνια του ναυάρχου, που μόλις πριν από λίγο είχε αρπάξει απ’ το Βούλγαρο εξωμότη Πάλδα, το γνωστό με το όνομα Μπαλτόγλου. Μετά, γύρισε προς το Μεχμέτ και τον κάλεσε κοντά του οργισμένος. Ο Μεχμέτ έτρεξε αμέσως κοντά στον αφέντη του και υποκλίθηκε βαθιά. -Θέλω, είπε αφρίζοντας απ’ την οργή του, να μεταβιβαστεί αμέσως διαταγή μου στο πυροβολικό, να βομβαρδίζει ασταμάτητα τα τείχη μέρα και νύχτα. Δεν θέλω να σταματήσει κανένα πυροβόλο. Επίσης, θέλω να τοποθετηθούν πυροβόλα στα υψώματα του Γαλατά και να βομβαρδίζουν τα ελληνικά πλοία που είναι μέσα στο λιμάνι, ρίχνοντας τα βλήματά τους πάνω απ’ τη συνοικία των Γενουατών. Ο Μεχμέτ υποκλίθηκε βαθιά κι έκανε να φύγει βιαστικός. Καινούρια, όμως, διαταγή του κυρίου του τον σταμάτησε στη θέση του. -Ειδοποίησε όλους τους συμβούλους μου, νά ‘ρθουν στη σκηνή μου. Τον Καρατζά, το Ζαγανό, τον Ισαάκ . . . Τους θέλω όλους αμέσως στο στρατηγείο, είπε νευριασμένος. Ο Μεχμέτ υποκλίθηκε πάλι κι έφυγε βιαστικός, Σχεδόν αμέσως, δυοτρεις γενίτσαροι κάλπαζαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Σε λίγο, έφυγε κι ο σουλτάνος με την ακολουθία του κι επέστρεψε στο στρατηγείο του στο ύψωμα του Μάλτεπε. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι έμπαιναν στη σκηνή του Μωάμεθ οι πασάδες, ειδοποιημένοι απ’ το Μεχμέτ. Πρώτοι έφτασαν ο Καρατζά πασάς με τον Ισαάκ. Βρήκαν το μεγάλο βεζίρη Χαλλίλ πασά και το νέο 210


ναύαρχο Χαμουζά πασά να συζητούν με το σουλτάνο. Σε λίγο, έφτασε κι ο Ζαγανός με μερικούς άλλους. Υποκλίθηκαν κι αυτοί και κάθισαν απέναντι απ’ τον αφέντη τους. Θέλω βομβαρδισμό ασταμάτητο, είπε µ’ άγριο ύφος ο Μωάμεθ. Και, γυρίζοντας προς το Ζαγανό, πρόσθεσε. Θέλω, τα πυροβόλα που διέταξα να τοποθετηθούν αμέσως πίσω απ’ το Γαλατά και να βομβαρδίζουν τα πλοία των απίστων ασταμάτητα. Διάλεξα τη θέση αυτή για τα κανόνια μας για δυο λόγους. Πρώτα, να δουν οι άπιστοι ότι μπορούμε να τους χτυπήσουμε και από σημεία που δεν το περιμένουν και δεύτερο, τα μεγάλα βλήματα που θα περνούν πάνω απ’ το Πέραν, θα τμομοκρατήσουν και θα καθηλώσουν τους Γενουάτες του Γαλατά. Παρ’ ότι αυτοί μας βοηθούν, δηλαδή μας στέλνουν λάδι για τα πυροβόλα, νίτρο κι άλλα εφόδια και παρ’ ότι δεν τάσσονται ανοιχτά με το μέρος του αυτοκράτορα, πάλι δεν τους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη . . . -Δεν παρουσίασαν καμιά ύποπτη κίνηση προς το παρόν, είπε ο Ζαγανός. -Πρέπει να τους τρομοκρατήσουμε, για να μην παρουσιάσουν και στο μέλλον, πρόσθεσε ο Μωάμεθ και συνέχισε. -Τι γίνεται ο καραβόδρομος; -Όλα είναι σχεδόν έτοιμα, απάντησε ο Ζαγανός. Το στρώσιμο του δρόμου με κυλινδρικούς κορμούς τελείωσε. -Έγιναν τα απαραίτητα έλκυθρα; Ξαναρώτησε θυμωμένα ο Μωάμεθ ένα χριστιανό μηχανικό που καθόταν λίγο πιο πίσω απ’ το Ζαγανό. Ο μηχανικός αυτός είχε υποδείξει στο Μωάμεθ την κατασκευή του πρωτοφανούς εκείνου δρόμου κι αυτός επέβλεπε την κατασκευή του. Ο καραβόδρομος είχε μήκος πάνω από τρεις χιλιάδες μέτρα. Άρχιζε απ’ το Διπλοκιόνιο, περνούσε πίσω απ’ το Γαλατά και κατέληγε στον Κεράτιο Κόλπο. Πάνω απ’ το δρόμο αυτό, το στρωμένο προσεχτικά με πελεκημένους κορμούς δέντρων, θα περνούσαν τα τουρκικά πλοία απ’ το Διπλοκιόνιο στον Κεράτιο. Δηλαδή θα μεταπηδούσαν απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη. -Απόψε θα είναι όλα τελειωμένα κι έτοιμα, απάντησε με σιγουριά ο χριστιανός μηχανικός. Έχουν τοποθετηθεί στρατιώτες και εργάτες κατά μήκος του δρόμου κι απ’ τις δυο μεριές με βαρέλια λάδι, για να αλείφουν τους κορμούς της στρώσης του δρόμου και τις βάσεις των ελκύθρων που θα κουβαλούν τα πλοία απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη, ώστε να γίνει η μεταφορά τους πιο εύκολη και πιο γρήγορη. -Επίσης, πρόσθεσε ο Ζαγανός, έχουν τοποθετηθεί πυκνές φρουρές και κανόνια για την καλύτερη φρούρηση του περάσματος. -Οι Έλληνες δε θα τολμήσουν να μας ενοχλήσουν, είπε ο Μωάμεθ. Προσέχετε, όμως, τους Γενουάτες. Είναι πάρα πολύ κοντά στο πέρασμα. Μας κάνουν το φίλο αλλά δεν νομίζω ότι είναι φίλοι μας όσο μας λένε. Συνεχίστε, όμως, να τους φέρεστε φιλικά, όσο επιτρέπουν οι συνθήκες και δείχνετε ότι τους έχετε πάντοτε εμπιστοσύνη.

211


-Κάθε μέρα μας βλέπουν που δουλεύουμε στον καραβόδρομο έξω απ’ τα τείχη τους. Αλλά δεν παρατηρήθηκε καμιά ύποπτη κίνηση από μέρους τους, είπε ο Ζαγανός. -Τα ξημερώματα, όλοι σας, τόνισε ο σουλτάνος και κοίταξε προς το μέρος του Καρατζά και του Ισαάκ, θα διατάξετε τα τμήματά σας να ενεργούν συνέχεια εφόδους και να επιτίθενται στα τείχη, για να κρατάμε πάντα σε απασχόληση όλα τα τμήματα του εχθρού σ’ όλα τα σημεία, ώστε να μην μπορέσουν να κάνουν καμιά ανεπιθύμητη απόπειρα εναντίον των μεταφερομένων πλοίων μας. Ο καπετάν πασάς κι έδειξε το Χαμουζά, θα αγρυπνεί με όλα τα πλοία του. Επίσης, θα έχει έτοιμα και με τα πληρώματά τους επάνω όλα τα πλοία που πρόκειται να μεταφερθούν. Έτσι, ώστε το μεταφερόμενο πλοίο που θα αφήνει το δρόμο της στεριάς και θα ξαναπέφτει στη θάλασσα να είναι έτοιμο για μάχη.

212


18.

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΟΚΚΟΥ

Το βράδυ της 23ης Απριλίου 1453, ο Βενετός βαΐλος Ιερώνυμος Μηνώτος κάλεσε το συμβούλιο των ‘’Δώδεκα’’ στην εκκλησία της Παναγίας της Οδηγήτριας που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, στο χώρο μεταξύ της Αγίας Σοφίας και της παραλίας της Προποντίδας. Ανάμεσα στους δώδεκα άρχοντες διακρίνονταν ο μεγαλόσωμος Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης, ο ναύαρχος Διέδος, ο κυβερνήτης της γαλέρας που είχε έρθει απ’ την Τραπεζούντα Ιάκωβος Κόκκος, οι πλοίαρχοι Τρεβηζάνος, Μοροζίνης, Γριόνης και άλλοι. Το λόγο πήρε ο Βενετός βαΐλος και είπε. -Όλοι γνωρίζετε, πόσο δύσκολη έγινε η θέση μας από τότε που πέρασαν απ’ την ξηρά του Γαλατά οι Τούρκοι τα πλοία τους μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, πίσω απ’ την πλάτη μας. Τα τείχη στην περιοχή αυτή είναι χαμηλά κι αδύνατα και δεν φρουρούνται καθόλου καλά. Η θέση αυτή είναι σπουδαία για την άμυνα της πόλης. Η απροσδόκητη, όμως, εκεί παρουσία εβδομήντα και πλέον τουρκικών πλοίων την κάνει πιο κρίσιμη και πολύ πιο επικίνδυνη. Όλοι γνωρίζουμε, ότι απ’ το σημείο αυτό πατήθηκε το 1204 η Κωνσταντινούπολη απ’ τους σταυροφόρους κι ότι εδώ έστρεψαν την προσοχή τους όλοι οι κατά καιρούς επιδρομείς. Πρέπει λοιπόν, να λάβουμε τα μέτρα μας αμέσως και, χωρίς καμιά χρονοτριβή, να ενισχύσουμε το αδύνατο αυτό σημείο όσο πιο γρήγορα και όσο πιο καλά μπορούμε. Σας κάλεσα απόψε εδώ, για να ανταλλάξουμε τις απόψεις μας και να βρούμε τον καλύτερο τρόπο προστασίας της πόλης απ’ το αδύνατο κι επικίνδυνο αυτό σημείο. -Πραγματικά, το σημείο αυτό των τειχών είναι πολύ αδύνατο, είπε ένας άρχοντας και η παρουσία των τουρκικών πλοίων μέσα στον κόλπο το κάνει πολύ πιο επικίνδυνο. Εγώ προτείνω, συνέχισε, να κινηθεί ολόκληρος ο στόλος μας εναντίον των εβδομήντα μικρών εχθρικών πλοίων που υπάρχουν εκεί και να τα καταστρέψει. Έχουμε ναυτική υπεροχή στο σημείο αυτό. Η υπεροχή μας, όμως, θα πάψει να υπάρχει, αν οι Τούρκοι τοποθετήσουν κανόνια στα γύρω οχυρώματα. Εάν κινηθούμε, λοιπόν, αμέσως, η νίκη θα είναι οπωσδήποτε δική μας. Μάλιστα, έχοντας τη νίκη σίγουρη και εξασφαλισμένη, η επιχείρηση αυτή δε θα πρέπει να γίνει νύχτα αλλά μέρα. Γιατί, βλέποντας τη συντριβή των πλοίων τους οι Τούρκοι στρατιώτες, θα αποθαρρυνθούν και θα χάσουν το ηθικό τους. Ενώ αντίθετα, με τη νικηφόρα έφοδό μας, θα ενθαρρυνθούν και θα εμψυχωθούν οι δικοί μας μαχητές. -Κι εγώ βλέπω τη νίκη μάλλον βεβαία, είπε ένας άλλος άρχοντας, αλλά επιφυλάσσομαι και δεν θέλω να την θεωρώ εκ των προτέρων εκατό στα εκατό σίγουρη. Και τούτο, γιατί πάντοτε ο πόλεμος κρύβει εκπλήξεις. Γι’ αυτό προτείνω, αντί να κινήσουμε ολόκληρο το στόλο μας και να διακινδυνεύσουμε τόσα πλοία, να στρέψουμε δύο μόνο γαλέρες προς το μέρος των τουρκικών πλοίων, για υποστήριξη απ’ τη θάλασσα και να

213


ενεργήσουμε επίθεση απ’ την ξηρά. Τα τουρκικά φυλάκια εδώ είναι αδύνατα και θα τα καταστρέψουμε εύκολα. Μετά, θα πέσουμε πάνω στα εχθρικά πλοία και θα τα καταστρέψουμε αμέσως. -Και οι δυο προτάσεις έχουν και καλά και άσχημα σημεία, είπε ο καπετάν Ιάκωβος Κόκκος. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η μια ακτή του Κερατίου ανήκει στο Γαλατά. Κι ο Γαλατάς σήμερα είναι, ας πούμε, ουδέτερος, αν όχι τίποτα περισσότερο. Ο καπετάν Κόκκος, γνωρίζοντας ότι είναι και πολλοί Γενουάτες αρχηγοί στο συμβούλιο, πρόσεξε τα λόγια του, για να μη θίξει άσχημα τους Γενουάτες κατοίκους του Γαλατά και δημιουργήσει προστριβές και διενέξεις μεταξύ των μελών του συμβουλίου και παρεξηγήσεις μεταξύ συμμάχων του αυτοκράτορα. Ήταν σ’ όλους γνωστό, ότι η στάση του Γαλατά ήταν καιροσκοπική και μάλλον φιλοτουρκική. -Για να γίνει μια επίθεση εναντίον του τουρκικού στόλου, συνέχισε ο Βενετός καπετάνιος, σε νερά στα οποία έχουν και άλλοι εξουσία, θα πρέπει να ερωτηθούν και οι εξουσιαστές της απέναντι ακτής. Και, για να επιτευχθεί μια τέτοια συνεννόηση με τους κατοίκους της απέναντι ακτής, αφ’ ενός μεν θα απωλεσθεί πολύτιμος χρόνος, αφ’ ετέρου δε θα χρειαστεί να γνωρίσουμε το σχέδιό μας στους άρχοντες του Γαλατά και να περιμένουμε την έγκρισή του απ’ αυτούς. Έτσι, το σχέδιό μας χάνει τη μυστικότητα και τη γρηγοράδα του. Κι αν ακόμη τελικά εγκριθεί απ’ αυτούς, γίνεται άχρηστο, γιατί ενδέχεται οι Τούρκοι να μάθουν ποιες είναι οι προθέσεις μας, πριν ακόμη εμείς μάθουμε ποιες θα είναι οι αποφάσεις του Γαλατά. Είμαι δε σίγουρος, ότι ο Γαλατάς δε θα δεχτεί ανοιχτά το σχέδιό μας, γιατί, αν το δεχτεί, θα είναι σα να κηρύσσει ανοιχτό πόλεμο κατά των Τούρκων, πράγμα το οποίο, με κανένα τρόπο, δεν σκέφτονται να κάνουν οι άνθρωποι αυτοί. Επίσης, συνέχισε ο καπετάν Κόκκος, αν επιχειρήσουμε επίθεση από ξηράς, θα χρειαστούμε ένα μεγάλο τμήμα στρατού, για να ανατρέψουμε τις εκεί ενισχυμένες φρουρές των Τούρκων. Γιατί, δεν μπορεί ο Μωάμεθ να πέρασε απ’ την ξηρά στο βάθος του κόλπου τόσα πλοία και να μην ενίσχυσε τουλάχιστο τις φρουρές των γύρω φυλακίων. Γι’ αυτόν το λόγο, θα πρέπει, μάλλον, να ξεγράψουμε το τμήμα εκείνο που θα επιχειρήσει μια τέτοια απόπειρα από ξηράς. Γιατί κι αν ακόμη κατορθώσει να εκπληρώσει την αποστολή του, θα αποδεκατιστεί οπωσδήποτε απ’ τον πολυάριθμο στα µέρη εκείνα στρατό του Ζαγανού, ο οποίος, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα τρέξει αμέσως να υποστηρίξει τις θέσεις των φυλακίων του. Οι σκέψεις του καπετάν Κόκκου φαίνονταν σωστές και όλοι οι άρχοντες παρακολουθούσαν τα λόγια του με προσοχή. Ο Βενετός καπετάνιος συνέχισε. -Εγώ προτείνω, χωρίς καμιά αναβολή και χωρίς καμιά απώλεια χρόνου, να διενεργηθεί επίθεση με δύο μόνο γαλέρες κατά του τουρκικού στόλου που βρίσκεται μέσα στον Κεράτιο. Αναλαμβάνω εγώ, με μόνο δυο γαλέρες και δυο-τρία ακόμη μικρά πλοία, να κάψω και τα εβδομήντα πλοία των Τούρκων. Εξήγησε με λίγα ακόμη λόγια το σχέδιό του και ζήτησε τη γνώμη και την έγκριση των άλλων αρχόντων. Το συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιό 214


του και του ανέθεσε να ετοιμάσει αναλόγως τα πλοία που του χρειάζονται και να αναφέρει σχετικά σ’ αυτό, όταν είναι έτοιμος. -----------------------------Πρωί-πρωί της 24ης Απριλίου, ο Μεχμέτ αγάς παρουσίαζε στο σουλτάνο δυο Γενουάτες που έρχονταν απεσταλμένοι απ’ το Γαλατά. Ο ένας ονομάζονταν Φαγιούζος και ο άλλος Άγγελος Ζαχαρίας. Σχεδόν αμέσως, μόλις μπήκαν οι δυο Γενουάτες στην πολυτελέστατη σκηνή που ήταν στημένη επιδεικτικά πάνω στο ύψωμα του Μάλτεπε απέναντι απ’ την πύλη του Ρωμανού, ο σουλτάνος κάλεσε το Μεχμέτ και τον διέταξε να ειδοποιήσει το διοικητή της αριστερής πτέρυγας της πολιορκίας Ζαγανό πασά και το ναύαρχο του στόλου Χαμουζά πασά, νά ‘ρθουν στη σκηνή του αμέσως. Ο Μεχμέτ έφυγε για να εκτελέσει τη διαταγή του κυρίου του, ενώ οι Γενουάτες απεσταλμένοι έμειναν στην ολομέταξη σκηνή του σουλτάνου και συνέχισαν τη συζήτηση μαζί του. Επιστρέφοντας αργότερα ο Μεχμέτ, είδε από μακριά το Φαγιούζο και το Ζαχαρία να κατηφορίζουν στην πλαγιά του Μάλτεπε και να κατευθύνονται προς το Γαλατά. Σε λίγο, έφτασαν και μπήκαν στη σκηνή του Μωάμεθ ο Ζαγανός με το Χαμουζά. Ο Μεχμέτ ανέφερε την παρουσία τους στο σουλτάνο και κάθισε έξω στην είσοδο της σκηνής, αντίκρυ στον ήλιο, για να ξεκουραστεί και να απολαύσει την πρωινή ομορφιά της φύσης. Ο βαρύς μπερντές που έκλεινε την πόρτα της σκηνής ήταν μισοτραβηγμένος κι ο Μεχμέτ έβλεπε και άκουγε τους πασάδες που συζητούσαν με το σουλτάνο. -Θέλω, να τοποθετηθούν αρκετοί στρατιώτες στα υψώματα του Μανδρακιού, ακούστηκε για μια στιγμή η φωνή του Μωάμεθ να λέει στο Ζαγανό. Θέλω, να τοποθετηθούν δυο κανόνια κοντά στην προκυμαία και δυο στο απέναντι ύψωμα. Επίσης, θέλω όλος ο στόλος, μέσα κι έξω απ’ τον Κεράτιο να αγρυπνά, πρόσθεσε γυρίζοντας προς το μέρος του Χαμουζά. Συνομίλησαν για λίγο ακόμη και μετά, οι δυο πασάδες υποκλίθηκαν στον κύριό τους κι έφυγαν βιαστικοί, για να εφαρμόσουν τις διαταγές του. - - - - - - - - - - - - - - Μεσάνυχτα της 24ης Απριλίου, ο καπετάν Ιάκωβος Κόκκος ανέβαινε στη γαλέρα του ναυάρχου του στόλου Αλοΐζου Διέδου, όπου ήταν συγκεντρωμένα όλα τα μέλη του συμβουλίου. Ο καπετάν Κόκκος χαιρέτισε τους άρχοντες του συμβουλίου και είπε. -Είμαι έτοιμος να ξεκινήσω αμέσως, άρχοντές μου. Έχω ετοιμάσει δυο γαλέρες και δυο-τρία μικρότερα πλοία, τα οποία και θα επιτεθούν. Για να κρύψω και να προφυλάξω τις γαλέρες μου, θωράκισα δυο μεγάλα πλοία πεντακοσίων τόνων με σακιά γεμάτα μαλλί και βαμβάκι. Έτσι, τα πέτρινα βλήματα και των πιο μεγάλων πυροβόλων, πέφτοντας πάνω στα

215


σακιά αυτά, δε θα προξενούν καμιά απολύτως ζημία. Το καθένα απ’ τα δυο θωρακισμένα πλοία θα σέρνει μαζί του και μια μεγάλη βάρκα του και θα προστατεύει και μια γαλέρα με τον όγκο του. Η κάθε γαλέρα θα έχει δίπλα της κι ένα μικρό αυτοκρατορικό πλοίο με εικοσιτέσσερις κωπηλάτες. Τα μικρά πλοία θα πλησιάσουν τον τουρκικό στόλο προστατευόμενα απ’ τα δυο θωρακισμένα και, όταν φθάσουν στο κατάλληλο σημείο, θα εξορμήσουν ξαφνικά. Ταχύπλοα δε όπως είναι, θα επιτεθούν και θα βάλουν φωτιά στα τουρκικά πλοία, τα οποία, λόγω της στενότητας του κόλπου, δε θα μπορούν να ελιχθούν και θα καταστραφούν, μεταδίδοντας τη φωτιά μεταξύ τους απ’ το ένα στο άλλο. Ο Κόκκος, τελειώνοντας τα λόγια του, είπε. -Απ’ τις οχτώ η ώρα τα πλοία μου είναι έτοιμα να ξεκινήσουν. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να χάνω καιρό αλλά να επιστρέψω το συντομότερο στους ναύτες μου, που με περιμένουν έτοιμοι για δράση. Ο υπαρχηγός μου καπετάν Αντώνης Κερκυραίος είναι έτοιμος και σηκώνει άγκυρα. . . Και, λέγοντας αυτά, χαιρέτισε κι έκανε να στραφεί προς την πόρτα για να φύγει. -Όχι τόσο βιαστικά καπετάνιε. Του είπε ένας απ’ τους άρχοντες του συμβουλίου. Υπάρχουν λεπτομέρειες που το συμβούλιο θα ήθελε να τις ξανασκεφτεί και να τις συζητήσει. Ο καπετάν Κόκκος ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε καμιά αναβολή και μάλιστα την τελευταία στιγμή, χωρίς καμιά εκ των προτέρων προειδοποίηση. Επακολούθησε πολύωρη και έντονη συζήτηση αλλά στο τέλος επικράτησε η άποψη, να αναβληθεί η επιχείρηση για τη νύχτα της 28ης Απριλίου. Ο καπετάν Κόκκος κατά τα ξημερώματα γύρισε στο πλοίο του κι είπε στενοχωρημένος στον καπετάν Αντώνη που τον περίμενε µ’ αγωνία στο κατάστρωμα ξάγρυπνος. -Οι άρχοντες ανέβαλαν την επιχείρηση για την 28η Απριλίου. Δε µ’ αρέσει καθόλου αυτή η αναβολή. Περισσότερο, δε µ’ αρέσει που μας σταματούν χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, ενώ όλα είναι έτοιμα για να ξεκινήσουμε. Πολλά περνούν απ’ τη σκέψη μου. Δεν ξέρω, τι να υποθέσω και τι να πιστέψω. Καλύτερα, όμως, να μην πιστέψω τίποτα απ’ όσα υποθέτω. -Τέσσερις μέρες από σήμερα είναι πολύς καιρός και δύσκολα κρατιέται μυστικό ένα τόσο τολμηρό σχέδιο, είπε μελαγχολικά ο καπετάν Αντώνης και ακολούθησε τον καπετάνιο του στην καμπίνα του. - - - - - - - - - - - - - - - - Τα μεσάνυχτα της 28ης Απριλίου, οι κυβερνήτες των πλοίων της μοίρας που θα ξεκινούσε για το τολμηρό εγχείρημα της πυρπόλησης του τουρκικού στόλου είχαν συγκεντρωθεί στο πλοίο του καπετάν Κόκκου. -Θα ξεκινήσουμε τα ξημερώματα. Δυο ώρες πριν τη χαραυγή, είπε ο Κόκκος. Δίπλα στα δυο θωρακισμένα πλοία θα πλέουν, όπως έχει

216


προκαθοριστεί, η γαλέρα του καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνου και η γαλέρα του καπετάν Ζαχαρία Γριόνη. Πίσω απ’ τις γαλέρες, θ’ ακολουθούν τα εικοσιτετράκουπα πλοία του καπετάν Σιλβέστρου Τρεβηζάνου, του καπετάν Ιερώνυμου Μοροζίνη και το δικό μου. Δίπλα μας θα πλέουν οι βάρκες, οι φορτωμένες με πίσσα, ξερά κλαδιά, θειάφι και μπαρούτι. Οι βάρκες αυτές, μόλις αρχίσει η επίθεση, θα προχωρήσουν γρήγορα προς διαφορετικά σημεία κι όσο πιο βαθιά μπορούν ανάμεσα στα τουρκικά πλοία και οι κυβερνήτες τους θα ανάψουν το μπαρούτι για να βάλουν φωτιά στον εχθρικό στόλο. Είναι οπωσδήποτε βασικό κατά την πορεία και καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης, να κρατήσουμε την κανονική διάταξη, πρόσθεσε ο καπετάν Κόκκος την ώρα που οι άλλοι καπεταναίοι ήταν έτοιμοι να κατεβούν τις σκάλες του πλοίου του, για να επιστρέψουν στα δικά τους καράβια. Μετά τα μεσάνυχτα, δυο περίπου ώρες πριν τη χαραυγή, μια μικρή μοίρα ξεκινούσε απ’ τον ελληνικό ναύσταθμο και προχωρούσε αργά κι αθόρυβα προς το βάθος του Κερατίου Κόλπου. Μόλις τα πλοία ξανοίχτηκαν προς το Μανδράκι, μια μεγάλη φωτιά άναψε ξαφνικά πάνω στην κορυφή του υψώματος του Γαλατά. Οι ναύτες της μικρής μοίρας δεν έδωσαν σημασία στις μεγάλες φλόγες που φώτιζαν το λόφο του Πέραν και συνέχισαν να τραβούν τα κουπιά τους ρυθμικά. Ο καπετάν Αντώνης Κερκυραίος, που είδε πρώτος τις φλόγες της φωτιάς να υψώνονται μέσα στη νύχτα, άρπαξε σφιχτά τον καπετάνιο του Ιάκωβο Κόκκο απ’ το μπράτσο κι αμίλητος τού ‘κανε νόημα να στρέψει τα μάτια του προς το ύψωμα του Γαλατά. Ο Βενετός καπετάνιος είδε με έκπληξη τη φωτιά να φωτίζει τον ορίζοντα και, χωρίς να το θέλει, άφησε μια βρισιά. Απ’ το μυαλό του πέρασαν γρήγορα οι πολύωρες συζητήσεις του συμβουλίου, οι ακατανόητες επιφυλάξεις των αρχόντων και η αδικαιολόγητη αναβολή της επιχείρησης για τέσσερες μέρες. Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Τα πλοία του βρισκόταν σχεδόν στη μέση της απόστασης που χώριζε τον τουρκικό στόλο του Κερατίου απ’ τον ελληνικό ναύσταθμο κι όλο προχωρούσαν στο σκοπό τους κι αθόρυβα στη νύχτα γλιστρούσαν πάνω στα ήσυχα νερά κι όλο και πλησίαζαν τα τουρκικά καράβια. Είχαν πλησιάσει αρκετά, όταν για μια στιγμή τα τουρκικιά πυροβόλα άρχισαν όλα μαζί να ρίχνουν καταπάνω τους. Οι Τούρκοι ήταν άγρυπνοι κι έτοιμοι και περίμεναν τον ερχομό τους. -Προδοσία, φώναξε με θυμό ο καπετάν Κόκκος στο βοηθό του που στεκόταν δίπλα του κι έδωσε διαταγή να κάνουν γρήγορα οι κωπηλάτες. Κάνετε γρήγορα, κάνετε γρήγορα, φώναζε δυνατά. Όμως, τα μεγάλα πλοία δεν μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα, γιατί οι σαράντα κωπηλάτες που είχε το καθένα δεν ήταν αρκετοί για να κινήσουν με την ταχύτητα που χριειαζόταν την ώρα εκείνη το μεγάλο όγκο τους. Ο Κόκκος έδωσε εντολή στους κωπηλάτες του να ταχύνουν το ρυθμό τους και να εγκαταλείψουν το σχηματισμό της μοίρας. Το μικρότερο πλοίο προχώρησε κι αποχωρίστηκε απ’ τ’ άλλα. Βιαζόταν να πλησιάσει τον τουρκικό στόλο και να βάλει φωτιά. Τα εχθρικά πυροβόλα έριχνα ασταμάτητα απ’ τη στεριά και τα πλοία απαντούσαν στον εχθρό με τα δικά τους κανόνια. Η μάχη είχε ανάψει. Το πλοίο του καπετάν 217


Κόκκου προχωρούσε απτόητο ανάμεσα στους αρμυρούς πίδακες που σήκωναν τα μεγάλα βλήματα των τουρκικών κανονιών, καθώς έπεφταν με ορμή στη θάλασσα. Γρήγορα βρέθηκε στη μέση των τουρκικών πλοίων, τα οποία ήταν άγρυπνα και περίμεναν έτοιμα την επίθεση. Δυο βολές των εχθρικών κανονιών έπεσαν πάνω στο μικρό πλοίο του Βενετού καπετάνιου. Η πρώτη το χτύπησε στην πλώρη χωρίς να του προξενήσει μεγάλες ζημιές. Η δεύτερη, όμως, το βρήκε στο κατάστρωμα και το διαπέρασε πέρα για πέρα. Απ’ τα σπασμένα πλευρά του το νερό όρμησε ασταμάτητο στο αμπάρι. Όλα πλημμύρισαν με μιας. Σχεδόν αμέσως, το ηρωικό πλοίο εξαφανίστηκε απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, παρασύροντας μαζί του στο βυθό τον καπετάν Ιάκωβο Κόκκο, τον καπετάν Αντώνη Κερκυραίο και ολόκληρο το πλήρωμα που αποτελούνταν από εβδομηνταδύο κωπηλάτες. Η γαλέρα του καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνου, που συνόδευε το πλοίο του καπετάν Κόκκου, δεν αντιλήφθηκε τα όσα είχαν συμβεί, γιατί, λόγω του σκότους και του καπνού των πυροβόλων, δεν ήταν δυνατό να διακρίνει κανείς το τι γινόταν παραπέρα. Επιπλέον και η γαλέρα αυτή είχε χτυπηθεί και δεν μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Δυο μεγάλα πέτρινα βλήματα έπεσαν επάνω της κι άνοιξαν μεγάλες τρύπες στα πλευρά της. Ευτυχώς, δυο πληγωμένοι κωπηλάτες που ήταν ξαπλωμένοι κάτω στα αμπάρια είδαν τα νερά να μπαίνουν στο πλοίο και ειδοποίησαν έγκαιρα το πλήρωμα. Οι ναύτες έτρεξαν αμέσως και με μανδύες, μαξιλάρια κι άλλα ρούχα που βρέθηκαν μπροστά τους εκείνη τη στιγμή, έκλεισαν πρόχειρα τις τρύπες και κατάφεραν, παρ’ ότι το πλοίο είχε βυθιστεί ως τη μέση, να το βγάλουν με γρήγορη κωπηλασία απ’ τη μάχη και να το φέρουν πίσω στο ναύσταθμο. Τα υπόλοιπα πλοία, μόλις είδαν το ατύχημα και τη συμφορά των δύο άλλων πλοίων, του Τρεβηζάνου και του Κόκκου, αντί να επιτεθούν όπως είχε προκανονιστεί, προσπάθησαν να φύγουν. Κατάφεραν δε, ύστερα από λυσσώδη μάχη μιάμισης ώρας, να ξεφύγουν τον τουρκικό κλοιό και να γυρίσουν στο ναύσταθμο. Όσοι σώθηκαν, γύρισαν τσακισμένοι πίσω στο λιμάνι κι έκλαιγαν το χαμό του καπετάν Κόκκου και των συντρόφων του. Ο ναύαρχος Διέδος έδωσε εντολή, όλα τα πληρώματα να παραμείνουν άγρυπνα στις θέσεις τους. Φοβόταν, μήπως οι Τούρκοι, επωφελούμενοι την πρόσφατη επιτυχία τους, τους επιτεθούν και χτυπήσουν το ναύσταθμο. -Αν μας επιτεθούν τώρα, έτσι όπως είμαστε ταλαιπωρημένοι και πανικόβλητοι, θα μας πιάσουν οπωσδήποτε όλους ζωντανούς, είπε ένας ναύτης στο συνάδελφό του που στεκόταν με το τόξο του στο χέρι, άγρυπνος και φοβισμένος μέσα στη νύχτα. Κάτι πήγε να απαντήσει ο άλλος αλλά δεν πρόφτασε, γιατί ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου που πλησίαζε κι έλεγε σ’ έναν αξιωματικό ο οποίος βάδιζε δίπλα του. -Αν ο καπετάν Κόκκος δεν βιαζόταν να δρέψει μόνος αυτός τη δόξα της επιτυχίας κι έμενε μαζί μας στο σχηματισμό, η επίθεση θα πετύχαινε. Τα εβδομήντα πλοία των Τούρκων θα καίγονταν τώρα κι εμείς θα πανηγυρίζαμε τη νίκη μας, αντί να θρηνούμε τη συμφορά μας. 218


-Θα είχαμε, οπωσδήποτε, καλύτερα αποτελέσματα, αν δεν προδίδονταν το σχέδιό μας απ’ τους Γενουάτες. Είδες τη μεγάλη φωτιά που άναψε πάνω στο ύψωμα του Γαλατά, ακριβώς την ώρα που ξεκινούσαμε; Πολλοί το είπαν σύμπτωση. Εγώ το λέω προδοσία, είπε εμφαντικά ο αξιωματικός στον καπετάνιο του, ενώ τα βήματα των δύο αντρών απομακρύνονταν προς την άλλη άκρη του καραβιού. Οι δυο ναύτες κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι κι έμειναν σιωπηλοί. Δεν είχαν δει την παράξενη φωτιά, γιατί εκείνη την ώρα καθόταν κάτω στα κουπιά. Η νύχτα έσβηνε. Το ξημέρωμα είχε αρχίσει να φωτίζει αμυδρά τα χλομά απ’ τη φρίκη πρόσωπά τους. Έμειναν εκεί βουβοί και συντριμμένοι για πολλή ώρα. Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, όταν γοερές κραυγές και θρήνοι ακούστηκαν να έρχονται από μακριά, πέρα απ’ το μέρος του τουρκικού στόλου του Μανδρακιού. Οι δυο ναύτες αλληλοκοιτάχτηκαν και κάποια ελπίδα πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό τους. -Λες να τους κάναμε και μεις τόση ζημιά, ώστε με το φως της μέρας τη διαπίστωσαν και θρηνούν κι εκείνοι τώρα τη συμφορά τους; Είπε ο ένας απ’ τους δυο. -Καθόλου απίθανο, απάντηαε ο άλλος. Η μάχη ήταν σκληρή. Κράτησε πάνω από μιάμιση ώρα. Κι εμείς, βέβαια, δεν ρίχναμε στο βρόντο. Οι κοπετοί και οι θρήνοι άλλοτε σταματούσαν κι άλλοτε ξανακούγονταν πιο δυνατοί και πιο σπαραχτικοί. Οι πολεμιστές πάνω απ’ τα τείχη της πόλης, μαζεμένοι στις επάλξεις, έβλεπαν το τι γινόταν πέρα στο τουρκικό αγκυροβολείο μέσα στον κόλπο και με διάφορα νοήματα προσπαθούσαν να εξηγήσουν από κει ψηλά κάτω στους ναύτες των πλοίων το τι συνέβαινε. Τα νοήματα, όμως, ήταν τόσο πολλά και τόσο παράξενα και μπερδεμένα, που κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς εννοούσαν. Πολλοί ναύτες νόμιζαν πως έβλεπαν τους φρουρούς πάνω στους πύργους να χτυπιούνται και να κλαίνε. Άλλοι υποστήριζαν πως οι χειρονομίες αυτές και οι κινήσεις των στρατιωτών στις επάλξεις ήταν εκδηλώσεις χαράς κι ότι οι στρατιώτες δεν έκλαιγαν αλλά ζητωκραύγαζαν. Ο καπετάνιος του πλοίου βγήκε κι αυτός στο κατάστρωμα, όπως κι ολόκληρο το πλήρωμα και, δίπλα στους δυο ναύτες της υπηρεσίας, παρακολουθούσε τις κινήσεις των στρατιωτών ψηλά στους πύργους. Προσπαθούσε να καταλάβει κι ο ίδιος το τι συνέβαινε. Στο μεταξύ, οι οιμωγές και οι θρήνοι δεν σταματούσαν. Η πρωινή αύρα που φυσούσε απ’ τη Μαύρη Θάλασσα έφερνε τις γοερές εκείνες κραυγές στ’ αφτιά των ναυτών, άλλοτε συγκεχυμένες κι ακαθόριστες κι άλλοτε καθαρότερες και σπαραχτικές. -Καπετάνιε, καπετάνιε . . . Ακούστηκε για μια στιγμή η μπερδεμένη φωνή ενός λαχανιασμένου αγγελιοφόρου, που ανέβαινε βιαστικός στο πλοίο.

219


Ο καπετάνιος, με το βλέμμα στραμμένο προς τα τείχη, στεκόταν ανάμεσα στους δυο ναύτες του λίγα βήματα πιο πέρα απ’ τις σκάλες του πλοίου. -Τι συμβαίνει; ρώτησε µ’ έντονο ενδιαφέρον ο καπετάνιος γυρίζοντας προς τον αναστατωμένο αγγελιοφόρο. -Καπετάνιε, τους σκοτώνουν. Τους κομματιάζουν ζωντανούς, συνέχισε έξαλος ο αγγελιοφόρος. -Ποιους σκοτώνουν; Μίλησε και πες μου καθαρά. Φώναξε προστακτικά ο καπετάνιος. -Καπετάνιε, επανέλαβε κάπως πιο συγκρατημένα ο αγγελιοφόρος. Απ’ το πλοίο του καπετάν Κόκκου που βούλιαξε χτες το βράδυ γλίτωσαν καμιά σαρανταριά ναύτες. Βγήκαν κολυμπώντας στη στεριά του Πέραν. Αλλά, κατά κακή τους τύχη, έπεσαν πάνω στους Τούρκους. Ο αγγελιοφόρος σκούπισε τα δάκρυά του και γύρισε αλλού το κεφάλι του, προσπαθώντας να ακούει λιγότερο τις σπαραχτικές κραυγές που έφερνε από μακριά ο άνεμος. Κατάπιε μια-δυο φορές για να διώξει έναν κόμπο που τον έπνιγε στο λαιμό, ξανασκούπισε τα δάκρυά του και συνέχισε. -Τους δυστυχείς ναύτες, που έπιασαν στα χέρια τους οι βάρβαροι, τους θανατώνουν με τα χειρότερα βασανιστήρια. Άλλους σφάζουν και καρφώνουν τα κεφάλια τους σε μυτερά παλούκια κι άλλους τους παλουκώνουν ζωντανούς και μπήγουν την κάτω άκρη του παλουκιού στο χώμα. Τους στείνουν έτσι μισοπεθαμένους όρθιους στη γη και τους αφήνουν εκεί στητούς να ξεψυχήσουν. Τα μάτια όλων γέμισαν δάκρυα. Όλοι με μιας γύρισαν αυθόρμητα προς το μέρος του Μανδρακιού, έβγαλαν τα καπέλα τους κι έκαναν σιωπηλοί το σταυρό τους. Εκεί, στο κατάστρωμα, έμειναν για αρκετή ώρα βουβοί και δακρυσμένοι. Κάθε φορά που ο αέρας έφερνε πέρα απ’ τον τόπο του μαρτυρίου κι έναν καινούριο θρήνο στ’ αφτιά τους, έσκυβαν τα πρόσωπά τους μέσα στα χέρια τους κι έκλαιγαν πικρά. Χλομός ο ήλιος σκαρφάλωνε αργά στον ορίζοντα και οι ανώνυμοι εκείνοι μαχητές, μαζί με τους καπετάνιους τους, ασάλευτοι προσκυνητές μιας τραγικής θυσίας, μοιράζονταν από μακριά με το δικό τους τρόπο το δράμα των ηρωικών συντρόφων τους. Με δάκρυα στα μάτια και σπαραγμό στην καρδιά, τις τραγικές εκείνες στιγμές, όλοι οι μαχητές της Κωνσταντινούπολης θρηνούσαν την απάνθρωπη σφαγή των συντρόφων τους. Ψηλά, απ’ τα βουβά τείχη ή πάνω απ’ τα πένθιμα καταστρώματα των πλοίων, η πολιορκημένη πόλη, με ματωμένη την καρδιά και κρατημένη την ανάσα της, συνόδευε τους δύστυχους υπερασπιστές της, τα τραγικά εκείνα θύματα του καθήκοντος και της βαρβαρότητας των εχθρών της, στην αιώνια κατοικία τους.

220


19.

ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ

ΑΝΤΙΖΗΛΩΝ

-Μεγαλειότατε, είπε ο ναύαρχος στον αυτοκράτορα. Τοποθετήσαμε τρία απ’ τα μεγάλα πυροβόλα μας πάνω σε δυο πύργους των τειχών, ακριβώς απέναντι απ’ το αγκυροβολείο των Τούρκων. Στην αρχή είχαμε καλά αποτελέσματα, γιατί οι Τούρκοι δεν περίμεναν μια τέτοια κίνησή μας. Τους βρήκαμε απροετοίμαστους και βουλιάξαμε μερικά πλοία τους χωρίς καμιά δική μας απώλεια. Γρήγορα, όμως, άλλαξαν τη διάταξη του στόλου τους κι επιπλέον τοποθέτησαν κι αυτοί πάνω στα μεγαλύτερα πλοία τους μεγάλα πυροβόλα, τα οποία μετακινούν ανάλογα με την περίπτωση. Εδώ και δέκα μέρες, ο βομβαρδισμός δεν σταματά κι απ’ τις δυο μεριές, χωρίς, όμως, να έχει κανείς ουσιαστικά αποτελέσματα. -Εάν είχαμε κι άλλα πλοία να τα κινήσουμε εναντίον τους απ’ την ανοιχτή θάλασσα, τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά, είπε ένας πλοίαρχος. -Τότε, θα τους βάζαμε στη μέση, θα τους στριμώχναμε στο βάθος του κόλπου και θα τους σφυροκοπούσαμε άσχημα. Δε θα μπορούσαν να απομακρύνονται, όπως και όταν θέλουν και να αποφεύγουν τις βολές μας, πρόσθεσε ο πλοίαρχος Γριόνης. -Η θέση μας θα ήταν ασύγκριτα καλύτερη, αν παίρναμε νωρίτερα είδηση των τολμηρών σχεδίων του Μωάμεθ και εμποδίζαμε τη μεταφορά ενός μεγάλου μέρους του στόλου του πίσω απ’ την πλάτη μας, είπε ένας Βενετός πλοίαρχος. -Πώς σοφίστηκε, άραγε, ένα τέτοιο σχέδιο και πώς αποπειράθηκε ένα τόσο τολμηρό στρατήγημα ο σουλτάνος; Ρώτησε ένας συγκλητικός άρχοντας και συνέχισε. Δεν πιστεύω να έχει ακούσει κάτι ο Μωάμεθ για τις ιστορίες της επίθεσης του Καίσαρα κατά του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, ούτε να γνωρίζει για τη γέφυρα του Ξέρξη. Οι Άβαροι είχαν κάνει παλιότερα ένα τέτοιο πέρασμα σαν το δικό του, αλλά αυτό συνέβη πριν πολλά χρόνια κι αμφιβάλλω αν θα άκουσε ποτέ τίποτα γι’ αυτό ο σουλτάνος. Ο άρχοντας έκανε µερικά βήματα σκεπτικός, ψάχνοντας στη μνήμη του να βρει παρόμοια εγχειρήματα που έγιναν στο παρελθόν και να ανακαλύψει σε ποιο ίσως απ’ αυτά στηρίχτηκε ο Μωάμεθ και μετέφερε τόσα πλοία του απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη. Μετά συνέχισε. -Ίσως, να είχε ακούσει για την δια ξηράς μεταφορά του αυτοκρατορικού στόλου απ’ τη θάλασσα στη λίμνη Ασκάνια το 1097, όταν έγινε προσπάθεια ανακατάληψης της Νίκαιας. Ίσως, να άκουσε κάτι για τον αρχαίο ‘’δίολκο’’ της Κορίνθου, που μεταχειρίστηκε ο Βυζαντινός στρατηγός Ωορύφος, ο νικητής των Αράβων, για να μεταφέρει το στόλο του απ’ τον Κορινθιακό στο Αιγαίο. Ίσως, το σχέδιο αυτό να το εισηγήθηκε στο Μωάμεθ κάποιος Λατίνος, Βενετός πιθανόν, ο οποίος ίσως να άκουσε ή και να είδε πώς οι συμπατριώτες του, με τη βοήθεια του Κρητικού μηχανικού Σόρβολου, πέρασαν πριν από δεκατέσσερα χρόνια κατά τον ίδιο τρόπο ορισμένα πλοία τους απ’ τον ποταμό Αντίτζε 221


στη λίμνη Γκράντα της Βόρειας Ιταλίας . . . Αλλά και να μην το πάρει είδηση κανείς; . . . Τόσοι κάτοικοι! Ο συγκλητικός άρχοντας κατάλαβε το λάθος του κι αντιλήφθηκε, ότι με τις άδολες αναδρομές του στην Ιστορία και τα τελευταία του λόγια, έθιγε άσχημα τους Λατίνους συμμάχους της Κωνσταντινούπολης τις κρίσιμες αυτές ώρες, γι’ αυτό και διέκοψε την ομιλία του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον αυτροκράτορα και στους άλλους πλοιάρχους και κάθισε στη θέση του μετανιωμένος. -Δεν μπορεί, ολόκληρη συνοικία Γενουατών, ολόκληρος Γαλατάς με τόσους κατοίκους, να μην είδε κανείς, ούτε ένας, τη μεταφορά του στόλου του Μωάμεθ απ’ την ξηρά. Τόσοι κάτοικοι και να μην αντιληφθεί ούτε ένας το παραμικρό, τόνισε με θυμό κι έντονη ειρωνεία ο Βενετός πλοίαρχος Ιερώνυμος Μοροζίνης. Τα λόγια αυτά του Μοροζίνη ήταν αιχμηρός υπαινιγμός και ηχηρός κόλαφος για τους Γενουάτες πλοίαρχους, που, παρ’ ότι προσπάθησαν να αγνοήσουν την πρόκληση του Βενετού και να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, δεν το κατόρθωσαν. -Πάντοτε σας διακρίνει η απερισκεψία και η αυθάδεια εσάς τους Βενετούς, είπε θυμωμένα ένας Γενουάτης πλοίαρχος. -Πολύ εύκολα ξεστομίζετε τις χειρότερες λέξεις για τους άλλους και ακόμη πιο εύκολα ξεχνάτε τα δικά σας ελαττώματα και την ανικανότητά σας, πρόσθεσε με συγκρατημένη νευρικότητα και προσποιητή απάθεια ένας άλλος Γενουάτης ναυτικός. -Προσπαθείτε να αποδώσετε ελαττώματα σε μας; Ρώτησε με οξεία φωνή ο καπετάν Γριόνης. Τολμούν οι Γενουάτες να κατηγορήσουν εμάς τους Βενετούς; Αυτοί που υπόγραψαν συνθήκες φιλίας με το Μωάμεθ, τολμούν να υψώνουν φωνή και να δείχνουν πρόσωπο στον κόσμο; Συνέχισε κατακόκκινος απ’ το θυμό του ο Βενετός πλοίαρχος. -Προσπαθούμε να βοηθήσουμε την κατάσταση με τον καλύτερο τρόπο, φώναξε οργισμένος ο Ιουστινιάνης, που με δυσκολία κρατούσε όλο αυτό το διάστημα την ψυχραιμία του. Δεν είμαστε χοντροκέφαλοι κι ανίκανοι, συνέχισε με θυμό. Ούτε και κάνουμε του κεφαλιού μας. -Αν µ’ αυτά που λες, εννοείς το τόλμημα του αείμνηστου καπετάν Κόκκου, αυτού του ήρωα, που, μόλις πριν από τρεις μέρες, θυσίασε τη ζωή του για τη σωτηρία της πόλης και τη δική μας, όλων εδώ, είναι προτιμότερο να πάρεις αμέσως τα λόγια σου πίσω. Η προσπάθεια και η θυσία του ήρωα πλοιάρχου δείχνει θάρρος και γενναιότητα. Όχι υστεροβουλία κι ανικανότητα, διαμαρτυρήθηκε εξαγριωμένος ο Σιλβέστρος Τρεβηζάνος. Έπρεπε να περιμένει και να ενεργήσει κατά το σχέδιο, συνέχισε ο Ιουστινιάνης. Όχι να φύγει μπροστά και να πάρει στο λαιμό του όλη μας την προσπάθεια, στην οποία η πόλη στήριξε τόσες ελπίδες. -Στο λαιμό του δεν πήρε την προσπάθειά μας και τις ελπίδες της πόλης ο καπετάν Κόκκος. Στο λαιμό τους πήραν την επιχείρηση και τις ψυχές των δύστυχων ναυτών εκείνοι που άναψαν τη φωτιά πάνω στο λόφο του Γαλατά, ακριβώς την ώρα που ξεκινούσαν τα πλοία μας και

222


ειδοποίησαν έγκαιρα το σουλτάνο. Και ξέρουμε καθαρά ποιοι είναι αυτοί, φώναξε με θυμό ο Μοροζίνης. -Είσαστε όλοι οι Βενετοί ισχυρογνώμονες κι ανίκανοι, ούρλιασε ένας Γενουάτης. -Είσαστε προδότες και ύπουλοι, βρυχήθηκε ο Γαβριήλ Τρεβηζάνος. Ο αυτοκράτορας, με δυσκολία συγκρατιόταν ως τώρα και δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Άφηνε τους Ιταλούς πλοιάρχους να λογομαχούν, μόνο και μόνο για να δει πώς σκέφτονται. Ήθελε να εξακριβώσει, τι εμπιστοσύνη έχει ο ένας στον άλλο και πόση εμπιστοσύνη κι ελπίδα μπορούσε να έχει κι αυτός σ’ αυτούς. Με τους τελευταίους, όμως, εντονότατους διαξιφισμούς, το πράγμα έπαιρνε επικίνδυνη τροπή κι υπήρχε φόβος, οι οργισμένοι ναυτικοί, από στιγμή σε στιγμή, ν’ αφήσουν τα λόγια και να τραβήξουν τα σπαθιά. Γι’ αυτό, πάνω στο κρίσιμο σημείο, σηκώθηκε όρθιος και με δυνατή φωνή είπε. -Κύριοι πλοίαρχοι. Η συζήτηση αυτή σήμερα είναι τελείως ανωφελής, όπως ανωφελές είναι και το να μάθουμε εκ των υστέρων ποιος άναψε τη φωτιά στο Γαλατά και πρόδωσε τα σχέδιά μας. Η πόλη μας σήμερα δεν έχει ανάγκη από προστριβές και διαξιφισμούς μεταξύ των συμμάχων της. Έχει ανάγκη από βοήθεια και συνεργασία. Πιστεύω, ότι όλοι μας προσπαθούμε κι αγωνιζόμαστε να σώσουμε την Κωνσταντινούπολη απ’ τα χέρια του εχθρού. Όλοι είμαστε έτοιμοι να υποστούμε κάθε θυσία για την πραγματοποίηση του ιερού μας σκοπού. Γι’ αυτό, θα είναι πολύ καλύτερα για όλους μας, να αφήσουμε τις λογομαχίες κατά μέρος, να σκεφτούμε σοβαρά και να βρούμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος, με τον οποίο θα μπορέσουμε να ανακουφίσουμε τη δύστυχη πόλη μας. Στα λόγια αυτά του αυτοκράτορα, Γενουάτες και Βενετοί χαμήλωσαν τα μάτια ντροπιασμένοι για την απρεπή στάση τους και την οξύθυμη παραφορά τους και, σκύβοντας το κεφάλι, σα να ζητούσαν συγνώμη και να δήλωναν υποταγή, ξανακάθισαν στις θέσεις τους. Η ατμόσφαιρα ηρέμισε και πάλι και οι έντονοι ερεθισμοί και οι εξάψεις εξαφανίστηκαν σιγά-σιγά απ’ τα αγριεμένα πρόσωπα των Λατίνων ναυτικών. Ο Κωνσταντίνος σώπασε για λίγο κι αυτός, θέλοντας να δώσει χρόνο στους εκνευρισμένους πλοιάρχους να ξαναβρούν την ηρεμία τους. Σε λίγο, όταν τους είδε όλους καθισμένους και σιωπηλούς, συνέχισε. -Η κατάσταση της πόλης, όπως όλοι το γνωρίζουμε, είναι πολύ κρίσιμη. Έχουμε απόλυτη ανάγκη βοηθείας και μάλιστα αμέσως. Με τον εδώ αντιπρόσωπο της ένδοξης Αυθεντίας της Βενετίας, το βαΐλο Ιερώνυμο Μηνώτο, υπέγραψα στις 26 του περασμένου Ιανουαρίου συμφωνία, κατά την οποία ο βενετικός στόλος που σταθμεύει στο Αιγαίο πρέπει να σπεύσει προς βοήθεια της βασιλεύουσας μόλις το ζητήσουμε. Όμως, αρκετός καιρός παρήλθε από τότε που στείλαμε τη σχετική επείγουσα ειδοποίηση στη Δύση κι ακόμη καμιά βοήθεια δεν φαίνεται από πουθενά. -Ίσως, οι απεσταλμένοι μας να μην κατάφεραν να ξεφύγουν τον κλοιό των Τούρκων και να μην μπόρεσαν να περάσουν στο Αιγαίο, οπότε ο ναύαρχος του στόλου δεν έλαβε γνώση της εδώ δύσκολης κατάστασης, είπε ο Μοροζίνης. 223


-Ενδέχεται επίσης, να μην έφτασαν ακόμη στα χέρια του ναυάρχου οι διαταγές της Γαληνότατης Πολιτείας της Βενετίας, για να μπορέσει ο στόλος να πλεύσει προς την Κωνσταντινούπολη, πρόσθεσε ο Γαβριήλ Τρεβηζάνος, προσπαθώντας κάπως να δικαιολογήσει κι αυτός με τη σειρά του την αδικαιολόγητη για την περίσταση καθυστέρηση του στόλου. -Οποιαδήποτε κι αν είναι η δικαιολογία, συνέχισε ο αυτοκράτορας, η πραγματικότητα παραμένει η ίδια. Ο πολυπόθητος στόλος δεν φαίνεται πουθενά κι αυτό αυξάνει περισσότερο την απελπισία των πολιορκουμένων. Γι’ αυτό, νομίζω ότι καλό θα ήταν, να ετοιμάσουμε ένα μικρό καΐκι, το οποίο να προσπαθήσει να περάσει στο Αιγαίο. Να ψάξει και να βρει το στόλο των Βενετών, ο οποίος μάλλον θα βρίσκεται στη Χίο ή στην Εύβοια, να περιγράψει στο ναύαρχο Ιάκωβο Λορεδανό την κατάστασή μας και να τον παροτρύνει, να πλεύσει αμέσως και με όσο πιο μεγάλη ταχύτητα μπορεί προς βοήθεια της Κωνσταντινούπολης. Ομόφωνα όλοι μαζί οι πλοίαρχοι επικρότησαν την πρόταση του Κωνσταντίνου και, χωρίς χρονοτριβή, εγκατέλειψαν την αίθουσα του συμβουλίου κι έφυγαν, για να προετοιμάσουν την αναχώρηση του καϊκιού.

224


20.

ΟΙ

ΑΦΑΝΕΙΣ

ΗΡΩΕΣ

Μεσάνυχτα, στις 3 Μαΐου, ένα μικρό πλεούμενο, με υψωμένη στο κατάρτι του την τουρκική σημαία, γλιστρούσε μέσα στο σκοτάδι ανάμεσα απ’ τ’ άλλα πλοία κι έβγαινε, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε απ’ το στόμιο του Κερατίου Κόλπου. Μόλις το πλοιάριο ξανοίχτηκε στα νερά του Μαρμαρά και οι δώδεκα κωπηλάτες του, όλο κι όλο το πλήρωμά του, όλοι ντυμένοι με τούρκικα ρούχα, έσφιξαν στα γερά τους χέρια τα κουπιά κι άρχισαν µ’ όση δύναμη είχαν στα μπράτσα τους να τραβούν ασταμάτητα με τέχνη κι επιδεξιότητα κουπί, απομακρύνοντας έτσι το καράβι τους όσο πιο γρήγορα κι όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν απ’ τα τούρκικα καράβια. Απόλυτη σιγή επικρατούσε επάνω στο μικρό κατάστρωμα και μόνο η ρυθμική κίνηση των κουπιών πρόδινε την ύπαρξη ζωής μέσα στο σκοτεινό πλοίο-φάντασμα. Ο τιμονιέρης, με το βλέμμα καρφωμένο μακριά μέσα στο βαθύ σκοτάδι, προσπαθούσε να κρατάει το σκάφος πέρα από κάθε ύποπτο σημάδι, που τα εξασκημένα μάτια του διέκριναν μέσα στη νύχτα. Μπροστά στη μύτη της πλώρης, ο παρατηρητής ερευνούσε ασταμάτητα την πλατιά θάλασσα. Γρήγορα το λιμάνι έμεινε πίσω και η απόσταση που χώριζε τους δώδεκα εθελοντές απ’ την πολιορκημένη πόλη μεγάλωνε με ταχύτητα. Μούσκεμα στον ιδρώτα οι κωπηλάτες χτυπούσαν με ρυθμό και ασταμάτητα τα κύματα με τα γυαλιστερά κουπιά τους. Το μικρό πλοιάριο, σκοτεινό κι αγνώριστο κι αυτό, τυλιγμένο στο σκοτάδι γλιστρούσε κι έτρεχε βιαστικό προς την Καλλίπολη. Οι δώδεκα ήρωες ναυτικοί ήταν η τελευταία ελπίδα των πολιορκημένων. Το γνώριζαν αυτό καθαρά οι άσημοι κι άγνωστοι αλλά γενναίοι ναυτικοί του μικρού καϊκιού, γι’ αυτό και τραβούσαν με γρηγοράδα τα κουπιά τους, χωρίς να ξέρουν, αν με τον τρόπο αυτό απομακρύνονταν απ’ το θάνατο ή πήγαιναν πιο γρήγορα σ’ αυτόν. Τα τουρκικά ρούχα που φορούσαν και η σημαία του σουλτάνου που κυμάτιζε στο κατάρτι τους τους έδιναν κάποια ελπίδα, ότι θα περάσουν στο Αιγαίο ζωντανοί. Περισσότερο, όμως, τους έδινε θάρρος η πίστη τους στην επιτυχία της αποστολής τους. Η θέλησή τους να σώσουν την πόλη γιγάντωνε το κουράγιο τους κι έσβηνε απ’ το μυαλό τους το μέγεθος του τρομερού κινδύνου που διέτρεχαν ανά πάσα στιγμή. Η κατανόηση της μεγάλης τους αποστολής τους εμψύχωνε και δεν τους επέτρεπε να δουν, ότι την ώρα αυτή δεν παλεύουν με τα κύματα αλλά με τον ίδιο το θάνατο. Το ξημέρωμα τους βρήκε ανοιχτά στη μέση της θάλασσας. Απαρατήρητοι διέσχιζαν όλη την ημέρα τα νερά της Προποντίδας και με το πέσιμο της νύχτας και με την ψυχή στα δόντα μπήκαν στα Στενά. Πλησίαζαν την Καλλίπολη. Τα αραιά κι αδύνατα φώτα της τουρκικής πόλης, που σκόρπια τρεμόσβηναν εδώ και κει μέσα στο σκοτάδι, μεγάλωναν την αγωνία και

225


το φόβο τους. Ταυτόχρονα, όμως, η συναίσθηση του μεγάλου κινδύνου που διέτρεχαν ενίσχυε και αύξανε τις δυνάμεις τους. Αμίλητοι όλοι τους και σιωπηλοί τραβούσαν κουπί ασταμάτητα. Δεν ήθελαν να βασιστούν μόνο στον άνεμο, που τον έβρισκαν αδύνατο στο μικρό σκούρο πανί που φουσκωμένο κρεμόταν στο κατάρτι τους. Ήθελαν να περάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν απ’ το επικίνδυνο αυτό μέρος και να ξεφύγουν όσο πιο γρήγορα γινόταν απ’ του χάρου τα δόντια. Ο τιμονιέρης, κρατώντας σφιχτά και σταθερά το τιμόνι στα χέρια του, έψαχνε με το εξασκημένο βλέμμα του τη στενή θάλασσα και τις κοντινές ακτές της. Τα μάτια του κάπου-κάπου έπεφταν στα βράχια και στα υψώματα της Καλλίπολης. Έμενε ακίνητος όπως όλοι και αδιάκοπα ερευνούσε τα πάντα. Παρ’ ότι βρισκόταν κι αυτός μέσα στο ίδιο καράβι, δεμένος με την ίδια τραγική μοίρα με τους άλλους έντεκα συντρόφους του, ο νους του έτρεχε αλλού. Πήγαινε χρόνια πίσω. Κάθε φορά που το βλέμμα του στρεφόταν προς την Καλλίπολη, ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό του και τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Προστατευμένος απ’ το σκοτάδι και σίγουρος ότι κανένας απ’ τους συντρόφους του δεν μπορεί να διακρίνει τη συγκίνηση στο πρόσωπό του, άφηνε τον πόνο του να ξεσπάει μέσα στη σιωπή της σκοτεινής νύχτας. Το πρόσωπό του έκαιγε και ο πόνος του έσχιζε την καρδιά κάθε φορά που τα μάτια του αντίκριζαν μέσα στη νύχτα την πόλη των πατέρων του, την Καλλίπολη. Ήταν ο γεροντότερος απ’ τους δώδεκα κι είχε πάει αρκετές φορές στην Καλλίπολη, όταν οι Βυζαντινοί είχαν καλύτερες σχέσεις με τους Τούρκους. Με μιας τού ‘ρθαν όλα στο μυαλό του, όσα ήξερε κι όσα είχε ακούσει για τη δύστυχη αυτή πόλη. Έμεινε για αρκετή ώρα σαν απολιθωμένος στην ίδια θέση, με το τιμόνι στο χέρι του κι άφησε τη σκέψη του ελεύθερη. Η θύμιση της ιστορίας της τραγικής εκείνης πόλης, που στην αρχή τού ‘φερνε τόσα δάκρυα, τώρα τον ξεκούραζε. Απάλαινε τον πόνο του και τού ‘δινε κουράγιο. Ένας νεαρός ναύτης που καθόταν κοντά του, στο τελευταίο το κουπί, γύριζε κάθε τόσο το κεφάλι του προς το μέρος του γερο-τιμονιέρη, κάθε φορά που αυτός, χωρίς να το καταλαβαίνει, άφηνε ένα βαθύ αναστεναγμό. Για μια στιγμή, ο νεαρός ναύτης νόμισε ότι είδε κάτι να γυαλίζει παράξενα μέσα στη νύχτα πάνω στο αδρύ μάγουλο του γεροσυντρόφου του. Δεν είπε, όμως, τίποτα και συνέχισε να τραβά, όπως και πρώτα, ρυθμικά το κουπί του. Βυθισμένος έτσι στις σκέψεις του ο τιμονιέρης, δεν κατάλαβε πόσο είχαν αφήσει πίσω την Καλλίπολη κι ούτε πρόσεξε ότι είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ο αέρας, όμως, που όλο και δυνάμωνε και γινόταν ψυχρότερος όσο η νύχτα έφευγε κι όσο το καΐκι προχωρούσε μέσα στο στενό του Ελλησπόντου, πάγωσε το πρόσωπό του, διέλυσε τις σκέψεις του και τον ξανάφερε πίσω στην πραγματικότητα, μέσα στο καΐκι και δίπλα στους συντρόφους του. Τώρα, ο ορίζοντας στην ανατολή είχε αρχίσει να ξασπρίζει και το μικρό καΐκι είχε αφήσει πίσω του τη Λάμψακο και πλησίαζε προς τις ακτές της Αβύδου. Το πυκνό σκοτάδι γρήγορα αραίωσε και οι κωπηλάτες διακρίνονταν καθαρά στις θέσεις τους πάνω στο κατάστρωμα. Ο αέρας 226


των στενών φούσκωνε το πανί και τα κουπιά δεν χρειαζόταν άλλο πια. Ο τιμονιέρης για μια στιγμή κουνήθηκε κάπως απ’ τη θέση του κι έκανε μια κίνηση για να ξεμουδιάσει. Έτριψε το κρύο μέτωπό του με το ελεύθερο χέρι του για να συνέλθει και πέρασε τα δάχτυλά του δυο-τρεις φορές ανάμεσα στα μαλλιά του που ανέμιζαν απ’ τη θαλασσινή αύρα, σα να τα χτένιζε, τρίβοντας ταυτόχρονα το κεφάλι του με την παλάμη του. -Καλωσόρισες στο καράβι μας γέρο, είπε για μια στιγμή ο νεαρός ναύτης στον τιμονιέρη, όταν τον είδε να δίνει σημεία ζωής με τις κινήσεις του αυτές. Η φωνή του νεαρού ναύτη, παρ’ ότι ο τόνος της ήταν πολύ χαμηλότερος απ’ το συνηθισμένο, αντήχησε σαν ηχηρή καμπάνα στ’ αφτιά των άλλων ναυτικών και τους έκανε όλους να τιναχτούν επάνω και να στραφούν προς το μέρος του νεαρού συντρόφου τους. Η διαπεραστική, όπως φάνηκε σ’ όλους εκείνη την ώρα φωνή του ναύτη, ήταν η πρώτη και η μόνη φωνή που ακούστηκε πάνω στο κατάστρωμα απ’ την ώρα που το μικρό καΐκι με τους δώδεκα ναυτικούς έμπαινε στα νερά της Καλλίπολης. Τ’ αφτιά όλων είχαν συνηθίσει στο βουητό της θάλασσας και στο θόρυβο των κυμάτων που ασταμάτητα έσπαζαν στα πλευρά του πλοιαρίου τους και το είναι τους είχε παραδοθεί κυριολεκτικά στο καθήκον. Όλοι τους είχαν αφοσιωθεί σιωπηλοί κι αμίλητοι στην εκπλήρωση της μεγάλης τους αποστολής, την οποία μόνοι τους και με τη θέλησή τους είχαν αναλάβει. Οι πρώτοι ήχοι της φωνής του νεαρού ναύτη χτύπησαν στα τύμπανα των αφτιών τους σαν αιχμηρές σαΐτες και τους ξάφνιασαν. Ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος ο ναύτης απ’ τη φωνή του κι έμεινε για λίγο ακίνητος στη θέση του. Οι παράξενοι προς στιγμή ήχοι με το αιχμηρό άγγιγμά τους, ο κρύος αέρας της θάλασσας και το αμυδρό φως της αυγής, που όλο και πιο ξεκάθαρο απλώνονταν στον ουρανό της ανατολής, συνέφεραν τους ναυτικούς και τους έκαναν να ξαναδούν ο ένας τον άλλο πάνω στο κατάστρωμα του μικρού πλοίου τους. Ύστερα απ’ το πρώτο ξάφνιασμα που προξένησαν τα αναπάντεχα λόγια του νεαρού ναύτη ο γερο-τιμονιέρης είπε. -Έχεις δίκιο νεαρέ. Δεν ήμουν μαζί σας για αρκετή ώρα. -Σ’ έβλεπα εδώ να κρατάς όλη τη νύχτα το τιμόνι, είπε ο νεαρός, αλλά απ’ τους αραιούς και βαθιούς αναστεναγμούς σου καταλάβαινα ότι δεν ήσουν μαζί μας. Μάλιστα, για μια στιγμή μου φάνηκε κάπως παράξενη μέσα στη νύχτα η μορφή σου κι είπα νά ‘ρθω κοντά σου να δω τι σου συμβαίνει. -Δεν ήταν μαζί μας; Ρώτησε µ’ απορία ένας κωπηλάτης της πρώτης σειράς. -Βέβαια, δεν ήταν μαζί μας. Κρατούσε, όμως, το τιμόνι και μας οδηγούσε όλη τη νύχτα, πρόσθεσε κάποιος άλλος με τόνο αστειότητας. -Ναι, ναι, είπε ο τιμονιέρης. Μην ξαφνιάζεστε. Ο νεαρός έχει δίκιο. Αλλά και σεις δεν έχετε άδικο. Η αλήθεια είναι, ότι ήμουν μεν εδώ και κρατούσα το τιμόνι, αλλά η σκέψη μου βρισκόταν αλλού. Πετούσε σε άλλους καιρούς και γύριζε μακριά σ’ άλλα μέρη.

227


-Πυκνοαναστέναζες όταν περνούσαμε την Καλλίπολη και τα μάτια σου τα είχες καρφωμένα στις ακτές της. Σάμπως να προσπαθούσες κάτι να διακρίνεις, είπε ο νεαρός. -Πραγματικά, παρ’ ότι τό ‘ξερα ότι ήταν αδύνατο να διακρίνω το παραμικρό, λόγω της απόστασης και της νύχτας, πάλι επέμενα να παρατηρώ τις ακτές, προσπαθώντας να ξεχωρίσω καμιά απ’ τις μεγάλες ρωγμές που άνοιξε ο τρομερός σεισμός στα μέρη αυτά πριν από πολλά χρόνια, είπε ο τιμονιέρης. Υπάρχουν ακόμη αρκετές και μεγάλες σχισμές, τις οποίες δεν γέμισαν τελείως τα χώματα που παρασύρουν οι βροχές και ούτε τις σκέπασε η βλάστηση, ώστε να μην διακρίνονται καθόλου. Πρέπει, όμως, να ξέρεις να τις ξεχωρίσεις, γιατί, όσο και νά ‘ναι, ο καιρός τις έχει απαλύνει και η βλάστηση έκρυψε την αγριάδα και την ασχήμια τους, Σταμάτησε για λίγο κι έφερε ένα γύρο το βλέμμα του στους συντρόφους του. Όλοι τους είχαν συγκεντρωθεί κοντά του κι είχαν καρφώσει τα μάτια τους επάνω του. Η έκφραση του προσώπου τους και το ανυπόμονο βλέμμα τους μαρτυρούσαν καθαρά πως όλοι τους ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν με την περίεργη φαντασία τους το γέρο σύντροφό τους σ’ άλλα μέρη και να πάνε μαζί του πίσω σ’ άλλους καιρούς, για να γνωρίσουν άλλους ανθρώπους και να μάθουν άγνωστα κι οπωσδήποτε ενδιαφέροντα πράγματα. Ο γερο-ναυτικός κατάλαβε την πρόθεσή τους αυτή και τους είπε. -Θα σας πω κάτι απ’ τα παλιά, για να συνέλθουμε λίγο απ’ το κρύο της νύχτας και τη δοκιμασία του ταξιδιού μας. Αλλά, πριν απ’ όλα, επιβάλλεται να νιώσουμε όλοι μας καθαρά, ότι τίποτα δεν πρέπει να αποσπάσει την προσοχή μας και τίποτα δεν πρέπει να αμβλύνει τις προσπάθειές μας για την επιτυχία της αποστολής μας. Μια που τα κουπιά σας δεν μας χρειάζονται άλλο και ο καλός αέρας ανέλαβε να κάνει τη δουλειά τη δική σας, καθίστε εδώ γύρω όσοι θέλετε ν’ ακούσετε. Πρέπει, όμως, να βολευτείτε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε με τα αφτιά να ακούτε και με τα μάτια ν’ αγναντεύετε όσο πιο καλά και όσο πιο μακριά μπορείτε και τη θάλασσα και τη στεριά. Με το παραμικρό, ο καθένας σας θα πεταχτεί στη θέση του. Όλοι μαζί θα έχουμε το νου μας στο καΐκι μας και στο πώς θα μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε τον κάθε κίνδυνο, όσο το δυνατό νωρίτερα. Οι ναύτες κάθισαν γύρω-γύρω στο κατάστρωμα κοντά στον τιμονιέρη, έτσι, ώστε όλοι τους να μπορούν να ερευνούν τον ορίζοντα συνεχώς. Ο γερο-τιμονιέρης ξαναπέρασε την αριστερή παλάμη του µ’ ανοιχτά τα δάχτυλα μέσα απ’ τα ανακατεμένα μαλλιά του, γύρισε το βλέμμα του πίσω προς τα μέρη της Καλλίπολης και είπε. -Τα μέρη αυτά, όλα γύρω μας κι έκανε έναν κύκλο με το βλέμμα του και το αριστερό του χέρι που ήταν ελεύθερο, ήταν κάποτε δικά μας. Ελληνικά. Πριν από χρόνια, όμως, μας τα πήραν οι Τούρκοι. Και τώρα θέλουν να μας πάρουν και την Κωνσταντινούπολη. Τα σύνορα της αυτοκρατορίας μας τα παλιά χρόνια ήταν τόσο πλατιά, που σχεδόν κανένας δεν ήξερε από πού άρχιζαν και πού τελείωναν. Αλλά, όπως τώρα

228


με τους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς, με τους Λατινόφιλους και τους Τουρκόφιλους, με τους αιρετικούς και τους ορθόδοξους μαλώνουμε και φαγωνόμαστε, έτσι και τότε δεν έλειπαν οι διαφορές και οι προστριβές μεταξύ των προγόνων μας. Τις διαμάχες αυτές εκμεταλλεύτηκαν οι εχθροί μας και άρχισαν να μας αφαιρούν μια-μια τις επαρχίες μας και να στενεύουν τα σύνορά μας, ώσπου τα στένεψαν τόσο, που σήμερα κοντεύουν να μας πνίξουν. Πολλές φορές, οι ίδιοι οι άρχοντές μας έδιναν στον α’ ή στο β’ εχθρό της φυλής μας και μια επαρχία της αυτοκρατορίας μας σαν ανταμοιβή, για να τους βοηθήσουν να γίνουν αυτοί δεσπότες ή αυτοκράτορες και να διώξουν εκείνους που νόμιμα ή παράνομα κατείχαν το θρόνο. Οι εχθροί μας έπαιρναν την επαρχία που τους πρόσφεραν σα δώρο και με το στρατό που έστελναν, δήθεν για βοήθεια, κυρίευαν κι άλλη μια. Τα μέρη αυτά εδώ της Καλλίπολης, που ήταν ελληνικά χιλιάδες χρόνια προτού νά ‘ρθει ο Χριστός στη γη, τα χάσαμε πριν περίπου εκατό χρόνια με τους εμφυλίους πολέμους του Ιωάννη του Κατακουζηνού και του Ιωάννη του V του Παλαιολόγου. Πότε ο ένας και πότε ο άλλος, καλούσαν τους Τούρκους για βοήθεια κι αυτοί, αντί να βοηθήσουν, στρογγυλοκάθισαν στη Θράκη και μας την πήραν σχεδόν ολόκληρη. Ιδιαίτερα για την Καλλίπολη, συντέλεσε κι ένας μεγάλος σεισμός. Βλέπετε, οι παπάδες και οι καλόγεροι οι δικοί μας, όλα τα φυσικά φαινόμενα που παρουσιάζονται τα εξηγούν σε βάρος μας. Ενώ οι ιμάμηδες, ό,τι κι αν συμβεί, λένε ότι έγινε για καλό των Τούρκων και το εξηγούν σαν καλό σημάδι για τη φυλή τους. Το βράδυ λοιπόν της 2ας Μαρτίου 1354, ενενηνταεννιά χρόνια και δυο μήνες σαν προχθές το βράδυ, ολόκληρη η ακτή της Θράκης πλήγηκε από μεγάλο σεισμό. Πολλά μέρη χάθηκαν για πάντα. Άνοιξε η γη και τα κατάπιε. Και, άλλα κομματιάστηκαν και καταστράφηκαν τελείως. Λένε, ότι τέτοιος σεισμός δεν είχε ξανακουστεί να γίνει ποτέ άλλοτε. Μόνο το καλοκαίρι του 1296 μια σειρά από σεισμικές δονήσεις προξένησε μεγάλες ζημιές στην Κωνσταντινούπολη και στη Μικρά Ασία. Τότε, το 1296, δεν έφτανε η συμφορά των σεισμών που είχε ερημώσει τα πάντα αλλά επιτέθηκαν και οι Βενετοί. Ύστερ’ από τρεις μέρες μετά το σεισμό, στις 22 Ιουλίου, εβδομηνταπέντε βενετικά πλοία μπήκαν στον Κεράτιο Κόλπο και χτύπησαν το Γαλατά στην αρχή κι ύστερα την Κωνσταντινούπολη, χωρίς καμιά προειδοποίηση. Έκαψαν πολλά σπίτια των Γενουατών. Αργότερα, το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, οι Γενουάτες, μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία, έσφαξαν τους άρχοντες των Βενετών στην Κωνσταντινούπολη44. Οι Βενετοί κρυφοφύλαγαν το μίσος τους και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να εκδικηθούν κι αυτοί. Μάλιστα, κατηγόρησαν και τον αυτοκράτορα, ότι επέτρεψε στους Γενουάτες να στραφούν εναντίον των Βενετών. Έτσι, η διένεξη των δύο ξένων αποικιών, της οποίας τα αίτια στηρίζονταν σε εμπορικές αντιζηλίες, στράφηκαν εναντίον του Βυζαντίου. Το επόμενο καλοκαίρι, οι Βενετοί, με δεκαοχτώ πλοία, μπήκαν στον Κεράτιο Κόλπο και ζητούσαν αποζημίωση 44

Nicol D.M. ‘’The Last Centuries . . .’’ Σελίδα 118. Vasiliev A. A. ‘’History Of The Byzant. . . .’’ Τόμ. Ε Σελίδα 26. 229


για τις καταστροφές. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να βρει λύση αλλά δεν τα κατάφερε. Οι Βενετοί έβαλαν φωτιά στα σπίτια της παραλίας κοντά στα ανάκτορα των Βλαχερνών. Ο αέρας φυσούσε αντίθετα και το παλάτι πνίγηκε στους καπνούς. Μετά, έπλευσαν με τα πλοία τους στις ακτές του Μαρμαρά και στα γύρω νησάκια κι έπιασαν αιχμαλώτους όσους Γενουάτες μπόρεσαν, τους οποίους έδεσαν ψηλά στα κατάρτια των καραβιών τους, ώσπου οι συγγενείς τους τους εξαγόρασαν με λύτρα. Μ’ αυτόν τον τρόπο πήραν περισσότερα απ’ όσα ζητούσαν για αποζημίωση στην αρχή45. Όπως λοιπόν το 1296, τις καταστροφές του σεισμού συμπλήρωσαν οι σφαγές και οι εμπρησμοί των Λατίνων, έτσι και το 1354 στις τρομερές καταστροφές των σεισμών προστέθηκαν και πρωτοφανείς βροχές και καταιγίδες. Οι κάτοικοι δεν ήξεραν από πού να φυλαχτούν. Ο καθένας, που είχε σταθεί τυχερός και δεν τον είχε καταπιεί η γη ή δεν τον είχαν παρασύρει τα ορμητικά νερά των καταιγίδων, έτρεχε αλλόφρονα για να σωθεί προς τη στεριά ή τη θάλασσα εγκαταλείποντας την πόλη. Η Καλλίπολη σκεπάστηκε από ερείπια και θάφτηκε στα χαλάσματά της. Οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν κι έμεινε καταστραμμένη κι έρημη. Ο καθένας έπαιρνε το πρώτο πλεούμενο που έβρισκε κι έφευγε μακριά της, χωρίς να ξέρει για πού πηγαίνει. Πολλοί πήγαν στα νησιά του Αιγαίου. Άλλοι στην Κύπρο, στην Ιταλία κι άλλοι έφτασαν μέχρι την Ισπανία και την Αγγλία. Στην τέλεια αυτή εγκατάλειψη της πόλης απ’ τους κατοίκους της, συντέλεσαν και διάφορες εξηγήσεις που έδωσαν τότε οι καλόγεροι στο ξέσπασπα αυτό των στοιχειών της φύσης. Παρουσίασαν τους σεισμούς και τις καταιγίδες σαν εκδηλώσεις της οργής του Θεού και χαρακτήρισαν την καταστροφή της πόλης σαν θέλημά Του, να τιμωρήσει τους αμαρτήσαντες ορθοδόξους, οι οποίοι αποτόλμησαν να πλησιάσουν κατά καιρούς τους αιρετικούς της Δύσης. Έτσι έγινε και το 1430, όταν ο Μουράτ ΙΙ πολιορκούσε τη Θεσσαλονίκη. Ο σουλτάνος είδε στον ύπνο του ή διέδωσε ότι είδε στον ύπνο του, ότι κατέβηκε ο Θεός και τού ‘δωσε ένα ωραίο τριαντάφυλλο να το μαδήσει. Οι παπάδες του αμέσως εξήγησαν το όνερό του και είπαν, ότι το τριαντάφυλλο συμβολίζει τη Θεσσαλονίκη, η οποία είναι πλέον θέλημα του Αλλάχ να πέσει στα χέρια του. Αντίθετα και για καλό των Τούρκων, στο στρατόπεδο των Ελλήνων συνέβαιναν άλλα πράγματα. Τον καιρό της πολιορκίας, το 1429, πέθανε στη Θεσσαλονίκη ο επίσκοπος της πόλης Συμεών. Οι χριστιανοί παπάδες εξήγησαν το θάνατο του επισκόπου σαν καθαρή ένδειξη της βούλησης του Θεού και καθαρό σημάδι της θέλησής Του, να πέσει η πόλη στα χέρια των Τούρκων. Η εξήγηση αυτή επηρέασε βαθιά τους πολιορκημένους και διάβρωσε σε μεγάλο βαθμό τη συνοχή τους και τη θέλησή τους για αντίσταση. Μάλιστα, τόσο μεγάλη ήταν η επίδραση της εξήγησης αυτής του θανάτου του επισκόπου Συμεών, που λέγεται ότι οι καλόγεροι της μονής των Βλατάδων, επηρεασμένοι απ’ την τόσο φανερή 45

Nicol D. M. “”The Last Centuries . . .

Σελίδα

118. 230


εκδήλωση της επιθυμίας του Θεού, υπέδειξαν κρυφά στο Μουράτ, να κόψει τους σωλήνες της ύδρευσης της πόλης, ώστε να αναγκάσει με τη δίψα τους κατοίκους να παραδοθούν46. Μήπως και τώρα γίνονται καλύτερα πράγματα; . . . Οι ναύτες άκουγαν με προσοχή, σιωπηλοί και γεμάτοι ενδιαφέρον. Κανείς τους δεν είχε ξανακούσει τέτοιες ιστορίες άλλη φορά. Όσο, όμως, πιο πολύ τους συνέπαιρνε η διήγηση του τιμονιέρη, τόσο περισσότερο έντειναν την προσοχή τους στο να παρακολουθούν καλύτερα τη θάλασσα και να προσέχουν γύρω τους για κάθε απρόοπτο ενδεχόμενο. Ο γερο-τιμονιέρης πρόσεξε την αγρύπνια αυτή των συντρόφων του αλλά, για να αυξήσει περισσότερο την προσοχή τους στην αποστολή που ανέλαβαν, διέκοψε για λίγο τη διήγησή του και είπε. -Όπως βλέπετε, μας πήρε η μέρα και πρέπει να είμαστε πιο προσεχτικοί. Τώρα διατρέχουμε κίνδυνο κι απ’ τους δικούς μας. Αν τύχει κανένα βυζαντινό ή λατινικό καράβι στο δρόμο μας και δει τη σημαία του σουλτάνου στο κατάρτι μας, δε θα μας στρώσει χαλί να περάσουμε. Γι’ αυτό, από εδώ και πέρα προσεχτικότεροι, ώσπου να βγούμε στο Αιγαίο. -Συνέχισε γέρο την ιστορία σου και μη νοιάζεσαι για τίποτα, είπε κάποιος ναύτης. Τα λόγια σου μας κρατούν ξύπνιους, που νομίζω ότι τώρα μπορώ να αγναντεύω σε διπλάσια απόσταση στο πέλαγος και να διακρίνω το κάθε τι καθαρότερα. Ο γερο-τιμονιέρης ξαναχτένισε τα ανακατεμένα μαλλιά του με τα δάχτυλά του και συνέχισε. -Ο σεισμός και οι καταιγίδες, λοιπόν, ρήμαξαν και ερήμωσαν την Καλλίπολη. Αλλά η πραγματική καταστροφή άρχισε μόλις κόπασαν τα στοιχειά της φύσης. Όσοι βρέθηκαν ζωντανοί μέσα στα ερείπια πιάστηκαν απ’ τους Τούρκους, που όρμησαν μέσα στα χαλάσματα σαν τους βρυκόλακες το πρωί με την ανατολή. Την εποχή εκείνη, ο τότε αυτοκράτορας Ιωάννης Κατακουζηνός, για να τα βγάλει πέρα στον εμφύλιο πόλεμο κατά του συναυτοκράτορά του Ιωάννη του V του Παλαιολόγου, είχε ζητήσει τη βοήθεια του εμίρη του Αϊδινίου Ουμούρ. Ο Ουμούρ τον βοήθησε στην αρχή αλλά, επειδή αργότεροι οι Δυτικοί, με πρωτοπόρο τον πάπα Κλήμη VI, επιτέθηκαν εναντίον του και τον Οκτώβριο του 1344 βύθισαν το στόλο του στο λιμάνι της Σμύρνης και του πήραν και τη μισή πόλη, δεν μπόρεσε να συνεχίσει την παροχή βοήθειας προς το φίλο του Κατακουζηνό. Αργότερα, το 1348, ο Ουμούρ σκοτώθηκε πολεμώντας στη Σμύρνη. Βοήθεια έστειλε στον Κατακουζηνό και ο εμίρης της Λυδίας Σουραχάν. Αλλά, το 1345, ο Κατακουζηνός συνδέθηκε φιλικά με τον εμίρη της Βιθυνίας Ορχάν και η φιλία του με το Σουραχάν ατόνισε. Η φιλία, 46

Nicol D. M. The Last Centuries . . . ‘’ Σελ. 365-66. Βακαλοπούλου ‘’Ιστορία της Θεσ/νίκης Σελ. 74-5. Nicol D. M. ‘’The Byzantine Family’’ Σελ. 134-35. Gibbons ‘’Foundation Of The Othoman Empire’’ Ostrogosky ‘’’History’’ Σελ. 544-45. 231


όμως, του Κατακουζηνού με τον Ορχάν προχώρησε τόσο πολύ, ώστε αργότερα, το 1346, ο Κατακουζηνός έδωσε τη δεύτερη κόρη του Θεοδώρα στον Ορχάν και τον έκανε γαμπρό του47. Για να βοηθήσει λοιπόν ο Ορχάν τον πεθερό του, έστειλε το γιο του Σουλεϊμάν με στρατό στη Θράκη. Την εποχή των σεισμών, ο στρατός του Σουλεϊμάν ήταν στις γύρω περιοχές, απ’ όπου αμέσως εξόρμησε και ξεχύθηκε στην καταστραμμένη περιοχή, για να γκρεμίσει ό,τι άφησαν όρθιο οι σεισμοί και οι καταρρακτώδεις βροχές. Η Καλλίπολη και τα γύρω χωριά κατακλείστηκαν από Τούρκους, οι οποίοι, αντί να φύγουν απ’ την πόλη, όπως ζητούσαν οι Βυζαντινοί, έχτιζαν τείχη και φρούρια και ισχυροποιούσαν καλύτερα τις θέσεις τους. Ο Σουλεϊμάν βρισκόταν στις Πηγές, στην ανατολική ακτή του Ελλησπόντου, όταν έμαθε τα νέα του σεισμού. Αντί να διατάξει το στρατό του να αποσυρθεί απ’ την Καλλίπολη, πέρασε κι αυτός απέναντι, μεταφέροντας συνάμα ένα πλήθος Ουσμανλίδων με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, για να κατοικήσουν την εγκαταλειμμένη πόλη. Οι απρόσκλητοι νέοι κάτοικοι επισκεύασαν πρόχειρα τα σπίτια κι εγκαταστάθηκαν στα ερείπια. Ο Σουλεϊμάν τοποθέτησε ισχυρή φρουρά κι άρχισε όλο και να επεκτείνει την κατοχή του στις γύρω περιοχές. Όταν του ζήτησε ο αυτοκράτορας να εγκαταλείψει την πόλη, απάντησε ότι δεν πήρε τίποτα απ’ τον αυτοκράτορα, το οποίο πρέπει να επιστρέψει. Οι κάτοικοι, είπε, εγκατέλειψαν την πόλη τους διωγμένοι απ’ το Θεό. Την παρατημένη αυτή πόλη απ’ τους κατοίκους της, ο Θεός την έδωσε σε μένα. Ο αυτοκράτορας πρόσφερε στο Σουλεϊμάν χρήματα αλλά αυτός δεν δεχόταν να εγκαταλείψει ‘’ό,τι του έδωσε ο Θεός’’. Γρήγορα η πόλη ξαναγέμισε με νέους κατοίκους απ’ την Ασία, οι οποίοι έδειχναν ότι ήρθαν να κατοικήσουν εδώ οριστικά. Λέγεται μάλιστα, ότι όλους αυτούς τους Ασιάτες τους μετέφεραν οι χριστιανοί Γενουάτες με τα πλοία τους και ότι απ’ τις μεταφορές αυτές έκαναν μεγάλα κέρδη. Έτσι γέμισαν με Τούρκους η Καλλίπολη και όλες οι γύρω περιοχές48. Ο αυτοκράτορας τετραπλασίασε το ποσό που αρχικά πρόσφερε στο Σουλεϊμάν για να φύγει και ζήτησε να συναντηθεί με το γαμπρό του Ορχάν, για να συζητήσουν το πράγμα και να βρεθεί μια λύση. Η συνάντησε γαμπρού και πεθερού κανονίστηκε να γίνει στη Νικομήδεια. Όταν, όμως, έφτασε εκεί ο αυτοκράτορας Κατακουζηνός, ήρθε αγγελιοφόρος απ’ τον Ορχάν και του είπε, ότι ο κύριός του είναι βαριά άρρωστος και δε θα μπορέσει να έρθει στο ραντεβού. Στενοχωρημένος ο Κατακουζηνός γύρισε στην Κωνσταντινούπολη κι αποκαρδιωμένος απ’ την απώλεια μιας τόσο σπουδαίας περιοχής, άρχισε να σκέφτεται να μπει σε μοναστήρι. -Είναι αλήθεια, ρώτησε ένας ναύτης τον τιμονιέρη, ότι ο τότε αυτοκράτορας Ιωάννης Κατακουζηνός έγινε καλόγερος; -Ναι, είπε ο τιμονιέρης. Αλήθεια είναι. Ο Ιωάννης Κατακουζηνός, στις 4 Δεκεμβρίου 1354, εγκατέλειψε τον αυτοκρατορικό θρόνο υπέρ του συναυτοκράτορά του Ιωάννη Παλαιολόγου κι έγινε καλόγερος. Πήρε το 47 48

Nicol D. M. ‘The Last Centuries . . .’’ Nicol D. M. ‘’The Last Centuries . . .’’

Σελίδα Σελίδα

209. 249. 232


όνομα Ιωάσαφ και κλείστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγκάνων στην Κωνσταντινούπολη. Η γυναίκα του και αυτοκράτειρα Ειρήνη έγινε κι αυτή καλογριά. Πήρε το όνομα Ευγενία και κλείστηκε στο μοναστήρι της Κυρα-Μάρθας. Ο καλόγερος Ιωάσαφ έζησε περίπου τριάντα χρόνια κι έγραψε μάλιστα και βιβλία για την ιστορία της εποχής49. -Και πού τα ξέρεις όλα αυτά, γέρο; ρώτησε µ’ απορία και θαυμασμό ένας νεαρός κωπηλάτης. -Δεν πιστεύω να μας πεις ότι ζούσες εκείνη την εποχή! Πρόσθεσε ένας άλλος με χιούμορ. -Ποιος είσαι, αλήθεια, γέρο; ξαναρώτησε ο νεαρός. Θα πρέπει να είσαι δάσκαλος ή παπάς ή κανένας άλλος μεγάλος, πρόσθεσε με κάποια σιγουριά, ενώ τα μάτια του εξέταζαν µ’ ενδιαφέρον το γεροντάκο. -Τα δεινά που περνούμε σήμερα και οι κίνδυνοι που διατρέχει η άμοιρη πόλη μας μας έκαναν όλους ένα. Επίσης, τα τούρκικα ρούχα που φορούμε όλοι μας δεν βάζουν κανέναν εδώ μέσα πιο πάνω ή πιο κάτω απ’ τους άλλους. Ποιος ήσουν κάποτε δεν έχει καμιά σημασία σήμερα. Τι κάνεις τώρα για τον τόπο σου παίρνεται υπόψη κι έχει αξία. Κι εγώ σήμερα είμαι ο τιμονιέρης σας και σεις οι σύντροφοί μου. Όλοι παλεύουμε με τα κύματα για τον ίδιο σκοπό κι όλοι αψηφούμε το θάνατο με την ίδια ελπίδα: Να βρούμε στο Αιγαίο και να φέρουμε στην Πόλη που ψυχομαχά το στόλο του καπετάν Λορεδανού. Σταμάτησε για λίγο ο τιμονιέρης τα λόγια του, ύψωσε τα μάτια του ψηλά και κάρφωσε το βλέμμα του μακριά στον ορίζοντα. Είχε φωτίσει καλά κι ο αέρας του Αιγαίου χάιδευε το πρόσωπό του. Το καΐκι άφηνε πίσω τους βράχους των Δαρδανελίων και ξανοίγονταν στο πέλαγος του Αιγέα. Ο γέρος, σιωπηλός και ολόρθος μπροστά στο τιμόνι, έκανε το σταυρό του, σα να ήθελε να ευχαριστήσει το Θεό ή κάποιον άγιο, που τους βοήθησε να περάσουν απαρατήρητοι τα επικίνδυνα στενά. Μια διαφορετική σιγή απλώθηκε για λίγο πάνω στο μικρό καραβάκι, ανακατεμένη µ’ ένα παράξενο δέος και μια αλλόκοτη χαρά άγγιξε τις ψυχές όλων. Και οι έντεκα ναυτικοί μιμήθηκαν το παράδειγμα του συντρόφου τους κι έκαναν σιωπηλοί κι εκείνοι το σταυρό τους. Τη σιωπή διέκοψε η φωνή του τιμονιέρη. -Κατεβάστε το κουρέλι του άπιστου, είπε δυνατά κι έδειξε προς το κατάρτι. Ένας ναύτης σκαρφάλωσε σαν αγριόγατος στην κορυφή κι έλυσε τη σημαία του σουλτάνου. Ήταν έτοιμος να την κάνει χίλια κομμάτια και να την πετάξει στη θάλασσα. Η φωνή, όμως, του τιμονιέρη, ο οποίος υποψιάστηκε κάτι τέτοιο και τον παρακολουθούσε με το βλέμμα του, τον σταμάτησε. -Μη, του φώναξε δυνατά. Φύλαξέ το το πανί αυτό. Μπορεί να μας ξαναχρειαστεί.

49

Nicol D. M. ‘’The Last Centuries’’

Σελίδα

253. 233


Ο νεαρός ναύτης ανασήκωσε το κορμί του πάνω στο κατάρτι, για να βάλει τη σημαία στον κόρφο του και με χαρά κι έκπληξη μαζί φώναξε. -Η Τένεδος, η Τένεδος. Σε λίγη ώρα, όλοι ξεχώριζαν καθαρά στον ορίζοντα τις κορυφές των βουνών της Τενέδου. -Σωθήκαμε, φώναξε ένας. -Έτσι νομίζω κι εγώ, είπε ο τιμονιέρης. -Βέβαια, έχουμε και το γυρισμό, πρόσθεσε κάποιος άλλος. -Ποιος σκέφτεται το γυρισμό; φώναξε ένας τρίτος. Ο γυρισμός μας θα είναι θρίαμβος. Εξασφαλισμένος εκατό στα εκατό. Ποιος Τούρκος θα τολμήσει να ξεμυτίσει μπροστά στο στόλο του ναυάρχου Λορεδανού; Μόλις μας δουν να πλησιάζουμε στην Κωνσταντινούπολη με τις μεγάλες τρικάταρτες γαλέρες της Βενετίας και τα πλοία τους, θα εξαφανιστούν και ο στρατός τους θα διασκορπιστεί κακήν-κακώς απ’ τα τείχη. -Ξέρεις τι θα πει στόλος της Δύσης; είπε ο τιμονιέρης. Τρέμουν στο όνομα του Λορεδανού οι Τούρκοι, γιατί ακόμη θυμούνται τη νίλα που έπαθαν απ’ τον καπετάν Πέτρο Λορεδανό το 1415 στα νερά της Καλλίπολης οι ναύτες του Τζαλή μπέη. -Λες να μην δεχτεί να πλεύσει στην Κωνσταντινούπολη ο Βενετός ναύαρχος με το στόλο του; Ρώτησε με απορία και έντονη αμφιβολία ένας κωπηλάτης. -Αστειεύεσαι; επενέβη ένας άλλος. Εδώ έχουμε μαζί μας αυτοκρατορικό γράμμα, υπογραμμένο απ’ τον ίδιο τον αυτοκράτορα και διαταγή απ’ το Βενετό βαΐλο Ιερώνυμο Μηνώτο, που τον διατάζουν και οι δυο, όπου κι αν βρίσκεται, να κατευθυνθεί αμέσως στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ πρόκειται περί ζωής και θανάτου μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας και συ λες, ότι δε θα θελήσει ο ναύαρχος να υπακούσει; Και, γυρίζοντας προς τον τιμονιέρη πρόσθεσε με ύφος που έδειχνε ότι ζητούσε επιβεβαίωση των λόγων του χωρίς να δέχεται αντίρρηση. -Τι λες και συ, γέρο; -Εγώ λέω, είπε ο γερο-τιμονιέρης, ότι πρέπει να έχουμε περισσότερο τα μάτια μας ανοιχτά μπροστά μας, γιατί πλησιάζουμε στην Τένεδο και δεν ξέρουμε τι είναι δυνατό να ξεφυτρώσει αναπάντεχα στο δρόμο μας. Ας βρούμε πρώτα το ναύαρχο με το στόλο του και μετά ας ασχοληθούμε με τις προθέσεις του. Τώρα, αν θέλετε, όσο θα πλησιάζουμε στην Τένεδο, θα σας πω λίγα λόγια απ’ την ιστορία της. -Δεν νομίζετε, όμως, είπε κάποιος απ’ την παρέα των ναυτικών, ότι καλό θα είναι να ξεκουράσει ένας από μας το γερο-σοφό, απαλλάσσοντάς τον για λίγο απ’ το τιμόνι; Διηγείται και μανουβράρει όλη τη νύχτα χωρίς διακοπή κι ανάπαυση και με την αδιαφορία τη δική μας θα αναγκαστεί ο ίδιος, παρά την τόση μεγαλοψυχία του, να μας πει ότι είμαστε ασυνείδητοι. -Κάθισε γέρο. Φώναξε ένας γεροδεμένος ναύτης στον τιμονιέρη και πετάχτηκε όρθιος δίπλα του. Άρπαξε το τιμόνι στα χέρια του και πρόσθεσε. Να μας συμπαθάς που δεν σκεφτήκαμε να σε ξεκουράσουμε

234


νωρίτερα. Δεν είναι, όμως κι όλο το φταίξιμο δικό μας. Μας πλάνεψες με τις τόσες ιστορίες σου. Κι έσπρωξε ελαφρά τον τιμονιέρη να καθίσει. Οι άλλοι ναυτικοί έκαναν τόπο στο γερο-σύντροφό τους νά ‘ρθει κοντά τους, ενώ ο ναύτης, που τώρα κρατούσε το τιμόνι, πρόσθεσε με τόνο σοβαρό κι αστείο μαζί, γυρίζοντας προς τους συντρόφους του. -Εσείς θα ακούτε και θα προσέχετε καλά όπως και πριν τον ορίζοντα. Και συ γέρο κι έριξε το βλέμμα του προς τον τιμονιέρη, θα διηγείσαι αλλά θα προσέχεις κι εμένα, μη χάσω το δρόμο και χωθώ σε τίποτα άγνωστα μονοπάτια. Όλοι γέλασαν με το αστείο του συναδέλφου τους και, στρέφοντας τα μάτια τους μακριά προς το πέλαγος, ο καθένας προς την κατεύθυνση τη δική του, σώπασαν, για να δώσουν το λόγο στο ‘’γερο-σοφό’’, όπως τον είχαν πριν από λίγο βαφτίσει. -Η Τένεδος, άρχισε ο τιμονιέρης, είναι ένα μικρό σε έκταση αλλά μεγάλο σε σπουδαιότητα νησί. Βρίσκεται ακριβώς μπροστά στον Ελλήσποντο κι όποιος το κατέχει ελέγχει εύκολα το στόμιο των στενών. Το σπουδαίο αυτό προσόν του νησιού το γνωρίζουν όλοι και ιδιαίτερα οι ναυτικοί λαοί αλλά πιο πολύ απ’ όλους το εκτιμούν οι Γενουάτες και οι Βενετοί. Γι’ αυτό κι από πάντοτε οι δυο αυτοί αντίζηλοι μαλώνουν, για το ποιος θα κυριαρχήσει πάνω στο νησί αυτό. Οι Γενουάτες, με την παρουσία τους στο Γαλατά, ελέγχουν το πέρασμα του Βοσπόρου κι έχουν στα χέρια τους όλο το εμπόριιο της Μαύρης Θάλασσας. Αν πάρουν και την Τένεδο, τότε έχουν στα χέρια τους τα πάντα. Θα ελέγχουν απόλυτα ό,τι μπαίνει και βγαίνει απ’ το Αιγαίο στη Μαύρη Θάλασσα κι αντίθετα. Τότε, οι Βενετοί θα πρέπει να σβήσουν απ’ τα μέρη αυτά. Αν η Τένεδος πέσει στα χέρια των Βενετών, τότε θα μπορούν κι αυτοί να παίζουν κάποιο ρόλο στη ζωτική αυτή περιοχή. Έτσι, το ναυτικό εμπόριο δε θα τό ‘χουν μονοπώλιο οι Γενουάτες. Αυτό, όμως, δεν το θέλουν οι Γενουάτες, γιατί μεταξύ των άλλων φοβούνται μήπως, κατέχοντας οι Βενετοί την Τένεδο, αποχτήσουν τον έλεγχο των Στενών, οπότε η δύναμή τους θα είναι μεγάλη και ίσως προσπαθήσουν να κυριέψουν και το Γαλατά. Από πάντοτε λοιπόν, οι δυο αυτές λατινικές ναυτικές δυνάμεις μαλώνουν για το νησί αυτό. Οι σχέσεις μεταξύ τους είχαν κάποτε εκτραχυνθεί πολύ και τα δύο κράτη βρίσκονταν στα πρόθυρα μεγάλου πολέμου, με πραγματική αιτία τα αλληλοθιγόμενα εμπορικά συμφέροντά τους στη Μαύρη Θάλασσα και στην Αζοφική. Οι Γενουάτες είχαν εγκατασταθεί από παλιά στην Κιάφα της Κριμαίας και στην Τάνα, κοντά στις εκβολές του Δον και, για να εξασφαλίσουν τις εμπορικές τους συναλλαγές με τα μέρη αυτά, είχαν θεσπίσει ένα είδος διοδίων σ’ όλα τα πλοία που έμπαιναν ή έβγαιναν στη Μαύρη Θάλασσα. Τα κέρδη τους απ’ τη φορολογία αυτή των πλοίων, κυρίως των Βενετών και του Βυζαντίου, ήταν τεράστια. Ένας παλιότερος ιστορικός μας, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, που έζησε την εποχή εκείνη, μας πληροφορεί ότι, ενώ τα τελωνεία της Κωνσταντινούπολης εισέπραξαν σ’ ένα χρόνο τριάντα χιλιάδες χρυσά νομίσματα, τα τελωνεία των Γενουατών του Γαλατά εισέπραξαν τον ίδιο χρόνο διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα. Ο Ιωάννης Κατακουζηνός είδε

235


τον κίνδυνο που διέτρεχε το Βυζάντιο απ’ την τακτική αυτή των Γενουατών και αποφάσισε να κατασκευάσει πολεμικά και εμπορικά πλοία, πράγμα το οποίο τον έφερε σε ρήξη με τους Λατίνους του Πέραν. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Οι σχέσεις, λοιπόν, των δύο λατινικών δημοκρατιών, λόγω εμπορικής αντιζηλίας, πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο και τα πράγματα είχαν φθάσει στα πρόθυρα πολέμου, ο οποίος προμηνύονταν μεγάλος και καταστρεπτικός. Το κακό του πολέμου αυτού αποσοβήθηκε από ένα άλλο μεγαλύτερο κακό. Το 1348, τα γενουάτικα πλοία που μπαινόβγαιναν στη Μαύρη Θάλασσα και τριγύριζαν στα παράλια της Αζοφικής και της Κριμαίας, μετέφεραν και μετέδωσαν τρομερή επιδημία μαύρου θανάτου (πανώλης). Ο φοβερός αυτός λοιμός ξέσπασε αρχικά στο Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη και σύντομα μεταδόθηκε στη Θράκη, στη Μικρά Ασία και στα νησιά κι έφτασε στην Ιταλία και στη Γαλλία. Δεν άργησε δε να ξαπλωθεί και μέχρι την Ισπανία, την Αγγλία και τη Νορβηγία. Απ’ τη Βαλτική θάλασσα πέρασε στη Ρωσία. Το 1353, ο μεγάλος πρίγκιπας της Μόσχας Συμεών πέθανε απ’ το λοιμό αυτό. Η θραύση της αρρώστιας ήταν τέτοια στη Ρωσία, που σε πολλές πόλεις, όπως λένε, δεν έμεινε κανένας ζωντανός. Λένε, ότι τα τρία τέταρτα κι άλλοι τα οχτώ έννατα του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης έπεσαν θύματα του μαύρου θανάτου. Απ’ την αρρώστια αυτή πέθανε κι ο γιος του τότε αυτοκράτορα. Ένας Λατίνος καλόγερος, που έτυχε να συναντήσω στην Κωνσταντινούπολη πριν από λίγους μήνες, μού ‘λεγε ότι, για τη φοβερή θραύση που έκανε η επιδημία αυτή στον κόσμο, ένας μεγάλος Λατίνος λόγιος, ονομαζόμενος Βοκκάκιος, έγραψε ένα σπουδαίο έργο που το ονόμασε ‘’Δεκαήμερον’’. Το ‘’Δεκαήμερον’’ αρχίζει με την περιγραφή της φοβερής αυτής αρρώστιας. Ο κόσμος ακόμη και σήμερα απορεί, γιατί τα κράτη δεν έβαλαν τότε κάποιον έλεγχο στα μολυσμένα απ’ την πανώλη πλοία και τ’ άφηναν να τριγυρίζουν ασύδοτα στις θάλασσες Ανατολής και Δύσης, μεταφέροντας έτσι παντού το θάνατο. Βέβαια, η τρομερή αρρώστια δεν ξέχασε την Τένεδο. Πέρασε κι από εδώ κι όπως το δρεπάνι της ήταν ακόμη καινούριο και κοφτερό, θέρισε κυριολεκτικά τους δύστυχους κατοίκους του νησιού. Δεν έφτασαν, όμως, αυτές οι καταστροφές. Φαίνεται πως ήταν γραφτό, το άμοιρο νησί να δει κι άλλες δυστυχίες. Αφού πέρασε η φρίκη της πανώλης, η Βενετία συνέχισε τις προετοιμασίες της για πόλεμο. Συμμάχισε με το βασιλιά της Αραγωνίας, ο οποίος ανέλαβε να απασχολήσει τους Γενουάτες με διάφορες επιθέσεις του στα ιταλικά νησιά που κατείχε τότε η Γένουα. Έτσι, η δημοκρατία του Αγίου Μάρκου ανενόχλητη θα πολεμούσε τους εχθρούς της στην Ανατολή. Στη συμμαχία αυτή μπήκε κι ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Κατακουζηνός, ο οποίος κατηγορούσε τους Γενουάτες σαν έθνος αχάριστο, το οποίο, χωρίς φόβο Θεού, λεηλατούσε τις θάλασσες, λαφυραγωγώντας τα διάφορα πλοία με τις πειρατικές του επιδρομές50.

50

Vasiliev A. A. ‘’History Oh The Byzant. . . .’’Τόμ.

Ε. Σελ. 33. 236


Μεγάλη μάχη έγινε στο Βόσπορο στις αρχές της δεκαετίας 1360-1370, όπου πήραν μέρος περίπου εκατόν πενήντα πλοία βενετικά, αραγωνικά, ελληνικά και γενουάτικα, χωρίς, όμως, σπουδαία αποτελέσματα. Οι Γενουάτες συμμάχησαν με τους Τούρκους κι αυτό ανάγκασε τον Κατακουζηνό, όχι μόνο να φύγει απ’ τη συμμαχία αλλά να υποσχεθεί ότι δε θα ξαναπάει με το μέρος των Βενετών και, επιπλέον, να παραχωρήσει και νέες εκτάσεις τους Γενουάτες γύρω απ’ το Γαλατά. Η συγκέντρωση τόσων στρατών στα μέρη αυτά και οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ τους, δεν άφησαν την Τένεδο ανέπαφη. Το νησί βρισκόταν την εποχή εκείνη στα χέρια των Βυζαντινών αυτοκρατόρων αλλά, σαν που βρισκόταν μέσα στο θέατρο του πολέμου, πλήρωσε ακριβά τη μανία και το μίσος των ξένων κι απρόσκλητων εχθρών. Σύντομα και τα δυο κράτη, Γένουα και Βενετία, εξαντλημένα απ’ τον πόλεμο, έκαναν ειρήνη, η οποία, όμως, δεν κράτησε πολύ. Η Βενετία, εκτιμώντας τη σπουδαία θέση του νησιού, κατάφερε να αποσπάσει την έγκριση του αυτοκράτορα για να εγκατασταθεί στην Τένεδο. Οι Γενουάτες δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να παραδεχτούν την παραχώρηση αυτή που έκανε ο αυτοκράτορας στους εχθρούς τους Βενετούς και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν την εγκατάστασή τους στο νησί. Κατάφεραν να οργανώσουν μια συνωμοσία στην Κωνσταντινούπολη και να εκθρονίσουν τον Ιωάννη τον V, φέρνοντας στο θρόνο το γιο του Ανδρόνικο IV για τρία χρόνια. Νέος πόλεμος ξέσπασε και πάλι ανάμεσα στις δυο αντιμαχόμενες λατινικές δημοκρατίες, για το ποιος θα εγκατασταθεί στην Τένεδο. Ο πόλεμος αυτός ονομάστηκε πόλεμος της Τενέδου και τελικά έληξε με την ειρήνη του Τουρίνου, που έγινε στην πρωτεύουσα του δουκάτου της Σαβοΐας το 1381. Η συνθήκη αυτή δεν ικανοποιούσε ούτε τη Βενετία ούτε τη Γένουα. Οι Βενετοί αναγκάστηκαν να φύγουν απ’ την Τένεδο. Τα τείχη και άλλα οχυρώματα γκρεμίστηκαν, σύμφωνα με την απαίτηση του πάπα και το νησί παραχωρήθηκε στο δούκα της Σαβοΐας, ο οποίος ήταν και συγγενής των Παλαιολόγων απ’ την αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοΐας, τη γυναίκα του Ανδρόνικου του ΙΙΙ51. Ο γερο-τιμονιέρης σταμάτησε λίγο και κοίταξε σιωπηλός τις ακτές του νησιού που διακρίνονταν καθαρά. Έριξε μια ματιά στο ναύτη που κρατούσε το τιμόνι και κούνησε ικανοποιητικά το κεφάλι του. Έφερε ένα γύρο τα μάτια του στους καθισμένους κοντά του συντρόφους του και συνέχισε. -Από τότε το ελληνικό αυτό νησί περνά απ’ τα χέρια του ενός ξένου άρχοντα στα χέρια του άλλου. Σήμερα, το διοικούν οι Βενετοί. Αλλ’ αυτό δε μας εγγυάται απόλυτα ότι βρισκόταστε σε φιλικά νερά. Ο τουρκικός στόλος τριγυρίζει στο Αιγαίο κι είναι ενδεχόμενο να περιπολεί κι αυτός, για να ανακαλύψει το στόλο του Λορεδανού και να προσπαθήσει να τον εμποδίσει να πλεύσει προς την Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό, πρέπει να έχετε όλοι σας πάντοτε το νου σας και να μην δίνετε εμπιστοσύνη στις

51

Vasiliev A. A. ‘’History Of The Byzant. . . .’’ Τόμ. Ε

Σελίδα

34. 237


φορεσιές που θα βλέπετε και στα λόγια που θα ακούτε των ανθρώπων που θα συναντάτε στο δρόμο σας, όταν πατήσουμε στη στεριά. Και, λέγοντας αυτά τα λόγια, σηκώθηκε όρθιος και πήγε κοντά στο ναύτη που τον αντικαθιστούσε στο τιμόνι. Με μια κίνηση του χεριού του, έκανε νόημα και στους άλλους να σηκωθούν και να ξαναγυρίσουν στις θέσεις τους λέγοντας. -Αρκετά, νομίζω, είπαμε για τους παλιότερους καιρούς σήμερα. Κοιτάξτε πόσο κοντά μας είναι οι ακτές. Πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο καθήκον μας και να ξαναθυμηθούμε την αποστολή μας. Ας προσπαθήσουμε να βγούμε απαρατήρητοι σε καμιά ερημική ακτή. Να, εκεί πέρα, πίσω από κείνη τη μύτη, είπε κι έδειξε με το δάχτυλο μπροστά και λίγο αριστερά στην πλευρά του νησιού που ήταν προς τις μικρασιατικές ακτές. Εκεί, νομίζω, θα είναι καλά να κατευθυνθούμε, πρόσθεσε κι έκοψε το τιμόνι, στρέφοντας την πλώρη του καϊκιού προς τη δασωμένη προεξοχή της ακτής που είχε διαλέξει. Τραβώντας ρυθμικά και με δύναμη τα κουπιά, οι δώδεκα ναυτικοί γρήγορα έφεραν το καραβάκι τους στην ερημική αμμουδιά και το άραξαν σ’ ένα μικρό δασωμένο κολπίσκο, όπου και τό ‘κρυψαν ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση της ακτής. Μετά, σκόρπισαν στη στεριά και προσπάθησαν να μάθουν απ’ τους κατοίκους της περιοχής, αν ήξεραν κάτι για το στόλο του καπετάν Λορεδανού. Κανένας δεν είχε ακούσει τίποτα για την παρουσία λατινικού στόλου στα μέρη αυτά. Γρήγορα ξαναγύρισαν όλοι στο δασωμένο ορμίσκο κι έφυγαν με το καράβι τους για την άλλη άκρη του νησιού. Αλλά κι εδώ δεν έμαθαν τίποτα. Καμιά είδηση για τον αναμενόμενο στόλο. Στενοχωρημένοι, άφησαν την Τένεδο κι έφυγαν για τη Λήμνο. Από κει πήγαν στη Μυτιλήνη, στη Χίο κι έφτασαν μέχρι την Εύβοια. Γύρισαν σ’ όλα τ’ άλλα νησιά της περιοχής. Δυστυχώς, κανένας δεν είχε δει ούτε είχε ακούσει τίποτα για τον τόσο απαραίτητο για την Κωνσταντινούπολη στόλο της Δύσης. Καταβλημένοι απ’ την κούραση και τσακισμένοι απ’ την απογοήτευση που ένιωθαν για την εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης απ’ τη Δύση, ξαναγύρισαν στα νερά της Χίου. Ο ήλιος έγερνε στη δύση και στη φύση απλωνόταν η χαρακτηριστική σιγαλιά, που επικρατεί παντού στη γη και στη θάλασσα την ώρα αυτή του δειλινού και που η σιωπή της γίνεται πιο αισθητή, όσο ο ήλιος πλησιάζει στον ορίζοντα. Ένα παράξενο χρώμα είχε απλωθεί πάνω στη θάλασσα κι άλλαζε συνεχώς αποχρώσεις, καθώς παραδίνονταν στα παιχνίδια των κυμάτων. Το μικρό καΐκι φαινόταν σα χαμένο μέσα στις μπερδεμένες ίριδες ενός παράξενου ουράνιου τόξου που είχε κατεβεί και απλωθεί πάνω στα κύματα, σα νά ‘θελε να γεφυρώσει τό ‘να με τ’ άλλο όλα τα νησάκια του Αιγαίου. Ο σπάνιος αυτός φόντος, ο οποίος σ’ άλλες περιπτώσεις θα πλημμύριζε με εκστατικότητα και αγαλίαση τις ψυχές των ανθρώπων που θα είχαν την τύχη να βρεθούν τυλιγμένοι στα πλοκάμια του, τώρα γέμιζε πόνο και δέος τις καρδιές των άμοιρων ναυτικών και αύξανε τη λύπη τους και την απογοήτευσή τους.

238


Κάθε χαρά και ομορφιά της φύσης τους μάτωνε την καρδιά περισσότερο και υπογράμμιζε εντονότερα τη δική τους δυστυχία. Τους θύμιζε επίμονα την άμοιρη Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε στηρίξει όλες της τις ελπίδες σ’ αυτούς τους δύστυχους δώδεκα κι είχε εμπιστευτεί τη ζωή της στο μικρό τους καϊκάκι. Όλοι τους γνώριζαν καθαρά, ότι η δική τους αποτυχία θα σήμαινε θάνατο για την Κωνσταντινούπολη. Αμίλητοι, τραβούσαν τα κουπιά κι ο καθένας προσπαθούσε με τη σκέψη του να βρει κάποια δικαιολογία, να δώσει κάποια ελπίδα στον εαυτό του και στους συντρόφους του. Δυστυχώς, κάθε πιθανότητα συνάντησης του στόλου του καπετάν Λορεδανού είχε χαθεί, γιατί απλούστατα δεν υπήρχε στόλος στο Αιγαίο. Οι χριστιανοί της Δύσης είχαν καταδικάσει τους χριστιανούς της Ανατολής σε θάνατο. -Γυρίζουμε άδικα από νησί σε νησί. Είπε για μια στιγμή μονολογώντας ο γερο-τιμονιέρης και διέκοψε την παγερή σιωπή που επικρατούσε μέσα στο βουβό κατάστρωμα. -Μήπως μας προσπέρασε ο στόλος χωρίς να τον αντιληφθούμε και τώρα βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη; Ρώτησε ένας κωπηλάτης με κάποια προσποιητή χαρά στο πρόσωπό του. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πίστευε κι ο ίδιος στα όσα έλεγε. -Σ’ αρέσει να έγινε έτσι ή το λες στα σοβαρά; Τον ρώτησε ο τιμονιέρης. Αν το λες, γιατί έτσι σ’ αρέσει να έγινε, πες το για ν’ ανακουφιστείς. Αν το λες, γιατί νομίζεις ότι είναι δυνατόν έτσι να έγινε, τότε έχεις μεγάλο λάθος. Γιατί, αν μας προσπέρασε ο στόλος χωρίς να τον συναντήσουμε εμείς, οπωσδήποτε κάποιος απ’ τους κατοίκους κάποιου νησιού κάτι θα είχε δει και θα μας το έλεγε. Στόλος ολόκληρος υποτίθεται πως πέρασε, όχι βαρκάκι σαν το δικό μας, που ταξιδεύει απαρατήρητο με χίλιες προφυλάξεις. Ο γερο-σοφός κοντοστάθηκε λίγο, σάμπως να δυσκολευόταν να συνεχίσει ή σα να ήθελε να πάρει κουράγιο και μετά είπε. -Ας το πάρουμε απόφαση. Λατινικό στόλο δεν βρίσκουμε στο Αιγαίο, γιατί τέτοιος στόλος δεν πέρασε στα νερά αυτά. Το μόνο που μας απομένει πια είναι, να σκεφτούμε τι θα κάνουμε τώρα εμείς οι δώδεκα. -Να πάμε στην Ιταλία, να πούμε στον πάπα και στους άλλους πώς έχουν τα πράγματα στην Κωνσταντινούπολη, είπε πρόθυμα ο νεαρός κωπηλάτης. -Για να πάμε στην Ιταλία, να δούμε τον πάπα και τους άλλους δόγηδες και να τους ξεσηκώσουμε να ετοιμαστούν και να στείλουν βοήθεια στην Ανατολή, θέλουμε τόσον καιρό, που, για να τον έχουμε, θα έπρεπε ο Μωάμεθ να μην είχε αποφασίσει ακόμη να επιτεθεί κατά της Κωνσταντινούπολης, είπε κάποιος άλλος. -Εδώ, νεαρέ, η πόλη γονατίζει από στιγμή σε στιγμή. Δεν ξέρουμε αν ακόμη ζει ή όχι, πρόσθεσε ένας άλλος ναυτικός. -Το να πάμε στην Ιταλία, να εξηγήσουμε στους εκεί άρχοντες πώς έχουν τα πράγματα και να ζητήσουμε βοήθεια, ούτε καν μπορούμε να το σκεφτούμε, γιατί απλούστατα δεν ωφελεί. Εκείνο που πρέπει τώρα να σκεφτούμε και για το οποίο επιβάλλεται να πάρουμε αμέσως μια

239


απόφαση είναι: Θα μείνουμε εμείς οι δώδεκα εδώ σε κανένα νησί ή θα πάμε πίσω στην Πόλη; Είπε ένας κωπηλάτης. -Να πάμε πίσω στην Πόλη; Ρώτησε ξαφνιασμένος ένας ναυτικός. Όλοι το ξέρουμε ότι η Πόλη ψυχομαχά. Μάλλον ψυχομαχούσε όταν φύγαμε από κει πριν δεκαπέντε περίπου μέρες και σήμερα είναι πολύ πιθανό να μην υπάρχει άλλο. Να βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων. Τι να πάμε λοιπόν εμείς να κάνουμε σε μια πόλη που δεν υπάρχει πια; Τι βοήθεια μπορούμε να της προσφέρουμε; -Καταδικάζεις την άγια Πόλη με βιασύνη, είπε με έντονο ύφος ένας άλλος ναυτικός. Οι σκέψεις μας τώρα είναι μόνο υποθέσεις. Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Επομένως, είναι πολύ πιθανόν η Πόλη να μην παραδόθηκε ακόμη και να μην παραδοθεί ποτέ. Τότε, αν εμείς δεν γυρίσουμε πίσω σαν πιστοί στρατιώτες της τώρα που μας χρειάζεται, πώς θα πρέπει να μας αποκαλούν εκείνοι που θα μείνουν και θα αγωνιστούν μέχρι τέλους για τη σωτηρία της; Θα μας λένε οι δώδεκα δραπέτες, οι δώδεκα λιποτάχτες ή οι δώδεκα προδότες; Τι νομίζετε ότι θα μας ταιριάζει καλύτερα; -Αλλού το πας το πράγμα, είπε ένας άλλος κωπηλάτης. Η αποστολή η δική μας, στην οποία όλοι μας πήραμε μέρος θεληματικά αψηφώντας το θάνατο, ήταν, να συναντήσουμε το στόλο του καπετάν Λορεδανού και να πούμε στο ναύαρχο να πλεύσει πάραυτα στην Κωνσταντινούπολη. Οι ίδιοι οι ναύαρχοί μας μας τό ‘παν πριν φύγουμε καθαρά. Αν δεν προφτάσει ο στόλος των Βενετών, η Πόλη χάνεται. Εμείς κάναμε το καθήκον μας κι εκτελέσαμε την αποστολή μας. Το ότι δεν υπάρχει βενετικός στόλος στο Αιγαίο, δεν είναι δικό μας σφάλμα, ούτε και αφαιρεί τίποτα απ’ την πίστη μας στον αυτοκράτορα και την αφοσίωσή μας στο καθήκον μας σα μαχητές. Το να πάμε, όμως, πίσω, δε θα ωφελήσει κανέναν σε τίποτα. Πρώτα-πρώτα, μπορεί να μη σταθούμε τόσο τυχεροί στο γυρισμό και να μας πιάσουν οι Τούρκοι στο δρόμο. Ύστερα, μπορεί να βρούμε την Πόλη στα χέρια του Μωάμεθ, οπότε, τότε σίγουρα μας περιμένει ο θάνατος ή η σκλαβιά. Και τρίτο, αν ακόμη βρούμε την Πόλη να ψυχομαχά στα χέρια του αυτοκράτορα, οι κακές ειδήσεις που θα της πάμε, θα την ξεψυχήσουν μια ώρα γρηγορότερα. Αφού λοιπόν, όπως κι αν το πάρουμε, δεν ωφελεί σε τίποτα η επιστροφή μας, καλύτερα θα είναι να μείνουμε σε κανένα νησί εδώ. Ο κωπηλάτης κοίταξε τους συντρόφους του στα μάτια, σα να περίμενε οπωσδήποτε όλοι να συμφωνήσουν με τη γνώμη του. Αμέσως πήρε το λόγο ο γεροδεμένος ναύτης, που αντικαθιστούσε κάπου-κάπου το ‘’γερο-σοφό’’ στο τιμόνι και είπε απευθυνόμενος στον προηγούμενο ομιλητή. -Γιατί δεν συμπληρώνεις τα λόγια σου; Να μείνουμε σε κανένα νησί εδώ . . . ώσπου να δούμε δηλαδή πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα στην Πόλη και μετά αναλόγως αποφασίζουμε. Αυτό δεν εννοείς; Ρώτησε με κάποια δόση θυμού στον τόνο της φωνής του. Οι μαχητές, φίλε μου, πολεμούν ως το τέλος και ποτέ δεν σκέφτονται καιροσκοπικά. Πολλές φορές κι ένας μόνο στρατιώτης μπορεί να προλάβει μια καταστροφή. Ένα

240


βέλος που έριξε, μια κουβέντα που είπε, κάτι που διέκρινε από μακριά ή κάτι που υποψιάστηκε ή προέβλεψε, μπορούν να ανατρέψουν μια κατάσταση και να σώσουν ένα στρατό. Μπορούν να χαρίσουν τη νίκη στη μεριά που κανένας δεν το περιμένει. Οι υποθέσεις, αν η Πόλη ζει ή πέθανε, αν κυριεύτηκε ή αν είναι ακόμη ελεύθερη και η αμφιβολία, αν επιστρέψουμε στη λευτεριά ή στο θάνατο, δεν είναι αρκετές για να μας κάνουν άνανδρους και λιποτάχτες. Το καθήκον μας είναι ξεκάθαρο μπροστά μας. Πρέπει να γυρίσουμε στην Κωνσταντινούπολη με κάθε θυσία και να αναφέρουμε στον αυτοκράτορα τα εποτελέσματα της αποστολής μας. Μπορεί ο αυτοκράτορας με τις ειδήσεις τις δικές μας να πάρει άλλα μέτρα και η Πόλη να σωθεί. Ο ναύτης κοίταξε κι αυτός κατάματα τους συναδέλφους του με το δυνατό βλέμμα του, σα να ήθελε να υπογραμμίσει στις συνειδήσεις τους τα όσα τους είπε και να τους διαβεβαιώσει και με τον τρόπο αυτό, ότι δεν υπάρχει άλλη λύση απ’ την επιστροφή. Οι κωπηλάτες έμειναν για λίγο σιωπηλοί κι αναποφάσιστοι, προσπαθώντας να ζυγίσουν τα λόγια που άκουσαν ως τώρα απ’ τους συναδέλφους τους. Δεν πολυκαταλάβαιναν ή μάλλον δεν ήθελαν να καλοκαταλάβουν τη βαθύτερη έννοια και τη λογική των αντιθέτων λόγων των συναδέλφων τους. Εκείνο που όλοι τους καταλάβαιναν ξεκάθαρα ήταν, ότι οι στιγμές που περνούσαν ήταν μεγάλες και κρίσιμες και η απόφαση που θα έπαιρναν τώρα θα ήταν πιο μεγάλη απ’ την απόφαση που πήραν πριν από δεκαπέντε μέρες στην Κωνσταντινούπολη, όταν έμπαιναν στο μικρό τους καϊκάκι και, με πραγματικό κίνδυνο της ζωής τους, αποτολμούσαν την έξοδο προς το Αιγαίο. Ασυναίσθητα, όλων τα μάτια στράφηκαν προς τον τιμονιέρη. Τον είχαν εκτιμήσει τόσο πολύ και όλοι τού ‘δειχναν έναν άδολο κι ανυπόκριτο σεβασμό. Ο γερο-τιμονιέρης όρθωσε το ανάστημά του και, θεωρώντας κι αυτός την περίσταση σαν τη μεγαλύτερη στιγμή της ζωής του, είπε. -Η αποστολή που ανατίθεται σ’ ένα στρατιώτη ή ολοκληρώνεται και θεωρείται πραγματική εκπλήρωση του καθήκοντος ή εγκαταλείπεται στη μέση και χαρακτηρίζεται λιποταξία και προδοσία. Στη δεύτερη περίπτωση, η όλη του προσπάθεια και οι τυχόν κίνδυνοι που διέτρεξε στην αρχή πηγαίνουν χαμένοι και σκεπάζονται από ντροπή και περιφρόνηση. Ο στρατιώτης ενεργεί πάντοτε σα στρατιώτης και ποτέ δεν προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ή να επικαλεστεί διάφορες περιστάσεις, πιθανές ή πραγματικές, για να περιορίσει ή να μετριάσει το μέγεθος του καθήκοντός του. Ο καλός και έξυπνος στρατιώτης εκμεταλλεύεται περιστάσεις και ευκαιρίες, μόνο για να μπορέσει να εκτελέσει γρηγορότερα και καλύτερα την αποστολή του. Δεν επωφελείται περιπτώσεις για να δικαιολογήσει μια οποιαδήποτε παρέκκλιση απ’ το σκοπό του και ούτε εκμεταλλεύεται ευκαιρίες ή προφασίζεται πιθανά κατά τη γνώμη του γεγονότα, για να εγκαταλείψει την ολοκλήρωση της αποστολής του. Οι κίνδυνοι, όσο μεγάλοι κι αν του φαίνονται, δεν πρέπει να τον πτοούν κι ούτε να λυγίζουν ή να εκφυλίζουν την αφοσίωσή του στο καθήκον του. Η ζωή η δική του δεν αξίζει περισσότερο απ’ τη ζωή κάποιου άλλου συναδέλφου του ή συμπολίτη του και είναι μηδέν 241


μπροστά στις τόσες ζωές που εξαρτιούνται απ’ αυτόν. Θυμάστε, τι εντύπωση έκανε σε όλους μας η φυγή του καπετάν Νταβάντσιο και των κρητικών πλοίων τη νύχτα εκείνη του Φεβρουαρίου απ’ το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης; Πόση αποστροφή αισθανθήκαμε τότε όλοι μας και πόση αηδία ένιωσε ο λαός της Κωνσταντινούπολης για τους δειλούς εκείνους φυγάδες. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας κι όλοι οι άνθρωποι αργότερα κάτι θα έχουν να πουν σε βάρος εκείνων των λιποταχτών. Αν σήμερα δεν πάρουμε τη σωστή απόφαση, το μικρό μας καΐκι θα μείνει σημαδεμένο στον αιώνα με τα μελανότερα χρώματα που μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος. Οι γενιές που θα ακολουθήσουν στο μέλλον θα θυμούνται τούτο το καραβάκι με αηδία και θα αισθάνονται αποστροφή χειρότερη από κείνη που θα νιώθουν όταν θα αναφέρουν τις γαλέρες του Νταβάντσιο. Κοίταξε τους συντρόφους του κατάματα και συνέχισε. -Τα πράγματα είναι ολοκάθαρα, αδελφοί μου. Ο αυτοκράτορας μας ανέθεσε μια αποστολή κι είμαστε υποχρεωμένοι, αν θέλουμε να λεγόμαστε στρατιώτες και υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, να εκτελέσουμε τις διαταγές του. Κάναμε το πρώτο μέρος του καθήκοντός μας. Ας κάνουμε και το δεύτερο, για να συμπληρώσουμε την αποστολή μας. Αν θα πάμε πίσω καλές ή κακές ειδήσεις, δεν εξαρτάται από μας. Ο στρατιώτης δεν επιστρέφει πίσω στο στρατηγό του μόνο όταν έχει να του αναφέρει ευχάριστα νέα και όταν οι πληροφορίες του είναι δυσάρεστες αλλάζει δρόμο και πάει στο σπίτι του. Επιστρέφει οπωσδήποτε στη θέση του και ή σώζει την πατρίδα του ή πεθαίνει κι αυτός μαζί με τους συναδέλφους του. Εμείς πράξαμε μέχρις εδώ ένα μέρος του καθήκοντός μας. Ας μην δειλιάσουμε να πράξουμε και το άλλο μέρος. Μας υπολείπεται ακόμη να γυρίσουμε στη θέση μας. Άσχετα αν θα βρούμε την Κωνσταντινούπολη στα χέρια των χριστιανών ή των Τούρκων. Άσχετα αν εκεί μας περιμένει η ζωή ή ο θάνατος. Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ο ‘’γερο-σοφός’’ ξανακάθισε στη θέση του. Έμεινε για κάμποση ώρα σιωπηλός, μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος του και οι σκέψεις του πετούσαν ακράτητες στην άγια πόλη. Κοίταξε με το ζεστό του βλέμμα τους συντρόφους του και τονίζοντας τις λέξεις του μια-μια πρόσθεσε. -Το πράγμα είναι στα χέρια σας. Η απόφαση είναι δική σας. Ο έπαινος ή η αιώνια κατάρα θα αφορά όλους μας και θα εξαρτηθεί απ’ την απόφαση που θα πάρετε τώρα. Ο Θεός ας μας δώσει κουράγιο και δύναμη κι ας μας φωτίσει όλους. Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ξαφνιασμένοι. Κανείς δεν τολμούσε να προφέρει λέξη. Το μαχαίρι είχε φθάσει στο κόκαλο. Κανείς δεν ήθελε να πάρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τους συντρόφους του στο λαιμό του. -Ας πάρουμε απόφαση κι ας πούμε καθαρά, είπε για μια στιγμή ο νεαρός κωπηλάτης, πόσοι θέλουμε να γυρίσουμε στην Κωνσταντινούπολη και πόσοι προτιμούμε να μείνουμε εδώ και οι λιγότεροι, χωρίς καμιά αντίρρηση, ας συμφωνήσουν με τους άλλους.

242


Σιωπή απλώθηκε και πάλι πάνω στο μικρό καράβι, το οποίο από ώρα είχε σταματήσει την πορεία του και λικνίζονταν ελεύθερο πάνω στ’ ανάλαφρα κύματα του Αιγαίου κι έμοιαζε σωστή κουκκίδα μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας και τ’ ουρανού. Αργότερα, ενώ ο δίσκος του ήλιου βουτούσε στη θάλασσα και χάνονταν μακριά στον ορίζοντα της δύσης, απ’ τις ακτές της Χίου διακρίνονταν ένα καραβάκι που, με το φουσκωμένο του πανί, έβαζε πλώρη προς βορράν και τραβούσε ίσια για τα στενά του Ελλησπόντου. Οι δώδεκα ανώνυμοι ήρωες είχαν πάρει την απόφασή τους.

243


21.

ΝΕΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ

Είχε πέσει το σούρουπο, όταν ο καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνος κατέβηκε απ’ το πλοίο του και βγαίνοντας στη στεριά προχώρησε προς την εκκλησία της Παναγίας της Κωνσταντινουπολίτισσας. Τον καπετάνιο χαιρέτισαν με σεβασμό δυο ναύτες που με γυμνά ξίφη περιπολούσαν στο κατάστρωμα, καθώς και ο σκοπός που στεκόταν ακίνητος στη σκάλα του πλοίου. Την ώρα που ο Τρεβηζάνος κατέβαινε τις σκάλες, είπε με επιτακτικό τόνο στον αξιωματικό της βάρδιας που τον συνόδευε. -Τα πλοία να φρουρούνται αυστηρά. Να μην επιτραπεί σε κανένα ν’ ανεβεί σ’ αυτά χωρίς τη δική μου διαταγή. Οι φρουροί να διπλασιαστούν και οι ναύτες να αγρυπνούν οπλισμένοι. Ο αξιωματικός συγκατένευσε στις διαταγές του καπετάνιου του, χαιρέτισε κι επέστρεψε βιαστικός στη θέση της υπηρεσίας του. Οι δυο ναύτες της περιπολίας που βρέθηκαν κοντά, προς το μέρος της σκάλας κι άκουσαν τα λόγια του καπετάνιου τους, αλληλοκοιτάχτηκαν παράξενα και, για να μην δείξουν ότι άκουσαν τις περίεργες διαταγές του καπετάνιου τους, συνέχισαν αδιάφοροι, δήθεν, το αργό βήμα τους πάνω στο κατάστρωμα. -Λες κάτι να μαγειρεύεται; Ρώτησε για μια στιγμή με έκδηλη απορία το σύντροφό του ο ένας απ’ τους δυο ναύτες της περιπολίας, μόλις απομακρύνθηκαν απ’ τη σκάλα προς το βάθος της πρύμης του καραβιού. -Κάτι το σοβαρό πρέπει οπωσδήποτε να συμβαίνει, είπε ο άλλος, ενώ κι οι δυο συνέχιζαν με τον ίδιο ρυθμό τη συνηθισμένη περιπολία τους. -Αλλιώς δεν εξηγούνται οι διπλοσκοπιές και η γενική επιφυλακή, πρόσθεσε ο άλλος. Επίσης, το να μην επιτρέπεται σε κανένα να ανεβεί στα πλοία απ’ τη στεριά χωρίς διαταγή του καπετάνιου, σημαίνει ότι το πράγμα, όποιο κι αν είναι, δεν έχει να κάνει μόνο με τους Τούρκους. Γιατί, αυτοί δε θά ‘ρθουν στα καλά καθούμενα ν’ ανεβούν στη σκάλα... -Ξέρεις, τον διέκοψε ο άλλος. Κάτι ψιθυρίστηκε έτσι ξεκάρφωτα κι αόριστα, ότι τα εφόδια που έχουν οι τρεις γαλέρες μας που ήρθαν απ’ την Τάνα και που βρίσκονται ακόμη φορτωμένα στ’ αμπάρια των πλοίων μας προορίζονται για τους Τούρκους. Μάλιστα, κάποιος είπε ότι, αν πάμε στο Γαλατά που έχει καλές σχέσεις με το Μωάμεθ ή αν τα ξεφορτώσουμε κατευθείαν σε τούρκικο λιμάνι, εκτός του ότι θα μας τα πληρώσουν διπλά, θα μας αφήσουν να φύγουμε ελεύθερα με τα πλοία μας, για να συνεχίσουμε το εμπόριο μαζί τους ή να πάμε πίσω στην πατρίδα μας. -Εγώ ξέρω, ότι τα φορτία μας προορίζονται για την Ιταλία κι ότι εδώ σταματήσαμε μόνο για να πάρουμε νερό και να ενωθούμε με τα πολεμικά μας, που θα μας συνοδέψουν στην Ιταλία, για να μας προφυλάξουν απ’ τους πειρατές που πάντοτε περιμένουν ν’ αρπάξουν κάτι τέτοια εμπορεύματα, είπε ο άλλος, χωρίς ν’ αλλάξει καθόλου το ρυθμό

244


του βαδίσματός του και αποφεύγοντας να εκδηλώνει με μορφασμούς και χειρονομίες τις σκέψεις του. -Προσωπικά, δεν πιστεύω σε τέτοιες διαδόσεις του πληρώματος κι ούτε πιστεύω ότι κάτι το σπουδαίο συμβαίνει. Τα μέτρα που παίρνει ο καπετάνιος μας είναι γιατί βρεθήκαμε μέσα σε εμπόλεμο λιμάνι και σε τέτοιες περιπτώσεις κανένας δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί. -Βέβαια κι εγώ δεν πιστεύω πραγματικά σε τέτοιους ψίθυρους, είπε μεγαλόφωνα ο ναύτης κι ούτε και μου πέφτει λόγος καθόλου αλλά προσωπικά θα προτιμούσα, αν τα εμπορεύματα αυτά, για τον ένα ή τον άλλο λόγο ήταν καταδικασμένα να μην φθάσουν στην Ιταλία, να πάνε στους Βυζαντινούς παρά στους Τούρκους. -Δεν έχεις άδικο, συνέχισε ο άλλος. Καλύτερα σε χριστιανούς, έστω κι αν είναι και λίγο αιρετικοί, παρά στους αλλόθρησκους. -Μα, είναι να τα παραδώσουμε σ’ αυτούς τους βάρβαρους; Θυμάσαι, πώς μας υποδέχτηκαν τα κανόνια τους πάνω απ’ το φρούριο του Ρούμεληχισάρ, όταν φθάσαμε στο Βόσπορο; Είπε με κάποια απέχθεια ο Βενετός ναύτης και συνέχισε τον δήθεν αμέριμνο βηματισμό του. Θυμάσαι τον τραγικό θάνατο των ναυτών του καπετάν Ρίτσου, όταν το πλοίο τους βομβαρδίστηκε κι οι άμοιροι έπεσαν στα χέρια τους; -Επιτρέπεται να δώσουμε βοήθεια σ’ αυτούς, όταν, εκτός απ’ τη φορολογία που μας επιβάλλουν, μας υποχρεώνουν να κατεβάζουμε τα πανιά και τη σημαία των πλοίων μας και να χαιρετάμε τη σημαία τους, κάθε φορά που περνάμε μπροστά απ’ το τρομερό αυτό φρούριο, υποτιμώντας έτσι τη δική μας σημαία και ταπεινώνοντας το δόγη μας; Εδώ, ολόκληρος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και δε μας επιβάλλει καμιά απαγόρευση και δε μας υποχρεώνει σε τίποτα το ταπεινωτικό κι αυτοί οι βάρβαροι να μας κάνουν όπως θέλουν; Η συζήτηση των δυο περιπολούντων ναυτικών διακόπηκε απ’ την παρουσία στο κατάστρωμα δύο άλλων συναδέλφων τους, οι οποίοι ανέβηκαν για να τους αντικαταστήσουν και να αναλάβουν αυτοί για μερικές ώρες τη φρούρηση του πλοίου. Οι δυο ναύτες αποσύρθηκαν στην καμπίνα τους, όπου σε λίγο ήρθε κι ο σκοπός της σκάλας, ο οποίος είχε κι αυτός αντικατασταθεί από άλλο συνάδελφό του. - - - - - - - - - - - - - - - - - -Διατηρείτε φιλικές σχέσεις με το Μωάμεθ . . . , έλεγε με θυμό στο συνέδριο μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Κωνσταντινουπολίτισσας ο καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνος στους Γενουάτες καπεταναίους κι αντί να ελέγξετε τους συμπατριώτες σας του Γαλατά για την απαράδεχτη στάση τους τολμάτε να αμφιβάλετε για την εμπιστοσύνη και την καλή θέληση των πληρωμάτων των βενετικών πλοίων. -Πάντοτε επιμένετε στις απόψεις σας σεις οι Βενετοί κι είστε ισχυρογνώμονες κι ανεπίδεκτοι κάθε συνεργασίας, είπε ένας Γενουάτης. -Δεν θέλουμε εμείς συνεργασίες µ’ εκείνους που γίνονται εχθροί της χριστιανοσύνης για λίγα χρήματα, φώναξε ο Τρεβηζάνος κι ούτε πουλάμε μυστικά στο Μωάμεθ. Δεν ανάβουμε φωτιές στα υψώματα του Γαλατά κι 245


ούτε προδίνουμε τα μυστικά της αμύνης και τα σχέδια των αμυνόμενων στους εχθρούς μας. -Θέλετε, όμως, να παραδώσετε τα εμπορεύματα των πλοίων σας στους Τούρκους, ξαναείπε οργισμένος ο Γενουάτης ναυτικός. -Δεν παραδίνουμε τα εμπορεύματά μας σε κανένα κι όποιος τολμά, ας έρθει να μας τα πάρει. Ο θυμός κορυφώνονταν και το πράγμα όσο πήγαινε έπαιρνε διαστάσεις και ξέφευγε απ’ τον έλεγχο των παρευρισκομένων. Για να αποφευχθεί κάθε δυσάρεστη κι ανεπανόρθωτη κατάσταση, πήρε το λόγο ο καρδινάλιος Ισίδωρος και με ήφος ήπιο και καθησυχαστικό είπε. -Αγαπητοί μου και γενναίοι ναύαρχοι της Ιταλίας. Ο σκοπός της παρουσίας μας εδώ, δεν είναι να υβρίζουμε και να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο και ούτε είναι να επιρρίπτουμε ασυλλόγιστα ευθύνες εκεί όπου δεν υπάρχουν. Επιπλέον, η παρουσία όλων μας εδώ και ιδιαίτερα των Λατίνων, δεν είναι για να κάνει τις δύσκολες μέρες που περνά σήμερα η Κωνσταντινούπολη δυσκολότερες, ούτε κι αποβλέπει στο να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στον αυτοκράτορα απ’ όσα ήδη έχει να αντιμετωπίσει. Συγκεντρωθήκαμε όλοι σήμερα εδώ, για να συσκεφτούμε και να βρούμε τρόπους, ώστε να οργανωθεί και να υποστηριχθεί καλύτερα η άμυνα της Πόλης. Είναι σ’ όλους μας γνωστό, ότι ο ερχομός μας στην Κωνσταντινούπολη αποβλέπει στο να προσφέρουμε στη χριστιανική αυτή πόλη κάθε βοήθεια που μας είναι δυνατή και να βοηθήσουμε με κάθε τρόπο τον αυτοκράτορα, χωρίς να υπολογίζουμε θυσίες και κόπους, ώστε να μπορέσει να αντισταθεί με επιτυχία στους βάρβαρους επιδρομείς που απειλούν να σαρώσουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Παρακαλώ όλους σας να ηρεμίσετε και, με πλήρη συναίσθηση της αποστολής μας και του καθήκοντός μας, να ανταλλάξουμε με απόλυτη ψυχραιμία και ψυχική λογική τις απόψεις μας, με μοναδικό σκοπό την όσο το δυνατόν καλύτερη αντιμετώπιση των κινδύνων που μας απειλούν. Τα λόγια αυτά του Ισίδωρου ηρέμισαν κάπως τους οξύθυμους καπετάνιους και, παρ’ ότι η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη τεταμένη και οι όψεις των συνέδρων κατακόκκινες, επικράτησε κάποια σιωπή και ηρεμία. Το λόγο πήρε ο Βενετός βαΐλος, ο οποίος με χαμηλό τόνο είπε. -Οι περιστάσεις είναι κρίσιμες και οι κίνδυνοι τεράστιοι. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επιβάλλεται να επιδείξουμε σύνεση και κατανόηση. Ας μην κυβερνιόμαστε, λοιπόν, από παλιότερες τυχόν διαφορές μας και ας μην αφήσουμε τους εαυτούς μας να παρασυρθούν από προηγούμενα μικροπείσματά μας. Ο κίνδυνος που μας απειλεί είναι μεγάλος, γι’ αυτό επιβάλλεται απόλυτη κατανόηση και τέλεια συνεργασία. Το ότι εκφράστηκε και υποστηρίχτηκε η γνώμη ότι πρέπει να ξεφορτωθούν τα εμπορεύματα απ’ τα πλοία του καπετάν Τρεβηζάνου, δεν σημαίνει ότι αυτό το κάνουμε γιατί δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον καπετάνιο ή στο πλήρωμά του ή ότι θέλουμε να αρπάξουμε τα εμπορεύματά του. Προ ημερών, ο καπετάν Τρεβηζάνος υποσχέθηκε στον αυτοκράτορα και τού ‘δωσε το λόγο της τιμής του, ότι θα παραμείνει στην πόλη και θα αγωνιστεί κι αυτός και τα πληρώματά του για τη σωτηρία της. Πώς, λοιπόν, σήμερα, εμείς ή οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να

246


μην έχει εμπιστοσύνη στον καπετάν Τρεβηζάνο και στους ναύτες του; Αλλά και αν είχαμε κατά νου να αρπάξουμε τα φορτία των πλοίων του, γιατί δεν το κάναμε αυτό προ ημερών, όταν όλα τα εμπορεύματα βρισκόταν στη στεριά; Οποιαδήποτε τέτοια σκέψη μας ή απόπειρά μας θα μας έφερνε σε ρήξη και θα δημιουργούσε οπωσδήποτε εχθρούς ανάμεσά μας. Και η Κωνσταντινούπολη έχει σήμερα ανάγκη από φίλους. Από φίλους πιστούς και αφοσιωμένους. Τέτοιους ακριβώς θέλει και τους τετρακόσιους ναύτες των γαλερών του Αγίου Μάρκου με τον καπετάνιο τους. Ας μην υπάρχει, λοιπόν και η παραμικρή υπόνοια, καμιά καχυποψία ή υστεροβουλία για τις αποφάσεις και τις ενέργειες του συμβουλίου της αμύνης. Όλοι μας, Βυζαντινοί και Λατίνοι, Βενετοί και Γενουάτες σκεπτόμαστε και ενεργούμε αδιάκριτα από κάθε συμφέρον προσωπικό ή παροικιακό και προσπαθούμε με κάθε τρόπο για το καλό του αυτοκράτορα και τη σωτηρία της πόλης. Ο Βενετός βαΐλος κοίταξε τους κάπως πιο ήρεμους τώρα συνέδρους και, ευχαριστημένος κι ο ίδιος για την επίδραση των λόγων του, κάθισε στη θέση του. Αμέσως, σηκώθηκε ο αρχιεπίσκοπος της Χίου Λεονάρδος και είπε. -Στον πόλεμο, όπως είναι επόμενο και όπως όλοι σας το γνωρίζετε, οι συνθήκες μεταβάλλονται από στιγμή σε στιγμή. Και πάντοτε, ανάλογα με τις μεταβολές των συνθηκών, μεταβάλλονται και οι τρόποι και τα μέσα της διεξαγωγής του αγώνα. Σε περιπτώσεις πολιορκίας, την πρωτοβουλία στις αλλαγές του πολέμου έχει κατά το πλείστον ο επιτιθέμενος, ο οποίος και αναγκάζει τον αμυνόμενο ή να μεταβάλει τον τρόπο της αμύνης του έγκαιρα ή να επιδεινώσει μόνος του τη θέση του. Ο καλός στρατηγός με οξυδέρκεια προβλέπει ή έγκαιρα διαπιστώνει τις μεταβολές που επιφέρει ο εχθρός στην τακτική του και με φρόνηση οργανώνει την άμυνά του ανάλογα με τις πιέσεις του εχθρού και μάλιστα γρήγορα και χωρίς καμιά καθυστέρηση. Σήμερα λοιπόν, οι συνθήκες του πολέμου έχουν μεταβληθεί προς το χειρότερο και είναι μεγάλη και άμεση ανάγκη να οργανώσουμε την άμυνά μας ανάλογα. Χρειαζόμαστε στρατιώτες στα τείχη και πολεμικά πλοία στη θάλασσα. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε συνετά κάθε υπάρχουσα στην πόλη μας δυναμικότητα, αν θέλουμε να ελπίζουμε σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Δεν έχουμε ανάγκη εμπορικών πλοίων, ούτε εμποροναυτών. Έχουμε ανάγκη πολεμικών πλοίων και μαχητών. Μίλησαν κι άλλοι άρχοντες και τελικά το συμβούλιο αποφάσισε να ξεφορτωθούν τα πλοία και να ενταχθούν στη δύναμη του πολεμικού ναυτικού. Η απόφαση αυτή πάρθηκε κατά πλειοψηφία, χωρίς να συμφωνεί με όλες γενικά τις γνώμες των συμβούλων. Ο καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνος δεν ήθελε εύκολα να παραδεχτεί μια τέτοια απόφαση, η οποία, αν εφαρμοζόταν, θα δέσμευε τα πλοία του και θα έβαζε σε κίνδυνο τους ανθρώπους του. -Να ανακοινωθεί η απόφαση του συμβουλίου στους κυβερνήτες των πλοίων, είπε ο πρόεδρος του συμβουλίου Βενετός βαΐλος Μηνώτος και να σταλούν δυνάμεις στρατού για την εκφόρτωση. Το συμβούλιο θα παραμείνει εδώ, έτοιμο να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε εξέλιξη.

247


Αμέσως, ένας αξιωματικός του συμβουλίου ανακοίνωσε την απόφασή του στους πλοιάρχους και οπλισμένοι στρατιώτες κατέβηκαν μαζί του στο λιμάνι. Δεν πέρασε, όμως, πολλή ώρα κι ο αντιπρόσωπος του συμβουλίου ξαναγύρισε λαχανιασμένος στην εκκλησία της Παναγίας της Κωνσταντινουπολίτισσας. Συγκρατώντας με δυσκολία την έξαψη και την ταραχή του, ο αξιωματικός προσπάθησε να αναφέρει στους άρχοντες του συμβουλίου τον αντίκτυπο που είχε η απόφασή τους στους Βενετούς ναυτικούς και τις σκηνές που εξαιτίας της διαδραματίζονταν ήδη στο λιμάνι. -Μόλις τα πληρώματα έμαθαν την απόφαση του συμβουλίου σας, είπε ο αξιωματικός και πήραν την εντολή να εγκαταλείψουν τα πλοία τους, για να γίνει η εκφόρτωση των εμπορευμάτων, άρπαξαν όλοι τα σπαθιά και τα όπλα τους και όρμησαν στα καταστρώματα και στα παράθυρα των γαλερών φωνάζοντας: ‘’Θέλουμε να δούμε εκείνον που θα τολμήσει να πλησιάσει στα πλοία μας και θέλουμε να δούμε ποιος θα είναι εκείνος που πρώτος θα απλώσει χέρι να ξεφορτώσει τα πράγματά μας και τα εμπορεύματά μας απ’ τα πλοία μας. Εμείς πιστεύουμε, ότι η θέση μας και το σπίτι μας είναι εκεί όπου είναι και τα πράγματά μας. Γνωρίζουμε δε ότι, όταν ξεφορτώσουμε τα εμπορεύματά μας και αγκυροβολήσουμε τα πλοία μας στο ναύσταθμο, οι Έλληνες θα πάρουν τα πλοία μας και θα μας κρατήσουν εδώ με το ζόρι, σα να είμαστε δούλοι τους, ενώ τώρα είμαστε ελεύθεροι ή να φύγουμε ή να μείνουμε. Είναι συμφερότερο, λοιπόν, σ’ όλους μας, να μην επιχειρήσετε με τη βία την εκφόρτωση των πλοίων μας και να αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι, ώσπου ο Θεός βρει λύση της διαφοράς μας κατά τη θέλησή Του και μας φωτίσει να πράξουμε ανάλογα. Γνωρίζουμε καλά, ότι κανένας ατυχής χριστιανός, απ’ όσους βρίσκονται σήμερα στην πόλη, δε θα μπορέσει να ξεφύγει απ’ την οργή και τη μανία των βαρβάρων και δεν απομένει παρά όλοι να περάσουμε απ’ το στόμα του τούρκικου ξίφους. Αυτό άλλωστε διακηρύττουν ξεκάθαρε κι αδιάκοπα κι οι ορθόδοξοι παπάδες της Κωνσταντινούπολης. Όλοι εμείς οι ναύτες αποφασίσαμε να πεθάνουμε πάνω σ’ αυτά τα πλοία, όπου είναι και τα σπίτια μας κι όχι να βγούμε στην ξηρά . . .’’ Έτσι περίπου φωνάζουν οι ναύτες πάνω απ’ τα πλοία τους, συνέχισε ο αξιωματικός και ο στρατός προτίμησε να μην επέμβει, για να μην εξωθήσει περισσότερο τα πράγματα. -Μια στάση των Βενετών ναυτών σήμερα θα έχει πάρα πολύ άσχημα αποτελέσματα, είπε ο Μηνώτος κι ο αντίκτυπος θα είναι καταστρεπτικός στο φρόνημα των υπερασπιστών και στη γενικότερη υπόθεση της αμύνης. -Επιπλέον, θα εξυψώσει αφάνταστα το ηθικό των Τούρκων, είπε ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος, γιατί ένα τέτοιο πράγμα θα το μάθει οπωσδήποτε και γρήγορα ο Μωάμεθ και ολόκληρος ο στρατός του. -Χρειαζόμαστε επειγόντως πλοία και μαχητές, πρόσθεσε ο καρδινάλιος Ισίδωρος. Και επιπλέον, δεν μπορεί ο καθένας εδώ να κάνει του κεφαλιού του. Χρειάζεται υπακοή και συνοχή για να μπορέσουμε να εφαρμώσουμε κάποια τακτική και να κατορθώσουμε κάτι.

248


-Για να μην εξωθήσουμε τα πνεύματα περισσότερο, ας αφήσουμε προς το παρόν τα πράγματα όπως είναι, είπε ένας απ’ τους άρχοντες και ας προσπαθήσουμε στο μεταξύ να νουθετήσουμε τους ναύτες, ώστε να αντιληφθούν μόνοι τους τη σπουδαιότητα και την ανάγκη της προτεινόμενης λύσης. Η προταθείσα γνώμη φάνηκε η πιο καλή προς το παρόν κι έγινε αποδεκτή απ’ όλους. Κι ενώ όλοι ετοιμάζονταν να φύγουν απ’ την εκκλησία, ο Βενετός βαΐλος είπε. -Θα ξανασκεφτούμε αύριο. Κι ανοίγοντας την πόρτα έφυγε πρώτος. Το συμβούλιο συνήλθε την επαύριο και την επόμενη και προσπάθησε να χειριστεί το λεπτό αυτό ζήτημα της ανυπακοής των Βενετών με όση περισσότερη καλοσύνη και ελαστικότητα μπορούσε, αποφεύγοντας τη βία και τις ακρότητες. Στις 13 Μαΐου, οι βενετικές γαλέρες ξεφορτώθηκαν και αγκυροβόλησαν στο ναύσταθμο. Όλες εντάχτηκαν στο πολεμικό ναυτικό του αυτοκράτορα, υπό τη διοίκηση του ναυάρχου του στόλου Αλοΐζου Διέδου, οι δε τετρακόσιοι ναύτες, με αρχηγό τους τον καπετάν Τρεβηζάνο, έπαιρναν θέση στα τείχη κι αναλάμβαναν να επισκευάσουν και να φρουρήσουν το επικίνδυνο τμήμα της Ακρόπολης, που ήταν πάντοτε εκτεθημένο στα κανόνια του τουρκικού στόλου.

249


22.

ΠΡΟΤΑΣΗ

ΕΞΟΔΟΥ

Το απόγευμα της 12ης Μαΐου, ο αυτοκράτορας με την ακολουθία του παρακολούθησε τον εσπερινό στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Μετά το πέρας του εσπερινού, συγκροτήθηκε μεγάλο συμβούλιο μέσα στο ναό για την εξέταση της άμυνας. Στο συμβούλιο πήραν μέρος ο λογοθέτης Γεώργιος Φραντζής, ο έπαρχος της Πόλης Νικόλαος Γουδέλης, ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς, ο αναπληρωτής του πατριάρχη Αθανάσιος, ο αρχιεπίσκοπος Χίου Λεονάρδος, ο Βενετός γιατρός Μπάρμπαρο και άλλοι. -Πρώτα, θα ήθελα να εκτεθεί η υφισταμένη σ’ όλους τους τομείς κατάσταση της αμύνης, είπε για μια στιγμή ο αυτοκράτορας. Το λόγο πήρε αμέσως ο Βενετός γιατρός Μπάρμπαρο, ο οποίος είχε φθάσει στην Κωνσταντινούπολη με τις γαλέρες του Ιουστινιάνη σα γιατρός των πλοίων και είπε. -Γαληνότατε αυτοκράτορα. Ένδοξοι άρχοντες. Ας μου επιτραπεί να μιλήσω πρώτος, γιατί θέλω ν’ αναφερθώ στα πιο πρόσφατα και στα πιο δραματικά γεγονότα του εικοσιτετραώρου. Και, χωρίς να περιμένει καθόλου, συνέχισε. Όπως ξέρετε, χθες το βράδυ κατά τα μεσάνυχτα, περίπου πενήντα χιλιάδες Τούρκοι, καλά οργανωμένοι, επιτέθηκαν κατά των τειχών του τμήματος μεταξύ της πύλης της Αδριανούπολης και της πύλης της Καλιγαρίας. Η επίθεση αυτή των εχθρών ήταν τόσο ορμητική και λυσσώδης, που ανάγκασε τους αμυνόμενους να υποχωρήσουν πίσω και πέρα απ’ το ρήγμα του τείχους. Η κατάσταση ήταν κρισιμότατη και ίσως να μας ανέτρεπαν οι εχθροί, αν δεν πρόφταιναν να τρέξουν εγκαίρως και να μας υποστηρίξουν σθεναρά ο Νικηφόρος Παλαιολόγος και ο πεθερός του Κατακουζηνός με ικανή δύναμη εφεδρικού. Με τη βοήθεια αυτών των γενναίων πολεμιστών και την έγκαιρη παρουσία του αυτοκράτορα, ο άμεσος κίνδυνος αποσοβήθηκε και η πόλη σώθηκε απ’ την καταστροφή. Ήταν τόση η ορμητικότητα των Τούρκων και τόσο κρίσιμη η κατάσταση, που οι κάτοικοι της γύρω περιοχής έτρεχαν αλλόφρονες στους δρόμους, νομίζοντας ότι εκείνες ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής τους. Δυστυχώς, σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, ο λαός πανικοβάλλεται με τη δεισιδαιμονία που τον κατέχει και με τη ροπή που έχει στο να θυμάται δήθεν παλιές ρήσεις και προφητείες ή να δημιουργεί δικές του εκείνη τη στιγμή ή να βλέπει με τα μάτια της εξημμένης φαντασίας του ουράνια δήθεν ή άλλα ακατάληπτα οράματα, δημιουργήματα της στιγμής και να χάνει την ψυχραιμία του και την αυτοκυριαρχία του. Τέτοιες αδικαιολόγητες εκδηλώσεις, εκτός του ότι δημιουργούν πανικό και συνωστισμούς στους δρόμους, επηρεάζουν και την ψυχική κατάσταση και το ηθικό των μαχητών κι αδυνατίζουν στο ελάχιστο την άμυνα της πόλης. -Χθες το βράδυ, για παράδειγμα, την ώρα της επίθεσης των Τούρκων, πολλοί έτρεχαν στους δρόμους εκείνης της πτέρυγας της πόλης και φώναζαν, ότι όλα τελείωσαν και ότι η πόλη χάνεται. Υπάρχει, έλεγαν, 250


παλιά προφητεία του Αγίου Κωνσταντίνου, κατά την οποία η πόλη θα κυριευτεί απ’ τους εχθρούς, όταν θα συσκοτιστεί η σελήνη και όταν, ενώ είναι πανσέληνος, θα φαίνεται μόνο η μισή. Χθες το βράδυ, στον ουρανό έλαμπε όλο το φεγγάρι52. Κι όμως, οι άνθρωποι αυτοί με τα δικά τους μάτια έβλεπαν μόνο το μισό και ήθελαν με τις φωνές και τα κλάματά τους να κάνουν και τους άλλους να βλέπουν τα πράγματα όπως αυτοί τα φαντάζονταν και να ενεργούν όλοι παρόμοια. Μάλιστα, παρέσυραν και στρατιώτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους κι έτρεχαν πανικόβλητοι στους δρόμους, απομακρυνόμενοι από τα τείχη. Ευτυχώς, απ’ ότι πληροφορήθηκα, η έγκαιρη παρουσία του ένδοξου αυτοκράτορά μας και η χρήση βίας εκ μέρους των στρατιωτών της φρουράς του, ανάγκασαν τους πανικοβλημένους στρατιώτες να γυρίσουν στις θέσεις τους53. Επειδή κι άλλες φορές παρατηρήθηκαν τέτοια πράγματα κι επειδή όλοι καταλαβαίνουμε τις κακές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι αδικαιολόγητες αυτές εκδηλώσεις σ’ ολόκληρη την υπόθεση του αγώνα μας για τη διάσωση της πόλης, προτείνω στο συμβούλιο να εξετάσει το ζήτημα με προσοχή και παρακαλώ να ληφθούν διάφορα μέτρα και να γίνουν κάθε είδους συστάσεις και νουθεσίες στο λαό, ώστε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον στην άμυνα της πόλης και λιγότερο στο ανασκάλισμα παλιών προφητειών και στην ερμηνεία ακατάληπτων ρητών, τα οποία πολλές φορές είναι και ανύπαρκτα. -Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εναντίον της θέλησης του Θεού, είπε κάποιος απ’ τους παρευρισκομένους. -Η θέληση του Θεού είναι να αγωνιστούμε κι όχι να προσπαθούμε, διαδίνοντας ακατάληπτα λόγια, να βρούμε τρόπους για να απαλλαγούμε απ’ τους κόπους του αγώνα, φώναξε δυνατά ο Βενετός γιατρός και κάθισε στη θέση του. Αμέσως σηκώθηκε ο Νικηφόρος Παλαιολόγος και είπε. -Ευχαριστώ το γενναίο συμπολεμιστή μας για τα καλά του λόγια προς τα εφεδρικά τμήματα του στρατού μας, τα οποία, κατ’ εντολή του ένδοξου αυτοκράτορά μας, έχω την τιμή να διοικώ. Χθες το βράδυ, στην περιοχή του παλατιού του Πορφυρογέννητου, κάναμε όπως ωφείλαμε το καθήκον μας. Αποκρούσαμε, βέβαια, στην αρχή τις επιθέσεις των Τούρκων αλλά, όταν έφτασαν καινούριες εχθρικές δυνάμεις του Μουσταφά πασά, έγινε κι η δική μας θέση δυσκολότερη. Τη σωτηρία μας και τη σωτηρία της πόλης απ’ τη χθεσική επίθεση χρωστάμε στο γενναίο πολεμιστή μας Θεόδωρο Καρυστηνό και στον ένδοξο Ιωάννη Ιουστινιάνη, οι οποίοι την κρίσιμη στιγμή προσέτρεξαν σε βοήθειά μας54. Η αλληλοβοήθεια αυτή των τμημάτων αποδεικνύει καθαρά, πόσο επιβεβλημένη και απαραίτητη είναι η συνεργασία όλων μας και πόσο αναγκαίο είναι το να είμαστε όλοι μας πάντοτε άγρυπνοι κι έτοιμοι ν’ 52

53 54

Ο Dr. Mortman απέδειξε ότι δεν έγινε έκλειψη σελήνης στις 23 Μαΐου 1453. Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα 232. Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νο Παλαιολόγος’’ Σελίδα 231. 251


αντιμετωπίσουμε κάθε ξαφνικό κίνδυνο με γρηγοράδα και συνοχή οπουδήποτε κι αν παρουσιαστεί. Μετά το Νικηφόρο Παλαιολόγο ακούστηκε η φωνή του στρατηγού Κοντοστέφανου που υπερασπίζονταν την πύλη της Σηλύμβριας και είπε. -Μεγαλειότατε. Οι εχθροί έκαναν ως τώρα τρεις μεγάλες επιθέσεις εναντίον μας. Και στις τρεις απέτυχαν παταγωδώς. Η σφοδρότερη απ’ όλες ήταν η χθεσινοβραδινή. Οι αρχηγοί και τα τμήματά μας γενικά έδειξαν μεγάλη ανδρεία, απαράμιλλο θάρρος, παραδειγματική γενναιότητα και πίστη στο καθήκον τους. Την καρτερία μας αυτή και τη μεγάλη μας αποφασιστικότητα να πολεμήσουμε πραγματικά όλοι για την άγια πόλη μας, τη διαπίστωσαν καθαρά οι εχθροί και οπωσδήποτε θα πήραν κάποιο µάθημα. Ύστερ’ απ’ τη χθεσινοβραδινή τους αποτυχία, θα είναι σήμερα πτοημένοι και καταβλημένοι. Το ηθικό τους θα είναι χαμηλό και θα τους λείπει η ορμητικότητα και το σθένος για νέα σύγκρουση. Προτείνω, λοιπόν, να επιτεθούμε εμείς αμέσως στο σημείο αυτό του κλοιού. Να βγούμε απ’ τα τείχη με επικεφαλής τον αυτοκράτορα και να ριχτούμε επάνω στους ασύνταχτους ακόμη εχθρούς με γυμνά ξίφη. Η νίκη στην επίθεση αυτή θα είναι δική μας και το κέρδος μας αφάνταστο. Στο σημείο αυτό το λόγο πήρε ο άρχοντας Φραντζής και είπε. -Επικροτώ και υποστηρίζω τη σωστή και θαρραλέα πρόταση του γενναίου στρατηγού. Είναι αλήθεια, ότι οι εχθροί μας δε θα περιμένουν μια τέτοια ενέργεια από μέρους μας και οπωσδήποτε θα τους αιφνιδιάσουμε. Και είναι σπουδαίο το προσόν του αιφνιδιασμού για τον επιτιθέμενο. Η παρουσία του αυτοκράτορα θα διπλασιάσει το θάρρος και την ορμητικότητα των στρατιωτών μας κι η επιτυχία μας θα είναι για ένα ακόμη λόγο εξασφαλισμένη. Με την ενέργειά μας αυτή, εκτός του ότι θα δώσουμε ακόμη ένα καλό μάθημα στους Τούρκους, θα τους απομακρύνουμε και πέρα απ’ τις θέσεις που κατέχουν κι έτσι, με μεγαλύτερη άνεση κι ευκολία, θα μπορέσουμε να επισκευάσουμε τα ρήγματα που υπάρχουν στα τείχη στο σημείο αυτό. Επίσης, θα ελαττώσουμε ακόμη περισσότερο το ηθικό των Τούρκων στρατιωτών, όχι μόνο αυτής της περιοχής αλλά ολόκληρης γενικά της στρατιάς τους, γιατί θ’ αρχίσουν να σκέφτονται τη δύναμή μας και την αγωνιστικότητά μας. Επιπλέον, θα εμψυχώσουμε αφάνταστα τους μαχητές μας και το λαό με μια τέτοια πετυχημένη πρωτοβουλία μας και μαζί με τ’ άλλα θα κυριεύσουμε και διάφορα εφόδια, τα οποία μας είναι οπωσδήποτε ωφέλημα, αν όχι τελείως απαραίτητα. Επικροτώ, λοιπόν και πάλι την πρόταση της εξόδου και παρακαλώ όπως γίνει παραδεκτή και αποφασισθεί αμέσως. Ο Φραντζής μιλούσε με ζέση και παλμό κι ο αυτοκράτορας έδειχνε καθαρά την ευχαρίστησή του και τον ενθουσιασμό του με τη θαρραλέα αυτή πρόταση των συμβούλων του. Πολλοί απ’ τους παρευρισκομένους έδειχναν καθαρά ότι συμφωνούσαν να γίνει μια έφοδος στο σημείο της Καλιγαρίας και αναλογιζόταν τα οφέλη από μια τέτοια επιτυχία. Μετά το Φραντζή, το λόγο πήρε ο έπαρχος της Πόλης Νικόλαος Γουδέλης και είπε.

252


-Είναι περίπου πέντε μήνες από τότε που άρχισε η ανοιχτή επιβουλή των Τούρκων εναντίον μας κι έχει περάσει ένας μήνας από τότε που άρχισε η συστηματική πολιορκία της πόλης και της στρατιάς του Μωάμεθ. Στη χθεσινή επίθεση των βαρβάρων, η νίκη μας ήταν μεγάλη. Χιλιάδες νεκροί του εχθρού σκέπασαν το πεδίο της σύγκρουσης. Δεν υπήρχε, λοιπόν, ανάγκη εξόδου μας την ώρα εκείνη αμέσως μετά την επιτυχία μας αυτή, όπως προτάθηκε από ορισμένους άρχοντες. Ήταν προτιμότερο να μείνουμε με τα σίγουρα επιτεύγματα της νικηφόρου αντίστασής μας, παρά να επιδιώξουμε αμφίβολα αποτελέσματα με μια βεβιασμένη έφοδο. Οι εχθροί χτυπήθηκαν και ταπεινώθηκαν. Και το ηθικό τους θα κουρελιαστεί ακόμη περισσότερο, όταν οι χιλιάδες των Τούρκων νεκρών που σκέπασαν τον τόπο της μάχης γκρεμιστούν πάνω απ’ τα τείχη, μπροστά στα μάτια της στρατιάς του Καρατζά πασά, όπως και διέταξα να γίνει. Δε θα σκορπίσουν λίγη αποθάρρυνση στις καρδιές των βαρβάρων τα τόσα πτώματα κι ούτε η θέα των τεραστίων σωρών των νεκρών συντρόφων τους θα τους δώσει εύκολα θάρρος να ξανατολμήσουν σύντομα μια καινούρια έφοδο εναντίον μας. Ορθότατα λοιπόν, οι συνετοί άρχοντες που βρέθηκαν εκείνη τη στιγμή εκεί και οι Ούγγροι πολεμιστές της βασιλικής φρουράς εμπόδισαν τον ηρωικό μας αυτοκράτορα να αποτολμήσει μια παρατολμία την κρίσιμη εκείνη ώρα. Δεν υπήρχε, λοιπόν, άμεση ανάγκη εξόδου και μάλιστα υπό την αρχηγία του αυτοκράτορα. Είναι γεγονός ότι, παρασυρμένος πάνω στη μάχη απ’ την ορμή του πολέμου, σπιρούνισε το άλογό του για να ορμήσει έξω απ’ τα τείχη. Η μεγάλη του ψυχή, πλημμυρισμένη απ’ την έκδηλη αγάπη που τρέφει για την άγια μας Πόλη, ήταν δυνατόν να τον παρασύρει σε μια παράτολμη επίθεση, της οποίας τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ αμφίβολα και πολύ πιθανόν καταστρεπτικά και οπωσδήποτε αντίθετα προς τις προσδοκίες του. Πάντοτε πολεμήσαμε με δύναμη και κουράγιο κατά των εχθρών της πίστης μας και της πατρίδος μας και θα συνεχίσουμε να πολεμάμε ακόμη, όσο οι βουλές του Θεού το επιτάσσουν. Δεν χρειάζεται να παίρνουμε αποφάσεις και πρωτοβουλίες, οι οποίες είναι ίσως άρχηστες και επικίνδυνες και οπωσδήποτε ενάντιες με τις αποφάσεις του Θεού. Θα εξακολουθήσουμε αμυνόμενοι έστω κι άλλους πέντε μήνες αν χρειαστεί αλλά δεν πρέπει να απολήγουμε σε παρατολμίες, οι οποίες είναι εκτός των δυνάμεών µας και ξένες προς τις προσταγές του Υψίστου55. Τα λόγια αυτά του Γουδέλη κρύωσαν την ατμόσφαιρα του συμβουλίου κι έδωσαν έδαφος στους κληρικούς και στους άλλους μοιρολάτρες να κινηθούν και να δώσουν εντονότερα σημεία της παρουσίας τους και της ηττοπάθειάς τους. Ο Γουδέλης αντιλήφθηκε απ’ τους ψιθύρους και τα βλέμματα των παρευρισκομένων ότι τα λόγια του δημιούργησαν ρήγμα στις εντυπώσεις που άφησαν τα λόγια του Φραντζή και, με κάποια ικανοποίηση στο πρόσωπό του για την επιτυχία του αυτή, κάθισε κάτω, για να πάρει το λόγο ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς, ο

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα 231. Σλαβονικό Χρονικό. Dethier. Εκδ. Βόννης Τόμ ΚΒ σελ. 1098.

55

253


οποίος, διαισθανόμενος το αποτέλεσμα των λόγων του Γουδέλη και, αποφασισμένος να ανατρέψει τελείως τα πράγματα, σηκώθηκε και είπε. -Γαληνότατε αυτοκράτορα. Και άλλοτε στο παρελθόν είχαν γίνει τέτοιες τολμηρές και αστήρικτες προτάσεις για επικίνδυνες και αβέβαιες εξόδους απ’ τα τείχη, οι οποίες ευτυχώς δεν πραγματοποιήθηκαν. Ακούστηκαν κάποτε προτάσεις επιθέσεώς μας εναντίον της απειροπληθούς εργατικής στρατιάς του σουλτάνου και των πολυαρίθμων στρατιωτών του, οι οποίοι εργάζονταν για το χτίσιμο του Ρούμελη-χισάρ. Και τότε αντέκρουσα μια τέτοια παρατολμία και ευτυχώς που επικράτησε σύνεση και δεν πραγματοποιήθηκε η προτεινόμενη από άλλους απερισκεψία. Μια τέτοια ασυλόγιστη απόπειρα, ίσως θα επισώρευε στην πόλη μας τόσα κακά, των οποίων τον αριθμό και το μέγεθος πιθανόν κανένας δε θα μπορούσε να φανταστεί τότε. -Ίσως, όμως, να κατορθώναμε το σταμάτημα του χτισίματος του τρομερού αυτού φρουρίου, ακούστηκε μια φωνή να λέει απ’ το βάθος, διακόπτοντας προς στιγμή το μεγάλο δούκα και η τόλμη μας εκείνη να έφερνε τόσα καλά τότε, ώστε να μην διατρέχαμε κανέναν κίνδυνο σήμερα. Ύστερ’ απ’ τη μικρή αυτή διακοπή, την οποία ο Νοταράς δέχτηκε αγόγγιστα και την άφησε να περάσει απαρατήρητη, συνέχισε. -Όπως τότε, έτσι και τώρα, εισηγούμαι την αποχή από κάθε παράτολμο εγχείρημα και συμφωνώ απόλυτα με τη γνώμη του έπαρχου Γουδέλη. Προτείνω να αμυνθούμε με πείσμα στις θέσεις μας, όπου έχουμε μεγαλύτερη δύναμη και ασφάλεια, πράγμα το οποίο μας εξασφαλίζει από κάθε αδικαιολόγητο κίνδυνο. Το προκάλυμμα του τείχους ενισχύει την εμπιστοσύνη των στρατιωτών και αυξάνει τη μαχητικότητα και την ελπίδα τους στο Θεό. Ο μέγας δούκας ύψωσε τη φωνή του περισσότερο, τέντωσε το κορμί του επιδεικτικότερα και, με εντονότερη περηφάνια στο βλέμμα και στην όψη του, συνέχισε. -Ποιος μας έδωσε δύναμη και κουράγιο και ποιος μας βοήθησε για να ανατρέψουμε τη θυελλώδη επίθεση των Τούρκων που ξέσπασε στις 7 του μηνός που διατρέχουμε; Τα τεχνάσματα τα δικά μας ή η θέληση του αιώνιου Θεού μας έδωσαν δύναμη, ώστε να διεξάγουμε λυσσώδη αγώνα επί τρεις ολόκληρες ώρες; Τριάντα περίπου χιλιάδες αλαλάζοντες Τούρκοι πέσαν επάνω μας και τους αντιμετωπίσαμε και τους αποκρούσαμε και τους αναγκάσαμε να γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδό τους με μεγάλη καταισχύνη, ενώ φονεύσαμε ένα µεγάλος πλήθος απ’ αυτούς. Ο Θεός γέμισε με περίσσιο θάρρος τις καρδιές των γενναίων μαχητών μας. Ο Θεός έδωσε δύναμη και κουράγιο στον ήρωα συμπολεμιστή μας Ιουστινιάνη, που σα λιοντάρι έπεσε με τους ανθρώπους του πάνω στα βάρβαρα στίφη των Τούρκων και με βροντερές κραυγές και γυμνό το σπαθί στο χέρι πολεμούσε μπροστά κι έδινε κουράγιο σ’ όλους γύρω του. Μήπως δεν ήταν θέλημα Θεού, να σωθεί ο μεγάλος αρχηγός Ιουστινιάνης από βέβαιο θάνατο και μήπως ο Θεός δεν φώτισε το μικρόσωμο εκείνο Έλληνα πολεμιστή και θεία δύναμη δεν τού ‘δωσε θάρρος, να πηδήσει απ’ το ύψος του τείχους και να επιτεθεί σαν άλλος

254


Δαυίδ κατά του μεγαλόσωμου γενίτσαρου του Μωάμεθ που είχε ανεβεί στα τείχη και με το τσεκούρι του να του κόψει την κνήμη την ώρα που αυτός με μανία κατέβαζε το ξίφος του εναντίον του Βενετού στρατηγού; Μήπως, στην ίδια επίθεση, δεν ήταν θέλημα Θεού να σταθεί με απαράμιλλη ψυχραιμία ο στρατηγός Ραγκαβής μπροστά στον τρομερό σημαιοφόρο των στρατιών της Δύσης, στον Αμέρ μπέη και με μια δυνατή σπαθιά που του κατέβασε κρατώντας με δύναμη το σπαθί του μέσα στα δυο του χέρια να τον διχοτομήσει; Αλλά ήταν και θέλημα Θεού ο γενναίος στρατηγός, ύστερ’ απ’ αυτό το μεγάλο του κατόρθωμα κι αφού έδωσε θάρρος και δύναμη στους στρατιώτες του, να πέσει κι αυτός για την άμυνα και το μεγαλείο της άγιας πόλης. Οι Τούρκοι, μέσα στη λύσσα τους, ύστερ’ απ’ το χαμό του σημαιοφόρου τους, έπεσαν κοπάδι επάνω του και τον κατατεμάχισαν. Αυτή ήταν η βουλή του Κυρίου κι έτσι έπρεπε να πάει ο ανδρείος εκείνος μαχητής, τον οποίο θρήνησαν όλοι οι συμπολεμιστές του. Αν, λοιπόν, είναι θέλημα Θεού να σωθεί η πόλη και πάνω απ’ τα τείχη τη σώζουμε. Αν πάλι είναι θέλημα Θεού να χαθεί και να τουρκέψει, όσες εφόδους και αν κάνουμε, δεν πρόκειται να αλλάξουμε τις βουλές του Κυρίου56. Τα τελευταία αυτά λόγια του Νοταρά προξένησαν αισθητό σάλο στους παρευρισκόμενους άρχοντες και ιδιαίτερα ανάμεσα στους υποστηριχτές της πρότασης του Φραντζή. Ο αυτοκράτορας στενοχωρέθηκε με τη στάση του Γουδέλη και του Νοταρά, η οποία ήταν τελείως αντίθετη προς τις πεποιθήσεις του αλλά οι περιστάσεις επέβαλαν ομόνοια κι αδελφοσύνη ανάμεσα στους άρχηγούς της άμυνας της Πόλης, γι’ αυτό και προσπάθησε να συγκρατηθεί και να μην επέμβει, ώστε η απόφαση που θα ληφθεί να είναι απόφαση του συμβουλίου κι όχι του αυτοκράτορα. Το λόγο πήρε ο αναπληρωτής του πατριάρχη Αθανάσιος. Στην αρχή δεν ακουγόταν, λόγω του θορύβου που είχε δημιουργηθεί απ’ τα λόγια του Νοταρά. Όταν, όμως, αντιλήφθηκαν ότι κάποιος ομιλεί, επικράτησε σιγή κι ακούστηκε ο αρχιερέας να λέει. -Τα πάντα δυνατά παρά τω Θεώ. Πιστεύετε εις Αυτόν και παραδώσατε τας τύχας της πόλεως εις την δύναμίν Του. Εμπιστευθείτε εις τα χείρας Του την ζωήν και την ύπαρξιν την ιδικήν σας, των τέκνων σας και ολοκλήρου του Έθνους. Κλαύσατε και θρηνήσατε δια τα αμαρτήματά σας και ζητήσατε συγχώρεσιν και έλεος παρ’ Αυτού. Τηρείτε τας εντολάς του Κυρίου και τους λόγους των προφητών Του. Μη ματαιοπονείτε και μην ανθίστασθε εις τα βουλάς Του. Συμμορφώνεσθε με τας υποδείξεις των αγίων αντιπροσώπων του μεγάλου Θεού επί της γης και πράττετε κατά τας υποδείξεις των. Μακρόθυμος ο Κύριος και πολυέλεος και μεγάλη η δύναμις της Παναγίας Θεοτόκου, της υπερμάχου και προστάτιδος της θεοσκεπάστου ταύτης πόλεως. Μετανοείτε και προσεύχεσθε και άφετε ίνα γενεί το θέλημα του Θεού . . .

56

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα

231. 255


Στο σημείο αυτό, ένας εγγελιοφόρος μπήκε βιαστικός στην εκκλησία και ο ερχομός του διέκοψε τα λόγια του αρχιερέα. Υποκλίθηκε μπροστά στους άρχοντες και προχώρησε προς το μέρος του αυτοκράτορα. -Μεγαλειότατε, είπε με σεβασμό, ενώ γονάτιζε μπροστά του. Έρχομαι σταλμένος απ’ το μηχανικό Γκραντ και τους στρατηγούς της πτέρυγας της Καλιγαρίας, για να σας αναγγείλω, ότι μόλις ανακαλήφθηκε και καταστράφηκε άλλη μια υπόνομος των εχθρών σ’ εκείνη την περιοχή. Ο αυτοκράτορας και οι άρχοντες θορυβήθηκαν αλλά και χάρηκαν ταυτόχρονα με την ενεργητικότητα και την οξυδέρκεια του μηχανικού Γκραντ και των συνεργείων του. Οι συζητήσεις γύρω στο αρχικό θέμα του συμβουλίου διακόπηκαν κι όλοι σχολίαζαν την επιμονή των Τούρκων και την εξυπνάδα του Γκραντ. Για μια στιγμή, ο Κωνσταντίνος ρώτησε τον αγγελιοφόρο. -Πώς ανακαλύψατε τη νέα υπόνομο των εχθρών; Όλοι οι άρχοντες σταμάτησαν με μιας τα σχόλια και τους ψιθύρους και απόλυτη σιωπή επικράτησε στην αίθουσα. Όλων τα βλέμματα στράφηκαν προς τον αγγελιοφόρο, του οποίου η φωνή ακούστηκε καθαρή μέσα στην απόλυτη ησυχία της αίθουσας. -Ύστερ’ από υποδείξεις του μηχανικού Γκραντ, τοποθετήσαμε σε πολλά σημεία της πόλης ανοιχτά βαρέλια μισοθαμμένα στο χώμα και γεμάτα ως επάνω με νερό. Επίσης, εδώ και κει τοποθετήσαμε μεγάλα επίπεδα ταψιά και ίσιες λαμαρίνες. Πάνω στις γυαλιστερές τους επιφάνειες ρίξαμε στρογγυλά σπυριά βίκου και ρόβης. Σε περίπτωση που οι Τούρκοι σκάβουν υπόνομο, τα στρογγυλά σπιριά του βίκου και της ρόβης μέσα στα επίπεδα ταψιά και πάνω στις γυαλιστερές λαμαρίνες που βρίσκονται στην περιοχή μετακινούνται και χοροπηδούν απ’ το χτύπημα της αξίνας στα σπλάχνα της γης. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, οι επίπεδες επιφάνειες του νερού στα βαρέλια τρεμουλιάζουν και ρυτιδώνονται. Έτσι, ανακαλύπτουμε έγκαιρα κάθε προσπάθεια των Τούρκων υπονομοποιών. Έχει δώσει εντολή ο Γκραντ σ’ όλα τα τμήματα γύρω στα τείχη, να παρακολουθούν τα βαρέλια και τα ταψιά και μόλις διαπιστώσουν το παραμικρό να το αναφέρουν αμέσως στο κοντινότερο συνεργείο των υπονομοποιών μας. Ο αυτοκράτορας και οι άρχοντες χάρηκαν με την απλή αλλά έξυπνη τακτική του Γκραντ και όλοι έστειλαν τα συγχαρητήριά τους με τον υπονομοποιό αγγελιοφόρο στο μεγάλο μηχανικό και στα συνεργεία του. Το συμβούλιο συζήτησε για λίγη ώρα ακόμη γύρω απ’ την άμυνα της πόλης και την τακτική του αγώνα κι αποφάσισε να κάνει συστάσεις σ’ όλους τους πολιορκημένους, ώστε να διατηρούν την ψυχραιμία τους και να μην πανικοβάλονται εύκολα. Η ιδέα της εφόδου εγκαταλείφθηκε για μια ακόμη φορά.

256


23.

ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ

ΠΡΕΣΒΕΥΤΕΣ

Ασταμάτητα βομβαρδίζουν και σήμερα τα μεγάλα κανόνια του Μωάμεθ το αρχαίο τείχος της δύστυχης πόλης, το οποίο γέμισε ρωγμές και τρέμει σύγκορμο. Από χθες, ο ρυθμός του βομβαρδισμού είναι διαφορετικός. Ασυνήθιστος. Οι βολές των Τούρκων γκρεμίζουν τις επάλξεις κι ανοίγουν μεγάλα ρήγματα στους πύργους. Από χθες, η προσοχή των Τούρκων έχει στραφεί περισσότερο προς την κοιλάδα του Λύκου και τα κανόνια τους χτυπούν με μανία την περιοχή γύρω απ’ την πύλη του Ρωμανού. -Εδώ, άρχοντα μου, στο σημείο αυτό έχουν στρέψει την προσοχή τους. Το άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά απ’ το στόμα του Μωάμεθ. Ήμουνα κοντά στο μεγάλο πυροβόλο που πρωτόφτιαξε ο Ουρβανός, όταν ήρθε εκεί ο σουλτάνος με τους πρεσβευτές. -Ποιους πρεσβευτές; Ρώτησε ο Βυζαντινός αξιωματικός με έντονη περιέργεια κι ανυπομονησία. -Τους πρεσβευτές που ήρθαν απ’ την Ουγγαρία. Έλεγε ένας αυτόμολος απ’ το τουρκικό στρατόπεδο σ’ έναν αξιωματικό του αυτοκράτορα που τον ενέκρινε. Νωρίς τα ξημερώματα, μια μικρή ομάδα στρατιωτών του Μωάμεθ αυτομόλησε στους Βυζαντινούς. Οι στρατιώτες αυτοί, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία που τους δόθηκε σε μια απ’ τις επιθέσεις των Τούρκων, κρύφτηκαν μέσα στα χαλάσματα των τειχών και αργότερα παραδόθηκαν στους Βυζαντινούς. Οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν για αρκετή ώρα. Οι πληροφορίες που έδωσαν οι δραπέτες ήταν σπουδαίες. Συνταρακτικές. Ο αξιωματικός απομόνωσε αμέσως τους αιχμαλώτους κι έβαλε φρουρούς να τους φυλάγουν. Έδωσε ρητή εντολή, να μην επιτραπεί σε κανέναν απολύτως να τους πλησιάσει ή να τους μιλήσει, αν δεν είναι και ο ίδιος παρών. Ξανατόνισε το ‘’απολύτως σε κανέναν’’, προσθέτοντας και τις λέξεις ‘’οιοσδήποτε μεγάλος άρχοντας και αν είναι’’ κι έφυγε αμέσως για το στρατηγείο του αυτοκράτορα στην πύλη του Ρωμανού. -Μεγαλειότατε, έλεγε σε λίγο υποκλινόμενος μπροστά στον Κωνσταντίνο. Ζήτησα να παρουσιαστώ μπροστά σας και να σας μιλήσω αμέσως, γιατί έχω πολύ σπουδαίες πληροφορίες να σας αναφέρω. Ο αυτοκράτορας του έκανε νόημα να καθίσει και τον κοίταξε με έκδηλο ενδιαφέρον. Διαισθανόταν και ο ίδιος ότι, για να ζητήσει ο αξιωματικός του αυτός να του μιλήσει προσωπικά, οι πληροφορίες του θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσες. Ο αξιωματικός κάθισε απέναντι στον αυτοκράτορα και συνέχισε. -Από μερικούς αυτόμολους που ήρθαν στις γραμμές μας σήμερα το πρωί έμαθα πράγματα συνταρακτικά. Λένε οι φυγάδες, ότι είναι χριστιανοί στρατιώτες απ’ τη Σερβία και την Ουγγαρία. Ένας μάλιστα Ούγγρος είναι αξιωματικός στο στρατό του σουτλάνου.

257


-Τι πληροφορίες σου έδωσαν οι άνθρωποι αυτοί; Ρώτησε ανυπόμονα ο Κωνσταντίνος. -Ο ένας απ’ αυτούς, συνέχισε ο αξιωματικός, που υπηρετούσε κοντά σε μεγάλο αξιωματικό του περιβάλλοντος του σουλτάνου λέει, ότι πριν από δυο μέρες έφτασαν στο στρατόπεδο των Τούρκων πρεσβευτές απ’ την Ουγγαρία, σταλμένοι απ’ τον άρχοντα Ουνυάδη. Ο αυτοκράτορας έντεινε περισσότερο την προσοχή του. Ο αξιωματικός συνέχισε. -Οι Ούγγροι πρεσβευτές έγιναν δεκτοί απ’ το μεγάλο βεζίρη Χαλλίλ πασά, παρουσία κι άλλων δύο πασάδων. Είπαν ότι ήρθαν για να αναγγείλουν στο Μωάμεθ, ότι ο Ουνυάδης δεν είναι πλέον ηγεμόνας της χώρας του αλλά παραιτήθηκε και παρέδωσε όλες τις εξουσίες στο νεαρό βασιλιά Βλαδισλαύο. Επίσης, ανάγγειλαν στο Μωάμεθ, ότι ο Ουνυάδης τον πληροφορεί πως όλες οι συνθήκες και οι συμφωνίες που είχαν συναφθεί κατά το παρελθόν μεταξύ τους και ίσχυαν μέχρι σήμερα, δεν ισχύουν άλλο, μια που ο Ουνυάδης έπαψε να είναι πλέον ηγεμόνας της Ουγγαρίας. Μάλιστα, με τους πρεσβευτές επέστρεψε στο Μωάμεθ όλα τα σχετικά έγγραφα που έφεραν την υπογραφή του. Ζήτησαν δε εκ μέρους του κυρίου τους, να παραδώσει και ο Μωάμεθ σ’ αυτούς όλα τα έγγραφα που έχουν την υπογραφή του Ουνυάδη. -Πολλή καλή η σκέψη και η απόφαση αυτή του Ουνυάδη, είπε ο αυτοκράτορας. Αν πετύχει ο ελιγμός του αυτός, θα λυθούν όλες οι υπάρχουσες μεταξύ τους συμφωνίες και θα θεωρήσουν πλέον και οι δυο απαλλαγμένους τους εαυτούς τους από οποιαδήποτε δέσμευση. Έτσι, θα είναι στο εξής ελεύθεροι να ενεργήσουν όπως θέλει ο καθένας . . . Έχει βάθος η ενέργεια αυτή του Ουνυάδη . . . Αν τα καταφέρει και λυθεί απ’ τις δεσμευμένες συμφωνίες που έχει με το Μωάμεθ, ελεύθερος πια, δε θα δυσκολευτεί να συγκεντρώσει στρατό και να σπεύσει προς βοήθειά μας . . . Ο αυτοκράτορας έμεινε για λίγο σκεπτικός, σα να εξέταζε πιο βαθιά το νόημα της παραίτησης του Ουνυάδη και να προσπαθούσε να συλάβει όλα τα πιθανά επακόλουθα του διπλωματικού του ελιγμού Μετά από λίγο ρώτησε με έντονο ενδιαφέρον. -Μήπως είπαν οι φυγάδες, τι απάντηση ή τι αποφάσισε να κάνει ο Μωάμεθ; -Ο σουλτάνος, συνέχισε ο αξιωματικός, απ’ όσα λέει ο αιχμάλωτος, μίλησε ήρεμα στους πρεσβευτές αλλά δεν θέλησε να πάρει πίσω τα επιστρεφόμενα έγγραφα, ούτε και προσφέρθηκε να επιστρέψει όσα έγγραφα είχε στα χέρια του με την υπογραφή του Ουνυάδη. Τόνισε δε, ότι τα έγγραφα αυτά είναι έγγραφα του κράτους και οι συνθήκες που υπάρχουν παραμένουν σε ισχύ, γιατί είναι συμφωνίες κρατών και όχι ατόμων. -Επομένως, είπε στενοχωρημένος ο αυτοκράτορας, η παραίτηση του Ουνυάδη δεν επιφέρει καμιά μεταβολή στις υπάρχουσες σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ουγγαρίας. Οι πιθανότητες λοιπόν βοήθειας απ’ τον Ουνυάδη εξατμίζονται, πρόσθεσε με χαμηλή φωνή και δυσαρέσκεια ο Κωνσταντίνος.

258


-Ύστερ’ απ’ τη συζήτηση αυτή με το σουλτάνο, συνέχισε ο αξιωματικός, οι πρεσβευτές ζήτησαν να τους επιτραπεί να επισκεφτούν τα πυροβολεία των Τούρκων και να δουν το νέο μεγάλο πυροβόλο. Η άδεια αυτή τους δόθηκε. Ένας άλλος απ’ τους φυγάδες, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι κι αυτός Ούγγρος στην καταγωγή και μιλάει τα ουγγαρέζικα, λέει, ότι πραγματικά οι Ούγγροι απεσταλμένοι επισκέφτηκαν το μέγα πυροβόλο του Ουρβανού και μάλιστα παρακολούθησαν και μερικές βολές του. Ο φυγάδας αυτός υπηρετούσε στην ομάδα του μεγάλου πυροβόλου και λέει τα εξής χαρακτηριστικά. Ο Ουρβανός, ύστερα από κάθε βολή, γεμίζει την κάννη του κανονιού με λάδι και το τυλίγει απέξω με μπόλικο μαλλί βουτηγμένο στο λάδι. Το λάδι απορροφά αμέσως ένα μέρος απ’ τη μεγάλη θερμοκρασία του πυρωμένου σιδήρου που αποκτά το κανόνι με το άναμμα του μπαρουτιού και βοηθάει στο να κρατήσει το μέταλλο τη συνοχή του και να μην παρουσιάσει ραγίσματα. Παίρνει, βέβαια, αρκετή ώρα για να κρυώσει τόσος όγκος μετάλλου αλλά µ’ αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται η ψύξη και επιβραδύνεται η φθορά. Έτσι, το κανόνι διατηρείται άθικτο και δεν θρυμματίζεται, όπως συνήθως γινόταν ως τώρα με τα μεγάλα πυροβόλα και σε λίγες ώρες ξαναρίχνει άλλη βολή. Η καθυστέρηση της ψύξης ελαττώνει την ταχυβολία του, γι’ αυτό και βάζει μόνο τρεις με πέντε βολές την ημέρα και μια τη νύχτα. Το κρατάει, όμως, άθικτο κι αναλλοίωτο για να συνεχίσει το καταστρεπτικό του έργο. Με το λάδι, λοιπόν και το μαλλί έλυσε ένα μεγάλο πρόβλημα ο Ουρβανός. Βέβαια, χρειάζεται πολύ λάδι για τη δουλειά αυτή αλλά το προμηθεύουν μπόλικο στο σουλτάνο οι Γενουάτες του Πέραν, όπως βεβαιώνουν οι φυγάδες. -Ποιες ήταν οι αντιδράσεις των Ούγγρων, όταν είδαν το μεγάλο πυροβόλο και αντίκρισαν την καταστροφή των τειχών της Πόλης απ’ αυτό; Ρώτησε ο αυτοκράτορας. -Η περίπτωση του κανονιού με παρέσυρε λίγο απ’ το θέμα, είπε ο αξιωματικός. Πραγματικά, οι απεσταλμένοι του Ουνυάδη επισκέφτηκαν το πυροβόλο. Έμειναν αρκετή ώρα εκεί, το περιεργάστηκαν και παρακολούθησαν και τη βολή του. Μάλιστα δε, όπως λέει ο αιχμάλωτος, γέλασαν με τον τρόπο που βομβαρδίζουν οι Τούρκοι και ειρωνεύτηκαν την τακτική των πυροβολητών, με την οποία σπαταλούν άδικα την τόση δύναμη τους πυροβόλου τους. Αρκετή ώρα συζήτησαν με τους πυροβολητές του Μωάμεθ και τους υπέδειξαν πώς να βομβαρδίζουν, για να πετυχαίνουν καλύτερα αποτελέσματα και πώς, με λιγότερες βολές, να γκριμίζουν περισσότερο τείχος. Ο αυτοκράτορας, ακούγοντας τα λόγια αυτά του αξιωματικού, τέντωσε τα μάτια του και τον κοίταξε με κατάπληξη. Ο αξιωματιός συνέχισε. -Τους υπέδειξαν, να ρίχνουν δυο βολές στην αρχή και στο ίδιο ύψος, μια δίπλα στην άλλη σε απόσταση λίγων μέτρων. Μετά, να ρίχνουν την τρίτη βολή στη μέση και κάτω απ’ τις προηγούμενες, ώστε οι τρεις βολές μαζί να σχηματίζουν ένα τρίγωνο. Με τον τρόπο αυτό, είπαν, θα έχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα, γιατί οι δυο πρώτες βολές θα τραντάζουν και θα προκαλούν ρωγμές στο τείχος, ενώ η τρίτη θα 259


κατεδαφίζει το ετοιμόρροπο απ’ τις δυο προηγούμενες βολές τμήμα. Οι Τούρκοι δοκίμασαν κι έμειναν έκπληκτοι απ’ το αποτέλεσμα. -Γι’ αυτό από χθες παθαίνουμε τέτοιες καταστροφές! Είπε μονολογόντας και με κομμένη φωνή ο αυτοκράτορας. -Ο Ούγγρος δραπέτης, συνέχισε ο αξιωματικός, άκουσε έναν απ’ τους πρεσβευτές να λέει στη γλώσσα τους στους άλλους πρεσβευτές: ‘’Ίσως να επαληθέψει έτσι η παλιά προφητεία και να ησυχάσουμε μια ώρα γρηγορότερα.’’ Το τι εννοούσαν με τα λόγια αυτά οι πρεσβευτές δεν το εξακρίβωσα, γιατί στο σημείο αυτό διέκοψα την ανάκριση των φυγάδων κι έσπευσα να σας αναφέρω τις πρώτες πληροφορίες. Θα συνεχίσω, όμως, μόλις επιστρέψω στη θέση μου. -Πήγαινε, είπε ο αυτοκράτορας στον αξιωματικό και ξαναμίλησε με τους αιχμαλώτους σου. Να τους φερθείς φιλικά και να τους δώσεις την εντύπωση, ότι οι πληροφορίες τους είναι πολύ σπουδαίες και ότι μας ενδιαφέρει το κάθε τι που έχουν να μας πουν. Δώσε τους την εντύπωση, ότι είναι διαφορετικοί απ’ τους άλλους αιχμαλώτους, ότι η παρουσία τους εδώ είναι ενδιαφέρουσα και προπαντός δώσε τους να καταλάβουν καθαρά, ότι τους θεωρούμε δικούς μας. Τους θεωρούμε φίλους μας και όχι εχθρούς μας. Οπωσδήποτε, όμως, να κρατηθούν σε αυστηρή απομόνωση και να μην επιτραπεί σε κανένα να τους πλησιάσει. Προπαντός σε γνωστούς ανθενωτικούς άρχοντες και σε καλογήρους του Γεννάδιου. Με τέτοιες πληροφορίες οι άνθρωποι αυτοί θα αναποδογυρίσουν όλες τις προσπάθειές μας και θα πανικοβάλουν αμέσως την Κωνσταντινούπολη. Πήγαινε λοιπόν και προσοχή. Κι ενώ ο αξιωματικός χαιρετούσε για να φύγει, ο Κωνσταντίνος τον ρώτησε. -Δε μου λες, μήπως έμαθες απ’ τους φυγάδες αυτούς τίποτα για τον Ουρβανό; -Ναι, απάντησε ο αξιωματικός. Μου είπαν πως το κανόνι του ανατινάχτηκε και τινάχτηκε κι εκείνος στον αέρα. -Ο αυτοκράτορας δεν απάντησε. Κούνησε λίγο το κεφάλι του κι έκανε νόημα στον αξιωματικό του να πηγαίνει. Ο αξιωματικός έφυγε για να συνεχίσει τις φιλικές πλέον ανακρίσεις του. Σε λίγο, δυο-τρεις άρχοντες του παλατιού, ειδοποιημένοι απ’ τον αυτοκράτορα, πήγαιναν βιαστικοί να τον συναντήσουν. Μπαίνοντας στο γραφείο του, υποκλίθηκαν με σεβασμό στο βασιλιά τους και κάθισαν στα σκαλιστά καθίσματα που ήταν γύρω στο μεγάλο τραπέζι της βασιλικής αίθουσας. Κοιτάχτηκαν με φανερή απορία μεταξύ τους κι όλοι τους µ’ ανυπομονησία κάρφωσαν τα βλέμματά τους στον αυτοκράτορα. -Πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, είπε ο Κωνσταντίνος κι άρχισε να εξιστορεί τα νέα που τού ‘φερε μόλις προ ολίγου ο αξιωματικός του. -Σπουδαίος ο ελιγμός αυτός του Ουνυάδη, είπε ένας άρχοντας. -Βέβαια, πρόσθεσε ο Κωνσταντίνος. Με την παραίτησή του αυτή απ’την εξουσία ο Ουνυάδης έχασε όλα του τα αξιώματα φυσικά αλλά ταυτόχρονα απάλλαξε τον εαυτό του από κάθε δέσμευση που είχε με τους Τούρκους και με την επιστροφή όλων αυτών των εγγράφων στο σουλτάνο προσπάθησε να απαλλάξει και τη χώρα του από κάθε 260


υποχρέωση προς τους Τούρκους. Επίσης, έδωσε στο Μωάμεθ να καταλάβει καθαρά ότι, το τι θα κάνει ο νέος ηγεμόνας της Ουγγαρίας είναι δική του δουλειά. Ενδέχεται, δηλαδή, ο νεαρός βασιλιάς Βλαδισλαύος να συνάψει νέες συνθήκες με τους Τούρκους ή να εκστρατεύσει και εναντίον τους και να τους αναγκάσει να λύσουν την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. -Πραγματικά, είναι σπουδαία η ενέργεια αυτή του Ουνυάδη αλλά καθυστερημένη, πρόσθεσε ένας άλλος άρχοντας. Θα είχε διαφορετική βαρύτητα και θα ήταν πιο αποτελεσματική αν γινόταν νωρίτερα. -Πάντως είναι αλήθεια, ότι ο Ούγγρος ηγεμόνας παραιτήθηκε απ’ την υψηλή του θέση κι έχασε όλα τα δικαιώματά του προς χάρη των Ελλήνων. Όλοι μας πρέπει να τον ευγνωμονούμε για τη θυσία του αυτή, πρόσθεσε ένας άλλος άρχοντας. -Εγώ, συνέχισε ο προηγούμενος, βλέπω εδώ και την ουρά του γεροΒράκοβιτς ανακατεμένη. Γιατί, στην τριετή συνθήκη ανακοχής, που έγινε το 1451 μεταξύ Τουρκίας και Ουγγαρίας κι επικυρώθηκε στο Σμενδέρεβο της Σερβίας, ήταν ανακατεμένος κι ο Βράκοβιτς. Αυτός στην πραγματικότητα εισηγήθηκε τότε την ανακοχή και τους όρους της ειρήνης στο γαμπρό του Μουράτ ΙΙ. Τώρα, όμως, που βλέπει ότι πραγματικά απειλείται θανάσιμα η Κωνσταντινούπολη και ο χριστιανισμός απ’ τους Τούρκους, ίσως αισθάνεται τύψεις και προσπαθεί να επανορθώσει κατά κάποιον τρόπο το σφάλμα του εκείνο. -Επιπλέον, σήμερα, με το θάνατο του Μουράτ ΙΙ, χάλασε και το συμπεθεριό μεταξύ Σερβίας και Τουρκίας, πρόσθεσε με ελαφρό τόνο χιούμορ ένας απ’ τους άρχοντες. -Ίσως, συνέχισε ο προηγούμενος, αν οι Τούρκοι δεν εξασφάλιζαν τα νώτα τους απ’ την Ουγγαρία με τη συνθήκη του Σμενδέρεβο, δε θα επιχειρούσαν σήμερα την εκστρατεία αυτή κατά της Κωνσταντινούπολης. -Δεν αποκλείεται, πρόσθεσε ο αυτοκράτορας, όλη αυτή την κίνηση να την εισηγήθηκε με τον τρόπο του στον Ουνυάδη ή στο Βράκοβιτς ο Χαλλίλ πασάς, για να μπορέσει, εκμεταλλευόμενος τα ενδεχόμενα αυτής της μεταβολής, να πείσει ευκολότερα έτσι το Μωάμεθ να λύσει την πολιορκία και να γυρίσει στην Αδριανούπολη. -Όλα είναι ενδεχόμενα και πιθανά, πρόσθεσε ο πρώτος άρχοντας. Εκείνο, όμως, που δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω προς στιγμή στο μυαλό μου, είναι η περίεργη και εχθρική προς εμάς συμπεριφορά των Ούγγρων πρεσβευτών. Απ’ τη μια μεριά έρχονται στο Μωάμεθ και λίγο-πολύ του υποδεικνύουν με τον τρόπο τους να λύσει την πολιορκία κι απ’ την άλλη επισκέπτονται το μέγα πυροβόλο και διδάσκουν αυτοί οι χριστιανοί στους Τούρκους πυροβολητές, πώς να γκρεμίσουν τα τείχη της Πόλης μια ώρα γρηγορότερα. -Θυμόσαστε τι σας είπα ότι μου είπε ο αξιωματικός ο οποίος μου έφερε τα νέα; Είπε ο Κωνσταντίνος. ‘’Ίσως να επαληθεύσει η προφητεία και να ησυχάσουμε μια ώρα γρηγορότερα . . .’’ Αυτά είπε ένας πρεσβευτής στους άλλους σε ουγγρική γλώσσα, την ώρα που παρακολουθούσαν τις βολές του πυροβόλου.

261


-Τι εννοούσε δηλαδή µ’ αυτά; Ρώτησε µ’ απορία ο προηγούμενος άρχοντας. -Οι Ούγγροι, όπως και οι Βυζαντινοί, είναι δεισιδαίμονες, είπε ο γεροντότερος απ’ τους άρχοντες. Πιστεύουν, ότι υπάρχει μια προφητεία, την οποία είπε ένας ερημίτης καλόγερος στον Ουνυάδη παλιότερα, κατά την οποία, όσο πιο αργά πάρουν την Κωνσταντινούπολη οι Τούρκοι, τόσο πιο πολύ θα υποφέρει απ’ το Ισλάμ ο Χριστιανισμός. Φαίνεται πως τους Ούγγρους τους άρεσε η ειρήνη με την Τουρκία. Κολακεύτηκαν μάλλον κι απ’ τις πλούσιες αλλά κατ’ ουσία απατηλές και ψεύτικες υποσχέσεις του σουλτάνου. Επίσης, η τελευταία ολιγόμηνη απραγία και η αποχή τους από πολέμους και μάχες, φαίνεται πως τους επηρέασε και τους έκανε να θυμηθούν παλιές προφητείες και να επιθυμούν να τελειώσει μια ώρα γρηγορότερα ο Μωάμεθ με την Κωνσταντινούπολη, γιατί ίσως να ελπίζουν, ότι τότε θα μείνουν κι αυτοί ήσυχοι κι ανενόχλητοι απ’ τους Τούρκους. Πλανώμενοι δε οικτρά, πιστεύουν, ότι με την πτώση της Κωνσταντινούπολης θα ησυχάσει τελικά ο Χριστιανισαμός απ’ το Ισλάμ για πάντα. -Αχ αυτές οι προφητείες . . . ! Είπε κάποιος μονολογώντας και κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. -Τι να σου κάνει και η Ουγγαρία, πρόσθεσε κάποιος άλλος. Μήπως κι εμείς εδώ δεν έχουμε τα ίδια και χειρότερα χάλια; Με τα τόσα κόμματα και τις τόσες αιρέσεις που ανεχόμαστε και διατηρούμε σήμερα στον τόπο μας, έχουμε γίνει χίλια κομμάτια. Ενωτικοί, Ζηλωτές, Πολιτικοί, Ανθενωτικοί, Αρσενίτες, Ησυχαστές, Παλαμίτες, Βαρλαμίτες, Αρειανοί . . . -Νομίζω, διέκοψε ο αυτοκράτορας, ότι θα ήταν προτιμότερο για όλη τη χριστιανοσύνη και πιο συγκεκριμένα για τους χριστιανούς της Ανατολής –αποφεύγοντας έντεχνα να μεταχειριστεί τη λέξη ‘’ορθοδόξους’’, για να μην προσθέσει ακόμη μια κατηγορία χριστιανών στις παραπάνω που ανέφερε ο άρχοντας- να ξεσηκωνόταν καθαρά και στα ίσια και ο Ουνυάδης και ο Βράκοβιτς και ο βασιλιάς της Τραπεζούντας και της Ιβηρίας και να βάλουμε όλοι μαζί οι χριστιανοί το σουλτάνο στη μέση. Έτσι, θα είχαμε θετικά και γρηγορότερα αποτελέσματα. Ίσως τον διώχναμε σύντομα κι απ’ την Αδριανούπολη, την Καλλίπολη και γενικά απ’ την Ευρώπη. Τότε θα ησύχαζε πραγματικά ο Χριστιανισμός . . . Τότε και μόνον . . . Όμως . . . Έμεινε για λίγο σκεφτικός και χωρίς να αλλάξει τόνο στη φωνή του συνέχισε. -Ο Ουνυάδης, για να μας βοηθήσει δυναμικά, μου ζήτησε να του παραχωρήσω την πόλη της Σηλύμβριας ή της Μεσέμβριας. Συμφώνησα στις αξιώσεις του και υπέγραψα την παραχώρηση. Μάλιστα, το σχετικό χρυσόβουλο το ετοίμασε ο Φραντζής. Ο ίδιος ο Φραντζής ετοίμασε και το χρυσόβουλο με το οποίο παραχωρούσα τη Λήμνο στο βασιλιά της Αραγωνίας, όπως μου ζήτησε, σαν αντάλλαγμα για τη βοήθεια που υποσχέθηκε ότι θα μας προσφέρει στην παρούσα ανάγκη μας. Πρ’ όλες, όμως, αυτές τις υποχωρήσεις μας και τις σοβαρές παραχωρήσεις μας, καμιά δυναμική ή σίγουρη ενέργεια δεν βλέπω από πουθενά. 262


Κούνησε και πάλι το κεφάλι του λυπημένα και ξανασυνέχισε. -Κι ο Βράκοβιτς; Κι αυτός μου ζήτησε να του παραχωρήσω τμήμα της Θράκης κοντά στα σύνορα της Σερβίας, για ενδεχόμενη βοήθεια που θα μου πρόσφερε. Και σ’ αυτόν δεν έφερα αντίρρηση. Αλλά τίποτα κι απ’ αυτόν. Καμιά ενέργεια από μέρους του. Το μόνο σίγουρο πράγμα που ξέρουμε ότι έκανε είναι, ότι έστειλε ένα μεγάλο σώμα ιππικού στο Μωάμεθ για να μας πολεμήσει. Είναι, βλέπεις, δεμένος κι αυτός μαζί του με συνθήκες κι έχει αναλάβει υποχρεώσεις απέναντί του, όπως κι εμείς κι όλοι οι γύρω ηγεμόνες. Γι’ αυτό λέγω, ότι θα είναι καλύτερο όλοι μαζί, μια και καλή, να ορθώσουμε το ανάστημά μας, να κόψουμε κάθε είδους δεσμά, με τα οποία μας έχουν δέσει σιγά-σιγά και λίγο-λίγο με το πέρασμα των χρόνων οι Τούρκοι και από κοινού όλοι μαζί οι χριστιανοί να αρπάξουμε τα όπλα και να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας μαζί του μια και καλή. Δεν πρέπει να τον αφήσουμε να μας χτυπήσει έναν-έναν και όταν θέλει αυτός. Αν τότε, πριν ένα περίπου χρόνο, όταν άρχισαν οι Τούρκοι να χτίζουν το Ρούμελη-χισάρ, τους εμποδίζαμε δυναμικά, είχαμε πολλές πιθανότητες κάτι να καταφέρουμε και να μην βρισκόμαστε σήμερα στην απελπιστική αυτή θέση. Αν τους χτυπούσαμε τότε, θα τους εμποδίζαμε να χτίσουν το τρομερό αυτό φρούριο δίπλα μας και δε θα τους επιτρέπαμε να μας αποκλείσουν απ’ τη Μαύρη Θάλασσα κι ούτε θα τους δίναμε καιρό να κατασκευάσουν μεγάλα πυροβόλα και να θρυμματίζουν µ’ αυτά σήμερα τα τείχη μας. Αν ξεσηκωνόμασταν τότε, ίσως και οι άλλοι χριστιανοί ηγεμόνες να εκτιμούσαν την τόλμη και το θάρρος μας διαφορετικά και να έδειχναν κι εκείνοι εντονότερο ενδιαφέρον για την Κωνσταντινούπολη και με πραγματική προθυμία να μας βοηθούσαν. Αν η Σερβία βρίσκεται σήμερα πιο κοντά στους Τούρκους, δεν είναι μέχρις ένα βαθμό αποκλειστικό σφάλμα των αρχόντων της. Ίσως προς την κατεύθυνση αυτή την σπρώξαμε κι εμείς με τη στάση μας και την αδράνειά μας. Τώρα, αν ο Βράκοβιτς πήρε μέρος στους ελιγμούς του Ουνυάδη, ίσως να τό ‘κανε γιατί αισθάνεται τύψεις και μεταμέλεια για τις εισηγήσεις του και τον πρωτεύοντα ρόλο που έπαιξε στη σύναψη των ανθελληνικών συμφωνιών Μωάμεθ – Ουνυάδη, οι οποίες κατ’ αρχήν εξήγειραν την οργή όλων μας. Ίσως πάλι το έκανε, γιατί έβαλε μυαλό ύστερ’ απ’ το πάθημα του Υαξά. Εδώ και πάλι διέκοψε ο αυτοκράτορας. Έμεινε για λίγο σκεφτικός κι ύστερα σηκώθηκε όρθιος αποφασιστικά κι ορθώνοντας το ανάστημά του είπε. -Αυτά, όμως, είναι περασμένα. Σήμερα, ας αντιμετωπίσουμε το παρόν. Πρέπει να πηγαίνουμε. Πρέπει να δούμε τις νέες ζημιές των τειχών μας και να κοιτάξουμε πώς μπορούμε να αντιταχθούμε καλύτερα στις φθορές αυτές που μας προξενούν οι σοφές οδηγίες των ομοθρήσκων μας Ούγγρων. Και λέγοντας αυτά, προχώρησε και βγήκε απ’ την αίθουσα ακολουθούμενος απ’ τους άρχοντες με τους οποίους ως τώρα συνομιλούσε. Καθώς περνούσαν κάτω απ’ το μεγάλο αψιδωτό άνοιγμα της

263


πόρτας και έβγαιναν στο διάδρομο, κάποιος απ’ τους άρχοντες ρώτησε χαμηλόφωνα το διπλανό του. -Δε θα έπρεπε, άραγε, να είχε ειδοποιήσει και μας για τα σχέδιά του ο Ουνυάδης, αν πραγματικά σκέφτεται να μας βοηθήσει με κάποιον τρόπο;

264


24.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

ΠΑΛΙΩΝ

ΦΙΛΩΝ

Οι φρουροί πάνω απ’ τις επάλξεις του τείχους της πύλης του Ρωμανού είδαν με έκπληξη κατά το μεσημέρι της 23ης Μαΐου να πλησιάζει προς το μέρος τους μια μικρή συνοδεία Τούρκων καβαλαρέων. Αμέσως, οι σάλπιγγες σήμαναν συναγερμό κι όλοι οι υπερασπιστές του τμήματος εκείνου άρπαξαν τα όπλα τους κι έτρεξαν στις θέσεις τους. Προστατευόμενοι πίσω απ’ τα τοιχία των επάλξεων, περίμεναν όλοι με τα βέλη τους έτοιμα πάνω στις μισοτεντωμένες χορδές των τόξων τους. Κανένας δεν ήξερε, τι να υποθέσει. Το μόνο που φαινόταν σίγουρο ήταν, ότι δεν επρόκειτο για επίθεση. Μια τόσο μικρή ομάδα εχθρών ήταν αδύνατο να αποτολμήσει έστω και το παραμικρό εναντίον των πανύψηλων τειχών μέρα-μεσημέρι. -Ας μην πολυξεθαρρεύουμε, είπε κάποιος τοξότης στο διπλανό του. Δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβει αυτό το μικρό ‘’τίποτα’’ που μας πλησιάζει. Ο Μωάμεθ είναι πονηρός, πρόσθεσε ο μαχητής και πήρε καλύτερη θέση πίσω απ’ το ντουβάρι. -Λες νά ‘ναι δραπέτες κι έρχονται να παραδοθούν; Ρώτησε ένας μικρόσωμος στρατιώτης απ’ τα Επιβατά. Ο στρατιώτης αυτός είχε καταφύγει στην Πόλη, όταν πριν από δυοτρεις μήνες, τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Ισφεντήρ αγάς πάτησε τη μικρή τους πόλη, κατέσφαξε τους κατοίκους της κι ερήμωσε τα πάντα. -Όταν κανείς δραπετεύει, είπε γελώντας ένας άλλος φρουρός με ασπίδα και μακρύ ακόντιο, τρέχει για να απομακρυνθεί όσο μπορεί πιο γρήγορα απ’ τον τόπο που εγκαταλείπει. Επιπλέον, τους δραπέτες τους κυνηγούν για να τους πιάσουν, όταν το σκάνε και πηγαίνουν στον εχθρό και μάλιστα μέρα-μεσημέρι. Κι όπως βλέπεις, τούτοι που έρχονται προς το τα εδώ, δεν βιάζονται να φύγουν κι εκείνοι απ’ το στρατόπεδο δεν ενδιαφέρονται να τους κυνηγήσουν. Επομένως, δεν έρχονται με το σκοπό που υποθέτεις, φιλαράκο. Στο μεταξύ, η μικρή ομάδα των Τούρκων κουνούσε από μακριά τις άσπρες σημαίες της και όλο πλησίαζε. Είχε φθάσει κοντά στα τείχη. -Μωρέ, αυτοί φαίνονται πασάδες και αγάδες. Για δες τα σαρίκια τους, τα ρούχα τους, τα άλογά τους. Είπε με θαυμασμό ο τοξότης, προβάλλοντας το κεφάλι του περισσότερο πάνω απ’ το τοιχάκι της έπαλξης για να δει καλύτερα. -Αχ και να είναι ο Ισφεντήρ αγάς, είπε με θυμό και μίσος ο μικρόσωμος στρατιώτης απ’ τα Επιβατά. Η συνοδεία σταμάτησε μπροστά στο μικρό παραπόρτι της πύλης του Ρωμανού. Το τμήμα αυτό των τειχών ήταν υπό τη διοίκηση του Γενουάτη άρχοντα Ιουστινιάνη και του αυτοκράτορα. Οι περισσότεροι αξιωματικοί εδώ ήταν αυλικοί του Κωνσταντίνου. Ένας απ’ αυτούς, με μερικούς στρατιώτες, βγήκε να συναντήσει τους απρόσκλητους επισκέπτες, ενώ οι στρατιώτες απ’ τα τείχη τέντωσαν τα τόξα τους κι ετοίμασαν τα ακόντια και τα ξίφη τους για κάθε ενδεχόμενο. 265


Ο Βυζαντινός αξιωματικός έμεινε έκπληκτος, όταν είδε μπροστά στον εμίρη της Σινώπης και δυνάστη της Κανταμονής τον Ισμαήλ Χαμουζά Ισφενδέρογλου να τον χαιρετά. Ο Ισμαήλ πασάς κατέβηκε απ’ το στολισμένο άλογό του και χαιρέτισε τον Έλληνα αξιωματικό. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι της συνοδείας του. Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν με καλοσύνη στα μάτια σα μακρινοί γνώριμοι. Σχεδόν αμέσως, όμως, πήραν ψυχρό ύφος και περιορίστηκαν σε τυπικότητες, όπως επέβαλε η περίπτωση σε δυο εχθρούς που βρίσκονταν σε πόλεμο. Βέβαια, ο αξιωματικός δεν είχε προσωπικές γνωριμίες με τον Ισμαήλ πασά αλλά είχε δει πολλές φορές στο παρελθόν τον εμίρη της Σινώπης στο παλάτι των Βλαχερνών. Ο πασάς είχε από παλιά μεγάλες φιλίες με τον αυτοκράτορα κι ερχόταν τακτικά στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, ο αυλικός και ο πασάς είχαν ειδωθεί πολλές φορές και θυμόταν καλά ο ένας τον άλλο. -Είμαι ο Ισμαήλ πασάς, είπε ο αρχηγός της αποστολής, μόλις κατέβηκε απ’ το άλογό του. Της μικρής μου ακολουθίας προΐσταται ο Μεχμέτ αγάς, συνέχισε κι έδειξε προς το μέρος ενός μεσήλικα ηλιοκαμένου αξιωματικού που στέκονταν δίπλα του. Είναι ένας απ’ τους υπασπιστές του σουλτάνου, πρόσθεσε. Ο Μεχμέτ αμίλητος χαιρέτισε το Βυζαντινό αξιωματικό µ’ ένα τυπικό κούνημα του κεφαλιού του. Το ίδιο έκανε κι ο Έλληνας αξιωματικός, γυρίζοντας ελαφρά προς το μέρος του γενίτσαρου. -Ήρθαμε, είπε ο Ισμαήλ πασάς, απεσταλμένοι απ’ το μεγάλο μας σουλτάνο, να συναντήσουμε τους αρχηγούς σας και τον αυτοκράτορα. Ίσως να βρεθεί τρόπος να λυθεί αυτή η διαφορά, χωρίς να χρειαστεί να στείλουμε και μεις και σεις κι άλλους απ’ τους συντρόφους μας στον άλλο κόσμο. Αντάλλαξαν λίγες κουβέντες ακόμη και το παραπόρτι άνοιξε. Οι φρουροί ψηλά απ’ τους πύργους είδαν τη μικρή ομάδα των Τούρκων να περνά τα τείχη και, με συνοδεία Ελλήνων και Γενουατών στρατιωτών του Ιουστινιάνη, να καλπάζουν προς την Κωνσταντινούπολη. -Λες να πέρασε μέσα στην πόλη ο Ισφεντήρ αγάς; Ρώτησε με περιέργεια ο κοντός στρατιώτης απ’ τα Επιβατά. Αν είναι αυτός και τον αφήσουν στην πόλη ζωντανό, θα πει πως δεν είναι στα καλά τους ή δε θα τον γνώρισαν. Σταμάτησε για λίγο, ενώ τα μάτια του παρακολουθούσαν τη συνοδεία που όλο και απομακρύνονταν απ’ τα τείχη και χάνονταν προς την κατεύθυνση των Βλαχερνών. -Δεν μπορεί, όμως, συνέχισε ο μικρόσωμος τοξότης. Κάποιος θα τον αναγνωρίσει εκεί κάτω και τότε τα λέμε. Πολλοί είναι εκείνοι που είδαν τ’ αδέλφια τους να αποκεφαλίζονται μπροστά στα σπίτια τους, τα παιδιά τους να ξεκοιλιάζονται μέσα στους δρόμους των Επιβατών απ’ τα ίδια του τα χέρια και τις γυναίκες τους και τις κόρες τους να αρπάζονται απ’ τους στρατιώτες του και να εξαφανίζονται μέσα στο βρομερό στρατόπεδό

266


τους ή να φυλακίζονται στα σκοτεινά μπουντρούμια του Ρούμελη-χισάρ, του τρομερού φρουρίου του σατανά στο Βόσπορο. -Καταλαβαίνω τον πόνο σου, του είπε ο ψηλός ακοντιστής, ενώ άφηνε κάτω ακουμπηστή στον τοίχο την ασπίδα του. -Αν και δεν έχασα προσωπικά κανένα δικό μου σ’ αυτή την επιδρομή των βαρβάρων, είπε ξαναπαίρνοντας βιαστικά το λόγο ο κοντός στρατιώτης, γιατί δεν είχα και κανένα να χάσω, εντούτοις πονώ κι εγώ, όπως πονούν όλοι οι κάτοικοι της δύστυχης αυτής πόλης και μισώ τους βαρβάρους, όπως τους μισεί κάθε κλεισμένος εδώ μέσα στα τείχη αυτά σήμερα. Τα μάτια του άστραψαν από θυμό και το πρόσωπό του αυλακώθηκε από οργή και μίσος. Έκανε ένα-δυο βήματα, για να συνέλθει κάπως απ’ την ταραχή που του ξανάφεραν οι τραγικές εκείνες αναμνήσεις και συνέχισε. -Τους δικούς μου τους σκότωσαν όλους οι Τούρκοι παλιότερα, όταν ο αιμοβόρος Μουράτ ο ΙΙ πολιορκούσε την Πόλη, πριν αρκετά χρόνια, το 1422. Εγώ τότε ήμουν μωρό και δε με πήραν είδηση όταν μπήκαν οι βάρβαροι και ρήμαξαν το σπίτι μας να με ξεκάνουν κι εμένα. Κοιμόμουν στην κούνια μου σ’ ένα παράμερο δωμάτιο κι εκεί με βρήκαν μετά την καταστροφή οι γείτονες και με συμμάζεψαν. Αυτοί με μεγάλωσαν κι αυτούς γνώρισα για γονείς. Το σπίτι τους ήταν το σπίτι μου και τα παιδιά τους ήταν αδέλφια μου. Αυτό το σπίτι έκαψε κι αυτά τ’ αδέλφια σκότωσε το θηρίο ο Ισφεντήρ αγάς, όταν μπήκε με τα σαρικοφόρα τσακάλια του ένα πρωί στα Επιβατά. Εγώ πάλι γλύτωσα κι αυτή τη φορά, γιατί βρισκόμουν εδώ στην Κωνσταντινούπολη. Τις μέρες που άρχισαν να συγκεντρώνονται οι βάρβαροι, για να χτίσουν το καταραμένο φρούριό τους πάνω στην εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ, εγώ ήρθα στην Κωνσταντινούπολη για να μπαρκάρω µ’ ένα καράβι γενουάτικο. Για να αποφύγω, όμως, τους Τούρκους που είχαν πλημμυρίσει τον κάμπο, κρυβόμουνα εδώ κι εκεί κι αυτό μου έφαγε αρκετό χρόνο. Καθυστέρησα, λοιπόν, να φθάσω στο λιμάνι κι όταν ήρθα το καράβι είχε φύγει. Έμεινα αναγκαστικά στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας, καλός όπως είναι πάντα, παρακάλεσε το Μωάμεθ να μην ταλαιπωρεί τους κατοίκους της περιοχής μας και να μη ρημάζει και λεηλατεί τα χωριά. Για να τον καλοπιάσει δε, τού ‘στελνε καθημερινά ο ίδιος τρόφιμα για τους πολυάριθμους βαρβάρους εργάτες και στρατιώτες που είχε συγκεντρώσει στο Βόσπορο και δούλευαν στο χτίσιμο του καταραμένου φρουρίου. Ένας απ’ τους ανθρώπους που μετέφερναν κάθε τόσο τα τρόφιμα αυτά στους Τούρκους ήμουν κι εγώ. Οι Τούρκοι μας άφηναν να μπαινοβγαίνουμε ελεύθερα στην περιοχή τους και δε μας πείραζαν. Μάλιστα, μας πρόσεχαν μην πάθουμε τίποτα, γιατί τότε ποιος θα τους έφερνε τα τρόφιμα την άλλη μέρα. Έτσι, βρήκα την ευκαιρία να πάω μια μέρα πίσω στα Επιβατά. Το τι είδα εκεί δεν περιγράφεται. Τα πάντα ήταν καταστραμμένα. Τα πάντα ρημαγμένα. Και το χειρότερο, οι δεύτεροι γονείς μου και τ’ αδέλφια μου όλοι σκοτωμένοι. Ο δολοφόνος τους ήταν ο ίδιος ο Ισφεντήρ αγάς. Ο κακούργος αυτός τους σκότωσε με τα χέρια

267


του. Τον είδα να περιφέρεται με την ακολουθία του στους δρόμους των Επιβατών. Οι κάτοικοι μου είπαν ποιος είναι και τι έκανε. Ο στρατιώτης σκούπισε με βιασύνη τα δάκρυα απ’ τα μάτια του κι άφησε να βγει απ’ το στήθος του ένας βαθύς αναστεναγμός. Βαριά λύπη τον είχε κυριέψει και η συγκίνηση τον τράνταζε σύγκορμο. Ο ψηλός στρατιώτης με το ακόντιο άπλωσε το χέρι του και τον έπιασε απ’ τον ώμο. Με έκδηλη τη συγκίνηση στο πρόσωπό του, του είπε κι αυτός παρηγορητικά. -Φίλε, δεν είσαι μόνος. Όλοι μας εδώ κι έδειξε ένα γύρο με το χέρι του την πολιορκημένη πόλη, θρηνούμε τον άδικο χαμό κι ενός τουλάχιστο δικού μας. Επικράτησε σιωπή κι ο καθένας προσπαθούσε να αυτοκυριαρχηθεί και να ξαναβρεί τον εαυτό του. Ύστερ’ από λίγο, ο δυστυχισμένος στρατιώτης απ’ τα Επιβατά είπε. -Με κομματιασμένη την καρδιά, άφησα τον τόπο μου και γύρισα στην Κωνσταντινούπολη. Άρπαξα αυτό το όπλο και κούνησε επιδεικτικά το τόξο που κρατούσε στο χέρι του κι έγινα στρατιώτης. Δεν ξαναπήρα μέρος στην παράδοση τροφίμων στους δολοφόνους. Ήρθα εδώ στα τείχη κι ορκίστηκα να πολεμήσω μέχρι θανάτου τους αιμοβόρους εχθρούς και να εκδικηθώ, αν μπορέσω, τον άδικο χαμό των καλών εκείνων ανθρώπων που με περιμάζεψαν, με φρόντισαν και με κράτησαν στη ζωή. Γι’ αυτό ήθελα να με βοηθήσει ο Θεός, να βρεθώ μια μέρα μπροστά στον κακούργο και άπιστο Ισφεντήρ αγά. Όπως κι αν θα έχουν τότε τα πράγματα, θα πέσω επάνω του με γυμνό σπαθί και θα τον κάνω χίλια κομμάτια κι ότι θέλει ας γίνει. Δεν λογαριάζω τη ζωή μου. -Νομίζεις ότι ο δολοφόνος εκείνος είναι ένας απ’ αυτούς που πέρασαν μέσα στα τείχη; Ρώτησε ένας φρουρός. -Δεν νομίζω, απάντησε με κάποια αρνητική κίνηση του κεφαλιού του ο δύστυχος τοξότης, ενώ σκούπιζε τα δάκρυα στα μάγουλά του και πρόσθεσε. Αν ήταν εκείνος, από εδώ επάνω θα πηδούσα και θα του κάρφωνα το μαχαίρι μου στην καρδιά. Αυτοί που τώρα πέρασαν το παραπόρτι ήταν όλοι τους αναλόγως νέοι. Εκείνος ήταν γέρος. -Όχι, δε θα τό ‘κανες αυτό, είπε με κάποια αυστηρότητα ο ψηλός ακοντιστής. Δε θα τό ‘κανες, γιατί ξέρεις ότι οι πρεσβευτές, οποιοιδήποτε κι αν είναι σαν άτομα, είναι σαν απεσταλμένοι πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα. Η λευκή σημαία που κρατούν στα χέρια τους σκεπάζει κάθε ατομικό τους κρίμα και κάνει την αποστολή τους σεβαστή και άγια. -Ναι, το ξέρω, είπε ο άλλος. Αλλά ξέρω επίσης, όπως και συ το ξέρεις, ότι πριν από λίγο καιρό ο βάρβαρος Μωάμεθ αποκεφάλισε δυο πρεσβευτές δικούς μας απεσταλμένους απ’ τον αυτοκράτορα, που πήγαν στο Ρούμελη-χισάρ να διαμαρτυρηθούν για τους σκοτωμούς των χριστιανών και τις λεηλασίες των χωριών απ’ τους βάρβαρους της Ασίας που ήρθαν και κατέκλεισαν τις ακτές μας και σκλάβωσαν τον τόπο μας. Κι εκείνοι ήταν πρόσωπα ιερά κι απαραβίαστα, σαν απεσταλμένοι και καθαροί και άγιοι σαν άτομα. Τα κεφάλια τους, όμως, στήθηκαν σε πασσάλους μπροστά στην πύλη του φρουρίου και τα σώματά τους

268


γκρεμίστηκαν κάτω απ’ τα ψηλά τείχη, Εγώ, αν τον συναντήσω τον Ισφεντήρ, θα κάνω ό,τι νομίζω. Και συ, αν ποτέ σε στείλουν πρεσβευτή, έχε τις διαθέσεις μου αυτές υπόψη σου, είπε με σκωπτικό κάπως ύφος ο χαροκαμένος τοξότης. Ο ήλιος ζέσταινε ψηλά απ’ τον ουρανό και η μικρή συνοδεία με τους Τούρκους απεσταλμένους είχε απομακρυνθεί αρκετά και δύσκολα διακρίνονταν στον ορίζοντα. Στο βάθος μακριά προς την κατεύθυνση των Βλαχερνών σιγά-σιγά διαλύονταν απ’ το ανάλαφρο αεράκι του καλοκαιριού ένα μικρό συννεφάκι κιτρινωπής σκόνης. - - - - - - - - - - - - - - - - Στο παλάτι των Βλαχερνών, ο Κωνσταντίνος δέχτηκε φιλικά τον παλιό του γνώριμο Ισμαήλ πασά και την ακολουθία του. -Κι εγώ και οι πρόγονοί μου, είπε ο Ισμαήλ, από πολλά χρόνια πριν είχαμε και θέλουμε πάντα να έχουμε καλές σχέσεις και πραγματικές φιλίες με το Βυζάντιο. Προσωπικά εγώ σέβομαι και εκτιμώ ιδιαίτερα το γαληνότατο αυτοκράτορα και πάντοτε θεωρούσα τιμή μου να του προσφέρω κάθε εκδούλευση και κάθε υπηρεσία που περνούσε απ’ το χέρι μου. Σήμερα, μέσα στην καταιγίδα που μας βρήκε και μέσα στους δύσκολους καιρούς που περνούμε, θα θεωρήσω δυο φορές τιμή κι ευχαρίστησή μου, αν μπορέσω και πάλι να προσφέρω την ταπεινή μου βοήθεια και τις υπηρεσίες μου σ’ έναν παλιό και πραγματικό μου φίλο. -Πάντοτε, οι προκάτοχοί μου κι εγώ, είπε ο αυτοκράτορας, εκτιμούσαμε τους εμίρηδες της Σινώπης και της Κανταμονής για τη σύνεση και τη σοφία που τους διέκρινε και πάντοτε τους θεωρούσαμε πραγματικούς φίλους. Ποτέ δεν αμφιβάλαμε για την ειλικρίνειά τους και τη σταθερότητα των λόγων τους. Και σήμερα, παρ’ όλη την πίκρα και το μίσος που πάντοτε σκορπίζει µ’ αφθονία στους αντιπάλους ο πόλεμος, εξακολουθώ να μην αμφιβάλω για τις καλές τους προθέσεις. Επιθυμία μου είναι κι εμένα, να καταβάλω κάθε προσπάθεια, όσο περνάει απ’ το χέρι μου κι όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, ώστε να βρούμε μια λύση και να βάλουμε ένα τέλος στα δεινά που περνούμε όλοι μας σήμερα. -Ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό ήρθα κι εγώ εδώ, είπε ο Ισμαήλ, σταλμένος απ’ το μεγάλο μας σουλτάνο και ξάδερφό μου Μωάμεθ, για να εκφράσω τις επιθυμίες τις δικές του και τους πόθους του μεγάλου βεζίρη Χαλλίλ πασά, οι οποίοι θέλουν πραγματικά να βρεθεί μια λύση και να σταματήσει ο φοβερός και σκληρός πόλεμος. Στις επιθυμίες των κυρίων μου, πρόσθεσε, αν θέλεις και τις δικές μου επιθυμίες, οι οποίες είναι ειλικρινείς και πραγματικές όσο ποτέ άλλοτε και θα έχεις έτσι ολόκληρη την καλή θέληση απ’ το μέρος το δικό μας, ώστε η ποθητή λύση να βρεθεί εύκολα και γρήγορα. -Ελπίζω αυτή τη φορά να έχουν αλλάξει γνώμη και στάση οι αφέντες σου και οι προσπάθειές μας να μην πάνε χαμένες, όπως σε προηγούμενες περιπτώσεις, απάντησε ο αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος με τα λόγια αυτά εννοούσε τους πρεσβευτές που είχε στείλει στο Χαλλίλ πασά στην Αδριανούπολη και στον ίδιο το 269


Μωάμεθ στην Καραμανία, όταν βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον του επαναστάτη Ιμπραήμ πασά. Εννοούσε τις συζητήσεις για τη λεηλασία των περιοχών του φρουρίου Ρούμελη-χισάρ, οι οποίες, παρά τις υποσχέσεις των Τούρκων, κατέληξαν στις σφαγές των κατοίκων των Επιβατών. Και εννοούσε τον αποκεφαλισμό των πρεσβευτών του μέσα στο φρούριο, καθώς και άλλες μέχρι τώρα παραβιάσεις και επιορκίες των Τούρκων. Ο Ισμαήλ πασάς κατάλαβε τις σκέψεις του Κωνσταντίνου και αντιλήφθηκε τι εννοούσε με τα λόγια του αυτά και, για να αντιδράσει και να μετριάσει κάθε ενδεχόμενη εντύπωση που ήταν δυνατόν να δημιουργθεί τις στιγμές αυτές σε βάρος των Τούρκων, είπε. -Δεν επικροτώ αδιάκριτα την ως τώρα τακτική μας σ’ όλα της τα σημεία κι ούτε συμφωνώ απόλυτα με τη στάση του αείμνηστου πατέρα μου, του ένδοξου προκατόχου μου και εμίρη της Σινώπης, Ισφεντήρ Χαν και τη διαγωγή που έδειξε στην πόλη των Επιβατών. Όπως δεν συμφωνώ καθόλου και με τη στάση που ακολούθησαν ορισμένοι αρχηγοί του Βυζαντίου, οι οποίοι επέτρεψαν τη γνωστή πειρατική ενέργεια των πέντε βυζαντινών πλοίων κατά των τουρκικών ακτών του Κυζίκου. Δεν συμφωνώ με την καταστροφή των χωριών της περιοχής εκείνης και την αρπαγή και το πούλημα των δύστυχων Οθωμανών κατοίκων στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Δεν συμφωνώ επίσης με την απόφαση των Βυζαντινών αρμοδίων, να διατάξουν την εξόντωση τόσων Τούρκων αιχμαλώτων. Όλοι το γνωρίζουν ότι, για αντίποινα των εκτελεσθέντων μπουρλοτιέρηδων του Κόκκου κρεμάστηκαν απ’ τα τείχη της Πόλης και προς το μέρος του Ρούμελη-χισάρ διακόσιοι πενήντα Τούρκοι αιχμάλωτοι, τελείως αθώοι για ότι έγινε από άλλους σε κείνους τους ναυτικούς. Επειδή ο πονηρός Ισμαήλ προέβλεπε ότι μια τέτοια συζήτηση θα δηλητηρίαζε την ατμόσφαιρα και θα οδηγούσε σε τελείως αντίθετα αποτελέσματα, πρόσθεσε με αλλαγμένο ύφος, δίνοντας κι ένα διαφορετικό τόνο στη φωνή του. -Όλα αυτά είναι περασμένα και δυστυχώς ο πόλεμος έχει και τις υπερβολές του και συχνά οι αντίπαλοι παραφέρονται και υπερβαίνουν τα όρια. Αργότερα, βέβαια, συνέρχονται, βλέπουν την αδικία και μετανοούν. Σήμερα είναι η ευκαιρία και τώρα είναι η ώρα να σταματήσουμε το κακό μέχρις εδώ και, αφήνοντας όλα αυτά στο παρελθόν, να δώσουμε τα χέρια για ένα διαφορετικό και καλύτερο αύριο. -Συμφωνώ απόλυτα με την άποψή σου αυτή, είπε ο Κωνσταντίνος και πιστεύω, ότι ήρθες εδώ με πραγματικά καλή θέληση και με μοναδική επιθυμία την εξεύρεση καλής και δίκαης λύσης. Φυσικά, οι πρεσβευτές που στέλνονται σε τέτοιες περιπτώσεις έχουν ορισμένες ιδέες κι έχουν και συγκεκριμένες και εφαρμόσιμες προτάσεις να προτείνουν. Τις δικές μου απόψεις τις γνωρίζεις, γιατί τις εξεδήλωσα δυο-τρεις φορές καθαρότατα και σαφέστατα στο Μωάμεθ . . . Ο Μεχμέτ αγάς, καθισμένος δίπλα στον Ισμαήλ πασά, δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση, αφού το ίδιο έκαναν και οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα. Δεν ήθελε αυτός να επέμβει και να πει κάτι που ίσως να δυσκόλευε και να έβλαπτε τα σχέδια και τις επιδιώξεις του Ισμαήλ. Δεν

270


ήθελε να δείξει, ότι ο προϊστάμενός του δεν τα καταφέρνει και ότι του χρειάζεται βοήθεα. Άλλωστε, αυτό δεν έκαναν και οι Βυζαντινοί άρχοντες για τον αυτοκράτορά τους; Επιπλέον, τι να πει; Αυτός ήξερε να πολεμάει με το γιαταγάνι, όχι με τα λόγια. Γι’ αυτό καθόταν σιωπηλός και πρόσεχε τους δυο ομιλητές. Θαύμαζε την ετοιμότητά τους και πότε τάσσονταν με το μέρος του Ισμαήλ και πότε με το μέρος του αυτοκράτορα. Πάντοτε έβρισκε ότι είχε δίκιο αυτός που μιλούσε εκείνη τη στιγμή. Κι ενώ ο ένας μιλούσε, αυτός αναρωτιόταν μέσα του και περίμενε µ’ αγωνία και περιέργεια ν’ ακούσει, σαν τι θα βρει τώρα να απαντήσει ο άλλος στα λεγόμενα του αντιπάλου του. Απορούσε δε, πώς έβρισκαν και οι δυο με τόση γρηγοράδα τόσες δικαιολογίες και πώς τόσο εύκολα και ήρεμα αντιμετώπιζε ο ένας τον άλλο σωστά και λογικά. Πρόσεχε την ηρεμία που διέκρινε τον Κωνσταντίνο και θαύμαζε την πραότητα και την καλοσύνη που κυριαρχούσε στο ύφος του. Συνεπαρμένος απ’ την ασυνήθιστη γι’ αυτόν ατμόσφαιρα και σαγηνευμένος απ’ τη σοβαρότητα και την επιβλητικότητα του Κωνσταντίνου, πολλές φορές αναρωτήθηκε χωρίς να το θέλει: Γιατί να έχουν εχθρό έναν τέτοιο ειλικρινή και σεβαστό αυτοκράτορα; . . . Τις σκέψεις του αυτές τις διέλυσε η φωνή του Ισμαήλ πασά, ο οποίος με κάποιο σοβαρότερο και σταθερότερο τόνο είπε. -Γαληνότατε αυτοκράτορα. Άσχετα απ’ το τι αισθήματα προξενεί σε μένα προσωπικά η παρούσα κατάσταση, οφείλω να υπογραμμίσω ότι η θέση της Κωνσταντινούπολης σήμερα είναι απελπιστική. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Μωάμεθ, το γνωρίζεις καλά κι εσύ και το ξέρουν και όλοι οι στρατιώτες, πολιορκητές και πολιορκούμενοι. Τα μεγάλα κανόνια που χάρισε η μεγαλοφυΐα του Ουρβανού στο στουλτάνο, εκτός του ότι εντυπωσίασαν τον κόσμο με το μέγεθός τους και τη δύναμή τους, συντάραξαν και σχεδόν κατέστρεψαν το τεράστιο και πανάρχαιο τείχος του Θεοδοσίου, του Ιουστινιανού και του Ηρακλείου. Γκρέμισαν τους πύργους του και ερείπωσαν όλα τα οχυρά του. Βέβαια και η αντίσταση της Πόλης και των υπερασπιστών της δεν είναι ανυπολόγιστη. Είναι πραγματικά μεγάλη και αξιοθαύμαστη. Θέλω να θεωρηθώ τη στιγμή αυτή περισσότερο φίλος και λιγότερο πρεσβευτής. Δεν διστάζω να δηλώσω, ότι η αντοχή και η μαχητικότητα των πολεμιστών σας, όχι μόνο μας εξέπληξαν αλλά μας έφεραν αρκετές φορές και σε δύσκολη θέση. Είναι γνωστό, ότι κάναμε πολλές εφόδους μέχρι σήμερα χωρίς να έχουμε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οι συγκρούσεις μας ως τώρα δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να προξενήσουν μόνο ζημιές και να επιφέρουν φθορές και στα δυο μέρη. Κι εδώ ακριβώς, στις φθορές έγκειται η διαφορά μας. Και δεν εννοώ ότι εμείς σας προξενήσαμε περισσότερες φθορές και πάθαμε λιγότερες από σας. Εκείνο που εννοώ και που θέλω να τονίσω είναι ότι, τις δικές μας φθορές, όσες κι αν είναι, δε θα τις αισθανθούμε ποτέ, γιατί ο στρατός μας είναι υπεράριθμος κι αφάνταστα πολυπληθέστερος απ’ το δικό σας. Εύκολα δε φέρνουμε κι άλλον απ’ τις επικράτειές μας της Ασίας ή της Ευρώπης, αν χρειαστεί. Επίσης, τα εφόδια τα δικά σας είναι περιορισμένα και λιγοστά και σύντομα θα εκλείψουν τελείως, γιατί είσαστε κυκλωμένοι από παντού και αποκλεισμένοι για τόσες βδομάδες απ’ όλον τον κόσμο. Αντίθετα, εμείς 271


μπορούμε να φέρουμε όσα και όποια εφόδια μας χρειαστούν για τις πολεμικές μας ανάγκες. Η καθημερινή φθορά, λοιπόν, δε θα μας καταβάλει εμάς αλλά γρήγορα θα γονατίσει την Πόλη. Εάν πάλι, ελπίζετε σε βοήθεια απ’ τη Σερβία ή την Ουγγαρία ή την Ιταλία απατάσθε, γιατί οι άρχοντες των χωρών αυτών ή είναι με το μέρος του Μωάμεθ ή δεν πολυσκοτίζονται για την τύχη τη δική σας. Βέβαια, τη στάση τους την έχετε διαπιστώσει καθαρά και σεις ως τώρα. Εγώ μόνο σας λέω, ότι ο μεν Ουνυάδης έστειλε πρεσβευτές του στο Μωάμεθ και του δήλωσε ότι παραιτείται από κάθε εξουσία που είχε ως τώρα στη χώρα του, πράγμα που δηλώνει καθαρά ότι δεν έχει πλέον καμιά ισχή ή αρμοδιότητα να ενεργήσει οτιδήποτε. Επιπλέον, οι πρεσβευτές του, αντί να υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας στο σουλτάνο για την πολιορκία της Πόλης, ζήτησαν μόνοι τους να δουν τα πυροβόλα μας και να διδάξουν στους πυροβολητές μας, πώς να βομβαρδίζουν πιο συστηματικά για να έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Δηλαδή, πώς να γκρεμίσουν τα τείχη της Πόλης μια ώρα νωρίτερα. Ο Βράκοβιτς έστειλε ένα διαλεγμένο του σώμα ιππικού στο σουλτάνο με το Σέρβο βοϊβόδα Υαξά, το οποίο ενώθηκε με τις δυνάμεις του Μπελήρμπεη Καρατζά πασά και πολεμά εναντίον σας στα μέρη της Σηλύμβριας. Οι δεσπότες του Μυστρά και της Νότιας Ελλάδας δεν είναι σε θέση να κάνουν το παραμικρό για να σας ανακουφίσουν, γιατί ή καταστράφηκαν και διαλύθηκαν τελείως ή εμποδίζονται απ’ τις μεγάλες δυνάμεις των γιων του Τουραχάν πασά Αχμέτ και Ομάρ κι αδυνατούν να σας στείλουν οποιαδήποτε βοήθεια. Οι ίδιες δυνάμεις μας φράζουν και το δρόμο του Σκενδέρμπεη, τον οποίο και απέκλεισαν βαθιά στην Αλβανία. Όσο για τους Λατίνους, μην περιμένετε τίποτα απ’ αυτούς. Δεν το κρύβω, πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε φήμη στο στρατό μας, ότι μεγάλος βενετικός στόλος φάνηκε στο Αιγαίο και πλέει για την Κωνσταντινούπολη. Στους στρατιώτες μας, που δεν γνώριζαν καλά τα πράγματα και δεν μαθαίνουν ποτέ λεπτομέρειες, δεν άρεσε καθόλου η διάδοση αυτή και μάλιστα τους λύγισε κάπως κι άρχισαν να θορυβούνται. Τελευταίες, όμως, συγκεκριμένες πληροφορίες πιστοποιούν καθαρά και επιβεβαιώνουν απόλυτα την απουσία όχι στόλου αλλά έστω και ενός πολεμικού πλοίου των Λατίνων στα νερά αυτά. Τις θέσεις και τις διαθέσεις του πάπα τις γνωρίζεις, γαληνότατε αυτοκράτορα, καλύτερα από μένα. Παρ’ όλα αυτά, επαναλαμβάνω και πάλι, ότι οι άνθρωποι του Μωάμεθ, που βρίσκονται από καιρό σταλμένοι στα διάφορα ιταλικά κράτη, μας ειδοποιούν, ότι κανένας στόλος ή άλλη βοήθεια δεν έφυγε για εδώ κι ούτε και υπάρχει καμιά συγκεκριμένη πρόθεση για τέτοια ενέργεια. Το μόνο που διαπιστώνουν οι απεσταλμένοι μας στη Δύση είναι μόνο ασήμαντες, μεμονωμένες και σπασμωδικές κινήσεις των Λατίνων, χωρίς καμιά θετική προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Επίσης, ο Μωάμεθ έχει υπόψη του και τις διαφορές που έχετε εδώ μεταξύ σας, μέσα στην ίδια την πόλη σας. Οι μισοί θέλουν τον πάπα και την ένωση με τη Δύση και οι άλλοι μισοί καταριούνται τους Λατίνους

272


και τον καθολικισμό και μάλιστα πολλοί, πάρα πολλοί απ’ αυτούς, ανοιχτά τάσσονται υπέρ του Μωάμεθ και βλέπουν με καλύτερο μάτι το Ισλάμ. Είναι γνωστό σε όλους, ότι μεγάλο μέρος του λαού της Κωνσταντινούπολης κι όλος σχεδόν ο κλήρος πιστεύουν, ότι ο Θεός σας απέσυρε την προστασία του απ’ την Πόλη και ότι η Παρθένος Μαρία δεν πρόκειται να παρουσιαστεί και τούτη τη φορά πάνω στις επάλξεις και να προστατέψει τα τείχη απ’ τις επιθέσεις του στρατού του Μωάμεθ, όπως διακηρύσσουν οι καλόγεροι ότι έκανε παλιότερα, όταν η Πόλη πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία απ’ το Μουράτ το δεύτερο. Ο ίδιος ο κλήρος σας διατυμπανίζει ότι, ύστερ’ απ’ τη λειτουργία που κάνατε με τους Λατίνους στις 12 Δεκεμβρίου στην Αγία Σοφία, προσβάλατε το Θεό και μολύνατε τη θρησκεία σας με την παρουσία των αιρετικών της Δύσης και ως εκ τούτου, ο Θεός σας σας εγκατέλειψε. Δεν υπάρχει αμφιβολία, λένε οι καλόγεροί σας, ότι οι πατέρες και οι προπάτορές σας αμάρτησαν επιδιώκοντας ένωση με τη Δύση και ως εκ τούτου, για τις αμαρτίες εκείνων και για τις δικές σας αμαρτίες, είναι επόμενο σήμερα και δίκαιο ο Θεός να σας τιμωρήσει. Ας μην ζητούμε, φωνάζει ο λαός σας, να αποφύγουμε την τιμωρία. Κι οι παπάδες σας διερωτούνται: Είναι σωστά να συνεχίζουμε τον πόλεμο και να αντιστεκόμαστε στο θέλημα του Θεού57; Ανακεφαλαίωσα με λίγα λόγια τα πράγματα και τα ανέφερα ωμά, όπως τα ξέρουμε και όπως στην πραγματικότητα είναι, για να καταλήξω στις συγκεκριμένες προτάσεις του σουλτάνου. Επειδή, όπως φαίνεται, η τύχη της Κωνσταντινούπολης είναι μάλλον προδιαγραμμένη και επειδή, όπως δηλώνουν καθαρά και οι ιεράρχες σας, οι καλόγεροι και σχεδόν όλος ο κλήρος της πόλης και όπως, ίσως σωστά λένε όλοι αυτοί, σύμφωνα με τα εύγλωττα και ολοκάθαρα ουράνια σημεία τα οποία παρουσιάστηκαν τον τελευταίο καιρό, είναι θέλημα Θεού και δεδηλωμένη θέληση του μεγάλου Αλλάχ, η Πόλη να πέσει στα χέρια του Μωάμεθ, γι’ αυτό και, για να αποφευχθούν τα δεινά μιας καταστρεπτικής εφόδου, ο μεγάλος μας σουλτάνος προτείνει τα εξής: Επιτρέπει στον αυτοκράτορα µ’ όλους τους αυλικούς και τους άρχοντές του να εγκαταλείψουν την πόλη και να φύγουν σώοι και αβλαβείς, µ’ όλα τους τα πλούτη και τους θησαυρούς τους, όπου αυτοί θέλουν. Επίσης, δηλώνει ότι είναι πρόθυμος να επιτρέψει σ’ όσους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης θέλουν να φύγουν, να εγκαταλείψουν την πόλη παίρνοντας μαζί τους όσα απ’ τα υπάρχοντά τους θέλουν και μπορούν να συναποκομίσουν. Επιπλέον, εγγυάται για την απόλυτη ασφάλεια της ζωής και περιουσίας όλων εκείνων των κατοίκων, αδιάκριτα βαθμού και κοινωνικής θέσης που θα θελήσουν να παραμείνουν στην πόλη. Υπενθυμίζει δε σε όλους την εγγύηση που υποσχέθηκε και που τήρησε, καθώς και τα προνόμια που παραχώρησε ο πατέρας του, ο ένδοξος Μουράτ, στην πόλη και στους κατοίκους των Ιωαννίνων, όταν του παρέδωσαν την πόλη τους αμαχητί το 1430. 57

Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’

Σελίδα

189. 273


Επίσης, παραχωρεί στον αυτοκράτορα την ηγεμονία της Πελοποννήσου και υπόσχεται να τοποθετήσει τους αδελφούς σου και τους δυο δεσπότες σ’ άλλες περιοχές, τις οποίες αυτοί θα προτιμούσαν ή ο Μωάμεθ θα διάλεγε γι’ αυτούς. Εάν οι όροι του σουλτάνου γίνουν αποδεκτοί, η πολιορκία λύνεται και ο πόλεμος τελειώνει αμέσως. Εάν, όμως, δεν καταστεί δυνατή η ειρηνική παράδωση της πόλης, τότε θα διατάξει γενική έφοδο και θα πάρει την πόλη με το ξίφος. Στην περίπτωση δε που θα συναντήσει αντίσταση και θα αναγκαστεί να περάσει τα τείχη πολεμώντας, τότε η πόλη και όλοι οι κάτοικοί της αδιάκριτα θα αφεθούν στη διάθεση του τουρκικού στρατού και των γενιτσάρων. Στην περίπτωση αυτή, είμαι υποχρεωμένος να υπενθυμίσω μετά λύπης μου σ’ όλους τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, ότι την πόλη τους κι αυτούς τους ίδιους τους περιμένει η τύχη της Θεσσαλονίκης και του λαού της, ο οποίος απέρριψε τις προτάσεις του μεγαλόψυχου Μουράτ του δεύτερου και προτίμησε τον πόλεμο παρά την ειρηνική παράδωση της πόλης του58. Ο Ισμαήλ πασάς σταμάτησε στο σημείο αυτό και για λίγο επικράτησε σιγή στην αίθουσα των συνομιλητών. Ο εμίρης της Σινώπης είχε την εντύπωση ότι, με τα όσα είπε στον αυτοκράτορα, είχε κάνει το καθήκον του και σα φίλος και σαν πρεσβευτής. Κοίταξε για μια στιγμή τον Κωνσταντίνο και είπε. -Σε ικετεύω να δεχθείς τους όρους του Μωάμεθ. Είναι κρίμα, τόσος λαός και τέτοια πόλη να περάσουν από φωτιά και σίδερο. Ο αυτοκράτορας, με συγκρατημένο και ήρεμο όσο μπορούσε ύφος αλλά με έκδηλη την ταραχή στο πρόσωπό του, είπε στον Ισμαήλ πασά. -Σαν φίλο σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον που δείχνεις για την δοξασμένη και ξακουστή Κωνσταντινούπολη, για τους γενναίους υπερασπιστές της και όλους τους ατρόμητους κατοίκους της. Σαν απεσταλμένο του σουλτάνου σου απαντώ ότι, το να παραδώσω την πόλη δεν είναι έργο και δικαίωμα δικό μου ή οποιουδήποτε άλλου εκ των αρχόντων ή των κατοίκων της. Διότι, υπάρχει κοινή γνώμη και θέληση, να πεθάνουμε όλοι αν χρειαστεί γι’ αυτήν την πόλη και να μην λυπηθεί κανείς να θυσιάσει τη ζωή του για την ελευθερία της59. Δεχόμαστε την ειρήνη και υποσχόμεθα να την κρατήσουμε πιστά, όπως κάναμε και στο παρελθόν αλλά με άλλους όρους. Την παρούσα κρίση δεν την προκαλέσαμε εμείς και ούτε γίναμε αιτία για να μπλεχτούν έτσι τα πράγματα και να φθάσουν σε πόλεμο. Κτίσατε το μεγάλο φρούριο στο Βόσπορο πάνω σε καθαρά ελληνικά εδάφη και δε σας εμποδίσαμε. Παρ’ ότι εσείς παραβιάσατε ισχύουσες συνθήκες και αθετήσατε και πατήσατε τους όρκους των προγόνων σας, εμείς, αντί να σας χτυπήσουμε, σας στείλαμε τρόφημα για τους εργάτες σας και τους στρατιώτες σας και διατάξαμε τους κατοίκους των γύρω περιοχών, να επιτρέψουν αναντίρρητα τη βοσκή των ζώων σας στα κτήματά τους. Αντί λοιπόν, στηριζόμενοι σε 58 59

Σουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα 284. Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα 286. Pears E. ‘’The Destruction . . . ‘’ Σελίδα 283 σημ. 1. 274


ισχύουσες συμφωνίες μεταξύ Βυζαντίου και Τούρκων, οι οποίες έλεγαν καθαρά ότι δεν επιτρέπεται ουδέποτε και για κανένα λόγο να κτιστεί απ’ το σουλτάνο κανένα οχυρό πάνω σε ευρωπαϊκή ακτή και απέναντι απ’ το οχυρό Γκεζίλ χισάρ που έχτισε ο Βογιατζίτ, να σας χτυπήσουμε, εμείς, για το καλό της ειρήνης, αγνοήσαμε τις ενέργειές σας αυτές. Δε σας δώσαμε καμία αφορμή να ερημώσετε ολόκληρα χωριά και ούτε ποτέ αποκεφαλίσαμε πρεσβευτές σας, τους οποίους πάντοτε θεωρούσαμε και θεωρούμε πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα. Γιατί λοιπόν, εφόσον λέγει ο σουλτάνος σας ότι υποστηρίζει την ειρήνη και δεν θέλει τη συνέχιση του πολέμου, δεν λύνει την πολιορκία χωρίς όρους, αφού εμείς δεν φταίξαμε σε τίποτα κι ούτε γίναμε αίτιοι του καταστρεπτικού αυτού πολέμου; Επρότεινα στο Μωάμεθ και τούτο πάλι για το καλό της ειρήνης, να πληρώσει η Κωνσταντινούπολη μια αποζημίωση και να βρεθεί κάποια λύση και να αποφευχθούν οι σκοτωμοί και τα κακά του πολέμου, τα οποία και συ και οι ακόλουθοί σου τόσο πολύ απεχθάνεσθε. Είμαι έτοιμος να αυξήσω το ποσόν που πρότεινα. Για το σκοπό αυτό θα στείλω μαζί σας αντιπρόσωπό μου στο Μωάμεθ, για να τον διαβεβαιώσει κι αυτός για τις απόψεις μου και να φέρει πίσω την απάντησή του. Ας θυμηθεί, όμως, ο σουλτάνος, ότι δεν είναι δυνατό να αφήνει κανείς εύκολα τον εαυτό του να γίνεται λεία των άλλων. Το να παραδώσω την Πόλη δεν εξαρτάται ούτε απ’ τη δική μου δύναμη ούτε απ’ τη δύναμη κανενός άλλου εδώ. Και, τονίζοντας τις τελευταίες του λέξεις, πρόσθεσε. -Είμεθα όλοι εδώ προετοιμασμένοι να πεθάνουμε και θα το πράξουμε χωρίς καμιά λύπη, αν χρειαστεί60. Με τα λόγια αυτά, τα οποία και πάλι ο Μεχμέτ αγάς έβρισκε σωστά και δίκαια, τελείωσε ο αυτοκράτορας τη διατύπωση των απόψεών του και σηκώθηκε όρθιος. Αυτό έδειχνε, ότι οι συζητήσεις τελείωσαν και η ειρήνη ή ο πόλεμος εξαρτιόταν πλέον απ’ τη στάση του Μωάμεθ. Αργά το απομεσήμερο, οι φρουροί ψηλά απ’ τα τείχη της πύλης του Ρωμανού είδαν μια συνοδεία καβαλάρηδων να έρχεται προς το μέρος τους απ’ την κατεύθυνση των Βλαχερνών. Γρήγορα οι καβαλάρηδες πέρασαν μέσα στον εσωτερικό περίβολο των πύργων και ο αξιωματικός της πτέρυγας ξαμπάρωσε το παραπόρτι του εξωτερικού τείχους και τους άνοιξε να περάσουν και να βγουν έξω απ’ τα τείχη. Η συνοδεία, µ’ ένα παραπάνω άτομο αυτή τη φορά, άφηνε πίσω της τα οχυρά της Κωνσταντινούπολης και, με τον ίδιο ρυθμό που ήρθε, ξαναγύριζε στο τουρκικό στρατόπεδο κι ανέβαινε το ύψωμα του Μάλτεπε, τραβώντας ίσια για τη σκηνή του Μωάμεθ. Αντιπρόσωπος του Κωνσταντίνου ήταν ο αξιωματικός Βατάζης. Ο μικρόσωπος τοξότης απ’ τα Επιβατά κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες των επάλξεων κι έτρεξε στον αξιωματικό που μόλις είχε γυρίσει στη θέση του, αφού πρώτα έβαλε ξανά πίσω τις αμπάρες στο παραπόρτι και το σφάλισε με σιγουριά. Mijiatovic C. ‘’The Lats Emperor . . .’’ Σελίδα 190. Δούκα Μ. ‘’Χρονικό της Άλωσης’’ Εκδ. Βόννης Σελίδα 266.

60

275


-Τι ήταν αυτή η συνοδεία που πέρασε νωρίτερα μέσα και ξανάφυγε τώρα για το τουρκικό στρατόπεδο; Ρώτησε με αγωνία τον αξιωματικό. –Ήταν Τούρκοι απεσταλμένοι, απάντησε ο αξιωματικός. Ήρθαν να ζητήσουν φαίνεται να παραδοθούμε. -Μπορεί να ήρθαν να προτείνουν λύση της πολιορκίας, είπε με κάποια χαρά ο τοξότης και κοίταξε µ’ ένα βλέμμα τον αξιωματικό του, σα να ήθελε να του πει: ‘’Πώς σου φαίνεται κι αυτή η περίπτωση; Δεν είναι κι αυτό μια πιθανότητα;’’ Ο αξιωματικός κατάλαβε τις σκέψεις του στρατιώτη του και του είπε. -Αν οι βάρβαροι απέξω αποφασίσουν να λύσουν την πολιορκία, δεν χρειάζεται να μας ρωτήσουν, για να τους πούμε εμείς με τι όρους θέλουμε να λύσουν την πολιορκία τους και να μας αφήσουν ελεύθερους. Απλώς, τα μαζεύουν και φεύγουν. Φαίνεται, όμως, πως το πράγμα δεν είναι και τόσο απλό και θέλει συζήτηση, γι’ αυτό και πάει μαζί τους απεσταλμένος του αυτοκράτορα. Ο τοξότης κατάλαβε τη γκάφα του και, προσπαθώντας να σκεπάσει τα πράγματα, ρώτησε βιαστικά. -Ποιοι ήταν οι Τούρκοι απεσταλμένοι; Φαίνονται μεγάλοι άνθρωποι. Έμοιαζαν με πασάδες. Ναι, είπε ο αξιωματικός. Ήταν πασάδες, αγάδες, ουλεμάδες και άλλοι μικρότεροι αξιωματικοί του σουλτάνου. Ο τοξότης τον κοίταζε με περιέργεια και τον άκουγε με προσοχή, σα να περίμενε ν’ ακούσει και κάποιο δεύτερο μέρος της απάντησης. Το ενδιαφέρον του έμεινε έντονο και αμετάβλητο κι ο αξιωματικός κατάλαβε, ότι ο μικρόσωμος συμπολεμιστής του δεν έμεινε ικανοποιημένος απ’ την αόριστη αυτή απάντηση που του έδωσε, γι’ αυτό και συνέχισε. -Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Μεχμέτ αγάς. Αξιωματικός των γενιτσάρων της φρουράς του Μωάμεθ και προσωπικός υπασπιστής του, δεύτερος σε βαθμό απ’ όλη την ομάδα των Τούρκων που μας επισκέφτηκαν και υπαρχηγός της αποστολής. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο άλλος με το λαμπερότερο σαρίκι και το ψαρί άλογο. Αυτός ήταν ο Ισμαήλ πασάς, εμίρης της Σινώπης, ξάδερφος του σουλτάνου και γιος του Ισφεντήρ χαν, του άλλοτε γενικού αρχηγού των γενιτσάρων, που, ακολουθώντας τον Καρατζά πασά τον περασμένο Φεβρουάριο, ρήμαξε τις παραλίες μας στη Μαύρη Θάλασσα, λεηλάτησε κι ερήμωσε την Πέρινθο, την Αγχίαλο, τη Μεσήμβρια, τη Βιζύη, τον Άγιο Στέφανο και άλλες πόλεις, χωριά και φρούρια, που βρίσκονταν στις βόρειες ακτές της Προποντίδας στον Εύξεινο Πόντο κι έσφαξε τους κατοίκους των Επιβατών61. Με τις τελευταίες αυτές λέξεις του αξιωματικού, ο τοξότης χλόμιασε, σκοτείνιασαν τα μάτια του κι έχασε την ισορροπία του. Ήταν έτοιμος να πέσει κάτω. Έβαλε τα δυνατά του όμως. Συγκρατήθηκε, ακούμπησε στον τοίχο και κρατήθηκε.

61

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα

49. 276


Ο αξιωματικός, γυρισμένος προς άλλη κατεύθυνση, συνέχισε να απαριθμεί τα ονόματα των άλλων μελών της τουρκικής αποστολής και δεν πρόσεξε τον ξαφνικό κλονισμό του στρατιώτη του. Ο κοντός τοξότης απ’ τα Επιβατά, ζαλισμένος και μη μπορώντας να δώσει πλέον προσοχή στα λόγια του αξιωμτικού του, άρχισε ν’ ανεβαίνει τρικλίζοντας τα σκαλιά ξαναγυρίζοντας στη θέση του.

277


25. ΟΙ ΑΣΗΜΟΙ ΠΕΡΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ Καταφανής ήταν η αποθάρρυνση στα πρόσωπα των συνέδρων και έκδηλη η αλλοίωση των χαρακτηριστικών τους απ’ τους ολοήμερους και ολονύχτιους αγώνες τους στα τείχη. Είχαν συγκεντρωθεί και πάλι σήμερα στο παλάτι των Βλαχερνών, για να εξετάσουν την πορεία του πολέμου και να πάρουν διάφορα μέτρα για την καλύτερη άμυνα της Πόλης. -Τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα, είπε ο αυτοκράτορας αρχίζοντας τη συζήτηση. Οι εχθροί, με τις αλλεπάληλες επιθέσεις τους, προσπαθούν να μας κουράσουν και να μας αδυνατίσουν. Παρ’ ότι έκαναν τρεις μεγάλες εφόδους ως τώρα και παρ’ ότι και στις τρεις δεν είχαν κανένα απολύτως αποτέλεσμα ή όφελος, παρά μόνο απώλειες, εντούτοις επιμένουν να μας πιέζουν μέρα και νύχτα ασταμάτητα. Αυτό δείχνει, αφ’ ενός μεν το πείσμα και την επιμονή του σουλτάνου, αφ’ ετέρου δε την αδιαφορία του για τη φθορά του στρατού του, πράγμα το οποίο πάλι σημαίνει ότι έχει πολυάριθμες εφεδρείες και οι απώλειές του σε στρατιώτες, όσο μεγάλες κι αν είναι, δεν τον πτοούν. Το σημείο αυτό θα πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα και να ρυθμίσουμε την άμυνά μας ανάλογα. -Μεγαλειότατε, είπε ο Ιωάννης Δαλμάτης. Το πείσμα του Μωάμεθ είναι αλύγιστο και θα κάνει το παν για να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Όπως όλοι μας διαπιστώνουμε, μεταχειρίζεται όλα τα μέσα για να κάνει τη θέση μας δυσκολότερη. Μέχρι τώρα, ανακαλύψαμε αρκετά ορύγματα, είδος υπονόμων, με τα οποία προσπαθεί να περάσει υπογείως στρατιώτες του μέσα στην πόλη και να μας αιφνιδιάσει. Προς το σκοπό αυτό έχει επιστρατεύσει τους πιο καλούς και πεπειραμένους υπονομοποιούς των χρυσορυχείων και των ασημορυχείων της Σερβίας. Σέρβοι μιναδόροι απ’ το Νόβο-Μπρόντο ήταν εκείνοι που έσκαψαν τη μεγάλη υπόνομο προς την Καλιγαρία προ ημερών. Ευτυχώς που ο μηχανικός μας Ιωάννης Γκραντ δεν είναι καθόλου κατώτερος σε γνώσεις και ικανότητα απ’ τον ονομαστό Ουρβανό, ο οποίος, δυστυχώς, τόσο προδοτικά φέρθηκε κι έφυγε στον εχθρό. Με πρωτοβουλία του Γκραντ περιτρέξαμε την πόλη και συγκεντρώσαμε κι εμείς τους καλύτερους υπονομοποιούς και μεταλλωρύχους που διαθέτουμε. Συγκροτήσαμε συνεργεία τα οποία περιπολούν τις περιοχές κοντά στα τείχη και καταβάλλουν κάθε προσπάθεια, ώστε να ανακαλύψουν την τυχόν κατασκευή τουρκικών υπονόμων όσο το δυνατό νωρίτερα. Έτσι ανακαλύφθηκε η υπόνομος εκείνη της Καλιγαρίας, που αρκετά φόβησε τους μαχητές και το λαό. Το οξύ και ευερέθιστο αφτί των πεπειραμένων αυτών ανθρώπων, αμέσως και έγκαιρα συνέλαβε τους υπόκοφους θορύβους της εκσκαφής της τουρκικής υπονόμου, μόλις αυτή προσπέρασε τα τείχη και είχε μπει στην πόλη. Αμέσως, οι άνθρωποί μας άρχισαν την εκσκαφή ανθυπονόμου, 278


η οποία γρήγορα και σε κατάλληλο σημείο βρήκε την τουρκική σήραγγα. Έτσι, μέσα στην υπόνομο των εχθρών ρίχτηκε φωτιά, η οποία έκαψε και κατέστρεψε όλα τα πρόχειρα στηρίγματά της. Η σήραγγα κατέρευσε και όλοι οι εχθροί που βρέθηκαν μέσα σ’ αυτήν θάφτηκαν στα χαλάσματά της. Χθες επίσης, στο ίδιο περίπου σημείο και λίγα μόνο βήματα μακριά απ’ τα τείχη, είδαμε ξαφνικά να έχει υψωθεί μεγάλος ξύλινος πύργος αρκετά γερής και ανθεκτικής κατασκευής. Στην αρχή επικράτησε η εντύπωση, ότι ο πύργος εκείνος ήταν ένα κατασκεύασμα με το οποίο οι εχθροί πιθανό να προσπαθούσαν να πλησιάσουν και να ανεβούν στα τείχη, γι’ αυτό και οι υπερασπιστές των τειχών προετοιμάζονταν να τον αντιμετωπίσουν με τα συνήθη μέσα αντιμετώπισης οχυρών πύργων. Ύποπτοι αραιοί, όμως, κρότοι, τους οποίους και πάλι συνέλαβε το αφτί των υπονομοποιών μας, εθορύβησαν τα συνεργεία μας αυτά, τα οποία τελικά ανακάλυψαν και κατέστρεψαν άλλη εχθρική υπόνομο, η οποία ήταν υπό κατασκευή και η οποία ξεκινούσε κάτω απ’ τον υποτιθέμενο πύργο. Ο πύργος αυτός δεν ήταν παρά ένα έξυπνο τέχνασμα, ένα κάλυμα του ανοίγματος της υπονόμου και ένας καλά καμουφλαρισμένος χώρος για την απόκρυψη του χώματος, το οποίο έβγαζαν οι εργάτες απ’ την εκσκαφή της σήραγγας. Όσον αφορά, λοιπόν, τα πονηρά αυτά τεχνάσματα του Μωάμεθ και τις απόπειρες των Τούρκων για να ανοίξουν υπόγειες διαβάσεις προς την πόλη εξουδετερώθηκαν τουλάχιστον προς το παρόν, απ’ την ικανότητα του Αυστριακού μηχανικού μας και την οξυδέρκεια των ανθρώπων του. Εκείνο το οποίο μας απασχολεί άμεσα σήμερα είναι η φθορά που προξενούν στα τείχη τα μεγάλα πυροβόλα του εχθρού. Οι βολές τους τελευταία έγιναν πυκνότερες κι αποτελεσματικότερες. Τα πέτρινα βλήματα που πέφτουν πάνω στα τείχη φθάνουν τις χίλιες και χίλιες διακόσιες λίτρες. Η δύναμή τους είναι τρομερή κι ανυπολόγιστη. Η ορμή τους μεγάλη κι ακατανίκητη. Οι ζημιές που προξενούν στα τείχη τα κανόνια τους είναι τεράστιες. Επιβάλλεται, λοιπόν, να στρέψουμε την προσοχή μας προς την κατεύθυνση αυτή και να προσπαθούμε να επισκευάζουμε σίγουρα και όσο πιο γρήγορα μπορούμε τα ρήγματα που προξενούνται στα τείχη και στα φρούρια απ’ τα κανόνια. Ύστερ’ απ’ το Δαλμάτη, το λόγο πήρε ο αρχηγός των Γενουατών πολεμιστών Ιωάννης Ιουστινιάνης, ο οποίος και είπε. -Τελευταία, παρατηρήθηκε κάποια αδιαφορία προς το καθήκον από μέρους ορισμένων μαχητών και συχνή αδικαιολόγητη και πολύωρη εγκατάλειψη των θέσεων της αμύνης απ’ τους φρουρούς. Πρόχειρη δικαιολογία για τη στάση αυτή των στρατιωτών είναι, ότι αναγκάζονται να επιστρέφουν στα σπίτια τους, για να φροντίσουν για τη διατροφή και τη συντήρηση των οικογενειών τους. Βέβαια, οι ελλείψεις μας είναι μεγάλες και η εξεύρεση τροφίμων δυσκολότερη. Ως εκ τούτου, ίσως να υπάρχει κάπου στην όλη υπόθεση και λίγο δίκιο για τους στρατιώτες. Η ασυλλόγιστη, όμως και σχεδόν κατά βούληση εγκατάλειψη των τειχών απ’ τους φρουρούς, σημαίνει οπωσδήποτε το θάνατο όλων των πολιορκημένων. Μια τέτοια τακτική είναι θάνατος για τους αδιαφορούντες

279


για τις θέσεις τους στρατιώτες, είναι θάνατος για τις οικογένειές τους, είναι θάνατος για την ίδια την πόλη. Υπάρχουν οπωσδήποτε και τελείως αδικαιολόγητοι στρατιώτες –αν υποτεθεί ότι έστω και προς στιγμή θα θεωρήσουμε ορισμένους δικαιολογημένους- οι οποίοι, απερίσκεπτα και τελείως ασυνείδητα, προσπαθούν να αποφύγουν τις ταλαιπωρίες των τειχών και βρίσκονται ανάμεσα στον πληθυσμό, αδιαφορώντας συστηματικά για το χρέος τους προς τον αυτοκράτορα και την πόλη. Επιβάλλεται νομίζω, όπως, οι άρχοντες οι οποίοι έχουν αναλάβει τη διανομή των τροφίμων στο λαό εντείνουν τις προσπάθειές τους και εξασφαλίσουν, κατά το δυνατόν με τα εφόδια που διαθέτουν, την τακτική διανομή τροφίμων, ώστε να απαλλαγούν οι στρατιώτες από κάθε οικογενειακή φροντίδα και να αφοσιωθούν αποκλειστικά και μόνο στις ασχολίες του πολέμου. Επίσης, καλό θα ήταν, οι άρχοντες, οι διοικούντες τα εφεδρικά τμήματα, να ερευνούν και να συλλαμβάνουν τους φρουρούς, οι οποίοι αδικαιολόγητα εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να τους αναγκάζουν να επιστρέφουν πάραυτα στα τείχη. Βέβαια, τα κρούσματα τέτοιων εγκαταλείψεων είναι προς το παρόν σποραδικά και μάλλον μεμονωμένα. Γρήγορα, όμως, θα γίνουν επικίνδυνα αν ξεφύγουν τον έλεγχό μας. Και τούτο θα συμβεί οπωσδήποτε, αν δεν τα προβλέψουμε από τώρα και δεν πάρουμε αμέσως τα κατάλληλα και επιβεβλημένα μέτρα. Το συμβούλιο παραδέχτηκε τις σωστές απόψεις του Ιουστινιάνη και αποφάσισε, όπως προσεχθεί καλύτερα ο επισιτισμός των κατοίκων και διέταξε όπως η διανομή τροφίμων γίνεται δίκαια και αδιάκριτα σ’ όλο το λαό. Επίσης, διέταξε να παταχθεί οπωσδήποτε η εγκατάλειψη θέσεων απ’ τους μαχητές. Η εποπτεία των προσπαθειών αυτών και η λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων ανατέθηκε στο μεγαδούκα Λουκά Νοταρά, ο οποίος είχε και τη διοίκηση των εφεδρικών τμημάτων του στρατού. Μετά, πήρε το λόγο ο αρχιεπίσκοπος της Χίου Λεονάρδος και είπε. -Μεγαλειότατε, μεγάλοι άρχοντες και στρατηγοί. Η καρδιά μου πονά και ματώνει όσο αισθάνομαι την καρδιά της Πόλης να σπαράσσεται από το φοβερό άλγος και τα δεινά της πολιορκίας. Όσο, όμως, οι δοκιμασίες της άγιας Πόλης πολλαπλασιάζονται τόσο αυξάνει και η δική μου θέληση και η δύναμη να πολεμήσω μαζί με τους ανθρώπους μου στα τείχη και να αγωνιστώ μαζί µ’ όλους τους μαχητές και τους πολιορκούμενους για τη σωτηρία της. Για τη δόξα του µεγάλου μας αυτοκράτορα και το μεγαλείο και την πίστη του Χριστού μας. Ενώ, όμως, οι φτωχοί μαχητές και οι απλοί άνθρωποι υποφέρουν στα τείχη και στις επάλξεις απ’ τις κακουχίες του πολέμου και βαστούν τα βάρη της πολιορκίας, υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι ευκατάστατοι, άνθρωποι πλούσιοι, οι οποίοι δυστροπούν στις εκκλήσεις του αυτοκράτορα και αρνούνται να προσφέρουν τις κρίσιμες αυτές στιγμές τα πλούτη τους και τα υπάρχοντά τους για τη σωτηρία της Πόλης. Σ’ όλους μας έκανε προ ημερών αλγεινή εντύπωση η απαίτηση ορισμένων φτωχών τεχνιτών, όταν αξίωσαν να αμειφθούν για την εργασία που προσέφεραν κατασκευάζοντας μερικά σανιδώματα για την επισκευή των τειχών και την κάλυψη των ρηγμάτων που είχαν προξενήσει τα

280


τουρκικά πυροβόλα. Η μικρή απαίτηση των φτωχών εκείνων εργατών, κάτω απ’ τις παρούσες κρίσιμες συνθήκες, ίσως μας συνταράζει και μας εκνευρίζει. Μας αφήνει, όμως, τελείως απαθείς και περνά καθ’ όλα απαρατήρητη, τουλάχιστον φαινομενικά, η συστηματική αδιαφορία των πλουσίων και η επίμονη άρνησή τους να προσφέρουν κι αυτοί κάτι σημαντικό, κάτι ανάλογο με τα πλούτη τους και τις περιστάσεις για τη σωτηρία της πόλης μας. Απαθείς και αδιάφοροι παρέμειναν οι κάτοχοι του χρυσίου και συστηματικά και κατά γενικόν κανόνα κώφευσαν οι άνθρωποι αυτοί στις εκκλήσεις του μεγάλου μας αυτοκράτορα. Η συστηματική αδιαφορία τους και η επίμονη άρνησή τους ανάγκασαν τον αυτοκράτορα, για να μην δυσαρεστήσει τους πλούσιους αλλά ασυγκίνητους υπηκόους του, να καταφύγει στις εκκλησίες και στα μοναστήρια και να λυώσει ή να πουλήσει ιερά σκεύη και άγια κειμήλια για την εξεύρεση χρημάτων62. Τη στιγμή που ο καρδινάλιος Ισίδωρος θυσιάζει τους τελευταίους του πόρους για να αγοράσει πολεμικά εφόδια και να επισκευάσει τα τείχη και τους πύργους του τμήματος που του ανέθεσαν να φυλάξει, οι πλούσιοι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες παραμένουν ψυχροί και ασυγκίνητοι και με προκλητική αδιαφορία αρνούνται επιδεικτικά να προσφέρουν τον οβολόν τους για τη σωτηρία της πόλης τους. Έχοντας υπόψη, λοιπόν, το κρίσιμο των περιστάσεων, κάνω κι εγώ έκκληση σ’ όλους τους δυνάμενους να προσφέρουν, λαϊκούς και κληρικούς, να κάνουν το καθήκον τους, έστω και την τελευταία στιγμή και να διαθέσουν τα πλούτη τους για την άμυνα και τη ζωή της Κωνσταντινούπολης. Αν η πόλη σωθεί θα ζήσουν κι αυτοί και γρήγορα θα ξαναφτιάξουν τις περιουσίες τους και θα γεμίσουν και πάλι τα ταμεία τους. Αν, όμως, η πόλη χαθεί, θα χαθούν κι αυτοί και τα πλούτη τους θα εξαφανιστούν για πάντα. Τα λόγια αυτά του αρχιεπισκόπου Λεονάρδου υποστήριξε ο Γεώργιος Φραντζής, ο οποίος πήρε το λόγο και είπε. -Στον αντιπρόσωπο του Μωάμεθ, στον εμίρη της Σινώπης Ισμαήλ πασά, ο οποίος ήρθε προχθές για να ζητήσει την παράδοση της πόλης, προτείναμε να του πληρώσουμε ένα μεγάλο και υπέρογκο ποσόν, αν αποφασίσει να λύσει την πολιορκία. Ο αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα, ο οποίος επισκέφτηκε το Μωάμεθ ακολουθώντας τον Ισμαήλ πασά κατά την επιστροφή του στο τουρκικό στρατόπεδο, επέστρεψε και μας πληροφόρησε, ότι ο σουλτάνος δεν δέχεται να λύσει την πολιορκία με τους όρους που του προτείναμε. Μας διαβεβαιώνει, όμως, ότι το προτεινόμενο εκ μέρους μας ποσόν τον συγκίνησε κάπως και παρ’ ότι κατέβαλε προσπάθειες να φανεί προς στιγμή αδιάφορος, έμεινε για αρκετή ώρα σκεπτικός. Βέβαια, η τελική απάντησή του ήταν να του παραδώσουμε την πόλη χωρίς όρους. Μάλιστα, είπε χαρακτηριστικά τα εξής: ‘’Ή την πόλη και το ξίφος ή το Ισλάμ63.’’ 62

63

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Φραντζή Γ. ‘’Χρονικό της Άλωσης’’ Σλουμβλερζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα 274. Σελίδα 256. Σελ. 285 σημ. 1. 281


Αλλά, αν υποτεθεί και αλλάξει γνώμη, είτε από δική του πρωτοβουλία, είτε ο μεγάλος βεζίρης Χαλλίλ πασάς κατορθώσει και τον μεταπείσει και δεχθεί την προτεινόμενη από μέρους μας αποζημίωση, τότε πού θα βρεθούν τόσα χρήματα; Φυσικά, είναι ευνόητο, ότι δε θα χρειαστεί να καταβάλουμε αμέσως και σε μια πληρωμή ολόκληρο το προτεινόμενο ποσόν. Θα χρειαστεί, όμως, οπωσδήποτε να καταβληθεί μια αρκετά σημαντική και εντυπωσιακή προκαταβολή, η οποία να είναι σε θέση να συγκινήσει το βάρβαρο εχθρό μας και να τον ωθήσει στη λύση της πολιορκίας. Επίσης, αν ο Μωάμεθ αποφασίσει να συνεχίσει την πολιορκία και τον πόλεμο, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε την άμυνα και τον αγώνα μας. Για τη συνέχιση, όμως, των προσπαθειών μας να σώσουμε την πόλη, χρειάζονται εφόδια, τρόφιμα κι όλα τα απαραίτητα του πολέμου, τα οποία με μεγάλη δυσκολία βρίσκουμε και με μεγαλύτερη δυσκολία αποκτούμε. Οι διάφοροι έμποροι των εφοδίων αυτών, με τη δικαιολογία ότι λόγω του πολέμου ριψοκινδυνεύουν να τα προμυθευτούν και να τα μεταφέρουν ως εδώ, ζητούν να τα πληρώνουμε σε ασυνήθιστα μεγάλες τιμές. Για την προμήθεια, λοιπόν, των εφοδίων αυτών χρειαζόμαστε και πάλι χρήματα και μάλιστα αρκετά. Επομένως, οποιαδήποτε τροπή και αν πάρουν τα πράγματα, θέλουμε χρήματα. Τα χρήματα αυτά επιβάλλεται να εξευρεθούν αμέσως. Εκτός, αν καταφθάσει ξαφνικά ο στόλος του καπετάν Λορεδανού και δούμε τη θάλασσα του Μαρμαρά να σκεπάζεται από λατινικά πλοία ή αν αναπάντεχα οι στρατιές του Ουνυάδη περάσουν το Δούναβη και ξεχυθούν στη Θράκη. Διαφορετικά, η θέση μας είναι δύσκολη. Γι’ αυτό, συμφωνώ απόλυτα με τα όσα είπε ο άγιος της Χίου Λεονάρδος κι ελπίζω, ότι το συμβούλιο θα εξεύρει τρόπους με τους οποίους ή θα συγκινήσει ή θα εξαναγκάσει τους άρχοντες να προσφέρουν. Επίσης, προτείνω όπως εξετασθεί και πάλι η απομάκρυνση του αυτοκράτορα και της αυτοκρατορικής οικογένειας απ’ την Κωνσταντινούπολη, όσο είναι καιρός. Και έκλεισε την ομιλία του προσθέτοντας. -Οι στιγμές είναι κρίσιμες και το θέμα κατεπείγον. Μετά το Φραντζή, ξαναπήρε το λόγο ο Γενουάτης αρχηγός Ιουστινιάδης και, επωφελούμενος τη νύξη που έκανε ο Φραντζής με τα τελευταία του λόγια, είπε. -Πραγματικά, οι στιγμές είναι κρίσιμες και η διάσωση του αυτοκράτορα πρωτεύουσα και επιβεβλημένη. Όπως και στο παρελθόν υποστήριξα, έτσι και τώρα επικροτώ και επιμένω στην αναχώρηση του αυτοκράτορα απ’ την Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζω την άμετρη αγάπη του προς τη βασιλεύουσα των πόλεων. Γνωρίζω την αφοσίωσή του στο καθήκον. Και γνωρίζω την επιθυμία του να αγωνιστεί για τον τόπο αυτό και το λαό του. Παρ’ ότι εκτιμώ απόλυτα τα αυθόρμητα και ειλικρινή αισθήματά του και την απόλυτη αφοσίωσή του στο καθήκον, αναγκάζομαι, αναλογιζόμενος τις σημερινές περιστάσεις και προσπαθώντας να σταθμίσω το μελλοντικό κι απώτερο συμφέρον των Ελλήνων και της Σααδ-Δου-Διν. Τούρκος ιστορικός. 282


χριστιανοσύνης, να επιμείνω στις απόψεις μου και να συστήσω με επιμονή την άμεση αναχώρηση του αυτοκράτορα και της αυλής του απ’ την Κωνσταντινούπολη. Διότι, αμέσως μόλις ο αυτοκράτορας βρεθεί έξω απ’ την πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη, θα είνει ελεύθερος να ενεργήσει διαφορετικά, να συναντήσει αρχηγούς χριστιανικών κρατών και πολέμαρχους ηγεμόνες και να καταστεί το κέντρο της συσπείρωσης όλου του έξω ελληνισμού και χριστιανισμού. Θα γίνει έτσι ο συνδετικός κρίκος όλων των χριστιανικών στρατιών των δεσποτών Θωμά και Δημητρίου, του Σκενδέρμπεη και πιθανόν του Βράκοβιτς και του Ουνυάδη και, μαζί με το στόλο των χριστιανικών κρατών της Ιταλίας, θα μπορέσει αποτελεσματικά να επιτεθεί από τα νώτα εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι, μόλις θα βρεθούν μεταξύ των πυρών, θα λύσουν την πολιορκία και θα τραπούν σε άτακτη φυγή. Ίσως μια τέτοια μεγαλοπρεπής επιτυχία μας γίνει αιτία, ώστε να απαλλαγούμε μια για πάντα απ’ τις βάρβαρες ορδές του Μωάμεθ. Θέτω τις γαλέρες μου στη διάθεση του αυτοκράτορα, οι οποίες είναι έτοιμες να τον μεταφέρουν όπου αυτός θελήσει. Την ώρα ακριβώς που τελείωνε την ομιλία του ο Ιουστινιάδης, ένας γεροδεμένος μεσήλικας ναυτικός, με τραχύ ηλιοκαμένο πρόσωπο, με γκρίζα γένια κι ανακατεμένα ψαρά μαλλιά, μπήκε στην αίθουσα. Υποκλίθηκε με σεβασμό προς τον αυτοκράτορα και τους συνέδρους και πλησίασε το Φραντζή που καθόταν πλησιέστερα προς την πόρτα. Κάτι του ψιθύρισε στο αφτί κι ο άρχοντας, κάνοντας νόημα στο ναυτικό ότι μπορεί να πηγαίνει, σηκώθηκε απ’ το κάθισμά του και με αλλαγμένο ύφος και άχρωμο πρόσωπο πλησίασε προς τον αυτοκράτορα. Ο ναυτικός ξαναχαιρέτισε σιωπηλά με μια κλίση του κεφαλιού του τον αυτοκράτορα και τους συμβούλους κι έφυγε απ’ την αίθουσα κλείνοντας πίσω του την πόρτα. -Μεγαλειότατε, είπε με κομμένη ανάσα ο μεγάλος λογοθέτης. Είναι φαίνεται γραφτό μας και γραφτό της δύσμοιρης αυτής πόλης, τα δεινά και οι δυσκολίες μας να διαδέχονται η μία την άλλη. Ο άνθρωπος, που μόλις προ ολίγου μπήκε στην αίθουσα αυτή, ήταν ένας απ’ τους ναυτικούς του μικρού καϊκιού, το οποίο στείλαμε πριν μερικές μέρες στο Αιγαίο για να συναντήσει το λατινικό στόλο και να ανακοινώσει στο Βενετό ναύαρχο καπετάν Λορεδανό τη δύσκολη κατάσταση που επικρατεί εδώ. Δυστυχώς, ο ιταλικός στόλος δεν υπάρχει πουθενά. Το μικρό καράβι μας, παρ’ ότι γύρισε όλα τα νησιά του βορείου και ανατολικού Αιγαίου κι έφτασε μέχρι την Εύβοια, δεν μπόρεσε να συναντήσει πουθενά το στόλο, που με τόση αγωνία και λαχτάρα περιμένουμε. Και τούτο, γιατί δεν υπήρχε στόλος για να συναντήσουν οι απεσταλμένοι μας. Σταμάτησε για λίγο ο Φραντζής τη δραματική του ανακοίνωση, για να διώξει τη συγκίνηση που του είχε προξενήσει η τρομερή αυτή είδηση. Προσπάθησε να πάρει λίγο κουράγιο για να αποτελειώσει τα λόγια του, τα οποία αντηχούσαν τώρα σα ζοφερές και πένθιμες καμπάνες μέσα στους τέσσερις τοίχους της αίθουσας εκείνης, όπου επικρατούσε νεκρική σιωπή. Νόμιζε κανείς, ότι ακόμη κι οι καρδιές όλων των παρευρισκομένων είχαν σταματήσει και οι ανάσες τους είχαν κοπεί. 283


Το πρόσωπο του βασιλιά έγινε πελιδνό και οι σύμβουλοί του έμειναν όλοι ξεροί κι απολιθωμένοι σα φαντάσματα. Η είδηση αυτή κατέβαλε τελείως τα εξαντλημένα απ’ τις αϋπνίες, τις ατέλειωτες ταλαιπωρίες και τις συνεχόμενες νηστείες σώματα των ανθρώπων εκείνων, που ζούσαν από κοντά και είχαν πλέον κάνει βίωμά τους το δράμα της ετοιμοθάνατης πόλης. Ο Φραντζής προσπάθησε να συγκρατήσει τις αισθήσεις του, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και να συμπληρώσει τα λόγια του. Έκανε δυο-τρία βήματα μπροστά στους εμβρόντητους άρχοντες και είπε. -Ο πάπας και οι χριστιανοί της Δύσης μας εγκατέλειψαν. Μείναμε μόνοι. Ολομόναχοι . . . Χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε γι’ αρκετή ώρα και πάλι σιωπηλός. Το μυαλό του, όπως και του αυτοκράτορα και των άλλων αρχόντων, είχε θολώσει. Χίλιες σκέψεις περνούσαν απ’ το νου του. Όλες, όμως, ανάκατες και συγκεχυμένες. Καμιά δεν ξεκαθάριζε απόλυτα. Κι όσο προσπαθούσε να τις ξεχωρίσει και να τις ξεδιαλύνει, τόσο χειρότερα μπερδεύονταν μεταξύ τους στο μυαλό του. Ένιωθε το κεφάλι του βαρύ και τις αισθήσεις του θολές και να τον εγκαταλείπουν. Έμεινε έτσι ακυβέρνητος για αρκετή ώρα. Πώς βρέθηκε καθισμένος στη θέση του όταν άρχισε να συνέρχεται δεν κατάλαβε. Για μια στιγμή, σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει. Του φάνηκε πως πέρασαν ώρες. Χρόνια. Η πόρτα άνοιξε και ξαναφάνηκε ο γρκιζομάλλης ναυτικός. Η παρουσία του ναυτικού τον συνέφερε περισσότερο. Το τρίξιμο της πόρτας τον ξύπνησε κάπως απ’ το λίθαργό του. Ο ναυτικός πλησίασε κοντά του και τον ρώτησε. -Περιμένω απέξω, άρχοντά μου, μήπως με χρειαστείτε για κάτι. Δεν έχω, όμως, τίποτα περισσότερο να σας πω. Μπορώ να επιστρέψω στη θέση μου; -Πήγαινε. Του είπε ο Φραντζής και, με το καινούριο κουράγιο που τού ‘δωσε το αντίκρισμα της τραχιάς όψης του ναυτικού, κοίταξε τους συνέδρους, που κι αυτοί στο μεταξύ είχαν αρχίσει να συνέρχονται απ’ τη μεγάλη τους δοκιμασία και με ζωντάνια στη φωνή του είπε. -Απορώ πραγματικά για την τόση αδιαφορία των χριστιανών της Ιταλίας, τονίζοντας ιδιαίτερα τη λέξη ‘’χριστιανών’’. Και ταυτόχρονα απορώ, συνέχισε, για την τόλμη, την ανδρεία και την τέλεια περιφρόνηση προς το θάνατο αυτού του ναυτικού και των ένδεκα συντρόφων του. Έκανε μια διακοπή, σα να ήθελε να δώσει το χρόνο στους ακροατές του να αναλογιστούν κι εκείνοι το μέγεθος της τεράστιας διαφοράς την οποία ήθελε να υπογραμμίσει και με δύναμη στη φωνή του και παλμό στα λόγια του συνέχισε. -Τι άραγε ανάγκασε αυτούς τους δώδεκα κωπηλάτες να παλέψουν δυο φορές με το χάρο; Τι τους ώθησε να αψηφίσουν τους κινδύνους και να διασχίσουν δυο φορές τα στενά των Δαρδανελίων; Τι ήταν εκείνο που τους έδωσε δύναμη να περάσουν δυο φορές ανάμεσα απ’ τον πολυάριθμο τουρκικό στόλο και να γυρίσουν πίσω, για να μας πουν ότι δεν υπάρχει πουθενά ιταλικός στόλος; Δεν είχαν κάνει, άραγε, το καθήκον τους,

284


αποπειρώμενοι το πρώτο τόλμημα να περάσουν στο Αιγαίο; Κι αφού οι ειδήσεις που θα μας έφερναν επιστρέφοντας πίσω δεν ωφελούσαν σε τίποτα κι επομένως δε μας ήταν απαραίτητες κι ούτε μας χρειάζονταν καθόλου, γιατί να χαροπαλέψουν για δεύτερη φορά με το θάνατο και να διαλέξουν το δρόμο του γυρισμού, τη στιγμή μάλιστα που γνώριζαν καθαρά, πολύ καλύτερα από μας, ότι, αφού δεν υπάρχει στόλος να σπεύσει προς την Κωνσταντινούπολη, δεν υπάρχει κι άλλη ελπίδα και επομένως η θέση της Πόλης είναι τραγική και οπωσδήποτε χειρότερη απ’ ότι την άφησαν; Γιατί, αντί να ακολουθήσουν το δρόμο της ελευθερίας που ανοίγονταν εύκολος μπροστά τους και να κατευθυνθούν σ’ ένα οποιοδήποτε νησί της εκλογής τους στο Αιγαίο η οπουδήποτε αλλού, προτίμησαν το δρόμο της επιστροφής και του μάλλον βεβαίου θανάτου; Τι τους έκανε να γυρίσουν στην Κωνσταντινούπολη, όταν, εκτός των άλλων θανασίμων κινδύνων του ταξιδιού της επιστροφής, είχαν και την αμφιβολία ότι πιθανόν επιστρέφοντας εδώ, να βρουν την πόλη στα χέρια των Τούρκων, οπότε τους περίμενε οπωσδήποτε κι αυτούς η σκλαβιά ή ο θάνατος; Σιώπησε και σκεφτικός έκανε μερικά βήματα, σα να ήθελε να κερδίσει χρόνο για να βρει μια απάντηση. Για μια στιγμή σταμάτησε μπροστά στους αμίλητους συνέδρους και, ορθώνοντας το κορμί του και υψώνοντας το κεφάλι του, είπε. -Εκείνο που έκανε τους απλούς αυτούς ναυτικούς να επιστρέψουν εδώ, παρ’ ότι γνώριζαν όλες τις ενδεχόμενες δυσάρεστες συνέπειες της απόφασής τους αυτής, ήταν η αγάπη τους προς την πατρίδα, η βαθιά πίστη τους προς την άγια μας θρησκεία και η μεγάλη προσήλωσή τους προς το καθήκον. Το τέλειο καθήκον. Το ολοκληρωμένο καθήκον. Ήταν ακριβώς εκείνο, που αλίμονο, περιφρόνησαν τελείως οι χριστιανοί της Ιταλίας . . . Ό,τι κατανόησαν πραγματικά και σ’ όλο του το βάθος οι απλοί αυτοί δώδεκα κωπηλάτες, είναι ό,τι ακριβώς δίδαξαν οι δώδεκα αλιείς της Γεννησαρέτ και ό,τι αντίθετα αγνόησαν τελείως οι μεγαλόσχημοι χριστιανοί της Δύσης, ο πάπας και οι μεγάλοι άρχοντες της Εσπερίας . . . Ας μην αποθαρρυνόμαστε λοιπόν. Αν η Κωνσταντινούπολη έχει τέτοιους θαρραλέους υπερασπιστές και ο αυτοκράτορας τέτοιους πιστούς στρατιώτες, η πόλη θα ζήσει και ο αυτοκράτοράς μας θα δοξασθεί. Αλλά, όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, οι δώδεκα αυτοί ανώνυμοι και άσημοι κωπηλάτες θα μείνουν αθάνατοι στους αιώνες για το ηρωικό τους παράδειγμα και το άγνωστο όνομά τους θα δεθεί αδιάσπαστα με το όνομα της άγιας Πόλης, άσχετα απ’ την έκβαση που θα πάρουν τελικά τα γεγονότα. Ο Φραντζής, πλημμυρισμένος από μια παράξενη ευχαρίστηση και γοητευμένος απ’ την παραδειγματικότατη αυτή αφοσίωση των τολμηρών ναυτικών προς το καθήκον, κάθισε στην καρέκλα του, ενώ, χωρίς καμιά προφύλαξη, σκούπιζε τα δάκρυά του που έτρεχαν καυτά και άφθονα στα μάγουλά του. Όλοι οι σύνεδροι με πρωτοφανή αυθορμητισμό χειροκρότησαν τα τελευταία λόγια του Φραντζή, ενώ στην ουσία χειροκροτούσαν την 285


απόλυτη αφοσίωση προς το καθήκον και την τέλεια περιφρόνηση προς το θάνατο των δώδεκα μικρών και άσημων ναυτικών. Των δώδεκα μεγάλων ηρώων. Τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των συμβούλων και του αυτοκράτορα διέκοψε η παρουσία ενός άλλου αγγελιοφόρου, ο οποίος ανήγγειλε την ανακάλυψη και την καταστροφή και άλλης τουρκικής υπονόμου στην περιοχή και πάλι της Καλιγαρίας. Οι δυο αρχηγοί του συνεργείου των Τούρκων, οι οποίοι έσκαβαν την υπόνομο, είπε ο αγγελιοφόρος, πιάστηκαν ζωντανοί και, ύστερ’ από βασανιστήρια, φανέρωσαν τις θέσεις και άλλων μικρότερων υπονόμων που ήταν υπό κατασκευή. Ύστερ’ απ’ τη μαρτυρία τους αυτή, οι δυο συλληφθέντες Τούρκοι αποκεφαλίστηκαν και τα συνεργεία του Γκραντ εργάζονται τώρα για να εξουδετερώσουν και τις άλλες υπονόμους. Τα τελευταία λόγια του Φραντζή για την επιστροφή των δώδεκα ναυτικών και οι ευχάριστες ειδήσεις του αγγελιοφόρου για την επιτυχία του μηχανικού Γκραντ έδωσαν νέο θάρρος στους συνέδρους και σκόρπισαν άλλο ζωογόνο αέρα μέσα στην αίθουσα των ανακτόρων των Βλαχερνών.

286


26.

ΛΟΓΟΣ

ΜΩΑΜΕΘ

Το πρωί της Δευτέρας, στις 28 Μαΐου (1453), έκθαμβοι οι υπερασπιστές της πόλης, στρατιώτες και λαός, είδαν πάνω απ’ τα τείχη, πέρα στο τουρκικό στρατόπεδο το Μωάμεθ, ακολουθούμενο απ’ τη λαμπρή συνοδεία κι απ’ την προσωπική του φρουρά, η οποία αποτελούνταν από δώδεκα χιλιάδες γενιτσάρους, να κατευθύνεται προς το Διπλοκιόνιο, όπου ήταν αγκυροβολημένο το κύριο μέρος του τουρκικού στόλου. Ο αρχιναύαρχος Χαμουζά πασάς, που μόλις προ ημερών είχε αναλάβει καπετάν πασάς σε αντικατάσταση του καθαιρεθέντα Μπαλτόγλου, έτρεξε να υποδεχτεί τον κύριό του και να τον καλωσορίσει στο ναυαρχείο του. Ο σουλτάνος επιθεώρησε το στόλο του κι έδωσε ρητές εντολές στο ναύαρχό του. -Αύριο, του είπε, ο στόλος μου πρέπει να δράσει. Θα τον παρατάξεις σε τάξη μάχης και θα καλύψεις το τμήμα κατά μήκος της Προποντίδας, από την πύλη του Αγίου Ευγενίου μέχρι τη συνοικία της Υψημαθείας. Θα φροντίσεις να κατασκευαστούν πολλές και μεγάλες σκάλες, ώστε, όταν θα χρειαστεί, οι ναύτες σου να τις χρηστιμοποιήσουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Θα προσπαθείς να βάζεις µ’ όλα τα μέσα εναντίον των επάλξεων των τειχών, ώστε οι φρουροί τους να μην μπορούν να ξεμυτίσουν για να εμποδίσουν τους ναύτες μας να απλώσουν τις σκάλες και να ανεβούν στα τείχη. Όταν δοθεί η διαταγή της επίθεσης, θα επιτίθεσαι από εδώ στα τείχη ασταμάτητα, ώστε να απασχολείς τους απίστους, για να μην μπορούν να αποσπάσουν απ’ το τμήμα αυτό στρατιώτες τους και να τους μεταφέρουν σε άλλα σημεία των τειχών. Ενώ δε συζητούσε αυτά με το Χαμουζά πασά, ο Μωάμεθ έστειλε το Μεχμέτ αγά στο Γαλατά, να ειδοποιήσει τους αρχηγούς των εκεί Γενουατών, να συγκεντρωθούν και νά ‘ρθουν να τον συναντήσουν. Κατά το μεσημέρι οι Γενουάτες παρουσιάστηκαν στο Μωάμεθ και τον προσκύνησαν. Ο Μωάμεθ τους δέχτηκε με προσποιητή καλοσύνη και ηρεμία και τους είπε. -Σας κάλεσα εδώ, για να σας υπενθυμίσω για άλλη μια φορά, ότι δεν πρέπει με κανένα τρόπο να παράσχετε καμιά βοήθεια ή άλλη διευκόλυνση στους Έλληνες. Βλέπω, ότι μέχρι τώρα κρατήσατε καλή στάση απέναντί μου και το αναγνωρίζω αυτό. Θέλω, όμως, να σας ειδοποιήσω, ότι και η παραμικρή ακόμη αλλαγή της καλής μέχρι τώρα τακτικής σας, θα με εναγκάσει να αλλάξω στάση απέναντί σας. Θα σας τιμωρήσω αυστηρά για οποιαδήποτε αντίθετη στάση σας ή απόπειρά σας. -Ουδέποτε είχαμε πρόθεση να αθετήσουμε τους λόγους μας και να παραβιάσουμε τις υποσχέσεις που δώσαμε στη μεγαλειότητά σου, είπαν ταπεινά οι Γενουάτες. Όσο για το πλοίο που μας βούλιαξαν τα κανόνια σου, πιστεύουμε πραγματικά ότι ήταν μια ατυχία κι ότι έγινε από κακή σύμπτωση και χωρίς τη θέληση των Τούρκων στρατιωτών.

287


-Άλλωστε, ο Ζαγανός πασάς μας διαβεβαίωσε, ότι ο κάτοχος του πλοίου θα αποζημιωθεί, όταν έρθει ο καιρός, πρόσθεσε πονηρά ένας Γενουάτης έμπορος. Ο Μωάμεθ κατάλαβε την αχόρταγη εμπορική πλεονεξία των συνομιλητών του και πρόσθεσε. -Κι αυτό κι άλλα πολλά θα αποζημιωθούν όταν έρθει ο καιρός. Μην αμφιβάλλετε για τις καλές μου προθέσεις. Αρκεί να βρω την κατανόηση που περιμένω από σας. Και, λέγοντας τα λόγια αυτά, σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε προς το άλογό του. Οι Γενουάτες προσκύνησαν βαθιά το φοβερό σουλτάνο κι έφυγαν, ενώ αυτός καβάλα στο άλογό του ξεκινούσε για την επιθεώρηση του στρατού του. Επισκέφτηκε τη στρατιά του Καρατζά πασά, τη στρατιά των λογάδων και την ασιατική στρατιά. Μετά την επιθεώρηση, κάλεσε όλους τους στρατηγούς του, τους πασάδες, τους ναυάρχους και πλοιάρχους του, να συγκεντρωθούν στη σκηνή του. Το απόγευμα, το στρατόπεδο γύρω απ’ τη μεγαλοπρεπή σκηνή του Μωάμεθ ήταν γεμάτο από αξιωματικούς κάθε βαθμού και πλημμυρισμένο από γενιτσάρους. Ο Μωάμεθ όρθιος ανάμεσά τους τους έλεγε. -Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Η ώρα, που επί τόσον καιρό περίμεναν οι πατέρες μας, ήρθε. Δε σας κάλεσα εδώ για να σας εμψυχώσω και να σας κάνω πιο πρόθυμους και πιο ορμητικούς. Δείξατε πάντοτε στον πόλεμο τόση προθυμία όση κανένας δε θα περίμενε. Και, όχι μόνο πολεμάτε οι ίδιοι ολόψυχα και άφοβα σαν πραγματικοί μουσουλμάνοι αλλά προτρέπετε και τους στρατιώτες σας να αγωνίζονται µ’ όλες τους τις δυνάμεις. Σας συγκέντρωσα εδώ μόνο και μόνο, γιατί θέλησα να σας υπενθυμίσω τις άπειρες και έκτακτες αμοιβές, τις οποίες, εκτός απ’ την τιμή και τη δόξα, πρόκειται να απολαύσετε μετά τη νικηφόρο έφοδό μας. Και, πρώτα-πρώτα, σ’ αυτήν την πόλη υπάρχει πλούτος πολύς και ποικίλος. Στα βασιλικά παλάτια, στα πλουσιόσπιτα των αρχόντων και των άλλων πολιτών και περισσότερο στις εκκλησιές και στα μοναστήρια, υπάρχουν άπειρα κειμήλια και αφιερώματα. Όλα είναι από καθαρό χρυσό και ασήμι, στολισμένα με πολύχρωμα και πανάκριβα πετράδια και διαμάντια. Αυτά όλα προορίζονται για σας. Εσείς θα τ’ αποκτήσετε. Μετά, θα βρείτε πλήθος από επιφανείς και ευγενείς άντρες, απ’ τους οποίους, άλλους θα κάνετε δούλους σας και άλλους θα πουλήσετε, εισπράττοντας πολλά χρήματα. Επίσης, θα βρείτε πάρα πολλές και όμορφες γυναίκες, αρχόντισσες και νέες, απ’ τις οποίες, άλλες θα κάνετε γυναίκες σας και σκλάβες σας, για να δουλεύουν για σας και άλλες θα πουλήσετε στα πέρατα του κόσμου. Απ’ αυτές θα κερδίσετε πάρα πολλές απολαύσεις σε υπηρεσίες και σε πλούτη. Επιπλέον, θα βρείτε παιδιά ευγενών, νεαρά και καλοκαμωμένα, τα οποία θα έχετε στην εξουσία σας. Το αγροίκο και βάρβαρο ακροατήριο του Μωάμεθ παραληρούσε από χαρά και ενθουσιασμό, ενώ ο Μωάμεθ περιέγραφε τα κάλλη και τα πλούτη των ναών, των ανακτόρων και των άλλων επίγειων παραδείσων 288


της Κωνσταντινούπολης, τα οποία περίμεναν τους αιμοβόρους πολεμιστές του. -Σας προσφέρω, συνέχισε ο σουλτάνος, για να λεηλατήσετε πόλη μεγάλη, πλούσια και πολυάνθρωπη βασιλεύουσα των Ρωμαίων, ξακουστή σε δόξα, σε πλούτη και σε ευτυχία. Πόλη που υπήρξε η κεφαλή της Οικουμένης. Την πόλη αυτή θα αφήσω στη διάθεση των στρατιωτών μου, στη διάθεσή σας επί τρεις μέρες. Θα έχετε στη διάθεσή σας άντρες, γυναίκες, παιδιά, πλούτη, οικοσκευές και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Ό,τι υπάρχει μέσα στην πόλη θα είναι δικό σας. Θα αποκτήσετε περιουσίες, οι οποίες δε θα είναι μόνο υπεραρκετές για σας αλλά θα επαρκέσουν για να κάνουν πλούσια και τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας. Αλλά το σπουδαιότερο απ’ όλα είναι, ότι θα κυριέψετε πόλη, της οποίας το όνομα και η δόξα είναι γνωστά σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Και αναλογίζεστε πόσο θα ξακουστείτε με την άπειρη τιμή και την άμετρη δόξα που με το κατόρθωμά σας θα αποκτήσετε; Σκεφτείτε, ότι θα εκπορθήσετε πόλη, η οποία απ’ την αρχή ήταν και πάντοτε είναι αιτία δικών μας κακών και εξακολουθεί να στέκεται εμπόδιο στην εξάπλωση του Ισλάμ και στη δόξα της αυτοκρατορίας μας. Ύστερ’ απ’ το μεγάλο σας θρίαμβο, θα ζούμε ήσυχοι και ειρηνικά, γιατί θα απαλλαγούμε από έναν κακό γείτονα. Ταυτόχρονα, όμως, θα ανοίξουμε το δρόμο για καινούριες κατακτήσεις. Και μη νομίσετε ότι η Κωνσταντινούπολη είναι απόρθητη και το τείχος της είναι απρόσβλητο και απροσπέλαστο ή επικίνδυνο στους επιτιθέμενους. Δέστε και μόνοι σας. Η μεν μεγάλη τάφρος σχεδόν σκεπάστηκε κι έκλεισε, το δε χερσαίο τείχος έχει γκρεμιστεί σε τρία μέρη, σε τρόπο που, όχι μόνο γενναίοι και δυνατοί άντρες σαν και σας θα μπορέσουν εύκολα να το περάσουν, αλλά ακόμη και άλογα και ιππικό βαριά οπλισμένο θα μπορέσει ανεμπόδιστα να μπει στα χαλάσματά του. Έτσι, δεν έχετε μπροστά σας τείχος ισχυρό να εκπορθήσετε αλλά πεδιάδα να διασχίσετε και να περάσατε στην πόλη με όλα σας τα όπλα. Αλλά, τι να σας πω γι’ αυτούς που έχετε να αντιμετωπίσετε; Είναι στρατιώτες αφάνταστα λιγοστοί και οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι άοπλοι και άπειροι από πολέμους. Όπως δε μαθαίνω από αυτόμολους, μόνο δυο-τρεις άντρες μάχονται μπροστά στους πύργους και άλλοι τόσοι σε κάθε παραπύργιο. Έτσι, συμβαίνει πολλές φορές, ένας άντρας να πολεμάει σε τρεις ή τέσσερις επάλξεις κι αυτός ή θα είναι άοπλος ή κακώς οπλισμένος64. Έχετε δε υπόψη σας ότι, όσο παραμένει απόρθητη η Κωνσταντινούπολη, τόσο απειλείται η εξάπλωσή μας και εμποδίζετε η δόξα της πίστης μας. Επίσης, θα θυμάστε ότι τη μεγάλη μελλοντική σας νίκη την αναφέρουν και την προβλέπουν όλες οι παραδόσεις του Ισλάμ και την προλέγουν καθαρά όλες οι προφητείες65. Πώς θα επαρκέσουν και πώς θα αντέξουν οι στρατιώτες της Πόλης σ’ ένα τόσο μεγάλο πλήθος στρατού όπως ο δικός μας; Εμείς έχουμε την 64 65

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σααδ-Δουν-Διν Τούρκος ιστορικός.

Σελίδα

300.

289


ευχέρεια, λόγω του μεγάλου αριθμού μας, να πολεμήσουμε διαδοχικά κι έχουμε καιρό να φάμε και να ξεκουραστούμε και να κοιμηθούμε. Έτσι, ξεκούραστοι ξαναγυρίζουμε δυνατοί και ακμαίοι στη μάχη. Εκείνοι μάχονται συνέχεια κι ασταμάτητα και δεν έχουν καιρό ούτε για φαγητό, ούτε για ύπνο, ούτε για ξεκούραση. Η τακτική των συνεχών επιθέσεών μας δεν τους δίνει καιρό για τίποτα. Κι από τώρα και πέρα, δε θα περιοριστούμε σε μικροεπιθέσεις και μεμονωμένες απασχολήσεις. Ο πόλεμος θα είναι βίαιος, γενικός και συνεχής. Θα πολεμούμε νύχτα και μέρα ασταμάτητα, στέλνοντας κάθε τόσο ξεκούραστους πολεμιστές μας στα τείχη. Όσον αφορά τους Ιταλούς που πολεμούν μαζί τους και οι οποίοι θεωρούνται πεπειραμένοι και καλοί πολεμιστές, ιδίως στους πολέμους στα τείχη, δεν νομίζω ότι πρέπει να μας απασχολούν πολύ, γιατί πρώτα-πρώτα είναι λίγοι κι όλοι μαζέματα από δω κι από κει. Και δεν πιστεύω, αν έχουν σωστά τα λογικά τους, να θελήσουν να πολεμήσουν πραγματικά για συμφέροντα άλλων, δεδομένου ότι αυτοί προσωπικά δεν έχουν να ωφεληθούν τίποτα από έναν άσκοπο και καταδικασμένο αγώνα κι επομένως θα αποβλέπουν περισσότερο στο να σώσουν το κεφάλι τους παρά να πεθάνουν για άλλους. Τώρα, ασυλλόγιστα παραμένουν στην πόλη και συμπολεμούν με τους Βυζαντινούς, γιατί βλέπουν το στρατό μας μάλλον να παίζει παρά να πολεμά. Όταν, όμως, αρχίσουμε πραγματικά να πολεμούμε, τότε θα δούμε πόσοι απ’ αυτούς θα μείνουν στα τείχη και μέσα στην πόλη. Όταν θα δουν με τα μάτια τους το θάνατο να στέκεται μπροστά τους φριχτός κι ανελέητος και να τους απειλεί, θα ρίξουν τα όπλα και θα τραπούν σε φυγή. Φανείτε, λοιπόν, ανδρείοι κι εσείς οι ίδιοι και παρακινείτε κι όλους τους στρατιώτες σας να σας ακολουθούν με γενναιότητα. Σκεφτείτε, ότι τρεις είναι οι λόγοι που κάνουν τον καλό πολεμιστή. Το να θέλει να πολεμά, το να ντρέπεται για την κατωτερότητά του και το να υπακούει στους άρχοντές του. Ο καλός πολεμιστής διατηρεί τη θέση του και προχωρεί στη μάχη με σιγή και κοσμιότητα. Αγωνιστείτε, λοιπόν, με ψυχή και αντάξια προς τους εαυτούς σας και τους προγόνους σας. Κι εγώ ο ίδιος, πρώτος θα μπω στη μάχη και θα συμπολεμήσω μαζί σας και θα παρακολουθήσω από κοντά και την προσπάθεια του καθενός σας. Και τώρα, πηγαίνετε πίσω στα τμήματά σας, ξεκουραστείτε και δειπνήσετε στις σκηνές σας και μεταβιβάσετε όσα ακούσατε και στους στρατιώτες σας. Και το πρωί, ξυπνήστε νωρίς και, σύμφωνα με τις διαταγές των στρατηγών σας, παρατάξετε ο καθένας τα τμήματά του σιωπηλά και ήσυχα, χωρίς κανένας να ακούσει το παραμικρό και να καταλάβει πριν την ώρα το τι προετοιμάζουμε. Παραταχθείτε και περιμένενε σιωπηλοί. Μόλις δε ακούσετε τα πολεμικά άσματα και δείτε τις σημαίες μας υψωμένες να κυματίζουν, προχωρείτε προς τα εμπρός. Επιτεθείτε και σαρώσετε τα πάντα στο πέρασμά σας66. Αλαλαγμοί και άναρθρες κραυγές χαράς και ενθουσιασμού σκέπασαν τα τελευταία αυτά λόγια του Μωάμεθ και γέμισαν τον αέρα. 66

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα

301. 290


Οι κατώτεροι αξιωματικοί έφυγαν γεμάτοι φλογερό ενθουσιασμό και γύρισαν στα τμήματά τους. Έμειναν μόνο οι στρατηγοί και οι πασάδες, οι οποίοι ακολούθησαν το σουλτάνο τους στη σκηνή του. Ο Μωάμεθ κάθισε στο ντιβάνι του ενώ τα μάτια του έλαμπαν από χαρά. Έξω, ακόμη αντηχούσαν οι ζητωκραυγές των γενιτσάρων. Ο ενθουσιασμός των αξιωματικών που έφευγαν για τα τμήματά τους δονούσε την ατμόσφαιρα. Η ικανοποίηση για την απήχηση που είχαν τα λόγια του στους μαχητές του ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Οι θερμές εκδηλώσεις των πιστών του πολεμιστών ενίσχυσαν την πεποίθηση που αισθάνονταν μέσα του για τη σίγουρη επιτυχία. Έπρεπε, όμως, να μην παρασυρθεί από στιγμιαίες εκδηλώσεις και φευγαλέα λόγια. Αν ήθελε να μείνει ζωντανός ο ενθουσιασμός αυτός στους υπηκόους του και να αποδώσει περισσότερο, έπρεπε τώρα να φανεί πιο αυστηρός και πιο απαιτητικός. Επιβάλλονταν τώρα περισότερο από κάθε άλλη φορά να κρατήσει σκληρή και αυστηρή τακτική ώσπου να δει έργα. Και την ανάγκη αυτή τη γνώριζε καλά ο Μωάμεθ. - - - - - - - - - - - - - - - - - Οι πασάδες και οι άλλοι αξιωματούχοι μπήκαν στη σκηνή του κυρίου τους και κάθισαν γύρω του. Εκτός απ’ το μεγάλο βεζίρη Χαλλίλ πασά και τους μπελήρ-μπέηδες Καρατζά πασά και Ζαγανό πασά, απ’ τους μεγάλους διοικητές των ασιατικών στρατιών Ισαάκ πασά και Μαχμούτ πασά και το ναύαρχο του στόλου Χαμουζά πασά, παραβρίσκονταν ο γεροστρατηγός της Θράκης Τουραχάν πασάς, ο μέγας σεΐχης Ακ-Σεμζεδίν εφέντης, ο σοφός ουλεμάς Αχμέτ Κουράνης, ο αρχιευνούχος του σουλτάνου και άλλοι τιτλούχοι. Ο Μωάμεθ τους κοίταξε όλους με το αυστηρό του βλέμμα και η πεποίθηση και η κρυφή ελπίδα, ότι ίσως αυτό να είναι το τελευταίο πολεμικό συμβούλιο που γίνεται σ’ αυτήν τη σκηνή τού ‘δωσε κάποια βαθιά ευχαρίστηση. Η ενδόμυχη αυτή χαρά τον επηρέασε κάπως, ώστε δυσκολεύτηκε προς στιγμή να συγκρατήσει την αυστηρότητα του ύφους του. Ανακάθισε κάπως στο ντιβάνι του προσπαθώντας να διώξει με την αόριστη αυτή κίνηση τις αταίριαστες προς την περίπτωση σκέψεις του και, με το συνηθισμένο αυστηρό τόνο στη φωνή του, είπε. -Είδατε και μόνοι σας τον ενθουσιασμό των αξιωματικών. Εσείς γνωρίζετε και το φρόνημα των στρατιωτών σας. Πολιορκούμε την πόλη για πενήντα μέρες χωρίς αποτέλεσμα. Θέλω σήμερα να πάρουμε μια τελική απόφαση. Ή θα κάνουμε πραγματική έφοδο για να πάρουμε την πόλη ή θα λύσουμε την πολιορκία και θα φύγουμε. Θέλω, σήμερα να μου πει ο καθένας από σας καθαρά τη γνώμη του. Πρέπει να ακουστούν οι γνώμες όλων σας, ώστε, κρίνοντας τις απόψεις όλων, να σταθμίσουμε τα πράγματα και να πάρουμε την ανάλογη απόφαση. Λέγοντας αυτά τα λόγια, το βλέμμα του σταμάτησε στο μεγάλο βεζίρη Χαλλίλ πασά. Αυτός σηκώθηκε όρθιος, υποκλίθηκε στο σουλτάνο και είπε. 291


-Πολυχρονεμένε μου αφέντη. Ποτέ δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου να γίνω εμπόδιο στα σχέδιά σου ή να αντιταχθώ στους σκοπούς σου. Πάντοτε προσπαθώ να διευκολύνω τις προσπάθειες και τις επιδιώξεις σου. Σήμερα, όμως, νομίζω ότι επιβάλλεται να εξετάσουμε λεπτομερέστερα τα πράγματα και να λάβουμε υπόψη μας όλα τα δεδομένα, πριν πάρουμε την τελική απόφαση της γενικής εφόδου. Κρατάμε στα χέρια μας τις τύχες και τις ζωές τόσων στρατιωτών και πιστών του Προφήτη κι αυτό αυξάνει τις υποχρεώσεις μας και τις ευθύνες μας απέναντι στο λαό μας. Η φωνή του γερο-βεζίρη ήταν χαμηλή, μαλακή και προσπαθούσε να πάρει στην αρχή τόνο περισσότερο πατρικό παρά ύφος στρατηγού. Γνώριζε την ορμητικότητα του νεαρού σουλτάνου, την οποία πρόσφατα είχε δει να ξεσπά πάνω στον καπετάν πασά Μπαλτόγλου και δεν αγνοούσε την παρουσία του επίσης ορμητικού, ζηλόφθονου και βάρβαρου Ζαγανού πασά. Ο Βούλγαρος αυτός εξωμότης που βρίσκονταν τρίτος κατά σειρά στην οθωμανική ιεραρχία, μετά το σουλτάνο και το Χαλλίλ, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εκτοπίσει το Χαλλίλ και να πάρει αυτός τη μεγάλη βεζιρία, γι’ αυτό και πάντοτε συμφωνούσε με το Μωάμεθ και πολεμούσε κρυφά και φανερά τις γνώμες και τις ενέργειες του Χαλλίλ. Με τον ίδιο πράο τόνο και με ήρεμο ύφος, που έδειχνε ότι σκοπός του ήταν να απαριθμήσει μόνο περιστατικά και να αναφέρει γεγονότα και όχι να εκφράσει τη γνώμη του, ο μεγάλος βεζίρης συνέχισε. -Είναι αλήθεια, ότι πολιορκούμε την πόλη επί πενήντα και πλέον μέρες και την βομβαρδίζουμε ασταμάτητα από παντού. Δυστυχώς, όμως κι αυτό λένε τα γεγονότα, ούτε με τα μεγάλα πυροβόλα, ούτε και με τον πολυάριθμο στρατό μας καταφέραμε κάτι το συγκεκριμένο μέχρι σήμερα ή μπορέσαμε να αλλάξουμε την κατάσταση, έστω και λίγο προς όφελός μας. Καθημερινά έχουμε αναρίθμητα θύματα και οι απώλειές μας είναι πάρα πολλές και μεγαλύτερες απ’ τις απώλειες των αμυνομένων. Το πάθημα του στόλου μας πριν από λίγες μέρες έδωσε μεγάλο θάρρος στους Βυζαντινούς, ενώ αντίθετα έβλαψε τους δικούς μας στρατιώτες. Αλλά και η μεταφορά του στόλου μας στον Κεράτιο απ’ την ξηρά και η επιτυχία μας πριν λίγες μέρες στο Μανδράκι, δε μας έφερε σπουδαία και ουσιαστικά αποτελέσματα. Οι Λατίνοι απέδειξαν ότι ξέρουν να πολεμούν και στη θάλασσα και στη στεριά, όπως και οι Έλληνες κι αυτό θα πρέπει να το παραδεχτούμε, άσχετο αν μας συμφέρει ή όχι. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης συγκίνησε είναι αλήθεια όλους τους χριστιανικούς λαούς της Ουγγαρίας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Πολωνίας κλπ.. Απόδειξη δε του ενδιαφέροντός τους αυτού είναι οι κάθε τόσο αποστολές αντιπροσώπων τους στο στρατόπεδό μας και η από μέρους των αρχόντων των τόπων αυτών παράκληση, όπως λύσουμε την πολιορκία κι εγκαταλείψουμε τα εδάφη της Κωνσταντινούπολης. Για το θέμα αυτό ήρθαν πρεσβευτές του Βράκοβιτς, του Βλαδισλαύου, του Ουνυάδη . . . Βέβαια, το ενδιαφέρον τους είναι χλιαρό και εκφράζεται με μεγάλη συστολή και ταπεινότητα. Δεν παύει, όμως, να είναι ενδιαφέρον και τίποτα δεν αποκλείει την πιθανότητα, η σημερινή παράκληση να μετετραπεί αύριο σε επίμονη απαίτηση και να υποστηριχθεί δυναμικά. Μια τέτοια, έστω και μικρή αρχή, θα είναι ικανή να ανάψει και να

292


ξεσηκώσει ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο εναντίον μας. Και τούτο, μόνο για τους χριστιανούς που είναι γύρω μας. Ποια θα είναι, όμως, η θέση μας, αν ξεσηκωθούν και οι χριστιανοί του πάπα κι ολόκληρης της Δύσης; Η θέση μας τότε θα είναι χειρότερη κι απ’ τη θέση του εμίρη Ουμούρ της Σμύρνης το 1329. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε όλους τους χριστιανούς μαζί, ενώ τότε ο Ουμούρ είχε να παλέψει μόνο με τους ανθρώπους του πάπα. Οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης, της Θράκης και του Δούναβη δεν πήραν μέρος στην εκστρατεία εκείνη της Σμύρνης. Οι πρεσβευτές του Ουνυάδη που ήταν πριν λίγες μέρες εδώ το είπαν καθαρά, ότι ο πάπας της Ρώμης, ο δόγης της Βενετίας, η Γένουα και όλα τα χριστιανικά κράτη των Λατίνων ετοιμάζουν και στέλνουν μεγάλη βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα βεβαίωσαν, ότι ο προπομπός της βοήθειας αυτής είναι μεγάλος στόλος με το ναύαρχο Λορεδανό, ο οποίος έφτασε ήδη στη Χίο και κατευθύνεται ολοταχώς για την Κωνσταντινούπολη. Τα λόγια αυτά των Ούγγρων πρεσβευτών πρέπει να γίνουν πιστευτά, γιατί οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης ασπάστηκαν την πίστη του πάπα και τον αναγνώρισαν για αρχηγό τους στις 12 του περασμένου Δεκέμβρη. Επομένως, δεν μπορεί παρά ο Λατίνος ιεράρχης να ενδιαφερθεί ζεστά και έμπρακτα γι’ αυτούς. Επιπλέον, βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη τόσοι πολλοί Λατίνοι στρατηγοί και ονομαστοί πολεμιστές που μάχονται στα τείχη, τους οποίους οι πατρίδες τους δε θα εγκαταλείψουν στην τύχη τους αλλά θα τους βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Επίσης, κυκλοφορούν φήμες και μάλιστα και μέσα στο στρατό μας, τον οποίο και αποθαρρύνουν επικίνδυνα, ότι μεγάλη στρατιά Ούγγρων πέρασε ήδη το Δούναβη και κατεβαίνει προς βοήθεια της Κωνσταντινούπολης. Βέβαια, τέτοιο πράγμα δεν το επιβεβαίωσαν οι απεσταλμένοι του Ουνυάδη, ίσως γιατί φοβήθηκαν για την προσωπική τους ασφάλεια εδώ, ίσως γιατί ήθελαν να μας το φυλάξουν σαν έκπληξη, να μη μας βοηθήσουν και να μη μας προειδοποιήσουν οι ίδιοι και μας κάνουν να πάρουμε έγκαιρα ορισμένα μέτρα προς σντιμετώπισή τους. Αλλά και τι μέτρα μπορούμε να πάρουμε όταν ξεσηκωθούν τόσοι λαοί εναντίον μας; Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο καλοσκέφτηκε κι ο ένδοξος Βογιατζίτ και έλυσε την πολιορκία της πόλης, όταν, με το μεγάλο βεζίρη Αλή πασά και τη βοήθεια του νεαρού πρίγκιπα και διεκδικητή του θρόνου της Πόλης Ιωάννη, την πολιορκούσαν το 139667. Επιπλέον κι ο αυτοκράτορας είναι αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι θανάτου. Ο Ισμαήλ πασάς της Σινώπης, που τον επισκέφτηκε προχθές σαν απεσταλμένος μας, δεν κατάφερε να τον πείσει να εγκαταλείψει την πόλη και να φύγει αλλού, όπου θέλει, με τους άρχοντές του. Δήλωσε καθαρά στον Ισμαήλ, ότι ή δεχόμαστε τη μεγάλη αποζημίωση που μας προτείνει και λύνουμε την πολιορκία ή μας πολεμάει µ’ όλες του τις δυνάμεις μέχρι θανάτου. 67

Pears E. ‘’The Destruction . . .’’

Σελίδα

136. 293


Νομίζω, ότι είναι προτιμότερο να δεχτούμε την αποζημίωση του Κωνσταντίνου και να λύσουμε μόνοι μας την πολιορκία, πριν μας αναγκάσουν να φύγουμε με το ζόρι τα άλλα κράτη. Φεύγοντας τώρα, φεύγουμε µε το κεφάλι ψηλά, γιατί το θέλουμε εμείς οι ίδιοι. Αν φύγουμε αργότερα, θα φύγουμε ταπεινωμένοι, γιατί θα μας αναγκάσουν άλλοι να λύσουμε την πολιορκία. Τώρα, θα επιβάλουμε εμείς βαριά φορολογία στον Κωνσταντίνο. Αργότερα, άλλοι θα μας υποχρεώσουν να πληρώσουμε εμείς αποζημίωση στους Βυζαντινούς. Κι αν ακόμη κυριέψουμε την Κωνσταντινούπολη, ουδέποτε οι λαοί και οι ηγεμόνες της Δύσης θα παραδεχτούν την προσβολή αυτή. Όλοι θα επιτεθούν εναντίον μας για να την ξαναπάρουν. Και ιδίως ο ουγγρικός στρατός και ο βενετικός στόλος. Αλλά και οι Γενουάτες, που τώρα κάνουν τον καλό και με κάθε τρόπο προσπαθούν να κρατήσουν κάποια ουδετερότητα, γρήγορα θα παρασυρθούν και θα ξεσηκωθούν κι αυτοί εναντίον μας. Θα ήταν προτιμότερο, λοιπόν, να λύσουμε την πολιορκία και να φύγουμε. Το φρούτο όταν ωριμάσει πέφτει μόνο του κι είναι και γλυκό. Όταν είναι άγουρο κρατιέται σφιχτά στο κλωμάρι του κι αν το κόψεις είναι ξυνό, πικρό και άνοστο. Η πτώση της Κωνσταντινούπολης δεν ωρίμασε ακόμη. Όταν ωριμάσει, μόνη της η ξακουστή πόλη θα πέσει στα χέρια του σουλτάνου μας. Μ’ αυτές τις λέξεις ο μεγάλος βεζίρης τελείωσε το λόγο του και κάθισε στο ντιβάνι του. Ο Μωάμεθ στην αρχή φαινόταν εξοργισμένος με την ειρηνοφιλία του Χαλλίλ, την οποία χαρακτήριζε στο μυαλό του σαν κάτι παραπάνω από ηττοπάθεια. Αλλά σιγά-σιγά, όσο ο μεγάλος βεζίρης προχωρούσε στην ανάλυση των γεγονότων και στην ανάπτυξη της πραγματικότητας, άρχισε, χωρίς να το θέλει, να δικαιολογεί τις απόψεις του και να βρίσκει τα ζωτικά σημεία των λόγων του λογικά και συζητήσιμα. Προσπάθησε να μην διακόψει το βεζίρη του, γιατί ο ίδιος παλιότερα του είχε συστήσει όταν έγινε σουλτάνος, να προσπαθεί να ακούει ολόκληρες τις απόψεις των ανθρώπων του, άσχετα αν αυτές δεν συμφωνούν με τις γνώμες του και μετά να βγάζει συμπεράσματα. Έδειξε πως άκουσε τα λόγια του Χαλλίλ χωρίς προκατάληψη και με ενδιαφέρον και προτίμησε, πριν πει ο ίδιος κουβέντα, να αφήσει να μιλήσουν άλλοι σύμβουλοί του. Γνώριζε καλά, ότι αιτία της τοποθέτησής του στο εμιράτο της Μαγνησίας αμέσως μετά το γάμο του και της απομάκρυνσής του απ’ την Αδριανούπολη, όταν ζούσε ο πατέρας του Μουράτ, ήταν ο Χαλλίλ πασάς, γι’ αυτό κι ερχόταν στιγμές που πραγματικά τον μισούσε. Έβλεπε, όμως και την εξυπνάδα του και αναγνώριζε την ικανότητά του, με την οποία εξέταζε και αντιμετώπιζε κάθε πρόβλημα, γι’ αυτό και τον σεβόταν και τον κρατούσε πρώτο σύμβουλό του και μεγάλο βεζίρη της αυλής του. Ο Ζαγανός πασάς, ο διοικητής της ασιατικής στρατιάς, έκανε υπομονή όσο μιλούσε ο μεγάλος βεζίρης και διαρκώς έδειχνε την στενοχώρια που ένιωθε με τα λεγόμενα του Χαλλίλ πασά. Ο Βούλγαρος εξωμότης ήταν απότομος, ορμητικός, βάρβαρος και προπαντός αφοσιωμένος στο Μωάμεθ και αντίζηλος και άσπονδος εχθρός του 294


Χαλλίλ. Γνώριζε καλά τις φιλοχριστιανικές προθέσεις του και πάντα προσπαθούσε να βρει ευκαιρία για να τον εκτοπίσει απ’ την ανώτατη θέση που κατείχε και να πάρει αυτός τη μεγάλη βεζιρία. Δεν ήθελε να είναι τρίτος στην ιεραρχία. Του άρεσε να είναι αυτός αμέσως μετά το σουλτάνο. Κάθε τόσο, ενώ μιλούσε ο Χαλλίλ, έριχνε ανήσυχες ματιές προς το σουλτάνο και τους άλλους αξιωματούχους, σα να ήθελε έτσι να δείξει την ασυμφωνία του με το μεγάλο βεζίρη και να εκδηλώσει τη βαθιά αντίθεσή του με τα λεγόμενά του. Ο Μωάμεθ, που γνώριζε το χαρακτήρα και τις προθέσεις του Ζαγανού, κατάλαβε τη στενοχώρια του και την ανυπομονησία του γι’ αυτό και αμέσως μόλις τελείωσε και κάθισε ο Χαλλίλ πασάς έδωσε το λόγο στο διοικητή της ασιατικής στρατιάς. Ο Ζαγανός σηκώθηκε επάνω, έριξε μια αυστηρή ματιά προς το γέροντα Χαλλίλ πασά, έφερε το βλέμμα του γύρω-γύρω σ’ όλους τους παρευρισκόμενους, σα να ήθελε να τους δώσει να καταλάβουν ότι θέλει να τον προσέξουν και να ακούσουν καλά τα όσα θα τους πει. Γνώριζε καλά ο πολεμοχαρής Ζαγανός, ότι λύση της πολιορκίας και φυγή θα σήμαινε γι’ αυτόν και τους οπαδούς του στρατοκράτες διώξιμο απ’ την αυλή του σουλτάνου και ίσως και τιμωρία με θάνατο, γιατί αυτοί ήταν εκείνοι, που με τα λόγια τους και τις προτροπές τους ενίσχυσαν τα σχέδια του Μωάμεθ και τον προέτρεψαν να αναλάβει την εκστρατεία αυτή κατά του αυτοκράτορα68. Με συγκρατημένο ύφος που πρόδινε ταραχή και αγανάκτηση αλλά και χαρά μαζί, γιατί τώρα του δίνονταν μια πολύ καλή ευκαιρία να επιτεθεί ανοιχτά και μπροστά στο σουλτάνο και σ’ όλους τους μεγάλους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας κατά του άσπονδου εχθρού του Χαλλίλ πασά, είπε. -Πολυχρονεμένε μου αφέντη. Μεγάλοι μου πασάδες και στρατηγοί. Ακούσαμε μόλις προ ολίγου να γίνεται λόγος για ακατάλληλη εποχή, για άγουρα φρούτα και για φανταστικές μεγάλες βοήθειες που καταφθάνουν και δεν πιστεύαμε στ’ αφτιά μας κι ούτε μας ήταν εύκολο να παραδεχτούμε, ότι οι λόγοι αυτοί προέρχονταν από έναν αφοσιωμένο δούλο του ένδοξού μας σουλτάνου και πραγματικό πιστό του μεγάλου Προφήτη. Βέβαια, δεν αποδίδω τέτοια κατηγορία στο μεγάλο βεζίρη αλλά απορώ, πώς μπορεί ένας τόσο έμπειρος και πολύπειρος άνθρωπος να βλέπει τα πράγματα σήμερα με τέτοιο μάτι. Τώρα, που τα περισσότερα τείχη έχουν γκρεμιστεί, ο στόλος του αυτοκράτορα έχει καταστραφεί και η αδύναμη πλέον Κωνσταντινούπολη τρέμει και ξεψυχά απ’ την ορμή και τις πιέσεις μας. Αν λύσουμε τώρα την πολιορκία κι εγκαταλείψουμε την πόλη, πότε θα ξαναβρούμε καλύτερη ευκαιρία για να την κατακτήσουμε; Μήπως όταν αφήσουμε τους άπιστους ελεύθερους κι ανενόχλητους, για να την ξαναοχυρώσουν και όταν τους δώσουμε χρόνο ή μάλλον χρόνια, για να οργανωθούν και να ξαναδυναμώσουν; Είναι αλήθεια, πως έχουμε πολλά θύματα μέχρι τώρα και πολλοί στρατιώτες μας έπεσαν ηρωικά για τη δόξα του σουλτάνου μας και το 68

Mijiatopvic C. ‘’The Last Emperor . . .’’

Σελίδα

201. 295


μεγαλείο της πίστης μας. Ύστερ’ από τόσες θυσίες, πώς θα τολμήσουμε να εγκαταλείψουμε σήμερα τα μισογκρεμισμένα τείχη και πώς θα μπορέσουμε να αγνοήσουμε τις τόσες χιλιάδες των συντρόφων μας, που έδωσαν τη ζωή τους για να φθάσουμε ως εδώ; Πολυχρονεμένε μου αφέντη. Έχεις πολυάριθμο και γενναίο στρατό. Μη δειλιάσεις και μη διστάσεις να εκπληρώσεις το σκοπό σου, που είναι και η μοίρα και το µεγάλο κισμέτ του Ισλάμ. Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε πολύ λιγότερο στρατό όταν ξεκίνησε από τα μέρη αυτά, τα οποία σήμερα εσύ κατέχεις, για να κατακτήσει τον κόσμο και το κατάφερε. Το κατάφερε, γιατί πίστευε στον εαυτό του και στους στρατιώτες του. Μα περισσότερο το κατάφερε, γιατί δεν δείλιασε μπροστά σε καμιά δυσκολία και δεν κοντοστάθηκε μπροστά σε κανένα εμπόδιο. Με τόλμη κι αποφασιστικότητα τα σάρωσε όλα και δόξασε το όνομά του. Και συ σήμερα, μεγάλε μας αφέντη, αν δεν παρασυρθείς από λόγια άλλων, δεν δειλιάσεις αλλά προχωρήσεις, θα πετύχεις και θα δοξαστείς. Το όνομά σου θα μείνει αθάνατο όπως και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όσον αφορά τις πληροφορίες για υποτιθέμενες βοήθειες που πρόκειτα να φθάσουν, δήθεν, στην Κωνσταντινούπολη, είναι απλοί μύθοι. Δεν έχουν καμιά βάση κι είναι ψεύτικες και απατηλές. Και πρώτα-πρώτα, ούτε ο Βράκοβιτς της Σερβίας, ούτε ο Ουνυάδης της Ουγγαρίας, ούτε ο Βλαδισλαύος της Πολωνίας έχουν πρόθεση να σηκώσουν σπαθί εναντίον σου αλλά και ούτε είναι σε θέση να το κάνουν. Ο δοξασμένος πατέρας σου, ο αμείμνηστος Μουράτ ο δεύτερος, τους έδωσε τέτοιο μάθημα στο Κόσσοβο, στη Βάρνα και στην Κρόια, που δε θα τολμήσουν να αποπειραθούν κάτι τέτοιο. Αλλά και αν τολμήσουν, ο στρατός μας είναι έτοιμος να τους αντιμετωπίσει. Ας γνωρίζουν καθαρά, ότι μια τέτοια απερισκεψία τους θα είναι πραγματική αυτοκτονία γι’ αυτούς. Όσον αφορά δε την προσδοκώμενη βοήθεια απ’ τη Δύση, αυτή θα μείνει σχέτη προσδοκία για κείνους που την περιμένουν, γιατί δε θα φθάσει ποτέ. Τα λατινικά κράτη έχουν τόσες διαφορές μεταξύ τους και είναι τόσο διαιρεμένα, που δεν ξέρουν πώς να ξεμπλέξουν μεταξύ τους, όχι να βοηθήσουν κι άλλους. Και μάλιστα την Κωνσταντινούπολη, που όλοι τους στην Ιταλία και στη Δύση κρυφοπαρακαλούν να σβήσει μια ώρα γρηγορότερα, για να εξαλειφθεί απ’ την Ανατολή μια φωλιά αιρετικών, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν θέλουν να υποταχτούν στον πάπα. Αν οι Βυζαντινοί έδειχναν από καιρό πριν σημεία αληθινής υποταγής στον πάπα, τότε υπήρχε πραγματικά μια πιθανότητα αποστολής βοήθειας απ’ τη Δύση. Όταν, όμως, η Ρώμη ακούει την Κωνσταντινούπολη να δηλώνει καθαρά, ότι είναι προτιμότερο να δει στις εκκλησιές της σαρίκι τούρκικο παρά κορόνα του πάπα, είναι δυνατό να στενοχωρεθεί για την τύχη της Ανατολής και να στείλει βοήθεια; Έκανε μια διακοπή ο Ζαγανός και μετά ρώτησε δυνατά. -Έτσι δεν διαδήλωσαν μέσα στις εκκλησιές τους στις 12 Δεκεμβρίου οι μεγάλοι άρχοντες; Τον πάπα και τους ανθρώπους του δεν βρίζει και καταριέται συνέχεια ο πολύς καλόγερος Γεννάδιος; Τι συζητάμε τότε για βοήθειες;

296


Όσον αφορά πάλι τους ανόητους Λατίνους που είναι τώρα μέσα στην πόλη και πολεμούν εναντίον μας δεν πρέπει να τους σκεφτόμαστε καθόλου. Αυτοί δεν πολεμούν από βαθιά αγάπη προς την Κωνσταντινούπολη ή μεγάλη αφοσίωση και αγάπη προς τον αυτοκράτορα αλλά παραμένουν και πολεμούν μόνο και μόνο από ατομικό τους συμφέρον. Πολεμούν για το χρήμα και ελπίζουν στα λάφυρα που θα αρπάξουν, σε περίπτωση που θα μας νικήσουν. Αλλά, μήπως και οι συμπατριώτες τους απ’ την Ιταλία θα μπορούσαν, άραγε, να κάνουν τίποτα κι αν ακόμη υποτεθεί ότι πραγματικά ήθελαν να τους βοηθήσουν; Οι Βενετοί με τους Γενουάτες είναι πάντοτε σε ρήξη για εμπορικά συμφέροντα κι ο ένας προσπαθεί να επιβληθεί και να καταπιεί τον άλλο. Ο πάπας θέλει να τους σαρώσει όλους και να μείνει μόνος αυτός κυρίαρχος της Δύσης. Οι συνομωσίες διαδέχονται η μια την άλλη και τα παζαρέματα για το ποιος θα επικρατήσει εδώ και ποιος εκεί δεν σταματούν. Με τέτοια, λοιπόν, φαγωμάρα και διαίρεση που επικρατεί στη Δύση, ποιος θα βρει καιρό να σκεφτεί για την Ανατολή; Όχι μόνο αυτοί εκεί κάτω δεν είναι σήμερα σε θέση να βοηθήσουν άλλους αλλά αμφιβάλλω αν θα μπορέσουν να βοηθήσουν τους ίδιους τους εαυτούς τους, όταν θα φθάσει και η δική τους ώρα. Και είμαι σίγουρος, ότι, ύστερα απ’ την πτώση της Κωνσταντινούπολης, δε θα αργήσει νά ‘ρθει και η δική τους σειρά. Αλλά και αν ακόμη έρθει στους Βυζαντινούς βοήθεια από κάπου, δεν πρέπει να τρομάξουμε κι ούτε να λυγίσουμε. Ο μέγας Προφήτης μας μας το δείχνει καθαρά με τα διάφορα σημάδια που μας στέλνει απ’ τον ουρανό, ότι είναι θέλημα του Αλλάχ η πόλη να γίνει δική μας. Τα σημάδια αυτά, όπως μας εξηγούν οι σοφοί ουλεμάδες –και λέγοντας αυτά έστρεψε επιδεικτικά το βλέμμα του προς τον καθισμένο απέναντί του Αχμέτ Κουράνη-, μας βεβαιώνουν για την αγάπη και την προστασία που δείχνει για μας ο μεγάλος Αλλάχ. Και όταν ο Αλλάχ θέλει, όλα γίνονται. Ρίχνει σύγχυση και διχασμό στους εχθρούς και ωριμάζει τα φρούτα, ακόμη και στην καρδιά του χειμώνα. Το φανέρωμα αυτό της θέλησης του Αλλάχ δίνει θάρρος στους πιστούς μαχητές του και τους κάνει ν’ ανυπομονούν για την τελική έφοδο και νίκη. Αντίθετα, οι άπιστοι πίσω απ’ τα τείχη καταλαβαίνουν το νόημα των ουρανίων αυτών σημείων και τρέμουν σαν τα φύλλα του φθινοπώρου απ’ το φόβο τους. Ο ίδιος ο Γεννάδιος εξηγεί τα σημεία αυτά και προλέγει την καταστροφή της πόλης και των κατοίκων της. Ποιες θα ήταν, λοιπόν, οι περιστάσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καλύτερες απ’ αυτές; Όχι μόνο δεν πρέπει να λύσουμε την πολιορκία αλλά δεν πρέπει ούτε και να χρονοτριβούμε και να καθυστερούμε την έφοδο. Αν θεωρήσουμε δε, έστω και προς στιγμή, αληθινή την ψεύτικη είδηση περί αποστολής βοηθείας απ’ τον Ουνυάδη ή τον πάπα προς τους πολιορκουμένους, αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζει αλλά αντίθετα, πρέπει να μας κάνει να βιαστούμε περισσότερο και να επιτεθούμε το γρηγορότερα, για να πάρουμε την πόλη μια ώρα συντομότερα, ώστε και η βοήθεια να φθάσει κατόπιν εορτής κι εμείς να είμαστε ελεύθεροι απ’ τον πόλεμο της Κωνσταντινούπολης, για να δώσουμε ένα καλό μάθημα και σ’ αυτούς που θα τολμήσουν να στραφούν εναντίον μας.

297


Πολλές πολιορκίες υπέστη ως τώρα η Κωνσταντινούπολη. Εφτά φορές την πολιόρκησαν οι Άραβες. Μάλιστα, την τρίτη φορά τίμησε με την παρουσία του το στρατό των πολιορκητών και ο γέρος τότε Εγιούντ, ο μέγας σημαιοφόρος και ευνοούμενος του Προφήτη Μωάμεθ. Κανείς, όμως, δεν μπόρεσε να πάρει την πόλη, γιατί ο αιώνιος Αλλάχ θέλησε να τιμήσει τους σημερινούς πιστούς του και να δοξάσει το όνομα του σημερινού αντιπροσώπου του επί της γης. Πολυχρονεμένε μου πατισάχ, συνέχισε με τον ίδιο τόνο και το ίδιο ορμητικό ύφος ο Ζαγανός. Είναι αλήθεια, ότι ο ένδοξος πρόγονός σου Βογιατζίτ πολιόρκησε το 1396 την Κωνσταντινούπολη και στο τέλος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να φύγει. Η πολιορκία, όμως, εκείνη δεν απέβλεπε εκατό στα εκατό στην κυρίευση της πόλης. Περισσότερο απέβλεπε στο να βοηθήσει το νεαρό ευνοούμενό του πρίγκιπα Ιωάννη να εκθρονίσει το Μανουήλ και να πάρει αυτός το θρόνο. Γι’ αυτό και ο μέγας εκείνος σουλτάνος δεν έδωσε και μεγάλη σημασία στην επιχείρηση εκείνη κι έλυσε εύκολα την πολιορκία. Και τότε, ο μέγας βεζίρης –κι έδειξε με το βλέμμα του προς το μέρος του Χαλλίλ πασά- συμβούλεψε το σουλτάνο του να λύσει την πολιορκία και να φύγει πίσω στην Αδριανούπολη, παρ’ ότι ο αυτοκράτορας έλειπε στη Δύση και η πόλη ήταν ακέφαλη. Με τα διάφορα επιχειρήματά του και τις αστήριχτες πολυλογίες του φόβισε τον ένδοξο Βογιατζίτ και τον έκανε να φύγει ταπεινωμένος απ’ τα μέρη αυτά προς δόξαν των εχθρών του. Και σήμερα, πάλι ο ίδιος μέγας τιτλούχος και πρώτος σύμβουλος του σουλτάνου μας, προσπαθεί να μας φοβίσει με τη Δύση και να μας κάνει να εγκαταλείψουμε μια σχεδόν ολοκληρωμένη επιτυχία μας. Είναι επίσης αλήθεια, ότι έξι χρόνια αργότερα, το 1402, ο ίδιος σουλτάνος ζήτησε επιτακτικά απ’ τον τότε αυτοκράτορα Ιωάννη, τον άλλοτε ευνοούμενό του πρίγκιπα, να του παραδώσει την πόλη. Ορκίστηκε μάλιστα στο Θεό και στον Προφήτη ότι, αν ο Ιωάννης απορρίψει τις προτάσεις του αυτές, θα επιτεθεί και δε θα αφήσει ούτε μια ψυχή ζωντανή μέσα στα τείχη. Παρά την αρνητική απάντηση του αυτοκράτορα, όμως, ο μέγας Βογιατζίτ δεν επιτέθηκε. Αλλά τότε ήταν άλλοι καιροί και άλλες οι συνθήκες. Σήμερα, η Σερβία και η Βουλγαρία δεν υπολογίζονται. Είναι σα να μην υπάρχουν καθόλου. Η Δύση είναι διαιρεμένη κι αδύνατη να βοηθήσει. Η Ασία είναι δική μας κι όλα τα εκεί εμιράτα με το μέρος μας. Ο Τεμερλάνος δεν υπάρχει πια. Τίποτα δε μας εμποδίζει και ο ορίζοντας είναι ολοκάθαρος για μας. Αν επιτεθούμε αμέσως, η νίκη μας θα είναι λαμπρή και η τιμωρία της πόλης για την αντίστασή της μεγάλη. Οι σωροί των κεφαλιών των απίστων, τρόπαια που θα στήσει ο νικητής στρατός μας μέσα στην πόλη θα είναι πολύ μεγαλύτεροι κι απ’ τις πυραμίδες που έστησε ο Τεμερλάνος με τα κεφάλια των εχθρών του στις πύλεις της Βαγδάτης69.

69

Pears E. ‘’The Destruction . . .’’

Σελίδα

141. 298


Ας εγκαταλείψουμε, λοιπόν, κάθε ιδέα αναχώρησης ή υποχώρησης κι ας εντείνουμε τις προσπάθειές μας, όσο το δυνατόν περισσότερο. Ας διατάξουμε πυκνό και ασταμάτητο βομβαρδισμό των τειχών, για να πολλαπλασιάσουμε τα χαλάσματα των επάλξεων και των πύργων και να διευρύνουμε ακόμη περισσότερο τα ρήγματα που ανοίξαμε ως τώρα στα φρούρια και στα τείχη και με το γιαταγάνι στο χέρι ας ορμήσουμε όλοι σε γενική έφοδο. Η πόλη δε θα αντέξει την ορμή μας. Το θέλημα του Αλλάχ είναι ξεκάθαρο. Η ξακουστή Κωνσταντινούπολη θα γίνει δική σου, μεγάλε μας σουλτάνε. Οι πιστοί υπηρέτες σου περιμένουμε τη διαταγή σου, για να σαρώσουμε την αντίστασή της και να σου την παραδώσουμε σκλάβα στα χέρια σου, όπως το επιθυμείς. Με τα λόγια αυτά τελείωσε ο μπελήρμπεης της Ασίας την ομιλία του και, αφού υποκλίθηκε στο σουλτάνο, κάθισε επιδεικτικά στο ντιβάνι του. Επευφημίες και χειροκροτήματα γέμισαν το χώρο της σκηνής του σουλτάνου. Όλοι οι νεότεροι αξιωματούχοι, καθώς και ο γηραιός στρατηγός των θρακικών στρατευμάτων Τουραχάν πασάς, ο μέγας ευνούχος του σεραγιού, ο ουλεμάς Αχμέτ Κουράνης, ο μέγας σεΐχης Ακ Σεμζεδίν εφέντης και πολλοί άλλοι επιδοκίμασαν με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα τα λόγια του Ζαγανού πασά. Ο σουλτάνος έλαμπε από χαρά και ευχαρίστηση. Χειροκρότησε κι αυτός το Ζαγανό και, επηρεασμένος απ’ τη γενική σχεδόν ομοφωνία των συμβούλων του και των στρατηγών του και παρασυρμένος απ’ τα λόγια του Ζαγανού, σηκώθηκε όρθιος και φώναξε. -Ποιος απ’ τους προκατόχους μου είχε ποτέ τη δύναμή μου70; Συμφωνώ απόλυτα με τη γνώμη του Ζαγανού και διατάσσω να αρχίσουν αμέσως οι προετοιμασίες για την έφοδο. Αύριο το πρωί θα γίνει γενική έφοδος. Η έφοδος αυτή θα είναι έφοδος πολεμιστών κι όχι παιχνίδια µικρών παιδιών. Θέλω δύναμη, πείσμα, ορμητικότητα. Κοίταξε γύρω τους πασάδες του και το βλέμμα του σταμάτησε στο Χαμουζά. -Στο Χαμουζά είπα το πρωί, συνέχισε, πώς θα παρατάξει το στόλο του και τι θα κάνει. Ο καπετάν πασάς ύψωσε ελαφρά το χέρι του, δηλώνοντας έτσι στο σουλτάνο του, ότι γνωρίζει το καθήκον του και το προετοιμασμένο σχέδιο και να μην ανησυχεί. Διατηρώντας αμείωτη την επιβλητικότητα στο ύφος του και στον τόνο της φωνής του ο Μωάμεθ, στράφηκε προς το Ζαγανό και είπε. -Ο Ζαγανός θα περάσει µ’ ολόκληρη τη στρατιά του τη γέφυρα του Κερατίου και θα προσβάλει την πλευρά εκείνη του τείχους με ορμή και πείσμα υποστηριζόμενος κι απ’ το στόλο που βρίσκεται εκεί. Εννοώ το στόλο που περάσαμε δια ξηράς απ’ τα υψώματα του Γαλατά, πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα με το ύφος του την περηφάνια του για το κατόρθωμά του αυτό.

70

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα

288. 299


Ο μπελήρμπεης της Ασίας σιγοκούνησε δυο-τρεις φορές το κεφάλι του σε ένδειξη ότι αντιλαμβάνεται στο ακέραιο τη διαταγή και ότι γνωρίζει επακριβώς τι θα κάνει. Ύστερα, ο Μωάμεθ στράφηκε προς τον Καρατζά πασά και είπε. -Μόλις δοθεί το σύνθημα της επίθεσης, ο Καρατζάς θα οδηγήσει το στρατό του στην τάφρο και θα επιτεθεί εναντίον των τειχών. Κύριος στόχος του θα είναι το μεγάλο ρήγμα που άνοιξαν τα κανόνια μας κοντά στην πύλη της Αδριανούπολης. Με κάθε θυσία, θα προσπαθήσει να ανατρέψει την αντίσταση των αμυνομένων και να περάσει το στρατό του μέσα στην πόλη απ’ το ρήγμα αυτό. Χωρίς να περιμένει καμιά απάντηση ή εκδήλωση κατάφασης απ’ τον Καρατζά πασά, στράφηκε προς τον Ισαάκ πασά και το Μαχμούτ πασά, οι οποίοι κάθονταν δίπλα-δίπλα και συνέχισε. -Ο Ισαάκ και ο Μαχμούτ, ο καθένας επικεφαλής των τμημάτων του, θα επιτεθούν με την ίδια όπως και οι άλλοι ορμητικότητα εναντίον του τείχους της περιοχής τους. Ο κύριος στόχος τους θα είναι η τρίτη στρατιωτική πύλη. Οι μισοί απ’ τους στρατιώτες σας θα προσπαθήσουν να ανεβούν στα τείχη με σκάλες και άλλα μέσα που θα έχετε έτοιμα, ενώ οι υπόλοιποι, με τόξα, πυροβόλα όπλα και άλλους εκτοξευτές, θα χτυπούν ασταμάτητα τους αμυνομένους στις επάλξεις. Ο Μαχμούτ συγκατένευσε με ένα κούνημα του κεφαλιού και των χεριών του, ενώ ο Ισαάκ ετοιμαζόταν να απαντήσει ή να ρωτήσει κάτι τον κύριό του. Ο Μωάμεθ, όμως, με μια βιαστική χειρονομία του, τον σταμάτησε, γιατί δεν του άρεσαν καθόλου οι ερωτήσεις, οι οποίες πολλές φορές, όταν μάλιστα διαδέχονται η μια την άλλη, αλλοιώνουν την αρχική έννοια του θέματος και αλλάζουν το αντικείμενο μιας διαταγής. -Ο Χαλλίλ πασάς, συνέχισε ο Μωάμεθ και ο Καρατζάς που είναι κοντά του, θα επιτεθούν εναντίον του κεντρικού τμήματος του τείχους, με κύριο στόχο το μεγάλο ρήγμα του τείχους κοντά στην πύλη του Ρωμανού. Η θέση αυτή είναι σπουδαία και το ρήγμα που ανοίξαμε εκεί δεν πρέπει να πάει χαμένο. Δεν πρέπει να χαθεί άδικα και να πάει χαμένη και η προσφορά του Ουρβανού και το έργο του τεράστιου σε μέγεθος και μοναδικού σε δύναμη κανονιού. Ας μη σας απασχολεί το γεγονός, ότι στο σημείο αυτό μάχονται οι πιο έμπειροι στρατιώτες του αυτοκράτορα και οι Ιταλοί του Ιουστινιάνη. Έχετε υπόψη σας, ότι στον τομέα αυτό θα αντιπαρατάξω την προσωπική μου φρουρά, τους διαλεχτούς γενιτσάρους μου, στους οποίους θα ηγηθώ προσωπικά ο ίδιος. Πηγαίνετε τώρα στις σκηνές σας, ξεκουραστείτε και δειπνήσετε. Επιβλέψατε στη νηστεία των στρατιωτών και συστήσετε, όπως κάθε μαχητής προβεί στους εφτά καθορισμένους θρησκευτικούς καθαρμούς. Φροντίσετε, όπως τελεστούν επίσημες δεήσεις σ’ όλο το στρατόπεδο για την επιτυχία της εφόδου μας. Διατάξετε τους αρχηγούς του πυροβολικού σας να ετοιμάσουν τα πυροβόλα τους, ώστε να έχουν ορμητικό και συγκεντρωμένο πυρ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Μην ξεχάσετε δε, να γνωστοποιήσετε στους στρατιώτες σας, στέλνοντας κήρυκες προς όλες τις κατευθύνσεις, ότι ο σουλτάνος ορκίζεται στο όνομα του αιωνίου Αλλάχ, στο όνομα του μεγάλου Προφήτη Μωάμεθ και στις τέσσερες

300


χιλιάδες των προφητών του, στην ψυχή του πατέρα του ένδοξου σουλτάνου Μουράτ, στις κεφαλές των απογόνων του και στην τιμή του ξίφους του, όλος ο στρατός μετά τη νίκη θα έχει το δικαίωμα τριήμερης λαφυραγωγίας της πόλης71. Κηρύξετε σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο, ότι αύριο το πρωί θέλω όλοι οι πασάδες, οι στρατηγοί, οι αξιωματικοί κάθε βαθμού και οι στρατιώτες, να βρίσκονται πάνοπλοι στα τείχη. Η ποινή για τους απόντες και τους καθυστερημένους, αδιάκριτα απ’ το βαθμό τους, θα είναι αποκεφαλισμός72.

71 72

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα Σελίδα

292. 303. 301


27. ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΕΠΑΛΞΕΙΣ Ενώ στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε απόλυτη ησυχία, η Κωνσταντινούπολη δονούνταν ολόκληρη απ’ τις κωδωνοκρουσίες, τις ζητωκραυγές και τους αλαλαγμούς του λαού της. Απ’ το πρωί, όλες οι καμπάνες χτυπούσαν ασταμάτητα και καλούσαν τους πιστούς, όσους δεν είχαν υπηρεσία στα τείχη ή στα έργα της άνυμας, να προσέλθουν στις εκκλησίες, για να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν το Θεό για τη σωτηρία τους. Ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να γίνει η μεγάλη λιτανεία και περιφορά των αγίων εικόνων γύρω στα τείχη και μέσα στην πόλη. Αρχιερείς, ιερείς και καλόγεροι, Έλληνες και Λατίνοι, καθολικοί και ορθόδοξοι, ολόκληρος ο χριστιανικός κλήρος με τα χρυσοκέντητα άμφιά τους, αναρίθμητο πλήθος λαού, άντρες, γυναίκες και παιδιά, πλούσιοι και φτωχοί, άρχοντες και υπηρέτες, μοναχοί και μοναχές, όλοι ξυπόλυτοι, περιέφεραν, με αναμμένα κεριά και ψαλμωδίες, με γοερές κραυγές και κλάματα, με σπαραγμό ψυχής και δέος ασυγκράτητο, τις άγιες εικόνες και παρακαλούσαν το Θεό, τη Θεοτόκο και τους Αγίους, να σώσουν την Κωνσταντινούπολη. Η απόλυτη σιωπή που επικρατούσε απ’ το πρωί στο τουρκικό στρατόπεδο ενίσχυε την αβεβαιότητα και αύξανε την αγωνία των πολιορκημένων, γεμίζοντας με τρόμο και απόγνωση τις ψυχές τους. Η λιτανεία γύρισε σ’ όλα τα τείχη και σε πολλά σημεία ο λαός έβλεπε απ’ τα μεγάλα χαλάσματα των τειχών το νεκρωμένο έξω στρατόπεδο των Τούρκων. Και οι Τούρκοι έβλεπαν το τεράστιο αυτό πλήθος, να ακολουθεί τους χρυσοφορεμένους αρχιερείς του και, με την ψυχή στα δόντα, να κλαίει ασταμάτητα, να προσεύχεται και να παρακαλεί το Θεό για τη σωτηρία του. Στο πέρασμα των εικόνων απ’ τα τείχη, οι στρατιώτες πάνω απ’ τις επάλξεις και τους πύργους, με κατάνυξη και δακρυσμένα μάτια, έκαναν το σταυρό τους κι ένωναν κι εκείνοι τις προσευχές και τις παρακλήσεις τους με το πλήθος. Χιλιάδες στόματα έψαλαν το ‘’Κύριε ελέησον’’ και ένωναν τις απέλπιδες φωνές τους με τους ιερείς που ασταμάτητα κι εκείνοι έψαλαν δεήσεις. Με δάκρυα στα μάτια, κλήρος και λαός, παρακαλούσαν το Θεό να τους λυπηθεί και να τους συγχωρέσει για τα πολλά τους αμαρτήματα και να απομακρύνει τα βάρβαρα και αιμοδιψή στίφη των απίστων απ’ το λαό Του. Τα πλήθη έδιναν θάρρος και κουράγιο ο ένας στον άλλο και με κλάματα υπόσχονταν ν’ αντισταθούν με καρτερία και αποφασιστικότητα στους επιδρομείς. Δήλωναν όλοι τους, ότι θα προτιμήσουν το θάνατο παρά την ατίμωση73. Η λιτανεία πέρασε απ’ την πύλη του Ρωμανού, περιήλθε και το υπόλοιπο τείχος και επέστρεψε στην πόλη. Οι καμπάνες χτυπούσαν 73

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Λεονάρδος ο Χίος.

Σελίδα 307.

302


ασταμάτητα. Για μια στιγμή κι ενώ όλοι έκλαιγαν και προσεύχονταν, μια φωνή ακούστηκε μέσα στο πλήθος: ‘’Όλοι στα τείχη, όλοι στα τείχη.’’ Η φωνή αυτή, που πετάχτηκε σα λάβα μέσα απ’ τα πυρωμένα απ’ την αγωνία και φουρτουνιασμένα απ’ την απόγνωση στήθη της πόλης, πέρασε σαν αστραπή ελπίδας από στόμα σε στόμα, πήδησε απ’ τη μια άκρη του πλήθους στην άλλη, ξαπλώθηκε από συνοικία σε συνοικία, γενικεύτηκε αμέσως κι από απλή φλόγα έγινε μανιασμένη πυρκαγιά και ξεχύθηκε σ’ ολόκληρη την πολιορκημένη έκταση της Κωνσταντινούπολης. Η επιβλητική παρουσία του αυτοκράτορα και των αρχόντων και η κατανυκτική ψαλμωδία των ορθοδόξων και των καθολικών αρχιερέων και κληρικών εμψύχωσε το λαό. Οι άχραντες εικόνες και τα σεπτά λείψανα των αγίων, οι κατανυκτικές προσευχές, τα δάκρυα και οι παλλαϊκές δεήσεις, επηρέασαν βαθιά τις τρομοκρατημένες ψυχές των κατοίκων. Έδωσαν καινούριο θάρρος και στάλαξαν νέα δύναμη στις καρδιές των απλοϊκών ανθρώπων. Μια απότομη μεταβολή συντελέστηκε μέσα τους και μια παράξενη κι ακατανίκητη δύναμη ατσάλωσε το κουράγιο τους και γιγάντωσε τη θέλησή τους, για μια ύστατη προσπάθεια διάσωσης της βασιλεύουσας. Το σύνθημα ‘’όλοι στα τείχη’’ ήταν ο σπινθήρας και το έναυσμα που περίμενε το αναγεννημένο πλήθος, για να δείξει τη νέα θέληση και τη νέα δύναμη, που ξαφνικά είχαν πλημμυρίσει τις καρδιές όλων. Οι ήχοι των σημάντρων των εκκλησιών αντηχούσαν διαφορετικοί τώρα στ’ αφτιά τους και, σα να προέρχονταν από κόσμους μακρινούς και άγνωστους, από κόσμους όπου μόνο η τόλμη και η αφοβία επικρατούν, μετέβαλαν τον τρόμο και την απόγνωση σε θάρρος, ελπίδα και πεποίθηση. Η παράξενη αυτή τόλμη έβαζε φτερά στα πόδια κι έσπρωχνε όλους προς τα οχυρώματα και τις επάλξεις. Σε λίγο, πολυάριθμα πλήθη λαού ξαναγύρισαν στα γκρεμισμένα τείχη και ασταμάτητα κουβαλούσαν πέτρες, ξύλα, κοφίνια με χώμα κι άλλα διάφορα υλικά, για να φράξουν κατά το δυνατόν τα χαλάσματα και τα ρήγματα που είχε προξενήσει ο ακατάπαυστος βοβμαρδισμός των μεγάλων πυροβόλων του Μωάμεθ. Με δάκρυα στα µάτια κι ελπίδα στην καρδιά, πηγαινοέρχονταν όλοι ο εθελοντές, αδιάκριτα φύλου και ηλικίας, κοινωνικής τάξης και αξιώματος και με γρηγοράδα έφερναν ακούραστοι υλικά και σήκωναν φράγματα, ενισχύοντας όσο μπορούσαν καλύτερα το ερειπωμένο τείχος. Όλοι δούλευαν ασταμάτητα ως αργά τη νύχτα. Με δάκρυα στα μάτια και με ραγισμένη την καρδιά απ’ τη συγκίνηση, ανέβηκε αργά-αργά κατά το σούρουπο τις σκάλες του τείχους ένας μεσήλικας στρατιώτης µ’ ένα μακρύ ακόντιο στο χέρι και σιωπηλός πήρε θέση ανάμεσα στους συμπολεμιστές του πάνω στις επάλξεις κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. -Γιατί ήρθες έτσι νωρίς; Τον ρώτησε µ’ απορία κάποιος απ’ τους συναδέλφους του, καθώς όλοι πλησίαζαν κοντά του και τον περικύκλωναν περίεργοι. -Σήμερα ήταν η σειρά σου να πας στους δικούς σου. Μπορούσες να μείνεις κι άλλο αν ήθελες, όπως κάνουμε όλοι. Άλλωστε, σήμερα εδώ επάνω έχουμε απ’ το πρωί ησυχία, πρόσθεσε κάποιος άλλος.

303


-Πραγματικά. Απ’ το πρωί επικρατεί απόλυτη ηρεμία και εκνευριστική σιγή σ’ όλο το στρατόπεδο των εχθρών, είπε ένας τρίτος με μακρύ ξίφος στη μέση και χάλκινο κράνος στο κεφάλι. -Αυτή η παράξενη σιγή, είπε ένας γκριζομάλλης με αλυσιδωτό θώρακα και τραχιά χαρακτηριστικά, κάτι μαγειρεύει. Δεν την βλέπω με καλό μάτι. -Ή ετοιμάζουν καμιά μεγάλη επίθεση πάλι οι βάρβαροι ή τα μαζεύουν για να φύγουν, πρόσθεσε με κάποια συγκρατημένη χαρά ένας νεαρός τοξότης. -Δεν πήγα στο σπίτι μου. Είπε ξερά για μια στιγμή ο στρατιώτης που μόλις είχε ανεβεί στις επάλξεις. Βρήκα τα δυο μου παιδιά και τη γυναίκα μου στη λιτανεία. Η μικρή μου κόρη και το μωρό μείνανε στο σπίτι. Σώπασε λίγο, σκούπισε ένα δάκρυ με το χέρι του και συνέχισε. -Με τη γυναίκα μου και τα δυο μου μεγαλύτερα παιδιά γυρίζαμε όλη τη μέρα μαζί ανάμεσα στο πλήθος. Τελευταία, όταν διαλύθηκαν όλοι, αγκαλιαστήκαμε, ζητήσαμε συγχώρεση ο ένας απ’ τον άλλο και χωριστήκαμε. Τι χωρισμός . . . ! Σταμάτησε και πάλι ο ακοντιστής, έδιωξε έναν κόμπο απ’ το λαιμό του, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, σα νά ‘θελε να κατευθύνει κάπου τη φωνή του και πρόσθεσε. -Πόσο ήθελα να δω και τ’ άλλα δυο μου παιδιά. Να τα σφίξω στην αγκαλιά μου . . . να τα φιλήσω . . . Η φωνή του έτρεμε. Όλοι γύρω του αισθάνθηκαν τα μάτια τους να καίνε. Ο ακοντιστής συνέχισε. -Άραγε θα τους ξαναδώ άλλη φορά; Θέλησε να συνεχίσει αλλά δεν μπόρεσε. Έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του κι έσκυψε το κεφάλι. Βαριά σιωπή απλώθηκε ανάμεσα στους στρατιώτες. Ο καθένας θυμήθηκε τους δικούς του, την οικογένειά του, τα παιδιά του. Όλων τα μάτια βούρκωσαν. Οι επάλξεις φαίνονταν στα θολά τους βλέμματα άλλοτε ψηλές και θεόρατες κι άλλοτε χαμηλές και τιποτένιες. Τα χαλάσματα των πύργων έχασκαν μπροστά τους μέσα στο σούρουπο και οι σωροί των ερειπίων έπαιρναν χίλια διαφορετικά σχήματα και παράξενες όψεις στο μισοσκόταδο. Όλων οι σκέψεις τις στιγμές αυτές ήταν μακριά, πέρα στην άμοιρη πόλη. -Περάσαμε πολλές φοβερές και κρίσιμες ώρες ως τώρα και σε τούτη την πολιορκία και σ’ άλλες παλιότερες, είπε με κάποια προσποιητή ψυχραιμία και πρόσθετη δύναμη στη φωνή του ο γκριζομάλλης στρατιώτης με τον αλυσιδωτό θώρακα. Πάντοτε αγωνιζόμασταν με επιτυχία και στο τέλος δείχναμε την υπεροχή μας και διώχναμε τους εχθρούς. Και τώρα, σας βεβαιώνω πως κάτι θα γίνει. Και, προσπαθώντας να βάλει τέρμα στη σιωπή και να διαλύσει τη θλιβερή και βαριά ατμόσφαιρα που προς στιγμή πίεζε τις καρδιές των συντρόφων του, ρώτησε. -Τι άλλα νέα απ’ την πόλη; Οι παπάδες και οι άρχοντες άστραφταν σήμερα. Τους είδαμε που πέρασαν από δω. Ανάμεσα στους αρχιερείς κι ο καρδινάλιος Ισίδωρος, ο αρχιεπίσκοπος της Χίου Λεονάρδος . . . 304


καθολικοί και ορθόδοξοι μαζί . . . αδελφωμένοι στη λιτανεία. Θα είναι, άραγε, αδελφωμένοι στο εξής και στον αγώνα; -Μακάρι να αδελφώνονταν από πολύ νωρίτερα, είπε ο νεαρός τοξότης, που δεν γνώριζε και τόσο πολλά απ’ τη διένεξη των εκκλησιών. Αν ήμασταν μονιασμένοι, ίσως κι αυτοί οι βάρβαροι –κι έδειξε προς το στρατόπεδο των Τούρκων-, να μην τολμούσαν να φθάσουν μέχρις εδώ. -Σήμερα μόνο που έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο καταλάβαμε όλοι την ανάγκη της συμφιλίωσης και την αξία της ένωσης, είπε ο στρατιώτης που μόλις είχε γυρίσει απ’ την πόλη. Έμεινε λίγο σκεφτικός, σκάλισε με το κάτω μέρος του ακοντίου του το λιθόστρωτο του τείχους μια-δυο φορές και είπε. -Μετά τη λιτανεία, ο αυτοκράτορας μίλησε στο λαό. Είπε πολλά. Πάρα πολλά. Παίνεψε τη στάση και το κουράγιο μας μέχρι σήμερα κι ευχαριστήθηκε με το θάρρος μας στις μάχες και την υπακοή μας στις διαταγές του. Μας είπε να μη δειλιάσουμε στις νέες επιθέσεις των Τούρκων. Να έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό και πεποίθηση στη δύναμή μας. Να μη φοβηθούμε απ’ το μεγάλο πλήθος και τις δυνατές κραυγές των βαρβάρων. Είμαστε λίγοι, είπε, αλλά γενναίοι, δυνατοί και έξυπνοι. Οι άπιστοι είναι πολλοί αλλά απερίσκεπτοι και ανόητοι. Μη σας τρομάζει ο αριθμός και το πλήθος τους, μας είπε. Πολλοί ήσαν και οι Ρωμαίοι και απειράριθμο το ιππικό τους μπροστά στην Καρχιδόνα. Λίγοι, όμως, ελέφαντες των Καρχιδονίων πανικόβαλαν κι έτρεψαν σε φυγή το ιππικό των Ρωμαίων. Μας θύμισε τους κανόνες και τις τακτικές του πολέμου και μας συνέστησε να πολεμούμε με ανδρεία και προσοχή. Ανάφερε μεγάλες νίκες των προγόνων μας κι αναφέρθηκε σε συμφωνίες που έκανε ο βάρβαρος και άπιστος σουλτάνος με τους Γενουάτες του Γαλατά. Οι Γενουάτες αυτοί σήμερα, είπε, αισθάνονται χαρά και τραγουδούν βλέποντας ότι δεν τους πειράζει ο Μωάμεθ. Δεν βλέπουν ότι καίγονται και τα δικά τους σπίτια ύστερ’ απ’ τα δικά μας. Μοιάζουν με σαλιγκάρια, που ενώ ψήνονται στη φωτιά τραγουδούν. Αυτή, λοιπόν, την πόλη, είπε, που ήταν η βασίλισσα όλων των άλλων πόλεων, απ’ τον Πόντο και την Αρμενία μέχρι το Γιβραλτάρ και την Ισπανία, απ’ την Ιλλυρία και το Δούναβη μέχρι τη Μεσοποταμία και την Αραβία, θέλει τώρα ο άπιστος Οθωμανός, αυτός που καταπάτησε όρκους και διέλυσε συμφωνίες, να την υποδουλώσει. Θέλει να αρπάξει τις άγιες εκκλησίες μας, όπου προσκυνούμε την Αγία Τριάδα και δοξολογούμε την αγιότητα του Κυρίου και όπου ακούει κανείς τους αγγέλους να υμνούν την παντοδυναμία του Θεού και την ενανθρώπιση του Χριστού και να τις κάνει τόπο λατρείας της δικής του ασεβούς θρησκείας και του ανόητου ψευτοπροφήτη Μωάμεθ και σταύλο για τα άλογα και τις καμήλες του. Να τα σκεφτείτε καλά όλα αυτά, για να μείνει στην αιωνιότητα το όνομά σας, η δόξα της Πόλης και η ελευθερία του λαού της. Οφείλουμε να αγωνιζόμαστε, πρώτον για την άγιά μας πίστη, δεύτερον για την πατρίδα και την ελευθερία, τρίτον για το βασιλιά μας, που είναι ο αντιπρόσωπος του Κυρίου μας και τέταρτον για τους συγγενείς και φίλους μας. Και, αν μέχρι σήμερα πολεμούσαμε για καθένα απ’ αυτά μέχρι θανάτου, πώς πρέπει να πολεμήσουμε σήμερα που

305


αγωνιζόμαστε και για τα τέσσερα μαζί; Σκεφτείτε καλά τα λόγια μου αυτά κι ας αγωνιστούμε όλοι μαζί όπως αρμόζει, για να μείνει στην αιωνιότητα το όνομά σας και η δόξα και η ελευθερία74. Ο στρατιώτης έλεγε, έλεγε ασταμάτητα. Επαναλάμβανε τα λόγια του αυτοκράτορα με ευκολία απίστευτη, σα να ήταν τυπωμένα ολοκάθαρα ένα-ένα στο μυαλό του. Η γλώσσα του είχε λυθεί κι ο ενθουσιασμός φούσκωνε τα στήθη του. Ξεχείλιζε απ’ αυτά και μεταπηδούσε ζεστός και ζωογόνος στις καρδιές των συντρόφων του. Συνεπαρμένοι κι εκείνοι απ’ τα θερμά λόγια του συναδέλφου τους, νόμιζαν πως άκουγαν με τ’ αφτιά τους τον ίδιο τον αυτοκράτορα να τους ομιλεί. Το είναι τους ζωντάνευε και θέριευε και η δυνατή λάμψη των ματιών τους έδειχνε πόσο κουράγιο και πόση ορμή και θέληση για πόλεμο είχαν σταλάξει στις ψυχές τους τα λόγια που άκουγαν μέσα στη νύχτα απ’ το στόμα του συμπολεμιστή τους. Ο στρατιώτης, μαγεμένος απ’ τη δύναμη των ίδιων των λόγων του, παρασυρμένος απ’ τη σιωπή της νύχτας και την προσοχή και αφοσίωση των συντρόφων του και ωθούμενος από μια ακατανίκητη δύναμη που του έδινε την ώρα εκείνη η πλήρης κατανόηση του υπέρτατου καθήκοντος, συνέχισε. -Μετά, γύρισε ο αυτοκράτορας προς τους Βενετούς που στέκονταν στο δεξιό του μέρος και τους είπε: Ευγενείς και γενναίοι Βενετοί αδελφοί μου. Στο όνομα του Χριστού, που είναι Θεός όλων μας, σας καλώ να κάμετε το καθήκον σας και να αγωνιστείτε για την άγια αυτή πόλη, που είναι και δική σας μητέρα και δεύτερη πατρίδα σας. Θυμηθείτε τους μεγάλους αγώνες σας και τις περήφανες νίκες σας κατά των Αγαρηνών και παραδειγματιστείτε απ’ αυτές. Σεις που είσαστε γενναίοι άνδρες, δυνατοί στρατιώτες και έμπρειροι πολεμιστές, υπερασπιστείτε με όλη τη δύναμη της ψυχής σας αυτήν την πόλη που βρίσκεται σε τόσο φοβερή κατάσταση. Σας παρακαλώ για δεύτερη φορά, κάμετε το καθήκον σας, σαν άνθρωποι που είσαστε με ίδια πίστη με μας και πολεμήσετε μαζί μας σαν αδελφοί . . . Ο στρατιώτης σκούπισε τα μάτια του και συνέχισε. Μετά, ο αυτοκράτορας στράφηκε προς το μέρος των Γενουατών που στέκονταν αριστερά του και τους είπε: Αδελφοί Γενουάτες. Γενναίοι και ένδοξοι πολεμιστές. Πολλές φορές βοηθήσατε αυτήν την πόλη που δεν είναι μόνο δική μου αλλά ανήκει σε όλους μας, σ’ όλη τη χριστιανοσύνη και πολλές φορές με την πρόθυμη βοήθειά σας την σώσατε απ’ τους Αγαρηνούς. Ήρθε πάλι η στιγμή να δείξετε την αγάπη σας στο όνομα του Χριστού και να την βοηθήσετε με την ανδρεία και τη γενναιότητά σας. Στο τέλος, γύρισε προς όλους μας και μας είπε: Δε μου επιτρέπει ο χρόνος να σας πω περισσότερα. Σας λέγω μόνον, ότι στα χέρια όλων σας παραδίδω το ταπεινό σκήπτρο μου, για να το διαφυλάξετε με πολλή αγάπη. Η εσχάτη ώρα δεν είναι μακριά. Εξορκίζω όλους σας, να σταθείτε ακλόνητοι στις θέσεις σας και να περιφρονήσετε το θάνατο. Σας 74

Φραντζή Γ. ‘’Χρονικό της Άλωσης’’ Σελίδα 73 κ.ε. 1α. Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα 260 2α. Ίδε Κεφ. 22 σημ. Ι του παρόντος. 306


παρακαλώ να δείξετε ανδρεία, γενναιότητα και υποταγή στους στρατηγούς σας. Εάν ακολουθήσετε πιστά και με θέληση τις προσταγές μου αυτές, έχω ελπίδα στο Θεό ότι θα σωθούμε κι αυτή τη φορά απ’ την απειλή Του που είναι δίκαιη, γιατί είμαστε αμαρτωλοί. Αλλά και αν δεν σωθούμε, μη ξεχνάτε ότι στους ουρανούς σας περιμένει το στεφάνι των μαρτύρων που είναι στολισμένο με διαμάντια. Το όνομά σας και η δόξα σας θα υπάρχουν αιώνια εδώ πάνω σ’ αυτή τη γη. Εδώ τελείωσε ο Κωνσταντίνος το λόγο του κι αμέσως όλοι οι παρευρισκόμενοι, άρχοντες και λαός, αναλύθηκαν σε δάκρυα και µ’ ένα στόμα δήλωσαν στον αυτοκράτορα: ‘’Είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την Πατρίδα.’’ Όλοι δε, με πραγματική συντριβή, ασπάζονταν ο ένας τον άλλο και ζητούσαν συγχώρεση, αποφασισμένοι να πεθάνουν στα τείχη, παρά να δουν την άγια πόλη τους στα χέρια των εχθρών. Απ’ τα μάτια των μαχητών, που ως τώρα άκουγαν σαν υπνωτισμένοι το συμπολεμιστή τους πάνω στις επάλξεις του τείχους της Καλιγαρίας, έτρεχαν καυτά δάκρυα. Ο γεροπολεμιστής με τον αλυσιδωτό θώρακα άπλωσε τα ροζιασμένα χέρια του κι αγκάλιασε μέσα στη νύχτα τους διπλανούς του συντρόφους. Έκαναν κι αυτοί το ίδιο κι όλη η μικρή συντροφιά, χωρίς να το καταλάβει, έμεινε έτσι σφιχταγκαλιασμένη για λίγη ώρα. Τράνταξε για μια στιγμή ο γενναίος πολεμιστής τα μπράτσα του, τραντάζοντας μαζί και τους συντρόφους του, σα να ήθελε µ’ αυτόν τον τρόπο να δώσει κι αυτός από κει ψηλά απ’ τα τείχη τον όρκο του στον αυτοκράτορα και να υπενθυμίσει και στους άλλους το καθήκον τους. Σιωπηλοί και βουρκωμένοι ξανασφίχτηκαν για μια ακόμη φορά όλοι μαζί, δηλώνοντας βουβά με το στερνό αυτό σφίξιμο την απόφασή τους να πεθάνουν στα τείχη σαν πραγματικοί υπερασπιστές της πόλης τους. Έμειναν για λίγο άφωνοι και προσπαθούσαν να πνίξουν τους λυγμούς που πίεζαν τα στήθη τους και να συγκρατήσουν τα καυτά δάκρυα που έβρεχαν τα μάγουλά τους. Ο στρατιώτης, σφίγγοντας με τις ροζιασμένες παλάμες του το ακόντιό του, συνέχισε με καινούριο κουράγιο. -Τότε που, βασιλιάς, άρχοντες και λαός, φιλούσαν και συγχωρούσαν ο ένας τον άλλο, τότε που τα μάτια όλων είχαν βουρκώσει και στα στήθια τους φούσκωνε το αναφιλητό σαν τρικιμισμένο πέλαγος, τότε που αποχαιρετούσαν τα παιδιά τον πατέρα και ο πατέρας φιλούσε τα κεφαλάκια τους και μουρμούριζε μέσα στα δάκρυά του το σπαραχτικό ‘’καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο’’, τότε ακούστηκε το σύνθημα ‘’όλοι στα τείχη, όλοι στα τείχη’’. Σχεδόν αμέσως, ο λαός σκόρπισε και βιαστικός, γεμάτος κουράγιο, τράβηξε για τα τείχη. Ο αυτοκράτορας με τους αυλικούς, τους άρχοντες, τους αρχιερείς τους δικούς μας και τους Λατίνους κατευθύνθηκε προς την Αγιασοφιά. Οι δρόμοι ήταν γεμάνοι κόσμο. Άλλοι έτρεχαν προς τα τείχη να βοηθήσουν σ’ ό,τι μπορούσαν. Άλλοι πήγαιναν στην Αγιασοφιά για να προσευχηθούν. Κι άλλοι ακολουθούσαν τον αυτοκράτορα, θέλοντας να αντλήσουν δύναμη απ’ τη δύναμή του και να πάρουν κουράγιο απ’ το κουράγιο του. 307


Ακολούθησα κι εγώ τη συνοδεία του. Δεν κατάλαβα πότε φθάσαμε και μπήκαμε στη μεγάλη εκκλησία. Οι παπάδες, ορθόδοξοι και καθολικοί, με δάκρυα στα μάτια, έψαλαν δεήσεις και όλοι, αρχιερείς και λαός, πεσμένοι στα γόνατα, κλαίγαμε και παρακαλούσαμε το Θεό να μας λυπηθεί. Ολόκληρος ο τεράστιος χώρος της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας μας ήταν γεμάτος από κόσμο κι όλο έρχονταν κι άλλοι ασταμάτητα απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Ο περίβολος και οι δρόμοι γύρω απ’ την Αγιασοφιά είχαν γεμίσει από πλήθη. Ίσως, σήμερα συγκεντρώθηκε στον υπέρλαμπρο αυτό ναό του Ιουστινιανού περισσότερος κόσμος από κάθε άλλη φορά. Κανένας δεν αντέδρασε στην παρουσία των καθολικών αρχιερέων. Κι εκείνοι που έφυγαν απ’ την εκκλησία στη μέση της λειτουργίας στις 12 του περασμένου Δεκεμβρίου και καταράστηκαν την ένωση και τους Λατίνους κι αυτοί σήμερα, μετανιωμένοι και συντριμμένοι, έτρεξαν στη μεγάλη εκκλησία κι αντάμα με τους καθολικούς, παρακαλούσαν το Θεό να μας λυπηθεί όλους. Όσοι φώναζαν τότε, σε κείνη την ιστορική λειτουργία του Δεκέμβρη, ότι δε θα ξαναπατήσουν στο μολυσμένο απ’ τους Λατίνους ναό και πραγματικά δεν είχαν ξαναπατήσει για τόσον καιρό, σήμερα, με δάκρυα στα μάτια, αγκαλιάζονταν με τους καθολικούς και ζητούσαν συγχώρεση ο ένας απ’ τον άλλο. Ανακατεμένοι και με πραγματική ταπείνωση άρχοντες και δούλοι, κλήρος και λαός, ορθόδοξοι και καθολικοί, με ειλικρίνεια και συντριβή, ζητούσαν συγχώρεση και μεταλάβαιναν των Αχράντων Μυστηρίων. Πρώτος μετάλαβε ο αυτοκράτορας και μετά οι παρευρισκόμενοι άρχοντες και ο λαός. Βγαίνοντας απ’ την εκκλησία ο Κωνσταντίνος φώναξε στους εκεί συγκεντρωμένους: ‘’Αδελφοί και συμπολεμιστές μου. Με τη χάρη και τη δύναμη που μας έχει χαρίσει ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία έχουμε στηρίξει όλες τις ελπίδες μας, ας εξαναγκάσουμε τους εχθρούς μας να φύγουν με μεγάλη ντροπή από τα μέρη μας. Πηγαίνετε στις θέσεις σας. Να είσθε όλοι έτοιμοι κατά τα χαράματα.’’ Με τα λόγια αυτά αποχαιρέτησε το συγκεντρωμένο πλήθος κι έφυγε. Αμέσως, όλοι μας, πολεμιστές και λαός, τραβήξαμε με καινούριο κουράγιο και περίσσια συγκίνηση εκεί όπου καλούσε το καθήκον. Συνεπαρμένος απ’ το μεγαλείο των συμβάντων ο στρατιώτης και νομίζοντας, ότι επαναλαμβάνοντας στους συντρόφους του τα όσα έγιναν εκείνη τη μέρα στην Πόλη, ξαναζεί και πάλι τις έντονες και υπέροχες εκείνες στιγμές, δεν σταματούσε. Πίστευε, ότι ήταν καθήκον του να τα πει όλα κι ότι είχε υποχρέωση να μεταφέρει παντού αυτούσιες τις εντολές του αυτοκράτορα και να τις μεταδώσει ακέραιες και αμετάβλητες στους συντρόφους του. -Όταν σκόρπισε το πλήθος, συνέχισε ο στρατιώτης, εγώ δεν έφυγα απ΄ τη συγκέντρωση για να επιστρέψω πίσω στη θέση μου εδώ. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου απ’ τον αυτοκράτορα. Χωρίς να το καταλαβαίνω, ακολούθησα μαζί με άλλους τη συνοδεία του. Πότε και πώς βρεθήκαμε μέσα στα ανάκτορα δεν κατάλαβα. Ολόκληρο το παλάτι των Βλαχερνών ήταν ανάστατο. Μπήκαμε σε µια αίθουσα. Ο αυτοκράτορας προχώρησε μόνος του σε κάποια άλλη και σε λίγο ξαναγύρισε στην αίθουσα που ήμασταν κι εμείς. Αυλικοί και άνθρωποι του παλατιού και 308


της αυτοκρατορικής οικογένειας μπαινόβγαιναν κλαμένοι. Πότε περνούσαν στ’ άλλα δωμάτια και πότε πάλι ξαναγύριζαν κοντά μας. Η μεγάλη αίθουσα είχε γεμίσει από κάθε είδους κόσμο. Όλοι ήταν δακρυσμένοι κι αμίλητοι. Για μια στιγμή, ο αυτοκράτορτας, με έκδηλη τη συγκίνηση στη φωνή του, είπε: ‘’Οι ώρες είναι κρίσιμες. Η ύστατη στιγμή επέστη. Ζητώ συγχώρεση από όλους σας.’’ Δεν μπόρεσα ν’ ακούσω τίποτα άλλο. Ένα μεγάλο αναφιλητό ξεχύθηκε με μιας απ’ τα στήθη των παρευρισκομένων και γοερές κραυγές και σπαραχτικά κλάματα συντάραξαν την αίθουσα. Οι σκηνές που εξελίχτηκαν μπροστά στα μάτια μου ήταν απερίγραπτες και το δράμα που ακολούθησε ανείπωτο. Ένα μόνο σας λέω. Δεν ήταν δυνατό να μην συγκινηθεί και να μην κλάψει άνθρωπος εκείνη τη στιγμή, έστω κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα. Δακρυσμένος ο αυτοκράτορας πέρασε από μπροστά μου και βγήκε στην αυλή. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ από τόσο κοντά. Πίσω τον ακολούθησαν μερικοί άρχοντες. Ξεχώρισα τον άρχοντα Φραντζή. Μπερδεύτηκα κι εγώ μαζί τους και βγήκα στην αυλή απ’ τους πρώτους. Όλοι ανέβηκαν στα άλογά τους κι έφυγαν για τα τείχη. Φεύγοντας ο αυτοκράτορας είπε: ‘’Πάμε να επιθεωρήσουμε τα τείχη και να εμψυχώσουμε τους στρατιώτες. Απόψε δεν πρέπει να κοιμηθεί κανείς . . . ’’ Βγήκαν απ’ το προαύλιο και χάθηκαν. Τότε πήρα κι εγώ το δρόμο για την πύλη της Καλιγαρίας. Πόσο ήθελα να ξαναδώ για μια φορά ακόμη . . . Μια παράξενη βουή που ακούστηκε νά ‘ρχεται από μακριά διέκοψε τα λόγια του στρατιώτη. Όλοι κράτησαν τις ανάσες τους και κάρφωσαν τα βλέμματά τους μακριά, πέρα απ’ τα τείχη. Προσπαθούσαν κάτι να διακρίνουν αλλά το σκοτάδι της νύχτας δεν τους επέτρεπε. Η βουή που έμοιαζε σαν το αδιάκοπο βογγητό φουσκωμένης θάλασσας όλο και μεγάλωνε. Οι φρουροί τέντωσαν τ’ αφτιά τους και έντειναν όλες τους τις αισθήσεις προσπαθώντας κάτι να ξεχωρίσουν, κάτι να αντιληφθούν, για να μπορέσουν έτσι να καταλάβουν τι συμβαίνει. Ο θόρυβος προέρχεται απ’ το μέρος της θάλασσας, είπε σιγανά ο νεαρός τοξότης. -Μα εδώ ακριβώς είναι το περίεργο, πρόσθεσε ένας άλλος. Η θάλασσα απόψε είναι ήσυχη και δεν έχει κύματα καθόλου. -Οπωσδήποτε, κάτι προετοιμάζουν οι Τούρκοι. -Καλά μας είπε ο αυτοκράτορας, να είμαστε έτοιμοι απόψε κατά τα χαράματα, ψιθύρισε ο ακοντιστής. Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ. Ίσως είχαν περάσει τα μεσάνυχτα. Ο ανεξήγητος θόρυβος συνεχιζόταν με τον ίδιο τόνο ασταμάτητα. Μέσα στην παράξενη βουή ξεχώριζαν βήματα αλόγων που έρχονταν καταπάνω τους απ’ το μέσα μέρος του τείχους. Η μικρή συντροφιά των μαχητών πάνω στους πύργους του φρουρίου της Καλιγαρίας πήρε αμέσως θέσεις πίσω στις επάλξεις κι ο καθένας έσφιξε δυνατά στη χούφτα του το όπλο του. Προστακτική ακούστηκε μέσα στη νύχτα η φωνή του φρουρού απ’ το διπλανό παραπύργιο, που πρόσταζε τους άγνωστους καβαλάρηδες να σταματήσουν.

309


-Μην πλησιάζετε άλλο. Σταθείτε επιτόπου αμέσως. Θα ρίξω τις σαΐτες μου επάνω σας. Ποιοι είσαστε; Τα βήματα των αλόγων σταμάτησαν και μια φωνή ακούστηκε απ’ το μέρος της νυχτερινής συνοδείας να απαντά στον άγρυπνο φρουρό. -Ο αυτοκράτορας. Οι ψυχές των στρατιωτών πλημμύρισαν από αγαλίαση και περηφάνια. Ο γκριζομάλλης πολεμιστής τινάχτηκε όρθιος απ’ τη χαρά του κι ο αλυσιδωτός του θώρακας αντήχησε διαπεραστικά μέσα στη νύχτα. Ο αυτοκράτορας επισκέφτηκε τον πύργο, μίλησε για λίγο στους στρατιώτες και σχεδόν αμέσως έφυγε, για να συνεχίσει τη νυχτερινή του επιθεώρηση. Όταν η βασιλική συνοδεία κατέβηκε τα σκαλιά του τείχους της Καλιγαρίας κι επέστρεφε στα άλογά της, ακούστηκε η φωνή του Κωνσταντίνου να λέει στον άρχοντα Φραντζή που ήταν δίπλα του: ‘’Πήγαινε, αγαπητέ μου φίλε, τώρα στη θέση σου. Ήρθε πια η ώρα.’’ Οι στρατιώτες πάνω απ’ τα τείχη είδαν το Φραντζή μεν να αποχαιρετά τον αυτοκράτορα και ν’ απομακρύνεται απ’ τη βασιλική συνοδεία, τον αυτοκράτορα δε, να συνεχίζει τη νυχτερινή του επιθεώρηση με τους λοιπούς ακολούθους του. Καβάλα στο άλογό του κατευθύνθηκε προς την πύλη του Ρωμανού. Εκείνη την ώρα της νύχτας οι πετεινοί της Πόλης λαλούσαν για πρώτη φορά. - - - - - - - - - - - - - - - - Το ίδιο δράμα επικρατούσε απ’ το πρωί κι ολόκληρη τη μέρα σ’ όλα τα φρούρια, σ’ όλους τους πύργους και σ’ όλα τα τμήματα των τειχών. Η παράξενη ησυχία που απλώνονταν σήμερα στο τουρκικό στρατόπεδο μεγάλωνε την αγωνία και τον τρόμο των πολιορκημένων σ’ ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, οι κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών, οι λιτανείες και οι προσευχές, η περιφορά των εικόνων γύρω στα τείχη και τα κλάματα και οι θρήνοι του λαού, παρέλυαν τα γόνατα κι αποκορύφωναν την απόγνωση και τη φρίκη κάθε ψυχής που βρίσκονταν ασφικτικά κλεισμένη μέσα στο θανάσιμο κλοιό των Οθωμανών. Το δράμα αυτό και η αγωνία που ζούσαν οι μαχητές πάνω στα τείχη αύξαναν περισσότερο οι αποκαρδιωτικές κι απίστευες ειδήσεις που κάθε τόσο έφερναν στους φρουρούς οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί που επέστρεφαν στα πόστα τους από υπηρεσία τους στις εσωτερικές περιοχές της πόλης ή από τυχόν επίσκεψή τους στις οικογένειές τους. Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση και οι φρουροί πάνω στις επάλξεις της πύλης της Αδριανούπολης, άγρυπνοι και γεμάτοι αμφιβολίες, παρακολουθούσαν φοβισμένοι τις θέσεις των εχθρών. Καμιά κίνηση δεν παρατηρείται πουθενά. Κανένα απολύτως ενδιαφέρον δεν εκδηλώνεται απ’ το μέρος των στρατιών του Μωάμεθ. -Τι παράξενη ησυχία επικρατεί σήμερα στο τουρκικό στρατόπεδο, είπε ένας στρατιώτης στους συντρόφους του, καθώς αγνάντευε επίμονα

310


πέρα μακριά προς το σταυροδρόμι του δρόμου της Αδριανούπολης και του δρόμου που οδηγούσε προς την πύλη του Ρωμανού. -Και χθες Κυριακή 27 και σήμερα Δευτέρα 28 του μηνός, είπε ένας άλλος στρατιώτης, μεγάλη ησυχία έχουν οι Τούρκοι. Μήπως έχουν καμιά γιορτή; Ρώτησε μισοαστειευόμενος. -Η ησυχία αυτή θα μεγαλώνει οπωσδήποτε την αγωνία και τον τρόμο των πολιορκημένων εκεί κάτω, πρόσθεσε ένας άλλος κι έδειξε με το χέρι του προς την Κωνσταντινούπολη και πρόσθεσε. Τι δάκρυα έχυνε σήμερα ο λαός την ώρα που περνούσε από δώ τις άγιες εικόνες! . . . Οι φρουροί της πύλης της Αδριανούπολης, εκτός απ’ τις κωδωνοκρουσίες που άκουγαν και την περιφορά των εικόνων που είδαν πάνω απ’ τα τείχη, δεν είχαν μάθει ακόμη τα όσα είχαν συμβεί σήμερα στην Πόλη και συνέχιζαν να ζουν την καθημερινή ρουτίνα, με τη συνηθισμένη πια γι’ αυτούς φροντίδα και ισχυροποίηση των θέσεών τους και την προσπάθεια επιτυχούς αντιμετώπισης μιας τυχόν αιφνιδιαστικής επίθεσης των εχθρών. Δεν γνώριζαν ακόμη τίποτα απ’ τα δραματικά γεγονότα της Αγίας Σοφίας και των Βλαχερνών κι ούτε είχαν μάθει το παραμικρό απ’ τις προθέσεις των αρχόντων, τη στάση των αρχιερέων και τις αποφάσεις του αυτοκράτορα. -Βλέπεις εκεί κάτω προς τη δεξιά όχθη του χειμάρρου του Λύκου; Ρώτησε για μια στιγμή το διπλανό του ένας ψηλός στρατιώτης απ’ τη Μεσέμβρια που έστεκε ολόρθος κρατώντας τη βαριά ασπίδα του και το μακρύ ακόντινό του στα χέρια του και περίσσευε ο μισός πάνω απ’ το τείχος της έπαλξης του πιο ψηλού φρουρίου της πύλης της Αδριανούπολης. Νομίζω πως κάτι πήρε το μάτι μου. Μου φάνηκε πως είδα για μια στιγμή να ξεπροβάλει πίσω απ’ το μικρό λόφο μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών και να χάνονται σχεδόν αμέσως πίσω απ’ τη μικρή καταπράσινη ράχη. Λες να ετοιμάζουν τίποτα; Ο διπλανός του στρατιώτης, ένας μικρόσωμος τοξότης απ’ την Ίμβρο, που το ανάστημά του φαινόταν ακόμη πιο μικρό μπροστά στο ασυνήθιστο ύψος του συναδέλφου του, ορθώθηκε κάπως στο άνοιγμα της έπαλξης, τέντωσε το λαιμό του και, βάζοντας την παλάμη του πάνω απ’ τα μάτια του μπροστά στο μέτωπό του για να τα προφυλάξει απ’ τον ενοχλητικό ήλιο που είχε αρχίσει να γέρνει προς τη δύση κι έριχνε καυτερές και εκτυφλωτικές τις ακτίνες καταπάνω του, παρακολούθησε για λίγο σιωπηλός και με προσοχή τους απέναντι λόφους και είπε. -Δεν μπορώ να δω τίποτα. Αυτός ο ήλιος κοντεύει να μας βγάλει τα μάτια. -Η καλύτερη στιγμή για να μπορέσουμε να παρατηρήσουμε τους λόφους εκείνους θα είναι όταν ο ήλιος κρυφτεί πίσω από κανένα συννεφάκι ή καθώς κατεβαίνει για τη δύση πίσω από καμιά κορυφή λόφου ή δέντρου, είπε ο ψηλόκορμος στρατιώτης. -Πάντως, συνέχισε ο διπλανός του, οι άπιστοι κάτι ετοιμάζουν οπωσδήποτε. Δεν πιστεύω να κοιμούνται στην κυριολεξία όλη τη μέρα τόσες χιλιάδες στρατιώτες.

311


-Το ότι θα συγκεντρώνουν κορμούς και κλαδιά δέντρων και πέτρες και χώματα πίσω απ’ τους λόφους, όπως κάνουν κάθε μέρα, συνέχισε ο γιγαντόσωμος στρατιώτης απ΄ τη Μεσέμβρια, για να φέρουν το βράδυ με την πρώτη τους έφοδο και να τα ρίξουν μπροστά μας, προσπαθώντας να γεμίσουν την τάφρο ή να κάψουν καμιά απ’ τις απροσπέλαστες πύλες μας, είναι πράγμα σίγουρο. Έγινε πλέον ρουτίνα. Αλλά δεν το φοβάμαι. Θα τα βγάλουμε και πάλι πέρα όπως κάθε άλλη φορά. Αλλά εκείνο που μου σπάει τα νεύρα είναι η τόση ησυχία και η αμφιβολία για την επόμενη κίνησή τους. Και με τόνο μισοαστείο και μισοσοβαρό πρόσθεσε. Μήπως πάλι αυτομόλησε κανένας δικός μας και τους μαθαίνει κανένα πολεμικό τέχνασμα, όπως ο Ουρβανός με τα κανόνια του και σταμάτησαν τον πόλεμο μέχρι να μάθουν τα νέα κόλπα; -Ξέρω κι εγώ; Απάντησε ο Ίμβριος τοξότης. Καθόλου απίθανο. Τούτες τις μέρες όλα να τα περιμένεις. Θυμάσαι τι έλεγαν οι αιχμάλωτοι απ’ τη Θράκη που πιάσαμε προχθές στη βραδινή έφοδο; Έχει, λένε, ο Μωάμεθ στο στρατό του πάνω από τριάντα χιλιάδες χριστιανούς που πολεμούν εναντίον μας. Το περίμενε ποτέ κανένας ένα τέτοιο πράγμα; -Δηλαδή, όλοι αυτοί με τα πολύχρωμα σαρίκια είναι χριστιανοί; Είπε με κάποια έκπληξη ο στρατιώτης απ’ τη Μεσέμβρια. -Ε, κι αν δεν είναι όλοι, θα είναι οι περισσότεροι, πρόσθεσε με φανερή δυσαρέσκεια ο τοξότης. -Αν όλη αυτή η σαρικοφορεμένη παρδαλή θάλασσα, που κάθε φορά ορμά εναντίον μας, αποτελείται από χριστιανούς, τότε, περισσότεροι χριστιανοί πολεμούν για να πάρουν την Κωνσταντινούπολη και πολύ λιγότεροι προσπαθούν να την κρατήσουν, είπε ο ψηλόσωμος στρατιώτης με πικρία. Σώπασε για λίγο, σα να ήθελε να πνίξει τη στενοχώρια του με την τόσο παράξενη κι ανεξήγητη γι’ αυτόν πραγματικότητα και πρόσθεσε. -Ποιους, άραγε, χριστιανούς θα βοηθήσει ο Θεός στο τέλος; Τους λίγους ή τους πολλούς; Στο σημείο αυτό, ένας παράξενος αλαλαγμός και μια ουρανομύκης κραυγή που έβγαινε από χιλιάδες μανιασμένα στόματα αντιβούισε ξαφνικά στο στερέωμα. Με μιας, το τουρκικό στρατόπεδο πλημμύρισε από στρατιώτες, που παρουσιάστηκαν τόσο απότομα, λες και ξεφύτρωσαν μέσ’ απ’ τη γη όλοι μαζί την ίδια στιγμή. Ο ήλιος είχε κρυφτεί στη δύση και στον κοκκινωπό ορίζοντα ξεχώριζαν τώρα ολοκάθαρα οι κορυφογραμμές των λόφων με τα σύδεντρά τους, τα υψώματά τους και τις άπειρες σκηνές των Τούρκων. Το στρατόπεδο του Μωάμεθ διακρίνονταν καθαρότατα και από μακριά ξεχώριζε η μεγαλοπρεπής σκηνή του πάνω στο λόφο του Μάλτεπε. Όσο το φως της μέρας έσβηνε και η σιγαλιά της νύχτας απλώνονταν στη φύση, τόσο πιο πολύ ακούγονταν τα ουρλιαχτά και οι στριγγλές φωνές των Τούρκων και τόσο πιο έντονες και παράξενα μπερδεμένες έφταναν στ’ αφτιά των υπερασπιστών και όλων των κατοίκων της πόλης οι ανατριχιαστικοί ήχοι των κυμβάλων, των αυλών και όλων των

312


πρωτόγονων οργάνων που είχαν φέρει μαζί τους τα βάρβαρα στίφη του Μωάμεθ απ’ τα βάθη της Ασίας. Την ώρα αυτή έληγε η καθημερινή τους νηστεία που είχε επιβάλλει εδώ και δυο μέρες ο Μωάμεθ και όλοι συγκεντρώνονταν τώρα για βραδινό φαγητό και γλέντι. Για μια στιγμή, το εκτεταμένο στρατόπεδο των Οθωμανών έλαμψε σ’ όλο του το μήκος και το πλάτος. Χιλιάδες φωτιές ανάφτηκαν σ’ ολόκληρη την ορατή έκταση έξω απ’ τα τείχη της πόλης, απ’ την Ξυλόπορτα του Κερατίου μέχρι τη Χρυσή πύλη και γύρω στην Προποντίδα. Ένα τεράστιο γκριζοκίτρινο σύννεφο καπνού, που όλο και γίνονταν πιο πυκνό, σχηματίστηκε πάνω απ’ το στρατόπεδο των Τούρκων. Το λιγοστό φως της μέρας που ξεψυχούσε, μαζί με τις ποικιλόχρωμες φλόγες που έβγαιναν απ’ τις άπειρες φωτιές των τουρκικών καταυλισμών και λόγχιζαν το θαμπό αέρα του απόβραδου εκείνου του Μάη, έκαναν το τεράστιο γκρίζο σύννεφο να μοιάζει µ’ ένα αλλόκοτο και υπερφυσικό μανιτάρι, το οποίο όλο και μεγάλωνε και φούσκωνε περισσότερο. Το αέρινο αυτό μανιτάρι, με την παράξενη μορφή του και τις τεράστιες διαστάσεις του, είχε σκεπάσει ολόκληρο το τουρκικό στρατόπεδο και σιγά-σιγά καθώς προχωρούσε η νύχτα, είχε αρχίσει να κινείται και να απλώνεται και προς το μέρος της πόλης, σα νά ‘θελε ν’ αρπάξει και να καταπιεί μέσα στα θολά σπλάχνα του ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη με τα τείχη της, τα φρούριά της και τους ανθρώπους της. Το ζοφερό σύννεφο, λογχισμένο απ’ τις ανταύγιες που έστελναν από μακριά οι φωτιές του τουρκικού στρατόπεδου, ανακατεμένο με τα διαπεραστικά και άναρθρα ξεφωνητά των άγριων μωαμεθανών και ζυμωμένο με το παράξενο δέος που φέρνει μαζί της η νύχτα, φαίνονταν στα φοβισμένα μάτια των πολιορκημένων σαν ένα φρικιαστικό τέρας σταλμένο απ’ τον Άδη. Φάνταζε πελώριο και τρομαχτικό σαν υλοποιημένος ο θάνατος που περπατούσε αντάμα με την κόλαση στον ουρανό. Έμοιαζε σα μια υπερφυσική λαιμητόμος, της οποίας η τεράστια γυαλιστερή λεπίδα, φρεσκοακονισμένη απ’ τα φριχτά λόγια των κληρικών και τις προφητείες των καλογήρων, επικρέμονταν πάνω στα αδύναμα κεφάλια των μελλοθανάτων. Ρίγη φρίκης και τρόμου παρέλυσαν τις καρδιές των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης σ’ ολόκληρη την πολιορκημένη περιοχή, απ’ τα ανάκτορα των Βλαχερνών ως το παλάτι του Βουκολέοντα κι απ’ την Ακρόπολη ως τη Χρυσή πύλη. Ο λαός, παγωμένος απ’ την τρομάρα του, έτρεχε στις εκκλησιές, να προσευχηθεί και να παρακαλέσει το Θεό για τη σωτηρία του απ’ το πρωτοφανές αυτό ουράνιο τέρας. -Για δες το γκριζοκίτρινο καπνό πώς προχωρεί σιγά-σιγά προς την πόλη, είπε ο μικρόσωμος τοξότης στο γίγαντα συνάδελφό του. Τι ιδιότροπα σχήματα παίρνει το τεράστιο αυτό σύννεφο και τι παράξενες μορφές μπορεί να διακρίνει κανείς μέσα του, καθώς από στιγμή σε στιγμή αλλάζει θέση, όπως το διώχνει σιγά-σιγά ο αέρας και το συμπυκνώνουν οι εξατμίσεις της θάλασσας!

313


-Τέλος Μαΐου είναι, είπε ένας άλλος. Μπαίνουμε στον Ιούνιο. Ο καιρός ζεστός και μπόλικη θάλασσα γύρω μας. Οι εξατμίσεις επομένως είναι άφθονες στον αέρα ετούτη την εποχή. -Τι γρήγορες, όμως και τι παράξενες μεταβολές που παίρνει το ιδιότροπο αυτό σύννεφο! Διέκοψε ένας άλλος πολεμιστής. -Ναι, αυτό προσέχω κι εγώ, είπε ο προηγούμενος στρατιώτης. Εδώ βλέπω αετούς, εκεί ρομφαίες. Αλλού κεφαλές αρχαίων θεών με κιτρινωπά καπνισμένα γένια. Αλλού όψεις αγίων με παράξενα φτερά . . . Κι ώσπου να σχηματίσεις μια μορφή με τη φαντασία σου, το σύννεφο καθώς κυλάει στην πορεία του στον ουρανό, σου τα χαλάει και σου παρουσιάζει άλλη. -Κοίτα, κοίτα, είπε με κάποια απορία ο τοξότης. Το σύννεφο άγγισε τους τρούλους της Αγιασοφιάς. Φαίνεται, όμως, πως άρχισε να χάνει τη συνοχή του και αραιώνει ή κόβεται εδώ και κει και ξευτίζει σ’ ένα πλήθος από παράξενες δαντέλες και στριφογυριστά τεράστια κρόσια. -Αν καλοπροσέξεις, πρόσθεσε βιαστικά ο μεγαλόσωμος στρατιώτης, θα δεις ότι ο µεγάλος τρούλος της εκκλησίας άλλοτε χάνεται μέσα σ’ αυτόν τον αέρινο πυκνό όγκο κι άλλοτε μισοξεχωρίζει ή διακρίνεται ολοκάθαρα. Οι φωτιές των Τούρκων, είπε ένας στρατιώτης, με τους καπνούς και τις αναλαμπές τους, δεν δίνουν μόνο στο σύννεφο αυτό παράξενες ανταύγιες σαν χίλια μπερδεμένα και ξεψυχισμένα ουράνια τόξα αλλά αντανακλούν κι αστραποβολούν ιδιόρυθμα πάνω στο γυάλινο τρούλο της εκκλησιάς. Κοιτάξτε πώς αστράφτει περίεργα ο τρούλος κάθε φορά που ξεπροβάλλει για λίγο μέσα απ’ τη θολούρα του κανπνού και της καταχνιάς! Άλλοτε πάλι, καθώς το γυάλισμα αυτό ανακατεύεται με τα μπερδεμένα χρώματα της ομίχλης, φαίνεται σα να παίρνει η κορυφή της εκκλησιάς φωτιά και καίγεται. Οι στρατιώτες παρακολουθούσαν εκστατικοί τις μετακινήσεις και τις παράξενες μεταβολές του νέφους, καθώς αυτό αργά και βραδυκίνητα, πότε σκέπαζε τελείως και πότε ξεσκέπαζε για λίγο στο διάβα του τους πανύψηλους τρούλους της μεγάλης εκκλησιάς. -Θυμάμαι, είπε ένας στρατιώτης για μια στιγμή στο διπλανό του, πως έτσι παρακολουθούσα κι εγώ το φεγγάρι όταν ήμουν μικρός, άλλοτε πιασμένος απ’ το χέρι του παππού μου κι άλλοτε καθισμένος ολομόναχος κάτω απ’ τα δέντρα της αυλής μας τις νύχτες του φθινοπώρου. Μ’ άρεσε να το βλέπω να τρέχει εκεί ψηλά και πότε να χλομιάζει και να χάνεται ανάμεσα στα σύννεφα και πότε να ξεπροβάλει και να λάμπει στα ανοίγματα του ουρανού. Πόσα παραμύθια μού ‘λεγε για το φεγγάρι και τα σύννεφα ο παππούς μου και πόσα όνειρα δεν έπλαθα καθώς παρακολουθούσα το τροχάδην του ανάμεσα απ’ τα γυμνά κλαριά των δέντρων! . . . Τους ρεμβασμούς του στρατιώτη διέκοψε η φωνή ενός συναδέλφου του. -Να, να, κοιτάξτε πώς έσβησε η λάμψη τελείως τώρα που τυλίχτηκε ο τρούλος μέσα σε πυκνότερο κομμάτι καταχνιάς και καπνού!. . . Και να πάλι, πώς ξαναλάμπει η κορυφή του μόλις αραίωσε ο καπνός και ξεδιάλυνε το σύννεφο!

314


Το νέφος του καπνού, φωτισμένο εδώ κι εκεί απ’ τις πολυάριθμες φωτιές του τουρκικού στρατοπέδου, ταλαντεύονταν σε χαμηλό ύψος πάνω απ’ την πόλη. Η παρουσία του έπαψε να ενδιαφέρει άλλο τους στρατιώτες, γι’ αυτό και κανείς πια δεν το παρακολουθούσε και δεν το πρόσεχε. Στο τουρκικό στρατόπεδο συνεχίζονταν οι φωνές και οι αλαλαγμοί και οι φρουροί της πόλης άγρυπνοι, με τα όπλα στο χέρι πάνω στις επλάλξεις περίμεναν έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Θα είχαν ίσως περάσει τα μεσάνυχτα όταν ακούστηκαν βήματα στη μεγάλη πέτρινη σκάλα του τείχους. Ο μεγαλόσωμος στρατιώτης που στεκόταν στο κεφαλόσκαλο κατέβηκε δυο-τρία σκαλοπάτια τροχάδην, για να δει ποιος ανεβαίνει στο φρούριο τέτοια ώρα. Την ίδια στιγμή, μια φωνή ακούστηγκε να λέει στους θορυβημένους στρατιώτες. -Δεν είναι τίποτα απ’ το μέρος αυτό παιδιά. Την ποροσοχή σας να την έχετε πάντα προς την άλλη μεριά. Προς το εξωτερικό μέρος των τειχών. Ένας αξιωματικός του Γεωργίου Κορνάρου ανέβαινε βιαστικός τη σκάλα κι έφτασε τροχάδην στο κεφαλόσκαλο όπου τον περίμενε ο γιγαντόσωμος ακοντιστής. Οι άλλοι στρατιώτες γύρισαν ανήσυχα τα κεφάλια τους προς το μέρος του. Αν κανείς μπορούσε να διακρίνει καθαρά στο σκοτάδι, θα έβλεπε όλων τα μάτια να καρφώνονται στα μάτια του αξιωματικού τους με έκδηλη ανυπομονησία και περιέργεια. Ο αξιωματικός κατάλαβε τη δικαιολογημένη αγωνία τους και τους είπε καθαρά. -Έρχομαι απ’ την πόλη. Το απόγευμα ήμουν με την ακολουθία του αυτοκράτορα. Συνέβησαν πολλά σήμερα εκεί κάτω . . . Πάρα πολλά . . . Έκανε μια μικρή διακοπή, σα να ήθελε να σκεφτεί για λίγο αν έπρεπε να προχωρήσει σε λεπτομέρειες, εξιστορώντας όλα όσα έγιναν στην πόλη σήμερα ή όχι και συνέχισε. -Συνεδρίασε το αυτοκρατορικό συμβούλιο. Πήραν μέρος όλοι οι μεγάλοι άρχοντες και αρχιερείς . . . Οι στρατιώτες ήρθαν πιο κοντά του και κάθισαν βουβοί γύρω του. Έστρεψαν όλη τους την προσοχή προς τον αξιωματικό τους και περίμεναν ανυπόμονα να μάθουν τα σπουδαία συμβάντα. -Εξέτασαν την κατάσταση της πολιορκίας και τη δεινή θέση στην οποία περιήλθε η Πόλη, είπε ο αξιωματικός. Για μια στιγμή, το λόγο πήρε κάποιος άρχοντας και είπε στο συμβούλιο. -Ύστερ’ απ’ τις δυσάρεστες ειδήσεις των απεσταλμένων μας στο Αιγαίο κι απ’ την αμετάβλητη επιμονή των Τούρκων και τη συνεχή και με κάθε μέσον προσπάθειά τους να περάσουν τα τείχη και να μπούνε στην πόλη, φαίνεται πλέον καθαρά, ότι η κατάστασή μας επιδεινώνεται και επομένως η αναχώρηση του αυτοκράτορα καθίσταται αναγκαία και επιτακτικότερη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τα οφέλη μιας τέτοιας φυγής είναι πολλαπλά και σπουδαία, όπως τα ανέπτυξαν και οι προηγούμενοι ομιλητές και δεν έχω παρά, να συστήσω κι εγώ άμεσες προετοιμασίες για την όσο το δυνατόν γρηγορότερη φυγή του αυτοκράτορα και της αυλής του απ’ την Κωνσταντινούπολη.

315


Σε συνέχεια, πήρε το λόγο ο αντικαταστάτης του πατριάρχη και είπε. -Πράγματι, η θέση της βασιλευούσης των πόλεων, της χιλιετούς πρωτευούσης του Βυζαντίου και της Θεοφυλάκτου πόλεως του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατέστη δεινή και τραγικοτάτη. Τα πολλά αμαρτήματα και η έκδηλος ασέβεια των κατοίκων της και των πατέρων των, επέσυραν την οργήν του Κυρίου κατ’ αυτής. Η πόλις, τρέμουσα ήδη, αναμένει την δικαίαν τιμωρίαν, την οποίαν προέβλεψαν αι σοφαί και εις ημάς τους πατεινούς ακατανόηται βουλαί του μεγάλου Κριτού και δικαίου Θεού μας. Είναι γεγονός, ότι παρέβημεν τας εντολάς Του και δεν υπακούσαμεν εις τα προστάγματά Του. Εμολύναμεν την Αγίαν ημών Πίστην και ενοθεύσαμεν τους Αγίους Κανόνας, τους οποίους παρέδωκαν εις ημάς καθαρούς ως δροσοσταλίδας και στιλπνούς ως αδάμαντας οι Άγιοι ημών Πατέρες, οι όσιοι ιεράρχαι και μοναχοί, οι στυλοβάται και αι κεφαλαί της μιας και μοναδικής Εκκλησίας μας, της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού. Ενοθεύσαμεν τας ορθάς χριστιανικάς αντιλήψεις με δοξασίας αιρετικάς και με τας αλλοπροσάλλους κατά καιρούς ενεργείας μας. Περιφρονήσαμεν την φωνήν της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και επεσύραμεν την μήνιν του Θεού και την δικαίαν Αυτού οργήν εναντίον της πόλης ταύτης και του λαού της. Το ότι ημαρτήσαμεν είναι γεγονός πλέον βεβαιότατον. Δια τούτο και η έλευσις της δικαίας του Θεού τιμωρίας εφ’ ημών, πρέπει να θεωρείται εξ ίσου βεβαία. Ο μεγάλος Θεός, με τα τόσον τακτικά και ευδιάκριτα Αυτού σημεία, τα οποία καθαρώς και αλανθάστως παρουσιάζει πλέον έμπροσθεν ημών, μας προειδοποιεί ότι η μεγάλη στιγμή επέστη. Τι άλλο ήτο, παρά καθαρότατη εκδήλωσις της θελήσεως του Θεού και μέγα σημείον του Κυρίου, η άνευ ουδεμιάς αιτίας ή άλλης δικαιολογίας πτώσης της Αγίας εικόνος της Θεομήτορος εκ των χειρών βασταζόντων αυτήν ανδρών, όταν μετά κλαυθμών και δεήσεων περιεφέρετο προ ημερών υπό πλήθους ιερέων και απειροπληθούς λαού εις τας οδούς της Θεοφυλάκτου πόλεως; Πόσην δυσκολίαν ησθάνθησαν και πόσους κόπους κατέβαλον οι εύρωστοι εκείνοι άνδρες, δια να κατορθώσουν να αποσπάσουν την Αγίαν εικόνα εκ του εδάφους και να την επανατοποθετήσουν εις τας χείρας των βασταζόντων αυτήν, ενώ κλήρος και λαός έκλαιγε και εδέετο υπέρ της σωτηρίας της πόλεως; Διατί κατέπεσεν αίφνης πρηνής εις το έδαφος η εικών της Θεομήτορος εκ των χειρών των βασταζόντων αυτήν, χωρίς να προηγηθή ουδεμία προς τούτο ανάγκη ή βία75; Η πτώσις εκείνη της Αγίας εικόνος τι άλλο ήτο παρά κακός οιωνός και άνωθεν προειδοποίησις περί των επερχομένων δεινών; Αλλά και δια να καταστήσει εις ημάς τους απίστους έτι εμφανεστέρας τας βουλάς του ο Κύριος, εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος από της περιδεούς εκείνης πτώσεως της Αγίας εικόνος της

75

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Κριτόβουλος. Έκδοση Muller

Σελίδα Σελίδα

260. 89. 316


Θεομήτορος, εν μέση ημέρα, νέφος πυκνόν, όλως απροσδοκήτως συνυφάνθη και σκότος περιέβαλε τους εν τη λιτανεία περιερχομένους76. Αστραπαί δε ασυνήθεις διερρήγνυαν τους ορίζοντας και βρονταί εκκωφαντικαί συνετάρασσαν το στερέωμα. Ραγδαίαι δε και καταρρακτώδεις βροχαί, μετά υπερμεγέθους χαλάζης κατέπνιξαν και κατεκεραύνωσαν τους λιτανεύοντας, ώστε, ένεκα της σφοδρότητος της χαλάζης και της ορμής των ρεόντων υδάτων, όχι μόνον δεν καθίστατο πλέον δυνατή εις αυτούς η περαιτέρω προχώρησίς των αλλά και πολλά εκ των ακολουθούντων την πομπήν παιδαρίων εκινδύνευσαν να πνιγούν εις τα ύδατα. Τι άλλον εδήλου το παράδοξον και ασύνηθες εκείνον γεγονός του υετού και της χαλάζης, παρά την ταχίστην των όλων απώλειαν; Το ευδιάκριτον τούτο φαινόμενον δεν μαρτυρεί τρανότατα ότι τα πάντα θέλουσι σαρωθεί και παρασυρθεί ως υπό ορμητικού χειμάρου και σφοδροτάτων υδάτων77; Αλλά, μήπως αγνοεί κανείς την εμφάνισιν ασυνήθους εις μορφήν και πυκνότητα νέφους, το οποίον εκάλυψε την πόλιν και παρέμεινεν επ’ αρκετόν υπεράνω αυτής; Ήδη το νέφος παρέρχεται και εγκαταλείπει την πόλιν. Μήπως το τοιούτον φαινόμενον δεν δηλοί την αποδημίαν του Θεού εκ της πόλεως και δεν βεβαιοί εμφανέστατα την αναχώρησιν αυτού εξ αυτής; Δεν φαναιρώνει τρανότατα την αποστροφήν του Θεού προς την αμαρτήσασαν πόλιν και δεν μας πληροφορεί περί της τελείας υπ’ Αυτού εγκαταλείψεώς της; ‘’Υπό του νέφους γαρ το θείον κρυπτόμενον και επιφοιτά και πάλιν παρέρχεται.’’ Μηδείς δε αγνοείτω των πολλών του Κυρίου σημείων, διότι πλείστοι οι τούτων μάρτυρες και θεαταί. Και μηδείς ας μην αμφισβητεί και ας μην παραγνωρίζει τας ορθάς ερμηνείας των φαινομένων τούτων, τα οποία ερευνούν οι υπηρέται του Θεού και οι εργάται των ναών. Για μια στιγμή, ο ιεράρχης σταμάτησε και κάποιος βρήκε την ευκαιρία και το κουράγιο να επέμβει και είπε. -Από πρόσφατες πληροφορίες που έχουμε απ’ το στρατόπεδο των εχθρών, μαθαίνουμε ότι και οι Τούρκοι προσπαθούν να συνδέσουν με την έκβαση του πολέμου και το μέλλον των ανθρώπων τα διάφορα συνήθη ουράνια φαινόμενα, τα οποία τις τελευταίες μέρες συστηματικά παρακολουθούμε και περίεργα διογκώνουμε εμείς και να δώσουν κι αυτοί κάποια εξήγηση σ’ αυτά. Αλλά αναρωτιόμαστε, φώναξε ο ανώνυμος άρχοντας, πώς συμβαίνει οι άπιστοι και αλλόθρησκοι ουλεμάδες, στηριζόμενοι στο απαράδεκτο για μας κοράνιό τους, να ερμηνεύουν κι εκείνοι, όπως ακριβώς και σεις οι μελετητές των Γραφών και οι κήρυκες του Ευαγγελίου, όλα αυτά τα ουράνια φαινόμενα, σαν ενδείξεις του Θεού εναντίον των χριστιανών και υπέρ του Μωάμεθ; Δεν πιστεύω οι άπιστοι και αντίχριστοι Οθωμανοί να είναι πλησιέστερα στον πραγματικό Θεό από μας τους χριστιανούς κι από σας τους ιεράρχες. 76

77

Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’ Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’

Σελίδα

194. 317


Ο ιεράρχης ή συνεπαρμένος απ’ τις σκέψεις του δεν άκουσε καθόλου τα λόγια αυτά του τολμηρού κι αθυρόστομου άρχοντα ή επίτηδες τα αγνόησε και, σα να μην συνέβη τίποτα, συνέχισε. -Κλαύσατε και θρηνήσατε και γονυπετείς προσπέσατε τω Κυρίω, ίνα εν καιρώ ευσπλαχνισθή τα αμαρτωλά Αυτού πρόβατα, τα απομακρυνθέντα τας ημέρας αυτάς εκ της μόνης δικαίας και ορθής οδού της πίστεως των αρχαίων πατέρων των. Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει πλέον, ότι οι πατέρας και οι προπάτορες ημών ημάρτησαν και ότι και ημείς ημαρτήσαμεν και ως εκ τούτου είναι δίκαιον όπως υπό της Θείας Προνοίας τιμωρηθώμεν. Όλοι εμείς, τα αμαρτωλά και ταπεινά πλάσματα, είμεθα δημιουργήματα και κτήσματα του Θεού και πρέπει να υποστώμεν την τιμωρίαν Του. Και με δυνατή φωνή ρώτησε: Είναι δίκαιον να συνεχίζωμεν τον αγώνα και είναι ορθόν να αντιτασσόμεθα εις τας βουλάς του Κυρίου78; Μετά δε, αφού στράφηκε προς τον αυτοκράτορα, είπε. -Ο άγγελος Κυρίου, ο από ημερών Ιουστινιανού προστατεύων την πόλιν, εγκατέλειψεν αυτήν, αυτήν ταύτην την νύκτα εν μέσω των νεφών και των ποικίλων εκλάμψεων. Και εφ’ όσον είναι θέλημα Θεού η πόλις να κυριευθή, ας κλίνωμεν όλοι τας κεφαλάς εις τα βουλάς του Υψίστου και, μη δυνάμενοι να πράξωμεν άλλο τι, ας παρακαλέσωμεν τον Κύριον, ίνα εν τω απείρω Αυτού ελέει ευδοκήση και επιρρίψη ποτέ βλέμμα οίκτου και ελέους επί τον λαόν Αυτού, ως πολλάκις έπραξεν κατά παλαιοτέρας εποχάς79. Και τελειώνοντας τα λόγια αυτά φώναξε. -Εφ’ όσον λοιπόν δεν δυνάμεθα να σώσωμεν την πόλιν, ας σώσωμεν τουλάχιστον τον αυτοκράτορα80. Η απαρίθμηση αυτή τόσων δυσοίωνων σημείων απ’ τον ορθόδοξο αρχιερέα σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή, με τέτοιο ύφος και τόνο και σε μια τόσο αμφίβολη γλώσσα, συνέχισε ο αξιωματικός, σκόρπισε παντού παράξενο δέος κι αφάνταστο τρόμο και φρίκη. Οι σύνεδροι όλοι έμειναν εμβρόντητοι και περιδεείς. Ο αυτοκράτορας, χλομός απ’ την απόγνωση και την απελπισία του, είπε. -Δεν περίμενα ν’ ακούσω σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές τέτοια λόγια απ’ την επίσημη εκκλησία. Και, συμπληρώνοντας τη φράση του, έπεσε λιπόθυμος81. Οι στρατιώτες έμειναν κι αυτοί εμβρόντητοι, χωρίς μιλιά κι ανάσα, σαν ξεψυχισμένοι. Όλοι καταλάβαιναν πια, ότι ο δυναμίτης των διενέξεων και της ηττοπάθειας, που από καιρό είχε συσσωρευθεί στα σπλάχνα της πόλης και έντεχνα είχε τοποθετηθεί στα θεμέλιά της απ’ τους αντιφρονούντες, συνδέονταν πλέον με τον ωρολογιακό μηχανισμό του οποίου η έκρηξη ρυθμίζονταν τη στιγμή αυτή απ’ τα πιο επίσημα χέρια του Έθνους. 78

79 80 81

Mijiacovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’ Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νο Παλαιολόγος’’ Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor’’ Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα 195. Σελίδα 255. Σελίδα 264. Σελίδα 198. Σελίδα 264. 318


Οι χτύποι του ρολογιού αυτού του θανάτου ακούγονταν καθαρά πλέον να μετρούν με φρίκη τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής της προδομένης Κωνσταντινούπολης. Ο αξιωματικός έκανε ασυναίσθητα ένα-δυο μικρά βήματα, ίσως για να ξανάβρει τον εαυτό του και συνέχισε. -Ραντίσαν με ανθόνερο το λιπόθυμο αυτοκράτορα για να συνέλθει. Όταν ανέκτησε τις δυνάμεις του ήταν πελιδνός. Έμεινε για αρκετή ώρα σιωπηλός, ενώ καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Γύρω του, οι άρχοντες, οι στρατηγοί και οι σύμβουλοί του έμειναν κι αυτοί βουβοί και συντριμμένοι. Το κακό είχε συντελεστεί. Ο ιεράρχης είχε αφαιρέσει και είχε ξεριζώσει απ’ τις ψυχές όλων σχεδόν των παρευρισκομένων και την τελευταία ικμάδα ελπίδας για τη νίκη και τη σωτηρία της πόλης. Είχε στραγγίσει με τα λόγια του και την τελευταία σταγόνα θάρρους και ψυχραιμίας που είχε απομείνει στις ψυχές των αρχόντων. Με κόπο προσπάθησαν οι σύνεδροι να συνέλθουν και να ξαναβρούν τον εαυτό τους ύστερ’ απ’ το μεγάλο ράπισμα που είχαν δεχτεί. Μέσα στη θολωμένη ατμόσφαιρα και στο παράξενο χάος, που είχε δημιουργήσει η ηττοπάθεια και η αποθάρρυνση, ακούστηκαν ηχηρά τα λόγια του αυτοκράτορα. -Ευχαριστώ τους γενναίους στρατηγούς και τους πιστούς μου συμβούλους, για το αμέριστο ενδιαφέρον που δείχνουν για την άμυνα της πόλης και την προστασία του λαού της. Επίσης, ευχαριστώ όλους τους άρχοντες και τους ιεράρχες, για το ενδιαφέρον που δείχνουν για τον αυτοκράτορά τους και τη σωτηρία του. Δηλώνω, όμως και πάλι, ότι ουδέποτε θα εγκαταλείψω την πόλη. Πόσοι αυτοκράτορες στο παρελθόν, ενδοξότεροι και σπουδαιότεροι από μένα, αγωνίστηκαν και πέθαναν γι’ αυτή τη χώρα; Πρέπει εγώ τώρα να φύγω και να την εγκαταλείψω82; Άλλωστε, αν αυτή είναι η θέληση του Θεού, πού να πάω; Όχι, ουδέποτε θα απέλθω απ’ την πόλη αυτή. Θα μείνω μαζί σας και θα πεθάνω μαζί σας83. Τα λόγια αυτά με μιας έβαλαν ψυχή στα άδεια σώματα των αρχόντων και μέσα απ’ τις στάχτες που δημιούργησαν στις καρδιές τους τα λόγια του ιεράρχη ξεπετάχτηκαν, όπως ο φοίνικας, αχτίδες ελπίδας και θέλησης για συνέχιση του αγώνα. -Μεγαλειότατε, είπε ένας άρχοντας του οποίου την καρδιά είχαν αγγίξει αισθητότερα τα τελευταία λόγια του αυτοκράτορα. Είμεθα αποφασισμένοι να αγωνιστούμε τον έσχατο αγώνα για τη σωτηρία της χιλιόχρονης πόλης του Κωνσταντίνου. Τίποτα δε θα μας εμποδίσει να πέσουμε μπροστά στα τείχη με το σπαθί στο χέρι. Τίποτα δε θα λυγίσει τη θέλησή μας αυτή. Πιστεύουμε, όμως, ακράδαντα ότι είναι συμφέρον στην Πόλη και στο Έθνος, ο αυτοκράτορας να βρεθεί τις ώρες αυτές έξω απ’ τα περικυκλωμένα τείχη. Όχι για να σωθεί ο ίδιο, αλλά, όπως τονίσαμε και άλλοτε, να γίνει το επίκεντρο όλου του χριστιανισμού που ζει έξω απ’ τη δύστυχη Κωνσταντινούπολη. Να συγκεντρώσει γύρω του 82 83

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα Σελίδα

221. 256. 319


στρατό, με τον οποίο, διακινδυνεύοντας και πάλι τη ζωή του, να επιτεθεί εκ των έξω κατά των εχθρών, προσβάλλοντας έτσι τα νώτα τους και αναγκάζοντάς τους να λύσουν την πολιορκία. Αυτή είναι η γνώμη όλων μας και η ύστατη παράκλησή μας προς τον γενναίο αυτοκράτορά μας. Ο αυτοκράτορας, με έκδηλη τη συγκίνηση στο πρόσωπό του απ’ τα θαρραλέα λόγια του άρχοντα, είπε. -Η συμβουλή σας είναι εξαιρετική και σας ευχαριστώ γι’ αυτή. Γνωρίζω πόσο ωφέλιμο στον αγώνα μας θα ήταν ίσως το διάβημα που μου προτείνετε, γιατί, όπως πολύ σωστά λέτε, όλα είναι δυνατά να συμβούν. Αλλά, ουδέποτε θα αποφασίσω να εγκαταλείψω τον κλήρον και τις άγιες εκκλησίες, την πρωτεύουσα, το θρόνο μου και το λαό μου σε μια τέτοια συμφορά. Τι θα έλεγε για μένα η οικουμένη; Σας παρακαλώ στο εξής και σεις να μου ζητάτε να μείνω. Θέλω να πεθάνω εδώ μαζί σας84. Η τελική, λοιπόν, απόφασή μου, η απόφαση του αυτοκράτορά σας, είναι να παραμείνω με το λαό μου και να αγωνιστώ μαζί σας σαν απλός στρατιώτης για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης. Τα επίμονα αυτά λόγια του αυτοκράτορα δεν επιδέχονταν πλέον αντιρρήσεις και όλοι αντιλήφθηκαν, ότι κάθε περαιτέρω επιμονή από μέρους των αρχόντων θα ήταν μάλλον οχληρή και χωρίς αποτέλεσμα. Γι’ αυτό, το συμβούλιο αποφάσισε όπως φυγαδεύσει τη δέσποινα Ελένη του Δημητρίου Παλαιολόγου και άλλες κυρίες της αυλής, χρησιμοποιώντας ένα απ’ τα προσφερόμενα πλοία του Γενουάτη στρατηγού Ιουστινιάνη85. Σταμάτησε για λίγο ο αξιωματικός και κοίταξε τους σιωπηλούς στρατιώτες του που τον κοίταζαν και τον άκουγαν βουβοί κι απορημένοι. Όλοι τους στεκόταν γύρω του σαν απολιθωμένοι. Με την πεποίθηση ότι έκανε το καθήκον του, λέγοντας στους συμπολεμιστές του όλη την αλήθεια και, για να ξαναεμψυχώσει το φρόνημά τους, τους είπε. -Όλα, όμως, αυτά τα συμβάντα, οι παράξενες γνώμες των αρχόντων κι οι ακατάληπτες ιδέες των ιεραρχών, για μας τώρα δεν έχουν και σπουδαία σημασία. Εκείνο που πραγματικά πρέπει να ξέρουμε όλοι οι πολεμιστές στις κρίσιμες αυτές ώρες είναι η απόφαση και η διαταγή του αυτοκράτορα. Ξανασταμάτησε και πάλι για λίγο, προσπαθώντας να πάρει κι ο ίδιος κουράγιο ή να δώσει κάπως πιο επίσημο κι εθουσιώδη τόνο στη φωνή του και συνέχισε. -Ο αυτοκράτορας το είπε καθαρά. Οι ώρες είναι κρίσιμες. Η θέση της πόλης και όλων μας είναι τραγική. Από θετικές πληροφορίες που έχει κι απ’ τις τελευταίες κινήσεις των Τούρκων, συμπεραίνει κι αυτός και όλοι οι άρχοντες, ότι η μεγάλη στιγμή έφτασε. Αγρυπνείτε είπε. Αύριο ή την άλλη μέρα θα μας επιτεθούν. Είναι μάλλον σίγουρο, ότι η επίθεση θα γίνει κατά τα ξημερώματα. Θα πολεμήσουμε όλοι μέχρι θανάτου.

84 85

Παπαρρηγόπουλου Κ. ‘‘Ιστορία Ελλην. Έθνους’’ Τόμ.6 σελ. 338. Παπαρρηγόπουλου Κ. ‘’Ιστορία Ελλην. Έθνους’’ Τόμ.6 σελ. 286. 320


-Μέχρι θανάτου . . . επανέλαβε με θάρρος και δυνατή φωνή ο μεγαλόσωμος ακοντιστής απ’ τη Μεσέμβρια, διακόπτοντας τον αξιωματικό του. Όταν οι γενίτσαροι του Καρατζά πασά, είπε, πάτησαν τον τόπο µου κι έκαψαν τη Μεσέμβρια, έσφαψαν τα δυο μικρά παιδιά μου κι άρπαξαν σκλάβα τη γυναίκα μου. Σκούπισε μέσα στη νύχτα τα μάτια του, έσφιξε την καρδιά του και συνέχισε. -Ο θάνατος πια δε με φοβίζει. Ο χαμός της οικογένειάς μου ένα πράγμα μου φύτεψε στη σπαραγμένη μου καρδιά. Εκδίκηση. Η φρίκη που είδα να ζωγραφίζεται στα μικρά προσωπάκια των παιδιών μου, όταν ο γενίτσαρος σήκωσε το γυμνό γιαταγάνι πάνω απ’ τα κεφαλάκια τους κι οι οιμωγές της γυναίκας μου, που μισόγυμνη την έσερναν απ’ τα μαλλιά οι βάρβαροι της Ασίας, θα με είχαν τελειώσει ως τώρα, αν δεν είχα βάλει σα σκοπό μου να ζήσω μόνο και μόνο για να εκδικηθώ. Πολεμώντας και πεθαίνοντας τώρα με το σπαθί στο χέρι, θα κάνω το χρέος μου προς τις ψυχούλες που αγάπησα τόσο στη ζωή μου. Θα προσφέρω τη ζωή μου για τα αθώα εκείνα πλάσματα. Θα κάνω τώρα ό,τι δεν μπόρεσα να κάνω τότε, που οι αιμοβόροι γενίτσαροι με κρατούσαν δεμένο χειροπόδαρα και με υποχρέωναν να δω και να παρακολουθήσω όλο το δράμα του χαλασμού της οικογένειάς μου. ‘’Πατέρα. Πατέρα’’, φώναζαν τα παιδιά μου . . .’’ Σώσε με απ’ τη σκλαβιά και την ατίμωση, φώναζε η γυναίκα μου . . .’’ Κι εγώ, αδύναμος για το κάθε τι, παράδερνα και σφιγγόμουνα στις αλυσίδες μου. Σιωπηλοί όλοι, αξιωματικός και στρατιώτες, άκουγαν τα λόγια του συμπολεμιστή τους και μοιράζονταν μαζί του το δράμα και τον πόνο του. Ποτέ του ο γενναίος εκείνος στρατιώτης δεν είχε μιλήσει για τον εαυτό του στους συναδέλφους του. Ήταν πρώτος στη μάχη και διακρίνονταν για την τόλμη του. Το θάρρος του κι η δύναμή του δεν μετριόταν. Ο αξιωματικός γνώριζε καλά τις αρετές αυτές του στρατιώτη του, όπως τις γνώριζαν κι οι άλλοι συμπολεμιστές του, γι’ αυτό και προτίμησε ν’ αφήσει το χαροκαμένο ήρωα απ’ τη Μεσέμβρια να συνεχίσει την ιστορία του και να δώσει ο ίδιος με τον τρόπο του κουράγιο στους συντρόφους του, για να σταθούν ακλόνητοι στις θέσεις τους τη μεγάλη ώρα που πλησίαζε. Άλλωστε κι ο σκοπός ο δικός του που ανέβηκε αυτή την ώρα στις επάλξεις αυτός ήταν. Να ανθαρρύνει τους στρατιώτες του. Η ώρα περνούσε σιγά αλλά ασταμάτητα. Πόση ώρα μιλούσε ο γιγαντόσωμος ακοντιστής κανένας δεν πρόσεξε. Όλοι, όμως, πρόσεξαν κάποτε ότι όλων τα μάτια είχαν πονέσει απ’ το κλάμα. -Κουράγιο αδελφέ, είπε για μια στιγμή ο μικρός τοξότης απ’ την Ίμβρο. Οι ψυχές των παιδιών σου από κει ψηλά κι έδειξε με τα μάτια του προς τον ουρανό, βλέπουν ότι δεν είσαι δειλός. Ποτέ δεν ήσουν δειλός. Εμείς οι σύντροφοί σου το διαπιστώνουμε κάθε μέρα. Κι ο Θεός το γνωρίζει. Όλοι ζούμε το δράμα μας κι όλοι, απόψε εδώ ψηλά μέσα στη νύχτα, ορκιζόμαστε σ’ αυτούς που χάσαμε, αρπαγμένους απ’ τη λαίλαπα του Ισλάμ, να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου.

321


Επικράτησε και πάλι σιωπή κι ο αξιωματικός γύρισε προς το μέρος της σκάλας κι ετοιμάστηκε να φύγει. Οι στρατιώτες, καθώς σήκωσαν τα μάτια τους για να τον αποχαιρετίσουν, έριξαν τα βλέμματά τους προς το μέρος της πόλης. -Για δέστε, φώναξε ένας με κατάπληξη. Το παράξενο σύννεφο διαλύθηκε. Έφυγε. Δεν υπάρχει πια. -Το παράξενο σύννεφο! Είπε ο αξιωματικός σιγά κουνώντας το κεφάλι του με λύπη και κοντοστάθηκε στο κεφαλόσκαλο. Το σύννεφο αυτό αφήρεσε το θάρρος και τη δύναμη από πολλούς αρχηγούς, την πίστη και τη φρόνηση απ’ τους ιερείς και την υπομονή και την καρτερία απ’ το λαό. Το αέρινο κι αδύναμο στην ουσία αυτό νέφος, ίσως έγινε για την πόλη εχθρός δυνατότερος και φοβερότερος κι απ’ τις στρατιές του Μωάμεθ. Και, λέγοντας αυτά τα λόγια, ξαναγύρισε δίπλα στους στρατιώτες του, ακούμπησε στον τοίχο των επάλξεων και με τόνο που εξέφραζε μεγάλη δυσαρέσκεια και θλίψη συνέχισε. -Η συνηθισμένη κι άκακη ομίχλη του ουρανού κι ο άψυχος κι αδύναμος καπνός απ’ τις φωτιές των Τούρκων έγιναν απ’ τις αρρωστημένες φαντασίες μερικών ο σατανάς και ο άδης που ήρθαν να καταπιούν την Κωνσταντινούπολη. Έγιναν τα χερουβείμ και τα σεραφείμ, που ήρθαν να μπήξουν τη ρομφαία τους στην καρδιά της Πόλης. Έγιναν το ‘’θείον νέφος’’, με το οποίο θα αποδημήσει το Πνεύμα του Θεού απ’ τη βασιλεύουσα και θα εγκαταλείψει το λαό της ένεκα των πολλών αμαρτημάτων του. Άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό και συνέχισε. -‘’Υπό του νέφους γαρ το θείον κρυπτόμενον και επιφοιτά και πάλιν επανέρχεται.’’ Αυτά είπε ο αρχηγός την εκκλησίας μας. Έτσι εξηγούν οι αρχιερείς μας την ύπαρξη του καπνού και της ομίχλης πάνω απ’ την Πόλη. Ο Μωάμεθ δεν μπορούσε να έχει καλύτερους συμμάχους. Τι την ήθελε τη μακροήμερη πολιορκία; Δεν άναβε φωτιές απ’ την πρώτη μέρα που έφτασε εδώ, να στείλει τους καπνούς τους προς την πόλη μας, για να γίνουμε όλοι εμείς καπνός με τις εξηγήσεις των καλογήρων μας και να την πάρει αμέσως και αμαχητί; Αντί οι αρχιερείς κι ο κλήρος να μας εμψυχώνουν περισσότερο για να δουλεύουμε και να προσπαθούμε για την καλύτερη κι αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της απειλής, αυτοί μας αποθαρρύνουν και μας προτρέπουν να εγκαταλείψουμε τα πάντα στη διάθεση των εχθρών. Μήπως ο Γεννάδιος, με τα κηρύγματά του και με τις τακτικές του διαβεβαιώσεις, ότι η άλωση της Πόλης είναι αναπόφευκτη, δεν κυνήγησε τα πλοία των Κρητικών και του Νταβάντσιο από δω πριν μερικούς μήνες; Αυτός δεν είναι η πραγματική και μόνη αιτία που έχασε η πόλη εφτακόσιους καλά οπλισμένους πολεμιστές86; Οι στρατιώτες, βουβοί μέσα στη νύχτα, άκουγαν πάνω στο τείχος ακουμπισμένοι στις επάλξεις τα ακατανόητα και παράξενα λόγια του αξιωματικού τους.

86

Nicol D.M. ‘The Last Centuries . . .’’

Σελίδ.

281-2. 322


-Τέτοια λόγια, σε τέτοιες ώρες και μάλιστα απ’ τον αρχηγό της πίστης μας για την οποία όλοι μας πολεμούμε! Είπε με απορία ένας στρατιώτης απ’ τη Σηλύμβρια ακουμπισμένος στο ακόντιό του. -Κι όμως, συνέχισε με πικρία ο αξιωματικός. Έτσι εξηγούν οι αρχηγοί μας εκεί κάτω τα τιποτένια πράγματα. Έκανε μια κίνηση των χεριών του που έδειχνε την αγανάκτησή του και συνέχισε. -Έχουμε πρόσφατες πληροφορίες απ’ το τουρκικό στρατόπεδο. Έριξαν και πάλι οι εκεί φίλοι μας σημειώματα με βέλη μέσα στα τείχη, με τα οποία μας πληροφορούν, ότι οι εχθροί τρομοκρατήθηκαν αφάνταστα απ’ την παρουσία του τεράστιου αυτού νέφους, καθώς το έβλεπαν όλο και περισσότερο να διογνώνεται πάνω απ’ την πόλη. Ο ίδιος ο σουλτάνος φοβήθηκε και είπε ότι ο Θεός κατέβηκε και προστατεύει τους χριστιανούς. Έφτασε στο σημείο μάλιστα να σκέφτεται να λύσει την πολιορκία, για να μην βρεθεί αντιμέτωπος με το Θεό, μια που Αυτός αποφάσισε να προστατέψει τη βασιλεύουσα. Μερικοί παπάδες του, όμως, του έδωσαν κουράγιο κι εξήγησαν τα πράγματα διαφορετικά. Του είπαν, ότι ο Θεός με το τεράστιο αυτό σύννεφο προστάτευε μεν την πόλη στην αρχή, τώρα όμως, όσο το σύννεφο διαλύεται, τόσο και ο Θεός την εγκαταλείπει και την αφήνει απροστάτευτη στη διάθεση των πολιορκητών της. -Και οι δικοί μας εξηγούν τα πράγματα όπως συμφέρουν στο Μωάμεθ! Είπε µ’ απορία ένας στρατιώτης. -Ναι, δυστυχώς για την άμοιρη πόλη. Έτσι εξηγούν τα πράγματα αυτοί που έπρεπε να είχαν περισσότερη δύναμη και κουράγιο απ’ όλους μας αυτές τις ώρες. -Μα, αυτή δεν είναι εξήγηση, πρόσθεσε ο στρατιώτης απ’ τη Σηλύμβρια. Αυτή είναι σίγουρη δολοφονία. -Λες κι είναι βαλτοί απ’ τους εχθρούς και εξηγούν τα πάντα όπως συμφέρει στο Μωάμεθ. -Ακούς εκεί, είπε ένας άλλος. Ήρθε το σύννεφο για να βοηθήσει το Θεό να φύγει απ’ την Πόλη! Λες κι ο Θεός δεν μπορούσε να φύγει μόνος του κι ήθελε βοήθεια ή δεν ήθελε να τον δουν την ώρα που θα φεύγει και ζήτησε καμουφλάρισμα! . . . -Αλίμονο στην πόλη και στο έθνος, μουρμούρισε ο αξιωματικός. Αν ήσασταν εκεί κάτω σήμερα κι έδειξε με το χέρι του προς το μέρος της Αγιασοφιάς, θα βλέπατε μια πόλη νικημένη κι αιχμαλωτισμένη πριν ακόμη μπουν οι Τούρκοι. -Να μπουν οι Τούρκοι; Διαμαρτυρήθηκε με οργή ο στρατιώτης απ’ τη Σηλύμβρια. Αδύνατον, επανέλαβε πιο δυνατά και πρόσθεσε με επισημότητα όρκου. Τούτο το σπαθί, είπε και κούνησε χαρακτηριστικά το βαρύ σπαθί που κρατούσε στα χέρια του, πρέπει πρώτα να γίνει κομμάτια και τούτο το κορμί πρέπει πρώτα να θαφτεί στα ερείπια των τειχών, πριν περάσει έστω κι ένας άπιστος μέσα στην πόλη. Δεν ακούω εγώ χρησμούς και προφητείες. Εγώ είμαι στρατιώτης και θα πολεμήσω για την πατρίδα. Αυτοί, αν ήταν πατριώτες, θα το έδειχναν διαφορετικά και πριν από χρόνια. Αν όλοι τους αγαπούσαν πραγματικά την πατρίδα παραπάνω απ’ 323


το χρήμα, θα έκαναν τότε όπως τους είχε πει ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο πέμπτος. -Τι έγινε, τι έγινε; Τι τους είπε ο αυτοκράτορας; Ρώτησε με περιέργεια κι ανυπομονησία ένας άλλος πολεμιστής. Ο στρατιώτης απ’ τη Σηλύμβρια κινήθηκε ένα βήμα πιο μπροστά απ’ τη θέση του, όρθωσε το κορμί του μπροστά στον τοίχο του φρουρίου και είπε. -Πρώτα-πρώτα, θα σας πω μια περίπτωση φιλοχρηματίας των ιεραρχών μας, η οποία δεν τους τιμά καθόλου. Εδώ και λίγα χρόνια, ο προηγούμενος Ιωάννης, πριν φύγει για τη σύνοδο της Φλωρεντίας, πήρε δεκαπέντε χιλιάδες φλορίνια απ’ τους Λατίνους, για οδοιπορικά έξοδα δικά του και της ακολουθίας του. Απ’ αυτά έδωσε έξι χιλιάδες στους κληρικούς για δικά τους έξοδα. Οι αρχιερείς μάλωσαν στη διανομή. Το ίδιο ταπεινώθηκαν και στην Ιταλία, γιατί κι εκεί μάλωσαν για τη διανομή του σιτηρέσιου που τους παρείχε ο πάπας87. Ο στρατιώτης σταμάτησε τα λόγια του, δίνοντας έτσι λίγες στιγμές στους συναδέλφους του για να συλάβουν καλύτερα στο μυαλό τους ολόκληρη τη σημασία του γεγονότος και συνέχισε. -Ο παππούς μου ήταν άνθρωπος που ξεχώριζε απ’ τους άλλους. Ήταν για χρόνια στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Ιωάννη. Το ίδιο και οι προπάπποι μου. Υπηρέτησαν κι εκείνοι τους παλιότερους αυτοκράτορες. Οι βάρβαροι Οθωμανοί του Σουλεϊμάν της Βιθυνίας, το 1354, ύστερ’ απ’ την ερήμωση των ακτών της Προποντίδας απ’ τους φοβερούς σεισμούς, κατέλαβαν την Καλλίπολη και την έκαναν δική τους. Αργότερα, με τη βοήθεια του στρατού των Λατίνων που έφτασε στη Λάμψακο προερχόμενος απ’ τη Σμύρνη υπό την αρχηγία του άρχοντα Αμάδεο της Σαβοΐας, ξαναπήραμε την Καλλίπολη και την κρατήσαμε περίπου δέκα χρόνια. Στο διάστημα αυτό κι οι Τούρκοι είχαν εξαγριωθεί αλλά και οι Λατίνοι στρατιώτες του Αμάδεο που βρίσκονταν σε βυζαντινά εδάφη δεν φέρονταν καθόλου καλά. Ο τότε αυτοκράτορας Ιωάννης, βλέποντας τους κινδύνους που απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη να μεγαλώνουν, αποφάσισε να αυξήσει το βυζαντινό στρατό. Για την πραγματοποίηση, όμως, του σκοπού αυτού του χρειαζόταν κατάλληλη έκταση γης. Η γη αυτή έπρεπε να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα εγκαταστούσε τους νέους στρατιώτες του με τις οικογένειές τους. Τέτοια έκταση γης υπήρχε κοντά στη Σηλύμβρια. Ανάμεσα Σηλύμβριας και Κωνσταντινούπολης. Αλλά η έκταση αυτή ανήκε στην εκκλησία και ο τότε πατριάρχης Φιλόθεος με τους επισκόπους του αρνήθηκαν κατηγορηματικά να την παραχωρήσουν στον αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας, είτε επειδή δεν είχε το σθένος να τα βάλει με τον κλήρο, είτε επειδή δεν ήθελε να τα χαλάσει με τον πατριάρχη, γιατί εκείνη την εποχή γινόταν διαπραγματεύσεις μεταξύ αυτοκράτορα και πάπα Ουρβανού V, για συνεννόηση και ένωση της Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας, δεν επέμενε περισσότερο και η όλη σκέψη και προσπάθεια 87

Nicol D.M. ‘’The Last Centuries . . .’’

Σελ.. 281-2. 324


αύξησης του στρατού ναυάγησε. Αν τότε το ιερατείο δεν αντιδρούσε τόσο πεισματικά και διέθετε την έκταση εκείνη και αν τότε αυξάνονταν ο στρατός και ο κάμπος της Σηλύμβριας, αντί να τρέφει λίγους καλόγερους πλημμύριζε στρατιώτες, ίσως τα πράγματα τώρα να ήταν διαφορετικά. Ίσως οι Τούρκοι να μην είχαν τη δύναμη να μας επιτεθούν και να μας απειλούν τόσο θανάσιμα σήμερα. -Αν ο αυτοκράτορας επέμενε τότε, είπε ένας άλλος της συντροφιάς και έπαιρνε την έκταση εκείνη απ’ την εκκλησία, όπως λες, εκτός που θα εξασφάλιζε τόπο για τους στρατιώτες του, θα έδινε κι ένα καλό μάθημα στον κλήρο και θα τον ανάγκαζε, από τότε ακόμη, να σκέφτεται διαφορετικά κι όχι να βλέπει την Κωνσταντινούπολη κι ολόκληρη την αυτοκρατορία σαν ένα μεγάλο μοναστήρι, στο οποίο οι καλόγεροι και μόνο πρέπει να έχουν πάντοτε τον τελευταίο λόγο. Ίσως να μην χρειαζόταν σήμερα να μας πουν οι αρχιερείς μας, ότι το σύννεφο του καπνού και της ομίχλης που βλέπαμε προ ολίγου το έστειλε ο Θεός για να αφαιρέσει απ’ την Πόλη τη θεία προστασία και να την μεταφέρει πίσω στους ουρανούς. Δεν ξέρουν, ότι με τα λόγια αυτά πανικοβάλλουν το λαό και κάνουν τους στρατιώτες να χάνουν το ηθικό τους; Δεν βλέπουν, ότι με την τακτική τους αυτή κάνουν τον πληθυσμό να πεθαίνει πριν την ώρα του; Δεν αισθάνονται, ότι οι ίδιοι δολοφονούν την Πόλη; -Δεν ξέρω τι μαύρα λόγια λένε αυτοί οι μαυροφορεμένοι εκεί κάτω, είπε ο μεγαλόσωμος στρατιώτης απ’ τη Μεσέμβρια, γιατί τα λόγια τους δεν τα πολυκαταλαβαίνω εγώ. Εκείνο που ξέρω είναι, ότι εγώ θα πολεμήσω, για να εκδικηθώ τον άδικο σκοτωμό των παιδιών μου, τη βάρβαρη αρπαγή της γυναίκας μου, το ρήμαγμα του σπιτιού και της ζωής μου . . . Κοντοστάθηκε για λίγο για να διώξει έναν κόμπο απ’ το λαιμό του που του αλλοίωνε τη φωνή και συνέχισε. -Θα πολεμήσω για το Χριστό και την πίστη μου, όπως τη νιώθω εγώ κι ας μην καταλαβαίνω τι λένε οι δεσποτάδες. Θα πολεμήσω, γιατί το θέλω ο φτωχός εγώ. Όχι γιατί το διατάζουν οι πλούσιοι άρχοντες ή γιατί αρέσει πιθανόν στα αμέτρητα πλούσια μοναστήρια. Θα πολεμήσω για την πατρίδα μου, το μέρος μου, τον τόπο μας τον ελληνικό. Έστω κι αν δεν έχω ο ίδιος τόπο να σταθώ . . . Τα τολμηρά αυτά λόγια του χαροκαμένου πολεμιστή αντήχησαν παράξενα στ’ αφτιά των άλλων στρατιωτών και ο ήχος τους άγγιξε τις καρδιές όλων των συντρόφων εκεί ψηλά στις επάλξεις, κάτω απ’ τον καπνισμένο ουρανό. Η επίδρασή τους ήταν έντονη, που τους έκανε όλους να αλληλοκοιταχτούν στα μάτια με δύναμη. Ταυτόχρονα, όλοι τους ένιωσαν ένα παράξενο αίσθημα τα τυλίγει τις ψυχές τους. Ένα σύμπλεγμα ενοχής και περηφάνιας. Ένα αίσθημα φόβου και δέους, γιατί με τα λόγια του συμπολεμιστή τους τόλμησαν να περάσουν όλοι τους κάποια απαγορευμένα όρια που ίσχυαν σ’ όλη τη ζωή τους ως τώρα. Ταυτόχρονα, ένιωσαν αίσθημα περηφάνιας, γιατί τόλμησαν να διαβούν απόψε για πρώτη φορά, με την ξαναμμένη σκέψη τους και τα θαρραλέα λόγια τους, βρυκολακιασμένα σύνορα, που η αδικία λίγων και η λαιμαργία μερικών 325


είχαν στήσει γύρω τους και τους έσφιγγαν στη ζωή σαν χιλιόθηλος βρόγχος, τρομερότερος και πιο φρικιαστικός κι απ’ τον κλοιό των εχθρών. Έμειναν όλοι τους εκεί ακίνητοι, αμίλητοι και συνεπαρμένοι για αρκετή ώρα. Χίλιες σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή απ’ το μυαλό τους κι ολόκληρη η ζωή τους και η ζωή των πατέρων τους ξετυλίχτηκε με αφάνταση γρηγοράδα και µ’ ανείπωτη καθαρότητα μπροστά στα μάτια τους μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Χωρίς να το καταλαβαίνουν κι εντελώς ανεξάρτητα ο ένας απ’ τον άλλο, έσφιξαν με δύναμη στα ροζιασμένα τους χέρια τα όπλα τους, σα να έδιναν την ώρα εκείνη το λόγο τους στο Θεό, στην Πατρίδα και στον εαυτό τους, ότι θα πολεμήσουν μέχρι τέλους. Θα πολεμήσουν τους βάρβαρους επιδρομείς. Θα πολεμήσουν την αδικία. Και η απόφασή τους αυτή τους έδινε περίσσιο θάρρος και νέα δύναμη. Διαισθάνονταν τώρα καθαρά, ότι ‘’αρχή του νικάν εστί το θαρρείν’’. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας του Βοσπόρου, έφταναν ολοκάθαρες στ’ αφτιά τους οι ιαχές των Θερμοπυλών, του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας κι άκουγαν τις φωνές των ηρώων εκείνων να τους θυμίζουν, ότι ‘’πατρός τε και μητρός τε και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον και αγιώτερον εστίν η πατρίς . . .’’. Οι μεγάλες αξίες των αρχαίων προγόνων τους, που ήταν ζυμωμένες στο είναι τους και κρυφόκαιγαν μέσα στους αιώνες, τώρα λαμπάδιασαν, ξεχείλισαν σαν αβάσταχτοι χείμαρροι και πλημμύριζαν τις καρδιές τους με δύναμη και μεγαλείο. Τις φοβερές αυτές στιγμές, τα αθάνατα λόγια των αθανάτων εκείνων προγόνων έσβησαν τελείως απ’ τις σκέψεις τους τις άνανδρες διακηρύξεις των καλογήρων και στάλαξαν στις ψυχές τους θέληση κι αποφασιστικότητα για τον υπέρ πάντων αγώνα. Τη σιωπή που τύλιγε τη μικρή συντροφιά τάραξε η φωνή του αξιωματικού, ο οποίος, για να κρύψει τη συγκίνησή του που του προξενούσαν τα γεμάτα αλήθεια και πατριωτισμό απλά και άδολα λόγια του απλοϊκού πολεμιστή, έκανε πως διορθώνει το ξίφος του στη ζώνη του και είπε. -Αγρυπνείτε. Η μεγάλη ώρα πλησιάζει. Ο Θεός μαζί μας. Χωρίς να προσθέσει άλλη λέξη, κοίταξε τους γενναίους στρατιώτες του, τους απλούς αυτούς ανθρώπους, τους δουλευτές της γης και του σπαθιού, µ’ ένα ζεστό και άδολο βλέμμα, σα να προσπαθούσε να αγκαλιάσει τις ψυχές τους για να πάρει κι αυτός λίγο απ’ την απλότητα και την ανθρωπιά τους. Όρθωσε πρόθυμα το ανάστημά του, θέλοντας να δείξει ότι κι αυτός είναι μαζί τους κι ότι είναι γεμάτος θάρρος και θέληση όπως κι εκείνοι και, γυρίζοντας συγκινημένος προς τη σκάλα, άρχισε να κατεβαίνει ρυθμικά τα πέτρινα σκαλοπάτια. Όλοι τους τώρα, πάνω στις επάλξεις της πύλης της Αδριανούπολης αισθάνονταν ανάλαφροι, λευτερωμένοι. Τα σώματά τους τα ένιωθαν άυλα, σαν αέρινα και τις συνειδήσεις τους καθαρές κι εξαγνισμένες. Τους κυρίευε η απόφαση της θυσίας. Θα πολεμούσαν, όχι γιατί τους το επέβαλε κάποιος αλλά γιατί το ήθελαν οι ίδιοι. Πήγαιναν στο θάνατο, γιατί αγαπούσαν τη λευτεριά. Την πραγματική, την ολοκληρωμένη

326


λευτεριά. Αυτή που ποθούν οι πραγματικοί κι οι ανυστερόβουλοι άνθρωποι. Κι ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που δεν κουμανταίρνεται από κανένα και δεν κουμανταίρνει κανένα. Στο βάθος μακριά έξω απ’ τα τείχη, οι φωτιές που πριν από λίγο φεγγοβολούσαν στο στρατόπεδο των Τούρκων είχαν σβήσει. Ησυχία επικρατούσε σ’ ολόκληρο το στερέωμα. Μόνο η άμοιρη Πόλη τραντάζονταν απ’ το βουβό κι αβάσταχτο καρδιοχτύπι των χιλιάδων κατοίκων της. Η ανάσα της, κρύα και λιγοστή, είχε πραγματικά αρπαχτεί απ’ το πελώριο σύννεφο κι είχε διασκορπιστεί μαζί του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τα κηρύγματα των κληρικών και οι προφητείες των καλογήρων την είχαν ρίξει σε κόμμα και βαθύς και υπόκωφος ακούγονταν ο επιθανάτιος ρόγχος της. Οι ιεράρχες, στολισμένοι με τα χρυσοκέντητα άμφιά τους, έψελναν στις εκκλησίες και παρακαλούσαν το Θεό, αφού δεν μπορεί, μιας και δεν είναι γραφτό, να σώσει την Πόλη, να λυπηθεί κάποτε το ποίμνιό τους. Στην πραγματικότητα, όμως, είχαν ήδη αρχίσει να ψέλνουν το προοίμιο της νεκρώσιμης ακολουθίας της βασιλεύουσας. Ετοίμαζαν την κηδεία της.

327


28.

ΑΝΕΙΠΩΤΟ

ΔΡΑΜΑ

Κατά το μεσημέρι της τραγικής εκείνης Τρίτης της 29ης Μαΐου κι ενώ η πόλη έσκουζε από οιμωγές και θρήνους και πνιγόταν στο αίμα και στο δάκρυ της, ένα γενουάτικο πλοίο ξέβγαινε με τόλμη κι αποφασιστικότητα προς τη θάλασσα του Μαρμαρά, αφήνοντας πίσω του τον Κεράτιο Κόλπο. Ο ριψοκίνδυνος καπετάν Γιώργης Ντόρια κρατούσε σφιχτά το τιμόνι και μανουβράρηζε με δεξιοτεχνία το σκάφος του ανάμεσα στην πληθώρα των τουρκικών και των άλλων πλοίων που ήταν ασφυκτικά στριμωγμένα στο λιμάνι ή αγκυροβολημένα στις διάφορες ακτές της δύστυχης πόλης. Οι κωπηλάτες του μεγάλου γενουάτικου πλοίου τραβούσαν ασταμάτητα κουπί με γρηγοράδα και δύναμη. Ο καπετάν Ντόρια περνούσε σχεδόν ξυστά στα πλευρά των εχθρικών πολεμικών, τα οποία παρατημένα παράδερναν έρημα στ’ ανάλαφρο κύμα του λιμανιού και των γύρω ακτών. Οι Τούρκοι ναύτες, μόλις είδαν το λαό να ξεχύνεται πανικόβλητος έξω απ’ την πόλη και να τρέχει αλαφιασμένος προς την παραλία και μόλις άκουσαν ότι τα χερσαία τείχη έσπασαν και ο στρατός της ξηράς όρμησε στην πόλη και τη λαφυραγωγεί, εγκατέλειψαν κι αυτοί τα πλοία τους κι εύκολα ανέτρεψαν τους τρομοκρατημένους πια απ’ το χαλασμό υπερασπιστές των παραθαλάσσιων τειχών, σκαρφάλωσαν στα τείχη, πήδησαν μέσα στην πόλη και, μιμούμενοι σε βαρβαρότητα τους γενιτσάρους, επιδόθηκαν κι αυτοί στη λεηλασία και στο χαλασμό των κατοίκων. Ο σπαραγμός και ο οδυρμός των δύστυχων μητέρων και των άμοιρων παιδιών τους, που έτρεχαν για να σωθούν στην παραλία και σφάζονταν αλύπητα απ’ τους αιμοχαρείς Τούρκους, που σαν αιμοδιψή λεοντάρια τους κυνηγούσαν ασταμάτητα από κοντά, οι γοερές κραυγές, οι θρήνοι, ο κοπετός και το κλάμα των άτυχων γυναικών που κακοποιούνταν απάνθρωπα ή αλυσοδένονταν κι οδηγούνταν στη σκλαβιά, αυλάκωναν το στερέωμα και, φθάνοντας σπαραχτικές ως τα σύννεφα, ράγιζαν τους θόλους του ουρανού. Ο καπετάν Ντόρια, με ματωμένη την καρδιά απ’ το χαλασμό που έβλεπε γύρω του και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα απ’ το ανείπωτο δράμα που ζούσαν οι τόσες απροστάτευτες υπάρξεις, οι οποίες, αδύναμες ν’ αντισταθούν ή να φυλαχτούν απ’ τη μανία και τη βαρβαρότητα των Τούρκων, παράδερναν στις ακτές, έρμαια της θηριωδίας των κατακτητών, προσπαθούσε, σαν άλλος Οδυσσέας, να κρατηθεί σφιχτά στο τιμόνι του και να σκληρύνει την καρδιά του. Δεν πάσχιζε μην ξεγελαστεί απ’ τα γλυκά και μελωδικά τραγούδια των σειρήνων αλλά έσφιγγε την ψυχή του κι έκλεινε τ’ αφτιά του και τα μάτια του, για να μην παρασυρθεί απ’ τους θρήνους και το αίμα της παραλίας και η σπαραγμένη καρδιά του αποτολμήσει κάτι το παράλογο, το ακατόρθωτο και εξωφρενικό. Το γνώριζε, ότι του ήταν τελείως αδύνατο να πλησιάσει στην παραλία ή να περιμένει να πάρει κάποιον που πνιγόταν στη θάλασσα ή τεμαχίζονταν

328


απ’ το τούρκικο γιαταγάνι προσπαθώντας να φθάσει σε κάποιο πλοίο με την ελπίδα να σωθεί. Η μόνη λύση που του απόμενε ήταν να σφίξει την καρδιά του, να την κάνει σκληρή σαν πέτρα, να κλείσει τα αφτιά του, να νεκρώσει τη συνείδησή του και να προσπαθήσει να σώσει τουλάχιστον τις ψυχές που είχε μέσα στο πλοίο του. Και, για να το κατορθώσει αυτό, έπρεπε να αγνοήσει τα πάντα και να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε απ’ τον τόπο εκείνο της κόλασης. Το πλοίο του έπλεε κοντά στην παραλία του Πέραν. Ο Γενουάτης καπετάνιος, όσο προχωρούσε ανάμεσα στα τουρκικά πλοία και πλησίαζε προς τον πύργο του Σταυρού, τόσο πιο πολύ σκεφτόταν, πώς θα μπορέσει να περάσει τη μεγάλη αλυσίδα που έφραζε το στόμιο του λιμανιού απ’ τη μια άκρη του Κερατίου Κόλπου ως την άλλη. Η τεράστια αυτή αλυσίδα είχε μερικές εκατοντάδες μέτρα μάκρος. Ήταν φτιαγμένη από μεγάλους χοντρούς σιδερένιους κρίκους και σε αποστάσεις έφερε μεγάλες ξύλινες σφαίρες. Σε κρίσιμες περιπτώσεις απλώνονταν μπροστά στο στόμιο του λιμανιού και έφραζε την είσοδο των πλοίων, καθώς και την έξοδό τους απ’ αυτό. Η προστατευτική αλυσίδα δένονταν στη μεν παραλία της Κωνσταντινούπολης πάνω στον πύργο του αγίου Ευγενίου, στη δε παραλία του Πέραν πάνω στον πύργο του Σταυρού88. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, στις 2 Απριλίου, Δευτέρα του Πάσχα, διέταξε το Βενετό Βαρθολομαίο Σολίγο να απλώσει την αλυσίδα αυτή και να φράξει το στόμιο του λιμανιού. Τα άκρα της αλυσίδας φυλάσσονταν απ’ τις φρουρές των δύο πύργων κι όλο της το μήκος το φύλαγαν περιπολικά πλοία. Το πέρασμα πλοίου πάνω απ’ την αλυσίδα αυτή ήταν αδύνατο κι καπετάν Ντόρια το γνώριζε καλά. Εάν η αλυσίδα βρίσκεται ακόμη στη θέση της, το πλοίο του αναγκαστικά θα σταματήσει μόλις φθάσει εκεί και θα πέσει μόνο του στα χέρια των Τούρκων. Εάν, όμως, ύστερ’ απ’ το χαλασμό της πόλης και την ανατροπή των υπερασπιστών της, οι Τούρκοι έσπασαν την αλυσίδα, υπάρχει πιθανότητα να ξεφύγουν την αιχμαλωσία και το θάνατο όλες οι ψυχές που βρίσκονταν μέσα στο πλοίο του. Η πιθανότητα αυτή, ότι μάλλον ως τώρα έχει παραβιαστεί ο μέγας φραγμός του λιμανιού, αύξανε τις ελπίδες του και τού ‘δινε κουράγιο να κατευθύνει το πλοίο του με περισσότερη σιγουριά και πεποίθηση. Το εξασκημένο μάτι του εύκολα διέκρινε από μακριά, πως κι άλλα πλοία εδώ κι εκεί κινούνταν ανάμεσα στα τουρκικά πολεμικά και ξεγλιστρούσαν προς την έξοδο του λιμανιού. Ανάμεσα στα πολυάριθμα κατάρτια, που ξέγνοιαστα και άρρυθμα έκλιναν δεξιά κι αριστερά καθώς το σκάφος τους λικνίζονταν απ’ το ελαφρό κύμα του λιμανιού, ξεχώριζε κάπου-κάπου και κανένα που σταθερά και γρήγορα άλλαζε θέση. Αυτό τού ‘δωσε δύναμη, γιατί κατάλαβε πως κι άλλοι απ’ τους πολιορκημένους γλίτωσαν και προσπαθούν, όπως κι αυτός, να ξεφύγουν. Τέντωσε το βλέμμα του και ξεχώρισε μπροστά απ’ αυτόν το πλοίο του καπετάν Αλοΐζου Διέδου. Πέρα στο βάθος δεξιά του, προς τις ακτές της 88

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελ.

64-65. 329


Κωνσταντινούπολης, είδε τη γαλέρα του καπετάν Ιερώνυμου Μοροζίνη. Πίσω του διέκρινε να προχωρούν κάπως αργά οι κρητικές γαλέρες του κυρ-Ιωάννη Βενιέρι, του κυρ-Αντώνιου Φιλαμάτι και του κυρ-Γαλίνα. Επίσης, του φάνηκε πως γλιστρούσαν ανάμεσα στα παρατημένα απ’ τους ναύτες τους τουρκικά πλοία κι άλλες γενουάτικες και βενετικές γαλέρες και µάλιστα σα να ξεχώρισε καθαρά τη γαλέρα του καπετάν Δολφίνου. Η κίνηση αυτή και των άλλων πλοίων μαρτυρούσε καθαρά, ότι όλα τα τουρκικά πλοία είχαν εγκαταλειφθεί τελείως απ’ τους ναύτες τους, αφού κανένα δεν κινείται τώρα και δεν προσπαθεί να εμποδίσει τη φυγή των γαλερών. Φαίνεται λοιπόν, σκέφτηκε ο Γενουάτης ναυτικός, πως η φυγή τους θα είναι μάλλον ευκολότερη απ’ ότι την φαντάζονταν. Στο μεταξύ, το πλοίο του καπετάν Διέδου που προχωρούσε μπροστά είχε φθάσει στο φρούριο του Σταυρού και με έκπληξη ο καπετάν Ντόρια το είδε να συνεχίζει την πορεία του, να προσπερνά το φρούριο και να στρίβει αριστερά, παράλληλα με την παραλία του Πέραν, προς το Διπλοκιόνιο. Εκεί που κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ήταν αγκυροβολημένος ολόκληρος οι τουρκικός στόλος. Απερίγραπτη χαρά πλημμύρισε το στήθος του και για μια στιγμή ξέχασε τη σφαγή και το χαλασμό που γινόταν στην πόλη κι ούτε άκουγε τους κοπετούς και τους θρήνους που αντιβοούσαν σ’ ολόκληρο το μήκος της παραλίας. Το ότι η μεγάλη αλυσίδα είχε παραβιαστεί και το στόμιο του λιμανιού ήταν ανοιχτό του γέμιζε χαρά κι ελπίδα την ψυχή και για μια στιγμή όλα του φάνηκαν χαρούμενα κι όμορφα γύρω του. Έδωσε διαταγή ν’ απλώσουν πανιά κι ασταμάτητα πέρασε ανάμεσα απ’ τους πύργους του Σταυρού και του αγίου Ευγενίου κι ανοίχτηκε στη θάλασσα του Μαρμαρά. Καθώς άφηνε πίσω του το πέρασμα του λιμανιού είδε αριστερά του το πλοίο του μέχρι προ ολίγο ναυάρχου του στόλου της Πόλης καπετάν Διέδου να κατευθύνεται προς το Διπλοκιόνιο και, σε αρκετή απόσταση πίσω του, να ανοίγουν πανιά και να ακολουθούν με ταχύτητα τα άλλα βενέτικα και γενουάτικα πλοία που ως τώρα σιγά και με προφυλάξεις ξεγλιστρούσαν ανάμεσα στον τουρκικό στόλο.

330


29.

ΤΑ

ΠΛΟΙΑ

ΦΕΥΓΟΥΝ

Τα νερά του Διπλοκιονίου ήταν ήσυχα κι ο γύρω χώρος αδειανός και έρημος. Όταν έφτασε στις εκεί ακτές το καράβι του καπετάν Διέδου, ο τουρκικός ναύσταθμος, που επί τόσες μέρες ήταν γεμάτος από κάθε είδους πλοία και βούιζε απ’ τους αλαλαγμούς και τις σάλπιγγες των Τούρκων, τώρα ήταν βουβός και εγκαταλειμμένος. Μόνο ο μονότονος θόρυβος της θάλασσας και το ρυθμικό κι ανάλαφρο σπάσιμο των κυμάτων γύρω στο πλοίο του ναυάρχου ακούγονταν σ’ ολόκληρο τον ανατολικό θαλάσσιο χώρο του Πέραν. Ο καπετάν Αλοΐζος Διέδος διέταξε να ρίξουν άγκυρα ανοιχτά στις ακτές και να περιμένουν για λίγο εδώ. Σα δαιμονισμένη άρχισε να ξεκουλουριάζεται η χοντρή αλυσίδα και να χάνεται πάνω στο κατάστρωμα, ακολουθώντας βιαστική τη βαριά άγκυρα που έπεφτε στο βυθό. Ο εκκωφαντικός της θόρυβος ξάφνιασε τους παγωμένους απ’ τον τρόμο επιβάτες του πλοίου και τους έκανε να κολλήσουν περισσότερο στα πλευρά του σκάφους κάτω στα αμπάρια όπου είχαν στριμωχτεί. Ως τώρα, πάνω στο πλοίο επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ακόμη κι οι ανάσες των μισοπεθαμένων επιβατών είχαν σβηστεί και μόνο οι καρδιές τους ακούγονταν να χτυπούν μέσα στα αδύναμα κουφάρια τους, σα δυνατά σφυριά που προσπαθούσαν να σκίσουν τα σωθικά τους και να σπάσουν τα μηνίγγια τους. Ζαρωμένα μέσα στ’ αμπάρια τα αλαφιασμένα απ’ τον τρόμο ανθρώπινα ράκη, προσπαθούσαν να κρύψουν και να εξαφανίσουν τον εαυτό τους απ’ το πρόσωπο του κόσμου, για να μην ακούν τις γοερές κραυγές και τα κλάματα των συμπολιτών και των συγγενών τους που σφάζονταν αλύπητα στην κάθε γωνιά της άλλοτε χαρούμενης κι όμορφης ακτής της ξακουστής πόλης τους. Ο μεταλλικός κρότος της αλυσίδας ξέσκισε τη νεκρική σιωπή που επικρατούσε μέσα στο πλοίο και σκόρπισε ανατριχίλα και παράξενα ρίγη στα εξουθενωμένα κορμιά των δύστυχων εκείνων υπάρξεων. Με τρόμο και φρίκη αλληλοκοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους. Η αγωνία κι η απόγνωση χλόμιασε ακόμη περισσότερο τα κατάχλομα πρόσωπά τους. Συγκράτησαν όλοι τις ανάσες τους, τέντωσαν την προσοχή τους και προσπάθησαν μέσα στη σκοτεινιά του αμπαριού να σταθμίσουν με το ταραγμένο μυαλό τους τη σημασία και το ενδεχόμενο της αναπάντεχης αυτής αγκυροβόλησης. Πολλοί έκρυψαν στα χέρια τους τα πρόσωπά τους ή σφιχταγκάλιασαν τους δικούς τους ή τους διπλανούς τους, νομίζοντας ότι ο θόρυβος αυτός σήμαινε το τέλος των ελπίδων τους κι ότι ζούσαν πλέον τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους. Παραλυμένοι απ’ τον τρόμο και την απόγνωση, περίμεναν από στιγμή σε στιγμή ν’ ακούσουν βήματα στο κατάστρωμα και να δουν τους γενιτσάρους να ορμούν με γυμνά γιαταγάνια καταπάνω τους. Αντί, όμως, γδούπο βημάτων των βαρβάρων, άκουσαν το ναύαρχο να λέει στον καπετάν Μπαρτόλο Φουριάνι.

331


-Εδώ θα μείνουμε για λίγο, μήπως και μπορέσουμε να περιμαζέψουμε και κανέναν άλλο δικό μας. Το νου σας παντού. Και στη στεριά και στη θάλασσα. Προσέχετε όλοι σας και για εχθρούς και για φίλους. Και να είσαστε έτοιμοι για ξεκίνημα ανά πάσα στιγμή. Τα λόγια αυτά του καπετάνιου ξανάδωσαν ψυχή στα σχεδόν άψυχα κορμιά που ήταν ζαρωμένα κι άφαντα μέσα στη σκοτεινιά των αμπαριών. Ένας υπόκωφος αναστεναγμός ανακούφισης ακούστηκε με μιας μέσα στα σπλάχνα του καραβιού και οι καρδιές των δύστυχων εκείνων υπάρξεων άρχισαν να ξαναβρίσκουν κάπως το ρυθμό τους. -Δεν πρέπει να μείνουμε και πολύ εδώ καπετάνιε, είπε ο Μπαρτόλος. Δεν νομίζω ότι οι Τούρκοι δε θα πήραν είδηση ότι τους ξεφύγαμε μέσ’ απ’ τα χέρια τους. Άλλωστε κι αν δε μας αντιλήφθηκαν εμάς θα αντιληφθούν άλλους, γιατί είδα κι άλλα πλοία μας να κινούνται προς το στόμιο του λιμανιού. -Προς το παρόν, οι βάρβαροι είναι απασχολημένοι με τη σφαγή των κατοίκων και τη λεηλασία της πόλης. Αν τα πλοία τους δεν εγκαταλείπονταν απ’ τους κυβερνήτες και τους ναύτες τους κι αν δεν έτρεχαν όλοι τους με βιασύνη μέσα στην πόλη για να προλάβουν κάτι ν’ αρπάξουν, εμείς, όπως ήμασταν σφηνωμένοι ανάμεσά τους, δεν είχαμε καμιά ελπίδα να ξεφύγουμε. Τώρα, όμως, με την ερήμωση των καραβιών τους και την αναρχία που επικρατεί στα πληρώματά τους, θα περάσει αρκετή ώρα απ’ τη στιγμή που θα μας αντιληφθούν ότι φεύγουμε, μέχρι την ώρα που θα μπορέσουν να βρουν πληρώματα, να επανδρώσουν πλοία και να τα βγάλουν μέσα απ’ το συνοθύλευμα και το χάος του λιμανιού. Έχουμε, λοιπόν, περιθώριο να περιμένουμε λίγο, μήπως και σώσουμε κι άλλη καμιά ψυχή, αν υποτεθεί κι έχει καταφύγει κανείς δικός μας προς αυτές εδώ τις ακτές. Η ώρα, όμως, περνούσε και κανείς Κωνσταντινουπολίτης δεν φαινόταν στην παραλία. Στο μεταξύ, απ’ το λιμάνι όλο κι έβγαιναν βενετικά και γενουάτικα πλοία και ξανοίγονταν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στο πέλαγος. -Να η γαλέρα του καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνου, είπε για μια στιγμή στον καπετάν Διέδο ο Βενετός γιατρός Νικόλαος Μπάρμπαρο, την ώρα που ένα πλοίο με ορθάνοιχτα πανιά ξεπρόβαλε πίσω απ’ το φρούριο του Σταυρού και περνούσε πάνω απ’ την κομμένη αλυσίδα. Οι δυο άντρες στεκόταν ταραγμένοι κι ανήσυχοι πάνω στο κατάστρωμα μπροστά στην πλώρη του καραβιού κι εξήταζαν µ’ αγωνία τις ακτές και τη θάλασσα. -Η φυγή η δική μας κι όλων αυτών των πλοίων που πέρασαν στην ανοιχτή θάλασσα, καθώς κι όσων άλλων κατορθώσουν να ξεφύγουν απ’ το λιμάνι όσο είναι ακόμη καιρός, οφείλεται στους δυο αυτούς ήρωες, είπε ο καπετάν Διέδος κι έδειξε στο γιατρό δυο μεγαλόσωμους γεροδεμένους ναύτες που στέκονταν στο βάθος του καταστρώματος κι άγρυπνοι ερευνούσαν τον ορίζοντα. Κρατούσαν δυο πελώρια τσεκούρια στα χέρια τους κι ήταν μουσκεμένοι ως το κόκκαλο. -Αυτοί οι δυο, συνέχισε ο καπετάνιος, μόλις πλησιάσαμε στο φρούριο του Σταυρού, πήδησαν σε μια βάρκα και, με πραγματικό κίνδυνο 332


της ζωής τους, ρίχτηκαν με τα τσεκούρια τους πάνω στην αλυσίδα και την έσπασαν, θρυμματίζοντας τους γάντζους που ενώνονταν πάνω σε μια απ’ τις μεγάλες ξύλινες μπάλες. Έτσι, ανοίχτηκε το στόμιο του λιμανιού και περάσαμε έξω απ’ αυτό. Κοντά σε μας πέρασε και το πλοίο του καπετάν Ντόρια, του καπετάν Μοροζίνη, του Δολφίνου και τώρα του Τρεβηζάνου, του Φλαμάτη και άλλα. Η τόλμη των ναυτών αυτών έσωσε πολλές ψυχές. -Μήπως ξέρεις τα ονόματά τους; ρώτησε ο γιατρός. Το μεγάλο τους κατόρθωμα κι ο ηρωισμός τους επιβάλλουν, όπως τα ονόματά τους γίνουν γνωστά και μείνουν αξέχαστα στο πέρασμα των χρόνων. Όλοι αυτοί που τώρα σώζονται απ’ τη σφαγή και το χαλασμό κι έδειξε τα χριστιανικά καράβια που έφευγαν απ’ την Κωνσταντινούπολη, θα τους χρεωστούν μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη γενναία τους πράξη. Όλοι τους θα ζητήσουν να μάθουν κάποτε το όνομα των σωτήρων τους. -Όχι, δεν τα ξέρω, είπε δειλά ο τέως ναύαρχος του στόλου. Είναι απλοί ναύτες και δεν είμαι σίγουρος αν ανήκουν και σ’ αυτό το πλοίο. Τώρα, ο καθένας μέσα στη λαίλαπα της συμφοράς μπήκε όπου πρόλαβε. Τη στιγμή εκείνη, πλησίασε απ’ το βάθος του καταστρώματος ο καπετάν Μπαρτόλος Φουριάνι. Μαζί του είχε έναν καταμουσκεμένο και καταβλημένο άντρα. -Καπετάνιε, είπε απευθυνόμενος στο Διέδο. Νομίζω ότι τις ώρες αυτές το κάθε λεπτό είναι υπολογίσιμο. Αρκετή ώρα έχουμε εδώ κι ούτε ένας απ’ τους δύσμοιρους Κωνσταντινουπολίτες δεν φάνηκε στην παραλία. Θα πει, ότι ο κόσμος δεν έρχεται προς την κατεύθυνση αυτή, είτε γιατί δεν ελπίζει να βρει στα μέρη αυτά μέσο σωτηρίας ή δεν προφταίνει να φθάσει μέχρις εδώ, γιατί σφάζεται πιο κάτω απ’ τους Τούρκους. Εάν περιμένουμε συγκεκριμένο άτομο ή άτομα, ας διακινδυνεύσουμε ακόμη τις ζωές μας κι ας παρατείνουμε όσο επιβάλλεται τη στάθμευσή μας εδώ. Διαφορετικά, ας μην χάνουμε καιρό. -Δεν περιμένουμε κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο, είπε ο Διέδος. Το βλέπω κι εγώ, ότι η περαιτέρω παραμονή μας δεν ωφελεί σε τίποτα και μάλλον βάζει σε μεγαλύτερο κίνδυνο τα πλοία μας. Μάλιστα, ήμουν έτοιμος να δώσω εντολή να τραβηχτεί η άγκυρα. -Η εντολή θα εκτελεστεί αμέσως, είπε ο Φουριάνι κι έκανε να φύγει. Γυρίζοντας, όμως, είδε τον άνθρωπο που τον ακολουθούσε και που στεκόταν ένα βήμα πιο πίσω του κι είπε στον καπετάν Διέδο. -Ο άνθρωπος αυτός είναι εκείνος που περιμαζέψαμε απ’ τη θάλασσα μέσα στο λιμάνι, μόλις ξεκινήσαμε. Είναι ο Φλωρεντίνος Τετάλδης και θέλει να βοηθήσει το πλήρωμα. Αναθέστε του μια οποιαδήποτε υπηρεσία στο πλοίο. Ο Διέδος έριξε μια ματιά στο μουσκεμένο εθελοντή και είπε στο Φουριάνι. -Μόλις στεγνώσει και συνέλθει, να ενταχτεί στο πλήρωμα. Ο Τετάλδης ευχαρίστησε με μια κίνηση του κεφαλιού του τον καπετάνιο κι απομακρύνθηκε προς το μέρος των δυο μεγαλόσωμων ναυτών, όπου πύρωνε καλύτερα ο ήλιος, για να στεγνώσει γρηγορότερα.

333


Οι τρομοκρατημένοι επιβάτες με ανακούφιση άκουσαν το θόρυβο της ανασυρόμενης άγκυρας και με χαρά ένιωσαν το πλοίο να ξαναγλιστρά πάνω στη θάλασσα. Οι τολμηρότεροι σήκωσαν τα κεφάλια τους και είδαν απ’ τα μικρά παραθυράκια των αμπαριών τις ακτές του Πέραν ν’ απομακρύνονται και το Διπλοκιόνιο σιγά-σιγά να χάνεται απ’ τα μάτια τους. Ο καπετάν Φουριάνι είχε σηκώσει όλα τα πανιά και ο βόρειος άνεμος που ξεχύνονταν απ’ τη Μαύρη Θάλασσα τα φούσκωνε με ορμή κι έκανε το πλοίο ν’ αφήνει όλο και πιο γρήγορα τη ρημαγμένη πόλη πίσω του. Στο βάθος, μακριά μπροστά τους, διαικρίνονταν κι άλλα πλοία που με ανοιχτά πανιά αρμένιζαν προς την Καλλίπολη. Η απόσταση μεταξύ τους όλο και λιγόστευε. Πίσω τους ακολουθούσαν κι άλλα πλοία και μπροστά τους μακριά, στο βάθος του ορίζοντα, διαικρίνονταν τα πανιά μιας μεγάλης γαλέρας. -Η γαλέρα που ξεχωρίζει μπροστά-μπροστά απ’ τα άλλά πλοία πρέπει να είναι πολύ μεγάλη, είπε ο Μπάρμπαρο στο Διέδο για μια στιγμή, καθώς και οι δυο όρθιοι στο κατάστρωμα παρακολουθούσαν με προσοχή τον ορίζοντα. -Πρέπει να είναι πάνω από δυο χιλιάδες τόνους, πρόσθεσε ο Διέδος. Ίσως να είναι η γαλέρα του Γενουάτη καπετάν Γιώργη Ντόρια. Πριν σταματήσουμε για να κόψουμε την αλυσίδα μπροστά στο λιμάνι, προσπεράσαμε το πλοίο του και νομίζω πως είδα κάποια κίνηση στο κατάστρωμα. -Κι εγώ έχω την εντύπωση, είπε ο Μπάρμπαρο, ότι, ενώ εμείς στρίβαμε αριστερά στον πύργο του Σταυρού για το Διπλοκιόνιο, ένα μεγάλο πλοίο πίσω μας άφηνε το λιμάνι κι άνοιγε πανιά καθώς έβγαινε στη θάλασσα του Μαρμαρά. -Αν αυτό είναι το πλοίο του καπετάν Ντόρια, είπε ο Διέδος, πρέπει να το πλησιάσουμε, γιατί έχει επάνω πολλές ψυχές. Απ’ τη μια μεριά θα το βοηθήσουμε, αν χρειαστεί να σώσει τους επιβάτες του κι απ’ την άλλη, θα είμαστε όλοι πιο ασφαλισμένοι από κάθε αναπάντεχο κίνδυνο αν προχωρήσουμε συγκεντρωμένοι. - - - - - - - - - - - - - - - - - -Αρκετά πλοία βλέπω πίσω μας, είπε ο καπετάν Γιώργης Ντόρια στον τιμονιέρη του, ενώ το καράβι τους αρμένιζε στ’ ανοιχτά της Κωνσταντινούπολης και τραβούσε ολοταχώς για τα Δαρδανέλια. Απ’ το σκαρί τους, τον όγκο τους και τα πανιά τους, δεν τα βγάζω για τούρκικα. Ο τιμονιέρης έριξε μια ερευνητική ματιά πίσω του και συμφώνησε με την άποψη του καπετάνιου του. -Πρέπει να είναι δικά μας, είπε. Οι Τούρκοι τώρα λεηλατούν την πόλη και δεν έχουν καιρό για καταδίωξη. Ο Μωάμεθ θα λυσάξει απ’ το κακό του, βλέποντας τα πλοία μας να του ξεφεύγουν μέσ’ απ’ τα χέρια του. Αλλά τι να κάνει; Με τι ναύτες να κινήσει το στόλο του; Όλοι πέσανε στη λεηλασία και στην αρπαγή. 334


Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι του για να δείξει ότι συμφωνεί με τα λόγια του τιμονιέρη του και, γυρίζοντας προς το μέρος ενός ναύτη που ήταν δίπλα του, του είπε προστακτικά. -Να ελαττωθεί η ταχύτητα του πλοίου. Κατεβάστε τα μικρά πανιά. Ο ναύτης έφυγε γρήγορα για να εκτελέσει τη διαταγή του καπετάνιου του, ενώ εκείνος συνέχισε απευθυνόμενος προς τον τιμονιέρη. -Θα είναι προτιμότερο και θα είμαστε πιο ασφαλισμένοι, αν συγκεντρωθούμε κάπως όλα τα πλοία και προχωρήσουμε όλοι μαζί. Σε σχηματισμό θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα κάθε ξαφνικό κίνδυνο. -Κατεβάστε τα μικρά πανιά, κατεβάστε τα μικρά πανιά αντήχησε η φωνή του ναύτη στο βάθος του καταστρώματος. Η μεγάλη γαλέρα του καπετάν Ντόρια έκοψε την ταχύτητά της και γρήγορα τα πλοία που ακολουθούσαν πλησίασαν κοντά της. Στο βάθος, ξεχώριζε καθαρά το πλοίο του καπετάν Αλοΐζου Διέδου. - - - - - - - - - - - - - - - - Τα πλοία αρμένιζαν τώρα σε κοντινή απόσταση το ένα απ’ το άλλο, ακολουθώντας κάποιο σχηματισμό. Έχουν ξεφύγει απ’ του χάρου τα δόντια. Η Κωνσταντινούπολη έχει μείνει πίσω κι έχει χαθεί στο βάθος του ορίζοντα. Η πομπή των καραβιών βρίσκεται τώρα στο ύψος της Σηλύμβριας και προχωρεί προς τα νερά της Ηράκλειας. Η αγωνία της φυγής κι η υπερένταση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης έχουν κυριέψει τις ψυχές όλων των χαροκαμένων επιβατών. Δεν μένει προς το παρόν περιθώριο στις σκέψεις τους για λύπες και κλάματα για τους χαμένους δικούς τους που άφησαν πίσω στην Πόλη. Ίσως, η φρίκη της σφαγής κι ο μεγάλος πόνος του χαλασμού να στέρεψε τα μάτια τους και να σκλήρυνε την καρδιά τους. Η αγωνία της σφαγής και η απομάκρυνση απ’ τον τόπο της κόλασης, η ανοιχτή θάλασσα και η κάθε τόσο αλλαγή του περιβάλλοντος με την πορεία των καραβιών, η συντροφιά των άλλων πλοίων και προπαντός το όλο και περισσότερο ενισχυόμενο αίσθημα της σωτηρίας και της διάσωσης, τόνωσαν κάπως το ηθικό των τσακισμένων εκείνων ανθρώπων και τους έδωσαν δύναμη και κουράγιο να ξανανιώσουν ότι είναι έμψυχα όντα και ν’ αρχίσουν να δίνουν σημεία ζωής επάνω στα πλοία. Και πάλι, όμως, όσο το αίσθημα αυτό της διάσωσης ισχυροποιούνταν και ο νους συνέρχονταν, τόσο περισσότερο ζωντάνευε μέσα στο είναι τους ο πόνος για το χαμό των συγγενών και των γνωστών τους, για τον αφανισμό των αγαπημένων τους προσώπων, που σφάχτηκαν ή σκλαβώθηκαν πίσω στην Πόλη. Η νεκρική σιγή που επικρατούσε ως τώρα σ’ όλους τους χώρους των πλοίων και ο τρόμος που βασίλευε παντού, αντικαταστάθηκαν από οιμωγές και κλάματα. Ένας θρήνος συνταράζει τα χαροκαμένα πλοία, που,

335


φορτωμένα ζωντανά φαντάσματα, έφευγαν κυνηγημένα απ’ το δρεπάνι του χάρου προς το Αιγαίο για να σωθούν. Εκείνοι που έχουν να κλάψουν τους λιγότερους φαίνονται πιο ψύχραιμοι και πρώτοι παίρνουν δύναμη και κουράγιο και προσπαθούν, πνίγοντας το δικό τους πόνο, να μετριάσουν και να απαλύνουν τον πόνο και το δράμα των άλλων συντρόφων τους. -Ας το πάρουμε απόφαση, είπε ο καπετάν Ντόρια, κάνοντας όσο μπορούσε πιο σταθερή τη φωνή του. Τίποτα δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε απ’ ό,τι έγινε. Σε τίποτα δεν μπορούμε να βοηθήσουμε. Γι’ αυτό, λοιπόν, θα είναι προτιμότερο για όλους μας, να προσπαθήσουμε να βρούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε τους εαυτούς μας και να ανακτήσουμε την ψυχραιμία μας. Αφήστε τα κλάματα και τους θρήνους. Συγκεντρώστε τις δυνάμεις σας και το κουράγιο σας. Θα μας χρειαστούν. Ξεφύγαμε μόνο ένα μέρος του κινδύνου. Ίσως το μεγαλύτερο. Αλλά δεν περάσαμε ολόκληρο τον κίνδυνο ακόμη. Οι θάλασσες που διασχίζουμε και οι ακτές που περνάμε είναι όλες στα χέρια των βαρβάρων. Οποιαδήποτε στιγμή, μπορεί να μας επιτεθούν. Έχετε, λοιπόν, το νου σας και μη σπαταλάτε τις δυνάμεις σας σε κλάματα ανώφελα και σε άσκοπους θρήνους, που δε μας βοηθούν σε τίποτα, παρά μόνο δυσχεραίνουν τη θέση μας και καταβάλλουν τις δυνάμεις μας. Τα λόγια αυτά του καπετάνιου και οι διάφορες προτροπές άλλων αξιωματικών και ψύχραιμων ατόμων, συγκράτησαν κάπως την κατάσταση κι έσταξαν κάποιο βάλσαμο στις πονεμένες καρδιές των επιβατών. Οι ψυχραιμότεροι απ’ αυτούς άρχισαν να αραιοβγαίνουν στο κατάστρωμα, να αλλάζουν από καμιά κουβέντα μεταξύ τους και σιγά-σιγά να συγκεντρώνονται εδώ κι εκεί σε μικροομάδες και χαμηλόφωνα να συζητούν, σκουπίζοντας αδιάκοπα τα μάτια τους. Ο ένας προσπαθούσε να παρηγορήσει τον άλλο κι ο καθένας, μέσα στην παραζάλη του, προσπαθούσε να βρει λόγο και να εξηγήσει την αιτία της καταστροφής. Ο ήλιος έχει γύρει προς τη δύση και προχωρεί κι αυτός με την ίδια ταχύτητα μπροστά απ’ τα πλοία, χαμηλώνοντας όλο και περισσότερο πάνω στα βουνά της Θράκης προς τη Ρεδεστό. Στη μεγάλη αίθουσα του πλοίου σκεπτικοί κι αμίλητοι κάθονται οι Ιωάννης και Δημήτριος Κατακουζηνός, έξι μέλη της οικογένειας των Παλαιολόγων, δυο Λασκαρίδηδες, δυο Κομνηνοί, δυο μέλη της οικογένειας του μεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά κι άλλοι μικρότεροι άρχοντες και αξιωματικοί89. Τα μάτια τους είναι κατακόκκινα και πρησμένα απ’ το κλάμα και, παρ’ ότι προσπαθούν να φανούν ψύχραιμοι, τα δάκρυα κυλούν ασταμάτητα στα μάγουλά τους. Αποφεύγουν ν’ αντικρύσουν ο ένας το βλέμμα του άλλου και κάθε τόσο που σηκώνουν το χαμηλωμένο κεφάλι τους, κοιτάζουν με τα σβησμένα μάτια τους τη θάλασσα ή τις κορυφές των μακρινών βουνών που ξεπροβάλλουν άχρωμα πέρα στον ορίζοντα. Όλοι τους θέλουν κάτι να πουν για να δώσουν κουράγιο στους άλλους και για ν’ αλλάξουν κάπως την ατμόσφαιρα και να πάρουν κι οι ίδιοι 89

Nicol D. M. ‘’The Last Centuries . . .’’

Σελίδα

412. 336


δύναμη. Το κρυφό κι ασταμάτητο, όμως, κλάμα κι ο αβάσταχτος λυγμός που σφήνωσε στο στήθος τους, τους σφίγγει το λαιμό και δεν τους αφήνει ν’ αρθρώσουν λέξη. Ύστερ’ από αρκετές απόπειρες και μεγάλες προσπάθειες, ένας απ’ τους Λασκαρίδηδες είπε απευθυνόμενος προς τα μέλη της οικογένειας του Νοταρά. -Καλά έκανε ο μεγάλος δούκας που έστειλε από καιρό την κόρη του την Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά στη Βενετία. Εγκαταστάθηκε εκεί με την ανεψιά της την Ευδοκία Κατακουζηνή κι έτσι και σεις τώρα πηγαίνοντας στην Ιταλία δε θα βρεθείτε τελείως στο δρόμο. Κάπου έχετε να καταφύγετε. Τα λόγια αυτά του Λασκαρίδη έκαναν όλους να σηκώσουν τα κεφάλια τους και για πρώτη φορά να διασταυρώσουν τα βλέμματά τους. Όλοι αισθάνθηκαν κάποια ανακούφιση με την ευκαιρία που τους δόθηκε, να πουν κάτι και να αποσπάσουν, έστω και για λίγο, το μυαλό τους απ’ τις ζοφερές σκέψεις της καταστροφής και του ολέθρου που τους βρήκε πριν λίγες ώρες. -Η συμφορά που μας βρήκε όλους, είπε ένας απ’ την οικογένεια του Νοταρά, δεν θεραπεύεται κι ούτε απαλαίνει καθόλου με τη συνάντηση κάποιου γνωστού ή συγγενή στα τρίστρατα της ξενιτιάς. -Η παρουσία και του πιο κλειστού συγγενή και του πιο καλού φίλου, είπε ο Ιωάννης Κατακουζηνός, δεν πρόκειται να διορθώσει τίποτα απ’ ό,τι έγινε σήμερα. Η καταστροφή είναι τέλεια και ολοκληρωμένη και θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια, πριν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε στα σοβαρά αν μπορούμε κάτι να κάνουμε. Για να φθάσουμε, όμως, στο σημείο αυτό να κάνουμε σοβαρές σκέψεις για το μέλλον, πρέπει να ανακτήσουμε πρώτα εμείς οι διασωθέντες τις δυνάμεις μας. Σωματικές και πνευματικές. Πρέπει να συνέλθουμε όσο γίνεται πιο γρήγορρα. Και σ’ αυτό, δεν νομίζω ότι δε θα συντελέσει αρκετά η παραμονή μας δίπλα σ’ ένα συγγενή ή κοντά σ’ ένα φίλο στα άγνωστα μέρη της ξενιτιάς, όπου η κακή μας μοίρα τώρα μας οδηγεί. -Ταπεινωθήκαμε, είπε με χαμηλή φωνή ένας αξιωματικός και όπου κι αν πάμε θα είμαστε ταπεινωμένοι. -Όχι, είπε ο Ιωάννης Κατακουζηνός. Δεν ταπεινωθήκαμε. Πολεμήσαμε γενναία αλλά νικηθήκαμε. Ξέρετε ότι, από πληροφορίες που μας έστειλαν οι άνθρωποί μας απ’ το τουρκικό στρατόπεδο και συγκεκριμένα ο μεγάλος βεζίρης Χαλλίλ πασάς, τώρα πια το μυστικό δεν έχει καμιά σημασία και δεν είναι πια μυστικό, ο βάρβαρος σουλτάνος είχε μαζί του πάνω από τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ανθρώπους. Απ’ αυτούς, οι διακόσιες περίπου χιλιάδες ήταν μάχιμοι στρατιώτες. Εμείς, στην αρχή της πολιορκίας που ακόμη δεν είχαμε καθόλου φθορές, είχαμε περίπου εφτά χιλιάδες Βυζαντινούς στρατιώτες και δυο χιλιάδες Λατίνους. Η διαφορά ήταν τεράστια και η αναλογία απίστευτη. Πολεμούσαμε επί πενηντατρείς μέρες ένας στους είκοσι ή στους εικοσιπέντε. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Πολεμήσαμε θαρραλέα και παλικαρίσια και νικηθήκαμε. Δεν λιποψυχήσαμε κι ούτε παραδοθήκαμε. Δεν προδώσαμε τα όπλα μας και την αποστολή μας.

337


-Πώς χάθηκε ο αυτοκράτορας; Ρώτησε ένας απ’ τους Παλαιολόγους. -Ήμουν σχεδόν ως τις τελευταίες στιγμές μαζί του, είπε ο Ιωάννης Κατακουζηνός. Όταν το αυτοκρατορικό συμβούλιο έκανε στην αρχή της πολιορκίας την κατανομή των δυνάμεων της άμυνας, με τοποθέτησε κοντά στον αυτοκράτορα και στο στρατηγό Ιουστινιάνη, στο τμήμα της πύλης του Ρωμανού. Χθες το βράδυ, ύστερ’ απ’ τη λειτουργία στην Αγιασοφιά, πήγαμε μαζί με τον αυτοκράτορα στο παλάτι των Βλαχερνών για να χαιρετίσει τους δικούς του. Σχεδόν αμέσως, φύγαμε ακολουθούμενοι απ’ το λογοθέτη Γεώργιο Φραντζή, το Φραγκίσκο Τολέδο και μερικούς άλλους και επιθεωρήσαμε αργά τη νύχτα τα τείχη. Ξεκινήσαμε απ’ το φρούριο της Καλιγαρίας. Όταν άρχισε η έφοδος, ήμασταν μαζί στις θέσεις μας στην πύλη του Ρωμανού. Πολεμούσαμε εκεί μέχρι τη στιγμή που ειδοποιηθήκαμε ότι ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε βαριά. Ο αυτοκράτορας είπε να τρέξουμε αμέσως στο στρατηγό για να δούμε τι συμβαίνει και να συγκρατήσουμε τους Λατίνους στρατιώτες, μην τυχόν και λυγίσουν ύστερ’ απ’ τον τραυματισμό του αρχηγού τους. Η φωνή του Κατακουζηνού στο μεταξύ είχε αλλάξει απ’ τη συγκίνηση κι οι λυγμοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Όλοι τον άκουγαν με προσοχή κι όλοι άφηναν τα δάκρυά τους να τρέχουν ελεύθερα απ’ τα μάτια τους. Ο Κατακουζηνός ξαναβρήκε κουράγιο και πρόσθεσε. -‘’Ο εχθρός κλονίζεται’’, φώναξε ο αυτοκράτορας. ‘’Επιμείνατε ακόμη λίγο και φαίνεται πως θα σωθούμε κι αυτή τη φορά.’’ Και, με γυμνό και καταματωμένο το σπαθί στο χέρι του έτρεξε προς τις θέσεις του Ιουστινιάνη. Τον ακολούθησα κι εγώ. Βρήκαμε τον Ιουστινιάνη τραυματισμένο και ξαπλωμένο παράμερα, έξω απ’ τη μάχη. Ήθελε να φύγει απ’ τα τείχη. Ζητούσε να τον μεταφέρουν αμέσως στο πλοίο του. ’’Μείνε’’, τον παρακάλεσε ο αυτοκράτορας. ‘’Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Η παρουσία σου απαραίτητη. Η παραμονή σου εδώ θα συγκρατήσει τους στρατιώτες σου. Ενώ η φυγή σου θα τους κλονίσει. Θα σπάσει το ηθικό τους και θα ελαττώσει την ορμητικότητα και το κουράγιο τους. Η απουσία σου τις στιγμές αυτές θα κάμψει αφάνταστα την αντίσταση των μαχητών μας και θα παραλύσει την άμυνα της Πόλης.’’ ‘’Θα φύγω’’, επανέλαβε ο Ιουστινιάνης. ‘’Και πού σκέφτεσαι να πας;’’ Τον ξαναρώτησε ο Κωνσταντίνος. ‘’Στην οδό εκείνη που ο Θεός τώρα οδηγεί τους Τούρκους’’, απάντησε αλληγορικά ο Γενουάτης στρατηγός. Τότε, ο αυτοκράτορας γύρισε σε μένα και στους λίγους που ήταν μαζί μας και μας είπε: ‘’Πάμε, άνδρες μου, προς τους βαρβάρους αυτούς.’’ Εννοώντας, πάμε προς το θάνατο. Και όρμησε με γυμνό σπαθί μέσα στο κρισιμότερο σημείο του αγώνα. Τα βάρβαρα στίφη των Τούρκων ορμούσαν το ένα μετά το άλλο και η σκληρότητα της άνισης πάλης μεταπηδούσε πότε στο ένα σημείο και πότε στο άλλο μέσα στα χαλάσματα του τείχους. Η ασταμάτητη εισόρμηση των Τούρκων και η προσπάθειά μας, να τους φράξουμε το δρόμο και να τους αναχαιτίσουμε, μας χώρισε από κοντά του. Σε λίγο, πολεμούσαμε σε διαφορετικά σημεία γύρω στην πύλη του Ρωμανού. Δεν τον ξαναείδα πια. Άκουσα, όμως, από

338


άλλους που ήταν κοντά του, ότι έπεσε μαχόμενος ηρωικά σαν απλός στρατιώτης στο πεδίο της τιμής και του καθήκοντος. Όταν ο Ιωάννης Κατακουζηνός σταμάτησε, η φωνή του είχε αλλοιωθεί και το κουράγιο του τον είχε εγκαταλείψει. Η συγκίνησή του τον συντάραζε ολόκληρο. -Κι εγώ ήμουν κοντά του, είπε κάποιος αξιωματικός. Πολεμούσα δίπλα του. Για μια στιγμή, ο αυτοκράτορας είδε δυο-τρεις τούρκικες σημαίες να κυματίζουν στους πύργους επάνω απ’ την Κερκόπορτα, απ’ την άλλη μεριά της κοιλάδας του Λύκου. Για να δώσει θάρρος στους μαχητές, κατέβηκε απ’ το άλογό του, έβγαλε τη βασιλική πορφύρα του κι όρμησε με το σπαθί στο χέρι στο πιο κρίσιμο σημείο της πάλης. Δίπλα του και δεξιά του έτυχε ο Φραγκίσκος Τολέδο, που, καταματωμένος πηδούσε μπροστά κι έσφαζε ασταμάτητα τους εχθρούς. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε κοντά στον αυτοκράτορα ο άρχοντας Θεόφιλος Παλαιλόγος. Μόλις είδε τον αυτοκράτορα βουτηγμένο στο αίμα των εχθρών να πολεμά σαν το θεριό και την πόλη να κινδυνεύει, φώναξε με δύναμη: ‘’Θέλω να πεθάνω παρά να ζω.’’ Και όρμησε κι αυτός στη μέση της φοβερής σφαγής και κατέσφαζε εχθρούς ασταμάτητα. Όλοι εμείς οι γύρω του πέσαμε με μεγαλύτερη ορμή κατά των Τούρκων, των οποίων τα πτώματα σωριάζονταν αμέτρητα γύρω μας. Δίπλα μου έτυχε ο γενναίος Ιωάννης Δαλμάτης. Πρώτος μεταξύ πρώτων, ο ατρόμητος εκείνος μαχητής, τρυπούσε κι έσφαζε αλύπητα με τη ρομφαία του τους Αγαρηνούς που τολμούσαν να τον πλησιάσουν. Ο αυτοκράτορας και οι τρεις εκείνοι ατρόμητοι μαχητές ορμούσαν ασταμάτητα μπροστά και δυο και τρεις φορές ανέτρεψαν τους εχθρούς, σφάζοντας, ποδοπατώντας ή γκρεμίζοντας κάτω στα χαλάσματα όσους άπιστους προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στις πέτρες και στα ξύλα που βρίσκονταν συντρίμμια γύρω μας. Δεν ξαναείδα τον αυτοκράτορα. Είδα, όμως, τον άρχοντα Θεόφιλο να πεθαίνει ηρωικά, αφού πρώτα θέρισε αρκετούς από μια ομάδα γενιτσάρων που τον είχαν περικυκλώσει90. -Τον αυτοκράτορα τον είδα εγώ μετά το θάνατο του άρχοντα Θεόφιλου, είπε ένας απ’ τους πολλούς επιβάτες, που στο μεταξύ είχαν μαζευτεί γύρω-γύρω στους καθισμένους άρχοντες και άκουγαν σιωπηλοί και με προσοχή την τόσο ενδιαφέρουσα αφήγηση των τελευταίων δραματικών γεγονότων της καταραμένης εκείνης μέρας. Ήμουν δίπλα στο Δαλμάτη όταν έπεσε ο Θεόφιλος. Ο Δαλμάτης, όταν είδε το Θεόφιλο να πέφτει νεκρός, ούρλιαξε δυνατά σα θεριό και όρμησε στο μεγαλύτερο σωρό των εχθρών, εκεί όπου είχε πέσει κι ο φίλος του σκορπίζοντας παντού το χαλασμό. Οι Τούρκοι σάστισαν για μια στιγμή κι έκαναν πίσω. Νέες ομάδες, όμως, γενιτσάρων μπήκαν στη μάχη και σε λίγο κι ο Δαλμάτης, λουσμένος στο αίμα του και στο αίμα των εχθρών, έπεφτε νεκρός. Ο αυτοκράτορας νομίζω πως ζούσε ακόμη όταν σκοτώθηκε ο Δαλμάτης. -Όταν έσκουξε δυνατά ο Δαλμάτης κι όρμησε στο σωρό των γενιτσάρων, ο αυτοκράτορας ήταν κοντά μου, είπε κάποιος άλλος 90

Σουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα

357. 339


πολεμιστής απ’ το άλλο μέρος της αίθουσας. Άκουσε ο Κωνσταντίνος τις ενθαρρυντικές φωνές του ήρωα Δαλμάτη, που, καθώς ορμούσε πάντοτε μπροστά, παρότρυνε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο και το πρόσωπό του έλαμψε από χαρά. Μας παρότρυνε όλους ο γενναίος αυτοκράτορας να σταθούμε στις θέσεις μας και να μην χάσουμε το θάρρος μας και με περισσότερη ορμή έπεσε κι ο ίδιος πάνω στους γενιτσάρους. Ήταν κυριολεκτικά βουτηγμένος στο αίμα. Πολεμούσε σα λιοντάρι και σκορπούσε παντού το θάνατο. Οι Αγαρηνοί, όμως, έρχονταν κοπάδιακοπάδια κι ο αγώνας γινόταν όλο και πιο δύσκολος. Ένα καινούριο στίφος γενιτσάρων όρμησε στο ρήγμα και με την ορμή του μας παρέσυρε και μπήκε στα τείχη. Ο αυτοκράτορας ήταν δίπλα μου. Πολεμούσε και μας έδινε κουράγιο. Όταν είδε τις σημαίες των Τούρκων να κυματίζουν στους πύργους και τους γενιτσάρους μέσα στα τείχη, φώναξε με φωνή γεμάτη πόνο και παράπονο: ‘’Η Πόλη κυριεύτηκε κι εγώ ακόμη ζω; Δεν υπάρχει ένας χριστιανός να πάρει το κεφάλι μου;’’ Κι όρμησε σα θεριό, τελείως ασυλλόγιστα πάνω στους γενιτσάρους, χτυπώντας δεξιά κι αριστερά91. Το κύμα των γενιτσάρων μας σκόρπισε και μας απομάκρυνε από κοντά του και δεν τον ξαναείδα. Τραβηχτήκαμε στα χαλάσματα του μέσα τείχους, όπου κι αντισταθήκαμε για λίγη ώρα ακόμη. Καινούρια στίφη Αγαρηνών μας παρέσυραν και μας διέλυσαν τελείως. Όσοι μείναμε ζωντανοί και μπορούσαμε να φύγουμε, τρέξαμε προς την εκκλησία της Παναγίας της Χώρας. Το προαύλιό της ήταν γεμάτο Τούρκους. Φαίνεται, πως οι βάρβαροι εκείνοι είχαν μάθει για την ωραιότητα και τα πλούτη της μικρής εκκλησούλας και, περνώντας τα τείχη, όρμησαν κατευθείαν σ’ αυτή για να την λεηλατήσουν. Αν το πλήθος εκείνο των γενιτσάρων δεν ήταν αφοσιωμένο στην αρπαγή και στη λεηλασία της εκκλησίας, δε θα γλύτωνε κανένας από μας. Γιατί, χωρίς να υποπτευόμαστε καθόλου την παρουσία τους εκεί, πέσαμε επάνω τους. Μερικοί μας είδαν αλλά κανένας δεν ήθελε ν’ αφήσει την αρπαγή και να στραφεί εναντίον μας. Για λίγο, έμεινα κρυμμένος πίσω από κάτι μικροχαλάσματα του περιβόλου της εκκλησίας. Με φρίκη είδα δυο Τούρκους να κουβαλούν έξω στην αυλή τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, περίφημο έργο τέχνης, φτιαγμένη απ’ τα χέρια του Αποστόλου Λουκά, να ξεκολλούν με τα γιαταγάνια τους ό,τι πολύτιμο είχε επάνω της η άγια εικόνα και να την κομματιάζουν στο λιθόστρωτο. Έκλεισα τα μάτια μου με τις παλάμες μου, για να μη βλέπω την πρωτοφανή βαρβαρότητα των αγρίων και με πρώτη ευκαιρία έφυγα όσο πιο μακριά μπορούσα92. Πώς βρέθηκα στην παραλία δεν το κατάλαβα. Θυμάμαι μόνο, ότι έτρεχα μέσα στα στενοσόκακα και δρόμους γεμάτους αλαφιασμένα γυναικόπαιδα. Όλοι τρέχαμε χωρίς κανένας να ξέρει πού πήγαινε. Όταν έφτασα στην παραλία, έπεσα πάνω σε μια βάρκα με μερικούς ακόμη φυγάδες που μόλις άφηνε την αμμουδιά. Πήδησα μέσα και με γρήγορη κωπηλασία φτάσαμε στο πλοίο αυτό. Ανέβηκα στο κατάστρωμα κι έπεσα κάτω λιπόθυμος. Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Το 91 92

Σουμβερζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σουμβέρζε Γ. ‘Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα Σελίδα

358. 387. 340


δροσερό αεράκι της ανοιχτής θάλασσας με συνέφερε. Όταν πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, αντίκρισα στο βάθος τις ακτές της Σηλύμβριας. Σώπασε για λίγο και πρόσθεσε. -Δεν ξέρω αν έκανα καλά που έφυγα και σώθηκα ή αν έπρεπε να μείνω εκεί και να πεθάνω. Αν δείλιασα, ο Θεός ας με συγχωρέσει. - - - - - - - - - - - - - - - - Το πλοίο του ναυάρχου Αλοΐζου Διέδου ξεχώριζε προς το τέλος της γραμμής του πένθιμου σχηματισμού των πλοίων των φυγάδων. Πάνω στο κατάστρωμά του, άχρωμοι και συντριμμένοι οι λίγοι διασωθέντες απ’ την οθωμανική λαίλαπα προσπαθούν να συνέλθουν όσο είναι δυνατόν απ’ το δυνατό χτύπημα της τρομερής καταστροφής. Ο καιρός είναι καλός τις τελευταίες αυτές μέρες του Μάη και η θάλασσα ήσυχη και γαλήνια. Ο αέρας, παρ’ ότι ελαφρός και ανεπαίσθητος, σπρώχνει το πλοίο με δώδεκα περίπου μίλια την ώρα και το κάνει να γλυστρά ήσυχα πάνω στα ανάλαφρα κύματα της θάλασσας. Όλα γύρω φαίνονται απαλά και ήρεμα. Λες και η φύση προσπαθεί με την καλοσύνη της τις ώρες αυτές να απαλύνει και να μαλακώσει κάπως το σκληρό πόνο αυτών που βρίσκονται μέσα στα χαροκαμένα πλοία της Κωνσταντινούπολης. Μια μικρή ομάδα ανθρώπων πάνω στο κατάστρωμα του βενετικού πλοίου προσπαθεί με διάφορα μικρόλογα να ξαναβρεί τον εαυτό της. Όλοι προσπαθούν να διώξουν τη θλίψη και το άλγος που βαραίνει τις ψυχές τους και να παρηγορηθούν. Ανάμεσά τους διακρίνεται ο καπετάν Αλοΐζος Διέδος, ο καπετάν Μπαρτόλος Φουριάνι, ο Βενετός γιατρός Νικόλαος Μπάρμπαρο, ο Φλωρεντίνος Τετάλδης και άλλοι ναυτικοί, πολεμιστές και πρόσφυγες απ’ τους μέχρι προ ολίγου κατοίκους της ρημαγμένης πια Κωνσταντινούπολης. -Αν οι Γενουάτες ήθελαν, είπε για μια στιγμή ο Βενετός γιατρός, η Πόλη δε θα χανόταν. -Τις αντιζηλίες και τις διαφορές των Γενουατών με τους Βενετούς τις πλήρωσε η Κωνσταντινούπολη, είπε σιγανά ο Τετάλδης. -Οι Γενουάτες πάντοτε ήταν αχόρταγοι και άπληστοι. Δεν τους έφτανε ο Γαλατάς, που για μένα κακώς τους τον παραχώρησε ο αυτοκράτορας, είπε ο Μπάρμπαρο. Ήθελαν και την Ίμβρο, την Τένεδο, τα πάντα. Ήθελαν να πάρουν και πόλεις του Εύξεινου Πόντου και της Μαύρης Θάλασσας. Ήθελαν κτήσεις στις ακτές της Μικράς Ασίας . . . Και τι δεν ήθελαν . . . Τα ήθελαν όλα δικά τους. Ενώ, αν δεν έφερναν αντιρρήσεις και δεν ξεσηκώνονταν εναντίον μας και αν αποκτούσε κι η Βενετία κάτι υπολογίσιμο στις θάλασσες αυτές, θα έδειχνε σήμερα διαφορετικό ενδιαφέρον η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Κι όταν η Βενετία και η Γένουα είχαν καλή συνεννόηση μεταξύ τους και ιδιαίτερα σταθερή και συντονισμένη συνεργασία στα μέρη αυτά της Ανατολής, οι Οθωμανοί θα σκέφτονταν πολύ περισσότερο πριν αποφασίσουν κάτι εναντίον της Κωνσταντινούπολης.

341


-Οι Γενουάτες, είναι αλήθεια, είπε ο καπετά Φουριάνι, τα βλέπουν όλα σε χρήμα και προσπαθούν να ρυθμίσουν τα πάντα ανάλογα με τα εμπορικά τους συμφέροντα. -Σα να μην έφταναν οι τόσες ατιμίες που έκαναν μέχρι σήμερα, συνέχισε ο γιατρός, ακόμη και την τελευταία στιγμή της καταστροφής, τη στιγμή της σφαγής και του θανάτου, την ώρα που ο πόνος και η λύπη ξεχείλιζε και στην πιο σκληρή καρδιά και του πλέον αδιάφορου ακόμη θεατή, οι άνθρωποι αυτοί του Γαλατά, όχι μόνο δεν συγκινήθηκαν αλλά προσπάθησαν να επωφεληθούν τη δυστυχία μας και θέλησαν με το αίμα το δικό μας να ισχυροποιήσουν τη θέση τους και να κερδοσκοπήσουν. -Ποτέ δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά από ένα Λατίνο άρχοντα, είπε με έκδηλη πικρία ο ναύαρχος Διέδος. Χίλιοι να μου το έλεγαν, δε θα το πίστευα, ότι η λαιμαργία και η συμφεροντολογία του εξουσιαστή του Πέραν, του Γενουάτη Ζαχαρία Αγγέλου, έφτανε μέχρις αυτό το σημείο. Είναι πλέον γνωστό, ότι οι χριστιανοί του Γαλατά, για να μη χαλάσουν τις καλές σχέσεις τους με τον άπιστο Μωάμεθ και θιγούν τα συμφέροντά τους, πρόδιναν τα σχέδια των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς. Δεν αντιστάθηκαν, ούτε και μίλησαν καθόλου στους Τούρκους για τη μεταφορά των πλοίων τους απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη. Όλοι το γνώριζαν κι όλοι το είδαν, γιατί η μεταφορά έγινε πάνω απ’ τους λόφους τους δικούς τους. Πρόδωσαν την προσπάθεια του καπετάν Κόκκου κι ειδοποίησαν τους Τούρκους το βράδυ της απόπειρας εκείνης, ανάβοντας φωτιά πάνω στο ψηλότερο σημείο του Γαλατά. Ανανέωσαν τις συνθήκες φιλίας με τον αλλόθρησκο σουλτάνο, όταν η χριστιανική Κωνσταντινούπολη χάνονταν . . . -Γνώρισα κι άκουσα πολλά γι’ αυτούς τους ανθρώπους, ναύαρχε, είπε ο Τετάλδης, αλλά αυτήν την τελευταία παλιανθρωπιά του Ζαχαρία που ανέφερες δεν την ξέρω, πρόσθεσε µ’ απορία ο Τετάλδης και το ενδιαφέρον του εκδηλώθηκε έντονο στο πρόσωπό του. Κάρφωσε το βλέμμα του στο ναύαρχο κι ανυπόμονα περίμενε ν’ ακούσει για την καινούρια ατιμία των Γενουατών. -Το αυτοκρατορικό συμβόλαιο με διόρισε ναύαρχο στις 13 Μαΐου, είπε ο καπετάν Διέδος. Νωρίτερα, μου είχε ανατεθεί η άμυνα των παραλιακών τειχών της περιοχής της πύλης του Φαναρίου. Και σα ναύαρχος συνέχισα να πολεμώ και να υπερασπίζομαι το τμήμα εκείνο μέχρι τέλους. Εκεί ήμουνα με τον Αλέξιο Δισύπατο κι εκεί πολέμησα ως τις τελευταίες στιγμές. Όταν έσπασαν τα χερσαία τείχη κι η Πόλη πλημμύρισε Τούρκους, κάθε αντίσταση από μέρους μας ήταν άσκοπη κι ανώφελη. Όσοι απ’ τους άντρες μου είχαν απομείνει ζωντανοί, προσπάθησαν τις τρομερές εκείνες στιγμές του τέλους να σωθούν, όπως μπορούσε ο καθένας καλύτερα. Εγώ πέρασα στις απέναντι ακτές. Μπήκα στο Γαλατά. Μαζί μου είχα τον καπετάν Φουριάνι και το γιατρό Μπάρμπαρο. Ζητήσαμε αμέσως να συναντήσουμε τον εξουσιαστή του Πέραν, τον αρχηγό των Γενουατών Άγγελο Ιωάννη Ζαχαρία, για να συνεννοηθούμε μαζί του για τις πιθανότητες επίθεσης όλων των βενετικών και γενουάτικων πλοίων κατά του στόλου του Μωάμεθ. Θέλαμε, επίσης, να εξακριβώσουμε και τη στάση των Γενουατών στις κρίσιμες εκείνες 342


ώρες93. Ο Ζαχαρίας έφερε αντιρρήσεις. Και, όταν του έθεσα ανοιχτά την ερώτηση: ‘’έχουμε πόλεμο ή ειρήνη εμείς οι Βενετοί κι εσείς οι Γενουάτες με το Μωάμεθ’’; δε μου απάντησε καθαρά αλλά μου είπε, ότι θα ήταν προτιμότερο να περιμένω λίγο, ώσπου να στείλει ανθρώπους του στο Μωάμεθ, για να δει τις προθέσεις του για το Γαλατά και για όσους απ’ τους πολεμιστές και το λαό της Κωνσταντινούπολης θα κατέφευγαν εκεί. -Είχε άλλα σχέδια στο νου του ο πονηρός Γενουάτης, είπε με θυμό ο Μάρμπαρο. Τις προθέσεις του Μωάμεθ τις γνώριζε καλά και δεν χρειαζόταν να στείλει καινούριους απεσταλμένους του στο βάρβαρο σουλτάνο. Είχε συζητήσει πολλές φορές νωρίτερα μαζί του κι είχε δηλώσει πλήρη υποταγή στα σχέδια και στις προθέσεις των Οθωμανών. Ήταν πλέον δηλωμένος και στενός σύμμαχός τους και αμείλικτος εχθρός της Κωνσταντινούπολης. Ήταν ο καταδότης κι ο Ιούδας των υπερασπιστών της και του λαού της, πρόσθεσε με πικρία κι αποστροφή ο Βενετός γιατρός. -Από άλλους μάθαμε, ευτυχώς γρήγορα, συνέχισε ο καπετάν Φουριάνι, ότι, αντί να στείλει πρεσβευτές του στο Μωάμεθ, διέταξε να κλειστούν όλες οι πύλες των τειχών του Γαλατά και να μην επιτραπεί η είσοδος ή η έξοδος σε κανέναν. -Ήθελε να μας κρατήσει εκεί και να μας παραδώσει ζωντανούς στο Μωάμεθ, είπε με αγανάκτηση ο καπετάν Διέδος. Ήθελε και πάλι να εκμεταλλευτεί τη δυστυχία μας και να παραδώσει χριστιανούς και ομοεθνείς του στους αλλόθρησκους κι αλλόφυλους φίλους του, για να αποδείξει την πίστη του και την αφοσίωσή του στο σουλτάνο. Ήθελε να παραδώσει τα πλοία μας, µ’ ό,τι εφόδια ή εμπορεύματα υπήρχαν μέσα σ’ αυτά, στους Τούρκους . . . -Πήραμε, όμως, αμέσως είδηση των καταχθόνιων σχεδίων του, συνέχισε ο Μπάρμπαρο και με καλά λόγια καταφέραμε να τον πείσουμε, να μας αφήσει να βγούμε για λίγο στην πόλη. Αυτός, για να μη μας δώσει καμιά αφορμή να υποψιαστούμε κάτι απ’ όσα σχεδίαζε και, επειδή είχε ήδη διατάξει το κλείσιμο των πυλών και ως εκ τούτου θεωρούσε τη φυγή μας αδύνατη, μας επέτρεψε να βγούμε στην πόλη. Νωρίτερα, στις συζητήσεις μας κατηγόρησε το συμπατριώτη του Ιωάννη Ιουστινιάνη και μας είπε ότι στενοχωρέθηκε πραγματικά για τη στάση του ύστερ’ απ’ τον τραυματισμό του. Δεν έπρεπε να εγκαταλείψει τη θέση του και τους στρατιώτες του σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, είπε. Έπρεπε και τραυματισμένος ακόμη να μείνει στο πόστο του κοντά στους στρατιώτες του. Έφυγε αυτός και έφυγαν σε λίγο και οι άνθρωποί του. Η θέση αδυνάτισε κι οι Τούρκοι βρήκαν ευκαιρία και κατάφεραν να μπουν στην πόλη. Ίσως να έγινε αυτός αιτία της καταστροφής94. Ίσως, βέβαια, να έλεγε μια αλήθεια. Ίσως προσπαθούσε με τα λόγια του αυτά, ρίχνοντας όλο το βάρος του χαλασμού σ’ άλλους, να δικαιολογήσει τουλάχιστο στη δυνείδησή του τα σχέδια που είχε στο 93 94

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος Σουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδες Σελίδα

381-2. 346. 343


μυαλό του για μας. Να φέρει δηλαδή τις μελλοντικές του ενέργειες σαν εντελώς δευτερεύουσας σημασίας και σαν αναγκαστικό και λίγο-πολύ δικαιολογημένο επακόλουθο της επελθούσης απ’ την απερισκεψία άλλων καταστροφής. Πάντως, εμείς, μόλις βρεθήκαμε έξω απ’ το κτίριο, αμέσως τρέξαμε στα πλοία μας. Λόγω της σύγχυσης που επικρατούσε στα γενουάτικα τείχη του Γαλατά και λόγω του φόβου που κατείχε τους κατοίκους του Πέραν απ’ τις σφαγές και το χαλασμό της Κωνσταντινούπολης, δεν δυσκολευτήκαμε να περάσουμε τις πύλες. Στο πλοίο μας οι ναύτες, όσοι βρέθηκαν σ’ αυτό, ήταν επί ποδός κι έτοιμοι για αναχώρηση. Χωρίς να χάσουμε στιγμή, σηκώσαμε άγκυρα. -Έτσι, ο μεν Άγγελος Ζαχαρίας έμεινε μόνο με τις κακές του σκέψεις και τις ανήκουστες προθέσεις του, εγώ δε βρήκα τη σωτηρία μου, είπε με κάποια αστειότητα ο Τετάλδης, παίρνοντας βιαστικά το λόγο. Αν δε με περιμαζεύατε απ’ τη θάλασσα, ίσως να είχα πνιγεί ή και να έπεφτα σύντομα στα χέρια των Τούρκων. Σας ευχαριστώ όλους. Αν ποτέ γυρίσω στην Ιταλία, θα πω και θα γράψω όλη την αλήθεια για το μεγάλο και άνισο αγώνα, για την τρομερή σφαγή, για την απάνθρωπη στάση των Γενουατών και των άλλων χριστιανών . . . Ο αυτοκράτορας, ο στρατός του, οι πραγματικοί του φίλοι κι όλος ο απλός λαός της πόλης του Κωνσταντίνου πολέμησαν. Πολέμησαν αδίσταχτα και ηρωικά αλλά νικήθηκαν. Ο χριστιανισμός της Δύσης και της άλλης Ευρώπης αγνόησε το καθήκον του και την υποχρέωσή του προς τους ομοθρήσκους του. Η αδιαφορία τους αυτή κι ο ασυγχώρητος καιροσκοπισμός τους παρέδωσαν την άγια πόλη στη σφαγή και στον όλεθρο. Έγιναν οι αίτιοι της καταστροφής της. Σταμάτησε για λίγο τα καυτά αλλά γεμάτα αλήθεια λόγια του ο Τετάλδης, κοίταξε όλους γύρω του και πρόσθεσε προφητικά. -Γρήγορα, όμως, θα καταλάβουν οι καθολικοί της Δύσης τι είχαν, θα δουν τι έχασαν και θα βεβαιωθούν κι οι ίδιοι για το τι τους περιμένει. Σιωπή σκόρπισαν τα τελευταία αυτά λόγια του Τετάλδη. Ήταν ωμά, βαριά αλλά δίκαια. Όλοι έμειναν αμίλητοι για αρκετή ώρα, σα να προσπαθούσαν να φέρουν μπροστά τους το παρελθόν, να δουν την δραματικότητα του παρόντος και να αναλογιστούν τα ενδεχόμενα του μέλλοντος. Κανείς δεν έλεγε λέξη, γιατί κανείς δεν είχε κανένα λόγο για να φέρει αντίρρηση στα λεγόμενα του Τετάλδη. Όλοι με τη σιωπή τους δήλωναν καθαρά ότι συμφωνούσαν απόλυτα μαζί του. Για μια στιγμή ο γιατρός Μπάρμπαρο είπε με κατήφεια. -Αλίμονο στο δύστυχο λαό και στην άμοιρη Πόλη. -Τέτοιες σφαγές και τέτοια καταστροφή ίσως δεν γνώρισε ούτε η Ιερουσαλήμ, είπε ο καπετάν Φουριάνι. Και πρόσθεσε με κάποια διστακτικότητα. Ο σημερινός χαλασμός ίσως να είναι τρομερότερος κι απ’ το χαλασμό των σταυροφόρων του 1204. -Σύντομα θα μάθουμε τις καταστροφές και τη θηριωδία των Τούρκων σε αριθμούς, πρόσθεσε κάπως βιαστικά ο καπετάν Διέδος. Κι αμέσως συνέχισε. Πρέπει να έγινε μεγάλη σφαγή στην περιοχή της

344


εκκλησίας της αγίας Θεοδοσίας. Σήμερα, οι χριστιανοί της Πόλης γιόρταζαν τη μνήμη της κι η εκκλησία της αγίας ήταν καταστόλιστη από τριαντάφυλλα και πλημμυρισμένη από κόσμο. Ο λαός από βραδίς συνέρεε σχεδόν απ’ όλα τα μέρη της πόλης στην εκκλησία αυτή, να προσκυνήσει την εικόνα της και να παρακαλέσει την αγία Θεοδοσία να βοηθήσει και να σώσει την Πόλη. Οι δρόμοι εκείνου του τμήματος, το οποίο ήταν κοντά στη δική μου περιοχή, ήταν γεμάτοι γέρους και γριές, μάνες με παιδιά, καλογριές και καλογήρους, που απ’ τα ξημερώματα κατέφθαναν ασταμάτητα απ’ τις γύρω γειτονιές και κατέκλυζαν το χώρο της εκκλησίας. Όταν ακόμη ήμουν επάνω στα τείχη της πύλης του Φαναρίου, άκουσα απ’ την κατεύθυνση της εκκλησίας γοερές κραυγές και κλάματα. Φαίνεται πως η καταιγίδα θα είχε φθάσει εκεί. Σε λίγο, όμως, η λαίλαπα ήρθε και σε μας και οι οιμωγές και οι οδυρμοί έρχονταν απ’ όλες τις κατευθύνσεις της πόλης. Η Κωνσταντινούπολη είχε μεταβληθεί σ’ ένα τεράστιο σφαγείο . . . Ο καπετάν Διέδος διέκοψε τα λόγια του. Ένας ασυγκράτητος λυγμός έκλεισε το λαιμό του και τον ανάγκασε να σταματήσει. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει και το πρόσωπό του ταραγμένο αυλακώνονταν απ’ τον πόνο και τη θλίψη που πλημμύριζε την καρδιά του. Με δυσκολία επιβλήθηκε στον εαυτό του κι ασυναίσθητα άφησε το βλέμμα του ελεύθερο να πλανηθεί στην ανοιχτή θάλασσα. Τα πλοία με την ξεριζωμένη προσφυγιά αρμένιζαν στη σειρά προς τα Δαρδανέλια, σε μικρή απόσταση το ένα πίσω απ’ το άλλο.

345


30.

ΠΑΛΙ

ΣΤΗ

ΧΙΟ

Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου γενουάτικα και βενετικά μικρά και μεγάλα πλοία, με πρόσφυγες απ’ την Κωνσταντινούπολη, που είχαν κατορθώσει να ξεφύγουν το χαλασμό και την αιχμαλωσία, περνούσαν στο Αιγαίο και κατέφευγαν στα νησιά. Τα τρομερά νέα της πτώσης της Πόλης και της σφαγής και της αιχμαλωσίας των κατοίκων της έφτασαν και στη Χίο και συντάραξαν το νησί, σκορπίζοντας τη λύπη και τον τρόμο στους κατοίκους. Στο λιμάνι της Χίου είναι σήμερα αρκετές γαλέρες αραγμένες. Μεταξύ τους, οι γαλέρες του καπετάν Διέδου, του καπετάν Ντόρια, του καπετάν Μοροζίνη, του κυρ-Δολφίνου, του κυρ-Βενιέρι, του κυρ-Φιλαμάτη, του καπετάν Τρεβηζάνου και άλλων. Ένα μικρό καΐκι μόλις μπήκε στο λιμάνι και προσπαθεί να ρίξει την άγκυρά του δίπλα στη γαλέρα του Γαβριήλ Τρεβηζάνου. Στο κατάστρωμα του καϊκιού πηγαινοέρχεται ένας παλαίμαχος ναυτικός με ηλιοκαμένο πρόσωπο και σχισμένα ρούχα. Ανυπομονεί και µ’ ενδιαφέρον κοιτάζει συνέχεια προς το μέρος της μεγάλης γαλέρας, σαν κάτι να ψάχνει με τα μάτια του. Η μεγάλη του αγωνία κι η αβάσταχτη στενοχώρια του φαίνονται καθαρά στις νευρικές και γρήγορες κινήσεις του. Η ψηλή και σκουρόχρωμη γαλέρα δίπλα του είναι άδεια σαν παρατημένη. Τα γυμνά καταστρώματα κι η ερημιά που επικρατεί σ’ αυτά την κάνουν να μοιάζει με τα εγκαταλειμμένα απ’ τους ναύτες τουρκικά πλοία που άφησε πίσω στην Κωνσταντινούπολη, όταν τα πληρώματά τους σύσσωμα έτρεξαν μετά την άλωση μέσα στην πόλη, για να πάρουν μέρος στην πλούσια λαφυραγωγία και στο χαλασμό που τους υποσχέθηκε ο σουλτάνος. Κάποιος ναύτης πρόβαλε για μια στιγμή στο κατάστρωμα της γαλέρας κι αδιάφορος, σαν τελείως ξεχασμένος, ακούμπησε στην κουπαστή κοιτάζοντας ανέκφραστα στο άπειρο. Χαμηλά, στο κατάστρωμα του μικρού καϊκιού, ο ανυπόμονος ναυτικός συνέχιζε να πηγαινοέρχεται νευρικά χωρίς να δει το ναύτη, που, ακουμπισμένος στην κουπαστή της γαλέρας βρισκόταν σχεδόν από πάνω του. Για μια στιγμή κι ενώ βημάτιζε προς το κέντρο του καταστρώματος του καϊκιού του κοντά στο μεσαίο κατάρτι, σήκωσε τα μάτια του και είδε τον αδιάφορο ναύτη ψηλά στη γαλέρα. Σταμάτησε με μιας το βηματισμό του και, υψώνοντας το κεφάλι του προς το ναύτη, ρώτησε δυνατά. Πού είναι ο καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνος; θέλω να τον δω. Στο άκουσμα των λόγων αυτών, ο ναύτης τινάχτηκε σαν τρομαγμένος. Κοίταξε γύρω του και σχεδόν αμέσως, σα να συνήλθε από κάποιο κακό όνειρο και να ξύπνησε ύστερ’ από έναν κακό εφιάλτη, είπε. -Ποιος είσαι εσύ που ρωτάς για τον καπετάνιο μας; -Είμαι ο καπετάν Μαυρίκιος Καττάνεος. Μόλις έφτασα εδώ απ’ την Κωνσταντινούπολη. Θέλω να δω και να μιλήσω στον καπετάνιο σου. -Ο καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνος σκοτώθηκε στην Πόλη. Δεν είναι άλλο μαζί μας, είπε ξερά ο ναυτικός και ξανακούμπησε αδιάφορος στην

346


κουπαστή, αφήνοντας το ανέκφραστο βλέμμα του να πλανιέται θολό στα βάθη του ορίζοντα. Ο καπετάν Μαυρίκιος έμεινε άναυδος και παγωμένος στη θέση του. Ακούμπησε στο κατάρτι που ήταν δίπλα του για να μην πέσει και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του. Ένιωσε δυνατή ζάλη. Όλα γύρω του στριφογύριζαν κι ανεβοκατέβαιναν. Τα γόνατά του λύγιζαν και τα μάτια του είχαν θολώσει. Μερικοί ναύτες του καϊκιού στο κατάστρωμα και στη στεριά, που προσπαθούσαν να δέσουν το μικρό σκάφος, άκουσαν τα λόγια του ναύτη ψηλά απ’ τη γαλέρα αλλά συνέχισαν τη δουλειά τους αδιάφοροι, χωρίς να νιώσουν την παραμικρή ταραχή. Η τραγική αυτή πληροφορία δεν τους προξενούσε καμιά αίσθηση. Μόνο κάποιος μουρμούρισε μέσα στα δόντια του, σα να μιλούσε στον εαυτό του. -Τι σημασία έχει ένας χαμός παραπάνω ή ένας παρακάτω; Και, με τελείως αλλιώτικη έκφραση του προσώπου του, συνέχισε το δέσιμο του χοντρού σχοινιού στο παλαμάρι της κουπαστής. Οι άνθρωποι εκείνοι είχαν δει τόσες σφαγές, τόσους σκοτωμούς και τέτοιο ανεκδιήγητο χαλασμό, που ο θάνατος ενός ακόμη ανθρώπου δεν τους έκανε καμιά ιδιαίτερη εντύπωση. Ο καπετάν Μαυρίκιος Καττάνεος, κλονισμένος απ’ τα λόγια του ναύτη της γαλέρας και με την καρδιά χτυπημένη από ένα ακόμη φαρμακερό βέλος, συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του, στάθηκε στα πόδια του και ξανάρχισε να βηματίζει αργά-αργά πάνω στο μικρό κατάστρωμα του καϊκιού. Βουβός κι αμίλητος έφτασε στην άκρη της κουπαστής που ήταν πλευρισμένη στο μόλο και βγήκε στη στεριά. Περπατούσε εδώ κι εκεί στο λιμάνι, στην προκυμαία, στους δρόμους της συνοικίας. Σκεφτικός και συντριμμένος, άλλοτε προσπαθούσε να συλάβει στο μυαλό του το μέγεθος της καταστροφής κι άλλοτε πάσχιζε να ελαφρύνει τις σκέψεις του και να διώξει απ’ το νου του το δράμα και την έκταση της ανείπωτης συμφοράς. Περπατώντας έτσι ζαλισμένος κι αμίλητος και τριγυρίζοντας σα χαμένος στους δρόμους της Χίου, δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε στην άκρη της πόλης και δεν ήξερε πόση ώρα είχε που συμβάδιζε µ’ έναν άγνωστο μεσήλικα στρατιώτη. -Ήμουν και γω στην Πόλη, έλεγε ο άγνωστος στον καπετάνιο και τις τελευταίες μέρες πολέμησα στην Ωραία Πύλη, κοντά στην εβραϊκή συνοικία. Ήμουν με τα τμήματα του καπετάν Βλάχου. Στην αρχή της πολιορκίας ήμουν με το τμήμα του καρδινάλιου Ισίδωρου κοντά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, λίγο πιο πέρα απ’ το παλάτι των Βλαχερνών στην άκρη του Κερατίου. Αντιμετωπίζαμε την ασιατική στρατιά του Ζαγανού πασά. Πριν από λίγες μέρες, όμως, με έστειλαν μαζί με λίγους ακόμη στρατιώτες στις φρουρές της Ωραίας Πύλης. Η θέση εκεί ήταν πολύ αδύνατη κι επικίνδυνη. Έπρεπε να ενισχυθεί . . . Ο άγνωστος, ένας ψηλόκορμος κι αδύνατος στρατιώτης με φουντωτά μαλλά και καστανά μάτια, έμεινε για λίγο σιωπηλός και βάδιζε αμίλητος δίπλα στον άγνωστο γι’ αυτόν καπετάν Μαυρίκιο. Ύστερ’ από λίγο ξανασυνέχισε.

347


-Δεν είμαι Χιώτης . . . έχω, όμως, ξαναπεράσει απ’ το νησί . . . Από χθες γυρίζω σα χαμένος εδώ κι εκεί, ώσπου να βρω τρόπο να φύγω μακριά απ’ τα μέρη αυτά . . . Έχω γνωστούς εδώ και δεν θέλω να με δούνε . . . Το όνομά μου είναι Ανδρόνικος . . . Δεν θέλω να με δει κανείς . . . Δεν θέλω να πλησιάσω στα σπίτια τους . . . Δεν θέλω να δω από κοντά τον πόνο και το δράμα που επικρατεί τώρα στις απαρηγόρητες οικογένειές τους . . . Δεν μπορώ να τους αντικρίσω . . . Δεν ξέρω τι να πω στους δύστυχους αυτούς ανθρώπους, που αγαπώ και µ’ αγαπούν . . . Είχαν κι αυτοί δικούς τους στην Πόλη . . . Ήταν φίλοι μου . . . Δεν ξέρω, αν χάθηκαν στην καταιγίδα ή γλίτωσαν . . . Το πώς γλίτωσα εγώ ήταν θαύμα. Ο ξερακιανός άγνωστος έλεγε κι όλο έλεγε. Ο καπετάν Καττάνιος, άλλοτε άκουγε τον άγνωστο συμβαδιστή του κι άλλοτε χανόταν στις δικές του σκέψεις. Για μια στιγμή, σα να είχε συνέλθει από κάποιο λίθαργο, είπε. -Κι ο δικός μου γλιτωμός ήταν ένα θαύμα. Δεν πίστευα να φθάσω ζωντανός ως εδώ, πρόσθεσε και ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις του. Ο στρατιώτης κατάλαβε ότι τα λόγια του κάνουν καλό στον άγνωστο συνοδοιπόρο του κι ότι σιγά-σιγά θα τον συνεφέρουν, γι’ αυτό και συνέχισε. -Μόλις πήδησαν οι Τούρκοι ναύτες τα παραλιακά τείχη και ξεχύθηκαν στην πόλη, όρμησαν στη συνοικία των Εβραίων, σπάζοντας και λεηλατώντας τα πιο φανταχτερά σπίτια στην αρχή. Ήξεραν κι αυτοί φαίνεται πόσο χρήμα και πλούτο έχουν συγκεντρωμένο οι Εβραίοι, γι’ αυτό κι όλοι οι βάρβαροι της Ασίας διάλεξαν Εβραίους για λεηλασία και χριστιανούς για σφαγή. Όταν ξέσπασε η θύελλα, προσπάθησα κι εγώ να φύγω, όπως κι οι άλλοι που είχαμε απομείνει ζωντανοί στο φρούριο της Ωραίας Πύλης αλλά δεν το κατόρθωσα. Οι Τούρκοι μας είχαν κυκλώσει και μερικούς δικούς μας που ξεμύτισαν να φύγουν τους πρόλαβαν και τους έσφαξαν αμέσως. Βλέποντας τη θηριωδία των Αγαρηνών, σκεπάστηκα μέσα σε κάτι χαλάσματα κι έμεινα εκεί άφαντος για αρκετή ώρα. Αλλ’ όσο η ώρα περνούσε, τόσο το κακό χειροτέρευε. Όλο και περισσότεροι Τούρκοι πηδούσαν τα τείχη κι ο τόπος είχε πλημμυρίσει απ’ αυτούς. Ακριβώς απέναντί μου ήταν ένα μικρό εβραϊκό σπίτι. Οι νοικοκυραίοι του έλειπαν από καιρό στη Λέσβο. Αυτό το ήξερα από νωρίτερα, γιατί στο φρούριο αυτό υπηρετούσα αρκετές μέρες πριν την καταστροφή. Το σπίτι φαίνονταν έρημο και φτωχό. Οι Τούρκοι προτιμούσαν στην αρχή τα φανταχτερά σπίτια. Αυτό, με την άσχημη φάτσα του και το μικρό όγκο του, δεν γέμιζε το μάτι τους, Όπως ήμουν κρυμμένος, είδα μια ομάδα γενιτσάρων να σπάζουν την πόρτα του και να ορμούν στα δωμάτιά του. Σχεδόν αμέσως, τους είδα να βγαίνουν έξω με λίγα χρωματιστά υφάσματα κι άλλα μικροπράγματα στα χέρια και να τρέχουν προς το βάθος του συνοικισμού. Για μια στιγμή, δεν περνούσαν Τούρκοι από πάνω μου. Έγινε κάποια ησυχία. Δεν πέρασαν, όμως, δυο-τρία λεπτά και άκουσα φωνές Τούρκων που σκαρφάλωναν απ’ έξω στα τείχη. Απ’ τις φωνές τους κατάλαβα σε ποιο σημείο του τείχους περίπου βρίσκονταν και πόσο τμήμα είχαν ακόμη ν’ ανεβούν. Σαν αστραπή πήρα την απόφαση να τρέξω στο απέναντι μικρό σπιτάκι του 348


Εβραίου. Υπολόγισα ότι, ώσπου ν’ ανεβούν οι Τούρκοι το εξωτερικό τείχος, να περάσουν τα χαλάσματα και να φθάσουν σε σημείο απ’ όπου θα μπορούσαν να δουν το δρόμο και την πόρτα του εβραϊκού σπιτιού, εγώ θα έχω φθάσει εκεί και θα βρίσκομαι μέσα στο σπίτι. Τίναξα με μιας τα ερείπια από πάνω μου και με γρήγορα πηδήματα σχεδόν αμέσως βρέθηκα μέσα στο σπίτι. Οι Τούρκοι ανέβηκαν το τείχος, πήδησαν στα χαλάσματα και, χωρίς να με πάρουν είδηση, πέρασαν μπροστά απ’ τη σπασμένη πόρτα του μικρού εβραϊκού σπιτιού, την οποία επίτηδες άφησα ανοιχτή και έφυγαν τρεχάτοι. Με πρώτη ευκαιρία, πέταξα από μέσα μπροστά στην πόρτα και έξω στην αυλή κάτι άχρηστα μικροπράγματα, βρόμικα σχισμένα ρούχα και μια-δυο σπασμένες καρέκλες, για να φαίνεται ότι το σπίτι πατήθηκε. Το κόλπο έπιασε, γιατί ο κάθε καινούριος Τούρκος που ανέβαινε τα τείχη από κείνο το μέρος, βλέποντας το μικρό σπιτάκι με τη σπασμένη πόρτα πρώτο-πρώτο μπροστά στο δρόμο του, το άφηνε κι αμέσως έτρεχε πιο πέρα στη συνοικία, γιατί τό ‘χε σίγουρο, ότι εκείνοι που ανέβηκαν πριν απ’ αυτόν οπωσδήποτε θα το λεηλάτησαν κι επομένως αυτός δεν έπρεπε να χάνει τον καιρό του εδώ, αλλά να τρέξει γρήγορα βαθύτερα στην πόλη. Σ’ αυτό, βέβαια, βοήθησαν και τα άχρηστα μικροπράγματα που σκόρπισα επίτηδες στην αυλή. Η έξυπνη ιδέα του άγνωστου στρατιώτη έκανε εντύπωση στον καπετάν Καττάνεο και, ενώ στην αρχή ήταν κλεισμένος στις δικές του σκέψεις και δεν πολυπρόσεχε στα λόγια του, σιγά-σιγά άρχισε να τον παρακολουθεί και να τον προσέχει µ’ ενδιαφέρον. Μάλιστα, για μια στιγμή γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του και τον ρώτησε. -Και μετά πώς ξεμύτισες απ’ το σπίτι εκείνο και πώς βρέθηκες εδώ; Ο ψηλόκορμος στρατιώτης βεβαιώθηκε πια ότι τα λόγια του κάνουν καλό στον άγνωστο ναυτικό, γιατί τον είχαν πραγματικά συνεφέρει απ’ το βαθύ του λίθαργο και συνέχισε. -Μέσ’ απ’ το σπίτι έβλεπα αργότερα Τούρκους που γύριζαν πίσω στα πλοία φορτωμένοι με κάθε είδους πραμάτεια. Έφερναν μαζί τους σκεύη εκκλησιών, ιερά άμφια κληρικών, έπιπλα σπιτιών και κάθε είδους ρούχα. Προτιμούσαν τα πολύχρωμα. Επίσης, κουβαλούσαν στα πλοία τους γυναίκες, αιχμαλώτους, σκλάβους, κατσαρόλες και πιάτα, τραπέζια, καθίσματα κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν φορτωμένοι και τόσο τυλιγμένοι με πολύχρωμα ρούχα, κουβέρτες ή άμφια ιερέων, που δεν μπορούσες να διακρίνεις τη φορεσιά τους και τη φάτσα τους. Η ώρα στο μεταξύ περνούσε κι εγώ δεν μπορούσα να μείνω εκεί για πολύ. Η πόλη είχε κυριευτεί κι οι εχθροί, αν και δε με είχαν πιάσει ακόμη, θα µ’ έπιαναν οπωσδήποτε αργότερα. Αν όχι σήμερα, αύριο. Έπρεπε, λοιπόν, με κάθε θυσία να φύγω στα πλοία ή να περάσω στο Γαλατά. Αν και δεν πίστευα ότι κι εκεί θα ήμουν σίγουρος. Βλέποντας τους Τούρκους να περνούν έτσι φορτωμένοι κι αγνώριστοι, μου κατέβηκε μια ιδέα στο μυαλό μου και πήδησα επάνω απ’ τη χαρά μου. Έζωσα καλά στη µ,έση μου το σπαθί μου και τυλίχτηκα με πολύχρωμα ρούχα που βρήκα μέσα στο σπίτι του Εβραίου. Έκανα και

349


διάφορα μπογαλάκια µ’ ό,τι πρόχειρο βρήκα, τα φόρτωσα στην πλάτη μου, πήρα και μια καρέκλα στην οποία έδεσα μικρόρουχα, πετσέτες κι άλλα φανταχτερά μικροπράγματα και βγήκα στην αυλή. Μια ομάδα Τούρκων ερχόταν απ’ την πόλη. Όλοι τους ήταν φορτωμένοι με κάθε είδους λάφυρα. Φορτωμένος καθώς ήμουν κι εγώ κι αγνώριστος, τυλιγμένος στην πραμάτεια μου, μόλις είδα τους Τούρκους να πλησιάζουν, έκανα πως ξεκουράζομαι τάχα ακουμπώντας στην καρέκλα μου. Οι Τούρκοι με πλησίασαν. Ένας απ’ αυτούς φορούσε χρυσοστόλιστα άμφια αρχιερέα και τα χέρια του ήταν γεμάτα ακριβά μικροπράγματα. Έμοιαζαν με σκεύη εκκλησιών. Όταν πλησίασε κοντά και είδε τα δικά μου λάφυρα, με κοίταξε κοροϊδευτικά και μου είπε: ‘’Αυτά μπόρεσες να μαζέψεις; Με την καρέκλα και τις παλιοπετσέτες θα κάνεις περιουσία.’’ Προσποιήθηκα πως φορτώνομαι τα πράγματά μου κι έκανα πως δεν τον άκουσα. Έριξα την καρέκλα με τα πόδια προς τα επάνω στην πλάτη μου κι ακολούθησα σε μικρή απόσταση τους Τούρκους. Οι πύλες όλες τώρα των τειχών είχαν ανοίξει κι οι Οθωμανοί μπαινόβγαιναν ελεύθεροι. Πέρασα κι εγώ κάτω απ’ την Ωραία Πύλη, αυτήν που φύλαγα τόσον καιρό κλειστή και βγήκα στην παραλία. Γύριζα αρκετή ώρα πάνω-κάτω φορτωμένος ανάμεσα στους εχθρούς, προσπαθώντας να δω κανένα δικό μας πλοίο. Κάποτε το μάτι μου πήρε ένα μικρό βενέτικο καΐκι. Το γνώρισα ότι ήταν δικό μας κι όχι τούρκικο, γιατί στο κατάστρωμά του είχε κάποια κίνηση. Ενώ τα τουρκικά ήταν παρατημένα και μόνο ναύτες Τούρκοι κάπου-κάπου ανέβαιναν φορτωμένοι λάφυρα. Τα άφηναν στα αμπάρια και ξανάφευγαν στην πόλη για ν’ αρπάξουν και να φέρουν κι άλλα. Το δικό μας καΐκι ήταν αραγμένο κάπως ανοιχτά, πίσω από δυο τουρκικά πλοία, τα οποία ήταν δεμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ο μόνος τρόπος να φθάσω στο καΐκι μας ήταν να περάσω πάνω απ’ τα δυο πλοία των εχθρών και μετά να κολυμπήσω. Η ώρα περνούσε και δεν ήθελα να τριγυρνώ άσκοπα στην παραλία φορτωμένος πράγματα. Είχαν αρχίσει κιόλας να παρουσιάζονται προστριβές και μικροκαυγάδες μεταξύ των Τούρκων, γιατί ο ένας άρπαζε τα πράγματα του άλλου και υπήρχε κίνδυνος να αναγνωριστώ. Έκανα την απόφαση κι ανέβηκα στο πρώτο εχθρικό πλοίο. Δυο-τρεις ναύτες έτρεχαν βιαστικοί στο κατάστρωμα. Δε με πρόσεξαν. Διέσχισα το κατάστρωμα κι έφτασα στην άλλη άκρη. Ο κουπαστές των δυο καραβιών ήταν πολύ κοντά. Σχεδόν η μια ακουμπούσε την άλλη. Ανέβηκα πάνω σ’ ένα σωρό σχοινιά, σκαρφάλωσα στην κουπαστή και πήδησα στο άλλο καράβι. Εκείνη τη στιγμή, δυο-τρεις Τούρκοι ναύτες έβγαιναν απ΄ το αμπάρι του δεύτερου καραβιού, στο οποίο μόλις είχα πηδήσει μέσα. Δεν τους έδωσα σημασία, αλλά βιαστικός διέσχισα το κατάστρωμα και πέρασα στην άλλη μεριά του καραβιού. Εκατό μέτρα μακριά βρισκόταν το βενετικό καΐκι. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ένας απ’ τους τρεις Τούρκους ναύτες με πλησίασε και θέλησε κάτι να πάρει απ’ τα πράγματά μου. Δεν τον άφησα και τραβήχτηκα παραπέρα. Άπλωσε το χέρι του ν’

350


αρπάξει ό,τι μπορέσει και µ’ έβρισε χυδαία. Φαινόταν μεγαλόσωμος και πολύ δυνατότερος από μένα. Αν του έδινα τα πράγματά μου, θα φαινόταν τα ρούχα μου και θα καταλάβαινε αμέσως ποιος είμαι. Αν πιανόμασταν στα χέρια, δε θα ξέμπλεκα εύκολα μαζί του και το χειρότερο θα έβλεπε οπωσδήποτε ποιος είμαι. Καθώς, λοιπόν, με πλησίαζε απειλητικά, σήκωσα την καρέκλα που κρατούσα στον ώμο μου με τις πολύχρωμες πετσέτες που είχα δεμένες στα πόδια της και του κατέβασα μια στο κεφάλι µ’ όση δύναμη είχα. Έπεσε κάτω αναίσθητος. Οι άλλοι δυο σύντροφοί του, μόλις είδαν το χτύπημα, όρμησαν απειλικά προς το μέρος μου. Εγώ, με την καρέκλα στο χέρι, έτρεξα κοντά στην κουπαστή. Την άφησα βιαστικά στο κατάστρωμα, πάτησα στο κάθισμά της και βρέθηκα πάνω στην κουπαστή. Ο ένας απ’ τους δυο Τούρκους ναύτες, καθώς έτρεχε εναντίον μου, βρήκε στο κατάστρωμα ένα χοντρό κομμάτι ξύλου από σπασμένο ακόντιο. Το άρπαξε και το πέταξε καταπάνω μου. Το χοντρό ξύλο με χτύπησε στην πλάτη, πάνω στα μπογαλάκια με τα παλιόρουχα που είχα πάρει απ’ τον Εβραίο. Δεν κατάλαβα κανένα πόνο. Το μόνο που ένιωσα ήταν ένα γερό σπρώξιμο. Η δύναμή του µ’ έριξε πάνω απ’ την κουπαστή, χωρίς καμιά δική μου προσπάθεια, στη θάλασσα. Παράτησα τα μπογαλάκια μου να επιπλέουν στο νερό και με μια δυνατή βουτιά έφυγα προς το μέρος του δικού μας καϊκιού. Δυο βάρκες δεμένες στο τουρκικό πλοίο λικνίζονταν αμέριμνες πάνω στα κύματα λίγο πιο πέρα προς το μέρος του καϊκιού. Έκανα μια βουτιά και βγήκα μακριά πίσω απ’ αυτές. Σήκωσα για λίγο το κεφάλι μου και κοίταξα ανάμεσα απ’ τις βάρκες προς το τουρκικό πλοίο. Οι δυο Τούρκοι ναύτες κοίταζαν ζαλισμένοι τα πράγματά μου που έπλεαν στο νερό και φαίνονταν ταραγμένοι. Μιλούσαν δυνατά κι έκαναν με τα χέρια τους έντονες κινήσεις. Είχαν την εντύπωση πως το χτύπημά τους με σκότωσε ή πως πνίγηκα πέφτοντας στο νερό. Με κάποια ανακούφιση, έκανα μια δεύτερη βουτιά και βρέθηκα στην άλλη πλευρά του καΐκιού. Πραγματικά, ήταν δικό μας κι έτοιμο να ξεκινήσει. Σκαρφάλωσα στο κατάστρωμα και γλύτωσα. -Τίνος ήταν το καΐκι; ρώτησε ο καπετάν Καττάνεος, ύστερ’ από μικρή σιωπή. -Δεν ξέρω, απάντησε ο συνομιλητής του. Κανείς απ’ όσους ταξιδεύαμε µ’ αυτό δεν ήξερε τίνος ήταν. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ήταν μέσα ήταν απ’ τα χερσαία τείχη. Μόνο δυο-τρεις ήμασταν ναυτικοί. Ένας νομίζω ήταν απ’ την πύλη του Πέτρου, ένας η δυο απ’ την πύλη της Πλατείας ή του Περάματος κι εγώ απ’ την Ωραία πύλη. Οι άλλοι ήταν απ’ την πύλη του Ριγίου και την τρίτη στρατιωτική πύλη. -Ήταν κανένας απ’ την πύλη της Σηλύμβριας; ρώτησε ο Βενετός καπετάνιος. -Όχι, δεν νομίζω. Δεν άκουσα κανένα να πει πως πολεμούσε εκεί. Έκαναν μερικά βήματα χωρίς να πουν λέξη. Κάποια στιγμή, ρώτησε ο ψηλόκορμος πολεμιστής τον καπετάνιο µ’ ενδιαφέρον. -Εσύ πού πολεμούσες και πώς έφτασες εδώ; Ο Βενετός πολεμιστής έκανε μερικά βήματα σιωπηλός και μετά είπε. 351


-Απ’ την αρχή της πολιορκίας ήμουνα με τον καπετάν Νικόλα Γουδέλη και τον καπετάν Βαπτιστή Γρίττη στο φρούριο της πύλης της Σηλύμβριας. Είχα κι εγώ το δικό μου τμήμα. Είμαι ο καπετάν Μαυρίκιος Καττάνεος. Το τμήμα μου υπεράσπιζε ένα μέρος του τείχους προς την 2η στρατιωτική πύλη. Πιο πέρα, προς τη Χρυσή πύλη ήταν ο Ανδρόνικος Κατακουζηνός και στο βάθος ο Καταρίνος Κονταρίτης. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε, όπως και όλοι οι υπερασπιστές της πόλης, πολυάριθμους και βάρβαρους εχθρούς. Απέναντί μας, είχε τη σκηνή του ο αιμοβόρος και πολεμοχαρής Ισαάκ πασάς με τα βάρβαρα και φανατισμένα στρατεύματα της Ανατόλιας. Οι γενίτσαροί του ήταν όλοι απ’ τα βάθη της Ασίας, καθώς και όλος ο υπόλοιπος στρατός του και το μόνο που ήξεραν ήταν γιαταγάνι και αίμα. Όλοι οι υπερασπιστές, αν και συντριπτικά λίγοι, πολέμησαν ηρωικότατα μέχρι την τελευταία στιγμή. Από νωρίτερα, είχε δημιουργηθεί ρήγμα στο τείχος κοντά στην πύλη της Σηλύμβριας αλλά, παρά την επιμονή και το πείσμα των Τούρκων, οι αμυνόμενοι εκεί κρατούσαν καλά. Οι φθορές που προξενούσαμε στους Τούρκους ήταν αφάνταστες. Βέβαια και μεις είχαμε απώλειες και μάλιστα, για το μικρό αριθμό στρατιωτών που είχαμε, ήταν πολύ αισθητές. Απέναντι, στην πύλη της Σηλύμβριας πολεμούσε ο Αλβανός εξωμότης Ηλία μπέης. Ήταν επιθετικότατος κι ακούραστος. Μόλις του εξολοθρεύαμε ένα τμήμα, έφευγε και γύριζε αμέσως με άλλο. Όλοι πολεμούσαμε με λύσσα. Όταν, όμως, ξημέρωσε κι έφεξε καλά ο ήλιος μας πήρε ο κατήφορος. Ο στρατός μας είδε με φρίκη να κυματίζουν οι σημαίες του Μωάμεθ ψηλά στους πύργους της πύλης του Ρωμανού και της πύλης της Αδριανούπολης. Αυτό έσπασε το κουράγιο των αμυνόμενων κι ενίσχυσε αφάνταστα την ορμή του εξωμότη Ηλία μπέη και των γενιτσάρων του. Ολόκληρο το τουρκικό στρατόπεδο ξεσηκώθηκε με µιας και με ενθουσιώδεις φωνές κι αλαλαγμούς έπεσε πάνω μας. Δεν αντέξαμε στο τεράστιο κύμα των βαρβάρων και σκορπίσαμε. Φύγαμε προς την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Κύπρου. Προς εκείνη την κατεύθυνση έφυγαν κι άλλοι απ’ τη Χρυσή πύλη και την πύλη της Υψημαθείας. Εκεί νομίζω έμαθα από κάποιον, ότι πιάστηκε ο καπετάν Καταρίνος Κονταρίτης που πολεμούσε στη Χρυσή πύλη. Στο σημείο εκείνο, το χερσαίο τείχος απ’ την πύλη της Σηλύμβριας και ιδίως απ’ τη 2η στρατιωτική πύλη και κάτω και το παραλιακό, απ’ την πύλη της Υψημαθείας προς το φρούριο του Επταπυργίου συγκλίνουν και καταλήγουν σε μια πραγματική σφήνα που η μύτη της τελειώνει στη θάλασσα. Οι εχθροί, πηδώντας γρήγορα τα τείχη κι απ’ τις δυο μεριές κι απ’ την ξηρά και απ’ τη θάλασσα, έκλεισαν αμέσως όλους τους υπερασπιστές του τμήματος εκείνου μέσα στη σφήνα αυτή, γι’ αυτό και δύσκολα μπόρεσε να ξεφύγει κανείς σε κείνο το μέρος απ’ τη σφαγή και την αιχμαλωσία. Με χίλιους κινδύνους έφτασα σ’ ένα καΐκι. Ήταν, όμως, αργά. Ήταν απόγευμα. Απ’ ό,τι άκουγα μέσες-άκρες απ’ τους εχθρούς, ενώ προσπαθούσα κρυβόμενος εδώ και κει να φθάσω στη θάλασσα, συμπέραινα ότι ο Μωάμεθ είχε λυσσάξει απ’ το κακό του, καθώς έβλεπε πάνω απ’ τα υψώματα της πόλης, να φεύγουν τα πλοία μας ανεμπόδιστα 352


το ένα μετά το άλλο. Τις ώρες εκείνες, ο μεγάλος κατακτητής δεν είχε ναυτικό για να τα εμποδίσει και να τα συλάβει. Οι ναύτες του όλοι είχαν επιδοθεί στη λεηλασία της πόλης. Τα πλοία του ήταν άτακτα παρατημένα εδώ και κει. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, γιατί είχε υποσχεθεί σ’ όλους τους πολεμιστές του ελεύθερη λεηλασία της πόλης. Μετά το μεσημέρι, όμως, η οργή του αποκορυφώθηκε. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο κι έδωσε διαταγή στο Χαμουζά πασά, να συγκεντρώσει τους ναύτες του και να εμποδίσει τη διαφυγή των χριστιανικών πλοίων. Τα τουρκικά πλοία άρχισαν να κινούνται και η φυγή απ’ την κόλαση γινόταν προβληματική. Γρήγορα ο στόλος του Χαμουζά έπιασε όλα τα πόστα και τα χριστιανικά πλοία αναγκάζονταν πολεμώντας ν’ ανοίξουν το δρόμο τους και να ξανοιχτούν στη θάλασσα του Μαρμαρά. Άλλα πλοία κατάφερναν να περάσουν κι άλλα όχι. Όσοι απ’ τους φυγάδες έπεφταν στα χέρια των Τούρκων σφάζονταν αμέσως. Οι Τούρκοι ναύτες ήταν τώρα περισσότερο εξαγριωμένοι, γιατί οι φυγάδες αυτοί έγιναν αιτία να τους απομακρύνει ο σουλτάνος απ’ την πλούσια λεία της πόλης και να τους ξαναγυρίσει στα πλοία και στον πόλεμο. Έτσι νομίζω πιάστηκε η κρητική γαλέρα του καπετάν Ζαχαρία Γριόνη. Ο καπετάν Καττάνεος διέκοψε για λίγο τη διήγησή του. Σκούπισε τα μάτια του με την παλάμη του, έκανε μερικά βήματα σιωπηλός και συνέχισε. -Την ώρα αυτή ξεκινούσε και το δικό μας πλοίο. Πέσαμε επάνω στους Τούρκους. Παλεύοντας πραγματικά με το χάρο και περνώντας μέσα από μια δεύτερη λαίλαπα, γλιτώσαμε και κατορθώσαμε να φθάσουμε ζωντανοί ως εδώ. Ο καπετάν Καττάνεος δεν ήθελε να μιλήσει με λεπτομέρειες για τις πραγματικά δραματικές του περιπέτειες. Συντόμεψε την αφήγησή του και τελειώνοντας σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το διπλανό του. Τα μάτια κι εκείνου ήταν γεμάτα δάκρυα. Οι δυο άντρες συνέχισαν να περπατούν σιωπηλοί. Χωρίς να το καταλαβαίνουν ακολουθούσαν μια ομάδα ανθρώπων που προχωρούσε αρκετά βήματα μπροστά τους. Σιωπηλοί κι οι δυο άφησαν το βλέμμα τους να παρακολουθεί αόριστα εκείνους που βάδιζαν μπροστά τους. -Φαίνονται νά ‘ναι δικοί μας, είπε για μια στιγμή ο καπετάν Μαυρίκιος. -Έτσι δείχνουν τα ρούχα τους, πρόσθεσε ο Ανδρόνικος και τάχυναν κι οι δυο τα βήματά τους.

353


31. ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ Ή ΑΝΑΘΕΜΑ; Η ομάδα σιγοανέβαινε ένα χαμηλό ύψωμα. Ο Καττάνεος με το σύντροφό του βιάστηκαν περισσότερο και την έφτασαν ενώ πλησίαζε στην κορυφή του υψώματος. -Γεια σας άρχοντες. Φώναξε ο Καττάνεος μόλις ήρθε κοντά τους. Χαίρομαι που σας βλέπω ζωντανούς. Οι άνθρωποι της μικρής ομάδας γύρισαν τα μάτια τους προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν η γνώριμη φωνή κι έμειναν έκπληκτοι αντικρίζοντας τον καπετάν Μαυρίκιο Καττάνεο ζωντανό. Το ίδιο έκπληκτος έμεινε κι ο Καττάνεος όταν είδε το ναύαρχο Αλοΐζο Διέδο, τον καπετάν Μπαρτόλο Φουριάνι, το γιατρό Νικόλαο Μπάρμπαρο, τον Τετάλδη κι άλλους γνωστούς και μέχρι προχθές συμπολεμιστές του να τον κοιτάζουν με κατάπληξη. Όλοι έτρεξαν και τον αγκάλιασαν. -Πώς βρέθηκες εδώ; Τον ρώτησε με χαρά και έκπληξη ο ναύαρχος Διέδος. Εσάς τους χερσαίους, είπε, εννοώντας εκείνους που πολεμούσαν στα χερσαία τείχη, σας είχαμε ξεγράψει πιο μπροστά απ’ τον καθένα όταν ξέσπασε η καταιγίδα. Βλέπεις, βρισκόσασταν τόσο μακριά απ’ τα πλοία . . . Μετά, ήσασταν κυκλωμένοι από παντού . . . -Γλίτωσα κι εγώ με χίλιους κινδύνους, όπως και σεις, είπε απλά ο Καττάνεος, ενώ τα μάτια του γυάλιζαν από χαρά που ξανάβλεπε μερικούς απ’ τους φίλους του ζωντανούς. -Τι σύμπτωση, όμως, είπε ο καπετάν Φουριάνι, να συναντηθούμε έτσι όλοι εδώ επάνω χωρίς να το έχουμε προμελετήσει! -Τυχαία, θέλεις να πεις, τον διέκοψε ο Καττάνεος. -Όχι τυχαία, είπε ο Τετάλδης. Ανεβήκαμε κι εμείς εδώ για τον ίδιο σκοπό που ανέβηκες κι εσύ, πρόσθεσε χαρακτηριστικά, τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις του. -Εγώ με το σύντροφό μου από δω, είπε ο καπετάνιος κι έδειξε τον άγνωστο στους άλλους συνοδοιπόρο του, περπατώντας και συζητώντας βρεθήκαμε εδώ πάνω χωρίς να το καταλάβουμε. Δεν ήρθαμε με κανένα ιδιαίτερο σκοπό. Ίσως μας μάγεψε ο ζωογόνος αέρας και μας τράβηξε εδώ η όμορφη φύση της Χίου. Ίσως, κάποια άγνωστη δύναμη μας έσπρωξε προς αυτήν την κατεύθυνση . . . Ίσως προαισθανόμασταν την παρουσία σας σ’ αυτά τα μέρη . . . Πάντως, η περιπλάνησή μας αυτή μας βγήκε σε καλό. Ανέλπιστα κι αναπάντεχα συναντήσαμε τόσους καλούς φίλους, που λίγο ή πολύ τους είχαμε ξεγράψει απ’ αυτόν τον κόσμο. Σεις, όμως, συνέχισε με έντονο κάπως το ενδιαφέρον στον τόνο της φωνής του, πώς βρεθήκατε έτσι όλοι μαζί έξω απ’ την πόλη και τι είναι εκείνο που σας έφερε όλους εδώ πάνω μπροστά σ’ αυτόν τον τάφο; Πραγματικά, η συντροφιά συζητώντας είχε ανέβει στην κορυφή του λόφου και σταματούσε μπροστά σ’ ένα φρεσκοσκαμμένο τάφο. -Κι εμείς δεν ξέρουμε καλά-καλά για ποιο σκοπό ανεβήκαμε εδώ πάνω, είπε ο Τετάλδης. Ήρθαμε μπροστά σ’ αυτόν τον τάφο για να τιμήσουμε έναν συμπατριώτη μας. Έναν ήρωα . . . ή ήρθαμε . . . 354


-Ή ήρθαμε για να αναθεματίσουμε έναν δειλό φυγάδα, έναν προδότη; συμπλήρωσε με πίκρα ο Βενετός γιατρός Νικόλαος Μπάρμπαρο. -Εδώ, στον τάφο αυτό, είπε με ήρεμη φωνή ο ναύαρχος Διέδος, είναι θαμμένος ο μέχρι χθες συμπολεμιστής μας, ο μέχρι χθες ακούραστος κι ατρόμητος στρατηγός, ο μέχρι χθες γενναίος υπερασπιστής των φρουρίων του Αγίου Ρωμανού. Εδώ, στον απλό αυτό τάφο είναι θαμμένη η ψυχή της άμυνας της Κωνσταντινούπολης και ίσως και η αιτία της καταστροφής της. Ο τάφος αυτός είναι ο τάφος του Ιωάννη Ιουστινιάνη. Τα τελευταία λόγια του ναυάρχου σκόρπισαν ένα παράξενο αίσθημα στην ψυχή του καπετάν Καττάνεου κι ίσως δεν άφησαν ανάγγιχτες και τις ψυχές των υπόλοιπων της σιωπηλής συντροφιάς. Όλοι ένιωθαν ένα αίσθημα σεβασμού και δέους. Ένα σύμπλεγμα περηφάνιας και ντροπής, ένα κράμα λύπης και αποστροφής για τον πρώτο αγωνιστή και τον πρώτο φυγάδα της Κωνσταντινούπολης. Με τα καπέλα τους στο χέρι έμειναν όλοι όρθιοι και σιωπηλοί γύρω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Ξανάφεραν στο νου τους το ενδιαφέρον και τις προσπάθειες του νεκρού συντρόφου τους για την οργάνωση και την καλή λειτουργία της άμυνας της πόλης. Θυμήθηκαν τους σκληρούς και θαρραλέους αγώνες του κατά των εχθρών τις μέρες της πολιορκίας και αναλογίστηκαν τις πικρές και μαύρες στιγμές της ανεξήγητης φυγής του, η οποία κατέληξε στον αφανισμό και σήμανε το τέλος της Κωνσταντινούπολης. Έμειναν έτσι βουβοί, με συγκεχυμένες τις σκέψεις τους για αρκετή ώρα. -Ο Θεός ας τον κρίνει κατά τα έργα του, είπε κάποιος δειλά-δειλά. -Αν δεν έφευγε ο Ιουστινιάνης, είπε ο Μπάρμπαρο, υπήρχαν πολλές πιθανότητες να αποκρουστεί ο εχθρός. Η φυγή του σκόρπισε τον πανικό. -Αν δεν τραυματιζόταν. Πρόσθεσε κάποιος άλλος, σα να ήθελε να υπερασπιστεί κάπως τον Ιουστινιάνη. -Και τραυματισμένος έπρεπε να μείνει στη θέση του, είπε ο Μπάρμπαρο. Η παρουσία του, έστω κι ανίκανου για πόλεμο, θα συγκρατούσε τους στρατιώτες του. Μάλιστα, ίσως ο τραυματισμός του να τους έκανε να πολεμούν με μεγαλύτερο πείσμα, προσπαθώντας έτσι να φυλάξουν και να σώσουν το λαβωμένο αρχηγό τους. -Οι στιγμές ήταν κρίσιμες, είπε κάποιος άλλος. Η απόφαση όλων μας ήταν να μείνουμε στις θέσεις μας ως το τέλος. Άλλωστε, γι’ αυτό δεν δόθηκε από νωρίτερα διαταγή και χτίστηκαν από μέσα και κλειδώθηκαν όλες οι πόρτες εξόδου; Αυτό έγινε με τη συγκατάβαση όλων μας και μάλιστα ύστερα από προτροπή του Ιουστινιάνη, για να μην μπορεί κανείς σε κρίσιμη περίπτωση να βγει από τα τείχη και να φύγει προς την πόλη και τα πλοία. -Ο εξουσιαστής του Πέραν, ο Γενουάτης Ιωάννης Ζαχαρίας, είπε ο Βενετός καπετάν Φουριάνι, δεν είχε καθόλου καλή γνώμη για τη φυγή του Ιουστινιάνη, παρ’ ότι ήταν συμπατριώτης του. Έτσι τουλάχιστον έδειξε με τα όσα μας έλεγε, όταν τον συναντήσαμε στο Γαλατά, πριν φύγουμε απ’ την Κωνσταντινούπολη95. Ίσως τελευταία στιγμή να πληγώθηκε το 95

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα

346. 355


φιλότιμο του στρατηγού, όταν έμαθε απ’ το Νοταρά ότι, ενώ ο αυτοκράτορας του υποσχέθηκε τη Λήμνο για τις υπηρεσίες που θα προσέφερε στην άμυνα της πόλης, την παραχώρησε τελικά στο βασιλιά των Καταναλών96. Δε σας κάνει, όμως, εντύπωση η ενέργεια αυτή του Νοταρά, είπε ο Ανδρόνικος και δεν αναρωτιέστε, γιατί ο μέγας δούκας ανακοίνωσε ένα τέτοιο γεγονός στο στρατηγό Ιουστινιάνη, στην ψυχή της άμυνας, στην πιο κρίσιμη στιγμή του αγώνα; Το έκανε από απερισκεψία και αφέλεια ή κάτι έκρυβε στο βάθος αυτή η ενέργειά του; Όλοι έστρεψαν τα μάτια τους προς το μέρος του ξερακιανού στρατιώτη και τον κοίταξαν περίεργα κι ερωτηματικά. Οι σκέψεις τους μπερδεύτηκαν περισσότερο. -Ότι κι αν συνέβη, είπε αυστηρά ο Μπάρμπαρο, ο στρατηγός έπρεπε να μείνει πιστός στο λόγο του κι ακλόνητος στη θέση του μέχρι τέλους. Αν έμενε στο πόστο του, το τέλος θα ήταν τελείως διαφορετικό. Η φυγή του αποθάρρυνε το στρατό και προξένησε αλγεινή εντύπωση σ’ όλους μας. Το όνομά του ταπεινώθηκε κι η μνήμη του θα μείνει περιφρονημένη στους αιώνες. -Εγώ, είπε ο Γενουάτης πολεμιστής με τα χοντρά χαρακτηριστικά, πολεμούσα προς τα ανάκτορα των Βλαχερνών, κοντά στην Ξυλόπορτα, με τον αρχιεπίσκοπο της Χίου Λεονάρδο. Ώρα του καλή αν ζει και ο Θεός να τον αναπαύσει αν σκοτώθηκε. Όταν μάθαμε για την ανεξήγητη αυτή φυγή του στρατηγού, δεν μπορούσαμε να συνέλθουμε απ’ την έκπληξή μας. Στην αρχή το νομίσαμε για ψέμα και δεν θέλαμε να δώσουμε σημασία στην είδηση. Αλλ’ όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν αλήθεια κι ότι η θέση εκείνη έμεινε κενή κι αφρούρητη, ο ιεράρχης είπε: ‘’Αν δεν έφευγε ή έστω αν άφηνε στη θέση του κάποιον άλλο, η πατρίδα δε θα χανόταν. Το θάρρος των Ιταλών στρατιωτών τώρα θα κλονιστεί και όλοι θ’ αρχίσουν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να φεύγουν.’’ -Ήμουν κοντά του, είπε ένας πολεμιστής με κοντά γένια, όταν τραυματίστηκε και ήμουν δίπλα του όταν ήρθε ο αυτοκράτορας και τον παρακάλεσε να μείνει στη θέση του. ‘’Η τύχη της πόλης θα κριθεί απ’ την απόφασή σου’’, του είπε. Αυτός, όμως, επέμενε να ανοίξουν μια πόρτα για να φύγει, τονίζοντας ότι θα γυρίσει πίσω αμέσως, μόλις ο γιατρός περιποιηθεί το τραύμα του. -Πώς τραυματίστηκε; Ρώτησε µ’ ενδιαφέρον ο Διέδος, χωρίς να απευθύνεται συγκεκριμένα προς κάποιον, ενώ ταυτόχρονα γύρισε ελαφρά προς τα αριστερά κι έκανε μερικά βήματα, απομακρυνόμενος λίγο πιο πέρα απ’ το φρεσκοσκαμμένο χώμα. Την ίδια κίνηση έκαναν κι οι διπλανοί του και σε λίγο όλη η συντροφιά είχε τραβηχτεί πιο πέρα απ’ τον τάφο και καθόταν κάτω από ένα μικρό και αραιόφυλλο δέντρο. -Τραυματίστηκε από βέλος, είπε ο συμπολεμιστής του Ιουστινιάνη με το κοντό γένι. -Είδες το βέλος με τα μάτια σου; Ρώτησε ο Τετάλδης. 96

Viltari V. ‘’The Black Angel’’

Σελίδα

301. 356


-Όχι, δεν το είδα, αλλά έτσι άκουσα από άλλους, όταν έτρεξα κοντά στον τραυματισμένο στρατηγό. Άλλωστε, η παρουσία του αυτοκράτορα και των ανθρώπων του και η ορμή της μάχης δε μου επέτρεπαν να πλησιάσω τόσο κοντά. -Εγώ άκουσα από πολλούς που επιμένουν ότι χτυπήθηκε από μικρό πυροβόλο όπλο στο χέρι, είπε ο Τετάλδης97. -Εγώ έμαθα ότι τραυματίστηκε από θραύσμα πέτρας βλήματος μεγάλου πυροβόλου, το οποίο τον χτύπησε στο στήθος98. -Όχι, είπε ένας άλλος. Χτυπήθηκε από βέλος στο δεξί του πόδι99. -Κι εγώ άκουσα ότι χτυπήθηκε από βέλος. Όχι, όμως, στο πόδι αλλά στη μασχάλη, είπε ένας τρίτος100. -Κάνετε όλοι σας λάθος, φώναξε κάποιος άλλος. Μέσα στο πλοίο για τη Χίο ερχόμουνα µ’ έναν απ’ τους στρατιώτες του Ιουστινιάνη. Αυτός βεβαίωνε, ότι ο στρατηγός χτυπήθηκε από πέτρα πυροβόλου στο στήθος. Η πέτρα του έσπασε το στέρνο και βγήκε απ’ τον ώμο του101. -Κι εγώ, είπε με κάποια επιφύλαξη ένας άλλος, έμαθα ότι κάποιος απ’ τους δικούς του τον χτύπησε με βέλος κι ότι, μετά τον τραυματισμό του, διέταξε να τον πάρουν απ’ τα τείχη κρυφά στο πλοίο, για να μη μάθουν για τη φυγή του οι στρατιώτες του και χάσουν το θάρρος τους. Και πρόσθεσε κάπως στενοχωρημένα. Αν και νομίζω ότι η πληροφορία μου είναι σίγουρη, δεν θέλω να την πιστέψω102. Τα τελευταία αυτά λόγια του πολεμιστή σκόρπισαν κάποια δυσαρέσκεια και σιωπή σ’ όλους. -Μήπως δεν τραυματίστηκε καθόλου, είπε με κάποια έντονη εκδήλωση υποψίας ο Βενετός Μπάρμπαρο, αλλά την τελευταία στιγμή, βλέποντας τα ατέλειωτα στίφη των Αγαρηνών να ορμούν στα τείχη, δείλιασε κι έφυγε, εγκαταλείποντας έτσι τη θέση του; Άλλωστε, είναι µάλλον βέβαιο ότι, φεύγοντας για το πλοίο του, που ήταν αραγμένο προς το στόμιο του λιμανιού κοντά στην αλυσίδα και, περνώντας μέσα απ’ την πόλη με λίγους ανθρώπους του, φώναζε ότι οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη, ενώ τέτοιο πράγμα δεν είχε συμβεί ακόμη. Με το ψέμα του, όμως, αυτό σκόρπισε τον πανικό στην πόλη και με τη φυγή του την απόγνωση στα τείχη. Γρήγορα, μετά τη φυγή του, οι στρατιώτες του εγκατέλειψαν κι εκείνοι τις θέσεις τους κι έφυγαν για τα πλοία. Έτσι, οι Τούρκοι μπήκαν εύκολα στα τείχη, ύψωσαν τις σημαίες τους στους πύργους εκείνου του τμήματος κι επέφεραν τη σύγχυση103. -Το ότι δεν τραυματίστηκε δεν είναι αλήθεια, είπε ο ναύαρχος Διέδος. Και ιδού η απόδειξη. Κι έδειξε με το χέρι του τον τάφο. Το ότι Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σλουμβέρζε Γ. ‘Κων/νος Παλαιολόγος Σλαβικό Χρονικό. 99 Φραντζή Γ. ‘’Χρονικό της Άλωσης’’. 100 Λεονάρδος Αρχιεπίσκοπος Χίου. 101 Κριτόβουλος. 102 Ρικιέρος και μέγας Λογοθέτης Ιέρξ 103 Μπάρμπαρο. 97 98

Σελίδα Σελίδα

343. 343

357


πέθανε από τραύμα είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Εκείνο που δεν είναι τελείως εξακριβωμένο είναι, πώς τραυματίστηκε και αν πέθανε πάνω στο πλοίο πριν φθάσει στη Χίο ή αν ξεψύχησε φθάνοντας στο νησί. Άλλοι λένε ότι τον έφεραν εδώ πεθαμένο κι άλλοι αναίσθητο. Παρ’ ότι κάτι το μεμπτό βρίσκω κι εγώ εδώ και κει στην όλη υπόθεση της φυγής του Ιουστινιάνη, χωρίς να μπορώ, όμως, να το προσδιορίσω τι είναι ακριβώς, νομίζω ότι σήμερα, με τις σκέψεις και τις κρίσεις μας αυτές, μάλλον αδικούμε το χθεσινό μας συμπολεμιστή. Όλοι γνωρίζουμε πόσο ενδιαφέρθηκε και πόσο εργάστηκε ο ίδιος για την άμυνα της πόλης. Ο καπετάν Μαυρίκιος Καττάνεος κι έδειξε προς το μέρος του καπετάνιου, ο οποίος τον βοήθησε στην οργάνωση της άμυνας της πόλης και ο οποίος είναι ευτυχώς παρών, μπορεί να το βεβαιώσει. Επίσης, τις προσπάθειες και τον αγώνα του Ιουστινιάνη μπορούν να βεβαιώσουν και οι τότε βοηθοί και συνεργάτες του Ιωάννης ντελ Καρρέττο, Ο Παύλος Μποκκιάρδη, ο Ιωάννης Φορνάρι, ο Θωμάς Σελβάτσι, ο Λαδίσσιο Γεταλούζο, ο Ιωάννης Δαλμάτης και πολλοί άλλοι, αν φυσικά ζει κανένας απ’ αυτούς σήμερα, πρόσθεσε ο ναύαρχος με κάποιο τόνο που έδειχνε αμφιβολία και λύπη. Η διαγωγή του και το θάρρος του, η τόλμη του κι η ορμητικότητά του σ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, αρετές τις οποίες όλοι μας πολλές φορές θαυμάσαμε και ζηλέψαμε, μας υποχρεώνουν σήμερα να σεβαστούμε τη μνήμη του συμπολεμιστή μας και μας επιβάλλουν να εκτιμήσουμε την προσφορά του στον αγώνα και να τιμήσουμε τη θυσία του και τ’ όνομά του. Θυμάστε όλοι σας ότι, παρ’ όλο που ο Λουκάς Νοταράς τον έθιξε και τον έβρισε άσχημα, όταν ζήτησε να του δώσει ένα κανόνι για να ισχυροποιήσει την άμυνα της εξασθενημένης περιοχής του, ο μεγαλόψυχος Ιουστινιάνης τα ξέχασε όλα, ξαναγύρισε στη θέση του και με τη βοήθεια του αρχιεπισκόπου της Χίου Λεονάρδου, του Ιωάννη Δαλμάτη και των άλλων συμπολεμιστών του, εργάστηκε σκληρά μέρα και νύχτα και επισκεύασε τα χαλάσματα του τείχους τόσο καλά, που εξέπληξε τους πάντες. Μάλιστα, όταν το πρωί είδε ο Μωάμεθ το έργο είπε με έκπληξη: ‘’Γιατί να μην έχω κι εγώ τέτοιους άντρες;104 Τότε ειπώθηκε, ότι ο Μωάμεθ εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ απ’ την ενεργητικότητα και τη μαχητικότητα του Ιουστινιάνη, ώστε προσπάθησε να τον εξαγοράσει με χρήματα, όπως έκανε και με το μηχανικό Ουρβανό. Αλλά ο γενναίος πολεμιστής απέρριψε τις δελεαστικές προσφορές του σουλτάνου και παρέμεινε στη θέση του πιστός στον όρκο του προς τον αυτοκράτορα105. Ας χαιρετίσουμε, λοιπόν, τον τάφο του φίλου και συμπολεμιστή μας κι ας αφήσουμε το Θεό να τον κρίνει κατά τα έργα του. Την ώρα που όλοι όρθιοι τιμούσαν με τη σιωπή τους το νεκρό φίλο και συμπολεμιστή τους, μερικοί εργάτες ξεπρόβαλαν στη στροφή του δρόμου χαμηλά στη βάση του λόφου κι έπαιρναν τον ανήφορο προς το ύψωμα.

104 105

Mijiatovic C. ‘The Last Emperor’’ Λεονάρδου

Σελίδα Σελίδα

197. 262. 358


Η συντροφιά των συμπολεμιστών έριξε μια τελευταία ματιά στο φρεσκοσκαμμένο τάφο του Ιουστινιάνη και όλοι σιωπηλοί ξεκίνησαν για την πόλη. Οι εργάτες όλο κι ανέβαιναν προς το ύψωμα και στα μισά σχεδόν του δρόμου συναντήθηκαν με τους νικημένους ήρωες της Κωνσταντινούπολης, που σιωπηλοί και λυπημένοι κατέβαιναν την πλαγιά. Πάνω σ’ ένα ξύλινο κάρο οι εργάτες ανέβαζαν στην κορυφή του λόφου μια μαρμάρινη στήλη. Επάνω ήταν χαραγμένα με λατινικά γράμματα τα εξής: Ενταύθα κείται ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, άνδρας επιφανής, πατρίκιος, Γενουάτης, Μαονεύς εκ Χίου, ο οποίος στον πόλεμο της Κων/λης κατά Μωάμεθ του Τούρκου, όντας μεγαλόθυμος στρατηγός του γαληνοτάτου Κωνσταντίνου, του τελευταίου αυτοκράτορα των Χριστιανών της Ανατολής, δέχτηκε τραύμα θανάσιμο106.

106

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος

Σελίδα

342. 359


32. ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ Έχουν περάσει μήνες απ’ την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Πέρασε κι ο πρώτος χειμώνας και ξαναήρθε άνοιξη. Στη Χαλκίδα έχουν μαζευτεί πολλοί διασωθέντες απ’ τη μεγάλη καταστροφή και κάθε μέρα όλο και καταφθάνουν κι άλλοι. Όλοι τους καταβλημένοι και τρισάθλιοι. Σωστά ράκη. Ανάμεσά τους βρίσκονται άντρες που πολέμησαν στα τείχη, Γενουάτες φυγάδες απ’ το Γαλατά, αιχμάλωτοι και σκλάβοι που δραπέτευσαν η εξαγοράστηκαν από συγγενείς και φίλους τους, ολομόναχες γυναίκες και πεντάρφανα μικρά παιδιά, που τα βλέπεις να παραδέρνουν έρημα και ραγίζει η καρδιά σου. Όλοι τους σχεδόν, αφού περιπλανήθηκαν όλον αυτόν τον καιρό στις θάλασσες και στα διάφορα νησιά, κατέληξαν, με την ψυχή στο στόμα, στη Χαλκίδα απ’ όπου προσπαθούν να φύγουν για την Ιταλία. Η κοινή μοίρα της προσφυγιάς, ο πόνος του ξεριζωμού, το χτύπημα της καταστροφής και η κοινή προσπάθεια του γλιτωμού απ’ τη σκλαβιά και της φυγής προς το άγνωστο, ένωσε όλους αυτούς τους χτυπημένους αλύπητα απ’ τη φοβερή εκείνη λαίλαπα του περσινού Μάη. Τους έφερε πολύ κοντά τον ένα στον άλλο. Τους έκανε να βλέπονται μεταξύ τους σαν φίλοι και συγγενείς. Να νιώθουν σαν αδέλφια ορφανεμένα, που έρημα κι απροστάτευτα παραδέρνουν κυνηγημένα σε τόπους μακρινούς και σε μέρη άγνωστα. Η μεγάλη συμφορά, τους δίδαξε να πονούν και να ενδιαφέρονται πραγματικά ο ένας για τον άλλο. Περιορίζουν όλοι τους τις στοιχειώδεις απαιτήσεις και τις άμεσες ανάγκες στο ελάχιστο για το καλό όλων. Μοιράζουν και τη μπουκιά μεταξύ τους. Ταχτικά, καθώς γυρίζουν έρημοι στους πέντε δρόμους, μαζεύονται λίγοι-λίγοι ή και πολλοί καμιά φορά, πότε εδώ και πότε εκεί, για να πουν τους καημούς και τους πόνους τους. Θυμούνται την καταστροφή και τα περασμένα τους και θρηνούν για κείνους που έχασαν. Κλαίνε τη μαύρη μοίρα τους και το αβάσταχτο δράμα τους. Μια τέτοια ομάδα δυστυχισμένων ανθρώπων είναι και σήμερα μαζεμένη κάτω από ένα σύδεντρο, σ’ ένα ερημικό και ήσυχο σημείο της παραλίας του Ευβοϊκού. Όλοι τους καθισμένοι στον ίσκιο παρακολουθούν σιωπηλοί τη θάλασσα. Αγναντεύουν με βουρκωμένα μάτια τις γύρω ακτές και το πέλαγος και ο νους τους τρέχει αβάσταχτος στα δαντελωτά ακρογιάλια της χαμένης πατρίδας τους. Θυμούνται το σπίτι τους που καταστράφηκε, τους δικούς τους που χάθηκαν, την Πόλη που έσβησε, τον τόπο τους που ρήμαξε. Φέρνουν στο νου τους το ξέσπασμα της οθωμανικής καταιγίδας κι ανατριχιάζουν. Ξαναβλέπουν μπροστά τους τα αλλόφρονα πλήθη να σφάζονται ανελέητα στις ακτές και να βάφουν τη θάλασσα με το αίμα τους και τα μηνίγγια τους πάνε να σπάσουν.

360


Κλείνουν άθελα τ’ αφτιά τους, για να μην ακούν τον πνιγμένο θρήνο των σφαζόμενων συγγενών τους. Βλέπουν το καθαρό κύμα του Ευβοϊκού που σπάει ήσυχο στα πόδια τους κι ο νους τους ξαναγυρίζει κοντά τους. Θυμούνται τις δικές τους περιπέτειες, ύστερ’ απ’ τη φυγή και η καρδιά τους ξανασφίγγεται. Σκέφτονται τις απερίγραπτες ταλαιπωρίες που πέρασαν ως τώρα κι αναλογίζονται τα βάσανα που τους περιμένουν στο μέλλον και κλαίνε. Κλαίνε τη μοίρα τους και τον πόνο τους σιωπηλοί, κλεισμένοι στον εαυτό τους. Κι αν φωνάξουν, ποιος θα τους ακούσει; Κι αν τους ακούσουν, τι ωφελεί; Τα μάτια τους, στερεμένα και στεγνά, μαρτυρούν το δράμα της ψυχής τους. Οι κόγχες τους βαθούλωσαν και καταχνιά σκέπασε το βλέμμα τους. Λίγες είναι οι κουβέντες τους κι όλες γύρω απ’ τον πόνο και τη μοίρα τους. Πάντα ρωτούν να μάθουν για τους δικούς τους. Για κείνους που χάθηκαν μέσα στην καταιγίδα και κανείς δεν ξέρει αν ζουν ή πέθαναν. Για κείνους που σκλαβώθηκαν και κανείς δεν γνωρίζει σε ποια μέρη πουλήθηκαν, πού βρίσκονται και τι απέγιναν. Αυτούς που έρχονται καινούριοι στη Χαλκίδα, τους δέχονται με χαρά, με αγωνία, με μάτια γεμάτα δάκρυα. Τους αγκαλιάζουν, τους φιλούν, σα να φιλούν δικούς τους συγγενείς. Σα να φιλούν τα παιδιά τους, τους γονείς τους, τους άντρες ή τις γυναίκες τους, τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα που λαχταρούν, μα που δε θα ξαναδούν ποτέ πια. Τους υποδέχονται με βροχή από ερωτήσεις. Ρωτούν για τους δικούς τους. Για τα πρόσωπα που έχασαν και που δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι δε θα τα ξαναντικρίσουν. Ελπίζουν στα ανέλπιστα. Προσεύχονται στο Θεό. Περιμένουν θαύματα. Ρωτούν για την άγια Πόλη τους. Θέλουν να μάθουν για το δράμα της, την καταστροφή της, το μέγεθος της ταπείνωσής της. Ανάμεσα στη συντροφιά που κάθεται σήμερα κάτω απ’ τα δέντρα στην ερημική παραλία της Εύβοιας, ξεχωρίζουν δυο νεοφερμένοι. Έφτασαν πριν από δυο μέρες στη Χαλκίδα. Είναι ένας Βενετός πολεμιστής κι ένας Γενουάτης έμπορος απ’ το Γαλατά. Κι οι δυο πολεμούσαν στην πολιορκία στο στρατό του αυτοκράτορα και πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Βενετός πουλήθηκε σκλάβος στην Καλλίπολη κι ο Γενουάτης στη Σμύρνη. Ο πρώτος δραπέτευσε. Ο δεύτερος εξαγοράστηκε από δικούς του ανθρώπους κι ελευθερώθηκε. Είναι χαρούμενοι κι οι δυο που ελευθερώθηκαν κι έφτασαν ζωντανοί ως εδώ κι έχουν διάθεση να μιλούν και να απαντούν στη βροχή των ερωτήσεων που τους κάνουν οι παλιότεροι πρόσφυγες της Χαλκίδας. -Όλο απαντάμε στις ερωτήσεις των άλλων, είπε για μια στιγμή κάπως ευδιάθετα ο Βενετός στο Γενουάτη και δεν ρωτήσαμε ως τώρα και ο ένας τον άλλο μεταξύ μας, για να μάθουμε κάτι κι εμείς δικό μας. Και με τόνο προσποιητής ευθυμίας ρώτησε. -Για πες μου, φίλε, σε ποιο σημείο της Πόλης σε είχε τάξει η μοίρα σου να πολεμήσεις; -Ήμουνα με το τμήμα του Κατταρίνο Κονταρίνι στα φρούρια της Χρυσής πύλης είπε ο Γενουτάτης. -Α, δεν ήμασταν και πολύ μακριά, έκανε ο Βενετός. Κι εγώ ήμουνα στο τείχος της δεύτερης στρατιωτικής πύλης, με τα τμήματα του 361


Φαβρούτσιο Κορνέλι. Κι οι δυο, δηλαδή, αντιμετωπίζαμε τα στρατεύματα της Ανατόλιας, πρόσθεσε με κάπως εντονότερο τόνο αστειότητας, προσπαθώντας να διώξει όσο μπορούσε γρηγορότερα τη στενοχώρια απ’ τις θλιμμένες ψυχές της συντροφιάς. -Ε, βέβαια, ήμασταν γείτονοι, είπε με ίδια προσποιητή ευθυμία κι ο Γενουάτης, που είχε αντιληφθεί την προσπάθεια του παλιού συμπολεμιστή του. Μόνο, που εσύ ήσουν πιο κοντά στην πύλη της Σηλύμβριας, στη φρουρά που αντιμετώπιζε τον Έλληνα εξωμότη Μαχμούτ πασά, το σημερινό βεζίρη του Μωάμεθ και τον Ισαάκ πασά, μαζί με τον Αλβανό εξωμότη Ηλία μπέη. Αυτός ο Αλβανός ήταν τρομερός. Πραγματικός σίφουνας. Αυτός πέρασε στην τελευταία έφοδο πρώτος την πύλη και μας κύκλωσε όλους. Αυτός µ’ έπιασε εμένα αιχμάλωτο και με πούλησε στη Σμύρνη. -Έμεινες καιρό στην Κωνσταντινούπολη πριν φύγεις για τη Σμύρνη; Ρώτησε µ’ ανυπομονησία μια μαυροφορεμένη γυναίκα ως τριανταπέντε χρονών. -Μόνο λίγες μέρες, είπε ο Γενουάτης. Ήμουν μαζί με χιλιάδες άλλους αιχμαλώτους και σκλάβους στο τουρκικό στρατόπεδο έξω απ’ τα χερσαία τείχη, κοντά στο δρόμο προς την Αδριανούπολη. Μετά, μας μετέφεραν στη Σηλύμβρια κι εκεί μας πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. -Κι εγώ έμεινα κάπου δέκα μέρες δεμένος στα πλοία, είπε ο Βενετός, ώσπου να με πάρει το αφεντικό που µ’ αγόρασε και να φύγουμε για την Καλλίπολη. -Πώς ήταν η Πόλη, όταν την ξαναείδατε για τελευταία φορά; Ξαναρώτησε η μαυροφορεμένη γυναίκα με φωνή πνιγμένη από συγκίνηση. -Ερημωμένη και καταστραμμένη. Χωρίς ζωή, χωρίς κίνηση, είπε θλιμμένα ο Γενουάτης. Σπαρμένη πτώματα. Απέραντο νεκροταφείο. Για μέρες, όλοι οι σκλάβοι θάβαμε σκοτωμένους . . . Παραμορφωμένα σώματα . . . Ακροτηριασμένα κορμιά . . . ξεκοιλιασμένα και κατατεμαχισμένα μωρά . . . Φρίκη, φρίκη να βλέπεις . . . Ψάχναμε ανάμεσα στους νεκρούς να βρούμε τους άρχοντες και τους στρατηγούς. Μετακομίζαμε πτώματα και στους σωρούς των σκοτωμένων ψάχναμε να βρούμε το σώμα του αυτοκράτορα. Την άλλη μέρα, μετά την άλωση, μια μεγάλη ομάδα σκλάβων, όλοι δεμένοι με σχοινιά και αλυσίδες ο ένας κοντά στον άλλο, πλέναμε κομμένα κεφάλια, για να μπορέσουν να βρουν ποιοι άρχοντες και ποιοι άλλοι ονομαστοί αρχηγοί σκοτώθηκαν. Ο σουλτάνος είχε διατάξει να βρεθεί ο αυτοκράτορας. Πολλά άκουσα εκείνες τις μέρες για την τύχη του και πολλά διαδόθηκαν μετά, όταν ήμουν στη Σμύρνη ή όταν περιπλανιόμουν από νησί σε νησί ώσπου να φθάσω εδώ. -Ώστε ήσουν στην ομάδα του αλυσοδεμένου κινητού πλυντηρίου; Ρώτησε με κάποιο χιούμορ ένας νεαρός Έλληνας ως δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών απ’ την Αγχίαλο και, χωρίς να περιμένει απάντηση, πρόσθεσε. Κι εγώ ήμουν στην ομάδα των κουβαλητών. Οι ειδικότητές μας δεν είχαν και μεγάλη διαφορά. Εξίσου μακάβριες . . .

362


Με τις τελευταίες αυτές λέξεις, άλλαξε ο τόνος της φωνής του. Η όψη του πήρε κάποια παράξενη αγριότητα. Τα μάτια του έχασαν την εκφραστικότητά τους και το βλέμμα του χάθηκε στο κενό. Έμεινε για λίγες στιγμές άχρωμος κι ασάλευτος, με απονεκρωμένες τις αισθήσεις του, χωρίς καμιά εκδήλωση ζωής στο παράξενο είναι του. Ξεκομμένος απ’ τον κόσμο και τη ζωή γύρω του, έμοιαζε σα να βρίσκονταν μετέωρος πάνω από ένα απέραντο χάος. Όλοι έμειναν βουβοί δίπλα του και κάρφωσαν τα αδύνατα και φοβισμένα βλέμματά τους επάνω του. Τα λίγα δευτερόλεπτα της παράξενης και κρύας αυτής σιωπής φάνηκαν σ’ όλους ώρες ολόκληρες. Μετά, ο νεαρός γύρισε το παγωμένο βλέμμα του προς τους συντρόφους του και, σα να ξαναγύριζε στη ζωή και να ξαναπατούσε στη γη επιστρέφοντας από κόσμους αέρινους και μακρινούς, είπε. -‘’Αλυσοδεμένο κινητό πλυντήριο . . .’’ Τι είναι ο άνθρωπος! . . . Και στις πιο τραγικές στιγμές και στις πιο μακάβριες περιπτώσεις έχει το χιούμορ του . . . Έμεινε για λίγο σκεφτικός και σαν συνήλθε τελείως απ’ το λίθαργό του και ξαναανάπνευσε τον αέρα της ζωής, γύρισε προς το Γενουάτη και συνέχισε. -Έτσι σας είχαμε ονομάσει τότε όλους εσάς, που όλη τη μέρα ασταμάτητα πλένατε κεφάλια. ‘’Το αλυσοδεμένο κινητό πλυντήριο.’’ Και μας μας φώναζαν ‘’οι κουβαλητές’’ . . . Σπάνιες ειδικότητες . . . Μοναδικές ίσως στην Ιστορία . . . -Και μεις δεν κάναμε καλύτερη δουλειά τις φοβερές εκείνες μέρες, είπε θλιμμένα ο Βενετός πολεμιστής. Μαζεύαμε πνιγμένους και σκοτωμένους απ’ τη θάλασσα κι απ’ τις ακτές και ξεχωρίζαμε τους Τούρκους απ’ τους χριστιανούς. Οι Τούρκοι στρατιώτες θάβονταν χωριστά. -Τι ακούσατε τελικά για τον αυτοκράτορα; Ρώτησε ένα ανήσυχο γεροντάκι, με κοντό άσπρο γένι κι ένα σημάδι στο πρόσωπο, θέλοντας να τραβήξει έτσι τη συζήτηση μακριά από προσωπικά ενδιαφέροντα και μακάβριες λεπτομέρειες, οι οποίες, αν συνεχίζονταν, θα έκαναν οπωσδήποτε πολλές καρδιές πάλι να αιμορραγήσουν. -Στην αρχή ακούσαμε ότι ο αυτοκράτορας ζει, είπε ο Γενουάτης. Γι’ αυτό και περιοριστήκαμε στο να ξεχωρίζουμε ανάμεσα στους νεκρούς τους στρατηγούς και τους άρχοντες, τους οποίους διακρίναμε απ’ τα ρούχα τους, τις ζώνες τους και τις θήκες των σπαθιών τους. Πολλά σώματα είχαν τόσο πολύ παραμορφωθεί απ’ τα χτυπήματα και τα τραύματα που ήταν τελείως αγνώριστα. Αργότερα, διαδόθηκε ότι ο αυτοκράτορας σκοτώθηκε και δόθηκε διαταγή να ψάξει όλος ο στρατός για το σώμα του. Λέγανε, ότι ο Μωάμεθ είχε υποσχεθεί μεγάλη αμοιβή στον Τούρκο που θα έβρισκε το σώμα του Κωνσταντίνου. Μάλιστα κι εμείς οι σκλάβοι που πλέναμε τα κεφάλια ελπίζαμε σε καμιά χάρη, αν τύχαινε και το κεφάλι του ένδοξου αυτοκράτορα πλένονταν απ’ τα χέρια μας. Βλέπεις, η ελπίδα δε σβήνει ποτέ στον άνθρωπο. Είναι ένα με τη σπίθα της ζωής του και ξεριζώνεται από μέσα του μόνο την ώρα που θα ξεριζωθεί η ψυχή του. Κι είχαμε μεγάλη ελπίδα, γιατί πολλοί απ’ τους αιχμαλώτους έλεγαν ότι ο αυτοκράτορας έπεσε πολεμώντας κοντά στη μικρή πόρτα που 363


άνοιξαν για να φύγει νο Ιουστινιάνης όταν τραυματίστηκε. Με τη φυγή του Ιουστινιάνη και των ανθρώπων του, η πόρτα έμεινε ανοιχτή κι οι Τούρκοι από κει άρχισαν να περνούν μέσα στην πόλη. Ο αυτοκράτορας το αντιλήφθηκε αυτό κι έτρεξε με το σπαθί στο χέρι στο μικρό εκείνο άνοιγμα, για να εμποδίσει το πέρασμα των εχθρών κι εκεί σκοτώθηκε107. Άλλοι πάλι έλεγαν, ότι τον παρέσυραν οι γενίτσαροι στο διάβα τους, τον έριξαν κάτω και τον ποδοπάτησαν108. -Εγώ άκουσα να λένε, είπε ο Βενετός, άλλοι μεν ότι καταπατήθηκε απ’ τους ίδιους τους συντρόφους του μέσα στη σύγχυση της φυγής και άλλοι ότι ένας Τούρκος όρμησε και του πήρε το κεφάλι109. -Από ανθρώπους που πολεμούσαν μαζί του στην πύλη του Ρωμανού, είπε ο νεαρός απ’ την Αγχίαλο, άκουσα να λένε ότι είδαν τον αυτοκράτορα να πολεμά μπροστά και να χτυπά ασταμάτητα δεξιά κι αριστερά με το σπαθί του, ώσπου έπεσε κι ο ίδιος νεκρός πάνω σε κείνους που είχε σκοτώσει110. Άλλος πάλι είπε, ότι ο αυτοκράτορας σκοτώθηκε από ένα γενίτσαρο, αφού πρώτα σκότωσε τρεις Αγαρηνούς που όρμησαν εναντίον του. Ο γενίτσαρος τον χτύπησε με το ξίφος του και πέφτοντας τον αναγνώρισε ποιος ήταν. Τού ‘κοψε αμέσως το κεφάλι και το πήγε στο Μωάμεθ, απ’ τον οποίο και πήρε μεγάλη αμοιβή111. -Κάτι τέτοιο άκουσα κι εγώ, είπε ο Βενετός. Ο γενίτσαρος αυτός που ονομάζονταν Σαφαλέρ, έριξε το ματωμένο κεφάλι στα πόδια του Μωάμεθ και είπε: ‘’Ευτυχισμένε πατισάχ, δες το κεφάλι του φοβερότερου εχθρού σου.’’ Ο σουλτάνος αμέσως κάλεσε έναν επιφανή αιχμάλωτο ονομαζόμενο Ανδρέα, που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή κοντά του και τον ρώτησε, αν αναγνωρίζει τίνος είναι αυτό το κεφάλι. Ο άρχοντας Ανδρέας διαπίστωσε ότι το κεφάλι ήταν του αυτοκράτορα και με κλάματα είπε: ‘’Είναι του αφέντη και βασιλιά μας.’’ Τότε ο Μωάμεθ έδωσε για ανταμοιβή στο γενίτσαρο Σαφαλέρ τη διοίκηση του Αϊδινίου της Ασίας112. -Εγώ άκουσα, ότι το κεφάλι του αυτοκράτορα το έφερε στο σουλτάνο ένας Σέρβος στρατιώτης απ’ τους ανθρώπους του Υαξά, είπε ο Γενουάτης. Ο Σέρβος στρατιώτης συνάντησε το σουλτάνο με τη συνοδεία του την ώρα που έβγαινε απ’ την Αγιασοφιά για να πάει στην Ακρόπολη. Παρουσίασε το κομμένο κεφάλι που κρατούσε στα χέρια του στο Μωάμεθ και είπε; ‘’Ένδοξε αφέντη, αιώνια να είναι η ευτυχία σου. Να το κεφάλι του τσάρου Κωνσταντίνου.’’ Η συνοδεία σταμάτησε κι ειδοποιιήθηκε νά ‘ρθει αμέσως ο μεγαδούκας Νοταράς κι άλλοι άρχοντες, οι οποίοι αναγνώρισαν την κεφαλή του αυτοκράτορα. Ο Σέρβος στρατιώτης πήγε με μερικούς αξιωματικούς στον τόπο, όπου είπε ότι βρήκε το νεκρό αυτοκράτορα. Πραγματικά, εκεί βρισκόταν ένα ακέφαλο 107 108 109 110 111 112

Κριτόβουλος. Λεονάρδος. Μοντάλδος και Ρικιέρος. Φίλεφος. Πάσκουλος. Πολωνικό Χρονικό.

Σελίδα

359. 364


σώμα, που στα πόδια του φορούσε σανδάλια με δικέφαλους αετούς. Το σώμα αυτό βρισκόταν σε μια πλατεία, την οποία οι Τούρκοι τώρα ονομάζουν Σάντζακταρ Γιοκουσάρ. Ο Μωάμεθ διέταξε, όπως ο νεκρός του αυτοκράτορα ταφεί με τις ανάλογες προς το αξίωμά του τιμές. Μάλιστα δε, για να δείξει την εκτίμησή του προς τον Κωνσταντίνο, είπε, ότι το λάδι που θα χρειαστεί για το άναμμα της καντήλας στον τάφο του θα το παραχωρεί στο μέλλον το σουλτανικό ταμείο. Άλλοι πάλι λένε, ότι τον αυτοκράτορα τον σκότωσε ένας αράπης κι ότι ο τάφος του με την ακοίμητη καντήλα βρίσκεται στο Βεφά-μεϊντάν, κοντά σ’ ένα χάνι. Λίγο πιο πέρα, βρίσκεται ο τάφος του αράπη που τον σκότωσε. Ο τάφος αυτός του αράπη είναι σκεπασμένος με ακριβά χαλιά. Λέγεται ότι, όταν ο Μωάμεθ είδε τον αυτοκράτορα νεκρό, ρώτησε τους γενιτσάρους του, για να μάθει ποιος απ’ αυτούς τον σκότωσε. Τότε κάποιος αράπης πρόβαλε και είπε: ‘’Εγώ τον σκότωσα.’’ Οργισμένος ο Θωάμεθ διέταξε να θανατωθεί ο ασεβής στρατιώτης που έχυσε βασιλικό αίμα. Αμέσως δε ανακήρυξε τον εαυτό του διάδοχο του βυζαντινού θρόνου, μια και ο νόμιμος αυτοκράτορας δεν ζούσε πια113. -Κι εγώ άκουσα πολλές διαδόσεις γύρω απ’ την τύχη του αυτοκράτορα, είπε ένας αδύνατος άντρας με αραιά γένια. Πολλοί ισχυρίζονταν, ότι δυο Τούρκοι στρατιώτες έφεραν στο Μωάμεθ το κεφάλι του Κωνσταντίνου και είπαν ότι αυτοί σκότωσαν τον αυτοκράτορα κι ότι το κεφάλι εκείνο αναγνωρίστηκε από πολλούς άρχοντες κι απ’ το μεγάλο δούκα Νοταρά. Ύστερ’ απ’ την αναγνώριση αυτή, το κεφάλι του αυτοκράτορα τοποθετήθηκε επάνω στη στήλη του Αυγουσταίου σε κοινή θέα. Μετά, γδάρθηκε και το δέρμα, αφού γεμίστηκε με άχυρα για να ταπεινωθεί περισσότερο, στάλθηκε για διαπόμπευση στην Περσία, στην Αραβία και στα διάφορα τουρκικά εμιράτα της Ανατολής114. Άλλοι πάλι έλεγαν, ότι το κεφάλι του αυτοκράτορα στάλθηκε στον πασά της Βαβυλώνας, συνοδευόμενο από σαράντα νέες και σαράντα νέους σκλάβους. Τη διαπόμπευση αυτή διέταξε ο σουλτάνος, για να αναγγείλει με τον τρόπο αυτό παντού σ’ ολόκληρη την Ανατολή το λαμπρό θρίαμβό του και τη μεγάλη νίκη των Οθωμανών115. -Κι εγώ έχω ακούσει πολλά, είπε ο γέρος με το κοντό γένι και το σημάδι στο πρόσωπο, που ως τώρα καθόταν σιωπηλός και άκουγε τα λόγια των άλλων. Άκουσα ιστορίες από πολεμιστές που ξέφυγαν το χαλασμό κι από αιχμαλώτους Έλληνες και Λατίνους, με τους οποίους έτυχε να μοιραστώ τα βάσανα και τα μαρτύρια της σκλαβιάς. Ο γέρος έτριψε το κοντό γένι του με την παλάμη του μια-δυο φορές και, διατηρώντας πάντα την ίδια απλότητα στη φωνή του, συνέχισε. -Πολεμούσα κι εγώ στα τείχη ως τις τελευταίες στιγμές και κει πιάστηκα αιχμάλωτος το φοβερό εκείνο πρωινό, όταν ξέσπασε ο χαλασμός. Για να φθάσω δε ως εδώ, υπόφερα πολλά, όπως και όλοι σας. Απ’ τα πολλά, λοιπόν, που άκουσα για το τέλος του γενναίου 113 114 115

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Δούκα Μ.’’Χρονικό της Άλωσης’’. Μαντάλδος.

364.

365


αυτοκράτορα, περισσότερο πιστεύω την εξής άποψη, που μου είπε ένας εξαγορασμένος σκλάβος, παλιός άρχοντας της Κωνσταντινούπολης, τον οποίο συνάντησα στη Χίο πριν να φθάσω εδώ. Αυτός μου είπε, ότι ο αυτοκράτορας την τελευταία στιγμή, αφού είδε τον Ιουστινιάνη τραυματισμένο, έβγαλε την αυτοκρατορική χλαμίδα, το μόνο σημάδι του αξιώματός του που έφερε μαζί του εκείνη την ώρα και τραβώντας το ξίφος του έπεσε στη μάχη. Εκεί πολεμώντας σκοτώθηκε. Να τι μου είπε περίπου, με λίγο περισσότερα λόγια, ο άρχοντας εκείνος που ήταν μαζί με τον αυτοκράτορα τις τελευταίες στιγμές. Για μια στιγμή, αλαλαγμοί Αγαρηνών, οχλοβοή και ποδοβολητό αλόγων ακούστηκαν από μακριά. Οι Τούρκοι έμπαιναν στην Πόλη. Στο άκουσμα των τρομερών αυτών ειδήσεων, ο αυτοκράτορας έμεινε ακίνητος σα να είχε χτυπηθεί από αστροπελέκι. Όταν είδε τα τουρκικά μπαϊράκια ν’ ανεμίζουν στις κορυφές των πύργων, πέρα προς το ανάκτορο του Πορφυρογέννητου κι έμαθε ότι οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη απ’ την Κερκόπορτα, γύρισε προς τον υπασπιστή του Ιωάννη Σγουρομάλλη και του είπε: ‘’Ίσως είχε δίκιο ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, όταν προφήτεψε στον αυτοκράτορα Ισαάκιο Άγγελο, ότι οι Τούρκοι θα μπουν στην Πόλη απ’ την Κερκόπορτα.’’ Όλοι γύρω του μείναμε σιωπηλοί κι έτοιμοι να τρέξουμε όπου θα μας διέτασσε. Βλέπαμε πλέον ξεκάθαρα, ότι η κατάσταση ήταν κρισιμότατη. Η φυγή των Ιταλών του Ιουστινιάνη προς το λιμάνι έκανε κάποιον απ’ την αυτοκρατορική συνοδεία να προτείνει και πάλι στον Κωνσταντίνο, ότι ίσως είναι ακόμη καιρός γι’ αυτόν να φύγει απ’ τη μάχη και να φθάσει στο λιμάνι ασφαλής. Τα πλοία θα τον μεταφέρουν μακριά απ’ τον τόπο του χαλασμού, όπου αυτός προτιμάει. Ο αυτοκράτορας, όμως, απάντησε απλά: ‘’Ο Θεός απαγορεύει σ’ έναν αυτοκράτορα να ζει χωρίς αυτοκρατορία. Εάν η Πόλη μου πέσει κι εγώ θα πέσω μαζί της.’’ Τα αποφασιστικά αυτά λόγια του βασιλιά μας άγγιξαν τις καρδιές μας και, μέσα στον πυρετό που αγώνα, μας έκαναν να ριγήσουμε σύγκορμοι. Οι άγριες φωνές των Τούρκων ακούγονταν να πλησιάζουν απ’ τις γύρω διαβάσεις. Ο Κωνσταντίνος γύρισε προς τους συνοδούς του και με το ίδιο αγέροχο ύφος, το γεμάτο λεβεντιά κι αποφασιστικότητα, μας είπε; ‘’Όποιος θέλει να φύγει, ας σώσει τον εαυτό του αν μπορεί. Και, όποιος είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει το θάνατο, ας με ακολουθήσει.’’ Αμέσως ο Θεόφιλος Παλαιολόγος που ήταν δίπλα του απάντησε. ‘’Θα προτιμούσα να πεθάνω μαζί σου παρά να ζήσω.’’ Ο Κωνσταντίνος δεν περίμενε περισσότερο. Σπιρούνισε το άλογό του κι έτρεξε ν’ αντιμετωπίσει τους εχθρούς. Περίπου διακόσιοι Έλληνες και Λατίνοι ευγενείς και άλλοι εθελοντές τον ακολουθήσαμε. Ο δον Φραγκίσκος Τολέδο κάλπαζε δεξιά δίπλα στον αυτοκράτορα. Ο Δημήτριος Κατακουζηνός αριτερά του κι αμέσως πίσω του ο νεαρός υπασπιστής του Ράλλης και δίπλα σ’ αυτόν ο Ιωάννης Στρατηγόπουλος, ο γενναίος απόγονος του ένδοξου στρατηγού Αλεξίου Στρατηγόπουλου, που ελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη απ’

366


τους Λατίνους το 1261 και ο γίγαντας Ιωάννης Δαλμάτης και γύρω τους όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Ύστερ’ από λίγα λεπτά, όλοι πολεμούσαμε εναντίον των πρώτων Τούρκων που συναντήσαμε. Ο Ιωάννης Δαλμάτης ρίχτηκε στη μέση μιας ομάδας Αγαρηνών και με το βαρύ σπαθί του τους θέριζε σα χόρτα. Οι άλλοι Τούρκοι οπισθοχώρησαν προς τα τείχη και οχυρωμένοι μέσα στα χαλάσματα πολεμούσαν σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο γιγαντόσωμος, όμως, Δαλμάτης δεν υπολόγιζε τίποτα. Όποιος δεν υποχωρούσε µπροστά στο θεόρατο ανάστημά του λιανίζονταν απ’ το σπαθί του. Οι φανατισμένοι Αγαρηνοί έπεφταν με ορμή και πείσμα επάνω του και πήγαιναν ομαδικά στον άλλο κόσμο. Οι νεκροί γύρω του πλήθαιναν ασταμάτητα. Όλοι είχαμε ριχτεί στη μάχη με θάρρος και πεποίθηση. Οι Τούρκοι πάθαιναν μεγάλο χαλασμό. Παρ’ όλα αυτά, δεν έπαυαν να καταφθάνουν μυρμηγκιές ολόκληρες και να πέφτουν επάνω μας με την ίδια πάντοτε ορμή. Είχαμε όλοι βαφτεί στο αίμα. Ο γίγαντας Δαλμάτης αγωνίζονταν σα λιοντάρι. Όλο και ορμούσε στο σωρό σκορπίζοντας παντού το χαλασμό. Κατακόκκινος απ’ τα αίματα προχωρούσε σαν αδάμαστο θεριό, προσπαθώντας να συνθλίψει τα πάντα στο διάβα του. Δεν άντεξε, όμως, πολύ μπροστά στον απειράριθμο εχθρό. Σε λίγο έπεσε γεμάτος τραύματα και ξεψύχησε σαν ήρωας στο πεδίο της τιμής. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, που προτίμησε το θάνατο παρά τη ζωή, έπεσε κι αυτός θανάσιμα τραυματισμένος. Ο Ισπανός Φον Φραγκίσκος κράτησε λίγο περισσότερο. Πάνω στη μάχη, γρήγορα διασκορπιστήκαμε ο ένας απ’ τον άλλο κι ο αυτοκράτορας αποχωρίστηκε απ’ τους συντρόφους του. Το αραβικό του άλογο έπεσε τραυματισμένο αλλά αυτός συνέχιζε να πολεμά πεζός. Ένας Αγαρηνός τον χτύπησε στο πρόσωπο. Την ίδια στιγμή ο Κωνσταντίνος κατέβασε με ορμή το σπαθί του και µ’ ένα δυνατό χτύπημα τον έσκισε στα δύο. Σε λίγο, όμως, έπεσε κι αυτός θανάσιμα πληγωμένος και ξεψύχησε116. Αυτά μου είπε ο παλιός άρχοντας της Πόλης που συνάντησα στη Χίο, είπε με θλίψη αλλά και με περηφάνια ο γέρος και συνέχισε. -Είναι αλήθεια, ότι ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί και ν’ αναγνωριστεί το σώμα του αυτοκράτορα ανάμεσα στις τόσες χιλιάδες νεκρών που είχαν σκεπάσει τα τείχη κι ολόκληρη την περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Η αναγνώριση ήταν δυσκολότατη, γιατί ο αυτοκράτορας δεν φορούσε τη χλαμίδα του ή άλλο χιτώνα με τα αυτοκρατορικά διακριτικά του. Επιπλέον, πολλά σώματα ήταν τελείως παραμορφωμένα απ’ τα χτυπήματα των σπαθιών και των μεγάλων ογκολίθων. Τελευταία, εξακριβώθηκε ότι ο Κωνσταντίνος φορούσε τα αυτοκρατορικά πέδιλα που είχαν στα κουμπώματα τους από ένα μικρό δικέφαλο αετό. Με βάση, λοιπόν, αυτό το σημάδι, άρχισαν να ψάχνουν ανάμεσα στους σκοτωμένους για να βρουν το σώμα του τελευταίου αυτοκράτορα της δύστυχης Κωνσταντινούπολης. Πράγματι, τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, βρέθηκε το σώμα ενός άντρα που φορούσε σανδάλια με 116

Mijiatovic C. ‘’The Laste Emperor’’

Σελίδα

221. 367


χρυσούς αετούς. Πολλοί λένε ότι αναγνώρισαν τον Κωνσταντίνο. Το μόνο θετικό σημείο που έχουν μέχρι σήμερα, απ’ ότι ξέρω εγώ, είναι ότι βρέθηκε νεκρός πολεμιστής με χρυσούς αετούς στα πέδιλά του. Τίποτα περισσότερο. -Αυτό δεν είναι αρκετό για να συμπεράνουμε ότι το σώμα εκείνο ήταν του αυτοκράτορα; Ρώτησε με περιέργεια κι ενδιαφέρον η μαυροντυμένη γυναίκα. -Θα ήταν αρκετό, είπε ο γέρος, αν δεν ακούγονταν τόσες άλλες διαφορετικές απόψεις, αντίθετες διαδόσεις και μπερδεμένοι θρύλοι γύρω απ’ την τύχη του γενναίου ατοκράτορα. Τώρα, το πράγμα γίνεται πιο συγκεχυμένο. Όλοι έμειναν σιωπηλοί. Κανείς δεν ήξερε ποια διάδοση να παραδεχτεί και ποια να απορρίψει. Όλες φαίνονταν σωστές και όλες ήταν δυνατές και πιθανότατες. Τη σιωπή που κράτησε αρκετή ώρα διέκοψε πάλι ο γέρος, ο οποίος είπε. -Κάποιος δικός μας, που κατόρθωσε να ελευθερωθεί απ’ τους Τούρκους και να φθάσει στη Χίο, μου διηγήθηκε πώς γλύτωσε τη σφαγή και το θάνατο ο καρδινάλιος Ισίδωρος. Θυμόσαστε τον ιεράρχη που έστειλε ο πάπας απ’ τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, για να προσπαθήσει, μαζί με τον αυτοκράτορα και τους άλλους ενωτικούς, να φέρει πιο κοντά τους δυο χριστιανικούς κόσμους; Αυτός, λοιπόν, ο ιεράρχης, μόλις μπήκαν οι Τούρκοι στα τείχη και κυριεύτηκε η Πόλη, επωφελήθηκε τη σύγχυση που επικράτησε, έβγαλε τα ράσα του, το κόκκινο καπέλο του και το χρωματιστό χιτώνα του καρδιναλίου και τα φόρεσε σ’ ένα σκοτωμένο ζητιάνο. Ο ίδιος πήρε τα ρούχα του φτωχού ζητιάνου και τα φόρεσε . . . -Εγώ άκουσα, διέκοψε κάποιος, ότι ο καρδινάλιος άλλαξε τα ρούχα του με το φτωχό ζητιάνο, όταν ο ζητιάνος ήταν ακόμη ζωντανός. Έτσι, ο φουκαράς ο επαίτης έζησε για λίγο ντυμένος καρδινάλιος, ώσπου έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Οι γενίτσαροι τον πέρασαν για τον πραγματικό αντιπρόσωπο του πάπα και τον σκότωσαν αμέσως. Έκοψαν το κεφάλι του και το γύριζαν στους δρόμους φωνάζοντας: ‘’Αυτό είναι το κεφάλι του Ρώσου καρδινάλιου117.’’ -Ρώσου καρδινάλιου; Ρώτησε κάποιος µ’ απορία. -Ναι, απάντησε κάποιος άλλος. Τον έλεγαν Ρώσο, γιατί είχε κάνει παλιά μητροπολίτης Κιέβου πριν γίνει καθολικός. -Τέλος πάντων, είπε ο γέρος. Το σημείο αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που δεν πολυαφορά την ουσία του θέματος που συζητάμε. Το πώς και πότε άλλαξε τα ρούχα ο καρδινάλιος είναι άλλο θέμα, άσχετο για μας τώρα. Η ουσία είναι, ότι άλλαξε τα ρούχα του και ανακατεμένος μέσα στον πολύ κόσμο, έφυγε σα ζητιάνος έξω απ’ την πόλη χωρίς να τον αναγνωρίσει κανένας. Αργότερα, τον έπιασαν οι Τούρκοι και, χωρίς πάλι να ξέρουν ποιος είναι, τον πούλησαν στο σκλαβοπάζαρο του Γαλατά

117

Nicol D. M. ‘’The Last Centuries . . .’’

Σελίδα

412. 368


σαν έναν κοινό άνθρωπο, σχεδόν για το τίποτα σ’ έναν Γενουάτη έμπορο. Από κει έφυγε με πλοίο για την Πελοπόννησο. Αργότερα, έφυγε στην Ιταλία. Φυσικά, αν ο Μωάμεθ γνώριζε ποιος ήταν αυτός ο ζητιάνος που πουλιόταν για πέντε ψίχουλα, θα διάταζε αμέσως τη θανάτωσή του, γιατί τον θεωρούσε κι αυτόν υπεύθυνο για την οργάνωση της άμυνας και την πολυήμερη αντίσταση της Πόλης. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν είναι και εκατό στα εκατό σίγουρο, ότι ο σκοτωμένος που βρέθηκε με τα αυτοκρατορικά πέδιλα ήταν ο αυτοκράτορας. Βέβαια, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι κάποιος πολεμιστής, βλέποντας τον αυτοκράτορα νεκρό ή τραυματία, σκέφτηκε μέσα στη βράση της μάχης να πάρει τα σανδάλια του αυτός και να τα φορέσει για να σκοτωθεί µ’ αυτά. Γιατί, δεν πιστεύω να είχε την αφέλεια να ελπίζει σε διαφορετική μεταχείριση απ’ τους Τούρκους, αν παρουσιάζονταν σαν ψευτοαυτοκράτορας. Κι αν, ακόμη, έκανε μια τέτοια απόπειρα, θα αναγνωρίζονταν αμέσως κι από εχθρούς και από φίλους. Επίσης, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι ο Κωνσταντίνος είχε την ταπεινή ιδέα, να βγάλει τα πέδιλά του και να τα φορέσει σ’ ένα νεκρό την ώρα που η μάχη είχε αποκορυφωθεί κι όλοι πολεμούσαν με το θάνατο σα λιοντάρια. Ύστερα, ο χαρακτήρας του, η όλη στάση του και ιδιαίτερα η τελευταία του επιμονή στο μέχρι θάνατο αγώνα του, δεν συμβιβάζονται με τέτοιες ενέργειες. Τίποτα, όμως, δε μας βεβαιώνει απόλυτα, ότι ο σκοτωμένος με τους δικέφαλους αετούς στα πόδια ήταν ο αυτοκράτορας. -Δηλαδή, θέλεις να πεις, είπε κάποιος παίρνοντας βιαστικά το λόγο, ότι ο αυτοκράτορας ζει; -Όχι, δεν θέλω να πω αυτό. Δεν θέλω να παραδεχτώ απόλυτα ότι ο αυτοκράτορας σίγουρα και πέρα από κάθε αμφιβολία σκοτώθηκε κι ότι το σώμα του βρέθηκε ανάμεσα στους νεκρούς. Και τούτο, γιατί δεν ξέρω ποια ιστορία να πιστέψω και ποια διάδοση να παραδεχτώ. Βλέπετε, όλες οι εκδοχές είναι ενδεχόμενες και όλες είναι λίγο-πολύ πιστευτές. Κάποιος άλλος πάλι μου είπε, συνέχισε ο γέρος, ότι ένας Τούρκος γραφιάς έφερε το κεφάλι του Κωνσταντίνου στο Μωάμεθ κι ότι, αφού πολλοί το αναγνώρισαν και διαβεβαίωσαν ότι ήταν πραγματικά του αυτοκράτορα, ο σουλτάνος το ασπάστηκε και το έστειλε στον πατριάρχη. Αφού δε το έκλεισαν σ’ ένα αργυρό κουτί, το έθαψαν με τιμές μέσα στην Αγιασοφιά και κάτω απ’ την Αγιατράπεζα118. Επίσης, ένας άλλος Βενετός φυγάδας, τον οποίο συνάντησα στη Χίο και που έλεγαν ότι ήταν ο γιατρός του στρατηγού Ιουστινιάνη, ονομαζόμενος Μπάρμπαρο, έλεγε ότι δεν είναι σίγουρο ότι ο αυτοκράτορας ζει ή σκοτώθηκε. Μάλλον πίστευε κι εκείνος ότι σκοτώθηκε. Καταπατήθηκε απ’ τους Τούρκους, όταν όρμησαν στο άνοιγμα του τείχους για να μπουν στην Πόλη κι εκεί ξεψύχησε119. Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Επίσης Πάσκουλος. 119 Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Επίσης Μπάρμπαρο. 118

362. 363.

369


-Το συμπέρασμα είναι, είπε τελικά ο νεαρός Έλληνας απ’ την Αγχίαλο, ότι ο αυτοκράτορας δεν ζει πια. Πολέμησε ως το τέλος γενναία κι έπεσε πολεμώντας σαν πραγματικός στρατιώτης. Κανένας δεν απάντησε στα λόγια αυτά του νεαρού. Όλοι, μάλλον, συμφωνούσαν μαζί του, αν και κάπου-κάπου ξεπρόβαλε δειλά στη συνείδησή τους και κάποια αμφιβολία γύρω απ’ την τύχη του αυτοκράτορα. Για το ότι, όμως, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, απέρριψε τη φυγή και πολέμησε ηρωϊκότατα στα τείχη, δεν αμφέβαλε κανείς. Έμειναν όλοι σιωπηλοί για αρκετή ώρα, αφήνοντας το βλέμμα τους να πλανιέται ελεύθερο μακριά στην ανοιχτή θάλασσα. -Μέχρις εδώ, είπε σε λίγο ένας απ’ τους πρόσφυγες, δείχνοντας με το χέρι του τον κόλπο στο βάθος, έφτασε ο στόλος που έστελνε η Δύση με το ναύαρχο Ιάκωβο Λορεδανό, προς βοήθεια της Κωνσταντινούπολης. Λένε, ότι αποτελούνταν από τριάντα γαλέρες. Αν ο στόλος εκείνος ξεκινούσε μια βδομάδα νωρίτερα, θα σώζονταν η Πόλη. Ο Μωάμεθ θα αναγκάζονταν να λύσει την πολιορκία και να φύγει. Ίσως να συντρίβονταν και κατά κράτος. Τότε θα γίνονταν σουλτάνος ο Ορχάν μπέης, ο φίλος και προστατευόμενος του αυτοκράτορα, αυτός που πολεμούσε μαζί μας στην Πόλη και τα πράγματα σήμερα θα ήταν τελείως διαφορετικά για όλον τον κόσμο . . . Μόνο λίγες μέρες χρειάζονταν, ξαναείπε με θλίψη και πρόσθεσε με παράπονο. Λίγο αν βιάζονταν ο πάπας και οι άρχοντες της Δύσης . . . -Αλήθεια, τι απέγινε ο Ορχάν; Έμαθε κανένας τίποτα γι’ αυτόν; Ρώτησε με περιέργεια ο αδύνατος άντρας με τα αραιά γένια. -Μόλις µ’ έπιασαν οι Τούρκοι στην παραλία, είπε ο Βενετός, µ’ έκλεισαν με πολλούς άλλους σ’ ένα απ’ τα καράβια τους. Εκεί μέσα ήταν κάθε λογής και κάθε κατηγορίας άνθρωποι. Γέροι, νέοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, καλογριές, καλόγεροι, άρχοντες, φτωχοί, Έλληνες, Λατίνοι . . . Ήμασταν όλοι δεμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Τα παιδιά και τις γυναίκες τις άρπαζαν οι Αγαρηνοί και τις κακοποιούσαν μπροστά μας. Μεγάλη μανία είχαν με τις καλόγριες. Ίσως, για να ταπεινώσουν την πίστη του Χριστού. Μέσα στο καράβι επικρατούσε πραγματική κόλαση. Ο καθένας μας θα έδινε τα πάντα για να φύγει από κει μέσα. Εμένα µ’ έδεσαν σε μια άδεια θέση που υπήρχε στην αλυσίδα μιας αρμάθας σκλάβων, δίπλα σ’ ένα στρατιώτη απ’ τη Σάμο. Ήταν ένας γεροδεμένος άντρας, με κανονικό ανάστημα, μαύρα μάτια και κουρεμένο κεφάλι. Μείναμε για λίγες μέρες μαζί στην Κωνσταντινούπολη και μετά μας πούλησαν και τους δυο στην Καλλίπολη σ’ έναν Τούρκο αγά. Ο καινούριος μου φίλος απ’ τη Σάμο, ο άνθρωπος με τον οποίο μοιράστηκα όλες τις πίκρες της σκλαβιάς και μαζί του πέρασα τις χειρότερες μέρες της ζωής μου, ήταν δυνατός και ψύχραιμος. Δυνατός στο σώμα και δυνατός και στην ψυχή. Πραγματικό παλικάρι. Το όνομά του ήταν Νικηφόρος. Μαζί μας πουλήθηκε κι ένας μικρόσωμος στρατιώτης απ’ τη Χίο. Τον έλεγαν Μανουήλ. Ο αδύνατος, όμως, Μανουήλ δεν άντεξε και πολύ

370


στις κακουχίες της σκλαβιάς και σε λίγες μέρες πέθανε. Ο Νικηφόρος θρήνησε το θάνατο του φίλου του και τον έκλαψε πικρά. Θυμάμαι πως ο μικρόσωμος Μανουήλ δεν συνήθιζε να φωνάζει το φίλο του με τ’ όνομά του, αλλά τον φώναζε ‘’ξάδερφε’’ ή ‘’Ψαριανέ’’. Αυτό άρεσε ιδιαίτερα στον καλόκαρδο Νικηφόρο και του έδινε καινούρια δύναμη και κέφι. Γινόταν εύθυμος κι έδινε θάρρος και σε μας. Με το κουράγιο που αντλούσαμε απ’ την απαράμιλλη εκείνη ψυχική δύναμη του φίλου μας, μπορέσαμε να σταθούμε κι εμείς οι υπόλοιποι σκλάβοι κάπως δυνατότεροι και ν’ αντιμετωπίσουμε πιο ψύχραιμα τις μαύρες μέρες της σκλαβιάς μας. Όταν πέθανε, λοιπόν, ο φίλος μας ο Μανουήλ, τον θάψαμε με το Νικηφόρο και την ίδια νύχτα δραπετεύσαμε μαζί απ’την Καλλίπολη. Καταφέραμε και περάσαμε στην Ίμβρο κι από κει στη Χίο. Μετά, χωρίσαμε κι ο καθένας πήρε το δρόμο του. Δεν ξαναείδα πια τον καλό μου φίλο. Τον πραγματικό εκείνο άνθρωπο με τη σιδερένια ψυχή και την ατσαλένια θέληση . . . Στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Βενετού πολεμιστή απλώθηκε γαλήνη και στη λάμψη του βλέμματός του εκδηλώθηκε τώρα ξεκάθαρο ένα δυνατό αίσθημα θαυμασμού και περηφάνιας για το φίλο του, που πλημμύριζε εκείνη τη στιγμή την ψυχή του. Έμεινε για λίγο σκεφτικός, ίσως για να φέρει με τη φαντασία του καθαρότερη και πάλι μπροστά του τη μορφή του φίλου του και να θαυμάσει για μια ακόμη φορά τις μεγάλες αρετές της ψυχής του. Σαν συνήλθε απ’ την έντονη αναπόληση, έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι του και, ξαναγυρνώντας και πάλι ανάμεσα στους τωρινούς φίλους του, είπε. -Δε σας είπα μια λεπτομέρεια. Το βράδυ που πέθανε ο Μανουήλ ήμασταν όλοι οι σκλάβοι σ’ ένα μεγάλο ερειπωμένο σταύλο. Ο τρισάθλιος εκείνος σταύλος ήταν η κατοικία μας. Ο Νικηφόρος είχε βολέψει τον άρρωστο φίλο του σε μια γωνιά πίσω από μια στίβα δεματιών ξερού χόρτου και προσπαθούσε όσο μπορούσε να τον περιποιηθεί. Ο Μανουήλ καιγόταν στον πυρετό και παραμιλούσε. Φώναζε τα παιδιά του, τη γυναίκα του. Τους ήθελε νά ‘ρθουν κοντά του. Νόμιζε πως τους έβλεπε όλους κοντά του και τους καλούσε να πλησιάσουν πιο πολύ, για να τους βλέπει καλύτερα. Να καθίσουν δίπλα του . . . Ο Νικηφόρος κι εγώ δεν λείψαμε ούτε στιγμή από κοντά του. Όλη τη νύχτα του βρέχαμε το κεφάλι για να τον ανακουφίζουμε. Μήπως και τι άλλο μπορούσαμε να του προσφέρουμε; Προσπαθούσαμε να τον κρατήσουμε στη ζωή. Δεν τα καταφέραμε όμως. Κατά τα ξημερώματα ξεψύχησε. Λίγο πριν πεθάνει, πήρε ξαφνικά κουράγιο. Ανασηκώθηκε κάπως στο αχυρένιο στρώμα του και είπε με πνιγμένη φωνή στο Νικηφόρο: ‘’Πάρε τη ζώνη μου . . . στα παιδιά μου . . . στον Κωνσταντίνο . . . χαιρέτισε την Ευδοκ . . .’’ Δεν μπόρεσε ν’ αποτελειώσει το όνομα της γυναίκας του κι έπεσε στο στρώμα του νεκρός. Ο Νικηφόρος του έκλεισε τα μάτια και, πνιγμένος στα δάκρυα, άνοιξε το πουκάμισο του νεκρού φίλου του και τράβηξε μια ζώνη απ’ τη μέση του. Ταυτόχρονα έστρεψε 371


το υγρό του βλέμμα προς το μέρος μου και, φέρνοντας το δάχτυλό του στο στόμα του, μού ‘κανε νόημα να μη μιλήσω. Πήρε τη ζώνη απ’ τη μέση του Μανουήλ και την πέρασε βιαστικά στη δική του, προσέχοντας να μείνει καλά σκεπασμένη μέσα στη βρόμικη πάνινη διπλή λουρίδα που την είχε τυλιγμένη ο άτυχος Χιώτης. Η ζώνη εκείνη ήταν ένα πανάκριβο και ανεκτίμητο εξάρτημα της στολής κάποιου άρχοντα ή στρατηγού. Ήταν δερμάτινη, από καλοδουλεμένο χοντρό πετσί. Οι δυο μπροστινοί χαλκάδες της ήταν ολόχρυσοι και στολισμένοι με μικρά πολύχρωμα πετράδια. Πάνω στο κούμπωμά τους άστραφτε ένα κάτασπρο μεγάλο διαμάντι, κυκλωμένο από μικρότερα ρουμπίνια και σμαράγδια. Το δέρμα της είχε βαθύ κόκκινο χρώμα και ήταν στολισμένο κι αυτό σ’ όλο του το μήκος με πολύχρωμα πετράδια και χρυσά κεντίδια. Ήταν πραγματικά ένα αριστούργημα. Την πανάκριβη αυτή ζώνη την περιέβαλε μια βρόμικη πάνινη καλύπτρα, σα θήκη ξίφους. Σ’ αυτήν τη θήκη ήταν ραμμένα εδώ και κει αρκετά μεγάλα και ακριβά πετράδια. Το θησαυρό αυτό τον βρήκε ο Μανουήλ στην Κωνσταντινούπολη τις πρώτες μέρες μετά την άλωση. Θα ήταν τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα ύστερ’ απ’ την καταστροφή. Μας είχαν πάει, θυμάμαι, οι Τούρκοι μαζί με άλλους αιχμαλώτους, για να καθαρίσουμε μια περιοχή κοντά στην εκκλησία των Βλαχερνών απ’ τα ερείπια. Δουλεύαμε κι οι τρεις μας σε μια γωνιά ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού, κάπως ξεχωριστά απ’ τους άλλους σκλάβους. Ο Μανουήλ, τραβώντας μέσα απ’ το σωρό των χαλασμάτων ένα χοντρό και μακρύ δοκάρι, ανασήκωσε κάπως τα ερείπια κι αντίκρισε τη λαμπερή ζώνη ν’ αστράφτει ανάμεσα στις πέτρες. Με συγκρατημένη την ταραχή του μας φώναξε κοντά του, δήθεν για να τον βοηθήσουμε να σηκώσει το βάρος του δοκαριού που κρατούσε και κρυφά με το βλέμμα του μας έδειξε το εύρημά του. Ο γενίτσαρος που μας επέβλεπε μας αγριοκοίταξε, μας πέταξε μια χυδαία βρισιά και προχώρησε λίγα βήματα προς την άλλη γωνιά του κτιρίου. Αμέσως, ο Νικηφόρος, προφασιζόμενος ότι θέλει να κρατήσει με την πλάτη του το βάρος του σωρού των χαλασμάτων, για να βγάλουμε ευκολότερα το μακρύ ξύλο μέσα απ’ αυτά, πήδησε στα ερείπια και φώναξε και το Μανουήλ κοντά του για να τον βοηθήσει. Γονατιστός μέσα στις πέτρες, έσχισε μια λουρίδα από ένα παλιόρουχο που βρέθηκε μπερδεμένο στα σκουπίδια και τύλιξε τη λαμπερή ζώνη. Με γρηγοράδα την πέρασε στη μέση του Μανουήλ κάτω απ’ το πουκάμισό του. Μετά, συνέχισαν τη δουλειά, σα να μην συνέβαινε τίποτα. Έπιασαν κι οι δυο μαζί το μακρύ δοκάρι, το τράβηξαν απ’ το σωρό και το μετέφεραν πιο πέρα, στη μέση ενός ανοιχτού χώρου όπου άλλοι σκλάβοι στίβαζαν με τη σειρά τα ξύλα. Καθαρίζοντας το σημείο εκείνο απ’ τα χαλάσματα βρήκαμε μερικά ακόμη πετράδια σκόρπια εδώ και κει, τα οποία δώσαμε ευχαρίστως στο Μανουήλ, να τα πάρει για τα παιδιά του, αν ποτέ τα κατάφερνε και λυτρωνόταν απ’ τα δεσμά της σκλαβιάς. Τα πετράδια αυτά τα έραψε προσεχτικά στη θήκη της ζώνης ο Νικηφόρος το βράδυ, όταν ξαναγυρίσαμε στη φυλακή μας. Φαίνεται, πως κάποιος άρχοντας θα τα πέταξε όλα αυτά εκεί την ώρα που ορμούσαν οι Τούρκοι στην πόλη, για 372


να μην βρεθούν επάνω του και αναγνωριστεί η ταυτότητα και το αξίωμά του. Αυτή, λοιπόν, τη ζώνη παρακάλεσε ο Μανουήλ τις τελευταίες του στιγμές να πάρει ο Νικηφόρος και να την παραδώσει, αν ποτέ κατόρθωνε, στα παιδιά του. Και γι’ αυτή τη ζώνη διακινδυνέψαμε πολλές φορές τη ζωή μας, ώσπου να φθάσουμε στη Χίο και να την παραδώσουμε στη γυναίκα του και στο μικρό Κωνσταντίνο. Ο μικρός γιος του Μανουήλ γεννήθηκε το 1449. Το έτος που ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, γι’ αυτό κι ο πατέρας του τον ονόμασε Κωνσταντίνο. Στο όνομα του αυτοκράτορα. Στη Χίο βγήκαμε νύχτα κι ίσια τραβήξαμε στο σπίτι του Μανουήλ. Ο Νικηφόρος το ήξερε, γιατί είχε περάσει απ’ το νησί παλιότερα. Βρήκαμε τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του . . . Αμέσως γνώρισαν το Νικηφόρο . . . Έτρεξαν κοντά του και τον αγκάλιασαν . . . Αγκάλιασαν κι εμένα . . . Μας έσφιγγαν . . . μας φιλούσαν . . . κι έκλαιγαν ασταμάτητα. Τους δώσαμε το δώρο του πατέρα τους και τους φέραμε και τις πικρές ειδήσεις για την τύχη του. Η άμοιρη μάνα αγκάλιασε τα παιδιά της κι έκλαιγε πικρά . . . Τα δύστυχα ορφανά, ζαρωμένα κοντά στην απαρηγόρητη μάνα τους, θρηνούσαν κι εκείνα το χαμό του πατέρα τους . . . Ο Βενετός πολεμιστής δεν μπόρεσε να συνεχίσει άλλο. Σκούπισε τα μάτια του κι έσκυψε το κεφάλι του κρύβοντας το πρόσωπό του στις παλάμες του. Όλοι γύρω του έκλαιγαν με λυγμούς. Ο τραχύς πολεμιστής έμεινε για αρκετή ώρα έτσι σιωπηλός. Μετά, ύψωσε το κεφάλι του κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί μακριά στο πέλαγος, προς το μέρος της Πόλης. Αναστέναξε βαθιά και είπε στους συντρόφους του. -Η ιστορία των φίλων μου με παρέσυρε αρκετά απ’ το θέμα που είχα αρχίσει να σας διηγούμαι. Καιρός είναι να γυρίσουμε πίσω στην πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας μου, στη μέρα της άλωσης και να ξανακατεβούμε με τη φαντασία μας στο καταραμένο αμπάρι του τουρκικού πλοίου, εκεί όπου μας πρωτοαλυσόδεσαν οι κατακτητές και να δούμε τι έγινε εκεί μέσα τη φριχτή εκείνη μέρα της καταστροφής. Όλοι έτριψαν τα κατακόκκινα μάτια τους με τις παλάμες τους για να συνέλθουν, ανακάθισαν στις θέσεις τους και έστρεψαν µ’ ενδιαφέρον τα βλέμματά τους προς το Βενετό σύντροφό τους. Εκείνος, πήρε μια βαθιά αναπνοή που έμοιαζε περισσότερο με αναστεναγμό και άρχισε. -Όταν οι Τούρκοι µ’ έπιασαν αιχμάλωτο και με κατέβασαν με σπρωξιές μέσα στην κοιλιά του αποτρόπαιου εκείνου πλοίου τους, με έδεσαν στην αρμάθα των σκλάβων δίπλα στο Νικηφόρο. Αργότερα, ο Νικηφόρος μου είπε ότι, τη θέση που είχα πάρει εγώ στην αλυσίδα των σκλάβων δίπλα του, την είχε ένας Κωνσταντινουπολίτης στρατιώτης, ο οποίος είχε αφεθεί ελεύθερος απ’ τους Τούρκους, λίγο πριν τη δική μου κάθοδο στο αμπάρι. Μου διηγήθηκε δε, πώς και γιατί ελευθερώθηκε εκείνος ο σκλάβος. Τα αμπάρια του καραβιού, μου είπε ο Νικηφόρος, είχαν γεμίσει σκλάβους και οι Τούρκοι όλο κι έφερναν κι άλλους μπουλούκια373


μπουλούκια. Για μια στιγμή, έφτασε ένα μπουλούκι από καμιά εικοσαριά άτομα. Ανάμεσά τους, ένας καλόγερος κι ένας γνωστός σ’ όλους μας άρχοντας. Ο μεγαδούκας Νοταράς. Μόλις τον είδαμε να κατεβαίνει στο αμπάρι δεμένος πισθάγκωνα και με βρισιές να σπρώχνεται βάναυσα απ’ τους Τούρκους προς το μέρος μας, παγώσαμε κι όλοι κρατηθήκαμε, μη μας ξεφύγει καμιά κουβέντα ή μη, με την έκφρασή μας, δώσουμε στους Τούρκους να καταλάβουν, ότι κάποιον σπουδαίο άρχοντα έχουν στα χέρια τους. Ο άρχοντας Νοταράς, ντυμένος με τα ρούχα που φορούσε στη μάχη, λερωμένος κι άπλυτος κι ο καλόγερος τυλιγμένος στα ράσα του, κάθισαν σε μια γωνιά του αμπαριού, μαζί με την υπόλοιπη ταλαίπωρη συντροφιά των σκλάβων. Όλοι εκεί κάτω ήμασταν πελιδνοί και άχρωμοι απ’ την τρομάρα μας. Κοιταζόμασταν ο ένας με τον άλλο με απόγνωση και όλοι μας δίναμε την εντύπωση, ότι σε κανενός τις φλέβες δεν κυκλοφορούσε πλέον αίμα. Χτυπημένοι απ’ τη φρίκη και τον τρόμο, μοιάζαμε με όντα που οι ψυχές τους είχαν από ώρες εγκαταλείψει τα κουφάρια τους. Άλλος έκλαιγε, άλλος προσεύχονταν, άλλος παρακαλούσε. Κι όλων οι κλαυθμοί και οι ικεσίες σκορπούσαν στον άνεμο. Μερικοί που είχαν πάνω τους χρήματα, κοσμήματα ή άλλα τιμαλφή, τα έδιναν στους Τούρκους για να τους χαρίσουν τη ζωή και να τους ελευθερώσουν. Οι Τούρκοι τα άρπαζαν με βαρβαρότητα και τους ξαναέσπρωχναν χωρίς κανένα οίκτο στο πάτωμα. Μερικούς τους χτυπούσαν αλύπητα ή και τους σκότωναν αμέσως, γιατί δεν είχαν παραδώσει τα χρυσαφικά τους νωρίτερα. Πολλούς τους έσχιζαν τα ρούχα και τους άψαχναν, για να βρουν και να αρπάξουν αν είχαν κάτι αξιόλογο κρυμμένο επάνω τους. Το σύστημα αυτό το εφάρμοζαν περισσότερο στις γυναίκες. Ένιωθαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση, στο να σχίζουν τα ρούχα των δύστυχων γυναικών και τους άρεσε να τις ξεγυμνώνουν τελείως και να τις κακοποιούν με χυδαιότητα. Οι γέροι, οι γριές και τα μικρά παιδιά σκοτώνονταν με το παραμικρό και πολλές φορές για γούστο. Βλέπεις, αυτοί δε θα απέδιδαν και σπουδαία πράγματα στο σκλαβοπάζαρο. Κάποιος απ’ τους σκλάβους που καθόταν δίπλα μου, μου είπε ο Νικηφόρος, εκεί κοντά του όπου καθόμουν εγώ αργότερα, σήκωνε κάπουκάπου τα μάτια του και ερευνούσε με το βλέμμα του προς την ομάδα των νεοφερμένων αιχμαλώτων που καθόταν απέναντι. Έριχνε περίεργα το βλέμμα του, μια στον κουκουλωμένο καλόγερο και μια στο μεγαδούκα. Αυτό με ανησύχησε κάπως κι άρχισα να τον σκουντώ ελαφρά κάθε τόσο με τον αγκώνα μου, για να συνέλθει και να μην κάνει καμιά απερισκεψία μέσα στην απόγνωσή του. Όταν για μια στιγμή διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας τον κοίταξα αυστηρά, σα να του έλεγα ‘’πρόσεξε μην πάρεις καμιά ψυχή στο λαιμό σου’’. Με κοίταξε κι εκείνος αινιγματικά και χαμήλωσε αμέσως τα μάτια του. Έτρεμε σύγκορμος κι έδειχνε καθαρά, ότι δεν ήταν ούτε και κατά το ελάχιστο κύριος του εαυτού του. Τον ξανασκούντησα ελαφρά με τον αγκώνα μου και του ψιθύρισα να συγκρατηθεί και να κάνει κουράγιο. Δεν ξέρω αν µ’ άκουσε κι αν με κατάλαβε μέσα στην παραζάλη του. Σε λίγο, ένας μεγάλος Τούρκος αξιωματικός πέρασε απ’ το αμπάρι μας. Πήγαινε για τα άλλα διαμερίσματα του πλοίου. Θα ήταν μάλλον ο 374


καπετάνιος. Μερικοί είπαν αργότερα ότι ήταν ο ίδιος ο ναύαρχος του στόλου, ο Χαμουζά πασάς. Μόλις πλησίασε ο αξιωματικός κοντά μας, ο αιχμάλωτος που ως τώρα καθόταν άλλοτε σκεπτικός κι άλλοτε παράξενα ανήσυχος στα δεξιά μου και λοξοκοίταζε το μεγαδούκα και τον καλόγερο, πετάχτηκε όρθιος και είπε στον Τούρκο αξιωματικό. -Πολυχρονεμένε μου αφέντη. Μου χαρίζεις τη ζωή και την ελευθερία μου, αν σου παραδώσω δυο μεγάλους άρχοντες; Είμαι σίγουρος, ότι ο πολυχρονεμένος μας σουλτάνος και μεγάλος αφέντης όλων μας θα χαρεί πολύ και θα σε ανταμείψει πλούσια για το εύρημά σου αυτό. Ο Τούρκος ναύαρχος στάθηκε ξαφνιασμένος μπροστά στον αιχμάλωτο και με έκδηλη περιέργεια και πολύ ενδιαφέρον είπε. -Θα γίνει όπως ζητάς, αν αυτοί που λες ότι θα μου παραδώσεις είναι πραγματικά μεγάλοι άρχοντες. Τότε, ο Κωνσταντινουπολίτης αιχμάλωτος με χαρά έδειξε με το δάχτυλό του το μεγαδούκα και είπε. -Ο μεγαδούκας κι αρχιναύαρχος του στόλου, δεύτερος μετά τον αυτοκράτορα και πρώτος ανάμεσα στους άρχοντες, Λουκάς Νοταράς. Και, χωρίς να περιμένει καθόλου, γύρισε προς τον κουκουλωμένο καλόγερο και, δείχνοντάς τον με το δάχτυλο, είπε στον αξιωματικό. Ο από χρόνια φυγάδας και διεκδικητής του θρόνου του μεγάλου μας σουλτάνου Ορχάν μπέης. Ο ναύαρχος έμεινε άναυδος και τα μάτια του πετάχτηκαν έξω απ’ τις κόγχες τους απ’ το ξάφνιασμα και την οργή του. Όλοι μείναμε βουβοί και σαστισμένοι. Ο μεγαδούκας αμέσως σηκώθηκε όρθιος, σα να ήθελε να πει ‘’ναι, εγώ είμαι’’. Σχεδόν αμέσως κι ο Τούρκος μπέης Ορχάν σηκώθηκε όρθιος, κατέβασε την καλογερίστικη κουκούλα απ’ το κεφάλι του και κοίταξε με απόγνωση τον εξαγριωμένο ναύαρχο. Ήταν πελιδνός απ’ τον τρόμο του και με δυσκολία στεκόταν στα πόδια του. Ο Τούρκος ναύαρχος, όταν συνήλθε απ’ την πρώτη του έκπληξη, έκανε νόημα στους ακολούθους του να λύσουν τον καταδότη αιχμάλωτο και να τον αφήσουν επίσημα και για πάντα ελεύθερο. Ένας γενίτσαρος εκτέλεσε τη διαταγή του ναυάρχου, ενώ άλλοι όρμησαν προς το μεγαδούκα και τον Ορχάν και τους τράβηξαν μακριά απ’ τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Κατακόκκινος απ’ την οργή και το θυμό του ο ναύαρχος, στράφηκε προς τους αξιωματικούς και τους γενιτσάρους που ήταν δίπλα του και είπε με τόνο αυστηρό. -Πάρτε το κεφάλι του προδότη Ορχάν και πηγαίνετέ το στο σουλτάνο. Το μεγαδούκα θα τον πάω εγώ ο ίδιος στο Μωάμεθ αργότερα. -Δυο-τρεις γενίτσαροι άρπαξαν το δύστυχο Ορχάν και μόλις τον έβγαλαν απ’ το αμπάρι, αμέσως, με μια σπαθιά, το αποκεφάλισαν. Δεν πρόλαβε να πει λέξη. Μόνο ακούσαμε το γδούπο που έκανε το ακέφαλο σώμα του, καθώς έπεφτε στο κατάστρωμα και νιώσαμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας, στα σανίδια του καραβιού, να σπαρταρά για λίγο το κουφάρι ενός ακόμη εχθρού του Μωάμεθ. Φρίκη κι απόγνωση σκέπασαν τα πρόσωπα όλων μας και παρέλυσαν τελείως τις ελάχιστες δυνάμεις μας. Νιώσαμε τα φτερά του θανάτου 375


παγωμένα να αγγίζουν τις ψυχές μας. Μείναμε γι’ αρκετή ώρα μισοπεθαμένοι απ’ το φόβο μας. Με το νου σταματημένο, την καρδιά παγωμένη και τα γόνατα λυμένα απ’ τον τρόμο, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο αμίλητοι και με κομμένη την ανάσα120. Το γεμάτο αλυσοδεμένους σκλάβους αμπάρι έμεινε βουβό σαν τάφος και μόνο τα βήματα του λιγόψυχου προδότη, που τροχάδην έφευγε τώρα ελεύθερος απ’ το πλοίο, ξέσχιζαν τη σιωπή κι αντηχούσαν μέσα στο άδειο είναι μας, σαν τα μακάβρια βήματα του χάρου, που με προταγμένο το απαίσιο δρεπάνι του τρέχει στο φριχτό πανηγύρι του θανάτου, πατώντας πάνω σε σωρούς γυμνών κρανίων. Ο κρότος του κάθε βήματος του ανθρώπου εκείνου που έφευγε από κοντά μας, αναστημένος απ’ την κόλαση και ξαναγύριζε πάλι στη ζωή, περνούσε σαν πυρωμένο καρφί τα μηνίγγια μας και αντηχούσε στ’ αφτιά μας σα στριγκλιά φωνή ηχηρής και δαιμονισμένης καμπάνας που έφτανε ως τo αμπάρι του καταραμένου εκείνου πλοίου, σταλμένη απ’ τα έγκατα του άδη. Ο Βενετός πολεμιστής σκούπισε τον ιδρώτα που έβρεχε άφθονος το μέτωπό του και κούνησε ελαφρά το κεφάλι του, σα να ήθελε να διώξει τους παράξενους και διαπεραστικούς ήχους που ένιωθε να του τρυπούν τυραννικά εκείνες τις στιγμές το μυαλό και είπε. -Έτσι μου διηγήθηκε τη σύλληψη του Νοταρά και του Ορχάν ο παλιός συμπολεμιστής και σύντροφός μου στην αιχμαλωσία Νικηφόρος, όταν βρεθήκαμε για λίγο μόνοι μας ένα βράδυ στην Καλλίπολη και μας δόθηκε η ευκαιρία ν’ αλλάξουμε λίγες κουβέντες μεταξύ μας. Θυμάσαι, μου είπε, τη μεγάλη κηλίδα το αίμα που ζεστό ακόμη άχνιζε λίγο πιο πέρα απ’ τα πόδια μας μέσα στο αμπάρι του τούρκικου πλοίου, όταν σ’ έφεραν εκεί και σ’ έδεσαν δίπλα μου οι γενίτσαροι; Ήταν του Ορχάν. Τον είχαν σκοτώσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας λίγο πριν έρθεις εσύ και ζεστό έσταζε σταλαγματιά-σταλαγματιά μπροστά μας απ’ τις χαραμάδες του καταστρώματος. Ξανασκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του ο Βενετός και συνέχισε. -Δε θα ξεχάσω ποτέ, με τι τρόμο και φρίκη κοιτάζαμε τότε όλοι οι αλυσοδεμένοι εκεί μέσα σκλάβοι την κόκκινη εκείνη σφραγίδα του θανάτου, που όλο και γίνονταν σκουρότερη καθώς η ώρα περνούσε και το ζεστό αίμα πάγωνε σιγά-σιγά. Δεν ξέρω για πόση ώρα τα θολά μάτια όλων μας κοίταζαν με απόγνωση στο ίδιο σημείο του σανιδένιου πατώματος του αμπαριού εκείνης της κόλασης. Αργότερα, οι φωνές των γενιτσάρων που είχαν κατεβεί στο αμπάρι μας μετέφεραν απ’ την ανείπωτη εκείνη δοκιμασία. Με σπρωξιές και βρισίματα μας ανέβασαν στο κατάστρωμα και μας έβγαλαν στη στεριά. Βουτηγμένοι ως το λαιμό στη θάλασσα ή τρέχοντας πάνω-κάτω στην ακτή, μαζεύαμε σκοτωμένους. Με σωρούς νεκρών μετρούσαμε την καταστροφή των χριστιανών και τη νίκη των Τούρκων. Ο Βενετός πολεμιστής δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Η καρδιά του είχε λυγίσει. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα κι ο λαιμός του είχε σφιχτεί 120

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα

416. 376


απ’ τους λυγμούς. Όλη την ώρα, είχε το κεφάλι του σκυφτό και το βλέμμα του κατεβασμένο. Όταν σήκωσε τα μάτια του, είδε ότι κι όλων των άλλων γύρω του τα μάτια ήταν κατακόκκινα και τα μάγουλά τους αυλακωμένα από δάκρυα. Πέρασε αρκετή ώρα σιωπής και συγκίνησης. Κανείς δεν πρόφερε λέξη. Σιωπή θανάτου επικρατούσε παντού και μόνο στεναγμοί και αναφιλητά τράνταζαν τ’ αδύναμα στήθια των άμυρων προσφύγων κι αυλάκωναν τη βαριά ατμόσφαιρα της δύστυχης συντροφιάς. Θλίψη και πόνος πλάκωναν τις καρδιές τους. Ο γέρος με το κοντό άσπρο γένι και το σημάδι στο μάγουλο πήρε θάρρος πρώτος. Ξερόβηξε δυο-τρεις φορές, σα να προσπαθούσε έτσι να διώξει, όσο πιο μακριά μπορούσε, τη θλίψη που πίεζε το στήθος του και τον πόνο που περιέζωνε κι έσφιγγε τις καρδιές των συντρόφων του. Ύστερα, έριξε μια γρήγορη ματιά στους γύρω του και με προσποιητή ζωντάνια στη φωνή του, είπε. -Δεν ξέρω αν σας ενδιαφέρει η ιστιορία της δικής μου αιχμαλωσίας ή όχι. Πάντως, θα σας πω λίγα λόγια για τις δικές μου περιπέτειες. Ίσως τα λόγια μου και τα βάσανά μου σας ανακουφίσουν λίγο. Χαμογέλασε ελαφρά, κοίταξε τους φίλους του με το καλοκάγαθο βλέμμα του κι άρχισε. -Εγώ πιάστηκα λίγο πιο πέρα απ’ την Αγιασοφιά, προς το μέρος του Ιππόδρομου. Ήμουν τυχερός που έζησα και τη ζωή μου τη χρωστώ κατά κάποιον τρόπο στα πόδια μου. -Δηλαδή, πώς σε βοήθησαν τα πόδια σου; ρώτησε ανυπόμονα και µ’ απορία ο νεαρός. Επειδή δεν μπορούσαν να τρέξουν όσο έπρεπε, σ’ εγκατέλειψαν και σ’ έπιασαν οι Τούρκοι και για την εγκατάλειψή τους αυτή τα χρωστάς ευγνωμοσύνη; Πρόσθεσε µ’ ένα τόνο ειρωνείας και αστειότητας μαζί ο νεαρός. -Άκουσε για λίγο πρώτα, νεαρέ μου, είπε με καλοσύνη ο γέρος και θα καταλάβεις αμέσως, γιατί χρωστώ τη ζωή μου στα πόδια μου αυτά. Και, καθώς μιλούσε, έτριβε ελαφρά τα γόνατά του με τις παλάμες του, θέλοντας έτσι να εκδηλώσει και έμπρακτα την άμετρη ευγνωμοσύνη του προς τα πόδια του. Το σύνθημα των Τούρκων, όταν μπήκαν στην Πόλη, συνέχισε ο γέρος, ήταν ‘’θάνατος στους άρρωστους, στους γέρους και στα μωρά και σκλαβιά σ’ όλους τους άλλους’’. Όταν έφτασαν οι Τούρκοι κοντά στην Αγιασοφιά, η μεγάλη εκκλησία κι όλος ο χώρος της ήταν γεμάτος από κόσμο. Άλλοι βρέθηκαν εκεί, γιατί είχαν έρθει νωρίτερα για να προσευχηθούν για τη σωτηρία της Πόλης και τη δική τους. Άλλοι έτυχαν εκεί, γιατί πανικόβλητοι δεν ήξεραν πού πήγαιναν κι άλλοι έτρεξαν κοντά στο άγαλμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πιστεύοντας στα λόγια του Γεννάδιου και στις προφητείες των καλογήρων του, που συστηματικά διέδιδαν τον τελευταίο καιρό στο λαό, ότι, όταν θα μπουν οι Τούρκοι στην πόλη, γιατί οι κληρικοί το είχαν αυτό σα δεδομένο και σίγουρο από καιρό, όσοι βρεθούν κοντά στο άγαλμα του αγίου Κωνσταντίνου θα αποφύγουν το θάνατο και θα σωθούν. Άγγελος Κυρίου, έλεγαν, θα

377


κατεβεί απ’ τον ουρανό, θα σταματήσει ως εκεί μπροστά στο άγαλμα του αγίου την προχώρηση των Τούρκων και θα σώσει τους χριστιανούς απ’ τη σκλαβιά και την καταστροφή. Έτσι λοιπόν, ο χώρος της μεγάλης εκκλησίας ήταν γεμάτος κόσμο όταν φτάσαμε κι εμείς εκεί απ’ τα τείχη. Οι γενίτσαροι έπεσαν με μανία πάνω σ’ εκείνη την ανθρωποθάλασσα κι έσφαζαν λαό αλύπητα ή μάζευαν σκλάβους αδιάκριτα. Μια ομάδα καταματωμένων γενιτσάρων με γυμνά γιαταγάνια έπεσε πάνω μας. Οι πρώτοι απ’ τους δικούς μας που βρέθηκαν μπροστά τους σφάχτηκαν χωρίς οίκτο αμέσως. Εμείς οι άλλοι, το βάλαμε στα πόδια. Σάμπως μπορούσαμε να πάμε και πουθενά; Ο τόπος είχε πλημμυρίσει Τούρκους. Αλλά ο άνθρωπος έτσι είναι. Πάντοτε προσπαθεί να σωθεί και με κάθε τρόπο πασχίζει να μείνει ζωντανός. Άσχετα αν πολλές φορές οι ίδιες οι προσπάθειές του τον φέρνουν πιο κοντά στο θάνατο και γρηγορότερα τον στέλνουν στον άλλο κόσμο. Εμείς, μόλις είδαμε τους Τούρκους να ορμούν επάνω μας, το βάλαμε στα πόδια. Την ώρα που τρέχαμε να φύγουμε, ένας γενίτσαρος φώναξε στους άλλους: ‘’Αφήστε τους αδύνατους. Πιάστε τους νέους και τους γερούς για σκλάβους.’’ Φαίνεται, πως αυτός θα ήταν κάτι μεγαλύτερος απ’ τους άλλους, γιατί οι γενίτσαροι τον άκουσαν και συμμορφώθηκαν με την εντολή του. Αυτό το καταλάβαμε, γιατί από τότε δεν ακούσαμε γύρω μας το χαρακτηριστικό εκείνο μισοπνιγμένο ξεφωνητό του σφαζόμενου ανθρώπου. Αυτό, σ’ άλλους έδωσε κουράγιο και στάθηκαν να τους πιάσουν, αφού, όπου κι αν πήγαιναν κι όσο κι αν έτρεχαν θα τους έπιαναν τελικά οπωσδήποτε και σ’ άλλους έδωσε δύναμη να τρέξουν περισσότερο. Εγώ, ξέροντας το σύνθημα των Τούρκων για τη σφαγή και γνωρίζοντας και την ηλικία μου, είχα σίγουρο το θάνατο αν έπεφτα στα χέρια τους. Βέβαια, η εντολή του γενιτσάρου ‘’αφήστε τους αδύνατους . . .’’ μού ‘δινε κάποια ελπίδα. Δε μου εξασφάλιζε, όμως και τη ζωή. Δεν έλεγε σταματήστε τη σφαγή. Μάλλον εννοούσε, μην πολυαρχολείστε με τους αδύνατους. Κι αυτό ο κάθε γενίτσαρος το έπαιρνε όπως ήθελε. Γι’ αυτό, η μόνη ελπίδα που μου απόμενε ήταν να τρέξω. Να τρέξω όσο μπορούσα πιο γρήγορα. Με τη φυγή ίσως κατάφερνα ν’ αποφύγω τους διώκτες μου, να κρυφτώ πουθενά, ώσπου να περάσει η μπόρα και να γλιτώσω. Έτρεχα, λοιπόν, όσο μπορούσα περισσότερο. Δυο-τρεις γενίτσαροι που έτρεχαν πίσω μου, φαίνεται πως είχαν κουραστεί και πως έβρισκαν το τροχάδην μου ασυνήθιστο για την ηλικία μου. Για μια στιγμή, άκουσα έναν απ’ αυτούς να λέει στον άλλο με λαχανιασμένη φωνή: ‘’Μα το όνομα του Προφήτη, αυτόν το γέρο αν τον πιάσω θα τον κρατήσω ζωντανό. Παρά τα άσπρα του γένια, αυτός τρέχει για δέκα νέους.’’ Ενώ έλεγε αυτό ο γενίτσαρος που έτρεχε πίσω μου, είδα να ξεπροβάλει απ’ τη γωνιά του Ιππόδρομου, που τώρα βρίσκονταν απέναντί μου, ένα άλλο μπουλούκι γενιτσάρων και να έρχεται καταπάνω μου. Η μόνη μου ελπίδα πια ήταν να εγκαταλείψω το τρέξιμο και να σταματήσω να με πιάσουν οι Τούρκοι που με κυνηγούσαν ως τώρα και οι οποίοι, αν και δεν τους είχα δει, μου

378


φαίνονταν πολύ καλύτεροι από κείνους που τώρα είχαν παρουσιαστεί άγριοι μπροστά μου. Έκοψα αναγκαστικά την ταχύτητά μου κι έκλεισα τα μάτια μου, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να νιώσω την κοφτερή λεπίδα του γιαταγανιού. Αντί, όμως, το κρύο μέταλλο, ένιωσα δυο χέρια να µ’ αρπάζουν απ’ τον ώμο. Μ’ έδεσαν γρήγορα και με πήραν πίσω προς την Αγιασοφιά. Μ’ έριξαν μέσα σ’ ένα σωρό αιχμαλώτων που είχαν πιάσει οι υπόλοιποι της παρέας τους και τους φύλαγαν συγκεντρωμένους κάτω απ’ το άγαλμα του αγίου Κωνσταντίνου. Όταν έφτασα εκεί κι αλυσοδέθηκα χειροπόδαρα με τους άλλους σκλάβους ένιωσα το κατάντημα των χριστιανών και άθελά μου ύψωσα τα μάτια μου και κοίταξα το θεόρατο άγαλμα του Αγίου. Μέσα στη συμφορά μου, θυμήθηκα το Γεννάδιο και τις προφητείες των καλογήρων κι είδα μπροστά μου ολοζώντανη την κατάντια τους και τη διαφθορά τους. Την ώρα που με παρέδωσε για φύλαξη ο γενίτσαρος που µ’ έπιασε, είπε στους φύλακες: ‘’Προσοχή αυτόν το γέρο. Είναι δικός μου.’’ Κάθισα κάτω λαχανιασμένος κι έκανα πολλή ώρα να συνέλθω απ’ την κούραση. Δεν πίστευα στην τόσο απροσδόκητη σωτηρία μου. Ο γέρος ξανάσφιξε τα γόνατά του με τις παλάμες του και, γυρίζοντας προς το νεαρό, τον ρώτησε με κάποια ικανοποίηση. -Πρέπε, λοιπόν, να χρεωστώ ευγνωμοσύνη στα πόδια μου ή όχι; Ο νεαρός κατάλαβε το λάθος στο οποίο τον έριξε η βιασύνη του και δεν είπε λέξη. Μόνο κοίταξε το γέρο κατάματα µ’ ένα βλέμμα μεταμέλειας, σα να ήθελε να του πει: Δίκιο έχεις παππού. Συγχώρα με. Άλλη φορά δε θα βιάζομαι. -Ο γενίτσαρος που µ’ έπιασε, συνέχισε ο γέρος και που τώρα ήταν ο κύριός μου, λεγόταν Γιουσούφ και ήταν στην υπηρεσία ενός πασά της αυλής του σουλτάνου. Κοντά σ’ αυτόν έμεινα κι εγώ για αρκετόν καιρό στην Κωνσταντινούπολη. Δούλεψα, όπως κι όλοι οι σκλάβοι κι έκανα διάφορες αγγαρίες, πότε εδώ και πότε εκεί, όπου με έστελνε το αφεντικό μου ο Γιουσούφ. Συνήθως, δούλευα όλο γύρω στο παλάτι. Κοντά σε κατοικίες πασάδων ή άλλων μεγάλων αξιωματούχων. Δεν ξέρω γιατί με είχε εκτιμήσει, ας πούμε, έτσι ο Γιουσούφ. Ίσως η μορφή μου ή η ηλικία μου να του θύμιζε κανένα ξεχασμένο από χρόνια δικό του άνθρωπο. Ποιος ξέρει. Αλλά κι εγώ τον έβρισκα πολύ διαφορετικό απ’ τους άλλους. Ερχόταν στιγμές, που δεν ήταν καθόλου γενίτσαρος. Μου φερόταν με καλοσύνη. Μου έδινε κουράγιο. Βλέβεις, όλοι οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο. Κι αυτός δεν ήταν σαν τους άλλους. Η ψυχή του κι ο χαρακτήρας του έλεγαν καθαρά, πως ο άνθρωπος εκείνος δεν ήταν φτιαγμένος για σφαγές και αίματα. Κοντά σ’ αυτόν το γενίτσαρο, λοιπόν, είδα πολλά πράγματα. Ένα πρωί, το δεύτερο ή το τρίτο μετά την άλωση, υπηρετώντας τον πασά του Γιουσούφ, βρέθηκα μαζί µ’ άλλους σκλάβους στα ανάκτορα των Βλαχερνών. Δουλεύαμε όλοι οι σκλάβοι στην αυλή του παλατιού. Καθαρίζαμε ερείπια και διορθώναμε χαλάσματα. Όλα γύρω ήταν ρημαγμένα απ’ τη λεηλασία και τη μανία του βάρβαρου στρατού των κατακτητών. Οι πασάδες κι οι στρατηγοί μπαινόβγαιναν στο παλάτι. Για 379


μια στιγμή, μια μεγάλη συνοδεία πέρασε την αψιδωτή αυλόπορτα και μπήκε στην απλόχωρη αυλή. Ήταν μια ομάδα γενιτσάρων που έφερναν στο σουλτάνο αλυσοδεμένο το Βενετό βαΐλο Ιερώνυμο Μηνώτο, μαζί με το γιο του και έξι ή εφτά άλλους Βενετούς άρχοντες. Ανάμεσά τους διέκρινα το μεγάλο στρατηγό και ξακουστό Βενετό ευπατρίδη Καταρίνο Κονταρίνι. Η καρδιά μου σφίχτηκε παράξενα. Φοβήθηκα πραγματικά για τη ζωή των ανθρώπων εκείνων και ιδιαίτερα για το βαΐλο και το στρατηγό. Γνώριζα τις προσπάθειές τους για την άμυνα της Πόλης και τους συνεχείς αγώνες τους για τη σωτηρία της. Θυμήθηκα τη ρήξη που είχε επέλθει μεταξύ σουλτάνου και βαΐλου παλιότερα και φοβήθηκα πραγματικά για τη ζωή του. -Τι ρήξη είχε ο Βενετός βαΐλος με το Μωάμεθ; Ρώτησε περίεργα ο νεαρός. -Πριν από δυο περίπου χρόνια, είπε ο γέρος, το Νοέμβριο του 1452, τα πυροβόλα του Φουρούζ αγά, πάνω απ’ το φρούριο του Βοσπόρου, το Ρούμελη χισάρ, βούλιαξαν ένα βενετικό πλοίο του καπετάν Αντώνη Ρίτσου. Ονομαστός και σπουδαίος θαλασσινός ο καπετάνιος. Γνωστός σ’ όλες τις θάλασσες. Τα άψυχα, όμως, κανόνια του Φουρούζ αγά δεν είχαν ακούσει τίποτα γι’ αυτόν και, καθώς έμπαινε ανύποπτος στο Βόσπορο, έστειλαν το πλοίο του στο βυθό. Ο καπετάν Ρίτσος και καμιά σαρανταριά ναύτες του πιάστηκαν ζωντανοί και στάλθηκαν στο Μωάμεθ στην Αδριανούπολη. Μόλις ο Βενετός βαΐλος έμαθε τη σύλληψη του καπετάν Ρίτσου, έστειλε αντιπρόσωπό του, το Φαβρούτσιο Κορνέρι, για να προσπαθήσει να σώσει τη ζωή των ναυτικών. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Κορνέρι, δεν στάθηκε δυνατό να σωθεί ο καπετάν Ρίτσος. Ο σουλτάνος διέταξε να τον κρεμάσουν. Ο μαρτυρικός θάνατος του ξακουστού καπετάνιου και των ναυτών του δυσαρέστησε πάρα πολύ τους Βενετούς της Κωνσταντινούπολης κι ιδιαίτερα το βαΐλο Μηνώτο, ο οποίος κράτησε από τότε καθαρά εχθρική στάση προς το σουλτάνο και πολέμησε τους Τούρκους με πείσμα ως το τέλος στην περιοχή των Βλαχερνών121. Η συνοδεία με τους γενιτσάρους πέρασε στο παλάτι και χάθηκε μέσα στο τεράστιο κτίριο. Εμείς συνεχίζαμε τη δουλειά μας, καθαρίζοντας χαλάσματα. Σε λίγο, ήρθε ο Γιουσούφ και πήρε μερικούς από μας και μας πήγε να καθαρίσουμε ένα χώρο στην πλατεία της στήλης του Αρκαδίου. Η πλατεία εκείνη είχε μεταβληθεί σε σκλαβοπάζαρο. Εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες Κωνσταντινουπολίτες, πουλιόταν εκεί σκλάβοι κάθε μέρα. Επειδή η κίνηση ήταν μεγάλη κι ο χώρος μικρός, γι’ αυτό έστειλαν κι εμάς εκεί, μαζί με άλλους σκλάβους από άλλα στρατόπεδα, για να καθαρίσουμε τις γύρω περιοχές απ’ τους φράχτες και τα χαλάσματα και να μεγαλώσουμε το χώρο του σκλαβοπάζαρου. Στη μέση της πλατείας ήταν στημένο πάνω σε χοντρούς ξύλινους στύλους ένα πλατύ, τετράγωνο, βρόμικο και τρισάθλιο σανίδωμα, σαν ένα είδος εξέδρας. Το ξύλινο αυτό πατάρι είχε στις δυο μεριές του φαρδιά 121

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα

45. 380


σκαλοπάτια φτιαγμένα πρόχειρα από χοντρές σανίδες. Απ’ τη μια απ’ αυτές τις σκάλες ανέβαζαν στο καταραμένο ικρίωμα τους απούλητους σκλάβους για να πουληθούν και απ’ την άλλη κατέβαζαν τους πουλημένους και τους παρέδιναν στα καινούρια τους αφεντικά. Έτσι, η μισή πλατεία ήταν γεμάτη με αλυσοδεμένους απούλητους σκλάβους και γενιτσάρους που τους φρουρούσαν και η άλλη μισή ήταν γεμάτη αλυσοδεμένους πάλι σκλάβους και με κάθε είδους αγοραστές, οι οποίοι τους έσερναν σα ζώα στην κατοχή τους. Γύρω-γύρω, η δακρύβρεχτη εκείνη εξέδρα ήταν περικυκλωμένη από κάθε είδους σκλαβεμπόρων κι από ένα πλήθος Τούρκων περιέργων, οι οποίοι έβριζαν και περιέπαιζαν τους δύστυχους σκλάβους με το χειρότερο τρόπο και προσπαθούσαν να ξεπεράσει ο ένας τον άλλο σε βαρβαρισμό και χυδαιότητα. Ανάμεσα σ’ αυτούς τριγύριζαν με την ψυχή στα δόντια και πολλοί χριστιανοί, που προσπαθούσαν να εξαγοράσουν δικούς τους ανθρώπους, συγγενείς, φίλους ή γνωστούς τους και να τους γλιτώσουν απ’ τη σκλαβιά. Οι βρυχηθμοί των γενιτσάρων, οι φωνές των πουλητών που διαφήμιζαν το ‘’εμπόρευμά’’ τους, οι κραυγές των εμπόρων που ανακοίνωναν δυνατά τις προσφορές τους, οι οιμωγές και οι οδυρμοί των δύστυχων σκλάβων που πουλιόταν και τα κλάματα κι οι θρήνοι των συγγενών και φίλων που έχαναν τους δικούς τους για πάντα, αμέσως μόλις γίνονταν δεκτή η προσφορά κάποιου αγοραστή, συντάραζαν ολόκληρο το χώρο της πλατείας κι έκαναν και τις πέτρες ακόμη να δακρύζουν και να σπαράζουν στο χώμα. Εμείς, οι σκλάβοι του συνεργείου εργασίας, με την καρδιά σφιγμένη και τα μάτια γεμάτα δάκρυα, δουλεύαμε ασταμάτητα, χωρίς να δίνουμε, δήθεν, καμιά σημασία στο τι γινόταν γύρω μας. Προσπαθούσαμε, με την ασταμάτητη δουλειά, να αποσπάσουμε την προσοχή μας απ’ το δράμα της πλατείας. Παρ’ όλες, όμως, τις προσπάθειές μας, τα αφτιά μας ήταν στραμμένα προς τα εκεί και τα μάτια μας ακράτητα συχνοκοίταζαν προς τη φοβερή εξέδρα του μαρτυρίου. Η καρδιά μας σπάραζε, όπως και η καρδιά εκείνων που ανέβαιναν στο βρόμικο σανίδωμα κι η ψυχή μας μοιράζονταν τον πόνο και το δράμα τους. Ο γέρος σκούπισε τα κατακόκκινα μάτια του με τις παλάμες του, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό και συνέχισε. -Για μια στιγμή, μια καινούρια ομάδα σκλάβων ανέβηκε στην εξέδρα. Οι αγοραστές και οι διάφοροι έμποροι που ήταν μαζεμένοι γύρωγύρω και με χτυπητές προσφορές προσπαθούσαν να αγοράσουν ‘’το πράγμα’’, θορυβήθηκαν και πλησίασαν πιο κοντά στο σανίδωμα. Ο θόρυβος εκείνος των εμπόρων και ο σάλος που ξεχύθηκε εντονότερος στο σκλαβοπάζαρο, µ’ έκανε να στρέψω τα μάτια μου προς την ξύλινη εξέδρα. Το βρόμικο και μακάβριο εκείνο πατάρι που ξεχώριζε στη μέση του κόσμου ήταν γεμάτο ‘’εκθέματα’’. Κάτι µ’ έκανε να παρατηρήσω προσεχτικότερα το αλυσοδεμένο εμπόρευμα. Έμεινα άναυδος. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Πάνω στην χιλιοκαταραμένη κι αποτρόπαιη εξέδρα με τα βρόμικα σανίδια στεκόταν δεμένος πισθάγκωνα ο Βενετός βαΐλος Ιερώνυμος Μηνώτος, ο γιος του, ο στρατηγός Κονταρίνι κι όλοι οι

381


άλλοι διακεκριμένοι Βενετοί, που πριν από λίγο τους είχε φέρει η συνοδεία εκείνη των γενιτσάρων στο παλάτι. Με σκυμμένο το κεφάλι, πελιδνοί και τρομοκρατημένοι, αντιμετώπιζαν χωρίς καμιά δύναμη τη φρικτή τους μοίρα. Με το βλέμμα γεμάτο απόγνωση, κοίταζαν τους σκλαβεμπόρους γύρω τους, που σαν αρπαχτικά όρνια τους περιτριγύριζαν, τους περιεργάζονταν και τους εξήταζαν χυδαία. Άλλοι απ’ αυτούς στήριζαν τις προσφορές τους στην ηλικία, στη δύναμη ή στο παράστημα και στην ομορφιά του σκάβου κι άλλοι στην καταγωγή, στο όνομα και στους τίτλους ή στα αξιώματα του αδύναμου κι απροστάτευτου εκείνου ράκους, που, χτυπημένο τώρα απ’ τη συμφορά και πλημμυρισμένο στα δάκρυα, στεκόταν βουβό κι αμίλητο μπροστά τους. Χωρίς να καλοκαταλαβαίνουν ολόκληρο το δράμα τους, οι δυστυχισμένες εκείνες ανθρώπινες υπάρξεις, στέκονταν πάνω στο φρικιαστικό πατάρι του πλειστηριασμού, χωρίς ψυχή και οντότητα και σάλευαν σαν κιτρινισμένα φύλλα στο μανιασμένο άνεμο της βαρβαρότητας των Αγαρηνών. Χτυπημένοι απ’ τη συμφορά κι εξουθενωμένοι απ’ την τραγικότητα, φαίνονταν όλοι εκεί πάνω στο ικρίωμα του ζωντανού θανάτου, σα να βρίσκονταν μετέωροι πάνω από ένα ανείπωτο και απερίγραπτο χάος. Άκουγαν τις τιμές που πρόσφεραν οι αγοραστές για τα σώματά τους και, μη μπορώντας να αμυνθούν ή να αντιδράσουν, κοίταζαν με βλέμμα άδειο κι ανέκφραστο, σωστά συντρίμμια, το θορυβώδη όχλο που τους περιέβαλε και διασκέδαζε ή και θρηνούσε με το δράμα τους. Ο κλονισμένος απ’ την απόγνωση νους τους δεν μπορούσε να συλάβει και να εξωτερικεύσει το ασύλληπτο μέγεθος της συμφοράς τους, γιατί το λογικό τους είχε πάψει πλέον να αντιδρά. Ανάμεσα στο συρφετό εκείνο των εμπόρων, βρίσκονταν και αρκετοί Κωνσταντινουπολίτες και Λατίνοι, οι οποίοι είχαν γλυτώσει απ’ την πρώτη καταιγίδα της μεγάλης συμφοράς κι είχαν κατορθώσει να μείνουν ζωντανοί κι ελεύθεροι. Οι δύσμοιροι εκείνοι άνθρωποι, με ματωμένη την καρδιά και την ψυχή στα δόντια, έκαναν προσφορές στους δουλεμπόρους και προσπαθούσαν να εξαγοράσουν δικούς τους ανθρώπους. Συγγενείς τους, φίλους τους, συμπατριώτες τους. Απερίγραπτος ήταν ο πόνος κι ανείπωτο το δράμα των ανθρώπων εκείνων, όταν, μη μπορώντας να αυξήσουν άλλο την προσφορά τους, έβλεπαν τη γυναίκα τους ή το παιδί τους, τον πατέρα τους ή τη μητέρα τους, να πουλιέται σε κάποιον άγνωστο και να χάνεται για πάντα από κοντά τους κι απ’ τα μάτια τους. Ο σπαραγμός του σιωπηλού εκείνου χωρισμού ήταν χειρότερος κι απ’ το θάνατο. Στη δημοπρασία τώρα των Βενετών προκρίτων, βρισκόταν ανάμεσα στους Ασιάτες εμπόρους και μια ομάδα Βενετών, οι οποίοι προσπαθούσαν να εξαγοράσουν τους συμπατριώτες τους. Οι προσφορές διαδέχονταν η μία την άλλη και η τιμή ανέβαινε διαρκώς. Οι Βενετοί συναγωνίζονταν τους Ασιάτες. Όταν οι Τούρκοι είδαν το ενδιαφέρον των Βενετών, σταμάτησαν τη δημοπρασία και καθόρισαν σαν τιμή εξαγοράς του Μηνώτου, του Κονταρίνι και των άλλων συντρόφων τους το υπέρογκο ποσόν των εφτά χιλιάδων χρυσών νομισμάτων. Είπαν δε καθαρά στους Βενετούς ότι, αν πραγματικά θέλουν να εξαγοράσουν τους συμπατριώτες 382


τους, πρέπει να φέρουν ολόκληρο το ποσόν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Μάλιστα, με εντολή του σουλτάνου, ορίστηκε κι ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα για τη συγκέντρωση και την καταβολή του τιμήματος της εξαγοράς. Το ποσόν, όμως, ήταν υπέρογκο κι ο χρόνος ελάχιστος και δεν στάθηκε δυνατό να συγκεντρωθεί όπως απαιτούσαν οι Τούρκοι, γι’ αυτό και οι δυστυχείς εκείνοι Βενετοί άρχοντες παραδόθηκαν στο δήμιο122. Ας σημειωθεί, ότι ο βαΐλος Μηνώτος, ο γιος του και ο στρατηγός Κονταρίνι είχαν αγοραστεί νωρίτερα, αλλά ξαναπιάστηκαν, γιατί ο σουλτάνος, καχύποπτος πάντοτε, δεν έδινε και μεγάλη εμπιστοσύνη στον όρκο πίστης που έδωσαν οι Βενετοί αιχμάλωτοί του προς αυτόν και αμφέβαλε για τη σταθερότητα και την ειλικρίνειά τους. Αμέσως μετά τη λήξη της προθεσμίας, οι δυστυχισμένοι Βενετοί μεταφέρθηκαν λίγο πιο πέρα απ’ το πατάρι της δημοπρασίας για να εκτελεστούν. Το παζάρι συνέχισε τις εργασίες του με άλλους σκλάβους. Εκεί, στον τόπο της εκτέλεσης, οι Τούρκοι τοποθέτησαν το βαΐλο και το γιο του, σε μικρή απόσταση τον έναν απέναντι στον άλλο, για να τους αποκεφαλίσουν. Οι βάρβαροι κι ασυγκίνητοι δολοφόνοι δεν επέτρεψαν στο δύστυχο πατέρα, να αγκαλιάσει και να φιλήσει για στερνή φορά το παιδί του πριν του κόψουν το κεφάλι. Σφίγγοντας την καρδιά τους όσο γινόταν, πατέρας και γιος αλληλοκοιτάχτηκαν με τα υγρά τους μάτια και αγκαλιασμένοι με τα βλέμματά τους παρέδωσαν τα σώματά τους στο θάνατο. Τα κεφάλια τους κύλησαν στο ματωμένο γκαλντερίμι και το ένα συνάντησε το άλλο στον κατήφορο, ενώ τα σώματά τους σπαρταρούσαν δίπλα-δίπλα λίγο πιο πέρα στα πόδια του δημίου. Μετά, έπεσε το κεφάλι του στρατηγού Κονταρίνι κι αμέσως τα κεφάλια των άλλων. Οι ψυχές των Βενετών ηρώων άφηναν τα τυραγνισμένα εκείνα σώματα που σπάραζαν στο λιθόστρωτο κι έφευγαν βιαστικές για τον ουρανό, για να συναντήσουν εκεί πάνω τις τόσες άλλες χιλιάδες των γενναίων ψυχών, που θυσιάστηκαν σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια σωτηρίας της άγιας πόλης του Κωνσταντίνου. Μιας προσπάθειας, που σιχαινόταν και μισούσε η επίσημη εκκλησία κι είχαν καταδικάσει και σαμποτάρει οι αρχιερείς. Τα τελευταία λόγια του γέρου φαρμάκωσαν περισσότερο τις φαρμακωμένες καρδιές των ακροατών του. Απ’ όλων τις σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας κι ό,τι έγινε στην Κωνσταντινούπολη πριν απ’ αυτή κι όλοι προτίμησαν να μείνουν σιωπηλοί μπροστά στη φοβερή πραγματικότητα. Ο γέρος, για να μην αφήσει τις δυστυχισμένες εκείνες ψυχές να ξαναθυμηθούν προφητείες και κατάρες των κληρικών και να τις απομακρύνει από βαρύτερες θλίψεις, συνέχισε. -Την ίδια ακριβώς τύχη είχε κι ο πρόξενος των Καταλανών Πέτρος Ιουλιανός. Κι αυτός αποκεφαλίστηκε με το γιο του και πέντε ή έξι άλλους συμπατριώτες του. Τις εκτελέσεις των επιφανών ανδρών διέταξε ο Μωάμεθ. Στην ψυχή αυτού του τέρατος δεν υπήρχε οίκτος. Έρχονταν 122

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Σελίδα

406. 373. 383


στιγμές που γίνονταν θηρίο και που ο ίδιος έσκιζε τον άνθρωπο με τα ίδια του τα χέρια. -Έχω ακούσει, είπε κάποιος, ότι ο ίδιος με τα χέρια του σκότωσε γενίτσαρο μέσα στην Αγιασοφιά, γιατί έσπαζε τα μάρμαρα τη μέρα της άλωσης. -Ναι, είναι αλήθεια, είπε ο γέρος. Όπως αλήθεια είναι πως, όταν έγινε σουλτάνος ύστερ’ απ’ το θάνατο του πατέρα του, για να διαπιστώσει πόσο πιστοί του ήταν οι στρατιώτες του, έκανε ο ίδιος περιπολίες και εφόδους στα φυλάκια του σεραγιού και της Αδριανούπολης και, ντυμένος σαν απλός στρατιώτης, γύριζε τη νύχτα στις φρουρές και προσπαθούσε ν’ ακούσει τι λένε και πώς σκέφτονται γι’ αυτόν οι γενίτσαροι. Αν κανένας γενίτσαρος είχε την κακή τύχη να τον αναγνωρίσει ότι ήταν ο σουλτάνος, τον θανάτωνε αμέσως, για να μην μαθευτεί το μυστικό του και γίνει γνωστή στο στρατό του η μεγάλη του καχυποψία. Όσες γυναίκες ή νεαρά παιδιά δεν ήθελαν να του παραδοθούν, τα σκότωνε αμέσως με τα ίδια του τα χέρια. Ο ίδιος διέταξε να πνίξουν τον τελευταίο γιο του πατέρα του μικρό Αχμέτ και δικό του αδελφό από άλλη μητέρα, για να μην υπάρχει κανένας άλλος απόγονος του Μουράτ και διεκδικήσει ποτέ τον οθωμανικό θρόνο. -Δηλαδή, σκότωσε αδέλφια του για να σιγουρέψει τη θέση του; Ρώτησε κάποιος περίεργα. -Το να σκοτώνει ένας βασιλιάς τους πιθανούς κληρονόμους ή και ενδεχόμενους διεκδικητές του θρόνου του δεν είναι τόσο παράξενο στα χρόνια μας, πρόσθεσε ο γέρος. Απ’ την Ιστορία μαθαίνουμε, ότι και πολλοί Βυζαντινοί κι άλλοι χριστιανοί αυτοκράτορες και βασιλιάδες σκότωναν τους αντιπάλλους τους, για να μείνουν εκείνοι ήσυχοι κι ανενόχλητοι στο θρόνο τους. Π.χ. ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Κωνστάντιος, μέσα σε τέσσερις μήνες απ’ το θάνατο του πατέρα του, με την πρόφαση ότι ο πατέρας του δηλητηριάστηκε απ’ τους ίδιους τους αδελφούς του, σκότωσε τους δυο θείους του κι εφτά ξαδέρφια του. Αργότερα, το 354, αποκεφάλισε και τον ξάδερφό του Γάλλο123. Το 1071, ο γιος του αποθανόντα αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δούκα και της Ευδοκίας, Μιχαήλ, τύφλωσε τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη και δεύτερο σύζυγο της Ευδοκίας, ο οποίος και πέθανε λίγο μετά την τραγική τύφλωσή του. Έτσι, έγινε αυτοκράτορας ο Μιχαήλ, γνωστός με το όνομα Μιχαήλ Ζ’ Δούκας ο Παραπινάκιος124. Το 1180, πέθανε ο αυτοκράτορας Μανουήλ και στο θρόνο ανέβηκε ο 12/ετής γιος του Αλέξιος Β’ Κομνηνός, ο οποίος τελούσε υπό την επίβλεψη της αυτοκράτειρας Μαρίας. Το 1182, ο Ανδρόνικος, ο οποίος λίγα χρόνια πριν είχε διοριστεί διοικητής του Πόντου απ’ το Μανουήλ, βάδισε εναντίον της Κωνσταντινούπολης και, με τη βοήθεια των ανθενωτικών, κατόρθωσε να επιβληθεί στους αντιπάλους του. Συνέλαβε το νεαρό Αλέξιο, τον οποίο τύφλωσε και φυλάκισε. Κατόπι, προσπάθησε με κάθε 123 124

Παπαρηγόπουλου Κ. ‘’Ιστορία Ελλ. Έθν.’’ Τόμ. 5 σελ. 194. Vasiliev A.A. ‘’History of the Byzant. ‘’ Τόμ. Γ σελ. 71. 384


τρόπο να εξολοθρέψει τους συγγενείς του Μανουήλ και να μείνει αυτός ανενόχλητος αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Στην αρχή, διέταξε τον πνιγμό της αυτοκράτειρας Μαρίας. Το 1183, ανακηρύχτηκε συναυτοκράτορας του Αλεξίου και σε λίγες μέρες διέταξε κρυφά τον πνιγμό του συναυτοκράτορά του. Έτσι, έμεινε μόνος στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1185, όμως, με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης απ’ τους Νορμανδούς, έγινε επανάσταση, η οποία έφερε στο θρόνο τον Ισαάκιο Άγγελο. Ο Ανδρόνικος τότε, ο οποίος είχε αποθεωθεί πριν λίγα χρόνια απ’ το λαό –όταν έμπαινε θριαμβευτής στην Πόλη σαν τιμωρός των Λατίνων, προστάτης των ορθοδόξων και πολέμιος της ένωσης των εκκλησιών-, συνελήφθη και υπέστη φριχτά βασανιστήρια, τα οποία και αντιμετώπισε με μεγάλο θάρρος κι απαράμιλλη καρτερία. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων του, επανελάμβανε διαρκώς: ‘’Κύριε, ελέησόν με. Γιατί σπάζεις ένα μωλωπισμένο καλάμι;’’ Έτσι ξεψύχησε ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας των Κομνηνών και ο νέος αυτοκράτορας δεν επέτρεψε την ταφή του κατακομματιασμένου Ανδρόνικου125. Τον Ισαάκιο ξεθρόνισε και τύφλωσε ο αδελφός του Αλέξιος ο Γ’ το 1195. Ας μη μας φαίνεται, λοιπόν και τόσο παράξενο, το ότι ο Μωάμεθ έπνιξε τον αδελφό του Αχμέτ, είπε ο γέρος μελαγχολικά. -Είπες, ότι ο Αχμέτ ήταν γιος του Μουράτ αλλά από άλλη γυναίκα. Ποια ήταν η μάνα του Μωάμεθ; Ρώτησε με έντονη περιέργεια η μαυροντυμένη γυναίκα. -Πολλά λέγονται για τη μάνα αυτού του τέρατος, χωρίς να προσδιορίζεται, όμως, με σιγουριά το όνομά της, είπε ο γέρος. Είναι πάντως βέβαιο, ότι η μάνα του ήταν κάποια σκλάβα χριστιανή. Αλλά κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να μάθει περισσότερα. -Από μάνα χριστιανή να γεννηθεί τέτοιο θηρίο! είπε σιγά και µ’ απορία η γυναίκα. -Πραγματικό θηρίο, πρόσθεσε ο γέρος και συνέχισε. Με τα ίδια του τα χέρια σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο γιο του άρχοντα Φραντζή τις πρώτες μέρες που μπήκε στην Πόλη, γιατί ο νεαρός δεν ήθελε να μπει στο χαρέμι του126. Με τα ίδια του τα χέρια επίσης βασάνισε φριχτά και τελικά κρέμασε στην Αδριανούπολη το δάσκαλό του και μεγάλο βεζίρη, τον ειρηνόφιλο γέροντα Χαλλίλ πασά, είκοσι μέρες μετά την άλωση, γιατί υποψιάζονταν τις σχέσεις του με τους χριστιανούς127. Τις υποψίες του αυτές ενίσχυσαν τα λόγια και η στάση του ίδιου του Χαλλίλ στο τελευταίο πολεμικό συμβούλιο που έγινε στο τουρκικό στρατόπεδο, μιαδυο μέρες πριν απ’ τη μεγάλη έφοδο και την άλωση της πόλης, καθώς και οι αποκαλύψεις που έκανε ο μεγαδούκας Νοταράς. Τα όσα είπε αυτός Vasiliev A.A. ‘’History of the Byzant. . .’’ Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ 127 Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ 125 126

Τόμ. Γ. σελ. 102. Σελίδα 374. Σελίδα 391. 385


όταν πιάστηκε απ’ τους Τούρκους και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μωάμεθ, ύστερ’ απ’ τη θριαμβευτική είσοδο του πορθητή στην Πόλη, ήταν πραγματικός καταπέλτης για το δύστυχο γέρο-Χαλλίλ. -Αλήθεια, τι απέγινε ο μεγαδούκας Νοταράς; Ρώτησε µ’ ενδιαφέρον ο νεαρός. -Για το μεγαδούκα, είπε ο γέρος, λέγονται πολλά. Έμεινα, όπως σας είπα, αρκετόν καιρό στην Κωνσταντινούπολη με το Γιουσούφ και άκουσα κι απ’ τους αιχμαλώτους αλλά κι απ’ τους Τούρκους πολλές ιστορίες και φήμες γύρω απ’ την τύχη του μεγάλου εκείνου άρχοντα. Προσωπικά, βρίσκω πιθανότερες δυο διαδόσεις απ’ τις πολλές που κυκλοφόρησαν. Η μια απ’ αυτές λέει ότι, μόλις μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη και χάθηκε κάθε ελπίδα αντίστασης, ο μεγαδούκας κατέφυγε στον πύργο του, εκεί όπου βρισκόταν η γυναίκα του και τα παιδιά του. Εκεί, στον πύργο αυτό αιχμαλωτίστηκε. Επειδή ήταν δεύτερος στο αξίωμα μετά τον αυτοκράτορα και επειδή ήταν και φανατικός ανθενωτικός, οπαδός του Γεννάδιου και σφοδρός εχθρός των καθολικών, ο Μωάμεθ, για να αποκλείσει κάθε περαιτέρω επαφή ή οποιαδήποτε σχέση των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης με τους Λατίνους της Δύσης, προσπάθησε να τον καλοπιάσει και να τον πάρει με το μέρος του. Μάλιστα λένε, ότι είχε σκοπό να τον κάνει και διοικητή της Κωνσταντινούπολης. Γι’ αυτό, του έδειξε συμπάθεια. Τον άφησε ελεύθερο και μάλιστα έστειλε και Τούρκους στρατιώτες να φρουρούν τον πύργο του, για να μην τον πειράξει κανείς. Επιπλέον, διέταξε να βρεθούν οι κόρες του που είχαν χαθεί. Όταν δε βρέθηκαν, λένε, ότι ο σουλτάνος τις έδωσε δώρα και τις έστειλε στον πύργο του πατέρα τους. Έψαζε για την όμορφη κόρη του μεγαδούκα, την Άννα, αλλά αυτή είχε φυγαδευτεί από καιρό με πολλά πλούτη του πατέρα της στην Ιταλία. Επίσης, ειδοποίησε το Νοταρά να μην ανησυχεί, γιατί, όχι μόνο δεν έχει σκοπό να τον πειράξει, αλλά αντίθετα θέλει να τον κάνει ισχυρότερο και ενδοξότερο απ’ ότι ήταν επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Πολλοί προσθέτουν ακόμη, ότι ο Μωάμεθ επισκέφτηκε ο ίδιος τον πύργο του μεγαδούκα. Εκεί βρήκε τη μεγάλη δούκισσα, τη γυναίκα του Νοταρά, άρρωστη στο κρεβάτι και της είπε να μη φοβάται για τίποτα. Τη διαβεβαίωσε δε, ότι αυτός θα τους δώσει μεγαλύτερη δόξα και δύναμη απ’ ότι τους είχε δώσει ο αυτοκράτορας. Μόνο της συνέστησε να γίνει γρήγορα καλά. Φεύγοντας μάλιστα, τη χαιρέτισε και της ευχήθηκε περαστικά128. Η άλλη περίπτωση, η οποία μου φαίνεται ότι ανταποκρίνεται περισσότερο προς την πραγματικότητα, είναι αυτή που μας διηγήθηκε προ ολίγου ο Βενετός φίλος και παλιός μας συμπολεμιστής. Ότι δηλαδή, ο μεγαδούκας πιάστηκε αιχμάλωτος και κρατιόταν σ’ ένα τουρκικό πλοίο, μαζί με τον Τούρκο φυγάδα Ορχάν και άλλους Έλληνες και Λατίνους αιχμαλώτους. Εκεί, αναγνωρίστηκε από έναν Κωνσταντινουπολίτη συγκρατούμενό του, ο οποίος ανέφερε το γεγονός στον Τούρκο ναύαρχο

128

Δούκα Μ. ‘’Χρονικό της Άλωσης’’. 386


Χαμουζά πασά. Ο πασάς, αμέσως αποκεφάλισε τον Ορχάν, ελευθέρωσε τον καταδότη κι οδήγησε ο ίδιος το μεγαδούκα στο Μωάμεθ. Ο Μωάμεθ, μόλις αντίκρυσε το Νοταρά, οργίστηκε παράφορα και τον κατηγόρησε σφοδρότατα, γιατί, όπως είπε, εξαιτίας του διήρκεσε τόσο πολύ η πολιορκία και εξαιτίας του επήλθε εκείνη η μεγάλη φθορά στον τουρκικό στρατό και η καταστροφή της πόλης. Ο Νοταράς δικαιολογήθηκε, ότι δεν ήταν στο χέρι του, αλλά ούτε και στο χέρι του αυτοκράτορα να κάνουν διαφορετικά και να παραδώσουν την πόλη. Στην απόφασή τους αυτή, τόνισε, τους οδήγησαν ενθαρρυντικές ειδήσεις και σημειώματα που ρίχνονταν με βέλη πάνω απ’ τα τείχη ή γράμματα που στέλνονταν από πρόσωπα του κλειστού περιβάλλοντος του σεραγιού. Τα πρόσωπα αυτά τους έδιναν θάρρος να αντισταθούν και τους βεβαίωναν, ότι ουδέποτε ο τουρκικός στρατός θα κατόρθωνε να κυριέψει την πόλη. Τα λόγια αυτά του Νοταρά εξόργισαν το Μωάμεθ και δεκαπλασίασαν τις υπόνοιές του κατά του Χαλλίλ πασά και αύξησαν αφάνταστα το μίσος του κατά του μεγάλου βεζίρη. Η οργή αυτή του Μωάμεθ δεν άργησε να γκρεμίσει το δύστυχο πασά απ’ τα ανώτατα αξιώματα που κατείχε και να τον οδηγήσει στο θάνατο. Ο σουλτάνος ρώτησε το Νοταρά, αν γνώριζε τι απέγινε ο Κωνσταντίνος και ζήτησε να μάθει απ’ αυτόν, αν αλήθευε η διάδοση, ότι ο αυτοκράτορας έφυγε απ’ την Κωνσταντινούπολη με πλοίο. Ο Νοταράς απάντησε ότι δεν γνώριζε τίποτα σχετικό με την τύχη του αυτοκράτορα κι ότι ο ίδιος δεν βρισκόταν κοντά του την ώρα της εφόδου και της άλωσης129. Ύστερ’ απ’ αυτά, ο μεγαδούκας αφέθηκε ελεύθερος και ξαναγύρισε στον πύργο του, που ήταν χτισμένος δίπλα στο παλάτι του Βουκολέοντα. Την άλλη μέρα, ο Μωάμεθ, ύστερ’ από ολονύχτια κραιπάλη, ζήτησε να του φέρουν το νεαρό γιο του Νοταρά. Ένας ευνούχος πήγε στον πύργο του μεγαδούκα και ζήτησε να του παραδώσουν αμέσως το παιδί. Ο δύστυχος πατέρας, συντριμμένος απ’ την τρομάρα του κι οργισμένος απ’ την ακατονόμαστη απαίτηση του σουλτάνου, απάντησε στον απεσταλμένο του, ότι η θρησκεία των χριστιανών δεν επιτρέπει στον πατέρα να συγκατατεθεί σε μια τόσο απαίσχυντη αξίωση και να παραδώσει ο ίδιος το παιδί του σε μια τόσο βδελυρή και άτιμη πράξη. Ο Μωάμεθ, μόλις έμαθε τη στάση και τα λόγια του Νοταρά, θύμωσε και διέταξε να οδηγήσουν μπροστά του το μεγαδούκα με τα παιδιά του. Ο Νοταράς, μόλις παρουσιάστηκε μπροστά στο σουλτάνο τον προσκύνησε και του παρέδωσε μεγάλο θησαυρό, αποτελούμενο από χρυσό, άργυρο, διαμάντια, μαργαριτάρια και άλλους πολύτιμους λίθους, όλα άξια δώρα για ένα βασιλιά. Τα άφησε στα πόδια του και του είπε: ‘’Όλα αυτά τα φύλαγα για σένα. Σου τα χαρίζω και σε παρακαλώ να ακούσεις τη δέηση και την παράκληση του δούλου σου.’’ Ο σουλτάνος κι οι αυλικοί του είδαν και θαύμασαν τον τόσο θησαυρό που άφησε μπροστά τους ο μεγάλος άρχοντας, ο οποίος ήλπιζε ότι θα τύχει της συμπάθειες και του οίκτου του βάρβαρου κατακτητή. 129

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα

411. 387


Ο Μωάμεθ, όμως, αφού περιεργάστηκε τους θησαυρούς, σήκωσε το αυστηρό του βλέμμα και με θυμό είπε στο Νοταρά: ‘’Σκύλε πονηρέ και απάνθρωπε μηχανορράφε. Τόσον πλούτο είχες και δεν βοήθησες το βασιλιά κι αφέντη σου και δεν τον διέθεσες για την Πόλη και την πατρίδα σου; Τώρα δε, με τέτοιες πονηριές και πανουργίες, τις οποίες καθώς γνωρίζω συνηθίζεις να εφαρμόζεις απ’ τα νιάτα σου ακόμη, θέλεις και προσπαθείς να υπερσκελίσεις εμένα και να ξεφύγεις αυτό που σου πρέπει; Πες μου ασεβέστατε, ποιος μου χάρισε το δικό σου θησαυρό και ποιος παρέδωσε στα χέρια μου αυτήν την πόλη µ’ όλα της τα πλούτη;’’ Ο Νοταράς, με σκυμένο το κεφάλι και χαμηλή φωνή απάντησε; ‘’Ο Θεός.’’ -‘’Αφού ο Θεός μου χάρισε όλα αυτά και παρέδωσε εσένα κι όλους σας τους δούλους στα χέρια μου, εσύ τι λες τότε και τι φλυαρείς, πονηρέ; Γιατί δε μου τα έστειλες αυτά πριν αρχίσω τη μάχη εναντίον σας ή πριν κυριέψω την πόλη, για να σου χρεωστώ χάρη και να σου αποδώσω ανταμοιβή; Τώρα πια, δεν είσαι εσύ εκείνος που μου τα προσφέρεις και μου τα χαρίζεις’’ και κούνησε νευρικά το βαθύ δίσκο με το χρυσό και τα διαμάντια, ‘’αλλά ο Θεός’’. Και τράβηξε προς το μέρος του το θησαυρό130. Διέταξε δε να ρίξουν το Νοταρά σε μια στενή φυλακή, αφού πρώτα τον επέπληξε, γιατί δεν προσπάθησε να πείσει τον αυτοκράτορα να δεχτεί τους όρους που του έστειλε με τον Ισμαήλ πασά της Σινώπης. ‘’Αν αυτό συνέβαινε’’, είπε, ‘’όλα θα είχαν τελειώσει καλύτερα και πολύ διαφορετικά’’. Ο Νοταράς δικαιολογήθηκε, ότι αυτός δεν φταίει αλλά οι Βενετοί κι οι Γενουάτες, οι οποίοι παρέσυραν τον αυτοκράτορα με τις υποσχέσεις τους, λέγοντά του ότι, όπου νά ‘ναι, καταφθάνουν σοβαρές βοήθειες απ’ τη Δύση. Ο σουλτάνος τον διέκοψε με οργή και τον διέταξε να σταματήσει πλέον να ψεύδεται. Είχε εξοργιστεί τόσο που φώναζε δυνατά, τρέμοντας ολόκληρος απ’ τα νεύρα του. ‘’Όχι φυλακή. Θάνατος, θάνατος.’’ Έδωσε δε εντολή να τον θανατώσουν μαζί με τους γιους του. Αμέσως, ο Νοταράς και τα δυο του παιδιά παραδόθηκαν στο δήμιο. Την επόμενη μέρα, ο μέγας δούκας, ο αρχιναύαρχος του βυζαντινού στόλου, ο δεύτερος µετά τον αυτοκράτορα σε δόξα και αξίωμα, μαζί με τους γιους του, απ’ τους οποίους ο ένας προορίζονταν για μέγας κοντόσταυλος του αυτοκράτορα κι ο άλλος για μέγας λογοθέτης, μεταφέρθηκαν στην πλατεία του Ξηρολόφου για να θανατωθούν. Ο μικρός γιος του, μόλις δεκατεσσάρων χρόνων, όταν άκουσε για σφαγή κι αντίκρισε το δήμιο, άρχισε να κλαίει. Τότε, ο δύστυχος πατέρας, σφίγγοντας όσο μπορούσε την καρδιά του, αγκάλιασε τα παιδιά του που είχαν έρθει τρομαγμένα δίπλα του κι έτρεμαν σα φύλλα φθινοπώρου μέσα στα χέρια του και είπε: ‘’Αγαπημένα μου παιδιά. Είδατε πως μέσα σε μια στιγμή της χθεσινής μέρας χάσαμε τα πάντα. Ο ανεξάντλητος πλούτος μας, η ξεχωριστή δόξα που είχαμε μέσα στη θαυμαστή ετούτη μεγαλούπολη και σ’ όλη τη γη όπου κατοικούν χριστιανοί ή βάρβαροι, μας άφησαν για πάντα. Και τώρα, τούτη την ώρα δε μας έμεινε τίποτα άλλο παρά μόνο 130

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα

413. 388


αυτή εδώ η ζωή. Αυτή δε η ζωή μας δε θα είναι ατέλειωτη, γιατί αργά η γρήγορα θα πεθάνουμε. Κι αν τώρα ζήσουμε, πώς θα είναι η υπόλοιπη ζωή μας; Θα είμαστε στερημένοι από αγαθά που χάσαμε, τη δόξα, την τιμή, την εξουσία. Από όλους θα κακολογούμεθα, θα καταφρονούμεθα και θα υποφέρουμε αφάνταστα, μέχρις ότου, μαζί με τα άλλα, θα μας έρθει όπως είναι φυσικό και ο θάνατος, ο οποίος θα μας πάρει, δυστυχώς, ατιμασμένους από δω. Πού είναι ο αυτοκράτοράς μας; Δεν δολοφονήθηκε χθες; Πού είναι ο συμπέθερός μου, ο μέγας δομέστιχος και πατέρας σου; είπε προς το γαμπρό του Κατακουζηνό, που κι αυτός περίμενε μαζί τους στη σειρά το γιαταγάνι του δημίου. Πού είναι ο μέγας σταυλάρχης με τους δυο γιους του; Δεν σφαγιάστηκαν χθες στη μάχη; Μακάρι κι εμείς να είχαμε πεθάνει μαζί µ’ αυτούς. Αλλά, όμως και τώρα δεν είναι αργά. Κι αυτή εδώ η ώρα είναι κατάλληλη. Ας μην αμελήσουμε άλλο, μη χτυπηθούμε απ’ τα βέλη του διαβόλου κι αλλαξοπιστήσουμε. Τώρα μας δίνεται η ευκαιρία. Ας πεθάνουμε κι εμείς στο όνομα Αυτού, που σταυρώθηκε και θανατώθηκε για μας κι αναστήθηκε για τη σωτηρία μας, ώστε μαζί Του να γευθούμε τα αγαθά της βασιλείας Του.’’ Και, γυρίζοντας προς το δήμιο, που στέκονταν δίπλα τους βλοσυρός κρατώντας το βαρύ γιαταγάνι στο χέρι του, τον παρακάλεσε λέγοντάς του: ‘’Κάμε αυτό που σε διέταξαν. Αλλά, σε παρακαλώ, άρχισε πρώτα απ’ τους νέους. Δεν θέλω να με δουν εμένα νεκρό, γιατί φοβάμαι μήπως ο τρόμος αλλάξει την απόφασή τους να έλθουν μαζί μου.’’ Ο δήμιος σήκωσε το γυαλιστερό του γιαταγάνι και με δυο χτυπήματα αποκεφάλισε τα δύστυχα παιδιά. Βλέποντας τα κεφάλια των παιδιών του να κατρακυλούν στα πόδια του, ο τραγικός πατέρας είπε στο δήμιο: ‘’Αδελφέ, άφησέ με να μπω για δυο λεπτά στην εκκλησία και να προσευχηθώ για τα παιδιά μου,’’ Κι έδειξε με το χέρι του τα αιμόφυρτα κεφάλια των παιδιών του, που ασάλευτα κι άψυχα είχαν κυλήσει κι είχαν σταματήσει κοντά στα πόδια του. Ο δήμιος, συγκινημένος φαίνεται κι αυτός απ’ το φριχτό δράμα του τραγικού πατέρα, επέτρεψε στο Νοταρά να μπει στο εκκλησάκι που ήταν εκεί κοντά. Με αργό βήμα ο χαροκαμένος πατέρας, σωστό ψυχικό ράκος απ’ τα χτυπήματα της μαύρης συμφοράς του, συνοδευόμενος κι απ’ τις ψυχές των δυο παιδιών του, που ζεστές ακόμη άφηναν τα αποκεφαλισμένα νεανικά σώματά τους και φτερούγιζαν αόρατες δίπλα του, διάβηκε την πόρτα της μικρής εκκλησιάς. Τρικλίζοντας μπήκε μέσα στον καταστραμμένο και λεηλατημένο ναό. Έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε. Τελειώνοντας τη βουβή προσευχή του, πρόσθεσε μεγαλόφωνα: ‘’Σ’ ευχαριστώ Κύριε.’’ Μετά, σηκώθηκε και με αργό βήμα ξαναγύρισε στο δήμιο και στάθηκε ανάμεσα στα σώματα των δυο παιδιών του, που ακόμη σπάραζαν στη γη. Σήκωσε τα μάτια του για τελευταία φορά στον ουρανό κι ευχαρίστησε το Θεό για τη δύναμη που τού ‘δωσε. Μετά, κοίταξε το δήμιο στα μάτια κι έσκυψε το κεφάλι. Ο δήμιος, με μια σπαθιά, έδωσε τέλος στην αγωνία και στο μαρτύριο του δύστυχου πατέρα. Το κεφάλι του κυλίστηκε στο χώμα και σταμάτησε, ματοβαμμένο κι άψυχο δίπλα στα κεφάλια των παιδιών του. Ο

389


δήμιος άρπαξε απ’ τα μαλλιά τα τρία κεφάλια κι έφυγε για να τα πάει στο Μωάμεθ, ενώ το σώμα του μεγάλου δούκα σπάραζε ακόμη ανάμεσα στα ακίνητα πια κορμιά των παιδιών του. Τα τρία σώματα έμειναν εκεί εγκαταλειμμένα κι άταφα, ενώ τα τρία κεφάλια έφταναν στο συμπόσιο και παραδίνονταν στο αιμοβόρο θηρίο, στον άσπλαχνο δολοφόνο, στον καταστροφέα της άγιας Πόλης. Βλέποντας τα ματωμένα κεφάλια, ο Μωάμεθ ένιωσε άγρια ικανοποίηση να πλημμυρίζει τη θηριώδη ψυχή του κι έδωσε εντολή στο δήμιο να εκτελέσει κι άλλους αιχμαλώτους, ευγενείς και άρχοντες του παλατιού του αυτοκράτορα. Έτσι, πολλοί από κείνους, που χθες ονόμασε ο μεγαδούκας Νοταράς στο σουλτάνο όταν τον πρωτοπροσκύνησε σαν μπήκε νικητής και τροπαιούχος στην πόλη, θανατώθηκαν σήμερα στη φριχτή εκατόμβη του βάρβαρου και μακάβριου ξεφαντώματος της μεγάλης νίκης του αιμοβόρου πορθητή. Τις πιο όμορφες δε απ’ τις γυναίκες τους και τα ωραιότερα κορίτσια και αγόρια τους παρέδωσε ο ανελέητος κατακτητής στον αρχιευνούχο του, για να κρατηθούν στο χαρέμι του. Ο γέρος σταμάτησε τη διήγησή του κι έμεινε σιωπηλός. Δεν είχε άλλο κουράγιο για να συνεχίσει. Σιωπή και θλίψη σκέπασε τη μικρή συντροφιά και μόνο οι λιγμοί και τ’ αναφιλητά των δύστυχων εκείνων υπάρξεων αυλάκωναν γεμάτα πόνο τον αέρα και ξέσχιζαν για μια ακόμη φορά τις χιλιοσπαραγμένες καρδιές τους. Κανείς δεν μιλούσε, γιατί κανείς δεν είχε δύναμη και κουράγιο να αρθρώσει λέξη. Η σιωπή τους, οι στεναγμοί και τα δάκρυά τους έλεγαν πολλά. Τόσα πολλά, που δεν ήταν δυνατό να τα πουν χίλιες λέξεις. Έμειναν εκεί βουβοί κι αμίλητοι, με τα κεφάλια σκυφτά και τα μάτια πλημμυρισμένα στα δάκρυα για αρκετή ώρα. Ο καθένας, πληγωμένος απ’ το δικό του ιδιαίτερο πόνο, θυμόταν και θρηνούσε δικά του αγαπημένα πρόσωπα που έσβησαν για πάντα απ’ τη ζωή. Κι όλοι μαζί έκλαιγαν για την καταστροφή της Πόλης και το χαμό της πατρίδας τους. Ο ήλιος είχε πλησιάσει προς τη δύση. Ο ροδοκόκκινος δίσκος του άγγιζε τον ορίζοντα. Ένα ελαφρό αεράκι φυσούσε απ’ την ανατολή. Ρυτίδωνε τη θάλασσα κι αργοηχούσε στα φυλλώματα των δέντρων. Το ανάλαφρο θρόισμά του μέσα στο μελαγχολικό απόβραδο έφτανε σα μακρινό κλάμα στ’ αφτιά των άμοιρων ξεριζωμένων, που γεμάτοι πίκρα αγνάντευαν με δακρυσμένα μάτια τη βουβή θάλασσα απ’ τις ερημικές ακτές της Εύβοιας. Το σιγανό αεράκι, πικρός αναστεναγμός της πλατιάς θάλασσας, αντηχούσε στις τρικυμισμένες ψυχές των χαροκαμένων της Χαλκίδας, σα θλιμένος αντίλαλος γοερού σπαραγμού, βγαλμένος μέσ’ απ’ τα πληγωμένα στήθια άλλων κυνηγημένων που κι εκείνοι την ώρα αυτή του δειλινού, με συντροφιά τους την απόγνωση, περιπλανιόταν έρημοι και καταφρονεμένοι, χωρίς παρηγοριά κι ελπίδα, μέσα στις ερημιές και στα τρίστρατα των νησιών και των ακτών του Αιγαίου. Γεμάτη θρήνους έφτανε ως εδώ τούτη την ώρα η πονεμένη αύρα του γιαλού απ’ την άλλη άκρη της Ασίας, μακρινό μοιρολόγι κι

390


αβάσταχτος θρήνος, βγαλμένος μέσ’ απ’ τα κομματιασμένα σπλάχνα της δύστυχης Κωνσταντινούπολης, που τώρα ξεριζωμένα απ’ τον τόπο των πατέρων τους γέμιζαν τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

391


33.

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

Ησυχία απλώνεται σήμερα σ’ ολόκληρη την πόλη. Σιωπή και σιγαλιά βασιλεύει παντού. Ο πολυάριθμος στρατός, που από καιρό είχε συγκεντρωθεί εδώ με διαταγή του Μωάμεθ κι είχε κατακλύσει την Κωνσταντινούπολη κι όλες της γύρω περιοχές της, έχει φύγει. Ο θόρυβος των γενιτσάρων, ο ποδοβολητός των ζώων του στρατού, οι κλαγγές των όπλων και οι εκνευριστικές κι οξύφωνες διαταγές των αξιωματικών έχουν λείψει πια. Σήμερα το πρωί, ο απειράριθμος και θορυβώδης στρατός, που είχε μαζευτεί εδώ απ’ όλα τα σημεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έφυγε για τη μακρινή Καραμανία. Ο Τουρκομάνος ηγέτης της απομακρυσμένης εκείνης περιοχής, ο τρομερός Ουζούν χασάν είχε επαναστατήσει εναντίον του σουλτάνου και ο Μαχμούτ πασάς µ’ όλον αυτό το στρατό πήγαινε να επιβάλει την τάξη. Λίγοι μόνο γενίτσαροι απόμειναν πίσω. Η φρουρά του σεραγιού και των πύργων. Γι’ αυτό και η παρουσία τους στην πόλη είναι πολύ σπάνια κι ο αριθμός τους μηδαμινός μπροστά στα μπουλούκια που κατέκλιζαν επί τόσες μέρες τους δρόμους της Σταμπούλ. Σ’ ένα μικρό λόφο στην περιοχή των ανακτόρων των Βλαχερνών, κοντά στην παλιά Ξυλόπορτα, μισοξαπλωμένοι κάτω από ένα φουντωτό δέντρο, μερικοί γενίτσαροι απολαμβάνουν την ομορφιά του Κερατίου Κόλπου κι ακούν τις ιστορίες του γερο-Μεχμέτ αγά. Έχει τόσα πολλά να τους διηγηθεί ο γέρος, που όλοι τους δεν βλέπουν την ώρα, πότε να τους δοθεί η ευκαιρία για να ξαναβρεθούν στο ήσυχο κι ερημικό αυτό σημείο, μακριά απ’ το θόρυβο της πόλης, δίπλα στο γεροπολεμιστή, για ν’ ακούσουν απ’ το στόμα του τις ατέλειωτες ιστορίες του. Ο γερο-Μεχμέτ είχε πάρει μέρος στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και σήμερα είναι ένας από εκείνους τους λίγους που είχαν την τιμή να μπουν στη φημισμένη πόλη αμέσως μετά την άλωση, ακολουθώντας τον πορθητή Μωάμεθ. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια απ’ την εποχή που ο οθωμανικός στρατός, με αρχηγό τον ένδοξο Μωάμεθ το δεύτερο, κυρίεψε την πόλη του Κωνσταντίνου. Την ξακουστή Κωνσταντινούπολη, την πόλη που ήταν το κέντρο και το καμάρι της Ανατολής για χίλια και πλέον χρόνια. -Πώς ηρέμισε ο τόπος! είπε ένας νέος ξανθωπός γενίτσαρος κι ανατάραξε τους ρεμβασμούς της συντροφιάς. Η καταγωγή του ήταν απ’ τη Θράκη. Οι γονείς του ήταν χριστιανοί. Αυτό, όμως, δεν έκανε καμιά διαφορά σ’ αυτόν. Οι Οθωμανοί τον είχαν πάρει μικρό απ’ την οικογένειά του. Τον μεγάλωσαν και τον ανάθρεψαν όπως η πίστη τους υπαγόρευε και ο στρατός τους απαιτούσε και τώρα είναι ένας πιστός Οθωμανός και άξιος στρατιώτης του σουλτάνου. Τους γονείς του ποτέ δεν τους ξαναείδε κι ούτε θέλησε ποτέ να μάθει ποιοι είναι και πώς λέγονται. Αγαπά το στρατό κι είναι περήφανος που είναι γενίτσαρος. Δε θα διστάσει δε, να δώσει και τη ζωή του ακόμη για το Ισλάμ και τον αφέντη του το σουλτάνο.

392


-Μα, εκατό χιλιάδες στρατός λίγος είναι; είπε ένας άλλος μελαχρινός στρατιώτης απ’ τη Μαγνησία. Όταν πάψουν εκατό χιλιάδες φωνές να φωνάζουν και διακόσιες χιλιάδες πόδια να πηγαινοέρχονται και να θορυβούν, βέβαια θα ηρεμίσει ο τόπος. -Για φανταστείτε, είπε με αδύνατη φωνή ο γερο-Μεχμέτ, τριακόσιες πενήντα ή και τετρακόσιες χιλιάδες στρατιώτες μαζεμένους στο ίδιο περίπου μέρος, σ’ αυτό που είδατε να συνωστίζονται τελευταία οι εκατό χιλιάδες και θα δείτε πώς ήταν ο χώρος αυτός τις μέρες της πολιορκίας. Χιλιάδες φωνές, χιλιάδες τραγούδια, χιλιάδες όργανα, χιλιάδες φωτιές. Και, πάνω απ’ όλα αυτά, προσθέστε και χιλιάδες αιχμαλώτους κλεισμένους μέσα σ’ ένα μεγάλο κι απέραντο στρατόπεδο κι ίσως μπορέσετε να φανταστείτε την πρωτοφανή για την εποχή εκείνη ανθρωποθάλασσα και το παράξενο μεγαλείο εκείνων των ημερών. -Και εκατό χιλιάδες στρατιώτες δεν είναι λίγοι, είπε ο γενίτσαρος απ’ τη Μαγνησία. Δε θα δυσκολευτούν καθόλου να επιβάλουν την τάξη στην Καραμανία. -Άλλωστε κι ο αρχιστράτηγός τους, πρόσθεσε ένας άλλος, δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι ο μεγάλος βεζίρης του σουλτάνου. Είναι ο ένδοξος Μαχμούτ πασάς. -Την εποχή της πολιορκίας, είπε ο Μεχμέτ αγάς, αυτός ο μεγάλος βεζίρης μας τώρα, ο Μαχμούτ πασάς, διοικούσε ένα μεγάλο τμήμα στρατού και μαζί με τον Ισαάκ πασά πολεμούσαν να σπάσουν τα τείχη ανάμεσα στις πύλες του Ριγίου και της Σηλύμβριας. Ο Μαχμούτ πασάς είχε τη σκηνή του στημένη απέναντι απ’ την τρίτη στρατιωτική πύλη. Βέβαια, η διάταξη του στρατού κάθε τόσο άλλαζε αλλά αυτόν σ’ εκείνη την περιοχή τον είχε τοποθετήσει ο Μωάμεθ. Θυμάμαι, στο τελευταίο πολεμικό συμβούλιο, που έγινε στις 17 Μαΐου στη σκηνή του σουλτάνου, ο Μαχμούτ πασάς τάχτηκε με το μέρος του μπελήρμπεη της Ασίας Ζαγανού πασά και υποστήριξαν κι οι δυο με σθένος και πείσμα την άποψή τους για γενική έφοδο. Ενώ, ο τότε μεγάλος βεζίρης Χαλλίλ πασάς είχε ταχθεί υπέρ της λύσης της πολιορκίας και της επιστροφής μας στην Αδριανούπολη. Κι οι δυο μεριές είχαν και κάποιο δίκιο, όπως είχαν και σε πολλά σημεία άδικο. Ο σουλτάνος ήταν σκεφτικός κι αναποφάσιστος. Φοβόταν, μήπως έρθουν ενισχύσεις στους πολιορκημένους απ’ την Ουγγαρία, τη Σερβία, την Ιταλία κι από άλλα χριστιανικά κράτη και για μια στιγμή δεν μπορούσε εύκολα ν’ αποφασίσει τι να κάνει. Τα λόγια του Ζαγανού και του Μαχμούτ ήταν δυνατά και θαρραλέα κι επικράτησε τελικά η άποψή τους. Αποφασίστηκε η έφοδος και δόθηκαν διαταγές να ετοιμαστούμε. Την άλλη μέρα το πρωί έγινε η μεγάλη επίθεση και πήραμε την Πόλη. Ο Μωάμεθ ήταν χαρούμενος κι ο Μαχμούτ με το Ζαγανό καμάρωναν και ήταν περήφανοι για τη γνώμη τους, που βγήκε σε καλό. -Και ο Χαλλίλ πασάς τι έγινε που υποστήριζε τη φυγή; Ρώτησε ο ξανθός γενίτσαρος απ’ τη Θράκη. -Ο Χαλλίλ πασάς δεν είχε και πολύ καλό τέλος. Από καιρό τον υποπτεύονταν ο σουλτάνος, ότι ήταν περισσότερο φίλος των χριστιανών, παρά υπηρέτης δικός του. Πολλά λέγονταν την εποχή εκείνη στο

393


στρατόπεδο για το Χαλλίλ πασά και για άλλους ανθρώπους του. Βέβαια, ό,τι ακούγεται μέσα σ’ ένα στρατόπεδο, ποτέ δεν είναι κι οπωσδήποτε αληθινό. Πολλές φορές, όμως, κάτι απ’ όλα που ψιθυρίζονται αληθεύει. Λέγανε τότε, ότι στο Χαλλίλ πασά άρεσε πολύ το χρήμα. Λόγω της μεγάλης θέσης που είχε, δέχονταν ταχτικά πρεσβευτές από άλλους ηγεμόνες, οι οποίοι πάντοτε έρχονταν πρώτα σ’ αυτόν όταν ήθελαν να ζητήσουν κάτι απ’ το σουλτάνο. Ο Χαλλίλ πασάς έδινε υποσχέσεις κι ελπίδες για πράγματα που ποτέ δε θα αποφάσιζε ο σουλτάνος. Έτσι, οι πρεσβευτές έρχονταν και ξανάρχονταν και γέμιζαν με πολύτιμα δώρα το μεγάλο βεζίρη. Αυτό το πράγμα γινόταν συστηματικά, όταν ιδίως έλειπε ο σουλτάνος σε εκστρατείες ή απουσίαζε για άλλες υποθέσεις απ’ την Αδριανούπολη σε μακρινές περιοχές της Ασίας. Είπανε μάλιστα, ότι μια φορά, πριν απ’ την άλωση της Πόλης, ο αυτοκράτορας ή ίσως άλλοι άρχοντες του παλατιού του έστειλαν ένα πανέρι φρέσκα ψάρια, που τις κοιλιές τους τις είχαν γεμίσει χρυσά νομίσματα και διαμάντια. Ποτέ, όμως, κανείς δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει και να αποδείξει καθαρά τέτοιες υποθέσεις. Ο πασάς είχε μια πολύ πιστή σκλάβα του. Εκείνη κανόνιζε τα μυστικά αυτά ζητήματα τόσο καλά, που πάντοτε έμεναν στην αφάνεια. Η σκλάβα λεγόταν Ελιφέτ. Ήταν χριστιανή και είχε έρθει στην Αδριανούπολη απ’ τη Σερβία. Την είχε φέρει μαζί της η Μάρα, η κόρη του τότε άρχοντα της Σερβίας Βράκοβιτς, όταν ήρθε νύφη απ’ το Σμερδένεβο, για να παντρευτεί τον πατέρα του Μωάμεθ και τότε σουλτάνο μας Μουράτ το δεύτερο. Θυμάμαι, πώς την φέρναμε τότε τη Μάρα με άλογα και άμαξες . . . Ήμασταν όλοι νέοι και μας άρεσαν τα ξεφαντώματα κι οι χαρές . . . Διέκοψε για λίγο, σα να ήθελε να φέρει στη μνήμη του όλα εκείνα τα όμορφα χρόνια της νιότης. Να θυμηθεί βιαστικά και να ξαναζήσει γρήγορα, έστω και για μια μόνο στιγμή, όλες εκείνες τις χαρούμενες μέρες, που σήμερα δεν είναι γι’ αυτόν παρά μόνο θολές αναμνήσεις και μακρινό παρελθόν. Οι στρατιώτες γύρω του, παρ’ ότι δεν τους άρεσαν οι διακοπές των διηγήσεων, γιατί πάντοτε αχόρταγα κι ανυπόμονα άκουγαν τις ιστορίες του γερο-Μεχμέτ, τούτη τη φορά, βλέποντας μια ελαφριά ταραχή στο βλέμμα του γέρου, κράτησαν τις ανάσες τους και προσπάθησαν να μην διακόψουν τη γλυκειά αναπόληση των περασμένων μιας γέρικης ύπαρξης. Ο γερο-αγάς ξαναγύρισε απ’ το νοερό ταξίδι του στο μακρινό παρελθόν και συνέχισε. -Η Ελιφέτ ήταν χριστιανή. Είχε κι άλλες χριστιανές σκλάβες η Μάρα μαζί της. Μια, όμως, ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες. Τη λέγαν Γιασμίν. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ιλένα. Ο Μεχμέτ πρόφερε το όνομά της µ’ ένα ελαφρό αναστεναγμό. -Την Ιλένα την ξαναείδα ύστερ’ από αρκετά χρόνια στη Μαγνησία. -Στη Μαγνησία; ρώτησε µ’ απορία ο μελαχρινός γενίτσαρος που ήταν απ’ τα μέρη εκείνα της Μ. Ασίας. -Μάλιστα, στη Μαγνησία, επανέλαβε ο Μεχμέτ. Όταν παντρεύτηκε ο σημερινός πολυχρονεμένος μας σουλτάνος την κόρη του γενναίου

394


Τουργατήρ, του εμίρη της Καππαδοκίας, ο πατέρας του Μουράτ τον ονόμασε διάδοχο του θρόνου και τον διόρισε διοικητή της Μαγνησίας. Το νεαρό ζευγάρι, αμέσως μετά το γάμο του, έφυγε απ’ την Αδριανούπολη κι εγκαταστάθηκε στη Μαγνησία. Εκεί έζησε κάμπορο καιρό ήσυχο, ώσπου μια μέρα ένας καβαλάρης απ’ την Αδριανούπολη έφερε στο Μωάμεθ την πικρή είδηση, ότι πέθανε ο πατέρας του. Ο καβαλάρης αυτός ήμουν εγώ. Εκεί ξαναείδα την Ιλένα. Είχαν περάσει πολλά χρόνια. Τα γηρατειά και οι κακουχίες είχαν αρχίσει να αφήνουν έντονα τα σημάδια τους πάνω της. Η σουλτάνα Μάρα είχε δώσει την έξυπνη κι όμορφη Ιλένα στο νεαρό ζευγάρι, για να το φροντίζει και να το περιποιείται όσο θα βρίσκεται μακριά απ’ το σεράι. Η Μάρα αγαπούσε τα παιδιά του Μουράτ κι έδειχνε ενδιαφέρον για το νεαρό Μωάμεθ. Το ενδιαφέρον της αυτό πάντα το θυμόταν ο Μωάμεθ κι όταν έγινε σουλτάνος σεβόταν τις γνώμες της και πολλές φορές εφάρμοζε τις υποδείξεις της. Απ’ τη Μαγνησία φύγαμε με το νέο σουλτάνο και τους ανθρώπους του τα ξημερώματα της άλλης μέρας για την Αδριανούπολη. Φθάνοντας στην πρωτεύουσα, ο Μωάμεθ ανακηρύχτηκε επίσημα σουλτάνος κι ανάλαβε τη διακυβέρνηση όλης της απέραντης αυτοκρατορίας μας. Μετά, μπλέξαμε με πολέμους κι εστρατείες και δεν ξαναείδα την Ιλένα. Έμαθα, όμως, ότι έμεινε χριστιανή και πέθανε όταν εμείς πολιορκούσαμε την Κωνσταντινούπολη. Τα λόγια αυτά σκόρπισαν έντονη λύπη στο πρόσωπο του Μεχμέτ. Τα μάτια του ήταν στεγνά αλλά το βλέμμα του φαινόταν βουρκωμένο. Οι γενίτσαροι γύρισαν τα βλέμματά τους μακριά προς τα νερά του Κερατίου και σιωπηλοί κι αμέριμνοι, δήθεν, έκαναν πως παρακολουθούν µ’ ενδιαφέρον ένα καΐκι που την ώρα εκείνη έβγαινε απ’ το λιμάνι και χάνονταν πίσω απ’ τα υψώματα της Ακρόπολης. -Και τι έγινε η Ελιφέτ; ρώτησε με περιέργεια ο νεαρός γενίτσαρος απ’ τη Θράκη, θέλοντας περισσότερο να στρέψει τη συζήτηση αλλού και να ξεδιαλύνει τη βαριά ατμόσφαιρα που είχε σκορπιστεί γύρω τους, παρά να μάθει για την τύχη της γριάς σκλάβας. -Η Ελιφέτ, είπε με κάποια συμπόνια ο Μεχμέτ, βρέθηκε ένα πρωί σκοτωμένη μέσα στο πίσω μέρος του κήπου του παλατιού του Χαλλίλ πασά στην Αδριανούπολη. Ήταν πεσμένη ανάμεσα στα δέντρα, λίγο πιο πέρα από μια μικρή πόρτα του μεγάρου που άνοιγε προς το μέρος αυτό του κήπου. Ήταν ένα ξεμοναχιασμένο ερημικό μέρος και κανένας δεν έμαθε ποτέ ποιος και γιατί σκότωσε τη γριά σκλάβα. Πολλά ειπώθηκαν τότε, αλλά το πράγμα ξεχάστηκε γρήγορα, χωρίς ποτέ κανείς να ενδιαφερθεί πραγματικά για να μάθει την αλήθεια. Και, χαμηλώνοντας κάπως τη φωνή του, πρόσθεσε. -Λέγανε πως ήταν Ελληνίδα. -Ποιος να ενδιαφερθεί για το θάνατο μιας σκλάβας Ελληνίδας και χριστιανής;. . . είπε ο γενίτσαρος απ’ τη Θράκη και πρόσθεσε με τόνο αργό. Μια γριά σκλάβα από άλλο Έθνος και με άλλη θρησκεία . . .

395


Τα λόγια του αυτά έφεραν κατήφεια στη μικρή συντροφιά και ταυτόχρονα κάτι ανατάραξαν βαθιά μέσα στις συνειδήσεις των νεαρών γενιτσάρων. Είναι αλήθεια, πως οι στρατιώτες αυτοί ξεχώριζαν απ’ τους άλλους γενιτσάρους. Τους διέκρινε κάτι το διαφορετικό, κάτι το σπάνιο για τους Οθωμανούς πολεμιστές εκείνης της εποχής. Πολλοί μαζευόντουσαν να ακούσουν τις ιστορίες του Μεχμέτ. Λίγοι, όμως, παρακολουθούσαν με προσοχή κι ενδιαφέρον τις διηγήσεις του. Οι περισσότεροι πήγαιναν μόνο και μόνο για να περάσουν την ώρα τους και πολλοί απ’ αυτούς έφευγαν σχεδόν αμέσως. Μόνο λίγοι πήγαιναν με πραγματικό ενδιαφέρον, για να ακούσουν και να μάθουν κάτι απ’ το παρελθόν και μόνο μερικοί απ’ αυτούς άκουγαν σιωπηλοί και με ενδιαφέρον ρωτούσαν ή προσεχτικά έκριναν τα όσα άκουγαν για τα διάφορα γεγονότα. Κι αυτοί ήταν πάντοτε εκείνοι που έμεναν ως το τέλος και ήθελαν, αν ήταν δυνατό, να μη σταματήσει ποτέ τις διηγήσεις του ο πολύξερος γερο-Μεχμέτ. Τον αγαπούσαν για την καλοσύνη του σαν πατέρα τους, τον θαύμαζαν για τη σοφία του σα δάσκαλό τους και τον σέβονταν, όχι τόσο σα μεγάλο αξιωματικό τους και άνθρωπο του στενού περιβάλλοντος του σουλτάνου, όσο για την πείρα του, τις γνώσεις του και τη λογική του. Ήταν καλός Ο Μεχμέτ αγάς κι οι νεαροί ακροατές του έβρισκαν πάντοτε σωστές και δίκαιες τις κρίσεις του και τις αποφάσεις του. Ήθελαν κι αυτοί κάτι να μάθουν, κάπως να ημερέψουν. Να βγουν απ’ τη βαρβαρότητα του στρατώνα, να σκαρφαλώσουν έστω και λίγο στο δέντρο της γνώσης. Να ζεσταθούν απ’ τον ήλιο της μάθησης που ζέσταινε την καρδιά και τις σκέψεις του Μεχμέτ. Τους σαγήνευε και τους θάμπωνε η λάμψη της σοφίας. Ενδόμυχα μισούσαν και συχαίνονταν τη γυαλάδα του γιαταγανιού. -Οι χριστιανοί και ιδίως οι Έλληνες είναι έξυπνοι άνθρωποι, είπε για μια στιγμή ο Μεχμέτ, διακόπτοντας τη σιωπή που είχε επικρατήσει για λίγο. Από τότε που μπήκα στην υπηρεσία του σεραγιού, συνάντησα πολλούς απ’ αυτούς. Όλοι τους διαβασμένοι κι έξυπνοι. Πριν από πενήντα χρόνια, το 1423, όταν ήμουν στην υπηρεσία του ένδοξου Μουράτ του δεύτερου, είχαν έρθει στην Αδριανούπολη απεσταλμένοι του τότε αυτοκράτορα Ιωάννη, οι άρχοντες Φραντζής και Νοταράς, για να κανονίσουν τους όρους μιας ειρήνης. Ήταν κι οι δυο νέοι και η όψη τους και το παρουσιαστικό τους ήταν πραγματικά αρχοντικά. Φαίνονταν πολύ έξυπνοι άνθρωποι και όλοι τους κοιτάζαμε με θαυμασμό. Αργότερα, όταν πέθανε ο Μουράτ κι έγινε σουλτάνος ο Μωάμεθ, ήρθαν πολλοί, πάρα πολλοί άρχοντες και πρεσβευτές απεσταλμένοι απ’ όλους τους βασιλιάδες και τους ηγεμόνες των γύρω κρατών, για να συλλυπηθούν τους συγγενείς του σουλτάνου για το θάνατο του Μουράτ και να συγχαρούν το νεαρό Μωάμεθ για το ανέβασμά του στο θρόνο της αυτοκρατορίας μας. Και τότε, οι Έλληνες ξεχώριζαν ανάμεσα στους άλλους ξένους. Και σ’ όλους μέσα, ξεχώριζε στα μάτια μου ο Μιχάλης Δούκας. Αυτός ο άνθρωπος ήρθε πολλές φορές στην Αδριανούπολη και κάθε φορά που ερχόταν μάθαινα και κάτι παραπάνω γι’ αυτόν. Μιλούσε 396


πολύ καλά ελληνικά, λατινικά και τουρκικά. Η προφορά του ήταν καθαρή και όμορφη και µ’ άρεσε πολύ να τον ακούω. Όλοι απ’ την οικογένεια του Δούκα στα παλιότερα χρόνια ήταν οπαδοί του Ιωάννη Κατακουζηνού. Ξέρετε, παλιότερα, κατά το 1340, είχε αρχίσει ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον Ιωάννη Κατακουζηνό και στον Ιωάννη V τον Παλαιολόγο, για το ποιος θα μείνει αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης και όλοι οι χριστιανοί της τότε βυζαντινής αυτοκρατορίας διαιρέθηκαν κι άλλοι πήγαν με τον ένα το Γιάννη κι άλλοι με τον άλλο. Ο παππούς, λοιπόν, του Μιχάλη Δούκα πήγε με τον Κατακουζηνό. Αλλ’ όταν ο Ιωάννης Κατακουζηνός ανατράπηκε κι έγινε καλόγερος το 1354, οι οπαδοί του λίγο-πολύ κυνηγήθηκαν ή φοβήθηκαν και πολλοί απ’ αυτούς έφυγαν απ’ την Κωνσταντινούπολη και διασκορπίστηκαν εδώ κι εκεί σ’ άλλα μέρη. Έτσι και η οικογένεια Δούκα έφυγε απ’ την Κωνσταντινούπολη και πέρασε στην Έφεσο, στο κράτος του τρομερού μουσουλμάνου ηγεμόνα Ατήν. Ο ηγεμόνας αυτός είδε την εξυπνάδα του Δούκα, αναγνώρισε την αξία του και τον προσέλαβε στην υπηρεσία του. Αργότερα, όμως, η οικογένεια έφυγε στη Φώκαια της Μ. Ασίας κι ο Δούκας μπήκε στην υπηρεσία του Γενουάτη διοικητή της περιοχής Γεωργίου Αντούρο. Η Φώκαια ήταν χώρα υποτελής σε μας και ο Λατίνος Αντούρο πλήρωνε φόρους στο σουλτάνο. Στην υπηρεσία αυτού του Λατίνου ηγεμόνα μπήκε κι ο νεαρός τότε Μιχάλης Δούκας απ’ το 1421. Δηλαδή, ένα χρόνο πριν ο μεγάλος μας σουλτάνος Μουράτ πολιορκήσει, χωρίς επιτυχία βέβαια, την Κωνσταντινούπολη. -Ο σοφός Αλλάχ είχε γράψει να πάρει την Κωνσταντινούπολη άλλος σουλτάνος, ο μεγάλος μας Μωάμεθ, είπε διακόπτοντας βιαστικά τη συζήτηση ο γενίτσαρος απ’ την Προύσα. Όλοι χαμογέλασαν περήφανα και ο Μεχμέτ, χωρίς να δώσει και μεγάλη σημασία στην παρέμβαση, συνέχισε την κουβέντα του. -Αργότερα, έφυγε και πάλι η οικογένεια Δούκα απ’ τη Φώκαια και πήγε στη Λέσβο. Η Λέσβος ανήκε στους Φράγκους Γατελούζους, αλλά ήταν κι αυτή όπως και η Φώκαια υποτελής σε μας και πλήρωνε φόρους στο σουλτάνο. Ο Φράγκος ηγεμόνας της Λέσβου – Μυτιλήνης εντυπωσιάστηκε απ’ τη μόρφωση και την εξυπνάδα του Μιχάλη και τον πήρε στην υπηρεσία του. Σαν απεσταλμένος του Φράγκου ηγεμόνα της Λέσβου, ο Μιχάλης Δούκας ήρθε πολλές φορές στο σεράι και, σαν αντιπρόσωπος των Γατελούζων, υποδέχονταν τον καπετάν πασά, το μεγάλο ναύαρχο του στόλου μας, όσες φορές τύχαινε να φτάσει στη Λέσβο με τα πλοία του. Παρ’ ότι, όμως, γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε σε λατινοκρατούμενα και τουρκοκρατούμενα μέρη, μιλούσε και έγραφε άριστα τα ελληνικά. Όσοι κατείχαν πραγματικά την ελληνική γλώσσα κι άκουγαν το Δούκα να μιλά ελληνικά, τον θαύμαζαν ειλικρινά για την άρτια κατάρτησή του. Όλα αυτά σας τα ανάφερα, περισσότερο για να δείτε ότι η θέληση παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο στη μόρφωση του κάθε ανθρώπου κι επιπλέον για να σας δείξω, ότι οι πραγματικές αξίες πάντοτε γίνονται αντιληπτές απ’ τους άλλους, ιδίως όπου τις έχουν ανάγκη και εκτιμούνται ανάλογα απ’ αυτούς. 397


Δεν θυμάμαι, για ποια συγκεκριμένη υπόθεση είχε έρθει τότε, το 1452, στην Αδριανούπολη ο Δούκας. Πάντως, βρισκόταν εκεί σαν αντιπρόσωπος του άρχοντα της Λέσβου Δορίνου Γατελούζου. Την εποχή εκείνη, ήμασταν όλοι ανάστατοι, γιατί προετοιμάζαμε το στρατό για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, την εποχή εκείνη είχε βυθιστεί απ’ τα πυροβόλα του Ρούμελη χασάρ ένα βενετικό πλοίο του καπετάν Ρίτσου. Ο καπετάν Ρίτσος είχε πιαστεί ζωντανός μαζί με μερικούς ναύτες του κι είχε σταλεί στην Αδριανούπολη. Ήρθαν διάφοροι πρεσβευτές και ζητούσαν την απελευθέρωσή του. Ο σουλτάνος δεν ήθελε να τον απελευθερώσει, όπως και δεν τον απελευθέρωσε, αλλά τελικά τον σκότωσε. Αυτό έκανε τα πράγματα δυσκολότερα κι έφερε τον πόλεμο κοντότερα131. Ιδιαίτερα τις μέρες εκείνες, είχε καταφύγει στην Αδριανούπολη ο μεγάλος χριστιανός μηχανικός ο Ούγγρος Ουρβανός. Θυμάμαι καλά, ότι ένας απ’ τους αυτόπτες μάρτυρες των πρώτων δοκιμών του τρομερού πυροβόλου που είχε κατασκευάσει ο Ουρβανός ήταν κι ο Μιχάλης Δούκας. Πρόσεξα, ότι το μεγάλο πυροβόλο και τα αποτελέσματα της δοκιμαστικής βολής του έκαναν μεγάλη εντύπωση στο Δούκα κι έφυγε σκεφτικός απ’ το δάσος της Αδριανούπολης όπου γίνονταν οι δοκιμές, για να γυρίσει στην πόλη. Κάθε φορά που παρουσιάζονταν στο σουλτάνο, γονάτιζε μπροστά του, τον προσκυνούσε με σεβασμό, του φιλούσε το χέρι και τον προσφωνούσε με σταθερό τόνο και ωραίες λέξεις. Κάτι μου έλεγε μέσα μου, ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά ένας μεγάλος διπλωμάτης. Το 1455, όταν πέθανε ο Δορίνος κι έγινε ηγεμόνας στη Λέσβο ο Δομένικος Γατελούζο, ήρθε πάλι ο Δούκας εδώ στην Κωνσταντινούπολη, σταλμένος απ’ το νέο άρχοντα, για να παραδώσει τους καθιερωμένους φόρους στο σουλτάνο. Ο σουλτάνος, όμως, αξίωνε όπως ο νέος ηγεμόνας παρουσιαστεί μπροστά του αυτοπροσώπως και τον προσκυνήσει. Ο έξυπνος Δούκας, πριν φύγει για τη Λέσβο για να παραλάβει και να φέρει τον ηγεμόνα του μπροστά στο σουλτάνο, έκανε μεγάλο αγώνα συναντώντας και μιλώντας σε μεγάλα πρόσωπα του σεραγιού, ώσπου να εξασφαλίσει εκατό στα εκατό τη ζωή και την ασφάλεια του ηγεμόνα του. Πολλές φορές πάλι, ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, αμέσως μετά την άλωση, για να εξαγοράσει διάφορους αιχμαλώτους και άλλους σκλάβους, για τους οποίους ενδιαφέρονταν ο ίδιος ή ο κύριός του. Ο σουλτάνος, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ήθελε να κυριέψει και τα λίγα νησιά του Αιγαίου που ανήκαν στους Λατίνους, γι’ αυτό και δημιουργούσε επεισόδια για να βρει αφορμή να τα επιτεθεί. Ο Δούκας όλο πηγαινοέρχονταν στην Κωνσταντινούπολη, δίνοντας εξηγήσεις και προσπαθώντας πάντοτε να βρίσκει μια λύση τέτοια που να λύνονται οι διαφορές, χωρίς να μπορεί ο σουλτάνος να πατήσει τα νησιά. Και η αφορμή δεν άργησε νά ‘ρθει. Το 1458, ο Νικόλαος Γατελούζο σκότωσε τον αδελφό του Δομένικο, ηγεμόνα της Λέσβου κι έγινε αυτός ηγεμόνας. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στο σουλτάνο και οι επεμβάσεις του 131

Σλουμβέρζε Γ. Κων/νος Παλαιολόγος’’

Σελίδα

46. 398


στα νησιά έγιναν συχνότερες και εντονότερες, ώσπου, το Σεπτέμβριο του 1462, ισχυρές ναυτικές δυνάμεις μας πολιόρκησαν τη Μυτιλήνη. Ολόκληρος ο πληθυσμός, μαζί και πέντε χιλιάδες μαχητές, κλείστηκαν μέσα στην οχυρωμένη πόλη. Τα πλοία μας πολιόρκησαν το νησί κι ο στρατός μας με έφοδο κυρίεψε την πόλη. Υπερασπιστές και πληθυσμός σφάχτηκαν ή πουλήθηκαν σκλάβοι. Από τότε δεν ξαναείδα το Μιχάλη Δούκα. Έμαθα, ότι ήταν κι ο ίδιος κλεισμένος στη Μυτιλήνη την εποχή της πολιορκίας. Φαίνεται, πως ή θα σκοτώθηκε ή θα πουλήθηκε πουθενά µακριά σκλάβος και χάθηκε. Μάλλον, όμως, απ’ ό,τι γνωρίζω απ’ την ταχτική του στρατού μας και επειδή ήταν και γέρος τότε πια, θα σφάχτηκε οπωσδήποτε κατά την άλωση. Σταμάτησε για λίγο, σα να ήθελε με τη σιωπή του να τιμήσει τη μνήμη ενός ανθρώπου που θαύμαζε, ο οποίος χάθηκε για το τίποτα και χωρίς λόγο και με σιγανή φωνή, κουνώντας το κεφάλι του, είπε. -Ποιος δίνει έστω και μια πεντάρα, για ν’ αγοράσει ένα γέρο με άσπρα γένια, χωρίς σωματική δύναμη; Δυστυχώς, τον άνθρωπο τον μετράνε μόνο με τη σωματική του δύναμη και η αξία του παντού και ιδίως στο παζάρι κανονίζεται ανάλογα με τα μπράτσα του και την ηλικία του που φαίνονται. Το μυαλό του, η πείρα του και οι γνώσεις του, που δεν φαίνονται με τα κοινά μάτια, δεν λαμβάνονται υπόψη, γιατί, αυτοί που έχουν δύναμη να αγοράσουν, δεν έχουν μάτια να δουν. Όπως κι αυτοί που έχουν τόλμη και θράσος και καταστρέφουν δεν έχουν γνώσεις και ικανότητα να δημιουργήσουν. Λέγοντας τα τελευταία αυτά λόγια, έφερε γύρω το βλέμμα του και κοίταξε στα μάτια τους νέους που τον άκουγαν. -Από μικρός, συνέχισε ο Μεχμέτ, ήθελα κι εγώ να μάθω γράμματα. Να μπορώ να γράφω, να διαβάζω. Να γίνω σοφός. Δεν τα κατάφερα, όμως. Βλέπεις, τα γράμματα δεν πολυσυμβιβάζονται με το στρατιώτη. Ύστερα κι οι πόλεμοι και οι εκστρατείες δεν µ’ άφησαν ποτέ ήσυχο. Ακόμη κι όταν δεν είχαμε πόλεμο δικό μας, σχεδόν πάντοτε βρισκόμασταν σε μάχες. Πότε βοηθούσαμε τον ένα βασιλιά και πότε τον άλλο ηγεμόνα στις διαφορές που είχαν μεταξύ τους. Ακόμη, στέλναμε στρατό μας και βοηθούσε τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, για να καταπνίξουν επαναστάσεις, να εξοντώσουν συγγενείς τους ή να διαλύσουν φατρίες, για να μπορέσουν να κρατήσουν τους θρόνους τους οι ίδιοι. Στο μεγάλο εμφύλιο πόλεμο του Ιωάννη Κατακουζηνού και του Ιωάννη Παλαιολόγου, ο σουλτάνος και οι διάφοροι μουσουλμάνοι εμίρηδες βοηθούσαν, πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Με τους εμφύλιους πολέμους και τις φαγωμάρες των Βυζαντινών, κατορθώσαμε εμείς και πατήσαμε πόδι στην Ευρώπη. Πήραμε την Καλλίπολη, την Αδριανούπολη, τις πόλεις που είναι στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Κυριέψαμε τη Θράκη και προχωρήσαμε βαθύτερα στη Βουλγαρία και στη Σερβία. Κι αυτές οι διαμάχες τους, τους εξάντλησαν και μπορέσαμε εμείς και τους πήραμε την Πόλη. Αν οι άρχοντες του Βυζαντίου από παλιά δεν ήταν χωρισμένοι και αν η εκκλησία τους δεν συνταράζονταν από αιρέσεις και αφορισμούς και αν τελευταία δεν διαιρούνταν ο λαός σε ενωτικούς και

399


ανθενωτικούς, όχι μόνο δε θα τους παίρναμε την Πόλη, αλλά ίσως να μας είχαν διώξει οριστικά κι απ’ την Ευρώπη. Οι διαρέσεις τους αυτές ανάγκασαν πολλούς µεγάλους και έξυπνους ανθρώπους να φύγουν απ’ την Κωνσταντινούπολη και να σκορπίσουν εδώ και κει. Τέτοιους προσπάθησε να πάρει, όσους μπορούσε περισσότερους, κοντά του ο σουλτάνος. Αυτοί οι άνθρωποι κίνησαν και το δικό μου ενδιαφέρον και κέντρισαν το ζήλο µου για μάθηση. Μου άρεσε να κάνω παρέα με ανθρώπους πολύξερους, διαβασμένους, όταν μπορούσα. Ήθελα να μάθω να διαβάζω κι εγώ. Να καταλαβαίνω τα βιβλία. Να γράφω στο χαρτί καθαρά και όμορφα, όπως ο Δούκας και οι πρεσβευτές των μεγάλων ηγεμόνων. Προσπάθησα αρκετά αλλά δεν κατάφερα μεγάλα πράγματα. Όταν οι άλλοι της ηλικίας μου, καλοδιαβασμένοι και ξεσχολιασμένοι, έρχονταν στο σεράι πρεσβευτές, εγώ τότε προσπαθούσα να μάθω να γράφω ένα-ένα τα γράμματα στο χώμα. Δεν σταμάτησα, όμως, την προσπάθειά μου. Όταν έπεσε η Πόλη, κάτι κατάφερνα. Η παρουσία µου στο παλάτι και η καθημερινή µου επαφή με μεγάλους ανθρώπους, συνέβαλε αρκετά στη βελτίωσή μου αυτή. Ήρθαν, όμως, στιγμές που ήθελα να ήμουν κι εγώ ένας απλός και αγροίκος στρατιώτης απ’ τα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ασίας, για να μην ενδιαφέρομαι για τίποτα. Γιατί, όσο ο άνθρωπος καταλαβαίνει, τόσο περισσότερο βλέπει την αμάθειά του και τα χάλια του και στενοχωριέται. Όταν είδα την καταστροφή της Πόλης, στενοχωρέθηκα πάρα πολύ. Σιγά-σιγά, όμως, δικαιολόγησα στο μυαλό μου την καταστροφή εκείνη σαν αποτέλεσμα του πολέμου, σα συνέπεια μιας τρομερής εφόδου. Δεν μπόρεσα, όμως, ποτέ να δικαιολογήσω την ασυλλόγιστη και συστηματική καταστροφή των τόσων χιλιάδων πολύτιμων και σπάνιων βιβλίων που βρίσκονταν μέσα στην πόλη προσεχτικά φυλαγμένα επί τόσους αιώνες από ανθρώπους που γνώριζαν την αξία τους. Εκεί υπήρχαν βιβλιοθήκες γεμάτες σπάνια βιβλία, φιλοσοφικά, νομικά, θεολογικά και άλλα. Βιβλία των πρώτων πατέρων και ιεραρχών της εκκλησίας των χριστιανών, βιβλία των αρχαίων Ελλήνων σοφών. Σπουδαία χειρόγραφα καλογήρων και πολλές μεταφράσεις ξένων σοφών132. Οι στρατιώτες μας τα έσκιζαν, τα έκαιγαν, τα κατέστρεφαν, σκορπίζοντας τα κομμάτια τους, άχρηστα πια, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Πραγματικά, όταν είδα τη συστηματική και βάρβαρη καταστροφή των βιβλίων, δεν ήξερα αν έπρεπε να λυπηθώ περισσότερο για το χαλασμό των αρχαίων εκείνων συγγραμμάτων ή να αισθανθώ οίκτο, για την αμάθεια και την άγνοια των καταστροφέων. Το να αρπάξουμε κάτι, γιατί έχει κάποια υλική αξία για μας, το καταλαβαίνω, αν και δεν το δικαιολογώ πάντοτε. Το να καταστρέψουμε, όμως, κάτι, μιας και δεν έχει καμιά υλική αξία για μας, είναι ακατανόητο και δεν το δικαιολογώ ποτέ. Από κείνα, λοιπόν, τα βιβλία συγκέντρωσα κι εγώ μερικά κι απ’ αυτά προσπάθησα να μάθω κάτι. Πόσα πράγματα λένε τα βιβλία αυτά για τον άνθρωπο, την εξέληξή του, την ψυχή του, την ιστορία του! Για το 132

Pears E. ‘’The Destructio . . .’’

Σελίδα

46. 400


καλό και το κακό. Για το δίκιο και την αδικία. Για τη φύση και τους νόμους της. Για τη ζωή και το θάνατο . . . Υπάρχουν λαοί που πιστεύουν, ότι η γυναίκα δεν είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος. Και υπάρχουν μουσουλμάνοι που παραδέχονται, ότι η γυναίκα δεν πάει μετά το θάνατο στον άλλο κόσμο και δεν έχει θέση στον παράδεισο. Ο παράδεισος λένε ότι είναι φτιαγμένος μόνο για τους άντρες. Και οι γυναίκες που τους περιμένουν εκεί, τα ουρί, είναι άλλες γυναίκες, παραδεισένιες κι όχι απ’ αυτές της γης. Η ζωή της γυναίκας τελειώνει εδώ στη γη με το θάνατο. Γι’ αυτό και τρέμουν οι γυναίκες τα γηρατειά και το θάνατο, ενώ οι άντρες πέφτουν χαρούμενοι και θαρραλέοι στη μάχη, αψηφώντας τον κίνδυνο, γιατί βιάζονται να φτάσουν στον παράδεισο και στην άλλη ζωή, που τους περιμένει πλούσια και χαρούμενη, με γλέντια, φαγητά και πανέμορφα ουρί. Αυτά, όμως, είναι πράγματα που θα τα συζητήσουμε άλλη φορά. Εκείνο που θέλω να πω τώρα είναι ότι, τότε με την άλωση, ο στρατός μας κατέστρεψε τα πάντα. Ολόκληρα βοϊδάμαξα γεμάτα ανεκτίμητης αξίας βιβλία πουλιόταν για το τίποτα ή καίγονταν σε σωρούς. Αν τα βιβλία εκείνα συγκεντρώνονταν και διατηρούνταν, πόσο θησαυρό θα φυλάγαμε και θα παραδίναμε στις επόμενες γενεές . . . ! Όσοι χριστιανοί κατάφεραν τότε, αγόρασαν βιβλία και τα φύλαξαν. Πολλοί, ίσως να τα πούλησαν αργότερα και να ξαναέγιναν πλούσιοι. Γιατί, πολλά απ’ αυτά ήταν αρχαία, σπανιότατα και ανεκτίμητα. Και όσοι είχαν την υπομονή και τη θέληση, να τα διαβάσουν και να τα μελετήσουν, έγιναν μεγάλοι και σοφοί άνθρωποι. Και, για να λέμε και την αλήθεια, οι Έλληνες και οι χριστιανοί έχουν και τη θέληση και την υπομονή για να τα διαβάσουν και το μυαλό για να τα καταλάβουν. Γι’ αυτό και γίνονται σπουδαίοι κι έξυπνοι και ευχαρίστως τους παραδίνουμε τα πιο μεγάλα πόστα της διοίκησης του κράτους μας, για να τα κουμαντάρουν αυτοί για λογαριασμό μας. Ο Μωάμεθ γνώριζε την εξυπνάδα αυτή των Ελλήνων και των χριστιανών, τους θαύμαζε και ζηλότυπα έκρυβε μέσα του το θαυμασμό του γι’ αυτούς. Όταν κάποτε γυρίζαμε απ’ την Ασία και φτάσαμε κοντά στο Βόσπορο, με πλησίασε με το άλογό του καθώς καλπάζαμε και μου είπε: ‘’Έξυπνοι άνθρωποι αυτοί οι Έλληνες, Μεχμέτ. Με κάθε τρόπο, πρέπει να πάρουμε κοντά μας πολλούς απ’ αυτούς και τους πιο έξυπνους.’’ -Είπε έτσι ο μεγάλος μας αφέντης; ρώτησε µ’ απορία ένας άλλος ψηλός σγουρομάλλης γενίτσαρος απ’ τη Σμύρνη. -Είπε και τό ‘κανε, πρόσθεσε ο Μεχμέτ. Όλοι ξέρουμε τη μεγάλη αξία, την άφταστη τόλμη, την αγνή πίστη στον Προφήτη και την πραγματική αφοσίωση στο σουλτάνο του μεγάλου βεζίρη Μαχμούτ πασά, που τώρα αρχηγός εκατό χιλιάδων στρατιωτών βαδίζει προς την Καραμανία, για να εκτελέσει τις διαταγές του σουλτάνου και να λαμπρύνει τη μεγάλη μας αυτοκρατορία. Ο πιστός αυτός Οθωμανός, ο μεγάλος κι ένδοξος στρατηγός κι ένας απ’ τους διαλεχτούς κι έμπιστους φίλους του πολυχρονεμένου μας σουλτάνου, προέρχεται από ελληνική

401


οικογένεια. Ήταν κι αυτός στην αρχή γενίτσαρος σαν και σας. Όμως, μέσα στη φλέβα του είχε κάτι διαφορετικό, κάτι ανήσυχο, κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει απ’ τους άλλους. Αυτό το είδε ο σουλτάνος και τον προώθησε στα αξιώματα. Στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης έδειξε την ανδρεία του και την αφοσίωσή του προς το Μωάμεθ. Έγινε μετά μπελήρμπεης της Ρούμελης. Κι αργότερα, δυο φορές μεγάλος βεζίρης. Μια φορά λίγο μετά την άλωση, όταν διώχτηκε απ’ τη βεζιρία ο Χαλλίλ πασάς κι έμεινε στο μεγάλο αυτό αξίωμα ως το 1467 και δεύτερη φορά το 1472. Δηλαδή, εδώ και ένα χρόνο περίπου. Πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο σουλτάνο για την κατάκτηση της Σερβίας, της Βοσνίας και της Εύβοιας133. Ο Μωάμεθ πίστευε ότι οι αλλαξοπιστούντες χριστιανοί είναι ικανότεροι και θερμότεροι ζηλωτές της νέας θρησκείας και της νέας κατάστασης των πραγμάτων, γι’ αυτό, όσους απ’ αυτούς διακρίνονταν στην εξυπνάδα και στο θάρρος, τους προτιμούσε για συνεργάτες του και τους προωθούσε στα ανώτατα αξιώματα. Τους έκανε στρατηγούς, μπεληρμπέηδες, πασάδες, μεγάλους βεζίρηδες. Όλοι οι μεγάλοι βεζίρηδες του σουλτάνου μας ως τώρα, εκτός απ’ το Χαλλίλ πασά, είναι εξισλαμισθέντες χριστιανοί. Έλληνες είναι ο Μαχμούτ πασάς κι ο Ρουμ Μεχμέτ πασάς και Αλβανοί είναι ο Ισαάκ πασάς και ο Κεδίκ Αχμέτ πασάς134. Μάλιστα, λέγεται, ότι είπε κάποτε ο σουλτάνος ότι τη μεγάλη βεζιρία θα την δίνει μόνο σε εξισλαμισθέντες χριστιανούς. Και πραγματικά, ως τώρα κράτησε το λόγο του. Και δεν νομίζω ότι έπεσε έξω135. 133

Παπαρρηγόπουλου Κ. ‘’Επίτομος Ιστορ. Ελλ. Έθν.’’ σελ. 387.

134 135

Παπαρρηγόπ. Κ. ‘’Επίτ. Ιστορ. Ελλ. Έθνους’’ σελ. 382-7. Πολλοί Έλληνες και άλλοι εξισλαμισθέντες χριστιανοί κατόρθωσαν να φθάσουν στα ανώτατα αξιώματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και να παίξουν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της. Ο μέγας βεζίρης Μαχμούτ πασάς, ο οποίος πολέμησε δίπλα στο Μωάμεθ με πείσμα για την κατάληψη της Κων/λης, προέρχονταν από Έλληνες γονείς και ήτο απόγονος της οικογένειας Φαλαλίνου. Προήχθηκε απ΄το Μωάμεθ το δεύτερο δυο φορές στο αξίωμα του μεγάλου βεζίρη. Μια φορά λίγο μετά την άλωση της Πόλης το 1467 και τη δεύτερη το 1472. Το 1473, αρχιστράτηγος εκατό χιλιάδων τουρκικού στρατού, εκστράτευσε εναντίον του Τουρκομάνου ηγεμόνα Ουζούν χασάν. Επίσης, προσέφερε τις υπηρεσίες του στο σουλτάνο για την κατάκτηση της Σερβίας, της Βοσνίας, της Εύβοιας κλπ.. Απ’ τους πέντε μεγάλους βεζίρηδες του Μωάμεθ Β’, οι τέσσαρες ήσαν εξισλαμισθέντες χριστιανοί. Ο Μαχμούτ πασάς και ο Ρουμ Μεχμέτ πασάς ήσαν Έλληνες. Ο Ισαάκ πασάς και ο Κεδίκ Αχμέτ πασάς ήσαν Αλβανοί. Ο Χας Μουράτ πασάς, ο μπελήρμπεης της Ρούμελης, δηλαδή ο αρχηγός των ευρωπαϊκών στρατευμάτων του σουλτάνου, ήταν ελληνική καταγωγής και κατάγονταν απ’ τους Παλαιολόγους. 402


Όλα τα ζητήματα δεν γίνονται πάντοτε με το γιαταγάνι. Πολλά θέλουν εξυπνάδα, ευστροφία, πονηριά. Κι αυτά τα χαρίσματα τα έχουν μόνο οι διαβασμένοι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που ξοδεύουν περισσότερο καιρό για να ερευνήσουν τα μυστικά της ζωής και του κόσμου και λιγότερο για να ακονίσουν και να γυαλίσουν το γιαταγάνι τους. Και, σα να ήθελε να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, είπε εμφαντικά. -Πραγματικά, όπως αποδείχτηκε, τέτοια χαρίσματα έχουν περισσότερο οι ΄Ελληνες και οι χριστιανοί. Ποιοι άλλοι θα μπορούσαν, τόσο λίγοι, να κρατήσουν μια αβάσταχτη πολιορκία τριακοσίων πενήντα χιλιάδων στρατού τόσον πολύ καιρό; -Νικήσαμε, όμως, νίκη μεγάλη, είπε ο στρατιώτης απ’ τη Σμύρνη. -Το ότι κυριέψαμε την Κωνσταντινούπολη ήταν πραγματικά πολύ σπουδαίο γεγονός. Όταν, όμως, τριακόσιες πενήντα χιλιάδες πολεμιστές, ύστερ’ από προσπάθειες πενήντα δυο ημερών, νικούν εννέα χιλιάδες πολιορκημένους, δεν θεωρείται μεγάλη νίκη. -Είναι σίγουρο, ότι μόνο τόσοι λίγοι ήταν οι υπερασπιστές της Πόλης; ξαναρώτησε ο σγουρομάλλης στρατιώτης. -Είναι βεβαιότατο, απάντησε ο Μεχμέτ. Το εξακριβώσαμε από πολλές πηγές. Όπως ανέθεσε σε μένα ο σουλτάνος να καταγράψω όλο το στρατό μας στην Αδριανούπολη πριν ξεκινήσουμε για την πολιορκία, έτσι κι ο αυτοκράτορας ανέθεσε σ’ ένα δικό του άρχοντα και στενό του φίλο, το λογοθέτη Γεώργιο Φραντζή, να καταγράψει εφτά χιλιάδες Βυζαντινούς και περίπου δυο χιλιάδες Λατίνους στρατιώτες. Οι αριθμοί αυτοί κρατήθηκαν τότε μυστικοί και δεν ήξερε κανένας άλλος στην Κωνσταντινούπολη, εκτός απ’ το Φραντζή και τον αυτοκράτορα, πόση ήταν η πραγματική αριθμητική δύναμη των υπερασπιστών. Όλοι νόμιζαν, ότι η Πόλη είχε στρατό πολύ περισσότερο. Ακόμη κι εμείς απέξω, δεν τους υπολογίζαμε λιγότερους από πενήντα χιλιάδες. Μάλιστα, μόλις πατήσαμε τα τείχη και ξεχυθήκαμε στην πόλη, οι πασάδες έδωσαν διαταγή να σφάζονται αμέσως κι αδιάκριτα όλοι οι στρατιώτες των

Ο Δαούτ πασάς ήταν Αλβανός. Ο Χερσέκ Αχμέτ πασάς ήταν γιος του ηγεμόνα της Ερζεγοβίνης. Ο Μετζί πασάς και ο Χότζα Μουσταφά πασάς ήσαν Έλληνες εκ γεννετής. Επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, απ’ τους εννέα μεγάλους βεζίρηδες οι οκτώ είχαν γεννηθεί χριστιανοί. Ο Ιμπραΐμ πασάς και ο Σουλεϊμάν πασάς ήσαν Έλληνες. Ο Αγιά πασάς, ο Λουτφί πασάς και ο Αχμέτ πασάς ήσαν Αλβανοί. Ο Ρουστέμ πασάς, ο Αλή πασάς και ο Μεχμέτ Σόκολης ήσαν Σλαύοι. Επί Μουράτ του Γ’, Μεχμέτ του Γ’, Αχμέτ του Α’, Μουσταφά του Α’ και Οσμάν του Α’, οι μεγάλοι βεζίρηδες Αχμέτ πασάς, Σινάν πασάς (πέντε φορές βεζίρης), ο Χουσεΐν πασάς και ο Μερέ Χουσεΐν πασάς ήσαν Αλβανοί και ο Χαλλίλ πασάς (τρεις φορές βεζίρης) Αρμένιος. Ο Σικαλά Σινάν πασάς ήταν Έλληνας και ο Νασσού πασάς ήταν γιος Έλληνα ιερέα.

403


εχθρών που θα συναντά στο δρόμο του ο στρατός μας. Και τούτο, για να λιγοστεύουν όσο το δυνατό γρηγορότερα, ώστε προχωρώντας πιο μέσα στην πόλη να έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε όσο το δυνατόν πιο λίγους. Υπολογίζεται ότι, ώσπου να ανακαλύψουμε ότι δεν υπήρχε άλλος στρατός στην πόλη, εκτός απ’ αυτούς που πολεμούσαν στις επάλξεις, σκοτώθηκαν πάνω από δυο χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι, φεύγοντας απ’ τα τείχη, έπεφταν διασκορπισμένοι επάνω στα πολυάριθμα δικά μας τμήματα που είχαν κατακλύσει τα πάντα. Αν το ξέρανε αυτό οι πασάδες, δε θα άφηναν να σκοτωθεί κανένας, αλλά θα τους έπιαναν όλους ζωντανούς και θα τους πουλούσαν σκλάβους, όπως πούλησαν πενήντα και πάνω χιλιάδες λαού της Κωνσταντινούπολης στα διάφορα μέρη της Ασίας. Δυο χιλιάδες σκλάβοι ήταν αρκετά χρήματα για να συγκρατήσουν το ξίφος των στρατιωτών μας. Όταν το πήραν είδηση, ήταν αργά. Απ’ τα χαρτιά, λοιπόν, του Φραντζή κι απ’ ό,τι είδαμε και με τα μάτια μας, διαπιστώσαμε σίγουρα, ότι οι υπερασπιστές της πόλης ήταν μόνο εννέα χιλιάδες. -Κι ο Φραντζής, που γνώριζε καθαρά τη δύναμη των υπερασπιστών και την αντοχή της πόλης, δεν έφυγε νωρίτερα όσο ήταν καιρός έξω απ’ αυτή για να σωθεί; ρώτησε ένας γενίτσαρος απ’ τα μέρη της Προύσας. -Ο Φραντζής ήταν στενός φίλος του τελευταίου αυτοκράτορα. Μάλιστα, λίγο νωρίτερα, τις μέρες που πέθανε ο Μουράτ κι έγινε σουλτάνος ο Μωάμεθ, ο Φραντζής βρίσκονταν στα μέρη της Τραπεζούντας και της Ιβηρίας, σταλμένος απ’ τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στα βασίλεια εκείνα, για να του βρει νύφη. Το φθινόπωρο δε του 1451 είχε κλειστεί το συνοικέσιο με την όμορφη Αικατερίνη, κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας κι είχε κανονιστεί να γίνει ο γάμος το ερχόμενο καλοκαίρι. Με την απόφαση, όμως, του σουλτάνου να χτυπήσει την Κωνσταντινούπολη, τα πράγματα για τον αυτοκράτορα έγιναν δύσκολα κι ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Η όμορφη κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας παντρεύτηκε αργότερα τον Τουρκομάνο Ουζούρ Χασάν. Τον επαναστάτη αυτόν, που πάει τώρα να τιμωρήσει ο Μαχμούτ πασάς. -Δηλαδή, είπε ένας γενίτσαρος, η όμορφη βασιλοπούλα της Ιβηρίας και τότε ήταν άτυχη με τον Κωνσταντίνο και τώρα δε θα έχει καλή τύχη με τον Ουζούν Χασάν. -Δεν ξέρεις, όμως, πρόσθεσε ένας άλλος, μπορεί να βρεθεί και κάποιος συμβιβασμός. Τέτοιες διαφορές δεν λύνονται πάντοτε και οπωσδήποτε με το γιαταγάνι. Τόνισε κάπως ο γενίτσαρος τις τελευταίες του λέξεις, σα να ήθελε να πειράξει το γερο-Μεχμέτ ή να υπογραμμίσει σ’ όλους την προσοχή που δίνει στα λόγια του. -Και ο Φραντζής τι έγινε; ξαναρώτησε με περιέργεια ο στρατιώτης απ’ την Προύσα. Έφυγε απ’ την πόλη; -Όχι, είπε ο Μεχμέτ. Ο Φραντζής, παρ’ ότι γνώριζε την πραγματικότητα, έμεινε στην πόλη και πολέμησε ως το τέλος. Πιάστηκε αιχμάλωτος και πουλήθηκε στη Σπάρτη. Ύστερ’ από δεκαπέντε μήνες, φίλοι του πλήρωσαν λύτρα και τον απελευθέρωσαν. Η γυναίκα του και τα

404


παιδιά του πουλήθηκαν σκλάβοι σ’ ένα ηλικιωμένο αντρόγυνο Τούρκων και μετά αγοράστηκαν απ’ τον αρχισταυλάρχη του σουλτάνου. Τότε, οι πασάδες και οι μεγάλοι άρχοντες, καθώς και οι πλούσιοι Οθωμανοί, διάλεγαν κι αγόραζαν σκλάβους που προέρχονταν από αρχοντικές και μεγάλες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης. Μετά, τους μεταπουλούσαν και κέρδιζαν πολλά χρήματα. Ο σουλτάνος, επειδή έμαθε ότι τα παιδιά του Φραντζή ήταν πολύ ωραία, τα αγόρασε για το χαρέμι του. Ο τότε δεκαπεντάχρονος, όμως, γιος του Ιωάννης δεν δέχτηκε να μπει στο χαρέμι του σουλτάνου και προτίμησε το θάνατο. Ένα βράδυ, ο σουλτάνος εξοργίστηκε τόσο πολύ μαζί του, που τράβηξε ο ίδιος το σπαθί του και τον σκότωσε. Ο Φραντζής, όταν απελευθερώθηκε, πήγε στον τότε δεσπότη της Πελοποννήσου Θωμά Παλαιολόγο, αδελφό του αυτοκράτορα. Από κει προσπάθησε και βρήκε τη γυναίκα του και τη μικρή του κόρη Θαμάρ, τις οποίες κατάφερε να εξαγοράσει. Τη μικρή Θαμάρ που ήταν πολύ όμορφη ο σουλτάνος την πήρε στο χαρέμι του. Ήταν τότε μόνο δεκατεσσάρων χρονών και τον ίδιο χρόνο (1454) πέθανε απ’ τη στενοχώρια της. Ο Φραντζής έμεινε κοντά στο Θωμά Παλαιολόγο μέχρι το 1460, οπότε ο Μωάμεθ κατέλαβε το δεσποτάτο της Πελοποννήσου. Τότε έφυγε στην Ιταλία και πήγε στη Βενετία και στη Ρώμη. Τελευταία μάθαμε από Λατίνους εμπόρους και ναυτικούς, ότι απ’ το 1462 κατέφυγε στην Κέρκυρα κι έγινε καλόγερος στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Σήμερα, αν ζει, θα είναι περίπου εβδομήντα χρονών136. Θα πρέπει να είσαστε περίπου ίδια ηλικία, είπε ένας στρατιώτης. -Περίπου, απάντησε μονολεκτικά ο Μεχμέτ. Κι αμέσως συνέχισε. Πολύ θα ήθελα να τον συναντήσω. Όχι σα φίλο. Ούτε σαν εχθρό. Απλώς σαν άνθρωπο. Πολύ προσπάθησα τότε, τον πρώτο καιρό μετά την άλωση να τον βρω, αλλά δεν μπόρεσα. Έχω ακούσει πάρα πολλά γι’ αυτόν τον άνθρωπο και νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να τον ανταμώσω. Σώπασε για λίγο και μετά πρόσθεσε στοχαστικά. -Οι αλλόθρησκοι και οι αλλοεθνείς γίνονται εχθροί ή φίλοι. Οι άνθρωποι παραμένουν άνθρωποι, γιατί η ανθρωπιά τους ποτέ δεν τους χωρίζει. -Πού πολεμούσε ο Φραντζής; ρώτησε ο νεαρός στρατιώτης απ’ την Προύσα. -Να, εδώ σ’ αυτά τα μέρη, είπε ο Μεχμέτ κι έδειξε ένα γύρω με το χέρι του προς το παραλιακό τμήμα των χερσαίων τειχών, ανάμεσα στην κοιλάδα του Λύκου και στη θάλασσα του Κερατίου. Τελευταία, τον είδα να πολεμά κοντά στην πύλη της Καλλιγαρίας. Απέναντί του είχε τα στρατεύματα του μπελήρμπεη της Ρούμελης, του Καρατζά πασά. Ήταν γενναίος, σοβαρός και έξυπνος. Ήταν διαβασμένος άνθρωπος. Είχε μεγαλώσει στο παλάτι του δεσπότη της Πελοποννήσου κι είχε τους ίδιους δασκάλους που είχε κι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Δεν ήταν οποιοσδήποτε. Και απορώ, πρόσθεσε, πώς ο σουλτάνος δεν ενδιαφέρθηκε

136

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ σελ. 25 σημ.2 & σελ. 409. 405


τότε να τον βρει και να τον ελευθερώσει, έναν τόσο έξυπνο και δυναμικό άνθρωπο! . . . -Πώς έγινε η μεγάλη έφοδος; ρώτησε ο μελαχρινός γενίτσαρος απ’ τη Μαγνησία και πρόσθεσε με κάποια υστεροβουλία. Θυμάσαι τίποτα από κείνες τις ώρες; Αυτό το έκανε, για να κεντρίσει περισσότερο τον εγωισμό του Μεχμέτ. Πίστευε, πως θα τον ανάγκαζε µ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αρχίσει τη διήγηση αμέσως, παρά να δείξει πως η μνήμη του δεν λειτουργεί καλά και να παραδεχτεί ότι δεν θυμάται τίποτα πια απ’ την έφοδο. Ο Μεχμέτ κατάλαβε αμέσως την κρυφή σκέψη του νεαρού και με κάποια έκδηλη ευχαρίστηση του είπε. -Χαίρομαι στ’ αλήθεια που σε βλέπω να γίνεσαι όλο και πιο έξυπνος. Φαίνεται, πως κι οι απλές αυτές διηγήσεις μου σε κάτι ωφελούν. Αυτό με κάνει πραγματικά χαρούμενο και περήφανο και μου δίνει κουράγιο νά ‘ρχομαι εδώ και να σας διηγούμαι παλιές ιστορίες και να συζητώ μαζί σας για διάφορα πράγματα. Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθείς να με φέρεις στο φιλότιμο ή καλύτερα, να με ξεγελάσεις για να συνεχίσω τις ιστορίες μου, δεν είναι και τόσο κολακευτικός για μένα. Μ’ αρέσει, όμως, γιατί δείχνει το ενδιαφέρον σου για την Ιστορία απ’ τη μια και φανερώνει απ’ την άλλη, ότι η εξυπνάδα και η ευστροφία άρχισαν να αναπτύσσονται στο μυαλό σου. Ο Μεχμέτ στήριξε κάπως καλύτερα την πλάτη του στον πυκνό θάμνο που ακουμπούσε κι άρχισε. -Ήταν κατά τις δυο η ώρα τα ξημερώματα όταν δόθηκε η διαταγή της εφόδου. Απ’ το βράδυ ακόμη, ήταν όλα έτοιμα κι ο στρατός απ’ τις πρώτες ώρες μετά τα μεσάνυχτα είχε ετοιμαστεί κι είχε παραταχτεί και σιωπηλά περίμενε τη διαταγή για να ορμήσει. Τα μεγάλα πυροβόλα μας έβαζαν τις τελευταίες μέρες ασταμάτητα κι είχαν ανοίξει μεγάλα ρήγματα στα τείχη. Ιδίως στο τμήμα της πύλης του Ρωμανού, της πύλης του Χαρισίου και της πύλης της Καλιγαρίας. Ο σουλτάνος παρέταξε το στρατό του σε τρεις αλλεπάλληλες σειρές. Ή καλύτερα, σε τρία κύματα εφόδου. Το πρώτο κύμα έκανε και την πρώτη έφοδο. Το τμήμα αυτό είχε βέβαια αρκετούς μουσουλμάνους αλλά είχε και πάρα πολλούς χριστιανούς. Γερμανούς, Λατίνους, Ούγγρους, Έλληνες, Σέρβους, Βοημούς, Βουλγάρους και άλλους. Απ’ αυτούς, άλλοι μεν αναγκάστηκαν νά ‘ρθουν να πολεμήσουν κατά της Κωνσταντινούπολης, γιατί οι ηγεμόνες τους ήταν υποτελείς στο σουλτάνο κι είχαν τέτοιες συνθήκες μαζί του, που ήταν υποχρεωμένοι να στείλουν στρατό στον αφέντη τους κάθε φορά που τους το ζητούσε, άλλοι ήρθαν από δική τους καθαρά θέληση και κατατάχτηκαν στο στρατό του Μωάμεθ, γιατί δεν μπορούσαν να υποφέρουν άλλο τη βαριά καταπίεση και τη συστηματική εκμετάλλευση που τους έκαναν οι άρχοντές τους και οι μεγάλοι γεοκτήμονες των πατρίδων τους και άλλοι βρέθηκαν στο στρατό μας σπρωγμένοι από μια ακατάσχετη ελπίδα εύκολου κέρδους. Η λεηλασία και η λαφυραγωγία μιας τόσο πλούσιας και ξακουστής πόλης είχε τραβήξει πολλούς καιροσκόπους χριστιανούς με το μέρος μας. Όλους αυτούς, μαζί με λιγοστά οθωμανικά τμήματα που είχαν ελαφρύ οπλισμό και κακή εκπαίδευση, τους τοποθέτησε ο Μωάμεθ στο

406


πρώτο κύμα της εφόδου. Το κύμα αυτό, το οποίο ήταν πολυπληθέστατο, είχε σκοπό να δοκιμάσει τη δυναμικότητα των αμυνομένων, να τους κουράσει και να τους κάνει να εξαντλήσουν και τα εφόδιά τους και την αντοχή τους. -Κι επιπλέον, προκειμένου να σκοτωθούν δυνατοί και γυμνασμένοι στρατιώτες και να χυθεί οθωμανικό αίμα, ας σκοτωθεί πρώτα η σαβούρα κι ας χυθεί αίμα χριστιανικό. Πρόσθεσε ένας γενίτσαρος σε τόνο ημιαστειότητας. -Η απέραντη εκείνη θάλασσα των μαχητών του πρώτου κύματος, συνέχισε ο Μεχμέτ, ξεκίνησε με φωνές κι αλαλαγμούς και, όπως ήταν όλοι ελαφρά οπλισμένοι, γρήγορα έφτασαν κοντά στα τείχη. Από απόσταση βολής τόξου, άρχισαν να ρίχνουν µ’ όλα τους τα όπλα εναντίον των αμυνομένων και με γρήγορα άλματα πλησίασαν τα τείχη, ύψωσαν χιλιάδες πρόχειρες σκάλες και άρχισαν με πείσμα να σκαρφαλώνουν προς την κορυφή των τειχών, πατώντας ο ένας πάνω στον άλλο. Οι αμυνόμενοι, όμως, από πάνω τους γκρέμιζαν τις σκάλες και τους έριχναν όλους στο κενό. Τους χτυπούσαν με βροχή από βέλη ή τους έκαιγαν με αναμμένο θιάφι. Ο χαλασμός του πολέμου ήταν μεγάλος. Η ορμή των επιτιθέμενων λυσσαλέα, αλλά και το πείσμα των αμυνομένων αλύγιστο. Για μια στιγμή, η επίθεση φάνηκε πως χάνει την ορμή της και εξασθενεί. Πολλοί απ’ τους επιτιθέμενους, αδύνατοι πια να προχωρήσουν, έφευγαν απ’ το χώρο της μάχης. Αλλ’ όσοι οπισθοχωρούσαν χωρίς διαταγή, σφάζονταν αμέσως απ’ το δεύτερο κύμα που περίμενε πίσω τους. Έτσι, αναγκάζονταν να ξαναγυρίσουν στη μάχη και να πεθάνουν μπροστά στα τείχη πολεμώντας. Η πρώτη φάση της εφόδου κράτησε περίπου μια με δυο ώρες137. Κάποτε, ο σουλτάνος επέτρεψε να αποσυρθεί το πρώτο κύμα απ’ τη μάχη. Όσοι είχαν επιζήσει έφυγαν πίσω κι επιτέθηκε το δεύτερο κύμα. Ο Μωάμεθ βρισκόταν κοντά στην πύλη του Ρωμανού και, δίνοντας τη διαταγή της εφόδου στο δεύτερο κύμα, φώναξε προς τους στρατιώτες: ‘’Εμπρός, αγαπητά μου παιδιά. Είναι καιρός να επιδείξετε την ανδρεία σας.’’ Ενισχυμένοι απ’ τα λόγια αυτά του σουλτάνου και ξεκούραστοι όπως ήταν οι ασπιδοφόροι στρατιώτες του, με δυνατές φωνές και πολύ θόρυβο, όρμησαν στα τείχη. Οι στρατιώτες του δεύτερου κύματος ήταν καλά γυμνασμένοι και καλά οπλισμένοι και με το σπαθί στο χέρι χύθηκαν σα λιοντάρια στα πιο κρίσιμα σημεία της άμυνας, για να σπάσουν και ν’ ανοίξουν πέρασμα και δρόμο για την πόλη. Τα πυροβόλα, όμως, των αμυνομένων και οι διάφοροι καταπέλτες έριχναν βλήματα και σωρούς πέτρες από ψηλά απ’ τις επάλξεις πάνω στα πλήθη των στρατιωτών μας και τους σκότωναν ή τους αχρήστευαν ομαδικά. Οι αμυνόμενοι πολεμούσαν με λύσσα κι η μάχη ήταν φονικότατη. Σε πολλά σημεία, ο χαλασμός ήταν απερίγραπτος. Οι σωροί των σκοτωμένων υψώνονταν με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς να 137

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Σελίδα Επίσης Κριτόβουλος και Μπάρμπαρο.

323. 337.

407


γίνεται καμιά απολύτως πρόοδος. Τα ρήγματα που είχαν ανοίξει τα κανόνια μας ήταν απόρθητα. Κι απ’ τις δυο μεριές οι πολεμιστές, αν δεν ζητούσαν το θάνατο, οπωσδήποτε δεν τον φοβόταν καθόλου. Όταν ο σουλτάνος είδε, ότι είναι αδύνατο το πέρασμα του στρατού μας από τα υπάρχοντα ρήγματα, διέταξε το μεγάλο πυροβόλο, που στο μεταξύ είχε μεταφερθεί τη νύχτα πιο κοντά στην πύλη του Ρωμανού, να βάλει πάνω στο ρήγμα και μέσα στο σωρό των μαχομένων. Εκκωφαντικός κρότος κάλυψε την οχλοβοή της μάχης. Το μεγάλο πέτρινο βλήμα πέτυχε στο στόχο του. Έπεσε πάνω στα χαλάσματα του παλιού ρήγματος και μέσα στο σωρό των μαχομένων, στέλνοντας με μιας πολλούς κι απ’ τους δυο αντιπάλους στον άλλο κόσμο. Κανένα, όμως, θετικό αποτέλεσμα. Η επίθεση του δεύτερου κύματος συνεχίστηκε και την υπεροχή και πάλι διατήρησαν οι αμυνόμενοι. Ο Μωάμεθ στενοχωρέθηκε με τις μεγάλες απώλειες που πάθαινε ο στρατός του. Θύμωσε με τα αποτελέσματα των δύο επιθέσεων στο σημείο αυτό που είχε υπό την άμεση αρχηγία του και στο οποίο είχε συγκεντρώσει όλες του τις προσπάθειες. Ταυτόχρονα, ήρθαν αγγελιοφόροι απ’ τον Καρατζά πασά και το Ζαγανό πασά και είπαν ότι κι εκείνοι δεν κατάφεραν ακόμη τίποτα και ότι έχουν μεγάλες επώλειες. Ο Καρατζάς, που πολεμούσε προς βορρά της πύλης του Αδριανού, είχε συγκεντρώσει την προσοχή του σ’ ένα ρήγμα που είχε ανοίξει το πυροβολικό, ανάμεσα στην πύλη αυτή και στο ανάκτορο του Πορφυρογέννητου, χωρίς να κατορθώσει τίποτα. Στο σημείο αυτό, πολεμούσαν οι τρεις Ιταλοί αδελφοί Μποκκιάρδη και δίπλα τους ο Βενετός βαΐλος Μηνώτος138. Ο Ζαγανός ειδοποίησε ότι ο στρατός του εξαντλείται χωρίς να κατορθώνει τίποτα κι ότι όλες οι έφοδοί του αποκρούονται απ’ το φοβερό Βενετό πολεμιστή Τρεβηζάνο. Τότε, οργισμένος ο Μωάμεθ διέταξε να επιτεθεί το τρίτο κύμα. Οι γενίτσαροι. Ο ίδιος είχε κοντά του δώδεκα χιλιάδες καλά γυμνασμένους, καλά οπλισμένους και προπαντός θαρραλέους κι αποφασιστικούς γενιτσάρους. Οι στρατιώτες εκείνοι, που περίμεναν με γυμνά σπαθιά απέναντι απ’ την τάφρο, έδιναν θάρρος ο ένας στον άλλο και φώναζαν δυνατά: ‘’Παιδιά του Μωάμεθ, γεμίστε από χαρά. Αύριο θα έχουμε στα χέρια μας τόσους χριστιανούς, που, πουλώντας τους ένα δουκάτο τους δυο, θα γεμίσουμε χρυσό. Θα γίνουμε πλούσιοι. Απ’ τα γένια των Ελλήνων θα πλέξουμε σχοινιά, για να δένουμε τους σκλάβους μας. Οι γυναίκες τους όλες και οι θυγατέρες τους θα γίνουν δούλες μας. Παιδιά, λοιπόν, του Μωάμεθ, γεμίσετε από χαρά και χαρούμενοι θελήσετε, αν χρειαστεί, να πεθάνετε για την αγάπη του μεγάλου μας σουλτάνου139.’’ Τότε, όλοι μαζί όρμησαν στη μάχη με τέτοιες κραυγές και αλαλαγμούς, που ακούγονταν μέχρι δώδεκα μίλια μακριά μέσα στις ασιατικές ακτές. Η ασυγκράτητη ορμητικότητα και οι φοβερές κραυγές των γενιτσάρων, πτόησαν τους υπερασπιστές και πανικόβαλαν το λαό της Πόλης. Οι καμπάνες χτυπούσαν στην πόλη και δεν σταμάτησαν ως το πρωί. 138 139

Σλουμβέρζε Γ. ‘Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα και Μπάρμπαρο.

329. 294

408


Για μια στιγμή, είδαμε ότι λυγούσε η αντίσταση των αμυνομένων σ’ ένα σημείο του ρήγματος του τείχους. Μετά μάθαμε, ότι εκεί πολεμούσε ο Γενουάτης στρατηγός Ιωάννης Ιουστινιάνης κι εκείνη τη στιγμή είχε τραυματιστεί και είχε φύγει απ’ τη μάχη. Μόλις έφυγε αυτός, άρχισαν να φεύγουν κι οι στρατιώτες του και η αντίσταση στο σημείο εκείνο κλονίστηκε. Ο Μωάμεθ στεκόταν στο απέναντι χείλος της τάφρου που είχαν οι Βυζαντινοί σκαμμένη μπροστά στα τείχη. Γύρω του ήμασταν αρκετοί και παρακολουθούσαμε τη μάχη. Μόλις διέκρινε την υπεροχή του στρατού μας στο σημείο εκείνο, τράβηξε το σπαθί του κι έτρεξε πρώτος να περάσει στο απέναντι μέρος της τάφρου, φωνάζοντας στα τμήματα των γενιτσάρων που περίμεναν τη διαταγή του: ‘’Το τείχος είναι γυμνό αμυντόρων. Οι εχθροί δεν μπορούν να μας αντιμετωπίσουν άλλο. Είμεθα, ω φίλοι, κύριοι της Πόλης. Λίγος κόπος ακόμη χρειάζεται προς το έργο, με ψυχή και δύναμη. Αναδειχθείτε άντρες γενναίοι κι εγώ είμαι μαζί σας.’’ Και, λέγοντας αυτά όρμησε πρώτος αυτός και πίσω του όλοι οι γενίτσαροι κι εμείς οι ακόλουθοί του140. Νωρίτερα, πριν αρχίσει η έφοδος, ο σουλτάνος είχε υποσχεθεί μεγάλη αμοιβή και τιμές πολλές σ’ όποιον μαχητή θα κατάφερνε ν’ ανεβεί πρώτος στα εχθρικά τείχη. Αυτό το κατόρθωσε ένας μεγαλόσωμος πολεμιστής απ’ την Ασία, που ονομαζόταν Χασάν Ουλούμπαντζι και κατάγονταν απ’ το Λοπάδι της Βιθυνίας. Υπηρετούσε στη στρατιά του Ζαγανού. Ο γενίτσαρος αυτός με το γιγάντιο ανάστημα ύψωσε την ασπίδα με το αριστερό του χέρι πάνω απ’ το κεφάλι του και, κρατώντας το ξίφος του στο δεξιό, όρμησε μέσα στο ρήγμα και κατάφερε πολεμώντας ν’ ανεβεί πάνω στα χαλάσματα του τείχους. Γύρω του γινόταν φοβερή πάλη. Ύστερ’ απ’ αυτόν και με την προστασία τη δική του, κατάφεραν να σκαρφαλώσουν επάνω στα χαλάσματα κι άλλοι δεκαοχτώ γενίτσαροι. Μια ομάδα Ελλήνων έστρεψε την προσοχή της κατά του Χασάν και των συντρόφων του. Η μάχη ήταν λυσσαλέα. Μια μεγάλη πέτρα των αμυνομένων χτύπησε το Χασάν και τον έριξε κάτω. Αλλά και γονατιστός εκείνος, κρατώντας προκάλυμμα την ασπίδα του, συνέχισε να πολεμά, ώσπου τα πολλαπλά τραύματα που του προξένησαν τα βέλη και οι πέτρες των Ελλήνων τον παράλυσαν και ξεψύχησε. Παρά το φριχτό θάνατο του Χασάν, ο αγώνας συνεχίστηκε κι οι υπερασπιστές της πόλης άρχισαν να υποχωρούν. Οι σημαίες μας ξεπρόβαλαν και κυμάτιζαν εδώ και κει στους πύργους των τειχών. Τα μικρά τουρκικά τμήματα, που είχαν περάσει απ’ την Κερκόπορτα κι είχαν μπει μέσα στα τείχη, κατέβασαν τις σημαίες του αυτοκράτορα και του δόγη της Βενετίας και ύψωσαν τα μπαϊράκια του σουλτάνου. Αυτό προξένησε πανικό κι ένας παράξενος βόγγος σα βρυχηθμός λαβωμένου λιονταριού βγήκε απ’ τα σπλάχνα της πόλης και κατέκλυσε τους ορίζοντες. Ήταν η απόγνωση κι ο θρήνος του λαού. Ήταν ο τρόμος και η φρίκη του πληθυσμού, που έβλεπε το τέλος του να πλησιάζει. Ήταν ο τελευταίος επιθανάτιος στεναγμός της χιλιόχρονης βασιλεύουσας που ξεψυχούσε. Οι λιγοστοί Τούρκοι που μπήκαν απ’ την 140

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος

Σελίδα

350. 409


Κερκόπορτα κατάφεραν γρήγορα ν’ ανοίξουν από μέσα τις πύλες των τειχών απ’ όπου σα χείμαρος όρμησαν μέσα οι στρατιώτες μας. Μυστήριο παραμένει ακόμη το πώς βρέθηκε η μικρή εκείνη πόρτα, η Κερκόπορτα, αφύλαχτη κι ανοιχτή. Δεν μπορεί κανείς να πιστέψει εύκολα, ότι οι Βυζαντινού στρατηγοί, που επέβλεψαν απ’ την αρχή της πολιορκίας και φρόντισαν συστηματικά για την αντοχή και την ασφάλεια των τειχών, να παράβλεψαν τη μικρή αλλά επικίνδυνη εκείνη πόρτα. Τότε διαδόθηκε, ότι η Κερκόπορτα και άλλες πόρτες ανοίχτηκαν από φανατισμένους ανθενωτικούς παπάδες της πόλης. Τίποτα, όμως, συγκεκριμένο δεν μπορώ να πω επ’ αυτού, όπως δεν μπορώ και να το απορρίψω τελείως. Αργότερα, οι ιεράρχες είπαν ότι ‘’αι θύραι ηνεώχθησαν Θεόθεν’’. Μετά το άνοιγμα της Κερκόπορτας, λοιπόν, σύντομα ανοίχτηκαν από μέσα και οι πύλες της Αδριανούπολης κι οι άλλες πύλες, απ’ όπου ξεχύθηκε κατά χιλιάδες ο στρατός μας μέσα στην πόλη σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Η πύλη της Σηλύμβριας κυριεύτηκε με έφοδο. Την κυρίεψε ο Αλβανός Ηλία μπέης. Ο Μωάμεθ έδωσε σ’ αυτόν σαν αμοιβή για το κατόρθωμά του τα μεγάλα κτίρια και τα κτήματα του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Στουδίτη, που βρίσκεται στην περιοχή της Υψημαθείας κοντά τους εφτά πύργους141. Στην πύλη του Ρωμανού έπεσε πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης κι ο τελευταίος αυτοκράτορας της Πόλης. Κανένας απ’ τους στρατιώτες μας δεν τον αναγνώρισε, παρ’ ότι περάσαν χιλιάδες από πάνω του. Με την ανατολή του ήλιου, ο στρατός μας είχε μπει στην πόλη. Σποραδικές μικροαντιστάσεις παρατηρούνταν εδώ και κει από απομονωμένους υπερασπιστές της πόλης για λίγη ώρα. Τελικά, κατά τις 9 με 10 η ώρα το πρωί, κάθε αντίσταση είχε εξουδετερωθεί και ολόκληρη η πόλη ήταν στα χέρια μας. Μόνο τα πληρώματα δύο κρητικών πλοίων, κλεισμένα στα φρούρια της παραλίας δεν παραδίνονταν και συνέχιζαν τον πόλεμο. Είχαν οχυρωθεί μέσα στους πύργους του τείχους εκείνης της περιοχής που έφεραν τα ονόματα παλαιών Βυζαντινών αυτοκρατόρων, του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου. Ένας απ’ αυτούς τους πύργους, μάλιστα, έφερε και μια επιγραφή η οποία έλεγε ότι χτίστηκε απ΄ το Βασίλειο τον ΙΙ το 1024142. Παρ’ ότι τους καλούσαμε τους Κρητικούς να παραδοθούν κι έβλεπαν κι οι ίδιοι ότι η πόλη είχε γίνει δική μας, δεν κατέθεταν τα όπλα τους. Όταν ο Μωάμεθ έμαθε για την επιμονή τους αυτή, θαύμασε το κουράγιο και το θάρρος τους και τους εγγυήθηκε ότι δεν έχουν να πάθουν απολύτως τίποτα κι ότι, αν καταθέσουν τα όπλα, θα αφεθούν ελεύθεροι να πάνε με τα πλοία τους όπου θέλουν. Με πολλές δυσκολίες δέχτηκαν τις προτάσεις του σουλτάνου. Κατέθεσαν τα όπλα κι έφυγαν με τα πλοία τους. -Έχουμε ακούσει, είπε ο γενίτσαρος απ’ τη Σμύρνη, ότι πολλοί Κρητικοί πολεμιστές που βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όταν άρχισε 141 142

Σλουμβερζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα

372. 372. 410


ο στρατός μας να συγκεντρώνεται για την πολιορκία, έφυγαν με τα πλοία τους κρυφά κι εγκατέλειψαν την πόλη στην τύχη της. -Ναι, είναι αλήθεια, είπε ο Μεχμέτ. Οι πρώτοι που έφυγαν απ’ την πόλη αμαχητί ήταν Κρητικοί και οι τελευταίοι που κατέθεσαν τα όπλα τους ήταν πάλι Κρητικοί. -Πώς ήταν ο καιρός την ημέρα του θριάμβου, ρώτησε ένας στρατιώτης. -Η μέρα εκείνη της νίκης ήταν ζεστή και χαρούμενη, είπε ο Μεχμέτ. Ο ουρανός ήταν κατακάθαρος κι ο ήλιος έλαμπε στο στερέωμα. Οι μάχες τελειώσαν νωρίς το πρωί και το απόγευμα μπήκε ο σουλτάνος στην πόλη. Η είσοδός του στη χιλιόχρονη πρωτεύουσα της Ανατολής ήταν πανηγυρική. Ο μεγάλος αφέντης μας ήταν νεότατος τότε κι έλαμπε από χαρά και περηφάνια για το μεγάλο του κατόρθωμα. Ντυμένος στα χρυσά, πήγαινε μπροστά-μπροστά καμαρωτός πάνω στο άλογό του. Πίσω του ακολουθούσαν οι σημαίες του και τα μπαϊράκια των χαλιφάδων του και μετά το επιτελείο του. Μεγάλοι βεζίρηδες, πασάδες, μπέηδες, στρατηγοί και ναύαρχοι, όλοι έλαμπαν με τις μεγάλες και φανταχτερές στολές τους καβάλα στα περήφανα άλογά τους. Τα γιαταγάνια τους αδαμαντοκόλλητα κι οι ζώνες και τα κουμπιά τους χρυσά και ασημένια, άστραφταν στον ήλιο του καλοκαιριού. Το ένδοξο αυτό επιτελείο το περιστοίχιζε μεγάλο απόσπασμα απ’ τους πιο διαλεχτούς, τους πιο καλοκαμωμένους και τους πιο καλά οπλισμένους γενιτσάρους. Μετά, ακολουθούσαν διαλεχτά τμήματα στρατού. -Εσύ πού ήσουν τότε Μεχμέτ αγά; ρώτησε ένας περίεργος γενίτσαρος. -Εγώ ήμουν με τη συνοδεία του σουλτάνου. Δίπλα του. Είπε με κάποια συγκρατημένη περηφάνια ο γερο-Μεχμέτ και συνέχισε. Όλη η μεγαλοπρεπής εκείνη συνοδεία ετοιμάστηκε έξω απ’ τα τείχη μπροστά στην πύλη του Ρωμανού. Πρώτος ξεκίνησε ο Μωάμεθ κι ακολουθήσαμε αμέσως όλοι πίσω του. Περάσαμε την ξακουσμένη πύλη, που τόσον αγώνα κάναμε για να την εκπορθήσουμε και περήφανα προχωρήσαμε προς την πόλη. Διαλέξαμε τους πιο κεντρικούς δρόμους για να περάσει η πομπή μας. Θέλαμε, να δει ο κόσμος και να θαυμάσει το νικητή στρατό και το θριαμβευτή σουλτάνο. Η ξακουσμένη, όμως, πολυάνθρωπη πόλη ήταν ερημωμένη και νεκρή. Τα σπίτια ήταν ρημαγμένα και λεηλατημένα. Οι αυλές, τα γκαλντερίμια, οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάντα, ήταν γεμάτα σκοτωμένους. Έξω απ’ τα τείχη, αφήσαμε αναρίθμητους Οθωμανούς νεκρούς. Και μέσα απ’ αυτά, χιλιάδες χριστιανούς σκοτωμένους. Με τους καθημερινούς σκοτωμούς τα μάτια μας είχαν θολώσει και δεν μπορούσαμε να δούμε τη φρίκη και την καταστροφή του πολέμου σ’ όλο της το μέγεθος. Σχεδόν σ’ ολόκληρη τη διαδρομή μας μέσα στην πόλη, τα άλογά μας δρασκέλιζαν ή πατούσαν πάνω στα απειράριθμα πτώματα. Το γιαταγάνι είχε κάνει πραγματική θραύση στον πληθυσμό. Προχωρούσαμε αργά και με ρυθμό κι όλοι θαυμάζαμε τα επιβλητικά παλιά κτίρια, τα αγάλματα και τα άλλα σπουδαία μνημεία της πόλης του Κωνσταντίνου. 411


Όταν φτάσαμε στην πλατεία του Ιπποδρομίου, στο σημερινό Αζ Μεϊδάν, ο σουλτάνος είδε από μακριά ένα είδος αγάλματος, που τράβηξε ξαφνικά την προσοχή του. Ήταν ένας αρχαίος τρίποδας, που παλιότεροι αυτοκράτορες τον πήραν απ’ το ναό του φημισμένου Μαντείου των Δελφών απ’ την Ελλάδα και τον έφεραν εδώ για να στολίσουν την πόλη. Λέγανε, ότι το σπουδαίο αυτό άγαλμα ήταν απ’ τα περσικά λάφυρα που πήραν οι Έλληνες ύστερ’ απ’ τη νίκη των Πλαταιών. Ο τρίποδας αυτός στεκόταν πάνω σε τρία κεφάλια ενός φιδιού. Το μνημείο αυτό ήταν γνωστό σ’ όλους τους ξένους περιηγητές που έφταναν ως εδώ απ’ την Ευρώπη και ήταν το διακριτικό, ας πούμε, σημείο της Πόλης. Ξαφνικά λοιπόν, ο σουλτάνος σπιρούνισε το άλογό του κι όρμησε προς το μέρος του αγάλματος εκείνου. Καθώς δε πέρασε καλπάζοντας από δίπλα του, τού ‘δωσε μια με τη βαριά ράβδο του και θρυμμάτισε το επάνω μέρος του. Γι’ αυτό σήμερα το άγαλμα αυτό είναι κολοβό143. Όλοι ξαφνιαστήκαμε με τον αναπάντεχο καλπασμό του και σπιρουνίσαμε και μεις τα άλογά μας. Ύστερα απ’ το επεισόδιο αυτό, ξαναβρήκε η φάλαγγά μας τον κανονικό της ρυθμό και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Έτσι, με πίπιζες και με νταούλια φτάσαμε μπροστά στη μεγάλη εκκλησία της Αγιασοφιάς. Στο περίφημο κτίσμα του Ιουστινιανού. Στο σπουδαίο μνημείο που άφησαν πάνω στη γη οι δυο ξακουστοί Έλληνες μηχανικοί, ο Ανθέμιος κι ο Ισίδωρος. Η Αγιασοφιά που βλέπετε σήμερα, η περίφημη και τεράστια αυτή εκκλησία των χριστιανών, η γνωστή σ’ όλη την Ανατολή με το όνομα ‘’Μεγάλη Εκκλησιά’’, χτίστηκε απ’ τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Παλιότερα υπήρχε στην ίδια θέση άλλη μικρή εκκλησούλα με το ίδιο όνομα, την οποία θεμελίωσε ο ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης Μέγας Κωνσταντίνος και την οποία αποτελείωσε ο διάδοχός του Κωνστάντιος144. Η μικρή εκείνη εκκλησία κάηκε το 532, την εποχή του Ιουστινιανού, κατά τη διάρκεια μιας στάσης στην Πόλη, η οποία είναι γνωστή στην Ιστορία με το όνομα ‘’Στάση του Νίκα’’. Ο αυτοκράτορας αποφάσισε να χτίσει και πάλι στο χώρο της καταστραμμένης απ’ τη φωτιά μικρής εκκλησίας μεγαλύτερη και μεγαλοπρεπέστερη Αγιασοφιά. Ανέθεσε το έργο σε δυο Έλληνες αρχιτέκτονες απ’ την Ασία. Στον Ανθέμιο από τις Τράλλεις και στον Ισίδωρο απ’ τη Μίλητο. Έδωσε διαταγή σ’ όλους τους επάρχους της μεγάλης αυτοκρατορίας, να συγκεντρώσουν και να στείλουν στην Πόλη πολύχρωμα μάρμαρα, ελεφαντόδοντο, χρυσό και άργυρο, ακριβό ξύλο και λαμπερά πετράδια, για το χτίσιμο και το στόλισμα της εκκλησίας. Ο ίδιος επέβλεπε, καθοδηγούσε και έδινε θάρρος και δύναμη στους δέκα χιλιάδες εργάτες που δούλευαν ασταμάτητα για το χτίσιμο του τεράστιου και πρωτοφανούς οικοδομήματος. Το σχέδιο και η κατασκευή του έφεραν επανάσταση στην αρχιτεκτονική και στην τεχνική της εποχής εκείνης. Και σήμερα θεωρείται θαύμα. Και σαν τέτοιο θα θεωρείται, πιστεύω, για πολλούς αιώνες στο μέλλον. 143 144

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα 404. Vasiliev A.A. ‘’History of the Byz. . . .’’ Τόμ. Α. Σελίδα 162. 412


Ο μέγας τρούλος της εκκλησίας έχει διάμετρο τριανταένα μέτρα και στηρίζεται σε τέσσερις χτιστούς στύλους, πενήντα μέτρα πάνω απ’ τη γη. Γύρω-γύρω, στη βάση του τρούλου, υπάρχουν σαράντα μεγάλα παράθυρα, απ’ τα οποία ξεχύνεται μπόλικο φως μέσα σ’ ολόκληρο τον απέραντο χώρο της τεράστιας οικοδομής. Το χτίσιμο του ναού συμπληρώθηκε μέσα σε πέντε χρόνια και το Δεκέμβριο του 537, τη μέρα της μεγάλης γιορτής των χριστιανών, τα Χριστούγεννα, έγιναν τα θριαμβευτικά εγκαίνιά του. Όταν τη μέρα εκείνη της γιορτής μπήκε ο Ιουστινιανός µ’ όλη του τη λαμπρή ακολουθία μέσα στο μεγαλοπρεπή και καταστόλιστο ναό, έμεινε έκθαμβος απ’ το κάλλος και την ομορφιά του και, ακράτητος απ’ την περηφάνιά του για το κατόρθωμά του, φώναξε; ‘’Νενίκηκά σε Σολομών.’’ Σε νίκησα Σολομώντα, γιατί έχτισα σπουδαιότερο και μεγαλοπρεπέστερο ναό απ’ το δικό σου. Ο αρχαίος βασιλιάς των Εβραίων, ο Σολομών, είχε χτίσει κι αυτός 1500 περίπου χρόνια νωρίτερα τον ονομαστό ναό της Ιερουσαλήμ. Ο Ιουστινιανός έχτισε αρχικά, δίπλα στο μεγάλο τρούλο της εκκλησίας του κι έναν πιο λεπτοκαμωμένο με άλλο σχέδιο αλλά, λόγω της λεπτότητάς του, δεν άντεξε πολύ κι έπεσε λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του. Ο τρούλος αυτός ξαναχτίστηκε με λιγότερο τολμηρό σχέδιο στο τέλος της βασιλείας του ονομαστού αυτοκράτορα. Πηγαίνοντας στην Αγιασοφιά τώρα, θα δείτε ότι πέντε μεγάλες πόρτες οδηγούν απ’ τον κλειστό νάρθηκα στα εσωτερικά προπύλαια και εννιά ορειχάλκινες πόρτες οδηγούν στο εσωτερικό του ναού. Αν προσέξετε, θα δείτε ότι απ’ τις εννιά η μεσαία είναι πιο ευρύχωρη και πιο επιβλητική απ’ τις άλλες. Απ’ την πόρτα αυτή έμπαινε ο αυτοκράτορας. Βλέπετε, αυτά είναι πράγματα που πρέπει να τα γνωρίζει κανείς, για να μπορέσει να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του κτιρίου και να θαυμάσει το μεγαλείο του. Και υπάρχουν τόσες και τόσες λεπτομέρειες για να θαυμάσει κανείς, που, για να τις αναφέρει όλες, χρειάζεται να έχει ώρες και ώρες στη διάθεσή του. Εγώ πήγα πολλές φορές στην Αγιασοφιά με διαβασμένους Έλληνες, οι οποίοι γνώριζαν την ιστορία της κι απ’ αυτούς έμαθα αρκετά για το σπουδαίο αυτό κατόρθωμα του Ιουστινιανού και των αρχιτεκτόνων του. Οι ίδιοι αρχιτέκτονες που έχτισαν την Αγιασοφιά έχτισαν και την εκκλησία των αγίων Αποστόλων, η οποία γκρεμίστηκε μετά την άλωση και στον τόπο της χτίστηκε το περίφημο τζαμί του μεγάλου μας σουλτάνου, του πορθητή Μωάμεθ του δεύτερου. Σύμφωνα με τη νέα αυτή αρχιτεκτονική, χτίστηκαν αργότερα πολλές εκκλησίες των χριστιανών στην Ευρώπη και στην Ανατολή. Ο άγιος Μάρκος της Βενετίας είναι σχεδόν ομοίωμα των αγίων Αποστόλων. Η Αγιασοφιά έπαθε μεγάλες ζημιές στα χρόνια που πέρασαν, αλλά πάντοτε όλοι οι αυτροκράτορες της Πόλης ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτή. Για τη λαμπρή αυτή εκκλησία ενδιαφέρθηκαν κι όλοι σχεδόν οι ξένοι χριστιανοί ηγεμόνες της Ασίας και του Αίμου, εκτός απ’ τους Λατίνους και συχνά πολλοί απ’ αυτούς έδειξαν και έμπρακτα το ενδιαφέρον τους για τη συντήρηση του ναού. Ο μεγάλος πρίγκιπας της Μόσχας Συμεών ο Υπερήφανος έστειλε πολλά χρήματα στον αυτοκράτορα Κατακουζηνό για 413


να επισκευάσει την Αγιασοφιά, αλλά αυτός τα έδωσε στο σουλτάνο Ορχάν σαν αποζημίωση ή εξαγορά, για να φύγει απ’ τα βυζαντινά εδάφη της Χερσονήσου της Καλλίπολης, στα οποία είχε εγκατασταθεί με την έγκριση ή την ανοχή του Κατακουζηνού κατά το 1354-55. Η εκ των υστέρων, όμως, προσπάθειά του να δωροδοκήσει τον Ορχάν για να εγκαταλείψει το ισχυρό φρούριο της Ζύμπα κοντά στην Καλλίπολη απέτυχε και οι Οθωμανοί ξαπλώθηκαν από τότε στη Θράκη145. Αλλά αυτές είναι πολύ παλιές ιστορίες. Ας ξαναγυρίσουμε στην εξιστόρηση της εισόδου μας στην Πόλη μετά την άλωση. Η συνοδεία μας προχώρησε και μπήκε στον περίβολο της μεγάλης εκκλησίας. Ο σουλτάνος σταμάτησε το άλογό του και περιεργάστηκε για λίγο τον όγκο του σπουδαίου κτιρίου, θαυμάζοντας την εξωτερική του μεγαλοπρέπεια και την επιβλητικότητά του. Ύστερα, κατέβηκε απ’ το άλογό του και προχώρησε προς την είσοδο. Μπροστά στις μεγάλες χάλκινες κι αργυροστόλιστες πόρτες γονάτισε. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλός. Ίσως τη στιγμή εκείνη να ευχαριστούσε το μεγάλο Αλλάχ για τη σπουδαία και ιστορική νίκη που του επιφύλαξε. Μετά, πήρε με το χέρι του μια χούφτα χώμα και, σκύβοντας το μέτωπό του προς τη γη, το σκόρπισε στο σαρικοφορεμένο κεφάλι του146. Η πράξη αυτή του σουλτάνου ήταν μέγα δείγμα ταπείνωσης και αναγνώρισης της υπεροχής και της απέραντης δύναμης του Αλλάχ. Στο μεταξύ κι ολόκληρο το επιτελείο του είχε κατεβεί απ’ τα άλογα κι έμεινε σιωπηλό πίσω του. Μετά, ο νικητής σουλτάνος σηκώθηκε όρθιος, ύψωσε για μια στιγμή τα μάτια του προς τον ουρανό κι ύστερα, με σταθερό βήμα, προχώρησε μέσα στην εκκλησία και στάθηκε κάτω απ’ το μεγάλο τρούλο της εκστατικός και με θαυμασμό έστρεψε το βλέμμα του γύρω-γύρω και παρατηρούσε σιωπηλός και με κατάνυξη τη θαυμάσια και σεπτή εκείνη μεγαλοπρέπεια της μεγάλης εκκλησίας του Ιουστινιανού. Κάποια ταραχή ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και το βλέμμα του φαινόταν επηρεασμένο από κάποιο ανεξήγητο δέος. Αμίλητος παρατηρούσε τον εσωτερικό όγκο του ναού και θαύμαζε την επιβλητικότητά του. Για μια στιγμή, είδε ένα γενίτσαρο που προσπαθούσε να σπάσει κάποιο μάρμαρο του πατώματος. Οργίστηκε με την πράξη αυτή του στρατιώτη και θυμωμένος τον ρώτησε γιατί καταστρέφει το πάτωμα. ‘’Αυτός είναι ναός των απίστων’’, είπε ο στρατιώτης ‘’κι εγώ είμαι γνήσιος πιστός του Προφήτη . . .’’ Δεν πρόλαβε να πει περισσότερα. Εξαγριωμένος απ’ την απάντηση αυτή ο Μωάμεθ, τράβηξε το γιαταγάνι του και τον άφησε στον τόπο. Χτυπώντας τον του είπε; ‘’Έχω επιτρέψει στο στρατό μου τη λεηλασία των σπιτιών και την αιχμαλωσία των κατοίκων, αλλά κρατώ για τον εαυτό μου τα δημόσια κτίρια της πόλης.’’ Όσοι βρίσκονταν την ώρα εκείνη μέσα στην εκκλησία πάγωσαν απ’ το φόβο τους. Και τούτο, περισσότερο γιατί λέγονταν ότι ο στρατιώτης εκείνος ήταν ένας απ’ την ομάδα των στρατιωτών του Ζαγανού πασά, που βρήκαν τον τάφο του κάποτε μεγάλου σημαιοφόρου του Προφήτη Εγιούπ, 145 146

Vasiliev A.A. ‘’History of the Byz. . . .’’ Τόμ. Ε Σελίδα Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα

27. 402. 414


ο οποίος σκοτώθηκε στην Πόλη το 668 όταν την πολιόρκησε ο μεγάλος χαλίφης Μοαβίας. Εδώ, ας κάνουμε µια μικρή παρένθεση. Λίγες μέρες πριν απ’ τη μεγάλη έφοδο, για να τονώσει το ηθικό και να αυξήσει την ορμητικότητα του στρατού μας, ο σουλτάνος σκέφτηκε το εξής τέχνασμα. Έβαλε το σεΐχη Σεμσεδίν και διέδωσε ότι, τάχα, είδε στον ύπνο του τον Προφήτη, ο οποίος του έδειξε πού ακριβώς βρισκόταν ο τάφος του σημαιοφόρου του Εγιούπ. Την άλλη μέρα, μια ομάδα στρατιωτών έσκαψε την περιοχή του Κερατίου κόλπου, εκεί όπου υπέδειξε ο σεΐχης και βρήκε έναν τάφο. Όλοι είπαν πως ήταν ο τάφος του Εγιούπ. Αυτό θεωρήθηκε σπουδαίος οιωνός κι έδωσε θάρρος στους στρατιώτες μας. Ο Μωάμεθ ήταν έξυπνος και πονηρός από μικρός. Κι όταν ένας λαός έχει ικανό και έξυπνο ηγεμόνα, δεν μπορεί παρά να πάει μπροστά και να μεγαλουργήσει. Επίσης, ο σουλτάνος μας από μικρός ακόμη αγαπούσε τη μάθηση, διέκρινε την τέχνη κι εκτιμούσε την αξία της. Κι από μικρός ακόμη αγαπούσε τα γράμματα και τιμούσε όσους πραγματικά επιδίδονταν σ’ αυτά. Παραδέχονταν την αξία των μορφωμένων σοφών. Ήταν ορμητικός στον πόλεμο κι αυστηρός στις διαταγές και στις αποφάσεις του, αλλά αγαπούσε το ωραίο και καταλάβαινε το μεγαλείο του147. Ύστερα, ο σουλτάνος μας μέσα στην Αγιασοφιά κάλεσε έναν ιμάμη που ακολουθούσε τη συνοδεία του και τον διέταξε ν’ ανεβεί στον άμβωνα και να διαβάσει μεγαλόφωνα το σύμβολο της πίστης του Ισλάμ. Ο ίδιος δε στάθηκε δίπλα στην Αγιατράπεζα των χριστιανών κι αφού γύρισε προς το μέρος της Μέκκας, έκανε την προσευχή του. Αυτή ήταν η πρώτη προσευχή του σουλτάνου μέσα στην Αγιασοφιά και μέσα στην Κωνσταντινούπολη κι απ’ τη στιγμή εκείνη η περίφημη εκκλησία έγινε τζαμί δικό μας148. Αφού τελείωσε την προσευχή του, άρχισε να περιφέρεται μέσα στην εκκλησία και να περιεργάζεται τους τοίχους της και τα διαμερίσματά της. Για μια στιγμή, κάποια πόρτα άνοιξε κι ένα πλήθος χριστιανών παπάδων παρουσιάστηκε μπροστά του. Όλοι ήταν ντυμένοι με τα χρυσοκέντητα άμφιά τους. Όλη τη νύχτα οι παπάδες εκείνοι προσεύχονταν στο Θεό τους, για να βοηθήσει τους Βυζαντινούς να κρατήσουν την πόλη και να μην πέσει στα χέρια μας. Μόλις, όμως, έμαθαν ότι η πόλη κυριεύτηκε, διέκοψαν τις προσευχές και κλείστηκαν μέσα στο κρυφό εκείνο διαμέρισμα της εκκλησιάς. Έτσι, τώρα όλοι παρουσιάστηκαν μπροστά στο σουλτάνο και, πέφτοντας στα γόνατα, τον προσκύνησαν. Με κλάματα δε και με δυνατές φωνές, τον παρακαλούσαν να τους λυπηθεί και να τους χαρίσει τη ζωή. Ο Μωάμεθ τους έκανε νόημα να σηκωθούν και να μην ανησυχούν και τους είπε ότι κανένας δεν πρόκειται να τους πειράξει149. Τότε τον πλησίασε ο Μαχμούτ πασάς και τον προέτρεψε να βάλει τέλος στην καταστροφή. Πραγματικά, ο μεγάλος πατισάχ διέταξε να Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα 149 Σλαβικό Χρονικό 147 148

403. 403.

415


σταλούν αμέσως κήρυκες στην πόλη και να ειδοποιήσουν το στρατό να σταματήσει τη σφαγή. Ύστερ’ απ’ τη μεγαλοπρεπή αυτή επίσκεψη του σουλτάνου στην Αγιασοφιά, όλη η πομπή με την ίδια τάξη κατευθύνθηκε προς το παλάτι των Βλαχερνών. Και στην περιοχή αυτή επικρατούσε η καταστροφή και η ερήμωση. Ο σουλτάνος παρακολουθούσε σιωπηλός τα ρημαγμένα κτίρια, τους λεηλατημένους ναούς –τότε είχε πάρα πολλούς η Κωνσταντινούπολη-, τα βουβά κι ορθάνοιχτα σπίτια με τις έρημες αυλές τους, τη νέκρα των δρόμων και την ερημιά των σοκακιών και λυπόταν πραγματικά για τη λεηλασία και την καταστροφή. Η άλλοτε πολυθόρυβη και γεμάτη ζωή Κωνσταντινούπολη, τώρα ήταν έρημη και βουβή σαν τάφος. Συγκράτησε το άλογό του σ’ ένα ύψωμα κι έριξε μια ματιά στη ρημαγμένη πόλη. Θαύμασε τις δαντελωτές κι ολοκάθαρες ακρογιαλιές της, τους γραφικούς ορμίσκους της με τα πολυάριθμα λιμανάκια της, τους όμορφους λόφους της, τα μεγαλοπρεπή αρχοντικά της, τα αρχαία και ιστορικά μνημεία της και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να κρύψει τη λύπη και τη μεταμέλεια που αισθάνθηκε τη στιγμή εκείνη για την καταστροφή της. Γύρισε προς το μέρος μου, γιατί ήμουν πάντα δίπλα του και με δακρυσμένα μάτια μου είπε: ‘’Τι πόλη παραδώσαμε στην καταστροφή και στην ερήμωση150!’’ Κι αμέσως χτύπησε τα χαλινάρια του αλόγου του και ξανασυνεχίσαμε το δρόμο μας. Βλέπετε, ο κάθε άνθρωπος κι ο πιο αυστηρός, ο πιο βίαιος και σκληρόκαρδος κι ο πιο πετρόψυχος ακόμη, έχει έστω και λίγες μαλακές χορδές στην καρδιά του, που κάπου-κάπου ο αδύνατος ήχος τους επηρεάζει τη συνείδησή του. Όταν φτάσαμε μπροστά στο μεγάλο κι επιβλητικό παλάτι, μείναμε όλοι βουβοί κι εκστατικοί απ’ τη μεγαλοπρέπειά του. Το παλάτι αυτό χτίστηκε το 1080 απ’ τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό και σ’ αυτό κατοικούσαν από τότε ξακουστοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου151. Κατεβήκαμε απ’ τα άλογά μας κι ακολουθήσαμε το σουλτάνο. Μπήκε πρώτος μέσα. Προχωρούσε μπροστά και πήγαινε από αίθουσα σε αίθουσα. Απ’ τη μια θαύμαζε το αρχαίο μεγαλείο τους που έμενε αναλλοίωτο στο σχήμα τους, στον όγκο τους και στη γραμμή τους και απ’ την άλλη λυπόταν για τη γύμνια τους και την καταστροφή τους, που είχε προκαλέσει η λεηλασία κι η αρπαγή του στρατού μας. Προχωρούσε αμίλητος και σκεφτικός κι όσο η ώρα περνούσε κι έμπαινε απ’ τη μια αίθουσα στην άλλη, η ταραχή κι η στενοχώρια του γινόταν πιο ευδιάκριτη. Θλίψη τον κυρίεψε για τη μεγάλη καταστροφή και τη θλιβερή τύχη που είχε το περιώνυμο και δοξασμένο εκείνο ανάκτορο. Για μια στιγμή, στάθηκε στη μέση μιας επιβλητικής αλλά πραγματικά ρημαγμένης αίθουσας. Στο ονομαστό χρυσοτρίκλινο.

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Κριτόβουλος. Έκδοση Muller Σελίδα 151 Vasiliev A.A. ‘’History of Byz. . . .’’ Τόμ. Δ. Σελίδα 150

418. 98. 65. 416


Ο Μεχμέτ αγάς διέκοψε για λίγο τη διήγησή του κι έμεινε σιωπηλός. Έφερε γρήγορα στο μυαλό του την παλιά λαμπρότητα της μεγάλης αυτοκρατορικής αίθουσας και τη σύγκρινε βιαστικά με την εικόνα της θλιβερής πραγματικότητας, όπως την είδε ο ίδιος ύστερ’ απ’ τη λεηλασία, την ημέρα της άλωσης και κούνησε το κεφάλι του λυπημένα. Μετά, έστρεψε τα μάτια του προς το κτίριο των ανακτόρων και είπε μονολογώντας. -Τι καταστροφή! . . . Τι ερήμωση! . . . Ξανακούνησε θλιβερά το κεφάλι του και, γυρίζοντας το βλέμμα του προς τους γενιτσάρους που κάθονταν σιωπηλοί δίπλα του, συνέχισε. -Ο Ισμαήλ πασάς, ο εμίρης της Σινώπης, εκείνα τα χρόνια, με τον οποίο επισκεφτήκαμε τον αυτοκράτορα τις μέρες της πολιορκίας, για να του προτείνουμε, σύμφωνα με τις αξιώσεις του σουλτάνου, να μας παραδώσει την Πόλη, μου είπε κάποτε για τη μεγαλοπρέπεια της αίθουσας εκείνης του παλατιού. Ο πασάς, καθώς και ο πατέρας του, είχαν παλιότερα φιλικές σχέσεις με το Βυζάντιο και πολλές φορές είχαν επισκεφτεί τους αυτοκράτορες κι είχαν γνωρίσει από κοντά τη χλιδή και τη μεγαλοπρέπεια του ξακουστού παλατιού και του ονομαστού χρυσοτρίκλινου. Το χρυσοτρίκλινιο ήταν μια ευρύχωρη οχτάγωνη σάλα. Γύρω στους τοίχους της, ανοίγονταν οχτώ λεπτίγραμμες αψίδες πάνω στις οποίες στηρίζονταν ένας θαυμάσιος θόλος, σαν ανοιχτός και αστροφώτιστος ουρανός. Η μια απ’ τις αψίδες έκλεινε με δυο μεγάλες ασημένιες πόρτες με φανταχτερά σκαλίσματα, οι οποίες οδηγούσαν στο εσωτερικό του παλατιού. Οι άλλες εφτά σχημάτιζαν ανοιχτές προθήκες, όπου οι Βυζαντινοί εξέθεταν τα πλούτη και τους θησαυρούς του παλατιού κι όλα τα αυτοκρατορικά κοσμήματα σε επίσημες τελετές και σε υποδοχές ξένων ηγεμόνων και μεγάλων πρεσβευτών. Στα σμαλτωμένα ράφια των θαυμάσιων αυτών προθηκών έβλεπε κανείς αστραφτερά και πανάκριβα περιδέραια, λεπτοσκαλισμένα χρυσαφικά στολισμένα με πολύχρωμα πετράδια, χρυσοκέντητα βασιλικά φορέματα με φανταχτερούς δικέφαλους αετούς, πολύχρωμα παγώνια κι άλλα εξωτικά και παραδεισένια πουλιά, ορμητικές τήγρεις κι εξαγριωμένα λιοντάρια που έμοιαζαν σαν πραγματικά κι ολοζώντανα, μεγάλα σκαλιστά πιάτα από καθαρό ασήμι, ολόχρυσα ποτήρια με χερούλια και βάσεις από επιδέξια επεξεργασμένο και με τέχνη σκαλισμένο σμάλτο, μεγάλες λεκάνες και πιατέλες ασημένιες ή ολόχρυσες, που στο αντίκρισμά τους έμενες έκθαμβος απ’ τη γυαλάδα και την τέχνη τους . . . Κι όλα αυτά τα μυθώδη σε αξία και ονειρώδη σε καλλιτεχνία αντικείμενα δεν χόρταινες να τα βλέπεις και να τα θαυμάζεις. Πολλές φορές, για να κάνουν μεγαλύτερη εντύπωση οι αυτοκράτορες στους επισκέπτες τους, δανείζονταν και δισκοπότηρα και άλλα ιερά σκεύη απ’ τις εκκλησίες και τα μοναστήρια ή διαλεχτά έργα τέχνης απ’ τους πιο ξακουστούς χρυσοχόους της πόλης. Η περίλαμπρη εκείνη αίθουσα ήταν στρωμένη με ακριβά περσικά χαλιά και αρωματισμένη με σπάνια κι εξωτικά αρώματα των Ινδιών και της μακρινής Ανατολής, που έστελναν τις μεθυστικές τους αναθυμιάσεις σ’

417


ολόκληρο το χώρο της θολωτής αίθουσας, μέσα απ’ τις ασημένιες ημισφαιρικές αρωματοδόχες που κρέμονταν με μακριές χρυσές αλυσίδες απ’ το τοξοτό ταβάνι του πανύψηλου θόλου. Ακριβά πολυκάντηλα σκόπριζαν παντού το τρεμουλιαστό τους φως κι έδιναν με την απαλή χλομάδα τους μια φαντασμαγορική όψη στο μυθικό πλούτο της πολυτελέστατης εκείνης αίθουσας. Στις μεγάλες τελετές, το λαμπρό χρυσοτρίκλινο γέμιζε από μεγάλους αυλικούς, άρχοντες και ξένους ηγεμόνες, οι οποίοι έκθαμβοι και με κρατημένες τις ανάσες τους θαύμαζαν το κάλλος και τον πλούτο που άφθονος τους περιέβαλε. Όταν όλοι οι καλεσμένοι έπαιρναν τις θέσεις τους, άνοιγαν οι βαριές ασημένιες πόρτες και παρουσιάζονταν ο αυτοκράτορας με την πολυπληθή συνοδεία του. Καθόταν πάνω σε ολόχρυσο θρόνο και άστραφτε μέσα στη χρυσοκέντητη στολή του. Στολισμένος με αστραφτερά διαμάντια και χρωματιστά πετράδια απ’ την κορόνα της κεφαλής του μέχρι τα κόκκινα πέδιλα των ποδιών του, τριγυρισμένος από χρυσοστόλιστους ακολούθους με φανταχτερούς χιτώνες και ολόχρυσα μακριά ραβδιά, έμοιζε μέσα στους απαλόχρωμους καπνούς των θυμιαμάτων και στις έντονες αναθυμιάσεις των αρωμάτων, σα φωτεινό κι απόκοσμο μετέωρο, τυλιγμένο στις πολύχρωμες σημαίες και στα φανταχτερά λάβαρα που πλατάγιζαν ρυθμικά γύρω του. Ήχοι μουσικής και εμβατήρια τόνωναν την ονειρώδη μεγαλοπρέπεια του χρυσοτρίκλινου και υμνούσαν τη μεγαλοσύνη του αυτοκράτορα. Ο ολόχρυσος θρόνος ανεβοκατέβαινε µ’ ένα μυστικό μηχανισμό κι ο θεατής νόμιζε πως τον αυτοκράτορα τον ανασήκωναν προς τον ουρανό, σαν κάτι το θεϊκό και υπέργειο ον, οι ολόχρυσες αγγελικές φτερούγες που εκτείνονταν αστραφτερές προς τα πλάγια του θρόνου. Επίσης, δεξιά κι αριστερά του θρόνου, υψώνονταν περίφημα τεχνιτά δέντρα με ασημένιους κορμούς και ολόχρυσα φύλλα. Σπόρπια πετράδια πάνω στα φυλλώματα άστραφταν παράξενα στο φως των πολυκάντηλων και έδιναν την εντύπωση απόκοσμων πρωινών δροσοσταλίδων. Στα πόδια του μεγαλοπρεπή θρόνου, δυο ολόχρυσα λιοντάρια μισοξαπλωμένα, με ανασηκωμένες τις ουρές και τις χαίτες, φαίνονταν σα να ήταν έτοιμα να κατασπαράξουν τον κάθε εχθρό του αυτοκράτορα. Τα χρυσά λιοντάρια κουρδίζονταν και κουνούσαν τις ουρές τους ή έβγαζαν άγριους βρυχηθμούς. Κάπου-κάπου, δίνονταν και γεύματα μέσα στο χρυσοτρίκλινο. Τότε, τα φαγητά σερβίρονταν στους προσκεκλημένους από μεγάλες πιατέλες φτιαγμένες από ατόφιο χρυσάφι, που δέκα άτομα δεν μπορούσαν να σηκώσουν μία απ’ αυτές στα χέρια τους. Τι κατάπληξη προξενούσε στους ξένους όταν έβλεπαν τις θεόρατες εκείνες πιατέλες να κατεβαίνουν απ’ το ταβάνι με ασημένιες τροχαλίες, γεμάτες εύγευστα και πρωτότυπα φαγητά! Και τι κατάπληξη ένιωθαν όταν έβλεπαν λαμπροστολισμένους σερβιτόρους να περιφέρουν μέσα στην αίθουσα, πάνω σε ασημένια και πολυκέντητα καροτσάκια, βαριά ολόχρυσα βάζα και κάνιστρα, γεμάτα με τα πιο παράξενα αλλά νόστιμα γλυκά και φρούτα της Ανατολής!

418


Εκεί, λοιπόν, κάτω απ’ τον τρούλο του ρημαγμένου χρυσοτρίκλινου στάθηκε ο σουλτάνος και με δυνατή φωνή άρχισε να απαγγέλει στίχους από ένα παλιό περσικό ποίημα, που αναφέρονταν στις περιπέτειες του ανθρώπινου μεγαλείου. Σήμερα η αράχνη έγινε φρουρός των ξακουστών ανακτόρων και ο λεπτός της έφραξε ιστός τις πύλες των αυτοκρατόρων. Στου Εφρασαΐμπ τον τάφο το βασιλικό αντί μύρα της βάγιας αντιλαλεί σπαραχτικό κλάμα της κουκουβάγιας . . .152. Όλοι μείναμε ακίνητοι στις θέσεις µας και σιωπηλοί κι ακούγαμε τους λυπητερούς στίχους. Οι καρδιές όλων μας είχαν μαλακώσει τη στιγμή εκείνη. Λέγετε, ότι το ποίημα αυτό το έγραψε ένας μεγάλος Πέρσης ποιητής, ο Ομάρ Καγιάμ. Ο Ομάρ είχε δάσκαλό του το σοφό Ιμάμ Μοβαφφάκ και φίλο και συμφοιτητή του τον Αβδούλ Κασέμ. Αργότερα, ο Αβδούλ Κασέμ έγινε βεζίρης του σοφού σουλτάνου Αλπ-Αρσλάν και πρόσφερε στον παλιό του φίλο Ομάρ μια καλή θέση στην αυλή του σουλτάνου. Ο διψασμένος, όμως, για μάθηση Ομάρ δεν δέχτηκε τη θέση που του πρόσφερε ο φίλος του, αλλά του ζήτησε μια ταχτική επιχορήγηση, ώστε να μπορέσει άνετα να ασχοληθεί με τα γράμματα και τις μελέτες του. Του άρεσαν τα μαθηματικά, η αστρονομία και η ποίηση. Η επιστημονική του σοφία και το ποιητικό του έργο ‘’Ρουμπαγιάτ’’ του έδωσαν μεγάλη φήμη και του εξασφάλισαν αιώνια δόξα153. Άλλοι πάλι λένε, ότι οι στίχοι αυτοί είναι απ’ το μεγάλο επικό ποίημα ‘’Σαχναμέ’’, που αποτελείται από εξήντα χιλιάδες στίχους κι είναι γραμμένο απ’ τον Πέρση ποιητή Φιρδουσή (932-1025 µ.Χ.). Ο Εφρασαΐμ ήταν θρυλικός βασιλιάς της αρχαίας Μηδίας, ο οποίος κατέκτησε ολόκληρη την Περσία και τελικά σκοτώθηκε απ’ τον Κύρο154. Ο Μωάμεθ, σαν τελείωσε την απαγγελία του αυτή, γύρισε προς το μέρος του Χαλλίλ πασά και του Μαχμούτ πασά που στεκόταν κοντάκοντά προς τα δεξιά του και, δίνοντας οξύτερο τόνο στη φωνή του, σα να ήθελε να διώξει κακές σκέψεις απ’ το μυαλό του ή να απαλλάξει τον εαυτό του από μια παράξενη στενοχώρια που τον πίεζε βαριά, είπε: ‘’Λοιπόν, ας προχωρήσουμε με την τακτοποίηση του παλατιού και την εγκατάστασή μας εδώ.’’ Αμέσως, άρχισαν οι προετοιμασίες και την ίδια μέρα ο νέος κύριος της Κωνσταντινούπολης, ο ένδοξος πορθητής Μωάμεθθ ο δεύτερος, Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα (Στιχούργηση ποιήματος από Α. Αγγελίδη). 153 Παγκόσμιος Ποιητική Ανθολογία Τόμ Α Σελίδα 154 Viltari V. ‘’The Black Angel’’ Σελίδα 349. 152

405. 427.

419


εγκαθίστατο στο αρχαίο και ονομαστό ανάκτορο των Βλαχερνών. Έδωσε δε διαταγή, να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την ανεύρεση του αυτοκράτορα, γιατί κανένας δεν ήξερε τι απέγινε ο Κωνσταντίνος κι ούτε κανένας μπορούσε να βεβαιώσει, αν ζούσε ή αν είχε σκοτωθεί. Μάλιστα, είχε κυκλοφορήσει η είδηση ότι ζει και ότι κάπου βρίσκεται κρυμμένος στην πόλη. Οι έρευνες, όμως, αργότερα απέδειξαν, ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί στη μάχη πολεμώντας στα τείχη. Οι στρατιώτες μας κι οι αξιωματικοί πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα κι έφερναν τις πιο παράξενες ειδήσεις στο σουλτάνο για την τύχη του αυτοκράτορα. Τελικά, το σώμα του βρέθηκε ανάμεσα στους σκοτωμένους στα τείχη κι αναγνωρίστηκε απ’ τους άρχοντες του παλατιού του. Ο Μεχμέτ ανασηκώθηκε κάπως στη θέση του κι άπλωσε τα πόδια του πάνω στο χρωματιστό κιλίμι που είχε απλωμένο στα χόρτα και καθόταν. Έκανε μια ελαφριά αλλά απότομη κίνηση του χεριού του, σαν κάτι το ενδιαφέρον να θυμήθηκε ξαφνικά και, κοιτάζοντας τους γενιτσάρους γύρω του, είπε. -Δε σας είπα ότι, καθώς προχωρούσαμε μέσα στην πόλη, είδαμε στους τοίχους των αρχοντικών, στις πόρτες των δημόσιων κτιρίων, ακόμη και πάνω στις στέγες και στους τρούλους των εκκλησιών, αναρτημένα ή ζωγραφισμένα μισοφέγγαρα. Είχαν διάφορο μέγεθος, αλλά όλα έλαμπαν στον ήλιο και πολλά απ’ αυτά ήταν επίχρυσα ή ολόχρυσα. Ο Μωάμεθ εντυπωσιάστηκε απ’ το πλήθος τους και την ομορφιά τους και ρώτησε να μάθει τι συμβολίζουν οι πολυάριθμοι εκείνοι ‘’σελινίσκοι’’, όπως τους ονόμαζαν οι Βυζαντινοί. Κάλεσε δυο σοφούς γέροντες, παλιούς βιβλιοθηκάριους της μεγάλης βιβλιοθήκης της Κωνσταντινούπολης και τους ρώτησε να του πουν ό,τι ήξεραν για τα γυαλιστερά μισοφέγγαρα. Οι βιβλιοθηκάριοι είπαν, ότι τα παλιά χρόνια, το 340 π.Χ., ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος ο Μακεδόνας, πολιόρκησε το Βυζάντιο και προσπάθησε να το κυριέψει. Οι κάτοικοί του, όμως, αμύνθηκαν πεισματικά κι ο Φίλιππος τελικά αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να φύγει. Τότε, οι Βυζαντινοί απέδωσαν την επιτυχία τους αυτή στην αρχαία θεά Εκάτη, τη θυγατέρα του Ουρανού και της Γης και εξουσιάστρια της νύχτας και των υποχθονίων, η οποία είχε σα σύμβολό της το μισοφέγγαρο. Όταν ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυσε στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου την Κωνσταντινούπολη και την έκανε πρωτεύουσά του, διατήρησε το έμβλημα αυτό. Οι κάτοικοι ποτέ δεν έπαψαν να πιστεύουν, πως ο ‘’σελινίσκος’’ είχε τη δύναμη να αποκρούει τους εχθρούς και να διώχνει τους κινδύνους μακριά απ’ την πόλη τους. Γι’ αυτό και τον είχαν στήσει παντού και τον θεωρούσαν σα φυλαχτό της πρωτεύουσάς τους. Ο έπαρχος, μάλιστα, της Κωνσταντινούπολης και η γυναίκα του είχαν κεντημένους σελινίσκους στα σανδάλια τους, για να ξεχωρίζουν απ’ τους άλλους και να φαίνονται ότι είναι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης. Ο Μωάμεθ εντυπωσιάστηκε απ’ την ιστορία αυτή, άρεσε και το έμβλημα του σελινίσκου και, μαζί με το δικό του αστέρι, το έκανε σύμβολό του και διακριτικό της σημαίας του. Βέβαια, η συνένωση πάνω στη σημαία μας του τουρκικού άστρου και του βυζαντινού σελινίσκου

420


είχε και βαθύτερη σημασία. Έσμιγε τις δυο αυτοκρατορίες σε μία και ισχυροποιούσε περισσότερο τις διεκδικήσεις και τα δικαιώματα του σουλτάνου μας πάνω στο βυζαντινό θρόνο. Επιπλέον, τιμώντας έτσι το αρχαίο σύμβολο των Βυζαντινών, καλόπιανε και τους επιζήσαντες κατοίκους της Πόλης και κολάκευε κάπως κι όλους τους ελεύθερους ακόμη χριστιανούς που είχαν κάποια εξάρτηση απ’ την Κωνσταντινούπολη. Οι γενίτσαροι αλληλοκοιτάχτηκαν με περηφάνια για την πονηριά και την εξυπνάδα του σουλτάνου τους, ενώ ο γερο-Μεχμέτ συνέχισε την ιστορία του. -Ο σουλτάνος κάθε μέρα στενοχωριόταν βλέποντας την πόλη γυμνή και άδεια από κατοίκους. Μετά την άλωση, επισκέφτηκε το Γαλατά. Μαζί του είχε μεγάλη ακολουθία αξιωματούχων του σεραγιού. Ανάμεσα σ’ όλους μας που τον συνοδεύαμε διακρίνονταν ο Ζαγανός πασάς. Ήταν περήφανος και καμάρωνε που με τα λόγια του και τα έργα του συνέβαλε στην άλωση της Πόλης. Ο Μωάμεθ τον είχε πάντα δίπλα του. Στο Γαλατά μας υποδέχτηκε ο Γενουάτης άρχοντας και εξουσιαστής της μικρής πόλης Άγγελος Ιωάννης Ζαχαρίας. Ο σουλτάνος διέταξε να καταγραφούν οι περιουσίες όλων των Γενουατών που έφυγαν απ’ το Γαλατά με την πτώση της Κωνσταντινούπολης και να κατασχεθούν όλα τα υπάρχοντά τους. Υποσχέθηκε δε, ότι θα τα επιστρέψει και πάλι όλα στους δικαιούχους, μόλις αυτοί ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους. Μάλιστα, θέλοντας να γνωρίσει και επίσημα στους φυγάδες τις προθέσεις του, έστειλε απεσταλμένους του στη Χίο και στα άλλα νησιά. Τους Τούρκους απεσταλμένους συνόδευε κι ο αντιπρόσωπος του εξουσιαστή του Πέραν ο Γενουάτης Αντώνιος Κόκας. Λίγοι, όμως, απ’ τους φυγάδες γύρισαν πίσω στα σπίτια τους. Κι απ’ αυτούς ελάχιστοι επέζησαν. Επίσης, ο Μωάμεθ διέταξε να κατεδαφιστούν όλα τα τείχη και οι πύργοι του Γαλατά, να γεμιστεί με χώμα η ανοιχτή τάφρος και να ισοπεδωθούν όλα τα προτειχίσματα και τα φρούρια που υπήρχαν προς το μέρος της θάλασσας του Μαρμαρά. Κατεδαφίστηκε ο πύργος του Σταυρού και άλλοι πύργοι και γκρεμίστηκαν περίπου τα τρία τέταρτα των οχυρώσεων της συνοικίας. Έμειναν μόνο τα λίγα φυλάκια κοντά στο τείχος του Αζάμ-Καπού155. Η κατεδάφιση του πύργου του Σταυρού έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί είχε το όνομα του σουμβόλου των χριστιανών και γιατί εκεί δένονταν το ένα άκρο της μεγάλης και ονομαστής αλυσίδας, η οποία έφραζε το στόμιο του λιμανιού. Την αλυσίδα αυτή, πρώτος χρησιμοποίηση ο αυτοκράτορας Λέων ο τρίτος το 717, όταν πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη οι Άραβες. Ύστερ’ από λίγες μέρες, ο σουλτάνος ζήτησε να πάμε στην Αδριανούπολη. Εκεί κατηγόρησε επίσημα το μεγάλο βεζίρη Χαλλίλ πασά σα φίλο των χριστιανών και προδότη της πατρίδας του. Του εφήρεσε όλα τα μεγάλα αξιώματα που κατείχε και διέταξε να τον κρεμάσουν.

155

Σλουμβέρζε Γ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα

401. 421


Τις μέρες εκείνες, έδωσε εντολή στους διοικητές των διαφόρων περιοχών της αυτροκρατορίας του, να στείλουν οικογένειες Χριστιανών, Εβραίων και Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, για να ξαναγεμίσει η άδεια πόλη κατοίκους156. Όταν ξαναεπιστρέψαμε στην Κωνσταντινούπολη, μού ‘δωσε διαταγή να πάω στη Μικρά Ασία και να φέρω νέους κατοίκους από κει. Πήγα και κατέγραψα πέντε χιλιάδες οικογένειες. Στις οικογένειες αυτές ο σουλτάνος έβαζε προθεσμία τριών μηνών, για να μεταφερθούν με τα παιδιά τους κι όλα τα υπάρχοντά τους και να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη. Η ποινή για όσους δεν υπακούσουν στη διαταγή ήταν θάνατος. Επίσης, προσπάθησε με κάθε τρόπο, δίνοντας διάφορες υποσχέσεις, να ξαναφέρει πίσω όλους εκείνους που εγκατέλειψαν την Πόλη πριν και κατά την άλωση. Αλλ’ η προσπάθειά του αυτή δεν είχε αισθητά αποτελέσματα. Απ’ τις πρώτες μέρες ακόμη, ήθελε να ξαναχτίσει την πόλη και προσπαθούσε να προσελκύσει εργάτες και τεχνίτες για τα έργα που είχε υπόψη του να βάλει μπροστά. Ήθελε να χτίσει μεγάλο παλάτι κοντά στη Χρυσή πύλη, δίπλα στο φρούριο των Επτά πύργων και να επισκευάσει το εσωτερικό τείχος των οχυρώσεων. Μάλιστα δε, έδωσε διαταγή σ’ όλους τους Τούρκους, να επιτρέψουν στους σκλάβους τους να εργάζονται στα διάφορα έργα. Οι περισσότεροι απ’ τους σκλάβους ήθελαν να δουλέψουν, γιατί έλπιζαν ότι, έστω και με τα λίγα χρήματα που θα κέρδιζαν, θα κατόρθωναν ίσως κάποτε να εξαγοράσουν τη λευτεριά τους157. -Είναι αλήθεια, ότι πολλοί απ’ τους Βυζαντινούς άρχοντες που ξαναγύρισαν αργότερα στην Πόλη αποκεφαλίστηκαν; Ρώτησε ο γενίτσαρος απ’ την Προύσα. -Αρκετοί απ’ αυτούς παραδόθηκαν στο δήμιο για διάφορους λόγους, απάντησε με κατήφεια ο Μεχμέτ158. -Από ποια άλλα μέρη ήρθαν καινούριοι κάτοικοι στην Πόλη; Ξαναρώτησε ο περίεργος γινίτσαρος. -Όταν το 1458 ο σουλτάνος χτύπησε την Κόρινθο, είπε ο Μεχμέτ, ο στρατός μας συνέλαβε απ’ τις γύρω περιοχές περίπου τρεις χιλιάδες αιχμαλώτους. Άντρες, γυναίκες και παιδιά. Όλος αυτός ο κόσμος στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για να εγκατασταθεί στις περιοχές έξω απ’ τα τείχη που είχαν ερημωθεί απ’ το στρατό κατά την εποχή της πολιορκίας. Τον επόμενο χρόνο, ο Μωάμεθ γύρισε απ’ την Πελοπόννησο και διέταξε να εγκατασταθούν μέσα στην πόλη όλοι οι τεχνίτες που είχαν σταλεί εδώ απ’ την Κόρινθο. Επίσης, τον ίδιο χρόνο διέταξε, όπως όλοι οι ευκατάστατοι κάτοικοι της Άρμαστρης της Μαύρης Θάλασσας, συμπεριλαμβανόμενων κι όλων των Αρμένων εμπόρων, σταλούν για μόνιμη εγκατάσταση στην πρωτεύουσα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μωάμεθ ήθελε να ξαναγεμίσει την πόλη με πληθυσμό και ταυτόχρονα να

Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ 158 Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ 156 157

Σελίδα Σελίδα Σελίδα

382. 382. 384. 422


συγκεντρώσει τεχνίτες και εργάτες, γιατί ήθελε να χτίσει το μεγάλο τζαμί που φέρνει το όνομά του159. Με μια αργή κίνηση του χεριού του, ο Μεχμέτ αγάς έδειξε προς το μέρος του μεγάλου τζαμιού που βρίσκεται στην τοποθεσία όπου παλιότερα υπήρχε η εκκλησία των αγίων Αποστόλων. Όλοι οι γενίτσαροι γύρισαν τα μάτια τους προς την κατεύθυνση αυτή, ενώ ο Μεχμέτ συνέχισε την αφήγησή του. -Εδώ και δώδεκα ή δεκατρία χρόνια, το 1460 νομίζω, εξέδωσε ο σουλτάνος ιραδέ και καλούσε όλους εκείνους που παλιότερα κατοικούσαν στην Πόλη να ξαναγυρίσουν στον τόπο τους. Υπήρχαν αρκετοί παλιοί κάτοικοι της Πόλης που κατοικούσαν στην Αδριανούπολη, στη Φιλιππούπολη, στην Προύσα και αλλού. Άλλοι απ’ αυτούς είχαν πουληθεί σα σκλάβοι και διασκορπίστηκαν στα μέρη αυτά κι άλλοι είχαν εγκαταλείψει τον τόπο τους πριν την άλωση και είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις αυτές. Πολλοί απ’ αυτούς, ακόμη κι απ’ τους σκλάβους, κατάφεραν με την εξυπνάδα τους και τη δουλειά τους, να αποκατασταθούν καλά και να προκόψουν. Ορισμένοι μάλιστα έγιναν και πολύ πλούσιοι. Τους περισσότερους απ’ αυτούς τους μετέφερε στην Πόλη. Τους επέτρεψε να εγκατασταθούν όπου ήθελαν. Τους έδωσε θέσεις και τιμές. Τους βοήθησε να ξαναδημιουργηθούν οι ίδιοι και να μεγαλώσουν και να λαμπρύνουν την Πόλη. Επίσης, μετέφερε στην πρωτεύουσα όλους τους κατοίκους απ’ τις δυο Φωκαίες και έστειλε τον καπετάν πασά με σαράντα πλοία στο Αιγαίο να μαζέψει κι άλλους απ’ τα νησιά. Ο καπετάν πασάς μετέφερε σχεδόν όλους τους κατοίκους της Θάσου και της Σαμοθράκης στην Κωνσταντινούπολη160. Το 1461, αφού υπόταξε το Μωριά, γύρισε προς την Τραπεζούντα. Την εποχή εκείνη, αυτοκράτορας στα μέρη εκείνα ήταν ο Ιωάννης ο Κομνηνός. Ο Ιωάννης προσπαθούσε από καιρό να συνενώσει τα εμιράτα της Σινώπης και της Καραμανίας και μαζί με τους χριστιανούς βασιλιάδες της Γεωργίας και της Αρμενίας ν’ αντισταθεί στο Μωάμεθ. Αλλά το χρόνο εκείνο, ο Ιωάννης πέθανε και οι σύμμαχοί του δεν έδειχναν και μεγάλες διαθέσεις συνεργασίας με το νέο αυτοκράτορα Δαυίδ. Οι διαθέσεις τους αυτές, μάλιστα, παρέλυσαν κι απονεκρώθηκαν τελείως, όταν έμαθαν ότι ο Μωάμεθ, με ογδόντα χιλιάδες στρατό και εξήντα χιλιάδες ιππικό που είχε συγκεντρώσει στην Προύσα, μαζί και με πολυάριθμο στόλο, ετοιμάζονταν να εκστρατεύσει εναντίον τους. Ο στρατός μας δεν άργησε να ετοιμαστεί και να ξεκινήσει απ’ την Προύσα. Γρήγορα κυρίεψε τη Σινώπη και προχωρούσε προς την Τραπεζούντα. Η ταχύτητα των κινήσεων του Μωάμεθ και η παρουσία του στόλου μας και του στρατού μας γύρω απ’ την Τραπεζούντα ξάφνιασαν το Δαυίδ. Προχωρήσαμε εναντίον του και, αφού καταστρέψαμε και ερημώσαμε όλα τα περίχωρα, πολιορκήσαμε την πόλη από παντού. Παρ’ όλη τη 159 160

Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Επίσης Κριτόβουλος.

Σελίδα Σελίδα

384. 385.

423


δύναμή μας, όμως, οι πολιορκημένοι αντιστέκονταν. Αντιστάθηκαν περίπου ένα μήνα. Σ’ αυτό τους βοήθησαν και τα πολυάριθμα και ισχυρά ανταρτικά σώματα της γύρω ορεινής περιοχής, που μας χτυπούσαν ασταμάτητα από τα νώτα. Η κατάσταση ήταν σοβαρή κι ανησυχούσε το σουλτάνο. Κάλεσε το μεγάλο βεζίρη Μαχμούτ πασά κι όλους τους πασάδες και τους στρατηγούς του σε σύσκεψη. Συζητούσαν για αρκετή ώρα. Τελικά, αποφασίστηκε να προσπαθήσουμε νά ‘ρθουμε σε συνεννόηση με το Δαυίδ. Αμέσως, έστειλε αντιπροσώπους του στον αυτοκράτορα και τον ρωτούσε τι προτιμάει. Την παράδοση της πόλης ή την καταστροφή της. Τις διαπραγματεύσεις από μέρους του σουλτάνου ανέλαβε ο μεγάλος βεζίρης Μαχμούτ πασάς κι από μέρους του αυτοκράτορα ο μέγας λογοθέτης Γεώργιος Αμιρούζης. Ο Αμιρούζης εύκολα κατάφερε να πείσει το Δαυίδ να παραδώσει την πόλη. Έτσι, στις 15 Αυγούστου 1461, κυριεύτηκε η Τραπεζούντα, οχτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και πολλοί κάτοικοι της περιοχής εκείνης μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα161. Η προσπάθεια και η επιμονή του Αμιρούζη στο να πείσει τον αυτοκράτορα να παραδώσει την πόλη στο Μωάμεθ κατηγορήθηκε από πολλούς ομοεθνείς του σαν προδοσία κατά της πατρίδας του. Κατά πόσο έχουν δίκιο αυτοί που επέδωσαν μια τόσο βαριά κατηγορία στο μεγάλο λογοθέτη της Τραπεζούντας δεν ξέρω. Θα σας πω, όμως, μια μικρή ιστορία, ένα παλιότερο περιστατικό και σεις βγάλετε συμπέρασμα μόνοι σας. Ύστερ’ απ’ την κατάληψη της Τραπεζούντας, ο αυτροκράτορας Δαυίδ με τη γυναίκα του Ελένη, την υπόλοιπη οικογένειά του και τους αυλικούς του, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο Αμιρούζης, μεταφέρθηκαν με τουρκικό πλοίο εδώ στην Κωνσταντινούπολη. Στην πρωτεύουσα έμειναν λίγο καιρό και μετά στάλθηκαν στην Αδριανούπολη. Εκεί ζούσε εξόριστος κι ο δεσπότης του Μυστρά Δημήτριος Παλαιολόγος, ο αδελφός του άλλοτε αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνου. Ο Δημήτριος, μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου απ’ το στρατό μας, ακολούθησε το Μωάμεθ στην Αδριανούπολη. Ήταν, βέβαια, περιορισμένος εκεί, αλλά ο σουλτάνος τον έβλεπε με πολύ καλύτερο μάτι και τον ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους εξόριστους ηγεμόνες. Ίσως, επειδή ήταν ανθενωτικός και επειδή παλιότερα, κατά το 1448, όταν πέθανε ο αδελφός του αυτοκράτορας Ιωάννης και πριν ανέβει στο θρόνο ο άλλος αδελφός του Κωνσταντίνος, προσπάθησε, με την υποστήριξη του Γεννάδιου και των οπαδών του ανθενωτικών και με τη βοήθεια των Τούρκων, να γίνει κύριος της Κωνσταντινούπολης και ν’ ανεβεί αυτός στον αυτοκρατορικό θρόνο. Για να δείξει την εύνοιά του αυτή ο Μωάμεθ, του παραχώρησε την Ίμβρο, τη Λήμνο και μέρος απ’ τη Θάσο και τη Σαμοθράκη. Το 1467, όμως, έχασε την εκτίμηση του σουλτάνου και 161

Pears E. ‘’The Destruction …’’ Nicol D.M. ‘’The Last Centuries. . .’’

Σελίδα Σελίδα

388. 432. 424


εξορίστηκε στο Διδυμότειχο. Πέθανε καλόγερος λίγα χρόνια αργότερα, το 1470162. Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε πίσω στον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας. Ο σουλτάνος παραχώρησε στο Δαυίδ τα εισοδήματα της κοιλάδας του Στρυμόνα, τα οποία δεν ήταν και ευκαταφρόνητα. Απαγόρεψε, όμως, την απομάκρυνση του αυτοκράτορα ή οποιουδήποτε άλλου μέλους της οικογένειάς του απ’ την Αδριανούπολη. Ήθελε να έχει ολόκληρη την αυτοκρατορική οικογένεια υπό τον έλεγχό του, ώστε να μην του διαφύγει κανείς και προσπαθήσει αργότερα να διεκδικήσει το θρόνο της Τραπεζούντας ή της Κωνσταντινούπολης. Δυο χρόνια αργότερα, ο Δαυίδ κατηγορήθηκε για συνωμοσία και κλείστηκε στη φυλακή. Λένε, ότι η ανεψιά του Δαυίδ και γυναίκα του εμίρη Ουζούν χασάν ζήτησε να της στείλει ο αυτοκράτορας κρυφά ένα απ’ τα παιδιά του στην Καραμανία, για να το μεγαλώσει αυτή στην αυλή της. Το μυστικό της αυτό η εμίρησσα το εμπιστεύτηκε στον Αμιρούζη, ο οποίος αμέσως το μετέφερε στο Μωάμεθ. Ο Μωάμεθ χαρακτήρισε την κίνηση αυτή σα συνωμοσία εναντίον του και διέταξε τη θανάτωση ολόκληρης της αυτοκρατορικής οικογένειας, η οποία και μεταφέρθηκε για το σκοπό αυτό στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, την 1η Νοερμβρίου 1463, ο αυτοκράτορας Δαυίδ, τα μεγαλύτερα παιδιά του και ο ανεψιός του, αποκεφαλίστηκαν στην Πόλη. Τα σώματά τους ρίχτηκαν έξω απ’ τα τείχη κι απαγορεύτηκε με ποινή θανάτου η ταφή τους163. Ο σουλτάνος υποσχέθηκε να χαρίσει τη ζωή στη γυναίκα του Δαυίδ, αυτοκράτειρα Ελένη και στα δυο μικρά παιδιά της, το Γεώργιο και την Άννα, εάν, μέσα σε τρεις μέρες, κατέβαλλαν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων δουκάτων. Οι φίλοι της αυτοκράτειρας στην Κωνσταντινούπολη συγκέντρωσαν το μεγάλο αυτό ποσό μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες. Η Ελένη, όμως, αρνήθηκε να δεχτεί τα χρήματα κι απέρριψε τη χάρη του σουλτάνου. Ντύθηκε καλογριά και νύχτα κατέφυγε έξω απ’ τα τείχη και κλείστηκε σε μια καλύβα, δίπλα στα πεταγμένα σώματα του άντρα της και των παιδιών της, εμποδίζοντας τα σκυλιά και τα όρνια να κατασπαράξουν τις σάρκες τους. Κατάφερε δε, σκάβοντας όλη τη νύχτα, να θάψει τα σώματά τους, αψηφώντας την αυστηρή διαταγή του σουλτάνου. Ύστερ’ από μερικές μέρες πέθανε κι η ίδια απ’ τη θλίψη της μέσα στην καλύβα της, δίπλα στον τάφο των παιδιών της και του άντρα της. Απ’ τα διασωθέντα παιδιά της οικογένειας Κομνηνών, ο μεν Γεώργιος, ο οποίος ήταν μόλις τρίχρονος, στάλθηκε στην αυλή του Ουζούρ χασάν, όπου και μεγάλωσε σα μουσουλμάνος, η δε αδελφή του Άννα στάλθηκε στο χαρέμι του Ζαγανού πασά και ασπάστηκε κι εκείνη τη μουσουλμανική θρησκεία. Έτσι, έσβησε τελείως η ένδοξη οικογένεια των Κομνηνών164. 162 163 164

Nicol D.M. ‘’The Last Centuries . . .’’ Nicol D.M. ‘’The Last Centuries . . .’’ Nicol D.M. ‘’The Last Centuries . . .’’

Σελίδα Σελίδα Σελίδ.

423. 432. 432-3. 425


Αργότερα, κυριέψαμε κι άλλα μέρη και επεκτείναμε τα σύνορα της αυτοκρατορίας μας πιο πέρα . . . Ο γερο-Μεχμέτ είχε κουραστεί απ’ την πολύωρη διήγηση και η κόπωσή του διακρίνονταν καθαρά στο πρόσωπό του. Οι νεαροί γενίτσαροι δίπλα του αισθάνονταν την κούρασή του αυτή και σκέφτονταν με τι τρόπο να κάνουν το γέροντα αγά να σταματήσει πλέον για να ξεκουραστεί. Άλλωστε, η ώρα είχε περάσει. Με ανακούφιση άκουσαν όλοι το Μεχμέτ αγά να λέει. -Η ώρα πέρασε κι η ψύχρα άρχισε να γίνεται τώρα πιο αισθητή. Ίσως θα είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για τις κατακτήσεις μας αυτές άλλη φορά.

426


Η ΠΙΚΡΗ

ΑΛΗΘΕΙΑ

Αναταραχή επικρατεί τις μέρες αυτές στη μεγάλη ελληνιστική σχολή της Φλωρεντίας. Πριν λίγες μέρες, ο στρατός του Μωάμεθ, με αρχιστράτηγο τον Κεδίκ πασά, έκανε απόβαση στο Οτράντο της Ιταλίας και κυρίεψε τον Τάραντα. Λεηλάτησε την πόλη κι έσφαξε δώδεκα χιλιάδες κατοίκους της. Το διοικητή και τον επίσκοπο της πόλης τους κομμάτιασε ζωντανούς με πριόνι για να τρομοκρατήσει τους Ιταλούς. Μεγάλο σάλο και πανικό προξένησαν στην Ιταλία και σ’ ολόκληρη τη Δύση οι τρομερές ειδήσεις της τουρκικής εισβολής στον Τάραντα. Η μεγάλη αίθουσα της σχολής είναι σήμερα γεμάτη από Έλληνες και ξένους ελληνομαθείς σπουδαστές κάθε ηλικίας. Το να κατέχει κανείς τις μέρες αυτές την ελληνική γλώσσα και την ελληνική μόρφωση, θεωρείται ανώτατο επίτευγμα και μεγάλο αγαθό στη Δύση. Γι’ αυτό κι όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων και των επιστημών της Ιταλίας και των άλλων χωρών της Εσπερίας, για να ολοκληρώσουν τις γνώσεις τους και να λεπτύνουν περισσότερο το πνεύμα τους, μελετούν συστηματικά την ελληνική φιλοσοφία και διαβάζουν τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Όλες οι ελληνικές σχολές στη Ρώμη, στη Βενετία, στην Πίζα, στη Φλωρεντία, στη Γένουα κι αλλού ανθούν την εποχή αυτή. Πλούσια σκορπούν τα φώτα του ελληνικού πνεύματος στην Ιταλία και σ’ όλον τον κόσμο οι ακούραστοι Έλληνες δάσκαλοι που κατέφυγαν στα μέρη αυτά μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1453. Στην ηλεκτρισμένη απ’ τα πρόσφατα συνταρακτικά γεγονότα της τουρκικής απόβασης μεγάλη αίθουσα της σχολής, την κατάμεστη από ελληνόφωνους μαθητές, μπαίνουν οι διακεκριμένοι δάσκαλοι και παλιοί πολεμιστές στην Κωνσταντινούπολη κατά τον καιρό της άλωσης Νικηφόρος και Ανδρόνικος. Στο αντίκρισμα των δύο σεβάσμιων γερόντων, όλοι σηκώνονται όρθιοι και αυθόρμητα τους χειροκροτούν ασταμάτητα και τους υποδέχονται με ζωηρές επευφημίες. Οι δυο παλαίμαχοι δάσκαλοι, με τα άσπρα μαλλιά και τα κατάλευκα γένια, υποκλίνονται ελαφρά προς όλες τις κατευθύνσεις της αίθουσας, ευχαριστούν τους μαθητές τους για την τόσο θερμή και εγκάρδια υποδοχή και με φανερή συγκίνηση προχωρούν προς το βήμα και κάθονται στα δυο ξεχωριστά καθίσματα που είναι τοποθετημένα γι’ αυτούς στο πιο διακεκριμένο σημείο της εξέδρας. Οι όψεις τους είναι φωτεινές και γαλήνιες, όπως πάντοτε. Στα μάτια τους, όμως, αστράφτει σήμερα μια δυνατή και παράξενη λάμψη. Απ’ τις θέσεις τους, αφήνουν το δυνατό τους βλέμμα να πλανηθεί μέσα στη μεγάλη αίθουσα και να γυρίσει με ζεστασιά ανάμεσα στους ενθουσιώδεις μαθητές τους. Ενώ, όμως, ατενίζουν με θέρμη το ζωηρό ακροατήριό τους, οι σκέψεις τους τρέχουν με βιασύνη την ώρα αυτή της έξαρσης στις ακτές του Οτράντο και στους δρόμους του Τάραντα. Βλέπουν τις πρόσφατες καταστροφές και το χαλασμό που σκόρπισε το τουρκικό γιαταγάνι και βιαστικές εγκαταλείπουν το ρημαγμένο ιταλικό χώρο,

427


περνούν γρήγορα την Αδριατική κι ακράτητες πετούν πέρα στις δαντελωτές ακρογιαλιές της νύφης του Βοσπόρου. Φθάνουν και σταματούν στις γαλάζιες ακτές και στους βαθυπράσινους λόφους της άγιας Κωνσταντινούπολης. Οι γέρικες σκέψεις, με την πλούσια μνήμη και το τρικυμισμένο παρελθόν, θέλουν να συλάβουν και να ζυγίσουν τη νέα τουρκική θηριωδία. Να δουν με τη φαντασία τους και να αναμετρήσουν στο νου τους τις νέες σφαγές και τις πρόσφατες καταστροφές των χριστιανών της Ιταλίας. Να τις συγκρίνουν µ’ εκείνες που γνώρισαν οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης πριν από 27 περίπου χρόνια και που και οι ίδιοι είδαν κι έζησαν τις φοβερές μέρες του Μάη του 1453. Η θύμηση της φρίκης εκείνης αλλοιώνει την έκφρασή τους και διώχνει τη γαλήνη απ’ το βλέμμα τους. Θλίψη πλημμυρίζει την καρδιά τους κι έντονος εκδηλώνεται ο πόνος στα πρόσωπά τους. Οι μαθητές, μέσα στις ζητωκραυγές και στους παραληρισμούς τους, βλέπουν τα λαμπερά μάτια των πολυδοκιμασμένων δασκάλων τους να βουρκώνουν. Διακρίνουν την ήρεμη και γλυκιά ζωντάνια των προσώπων των αγαπημένων τους γερόντων να αλλοιώνεται και να τραχαίνει και τα καλοκάγαθα βλέμματά τους να σκληραίνουν και μια θλίψη διαπερνά το είναι τους. Αισθάνονται την τρικυμία που δέρνει τις στιγμές αυτές τις ψυχές των δασκάλων τους και νιώθουν κι αυτοί κάποιον πόνο να σφίγγει τις καρδιές τους. Σταματούν τα χειροκροτήματα και τις θορυβώδεις εκδηλώσεις και κάθονται σιωπηλοί στις θέσεις τους. Νιώθουν το μεγάλο πόνο των παλαίμαχων αγωνιστών της Πόλης, που ξαναζωντανεύει στις ψυχές τους η πρόσφατη τουρκική θηριωδία και συμμερίζονται κι αυτοί τη θλίψη τους. Λυπούνται όλοι ειλικρινά για τον άδικο και βάρβαρο χαλασμό τόσων αθώων θυμάτων, τόσων απλοϊκών Ιταλών. Τι διαφορά κάνει, αν σφάζονται καθολικοί ή ορθόδοξοι; Για τους γέρους δασκάλους και τους μαθητές τους, δεν υπάρχουν ξεχωριστές ομάδες ανθρώπων και διαφορετικές κατηγορίες πιστών. Υπάρχουν μόνο χριστιανοί. Υπάρχουν αθώοι άνθρωποι, που ουσιαστικά δεν έβλαψαν ποτέ κανένα σε τίποτα. Η συγκίνηση και ο πόνος, που άφθονος ξεχύνεται απ’ τα υγρά βλέμματα των σεβάσμιων γερόντων, επηρέασε βαθιά τους ζωηρούς ως τώρα μαθητές. Τους συνέφερε. Τους έκανε να δουν με τα μάτια της ψυχής τους πιο χειροπιαστή και πιο ζωντανή την τουρκική πραγματικότητα. Όλοι σιωπηλοί αναλογίζονται την οθωμανική απειλή κι όλοι προσπαθούν να συλάβουν στο νου τους τις νέες περιπέτειες και τους μεγάλους κινδύνους που εγκυμονεί η απροσδόκητη και θρασύτατη εισβολή των γενιτσάρων του Μωάμεθ στο κατώφλι της Δύσης. Τη λιγόλεπτη ησυχία της αίθουσας ανατάραξαν τα βήματα μιας ομάδας δασκάλων, οι οποίοι μπήκαν απ’ την πλαϊνή μεγάλη πόρτα και κατευθύνθηκαν προς το χώρο της εξέδρας. Οι μαθητές, χωρίς περιττές και θορυβώδεις εκδηλώσεις, σηκώθηκαν με ταπεινότητα όρθιοι σε ένδειξη σεβασμού και ξανακάθισαν αμέσως ήσυχα στις θέσεις τους, ενώ οι δάσκαλοί τους έπαιρναν θέσεις και κάθονταν δίπλα στους δυο γέρους συναδέλφους τους. Σχεδόν αμέσως, με ένα νεύμα του Ανδρόνικου, ένας νεαρός δάσκαλος, ο Κωνσταντίνος, ως τριάντα χρονών, με καστανόξανθα

428


μαλλιά και μέτριο ανάστημα, με μακρύ σκούρο χιτώνα, διακριτικό γνώρισμα των διδακτόρων κι ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια του, προχώρησε στην εξέδρα και πήρε θέση στο βήμα. Ο Κωνσταντίνος βρίσκεται από χρόνια στην Ιταλία. Με τη βοήθεια του Νικηφόρου και του Ανδρόνικου ήρθε απ’ τη Χίο πολύ μικρός με τη μητέρα του και τ’ άλλα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του στη Φλωρεντία, λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Όταν μεγάλωσε, μπήκε με τη φροντίδα των δύο δασκάλων στην ελληνική σχολή της πόλης, όπου και διέπρεψε. Γι’ αυτό και τελειώνοντας τις σπουδές του διορίστηκε δάσκαλος της σχολής κι από τότε διδάσκει ελληνική Φιλοσοφία και Ιστορία. Και δεν είναι και μικρό πράγμα να είναι κανείς δάσκαλος στην ελληνική σχολή της Φλωρεντίας, στην πιο φημισμένη σ’ ολόκληρη την Ιταλία. Η σχολή αυτή είναι ξακουστή, γιατί, εκτός απ’ την άρτια κατάρτιση των δασκάλων της, ιδρύθηκε απ’ τον ονομαστό και μεγάλο φιλόσοφο της Κωνσταντινούπολης, το Μανουήλ Χρυσολωρά το 1366165. Τα μάτια του νεαρού Κωνσταντίνου σπινθηροβολούν παράξενα πάνω απ’ το βήμα και το πρόσωπό του είναι κατακόκκινο. Αν δίδασκε σήμερα, ακολουθώντας το κανονικό πρόγραμμα διδασκαλίας, θα έκανε ανάλυση και σύγκριση των θεωριών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Η φωτιά, όμως, που άναψε στην ψυχή του η τουρκική επιδρομή στην Ιταλία, συντάραξε τη σκέψη του και δεν του επιτρέπει ν’ ασχοληθεί με φιλοσοφικές θεωρίες και πνευματικές λεπτολογίες. Η καρδιά του χτυπά δυνατά στο στήθος του και το μίσος του για τους άσπονδους εχθρούς της φυλής του ξεχειλίζει στην ψυχή του. Μισεί τους εχθρούς της πατρίδας του, τους καταστροφείς της χριστιανικής Ανατολής. Στέκεται πάνω στην

Ο Μανουήλ Χρυσολωράς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1350 και πέθανε στην Κωνστάντια της Γερμανίας στις 15 Απριλίου το 1415. Ήταν μαθητής του Γεωργίου Γεμιστού Πλέθωνα. Ίδρυσε την περίφημη Ελληνιστική Σχολή στην Φλωρεντία και πρωτοστάτησε στη μεταλαμπάδευση του ελληνικού πνεύματος στη Δύση. Ο Γάλλος ιστορικός της Αναγεννήσεως Monnier γράφει για το Χρυσολωρά: ‘’ . . . είναι ένας γνήσιος Έλλην. Προέρχεται απ’ το Βυζάντιο. Είναι πολυμαθής. Εκτός απ’ τα Ελληνικά ξέρει και Λατινικά. Είναι σοβαρός, ήπιος, θρήσκος και συνετός. Γνωρίζει και την πιο τελευταία λέξη της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Είναι μια αυθεντία. Αυτός είναι ο πρώτος Έλληνα καθηγητής, που ανανέωσε την κλασική παράδοση, αποκτώντας μια πανεπιστημιακή έδρα στην Ιταλία.’’ Επίσης, ίδρυσε Ελληνιστική Σχολή (Πλατωνική Ακαδημία) στη Φλωρεντία και ο Γεμιστός Πλέθων. Ενώ ο Τραπεζούντιος φιλόσοφος Βησσαρίων δίδαξε στη Ρώμη. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του χάρισε τη σπουδαία συλλογή των βιβλίων του στη βιβλιοθήκη της Βενετίας. Πέθανε στη Ραβέννα της Ιταλίας το 1472. Μεταξύ των άλλων ονομαστών Ελλήνων που δίδαξαν κατόπι στην Ιταλία ήταν οι καλύτεροι μαθητές του Πλέθωνα, όπως ο Δημ. Καβάκης και ο Γεώργ. Χαριτώνυμος. Στο Παρίσι δίδαξε ο Ιερώνυμος της Σπάρτης. 165

429


έδρα βλοσυρός και οργισμένος. Σαν αστραπή έρχεται στη σκέψη του η εικόνα του δύστυχου πατέρα του. Λίγο θυμάται τη μορφή του. Ήταν μικρός ο Κωνσταντίνος, όταν έφυγε ο πατέρας του για την Κωνσταντινούπολη να πολεμήσει για τη σωτηρία της και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Πιάστηκε αιχμάλωτος απ’ τους Τούρκους και πουλήθηκε σκλάβος στην Καλλίπολη. Εκεί πέθανε απ’ τις ταλαιπωρίες και τις κακουχίες της σκλαβιάς. Ο χαμός του πατέρα του και το κατοπινό δράμα της ακέφαλης οικογένειάς του, που έντονο έζησε κι ο ίδιος, του ξεσχίζουν περισσότερο τις στιγμές αυτές την καρδιά. Προσπαθεί να συγκρατηθεί, να ηρεμήσει. Θέλει να κρύψει το μίσος του για τους καταστροφείς της Πόλης και την αγανάκτή του για κείνους που συνέβαλαν στον τρομαχτικό χαλασμό. Όλοι στην αίθουσα αγωνιούν. Αδημονούν και με συγκρατημένη την ανάσα περιμένουν ανυπόμονοι ν’ ακούσουν το μεγάλο δάσκαλό τους. Για μια στιγμή, ο νεαρός Κωνσταντίνος υψώνει θαρρετά το κεφάλι του και καρφώνει το βλέμμα του προς την Ανατολή. Με καθαρό τόνο κι ολόθερμο παλμό στη φωνή του απαγγέλει τον ψαλμό του Ιερεμία. «Ιδού Εγώ μετατρέψω τα όπλα τα πολεμικά και εισάξω τον βασιλέα Βαβυλώνος εις το μέσον της πόλεως. Και πολεμήσω Εγώ υμάς εν χειρί εκτεταμένη μετά θυμού και οργής και παροξυσμού μεγάλου. Και πατάξω τους κατοικούντας εν τη πόλη ταύτη θανάτω μεγάλω και αποθανούνται. Ου φείσομαι επ’ αυτοίς και ουκ οικτείρω αυτούς.» Τελειώνοντας τα λόγια του ψαλμού ο Κωνσταντίνος, έφερε ένα γύρο το ανήσυχο βλέμμα του μέσα στην αίθουσα, αντικρίζοντας κατάματα όλους τους παρευρισκομένους και, με περισσότερη δύναμη κι οργή στη φωνή του, συνέχισε. -Η βάρβαρη επίθεση των Τούρκων στην Ιταλία κι οι ανελέητες σφαγές των κατοίκων του Τάραντα τις μέρες αυτές του 1480, μας αναγκάζουν να γυρίσουμε πίσω 27 χρόνια και να ξαναφέρουμε στο νου μας τις φοβερές μέρες του 1453. Την εποχή εκείνη, με τα λόγια αυτά του Ιερεμία που ακούσατε, δικαιολόγησαν οι τότε ορθόδοξοι ιεράρχες της Κωνσταντινούπολης την προδοτική τους στάση στον αγώνα της σωτηρίας της άγιας πόλης και με τα ίδια λόγια δικαιολόγησαν και οι καθολικοί ιεράρχες της Δύσης τη δολοφονική τους αδιαφορία για τον χριστιανισμό της Ανατολής. Ήταν θέλημα Θεού, είπαν οι μοιρολάτρες καλόγεροι και ήταν βουή Κυρίου επανέλαβαν οι καιροσκόποι κληρικοί, να χαθεί η Κωνσταντινούπολη. Έτσι ανάπαυσαν οι ασυνείδητοι τις συνειδήσεις τους. «Και πατάξω τους κατοικούντας εν τη πόλη θανάτω . . . και ουκ οικτείρω αυτούς», φώναζε και η Δύση από μακριά. Γιατί όμως, σήμερα που η Ιταλία ένιωσε πια την κρυάδα του τουρκικού γιαταγανιού στο λαιμό της ταράσσεται κι ανησυχεί; Μήπως τα παραπάνω λόγια του Ιερεμία δεν μεταχειρίστηκαν και οι Λατίνοι ιεράρχες της Δύσης, για να καλύψουν τις ευθύνες τους για τη δολοφονία της Πόλης; Πίσω απ’ τα λόγια αυτά δεν οχυρώθηκαν οι μεγαλόσχημοι καρδινάλιοι και ο προκαθήμενός τους πάπας και µ’ αυτά δεν προσπάθησαν να δικαιολογήσουν στις συνειδήσεις των ποιμνίων τους την

430


ενοχή τους για τη μεγάλη καταστροφή της Ανατολής; Γιατί, λοιπόν, σήμερα θορυβούνται και ταράσσονται; Μήπως η παραπάνω προφητεία, με την εξήγηση που της έδωσαν τα τότε ιερατεία, δεν καλύπτει και τις σημερινές σφαγές του Τάραντα; Ας το σκεφτούν αυτό οι Πιλάτοι της Δύσης. Αυτοί που πίστευαν πως η οθωμανική καταιγίδα, σαρώνοντας την Ανατολή, θα ξαστέρωνε το δικό τους ουρανό. Αυτοί που, με ελαφριά καρδιά και χωρίς συνείδηση, ένυψαν τας χείρας των και χωρίς καμιά απολύτως τύψη καταδίκασαν ένα λαό ομόθρησκό τους σε αφανισμό και παρέδωσαν στην καταστροφή τη βασιλίδα των πόλεων. Αυτό έκαναν οι μεγαλόσχημοι εκείνοι τότε. Εμείς, όμως, οι απλοί σήμερα όπως κάθε ευσυνείδητος άνθρωπος και πολύ περισσότερο όπως κάθε άνθρωπος του Χριστού, καταδικάζουμε τις βαρβαρότητες των Τούρκων, υψώνουμε φωνή διαμαρτυρίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο για τις απάνθρωπες ωμότητες των γενιτσάρων του Μωάμεθ και συμπαραστεκόμαστε, έστω και νοερά, δίπλα στους άγρια δοκιμαζόμενους κατοίκους των παραλίων της ιταλικής Αδριατικής. Οι βάρβαρες κι ανελέητες σφαγές του Οτράντο ξαναφέρνουν σήμερα φριχτή στη μνήμη μας την ανείπωτη καταστροφή του 1453. Το αθώο αίμα των καθολικών θυμάτων του Τάραντα, που χύνεται σήμερα άφθονο στα ακρογιάλια της Αδριατικής, ενώνεται την ώρα αυτή με το εξίσου αθώο αίμα των ορθοδόξων θυμάτων της Κωνσταντινούπολης του 1453, για να κηλιδώσει ανεξίτηλα στους αιώνες τις ψυχές και τα ονόματα εκείνων των ποιμεναρχών και των αρχόντων, που, με τις ύπουλες ενέργειές τους ή την εγκληματική τους αδιαφορία, έγιναν αίτιοι της μεγάλης συμφοράς της χριστιανοσύνης και πρωτεργάτες του μεγάλου αίσχους της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Οι θρήνοι του Οτράντο μας κάνουν να ξανακούσουμε τις οιμωγές και τους θρήνους που ράγισαν το στερέωμα της Επτάλοφης και τράνταξαν τις όμορφες ακτές του Βοσπόρου και τις ήσυχες ακρογιαλιές του Μαρμαρά εκείνο το τραγικό πρωί της 29ης Μαΐου. Ο Κωνσταντίνος με δυσκολία συγκρατούσε τη συγκίνησή του. Με φωτιά στο βλέμμα και δύναμη στην ψυχή συνέχισε. -Το ξημέρωμα της φοβερής εκείνης Τρίτης σ’ ολόκληρη την άγια Πόλη αντήχησε απ’ τα στόματα των απλών ανθρώπων, των ανθρώπων του Χριστού και της πατρίδας, η απεγνωσμένη κραυγή: «Βοηθήσατε εις τα τείχη.» Σύγκορμη ρίγησε η γέρικη πρωτεύουσα του κόσμου, ακούγοντας τον αντίλαλο της φωνής των άσημων αλλά γενναίων παιδιών της. Των ανθρώπων εκείνων που σηκώνουν πάντα μόνοι τους το σταυρό του μαρτυρίου και στην ειρήνη και στον πόλεμο. Των παραμερισμένων και περιφρονημένων εκείνων πολιτών, που, µ’ όλη τους την αγραμματοσύνη, κλείνουν στο βάθος της καρδιάς τους ζεστό κι ολόκληρο το νόημα των σοφών λόγων των αρχαίων προγόνων τους: «Αρετή δε, καν θάνη τις ουκ απόλλυται», διότι γνωρίζουν ότι η αξία της ζωής δεν μετριέται με το μήκος των ημερών της, αλλά με τη βαρύτητα του περιεχομένου της. ‘’Τα σήμαντρα επατάγουν εκκωφαντικώς’’, μας λέγει ο χρονογράφος των

431


τραγικών εκείνων ημερών ‘’και γυναίκες, γέροντες και παίδες και πάντες εκ του λαού, όσοι δεν έκειντο γονυπετείς εις τους ναούς, έσπευδαν ίνα κομίσωσι πολεμικά εφόδια εις τους προμαχομένους’’. Έτσι έγραψαν οι ιστορικοί, έτσι μας είπαν όσοι επέζησαν τις φοβερές εκείνες μέρες της κόλασης, πολεμώντας στα τείχη κι έτσι διηγούνται και βεβαιώνουν όσοι είχαν την τύχη να επιζήσουν και να βγουν ζωντανοί μέσα απ’ τη λαίλαπα εκείνη του θανάτου. Ο Κωνσταντίνος, καθώς πρόφερε τα τελευταία αυτά λόγια, γύρισε με σεβασμό κι εκτίμηση το θερμό του βλέμμα προς τους δυο σεβάσμιους γέροντες, παλιούς δασκάλους και προστάτες του και τώρα συναδέλφους του, το Νικηφόρο και τον Ανδρόνικο, που κάθονταν περήφανοι και συγκινημένοι δίπλα του, θέλοντας έτσι να τους τιμήσει κι άλλη μια φορά για τους μεγάλους τους αγώνες στα τείχη της άγιας Πόλης. Οι δυο γέροι, με το όπλο στο χέρι, πολέμησαν τότε ως την τελευταία στιγμή για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης. Αλλά και μετά την καταστροφή κι αφού αποτίναξαν τα δεσμά της σκλαβιάς τους, αγωνίστηκαν ακούραστα με το βιβλίο και την πένα και αγωνίζονται ως τώρα στην ξενιτιά με παλμό και θέληση για τη διάσωση και τη διάδοση του ελληνικού πνεύματος και του ελληνικού πολιτισμού. Παλεύουν για την πάταξη της βαρβαρότητας. Πιστεύουν στην εξαφάνιση της βίας απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται αυτή. Αγωνίζονται για την υπερίσχυση του πνεύματος και την επικράτηση της λευτεριάς και της αλήθειας. Ξανάστρεψε τα σπινθηροβόλα μάτια του προς το κέντρο της μεγάλης αίθουσας ο Κωνσταντίνος, αγκάλιασε ολόκληρο το πυκνό ακροατήριό του με το θερμό βλέμμα του και, κυριευμένος από κάποιον βαθύ πόνο, συνέχισε. -Το λυκαυγές είχε αρχίσει να ροδίζει τον ορίζοντα και το ξημέρωμα διέλυε κι αραίωνε πια το αχνοσκόταδο της καλοκαιρινής εκείνης νύχτας του Μαΐου. Σαν τραυματισμένο θηρίο πετάχτηκε ο Μωάμεθ έξω απ’ τη σκηνή του, κεντρισμένος φαρμακερά απ’ τους αβάσταχτους πόνους των τραυμάτων της ταπεινωμένης του περηφάνιας. Μέσα στη σιγαλιά και στη γλύκα της χαραυγής, τρομακτικές και φρικώδεις αντήχησαν στο στερέωμα της πολυδοκιμασμένης Πόλης οι φοβερές καυγές του βάρβαρου κι αιμοβόρου σουλτάνου: «Αλλάχ Ιλαλλάχ Μωχαμέτ Ρεσούλ Αλλάχ.» Πενηνταδύο μέρες πολιόρκησε την Πόλη. Τόσες και τόσες εφόδους έκανε ως τώρα ο πολυάριθμος στρατός του κι όλες απέτυχαν. Οι αναλογισμοί όλων αυτών των αποτυχιών του του τρυπούσαν τυρρανικά το μυαλό και του θόλωναν τις σκέψεις του. Η μαύρη του ψυχή έβραζε απ’ την αγανάκτηση και το μίσος. Δάγκωνε τα χέρια του, σπάραζε ολόκληρος, λυσσομανούσε. Και μέσα στη λύσσα του, παίρνει απόφαση. Ορκίζεται στον Αλλάχ και στο μεγάλο Προφήτη του, πως η σημερινή έφοδος θα διαφέρει απ’ τις προηγούμενες. Θα είναι πιο δυνατή, πιο βίαιη, πιο θυελλώδης. Έφτασε πια η αποφασιστική στιγμή γι’ αυτόν. Ή θα πάρει την Πόλη και θα πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του και τους πόθους των προκατόχων του σουλτάνων ή θα νικηθεί και θα γυρίσει ντροπιασμένος στην Αδριανούπολη. Ίσως και να εγκαταλείψει και τις

432


ευρωπαϊκές ακτές και ταπεινωμένος να φύγει, να χαθεί στα βάθη της Ασίας, όπου έφυγαν παλιότερα κι άλλοι πρόγονοί του. Η σκέψη της φυγής του ξεσκίζει την καρδιά. Δεν θέλει με κανένα τρόπο ν’ ακούσει τις συνετές συμβουλές του μεγάλου βεζίρη του Χαλλίλ πασά. Προτιμά να ακολουθήσει τις υποδείξεις του Αλβανού εξωμότη Ζαγανού πασά και να επιχειρήσει κι άλλη έφοδο. Δεν θέλει την ειρήνη. Προτιμά τον πόλεμο. Την Πόλη ή το θάνατο. Γι’ αυτό, εξοργισμένος και με άγριο ύφος, εξαγριωμένος σα θεριό, στέκεται άγρυπνος μέσα στη νύχτα μπροστά στη χρυσοστόλιστη σκηνή του και με θρηνώδη και στριγκλή φωνή και µ’ όση πιο πολλή δύναμη μπορεί επικαλείται τη βοήθεια του Αλλάχ. «Αλλάχ Ιλαλλάχ Μωχαμέτ Ρεσούλ Αλλάχ.» Οι γοερές κραυγές του ξέσχισαν σα βρυκολακιασμένα νύχια τους νυχτερινούς ορίζοντες της Πόλης. Αντιλάλησαν πάνω στα ερειπωμένα πλευρά του Θεοδοσιανού τείχους, ξεχύθηκαν πέρα στα γαλανά νερά του Μαρμαρά κι αντήχησαν υπόκωφες σ’ όλη τη ματωβαμμένη γη, απ’ τον Κεράτιο Κόλπο ως τις απέναντι ασιατικές ακτές κι απ’ το Βόσπορο μέχρι τον Ελλήσποντο. Τους φρικιαστικούς αυτούς αντίλαλους διαδέχτηκαν αμέσως οι στριγκλοί ήχοι των σαλπίγγων, οι υπόκωφοι κρότοι των νταουλιών και οι διαπεραστικοί ήχοι των κυμβάλων, που με μιας αντιβούησαν σ’ ολόκληρο το μήκος του απέραντου τουρκικού στρατοπέδου. Τις ανατριχιαστικές και φρικώδεις φωνές των πρωτογόνων βαρβαρικών μουσικών οργάνων ακολούθησαν δαιμονισμένες ιαρές κι αλαλαγμοί των γενιτσάρων κι ολόκληρου του ημιβάρβαρου συρφετού των Οθωμανών, που, ανεμίζοντας τα γιαταγάνια τους, έπεσαν σα σίφουνες πάνω στα μισογκρεμισμένα τείχη της γέρικης χριστιανικής πρωτεύουσας της Ανατολής και σαν αφρισμένα κι ορμητικά κύματα τα παρέσυραν και τα σάρωσαν στο διάβα τους. Τι ειρωνεία, όμως! Μέσα στο σίφουνα ακείνο των βαρβάρων πορθητών συμπεριλαμβάνονταν και τριανταπέντε χιλιάδες χριστιανοί επιδρομείς, οι οποίοι, σα μανιασμένοι δαίμονες, πήδησαν δίπλα στους Τούρκους τα μισογκρεμισμένα τείχη και, με το σπαθί στο χέρι, ξεχύθηκαν κι εκείνοι αλαλάζοντας στους δρόμους της δύστυχης Πόλης, σκορπίζοντας παντού το θάνατο . . . Στις 9 η ώρα το πρωΐ της 29ης Μαΐου 1453, οι μάχες είχαν τελειώσει. Κάθε αντίσταση των αμυνομένων είχε εξουδετερωθεί. Κι αυτοί ακόμη οι Κρήτες, οι τελευταίοι μαχητές της Πόλης, έριξαν τα σπαθιά τους κι εγκατέλειψαν το μάταιο αγώνα. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πια έρμαιο στα χέρια των αιμοδιψών κατακτητών. Το καμάρι του κόσμου, η ξακουστή κι όμορφη νύφη του Βοσπόρου, έστεκε τώρα σκλάβα γυμνή κι αδύναμη μπροστά στον ανελέητο κατακτητή και σπάραζε αλυσοδεμένη και γονατιστή στα πόδια του πορθητή σουλτάνου. Το γιαταγάνι θέριζε αλύπητα την πρώτη μέρα της άλωσης. Άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, παιδιά και γέροι, πλούσιοι και φτωχοί αδιάκριτα, πλήρωναν όλοι με τη ζωή τους την ασυνειδησία της Ανατολής και την αδιαφορία της Δύσης. Το χριστιανικό αίμα έτρεχε ποτάμι στα γκαλντερίμια και στα πέτρινα ρείθρα των δρόμων της βασιλεύουσας. Οι γοερές φωνές των σφαζόμενων

433


χριστιανών, οι κραυγές αλλοφροσύνης των γυναικών, τα σπαρακτικά κλάματα των ορφανεμένων παιδιών, οι ατελείωτες φάλαγγες των αλυσοδεμένων σκλάβων, το αίμα των σφαγμένων και ξεκληρισμένων οικογενειών, που άχνιζε ζεστό και ίδιο στο κατώφλι του ρημαγμένου αρχοντικού ή στο παραπόρτι των έρημων πια φτωχόσπιτων, οι ορθάνοιχτες πόρτες των άλλοτε χαρούμενων σπιτιών που τώρα έχασκαν στον άνεμο του τρόμου και της φρίκης, οι σωροί των λουσμένων στο αίμα άμορφων κεφαλιών, που όλο και περισσότερο ψήλωναν και ογκώνονταν στα σταυροδρόμια, μαζί με τις μανιασμένες τερατόμορφες όψεις των ματωβαμμένων βρυκολάκων του Μωάμεθ, συμπλήρωναν πραγματικά ολόκληρη και με κάθε λεπτομέρεια την έννοια των λόγων του ανελέητου εκείνου Γαλάτη νικητή στρατηγού, που το 390 π.Χ. είπε στους νικημένους Ρωμαίους: «Ουαί τοις ηττημένοις.» Και, όπως τα σώματα των ογδόντα νεκρών συγκλητικών περίμεναν τότε στην πλατεία της Ρώμης για να θυσιαστούν στους βωμούς των Θεών των κατακτητών και καπνός θυσίας να εξαφανιστούν στα ύψη των ουρανών, έτσι κι οι χιλιάδες των ζωντανών Κωνσταντινουπολιτών περίμεναν τώρα αλυσοδεμένοι –ράκη σωστά της συμφοράς- στα σκλαβοπάζαρα της Πόλης, για να πουληθούν δούλοι, να σκορπιστούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να χαθούν για πάντα απ’ τον ήλιο της πατρίδας τους στα σκοτεινά βάθη της μαύρης και φρικτής σκλαβιάς. Με το μέγεθος της φρικιαστικής εκείνης πραγματικότητας μετρήθηκε και το μέγεθος της ευθύνης των αρχόντων της Ανατολής και της Δύσης. Και με το ύψος των μακάβριων πυραμίδων που σχημάτισαν στους δρόμους της Πόλης τα κομμένα κεφάλια των χριστιανών, φρικτό τρόπαιο του θριάμβου του Ισλάμ, μετρήθηκε και το ύψος της εγκληματικής ισχυρογνωμοσύνης, της ακατονόμαστης αδιαφορίας και του άμετρου εγωισμού των αρχόντων των χριστιανικών εκκλησιών των δύο Κόσμων. Η Κωνσταντινούπολη ηττήθηκε και σκλαβώθηκε. Ο ελληνισμός θρήνησε το χαμό της. Ο πολιτισμός απειλήθηκε απ’ τη βαρβαρότητα, κλονίστηκε, οπισθοδρόμησε κι ένιωσε πραγματικά την απώλεια της χιλιόχρονης έδρας του. Το πέσιμο της Πόλης διέλυσε την Ανατολή και τράνταξε συθέμελα τη Δύση. Η καρδιά της άσπλαχνης αδελφής ρίγησε. Είδε προς στιγμή το έγκλημά της και ταράχτηκε. Αναγνώρισε σιωπηλά, ότι η δική της αλαζονεία και η δική της ισχυρογνωμοσύνη δολοφόνησαν τη δίδυμη αδελφή και βασίλισσα της Ανατολής. Παραδέχτηκε, ότι η δική της αδιαφορία ακόνισε το τουρκικό γιαταγάνι, με το οποίο το Ισλάμ ακρωτηρίασε τη Χριστιανοσύνη. Είδε, ότι πραγματικά αυτή, με την πολέμια και υστερόβουλη τακτική της, έβαλε στο χέρι του Μωάμεθ την πυρωμένη ρομφαία, με την οποία αυτός ξερίζωσε το ένα απ’ τα δυο μάτια του χριστιανισμού. Είδε το μεγάλο σφάλμα της για μια στιγμή κι ένιωσε τη μεταμέλεια να εγγίζει την καρδιά της. Ήταν, όμως, πολύ αργά. Το κακό είχε συντελεστεί μεγάλο κι ανεπανόρθωτο. Η Δύση φαινομενικά είχε κερδίσει. «Τα κακά κέρδη, όμως, Μαμωνάς εργάζεται.» Για το κακό αυτό τα πλήθη των απλοϊκών πιστών του Χριστού ανά τον κόσμο ταράχθηκαν. Το ασυγκίνητο, όμως, ιερατείο έμεινε ψυχρό. Οι

434


κούφιες κεφαλές των άσπλαχνων εκείνων ‘’πρωτοχριστιανών, που επιδίωκαν και επιδιώκουν μόνο πρωτεία και μεγαλοσχημίες, παρ’ ότι έμειναν ουσιαστικά αδιάφορες μπροστά στη μεγάλη καταστροφή, προσπάθησαν να βρουν κάποια ευλογοφανή δικαιολογία, για να καλύψουν τη δολοφονική στάση τους και να δικαιολογηθούν τυπικά τουλάχιστο στο ταραγμένο ποίμνιό τους. Στην προσπάθειά τους αυτή, οι καθολικοί ιεράρχες θυμήθηκαν τις διακηρύξεις του πάπα Γρηγορίου του V και τα λόγια του Φλωρεντίου Πετράρχη. Ο άγιος ποντίφικας διακήρυξε το 1073 ότι: ‘’Χριστιανοί που δεν κύπτουν τον αυχένα στη Ρώμη καλύτερα να κατέχονται απ’ το Ισλάμ.’’ Και ο ανθέλληνας Πετράρχης είπε: ‘’Οι Τούρκοι είναι εχθροί, οι Έλληνες, όμως, είναι σχισματικοί και χειρότεροι απ’ τους εχθρούς.’’166 Αυτά τα λόγια βρήκαν και χρησιμοποίησαν σαν αποκούμπι οι υπεύθυνοι άγιοι πατέρες της Δύσης και µ’ αυτά ανακούφισαν τις ένοχες συνειδήσεις τους. Μ’ αυτή τη λογική δικαιολόγησαν την καταστροφή και ξέχασαν γρήγορα τις σφαγές και το χαλασμό της Πόλης κι έτσι προσπάθησαν να θάψουν τα πάντα με βιασύνη στο περιθώριο της Ιστορίας και να τα ρίξουν, όσο πιο σύντομα γινόταν, στη λήθη του παρελθόντος. Σήμερα που η Δύση ένιωσε πια και η ίδια στο λαιμό της την κόψη του γιαταγανιού των μαχητών του Ισλάμ, θορυβείται και διαμαρτύρεται και προσπαθεί να σωθεί απ’ την καταιγίδα και τη λαίλαπα των απίστων. Μια λαίλαπα που ενίσχυσε, έθρεψε και άνδρωσε επί τόσες εκατονταετηρίδες η δική της απερισκεψία και η δική της καιροσκοπικότητα. Η Πόλη, που βασίλευε επί των πόλεων επί 1123 χρόνια, χάθηκε το μαγιάτικο εκείνο πρωινό και η Βυζαντινή αυτοκρατορία διαλύθηκε και έσβησε. Γιατί όμως; Γιατί χάθηκε η Πόλη; Γιατί έσβησε μια ένδοξη και μακραίωνη αυτοκρατορία; Το ερώτημα αυτό θα απασχολεί για αιώνες τις σκέψεις των επερχόμενων γενεών. Ένα ερώτημα μεγάλο κι απόλυτα δικαιολογημένο. Όχι, όμως κι αναπάντητο. Είναι πραγματικά τρομερό, όταν αναλογιστούμε, πώς μια εντελώς απολίτιστη φυλή-ορδή, χωρίς σεβαστό αριθμό πλήθους στο ξεκίνημά της, μπόρεσε τόσο γρήγορα να καταστρέψει τα χριστιανικά βασίλεια της Ανατολής και του Αίμου, τα οποία βρίσκονται σε ασύγκριτα ανώτερο πολιτιστικό επίπεδο και να χτίσει πάνω στα ερείπιά τους μια τόσο πετυχημένη και δυνατή αυτοκρατορία, η οποία κατόρθωσε σήμερα να πατήσει πόδι και σ’ αυτήν ακόμη την Ιταλία, να αιχμαλωτίσει τον Τάραντα και να απειλεί θανάσιμα τη Δύση κι ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν, άραγε, η καταστροφή της Πόλης ‘’θέλημα Θεού’’ και ‘’βουλή Κυρίου’’, όπως διακήρυτταν ο Γεννάδιος και οι τουρκόφιλοι παπάδες του ή ήταν αποτέλεσμα μιας κοινωνικής διαφθοράς και μιας αναπόφευκτης παρακμής, την οποία έσπειραν, καλλιέργησαν και έθρεψαν με βιασύνη οι ίδιοι οι κληρικοί και την οποία θέριεψε και γιγάντωσε η κοινωνική αδικία

166

Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byzant…’’

Τόμ Ε Σελίδα

91. 435


και η συστηματικά προωθούμενη απ’ τους διάφορους ρασοφόρους αρρωστημένη θρησκοληψία; Η πλεονεξία των αρχόντων και των κατόχων της γης και ο εγωισμός κι η ισχυρογνωμοσύνη των κληρικών και των απειράριθμων καλογήρων του Βυζαντίου, διάβρωσαν με ταχύτητα την κοινωνική οντότητα και παρέλυσαν τη συνοχή μιας κάποτε ακμάζουσας φυλής, την οποία γρήγορα έφεραν στο χείλος του γκρεμού. Ώσπου, ο φανατισμός των μωαμεθανών κι η ασυγκράτητη ορμητικότητα του σουλτάνου τους απ’ τη μια και η στραβοκεφαλιά, η πλεονεξία κι η μοιρολατρία των παπάδων των δύο κόσμων απ’ την άλλη, έσπρωξαν ένα λαό κι έναν πολιτισμό στην άβυσσο. Η Πόλη δεν χάθηκε μόνο απ’ την ορμητικότητα των Τούρκων. Βέβαια, τα κανόνια του Μωάμεθ γκρέμισαν τα εξωτερικά τείχη της. Οι κατάρες, όμως, του Γεννάδιου και τα αποθαρρυντικά κηρύγματα των καλογήρων του θρυμμάτισαν την ψυχή της. Η πλεονεξία των λίγων βαθύπλουτων αρχόντων, η σκληράδα των αλύγιστων κι ασυγκίνητων γαιοκτημόνων κι η αδηφαγία των αμέτρητων μοναστηριών, απογοήτευσαν και παρέλυσαν την καρδιά της –το λαό- και προετοίμασαν κι επιτάχυναν την καταστροφή της. Από χρόνια πριν, οι κάτοικοί της, πικραμένοι κι απογοητευμένοι απ’ την επικρατούσα κοινωνική αδικία, εγκατέλειπαν με αυξανόμενο συνεχώς ρυθμό τον τόπο των πατέρων τους κι έφευγαν γι’ άλλα μέρη, μακριά απ’ την αγαπημένη τους Κωνσταντινούπολη. Με τον τρόπο αυτό, ο πληθυσμός της Πόλης ελαττώθηκε γρήγορα και πολλές περιοχές της ερημώθηκαν κυριολεκτικά. Επίσης, τα πολλά προνόμια που κατά καιρούς, από απερισκεψία ή ανάγκη, παραχωρήθηκαν απ’ τους αυτοκράτορες στους Λατίνους των περιοχών του Βοσπόρου και η συστηματική συγκέντρωση της ναυτιλίας και του εμπορίου στα χέρια των Δυτικών, παρέλυσαν τελείως την οικονομία της αυτοκρατορίας και συνέβαλαν τα μέγιστα στο γρήγορο μαρασμό της. Ο αείμνηστος Κωνσταντίνος, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, όταν ακόμη ήταν δεσπότης του Μυστρά, γνώριζε τους μεγάλους κινδύνους, εσωτερικούς και εξωτερικούς, που απειλούσαν την Πόλη. Γνώριζε την κατακτητική μανία των Τούρκων και ήξερε πολύ καλά και σχεδόν σ’ όλο της το μέγεθος την οικονομική, την κοινωνική και τη θρησκευτική αναρχία που επικρατούσε στη βασιλεύουσα. Έβλεπε τη μεγάλη αδυναμία του στρατού, την οικονομική εξουθένωση του δημοσίου, τη βαθιά και πολυσχεδή παραλυσία του κλήρου, τη σκληράδα και την πλεονεξία των αρχιερέων και των αρχόντων και ώρες τη νύχτα έμενε άγρυπνος και σκεφτόταν το μεγάλο κατάντημα του άλλοτε ένδοξου Βυζαντίου. Έβλεπε την τουρκική απειλή να γιγαντώνεται και τη διάβρωση και αποσύνθεση της Πόλης να επεκτείνεται ακάθεκτη προς όλες τις κατευθύνσεις και να μεταδίδεται σαν πανούκλα προς όλα τα στρώματα της αυτοκρατορίας και το αίμα του πάγωνε στις φλέβες του. Αναζητούσε να βρει και να εισηγηθεί στον αδελφό του αυτοκράτορα Ιωάννη τρόπους γρήγορης ανασυγκρότησης του κράτους και να υποδείξει δραστικά μέσα θεραπείας ή τουλάχιστο συγκράτησης του κακού. Αναλογιζόταν την

436


επερχόμενη με ταχύτητα μεγάλη συμφορά κι ο ύπνος δεν άγγιζε τα βλέφαρά του. Ένα βράδυ, λίγο πριν φύγει απ’ το Μυστρά για την Πόλη για ν’ ανεβεί στον αυτοκρατορικό θρόνο, κάλεσε στο δεσποτικό του παλάτι το μεγάλο σοφό Πλέθωνα και είχε, όπως συνήθιζε, πολύωρη συζήτηση μαζί του γύρω απ’ την επιβαλόμενη αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας. Ο Πλέθων ζούσε από καιρό στην Πελοπόννησο, γιατί η μανία και ο φθόνος των αρχιερέων της Πόλης, για τις προοδευτικές και τολμηρές του ιδέες, είχαν αναγκάσει τον αυτοκράτορα Μανουήλ ΙΙ να τον διώξει απ’ την πρωτεύουσα και να τον εκτοπίσει στο Μυστρά. Εκεί, στη γαλήνη της εξοχής, μακριά απ’ τις δολοπλοκίες των κληρικών και τις μηχανορραφίες των αρχιερέων της Κωνσταντινούπολης, ο σοφός Πλέθων ερευνούσε μεθόδους, μελετούσε συστήματα κι αναζητούσε τρόπους συγκρότησης υγιούς και προοδευτικής κοινωνίας. Ήταν τολμηρός στις σκέψεις του και αυστηρός στις κρίσεις του. Ήταν λιγόλογος και πάντοτε σκεφτόταν δυο φορές πριν μιλήσει μία. Του άρεσε, όμως, να συζητά με τον άρχοντα Κωνσταντίνο, να του εκμυστηρεύεται τις σκέψεις του, να του αναπτύσσει τις θεωρίες του και να του αναλύει τα συστήματά του, γιατί έβλεπε ότι ο συνετός ηγεμόνας εκδήλωνε ενδιαφέρον για τα κοινωνικά προβλήματα κι έδινε ιδιαίτερη προσοχή στα λεγόμενά του. Αγαπούσε την προσωπικότητα και το ήθος του ο μεγάλος Πλέθων. Αλλά κι ο αυτοκράτορας Ιωάννης γνώριζε καλά το χαρακτήρα και τις αρχές του αδελφού του και δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνου, καθώς και τα ελαττώματα και τις μικρότητες των άλλων αδελφών του, γι’ αυτό κι από καιρό, εφόσον δεν είχε παιδιά ο ίδιος για να τον διαδεχθούν στο θρόνο, τον είχε διαλέξει για διάδοχό του. Ο Κωνσταντίνος έβλεπε τα πολλαπλά πια και βαθιά τραύματα, που από χρόνια είχαν συσσωρευθεί κι όλο και πιο γρήγορα πλήθαιναν τον τελευταίο καιρό πάνω στο πολυδοκιμασμένο σώμα της βασιλεύουσας κι είχε πολλούς ενδοιασμούς στο θέμα της αποδοχής του αυτοκρατορικού σκήπτρου. Αν ήταν στο χέρι του, θα προτιμούσε να μην πάει στην Κωνσταντινούπολη αλλά να μείνει στο Μυστρά. Την ίδια γνώμη είχε κι ο Πλέθων. Και μάλιστα, δεν δίστασε ο σοφός δάσκαλος να του το πει καθαρά το βράδυ εκείνο της τελευταίας τους συνάντησης στο δεσποτικό παλάτι. -Μην πας στην Κωνσταντινούπολη, του είπε. Από εδώ θα ωφελήσεις περισσότερο το Έθνος. Εδώ ο λαός είναι πιο καθαρός, πιο ψυχωμένος. Το μόνο που του χρειάζεται είναι ο αρχηγός. Εσύ είσαι γεννημένος για αρχηγός. Αυτοί είναι φτιαγμένοι για πόλεμο. Ο πατέρας σου ο Μανουήλ, όταν επισκέφτηκε το 1415-16 το Μωριά κι έχτισε μέσα σε 25 μέρες στον Ισθμό της Κορίνθου, το περίφημο ‘’Εξαμίλλιο’’, το μεγάλο εκείνο τείχος με τους 153 πύργους, ξαφνιάζοντας με τη γρηγοράδα του τους πάντες, γνώριζε καλά τους εδώ κατοίκους. Τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε απ’ αυτούς τότε, που έγραφε στο φίλο του πατριάρχη Ευθύμιο στην Κωνσταντινούπολη: ‘’Ο λαός εδώ έχει πάντοτε εμφύλιους πολέμους. Κι όταν ακόμη δεν υπάρχει αιτία για φασαρίες, αυτοί βρίσκουν μια και πολεμούν. Αγαπούν τα όπλα και θέλουν πολύ να τα χρησιμοποιούν. Πόσο καλύτερα, όμως, θα ήταν αν 437


τα χρησιμοποιούσαν όσο θέλουν μόνον όταν έπρεπε! . . .’’167 Αν μείνεις εσύ εδώ θα τους κάνεις όταν θα πρέπει, να τα χρησιμοποιήσουν παραπάνω απ’ όσο θέλουν. Από εδώ θα δημιουργήσεις στρατό και θα ωφελήσεις τη φυλή μας. Εκεί αν πας, θα χαθείς μέσα στην παπαδουριά. Θα σε πνίξουν οι ραδιουργίες των ρασοφόρων που έχουν σιδερένια κυριαρχία πάνω στις συνειδήσεις των φοβισμένων Βυζαντινών168. Στην Κωνσταντινούπολη θα μπλέξεις στα δύχτια των καλογήρων. Θα σε πνίξουν οι δολοπλοκίες τους. Θα σε ζαλίσουν οι ακατάπαυστοι ψίθυροι και οι ανεξέλεγκτες διαδόσεις τους. Γνώριζε, πως οι ψίθυροι είναι ύπουλη τέχνη των δειλών. Μ’ αυτούς, ενώ φαινομενικά δεν λες τίποτα, ουσιαστικά δεν αφήνεις τίποτα που να μην το πεις. Οι μοχθηροί τους μεταχειρίζονται με μαεστρία. Έτσι, μπορούν να λένε πάντοτε χωρίς συστολή κι ευθύνη πολύ περισσότερα απ’ όσα θέλουν να πουν. Η κακεντρέχεια κι η ανοησία των υποτιθέμενων φίλων σου δεν έχουν όρια. Κι είναι προτιμότερο να έχεις ένα σοφό εχθρό παρά έναν ανόητο φίλο . . . Ο Κωνσταντίνος έμεινε σκεπτικός. Δεν ήθελε κι ο ίδιος να φύγει απ’ το Μυστρά. Προτιμούσε να μείνει δεσπότης στο Μωριά παρά να γίνει αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Δεν μπορούσε, όμως, να μην υπακούσει στη θέληση του αδελφού του αυτοκράτορα Ιωάννη VIII. Ήταν ο μόνος ικανός απ’ όλα τα αδέλφια του για να διαδεχθεί τον αδελφό του και να γίνει αυτοκράτορας. Η αλήθεια αυτή, παρ’ ότι στενοχωρούσε τον Κωνσταντίνο, τον έσπρωχνε προς την Κωνσταντινούπολη. Αλλ’ η πραγματικότητα της επικρατούσης διαφθοράς στη βασιλεύουσα τον έκανε διστακτικό κι αναποφάσιστο. Γνώριζε ότι, αν έρθουν δύσκολες μέρες στην Πόλη, δε θα πρέπει να περιμένει καμιά βοήθεια απ’ τους αδελφούς του κι αυτό του γέμιζε λύπη και στενοχώρια την καρδιά. Ταυτόχρονα, έβλεπε ότι οι δύσκολες μέρες δεν είναι και πολύ μακριά κι έπρεπε να βιαστεί. Για μια στιγμή, ο Κωνσταντίνος ρώτησε το μεγάλο σοφό, τι πρέπει κατά τη γνώμη του να κάνει, για να αναζωογονήσει την ψυχή της Πόλης. Ο Πλέθων απάντησε καθαρά: ‘’Διώξε τους πλούσιους άρχοντες που καταδυναστεύουν το λαό. Διώξε απ’ τα χωράφια την εκκλησία, που λησμόνησε τελείως τον ουρανό και μόνο νοιάζεται για τα επίγεια αγαθά. Γνώριζε, ότι ο διάβολος ποτέ δεν ησυχάζει μέσα στους ανθρώπους, ακόμη κι αν αυτοί φοράνε ράσα. Ξέρεις πως τα μισά υποστατικά τα άρπαξαν οι παπάδες; Αυτό το πολύτιμο κεφάλαιο, η γη, στα χέρια των μοναστηριών και των αρχόντων μένει ανεκμετάλλευτο κι αφορολόγητο. Είναι σκάνδαλο, ο λαός να φέρει όλα τα βάρη και ταυτόχρονα να μένει ακτήμονας και είναι μεγαλύτερο σκάνδαλο να σπαταλά το Κράτος τόσα πολλά για να τρέφει κηφήνες –τους καλογήρους- όταν μάλιστα δεν έχει τα στοιχειώδη χρήματα για την άμυνά του. Αν συνεχιστεί αυτή η απληστία των κληρικών και η αδιαφορία των αρχόντων, ο μαρασμός του λαού γρήγορα θα αποκορυφωθεί και το τέλος θα είναι οικτρόν. Η πίστη και η πατρίδα είναι πολύ σπουδαία πράγματα για να αφεθούν σε τέτοιους ρασοφόρους. Όλοι τους είναι προσηλωμένοι στο πείσμα τους. Παρανόησαν τα πάντα 167 168

Nicol D.M. ‘’The Last Centuries. . .’’ Σελίδα Ζαλοκώστα Χρ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’.

357.

438


και παρεξήγησαν τη θρησκεία. Η θρησκεία δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο αντικρίζουμε ορισμένα πράγματα. Είναι ορισμένος τρόπος, ο σωστός τρόπος, με τον οποίο αντικρίζουμε όλα τα πράγματα.’’ Η αδιαφορία, όμως και η απλησία συνεχίστηκαν εντονότερες. Και την κρίσιμη ώρα του υπέρ πάντων αγώνα, οι δέκα χιλιάδες καλόγεροι της Πόλης αγνόησαν το χρέος τους προς την πατρίδα και το έθνος. Ξέχασαν την εκκλησία. Αδιαφόρησαν για την πίστη τους. Αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Αρνήθηκαν να αγωνιστούν για τον υπόλοιπο λαό στην πρώτη γραμμή. Περιορίστηκαν μόνο σε πομπώδεις λιτανείες και σε κούφιες προσευχές. Αλλά κι εδώ ακόμη οι προθέσεις τους και οι ενέργειές τους ήταν συγκεχυμένες και διαιρεμένες. Άλλοι έπεμπαν δεήσεις προς τον ουρανό και θεαματικότατα προσεύχονταν για τη σωτηρία του λαού κι άλλοι εκσφενδόνιζαν κατάρες και βλαστήμιες κατά του αυτοκράτορα, της Πόλης και των μαχητών της. Κι όλοι μαζί προέλεγαν και διαβεβαίωναν τους πάντες για τη σίγουρη καταστροφή των πάντων. Αυτή την απαίσχυντη τακτική τήρησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας οι ρασοφόροι της Πόλης. Λίγο πριν την άλωση, την ώρα του μεγάλου κινδύνου, την ώρα της σφοδρής επίθεσης των Τούρκων, στις 22 Μαΐου, την ώρα που η ζωή της Πόλης κρέμονταν σε μια τρίχα, αντί οι καλόγεροι να αρπάξουν το σπαθί και να τρέξουν στα τείχη –κι ήσαν δέκα χιλιάδες απ’ αυτούς- πήγαν στον τάφο του Νικηφόρου Φωκά και με ψευτοκλάματα κι ακατάληπτες δεήσεις παρακαλούσαν τον αυτοκράτορα να βγει απ’ το χώμα και να σώσει την Πόλη169. Άλλοι πάλι, με λαϊκή πομπή κρέμασαν στο σταυρό του αγάλματος του αγίου Κωνσταντίνου ένα στοιχειωμένο κλειδί, γιατί πίστευαν πως έτσι δε θα άνοιγε ποτέ τις πύλες της Πόλης στους εχθρούς της ο προστάτης άγιος. Και πολλοί απ’ αυτούς προσπαθούσαν με διάφορους θεατρινισμούς να δείξουν στον κόσμο ότι ήταν χριστιανοί, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν με θεαματικές λιτανείες και προσευχές να κρύψουν το γεγονός ότι δεν ήταν. Μέσα στη μάχη της τελευταίας εφόδου, πολλές φορές ξαναθυμήθηκε ο Κωνσταντίνος τα λόγια του σοφού Πλέθωνα. Η καρδιά του πλημμύρισε παράπονο, όταν ο υπασπιστής του Ράλλης του ανέφερε ότι οι αγγελιοφόροι απ’ τον πύργο του αγίου Δημητρίου και την περιοχή των Βλαχερνών, όπου πολεμούσαν ο καρδινάλιος Ισίδωρος και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Χίου Λεονάρδος, ειδοποιούσαν ότι η έφοδος εκεί αποκρούστηκε και ο εχθρός υποχωρεί. Χάρηκε ο αυτοκράτορας για τα ευχάριστα νέα και για τη γενναιότητα των Λατίνων ιερωμένων. Λυπήθηκε, όμως, ταυτόχρονα βαριά για την αδιαφορία και την ασυνειδησία των ορθοδόξων κληρικών. Δεν κρατήθηκε και είπε γεμάτος πίκρα στο Ράλλη: ‘’Είναι μεγάλη λύπη να βλέπεις έναν καρδινάλιο κι έναν καθολικό αρχιεπίσκοπο να πολεμούν με ζήλο και πείσμα στα τείχη μαζί μας σαν απλοί στρατιώτες, τη στιγμή που κανένας ορθόδοξος ιεράρχης και κανένας ηγούμενος μοναστηριού δεν θέλησε να πάρει το όπλο και να προτάξει το στήθος του στον εχθρό . . . Κι απ’ τις δέκα χιλιάδες καλογήρους που 169

Ζαλοκώστα Χρ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα

229. 439


τρέφει η Κωνσταντινούπολη μόνο σαρανταδύο ζώστηκαν το σπαθί και αγωνίζονται για την Πόλη και την πίστη τους . . .’’ Και το παράπονο αυτό του αυτοκράτορα αποκορυφώθηκε όταν είδε να ξεψυχά δίπλα του, λουσμένος στο αίμα του, ένας άλλος ιπασπιστής του, ο Ιωάννης Στρατηγόπουλος, απόγονος του ένδοξου στρατηγού Αλεξίου Στρατηγόπουλου, που ελευθέρωσε την Πόλη απ’ τους Λατίνους το 1261. Δάκρυσαν τα μάτια του κι αναστενάζοντας είπε με παράπονο προς τους λιγοστούς συντρόφους του που είχαν απομείνει γύρω του: ‘’Ο Δικέφαλος θρυμματίζεται, ο Σταυρός ταπεινώνεται και την κρίσιμη αυτή ώρα να μη βρεθεί ένας δικός μας μητροπολίτης να μαζέψει ένα τάγμα καλογήρων και να αγωνιστεί για την πίστη του και την πατρίδα του; Κι ήταν μεγάλη ευκαιρία γι’ αυτούς, ώστε με τη σωματική τους ευρωστία να θεραπεύσουν τα δυστυχήματα της ψυχής τους. Μόνον εκείνοι οι σαρανταδύο βρέθηκαν μέσα στις τόσες χιλιάδες των ρασοφόρων με καρδιά και συνείδηση και, παλεύοντας τώρα σα στρατιώτες πάνω στον πύργο του αγίου Ευγενίου, προσπαθούν απεγνωσμένα να μας βοηθήσουν και να σώσουν την τιμή των ράσων τους; . . . Αλλά, κάνοντας κανείς σε κρίσιμες στιγμές τίποτα είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποδείξει ότι είναι τίποτα . . .’’ Και ήσαν δέκα χιλιάδες οι ρασοφόροι. Περισσότεροι απ’ όλους μαζί τους μαχητές που διέθετε η πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη170. Κάποιος απ’ τους ακολούθους του, παρασυρμένος απ’ τα λόγια του αυτοκράτορα ψιθύρισε:. ‘’Υπάρχουν περισσότεροι στα μοναστήρια και λιγότεροι στα τείχη. Υπάρχουν περισσότεροι φορεμένοι ράσα και λιγότεροι ζωσμένοι άρματα.’’ Και, συλλαμβάνοντας καλύτερα την πραγματικότητα στο νου του, πρόσθεσε φιλοσοφικά: ‘’Πολλοί οι κεκλημένοι, ολίγοι δε οι εκλεκτοί.’’ Έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά συνέχισε: ‘’Δεν πίστευα ποτέ στις σκιές και στα φαντάσματα . . . Αλλά τα φοβόμουνα σ’ όλη μου τη ζωή . . . Δεν τα πιστεύω και τώρα . . . Σήμερα, όμως, τα φοβούμαι περισσότερο . . .’’ Σαν αστραπή πέρασαν τις φοβερές εκείνες στιγμές απ’ το νου του δύστυχου αυτοκράτορα όλα τα δραματικά γεγονότα των ημερών της πολιορκίας. Κι απ’ όλα αυτά ξεχωρίζει και τυρρανεί τη σκέψη του η ηττοπάθεια των αρχόντων και η τουρκοφιλία των κληρικών. Σα ζοφερός αντίλαλος φθάνει στ’ αφτιά του την ώρα εκείνη του χαλασμού η φωνή του ηγούμενου του μοναστηριού της Παμμακαρίστου, όταν με θράσος πετάχτηκε και τον διέκοψε ενώ μιλούσε στο τελευταίο αυτοκρατορικό συμβούλιο και ξεδιάντροπα, χωρίς καμιά συστολή, φώναξε στον αυτοκράτορά του: ‘’Μη μας αποκαλείς Έλληνες. Λέγε μας Χριστιανούς. Μη μας μιλάς για ηρωισμούς και κατορθώματα του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, των Σπαρτιατών και των Αθηναίων ειδολολατρών. Κήρυξε το λόγο του Θεού. Αναγνώρισε το θέλημά Του και παράδωσε την Πόλη στο Μωάμεθ παρά στους Λατίνους . . .’’ Αναλογίστηκε την εντύπωση που 170

Ένας σύγχρονος ιστορικός υπολόγισε ότι κατά τον 8ο αιώνα υπήρχαν στο Βυζάντιο περίπου εκατό χιλιάδες καλόγεροι. (Βουγιούκα Α. ‘’Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Ιστορία’’ Αθήνα 1974). 440


έκαναν τα πικρά εκείνα λόγια του άπατρη ηγούμενου στο συμβούλιο και με πόνο στην καρδιά παραδέχτηκε, ότι πάντοτε ένας ανόητος βρίσκει πιο ανόητους για να τον θαυμάσουν. Αλίμονο, όμως, στην κοινωνία εκείνη που εξαρτάται από τέτοιους ανθρώπους οι οποίοι στηρίζουν τις βάσεις της προβολής τους στο κενό! Έκλεισε ο ήρωας αυτοκράτορας τα δακρυσμένα μάτια του κι είδε τη φρικτή διπλή πολιορκία της πόλης του. Απ’ έξω χτυπούσαν τα τείχη της τα κανόνια του Μωάμεθ κι από μέσα χτυπούσαν τις ψυχές των πολιορκημένων κατοίκων της οι κατάρες του Γεννάδιου κι οι απειλές των αποθρασυνθέντων ρασοφόρων. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν καλλιεργήσει μια φοβία στο λαό και του είχαν επιβάλει μια αρρωστημένη κι επικίνδυνη θρησκοληψία. Η εγωιστική επιβολή του ράσου είχε γίνει συνήθεια στην καθημερινή ζωή και στις σκέψεις των πολιτών. Κι οι αλυσίδες μιας κακής συνήθειας είναι στην αρχή μικρές κι ανάλαφρες για να τις αισθανθεί κανείς, μα, όταν τις νιώσει, είναι πλέον βαριές και πολύ αργά για να τις διαρρήξει. Ξανάφερε στο νου του ο Κωνσταντίνος την τελευταία εκείνη νύχτα τους φανατισμένους αργόσχολους καλόγερους, που από καιρό πριν και καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας περιέτρεχαν την πόλη και συστηματικά αποθάρρυναν και πανικόβαλαν το λαό. Θυμήθηκε τους ρασοφόρους που περικύκλωναν τους αγύμναστους στρατιώτες εκείνους, που για τη σωτηρία της πατρίδας τους γυμνάζονταν για πόλεμο μέσα στον ιππόδρομο και τους προέτρεπαν επίμονα και χωρίς ντροπή να πετάξουν τα όπλα, να εγκαταλείψουν τα γυμνάσια και να αποβάλουν την ιδέα της αντίστασης στο Μωάμεθ, αν θέλουν να μην πάνε στην κόλαση σα συνεργάτες των αιρετικών Λατίνων171. Βούιζαν στ’ αφτιά του τα λόγια των παπάδων, που χωρίς καμιά συστολή έλεγαν στους μαχητές: ‘’Γιατί βιάζεστε και πασχίζετε άδικα; Είναι γραμμένο πως το τέλος της Κωνσταντινούπολης θά ‘ρθει εφτά χιλιάδες χρόνια μετά τη δημιουργία. Και, σύμφωνα με τις αλάνθαστες αυτές προφητείες, έτος της καταστροφής θα είναι το 1492 κι όχι το 1453. Έχετε ακόμη σαράντα χρόνια μπροστά σας. Τι βιάζεστε;172 Θυμήθηκε τη φορά που αναγκάστηκε να χαστουκίσει έναν από κείνους τους ξεδιάντροπους και θρασείς ρασοφόρους και λυπάται πραγματικά τώρα, που συγκρατήθηκε τότε και δεν τράβηξε το σπαθί του. Μονολογώντας, σα να μιλούσε στο Θεό, ο λεοντόκαρδος βασιλιάς, ύψωσε μέσα στη νύχτα το υγρό βλέμμα του προς τον ουρανό και πρόφερε με παράπονο: ‘’Από πού να προστατεύσω την Πόλη Σου Κύριε;’’ Και, τραβώντας το σπαθί του ρίχτηκε στη μάχη για να σκοτωθεί. Αλλά και μετά την άλωση, τότε που το χριστιανικό αίμα έβαφε τους δρόμους και κυλούσε ζεστό στα γκαλντερίμια, τότε που τα κεφάλια των δύστυχων Κωνσταντινουπολιτών σωριάζονταν σε πυραμίδες μέσα στις ερημωμένες πλατείες και τότε που τα ακέφαλα σώματα σκέπαζαν ολόκληρη της έκταση της Πόλης, τότε που ο κλαυθμός κι ο οδυρμός ανέβαινε σπαραχτικός ως τα μεσούρανα κι έκανε τους θόλους του 171 172

Ζαλοκώστα Χρ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα Nicol D.M. ‘’The Last Centuries . . .’’ Σελίδα

167. 399. 441


ουρανού να ριγούν και να τρέμουν και τα σύννεφα να κλαίνε με ματωμένα δάκρυα, τότε ο Γεννάδιος δόξαζε τη Θεία Πρόνοια που έμπασε τους Τούρκους στην Πόλη κι έσωσε την ορθοδοξία απ’ τον πάπα. Και όταν ο Μωάμεθ τον έχρισε πατριάρχη, εξυμνούσε χαρούμενος το κατόρθωμα των Τούρκων κι ήταν περήφανος για τη δική του επιτυχία. Χωρίς καμιά συστολή, διατυμπάνιζε ο ίδιος ότι ‘’αι θύραι της Πόλεως ηνεώχθησαν Θεόθεν.’’ Προφητεία παλιά, έλεγε ο τουρκοπρόβλητος πατριάρχης, προέλεγε την είσοδο των πορθητών απ’ την Κερκόπορτα. Η Κερκόπορτα, όμως, ήταν ένα πολύ καλά οχυρωμένο μέρος και δύσκολα θα μπορούσε να το πατήσει κανείς. Ήταν κοντά στο σημείο όπου συναντούνται σε ορθή γωνία το χερσαίο με το θαλάσσιο τείχος. Λόγω της θέσης και του σχήματος του εκεί φρουρίου, ολόκληρη η γύρω περιοχή ελέγχονταν εύκολα κι αποτελεσματικά απ’ τις επάλξεις με διασταυρούμενες βολές και δεν ήταν δυνατό να προσβληθεί εύκολα απ’ τους επιτιθέμενους. Τα τείχη στο σημείο εκείνο ήταν φαρδιά και γεροχτισμένα. Για να φθάσει κανείς ως εκεί έπρεπε να περάσει πρώτα το εξωτερικό τείχος κοντά στην πύλη του Χαρισίου, το οποίο ακόμη αντιστέκονταν αποτελεσματικά και δεν είχε παραβιαστεί. Οι σημαίες, όμως, του Μωάμεθ υψώθηκαν στην περιοχή της Κερκόπορτας προτού να πέσουν τα γύρω φρούρια και πριν ακόμη ανοιχτεί υπολογίσιμο ρήγμα στα τείχη της κοντινής πύλης. Αρχικά, η άμυνα της περιοχής αυτής είχε ανατεθεί σε ιταλικά τμήματα. Λέγεται, όμως, ότι λίγο πριν το τέλος, ο συνοδοιπόρος του Γεννάδιου, ο φανατικός ανθενωτικός μεγαδούκας Νοταράς, αυτός που δημόσια δήλωσε μέσα στο ναό της Αγιασοφιάς, στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, ότι προτιμά να δει σαρίκι τουρκικό μέσα στην Πόλη, παρά καθολικό ράσο, έστειλε αλλού τους Λατίνους μαχητές κι ανέθεσε την υπεράσπιση της Κερκόπορτας σε δικά του τμήματα. Αι θύραι, λοιπόν, δεν ηνεώχθησαν Θεόθεν αλλά έσωθεν173. Ο τουρκοπρόβλητος ιεράρχης δεν πειράχτηκε και δεν θορυβήθηκε καθόλου απ’ την αυθόρμητη κι ομαδική αλλαξοπιστία τριακοσίων οπαδών του καλογήρων, οι οποίοι έγιναν μωαμεθανοί, γιατί, όπως είπαν, είδαν και αναγνώρισαν τον ισχυρότερο Θεό. Το Θεό της δύναμης και της νίκης. Το Θεό του ξίφους και του αίματος. Το Θεό της φρίκης και της καταστροφής. Αυτόν το Θεό κήρυξαν οι τριακόσιοι ρασοφόροι του Γεννάδιου ότι ασπάζονται κι αυτόν δήλωσαν στο εξής θα λατρεύουν και θα ακολουθούν. Και ούτε σκοτίστηκε για τις αδιάκοπες και πολυπληθείς εξισλαμίσεις των κατοίκων που ακολούθησαν. Απ’ τους λιγοστούς που έμειναν στη ζωή, πολλοί αρνήθηκαν το Χριστό κι αλλαξοπίστησαν, αμέσως μετά την άλωση ή λίγο αργότερα, είτε για να σώσουν το κεφάλι τους, είτε για να

Valtari V. ‘’The Black Angel’’ Σελίδα 337-8. Κορδάτουτ ‘’Κοινωνική σημασ. Ελλην. Επαν. 1821’’ σελ. 66. Καρανικόλα Γ. ‘’Ρασοφόροι’’.

173

442


καλυτερέψουν τη ζωή τους και ν’ ανεβούν απ’ την τάξη των σκλάβων ραγιάδων στην τάξη των ελεύθερων και πλούσιων μουσουλμάνων174. Τα μάτια του νεαρού δασκάλου πετούσαν φωτιές πάνω απ’ το βήμα και τα λόγια του, σωστός καταπέλτης, έπεφταν πυρωμένα απ’ την αλήθεια και βαριά απ’ το αβάσταχτο παράπονο της Φυλής και κατακεραύνωναν χωρίς καμιά διάκριση τους υπεύθυνους της μεγάλης καταστροφής. Όλοι μέσα στην αίθουσα, συνεπαρμένοι απ’ τον οίστρο του φωτισμένου δασκάλου τους, αισθάνονταν μαζί του φριχτό και ολοζώντανο το δράμα της άλωσης και τις στιγμές εκείνες ένιωθαν πως ζούσαν και οι ίδιοι τις μαύρες ώρες της καταστροφής και του αφανισμού της Πόλης. -Αλλά κι η Δύση ας μην κρύβεται πίσω απ’ το δάχτυλό της κι ας μην προσπαθεί να αποφύγει τις μεγάλες ευθύνες της για τον τρομαχτικό εκείνο χαλασμό, συνέχισε με την ίδια ορμητικότητα ο νεαρός Κωνσταντίνος. Η αδέκαστη Ιστορία γνωρίζει την αλήθεια. Κι όσο ο καιρός θα περνά, τόσο και θα βγαίνουν στην επιφάνεια νέες τρομερές λεπτομέρειες της φρικτής πραγματικότητας, οι οποίες θα βαρύνουν όλο και περισσότερο τους πρωταίτιους του κακού. Και, όπως με το πέρασμα των χρόνων όλο και πιο αποτρόπαια κι αποκρουστικά θα κηλιδώνονται όσοι ορθόδοξοι της Ανατολής συνέβαλαν με τα έργα τους και τη στάση τους στην ανείπωτη καταστροφή, έτσι, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο αίσχος θα συσσωρεύεται στους ώμους των καθολικών της Δύσης, το οποίο ανελέητα κι επιδεικτικά θα συνθλίβει το μικρό τους ανάστημα και θα υπενθυμίζει παραδειγματικά στους λαούς της αύριο τη δολοφονική αδιαφορία τους. Μισθός αρετής έπαινος, κακίας δε τρόπαιον ανάθεμα. Καθώς κουνούσε νευρικά τα χέρια του ο Κωνσταντίνος μισάνοιξε ο σκούρος χιτώνας του και ξεπρόβαλε το αστραφτερό κούμπωμα της βαθυκόκκινης ζώνης του. Δυο ολόχρυσοι χαλκάδες, µ’ ένα αστραφτερό διαμάντι στο κούμπωμά τους, λαμπύριζαν κλεφτά κάπου-κάπου στη μέση του νεαρού δασκάλου. Τιμή και περηφάνια, μαζί με σεβασμό και εκτίμηση ένιωθε για τη ζώνη αυτή ο Κωνσταντίνος. Άλλοτε, την στόλιζαν γύρω-γύρω πολύτιμα και άφθονα πετράδια. Τώρα λείπουν και μόνο οι τρύπες απόμειναν πάνω στο χοντρό καλοδουλεμένο πετσί της, για να μαρτυρούν την παλιότερη ύπαρξη των πολύτιμων λίθων. Όλα έχουν αφαιρεθεί κατά καιρούς κι έχουν διατεθεί για τη συντήρηση της οικογενείας του και την επέκταση και τον εμπλουτισμό της σχολής. Ένεκα αυτής της ζώνης κι ένεκα της ευγλωτίας και του σπινθιροβόλου πνεύματός του, οι μαθητές του τον αποκαλούν δεύτερο Χρυσολωρά κι είναι γνωστός σ’ όλους σαν ‘’Κωνσταντίνος ο Χρυσολωράς ο 2ος’’. -Είναι πλέον γνωστό κι αναμφισβήτητο, συνέχισε ο Κωνσταντίνος, ότι ένας απ’ τους σπουδαιότερους και σημαντικότερους εχθρούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν ο πάπας και η Δυτική εκκλησία, μαζί με τους νεοεμφανισθέντες κατά τον 11ο αιώνα Νορμανδούς. Και, για να 174

Ζαλοκώστα Χρ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδα

317. 443


αντιληφθούμε καλύτερα το μέγεθος της ευθύνης της Δυτικής εκκλησίας για τη δολοφονία της χριστιανικής Ανατολής, τον ακροτηριασμό της χριστιανοσύνης και την ταπείνωση του Χριστού, ας τρέξουμε για λίγο στην Ιστορία κι ας θυμηθούμε πραγματικά γεγονότα και αδιάσειστες ιστορικές αλήθειες. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, εκτός απ’ τη χερσόνησο του Αίμου και τις ασιατικές της επαρχίες, περιελάμβανε παλιότερα τη Σικελία κι ένα μεγάλο μέρος της Κάτω Ιταλίας. Η εξάπλωση αυτή της Ανατολικής αυτοκρατορίας, δυσάρεστη για τη Δύση, περιόριζε τις εξουσίες του πάπα ακόμη και μέσα στον ιταλικό χώρο. Επειδή δε, η Δυτική εκκλησία προσπαθούσε από ανέκαθεν με κάθε τρόπο να επεκτείνει τις δικές της δικαιοδοσίες και τη δύναμή της σ’ ολόκληρον, αν ήταν δυνατόν, τον κόσμο, γι’ αυτό χρησιμοποίησε κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, προσπαθώντας να πραγματοποιήσει την επιθυμία της αυτή. Έτσι, οι διάφοροι πάπες δεν δίστασαν να μεταχειριστούν και το ξίφος ακόμη, για να πετύχουν ό,τι δεν μπορούσαν να κατορθώσουν με άλλα μέσα. Η εμφάνιση των Νορμανδών κατά τον ενδέκατο αιώνα στην Κάτω Ιταλία έδωσε θάρρος στον πάπα και ενίσχυσε τα κατακτητικά του σχέδια. Αντί να τους καταπολεμήσει, σαν επιδρομείς και εισβολείς, συμμάχισε μαζί τους και ευλόγησε το έργο τους. Τους παρότρυνε να στραφούν εναντίον των επαρχιών του Βυζαντίου και με κάθε τρόπο, ηθικό και υλικό, τους βοήθησε στην πραγματοποίηση των σκοπών τους. Ευλόγησε τα ξίφη τους και τους προέτρεψε να τα στρέψουν αδίσταχτα κατά των ορθοδόξων. Έτσι, οι Νορμανδοί από το 1017 αρχίζουν να επιτίθενται εναντίον των Βυζαντινών της Κάτω Ιταλίας. Ενισχύουν τους διαφόρους επαναστάτες κατά του αυτοκράτορα και αποσπούν μια-μια τις ιταλικές χώρες απ’ το Βυζάντιο. Με αρχηγό τους το Robert Guiscard και με τη βοήθεια των αδελφών του William και Bohemund πολεμούν συστηματικά πλέον εναντίον των Βυζαντινών στην περιοχή αυτή και το 1059 κυριεύουν την Απουλία. Το 1060 την Καλάμπρια και το 1071 το Μπάρι. Με την κατάληψη του Μπάρι διώχτηκαν τελικά και οριστικά οι Βυζαντινοί απ’ την Κάτω Ιταλία. Οι επιτυχίες των Νορμανδών ευνοούν τα σχέδια των καθολικών και της αγίας Έδρας. Ταυτόχρονα, όμως, η δύναμη του Robert ανησυχεί τον πάπα Νικόλαο ΙΙ, γιατί οι εξουσίες του επεκτείνονται και σε παπικά εδάφη, πράγμα το οποίο δημιουργεί δυσαρέσκειες και προστριβές μεταξύ των δύο ανδρών. Με συμφωνίες, όμως και υποχωρήσεις αποκαθίστανται και πάλι οι καλές σχέσεις ανάμεσά τους και ο μεν πάπας αναγνωρίζει τις κατακτήσεις του Robert -τωρινές και μελλοντικές- και τον στέφει δούκα της Απουλίας, της Καλάμπριας και της Σικελίας, ενώ ο Robert αναγνωρίζει τη φεουδαρχική επικυριαρχία του πάπα στις χώρες αυτές. Αργότερα, ορισμένες ενέργειες του Robert στην Καμπανία και Αμβρουζία, οι οποίες έθιγαν εκκλησιαστικές γαίες, εθορύβησαν τον τότε πάπα Γρηγόριο τον VII, ο οποίος και αφόρισε το Robert το 1074. Αλλά, σύντομα και πάλι οι δυο άνδρες ήρθαν σε συνεννόηση, γιατί ο πάπας, μπροστά στη νεοεμφανισθείσα απειλή του Ερρίκου IV της Γερμανίας, αναγκάστηκε να 444


συγχωρέσει τον Robert, αποβλέποντας σε μελλοντική εκ μέρους του βοήθεια κατά των Γερμανών. Τέτοιες κτηματικές διαφορές μεταξύ ηγεμόνων και πάπα, δηλαδή μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, υπήρξαν πάρα πολλές και ποικίλες μέχρι σήμερα, οι οποίες δεν κολακεύουν καθόλου την εκκλησία. Σε παρένθεση, σας αναφέρω μια περίπτωση. Τον περασμένο αιώνα (14ο), ο Φίλιππος ο IV ήρθε σε ρήξη με τον πάπα Βονιφάτιο τον VIII για τη φορολογία των παπικών γαιών. Ο Φίλιππος επέμενε να φορολογήσει τα εκκλησιαστικά κτήματα, ενώ ο πάπας αντιδρούσε στις αξιώσεις του αυτές, προβάλλοντας το ευτελές δικαιολογητικό, ότι ο βασιλιάς δεν έχει το δικαίωμα να φορολογεί τα εκκλησιαστικά κτήματα και με τα καθ’ όλα ‘’χριστιανικά αυτά χρήματα’’ να εξοπλίζει στρατούς και να εκστρατεύει εναντίον άλλων χριστιανικών κρατών. Μάλλον, εδώ ο πάπας Γρηγόριος ίσως να εννοούσε εναντίον άλλων καθολικών κρατών. Γιατί, αν επρόκειτο να εκστρατεύσει εναντίον ορθοδόξων χριστιανικών κρατών, τότε το πράγμα ήταν τελείως διαφορετικό. Και, όπως αποδεικνύει η Ιστορία, μια τέτοια εκστρατεία όχι μόνο δεν πείραζε την άγια έδρα αλλά, αντίθετα, ευλογείτο και υποστηρίζονταν απ’ τον άγιο ποντίφικα. Δεν ήθελε, λοιπόν, ο πάπας να φορολογούνται τα εκκλησιαστικά κτήματα και να θίγονται τα οικονομικά συμφέροντά του. Έπρεπε, όμως, να φορολογεί ο βασιλιάς τα κτήματα των απλών χριστιανών και με τα χρήματα αυτά να εξοπλίζει στρατούς και να κάνει πολέμους εναντίον άλλων χριστιανών, αδιάκριτα αν ‘’οι εχθροί’’ ήσαν καθολικοί ή ορθόδοξοι. Αν αναλογιστούμε τη στάση και τα έργα της εκκλησίας και τους πολέμους των παπών κατά των ορθοδόξων και γενικότερα των χριστιανικών λαών άλλων χωρών, θα δούμε αμέσως πόσο φαρισαϊσμό περιέχει και πόσο γελοίο ήταν το επιχείρημα αυτό του πάπα. Αλλά, η τακτική πάντοτε των μεγιστάνων της εκκλησίας ήταν και είναι η ίδια. ‘’Προκειμένου να μας αφήσουν ήσυχους στα ράσα μας και στις περιουσίες μας’’, λένε οι αρχιερείς, ‘’και προκειμένου να προωθήσουμε τους σκοπούς μας’’, οι οποίοι είναι συνήθως πάντοτε άσχετοι με τη διδασκαλία του Χριστού, ‘’επικαλούμεθα τα πάντα και επιστρατεύουμε και τα πιο παράδοξα και τα πιο παράλογα επιχειρήματα’’. Το πόσο αντιβαίνουν στα έργα και στους σκοπούς τους τα όσα σαν αντιπρόσωποι του Χριστού διακηρύττουν ή υποτίθεται πως διακηρύττουν και πόσο οι πράξεις τους και το ‘’πιστεύω’’ τους αντιτίθενται προς τη διδασκαλία και το πνεύμα του χριστιανισμού, είναι και απ’ τον απλούστερο ακόμη νου κατανοητό. Κατά γενικό κανόνα, οι ενέργειές τους και οι επιδιώξεις τους είναι τελείως άσχετες με το χριστιανισμό και τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και στερούνται κάθε λογικής και ανθρωπισμού. Και ιδού μια μικρή απόδειξη. Οι χριστιανοί σταυροφόροι χτυπούν και καταστρέφουν τη χριστιανική Κωνσταντινούπολη το 1204 µε τη δικαιολογία ότι οι Βυζαντινοί επέτρεψαν στους μωαμεθανούς κατοίκους να έχουν τζαμί στην

445


Πόλη. Συμμαχούν, όμως, με τους Τούρκους και χτυπούν το χριστιανό Θεόδωρο Λάσκαρη της Νίκαιας, γιατί δεν υποτάσσεται στον πάπα175. Ο Φρειδερίκος ο ΙΙ της Γερμανίας αφορίζεται απ’ τον πάπα Innocent IV στις 17 Ιουλίου 1245 και αναθεματίζεται απ’ τους καθολικούς ιεράρχες του συνεδρίου της Λυών, γιατί συμμάχισε με το χριστιανό Βατάση της Νίκαιας και γιατί επέτρεψε στην κόρη του Κωνσταντία να παντρευτεί ένα ‘’σχισματικό Έλληνα’’176. Το γεγονός αυτό, κατάλληλα προβαλλόμενο, συντάραξε την εποχή εκείνη την καθολική Ευρώπη. Το ότι, όμως, ο αρχηγός των σταυροφόρων έδωσε την ανεψιά του γυναίκα στο σουλτάνο της Κόνια, δεν πείραξε σε τίποτα κι ούτε ενόχλησε κανένα καθολικό αρχιερέα. Ο Φρειδερίκος έγραφε τότε στο Βατάση. ‘’Οι επίσκοποι της Ρώμης δεν είναι επίσκοποι του Χριστού αλλά αρπαχτικοί λύκοι και άγρια θηρία, που καταβροχθίζουν τον λαό του Χριστού . . .’’177. Τον καιρό της λατινοκρατίας, στην Ανατολή (1204-1261) ο πάπας αφόριζε εκείνους που αντιδρούσαν στη λατινική κατοχή και προσπαθούσαν να απαλλάξουν την Πόλη απ’ τους σταυροφόρους κατακτητές της. Λίγο πριν απ’ το 1261, όμως, διακήρυττε ο ποντίφικας, ότι θα συγχωρεθούν επίσημα οι αμαρτίες εκείνων που θα πολεμήσουν στο πλευρό των καθολικών κατά της ορθόδοξης αυτοκρατορίας της Νίκαιας178. Ο δόγης της Βενετίας θέλησε να σταθεροποιήσει και να προαγάγει τις φιλικές του σχέσεις με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ της Κωνσταντινούπολης. Ο πάπας, όμως, Γρηγόριος ο Χ απείλησε ότι θα τον αναθεματίσει αν πλησιάσει το Μιχαήλ179. Τον αυτοκράτορα αυτόν ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο, ειλικρινά και με καλή θέληση και πίστη για την ένωση των εκκλησιών. Τόσος ήταν ο ζήλος του Μιχαήλ για το πλησίασμα των δύο χριστιανικών κόσμων, που καταδίωκε συστηματικά κάθε ανθιστάμενο στην προσπάθειά του αυτή. Παρασυρμένος απ’ τον διακαή αυτό πόθο της ένωσης, υπέδειξε στον πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο, να αφορίσει όλους εκείνους που αντιδρούσαν στις προσπάθειές του. Ο πατριάρχης αφόρισε ονομαστικά όλους τους ανθενωτικούς. Λέγεται μάλιστα, ότι ο Μιχαήλ περιέφερε ο ίδιος στις φυλακές αντιπροσώπους του πάπα και έδειξε με ικανοποίηση στους καθολικούς ιερωμένους πολυάριθμους φυλακισμένους ανθενωτικούς. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρχαν και αλυσοδεμένα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, που αντιδρούσαν στην ένωση των εκκλησιών. Μήπως, όμως, το ίδιο αξίωμα και την ίδια τακτική δεν εφάρμοσαν και δεν εφαρμόζουν και οι ορθόδοξοι αρχιερείς; Λίγες φορές ήρθαν κι οι πατριάρχες σε επικίνδυνες ρήξεις με τους αυτοκράτορες, όταν αποφάσεις και ενέργειες του κράτους έθιγαν οικονομικά συμφέροντα των μεγιστάνων 175 176 177 178 179

Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Σελίδα Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byz.’’ Τόμ Δ. σελίδα Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byz.’’ Τόμ. Δ. σελίδα Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Σελίδα Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Σελίδα

6-16. 96. 98. 16. 32

446


της εκκλησίας; Με πόσο πείσμα αντιστάθηκαν οι αρχιερείς της Κωνσταντινούπολης και όλης της Ανατολής στις διάφορες κατά καιρούς αποφάσεις των αυτοκρατόρων και πόσο συστηματικά και ακούραστα καταπολέμησαν κάθε νόμο του κράτους, που απέβλεπε στον περιορισμό των εκκλησιαστικών και μοναστηριακών κτημάτων και στην ανακούφιση των φτωχών χωρικών! Η γαιοκτημοσύνη της εκκλησίας και η αύξηση των ακινήτων περιουσιών των μοναστηριών σε βάρος της ιδιοκτησίας των χωρικών γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση κατά την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων αυτοκρατόρων (867-1057). Στα τέλη του 7ου αιώνα και στις αρχές του 8ου, πριν απ’ την περίοδο των Εικονομάχων, η Ανατολική εκκλησία είχε αποκτήσει μια αξιόλογη και αρκετά υπολογίσιμη περιουσία. Οι Εικονομάχοι, όμως, αυτοκράτορες του 8ου αιώνα προσπάθησαν με κάθε τρόπο να βάλουν κάποιο φραγμό στην απληστία της εκκλησίας και να συγκρατήσουν ή και να περιορίσουν την αλματώδη και επικίνδυνη αύξηση των μοναστηριακών περιουσιών. Ανέλαβαν έναν έντονο αγώνα κατά των μοναστηριών, απ’ τα οποία πολλά κλείστηκαν και τα κτήματά τους κατασχέθηκαν απ’ το κράτος. Η προσπάθεια αυτή των αυτοκρατόρων στην Ανατολή ήταν δυναμική και περίπου ανάλογη με τη μεταρρύθμιση του Charles Martel στη Δύση. Η επικράτηση, όμως, της δυναστείας των Μακεδόνων, ύστερ’ απ’ την αποτυχία των Εικονομάχων, συντέλεσε στη γρήγορη αύξηση του αριθμού των μοναστηριών και στην επέκταση των ιδιοκτήτων κτημάτων τους. Την αύξηση της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας προσπάθησε να συγκρατήσει αρχικά ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α’ ο Λεκαπηνός. Για το σκοπό αυτό εξέδωσε και διάφορους νόμους το 922 και το 934. Την προσπάθεια του Λεκαπηνού θέλησε να ολοκληρώσει στην αρχή της βασιλείας του ο Νικηφόρος Φωκάς, ο οποίος και εξέδωσε ειδική Νεαρά το 964. Πολύ χαρακτηριστικά αναφέρονται στη Νεαρά αυτή και τα εξής: ‘’. . . Εφ’ όσον η φανερή πλέον ασθένεια της απληστίας έχει διαδοθεί πολύ στα μοναστήρια και σε άλλα ιερά ιδρύματα και εφ’ όσον η ιδιοκτησία εκτεταμένων περιοχών και πολυαρίθμων οπωροφόρων δένδρων δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως Αποστολική επιταγή ή σαν μια παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, ο αυτοκράτορας επιθυμεί να αποβάλει τη θεομίσητη φιλοδοξία και, θέλοντας να επιταχύνει αυτόν τον σκοπόν, απαγορεύει την ίδρυση νέων μοναστηριών, την ενίσχυσή τους με δωρεές και τη συντήρηση παλιών μοναστηριών, νοσοκομείων και πανδοχείων ή την παροχή δωρεών στους μητροπολίτες και επισκόπους . . .’’180. Το σκληρό αυτό για τους κληρικούς διάταγμα του Φωκά αναστάτωσε το ιερατείο και καταπολεμήθηκε με πείσμα απ’ τους αρχιερείς και τους μοναχούς. Η επακολουθήσασα εξέγερση του κλήρου ανάγκασε αργότερα το Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο να ακυρώσει τη Νεαρά του 964.

180

Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byzant.’’ Τόμ Γ.

σελίδα 51. 447


Ο Βασίλειος ακύρωσε μεν το νόμο του Φωκά αλλά, για να καταπολεμήσει τους μεγάλους γαιοκτήμονες, λαϊκούς και κληρικούς και, για να περιορίσει την περαιτέρω εξάπλωσή τους, εξέδωσε άλλο νόμο το 996, το γνωστό ‘’Αλληλέγγυον’’. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες υποχρεώνονταν να πληρώνουν τους φόρους των φτωχών γειτόνων τους, όταν εκείνοι αδυνατούσαν να τους πληρώσουν. Εάν ο νόμος αυτός έμενε σε ισχύ για πολύ καιρό, θα χαλιναγωγούσε τους μεγάλους γαιοκτήμονες και την εκκλησία. Το ‘’Αλληλέγγυον’’, όμως, ακυρώθηκε απ’ τον αυτοκράτορα Ρωμανό τον Γ’ τον Αργυρό, ο οποίος, προσπαθώντας να σταθεροποιηθεί στο θρόνο του, συμβιβάστηκε με τον ανώτερο κλήρο και τους ευγενείς και κατάργησε το μισητό απ’ την εκκλησία ‘’Αλληλέγγυον’’. Ο Ισαάκιος ο Κομνηνός, ο οποίος βασίλεψε μόνο δύο χρόνια (10571059), πιστεύεται ότι έπεσε θύμα καλοσχεδιασμένης αναίμακτης συνωμοσίας του κλήρου και των ευγενών. Ο Ισαάκιος, στην προσπάθειά του να αυξήσει τα έσοδα του κράτους, εφάρμοσε δραστήρια τακτική και επιχείρησε να φορολογήσει ή και να κατασχέσει τα τεράστια κτήματα που είχαν αποκτήσει παράνομα οι μεγάλοι πλούσιοι και η εκκλησία. Η απόπειρά του, όμως, αυτή του στοίχισε το θρόνο του και τον ανάγκασε να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του καλόγερος σε μοναστήρι181. Οι μετέπειτα αυτοκράτορες του Βυζαντίου και ιδίως κατά τον 11ο αιώνα συνέχισαν να υποστηρίζουν με περισσότερο ενδιαφέρον τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων. Έτσι, η γη γρήγορα περιήλθε στα χέρια του κλήρου και λίγων ευγενών, με αποτέλεσμα να εκφυλιστεί η οικονομία, να αυξηθεί η δουλεία και να επιταχυνθεί η καταστροφή182. Αλλά και ο Γενάδιος κι οι άλλοι αρχιερείς δεν φώναζαν και δεν βλαστημούσαν τους πάντες και τον αυτοκράτορα ακόμη δημοσίως, όταν αποφασίστηκε η δέσμευση των κινητών περιουσιών και των τιμαλφών των εκκλησιών και των μοναστηριών της Πόλης τον καιρό της πολιορκίας, για να εξοικονομηθούν χρήματα για τις ανάγκες της άμυνας; Δεν καταριόταν τον Κωνσταντίνο και δεν τον κατηγορούσαν, ότι απογυμνώμει τα ιερά ταμεία κι αδυνατίζει τις εκκλησίες, για να τις παραδώσει ανίσχυρες στους Λατίνους; Ο πατριάρχης Φιλόθεος κι οι αρχιερείς του δεν ευθύνονται για την μη ενίσχυση του Βυζαντινού στρατού επί αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’; Αυτοί δεν αντέδρασαν πεισματικά στην αύξηση του στρατού της Πόλης, γιατί ο στρατός εκείνος επρόκειτο να εγκατασταθεί σε εκκλησιαστικές εκτάσεις κοντά στη Σηλύμβρια; Η εκκλησία είχε τη δυνατότητα από τότε, διαθέτοντας μόνο ένα μέρος των γαιών της, να συντηρήσει στρατό ολόκληρο και το αρνήθηκε. Παραχωρώντας μόνο λίγες εκτάσεις της, μπορούσε να ισχυροποιήσει και να αναζωογονήσει μια αυτοκρατορία. Και δεν το έκανε. Φανταστείτε, τι πλούτο διέθετε ο κλήρος και ποια υπηρεσία αρνήθηκαν στην πατρίδα τους οι άπληστοι και φιλοχρήματοι ιεράρχες. Εκείνοι που γνώριζαν την 181 182

Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byzant’’ Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byzant.’’

Τόμ. Γ’ σελίδα 70. Τόμ. Γ’ σελίδ. 66-7. 448


υλική τιμή των πάντων και αγνοούσαν την αξία της αρετής και της Πατρίδας. Οι δούλοι του χρυσίου δεν αντιλαμβάνονταν τους λόγους του Πλάτωνα: ‘’Πας ο της γης χρυσός αρετής ουκ αντάξιος.’’ Οι αρχιερείς, το ανώτατο αυτό τμήμα του κλήρου ζούσε πάντοτε και δυστυχώς εξακολουθεί να ζει κάτω από τέτοιες συνθήκες που δεν μπορούσε και δεν μπορεί να ακολουθήσει τη ζωή του Έθνους. Σιγά-σιγά απομακρύνονταν κι εξακολουθεί να απομακρύνεται απ’ την εθνική συνείδηση και γίνεται όλο και περισσότερο ξένον προς το πενθούν και πάσχον Έθνος183. Ο Κωνσταντίνος, προφέροντας τα τελευταία αυτά λόγια, χαμήλωσε τη φωνή και το βλέμμα του, αισθανόμενος ντροπή και ταπείνωση για την τακτική και τη στάση των ιεραρχών της ορθοδοξίας. Επηρεασμένος απ’ το συναίσθημα αυτό, έμεινε για λίγο σιωπηλός και περιέφερε το βλέμμα του μέσα στην αίθουσα, σα να ήθελε να διαπιστώσει τις εντυπώσεις και τις εκδηλώσεις του ακροατηρίου του. Μετά, ξαναπαίρνοντας το παλιό του ύφος, συνέχισε. -Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε στην τακτική του πάπα και στους Νορμανδούς. Το 1081, οι Νορμανδοί, με τη βοήθεια της Δυτικής εκκλησίας, εκστράτευσαν από την Κάτω Ιταλία εναντίον των Βυζαντινών στα Βαλκάνια. Πέρασαν την Αδριατική και κυρίεψαν την Κέρκυρα. Και το Φεβρουάριο του 1982 κυρίεψαν το Δυρράχιο της Αλβανίας. Σπουδαίο βυζαντινό φρούριο και σημαντικός σταθμός πάνω στην ονομαστή αρχαία Εγνατία οδό. Ο τότε πάπας Γρηγόριος VII, όταν έμαθε την επιτυχία αυτή των Νορμανδών, τους οποίους ποτέ δεν είχε πάψει να ενισχύει και να υποστηρίζει, ευλόγησε τον αρχηγό τους Robert Guiscard και τον ονόμασε ‘’Άγιο Δούκα του Θεού και του Αγίου Πέτρου’’. Ενώ, όμως, ο ‘’άγιος δούκας’’ Robert και ο ‘’πανάγιος’’ ποντίφικας Γρηγόριος προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν την κατάκτηση του Δυρραχίου και να επεκτείνουν τις κτήσεις τους πιο πέρα απ’ τις ακτές της Αδριατικής και βαθύτερα στη χερσόνησο του Αίμου, οι Βενετοί τάχθηκαν με το μέρος των Βυζαντινών κι έστειλαν στόλο για να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα. Ο πάπας και οι Νορμανδοί, με αρχηγό τους το μεγάλο γιο του Robert, το Bohemund (1057-1111), παρ’ ότι είχαν στρατούς εξοπλισμένους με ‘’χριστιανικά χρήματα’’, επιτέθηκαν εναντίον των ομοθρήσκων τους Βενετών, τους νίκησαν, προχώρησαν νοτιότερα και κυρίεψαν διάφορα φρούρια στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία (1082-1084). Αργότερα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν όλες αυτές τις κτήσεις τους, αφ’ ενός μεν γιατί πιέζονταν απ’ τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, αφ’ ετέρου δε γιατί έπρεπε να σπεύσουν σε βοήθεια του πάπα στην Ιταλία, ο οποίος είχε δεχθεί επίθεση απ’ το βασιλιά της Γερμανίας Ερρίκο τον Δ’. Ο Ερρίκος είχε εισβάλει και προχωρούσε μέσα στην ιταλική χερσόνησο.

183

Πιπινέλη Π. ‘’Πολιτική Ιστορία’’ Καρανικόλα Γ. ‘’Ρασοφόροι’’

Σελίδα Σελίδα

38 26. 449


Μετά την παρέλευση της απειλής των Γερμανών, ο Robert, με τη βοήθεια και τις ευλογίες και πάλι του πάπα, επανήλθε στο παλιό του σχέδιο και στράφηκε για δεύτερη φορά προς τα Βαλκάνια. Κατέλαβε την Κέρκυρα και την Κεφαλληνία το 1085, όπου και πέθανε τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Τις προσπάθειες του Robert εναντίον των Βυζαντινών της Ιταλίας συνέχισε ο αδελφός του Roger, ο οποίος νωρίτερα, το 1072, είχε κυριέψει το Παλέρμο. Το 1086 κυρίεψε τις Συρακούσες και συνέχισε τον πόλεμο προς όφελος της καθολικής εκκλησίας. Για τους αγώνες του αυτούς, ο πάπας Ουρβανός ο Βος, ο εμπνευστής των σταυροφοριών, τον ονόμασε το 1099 ‘’Αποστολικό Λεγάτο της Σικελίας’’. Είναι αλήθεια, πως ο Roger ήταν ηπιότερος και πιο ανεκτικός απ’ τον αδελφό του Robert προς τους ορθοδόξους και τους μουσουλμάνους της επικράτειάς του, γι’ αυτό και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του αποτελείτο από μουσουλμάνους. Οι Νοαρμανδοί, με τις συνεχείς προτροπές και ενθαρρύνσεις του πάπα, δεν έπαψαν να επιτίθενται εναντίον της Αλβανίας και των δυτικών επαρχιών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και επί ένα περίπου αιώνα η Κωνσταντινούπολη αγωνίστηκε και αμύνθηκε εναντίον τους. Τις αρχικές επιθέσεις των Νορμανδών οργάνωσε και συστηματοποίησε σε πανδυτικές εκστρατείες των καθολικών εναντίον της Αλατολής ο πάπας Ουρβανός ο Β’ στο Συνέδριο των Ηγεμόνων της Κλερμών της Γαλλίας το 1095, όπου επικράτησαν οι απόψεις της Δυτικής εκκλησίας και μπήκαν τα θεμέλια των ‘’Σταυροφοριών’’. Ο πάπας ζήτησε απ’ το λαό στην Κλερμών να οπλιστεί και να εκστρατεύσει στην Ανατολή, διακηρύττοντας πως ‘’ο Θεός το θέλει’’ (Deus Lo Volt). Ταυτόχρονα, υποσχέθηκε άφεση των αμαρτιών, διαγραφή των χρεών και προστασία των ιδιωτικών περιουσιών εκείνων που θα ακολουθούσαν τους ‘’Σταυροφόρους’’. Αφορισμό, όμως, για όσους θα λιποτακτούσαν184. Ο πάπας ήλπιζε ότι, οργανώνοντας μια εκστρατεία κατά της Ανατολής και προβάλλοντας σα σκοπό της την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων απ’ τους μωαμεθανούς, η χριστιανική Ανατολή και πιο συγκεκριμένα η Βυζαντινή αυτοκρατορία κι αν ακόμη δεν έπαιρνε μέρος κι η ίδια στην εκστρατεία αυτή, δε θα έφερνε αντίρρηση στις προθέσεις των καθολικών και θα επέτρεπε τουλάχιστον τη διέλευση των στρατιών των δυτικών απελευθερωτών μέσα απ’ τα εδάφη της. Έτσι, ο πάπας, με το πρόσχημα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων απ’ τους μωαμεθανούς, θα εξασφάλιζε ανεμπόδιστα την είσοδο του στρατού του στην Ορθόδοξη Ανατολή και ίσως και σ’ αυτήν την Κωνσταντινούπολη. Οπότε, όταν ο στρατός του θα ήταν απλωμένος σ’ όλες τις βυζαντινές επαρχίες, εύκολα θα μπορούσε να επιβάλει τις θελήσεις του στον αυτοκράτορα και να αναγκάσει την Ανατολική εκκλησία να υποκύψει στη Δυτική. Τη στγμή 184

Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byzant.’’ Τόμ Γ’ σελίδα 130. Brook Z.N. ‘’History Of Europe 911-1198’’ σελίδα 235-6. 450


μάλιστα που θα είχε με το μέρος του και μπλεγμένους στους απώτερους σκοπούς του όλους τους ηγεμόνες ολόκληρου του Δυτικού Κόσμου. Οι κρυφές αυτές προθέσεις του πάπα και οι απώτερες επιθυμίες των καθολικών γρήγορα άρχισαν να γίνονται έργα. Τις αρχικές απόπειρες των Guiscard εναντίον του Βυζαντίου διαδέχτηκαν οι συστηματικές επιθέσεις του Βοημούνδου (1107) και του βασιλιά της Σικελίας Roger (1146) και ακολούθησαν οι μεγάλες εισβολές στο βαλκανικό χώρο του Tancred (1185). Ο Tancred, επί Ανδρόνικου, όχι μόνο πήρε το Δυρράχιο και τη Θεσσαλονίκη αλλά κατέλαβε και ολόκληρη την Ελλάδα, την οποία και λεηλάτησε συστηματικά. Μετά, μπήκε στη Θράκη και προχώρησε και προς την Κωνσταντινούπολη. Οι εισβολές αυτές των Δυτικών στην Ανατολή είναι γνωστές στην Ιστορία με το όνομα ‘’Σταυροφορίες’’. Η Ιστορία αναφέρει τουλάχιστον οχτώ τέτοιες εκστρατείες απ’ τις οποίες σπουδαιότερες είναι η πρώτη, επί Αλεξίου Κομνηνού το 1096, η δεύτερη επί Μανουήλ Κομνηνού το 1147, η τρίτη επί Ισαακίου Αγγέλου το 1189 και η τέταρτη επί Αλεξίου Γ’ Αγγέλου το 1204, η οποία και κατέληξε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και σήμανε την προσωρινή διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας185. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης απ’ τους παπικούς κράτησε ως γνωστόν από το 1204 ως το 1261. Οι σταυροφόροι, αντί να ελευθερώσουν τους Άγιους Τόπους απ’ τους Τούρκους, χώθηκαν σαν τσακάλια και ισοπέδωσαν και λεηλάτησαν τα πάντα. Κατατεμάχισαν τα ανατολικά τμήματα του Βυζαντίου, ιδρύοντας δικά τους κρατίδια και πριγκιπάτα στη Μ. Ασία, όπως το βασίλειο της Ιερουραλήμ, το πριγκιπάτο της Αντιόχειας και το δουκάτο της Εδέσσης186. Η περίοδος αυτή της λατινικής κατοχής ήταν η πιο καταστρεπτική στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης187. Η λεηλασία των καθολικών και η βαρβαρότητα του στρατού του πάπα ήταν πρωτοφανής και απερίγραπτη κι έμεινε για πάντα χαραγμένη με τα μελανότερα χρώματα στις ψυχές των ορθοδόξων της Ανατολής. Επηρέασε δε ριζικά τις μετέπειτα σχέσεις των δύο χριστιανικών κόσμων και το μέλλον της Κωνσταντινούπολης. Ο πάπας, με τους Νορμανδούς και τις διάφορες επιδρομές του, κατάφερε να ενσπείρει διασπαστικές τάσεις στους λαούς του Βυζαντίου και να καλλιεργήσει επαναστατικές ενέργειες ανάμεσα στους σερβικούς, αλβανικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς, οι οποίοι άρχισαν να κινούνται εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Κατάφερε να διαβρώσει την ενότητα των λαών της χριστιανικής αυτοκρατορίας και να αποδείξει σ’ αυτούς και στην Ευρώπη, ότι τα βυζαντινά όπλα δεν είναι ανίκητα. Έτσι, άρχισε να υποθάλπεται απ’ τους καθολικούς η διάλυση του Βυζαντίου, ενώ ταυτόχρονα στεραιώνονταν στη Δύση το αίσθημα, ότι η κυρίευση της Ανατολικής αυτοκρατορίας δεν είναι ακατόρθωτη. Χατζή Π. ‘’Γενική Ιστορία’’ Woodhouse C.M. ‘’Modern Greece’’ 187 Encyclopaedia Bretannica Τόμ. 7 Woodhouse C.M. ‘’Modern Greece’’ 185 186

Σελίδα Σελίδα Σελίδα Σελίδα

117. 73 706. 79. 451


Οι απόπειρες των Νορμανδών στην Αλβανία άρχισαν να καρποφορούν κατά το τέλος του 12ου αιώνα και να ενθαρρύνουν τις ευρύτερες προσδοκίες του πάπα, όταν οι λαοί της περιοχής αυτής και ιδιαίτερα οι Σέρβοι, με την υποκίνηση της Δύσης άρχισαν να κινούνται για να αποκοπούν απ’ τον κορμό του Βυζαντίου, πράγμα το οποίο και κατόρθωσαν επίσημα το 1335. Ο πάπας δε, παρασυρμένος απ’ τα εγκόσμια και κυριευμένος απ’ τη μάταια δόξα της πρωτοκαθεδρίας, απέβαλε κάθε πρόσχημα και, ωθούμενος απ’ την ακατάσχετη επιθυμία της απόλυτης επικράτησής του πάνω σ’ όλους τους χριστιανούς της γης, μπήκε στον πειρασμό και το πήρε απόφαση να τραβήξει το σπαθί και να επιχειρήσει να αναγκάσει με τα όπλα την Ανατολή να υποκλιθεί στη Δύση. Επίσημες πλέον κινήσεις και ανοιχτές συνεννοήσεις γίνονται προς την κατεύθυνση αυτή. Ο ιδρυτής της σερβικής δυναστείας, πρίγκιπας Στέφαν Νεμάνιεβιτς, πλησίασε το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο (Βαρβαρόσα) και το 1189 τον κάλεσε στη Νίσσα, στη γενέτειρα του Μ. Κωνσταντίνου, όπου τον δέχτηκε με μεγάλες τιμές. Όπως αναφέρει σε γράμμα του ο ιστοριογράφος του Γερμανού αυτοκράτορα Ansbertus, ο Σέρβος πρίγκιπας προέτρεψε το Φρειδερίκο να επιτεθεί κατά των Βυζαντινών και να γίνει κύριος της Κωνσταντινούπολης. Του υποσχέθηκε μάλιστα και βοήθεια από μέρους των Σέρβων. Τις ίδιες προθέσεις κι επιθυμίες είχαν και οι άρχοντες της Βουλγαρίας και σύμμαχοι του Στέφαν, Πέτρος και Ιβάν Άσσεν, οι οποίοι, δια μέσου του Στέφαν, έκαναν κι αυτοί την ίδια πρόταση στο Γερμανό αυτοκράτορα. Τελικά, ο Φρειδερίκος φάνηκε συνετότερος και δεν υπέκυψε στις προτροπές του Στέφαν και των Βουλγάρων. Αργότερα, ο βασιλιάς της Νεάπολης Κάρολος ο Ι (γεννήθηκε το 1227 και πέθανε το 1285), με εκστρατεία του στα Βαλκάνια κυρίεψε την Κέρκυρα, το Δυρράχιο και την Αχαΐα. Στην αρχή αντιμετωπίστηκε στην Ήπειρο με επιτυχία απ’ τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ τον Παλαιολόγο, τον απελευθερωτή της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Φράγκους και αναστυλωτή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αργότερα, ξαναετοιμάστηκε με σκοπό αυτή τη φορά να βαδίσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Τις προσπάθειές του αυτές ευνοούσε και ενίσχυε κι ο πάπας και ολόκληρος ο καθολικισμός. Τόσο δε έντονες και εντυπωσιακές ήταν οι διπλωματικές και οι στρατιωτικές του προετοιμασίες για το σκοπό αυτό, που ο αυτοκράτορας, προσπαθώντας να αντιδράσει στα σχέδια του Καρόλου και για να εξευμενίσει τη Δύση, αναγκάστηκε να στείλει αντιπροσώπους του στη δεύτερη εκκλησιαστική σύνοδο της Λυών και να πάρει μέρος σε συζητήσεις για την ένωση των δύο εκκλησιών. Μεταξύ των αντιπροσώπων του Μιχαήλ που πήγαν στη Λυών συμπεριλαμβάνονταν και ο ονομαστός λόγιος Γεώργιος Ακροπολίτης. Στη Λυών, με μεγάλο ενθουσιασμό αποφασίστηκε η απ’ όλους φαινομενικά ποθούμενη Ένωση188. Αλλά, παρ’ όλη την καλή θέληση και την προσπάθεια που έδειχνε η Κωνσταντινούπολη για την ένωση, ο πάπας Μαρτίνος ο Δ’ αφόρισε το 188

Η πρώτη Σύνοδος έγινε το 1245. Η δεύτερη το 1274. Άρχισε στις 7 Μαΐου και τελείωσε στις 17 Ιουλίου. 452


1281 τον αυτοκράτορα Μιχαήλ και τους Έλληνες σα σχισματικούς. Ο Μιχαήλ λυπήθηκε πραγματικά για την παράλογη αυτή ενέργεια της Δυτικής εκκλησίας και, για να αντιδράσει, παρέλειψε να μνημονεύει το όνομα του πάπα στις προσευχές του. Τον επόμενο χρόνο, ο πάπας ξανααφόρισε το Μιχαήλ και ήρθε σε συνεννόηση με το βασιλιά της Νεάπολης Κάρολο και τους Βενετούς κι ετοίμασε εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Μιχαήλ έστειλε 30 χιλιάδες ουγγές χρυσάφι στο βασιλιά Πέτρο της Αραγωνίας, για να μεσολαβήσει ώστε να ματαιωθεί η προετοιμαζόμενη εκστρατεία189. Οι ενέργειες αυτές του Μιχαήλ, αν και δεν συνένωσαν τελικά τις δύο εκκλησίες, συντέλεσαν τα μέγιστα στο να ατονίσουν τα επιθετικά σχέδια του βασιλιά της Νεάπολης και του πάπα. Οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι του αυτοκράτορα επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη ικανοποιημένοι για τη θεαματική κι εντυπωσιακή όπως φάνηκε στην αρχή επιτυχία τους. Το επίτευγμα, όμως, αυτό των διπλωματών του Μιχαήλ λύπησε αφάνταστα και εξόργισε τα μέγιστα τον ορθόδοξο κλήρο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος με κάθε τρόπο προσπάθησε να τορπιλίσει τις αποφάσεις του συνεδρίου και να εμποδίσει κάθε προσέγγιση των δύο χριστιανικών κόσμων. Οι ιστορικοί της εποχής εκείνης μας λένε, ότι κλήρος και μερίδα του λαού της Πόλης, υποκινούμενοι απ’ τους αδιάλλακτους αρχιερείς, χλεύαζαν και κορόιδευαν δημόσια τα αποτελέσματα του εκκλησιαστικού συνεδρίου και γελούσαν με τις προθέσεις και τις επιδιώξεις του αυτοκράτορα. Αλλά, ας θυμηθούμε για λίγο τις σχέσεις του πάπα με τους Νορμανδούς και τις ενέργειες και τους κρυφούς πόθους της Δυτικής εκκλησίας απ’ τον 11ο αιώνα και εντεύθεν. Ας θυμηθούμε το ρόλο των καθολικών στη διάλυση και στο διαμελισμό του Βυζαντίου. Η βαθμιαία και απ’ τον πάπα υποκινούμενη και επιδιωκόμενη απόσπαση των χριστιανικών λαών απ’ την Κωνσταντινούπολη, εφ’ ενός μεν εξασθένισε το Βυζάντιο, αφ’ ετέρου δε απομόνωσε τους αποσχισθέντες λαούς, οι οποίοι έγιναν εύκολη λεία των Τούρκων. Έτσι, κάτω απ’ τις ευλογίες του πάπα, άλλοι λαοί κυριεύτηκαν απ’ τους Οθωμανούς κι άλλοι έγιναν υποτελείς στο σουλτάνο και υποχρεώθηκαν να του πληρώνουν φόρους και να του αποστέλνουν στρατιωτική και άλλη βοήθεια όταν αυτός τη χρειαζόταν. Γι’ αυτό, το 1389, ανάμεσα στους Τούρκους που κατέστρεφαν το σερβικό στρατό στη μάχη του Κόσσοβο, υπήρχε και ικανός αριθμός χριστιανών, Ελλήνων, Βουλγάρων, Αλβανών, ακόμη και Σέρβων μαχητών. Μεταξύ αυτών, ήταν κι ο δεσπότης του Μυστρά Κωνσταντίνος Δραγάσης, παππούς από μητέρα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ο οποίος ακολούθησε το Μουράτ Ι με ικανό αριθμό βοηθητικών δυνάμεων190. Ο ίδιος χριστιανός άρχοντας πήρε μέρος στο πλευρό των Τούρκων και συμπολέμησε μαζί τους εναντίον των χριστιανών και στη μεγάλη μάχη της Ροβίνας το 1394. Στη μάχη επίσης αυτή πήραν μέρος σα 189

Pears E. ‘’The Destruction . . .’’

190

Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’

Σελίδες

35-36.

453


σύμμαχοι του σουλτάνου ο χριστιανός πρίγκιπας της Σερβίας Στέφανος Λαζάροβιτς και ο επίσης χριστιανός βασιλιάς των Βλάχων Μάρκος. Μετά το θάνατο του βασιλιά Βοκάσιν, ο οποίος σκοτώθηκε απ’ τους Τούρκους στη μάχη του ποταμού Μαρίτσα το 1371, ο γιος του Μάρκος ανέβηκε στο θρόνο κι έγινε υποτελής στο σουλτάνο. Ο ιστορικός της σερβικής αυλής Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος στο βιβλίο του, που έγραψε το 1427, ‘’Η ζωή του δεσπότου Στεφάνου του Ψηλού’’, αναφέρει γεγονότα δραματικά. Λέγει ότι, λίγο πριν τη μάχη, ο βασιλιάς Μάρκος γύρισε προς το συγγενή του Κωνσταντίνο Δραγάση και του είπε: ‘’Παρακαλώ το Θεό να δώσει τη νίκη στους χριστιανούς κι ας την πληρώσω εγώ με τη ζωή μου.’’ Τα λόγια αυτά του χριστιανού βασιλιά Μάρκου, του ήρωα πολλών σερβικών και βουλγαρικών δημοτικών τραγουδιών, δείχνουν καθαρά την τότε επικρατούσα ανώμαλη κατάσταση μεταξύ των χριστιανικών βασιλείων και απεικονίζουν τα αισθήματα που κατείχαν μερικούς καλλιεργημένους χριστιανούς άρχοντες την ώρα που, υπηρετώντας υποχρεωτικά στις τάξεις του τουρκικού στρατού, αναγκάζονταν να σύρουν το σπαθί τους υπέρ των μωαμεθανών και κατά των ομοθρήσκων τους. Ο χριστιανός Μάρκος σκοτώθηκε στη μάχη της Ροβίνα στις 17 Μαΐου 1395, πολεμώντας τους ομοθρήσκους του για να νικήσουν οι Τούρκοι. Πλήρωσε με τη ζωή του την ήττα των χριστιανών κι όχι τη νίκη, όπως επιθυμούσε. Επίσης, τον επόμενο χρόνο (1396), στη μάχη της Νικόπολης κι ενώ το πολωνικό και το ουγγαρέζικο ιππικό, με τη βοήθεια δυτικών σταυροφόρων, σφυροκοπούσαν τους γενιτσάρους του Βογιατζίτ, έτρεξε το επικουρικό σώμα του σουλτάνου, το οποίο αποτελείτο από αρκετές χιλιάδες χριστιανών Σέρβων ιππέων με αρχηγό τους το Σέρβο πρίγκιπα Στέφανο Λαζάροβιτς και άρπαξε τη σίγουρη νίκη απ’ τους χριστιανούς και τη χάρισε στους Τούρκους. Ύστερ’ απ’ τη νίκη αυτή, ο Βογιατζίτ είδε την κατάντια των χριστιανών και είπε, ότι σύντομα θα ταΐσει τα άλογά του μέσα στην εκκλησία του αγίου Πέτρου191. Ο Λαζάροβιτς, σα σύμμαχος του σουλτάνου, πήρε μέρος σε πολλές εκστρατείες των Τούρκων. Πολέμησε για λογαριασμό τους δίπλα στο Βογιατζίτ στη μάχη της Ροβίνα το 1395 εναντίον των Βλάχων, στη μάχη της Νικόπολης το 1396 εναντίον των Πολωνών και των Ούγγρων και στη μάχη της Αγκύρας το 1402 εναντίον του Ταμερλάνου, για να αναφέρω μόνο τις σπουδαιότερες. Στη μάχη της Αγκύρας, νικήθηκαν μεν οι Τούρκοι απ’ τους Μογγόλους κι ο Βογιατζίτ πιάστηκε αιχμάλωτος και πέθανε στην αιχμαλωσία, ο Λαζάροβιτς, όμως, γλίτωσε και γύρισε στην πατρίδα του μέσω Κωνσταντινούπολης. Εκεί, στην Πόλη του δόθηκε ο τίτλος του δεσπότη απ’ τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη VIII τον Παλαιολόγο. Πέθανε στις 19 Ιουλίου 1427 και τον διαδέχτηκε ο ανεψιός του Γεώργιος Βράκοβιτς192.

191 192

Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Encyclopaedia Bretannica Τόμ 20

Σελίδα Σελίδα

111. 235. 454


Το Βογιατζίτ διαδέχτηκε ο ανεψιός του Μουράτ ΙΙ, ο οποίος το 1436 παντρεύτηκε την κόρη του Βογιατζίτ Μάρα και τρία χρόνια αργότερα, το 1439, εκστράτευσε εναντίον της Σερβίας, κατέλαβε την πρωτεύουσά της Σμερδένεβο και συνέλαβε τους δυο γιους του Βράκοβιτς και αδελφούς της Μάρα, τους οποίους και τύφλωσε. Ο Βράκοβιτς έφυγε στην Ουγγαρία και το φθινόπωρο του 1443, μαζί με τον Ούγγρο ήρωα Ουνυάδη και µε πολυάριθμο ουγγρικό στρατό, εκστράτευσαν εναντίον των Τούρκων και έφτασαν μέχρι τη Σόφια. Με τις επιτυχίες που είχαν μέχρις εδώ οι χριστιανοί, θα έπαιρναν και την Αδριανούπολη, αν το δυνατό κρύο και η έλλειψη τροφών δεν τους ανάγκαζαν να επιστρέψουν στην Ουγγαρία, ώσπου να περάσει ο χειμώνας και αν κατόρθωναν να πάρουν και τους Βουλγάρους με το μέρος τους. Οι καθολικοί Ούγγροι κακομεταχειρίζονταν το βουλγαρικό πληθυσμό, γιατί τον θεωρούσαν αιρετικό κι αλλόθρησκο, πράγμα το οποίο απέβη τελικά σε βάρος τους. Οι Βούλγαροι, δυσαρεστημένοι απ’ τους ελευθερωτές τους, έμειναν αδρανείς στις προσπάθειες του Βράκοβιτς και του Ουνυάδη ή έκλιναν προς το μέρος των Τούρκων. Το καλοκαίρι του 1444, ο Βράκοβιτς δεν θέλησε να συμμετάσχει στη συνέχιση της εκστρατείας αλλά ήρθε σε συνεννόηση με το Μουράτ ΙΙ κι έκανε χωριστή ειρήνη μαζί του. Ο Μουράτ τον αναγνώρισε δεσπότη της Σερβίας και τον κατέστησε φόρου υποτελή του. Ο Ουνιάδης, με το βασιλιά της Πολωνίας Βλαδισλαύο ΙΙΙ, συνέχισαν την εκστρατεία. Οι δυο σύμμαχοι νικήθηκαν στη Βάρνα το 1444 και καταστράφηκαν κυριολεκτικά στη μάχη του Κόσσοβο στις 18 Οκτωβρίου 1448. Η καταστροφή αυτή των χριστιανών οφείλεται κατά μέγα μέρος στην αποσκίρτηση του Βράκοβιτς απ’ το χριστιανικό στρατόπεδο και στη μεταπήδησή του στο πλευρό των Τούρκων. Η στάση του Βράκοβιτς εξυπηρέτησε άριστα τα κατοπινά σχέδια του Μωάμεθ για την τελική διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο κατακτητής σουλτάνος ξέχασε τις συμμαχίες με τους Σέρβους και τη βοήθεια που του παρέσχε ο Βράκοβιτς στην εκστρατεία εναντίον της Πόλης και σ’ άλλες προηγούμενες περιπτώσεις και επιτέθηκε εναντίον της Σερβίας (1454-1455). Τότε, ο Βράκοβιτς ζήτησε τη βοήθεια της Ουγγαρίας αλλά η Ουγγαρία, ύστερ’ από υπόδειξη του πάπα, αξίωσε απ’ το Βράκοβιτς, ο οποίος ήταν ορθόδοξος, να ασπασθεί τον καθολικισμό πριν του δοθεί οποιαδήποτε βοήθεια. Ο Βράκοβιτς δεν θέλησε ν’ αρνηθεί την ορθοδοξία και η βοήθεια δεν του εστάλη ποτέ. Η Σερβία υποτάχτηκε ολοκληρωτικά στους Τούρκους και ο Βράκοβιτς πέθανε ορθόδοξος την παραμονή των Χριστουγέννων του 1456. Επίσης, αποτέλεσμα των κατακτητικών επιδιώξεων του πάπα ήταν και η εισβολή των Τούρκων στη Βοσνία το 1415. Οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης πιέζονταν απ’ τους καθολικούς γείτονές τους να ενωθούν με την καθολική εκκλησία της Ρώμης και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας, υποκινούμενος απ’ τον πάπα, για να τους αναγκάσει να ασπαστούν τον καθολικισμό, τους απειλούσε με εισβολή. Οι Βόσνιοι, για να

455


αντιμετωπίσουν τις απειλές των Ούγγρων, στράφηκαν προς τους Τούρκους, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία και εισέβαλαν στη χώρα. Αλλά και στις χώρες που εισέβαλαν οι στρατοί του πάπα και των καθολικών δεν φέρονταν χριστιανικά ή έστω ανθρώπινα. Η βία, η αυθαιρεσία και η βαρβαρότητα είχαν την πρώτη θέση στους τρόπους και στη συμπεριφορά των σταυροφόρων προς τους κατεχόμενους λαούς. Φέρονταν σαν κατακτητές κι όχι σαν απελευθερωτές. Οι λίγοι άρχοντες των χωρών αυτών, μαζί με τους παπικούς αντιπροσώπους και τους ηγεμόνες των σταυροφόρων, καταδυνάστευαν και συνέθλιβαν κυριολεκτικά το λαό πολύ χειρότερα απ’ τους Τούρκους. Επιπλέον, η υποστήριξη του πάπα προς τους λαούς αυτούς ήταν πάντοτε ανάλογη προς το ποσοστό της θρησκευτικής τους υποταγής στη Ρώμη και στον καθολικισμό. Σε γράμμα που έγραφε ο τελευταίος βασιλιάς της Βοσνίας Στέφαν Τομάσεβιτς (1461-1463) στον πάπα Πίο ΙΙ (1458-1464) βρίσκουμε τις παρακάτω ενδιαφέρουσες λέξεις: ‘’Οι Τούρκοι υπόσχονται σ’ όλους που πάνε με το μέρος τους ελευθερία και ο τραχύς νους των χωρικών δεν αντιλαμβάνεται την απατηλότητα μιας τέτοιας υπόσχεσης και πιστεύει ότι η ελευθερία αυτή θα διαρκέσει για πάντα. Κι επομένως, φοβάμαι πως είναι δυνατόν ο ξεγελασμένος απλός λαός να με εγκαταλείψει, εκτός και δει καθαρά ότι υποστηρίζομαι από σένα . . .’’ Κι όταν ο κατακτητής Μωάμεθ εισέβαλε στη Βοσνία το 1463, ο τυραννισμένος απ’ τους άπληστους άρχοντές του λαός δεν ήθελε να στραφεί εναντίον του, λέγοντας ότι: ‘’δεν είναι δική μας δουλειά να υπερασπιστούμε το βασιλιά. Ας τον υπερασπιστούν οι άρχοντες και οι ευγενείς.’’193 Πραγματικά. Δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι από κείνους στους οποίους δεν δώσαμε ποτέ τίποτα. Πολλές φορές, την αδιαφορία του λαού και την εγκατάλειψη των αρχόντων του υποκινούσε αυτή η ίδια η καθολική εκκλησία και ενίσχυαν οι δυτικοί ηγεμόνες. Υπάρχει γράμμα του Albricus Maletta, γραμμένο στις 8 Δεκεμβρίου 1455 στη Νεάπολη, στο οποίο αναφέρεται συζήτηση μεταξύ του αντιπροσώπου του δούκα του Μιλάνου και του βασιλιά Αλφόνσου της Νεάπολης, η οποία έγινε κατά το Δεκέμβριο του 1455, στο οποίο αναγράφεται ότι, οι Αλβανοί χωρικοί προτιμούν να κυβερνούνται απ’ τους Τούρκους παρά απ’ τους δικούς τους άρχοντες. Ο βασιλιάς Αλφόνσος προτιμούσε να εγκαταλείψουν οι Αλβανοί τους άρχοντές τους και να παραδοθούν στους Τούρκους, γιατί ‘’Il Homeni De Quello Paese Sono Molto Affeti Al Turcho El Quale Glifa Una Bona E Humana Signoria194. Αυτές είναι οι λέξεις του ίδιου του βασιλιά. Αναρίθμητες είναι οι δολοπλοκίες και οι συνεννοήσεις των καθολικών με τους Τούρκους εναντίον των διαφόρων χωρών και κυρίως του Βυζαντίου. Αμέτρητες φορές άμεσα ή έμμεσα υπέθαλψε ή υποκίνησε ο πάπας τη μανία των Οθωμανών εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Το σβήσιμο της ορθοδοξίας και η υποταγή της Κωνσταντινούπολης στη 193 194

Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’ Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . .’’

Σελίδα Σελίδα

8. 9. 456


Ρώμη είχε γίνει ο μοναδικός σκοπός του καθολικισμού και η μόνη επιδίωξη και φροντίδα του κάθε ποντίφικα. Τα λόγια του πάπα Γρηγορίου V προς τον Ebouly De Rossi (1073) και οι σκέψεις και τα αισθήματα του Πετράρχη (1304-1374) για τους ορθοδόξους, αποτέλεσαν νόμο και καθόρισαν τη στάση και την πορεία του καθολικισμού. Η Δύση διακήρυττε αδιάντροπα: ‘’Ισλάμ παρά Ορθοδοξία.’’ Και η Ανατολή βροντοφωνούσε ασυλλόγιστα: ‘’Ισλάμ παρά πάπας.’’ Και οι δυο, λοιπόν, εκκλησίες προτιμούσαν το Ισλάμ. Και τα δύο χριστιανικά ιερατεία συμμάχισαν, έστω και σιωπηρά με το μωαμεθανισμό και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να παραδώσουν την Πόλη στο Ισλάμ, πράγμα που τελικά το κατόρθωσαν. Το πόσο έσφαλαν στο στοπό τους αυτό και πόσο άδικα, απάνθρωπα και αντιχριστιανικά ήταν τα μέσα που μεταχειρίστηκαν στις προσπάθειές τους αυτές οι κατά καιρούς καθολικοί αρχιερείς κι όλοι οι ποντίφικες και οι άρχοντες της Δύσης, όλοι τους το γνώριζαν και όλοι ένιωθαν κατά βάθος τον εαυτό τους ένοχο και τη συνείδησή τους πάντοτε βεβαρυμένη. Ο εγωισμός τους, όμως, το πείσμα τους και ο τυφλός φανατισμός τους, δεν τους άφηναν να το παραδεχτούν ανοιχτά και να αλλάξουν τακτική. Το ίδιο ακριβώς πιστεύω πως θα ένιωθαν και νιώθουν και οι ορθόδοξοι ισχυρογνώμονες απ’ την άλλη μεριά. Είμαι βέβαιος, πως θα έρχονταν στιγμές, που οι άνθρωποι εκείνοι, αναλογιζόμενοι τη μεγάλη συμφορά στην οποία με την τακτική τους οδήγησαν τους λαούς, θα αισθάνονταν τύψεις αβάσταχτες να τους τυραννούν. Θα έβλεπαν, οπωσδήποτε, το μέγεθος της δολιότητας και της απάτης τους και θα έφρυτταν ενδόμυχα και οι ίδιοι. Η απάτη ίσως φέρνει θριάμβους. Οι θρίαμβοι, όμως, της απάτης είναι πρόσκαιροι και παρέρχονται την επόμενη κιόλας μέρα. Η θέση τους τότε παραχωρείται με βιασύνη σε εφιάλτες παντοτεινούς. Και η Ιστορία είναι για πολλούς ένας αιώνιος εφιάλτης. Θα έρχονταν στιγμές, που οι ηγέτες εκείνοι θα μετανοούσαν πικρά, γιατί δεν άκουσαν όταν έπρεπε τη φωνή της συνείδησής τους. Του αμερόληπτου αυτού συμπαραστάτη μας, που μας ειδοποιεί πάντοτε σαν φίλος πριν μας τιμωρήσει σαν δικαστής. Μεταξύ των άλλων ιεραρχών και ιερωμένων της Δύσης που παραδέχτηκαν το σφάλμα τους για την άδικη, ύπουλη κι εγωιστική αντιχριστιανική στάση τους απέναντι στην Κωνσταντινούπολη διακρίνεται ο ελληνιστής και προϊστάμενος της βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας πάπας Νικόλαος ο πέμπτος. Ο ιεράρχης που κατείχε το ανώτατο αξίωμα στη Ρώμη τις μέρες της πολιορκίας και της πτώσης της Κωνσταντινούπολης κι απέφυγε ή αδράνησε τότε να εκτελέσει το χριστιανικό του καθήκον. Να βοηθήσει έγκαιρα τον θανάσιμα κινδυνεύοντα χριστιανισμό της Ανατολής. Ο πάπας Νικόλαος ο V, λοιπόν, τις τελευταίες ώρες της ζωής του εξομολογήθηκε στους καρδιναλίους του που τον περιστοίχιζαν ετοιμοθάνατο στο κρεβάτι του και τους είπε: ‘’Τρέμω τη Θεία Δίκη τώρα που πρόκειται να παρουσιαστώ μπροστά στο Μεγάλο Κριτή, γιατί δεν βοήθησα όσο έπρεπε την Κωνσταντινούπολη.’’

457


Στο γράμμα του, όμως, που έστειλε το Νοέμβριο του 1452 στην Κωνσταντινούπολη με τον καρδινάλιο Ισίδωρο έγραφε ότι: ‘’Το Βυζάντιον απ’ τα πολλά του αμαρτήματα κατέστη πάντων εθνών κακοδαιμονέστατον . . .’’195 Τις τελευταίες ώρες θυμόταν ο πάπας τα λόγια του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκου ΙΙΙ και με δέος ξανάφερνε στη μνήμη του τις ανατριχιαστικές περιγραφές της τρομερής καταστροφής της Κωνσταντινούπολης. Έβλεπε τώρα, πόσο δίκιο είχε ο Γερμανός αυτοκράτορας, όταν το 1453 χαρακτήριζε στα γράμματά του προς την Άγια Έδρα την Κωνσταντινούπολη σαν ‘’πρωτεύουσα της Ανατολικής αυτοκρατορίας, κεφαλή της Ελλάδος και κατοικία της επιστήμης και των τεχνών’’196. Αναγνώριζε ο ετοιμοθάνατος ιεράρχης, ότι συντέλεσε κι ο ίδιος στον ακροτηριασμό του πολιτισμού και στον εμπρησμό και στην καταστροφή ‘’της κατοικίας της επιστήμης και των τεχνών’’ και η ψυχή του έτρεμε περισσότερο. Διαισθανόταν πλέον καθαρά, ότι ο ελληνιστής αυτός και θαυμαστής του ελληνικού πνεύματος δεν κατόρθωσε να υπερασπιστεί όταν και όσο έπρεπε ό,τι θαύμαζε στη ζωή του και να σώσει ό,τι έλεγε πως αγαπούσε πραγματικά. Και ο Πετράρχης, ο φοβερός αυτός διώκτης των Ελλήνων, ήταν θαυμαστής του ελληνικού πνεύματος και μελετητής των αρχαίων Ελλήνων σοφών και φιλοσόφων. Σαν καθολικός, μισούσε τους Έλληνες. Σαν άνθρωπος του πνεύματος, θαύμαζε τη σοφία των Ελλήνων. Μεγάλη κι απερίγραπτη ήταν η χαρά του, όταν του δώρισε ο επίσης μελετητής των αρχαίων Ελλήνων σοφών φίλος του Βοκάκκιος το 1366 στη Βενετία μια καλοδεμένη λατινική μετάφραση των ποιημάτων του Ομήρου. ‘’Η απόκτηση ενός τέτοιου βιβλίου’’, είπε, ‘’΄ήταν μια μακρόχρονη και διακαής επιθυμία μου’’197. Σε πολλά γράμματά του ο Φλωρέντιος λόγιος μιλάει για την ελληνική γλώσσα, το ελληνικό πνεύμα και την ελληνική φιλολογία. Σ’ ένα απ’ αυτά γράφει: ‘’Πάντοτε ανυπομονούσα να μελετήσω την ελληνική φιλολογία και αν η τύχη δεν φθονούσε στην αρχή που έκανα και δε με στερούσε από έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τώρα θα ήταν δυνατόν να είμαι κάτι περισσότερο από έναν στοιχειώδη ελληνιστή’’198. Με το ίδιο περίπου πνεύμα εκφράζεται για τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους και ο Βοκάκκιος. Τα καλλιεργημένα πνεύματα της Δύσης τιμούσαν και θαύμαζαν την υπέροχη ανωτερότητα του ελληνικού πνεύματος. Ο φανατισμένος, όμως, καθολικισμός, μισούσε τους δημιουργούς του. Δυστυχώς, σήμερα η Ιταλία, με την επίθεση του Κεδίκ πασά και τις σφαγές του Τάραντα, πληρώνει τις παλιές της ανομίες και, όπως φαίνεται, θα πληρώνει για αρκετά χρόνια την υπουλότητα των ιεραρχών της και τη δολιότητα των καθολικών ιερωμένων και αρχόντων της. Ζαλοκώστα Χρ. ‘’Κων/νος Παλαιολόγος’’ Σελίδ. 159-160. Mijiatovic C. ‘’The Last Emperor . . . Preface Σελίδα ΙΙΙ. 197 Encyclopaedia Bretannica Τόμ. 17 σελ. 752. 198 Vasiliev A.A. ‘’History Of The Byzant… ‘’ Τόμ Ε σελ. 150. 195 196

458


Οι νέες αυτές θηριωδίες των Τούρκων προσθέτουν ακόμη ένα λιθάρι αναθέματος στο όνομα του βάρβαρου κι απάνθρωπου Μωάμεθ. Όλα τα μέχρι σήμερα έργα του χριστιανομάχου σουλτάνου φέρνουν χτυπητά τα σημάδια της βαρβαρότητας κι είναι όλα βαμμένα με αθώο αίμα. Καθένα χωριστά κι όλα μαζί δίνουν στο όνομα και στη φυσιογνωμία του την όψη ενός πρωτοφανούς ανθρωπόμορφου τέρατος. Πολλές φορές, για να ικανοποιεί τα αιμοβόρα ένστικτά του επέβαλε στα θύματά του το θάνατο για το τίποτα. Όταν π.χ. παραδόθηκε το Καστρί, διέταξε να θανατωθούν όλοι οι στρατιώτες της φρουράς που πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός να πουληθεί στα σκλαβοπάζαρα. Το ίδιο έκανε όταν κυρίεψε και το Γαρδίκι. Λέγεται, ότι κάποτε δεκατέσσερις νεαροί άρπαξαν μερικά αγγούρια από μια γυναίκα. Ο Μωάμεθ διέταξε να ανοιχτούν οι κοιλιές και των δεκατεσσάρων νεαρών για να διαπιστωθεί, αν αυτοί πραγματικά έφαγαν τα αγγούρια και ποιοι απ’ αυτούς τα έφαγαν. Κάποτε, το θηρίο αυτό αγαπούσε πολύ μια γυναίκα, την Ειρήνη, η οποία εθεωρείτο η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου. Άλλοι λένε, πως η Ειρήνη ήταν σκλάβα, την οποία είχαν πουλήσει τρεις έμποροι στο Μωάμεθ όταν βρισκόταν σε εκστρατεία στην Ασία. Επίσης, λέγεται ότι οι γενίτσαροί του τον κατηγόρησαν για την προσήλωσή του στην Ειρήνη, γιατί, κλεισμένος μερόνυχτα στη σκηνή του με την όμορφη σκλάβα, αδιαφορούσε για την πορεία της εκστρατείας. Για να αποδείξει, όμως, στο στρατό του ότι δεν επηρεάζεται από τίποτα και ότι πάντοτε είναι κύριος στον εαυτό του διέταξε να τεμαχιστεί η Ειρήνη μπροστά στους γενιτσάρους. Η διαταγή εκτελέστηκε. Διέταξε την εκτέλεση της φρουράς και της βασιλικής οικογένειας της Τραπεζούντας και τον αποκεφαλισμό του βασιλιά της Βοσνίας. Διέταξε να κοπούν στη μέση με πριόνι πεντακόσιοι αιχμάλωτοι της φρουράς της Αχαΐας, όταν εισέβαλε στην περιοχή. Όποιος αντιστέκονταν στις διαταγές του ή στις επιθυμίες του τιμωρούνταν με θάνατο. Τις περισσότερες φορές, σκότωνε τα θύματά του με τα ίδια του τα χέρια. Βασάνισε και σκότωσε τον άλλοτε δάσκαλό του και μεγάλο βεζίρη του και μεγάλο βεζίρη του πατέρα του Χαλλίλ πασά, γιατί τον υποπτεύονταν ότι είχε φιλικές σχέσεις με τους χριστιανούς. Αποκεφάλισε το μεγάλο βεζίρη του Μαχμούτ πασά. Αυτόν που πολέμησε για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και υποστήριξε σθεναρά μαζί με το Ζαγανό πασά την άμεση επίθεση κατά της Πόλης. Αυτόν που κυρίεψε τη Βοσνία και που αργότερα εκστράτευσε κατά του επαναστάτη εμίρη τη Καραμανίας Ουζούν χασάν. Τον θανάτωσε, γιατί ήταν φιλελεύθερος και εξέφραζε ανοιχτά τις γνώμες του. Στραγγάλισε το ίδιο του το παιδί, γιατί του είπαν ότι επιτέθηκε στη γυναίκα κάποιου άλλου. Ήταν πιο βάρβαρος και πιο αιμοβόρος κι απ’ το Νέρωνα και ένιωθε ιδιαίτερη ευχαρίστηση όταν έβλεπε να τρέχει αίμα199. 199

Pears E. ‘’The Destruction . . .’’ Επίσης Τετάλδης.

Σελίδα

391.

459


Ίσως δε θα βρεθεί ούτε ένας ιστοριογράφος που να μη μεταχειρίζεται τους ίδιους χαρακτηρισμούς και την ίδια αυστηρή γλώσσα για το Μωάμεθ. Πολλές δε απ’ τις βάρβαρες ενέργειές του δεν είχαν ούτε ελάχιστη σκιά δικαιολογίας. Τη ζωή την υπολόγιζε μόνο με καθαρά στρατιωτικά κριτήρια κι ο άνθρωπος δεν είχε γι’ αυτόν καμιά αξία αν δεν πρόσφερε τίποτα στο στρατό. Μακάρι η Δύση να συνετισθεί το συντομότερο και να μεταβάλει το ταχύτερο τακτική απέναντι των Τούρκων. Μετά λύπης μου διαπιστώνω, όμως, ότι η σύνεση εξέλειπε όπως φαίνεται απ’ τη χώρα αυτή κι ίσως να είναι πλέον η σειρά της να τιμωρηθεί και να πληρώσει ακριβά τις απερισκεψίες που διέπραξε στο παρελθόν και που εξακολουθεί να διαπράττει ακόμη και σήμερα. Γιατί, πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη σημερινή ενέργεια του Φλωρεντίνου άρχοντα Λορέντζου ντε Μεντίτσι; Είναι πλέον γνωστό, ότι ο χριστιανός άρχοντας Μεντίτσι, ο σημερινός απόγονος της οικογένειας Μεντίτσι, που βοήθησε τόσο πολύ ηθικά και ιδίως υλικά τον πάπα Ευγένιο να μεταφέρει το 1438 την εκκλησιαστική σύνοδο απ’ τη Φερράρα στη Φλωρεντία, έκανε σήμερα σπουδαίο χρυσό μετάλλιο και το πρόσφερε δώρο στο βάρβαρο κι αντίχριστο Μωάμεθ. Και χαρακτηρίζω το μετάλλιο σπουδαίο, όχι για τη χρηματική του αξία, η οποία φυσικά δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη, αλλά για το συμβολισμό και την πολιτική του σημασία. Το περιβόητο αυτό μετάλλιο, στη μια όψη του απεικονίζει τη μορφή του πορθητή σουλτάνου και φέρει κυκλικά χαραγμένες τις λέξεις: ‘’Μωάμεθ αυτοκράτωρ της Ασίας, της Τραπεζούντας και της Μεγάλης Ελλάδος’’ και στην άλλη όψη του έχει σκαλισμένες τρεις αλυσοδεμένες πριγκίπισσες. Οι τρεις κόρες παριστάνουν την Ελλάδα, την Τραπεζούντα και την Ασία200. Η όψη του Κωνσταντίνου είχε αλλοιωθεί παράξενα. Το βλέμμα του ήταν υγρό. Τα χαρακτηριστικά του είχαν σκληρύνει και ο θυμός και η οργή του είχαν κυριέψει το είναι του. Η ενέργεια αυτή του Μεντίτσι, η οποία συνέπιπτε με τις σφαγές των Τούρκων στον Τάραντα, ήταν ένα καινούριο, απροσδόκητο και συνδιασμένο ράπισμα καθολικισμού και ισλαμισμού στο πρόσωπο του πολιτισμού και της μη βάρβαρης ανθρωπότητας. Ο σοφός δάσκαλος κοίταξε με τα λαμπερά του μάτια τους γέρους δασκάλους του, το Νικηφόρο και τον Ανδρόνικο και τους άλλους συναδέλφους του που καθόταν γύρω του και περιέφερε το υγρό του βλέμμα μέσα στην αίθουσα. Όλοι κρατούσαν τις ανάσες τους. Όλοι πάλλονταν στο δικό του παλμό. Κι όλων οι καρδιές παρακολουθούσαν τους χτύπους της δικής του καρδιάς. Το παράπονο της φυλής, η έξαρση κι η αγανάκτηση των ζωντανών συνειδήσεων γέμιζαν ασφικτικά τον ευρύ χώρο του διδακτηρίου. Χιλιάδες φωνές αθώων θυμάτων του Τάραντα και της Κωνσταντινούπολης αντιβούιζαν τώρα στ’ αφτιά του Κωνσταντίνου. Γόοι και οδυρμοί χιλιάδων σκλάβων, προερχόμενοι απ’ τα αχανή πέρατα της 200

Nicol D.M. ‘The Last Centuries . . .’’

Σελίδα

433. 460


γης, αντηχούσαν τώρα στις σκέψεις του. Ήταν βαρύς κι αβάσταχτος ο πόνος που πίεζε την καρδιά του. Ένιωθε τα πόδια του να λυγίζουν πάνω στην έδρα και για μια στιγμή νόμισε πως η αίθουσα άρχισε να ταλαντεύεται. Συγκρατήθηκε. Τέντωσε τα γόνατά του. Έσφιξε την καρδιά του και τα νεύρα του και προσπάθησε να απαλύνει κάπως τις σκέψεις του. Οι στιγμές του φάνηκαν αιώνες. Ύψωσε το ιδρωμένο μέτωπό του και με δύναμη στη φωνή του συνέχισε. -Αναλογισθείτε και κρίνετε οι ίδιοι την ενέργεια του άρχοντα Μεντίτσι. Αναλύσατε μόνοι σας το συμβολισμό των παραστάσεων του μεταλλίου και δέστε το μέγεθος της νέας ταπείνωσης των χριστιανών και τον πρόσφατο ακατονόμαστο εξευτελισμό της πολιτισμένης Δύσης. Ας έχει υπόψη του ο άρχοντας Μεντίτσι και οι όμοιοί του, ότι όσοι, κρυμμένοι πίσω από ευτελή προσχήματα, συμβιβάστηκαν με τους εχθρούς της χριστιανοσύνης ότι ‘’έστι δίκης οφθαλμός ος τα πάνθ’ ορά’’. Ο χρόνος δε άγει εις φως την αλήθειαν. Κάθε πράξη και κάθε ενέργεια κάθε ανθρώπου στη ζωή του, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη σπουδαιότητά της, εγγίζει και μια χορδή της Ιστορίας, της μεγάλης αυτής μνήμης των λαών, η οποία αντηχεί μέσα στα πλάτη του χρόνου χαμηλόφωνα ή έντονα, μελωδικά η αποτρόπαια, προσωρινά ή αιώνια. Και όσον αφορά τις πράξεις και τις ενέργειες της συντριπτικής πλειονότητας των αρχιερέων, των ηγεμόνων και όλων των υπευθύνων για το χαμό της Πόλης και τη γιγάντωση των Οθωμανών, οι χορδές αυτές της Ιστορίας θα ηχούν θλιβερά στους αιώνες και θα συνθέτουν το πιο πένθιμο και το πιο σπαραξικάρδιο κι ατελεύτητο μοιρολόγι.

461


Αλέκος Αγγελίδης Γεννήθηκε στο Κίτρος Πιερίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, το Γυμνάσιο στην Κατερίνη και την Πάντειο στην Αθήνα. Ήλθε στην Αυστραλία μαζί με τη σύζυγό του Δήμητρα το 1954 και απέκτησαν δύο γιους, τους Νίκο και Βασίλη. Από τα μαθητικά του χρόνια άρχισε τα φροντιστήρια σε συμμαθητές του αλλά και σε μαθητές ανωτέρων τάξεων και τότε εξέδωσε τα πρώτα του βοηθήματα μαθηματικών και φυσικοχημείας. Συνέχισε με τα φροντιστήριά του για εισαγωγικές εξετάσεις σε Πανεπιστήμια μέχρι τον ερχομό του στην Αυστραλία. Έχει γράψει 22 βιβλία ποικίλου περιεχομένου, διάφορες άλλες διατριβές και πληθώρα άρθρων. Το δίτομο βιβλίο του ‘’Αναδρομή στην Ιστορία της Μακεδονίας’’ θεωρήθηκε στην Ελλάδα σαν το καλύτερο ιστορικό βιβλίο της χρονιάς, στο οποίο υποδείκνυε τη θέση ‘’Λουλούδια’’ της πριοχής Κίτρους, όπου και έγιναν ανασκαφές και βρέθηκε μεγάλος Βυζαντινός Ναός χτισμένος πάνω σε αρχαία ερείπια. Οι ανασκαφές σταμάτησαν εδώ. Επίσης, ο κρατικός Οργανισμός ΕΟΜΜΕΧ στην Ελλάδα εξέδωσε το τεχνικό του βιβλίο, «Ξύλινη Σκεπή. Κοπή και Συναρμολόγηση», το οποίο εισήγαγε για διδακτική ύλη σε Πολυτεχνεία και Τεχνικές Σχολές. Πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από την Αμερική για τον Τριχοτόμο, Πεντοτόμο γωνίας κ.λ.π. Και άλλες εφευρέσεις. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Κίτρος, η οδός Αγίου Κωνσταντίνου μετονομάσθη σε οδό Αλέκου Αγγελίδη. Όταν πλησίαζε ο θάνατός του έλεγε: «Δεν λυπάμαι που θα πεθάνω, αλλά έχω πολλή δουλειά ακόμη.» Αυτά τα ελάχιστα για έναν τέλειο άνθρωπο από τη σύζυγό του.

462


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.