ΑΛΕΚΟΥ Ν. ΑΓΓΕΛΙΔΗ
ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΚΑΣΚΟΛ
1
Ε! πόσο γλυκύ πράγμα είναι να ομιλεί τινάς την αλήθειαν! Γλυκύτερον όμως κατά πολύ είναι να εκφέρει σε φως αληθείας επωφελείς. Ελλην. Νομαρχία Ε’ 51
Στους μάρτυρες της Εθνικής Αντίστασης και στους μαχητές και αγωνιστές για την ανθρωπιά, τη δικαιοσύνη και το ξύπνημα των λαών τ’ αφιερώνω.
2
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Εκκωφαντιντικός αντήχησε ο κρότος της χοντρής καδένας
της άγκυρας, που, σα δαιμονισμένη, ξετυλίγονταν τώρα απ’ τα πελώρια σιδερένια καρούλια, τα στημένα, όγκοι ολόκληροι, πάνω στο στενό και μυτερό κατάστρωμα της πλώρης Η θεόρατη άγκυρα, με το πάτημα ενός μοχλού πάνω απ’ την καμπίνα της γέφυρας, είχε αφεθεί ελεύθερη και τώρα έπεφτε ακάθεκτη στο νερό. Έσκιζε με ορμή τη γκριζοπράσινη επιφάνεια της καλμαρισμένης κάπως τώρα θάλασσας και τραβούσε ολοταχώς για το βυθό, παρασύροντας πίσω της μ’ αστραπιαία γρηγοράδα, τους χοντρούς σιδερένιους χαλκάδες της σκουριασμένης απ’ τον καιρό και την αρμύρα αλυσίδας της. Οι κρίκοι της βαριάς καδένας, δεμένοι αδιάσπαστα ο ένας με τον άλλο, πλατάγιζαν στο βιαστικό δρόμο τους και, καθώς ξετυλίγονταν απ’ τη μεγάλη πομπίνα, έκαναν το χοντρό άξονά της να βογκά και τα τεράστια καφετιά απ’ τη σκουριά γρανάζια της να τρίζουν παράξενα μέσα στο ήσυχο απομεσήμερο της κρύας εκείνης μέρας του Νοέμβρη. Το αναπάντεχο και ξαφνικό σταμάτημα του καραβιού μακριά από λιμάνι, στη μέση σχεδόν της θάλασσας και ο τρομαχτικός κι απότομος κρότος της άγκυρας, που σπρωγμένη απ’ το ίδιο της το βάρος, πάσχιζε ακάθεκτη να βρει και να γαντζώσει ανάμεσα στα αόρατα βράχια του βυθού, ξέσχισαν την απόκοσμη και γεμάτη δέος σιωπή του πέλαγου. Η παγερή ανατριχίλα και ο κρύος αχός του μέταλλου, που ανατάραζαν την απέραντη σιγαλιά του υγρού στοιχειού, αναστάτωσαν και το ζοφερό και ξεκομμένο απ’ τη ζωή εκείνο σύμπλεγμα της θάλασσας και τ’ ουρανού, που τώρα τύλιγε με τη μουγκή γκρίζα ομίχλη του και την παράξενη κι απόκοσμη σιωπή του, το θαλασσοδαρμένο καράβι και ξεχείλισαν με την αόρατη επιβουλή τους την αγωνία και τον τρόμο στις πλημμυρισμένες από φόβο καρδιές του ζωντανού φορτίου του αρματαγωγού ‘’ΧΙΟΣ’’. Με μιας, περίσσια χλομάδα σκορπίστηκε στα πρόσωπα των επιβατών του και μια δυνατή κρυάδα, σαν παγωμένος ηλεκτρισμός, διαπέρασε τις φλέβες όλων των θαλασσοδαρμένων κορμιών, που, ύστερα απ’ την ολονύχτια δοκιμασία, έμοιαζαν σαν άψυχα κουφάρια στο σκοτεινό και δίσοσμο αμπάρι του πλοίου. Χιλιάδες μάτια εδώ και ώρες, ποιος ξέρει πόσες, παρακολουθούσαν, με την ψυχή στα δόντια, τα σκαμπανεβάσματα του νερού στο βάθος του απέραντου αμπαριού. Το θαλασσόνερο, αδιάφορο για το δράμα που έσφιγγε τις καρδιές και το μαρτύριο που σκέπαζε τα πάντα μέσα στο θολό αμπάρι, προσπαθούσε, με τα άλλοτε βίαια κι άλλοτε 3
παιχνιδιάρικα πιτσιλίσματά του, να μουσκέψει κάθε τι που βρίσκονταν μέσα στην πένθιμη και βουβή κοιλιά του καραβιού.
*****
Κατά τα μεσάνυχτα, το ‘ΧΙΟΣ’’, κατεβαίνοντας προς νότο,
είχε περάσει ανοιχτά το ακροτήρι του Άθω, όπου το περίμενε tαραγμένη η θάλασσα. Το πέρασμα αυτό, ανάμεσα Χαλκιδικής και Λήμνου, ανοιχτό καθώς στέκει στους αέρηδες και στα ρεύματα του Βόρειου Αιγαίου και της θάλασσας του Θερμαϊκού, το πιάνουν οι σοροκάδες και οι τραμουντάνες κι απ’ τις δυο μεριές, του φουσκώνουν τα κύματα και το δέρνουν με ξεχωριστή μανία κι ασταμάτητα, μέρα και νύχτα, σχεδόν όλες τις εποχές. Εδώ, συνήθως έχει πάντα τρικυμία. Κι αν δεν έχει τρικυμία μ’ όλη τη σημασία της λέξης, η θάλασσα θα είναι οπωσδήποτε ταραγμένη. Τα κύματα των δύο αυτών κομματιών του Αιγαίου πάντοτε αλληλοδέρνονται, έτσι που και με τον καλύτερο ακόμη καιρό, τα νερά τους να είναι αγριεμένα και αφιλόξενα. Τούτο το βράδυ, τέλη Νοέμβρη, που ο βοριάς φυσούσε ψυχρός και μανιασμένος, το πέλαγος ήταν κάτασπρο, γεμάτο βουνά και κοιλάδες. Τα απόκρημνα βράχια δεξιά, στο ακροτήρι του Νυμφαίου, λούζονταν στους πηχτούς αφρούς, καθώς τα χτυπούσε με ορμή η φουσκωμένη θάλασσα, που ο βόγκος της αντηχούσε στριγκός και παράξενος μέσα στο σκοτάδι της άγριας και απέραντης νύχτας. Το ‘’ΧΙΟΣ’’, λουσμένο κι αυτό στους αφρούς των πεισμωμένων κυμάτων, που με ορμή και βιαιότητα το έδερναν απ’ όλες τις μεριές, προχωρούσε αργά-αργά κι αγκλομαχώντας προς νότο. Απ’ το βόγκο της μηχανής, το τρίξιμο των σκαριών και το βίαιο μπαλαντζάρισμα του σκάφους, αντιλαμβάνονταν οι χαμένοι στα μουγκά τρίσβαθα του αμπαριού επιβάτες του, με πόση δυσκολία αντιστέκονταν το πλεούμενό τους στα μανιασμένα κύματα. Κι εκείνα, πεισματωμένα κι αγέροχα, μια το ανέβαζαν σαν πούπουλο, τρόπαιο της τρομερής υπεροχής τους, στις απόκρημνες καταρακτώδεις κορφές τους και μια το εξαφάνιζαν, κουρέλι της αδυσώπητης ορμής τους, στα αχανή κι απύθμενα ανοίγματά τους, πασχίζοντας να το καταπιούν ολόκληρο και μ’ όλο του το φορτίο. Αγριεμένα κι επίμονα προσπαθούσαν, ώρες τώρα, να σφιχταγκαλιάσουν το αρματαγωγό στα υγρά σπλάχνα τους και να το εξαφανίσουν μια για πάντα στο σκοτεινό κι απύθμενο κατάμαυρο βυθό τους. Όλα τα καταστρώματα και οι γέφυρες του πλοίου σαρώνονταν απ’ τα μανιασμένα νερά, καθώς δέρνονταν ασταμάτητα απ’ τον αέρα που σφύριζε κι απ’ τα κύματα που έσκαγαν, βουνά ολόκληρα επάνω του, πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη πλευρά. Άλλοτε πάλι, η πλώρη του χώνονταν σε μια αναπάντεχη σειρά από θεόρατα κύματα, που ξαφνικά ορθώνονταν απειλητικά κι αδηφάγα μπροστά της. Κι εκείνη, όμως, απτόητη κι ενισχυμένη κι απ’ το ρυθμικό κουράγιο που της έδιναν απ’ τα έγκατα του πλοίου τα αδελφωμένα έμβολα της μηχανής,
4
τα τρυπούσε άσπλαχνα με την τεράστια τριγωνική σιδερένια μύτη της και, με την πιστή συμπαράσταση της γεροδεμένης καρίνας και των ατσάλινων πλευρών του κήτους, έβγαινε παλικαρίσια στην απέναντι μεριά του αφρισμένου υδάτινου όγκου, για να ξαναβρεθεί και πάλι ή στο ύψος της κορφής ενός άλλου παράξενου υδάτινου γκρεμνού ή στο χάος μιας απέραντης υγρής και αφρισμένης κοιλάδας. Τίποτα απ’ την πάλη αυτή του σίδερου και των στοιχειών της φύσης δεν έβλεπε το δυστυχισμένο φορτίο του ‘’ΧΙΟΣ’’, που ήταν κλεισμένο στο μισοσκότεινο και διπλοκλειδωμένο χαώδες αμπάρι του. Οι χίλιοι πεντακόσιοι στρατιώτες, που ήταν αμπαρωμένοι στα σπλάχνα του, ένιωθαν έντονα και τυραννικά τα σκαμπανεβάσματα του καραβιού και με την ψυχή στα δόντια ζούσαν το φριχτό δράμα, που προξενούσε στο είναι τους η απομόνωση και το μένος των στοιχειών της φύσης. Καταζαλισμένοι και μισολιπόθυμοι απ’ τα ασταμάτητα κλυδωνίσματα και πτοημένοι απ’ τη φρίκη της θαλασσοταραχής, κοιτούσαν με βλέμμα απόγνωσης, σβησμένο και γεμάτο τρόμο, το θαλασσόνερο, που όλο και αύξανε κι ανέβαινε πιο ψηλά μέσα στο αμπάρι, καθώς η ώρα περνούσε κι η τρικυμία έξω αγρίευε περισσότερο. Βουβοί, παρακολουθούσαν τα λικνίσματα του βρόμικου νερού και τα χτυπήματά του στα πλευρά και στα σιδερένια δεσίματα του πλοίου. Τα ασταμάτητα βίαια πιτσιλίσματά του και οι άπειρες αρμυρές σταγώνες του έβρεχαν κάθε τόσο –κι όσο περνούσε η ώρα και πιο πυκνά- τα κρύα απ’ τον τρόμο κι άχρωμα απ’ τη φρίκη πρόσωπα των στρατιωτών. Παρ’ όλα, όμως, αυτά, παρ’ όλη τη μανία της τρικυμίας, παρ’ όλο τον εκκωφαντικό κρότο των κυμάτων, που απειλητικά έσπαζαν στα πλευρά και στα καταστρώματα του αρματαγωγού, παρά τα άγρια σφυρίγματα του μαινόμενου βοριά, που, ανακατεμένα με το βόγκο των μηχανών και το τρίξιμο των σκαριών του καραβιού, έμοιαζαν σαν ουρλιαχτά του χάρου κι αντίλαλοι που έφταναν απ’ το άμετρο βάθος της ίδιας της κόλασης, οι μισοπεθαμένοι φαντάροι φαίνονταν πως βασανίζονταν περισσότερο από μια άλλη τρικυμία. Από μια αόρατη τρικυμία που έδερνε πιο αμείλιχτα και πιο τυραννικά τις ψυχές τους και τους ξέσχιζε πραγματικά την καρδιά, όσο η ώρα περνούσε κι όσο η φοβερή αλήθεια ξεσκεπάζονταν περισσότερο. Το ψυχικό τους μαρτύριο, ερμητικά κλεισμένο ακόμη βαθιά στο στήθος του καθενός, ήταν φοβερότερο κι απ’ τη φοβερή αυτή θαλασσοταραχή, που, για ώρες τώρα, πάσχιζε να κομματιάσει το καράβι τους και να τους καταπιεί όλους μαζί, κόβοντας έτσι εδώ, μακριά από κάθε άλλο ανθρώπινο μάτι, μια για πάντα το νήμα της άγουρης ακόμη ζωής τους. Κι ήταν όλοι τους εικοσιένα-εικοσιδύο χρόνων παιδιά! Αν κανείς πρόσεχε από κοντά τις θαλασσοδαρμένες και ταλαίπωρες εκείνες υπάρξεις, θα διέκρινε βαθιά στα κομμένα μάτια τους απάθεια και αδιαφορία για ό,τι γίνονταν γύρω τους. Θα διαπίστωνε στα απλανή βλέμματά τους και στην άδεια ψυχή τους μια τέλεια περιφρόνηση προς τους φυσικούς κινδύνους που τους απειλούσαν. Θα μπορούσε, όμως, με λίγη μόνο προσοχή να δει το άλλο, το μεγαλύτερο, το αβάσταχτο μαρτύριο που πίεζε τα στήθια τους κι έσφιγγε σαν χιλιόθηλος βρόγχος τις καρδιές τους, όσο περισσότερο έπαιρνε σάρκα και οστά η φριχτή
5
τους υποψία και ξεκαθάριζε μπροστά τους η αόρατη ακόμη πραγματικότητα. *****
Γαντζωμένοι στα εσωτερικά πλευρά του κήτους, στα πλαϊνά
πατάρια και στις σιδερόσκαλες του αμπαριού ή σκαρφαλωμένοι στις χοντρές αλυσίδες των τανκς ή πάνω στα φτερά και στις καρότσες των φορτηγών αυτοκινήτων με τους πολυψήφιους αριθμούς και τα χτυπητά κεφαλαία διακριτικά Ε.Σ. (Ελληνικός Στρατός), που, αλυσοδεμένα εδώ κι εκεί, στέκονταν βουβά και βαρύγδουπα στο απέραντο πάτωμα του αρματαγωγού, οι φαντάροι κοίταζαν με άχρωμο βλέμμα το αρμυρό νερό, που όλο και ανέβαινε ψηλότερα μέσα στο αμπάρι, παρ’ ότι όλες οι πόμπες του καραβιού δούλευαν ασταμάτητα και πάσχιζαν να κρατήσουν τη στάθμη του όσο γινόταν χαμηλότερα. Ο θόρυβος αυτός των αντλιών και τα τριξίματα των γάντζων, που προσπαθούσαν, σε κάθε ανεβοκατέβασμα του πλοίου, να συγκρατήσουν τα τανκς και τα αυτοκίνητα σταθερά στις θέσεις τους, σκορπούσαν περισσότερη τρομάρα μέσα στο καράβι κι έκαναν πιο αισθητή και πιο χειροπιαστή τη μανία των κυμάτων, επιβεβαιώνοντας και έμπρακτα τη δεινή θέση του αρματαγωγού. Πολλοί φαντάροι κρατούσαν σφιχτά στην αγκαλιά τους ή είχαν περασμένο στο λαιμό τους το τριμμένο χακί σακίδιό τους, το μόνο πράγμα που τους επέτρεψε να πάρουν μαζί τους στο ταξίδι τους αυτό ο Στρατός. Εκτός φυσικά απ’ τα ξεβαμμένα χακί χιτώνια και τα φθαρμένα παντελόνια, που τους έδωσαν οι ‘’εφοδιασμοί’’ των λόχων τους την τελευταία στιγμή, πριν φύγουν απ’ τις μονάδες τους για το λιμάνι. Οι λόχοι πήραν πίσω τις καινούριες και τις κάπως εμφανίσιμες στολές απ’ όσους απ’ τους επιβάτες έτυχε να πάρουν τέτοιες, όταν πρωτοντύθηκαν στο χακί πριν λίγες βδομάδες και τις αντικατέστησαν με άλλες ξεθωριασμένες, ξεχειλωμένες, άχαρες και τρύπιες. Όλη αυτή η παλιατζούρα, μισοβρεγμένη και λερωμένη απ’ τις βρομιές του αμπαριού, πρόσθετε άλλη μια οικτρή πινελιά στο αξιολύπητο σύνολο του φανταροντυμένου πλήθους. Το φτωχό τους σακίδιο, όλες κι όλες οι αποσκευές τους, φύλαγε, όσο μπορούσε καλύτερα, τα λιγοστά είδη ρουχισμού, με τα οποία τους είχαν εφοδιάσει με ‘’τόσο ενδιαφέρον’’ οι μονάδες τους. Ένα-δυο ζευγάρια κάλτσες, μια ακόμα φανέλα, ένα σώβρακο, μια καραβάνα χτυπημένη και στραβωμένη κατά κανόνα στον περίγυρό της, ένα κουτάλι κι ένα πηρούνι, που, ενωμένα μ’ ένα πριτσίνι στην ουρά γίνονταν ένα και δίπλωναν στα δύο, σαν παράξενος σουγιάς, ένα ξεθωριασμένο πουλόβερ ασυμβίβαστων διαστάσεων και ‘’ξηρά τροφή’’ για δυο μέρες ήταν όλο κι όλο το περιεχόμενό του. Συνήθως, υπήρχε και μια κουβέρτα τρίτης η τέταρτης διαλογής, τυλιγμένη ρολό και δεμένη σα λαιμαριά αλόγου γύρω απ’ το σακίδιο. Κι όλα αυτά τα ατομικά είδη,
6
περιουσία του Ελληνικού Στρατού, απομεινάρια κι άχρηστα, ξεχασμένα κατακάθια των αποθηκών, φύλαγαν προσεχτικά και με τόση στοργή στην αγκαλιά τους οι φαντάροι, μην τυχόν και τους τα καταστρέψει κι αυτά το βρόμικο θαλασσόνερο που τα απειλούσε. Κάπου-κάπου, διακρίνονταν μέσα στο ημίφως και κανένα μπογαλάκι με κάτι ‘’έξτρα’’, να ταλαντεύεται απελπιστικά, δεμένο σε κάποιο πρόσφορο κατά την κρίση του κατόχου του μέρος των τοιχωμάτων και των στηριγμάτων του κήτους ή χτυπημένο απ’ την τρικυμία, να επιπλέει στο νερό και βιαστικά να πετιέται απ’ τη μια άκρη του αμπαριού στην άλλη, σύμφωνα πάντοτε με τα σκαμπανεβάσματα του καραβιού και τις διαθέσεις του βρόμικου νερού, που είχε κατακλύσει τα πάντα. Τέτοια ποικιλόχρωμα και πρόχειρα μπογαλάκια από πετσέτες, μαντίλια, κομμάτια πανιών ή κι από φανέλες και πουκάμισα, δεμένα σταυρωτά, σώζονταν ακόμη αρκετά, κρεμασμένα εδώ κι εκεί, που έμοιαζαν σαν ανάρια και άτακτα τοποθετημένα μπαλόνια ή σβησμένα φανάρια σε αίθουσα χορού φαντασμάτων και που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αντισταθούν στα τραντάγματα και στη μανία της τρικυμίας και να κρατηθούν στεγνά, για να διατηρήσουν έτσι άβρεχτα και τα λιγοστά μικροπράγματα που περιέκλειναν με τόση στοργή μέσα τους. Ένα τέτοιο μπογαλάκι, δεμένο σταυρωτά σε μια ροζ ξεθωριασμένη χωριάτικη πετσέτα, που ώρες τώρα ταλαντεύονταν βίαια όπως ο σάκος των πηγμάχων, σα χτυπημένο απ’ τις ασταμάτητες κι απανωτές γροθιές κάποιου αόρατου μποξέρ, μην αντέχοντας άλλο στα σύγκορμα τραντάγματα του πλοίου, ξέφυγε για μια στιγμή απ’ τη θέση του και τινάχτηκε μακριά στο κενό του αμπαριού. Έπεσε ακάθεκτο πάνω στον κλειστό πυργίσκο ενός τανκ, αναπήδησε στην πλάτη κάποιου στρατιώτη μιας μικρής συντροφιάς, που ήταν όλοι τους γαντζωμένοι στη ράχη του άρματος και προσπαθούσαν με χίλια βάσανα να κρατηθούν πάνω στις χοντρές ερπύστριές του και κατρακύλησε με ορμή στο βρομόνερο, που σαν αδηφάγη δίνη ανάδευε ορμητικό κι αεικίνητο στο πάτωμα. - Πρόσεχε να μη βραχεί το όπλο σου συνάδελφε, είπε για μια στιγμή με κάποιο πονεμένο χιούμορ στο μισοζαλισμένο διπλανό του ένας αδύνατος μελαχρινός στρατιώτης μ’ ένα γκρίζο μάλλινο χειροπλεγμένο κασκόλ στο λαιμό του, σαν είδε το μπογαλάκι να χάνεται στη δίνη του νερού. Εκείνος, πεσμένος μπρούμυτα, παρακολουθούσε ασταμάτητα, θέλοντας και μη, το απειλητικό παιχνίδι του νερού και πάσχιζε με κόπο να κρατηθεί πάνω στις χοντροφτιαγμένες ερπύστριες του ατσάλινου άρματος. - Μη στενοχωριέσαι συνάδελφε, απάντησε με ακεφιά ο στρατιώτης με το άχρωμο στρογγυλό πρόσωπο και τα κομμένα μεγάλα μάτια, που, μισοβρεγμένος από ένα απότομο και γερό πιτσίλισμα του νερού του αμπαριού, κρατιόταν από μια λαβή του πυργίσκου δίπλα του σιωπηλός κι έτρεμε απ’ το κρύο. Σφίχτηκε κάπως πιο κοντά στην ατσαλένια λαβή και στα κρύα σίδερα της μηχανής του θανάτου και συνέχισε με την ίδια ακεφιά.
7
- Η Πατρίς μας απάλλαξε προς το παρόν απ’ τον κόπο μιας τέτοιας προσοχής. - ‘’Η Πατρίς’’! είπε με χαμηλή φωνή ένα ξανθό παλικάρι της συντροφιάς, σα να μιλούσε με τον εαυτό του. ‘’Η Πατρίς’’! . . . επανέλαβε με πικραμένη φωνή και με ύφος που έδειχνε πως εκείνη τη στιγμή η σκέψη του φιλοσοφούσε. Αψηφώντας τα ασταμάτητα κλυδωνίσματα του πλοίου, ανασήκωσε το κεφάλι και τους ώμους του λίγο πιο ψηλά κι έφερε ένα γύρο το βλέμμα του στο μισοσκόταδο του αμπαριού. Αποκαρδιωμένος και σπρωγμένος απ’ την κατάντια που αντίκριζε γύρω του, συνέχισε με περισσότερη τώρα θλίψη στον τόνο της φωνής του. - Αν έβλεπε κι αν άκουγε η δυστυχισμένη η ‘’Πατρίς’’ το τι γίνεται γύρω της, θα ξεκαθάριζε με μιας τους λογαριασμούς της μ’ όλους αυτούς, που αυθαίρετα και ανάξια αυτοαποκαλούνται παιδιά της. Θα τους ξεπάστρευε όλους, όπως ο Ηρακλής την κόπρο του Αυγεία και θα τους έδιωχνε από πάνω της κακήν-κακώς, όπως ο Χριστός έδιωξε τους ασυνείδητους έμπορους απ’ το ναό του Θεού. Η πατρίδα δεν μονοπωλείται και μάλιστα με τόση ασυνειδησία, όπως κάνουν ετού . . . Ένα απότομο πέσιμο του πλοίου σ’ ένα από κείνα τα χαώδη κενά της τρικυμισμένης θάλασσας, που κόβουν τη χολή και προξενούν ίλιγγο και στον πιο ψύχραιμο και πιο δοκιμασμένο ναυτικό, διέκοψε την ανόρεχτη κουβέντα και τις θλιβερές σκέψεις της συντροφιάς κι ανάγκασε όλους να κολλήσουν πιο δυνατά πάνω στα κρύα σίδερα του τανκ και να αρπαχτούν απ’ αυτά όσο μπορούσαν καλύτερα. Το νερό μέσα στο αμπάρι αύξανε κι ορμούσε δώθε-κείθε, απειλώντας να σαρώσει και να μουσκέψει τους πάντες και τα πάντα στο ορμητικό διάβα του, καθώς το πλοίο ταλαντεύονταν στις κορφές των κυμάτων ή βουτούσε ακάθεκτο στο κενό. Ακόμη και οι λιγοστοί οπλισμένοι στρατιώτες, που ήταν στρατηγικά τοποθετημένοι με τα όπλα ‘’ανά χείρας’’ πάνω στα ψηλότερα και στα πιο σίγουρα και καλά προφυλαγμένα πατάρια του αρματαγωγού, ένοπλη συνοδεία των άοπλων συναδέλφων τους-, κινδύνευαν πολλές φορές να γκρεμιστούν στο κενό και να τσακιστούν πάνω στα χοντρά τοξοτά δοκάρια των πλευρών του κήτους ή στις ράχες των αυτοκινήτων και των αρμάτων, που πρόβαλαν απειλητικές χαμηλά στο πάτωμα. Και οι λιγοστοί ναύτες, που κάπου-κάπου παρουσιάζονταν με βιασύνη κι από κανένας εδώ κι εκεί, κινδύνευαν κι αυτοί να κατρακυλήσουν και να βουτήξουν στο βρόμικο νερό του αμπαριού, που σαν τρελός χείμαρος έτρεχε πότε προς την πρύμη και πότε προς την πλώρη, λούζοντας και ξεπλένοντας τα πάντα, απ’ τη μια άκρη στην άλλη και βγάζοντας στην επιφάνεια κάθε είδους βρομιά, που ο χρόνος είχε μεθοδικά αποθηκέψει σ’ όλες τις ορατές και τις αόρατες, περαστικές ή και απάτητες γωνιές του κήτους. - Βουτιά και τούτη! είπε μισοζαλισμένος ο μελαχρινός φαντάρος με το σχεδόν λυτό γκρίζο κασκόλ στο λαιμό του, μόλις το καράβι ισορρόπησε κάπως και οι στρατιώτες επάνω στο τανκ ξαναβρήκαν λίγο τον εαυτό τους. Άφησε βιαστικός το κρύο σίδερο του άρματος που κρατούσε σφιχτά τόση ώρα με το δεξί του χέρι και, με μια γρήγορη κίνηση, έχωσε τη μια
8
άκρη του κασκολιού στην αριστερή μεριά του στήθους του, κάτω απ’ το κούμπωμα του τριμμένου χιτωνίου του. Πήρε μια βαθιά αναπνοή κι άφησε τον αέρα να βγει με κάποια ξεχωριστή ανακούφιση απ’ τα σωθικά του. ΄Ισως είχε αισθανθεί το αραίωμα των σκαμπανεβασμάτων του πλοίου και το μαλάκωμα κάπως της ορμής και της βιαιότητας των κυμάτων. Ίσως το γκρίζο κασκόλ τώρα, χωμένο στο στήθος του, να του ζέσταινε και να του ανακούφιζε την καρδιά. Οι άλλοι τον κοίταξαν, στρέφοντας μόνο τα βλέμματά τους όσο μπορούσε ο καθένας προς το μέρος του, χωρίς να πει κανένας ούτε μια λέξη. Εκείνος, για να αποσπάσει κάπως τις σκέψεις των συναδέλφων του απ’ το μαρτύριο της θαλασσοταραχής και να τους δώσει λίγο κουράγιο, συνέχισε με δυνατή φωνή, προσπαθώντας έτσι να καλύψει όσο μπορούσε το δαιμονισμένο κρότο της μηχανής και τα βογκητά της τρικυμίας. - Στον τέταρτο λόχο του Κέντρου είχαμε κάποιον που έλεγε με φανερό καύχημα και μπόλικη περηφάνια, πως προέρχονταν από ναυτική οικογένεια. Συχνά μας διηγόταν ιστορίες για βαπόρια και θάλασσες, για ναυτικούς και πέλαγα, για φουρτούνες και καραβοτσακίσματα. Εμείς, όμως, δεν του δίναμε και μεγάλη σημασία, γιατί νομίζαμε πως ήταν ένας αχαλίνωτος καυχησιάρης κι ένας αρρωστημένος φαντασιόπληκτος, που προσπαθούσε να πουλήσει πνεύμα στους άβγαλτους νεοσύλλεκτους. Λίγο ακόμη αν μέναμε στο Κέντρο, θα του αλλάζαμε και το όνομα. Ήδη είχαν αρχίσει μερικοί να τον φωνάζουν ‘’καπετάνιο’’ κι άλλοι ‘’θαλασσόλυκο’’. Τώρα, όμως, πιστεύω πως τα όσα έλεγε κι αν ακόμη δεν είχαν συμβεί σ’ αυτόν τον ίδιο ή στους δικούς του, όπως καυχιόταν, θα είχαν συμβεί οπωσδήποτε σε κάποιους άλλους, γιατί διαπιστώνω απόψε και μάλιστα με τόσο χειροπιαστό και αδιάψευστο τρόπο, πως γεγονότα και παθήματα σαν κι εκείνα, που με μπόλικη φαντασία μας αράδιαζε τα βράδια στο λόχο ο πολυλογάς συνάδελφός μας, είναι πράγματι δυνατό να συμβούν. Ίσως τότε που τα άκουγα δίσταζα να τα παραδεχτώ ή γιατί δεν είχα εκτιμήσει το χαρακτήρα του όσο και όπως έπρεπε ή γιατί δεν είχα ξαναδεί θάλασσα ο ίδιος. - Δεν είχες ξαναδεί θάλασσα; ρώτησε με έκδηλη απορία ένας της συντροφιάς. - Τώρα πρωτομπαίνω σε πλοίο και στην Αλεξανδρούπολη πρωτοείδα θάλασσα, όταν ήρθα να παρουσιαστώ στο ΚΕΝ. Στο ‘’Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων’’, πρόσθεσε με χαρακτηριστικό στόμφο και έντονη ειρωνεία, τονίζοντας μια-μια τις λέξεις και συνέχισε. Είμαι απ’ τα μέρη της Μακεδονίας. Το χωριό μου, μικρό και πάμφτωχο, δεν απέχει παρά μόνο λίγες ώρες ποδαρόδρομο απ’ τα σύνορα. Σκαρφαλωμένο πάνω στα βράχια του Μπέλες και πνιγμένο μέσα στα κορφοβούνια, πως ήταν δυνατό νά ‘ρθω σ’ επαφή με τη θάλασσα και να ξέρω τους θυμούς και τις χαρές της, τις ομορφιές και τις τρομάρες της, όπως εκείνος ο πολυλογάς συνάδελφος. - Αυτ . . . αυτός ο πολ . . . πολυλογάς, που τα λόγια του δεν τα πίστευε ο βου . . . βουνίσιος συνάδελφος είμαι εγώ, είπε ο μουσκεμένος στρατιώτης, με το στρογγυλό πρόσωπο και τα κομμένα μάτια, που, απ’
9
το κρύο και την τρομάρα του, συγκρατούσε με δυσκολία τα σαγόνια του να μην χτυπούν και με μεγάλο κόπο κατάφερνε να τα κουμαντάρει και να τα αναγκάσει να αρθρώσουν λέξη. - Ναι, εγώ είμαι, επανέλαβε σε δεύτερη προσπάθεια πιο σταθερά τώρα, σα να ήθελε να πείσει τους συναδέλφους του για την ταυτότητά του και τη ναυτική του προϊστορία ή να διαλαλήσει πρώτος το κάποιο μαλάκωμα της θαλασσοταραχής. Όλοι, με μιας, γύρισαν τα κεφάλια τους και τον κοίταξαν πιο περίεργα. - Εγώ είμαι, επανέλαβε εκείνος πιο σταθερά, επιβεβαιώνοντας έτσι και το γνήσιο της ταυτότητάς του αλλά και την ανάκτηση της ικανότητας να κάνει κουμάντο στα σαγόνια του. Και μάλιστα, συνέχισε, συνέπεσε να συνυπηρετώ με το δυσκολόπιστο συνάδελφο, όχι μόνο στον ίδιο λόχο, στον τέταρτο, αλλά και στην ίδια διμοιρία, στη δεύτερη. Μάλιστα δε και στην ίδια ομάδα. Στην πρώτη. Είμαι νησιώτης, τόνισε με περισσότερη σταθερότητα στην προφορά του. Είμαι απ’ τη Λύμνο. Γέννημα-θρέμμα Λημνιός. - Απ’ το αρχαίο νησί του Ήφαιστου ε; διέκοψε ο διπλανός του. - Ναι. Έτσι έλεγε ο παππούς μου. Απ’ το νησί του Ήφαιστου. Από κει είμαι. Απ’ το νησί που παράγει θεούς όλο φωτιά, άντρες ναυτικούς θεριά, αλλά και προϊόντα άλφα-άλφα. Βαμπάκι, σταφύλια, αμύγδαλα και βάλε . . . Απ’ το νησί είμαι, που, αν κρίνουμε απ’ την ώρα που φύγαμε απ’ την Αλεξανδρούπολη και τις δυσκολίες που συναντά το πλοίο μας στη φουρτούνα, θα πρέπει να το πλησιάσαμε και να το έχουμε τώρα ανοιχτά στ’ αριστερά μας. Μα, παρ’ όλο που είμαι νησιώτης, συνέχισε κάπως βιαστικός, μην τυχόν και τον διακόψει κανείς και δεν προλάβει να εκδηλώσει όλη του την ειλικρίνεια, τα χρειάστηκα ίσως περισσότερο από σας σε τούτη τη φουρτούνα. - Η θάλασσα δεν αστειεύεται με κανένα. Καμιά φορά, ούτε και με τους νησιώτες, είπε κάποιος της συντροφιάς παρηγορητικά κι αστεία. - Κρίμα, που σ’ όλους έλεγα με περηφάνια ως τώρα, πως είμαι θαλασσινός και πως δε με φοβίζουν οι φουρτούνες και ούτε καν με πειράζει η θάλασσα. Κρίμα! Διαψεύστηκα τόσο γρήγορα και τόσο χειροπιαστά, είπε περίλυπος με χαμηλωμένη τη φωνή, χαμηλώνοντας ταυρόχρονα και το μισοσηκωμένο ως τώρα κεφάλι του. - Άκουσες κανένα ποτέ να πει, πως έχει μπέσα η θάλασσα; πρόσθεσε πειραχτικά ένας άλλος στρατιώτης, που είχε ένα σημάδι στο αριστερό μάγουλο. Αυτή σε πνίγει στο άψε-σβήσε και συ ζητάς ιπποτισμούς; Αυτό πιστεύω πως το ξέρουν καλά όλοι οι νησιώτες. Ακόμη και οι Λημνιοί, πρόσθεσε ειρωνικά. - Λημνιός ε; Είπε πειραχτικά ο στρατιώτης απ’ το Μπέλες. Έχω ακούσει πως είναι πολύ ωραίο το νησί σας. Ήσυχοι και εργατικοί οι κάτοικοί του, απόγονοι των αρχαίων Λημνιάδων και των Αργοναυτών. Είναι το νησί με τους ευλογημένους άντρες και τις καταραμένες γυναίκες. - Καταραμένες γυναίκες; ρώτησε πειραγμένος ο Λημνιός. - Γιατί; Σε πειράζει; Α! να μη σε θίγουν, φίλε, οι αλήθειες. Έτσι λέει η μυθολογία μας. Οι διάφοροι μύθοι μας λένε, πως οι αρχαίες γυναίκες της Λήμνου δεν ήταν και τόσο θρήσκες. Ασχολούμενες ίσως μ’ άλλα
10
αντικείμενα, πιο κολακευτικά και πιο ενδιαφέροντα για το αδύνατο φύλο, παραμέλησαν τη λατρεία της Αφροδίτης. Η θεά οργίστηκε για την ασέβειά τους αυτή και τις καταδίκασε στο να αναδύουν μια δυσοσμία απ’ το σώμα τους, τόσο κακή, που οι άντρες τους τις εγκατέλειψαν αμέσως. Οι Λημναίες γυναίκες, οι αποκαλούμενες και Λημιάδες, θύμωσαν τόσο πολύ με τη συμπεριφορά αυτή των αντρών τους, που ξεσηκώθηκαν εναντίον τους και τους σκότωσαν όλους. Η πράξη τους αυτή είναι γνωστή στην ιστορία σαν το ‘’Λήμνιον Κακόν’’. Με την έλλειψη των αντρών, το νησί σχεδόν ερημώθηκε, ώσπου πέρασαν οι Αργοναύτες, τους οποίους καλοϋποδέχτηκαν οι Λημνιάδες κι έτσι ξανάρχισε να πυκνώνει ο πληθυσμός. - Και οι άντρες; ρώτησε με ακράτητη περιέργεια ο Λημνιός. Οι άντρες γιατί είναι ευλογημένοι; - Αυτοί είναι ευλογημένοι, συνέχισε ο στρατιώτης απ’ το Μπέλες, γιατί, όταν κάποτε ο Δίας μάλωσε με την Ήρα στα θεϊκά παλάτια του Ολύμπου, μπήκε στη μέση ο Ήφαιστος για να υπερασπιστεί τη μητέρα του. Ο Δίας, όμως, καθώς ήταν θυμωμένος, τον άρπαξε απ’ το πόδι κι από κει ψηλά, απ’ την κορφή του Ολύμπου, τον ξεσφεντόνισε με ορμή στο κερό. Όλη τη μέρα ο δυστυχής Ήφαιστος διέσχιζε τον ουράνιο θόλο, τραβώντας για το άγνωστο. Με τη δύση του ήλιου έπεσε στη Λήμνο και πάνω στο βουνό Μόσυχλος. Εκεί τον βρήκαν άντρες Λημναίοι, οι Σίντιες, οι οποίοι τον συμμάζεψαν και τον περιποιήθηκαν. Γι’ αυτό και οι άντρες της Λήμνου ήταν αγαπητοί στον Ήφαιστο και πάντοτε τους προστάτευε, η δε Λήμνια γη ήταν ‘’πασών φιλτάτη εις αυτόν’’, όπως μας λέει ο Όμηρος. - Μη φοβάσαι λοιπόν φίλε, είπε κάποιος απ’ την παρέα. Σα Λημνιός, είσαι και συ ευλογημένος και δε θα πάθεις τίποτα. Ο Ήφαιστος δε θα σ’ αφήσει να χαθείς. - Έτσι ε; είπε απορημένος ο Λημνιός. - Κι ίσως, κοντά σε σένα, σωθούμε και μεις, πρόσθεσε με κάποιο χιούμορ ο ξανθωπός στρατιώτης. - Επίσης, στα νερά του νησιού σας έγινε και μια περίφημη ναυμαχία, συνέχισε ο βουνίσιος στρατιώτης. Στις 5 Ιανουαρίου του 1913 ο ελληνικός στόλος με τον Κουντουριώτη κατατρόπωσε τα τουρκικά πολεμικά του Ταχήρ-πασά. - Το ξέρω, το ξέρω αυτό το σπουδαίο γεγονός, πρόσθεσε με βιασύνη ο Λημνιός. Στη ναυμαχία εκείνη πήρε μέρος κι ο παππούς μου. - Ώστε έτσι ε; Ο παππούς σου . . . Ένα ξαφνικό, όμως κι απότομο πέσιμο του πλοίου στο κενό, ανάγκασε και πάλι το μελαχρινό στρατιώτη να διακόψει την κουβέντα και να αρπαχτεί, όπως κι οι άλλοι, όσο μπορούσε καλύτερα απ’ τα σίδερα του άρματος. Όταν συνήλθαν απ’ την ιλιγκιώδη βουτιά και ξανάνιωσαν κάπως ασφαλείς πάνω στις αρπύστριες, ο στρατιώτης απ’ το Μπέλες ανασήκωσε το κεφάλι του προς το μέρος του Λημνιού και είπε. - Τι θέλουμε και ξανοιγόμαστε σε τέτοιες ιστορίες; Πλούσιο το παρελθόν του τόπου σου. Κι εμάς μας ενδιαφέρει το παρόν. Δε μας λες φίλε πώς λέγεσαι; Ποιο είναι το όνομά σου; Έχει τουλάχιστο τίποτα το ναυτικό μέσα του; Και, για να τον παρακινήσει να μιλήσει, συνέχισε.
11
- Εγώ ονομάζομαι Κώστας. Κώτσο με φωνάζουν στο χωριό μου. Μόνο ο παπάς, ο δάσκαλος και οι Αρχές, στρατιωτικές και πολιτικές, με θέλουν Κωνσταντίνο. Δε συμβιβάζονται ούτε και με Κωνσταντή. Βλέπεις, δεν υπήρχε άγιος Κώτσος, ούτε και άγιος Κωνσταντής. Μόνο άγιος Κωνσταντίνος . . . Ο Λημνιός, χωρίς να δώσει μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες του Κώστα, είπε διακόπτοντάς τον. - Το ξέρω το όνομά σου, όπως και συ ξέρεις το δικό μου. Τι να τα ξαναλέμε; Ή μήπως κάνεις πως δε με γνωρίζεις; - Δεν πειράζει, είπε με κάποια φαιδρότητα ο Κώστας. Ας τα ξαναπούμε, για να τα μάθουν κι οι συνάδελφοί μας από δω, που τους συναντούμε και μας συναντούν για πρώτη φορά. Και, δίνοντας κάποιο φαιδρό τόνο στη φωνή του, πρόσθεσε. Τι διάβολο! Έτσι θα πάμε τόσο ταξίδι, επίγειο ή επουράνιο –ποιος ξέρει-, χωρίς να γνωριστούμε; Χωρίς να συστηθούμε ο ένας στον άλλο; - Αφού είναι έτσι, δεν έχω αντίρρηση, είπε πρόθυμα ο Λημνιός απευθυνόμενος σε όλους. Ονομάζομαι Στράτος. Για τον παπά, το δάσκαλο και τις Αρχές, όπως είπε ο Κώστας, είμαι Ευστράτιος. Για τους χωριανούς και τους φίλους μου είμαι Στρατής, πρόσθεσε με χαμόγελο κι έκανε να δώσει από σηνήθεια το χέρι του στους συναδέλφους του. Τα ασταμάτητα, όμως, τραντάγματα του πλοίου δεν τον άφησαν να το ξεκολλήσει απ’ το χοντρό χερούλι του καμπυλωτού γκριζωπού πυργίσκου. - Κι εγώ ονομάζομαι Θανάσης. Αθανάσιος για λίγους και Νάσος για τους πολλούς του τόπου μου, είπε αυθόρμητα ο στρατιώτης που ήταν μπρούμυτα πεσμένος δίπλα στον Κώστα και είμαι απ’ τα χωριά των Πιερίων. Δεν προέρχομαι απ’ το ΚΕΝ της Αλεξανδρούπολης, αλλά από μάχιμη ομάδα των συνόρων. - Κι εγώ, Γιώργος για τους πολλούς και Γεώργιος για τους λίγους, Θεσσαλός, όμως, για όλους, είπε βιαστικά το γεροδεμένο κι αξύριστο ξανθωπό παλικάρι, με τη στενόμακρη βαθιά ουλή στο αριστερό μάγουλο, που ήταν πεσμένο λίγο λοξότερα δίπλα στο Θανάση, σα να ήθελε με τη βιασύνη του να προλάβει κάποια αποκοτιά ή και άκαιρη αθυροστομία του συναδέλφου του απ’ τα Πιέρια. Ο Θανάσης συνέχισε κάπως συγκρατημένος και πιο ήρεμος. - Στην Αλεξανδρούπολη ήρθαμε με το Γιώργο και μ’ άλλους μαζί συναδέλφους χτες το απομεσήμερο. Κατά τα μεσάνυχτα της προηγούμενης αφήσαμε τις Καστανιές. Ένα μικρό αλλά πολύ όμορφο χωριό της Ορεστιάδας, κοντά στα τουρκικά σύνορα. Περίπου απέναντι απ’ την Αλεξανδρούπολη. Ταξιδεύαμε ασταμάτητα. Φάλαγγα ολόκληρη από αυτοκίνητα τζέημς, με θωρακισμένα οχήματα στην αρχή, στη μέση και στο τέλος της, για φρουρά. Τα απερίγραπτα, όμως, χάλια των δρόμων και η σχετική βραδυπορία των θωρακισμένων οχημάτων παράτειναν το ταξίδι μας. Πάντως, τρέχαμε ασταμάτητα για να προλάβουμε το ΧΙΟΣ. - Νομίζω, Θανάση, διέκοψε ο Γιώργος, πως κατά τη διάρκεια της διαδρομής κι άλλα αυτοκίνητα φορτωμένα στρατιώτες από διάφορες άλλες μονάδες έμπαιναν στη φάλαγγά μας.
12
- Ναι, αυτό παρατήρησα κι εγώ. Κι ας μας αράδιαζαν άλλες δικαιολογίες για τα πυκνά σταματήματα της φάλαγγας τη νύχτα. Γιατί, το πρωί, με το φως της ημέρας, η ουρά της ήταν πολύ μακρύτερη. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, είδα πάρα πολλούς και τελείως άγνωστους στρατιώτες να κατεβαίνουν απ’ τα αυτοκίνητα και να παρατάσσονται στην προκυμαία. Πολύ περισσότερους από κείνους με τους οποίους πρωτοξεκινήσαμε απ’ τις Καστανιές. Σταμάτησε για λίγο. Κοίταξε με πόνο πάνω απ’ τη ράχη του άρματος τη φανταροθάλασσα που είχε κατακλύσει την αχανή σα γήπεδο κοιλιά του καραβιού, όπου, με την ψυχή στα δόντια, όλοι προσπαθούσαν να συγκρατηθούν πάνω στα λιγοστά οχήματα, στα διάφορα πατάρια και στα κάθε είδους ψηλώματα του αμπαριού και συνέχισε, κοιτάζοντας, πότε τον Κώστα και πότε το Στρατή. - Συνταξιδεύαμε στο ίδο τζέημς με το Γιώργο. Το Θεσσαλό φίλο από δω, είπε ο Θανάσης κι έκανε πως τον δείχνει με μια κίνηση του κεφαλιού του. Παρουσιαστήκαμε μαζί στο ΚΕΝ της Τρίπολης. Σε σαράντα περίπου μέρες χωρίσαμε κι αργότερα ξανασυναντηθήκαμε και πάλι σε άλλη μονάδα στη Μακεδονία. Χτες ξανανταμώσαμε στη μοιραία φάλαγγα και τώρα συνταξιδεύουμε πάλι μαζί για το . . . άγνωστο . . . Τι τύχη ε, είπε με κάποιο παράπονο ύστερα από μικρή σιωπή. - Χαίρομαι που σας γνωρίζω παιδιά, είπε ο Θεσσαλός, απευθυνόμενος προς τον Κώστα και το Στρατή. Και, δίνοντας λίγο παραπάνω κουράγιο στον εαυτό του, αποφασισμένος να προχωρήσει έστω και κατά ένα βήμα μπροστά τη συζήτηση, πρόσθεσε λυπημένα. Και λυπάμαι, που η μοίρα τό ‘φερε έτσι, ώστε να υποφέρετε και σεις μαζί μας. - Να υποφέρουμε; πετάχτηκε παραξενεμένος ο Στρατής. - Ο συνάδελφος εννοεί την ταλαιπωρία της τρικυμίας, τούτης της θαλασσοταραχής, πρόσθεσε βιαστικά ο Κώστας, σα να ήθελε να προλάβει κάτι το πολύ ανεπιθύμητο. - Όχι, δεν εννοεί αυτό, είπε κοφτά ο Θανάσης. Εννοεί την ταπείνωση και τις ταλαιπωρίες, ψυχικές και σωματικές, που μας περιμένουν όταν φτάσουμε εκεί που θα μας κατεβάσει το ΧΙΟΣ. Όπως τό ‘παν σε μερικούς καθαρά . . . - Δεν ξέρω για σας παιδιά, είπε με σιγουριά και βιασύνη ο Στρατής, αλλά εγώ πηγαίνω στο ΚΕΒΟΠ στην Αθήνα. Στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Βαρέων Όπλων. Και τόνισε πιο χαρακτηριστικά μια-μια τις λέξεις. Έτσι μου είπε ο λοχαγός μου, όταν με κάλεσε να παραδώσω το όπλο μου και ‘’τα επιπλέον στρατιωτικά μου είδη’’. Δηλαδή, κράνος, γυλιό, ξιφολόγχη κλπ., που προσωρινά μου είχαν δώσει στο ΚΕΝ. Πάω για πυροβολητής. Ίσως στοιχειάρχης μεγάλου πυροβόλου, πρόσθεσε πιο περήφανα. Το φύλλο πορείας και τα άλλα χαρτιά μου τα έχει ο αντισυνταγματάρχης που μας συνοδεύει και που τώρα ίσως βολοδέρνει κι αυτός σε κάποια ωραία καμπίνα πάνω στη γέφυρα, κοντά στην καμπίνα του καπετάνιου. Θα μου τα δώσει μόλις πατήσουμε πόδι στον Πειραιά. Όλα γράφουν μέσα ΚΕΒΟΠ, επανέλαβε με σιγουριά, προφέροντας αργά και δυνατά την τελευταία λέξη και συνέχισε. Λένε πως έγιναν καινούρια Κέντρα Εκπαίδευσης στο Μαραθώνα. Δε με πειράζει. Ας είναι κι εκεί. Αρκεί να είναι ΚΕΒΟΠ.
13
- Κι εγώ πηγαίνω, σύμφωνα με τα λεγόμενα του λοχαγού μου, για να εκπαιδευτώ οδηγός. Μπορεί σε αυτοκίνητο, μπορεί και σε άρμα. Να, σαν κι αυτό πού ‘μαστε τώρα γαντζωμένοι πάνω του. Ανάλογα πάντοτε με την επίδωσή μου και τις ανάγκες του στρατού, είπε με πικρία ο Κώστας, που φαινόταν πως δεν εξωτερίκευε όλες του τις σκέψεις όπως ο συνάδελφός του ο Στρατής, αλλά πάσχιζε στο να πάρει άλλη κατεύθυνση η συζήτηση. - Ο Διοικητής του Κέντρου, συνέχισε ο Στρατής με επιμονή, προσπαθώντας να πείσει τους άλλους για τη σταθερότητα των λόγων των ανωτέρων του, μας το τόνισε καθαρά, όταν, λίγο πριν φύγουμε για το λιμάνι, μας μίλησε μπροστά στο Διοικητήριο. Το άκουσες κι εσύ Κώστα . . . Πρέπει να το άκουσες καθαρά. Μας διαβεβαίωσε, ότι αποσπαζόμαστε σε τεχνικές μονάδες για άλλη εκπαίδευση. ‘’Πηγαίνετε σε μονάδες ειδικοτήτων’’, μας είπε. Μάλιστα, ανάφερε πολλές φορές τις λέξεις ‘’μονάδες μηχανικού’’, ‘’μονάδες γεφυροποιών’’, ‘’μονάδες κατασκευής οδοστρωμάτων’’ . . . Κάπως έτσι δεν τις ονόμαζε; Μας συνέστησε να επιδείξουμε προθυμία και υπακοή στους αξιωματικούς των νέων Μονάδων μας και ‘’τυφλήν πειθαρχίαν και αφοσίωσιν εις τας επιταγάς της Πατρίδος’’. Τις τελευταίες αυτές λέξεις τις πρόφερε με ιδιαίτερο στόμφο, αλλά και με τόση αδεξιότητα ο Στρατής, που ο Κώστας δεν κρατήθηκε και τον διέκοψε λέγοντας. - Το ύφος σου μου θυμίζει το ‘’Λουλούδια’’. Ο Στρατής χαμογέμασε με την παρατήρηση του φίλου του αλλά, μη θέλοντας να αλλάξει θέμα, γύρισε προς το Θανάση και ρώτησε. - Εσείς παιδιά για πού πάτε και σας κατέβασαν με τόση βιασύνη απ’ τα σύνορα για να προλάβετε το πλοίο; - Εμείς . . . δεν πάμε για καμιά εκπαίδευση, γιατί . . . γιατί είμαστε εκπαιδευμένοι, είπε διστακτικά κι αναποφάσιστα ο Θανάσης, μην ξέροντας αν έπρεπε να συνεχίσει τις υπεκφυγές ή να μιλήσει ξεκάθαρα. Χωρίς να έχει αποφασίσει ποιο δρόμο να πάρει, συνέχισε συγκρατημένος και με τον ίδιο δισταγμό. - Ο Γιώργος είναι πολυβολητής. Στα βαριά πολυβόλα Βίγκερς. Κι εγώ είμαι ασυρματιστής και . . . δεκανέας. Χειριστής ασυρμάτου, επανέλαβε. Σήματα Μορς. Ντι-ντι, ντα-ντα. Ντα-ντα, ντι-ντι. Ξέρετε. Υπηρετούμε πάνω από ένα χρόνο. - Ένα χρόνο; ξεφώνησε με θαυμασμό ο Στρατής και ξαναρώτησε παραξενεμένος, κοιτάζοντας κατάματα το Θανάση. - Τι θέλετε τότε μαζί μας εσείς οι δυο παλιοί, ανάμεσα σε νεοσύλλεκτους που πάνε για μετεκπαίδευση; Μήπως πάτε για εκπαιδευτές; - Πού τέτοια τύχη; είπε αργά και πονεμένα ο Γιώργος. Κι ούτε είμαστε μόνο εμείς οι δυο παλιοί στρατιώτες ανάμεσά σας. Δεν είμαστε μόνο ο Θανάσης κι εγώ παλιοί εδώ μέσα. Είναι κι άλλοι. Πολλοί άλλοι βρίσκονται μέσα σ’ αυτό το αμπάρι. Πολλούς σαν κι εμάς κατέβασαν τ’ αυτοκίνητα απ’ τις διάφορες Μονάδες των συνόρων και της Θράκης για να προλάβουμε τούτο το καράβι. Και το σπουδαιότερο είναι, πως κανένας από μας, ούτε τό ‘θελε, ούτε το περίμενε κι ούτε ποτέ το
14
φαντάζονταν, πως ήταν δυνατό να βρεθεί κάποτε έτσι κλεισμένος μέσα σ’ ένα τέτοιο κήτος φουνταρισμένος πολλά μέτρα μέσα στο νερό. Οι δυο νεοσύλλεκτοι, οι γαντζωμένοι πάνω στις χοντρές ερπύστριες, αλληλοκοιτάχτηκαν με απορία κι έμειναν σιωπηλοί. Κανένας δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να συλλάβει ή έστω και να υποπτευθεί ολόκληρο το νόημα των λόγων του δεκανέα. Μόνο κάτι κρύο, κάτι το ανεξήγητο ένιωσαν να αγγίζει τις καρδιές τους. Κανείς δεν είπε κουβέντα. Τα παράξενα και ακατάληπτα αυτά για τους νεοσύλλεκτους λόγια των παλιότερων συναδέλφων τους άρχισαν να γεννούν πολλά ερωτηματικά στις σκέψεις τους και ιδίως στη σκέψη του Κώστα και να φέρνουν σιγά-σιγά στην επιφάνεια πολλά απαρατήρητα ή παραμερισμένα στο μυαλό τους ως τώρα γεγονότα των τελευταίων ημερών, τα οποία τώρα τους φαίνονταν περίεργα και αμφίβολα. Τα όσα συνέβαιναν στους λόχους απ’ τη μέρα που κατατάχτηκαν και ιδίως τις τελευταίες μέρες, πριν μπουν στο αμπάρι του ΧΙΟΣ, τα θεωρούσαν μέχρι προ λίγου και οι δυο νεοσύλλεκτοι λίγο-πολύ φυσιολογικά και συνηθισμένα. Γι’ αυτό και τα άφηναν να περνούν απαρατήρητα και τα δέχονταν ή τα μισοδέχονταν ανεξέλεγκτα, σαν κανονική και συνηθισμένη ρουτίνα του στρατού. Κάτι απροσδόκητες κλήσεις στο γραφείο του επιλοχία. Κάτι προσωπικές ειδοποιήσεις, για να παρουσιαστούν στο γραφείο του λοχαγού και μάλιστα σε προχωρημένη νυχτερινή ώρα . . . Κάτι έκτακτες και βεβιασμένες παρουσιάσεις στο Διοικητήριο και μάλιστα σε κάτι άγνωστα γι’ αυτούς ως τότε γραφεία . . . Όλα αυτά ήρθαν τώρα με μιας στο μυαλό τους. Τώρα θυμούνται, πως πάντοτε τα ίδια σχεδόν πρόσωπα συναντούσαν να περιμένουν έξω απ’ τα γραφεία των λόχων και του Διοικητηρίου. Αυτά που διακρίνονταν κι εδώ απόψε μέσα στο μισοσκόταδο του αμπαριού. Ξαναθυμούνται την πληθώρα των ερωτήσεων που τους υπέβαλαν οι αξιωματικοί τους, όταν τους καλούσαν στα γραφεία τους και ξαναφέρνουν στο νου τους το περίεργο και σε πολλές περιπτώσεις διφορούμενο νόημά τους. Αναλογίζονται τώρα το αυστηρό ύφος των αξιωματικών και το βρίσκουν βλοσυρότερο. Ξανασκέφτονται τα χτυπητά τους λόγια και κάτι κρύο αγγίζει τις καρδιές τους. Σαν αστραπή τα περνούν ξανά όλα αυτά στο μυαλό τους. Θυμούνται, σκέφτονται, κρίνουν, τρομάζουν. Όσα θεωρούσαν μέχρι προ λίγου φυσιολογικά και συνηθισμένα και τ’ άφηναν να μένουν απαρατήρητα και παρατημένα στο βάθος του μυαλού τους, τώρα γίνονται σκοτεινά και φριχτά ερωτηματικά, που κυριεύουν κυριολεκτικά τις σκέψεις τους και βασανίζουν τις ψυχές τους. Ορθώνονται σαν πελώρια τέρατα μπροστά τους και τους σφίγγουν το λαιμό. Οι δυο νεοσύλλεκτοι, σπρωγμένοι απ’ την ίδια διαίσθηση και τελείως αυθόρμητα, σήκωσαν φοβισμένα το βλέμμα τους και με κάποιο ενδόμυχο φόβο έριξαν μια πιο ερευνητική ματιά γύρω τους. Πάνω απ’ τον πυργίσκο του αλυσοδεμένου στις ράχες του πατώματος τανκ περιεργάστηκαν με προσοχή ολόκληρη την ανθρωποθάλασσα του αμπαριού. Πραγματικά, είχε δίκιο ο Γιώργος. Δεν ήταν μόνο αυτός με το Θανάση παλιοί εκεί μέσα. Ήταν κι άλλοι. Πολλοί άλλοι. Τώρα, με λίγη μόνο παρατηρητικότητα, μπορούσε κανείς εύκολα να τους ξεχωρίσει
15
ανάμεσα στους νεοσύλλεκτους. Τα ρούχα τους ήταν διαφορετικά. Πιο ταιριαστά στο σώμα τους. Πιο δικά τους. Τα πρόσωπά τους πιο ψημένα, πιο σκληραγωγημένα. Τα μαλλιά τους πιο μακριά, η ψυχραιμία τους εντονότερη . . . Φαινόταν πιο συγκρατημένοι στις εκδηλώσεις τους, πιο σοβαροί . . . δεν φαινόταν ‘’γιαννάκια’’. Φορούσαν δίκοχα κι όχι μπερέδες . . . Το μάτι τους, μάλιστα, πήρε και μερικούς άλλους δεκανείς. Κι έναδυο λοχίες. Τα πράγματα άλλαζαν ριζικά. Σιωπή απλώθηκε πάνω στον πυργίσκο. Όλοι έμειναν αμίλητοι και μόνο οι περίεργες ματιές του Στρατή και του Κώστα ερευνούσαν ασταμάτητα τα πάντα, όσο τους επέτρεπε η θολή ατμόσφαιρα και το ανακάτεμα της φουρτούνας. Κοίταζαν μ’ επιμονή κι εξέταζαν με προσοχή το κάθε τι. ΄Ο,τι μπορούσαν να διακρίνουν μέσα στο μισοσκόταδο του αμπαριού. Για μια στιγμή, ο Κώστας σκούντησε ελαφρά με τον αγκώνα του το Στρατή που ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα δίπλα του και του είπε ψιθυριστά. - Για θυμήσου το τι γινόταν στην πόλη, όταν πηγαίναμε για το λιμάνι! Δεν βρίσκεις καμιά εξήγηση τώρα για όλα εκείνα; Ο Στρατής δεν μίλησε. Ίσως δεν κατάλαβε. Κρύωνε τώρα περισσότερο. Ο Κώστας έβγαλε το γκρίζο κασκόλ απ’ το λαιμό του και το τύλιξε στο λαιμό του φίλου του. *****
Τα μικρά φιλιστρίνια, που ήταν αραδιασμένα στη σειρά και
στις δυο πλευρές του αμπαριού, πάνω-πάνω ψηλά κοντά στο ταβάνι, ξεχώριζαν τώρα μέσα στο μισοσκόταδο και θολά ξεπρόβαλαν από ψηλά σαν παράξενα μάτια κάποιου απόκοσμου στοιχειού. Άλλοτε λαμπύριζαν κι άλλοτε έσβηναν με μιας, καθώς το πλοίο ανασηκώνονταν στον ορίζοντα ή χάνονταν απότομα στα βάθη των κυμάτων. Άλλοτε πάλι, φάνταζαν σαν τεράστιες βεντούζες κάποιου θαλασσινού τέρατος, που είχε τυλίξει με τα τεράστια πλοκάμια του το αρματαγωγό και πότε τό ‘σφιγγε, προσπαθώντας να το λιώσει μέσα στη φριχτή αγκαλιά του και πότε χαλάρωνε το σφίξιμο και χάνονταν τα ίχνη των πλοκαμιών από πάνω του. - Φαίνεται πως ξημέρωσε έξω, είπε ο Στρατής, διακόπτοντας με τη διαπεραστική φωνή του το μονότονο βουητό που επικρατούσε μέσα κι έξω απ’ το πλοίο. Για δέστε πώς φέγγουν τα φιλιστρίνια! - Πραγματικά, απάντησε μονολεκτικά και με ακεφιά ο Θανάσης. Κι ύστερα από σιωπή δευτερολέπτων ρώτησε απότομα, σα να μην απευθύνονταν σε κανένα. - Τι ώρα να είναι άραγε; - Πού να δεις ρολόι εδώ μέσα, έκανε ο Στρατής και προσπάθησε να δει το ρολόι που φορούσε στο χέρι του. Αν βλέπω καλά, είναι εννιά και
16
δέκα, είπε με χαρά, υψώνοντας χαρακτηριστικά τον τόνο της φωνής του και το αριστερό του χέρι με το ρολόι. - Βρε παιδιά, παρατηρήσατε κάτι; Για να δω το ρολόι μου έφερα το χέρι μου πιο κοντά στο πρόσωπό μου. Στα μάτια μου δηλαδή. - Αμ, αλλιώς πώς να δεις εδώ μέσα σ’ αυτή τη θολούρα; είπε ο Γιώργος. - Όχι, αλλά ξέρετε τι σημαίνει αυτό; ξαναρώτησε ο Στρατής, κρατώντας πάντοτε θριαμβευτικά το αριστερό του χέρι ψηλά. Οι άλλοι τον κοίταζαν περίεργα, χωρίς να προφέρει κανείς λέξη. Ο Στρατής συνέχισε χαρούμενα και βιαστικά. - Αυτό σημαίνει, πως μπορώ να συγκρατιέμαι εδώ πάνω στις αλυσίδες και με ένα χέρι μόνο. Με ένα μονάχα χέρι. Μ’ ακούτε; Δεν είναι σπουδαίο αυτό; Δεν είναι απόδειξη ότι η θάλασσα έσπασε; Και δείχνοντας με το χέρι του προς το βάθος του καραβιού είπε. - Για κοιτάξτε κάτω στο πάτωμα. Δε σας φαίνεται πως το νερό καλμάρισε αρκετά; Δε νομίζετε πως τώρα πηγαινοέρχεται πιο ήρεμα; - Βαρέθηκε φαίνεται να μας πιτσιλάει, είπε ο Γιώργος χωρίς να κουνηθεί καθόλου απ’ τη θέση που βρίσκονταν. Όλοι ανασήκωσαν τα κεφάλια τους και κοίταξαν με περιέργεια χαμηλά στο πάτωμα. Ο Στρατής είχε δίκιο. Η θάλασσα είχε σπάσει. Η μεγάλη κρίση είχε περάσει. Ο καιρός μαλάκωνε. - Μπράβο Στρατή! φώναξε μ’ ενθουσιασμό ο Θανάσης. Δίκαια περηφανεύεσαι πως είσαι θαλασσινός. Μόνο ένας γνήσιος απόγονος μιας δοκιμασμένης ναυτικής γενιάς θα μπορούσε πρώτος να επισημάνει τις διαθέσεις της θάλασσας. Εγώ τουλάχιστο σε παραδέχομαι για θαλασσινό. Στο εξής, θα ασπάζομαι τη γνώμη σου στα ναυτικά ζητήματα. Τα λόγια αυτά του Θανάση και η διαπίστωση του σπάσιμου της θάλασσας άλλαξαν την ατμόσφαιρα της μικρής συντροφιάς του πυργίσκου και σκόρπισαν σ’ όλους νέο κουράγιο κι άλλη διάθεση. Πραγματικά, η θάλασσα ησύχαζε. Τα σκαμπανεβάσματα του πλοίου γίνονταν πιο αραιά και πιο μαλακά και το νερό στο βάθος του αμπαριού όλο και λιγόστευε, καθώς οι αντλίες δούλευαν ασταμάτητα και το έριχναν με βιασύνη ξανά έξω στο πέλαγος. Γρήγορα χαλάρωσαν όλοι τα σφιχτοκρατήματα των χεριών τους πάνω στα κρύα σίδερα του άρματος και ανακάθισαν στον πυργίσκο του και πάνω στις φαρδιές ερπύστριές του, προσεχτικά στην αρχή και με κάθε προφύλαξη που έκριναν απαραίτητη, σύμφωνα με την πλούσια πείρα που απόκτησαν στο ολιγόωρο ταξίδι τους και με το μάθημα που τους έδωσε η μανία της θάλασσας και τα σάλτα του ΧΙΟΣ. Άρχισαν να κινούν τα χέρια και τα πόδια τους για να ξεμουδιάσουν και να συνέλθουν απ’ την ολονύχτια ταλαιπωρία. Έδιναν όλοι συγχαρητήρια κι επαίνους στο Στρατή, για την έγκαιρη και αλάνθαστη διαπίστωσή του κι ο καθένας τον κολάκευε ή τον πείραζε για ‘’τις αποδειγμένες και σίγουρες ικανότητές του’’. όπως είπε ο Γιώργος. Και κείνος, χαρούμενος και περήφανος, δέχονταν ευχαρίστως το κάθε τους πείραγμα και τό ‘παιρνε σαν εκδήλωσε του ενθουσιασμού τους για τις σωστές του διαπιστώσεις.
17
Τώρα, καθισμένοι ανετότερα πάνω στο άρμα, ξαναθυμούνταν και περιέγραφαν με δυνατές φωνές και ποικίλα χρώματα τις δύσκολες στιγμές που ένιωσε ο καθένας τους στην πολύωρη και εξαντλητική δοκιμασία. Μόνο ο Κώστας έμενε σκεπτικός και αμίλητος. Η φράση που άκουσε νωρίτερα απ’ το στόμα του ασυρματιστή συναδέλφου του, ‘’εμείς δεν πάμε για μετεκπαίδευση’’, του τρυπούσε το μυαλό και δεν του άφηνε πια καμιά αμφιβολία. Δεν ήθελε, όμως, να την παραδεχτεί απόλυτα κι ούτε ήθελε να ρωτήσει και περισσότερα. Πιθανόν, ο ίδιος να έλπιζε ακόμη πως οι κρυφές του σκέψεις δε θα επαληθεύονταν. Ίσως πάλι, δεν ήθελε να πληγώσει το Στρατή, που οι ελπίδες του πως πάει στο ΚΕΒΟΠ ήταν ακόμη ακμαίες. Γι’ αυτό έμενε σιωπηλός κι όλο αναρωτιόταν. Αν τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα υποψιάζομαι, τότε πού πάει το ΧΙΟΣ; Πού πάνε οι παλιοί συνάδελφοι και πού πάμε εμείς οι νεοσύλλεκτοι; Από τότε που άκουσε τα λόγια εκείνα του Θανάση, το στόμα του βουβάθηκε. Μόνο η σκέψη του έτρεχε αχαλίνωτη στο παρελθόν. Έψαζε, αναπολούσε, εξέταζε και ερευνούσε γεγονότα πολλά και συμβάντα αμφίβολα και προσπαθούσε να εξηγήσει με μιας, αν ήταν δυνατόν, όλα τα βασανιστικά ερωτήματα κι όλες τις απορίες, που αναπηδούσαν μπροστά του και τον τυραννούσαν επίμονα. Ήθελε να απαντήσει, όσο μπορούσε γρηγορότερα και καθαρότερα, σ’ όλα τα ερωτηματικά που τώρα βαριά κι αμείλικτα του πίεζαν το μυαλό. Πολλές φορές προσπάθησαν οι άλλοι συνάδελφοί του να τον παρασύρουν στη συζήτηση. Αυτός, όμως, πετώντας κάθε φορά ένα-δυο μονόλογα για απάντηση, κατάφερνε να μένει πάντοτε απέξω, κλεισμένος όσο μπορούσε πια ασφυχτικά στον εαυτό του. *****
Η
φουρτούνα είχε σπάσει πια για καλά. Το ΧΙΟΣ όλο και σταθεροποιούνταν περισσότερο στις ράχες των κυμάτων. Το νερό κάτω στο αμπάρι είχε γαληνέψει και είχε λιγοστέψει αρκετά. Τώρα φαίνονταν οι χοντρές ράγες του πατώματος. Πολλοί στρατιώτες, οι πιο θαρραλέοι ή οι πιο απερίσκεπτοι και οι λιγότερο ζαλισμένοι, είχαν κατεβεί απ’ τα αμπάρια και τις σιδερόσκαλες, όπου κούρνιαζαν ως τώρα και, άλλοι ξυπόλυτοι κι άλλοι με τα άρβυλα βουτηγμένα στο νερό ως τον αστράγαλο, περιμάζευαν τα καταμουσκεμένα μπογαλάκια τους. Το νερό όλο και λιγόστευε και όλο και περισσότερα πράγματα ξεπρόβαλαν στο πάτωμα, σκόρπια εδώ κι εκεί. Καραβάνες, κουτάλια, κύπελλα, άρβυλα, μπερέδες και κάθε είδους μικροπράγματα, άλλα σώα και άλλα καταστραμμένα και διαλυμένα, άραζαν σαν καταποντισμένα πλεούμενα εδώ και κει. Ανάμεσα στα ‘’ναυάγια’’, βρέθηκαν μερικά κράνη, μια ξιφολόγχη, αρκετοί γεμιστήρες, δυο μπαλάσκες και δυο όπλα, όλα είδη και περιουσία της φρουράς. Οι ένοικοι του αμπαριού, που τα βρήκαν να επιπλέουν στο νερό ή να αράζουν στις ‘’ξέρες’’ του πατώματος, τα περιμάζεψαν, τα σκούπισαν πρόχειρα και από χέρι σε
18
χέρι τα έστειλαν πάνω σε κείνους, στους οποίους τα είχε εμπιστευτεί η ‘’Πατρίς’’. Η θάλασσα είχε πια ηρεμήσει. Το ΧΙΟΣ συνέχιζε ήρεμο κι αυτό και σταθερό το ταξίδι του. Ένα-δυο φιλιστρίνια της πάνω-πάνω σειράς είχαν ανοίξει και λιγοστός μεν αλλά ζωογόνος αέρας έμπαινε στο αμπάρι. Οι φαντάροι είχαν κατεβεί απ’ τα ψηλώματα και τις σκαλωσιές και προσπαθούσαν να ξεμουδιάσουν και να συνέλθουν απ’ την αφάνταστη ταλαιπωρία και την τρομάρα που πέρασαν. Ξαπλωμένοι ξέθαρρα εδώ και κει στα αποστραγγισμένα και στεγνά πια τώρα σημεία του πατώματος, πάνω στα πατάρια και στις καρότσες των αυτοκινήτων ή στις ερπύστριες των τανκς, αναπολούν με ανακούφιση τη δοκιμασία της τρομερής νύχτας. Τώρα δεν χρειάζεται να κρατιούνται σφιχτά απ’ τα κρύα χερούλια του πυργίσκου. Δεν χρειάζεται να κρατιούνται από πουθενά. Το καράβι τους φαίνεται πως πηγαίνει τόσο μαλακά σε σύγκριση με την προηγούμενη πορεία του, που όλοι νομίζουν πως έχουν μπει σε λιμάνι ή έχουν βγει στη στεριά. Κατάκοποι όλοι τους απ’ τα απότομα και συνεχή ανεβοκατεβάσματα κι εξαντλημένοι απ’ τα ασταμάτητα τραντάγματα του πλοίου, έκλεισαν γρήγορα τα μάτια, προσπαθώντας να βρουν ξεκούραση και γαλήνη στον ύπνο. Μόνο ο ασταμάτητος κρότος των μηχανών τους θύμιζε πως βρίσκονταν μέσα σε καράβι. Σιγά-σιγά, όμως κι αυτός, παρ’ ότι οξύς και διαπεραστικός με το στριγκό και ρυθμικό του αντιβούισμα μέσα στον απέραντο ατσαλένιο θάλαμο του αμπαριού, άρχισε να φτάνει στο κουρασμένο μυαλό τους πιο ήπιος και πιο μαλακός, ώσπου γρήγορα έγινε γλυκό νανούρισμα και τους ζάλισε όλους. *****
Η μικρή συντροφιά του πυργίσκου βολεύτηκε στις φαρδιές
αλυσίδες και στα πλαϊνά του άρματος και παραδόθηκε κι αυτή στον ύπνο. Μόνο ο Κώστας δεν κοιμόταν. Χίλιες σκέψεις τυραννούσαν το μυαλό του. Ξανάφερε στη σκέψη του το χωριό του, το σπίτι του, τους δικούς του. Θυμήθηκε τον ανάπηρο αδερφό του, που με ένα πόδι, ακουμπώντας στα δεκανίκια του, τον ξέβγαλε πριν λίγες βδομάδες μέχρι το σταυροδρόμι της δημοσιάς, ξεπροβοδώντας τον για το στρατό. Η μάνα του, γριά κι αδύνατη, χτυπημένη περισσότερο απ’ όλους στην οικογένεια απ’ τις κακουχίες και τις συμφορές που βρήκαν το σπίτι τους, ντυμένη στα μαύρα και τυλιγμένη, όπως συνήθιζε, στη μεγάλη μαύρη μαντίλα της, με τα μάτια κατακόκκινα και θολά, τον κοίταζε αμίλητη σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής και τον αγκάλιαζε με το πονεμένο κι αόριστο βλέμμα της, κάθε φορά που κλεφτά το γύριζε προς το μέρος του. Κι ο πατέρας του, γέρος κι αυτός, γυρτός και ζαρωμένος, με βαθιές ρυτίδες, ανεξίτηλα σημάδια της τυραγνισμένης του ζωής, με κρυοπαγήματα και στα δυο του πόδια, ακουμπισμένος στο
19
ραβδί του, προσπαθούσε, όσο περισσότερο μπορούσε, να κρύψει τη συγκίνησή του και να φανεί δυνατός. Χίλιες αμφιβολίες κι αβεβαιότητες περνούσαν απ’ το μυαλό του, μπέρδευαν τις σκέψεις του και τον τυραννούσαν πολύ περισσότερο απ’ ότι τα ανάπηρα πόδια του και ο προσωρινός και σύντομος σχετικά αποχωρισμός του γιου του. Σκυφτός βάδιζε κουτσαίνοντας μ’ ένα ρυθμό σα να δρασκέλιζε τα βάσανά του και να σκόνταφτε στις ζοφερές και πονεμένες αναμνήσεις της άχαρης ζωής του. Αμίλητος, με σφιγμένα τα χείλη και το βλέμμα του χαμηλωμένο στο χωματόδρομο, με τη σκούρη και φαγωμένη απ’ το χρόνο τραγιάσκα του κατεβασμένη ως τ’ αφτιά του και με το χαρτονένιο γίσωμά της τραβηγμένο ως τα φρύδια, προχωρούσε ανάμεσα στην οικογένειά του βουβός σαν ολομόναχος. Δίπλα του περπατούσε η γριά του. Αμίλητη κι εκείνη, με τους λογισμούς μπερδεμένους και τις σκέψεις της να πηγαινοέρχονται οδυνηρές στο παρελθόν και στο παρόν και να γυροφέρνουν αχαλίνωτες στο νου της, τις τόσες πίκρες και τα ανείποτα φαρμάκια που της πότισε ως τώρα η φτώχεια και η σκληράδα της ζωής και της χάρισε μ’ απλοχεριά η αδιαφορία των δυνατών και η απονιά και η απανθρωπιά των καιροσκόπων. Κι ακολουθούσε αυτός με τον αδερφό του το Γιάννη. Τελευταίος ερχόταν ο άλλος του αδερφός, ο πιο μικρός απ’ όλους, ο Χρηστάκης. Οι δυο γέροι, με φουρτουνιασμένη την καρδιά και βουρκωμένα μάτια, προχωρούσαν δίπλα-δίπλα, στην άκρη του δρόμου. Αραιά και πού, άλλαζαν καμιά κουβέντα μεταξύ τους και συχνότερα σκούπιζαν με αόρατες κι όσο γίνονταν πιο απαρατήρητες κινήσεις των χεριών τους τα δάκρυα, που αθόρυβα αλλά καυτά κυλούσαν στα ρυτιδωμένα πρόσωπά τους. Πλησίαζε δέκα η ώρα. Ο ήλιος έλαμπε και ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ζεστός και ευχάριστος εκείνο το πρωί στο χωριό. Ο Σεπτέμβρης είχε περάσει κι ο Οκτώβρης είχε ξεφύγει απ’ τα μισά του. Ένα ανάλαφρο και ανεπαίσθητο βορειοανατολικό αεράκι φυσούσε απ’ τη μεριά του βουνού, που ψηλό, βαθυπράσινο κι επιβλητικό υψώνονταν στα βόρεια του χωριού κι άφηνε τη ζωογόνα μυρωδιά του άγριου δάσους να αρωματίζει την ολοκάθαρη ατμόσφαιρα. Το χωριό, αμέριμνο απλώνονταν στην απλόχωρη πραγιά, που με την ελαφριά κλίση της αγνάντευε κατάματα τον ήλιο κι άρπαζε αχόρταγα απ’ αυτόν όλη τη ζωντάνια και τη δύναμή του. Οι δρόμοι του, με τους χαμηλούς φράχτες, τα ψηλά δέντρα και τα γκριζωπά σπίτια τους, γεμάτοι σκόνες και χώματα, διακλαδίζονταν τραχείς και κακόσχημοι, αλλά ξέγνοιαστοι προς όλες τις κατευθύνσεις. Παντού επικρατούσε ησυχία. Και η ησυχία αυτή και η καθαρή και ξέγνοιαστη ομορφιά της φύσης βάραιναν περισσότερο τις καρδιές όλης της οικογένειας τις ώρες εκείνες του αποχωρισμού. Οι χωριανοί, μ’ όλη τους την απλότητα, έβγαιναν απ’ τις αυλές και τους μπαξέδες τους και μ’ ένα καλοκάγαθο χαμόγελο έφιγγαν το χέρι του Κώστα και του εύχονταν στεραιότυπα, όπως συνηθίζονταν, ‘’ώρα καλή και με το καλό να γυρίσεις’’. Οι γεροντότεροι και οι πιο κοντινοί συγγενείς τον φιλούσαν κιόλας. Μόνο ένας-δυο απ’ τους χωριανούς καμώθηκαν πως δεν τον είδαν, πως δεν είδαν καθόλου την οικογένειά
20
του να περνά στο δρόμο και μπήκαν βιαστικοί στα σπίτια τους ή αλαφρογύρισαν, δήθεν αδιάφοροι, τις πλάτες τους προς το δρόμο και, με προσποιητή αμεριμνησία, έσκυψαν τα πρόσωπά τους βαθύτερα στις τσάπες τους. Όλη η οικογένεια, με τον ίδιο πάντοτε ρυθμό. διέσχιζε τα ήσυχα σοκάκια του χωριού, τραβώντας κατηφορικά για τα αλώνια που απλώνονταν χαμηλότερα πέρα απ’ τα τελευταία σπίτια. Πιο κάτω, μετά το ‘’Ανάθεμα’’ και την ‘’Κονδυλόβρυση’’, ξανοίγονταν τ’ αμπέλια και κάτω χαμηλά ξεχώριζε η δημοσιά. Σκούρη, γκριζωπή, καγκελωτή λουρίδα, διέσχιζε λοξά την πλαγιά της νοτιοδυτικής πλευράς του χωριού και χάνονταν ατέλειωτη μακριά στον κάμπο. Η συντροφιά προχωρούσε σκυθρωπή και μόνο ο μικρός Χρηστάκης, ένα ζωηρό και ψηλό παιδί, που, παρ’ ότι μόλις είχε κλείσει τα δώδεκα φαινόταν για δεκαπέντε, έτρεχε από δω κι από κει, τρομάζοντας τα σπουργίτια που ήσυχα κάθονταν στους φράχτες και στα χαμόκλαδα του δρόμου ή πείραζε τα σκυλιά που όλα σχεδόν τον γνώριζαν. Αμέριμνα κι αυτά ξάπλωναν στις σκιές των σπιτιών και των δέντρων ή έβγαιναν βαριεστημένα κι άκεφα στις αυλόπορτες, χωρίς καμιά απολύτως διάθεση για γαυγίσματα και φασαρίες. Μόνο τα άτακτα βήματα και τα ανήσυχα τρεχάματα του Χρηστάκη τάραζαν τη μονοτονία και το αργό περπάτημα της σκυθρωπής οικογένειας. Ο Χρηστάκης, παρ’ όλο που κουβαλούσε στην πλάτη του και το μικρό σάκο του Κώστα με τα λιγοστά μικροπράγματα που είχε ετοιμάσει από βραδύς η μάνα του, έτρεχε ακούραστος δεξιά κι αριστερά, πότε μπροστά και πότε πίσω απ’ τους άλλους. Επηρεασμένοι απ’ τη θλίψη του αποχωρισμού και συνεπαρμένοι ο καθένας τους απ’ τις δικές του σκέψεις, δεν κατάλαβαν πότε έφτασαν στο απλόχωρο άνοιγμα των αλωνιών. Άφησαν δεξιά το ‘’Ανάθεμα’’, το μικρό λόφο με την πέτρινη κορυφή, προσπέρασαν την ‘’Κονδυλόβρυση’’ και το νταμάρι της ‘’Κατάρας’’ και βρέθηκαν μπροστά στη στροφή του δρόμου που άφηνε πίσω το χωριό και προχωρούσε κατηφορικά προς τα αμπέλια, τραβώντας για τη δημοσιά. Τι παράξενος που είναι ο χρόνος! Ενώ τα ρολόγια πάντοτε χτυπούν ισόχρονα και ρυθμικά το πέρασμά του, αυτός περνά άτακτα και μπερδεμένα. Πόσο γίνονται οι ώρες μικρές και σύντομες και φεύγουν σαν αστραπή, όταν εμείς τις θέλουμε μεγάλες και ατέλειωτες! Και πόσο πάλι οι στιγμές γίνονται μεγάλες και ατέλειωτες, όταν εμείς θέλουμε τις ώρες μικρές και σύντομες, γιατί μας είναι αφόρητες και βασανιστικές! ΄Ετσι άτακτα και τυραννικά, πέρασαν και οι λιγοστές στιγμές που απόμειναν του ξεπροβοδίσματος του Κώστα κι ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Σταμάτησαν όλοι σιωπηλοί κοντά στο άνοιγμα του νταμαριού, που έχασκε στα δεξιά του δρόμου κι εκεί, με τις καρδιές σφιγμένες, οι δυο γέροι γονείς του τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν. Χωρίς να μπορούν να συγκρατήσουν άλλο τα δάκρυά τους, τον αποχαιρέτησαν και του ευχήθηκαν ‘’στο καλό’’ και ‘’καλός στρατιώτης’’. - Να προσέχεις πάντοτε παιδί μου και να γυρίσεις γερός, του είπε η μάνα του, καθώς τον έσφιγγε στην αγκαλιά της, συγκρατώντας με δυσκολία τους λυγμούς της..
21
Τον αγκάλιασε και του ψιθύρισε μες στ’ αναφιλητά του κάποια ευχή κι ο πατέρας του. - Εγώ θά ‘ρθω μαζί σου λίγο πιο κάτω ως το σταυροδρόμι της δημοσιάς, είπε ο Γιάννης. Διόρθωσε το σώμα του καλύτερα πάνω στις πατερίτσες του και ξεκίνησε. Πόσο ήθελε κι ο Χρηστάκης να περπατήσει μαζί τους όλο το μεγάλο δρόμο και να ξευγάλει κι αυτός τον αδερφό του ως τη δημοσιά! Ο πατέρας του, όμως, του έκοψε την ορμή. - Άσε τους να πάνε οι δυο άντρες μόνοι τους, του είπε προστακτικά. *****
Δ
‘’ υο άντρες’’! Και τότε στο λόχο και πριν λίγο στην τρικυμία και τώρα στην κοιλιά του αμπαριού αντηχούν στ’ αφτιά του με την ίδια ένταση εκείνα τα λόγια του πατέρα του. Είχε γίνει, λοιπόν, κι αυτός άντρας! Πόσο παράξενα αλλά και πόσο ωραία βγήκαν απ’ τα χείλη του πατέρα του οι δυο εκείνες λέξεις! Έτσι τού ‘ρθε τότε που τις άκουσε, να γυρίσει πίσω και να ξαναφιλήσει το γερο-πατέρα του κι άλλη μια φορά, που, έτσι επίσημα τώρα πια, τον παραδέχονταν για άντρα. Δεν τό ‘κανε, όμως, γιατί δεν ήθελε να προσθέσει κι άλλη συγκίνηση στην τόση που κατείχε και βασάνιζε όλους εκείνη τη στιγμή. Προτίμησε να συγκρατηθεί και να φανείς ‘’άντρας’’. Διπλά συγκινημένος πήρε με τ’ αριστερό του χέρι το σάκο του απ’ τα χέρια του Χρηστάκη και, κουνώντας το δεξιό του, άφησε γεια σε όλους. Τους αγκάλιασε όλους με το βλέμμα του και, χωρίς να πει λέξη, γύρισε προς τον κατήφορο και συνέχισε το δρόμο για τη δημοσιά πλάι στον αδερφό του. Γυρτός πάνω στα δεκανίκια του ο Γιάννης βάδιζε με δυσκολία δίπλα του, κλοτσοπατώντας τα χοντροχάλικα και τις σκόνες με το γερό του πόδι, καθώς το μισόσερνε σε κάθε του βήμα. Τα δεκανίκια του, κάθε φορά που έβρισκαν σε καμιά πέτρα που έχασκε προκλητική ή λόχευε μισοσκεπασμένη στη σκόνη, γλυστρούσαν απότομα, παραπατούσαν με θόρυβο και ταλαντεύονταν στα χέρια του. Κι ο Γιάννης τραντάζονταν απότομα σύγκορμος, έφιγγε τις χούφτες και τα μπράτσα του κι έγερνε πότε στη μια και πότε στην άλλη μεριά, προσπαθώντας να ισορροπήσει και να κρατηθεί όρθιος. Παρ’ όλες, όμως, τις δυσκολίες, παρά τις τόσες απότομες ταλαντεύσεις και τα εμπόδια, που σε κάθε του βήμα του πρόσφερε η αναποδιά και η αγριάδα του χωματόδρομου, ο Γιάννης δεν το έβαζε κάτω. Περπατούσε παλεύοντας αγόγγιστα και μιλούσε διαρκώς, σα να μην συνέβαινε τίποτα. Μιλούσε στον αδερφό του συνέχεια. Του έκανε συστάσεις και τον συμβούλευε, να αγαπά την πατρίδα και να αγωνίζεται πάντα για το καλό και για τη λευτεριά της. - Να είσαι καλός και πειθαρχικός στρατιώτης. Για την πατρίδα και το καλό της να τα θυσιάζεις όλα. Να υπακούς στους ανωτέρους σου.
22
Πάντοτε, όμως, να ξέρεις πως πατρίδα δεν είναι οι ανώτεροί σου. Οι αξιωματικοί είναι κι αυτοί υπηρέτες της πατρίδας, όπως θα είσαι και συ και όπως θα είναι πάντοτε ο κάθε πολίτης της. Πατρίδα δεν είναι οι λίγοι αλλά οι πολλοί. Όλοι. Πατρίδα είναι οι φαντάροι και οι στρατηγοί, οι πολίτες και οι κυβερνήτες. Μικροί και μεγάλοι. Πλούσιοι και φτωχοί. Πατρίδα είναι ο λαός με τις ιδέες του, τις πεποιθήσεις του, τα πιστεύω του, τα ιδανικά του. Εκείνο που δίνει κουράγιο στους λαούς είναι οι ιδέες τους. Οι ιδέες είναι η ζωή των λαών και η ψυχή της πατρίδας. Και ο καλός αγώνας για την πραγμάτωση των καλών ιδεών είναι το μέτρο της αρετής μιας κοινωνίας και το γράδο του πολιτισμού και της ανθρωπιάς ενός λαού. Πατρίδα είναι ετούτο το χώμα που πατούμε. Η γη που ανάπαυσε τα σώματα των προγόνων μας κι είναι σπαρμένη με τα κόκαλά τους. Όλα τα χώματα, που ο λαός βρέχει ασταμάτητα με τον ιδρώτα του και τα πότισε και κάθε τόσο τα ποτίζει με το αίμα του. Γι’ αυτήν την πατρίδα θα φορέσεις και συ το χακί. Αυτήν την πατρίδα πηγαίνεις και συ να υπηρετήσεις, όπως και κάθε Ελληνόπουλο από κάθε γωνιά της γης. Και η υπηρεσία σου στο μεγάλο αυτό σύνολο να είναι άδολη, ανυστερόβουλη και απόλυτη. Κάθε τι που κάνεις, να το κάνεις με προθυμία και να νιώθεις γιατί το κάνεις. Να το δικαιολογεί η συνείδησή σου πάντοτε. Όταν κάνεις λάθος, να ζητάς ειλικρινά συγγνώμη και να πασχίζεις να μαθαίνεις το σωστό. Ποτέ να μην κάνεις κάτι κακό ή κάτι που δεν συμβιβάζεται με τη συνείδησή σου, γιατί τότε θα νιώθεις τύψεις μέσα σου. Και το βασανιστήριο της τύψης είναι η κόλαση των ζωντανών. Ο Κώστας άκουγε και όλο άκουγε τα λόγια του μεγαλύτερου αδερφού του. Τι ωραία που τα έλεγε! Κάθε φράση του τού ‘κανε και μεγαλύτερη εντύπωση κι άγγιζε και κάτι το ανάγγιχτο ως τώρα στο είναι του. Άκουγε τον αδερφό του και θαύμαζε το μεγαλείο της ψυχής του, την πίστη του και την αγάπη του για την πατρίδα, για τα παιδιά της, για το λαό της, για τον κάθε λαό, για τον κάθε άνθρωπο, για όλους τους ανθρώπους. Κι αναρωτιόταν: Ο Γιάννης να μιλά έτσι; Πού τα άκουσε αυτός τέτοια πράγματα; Πώς μπορεί να βρίσκει τέτοια ωραία λόγια και να τα βάζει έτσι όμορφα στη σειρά; Αυτός μόνο τρεις τάξεις πήγε στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας. Δεν ‘’ξέρει γράμματα’’. Ύστερα, ποτέ του δεν τον είχε δει να πιάσει βιβλίο. Δεν υπήρχαν βιβλία στο σπίτι, ούτε και στο χωριό. Όλοι οι χωριανοί, ηλιοκαμένοι και τραχείς, δούλευαν απ’ τη νύχτα ως τη νύχτα στα λιγοστά κι αδύνατα πετροχώραφά τους ή έκοβαν ξύλα, χαμένοι μέρες ολόκληρες μέσα στα ρέματα και στις απόκρημνες πλαγιές του βουνού. Όλοι πάλευαν ασταμάτητα για ένα κομμάτι ψωμί. Έτσι είναι φτιαγμένη η ζωή του χωριού. Έτσι ήταν από πάντοτε. Κανείς τους δεν είχε καιρό να ασχοληθεί με διαβάσματα. Με την καλλιέργεια του πνεύματος. Αυτό ήταν μια άγνωστη πολυτέλεια. Τα βιβλία ποζάρουν στις βιτρίνες των πόλεων. Τα σχολεία χτίζονται στις μεγαλουπόλεις. Τα πανεπιστήμια στις πρωτεύουσες. Και το καθένα είναι μόνο για τον τόπο του. Πώς ο αδερφός του κατάφερε να μάθει και μπορεί να μιλά έτσι, τόσο ωραία και για τόσο ανώτερα και ακατάληπτα για τους πολλούς πράγματα;
23
Διπλά, λοιπόν, θαύμαζε τον αδερφό του ο υποψήφιος στρατώτης. Κι ενώ στην αρχή παρακαλούσε από μέσα του νά ‘ρθει αν γινόταν πιο κοντά το σταυροδρόμι του χωραφόδρομου με τη δημοσιά, για να πάψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα να βασανίζεται απ’ τις λακούβες και τις πέτρες του δρόμου ο ανάπηρος αδερφός του, τώρα έβλεπε τη δημοσιά να πλησιάζει και άθελά του λυπούνταν, που μόνο τόσο λίγος δρόμος τους απόμεινε να βαδίσουν μαζί. Πόσο ήθελε να ακούει το Γιάννη να μιλά! Κι εκείνος, σα να ένιωθε την επιθυμία του αυτή, δεν σταματούσε. Μιλούσε κι όλο μιλούσε αδιάκοπα. - Γι’ αυτήν την πατρίδα, λοιπόν, όλα. Όλα, χωρίς δισταγμό. Χωρίς καμιά λύπη και κανένα παράπονο. Όχι, όμως, για αρπαγές και υποδουλώσεις. Όχι για ξένα συμφέροντα και για οφέλη άλλων. Όχι για θησαυρισμό λίγων και προβολή μερικών. Θυσία όλων, των πάντων, για τη λευτεριά και το δίκιο. Για το ψωμί των πεινασμένων και το φως των αγραμμάτων, των τυφλών. Για την πρόοδο όλων. Αδίσταχτη προσφορά της μικρής μας δύναμης, της μηδαμινής μας ζωής και τον ξεριζωμό της μεγάλης αδικίας και την εξαφάνιση της τεράστιας καταπίεσης των πολλών απ’ τους λίγους. Κι όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και στους άλλους τόπους. Παντού. Σ’ όλη τη γη. Για το ξερίζωμα απ’ το πρόσωπο του πλανήτη μας των στρατοπέδων βασανισμού και των κάθε είδους τόπο μαρτυρίου και τυραννίας των ανθρώπων, σ’ όποια γωνιά του κόσμου κι αν βρίσκονται αυτά. Να λείψουν οι φυλακές πια και οι εξορίες. Να λείψουν τα δεσμά που δένουν χειροπόδαρα τη σκέψη, τη γλώσσα και τη λευτεριά. Να λείψουν τα εκτελεστικά αποσπάσματα, που σκοτώνουν απάνθρωπα το δίκιο και την αλήθεια. Όχι άλλες Καισσαριανές και άλλες Χιροσίμες . . . Όχι άλλα Νταχάου και Άουσβιτς . . . Όχι άλλα κάτεργα και τόποι μαρτυρίου . . . Όχι πλέον σκελετοί και αίματα . . . Ξερόβηξε μια-δυο φορές ο Γιάννης, σα να ήθελε να διώξει κάποιο ξαφνικό κόμπο που του έσφιγγε το λαιμό και συνέχισε με περισσότερη ζωηράδα στη φωνή του. - Να θυμάσαι τον αδερφό μας. Το μεγάλο μας αδερφό. Το συγχωρεμένο το Δημήτρη μας. Αυτόν που έδωσε τα πάντα για την πατρίδα και θυσιάστηκε γι’ αυτή. Να μην ξεχνάς ποτέ το κουράγιο και το θάρρος του . . . Ξαναξερόβηξε και πάλι, προσπαθώντας να συγκρατήσει την αβάσταχτη συγκίνηση που φούντωνε τώρα στο στήθος του, ορθώθηκε κάπως πάνω στις πατερίτσες του, σα να ήθελε έτσι να δώσει κουράγιο στον εαυτό του και συνέχισε με αλλοιωμένη τη φωνή. - ‘’Ζήτω η Ελλάδα’’, φώναξε δυνατά ο αδερφός μας, όταν τον έστησαν στον τοίχο οι Γερμανοί το γλυκοχάραμα εκείνης της μαύρης Παρασκευής, την άνοιξη του ’43. ‘’Ζήτω η Λευτεριά’’, ξαναφώναξε με όση δύναμη είχε στα στήθια του και άρχισε να τραγουδάει τον Εθνικό μας Ύμνο. Μαζί του άρχισαν να τραγουδούν και οι άλλοι μελλοθάνατοι. Η φρίκη του θανάτου μεταβάλλονταν την άγια εκείνη στιγμή απ’ τους λίγους άσημους κι άγνωστους μάρτυρες σε πανηγύρι λευτεριάς. Κι όλοι εκείνοι που έπαιρναν μέρος στο φριχτό αυτό ξεφάντωμα, όλοι οι στημένοι εκείνο το πρωινό στον τοίχο ήταν όλοι αγράμματοι. Εργάτες,
24
γεωργοί, φτωχά χωριατόπαιδα. Οι ζητωκραυγές τους ήταν πλούσιες κι αληθινές. Αγνές και ανόθευτες. Γεμάτες κρυστάλλινο πατριωτισμό. Ξάστερες ψυχές, σαν τον ξάστερο ουρανό του τόπου μας και καθάριες σαν το γάργαρο νερό του βουνού μας. Ο κρότος του πολυβόλου, όμως, σκέπασε το τραγούδι τους και οι καυτές σφαίρες του έκοψαν το νήμα της ζωής τους . . . Τους έκλεισαν για πάντα τα μάτια. Έκλεισαν ενείνων τα μάτια για ν’ ανοίξουν τα δικά μας . . . Κι ο θάνατός τους δε θα με λυπούσε τόσο, αν δεν τους είχε προδώσει Έλληνας. Δικός μας, συνεργάτης των Γερμανών. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Συγκράτησε τη μια πατερίτσα του με τη μασχάλη του, για να μην του πέσει και σκούπισε με το ροζιασμένο χέρι του τα μάγουλά του. Μετά, σα να πήρε καινούριο κουράγιο, ξανάσφιξε τις πατερίτσες του νευρικά, έδωσε ταχύτερο ρυθμό στο βάδισμά του και, με ζωηρότερη φωνή, συνέχισε. - Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις του. Ζήτω η Ελλάδα και Ζήτω η Λευτεριά. Να τις θυμάσαι. Λένε, πως ο ναζιστής αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος χρειάστηκε να δώσει δυο φορές το παράγγελμα ‘’πυρ’’ στο Γερμανό πολυβολητή. Φαίνεται, πως το θάρρος και η ανδρεία των άσημων εκείνων πατριωτών, των μικρών και αφανών ηρώων, είχε συγκλονίσει το σκληρό πολυβολητή, τον συνεπήρε, του μούδιασε τα δάχτυλα και τον έκανε να μην μπορεί να πατήσει τη σκανδάλη. Χρειάστηκε και δεύτερο, πιο δυνατό πρόσταγμα, για να μπορέσει να διωχτεί η ανθρωπιά από πάνω του, που, ζωντανεμένη απ΄ το θάρρος και το κουράγιο των μελλοθάνατων, τον είχε ξαφνικά πλησιάσει και του είχε αγγίξει την καρδιά. Για λίγα, όμως, δευτερόλεπτα. Το δεύτερο πρόσταγμα τον αποκτήνωσε και πάλι. Θόλωσε τη συνείδησή του κι έκανε τα νεύρα του να συσπαστούν και τα δάχτυλά του να σφίξουν μηχανικά. Ύστερα, η μηχανή του θανάτου κροτάλισε κι αμέσως οι καρδιές των ηρώων άνοιξαν κι έπαψαν να χτυπούν πια. Ανοιχτές πότιζαν κι αυτές με το αίμα τους, όπως κι άλλες πολλές πριν απ’ αυτές, το άγιο δέντρο της Λευτεριάς. Το τελευταίο δυνατό καρδιοχτύπι των ηρώων εκείνων τράνταξε και δυνάμωσε τους χτύπους των δικών μας καρδιών. Έτσι γίνεται πάντοτε. Οι καρδιές των ηρώων ενός λαού, που πεθαίνουν για το λαό, δυναμώνουν και θεριεύουν το λαό που θέλει να ζήσει. Και τέτοιοι λαοί και αλυσοδεμένοι ακόμη κι αφανισμένοι από πρόσκαιρα δεινά, ζουν και δεν πεθαίνουν. Δε σβήνουν από καταπιέσεις, σκλαβιές και θανάτους. Τα ίδια τους τα δεινά τους τρέφουν. Η καταπίεση τους ανασταίνει και οι άδικοι θάνατοι των παιδιών τους τους δίνουν ζωή και δύναμη. Οι τύραννοι το γνωρίζουν αυτό και γι’ αυτό λυσσάζουν περισσότερο. Γνωρίζουν, πως ο καταπιεσμένος λαός μια μέρα θα σπάσει τα δεσμά του και τότε αλίμονο σ’ αυτούς. Αυτό το γνώριζαν και οι Γερμανοί κατακτητές, όταν έστησαν το Δημήτρη μας στον τοίχο. Το ξέραμε, όμως κι εμείς, ότι η λευτεριά μας δε θα είναι μακριά. Και πραγματικά δεν ήταν. Ήρθε. Τη φέραμε. Τώρα, καθήκον μας είναι να την κρατήσουμε. Να την φυλάξουμε. Να αναστήσουμε και ν’ αντριώσουμε την πατρίδα μας . . .
25
Τα δυο αδέρφια είχαν πάρει τώρα τη μικρή στροφή του δρόμου, που έκοβε κάπως φάλτσα την πλαγιά προς τα δεξιά κι έμπαινε στην περιοχή των αμπελιών. Είχαν φτάσει κοντά στο δικό τους αμπέλι. Τα κλήματα διακρίνονταν πίσω απ’ τον πυκνό φράχτη αραιά, αδύνατα, παρατημένα. Ποιος να τα περιποιηθεί όπως έπρεπε; Ο πατέρας του κι ο Γιάννης ανάπηροι. Ο Χρηστάκης μικρός. Αυτός στο γυμνάσιο, πάσχιζε να μάθει λίγα γράμματα. Τ’ όνειρό του ήταν να γίνει μηχανικός ή αρχιτέκτονας. Κάτι τέτοιο. Τό ‘χαν μεράκι κι οι δικοί του να μορφωθεί. Προπαντός ο Γιάννης. Εκείνος πάντα έλεγε: ‘’Να μάθεις γράμματα, Κώστα. Να μορφωθείς. Να δεις το φως απ’ την καλή του μεριά και να το δείξεις και στους άλλους. Να βγάλεις τις παρωπίδες απ’ τον κοσμάκη. Να του δείξεις την αλήθεια, το μέλλον, τη ζωή . . .’’ Τα χρόνια, όμως, ήρθαν ανάποδα. Τώρα ήρθε και το στρατιωτικό . . . Αντί να πάει στην Αθήνα για σπουδές φεύγει στην Αλεξανδρούπολη για φαντάρος. Ποιος ξέρει τι θα γίνει με το θέμα αυτό της μόρφωσης στο μέλλον; Η θητεία πολύμηνη. Μοιάζει με ζωή ολόκληρη για κείνον που θέλει να μάθει γράμματα . . . Κοντοστάθηκε για λίγο στο φράχτη κάτω απ’ τη γέρικη αμυγδαλιά. Τα κλωνάρια της έβγαιναν πυκνά πάνω απ’ τον απεριποίητο φράχτη κι απλώνονταν άτακτα ψηλά, σκεπάζοντας το μισό δρόμο. Ο Γιάννης στηρίχτηκε στα δεκανίκια του και ισορρόπησε στο ένα του πόδι. Έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο και το πρόσωπό του. Μετά, ενώ ξανάβαζε το μαντίλι στην τσέπι του, σήκωσε τα μάτια του ψηλά προς τον ουρανό. Κοίταξε τα τεντωμένα στον αέρα κλωνάρια της μυγδαλιάς και σιγά-σιγά άρχισε να κατεβάζει το βλέμμα του, παρακολουθώντας τον κορμό του δέντρου ως τη ρίζα του, διαπερνώντας τον πυκνό φράχτη με το βλέμμα του. Ύστερα, γύρισε τα μάτια του προς τον Κώστα, που εκείνη τη στιγμή μόλις είχε κατεβάσει απ’ την πλάτη του το μικρό σάκο και προσπαθούσε να τον αποθέσει κάπου στα χορτάρια κοντά στο φράχτη, για να μην σκονιστεί και του είπε. - Εδώ στ’ αμπέλι μας, κάτω απ’ αυτήν τη μυγδαλιά συναντούσα τις νύχτες στην αρχή της κατοχής το Δημήτρη μας, για να του φέρω κανένα ζεστό ρούχο ή λίγο κριθαρόψωμο. Πότε-πότε και λίγο ζεστό φαΐ. Τότε, που με τ’ όπλο στο χέρι πολεμούσε στους κατακτητές της πατρίδας μας και τους στραγγαλιστές της λευτεριάς μας. Την τελευταία φορά τού ‘φερα και μια φανέλα δική μου. Εγώ δεν την είχα και τόση ανάγκη. Εκείνοι, όμως, μέσα στα βουνά έπρεπε να είναι όσο γίνονταν πιο ζεστοί. Όταν χωρίσαμε τού ‘δωσα και το ένα γάντι μου. Το γάντι μας καλύτερα. Γιατί είχες και συ δικαιώματα σ’ αυτά. Μια παλιά φανέλα δική σου ξήλωσε η μάνα μας και με τη γερή κλωστή που μπόρεσε και μάζεψε, έπλεξε εκείνα τα γάντια για μένα. Τού ‘δινα και το άλλο, αλλά δεν θέλησε να μου τα πάρει και τα δυο. Κρατώ το ένα, μου είπε. Το γυμνό χέρι μου θα αντέχει περισσότερο στις παγωνιές και στα κρύα, όταν θα νιώθει ζεστό το χέρι του αδερφού μου. Έτσι, θά ‘μαστε πάντα ο ένας πιο κοντά στον άλλο. Δεν είχα κουράγιο να αντισταθώ. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Έβαλα το γάντι στη μέσα τσέπη του σακακιού μου, εκεί πάνω απ’ την καρδιά μου κι έφυγα. Χωρίσαμε κι οι δυο συγκινημένοι . . . Δεν τον ξαναείδα πια . . . Από τότε, φυλάγω το
26
γάντι εκείνο εκεί, στην ίδια τσέπη, σαν ένα κειμήλιο, σαν κάτι το ιερό. Κάτι απ’ το Δημήτρη μας. Ξανασήκωσε τα θολά του μάτια ο Γιάννης προς τον ουρανό, σα να ήθελε να διακρίνει κάπου, ανάμεσα στα κλώνια του δέντρου το όραμα του νεκρού αδερφού του. Με δυσκολία έπνιξε ένα βαθύ και αβάσταχτο αναστεναγμό και, χωρίς να γυρίσει τα μάτια του προς τον αδερφό του, συνέχισε. - Είχε ενάμιση χρόνο που τους πολεμούσε στα βουνά ο Δημήτρης. Πολεμούσε ασταμάτητα νύχτα-μέρα τους εχθρούς της πατρίδας του. Τους εχθρούς της πατρίδας μας. Ήταν άλλος άνθρωπος εκείνος. Ελεύθερος. Αδέσμευτος. Δεν άντεχε τη σκλαβιά. Δεν άντεχε σε κανένα είδος σκλαβιάς. Μισούσε τους κατακτητές. Μισούσε τους τύραννους. Τους κάθε είδους τύραννους κι αγαπούσε τη λευτεριά. Γι’ αυτή θυσιάστηκε. Γι’ αυτήν έφυγε απ’ τη ζωή. Ποτέ δεν συμβιβάζονταν με το ψέμα και την αιδκία. Κι αν αναγκάζονταν καμιά φορά να σκύψει το κεφάλι του, η ψυχή του σπάραζε και μάτωνε η καρδιά του. Να τα θυμάσαι αυτά . . . Να τα θυμάσαι όλα κι όλο να τα σκέφτεσαι και να τα δουλεύεις ασταμάτητα στο μυαλό σου . . . Να θυμάσαι τον ξάδερφό σου τον Αντώνη, τον καπετάν Δρόσο, που έδωσε κι αυτός τη ζωή του για την πατρίδα. Να τους θυμάσαι όλους αυτούς τους ήρωες. Να θυμάσαι επίσης το γέρο μας. Κι αυτός, για τη λευτεριά της πατρίδας, έπαθε κρυοπαγήματα και σακατεύτηκε στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας. Κι ύστερα, για το ξεσκλάβωμα του τόπου μας πολεμούσε χρόνια ολόκληρα μέσα στα χιόνια και στα κρύα. Αλύγιστος κι ατρόμητος διώκτης των κατακτητών. Τους κυνηγούσε ασταμάτητα σε κάμπους και βουνά. Έτσι απόμεινε κι αυτός με σακατεμμένα πόδια. Φωνάζοντας ‘’αέρα’’ κέρδισε το ραβδί που κουβαλάει από τότε, αχώριστο σύντροφο της ζωής του. Ας είναι όμως. Ένα παράσημο είναι κι αυτό. Τρανό, φανταχτερό και μόνιμο, που δεν παίρνεται πίσω από κανένα και με κανένα τρόπο. Ακουμπισμένος στο μίζερο αυτό παράσημό του, σέρνεται στη ζωή, χωρίς καμιά σύνταξη, χωρίς κανένα βοήθημα. Είναι φτωχή του είπανε η Πατρίδα, όταν απευθύνθηκε στις Αρχές, γυρίζοντας απ’ την Αλβανία. Είναι πραγματικά φτωχή για τους φτωχούς και πλούσια για τους καταφερτζήδες. Έτσι την κατάντησαν οι κάθε λογής πατριδοκάπηλοι. Την εγκατάλειψη, όμως, αυτή δεν την κράτησε θυμό και πείσμα μέσα του. Με αλύγιστη ψυχή και ατσαλένια θέληση πολέμησε όσο μπορούσε τους κατακτητές. Ο Γιάννης έκανε μερικά βήματα χωρίς να πει λέξη. Μετά συνέχισε. - Και μετά την απελευθέρωση, ξαναπήγε στα διάφορα γραφεία ζητώντας δικαιοσύνη. Τώρα, δεν του έφεραν καμιά δικαιολογία. Τον έβγαλαν κακήν-κακώς έξω απ’ την πόρτα. Πολέμησε βλέπεις τους κατακτητές. Ας είναι όμως. Η πατρίδα κάποτε θα τα δει αυτά. Εσείς θα τα δείτε. Και με τα μάτια τα δικά σας, θα τα δει κι εκείνη η δυστυχισμένη. Και τότε θα γίνει ό,τι πρέπει να γίνει. Εσείς θα το κάνετε. Ο Γιάννης είχε πάρει ένα αλλιώτικο ύφος. Πιο δυνατό, πιο αγέροχο. Έλεγε κι όλο έλεγε. Φαίνονταν συνεπαρμένος κι ο ίδιος απ’ τα λεγόμενά του. Τα μάτια του έλαμπαν και το βλέμμα του ήταν ζεστό. Κοίταξε τον Κώστα κατάματα για ένα-δυο δευτερόλεπτα και συνέχισε.
27
- Να θυμάσαι όλους αυτούς που θυσιάστηκαν, είτε με το όπλο στο χέρι στην πρώτη γραμμή, είτε με τα χέρια δεμένα μέσα στα τρατόπεδα ή μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα των εχθρών. Θυμήσου, πόσοι Δημήτρηδες χάθηκαν με το όραμα μιας ελεύθερης πατρίδας στην ψυχή τους. Θυμήσου, πόσοι έπεσαν σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, για να λευτερωθεί ο τόπος μας απ’ τους κατακτητές. Θυμήσου, πόσες μάνες σαν τη δική μας μαυροφορέθηκαν. Σκέψου, πόσα ορφανά γυρίζουν έρημα κι απροστάτευτα στις πλατείες και στα σοκάκια της χώρας μας. Θυμήσου τις φυλακές, τις αγχόνες, τα μαρτύρια . . . Ξαναχούφτωσε τις πατερίτσες του, τις έσιαξε στις μασχάλες του και ξεκίνησε προς τη δημοσιά, που τώρα φαίνονταν πιο κοντά, χαμηλά στον κατήφορο, να γυαλίζει στον ήλιο. Κι ο Κώστας, με βουρκωμένα μάτια, πήρε κι αυτός το μικρό του σάκο κι έριξε μια γρήγορη ματιά στο αμπέλι και στην αμυγδαλιά, αποχαιρετώντας τα με λύπη. Με μια βιαστική κίνηση έριξε το σακίδιο στον ώμο του και, καθώς το διόρθωνε στην πλάτη του, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και κοίταξε αόριστα, ανάμεσα απ’ τα κλωνάρια της αμυγδαλιάς. Χωρίς να το θέλει, κοντοστάθηκε για λίγο και περιεργάστηκε ένα αχνό, παράξενο σύμπλεγμα που σχημάτιζαν στο γαλανό ουρανό δυο-τρία μικρά και απαλά συννεφάκια. Κάτι το ακαθόριστο ένιωσε μέσα του να πλημμυρίζει την ψυχή του. Κοντοστάθηκε για μια ακόμη στιγμή. Κάποια αμυδρή αλλά γνώριμη μορφή του φάνηκε πως σχημάτιζε το ανάλαφρο εκείνο αέρινο σύμπλεγμα, καθώς ξεχώριζε ανάμεσα στα απόμακρα κλώνια. Πόσο ήθελε να παρακολουθήσει στο ουράνιο τροχάδην τους τα μικρά και ξέγνοιαστα εκείνα συννεφάκια! Ο ρυθμικός, όμως και μονότονος βηματισμός του Γιάννη και ο ισόχρονος χτύπος των δεκανικιών του, που είχε ήδη ξεμακρύνει απ’ τον ίσκιο του γέρικου δέντρου, τον ανάγκασαν να βιαστεί και να συνεχίσει κι αυτός το δρόμο του. Τα δυο αδέρφια συνέχισαν πλάι-πλάι το περπάτημά τους προς τη δημοσιά. Ο Γιάννης έλεγε, έλεγε κι όλο σκόνταφτε στις πέτρες και στις λακούβες του δρόμου, καθώς πήγαινε κουτσαίνοντας με τα δεκανίκια του. Το ένα του πόδι το έχασε τον καιρό της κατοχής σε μια μάχη με τους Γερμανούς στη Μακεδονία. Νεαρός τότε, εικοσιδύο χρόνων, έτρεχε πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, αψηφώντας την κούραση και τους κινδύνους. Όταν πήραν την εντολή απ’ το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, να χτυπήσουν τον εχθρό ‘’όπου μπορούν και όσο μπορούν’’, πρώτος-πρώτος προσφέρθηκε να πάρει μέρος στην επιχείρηση. Ομαδάρχης τότε σε μια μικρή ομάδα ανταρτών, τράβηξε μπροστά και χτύπησε απ’ το πιο επικίνδυνο σημείο τα γερμανικά φυλάκια μιας γέφυρας του τρένου. Κατέβηκαν με σκοινιά το χαώδη γκρεμό που έχασκε πάνω απ’ τη γέφυρα κι έβαλαν τους δυναμίτες τους στα ριζά της γέφυρας. Ανατίναξαν τη σπουδαία εκείνη για τον εχθρό σιδερένια διάβαση, που ένωνε με το ατσάλινο τόξο της τις δυο άκρες μιας απότομης κι απύθμενης χαράδρας κι έριξαν το γερμανικό τρένο στο χάος του γκρεμού. Ένα τρένο με τριανταδυό βαγόνια φορτωμένα πυρομαχικά, τανκς και άλλα εφόδια, που κατευθύνονταν για την Αθήνα
28
και προορίζονταν για το Άφρικα-Κορπς. Για τις φοβερές στρατιές του Ρόμελ στην Αφρική. Εκεί χτυπήθηκε κι έχασε το δεξί του πόδι. Δε μετάνιωσε, όμως, για τη θυσία του αυτή. Μάλιστα, το είχε καμάρι που πολέμησε για τη λευτεριά του τόπου του κι ήταν περήφανος που κάτι πρόσφερε κι αυτός στην πατρίδα του. Από τότε βολοδέρνει με τις χοντροκομμένες ξυλοπατερίτσες του στους χωματόδρομους του χωριού. Στο σπίτι, πάνω στο μικρό ράφι πίσω απ’ τον παλιό καθρέφτη που στέκει πάνω σ’ αυτό, κρατά σ’ ένα κιτρινωπό φάκελο από χοντρό χαρτί με ξένα γράμματα, τον έπαινο που τού ‘στειλαν τότε απ’ το Κάιρο, ‘’ . . . δια την ηρωικήν σας συμμετοχήν εις τον κοινόν αγώνα δια την ελευθερίαν του κόσμου . . .’’ ‘’Άχρηστα χαρτιά και νεκρά γράμματα’’. Στάχτες στα μάτια . . .’’, έλεγε πάντοτε ο ίδιος, όταν τυχόν καμιά φορά ανοίγονταν συζήτηση για διακρίσεις και παράσημα. Μην κοιτάς τι σου προσφέρουν στο χαρτί. Κοίταζε πάντα, εσύ τι προσφέρεις στην πατρίδα σου. Με χαρτιά και κολακείες λευτεριά δεν αποχτιέται και το σπουδαιότερο, δεν κρατιέται. Χρειάζεται γερή θέληση, κόπος και καθαρή συνείδηση, για να αποχτηθεί η λευτεριά και να πάει μπροστά ο τόπος. Η προκοπή δεν έρχεται με απάτες και κούφιες λέξεις. Ούτε η πρόοδος καταχτιέται με κόλπα και τερτύπια. Χρειάζεται ειλικρίνεια, αγάπη και καθαρή δουλειά. Σκληρή κι ασταμάτητη δουλειά για όλους. Πάντα ο Γιάννης ήταν φιλελεύθερος και θαρραλέος. Και τώρα ακόμη, διατηρεί αμείωτο το κουράγιο του. Δεν το βάζει κάτω και υποφέρει αγόγγιστα τους πόνους που του προκαλούν τα σκουντουφλίσματα των δρόμων και οι αλλαγές του καιρού. Πάει κουτσαίνοντας στους χωματόδρομους. Χτυπά σε κρυφές και φανερές πέτρες τα δεκανίκια του. Τραντάζεται σύγκορμος αλλά προχωρεί. Ποτέ δεν γκρινιάζει, ποτέ δεν οπισθοδρομεί. Οι άλλοι τον λυπούνται. Αυτός, όμως, δεν βαρυγκομά, δεν παραπονιέται, δεν αποθαρρύνεται. Ο Κώστας του είπε μια-δυο φορές να γυρίσει τώρα πια πίσω και να μην κουράζεται άλλο, γιατί ο δρόμος δεν είναι καλός και επιπλέον, όσο ξεμακραίνει απ’ το χωριό, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει και η διαδρομή του γυρισμού. Ας υπολογίσει και την επιστροφή. Θα έχει ανήφορο μπροστά του. - Φτάνει ως εδώ που ήρθες Γιάννη. Σ’ ευχαριστώ. Γύρισε τώρα στο σπίτι. Δεν χρειάζεται να κατεβείς όλο το δρόμο ως τη δημοσιά. Υπολόγισε και το γυρισμό. Είναι δύσκολα να ανεβαίνει κανείς με πατερίτσες κακότοπες ανηφοριές. Αυτό το τελευταίο το είπε ο Κώστας με τόση πειστικότητα στον αδερφό του, σάμπως αυτός να ήξερε καλύτερα από αναπηρίες και δεκανίκια. Πού να τον ακούσει, όμως, ο Γιάννης! - Έχω περπατήσει τη μισή Ελλάδα και μάλιστα μέσα στα βουνά και φορτωμένος, του απαντά σταθερά εκείνος και βιάζει περισσότερο το βήμα του, κουνώντας γρηγορότερα τα δεκανίκια του. -Ναι, αλλά τότε δεν είχες πατερίτσες, τον διακόπτει ο Κώστας. - Κι από δω, όμως, που είμαστε τώρα ως τη δημοσιά δεν είναι και η μισή Ελλάδα, απαντά ετοιμόλογα ο Γιάννης και συνεχίζει το ρυθμικό
29
χτύπημα των χαλικιών του δρόμου με τις πατερίτσες του. Έκανε μερικά βήματα βιαστικά χωρίς να πει λέξη και μετά έστριψε λίγο το κεφάλι του προς τον αδερφό του που βάδιζε δίπλα του και του είπε. - Όπου κι αν είσαι, Κώστα και τώρα και στο στρατό κι αργότερα στην υπόλοιπη ζωή σου, να θυμάσαι πως αγωνιστήκαμε τόσα χρόνια με πείσμα και με μοναδικά εφόδια το θάρρος, την πίστη στην πατρίδα και την αγάπη στη λευτεριά. Προπαντός την αγάπη στη λευτεριά. Παλέψαμε για να ελευθερώσουμε και να απαλλάξουμε την πατρίδα μας απ’ τη σκλαβιά. Εμείς, τότε, τη λευτερώσαμε. Εσείς, τώρα, να την αναστήσετε, να την κάνετε να ξαναγελάσει τ’ αχείλι της. Στο σκληρό αγώνα της απελευθέρωσης έγιναν και λάθη. Λάθη μικρά και μεγάλα. Σφάλματα που εκμεταλλεύονται οι ξενοκίνητοι και πάνε να ρίξουν ξανά τον τόπο μας σε ξένα χέρια. Βλέπεις, είναι και τα ξένα συμφέροντα. Είναι και η ασυνειδησία των δικών μας καιροσκόπων. Μιλούν για πατρίδα και σκέφτονται την τσέπη τους. Οι κατοχικοί καραδοκούν και οι γκεσταμπίτες ετοιμάζονται να ξανασαλτάρουν πάνω στο κορμί της πατρίδας. Τα ξένα συμφέροντα τους ενθαρρύνουν, τους βοηθούν, τους καλούν να το κάνουν. Κι αυτοί είναι έτοιμοι να πατήσουν επί πτωμάτων. Ξέρουν τη δουλειά τους. Την έμαθαν απ’ τους παππούδες τους, απ’ τους πατεράδες τους. Και τη μαθαίνουν κάθε μέρα. Η τακτική τους δεν αλλάζει. Μόνο το αφεντικό τους γίνεται άλλο. Γι’ αυτό, η πατρίδα πρέπει να γίνει δυνατή. Σε σας πέφτει η φροντίδα να τη δυναμώσετε. Να της κάνετε στρατό. Στρατό, βγαλμένο μέσα απ’ τα παιδιά της. Απ’ όλα τα παιδιά της. Να της δώσετε δύναμη, να την ξανακάνετε σεβαστή και υπολογίσιμη. Να την ηρεμήσετε με την καλοσύνη σας. Της φτάνουν τα τόσα τραύματα. Να τη συνεφέρετε απ’ τις τόσες αιμορραγίες που έπαθε. Να την κάνετε Κράτος. Κράτος Ελληνικό. Κράτος πραγματικό. Κράτος δίκαιο. Χωρίς φατρίες και κλίκες. Χωρίς καταφερτζήδες και ευνοούμενους. Χωρίς κατατρεγμένους και άμοιρους. Χωρίς δούλους και ζητιάνους. Χωρίς αγράμματους και πεινασμένους. Χωρίς συρματοπλέγματα και μπουντρούμια. Χωρίς στρατόπεδα και μαρτύρια. Χωρίς αγχόνες και εκτελεστικά αποσπάσματα. Αυτά να θυμάσε, αδερφέ μου, στο στρατό και αυτά να έχεις σα σκοπό στη ζωή σου.
*****
Κι αυτά θυμόταν τώρα ο Κώστας, ξαπλωμένος και άυπνος,
πάνω στις κρύες ερπύστριες, μέσα στη βαριά ατμόσφαιρα του αμπαριού του ΧΙΟΣ. Οι σκέψεις του αυτές τον ζάλιζαν, τον βασάνιζαν, τον τυραννούσαν. Ο ρυθμικός κρότος των δεκανικιών του Γιάννη φτάνει οξύς και διαπεραστικός στα αφτιά του. Αντιβουίζει μέσα στα σιδερένια τοιχώματα του απέραντου αμπαριού και του τρυπά τα τύμπανα. Παράξενες σκιές χορεύουν γύρω του. Το όραμα του Δημήτρη, που με δεμένα πισθάγκωνα τα χέρια ζητωκραυγάζει μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα . . . Οι φωνές των μελλοθάνατων, που αγέροχοι, γεμάτοι
30
θάρρος κι αυταπάρνηση ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο . . . Ο κρότος των πολυβόλων . . . ο ρόγχος των κουφαριών που σπαράζουν στο χώμα καταματωμένα. . . το γυρτό σώμα του πατέρα του, που με δυσκολία κρατιέται πάνω στα παραμορφωμένα απ’ τα κρυοπαγήματα πόδια του . . . Η στεγνή, βασανισμένη όψη της χαροκαμένης μάνας του, που προβάλλει βουβή και θλιμμένη μέσα στο μαύρο πλαίσιο της κατάμαυρης μαντίλας της . . . Ο ξάδερφός του ο Αντώνης και μια σειρά παλικαριών . . . Μια ατέλειωση σειρά παλικαριών, που οι μορφές τους, αναστημένες σαν τα λουλούδια της άνοιξης, από κάθε γωνιά της ελληνικής γης, περνούσαν τώρα από μπροστά του, στρατιά ολόκληρη, σα λαμπερή ομίχλη μέσα στη θολή ατμόσφαιρα του αμπαριού, τραγουδώντας ένα αλλοιώτικο παράξενο δικό τους τραγούδι. ‘’Δε μετανιώσαμε ποτέ για τη θυσία κι ούτε γογγίζουμε για τους αγώνες τους σκληρούς. Μπρος στην πατρίδα η ζωή δεν έχει αξία και οι ψυχές μας πια φωτίζουν τους λαούς. Δε θέλει κλάματα και θρήνους ο χαμός μας και μη θρηνείτε σαν και μας εσείς νεκρούς. Πάρετε φως οι σκλαβωμένοι απ’ τη φωτιά μας και ζωντανέψτε νεκρωμένους ζωντανούς. Λαοί της γης κι αδικημένοι συναχτείτε, για λευτεριά αγωνιστείτε και ειρήνη. Τον πόλεμο καταραστείτε κι ορκιστείτε: ‘’Δυνάστης, σκλάβος στους Λαούς μας να μη μείνει’’. Σκέφτεται κι όλο σκέφτεται ο Κώστας. Χίλια-δυο πράγματα τού ‘ρχονται στο μυαλό. Μπερδεμένα, συγκεχυμένα, ανάκατα. Όλα γεμάτα πόνο και θλίψη. Όλα γεμάτα φως και αλήθεια. Κι όλα μαζί, του πιέζουν το στήθος και του σφίγγουν το λαιμό. Παρ’ όλη την προσπάθειά του να συγκρατηθεί, δεν τα καταφέρνει κι αφήνει να του ξεφύγει ένας βαθύς αναστεναγμός. - Δεν κοιμάσαι; τον ρωτά ο Θανάσης σιγανά. Κι εγώ νόμισα πως είμαι ο μόνος άγρυπνος μέσα σ’ αυτό το καταραμένο αμπάρι. Κι αλλάζοντας ύφος συνέχισε. Εκτός φυσικά απ’ το συνάδελφο, που πηγαινοέρχεται με το όπλο στον ώμο, εκεί πάνω ψηλά στο πατάρι, πρόσθεσε μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα κι έδειξε κάπως βαριεστημένος με μια κίνηση του κεφαλιού του προς το ψήλωμα του κήτους πάνω στα φιλιστρίνια. - Την ίδια εντύπωση είχα κι εγώ, απαντά κάπως ξαφνιασμένα κι ο Κώστας. Νόμιζα πως όλοι κοιμόσαστε και μόνο εγώ ξαγρυπνώ. - Τι σκέφτεσαι και δε σε πιάνει ο ύπνος; ρώτησε χαμηλόφωνα και μ’ ενδιαφέρον ο Θανάσης. Θα πρέπει να είναι κάτι σπουδαίο, για να μπορεί να νικάει την κούραση και να κρατάει τα μάτια σου ανοιχτά και το μυαλό σου ξύπνιο, ύστερα μάλιστα από μια τόσο μεγάλη και πολύωρη ταλαιπωρία.
31
- Να . . . σκεφτόμουν το σπίτι μου . . . τους δικούς μου . . . , είπε με σιγανή φωνή, κάπως αόριστα και διστακτικά ο Κώστας. Δεν ξέρεις; Τέτοιες ώρες το μυαλό του νεοσύλλεκτου πού θα πάει; Στα πιο αγαπημένα του περασμένα. Και, για ένα παιδί ενός μικρού κι απομονωμένου χωριού, τ’ αγαπημένα του είναι ο τόπος του με τις ομορφιές και τις χάρες του, το σπίτι του με τη φτώχεια και τις φροντίδες του, οι δικοί του με τα βάσανα και τις στενοχώριες τους . . . - Τι σου είναι αυτή η σκέψη! είπε φιλοσοφικά ο Θανάσης. Τρέχει ασυγκράτητη κι αχαλίνωτη στα περασμένα. Ξεσκαλίζει παντού και ψαχουλεύει, χωρίς συγκρατημό και χωρίς κανένα οίκτο το παρελθόν. Ικανοποιείται και ευχαριστιέται να ξεδιπλώνει συνέχεια τα παλιά. Παλιές αναμνήσεις και παραμερισμένα γεγονότα. Ακόμη κι όταν ξέρει πως δε θα βρει σ’ αυτά παρά μόνο πόνο και θλίψη. - Τότε ακριβώς είναι που επιμένει περισσότερο, είπε ο Κώστας. - Κι αν αφοσιωθεί σ’ αυτό το ξεδίπλωμα, διώχνει και τον ύπνο και την κούραση και παραλύει κάθε άλλη θέληση και επιθυμία. Κυριαρχεί απόλυτα σ’ ολόκληρο το σώμα, στην ψυχή και στο νου και σιωπηλά κι αθόρυβα μας μεταφέρει στη στιγμή απ’ τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. - Καθόλου δε μας ρωτάει, αν έχουμε διάθεση και καιρό για ένα τέτοιο ταξίδι ή έστω αν θέλουμε να πάμε προς την κατεύθυνση που μας σέρνει. Είσαι ευδιάθετος και στη στιγμή σε κατσουφιάζει. Νυστάζεις κι αμέσως, χωρίς να σε ρωτήσει, σου διώχνει τον ύπνο και σου κρατάει τα μάτια ορθάνοιχτα. - Κι εγώ πόσο προσπάθησα να κοιμηθώ! Έκλεινα και ξανάκλεινα τα μάτια μου και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να με πάρει ο ύπνος. Αλλά η σκέψη μ’ άρπαξε, χωρίς να το καταλάβω, στα φτερά της και σαν πούπουλο με γύριζε στα σύννεφα του παρελθόντος, πηγαίνοντάς με, χωρίς να με ρωτήσει, απ’ το ένα μέρος στο άλλο με δαιμονισμένη ταχύτητα. Ο ξαφνικός αναστεναγμός σου με ξανάφερε πίσω μέσα σε τούτο το σκοτεινό αμπάρι . . . Τελειώνοντας τη φράση του ο Θανάσης, έκανε μια ελαφριά κίνηση του δεξιού του χεριού, που ως τώρα το είχε ακουμπισμένο στο στήθος του κι έπαιζε τελείως αφηρημένα με το δεύτερο κουμπί του χιτωνίου του, σύσπασε νευρικά το πρόσωπό του, σουφρώνοντας ταυτόχρονα τα χείλη του, θέλοντας έτσι να δείξει την πίκρα του για την ασυνέπεια της ζωής και την παρουσία του εκεί μέσα στην κοιλιά του σιδερένιου κήπους κι έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά, δίνοντας μια διαφορετική έκφραση στο βλέμμα του, που έδειχνε σα να ονειροπολούσε, συνέχισε. - Και σεργιανούσα με τη φαντασία μου στην προκυμαία της Αλεξανδρούπολης, ατενίζοντας μ’ ενδιαφέρον το γκριζωπό όγκο του ΧΙΟΣ, που ορθώνονταν βαρύς και σκυθρωπός μπροστά μου. Έτσι ακριβώς όπως το πρωτοείδα. . . . Με τη θεόρατη πόρτα του ανοιχτή, σαν τεράστιο ορθάνοιχτο και αδηφάγο στόμα κάποιου απόκοσμου θεριού, έτοιμο κι ανυπόμονο να μας καταπιεί όλους και να μας εξαφανίσει στη σκοτεινή κοιλιά του μια ώρα γρηγορότερα . . . Με τα λιγοστά φιλιστρίνια του σφαλιστά κι αμπαρωμένα . . . Τις μετρημένες καμπίνες του γύρω απ’ την καμπίνα του καπετάνιου, πάνω στο πλατύ
32
κατάστρωμα της γέφυρας, κλειστές σαν ερημωμένες . . . Χωρίς χαρούμενους και φανταχτερούς ναύτες παραταγμένους στην πλώρη. Χωρίς μουσικές και σάλπιγγες . . . Χωρίς ζωή και κίνηση. Όλα βουβά κι αμίλητα, σα ρημαγμένα . . . Αν δε μ’ άρπαζε απ’ την προκυμαία ο αναστεναγμός σου, ίσως να έκανα και καμιά φανταστική βόλτα στους δρόμους της πόλης . . . Σταμάτησε να παίζει με το κουμπί του χιτωνίου του κι άφησε το χέρι του ελεύθερο σαν παρατημένο πάνω στο στήθος του. Έμεινε για λίγο σκεπτικός, σα να ήθελε να συλλάβει με μιας στο μυαλό του ολόκληρο το όραμα της πόλης. Μετά συνέχισε. - Ξέρεις, μ’ αρέσει να ταξιδεύω. Ή μάλλον, να γυρίζω σε άλλα μέρη, γιατί ως τώρα δεν ταξίδεψα πουθενά. Δεν πήγα, δηλαδή, σ’ έναν τόπο να τον επισκεφτώ με την πραγματική έννοια του ταξιδιώτη. Και μ’ αρέσει τόσο πολύ να γνωρίζω άλλα μέρη. Να μαθαίνω για τον κόσμο τους. Να ζω, έστω για λίγο τη ζωή τους . . . Κρίμα! Να μην μπορέσω να δω στην πραγματικότητα, με τα μάτια μου, έστω και για λίγο την πόλη! Μόνο μια ματιά πρόλαβα κι έριξα στο λιμάνι της. Κι αυτή πολύ βιαστική και γρήγορη. Βλέπεις, απ’ τα κλειστά αυτοκίνητα του στρατού, μπήκαμε κατευθείαν στο σκοτεινό αμπάρι του πλοίου. Αν ήταν, τουλάχιστο, τα αυτοκίνητα της φάλαγγας ανοιχτά, κάτι θα βλέπαμε στη διαδρομή μέσα στους δρόμους της ως την προκυμαία . . . Αλλά, βλέπεις, η διαταγή ήταν αυστηρή, όπως μας έλεγε ένας δεκανέας της συνοδείας. ‘’Να διατηρηθούν δεμένοι στις θέσεις τους όλοι οι μουσαμάδες των στεγάστρων των αυτοκινήτων καθ’ όλην την διαδρομήν’’. Έτσι έλεγε η διαταγή . . . Όλα κλειστά, λοιπόν. Και ξέρεις, η ψυχολογική κατάσταση που σε κατέχει, όταν μπαίνεις σε μια πόλη ή όταν πρωτοαντικρίζεις έναν τόπο που δεν τον ξαναείδες, σε επηρεάζει πολύ και σε οδηγεί κατά κανόνα σε λανθασμένα συμπεράσματα. Πολλές φορές, χαρακτηρίζεις έναν τόπο καλό ή κακό, πρόσχαρο ή σκληρό και τον τυπώνεις στη συνείδησή σου σα φιλόξενο ή αποκρουστικό, καταδεχτικό ή ακατάδεχτο, ανάλογα με τις ψυχολογικές διαθέσεις που σε κατέχουν τη στιγμή που τον πρωτοαντικρίζεις και ανάλογα με τη χαρά ή τη λύπη που σ’ έφερε στο μέρος αυτό. Κι εμένα δε μ’ έφερε καμιά χαρά στην Αλεξανδρούπολη. Δεν θέλω, όμως, να φανώ άδικος και να αφήσω ξένες και επικίνδυνες προκαταλήψεις να μου κολλήσουν σα χαλκομανία στο μυαλό μου αυθαίρετους και άδικους χαρακτηρισμούς για την όμορφη, όπως λένε, Αλεξανδρούπολη . . . Ο Θανάσης, πεσμένος ανάσκελα, σχεδόν ακίνητος, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο στήθος του και τ’ άλλο απλωμένο ίσια δίπλα στο πλευρό του και με το πρόσωπο στραμμένο προς την ψηλή οροφή του αμπαριού, έλεγε κι όλο έλεγε. Τα μάτια του μισάνοιχτα κοίταζαν ακίνητα τα γεμάτα χοντρά πριτσίνια και σταυροδεσίματα γκριζωπά σιδερένια δοκάρια του ταβανιού, σάμπως να διάβαζε πάνω σ’ αυτά τα όσα έλεγε. Θαρρείς πως έμενε έτσι ακίνητος και προσηλωμένος στο χοντρό όγκο τους, για να μη χάνει τη συνέχεια των λόγων του. Το πηχτό βουητό και ο θόρυβος της πολυκοσμίας είχαν κοπάσει και μόνο ο ακατάπαυστος και ρυθμικός κρότος των μηχανών γέμιζε τη μουντή, μισοσκότεινη ατμόσφαιρα του αμπαριού. Όλοι σχεδόν οι
33
στρατιώτες, πεσμένοι εδώ κι εκεί όπως-όπως, κοιμόταν σα ναρκωμένοι. Ο Κώστας, μισογερμένος στο ένα πλευρό κι ακουμπισμένος στον αγκώνα του, με το κεφάλι στηριγμένο στην παλάμη του, κοίταζε προσεχτικά το συνάδελφό του και σιωπηλός άκουγε κι αφομοίωνε μιαμια τις λέξεις του. Οι σκέψεις του Θανάση, οι επιθυμίες και τα όνειρά του, πόσο έμοιαζαν με τις ιδέες και τα λεγόμενα του Γιάννη! Και το παράπονό του και οι οραματισμοί του ίδιοι περίπου με τους δικούς του. Πόσο ταίριαζαν αυτοί οι δυο! Τα λόγια του καθαρά και καλοβαλμένα, άγγιζαν τώρα κάπως παράξενα την ψυχή του, ταυτίζονταν με τις σκέψεις του κι ανατάραζαν έντονα τι συνείδησή του. Έμειναν για λίγο κι οι δυο σιωπηλοί. Οι καρδιές τους χτυπούσαν με τον ίδιο ρυθμό κι ο νους τους ανάδευε τις ίδιες σκέψεις. Και οι δυο είχαν στο μυαλό τους το αρματαγωγό ΧΙΟΣ. Ο ένας ήξερε την αλήθεια του ταξιδιού τους. Ο άλλος την υποψιάζονταν. Κανένας δε μιλούσε. Παρ’ όλο που και οι δυο ήταν σίγουροι ο ένας για τις σκέψεις του άλλου, προτιμούσαν να σιωπούν. Ίσως κακό αυτό. Ίσως άκαιρο πια και ξεπερασμένο. Ήταν, όμως, μια τακτική της κατοχής, που είχε γίνει συνήθεια. Εντονότερη προσοχή και περισσότερη συγκράτηση της γλώσσας δεν έβλαπτε, τότε που όλα είχαν αφτιά. Γιατί τάχα να βλάπτει σήμερα; Ύστερα, παντού είναι γεμάτο στρατιώτες. Εδώ υπάρχουν από χίλιες καρυδιές καρύδια. Κι άραγε όλοι κοιμούνται; Αν ανοίξεις το στόμα σου, πού ξέρεις πού θα πέσεις; Για μια στιγμή, ο Θανάσης ξεκόλλησε το βλέμμα του απ’ τα δοκάρια του ταβανιού. Γύρισε το κεφάλι του δεξιά, άνοιξε περισσότερο τα άγρυπνα μάτια του και, κοιτάζοντας το συνάδελφό του κατάματα, ρώτησε μ’ έντονο ενδιαφέρον. - Είναι αλήθεια ωραία η πόλη; Συνήθως οι παραλιακές πόλεις είναι όμορφες και γραφικές. - Έτσι τουλάχιστον τις φανταζόμαστε κι εμείς οι βουνίσιοι, είπε ο Κώστας. Γαλανή θάλασσα, όμορφες ακρογιαλιές, θορυβόδη λιμάνια, βάρκες με δύχτια και κουπιά που γυαλίζουν στο λάγνο φως του φεγγαριού, καΐκια με ξάρτια και πανιά, βαπόρια με λογής-λογής κόσμο . . . Ποικιλία . . . Ζωντάνια . . . Όχι σαν τα μέρη μας, παντού βουνά, χαράδρες, έλατα . . . Μοναξιά και ερημιά, με κούκους, λύκους και όρνια. - Είναι, λοιπόν, ωραία; ξαναρώτησε ο Θανάσης και μισοσηκώθηκε απ’ το γιατάκι του. Ανακάθισε πάνω στις φαρδιές αλυσίδες και κάρφωσε ανυπόμονα το ερωτηματικό του βλέμμα πάνω στο συνομιλητή συνάδελφό του. Ο Κώστας ανασηκώθηκε κι αυτός και κάθισε σταυροπόδι απέναντί του. Κούνησε κάπως το αριστερό του χέρι, που κρατούσε ως τώρα το βάρος του κεφαλιού του για να ξεμουδιάσει και του είπε. - Σαν παλιός στρατιώτης και μάλιστα και δεκανέας που είσαι κι έχεις περισσότερη πείρα γύρω απ’ τη ζωή του στρατοπέδου των πρώτων ημερών, δε θα πρέπει να ξαφνιαστείς αν σου πω πως κι εγώ δεν την γνώρισα. Ή μάλλον δεν την είδα όσο τουλάχιστον έπρεπε να τη δω. Για να μην πω πως δεν την είδα καθόλου την ωραία, όπως λένε, αυτή πόλη
34
του Αιγαίου. Και τούτο, γιατί δεν έχω παρά μόνο ένα μήνα περίπου στρατιώτης. Ο Θανάσης σούφρωσε κάπως τα φρύδια του και μια γρήγορη γκριμάτσα λύπης διαπέρασε την όψη του. Ο Κώστας μισόσκυψε λίγο, πλησίασε πιο κοντά το πρόσωπό του και με χαμηλότερη φωνή, σα να ήθελε να του πει κάτι άγνωστο κι εμπιστευτικό μαζί, πρόσθεσε. - Και ξέρεις; Τις πρώτες βδομάδες δεν έχει έξοδο απ’ το στρατόπεδο ούτε μια ώρα. Ξανατραβήχτηκε στη θέση του και συνέχισε. Η μόνη επαφή μου, λοιπόν, με την πόλη ήταν μια διαδρομή μου, η πρώτη, με τα πόδια, απ’ το σταθμό του τρένου ως το ΚΕΝ, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος νεοσύλλεκτων, που έρχονταν όλοι να παρουσιαστούν. Και μια άλλη, η δεύτερη και τελευταία, χτες με τα τζέημς από το ΚΕΝ στο λιμάνι, για να πάρω θέση κι εγώ μαζί σας μέσα σε τούτο το αμπάρι. - Δηλαδή, αυτό ήταν όλο κι όλο; ρώτησε με απορία ο συνομιλητής του. - Αυτό, είπε κοφτά και λυπημένα ο Κώστας. - Κρίμα, έκανε με τέτοια αγανάκτηση ο Θανάσης και χτύπησε νευρικά το δίκοχό του, που κρατούσε με το δεξί του χέρι πάνω στο αριστερό του γόνατο. Και, μετά σου λένε, πως στο στρατό σου δίνεται η ευκαιρία και η δυνατότητα να δεις και να γνωρίσεις κι άλλα μέρη! Πολλά μέρη! Άγνωστα κι αλλιώτικα μέρη της πατρίδας σου. Να δεις τις ομορφιές τους, να μάθεις για τους κατοίκους τους, να ζήσεις τη ζωή τους.
*****
Οι
δυο φίλοι, καθισμένοι πάνω στα κρύα σίδερα του αλυσοδεμένου άρματος στις χοντρές ράγες του αμπαριού, συνέχιζαν χαμηλόφωνα τη συζήτησή τους, ενώ οι άλλοι δυο συνάδελφοί τους, πεσμένοι μπρούμυτα δίπλα τους, κοιμόταν αμέριμνοι για την ώρα. Το ΧΙΟΣ συνέχιζε το ταξίδι του. Αραιά και πού, κανένα φουσκωμένο κύμα, ξεχασμένο απομεινάρι της φοβερής χθεσινοβραδινής τρικυμίας, χτυπούσε απέξω τα πλευρά του. Οι επιβάτες του, όμως, ύστερα απ’ το ολονύχτιο πανδαιμόνιο που πέρασαν, δεν έδιναν πια και μεγάλη σημασία σε μικροπράγματα. Τέτοια μικροτραντάγματα τώρα δεν τα υπολόγιζαν. Τα άφηναν να περνούν απαρατήρητα. Γι’ αυτό κι όλοι οι στρατιώτες, ξαπλωμένοι εδώ κι εκεί, ησύχαζαν σα ναρκωμένοι. Παντού ησυχία. Μόνο ο ρυθμικός κρότος των μηχανών επικρατούσε μέσα στο κήτος, που κι αυτός είχε μεταβληθεί από ώρα σε γλυκό νανούρισμα. Ξαφνικά, ο διαπεραστικός κρότος μιας καραβάνας, που ξέφυγε από κάποιο σακίδιο του επάνω παταριού κι έπεφτε σα δαιμονισμένη κατρακυλώντας πάνω στα σιδερένια σκαλοπάτια μιας διπλανής στενής σκάλας, ξύπνησε το Στρατή και το Γιώργο, που κοιμόταν πάνω στις ερπύστριες αμέριμνοι ως τώρα.
35
Ανακάθισαν και οι δυο ξαφνιασμένοι στις φαρδιές αλυσίδες και με βαριά τα βλέφαρα κοίταξαν περίεργοι γύρω τους. Έστρεψαν βιαστικοί τα κεφάλια τους δώθε-κείθε, προσπαθώντας μέσα στο άγουρο ξύπνημά τους, να ξεκαθαρίσουν στο μυαλό τους, σαν τι ακριβώς συνέβαινε και να εντοπίσουν την κατεύθυνση απ’ την οποία προέρχονταν ο διαπεραστικός κι εκνευριστικός εκείνος κρότος. Σχεδόν αμέσως και οι δυο κάρφωσαν τα βλέμματά τους προς το μέρος της διπλανής σιδερόσκαλας. Η καραβάνα τώρα έκανε το τελευταίο πήδημά της στο τελευταίο σκαλί και, κουρασμένη απ’ το τρελό κατρακύλισμά της, διέγραψε στον αέρα ένα μικρό και ακανόνιστο ημικύκλιο και προσγειώθηκε βουβή κι αμίλητη στο πάτωμα. Οι δυο αγουροξυπνημένοι φαντάροι, σαν διαπίστωσαν πως δεν συμβαίνει τίποτα το τρομερό, έτριψαν τα μάτια τους με την ανάποδη των χεριών τους, μουρμούρισαν πειραγμένοι απ’ το ξαφνικό ξύπνημα και γύρισαν να ξαναπλαγιάσουν. Αμέσως, όμως, άλλαξαν γνώμη. Τίναξαν μια-δυο φορές τους αγκώνες τους μπρος-πίσω για να ξεμουδιάσουν και χασμουρήθηκαν ανόρεχτα. Πέρασαν μαχμουρλίδικα τις παλάμες τους απ’ τα μέτωπά τους και μ’ ανοιχτά τα δάχτυλα έτριψαν τα κεφάλια τους για να συνέλθουν. - Τι ύπνος ήταν κι αυτός; μουρμούρισε άκεφα ο Στρατής, ενώ χασμουριόταν για δεύτερη φορά. Έπεσα σα ναρκωμένος. - Ανάθεμα τη στρίγγλα την καραβάνα., διέκοψε νευρικά ο Γιώργος. Τι κουδούνισμα! Τι θόρυβος! Νόμιζες πως έβγαινε από σήμαντρο οκτακοσίων κιλών. Αυτή πάτησε και τις μηχανές και τις αντλίες. Ο κρότος της σα διαπεραστική τσιρίδα τρύπησε τ’ αφτιά μου μέσα στον ύπνο μου. - Λες να τό ‘κανε επίτηδες, για να μας θυμίσει την παρουσία της και να διαμαρτυρηθεί που έχουμε δυο μέρες να τη μεταχειριστούμε, είπε με κάποιο άτονο χιούμορ ο Στρατής, τρίβοντας ελαφρά την κοιλιά του. - Πώς τιναζόταν η αφιλότιμη στις ακάλες! Σαν ακροβάτρια ολκής. Πηδούσε απ’ τό ‘να σκαλοπάτι στ’ άλλο και κατέβαινε χοροπηδώντας ένα-ένα τα σκαλιά, σαν καμιά επιδεικτική και ψηλομύτα μπαλαρίνα, είπε μισοχαμογελώντας ο Θανάσης. - Τι; σε βρήκε ξύπνιο η Μουντζούρω και σε πλάνεψε;. Σ’ ανάγκασε έτσι, τόσο εύκολα, να παρακολουθείς τα καμώματά της; Βήμα, βήμα δηλαδή; ρώτησε μ’ απορία ο Γιώργος. ‘’Σκαλί, καλέ μου, σκαλί, σκαλί θα κατεβώωω, όλους να σας ξυπνήσω . . .’’ ακούστηκε μια φάλτσα μπάση φωνή, να τραγουδά άκεφα μέσα απ’ την καρότσα του διπλανού αυτοκινήτου. ΄Ολοι γέλασαν με την πετυχημένη διασκευή του γνωστού τραγουδιού απ’ τον άγνωστο συνάδελφο, που, άφαντος πίσω απ’ τα ψηλά παραπέτα της καρότσας του φορτηγού, συνέχισε τη μονωδία του, περιλούζοντας τη θρασύτατη καραβάνα και τον κάτοχό της μ’ ένα πλούσιο υβρεολόγιο. - Αν ήμουν πατριάρχης θα την αφόριζα αμέσως και μ’ όλους τους τύπους, τους προβλεπόμενους απ’ το ιερατείο και την ιερά Σύνοδο, πρόσθεσε βαριά-βαριά η μπάση φωνή.
36
- Έτσι, για το τίποτα; ρώτησε ένας άλλος στρατιώτης, χωρίς να φαίνεται, μέσα απ’ την καρότσα. - Για το τίποτα, το λες εσύ αυτό; Ξέρεις πόσους ξύπνησε η καταραμένη; Χίλιους πεντακόσιους. Εδώ, έναν παπά δυσαρεστείς και σού ‘ρχεται η πανταχούσα. Σκέψου, φίλε μου, πως ο ξύπνιος άνθρωπος, πρώτον πεινάει –και η ξερή τροφή τελείωσε απ’ τα σακίδιά μας- και δεύτερον σκέφτεται. Και σκέφτεται για πολλά ζητήματα. Κι αυτός που σκέφτεται, βρίσκει πολλές φορές και καμιά αλήθεια. Και οι αλήθειες δεν συμφέρουν στους τάχα δυνατούς. Και πρώτα-πρώτα στους πατριάρχες και στους πολιτικούς. Θα την αφόριζα, λοιπόν, με το δίκιο μου ή όχι; Και μάλιστα, θα μ’ ευλογούσαν δεσποτάδες και θα με γέμιζαν παράσημα πρωθυπουργοί. - Μπράβω Αμόκο, ακούστηκαν ένα μάτσο φωνές μέσα απ’ την καρότσα. Σκαλί, σκαλί και συ, αλά καραβάνα, περπάτησες σωστά το παραμύθι σου. Στο συμπέρασμά σου βάρεσες διάνα. - Μα το πράγμα είναι καθαρό φως. Αρκεί να κάνει λίγο κράτει ο τυχόν θνητός και να του ρίξει έστω και μια άχρωμη, ξεθωριασμένη, τελείως χλομή ματιά. Δε θέλει πολύ κοίταγμα. Φωνάζει από μακριά. Φαίνεται καθαρά. Φως-φανάρι, που λένε κι οι Φαναριώτες. Τρανταχτά γέλια ακούστηκαν απ’ τα πέριξ. Ο Στρατής, που είχε μισανοίξει το στόμα του κι ήταν έτοιμος κάτι να πει, πριν ακουστούν οι παράξενες νότες του άγνωστου συνάδελφού του και τα λεγόμενα του Αμόκου, συνήλθε πρώτος απ’ το φαιδρό μουσικό ξάφνιασμα και το αργό τέμπο της μπάσης φωνής και, γυρίζοντας προς το Θανάση, τον ρώτησε με απορία. - Δεν κοιμόσουνα όλη αυτή την ώρα; - Όχι, είπε κοφτά ο Θανάσης. - Δηλαδή, δεν κοιμήθηκες καθόλου. - Δεν τα κατάφερε να με πάρει ο ύπνος. Ούτε καν με πλησίασε . . . Εδώ τα ψευτολέγαμε ψιθυριστά με τον Κώστα. - Μωρέ, είσαστε σκληροί εσείς οι βουνίσιοι! - Προσέχαμε να μη σας ξυπνήσουμε, πρόσθεσε ο Κώστας. Αν και σεις τον είχατε πάρει για καλά. - Νομίζω πως κάναμε την καλύτερη δουλειά, είπε ο Γιώργος. Η ταλαιπωρία θέλει ξεκούραση και η αϋπνία ύπνο. - Κι η φτώχεια καλοπέραση κι ο πλούσιος κι άλλα πλούτη, ξαναπρόσθεσε ο Αμόκο κοφτά, πίσω απ’ τα παραπέτα της καρότσας. - Μόνο, που για μας ήταν λίγος ο ύπνος και πολλή η κακοπέραση, είπε δυνατά ο Στρατής για να ακουστεί. - Αν δεν έμπαινε στα μεράκια της εκείνη η λιγδιάρα, θα κοιμόμουνα ώσπου να φτάσει το ΧΙΟΣ στο τέρμα του, είπε ο Γιώργος και ξαναχασμουρίθηκε. - Μωρέ θέλει αφορισμό, που σου λέω. Τουλάχιστον από τρεις δεσποτάδες και μάλιστα τους αρχαιότερους, επανέλαβε η μπάση φωνή, σα να έπαιρνε αμετάκλητη και τελεσίδικη απόφαση. - Την ξεδριάντροπη, τη στραβοχείλω. Ώρα που βρήκε να με ξυπνήσει! Απάνω που έβγαινα πολίτης στους δρόμους της Αξεξανδρούπολης, είπε παραπονεμένα ο Στρατής, σα να
37
διαμαρτύρονταν που έτσι πρόωρα και εκνευριστικά διακόπηκε στη μέση το ευχάριστο όνειρό του. - Είχες απολυθεί κιόλας απ’ το στρατό; ρώτησε ξαφνιασμένος δήθεν ο Κώστας. Έτσι, σ’ ένα μήνα μέσα καθαρίζετε εσείς οι ‘’ναυτικοί’’ με το ‘’στρατό ξηράς’’; - Όχι βρε παιδιά, διέκοψε ο Στρατής, πειραγμένος από κείνο το ‘’εσείς οι ναυτικοί’’ του Κώστα. Δεν είχα απολυθεί. Για την ακρίβεια, δεν είχα πάει καθόλου στρατιώτης. Δεν είχα καμιά απολύτως σχέση με το στρατό. Ήμουνα πολίτης. Πολίτης και μάλιστα κάτοικος της Αλεξανδρούπολης και καταστηματάρχης. - Μάλιστα! πετάχτηκε θριαμβευτικά ο Θανάσης. Αυτό είναι, είπε κοφτά. Μια και καλή. Μ’ ένα σμπάρο δυο τριγόνια, που λένε. Καθαρίζει με ‘’τας προς την πατρίδαν υποχρεώσεις του’’ και λύνει μια για πάντα και το πρόβλημα της ζωής του. - Πρέπει να είναι έξυπνο παιδί και καταφερτζής ο φίλος, ξανακούστηκε η μπάση φωνή, μπαίνοντας και πάλι απρόσκλητη στη μέση. Σκαρπινάκι να τρίζει, γραβατούλα παντέρα εμιράτου, τσάκα στο κασμίρι, ξυραφάκι αμεταχείριστο . . . Εμφάνιση κομπλέ, να πούμε. Καταστηματάρα ‘’δια τα προς το ζειν’’ . . . Νόστιμα πράματα . . . Όχι σαν κάτι κοροϊδάρες, που μου φόρεσαν όλη τη ξεχειλωμένη κι άνοστη χακοπαλιατζούρα και διάλεξαν για στέκι τους τα ενδότερα ενός κήτους, θέλοντας να παραστήσουν τον Ιωνά. Ή είσαι και φαίνεσαι και σουλατσάρεις βιτρίνα ανάμεσα στις βιτρίνες ή δεν είσαι και μεταμφιεσμένος χάνεσαι από προσώπου γης, μετακομίζοντας άρονάρον είκοσι μέτρα υπό την θάλασσαν. - Μπράβο Αμόκο. Μπράβο, ακούστηκαν εύθυμες φωνές ανάκατες με γέλια μέσα απ’ την καρότσα. - Είσαι λίρα εκατό νομίζω, ξεχώρισε μια φωνή πειραχτική, προσποιούμενη τον ίδιο τον Αμόκο και τονίζοντας ιδιαίτερα το ‘’νομίζω’’. - Βρε κάλπικα νομίσματα, τους αποπήρε εκείνος, σ’ εμένα λέτε μπράβο ή στο φίλο έμπορα με το επιχειρηματικό μυαλό, που καθαρίζει ακόμη και στον ύπνο του; Κι απευθυνόμενος στο Στρατή, ρώτησε πιο δυνατά. - Καταστηματάρχης ε, φίλε; - Τι; Ψιλικατζίδικο; Αλλαντικά; Ή μήπως υφάσματα και . . . χοντρό εμπόριο; Μήπως Εισαγωγές – Εξαγωγές; ρώτησε πειραχτικά ο Γιώργος, ενώ οι άλλοι έβαλαν τα γέλια. - Μακάρι να ήταν έτσι κι ας γελούσατε εσείς όσο θέλατε, είπε με κατήφεια ο Στρατής, επηρεασμένος περισσότερο απ’ το περιεχόμενο του ονείρου του, παρά απ’ τα πειράγματα των συναδέλφων του. - Δηλαδή; Για λέγε, έκανε περίεργα ο Θανάσης. - Βεβαίως, θα μας το πει. Θέλουμε όλοι να το ακούσουμε, πρόσθεσαν απαιτητικά και οι άλλοι. - Να . . . βρε παιδιά, άρχισε άκεφος ο Στρατής. Ήμουν τάχα στρατιώτης. Με τον Κώστα. Στον ίδιο λόχο. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Όλα χαρούμενα, γελαστά. Κατεβήκαμε μαζί σ’ ένα μεγάλο πάρκο. Παντού καταπράσινα δέντρα, πολύχρωμα λουλούδια . . . χαρά Θεού . . . Εκεί ήταν κι άλλοι στρατιώτες. Πολλοί. Λόχοι ολόκληροι, που, άλλοτε
38
παρέμεναν στα μάτια μας σα στρατιώτες κι άλλοτε γίνονταν γύφτοι κατάμαυροι, λερωμένοι και παράξενοι. Παραταγμένοι σ’ όλα τα μέρη. Μέσα σε διαδρόμους, κάτω απ’ τα δέντρα, μέσα σε ανθισμένα κηπάκια, παντού. Για μια στιγμή, γέμισε ο τόπος αυτοκίνητα. Μικρά, μεγάλα, παράξενα. Μας φόρτωσαν βιαστικά όλους και μας κατέβασαν στο λιμάνι. Αυτός ήταν για μένα ο στρατός. Μόλις φτάσαμε στην αγορά, εγώ βρέθηκα ξαφνικά πολίτης και μάλιστα μεγάλος μαγαζάτορας. Στεκόμουνα μπροστά στη μεγαλοπρεπή τζαμόπορτα του μαγαζιού μου, με τις πελώριες κρυστάλλινες βιτρίνες δεξιά κι αριστερά, σωστό αφεντικό κι έβλεπα πώς περνούσαν τα αυτοκίνητα με τους στρατιώτες. Το κατάστημά μου είχε κάθε είδους πραμάτεια. - Μωρέ, βάρεσες διάνα, διέκοψε φαιδρά ο Γιώργος. - Όχι παίζουμε, ακούστηκε η βαριά φωνή του Αμόκο. - Τα ράφια και οι προθήκες του μαγαζιού μου φίσκα, συνέχισε ο Στρατής, σα μπουκωμένα τσαμπιά από χοντρά κρασοστάφυλα. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. - Ε, όχι κι ό,τι μπορώ να φανταστώ, ρε συνάδελφε. Όχι και ό,τι μπορώ να φανταστώ . . . ακούστηκε μια φωνή πίσω απ’ τα παραπέτα της καρότσας του διπλανού τζέημς. Όλοι γέλασαν. - Μπράβο Στρατή, ξαναείπε επιδοκιμαστικά ο Γιώργος. Αυτό είναι όνειρο. Όχι παίξε-γέλασε. Χαίρεσαι να το βλέπεις και χαίρεσαι να το ακούς. Λέγε, λέγε παρακάτω. - Εγώ, ξανάρχισε ο Στρατής, μόλις, λέει, είδα τα αυτοκίνητα να φτάνουν στο λιμάνι γεμάτα στρατιώτες, άρπαξα με τους υπαλλήλους και τους παραγιούς μου, όση πραμάτεια μπορέσαμε να σηκώσουμε στα χέρια μας και τρέξαμε να τη μοιράσουμε στο στρατό. - Α! Αρχίσαμε και τα χουβαρνταλίκια νωρίς-νωρίς, είπε πειραχτικά, διακόπτοντας ένας στρατιώτης μέσα απ’ την καρότσα. - Αμέ! Μαγαζάτορας ο άνθρωπος! Καταστηματάρα, σου λέει! Να μη δώσει; πρόσθεσε κάποιος άλλος με μια παράξενη νησιώτικη προφορά πίσω απ’ τα παραπέτα. - Λοιπόν; ρώτησε ανυπόμονα ο Θανάσης κοιτάζοντας στα μάτια το Στρατή. - Στίβες στην ολοκάθαρη προκυμαία τα φαγώσιμα, τα ρούχα, τα κάθε είδους αγαθά . . . Κι εμείς κουβαλούσαμε κι όλο κουβαλούσαμε ασταμάτητα. Τούτη τη φορά, δεν κουβαλούσα μόνο εγώ με τους δικούς μου αλλά όλοι οι καταστηματάρχες της πόλης. - Ολόκληρο το Εμπορικό Επιμελητήριο να πούμε, πρόσθεσε η μπάση φωνή. - Δίνουν έτσι εύκολα, νομίζεις, τα Επιμελητήρια; τον παρατήρησε ένας άλλος πίσω απ’ τα παραπέτα. - Εδώ, φίλε, είναι του Αλεξάνδρου η πόλη. Αλε-ξαν-δρού-πολη. Και υπογράμμισε με τη βαριά φωνή του μια-μια τις συλλαβές. Δεν είναι Λάρισα. - Και τι κακό σου έκανε, ρε φίλε, η Λάρισα και την κακολογάς; είπε κάπως δυνατά και λίγο θυμωμένα ο Γιώργος. Του κακοφάνηκε, σα Θεσσαλός που ήταν. - Ουδέν τρωτόν περί την Λάρισαν, την υμετέραν πόλιν, ήτις απέχει εκ Τεμπών σταδίους τεσσαράκοντα . . . είπε ο συνάδελφος με τη μπάση
39
φωνή. Μερικοί γέλασαν. Αυτός συνέχισε. Καλύτερα, όμως, ‘’αλλά ρύσαι ημάς’’ από τέτοια μέρη. Και, για να μη θυμώνει ο φίλος, εξηγούμαι. Εδώ στην Αλεξανδρούπολη δίνουν οι καταστηματάρχες, δίνουν τα εμπορικά επιμελητήρια. Και . . . απτή απόδειξη το όνειρο του φίλου μας. Στη Λάρισα, όμως, δεν δίνουν τα Εμπορικά Επιμελητήρια. Τις δυο τελευταίες λέξεις τις πρόφερε μ’ όση πιο πολλή ειρωνεία μπορούσε. - Δηλαδή; ρώτησε παράξενα ο Γιώργος. - Κάνε κράτει και καθαρίζω, είπε ήρεμα και βαριά η μπάση φωνή και συνέχισε. Το ’41, όταν οι Ιταλοί πυκνοφύτεψαν συρματοπλέγματα στη Λάρισα και παρουσίασαν στα πέριξ το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το οποίο φουλάρισαν με κοπέλια απ’ την Κρήτη, απομεινάρια της κρητικής μεραρχίας που γύριζε τσακισμένη απ’ την Αλβανία, όλος ο λαός της Λάρισας πρόσφερε τα όβολά του για τη συντήρηση των κρατούμενων και μόνο το Εμπορικό Επιμελητήριο αγόρασε αγρόν. Δηλαδή, την πάπια όλοι οι μαγαζάτορες και δεύτερο κόμπο στο πουγγί τους. Από πατριωτισμό, όμως και μεταπολεμικές παπαρδέλες, άλλο τίποτις. Εθνικοφροσύνη με το φτυάρι, που λένε, φορτωμένη σε πράσινα άλογα. Κοντοστάθηκε και ρώτησε χαρακτηριστικά. Έγινα αντιληπτός; Καθάρισα όμορφα, φίλε, ή έθιξα κανέναν παρανόμως, όπως λένε και οι άνομοι νομομαθείς; - Καθάρισες θαυμάσια. Σκέτος οξυζενές και καθαρή αμωνία, απάντησε ο Θανάσης. Όλοι γέλασαν με την εύθυμη έκφραση του βαρύφωνου στρατιώτη και την απάντηση του Θανάση και μόνο ο Γιώργος λυπήθηκε για όσα άκουσε για τον τόπο του. Η μπάση φωνή συνέχισε. - Πάντως, αν, εν αγνοία μου και εν τη ροή των σκέψεών μου, πικρολάλησα και καρδιοκάρδισα κάποιον, τον τυχόντα δηλαδής, τότε με το συμπάθιο. Μπόλικα ‘’συγνώμη’’ και γης να με πατήσετε. Και ένα ξεγυρισμένο μπαρντόν στο φίλο που διέκοψα. Στον καινούριο μαγαζάτορα δηλαδής. Μπορεί να συνεχίσει να κουβαλάει την πραμάτεια του όπου θέλει. Αν πέταγε, όμως και κάτι προς τα δω, θα ήταν ευπρόσδεκτο. Κι έχω κάτι πείνες! Το όνομα Αμόκος. Φιλολογικό ψευδώνυμο δηλαδής. Με νόημα, όμως, κατά βάθος και μπόλικη ουσία. Όχι, έτσι αρπαγμένο απ’ το αφτί και ως έτυχε. Έχει ρίζα και προέλευση. Προέρχεται απ’ το άμμος της θάλασσας κι απ’ το κόκκος της άμμου. Πλούσια ψυχή δηλαδής. Μιλιαούνια οι αρετές. Άπειρες, όπως οι κόκκοι της άμμου και μπόλικες όπως η άμμος της θάλασσας. Μόνο που γράφεται με ένα μι και ένα κάπα. Κι όλη αυτή η εξήγα, για να μη γίνει κανένα λάθος στη διεύθυνση και πάρει η αποστελλόμενη πραμάτεια, που προορίζεται για το γενικό επιτελείο της παρέας μου, λάθος δρόμο. Άλλη κατεύθυνση, που λένε. Όπως πήρε το ΧΙΟΣ και βρεθεί κι αυτή αναπάντεχα σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη. Νομίζω, πως σας τα έκανα λιανά. Δεκάρες πεντακάθαρες. Και τώρα, μπορεί να συνεχίσει ο φίλος μαγαζάτορας να κουβαλάει την πραμάτεια του και πάλι, όπου και σ’ όποιον θέλει. Εγώ έχω συνέντευξη με τον ύπνο . . . Κι απευθυνόμενος προς τους δικούς του, τους είπε επιτακτικά.
40
- Βρε αρουραίοι της θάλασσας, τι περιμένετε; Αφού βλέπω πως τα μάτια σας έραψαν. Μπρος. Ο καθένας στην υγρή του τρύπα και ύπνο. - Ευχαριστούμε για την άδεια που μας δίνεις να συνεχίσουμε, φίλε Αμόκο και όνειρα γλυκά σ’ όλους, είπε αστειευόμενος ο Θανάσης. - Δεν είναι τίποτις, δεν κάνει τίποτις. Ό,τι κι αν δώσετε, θα είναι ευπρόσδεκτο. Μόνο, ό,τι αφήσετε, να πέσει με το μαλακό, όχι αλά καραβάνα. Δε θέλω άλλα ξυπνήματα. Το ίδιο και το επιτελείο μου. Το λοιπόν, καληνύχτα μεσημεριάτικα, επανέλαβε ο φίλος Αμόκο και τό ‘ριξε στον ύπνο με την παρέα του. Σχεδόν αμέσως, επικράτησε απόλυτη ησυχία μέσα στην καρότσα. Όλοι επάνω στο άρμα ξανάστρεψαν την προσοχή τους προς το Στρατή κι ο Κώστας, με χαμηλότερη φωνή, τον ρώτησε πρώτος. - Λοιπόν Στρατή, θυμάσαι τη συνέχεια του ονείρου σου; Μας έλεγες πως κουβαλούσατε, κουβαλούσατε και όλο κουβαλούσατε πράγματα στο λιμάνι και συ και όλοι οι καταστηματάρχες της πόλης. Μετά τι έγινε; τον ρώτησε ανυπόμονα. - Ναι. Κουβαλούσαμε όλοι οι καταστηματάρχες ασταμάτητα, συνέχισε ο Στρατής. Για μια στιγμή, μέσα στην πληθώρα των στρατιωτών, διέκρινα εσένα. Εννοώ, παιδιά, τον Κώστα, είπε επεξηγηματικά και συνέχισε. Ήταν τάχα παλιός μου υπάλληλος. Ντυμένος τώρα στο χακί αλλά σιδερωμένος, φρεσκοξυρισμένος, άστραφτε. Σ’ αυτόν έδινα όλα τα πράγματα που κουβαλούσα, να τα μοιράσει στους στρατιώτες που περίμεναν. Ξαφνικά, όμως, οι σοροί τα τρόφιμα, τα ρούχα κι όλα τ’ άλλα που είχαμε κουβαλήσει στην προκυμαία, έγιναν στίβες από κράνη, γυλιούς, μπαλάσκες, ξιφολόγχες . . . Και, για μια στιγμή, εκεί που έσκυψε ο Κώστας να πάρει μερικά απ’ αυτά για να τα μοιράσει στους συναδέλφους του, βγήκαν δυο-τρεις κατάμαυροι και πανύψηλοι πειρατές απ’ το ανοιχτό στόμα του σκοτεινού αμπαριού ενός τρικάταρτου κουρσάρικου καραβιού, με νεκροκεφαλές και παράξενες παραστάσεις στα λάβαρά του, που, μόλις είχε μπει στο λιμάνι και που τώρα υψώνονταν σα μεγαθήριο πάνω στη χαμηλή προκυμαία και, με φωνές και βρισίματα, άρχισαν να κλοτσούν τα πάντα και να τα πετούν στη θάλασσα. Κράνη, γυλιοί, μπαλάσκες . . . όλα έπεφταν στη θάλασσα κι όλα επέπλεαν στο νερό. Τίποτα δε βούλιαζε. Το κύμα τα τραβούσε γρήγορα στ’ ανοιχτά και τ’ άπλωνε παντού. Είχε σκεπαστεί όλη η θάλασσα. Οι πειρατές τσαλαπατούσαν, κλοτσούσαν και κατέστρεφαν το κάθε τι. Είχε βρομίσει η ολοκάθαρη ως πριν από λίγο προκυμαία. Και το κύμα αχόρταγο τα τραβούσε αδιάκοπα όλα στ’ ανοιχτά και τ’ άπλωνε στο πέλαγος . . . Το πλήθος των στρατιωτών διαμαρτύρονταν αλλά οι φωνές τους πνίγονταν στη βουή και δεν ακούγονταν καθόλου. Τα οργισμένα ξεφωνητά των παράξενων κατάμαυρων κουρσάρων, με τα μακριά γένια και τα τοξοτά σπαθιά και ο δαιμονισμένος θόρυβος που έκανε όλη εκείνη η πραμάτεια καθώς πεταγόταν στη θάλασσα, σκέπαζε τελείως τις φωνές των φαντάρων, που ξαρμάτωτοι και άοπλοι στέκονταν αδύναμοι μπροστά στο σίφουνα. Πήγα κι εγώ κάτι να πω, κάπως να διαμαρτυρηθώ, για το άσκοπο και άδικο πέταγμα τόσων χρήσιμων ειδών στη θάλασσα αλλά ένας λογχοφόρος πειρατής, με γυμνό σπαθί και χοντρά μπράτσα γεμάτα
41
πολύχρωμα κι ανατριχιαστικά τατουάζ, με χτύπησε με το μακρύ κοντάρι της λόγχης του δυνατά στα χέρια. Πόνεσα πολύ κι έβγαλα μια δυνατή κραυγή. Τα χέρια μου παρέλυσαν κι άφησα να μου πέσουν κάτω μια αγκαλιά κουτιά κονσέρβες που κρατούσα. Ο θόρυβος των τενεκεδένιων κουτιών, που, καθώς έπεφταν απ’ τα χέρια μου χτυπούσαν στην προκυμαία και κατρακυλούσαν στο νερό, ήταν τόσο διαπεραστικός που τινάχτηκα επάνω και ξύπνησα. - Η καραβάνα! φώναξε ο Γιώργος. - Μπράβο όνειρο! είπε αυθόρμητα ο Κώστας, που ως τώρα παρακολουθούσε προσεχτικά τη διήγηση του Στρατή. Αυτό δεν είναι όνειρο. Αυτό είναι η δική μας ιστορία, πρόσθεσε με κάποια σιγουριά και απερισκεψία μαζί. - Δηλαδή; ρώτησε βιαστικά ο Θανάσης. Έτσι εξελίχτηκαν τα πράγματα, όταν κατεβήκατε στο λιμάνι; Σας μοίραζαν κράνη και ξιφολόγχες; - Όχι, όχι ακριβώς, απάντησε ο Κώστας, καθησυχάζοντάς τον με τα χέρια και το βλέμμα του. - Τότε; Σας έφερναν γραβάτες και παντελόνια και σεις δεν τα παίρνατε, γιατί δεν καταδεχόσασταν ν’ αγγίσετε πολιτικά ρούχα; Ή μήπως ντρεπόσασταν να μπήτε με πολιτικά στο καράβι; πρόσθεσε με χιούμορ. - Ούτε κι αυτό είναι αλήθεια, απάντησε πιο στενοχωρημένος ο Κώστας. - Μήπως υπήρχαν πραγματικά κουρσάροι και σας τρομοκράτησαν; είπε ειρωνικά ο Γιώργος, κοιτάζοντας λοξά το Θανάση. - Οχι, όχι, επανέλαβε ο Κώστας. Βιάζεστε. Βιάζεστε. Συγχέετε τα πράγματα, πρόσθεσε και βιαστικός γύρισε προς το Στρατή, που κοίταζε συνεχώς απορημένος μια τον ένα και μια τον άλλο, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει το μέγεθος της σύγχυσης που είχε φέρει στην παρέα με τ’ όνειρό του και του είπε επιτακτικά. - Για ξεκαθάρισε τα πράγματα. Δεν νομίζεις πως τα παραμπέρδεψες με τ’ όνειρό σου; - Εγώ; διαμαρτυρήθηκε ο Στρατής. Εγώ σας είπα ένα απλό όνειρο και σεις το κάνατε ανατολικό ζήτημα. Εσύ να καθαρίσεις, που είπες ότι το όνειρό μου είναι ξεκάθαρη η δική μας ιστορία. Πού βρήκες τέτοιες ομοιότητες; -Ναι, ναι, εξήγησέ μας τι εννοείς Κώστα; Τι σημαίνουν όλα αυτά; Η υπόθεση φαίνεται να έχει ενδιαφέρον, φώναξαν οι άλλοι δυο δυνατά και καθήλωσαν με το βλέμμα τους, που έλεγε πολλά, τον Κώστα στη θέση του. Το ύφος τους ήταν απαιτητικό και το ενδιαφέρον τους έντονο. Η περιέργειά τους είχε εξαφθεί και ήθελαν να μάθουν περισσότερα απ’ την ιστορία της ολιγοήμερης στρατιωτικής ζωής των δύο νεοσύλλεκτων. Μια ιστορία, που έτσι ξαφνικά μπερδεύονταν μ’ ένα σύντομο όνειρο στη μέση του Αιγαίου. Ο Κώστας, μη μπορώντας να βρει αδιέξοδο στην επιμονή της παρέας του, αποφάσισε να μιλήσει. Δηλαδή, κάπως να εξηγήσει σαν τι περίπου εννοούσε.
42
Μισοάπλωσε τα πόδια του πάνω στις αλυσίδες του τανκ, ανακάθισε κάπως στη θέση του, για να βολευτεί καλύτερα και να κερδίσει και χρόνο, πήρε το γκρίζο κασκόλ απ’ τα γόνατά του, που το είχε αφήσει ο Στρατής όταν ξύπνησε προ λίγου, τό ‘ριξε στον ώμο του και είπε. - Μη νομίζετε πως θ’ ακούσετε κάτι το σπουδαίο ή το συγκλονιστικό. Απλά πράγματα. Και το ωραίο είναι που δεν ξέρω κι εγώ, πώς όλα αυτά τα ασήμαντα και τιποτένια, τα χωρίς νόημα περιστατικά της ολιγοήμερης στρατιωτικής μας ζωής, ξαναήρθαν τόσο ξαφνικά, έτσι σαν αστραπή στο μυαλό μου, δεμένα ταιριαστά τό ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο. Κι εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να καλοεξηγήσω πώς τόσο εύκολα, γρήγορα και χωρίς να το θέλω, συνδέθηκαν και ταυτίστηκαν στο άψε-σβήσε πράγματα και περιστατικά απλά κι απαρατήρητα ως τώρα, με το όνειρο αυτό του Στρατή, που κι αυτός χωρίς καμιά προμελέτη ή άλλη προσπάθεια το είδε μεσοπέλαγα μέσα στο σκοτεινό αυτό αμπάρι. Οι άλλοι τρεις στρατιώτες βολεύτηκαν όσο μπορούσαν πιο κοντά στον Κώστα, κάρφωσαν τα γεμάτα ενδιαφέρον κι ανυπομονησία μάτια τους επάνω του και κρεμάστηκαν κυριολεκτικά απ’ τα χείλη του. Όλοι αγωνιούσαν να ακούσουν, όσο γίνονταν πιο γρήγορα, τις εξηγήσεις του. Και περισσότερο απ’ όλους ανυπομονούσε ο Στρατής. Απορούσε και βιάζονταν να ακούσει κι ο ίδιος, σαν τι σπουδαίο, τι το πραγματικό και το ενδιαφέρον βρήκε ο Κώστας στ’ όνειρό του. Σαν αστραπή πέρασε απ’ το νου του και διερωτήθηκε με κάποιο ενδόμυχο φόβο μια-δυο φορές, μήπως ο ίδιος έχει καμιά υπερφυσική ικανότητα; Μήπως καταφέρνει και δεν το ξέρει, να προβλέπει μελλούμενα, να οραματίζεται άγνωστα και να προβλέπει απόκρυφα και άδηλα στους άλλους γεγονότα, πριν απ’ την ώρα τους; Μήπως, πάλι, ο Κώστας έχει ικανότητες αλάνθαστου ονειροκρίτη; Κάτι παράξενα κι ως τώρα ξεχασμένα παραμύθια της γιαγιάς του τού ‘ρθαν ξαφνικά στο μυαλό και τον μπέρδεψαν χειρότερα. Σκέφτηκε γρήγορα πως, αν ο Κώστας είναι ένας σοφός Ιακώβ, τότε αυτός θα πρέπει να είναι ένας κακός και άσπλαχνος Φαραώ. Ξαναθυμήθηκε Εβραίους, πληγές, Ερυθρές Θάλασσες, πνιγμούς και Μωυσήδες . . . Άκουσε και το κύμα που βαρούσε απέξω και τρόμαξε περισσότερο. Τρόμαξε με τη σκέψη αυτή των Εβραίων και των Αιγυπτίων και την έδιωξε αμέσως απ’ το μυαλό του. Την έδιωξε με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ότι την είχε συλλάβει και προσπάθησε να ξαναβρεί τον εαυτό του, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σ’ αυτό τον βοήθησε και η φωνή του Κώστα, ο οποίος με κάποιο δισταγμό και συστολή άρχισε να λέει. - Ξέρετε, δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Έτσι πέταξα μια κουβέντα. Πέστε πως παραφέρθηκα. Ίσως, στην παραφορά μου αυτή, να συνέβαλε κι η ολονύχτια ταλαιπωρία μας . . . Η συνεχής αϋπνία μου. . . Τα σκαμπανεβάσματα του καραβιού . . . Η φρίκη του ενδεχόμενου να καταποντιστούμε όλοι μας από στιγμή σε στιγμή . . . Πιθανό, να συνέβαλαν και οι διάφορες σκέψεις που περνούσαν τυραννικές κι επίμονες απ’ το μυαλό μου κατά τη διάρκεια της τρικυμίας . . . Ίσως και πριν απ’ αυτήν . . . και μετά, ως σήμερα το πρωί . . . Σκέψεις, όχι και τόσο ευχάριστες . . . Αναπόληση παλιών γεγονότων . . . περασμένων
43
συμβάντων . . . Ύστερα, η ξαφνική διαπίστωση της πραγματικότητας του Θανάση, του Γιώργου και τόσων άλλων συναδέλφων εδώ μέσα . . . - Δηλαδή, ποιας πραγματικότητας; διέκοψε βιαστικά ο Θανάσης. - Να, ότι εσείς με το Γιώργο και τόσοι άλλοι συνάδελφοι εδώ μέσα, που εμείς δεν τους είχαμε προσέξει απ’ την αρχή, δεν είσαστε νεοσύλεκτοι σαν κι εμάς . . . Κι όμως, ταξιδεύτετε μαζί μας. Μαζί με μας που πάμε για ‘’μετεκπαίδευση’’. Την τελευταία λέξη την πρόφερε τόσο παράξενα, που στου Στρατή τ’ αφτιά έφτασε σα μεγάλη ειρωνεία. Κι αυτός δεν ήθελε να θίγει κανένας τη μέλλουσα ειδικότητά του. Ήταν το μεράκι του να γίνει κανονιέρης. Τον συγκινούσαν οι ιστορίες του γερο-καπετάνιου του παππού του, που πάντα του διηγόταν, όταν ήταν μικρός, παράξενες ιστορίες. Όλο για καράβια, μπουρλότα, ναυμαχίες, ηρωισμούς . . . Τ’ απομεσήμερα, καθισμένος με τον παππού του στο κατώφλι του σπιτιού τους μπροστά στο κύμα, κάτω από μια γέρικη ελιά, δεν χόρταινε ν’ ακούει τις ιστορίες του, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα το αρμυρό άρωμα της θάλασσας και τον απαλό ψιθυριστό φλοίσβο των κυμάτων. Πολύ τον συγκινούσαν οι κανονιέρηδες. Ιδίως, όταν πετύχαιναν με την πρώτη στο στόχο τους. Εκεί, στη βάση του μεσαίου καταρτιού. Όπως πέτυχε, καθώς τού ‘λεγε ο παππούς του, ο κανονιέρης του ‘’Αβέρωφ’’ το ‘’Μετζιτιέ’’ και την τουρκική ναυαρχίδα ‘’Χαϊρεδδίν Βαρβαρόσσα’’ στη ναυμαχία της Λήμνου το 1913. Συγκρατήθηκε, όμως και δεν είπε τίποτα. Δεν παρασύρθηκε ετούτη τη φορά, όπως παρασύρονταν συνήθως τα βράδια στο λόχο. Άλλωστε, ο Κώστας μπορεί να μην εννοούσε εκείνο που υποψιάστηκε αυτός, με την παρατραβηγμένη κάπως προφορά της ‘’μετεκπαίδευσης’’. Κοίταξε μόνο βιαστικά τους άλλους, μήπως και διαπιστώσει κάτι στις εκφράσεις τους, χωρίς να διακόψει ή να εκδηλώσει τη στιγμιαία δική του ταραχή κι έμεινε σιωπηλός. Ο Κώστας συνέχισε, με τον ίδιο πάντα τόνο στη φωνή του. - Ύστερα, το σκοτεινό και καταθλιπτικό αυτό αμπάρι, η ακεφιά, η παράξενη σιωπή που σκεπάζει τα πάντα κάτω απ’ τον αβάσταχτο και μονότονο κρότο του καραβιού και της θάλασσας, οι ανόρεχτες και κατηφείς όψεις των συναδέλφων μας, που πνίγεσαι χωρίς να το θέλεις μέσα στη θλιμένη τους ματιά, τα τριμμένα και ξεθωριασμένα ρούχα μας, οι ασυνήθιστοι μπερέδες μας, η άδικη κι ακατανόητη απαγόρευση να βγούμε λίγο, έστω και λίγοι-λίγοι, πάνω στο κατάστρωμα, να ξανασάνουμε και να συνέλθουμε κάπως απ’ την ολονύχτια ταλαιπωρία μας . . . Τώρα, μάλιστα, που καλμάρισε η θάλασσα . . . Σήκωσε με παράπονο τα μάτια ψηλά προς τα θολά φιλιστρίνια, κοίταξε αργά-αργά και γύρω-γύρω προς τα ψηλά πατάρια του καραβιού και συνέχισε. - Οι οπλισμένοι στρατιώτες εκεί πάνω . . . Το ασταμάτητο πήγαινεέλα τους στα ψηλά σημεία του αμπαριού . . . χωρίς να μας πλησιάζουν . . . χωρίς να μας επιτρέπουν να τους πλησιάσουμε εμείς . . . Έμεινε για λίγο σιωπηλός και ανέκφραστος. Μετά συνέχισε. - Να, όλα αυτά δε μ’ άφηναν όλη τη νύχτα να ησυχάσω. Και τώρα ακόμη με βασανίζουν. Τι ήταν να τα προσέξω; Καλότυχοι αυτοί που δεν έδωσαν καμιά σημασία σε τίποτα απ’ όλα αυτά. Και φαίνονται αρκετοί,
44
πάρα πολλοί τέτοιοι μέσα σε τούτο το μουντό αμπάρι. Ταξιδεύουν αμέριμνοι. Χαλάλι τους. Τώρα, μάλιστα, που κάλμαρε κι η θάλασσα. Δεν φαίνονται να σπάζουν το κεφάλι τους για τίποτα απ’ όλα αυτά, τα οποία εγώ βρίσκω περίεργα και πολύ καταθλιπτικά. Κι όσο καταθλιπτικά τα βρίσκω, άλλο τόσο τα σκέφτομαι. Τα σκέφτομαι και τα ξανασκέφτομαι. Και, κάθε φορά που τα περνώ απ’ το νου μου, με βασανίζουν περισσότερο. Τα τοποθετώ πότε έτσι και πότε αλλιώς στο μυαλό μου, προσπαθώντας να βρω μια εξήγηση . . . Μια απάντηση. Έστω μια μικρή ανακούφιση. Έτσι, όπως τοποθετούν τις μικρές πετρίτσες εκείνοι που κάνουν ψηφιδωτά. Περίεργο όμως! Ενώ εκείνοι , με τις ίδιες πετρίτσες κάνουν χίλιους-δυο συνδιασμούς και παρουσιάζουν πολλά και διαφορετικά σχήματα και παραστάσεις, άλλοτε χαρούμενες και γελαστές κι άλλοτε σκυθρωπές ή λυπημένες, ανάλογα πάντοτε με τις διαθέσεις τους, εγώ, όπως κι αν τοποθετήσω τις σκέψεις μου, καταλήγω πάντοτε στο ίδιο συμπέρασμα. Αποκαρδιωτικό και απαίσιο. Ο Κώστας έμεινε και πάλι για λίγο σιωπηλός. Και οι άλλοι δεν μιλούσαν. Μόνο έδειχναν ζωηρότερη την αγωνία τους. Εκείνος, έβγαλε μηχανικά απ’ την αριστερή τσέπη του χιτωνίου του ένα μαύρο, πολυγωνικό μολύβι, ξυμένο απ’ τη μια μεριά με κοφτερό σουγιά ή ξυράφι κι άρχισε να το παίζει στα χέρια του, κοιτάζοντας αόριστα στο βάθος προς το πίσω μέρος του τεράστιου θάλαμου. Ύστερα, έφερε το βλέμμα του στο μαύρο μολύβι που τριγύριζε στα δάχτυλά του. Το περιεργάστηκε λίγο και συνέχισε. - Μετά, η μια σκέψη φέρνει την άλλη κι όλες δένονται στη σειρά και γίνονται μια ατέλειωτη και πολυπλόκαμη αλυσίδα, όπως είπε νωρίτερα ο Θανάσης. Έτσι είναι ο νους του ανθρώπου. Σαν κι αυτό το μολύβι. Γράφει το ένα γράμμα, μετά γράφει το άλλο, ύστερα το άλλο και το άλλο, χωρίς σταματημό. Αρκεί να βρει το χαρτί και το χέρι να το κρατήσει. Τα γράμματα φτιάνουν τις λέξεις, οι λέξεις τις φράσεις κι αυτές γεμίζουν τις σελίδες και φτιάνουν βιβλία ολόκληρα. Τόμους ατέλειωτους. Έτσι είναι και ο νους μας. Μόνο που αυτός δεν χρειάζεται ούτε χαρτί, ούτε χέρι για να τον κρατήσει. Τρέχει μόνος του. Αρκεί να βρεθούν οι κατάλληλες ψυχικές προϋποθέσεις κι ίσως και το ανάλογο περιβάλλον, για να του δώσουν την αρχική ώθηση. Μετά, δεν έχει σταματημό. Νομίζω, πως αυτή την ασταμάτητη διαδοχή και τη συνεχή σύνδεση των ιδεών και των σκέψεων οι φιλόσοφοι την λένε ‘’θεωρία της συζεύξεως’’. Και πράγματι, γρήγορα και χωρίς να το καταλάβεις, η μια σκέψη σου μεταπηδά στην άλλη και η άλλη στην άλλη. Δένονται όλες μαζί και στη στιγμή ξεδιπλώνεται μπροστά σου μια καταπληκτική σειρά γεγονότων. Ένα παρελθόν ολόκληρο . . . Κάτι τέτοιο έπαθα κι εγώ ξαφνικά, όταν άκουσα το όνειρο του Στρατή. Η σκέψη μου πετάχτηκε απ’ τό ‘να σημείο στο άλλο. Ξεσκέπασε απότομα και χωρίς εγώ καλά-καλά να το καταλάβω ό,τι ως τώρα έμενε θολό και ακαθόριστο στο μυαλό μου, απ’ όσα είδα κι άκουσα μέσα στο καράβι τις λίγες ώρες που είμαστε αμπαρωμένοι σ’ αυτό. Τα συνέδεσε αμέσως-αμέσως με το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, τ’ ανακάτεψε με τα γεγονότα της ολιγοήμερης ζωής μας στο ΚΕΝ, τα έμπλεξε με κάτι άλλα
45
από δω κι από κει περασμένα περιστατικά και μ’ ανάγκασε, χωρίς καθόλου να σκεφτώ, να πετάξω εκείνο το αυθόρμητο ‘’μπράβο’’ στο Στρατή για το όνειρό του. Κι έτσι, τελείως μηχανικά και χωρίς σκέψη ή ιδιαίτερη πρόθεση, πρόσθεσα εκείνα τα υπόλοιπα λόγια για την ομοιότητα του ονείρου του με την ιστορία μας κλπ., που σας ξάφνιασαν. Και, για να είμαι ειλικρινής, ξαφνιάστηκα κι εγώ ο ίδιος με τα λεγόμενά μου, γιατί, καθώς τα ξεστόμιζα, είδα να σχηματίζεται μπροστά μου, απ’ όλα τα επιμέρους κομματάκια του πρόσφατου παρελθόντος μας, ένα παράξενο μεν αλλά ολοκάθαρο ψηφιδωτό. Κάτι που με ξάφνιασε και με τρόμαξε πραγματικά και μένα τον ίδιο. Για να με καταλάβετε, όμως, θα είναι, νομίζω, καλύτερα να αρχίσω απ’ την αρχή. Να πάω λίγο πίσω. Να βάλω όλες τις πετρίτσες μου στη σειρά. Δεν ξέρω, όμως, αν έχετε υπομονή και διάθεση. - Υπομονή; φώναξαν κι οι τρεις μαζί. Όση θέλεις. Διάθεση δε αν πεις; Άλλο τίποτα. - Όχι μόνο υπάρχει υπομονή και διάθεση όση δεν φαντάζεσαι, πρόσθεσε ο Στρατής αλλά και ώρα έχουμε παραπάνω από αρκετή μπροστά μας. Μάλλον ώρες. Γιατί είμαστε μεσοπέλαγα κι ώσπου να φτάσουμε στον Πειραιά έχουμε μπόλικο καιρό ακόμη. - Πρέπει να έχουμε αρκετό καιρό μπροστά μας και νά ‘μαστε πραγματικά μεσοπέλαγα, όπως το διαπιστώνει και ο επί των ναυτικών ζητημάτων ‘’ειδήμων’’, είπε αστειευόμενος ο Θανάσης και, με μια γρήγορη χειρονομία, τράβηξε πειραχτικά το μπερέ του Στρατή και τον μισοκατέβασε μπροστά στα μάτια του. - Λοιπόν, όπως έλεγα και στο Θανάση, όταν εσείς οι δυο κοιμόσασταν, συνέχισε ο Κώστας κι έστρεψε το βλέμμα του προς το Γιώργο και το Στρατή, κατάγομαι απ’ τον Κοκκινόλακκα. Έτσι το λένε το χωριό μου. Είναι ένα μικρό χωριό πάνω στις πλαγιές του Μπέλες, ζωσμένο από κοκκινόχρωμους γκρεμούς και χαράδρες. Ίσως γι’ αυτό του έδωσαν και τέτοιο όνομα. Σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, απ’ το ‘40 και δώθε, όλο το χωριό μας, καθώς και τα γύρω χωριά, προσπαθούσαν να βοηθήσουν και να συνδράμουν τους στρατιώτες μας που πολεμούσαν και αντιστέκονταν στην πρώτη γραμμή. Δυστυχώς, δεν κρατήσαμε πολύ κι αυτό είναι άλλη ιστορία κι ο εχθρός πέρασε τα σύνορα. Απ’ την πρώτη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στον τόπο μας, ως την τελευταία που έφυγαν, όλοι εμείς εκεί πάνω στα βουνά, τους πολεμήσαμε ασταμάτητα. Σύντομα ήρθαν κι άλλοι απ’ τους κάμπους και τις πολιτείες, που δεν άντεχαν κι αυτοί στη σκλαβιά, γίναμε πολλοί και όλοι μαζί χτυπούσαμε χωρίς οίκτο τους στραγγαλιστές της λευτεριάς μας. Αυτό, φυσικά, γίνονταν σ’ όλα τα βουνά της πατρίδας μας, γιατί ήταν πολλοί οι πατριώτες που δεν άντεχαν σκλαβωμένοι. - Ήταν, όμως και ορισμένοι, που κοίταξαν να βολευτούν δίπλα στον κατακτητή, πρόσθεσε μπαίνοντας στη μέση ο Γιώργος. - Κι αυτοί ήταν οι πιο επικίνδυνοι κι οι πιο αδίσταχτοι και σκληροί. Εξαιτίας αυτών των ανθρώπων, η πατρίδα μας έπαθε πολλά και πάρα πολλοί πατριώτες έχασαν και τη ζωή τους ακόμη, συμπλήρωσε ο Θανάσης.
46
- Ο ένας μου ο αδερφός, συνέχισε ο Κώστας, πρώτος πάντα στις μάχες, προδόθηκε από δικούς μας ανθρώπους των εχθρών κι ένα βράδυ, καθώς έμπαινε ανύποπτος στο χωριό, πιάστηκε. Παραδόθηκε στους Γερμανούς και εκτελέστηκε. Οι τρεις φίλοι κοίταξαν με συμπόνια τον Κώστα κατάματα. Κανείς δεν μίλησε. Τα βλέμματά τους έλεγαν πολλά. Μάλιστα, ο Στρατής που καθόταν δίπλα του άπλωσε το χέρι του και τού ‘σφιξε το μπράτσο. Ο Κώστας έσφιξε την καρδιά του, κράτησε αναλλοίωτο το βλέμμα του και συνέχισε. - Ο πατέρας μου κι ο άλλος μου αδερφός, ο μεγαλύτερός μου, έμειναν ανάπηροι πολεμώντας για την πατρίδα. Κι εγώ ήρθα να καταταγώ στρατιώτης. Ήρθα να προσθέσω τον εαυτό μου μέσα στις τόσες χιλιάδες των νέων, για να φτιάξουμε όλοι μαζί νέο και δυνατό στρατό. Να δώσουμε δύναμη στην αδύνατη απ’ την κατοχή και τη σκλαβιά πατρίδα μας. Να περιφρουρήσουμε την τιμή της, την ανεξαρτηρία της, τη λευτεριά της. Μ’ αυτό το πνεύμα και μ’ αυτή την ελπίδα ήρθα στο ΚΕΝ της Αλεξανδρούπολης, όπου καθόριζε η διαταγή του ΓΕΣ να παρουσιαστώ. - Μα, εσένα δεν έπρεπε να σε πάρουν καθόλου, γιατί έχεις θύμα πολέμου και δυο ανάπηρους απ’ τον πόλεμο στην οικογένειά σου, είπε ο Γιώργος. - Δεν έχει ρυθμιστεί το θέμα αυτό ακόμη για τα θύματα της κατοχής, είπε ο Θανάσης. - Ε, τότε, όπου νά ‘ναι, θα το κανονίσουν και σε βλέπω γρήγορα πολίτη, πρόσθεσε κάπως με κέφι ο Στρατής. - Ας είναι έτσι όπως το λέτε. Πάντως, εγώ παρουσιάστηκα τη μέρα που έπρεπε και ντύθηκα κανονικά στρατιώτης. Βρέθηκα στον τέταρτο λόχο κι εκεί γνώρισα το Στρατή. Μαζί στην ίδια διμοιρία, στην ίδια ομάδα. Αυτός νησιώτης, εγώ στεριανός. Βουνίσιος καλύτερα. Ήταν κι άλλοι βουνίσιοι κι άλλοι θαλασσινοί. Δεν τα πηγαίναμε κι άσχημα. Σε τρεις μέρες πήραμε όπλα και τα γυμνάσια άρχισαν κανονικά. Δεν ξέρω γιατί, εμένα με ξεχώρισαν απ’ τις πρώτες κιόλας μέρες. Μου έδωσαν ένα αυτόματο ‘’τόμιγκαν’’ και κάθε πρωί μου έδιναν μια διμοιρία, για να τους κάνω ασκήσεις. Όλα ήταν καλά παιδιά κι οι μέρες μας περνούσαν γεμάτες ενδιαφέρον. Ασκήσεις – θεωρία, θεωρία – ασκήσεις. Και τις ελεύθερες ώρες πειράγματα, αστεία και καλαμπούρι. Ας φαινόταν κάπως μονότονη η απασχόλησή μας. Ανοίγονταν μια καινούρια ζωή μπροστά μας. Και ιδίως για τους άβγαλτους. Δίνονταν η ευκαιρία σ’ αυτούς, να κάνουν τα πρώτα βήματα και να βγουν στον κόσμο. Ένας απ’ αυτούς ήμουν κι εγώ. Δίνονταν σ’ όλους μας η ευκαιρία, να συναναστραφούμε και να γνωρίσουμε από κοντά πολλούς και διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Να μάθουμε απ’ τη ζωή τους και να μάθουν κι εκείνοι απ’ τη δική μας. Μεγάλη υπόθεση αυτή η γνωριμία. Η τριβή ανάμεσα σε διαφορετικούς τύπους, σου δίνει χειροπιαστή τη διαφορά του καλού απ’ το κακό. Ταυτόχρονα, απαλαίνει το ήθος και αφαιρεί τις αντιξοότητες επικοινωνίας του ατόμου με το κοινωνικό σύνολο. Τοποθετεί το χαρακτήρα του καθενός σε καινούρια σκαριά. Κι αν τα σκαριά αυτά προετοιμαστούν και
47
στηθούν σωστά, τότε, με το τέλος της θητείας μας, θα ξεπηδήσουν μέσα απ’ αυτά σωστοί και ώριμοι πολίτες. - Γι’ αυτό χρειάζονται καλοί εκπαιδευτές και καλοί αξιωματικοί, είπε ο Γιώργος. - Ακόμη-ακόμη και καλοί παλιοί στρατιώτες, για να δίνουν πάντα το καλό παράδειγμα στους καινούριους, πρόσθεσε ο Θανάσης. - Παλιούς στρατιώτες δεν βρήκαμε πολλούς στο λόχο κι έτσι αναλάβαμε εμείς οι καινούριοι όλες τις φροντίδες. Μόνο ένα λοχία βρήκαμε απ’ τη Χαλκιδική, καλό παιδί, τον οποίο είχαμε και διμοιρίτη μας στη διμοιρία που ανήκαμε οργανικά με το Στρατή. - Το Χριστόφορο, συμπλήρωσε ο Στρατής. Πραγματικά, χρυσό παιδί. Λεβεντιά. - Κι ένα-δυο ανθυπολοχαγούς, όλο αγριάδα και φιγούρα. Ο ένας ήταν Κρητικός. Μανώλη νομίζω πως τον έλεγαν. Ναι, Μανώλη Χρυσικάκη . . . Χρυσιδάκη . . . Ασημάκη, κάπως έτσι. Πάντως, ήταν όλο νεύρα και φωνές. Κατά βάθος, όμως, φαίνονταν καλός και έξυπνος άνθρωπος. Ήταν ‘’επόπτης εκπαιδεύσεως’’ και γύριζε όλη τη μέρα στο πεδίο ασκήσεων, παρακολουθώντας τις διμοιρίες. Τον άλλο, σπάνια τον βλέπαμε. Επίσης, σπάνια βλέπαμε και το λοχαγό μας. Αυτός ήταν όλη τη μέρα χαμένος στο γραφείο του. - Λέγονταν Αριστομένης Γραβός, συμπλήρωσε και πάλι βιαστικά ο Στρατής. - Σωστά, είπε ο Κώστας. Αυτό ήταν το όνομά του. Ετούτος ήταν ένας στριφνός, εγωιστής και παράξενος τύπος. Μέτριος στο ανάστημα, μετριότερος στο ύφος και μετριότατος στο χαρακτήρα και στις γνώσεις. Με ίσια μαλλιά, μεγάλο μέτωπο και στρογγυλωπό κόκκινο πρόσωπο. Τα μάτια του μεγάλα και πεταγμένα λίγο απ’ τις κόγχες τους. Παρίστανε το σπουδαίο και κρατούσε ύφος και μεγάλο τουπέ. Δεν του ταίριαζαν καθόλου τα αστέρια. Κι όμως, κουβαλούσε έξι. Τρία σε κάθε επωμίδα. Ο ίδιος τα γυάλιζε σχολαστικά κάθε πρωί. Ούτε στο παράστημά του, ούτε στο ύφος του, ούτε και στους τρόπους του έβρισκε κανείς ίχνη από κείνα τα στοιχεία που συγκροτούν έναν πραγματικό λοχαγό. Ένα σωστό αξιωματικό, με την έννοια του ανώτερου κι ολοκληρωμένου ανθρώπου. Όπως ήταν, για παράδειγμα, ο λοχαγός του τρίτου λόχου, καθώς έλεγαν εκείνοι που τον είχαν γνωρίσει. Ο κύριος Γραβός ήταν τελείως άλλο πράγμα. Όπως έλεγε σκοπτικά ένας συνάδελφος, έλλειπαν τα φωνήεντα και τα σύμφωνα που έφτιανταν τη λέξη ‘’λοχαγός’’ και υπήρχαν μόνο τα δύο όμικρον. Δηλαδή δύο μηδενικά. Κάποιος άλλος στρατιώτης, παράξενος τύπος, που όλοι τον φώναζαν ‘’ο Αβέρτος’’, για να αναγγείλει την παρουσία του λοχαγού σε τυχόν ανύποπτους στρατιώτες φώναζε: ‘’Μηδέν επί μηδέν, ίσον μηδέν’’. Ο Αριστομένης αποκαλούσε τον εαυτό του ‘’ο μένων άριστος λοχαγός’’. Έτσι ερμήνευε την έννοια του ονόματός του. Του άρεσαν πολύ οι τυπικότητες και ιδίως οι κανονικές παρουσιάσεις των κατωτέρων του στις αναφορές. Έδινε μεγάλη σημασία στους τύπους κι έχανε κυριολεκτικά την ουσία. Σ’ ένα μάθημα για τα καθήκοντα του σκοπού, μας είπε πως το ύψιστο καθήκον του στρατιώτη-σκοπού είναι
48
να παραμένει άγρυπνος στη σκοπιά του, ώστε να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή, να δει τον εφοδεύοντα αξιωματικό και να παρουσιαστεί σ’ αυτόν κανονικά. Κάποιος στρατιώτης, ξαφνιασμένος απ’ τα λεγόμενά του και θερμόαιμος καθώς ήταν, φώναξε μ’ απορία. ‘’Να αγρυπνά για να παρουσιαστεί κανονικά στον εφοδεύοντα; Και η φρούρηση της θέσης; Τότε πετάχτηκε ο Αβέρτος και είπε. ‘’Αρκριβώς, για το λόγο αυτό και για να καλυφθούν αμφότερα τα αντικείμενα, έχουμε τη διπλοσκοπιά’’. ‘’Μπράβο’’, είπε ο λοχαγός, χωρίς να πιάσει καθόλου την απάντηση. ‘’Εξαιρετικά. ‘’Άριστα’’. Κι ο Αβέρτος συμπλήρωσε. ‘’Ευχαριστώ, κύριε λοχαγέ. Ο Αρίστος στους αρίστους πάντα βάζει άριστα’’. Όλοι γέλασαν στην αίθουσα. Κι ο λοχαγός μαζί τους. Λέγαν πως ήταν καραβανάς. Ευλογημένος από καταστάσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Γι’ αυτό τον έλεγαν και ‘’εποχιακό’’. Το πώς πήρε τόσα αστέρια ούτε κι ο ίδιος το κατάλαβε. Όταν μιλούσε, έδειχνε αμέσως το ποιόν του. Και ο απλούστερος άνθρωπος καταλάβαινε εύκολα πόσο αστοιχείωτος ήταν. Για μας, όμως, ήταν ο ‘’κύριος λοχαγός’’. Εκτός, λοιπόν, απ’ αυτούς τους λίγους που ανάφερα, βρήκαμε ένα επιλοχία και μερικούς άλλους στρατιώτες. Δυο ήταν μάγειροι, ένας ταχυδρόμος και ένας-δυο ακόμη στη διαχείριση. Έναν απ’ αυτούς, μάλιστα, τον έλεγαν Βαγγέλη Ντεσεπρή. Μου έκανε εντύπωση το όνομά του, γιατί θυμάμαι πως με το επίθετο αυτό είχαμε κάποιον στο χωριό. Ξένος, ολομόναχος, περαστικός είχε βρεθεί στα μέρη μας τον καιρό της κατοχής. Τον συνέλαβαν, όμως, γερμανοντυμένοι δικοί μας και τον παρέδωσαν στους Γερμανούς. Αργότερα, μάθαμε πως εκείνοι τον έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Με την πρώτη ευκαιρία ρώτησα μια μέρα στο λόχο το Βαγγέλη σχετικά αλλά μου είπε πως δεν ξέρει τίποτα. Ίσως να πρόκειται για απλή συνωνυμία. Ίσως ο Βαγγέλης να είχε λόγους να αποκρύψει κάποια τυχόν συγγένεια που είχε μαζί του . . . Ποιος ξέρει! Στο λόχο μας ήταν, επίσης κι ο Αβέρτος, που ανάφερα και νωρίτερα. Τύπος παράξενος. Γύριζε όλη τη μέρα πάνω-κάτω μέσα στο λόχο, χωρίς να κάνει τίποτα. Τριγύριζε συνέχεια, χωρίς κανένα υπηρεσιακό λόγο δώθε-κείθε, ανενόχλητα, αδέσμευτα, αβέρτα. Γι’ αυτό πιστεύαμε πως του κόλλησαν και το παρατσούκλι ‘’ο Αβέρτος’’. Το πραγματικό του όνομα ήταν νομίζω Παναγιώτης ή Λέανδρος. Άλλοι τον θέλαν Πέτρο ή Λεωνίδα. Αυτός τα δέχονταν όλα και δεν διαμαρτύρονταν για κανένα. Ήταν, όμως, σ’ όλους γνωστός με το παρατσούκλι, ο Αβέρτος. Ο Αβέρτος λοιπόν, άλλοτε παρουσιάζονταν καλοσιδερωμένος και περιποιημένος κι άλλοτε τσαλακωμένος, λερωμένος και αξύριστος. Πάντοτε, όμως, κεφάτος και ευδιάθετος. Σφύριζε ή τραγουδούσε καθώς γύριζε άσκοπα τις περισσότερες φορές μέσα στο στρατόπεδο. Πείραζε τους πάντες και δέχονταν τα πειράγματα όλων. Πολλοί απ’ τους παλιότερους τον χαιρετούσαν κανονικά και τον φώναζαν με το περίεργο για μας τους νέους. ‘’Πάντα θα ζει’’.
49
Κι αυτός, αντί να θυμώνει, απαντούσε με κέφι. ‘’Θα ζει. Θα ζει και πάντα θα ζει’’. Από πού ξεφύτρωσε και πώς καθιερώθηκε σα χαιρετισμός και σαν παρατσούκλι αυτό το ‘’πάντα θα ζει’’, ήταν ένα μυστήριο για όλους μας. Ο Αβέρτος ήταν ομιλητικός, ετοιμόλογος κι ήξερε να απαντάει πάντοτε μ’ ένα αστείο ή ένα πείραγμα. Μπορούσε να μπαίνει στην οιποιαδήποτε συζήτηση ευκολότατα και πάντοτε μ’ ένα ξεχωριστό και ραφιναρισμένο χιούμορ. Όταν τον ρωτούσαμε από πού κατάγεται, απαντούσε στερεότυπα. ‘’Απ’ τη μητέρα Γη’’. Κι όταν ζητούσαμε να μάθουμε ποιο είναι το χωριό του και ο τόπος του, απαντούσε πως είναι πολίτης της Οικουμένης. ‘’Οικουμενικός, οικουμενικός’’, έλεγε, ‘’αλλά προς Θεού όχι πατριάρχης’’. Επίσης, όσο αφορούσε την ειδικότητά του, έλεγε πως είναι βοηθός σιτιστή ή γραφέας στο Κέντρο. Άλλοτε πάλι έλεγε πως ήταν στρατιωτικός ρεπόρτερ, καθηρημένος ανθυπολοχαγός ή πράκτορας της Μαφία. Πολλές φορές μας νουθετούσε και μας υποδείκνυε τρόπους καλής συμπεριφοράς και ταυτόχρονα δεν δίσταζε να διακηρύττει με περηφάνια, πως ήταν πέντε μήνες στρατιώτης και πως είχε 230 μέρες φυλακή. Κανένας δεν μπορούσε να βρει άκρη, ποια απ’ τα λεγόμενά του ήταν πραγματικότητες και ποια φαντασίες. Αστειευόταν με όλους, τους πείραζε όλους κι ήταν πάντοτε εύθυμος και ανοιχτόκαρδος. Του άρεσε να του διηγούμαστε ιστορίες απ’ α χωριά μας. Για τη ζωή και τις συνήθειες των κατοίκων, για τη φύση, για την ύπαιθρο. Περισσότερο, ήθελε να ακούει για τα βουνά της Μακεδονίας και για τις ηρωικές μάχες που έγιναν κατά καιρούς σ’ αυτά. Από τέτοιες ιστορίες, ιδίως για τα χρόνια της κατοχής, ήξερα αρκετές και του έλεγα από καμιά, όταν μας δίνονταν η ευκαιρία. Όλες τις άκουγε με προσοχή. Με τόση προσοχή, που νόμιζες πως κάτι έψαχνε να βρει ανάμεσά τους. Ιδίως τις μάχες γύρω απ’ το Μπέλες δε χόρταινε να τις ακούει. Μερικές φορές μου φαίνονταν πως το βλέμμα του άστραφτε περισσότερο και τα μάτια του νόμιζα πως στο βάθος τους υγραίνονταν. Μάλιστα, όταν πρωτοανάφερα τον καπετάν Δρόσο και το πρωτοπαλίκαρό του τον Αρτέμη, που έπεσαν μαζί στην ίδια μάχη, σκίρτησε η καρδιά του και τα μάτια του άστραψαν ξαφνικά. Ένιωσα ολοκάθαρα την ταραχή του αλλά δεν του είπα τίποτα. Συγκρατήθηκε κι αυτός και γρήγορα ξαναπήρε το ήρεμο και αφελές γνώριμο ύφος του. Τον έβλεπα, πως μαζί μου ένιωθε κάποια ξεκούραση και τα βράδια έψαχνε να με βρει, για να του διηγηθώ και πάλι καμιά απ’ τις αγαπημένες του ιστορίες. Τις μέρες έρχονταν συχνά στο πεδίο ασκήσεων, πίσω απ’ τα κτίρια του λόχου και, καθισμένος ολομόναχος στον ίσκιο κάποιου δέντρου, κοίταζε από μακριά, πότε αμέριμνος και πότε σκεπτικός και παρακολουθούσε πώς κάναμε ασκήσεις εμείς οι νεοσύλλεκτοι. Ο επιλοχίας του λόχου ήταν ένας πολύ ψηλός κι αδύνατος μόνιμος λοχίας, μεγάλος σε ηλικία, νευρικός και φωνακλάς. Καλύτερα να μην έμπλεκες μαζί του. Δεν υπήρχε κατανόηση ούτε σταγόνα.
50
Ένα καλοκάγαθο και απλό παιδί ήταν ο ταχυδρόμος. Μας μοίραζε τα γράμματά μας τα βράδια στο προαύλιο του λόχου, μόλις γυρίζαμε απ’ το βραδινό συσσίτιο. Όλο ευγένεια και κατανόηση. Η διανομή, όμως, της αλληλογραφίας απ’ τον ίδιο τον ταχυδρόμο δεν κράτησε πολύ. Ύστερ’ από λίγες μέρες, τα γράμματα μας τα μοίραζε ο επιλοχίας και μάλιστα σε ορισμένους δεν τα έδινε την ίδια στιγμή στο χέρι αλλά τους έλεγε να πάνε αργότερα να τα πάρουν απ’ το γραφείο του ή απ’ το γραφείο του λοχαγού. Γιατί αυτή η ιδιαίτερη ‘’περιποίηση’’ και τι συνέβαινε στα γραφεία αυτά κατά τη διάρκεια της παραλαβής δεν έμαθε ακόμη κανένας τίποτα. Μόνο όσοι πήραν τέτοια γράμματα ξέρουν κάτι. Με τον ταχυδρόμο συναντιόμασταν τις ελεύθερες ώρες στην καντίνα και συζητούσαμε ή παίζαμε κάπου-κάπου και κανένα ντόμινο. Τον έλεγαν Φώτη κι ήταν τριτοετής της Φιλοσοφικής. Του άρεσε πολύ η ιστορία κι είχε μερικά βιβλία μαζί του, ιδίως μεταφράσεις ξένων ιστορικών. Μπορούσε να διαβάζει και να γεφυλλίζει τα βιβλία του μερόνυχτα, για να ξεδιαλύνει ένα ιστορικό σημείο και να βρει την πραγματική αλήθεια. Κάτι καταφέρνω κι εγώ με την ιστορία και κάναμε καλή παρέα. Βέβαια, αυτός ήταν χιλιόμετρα μπροστά από μένα. Παρ’ ότι ένιωθα κατώτερος στις γνώσεις, μου άρεσε πολύ ο τύπος του και επιδίωκα την παρέα του. Άλλωστε, δε μάθαινα και λίγα απ’ αυτόν. Γεροδεμένο και ψηλό παιδί ο Φώτης, με πυκνά μαλλιά και λαμπερά μάτια, ήταν πάντοτε ήρεμος και ομιλητικός. Ήσυχος και φιλότιμος καθώς ήταν, δέχονταν με ευχαρίστηση τα όμορφα και έγυπνα αστεία. Δεν ανέχονταν, όμως, σαχλοεξυπνάδες και άνοστα πειράγματα. Τον Αβέρτο τον συμπαθούσε για την ανοιχτή του καρδιά και το ντόμπρο χαρακτήρα του και πολλές φορές τον θαύμαζε για την ευστροφία του μυαλού του και την πετυχημένη κατά κανόνα αθυροστομία του. Πάντοτε, όταν μιλούσαμε γι’ αυτόν, ένιωθα πως έτρεφε κάποια εκτίμηση για το άτομό του κι έδειχνε, αν και πολύ καλυμμένα, ένα σεβασμό ή και κάποιο οίκτο για τον τόσο αστείο και φαιδρό για τους άλλους συνάδελφό μας. Ποτέ, όμως, δεν τον ρώτησα να μου πει κάτι περισσότερο απ’ όσα μόνος του μού ‘λεγε. Ο Φώτης έπαιρνε εύκολα μέρος στις συζητήσεις και πάντοτε ξανοίγονταν ως εκεί που του επέτρεπαν οι γνώσεις του. Και οι γνώσεις του του άνοιγαν πλατιά όρια και ευρύτατο πεδίο για συζήτηση. Αυτός, όμως, ποτέ δεν εκμεταλλεύονταν όσο έπρεπε τις δυνατότητές του στις συζητήσεις με τους συναδέλφους του. Μόνο και μόνο, μην τον περάσουν για επιδειξία ή εξυπνάκια. Όλες τις ελεύθερες ώρες του τις περνούσε διαβάζοντας ή παίζοντας ντόμινο. Έπαιζε καλό ντόμινο. Μάλιστα, είχε και την υπομονή να διδάξει το παιχνίδι σ’ όσους δεν το ήξεραν και ήθελαν να το μάθουν. Του άρεσε να κάθεται στο πιο απόμερο τραπέζι, στο βάθος της δεξιάς γωνίας της καντίνας. Το τραπέζι εκείνο ήταν γνωστό σαν το τραπέζι του ταχυδρόμου. Πάνω απ’ το ‘’τραπέζι του ταχυδρόμου’’, στον ένα τοίχο της γωνίας, ήταν κρεμασμένος ένας αυγοειδής και αρκετά μεγάλος αλλά φτηνός καθρέφτης, περιζωμένος γύρω-γύρω, πάνω στο ίδιο του το γυαλί, με πολύχρωμα μπογιατιστά λουλούδια και μικρά χρωματιστά πουλιά, που όλα μαζί έφτιαχναν μια πρωτότυπη κορνίζα.
51
Στον άλλο τοίχο, τον κάπως πιο επίσημο και στο ίδιο περίπου ύψος με τον καθρέφτη, ήταν κρεμασμένο ένα χιονισμένο τοπίο μιας απόκρημνης μισοδασωμένης χαράδρας των Άλπεων ή κάποιου άλλου ξένου ορεινού συγκροτήματος, κορνιζωμένο κι αυτό με μια μισοξεφλουδισμένη ξύλινη χοντρή κορνίζα. Εκεί, στο κάδρο αυτής της κορνίζας σφήνωνε ο ταχυδρόμος τα αζήτητα γράμματα και τις διάφορες μικροανακοινώσεις του. Μια μέρα λοιπόν, καθισμένοι με το Φώτη στο γνωστό μας πια τραπεζάκι, σκύβει κάπως πιο κοντά προς το μέρος μου και μου λέει με χαμηλή φωνή. ‘’Ο λοχαγός μας πρέπει να έχει πάρα πολλούς φίλους στο σώμα της Χωροφυλακής. Τελευταία, του φέρνω γράμματα όλο από αστυνομικές Διοικήσεις και αστυνομικά τμήματα. Όχι πως έχω κάτι προσωπικό με τους καλώς εννοούμενους χωροφύλακες, γιατί κι αυτοί, καλώς εχόντων των πραγμάτων, κάνουν το καθήκον τους και προσφέρουν μια σπουδαία υπηρεσία στην κοινωνία. Γιατί, κράτος και κοινωνία στον αιώνα μας –την σήμερον την ημέρα, που λέει κι ο Αβέρτος- χωρίς αστυνομία, πώς να σταθεί και να ζήσει! Αλλά . . . να . . . ξέρω κι εγώ . . . κάτι δε μ’ αφήνει να συμβιβαστώ εκατό στα εκατό μαζί τους. Ίσως να επενεργεί και σε μένα, χωρίς να το θέλω, η έντονη εκείνη αντιπάθεια, που επικρατούσε παλιότερα και που ακόμη επικρατεί ως ένα βαθμό, ανάμεσα σε στρατιώτη και χωροφύλακα. Κανονικά, αυτή τη διάσταση τη βρίσκω αδικαιολόγητη. Δεν ξέρω, όμως, γιατί εξακολουθούμε ακόμη να καλλιεργούμε, έστω και σιωπηρά, ανύπαρκτες στην ουσία διαφορές. Ίσως οι κακές και πολύ λανθασμένες αντιλήψεις περί πολιτικής. Ίσως ο άμετρος συνήθως κομματισμός του σώματος αυτού . . . Ίσως η αδικαιλόγητη πολλές φορές επέμβασή του στην καθημερινή μας ζωή’’. Ο Φώτης, λέγοντας αυτά, πήρε ένα απ’ τα έξι στημένα πούλια του, που τα είχε ξεχωρίσει και στεκόταν όρθια μπροστά του, με την ανάποδή τους γυρισμένη προς εμένα, για να μη βλέπω την καλή τους μεριά και το έβαλε στο τραπέζι, με την όψη προς τα πάνω, ανοίγοντας το παιχνίδι. Ήταν πεντάρες. Σηκώνοντας το βλέμμα του απ’ τη μέση του τραπεζιού, κοίταξε ίσια στον αυγοειδή καθρέφτη, που ήταν κρεμασμένος απέναντί του και είπε στο στρατιώτη που μόλις είχε μπει στην καντίνα και στεκόταν όρθιος από πάνω του, λίγο πιο πίσω του δεξιά. ‘’Τι λες και συ, κύριε Λουλούδια; Έπαιξα καλά;’’ Ο Λουλούδιας, που μόλις είχε ποζάρει η φάτσα του στον καθρέφτη, καθώς διάβαινε την πόρτα της καντίνας κι έγινε αντιληπτός έγκαιρα απ’ το συμπαίκτη μου, ήταν ένας κοντός, κακοσούλουπος στρατιώτης, με ξεβαμμένα μάτια, αραιά φρύδια και ξεθωριασμένα κι άτονα χαρακτηριστικά. Με φαρδύ χιτώνιο, μεγάλο παντελόνι, που έφτανε σχεδόν ως τις μασχάλες κι ένα δίκοχο που τού ‘πεφτε ως τ’ αφτιά. Το επίθετό του ήταν Ανθίδης ή Ανθόγλου ή Άνθογλου ή κάπως έτσι, γι’ αυτό ίσως κι όλοι στο λόχο τον φώναζαν ‘’Λουλούδια’’. Ίσως πάλι, να του είχαν βγάλει και να του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι αυτό απ’ το πνεύμα της λαϊκής εκείνης παροιμίας που λέει. ‘’Ο λολός λουλούδια’’. Έτσι λέει συνήθως ο λαός μας, όταν πρόκειται να χαρακτηρίσει μια
52
κουτή πράξη ή μια επιπόλαια ενέργεια ενός κουτού και άμυαλου ανθρώπου. Πάντως, απ’ όπου κι αν προέρχονταν η προσωνυμία αυτή, από τότε που τον πρωτοφώναξε ‘’Λουλούδια’’ ο Αβέρτος, καθιερώθηκε αμέσως και επικράτησε απόλυτα στο λόχο. Έλεγε, λοιπόν, ο Λουλούδιας πως κατάγονταν από μεγάλη οικογένεια των Αθηνών. Πως είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και πως ήθελε να πάει στη σχολή Ευελπίδων ή στην ΕΣΑ (Στρατιωτική Αστυνομία). Το κοντό του, όμως, ανάστημα, το παράξενο σουλούπι του και το πάντοτε κακό και άνευ προηγουμένου άχαρο ντύσιμό του, έδιναν λαβή σ’ όλους στο λόχο, να τον περιπαίζουν και να τον κοροϊδεύουν για την επιθυμία του αυτή. Ο Αβέρτος μου είχε πει κάποτε, πως ο πατέρας του Λουλούδια ήταν στενός συνεργάτης των Γερμανών και πως με την ιδιότητά του αυτή είχε κάνει μεγάλη περιουσία στα χρόνια της κατοχής. Μάλιστα, θυμάμαι πως ρώτησα και το Φώτη γύρω απ’ τα λεγόμενα αυτά του Αβέρτου αλλά αυτός, ούτε τα επιβεβαίωσε, ούτε και τα απόρριψε. Το μόνο που έκανε ήταν να ψάξει ανάμεσα στο μάτσο των επιστολών που κρατούσε συμπτωματικά στα χέρια του εκείνη τη στιγμή και να μου δείξει ένα γράμμα που απευθύνονταν στο Λουλούδια, μέσα σε πολυτελέστατο φάκελο, χωρίς να πει λέξη. Δε ρώτησα περισσότερα. Ούτε κι εκείνος είπε κουβέντα. Ο Λουλούδιας προσπαθούσε πάντοτε να κάνει τον πολύξερο και να μεταχειρίζεται βαριές και στραπατσαρισμένες ελληνικούρες στις κουβέντες του. Όσοι ‘’κατείχαν’’ λίγο-πολύ την ελληνική γλώσσα κι είχαν διάθεση να γελάσουν, του μιλούσαν καθαρευουσιάνικα. Έκαναν πως τον θαύμαζαν για τα σωστά ελληνικά του. Εντυπωσιάζονταν, δήθεν, απ’ την καθαρή φωνητική του, την ορθοτονισμένη προφορά του και την καλοχρωματισμένη εκφραστικότητά του. Τον κούρδιζαν και τον ανάγκαζαν, χωρίς αυτός να το καταλαβαίνει, να αραδιάζει συνεχώς ελληνικούρες, τη μια πίσω απ’ την άλλη, έτσι που η κάθε επόμενη ήταν χειρότερη απ’ την προηγούμενη και να γελούν ασταμάτητα όλοι με τις κοτσάνες του. Μάλιστα, ο Αβέρτος όταν τον συναντούσε τον αποκαλούσε μεγαλόφωνα και πολύ χαρακτηριστικά. ‘’Ο κύριος Κοτσάνογλου ο Βους‘’. Κοτσάνογλου ο πρώτος ήταν γι’ αυτόν ο λοχαγός. Σε κάθε τους συνάντηση τού ‘κανε πάντοτε, από απόσταση μερικών βημάτων μια ελαφριά υπόκλιση, βγάζοντας κοροϊδευτικά το δίκοχό του σε ένδειξη, δήθεν, σεβασμού και φώναζε δυνατά, για να ακούν όλοι γύρω του. Καλημέρα σας κύριε Κοτσάνογλου Βου . Ο Κοτσάνογλου έκανε συνήθως μια περιφρονητική χειρονομία και προσπερνούσε, χωρίς να του δίνει, δήθεν, σημασία. Είναι αλήθεια πως, σαν τρομερά κενόδοξος που ήταν, του άρεσε πολύ το πρώτο μέρος του χαιρετισμού. Εκείνο το ‘’καλημέρα σας κύριε’’. Με τον πληθυντικό ιδίως, το κύριε ακουγόταν θαυμάσια στ’ αφτιά του. Εκείνο που δεν του άρεσε καθόλου ήταν το άλλο μέρος. Το ‘’Κοτσάνογλου Βου’’. Γι’ αυτό και πάντοτε στη συνείδησή του υπογράμμιζε το πρώτο, με το οποίο και ηδονίζονταν η μικρότητά του και ο εγωίσμός του κι άφηνε απαρατήρητο το δεύτερο, δείχνοντας,
53
τάχα, μεγαλοψυχία στην αμάθεια και στην έλλειψη τρόπων και αρχών καλής συμπεριφοράς του Αβέρτου. Ο Λουλούδιας ήταν θρασύς και ενοχλητικός τύπος. Πάντοτε έμπαινε στη μέση κάθε συζήτησης και πάντοτε εξέφραζε γνώμη, που ήταν οπωσδήποτε αντίθετη απ’ τη γνώμη των άλλων. Στη διαφωνία και στην αντιλογία νόμιζε πως φαίνονταν η αξία του. Αν συμφωνούσε, δε θα φαινόταν πως κάτι ήξερε. Έτσι νόμιζε. Δε διαφωνούσε, όμως, ποτέ με το λοχαγό, τον επιλοχία και τους άλλους μικροανωτέρους του, ακόμη και σε εξωυπηρεσιακά ζητήματα. Άσχετα με το πόσο άδικο είχαν αυτοί ή απλούστατα πόσο ήξεραν τι έλεγαν. Μ’ αυτούς έδειχνε μια απεριόριστη δουλικότητα κι έναν άνευ προηγουμένου ραγιαδισμό. Ο Αβέρτος τους έβαζε όλους αυτούς τους λιγόμυαλους στην ίδια μοίρα. Καμιά φορά, όταν τύχαινε να τους συναντήσει όλους μαζί συγκεντρωμένους, να σαχλοσυζητούν και να προσπαθούν να αυτοπροβάλουν τον εαυτό τους και να επιδείξουν το μέγεθος της κενοδοξίας και της κατωτερότητάς τους, αθυρόστομος καθώς ήταν, έλεγε δυνατά στο διπλανό του, κρατώντας τον ταυτόχρονα σφιχτά απ’ το μπράτσο και προσποιούμενος πως τον τραβούσε, τάχα, προς το μέρος του. ‘’Μείνε μαζί μας, φίλε. Τι θέλεις να πας στους απέναντι. Άσε τα εγκώμια και τους θαυμασμούς. Κάνε παρέα με καλούς ανθρώπους. Έτσι, έχεις μεγάλες πιθανότητες να γίνεις μια μέρα και συ ένας καλός σαν κι εμάς άνθρωπος’’. Και, με δυνατότερη φωνή, πρόσθετε απευθυνόμενος στην παρέα των ‘’μεγάλων’’. ‘’Έτσι δεν είναι, κύριε Λουλούδια; Σεις δεν είπατε ότι ένας ανόητος βρίσκει πάντοτε έναν άλλο ανόητο για να τον θαυμάσει; Ή μήπως σας συγχαίω με το Νικόλαο Ντισπρέ; Όχι. Όχι, Είμαι βέβαιος. Δικό σας ήτο το ρητόν. Και σας παρακαλώ μη μου φέρετε αντίρρησιν’’. Κι εκείνος, για να φέρει την αντίρρησή του και να δείξει και την πολυμάθειά του, έλεγε. ‘’Επιλανθάνετε κύριε’’ (κάνετε λάθος πάνω στο λάθος). ‘’Εγώ είπον την ρήσιν και ουχί ο Βαγγέλης Ντεσεπρής (εννοώντας το σιτιστή του λόχου). Με τους συναδέλφους του ο Λουλούδιας είχε πάντοτε διαφορετική γνώμη, ακόμη και για τα πιο απλά ζητήματα. Ήταν ο αντιρρησίας του λόχου. Ο ταχυδρόμος το ήξερε πολύ καλά αυτό, γι’ αυτό και τον ρώτησε μόλις μπήκε στην καντίνα. - Τι λες και συ, κύριε Λουλούδια; Έπαιξα καλά; Ο Λουλούδιας, κοίταξε το διπλό πεντάρι του ντόμινου, που ήταν ανοιχτό και μόνο του στη μέση του τραπεζιού, όρθωσε κάπως το κοντό του ανάστημα, έγειρε το χοντρό λαιμό του πιο κοντά προς τον ώμο του Φώτη, για να δει, δήθεν, καλύτερα και τα άλλα πούλια του, πήρε ύφος πολύξερου κατόχου του παιχνιδιού και με στόμφο μεγάλου ειδήμονα είπε. Όχι. Έπρεπε να παίξεις εξάρες. -Μα, δεν έχω εξάρες, διαμαρτυρήθηκε όσο πιο συγκρατημένα μπορούσε ο Φώτης. Ταυτόχρονα, παραμέρισε κάπως το σώμα του στην καρέκλα κι έκανε μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού του, για να διευκολύνει περισσότερο
54
την ορατότητα του ασουλούπωτου αντιρρησία και να του επιτρέψει να δει πιο άνετα όλα του τα πούλια. - Το βλέπω, κύριε διανομεύς, είπε κοφτά και ειρωνικά ο Λουλούδιας. Και με ύφος μεγάλου συμβουλάτορα συνέχισε. Έπρεπε, όμως, να έχεις. - Να έχω; Ξεφώνισε παραξενεμένος ο ταχυδρόμος. Πώς να έχω; επανέλαβε με ζωηρή φωνή και έκδηλη απορία στην όψη του. Όλα τα πούλια είναι στην αρχή ανάποδα γυρισμένα στο τραπέζι κι ο καθένας παίρνει έξι. Όποια του τύχουν. Έτσι δεν ξεκινάει το παιχνίδι; ρώτησε με κάποια δόση οργής στον τόνο της φωνής του. - Μέχρις ενός σημείου, ας πούμε, πως έχεις δίκαιο, είπε σοβαρός ο Λουλούδιας, τονίζοντας ειρωνικά το ‘’ας πούμε’’, σάμπως να παραδεχόταν έτσι χατιρικά για σωστά τα λεγόμενα του Φώτη ή να τα προδίκαζε σαν εσφαλμένα απ’ την αρχή. Εσύ, όμως, συνέχισε με τον ίδιο τρόπο, σαν καλός παίχτης που λες πως είσαι, θα έπρεπε να είχες βρει τον τρόπο, ώστε να υπερπηδάς τέτοιες μικροδυσκολίες και να καταφέρνεις να παίρνεις απ’ την αρχή τα πούλια που πρέπει να έχει ένας καλός και πεπειραμένος ντομινίστας. Και, με ύφος που έδειχνε πως δε δεχόταν καμιά αντίρρηση, συνέχισε. - Να, για παράδειγμα, να είχες κρυφοσημαδέψει ορισμένα απ’ αυτα. Τις εξάρες, ας πούμε κι έδειξε περιφρονητικά με το χέρι του προς τα πούλια του ταχυδρόμου, ώστε να έχεις ό,τι χρειάζεσαι κάθε φορά. Έτσι κάνουν, φίλε, όσοι θέλουν πραγματικά να κερδίσουν το παιχνίδι, τόνισε εμφαντικά. Σκύβοντας δε το πρόσωπό του πιο κοντά στον ταχυδρόμο πρόσθεσε. Κι όχι μόνο στο ντόμινο αλλά και σε κάθε παιχνίδι. Μα αυτό είναι ατιμία, είπα νευριασμένος εγώ. -Για τους ανοιχτομάτηδες, το κάθε κόλπο είναι εξυπνάδα. Για τους ‘’έντιμους’’, τουτέστιν τους, τάχα, ευσυνείδητους και τους λιγόμυαλους ταχυδρόμους είναι ατιμία, πρόσθεσε με θράσος ο Λουλούδιας. Ο Φώτης έγινε κατακόκκινος. Θύμωσε μ’ αυτές τις ξεδιάντροπες γνώμες και υποδείξεις του ελεεινού Κοτσάνογλου και πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του οργισμένος. Ο Λουλούδιας πανικόβλητος έφυγε τρέχοντας απ’ την καντίνα κι εξαφανίστηκε στην αυλή. - Το κάθαρμα, είπε ταραγμένος απ’ το θυμό του ο Φώτης. Αν τον έβαζα στα χέρια μου, αλίμονό του . . . Πρώτη φορά έβλεπα τον ταχυδρόμο τόσο ανάστατο. Χτύπησε τη γροθιά του στην παλάμη του άλλου χεριού του κι έκανε ένα-δυο βήματα νευρικά. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να ξανακαθίσει στο τραπέζι. Δεν τα κατάφερε, όμως. Έδωσε μια κλοτσιά στην καρέκλα του, η οποία ξαφνιασμένη αναπήδησε. Τινάχτηκε απ’ τη θέση της, χτύπησε στο τραπέζι κι έπεσε με δυνατό θόρυβο ξαπλωτή στο πάτωμα. Εκείνος έκανε μια απότομη στροφή και με νευρικά βήματα προχώρησε στο μπαρ. Σε λίγο γύρισε πιο ήρεμος με δυο λεμονάδες στο χέρι. Ακούς εκεί ο παλιάνθρωπος! είπε με αγανάκτηση μόλις κάθισε στην καρέκλα του, που είχα σηκώσει εγώ στο μεταξύ. Να σημαδέψουμε τα πούλια και να κλέβει ο ένας συνάδελφος τον άλλο! Μωρέ μπράβο συνείδηση! Μπράβο συναδελφοσύνη! Και τον αποκάλεσα και ‘’κύριε’’ Λουλούδια. Το γουρούνι! Τέτοιος τιποτένιος είναι . . . Τον βλέπω πώς φέρεται στο λόχο. Ή θα πουλάει εξυπνάδες ή θα προσφέρεται πρώτος να βάψει τα άρβυλα του επιλοχία, να πλύνει τις κάλτσες ή την
55
καραβάνα κανενός δεκανέα ή γραφιά . . . Παλιοχαρακτήρας δηλαδή. Αρχές κι αξιοπρέπεια μηδέν . . . Μωρέ, κάτι τέτοιους θα πρέπει να τους μαζεύουν χωριστά, να τους απομονώνουν τελείως, να τους βάζουν σε καραντίνα, για να μη μολύνουν και φθείρουν και το χαρακτήρα των άλλων στρατιωτών . . . Εκείνο το βράδυ στο προσκλητήριο, τα γράμματα μας τα μοίρασε για πρώτη φορά ο επιλοχίας. Ο Λουλούδιας ήταν δίπλα του. Ανεβασμένος σ’ ένα σκαλοπάτι τα μεταβίβαζε από χέρι σε χέρι στους στρατιώτες. Σε δυο-τρεις μέρες, χάθηκε ο ταχυδρόμος απ’ το λόχο. Είπαν πως αποσπάστηκε σε άλλη μονάδα. Έφυγε ξαφνικά μια μέρα που λείπαμε απ’ το πρωί ως το βράδυ σε ασκήσεις πορείας. Δεν τον ξαναείδαμε. Εμείς συνεχίσαμε κανονικά τη ζωή του στρατιώτη. Γυμνάσια – θεωρία. Θεωρία – γυμνάσια. Κάπου-κάπου καλούσαν απ’ τα γυμνάσια και κανέναν από μας στα γραφεία του λόχου. Στην αρχή λιγοστούς, αγρότερα περισσότερους. Άλλους τους ζητούσε ο επιλοχίας και άλλους ο λοχαγός. Κι όλες αυτές τις κλήσεις τις έφερνε στο πεδίο ασκήσεων ο Λουλούδιας. Αυτός ήταν πραγματικά ‘’αβέρτος’’, ασύδωτος και γύριζε από δω και από κει όλη τη μέρα, χωρίς να παρακολουθεί, ούτε ασκήσεις, ούτε μαθήματα. Έκανε μόνο τον κλητήρα του λόχου. Πάντοτε δε είχε το ύφος του σπουδαίου και τον τουπέ που δίνει στους άμυαλους ο αέρας των ‘’μεγάλων μέσων’’. Οι ‘’πλάτες’’, που λέμε. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και με κάλεσε και μένα ο επιλοχίας στο γραφείο του. Δια μέσου του Λουλούδια φυσικά. Την άλλη μέρα ο λοχαγός. Την επόμενη το μεσημέρι με ξανακάλεσε ο επιλοχίας και το βράδυ ο λοχαγός. Και κάθε φορά, ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός . . . πού γεννήθηκες και πού κατοικείς. . . και τα τοιαύτα. Αυτό γινόταν και με τους άλλους στρατιώτες, που έφταναν αναπάντεχα στα γραφεία του λόχου. - Και μένα με κάλεσαν αρκετές φορές στα διάφορα γραφεία, είπε ο Στρατής. Και, σα να μην έβρισκε τίποτα το ξεχωριστό στην όλη διαδικασία, πρόσθεσε. Μα, αυτό γινόταν μ’ όλους γενικά τους στρατιώτες, τονίζοντας κάπως παραπάνω τη λέξη ‘’γενικά’’. - Νομίζαμε ότι αυτό γινόταν ‘’μ’ όλους γενικά τους στρατιώτες’’, είπε ο Κώστας χαρακτηριστικά. Είχα κι εγώ τις πρώτες μέρες την εντύπωση πως γινόταν κάποια αρχή και πως σιγά-σιγά θα έπρεπε να περάσουν όλοι οι κληρωτοί απ’ αυτή τη διαδικασία. Την εντύπωσή μου αυτή, όπως και κάθε αμφιβολία γύρω απ’ αυτή, μου τη διέλυσε τελείως κατά πρώτο λόγο η αποψινή τρικυμία. Μάλλον οι σκέψεις που έκανα στη διάρκεια της τρικυμίας. Της τρικυμίας της θάλασσας, που πέρασε κι έφυγε, για να παραχωρήσει τη θέση της σε μια άλλη χειρότερη τρικυμμία. Στην τρικυμία της ψυχής, που καλά –καλά δεν άρχισε ακόμη. Ο Θανάσης κι ο Γιώργος αλληλοκοιτάχτηκαν με πόνο και κοίταξαν και τον Κώστα με θλιμμένο βλέμμα. Μόνο ο Στρατής φαινόταν σα να μην είχε καταλάβει ή σα να μην ήθελε να καταλάβει τίποτα. Κοίταξε κι αυτός τους συναδέλφους του με κάποια περιέργεια και είπε. - Μα, τι λες Κώστα! Ο λοχαγός μας κάλεσε, για να μας ρωτήσει σε ποια ειδικότητα θέλουμε να μας στείλει.
56
- Εσύ εκεί ε; του είπε ο Γιώργος. Ακόμη σημαδεύεις το κατάρτι του ‘’Μετζιτιέ’’; - Και στη βάση μάλιστα, πρόσθεσε ο Θανάσης. Εκεί, στη ρίζα του, στο κατάστρωμα. Δεν είναι έτσι καπετάνιε; Ο Στρατής κάρφωσε πάνω του το βλέμμα απορημένος. Ο Κώστας συνέχισε. Όπως μας έλεγαν κι ο επιλοχίας και ο λοχαγός, η συχνή επίσκεψή μας στα γραφεία τους είχε σκοπό να τους δώσει την ευκαιρία να μας γνωρίσουν καλύτερα, ώστε να μπορέσουν ευκολότερα να στείλουν τον καθένα, όταν θα ερχόταν η ώρα, στην πιο κατάλληλη γι’ αυτόν και το στρατό ειδικότητα. - Μπράβο. Έτσι ήταν κι έτσι έγινε, είπε μ’ ενθουσιασμό ο Στρατής, σα να χαίρονταν, τώρα που ο Κώστας είχε επιτέλους συλλάβει το νόημα της όλης διαδικασίας και το σκοπό των κλήσεων. - Καπετάνιε, είπε ο Γιώργος, πιάνοντας το Στρατή απ’ τον ώμο. Περιορίσου στα ναυτικά ζητήματα. Για θολωμένους ουρανούς και θυμωμένους αέρηδες και για θαλασσοταραχές και κύματα σε παραδέχομαι. Για μπερδεμένες, όμως, διαδικασίες, για ύπουλες τακτικές και τρικυμίες ψυχής και συνείδησης δεν έχεις ιδέα. Έχε κουράγιο, όμως και θα μάθεις. Δε σου λέω νά ‘χεις υπομονή, γιατί δε χρειάζεσαι πολλή απ’ αυτήν ακόμη. Κουράγιο έχε. Κουράγιο. Απ’ αυτό θα χρειαστείς αρκετό. Ο Στρατής τον κοίταξε αινιγματικά και πήγε κάτι να πει. Ο Γιώργος, όμως, τον έσφιξε περισσότερο στον ώμο, τον κούνησε ελαφρά και του είπε. - Μη βιάζεσαι, που σου λέω και θα δεις πολλά. Τι ξέρεις; Μπορεί και σ’ αυτή τη φουρτούνα, να βγεις καλός καπετάνιος. Ο Θανάσης τον χτύπησε κι αυτός ελαφρά στην πλάτη, σα να ήθελε να του πει. Έχει δίκιο ο Γιώργος, φίλε και πρόσεχε για να μπορέσεις να δεις ό,τι πέρασε αόρατο ως τώρα απ’ το μάτι σου. Ταυτόχρονα κοίταξε και τον Κώστα και τού ‘κλεισε ελαφρά το δεξί του μάτι, σα να τού ‘λεγε, συνέχισε. - Λοιπόν, ένα βράδυ, ξανάρχισε ο Κώστας, νομίζω πως ήταν Παρασκευή βράδυ, με ξανακάλεσε στο γραφείο του ο λοχαγός. Ήταν η πρώτη φορά που με καλούσε νύχτα. Μια-δυο ώρες νωρίτερα είχαμε τελειώσει και το τελευταίο γραφτό τεστ της επιλογής και γυρίζαμε, ύστερα απ’ το βραδινό συσσίτιο ελεύθερα πάνω-κάτω στην αυλή του λόχου, για να περάσει η ώρα. Μόλις μπήκα στο γραφείο του, χαιρέτησα, παρουσιάστηκα κανονικά –αυτό το κανονικά ήταν άλλωστε και η αδυναμία του- και κάθισα σε μια καρέκλα, που μου υπόδειξε μ’ ένα κρύο και συγκρατημένο νεύμα του χεριού του. Δε μου ανταπόδωσε, έστω και με τρόπο υποτυπώδη, το χαιρετισμό, όπως όφειλε σύμφωνα με τους κανονισμούς. Ύστερ’ απ’ τις συνηθισμένες πια ερωτήσεις και τις γνωστές διατυπώσεις, με ξαναρώτησε από πού κατάγομαι και γιατί ονομάζεται το χωριό μου Κοκκινόλακκας. Του είπα πως νωμίζω ότι το ονόμασαν έτσι από τους πολλούς κόκκινους γκρεμούς και τις κοκκινόχρωμες χαράδρες που το περιζώνουν. Έδειξε πως δεν έμεινε και πολύ
57
ικανοποιημένος απ’ την εξήγηση που του έδωσα και με ρώτησε κάπως αυστηρά. - Ποιος το ονόμασε έτσι; - Μα, είναι ονομασμένο έτσι από πολύ παλιά, απάντησα παραξενεμένος. Με το όνομα αυτό το βρήκαν και οι παππούδες μας και οι προπάπποι μας, πρόσθεσα. - Θα πρέπει, αυτοί που βαφτίζουν χωριά να γνωρίζουν περισσότερα πράγματα, είπε αυστηρά. - Το όνομα αυτό δόθηκε στον τόπο πριν πάρα πολλά χρόνια. Ίσως, πριν από πολλούς αιώνες. - Ακριβώς, με διέκοψε. Δεν μπορεί ο καθένας, χωρίς τα αναγκαία προσόντα και τις απαραίτητες γνώσεις, να αναλαμβάνει στα χέρια την ευθύνη και να σκορπάει έτσι εκ του προχείρου και τελείως ασυλλόγιστα, αμφίβολα και απαράδεκτα τοπωνύμια. Να ονομάζει χωριά και να λερώνει εθνικά εδάφη με ανάρμοστα και επικίνδυνα ονόματα. Τα λόγια του με ξάφνιασαν. Τον ήξερα για ελαφρό, αλλά δεν τον περίμενα και ως αυτό το σημείο. Δεν είπα τίποτα. Σκεφτόμουνα την παραξενιά και την κατάντια του. Νομίζω, πως για μια στιγμή μέσα στη σιωπή μου, τον λυπήθηκα. Τις σκέψεις μου διέκοψε ο ίδιος, όταν με ρώτησε με την παράτονη και φάλτση φωνή του. - Κοντά στα σύνορα ε; - Μάλιστα, του απάντησα. Πάνω στην πρώτη γραμμή. Σχεδόν απέναντι απ’ τα οχυρά του Ρούπελ. - Του Ρούπελ ε; επανέλαβε και κούνησε χαρακτηριστικά τα φρύδια του. - Μάλιστα, του απάντησα μονολεκτικά. Με κοίταξε λίγο λοξά και πήρε διαφορετικό, πιο επίσημο ύφος. Σαν εκείνο που παίρνουν ορισμένοι ρηχοί χαρακτήρες, όταν βγάζουν λόγο και προσπαθούν, με τους πιθηκισμούς των κινήσεών τους και το γελοίο τόνο της φωνής τους, να εντυπωσιάσουν και να καλύψουν τις ασυναρτησίες και την κενότητα των νοημάτων τους και μου είπε. - Ξέρεις ότι το Ρούπελ είναι το κλειδί της Ελλάδος; Είναι η Αχίλλειος πτέρνα της πατρίδος μας; Ξέρεις ότι έχουμε υποχρέωση να το φυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού και να το προστατεύσουμε με κάθε τρόπο και με κάθε θυσία; - Όλα τα σύνορα κι όλα τα οχυρά της πατρίδας μας έχουμε υποχρέωση και καθήκον να τα φυλάξουμε και να τα υπερασπιστούμε με κάθε θυσία, κύριε λοχαγέ, όσο θα υπάρχουν χωριστές πατρίδες και χωριστά σύνορα στον κόσμο, είπα σταθερά και με πεποίθηση. - Βέβαια, είπε βιαστικά, χωρίς να πιάσει όσο περίμενα το ‘’χωριστές πατρίδες και χωριστά σύνορα’’. Αλλά, το οχυρό του Ρούπελ, συνέχισε με στόμφο, έχει ιδιαίτερη σημασία. Έχει προϊστορία κι είναι συνυφασμένο πολύ στενά με τη νεότερη ιστορία μας, γιατί το όνομά του μας θυμίζει πολλούς αγώνες και πολλές θυσίες του στρατού μας. - Πάρα πολλοί σκοτώθηκαν στον τελευταίο πόλεμο, πριν το πατήσουν οι Γερμανοί, είπα εγώ. Ο στρατός μας το κρατούσε και πολεμούσε σκληρά στα χαρακώματά του. Αψήφησε το πυροβολικό και
58
τα μηχανοκίνητα των αντιπάλων. Οι φαντάροι μας και οι αξιωματικοί τους μαζί συνέχισαν να πολεμούν με πείσμα, ακόμη και μετά τη συνθηκολόγηση του στρατηγού Τσολάκογλου με τους εχθρούς. Αυτό δεν άρεσε και τόσο στο λοχαγό. Ιδίως εκείνο ‘’του στρατηγού’’, που το τόνισα εγώ λίγο παραπάνω, έφερε κάποια σύσπαση στα χαρακτηριστικά του και συσκότισε κάπως το βλέμμα του. Ανακάθισε ενοχλημένος στην καρέκλα του και με κοίταξε ερωτηματικά στα μάτια. Μέσα στην αμηχανία του κάτι θέλησε να πει. - Ο στρατηγός, έκανε. Σαν στρατηγός . . . Ενήργησε . . . - Το δικαστήριο δοσιλόγων δεν απένειμε συγχαρητήρια στο στρατηγό για κείνες τις πράξεις του. Τον καταδίκασε σε θάνατο, πρόσθεσα κοφτά. Η αλήθεια αυτή τον εξόργισε, όσο θα εξόργιζε δεσπότη, αν του έλεγες, ότι αιτία που μείναμε 400 χρόνια στη κλαβιά ήταν το ιερατείο. Δεν του άρεσε καθόλου. Όπως δεν αρέσουν καθόλου οι αλήθειες, απλώς γιατί είναι αλήθειες, σε κείνους που συστηματικά τις αποφεύγουν και προσπαθούν, δρασκελίζοντάς τες, να τις παραβλέψουν ή να τις παραμερίσουν και να τις αλλοιώσουν. Για να συγκρατήσει τη συζήτηση και να μην την αφήσει να επεκταθεί περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί οι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι πρόσφατες και δεν είχε πουθενά γερό σανίδι να πατήσει, ξαναγύρισε στο Ρούπελ. Εκεί ήταν σίγουρος πως είχε πεδίο δράσης απεριόριστο. Συγκράτησε όσο μπορούσε την ταραχή του και είπε. - Το Ρούπελ πολέμησε σκληρά και έπεσε. Οι εχθροί, όμως, το πλήρωσαν ακριβά. Το πλήρωσαν με αίμα. Το Ρούπελ αγωνίστηκε γενναία και γονάτισε ηρωικά. Δεν παραδόθηκε αμαχητί. Ποτέ δεν παραδόθηκε το Ρούπελ αμαχητί σε κανένα, πρόσθεσε με στόμφο, τονίζοντας περισσότερο τις τελευταίες λέξεις του. - Όχι σε κανένα, κύριε λοχαγέ, είπα εγώ βιαστικά, θέλοντας να προλάβω τη συνέχεια ενός σφάλματος, να το εκμεταλλευτώ ταυτόχρονα και να διορθώσω, όσο το επέτρεπε η περίπτωση, κάποιο βασικό λάθος στις γνώσεις του λοχαγού. - Τι εννοείς; με ρώτησε δυνατά, νευριασμένος για το θάρρος μου κι έντονα πειραγμένος, γιατί τολμούσα να μη συμφωνήσω απόλυτα μαζί του, όπως απαιτούσε πάντοτε απ’ όλους τους κατωτέρους του. Είχε την αξίωση, όλοι, πάντοτε και σε όλα τα ζητήματα, όχι μόνο τα στρατιωτικά αλλά και σε κάθε άλλο ζήτημα, να παραδέχονται χωρίς καμιά αντίρρηση τις γνώμες του και τις απόψεις του. Θεωρούσε τον εαυτό του σοφό και παντογνώστη. Αλάθητο. Τα τρία αστέρα στις επωμίδες του ήταν το αποδεικτικό και η πηγή της σοφίας του, αν και ο στρατιωτικός κανονισμός ήταν, όπως έδειχναν τα πράγματα, το μόνο βιβλίο που πιθανόν να είχε ξεφυλλίσει με κάποιο σκοπό στη ζωή του. - Είναι αλήθεια, κύριε λοχαγέ, είπα κάπως θαρραλέα, στηριζόμενος στην ιστορική πραγματικότητα (ενώ, για να είμαι ειλικρινής έλεγα από μέσα μου, τι την ήθελα εγώ τώρα τέτοια συζήτηση), πως το ξακουστό αυτό οχυρό πάντοτε αντιστάθηκε στις επιβουλές των κατά καιρούς εχθρών μας, εκτός από μία. - Ποια; φώναξε οργισμένος και με διέκοψε απότομα.
59
Και πριν συνέλθει και μου αφαιρέσει το λόγο, κάνοντας χρήση ή καλύτερα κατάχρηση του βαθμού του, όπως κατά κανόνα συνήθιζε να κάνει και όπως κάνουν πολλές φορές οι κάθε είδους γαλονάδες και όλοι οι ‘’υψηλά ιστάμενοι’’, όταν δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα διαφορετικά, συνέχισα κάπως βιαστικά. - Εκείνη, που η ελληνική κυβέρνηση το παρέδωσε αμαχητί στους Βουλγάρους. - Αμαχητί στους Βουλγάρους; ξαναφώναξε και τινάχτηκε με μιας όρθιος. Έσπρωξε νευρικά τα λιγοστά χαρτιά που είχε μπροστά του πάνω στο τραπέζι του και με φωνή αλλοιωμένη από θυμό και οργή συνέχισε, σχεδόν τσιρίζοντας. - Ελληνική κυβέρνηση; Και ποιοι ήταν αυτοί οι προδότες, που τόλμησαν ένα τέτοιο αίσχος; Τους ξέρω, όμως, εγώ αυτούς τους ύπουλους, φώναξε δυνατότερα κι ακούμπησε με τις παλάμες του μισόσκυφτος πάνω στο τραπέζι, ρίχνοντας έτσι όλο σχεδόν το βάρος του πάνω σ’ αυτό. Τους ξέρω εγώ, επανέλαβε αργοπροφέροντας τις λέξεις με προσποιητή ηρεμία αλλά και με περισσότερη σιγουριά στη φωνή του και μ’ ένα ελαφρό, πικρό μειδίαμα στα χείλη, θέλοντας να δείξει πως κάτι τέτοια δεν του ξεφεύγουν αυτουνού. Τους ξέρω εγώ, είπε πιο σταθερά, κουνώντας αυτή τη φορά ελαφρά και το κεφάλι του. Ήταν απ’ αυτούς που κάνουν το δημοκράτη, το νεοτεριστή, τον προοδευτικό. Αυτοί που κάνουν πως κόπτονται, τάχα, για τα δίκαια των φτωχών, των εργαζόμενων, των αγράμματων. Αυτοί οι ψευτοδημοκράτες, οι οχλοκράτες, οι λαοπλάνοι. Εκείνοι που ταιριάζουν ιδεολογικά μ’ αυτούς που δεν ψήφισαν την επιστροφή του βασιλιά μας στο Δημοψήφισμα και που πιστεύουν πως θα τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, χωρίς αυτόν τον εξαίρετο πατριώτη, το μεγάλο σωτήρα, τον πρώτο Έλληνα. - Όχι, κύριε λοχαγέ, του είπα ψύχραιμα, αποφασισμένος τώρα να ολοκληρώσω τη συζήτηση, μια που την άρχισα και να τα παίξω όλα για όλα. Όχι, επανέλαβα πιο σταθερά. Δεν είναι αυτοί που εννοείτε και που πολύ κακώς και αδίκως υποψιάζεστε και κακολογείτε. Εκείνοι που έκαναν τη μεγάλη προδοσία, όπως ο ίδιος την χαρακτηρίσατε, δεν ήταν ‘’οι λαοπλάνοι’’ κι ούτε ‘’οι ψευτοδημοκράτες’’, όπως εσείς, από συνήθεια και τελείως αβασάνιστα, τους αποκαλείτε και δεν ήταν αντιβασιλικοί, όπως κακώς υποθέσατε. Αντίθετα, οι πρωτεργάτες εκείνου του ανουσιουργήματος τον ήθελαν το βασιλιά κι ήταν όλοι τους βασιλικότατοι. Ήταν η ψυχή και το στήριγμα του θρόνου. Οι άνθρωποι που παρέδωσαν το Ρούπελ στους Βουλγάρους, κύριε λοχαγέ, ήταν όλοι τους αντιδημοκρατικοί και φιλοβασιλικοί. Ή καλύτερα, αποτελούσαν την πιο σκληρή βασιλική κλίκα. Ήταν η βασιλικότατη κυβέρνηση Σκουλούδη, το 1916. Ήταν ο στρατηγός Γιαννακίτσας, ο στρατηγός Δούσμανης, ο αδερφός του ναύαρχος Δούσμανης, ο τότε υπαρχηγός του Επιτελείου και αργότερα δικτάτορας Μεταξάς . . . Έχετε ακούσει για τους επίστρατους, κύριε λοχαγέ; Ξέρετε τι δεινά και τι μαρτύρια υπέφερε ο ελληνικός πληθυσμός από κείνους τους μπράβους του Μεταξά, του Γιαννακίτσα και του Κωνσταντόπουλου; Απ’ τα τσιράκια εκείνα του Κωνσταντίνου; Ο αξιωματούχος των υπερβασιλοφρόνων εκείνων Δημήτριος Καρέλης πήρε, με εντολή της
60
βασίλισσας Σοφίας, τα σχέδια και τους χάρτες των οχυρών του Ρούπελ απ’ το στρατηγό Δούσμανη και τα παρέδωσε στο Βούλγαρο πρεσβευτή στην Αθήνα, Πασάρωφ. Ο λοχαγός έμεινε άναυδος. Δεν ήξερε τι να κάνει. Εγώ συνέχισα. - Έτσι, στις 13 Μαΐου 1916, οι Βούλγαροι, σύμμαχοι τότε των Γερμανών και των Τούρκων, προσυνεννοημένοι με τα ανάκτορα και την ελληνική κυβέρνηση, κινήθηκαν να καταλάβουν το Ρούπελ που δέσποζε των βορείων συνόρων μας. Το οχυρό, όμως, αντιστάθηκε. Οι στρατιώτες που υπεράσπιζαν τα φρούρια, με αρχηγό τους τον ταγματάρχη Μαυρουδή, πολέμησαν ηρωικά. Ανέτρεψαν τους εχθρούς και το κράτησαν ελληνικό. Αλλά, ύστερα από εντολή της βασιλικής κυβέρνησης των Αθηνών και του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου, το Ρούπελ παραδόθηκε στους Βουλγάρους στις 26 Μαΐου 1916. - Αδύνατον. Αδύνατον, φώναζε οργισμένος παράφορα ο λοχαγός. Πού τα βρήκες εσύ αυτά τα ελεεινά μυθεύματα; Ποιος σου έμαθε τέτοια πράγματα; Μήπως εκείνοι οι . . . - Η Ιστορία, κύριε λοχαγέ, τον διέκοψα. Η Ιστορία. Το γεγονός εκείνο της παράδοσης του Ρούπελ έκανε πάταγο τότε μέσα στην Ελλάδα και συντάραξε όλο τον κόσμο. Έγραψαν γι’ αυτό όλες οι εφημερίδες, ελληνικές και ξένες. Αντιβούιξαν τα πάντα. Χάλασε ο κόσμος. - Ποια Ιστορία; ξαναφώναξε όλο νεύρα και οργή. Ποια Ιστορία; - Όλες οι Ιστορίες, κύριε λοχαγέ. Όλα τα βιβλία που αρχολούνται με την πραγματική Ιστορία. Με τα πραγματικά γεγονότα του παρελθόντος. Αυτές οι αντικειμενικές Ιστορίες γράφουν, κύριε λοχαγέ, αυτό που εσείς κι εγώ το ονομάζουμε προδοσία. Ίσως οι άλλες που διαβάζουμε στα σχολεία, να μη λένε τέτοιες αλήθειες. Ίσως να μη λένε καθόλου αλήθειες. Ο λοχαγός με κοίταξε με αμηχανία. Ήταν έξαλλος απ’ το θυμό του και τα νεύρα του πήγαιναν να σπάσουν. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να με πετάξει έξω απ’ το γραφείο του ή να μ’ αφήσει να συνεχίσω. Τον έβγαλα εγώ απ’ την αμηχανία του αυτή συνεχίζοντας. - Και δεν είναι μόνο αυτά, κύριε λοχαγέ. Δεν είναι μόνο το Ρούπελ. Στα τέλη Ιουλίου του 1916, οι Βούλγαροι προχώρησαν προς τις Σέρρες. Η 6η ελληνική μεραρχία, με διοικητή το συνταγματάρχη Χριστοδούλου, παρά τις διαταγές της κυβέρνησης να μην αντισταθεί, αντιστάθηκε στην προέλαση των Βουλγάρων προς νότο. Ο τότε λοχαγός Γεώργιος Κονδύλης πολεμούσε τρεις μέρες στο φρούριο της Φαιάς Πέτρας κι αρνιόταν να το εγκαταλείψει. Αποσύρθηκε μόνο ύστερα από έγγραφη διαταγή της μεραρχίας του. Μαζί δε με χιλιάδες πρόσφυγες της περιοχής πέρασε στην Καβάλα. Επίσης, μάχη έδωσε στην περιοχή Δεμίρ Ισάρ και το 18ο σύνταγμα πεζικού. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν ο λοχαγός Γ. Παλάντζας, ο υπολοχαγός Κουκουλέτσας και άλλοι. Ο λοχαγός έμεινε άναυδος. Άκουγε σα χαμένος. Εγώ συνέχισα. - Οι Βούλγαροι, με τη συγκατάθεση πάντοτε της τότε ελληνικής κυβέρνησης, απομόνωσαν τις Σέρρες, τη Δράμα και την Καβάλα και κατέλαβαν τις γύρω περιοχές. Τελικά, κατέλαβαν και τα οχυρά της Καβάλας, όπου έδρευε το 4ο σώμα στρατιού και ζήτησαν την παράδοσή του. Ο τότε σωματάρχης Χατζόπουλος παρέδωσε, στις 31 Αυγούστου
61
1916, ολόκληρο το σώμα αυτό του ελληνικού στρατού στους Βουλγάρους και στους Γερμανούς. Έτσι, 400 Έλληνες αξιωματικοί και 6000 στρατιώτες μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο του Γκέρλιτς στη Γερμανία . . . Ενώ εγώ μιλούσα, ο λοχαγός άναβε περισσότερο. Έτρεμε κυριολεκτικά. Πρώτη φορά άκουγε τέτοια πράγματα και δεν μπορούσε να τα αντέξει. Δεν τα χωρούσε ο νους του. Το χρώμα του είχε αλλοιωθεί τελείως. Είχε γίνει μελανός απ’ το θυμό του κι απ’ τη στενοχώρια του, γιατί αποδεικνύονταν τόσο παταγωδώς η αμάθειά του. Τα μηνίγγια του χτυπούσαν δυνατά και τα μάτια του είχαν θολώσει. - Δε μ’ αρέσουν καθόλου αυτά που λες, ούρλιασε σαν τρελός. - Ούτε κι εγώ νιώθω ευχαρίστηση, όταν θυμάμαι και όταν μάλιστα αναγκάζομαι να λέω τέτοια ταπεινωτικά και λυπηρότατα γεγονότα, απάντησα σταθερά. Αλλά η Ιστορία δε μας ρωτά, τι μας αρέσει να γράψει και τι όχι. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις συμπάθειές μας. Αυτή δεν έχει φίλους και εχθρούς. Δεν γνωρίζει ημέτερους και αντιφρονούντες. Δημοκράτες ή βασιλικούς. Δεξιούς ή αριστερούς. Γνωρίζει μόνο γεγονότα, πράξεις, συμβάντα. Γι’ αυτά ενδιαφέρεται κι αυτά καταχωρεί στις σελίδες της. Και τα θέλει γυμνά και ακαμουφλάριστα. Έτσι ακριβώς όπως έγιναν. Ούτε καν την απασχολούν οι δικές μας υστερόβουλες προτιμήσεις. - Ποια Ιστορία γράφει τέτοιες ανοησίες; ξαναφώναξε έξαλλος απ’ το θυμό του και χτύπησε δυνατά το χέρι του στο τραπέζι. - Όλες. Και πρώτα-πρώτα ο Παπαρρηγόπουλος, απάντησα ψύχραιμα. Έχετε ακούσει γι’ αυτόν. Θέλετε να σας πω τον τόμο και τη σελίδα; Η αχαρακτήριστη αυτή πράξη μού ‘κανε και μένα τρομερή εντύπωση και συγκράτησα τη σελίδα στο μυαλό μου. - Δε θέλω τίποτα, ξεφώνισε στριγκλά και με τα μάτια πεταγμένα σχεδόν έξω απ’ τις κόγχες τους. Θέλω να τσακιστείς και να φύγεις από δω. Να φύγεις αμέσως. Φύγε, φύγε απ’ το γραφείο μου. Έξω από δω. Χαιρέτησα και έφυγα, χωρίς να πω άλλη κουβέντα. Δε με χαιρέτησε. Πετάχτηκε μόνο οργισμένος απ’ το τραπέζι του κι έκλεισε πίσω μου με ορμή την πόρτα. - Έγιναν στ’ αλήθεια τέτοια πράγματα; Και τα γράφουν οι Ιστορίες; ρώτησε με απορία ο Γιώργος. - Δυστυχώς έγιναν, είπε στενοχωρημένος ο Θανάσης. Κι ένα μεγαλύτερο ‘’δυστυχώς’’, που δεν τα γράφουν οι σχολικές μας Ιστορίες και δε μας τα διδάσκουν όπως πρέπει στα σχολεία μας, για να μαθαίνει κάθε Ελληνόπουλο την αλήθεια και να ξέρει πού βρίσκεται. Πόσο καλό θα μας έκανε, πρόσθεσε αργά κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του, όταν όλοι μας ξέραμε όλη την αλήθεια για το κάθε τι! - Τουλάχιστον, ας μαθαίναμε σωστά ό,τι αφορά την πατρίδα μας. Εμάς τους ίδιους. Κι όχι ό,τι συμφέρει στις διάφορες καταστάσεις, είπε ο Γιώργος. - Τι να σας πω παιδιά, είπε ο Στρατής. Εγώ από Ιστορία έχω μεσάνυχτα. Πέμπτης δημοτικού όλο κι όλο βλέπεις. Τι να σου κάνει; - Κι εγώ δεν ξέρω πολλά πράγματα, είπε κάπως δειλά κι ο Γιώργος. Πήγα μερικά χρόνια στο Γυμνάσιο αλλά δε μου πολυάρεσε η Ιστορία. Κι αν θυμάμαι κάτι λιγοστά, αυτά είναι γύρω από κείνα τα λογοκριμένα,
62
όπως είπε κι ο Κώστας, που περιλαμβάνουν τα σχολικά βιβλία. Κολλυβογράμματα δηλαδή, πρόσθεσε με κάποια πίκρα. - Ναι, τόνισε ο Θανάσης, μπαίνοντας βιαστικά στη μέση. Γράφουν όλο για μεγάλες θυσίες και τεράστιες προσφορές των δεσποτάδων και των αρχιερέων μας στην ελληνική υπόθεση κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Για αιώνια και άμετρη ευγνωμοσύνη, που πρέπει να τους χρωστάμε όλοι μας . . . Το γνωστό τροπάριο. Τίποτα, όμως, για την απαίσχυντη συμβολή τους στο χάσιμο της Πόλης Τίποτα για τον ανθελληνικό ρόλο που έπαιξαν κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Τίποτα για το σκοταδισμό στον οποίο οδήγησαν και οδηγούν το Έθνος. Τίποτα για τον αφορισμό όλων εκείνων των φωτισμένων Ελλήνων, που, με τη λαμπρή διδασκαλία τους, έριξαν φως στα βαθιά σκοτάδια της σκλαβιάς και, με τη φλογερή ψυχή τους και τη θερμή φιλοπατρία τους, κράτησαν αναμμένη κι άσβεστη τη φλόγα της ελληνικής συνείδησης μέσα στα στήθια των ραγιάδων. - Και μάλιστα, στα πιο σκοτεινά χρόνια της μαύρης σκλαβιάς, πρόσθεσε διακόπτοντας ο Κώστας. Αυτούς όλους, συνέχισε ο Θανάσης με τον ίδιο αυστηρό τόνο, που το Έθνος, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για το τεράστιο έργο τους, τους ονόμασε αργότερα Μεγάλους Διδασκάλους του Γένους, οι ιερωμένοι μας τους αφόρισαν. Τίποτα για τον αφορισμό του μεγάλου Εθνεγέρτη, του φλογερού πατριώτη και Εθνομάρτυρα Ρήγα Φεραίου. Τίποτα για τον τριπλό αφορισμό απ’ τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ του Υψηλάντη και της επανάστασης του 1821. Ούτε κουβέντα για τον αφορισμό της Ηπειροθεσσαλικής επανάστασης του 1854 απ’ τον πατριάρχη Άνθιμο τον Στ’. Τίποτα για την εντολή που έδωσε ο ίδιος ο οικουμενικός πατριάρχης το 1854, να ψαλούν δεήσεις σ’ όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες και επομένως και στις εκκλησίες και της Ελλάδας, υπέρ της νίκης των τουρκικών όπλων. Και μάλιστα, την ώρα που το σκλαβωμένο Έθνος αγωνίζονταν σκληρά και έχυνε το αίμα του για τον ξεσκλαβωμό του. Τίποτα για την απήχηση που είχαν οι αφορισμοί αυτοί στους δύστυχους επαναστάτες. Τίποτα για τις τόσες ελληνικές ψυχές που χάθηκαν άδικα και εξαιτίας της αχαρακτήριστης στάσης των Εθναρχών μας, οι οποίοι είχαν καταδικάσει προκαταβολικά όλους εκείνους τους υπεράνθρωπους αγώνες για τη λευτεριά της Φυλής. Τίποτα για τον Ιερόθεο των Ιωαννίνων, τον Παΐσιο των Σφακίων, τον Άνθιμο της Αντιόχειας, τον Ιλαρίωνα των Φαρσάλων, τον Ιερεμία τον Γ’ της Κωνσταντινούπολης. . . . - Τίποτα για τον εξευτελισμό που υπέστη η θρησκεία και το Γένος μας, είπε ο Κώστας, απ’ τον ασταμάτητο πλειστηριασμό του πατριαρχικού θρόνου απ’ τους εκάστοτε ‘’μεγάλους ιεράρχες’’. Τίποτα για τη φιλοχρηματία, την πλεονεξία και την απερίγραπτη σκληράδα των δεσποτάδων. Τίποτα για την υπολογισμένη και ιδιοτελή υποτέλειά τους στον Τούρκο δυνάστη. Τίποτα . . . τίποτα . . . - Τίποτα για όλα αυτά, πρόσθεσε ο Θανάσης. Μόνο ύμνους και θυμιάματα. Δουλικές μετάνοιες και εδαφιαίες υποκλίσεις. Υποκρισίες και Φαρισαϊσμούς. - Μα, αφόρισαν την επανάσταση του ‘21; Ο Γρηγόριος ο πέμπτος! . . . πρόσθεσε απορημένα ο Στρατής. Μα αυτός θεωρείται άγιος! . . .
63
- Μάλιστα. Ο Γρηγόριος ο πέμπτος, είπε με σταθερή φωνή ο Θανάσης. Αυτός ο ‘’άγιος’’, όταν οι Άγγλοι μπήκαν στην Προποντίδα το 1807 και, με τη σύμπραξη των ορθοδόξων Ρώσων, απειλούσαν τη διάλυση της τουρκικής αυτοκρατορίας, ο Γρηγόριος τάχθηκε αμέσως, ανοιχτά και ολοφάνερα, στο πλευρό των Τούρκων και πρωτοστάτησε ο ίδιος στην οχύρωση των Στενών, φροντίζοντας για τη διατήρηση της ακεραιότητας της Τουρκίας. Ξεσήκωσε όλους τους ορθόδοξους ραγιάδες, όλο τον ορθόδοξο σκλάβο πληθυσμό, για να οχυρώσουν την Κωνσταντινούπολη και τα Δαρδανέλια. Έτσι, οι Άγγλοι, για να μην αποκλειστούν στην Προποντίδα, αναγκάστηκαν να φύγουν. Το 1818, συνάντησε στον Άθω τον ‘’άγιο’’ Γρηγόριο ο απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας Ιωάννης Φαρμάκης, ο οποίος του μίλησε για τη λευτεριά του Έθνους και τον ξεσηκωμό των ραγιάδων και του πρότεινε να μπει στην Εταιρεία. Ο πατριάρχης, όμως, δε δέχτηκε να γίνει μέλος της οργάνωσης και να ορκιστεί, γιατί φρονούσε ότι, σαν ανώτερος ιεράρχης, δεν ήταν δυνατό να δέχεται διαταγές από κανένα. Και τότε δεν ήταν πατριάρχης, αλλά ζούσε εξόριστος στο Άγιο Όρος. - Για φαντάσου εγωισμό! είπε ο Γιώργος. - Στις 23 Μαρτίου 1821, σε Σύνοδο αφόρισε τον Υψηλάντη, το Σούτσο και την επανάσταση κι έστειλε εσπευσμένα απ’ την Κωνσταντινούπολη στην Ελλάδα τον επίσκοπο Άρτας και Ναυπάκτου Άνθιμο, (ο οποίος είχε συνυπογράψει μαζί του τον αφιορισμό), για να συγκρατήσει τους Έλληνες και να προλάβει τον ξεσηκωμό τους. Δεν πρόλαβε όμως. Η επανάσταση είχε ανάψει. - Ευτυχώς, είπε με ανακούφιση ο Στρατής. - Και ο μεν Άνθιμος, συνέχισε ο Θανάσης, έγινε το 1827 επίσκοπος Εύβοιας, ίσως σαν ανταμοιβή των έργων του, ο δε Γρηγόριος, εκατό χρόνια αργότερα, το 1921, ανακηρύχτηκε στην Αθήνα από Σύνοδο εικοσιπέντε αρχιερέων ‘’άγιος’’. - Άγιος ε; αναρωτήθηκε ξαφνιασμένος ο Στρατής. Έκανε τέτοια πράγματα ο κλήρος μας; ρώτησε με απορία και πρόσθεσε. Αυτά που ακούω είναι άνω ποταμών! . . . - Αυτά που άκουσες είναι ένα μικρό μέρος, είναι μια σταγόνα μόνο μπροστά στο τι θα ακούσεις, αν θέλεις να μάθεις λίγες απ’ τις ιστορικές πραγματικότητες, είπε ο Θανάσης κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του. Τότε θα μάθεις πως ο Ιλαρίων των Φαρσάλων πρόδωσε στους Τούρκους απόσπασμα αγωνιστών που δρούσε στην περιοχή του. Θα μάθεις πως οι Αγιορείτες ηγούμενοι ζήτησαν με γράμματά τους απ’ τον Ταΐρ Μπέη της Θεσαλονίκης να στείλει στον Άθω στρατό, για να τους απαλλάξει απ’ τον ενοχλητικό γι’ αυτούς αγωνιστή Καρατάσιο, που είχε καταφύγει στο Άγιο Όρος και προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί, ύστερα απ’ την αποτυχία της επανάστασης στην Ηπειροθεσσαλία και Μακεδονία το 1854. Θα μάθεις, αν διαβάσεις την Ελληνική Νομαρχία, βιβλίο γραμμένο το 1804 από ένα φλογερό πατριώτη, πως οι δεσποτάδες Άρτας, Γρεβενών και Ιωαννίνων ήταν ‘’οι πρώτοι προδότες του Έθνους’’. - Και μόνο αυτοί; πρόσθεσε ο Κώστας. Πόσοι και πόσοι άλλοι τέτοιοι και χειρότεροι πέρασαν από δω . . .
64
- Καλά έλεγε ο παππούς μου, πως πολλοί απ’ αυτούς θέλουν κυνήγημα από τούτο τον τόπο, είπε μονολογώντας ο Στρατής, σα να ξυπνούσε από κάποιο λίθαργο ή σα να βρέθηκε ξαφνικά σε κάποιον άλλο κόσμο ολομόναχος. ‘’Όλοι αυτοί θέλουν κυνήγημα απ’ τον πολυτυραννισμένο τούτο τόπο’’, έλεγε καμιά φορά ο παππούς μου. ‘’Έτσι, όπως κυνήγησαν οι Κρητικοί τον επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων απ’ το νησί τους’’. Έσφιξε τα δόντια, σύσπασε το πρόσωπό του κι έμεινε για λίγο σιωπηλός. - Θυμάμαι πως πάντα τό ‘λεγε αυτό ο παππούς μου. Τον ρώτησα το γέρο μια-δυο φορές να μου πει περισσότερα αλλά, κάθε φορά που τον ρωτούσα, μου έλεγε πως αυτά θα τα μάθω αργότερα, όταν θα μεγαλώσω. Να θυμάσαι, όμως, πάντοτε, μου έλεγε, πως ο πατέρας του παππού σου, ο καπετάν Γιακουμής ήταν ονομαστός θαλασσινός και τρομερός κανονιέρης . . . Λίγο καιρό πριν φύγω στρατιώτης, το ξανάφερε πάλι η κουβέντα για τον καπετάν Γιακουμή και του επέμεινα να μου πει κάτι περισσότερο για την ιστορία του. Ο παππούς στην αρχή δίστασε αλλά, μπροστά στη δική μου επιμονή, μου είπε τούτα τα απίστευτα. Ο πατέρας μου, μου είπε, ο καπετάν Γιακουμής ή καπετάν Λημνιός, όπως τον ήξεραν οι ναυτικοί του καιρού του, ήταν ξακουστό παλικάρι και άνθρωπος με πολλή μπέσα και μεγάλη καρδιά. Αγωνίστηκε ασταμάτητα όλα του τα χρόνια για τη λευτεριά της σκλαβωμένης πατρίδας του και πρόσφερε πάρα πολλά γι’ αυτή. Στους πολύχρονους αγώνες κατά των Τούρκων είχε πάρει εφτά τραύματα κι είχε δώσει και το ένα του χέρι. Ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα ασταμάτητο θαλασσοτάξιδο σε τρικυμισμένα πέλαγα κι ένας ατέλειωτος αγώνας κατά των βαρβάρων Αγαρηνών. Τον καιρό της κρητικής επανάστασης του 1866 ήταν με τον καπετάν Κουρεντή. Ήταν το δεξί χέρι του ξακουστού πλοίαρχου του τροχήλατου ατμόπλοιου ‘’Το Αρκάρι’’. Το ‘’ζωοφόρο πλοίο’’, όπως το αποκαλούσαν οι Κρητικοί επαναστάτες, με τον καπετάν Γιακουμή μέσα, πέρασε στη διάρκεια εκείνης της επανάστασης εικοσιδυό φορές τον τουρκικό μπλόκο. Εικοσιδυό φορές ξεγλίστρησε ανάμεσα στα Αγαρηνά πολεμικά κι έφερε εθελοντές πατριώτες και εφόδια στους αγωνιζόμενους Κρητικούς που πολεμούσαν το Μουσταφά πασά Κιριτζή στη Μεγαλόνησο. - Να λοιπόν παιδιά, που πραγματικά κρατάει από ναυτική και μάλιστα δοξασμένη γενιά ο φίλος μας ο Λημνιός, είπε χαρούμενα ο Γιώργος και χτύπησε φιλικά στην πλάτη το Στρατή. Εκείνος του χαμογέλασε ικανοποιημένος και συνέχισε με εντονότερη φωνή. - Έκανε πολλά ταξίδια στην Κρήτη τα χρόνια εκείνα ο καπετάν Γιακουμής, ο προππάπος μου, μού ‘λεγε με περηφάνια ο παππούς μου και πήρε μέρος σε πολλές συγκρούσεις στη θάλασσα και σε μάχες στη στεριά. Το ‘’Αρκάδι’’, το αόρατο πλοίο με τους δυο πελώριους τροχούς στα πλευρά, είχε γίνει το φάντασμα της Μεσογείου. Περνούσε για πολύ καιρό ανάμεσα απ’ τους Τούρκους, αλωνίζοντας το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, χωρίς να μπορούν να το πάρουν χαμπάρι.
65
΄Ομως, στις 4 Αυγούστου του 1867, το θρυλικό πλοίο έπεσε πάνω σε ισχυρή μοίρα των Τούρκων. Παρ’ ότι είδε την υπεροχή του εχθρού, δεν τό ‘βαλε στα πόδια. Στράφηκε εναντίον τους και τους πολέμησε με καρδιά. Στη συμπλοκή εκείνη, κοντά στις ακτές της Κρήτης, συγκρούστηκε με το τουρκικό πολεμικό ‘’Τεζεδδίν’’ και καρφώθηκε επάνω του σαν τσακισμένος κάβουρας. Έτσι, γαντζωμένα τα δυο πλοία και σχεδόν ακυβέρνητα τραβούσαν για την ξηρά, ενώ τα πληρώματα κι απ’ τις δυο μεριές μάχονταν σκληρά στα καταστρώματα, με τα σπαθιά καταματωμένα στα χέρια. Εκεί τραυματίστηκε κι ο καπετάν Γιακουμής κι έχασε το αριστερό του χέρι. Ο πλοίαρχος του Αρκαδίου, ο καπετάν Κουρεντής, αφού κατάφερε να ξεγαντζώσει το πλοίο του απ’ τη μυτερή και στραπατσαρισμένη πλώρη του Τεζεδδίν, τράβηξε προς ξηρά και προσάραξε το πλεούμενό του, τραυματισμένο και σακατεμένο στις ακτές της Παλιόχωρας, όπου και του έβαλε φωτιά, για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών. Ένας απ’ τους λίγους βαριά τραυματισμένους, που γλύτωσαν απ’ το τσακισμένο ‘’Αρκάδι’’ ήταν κι ο προπάππος μου. Ο καπετάν Λημνιός. - Αν έχει λάδι το καντήλι, που λένε, διέκοψε παρεμβαίνονυας ο Θανάσης. - Τό ‘λεγε η καρδιά του. Όπως φαίνεται, ήταν γενναίος θαλασσινός ο γέρος και τ’ άλλα είναι παραμύθια, πρόσθεσε βιαστικά ο Κώστας και ξαναπήρε το λόγο ο Στρατής. - Όταν αργότερα γύρισε στη Λήμνο, επιβεβαίωσε τα συνταραχτικά νέα που είχαν φτάσει νωρίτερα στο νησί για τη φοβερή προδοσία του αρχιερέα Παΐσιου. Πραγματικά, διαπιστώθηκε πως ο δεσπότης ήρθε σε σενεννόηση με το Μουσταφά πασά και πρόδωσε σ’ αυτόν όλη την υπόθεση της άμυνας της μονής του Αρκαδίου. Έτσι, οι Τούρκοι, πληροφορημένοι κατάλληλα απ’ το δεσπότη, κατάφεραν, στις 26 Νοεμβρίου, να κυριέψουν το μοναστήρι και να σκορπίσουν παντού το θάνατο και την καταστροφή. Η Γενική Συνέλευση των Κρητών, στις 30 Νοεμβρίου 1866, χαρακτήρισε τον αρχιερέα Παΐσιο προδότη, τον αποκήρυξε και τον έδιωξε απ’ το νησί. Ο παππούς μου πάντα έλεγε, πως η καταστροφή του Αρκαδίου θα θυμίζει αιώνια στην ανθρωπότητα μια μεγάλη θυσία του λαού της Κρήτης και μια μεγάλη προδοσία του υποτιθέμενου θρησκευτικού αρχηγού της. - Να λοιπόν, που ξέρεις και συ φοβερές αλήθειες, είπε με έκπληξη και ικανοποίηση μαζί ο Γιώργος. Ο Στρατής, τσακισμένος απ’ την επιβεβαίωση μιας τόσο ακατανόητης και απαράδεχτης ως τώρα αλήθειας, χωρίς να επηρεαστεί καθόλου απ’ την κολακευτική επιδοκιμασία του Γιώργου, συνέχισε με θλιμμένη φωνή. - Τέτοια πράγματα ως τώρα τα θεωρούσα μύθους και κακόβουλες διαδόσεις κακοπροαίρετων ανθρώπων. Δεν ήθελα να τα πιστέψω και μάλιστα ούτε καν ήθελα να τα σκεφτώ στα σοβαρά. Δεν πίστευα ούτε τον παππού μου. Τα όσα έλεγε τ’ άφηνα στην άκρη. Τά ‘ριχνα έτσι παράμερα, πίσω-πίσω στο μυαλό μου κι ούτε καν ήθελα να τα αναλογιστώ . . .
66
Έμεινε ένα-δυο δευτερόλεπτα σιωπηλός και μετά πρόσθεσε με τόνο αργό και φωνή που έδειχνε πως μιλούσε στον εαυτό του. - Πόσο άδικο είχα! Πόσο άδικο έχουν όσοι δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια! Και πόσο κακό κάνουν όσοι δεν παραδέχονται την πραγματικότητα έγκαιρα, όσο απίστευτη και τρομερή κι αν τους φαίνεται στην όψη κι όσο μικρή κι αν είναι στην ουσία! Κούνησε λυπημένα το κεφάλι του και σχεδόν αμέσως πρόσθεσε. - Αρχιερέας και προδότης! Απίστευτα πράγματα! . . . Και όμως συνέβησαν! - Και βέβαια συνέβησαν. Κι αυτά και άλλα χειρότερα, είπε ο Κώστας. - Πολλά άγνωστα θ’ ακούσεις και πολλά γνωστά θα ξεπηδήσουν και θα ξαναζωντανέψουν στο μυαλό σου, πρόσθεσε συμβουλευτικά ο Θανάσης. Με τα μάτια ανοιχτά και το πνεύμα ξύπνιο θα δεις την απανθρωπιά των αρχηγών μας και την κατάντια τη δική μας. Κατάντια που οφείλεται κατά κανόνα στη δική τους ασυνειδησία και στη δική μας μοιρολατρεία και αμάθεια. - Όλοι τέτοιοι ήταν; ρώτησε με θλίψη και απογοήτευση ο Στρατής. - Όχι απόλυτα όλοι, απάντησε με κάποια ικανοποίηση ο Θανάσης. Ανάμεσά τους βρέθηκαν και λίγοι, πολύ λίγοι όμως, με φιλότιμο, με πατριωτισμό και ανθρωπιά. - Αυτοί τίμησαν το ράσο τους και τ’ όνομά τους, συνέχισε ο Κώστας, παίρνοντας το λόγο. Φάνηκαν αντάξιοι της αποστολής τους και στάθηκαν όσο μπορούσαν πιο κοντά στο Χριστό και στον άνθρωπο. Αγωνίστηκαν για την αλήθεια, πολέμησαν για τη λευτεριά, πάλαιψαν για το δίκιο. Μαρτύρησαν για την πίστη τους. Συμπαραστάθηκαν στους φτωχούς, βοήθησαν τους αδύνατους, στιγμάτισαν τους δυνατούς, τους άδικους, τους απάνθρωπους. Ήταν, όμως, τόσο λίγοι αυτοί, που οι προσπάθειές τους και οι αγώνες τους χάθηκαν μέσα στον κυκεώνα των δολοπλοκιών και στο βούρκο της αμαρτωλής κι αντιχριστιανικής ζωής των άλλων, των πολλών. - Πολλοί τέτοιοι υπάρχουν και σήμερα, πρόσθεσε βιαστικά ο Γιώργος. Κάτι ακούγεται δώθε-κείθε κάθε μέρα. - Αυτοί οι πολλοί, μας εγκατέλειψαν σαν ποίμνιο, είπε ο Κώστας, μας ταπείνωσαν σα χριστιανούς και μας πρόδωσαν σαν Έθνος. Αυτοί μας εκμεταλλεύτηκαν επί αιώνες και απομύζησαν κάθε ικμάδα που μας απόμεινε. Κι όταν μιλούσαμε και διαμαρτυρόμασταν για την κακή τους τακτική μας έλεγαν αντίχριστους. Μας αποκαλούσαν άπιστους και άθεους και, για να ξεμπλέξουν με μας, μας αφόριζαν. Οι θύμισες αυτών των γεγονότων στενοχώρησαν πραγματικά τον Κώστα. Σταμάτησε για λίγο την κουβέντα και προσπάθησε με τη σιωπή του να πνίξει μια έντονη αγανάκτηση, που φούντωνε μέσα του και τον βασάνιζε αφάνταστα. Δεν τα κατάφερε όμως. Χαλάρωσε λίγο το κασκόλ που ήταν τυλιγμένο στο λαιμό του και συνέχισε. - Λίγοι μόνο μας παραστάθηκαν κατά καιρούς και αγωνίστηκαν δίπλα στο λαό και για το λαό. - Και τούτο, γιατί τέτοιοι αγωνιστές δεν ήταν αρεστοί στο κατεστημένο, είπε ο Θανάσης. Όποιος ρασοφόρος γίνονταν ‘’άνθρωπος’’, καταδιώκονταν απάνθρωπα απ’ το κλειστό κύκλωμα του ιερατείου. Απομονώνονταν και συνθλίβονταν.
67
- Γι’ αυτό και ρασοφόροι αγωνιστές, που στάθηκαν δίπλα στο λαό και αγωνίστηκαν μαζί του, δεν είχαν καλό τέλος. Πρόσφατο παράδειγμα οι δεσποτάδες Κοζάνης Ιωακείμ και Ηλείας Αντώνιος. Αυτοί οι δυο ιεράρχες ύψωσαν το ανάστημά τους στις ώρες της τραγωδίας, στάθηκαν αλύγιστοι ανάμεσα στα ποίμνιά τους και αγωνίστηκαν με τους αντάρτες κατά των Γερμανών, των άλλων κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους. Κι αντί να τιμηθούν, όπως τους άξιζε γι’ αυτή τους τη γενναία και πατριωτική στάση και να αναγνωριστούν πανελλήνια οι αγώνες τους, δικάστηκαν τελικά απ’ την ‘’Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος’’ και διώχτηκαν απ’ τις μητροπόλεις τους, γιατί βγήκαν στο βουνό. Ο Κώστας κοντοστάθηκε λίγο. Κοίταξε κατάματα τους συναδέλφους του και με παράπονο και οργή μαζί συνέχισε. - Μάλιστα κύριοι. Δικάστηκαν, γιατί αγωνίστηκαν για τη λευτεριά της Ελλάδας. Και ξέρετε ποιος τους δίκασε; Ξέρετε ποιος ήταν ο πρόεδρος του ‘’Ιερού δικαστηρίου’’, που ανέλαβε να τους τιμωρήσει; Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων, Σπυρίδων. Ο δεσπότης που πρωτοστάτησε στην προδοτική συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου με τους Γερμανούς και έπαιξε τον κυριότερο ρόλο στην παράδοση του στρατού μας και της πατρίδας μας στους εχθρούς της. Ο ηθικός αυτός αυτουργός της προδοσίας, αντί να καθίσει στο σκαμνί και να δικαστεί σα δοσίλογος απ’ το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, μαζί με τους άλλους συνενόχους της προδοσίας Τσολάκογλου, Ράλλη, Λογοθετόπουλο κλπ. και να τιμωρηθεί σα συνυπεύθυνος για την κατοχική τραγωδία της πατρίδας μας, ορίστηκε απ’ την Ιερά Σύνοδο πρόεδρος του ‘’Ειδικού Ιεροδικείου’’ και κάθισε στην προεδρική του έδρα, για να δικάσει αγωνιστές μητροπολίτες . . . Αυτά είναι τα χάλια μας κι αυτή είναι η κατάντια μας. - Βρίσκουν κατάλληλο έδαφος, γι’ αυτό και αλωνίζουν όπως τους αρέσει, διέκοψε με κάποια αγανάκτηση ο Θανάσης. Ο Κώστας, με έκδηλη τη δυσαρέσκεια στα χαρακτηριστικά του και υψώνοντας κάπως τον τόνο της φωνής του, συνέχισε. - Μας αφόρισαν και μας ξαναφόρισαν αμέτρητες φορές . . . Οι αφορισμοί είχαν καταντήσει κάποτε τροπάρια στις εκκλησίες. Όπως μας πληροφορούν παλιότεροι ιστορικοί, υπήρξαν εποχές στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που μόνο στην Πάτρα και στα Γιάννενα γίνονταν δυο και τρεις αφορισμοί κάθε Κυριακή. Και μάλιστα για το τίποτα. Αν, για παράδειγμα, ένας που ξενιτεύονταν δεν έδινε πριν φύγει ένα δώρο υπολογίσιμο στο δεσπότη, αφορίζονταν. Κι αν πάλι κάποιος ξενιτεμένος, όταν επέστρεφε στον τόπο του, δεν έφερνε στο δεσπότη του ένα αξιόλογο δώρο, πάλι αφορίζονταν. Ο αφορισμός ήταν φτηνός. Οι παπάδες αφόριζαν μόνο για 2-3 γρόσια. - Μα τότε είμαστε όλοι αφορισμένοι απ’ την Εκκλησία μας, είπε με κάποιο παράπονο ανάκατο με αγανάκτηση ο Στρατής. - Το γεγονός και μόνο ότι αφόρισαν τους ξεσηκωμένους προγόνους μας για λευτεριά, φτάνει για να θεωρηθούμε όλοι αφορισμένοι. - Φυσικά, είπε διακόπτοντας ο Γιώργος. Αφού, όλοι σχεδόν οι πρόγονοί μας πήραν μέρος στους αγώνες του 21 και πολέμησαν για τον ξεσκλαβωμό της πατρίδας. Εδιαίτερα εμείς ο Θεσσαλοί, οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες, κατά τα λεγόμενα του Κώστα και του Θανάση,
68
είμαστε διπλά αφορισμένοι. Βλέπεις, η Αυτού Πανθιερότης ο Πατριάρχης μας Άνθιμος ο Στ’, εν τη μεγαλοψυχία του και εν τη αγάπη του προς το χριστεπώνυμον πλήρωμα (έτσι δεν έλεγε;) ηυδόκησε να μας ξαναφορίσει, όταν ξαναξεσηκωθήκαμε για λευτεριά το 1854. Φορώντας μάλιστα ο εθνάρχης μας τα φανταχτερά του άμφια, πρόσθεσε με αγανάκτηση ο Θανάσης. Με αυτήν την αστραφτερή περιβολή, προκλητικότατη αντιχριστιανική επίδειξη των ‘’χριστιανών’’ ιεραρχών μας, ευλόγησε τα τουρκικά όπλα και αξίωσε απόλυτη υποταγή των ραγιάδων στο μεγάλο κύριο και αφέντη του, σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ. - Λένε πως αφόρισαν και το Βενιζέλο, είπε με κάποια αμφιβολία o Στρατής, που πετάχτηκε αναπάντεχα στη μέση, σαν αγουροξυπνημένος στρατιώτης στο φυλάκιο σε ώρα εφόδου. Η συζήτηση τον είχε συνεπάρει και τα λεγόμενα των συναδέλφων του, που τέτοια δεν είχε ξανακούσει, του είχαν συγκλονίσει το μυαλό. Το απότομο ξάφνιασμα απ’ τα πρωτάκουστα κι απίστευτα αυτά πράγματα παρέλυσε τα νεύρα του. Κοίταξε μισοζαλισμένος τους συναδέλφους του, με ένα ύφος που έδειχνε πως περίμενε οπωσδήποτε αρνητική απάντηση. Πολύ θα ήθελε να βρίσκονταν κάποιος τη στιγμή εκείνη να διαψεύσει όλες αυτές τις τρομερές αλήθειες. Κανένας, όμως, δεν του μίλησε, γιατί κανένας δεν μπορούσε να τα βάλει με την Ιστορία. Ο Στρατής, με περισσότερη απορία στην έκφραση και στη φωνή, συνέχισε. - Το Βενιζέλο! Μα ο παππούς μου τον ανέβαζε στα ουράνια! Κάθε τόσο έλεγε πως στις επαναληπτικές εκλογές της 8ης Μαΐου βγήκε βουλευτής Μυτιλήνης με 16693 ψήφους έναντι 243 του αντιπάλου του. Τό ‘λεγε και το ξανάλεγε. Κι όταν τον ερέθιζαν, τους απαντούσε στερεότυπα και τελεσίδικα ‘’Μην ξεχνάτε, 16693 υπέρ και 243 κατά’’. - Και η επιτυχία του αυτή, τόνισε ο Θανάσης, είχε σπουδαιότερη σημασία, αν λάβει κανείς υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν των εκλογών και αναλογιστεί ειδικότερα τη συγκεκριμένη πολιτική του Βενιζέλου, σ’ ότι αφορούσε το μέλλον της περιοχής της Μυτιλήνης που τον υπερψήφισε. - Κι αυτόν τον αφόρισαν! επανέλαβε και πάλι μ’ απορία ο Στρατής, δείχνοντας πως ακόμη δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό του μια τέτοια ενέργεια. - Όχι μόνο το Βενιζέλο αλλά και τους οπαδούς του αφόρισαν οι κληρικοί μας το 1916, συμπλήρωσε ο Κώστας. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τη διατύπωση του αφορισμού που έκαναν οι ιεράρχες μας τότε, είμαστε σήμερα όλοι σχεδόν οι Έλληνες ή οπωσδήποτε οι περισσότεροι και για άλλη μια φορά αφορισμένοι. - Ο Βενιζέλος, όμως, επανήλθε θριαμβευτικά στην Ελλάδα, δαφνοστεφανώθηκε στο Εθνικό Στάδιο και αναδείχτηκε σαν ο μεγαλύτερος Έλληνας πολιτικός της νεότερης ιστορίας μας, είπε ο Γιώργος. Πώς τον ξαναείδαν οι ιεράρχες μας εκείνοι που τον αφόρισαν, όταν επέστρεψε θριαμβευτής και αναγνωρισμένος απ’ όλον τον κόσμο σα μεγάλος πολιτικός; - Πώς άραγε ξαναντίκρισαν το λαό οι ποιμενάρχες εκείνοι; ρώτησε ο Στρατής με απορία. Και πώς συνέχισαν να αντικρίζουν κατόπι το
69
αφορισμένο ποίμνιό τους οι υποτιθέμενοι ‘’κήρυκες της αγάπης’’ και οι ‘’αντιπρόσωποι του Χριστού επί της γης’’, όπως τους αρέσει να αυτοαποκαλούνται; - Μην ψάζετε για ψύλλους στ’ άχυρα. Αυτές οι λεπτομέρειες είναι μόνο για το λαό. Αυτός έχει καρδιά και αισθήματα που θίγονται. Άσχετα, αν το δείχνει ή όχι. Αυτός πρέπει να προσέχει στα λόγια του και στα φερσίματά του. Αυτός παρατυπεί κι αυτός τιμωρείται, όταν δεν φωνάζει ‘’Ζήτω’’. Γι’ αυτό και, επειδή δεν ξέρει πότε παρατυπεί και πότε όχι, για να είναι κάθε φορά εντάξει και, για να μην διακινδυνεύει κάθε τόσο τη ζωή του, φωνάζει πάντοτε ‘’Ζήτω’’. Και μ’ όλα αυτά, ποτέ δεν βρίσκει δίκιο κι ουδέποτε του αναγνωρίζουν δικαιώματα. Πάντοτε τον φορτώνουν με υποχρεώσεις και ευθύνες και μόνο λίγο πριν τις εκλογές χαλαρώνουν κάπως τα δεσμά του, για να τα ξανασφίξουν αμέσως μόλις βγουν τα αποτελέσματα. Οι κάθε λογής, όμως, εθνάρχες και εθνοπατέρες, που κατά κανόνα δεν έχουν δράμι πατριωτισμό κι ούτε ίχνος ανθρωπιάς και μπέσας, ενεργούν ασύδωτοι και ανεξέλεγκτοι. Δεν δεσμεύονται από ηθικούς κανόνες και δεν λογαριάζουν τυπικότητες. Κάνουν ό,τι θέλουν και όπως θέλουν, χωρίς ευθύνη και ντροπή. - Και οι νόμοι; Υπάρχουν νόμοι, δεν είναι έτσι; ρώτησε ο Γιώργος. - Ναι. Υπάρχουν νόμοι και πολλοί μάλιστα, είπε ο Θανάσης. Μπλεγμένοι μεταξύ τους σαν τον ιστό της αράχνης και δεν μπορώ να καταλάβω πώς δεν τους πιάνουν αυτούς ποτέ, πρόσθεσε με απορία. - Μην ξεχνάτε πως στον ιστό της αράχνης πιάνονται μόνο οι μικρές μύγες. Οι μεγάλες τον τρυπούν και φεύγουν, είπε χαρακτηριστικά ο Κώστας - Τον τρυπούν και φεύγουν, επανέλαβε ο Θανάσης με κάποια στενοχώρια. Δεν έχουν, βλέπεις, να δώσουν λογαριασμό σε κανένα. Γιατί ο λαός κοιμάται και ξυπνάει μόνο όταν τον ξυπνήσουν, για να τους χειροκροτήσει και για να τον μετρήσουν στις κάλπες. - Ώστε αφόρισαν το Bενιζέλο! ξαναείπε ο Στρατής, λες και η σκέψη του είχε κολλήσει στο σημείο αυτό και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ξεφύγει από κει. Το Βενιζέλο! επανέλαβε μονολογώντας και, με ύφος που περισσότερο εκδήλωνε τη δική του περηφάνια, γιατί κάτι ήξερε κι αυτός σωστό για το Βενιζέλο, χωρίς να πάψει, όμως, να εκφράζει ταυτόχρονα την αποστροφή και τον οίκτο του για την κατάντια των αφοριστών του μεγάλου πολιτικού. - Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο και μην το ξαναρωτάς. Χώνεψέ το, του είπε ο Κώστας επιτακτικά. Και πρόσθεσε με σταθερή φωνή χαρακτηριστικά. Μάλιστα, στον αφορισμό αυτό πήρε μέρος και το χωριό μου. - Και το χωριό σου! αναφώνησε ξαφνιασμένος περισσότερο αυτή τη φορά ο Στρατής. - Όπως κι όλα σχεδόν τα χωριά της πατρίδας μας, συμπλήρωσε ο Κώστας προς γενική κατάπληξη του Στρατή, που, ακούγοντας τέτοια πράγματα, αμφέβαλε αν ήταν ξύπνιος ή ονειρεύνονταν. - Για λέγε μας, για λέγε μας. Τι ρόλο έπαιξε το χωριό σου στο θέμα αυτό; είπε ανυπόμονα. Πρέπει να είσαι από σπουδαίο χωριό, πρόσθεσε με κάποια ειρωνεία και θαυμασμό μαζί.
70
- Μα τότε ανοίγουμε άλλη ιστορία και πάμε μακριά, είπε ο Κώστας. - Δεν κάνει διαφορά, πρόσθεσε ο Γιώργος. Άλλωστε, έχουμε αρκετές ώρες μπροστά μας. Ύστερα, πότε θα μας ξαναδοθεί η ευκαιρία να ακούσουμε τέτοια πράγματα; Το μόνο που ακούμε κάθε μέρα είναι, προσοχή και ανάπαυση ή, τόσες μέρες φυλακή και πάρ’ τον στο πειθαρχείο. - Λέγε μας, λοιπόν, Κώστα, μια και η παρέα το απαιτεί, επενέβη ο Θανάσης. Όλοι ανακάθισαν στις θέσεις τους κι ήρθαν όσο μπορούσαν πιο κοντά στον Κώστα. Κάρφωσαν τα μάτια τους πάνω του και κρεμάστηκαν απ’ τα χείλη του. Ο Κώστας, εντυπωσιασμένος απ’ το ενδιαφέρον των συναδέλφων του και, θέλοντας να ικανοποιήσει την περιέργειά τους, άρχισε. - Στην αρχή της κουβέντας μας, νομίζω πως σας είπα λίγα πράγματα για το χωριό μου και τους δικούς μου. Δεν θυμάμαι αν σας είπα πως οι δικοί μου, όταν έφευγα απ’ το χωριό για στρατιώτης, με ξέβγαλαν όλοι μαζί ως τ’ Ανάθεμα και την Κονδυλόβρυση. - Δεν κάνει διαφορά αν μας τα είπες νωρίτερα ή όχι, είπε ο Γιώργος. Ξαναπές τα μας και πάλι. - Ναι, ναι, πρόσθεσαν με ανυπομονησία και οι άλλοι. Τα λεγόμενά σου είναι τόσο ενδιαφέροντα! - Λοιπόν, ξεκινήσαμε όλη η οικογέναια απ’ το σπίτι μας που βρίσκεται προς τη βορινή πλευρά του χωριού, κοντά στους πρόποδες του βουνού. Προχωρήσαμε κατηφορικά προς το νότο και το διασχίσαμε σχεδόν στη μέση, περνώντας κοντά απ’ την άκρη της πλατείας. Γρήγορα αφήσαμε πίσω μας και τα τελευταία σπίτια του, μπήκαμε στ’ αλώνια και φτάσαμε στην Κονδυλόβρυση. Μια στερεμένη και στεγνή πια βρύση, που από χρόνια χάσκει σα στοιχειωμένη με το σωλήνα στραβό, σκουριασμένο και γεμάτο λέπια από καφετιά σιδερόσκονη. Το βάθρο της, μια άχαρη, κακόγουστη και κακοφτιαγμένη τσιμεντοκολόνα, καταφαγωμένη απ’ τον καιρό και την εγκατάλειψη. Τα χοντροχάλικά της, γυμνά και βρόμικα, χάσκουν εδώ κι εκεί, χωρίς κανένα τσιμεντένιο επίχρισμα ή κάποιο άλλο υποφερτό τελείωμα. Σπασμένη γύρω-γύρω στις γωνίες, δείχνει σα σκοροφαγωμένη. Ο χώρος της είναι γεμάτος λακκούβες και σκόρπιες πέτρες. Χωρίς αποχέτευση ή άλλη αποστραγγιστική επίστρωση, δείχνει καθαρά με τις χοντροξεραμένες πατημασιές των ζώων, πόση λάσπη θα επικρατούσε εκεί, τότε που η βρύση είχε νερό και με πόση δυσκολία θα την πλησίαζαν άνθρωποι και ζώα για να δροσιστούν. Ένας που δεν ξέρει την ιστορία της, θα φόρτωνε όλη αυτή την κατάντια στην αδιαφορία και στην κακομοιριά των κατοίκων. Βέβαια κι αυτοί δεν είναι τελείως απαλλαγμένοι από κάθε ευθύνη. Αλλού, όμως, οφείλεται κυρίως το κακό. Κι ακούστε με λίγα λόγια την ιστορία της. Η βρύση αυτή έγινε το 1926. Την εποχή που ο δημοκράτης στρατηγός Κονδύλης ανέτρεψε τη δικτατορία του στρατηγού Πάγκαλου κι έγινε πρωθυπουργός. Γι’ αυτό και ονομάστηκε Κονδυλόβρυση. Για να τιμηθεί το όνομα του πρωθυπουργού. Τότε, κάποιος πολιτικάντης της περιοχής, ονομαζόμενος Καταφέρας, έτσι τουλάχιστον τον ήξεραν στο χωρίο, παλιός γνώριμος όπως έλεγαν του
71
Κονδύλη απ’ το στρατό, για να ενισχύει πιθανόν το κύρος του στρατηγού, ίσως, όμως και για δικό του όφελος περισσότερο, έδειξε ένα πρωτοφανές και ανεξήγητο ενδιαφέρον για τον τόπο μας. Παρουσιάστηκε σα φίλος και προστάτης της περιοχής μας κι έκανε διάφορα ψευτοέργα στα γύρω χωριά. Τέτοια έργα έβλεπαν τα μέρη μας για πρώτη φορά. Ανάμεσα στα έργα αυτά ήταν και η Κονδυλόβρυση. Όπως έλεγε ο Καταφέρας στους χωριανούς, ο πρωθυπουργός είχε μεγάλη επιθυμία να φέρει νερό κοντά στ’ αλώνια του Κοκκινόλακκα. Τώρα, γιατί ο Κονδύλης ενδιαφέρονταν τόσο πολύ για τον Κοκκινόλακκα είναι άλλο πράγμα. Αυτό μόνο ο Καταφέρας θα το γνώριζε. Σαν κατάλληλο μέρος για το στήσιμο της βρύσης ορίστηκε το νταμάρι της Κατάρας. Το νταμάρι αυτό βρίσκεται εκεί ακριβώς που αρχίζει το ξάνοιγμα των αλωνιών. Στη ρίζα του μικρού ομαλού γήλοφου, τον οποίο οι χωριανοί ονομάζουν ‘’Ανάθεμα’’. Ο λόφος αυτός είναι το μόνο σημείο της περιοχής, που υψώνεται ελαφρά και ομαλά πάνω απ’ την απλόχωρη ισάδα των αλωνιών και δίνει κάποια χάρη στη μονότονη ομαλότητα της πλευράς αυτής του χωριού. Εκεί, το τμήμα του δρόμου γίνεται πιο ορατό από μακριά. Καθώς βγαίνει απ’ το χωριό, περνάει απ’ τ’ αλώνια και κατεβαίνει προς τ’ αμπέλια και τη δημοσιά. Το τοξοτό ιδίως τμήμα του δρόμου, που αγκαλιάζει ανοιχτά από δεξιά το γυμνό και ομαλό γήλοφο του Αναθέματος, με την άσπρη πέτρινη μυραμίδα στην κορφή του, φαίνεται από πολύ μακριά και καθαρότατα. Το κομμάτι αυτό του δρόμου είναι γνωστό και στους κατοίκους ακόμη των γύρω χωριών με το όνομα Κατάρα. Δεν έχει τίποτα το απόκρημνο, το επικίνδυνο ή το χαώδες εκεί γύρω, όπως άλλα συνήθως μέρη άλλων περιοχών με την ίδια ονομασία. Απλώς, στη μέση του κατά τα άλλα ομαλού αυτού τμήματος υπάρχει ένα μικρό νταμάρι, που άνοιξαν με την προτροπή του κράτους οι κάτοικοι πριν χρόνια. Αυτή είναι όλη κι όλη η εδαφική ανωμαλία του. Απ’ το νταμάρι αυτό έβγαλαν οι χωριανοί τις πέτρες που χρειάστηκαν για να υψώσουν, με τις ευλογίες της Εκκλησίας, στην κορφή του λόφου, μια πέτρινη πυραμίδα, που ακόμη βρίσκεται εκεί. Το Ανάθεμα του Βενιζέλου. Το νταμάρι αυτό, που στο μεταξύ ο χρόνος και οι βροχές απάλυναν κάπως την αγριάδα του, ονομάζεται ‘’Κατάρα’’. Και τούτο, γιατί τη μέρα που στήνονταν το Ανάθεμα, κάθε χριστιανός, όταν έσκυβε να πάρει μια πέτρα, με σκοπό να την πάει ψηλά πάνω στο λόφο για να υψωθεί εκεί η πυραμίδα, έπρεπε να λέει και έλεγε τη λέξη ‘’κατάρα’’. Ενώ, όταν έριχνε την πέτρα στην πυραμίδα, φώναζε ‘’ανάθεμα’’. Έτσι λοιπόν, το νταμάρι και το τμήμα του δρόμου πού ‘ναι δίπλα του, ονομάστηκαν Κατάρα και ο λόφος με την πυραμίδα στην κορφή Ανάθεμα. - Μ’ αυτόν τον τρόπο συνέβαλε και το χωριό σου στον αφορισμό; ρώτησε πειραχτικά ο Θανάσης. - Και τού ‘μειναν για πάντα τα σημάδια της ντροπής. Η ‘’Κατάρα’’ και το ‘’Ανάθεμα’’, πρόσθεσε στενοχωρημένα ο Κώστας. - Και η Κονδυλόβρυση; Τι πράγμα είναι αυτή η βρύση; Έχει κι αυτή καμιά παράξενη ιστορία; ρώτησε ανυπόμονα ο Στρατής.
72
- Θα σας πω και γι’ αυτή, είπε ο Κώστας, γιατί είναι δεμένη κάπως με τα παραπάνω. Και, χωρίς να περιμένει καθόλου, συνέχισε. Το μέρος αυτό, λοιπόν, διάλεξε ο Καταφέρας, ώστε και το δικό του έργο να βρεθεί σε περίωπη θέση και η δροσιά της βρύσης του να απαλαίνει το μαρτύριο των δειψασμένων χειλιών και να δροσίζει τον καύσωνα των ψυχών των καταραμένων. Ας σημειωθεί, ότι όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού ήταν Βενιζελικοί κι επομένως απ’ την Εκκλησία μας καταραμένοι. Για να αντιδιαστέλεται δε και να γίνεται εμφανέστερη η δική του δημιουργία, καθώς και η καλή προαίρεση του ‘’ευεργέτη’’ μας πρωθυπουργού, ο Καταφέρας δεν δέχτηκε να γκρεμιστεί η πυραμίδα του Αναθέματος κι ούτε συμφώνησε, όπως πρότειναν μερικοί, οι πέτρες της να χρησιμοποιηθούν για το στρώσιμο της βρύσης. ΄Ηθελε να υπάρχουν και τα δυο έργα δίπλα-δίπλα, ίσως, για να τα βλέπει ο κόσμος και να διακρίνει την ‘’ταπεινότητα και το αίσχος’’ του ενός απ’ την ‘’αίγλη και το μεγαλείο’’ του άλλου. Εκεί λοιπόν, στη σκιά του Αναθέματος, ανοίχτηκε ένας αβαθής λάκκος για το θεμέλιωμα της βρύσης. Το λάκκο αυτό διάβασε και αγίασε ο παπάς, παρουσία όλου του χωριού κι εκεί μέσα στήθηκε μια τσιμεντένια κολόνα, ένα κι εξήντα ύψος, ένα μέτρο φάδρος και σαράντα πόντους πάχος. Την κολόνα αυτή διαπερνούσε ένας σωλήνας πέντε περίπου πόντους κι εξείχε μπροστά κάπου μια πιθαμή. Αυτή ήταν η βρύση. Ολόκληρο το έργο το πλήρωσε η κυβέρνηση. Μέσω του Καταφέρα φυσικά. Πάνω-πάνω στην πλατιά τσιμεντένια κολόνα, χύθηκε, πάλι από τσιμέντο, καλουπιαστή και εμφανέστατη η επιγραφή ‘’Γεώργιος Κονδύλης. Ο μόνος αληθινός δημοκράτης Πρωθυπουργός’’. Στα εγκαίνια της βρύσης, ο Καταφέρας συγκέντρωσε τους κατοίκους κι έκανε μεγάλη τελετή. Ήρθε κι ο δεσπότης απ’ την πόλη, αυτός που είχε κάνει παλιότερα και τον αφορισμό του Βενιζέλου και μ’ άλλους καναδυό παπάδες διάβασε αγιασμό και ‘’αγίασε το ύδωρ’’. Στο λόγο τους οι επίσημοι τόνισαν το μέγεθος και τη σπουδαιότητα του έργου, υπογράμμισαν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του στρατηγούπρωθυπουργού, για τους λιχνιστές και τα ζώα του Κοκκινόλακκα κι αφού ήπιε πρώτος ο Καταφέρας νερό απ’ την καινούρια και φρεσκοανοιγμένη βρύση, ξαναϋπογράμμισε την αγαλίαση που θα νιώθει στην καρδιά του ο Κονδύλης, όταν απ’ το δροσερό στόμα της βρύσης αυτής, της βρύσης του Κονδύλη, όπως επανειλημμένα την ονόμαζε, θα δροσίζεται ένα κουρασμένο βόδι ή μια έγκυος φοράδα ή ένας περαστικός αγωγιάτης με τα μουλάρια του. Επίσης είπε, ότι σήμερα εδώ εγκαινιάζεται η πρώτη φάση του έργου. Δηλαδή η τσιμεντένια κολόνα με το σωλήνα. Πιστεύει, όμως, πως συντομότατα η κυβέρνηση, με το αμέριστο πάτοτε ενδιαφέρον του πρωθυπουργού της, θα ολοκληρώσει το ‘’μεγάλο και σπουδαίο’’ αυτό έργο και ότι ο ίδιος γρήγορα θα ξαναβρεθεί στην ευχάριστη θέση, να εγκαινιάσει και τη δεύτερη φάση των κατασκευών. Δηλαδή, το στρώσιμο μερικών τετραγωνικών μέτρων τσιμέντου γύρω απ’ τη βρύση και την κατασκευή τσιμεντένιας ποτίστρας, για το πότισμα των ζώων. ‘’Η ποτίστρα, όμως, δε θα έχει δύο’’, όπως είπε, ‘’αλλά τρία
73
ολόκληρα μέτρα μήκος’’. Όλοι χειροκρότησαν και ζητοκραύγασαν, ενώ ο Καταφέρας, χαμογελαστός και ευδιάθετος, δεχόταν συγχαρητήρια. Ο δεσπότης, στολισμένος με τα λαμπερά του άμφια, εκείνα που φορούσε και στον αφορισμό του Βενιζέλου, αφού συγχάρηκε τον Καταφέρα κι εκείνος του φίλησε το χέρι ταπεινά, ευλόγησε αφ’ υψηλού τα πλήθη, όπως συνηθίζουν οι όμοιοί του σε τέτοιου είδους ιστορικές περιπτώσεις. Έρανε τα μέτωπα των πιστών με αγιασμένο απ’ τη βρύση ύδωρ, ενώ εκείνοι ένας-ένας του φιλούσαν με βαθιά υπόκλιση το χέρι, ρίχνοντας ταυτόχρονα και τον οβολόν τους, υπέρ ποιος ξέρει ποιου αγίου, στο δίσκο που κρατούσε όρθιος δίπλα στο ‘’αγιασθέν ύδωρ’’ ο νεότερος απ’ τους παπάδες και τον οποίο ασταμάτητα επιτηρούσε με το οξύ του βλέμμα ο σεβασμιώτατος. Το έργο αυτό, παρ’ όλη τη φαιδρότητα που το περιβάλλει, ήταν, αν όχι απαραίτητο, οπωσδήπουτε χρήσιμο στον τόπο, γιατί πραγματικά ανακούφιζε τους διψασμένους ανθρώπους και κάπως και τα ζώα. Και λέω ‘’κάπως’’ γιατί, για να ποτίσει κανείς το ζώο του, έπρεπε να έχει πάντοτε μαζί του έναν κουβά ή κάποιο άλλο παρόμοιο δοχείο. Πολλοί τα πότιζαν μέσα στο καπέλο τους. - Δεν είχε, βλέπεις, εκτελεστεί ακόμη η ‘’δεύτερη φάση του έργου’’, γι’ αυτό δούλευε η λύση καπέλο, είπε ειρωνικά ο Θανάσης. - Φυσικά, δεν έγινε μελετημένο και με κάποια πρόβλεψη. - Όπως, δυστυχώς, γίνονται κατά κανόνα όλα τα έργα στον τόπο μας, πρόσθεσε βιαστικά ο Γιώργος. - Με μεγάλη προχειρότητα απλώθηκαν επιφανειακά σιδεροσωλήνες απ’ τ’ αλώνια ως το πλατανόρεμα κι εκεί, στη θέση Ασπρόπετρα, όπου υπήρχε παλιότερα ένας τούρκικος νερόμυλος, έγινε, με προσωπική εργασία των κατοίκων, μια πρόχειρη δέση με κορμούς δέντρων και χοντρές πέτρες. Έτσι, σχηματίστηκε ένα μικρό φράγμα, το οποίο ανύψωσε το νερό ως το χορταριασμένο και καταστραμμένο πια απ’ την πολυκαρία και την εγκατάλειψη κανάλι του νερόμυλου, που πλάι-πλάι στο βουνό κατέβαζε κάποτε το νερό στη φτερωτή του Τούρκου μυλωνά. Και τώρα, απ’ το τέλος αυτού του καναλιού, ξεκινούσαν οι καινούριοι σωλήνες και τροφοδοτούσαν την Κονδυλόβρυση. Οι σωλήνες στο δρόμο τους περνούσαν μικροπλαγιές και σύδεντρα, δρασκέλιζαν μια-δυο ρεματιές και καβαλίκευαν μια βαθιά χαράδρα, ώσπου να φτάσουν στ’ αλώνια και να καταλήξουν στην τσιμεντοκολόνα της βρύσης. Η χαράδρα, όμως, αυτή είχε μεγάλο άνοιγμα. Πάνω από τριάντα μέτρα. Και οι σωλήνες δεν ήταν δυνατό να συγκρατήσουν μόνοι τους το βάρος τους και το βάρος του νερού που περιείχαν. Γι’ αυτό, ο Καταφέρας έδωσε εντολή και έκοψαν τέσσερις μεγάλες οξιές, ψηλές σαν τεράστιες τηλεφωνοκολόνες. Τις ένωσαν ανά δύο, για να γίνουν ψηλότερες και τις έστησαν μέσα στη χαράδρα, κάτω απ’ τους σωλήνες, για υποστηρίγματα. - Κι αυτό πάλι με προσωπική εργασία των κατοίκων, είπε σκοπτικά ο Θανάσης. - Φυσικά, τόνισε ο Κώστας και συνέχισε. Το χειμώνα, όμως, του 1928, με τις πολλές βροχές και τα χιόνια εκείνης της χρονιάς, το μπόλικο κι απότομο νερό που κατέβασε η ξερορεματιά, παρέσυρε τις
74
κολόνες. Κι αυτές, στο ορμητικό πέσιμό τους, πήραν μαζί τους κι ένα μεγάλο τμήμα των σωλήνων. Έτσι, η κονδυλόβρυση δεν ξανάφερε νερό στ’ αλώνια. Κι από τότε παραμένει ξερή και ρημαγμένη. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για την επισκευή της σωλήνωσής της. Ούτε η Κοινότητα, που δεν είχε τις δυνάμεις, ούτε ο Κονδύλης, που δεν ήταν πια πρωθυπουργός, ούτε κι ο Καταφέρας που είχε κι αυτός στο μεταξύ εξαφανιστεί. Τους είχε παρασύρει φαίνεται κι αυτούς ο πολιτικός χείμαρος, διέκοψε αστειευόμενος ο Γιώργος. - Κι έμειναν οι κάτοικοι χωρίς προστάτη, συμπλήρωσε με χιούμορ κι ο Θανάσης. - Οι ταλαίπωροι, λοιπόν, κάτοικοι του Κοκκινόλακκα, συνέχισε ο Κώστας, αναγκάζονταν πάλι τα καλοκαίρια, να παίρνουν μαζί τους στ’ αλώνια νερό απ’ το χωριό ή να κατεβαίνουν χαμηλά στη χαράδρα, όπου υπήρχε μια μικρή πηγή, για να ξεδιψάσουν και να δροσιστούν. Το 1935 αναπτερώθηκαν και πάλι οι ελπίδες των χωριανών για την επισκευή της βρύσης. Ο μεγάλος προστάτης τους, όπως τον αποκαλούσε στο καφενείο κάποτε ο Καταφέρας, ανέτρεψε το κίνημα του Βενιζέλου και έγινε πανίσχυρος δικτάτορας. Δυστυχώς όμως, τα όνειρα και οι ελπίδες του Κοκκινόλακκα γκρεμίστηκαν στη γέννησή τους. Ο μεγάλος δημοκράτης έγινε, μέσα σε μια νύχτα, φανατικός βασιλικός. Ο Κονδύλης τάχθηκε υπέρ της παλινόρθωσης της βασιλείας. Τότε, μια Κυριακή πρωί-πρωί, ήρθε στο χωριό ένα συνεργείο, πληρωμένο και πάλι απ’ το Κράτος, το οποίο, όμως, αντί να επισκευάσει, να ολοκληρώσει και να τελειοποιήσει την προχειροφτιαγμένη βρύση, πελέκησε και εξάλειψε με σφυριά και ατσαλένιες σμίλες απ’ την τσιμεντένια κολόνα της, τη γεμάτη δημοκρατία κι επομένως ασύμφορη για το Έθνος, επιγραφή και ξερίζωσε το κομμάτι του σκουριασμένου σιδεροσωλήνα, που είχε απομείνει σφηνωμένος και κατάστραβος μέσα στο τσιμεντένιο σώμα της κολόνας. Έτσι, ‘’ο μόνος αληνιθός δημοκράτης πρωθυπουργός’’ σκορπίστηκε άμορφα κομμάτια στη γη και η κολόνα έμεινε απ’ τις σφυριές του συνεργείου οικτρά σημαδεμένη, σαν το παραμορφωμένο σώμα λεπρού. Τα αλώνια έμειναν από τότε χωρίς βρύση. Ο τόπος, όμως, απαλλάχτηκε από ‘’ανθελληνικά, αντεθνικά και αντιχριστιανικά συνθήματα και επιγραφές’’, όπως είπε στο κήρυγμά του ο δεσπότης στην εκκλησία εκείνη την Κυριακή, που βρέθηκε συμπτωματικά στο χωριό, φορώντας συμπτωματικά και πάλι τα ίδια άμφια που φορούσε και στα εγκαίνια της Κονδυλόβρυσης και στο Ανάθεμα του Βενιζέλου. Την ίδια μέρα, κάποιος έγραψε στην ακροτηριασμένη κολόνα της βρύσης με ξεθωριασμένη φτηνή μπλε μπογιά και χοντρά άτεχνα γράμματα. ‘’Ζήτω ο Βασιλεύς’’. Έτσι, με τα σφυριά και τις σμίλες προλήφθηκε η οπισθοδρόμηση του χωριού μας και με τα μπλε χοντρογράμματα ξαναμπήκαμε και μεις, όπως κι ολόκληρη η χώρα μας, ‘’στο δρόμο της σωτηρίας, της προόδου και της ευημερίας’’. Μάλιστα, ένα πρωί την εποχή εκείνη, μετά την αποτυχία του κινήματος Βενιζέλου – Πλαστήρα της 12ης Σεπτεμβρίου 1935, βρέθηκαν σκορπισμένα στους δρόμους του χωριού μας χαρτιά με ανατυπωμένο το κείμενο της αφοριστικής πανταχούσας του Βενιζέλου,
75
όπως την είχαν διατυπώσει οι αρχιερείς της εκκλησίας μας το 1916. Ένα από κείνα τα φυλλάδια βρήκα τυχαία πριν από ένα-δυο χρόνια σ’ ένα συρτάρι στο σπίτι της γιαγιάς μου και το φύλαξα. Το περιεχόμενό του μού ‘κανε ιδιαίτερη εντύπωση, που, διαβάζοντάς το και ξαναδιαβάζοντάς το, το έμαθα σχεδόν απέξω. Ακούστε τι έγραφε πάνω-κάτω εκείνο το τρομερό για μένα και ταπεινωτικό για την Εκκλησία μας και τον άνθρωπο χαρτί. Αθήνα 22 Ιουλίου 1916 Ανοιχτή Επιστολή Του μητροπολίτου Αμβροσίου και του αρχιεπισκόπου Νικηφόρου. Προς τους ψηφοφόρους αδελφούς εν Χριστώ. Εμείς, οι υπογεγραμμένοι, λαβόντες υπόψη την έμμονη αξίωση των χιλιάδων Ελλήνων εφέδρων οπλιτών και πολιτών, αφορίζουμε τον Ελευθέριο Βενιζέλο σαν ένοχο εσχάτης προδοσίας. Ο άνθρωπος αυτός έχει προδώσει το Έθνος μας στους Αγγλογάλλους. Είναι υπεύθυνος για το τελεσίγραφο των Τριών Δυνάμεων, το οποίο προξένησε τόση πικρία στον πολυαγαπημένο μας βασιλιά. Το τελεσίγραφο αυτό στάλθηκε με την απαίτηση, όπως ο ευγενής βασιλιάς μας αναγκαστεί να αναθέσει την κυβέρνηση σ’ αυτόν τον μισθοφόρο συνεγαλέζικο τράγο, το Βενιζέλο, τον υποκινητή της πυρκαϊάς του Τατοΐου Πάνω στον προδότη Βενιζέλο εμείς ρίχνουμε αφορισμό, προσευχόμενοι επιπλέον όπως οι παρακάτω συμφορές πέσουν επάνω του. Οι λύπες του Ιώβ Η μοίρα του Ιωνά Η λέπρα του Ιεχωβά Το σκότος των νεκρών Η αγωνία των αποθνησκόντων Οι καταιγίδες της Κολάσεως Η κατάρα του Θεού και των ανθρώπων. Το ίδιο ανάθεμα ρίχνουμε και πάνω σ’ όλους εκείνους, οι οποίοι θα ψηφίσουν για τον προδότη Βενιζέλο στις προσεχείς εκλογές. Επιπλέον, εμείς θα προσευχηθούμε όπως τα χέρια αυτών των ψηφοφόρων ξεραθούν και όπως όλοι τους κωφαθούν τελείως και τυφλωθούν. Αμήν Υπογραφές Αμβρόσιος Νικηφόρος Μητροπολίτης
Αρχιεπίσκοπος.
Αυτά έγραψαν οι πρωτοχριστιανοί αρχιερείς μας στην αφοριστική επιστολή. Τώρα, πόσο πιάνουν οι αφορισμοί και οι κατάρες αυτών των ανθρώπων και πόσο εισακούγονται οι προσευχές τους απ’ το Θεό, αυτό είναι άλλο πράγμα. Όποιος αμφιβάλλει, ας ζητήσει να μάθει πόσα χέρια ξέρανε ο Θεός και πόσα μάτια τύφλωσε από κείνους που ψήφισαν το Βενιζέλο στις επόμενες εκλογές. Τότε θα δει και θα αναμετρήσει ο ίδιος
76
την κατάπτωση και τον εξευτελισμό των μεγαλόσχημων μεν, άμυαλων, όμως, ιεραρχών μας. Ο επίσημος αφορισμός, που περιείχε τρομακτικότερες φράσεις και φρικιαστικότερες λέξεις απ’ αυτές του Αμβρόσιου και του Νικηφόρου, έγινε στις 12/25 Δεκεμβρίου 1916, τη μέρα των Χριστουγέννων στο πεδίο του Άρεως στην Αθήνα, ενώπιον της Ιεράς Συνόδου, των πολιτικών, στρατιωτικών και πνευματικών ηγετών της χώρας και χιλιάδων λαού. Εκεί, ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, στολισμένος με τα ολόχρυσα και φανταχτερά άμφιά του και, κρατώντας τον Εσταυρωμένο στα χέρια του, ανάγγειλε τον αφορισμό του Βενιζέλου, ‘’ως επιβουλευθέντος την βασιλείαν’’ και έδωσε το σύνθημα της ρίψης των λίθων του αναθέματος. Αυτός πρώτος έριξε την πρώτη πέτρα και ακολούθησαν οι στρατιωτικοί, οι πολιτικοί και οι πνευματικοί ‘’ηγέτες’’ του Έθνους μας. - Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, είπε ειρωνικά ο Θανάσης. - Για σκεφτείτε, τι σκοταδισμός κατείχε τους ανθρώπους εκείνους και τι κατάπτωση τους διέκρινε! είπε στενοχωρημένα ο Γιώργος. - Και να φανταστεί κανείς, πως σε τέτοιες μεσαιωνικές ενέργειες πήραν μέρος και οι πνευματικοί μας ηγέτες! Η Ακαδημία! Το Πανεπιστήμιο! . . . μουρμούρισε με πίκρα ο Θανάσης. - Το ανάθεμα, συνέχισε ο Κώστας, οργανώθηκε με πρωτοβουλία της Εκκλησίας και σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας. Έτσι λοιπόν, στήθηκε τότε στο γήλοφο των αλωνιών του Κοκκινόλακκα η μικρή πέτρινη πυραμίδα και σημάδεψε για πάντα τον τόπο. - Σ’ όλα σχεδόν τα χωριά και τις πόλεις, τα αναθέματα αυτά διαλύθηκαν και καταστράφηκαν, μόλις ξαναγύρισε ο Βενιζέλος στην εξουσία, είπε ο Θανάσης. Στο χωριό σας πώς παρέμεινε και υπάρχει ακόμη μέχρι σήμερα; - Όπως μου έλεγε ο πατέρας μου, λίγο καιρό μετά το στήσιμο του αναθέματος, ήρθε ο στρατός και τοποθέτησε κάτι ξύλινες σημαδούρες βαμμένες κόκκινες. Κόκκινο το πάνω-πάνω μέρος, κίτρινο το μεσαίο και πράσινο το κάτω-κάτω ή κάπως έτσι, αν δεν μπερδεύω τα χρώματα. Μια τέτοια σημαδούρα στήθηκε και πάνω στην πυραμίδα του αναθέματος του Κοκκινόλακκα. Την πέτρινη αυτή πυραμίδα που αποτέλεσε και το βάθρο της σημαδούρας, ασβέστωσαν προσεχτικά οι στρατιώτες και την έκαναν κάτασπρη. Έτσι, διατηρήθηκε το ανάθεμα στο χωριό μου και παραμένει εκεί ψηλά στο λόφο άθικτο μέχρι σήμερα, παρ’ ότι το τρίχρωμο κοντάρι αφαιρέθηκε αργότερα, άγνωστο από ποιους και δεν υπάρχει τώρα πια. Ύστερα από λίγα χρόνια, το μέρος αυτό πλουτίστηκε και με την Κονδυλόβρυση, για να θυμίζει κι άλλες κατάντιες σε μας τους κατοίκους, στα γύρω χωριά και στον κάθε περαστικό. - Και το χειρότερο είναι πως αυτές τις γελειότητες τις εκμεταλλεύονται άριστα οι κάθε λογής πολιτικάντηδες και κατορθώνουν μ’ αυτές, χωρίς ντροπή και συνείδηση, να μας κλείνουν τα στόματα και να μας ναρκώσουν τη σκέψη για αρκετά χρόνια, είπε λυπημένα ο Θανάσης.
77
- Εμείς πάλι, δεχόμαστε ασυζητητί την κάθε ψευτιά τους και, αντί να διαμαρτυρηθούμε και να τους βάλουμε στη θέση τους, σκύβουμε χαμηλότερα το κεφάλι και χειροκροτάμε ή ζητωκραυγάζουμε, ανάλογα με τις επιθυμίες τους, πρόσθεσε με παράπονο κι ο Κώστας. Σταμάτησε στενοχωρημένος και κοίταξε θλιμμένος τους φίλους του. Κι εκείνων η θλίψη ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Έριξε μια αόριστη ματιά στο χάος του αμπαριού. Οι στρατιώτες φαίνονταν αμέριμνοι. Σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, ξάπλωναν, συζητούσαν, χειρονομούσαν ή αστειεύονταν, πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Στη βάση του δικού του άρματος πέντε-έξι ξεσκούφωτοι στρατιώτες, καθισμένοι όλοι σταυροπόδι στο πάτωμα δίπλα στις χοντρές ερπύστριες, έπαιζαν χαρτιά. Για μια στιγμή, ο Θανάσης διέκοψε τη σιωπή. Σαν κάτι να τού ‘ρθε ξαφνικά στο μυαλό. - Η Κονδυλόβρυση του Κώστα, παιδιά, είπε, μου θυμίζει κι εμένα μια παρόμοια περίπτωση του χωριού μας. Πριν χρόνια, κάποια κυβέρνηση –πού να τις θυμάται κανείς όλες; αυτές αλλάζουν σαν τους τσομπάνους κάθε Αη-Γιώργη και κάθε Αη-Δημήτρη- αποφάσισε να χτίσει μια γέφυρα πάνω από ένα χείμαρο στο Κλέφτικο, όπως το λένε στο χωριό σήμερα. (Κλεφτολήμερο το έλεγαν παλιότερα). Τα λιγοστά νερά του χείμαρου αυτού πήγαζαν από ένα σύμπλεγμα απότομων και δύσβατων υψωμάτων, που οι παλιότεροι τα αποκαλούσαν ‘’λημέρια’’. Εκεί λημέριαζαν οι κλέφτες στη διάρκεια της τουρκοκρατίας κι από κει περνούσε τακτικά αργότερα κι ο περιβόητος αρχιληστής των Πιερίων Γιαγκούλας. Έτσι, το ρέμα ονομάστηκε Κλεφτολήμερο. Όταν πλημμύριζε το Κλεφτολήμερο απέκλειε για πολύ καιρό το χωριό απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Ήρθαν, λοιπόν, πολιτικάντηδες στο χωριό, έβγαλαν λόγους στα καφενεία, τόνισαν και ξανατόνισαν το μέγεθος και τη σπουδαιότητα του έργου, υπογράμμισαν το ενδιαφέρον της κυβέρνησης και εξήραν τη δική τους θερμή και αμέριστη συμπαράσταση προς τον τόπο κι αφού μας κέρασαν ούζα στο καφενίο που τα πλήρωσε ο καφετζής και τα χρέωσε στη συνέχεια στα δικά μας βερεσέδια κι αφού κι εμείς τους ψήσαμε αρνιά δίπλα σε μια βαθίσκια κρυοπηγή της ρεματιάς, εκεί που λένε πως έστηνε γιατάκι ο Γιαγκούλας, έφυγαν και δεν τους ξαναείδαμε για καιρό. Στο μεταξύ, εμείς οι κάτοικοι, με αφορμή τα λεγόμενά τους και αιτία τις θολωμένες μας αντιλήψεις, λογοφέρναμε ασταμάτητα και μαλώναμε στα καφενεία κάθε μέρα και τις νύχτες ως αργά, προσπαθώντας ο καθένας μας να υπογραμμίσει και να προβάλει την καλοσύνη και το ενδιαφέρον του δικού του πολιτικού φίλου και υποτιθέμενου προστάτη και να αποδείξει με βρισιές ή και με γροθιές ακόμη, πως αυτός και μόνο αυτός απ’ όλους τους άλλους πολιτικούς πονάει περισσότερο το χωριό μας. Οι πολιτικοί μας προστάτες και οι σωτήρες του τόπου μας ξαναήρθαν και ξανάφυγαν αρκετές φορές, τρώγοντας κι άλλα αρνιά και κατσίκια κι ανάβοντας κάθε φορά όλο και περισσότερο τα μίση και τους φθόνους ανάμεσά μας, ώσπου κάποτε έληξε η παράσταση η δική μας ή μάλλον κάναμε διάλειμμα εμείς κι άνοιξε η αυλαία του
78
Κλεφτολήμερου. Το έργο άρχισε. Ανοίχτηκαν τα θεμέλια. ‘’Τα υπόβαθρα για τα πέλματα των κυόνων’’, όπως είπαν οι τεχνικοί. Έγιναν τα εγκαίνια. ‘Ηρθε ο δεσπότης απ’ την πόλη με τους παπάδες απ’ τα γύρω χωριά, διαβάστηκαν αγιασμοί, ψάλθηκαν τροπάρια ‘’εν χορώ’’ και ευλογήθηκε το έργο. Ξανάβγαλαν λόγους οι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης και του κόμματος που κυβερνούσε, ενώ απ’ το άλλο δεν πάτησε κανείς, εξάρθηκε το ενδιαφέρον των συμπολιτευόμενων και στιγματίστηκε η καταχθόνια, φθοροποιός και αντεθνική πολιτική της αντιπολίτευσης. Ξαναψήσαμε εμείς αρνιά και μάλιστα, ηδονισμένοι περισσότερο αυτή τη φορά απ’ το αμέριστο κι έμπρακτο πια ενδιαφέρον της κυβέρνησης, παρασυρμένοι απ’ τα ωραία λόγια των δικών της και ζαλισμένοι απ’ το δικό μας γλυκό κρασί, στήσαμε το χορό με νταούλια και πίπιζες κι έγινε μεγάλος σαματάς στο Κλεφτολήμερο. Οι εθνοπατέρες μας έμειναν τόσο ενθουσιασμένοι με την αφέλειά μας, που χόρεψαν κι αυτοί μαζί μας και μάλιστα μπροστά-μπροστά. Έτσι λοιπόν, ξεκίνησε η γέφυρα κι έπεσαν οι πρώτες τσιμεντοκολόνες. Πριν τελειώσει, όμως, το έργο, κάποια ανακατωσιά έγινε, κάποιο πραξικόπημα νομίζω κι έπεσε η κυβέρνηση. Τι ήταν να πέσει; Οι νέοι κυβερνήτες, θεωρώντας απρεπές και υποτιμητικό για την αξιοπρέπειά τους να συνεχίσουν ένα έργο, που άρχισε μια ανάξια γι’ αυτούς και ‘’μισιτή απ’ όλους τους Έλληνες’’, όπως έλεγαν, κυβέρνηση, η οποία ασυλλόγιστα και χωρίς κανένα λόγο ‘’διασπάθιζε και σπαταλούσε το δημόσιο χρήμα’’, όχι μόνο εγκατέλειψαν το έργο στη μέση αλλά διέταξαν και να γκρεμιστούν ‘’δι’ ανατινάξεως’’ οι κολόνες που είχαν ήδη στηθεί, γιατί, όπως είπαν, εκεί που βρίσκονταν ήταν επικίνδυνες για την ασφάλεια των κατοίκων! - Τούτοι, βλέπετε, έδειχναν αλλιώς τον πόνο και το ενδιαφέρον τους για σας, είπε ειρωνικά ο Γιώργος. - Φυσικά, καθένας με τις ευαισθησίες του, είπε ο Θανάσης και συνέχισε. Διακήρυξαν, μάλιστα, πως αυτοί θα χτίσουν μια πιο μεγάλη και πιο σύγχρονη γέφυρα σ’ άλλο σημείο του Κλεφτολήμερου, πιο κατάλληλο και πιο ενδεδειγμένο, ώστε η νέα γέφυρα όχι μόνο να εξυπηρετεί τους κατοίκους αλλά να αποβεί και το πιο φανταχτερό στολίδι του τόπου. Έδωσαν δε εντολή, να γίνουν μελέτες και να βρεθεί άλλο πιο επιβλητικό και εμφανέστερο σημείο πάνω στο χείμαρρο. Επίσης, έδωσαν εντολή να συγκεντρωθούν στοιχεία για κείνους που έψησαν τ’ αρνιά κι έφεραν το κρασί στα εγκαίνια της γέφυρας που είχε αρχίσει η προηγούμενη κυβέρνηση, γιατί η στάση τους τότε και οι ενέργειές τους εκείνη την εποχή θεωρήθηκαν σήμερα πράξεις αντεθνικές και επικίνδυνες για την ασφάλεια του Κράτους! Φάκελος ανοίχτηκε για τον καφετζή που κέρασε τα ούζα. Πέρασαν χρόνια από τότε. Ανέβηκαν και κατέβηκαν πολλές κυβερνήσεις. Όλες ξέχασαν να ολοκληρώσουν το έργο. Ολοκλήρωσαν, όμως, τη συγκέντρωση πληροφοριών η κάθε μια απ’ τη δική της σκοπιά, για τους κατοίκους του χωριού, σχετικά με τη θέση που πήρε ο καθένας κατά καιρούς γύρω απ’ το θέμα αυτό, το οποίο έφτασε να θεωρηθεί και σαν εθνικά επικίνδυνο ζήτημα. Οι επιτήδειοι βρήκαν κατάλληλες αφορμές, για να λερώσουν έτσι ή αλλιώς τα μητρώα όλων των κατοίκων. Το καταλληλότερο, όμως, σημείο για τη γεφύρωση της
79
χαράδρας του χείμαρου δεν το βρήκαν ακόμη. Έτσι, το Κλεφτολήμερο παραμένει αγεφύρωτο και οι κάτοικοι με χίλια ζόρια ανεβοκατεβαίνουν τη βαθιά κι απότομη χαράδρα, όταν βέβαια το επιτρέπει ο καιρός. Περισσότερο, όμως, λυπάμαι τα αθώα κι ανεύθυνα γαϊδουράκια, που, εξαιρίας άλλων γαϊδάρων, κατεβαίνουν αυτά το στενό κι απότομο μονοπάτι της χαράδρας, με το βαρυφορτωμένο σαμάρι τους κατεβασμένο ως τ’ αφτιά τους. Ο Κώστας με το Γιώργο γέλασαν. Ένα γέλιο, όμως, που στο βάθος του έκρυβε πόνο και πίκρα και που εξέφραζε οίκτο για τα ζώα και ειρωνεία και αγανάκτηση για τους υπεύθυνους της κατάντιας μας. Ο Θανάσης συνέχισε. - Στα χρόνια της κατοχής, οι κάτοικοι, με δική τους πρωτοβουλία και εργασία, έριξαν μερικά δοκάρια πάνω στις παλιές εκείνες τσιμεντοκολόνες που είχαν ξεχάσει στο μεταξύ να γκρεμίσουν οι κατοπινές κυβερνήσεις κι έτσι εξασφαλίστηκε κάποια επικοινωνία του χωριού με την γύρω περιοχή κατά τη διάρκεια του χειμώνα. - Άλλα τα χρόνια εκείνα κι αλλιώς τά ‘βλεπε τότε ο κόσμος τα πράγματα, είπε ο Κώστας, αναπολώντας με κάποια κρυφή ευχαρίστηση το πρόσφατο παρελθόν. - Στο τέλος, οι απλοί άνθρωποι, ο λαός, πρόσθεσε ο Γιώργος, βρίσκουν μια λύση αλλά το κακό είναι ότι τη βρίσκουν συνήθως αργά. - Τι τα θέλεις; συνέχισε ο Κώστας. Όσο τα σκαλίζεις τέτοια πράγματα, τόσο περισσότερο λυπάσαι για τον εαυτό σου. Το ένα σου φέρνει το άλλο και η μια πίκρα διαδέχεται την άλλη. Η ζωή μας, όπως την καταντήσαμε, δεν είναι παρά μια ατέλειωτη αρμάθα από λύπες, στενοχώριες, περιφρόνηση και εγκατάλειψη. - Πραγματικά, έτσι αποδεικνύεται, αν κοιτάξει κανείς από πιο κοντά τη ζωή που κάνουμε, πρόσθεσε ο Θανάσης. Αρκεί να θελήσουμε να ρίξουμε μια αντικειμενική και τελείως ελεύθερη ματιά στο παρελθόν. Χιλιάδες περιστατικά θα ζωντανέψουν μπροστά μας σαν αλυσίδα. Και του κοσμάκι οι εμπειρίες είναι απλές και καθαρότατες. Άλλωστε, η απλότητα είναι πιο καθαρή, πιο αδιάψευστη, πιο διδακτική. Και τούτο, γιατί είναι κατανοητή απ’ όλους. - Καλά είπατε πρωτύτερα, πως ο νους του ανθρώπου είναι περίεργος, ακούραστος και ταυτόχρονα αστείρευτος αποθηκευτής εικόνων και εμπειριών, είπε ο Γιώργος παίρνοντας το λόγο. Πραγματικά, η μια σκέψη φέρνει την άλλη χωρίς τελειωμό. Με τις ιστορίες σας αυτές, που όλες λένε τόσα πολλά κι ενδιαφέροντα, αν κανείς τις δει από κοντά και τις εξετάσει όσο πρέπει και όπως πρέπει κι απ’ τη σοβαρή τους την πλευρά, θυμήθηκα κι εγώ κάτι σχετικό και πολύ πρόσφατο. Ξέρω ότι παρατραβήξαμε το σκοινί και ξεφύγαμε πάρα πολύ από κείνα που μας έλεγε στην αρχή ο Κώστας. Αν δεν έχετε, όμως, αντίρρηση, θα σας έλεγα το περιστατικό μ’ όσο γίνεται λιγότερα λόγια. Κάτι νομίζω λέει κι αυτό. Κι ενώ πρόφερε τις τελευταίες αυτές λέξεις, έστρεψε ερωτιματικά το βλέμμα του προς το Θανάση και τον ρώτησε λίγο σοβαρά και λίγο αστεία. - Τι λες και συ, κυρ δεκανέα;
80
- Γιατί όχι, είπε ο Θανάσης χτυπώντας τον ελαφρά με το δίκοχό του στο μέτωπο. Κι εκεί που ήταν έτοιμος να προσθέσει ‘’αν φυσικά δεν έχει αντίρρηση η παρέα’’, ανασηκώθηκε πάνω στο άρμα ο Στρατής, που, γεμάτος από μια ακράτητη ανυπομονησία και μια περίεργη όψιμη δίψα για μάθηση, ήθελε να τα ακούσει και να τα μάθει όλα εκεί και αμέσως πάνω στη ράχη του πυργίσκου, μέσα βαθιά στο διπλοκλειδωμένο αμπάρι του ΧΙΟΣ και είπε δυνατά. - Λέγε Γιώργο, λέγε. Το κεφάλι του, όμως, καθώς ανασηκώθηκε βιαστικά, χτύπησε στο μικρό κοκκινωπό μπογαλάκι με τα λιγοστά πραγματάκια του, που κρέμονταν σκαλωμένο σε μια χοντρή βίδα ενός πλαϊνού σιδερένιου δοκαριού του κήτους και τό ‘ριξε απ’ τη θέση του. Το μπογαλάκι χτύπησε στα πλευρά του άρματος και κατρακύλησε στο πάτωμα σημαδεύοντας πρώτα το κεφάλι ενός φαντάρου με γυαλιά, από κείνους, που, καθισμένοι σταυροπόδι στο πάτωμα δίπλα στις ερπύστριες, έπαιζαν από ώρα χαρτιά, παρασέρνοντας στο ορμητικό πέσιμό του και τα χαρτιά απ’ τα χέρια του. Ο στρατιώτης με τα γυαλιά, ξαφνιασμένος, έσιαξε στα μάτια του το σκελετό με τους φακούς που του είχε φύγει απ’ τη θέση του και, σκαλωμένος μόνο στο ένα του αφτί κρεμόταν λοξά και σηκώθηκε όρθιος. Παραξενεμένος για την αναπάντεχη κατεβατή που του ήρθε στο κεφάλι, γύρισε αναστατωμένος το βλέμμα του προς τον ψηλό πυργίσκο του άρματος, έτοιμος να διαμαρτυρηθεί κι είδε το Στρατή σκυφτό από πάνω του, να προσπαθεί ξαφνιασμένος κι αυτός να δει το αποτέλεσμα της αδεξιότητάς του. Βλέποντας, όμως, το ταραγμένο και καλοκάγαθο ύφος του, άλλαξε γνώμη και τού ‘πε, δίνοντάς του τον κοκκινωπό μπόγο. - Πάρ’ το, ρε συνάδελφε, πανάθεμά το και μας χάλασε το παιχνίδι. Κρίμα κι είχα και δυο βαλέδες στο χέρι. Πάρ’ το το αφιλότιμο, μην το πετάξω στη θάλασσα. Μου σήκωσε διπλό καρούμπαλο στο κεφάλι. Τι έχεις μέσα μωρ’ αδερφέ και βαράει έτσι; - Κάτι γλυκά παξιμάδια, που μού ‘στειλε προχτές η μάνα μου, είπε με αφέλεια ο Στρατής. Και κάτι έξτρα κάλτσες, μαζί με μια μικρή φωτογραφία της φαμίλιας μας ψευτοκορνιζωμένη. Σε χαρτονένια, όμως, κορνίζα, πρόσθεσε δειλά και συνεσταλμένα. - Αυτό ήταν, είπε ο άλλος θριαμβευτικά, ξεχνώντας προς στιγμή τον πόνο του, που βαθιά αυλάκωνε το πρόσωπό του και το γέμιζε με χαρακτηριστικές γκριμάτσες. Δέχτηκα οικογενειακή κλοτσία κατά κούτελα, πρόσθεσε με τα φρύδια ζαρωμένα και τα μάτια έτοιμα να δακρύσουν. Μωρέ άρβυλα φοράνε όλοι τους στη φωτογραφία; φώναξε διαμαρτυρόμενος, ξύνοντας ταυτόχρονα το κεφάλι του με το φαρδί μπερέ που κρατούσε σφιχτά στη χούφρα του. Κι ύστερα σου λένε πως δεν είναι καλοί οι μπερέδες! Μωρέ μ’ έσωσε, πρόσθεσε με κάποια ικανοποίηση καθώς έτριβε μ΄ αυτόν το κούτελό του. - Να με συμπαθάς συνάδελφε, επανέλαβε ο Στρατής. Δεν τό ‘θελα. - Είσαι συμπαθημένος, του απάντησε κοφτά και με κάποιο χαμόγελο ο στρατιώτης με τα γυαλιά, που έδειχνε πως συνέρχονταν κάπως απ’ τους πρώτους πόνους. Μετά, σήκωσε το δέμα ψηλά προς το Στρατή και είπε.
81
- Να έχεις χάρη που σέβομαι το κατόρθωμά σου. Γιατί, το να καταφέρει κανείς να περάσει απ’ τους κέρβερους εκείνους του λιμανιού και να μπάσει σε τούτο το πλοίο ‘’μη στρατιωτικόν είδος’’ και μάλιστα ‘’εμφανέστατα αλλόχρωμον’’ είναι κατόρθωμα. Αλλιώς, θα το πετούσα στη θάλασσα, πρόσθεσε κατηγορηματικά και συνέχισε σε διαφορετικό τόνο. Αν φυσικά μ’ άφηναν οι λεβέντες από κει πάνω να βγω στο κατάστρωμα και ν’ αντικρίσω θάλασσα. Κι έδειξε χαρακτηριστικά τους άντρες της φρουράς, που στέκονταν στα ψηλά πατάρια με τα όπλα στο χέρι. Μετά, πλησίασε λίγο πιο κοντά στο Στρατή, που σκυφτός στην άκρη της ερπύστριας μ’ απλωμένο χέρι έπαιρνε το δεματάκι του και πρόσθεσε κάπως εμπιστευτικά. - Να σου πω την αλήθεια, δεν πήγαινε και τόσο καλά το παιχνίδι. Έχανα δώδεκα τσιγάρα. Δεν πολυέδινα σημασία στα φύλλα δηλαδή. Περισσότερο πρόσεχα και παρακολουθούσα τη συζήτησή σας. Ενδιαφέροντα πράγματα λέτε εσείς εκεί πάνω. Πλησίασε κοντότερο, χαμήλωσε πιο πολύ τη φωνή του και, με περισσότερη πειστικότητα πρόσθεσε. Και για να είμαι ειλικρινής, η κουβέντα σας δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Μην κοιτάς που έκανα πως κοιμόμουνα νωρίτερα πριν ξυπνήσουν ετούτοι και με μπλέξουν στην ξερή. Ο Στρατής πήρε το κοκκινωπό μπογαλάκι στα χέρια του και όρθωσε κάπως το κορμί του, ενώ ο στρατιώτης με τα γυαλιά πιάστηκε με τα δυο του χέρια απ’ τις πάνω αλυσίδες του άρματος, ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του για να φτάσει πιο κοντά στην παρέα του Στρατή και, απευθυνόμενος σε όλους εκεί πάνω, είπε κάπως πειραχτικά. Δε μου λέτε, ρε παιδιά, τέτοιες συζητήσεις ανοίγατε στους λόχους σας, για αφορισμούς και Κονδυλόβρυσες, για πολιτικούς και δεσποτάδες και σας έστειλαν εδώ μέσα, είκοσι μέτρα κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας; Και πρόσθεσε, σα να κατέληγε σε κάποιο συμπέρασμα. - Εσείς μου φαίνεται μας πήρατε και μας στο λαιμό σας. - Πριν οι άλλοι συνέλθουν απ’ την έκπληξή τους και, χωρίς να περιμένει κι ο ίδιος καμιά απάντηση, συνέχισε βιαστικά. - Ονομάζομαι Αργύρης. Είμαι δάσκαλος και θέλω νά ‘ρθω στην παρέα σας. Τι λέτε; Μην πήτε όχι, γιατί . . . είμαι και λοχίας, πρόσθεσε αστειευόμενος κι έδειξε με μια επιδεικτική και αστεία κίνηση τα γαλόνια στο μανίκι του, ενώ ταυτόχρονα έλεγε στους συμπαίκτες του, που, καθισμένοι στο πάτωμα, τον περίμεναν με τα χαρτιά στο χέρι να τελειώσει τη συζήτηση για να ξαναρχίσουν το παιχνίδι. - Σας αφήνω γεια παιδιά. Παίξτε μόνοι σας. Εγώ ανεβαίνω πιο πάνω. Τραβάω στα ψηλότερα. Και μ’ ένα πήδημα τινάχτηκε για να σκαρφαλώσει στο άρμα. Ο Κώστας με το Θανάση άπλωσαν τα χέρια τους και τον τράβηξαν επάνω στη φαρδιά ερπύστρια. Ο Γιώργος τραβήχτηκε λίγο απ’ τη θέση του για να του κάνει μέρος να καθίσει κι ο Στρατής ξανακρέμασε βιαστικός το κοκκινωπό δεματάκι του στη χοντρή βίδα του πλαϊνού δοκαριού και ξανακάθισε κι εκείνος κοντά τους.
82
- Λοιπόν; είπε ο λοχίας, σαν βολεύτηκε στη θέση που του παραχώρησαν. Σας είπα πως είμαι δάσκαλος. Αδιόριστος φυσικά. Ονομάζομαι Αργύρης και κατάγομαι απ’ τη Νάξο. - Α! έκανε κάπως απορημένος ο Θανάσης. Ώστε είστε Νάξιος ανήρ; πρόσθεσε σκοπτικά. - Ναι, είμαι άξιος ανήρ, απάντησε με χιούμορ ο δάσκαλος. - Και νόμισα πως είχες πει κυρ’ λοχία, ότι είσαι ο ανάξιος ανήρ, του είπε ο Κώστας. Όλοι γέλασαν με το μικρό αυτό λογοπαίγνιο. - Θέλεις κανένα παξιμάδι, κυρ’ λοχία; τον ρώτησε ο Στρατής, θέλοντας ίσως να τον καλοπιάσει και να μπαλώσει κάπως την αδεξιότητά και το σφάλμα του. - Όχι ‘’κυρ’ λοχία’’ εδώ μέσα ρε παιδιά, όχι ‘’κυρ λοχία’’, είπε επιτακτικά ο δάσκαλος. Αργύρη. Σκέτο Αργύρη. Αργύρης είναι το όνομά μου. Τους Ναξιώτες δεν είναι να τους καλέσεις για φαγητό, είπε στο Στρατή αστειευόμενος ο Θανάσης. Και, γυρίζοντας προς το λοχία, ρώτησε πειραχτικά. Έτσι δεν είναι δάσκαλε; - Γιατί; ρώτησε με απορία τάχα ο Κώστας. Τρώνε τόσο πολύ; - Αν τρώνε! Ξεφώνισε ο Θανάσης. Το παραπέτασμα. - Ανάθεμα σε κείνο το δεσπότη, είπε πειραγμένος ο Αργύρης. Μας ξεφτύλισε με τη λαιμαργία του. - Πάλι δεσπότης; ρώτησε ο Στρατής με απορία. - Ποιος δεσπότης; ρώτησε κι ο Γιώργος κι άνοιξε περισσότερο τα μάτια του. - Θα το πεις εσύ δάσκαλε το περιστατικό στα παιδιά ή θα το πω εγώ; ρώτησε ανυπόμονα ο Θανάσης. - Δεν μπορώ να δυσφημίσω ο ίδιος τον εαυτό μου, απάντησε ο λοχίας. Πέστο καλύτερα εσύ στα παιδιά. - Λοιπόν; Λοιπόν; είπαν ανυπόμονα οι άλλοι. - Τι λοιπόν; τους διέκοψε αποφασιστικά ο Θανάσης. Να, την εποχή του Αλή πασά, μητροπολίτης στα Γιάννενα ήταν κάποιος Ιερόθεος, που κατάγονταν απ’ τη Νάξο. Αυτός ήταν ο περιβόητος Νάξιος ανήρ, που οι Γιαννιώτες τον αποκαλούσαν ‘’ο ‘’αΝάξιος ανήρ’’, ύστερα απ’ τον αφορισμό που έκανε στον κυρ’ Κοσμά το Μπαλάνο, το διευθυντή της τότε ονομαστής Σχολής των Ιωαννίνων. Τον αφόρισε, γιατί δεν μπόρεσε να τον παρασύρει στις κακές του θελήσεις, όπως γράφει η ‘’Ελληνική Νομαρχία’’. Ο Ιερόθεος λοιπόν, εκτός απ’ τις άλλες απερίγραπτες κακίες του, είχε και το ελάττωμα της πολυφαγίας. Έτρωγε δυο οκάδες γιαούρτι για πρόγευμα και μισή οκά ξεκοκαλιασμένες σαρδέλες για δειλινό. Τις σαρδέλες, λιανισμένες μέσα στο πιάτο, τις έτρωγε ο αφιλότιμος με το κουτάλι. ΄Ολοι έκαναν μια γκριμάτσα αποστροφής και αηδίας. - Έτσι, εκτός απ’ τις άλλες ‘’χάριτές’’ του, συνέχισε ο Θανάσης, με τις οποίες λέρωσε το όνομα των συμπατριωτών του Ναξιωτών, γιατί ήταν άσελγος, άσωτος εις το άκρον, μοιχός, πόρνος και αρσενοκοίτης φανερός, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός της εποχής του, τους
83
έβγαλε το όνομα των πολυφαγάδων, των αχόρταγων και των πολύ λαίμαργων ανθρώπων. Έτσι δεν είναι κυρ’ λοχία; τον ρώτησε ο δεκανέας πειραχτικά. - Τι να πω και πώς να απαντήσω, βρε παιδιά! είπε ο Αργύρης. Καλύτερα, ας μην πω τίποτα. Το μόνο που θέλω να τονίσω είναι, ότι ευχαριστώ το Στρατή για την προσφορά του αλλά δεν θέλω παξιμάδι. Δεν πεινώ. Δεν έχω όρεξη για φαγητό. Και, γυρίζοντας προς το μέρος του Θεσσαλού στρατιώτη, είπε κάπως επιτακτικά, σα να ήθελε να διακόψει εκείνη την ενοχλητική γι’ αυτόν συζήτηση. - Λοιπόν, λέγε Γιώργη. Κάτι ετοιμαζόσουν να πεις πριν πέσει στο κεφάλι μου το μπογαλάκι του Στρατή. Σας είπα πως άκουγα τη συζήτησή σας, γι’ αυτό δεν χρειάζονται ιδιαίτερες ενημερώσεις. Είμαι μέσα. Βλέπετε, γνωρίζω και τα ονόματά σας. Προχώρησε λοιπόν κανονικά. Ο Γιώργος άρχισε κάπως διστακτικά. - Ξέρετε . . . Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο . . . - Όλα είναι σπουδαία, είπε ο Αργύρης όταν τα προσέξει κανείς. Και τα μικρά και τα μεγάλα. Και τα θετικά και τα αρνητικά. Άλλωστε, πώς θα εκτιμήσουμε τα σπουδαία, αν δεν γνωρίσουμε και τα παρακατιανά; - Πολύ σωστά, είπε ο Θανάσης και κοίταξε κατάματα το Γιώργο. Τα λόγια του λοχία και η επιβεβαίωση του δεκανέα, έδωσαν κουράγιο και εξάλειψαν κάθε δισταγμό του Γιώργου, ο οποίος άρχισε. - Σ’ ένα χωριό της Θράκης, που στις παρυφές του έτυχε να μείνει για λίγο ο λόχος μας, συνέβηκε το εξής φαιδρό και περίεργο αλλά και ταυτόχρονα αποκαρδιωτικό γεγονός. Το χωριό, φτωχό και ξεκομμένο στην άκρη των συνόρων, με καμιά διακοσαριά σπίτια, όλα παλιά και κακοφτιαγμένα, χωρίς φώτα και δρόμους, με μια μόνο βρύση στη μέση της ξερής και άχαρης πλατείας του, είχε δυο εκκλησίες και τρία μικρά εξωκλήσια, αρκετά φθαρμένα απ’ το χρόνο. Κοντά στην πλατεία και δίπλα στη μεγαλύτερη και πιο επιβλητική απ’ τις δυο εκκλησίες είχε κι ένα δημοτικό σχολείο. Τριτάξιο στα χαρτιά, με μια μόνο αίθουσα στην πραγματικότητα. Παλιό, ετοιμόρροπο και αρχαιότερο ίσως κι απ’ το πιο παλιό σπίτι κι εξωκλήσι του χωριού. Λέγανε πως παλιότερα ήταν ένα κελί, το μόνο που απόμεινε απ’ το σύμπλεγμα ενός τούρκικου τζαμιού, που έχτισε ο Σουλεϊμάν ο 2 ος κατά το 1520-1525 και το οποίο γκρέμισαν οι κάτοικοι το 1878, με την κάθοδο των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη. Τις λεπτομέρειες αυτές μου τις είπε ένας καλός κι έξυπνος γέροντας, ο ‘’ποιμένας’’. Έτσι τον έλεγαν στο χωριό πειραχτικά οι συγχωριανοί του. Εκεί, λοιπόν, στο κελί αυτό μαζεύονταν από χρόνια και μαζεύονται και σήμερα ακόμη τα παιδιά του χωριού, όλες οι τάξεις μαζί, για να μάθουν γράμματα, ‘’να μορφωθούν’’. Ο παπάς του χωριού, ο παπαΘόδωρος, ένας ξανθογένης, κοκκινόχοντρος σαραντάρης, με στρογγυλή κοιλιά και χοντρό σβέρκο, που τον περισσότερο καιρό κάνει και το δάσκαλο, προσπαθούσε εδώ και χρόνια, να καταφέρει τους χωριανούς να συγκεντρώσουν χρήματα με δωρεές και εράνους, για να επισκευάσουν τα δυο εξωκλήσια και να χτίσουν μεγαλύτερο το τρίτο. Στην προσπάθειά του αυτή σεκόνταρε κι ο δεσπότης. Ή μάλλον, αυτός πρωτοστατούσε, χωρίς, όμως, να φαίνεται καθαρά ότι τραβάει
84
μπροστά ο ίδιος. Δυο-τρεις χωριανοί έφερναν αντιρρήσεις στις προθέσεις του παπα-Θόδωρου, μουρμουρίζοντας στα καφενεία και στις γειτονιές μισόλογα, χωρίς να ακούγεται καν η φωνή τους. Αυτοί ήθελαν η προσπάθεια του χωριού να στραφεί πρώτα προς το σχολείο κι ύστερα προς τα εξωκλήσια. Ήταν, όμως, τόσο σιγανό το μουρμουρητό τους, που δεν είχε καμιά απήχηση και δεν το λάβαινε υπόψη του κανένας. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο κλητήρας της Κοινότητας, ο Γρηγόρης. Ένας κοντός, λεπτός και σβέλτος τριαντάρης, που ήταν όλο πειράγματα κι αστεία. Έτσι, καλυμένος πίσω απ’ τ’ αστεία και τις αθώες φάρσες του, πετούσε και καμιά σπόντα για το χτίσιμο του σχολείου. Όλοι τον ήξεραν για χορατατζή κι επιπόλαιο το Γρηγόρη και δεν έδιναν ξεχωριστή κι ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, ο κλητήρας έλεγε ό,τι ήθελε να πει, κάνοντας τους συγχωριανούς του να ξαναπεράσουν για άλλη μια φορά απ’ το μυαλό τους το θέμα που έθιγε, χωρίς να διακινδυνεύει να χάσει και τη θέση του. - Έτσι πρέπει να είναι ο άνθρωπος στις μέρες μας, είπε ο Αργύρης. Κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να παρεξηγηθεί και να πέσει στο γκρεμό. Πολλές φορές χρειάζεται πονηριά για να πούμε αυτό που θέλουμε χωρίς να παρεξηγηθούμε και λίγη πλάκα για να μας προσέξουν. - Έτσι είναι, δυστυχώς, επιβεβαίωσε ο Κώστας και κοίταξε το Γιώργο, σα να τού ‘λεγε συνέχισε. Ο Γιώργος συνέχισε. - Τις μέρες που ήταν ο λόχος μας εκεί επρόκειτο να αρχίσουν τα έργα, γιατί είχαν ήδη συγκεντρωθεί λίγα χρήματα με κάποια αναγκαστική εισφορά που είχε επιβάλει κατάλληλα ο παπάς σ’ όλους τους κατοίκους, στην περίοδο του τελευταίου αλωνισμού. - Τότε που τα γεννήματα, αμέτρητα ακόμη, φαίνονται μπόλικα στ’ αλώνια, διέκοψε ο Θανάσης. - Ακριβώς. Στην αναμπουμπούλα χαίρεται ο λύκος, πρόσθεσε βιαστικά ο Αργύρης κι έγνεψε στο Γιώργο να συνεχίσει. - Σ’ αυτούς, όμως, που αντέδρασαν φανερά στα σχέδια του παπαΘόδωρου, συνέχισε ο Γιώργος, συγκαταλέγονταν κι ένας επίτροπος της μεγάλης εκκλησίας του χωριού, ο μπαρμπα-Δημοσθένης. Ο επίτροπος αυτός, φωνακλάς και δραστήριος από χαρακτήρα του, κεντρισμένος κατάλληλα κι απ’ το Γρηγόρη τον κλητήρα, που ήταν και γαμπρός του σε ανεψιά, είδε καθαρότερα τα χάλια της πανάρχαιας κι ετοιμόρροπης αίθουσας του σχολείου και ύψωσε φωνή. Έφερε ανοιχτά αντίρρηση στα σχέδια του παπά και πρότεινε θαρραλέα, να διατεθούν τα χρήματα για την επισκευή και προέκταση του σχολείου κι όχι για τα εξωκλήσια. Η τόλμη του μπαρμα-Δημοσθένη ενίσχυσε το θάρρος και των άλλων χωριανών, που κι εκείνοι ξεφάντωσαν αμέσως και επέμειναν στο χτίσιμο του σχολείου. Ο παπα-Θόδωρος έγινε έξω φρενών και με κανένα λόγο δεν ήθελε να κάνει πίσω και να δώσει προτεραιότητα στο χτίσιμο του σχολείου. Το πράγμα στο μεταξύ συζητήθηκε πολύ στα καφενεία κι έγινε η καθημερινή και μοναδική κουβέντα στο χωριό. - Μπράβου στου Δημουσθέν(η). Κουράγιο απ’ τό ‘χ(ει), έλεγαν οι γεροντότεροι.
85
- Εμ πρέπ(πει) να του λέει η καρδούλας σι τέτοιις ώρις. - Μωρέ ιγώ νουμίζου πως κι ικείνου του ζλάπ(ι) ι Γρηγόρς θα έχει τ’ νουρά τ’ χουμένη ιδώ μέσα. - Δα μας χάσ(ει) ι Θιος μι τα στιρνά χούια τ’ Δημοσθέν(η). Έλεγαν οι γριές στις αυλόπορτες και στους φράχτες. Γέρους άνθρουπους τώρα αυτός, να τα βάν(ει) μι τ’ς παπάδις. Βλόγα μας δέσπουτα κι ιλέησέ μας, πρόσθεταν τρομαγμένες και σταυροκοπιούνταν. - Τώρα, δα πεις κι του σκουλειό δεν είνι αχαμνή δλεια. Άγια δλεια είνι κι αυτήν, μα γλεπς ι παπάς αντιριέτι. Κι πώς να τ’ς τα πεις! Παπάς άνθρουπους είνι. Δεν κάμει. Έτσι, κουβέντα στην κουβέντα, όλο σχεδόν το χωριό πήρε το μέρος του ‘’αντάρτη επιτρόπου’’, όπως αποκαλούσε τελευταία ο παπαΘόδωρος το μπαρμπα-Δημοσθένη. Τι ανάγκασε τον παπα-Θόδωρο να χαρακτηρίσει έτσι και μάλιστα δημόσια το γεροεπίτροπο, δεν ήταν τελείως ξεκαθαρισμένο στις συνειδήσεις των χωριανών. Άλλοι το απέδιδαν στην αγέροχη κι επαναστατική στάση που κράτησε μπροστά στις επίμονες και παράλογες για το χωριό αξιώσεις του παπά. Άλλοι, στο γεγονός ότι ο γέρος είχε κάνει αντάρτης στα βουνά κατά τα χρόνια της κατοχής. Κι ο παπάς τώρα έβρισκε την ευκαιρία να το θυμηθεί και αναφέροντάς το, με το ύφος και τον τρόπο που το ανέφερε, ήθελε να θίξει και να υποτιμήσει, κατά τη φτωχή του γνώμη και την κακή του πρόθεση, το γέροντα αγωνιστή. Η αλήθεια είναι πως ο παπάς εννούσε και τα δυο, όταν αποκαλούσε το γερο-Δημοσθένη αντάρτη και ανταρτοεπίτροπο. Με αφανή πρωτοβουλία του Γρηγόρη έγινε μια Κυριακή απόγευμα συγκέντρωση των κατοίκων στην πλατεία του χωριού, δίπλα στο ετοιμόρροπο σχολείο. - Μπαρμπα-Δημοσθένη, είπε ο κλητήρας εμπιστευτικά στο γέρο επίτροπο, όταν τον πλησίασε για να του ανακοινώσει την ιδέα της συγκέντρωσης των χωριανών. Η μάζουξ(η) να γέν(ει δίπλα στου σκουλειό, ώστι συζητούντα να βλέπουμι κι τα χάλια τ’. - Μπράβου ανήψι, τού ‘πε ο μπαρμα-Δημοσθένης και τού ‘φερε μια ξεγυρισμένη σβερκιά για τη φαεινή του ιδέα, όπως συνήθιζε να εκδηλώνει τη χαρά του με τους νεότερούς του όταν ήταν στα κέφια του. Ταυτόχρονα, όμως, χαμογελούσε με ικανοποίηση ο γέρος κάτω απ’ τα μουστάκια του, γιατί οι γνώμες του ανεψιού του δεν απείχαν καθόλου απ’ τις δικές του. Στη συγκέντρωση αποφασίστηκε η κατεδάφιση της μοναδικής και μισογκρεμισμένης αίθουσας του σχολείου και το χτίσιμο καινούριου κτιρίου, με τρεις αίθουσες κι ένα γραφείο. - Θα μας χτίσει το Κράτος σχολείο, έλεγε ο παπα-Θόδωρος στη συγκέντρωση. Δεν πρέπει να ενεργούμε ενάντια στις προθέσεις του Κράτους κι ούτε να παίρνουμε τις εξουσίες στα χέρια μας. Ποιοι είμαστε εμείς για να ορθώσουμε ανάστημα; - Του Κράτους δε μας έκαμι σκουλειό τόσα χρόνια, απού τότι που έγινι ιτούτους ι τόπους Ιλλινικό και δα μας κάμ(ει) τώρα που βγαίν(ει) σακατιμένου απού πόλιμουν; φώναξε ο γερο-Δημοσθένης. Οι χωριανοί, τόσο πολύ συναρπάστηκαν απ’ την ιδέα του καινούριου σχολείου, που μόνοι τους φιλοτιμήθηκαν να προσφέρουν κι άλλα
86
χρήματα αν χρειαστούν, καθώς και την προσωπική τους εργασία, προκειμένου να δει και να αποκτήσει και το χωριό τους ένα σχολείο κάπως της προκοπής. - Κι μια που ούλοι μαζί πήραμι τ’ν ιστουρική αυτήν απόφας(η), είπε ο μπαρμπα-Δημοσθένης, δα γράψουμι τα ιξής σι μια μαρμαρένια πλάκα κι δα τ’ στήσουμι ικεί ψηλά στην πόρτα του σκουλειού για να μέν(ει) στους ιώνις κι να φαίνιτι απού μακριά. ‘’Συμφουνούντουν απάντουν τουν κατοίκουν χτίστηκι του σκουλείου ιτούτου’’. Κι απού κάτ’ δα βάλουμι τ’ σημιρνή μιρουμηνία. Ο παπα-Θόδωρος, όμως, είχε γίνει έξω φρενών, με την ανεπιθύμηση τροπή που έπαιρναν τα πράγματα στη συγκέντρωση. Φώναζε και χειρονομούσε και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ανατρέψει, έστω και την τελευταία στιγμή, την απόφαση των κατοίκων. - Οχι, όχι, φώναζε, δε θα γίνει αυτό. Θα το πολεμήσω με κάθε μέσον και θα το εμποδίσω. Θα το ανατρέψω. Τα μοναστήρια και τα εξωκλήσια είναι έργα θεάρεστα. Αναζωογονούν την αφοσίωσή μας εις . . . Ο μπαρμπα-Δημοσθένης, βλέποντας τον παπά να αντιδρά τόσο επίμονα, είπε προς τους συγχωριανούς του, διακόπτοντάς τον με τη δυνατή φωνή του. - Τότις, αφού είνι έτσ(ι) κι ι παπάς δε δέχιτι, δα αλλάξουμι τη μαρμάριν(η) πλάκα. Η πλάκα δα λέει. ‘’Συμφουνούντουν τουν κατοίκουν κι αρνουμένου του παπά, χτίστηκι του σκουλείου ιτούτου’’. Κι απού κάτ’ δα βάλουμι τ’ μιρουμηνία. Οι χωριανοί γέλασαν. Πολλοί χειροκρότησαν. Ο παπάς, έξαλλος απ’ το θυμό του για τον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετώπιζε ο μπαρμπαΔημοσθένης και μαζί του κι όλο το χωριό, φώναζε ότι απολύει απ’ τη στιγμή αυτή τον ανταρτο-Δημοσθένη απ’ την εκκλησιαστική επιτροπή και δήλωσε στη συγκέντρωση ότι, αν το χωριό αγνοήσει τις ανάγκες των παρεκκλησίων και προχωρήσει στην ανέγερση σχολείου, αυτός δε θα παραστεί και δε θα ευλογήσει την κατάθεση του θεμελίου λίθου κι ούτε θα εγκαινιάσει με αγιασμό το νέο κτίριο. - Αν δεν του ιγκαινιάισ’ του λόγου σ’ παπα-Θόδουρι μ, του ιγκαινιάζου εγώ μι τ’ς χουριανούς. Απάντησε δυνατά κι αγέροχα ο μπαρμπα-Δημοσθένης στην απειλή του παπά και πρόσθεσε. Δε νουμίζεις ότι θα κάνουμι καλύτιρ(η) δλεια απ’ τουν Τούρκου χόντζια που ιγκαινίασι ιτούτου του κιλί, που έχουμι σήμιρα για σκουλειό κι βάσταξι ένα ζαμάνι χρόνια; Ο παπάς πήγε να εκραγεί απ’ το κακό του. - Θα σε αφορίσω. Θα σε αφορίσω, φώναζε δυνατά και γυρόφερνε νευριασμένος, μην ξέροντας τι να κάνει. Οργισμένος ξεχώρισε απ’ τους άλλους και στάθηκε λίγο πιο πέρα ολομόναχος. - Καλύτιρα να μι αφουρίσ(ει) τώρα ένας, παρά να μι αφουρίζ(ει) κι τώρα και πάντουτις ούλου του χουργιό. Ύστιρα, τι είμι ιγώ; Κάνας Λασκαράτους ή κάνας Υψηλάντης, για να αξίζου κι τουν αφουρισμό; είπε ατάραχος ο γεροεπίτροπος. - Να αγιάσ(ει) του στόμασ’ Δημουστέν(η), φώναξε ο γερο-Δαναής, ένας ογδοντάχρονος γέρος, με κυρτωμένο το σώμα κι αυλακωμένο το
87
πρόσωπο απ’ τις κακουχίες και τα χρόνια, που τώρα στέκονταν με δυσκολία ανάμεσα στο πλήθος, ακουμπώντας στο ραβδί του. - Πού τη βρήκις τέτοια δύναμη βρε θηρίου; ξεφώνησε κάποιος άλλος. - Δεν είνι η δύναμ(η) που λείπει απ’ τουν άνθρουπου, αλλά η θέλησ(η), βροντοφώναξε ο γερο-Δημοσθένης και πρόσθεσε. Θέλουμι οι πουλλοί; όλα γίνουντι. Δε θέλουμι; τίπουτα δε γένιτι. - Θιος σχουρέσ(ει) τουν πατέρα σ’ κι τ’ μάνα σ’. Φώναξε κάποιος άλλος. - Για να ξεκαθαρίσ(ει) καλά του θέμα μας αυτό, ξαναφώναξε δυνατά ο μπαρμπα-Δημοσθένης, όσοι απού σας θέλουν να χτίσουν ιξουκλήσια, να παν να σταθούν εκεί που στέκ(ει) ι παπάς. Κι όσοι θέλουν σκουλειό, να κάτσουν ικεί που ίντις. - Όσοι δεν αποφάσισαν ακόμη τι θέλουν και δεν ξέρουν τι να κάμουν, πού να παν να σταθούν; ρώτησε κάποιος απ’ τους συγκεντρωμένους. Όσοι δεν ξέρουν ακόμη τι να κάμουν, να παν να πέσουν στου πουτάμι, απάντησε στα ίσια ο μπαρμπα-Δημοσθένης.. Όλοι οι χωριανοί γέλασαν δυνατά. Δειλά-δειλά ξέκοψαν απ’ την ομίγυρη δυο επίτροποι της εκκλησίας, ο ταμίας του εράνου, που τώρα μόλις είχε αγοράσει τρακτέρ, το μοναδικό του χωριού κι έκανε τον προύχοντα και δυο-τρεις άλλοι. Όλοι αυτοί πήγαν και στάθηκαν δίπλα στον παπά. Λιγότεροι από δέκα όλοι μαζί. Ανάμεσά τους κι ο κυρ-Γαζής ο έμπορας. Ο κυρ-Γαζής ήταν ξάδερφος του παπά και έμπορας οικοδομικών υλικών στην πόλη. Είχε έρθει εκείνες τις μέρες επίτηδες στο χωριό, για να ενισχύσει με το κύρος του τον ξάδερφό του παπα-Θόδωρο και μετάνοιωσε πικρά για την προθυμία του αυτή. Θα καταριόταν οπωσδήποτε την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησε απ’ την πόλη για κείνο το χωριό. Ο γερο-Δαναής, έξυπνος και αθυρόστομος καθώς ήταν και μεγάλο πειραχτήρι στο χωριό, του έστησε μια πολύ άσχημη μηχανή την προηγούμενη μέρα της μάζωξης το Σάββατο το απόγευμα μέσα στο γραφείο της Κοινότητας. Εκείνες τις μέρες είχε έρθει διαταγή στην Κοινότητα, να γίνει απογραφή όλων των ζών του χωριού. Ο παπάς είχε πει στην εκκλησία τις δυο προηγούμενες Κυριακές, να πάνε όλοι οι χωριανοί στο γραφείο της Κοινότητας ‘’να κάμουν τη δήλωση’’. Απ’ το χαρακτηρισμό αυτό του παπά, όλη η υπόθεση της απογραφής έμεινε γνωστή στο χωριό σαν ‘’η δήλωση’’. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο. ‘’Έκαμες τη δήλουσ(η)’’; ‘’Έγραψις τα ζουντανά στ’ δήλουσ(η); Ο κάθε φαμελίτης, λοιπόν, πήγαινε στην Κοινότητα και δήλωνε όλα του τα ζώα, μικρά και μεγάλα. ‘’Έκαμνε τη δήλουσ(η).’’ Το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου κι ενώ ο ήλιος πλησίαζε προς τη δύση του, πήγε κι ο γερο-Δαναής στην Κοινότητα να δηλώσει τα δικά του ζώα. Μπαίνοντας στο γραφείο, βρήκε καθισμένους στις καρέκλες γύρω-γύρω στο τραπέζι του γραμματέα τον πρόεδρο της Κοινότητας, τον παπα-Θόδωρο και τον κυρ-Γαζή, να συζητούν εύθυμα και να
88
προσπαθεί ο καθένας τους να επιδείξει το πνεύμα του στους άλλους και να επιβάλει τις απόψεις του. Ο πρόεδρος, ένας χοντρός και αγαθός σαρανταπεντάρης, συνήθως αξύριστος από μια βδομάδα, με αραιά μαλλιά και λιγοστές γνώσεις, καθόταν αριστερά απ’ το γραμματέα σε μια ψάθινη καρέκλα, που είχε πάρει προ πολλού δανεικιά κι αγύριστη η Κοινότητα απ’ το απέναντι καφενείο. Ο άνθρωπος αυτός δεν μπορούσε να κάνει κανένα καλό στον τόπο του, όπως δεν του κρατούσε η καρδιά να κάνει και κακό. Γι’ αυτό και το χωριό, ούτε τον αγαπούσε σαν πρόεδρο, ούτε και τον μισούσε σαν άνθρωπο. Πριν βάλει την υπογραφή του σε οποιοδήποτε έγγραφο, κοίταζε το γραμματέα στα μάτια. Αν αυτός, που είχε ετοιμάσει το χαρτί, τού ‘κανε νόημα να υπογράψει, υπόγραφε. Αλλιώς αρνιόταν να βάλει την υπογραφή του, προβάλλοντας χίλιες-δυο ασυνάρτητες δικαιολογίες. Αυτόν, όμως, είχε προτείνει για πρόεδρο ο κομματάρχης που επικρατούσε εκείνη την εποχή στον τόπο κι αυτόν είχε ψηφίσει το χωριό. Δίπλα του, σε μια φαρδιά καρέκλα από γυαλιστερό καφετί ξύλο, με σκούρο παχύ μαξιλάρι, καθόταν βαρύγδουπος ο παπάς, με το καλυμμαύκι στητό στο κεφάλι του, που τον έσφιγγε ανυπόφορα στο κόκκινο και ιδρωμένο μέτωπό του. Στο χέρι του κρατούσε το επίσης γυαλιστερό μαύρο μπαστούνι του. Το κρατούσε στη χούφτα του περίπου μια πιθαμή πιο κάτω απ’ την πάνω άκρη του, όπως συνήθιζε πάντοτε, έτσι ώστε να φαίνεται καθαρά η χοντρή σκαλισμένη ξανθή λαβή του, που την αποτελούσε ένα κεφάλι εξαγριωμένου λεονταριού. Ήταν ευδιάθετος και είχε όπως πάντοτε αυτός το λόγο. Θύμιζε αγέροχο τσιφλικά καθισμένο επιδεικτικά στη μέση με τους ταπεινούς κολίγους του πάντα υποχωρητικούς, σιωπηλούς και χαμηλόβλεπους γύρω του. Το λιπαρό πρόσωπό του και τα πυρόξανθα γένια του λαμπύριζαν περισσότερο στο αντιφέγγισμα του απογευματινού ήλιου και στο στήθος του άστραφτε ένας χρυσός σταυρός και η ασημένια καδένα του ρολογιού του. Ένα σύμπλεγμα δηλαδή που έδινε παραστατικότατα το αρνητικό μιας ασκητικής και λευίτικης φυσιογνωμίας. Πλάι στον παπα-Θόδωρο και σε μια καρέκλα σαν τη δική του γυαλιστερή και με παχύ μαξιλάρι, τις μοναδικές δυο της προκοπής που είχε η Κοινότητα –εκτός απ’ την καρέκλα του γραμματέα- καθόταν κουστουμαρισμένος και καλοσιδερωμένος ο κυρ-Γαζής, ο έμπορας. Φορούσε μια ασπριδερή, φανταχτερή γραβάτα κι ένα μαντίλι ίδιου χρώματος στο τσεπάκι του καφετιού σακακιού του και κρατούσε το ανοιχτόχρωμο καπέλο του στο χέρι. Πάντοτε επιβεβαίωνε τα λόγια του παπα-Θόδωρου και συμφωνούσε με τα λεγόμενά του. Το ίδιο έκανε και ο ξάδερφός του ο παπάς, όταν μιλούσε ο κυρ-Γαζής. Στις χωρίς θέμα συζητήσεις έπαιρνε μέρος κι ο γραμματέας και μόνο ο πρόεδρος έμενε σκιά σκέτη ανάμεσα στους άλλους τρεις. Στην παρουσία του γερο-Δαναή, που μπήκε αφελέστατα και χωρίς τύπους στο γραφείο, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως έμπαινε και στο σπίτι του, δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία οι τέσσερις ‘’προύχοντες’’ και τον άφησαν να περιμένει εκεί μπροστά τους όρθιος, γερμένος στο
89
ραβδί του, όπως ο ταλαίπωρος ζητιάνος μπροστά στον υπερφύαλο και άφρονα πλούσιο. Το λόγο είχε ο παπα-Θόδωρος και κανένας δεν τολμούσε να τον διακόψει και να δώσει προσοχή στο γέρο, που τους κοίταζε με βλέμμα υπομονετικό και απαθές φαινομενικά, γεμάτο, όμως, οίκτο και περιφρόνηση στο βάθος του. Όταν τελείωσε την κουβέντα του ο παπάς κι αφού όλοι γέλασαν, επιδοκιμάζοντας από συνήθεια τα λεγόμενά του, ο γραμματέας γύρισε προς το γέρο και του είπε. - Καλώς το μπαρμπα-Δαναή, τον πρώτο ποιμένα του χωριού μας. Τον έλεγαν ‘’πρώτο ποιμένα’’, άλλοτε πειραχτικά κι άλλοτε από σεβασμό, γιατί, σχεδόν όλη του τη ζωή, την είχε περάσει βόσκοντας τα ζώα του χωριού. Επίσης, τον αποκαλούσαν έτσι, επειδή ήταν και ο πιο εγγράμματος και απ’ όλους στην ηλικία του αλλά κι απ’ όλους σχεδόν τους συγγχωριανούς του. ΄Ηταν ο μόνος που είχε καταφέρει να τελειώσει όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Και στα κατοπινά του χρόνια δεν έπαψε ο μπαρμπα-Δαναής να διαβάζει κάπου-κάπου κι από κανένα βιβλίο που έπεφτε στα χέρια του. Οι κατά καιρούς δάσκαλοι και ιδίως στα νιάτα του, τον φώναζαν καμιά φορά να τους βοηθήσει στο φόρτο της δουλειάς τους και να κάνει καμιά ώρα μάθημα σε κάποια απ’ τις μικρότερες τάξεις που τύχαινε να μείνει χωρίς δάσκαλο. Συνήθως, μάθαινε το αλφάβητο και την προπαίδεια στα παιδάκια και τους έλεγε ιστορίες του Ηρακλή και του Οδυσσέα. Μάλιστα, ακόμη κι όταν είχαν περάσει τα χρόνια του, στα χρόνια της κατοχής, τότε που δεν υπήρχαν σχολεία στα μικρά ιδίως χωριά, πολλά παιδάκια πήγαιναν στο σπίτι του, όπως έλεγαν οι συγχωριανοί του, για να τα μάθει να διαβάζουν και να γράφουν. Άλλα πάλι μεγαλύτερα, που έβοσκαν μαζί του τα ζώα στα βοσκοτόπια, μαζεύονταν γύρω του με προθυμία τα μεσημέρια, όταν τα ζώα ησύχαζαν στους ίσκιους, για να ακούσουν κάτι απ’ τον παππού Δαναή ή να διαβάσουν καμιά ιστορία από κάποιο παλιό και μαδημένο βιβλίο, που είχε πάντοτε στον τορβά του. Έτσι, για τους δυο αυτούς λόγους, τον αποκαλούσαν ‘’πρώτο ποιμένα’’, ως ποιμάναντα ανθρώπους και ζώα, όπως έλεγε κάποτε κι ο συγχωρεμένος ο παπα-Θανάσης, ο προκάτοχος του παπα-Θόδωρου, που είχε πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια. Άλλοτε, λοιπόν, για να τον τιμήσουν κι άλλοτε για να τον πειράξουν, όλοι οι συγχωριανοί του και ιδιαίτερα οι γεροντότεροι έτσι τον αποκαλούσαν κι έτσι τον υποδέχονταν στις συναναστροφές τους. Κι αυτός, κάθε φορά που τον πείραζαν, κάτι έξυπνο και πετυχημένο είχε να πει στον καθένα ανάλογα με την περίπτωση. Γι’ αυτό κι ο γραμματέας τον υποδέχτηκε μ’ αυτήν την προσφώνηση. - Πρώτο ποιμένα! παρατήρησε κάπως παραξενεμένος και λίγο πειραγμένος ο κυρ-Γαζής για το χαρακτηρισμό αυτό, γιατί, κατά τη γνώμη του, υποτιμούσε τον ξάδερφό του τον παπά. - Ποιος είναι ο κύριος; ρώτησε με προσποιητή συστολή και διστακτικότητα ο γερο-Δαναής, αντικρίζοντας τον κυρ-Γαζή. Δε μου φαίνεται για δικό μας σκαρί και δεν τον γνωρίζω. Ύστερα, δε βλέπω και πολύ καλά, για να τον ξεχωρίσω όπως πρέπει. - Έχεις δίκιο μπαρμπα-Δαναή, είπε με περίσσια προθυμία ο παπάς. Ο κύριος είναι απ’ την πόλη. Είναι ο κύριος Γαζής. Είναι έμπορος. Γνωστό
90
το όνομά του στους κύκλους της πόλης. Είναι εξάδελφός μου και φιλοξενούμενός μου, πρόσθεσε με έκδηλη περηφάνια και ικανοποίηση. Θα μείνει μαζί μας αρκετές μέρες. Εγώ θα τον φιλοξενήσω στο σπίτι μου με ιδιαίτερη χαρά, όσες μέρες θελήσει να τιμήσει με την παρουσία του τον τόπο μας. - Έτσι ε; Χαίρομαι. Χαίρομαι, είπε ο γέρος με καλοσύνη και στηρίχτηκε καλύτερα στο ραβδί του. Ο κυρ-Γαζής φούσκωσε λίγο παραπάνω στο κάθισμά του και δεν είπε τίποτα στο γέρο. Μόνο επανέλαβε γυρίζοντας προς το γραμματέα. - Πρώτος ποιμήν ε; - Βεβαίως ‘’πρώτος ποιμήν’’, τόνισε με σοβαροφάνεια μεν αλλά στην ουσία αστειευόμενος ο γραμματέας και πρόσθεσε. - Ο μπαρμπα-Δαναής εδίδαξε κατά καιρούς το αλφάβητο σε όλους τους συγχωριανούς του και όλοι σχεδόν οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού, που μπορούν και υπογράφουν με το χέρι τους, χρωστάνε στην υπομονή του και στις προτροπές του την ικανότητά τους αυτή. Επιπλέον, εποίμανε κατά καιρούς και όλα ανεξάρτητα τα είδη των ζώων του χωριού μας. - Α! Όλα κι όλα, κυρ’ γραμματέα, είπε σοβαρός ο γερο-Δαναής. Όλα κι όλα. Με το αλφάβητο και τους άθλους του Ηρακλή και του Κολοκοτρώνη ίσως κάτι έκανα. Με τα ζώα, όμως, δεν κατάφερα και τόσα πολλά, γιατί δεν τα βόσκησα όλα ανεξαίρετα τα είδη, όπως είπε η αφεντιά σου και τότισε λίγο παραπάνω το ‘’ανεξαίρετα’’. Βέβαια, στα χρόνια μου βόσκησα κάθε είδους ζωντανά, εκτός από γουρούνια. Να εξηγιόμαστε, ξανατόνισε και πάλι χαρακτηριστικά. Όχι γουρούνια. Σωστά, σωστά, επανέλαβε ο γραμματέας με τον πρόεδρο, με κάποιο συγκρατημένο χαμόγελο, γιατί τον ήξεραν καλά και άρχισαν να υποψιάζονται πως δε θα ξεμπλέξουν έτσι εύκολα μαζί του. - Ποιμένες στα χωριά υπάρχουν πολλοί και κάθε είδους, είπε με στόμφο ο κυρ-Γαζής, σα να ήθελε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Πρώτος, όμως, ποιμήν σε κάθε χωριό είναι ένας και μόνος. Ο παπάς. Γι’ αυτό, πρέπει να ξεχωρίζονται οι έννοιες και οι παρακατιανοί να περιορίζονται στο είδος τους, πρόσθεσε θριαμβευτικά και κοίταξε τον παπά στα μάτια με κάποια ικανοποίηση. - Έχει δίκιο ο κυρ-Γαζής, είπε ο γερο-Δαναής με προσποιητή αφέλεια και με καλοκάγαθο ύφος, που στο βάθος του έκρυβε μεγάλη πονηριά. - Βεβαίως έχω δίκιο, είπε ο έμπορας απ’ την πόλη και τον κοίταξε με ιδιαίτερη ικανοποίηση που συμφωνούσε μαζί του, ενώ ταυτόχρονα έκανε πως σιάζει τη γραβάτα στο λαιμό του, υπογραμμίζοντας έτσι τη σίγουρη επικράτηση και προβολή του με τα λεγόμενά του. - Έτσι είναι κυρ-Γαζή, όπως τα λες. Έτσι είναι. Γι’ αυτό κι εγώ θα περιοριστώ στις ιδιότητες που μου αποδίνετε, του ποιμένα δηλαδή μόνο στους ανθρώπους που βοήθησα με τ’ αλφαβητάρι μου και στα μεγάλα ζώα που βόσκησα. Τους άλλους και τα άλλα θα τα αφήσω στη δικαιοδοσία του παπά. Αυτός ας θεωρηθεί πως είναι, όπως και είναι, ποιμένας τους. Ο πρόεδρος με το γραμματέα δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Ο Γαζής και ο παπα-Θόδωρος κοιτάχτηκαν στα μάτια κι ένα
91
κύμα θυμού σκίασε τα πρόσωπά τους. Συγκρατήθηκαν, όμως κι έκαναν κι αυτοί πως γελούν με τα χωρατά του γέρου. Ο γραμματέας, βλέποντας την ταραχή των δυο ξαδέρφων και, για να δώσει άλλο τόνο στην ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει με την προσποιητή αφέλειά της η πονηριά του γέρου, ρώτησε. - Ήρθες για τη δήλωση μπαρμπα-Δαναή; Εμ, μόνο ανάγκες και υποχρεώσεις μας φέρνουν στην πόρτα σας και μας κάνουν να ενοχλούμε τις αφεντιές σας. Ο γραμματέας τράβηξε ένα μεγάλο έντυπο από ένα πάκο που ήταν αριστερά πάνω στο τραπέζι του, πήρε και την πένα στο χέρι του και ρώτησε το γέροντα. - Πόσα βόδια έχεις παππού; - Ε! Σάμπως δεν τα ξέρεις! Δυο. Πόσα έχω. Γίνεται ζυγός με ένα ή τρία; είπε αστειευόμενος. - Αγελάδες; - Καμιά. - Πρόβατα; - Πρόβατα εικοσιτρία. Ήταν εικοσιπέντε, μα τα δυο μι τα ‘’έκοψε’’ λύκος προψές, την Πέμπτη το βράδυ. - Κρίμα, είπε ο πρόεδρος. - Κρίμα, ξεκρίμα, όλοι πρέπει να ζήσουμε. Έτσι δε λεν; Ακόμα και οι λύκοι. Οι κάθε είδους λύκοι, είπε φιλοσοφικά ο βοσκός και, κοιτάζοντας τον παπά, πρόσθεσε. Έχω και μια γίδα με τρία κατσικάκια. Καλό νταμάρι. Την κρατώ στο σπίτι. Μέσα στο μπαχτσέ. Και, στρέφοντας το βλέμμα του προς τον ξάδερφο του παπά, που καθόταν απέναντί του κορδωμένος, πρόσθεσε. Χωριό βλέπεις είναι εδώ κυρ-Γαζή. Χωριό. Δεν είναι πόλη. Ο γέρος προσπαθούσε να ξαναβγάλει στη συζήτηση τον έμπορα και τον παπά αλλά αυτοί δεν είχαν συνέλθει ακόμη απ’ το προηγούμενο δούλεμα και δεν ήθελαν να διακινδυνέψουν ξανά τη θέση τους. Καθόταν παράμερα, χωρίς να λένε κουβέντα. Ο γραμματέας συνέχισε τις ερωτήσεις του. - Γουρούνια έχεις μπαρμα-Δαναή; - Ένα μικρό. Εικοσιπενταμερίτικο. - Άλογα, μουλάρια, έχεις κανένα; - Κανένα, απάντησε κοφτά ο γέρος. Πού τέτοιο βαρύ βιος εμείς! είπε με κάποιο πικραμένο θαυμασμό. - Ε, τότε είσαι εντάξει. Βάλε μια υπογραφή εδώ και μπορείς να πηγαίνεις. Εγώ θα συμπληρώσω τα τυπικά αργότερα. Και λέγοντας αυτά γύρισε το μεγάλο έντυπο της δήλωσης προς το μέρος του γέρου και τού ‘δωσε και την πένα να υπογράψει. Ο γέρος υπόγραψε, άφησε την πένα πάνω στο τραπέζι και γύρισε σιγά-σιγά προς την πόρτα να φύγει. Έκανε ένα-δυο βήματα αλλά στο τρίτο σταμάτησε σαν κάτι να θυμήθηκε. Ξαναγύρισε επιτόπου προς το γραμματέα και, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του, τον ρώτησε. - Τα γαϊδούρια δεν τα δηλώνουν κυρ’ γραμματέα; Δε με ρώτησες αν έχω κανένα. - Τα δηλώνουν. Δε σε ρώτησα, όμως, γιατί ξέρω πως δεν έχεις ούτε ένα. Ποτέ δεν είχες τέτοιο ζώο εσύ.
92
- Σωστά, σωστά, έτσι είναι, είπε αργά ο γέρος, δίνοντάς του απόλυτο δίκιο. Αλλά, παζαρεύω ένα απ’ το Λιάκο τ’ Γυφτουγιώργη, τον τσαμπάση. Θα μι του φέρει, λέει απ’ την πόλη. ‘Αλλο πράμα κυρ’ γραμματέα. Άλλο πράμα το γαιδούρι απ’ την πόλη! Σήμερα-αύριο μπορεί να το πάρω. Γι’ αυτό, άμα θέλεις, γράφτο τώρα κι αυτό εκεί στα χαρτιά σου. Ξέρεις, για να μην ξανάρχομαι πίσω στο γραφείο σου τόσο δρόμο. Είναι σερνικό, δυο χρονών λέει, μα τα χρόνια δεν κάνουν διαφορά, το γαϊδούρι πάντα γαϊδούρι είναι, καφετίσιο, σαν το κουστούμι του κυρ-Γαζή, μ’ ένα άσπρο σημάδι στο μέτωπο. Να, σαν τη γραβάτα του ξαδέρφου σου παπα-Θόδωρε μ’, πρόσθεσε κοιτάζοντας προς το μέρος του παπά και δείχνοντας με μια ελαφριά κίνηση του μπαστουνιού του προς το λαιμό του έμπορα. - Α, δεν γίνεται έτσι. Δεν γίνεται, είπε ο γραμματέας. Πρέπει πρώτα να το πάρεις . . . - Για να μην κάνω τον κόπο παιδί μ’ σ’ αυτή την ηλικία που είμαι και ξανάρχομαι πίσω εδώ, τον διέκοψε ο γέρος, δεν το γράφεις τώρα; Κι αν δεν έχεις εμπιστοσύνη σ’ αυτά που σου λέω, μόλις το πάρω θα σου το φέρω εδώ στο γραφείο να το δεις με τα μάτια σου και να πιστέψεις. - Δεν γίνεται αυτό παππού. Δεν γίνεται, επανέλαβε ο γραμματέας. Όχι πως δε σε πιστεύω . . . - Ε, αν δε γίνεται έτσι, μια που δεν έχω το ζωντανό εδώ, τότε γράψε εκεί στη θέση για το γομάρι εμένα που με βλέπεις. Κι όταν τελειώσω με το Λιάκο αύριο ή την άλλη και το πάρω, το ανεβαίνω καβάλα, το φέρνω εδώ στο γραφείο, το βλέπεις κι ο ίδιος και τότε σβήνεις εμένα απ’ τη δήλωση και γράφεις αυτό. Ο κυρ-Γαζής δεν κρατήθηκε άλλο και γέλασε τρανταχτά με τα λεγόμενα του γερο-Δαναή. - Δεν γίνεται. Δεν γίνεται, επανέλαβε και πάλι ο γραμματέας χαμογελώντας. - Κατάλαβα. κατάλαβα, είπε λυπημένος κάπως ο γέρος κι έσκυψε το κεφάλι. Σχεδόν αμέσως, όμως, ξανασήκωσε το βλέμμα του χαρούμενος και με τα μικρά αλλά σπινθηροβόλα μάτια του κοίταξε το γραμματέα θριαμβευτικά, σα να βρήκε μια σωστή λύση σ’ ένα σοβαρό και δύσκολο πρόβλημα και είπε. - Αν δεν κάνω εγώ και δεν είμαι άξιος να γραφώ προσωπικά στον τόπο του γαϊδάρου, τότε γράψε τον κύριο πρόεδρο. Αν δεν κάνει κι αυτός, τότε γράψε τον παπά. Αν κι αυτός είναι ακατάλληλος, τότε γράψε τον κύριο Γαζή. Αυτός απ’ την πόλη είναι, θα κάνει οπωσδήποτε. Κι όταν προχωρήσει το παζάρι και πάρω το ζωντανό, σβήνεις απ’ τη δήλωση αυτόν, όποιον κατάλληλο γράψεις τώρα προσωρινά και γράφεις κανονικά πια το γάιδαρο. Δεν πιστεύω πως κανένας απ’ τους κυρίους θα έχει αντίρρηση. Αυτό θα είναι ένα προσωρινό μπάλωμα. Θα τους σβήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. - Δεν γίνονται έτσι οι δουλειές μπαρμπα-Δαναή, επανέλαβε γελώντας ο γραμματέας, ενώ οι άλλοι τρεις είχαν μείνει στις θέσεις τους εμβρόντητοι, μη ξέροντας τι να πουν και τι να κάνουν. - Κι αν μας γράψεις όλους μαζί εμάς που είμαστε εδώ αντί για το γάιδαρο, πάλι δεν κάνουμε; Ξαναρώτησε με απορία και επιμονή ο γέρος.
93
Ο γραμματέας, πνιγμένος στα γέλια, κουνούσε αρνητικά το κεφάλι και τα χέρια του. Ο γερο-βοσκός ξανάσκυψε στενοχωρημένος, δήθεν, το κεφάλι του, ακούμπησε στο ραβδί του και αργά-αργά βγήκε απ’ το γραφείο μουρμουρίζοντας. - Μωρέ, με πόση αξία γάιδαρο μι πουλάει ι Λιάσκος τ’ Γυφτουγιώργη κι εγώ καμόνουμε πως δεν τον θέλω !!! Ο μπαρμπα-Δημοσθένης, λοιπόν, τη μέρα της συγκέντρωσης των χωριανών στην πλατεία, είχε μάθει το χνέρι που είχε πάθει ο κυρ-Γαζής απ’ το γερο-Δαναή την προηγούμενη το απόγευμα, γι’ αυτό και μόλις τον είδε να ξεκόβει απ’ τους άλλους και να παίρνει θέση δίπλα στον παπά, του είπε φωνάζοντας λίγο παραπάνω. - Ισύ, κυρ-έμπορα, απ’ οπ’ κι αν πας δε μετριέσαι, γιατί δεν είσι από μας. Δεν είσι χωριανός. Εκτός τούτου, δεν είσι κι σι καμιά δήλουσ(η) γραμμένος εδώ στ’ ν Κοινότητά μας. Πουθενά δε σι βρήκαν κατάλληλο. Γι’ αυτό και μπορείς να πας με όποια κατηγορία θελτς απ’ τσ’ τρεις. Αλλά δε μι λες, κυρ-Γαζή, ισύ πλας υλικά για να χτίζουν ιξουκλήσια κι μουναστήρια ή κι για σκουλειά; Ο κυρ-Γαζής, αντί να απαντήσει στο γέροντα, εγκατέλειψε αμίλητος τον ξάδερφό του τον παπα-Θόδωρο, να στέκεται εκεί σύξυλος ανάμεσα στους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού υποστηριχτές του και ξαναγύρισε με τους πολλούς. Στην παλάντζα της συνείδησής του το υλικό συμφέρον έβγαινε βαρύτερο απ’ την ηθική υποχρέωση που είχε αναλάβει απέναντι του ξαδέρφου του του παπα-Θόδωρου, όταν ξεκινούσε απ’ την πόλη για το χωριό. Ο μπαρμπα-Δημοσθένης, βλέποντας τον έμπορα να επανέρχεται στην αρχική θέση, πρόσθεσε σκοπτικά με κάποια απορία. - Είπα κι γω! Θελτς να βγήκαν στην πόλ(η) τίπουτα υλικά σμαδιμένα μόνου για ιξουκλήσια και να μην του πήραμι ακόμη χαμπάρ(ι) ιμείς ιδώ στου χουριό; Κι απευθυνόμενος προς τους συγχωριανούς του είπε. - Κι τώρα, για να κάμουμι σίγουρ(η) δλεια, σαν μπεσαλήδες άνθρωποι που είμαστι, δα γυρίσουμι ούλοι κατά τν’ ικκλησιά. Δα σηκώσουμι ψηλά του διξί του χέρ(ι) κι μι τα τρία δάχτυλα ινουμένα δα δώσουμι ένα όρκου. Δα πούμι. ‘’Επί λόγου τιμής κι μπέσα για μπέσα, δα του φκιάσουμι του σκουλειό. Κι τα υλικά δα τα πάρουμι από κείνουν που τα πουλάει φτηνότιρα. Ανεξαρτήτους πώς τουν λεν κι τίνους ξάδιρδους είνι’’. Ο παπα-Θόδωρος, βλέποντας πως οι ορκομωσίες και οι λόγοι τιμής είναι δυνατό να δοθούν και χωρίς την παρουσία του και, μη μπορώντας να αντέξει άλλο στον παραμερισμό που του έγινε, εγκατέλειψε αναστατωμένος και κατακόκκινος απ’ το κακό του τη συγκέντρωση και με τους λιγοστούς οπαδούς του έφυγε για το σπίτι του. Οι χωριανοί, μαζί κι ο κυρ-Γαζής, γύρισαν όλοι προς την εκκλησία, ύψωσαν τα χέρια όπως τους υπέδειξε ο μπαρμπα-Δημοσθένης και επικύρωσαν τη μεγάλη τους απόφαση λέγοντας με ένα στόμα. -‘’Έτσι δα γένει’’. Και κατέβασαν τα χέρια τους όλοι μαζί. Μόνο ο κυρ-Γαζής, ζαλισμένος απ’ την καινούρια καρπαζιά που έτρωγε κατακέφαλα απ’ το γερο-επίτροπο, έμεινε με το χέρι ψηλά, σαν
94
αφηρημένος, μην ξέροντας αν η όλη διαδικασία τελείωσε ή το πράγμα έχει και συνέχεια. Όλοι τον κοίταξαν με περιέργεια. Μερικοί τον λυπήθηκαν, χωρίς να εκδηλώσουν με λόγια τη λύπη τους. Ο γερο-Δημοσθένης βροντοφώναξε. - Θελτς να δώσεις κι άλλουν κανένα προσωπικό όρκο ισύ κυρ-Γαζή; Ή μήπους θελτς να μας ξομολογηθείς τίποτα για του εμπόριο κι τα υλικά που πουλάς; Ο κυρ-Γαζής αντιλήφθηκε τη γκάφα του και σαστισμένος κατέβασε το χέρι του βιαστικά. Προσπάθησε ντροπιασμένος να μπαλώσει με μισόλογα την αφηρημάδα του λέγοντας. - Όχι. . . όχι . . . να. . . νόμισα, Βλέπετε δε γνωρίζω τις διαδικασίες σας. - Πουλλά δε γνωρίζεις κυρ-Γαζή. . . Πάρα πουλλά. Είσι βλεπς απ’ την πόλ(η), του είπε ειρωνικά ο γέρος. - Αλλά ας είνι. Η μάζουξ(η) για σένα τελείουσι. Θελτς να καθίσεις κι άλλου ιδώ μαζί μι μας; Κάθισι. Θελτς να πας στην πόλη; Πήγινι. Θελτς να παραμείντς κι άλλου στου χουριό; Παράμεινι. Θελτς να πας στ’ ξαδέρφους τ’ παπά του σπιτ’; Πήγινι. Θα χαρεί πουλύ να σε διχτεί. -Ο παπα-Θόδωρος θα χαρεί ιδιαίτερα να σε φιλοξενήσει στο σπίτι του, όσες μέρες θέλεις να παραμείνεις στο χωριό μας κυρ-Γαζή, πρόσθεσε όσο πιο δυνατά μπορούσε ο γερο-Δαναής, ορθώνοντας το σώμα του πάνω στο ραβδί του. Ο κυρ-Γαζής δεν ήξερε τι να κάνει και πού να σταθεί απ’ την αμηχανία του και απ’ τα μειδιάματα των χωριανών. Πάνω στη σύγχηση και στη ζάλη του άκουσε τη διαπεραστική φωνή του Γρηγόρη του κλητήρα που έλεγε. - Ησυχία, ησυχία, φώναζε κι έκανε πως προσπαθούσε, δήθεν, να ακούσει καλύτερα κάτι που, τάχα, ειπώθηκε από μέρους του σαστισμένου έμπορα και που το αφτί του δεν το είχε πιάσει καθαρά. - Σας παρακαλώ. Σας παρακαλώ, φώναζε. Κάτι είπε ο κύριος Γαζής. Τι ρωτήσατε κύριε Γαζή; Πότε έχει λεωφορείο για την πόλη; Ο κυρ-Γαζής ξαφνιάστηκε περισσότερο. Ήταν σίγουρος πως αυτός δεν είχε ρωτήσει τίποτα. Δεν είχε καν ανοίξει το στόμα του. Κι ύστερα, πώς να ρωτήσει τέτοια ερώτηση σε τέτοια ώρα; Ο Γρηγόρης συνέχισε και απάντησε ο ίδιος στη δική του ερώτηση. - Λεωφορείο περνάει αύριο στις δέκα. Λυπούμαι, κύριε Γαζή, αλλά δεν υπάρχει άλλο νωρίτερα. Εκτός και προλάβετε το τελευταίο σήμερα, που περνάει σε εικοσιπέντε λεπτά κάτω απ’ τη δημοσιά. Και λέγοντας αυτά έκανε πως συμβουλεύεται το ρολόι του. Ο κυρ-Γαζής τά ‘χασε κυριολεκτικά. Σαστισμένος είπε. - Μα . . . εγώ . . . δε ρώτησα . . . δεν είπα . . . Και, χωρίς να μπορεί να κάνει κοντρόλ ούτε στη γλώσσα του, ούτε στις εκφράσεις του, ούτε και στις κινήσεις του, ξέκοψε απ’ τους πολλούς, άφησε τη μάζωξη και πήρε βιαστικός σαν κυνηγημένος τον κατήφορο. Ο γερο-Δημοσθένης έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος του έμπορα, που αναμαλλιασμένος, κατακόκκινος και με μεγάλα βήματα έφευγε μακριά απ’ τη συγκέντρωση των χωρικών, για να χαθεί απ’ τα βλέμματά τους και να αποφύγει τα μειδιάματα και τα μισόλογά τους.
95
Τον κοίταξε σιωπηλός για δυο-τρία δευτερόλεπτα, σα να ήθελε να μορφώσει κάποια γνώμη πρώτα και μετά είπε με άτεχνη σκεπτικότητα. - Του προυφταίν(ει) δεν του προυφταίν(ει) του λεωφουρείου όπως πάει. Τι νομίζεις πως είναι εικοσιπέντε λεφτά; Σαν αγέρας πιρνούν κι σαν διάργυρους φεύγουν. Ο κυρ-Γαζής τάχυνε περισσότερο τώρα το βήμα του. ΄Ηθελε να φύγει όσο το δυνατό γρηγορότερα από τούτο τον τόπο. Ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Να τον εξαφάνιζε μια και καλή απ’ το χωριό του ξαδέρφου του του παπα-Θόδωρου. Ο γερο-επίτροπος συνέχισε μονολογώντας. - Άιντε κι ούλα παν προς το καλό. Μετά, απευθυνόμενος προς τους συγχωριανούς του, είπε δυνατότερα. - Κι τώρα να βγάλουμι μια πιτρουπή για να οργανώσ(ει) κι να επιβλέψ(ει) του έργου. Αφού κανονίστηκε κι αυτό, η μάζωξη διαλύθηκε. Όλοι σκόρπισαν κατενθουσιασμένοι και πήραν τους δρόμους για τα σπίτια τους, γεμάτοι αισιοδοξία και πεποίθηση για την πραγματοποίηση των αποφάσεών τους. - Μπράβο τους γέρους. Μπράβο τους χωριανούς, φώναξε με ενθουσιασμό ο Αργύρης. - Αυτό θα πει καρδιά και θέληση, πρόσθεσε ο Κώστας. - Μακάρι όλοι οι γέροι και όλοι οι χωριανοί να έχουν το ίδιο πνεύμα και να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα απ’ την καλή, είπε ο Θανάσης. - Λοιπόν; Λοιπόν; Τι έγινε παρακάτω; Τα κατάφεραν; Το έφτιαξαν το σχολείο; ρώτησε ανυπόμονα ο Στρατής. - Λοιπόν . . . , είπε ο Γιώργος κουνώντας το κεφάλι του. Ενώ στο χωριό ο ζήλος είχε κορυφωθεί κι είχε κυριέψει τους πάντες και τα πάντα κι όλα ήταν στρωμένα κι έτοιμα για να αρχίσει η δουλειά, δυο μέρες πριν φύγουμε απ’ το χωριό παρέλυσαν τα πάντα και νεκρώθηκαν όλα ξανά. Ο δεσπότης δεύσμευσε τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει η εκκλησιαστική επιτροπή, ‘’διότι . . . -Που να πάρει η ευχή, φώναξε ο Στρατής αγανακτισμένος. - ‘’Διότι αυτά συνεκεντρώθησαν ίνα εξυπηρετήσωσιν έτερον ιερότερον σκοπόν’’, συνέχισε ο Γιώργος. Έτσι δήλωσε επίσημα η ‘’αγιότης’’ του. - Μεγάλη η χάρη της, είπε ο Αργύρης. Το νέο έπεσε σαν καταπέλτης στο χωριό και αφαίρεσε όλο το ζήλο και το κουράγιο απ’ τους κατοίκους. Βλέπεις, για πρώτη φορά σήκωναν κεφάλι οι άνθρωποι ενάντια σε τέτοια ανυπέρβλητα εμπόδια και σκόνταψαν αμέσως στο πρώτο τους βήμα. -Και τι εμπόδια! Πρόσθεσε μ’ ένα χαρακτηριστικό τόνο στη φωνή του ο Κώστας. - Ε, σαν άπειροι που ήταν σε τέτοιες περιπτώσεις, δείλιασαν. Εμείς οι φαντάροι που υπηρετούσαμε στο χωριό και πρώτος ο λοχαγός μας, ένα λεβεντόπαιδο απ’ τη Ρούμελη, ήμασταν διατεθημένοι να τους βοηθήσουμε όσο μπορούσαμε κι όσο περνούσε απ’ το χέρι μας. Μάλιστα, ο λοχαγός μας τους το είπε καθαρά στο καφενείο το απόγευμα της μάζωξης.
96
‘’Όλοι σας συγχαίρουμε για τη σπουδαία σας απόφαση να χτίσετε σχολείο. Οι άντρες μου κι εγώ θέλουμε να σας βοηθήσουμε.΄Ολοι οι στρατιώτες μου ζήτησαν άδεια και με παρακάλεσαν να τους επιτρέψω να κατεβαίνουν τις ελεύθερες ώρες τους στο χωριό, για να δουλεύουν μαζί σας στο έργο του σχολείου. Τους είπα’’, συνέχισε ο λοχαγός, ‘’πως, όχι μόνο έχουν από τώρα τη συγκατάθεσή μου αλλά και ολόκληρος ο λόχος θα συμβάλει με θέρμη και θέληση στην προσπάθειά σας αυτή. Όλοι μας θα σας βοηθήσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε και μ’ ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας’’. Οι χωριανοί δεν ήξεραν πώς να μας ευχαριστήσουν. Εκείνο το βράδυ, όσοι στρατιώτες βρεθήκαμε στο χωριό ήπιαμε ούζο τζάμπα. Το κερνούσαν οι κάτοικοι. Και κάθε μέρα από τότε, ο καθένας απ’ τους φιλότιμους εκείνους χωρικούς το θεωρούσε πλέον ταπεινωτικό κι αδικαιολόγητη έλλειψη φιλότιμου από μέρους του, το να συναντήσει ένα φαντάρο στο καφενείο και να μην του προσφέρει έστω και ένα ρακί. Αλλά και μεις, τη βλέπαμε από κείνη τη στιγμή διαφορετικά και με άλλο μάτι την προσφορά τους αυτή. Κανένας μας δεν την εκμεταλλεύτηκε και δεν την θεώρησε σαν ευκαιρία. Ακόμη κι οι πιο διακεκριμένες κανάτες του λόχου δεν δέχονταν να πιούνε ούτε ένα ποτήρι τζάμπα. Βάλαμε ένα κουμπαρά στο καφενείο και κει μέσα ρίχναμε το αντίτιμο του κάθε ποτηριού που μας κερνούσαν οι χωριανοί. Ό,τι μαζευόταν θα πήγαινε στο σχολείο. Μας είχε δέσει όλους το φιλότιμο. Μια άλλη φιλία, διαφορετική, γεμάτη ανθρωπιά και σεβασμό είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας. Θέλαμε όλοι κάτι να δημιουργήσουμε. Τό ‘χαμε βάλει σα σκοπό μας. - Είδες τι μπορεί να κάνει η κατανόηση, η θέληση και η συνεργασία; είπε ο Θανάσης. - Έλα, όμως, που σε λίγες μέρες ήρθε διαταγή, να μετακινηθεί και να σταθμεύσει αλλού ο λόχος μας, κάπου εικοσιπέντε χιλιόμετρα μακριά. Και το χειρότερο για μας, αποσπάζονταν σε άλλη μονάδα κι ο λοχαγός μας. Το διπλό αυτό χαστούκι στοίχισε πάρα πολύ στους χωριανούς και σε μας τους φαντάρους. Εκείνοι έχασαν μια πάρα πολύ υπολογίσημη συμπαράσταση ενός ολόκληρου λόχου κι εμείς χάσαμε ένα λεβέντη σε όλα λοχαγό. Ο Γιώργος σταμάτησε για λίγο. Η όψη του πήρε άλλο ύφος. Τα μάτια του έλαμψαν διαφορετικά. Σούφρωσε λίγο τα φρύδια του και με αλλαγμένη φωνή πρόσθεσε. - Τέσσερις στρατιώτες ήμασταν εκείνο το βράδυ στο καφενείο με το λοχαγό. Και οι τέσσερις είμαστε απόψε εδώ μέσα. Και έριξε το βλέμμα του αόριστα στο χάος του αμπαριού. - Λες νά ‘βαλε ουρά κι ο δεσπότης στη μετακίνηση αυτή του λόχου σας; ρώτησε γεμάτιος περιέργεια ο Στρατής. - Ποιος ξέρει; Όλα τα υποψιάζομαι τώρα. Υπάρχουν τύποι που είναι ικανοί για το καθετί, είπε με φανερή στενοχώρια ο Γιώργος. Πάντως, ύστερα απ’ αυτό το διπλό και μεγάλο χτύπημα, το χωριό μούδιασε. Παρέλυσε. Έχασε το θάρρος του. Λίγοι μίλησαν. Ελάχιστοι διαμαρτυρήθηκαν. Οι πολλοί σώπασαν. Δείλιασαν. Νεκρώθηκαν. Ο μπαρμπα-Δημοσθένης έτρεχε για να τους συνεφέρει. Ποιος ξέρει τι θα κατορθώσει. Πολύ θα ήθελα να έμενα έστω και λίγο ακόμη σε κείνη την
97
περιοχή, για να έβλεπα το τέλος αυτής της ιστορίας. Θα κρατήσουν, άραγε, τη μπέσα τους οι χωριανοί; Θα παλέψουν για να γίνουν φωτεινό παράδειγμα και στους αναρίθμητους άλλους ομοιοπαθούντες των άλλων χωριών ή θα καταθέσουν τα όπλα και η ωραία τους προσπάθεια θα χαθεί στη λήθη και θα παρουσιαστεί κατάλληλα διασκευασμένη σαν κάτι το αντιχριστιανικό και ίσως και το αντεθνικό; - Βλέπεις πώς παραλύει ο φόβος που προέρχεται απ’ την αμάθεια; είπε ο Αργύρης. Μόνο η μάθηση θα ανασύρει τους ανθρώπους απ’ το έλος των προλήψεων και θα βγάλει τους λαούς απ’ το τέλμα της άγνοιας. Αυτή θα δώσει δύναμη στους αδύναμους και αξία στους ανυπολόγιστους, θα κάνει χιλιάδες γερο-Δαναήδες, Γρηγόρηδες και μπαρμπα-Δημοσθένηδες. Θα κάνει τους μικρούς κι ασήμαντους μεγάλους και σημαντικούς. Θα τους δείξει το ανάστημά τους και τη δύναμή τους. Θα τους κάνει να δουν αντικειμενικά και μέσα απ’ το φακό της αλήθειας τη ζωή τους και τα προβλήματά τους. Τώρα, καταπλακωμένοι απ’ τις προλήψεις που έντεχνα τις δημιούργησαν λογιών-λογιών καταφερτζήδες και μουδιασμένοι απ’ το βάρος των μοιρολατρικών τους συνηθειών, που κι αυτών η προέλευση είναι πονηρή και καλοϋπολογισμένη, ζουν, κινούνται και πεθαίνουν μέσα σ’ ένα πολύ στενό, θολό και έντεχνα προσχεδιασμένο κλοιό, που τα όριά του χάραξαν και αυστηρά καθόρισαν υψηλά ιστάμενοι ψυχροί συμφεροντολόγοι. Την άγρυπνη και αδιασάλευτη φρούρηση των ορίων αυτών και το απαραβίαστο του περιζώματος του στενού χώρου της ζωής των καταδυναστευμένων φρουρούν, δυστυχώς, άγρυπνοι σαν κέρβεροι, φτωχοί και ρακένδυτοι φύλακες. Φτωχότεροι πολλές φορές κι απ’ αυτούς ακόμη τους φρουρούμενους. - Το κακό είναι, διέκοψε ο Θανάσης, πως κανείς απ’ τους φυλακισμένους δεν τολμάει να σπάσει τα αόρατα και στενά όρια της φυλακής του, όχι μόνο γιατί φοβάται τους φύλακες αλλά γιατί φοβάται κι αυτούς τους ίδιους τους συμφυλακισμένους του. - Ξέρετε, οι ‘’φυλακισμένοι’’, συνέχισε ο Αργύρης με πιο ήρεμη φωνή, αφιονίζονται εύκολα και ξεσηκώνονται ευκολότερα οι μισοί ενάντια στους άλλους μισούς, ιδίως όταν οι φύλακες τάξουν σε λίγους άμυαλους ταραξίες κάποια μικροαμοιβή, κάποιο μικρό μπαχτσίσι. Και ο κοσμάκης, φυλακισμένος καθώς είναι στην αμάθειά του, γίνεται τρομερός κι ακαταμάχητος όχλος, όταν κεντριστεί κατάλληλα και προπαντός όταν τον ξεσηκώνουν πάνω σε ζητήματα που δεν μπορεί ο νους του να συλλάβει την ουσία τους και το νόημά τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τυφλωμένος απ’ την άγνοιά του και ζαλισμένος απ’ το φαρμακερό κέντρισμα των επιτήδειων, υπερβαίνει κάθε όριο, γιατί, δυστυχώς, του είναι αδύνατο να δει την αλήθεια, όσο ξεκάθαρα κι αν του παρουσιάζεται κι όσο αντικειμενικά και ειλικρινά κι αν του την πουν άλλοι. Τότε παρεκτρέπεται, εξαγριώνεται και χάνει κάθε έλεγχο. Τότε είναι ικανός για το κάθετι. Τότε παύει να είναι άνθρωπος. Κι ακούστε μια περίπτωση: - Το 1771 έπεσε τρομερή πανόλη στη Μόσχα. Ο κόσμος, τελείως αμαθής όπως ήταν και πέρα για πέρα ατροστάτευτος, χωρίς γιατρούς και φάρματα, συνέρρεε απελπισμένος σε κάποιο εικόνισμα της Παναγίας. Στο εικόνισμα αυτό, κατάλληλα οδηγημένοι απ’ τους
98
κληρικούς και τους καλόγερους, οι απλοϊκοί άνθρωποι απέδιδαν θαυματουργικές ιδιότητες. Ο αρχιεπίσκοπος, όμως, της Μόσχας Αμβρόσιος, είδε ότι η καθημερινή κι ασταμάτητη συρροή και συγχνότιση τόσου μεγάλου πλήθους συνέβαλε πάρα πολύ στην αλματώδη εξάπλωση της νόσου. Είδε, δηλαδή, ο γερο-δεσπότης ότι η Παναγία, αντί να κάνει ‘’το θαύμα της’’ προς το καλό, το έκανε, χωρίς να το θέλει, προς το χειρότερο. Γι’ αυτό διέταξε να απομακρύνουν με κάποια δικαιολογία την εικόνα απ’ την εκκλησία, ώστε το πλήθος να αναγκαστεί να διαλυθεί και να σταματήσει έτσι στο εξής η αθρόα κοσμοσυρροή. Όταν ο κόσμος έμαθε τα γεγονότα εξοργίστηκε τόσο πολύ κατά του Αμβρόσιου, παρ’ ότι ο δύστυχος προσπάθησε με κάθε τρόπο να τους πει την αλήθεια, ώστε μανιασμένος τον έσυρε έξω απ’ το ναό κι αφού του έκανε τη χάρη και του επέτρεψε να μεταλάβει, όρμησε επάνω του και τον στραγγάλισε. - Αυτό θα πει οργή άξεστου λαού κι αποκορύφωμα αμάθειας, είπε ο Κώστας με έκδηλη τη λύπη στην έκφρασή του. - Βλέπετε, τον όχλο τον ενδιαφέρουν οι καθιερωμένοι τύποι, συνέχισε ο λοχίας. Δύσκολα ξεφεύγει απ’ αυτούς και δυσκολότερα δέχεται να τους ερευνήσει και να δει την προέλευσή τους. Έτσι τον έμαθαν να ενεργεί. Έτσι τον θέλουν. - Τι φαρισαϊσμός και τι αποβλάκωση! πρόσθεσε ο Θανάσης με πίκρα. Υπάκουσαν στους θρησκευτικούς τύπους και επέτρεψαν στον αρχιεπίσκοπο να μεταλάβει. Δεν υπάκουσαν, όμως, στο Θεό και στραγγάλισαν έναν άνθρωπο, γιατί τους είπε την αλήθεια, την οποία δεν μπορούσε να χωρέσει το ακατέργαστο ή καλύτερα το στραβά καλλιεργημένο μυαλό τους. Αφαίρεσαν μια ζωή. Και με τι τρόπο! Όλοι έμειναν σιωπηλοί για λίγο, σα να ήθελαν να συλλάβουν ολόκληρη την αποτρόπαια εικόνα του εγκλήματος και να δουν το βάραθρο στο οποίο γκρεμίζει η αμάθεια τον άνθρωπο και την ψυχή του. Ο Θανάσης διέκοψε πρώτος τη σιωπή. - Κάτι παρόμοιο και λίγο φαιδρό θα σας πω κι εγώ, είπε. Κατά το 1890, τον καιρό ακόμη της τουρκοκρατίας, δρούσε στα Πιέρια κάποια συμμορία ληστών. Μια μέρα, Παρασκευή πρωί, ξεκίνησαν οι ληστές απ’ το λημέρι τους να κατεβούν σε κάποιο μακρινό χωριό της περιοχής, όπου ζούσε ένας πλούσιος προύχοντας, με σκοπό να τον ληστέψουν και να τον σκοτώσουν, γιατί δεν τους είχε στείλει ό,τι του είχαν ζητήσει. Βάδισαν αρκετές ώρες μέσα στα δάση και στις λαγκαδιές του βουνού και κατά το μεσημέρι, κουρασμένοι απ’ την πολύωρη πορεία και πεινασμένοι, σταμάτησαν κάτω από ένα βαθίσκιο πλάτανο, δίπλα σε μια γάργαρη κρυσταλλοπηγή, για να ξεκουραστούν και να φάνε. Έλυσαν τους τορβάδες τους και άρχισαν να τρώνε ό,τι πρόχειρο είχε ο καθένας μαζί του. Ένας πανύψηλος ληστής, ο καπετάν-Στάγιας έτρωγε ψωμί και τυρί. Σε κάποιον, όμως, της συντροφιάς, τον καπετάν-Νάσιο, δεν άρεσε αυτό που έκανε ο σύντροφός του, γιατί δεν το έβρισκε χτιστιανικό. Πάει, λοιπόν, κοντά του, τον κοιτάζει υποτιμητικά και του φωνάζει πειραγμένος. - Δε ντρέπεσαι, ορέ Στάγια; Τυρί ορέ τρως σήμερα Παρασκευή μέρα; - Βέβαια, είπε γελώντας ο Στρατής.
99
- Το ότι έτρωγε αρτύσιμο τυρί Παρασκευή μέρα και δεν νήστευε πείραζε. Το ότι πήγαιναν να σκοτώσουν άνθρωπο δεν πείραζε. - Ο κόσμος είναι πάντοτε καθηλωμένος στη λάσπη απ’ τις προλήψεις του και προσέχει μόνο τις καλουπιαστές τυπικότητες. Έτσι τον έμαθαν, γιατί έτσι τον θέλουν. Πνίγεται στους τύπους και χάνει τελείως την ουσία, σαν το λοχαγό του Κώστα με τις κανονικές παρουσιάσεις και τη διπλοσκοπιά, είπε ο Θανάσης.
*****
-Αλήθεια,
τι έγινε με το λοχαγό σας Κώστα; ρώτησε με ενδιαφέρον ο Αργύρης. Σου σκορπίσαμε πολύ το θέμα. Για πες μας, σε ξανακάλεσε στο γραφείο του, ύστερα απ’ όσα συνέβησαν με την ιστορία του Ρούπελ; - Μπράβο λοχία που το θυμήθηκες, είπε ο Γιώργος. Εμείς, κουβέντα στην κουβέντα παραξεφύγαμε απ’ το δρόμο μας. Με το να θέλουμε να πούμε ο καθένας τα δικά του, απομακρυνθήκαμε πολύ. Χάσαμε τελείως τα ίχνη. - Μα, εγώ σας είπα πως παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τη συζήτησή σας και δεν θέλω να χάσω τη συνέχεια. Το είδατε και σεις πώς ξανοίχτηκε το πράγμα και το όνειρο του Στρατή έμεινε στη μέση. - Αμ, όνειρο ήταν κι αυτό που είδες μωρέ Λημνιέ; είπε ο Θανάσης κι έσπρωξε ελαφρά το Στρατή στον ώμο. - Πραγματικά, φώναξε σαν αγουροξυπνημένος ο Στρατής. Τι έγινε με το όνειρό μου Κώστα; Για λέγε μας. Πρέπει να μας εξηγήσεις. - Ναι, ναι, ξαναείπαν μ’ ενδιαφέρον όλοι μαζί. Για λέγε μας, πώς καθάρισες με το λοχαγό σου; - Λοιπόν παιδιά, συνέχισε ο Κώστας, ξαναπαίρνοντας το λόγο. Ύστερα από κείνη τη λογομαχία για το Ρούπελ, δε με ξανακάλεσε ο λοχαγός στο γραφείο του. Την άλλη μέρα, όμως, μου είπαν να παραδώσω το τόμιγκαν και σε δυο μέρες με κάλεσαν στο Διοικητήριο. Στα γραφεία του Α2. Όλοι ξέρετε τι είναι το Α2. Το Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού, πρόσθεσε επεξηγηματικά, μήπως ο Στρατής δεν το θυμόταν. Με ένα σφραγισμένο σημείωμα του επιλοχία στο χέρι πέρασα την πύλη του λόχου και τις σκοπιές της περιοχής των κεντρικών γραφείων και μπήκα στο κτίριο του Διοικητηρίου. Ανέβηκα στο δεύτερο πάτωμα. Παντού επικρατούσε ησυχία. Εδώ κι εκεί στους διαδρόμους, μπροστά σε διάφορες κλειστές πόρτες, περίμεναν μικροομάδες στρατιωτών. Όλοι στέκονταν σιωπηλοί και τρομοκρατημένοι. Στα πρόσωπά τους διακρίνονταν η μεγάλη ανησυχία και η αγωνία τους. Στο βλέμμα τους διάβαζε εύκολα κανείς το μεγάλο ερώτημα που τους βασάνιζε όλους: Τι να μας θέλουν εδώ άραγε; Κάπου-κάπου, άνοιγε κάποια πόρτα κι έβγαινε κάποιος στρατιώτης πελιδνός ή κατακόκκινος. Με σκυμμένο το κεφάλι διέσχιζε σιωπηλός το διάδρομο και κατέβαινε αμίλητος τις σκάλες. Ούτε μια κουβέντα δεν έλεγε σε κείνους που τον περίμεναν με αγωνία απέξω να βγει, για να μάθουν κι εκείνοι, σαν τι τάχα γίνεται εκεί μέσα και τι τους περιμένει κι
100
αυτούς πίσω απ’ την κλειστή πόρτα που σε λίγο θα την περνούσαν και οι ίδιοι. Τον κοίταζαν μόνο όλοι σιωπηλοί και έντρομοι, προσπαθώντας ο καθένας κάτι να μαντέψει απ’ το ύφος και το βλέμμα του. Τίποτα όμως. Και, πριν συνέλθουν απ’ την κρυάδα που τους έλουζε η σιωπή του συναδέλφου τους, ένα άλλο όνομα ακούγονταν δυνατά απ’ την πόρτα που μισάνοιγε προς στιγμή και μια νέα ανατριχίλα γέμιζε τους διαδρόμους. Τώρα, κάποια άλλη καρδιά χτυπούσε δυνατά. Ένας άλλος στρατιώτης έμπαινε στο γραφείο κι έκλεινε κι αυτός πίτω του τη μισάνοιχτη πόρτα. Προχώρησα στον κεντρικό διάδρομο. Προσπάθησα να μην αφήσω τον εαυτό μου να επηρεαστεί απ’ το κλίμα που επικρατούσε εκεί. Ήμουν έτοιμος να στρίψω αριστερά για το υπ’ αριθμό 3 γραφείο του Α2, όταν μια πόρτα άνοιξε απ’ το βάθος δεξιά και βγήκε ένας λοχίας της Στρατολογίας μ’ ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια του. Φρεσκοξυρισμένος, καλοσιδερωμένος, με τα επίχρυσα γυαλάκια του καλοβαλμένα και το λεπτό καστανό μουστάκι του καλοστρωμένο, άστραφτε χαρούμενος και κεφάτος. Η ευθυμία του γίνονταν εντονότερη μπροστά στη σκυθρωπότητα και στην κατήφεια των άλλων στρατιωτών. Τον έλεγαν Ηλία Μαρώνη και κατάγονταν απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ήταν φοιτητής του Πολυτεχνείου στο τελευταίο έτος και υπηρετούσε κι αυτός τη θητεία του. Έχουν, βλέπετε, σταματήσει οι αναβολές λόγω σπουδών. Ο Μαρώνης ήταν ένας από κείνους που μας επέβλεπαν πριν από λίγες μέρες, όταν κάναμε τα τεστς για την επιλογή. Θυμάμαι, πως κάθε μέρα πριν αρχίσουμε το τεστ, για να μας δώσει θάρρος και να μας ηρεμίσει το πνεύμα, μας έλεγε κανένα αστείο ή κάποιο ρητό, το οποίο σχολιάζαμε αστειευόμενοι για λίγο κι έτσι έσπαζε ο πάγος του θρανίου και η αυστηρή εντύπωση των εξετάσεων. - ‘’Η σοφία είναι να γνωρίζεις ποιο είναι το επόμενο βήμα που πρέπει να κάνεις’’, έλεγε ο Μαρώνης. ‘’Η αρετή δε, να το κάνεις’’. Ή. ‘’Η κατάκτηση έρχεται όταν το κουράγιο τραβάει μπροστά’’. Ή. ‘’Όποιος ζει μόνο με ελπίδες, θα πεθάνει νηστικός’’. Ή. ‘’Η απεριόριστη δύναμη πορώνει το νου εκείνων που την έχουν’’ και άλλα πολλά. Οι στρατιώτες τον χειροκροτούσαν και τον επευφημούσαν κάθε φορά που έμπαινε στην αίθουσα. Ήταν ένα παιδί μάλαμα. Καθόμουν τότε στα πρώτα θρανία, μπροστά-μπροστά στην αίθουσα επιλογής και πολλές φορές, πριν ή μετά το τεστ, μας είχε δοθεί η ευκαιρία να ανταλλάξουμε από καμιά κουβέντα με το λοχία. Ήταν ομιλητικός, καταδεχτικός και πολύ προσιτός στους νεοσύλλεκτους. Δεν έδινε καθόλου σημασία στο γαλόνι του. Το κουβαλούσε γιατί του το είχαν δώσει. Έκανε, όμως, το καθήκον του συνειδητά και με αξιοπρέπεια, όπως του ταίριαζε. Μόλις με είδε να προχωρώ στο διάδρομο με θυμήθηκε. Θυμόταν και τ’ όνομά μου. – Βρε Κώστα! μου λέει με κάποια έκπληξη. Πώς από δώ; Τον χαιρέτησα κανονικά. - Άστα αυτά, άστα αυτά, μου είπε χαμηλόφωνα και μού ‘κανε νόημα να κατεβάσω το χέρι μου, πριν καλά-καλά το ανεβάσω στη θέση του χαιρετισμού. Πώς από δω; με ρώτησε σιγανά. Πριν, όμως, του απαντήσω εγώ μου λέει εκείνος χαρούμενος. Μπράβο, μπράβο Κώστα.
101
Συγχαρητήρια. Όλα σου τα τεστς ήταν θαύμα! Άριστα! Σε βλέπω οπωσδήποτε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Τι σε βλέπω, από μας έχεις κριθεί ήδη. Αύριο θα αρχίσω να καταχωρώ στα στρατιωτικά σας φυλλάδια τις μεταβολές σας, σχετικά με τις κρίσεις και τις κατατάξεις της Επιλογής και σύντομα θα ακολουθήσουν οι αποσπάσεις σας. - Τι λέτε, κύριε λοχία; - Ηλία, Ηλία και στον ενικό, με διέκοψε. Έτσι με φωνάζουν εμένα οι φίλοι μου. Επιπλέον, πρόσθεσε βιαστικά και χαμογελώντας, μπορεί σε λίγους μήνες να σ’ έχω προϊστάμενό μου. Γέλασε λίγο δυνατότερα και μ’ έσπρωξε ελαφρά στον ώμο. - Τι λες Ηλία, είπα με έκπληξη και ικανοποίηση μαζί εγώ και τον ευχαρίστησα που με θεωρούσε φίλο του. - Θαύμα σου λέω! Μη το συζητάς, ξαναείπε χαρούμενος και με ξαναχτύπησε ελαφρά στον ώμο. Και, χωρίς να ελαττωθεί καθόλου η χαρά στο πρόσωπό του, με ρώτησε. Τι γράμματα ξέρεις; - Μα, το γράφω κάτω απ’ το όνομά μου. Αμέσως μετά το ‘’τόπος γεννήσεως’’. Το γράφω σε όλα τα φύλλα του τεστ, είπα κάπως δειλά και πρόσθεσα. Τελείωσα το Γυμνάσιο. - Στο στρατό, ξέρεις, δεν είναι σπάνιο να συναντήσεις πολλούς που ξέρουν πολλά και δηλώνουν λίγα κι άλλους που ξέρουν λίγα και δηλώνουν πολλά. Κι ο καθένας φυσικά έχει το σκοπό του. - Εγώ, όσα ξέρω τόσα δηλώνω, είπα κάπως αστειευόμενος και πρόσθεσα. Πολλά χαρτιά βλέπω στα χέρια σου! Θα πρέπει να είσαι πολύ απασχολημένος. Έχω καιρό να σε δω έξω προς την καντίνα. Τι γίνεται; Χάθηκες. - Δεν έχω βγει για μέρες. Δουλεύουμε ασταμάτητα μέρα-νύχτα. Και, χαμηλώνοντας αισθητά τη φωνή του συνέχισε. - Από τότε που πήραμε το σήμα ότι πρόκειται νά ‘ρθει το αρματαγωγό ΧΙΟΣ, δε σταματήσαμε καθόλου. Εμένα μου έδωσαν να ετοιμάσω τις μεταβολές του πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόχου. Τακτοποιούμε με βιασύνη τις μεταβολές αυτών που πρόκειται να φύγουν με το καράβι για . . . Δε πρόλαβε να τελειώσει. Μια επιτακτική φωνή που ακούστηκε από μια μισάνοιχτη πόρτα ενός διπλανού γραφείου τον διέκοψε. - Λοχία. Μαρώνης. - Μάλιστα κύριε υπολοχαγέ. Διατάξετε, απάντησε ο Ηλίας κάπως δυνατά. Με χαιρέτησε βιαστικά μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα ιδιότροπο κλείσιμο του ματιού του κι έτρεξε στο διπλανό γραφείο κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Εγώ έστριψα αριστερά και προχώρησα στο βάθος του διαδρόμου. Ακριβώς απέναντί μου, πάνω στην καφετιά κλειστή πόρτα, ήταν στερεωμένη με τέσσερις χοντρές κίτρινες πινέζες στις γωνίες της μια άσπρη χαρτονένια κάρτα με χτυπητά σκούρα μπλε γράμματα. # Α2 Γραφείο 3# Χτύπησα την πόρτα και μπήκα μέσα. Ένας ταγματάρχης, σαραντάρης περίπου, καθόταν πίσω από ένα χοντρό σκούρο τραπέζι στο βάθος της αίθουσας, ακριβώς απέναντι απ’ την πόρτα. Το τραπέζι του ήταν γεμάτο χαρτιά. Εδώ κι εκεί είχε άτακτα
102
βαλμένους σκόρπιους φακέλους. Άλλοι κιτρινωποί, άλλοι ξεθωριασμένοι γκριζοκαφετιοί κι άλλοι ανοιχτοπράσινοι. Ορισμένοι απ’ αυτούς ήταν γεμάτοι, παραφουσκωμένοι κι άλλοι ισχνοί και αδύνατοι. Πολλοί ήταν καλοσυμμαζεμένοι και δεμένοι σταυρωτά με χρωματιστά κορδόνια ή σπάγγο. Άλλοι ήταν ανοιχτοί, με το περιεχόμενό τους μισοσκορπισμένο στο φαρδύ τραπέζι ή λυτοί, με απλωμένα τα χαρτιά τους στο χώρο περίπου που όριζαν τα εξώφυλλά τους. Ο ταγματάρχης, χωρίς πηλήκιο, καλοχτενισμένος, με ξεκούμπωτο το χιτώνιό του και χαλαρωμένη τη γραβάτα του, ήταν σκυμμένος στα χαρτιά του. Μου φάνηκε καλός άνθρωπος. Μόλις μπήκα μέσα, σήκωσε τα μάτια του και με είδε. Στάθηκα προσοχή και χαιρέτησα. Μού ‘κανε νόημα, κουνώντας δυο-τρεις φορές το χέρι του, να αφήσω τα τυπικά της παρουσίασης και να προχωρήσω. Πλησίασα στο γραφείο του και άπλωσα το χέρι μου, για να του δώσω το χαρτί του επιλοχία που έφερνα όλο το δρόμο με χίλιες σκέψεις για το περιεχόμενό του, γεμάτες υποθέσεις, υποψίες, αμφιβολίες και γιατί όχι και κάπου-κάπου και λίγο καμάρι. Ένα καμάρι που κεντρίζει καμιά φορά τη μικρότητα του ανθρώπου. Ξέρεις, δεν είναι και μικρό πράγμα, να διασχίζεις ελεύθερα όλο το στρατόπεδο απ’ τη μια μεριά στην άλλη, εφοδιασμένος μ’ ένα έγγραφο του επιλοχία και να κατευθύνεσαι στο Διοικητήριο, όπου μάλιστα ζήτησαν να σε δουν προσωπικά, την ώρα που οι άλλοι συνάδελφοί σου ξεθεώνονται στις ασκήσεις. Αυτό, όσο και να μην το θέλεις, τονώνει κάπως, έστω και ενδόμυχα την προσωπικότητά σου, όταν μάλιστα αυτή είναι ακόμη αδοκίμαστη και ασχημάτιστη. Ο ταγματάρχης, χωρίς να πει κουβέντα, πήρε το χαρτί ήρεμος και το άνοιξε ψυχρά και αδιάφορα. Γι’ αυτόν ήταν άλλο ένα σημείωμα ενός επιλοχία. Φαίνεται πως δεν τού ‘κανε καθόλου εντύπωση. Ποιος ξέρει πόσα τέτοια θα έχει πάρει ως τώρα, σκέφτηκα. Η απλή και αδιάφορη ματιά του ταγματάρχη στο χαρτί διέλυσε αμέσως και την παραμικρή ενδόμυχη περηφάνια που κάπου-κάπου ένιωθα για το χαρτί αυτό και για τον εαυτό μου, καθώς ερχόμουν στο Διοικητήριο. Έσβησε και την ελάχιστη ψευδαίσθηση που θα μπορούσα να είχα για την πραγματικότητα. Ο ταγματάρχης είχε συνηθίσει σ’ αυτά. Εγώ τα πρωτόβλεπα. Ύστερα, δεν προέρχονταν κι από κανένα στρατηγό, για να του ερεθίσει την περιέργεια και να του κινήσει κάποιο ενδιαφέρον. Τι περιμένω, αναρωτήθηκα, να δω στην έκφρασή του κάποιο δέος; Επιλοχίας τό ‘γραψε. Ύστερα, οι ανώτεροι και μάλιστα κατά πολλά σκαλιά, δεν εκδηλώνουν ενδιαφέρον σε ότι τους στέλνουν οι κατώτεροί τους. Είναι κι αυτό μέσα στους άγραφους κανονισμούς. Μ’ αυτά, θέλησα να παρηγορήσω γρήγορα και να δώσω κάποιο κουράγιο στον εαυτό μου τη στιγμή εκείνη. Ο ταγματάρχης ξεκόλλησε μηχανικά το σημείωμα, το άνοιξε με απάθεια κι άρχισε να το διαβάζει τελείως αδιάφορα, ενώ εγώ τον παρατηρούσα επίμονα και προσπαθούσα να διακρίνω και την παραμικρή εκδήλωση στο πρόσωπό του. Ήταν, βλέπετε και τα πρόσφατα νέα του Μαρώνη που έκαναν πιο έντονη την περιέργειά μου και την αγωνία μου. Τίποτα όμως. Καμιά έκφραση, καμιά εκδηλωτικότητα στο πρόσωπό του, σ’ όλο το διάστημα της ανάγνωσης του σημειώματος. Κάποια στιγμή, σήκωσε τα μάτια
103
του, μού ‘ριξε μια ματιά και ξανάστρεψε το βλέμμα του στο σημείωμα, σα να το ξαναδιάβαζε. Ίσως να σκέφτονταν μόνο. Εγώ ξανάνιωσα τη μικρότητά μου κι απ’ την ασήμαντη θέση μου, προσπαθώντας ίσως να μετριάσω την ταπείνωσή μου ή να απασχολήσω αλλού τη σκέψη μου, περιεργάστηκα με γρήγορες και αόριστες, δήθεν, ματιές το εσωτερικό του γραφείου. Δεξιά κι αριστερά απ’ το βαρύ σκούρο τραπέζι του ταγματάρχη και σ’ όλο το γύρο του μεγάλου δωματίου ήταν τοποθετημένα κι άλλα τραπέζια γεμάτα έγγραφα και φακέλους. Σκυμμένοι στα χαρτιά τους, ξεφύλλιζαν ή έγραφαν κι άλλοι αξιωματικοί. Με τις κλεφτές όσο γίνονταν ματιές που έριξα γύρω μου, είδα ένα λοχαγό, ένα υπολοχαγό, δυο ανθυπολοχαγούς κι ένα λοχία. Νομίζω πως ήταν κι άλλοι στο βάθος δεξιά κι αριστερά μου αλλά προτίμησα να μη φανώ τόσο πολύ αδιάκριτος, γυρίζοντας περίεργα δώθε-κείθε το κεφάλι μου. Όλοι καθαροί, περιποιημένοι και καλοσιδερωμένοι. Το δωμάτιο, παρ’ ότι είχε δυο μεγάλα παράθυρα, ένα στον ανατολικό τοίχο κι ένα στο δυτικό απέναντι, μύριζε κλεισούρα και η χαρακτηριστική μυρουδιά του παλιωμένου στα ράφια και στις ντουλάπες χαρτιού γέμιζε την ατμόσφαιρα. Ένιωσα ένα βάρος στο στήθος μου. Ο καθαρός αέρας της άπλας του πεδίου ασκήσεων έλειπε αισθητά από κει μέσα. Ο ταγματάρχης, μόλις τελείωσε με το σημείωμα, το άφησε πάνω στο τραπέζι ακριβώς μπροστά μου. Αμέσως, γύρισε λίγο δεξιά και, χωρίς να ψάξει και πολύ, πήρε ένα λεπτό γκρίζο φάκελο απ’ το τρίτο ράφι της φαρδιάς μετάλλινης εταζέρας που ήταν κολλητή στον τοίχο ακριβώς πίσω του, γεμάτη μέχρι ασφιξίας από φακέλους. Δε διάβασε τίποτα. Απλώς κοίταξε αν υπήρχαν χαρτιά μέσα του. Δεν υπήρχαν και πολλά. Ζήτημα πέντε ή έξι φύλλα. Έριξε το σημείωμα του επιλοχία ανάμεσά τους και φώναξε κάπως χαμηλόφωνα. - Κύριε Μανούση. Ένας ανθυπολοχαγός, που το τραπέζι του ήταν στο βάθος του γραφείου μισοκρυμμένο πίσω από δυο μεγάλες ξύλινες καφέ ντουλάπες, που χρησίμευαν και σα διαχωριστικό της μεγάλης αίθουσας σε δυο μέρη, σηκώθηκε όρθιος και απάντησε και κείνος χαμηλόφωνα και μονολεκτικά. - Διατάξτε. Προχώρησε αθόρυβα προς τον προϊστάμενό του πατώντας ελαφρά στο πάτωμα, πήρε το φάκελο απ’ τα χέρια του και, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Ο ταγματάρχης, καθώς άπλωνε το χέρι του με το φάκελο στον ανθυπολοχαγό, με κοίταξε λίγο και, μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα στην άκρη των χειλιών του, μου είπε. - Πώς πάει ο λοχαγός σου; Ξέρει τίποτα από Ιστορία; Κάτι πήγα να πω αλλά δε μ’ άφησε ούτε να ανοίξω το στόμα μου. Μού ‘κανε νόημα να ακολουθήσω τον ανθυπολοχαγό, που είχε ήδη κάνει μεταβολή και προχωρούσε για το γραφείο του. Δεν ξέρω αν με τα λεγόμενά του ο ταγματάρχης ήθελε να πει κάτι σε μένα ή ήθελε να ειρωνευτεί τον αμαθή κι ισχυρογνώμονα λοχαγό. Πάντως, ήταν κι αυτή η ερώτηση μία από κείνες που γίνονται μόνο και
104
μόνο για να δώσει αυτός που ρωτάει την ευκαιρία στον εαυτό του να απαντήσει σιωπηρά ο ίδιος και όπως θέλει αυτός. Είμαι σίγουρος πως πολλά θα ήξερε το ταγματάρχης του Α2, για τις γνώσεις και το χαρακτήρα του κυρίου Αριστομένη Γραβού. Ο λοχαγός απ’ το διπλανό τραπέζι σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε λίγο περίεργα κι αυτός. Χαμογέλασε ελαφρά. Κοίταξε με μια γρήγορη ματιά τον ταγματάρχη και ξανάσκυψε στα χαρτιά του. Ο ‘’άριστος λοχαγός’’ ήταν άριστα γνωστός σε όλους. Ο ανθυπολοχαγός, με το φάκελο στο χέρι, προχωρούσε πρώτος. Εγώ ακολουθούσα. Προσπεράσαμε τις δυο ξύλινες καφέ ντουλάπες και στρίψαμε δεξιά. Με λίγα βήματα ακόμη, φτάσαμε στο τραπέζι του που ήταν γεμάτο χαρτιά. Ο κύριος Μανούσης έκανε ένα ελαφρό ηλικύκλιο γύρω απ’ αυτό, πέρασε απ’ το άλλο μέρος και κάθισε στην καρέκλα του. Μια απλή συνηθισμένη ψάθινη καρέκλα, τέτοια που βρίσκει κανείς σ’ όλα τα μικροκαφενεία της γειτονιάς. Με τη διαφορά ότι ετούτη είχε κι ένα πλακέ στρογγυλό μαξιλάρι από φτηνό μπλε ύφασμα, ξεθωριασμένο απ’ την πολυκαιρία και τη χρήση. Μετατόπισε δυο-τρεις χοντρούς φακέλους απ’ τη μέση του τραπεζιού του και στο άνοιγμα που δημιουργήθηκε άπλωσε το δικό μου φάκελο ανοιχτό. Εγώ στάθηκα απέναντί του όρθιος. Οι χοντροί φάκελοι, όπως είχαν μετατοπιστεί και στοιβαχτεί ο ένας πίσω στον άλλο, δε μ’ έφηναν να δω το περιεχόμενο του δικού μου φακέλου. Δίπλα στο τραπέζι, από δω κι από κει, υπήρχαν δυο καρέκλες άδειες. Δεν μπορούσα, όμως, να καθίσω χωρίς την άδειά του. Εκείνος, αφού βολεύτηκε καλά στο κάθισμά του κι αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω δυο-τρεις φορές, ανασήκωσε λοξά το φάκελό μου στα χέρια του, ίσως για να είναι σίγουρος ότι δε θα μπορώ να δω το περιεχόμενό του και άρχισε τη γνωστή διαδικασία. Ύστερα απ’ τις τυπικές ερωτήσεις κι αφού ξεφύλλισε και συμβουλεύτηκε τα χαρτιά του φακέλου μου, με ρώτησε. - Γιατί θέλεις να γίνεις αξιωματικός; Φαίνεται, πως, πριν περάσει η στρατολογία τη σχετική μεταβολή στο στρατολογικό φυλλάδιο σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Επιλογής, όπως μου έλεγε στο διάδρομο πριν από λίγο ο λοχίας Μαρώνης, το Α2 γνώριζε τα αποτελέσματα και είχε ήδη ενημερώσει τους φακέλους του. - Ποτέ δεν εξεδήλωσα, κύριε ανθυπολοχαγέ, του είπα, καμιά προτίμηση ή επιθυμία πάνω στο θέμα αυτό. Δεν έχω, όμως και καμιά αντίρρηση να υπηρετήσω εκεί όπου ο στρατός νομίζει ότι θα προσφέρω καλύτερα τις υπηρεσίες μου και θα υπηρετήσω καλύτερα την πατρίδα. Αμέσως μου ήρθαν τα λόγια του αδερφού μου του Γιάννη στο μυαλό μου, γι’ αυτό και επανέλαβα. - Την πατρίδα, όμως, τίποτα λιγότερο, πρόσθεσα τονίζοντας κάπως χαρακτηριστικά τις τελευταίες λέξεις μου. - Τι εννοείς μ’ αυτό; Με ρώτησε ενοχλημένος, ενώ προσπαθούσε να συγκρατήσει μια ξαφνική και έντονη ταραχή. - Δε θα ήθελα, κύριε ανθυπολοχαγέ, να μεσολαβήσουν άλλοι λόγοι στη δική μου επιλογή. Θα προτιμούσα αμεροληψία κι αντικειμενικό
105
κριτήριο και όπου θεωρηθώ κατάλληλος. Αστραπιαία είχε περάσει εκείνη τη στιγμή απ’ το μυαλό μου, μήπως ο Ηλίας είχε πει καμιά παραπανίσια καλή κουβέντα, θέλοντας να μεσολαβήσει ευμενώς για μένα. Αυτό το ‘’αμεροληψία κι αντικειμενικό κριτήριο’’ δε μ’ άρεσε καθόλου που το είπα αλλά το είχα πει. - Καλά, καλά, έκανε με χαμηλή και προσποιητά ήρεμη φωνή ο ανθυπολοχαγός, σα να ήθελε να διώξει τις αμφιβολίες μου και να με κάνει να ηρεμίσω, ενώ στην πραγματικότητα αυτός είχε ανάγκη καταπραϋντικών. Στο στρατό έτσι γίνεται πάντα, συνέχισε με κάποια φαινομενική σταθερότητα στη φωνή του. Αμεροληψία και αντικειμενικότητα επικρατεί σε κάθε περίπτωση. Ύστερα, ξαναξεφύλλισε τα χαρτιά που είχε μπροστά του και, ανασηκώνοντάς τα ψηλότερα στα χέρια του, για να σιγουρευτεί περισσότερο ότι εγώ σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσα απ’ τη θέση που ήμουν να κλέψω με το μάτι μου έστω και το παραμικρό απ’ το περιεχόμενό τους, ξεχώρισε μια κοινή κόλλα κομμένη από φύλλο μεγάλου τετράδιου, γραμμένη με το χέρι και με ‘’χρυσή’’ μελάνη. Τέτοια που χρησιμοποιούν ακόμη στο δημοτικό σχολείο τα παιδιά του χωριού μου και ίσως και άλλων χωριών. Στην επάνω δεξιά γωνία, όπως έδειχνε από πίσω το αντιφέγγισμα του χαρτιού, είχε με χρωματιστό μολύβι χοντρογραμμένους αριθμούς και κάτι σα μονογραφή. Υπέθεσα πως ήταν τα χαρακτηριστικά του στρατιωτικού πρωτόκολλου που έγραψε το υπασπιστήριο του Κέντρου, όταν το χαρτί αυτό έφτασε σαν έγγραφο στο Διοικητήριο. Ο Μανούσης το διάβασε σιωπηλά, χωρίς καμιά ιδιαίτερη εκδήλωση στο πρόσωπό του. Φαίνεται, όμως, πως ήταν κάτι σπουδαίο γι’ αυτόν, γιατί το διάβασε πάνω από μια φορά. Το κοίταξε αρκετή ώρα. Θα το είχε στείλει, σκέφτηκα, κάποιος αγροφύλακας ή ο παπάς του χωριού ή κάποιος γείτονας από κείνους που καμώθηκαν πως δε με είδαν, όταν άφηνα το χωριό και έφευγα για στρατιώτης. Τούτες τις μέρες, όπως μου έλεγε ο Φώτης ο ταχυδρόμος, αυτοί στέλνουν τα πιο πολλά και τα πιο σπουδαία ‘’έγγραφα’’ στις μονάδες μας. Είναι, βλέπετε, τα πιο σοβαρά και τα πιο έμπιστα πρόσωπα του σημερινού Κράτους. Ξανακοίταξε το χαρτί ο κύριος Μανούσης, κοίταξε κι εμένα και με ρώτησε. - Πού ήσουν στα χρόνια της κατοχής; Και σα να μην έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος με την ερώτησή του, πριν προλάβω εγώ να απαντήσω, προσπάθησε να γίνει, τάχα, πιο σαφής και με ξαναρώτησε. - Δηλαδή . . . πώς πέρασες εκείνη την εποχή; - Λυπούμαι πραγματικά, του είπα, που δε μου ήταν δυνατό ν’ αγωνιστώ κι εγώ όσο ήθελα με το όπλο στο χέρι κατά των κατακτητών της χώρας μας, όπως θα κάματε πιστεύω όλοι εσείς οι μεγαλύτεροι. Ο ανθυπολοχαγός σήκωσε απότομα το βλέμμα του απ’ τα χαρτιά του και το κάρφωσε πάνω μου. Ξαφνιάστηκε με τα λόγια μου αυτά. Ίσως δεν καλοκατάλαβε τι εννοούσα ή δεν περίμενε ν’ ακούσει αυτό που άκουσε, γι’ αυτό και μου είπε βιαστικά συγκρατώντας την ταραχή του.
106
- Για πες μου κάτι περισσότερο για τη δράση σου στα χρόνια εκείνα. - Δεν μπόρεσα να πολεμήσω κι εγώ όσο ήθελα τους κατακτητές του τόπου μας και ν’ αγωνιστώ για τη λευτεριά της πατρίδας μας, γιατί κάποιος έπρεπε να μείνει στο σπίτι με τη μάνα μου και το μικρό μου αδερφό. Κι αυτός ο κλήρος έτυχε σε μένα. Επιπλέον, ήμουν και μικρός τότε. Ο πατέρας μου και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια μου πολεμούσαν ασταμάτητα τον εχθρό, απ’ την πρώτη μέρα της κατοχής ως την τελευταία. Ο ένας αδερφός μου πιάστηκε με την προδοσία δικών μας και εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανούς κι ο άλλος τραυματίστηκε σε μια μάχη με τους κατακτητές στη Μακεδονία κι έχασε το ένα του πόδι. Τώρα γυρίζει με πατερίτσες. Ο πατέρας μου έπαθε κρυοπαγήματα στην Αλβανία. Επίσης, τα κρύα και οι κακουχίες που πέρασε στα βουνά, σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, ολοκλήρωσαν το κακό και τον άφησαν κι αυτόν ανάπηρο. Σέρνεται τώρα μισόγυρτος στα σακατεμένα πόδια του κι έχει αχώριστο πια σύντροφο και πιστό βοηθό του το ραβδί του. - Δηλαδή, δεν ήσουν στο βουνό; με ρώτησε με ύφος αινιγματικό, σαν κι αυτό που παίρνουν οι συνήγοροι στα δικαστήρια, όταν προσπαθούν να βρουν κάτι το ελαφρυντικό για τον πελάτη τους. Σε μένα, όμως, τα λόγια του αυτά φάνηκαν σα λόγια κατήγορου. Και κατήγορου μάλιστα από κείνους που, όπως κι αν έχουν τα πράγματα, αυτοί προσπαθούν να βρουν κάτι, έστω και το παραμικρό και να το παρουσιάσουν σα ντοκουμέντο σπουδαίο, διαστρευλώνοντας τα πάντα, για να επιδεινώσουν όσο γίνεται περισσότερο τη θέση του κατηγορούμενου. Κι εγώ, όπως φαινόταν, τη στιγμή εκείνη ήμουν κατηγορούμενος. - Και ναι και όχι, του απάντησα. Σας λέω ναι, εξήγησα, γιατί, σχεδόν κάθε μέρα και κάθε νύχτα έτρεχα πάνω-κάτω στα δάση και στις ρεματιές ή στα γειτονικά χωριά και στις γύρω βουνοπλαγιές, ειδοποιώντας και ενημερώνοντας τους δικούς μας για τις κινήσεις των εχθρών και των δικών μας συνεργατών τους ή φέρνοντας άλλες σχετικές και χρήσιμες γι’ αυτούς πληροφορίες. Άλλοτε πάλι, έφερνα δικές τους οδηγίες στο χωριό. Μια φορά, μάλιστα, κινδύνεψα πολύ προσπαθώντας να φυγαδέψω και να σώσω δυο Άγγλους στρατιώτες που βρέθηκαν ξεκομμένοι και περιπλανούμενοι στην περιοχή μας. Ο ένας ήταν Αυστραλός κι ο άλλος απ’ τη Νέα Ζηλανδία. Εμείς, όμως, τότε όλους Άγγλους τους λέγαμε. Παραλίγο να μας πιάσουν γερμανοντυμένοι δικοί μας που παρουσιάστηκαν ξαφνικά στο δρόμο μας και να πάμε χαμένοι. Ξέρετε τι σήμαινε το να πέσει κανείς την εποχή εκείνη στα χέρια τέτοιων ανθρώπων; Καλύτερα να πέφταμε σε Γερμανούς. Στην αρχική σας ερώτηση είπα και όχι, συνέχισα, γιατί δεν κράτησα όπλο παρά μόνο σε λίγες περιπτώσεις. Σε δυο-τρεις εξορμήσεις των Γερμανών. Τότε όλοι φεύγαμε απ’ το χωριό, για να αποφύγουμε τη μανία των κατακτητών και τη βαρβαρότητα των δικών μας συνεργατών τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όποιος μπορούσε να πάρει όπλο τό ‘παιρνε και πολεμούσε ανάλογα με τις δυνάμεις του και τις ανάγκες της στιγμής. - Πολεμούσατε μόνο τους Γερμανούς; Με ρώτησε πονηρά και με λοξοκοίταξε.
107
- Πολεμούσαμε τους Γερμανούς κατακτητές, τους Βούλγαρους επιδρομείς, τους Ιταλούς και όσους άλλους είχαν πάρει όπλα των κατακτητών. Όσους είχαν φορέσει τη στολή τους και πολεμούσαν στο πλευρό τους. Αυτούς που προσπαθούσαν να κρατήσουν την Ελλάδα σκλαβωμένη όσο γινόταν περισσότερο. Για πάντα, αν ήταν δυνατό. - Κατάλαβα, κατάλαβα, με διέκοψε νευριασμένος. Δε χρειάζεται να πούμε περισσότερα. Πήγαινε στο λόχο σου και θα τα ξαναπούμε. Χαιρέτησα και έφυγα. Δεν τα ξαναείπαμε, όμως. - Μα, είχατε πει ήδη τόσα πολλά που δε χρειάζονταν να πείτε και περισσότερα, είπε ο Αργύρης διακόπτοντας. - Ήταν επιπλέον και το χαρτί με τη ‘’χρυσή’’ μελάνη που συμπλήρωνε τα κενά, αν υπήρχε κανένα, πρόσθεσε κι ο Θανάσης ειρωνικά. Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι του με κάποια θλίψη, δηλώνοντας έτσι τη συμφωνία του με τις απόψεις τους και συνέχισε. - Έφυγα απ’ το γραφείο του και βγήκα στο διάδρομο. Εδώ κι εκεί, μπροστά στις πόρτες των γραφείων, περίμεναν άλλοι στρατιώτες. Δεν ξεχώρισα κανένα γνωστό μου. Στο μυαλό μου γύριζαν με γρηγοράδα τα πάντα. Όλο μου το παρελθόν και το παρόν ανακατεμένα. Το ύφος του Μανούση, η νευρικότητά του, τα κύματα θυμού, που κάθε τόσο εκδηλώνονταν στην όψη του και στο βλέμμα του, το κακογραμμένο χαρτί με τη χρυσή μελάνη, τα λόγια του Μαρώνη, η επιτυχία μου στα τεστς της επιλογής, η αγριάδα του λοχαγού μου, το δράμα της οικογένειάς μου . . . ΄Ολα έρχονταν και έφευγαν αστραπιαία, ζάλιζαν το μυαλό μου και με γέμιζαν στενοχώρια και απογοήτευση. Έβλεπα πλέον καθαρά, πως, όλο αυτό το πήγαινε-έλα, όλες αυτές οι ερωτήσεις και τα μπερδέματα, δε θα έχουν καλό τέλος. Με το μυαλό θολό, διέσχισα το διάδρομο κι έφτασα στις σκάλες. Κατέβηκα τα σκαλιά και βγήκα στην αυλή του Διοικητηρίου. Ήταν καθαρή και περιποιημένη. Δυο-τρεις στρατιώτες δούλευαν στο βάθος δεξιά και τη φρόντιζαν. Ήταν ωραία σχεδιασμένη κι είχε την όψη μικρού πάρκου. Τα δρομάκια της, άλλα ίσια κι άλλα καμπυλωτά, ασβεστωμένα κάτασπρα στις άκρες τους, όριζαν τα πολύχρωμα κηπάκια και παρτέρια που απλώνονταν σ’ όλη την έκτασή της και την έκαναν πιο γραφική. Άλλα απ’ αυτά φρεσκοσκαμμένα γυάλιζαν στον ήλιο κι άλλα ήταν γεμάτα από διάφορα λουλούδια και φυτά, που χαίρονταν ξέγνοιαστα τη λιακάδα. Όλα ήταν τόσο όμορφα! Τόσο ήμερα! Δεν ήθελα να τ’ αφήσω. Με σφιγμένη καρδιά, πέρασα το πλατύ άνοιγμα που απλώνονταν ακριβώς μπροστά στο κτίριο και προχώρησα αργά-αργά στο βάθος ανάμεσα στα γραφικά κηπάκια. Πριν βγω απ’ την πύλη, στάθηκα λίγο κοντά στη σκοπιά, όπου ένας συνάδελφος με κράνος και εξάρτηση στεκόταν με το όπλο παρά πόδα. Τον χαιρέτησα άκεφα με μια κίνηση του χεριού και του κεφαλιού μου. Στάθηκα πλάι στην κολόνα της αψίδας και γύρισα τα μάτια μου προς την περιποιημένη αυλή με τα καλοστοιχισμένα και ζυγισμένα μικρά κηπάκια της. Οι στρατιώτες-κηπουροί σκυμμένοι δούλευαν ανάμεσά τους. Ξανακοίταξα τ ανθισμένα εδώ κι εκεί φθινοπωρινά λουλούδια, τους καταπράσινους, τους γκριζωπούς και τους κιτρινωπούς θάμνους που έπαιρναν μια άλλη όψη στην παράξενη λιακάδα του καθαρού ήλιου
108
και θαύμασα την ομορφιά τους. Σκέφτηκα την τύχη που τα περίμενε πολύ σύντομα, μόλις ο ήλιος θα έχανε τη ζωντάνια του, νικημένος απ’ τους βοριάδες και τις συννεφιές που έρχονταν με γρηγοράδα. Τα φαντάστηκα μαραμένα και ξερά μέσα στη βαρυχειμωνιά, τα ένιωσα παγωμένα και ξεπαγιασμένα και τα λυπήθηκα. Μαζί τους ένιωσα να μαραίνονται και οι δικές μου ελπίδες και να μαδούν κι αυτές, σαν τα πολύχρωμα πέταλα εκείνων. Ένιωσα τη στιγμή εκείνη και τα δικά μου όνειρα να σωριάζονται μπροστά μου θρύψαλα και να εξαφανίζονται σα θρυμματισμένοι πάγοι, όπως θα εξαφανίζονταν σύντομα και τα δικά τους χρυσόξανθα και καφετιά φύλλα. Δεν ξέρω γιατί εκείνη την ώρα έβρισκα στους θάμνους εκείνους και στα λιγοστά τους λουλούδια τόση μεγάλη ομοιότητα με την ψυχή μου. Κάτι μου είπε ο σκοπός. Δεν άκουσα. Δεν έδωσα σημασία. Κι αυτός δεν επέμενε περισσότερο. Ίσως διέκρινε την ταραχή μου. Ίσως δεν τον ενδιέφερε τίποτα. Αδιάφορος κι αμέριμνος άρχισε να σιγορφυρίζει κάποιο σκοπό. Δεν ξέρω αν ήταν λαϊκό τραγούδι ή εμβατήριο. Τ’ αφτιά μου βούιζαν και μπέρδευαν τους ήχους. Στο ανακάτωμα των απόηχων αυτών, μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή του αδερφού μου του Δημήτρη να τραγουδάει τον Εθνικό ύμνο. Σα να είδα τη μορφή του ανάμεσα στους θάμνους και στα λουλούδια του κήπου. Πόσο τού ‘μοιαζε η σιλουέτα ενός απ’ τους τρεις στρατιώτες που έσκαβαν σκυφτοί στα παρτέρια! Μια ριπή πολυβόλου έφτασε αδύνατη μακριά απ’ το πεδίο βολής του Κέντρου κι αντήχησε στ’ αφτιά μου σαν τρίξιμο δοντιών του χάρου, ξαναφέρνοντας στο νου μου το κροτάλισμα του προδοτικού με τη σβάστικα πολυβόλου, που έκοψε το νήμα της ζωής του Δημήτρη και των άλλων αγωνιστών το κρύο εκείνο πρωί του ‘43. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Δεν ξέρω πόση ώρα στάθηκα εκεί παρακολουθώντας με θολωμένο βλέμμα το στρατιώτη με το σκαλιστήρι στο χέρι. Το μυαλό μου ήταν ζαλισμένο. Τα μάτια μου έβλεπαν παράξενα. Ο στρατιώτης ανάμεσα στους θάμνους πότε μεγάλωνε και έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις και πότε μίκραινε και χάνονταν μέσα στα λουλούδια και στα κλωνάρια των θάμνων. Ο σκοπός δίπλα μου συνέχιζε το αμέριμνο, χαμηλότονο σφύριγμά του. Στ’ αφτιά μου αντηχούσε δυνατά το τραγούδι των μελοθάνατων και οι ζητωκραυγές με τράνταζαν σύγκορμο. Τα χείλη μου έτρεμαν. Ψέλλισα άθελά μου λίγες λέξεις απ’ τον ύμνο των ηρώων. Απ’ το στερνό τραγούδι που τραγούδησε ο αδερφός μου όταν συναντούσε το χάρο. ‘’Δε μετανιώνουμε ποτέ για τη θυσία Κι ούτε γογγίζουμε για τους αγώνες τους σκληρούς . . .’’ Οι σκέψεις μου είχαν μπερδευτεί. Η καρδιά μου ήταν σφιγμένη. Χτυπούσε δυνατά. Ζούσα σε κάποιο άλλο κόσμο, ολομόναχος. Ήμουν σα μετέωρος στο κενό. Τα μάτια μου ήταν ακόμη υγρά. Έκαιγαν πραγματικά. Δυο καυτά δάκρυα αυλάκωσαν το πρόσωπό μου κι έπεσαν στο χώμα.
109
Προχώρησα ασυναίσθητα. Πέρασα την πύλη και βγήκα στο δρόμο που οδηγούσε στο λόχο. Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ. Κάτι το ακαθόριστο αλλά πολύ δυνατό με βασάνιζε. Δεν ξέρω γιατί, μια τόσο όμορφη μέρα δεν μπορούσε να διαλύσει την παράξενη λύπη που με κατείχε και να σκορπίσει χαρά και στη δική μου ψυχή. Αντί να μαλακώσει την καρδιά μου, την έσφιγγε περισσότερο. Χωρίς να το θέλω, αναρρωτήθηκα. Γιατί να μην είμαι κι εγώ τις στιγμές αυτές χαρούμενος και ευτυχής, όπως οι όμορφοι και ξέγνοιαστοι θάμνοι και τα ωραία και αμέριμνα λουλούδια; Παράξενο! Η ομορφιά τους, αντί να απαλύνει και να τέρψει την ψυχή μου, την πίεζε τυραννικά και τη βασάνιζε ανελέητα και χωρίς οίκτο. Βάδιζα σκεπτικός. Στο νου μου συγκρούονταν όλο και πιο έντονα η χαρούμενη όψη του λοχία της Στρατολογίας με τη σκληρή και αινιγματική έκφραση του ανθυπολοχαγού του Α 2. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν τα ειλικρινή και αυθόρμητα λόγια του Μαρώνη με τις πονηρές και διφορούμενες ερωτήσεις του Μανούση και με ζάλιζαν περισσότερο. Ξαναθυμήθηκα το χωριό μου, τους δικούς μου, τα γνωστά μου μέρη. Ζήτησα εκεί να βρω καταφύγιο. Να βρω κάποια ανακούφιση, κάποια παρηγοριά. Είδα μπροστά μου τ’ αλώνια, το Ανάθεμα, την Κονδυλόβρυση, το νταμάρι της Κατάρας . . . Όλα κάγχαζαν απαίσια γύρω μου. Ο πόνος μου μεγάλωνε. Αναζήτησα καταφύγιο στους δικούς μου. Είδα το Γιάννη να σέρνεται στο χωματόδρομο που περνούσε ανάμεσα στ’ αμπέλια κι έφτανε ως κάτω στη μεγάλη δημοσιά. Στ’ αφτιά μου αντήχησε κρύος ο κρότος των δεκανικιών του. Ξανάκουσα τα λόγια του. ‘’Να θυμάσαι πάντα . . .’’ ‘’Να θυμάσαι . . .’’ Ο νους μου πήγε βιαστικά στο αμπέλι μας. Εκεί κάτω στη γέρικη αμυγδαλιά. Αγνάντεψα τον ουρανό ανάμεσα απ’ τα γυμνά κλωνάρια της. Απίθανα σχήματα και παράξενες παραστάσεις σχηματίζονταν η μία πίσω απ’ την άλλη απ’ τα κατάλευκα συννεφάκια, που ακόμη έτρεχαν ψηλά στον απέραντο γαλανό ουρανό. Τι ξεγνοιασιά στη φύση και τι τρικυμία στην ψυχή! Σα μυτερές σαΐτες τρύπησαν την καρδιά μου παράξενοι απόηχοι από λυπητερές νότες του Εθνικού μας ύμνου, που έφταναν στ’ αφτιά μου απ’ όλες τις κατευθύνσεις, παραμορφωμένες από οιμωγές πόνου, βογκητά θανάτου και θρήνους. Δεν ήμουν μόνος. Χιλιάδες σκιές τιμημένων παλικαριών σέρνονταν σαν τρικυμισμένη θάλασσα στο χώμα, μπροστά μου, πίσω μου, παντού. Ένας λιγμός ανέβηκε στο λαιμό μου. Τα μάτια μου ξαναγέμισαν δάκρυα. Ένιωσα ταπεινωμένος, μικρός, κουρελιασμένος. Αδύναμος να τιμήσω την υπέρτατη θυσία των μεγάλων νεκρών μας. Ένιωσα μετανιωμένος που δεν είπα κι άλλα στο Μανούση, πολλά ακόμη. Όχι για δικό μου λογαριασμό, αλλά σαν φόρο τιμής σε κείνους τους αφανείς, τους μεγάλους, τους ατίμητους ήρωες των βουνών, των στρατόπεδων, των μπουντρουμιών, που κείτονται ξεχασμένοι σε τάφους χωρταριασμένους και άγνωστους . . . Πάνω στο άρμα επικράτησε για λίγο σιωπή. Ο Θανάσης έβγαλε νευρικά το πακέτο απ’ την τσέπη του χιτωνίου του και πήρε ένα τσιγάρο. Δεν κάπνιζε ταχτικά. Τό ‘βαλε βιαστικά στο στόμα και, χωρίς
110
να πει λέξη, έφερε γύρα το ανοιχτό κουτί μπροστά στους σιωπηλούς φίλους του, προσφέροντάς τους τσιγάρο. Κανένας δεν άπλωσε το χέρι του να πάρει. Το ξανάβαλε μηχανικά στην τσέπη του. Ο Στρατής σκούπισε βιαστικά τα μάτια του. Ο Γιώργος έβγαλε το κουτί με τα σπίρτα απ’ την τσέπη του. Τράβηξε ένα. Το άναψε κι έδωσε φωτιά στο Θανάση. Μετά, έπιασε το αναμμένο σπιρτόξυλο με τα δυο του δάχτυλα, τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού του χεριού και, με μια ιδιότροπη και γρήγορη κίνηση, το τίναξε μακριά πάνω απ’ τον πυργίσκο του άρματος. Αυτό έκανε μερικές γρήγορες στροφές, έσβησε και άρχισε να πέφτει βιαστικό στο κενό, αφήνοντας πίσω του μια λεπτή καγκελωτή γραμμή γκρίζου καπνού, που διαλύθηκε σχεδόν αμέσως. Το σβησμένο σπιρτόξυλο στροβιλίζοντας έφτασε στον πάτο του αμπαριού κι άρχισε να επιπλέει στα απομεινάρια μιας μικρής λιμνούλας βρόμικου νερού, απ’ αυτές που ακόμη υπήρχαν πού και πού εδώ κι εκεί. Ο Θανάσης τράβηξε δυο-τρεις ρουφηξιές κι έβγαλε απ’ το στόμα του σχεδόν αμέσως τον πυκνό μολυβένιο καπνό, φυσώντας τον νευρικά προς το πανύψηλο ταβάνι. Φαίνονταν ταραγμένος. Για μια στιγμή, άπλωσε αυθόρμητα το χέρι του, έπιασε τον Κώστα απ’ τον ώμο και τον κούνησε ελαφρά. Βάζοντας δε όση θέρμη και κουράγιο μπορούσε στη φωνή του, του είπε. - Μη στενοχωριέσαι, φίλε. Μη στενοχωριέσαι. Οι φωνές των ηρώων εκείνων θα αντηχούν πάντοτε στ’ αφτιά μας. Στ’ αφτιά όλων των ανθρώπων τούτου του καταδυναστεμένου κόσμου. Όλων εκείνων που έχουν συνείδηση και ανθρωπιά μέσα τους. Οι κραυγές τους θα δείχνουν σ’ όλους τους λαούς, σ’ όλους τους ανθρώπους της γης και σήμερα και αύριο και πάντοτε το δρόμο της αρετής, της λευτεριάς και της ειρήνης. Κοίταξε γύρω σου και θα δεις πόσοι ακούνε τώρα εδώ μαζί σου και μαζί μας, μέσα σε τούτο το άχαρο αμπάρι, το ελπιδοφόρο μήνυμα εκείνων των αδερφών που έπεσαν για μας. Ίσως τώρα η ανθρωποθάλασσα αυτή να το ακούει συγκεχυμένα και αόριστα, χωρίς να το συλλαμβάνει καθαρά και να το νιώθει απόλυτα. Κάποτε, όμως, θα το συλλάβει και θα το νιώσει. Θα το νιώσουν καθαρά όλοι τους εδώ μέσα. Και λέγοντας αυτά, έκανε μια γρήγορη κίνηση με το αριστερό του χέρι, δείχνοντας κυκλικά όλο το μουντό περιβάλλον του αμπαριού, ενώ με το δεξί του τράνταζε έντονα τον Κώστα καθώς τον κρατούσε απ’ τον ώμο και συνέχισε. - Κι όχι μόνο αυτοί. Θα το ακούσουν και θα το νιώσουν κι άλλοι. Πολλοί άλλοι. Έξω απ’ αυτό το αμπάρι. Στα βουνά και στους κάμπους. Στα χωριά και στις πόλεις. Σ’ ανατολή και δύση. Σ’ όλο τον κόσμο. Θα το νιώσουν χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι. Έχε υπομονή. Θυμήσου πως και το μήνυμα του Ρήγα αργά το κατάλαβαν κι αργά το εκτίμησαν, αφού πρώτα τον αφόρισαν και τον σκότωσαν. Έτσι γίνεται συνήθως. Ο κόσμος είναι αχάριστος. Και πιο χειρότεροι είναι εκείνοι που νιώθουν πως από τέτοια μηνύματα τρίζει η καρέκλα τους. Καταλαβαίνω. Η μεγάλη αδικία πιέζει το στήθος σου και σε φέρνει σε απόγνωση. Κουράγιο, όμως και μη στενοχωριέσαι. Εμείς είμαστε μαθημένοι να αδικούμαστε και μαθημένοι να συγχωρούμε εκείνους που μας αδικούν. Αν και πολύ κακή η συνήθειά μας αυτή, εντούτοις, στο βάθος της
111
δείχνει πως έχουμε ανθρωπιά. Κι είναι σπουδαίο πράγμα να έχει κανείς ανθρωπιά μέσα του. Ξανατράβηξε δυο-τρεις απανωτές ρουφηξιές, πήρε το δεξί του χέρι απ’ τον ώμο του Κώστα και συνέχισε. - Αλλά, μήπως κι όλες μας οι συνήθειες δεν είναι κακές κι αδικαιολόγητες; Ολόκληρη η ζωή μας δεν είναι ένα δαιδαλώδες συνοθύλευμα κακών συνηθειών και προλήψεων; Πώς να σηκώσουμε κεφάλι σαν έθνος και σα λαός, όταν παραπατάμε διαρκώς και σκοντάφτουμε ασταμάτητα από πρόληψη σε πρόληψη και από δεισιδαιμονία σε δεισιδαιμονία; Η ζωή μας ολόκληρη, ατομική και εθνική, σέρνεται αιώνες τώρα σα βρυκολακιασμένο ερπετό μέσα σε μουχλιασμένα έλη σκοταδιστικών προλήψεων. Παραπαίει σαν κυνηγημένος δραπέτης σε χαώδη φαράγγια ανείπωτης αμάθειας . . . - Τρέχει σα διωγμένο σκυλί με την ουρά στα σκέλια, έτοιμο να γλύψει τα πόδια εκείνου που ελπίζει πως θα του πετάξει ένα κόκαλο ή ένα μουχλιασμένο ξεροκόμματο, τόνισε ο Αργύρης παίρνοντας το λόγο. Ο λαός μας, βουτηγμένος στην πείνα και στην αμάθεια, αγράμματος και απληροφόρητος, γίνεται έρμα κι αντίβαρο στα σκοτεινά αμπάρια των καραβιών των υποτιθέμενων προστατών του, προσπαθώντας ο δύστυχος, με το βάρος της άγνοιάς του, να κρατάει σε ακίνδυνο βάθος τα πλεούμενα των κουμανταδόρων του και να χαροπαλεύει νηστικός, για να εξασφαλίσει ευχάριστη ρότα στα κότερα των αφεντικών του. - Κι αυτοί που ξέρουν γράμματα; Οι διαβασμένοι μας; διέκοψε ο Στρατής. Γιατί αυτοί αδρανούν και δεν κινούνται; - Κι οι διαβασμένοι μας ακόμη είναι βραχυκυκλωμένοι. Κι αυτοί δεν ερευνούν την αλήθεια και δεν στηρίζονται απόλυτα σ’ αυτήν, απάντησε ο Θανάσης. Δεν έχουν το κουράγιο να το κάνουν. Σέρνονται στη λάσπη πρώτοι αυτοί κι ακολουθούμε μοιραία εμείς οι άλλοι. Λαοί ολόκληροι εξακολουθούμε ακόμη να οδηγούμαστε από ένα αναχρονιστικό και αξεπέραστο σύμπλεγμα ακατάληπτων και ανεξέλεγκτων συνηθειών, τις οποίες άλλοι μας επέβαλαν και άλλοι συστηματικά κι επίμονα μας αναγκάζουν να τις παραδεχόμαστε ασυζητητί, να τις εφαρμόζουμε δουλικά και να υπακούμε σ’ αυτές χωρίς καμιά αντίρρηση ή διαμαρτυρία. - Και μεις τις έχουμε κανόνα και νόμο στη ζωή μας, πρόσθεσε ο Αργύρης. Κι όχι μόνο δεν τις αποτινάζουμε αλλά φοβόμαστε ακόμη και να τις κοιτάξουμε από πιο κοντά. Να τις δούμε καλύτερα. Να τις περιεργαστούμε. Να τις ελέγξουμε . . . Τίποτα απ’ όλα αυτά. Απλώς τις θεωρούμε σαν ένα φοβερό και απλησίαστο ταμπού. - Και μάλιστα, το ταμπού αυτό γίνεται φοβερότερο και φρικτότερο, όταν σκεφτεί κανείς ότι ευλογείται και θυμιατίζεται από ανθρώπους, οι οποίοι υποτίθεται ότι έχουν αρετή και αγάπη μέσα τους. Από ανθρώπους, που θα πρέπει να τους διακρίνει μόνο η καλοσύνη και η ανθρωπιά, είπε πικραμένος ο Γιώργος. - Η αρετή αυτών των τύπων, διέκοψε ο Αργύρης, είναι η ραδιουργία και η αλληλοδιαβολή. Αυτοί έχουν σα σκοπό την απόλυτη επικράτησή τους πάνω στο σύνολο. Η αγάπη τους είναι άμμετρη για το χρήμα και το θησαυρισμό. Εκείνο δε που ξέρουν άριστα και που τους διακρίνει περισσότερο είναι το πώς να ποδοπατούν και το πώς να διαφεντεύουν.
112
Και δεν διστάζουν να μεταχειριστούν κάθε μέσο, για να επιβληθούν και να επικρατήσουν. - Πώς να πάει μπροστά ο τόπος και ιδίως τα χωριά, είπε αργά και θλιμμένα ο Κώστας, όταν, συστηματικά και επίμονα, κρατιούνται απομονωμένα απ’ τη ζωή και ξεκομμένα απ’ τον πολιτισμό και την πρόοδο; Πώς να ξυπνήσει πνευματικά ο χωρικός, όταν ο τόπος παραμένει γυμνός από σχολεία και βιβλιοθήκες και μακριά από κάθε αληθινή, ελεύθερη κι αμερόληπτη πνευματική εκδήλωση και πρόοδο; Πώς να μορφωθούμε, όταν τα σχολεία μας μας δίνουν λογοκριμένα και διαστρευλωμένα βιβλία; - Πολύ σωστά, βεβαίωσε ο δάσκαλος και συνέχισε δριμύτερος. Πώς να προοδεύσουμε στη ζωή, όταν το καθετί γίνεται όπως γίνεται, γιατί έτσι το είπε ο παπάς, ο αγρογύλακας ή κάποιος κομματάρχης; Πώς να δούμε ήλιου πρόσωπο, όταν αυθεντία σ’ όλα τα ζητήματα είναι ο αγράμματος κληρικός, που δεν μπορεί να διαβάσει ούτε τα ψαλτήρια; Πώς να περάσουμε το μαύρο αυτό σκόπελο που στέκει απροσπέλαστο εμπόδιο και ακαταμάχητος πολέμιος σε κάθε βήμα μας προς την αλήθεια και την πρόοδο; Κληρικοί δεν αφόρισαν το Γαλιλαίο, όταν είπε ότι η γη κινείται; Κληρικοί δεν αφόρισαν τη Γαλλική Επανάσταση, όταν ζήτησε λίγη ανθρωπιά για τους είλωτες και τους σκλάβους των μεγιστάνων και των δυναστών; Κληρικοί δεν αφόρισαν τους μεγάλους διδασκάλους του Γένους, όταν αυτοί θέλησαν να διδάξουν βασικές αλήθειες, που ξέφευγαν λίγο πιο πέρα απ’ τα ψαλτήρια και ξεσήκωναν και το σκλάβο λαό για λευτεριά; Κληρικοί δεν αφόρισαν την εθνοσωτήρια Επανάστασή μας του 1821 και αυτοί δεν πάσχισαν σαν ιερατείο να μας κρατήσουν ραγιάδες και σκλάβους του αφέντη τους σουλτάνου όσο γίνονταν περισσότερο; Κληρικοί δεν έψελναν δεήσεις στις εκκλησίες μας, παρακαλώντας το Θεό να δώσει νίκη στα τουρκικά όπλα, αδιαφορώντας για το πόσοι ραγιάδες, σκλάβοι και αδέρφια τους σφάζονταν απ’ αυτά; Πώς να αναπνεύσουμε αέρα ζωής, όταν τα βήματά μας τα οδηγεί κάποιος συμφεροντολόγος πολιτικάντης, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο ασυνείδητα και σκόπιμα την πολιτική μας οντότητα, της οποίας τη δύναμη ουδέποτε εμείς μπορέσαμε να συνειδητοποιήσουμε; Πάντοτε δεν ζητωκραυγάζουμε για τα συμφέροντα άλλων, αγνοώντας τελείως τα δικά μας; Πάντοτε δεν θολώνουμε οι ίδιοι τα νερά με τ ους ακατανόητους πολιτικοτσακωμούς μας και την άγνοιά μας, για να επιπλέουν άνετα άλλοι; Αυτό δε μας βροντοφωνάζει η Ιστορία μας ότι γίνεται, τουλάχιστον απ’ την εποχή της ανεξαρτησίας μας και δώθε, άσχετα με το ποιο κόμμα κυβερνάει; Με τι μάτια, όμως, να δούμε και με τι γνώσεις να ζυγίσουμε τα πράγματα; Με τι κριτήρια να τα κρίνουμε; Αναρωτηθήκαμε ποτέ, γιατί ψηφίζουμε την Α’ ή τη Β’ κατάσταση; Ακούσαμε ποτέ με το ίδιο ενδιαφέρον και τα πολιτικά προγράμματα των αντιπολιτευόμενων, πριν ρίξουμε κάπου την ψήφο μας; Συγκρίναμε αμερόληπτα τους σκοπούς και τις επιδιώξεις των κομμάτων και ψηφίσαμε ποτέ χωρίς πάθος και με μόνο οδηγό τη συνείδησή μας και μοναδικό σκοπό το καλό της πατρίδας και το δικό μας; Ποτέ δεν πέρασαν απ’ το μυαλό μας τέτοιες σκέψεις. Δεν έχουμε τη δύναμη και τα εφόδια να σκεφτούμε έτσι. Μας τα στερούν οι δυνατοί
113
συστηματικά κι επίμονα, για να μένουμε πάντοτε πολιτικά ανώριμοι. Άγουροι, στεγνοί. Μας θέλουν όχλο. Συρφερό. Μάζες αντιμαχόμενες. Χωρίς οντότητα, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς επιδιώξεις. Δεν έχουμε κουράγιο για τίποτα το ανώτερο, το υψηλό, το θετικό. Έχουμε, όμως, τη δύναμη, το θράσος και την ασυνειδησία να κατηγορήσουμε, για άλλων συμφέροντα, το συγχωριανό μας και να γίνουμε, χωρίς καμιά σκέψη, αντιμέτωποι και θανάσιμοι εχθροί για όλη μας τη ζωή με το γείτονά μας, το φυσικό μας αυτό συμπαραστάτη. Είμαστε πρόθυμοι να διαβάλουμε, χωρίς καμιά τύψη, το συνάνθρωπό μας, με τον οποίο όχι μόνο δε μας χωρίζει τίποτα αλλά αντίθετα μας δένει σφιχτά μαζί του κάθε εκδήλωση στη ζωή μας και μας συνδέει άρρηκτα αυτή η ίδια η μοίρα μας. Είμαστε σε θέση, γιατί έτσι μας έμαθαν και τόσο κόβει το μυαλό μας, να γίνουμε ασυζητητί και χωρίς καθόλου σκέψη με την επιπολαιότητά μας οι καταστροφείς του συγχωριανού μας, οι σφαγιαστές του γείτονά μας και οι νεκροθάφτες του μέλλοντος του δικού μας και της πατρίδας μας. Κι όλες αυτές οι απανωτές γκάφες μας, γιατί ζούμε σε άγνοια. Δεν γνωρίζουμε τίποτα. Δεν βλέπουμε τίποτα. Αδικούμαστε, λοιπόν, αιώνια και δεν μιλάμε. Κι όσοι έχουν συμφέρον απ’ την άγνοια και τη σιωπή μας, με ελαφριά τη συνείδηση, με μεγάλη ευκολία και πολύ-πολύ υπολογισμένα, μας δίνουν άλλα θέματα για συζήτηση. Και μεις τα παίρνουμε ευχαρίστως και τα παρασυζητάμε μ’ ενθουσιασμό στους δρόμους και στα καφενεία, απλώς και μόνο για να έχουμε συζήτηση και να αφήνουμνε τους άλλους ανενόχλητους, να κάνουν ήσυχοι τη δουλειά τους. Έτσι, είμαστε μέρα-νύχτα απασχολημένοι με άσχετες και ξένες υποθέσεις και ξεχνάμε τελείως τα δικά μας ζητήματα και τα δικά μας άμεσα προβλήματα. Τα πραγματικά και μόνο θέματα που πρέπει να μας ενδιαφέρουν. Δεν έχουμε το κουράγιο να δώσουμε το χέρι στο γείτονά μας, να γίνουμε φίλοι με το συγχωριανό και το συμπολίτη μας και μαζί του να συζητήσουμε ήμερα, πολιτισμένα και σωστά τα προβλήματα που μας απασχολούν και μας ενδιαφέρουν. - Τότε, όμως, θα βρούμε γρήγορα την αλήθεια και οι μέρες των κάθε είδους εκμεταλλευτών μας θα μετρηθούν τελεσίδικα και αμετάκλητα, πρόσθεσε ο Θανάσης. - Γι’ αυτό και μας κρατούν χωρισμένους και κάθε τόσο με διάφορους τρόπους οξύνουν έντεχνα αλλά αποτελεσματικά τις εικονικές και ανύπαρκτες στην ουσία διαφορές μας, για να μαλώνουμε εμείς και να έχουν αυτοί ελεύθερο πεδίο να αλωνίζουν. - Και δεν τα καταφέρνουν καθόλου άσχημα, είπε ο Γιώργος. - Με την αμάθεια που έχει ο κόσμος σήμερα, δεν χρειάζεται να καταβάλουν και μεγάλες προσπάθειες οι κουμανταδόροι μας, συνέχισε ο Αργύρης. Εμείς ζητωκραυγάζουμε πρόθυμα για τα συμφέροντά τους και πρώτοι τρέχουμε να τα υπερασπιστούμε και να τους τα εξασφαλίσουμε. Μας κλοτσούν και δεν διαμαρτυρόμαστε. Μας πατούν στη λάσπη και δεν μιλάμε. Σωπαίνουμε και σκύβουμε το κεφάλι χαμηλότερα, γιατί μας έμαθαν να λέμε ασυναίσθητα και μοιρολατρικά πως ‘’δεν κάνει’’ να μιλάμε εμείς. ‘’Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς;’’ ‘’Ποιος μας ακούει εμάς;’’ Και πολλές φορές μάλιστα, λέμε πως ‘’είναι αμαρτία’’ να σηκώνουμε κεφάλι εμείς.
114
Ακούμε τις κάθε είδους ανοησίες και, παρ’ όλο που η ψυχή και η συνείδηση εξανίστανται, τα χείλη μας μένουν σφιχτά και σφραγισμένα. Δεν έχουμε το κουράγιο να σπάσουμε κάποιον πατροπαράδοτο φραγμό και να τα ξεσφραγίσουμε. Να τα ανοίξουμε διάπλατα και να μιλήσουμε. Να φωνάξουμε με όση δύναμη έχουμε, όπως ο μπαρμπαΔημοσθένης και ο γερο-Δαναής. Δεν το κάνουμε, όμως. Γιατί; Γιατί μας είπαν πως ‘’δεν κάνει.’’ ‘’Είναι αμαρτία.’’ Ο δεσπότης αφορίζει, ο ηγούμενος αρπάζει, η εικόνα κάποιου αγίου ζητιανεύει, ο φτωχός πεινάει, το σχολείο γκρεμίζεται, το παιδί μένει αγράμματο, η πατρίδα μας κλυδωνίζεται και βολοδέρνει και μαζί μ’ αυτήν και μεις, όπως ακριβώς το ΧΙΟΣ στην αποψινή φουρτούνα, αλλά ‘’δεν κάνει’’ να μιλήσουμε. ‘’Είναι αμαρτία.’’ Βουβοί ζούμε το δράμα μας. Σα νά ‘μαστε απλοί θεατές. Σα νά ‘μαστε απολιθωμένοι. Με την απειλή κάποιας φοβερής αμαρτίας, μας δένουν τα χέρια και μας σφραγίζουν το στόμα. Μας ναρκώνουν και μας φιμώνουν. Μας οδηγούν στον κατήφορο με σταυρωμένα χέρια και με τα στόματα κλειστά. Υποφέρουμε τα πάντα και πάντοτε συγχωρούμε. - Ναι. Για να μπορεί η αδικία να ζει και να διαιωνίζεται ανενόχλητη, είπε αργά-αργά ο Γιώργος. Ο Αργύρης δεν απάντησε, μόνο κούνησε σκεπτικός το κεφάλι του και κοίταξε σιωπηλός τους συναδέλφους του. Τα μάτια του είχαν πάρει μια άλλη έκφραση. Λαμπύριζαν τώρα περισσότερο. Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε τον Κώστα δυνατά απ’ το μπράτσο. Το σφύξιμό του έλεγε πολλά. Τα βλέμματα των δυο συναδέλφων διασταυρώθηκαν με δύναμη. Κανείς δεν μίλησε. Η σιωπή τους εξηγούσε τα πάντα. - Αμ’ τι να σου κάνει! Είπε σε λίγο ο Γιώργος διακόπτοντας τη σιωπή, όταν οι ηγέτες μας, οι υποτιθέμενοι καλύτεροι από μας, οι δήθεν άριστοί μας, είναι όλοι τους σαν τον Αριστομένη το Γραβό, το λοχαγό του Κώστα; Τι προκοπή περιμένεις από ανθρώπους που δεν ξέρουν τίποτα περισσότερο απ’ το πώς να ξεσκονίζουν και να γυαλίζουν τις επωμίδες και τα αστέρια τους ή τους μεγάλους κι αταίριαστους σταυρούς που κουβαλούν; Σιωπή απλώθηκε και πάλι πάνω στη ράχη του άρματος. Κανένας δεν είχε όρεξη και κουράγιο ν’ αρθρώσει λέξη. Όλοι έμειναν σιωπηλοί.
*****
Πρώτος
ο Κώστας προσπάθησε να διακόψει την καταθλιπτική σιωπή. Το θύμισμα του λοχαγού του απ’ το Γιώργο, του έδινε την ευκαιρία να πάρει άλλη όψη η κουβέντα τους. - Πραγματικά, είπε ο Κώστας ξαναπαίρνοντας ύστερα από τόση ώρα το λόγο. Τι κενόδοξος και ρηχός άνθρωπος εκείνος ο λοχαγός! Όταν πήγα να παραδώσω τον οπλισμό μου, τον βρήκα στο βάθος της αποθήκης να γυαλίζει τα αστέρια της χλαίνης του. - Ωστε τα παραδώσατε και σεις όλα σας τα είδη; Ρώτησε στενοχωρημένα ο Γιώργος και κοίταξε τον Κώστα και το Στρατή στα μάτια.
115
- Όλα, απάντησε κοφτά ο Στρατής. - Δεν πέρασαν πολλές μέρες, ύστερα απ’ τη συνάντησή μου με το Μανούση του Α2, συνέχισε ο Κώστας, ενώ όλοι οι συνάδελφοί του έστρεφαν έντονη την προσοχή τους προς το μέρος του κι ένα βράδυ μας ειδοποίησαν να παραδώσουμε τον οπλισμό μας κι όλα τα ατομικά μας είδη εκτός απ’ τα ρούχα μας. Έκανα κι εγώ όπως μας είπαν. Ότι έκανε κι ο Στρατής και οι άλλοι συνάδελφοί μας που βρίσκονται εδώ μέσα. Βάλαμε όλα τα είδη μας σε μια κουβέρτα και τα πήγαμε στην αποθήκη. Την ώρα της παράδοσης, οι Εφοδιασμοί μας έπαιρναν, πέρα απ’ τα είδη που έπρεπε να παραδώσουμε, υποχρεωτικά και ό,τι άλλο καινούριο και καλό τύχαινε να έχουμε. Όπως, χιτώνια, παντελόνια, χλαίνες, πουκάμισα κλπ. Και μας τα άλλαζαν με άλλα παλιά και φθαρμένα, με τη δικαιολογία πως θα μας δώσουν καινούρια στις νέες μονάδες που θα πάμε. Οι αυθαιρεσίες των αποθηκάριων και των διαχειριστών και ο τρόπος συμπεριφοράς τους ήταν άλλο πράγμα. Πόσο χάνει καμιά φορά ο άνθρωπος την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά του για μικροπράγματα! Κάνοντας, λοιπόν, χρήση κάποιου ‘’κεκτημένου’’ δικαιώματος, οι κύριοι εκείνοι, ‘’τα παιδιά της διαχείρισης’’, μας έγδυναν κυριολεκτικά. Έτσι αποκτήσαμε ετούτα τα κουρέλια, που έχουμε τώρα επάνω μας . . . Και λέγοντας αυτά, έπιασε με τα δυο του δάχτυλα του δεξιού του χεριού το μανίκι του χιτωνίου του στο αριστερό του μπράτσο και το τίναξε ελαφρά μια-δυο φορές με αηδία, σα να ήθελε να δείξει την ελεεινότητα των ρούχων που φορούσε αλλά και να τινάξει από πάνω του και τη σιχαμάρα που ένιωθε για τους απάνθρωπους και ασυνείδητους συναδέλφους του Εφοδιασμού. Έκανε ένα αρκετά εκδηλωτικό μορφασμό αποστροφής και συνέχισε. - Την άλλη μέρα το πρωί, η απλόχωρη και περιποιημένη αυλή του Διοικητηρίου ήταν γεμάτη άοπλους και κακοντυμένους στρατιώτες. Οι καμπυλωτοί και καλοασβεστωμένοι διάδρομοι και τα προσεχτικά στοιχισμένα και ζυγισμένα ωραία διαδρομάκια κλείστηκαν από διπλά ασουλούπωτους φαντάρους. Ένα, γιατί ήμασταν νεοσύλλεκτοι και όχι καλά συμβιβασμένοι ακόμη με το χακί και δεύτερο, γιατί μας είχαν ξαφρίσει, όπως είπαμε, οι εφοδιασμοί απ’ ό,τι καλό και εμφανίσιμο είχαμε στα υπάρχοντά μας. Φαινόμασταν όλοι σαν τάφοι συλημένοι. Τα κηπάκια με το φρεσκοσκαμμένο καφετί χώμα τους και τα λιγοστά αλλά όμορφα και πολύχρωμα λουλούδια τους, που πολλά απ’ αυτά εδώ στην Αλεξανδρούπολη τα έβλεπα για πρώτη φορά, είχαν κρυφτεί απ’ την πληθώρα των ξεθωριασμένων χιτωνίων και των φαρδιών, τριμμένων και τρύπιων παντελονιών. Η ομορφιά και η χάρη της ολοκάθαρης κι ανθόσπαρτης αυλής, που, παρά το προχωρημένο της εποχής, διατηρούσε το σφρίγος της, είχε σκεπαστεί απ’ την ασχήμια των αποκρουστικών μπερέδων και την κατήφεια των περιφρονημένων στρατιωτών. Μέσα στην ξεθωριασμένη απεραντοσύνη της ασχήμιας, που σάλευε άκεφη σα βρόμικη λίμνη, μια μόνο μικρή διμοιρία στρατιωτών με δίκοχα ξεχώριζε παραταγμένη επιδεικτικά, μπροστά-μπροστά, κοντά στη μεγάλη κεντρική είσοδο του Διοικητηρίου. Όλοι οι άντρες της ήταν περιποιημένοι, φρεσκοσιδερωμένοι, με καινούρια ρούχα και
116
ολοκαίνουρια σακίδια. Απ’ τη θέση που βρισκόμουνα έβλεπα μόνο τις πρώτες τριάδες. Ήταν όλοι τους σχολαστικά προσεγμένοι και η διμοιρία τους έμοιαζε ανάμεσα στους άλλους εμάς, σαν τη μύγα μες στο γάλα, με αντιστραμμένη την έννοια. Όλοι εμείς, σοκαρισμένοι απ’ τη χτυπητή αντίθεση των συναδέλφων μας αυτών, κρυφοψιθυρίζαμε μονόλογα και καυτούς χαρακτηρισμούς σε βάρος τους και ο καθένας μας κάτι έλεγε πειραχτικό στο διπλανό του γι’ αυτούς. Τους ψίθυρους και το σούσουρο διέκοψε ο θόρυβος μιας φάλαγγας αυτοκινήτων που πλησίαζε. Τα μάτια όλων στράφηκαν προς την κατεύθυνση απ’ όπου έρχονταν ο κρότος των μηχανών. Σχεδόν αμέσως φάνηκαν τα πρώτα τζέημς στη στροφή του δρόμου και γρήγορα έφτασαν στην πύλη και σταμάτησαν στη σειρά έξω απ’ αυτή και κατά μήκος του μεγάλου δρόμου. Ένα μόνο πέρασε κάτω απ’ την αψίδα της πύλης, προχώρησε λίγο μέσα στο ανοιχτό προαύλιο κι αφού έκανε μιαδυο μανούβρες, γύρισε αντίθετα και σταμάτησε κοντά στα γραφεία του Κέντρου, με πρόσοψη και πάλι προς την πύλη. Όλη την ώρα, οι αξιωματικοί πηγαινοέρχονταν μπροστά στην αυλή κι όλο μπαινόβγαιναν βιαστικοί στο Διοικητήριο. Ένας αντισυνταγματάρχης φαινόταν πως είχε το γενικό πρόσταγμα. Αυτός που είναι εδώ μαζί μας στο αρματαγωγό κι έχει και τα χαρτιά του Στρατή μαζί του, πρόσθεσε κάπως πειραχτικά. Αυτό το πήγαινε-έλα των αξιωματικών και η ορθοστασία η δική μας κράτησε ώρες. Είχε περάσει το μεσημέρι. Ο ουρανός καθαρός, με λίγα μόνο ανάλαφρα συννεφάκια σκόρπια εδώ κι εκεί, έδινε στη φύση όψη καλοκαιριού. Ο ήλιος, πότε ολοξάστερος και πότε πλαισιωμένος απ’ τ’ αραιά και ανεπαίσθητα πέπλα των φθινοπωρινών υδρατμών, είχε από ώρα ξεφύγει απ’ την κατακόρυφη θέση του μεσημεριού και είχε πάρει μια ελαφριά κλίση προς τη δύση. Έμεινε εκεί ακίνητος σαν καρφωμένος και παιχνίδιζε ξέγνοιαστος με τα συννεφάκια που τον τριγύριζαν, αλλάζοντας κι αυτά κάθε τόσο σχήματα. Άλλα τον απόφευγαν και άλλα τον πλησίαζαν, πότε αργά και αδιάφορα και πότε γρήγορα και βιαστικά. Μπερδεύονταν μαζί του στην πορεία τους και τον προσπερνούσαν με την ίδια ταχύτητα που τον είχαν πλησιάσει. Κι εκείνος, αψηφώντας τα πουπουλένια προσπεράσματά τους, έστελνε παντού τις ζωηρές του ακτίνες, που βιαστικές κι ολόθερμες τρυπούσαν και ζέσταιναν τα πάντα. Αντανακλούσαν αστραφτερά στα κεραμίδια και στα παράθυρα των κτιρίων, στα τζάμια και στα καμπυλώματα των αυτοκινήτων, στα γυαλισμένα κουμπιά και στ’ αστέρια των αξιωματικών και στα χαρούμενα πρόσωπα των καλοντυμένων στρατιωτών της πρώτης διμοιρίας. Παρά την προχωρημένη εποχή, ο καιρός τις τελευταίες μέρες ήταν ζεστός κι ευχάριστος και νόμιζες πως ξαναγύρισε η άνοιξη ή το καλοκαίρι. - Σαν πολύ τσούζει ο ήλιος πάλι σήμερα, είπε ένας συνάδελφος με λεπτοκαμωμένα γυαλιά, που στεκόταν δυο τριάδες μπροστά από μένα και τράβηξε τον πλατύγυρο του τσαλακωμένου εγγλέζικου μπερέ του χαμηλότερα στο μέτωπο.
117
- Ναι. Περίεργο πράγμα, πρόσθεσε ένα ψηλό γεροδεμένο παιδί με κοντό ξανθωπό μουστάκι, που στεκόταν στην επόμενη τριάδα. Λες και ξαναπάμε πίσω στο καλοκαίρι. - Προειδοποίηση στους κεχαγιάδες και στους τσομπάνηδες, είπε ένας διπλανός του μελαχρινός με φαρδύ μουστάκι και αδρά χαρακτηριστικά. Τους στέλνει μήνυμα να βιαστούν στο δρόμο τους, όσοι τυχόν έμειναν καθυστερημένοι. Να κατεβάσουν τα κοπάδια τους στα χειμαδιά, όσο μπορούν γρηγορότερα. - Γιατί; Ρώτησε περίεργος ο στρατιώτης με τα λεπτά γυαλιά, που έδειχνε πως δεν είχε ιδέα από στάνες και κοπάδια. - Γιατί οι ασυνήθιστες για τούτη την εποχή αχτίνες του ήλιου μιλούν από μόνες τους, απάντησε ο άλλος με το φαρδύ μουστάκι. Ο καιρός θα χαλάσει όπου νά ‘ναι. Και, αν χαλάσει τώρα, θα χαλάσει πλέον για καλά. - Έτσι ε; Είπε κάπως περίεργα κι ο ψηλός και γεροδεμένος συνάδελφος. - Δεν ξέρετε τίποτα απ’ τα σημάδια του καιρού; Ρώτησε με απορία ο μελαχρινός με το μουστάκι και τους κοίταξε ερωτηματικά και τους δυο, ζαρώνοντας λίγο τα πυκνά του φρύδια. - Όχι, απάντησαν ταυτόχρονα και οι δυο μαζί. - Πού ζείτε βρε παιδιά; Τι επαγγέλεσθε και δεν έχετε καθόλου ιδέα για τη φύση; Ξαναρώρησε πιο περίεργα τώρα ο συνομιλητής τους. - Φοιτητής μαθηματικών, είπε ο γυαλάκιας. Στο τρίτο έτος, πρόσθεσε λίγο βιαστικά, σα να συστήνονταν. - Της Γυμναστικής Ακαδημίας, είπε ο άλλος με το ξανθό μουστάκι, παρασυρμένος κάπως απ’ τον προηγούμενο. Δεύτερο έτος, συμπλήρωσε με τον ίδιο ρυθμό. - Α! Γι’ αυτό δεν γνωρίζετε τίποτα από ήλιους και φεγγάρια, σύννεφα και αέρηδες, είπε απορημένος ο μουστάκιας. Και σας πέρασα και τους δυο για ναυτικούς. Εσείς, όμως, φαίνεστε για αρχιμανδρίτες, για ιερείς του μαντείου των Δελφών, πρόσθεσε πειραχτικά κι έσπρωξε ελαφρά τους διπλανούς του. Όλοι γέλασαν γύρω του. - Και συ τι επαγγέλεσαι στον πολιτικό σου βίο συνάδελφε και γνωρίζεις τόσα πολλά για τις μελλούμενες αλλαγές του καιρού; Ρώτησε ο μαθηματικός. - Τριτοετής της Νομικής, είπε με τη βαριά του φωνή ο μελαχρινός συνάδελφος. Θεσσαλός, όμως κι από γονείς κτηνοτρόφους, πρόσθεσε με κάποια περηφάνια και συνέχισε. Βλέπετε, η κυβέρνηση έβαλε τέρμα στην αναβολή των σπουδαστών κι έτσι, αντί για βιβλία και μελέτες, έχουμε μπερέδες και θεωρίες για τα καθήκοντα του θαλαμοφύλακα, του σκοπού και του σταυλάρχη. Κι είχα δυο μαθήματα να . . . Τη συζήτηση διέκοψε το παράγγελμα ‘’προσοχή’’, που έδωσε ένας μεγαλόσωμος λοχαγός πάνω απ’ τα σκαλοπάτια της μεγάλης εισόδου του Διοικητηρίου. Ένα βουητό ακούστηκε ξαφνικά κι όλοι μείναμε ακίνητοι. Αμέσως επικράτησε απόλυτη σιωπή παντού. Ο λοχαγός ξαναφώναξε δυνατά. ‘’Η διμοιρία των υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών να προχωρήσει στο πρώτο αυτοκίνητο και να αναχωρήσει για το σιδηροδρομικό σταθμό’’. Κάτι είπε ακόμη στη διμοιρία αυτή, που ήταν παραταγμένη σχεδόν μπροστά του, χωρίς η φωνή του να ακουστεί σε μας. Μετά, οι
118
καλοσιδερωμένοι συνάδελφοι, με τα καινούρια ρούχα και τα κολλαριστά δίκοχα, στο παράγγελμα ενός υπολοχαγού που ήταν επικεφαλής τους και τους συνόδευε, προχώρησαν και κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο που είχε περάσει πριν από λίγο μέσα στο στρατόπεδο και τους περίμενε με τη μούρη στραμμένη προς την πύλη. Ένας-ένας άρχισαν να ανεβαίνουν στην καρότσα του. Ο υπολοχαγός στεκόταν δίπλα τους, ώσπου ανέβηκε κι ο τελευταίος στρατιώτης. Μετά, ανέβηκε κι εκείνος μπροστά και κάθισε δίπλα στον οδηγό. Φανταστείτε την έκπληξή μου, όταν, ανάμεσα στους διαλεχτούς αυτούς στρατιώτες μέσα στην επιλεγμένη ομάδα, που υποτίθεται πως συγκέντρωνε ό,τι καλύτερο είχε να υποδείξει ολόκληρο το ΚΕΝ της Αλεξανδρούπολης, είδα και το Λουλούδια. Μάλιστα, το Λουλούδια. Ανέβηκε κι αυτός καμαρωτός στο τζέημς και πήρε επιδεικτικά θέση στο δεξιό κάθισμα της καρότσας. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ο Λουλούδιας πήγαινε για αξιωματικός! Ο κύριος ‘’Κοτσάνογλου ο Βους‘’ θα ήταν ο αυριανός αξιωματικός του στρατού μας; Διοικητής μονάδας; Έμεινα κατάπληκτος και συλλογισμένος. Κοίταξα τους τρεις φοιτητές, που έτυχε να γνωρίσω έτσι τυχαία πριν από λίγα λεπτά και που εκείνη τη στιγμή στεκόταν μπροστά μου προσοχή, όπως κι εγώ και όλοι μας, σα να τιμούσαμε αυτούς που ανέβαιναν στο πρώτο αυτοκίνητο και μού ‘ρθε να δακρύσω. Πραγματικά λυπήθηκα, ράγισε η καρδιά μου για όσα έβλεπα γύρω μου. Για μια στιγμή, σκέφτηκα πως, αν και οι άλλοι λόχοι έκριναν όπως ο δικός μας κι έστελναν κι αυτοί το δικό τους ‘’Λουλούδια’’ να πάρει μέρος σε τούτη τη διμοιρία των επιλέκτων, τότε, βάλτε με το νου σας, τι μπουκέτο με λουλούδια θα έχουμε αύριο για να μας κάνει κουμάντο! Έφριξα . . . Προσπάθησα, όμως, γρήγορα να διώξω τη σκέψη αυτή απ’ το μυαλό μου. Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι άλλο. Κάτι ανακουφιστικό. Δεν τα κατάφερα, όμως, απόλυτα. Ο νους μου είχε κολλήσει σα μαγνήτης στη ζοφερή πραγματικότητα. Κι ο λοχαγός δεν έλεγε να δώσει το παράγγελμα της ‘’ανάπαυσης’’. Θυμήθηκα τον ταχυδρόμο, το ντόμινο, τον ‘’άριστο λοχαγό’’, το λοχία Μαρώνη, τον ανθυπολοχαγό Μανούση . . . Κοίταξα το θλιβερό θέαμα των συναδέλφων που με περικύκλωναν από παντού στην ανοιχτή πλατεία του Διοικητηρίου κι έμεινα σαν απολιθωμένος. Χωρίς να το θέλω, γύρισα τα μάτια μου κυκλικά κι είδα τους συναδέλφους μου, που στέκονταν γύρω μου ακίνητοι όπως κι εγώ. Μού φάνηκαν όλοι τους μεγάλοι σα γίγαντες, που όλο και μεγάλωναν και ογκώνονταν περισσότερο και μ’ έσφιγγαν. Μ’ έσφιγγαν από παντού. Το βλέμμα μου σταμάτησε και καρφώθηκε πάνω στους τρεις φοιτητές. Τους αγκάλιασε και τους έσφιξε ζεστά. Ένιωθα ένα αβάσταχτο πόνο να πιέζει την καρδιά μου. Οι στιγμές μου φάνηκαν αιώνες. Ο πόνος με συνέθλιβε. Δεν άντεχα άλλο. Γεμάτος απόγνωση, γύρισα το κεφάλι μου αλλού. Πέρα προς την πύλη. Μισογύρισα και το κορμί μου, χαλώντας κάπως τη στάση της προσοχής. Ξαναείδα το Λουλούδια καθισμένο στο τζέημς, έτοιμο να φύγει για το σταθμό και μού ‘ρθε να βγάλω μια φωνή. Συγκρατήθηκα. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Τι ωφελεί η δική μου η κραυγή σκέφτηκα και ξανάπεσα σε συλλογισμούς εκεί κάτω απ’ τις
119
καυτές ακτίνες του ήλιου και σε στάση προσοχής. Ήθελα να βρω μια εξήγηση. Να δώσω κάποια απάντηση στον εαυτό μου. Πολλές θλιβερές σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή η μια πίσω απ’ την άλλη απ’ το μυαλό μου. Ξαναμπερδεύτηκαν στους συλλογισμούς μου οι τρεις φοιτητές που στέκονταν στη γραμμή εκεί μπροστά μου. Γύρισα το βλέμμα μου κι αυτό σταμάτησε επάνω τους. Τους κοίταξα με συμπόνια. Στεκόταν και οι τρεις τους ακόμη προσοχή. Τελείως ακίνητοι. Η στενοχώρια μου, αντί να υποχωρεί, φούντωνε περισσότερο. Και οι στιγμές ήταν τόσο βραδυκίνητες!! Για να ανακουφίσω και να απαλύνω τη θλίψη μου, παραδέχτηκα για μια στιγμή, πως κάποιο αθώο και τελείως άδολο λάθος θα έγινε απ’ τους αρμόδιους κατά την κρίση των υποψηφίων. Δεν ήθελα να παραδεχτώ, πως το τερατώδες αυτό λάθος έγινε εσκεμμένα, από υστεροβουλία και προμελέτη. Θα έγινε, έλεγα, από κάποια απροσεξία. Ίσως εκ παραδρομής ή από επιπολαιότητα. Πιθανόν από έλλειψη στοιχειώδους προσοχής κάποιου αρμόδιου στην κλίμακα της διαδικασίας της επιλογής. Έτσι πέρασε κατά λάθος κι ένας ανάξιος εκεί που δεν του ταίριαζε. Άλλωστε, πάντοτε γίνονται λάθη, ξανασκέφτηκα κάπως συμβιβαστικά. Και στο κάτω-κάτω, είπα μέσα μου, δε χάλασε ο κόσμος, αν ένας ‘’Λουλούδιας’’ ξεγλίστρησε και ξέφυγε απ’ τα πρώτα κόσκινα της επιλογής. Υπάρχουν κι άλλα παρακάτω. Παρ’ ότι, όμως, προσπαθούσα με κάθε τρόπο να παραδεχτώ την ασυμβίβαστη αυτή περίπτωση, σαν κάτι το όχι και τόσο σπουδαίο και να την συμβιβάσω στο μυαλό μου, επιστρατεύοντας με βιασύνη διάφορα ελαφρυντικά, δεν το κατάφερνα. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω έστω και για λίγο και μου ήταν αδύνατο να παραδεχτώ, πως όλοι αυτοί οι κακοντυμένοι συνάδελφοι που περίμεναν στην αυλή, θάλασσα ολόκληρη, για να ανεβούν στα αυτοκίνητα ήταν χειρότεροι απ’ το ‘’Λουλούδια’’. Μου ήταν αδύνατο να πιστέψω, πως όλοι εκείνοι, που ώρες τώρα με περικύκλωναν όρθιοι, ήταν κατώτεροί του και γι’ αυτό το λόγο πήγαιναν ομαδικά για άλλες ‘’ειδικότητες’’, ενώ ο ακατονόμαστος εκείνος χαρακτήρας κρίθηκε ανώτερός τους και πήγαινε για αξιωματικός! Μήπως προϊστάμενος της Επιτροπής είναι ο Γραβός; Αναρωτήθηκα. Γιατί, είναι αλήθεια πως μέχρι προ λίγου, αν και είχα ορισμένες αντιρρήσεις, στην ουσία πίστευα πραγματικά πως, όσους ξεχώρισα χθες στην αυλή του Διοικητηρίου και όσοι είμαστε σήμερα εδώ μέσα στο αμπάρι του ΧΙΟΣ, προοριζόμαστε όλοι μας για διάφορες ειδικότητες και πάμε σε κατάλληλα Κέντρα της Αττικής για ειδίκευση. Εκεί, όρθιος μέσα στον ήλιο και σε στάση προσοχής, αναρωτήθηκα αρκετές φορές. Γιατί, άραγε, να φεύγουμε μόνο εμείς, ενώ οι άλλοι συνάδελφοί μας παραμένουν στους λόχους και συνεχίζουν τα γυμνάσια; Είμαστε τόσο έξυπνοι εμείς και τόσο καθυστερημένοι εκείνοι; Για μια στιγμή, επικράτησε κάπως στη σκέψη μου η άποψη αυτή. Δικαιολόγησα, δηλαδή, λίγο-πολύ την υπεροχή μας, γιατί όλοι σχεδόν οι φοιτητές και τα εγγράμματα παιδιά των λόχων ήταν μαζί μας. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, με κολάκεψε ενδόμυχα το βιαστικό μου αυτό συμπέρασμα, το απέρριψα σχεδόν αμέσως σαν απαράδεχτο και εγωιστικό κι άλλαξα γνώμη. Τι ξέρεις, είπα, τι γίνεται; Εδώ υπάρχει
120
σωστή οργάνωση και άριστη πειθαρχία. Τι θέλεις και σχολιάζεις τέτοια ζητήματα; Εδώ είναι στρατός. Εδώ ισχύει κάτι περίπου σαν το ‘’πίστευε και μη ερεύνα’’. Δηλαδή, στάσου προσοχή και μη ζητάς να μάθεις πώς και γιατί. Τις σκέψεις μου αυτές διέκοψε και πάλι η δυνατή φωνή του μεγαλόσωμου λοχαγού, που, ανεβασμένος πάνω στο ψηλότερο σκαλοπάτι της εισόδου του κτιρίου, έδωσε το παράγγελμα ‘’ημιανάπαυσις’’ και άρχισε ονομαστικό προσκλητήριο που κράτησε κάμποση ώρα. Ήμασταν, βλέπεις, πάρα πολλοί. Μετά, διέταξε να αρχίσει η επιβίβασή μας στα αυτοκίνητα. Μια-μια οι παράξενες διμοιρίες μας άρχισαν να περνούν την πύλη, να βγαίνουν στο δρόμο και να επιβιβάζονται στα τζέημς, που ήταν εκεί σταματημένα κοντά στην αψίδα της κεντικής εισόδου, κατά μήκος του δρόμου, σε μακριά σειρά το ένα πίσω απ’ το άλλο και μας περίμεναν. Δεν είχαμε διμοιρίτες, λοχίες ή άλλους επικεφαλής. Ήμασταν μόνοι μας. Σαν ορφανοί και έρημοι. Σαν διωγμένοι.
*****
Ο Κώστας, καθισμένος σταυροπόδι πάνω στην κρύα ράχη
του άρματος, σταμάτησε να μιλά. Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Η λύπη του φαινόταν έντονη στο πρόσωπό του. Κοίταξε ερωτηματικά τους συναδέλφους του, κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα και ρώτησε. Γιατί όμως; Ξανακλείστηκε και πάλι στις σκέψεις του, σα να έψαχνε την απάντηση στο ερώτημά του και συνέχισε σε λίγο, κουνώντας με δύναμη το χέρι του, σα να ήθελε να υπογραμμίσει τα λόγια του. - Αυτό το γιατί με βασάνιζε τότε, αυτό με βασανίζει και τώρα ακόμη. - Αυτό το γιατί θα βασανίζει για καιρό, για χρόνια ίσως πολλούς ανθρώπους, είπε πικραμένα ο Θανάσης. - Κάποτε, αυτό το γιατί θα ερευνηθεί πάρα πολύ, πρόσθεσε ο Αργύρης και η έρευνά του θα ανοίξει πολλούς οφθαλμούς και θα φωτίσει πολλά μάτια. Τέτοια ‘’γιατί’’ ξυπνούν τον άνθρωπο και αλλάζουν τον κόσμο και σε τέτοια ‘’γιατί’’ επάνω πατώντας η ανθρωπότητα κάνει γοργά και μεγάλα βήματα μπροστά. - Αυτό το ‘’γιατί’’ σκεφτόμουνα κι εγώ κι είχε θολώσει το μυαλό μου. Τόσο πολύ είχα απορροφηθεί στις σκέψεις μου, που δεν πήρα είδηση πότε δόθηκε και σε μας το παράγγελμα ‘’βάδην’’, συνέχισε ο Κώστας. Με παρέσυραν στο ξεκίνημά τους οι άλλοι συνάδελφοι κι έτσι συνήλθα και ξεκίνησα κι εγώ. Την ώρα που περνούσε η διμοιρία μας μπροστά απ’ την πόρτα του Διοικητηρίου κι έστριβε δεξιά για να βγει στο δρόμο, ξεπρόβαλε στα σκαλοπάτια, μέσα απ’ το βάθος του κτιρίου, ο Ηλίας Μαρώνης. Ο λοχίας της Στρατολογίας. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν τυχαία. Στο πρόσωπό του φάνηκε μεγάλη ταραχή. Ίσως αντίκριζε κάτι που ποτέ δεν το περίμενε. Δεν είχε ετοιμάσει, βλέπεις, αυτός τα στρατολογικά φυλλάδια του 4ου λόχου. Έμεινε στη θέση του ακίνητος
121
σαν κεραυνόπληκτος και με κοίταζε σαστισμένος. Τον κοίταξα κι εγώ και του χαμογέλασα. Προσπάθησε κι αυτός να χαμογελάσει. Έσφιξε στο στήθος του τα χαρτιά που κρατούσε στο ένα χέρι και κούνησε ελαφρά, κάπως δειλά και με προφύλαξη, το άλλο. Με χαιρετούσε. Οι γρήγορες, όμως, ματιές του δεξιά κι αριστερά έδειχναν πως δεν ήθελε να γίνει αντιληπτός απ’ τους γύρω του και διαίτερα απ’ τους ανωτέρους του, για το τι έκανε εκείνη τη στιγμή. Τον χαιρέτησα κι εγώ σηκώνοντας ψηλά το χέρι μου και κουνώντας το χαρακτηριστικά μερικές φορές. Η λύπη και η απορία ήταν έντονες στο πρόσωπό του. Κάτι ψέλλισε. Δεν κατάλαβα τι ήθελε να μου πει. Η πορεία της διμοιρίας με παρέσυρε και γύρισα το κεφάλι μου μπροστά. Δεν τον ξαναείδα. Ανεβήκαμε στα αυτοκίνητα και περιμέναμε, για να ανεβούν κι οι άλλοι. Όταν επιβιβάστηκε στις ανοιχτές καρότσες των τζέημς όλη εκείνη η ασχημοντυμένη ανθρωποθάλασσα και άδειασε η αυλή, ξαναφάνηκαν τα περιποιημένα κηπάκια με τους θάμνους και τα λουλούδια τους. Ανάσανε και πάλι ο τόπος. Τα άδεια παρτέρια με το καφετί φρεσκοπεριποιημένο χώμα τους έλαμπαν και πάλι στον ήλιο. Τι ωραία φαινόταν όλα μαζί πάνω απ’ το αυτοκίνητο! Τι συμμετρικό κι ευχάριστο το σύνολό τους! Τότε νομίζω πως είπα στο Στρατή που στεκόταν όρθιος στην άλλη μεριά της καρότσας, γιατί δεν καθόταν κανένας, όλοι στεκόμασταν όρθιοι κοντά-κοντά για να χωρέσουμε. ‘’Κοίτα τι όμορφα που είναι τα κηπάκια με τους θάμνους και τα λουλούδια τους. Δε σου φαίνονται, όμως, λυπημένα που μας χάνουν; Δε νομίζεις πως μας αποχαιρετούν με λύπη; - Ναι, θυμάμαι καλά, επιβεβαίωσε ο Στρατής, διακόπτοντας τη ζοφερή ατμόσφαιρα και την καταθλιπτική ησυχία που επικρατούσε πάνω στη ράχη του άρματος. Θυμάμαι καλά, επανάλαβε κοιτάζοντας τους φίλους του κατάματα. Το βλέμμα του ήταν καθαρό και το ύφος του πειστικό και άδολο. Ήθελε έτσι να υπογραμμίσει την ειλικρίνεια τη δική του και του Κώστα. - Έτσι μου είπες, συνέχισε, όταν στεκόμασταν όρθιοι πάνω στο αυτοκίνητο πιασμένοι απ’ τις σιδερένιες αψίδες της ανοιχτής καρότσας. Τότε, ο ένας απ’ τους τρεις φοιτητές που στεκόταν δίπλα μας, πιασμένοι κι εκείνοι απ’ το ίδιο κρύο σίδερο όπως κι εμείς –νομίζω ο γυαλάκιας- απάγγειλε κάτι στοίχους. Δεν έδωσα, όμως, σημασία και δεν κατάλαβα τίποτα. Εκείνη τη στιγμή προσπαθούσα ν’ αλλάξω τη χλαίνη μου μ’ ένα ψηλέα του διπλανού αυτοκινήτου, που φορούσε πιο κοντή και του ερχόταν σα γιλέκο. Δεν τα κατάφερα, όμως. Φαινόταν πολύ ανοιχτομάτης. Ύστερα, δε σκαμπάζω και πολύ από στίχους και τέτοια. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως όλοι σώπασαν γύρω μας και τον άκουγαν με προσοχή. Η φωνή του ήταν απαλή, τρεμουλιαστή και γεμάτη συγκίνηση. - Ναι, ο γυαλάκιας ήταν. Ο φοιτητής των μαθηματικών, βεβαίωσε ο Κώστας. Έβγαλε ένα χαρτί απ’ την τσέπη του χιτωνίου του, να αυτό που φυλάω τώρα εγώ στη δική μου τσέπη, γιατί, τελειώνοντας την απαγγελία του, τό ‘χωσε βιαστικά στη χλαίνη μου, σα νά ‘θελε έτσι, μαζί με την απαλλαγή του απ’ αυτό, να διώξει και τη συγκίνησή του και να
122
τη φορτώσει σε μένα και διάβασε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε ετούτο το ποίημα. Απόψε που με διώχνουνε μητέρα και με πετούν σκληρόκαρδα αδέρφια στη βροχή, αν ήσουν ζωντανή και συ εδώ πέρα, θα σπάραζε στα στήθια σου η ψυχή. Στου φεγγαριού το δίσκο το θλιμμένο το αίμα αργοσταλάζει μιας καρδιάς παλικαριού που φεύγει πικραμένο και σβήνει στα σκοτάδια μιας βραδιάς. Όλων τα βλέμματα καρφώθηκαν στα μάτια του Κώστα κι όλοι έμειναν βουβοί κι αμίλητοι γύρω του. Οι καρδιές τους λικνίζονταν και παράπαιαν στα κύματα μιας συγκίνησης, που, ορμητική και φουσκωμένη, ξεχύνονταν τούτες τις στιγμές απ’ τους στίχους του πονεμένου ποιήματος και κατάκλυζε τις τρικυμισμένες τους ψυχές. - Τώρα θυμάμαι, είπε ο Στρατής με πειστικότητα, σαν πραγματικά κάτι να θυμήθηκε ξαφνικά και διέκοψε τη σιωπή. Θυμάμαι, ξαναεπανέλαβε πιο σταθερά. Την απαγγελία του γυαλάκια διέκοψε η φωνή του ψηλέα, με τον οποίο πάσχιζα να κάνω την τράμπα. Ο ψηλέας, για να δώσει τέλος στα παζαρέματα που τού ‘κανα, άρχισε να τραγουδάει εκείνο το μάγκικο τραγούδι, που ταίριαζε και με το ύφος του. ‘’Σακάκι σου ράβει με φόδρα και τάξη . . . κι όλοι σου λένε πως είσαι εντάξει . . .’’ Σ’ αυτόν έδωσα περισσότερη προσοχή παρά στο γυαλάκια. - Στη δική σας περίπτωση, είπε ο Αργύρης διακόπτοντας το Στρατή, τα λόγια αυτά του πρόχειρου ποιήματος έπρεπε να αγγίζουν κάπως εντονότερα την ψυχή σας. - Δε με διέκρινε, βρε παιδιά, εμένα, είπε με κάποιο παράπονο για το μειονέκτημά του αυτό ο Λημνιός, ούτε ο συναισθηματισμός ο δικός σας, ούτε ο ρωμαντισμός εκείνων των φίλων μας. Το ρημάδι το μυαλό μου έτρεχε εκείνη τη στιγμή σε άλλα πράγματα. Σκεφτόμουνα πυροβόλα, κλείστρα, στόχαστρα. Δεν έβλεπα τίποτα το ξεχωριστό στον κήπο με τα φυτά και τα λουλούδια του, όπως έβλεπε ο Κώστας. Ούτε και διέκρινα κάτι ανάμεσα στους στίχους του γυαλάκια. Εγώ πάσχιζα να αλλάξω χλαίνη. Γι’ αυτό και δε θυμάμαι να του έδωσα και καμιά απάντηση. Κι αν είπα τότε και κάτι στον Κώστα, θα το είπα μηχανικά και ξεκάρφωτα. Είναι αλήθεια πως παραξενεύτηκα κι εγώ λίγο με την περίπτωση του Λουλούδια, αλλά δεν έδωσα και μεγάλη σημασία. Στο κάτω-κάτω, τι μ’ έμελε εμένα για τους άλλους και για τα λάθη των αρμόδιων, αφού σε μένα δεν έγινε κανένα λάθος και θα πήγαινα πια εκεί που ήθελα; - Σε έβλεπα χαρούμενο όλη την ώρα, είπε ο Κώστας, να ανυπομονείς πότε ν’ αφήσεις το Κέντρο και να μπεις στο καράβι για τον . . . Πειραιά, γι’ αυτό και δε σου είπα περισσότερα.
123
- Πραγματικά, ανυπομονούσα να φύγουμε μια ώρα γρηγορότερα κι όλο κακολογούσα από μέσα μου αυτούς που δεν άφηναν τα αυτοκίνητα να ξεκινήσουν. - Έχεις δίκιο. Έτσι σκεφτόμασταν όλοι μας λίγο-πολύ. Κι αν όχι απόλυτα όλοι, κατά συντριπτική πλειοψηφία οι περισσότεροι. Θέλαμε να φύγουμε για τα ‘’Κέντρα Ειδικοτήτων’’. Γι’ αυτό κι ανυπομονούσαμε, πότε να ξεκινήσουν τα αυτοκίνητα. Σκεφτόμασταν την αναχώρηση και διώχναμε κάθε άλλη σκέψη απ’ το μυαλό μας. - Αλλά κι αν διαισθανόμουνα κάτι τέτοιο, συνέχισε ο Στρατής κι αν κάποιο αόρατο κι αόριστο βάρος πίεζε το στήθος μου, δεν μπορούσα ίσως να βρω λέξεις μέσα στην τόση παραζάλη μου και στην αγωνία που με κατείχε για να εκφραστώ. Ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό μου δε θα μπορούσα να εκφράσω τις σκέψεις και τα αισθήματά μου εκείνα, γιατί όλα στο νου μου ήταν τόσο αμφίβολα, τόσο μπερδεμένα! . . . Ενώ η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά και χαιρόταν για την πολυπόθητη αναχώρησή μας, οι σκέψεις μου έτρεχαν ανάστατες κι αχαλίνωτες παντού. Πήγαιναν βιαστικές στη φανταστική Αθήνα . . . Μπαινόβγαιναν σε τούτο το καράβι, που το φαντάζονταν τότε τελείως διαφορετικό και χαρούμενο . . . Στέκονταν μπροστά σε θεόρατα πυροβόλα . . . Περιεργάζονταν πελώριες οβίδες, τεράστιους κάλυκες, πλάκες παράξενες με δυνατό μπαρούτι . . . Για μια στιγμή, πήγαν βιαστικές στο χωριό μου. Έτρεξαν στους δικούς μου. Στάθηκαν λίγο μπροστά στο σπίτι μας στην αμουδιά. Τέτοιες ώρες, πόσα δε σκέφτεται ο άνθρωπος! Έρχονται στιγμές που θέλει όλους τους δικούς του να είναι κοντά του, για να τον καμαρώσουν κι άλλοτε τους αποφεύγει συστηματικά κι επίμονα. Τότε, ψάχνει βιαστικά να τους δει έγκαιρα και πρώτος αυτός, για να τους αποφύγει πριν τον αντιληφθούν εκείνοι. Ντρέπεται να τους αντικρίσει και δε θέλει να τον δει κανείς απ’ τους δικούς του, γιατί φοβάται πως θα τους ντροπιάσει οπωσδήποτε με τα φερσίματα και τις πράξεις του. Άλλοτε πάλι, τους αναζητάει ο ίδιος επίμονα και τους θέλει όλους κοντά του, για να τον παρηγορήσουν και να του συμπαρασταθούν. Εγώ, πραγματικά δεν ήξερα γιατί ήθελα να τους δω όλους εκείνη την ώρα. Αποζητούσα όλους τους γνωστούς και άγνωστους. Όλους τους χωριανούς μου, όλους εκείνους που χάθηκαν στους διάφορους αγώνες για την πατρίδα. Όλους τους Έλληνες, αν ήταν δυνατόν. Να τους δω και να με δουν. Να μας δουν όλους. Ο νους, φαίνεται, πως μέσα στη ζάλη του κατάλαβε πως δεν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο και περιορίστηκε να αποζητάει τους συγγενείς και τους φίλους. Όλους τους γνωστούς. Τους έφερνε μπροστά μου ένα-ένα με τη σειρά και όλους μαζί ανακατεμένους. Ανάμεσά τους, όμως, ξεχώριζε ο Βίκτας . . . Στο σημείο αυτό, η φωνή του Στρατή αλλοιώθηκε. Γέμισε πόνο και ζεστασιά. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και ψευτόβηξε μερικές φορές. Μετά, συνέχισε με νέο κουράγιο. - Τον είδα ξαφνικά μπροστά μου ντυμένο στο χακί. Στρατιώτη. Έτσι, ολοζώντανο . . . Με κοίταξε κι εκείνος με κάποιο παράπονο . . . Το βλέμμα του και η όψη του έδιχναν σα να ζητούσε τη βοήθειά μου. Κοντοστάθηκε και πάλι για ένα-δυο δευτερόλεπτα και πρόσθεσε με κάποιο θαυμασμό.
124
- Αυτός που δε ζητούσε ποτέ βοήθεια από κανένα! Αυτό το παλικάρι στεκόταν σιωπηλό και με κοίταζε στα μάτια μέσα απ’ τα σύρματα του στρατοπέδου της Βέροιας! . . . - Του στρατόπεδου της Βέροιας; ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον ο Αργύρης, μπαίνοντας βιαστικά στη μέση. Τι ξέρεις, ρε Στρατή, για το στρατόπεδο της Βέροιας και δε μας το λες; επανέλαβε επιτακτικά και τον κοίταξε ανυπόμονα στα μάτια. Ταυτόχρονα και οι άλλοι τρεις αλληλοκοιτάχτηκαν με γρηγοράδα κι έστρεψαν τα βλέμματά τους πάνω στο Στρατή. Εκείνος παραξενεύτηκε με το τόσο ενδιαφέρον του Αργύρη και των άλλων φίλων του και τους κοίταξε όλους ερευνητικά. Τον ξάφνιασε η ανυπομονησία και η περιέργεια που είχε το ύφος τους και ο τόνος της φωνής του λοχία. Τά ‘χασε κυριολεκτικά. Νόμισε πως έκανε κάποιο σφάλμα, πως είπε κάτι που δεν έπρεπε να το πει. Γι’ αυτό, αντί για απάντηση, προσπάθησε με μισόλογα να αμυνθεί. Να βρει μια δικαιολογία. - Να . . . ο . . . Βίκτας . . . είναι . . . φίλος μου, είπε αναστατωμένος. Λένε πως είναι στα σύρματα . . . στη Βέροια . . . Δεν ξέρω . . . Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά . . . Έτσι λένε στο χωριό . . . Και, κοιτάζοντας τους φίλους του περίεργα και μισοφοβισμένα, πρόσθεσε. - Μα, γιατί κάνετε όλοι σας έτσι; Τι έχει ο καημένος ο Βίκτας και τ’ όνομά του σας αναστάτωσε έτσι ξαφνικά. Μου θυμίζετε το λοχαγό μου το Γραβό. Έτσι αναστατώθηκε κι αυτός, όταν του είπα ένα βράδυ λίγα πράγματα για το φίλο μου το Βίκτα. Με τα λόγια αυτά του Στρατή, η ατμόσφαιρα της μικρής παρέας πάνω στο άρμα έγινε πιο τεταμένη. Όλοι τους τον κοίταξαν με περισσότερη περιέργεια κι ανυπομονησία. Και κείνος, σα να ένιωσε ένοχος που ανάφερε το όνομα του φίλου του στο λοχαγό, συνέχισε. - Δεν τό ‘θελα, δεν τό ‘θελα, είπε συνεσταλμένα. Ο τόνος της φωνής του ήταν τώρα κατεβασμένος κι έδειχνε πως ζητούσε συγνώμη απ’ τους φίλους του για ότι έκανε. - Η κουβέντα τό ‘φερε ένα βράδυ στο γραφείο του. Δε θυμάμαι ποιο ακριβώς. Πάντως, ήταν ένα από κείνα τα βράδυα, που μας ξυπνούσαν τη νύχτα και μας καλούσαν ένα-ένα στα διάφορα γραφεία . . . Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Αντί για άλλη απάντηση, ολόκληρη η συντροφιά σάλεψε με μιας, σάμπως να ξαναχτύπησε κύμα στο καράβι. Πλησίασε πιο κοντά του και κρεμάστηκε απ’ τα χείλη του. Τα βλέμματά τους ήταν ανυπόμονα και απαιτητικά. Ο Στρατής τους κοίταξε με αμηχανία. Έμοιαζε σαν κυνηγημένος. Ένιωθε λίγο-πολύ τον εαυτό του σαν ένοχο, χωρίς να ξέρει γιατί. Απορούσε κι ο ίδιος, πώς τόλμησε και έθιξε ένα τέτοιο θέμα. Απ’ την άλλη μεριά, αναρωτιόταν, σαν τι τάχα το τρομερό έχει αυτό το ‘’θέμα’’ και τον καταδιώκουν όλοι έτσι με το βλέμμα και την ανυπομονησία τους! Τά ‘χασε κυριολεκτικά. - Για σταθείτε. Για σταθείτε, επενέβηκε ο δάσκαλος βιαστικά, καταλαβαίνοντας τη δύσκολη θέση του Στρατή. Δεν νομίζετε πως το παρακάναμε και μεις με την περιέργεια και τη βιασύνη μας; Ο
125
άνθρωπος είχε να αντιμετωπίσει στην Αλεξανδρούπολη ένα Αριστομένη Γραβό. Μόνο ένα. Κι εδώ έμπλεξε με τέσσερις. - Καλά λέει ο δάσκαλος, είπε πιο ήρεμα τώρα ο Θανάσης. Τι βιαζόμαστε και αδημονούμε έτσι για μια απάντηση, που θα μας τη δώσει ο Στρατής εύκολα και με την ησυχία του, σαν τον αφήσουμε να ηρεμήσει λίγο. - Πολύ σωστά, πρόσθεσε ο Κώστας. Τι πέσαμε έτσι πάνω του; Κοντεύουμε να τον φάμε το φουκαρά με την ανυπομονησία μας και την περιέργειά μας. - Μοιάζουμε και οι τέσσερις σαν ανακριτές της Γκεστάπο, είπε ο Γιώργος με κάποιο χιούμορ. - Τον κάναμε με τη στάση μας να νιώθει ο ίδιος σαν φταίχτης για την τύχη του φίλου του. Τι φταίει αυτός, αν ο φίλος του ο Βίκτας –έτσι δεν τον είπες Στρατή;- υπηρετεί στα σύρματα, πρόσθεσε ο δάσκαλος και κοίταξε συμπαθητικά το Στρατή στα μάτια. Τα λόγια αυτά του Αργύρη και τα καλοσυνάτα πια βλέμματα των συναδέλφων του, σενέφεραν κάπως απ’ τη στιγμιαία ταραχή του το Λημνιό στρατώτη και τον έκαναν να ηρεμήσει. - Καλά λέει ο λοχίας. Εγώ τι ξέρω και τι φταίω για την τύχη του Βίκτα, αν τα πράγματα είναι όπως τα λέτε; Ίσα-ίσα, λυπήθηκα πάρα πολύ για ότι διαδόθηκε πως του συμβαίνει. Όπως λυπάμαι και για το καθετί που συνέβηκε σ’ αυτόν και στην οικογένειά του στη ζωή τους. Έκανε μια κίνηση του κεφαλιού του σ’ ένδειξη λύπης για την τύχη του φίλου του και συνέχισε. - Λυπάμαι πραγματικά, παιδιά, κάθε φορά που τον θυμάμαι. Δεν μπορώ να δικαιολογήσω τίποτα στο μυαλό μου απ’ όσα του συνέβηκαν. Όλα μου φαίνονται ανεξήγητα. Κάποτε, τα ίδια πράγματα μου φαίνονταν τιποτένια, σήμαντα και μηδαμινά. Τώρα, όμως . . . Έμεινε λίγο σκεπτικός, σα να έψαχνε στο μυαλό του για κάποια ανακουφιστική απάντηση και μετά, δίνοντας ζωή και σταθερότητα στον τόνο της φωνής του, είπε. - Το έχω βάλει, όμως, σα σκοπό, μόλις παλιώσω λίγο στο στρατό και αποκτήσω πείρα και οντότητα στρατιώτη, θα προσπαθήσω να μάθω πού βρίσκεται κι αν μπορώ, θα πάω να τον συναντήσω και να τον βοηθήσω, αν γίνεται . . . - Από πού είναι ο φίλος σου αυτός; ρώτησε ήρεμα ο Θανάσης. - Είναι χωριανός σου; πατριωτάκι σου; ρώτησε ο Κώστας με μαλακό τόνο στη φωνή του. - Χωριανός μου και φίλος μου, είπε ο Στρατής με κάποια περηφάνια. Καλός φίλος . . . Παιδί απ’ τα λίγα, που λένε. - Καλό παιδί ε; επανέλαβε ο Αργύρης και πρόσθεσε, δήθεν, αδιάφορα. Δε μας λες λίγα περισσότερα για το φίλο σου το Βίκτα; Έτσι, για να περνάει και η ώρα. Και πού ξέρεις, ίσως ο φίλος σου γίνει και δικός μας φίλος. Άρχισε απ’ την αρχή. Απ’ όπου θέλεις εσύ. Πες μας ότι θέλεις. Και, γυρίζοντας προς τον Κώστα, του είπε καθησυχαστικά ο δάσκαλος.
126
- Πάλι θα σε διακόψουμε Κώστα. Φαίνεται πως η ιστορία σου είναι γραφτό να ακουστεί κομμάτι-κομμάτι. Χωρισμένη από μεγάλες παρεμβολές. - Δε με πειράζει καθόλου αυτό, είπε ειλικρινά ο Κώστας. Ίσα-ίσα, εκτός απ’ τα περίεργα και καινούρια που ακούμε μ’ αυτές τις παρεμβολές, κάνουμε και την κουβέντα μας πιο πλατιά και πιο ενδιαφέρουσα. Έτσι δεν είναι παιδιά; ρώτησε με σιγουριά για την άποψή του. Και, χωρίς να περιμένει, συνέχισε με πολύ φιλικό και λίγο προστακτικό ύφος. Λέγε, λοιπόν, Στρατή, σ’ ακούμε. Απορώ, όμως, πώς τόσες μέρες στο λόχο δε μου είπες τίποτα για το φίλο σου το Βίκτα, πρόσθεσε βιαστικά, εκφράζοντας ταυτόχρονα κι ένα καινούριο του παράπονο. - Μήπως εσύ μου είπες τίποτα για τους δικούς σου; Εδώ πρωτακούω γι’ αυτούς και για τον Κοκκινόλακκα, απάντησε μισοαστειευόμενος ο Στρατής, προσπαθώντας, με το ύφος και τα λόγια του, να δικαιολογήσει την παράλειψή του αυτή. - Άρχισε, λοιπόν, απ’ όπου θέλεις. Πήγαινε όσο πίσω θέλεις και πες μας όσες παραπάνω λεπτομέρειες μπορείς, του είπε ο Αργύρης. - Όπως θέλεις εσύ Στρατή, πρόσθεσε ενθαρρυντικά κι ο Γιώργος. - Να ξέρεις πάντως, τόνισε ο Αργύρης, πως ο φίλος σου ο Βίκτας θα σε ευχαριστούσε θερμότατα για όσα θα μας πεις, αν ήταν εδώ και σ’ άκουγε από καμιά μεριά. Λέγε λοιπόν, πρόσθεσε με καλοσύνη κι έσιαξε τα γυαλιά στα μάτια του. Ο Στρατής, ήρεμος πια κι απαλλαγμένος απ’ την πρώτη ταραχή του, άρχισε δειλά και συμμαζεμένα, αμφιβάλλοντας στην αρχή αν θα μπορέσει να βρει τις λέξεις που χρειάζονται σε τέτοιες περιπτώσεις και αν θα τα καταφέρει να αποδώσει όσο πρέπει αντικειμενικά την τόσο ενδιαφέρουσα γι’ αυτόν ιστορία του φίλου του του Βίκτα. Ο θαυμασμός του, όμως και η αγάπη του γι’ αυτόν, του έδωσαν κουράγιο και πεποίθηση και ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη του στις ικανότητές του. Ύστερα, οι ακροατές του ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά και με τόση κατανόηση, που η γλώσσα του λύθηκε εύκολα κι έβαλε μπρος. - Στο χωριό μου, είπε με περισσότερο θάρρος τώρα, έχουμε μια οικογένεια, που λένε πως είναι παρακλάδι κάποιας παλιάς κι ονομαστής γενιάς, που οι προπάπποι της κατάγονταν απ’ την Κωσνταντινούπολη. Η ρίζα της γενιάς αυτής πάει πολύ βαθιά στην ιστορία. Τον καιρό της άλωσης, άλλοι απ’ τους τότε προγόνους σκοτώθηκαν στο χαλασμό κι άλλοι πιάστηκαν απ’ τους Τούρκους και πουλήθηκαν σκλάβοι στα βάθη της Ασίας. Κάποιοι απόγονοι των δύστυχων εκείνων ανθρώπων βρέθηκαν στο Κουσάντασι της Ιωνίας, όπου κατόρθωσαν να ριζώσουν και να επιζήσουν, προκόβοντας στα θρυλικά και πολυβασανισμένα μέρη της Μικρασίας. Με το πέρασμα των χρόνων, το σόι των ξεχασμένων εκείνων ανθρώπων είχε πληθυνθεί και αρκετές οικογένειες στόλιζαν με την προκοπή τους το γραφικό και εύπορο χωριό τους. Ένα πρωί, όμως, τον καιρό της Μικρασιατικής καταστροφής, με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού κι ύστερα απ’ την απροσδόκητη, όπως λένε, ανυπακοή του πρίγκιπα Ανδρέα στις διαταγές του Στρατηγείου και την τελείως ξαφνική και αδικαιολόγητη υποχώρηση
127
απ’ το μέτωπο του 2ου Σώματος Στρατού που διοικούσε, οι Τσέτες όρμησαν λυσσασμένοι στο χωριό και σκόρπισαν παντού το θάνατο. Κατέσφαξαν τους κατοίκους και παρέδωσαν τα πάντα στη φωτιά. Ελάχιστοι μόνο απ’ τους εργατικούς και φιλήσυχους εκείνους Έλληνες γλίτωσαν τη σφαγή. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο γερο-Ροζάριος με τη γυναίκα του την Ασημίνα και το πρώτο τους παιδί. Μωρό τότε, βυζαχτάρι. Οι τρεις αυτοί τυχεροί δεν βρέθηκαν στον τόπο τους τον καιρό του χαλασμού. Είχαν περάσει λίγες μέρες νωρίτερα στη Σάμο, για να επισκεφτούν κάποιο γέρο συγγενή τους που ήταν βαριά άρρωστος. Η τύχη φαίνεται τους βοήθησε να βρεθούν τις φοβερές εκείνες μέρες έξω απ’ τη Μικρασία. Κι έτσι γλύτωσαν. Τον τόπο τους, όμως, δεν τον ξαναντίκρισαν κι ούτε ξαναείδαν ποτέ τους δικούς τους. Ποτέ δεν έμαθαν, αν ξέφυγε κανείς απ’ τους συγγενείς τους το θάνατο. Η καταιγίδα εκείνη τους έριξε τελικά απ’ τη Σάμο στη Λήμνο. Από τότε και κάθε χρόνο, τα ψυχοσάββατα, η γριά Ροζάραινα ετοιμάζει ένα ταψί κόλλυβα, απλό και χωρίς πολλά στολίδια, το βάζει πάνω σ’ ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι, στη μέση της πιο καλής κάμαρας του σπιτιού και το γεμίζει κεριά. Είναι για τις ψυχές, λέει, εκείνων που σφάχτηκαν απ’ τους Τούρκους. Κι όλη η οικογένεια, με βουρκωμένα μάτια, τιμώντας τη μνήμη των αδικοσκοτωμένων δικών της, κάθεται γύρω-γύρω στο τραπέζι ως πολύ αργά τη νύχτα, ώσπου να καούν τελείως όλα τα κεριά και να σβήσουν. Γιατί δεν πηγαίνουν τα κόλλυβα στην εκκλησία, όπως κάνουν όλοι; ρώτησε με περιέργεια ο Γιώργος. - Γιατί η εκκλησία μας δεν τους θέλει, απάντησε κοφτά και με πίκρα ο Στρατής. Λένε πως ο παππούς του γερο-Ροζάριου, ο Μαθιό-εφέντης, όπως τον έλεγαν τον καιρό εκείνο, ήταν για πολλά χρόνια επίτροπος μιας εκκλησίας στο Κουσάντασι. Καλός και τίμιος άνθρωπος καθώς ήταν, δεν τα πήγαινε καλά με τον ηγούμενο ενός πλούσιου μοναστηριού της περιοχής. Ο ηγούμενος, σαν όλους σχεδόν τους ηγούμενους, αγράμματος, στριφνός και φιλοχρήματος, έβλεπε το καθετί σε γρόσια και γεμάτα σακιά. Δεν υπήρχε ανθρωπιά μέσα του και η ψυχή του ήταν γανωμένη με κάλπικο μέταλλο από βρόμικους παράδες. Όση βρομιά είχε στα ράσα του, άλλη τόση και περισσότερη είχε στην ψυχή του. Ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από ιερωμένος και χριστιανός. - Δηλαδή, τύπος αγιορείτη οικονόμου, είπε χαρακτηριστικά ο Θανάσης. - Περίπου κάτι τέτοιο, είπε ο Κώστας και συνέχισε. Έχω διαβάσει σ’ ένα βιβλίο, πως σε κάθε προσκυνητή των μοναστηριών του Αγίου Όρους δίνεται σαν ενθύμιο μια κάρτα, είδος καρτποστάλ, διαιρεμένη σε εφτά μικρότερες εικόνες. Η υπ’ αριθμόν έξι, παριστάνει θαύμα των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, οι οποίοι διασώζουν απ’ τη θάλασσα μικρό παιδί, που τό ‘ριξαν οι καλόγεροι να το πνίξουν, για να αρπάξουν το θησαυρό που πίστευαν πως βρήκε ο μικρός. Μάλιστα, βιβλίο δημοσιεύει και την περίφημη φωτογραφία. - Δεν τους ξέρω αυτούς τους ‘’οικονόμους’’ τι άνθρωποι είναι. Έχω ακούσει, όμως, από ναυτικούς που πάτησαν στον Άθω, πως στη μεγάλη
128
πλειονότητά τους δεν είναι καθόλου άνθρωποι, είπε ο Στρατής. Μάλιστα, αυτός που μας τά ‘λεγε, είχε δικό του καΐκι και το είχε μετατρέψει σε πλωτό οίκο ανοχής. Ορισμένους μήνες του χρόνου επισκέπτονταν με το καΐκι του τον Άθω. Άραζε σε κάποια απόμερη ακτή και ειδοποιούσε κατάλληλα τους ηγούμενους και τους καλόγερους των μοναστηριών. Το τι αίσχη γίνονταν μέσα στο καΐκι με τους μοναχούς, είναι δύσκολο, όπως έλεγε ο καϊκτσής, να τα συλλάβει ανθρώπινος νους. Με τον ιερόσυλο, λοιπόν, αυτό καλόγερο ήρθε σε ρήξη πολλές φορές ο ευσυνείδητος εκείνος γερο-επίτροπος, πράγμα που τον έριξε στη δυσμένεια του δεσπότη της περιοχής. Ο δεσπότης, βλέπετε, είχε και την υψηλή επίβλεψη του μοναστηριού, όπως είχε και τη μερίδα του λέοντος απ’ τα έσοδα. Ο γέρος, όμως, περήφανος κι ακέραιος καθώς ήταν κι ενισχυμένος κι απ’ το δίκιο που το είχε απόλυτα με το μέρος του, δεν έσκυβε το κεφάλι του στις πιέσεις των κληρικών κι ούτε έκλεινε το στόμα του στις έμμεσες και άμεσες απειλές τους. Αλλ’ ούτε κι ο δεσπότης τό ‘βαζε κάτω. Κι αυτός, βλέποντας ένα χωρικό να μην υπακούει στις υποδείξεις του και να μην εφαρμόζει ασυζητητί τις εντολές του ‘’θεόθεν σταλέντος’’, αγρίευε περισσότερο. Δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να βλέπει ένα λαϊκό να παραβάζει την ουρά του στις ‘’πνευματικές υποθέσεις της Εκκλησία’’, όπως χαρακτήριζε τα οικονομικά του μοναστηριού ο σεβασμιώτατος, γι’ αυτό και τον τιμώρησε με τριών μηνών αργία και αποχή απ’ τα επιτροπικά του καθήκοντα. Ο επίτροπος, παρά την αγανάκτησή του, δέχτηκε στην αρχή με υπομονή την τιμωρία και στο διάστημα αυτό δεν πουλούσε κεριά στην εκκλησία κι ούτε καν πλησίαζε στο παγκάρι. Ύστερα, όμως, απ’ την παρέλευση των τριών μηνών ξαναγύρισε στα καθήκοντά του και, με την ίδια τακτική όπως και πρώτα, απαθής και ψύχραιμος, αντιμετώπισε με θάρρος και αδιαλλαξία τις αυθαιρεσίες του δεσπότη και του ηγούμενου. Ο ιεράρχης, ερεθισμένος απ’ την αγέροχη ακαμψία του γεροεπίτροπου, υποκινούμενος κι απ’ τις ασταμάτητες διαβολές του ηγούμενου και, βλέποντας καθαρά ότι σύντομα ο γέρος με την τακτική του θα ανοίξει τα μάτια των αφελών κατοίκων, επέβαλε και νέα τιμωρία στον ‘’ξεροκέφαλο’’ επίτροπο. Έπρεπε κάτι να γίνει σύντομα, γιατί η αφύπνιση του μακαρίως κοιμώμενου ποιμνίου θα έθιγε καίρια τα οικονομικά συμφέροντα των ‘’πρωτοχριστιανών’’ καταφερτζήδων, που πλούσια προέρχονταν απ’ το μοναστήρι κι ανεξέλεγκτα γέμιζαν με γρόσια τους κορβανάδες τους. Του απαγόρεψε, λοιπόν, για ένα χρόνο την είσοδό του στην εκκλησία. Κάτι δηλαδή σα μικρό αφορισμό. Και πάλι, όμως, δεν πολυσκοτίστηκε ο γερο-Μαθιός. Θαρρετά και ψύχραιμα απάντησε στο δεσπότη την ώρα που του επέβαλε την ποινή μέσα στην εκκλησία. - Αλωνίζετε όπως σας βολεύει, γιατί κοιμούνται λιθαργικά τα ποίμνια. Αν θέλει, όμως, ο λαός, που, παρ’ ότι ναρκωμένος νιώθει και αισθάνεται τις ανομίες σας, σας βάζει μέσα σε μια ώρα στο δρόμο της
129
αρετής και σας μαθαίνει αμέσως τους κανόνες της χριστιανικής συμπεριφοράς και τις αρχές της ιερατικής διαγωγής. Αφού τους είπε κι άλλα πολλά, έτσι καθαρά κι έξω απ’ τα δόντια και του δεσπότη και του ηγούμενου, έφυγε από κείνη την εκκλησία του χωριού, που τόσο αγαπούσε και τόσο είχε δουλέψει γι’ αυτή και πήγε σ’ άλλη εκκλησία του Χριστού, κάποιου άλλου δηλαδή χριστιανικού δόγματος. Σ’ ένα απ’ αυτά τα πολλά που οι ίδιοι οι ιεράρχες δημιούργησαν, με τα βίτσια τους και τις παραξενιές του. Ο δεσπότης τον αποκάλεσε αιρετικό και αλλόθρησκο και, σε ένα κήρυγμά του στην εκκλησία, σύστησε σ’ όλους τους χριστιανούς να τον αποστρέφονται και να τον αποφεύγουν, για να μη μιανθούν κι αυτοί απ’ το πνεύμα του σατανά, που κυριάρχησε έτσι ξαφνικά μέσα στο γερο-επίτροπο τη στιγμή που αντιμίλησε στους ιερωμένους. Έτσι ξεκαθάρισε με το γέροντα κι απαλλάχτηκε από έναν επικίνδυνο και ζημιογόνο ελεγκτή. Τα κακά επακόλουθα της ασυνειδησίας εκείνου του δεσπότη κληρονόμησαν κατ’ ανάγκη και οι απόγονοι του γέρου επίτροπου, οι οποίοι, σαν αφορισμένοι, φέρνουν μαζί τους από τότε και μεταβιβάζουν από γενιά σε γενιά το στίγμα της κακίας, της φιλοχρηματίας και της αντιχριστιανοσύνης εκείνου του ‘’χριστιανού ιεράρχη’’. Σήμερα, στο χωριό πιστεύουν πως η οικογένεια του γερο-Ροζάριου έχει φράγκικη ρίζα. Άλλοι τους λένε Εβραίους, άλλοι Καθολικούς και άλλοι Κόπτες ή Προτεστάντες και άλλοι όπως τους κατεβεί. Μάλιστα, οι πιο άμυαλοι, τους αποκαλούν άθρησκους, άθεους και καταραμένους. Ύστερα απ’ αυτό, οι συγχωριανοί τους στη Μικρασία τους κόλλησαν, χρόνια τώρα και το παρατσούκλι ‘’Οι Ξαπόδηδες’’. Δηλαδή, οι ‘’έξω από δω’’. Και σα να μην έφτανε αυτό το στίγμα, που έμεινε μόνιμα στην παραγνωρισμένη και περιφρονημένη αυτή οικογένεια κι έγινε, με το πέρασμα των χρόνων, το επίσημο επίθετό της, οι χριστιανοί των κατοπινών χρόνων, σύμφωνα με την αθώα γενική συνήθειά τους να κολλάνε παρατσούκλια ο ένας τ’ αλλουνού, κόλλησαν και στους απόγονους των Ξαπόδηδων το παρατσούκλι τους. Η ρίζα του βρίσκεται πάλι σε κείνο το κακό προηγούμενο που υιοθέτησε ο δεσπότης της Μικρασίας. Τους φωνάζουν ‘’Αλλόδογμους’’. Βέβαια, οι περισσότεροι στο χωριό, σχεδόν όλοι, δεν γνωρίζουν τι ακριβώς εννοεί η λέξη κι ούτε υποψιάζονται ότι υπάρχει κάτι το κακό ή έστω και κάτι το παράξενο στην έννοιά της. Γι’ αυτό και το μεταχειρίζονται όλοι τους με την ίδια ελευθερία, όπως και κάθε άλλο παρατσούκλι ή επίθετο των άλλων συγχωριανών τους. Μ’ αυτό λοιπόν, το αθώο στην επιφάνεια αλλά πικρόχολο στο βάθος παρατσούκλι, είναι γνωστοί όλοι οι Ξαπόδηδες στο χωριό μας κι αυτό έχει καθιερωθεί σαν καθημερινό τους διακριτικό. Και η ίδια, όμως, η οικογένεια των ‘’Αλλόδογμων’’, εκτός απ’ την κρυφή πίκρα που νιώθει βαθιά στην καρδιά της, δε δείχνει να δίνει καμιά ιδιαίτερη σημασία στο παρατσούκλι της, ούτε και στο επίσημο επίθετό της. Επιπλέον, κανείς τους δεν κρατάει καμιά κακία στους συγχωριανούς του, για την άγνοιά τους αυτή. Ίσως, γιατί η
130
μεγαλοψυχία των ‘’Αλλόδογμων’’ βρίσκει ανάξιο κάθε προσοχής ένα χαρακτηρισμό που τους κόλλησε ένας ανάξιος και αντίχριστος άνθρωπος. Ίσως, γιατί νιώθουν όλοι τους οίκτο για κείνον που ασυνείδητα παρέδωσε ένα ανεξίτηλο όνειδος στα χείλη αγαθών ανθρώπων, για να το διαιωνίζουν με την άγνοια και την αφέλειά τους και να το μεταφέρουν από γενιά σε γενιά, θυμίζοντας έτσι, όχι το ανύπαρκτο αμάρτημα κάποιου καλού και ηθικού ανθρώπου, αλλά την ψυχική κατάπτωση και την κακία ενός απάνθρωπου δεσπότη. Ίσως πάλι, αδιαφορούν οι Ξαπόδηδες, γιατί, με το πέρασμα των χρόνων, έχουν συνηθίσει και οι ίδιοι στο επίπετό τους αυτό τόσο πολύ, που, χωρίς να τους κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, το δέχονται σαν κάτι το φυσικό και το συνηθισμένο, όπως ακριβώς δέχονται και οι υπόλοιποι συγχωριανοί τους τα δικά τους επίθετα και παρατσούκλια. Ή πάλι, γιατί βλέπουν και γνωρίζουν, ότι κανένας δεν καταλαβαίνει στο χωριό το βαθύτερο νόημα του επιθέτου τους εκτός απ’ τον παπά, το δάσκαλο και μερικούς ακόμη ‘’γραμματισμένους’’. Μάλιστα, ο δάσκαλος, ένα ξερακιανό και σχολαστικό γεροντοπαλίκαρο, με αραιά, μαδημένα μαλλιά και στριφνή νοοτροπία, αναλύοντας κάποτε στο καφενείο ‘’ετυμολογικά’’ το επίθετο και για να αποφύγει, δήθεν, την περί αφορισμού ιστορία, απέδιδε τη σημασία της λέξης σε πιθανό ενδεχόμενο ύπαρξης κάποιου παλιού προγόνου στην οικογένεια με έξι πόδια. Κι αυτό, όμως, το έκανε με τόση ειρωνία και πίκρα, που ήταν καλύτερα να έλεγε κατευθείαν εκείνο που πίστευε και που ήθελε, τάχα, να αποκρύψει. Άσχετα με το τι παραδέχονταν ξεχωριστά ο καθένας απ’ τους ‘’εγγράμματους’’ του χωριού, κανένας δεν έφερνε αντίρρηση στις απόψεις του δασκάλου. Ιδιαίτερα συμφωνούσε απόλυτα ο παπάς με τη χαρακτηριστική σιωπή που κρατούσε, όταν ο δάσκαλος έθιγε πονηρά και χαιρέκακα αυτό το θέμα. Αυτός δεν έλεγε ποτέ τίποτα ανοιχτά γύρω απ’ το ζήτημα αυτό. Το ίδιο προσπαθούσαν και οι άλλοι ‘’εγγράμματοι’’. Αυτοί ήταν εκείνοι που πάντοτε προσπαθούσαν να βρουν την ευκαιρία, για να προφέρουν το επίθετο των Ξαπόδηδων με χαρακτηριστική υστεροβουλία και με δυνατή δόση ειρωνείας. Η μικρότητα, όμως, αυτή και η κακία των άμυαλων και τιποτένιων εκείνων όντων, άλλοτε μεν πλήγωνε βαθιά τους δύστυχους Ξαπόδηδες κι άλλοτε τους έκανε να νιώθουν οίκτο και συμπόνια για τις μικρές και ανόητες εκείνες υπάρξεις. Οι πολλοί στο χωριό, οι δουλευτές της γης και της θάλασσας, έτσι το βρήκαν το επίθετο της οικογένειας αυτής, έτσι το μεταχειρίζονται, χωρίς καμιά υστεροβουλία κι έτσι θα το αφήσουν, χωρίς καμιά προσθαφαίρεση ή μεταβολή. Σήμερα λοιπόν, ο γερο-Ροζάριος είναι γραμμένος στα χαρτιά σα Ροζάριος Ξαπόδης, στους συγχωριανούς του, όμως, είναι γνωστός κι ακούει σα ‘’Ρόζος τ’ Αλλοδόγμη’’. Παρ’ όλα αυτά τα τερτίπια των ανθρώπων, όλη η οικογένεια του γερο-Ροζάριου είναι καλοί άνθρωποι, τίμιοι, φιλήσυχοι και πολύ εργατικοί. Στο χωριό τους έχουν σαν παράδειγμα εργατικότητας. Μάλιστα, αν κανένας χωριανός ήθελε να δείξει στους άλλους πόσο σκληρά δούλεψε, έλεγε περήφανα, ότι σήμερα δούλεψε σαν το ‘’Μέρκο τ’ Αλλοδόγμη’’.
131
Εννοώντας το μεγαλύτερο γιο της οικογένειας, το Μερκούρη. Ένα πραγματικό λεοντάρι στο σώμα κι ένα σωστό αρνί στην ψυχή και στο ήθος. Η οικογένεια των Ξαπόδηδων ή τ’ Αλλοδόγμη είχε τρία αγόρια κι ένα κορίτσι, που ήταν το πιο μεγάλο απ’ όλα τα αδέρφια. Την Εύα. Η Εύα, εδώ και μερικά χρόνια, λίγο πριν την κατοχή, παντρεύτηκε μ’ ένα ναυτικό ξένου καραβιού, που πέρασε τυχαία απ’ το νησί. Ήταν γιος ενός παλιού γείτονα των Ξαπόδηδων στη Μικρασία κι είχε σωθεί κι αυτός ως εκ θαύματος με τη γιαγιά του απ’ την καταστροφή. Σε δυο-τρεις βδομάδες, το ζευγάρι εγκατέλειψε το νησί κι έφυγε για άλλα μέρη. Τώρα κι ύστερα από απουσία μερικών χρόνων, η Εύα έρχεται κάπου-κάπου και επισκέφτεται τους δικούς της. Όπως φαίνεται, ο άντρας της είναι καλός και πρόκοψε στη ζωή του. Τα άλλα δυο παιδιά τους, ο Μέρκος και ο Μάριος δούλευαν στα χωράφια ή όπου αλλού έβρισκαν δουλειά, χωρίς παράπονο και χωρίς κανένα γογγυσμό και σχεδόν έλλειπαν πάντοτε απ’ το χωριό. Στα χρόνια της κατοχής, πλησίαζαν κάθε τόσο με το καΐκι τους κρυφά τις τουρκικές ακτές και με χίλιους κινδύνους φυγάδευαν Εγγλέζους και δικούς μας για τη Μέση Ανατολή κι έφερναν πίσω πολεμοφόδια γι’ αυτούς που πολεμούσαν στα βουνά τους Γερμανούς. Μια νύχτα, όμως, την παραμονή των Βαΐων, το σπίτι των Ξαπόδηδων ντύθηκε στα μαύρα. Οι Γερμανοί μπλοκάρανε το καΐκι μεσοπέλαγα ανοιχτά της Ικαρίας και του έκαναν σινιάλο από μακριά να σταματήσει. Οι δικοί μας, επειδή ήταν φορτωμένοι πυρομαχικά και όπλα, δε σταμάτησαν αλλά προσπάθησαν να ξεφύγουν το μπλόκο. Τα γερμανικά περιπολικά, που όλα ήταν ταχύτατα και πολύ γρηγορότερα απ’ το καΐκι τους, τους κύκλωσαν αμέσως και άνοιξαν ομαδικό πυρ. Μια βολή τους πέτυχε στο αμπάρι με τις εκρηκτικές ύλες και το φτωχό ψαροκάικο έγινε συντρίμμια. Από τα οχτώ άτομα που βρίσκονταν μέσα στο ξύλινο σκάφος, μόνο ένας Χιώτης γλύτωσε ως εκ θαύματος. Γαντζωμένος σε μια σανίδα, κομμάτι του μπροστινού καταστρώματος του καϊκιού, βγήκε μισοπεθαμένος το άλλο βράδυ σε μια ερημική ακτή της Ικαρίας. Ανάμεσα στους εφτά πατριώτες που τινάχτηκαν στον αέρα ήταν κι ο Μέρκος. Το γενναίο εκείνο παλικάρι θυσιάστηκε για να ελευθερώσει και να αναστήσει μια πατρίδα, που δεν το ήθελε στους κόλπους της. Μια πατρίδα που ήθελε κι αυτόν και όλους τους δικούς του σημαδεμένους αιώνια στη ζωή και στο θάνατο. - Η πατρίδα δεν είναι κακιά, διέκοψε ο Γιώργος κι αγαπάει εξίσου όλα τα παιδιά της. Κακοί είναι εκείνοι που την καπηλεύονται, τη μονοπωλούν και ζουν σε βάρος της. Ο Στρατής, συνεπαρμένος απ’ τη θυσία του Μέρκου, δεν καλοπρόσεξε τα λεγόμενα του Γιώργου αλλά συνέχισε. - Σαν μαθεύτηκε το φοβερό νέο, το σπίτι των Ξεπόδηδων βυθίστηκε στο πένθος. Ολόκληρη τη μεγάλη βδομάδα και τις μέρες του Πάσχα, στη μέση της καλής κάραρας, μέσα σ’ ένα δίσκο, που, αντί για κόλλυβα, είχε άμμο της θάλασσας –πού να βρεθεί σιτάρι στα χρόνια εκείνα της πείνας!!- έκαιγε μέρα-νύχτα ένα κερί. Και όλη η οικογένεια, με συντριμμένη την καρδιά και στερεμένα τα μάτια, καθισμένη γύρω-
132
γύρω στο στρογγυλό τραπεζάκι, συντρόφευε με αναφιλητά το τρεμόσβημα του φτωχού κεριού και αναπολούσε με οδύνη το φευγάτο για πάντα απ’ τη ζωή παλικάρι της. Θρηνούσε με τον τρόπο της το χαμό του. Δεν μπήκε ο παπάς φανερά κι επίσημα στο σπίτι των Αλλόδογμων για να διαβάσει μια ευχή για την ψυχή του παλικαριού που χάθηκε για την ορθόδοξη πατρίδα. Δεν μπήκε σαν ιερωμένος, να πει μια παρήγορη κουβέντα στους χαροκαμένους γονιούς. Νύχτα και κρυφά τους επισκέφτηκε σαν απλός άνθρωπος, με χίλιες προφυλάξεις, για να τους συλλυπηθεί. Μόνο οι απλοϊκοί χωριανοί μπαινόβγαιναν και θρηνούσαν με πραγματικό πόνο, όπως και οι συγγενείς, το θάνατο του Μέρκου κι άναβαν κι εκείνοι κεριά στο δίσκο με την άμμο για την ψυχή του ήρωα πατριώτη. - Μόνο οι μικροί καταλαβαίνουν τις μεγάλες θυσίες, γιατί οι μεγάλες και αγνές καρδιές ανήκουν στους μικρούς και άσημους ανθρώπους, είπε ο Αργύρης. - Τις μέρες εκείνες, ο Μάριος Ξαπόδης ξεφόρτωνε με άλλο καΐκι πυρομαχικά και εκρηκτικές ύλες στα παράλια του Λιτοχώρου για τους αντάρτες του Ολύμπου. Εκεί έμαθε το κακό. Με σφιγμένη καρδιά θρήνησε το χαμό του αδερφού του κι έμεινε στον Όλυμπο αντάρτης. Άρπαξε και κείνος το όπλο στο χέρι και βγήκε στο βουνό, νομίζοντας πως έτσι θα εκδικηθεί καλύτερα το θάνατο του αδερφού του και θα προσφέρει περισσότερα στη σκλαβωμένη πατρίδα μας. Πολέμησε σκληρά τους κατακτητές και τραυματίστηκε δυο φορές. Τη δεύτερη σοβαρά, έμεινε ανάπηρος. Ακόμη παιδεύεται με τα νοσοκομεία. Το μικρό τους παιδί, ο Βίκτωρας Ξαπόδης ή ο Βίκτας τ’ Αλλοδόγμη, όπως τον ξέρουμε εμείς καλύτερα στο τόπο μας, έμεινε στο χωριό με τους γονείς του και σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής δούλεψε πολύ στις μυστικές οργανώσεις για τη σωτηρία των ξεκομμένων Άγγλων, που περιφέρονταν έρμαια εδώ κι εκεί ύστερα απ’ την πανωλεθρία που έπαθαν απ’ τους Γερμανούς. Πάσχισε όσο μπορούσε για την οργάνωση των κατοίκων και τον ξεσηκωμό του νησιού για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Στο θρυλικό εκείνο αγώνα κατά των κατακτητών γνωριστήκαμε καλύτερα με το Βίκτα και γίναμε καλοί φίλοι. Είναι ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερός μου. Πέρισυ τον κάλεσαν στρατιώτη και, όπως διαδόθηκε στο χωριό, τον έκλεισαν στα σύρματα. Στο στρατόπεδο της Βέροιας. Κανένας δεν έμαθε ξεκάθαρα γιατί. Μερικοί λένε ότι τον απομόνωσαν, επειδή τον είχαν για αλλόθρησκο. Μάλιστα, ο παπα-Παντελής είπε ότι το στράτευμα πρέπει να διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού και να παραμένει άθικτο από ‘’αλλότρια δόγματα’’. Στο ΚΕΝ Αλεξανδρούπολης, όμως, γνώρισα δυο Εβραίους στρατιώτες και αρκετούς Μωαμεθανούς. Άλλοι πάλι είπαν στο χωριό, ότι λογόφερε άσχημα με το λοχαγό του, γι’ αυτό και φυλακίστηκε. Ο δάσκαλος, όμως, είπε ένα βράδυ στο καφενείο, ότι φοβάται μήπως ο Βίκτας ‘’κατεχράσθη στρατιωτικήν περιουσίαν’’. Γελοία κατηγορία για όσους γνωρίζουν το Βίκτα και την οικογένεια των Ξαπόδηδων. Άλλοι πάλι, την αιτία τη βρίσκουν στο ότι είναι αστεφάνωτος με τη
133
γυναίκα του. Κι αυτή η καημένη δεν ξέρει τι να υποθέσει και κλαίει και στενοχωριέται στο σπίτι. Τα γράμματα του Βίκτα δε λένε τίποτα. Έρχονται λογοκριμένα και ψαλιδισμένα. Το μόνο που γράφει στη γυναίκα του είναι, ότι είναι καλά και να μη στενοχωριέται. Δίνει κουράγιο και στους χαροκαμένους γονιούς του. ‘’Μη στενοχωριέστε’’, τους γράφει ‘’και θα γυρίσω γρήγορα κοντά σας’’. ‘’Μόλις απολυθεί η κλάση μου θα είμαι κοντά σας’’. Τίποτα περισσότερο. Μερικοί υποθέτουν πως ο Βίκτας φυλακίστηκε, γιατί, όλη του η οικογένεια ήταν ανακατεμένη στα αντάρτικα και στις κρυφές οργανώσεις τον καιρό της κατοχής και πολέμησε ασταμάτητα κι όσο μπορούσε τους Γερμανούς . . . Εδώ ο Στρατής κοντοστάθηκε λίγο, σα να μην ήξερε κι ο ίδιος, τι να υποθέσει και τι να παραδεχτεί απ’ όλα αυτά. Οι άλλοι αλληλοκοιτάχτηκαν έντονα στα μάτια χωρίς να πουν ούτε μια λέξη. Ο Στρατής συνέχισε. - Αν είναι δυνατόν η πατρίδα να κλείνει στα σύρματα και να φυλακίζει τα παιδιά της, που πολέμησαν για να την λευτερώσουν! Δεν μπορεί . . . Ο Μέρκος σκοτώθηκε για την πατρίδα . . . Ο Μάριος έμεινε ανάπηρος γι’ αυτή . . . Δεν μπορεί . . . δεν μπορεί, επανέλαβε μονολογώντας. Ένα τέτοιο πράγμα θα είναι ακατανόητο . . . θα είναι ίσως το άκρον άωτον της αχαριστίας . . . Θα πρέπει τότε να κλειστούν όλοι οι Έλληνες στα σύρματα . . . η τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία μας . . . Και πάλι σώπασε και κοίταξε τους συναδέλφους του με φανερή αμηχανία. Στο βλέμμα του απλώθηκε κάποια ικεσία. Ζητούσε σιωπηλά απ’ αυτούς, να δώσουν μια κάποια απάντηση στο ερώτημά του. Να ξαλαφρώσουν το μυαλό του και να το ανακουφίσουν απ’ τις αμφίβολες ιδέες και τις άσπλαχνες υποψίες που το τυραννούσαν ανελέητα. Στα μάτια του φαίνοντα τώρα καθαρά, πόσο τον βασάνιζαν οι σκέψεις του αυτές, οι γεμάτες ενδοιασμούς και αμφιβολίες. Οι συνάδελφοί του, όμως και πάλι δεν απάντησαν. Ξανακοιτάχτηκαν βιαστικά κι έμειναν σιωπηλοί. Μια γρήγορη σύσπαση στα πρόσωπά τους έδειξε καθαρά, πως όλοι τους έσφιγγαν δυνατά τα δόντια τους, για να συγκρατήσουν την ίδια απάντηση που κλωθογύριζε ξεκάθαρη στο μυαλό του καθενός αλλά την κρατούσαν καλά κλεισμένη μέσα τους. Μόνο ο Γιώργος πρόφερε αργά και άτονα ένα αόριστο και ταυτόχρονα ειρωνικό και πονεμένο. ‘’Αν είναι δυνατόν . . . η πατρίδα . . . !’’ Ο Στρατής συνέχισε. - Την εποχή εκείνη, τη γεμάτη κινδύνους, ζωντάνια και λεβεντιά, τότε που ο καθένας από μας έπιανε καλύτερα και πιο ξεκάθαρα το νόημα της ζωής, της λευτεριάς και της πατρίδας, ο Βίκτας γνωρίστηκε με μια κοπέλα συγχωριανή μας. Ζωντανή και ξύπνια. Τη Φανή. Ζήτησαν κι οι δυο τους να παντρευτούν. Πώς να το κάνουμε; Η ζωή κυλάει και προχωρεί αδιάκοπα. Η νύφη, όμως, ήταν ‘’χριστιανή ορξόδοξος’’ και ο γαμπρός ‘’Ξαπόδης’’. ‘’Αλλόδογμος’’. Γι’ αυτό κι ο παπα-Παντελής ‘’και μεθ’ όλον αυτού το δίκαιον’’, όπως έλεγε στο καφενείο κι ο δάσκαλος, έφερε αντίρρηση στην ένωση αυτή των αλλοθρήσκων. ‘’Είναι αδύνατον’’, έλεγε, ‘’να έλθει εις γάμου κοινωνίαν μία χριστιανή με έναν
134
αλλόδογμον. Ο δεσπότης δεν συγκατατίθεται. Δε θα δώσει ποτέ άδεια’’. Όπως και δεν έδωσε. Έτσι, ο Βίκτας με τη Φανή ζούνε μεν μαζί, μάλιστα έκαναν κι ένα αγοράκι, το μικρό Ροζάκι, όπως το λένε, μένουν όμως αστεφάνωτοι. Η Φανή ήταν πεντάρφανη. Το φθινόπωρο του 41, ο πατέρας της, η μάνα της κι ο αδερφός της ο Γιαννάκης ταξίδευαν για τη Θεσσαλονίκη με το δικάταρτο καΐκι τη ‘’Γοργόνα’’ του Βλάση απ’ τη Μύρνα. Ανοιχτά απ’ το Δρέπανο, το μεσαίο ακροτήρι της Χαλκιδικής, η ‘’Γοργόνα’’ χτύπησε σε γερμανική νάρκη κι έγινε κομμάτια. Όλη η οικογένεια χάθηκε. Η Φανούλα έμεινε ολομόναχη. Ήταν τότε δεκαεφτά χρόνων. Δυο χρόνια αργότερα, μέσα στη βράση του αγώνα για τη λευτεριά, στον οποίο πήρε ζωντανό μέρος και η ίδια, γνώρισε το Βίκτα. Την αγάπησε και κείνος αληθινά και, σαν τίμιο παιδί που ήταν, την πήρε γυναίκα του. Ο παπα-Παντελής, όμως, δεν θέλησε να τους στεφανώσει κι έτσι ζουν σήμερα αστεφάνωτοι. Στην αρχή ο κόσμος τους λοξοκοίταζε. Τώρα, οι περισσότεροι λοξοκοιτάζουν τον παπά. Όλοι στο χωριό τους συνήθισαν και τους θεωρούν πλέον σαν κανονικό αντρόγυνο. Και είναι κανονικό. Μάλιστα, κανονικότερο από πάρα πολλά ‘’κανονικά’’. Βλέπεις, παρ’ ότι ο παπάς δεν τους ευλόγησε, αυτοί, με την αγάπη τους, τη φρονιμάδα και την καλοσύνη τους, επιβλήθηκαν στις συνειδήσεις των συγχωριανών τους και αγαπήθηκαν απ’ αυτούς. Η μόνη που δεν τους αγάπησε ακόμη είναι η Εκκλησία, η οποία αρνείται να βαφτίσει και το παιδί τους. Ο γραμματέας της Κοινότητας δεν μπορεί να το περάσει στα μητρώα, όπως τα άλλα νεογέννητα, γιατί είναι αβάφτιστο. Συνιστά, όμως, στους γονείς, να τακτοποιήσουν αυτή την εκκρεμότητα όσο γίνεται πιο γρήγορα, γιατί το μωρό είναι αγόρι κι όταν θά ‘ρθει η ηλικία του για να πάει στρατιώτης, θα προκύψουν ζητήματα που θα μπλέξουν τότε και το παιδί και τους γονείς χειρότερα. - Η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει το παιδί αλλά η πατρίδα το θέλει για στρατιώτη, είπε ο Θανάσης χαρακτηριστικά. Το κράτος να επέμβει στην εκκλησία δεν μπορεί αλλά έχει το κουράγιο να ζητήσει ευθύνες αργότερα απ’ τους γονείς και να μπλέξει σε μπελάδες κι αυτούς και το παιδάκι, που δε φταίνε σε τίποτα για όλα! Φαύλος κύκλος, δηλαδή . . . - Και υπεύθυνα στην ουσία για όλα αυτά είναι τα μεταξωτά ράσα, πρόσθεσε ο Κώστας. Γιατί, αυτοί υποτίθεται πως ξέρουν τα πάντα, έτσι ισχυρίζονται τουλάχιστο κι αυτοί λύνουν και δένουν στην κοινωνία μας. Κι όμως, αποδείχτηκε χιλιάδες φορές το αντίθετο. Κοντοστάθηκε λίγο και ρώτησε με δυνατότερη φωνή. - Κι ο δεσπότης σας τι λέει; - Αυτός λέει πως, για να βαπτιστεί ένα παιδί στην εκκλησία, πρέπει οι γονείς του να είναι επίσημα και νόμιμα στεφανωμένοι απ’ την εκκλησία. - Μωρέ, καλά κάνουν άλλα κράτη και αναγνωρίζουν τον πολιτικό γάμο, είπε με ικανοποίηση ο Θανάσης. Έτσι, κάνει τη δουλειά της όπως θέλει η πολιτεία και βάζει και τον κάθε καταργάρη στον πάγκο του. - Καλά, δε βρέθηκε τότε ένας άνθρωπος με μυαλό στον τόπο σας, διέκοψε ο Αργύρης, να πάει στο δεσπότη και να του εξηγήσει καλύτερα
135
τα πράγματα, ώστε να δώσει άδεια και να βάλει τον παπά να στεφανώσει το αντρόγυνο; - Γιατί, άραγε, ενώ οι άνθρωποι θέλουν τις ευλογίες της εκκλησίας, ο κλήρος τους περιφρονεί και τους διώχνει; Ρώτησε αργά-αργά ο Γιώργος. - Έγιναν, πραγματικά, πολλές προσπάθειες, για να πειστεί η Εκκλησία να δώσει άδεια αλλά, δυστυχώς, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, είπε ο Στρατής. Πρώτα, γιατί διαπιστώθηκε, όπως είπαν, από έρευνες που έγιναν, πως ο αφορισμός του προπάππου του Βίκτα έμεινε άλυτος απ’ την Εκκλησία. - Κολοκύθια, είπε ο Θανάσης. - Και δεύτερο, συνέχισε ο Στρατής, όπως τόνισε κι ο παπάς, ‘’οι ιεροί κανόνες’’ απαγορεύουν ρητώς το γάμο ‘’ορθοδόξου χριστιανής’’ με οπαδόν ‘’άλλου δόγματος’’. ‘’Αυτό τηρήθηκε με σχολαστικότητα δια μέσου των αιώνων και τηρείται μετά μεγάλης αυστηρότητος και σήμερον’’. Έτσι ισχυρίστηκε ο δεσπότης και επέμενε πως του είναι αδύνατο να κάνει το παραμικρό και να παραβιάσει μια βασική και απαραβίαστη, όπως τόνισε, αρχή της Ορθοδοξίας και μια εκκλησιαστική παράδοση αιώνων. - Βασική και απαραβίαστη αρχή της Ορθοδοξίας και παράδοση αιώνων; φώναξε αγανακτισμένος ο Αργύρης. Ε, πληροφορώ, λοιπόν, το δεσπότη σας, συνέχισε με οργή, ότι η ‘’βασική αυτή αρχή της Ορθοδοξίας’’ δεν είναι καθόλου απαραβίαστη. Παραβιάστηκε πολλές φορές κατά το παρελθόν και μάλιστα από ορθόδοξους αυτοκράτορες και από άλλα υψηλότατα ιστάμενα πρόσωπα στη θρησκεία και στο κράτος, τα οποία θεωρούνταν σαν οι κεφαλές και τα στηρίγματα της πίστης μας. Και αναφέρω μερικές περιπτώσεις, για να κατατοπιστεί ο δέσποτας. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κατακουζινός το 1346 έδωσε τη δεύτερη κόρη του Θεοδώρα γυναίκα στον Τούρκο εμίρη της Βιθυνίας Ορχάν, ο οποίος τον βοήθησε στρατιωτικά στον εμφύλιο πόλεμο κατά της αυτοκράτειρας Άννας, του γιου της Κωνσταντίνου του Ε’ και του μεγάλου δούκα Απόκαυκου, χωρίς να διαμαρτυρηθεί καθόλου η Εκκλησία. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Β’ έδωσε την οκτάχρονη κόρη του Σιμωνίδα στο Στέφανο Μιλουτίν της Σερβίας. Η άλλη κόρη του παντρεύτηκε το 1297 το χάνο της Χρυσής Ορδής Τακτού. Οι κόρες τους Μιχαήλ του 8ου παντρεύτηκαν Μογγόλους χάνους. Ο Ιωάννης Βατάσης έδωσε την κόρη του στον εμίρη Καρασί. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος έδωσε δυο κόρες του γυναίκες στους γειτονικούς εμίρηδες. Η Ευδοκία, η θυγατέρα του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιου του Γ’ παντρεύτηκε τον αμηρά Τατζ-εδδίν Τσιαλαπή. Η μία αδερφή του ίδιου αυτοκράτορα, η Μαρία, παντρεύτηκε τον ηγεμόνα των Τουρκομάνων Χοπτλουπέκην και η άλλη, η Θεοδώρα, τον εμίρη της Χαλδείας. Επίσης, η μια κόρη του, η Θεοδώρα, παντρεύτηκε πρώτα τον εμίρη Ταξατίν και μετά τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη τον Ε’.
136
- Αλλά, μήπως κι όταν ένας πατριάρχης έφερνε αντίρρηση στους μεγάλους και δυνατούς, κατάφερνε τίποτα; Απολύτως τίποτα, είπε κοφτά ο Κώστας. Συνήθως, οι άλλοι ιεράρχες που εποφθαλμιούσαν τη θέση του και καραδοκούσαν να γίνουν πρωτόθρονοι, για να τον ταπεινώσουν και να τον υπερκελίσουν, τον αντέκρουαν και τον ξεφτίλιζαν. Όταν, για παράδειγμα, ο πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός, θέλοντας να εφαρμόσει αυτούς τους κανόνες της Εκκλησίας, αρνήθηκε να ευλογήσει τον τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα Λέοντα του Στ’ με τη Ζωή και να στέψει τη νέα σύζυγό του ατοκράτειρα, ταπεινώθηκε με το χειρότερο τρόπο. Γιατί, οι άλλοι πατριάρχες πήραν το μέρος του αυτοκράτορα και, χωρίς αντιρρήσεις, του έδωσαν την άδεια να παντρευτεί και τέταρτη σύζυγο. Το γάμο αυτό ενέκρινε και ο πάπας της Ρώμης. Έτσι, τη γαμήλιο στέψη έκανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας και ο ίδιος επίσης φόρεσε στη Ζωή την αυτοκρατορική κορόνα και την έστεψε αυτοκράτειρα. Τι ωφελούσε αν ο πατριάρχης μετά αποκαλούσε σκοπτικά το Λέοντα γαμπρόν και επίσκοπον μαζί; Απολύτως τίποτα. Έκανε μόνο κακό του κεφαλιού του. - Δηλαδή, ο Λέοντας έκανε πολιτικό γάμο την εποχή που η Εκκλησία ήταν πανίσχυρη! είπε ο Θανάσης, με κάποια δόση ειρωνείας και απορίας μαζί. - Γιατί όχι; απάντησε ο Αργύρης και ξαναπήρε το λόγο. Μήπως στη νεότερη ιστορία μας δεν έχουμε χτυπητές παραβάσεις των πολυθρύλητων αυτών κανόνων; Κατά την εποχή του Όθωνα, όταν η κυρία Άρμασμπεργκ, γυναίκα του ισχυρότερου μέλους στην τριανδρία της βαβαρικής βασιλικής επιτροπείας, προσπαθούσε να παντρέψει τις δυο κόρες της με δυο αδερφούς, τους πρίγκιπες Κατακουζηνούς και ζήτησε την άδεια απ’ την Εκκλησία, ο τότε προκαθήμενός της και πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, Κύριλλος, δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα της ετεροθρησκείας, γιατί, όπως είπε, δεν υπήρχε τότε καμία σχετική νομοθεσία της πολιτείας ή της Εκκλησίας για να τον απασχολεί. - Φαίνεται, πως ο ιεράρχης Κύριλλος δεν είχε ακούσε τίποτα για την ύπαρξη των προαιώνιων και από τότε ‘’απαραβίαστων κανόνων’’, τους οποίους επικαλέστηκε ο δικός σας ιεράρχης, είπε ο Θανάσης απευθυνόμενος στο Στρατή. - Αυτοί ακούν εύκολα ψίθυρους, αλλά δεν μπορούν να ακούσουν ομοβροντίες, είπε χαρακτηριστικά ο Αργύρης και συνέχισε. Εκείνο που απασχόλησε κυριολεκτικά τον Κίρυλλο ήταν το θέμα του τυπικού μέρους της αιμομιξίας, γιατί δυο αδερφές παντρεύονταν δυο αδερφούς. Επειδή, όμως, δεν επρόκειτο για κάποιον Ξαπόδη απ’ τη Λήμνο αλλά για τις κόρες του πανίσχυρου Άρμασμπεργκ, ο οποίος έλυνε και έδενε τότε στο δύστυχο αυτό τόπο κι είχε φέουδό του την Ελλάδα, καθώς επίσης και για δυο ονομαστούς πρίγκιπες μεγάλης και ξακουστής γενιάς, ο σοφός ιεράρχης μας σοφίστηκε το εξής τέχνασμα. Σύστησε στην κυρία Άρμασμπεργκ να στεφανώσει τις δυο κόρες της ταυτόχρονα αλλά σε δυο διαφορετικές αίθουσες του μεγάρου της. Έτσι, δε θα υπήρχε χρονική διαφορά σε κανένα απ’ τους δυο γάμους και επομένως δε θα είχε δημιουργηθεί σε κανένα απ’ τα δυο αντρόγυνα
137
προηγούμενο συγγένειας εξ αγχιστείας, το οποίο θα εμπόδιζε το γάμο του άλλου ζευγαριού. Έτσι κι έγινε. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, η ευφυία του ιεράρχη Κύριλλου μπέρδεψε το Θεό, ξέφυγε της προσοχής του και τον ξεγέλασε. - Αλλά και άλλος αρχιερέας, είπε ο Κώστας, ο επίσκοπος Αττικής, έδωσε, λίγα χρόνια αργότερα, άδεια γάμου στον Α. Ραγκαβή, να παντρευτεί την ετερόθρησκη αδερφή του γαμπρού του (γαμπρό στην αδερφή του), λέγοντάς του ότι, ‘’επειδή η Εκκλησία μας δεν αναγνωρίζει το γάμο που τέλεσε η αδερφή σου σε προτεσταντική εκκλησία, δεν υπάρχει καμία αγχιστεία και επομένως χωρίς κανένα κώλυμα μπορείς να κάνεις το γάμο σου’’. - Η Εκκλησία δεν αναγνώριζε το γάμο της αδερφής του Ραγκαβή, συνέχισε ο δάσκαλος, γιατί εκείνη είχε πάρει προτεστάντη, δηλαδή αλλόθρησκο άντρα και επομένως η αδερφή του ήταν, κατά τον επίσκοπο Αττικής, ανύπαντρη. Θα αναγνώριζε, όμως, το γάμο του Ραγκαβή με την αλλόθρησκη νύφη, την αδερφή του προτεστάντη γαμπρού του, αφού, χωρίς κανένα ενδοιασμό, έδωσε την άδεια ο ιεράρχης! - Μη χειρότερα, είπε ο Γιώργος. - Ο Ραγκαβής, όμως, δεν ήταν ένας απλός και άσημος χωρικός, τόνισε ο Αργύρης. Δεν ήταν ‘’ο Βίκτας τ’ Αλλοδόγμη’’. Ήταν καθηγητής Πανεπιστημίου, πρεσβευτής, υπουργός! Ήταν όνομα μεγάλο! - Άσε πάλι το τι γινόταν και πόσο καταστρατηγούνταν ‘’οι ιεροί κανόνες’’, όταν έμπαινε στη μέση το χρήμα, είπε υποτιμητικά ο Κώστας. - Χρηματίζονταν κιόλας; αναρωτήθηκε με απορία ο Στρατής. - Αν χρηματίζονταν! ξεφώνισε ο Θανάσης. Ακούστε μια ιστορία που μού ‘ρθε τώρα στο νου για τον πατριάρχη Αλέξιο της Κωνσταντινούπολης και θα πάρετε μια κάποια ιδέα. Η Ζωή, κόρη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Η’, παντρεύτηκε τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης Ρωμανό τον Αργυρό, αφού πρώτα τον χώρισε απ’ τη νόμιμη γυναίκα του. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, ο Ρωμανός αναγορεύτηκε αυτοκράτορας με το όνομα Ρωμανός ο τρίτος, ο Αργυρός. Η Ζωή όμως, παρ’ ότι μεσόκπη τότε, τα έμπλεξε γρήγορα με το Μιχαήλ τον Δ’, αδερφό του αρχιευνούχου του παλατιού Ιωάννη τον Ορφανοτρόφο. Η Ζωή, ο Μιχαήλ και ο Ιωάννης αποφάσισαν να απαλλαγούν απ’ το Ρωμανό, με τη βοήθεια κάποιου αργού δηλητηρίου. Λόγω ανυπομονησίας τους όμως, την 11 Απριλίου 1034, το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης αιφνιδίασαν το Ρωμανό και τον έπνιξαν στο λουτρό του. Την ώρα της ακολουθίας των Παθών ειδοποίησαν τον πατριάρχη Αλέξιο να σπεύσει στο παλάτι, γιατί τον χρειάζονταν, τάχα, ο αυτοκράτορας. Όταν έφτασε ο Αλέξιος, βρήκε το Ρωμανό νεκρό και τη Ζωή, τότε 54 χρόνων, καθισμένη στο θρόνο και δίπλα της το Μιχαήλ. Η Ζωή ζήτησε απ’ τον πατριάρχη να ευλογήσει το γάμο της με το Μιχαήλ. Ο Αλέξιος ξαφνιασμένος δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε, ο Ιωάννης και η Ζωή του έδωσαν προσωπικό πεσκέσι ‘’πενήντα λίτρας χρυσίου’’, όπως λέγει ο ιστορικός και άλλες πενήντα στους κληρικούς που τον συνόδευαν κι έτσι τον έπεισαν να τελέσει τους γάμους.
138
‘’Η σκηνή αυτή’’, γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, ‘’είναι βεβαίως απ’ αρχής μέχρι τέλους μία των οικτροτέρων της Μεσαιωνικής ημών Ιστορίας και μαρτυρεί μέχρι τίνος βαθμού είχε προχωρήσει η κακοήθεια των ανθρώπων και ο εμπαιγμός των ιερότατων θεσμών’’. - Συνέβησαν τέτοια πράγματα; ρώτησε απορημένος ο Γιώργος. - Τέτοια και χειρότερα, είπε με κάποια αγανάκτηση ο λοχίας κι όχι μονάχα στη δική μας θρησκεία. Και οι Καθολικοί δεν πάνε καθόλου πίσω. Ούτε οι Προτεστάντες, ούτε και οι άλλοι. Πού να τα αναφέρει, όμως, κανείς όλα! . . . Αν ήταν δυνατό, βέβαια, να τα ήξερε όλα αυτά τα απίστευτα κι ακατονόμαστα πράγματα ένας άνθρωπος! Κι αν τα ήξερε και μπορούσε να τα φωνάξει δυνατά ώστε να ακουστούν στα πέρατα του κόσμου, θα έφριττε η ανθρωπότητα. Τόσο πολύ είναι το αίσχος και τόσο ασύλληπτη η υποκρισία που τυλίγει από αιώνες την κοινωνία μας. - Γι’ αυτό δεν πάμε μπροστά κι όλο παραπαίουμε σα ναυάγια στην παραμικρή ανεμοζάλη, πρόσθεσε με πίκρα ο Κώστας. Θέλουμε να παραστήσουμε τα ποντοπόρα πλοία κι εμείς δεν έχουμε ούτε καρίνα. Μας αρέσουν τα μεγάλα λόγια αλλά αποφεύγουμε συστηματικά και την παραμικρή αλήθεια. Τα κρίνουμε όλα υποκειμενικά και όπως μας βολεύει εκείνη τη στιγμή. Ή μάλλον, αφήνουμε άλλους να κρίνουν τα πάντα, κατά πως συμφέρει σ’ αυτούς και μεις παραδεχόμαστε ασυζητητί ότι μας πουν εκείνοι και ασπαζόμαστε όποια εξήγηση μας σερβίρουν. Στενοχωριόμαστε, υποφέρουμε, πληρώνουμε αλλά δε θέλουμε να σκεφτούμε. Βουβοί και πειθήνιοι, χωρίς φωνή και κρίση. Χωρίς πρωτοβουλία και δύναμη. Μας φορτώνουν σε αυτοκίνητα κι εμείς ζητωκραυγάζουμε. Μας αμπαριάζουν στα πλοία και μεις δεν αντιδρούμε. Πολεμάμε για την πατρίδα και μας κλείνουν στα σύρματα. Αγωνιζόμαστε για τη λευτεριά και βγαίνουμε στο τέλος ένοχοι. Αναδεικνύουν για αρχηγούς μας τιποτένιους κι άχρηστους σαν το Λουλούδια κι εμείς τους δεχόμαστε, τους υπακούμε και τους ακολουθούμε, χωρίς αντιλογία και αντίρρηση. Νομίζω πως ήρθε πια καιρός, όλη αυτή τη δουλοπρεπή ταχτική μας να την ξαναπεράσουμε απ’ το μυαλό μας. Να την ξανασκεφτούμε και να την αναθεωρήσουμε. Όχι, όμως, πεισματικά και βεβιασμένα. Αλλά αμερόληπτα, ήρεμα και σωστά. Με γνώμονα πάντοτε το καλό της πατρίδας μας και το καλό όλων μας, να αλλάξουμε τακτική. Να γίνουμε και μεις πια σωστά ανθρώπινα όντα με κρίση και συνείδηση. Με θάρρος και θέληση. Με ιδανικά και πεποίθηση. Να αφαιρέσουμε το τιμόνι της πατρίδας μας απ’ τα χέρια του κάθε ‘’Λουλούδια’’. Να το πάρουμε εμείς, όλοι οι πολίτες, ο αγνός λαός, στα χέρια μας και να απαλλαγούμε απ’ τις διάφορες ύποπτες κλίκες, που μας κουμαντάρουν χρόνια και χρόνια και μας οδηγούν όπου θέλουν αυτές. Είμαστε λαός με ιστορία και περηφάνια, γι’ αυτό έχουμε χρέος να συνεχίσουμε τη δοξασμένη πορεία των προγόνων μας. Οι διάφοροι εποχιακοί καταφερτζήδες μας οδηγούν στο στραβό δρόμο και, αν τους αφήσουμε ελεύθερους, θα μας ρίξουν γρήγορα στο γκρεμό και στην αφάνεια. Ας το καταλάβουμε όλοι μας και γρήγορα μάλιστα, ότι σήμερα χάνουμε, φθίνουμε, ξεπέφτουμε, κατηφορίζουμε το γοργό δρόμο της παρακμής και του αφανισμού . . . - Έρχονται στιγμές, είπε ο Θανάσης, που όλοι μας σκεφτόμαστε σωστά και συλλαμβάνουμε σωστά το δράμα του τόπου μας.
139
Διστάζουμε, όμως, να κάνουμε το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, γιατί είμαστε ποτισμένοι με διστακτικότητα και με πολύ ‘’δε βαριέσαι καημένε’’. Μας έχει κυριέψει ο μαρασμός και η ηττοπάθεια. Γι’ αυτό και, μόλις σκεφτούμε κάτι το νέο, το προοδευτικό, κάτι το καινούργιο, το διώχνουμε αμέσως απ’ το νου μας, με το χαρακτηριστικό μας ‘’δε βαριέσαι’’. - Αυτό ακριβώς που θέλουν οι κάθε είδους αφεντάδες μας, πρόσθεσε ο Κώστας. - Έχετε δίκιο, είπε ο δάσκαλος. Έτσι γίνεται. Αυτή, όμως, δεν πρέπει να είναι η νοοτροπία ενός ζωντανού λαού με Ιστορία και μέλλον. Εμείς όλοι, ξέχωρα ο καθένας μας, σκεφτόμαστε πολλά αλλά δεν κάνουμε τίποτα. Ίσως, γιατί είμαστε ξεκομμένοι και σκόρπιοι. Ίσως, γιατί οι παρατυπίες που βλέπουμε να γίνονται γύρω μας κάθε μέρα είναι τόσο τρομερές, που μας φαίνονται απίστευτες. Μπροστά δε στην τρομερότητά τους δειλιάζουμε. Κάνουμε πίσω. Ίσως πάλι, υποθέτουμε πως οπωσδήποτε θα υπάρχει και κάτι ακόμη, κάτι που εμείς δεν το ξέρουμε και που σίγουρα θα δικαιολογεί αυτό που τώρα μας φαίνεται τόσο παράξενο, ανεξήγητο και αδικαιολόγητο. Κι όμως, τίποτα δεν υπάρχει που να κάνει την παρανομία νόμιμη και την αυθαιρεσία δικαιολογημένη. Εκείνο που κάνει το άδικο δίκαιο και νομιμοποιεί το παράνομο είναι η δική μας ατολμία και η δική μας δουλικότητα. - Έτσι είναι, συμφώνησε ο Κώστας. Τις ίδιες σκέψεις έκανα κι εγώ πάνω στην καρότσα του τζέημς, όταν είδα το Λουλούδια να φεύγει καλοσιδερωμένος για τη σχολή αξιωματικών. Τότε που εμείς, ανθρωποθάλασσα ολόκληρη, φοιτητές και σπουδαστές οι περισσότεροι, κακοντυμένοι και όρθιοι στις καρότσες των τζέημς προοριζόμασταν για τούτο το αμπάρι . . . Ένιωσα για μια στιγμή πως όλοι μας σερνόμασταν πίσω απ’ το αυτοκίνητο των διαλεγμένων υποψήφιων, για να στολίσουμε το θρίαμβο του Λουλούδια. Μέσα στη λύπη μου, κάτω απ’ τον καυτερό ήλιο και πνιγμένος στον πόνο εκείνης της βουβής ανθρωποθάλασσας, πολλά σκεφτόμουν και τίποτα δεν πίστευα. . . . Διαισθανόμουν την πραγματικότητα αλλά αρνιόμουν να την αναγνωρίσω και δεν ήθελα να παραδεχτώ τίποτα απ’ αυτή. Γέννημα και θρέμμα κι εγώ μιας αρρωστημένης νοοτροπίας, άλλοτε τα έβλεπα όλα τόσο αταίριαστα, τόσο απίθανα και απίστευτα, τόσο ασυμβίβαστα με τη λογική, που όλα τα απέρριπτα αμέσως. Κι άλλοτε πάλι, τα θεωρούσα όλα τόσο φυσικά και αθώα, που λύγιζε η αντίδρασή μου και, χωρίς να το θέλω, κατέθετα τα όπλα και πίστευα . . . Πίστευα πως έτσι έπρεπε να είναι. Όλα τα δεχόμουν σα φυσιολογικά επακόλουθα και αναπόφευκτες συνέπειες της στρατιωτικής ζωής. Κι όσο ο ήλιος έκαιγε πιο πολύ, τόσο και οι σκέψεις μου μπερδεύονταν περισσότερο. Το σκοτάδι, όμως, του αμπαριού και η τρικυμία της θάλασσας ξεδιάλυναν τους λογισμούς μου και μού ‘δωσαν τώρα τη δύναμη να δω. Όλοι άκουγαν προσεχτικά τον Κώστα. Τα λόγια του Αργύρη νωρίτερα είχαν μαλάξει τις καρδιές τους. Τις είχαν απαλύνει. Τις έκαναν πιο τρωτές και ευαίσθητες. Και τα λεγόμενα του Κώστα χτυπούσαν τώρα τις πιο λεπτές και εύθικτες χορδές τους. Όλοι τους
140
τον παρακολουθούσαν με προσοχή. Έμπαιναν στις σκέψεις του κι ένιωθαν το παράπονό του. Ζούσαν τον πόνο της καρδιάς του. Ταυτόχρονα, ανάδευαν κι αυτοί στο μυαλό τους κάτι απ’ τις δικές τους περιπέτειες και εμπειρίες. Κάτι απ’ το δικό τους δράμα, που τώρα, με τα λόγια του συναδέλφου τους, ξαναζωντάνευε και θέριευε μέσα τους. Φούντωνε και έπαιρνε συγκεκριμένη μορφή και τεράστιες διαστάσεις. Ορθώνονταν κι αγρίευε, θεριό ολόκληρο, φριχτό και αδυσώπητο μπροστά τους. Παρ’ όλα αυτά, απόφευγαν να καταλήξουν στο συμπέρασμα που τους οδηγούσαν ξεκάθαρα πια οι σκέψεις τους. Ακόμη δεν ήθελαν να πιστέψουν. Ίσως ακόμη ήλπιζαν. Γι’ αυτό και έσφιγγαν την ψυχή τους, παρ’ ότι κάποιος κόμπος πικρού κι αβάσταχτου παράπονου τους έσφιγγε τυραννικά το λαιμό. Ο Γιώργος έδειχνε καθαρά πόσο πάσχιζε να φανεί ήρεμος. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Σπάραζε στο στήθος του και τον έκανε να τρέμει σύγκορμος από ανησυχία και ταραχή. Η ταραχή του αυτή τον ανάγκαζε, παρά τις τόσες προσπάθειες που κατέβαλε για να φανεί ψύχραιμος, να κινείται νευρικά στη θέση του, να στριφογυρίζει ανήσυχα στα χέρια του το δίκοχό του, να κουμπώνει κάπου-κάπου ή να ξεκουμπώνει αόριστα και χωρίς κανένα σκοπό κάποιο κουμπί του χιτωνίου του. Για αρκετή ώρα τώρα, ακούει το Μακεδόνα συνάδελφό του ανήσυχος και σιωπηλός. Χωρίς να το καλοκαταλαβαίνει, παίζει μηχανικά κι ασυναίσθητα με το κορδόνι της αριστερής αρβύλας του, που τού ‘ρχεται πιο βολικιά κι είναι πιο κοντά στο χέρι του, καθώς κάθεται σταυροπόδι πάνω στη φαρδιά ερπύστρια. Τα τελευταία λόγια του Κώστα, σα να τον ηλέκτρισαν ξαφνικά, σα να τον ξύπνησαν από ένα βαθύ όνειρο. Σα να τον κέντρισαν οξύτερα και νά ‘ριξαν περισσότερο φαρμάκι και πίκρα αβάσταχτη στην καρδιά του. Πελαγωμένος στις σκέψεις του και, μη μπορώντας να κρατήσει άλλο τα χτυπήματα της θύελλας που τώρα έδερνε την ψυχή του, επανέλαβε αργά και με φωνή άδεια και πονεμένη τα λόγια εκείνα του φίλου του, που τον αναστάτωσαν κυριολεκτικά. - ‘’Το σκοτάδι του αμπαριού και η τρικυμία της θάλασσας ξεδιάλυναν τις σκέψεις μας . . .’’ Οι άλλοι έμειναν σιωπηλοί και τον κοίταξαν με περιέργεια. Ο ήχος της φωνής του φαίνεται πως τον συνέφερε περισσότερο. Παράτησε το κορδόνι της αρβύλας του, σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του και με λυπημένη ματιά, το ξανθό παλικάρι απ’ τη Θεσσαλία με τη στενόμακρη ουλή στο μάγουλο και το αξύριστο από δυο μέρες ξανθωπό γένι, κοίταξε γύρω του με ενδιαφέρον σαν κάτι νά ‘ψαχνε να βρει. Έριξε το γεμάτο αγανάκτηση βλέμμα του στα γκρίζα πλευρά του καραβιού, στα χοντρά δοκάρια του ταβανιού, στο βρόμικο και ψαθωμένο από στρατιώτες και σκουπίδια πάτωμα . . . Περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα το χάος του αμπαριού με μάτι δυνατό, που τρυπούσε το παρόν, αγκάλιαζε το παρελθόν και έτρεχε στο μέλλον. Ερευνούσε σαν αστραπή τα μονοπάτια της ζωής. Αυτής που τόσο άχαρα πέρασε κι εκείνης που τόσο στείρα κι άδεια έρχεται. Της ζωής της δικής του και όλων των συναδέλφων του που βρίσκονται αμπαρωμένοι στα σκοτάδια του ΧΙΟΣ, βαθιά στα υγρά σπλάχνα της
141
θάλασσας. Είδε να ορθώνεται ξεκάθαρη μπροστά του, μέσα στη σκοτεινιά του αμπαριού, η αθλιότητα των ανθρώπων. Είδε χειροπιαστό κι απαίσιο το κατάντημα των πολλών και συνέλαβε το μέγεθος της απανθρωπιάς των λίγων. Σιγά-σιγά, σα να συνέρχονταν από κάποια έκσταση, ξαναγύρισε το βλέμμα του στους συναδέλφους του και τους κοίταξε με δύναμη στα μάτια. Λυπήθηκε για όλους και πιο πολύ για τον εαυτό του. Ύστερα, ξανάσκυψε το κεφάλι του, χαμήλωσε το βλέμμα του και με ήρεμη και καθαρή φωνή, που έμοιαζε σαν απόκοσμη, είπε. - Τι παράξενη που είναι η ζωή και τι περίεργες οι στιγμές της! Πολλές φορές και τα πιο απίθανα και άσχετα πράγματα σου λένε την αλήθεια και σου δίνουν συγκεκριμένες κι ολοκάθαρες απαντήσεις, ακόμη και στα πιο μπερδεμένα και θολά ερωτήματά σου. Η τρικυμία ξελαγαρίζει και ξεδιαλύνει τις σκέψεις σου! . . . Το σκοτάδι σου ανοίγει τα μάτια και σε γεμίζει φως! . . . Έμεινε και πάλι σιωπηλός, σα να ήθελε να εμβαθύνει πιο πολύ στο νόημα των όσων είπε. Ίσως προσπαθούσε να δώσει χρόνο και στους φίλους του, για να εννοήσουν κι εκείνοι καλύτερα τα λεγόμενά του. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και ρώτησε αόριστα, σα να μιλούσε στον εαυτό του. - Πρέπει, όμως, νά ‘ρχεται η τρικυμία για να ξεπλύνει και να ξεδιαλύνει τις σκέψεις; Και πρέπει να περνάμε οπωσδήποτε από κάποιο σκοτάδι, για να δουν φως τα μάτια μας; Σήκωσε το κεφάλι του και αγκάλιασε με τη ματιά του τους συναδέλφους του. Ο λοχίας τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη. Εκείνος τον κοίταξε στα μάτια και είπε στοχαστικά. - Πόσα πράγματα μας λέει τούτη η ιστορία του Κώστα! Όποιος δεν βλέπει την αλήθεια στο φως του ήλιου, είπε με πεποίθηση ο Θανάσης, διακόπτοντας κάπως τη βαριά ατμόσφαιρα, έρχονται στιγμές στη ζωή, που στα σκοτάδια του βρίσκει το λίγο φως που χρειάζεται για να δει. Και όποιος δεν ξεδιαλύνει τις σκέψεις του στη γαλήνη της αλήθειας, τις ξεπνέλει αναγκαστικά στα κύματα της κάθε είδους τρικυμίας. Ο Κώστας κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του κι έμεινε για μερικά ακόμα δευτερόλεπτα σκεπτικός. Μετά, σκούντησε ελαφρά το Στρατή και αλλάζοντας ύφος του είπε. - Και να σκεφτεί κανείς, ρε καπετάνιο, πως όλα αυτά ξεκίνησαν από ένα όνειρο δικό σου. Ένα όνειρο, που, παρ’ ότι φαινόταν απλό κι ασήμαντο στην αρχή, έγινε πραγματικά πολύπλοκο και ενδιαφέρον τώρα. Χαμογέλασαν ανόρεχτα όλοι. Ο Γιώργος, γυρίζοντας το βλέμμα του προς τον Κώστα, του είπε. - Να με συμπαθάς, φίλε, που σε διέκοψα τόσο με την πολυλογία μου. Κι είχα την εντύπωση πως ήμουν άνθρωπος λιγόλογος. Πως δεν συνηθίζω, τάχα, να λέω πολλά. Πες, όμως, πως το έκανα για να σε ξεκουράσω λίγο. Ίσως έτσι δικαιολογήσεις την απρέπειά μου. Τον κοίταξε ήρεμα στα μάτια, ενώ στο βάθος έψαχνε να διαπιστώσει τις πραγματικές διαθέσεις του. Ύστερα πρόσθεσε. - Συνέχισε, σε παρακαλώ. Μας έλεγες τόσο ενδιαφέροντα πράγματα!
142
- Αμ, μήπως μόνο εσύ διέκοψες; ξεφώνησε ο Στρατής. Εδώ, όλοι μπαίνουμε στη μέση και λέμε ο καθένας ότι του έρθει στο μυαλό. Γι’ αυτό και οι συγνώμες πρέπει να είναι απ’ όλους μας και για όλους μας. Πάμε λοιπόν. Ο Κώστας κοίταξε τους φίλους του με καλοσύνη και είπε. - Η διακοπή ήταν επιβεβλημένη για πολλούς λόγους. Και, γυρίζοντας προς το Γιώργο, συνέχισε. Όπως φαίνεται, η σύντομη αυτή παρέμβασή σου μας φέρνει όλους πιο κοντά στην ουσία των όσων συζητάμε. Τα πετυχημένα λόγια σου, αν και λιγοστά, αντί να μας ενοχλήσουν, όπως φοβήθηκες, ξενάρκωσαν το νου μας και αναζωογόνησαν περισσότερο τις σκέψεις και τις συνειδήσεις μας.
***** - Λοιπόν, σας έλεγα, άρχισε ο Κώστας, πως περιμέναμε όρθιοι πάνω στα τζέημς. Κάποτε δόθηκε η διαταγή και ξεκίνησε το πρώτο αυτοκίνητο. Ακολούθησαν τα άλλα. Η μεγάλη φάλαγγα άφησε πίσω το διοικητήριο. Βγήκε απ’ την περιοχή του Κέντρου και μπήκε στο δρόμο που οδηγούσε στην πόλη. Τα κτίρια του Διοικητηρίου μίκραιναν σιγάσιγά πίσω μας. Πριν πάρουμε την πρώτη στροφή δεξιά, βλέπω στο βάθος, μέσα στο επικλινές ανοιχτό πεδίο ασκήσεων που χρησιμοποιούσαν καθημερινά οι λόχοι για τα γυμνάσιά τους, ένα στρατιώτη με δυο στρογγυλά σιδερένια μπετόνια βενζίνης στα χέρια, να έρχεται απ’ την κατεύθυνση του Εφοδιασμού Καυσίμων που ήταν χαμηλά στην πλαγιά και να προχωρεί κατά μήκος του δρόμου. Ερχόταν ίσια προς τη φάλαγγα των αυτοκινήτων. Το μέρος εκείνο απείχε αρκετά απ’ τα γύρω κτίρια του Κέντρου κι ήταν έξω απ’ τις περιοχές των λόχων, γι’ αυτό και μού ‘κανε εντύπωση η παρουσία στρατιώτη και μάλιστα με δυο μεγάλα μπετόνια βενζίνης στα χέρια του σε τόσο απομακρυσμένο σημείο και τέτοια ώρα. Άρχισα να τον προσέχω καλύτερα, μια και δεν είχα και τίποτ’ άλλο πιο ενδιαφέρον να κάνω. Άλλωστε, παρατηρώντας τον, απασχολούσα και το μυαλό μου αλλού και μετρίαζα κάπως τη θλίψη μου. Απ’ το περπάτημά του και το γενικό σουλούπι του, μου φάνηκε σα γνωστός. Αλλά η μεγάλη απόσταση που μας χώριζε δε μ’ άφηνε ακόμη να συμπεράνω τίποτα με σιγουριά. Εκείνος, με τα μπετόνια στα χέρια και το κεφάλι κατεβασμένο, προχωρούσε διαρκώς στην κουραστική ανηφοριά. Κρατούσε το κεφάλι του συνέχεια σκυφτό, λες και τό ‘κανε επίτηδες ή λες κι είχε αφοσιωθεί πραγματικά στο ρυθμό του βήματός του. Έκανε λίγα βήματα ακόμη στη σκιά του πρώτου δέντρου που συνάντησε πάνω σε μια ελαφριά στροφή του δρόμου, άφησε κάτω τα μπετόνια και κάθισε στο ένα απ’ αυτά για να ξεκουραστεί. Έβγαλε το χιτώνιό του και τό ‘ριξε στο κεφάλι του, σκεπάζοντας το σβέρκο και τους ώμους του, σα νά ‘ταν Φαραώ της Αιγύπτου ή κάποιος τιτλούχος του. Το καμουφλάζ αυτό τον έκανε πιο πολύ αγνώριστο. Η απόσταση, όμως, που μας χώριζε λιγόστευε γρήγορα, γιατί η φάλαγγα των αυτοκινήτων προχωρούσε με κάποια ταχύτητα.
143
Όταν τα πρώτα αυτοκίνητα πλησίασαν κοντά του, πέταξε το χιτώνιο απ’ το κεφάλι του, πήδησε πάνω στο ένα μπετόνι του και όρθιος από κει ψηλά παρακολουθούσε ασταμάτητα τις μεγάλες καρότσες που τον προσπερνούσαν, μιλώντας και κουνώντας συνέχεια τα χέρια του. Κάθε τόσο τέντωνε το λαιμό του και ύψωνε το κεφάλι του ανήσυχα. Ήταν φανερό πως έψαχνε επίμονα με το βλέμμα του ανάμεσα στους όρθιους στρατιώτες προσπαθώντας κάποιον να δει. Το αυτοκίνητό μας είχε πλησιάσει κοντά τώρα και μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του. Φανταστείτε την έκπληξή μου, όταν αναγνώρισα τον Αβέρτο. Μάλιστα. Αυτός ήταν πάνω στο μπετόνι και χαιρετούσε αδιάκοπα τους στρατιώτες, καθώς τα αυτοκίνητα περνούσαν γραμμή και με αρκετά ελαττωμένη ταχύτητα από μπροστά του. Για μια στιγμή, ένα ελαφρό κορνάρισμα του οδηγού μας τον έκανε να στρέψει το πρόσωπό του προς το μέρος μας. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν με μιας. Τα μάτια του άστραψαν. Πήδησε σαν ελατήριο απ’ το μπετόνι κι έτρεξε προς το αυτοκίνητο, που είχε φτάσει σχεδόν μπροστά του, φωνάζοντας και κάνοντας απανωτά νοήματα στον οδηγό να σταματήσει. Ο οδηγός έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε. Ίσως να ήταν κι αυτός γνωστός του, γιατί ο Αβέρτος γνώριζε σχεδόν όλο τον κόσμο στο Κέντρο και τον γνώριζαν επίσης όλοι οι παλιότεροι εκεί μέσα. Ίσως και να είχε προσυνεννοηθεί μαζί του. Πίσω μας σταμάτησε ολόκληρη η υπόλοιπη φάλαγγα. - Κάνε γρήγορα, βρε μυστήριε χαρακτήρα, τού ‘πε δυνατά και γελώντας ο οδηγός, ενώ ελάττωνε την ταχύτητα, πατώντας ελαφτά το φρένο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε κι ο οδηγός μ’ ένα πήδημα βγήκε απ’ την καμπίνα του κι άνοιξε το καπό της μηχανής, για να ελέγξει, δήθεν, κάποια μικρή ανωμαλία που διαπίστωσε ξαφνικά. Σκαρφάλωσε στη μπροστινή ρόδα, χώθηκε κάτω απ’ το ανοιχτό καπό κι έσκυψε το κεφάλι του πάνω στη σταματημένη μηχανή. Ο Αβέρτος, όλος χαρά, άρπαξε βιαστικός με τα δυο του χέρια το ένα μπετόνι του και, σηκώνοντάς το σαν πούπουλο, το έφερε στην άκρη του δρόμου και το έβαλε δίπλα στο αυτοκίνητο. Ακριβώς κάτω από μένα. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πάνω του και με γρηγοράδα σκαρφάλωσε στα πλευρά της καρότσας. - Γεια σας παιδιά, φώναξε δυνατά. Γεια σου Κώστα και στο καλό, στο καλό, συνέχισε και άρπαξε τα χέρια μου, που κι εγώ βιαστικά τα είχα απλώσει προς το μέρος του. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. - Πώς από δω, βρε θηρίο; τον ρώτησα περίεργος. Πώς τα κατάφερες και βγήκες έξω απ’ το στρατόπεδο τέτοια ώρα; - Ας είναι καλά τούτα τα δυο μπετόνια, είπε βιαστικά και γελώντας κι έδειξε τα δυο δοχεία που ήταν στο έδαφος. Μου τα δάνεισε με την πρώτη κουβέντα ένας καλός φίλος. Ο οδηγός του ταγματάρχη του Α2. Του τα ζήτησα προχθές το βράδυ, μόλις έμαθα ότι θα φύγετε. Τα είχα κρυμμένα πίσω στα μαγειρεία, έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο. Τώρα λοιπόν, κάνω πως φέρνω καύσιμα από κει κάτω απ’ τον εφοδιασμό –κι έστρεψε αμέσως με γρηγοράδα το βλέμμα του προς το μέρος του
144
μεγάλου κτιρίου- ενώ ταυτόχρονα χαμογελούσε με ξέχωρη ικανοποίηση για το σόφισμά του, κλείνοντας και το μάτι του πονηρά. - Κομπίνα ε; ρώτησε κάποιος διπλανός μου. - Κομπίνα, απάντησε γελώντας. Ήρθα να σας πω ένα αντίο, ρε παιδιά. Στο κάτω-κάτω, δε βλάφτουμε και κανένα. Άλλωστε, ποιος θα ελέγξει τέτοια ώρα τέτοιες αθώες μικρολεπτομέρειες; Κι αν κανενός το μάτι σκαλώσει προς τα δω, μάλλον θα λυπηθεί ένα φουκαρά βαρυφορτωμένο μέσα στη ζέστη φαντάρο, που κουβαλάει στα χέρια και από τόσο μακριά δυο μπετόνια βενζίνας για το καλό . . . της υπηρεσίας. Αλλά και αν ελέγξουν, θα πω πως ο οδηγός του ταγματάρχη με παρακάλεσε να του φέρω αυτά τα δυο μπετόνια στο λόχο και να του κάνω χάρη. Αν ρωτήσουν κι αυτόν και πει άλλα, τότε θα πω πως δεν κατάλαβα τι μου είπε και άδικα κουβαλάω από τέτοια απόσταση τόσο βάρος. Ύστερα, ξέρουν και το ‘’ποιον του Αβέρτου’’ . . . κι αυτό, ξέρεις, ωφελεί στην περίπτωση . . . Όλοι γέλασαν με το κόλπο του, ενώ στο βάθος εκτιμούσαν και θαύμαζαν την τόση επιμονή του, για να μας δει και να μας αποχαιρετήσει. Ο Αβέρτος συνέχισε, δείχνοντας τα μπετόνια της βενζίνης. - Και μη νομίσετε πως είναι γεμάτα. Ας καμώνομαι εγώ πως τα κουβαλάω με δυσκολία. Άδεια είναι και τα δυο. - Γεια σου, ρε συνάδελφε, τού ‘πε ο ψηλόσωμος Θεσσαλός, ο φοιτητής της Νομικής, που πριν από λίγο μιλούσε για τον καιρό και τα κοπάδια. Έχεις ψυχή λεβέντικη. - Είσαστε και σεις λεβέντες, όλοι καλά παιδιά, ρε φίλε, γι’ αυτό τό ‘κανα. Αξίζετε τον κόπο. Αξίζετε πολύ περισσότερα, απάντησε ο Αβέρτος, με ύφος και φωνή που δεν είχαν καμιά σχέση με τη φωνή και το ύφος του Αβέρτου που ξέραμε ως τώρα στο λόχο. Το βλέμμα του άστραφτε. Η καρδιά του σκιρτούσε και τα μάτια του ήταν έτοιμα να δακρύσουν. - Έχετε κουράγιο παιδιά κι όλα θα πάνε καλά, συνέχισε με σταθερή φωνή. Όλα θα περάσουν. Κρατάτε ψηλά το κεφάλι κι έχετε δύναμη στην ψυχή. Ζείτε πάντα δυνατά. Ζείτε για πάντα. Αν ζει κανείς με σκέψη μόνο για σήμερα, δε θα αντέξει ούτε ως αύριο. - ‘’Πάντα θα ζει’’, φώναξε κάποιος μέσα απ’ το αυτοκίνητο, που θυμήθηκε φαίνεται εκείνη τη στιγμή τη γνώριμη φράση του Αβέρτου. - ‘’Πάντα θα ζει’’, φώναξε και κείνος χαρούμενος και, με μια ενθουσιώδη και αυθόρμητη χειρονομία, μού ‘δωσε τούτο το γκρίζο κασκόλ. Πάρ’ το, Κώστα, μου είπε απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος μου. Πάρ’ το να με θυμάσαι. Τι ξέρεις; Εκεί που πας, ίσως το χρειαστείς εσύ περισσότερο από μένα που μένω εδώ. Πάρ’ το. Μου τό ‘στειλε η μάνα μου πριν λίγες μέρες. Είναι απ’ τα χέρια της. Δεν το φόρεσα ακόμη. Έχει και τα αρχικά του ονόματός μου με μπλε κλωστή πλεγμένα. Να, δες τα. Και, σα να προσπαθούσε να με πείσει να το πάρω, ξεδίπλωσε τη μια άκρη του και ξεπρόβαλαν τρια κεφαλαία γράμματα Π.Θ.Ζ. - Είναι το όνομά μου, συνέχισε. Παναγιώτης Θωμά Ζαβέρτης. Πάντα θα ζει, επανέλαβε δείχνοντας ένα-ένα τα τρία γράμματα με το δάχτυλό του. Αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη, άπλωσε τα χέρια του και το πέρασε
145
βιαστικός στο λαιμό μου. Μ’ αγκάλιασε σφιχτά, όσο του επέτρεπαν τα παραπέτα της καρότσας κι έγυρε το κεφάλι του στον ώμο μου. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Την ώρα εκείνη μου ψιθύρισε με φωνή σταθερή στο αφτί μου. Είμαι φοιτητής Χημείας. Το θείο μου τον σκότωσαν οι Γερμανοί με τους δικούς μας σ’ ένα μπλόκο στην Καισσαριανή και τον πατέρα μου οι Εγγλέζοι με τους ίδιους δικούς μας στην Αθήνα στα Δεκεμβριανά. Ο ξάδερφός μου σκοτώθηκε στο βουνό, στη μάχη του Μπέλες. Έπεσε δίπλα στον καπετάν Δρόσο, τον ξάδερφό σου. Τον είχε καπετάνιο. Ήταν ο Αρτέμης. Ο καπετάν Αρτέμης. Κάποτε θα βρούμε τους τάφους τους. Θα πάμε μαζί. Τότε θά ‘ρθουν κι άλλοι μαζί μας. Πολλοί άλλοι. Θα τους πάμε λουλούδια. Τουλάχιστο λουλούδια. Αυτά που δεν τους πήγαμε ως τώρα . . . Παρ’ ότι χαλάρωσε το σφίξιμο, η φωνή του ήταν ζεστή. Ένιωθα τη συγκίνησή του. Συγκινήθηκα κι εγώ. Έσφιξα, όμως, την καρδιά μου κι έσφιξα τον Παναγιώτη όσο μπορούσα περισσότερο πάνω μου. Ένιωσα τους χτύπους της καρδιάς του δυνατούς να χτυπούν το στήθος μου και να κεντρίζουν τη δική μου καρδιά. - Κουράγιο, μπόρεσα και του είπα. - Απ’ αυτό άλλο τίποτα, ψιθύρισε και τραβήχτηκε κάπως από κοντά μου. Και με ύφος ηρεμότερο και προσποιητά εύθυμο, πρόσθεσε. Τώρα κάνουμε την παλαβή εδώ, μήπως και γλυτώσουμε καμιά βαρύτερη φουρτούνα κι έκλεισε και πάλι πονηρά το μάτι του. Αμέσως έδωσε άλλο τόνο στη φωνή του και είπε κάπως φιλοσοφικά και πονηρά μαζί. - Το λυγερό καλάμι., αδέρφι, λυγάει στην ορμή του μανιασμένου αέρα. Ορθώνεται, όμως και πάλι μόλις ο αέρας κοπάσει. Καλύτερα να μας περνούν εμάς για ελαφρούς και να αποδείχνονται εκείνοι ελαφρότεροι, παρά να κάνουμε τον έξυπνο όταν δεν πρέπει και να πατήσουμε καμιά πεπονόφλουδα, πρόσθεσε ξανακλείνοντας και πάλι, όπως συνήθιζε, ιδιότροπα το μάτι του, σα νά ‘θελε να πει. Κατάλαβες; Άδικο έχω; Ξανά μ’ έσφιξε βιαστικά κοντά του και μου ψιθύρισε στ’ αφτί. - Σας πηγαίνουν στο Μα . . . Ένας δυνατός, όμως, μεταλλικός κρότος, που σαν δαιμονισμένος αντήχησε ξαφνικά εκείνη τη στιγμή, σκέπασε τη φωνή του και δεν μπόρεσα να πιάσω τα λόγια του. Ο οδηγός κατέβασε απότομα το καπό της μηχανής και τό ‘κλεισε με δύναμη. Το καμπυλωτό μεταλλικό κάλυμμα χτύπησε ορμητικά στη βάση του και ο διαπεραστικός του χτύπος δόνησε ολόκληρο το αυτοκίνητο. Ο κρότος του αντιλάλησε σ’ ολόκληρο το άνοιγμα της πλαγιάς, σκεπάζοντας τα πάντα με την οξύτητά του. - Κρίμα που δεν άκουσες και τα υπόλοιπα, είπε ο Γιώργος. Θα ξέραμε . . . ή μάλλον θα ξέρατε σίγουρα για πού . . . - Τι κρίμα; Γιατί; διέκοψε ο Στρατής. Αυτό που άκουσε φτάνει. Τα λέει όλα καθαρά. Πάμε στο Μαραθώνα. Καλά σας έλεγα εγώ πως έχουν φτιάξει τώρα και κει κέντρα εκπαίδευσης. Ο Κώστας, αγνοώντας επίτηδες τα λόγια του Στρατή, συνέχισε. - Ο δυνατός κι απότομος θόρυβος παρέλυσε για λίγο τ’ αφτιά μου και μ’ έκανε να σφιχτοκλείσω απότομα και άθελά μου για μια στιγμή τα
146
μάτια μου. Όταν τ’ άνοιξα, είδα τα μάτια του Παναγιώτη κατακόκκινα και υγρά. Δυο δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Τον ξανάσφιξα κοντά μου. Δεν θέλησα να τον ξαναρωτήσω. Δεν είχα το κουράγιο. Αλλά κι αν το είχα, δε θα ήθελα να τον στενοχωρήσω περισσότερο. Εκείνος, σα ντροπιασμένος, τραβήχτηκε λίγο και σκουπίστηκε βιαστικός. Εκείνη τη στιγμή πήδησε κι ο οδηγός κάτω απ’ τη μπροστινή ρόδα, όπου ήταν ως τώρα σκαρφαλωμένος, σκούπισε τα χέρια του μ’ ένα κομμάτι βρόμικο στουπί στριφογυρίζοντάς το όσο πιο αργά γίνονταν ακόμη μερικές φορές στα δάχτυλά του, σα να προσπαθούσε να δώσει περισσότερο χρόνο στον Παναγιώτη, για να δει και να χαιρετίσει τους φίλους του. Μετά, το έκανε ένα κουβαράκι και το πέταξε μακριά πέρα στο δρόμο. Με αργές κάπως κινήσεις, άνοιξε την πόρτα της καμπίνας του και, καθώς ανέβαινε και πάλι στο τιμόνι του, ρώτησε με μια αοριστία, σα να μην απευθυνόταν σε κανένα. - Είναι εντάξει ο Αβέρτος; Τελειώσαμε; - Είσαι λεβεντιά, ρε αλεπού, του απάντησε ο Παναγιώτης, που είχε συνέλθει στο μεταξύ. Οδηγάρα με τα όλα της, συνέχισε στο παλιό του ύφος, κολακεύοντας τις αξίες του οδηγού. Και καρδιά, κήπος της Εδέμ, που λένε, πρόσθεσε κι έκανε μια κίνηση του χεριού του, σα να τον χαιρετούσε στρατιωτικά, δείχνοντάς του έτσι ξεκάθαρα τη διάχυτη ικανοποίησή του και την ευγνωμοσύνη του για την κατανόηση που έδειξε. - Γεια σου Παναγιώτη, του είπα με δυσκολία από συγκίνηση και τον κράτησα σφιχτά απ’ τον ώμο. Καταλάβαινα πως δε θα μπορούσα να πω περισσότερα. - Γεια σου Κώστα. Γεια σας παιδιά. Γεια σας. Γεια σας. Στο καλό . . . Και, λέγοντας αυτά, πήδησε μ’ ένα σάλτο κάτω απ’ τα πλευρά της καρότσας και βρέθηκε στο δρόμο. Ο οδηγός ξανάβαλε μπρος στη μηχανή, ελευθέρωσε το φρένο και το αυτοκίνητο συνέχισε και πάλι το δρόμο του. Πίσω μας ακολούθησαν και τ’ άλλα αυτοκίνητα. Ο Παναγιώτης Ζαβέρτης στεκόταν ορθός εκεί, ανάμεσα στα δυο μπετόνια, κολόνα αλύγιστη ψυχικής δύναμης και καθάριας ανθρωπιάς και κουνούσε ασταμάτητα τα χέρια του. Μας αποχαιρετούσε. Αποχαιρετούσε όλους τους στρατιώτες, όλους τους συναδέλφους του, που τους έπαιρνε τώρα μακριά απ’ το Κέντρο η φάλαγγα των αυτοκινήτων. Γύρισα προς το μέρος του και τον κοίταζα συγκινημένος. Πήρα το κασκόλ, που μόλις πριν λίγες στιγμές μου είχε δέσει στο λαιμό και το ανέμισα έντονα, σφίγγοντάς το πιο δυνατά στο χέρι μου. Φαίνεται πως το ξεχώρισε ανάμεσα απ’ τα τόσα χέρια και τους ξεθωριασμένους μπερέδες που κουνιόταν και ανέμιζαν πάνω στο αυτοκίνητό μας και τον χαιρετούσαν με συγκίνηση. Πήδησε πάνω σ’ ένα μπετόνι του κι άρχισε και πάλι να κουνάει τα χέρια του με περισσότερη δύναμη. Λίγο παρακάτω, όμως, στη βάση του πρώτου λόφου, ο δρόμος έστριβε δεξιά κι έτσι γρήγορα έχασα απ’ τα μάτια μου το μόνο και μοναδικό φίλο όλων μας. Έσφιξα την άκρη του κασκολιού με τα τρία γράμματα στη χούφτα μου και άθελά μου ψιθύρισα αυθόρμητα: ‘’Πάντα θα ζει’’.
147
Και πραγματικά, πάντα θα ζει στην ψυχή μου ο πραγματικός εκείνος φίλος. - Τέτοιοι χαρακτήρες, βέβαια, πάντα θα ζουν, είπε ο ψηλόσωμος Θεσσαλός συνάδελφος, που στεκόταν δίπλα μου στην ανοιχτή καρότσα και με χτύπησε με κατανόηση στην πλάτη προσθέτοντας. Θα τον θυμάμαι πάντοτε το φίλο σου, το φίλο μας, έτσι κεφάτο, αγέροχο και θαρραλέο, να μας χαιρετά όρθιος πάνω στο μπετόνι του. Μπράβο του. Μπράβο καρδιά κι αισθήματα. - Κρίμα! . . . και δεν τον είχαμε εκτιμήσει και μεις όσο έπρεπε ως τώρα, πρόσθεσε αργά-αργά, γεμάτος τύψεις και μεταμέλεια. Με λίγη παραπάνω ταχύτητα που ανέπτυξε ο οδηγός μας, φτάσαμε τα μπροστινά αυτοκίνητα που είχαν κάπως απομακρυνθεί στο μεταξύ από μας και ξαναενώθηκε και πάλι ολόκληρη η φάλαγγα. Προχώρησε έτσι ενωμένη, σα μαυρόσκουρο φίδι ανάμεσα στους χαμηλούς λοφίσκους, που, αδιάφοροι για το δικό μας φευγιό, απλώνονταν ξέγνοιαστοι δεξιά κι αριστερά σ’ όλο το άνοιγμα του ορίζοντα και βιαστική πήρε την πρώτη στροφή δεξιά. Μετά, τη δεύτερη. Κι ύστερα βγήκε απ’ τα λοφάκια. Τότε, φάνηκε πέρα μακριά η θάλασσα και σε λίγο η περιοχή του λιμανιού και τα πολύχρωμα σπίτια της πόλης. Πάνω απ’ τις σκεπές τους ξεπρόβαλε στο βάθος ο σκούρος γκριζωπός όγκος της γέφυρας του ΧΙΟΣ. Πολλοί χάρηκαν στο αντίκρισμά του. Έτσι τουλάχιστον έδειξαν τα ξεφωνητά των στρατιωτών του δικού μας και των κοντινών αυτοκινήτων. Μάλιστα, κάποιος είπε. ‘’Σώθηκαν τα ψέμματα, παιδιά. Πάμε για τον Πειραιά κι από κει Α-θή-να’’. Όλοι άρχισαν να μιλούν με ευθυμία και ζωηράδα για τη μεγάλη και ξακουστή πρωτεύουσα. Ο καθένας τη φανταζόταν στο μυαλό του όπως την ήθελε και όπως του άρεσε να είναι. Μάλιστα, πολλοί δεν δίστασαν να εξωτερικέψουν τις σκέψεις τους και τις φαντασίες τους με φωνασκίες ή με λιγόλογες αλλά εντυπωσιακές περιγραφές. Άσχετες, φυσικά, με την πραγματικότητα, οι οποίες, όμως, έδειχναν το μέγεθος του ενθουσιασμού τους και των ψευδαισθήσεών τους. Άλλοι, οι τάχα ‘’περπατημένοι’’, υποδείκνυαν στους άλλους, τους ‘’αβγαλτους’’, τι να προσέχουν όταν πατήσουν το πόδι τους στους πολυσύχναστους δρόμους της και άλλοι, οι ‘’πεπειραμένοι’’ συνιστούσαν στους ‘’άπειρους’’ πού να πάνε και τι να κάνουν, μόλις φτάσουν στην τόσο ξακουστή εκείνη μεγαλούπολη που θα αντίκριζαν για πρώτη φορά. Με τις κουβέντες και τις αυθαίρετες περιγραφές, δεν καταλάβαμε πότε πλησιάσαμε τις παρυφές της πόλης. Άλλωστε και η απόσταση αυτή δεν είναι και πολύ μεγάλη. Το δικό μας αυτοκίνητο ήταν στη μέση περίπου της φάλαγγας. Ίσως και λίγο πιο πίσω. Όταν πλησιάσαμε στα πρώτα αραιά σπίτια της πόλης, οι στρατιώτες απ’ τα πρώτα αυτοκίνητα άρχισαν να τραγουδούν. Δεν ξέρω αν αυτό το έκαναν αυθόρμητα μόνοι τους ή αν τους διέταξαν να τραγουδήσουν. Το τραγούδι τους πέρασε γρήγορα και στα επόμενα αυτοκίνητα, ήρθε και στο δικό μας και προχώρησε και προς το τέλος, ώσπου απλώθηκε σ’ όλη τη φάλαγγα. Βούιζε ο τόπος. Ο αέρας φυσούσε ελαφρά απ’ την πόλη προς το μέρος μας κι έφερνε δυνατούς και καθαρούς τους ήχους του τραγουδιού των πρώτων αυτοκινήτων και τους πήγαινε ακμαίους και ξεκάθαρους σ’ όλο το
148
μήκος της φάλαγγας, Έτσι, παρασυρμένοι απ’ τα τραγούδια και τα εμβατήρια, χαρούμενοι σα σύνολο και με κάποιο στιγμιαίο κέφι, μπαίναμε στην πόλη. Οι φωνές μας σκέπαζαν το βουητό και το θόρυβο των αυτοκινήτων και η ατμόσφαιρα τραντάζονταν από ενθουσιασμό. Όταν, όμως, τα πρώτα αυτοκίνητα, παίρνοντας τη στροφή αριστερά, γύριζαν προς το κέντρο της πόλης και χάνονταν ανάμεσα στα πυκνά σπίτια, τότε έπαψε το χαρούμενο αντιβούισμα και δεν ακούγονταν άλλο τα εύθυμα τραγούδια των επιβατών τους. Αντί για εμβατήρια κι ενθουσιώδεις τόνους, άρχισαν να φτάνουν στ’ αφτιά μας παράξενες και συγκεχυμένες φωνές. Κάτι σα διαμαρτυρία. Σαν οχλαγωχία. Τα περίεργα αυτά ξεφωνητά έκοψαν την ορμή μας και μάραναν τον ενθουσιασμό μας, που προς στιγμή μας είχε κυριολεκτικά κυριέψει. Χαμηλώσαμε και μεις τις φωνές μας και σχεδόν αμέσως διακόψαμε τελείως το τραγούδι, για να μπορέσουμε ν’ ακούσουμε καθαρότερα τι γίνεται και να αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Γρήγορα, η σιωπή αυτή απλώθηκε σ’ ολόκληρη την υπόλοιπη φάλαγγα. Κανένας δεν έβγαζε μιλιά. Όλοι μισοκρατούσαν και τις ανάσες τους. Μόνο ο βόγκος των μηχανών και ο θόρυβος των τροχών των αυτοκινήτων ακούγονταν και πάλι έντονος σ’ ολόκληρο το μήκος του δρόμου. Η σιωπή και η αγωνία, άλλοτε τον μεγάλωνε κι αυτόν κι άλλοτε πάσχιζαν να τον καταπιούν και να τον εξαλείψουν τελείως. Σ’ αυτό βοηθούσαν και οι μπερδεμένες φωνές και το βουητό που έφερνε ο ανάλαφρος αέρας απ’ την πόλη. Έτσι, με κλειστά τα στόματα, κρατημένη την ανάσα και τα αφτιά τεντωμένα προς την πόλη, προχωρήσαμε για λίγο, ώσπου πήραμε κι εμείς τη στροφή αριστερά και μπήκαμε στο μεγάλο δρόμο που τραβούσε για την πλατεία και το λιμάνι. Μας ακολουθούσαν τα άλλα αυτοκίνητα. Πραγματικά, ξαφνιαστήκαμε όταν είδαμε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου να κατακλύζει και τις δυο πλευρές του δρόμου και να φωνάζει δυνατά και οργισμένα καθώς περνούσαν ανάμεσά του τα αυτοκίνητά μας. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε και ο ένας κοίταζε τον άλλο με απορία, προσπαθώντας να μαντέψει κάτι. Οι κραυγές του πλήθους έφταναν στ’ αφτιά μας συγκεχυμένες. Όσο προχωρούσαμε, όμως, ξεκαθάριζαν περισσότερο. Σύντομα, μέσα στο βοητό και στις φωνές του κόσμου ξεχώριζε και επικρατούσε μια κραυγή: ‘’Άδικα, άδικα’’. Το αυτοκίνητό μας, συνεχίζοντας πάντα το δρόμο του και ακολουθώντας τη φάλαγγα, μπήκε ανάμεσα στο πλήθος. Πίσω μας έρχονταν και τα άλλα τζέημς. Κανένας δεν τραγουδούσε πια απ’ τους επιβάτες τους. Όλοι οι στρατιώτες, σιωπηλοί και απορημένοι, κοίταζαν δεξιά κι αριστερά και προσπαθούσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, να μαντέψουν τι συμβαίνει. Κόσμος πολύς, μαζεμένος και στις δυο πλευρές του δρόμου, κατέκλυζε τα πεζοδρόμια. Άντρες, γυναίκες, μικρά παιδιά, κοπέλες, γέροι και γριές, άνθρωποι κάθε ηλικίας είχαν ξεχυθεί στο δρόμο και κοίταζαν αγριεμένοι τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Μπακάληδες, μικροπωλητές, καταστηματάρχες, πωλήτριες, υπάλληλοι, άφησαν τις δουλειές τους και θορυβημένοι και ξαναμμένοι στεκόταν μπροστά στις βιτρίνες και στις πόρτες των μαγαζιών τους, κουνούσαν
149
τα χέρια τους βίαια, χειρονομούσαν νευριασμένα και φώναζαν: ‘’Άδικα, άδικα’’. Το πλήθος γίνονταν πυκνότερο και φαίνονταν πιο εξαγριωμένο όσο πλησιάζαμε προς το κέντρο της πόλης και προς το λιμάνι. Όλοι απ’ τα πεζοδρόμια έστρεφαν τα ξαναμμένα μάτια τους με έκδηλο ενδιαφέρον προς το μέρος μας. Άλλοι σήκωναν τα χέρια τους και κουνώντας τα εμφαντικά μας χαιρετούσαν. Άλλοι μας φώναζαν ‘’στο καλό’’. Άλλοι προσπαθούσαν να δουν τους οδηγούς των αυτοκινήτων και τους οπλισμένους συνοδηγούς, για να τους μουντζώσουν κατευθείαν ή να τους βρίσουν κατάμουτρα. Κι όλοι μαζί φώναζαν δυνατά και φαίνονταν να διαμαρτύρονταν για μας που φεύγαμε. Ο μεγάλος θόρυβος των αυτοκινήτων, που πήγαιναν τό ‘να κοντά στο άλλο, συγχαίονταν με τις οργισμένες φωνές του πλήθους και δε μας άφηναν να ξεχωρίσουμε καλά τα λόγια τους. Μια κραυγή, όμως, ξεχώριζε καθαρά και επικρατούσε πάνω σ’ όλες τις φωνές και δονούσε την ατμόσφαιρα: ‘’Ά-δι-κα, ά-δι-κα’’. Η αστυνομία, με κράνη και όπλα, είχε πιάσει όλα τα σταυροδρόμια. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Η φάλαγγα στο μεταξύ προχωρούσε. Διέσχιζε τον κεντρικό δρόμο και κατέβαινε προς τη θάλασσα. Έφτασε και μπήκε στον περιφραγμένο χώρο του λιμανιού. Εδώ δεν υπήρχε κόσμος. Μόνο οι οπλισμένοι στρατιώτες της στρατιωτικής αστυνομίας είχαν πιάσει τα πόστα. Όλος ο χώρος της προκυμαίας άδειος. Παντού ησυχία. Μερικά στρατιωτικά αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα στο βάθος αριστερά, ανάμεσα σε μεγάλους σωρούς από κιβώτια, σκεπασμένα με γκριζοπράσινους μουσαμάδες, που είχαν κι αυτοί με μεγάλα χοντρά γράμματα τα αρχικά του στρατού ‘’Ε.Σ.’’. Όλα στέκονταν εκεί κρύα και βουβά. Τα δικά μας αυτοκίνητα σταμάτησαν σε σειρές το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς να μας επιτραπεί να κατεβούμε απ’ αυτά. Όρθιοι όλοι εκεί πάνω στις ανοιχτές καρότσες των τζέημς, μπροστά στον επιβλητικό όγκο του αρματαγωγού, που μας περίμενε ψυχρό και αδιάφορο, νιώθαμε κάποιο ανεξήγητο δέος και κάτι το ακαθόριστο και το τυραννικό έσφιγγε τις καρδιές μας. Αλληλοκοιταζόμασταν με απορία και δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε την παράξενη αυτή συμπεριφορά του πλήθους. Ένας συνάδελφος, τύπος αστείος, που στεκόταν τελευταίος στην καρότσα του αυτοκινήτου μας και κρατιόταν μισοκρεμασμένος απ’ το σίδερο της τελευταίας αψίδας, είπε για μια στιγμή με κάποιο χιούμορ. - Γιατί φωνάζουν ‘’άδικα, άδικα’’; Μήπως, βλέποντας τις φάτσες μας, κατάλαβαν πως δεν πρόκειται να μάθουμε τίποτα στις σχολές ειδικοτήτων που μας στέλνουν και μαζεύτηκαν έτσι σωρηδόν να μας πουν πως άδικα θα ξοδευτούν για μας οι φόροι τους; Όλοι μισογέλασαν ανόρεχτα εκτός από ένα ψηλό στρατιώτη του διπλανού αυτοκινήτου, που με το μπόι του ξεχώριζε μια πιθαμή πιο πάνω απ’ τα κεφάλια των άλλων. Αυτός άκουσε το αστείο με ψυχρότητα και, χωρίς να γελάσει καθόλου, είπε αργά και με κάποιο σκεπτικισμό.
150
- Αυτό το σκοπό έχει άραγε το βροντερό ‘’ά-δι-κα’’ τόσου κόσμου; Μιας πόλης ολόκληρης; Ή μήπως αυτοί ξέρουν πολύ περισσότερα από μας; Η φωνή, όμως, ενός καλογυαλισμένου υπολοχαγού, ο οποίος ξεπρόβαλε στο φτερό του ακραίου τζέημς της πρώτης σειράς και διέταξε να αρχίσει η αποβίβαση απ’ τα αυτοκίνητα, τον διάκοψε. - Κατέλθετε και συνταχθείτε, φώναξε δυνατά και νευριασμένα ο υπολοχαγός. Κάθε τμήμα μπροστά στο αυτοκίνητό του, συνέχισε επιτακτικά. Οι οδηγοί να παραμείνουν στις θέσεις τους. Το ίδιο και οι συνοδοί. Συμμορφωθήκαμε όλοι μας με τη διαταγή του. Σε λίγο, τα άδεια αυτοκίνητα, ένα-ένα, έκαναν λίγο λοξά όπισθεν και μετά πήραν τη στροφή δεξιά και βγήκαν στο δρόμο. Επέστρεφαν στη βάση τους. Εμείς μείναμε εκεί παραταγμένοι κατά διμοιρίες μέσα στον απομονωμένο χώρο του λιμανιού. Μπροστά μας, βουνό ολόκληρο, ορθώνονταν το ΧΙΟΣ. Ξεκρεμάσαμε τα σακίδια απ’ τους ώμους μας και τα αφήσαμε κάτω μπροστά στα πόδια μας. Ορισμένοι είχαν κι ένα ή και δυο έξτρα μπογαλάκια με λιγοστά μικροπράγματα, δεμένα σε μεγάλα μαντίλια, πετσέτες ή και χρωματιστά πανιά. Να, σαν κι αυτά που επιπλέουν ακόμη κάτω στα βρόμικα νερά του αμπαριού. Τα απίθωσαν κι αυτά όλοι πάνω ή δίπλα στα σακίδιά τους. Εδώ, στο χώρο του λιμανιού, στον ξεκομμένο κι απομονωμένο απ’ την πολυκοσμία της πόλης, δεν ακούγονταν τίποτ’ άλλο εκτός απ’ το σπάσιμο των κυμάτων στην τσιμεντένια προβλήτα, το χαρακτηριστικό φύσημα του αέρα, τις φωνές των γλάρων και το συνηθισμένο βουητό της θάλασσας. Από μας δεν μιλούσε κανένας. Όλοι, εκστατικοί και με κάποιο δέος, κοιτάζαμε την τεράστια μπροστινή πόρτα του καραβιού, που, σα θεόρατο ορθάνοιχτο στόμα κάποιου φριχτού κήτους, περίμενε ανυπόμονη για να μας καταπιεί όλους. Κάπου-κάπου, έφταναν στ’ αφτιά μας, πότε ανεπαίσθητες και σβησμένες και πότε ξεκάθαρες και ζωηρές και οι φωνές του πλήθους. Το ρυθμικό ‘’Ά-δι-κα’’, αν και ατονότερο και αραιότερο τώρα, αντηχούσε ακόμη στους δρόμους της πόλης. Μερικές γυναίκες, λίγες στην αρχή, πλησίασαν την περιοχή του λιμανιού και, πάνω απ’ τα φράγματα ή ανάμεσα απ’ τα σιδερένια κιγκλιδώματα, έδιναν στους φαντάρους των τελευταίων διμοιριών, που ήταν σταματημένοι εκεί κοντά τους, φρούτα, κουλούρια, μπισκότα και άλλα μικροπράγματα. Γρήγορα οι λιγοστές γυναίκες έγιναν πολλές. Ο κόσμος έξω απ’ την περιοχή του λιμανιού γίνονταν περισσότερος και τα κουλούρια και τα φρούτα που περνούσαν τη σιδερένια περίφραξη πλήθαιναν. Άρχισαν έτσι, από χέρι σε χέρι, να φτάνουν και στις πρώτες διμοιρίες. Περίεργο όμως. Απ’ όλες εκείνες τις γυναίκες, τα κορίτσια και τους άντρες, που ήταν ανεβασμένοι στις γύρω περιφράξεις ή σκαλωμένοι στα σιδερένια κιγκλιδώματα, κανένας δεν φώναζε. Σχεδόν ούτε μιλούσαν. Όλοι τους ήταν σιωπηλοί και μονάχα φρόντιζαν με κάθε τρόπο να προωθήσουν προς το βάθος της πληθώρας των στρατιωτών τα μικροπράγματα που κρατούσαν στα χέρια τους και τα οποία δεν είχαν τελειωμό.
151
Ξαφνικά κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς, βγήκε απ’ το ορθάνοιχτο στόμα του καραβιού μια μεγάλη ομάδα οπλισμένων στρατιωτών της στρατιωτικής αστυνομίας. Όλοι είχαν άσπρες εξαρτήσεις και άσπρες θήκες πιστολιών. Φορούσαν θαλασσιά καλύμματα στα πηλήκιά τους και θαλασσιά περιβραχιόνια. Σ’ αυτά ήταν ασπροκεντημένα και ευδιάκριτα τα γράμματα Ε.Σ.Α.. Μόλις βγήκαν στην προκυμαία, έτρεξαν βιαστικοί προς τον ανοιχτό περίβολό της. Με ξεφωνητά και απειλές απομάκρυναν τις γυναίκες και τους άλλους πολίτες πέρα απ’ τα κάγκελα που περιέκλειαν το χώρο του λιμανιού και στάθηκαν, ζωντανή διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα σ’ αυτούς και σε μας τους στρατιώτες. Ο υπολοχαγός της συνοδείας μας, φωνάζοντας δυνατά, διέταξε ‘’προσοχή’’, ‘’αναλάβατε’’ και ‘’βάδην εμπρός’’. Όλοι πήραμε τα σακίδια και τα μπογαλάκια μας και προχωρήσαμε αρκετά βήματα μπροστά. Πλησιάσαμε πολύ κοντά στο πλοίο. Συσπειρωθήκαμε όλοι μπροστά στην πόρτα του, έτσι που να απομακρυνθούν οι τελευταίοι όσο γίνονταν περισσότερο απ’ τα κάγκελα και τους πολίτες. Ο κόσμος έμεινε μακριά πίσω μας και δεν ήταν δυνατό να προωθήσει άλλο τα δώρα του. Σιγά-σιγά, οι περισσότεροι απ’ τους πολίτες έφυγαν. Λίγοι έμειναν ως το τέλος, για να παρακολουθήσουν βουβοί το δράμα μας. Ανεβασμένοι στα κάγκελα της περιοχής, μας κοίταζαν αμίλητοι. Τα λυπημένα βρέμματά τους έλεγαν πολλά, τα οποία εμείς, δυστυχώς, τότε δεν καταλαβαίναμε όσο έπρεπε. Εκείνοι ήξεραν. Εμείς δεν ξέραμε. Ο λαός πάντα κάτι μυρίζεται. Κάτι προαισθάνεται, είπε ο Θανάσης. Ακόμη κι αν δεν μπορεί να πει με ακρίβεια ποιο είναι εκείνο που τον ανησυχεί. Πάντως, το νιώθει το κακό σίγουρα και εκδηλώνει έγκαιρα και όπως μπορεί την ανησυχία του. - Πραγματικά, συνέχισε ο Κώστας. Πώς φώναζε εκείνη η ανθρωποθάλασσα! Κι εκείνο το ρυθμικό ‘’ά-δι-κα’’ πόσο θλιβερά αντιβουίζει τώρα στ’ αφτιά μου! Όσο παράξενο και ανεξήγητο μου φαινόταν τότε που το άκουγα, τόσο πονεμένο και φριχτό το νιώθω τώρα που το σκέφτομαι. Πόσο έντονα διαμαρτυρήθηκαν οι εκνευρισμένες εκείνες γυναίκες, οι κολλημένες έξω απ’ τα σιδερέν ια κάγκελα, όταν οι στρατιώτες της ΕΣΑ γύριζαν ανάμεσα στις διμοιρίες μας και έκαναν έλεγχο στα πράγματα του καθενός! Και οι ΕΣΑτζήδες, οι υποτιθέμενοι συνάδελφοί μας, με σκληράδα και βιαιότητα, άρπαζαν ό,τι νόμιζαν πως δεν είναι στρατιωτικό είδος, ό,τι θεωρούσαν αυτοί κατά την κρίση τους πως δε μας χρειάζονταν και το κατέστρεφαν ή με μια κλοτσιά το πετούσαν στη θάλασσα. Δεν χωρούσε διαμαρτυρία. Υπομέναμε τον εξευτελισμό ασυζητητί. Σε λίγο, άρχισε η επιβίβασή στο πλοίο. Καμιά θεαματική διαδικασία. Μόνο θλίψη και ταπείνωση. Προχωρούσαμε κατά διμοιρίες. Με λίγα μόνο βήματα φτάσαμε στην ξαπλωμένη βαρύγδουπη πόρτα του αρματαγωγού. Με δέος και ανατριχίλα ρίξαμε το πρώτο βήμα πάνω στο βαρύ ραβδωτό επίστρωμά της και σχεδόν αμέσως απ’ την ηλιόλουστη και ανοιχτή προκυμαία βρεθήκαμε ξαφνικά στη σκοτεινή και αποπνιχτική κοιλιά του ΧΙΟΣ. Μόλις περνούσαμε στο αμπάρι, τρέχαμε στα έγκατά του, για να βρούμε στέκι και να βολευτούμε, όπως κάνουν οι νυχτερίδες, όταν
152
κοπάδι εισορμούν σε σκοτεινό σπήλαιο. Σκαρφαλώναμε όπου νομίζαμε ο καθένας μας καλύτερα. Βλέπετε, οι θέσεις δεν ήταν αριθμημένες. Εμείς με το Στρατή προτιμήσαμε αυτό το άρμα με το μακρύ κανόνι του. Το διάλεξε ο Στρατής. Κι όπως απέδειξαν τα πράγματα δεν έκανε και άσχημη εκλογή. Αυτός έτρεξε πρώτος, ανέβηκε στις φαρδιές του αλυσίδες και κρέμασε επιδεικτικά το σακίδιό του στην άκρη της κάννης του πυροβόλου. Έτσι, έκανε κατοχή του τούτο το σιδερένιο τέρας, υψώνοντας την παντιέρα του στην κορυφή του, όπως ο κάπταν-Κουκ ύψωσε την αγγλική σημαία στις ακτές της Αυστραλίας κι έκανε έτσι, μια και έξω, αγγλική αποικία αλόκληρη Ήπειρο. Μετά, σκάλωσε το κοκκινωπό μπογαλάκι του σε κείνη τη χοντρή βίδα του δοκαριού, επεκτείνοντας τις δικαιοδοσίες του και πιο πέρα. Ίσως αυτά τα φανταχτερά σημάδια τράβηξαν και τη δική σας προσοχή, όταν μπήκατε και σεις αργότερα στο αμπάρι. Πιθανόν αυτά να σας έφεραν κοντά μας για να γίνουμε στην αρχή τέσσερις συγκάτοικοι στη ράχη μιας τέτοιας σιδερένια χελώνας. Και λέγοντας τα τελευταία αυτά λόγια ο Κώστας, κοίταξε το Θανάση και το Γιώργο και τους χαμογέλασε. Του χαμογέλασαν κι εκείνοι. Μετά, μας ήρθε κι ο δάσκαλος και γίναμε πολλοί, πρόσθεσε σκουντώντας ελαφρά το λοχία.
153
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Έ
- χουν περάσει 22 χρόνια περίπου από τότε που βρεθήκαμε ξαφνικά μεσοπέλαγα μέσα στ’ αμπάρι του ΧΙΟΣ, διηγείται ο Κώστας σε μια ομάδα εξόριστων στη Γυάρο, που έφτασαν στο νησί πριν λίγες μέρες, σταλμένοι εδώ απ΄τη χούντα της 21 ης Απριλίου. Όλοι τους θύματα της καινούριας λαίλαπας, που ξαφνικά σάρωσε και πάλι τούτον τον τόπο, ξαναζούν τη μαρτυρική ζωή της εξορίας. Αρπάχτηκαν όλοι, χωρίς κανένα λόγο απ’ τα σπίτια τους, απ’ τις οικογένειές τους κι απ’ τις δουλειές τους και κλείστηκαν εδώ σε τούτο το ξερονήσι, χωρίς κανένα οίκτο, χωρίς καμιά δίκη, χωρίς καμιά βοήθεια από πουθενά, χωρίς καμιά ελπίδα απελευθέρωσης. Καθισμένοι μέσα στο υγρό αντίσκηνο οι παλιοί αγωνιστές της λευτεριάς και της ειρήνης ακούν σιωπηλοί τον Κώστα, που η φωνή του γεμίζει με πόνο και παράπονο την κρύα ατμόσφαιρα, που δέρνεται ασταμάτητα απ’ τους μονότονους βόγκους των κυμάτων, που περιζώνουν ψυχρά κι αδιάφορα το νησί. Ξαναθυμούνται το χθες που το ζουν και σήμερα. Τότε ήταν νέοι. Παιδιά είκοσι χρόνων. Χωρίς φροντίδες και έγνοιες. Χωρίς βάσανα και στενοχώριες. Τώρα είναι μεσήλικες και φαμελίτες. Με σκέψεις και υποχρεώσεις. Τα μαλλιά τους γκρίζα. Τα πρόσωπά τους τραχιά. Οι σκέψεις τους βαριές. Και τα βλέμματά τους θολωμένα. Οι καρδιές όλων, όμως, ζεστές και οι ελπίδες δικαίωσης αμείωτες. Είναι τέλη Νοέμβρη κι ο χειμώνας τούτη τη χρονιά μπήκε βιαστικός και έντονος. Το υγρό πανί της σκηνής, παρά τα ασταμάτητα πλαταγίσματά του, δεν μπορεί να προσφέρει σχεδόν τίποτα. Καμιά προφύλαξη. Καμιά προστασία. Το τσουχτερό για τη σπασμένη πρόωρα ηλικία τους κρύο, δριμύ και άκαρδο, νικά εύκολα την αντοχή του μουσαμά και, τρυπώντας τα υφάδια του, τρυπά και τα αδύναμα και σακατεμμένα κορμιά αυτών που βρίσκονται κάτω απ’ αυτό. Κι εκείνοι, με τα τριμμένα παλτά, τα ξέθωρα κιλίμια και τις ξεφτισμένες κουβέρτες στις πλάτες τους, αποδεικτικά της ευήμερης ως τώρα ζωής τους και του τρανού της πατρίδας τους ενδιαφέροντος, καθισμένοι σταυροπόδι κατάχαμα, στριμωγμένοι κοντά-κοντά ο ένας δίπλα στον άλλο, πασχίζουν να νικήσουν το ξεροβόρι και να ζεστάνει ο ένας τον άλλο. Προσπαθούν να ξεχάσουν τα πρόσφατα, ξαναθυμούμενοι τα περασμένα.
154
Οι παλιότεροι λέγανε και οι σημερινοί το ξέρουν πως, για να διώξεις ή να απαλύνεις κάτι δυσάρεστο απ’ τη σκέψη σου ή ένα μεγάλο πόνο απ’ την καρδιά σου, θυμήσου κάτι πιο ευχάριστο ή αναπόλησε ένα μεγαλύτερό σου πόνο. Του καθενός το παρελθόν είναι κι ένα ολόκληρο δράμα. Η ζωή του είναι μια ατέλειωτη τραγική και πονεμένη ιστορία. Όλων οι λογισμοί τρέχουν χρόνια πίσω. Ξαναγυρίζουν με θλίψη στα περασμένα. Θυμούνται τα παλιά και κοιτάζουν τον Κώστα κατάματα. Ακούν τα λεγόμενά του, ρουφώντας κι αφομοιώνοντας τα λόγια του ένα-ένα, που, καθώς φτάνουν στ’ αφτιά τους πονεμένα, ξετυλίγουν άθελά τους βαθιά στη σκέψη του καθενός κάποιο άλλο δικό του δράμα, ένα άλλο παρόμοιο προσωπικό του μαρτύριο. Μοιράζονται όλοι τους τούτες τις στιγμές το δράμα του φίλου τους και βρίσκονται μαζί του μέσα στα σπλάχνα του ΧΙΟΣ. Κι εκείνος, σα να ξαναζεί τώρα στο ζενίθ τους όλες εκείνες τις δραματικές ώρες και σα να ξαναζωντανεύει μέσα του όλο εκείνο το άχαρο μεγαλείο, συνεχίζει με φωνή που πάλλεται από πόνο και παράπονο τη διήγησή του. - Εκκωφαντινός αντήχησε για μια στιγμή ο κρότος της χοντρής καδένας της άγκυρας του ΧΙΟΣ, που, σα δαιμονισμένη, ξετυλίγονταν απ’ τα πελώρια καρούλια, τα στημένα όγκοι ολόκληροι, μπροστά-μπροστά πάνω στο στενό, μυτερό κατάστρωμα της πλώρης. Μόλις κατασίγασαν τα μανιασμένα ξεφωνητά της καδένας και η άγκυρα φουντάρισε στο βυθό, ένα οξύ και διαπεραστικό σφύριγμα αντήχησε στριγκό μέσα στο αχανές αμπάρι και ξέσχισε με την οξύτητά του κάθε γωνιά της βαριάς ατρόσφαιρας του κήτους. Ολόκληρη η καλμαρισμένη ως τώρα ανθρωποθάλασσα αναταράχτηκε με μιας. Από παντού πετάχτηκαν έξαλλοι κι αναστατωμένοι οι στρατιώτες κι ένας πρωτοφανής αναβρασμός επικράτησε σ’ όλο εκείνο το χάος. Στο πάτωμα, στις ράχες των οχημάτων, στις σιδερόσκαλες, στα πατάρια. Παντού. Κανείς δεν ήξερε τι συμβαίνει, τι σκοπό είχε το αναπάντεχο και ξαφνικό αυτό σφύριγμα και τι σήμαινε ο παρατεταμένος και παράξενος εκείνος κρότος, που είχε μόλις προηγηθεί. Σαν κύματα ξαφνικής παλίροιας φάνηκε πάνω απ’ τον πυργίσκο του άρματος η απροσδόκητη ανησυχία και το απότομο και βίαιο ξεσήκωμα των στρατιωτών, που όλοι τους, σαν κυνηγημένα αγριοπούλια ξεσκάριζαν απ’ τα παράξενα γιατάκια τους και πετάγονταν όρθιοι σαν ποικιλόσχημα ελατήρια, βουλώνοντας ταυτόχρονα σφιχτά τ’ αφτιά τους με τις παλάμες τους. Καθώς τα αλλεπάλληλα αντιβουίσματα του εκκωφαντινού εκείνου σφυρίγματος κόπαζαν κι έχαναν την οξύτητα και την ορμή τους κάθε φορά που πηγαινοέρχονταν και συγκρούονταν με τα κρύα σιδερένια πλευρά του αμπαριού, ένας άλλος αχός, ο αχός του πλήθους, του αμέτρητου όχλου, έπαιρνε τη θέση τους και γέμιζε με βιασύνη τη βαριά ατμόσφαιρα. Και κει που πήγαινε να κατακάτσει κάπως η βουή και να καλμάρει η αγωνία των στρατιωτών, οξύτατη και διαπεραστική ακούστηκε η φωνή των μεγαφώνων του αμπαριού. ‘’ Προσοχή, προσοχή’’. ‘’Σε πέντε λεπτά θα ανοίξουν οι καταπακτές και θα ελευθερωθούν οι σιδερόσκαλες. Όλοι οι στρατιώτες με τα
155
πράγματά τους να βγουν και να συνταχθούν στο κατάστρωμα. Θα βγείτε με τη σειρά. Θέλω πειθαρχία και τάξη, για να μην αναγκαστώ να πετάξω κανένα στη θάλασσα. Δε θέλω με το τέλος του ταξιδιού να τελειώσω με τα χέρια μου και τη ζωή μερικών από δω μέσα’’. - Μπράβο κύριε αντισυνταγματάρχα, είπε μονολογώντας σιγανά ο Αργύρης. Απορώ, πώς με τέτοια προσόντα δε σε κάναν ακόμη στρατηγό, πρόσθεσε χαμηλόφωνα και σηκώθηκε όρθιος πάνω στο άρμα. Όρθωσε το κορμί του, τέντωσε τα χέρια του και τα πόδια του μερικές φορές και προσπάθησε να ξεμουδιάσει. Πραγματικά, ήταν η φωνή του αντισυνταγματάρχη που μας συνόδευε. Στριγκλιά, κρύα, απειλητική. Η ψυχρότητά της μας πάγωσε όλους. Τον συχαθήκαμε και τον λυπηθήκαμε μαζί. Ταυτόχρονα όμως, τα απαίσια αυτά λόγια του μας διαβεβαίωναν πως το ταξίδι μας τελείωσε και πως φτάσαμε στον προορισμό μας. Πού όμως; Αυτό ήταν ένα ερωτηματικό που σκέπασε κάθε προηγούμενο συναίσθημα στην ψυχή μας. Ξεπρόβαλε ξαφνικό και έντονο, ξεπέρασε βιαστικό τα όρια της περιέργειας, μπήκε στις περιοχές της υποψίας, μετατράπηκε σε ανησυχία και βάλθηκε να βασανίζει επίμονα τις σκέψεις μας. Και τέτοιες ώρες, τέτοια συναισθήματα πώς μεταδίδονται ίδια και αυτούσια, αστραπιαία και αναλλοίωτα σ’ όλες τις καρδιές των ανθρώπινων μαζών που συμπάσχουν και υποφέρουν μαζί, χωρίς εξαίρεση και με την ίδια επίδραση! Όλοι, βουβοί κι αμίλητοι, κλεισμένοι στεγανά στους εαυτούς μας, βαλθήκαμε να συμμαζέψουμε γρήγορα τα λιγοστά πράγματά μας και να ετοιμαστούμε για την άνοδο και τη μετάβασή μας απ’ τα έγκατα του κήτους στην επιφάνεια του καταστρώματος. Απ’ το σκοτάδι του αμπαριού στο φως του ήλιου. Αυτό που τόσες και τόσες ώρες αποζητούσαμε. Άλλος φορούσε βιαστικά τα άρβυλά του, άλλος συμμάζευε και δίπλωνε γρήγορα-γρήγορα τη στρωμένη κάτω τριμμένη κουβέρτα του κι άλλος στρίμωχνε τα λιανοπράγματά του στο σακίδιο ή ξεκρεμούσε το μπογαλάκι του, αν τύχαινε να είναι απ’ τους τυχερούς που είχαν κάτι έξτρα μαζί τους. Σχεδόν αμέσως, γέμισαν οι σιδερόσκαλες μέχρι πάνω από ανυπόμονους νεοσύλλεκτους, που αγωνιούσαν να βγουν στο κατάστρωμα. Ποιος ξέρει γιατί! Ίσως, για να αντικρίσουν τα φανταχτερά κτίρια και τις πολυσύχναστες προκυμαίες του Πειραιά. Ίσως για να δουν τον ήλιο. Να πάρουν λίγο αέρα. Να θαυμάσουν πιθανόν τη μεγαλούπολη με την κίνηση και την πολυκοσμία της. Ο Στρατής ξεκρέμασε βιαστικός το σακίδιό του απ’ την κάννη του πυροβόλου, ξεσκάλωσε και το κοκκινωπό μπογαλάκι του απ’ τη χοντρή βίδα των γκρίζων πλευρών του καραβιού και πήδησε πρώτος στο πάτωμα πάνω απ’ την καμπυλωτή ράχη του άρματος. Τον ακολούθησε ο Γιώργος με το Θανάση. Μετά, πήδησα κι εγώ με τον Αργύρη. Κανένας δεν είπε κουβέντα. Με τα σακίδια στον ώμο προχωρήσαμε προς την πλησιέστερη σκάλα κι ανεβήκαμε ένα-δυο σκαλιά που ήταν ακόμη άδεια. Τα άλλα, τα παραπάνω, είχαν γεμίσει κιόλας.
156
Ο αναβρασμός στο αμπάρι συνεχιζόταν αμείωτος κι όλο και περισσότεροι στρατιώτες κατέκλυζαν κοπαδιαστά τους χώρους του πατώματος μπροστά στις σκάλες. Βλέποντας από κει, απ’ το ψηλότερο κάπως σκαλί που ήμουνα, το μεγάλο συνωστισμό και την πληθώρα των στρατιωτών να αναδεύει και να πηγαινοέρχεται, σκέφτηκα για μια στιγμή, τι θα γινόταν σε περίπτωση κινδύνου και ποιος θα είχε, άραγε την τύχη να μην τσαλαπατηθεί από ένα τέτοιο πανικόβλητο πλήθος και την πιθανότητα να ζήσει; - Δεν πιάσαμε λιμάνι, είπε στενοχωρημένα ο Στρατής, καθώς άφηνε το σακίδιό του εκεί στο δεύτερο σκαλί και πάσχιζε να βολευτεί όρθιος. - Και πώς το κατάλαβες καπετάνιε; τον ρώτησε με προσποιητή ευθυμία ο Γιώργος, θέλοντας να σπάσει κάπως την κατήφεια που επικρατούσε τόση ώρα στην παρέα. Στάσου πρώτα να βγούμε από δω μέσα, να πάψουμε νά ‘μαστε Ιωνάδες, να δούμε τι γίνεται εκεί πάνω, να δούμε τον κόσμο και μετά αποφαίνεσαι, συνέχισε εμφαντικότερα, προσπαθώντας έτσι να τον καθησυχάσει. - Ιωνάδες μπορεί να πάψουμε να είμαστε αλλά μην περιμένετε να βγούμε στη Νινευή, φώναξε κάποιος κατηγορηματικά απ’ το σωρό. - Δε χρειάζεται να δούμε τίποτα περισσότερο. Δε χρειάζεται, πρόσθεσε με περισσότερη θλίψη ο Στρατής. Αν πιάναμε λιμάνι της προκοπής, θα βγαίναμε απ’ τη μεγάλη μπροστινή πόρτα του αμπαριού όπως μπήκαμε. Εκεί θα μας έλεγαν να συγκεντρωθούμε. Κι όχι να ανεβούμε στο κατάστρωμα. Απ’ το κατάστρωμα μόνο με βάρκες αφήνεις ένα αρματαγωγό, είπε συμπερασματικά. - ‘’Μην απελπίζεσαι . . . και δε θ’ αργήσει . . .’’ άρχισε να τραγουδά σκωπτικά και παράτονα ένας κοντόχοντρος δεκανέας, που ήταν στριμωγμένος και ξεφυσούσε κατακόκκινος ανάμεσα στους άλλους, δυο-τρία σκαλοπάτια πιο πάνω. Και πραγματικά, δεν ‘’άργησε’’. Το άκεφο τραγούδι του διακόπηκε απ’ το τρίξιμο της βαριάς καταπακτής, που βρίσκονταν πάνω απ’ το κεφαλόσκαλο της δικής μας σιδερόσκαλας. Αυτής, που τώρα είχαμε καταλύσει στα σκαλοπάτια της και, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, περιμέναμε όλοι με αγωνία να μας οδηγήσει έξω απ’ τη φυλακή μας, στον ήλιο και στον αέρα και να βάλει τέρμα στο μαρτύριό μας. Σχεδόν, αμέσως ακούστηκαν κι άλλα τριξίματα σ’ άλλα σημεία του ταβανιού, εκεί όπου κατέληγαν κι άλλες σιδερόσκαλες απ’ το βάθος του αμπαριού. Με το άνοιγμα της σιδερένιας καταπακτής, ένα δυνατό φως ξεχύθηκε πάνω μας και μας έλουσε όλους με μιας. Ολόκληρη την ανθρώπινη εκείνη λοξή στήλη, που ξεκινούσε απ’ το πάτωμα και με τη βοήθεια της αόρατης πια τώρα σιδερόσκαλας, της σκεπασμένης κυριολεκτικά απ’ το χακί, έφτανε μονοκόμματη και συμπαγής στο ταβάνι. Όλοι με μιας κλείσαμε ακαριαία τα μάτια και χαμηλώσαμε τα κεφάλια, στρέφοντάς τα προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να προφυλαχτούμε απ’ το εκτυφλωτικό φως. Και δεν ήταν λίγες οι βρισιές και τα επίθετα που άκουσε κι ο ήλιος κι ο αντισυνταγματάρχης και η καταπακτή κι εκείνοι που την άνοιξαν. Οι κόρες των ματιών μας, ρεγουλαρισμένες από χθες σε ηλιακό φως μηδέν, δεν μπόρεσαν να αντέξουν στην πλούσια και λαμπερή
157
ακτινοβολία της μέρας. Είχαν συνηθίσει να δουλεύουν στο σκοτάδι για πολλές ώρες τώρα μέσα στα σπλάχνα του αποπνιχτικού αμπαριού κι είχαν γίνει όλες κόρες ματιών κουκουβάγιας. Η απότομη επαφή τους με τις ηλιαχτίδες ήταν για όλους τυραννική και επικίνδυνη. Το μπόλικο φως μας τίναξε σα νυχτερίδες και μας τράνταξε σα νυχτόβια ερπετά. Σχεδόν αμέσως και σ’ άλλα σημεία του σκοτεινού όγκου του κήτους σχηματίστηκαν ξαφνικά τέτοιες φωτεινές στήλες.. Σε όλο το λοξό τους μήκος αιωρούνταν βιαστικά και ασταμάτητα εκατομμύριαεκατομμυρίων κόκκοι σκόνης, ανάκατοι με σκούρους καπνούς τσιγάρων, κάνοντάς τες έτσι πιο πυκνές και πιο συγκεκριμένες. Οι φωτεινές αυτές στήλες, που ξαφνικά τρύπησαν το μουντό χάος του αμπαριού, κατέληγαν σε μια μεγάλη τετράγωνη βάση, που η κάθε μια ήταν ανάλογη με το άνοιγμα της καταπακτής, απ’ την οποία ξεκινούσε και η οποία την όριζε. Τα φωτεινά του τετράγωνα σημάδευαν, σε αρκετά σημεία εδώ κι εκεί, το τεράστιο πάτωμα του βαθιού αμπαριού, που έβραζε τώρα απ’ τους κινούμενους προς τις σκάλες στρατιώτες. Το μεγάφωνο ξαναφώναξε δυνατά: ‘’Ανέρχεσθε εις το κατάστρωμα’’. Με μιας, ολόκληρη εκείνη η ζωντανή λοξή στήλη, που ένωνε το πάτωμα με το ταβάνι, σάλεψε και κυμάτισε σαν αθέριστη πλαγιά, που τη φύσησε δυνατό ξαφνικό αεράκι και σύγκορμη πλατάγισε επί τόπου. Πουθενά δεν δημιουργούνταν κενό στα σκαλοπάτια της σιδερόσκαλας απ’ το πάτωμα ως το ταβάνι, γιατί συπληρώνονταν αδιάκοπα απ’ την απέραντη ανθρωποθάλασσα που περίμενε ανυπόμονη στη βάση της. Κι όσο η στήλη ανέβαινε και ξεχύνονταν στο κατάστρωμα, τόσο το πλήθος του πατώματος λιγόστευε και οι μεγάλοι κύκλοι των στριμωγμένων στρατιωτών μπροστά στα πρώτα σκαλοπάτια της μίκραναν. Κάθε σκάλα έμοιαζε με τεράστιο σωλήνα, που μετάγγιζε ασταμάτητα ‘’υγρό’’ από το ένα δοχείο στο άλλο. Απ’ το αμπάρι στο κατάστρωμα. Μόνο που εδώ το ‘’υγρό’’ ήταν φαντάροι και η μετάγγιση δεν γίνονταν προς τη γνωστή φορά της συνηθισμένης ροής. Έμοιαζε μάλλον με απορρόφηση. Γρήγορα φτάσαμε και μεις στο κεφαλόσκαλο και περάσαμε τη δίφυλλη σιδερένια καταπακτή, που από χθες μας κρατούσε αμπαρωμένους στα βάθη του κήτους. Η καταπακτή αυτή αποτελούνταν από δυο σιδερένιες πόρτες από χοντρό σπειρωτό στις επιφάνειες σίδερο. Οι πόρτες της, καθώς άνοιγαν προς τα πάνω, στέκονταν λοξά γερτές προς τα έξω, σχηματίζοντας έτσι τα δυο πλευρά ενός τεράστιου τετράγωνου χωνιού. Ξεμπουκάραμε απ’ το ατσάλινο αυτό χωνί και, με μισόκλειστα μάτια, βγήκαμε στο κατάστρωμα. Το φως εδώ πάνω ήταν δυνατότερο και τυραννικότερο για τα μάτια μας. Ο ζωογόνος αέρας φούσκωσε τα ζαρωμένα πλεμόνια μας και τα γέμισε με οξυγόνο και ιώδιο. Η κρύα ατμόσφαιρα της θάλασσας δρόσισε τα άχρωμα πρόσωπά μας και μας έκανε να ριγίσουμε σύγκορμοι. Το καράβι ήταν σταματημένο ‘’μεσοπέλαγα’’ και το ανάλαφρο κύμα της ήσυχης αναλόγως θάλασσας αργοχτυπούσε δαμασμένο στα σκούρα πλευρά του. Προχωρήσαμε με μισόκλειστα μάτια λίγα βήματα στο κατάστρωμα, ώσπου να συνηθίσουμε τον ήλιο. Μπροστά μου
158
πήγαινε ο Στρατής με το Γιώργο και πίσω μου ο Θανάσης. Ο Αργύρης φαίνεται πως θα είχε μάλλον παραγκωνιστεί στη σκάλα από άλλους βιαστικότερους και είχε μείνει πίσω. Καθώς προχωρούσαμε προς το μπροστινό μέρος του καραβιού, έριξα μια γρήγορη μισόκλειστη ματιά προς τα δεξιά μου και είδα στο βάθος στεριά. Θυμήθηκα τους Μοιρίους του Ξενοφώντα, μόνο που εμείς εδώ αποτελούσαμε το αντίθετό τους. Οι ακτές διακρίνονταν καθαρά, γιατί η απόσταση που μας χώριζε δεν ήταν και πολύ μεγάλη. Χαμηλοί λόφοι, χωράφια, δέντρα, ηρεμία και γαλήνη ξεπρόβαλαν απέναντί μας, ήσυχα, απαλά και αμέριμνα. Τι να συμβαίνει άραγε; αναρωτήθηκα. Γιατί μας έβγαλαν έτσι μεσοπέλαγα στο κατάστρωμα; Μήπως για να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα και να μας δει λίγο ο ήλιος; Δε μου φάνηκε και άσχημη η εξήγηση αυτή. Την ίδια γνώμη είχαν κι άλλοι γύρω μου, ενώ άλλοι υποψιάζονταν και κάποια βλάβη της μηχανής του καραβιού. Μπερδεύονταν οι γνώμες, όπως μπερδεύονταν και τα βήματά μας πάνω στο κατάστρωμα. Προχωρήσαμε έτσι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, καμιά δεκαπενταριάείκοσι βήματα, ακολουθώντας εκείνους που προηγούνταν. Μετά, λοξέψαμε λίγο αριστερά, περάσαμε ανάμεσα από κάτι τεράστιους σωλήνες, που ξεφύτρωναν ογκώδεις απ’ το πάτωμα και κατέληγαν σε πελώρια χωνιά γυρτά λίγο σαν τα χωνιά υπερφυσικών γραμμοφώνων, στραμμένα όλα προς διάφορες κατευθύνσεις. Προχωρήσαμε προς τις ογκώδεις μπομπίνες, όπου τυλίγονταν και ξετυλίγονταν οι χοντρές καδένες της μπροστινής άγκυρας και φτάσαμε στο αριστερό μπροστινό μέρος του καταστρώματος, όπου και πήραμε θέση στη συνέχεια της παράταξης των άλλων συναδέλφων μας, που είχαν βγει πριν από μας στο κατάστρωμα. Τα μάτια μας τώρα είχαν συνηθίσει στο δυνατό φως της μέρας και επιπλέον, όπως σταθήκαμε, είχαμε το φως του ήλιου πίσω μας, πράγμα που έκανε πιο εύκολη την όρασή μας. Μείναμε πραγματικά άναυδοι με το θέαμα που αντικρίζαμε μπροστά μας. Η ακτή στην αριστερή πλευρά του καραβιού ήταν μόνο λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά μας και εκτείνονταν δεξιά κι αριστερά όσο έπιανε το μάτι μας ολόιδια, χωρίς καμιά παραλλαγή. Γρίζα, ξερή, άχαρη. Μπροστά μας κατάφατσα, απλώνονταν λοξή και γυμνή η πλαγιά ενός κατάξερου γκριζωπού νησιού, με αγριοκομμένες και έρημες ακρογιαλιές, γεμάτες κοφτερά βράχια και κάτασπρους αφρούς. Στη μονότονη και κατάξερη πλαγιά του δέσποζε κατευθείαν μπροστά μας ένας απέραντος καταυλισμός από μεγάλα τετράγωνα άσπρα αντίσκηνα. Η ασπράδα τους, μουντωμένη απ’ την πολυκαιρία, τις βροχές και τις σκόνες, κούρνιαζε λερή και θαμπωμένη, συγγενεύοντας περισσότερο με το γκριζόσκουρο σύνολο του νησιού, παρά με το καθάριο κι άσπρο καραβόπανο που τονώνει το αίσθημα της ξεγνοιασιάς και της ευθυμίας. Το μόνο που έκανε εντύπωση ήταν ο τετραγωνισμός του καταυλισμού και η σχολαστική ευθυγράμμιση, με την οποία είχαν τοποθετηθεί τα ομαδικά εκείνα αντίσκηνα. Δεξιά μας, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά στο βάθος, διακρίνονταν κι άλλος παρόμοιος καταυλισμός. Το ίδιο κρύος και σκυθρωπός σαν αυτόν που είχαμε απέναντί μας.
159
Στο κοντινότερο προς εμάς σημείο της ακτής, μια μικρή βραχώδης προκυμαία, πρόχειρα ισοπεδωμένη, προχωρούσε μερικές δεκάδες μέτρα σα σφήνα μέσα στη θάλασσα. Στο σημείο αυτό ήταν συγκεντρωμένοι καμιά πενηνταριά στρατιώτες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν παραταγμένοι αραιά-αραιά σε δυο στήλες, η μια απέναντι στην άλλη, δεξιά και αριστερά της προκυμαίας κι άλλοι πάλι πηγαινοέρχονταν βιαστικοί ανάμεσα στην προκυμαία και στον καταυλισμό. Ψηλότερα, στους διαδρόμους του καταυλισμού, δεν κυκλοφορούσε κανείς. Μεγάλη νέκρα επικρατούσε. Φαινόταν σα να μην υπήρχαν άλλοι εκεί ή κι αν υπήρχαν θα ήταν όλοι κλεισμένοι στα αντίσκηνα. Πάνω ψηλά, προς την κορυφογραμμή της πλαγιάς, σε εμφανή και ολόγυμνα σημεία, πρόβαλαν τεράστια άσπρα γράμματα, φτιαγμένα από ασβεστωμένες πέτρες τοποθετημένες με επιμέλεια στο χώμα η μια δίπλα στην άλλη. Ορισμένα απ’ αυτά σχημάτιζαν καταληπτές λέξεις, όπως ‘’ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ’’, ‘’ΖΗΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ’’. Άλλα, όμως, μας ήταν τελείως ακατάληπτα. Το θέαμα ήταν και εντυπωσιακό αλλά και ανεξήγητο. Προξενούσε έκπληξη και δέος μαζί. Μείναμε έτσι σιωπηλοί, με τα μάτια καρφωμένα στην πρωτότυπη εκείνη πλαγιά, που για πρώτη φορά βλέπαμε. Βλέπαμε, χωρίς να αρθρώσει κανείς μας λέξη. Η κρυάδα του ερημικού νησιού είχε παγώσει τις καρδιές μας. Όσοι ήξεραν πού βρισκόμασταν, δεν τους έκανε καρδιά να το πουν στους άλλους κι όσοι δεν ήξεραν, δεν είχαν το κουράγιο να ρωτήσουν κι ούτε βιάζονταν να μάθουν. Δυο-τρεις ναύτες δίπλα μας πάσχιζαν να κατεβάσουν μια τεράστια βάρκα, σωστή μαούνα, στη θάλασσα. Μια απ’ αυτές που ήταν σιδεροδεμένες εδώ κι εκεί στο κατάστρωμα του αρματαγωγού. - Να σας δώσω ένα χέρι παιδιά; ακούστηκε η φωνή του Στρατή. Οι ναύτες τον κοίταξαν αόριστα χωρίς να προφέρουν λέξη. Φαίνεται, όμως, πως τους έκανε εντύπωση η προσφορά του. Αλληλοκοιτάχτηκαν παραξενεμένοι μεταξύ τους κι ένας μορφασμός απορίας και έκπληξης φτερούγισε βιαστικός στα πρόσωπά τους. Ο Στρατής, χωρίς να περιμένει απάντηση, έδωσε το σακίδιο και το μπογαλάκι του στο Γιώργο και, με την τριμμένη κουβέρτα περασμένη ρολό στο λαιμό του, έκανε δυο βήματα και μπήκε πρόθυμος στην ομάδα των ναυτών. Έσκυψε βιαστικός κι άρχισε να λύνει σκοινιά και να ξεβιδώνει παλαμάρια, για να ελευθερωθεί η βάρκα και να κατεβεί με το βίντσι της όσο γίνονταν πιο γρήγορα στο νερό. Ο Γιώργος τον κοίταξε με καλοσύνη και κούνησε δυο-τρεις φορές το κεφάλι του. Εκείνος είχε πέσει με όρεξη στη δουλειά. Ένας απ’ τους ναύτες τράβηξε το μουσαμά, που, καλοδεμένος ως τώρα και τεντωμένος, σκέπαζε προσεχτικά τη βάρκα, όρθωσε περισσότερο το κορμί του, τέντωσε το λαιμό του κι έριξε μια γρήγορη ματιά για να ελέγξει το εσωτερικό της. Ένα μισοσκισμένο περιοδικό, που το ξεφύλλιζε άτακτα ο αέρας και λίγο πιο πέρα ένα άδειο στρογγυλό κουτί κάποιας κονσέρβας που έχασκε μισόγυρτο ανάμεσα στα ισόμετρα δεσίματα της καρίνας ήταν όλο κι όλο το περιττό περιεχόμενό της.
160
Ο ναύτης, μ’ ένα σάλτο, πήδησε μέσα στην κοιλιά της, άρπαξε το κομματιασμένο απομεινάρι του περιοδικού και το πέταξε μ’ ένα βιαστικό τίναγμα στη θάλασσα. Μετά, έκανε δυο γρήγορα βήματα, χωρίς να καλοϊσιάξει τη λυγισμένη μέση του, έσκυψε περισσότερο ανάμεσα στα σκαριά, άρπαξε με βιασύνη το άδειο κουτί και, δίνοντας μια ορμή στο χέρι του, έκανε να το πετάξει κι αυτό στη θάλασσα. Φαίνεται, όμως, πως κάποια στιγμιαία σκέψη συγκράτησε το χέρι του. Έφερε το κουτί μπροστά του και τού ‘ριξε μια ματιά ακόμη. Το έφερε μετά μια γρήγορη γύρα στα δάχτυλά του και το παρατήρησε μέσα κι έξω με περισσότερη προσοχή. Μαζί του το παρατηρούσαμε και μεις. Το κουτί ήταν χωρητικότητας μισού λίτρου. Φαινόταν φρεσκοανοιγμένο, με ολοκάθαρες και απείραχτες ακόμη τις εξωτερικές του διαφημιστικές έγχρωμες ετικέτες. Τα εγγλέζικα γράμματα του ονόματος του περιεχομένου του και της φίρμας που το έφτιαξε διακρίνονταν ζωηρά. Ήταν με επιμέλεια ανοιγμένο και διατηρούσε άθικτη την αρχική του φόρμα. Καθώς το γυρόφερνε ο ναύτης στα χέρια του πρόφτασα κι έριξα μια ματιά στο εσωτερικό του. Ήταν κατακάθαρο και η κιτρινωπή μεταλλική επίστρωσή του έλαμπε στον ήλιο. Φαίνεται πως η γυαλάδα, η κανονικότητα και γενικά η περιποιημένη εμφάνισή του εντυπωσίασε το ναύτη και τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Με το άδειο κονσερβοκούτι στο χέρι πήδησε έξω απ’ τη βάρκα κι άπλωσε το χέρι του προς το Στρατή, που εκείνη την ώρα μάζευε θηλιά στο χέρι του ένα κομμάτι σκοινί της βάρκας. - Πάρ’ το, του είπε. Ο Στρατής ξαφνιάστηκε. - Τι να το κάνω; αναρωτήθηκε με απορία. Ο ναύτης, χωρίς να πει λέξη, έκανε μια κίνηση με το χέρι που κρατούσε το κουτί, που έδειχνε πως επέμενε στην προσφορά του. Του Στρατή δεν του καλοάρεσε η επιμονή αυτή, γι’ αυτό και είπε κάπως πειραγμένος. - Κονσερβοκούτια θα μαζεύουμε τώρα, μωρέ συνάδελφε; - Πάρ’ το σου λέω, επανέλαβε ο ναύτης, επιμένοντας πιο πολύ ετούτη τη φορά κι έφερε το κουτί πιο κοντά στα χέρια του Στρατή. Πάρ’ το και θα σου χρειαστεί, ξαναεπέμενε. Ο Στρατής τον κοίταξε με περισσότερη απορία. - Θα το πάρω εγώ συνάδελφε, είπε ο Γιώργος στο ναύτη. Θα το πάρω εγώ, επανέλαβε με μαλακότερη φωνή. Είναι πραγματικά τόσο γυαλιστερό και περιποιημένο, που δε σου κάνει καρδιά να το πετάξεις. - Δώστο στο φίλο σου, είπε επιτακτικά και καλοσυνάτα μαζί ο ναύτης κι έβαλε το κουτί στα χέρια του Στρατή. Αυτός ίσως ξέρει τι κάνει, πρόσθεσε βιαστικά και ξαναγύρισε στη δουλειά του. Ο Στρατής παραξενεμένος πήρε το κιτρινωπό κονσερβοκούτι απ’ τα χέρια του ναύτη και σαστισμένος το άφησε μηχανικά στο πάτωμα, στριμώχνοντάς το σε μια εσοχή που σχημάτιζαν τα σίδερα της βάσης του στηρίγματος της βάρκας. Έριξε μια αόριστη ματιά στο Γιώργο, σα να τού ‘λεγε. Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται! Τι το θέλεις εσύ τούτο το πράγμα! Και, γεμάτος απορία, ξανασυνέχισε με τους ναύτες το λύσιμο των σκοινιών και την προετοιμασία για το κατέβασμα της μικρής μαούνας.
161
Οι στρατιώτες έβγαιναν κι όλο έβγαιναν απ’ τις καταπακτές και κατέκλυζαν το κατάστρωμα. Όλες οι άπλες του είχαν κιόλας πλημμυρίσει στο χακί. Στο κακόγουστο και καταθλιπτικό χακί που κουβαλούσε εκείνη η άθλια φανταροθάλασσα. Παντού τσαλακωμένα μπερεδάκια, ξεθωριασμένα ρούχα, τριμμένες χλαίνες, χλωμά πρόσωπα. Ο απογευματινός ήλιος του Νοέμβρη, που, πριν από λίγο έμπαινε τόσο λαμπερός στο αμπάρι απ’ το στενό άνοιγμα της καταπακτής κι ο κρύος αέρας της θάλασσας, μας τσάκιζαν και μας χλώμιαζαν περισσότερο. Όλοι στεκόμασταν στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, προσπαθώντας να μετριάσουμε κάπως το κρύο φύσημα, να αλληλοπροφυλαχτούμε και να αλληλοζεσταθούμε. Ο Θανάσης έτριψε τα χέρια του κι ο Γιώργος κούμπωσε ως πάνω το χιτώνιό του. Το ίδιο έκανα κι εγώ, αφού πρώτα καλοτύλιξα το γκρίζο κασκόλ στο λαιμό μου κι έσπρωξα καλά τις άκρες του κάτω απ’ το χιτώνιό μου, για να προφυλάξω το στήθος μου. Ένιωθα μια έντονη κι ασυνήθιστη κρυάδα να διατρέχει το κορμί μου. Μόλις η μεγάλη βάρκα ελευθερώθηκε και κρεμασμένη στο βίντσι ανασηκώθηκε λίγο απ’ τη θέση της, οι ναύτες έκαναν ένα-δυο βήματα προς τα πίσω. Μαζί τους τραβήχτηκε κι ο Στρατής. Απ’ τη θέση εκείνη περιεργάστηκε για λίγο τη μετέωρη βάρκα και μετά κάρφωσε το βλέμμα του στο ξερονήσι. Σαν ξεχασμένος παρατηρούσε την άχαρη πλαγιά με τα αντίσκηνα και την τραχιά προκυμαία με τους παραταγμένους κι ανήσυχους στρατιώτες. Φαίνεται πως τούτη τη φορά το σύνολο που έβλεπε απέναντι στη στεριά ο Στρατής τού ‘κανε ιδιαίτερη αντύπωση. Γι’ αυτό, στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι του προς το διπλανό του ναύτη, τον ρώτησε. - Τι είναι εδώ; Γιατί σταματήσαμε μπροστά σ’ αυτό το ξερονήσι; Έχουμε καμιά βλάβη; Ο ναύτης τον κοίταξε περίεργα, γεμάτος απορία και κατάπληξη που έντονη εκδηλώθηκε στο πρόσωπό του κι έκανε ένα μορφασμό που επιβεβαίωνε την αμηχανία του. Κάτι πήγε να πει αλλά κρατήθηκε. Ίσως την τελευταία στιγμή θέλησε να μετριάσει την άγνοια και την αφέλεια του Στρατή, γι’ αυτό και τον ξανακοίταξε στα μάτια με επιμονή. Ο Στρατής, με το ίδιο άδολο ενδιαφέρον, περίμενε απάντηση. Ο ναύτης έκανε πάλι ένα μορφασμό, σα να ήθελε μ’ αυτό να υπερνικήσει τους ενδοιασμούς του και με προσποιητή φυσικότητα στη φωνή του, που στο βάθος της έκρυβε θλίψη και πόνο, του είπε. - Δε βλέπεις απέναντι στην κορυφή της πλαγιάς τα μεγάλα πέτρινα γράμματα; ‘’Βήτα, Ταυ, Σίγμα’’;. - Τα βλέπω, απάντησε με απάθεια ο Στρατής και πρόσθεσε. Αυτά, όμως, δε μου λένε εμένα τίποτα. - Βήτα, Ταυ, Σίγμα, επανέλαβε χαρακτηριστικά ο ναύτης, ενοχλημένος κάπως απ’ την τόση άγνοια του Στρατή. Δηλαδή, Β’ Τάγμα Σκαπανέων, εξήγησε με εντονότερη φωνή. - Ε και; Τι σημαίνει αυτό; ρώτησε και πάλι ο Στρατής, απορημένος κι ανικανοποίητος απ’ την απάντηση του ναύτη. Απότομα, όμως, άλλαξε ύφος. Η έκφρασή του έδειχνε πως είχε αρχίσει ήδη να συνειδητοποιεί κάποια πραγματικότητα, γι’ αυτό και ξαναρώτησε τούτη τη φορά με
162
περισσότερη περιέργεια κι ανησυχία και περισσότερη δύναμη στη φωνή του. - Πού βρισκόμαστε ρε παιδιά; Για μιλήστε καθαρά. - Στο Μακρονήσι, απάντησε κοφτά ο ναύτης. Και, κοιτάζοντας κατάματα το Στρατή, πρόσθεσε χαρακτηριστικά. Καλά, δεν έχεις ακούσει τίποτα ως τώρα εσύ για τη Μακρόνησο. -- Όχι, απάντησε πελαγωμένος ο Λημνιός συνάδελφος κι έμεινε ακίνητος στη θέση του, ξαφνιασμένος κι ο ίδιος απ’ την τόση άγνοιά του. Σα να βρισκόταν σε όνειρο, έκανε μηχανικά δυο αργά βήματα, πήρε το άδειο κουτί στα χέρια του και γύρισε πιο άχρωμος τώρα στη θέση του. Ξανάρθε δίπλα μας σαστισμένος. Μας κοιτούσε με απορία στα μάτια, μ’ ένα βλέμμα γεμάτο ικεσία, σα να ζητούσε από μας να απορρίψουμε τα όσα άκουσε απ’ το ναύτη και να διαψεύσουμε τη φοβερή πραγματικότητα. Μας παρακαλούσε με τη θλιμένη του ματιά να τον λυτρώσουμε απ’ το μαρτύριο που ένιωθε να γιγαντώνεται μέσα του και να του ισοπεδώνει όλα του τα όνειρα και να τον γκρεμίζει και τον ίδιο σε βαθύ και απίθμενο χάος. Κρατούσε το άδειο κονσερβοκούτι στο χέρι του και μουρμούριζε αόριστα, σα να ρωτούσε τον εαυτό του. - Καλά και πού ήταν τόσον καιρό χαμένο το μέρος αυτό; Πώς δεν άκουσα εγώ τίποτα ως τώρα γι’ αυτό το νησί! Και, με περισσότερο παράπονο, συνέχισε. Αντί, λοιπόν, για κλείστρα και στόχαστρα, κοτρώνες και βράχια του ξερονησιού; Έμεινε και πάλι σιωπηλός κι αμίλητος κι έδειχνε πως βρισκόταν ξεκομμένος απ’ την πραγματικότητα και μετέωρος πάνω σ’ ένα σωρό από συντρίμμια. Συντρίμμια από κανόνια, κλείστρα, οβίδες. Πάνω απ’ τα συντρίμμια των ονείρων του, που με τόση θέρμη και λαχτάρα έπλαθε για χρόνια στο μυαλό του. Τα ωραία και γεμάτα σημασία και νόημα γι’ αυτόν γράμματα του ΚΕΒΟΠ έπεφταν θρύψαλα μπροστά του. Γινόταν μια άπιαστη οπτασία κι ένα εξανεμισμένο όνειρο. Τη θέση τους έπαιρναν τα πέτρινα γράμματα της ξεροπλαγιάς ΒΤΣ, που, τραχιά και αποκρουστικά, κάγχαζαν τώρα απέναντί του. Η ασπράδα τους ήταν αηδιαστική και οι ασβεστωμένες πέτρες που τα αποτελούσαν φαίνονταν στα μάτια του σα γυμνά και σκόρπια κόκαλα νεκροταφείου. Έμεινε στη θέση του βουβός και ανέκφραστος σα μαρμαρωμένος. Κοίταξε την πλαγιά με τα γράμματά της, τον καταυλισμό με τα αντίσκηνά του, το νησί με την ερημιά και την αγριάδα του και δεν έβγαλε μιλιά. Έδειχνε σα να βρίσκονταν χαμένος στο κενό ή να είχε ποντιστεί σε κάποιο απέραντο χάος. Φαίνεται πως το κρύο τον κέντρισε πρώτο, γιατί κάποια στιγμή κουνήθηκε κάπως τρέμοντας απ’ τη θέση του. Αργά-αργά έσκυψε, πήρε τη χλαίνη του από κάτω και την έριξε στις πλάτες του. Μετά, γύρισε τα μάτια του προς το μέρος μας και ρώτησε. - Ακούσατε ποτέ κάτι εσείς παιδιά; - Ναι, το ξέραμε. Ξέραμε για πού μας έφερνε το ΧΙΟΣ, είπε ο Γιώργος και πήρε το άδειο κουτί απ’ τα χέρια του Στρατή, που ακόμη το κρατούσε ασυναίσθητα.
163
Ο Θανάσης κι εγώ τον κοιτάξαμε στα μάτια με συμπόνια και του γνέψαμε με το κεφάλι καταφατικά. Στο μεταξύ, το βίντσι είχε στρέψει το βραχίονά του προς τη θάλασσα και η βάρκα είχε κρεμαστεί στο κενό πάνω απ’ τα κύματα. Τα καρούλια του μικρού γερανού έτριξαν απότομα και διαπεραστικά, καθώς το συρματόσκοινο ξετυλίγονταν σιγά-σιγά και άφηνε τη μετέωρη βάρκα, με τη βενζινομηχανή στο πίσω μέρος της στημένη, έτοιμη στη θέση της και τα τέσσερα γκρίζα κουπιά της δεμένα με τάξη από μέσα στα πλευρά της, να κατεβαίνει ομαλά και ήσυχα στη θάλασσα. Για μια στιγμή, όλων τα μάτια στράφηκαν προς το βίντσι και το ογκώδες φορτίο του κι έμειναν για λίγο εκεί να το παρακολουθούν, ώσπου η βάρκα χαμήλωσε τόσο που ξέφυγε το ύψος της κουπαστής και του καταστρώματος και χάθηκε απ’ τα μάτια μας. Το σταμάτημα σε λίγο του τριξίματος των καρουλιών έδειξε πως το φορτίο τους βρισκόταν τώρα καθισμένο πάνω στις ράχες των κυμάτων. Εκεί κάτω τους περίμενε ψυχρή κι αδιάφορη η βάρκα, για να τους περάσει ζωντανούς στην άλλη μεριά του Αχέροντα, αδιάφορο αν είχαν ή όχι τον οβολό των πορθμείων. Το φοβερό μυστικό είχε πια κοινοποιηθεί. Το μυστήριο είχε λυθεί και η κάθε αμφιβολία είχε τώρα διαλυθεί. Προοριζόμασταν για απομόνωση και μας φέραν στη Μακρόνησο. Είμασταν εξόριστοι. Κανένας δεν είχε πια την παραμικρή ψευδαίσθηση. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Είχαμε ήδη κάνει την πρώτη επαφή με την αλήθεια πάνω απ’ το κατάστρωμα του ΧΙΟΣ. Τώρα, επρόκειτο να αντιμετωπίσουμε και την πραγματικότητα στην απέναντι πλαγιά. Όλων τα πρόσωπα ήταν άχρωμα και πελιδνά. Η αϋπνία, η φουρτούνα, η πείνα, το κρύο και προπαντός η τραγική αλήθεια που μαθαίναμε έτσι ξαφνικά και η αδυσώπητη πραγματικότητα που αντικρίζαμε τώρα και μάλιστα τόσο απότομα και ωμά, είχαν αφαιρέσει κάθε ζωτικότητα και διάθεση απ΄ όλους μας. - Ίσως εδώ να έχουν μεταφερθεί τα Κέντρα Εκπαίδευσης, είπε κάποια στιγμή ο Στρατής, σα να εξέφραζε την τελευταία του ελπίδα. Δεν ήθελε ακόμη να πιστέψει αυτό που έβλεπε και να παραδεχτεί αυτό που αντίκριζε. Τι ξέρεις; Όλα γίνονται είπε και μια αμυδρή αχτίδα ελπίδας φάνηκε βαθιά στο βλέμμα του. Χίλιοι πεντακόσιοι στρατιώτες, θάλασσα ολόκληρη, στεκόμασταν τώρα βουβοί και τσακισμένοι, με χείλια σφιγμένα και όψεις κρύες και ωχρές πάνω στο κατάστρωμα και με το άδειο μας βλέμμα παρατηρούσαμε την ξερή κι ολόγυμνη πλαγιά που μας περίμενε. Σ’ όλων τις καρδιές ο ίδιος πόνος, σ’ όλων τα πρόσωπα η ίδια θλίψη, σ’ όλων το νου οι ίδιοι συλλογισμοί. Η σκέψη πως βρεθήκαμε έτσι ξαφνικά κι αδικαιολόγητα εξόριστοι μας πίεζε το στήθος, μας έφιγγε το λαιμό και μας βασάνιζε τους λογισμούς. Μια σκέψη που ήταν αδύνατο να τη χωρέσει τόσο γρήγορα ο νους μας, όσο κι αν προσπαθούσαμε να το πάρουμε απόφαση και να το δεχτούμε σαν τετελεσμένο γεγονός. Δεν μπορούσαμε ακόμη να το πιστέψουμε. Ακόμη και κείνοι που το γνώριζαν καθαρά απ’ την αρχή. Δεν μπορούσαν κι αυτοί να παραδεχτούν μια τόσο ακατανόητη πραγματικότητα, παρ’ όλο που την
164
αντίκριζαν τώρα ψυχρή και ολοζώντανη μπροστά τους. Δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τίποτα, έστω και κάποιο μέρος μόνο, απ’ όλα αυτά στις συνειδήσεις τους. Γιατί άραγε όλη αυτή η αχαριστία; Χίλια ερωτηματικά ανεβοκατέβαιναν στο μυαλό τους και χίλιες-δυο σκέψεις αυλάκωναν το νου τους. Ο καθένας, κλεισμένος στον εαυτό του, αναπολούσε τα περασμένα, θυμόταν τα πρόσφατα κι έψαχνε να βρει λόγους και αιτίες που στάθηκαν ικανές, ώστε να του χαρίσουν τον τότλο του εξόριστου. Κλείστηκα κι εγώ στον εαυτό μου κι άρχισα να σκέφτομαι. Σκάλιζα το παρελθόν επίμονα αλλά δεν έβρισκα κανένα σφάλμα ή άλλο ψεγάδι και μάλιστα τόσο σοβαρό και ικανό για να με φέρει σε τούτον τον τόπο. Αναπόλησα γρήγορα τη ζωή μου. Έφερα στο μυαλό μου, όπως έκανα πάντοτε στις δύσκολες ώρες, το χωριό μου, το σπίτι μου, τους δικούς μου. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό συχνά. Ίσως ζητούσα έτσι κάπου να ακουμπήσω, κάπου να στηριχτώ. Άκουσα διαπεραστικό και πάλι στ’ αφτιά μου τον ξερό και μονότονο κρότο των δεκανικιών του αδερφού μου. Ξαναπέρασα μαζί του βιαστικά την Κονδυλόβρυση, την Κατάρα, το Ανάθεμα. Κατηφόρισα στ’ αμπέλι μας και στάθηκα με δέος μπροστά στη γέρικη αμυγδαλιά. Κοίταξα ψηλά τον ουρανό μέσα απ’ τα γυμνά κλωνάρια της κι είδα ξανά τα συννεφάκια να τρέχουν αδιάφορα στο γαλανό στερέωμα. Είδα τη μορφή του Δημήτρη, καθαρή κι ολοζώντανη εκεί ψηλά και μού ‘ρθε να δακρύσω. Στα αφτιά μου αντήχησαν μακρινές κι απόκοσμες οι φωνές των παλικαριών εκείνων που τραγουδώντας βάδιζαν στο θάνατο και που θα θρηνούν και θα σπαράζουν τώρα, βλέποντας εμάς να οδεύουμε την οδό της εξορίας και της ταπείνωσης, αντί να βαδίζουμε την οδό της τιμής και της αναγνώρισης. Άκουσα το κροτάλισμα των πολυβόλων. Είδα να σπαράζουν μπροστά μου τα καταματωμένα κορμιά τους κι ένιωθα να μου τρυπάει τ’ αφτιά ο τελευταίος ρόγχος τους. Μού ‘ρθε να φωνάξω δυνατά, να κλάψω με δάκρυα. Να θρηνήσω την παραγνώριση και την ταπείνωση εκείνων στη μεταχείριση τη δική μας. Μέσα στη φουρτούνα μου, ξανάκουσα έντονα και ολοκάθαρα τα λόγια του τελευταίου τραγουδιού τους. ‘’Δε θέλει κλάματα και θρήνους ο χαμός μας και μη θρηνείτε σαν και μας εσείς νεκρούς . . .’’ Συγκρατήθηκα και έσφιξα τα δόντια μου. Τύλιξα το γκρίζο κασκόλ σφιχτότερα στο λαιμό μου κι έκλεισα με θέρμη τα τρία γράμματα της άκρης του στην κρύα χούφτα μου, ζητώντας τις δύσκολες αυτές στιγμές να πάρω δύναμη και κουράγιο απ’ αυτά. Θυμήθηκα τον Παναγιώτη. Τον ένιωσα δίπλα μου. Ένιωσα και πάλι ζεστή τη φωνή του να με εμψυχώνει. Να δίνει κουράγιο σ’ όλους μας. ‘’Ζήστε δυνατά παιδιά’’. ‘’Ζήστε για πάντα’’, μας έλεγε. ‘’Κάντε κουράγιο’’, μας φώναζε με δύναμη. ‘’Κάντε κουράγιο’’. Τα λόγια του ανεκτίμητου εκείνου φίλου έφταναν τώρα όλο και πιο ζεστά, όλο και πιο παρήγορα στ’ αφτιά μου και μού ‘διναν ζωντάνια, θάρρος και δύναμη. Τον άκουγα πια ολοκάθαρα, σα νά ‘ταν
165
ολοζώντανος εκεί μπροστά μου, όπως εκείνη τη στιγμή που μ’ αγκάλιασε κρεμασμένος στα παραπέτα της καρότσας του τζέημς. ‘’Κάποτε θα βρούμε τους τάφους τους. Θα πάμε μαζί. Θά ‘ρθουν κι άλλοι μαζί μας. Πολλοί άλλοι. Θα τους πάμε λουλούδια’’, μού ‘λεγε με ζεστασιά και με ψύχωνε. Κι εγώ, με λαμπερά απ’ τη συγκίνηση μάτια, καρφωμένα στο καθάριο βλέμμα του φίλου μου, μουρμούριζα τώρα ανάμεσα στα δόντια μου. ‘’Τους βρήκαμε Παναγιώτη. Τους βρήκαμε τους τάφους των ηρώων μας. Νά ‘τοι Είναι μέσα στις καρδιές μας’’. Ο αέρας της θάλασσας ξανάφερε ολοκάθαρη και εποικοδομητική τη φωνή του Παναγιώτη και την έκανε να αντιβουίζει μέσα μου. ‘’Μπράβο αδέρφι. Μπράβο. Καρδιά και κουράγιο. Το λιγερό καλάμι λυγάει στην ορμή του μανιασμένου αέρα . . .’’ Πραγματικά, ο αέρας της μοίρας μας, ο αέρας της οργής των άλλων, που μας χτυπούσε τώρα από παντού, ήταν πολύ μανιασμένος. Και μεις όλοι καλάμια στον άνεμο.
*****
Το βουητό της πολυκοσμίας με μιας είχε σβηστεί πάνω σ’
ολόκληρη την απλοχωριά του καταστρώματος. Η θλιβερή πραγματικότητα είχε βουβάνει τα πάντα. Όλοι ήμασταν πελαγωμένοι. Χαμένοι στις αχανείς σκέψεις μας. Το καράβι σφύριξε δαιμονισμένα δυο φορές κι ο ήχος της σειρήνας του ξανάφερε και πάλι όλους και τους χίλιους πεντακόσιους στρατιώτες, κρύους και παγωμένους, στο κατάστρωμα. Συνήλθαμε απ’ τις ζοφερές σκέψεις μας, μόλις ο διαπεραστικός ήχος της σειρήνας τρύπησε βιαστικός και οξύς σαν κοφτερό βέλος τα τύμπανά μας. Ξανανιώσαμε και πάλι τον κρύο αέρα της θάλασσας στα πρόσωπά μας και τρίψαμε με γρηγοράδα τα χέρια μας για να ζεσταθούν. Φαίνεται, πως, με το διαπεραστικό κέντρισμα της μανιασμένης σειρήνας, πήραμε όλοι άλλο, διαφορετικό κουράγιο. Το μεγάφωνο ξανακούστηκε προστακτικό και βλοσηρότατο. Αυτό δεν έβλεπε τίποτα. Δεν ένιωθε το δράμα κανενός. Δεν είχε καρδιά και δεν συγκινούνταν με τίποτα. ‘’Τα πράγματά σας και προχωρείτε προς τας εξόδους δι’ αποβίβασιν’’. Όλη η ξεθωριασμένη φανταροθάλασσα σάλεψε μονομιάς, σάμπως να βγήκε απ’ το μεγάφωνο κάποια αδιαίσθητη ισχυρή πνοή απότομου άνεμου και ανατάραξε απ’ τη μια άκρη ως την άλλη όλο το μουδιασμένο χακί τέλμα του καταστρώματος. - Πάμε παιδιά και κουράγιο, είπε ο Θανάσης ο δεκανέας. Με τα σακίδια στην πλάτη και τα μπογαλάκια, όσοι είχαν, στα χέρια προχωρήσαμε προς τις σκάλες. Η μια απ’ τις καθόδους, η μπροστινή, βρισκόταν μόνο δυο-τρία βήματα δίπλα μας. Ήταν ακριβώς πλάι στη βάση της βάρκας, που μόλις είχαν κατεβάσει οι ναύτες με τη βοήθεια του Στρατή.
166
Ένας δίοπος κι ένας ναύτης, με μακριά πέτσινα πανοφόρια και οπλισμένοι με περίστροφα, άνοιξαν την καγκελόπορτα που έφραζε το άνοιγμα της κουπαστής προς τη σκάλα και άρχισαν να κατεβαίνουν πρώτοι τα σκαλοπάτια της. Έκαναν νόημα και σε μας να τους ακολουθήσουμε. Οι στρατιώτες που βρέθηκαν εκεί κοντά πέρασαν πρώτοι το χαμηλό έρισμα του χείλους του καταστρώματος κι άρχισαν να κατεβαίνουν κι εκείνοι τη σιδερόσκαλα. Μια σκάλα στενή κι απότομη, που ήταν μόνιμα και σταθερά δεμένη στα εξωτερικά πλευρά του καραβιού και κατέληγε μέσα στο νερό. Δίπλα της, η βάρκα λικνίζονταν ανάλαφρη στο κύμα και μας περίμενε. Οι δυο ναύτες με τα μπλε χοντρά αδιάβροχα ήταν όλο κι όλο το πρήρωμά της. Όρθιοι μέσα στο μικρό κοίλωμά της περίμεναν να μας υποδεχτούν. Τέταρτος ή πέμπτος δρασκέλισε το χαμηλό χείλος της κουπαστής και πέρασε στη σκάλα ο Θανάσης. Πίσω του ακολούθησε ο Γιώργος με το σακίδιο στον ώμο, μια κουβέρτα στο λαιμό και το άδειο τενεκεδάκι της εγγλέζικης κονσέρβας στο χέρι του. Μετά εγώ κι ύστερα ο Στρατής. Αυτός είχε τη χλαίνη του ριγμένη στην πλάτη, το σακίδιό του περασμένο στον ώμο και το μικρό χρωματιστό μπογαλάκι του κάτω απ’ τη δεξιά του μασχάλη. Την κουβέρτα την είχε κι αυτός, όπως κι άλλοι μας, περασμένη σα λαιμαριά στο δεξιό του ώμο. Κρύωνε ο φουκαράς αλλά δεν μπορούσε να φορέσει τη χλαίνη του. Ήταν στενή και δεν του χωρούσε. Γι’ αυτό και αναγκάζονταν πάντα να την ρίχνει στις πλάτες του. Μέσα στις τραγικές εκείνες στιγμές, η εμφάνιση του Στρατή έριχνε μια κωμική νότα στο τόσο ζοφερό και γελοίο σύνολό μας. Η χλαίνη του, που του έδωσαν την τελευταία στιγμή στο λόχο του ΚΕΝ, στενή και μακριά σα σωλήνας καθώς ήταν, τον εμπόδιζε να περπατάει. Σε κάθε δεύτερο βήμα του πατούσε ο ταλαίπωρος το αριστερό της μπροστινό φύλλο και κινδύνευε να μπερδευτεί και να πέσει. Ιδιαίτερα, ο κίνδυνος αυτός γίνονταν σοβαρότερος, όταν τύχαινε να σκύψει λίγο ή να γυρίσει έστω και ελαφρά προς τα αριστερά το σώμα του. Γι’ αυτό και αναγκάζονταν να βαδίζει πάντα όρθιος, στητός, σαν κοκαλωμένος. Επιπλέον, η μια επωμίδα της χλαίνης έλειπε κι η άλλη ήταν ξηλωμένη. Αυτή, άλλοτε κρεμόταν και χοροπηδούσε, καθώς εκείνος βάδιζε και άλλοτε ανέμιζε στον αέρα σαν τρελή. Επίσης, είχε ένα μόνο κουμπί για κούμπωμα κι εκείνο σπασμένο και μισό, που κρέμονταν προς τα κάτω από μερικές ξεφτισμένες κλωστές κι ήταν έτοιμο να πέσει. Δεξιό μπροστινό φύλλο δεν είχε. Έλειπε ολόκληρο. Είχε καεί, ποιος ξέρει πότε, ως πάνω στις κουμπότρυπες. Μάλιστα δε, η φωτιά είχε κάψει και το κάτω μέρος της δεξιάς τσέπης, σε τρόπο που ο Στρατής να μην μπορεί να βάλει τίποτα μέσα της. Για την κατάντια του αυτή, τον πειράζαμε στο καράβι αλλά αυτός δε νοιάζονταν για τίποτα. Πίστευε πως, φτάνοντας στο ΚΕΒΟΠ, θα του την άλλαζαν αμέσως, όπως του είχε πει ο λοχαγός και θα του έδιναν μια άλλη καινούρια και στα μέτρα του. Την καλύτερη, όπως έλεγε. Ευτυχώς που την τσέπη την είχε ράψει ο Θανάσης μ’ ένα σύρμα, πάνω στο άρμα χθες το βράδυ και μπορούσε να κρατήσει κανένα μαντίλι μέσα της.
167
Έτσι, κουρελής και παράξενος, κατέβαινε τώρα πίσω μου κι αυτός στη στενή σιδερένια σκάλα και ακολουθούσε με τα κακά του χάλια την κοινή μοίρα όλων μας. Η βάρκα λικνίζονταν και χοροπηδούσε νευρικά κάθε φορά που κι άλλος ένας στρατιώτης πατούσε επάνω της. Και κάθε φορά που αυτή σκερτσόφερνε, οι ναύτες, με κατάλληλους βιαστικούς βηματισμούς στο κοίλωμά της ή γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις του κορμιού τους, τη μπαλαντάριζαν και της ξανάδιναν την ισορροπία της. Για να διατηρηθεί καλύτερα το ζύγισμά της, οι ναύτες υπέδειχναν στον κάθε στρατιώτη που κατέβαινε σ’ αυτή, πώς να προχωρήσει και πού να καθίσει. Εμείς με το Θανάση καθίσαμε δίπλα-δίπλα απέναντι στο Γιώργο, στο αριστερό πλευρό της βάρκας, μπροστά προς την πλώρη. Ο Στρατής, αντί να καθίσει δίπλα στο Γιώργο, κατά πως ερχόταν η σειρά και όπως του υπέδειξε ο ναύτης, προχώρησε μπροστά δρασκελίζοντας τα πόδια μας και πήγε κατευθείαν στην πλώρη. Ανέβηκε λίγο στα σκαριά της βάρκας και κάθισε μπροστά-μπροστά, στη μύτη της. Ο Θανάσης τον κοίταξε λοξά, με σκούντησε ελαφρά με τον αγνώνα του για να τον προσέξω κι εγώ και, κάνοντάς μου νόημα, ψιθύρισε. - Ξαναχτύπησε φαίνεται πάλι μέσα του η ναυτική φλέβα. Εγώ κούνησα μόνο το κεφάλι μου, περισσότερο για να δείξω ότι πρόσεξα την ενέργεια του Στρατή κι όχι να την κριτικάρω και δεν είπα λέξη. Εκείνος διόρθωσε όσο γίνονταν την παράξενη χλαίνη στις πλάτες του και πήρε στα γόνατά του το κοκκινωπό μπογαλάκι του, που τώρα ξεχώριζε τόσο χτυπητά μέσα στο μικρό σχετικά φόντο της λέμβου. Οι στρατιώτες κατέβαιναν σαν αλυσίδα ο ένας πίσω απ’ τον άλλο τη σιδερένια σκάλα και κατέληγαν στη βάρκα. Κανένας δε μιλούσε. Καθόμασταν όλοι βουβοί και περιμέναμε. Για μια στιγμή, ο Θανάσης με ξανασκούντησε και μού ‘κανε νόημα να δω ψηλά προς το καράβι, που, όγκος θεόρατος, βουνό ολόκληρο, υψώνονταν πάνω απ’ το κεφάλι μου. - Στη γέφυρα, μου είπε ανώρεχτα. Κατεύθυνα το βλέμμα μου προς τα κει, γυρίζοντας το κεφάλι μου όσο μπορούσα προς τα πίσω. ‘Ηταν γεμάτο από οπλισμένους στρατιώτες, συναδέλφους μας, που, με τα κράνη τους στο κεφάλι και τα όπλα στο χέρι, παρακολουθούσαν την απόβασή μας στο νησί. Με το βλέμμα μου περιεργάστηκα όσο μπορούσα όλο το καράβι. Πίσω στην πρύμη άνοιγε τώρα κι εκεί η πόρτα της κουπαστής και οι πρώτοι στρατιώτες φάνηκαν να βγαίνουν και σε κείνη τη σκάλα, να κατεβαίνουν κι εκείνοι ένας-ένας τα στενά σκαλοπάτια της και να παίρνουν θέση στη βάρκα που τους περίμενε χαμηλά στη θάλασσα. Το ίδιο θα γίνονταν οπωσδήποτε κι απ’ την άλλη πλευρά του πλοίου. Απ’ την πλευρά που ήταν στραμμένη προς το Λαύριο. Η βάρκα μας γρήγορα γέμισε. Καμιά τριανταριά στρατιώτες ήταν αρκετοί για να συμπληρώσουν τους κόρους της. Ο ναύτης του πληρώματός μας έκανε νόημα να σταματήσει η ροή των κατερχόμενων. Έκλεισε τη μικρή σιδερένια πορτούλα της σκάλας που ήταν μόνιμα στεραιωμένη με δυο οξυγονοκολλημένους χοντρούς μεντεσέδες στα
168
πλευρά του σκάφους μερικά σκαλιά πιο πάνω απ’ το κύμα, έλυσε το παλαμάρι κι έβαλε μπρος στη βενζινομηχανή. Το μικρό σκάφος τραντάχτηκε σύγκορμο. Έκανε μια γρήγορη κίνηση, πήρε μια κλειστή στροφή σχεδόν επί τόπου και, γυρίζοντας την πλώρη του προς το νησί, άνοιξε ταχύτητα. Κρύες αρμυρές σταγώνες μας πιτσίλισαν στο πρόσωπο και άσπροι αφροί ξεχύθηκαν βιαστικοί και σκέπασαν πίσω μας με γρηγοράδα την απόσταση που μας χώριζε απ’ το ΧΙΟΣ και που όλο και μεγάλωνε περισσότερο από στιγμή σε στιγμή. Αφήσαμε το πλοίο πίσω μας. Όλοι σηκώσαμε τα χέρια και, κουνώντας τα με ακεφιά, χαιρετούσαμε προς το μέρος του. Δεν ξέρω αν το αποχαιρετούσαμε πραγματικά εκείνη τη στιγμή ή εκδηλώναμε έτσι την αγανάκτησή μας ή εξωτερικεύαμε με τον τρόπο αυτό κάποιον οίκτο που στο βάθος νιώθαμε για το δύστυχο καράβι και για το θλιβερό ρόλο που η μοίρα του του επιφύλαξε να παίξει στη ζωή μας. Ο Θανάσης, σα να διάβασε και τα δικά μας αισθήματα, αργοκουνώντας το χέρι του ψιθύρισε: Τι φταίει κι αυτό . . . Ο Στρατής σήκωσε το χρωματιστό δεματάκι του και το κούνησε δυο-τρεις φορές ρυθμικά στον αέρα, αφήνοντας γεια κι αυτός στο αμπαταγωγό. Η βάρκα μας έσχιζε τα κύματα ακάθεκτη. Έτρεχε δαιμονισμένα. Λες και τό ‘χε βάλει πείσμα, να μας βγάλει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο νησί εκείνο, που ανυπόμονο και βιαστικό, όλο κι ερχόταν με γρηγοράδα καταπάνω μας. Όλοι στρέψαμε τα μάτια μας προς τη στεριά. Είχαμε σχεδόν φτάσει. Ο Στρατής, καθισμένος όπως ήταν μπροστά-μπροστά στην πλώρη και τυλιγμένος στην παράξενη χλαίνη του, με την κουβέρτα του ρολό στο λαιμό, το φαρδί ασουλούπωτο μπερεδάκι του στο κεφάλι, που οι άκρες του γύρω-γύρω κρέμονταν σα μαραμένα συκόφυλλα και του σκέπαζαν τα φρύδια, μάτια και αφτιά και με το χρωματιστό μπογαλάκι στα χέρια του, το μοναδικό κοκκινόχρωμο αντικείμενο μέσα στη βάρκα, έμοιαζε σα φύλαρχος κάποιας ταλαίπωρης φυλής, που δεν ήξερες αν ήταν για γέλια ή για κλάματα. Ίσως ο Λημνιός φίλος μας, βλέποντας στην ακτή καλοντυμένους συναδέλφους, με άσπρες εξαρτήσεις και δίκοχα, έτοιμους να μας υποδεχτούν και ανυπόμονους να μας προϋπαντήσουν στο κατάξερο και σκυθρωπό νησί, ενθουσιάστηκε. Ίσως, ξέχασε προς στιγμή τον πόνο του και μαλάκωσε κάπως την ψυχή του. Γιατί, ξαφνικά άλλαξε όψη. Το βλέμμα του καθάριεψε κι ένα καλοσυνάτο χαμόγελο ξανάνθισε στο πρόσωπό του. Βρίσκοντας έτσι ξαφνικά τον παλιό εαυτό του, σήκωσε με χαρά το κοκκινωπό δεματάκι του ψηλά και, κουνώντας το και πάλι πάνω απ’ το κεφάλι του ρυθμικά, χαιρετούσε τώρα τους παραταγμένους στην πολύ κοντά μας πια ακτή στρατιώτες. Εκείνοι, ανήσυχοι στις γραμμές τους, με άσπρα ντοκς στα πόδια και κάτασπρους ζωστήρες στα χέρια, μας περίμεναν ανυπόμονοι να ξεμπαρκάρουμε. Η βάρκα μας, πλησιάζοντας, έκοψε ταχύτητα και σιγά-σιγά άγγιξε προσεχτικά τη στεριά. Πρώτος πήδησε έξω ο ναύτης και δεύτερος ο Στρατής. Ύστερα, ακολουθήσαμε με τη σειρά, όπως καθόμασταν, όλοι οι άλλοι, βοηθώντας ο ένας τον άλλο να αποβιβαστεί όσο πιο ανώδυνα γίνονταν
169
στην κακοτράχαλη ακτή. Μόλις βγήκε κι ο τελευταίος στρατιώτης, ο ναύτης που ήταν στη στεριά έσπρωξε ελαφρά το πλεούμενο στο νερό, πήδησε γρήγορα κι αυτός μέσα κι η βάρκα έφυγε βιαστική πίσω στο αρματαγωγό, για να φέρει κι άλλους, όλους τους άλλους κι όσο γινόταν πιο γρήγορα στο ερημονήσι. Φεύγοντας η βάρκα νιώσαμε ολομόναχοι. Εγκαταλειμμένοι. Ορφανοί. Ήμασταν οι πρώτοι απ’ τους χίλιους πεντακόσιους που πατούσαμε το πόδι μας στο ξερονήσι. Ήμασταν οι πρώτοι που ξεκόβαμε απ’ τη ζωή. Σχεδόν ασυναίσθητα κι από απλή στρατιωτική ρουτίνα μπήκαμε μόνοι μας σε κάποια σειρά και προχωρήσαμε στη στεριά. Τα πόδια μας ήταν βαριά και η ψυχή μας βαρύτερη. Ανηφορίζαμε ανάμεσα στα βράχια τραβώντας για την προχειροφτιαγμένη προβλήτα, σα να ανεβαίναμε το Γολγοθά. Βαδίζαμε το δρόμο του μαρτυρίου και της ταπείνωσης, που άλλοι ετοίμασαν για μας. Ένας δεκανέας, ξερακιανός και καμπούρης, μ’ ένα μαστίγιο στο χέρι από πλεγμένα χοντρά καλώδια, που ως τώρα στεκόταν ανήσυχος μπροστά-μπροστά στους πρώτους παραταγμένους στρατιώτες της φρουράς που μας περίμεναν, ξεχώρισε βιαστικός απ’ τους άλλους, καθώς εμείς πλησιάζαμε. Ήρθε κοντά μας ξαναμμένος και, με φωνές και πλαταγίζοντας το μαστίγιό του στον αέρα, μας διέταξε να προχωρούμε γρηγορότερα και να βαδίζουμε πιο ρυθμικά και με σωστό βηματισμό. Στην κακοφτιαγμένη γραμμή μας, πρώτος προχωρούσε ο Στρατής, με τη λειψή χλαίνη στην πλάτη του και το κοκκινωπό μπογαλάκι στα χέρια του. Πλησιάζοντας τους πρώτους στρατιώτες της παράταξης και, υπακούοντας στις εντολές του δεκανέα, που τώρα είχε έρθει κοντά μας, τάχυνε λίγο το βήμα του. Χαμογέλασε στους άγνωστους στρατιώτες και μ’ ένα εύθυμο τόνο στη φωνή του τους χαιρέτησε, φωνάζοντας κάπως δυνατότερα για να ακουστεί. - Γεια σας παιδιά. Γεια σας. Και σήκωσε λίγο ψηλότερα το χέρι του με το κοκκινωπό μπογαλάκι του, κουνώντας το κάπως εύθυμα. Τι ήταν να το κάνει αυτό! ‘’Βούλγαροι’’, ακούστηκε μια μανιασμένη κραυγή απ’ όλους τους παραταγμένους στρατιώτες, σάμπως να αφινίασαν ξαφνικά στο αντίκρισμα του κοκκινωπού πανιού του δέματος. Έξαλλοι όρμησαν όλοι μαζί σα μανιασμένοι ταύροι πάνω σε πρωτόβγαλτο και αδέξιο ταυρομάχο και, με λυσσασμένα και ασταμάτητα χτυπήματα, ξάπλωσαν το δύστυχο Στρατή με μιας κάτω. Εμείς οι άλλοι, ξαφνιασμένοι κυριολεκτικά απ’ την αδιανόητη αυτή συμπεριφορά τους, τρέξαμε να τον προστατέψουμε. Αμέσως, όμως, η αχαλίνωτη οργή των Πραιτωριανών στράφηκε εναντίον μας. Ώσπου να καλοκαταλάβουμε τι συμβαίνει, όρμησαν όλοι οι ροπαλοφόροι επάνω μας και, με ζωστήρες, μαστίγια, χοντρά καλάμια και ρίζες σκίνων, μας χτυπούσαν αλύπητα κι αδιάκριτα όπου τύχαινε. Στις πλάτες, στα πόδια, στα χέρια, στο κεφάλι, στο πρόσωπο. Όπου νά ‘ταν. Παντού. Από μας δε μιλούσε κανένας. Ξαφνιασμένοι όλοι μας προσπαθούσαμε να προφυλαχτούμε όπως-όπως. Εκείνοι ξεφώνιζαν
170
και ούρλιαζαν οργισμένοι. Μας αποκαλούσαν ‘’Βούλγαρους’’ και μας έβριζαν χυδαιότατα. Το κοκκινωπό δεματάκι του Στρατή είχε γίνει κομμάτια. Λες κι όλη τους η μανία είχε συγκεντρωθεί σ’ αυτό. Και το φύλαγε τόσο πολύ σ’ όλο το ταξίδι ο καημένος ο Στρατής! Τα γλυκά παξιμάδια που τού ‘χε στείλει πριν λίγες μέρες η μάνα του είχαν σκορπιστεί τρίμματα άμορφα εδώ κι εκεί και είχαν ζυμωθεί με το στείρο αμμόχωμα του ξερονησιού. Τα ρούχα του και οι κάλτσες, που μέρες και νύχτες έπλεκε η δόλια η γριά του στη Λήμνο, είχαν ποδοπατηθεί και μέσα σε δευτερόλεπτα είχαν κομματιαστεί και αχρηστευτεί. Και η ακροτηριασμένη χλαίνη του κείτονταν κι αυτή πιο πέρα, τεμαχισμένη και χωρισμένη σε δυο άμορφα κομμάτια, πεταγμένα το ένα εδώ και το άλλο εκεί, γεμμάτα άμμους και χώματα. Ένας της φρουράς διέκρινε ανάμεσα στα σκόρπια ρούχα τη φωτογραφία της οικογένειας του Στρατή. Ήταν καρφωμένη και μισόγερτη στο χώμα. Μέσα στις σκόνες διακρίνονταν κάπως πιο καθαρά ο πατέρας του με το ναυτικό του σκούφο στο κεφάλι. Μανιασμένος την άρπαξε με αγριότητα και την έκανε κομμάτια. ‘’Μας έφερες εδώ και το Δημητρώφ’’; ξεφώνησε οργισμένος. Ο Στρατής, γεμάτος αίματα καθώς ήταν απ’ τα ακατάπαυστα χτυπήματα, δεν μπόρεσε να μιλήσει. Προσπάθησε κάτι να πει αλλά δεν τα κατάφερε. Τα σαγόνια του δεν υπάκουαν πια στις θελήσεις του και το στήθος του, καθώς σπάραζε άρρυθμα, δεν υπηρετούσε τη φωνή του. Μέσα στη συμφορά του, όμως, διέκρινε τη βεβήλωση που γινόταν στην ιερή γι’ αυτόν φωτογραφία των γονιών του και όρμησε, με τη λίγη δύναμη που του είχε απομείνει, να την πάρει και να την σώσει απ’ τα χέρια του ασυνείδητου ακείνου ‘’συναδέλφου’’ του. Δεν πρόλαβε, όμως. Ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο από μια χοντρή και ευλύγιστη ρίζα σκίνου τον ξάπλωσαν κάτω αναίσθητο και του γέμισε το πρόσωπο και τα ρούχα με αίματα. Θέλησα να τρέξω προς το μέρος του. Δεν τα κατάφερα. Μέσα στην πάλη και στα σπρωξίματα, άλλοι ροπαλοφόροι μπήκαν μπροστά μου και, ανεβοκατεβάζοντας τα ρόπαλά τους, μού ‘κοψαν το δρόμο. Μπερδεύτηκα. Σε κείνη τη φασαρία δεν ήξερες ποιοι σε δέρνουν και από ποιους να φυλαχτείς. Μόνο φωνές, βρισιές και ξεφωνητά πόνων ακούγονταν παντού. Εκεί που έπεφτα και σηκωνόμουν, έριξα μια γρήγορη ματιά γύρω μου. Ο Θανάσης ήταν πεσμένος λίγο πιο πέρα, χτυπημένος στο κεφάλι και στο χέρι. Μερικούς άλλους δίπλα του τους χτυπούσε μια ομάδα στρατιωτών με ρόπαλα, στυλιάρια και χοντρά καλάμια μπαμπού, απ’ τα στηρίγματα των ομαδικών αντίσκηνων. Το Γιώργο, μαζί με μερικούς άλλους τους γρονθοκοπούσαν και τους κλοτσούσαν άλλοι ροπαλοφόροι λίγο πιο πέρα. Ο γύρω χώρος ήταν κατάσπαρτος από χτυπημένους και ματωμένους νεόφερτους συνάδελφους. Λίγοι στέκονταν ακόμη όρθιοι και τρίκλιζαν εδώ κι εκεί. Εγώ, μπλεγμένος ανάμεσα στους άλλους, κατάφερα να ξεφύγω σχεδόν σώος και αβλαβής μέχρι στιγμής, μόνο με κάτι σπρωξίματα και μικροκλοτσιές. Μου φάνηκε πως οι διώκτες μου δε θέλησαν να με κακοποιήσουν. Φώναζαν μόνο νευριασμένοι κι έκαναν πως χτυπούσαν, χωρίς, όμως, να χτυπούν στα σοβαρά. Μάλιστα, σα να άκουσα κάποιον που μού
171
‘λεγε σκυφτός δίπλα μου, να φωνάζω κι εγώ και να κάνω πως πονάω. Φώναξα μια-δυο φορές και κέρδισα αρκετά. Γλύτωσα πολλές βουρδουλιές. Φαίνεται πως είχα πέσει σε καλά χέρια. Η τύχη μου στάθηκε βουνό. Έτσι, άθικτος σχεδόν, έφτασα κοντά στο μισολιπόθυμο Στρατή. Ήταν πεσμένος στο αριστερό του πλευρό. Το δεξί του μάγουλο είχε παραμορφωθεί και το μάτι του ήταν κατάμαυρο και πρισμένο. Νόμιζες πως με το παραμικρό θα χυνόταν απ’ την κόγχη του. Το αίμα έτρεχε άφθονο απ’ τις πληγές και απ’ το στόμα του. Τά ‘χασα όταν τον είδα έτσι. Χωρίς να καλοσκεφτώ έβγαλα μια φωνή. ‘’Άδικα, άδικα τον σακατέψατε’’, φώναξα καθώς τον έβλεπα να σπαράζει κουλουριασμένος στο χώμα. Πέρα απ’ το αρματαγωγό, μια βροντερή και οργισμένη ιαχή ‘’Ά-δι-κα, ά-δι-και’’ ακούστηκε σαν αντίλαλος της δικής μου κραυγής, βγαλμένη ταυτόχρονα από εκατοντάδες στόματα. Η πονεμένη διαμαρτυρία, που ξεχύθηκε σαν κεραυνός απ’ το κατάστρωμα, συντάραξε το νησί και αντιβούιξε μακριά στο πέλαγος. Ο ρυθμικός, όμως, κρότος της μηχανής της άλλης βάρκας που πλησίαζε στην προκυμαία, φέρνοντας στο ξερονήσι τη δεύτερη φουρνιά από το ΧΙΟΣ, τράβηξε όλη την προσοχή των μανιασμένων στρατιωτών και απέσπασε το μένος τους από μας. Με φωνές και βρισίματα, μας παράτησαν πεσμένους κάτω μισολιπόθυμους κι έτρεξαν οργισμένοι και μαινόμενοι να υποδεχτούν τους άλλους που πλησίαζαν στη στεριά. Ο Στρατής, καταματωμένος και αναίσθητος, συνέχιζε να σπαράζει στο χώμα. Έσκυψα κοντά του και τον κούνησα ελαφρά. Μισάνοιξε τα μάτια του και τα ξανάκλεισε αμέσως. Η σύντομη ματιά του, αν και μισοσβησμένη, μού ‘δωσε θάρρος. Βιαστικός μάζεψα τα σκόρπια πράγματά του, όσα μαζεύονταν και τα τύλιξα στο μεγαλύτερο κομμάτι της χλαίνης του. Έτρεξαν και δυο-τρεις άλλοι συνάδελφοι, από κείνους που γλύτωσαν κάπως φτηνά τη μπόρα και μπορούσαν ακόμη να περπατούν και βοήθησαν να μεταφέρουμε το Στρατή πέρα απ’ τον άμεσα επικίνδυνο προς το παρόν χώρο και να τον πάμε λίγο ψηλότερα προς τον καταυλισμό με τα ομαδικά αντίσκηνα. Ήρθε κι ο Γιώργος. Φαινόταν σχετικά γερός. Τον πιάσαμε οι δυο μας προσεχτικά απ’ τις μασχάλες και τον ανασηκώσαμε λίγο για να καθίσει. Ο Στρατής έβγαλε μια φωνή. Μετά ένα ρόγχο. Δεν μπορούσε να κουμαντάρει καλά το πόδι του το δεξί. Ήταν χτυπημένο άσχημα στο καλάμι. Ήταν πρισμένο και κατάμαυρο. Ένα κομμάτι δέρμα έλειπε κι απ’ την πληγή έτρεχε αίμα άφθονο. Φοβηθήκαμε μήπως είχε σπάσει το κόκαλο. Του μιλήσαμε. Μήπως ξέραμε και τίποτα από πρώτες βοήθειες! Στο σχολείο μαθαίναμε για τη Ρουθ και τη Ρεβέκκα! Προσπαθήσαμε να τον συνεφέρουμε. Δεν ξέραμε τι να του κάνουμε. Για μια στιγμή άνοιξε τα μάτια του. Παρ’ όλους τους πόνους του, μας χαμογέλασε. Του χαμογελάσαμε και μεις. Τα ξανάκλεισε και έγειρε το κεφάλι του. Το ένα του χέρι, το αριστερό, ήταν γδαρμένο στον καρπό και η παλάμη του καταματωμένη και γεμάτη χώματα. Το ρολόι του στο
172
χέρι είχε γίνει κομμάτια. Ήταν τελείως διαλυμένο. Το άλλο του χέρι είχε όλα τα δάχτυλα παραμορφωμένα και κατάμαυρα. Φαίνεται, πως, όταν τον χτυπούσαν στο κεφάλι, έβαλε κάποια στιγμή τα χέρια του για να προφυλαχτεί και το ρόπαλο του τα σακάτεψε. Σ’ αυτό το χέρι, το δεξί, κρατούσε σφιχτά στη χούφτα του ένα κομμάτι απ’ τη σχισμένη φωτογραφία των γονιών του. Ένας άγνωστος συνάδελφος απ’ τους δικούς μας, που κούτσαινε κι αυτός απ’ το δεξί του πόδι και είχε και το αριστερό του αφτί ματωμένο, άνοιξε προσεχτικά τα πρισμένα δάχτυλα του Στρατή, πήρε το κομμάτι της φωτογραφίας απ’ την παλάμη του και, με ευλάβεια και προσοχή, το σκούπισε σιγά-σιγά στο μανίκι του. Διακρίνονταν το κεφάλι και το πάνω μέρος του σώματος του πατέρα του και το κεφάλι μόνο της μητέρας του. Καθάρισε τα πρόσωπα των γονιών του Στρατή απ’ τα χώματα και τα αίματα κι έβαλε το απομεινάρι εκείνο της φωτογραφίας στην αριστερή τσέπη του χιτωνίου του δύστυχου γιου τους. Εκεί ακριβώς πάνω απ’ την καρδιά του, που τώρα σπάραζε απ’ τους πόνους και κούμπωσε το τενεκεδένιο κουμπί της τσέπης. Σα μας είδε έτσι συγκεντρωμένους γύρω απ’ το Στρατή ένας στρατιώτης της φρουράς, κίνησε σα σίφουνας και, με ακατάληπτες χειρονομίες και δυνατές φωνές, μας έλεγε να διαλυθούμε αμέσως και να φύγουμε από κει. Μας έκανε επίμονα νόημα να προχωρήσουμε αμέσως προς κάποιο απ’ τα πρώτα αντίσκηνα του καταυλισμού. Όσο μας πλησίαζε, τόσο περισσότερο κουνούσε το ρόπαλο που κρατούσε στα χέρια του κι έρχονταν ταχύτερος και πιο οργισμένος καταπάνω μας. Μόλις ήρθε κοντά μας, δίπλα μας, χωρίς να σταματήσει να κουνάει το ρόπαλό του απειλιτικά, άλλαξε ύφος. Η όψη του ηρέμισε. Καλμάρισε τελείως. Χώθηκε ανάμεσά μας, δήθεν για να μας διαλύσει αλλά, με σιγανή φωνή και βλέμμα γεμάτο συμπόνια, μας είπε. - Κουράγιο παιδιά. Κουράγιο. Πλησίασε πιο κοντά στο Στρατή, έσκυψε επάνω του και, πιάνοντάς τον ελαφρά απ’ τον ώμο, του είπε. - Συγχώρα με, συνάδελφε. Συγχώρα με . . . Συγχωρήστε με παιδιά. - Μα, εσύ δεν έκανες τίποτα, του είπα με απορία. - Δεν κάνει διαφορά, φίλε, είπε. Δεν κάνει διαφορά. Απ’ αυτούς είμαι κι εγώ. Και έδειξε με το γκλοπ που κρατούσε στα χέρια του προς τη θάλασσα, απ’ όπου ερχόταν οι φωνές και τα βογκητά. ‘’Απ’ αυτούς’’, ξαναείπε κι έσκυψε το κεφάλι του χαμηλότερα. Κάτι ακόμα ήθελε να πει αλλά δεν μπόρεσε. Η φωνή του κόπηκε. Τα μάτια του άστραψαν. Έβγαλε το μαντίλι του να σκουπιστεί αλλά δεν τό ‘κανε. Έσφιξε την καρδιά του. Αντί να το πλησιάσει στα μάτια του, το έδωσε σε μένα. - Πάρ’ το να τον σκουπίσετε, μου είπε κι έδειξε με το βλέμμα του το Στρατή. Τον κοίταξα ξαφνιασμένος. - Πάρ’ το. Μου ξανάπε έντονα και τό ‘βαλε βιαστικά στο χέρι μου. Έκανε μια κίνηση για να φύγει αλλά, πριν βγει απ’ τον κύκλο που είχαμε κάνει γύρω απ’ το Στρατή, κοντοστάθηκε και μας είπε γρήγορα.
173
- Καλύτερα να τον συνεφέρετε λίγο πριν πάτε στο λοχαγό. Έχετε λίγο νερό; ρώτησε και ξανάβαλε επιδεικτικά τις φωνές. Μας πέταξε μια-δυο βρισιές, φωνάζοντας δυνατά για ν’ ακουστεί κι έφυγε, δήθεν, αγριεμένος προς το μέρος της προκυμαίας. Εκεί που οι συνάδελφοί του υποδέχονταν τη δεύτερη βάρκα. Πριν φύγει, πρόσθεσε χαμηλόφωνα. - Να με λέτε, αν θέλετε, Μιχάλη. Έτσι λέγομαι. Μιχάλης. Άλλοτε, ίσως πούμε περισσότερα. Εμείς αλληλοκοιταχτήκαμε ξαφνιασμένοι. Πρωτομπαίναμε στην ατμόσφαιρα της Μακρονήσου! Η απροσδόκητη υποδοχή μας είχε συγκλονίσει. Ο Θανάσης συνήλθε πρώτος και ρώτησε βιαστικά. - Έχει κανένας σας λίγο νερό ρε παιδιά; Κάποιος απ’ τους παλιούς, απ’ αυτούς που ερχόταν απ’ τις μονάδες των συνόρων, είχε. Εμείς οι νεοσύλλεκτοι δεν είχαμε ούτε παγούρια. Έβγαλε απ’ το σακίδιό του το παγούρι του και μου τό ‘δωσε. Τράβηξα γρήγορα το γκρίζο κασκόλ απ’ το λαιμό μου, μούσκεψα μια άκρη του κι έβρεξα το μέτωπο και το πρόσωπο του φίλου μας. Εκείνος άρχισε να συνέρχεται. ΄Ανοιξε τα μάτια του και μας είδε. Είδε το κασκόλ που κρατούσα στα χέρια μου και τον έβρεχα. Το αναγνώρισε. Φαίνεται πως συγκινήθηκε. Κάρφωσε τα υγρά μάτια του στα χέρια μου, πήρε μια βαθιά αναπνοή σα να αναστέναζε και είπε. - Κι εδώ ο Αβέρτος; Γεια σου, ρε αθάνατε φίλε. Πάντα θα ζεις. Και προφέροντας αυτά τα λόγια, ανασηκώθηκε στα πόδια του, λες και η θύμηση του Αβέρτου τού ‘δωσε κουράγιο και δύναμη. Ο Γιώργος τον κράτησε απ’ τις μασχάλες. Έκαναν έτσι μαζί μερικά βήματα. Μετά, τραβήχτηκε απ’ τα χέρια του Γιώργου. Μόνος του προσπαθούσε να σταθεροποιήσει τα βήματά του. Κούτσαινε, έσφιγγε τα δόντια του και προχωρούσε μπροστά. Τον ακολουθήσαμε και μεις. Πηγαίναμε για τον καταυλισμό. ΄Ενας στρατιώτης της φρουράς, που πηγαινοερχόταν μπροστά στα πρώτα αντίστηκα, μας έκανε νόημα να πάμε προς το μέρος του, δείχνοντας με το γυαλιστερό γκλοπ του το διπλανό αντίσκηνο. Μπροστά σ’ αυτό στεκόταν ορθός και βλοσηρός ένας ξεσκούφωτος λοχαγός. Κοίταζε ακίνητος προς τη θάλασσα. Απ’ την προκυμαία ακούγονταν φωνές, φασαρίες, ξεφωνητά και βογκητά, ανακατεμέννα με τις βρισιές των ροπαλοφόρων και τους κρότους των βενζινομηχανών, που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα κι έφερναν απ’ το ΧΙΟΣ στη στεριά το δύστυχο φορτίο του. Βαθιά υπόκρουση και πένθιμο φόντο της τραγικής αυτής μουσικής σύνθεσης των μαέστρων της βαρβαρότητας, της απανθρωπιάς και της ασυνειδησίας, ήταν άθελά του και ο βαθύς βόγκος των κυμάτων, που, χωρίς σταματημό κι ανάπαυλα, έφταναν στην ακτή και χτυπούσαν ανόρεχτα και πένθιμα στα κοφτερά και κακοτράχαλα βράχια του τραγικού νησιού. Η ‘’υποδοχή’’ συνεχιζόταν. Ο λοχαγός παρακολουθούσε.
174
*****
Ο στρατιώτης με το γκλοπ μας πλησίασε. Όλοι μαζί πλησιάσαμε τον
ξεσκούφωτο λοχαγό. Εκείνος, χωρίς να μας δώσει καμιά απολύτως σημασία και, χωρίς να αποσπάσει την προσοχή του απ’ το θέαμα της υποδοχής που τόσο επίμονα παρακολουθούσε, μας έκανε νόημα με το χέρι του να προχωρήσουμε πιο πέρα. Συμμορφωθήκαμε με το κέλευσμά του και προχωρήσαμε στο διπλανό αντίσκηνο. Κι εδώ μας περίμενε άλλος λοχαγός, πιο βλοσηρός και πιο άγριος απ’ τον προηγούμενο. Καθόταν σαν κέρβερος στην καρέκλα του. Το τραπέζι του μπροστά του ήταν γεμάτο χαρτιά και φακέλους. Μόλις πλησιάσαμε κοντά του, έδωσε ένα απότομο παράγγελμα ‘’προσοχή’’, που μας ξάφνιασε και μας άφησε όλους ‘’κόκαλο’’. Οι πόνοι κατασούβλισαν τα σακατεμένα κορμιά μας. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα το Λημνιό συνάδελφό μας. Ο λοχαγός, καθισμένος στην καρέκλα του, κοίταξε από πάνω ως κάτω το Στρατή, που στεκόταν ανάμεσα στους πρώτους. Μετά, κοίταξε και μας τους άλλους έναν-ένα. Ξαναγύρισε το βλέμμα του και το κάρφωσε επίμονα πάνω στο Στρατή. Χωρίς καν να σηκωθεί απ’ τη θέση του, φώναξε ‘’ημιανάπαυση’’ κι απευθύνθηκε με χυδαιότητα στο Στρατή. - Δε βλέπεις μπροστά σου, ρε βλάκα; Όταν περπατάς, πού χαζεύεις ρε; . . . και πρόσθεσε μερικές χυδαίες βρισιές που θύμιζαν καταγώγια. Δεν μπόρεσες να κάνεις ούτε δυο βήματα στα αγιασμένα ετούτα χώματα του νησιού μας και τσακίστηκες στα βράχια; Εκείνη την ώρα περνούσε έξω απ’ το αντίσκηνο ένας στρατιώτης παλιότερος στο νησί. Ο λοχαγός τον είδε και με την αυστηρή φωνή του τον φώναξε δυνατά. - Ρεβύθης. Ο στρατιώτης έμεινε ακίνητος σε στάση προσοχής και απάντησε αμέσως με δυνατή φωνή. - Διατάξτε κύριε λοχαγέ. - Τι είναι τούτα τα χώματα της Μακρονήσου; - Αγιασμένα και ιερά, κύριε λοχαγέ, απάντησε ο στρατιώτης χωρίς να κινηθεί. - Μάλιστα, ξεφώνισε ικανοποιητικά ο λοχαγός και τον ρώτησε στον ίδιο τόνο. Τι δουλειά κάνεις, Ρεβύθη, στην πολιτική σου ζωή; - Δάσκαλος, κύριε λοχαγέ, δάσκαλος. - Α να χαθείς ηλίθιε. Τσακίσου από δω βλάκα. Και τροχάδην. Όχι περπάτημα. Τρο-χά-δην, επανέλαβε, τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές. - Μάλιστα, κύριε λοχαγέ, απάντησε ο Ρεβύθης και τό ‘βαλε στο τροχάδην. Ο λοχαγός ξαναγύρισε στο Στρατή. - Τ’ ακούς; φώναξε δυνατά. Άκουσες τι είπε ο δάσκαλος; Αγιασμένα και ιερά. Κάτι πήγε να πει ο Στρατής αλλά δεν του επέτρεψε. Τον σταμάτησε με την αγριοφωνάρα του, λέγοντάς του. - Α να χαθείς, ηλίθιε.
175
Φαίνεται πως αυτή η φράση ήταν η πιο αγαπητή απ’ όσες ήξερε ο λοχαγός. Ξανακοίταξε το Στρατή και του είπε με δριμύτητα. Στο εξής, άνοιγε τα μάτια σου και βλέπε μπροστά σου πού βαδίζεις. Όχι κοιμισμένα πράγματα. Εδώ θα ξυπνήσεις. Εδώ θα ξυπνήσετε όλοι σας. Τ’ ακούτε; Όλοι σας. Πώς λέγεσαι; Ο Στρατής είπε τ’ όνομά του και τα άλλα στοιχεία του. Ο λοχαγός άνοιξε τα δευτέρια του και άρχισε να γράφει. Ο θυμός του φαινόταν έντονος στο πρόσωπό του. Εμείς οι άλλοι κερώσαμε. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε μια τέτοια βαρβαρότητα. Μια τέτοια χοντροκομμένη και θρασύτατη παραποίηση της αλήθειας. Μια τόσο σκαιώδη συμπεριφορά από Έλληνα αξιωματικό. Για μια στιγμή, ο λοχαγός ξανασήκωσε τα μάτια του απ’ τα χαρτιά του και ξανακοίταξε το Στρατή. Είδε την κομματιασμένη χλαίνη του, που κρατούσε κουβάρι στα τραυματισμένα χέρια του κι ένα νέο κύμα θυμού συννέφιασε το πρόσωπό του. - Τι χάλια είναι αυτά; βρυχήθηκε. Πώς τόλμησες να καταστρέψεις έτσι στρατιωτική περιουσία; Έσχισες τη χλαίνη που σού ‘δωσε η Πατρίδα; Και τη φέρνεις και δω μπροστά μου έτσι προκλητικά; Ξέρεις τι θα πει αυτό; φώναξε με περισσότερο θυμό. Αυτό θεωρείται δολιοφθορά, σαμποτάζ, προδοσία. Κάτι ξαναπήγε να πει ο Στρατής αλλά τον σταμάτησε απότομα, φωνάζοντας και πάλι δυνατά. - Αύριο στην αναφορά. Ακούς; Αύριο να βγεις στην αναφορά και να ζητήσεις μόνος σου να τιμωρηθείς για ό,τι έκανες. Σηκώθηκε όρθιος. Χτύπησε οργισμένος το χέρι του πάνω στο τραπέζι και πρόσθεσε φωνάζοντας. Αλίμονό σου αν ξεχάσεις ή αν κάνεις πως το ξέχασες. Α να χαθείς, ηλίθιε, επανέλαβε και ξανακάθισε στη θέση του. Εκείνη τη στιγμή ο Αριστομένης Γραβός μου φάνηκε μάλαμα. - Εσύ πώς λέγεσαι; ρώτησε με το ίδιο θρασύτατο ύφος εμένα, ενώ διορθώνονταν καλύτερα στην καρέκλα του. Είπα το όνομά μου και τα άλλα μου στοιχεία. Εκείνος τά ‘γραψε. Μετά, μας είπε επιτακτικά. - Στη διπλανή σκηνή για αντίσκηνα. Ένα ατομικό στους δυο σας. Κι ύστερα, στο παραδίπλα για νερό. Ψωμί δε δικαιούστε σήμερα. Μόνο νερό. Και τσακιστείτε από μπροστά μου. Α να χαθείτε από δω, ηλίθιοι, ξαναεπανέλαβε. Σταθήκαμε προσοχή. Εγώ χαιρέτησα. Ο Στρατής προσπάθησε αλλά δεν μπόρεσε να σηκώσει το χέρι του. Βγήκαμε απ’ τη σκηνή-γραφείο του λοχαγού και πήγαμε στη διπλανή. Πήραμε το ατομικό αντίσκηνο που μας έδωσε ένας δεκανέας, αφού πρώτα υπογράψαμε κανονικά και το χρεωθήκαμε επίσημα και προχωρήσαμε για το νερό. Πιο πέρα, ξέμακρα κάπως απ’ τον καταυλισμό, ήταν μερικά σιδεροβάρελα ξαπλωμένα δίπλα-δίπλα στο ύπαιθρο. Πέντε-έξι όλα μαζί. Ένα ήταν όρθιο και ανοιχτό από πάνω. Ένας στρατιώτης καλοξυρισμένος, με άσπρα ντοκς στα πόδια και άσπρη ζώνη –σήμα κατατεθέν της φρουράς- στεκόταν μπροστά σ’ αυτό το γεμάτο νερό πετρελαιοβάρελο και μοίραζε το περιεχόμενό του με μια παράξενη
176
μεγάλη κουτάλα. Δηλαδή, ένα τενεκεδένιο κονσερβοκούτι, μάλλον από καλαμάρια, δεμένο με σύρματα σ’ ένα μακρύ χοντροκάλαμο. Βουτούσε την κουτάλα του αυτή στο ανοιχτό βαρέλι με το νερό και έδινε μια κουταλιά στον καθένα. Πλησιάσαμε και μεις να πάρουμε το μερίδιό μας. Ο νερουλάς περίμενε νά ‘ρθουν κι άλλοι, για να αρχίσει τη διανομή. Περισσότερο, ήθελα λίγο νερό εκείνη την ώρα, για να ξεπλύνω τις πληγές του Στρατή, που του είχε προξενήσει το ‘’πέσιμό του στα βράχια’’, όπως είχε πει ο λοχαγός. Βγάλαμε τα παγούρια μας απ’ τα σακίδια, όσοι είχαμε και σιμώσαμε στο βαρέλι. - Τα τενεκεδάκια σας, πρόσταξε με ύφος δικτάτορα ο νερουλάς. Μειδίασε ειρωνικά, σα μας είδε με τα παγούρια στο χέρι και φώναξε δυνατά. Πού ρε νομίζετε ότι βρισκόσαστε και μού ‘ρθατε εδώ με τα παγούρια σαν τις κοκότες; Τενεκεδάκια, τενεκεδάκια, επανέλαβε και κούνησε την παράξενη κουτάλα του στον αέρα. - Μα δεν έχουμε τενεκεδάκια, συνάδελφε, πήγε να πει κάποιος από μας αλλά ο νερουλάς τον διέκοψε, φωνάζοντας δυνατότερα. - Πρώτα-πρώτα, κύριε συνάδελφε και ύστερα, δεν το ξέρετε, ρε καθάρματα, ότι εδώ τα παγούρια δεν περνούν; Και με απότομο ύφος πρόσθεσε κοφτά. Όσοι δεν έχουν κουτιά να φύγουν. Θά ‘ρθουν να πάρουν νερό στην αυριανή διανομή. Και θά ‘ρθουν με κουτιά. Όχι παγούρια. Τα παγούρια θα τα παραδώσετε αύριο όλοι σας, όσοι έχετε, στο λόχο. Όλοι, ένας μετά τον άλλο προσπεράσαμε το βαρέλι με το λαδωμένο νερό, χωρίς να πάρουμε ούτε μια γουλιά. Μόνο ο Γιώργος σταμάτησε. Άπλωσε το κονσερβοκούτι του, εκείνο που τού ‘χε χαρίσει ο ναύτης λίγο νωρίτερα στο αρματαγωγό και περίμενε. - Έτσι μπράβο, είπε ο νερουλάς ικανοποιημένος και τού ‘δωσε μια κουταλιά νερό. Ο Γιώργος έκανε να φύγει. Ο νερουλάς, μ’ ένα νεύμα της κουτάλας του, τον σταμάτησε. - Πάρε λίγο ακόμη εσύ με το καινούριο κουτί, μια που είσαι ο πιο προνοητικός και ο μόνος από όλους εδώ, απ’ ότι βλέπω, που δικαιούσαι νερό σήμερα. Ύστερα, για να δείτε ότι δεν υπάρχει μόνο φιλότιμο εδώ αλλά έχουμε και το χουβαρντάδικο μέσα μας. Και, λέγοντας αυτά, τού ‘δωσε και δεύτερη κουταλιά, κοντογεμίζοντας σχεδόν το κίτρινο κονσερβοκούτι. Στο καθαρό κουτί του Γιώργου φάνηκαν αμέσως μπόλικες οι χρωματιστές κηλίδες του πετρέλαιου, που βιαστικές ξεχώρισαν και χτυπητές βγήκαν στην επιφάνεια. - Κύριε συνάδελφε, είπε ασυλλόγιστα κάποιος κοιτάζοντας την επιφάνεια του νερού που γυάλιζε πολύχρωμα. Τούτο το νερό . . . - Δε σου κάνει; τον διέκοψε απότομα ο νερουλάς και πρόσθεσε νευριασμένος. Αν δε σου κάνει, ξαναρίχτω στο βαρέλι και στα τσακίδια από μπροστά μου. Να ξέρεις, όμως και συ και όλοι οι ‘’σύντροφοί’’ σου εδώ –κι είπε το σύντροφοί σου τόσο ειρωνικά και πικρά- πως ετούτος εδώ ο τόπος δεν είναι κέντρο παραθερισμού. Είναι ‘’επίλεκτος στρατιωτική μονάς’’. Ένα κέντρο με κανονισμούς και διαταγές. Επίσης, να ξέρετε πως μια τέτοια κουταλιά (και κούνησε χαρακτηριστικά την
177
περίεργη κουτάλα του) θα είναι το νερό που δικαιούται την ημέρα ο καθένας σας. Κι αυτό, για να πιει, να πλυθεί και να πλύνει και τα ρούχα του, αν θέλει. Και να σας πω και κάτι; συνέχισε αλλάζοντας κάπως τον τόνο της φωνής του. Αφήστε τις εξυπνάδες και τις κακές προθέσεις σας κατά μέρος. Τα συστήματά σας και τις μεθόδους σας τις ξέρουμε. Τούτο το νερό είναι το καλύτερο νερό του κόσμου. Μέχρι και ο διοικητής μας το είπε πολλές φορές και το βεβαίωσε επανειλημμένα. Και μην προσπαθείτε, κακομοίρηδες, να δυσφημίσετε τη Μονάδα μας με τις ξενοκίνητες φαντασιοπληξίες σας. Το παραμύθι, ότι το νερό είναι βρόμικο δεν περνάει σε μας. Πετρέλαια και λάδια στο νερό του Β.Τ.Σ. μόνο τα δικά σας μάτια βλέπουν. Τα μάτια εκείνων που ήρθαν εδώ για να μας κάνουν αντεθνική προπαγάντα. Όσο έλεγε, τόσο αγρίευε περισσότερο. Το πρόσωπό του είχε ανάψει και η φωνή του είχε γίνει στριγκλιά. Μας αγριοκοίταξε και πρόσθεσε κοφτά. Και να ξέρετε. Όσα μάτια δεν βλέπουν σωστά σε τούτο το νησί, εγώ τα βγάζω. Δεν είπαμε κουβέντα. Φύγαμε τσακισμένοι και αμίλητοι. Προχωρήσαμε στο απέναντι μέρος της μικρής χαράδρας, όπου μας είχαν υποδείξει να στήσουμε τα αντίσκηνά μας.
*****
Η ‘’χαράδρα’’, όπως την έλεγαν οι παλιότεροι στρατιώτες του ΒΤΣ,
ήταν ένα αβαθές, μάλλον κοίλο νεροφάγωμα, με αρκετές πέτρες και μερικούς ανάριους μικρούς καχεχτικούς σκίνους. Στα πλευρά της έχασκαν εδώ κι εκεί μισοξέσκεπες απ’ τις βροχές και την πολυκαιρία γκριζόχρωμες κοτρόνες. Άλλες μικρότερες κι άλλες μεγαλύτερες, όλες αποκρουστικές, κοφτερές και επικίνδυνες. Έβαλα το Στρατή να καθίσει δίπλα σ’ ένα μαδημένο θάμνο και τον σκέπασα με τη χλαίνη μου. Κρύωνε πολύ. Πήρα μια πέτρα, την πιο πλατιά και την πιο κοφτερή που βρήκα εκεί κοντά και άρχισα να σκάβω με βιασύνη, για να ισοπεδώσω όσο γινόταν το μέρος που θα έστηνα το μικρό μας αντίσκηνο. Θέλησε κι ο Στρατής να με βοηθήσει αλλά τα χέρια του ήταν πρισμένα και καταματωμένα. Δεν τον άφησα. Εκείνος δάκρυσε κι εγώ έκανα πως δεν τον είδα. Έσκυψα χαμηλότερα το κεφάλι μου και βάλθηκα να σκάβω πιο γρήγορα. Δεν ήθελα να δει και κείνος τα δικά μου μάτια. Γύρω μας, εδώ κι εκεί, ανάμεσα στις πέτρες και στα σκίνα, πάσχιζαν κι άλλοι συνάδελφοι της αποστολής μας να στήσουν τα σάπια και μουντόχρωμα αντίσκηνά τους πριν τους πάρει η νύχτα. Με τη μυτερή πέτρα συνέχισα το σκάψιμο. Ίσαξα ένα μικρό μέρος στην άκρη της πλαγιάς και έστησα το αντίσκηνό μας. Μετά, μάζεψα λίγα ξερά χόρτα, από κείνα τα λιγοστά που βρίσκονταν εδώ κι εκεί ανάμεσα στους γύρω σκίνους και τις πέτρες και τά ‘στρωσα για στρώμα στο φρεσκοσκαμμένο δάπεδο. Έστρωσα και μια κουβέρτα, την
178
κουβέρτα του Στρατή, που βρέθηκε εκείνη τη στιγμή πιο κοντά μου και ετοίμασα έτσι το γιατάκι και το σπίτι μας. Είχα βάλει και τα σακίδιά μας μέσα, στο επάνω μέρος του ‘’κρεβατιού’’, για προσκέφαλα κι ετοιμαζόμουνα να βγω μπουσουλώντας με τα τέσσερα προς τα πίσω, για να πάρω και το Στρατή. - Επ, ακούστηκε η φωνή του Γιώργου, που είχε πλησιάσει στο αντίσκηνο και έσκυβε για να δει το εσωτερικό του και να θαυμάσει και την αρχιτεκτονική, τη διαρρύθμιση και την εσωτερική του διακόσμηση. Το ετοίμασες κιόλας; με ρώτησε κάπως εύθυμα μόλις βγήκα έξω, ενώ τού ‘ριχνε μια δεύτερη ματιά, γεμάτη αστείο θαυμασμό και προσποιητή ικανοποίηση. Ο Θεσσαλός συνάδελφος κρατούσε στο νέρι του το κονσερβοκούτι με το νερό και μου το πρότεινε. - Πάρ’ το, μου είπε. Θα το χρειαστείς εσύ περισσότερο από μένα. Θα το χρειαστείς για το Στρατή, επανέλαβε πειστικότερα και άφησε το κουτί προσεχτικά δίπλα στο αντίσκηνο. Τον κοίταξα στα μάτια και ήμουν έτοιμος να τον αγκαλιάσω. Συγκρατήθηκα, όμως, γιατί δε θα μπορούσα να αποφύγω το ξέσπασμα. Δεν είπα τίποτα. Γύρισα αλλού κι έκανα πως στερέωνα κάποιο πασσαλάκι ή τέντωνα κάποιο σκοινί. Εκείνος κατάλαβε την ταραχή μου και δεν περίμενε απάντηση, γι’ αυτό και, σχεδόν αμέσως, συνέχισε σε πιο εύθυμο τόνο. - Είμαστε γειτόνοι. Να, εκεί δίπλα. Λίγα βήματα πιο κάτω, πίσω από κείνη την κοτρόνα με τα σπανά σκίνα στήνουμε και μεις το δικό μας τσαρδί. Είμαστε συγκάτοικοι με το Θανάση. Εδώ θα τα λέμε πρωί-πρωί στους φράχτες και θα αλληλοδανειζόμαστε τα υπάρχοντά μας, σαν καλές γειτόνισσες, είπε και χαμογέλασε προσποιητά. Μετά, έκανε δυο βήματα, πλησίασε περισσότερο το Στρατή και του είπε ενθαρρυντικά. - Τι γίνεται καπετάνιο; Δε σού ‘λεγα κουράγιο κι έχουμε φουρτούνες μπροστά μας; Έσκυψε κοντά του και τον ακούμπησε φιλικά κι όσο πιο μαλακά γινόταν στον ώμο, λέγοντας. Μη φοβάσαι, φίλε. Μη φοβάσαι. Κουράγιο και κάπως θα τα βολέψουμε. Βλέπεις, σε σένα έτυχε τούτη τη φορά η μοίρα. Έλα τώρα να σε πλύνουμε λίγο και να σε βάλουμε στο γιατάκι σου να ξεκουραστείς. Κοιμήσου και το πρωί όλα θα είναι καλύτερα. Πήρε δίπλα απ’ το αντίσκηνο το κονσερβοκούτι και το νερό και τό ‘φερε στα πόδια του Στρατή. Έβγαλα κι εγώ ένα καθαρό μαντίλι απ’ την τσέπη μου. Εκείνος έριχνε λίγο-λίγο το νερό κι εγώ, βρέχοντας το μαντίλι, ξέπλενα σιγά-σιγά τις πληγές του Στρατή. Ο δόλιος πονούσε τρομερά αλλά δεν έλεγε τίποτα. Τα ξερά αίματα και τα λασποχώματα δεν ξεκολλούσαν και δεν έφευγαν εύκολα απ’ τις σάρκες του. - Το πρόσωπό σου είναι εντάξει, Στρατή, το καθάρισα, του είπα με προσποιητή ικανοποίηση, ενώ το θέαμα που παρουσίαζε ράγιζε την καρδιά μου. Δώσε μου τα χέρια σου, πρόσθεσα με ενδιαφέρον μητέρας προς το μωρό της. Παρ’ ότι έβλεπα τα χάλια του, προσπαθούσα να κάνω τον εύθυμο. Εκείνος τα άπλωσε σιγά-σιγά προς το μέρος μας. Ύστερα, του πλύναμε και το πόδι.
179
- Άντε τώρα για ύπνο, τον πρόσταξε ο Γιώργος χαμογελώντας σαν τελειώσαμε και το καθάρισμα του ποδιού του. Ο Στρατής μας κοίταξε με καλοσύνη στα μάτια, χωρίς να πει λέξη. Το βλέμμα του μας έλεγε χίλια ευχαριστώ. Τον κρατήσαμε κι οι δυο μας απ’ τις μασχάλες και τον βοηθήσαμε να μπει μπρούμυτα στο αντίσκηνο και να ξαπλώσει. Ο φουκαράς υπέφερε πολύ, ώσπου να περάσει το στενό άνοιγμα του μουσαμά και να ξαπλωθεί στο στρώμα του. Βογκούσε απ’ τους πόνους, παρ’ ότι εμείς, γονατιστοί από δω κι από κει, τον κρατούσαμε σχεδόν στην αγκαλιά μας. Δεν μπορούσε να στηριχτεί καθόλου πάνω στα σακατεμένα χέρια του. Κι έπρεπε να περπατήσει με τα τέσσερα για να μπει στο αντίσκηνο. Η ώρα στο μεταξύ είχε περάσει. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και κόντευε να νυχτώσει για καλά. Εκεί που βάζαμε με το Γιώργο και τα υπόλοιπα πράγματα του Στρατή και τα δικά μου μέσα στη σκηνή, ήρθε κι ο Θανάσης, για να δει το δύστυχο συνάδελφό μας. Είχε κι αυτός το χέρι του δεμένο πρόχειρα και το κρατούσε κρεμασμένο μέσα στο άνοιγμα του χιτωνίου του. Φαινόταν πως πονούσε πολύ. Προσπαθούσε, όμως, να μην το δείχνει. Δεν πρόλαβε να μας πλησιάσει κι ένας στρατιώτης της φρουράς, που φαινόταν σα να περιπολούσε πέρα στην άλλη άκρη του καταυλισμού μας, σα μας είδε τρεις μαζί, έβαλε τις φωνές. Ενοχλημένος ίσως απ’ την ‘’πολυπληθή’’ και παράνομη συγκέντρωσή μας, μας πρόσταξε από μακριά να διαλυθούμε. Βιαστικός και μανιασμένος έτρεξε κοντά μας. Ήταν ο Μιχάλης. Ο στρατιώτης της φρουράς, που είχε δώσει πριν από λίγο κάτω στην προκυμαία το μαντίλι του για το Στρατή. Μόλις μας πλησίασε, άλλαξε ύφος. Μας κοίταξε φιλικά, καλοσυνάτα. - Πού είσαστε, ρε παιδιά και σας ψάχνω τόση ώρα; είπε με κάποια ανακούφιση. Μετά, ρίχνοντας μια ματιά στο μικροσκοπικό μας αντίσκηνο, μας ρώτησε. Εδώ βολευτήκατε; - Εδώ, του απάντησα μονολεκτικά, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι μου. - Και πώς είναι ο χτυπημένος συνάδελφος; ξαναρώτησε με ενδιαφέρον. - Στα χάλια του, είπε στενοχωρημένα και χαμηλόφωνα ο Γιώργος. Ο Μιχάλης έκανε αόριστα δυο μικρά βήματα, έσφιξε μια βρισιά στα δόντια του και πλησίασε περισσότερο τη σκηνή μας. Στάθηκε για λίγο αδιάφορος, δήθεν, μπροστά στο μισοανοιγμένο πανί της πόρτας της και μετά, σα να ήθελε να κάνει κάποιο έλεγχο, το άνοιξε περισσότερο με το γκλοπ που κρατούσε στο χέρι του. Έσκυψε λίγο κι έριξε μια γρήγορη ματιά στο εσωτερικό του. Δεν είπε τίποτα. Ξανασήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε βιαστικός γύρω του, σάμπως νά ‘θελε να βεβαιωθεί πως δεν τον παρακολουθεί κανείς και, σταματώντας διακριτικά το βλέμμα του επάνω μας για να τον προσέξουμε περισσότερο, είπε. - Πάρ’ τε αυτό και κάνετε κάτι στο φίλο σας. Μην προσπαθήσετε να τον πάτε αύριο στο γιατρό, γιατί το πράγμα θα αγριέψει περισσότερο.
180
Και, με μια γρήγορη κίνηση, έριξε βιαστικά απ’ το άνοιγμα της ‘’πόρτας’’ ένα κομπόδεμα μέσα στο αντίσκηνο, πλάι στον κατάκοιτο Στρατή. - Το στέλνει ο Φώτης, συνέχισε κοιτάζοντάς μας κατάματα, πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Δεν είναι πια ταχυδρόμος ο δύστυχος, πρόσθεσε στενοχωρημένα. Είναι ‘’νοσοκόμος’’ στο λόχο μας. Τα λόγια του αυτά με ξάφνιασαν. Κέρωσα μόλις τα άκουσα. - Ο Φώτης!! . . . είπα παραξενεμένος και η φωνή μου κόπηκε. Κάτι προσπάθησα να πω ακόμη αλλά ο Μιχάλης δε μ’ άφησε να συνεχίσω. Συνέχισε εκείνος. - Είναι στο αναρρωτήριο. Στη μπαλωμένη σκηνή με τον πέτρινο περίγυρο. Δίπλα στη σκηνή-γραφείο του λοχαγού, πρόσθεσε κι έδειξε μ’ ένα νεύμα του χεριού του προς την κατεύθυνση του παλιού καταυλισμού με τα μεγάλα αντίσκηνα. Μια γκριμάτσα λύπης σκίασε το πρόσωπό του. Κατέβασε το χέρι του, χαμήλωσε περισσότερο τη φωνή του και συνέχισε. Χτυπημένος στο κεφάλι . . . στο πρόσωπο . . . σ’ όλο του το κορμί . . . Τώρα είναι νοσοκόμος και ασθενής. Ξαπλωμένος στο στρώμα του, άκουσε μέσα στα βογκητά του κι ανάμεσα απ’ τους επιδέσμους του τα ονόματά σας όταν ήσασταν στο γραφείο του λοχαγού και σκίρτησε. Έτυχε να είμαι κοντά του. Μ’ άρπαξε απ’ το μπράτσο, με παρακάλεσε . . . Όσο ο Μιχάλης μιλούσε, τόσο εγώ ξαφνιαζόμουνα και τα έχανα περισσότερο. Δεν μπορούσα να φανταστώ ένα τέτοιο πράγμα. Δεν περίμενα να συναντήσω το Φώτη εδώ και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση. Το μυαλό μου δε θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί τέτοια πράγματα, γι’ αυτό και τα λόγια του καινούριου φίλου μας με έβρισκαν τελείως απροετοίμαστο και με κάρφωναν άψυχο άγαλμα στη θέση που βρέθηκα. Μόνο κατάφερα και είπα. - Σε τούτο το νησί ο Φώτης! . . . χτυπημένος απ’ τους συναδέλφους του και κατάκοιτος στο αναρρωτήριο . . . σε κείνη τη μπαλωμένη σκηνή! . . . Οργισμένος, γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της διοίκησης του λόχου. Αύριο το πρωί θα . . . Ο Μιχάλης δε μ’ άφησε να συνεχίσω. Μ’ άρπαξε απ’ το μπράτσο και μου είπε αυστηρά. - Πρόσεξε. Προσέξτε όλοι, είπε προστακτικά. Μην πάτε και τον δείτε. Όχι. Προς Θεού. Δεν πρέπει. Θα του κάνετε κακό. Θα τιμωρηθεί και πάλι συστηρά. Θα τον κλείσουν στα σύρματα. Και, στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν είναι για σύρματα. Έτσι έγινε και με την προχθεσινή αποστολή των νεοφερμένων. Πήγε σα νοσοκόμος να βοηθήσει κάποιο χτυπημένο. Πλήρωσε, όμως, ακριβά το απερίσκεπτο τόλμημά του. - Μα . . . αφού είναι νοσοκόμος! . . . ψέλισε παραξενεμένος ο Γιώργος. - Περίθαλψη τέτοιων τραυμάτων, είπε ο Μιχάλης σοβαρά, δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα του νοσοκόμου σε τούτη τη μονάδα και, κάθε παράβαση καθήκοντος, τιμωρείται εδώ αυστηρά και με άλλο τρόπο. Αλλά, σαν πολλά νομίζω πως είπαμε παιδιά γι’ απόψε, πρόσθεσε κάπως φοβισμένα και, θέλοντας να δώσει τέλος στη συζήτηση, έκανε ένα βήμα για να φύγει. Ταυτόχρονα, πήρε μισοαυστηρό ύφος και πρόσθεσε όσο πιο ήπια μπορούσε. Διαλυθείτε τώρα παιδιά. Διαλυθείτε, επανέλαβε σε τόνο, που, περισσότερο έδειχνε πως μας ικέτευε, παρά
181
πως μας διέτασσε. Κούνησε στον αέρα το γκλοπ που κρατούσε στο δεξί του χέρι κι έφυγε καληνυχτίζοντάς μας χαμηλόφωνα. Είπαμε και μεις καληνύχτα πνιχτά και χωρίσαμε βιαστικά. Δεν θέλαμε να δημιουργήσουμε προβλήματα στον καλό συνάδελφο. Ο Γιώργος με το Θανάση έφυγαν σκεπτικοί για το αντίσκηνό τους. Σύρθηκα κι εγώ μπρούμυτα μέσα στο δικό μας και βολεύτηκα δίπλα στο Στρατή, όσο πιο προσεχτικά μπορούσα. Γεμάτος περιέργεια και θλίψη, άνοιξα το κομπόδεμα που είχε ρίξει πριν από λίγο ο Μιχάλης και τώρα βρίσκονταν πεσμένο κοντά στο ‘’μαξιλάρι’’ του Στρατή. Είχε μέσα ένα επίδεσμο κι ένα άσπρο κουτάκι με μια κιτρινωπή αλοιφή. Έσφιξα το δεματάκι στο χέρι μου και δάγκωσα τα χείλη μου για να μη φωνάξω. Ένιωσα σ’ όλο τους το μέγεθος την ανθρωπιά και την ασυνειδησία, την καλοσύνη και τη βαρβαρότητα, την αγάπη και το μίσος να συγκρούονται μέσα στη χούφτα μου. Έσφιξα την καρδιά μου. Ξανάβρεξα το μαντίλι του Μιχάλη με νερό απ’ το κονσερβοκούτι του Γιώργου κι έπλυνα σιγά-σιγά και πάλι το πρόσωπο του Στρατή. Άνοιξα με κάποιο δέος το άσπρο κουτάκι του Φώτη και συγκινημένος του έβαλα προσεχτικά λίγη αλοιφή. Φαίνεται πως θα τον έτσουξε λίγο, γιατί με ρώτησε κάπως ενοχλημένος. - Τι είναι; - Αλοιφή, απάντησα με δυσκολία, ενώ ήθελα να του δώσω κουράγιο και να του ενισχύσω την εμπιστοσύνη του στο φάρμακο και την πεποίθησή του πως θα γίνει τώρα πια γρήγορα καλά. Ο φίλος μας . . . Ο Μιχάλης . . . ο φρουρός . . . που σού ‘δωσε το μαντίλι του . . . στην προκυμαία . . . Προσπάθησα να του εξηγήσω αλλά σταμάτησα. Ο Στρατής φαίνεται πως κατάλαβε. Αναστέναξε με παράπονο. Ήθελα να του πω κι άλλα. Να του πω και για το Φώτη. Για τους επιδέσμους του. Για το αναρρωτήριο . . . Δεν είχα, όμως, κουράγιο. Σώπασα. Σιωπηλός έκοψα τον επίδεσμο κομμάτια και τού ‘δεσα, όπως μπορούσα κι όσο έβλεπα, τις πληγές. Τον σκέπασα με την κουβέρτα μου και με τα κομμάτια της χλαίνης του και έγειρα κι εγώ στο πλευρό. Μείναμε για αρκετή ώρα σιωπηλοί. Εκείνος στους πόνους του σώματος. Εγώ στους πόνους της ψυχής.
*****
Το
πανί της σκηνής μας άρχισε να νοτίζει. Έπεφτε η βραδινή υγρασία. Η στενή ατμόσφαιρα κάτω απ’ την τριγωνική μας οροφή γινόταν όλο και πιο βαριά. Όλο και πιο αποπνιχτική. Ο μουσαμάς, παλιός και βρόμικος, καταχωνιασμένος από καιρό στις αποθήκες, μύριζε σαπίλα. Η μυρωδιά μας έφραζε την αναπνοή και μας βάραινε το στήθος. Κανείς δεν είπε τίποτα. Μόνο ξεροβήξαμε μια-δυο φορές και προσπαθήσαμε με τη σιωπή μας να κρύψουμε τα αισθήματά μας και τον πόνο μας ο ένας για τον άλλο.
182
Κάποια στιγμή, ένιωσα το Στρατή να κλαίει. Προσπαθούσε να πνίξει τα αναφιλητά του και έσφιγγε το στήθιος του. Άπλωσα το χέρι μου και τον έπιασα προσεχτικά απ’ τον ώμο. Τον έσφιξα λίγο και τον κούνησα ελαφρά. Θέλησα να του δώσω κουράγιο. Δεν του είπα τίποτα. Έμεινα κάμποση ώρα έτσι γυρτός στο πλευρό του, με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στην παλάμη μου. Το υγρό ταβάνι του ασφυκτικού αντίσκηνου ήταν λίγους μόνο πόντους πάνω απ’ το πρόσωπό μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και το κεφάλι μου βούιζε. Σ’ όλο το στρατόπεδο επικρατούσε μια άγνωστη ως τώρα φοβισμένη ησυχία. Χειρότερη κι απ’ τη νεκρική των παραμυθιών. Όλα τα τύλιγε η φοβέρα και η απόγνωση και τα σκέπαζε ο ασταμάτητος και βαθύς κρότος των κυμάτων της θάλασσας, που έσπαζαν ορμητικά και μανιασμένα στα κοφτερά κι απότομα βράχια της ακτής. Μέσα στο απόκοσμο αυτό βουητό και στον παράξενο αχό της νύχτας, ξανάκουσα τα χτυπήματα των δεκανικιών του Γιάννη. Είδα ολοζώντανη μπροστά μου τη μορφή του Δημήτρη. Μαζί του και η ατέλειωτη στρατιά των θυσιασθέντων για την Πατρίδα. Ένιωσα όλους εκείνους τους αδικοσκοτωμένους να σπαράζουν μπροστά μου, μέσα στον άχαρο καταυλισμό μας, πέρα ως τη σκηνή του λοχαγού, τρυπημένοι απ’ τα βόλια των Γερμανών, όπως σπάραζε τώρα δίπλα μου ο Στρατής, χτυπημένος απ’ τα ρόπαλα των δικών μας. Των ‘’συναδέλφων’’ μας. Άκουσα το κροτάλισμα των φασιστικών πολυβόλων, ανακατεμένο με τα ξεφωνητά, τις βρισιές και τα χτυπήματα της δικής μας φρουράς, που πριν από λίγο μας υποδέχτηκε. Ξανάρθε ολοκάθαρα στ’ αφτιά μου, μαζί με τις οιμωγές των δικών μας συναδέλφων και το λεβέντικο τραγούδι του θανάτου, με το οποίο τα παλικάρια εκείνα της κατοχής περιφρόνησαν το θάνατο, δρασκέλισαν τις πόρτες της ζωής και βάδισαν στις λεωφόρους της αθανασίας. ‘’Λαοί της γης κι αδικημένοι συναχτείτε . . .’’ Οι στίχοι μου μπερδεύτηκαν με τους στίχους του γυαλάκια συναδέλφου μας πάνω στο τζέημς στην Αλεξανδρούπολη: ‘’Απόψε που με διώχνουνε Μητέρα και με πετούν σκληρόκαρδα αδέρφια στη βροχή . . .’’ Το σύμπλεγμα αυτό γινόταν μέσα μου βαρύ, καταθλιπτικό, ασήκωτο. Οι λιγμοί φούντωσαν στο στήθος μου. Με είχαν κυριέψει σύγκορμο. Ο Στρατής, ποτισμένος στις δικές του, ποιος ξέρει πόσο ζοφερές σκέψεις και στους πόνους του, δεν συγκρατούσε πια τα αναφιλητά του. Μέσα στους λιγμούς και στο παραλήρημά του, είπε πνιγμένα. - ‘’Πού είναι ο Ήφαιστος να μας δει, Κώστα;’’ Κι εγώ δεν άντεχα άλλο. Μόνο του απάντησα με πνιγμένη φωνή. - ‘’Πού είναι ο Θεός, Στρατή;’’ Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω περισσότερο. Κουκουλώθηκα με τη χλαίνη μου και έκλαψα πικρά. Κλάψαμε μαζί, κλεισμένοι ο καθένας στον εαυτό του, για αρκετή ώρα.
183
Εκείνες τις στιγμές, μέσα στο σκοτάδι και κάτω απ’ το υγρό αντίσκηνο, άρχιζε για μας ένα άλλο μαρτύριο. Το μαρτύριο της Μακρονήσου. Μια άλλη τραγική σελίδα ξεδιπλώνονταν αναπάντεχα στη ζωή μας και στη ζωή της δύστυχης Πατρίδας μας κι ένα νέο μαύρο κεφάλαιο άνοιγε στην ιστορία μας.
ΤΕΛΟΣ
184