Diasporic
Literature Issue 3, Vol. 1, February 2012
Diasporic Literature
An annual magazine published by Diasporic Literature Spot writers in electronic format. Diasporic Literature Spot is an electronic internet page started in June 2009 as a means of collective expression by writers who belong to the Diaspora.
Diasporic Literature Spot
Electronic address: www.diasporic.org Contact address: P.O. Box 2343, Caulfield Junction, Vic 3161, Australia Phone: (614) 13057426, mail to: lilterature@diasporic.org
Issue 3 - February 2012 © Diasporic Literature 2012 ISSN 1838-9449 These works constitute the property of the individual writers and may not be copied, transferred in any format, electronic or otherwise without the written consent of the creators. If one wishes to get into contact with any of these writers please write to the Diasporic’s electronic address as above.
Iakovos Garivaldis
Founder & Administrator of Diasporic Literature Spot
Editorial Committee
Iakovos Garivaldis Andrea Garivaldis George Nikolopoulos Evangelia Aggeliki Pechlivanidou Dr Christina Tsiardikos
English Editor:
Gabrielle Morgan (Melbourne, Australia)
Greek Editor:
Evangelia-Aggeliki Pechlivanidou (Thessaloniki, Greece)
Spanish Editor:
Dr Christina Tsiardikos (Buenos Aires, Argentina)
Design
Mavrogenis S.A. Thessaloniki, Greece Tel.: +30 2310 700770 - Fax: +30 2310 700767 e-mail: mavrogenis@hol.gr www.mavrogenis.com.gr
Cover: "Seated Figure" - Paul Laspagis (page 99)
Περιεχόμενα Contents Contenido 6 - Εισαγωγή 7 - Introduction 8 - Introducción
Ποίηση Poetry PoesÍa ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα 10 - «Και όμως γυρίζει» (κατά Γαλιλαίο), Αριστοτέλης Φράγκος 12 - Αμμόχωστος – Βασιλεύουσα, Αριστοτέλης Φράγκος 13 - Eπίγεια και υπόγεια, Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου 14 - Ιερουσαλήμ, Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου 15 - «Πλύνε Τα Δόντια Σου», Είπες, Γιώργος Νικολόπουλος 16 - Τα Νερά Της Λίμνης, Γιώργος Νικολόπουλος 17 - Ηλέκτρα, όποτε ήταν, Γιώργος Νικολόπουλος 18 - Γράφω, Γιώργος Νικολόπουλος 19 - Ώρα μηδέν, Γιώργος Νικολόπουλος 20 - Η Λάμια, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 20 - Τα κρίνα των στεναγμών, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 21 - Μεσόγειος, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 21 - Λαιστρυγόνες, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 21 - Οι κόκκοι της άμμου, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 22 - Ναυάγιο, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 22 - Φύκια ΙΙ, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 22 - Κυναίγειρος, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 23 - Θησέας Ι, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 23 - Θησέας ΙΙ, Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 24 - ΕΣΥ υπάρχεις Ι, Μαίρη Ντούρα-Αντωνοπούλου 25 - ΕΣΥ υπάρχεις ΙΙ, Μαίρη Ντούρα-Αντωνοπούλου 26 - Οι χαμαιλέοντες, Χάρης Μελιτάς 27 - Ονείρων και μνήμης γωνία, Χάρης Μελιτάς 28 - Andy Warhol, Χάρης Μελιτάς 29 - Mονόπρακτο, Χάρης Μελιτάς
30 - Της πλατείας, Χάρης Μελιτάς 31 - Λέξεις Λαμπηδόνες, Φαίδων Θεοφίλου 32 - Ασπίδα - καθρέπτης, Ευαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου 33 - Το αόρατο τείχος (εμείς, οι …άλλοι κι οι…ξένοι), Ευαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου 34 - Οιωνοί, Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου 35 - Χαϊκού, Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου 36 - Περιμένοντας για το αύριο, Άντρια Γαριβάλδη 37 - Εποχιακό, Άντρια Γαριβάλδη 38 - Θρίαμβος της λευτεριάς, Γρηγόρης Χριστίδης 40 - Οδυσσέα, Θύμιος Χαραλαμπόπουλος 42 - Η Ελλάδα καταγράφει το βήμα της, Θεόδωρος Σαντάς 43 - Ελεύθερα πουλιά, Ιάκωβος Γαριβάλδης 44 - Άξιος…, Άρις Αντάνης 45 - Λαμψάτω το φως υμών..., Ηρώ Αλεξανδράκη
POETRY Εnglish Language 46 - Insistence, Manolis Aligizakis 47 - Craving, Manolis Aligizakis 48 - Branches, Manolis Aligizakis 49 - On the other side, Sofia Kontogeorge Kostos 51 - The New York public library, N. N. Trakakis 52 - Without title Ι, N. N. Trakakis 53 - Without title ΙΙ, N. N. Trakakis 54 - Number Five, Loula S. Rodopoulos 55 - Rainbow Consolation Suite, Loula S. Rodopoulos
POESÍA Lenguaje español 57 - Lamento de una virgen de mármol pentelico, Christina Tsardikos
Πεζογραφία Prose Prosa ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα 59 - Κόκκινη Μοίρα, Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
64 - Στη Ρώμη: Μια αιωνιότητα και μια πέρλα!, Ιουστίνη Φραγκούλη 68 - Ξύπνημα στο χωριό, Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΟΚΙΜΙΟ Ελληνική Γλώσσα 71 - Η Ανθρώπινη Σκέψη, Δρ Δημήτρης Καραλής 74 - Απλές σκέψεις... αυτοπροσδιορισμού, Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου
PROSE English Language 76 - In Rome: An Eternity and a Pearl!, Justine Frangouli 80 - The Enemy, Manolis Aligizakis 83 - Hearth, Loula S. Rodopoulos
Θέατρο Τheatre Teatro TEATRO Lenguaje español 89 - El suicidio de los géneros {Comédia mínima en un solo acto};, Ruth Sancho Huerga
Eικαστικά Visual Art Artes Visuales 94 - Γιώργος Ξενούλης 96 - Γιώργος Ξενούλης - Γλύπτης, Κείμενο του Άρι Αντάνη 99 - Paul Laspagis 104 - Μαρία Αντωνοπούλου - Ντούρα 105 - Θανάσης Ρηγόπουλος
Αφιερώματα Tributes Homenaje 109 - Τάκης Χατζηαναγνώστου 110 - Ένα νησί ταξιδεύει, Τάκης Χατζηαναγνώστου 113 - Οι εραστές, Τάκης Χατζηαναγνώστου 117 - Κραυγή εν ερήμω, Τάκης Χατζηαναγνώστου
Eλληνική Γλώσσα
Εισαγωγή Τεύχος 3 Το τρίτο τεύχος του περιοδικού «Διασπορική Λογοτεχνία» είναι και φέτος πραγματικότητα. Είναι μια ανάταση ψυχική και μια ευμάρεια ψυχολογική και τιμητική για τον Ελληνισμό της Διασποράς που δεν ξεχνάει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όχι μόνον την πατρίδα του, όχι μόνον τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμά του, αλλά κι αυτό το σκέλος της ζωής που ονομάζεται τέχνη, ομορφιά, δημιουργία. Όλα με μία λέξη: Αρετή. Η θεματολογία σ' αυτό το τεύχος έχει ως τίτλο "Ποίηση - Λογοτεχνία, Κρίσεις Αξιών Ζωής". Το θέμα είναι ανεξάντλητο έτσι είναι και η δημιουργία των λογοτεχνών που συμμετέχουν. Απίστευτο πώς πέρασε τόσος καιρός, αλλά κάθε μέρα, κάθε βδομάδα και κάθε μήνας που γλίστρησε στο παρελθόν αποτέλεσε για μας, τα μέλη της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς, μια ευλογία πνευματική, μια σταδιακή αλλά σταθερή ανάταση και ανάσταση του κάθε συγγραφικού ταλέντου, τα έργα του οποίου δημοσιεύσαμε στις ψηφιακές μας σελίδες. Λογοτέχνες που είτε είδαν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά, είτε ξαπλώθηκε η ομορφιά και αρετή του λόγου τους παραπέρα, είχαν και έχουν συνέχεια κάτι όμορφο να ομολογήσουν για την παρέα αυτή που δεν δημιουργεί μόνον, αλλά και συσφίγγει τη παγκόσμια λογοτεχνική επικοινωνία μεταλαμβάνοντας των αχράντων σκέψεων και ιδεών της σύγχρονης ανθρώπινης εμπειρίας στη ζωή. Τους ευχαριστούμε όλους και τους καλούμε να καλέσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους φίλους και γνωστούς να συνδράμουν στην προσπάθεια αυτή που έχει δρομολογηθεί πέρα και υπεράνω διεκδικήσεων, επισήμων αναγνωρίσεων και ανταλλαγμάτων. Μια προσπάθεια που γίνεται μέσω της τέχνης για την τέχνη, με όλες εκείνες τις αποκρυσταλλωμένες αναμνήσεις, ανησυχίες και στοχασμούς των εργατών της Τέχνης που προσφέρουν σαν «δωρεάν ψυχής» στους αναγνώστες. Είμαι σίγουρος πως για μια ακόμη φορά θα χαρείτε το περιεχόμενο του Περιοδικού μας, όπως και εμείς που το συγκεντρώσαμε, προσδοκώντας την ολοκλήρωση και κυκλοφορία του επόμενου Τεύχους.
Iάκωβος Γαριβάλδης Ιδρυτής, Συντονιστής Διασπορικής Στοάς
6
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
English Language
Ιntroduction Issue 3 Dear friends, The third edition of the literary magazine “Diasporic Literature” is here again; it is a reality. It is an uplifting of the soul or an abundance of the psyche by virtue of the artists who participate. These artists will never forget the importance of the aspect of life called art, beauty and creativity. I find it hard to believe that we are in our third year of circulation. Every day, week and month has been a spiritual blessing for all of us at Diasporic Literature Spot. We have witnessed the sturdy and consistent growth of the publication and we too have developed and grown along with it. A number of writers who have seen their works on the Internet for the first time, and others with yet another display of their talent, have all contributed enormously to the cause. The cause is none other than creation itself, and the tightening of literary relationships between members living all around the globe. This we can be proud of. Most good things come from a collective approach by a team and this team has been collaborative, thoughtful, understanding, co-operative and at the same time competitive. We thank all our members, and call upon them to promote literature in their own way and continue participating in this co-operation, over and above demands, awards, benefits or expectations. This is an attempt to serve art for artistic expression, literature for literary virtue and honour. I am certain that the reader will enjoy the challenge to draw their own meaning for each and every one of these works. These works come to you free of any embellishments, from one sensitive soul to another. Iakovos Garivaldis Founder, Co-ordinator Diasporic Literature Spot
7
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Lenguaje español
Introducción Edición 3 Ya podemos decir que la tercera edición de la revista digital «Literatura Diasporiki» es para este añotambien una realidad. Sin dudas es algo como un estimulante mental y psicológico y ademas un honor para la diáspora griega que no se olvida, por los años que pasan, no sólo a su país, no sólo el idioma y las costumbres, si no tambien la parte esta de la vida que llamamos Arte, Belleza, Producciòn. Todo con una sola palabra: Virtud. Es increíble, cómo pasó tanto tiempo, pero cada día, cada semana y cada mes que se ha deslizado en el pasado fuè para todos nuestros miembros de Diasporikis Literatura, una bendición espiritual, un alzamiento constante de todos los talentos literarios cuyas obras publicamos en nuestras páginas digitales. Escritores que quizàs por primera vez vieron publicarse la belleza y las cualidades de sus escritos y sus ideas y se dieron a conocer un poco mas alla. Tenian y tienen algo bueno para confesar para todo este grupo que no solo crea si no tambien se comunica con toda la literatura internacional intercambiando pensamientos e ideas de la actual y sufrida vida humana. Les damos las gracias a todos y les pedimos para que inviten a sus amigos y conocidos para ayudar en este esfuerzo que va por encima de reconocimientos y premios. Un esfuerzo que se destaca atraves del arte por el arte. Estoy seguro de que, una vez más, podrán disfrutar del contenido como lo hemos recopilado y esto les abrirà el apetito para seguir. Todo sin restricciones,sin maquillajes, regalìa de un alma a otra, que componen y cristalizan recuerdos.
Iakovos Garivaldis Fundador, Coordinador Diasporic Literature Spot
8
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Ποίηση
Poetry PoesÍa
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
«Και όμως γυρίζει» (κατά Γαλιλαίο) Αριστοτέλης Φράγκος
Αλί και τρις αλί! Στερέψανε πατρίδα στο στόμα τα γλυκόλογα Το ίδιο η αγάπη, ο σεβασμός, η πίστη, η θαρρεψιά, η περηφάνια Που φούντωνε στα στήθια μου του Ήφαιστου η άσβεστη φωτιά Και σφυρηλατούσε συνάμα τη σερπετάδα μου με ανάκαρα Στο ρούφουλα των εχτρών που σε παραμονεύουν να αντισταθώ Ωσαύτως το ταπεινό πέπλο σου να τιμήσω που ντύνει αέρινα το ιερό κορμί σου Αυτό που γνέψανε θάλασσες και ουρανός νήμα μεταξωτό σε ρόκα πικροδάφνης Και ύφανε ύστερα με πείσμα. Σε αργαλειό με λευκό στημόνι και τη σαΐτα του έρωτα ο εραστής σου ήλιος Δυστυχώς όλα αυτά τα συναισθήματα μεταμορφώθηκαν νεκροπούλια Και κράζουν. Μοιρολογούν τη φαλκιδευμένη αβεβαιότητα του σήμερα Όσο για τους άλλους που θάρθουν μετέπειτα. Στο κατόπι μας Σίγουρα δε θάναι Οδυσσέηδες να διώξουν τους επίδοξους μνηστήρες Μα θάναι αυτοί που θα σε διαβάζουν στα ρεκόρ του Γκίνες Καθώς το παραμύθι σου με τρεις χιλιάδες και μία νύχτες ξεπέρασε της Χαλιμάς Παρεμπιπτόντως τις προάλλες που βρεθήκαμε στο Ηρώδειο Έδειχνες έξω καρδιά. Σίγουρη. Αισιόδοξη. Δεν είχες τέτοια χάλια Πιότερο θύμιζες Σταχτοπούτα με τα λαμέ και τα μετάξια του “VERSACE” Tι συμβαίνει; Τι άλλαξε από τότε και βλαστημάς τη μοίρα σου Διότι δεν μπορείς κυρία μου να μου τριβελίζεις το κεφάλι από παιδί Ήσουν τάχατες η πρώτη που επιλέχτηκε βυζάχτρα μάνα των λαών Του κόσμου εικονοστάσι. Κι να τρέχεις τώρα σαν τρελή στους δρόμους Τι κι αν βροντοφώναζε και διαλαλούσε παθιασμένα απ’ άκρη σ’ άκρη Εκείνος ο εφτανήσιος. Ο Σολωμός καλέ. «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» Εσύ στα παλιά σου παπούτσια. Μπενάκης και βγαινάκης Μήπως εντέλει το σπέρμα σου μπαστάρδεψε τα τετρακόσια χρόνια; Και το DNA των Σωκράτηδων, των Θεμιστιοκλήδων, των Περικλήδων Συνάμα των ηρώων του 1821 να μεταλλάχτηκε σε νέα γενιά γενίτσαρων; Δε βλέπεις αυτούς που ανάθρεψες στα σπλάχνα σου γίνηκαν όλοι φίδια; Ύαινες που σου ξέσκισαν τις σάρκες και φώλιασαν στο κουφάρι σου
10
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
«Και όμως γυρίζει» (κατά Γαλιλαίο) Αριστοτέλης Φράγκος
Γιατί πως εξηγείται όταν τα όποια ραδιούργα λαμόγια πολιτικοί; Αυτοί Οι ασύστολοι ψεύτες. Οι αδίστακτοι κλέφτες, Οι αμετανόητοι Ισκαριώτες Αυτοί που για το προσωπικό συμφέρον πουλάνε ακόμα και τη μάνα τους Να βεβηλώνουν αδίστακτα το μεγαλείο της δόξας σου; Να ασελγούν ασυνείδητα στη μνήμη των προπατόρων μας; Να σφετερίζονται γκανγκστερικά την τιμή και τους νόμους του κράτους; Να εκμεταλλεύονται θρασύδειλα την καλοπροαίρετη του λαού βούληση Εν κατακλείδι να σε πατρονάρουν ως πόρνη των εθνών Και αντί της σταύρωσής τους να αυτοεπαίρονται ως εθνικοί ευεργέτες; Δε θα σε παρεξηγήσω αν ρωτήσεις. Εμείς πώς θα αντιδράσουμε; Συχώρα με καλή μου αν σου απαντήσω με έμμεση ερώτηση Εσύ που μύριες τόσες εμπειρίες απόχτησες στα τόσα χρόνια. Μπορείς Να μου υποδείξεις πώς θα στειρώσουμε την αδιάντροπη ντροπή τους Όταν η αγανάκτησή μας είναι καρτερική όπως των Καρυάτιδων; Η τόλμη μας αιχμαλωτισμένη όπως των χρυσόψαρων στις γυάλες; Η θέλησή μας ανίσχυρη όπως της νύχτας που δεν μπορεί να γίνει ημέρα; Τέλος πάντων θα προσθέσω και το τελευταίο και τέρμα Αλλά μη διανοηθείς να με σνομπάρεις ή να με ειρωνευτείς. Θα θυμώσω Εδώ εκτελέσαμε μαρτυρικά σαν εγκληματία έναν πανάρετο υιό Χριστό Και η μακροθυμία του Θεού επέτρεψε στον πλανήτη γη «να γυρίζει και θα γυρίζει» Εμείς όμως που δεν είμαστε θεοί και δικαίως το μίσος μας Λερναία Πώς θα τον σταματήσουμε Να πέσουν στο χάος αυτοί που μας έβλαψαν;
11
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Αμμόχωστος – Βασιλεύουσα Αριστοτέλης Φράγκος
Γη, σκαρί του πέλαου θαλασσοδαρμένο Γη, χώμα, αέρινο σάβανο των ηρώων που κοίμισες Γη, πατρίδα, που με αγάπη και λαχτάρα με ανάστησες Παρεμπιπτόντως, του χάροντα ΕΣΥ, δύσμοιρη προξενήτρα Ποιο χέρι θεϊκό σε καθοδηγεί στον απροσπέλαστο Γολγοθά σου; Ποιας Παναγιάς χάρη, σου πετρώνει την καρδιά, τον πόνο να ξεχνάς; Σου δίνει δύναμη το μαρτύριό σου να αψηφάς, κουράγιο μη χάσεις τα λογικά, την πίστη μην αλλάξεις; Όταν αχρείοι, άθεοι, κρυμμένοι στους ίσκιους της νύχτας θανατώνουν μνησίκακα τη γέννα σου; Και ενώ εριστικά ειρωνεύονται τα βουρκωμένα μάτια σου το άλγος της ψυχής σου Τολμούν ξεδιάντροπα απ’ το ποτήρι σου να πιουν νερό Ωσαύτως, τη θαλπωρή του πρωτομάστορα ήλιου σου να πλιατσικολογήσουν Πόσο θέλω, γεννήτρα των προγόνων μου, της απαρχής μου μοίρα Πριν τούτα βλέφαρα την πέρα όχτη του ποταμού διαβούν Στους δρόμους της χαϊδεμένης σου Αμμόχωστου Τις αναμνήσεις μου, στις όμορφές σου γειτονιές να σεργιανίσω Τα όνειρά μου με χρώματα της άνοιξης να χρωματίσω. Αλλά μάταια Καθώς του φονικού μαχαίρι σου κάρφωσαν οι οχτροί πισώπλατα Και σ’ εκείνους τους δρόμους και των λουλουδιών τις γειτονιές, που άλλοτε η ζωή καλούσε τη νύχτα στης μέρας πανηγύρι Τώρα, ψυχές απαρηγόρητες, που δεν ξαγνίστηκαν στον πάνω κόσμο Περιπολούν, φρουροί. Φαντάσματα ατίθασα, εκδικητικά Και αλίμονο στον άτυχο που καμωθεί πως χάθηκε η Βασιλεύουσα Τότες, ίδια αυτινής γοργόνας. Του Αλέξανδρου αδελφής θυμώνουν και τον πετούν στα τάρταρα
12
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Eπίγεια και υπόγεια Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου Κύπρος Από την ανέκδοτη συλλογή «Σχήμα Πρωθύστερο»: Έπαινος Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρίας Κιλκίς 2011 16ος Πανελλήνιος Ποιητικός Διαγωνισμός «Κούρος Ευρωπού»
Στην αγορά του κόσμου λιγόστεψαν Οι εορταστικές πανήγυρεις Οι βαθιές μετάνοιες στην άγια διαφυγή Πραμάτειες πλέον δε διαλαλούν Τα χρυσοποίκιλτα ενδύματα της πίστης Κρατάνε της φωνής την ένταση Για της μεγάλης μοναξιάς τις ώρες Σαν θα προσπέσουνε γονυπετείς Στον οίκτο των αγίων Με τα βαμμένα νύχια ξύζοντας Το ημίθεο περίβλημά τους Προσαρμόζοντάς τους στα πάθη τα επίγεια Στα λάθη τα υπόγεια Και στις εικόνες μπρος Των εξαϋλωμένων βίων, των ασκητικών εντάσεων Θε ν’ αποθέσουν ψυχοβόρες μεταμέλειες Άλλο ένα συμφωνητικό συνέχειας Θα υπογράψουνε με το μεγάλο Σύμπαν Την ώρα που και πάλι το κρασί της ηδονής Θα ξελογιάζει τους ασθενικούς τους όρκους
13
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Ιερουσαλήμ
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου Κύπρος Από την ανέκδοτη συλλογή «Σχήμα Πρωθύστερο»: Έπαινος Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρίας Κιλκίς 2011 16ος Πανελλήνιος Ποιητικός Διαγωνισμός «Κούρος Ευρωπού»
Ιερουσαλήμ Οι μέρες σου έχουν μικρύνει Οι νύχτες σου, γαντζωμένες στην αιώνια επίκλησή μας Κι εκεί Στο όρος των θλιμμένων ελαιών Ξυπνά το δάκρυ ενός πάθους αναπόδραστου Ποιος θα σωθεί Και ποιος καημός θα κοιμηθεί Μες στο ποτάμι της αιώνιας αγάπης; Δες που κυλά στις μέρες του ξηρού μας ίσκιου Στις ώρες της στεγνής ευαισθησίας μας Κι υδάτινη γεννά την προσφορά μας Επάνω στης ζωής το μέγα δώρο Ιερουσαλήμ, οι δρόμοι σου αρνούνται τα οδοφράγματα Αφού εκεί γεννήθηκε η λεωφόρος των μέγιστων στιγμών Ο δρόμος ενός άσωτου καιρού Που απαρνιέται της ζωής το ξόδεμα Γονυπετής να επιστρέψει στις αγνές καταβολές του Κι ετούτο το βράδυ που οι έρωτες πληγώνουν Και οι αγάπες μάς σταυρώνουν σ’ ένα Γολγοθά αυταπάρνησης Εγώ ακούω μακριά το σήμαντρο μιας προσευχής Από το στέρνο ανομολόγητης αλήθειας Ο κόσμος εξακολουθεί ν’ αναπνέει Πάνω από τοιχογραφίες αγίων και αγιασμένων Πάνω από κόκκους πίστης που βουνά μετακινούν Προς τις ερήμους αχανών ελλείψεων αγάπης
14
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
«Πλύνε Τα Δόντια Σου», Είπες Γιώργος Νικολόπουλος Αθήνα, Ελλάδα
«Πλύνε τα δόντια σου», είπες. «Με την καινούργια μας αστραφτερή οδοντόκρεμα, με ενεργό φθόριο και οξείδιο τιτανίου, που θα τα κάνει να γυαλίζουν σαν καθρέφτες. Λούσε τα μαλλιά σου. Με το υπέροχο σαπούνι με άρωμα αμύγδαλου, φασκόμηλου και άγριας λεβάντας, για να γίνουν πλούσια, πυκνά και στιλπνά. Άλειψε το κορμί σου, με το νέο συναρπαστικό αφρόλουτρο με βότανα, αγριολούλουδα και σπάνια μεταλλικά άλατα». «Και η ψυχή μου;» σε ρώτησα. «Τι θα μου δώσεις για να καθαρίσω την ψυχή μου;» Με κοίταξες απολογητικά. «Δυστυχώς τέτοια προϊόντα δεν έχουμε», μου απάντησες. «Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση».
15
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Τα Νερά Της Λίμνης Γιώργος Νικολόπουλος Αθήνα, Ελλάδα
Διακαώς επιθυμώ την επίλυσιν των προβλημάτων της ανθρωπότητος. Εάν ήμουν πρόεδρος, ή πρωθυπουργός, όλα θα ήσαν διαφορετικά, υπέροχα, μαγευτικά. Εάν ήμουν μέγας στρατηλάτης, επιστήμων, ποιητής, ή, τέλος πάντων, γενικώς, Μέγας, αναμφισβητήτως θα δημιουργούσα, θα μεγαλουργούσα, θα έγραφον ιστορίαν. Πάντοτε, όμως, τα όνειρά μου διαψεύδονται οικτρώς, ωσάν μία μοχθηρά σκιά, προερχομένη από το χάος, να με βυθίζει εις το έρεβος. Υποψιάζομαι, προπαντός, τον σκοτεινόν ρόλον των αναμνήσεων. Λέξεις αυθαδεις, αλλόφρονες, μηδενιστικαί, τον νουν μου κυριεύουν και με σκοτίζουν. «Τα νερά της λίμνης αντιφεγγίζουν. Τα νερά της λίμνης λαμπυρίζουν τη νύχτα. Τα νερά της λίμνης καθρεφτίζουν αναμνήσεις χαμένης αγάπης. Τα νερά της λίμνης κλείνουν για πάντα πάνω από τα κεφάλια μας».
16
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Ηλέκτρα, όποτε ήταν Γιώργος Νικολόπουλος Αθήνα, Ελλάδα
Και όταν γκρεμίσεις την αχυρένια καλύβα, μόνη μόνη μόνη σε ένα εχθρικό (φιλάσθενο) σύμπαν, δακρισμένη από τον Κρότο και τη Λάμψη, τότε το σιδερένιο χέρι θα σηκωθεί και θα προσπαθήσει να σε λιώσει – ναι – σαν σκνίπα – (σαν μια σκνίπα) – ναι – διαβρώνοντας την μυστική σου ουσία, βομβαρδισμένο πέλαγος από συναισθήματα... κάποια μέρα θα ανέβω στην κορυφή του λόφου κάποια μέρα θα βρω τη γέφυρα από φεγγαρόσκονη κάποια μέρα θα ανέβω στην κορυφή του λόφου σπασμένα τζάμια χώνονται στις παλάμες σου, θραύσματα από κρυστάλλινες χειροβομβίδες, σαν καζάνι που σιγοβράζει μέχρι να σπάσει μέχρι να ξεσπάσει μέχρι να ξεσπάσουμε
17
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Γράφω
Γιώργος Νικολόπουλος Αθήνα, Ελλάδα
Γράφω με το μαχαίρι στο λαιμό Γράφω πρέπει να τελειώσω πριν πέσει η νύχτα σκοτεινιάζει Γράφω μια λέξη, δύο λέξεις και πάλι μια λέξη, δύο λέξεις σκοτεινιάζει Γράφω με αίμα μόνο, με αίμα
18
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Ώρα μηδέν Γιώργος Νικολόπουλος Αθήνα, Ελλάδα
θέλω να... θέλω να... θέλω να νιώσω τον ήχο των κεριών ν’ αφουγκραστώ την ανάσα των πατημένων φύλλων θέλω να... θέλω να... ψάχνω να βρω μέσα στη βροχή είναι όλα τόσο παράξενα, σήμερα ν’ αφουγκραστώ... ούτε και αυτή τη νύχτα δεν... αλλά πάλι... αλλά όχι, δεν... - Ίσως αύριο, ε; Χαμογελάς... θέλω να... θέλω να... Σκιές τρίζουν στη γωνία. Όχι. Τα τζάμια τρίζουν. Όχι. Οι σκιές. θέλω να χορέψω πάνω στις στάχτες σου Διάλειμμα. Βγαίνω από την πόρτα που οδηγεί πίσω στο μέλλον. Κοιτάζω στον καθρέφτη. Όλα είναι μπλε. Πίσω μου. Μπλε τριαντάφυλλα μαραίνονται πάνω στα κύματα. Βουλιάζουν. Στα βουβά. Κύματα. Όχι άλλα δάκρυα για τον Αλέξη...; Η μνήμη σβήνει. Καθώς σβήνει ο ήχος που με τυλίγει. Μεταλλικός. Ήχος. Είναι νύχτα. Κοιμάμαι; Ξυπνάω. Μπλε. Γράμματα με κραγιόν, πάνω στον καθρέφτη. «Να θυμηθώ να ξεχάσω...». Καληνύχτα.
19
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Η Λάμια
Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
Είπαμε να φτιάξουμε γερό σκαρί ν’ αντέχει στ’ άγριο κύμα. Δουλεύαμε ώρες πολλές μονάχος του ο καθένας. Τότε ρέκαξε η Λάμια η Λάμια που πνίγει τα καράβια.
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Τα κρίνα των στεναγμών Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
Είπες θα γεννηθώ θα πεθάνω θ’ αναστηθώ για τους ανθρώπους. Η θάλασσα μύρισε κρίνα. Τα κρίνα των στεναγμών.
20
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Μεσόγειος
Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
Σταυροδρόμι καραβιών κι ανθρώπων. Διαδοχή θαλασσών χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Σύντομα θα είσαι Νεκρή: έχεις πάρει το δρόμο για το Γολγοθά.
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Λαιστρυγόνες Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
Όχι. Δεν περιμένουμε μια ανέσπερο νύχτα να μας καταβροχθίσει ο βασιλιάς. Καλύτερα ν’ αλληλοσπαραχθούμε.
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Οι κόκκοι της άμμου Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
Αμέτρητοι όσα και τα κάστρα που χτίσαμε μ’ αυτούς. Κάστρα που γκρεμίστηκαν.
21
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Ναυάγιο
Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
Στους υφάλους τ’ άστρα ρίχνουν διαδοχικά τη στάχτη τους. Μνημόσυνο για τις ψυχές που γίναν ένα με τα συντρίμμια του καραβιού.
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Φύκια ΙΙ
Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
Μας πούλησαν μεταξωτές κορδέλες: δεν υπάρχουν πια φύκια.
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Κυναίγειρος Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
Όταν αρπάχτηκες στο εχθρικό καράβι άρχισαν από τα χέρια κι έκοψαν τελευταίο το κεφάλι σου. Εμάς, μας έκοψαν το κεφάλι πρώτο για να μη γνωρίσουμε ούτε για μια στιγμή από πού ήρθε το καράβι ποιος το κυβερνάει και ποια η ρότα του.
22
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Θησέας Ι
Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
Ναύτες, βάλτε λευκά πανιά, μόλις έχουμε φτάσει. Δεν έχει πλέον νόημα να πλέουμε στο πένθος. Ο γέρος μου τσακίστηκε, μόλις, πάνω στα βράχια. Μακριά τον βλέπω, αιμορραγεί, φριχτά διαμελισμένος. Τα όρνεα από πάνω του προσμένουνε μ’ ελπίδα, μόλις του φύγει η πνοή να φαν με την ψυχή τους. Τι να ‘κανα; Ξεχάστηκα. Μην άνθρωπος δεν είμαι; Τώρα θα κυβερνώ εγώ την πόλη της Αθήνας.
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Θησέας ΙΙ
Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη Αθήνα, Ελλάδα
- Τι να ‘κανα; Ξεχάστηκα. Μην άνθρωπος δεν είμαι;
23
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
ΕΣΥ υπάρχεις Ι Μαίρη Ντούρα-Αντωνοπούλου
Πέρασαν χρόνια πολλά -Το πώς χωρίς να καταλάβωΚαι βρέθηκα με οικογένεια Σύζυγο, παιδιά, εγγόνια που μ’ αξίωσες Εσύ στη ζωή αυτή να λάβω Δυο παιδιά βλαστάρια σωστά τα μεγάλωσα τα σπούδασα και τώρα είναι πια μεγάλα κι έχουν κι αυτά παιδιά πώς να μην πω τελικά στον κύκλο αυτό ζωής πως Υπάρχεις Εσύ; Τώρα σ’ αυτήν την ηλικία σκέπτομαι σιωπηλά με ευγνωμοσύνη ότι τελικά θα λυπόμουνα αν δεν είχα περάσει απ’ αυτήν εδώ τη γη την τόσο ταπεινή μα και τόσο πλατιά αν δεν είχα γεννήσει αυτά τα δυό παιδιά…
24
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
ΕΣΥ υπάρχεις ΙΙ Μαίρη Ντούρα-Αντωνοπούλου
Στον ουρανό στ' αστέρια στις λίμνες στα βουνά στα ψάρια στα πουλιά στα άδολα περιστέρια και στης ψυχής μου τα βαθιά Εσύ υπάρχεις μέσα στην ταπεινή μου ύπαρξη στο φως των ομματιών μου στην άμμο την αμέτρητη στης θάλασσας τα πλάτη στη σκέπη την απάτητη στο πάλλευκο αλάτι και μες στη φύση όλη που ένας κόκκος είμαστε όλοι ΕΣΥ υπάρχεις ...
25
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Οι χαμαιλέοντες Χάρης Μελιτάς Αθήνα, Ελλάδα
Εάν του κλάσματος οι όροι αντιστραφούν και πολλαπλασιάσουμε αντί να διαιρούμε το αποτέλεσμα τυπώνεται στην κάρτα μας: Κουκουλοφόροι υπεράνω υποψίας. Δεν πυρπολούμε τοκογλύφους κι απορρίμματα μόνο του μέλλοντος σκορπίζουμε τις στάχτες εντεταλμένοι ολετήρες-εμπρηστές των πυκνοΰφαντων δασών που πλέκουν οι ιδέες. Δεν καταστρέφουμε βιτρίνες στεγανές μόνο ελπίδες θρυμματίζουμε λαθραία συνειδητοί υπεργολάβοι βομβιστές των αγαλμάτων που φρουρούν το φως της ουτοπίας. Περιφερόμαστε ως άγνωστοι-γνωστοί όλοι μάς ξέρουνε, κανείς δεν μας αγγίζει δεν ξεκολλάει η κουκούλα μας ποτέ τα ίδια μας τα πρόσωπα φοράμε προσωπεία. Κι όταν οπλίζουμε το χέρι του σκοπού βάζουμε πάντα αλεξίσφαιρο γιλέκο έτσι που αν καμιά αδέσποτη μας βρει τυχαία να κατευθυνθεί στο στήθος του αθώου.
26
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Ονείρων και μνήμης γωνία Χάρης Μελιτάς Στο Γιώργο Βέη Αθήνα, Ελλάδα
Αύριο κηδεύουμε ένα παλικάρι. Στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, στο Βιετνάμ στην Κύπρο, στο Θιβέτ, στη Νικαράγουα στην Πράγα, στο Σαντιάγο, στη Μαδρίτη στο Βελιγράδι, στο Μπουένος Άιρες στο Σύνταγμα, στα Γιούρα, στο Γουδί στην Αφρική ή στην Ασία _έχει καμιά σημασία; Αύριο κηδεύουμε ένα παλικάρι. Καταμεσής της γάζας τ’ ουρανού_ Ονείρων και Μνήμης γωνία. Εκ δεξιών του Χριστού. Εξ αριστερών του Σωκράτη. Εκτός των σφυγμών του καιρού. Πέραν των κελευσμάτων του κόσμου. Διάγνωση; Εγκαύματα τρίτου βαθμού. Άγγιξε τον ήλιο της δικαιοσύνης τον νοητό _ο ανόητος είπαν οι μαριονέτες στις ειδήσεις. Όμως εμείς πιστεύουμε θ’ αναστηθεί. Την τρίτη ημέρα, κατά τας γραφάς.
27
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Andy Warhol Χάρης Μελιτάς Αθήνα, Ελλάδα
Α! Όλα κι όλα, δουλικοί κονδυλοφόροι. Δεν γίνεται να παίζετε με την υπομονή μας. Τις ευεργετικές συνέπειες της κρίσης ν’ αγνοείτε. Τα νιόφερτα μοντέλα της ανάπτυξης να ρίχνετε συλλήβδην στον Καιάδα. Σας ενοχλούσαν οι σωροί των σκουπιδιών. Τώρα, σας κακοφαίνεται η κατανάλωσή τους. Τόσο κοντόφθαλμοι λοιπόν καλοί μου φίλοι; Τόσο καχύποπτοι μπροστά στο νέο έπος; Ο χρόνος τιμωρεί τις εμμονές. Καθρέφτης που καθρέφτες θρυμματίζει. Ενσκήπτει ο καιρός των σκουπιδιών. Σε κάθε απεργία εργατών καθαριότητας θα στήνεται γιορτή στις συνοικίες. Αδελφωμένοι θα χορεύουν οι λαοί μπροστά σε πυραμίδες δυσθεώρητες από φθαρμένα είδωλα και νάιλον σακούλες. Σε λίγο οι χωματερές και οι Χ.Υ.Τ.Α. θα σπάσουν τελεσίδικα τις μισητές των Σούπερ-Μάρκετ αλυσίδες. Κι αυτοί που άμεσα θα αναβαθμιστούν είναι οι ανυπόληπτοι κάδοι απορριμμάτων. Οι κυανοί σαν πολυσύχναστες μπουτίκ κι οι πράσινοι σαν stands delicatessen.
28
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Mονόπρακτο Χάρης Μελιτάς Αθήνα, Ελλάδα
Ένα παιδί σκαλίζει τα σκουπίδια. Δεν βλέπω. Η βόμβα σκάει στην παλάμη του παιδιού. Φαντάσματα προβάλλουν στα μπαλκόνια. Δεν βλέπω. Δεν ακούω. Το αίμα χρωματίζει τη σκηνή. Η μάνα γονατίζει. Εκλιπαρεί. Να δέσω την πληγή με το μαντήλι. Δεν βλέπω. Δεν ακούω. Δεν αγγίζω.
29
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Της πλατείας Χάρης Μελιτάς Αθήνα, Ελλάδα
Εντός, αυθαιρετούν οι αιρετοί. Εκτός, αιρετικοί διαδηλώνουν. Ενδιαμέσως, ρόπαλα και κράνη τα θύματα στοιβάζουν στην αρένα. Από τη μια, πολυτεχνίτες πωλητές πολύχρωμοι πολίτες απ’ την άλλη. Ενδιαμέσως, Άγνωστοι Στρατιώτες συνθήματα θυμίζουν λαβωμένα. Κι ο ουρανός μελαχρινός ν’ ασφυκτιά πνιγμένος σε καπνούς και δακρυγόνα.
30
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Λέξεις Λαμπηδόνες Φαίδων Θεοφίλου* Μυτιλήνη, Ελλάδα *Από τη συλλογή: "ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΙΚΡΑ ΣΑΝ ΜΕΓΑΛΑ"
Όταν οι λέξεις πάρουν τη θέση τους στο καλό ποιητικό σώμα, θέλουν να λαμπυρίζουν την αυτονομία τους αλλά ταυτόχρονα να συνεισφέρουν τη συνεκτικότητά τους στην ισχυρή δομή του ποιήματος. Υπήρξαν βέβαια λέξεις που ξεχώρισαν από το ποίημα και έμειναν άφθαρτες στον αιώνα. Δεν είναι που πρόδωσαν το σώμα του ποιήματος. Απλά, η αυτονομία τους ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά τους στη συνεκτικότητα του σώματος. Όμως και πάλι το ποίημα κουβαλούσαν μέσα στην αφθαρσία τους και αυτό δόξαζαν. Οι λέξεις, συνηθίζουν να ακκίζονται ερωτικά με τα χείλη εκείνων που τις εκφέρουν απαγγελτικά. Λέξεις ανοιχτόχρωμες, σαν τις αισθήσεις, σκούρες για να δίνουν αξία στις αποχρώσεις, θαμπές για να κρύβουν ό,τι υπονοούν, λέξεις γυαλιστερές σαν βότσαλα που τα ‘βρεξε το κύμα, λέξεις κυματιστές που παίζουν σαν άρπα τις χορδές των αισθημάτων, λέξεις που απλώνουν τα δάχτυλα σαν τη αφή, ορμητικές λέξεις σαν σφαίρες που ενεργοποιούν νέες πηγές σκέψης στον ανθρώπινο Νου ή ενεργοποιούν τις παλιές. Λέξεις που διαβαθμίζουν τις αισθήσεις και τις έννοιες σε μια μουσική ανάπτυξη. Λέξεις που φωτίζουν τα γήινα και υποψιάζονται τα άγνωστα. Λέξεις που με τη δύναμη της μυστικής ροής τους αποτυπώνουν μιαν «άλλη» ζωή, όπου η «αδυναμία» θα είναι δύναμη και το πρόσωπο της ομορφιάς δεν θα γερνά. Λέξεις που, από τη Σαπφώ μέχρι σήμερα «την ομορφιά διακονούν» και αρνούνται την ανθρώπινη μοίρα, που οι Θεοί εκλαμβάνουν ως «Ύβρη». Λέξεις που, από τον Ευριπίδη ως το Ρήγα κι από τον Ρήγα ως αυτή τη στιγμή, φλέγονται για Δικαιοσύνη και Ελευθερία. Λέξεις που οπλίζουν τα όνειρα. Λέξεις που φλερτάρουν με το αδύνατο και συλλυπούνται το θάνατο. Έτσι λοιπόν οι λέξεις, μπαίνουν στη σειρά σαν τις νότες που διαλέγει ο ποιητής-μουσικός, για να πλέξουν τον ιστό της δημιουργίας και να γίνουν ποίημα…
31
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Ασπίδα - καθρέπτης Ευαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Αναζητώ μια πανοπλία στα μάτια σας και κείνα μου προ-τείνουν κερένια προστασία που λιώνει στ’ άγγιγμα της φωτιάς που πηγάζει στα βυθά τους. Αναζητώ ένα αντιστύλι στα χέρια σας για ν’ ακουμπήσω την αδυναμία μου Μα εκείνα αιωρούνται αδάχτυλα κι ανίκανα να καλύψουν το αφύλακτο στόμα που πάλλεται ανεξέλεγκτα στους χορούς των τυμπάνων της μάχης. Αναζητώ να βρω τις καρδιές σας σε στήθη ατσάλινα Μα αυτές αποσυντίθενται αργά μέσα στη μουχλιασμένη υγρασία της μοναξιάς και της δαιδαλικής φωνής συσκευασμένων απολαύσεων και εγώ επιμένω να αναζητώ τους ανθρώπους Συμβιβάζομαι με την ιδιότητά τους Θέλω επιτέλους έναν άνθρωπο Κι ας είναι ακόμη κι άψυχος Φτάνει να μην είναι ολέθριος Αναζητώ μιαν ασπίδα να προστατεύσω τους ενθουσιασμούς της ψυχής μου και πέφτω πάνω σε ασπίδα – καθρέφτη συντρίβοντας σε κομμάτια την εικόνα της ψυχής που ονειρεύομαι.
32
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Το αόρατο τείχος (εμείς, οι… άλλοι κι οι… ξένοι) Ευαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Βάζουμε σύνορα στην εστία μας συρμάτινα. Βάλαμε τείχη στην ψυχή μας. Μικραίναμε τους ορίζοντες των ματιών μας.. Εδώ η γλώσσα μας έγινε στοιχειωμένη αναζήτηση Εκεί πέρα η αναζήτηση του αύριο σταμάτησε. Η ζωή μας γέμισε αόρατους τοίχους. Κι οι άδειες τσέπες έχασαν την ιδανική αναζήτηση του βάρους τους. Εδώ τα κότερα χαϊδεύονται στις γητειές του ήλιου Εκεί ο ήλιος και η δίψα. Κι η ελπίδα χάθηκε πίσω απ’ τ’ αόρατο τείχος της απόρριψης. Άνυδρες εστίες έγιναν οι ψυχές με σύνορα. Κι εμείς κουρασμένοι καπετάνιοι της γηραιάς μας θάλασσας ορτσάρουμε για να κρατήσουμε τα πηδάλια… Με σφαγιασμένη την ψυχή μοιρασμένη στην ανθρωπιά και στην αυτοσυντήρηση Άειντε! Στην υγειά των αοράτων τειχών με τα οποία γέμισαν τη ζωή μας!
33
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Οιωνοί
Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Σ’ ονείρου κίνησα να βρω Αγγελοθώρητες μορφές Μέσα από μύριες αστραπές Κι ακολουθώ Της εποχής μας οιωνούς Που ανταριασμένα ανατολούν Και χάνομαι σε ατραπούς Που με καλούν Να μπω σ’ ονειρικό χορό Έχοντας ψεύτικα φτερά Σ’ έναν αγγελικό ρυθμό Χωρίς καρδιά. Πάνω σ’ αγκάθια να πατώ Το αίμα κόκκινο βαθύ Και να ζητώ να ονειρευτώ Τη χαραυγή Ενώ το μίτο η ζωή Θ’ αφήνει πίσω μη χαθώ, Μια Αριάδνη αγγελική, Να κρατηθώ. Κι από τα θέλω τα πολλά Όταν ξυπνήσω, ας είν’ νωρίς! Μη με προλάβει η αποκοτιά Αποβραδίς Και μες στην πλάνη κοιμηθώ. Γιατί τ’ αγγελικά φτερά Τσακίστηκαν μες στο χορό Παντοτεινά.
34
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Χαϊκού
Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
35
Κήνσορες χαράς
Σκύβοντας χάμω
παρελαύνουν στη σειρά
πέσαμε και μείναμε·
φάτσες τροτέζες.
εκεί, πρηνηδόν.
...........................................
...........................................
Τι βαθειά πληγή!
Οσφυοκάμπτες
Κόκκινα τα λούλουδα!
προσκυνητές πλαστικών·
Απ’ το ντρόπιασμα!
μ’ ευλυγισία.
...........................................
...........................................
«Έλα ή φύγε»
Μας κατέκλυσαν
είπαμε λακωνικά·
σφριγηλοί Διόνυσο·
«εις τον πλησίον»
οι Βάκχες πολλές
...........................................
...........................................
Σ’ ένα μπαλέτο
Του κακού λύκου
μας σπρώχνουν με τη βία.
ανοίξαμε την κοιλιά·
Τα πόδια πονούν.
αγνοί «εν σήψει».
...........................................
...........................................
Σόδομα και πυρ,
Κόβουν κεφαλές,
αμάρτημα Κύκνειο·
ξαναφυτρώνουν δόλοι·
Εδίθ άλατος.
Λερναία Ύδρα!
...........................................
...........................................
«Ναι», «μη», «να», «ίσως»:
Προθύμως πήρα,
Καστάλλιες μαντείες·
απροθύμως έδωσα.
πτερόεντα «θα»
άδεια τα χέρια.
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Περιμένοντας για το αύριο Άντρια Γαριβάλδη Μελβούρνη, Αυστραλία
Ότι κι αν να πούμε το κακό έγινε πριν τόσα χρόνια! Ότι και να πούμε το πρωτοβρόχι εξακολουθεί να πέφτει αβέβαιο για τον προορισμό του, σ’ ένα κήπο που ποδοπατήθηκε άγρια και σφραγίστηκε με τ’ αχνάρια ξενικών επισκέψεων. Ότι και να πούμε το δέντρο ακόμα περιμένει στην πλατεία να ποτιστεί απ’ το χέρι το δικό μας. Γι αυτό, ας βιαστούμε να ξαναστολίσουμε την επόμενη άνοιξη τον Επιτάφιο στην πικραμένη εκκλησιά. Για ν’ αντηχήσει στον αυλόγυρο της το τραγούδι των μελισσών. Ότι και να πούμε αυτά που θα πούμε όταν ανταμώσουμε στο σταυροδρόμι των αναμνήσεων θα είναι μόνο λόγια παρηγοριάς, για μας και για σας. Και όλα αυτά θα γίνονται … περιμένοντας για το αύριο!
36
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Εποχιακό Άντρια Γαριβάλδη Μελβούρνη, Αυστραλία
Αν έχεις κουραστεί να ψάχνεις
Φεβρουάριος 2012
για χαμόγελα στην άμμο αν πια βαρέθηκες επίμονα ν’ αναζητάς στο φύλλωμα της βουκαμβίλιας την ανταύγεια της άνοιξης τώρα που το ξεδιάλεγμα των αστεριών έγινε ψίθυρος τ’ ανέμου και το φθινοπωριάτικο στρωσίδι των φυλλοβόλων χρύσισε την όραση άπλωσε τις παλάμες σου στον ήλιο ατένισε το άπειρο κι αναλογίσου την αυγή του αύριο που θα ‘ρθει φρέσκια και βαμμένη με καινούργια όνειρα, όνειρα που θα διώξουν ό,τι απόμεινε από το κρύο του χειμώνα.
37
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Θρίαμβος της λευτεριάς Γρηγόρης Χριστίδης Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Άμοιρη καρδούλα που ‘σβησες πριν την ανάσταση σαν το κερί
20/11/1974 Αφιερούται στη μνήμη εκείνων που έδωσαν την ζωήν τους την αποφράδα εκείνη μέρα της 17ης ΝΟΕ 1974
απ άδικο και μολυσμένο αγέρα άγια της μοίρας μου γραμμένη μέρα του άδικου χαμού σου πόνο με τι καρδιά να τραγουδήσω νεκρό μονάκριβο μου αηδόνι. Άγρια θεριά φαρμακερά σφάλισαν τα χειλάκια σου σφράγισαν την πνοή σου έσβησαν της καρδούλας σου τους λατρευτούς της χτύπους. Γιε μου που κείτεσαι κατάχλωμος με την γαλήνια σου μορφή άκου παλληκάρι μου ο αγέρας πως άγρια αχεί σε κλαίνε πέλαγα κι ωκεανοί θρηνεί η άβυσσος τ’ ουρανού κραυγάζει η φύση όλη σπαράζει κι καρδούλα μου στη χειμωνιά παγώνει. Δεν ήσουν συ για εκδικήσεις δεν ήσουν για μαχαίρια εσύ καρδούλα ήθελες να δώσουμε τα χέρια. Αρρώστιες και θανατικά σου γένναγαν το δάκρυ και λευτεριά αποζήταγες μέχρι της γης την άκρη. Τραγούδαγες τις θάλασσες τραγούδαγες τ’ αστέρια τον κόσμο ολάκερο εσήκωνες στα χέρια.
38
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Θρίαμβος της λευτεριάς Γρηγόρης Χριστίδης
Πρώτη μου στερνή μου ελπίδα που ‘σβησες σαν στο γιαλό το κύμα πότιζες για χρόνια την ζωή μου δροσούλα αυγής και χάθηκες στην πρώτη ηλιαχτίδα. Θρηνούν οι μέρες κι οι νύχτες ο αυγερινός κι η πούλια τ’ αηδόνια σε μοιρολογούν σε κλαιν τα χελιδόνια που τα μπουμπούκια άνοιξαν κι εσύ σαι μαραμένο. Βόηθα Χριστέ και Παναγιά βγάλε κραυγή χωρίς λαλιά ούρλιαξε με τσιμουδιά μη μας ακούσουν τα θεριά γιατί είν’ άσπλαχνος ο νους τους. Ποτάμι το αίμα σου μαλάκωσε την ξηραμένη γη θεριέψανε καρποί κι ανθοί ξεδίψασαν τα δάση της πατρίδας κι έγινε ο χαμός σου θρίαμβος μάρμαρο η μορφή σου λάμψη από φως τα μάτια σου φλάμπουρο το κορμί σου. Αμάραντε βασιλικέ αγιόκλημα και δυόσμε για σε δεν ειν’ δυο μέτρα γης δεν είναι θάλασσες μηδέ βουνά μεγάλα για σένα μνήμα λατρευτό ολάκερη η ΕΛΛΑΔΑ.
39
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Οδυσσέα
Θύμιος Χαραλαμπόπουλος Μελβούρνη, Αυστραλία
Καημένε Οδυσσέα, Ταξιδευτή των λογισμών και των ονείρων Βοριάς, Νοτιάς και Τραμουντάνα γίνεσαι και προσπαθείς να στρίψεις του χρόνου την ανέμη. Ατσάλινη η θύμηση κραταίωσε όλα εκείνα όσα τρίφτηκαν και μασήθηκαν στα δόντια των ανέμων. Χρόνια πολλά. Αιώνες τώρα, μες στους αόμματους δρόμους κυνηγάς εκείνο το παλιό ρητό. Οι κινήσεις σου σπαρμένες πόζες πήλινα χαμόγελα απ’ τον καθημερινό θρήνο και τις φωνές που σαπίζουν μέσα σου. Οριοθετείς το χάος από το ένα άπειρο στο άλλο άπειρο και οι σταλαγματιές χύνονται και ανταμώνουν τις άλλες αυγαταίνοντας το ζωντανό φορτίο. Άλλοτες ανασκαλεύεις παλιά ρητά-μηνύματα που απώθησαν καιροί και πρόγονοι κι άλλοτες ξεφυλλίζεις αρχαίους παπύρους με Δελφικούς χρησμούς και παλιά της μνήμης καλαντάρια, σφουγγίζοντας τα μάτια μ’ ένα φθαρμένο μαντήλι. Καημένε Οδυσσέα. Πληγώνεσαι κοιτάζοντας στη στάχτη το πέρασμα του χρόνου με τις ίδιες ζωγραφιές, τα ίδια σχήματα, το ίδιο τοπίο και πάντα μ’ εκείνο τ’ όνειρο να σου θυμίζουν τα χωμάτινα τραγούδια κείνου του μισεμού. Όλα μαζί ραγισμένα ενθύμια… συντρίμμια, μνήμες από ναυαγισμένα όνειρα… χαμένους συντρόφους κι ο προορισμός μια γραμμή στην παλάμη χαραγμένος. Καημένε Οδυσσέα, πολλές φορές αναρωτήθηκες τι τάχατες απ’ τη ζωή γυρεύεις, αν είν’ σωστά αυτά που έπραξες κι αν είν’ ορθά σε ό,τι πίστεψες. Με το δοξάρι σου λυπητερούς μακρόσυρτους σκοπούς τραγούδησες για όλα εκείνα που άφηκες στη μακρινή Ιθάκη σου. Στο νησί των ανθρωποφάγων ο ήλιος ακούμπησε τα καυτά του χείλη στο γαλανό σου μέτωπο αφήνοντας μια κατακόκκινη πληγή που σιγά-σιγά προχωρά στην ενδοχώρα κρύπτη.
40
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Οδυσσέα
Θύμιος Χαραλαμπόπουλος
Καημένε Οδυσσέα, όπως και τότες, στο στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης προσπαθείς να περάσεις τα αιχμηρά συμπλέγματα… Το ταξίδι σου μια ασταμάτητη φυγή και οι κύκλοι που περιφέρεσαι να μάθεις τη σοφία της ευθείας, μάταιοι χωρίς σινιάλα. Τι τάχατες να γυρεύεις σε τούτο το ταξίδι; Ανάμεσα σε πράγματα και τόπους που ποτέ δεν έχεις δει, ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους που δεν έχεις ποτέ γνωρίσει; Όπου κι αν πήγες, Τροία, Φοινίκη, Βαβυλώνα, Αλεξάνδρεια, δέχεσαι τη μια αναστολή έπειτα από την άλλη σιωπηλά… Καημένε Οδυσσέα, ταξιδευτή των λογισμών και των ονείρων στου δειλινού την σιγαλιά με μάτια στεγνά τα περασμένα αναπολείς και τα μελλούμενα στοχάζεσαι. Κι αλίμονο, δεν μένει πολύς καιρός το ταξίδι θα τελειώσει σε λίγο. Κι εσύ τόσους αιώνες να κουβαλάς μια φορητή Ιθάκη μέσα σου κι ακόμα δεν έμαθες απ’ τη γνώση τους. Στρατοκόπε Οδυσσέα, οι άνθρωποι πάντα οι ίδιοι μείνανε όπως τον πολύ παλιό καιρό… δεν άλλαξαν σε τίποτε. Όπως και τότε έτσι και τώρα προσπαθούν ποιος θα ξεγελάσει τον άλλον στη συνδιαλλαγή σαν εκείνη ντε, την παλιά ατιμία με το Ξύλινο Άλογο… ……… Στην Ιθάκη αμίλητες γερόντισσες κεντάνε νυχτομερίς το χρόνο σ’ αργαλειούς, ψέλνοντας Σοπενικά εμβατήρια.
41
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Η Ελλάδα καταγράφει το βήμα της Θεόδωρος Σαντάς Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Ποια μοίρα με σέρνει μαζί σου κι είναι οι νύχτες μου όλες μου, τριγμός κι η ποίησή μου σκουριασμένη μπετούγια και στέκομαι άβουλος στην «πόλη των Φαντασμάτων» χωρίς να επαναστατώ, χωρίς να μπορώ να πω στο τραγούδι, άλλο μην κλαις χωρίς να μπορώ να σου πω, άλλο μην προχωράς πιο πέρα είναι η έρημος, ο αλαλαγμός των ανέστιων. Κι αν όπως λες, του Θεού το χέρι κανένα βράδυ δεν σ’ άγγιξε και αναζητάς στις «ατραπούς» την πραότητα των «Πεφωτισμένων Θεών» κι επαναλαμβάνεις την επωδή των κίτρινων ποταμών ποιος Θεός απ’ αυτούς θα καταδεχτεί να σου πλύνει τα πόδια ποιος φρυκτωρός θα σου διαμηνύσει ότι ο Αννίβας είναι προ των πυλών να επιταχύνεις το βήμα σου έτσι όπως απαρνήθηκες τη ζωή σου και ματαιοπονείς γύρω απ’ την κουστωδία των πατρικίων. Κι αν σ’ αδιέξοδα σε οδήγησε η συλλογιστική του «εκτείνεσθαι» κι αν την ψυχή σου τη σύλησαν τα σμήνη των Οφιούχων είναι, γιατί δε φρόντισες να σφαλίσεις ερμητικά τις εξώπορτες είναι, γιατί τα αντικλείδια κι εσύ κι εγώ και οι πάροικοι τα παραδώσαμε σ’ αυτούς που εμπιστευθήκαμε. Δεν υπάρχουν πλέον Κασσάνδρες ή κι αν υπάρξουν δολοφονούνται. Αδυνατούμε να προβάλλουμε αντιστάσεις. Ούτε καν να αρθρώσουμε ένα «Όχι» στη μηλωτή της φενάκης. Δυστυχώς τον ύποπτο ρόλο της τον αποκαλύπτει μόνο ο χρόνος κι εμείς προβαίνουμε σε διαπιστώσεις προσθέτοντας μία ακόμη πληγή στους αγαπημένους που σήκωσαν τις δικές μας πέτρες!
42
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Ελεύθερα πουλιά Ιάκωβος Γαριβάλδης Μελβούρνη, Αυστραλία
Τα αισθάνομαι τα ελεύθερα πουλιά να πετούν σιωπηλά πάνω από κυπαρίσσια κωνοφόρα σα χύνονται στου ορίζοντα τα τέσσερα σημεία, τα ζηλεύω. Τα αισθάνομαι τα πανέμορφα πουλιά να διαβαίνουν διάφανους αιθέρες πάντα ψάχνοντας φιλόξενους τόπους δίχως σκέψεις και άγχος δίχως σύνορα. Θέλω να αισθάνομαι σαν τα μοναχικά πουλιά που μια μέρα οριστικά σαν το βάρος των φτερών μου γίνει ασήκωτο θα πέσω… Κι όπως πέφτω στη στερνή ξεγνοιασιά θ’ ανατέλει από μια βουνοκορφή ένας ήλιος κάθε δεύτερο λεπτό πιο καυτός. Θέλω να αισθάνομαι σαν τα πολύχρωμα πουλιά, που γυρνούν κάθε άνοιξη ομαδικά και γεννούν μόνα τους στα βράχια σαν στολίζονται. Τα αισθάνομαι του παραδείσου τα πουλιά, με μια και μόνη τη γλυκειά λαλιά που αρκεί για να βρουν έναν έρωτα καταφύγιο. Τα αισθάνομαι τα ελεύθερα πουλιά που δεν θλίβονται σαν πετούν ομαδικά στην ευθύνη, στο πνεύμα μαζί πιο ψηλά, πιο ήρεμα, πιο σταθερά.
43
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Άξιος… Άρις Αντάνης
Και νόμιζα πως άξιζα αξία μεγάλη επειδή με πρόσεξες εσύ. Τώρα βλέπω, ότι δεν άξιζα τ ί π ο τ α, για τον ίδιο λόγο.
44
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Λαμψάτω το φως υμών... Ηρώ Αλεξανδράκη Αθήνα, Ελλάδα
Όμηρε, Σωκράτη, Αριστοτέλη, Πλάτωνα, των σχολικών θρανίων φίλοι αχώριστοι, της νιότης σύμβουλοι, της ωριμότητας πολύτιμοι ταγοί, συνταξιδιώτες απ’ την Αυλίδα ως την κουρσεμένη Τροία, τη Θούλη και τον άγνωστο βορρά, μ’ οδηγητή πολύτροπο, που δεν τ’ αρκούσανε στενά βασίλειου όρια, ούτε ασφάλεια σε πιστή αγκαλιά. Δάσκαλοι στων ιδεών τον κόσμο, στο θαυμαστό βίωμα σύνδεσμου ψυχής και πνεύματος, στη δύσβατη εσωτερική πορεία για το «γνώθι σαυτόν», στο μέγα κατόρθωμα της ταπεινής ομολογίας «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Εμπνευστές γνώσης αληθινής, στην ηθική οδηγήτρας, στο ξύπνημα για σεβασμό στο θείο, τους νόμους, την πατρίδα. Δάσκαλοι του ευ ζην, της τέχνης του διαλόγου, ιδέας για πολιτεία δημοκρατική, ευνομούμενη του κλασσικού πολιτισμού δημιουργοί, χριστιανικής διδασκαλίας πρόδρομοι, της ανθρωπότητας αιώνιοι κληροδότες κρουνών αστέρευτων γνώσης, τέχνης, ηθικής, ανάψτε ξανά ένα φως, γίνετε φάροι κι οδοδείχτες στ’ αβυσσαλέο σκοτάδι της υλιστικής εποχής μας, σώζοντας το κλυδωνιζόμενο σκαρί τής πατρίδας μας, της πατρίδας σας, απ’ την απατηλή πλάνη της Κίρκης, των Σειρήνων και των Λωτοφάγων.
45
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
Insistence Manolis Aligizakis Canada
A mother laments for the end that attacks impetuously and you write your little poems about the little trees and the chickadees even if no one ever reads them unless the wind stops blowing and curiously comes near them to take them to the opposite side where even the dead orate poems and you said— again I shall try to transform the cricket’s song into a shiver
46
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
Craving
Manolis Aligizakis Canada
Moment by moment the craving intensified during the night and with silent moans it grew roots like a tree eavesdropping just outside your bedroom and I lie next to you my eyes fixated on your right nipple wondering whether to feel it or let it relax in its poetical effusion soft breeze from the open window brought sweet memories of a shore and you said— how nice if we could be swimming in our secluded little cove
47
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
Branches Manolis Aligizakis Canada
Broken branches of tree entwined like your dreams that you had once free in the wind’s temper and how you manage to tie this anchor around your ankle and now you hang from a tree branch as though by a thread over the void waiting for a solution to your problem strange stagnation governing your thoughts like death before death and you said— in the next life I’ll become a pilot that I fly high in the clouds
48
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
On the other side Sofia Kontogeorge Kostos United States
So imminent and ever-present was the peril, and so fresh the memory of these dire events in the minds of the non-Mussulman subjects of the sultan, that illiterate Christian mothers had fallen into the habit of dating events as so many years before or after “such and such a massacre.” —George Horton, The Blight of Asia
I stand outside a solid wall of ancestral olive wood. It contains gnarly wooden fruits from the memory of what— once was an olive branch. Clutching my camera, I press my eye against a gape in the wall to see— through to the other side. I spy a woman—she doesn’t see me— perhaps she’s forty. Her face swollen red, soaked by tears— she’s mouthing words in a whisper. I hear the scratch of her pen as it moves across the back of her family icon: Easter Sunday, 1812 Recalling the day, her body heaves! On a sheet of plain paper she draws a line from up to down. In the middle she draws a new line from left to right— the lines form a cross.
49
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
On the other side Sofia Kontogeorge Kostos
Beneath the cross she writes: Eternal Their Memory Her hand quivers— slowly she pens her husband’s name: Theodoros then her sons’ names: Stavros Sotirios Dimitrios Konstantinos Nikolaos
She hands her list to the village priest furtively waiting at her door. He tells her he will bless their names with the names of the other dead. Her body falls to the floor. She is crying, but I hear no sound. She curls up like a wounded bird before it dies. Her silence sears my soul— as I stand – safe – on the other side.
50
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
The New York public library N. N. Trakakis Melbourne, Australia
A good Booke is the pretious lifeblood of a mafter fpirit, imbalm’d and treafur’d up on purpofe to a life beyond life. – John Milton, Areopagitica
Outside: cacophony of car sirens, turbulent drivers negotiating their way past pot-holes the size of the void in their hearts, pollution swirling high in humidity clouds, tourists trapped in consumerist craze, the lions fighting valiantly to keep the devils in the darkness out Inside: a building sketched in a matter of inspired minutes on a single slim short piece of paper, another world, but not – as the ignorant like to ignore – a separate/disjointed world reached in a beyond or afterlife, but here now within the world – the world itself, the real world within the unreal world, walls lined with treasured volumes, reading rooms toppling over with stacks of stacks, the Gutenberg Bible and Jefferson’s Declaration amidst thousands of manuscripts, scrolls, novels, records, diaries, maps, photographs, lamps lighting the softly polished wooden desks, skin stained in ink before manuscripts opening themselves as we open ourselves to them in the opening where a passionately free dance in the translucent light shows for those with eyes to see that words always were flesh. On my way out I turned around and almost did the sign of the cross.
NYC 11 April 2011
51
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
Without title Ι N. N. Trakakis Melbourne, Australia
But it is the sea That takes and gives remembrance, And love no less keeps eyes attentively fixed, But what is lasting the poets provide. – Friedrich Hölderlin, Andenken
We left and did not return far from the earth now living the vita periculoso suspended over the sea farther up and farther in doing this in remembrance of you no air here taking a balloon ride to the absolute no more air and all we can hear (t)here the silent speech of angelic voices drowning a tsunami of words with moist eyes listening to music not seen before forming infinite circles in our minds throwing from the heavens Greek fire only to fuel our never-ceasing desire of watching the water light up, inextinguishable panic and dread, “It is good for us to be here.” (Mt 17:4) But the saving clause (that the ways of God are inscrutable) cannot save us now for as you yourself said: Let all your glances go elsewhere, all your tears elsewhere, Love that which will never be seen twice. – Alfred de Vigny, La maison du berger
52
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
Without title ΙΙ N. N. Trakakis Melbourne, Australia
day gray, alone, cold, called and culled to write and knowing full well it’s not as though you will miss this it’s not as though one day, even posthumously this will make it into the Canon it’s not as though it will be displayed in bookstores for years to come – the poem is nowhere asked for night needs no stars, nothing is asking about you. But I’m not afraid of dying and it’s not as though it’s worth bothering about this pity, yours or mine it’s not as though readers and publishers and critics will be clamouring in the future for words the illusions of grandeur are known all too well wanted to shine, wanted to shine. Ashes. Ashes, ashes. Writing, but why? No choice – no, choice is all that remains choosing freely this high-altitude writing open to what is above and what is below and falling down flat on my face. Nothing, nothing is lost. because I’m no longer afraid to die. written asunder.)
53
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
Number Five Loula S. Rodopoulos Melbourne, Australia
‘Death is the first truth. The last to be known... This is why I write.
For A.R.
Because poetry begins where death is robbed of the last word. ’ Odysseus Elytis *
* Elytis, O. Open Papers translated by O. Bouras & T. Begley Cooper. Canyon Press, Washington. 1995, p24-25.
54
To join the pack in mitotic frenzy he travels far, jostles for a seat, pushes to corner a breathing space, shares malignant stories to pass the time, no time to waste, but he waits and waits. As impatient arms receive their cocktail infusions, furtive cells to impede, relatives invade corridors, confused , harass nursing staff, wait and wait in line, prescriptions to fill. Two days until accufuser removed. Two weeks until the next hit. Today in bed, dry retching to placate, blood pressure erratic. Hands numb, eyes fired, mouth inflamed, limbs drained – anxiety mutates to rage and in Emergency he waits. “My hands are numb too! Wait in the holding room! We’ll do some tests!” The night duty doctor yawns. He urinates in a faeces encrusted pan and tries to sleep on the rusted bed. The call button echoes in despair but he must repel the marauder so waits. Bruised arm swells as Number Five stands in line, ticket held firm, waiting for the X-Ray machine to mend. When Number Four and a Half jumps the queue he barks abuse , until subdued, films in hand, staggers back to his lair where he waits and waits, for the cardiology review, meantime no food or drink or reassurance. Up and down the stairs he drags his anonymous scourge to get hold of blood test results - then escape. Finally in hand, he waits for the cardiologist who reads the report then utters a rebuke “Go home, avoid stress, chemotherapy man!”
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
Rainbow Consolation Suite Loula S. Rodopoulos Melbourne, Australia Collection “Austerity Measures” Greece 2010 - 2011
KIMA Seawaters sheer shoreline Sheathe pebbles with bubbling foam Scuttle youthful bathers through brine Over unfamiliar coastlines roam Sheathe pebbles with bubbling foam Splash pier where fishermen kill time Over unfamiliar coastlines roam Shrouded mountains sea horizon merge waves whine Splash pier where fishermen kill time Escort ferry through sunlit haze Shrouded mountains sea horizon merge waves whine A green shimmering canvas captures our gaze Escort ferry through sunlit haze Scuttle youthful bathers through brine A green shimmering canvas captures our gaze Seawaters sheer shoreline ANEMOS Winds wail distraught emotions Unravel conspiracies whisper warnings Ocean to ocean nation to nation Ebb & flow this restless morning Unravel conspiracies whisper warnings At night startle silver constellations Ebb & flow this restless morning Curl through memory with words of consternation At night startle silver constellations Dance over distressed moonlit seas Curl through memory with words of consternation Poetic mental spinning blackened horizon appease Dance over distressed moonlit seas Ocean to ocean nation to nation Poetic mental spinning blackened horizon appease Winds wail distraught emotions
55
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POETRY Εnglish Language
Rainbow Consolation Suite Loula S. Rodopoulos
HIONI Morning snow caress sleepy apartment windows Melting rivulets trickle down yawning mountain peaks Fake fir trees shiver in denial decorative baubles still aglow Twinkling fairy lights belie a township bleak Melting rivulets trickle down yawning mountain peaks St Nicholas adornments climb heights of balconies in disrepair Twinkling fairy lights belie a township bleak Another icy day breaks heralds a township’s despair St Nicholas adornments climb heights of balconies in disrepair Gift shops bereft of customers’ purses scrounge for victuals Another icy day breaks heralds a township’s despair Firewood culled from fields of austerity comfort in Orthodox ritual Gift shops bereft of customers’ purses scrounge for victuals Fake fir trees shiver in denial decorative baubles still aglow Firewood culled from fields of austerity comfort in Orthodox ritual Morning snows caress sleepy apartment windows OURANIO TOXO Rainbow warmth stretches from coast to coast Slurs oppressive clouds austerity measures troikas & politicians Ridicules euro pessimism arches balconies with hope Winter hardship famine to elders not fiction Ridicules euro pessimism arches balconies with hope Children dance to Western carols in rainbow mist Winter hardship famine to elders not fiction Rainbow welcomes grey clouds with a kiss Children dance to Western carols in rainbow mist Prism of colour trawls seabeds with powerful strokes Rainbow welcomes grey clouds with a kiss Wisps of moisture whispers from Iris messages of hope Prism of colour trawls seabeds with powerful strokes Slurs oppressive clouds austerity measures troikas & politicians Wisps of moisture whispers from Iris messages of hope Rainbow warmth stretches from coast to coast
56
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
POESÍA Lenguaje español
Lamento de una virgen de mármol pentelico Christina Tsardikos Buenos Aires, Argentina
En parto elguineo me arrancaron de tu cuerpo, madre mia, las manos asesinas que cercenaron mi desnudez marmórea. Mutilaron mi identidad, negaron mi origen, me hicieron cautiva. Y mis despojos subastaron en tratas de reliquias inhumanas. Oh Atenea, madre amada! En que me han convertido? Yo que he sido átomo en la luz de tu gloria… Yo que he sido alma en tu piedra esculpida. Lejana y solitaria en tierra extraña, Lloro evocando el azul de tu cielo Mis pupilas vacías se pierden en el origen del tiempo. Doscientos años y espero…. Estoy muriendo cada día un poco mas, en la distancia… Aguardando el regreso…aguardando el regreso! Madre, grito y no me escuchas Grito, clamo, gimo y nadie escucha.. AYUDENME A VOLVER!
57
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Πεζογραφία
Prose Prosa
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Κόκκινη Μοίρα Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου Κύπρος Τιμητική διάκριση στο Β΄Διαγωνισμό Διηγήματος «Στέλιος Ξεφλούδας» με θέμα «Έγκλημα στο χωριό»
Tο βράδυ έπεφτε νωχελικά πάνω απ΄τη μονοτονία του μικρού χωριού. Οι νοικοκυρές μαζεύανε τα παιδιά απ΄τις αλάνες κι οι άντρες κλείνανε την τελευταία πρέφα. Ένα αεράκι ασθενικό, καλοκαιριάς τραγούδι, χάιδευε τις πόρτες και τα παντζούρια των σπιτιών, λίγο πριν τα καληνυχτίσει, νικημένο απ΄τη νηνεμία της νύχτας. Η Γιώργαινα σταυροκοπήθηκε μπρος στην εικόνα της Αγια-Μαρίνας - κοντοζύγωνε η γιορτή της- έβαλε κι άλλο λάδι στο καντηλάκι, μην και σωθεί και βάλθηκε να στρώνει τραπέζι για το νοικοκύρη και τις τρεις θυγατέρες της. ΄Ωρα ήτανε που ο Γιώργης θα γύριζε απ΄τα γελάδια κι οι κόρες της θ΄αφήνανε τα κοριτσίστικα γέλια και τα καμώματα στης γειτονιάς τα δρομάκια, φυλάγοντας για την καινούρια μέρα όσα δε χώρεσε η τωρινή. Πέρα στη στάνη, ο Γιώργης έριχνε τον τελευταίο σανό στην Κανέλλω και στο νιογέννητο μοσχάρι της. Το τρυφερό μουσούδι του μικρού ζώου, παιχνιδιάρικο, χωνότανε με βουλιμία μες στη χούφτα του, ρουφώντας τη ζωή. Έγειρε ο Γιώργης να χαϊδέψει το ατίθασο σούρσιμο του κεφαλιού του στην απαλάμη του. Ύστερα πήρε να κατεβάζει πάλι τη ρακή απ’ το μπουκάλι δίπλα του. Άτιμο πράμα το πιοτό. ΄Ετσι και σ΄αιχμαλώτιζε, παντοτινά σκλάβο του σε ήθελε, εξαρτημένο δούλο της ανάγκης του. Κρυφά το ρούφαγε ο Γιώργης, μακριά απ΄τα μάτια της φαμίλιας. Δεν ήθελε και πολλά η Γιώργαινα ν΄αρχίσει τη μουρμούρα για τα έξοδα και τη σπατάλη της ρακής. Τρία κορίτσια της είχε σπείρει, προίκα θα ζήταγαν οι γαμπροί, δεν ήτανε δα και πρώτο πράμα οι θυγατέρες. Στον κύρη του είχανε μοιάσει, με μάτια μικρά, αλεπουδίσια, μπράτσα τριχωτά, κορμί ασουλούπωτο, που δεν ομόρφαινε σε κανένα ρούχο του πραματευτή. Κατέβασε άλλη μια γουλιά, σκούπισε με την ανάποδη της απαλάμης τις σταγόνες που πέσανε στο στήθος, μισόκλεισε τα μάτια απέναντι στο φωτεινό δίσκο που τράβαγε για την ανάπαυσή του. Και τότε την είδε. Δεκαπέντε χρονών δροσοπηγή, του αδερφού του η κόρη η πρωτότοκη, το Δεσποινιώ, κατηφόριζε το στρατί σείοντας το λιγνό της το κορμί μέσα στο δείλι. Κι εκείνο το’ παιρνε μες στο νάζι του, το΄ντυνε με βάδισμα νεράιδας, με θωριά αγγελόμορφης και το απόθετε στα λαίμαργα μάτια του Γιώργη, στις διεσταλμένες αισθήσεις του, στους αρρωστημένους πόθους του για τούτη την άγουρη νιότη. Σειότανε το Δεσποινιώ καθώς σίμωνε στη στάνη, σειότανε κι ο λογισμός του Γιώργη, χανότανε σε βάθη απύθμενα, απ’ όπου καμιά συνείδηση και καμιά ηθική δε θα μπορούσε να τον ανασύρει. Καιρό τώρα τον έβλεπε και τον λιγουρευότανε τον απαγορευμένο καρπό. Από τότε που στρογγύλεψαν τα στήθη και γίνανε δυο σφιχτοδεμένα λεμόνια στον κόρφο της. ΄Εσκυψε η ματιά του Γιώργη να τα μυρίσει και λες και δέθηκε κείνο το βλέμμα με τα μάγια του «Έξω από δω», ούτε μια μέρα δεν πέρασε που να μη λαχτάρησε να τα τρυγήσει. - Καλησπέρα, θείε! Αναρρίγησε ξανά ο Γιώργης και βιάστηκε να τραβήξει τον πόθο του απ΄τη μισάνοικτή της πρόκληση. Μπροστά του με τα δεκαπέντε νιάτα της, αναψοκοκκινισμένη απ΄ το περπάτημα, στεκόταν η αμαρτία. Σφάλισε τα μάτια μπας και χαθεί ο πειρασμός, μα αυτός παρέμεινε εκεί, κοιτάζοντάς τον με μια υποψία περιέργειας στις ίριδες.
59
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Κόκκινη Μοίρα Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
- Καλά είσαι, θειε Γιώργη; Κόμπιασε, πάσκισε να βρει δυο λέξεις ν΄απαντήσει μες στο ξεψύχισμα του δειλινού. Μα οι σκιές τον πήρανε προτού το ψέμα του ν΄αρθρώσει. Την κοίταξε μόνο με τ΄αδηφάγα μάτια τ΄ αρσενικού που ούρλιαζε μες στη σάρκα του κι ίδιο θηρίο όρμησε επάνω στη λεία του. Σάστισε εκείνη. Για δευτερόλεπτα που φάνταξαν αιώνες, απόμεινε άβουλη κι ανυπεράσπιστη στην επέλασή του. Μα μόλις πέρασε το πρώτο ξαφνικό, βάλθηκε να γίνει οχυρό στον παραλογισμό του. Έσφιξε την καρδιά, μια σταλιά κοπελούδα, έκανε το φόβο της γροθιά, τον κράτησε στο στήθος και βάλθηκε μ΄αυτόν να σπρώχνει πέρα το δαίμονα που γύρευε ν’ αλώσει τ΄απόκρυφά της. Και βγήκε ο τρόμος ως τα χείλη κι έγινε κραυγή πληγωμένης ήβης πάνω απ΄το ρέμα και τα λαγκάδια του χωριού. Μα σε κανένα αυτί δεν μπόρεσε να φτάσει, παρά μόνο χώθηκε πιότερο μέσα στην έξαψη του Γιώργη, δυνάμωσε τα χέρια που παλεύανε με την αντίστασή της κι αυτά αφήκανε για λίγο την τρυφερή της σάρκα, ανέβηκαν μέχρι το στόμα, να της φράξουν τη φωνή. Κι άρχισε τότε κι η ρακή να μιλάει σε τούτο τον άνισο αγώνα του μεθυσμένου άντρα με το πρέπον. - Μη με τυραννάς άλλο, πάψε σου λέω, Δε θα σου κάνω κακό...Να δεις. Καλά θα τα περάσουμε οι δυο μας, πανάθεμά σε. Κακός δεν είμαι. Τρελός μονάχα για τα στήθη σου, νεράιδα μου... Γλυκά της μιλούσε μα το Δεσποινιώ, ίδια ανταριασμένη θάλασσα, ξεσήκωνε τρικυμίες με την αντίδρασή της. Κι όσο πιο πολύ παιδευόταν να του ξεφύγει, τόσο πιο πολύ αυτός φούντωνε και γύρευε να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στο σκοπό του. Λίγη σάρκα απ΄το λευκό της στήθος έλαμψε μπρος στα μάτια του, που πιότερο του θόλωσε την κρίση κι άλλο δε λαχταρούσε παρά να χωθεί μες στην ηδονή της και να ρουφήξει όλη τη γλύκα της ως το μεδούλι. Μα σαν τα δυο του χέρια πασπατεύανε το θήραμά του, τρόπο δεν είχε να καταλαγιάζει και τους άναρθρους φόβους, που της ξεφεύγανε μέσα στην πάλη αρσενικού και θηλυκού. Κι όλο πλησίαζε στην πηγή κι όλο ξεμάκραινε απ΄το ξεδίψασμά του. Άλλο δεν άντεχε η ορμή του. Και την ώρα που η νυχτιά νικούσε ολοκληρωτικά το φως, νικημένος κι αυτός απ΄την αδύναμη ψυχή του, έσυρε τα δυο του χέρια ως τον κρινένιο λαιμό της, κοίταξε μονάχα για μια στιγμή το πανικόβλητο «Όχι» που σύρθηκε στο βλέμμα της κι ύστερα τα΄σφιξε γερά, σταθερά, μέχρι που ένιωσε το σφυγμό στο πλάι να ξεψυχά, την ανάσα ν΄αργοπεθαίνει, τα νιάτα να γίνονται θυσία στις μεσήλικες ορέξεις του. ΄Ιδιος βρυκόλακας ρίχτηκε τότε επάνω στο ζεστό ακόμα κορμί, αφήνοντας εκεί όλο τον πόθο που του κατέτρωγε καιρό τώρα σαν σαράκι τα σωθικά. Γυμνό απλώθηκε το βράδυ στην άψυχη μοίρα. Η Γιώργαινα έβαζε το τελευταίο σερβίτσιο στο τραπέζι, σαν ένιωσε το καντήλι άξαφνα να σβήνει, λες κι άγριος αέρας πέρασε και το δάμασε. Σταυροκοπήθηκε ξαφνιασμένη «Άλλο και τούτο πάλι μες στην κλεισούρα», μουρμούρισε και τ΄ άναψε ξανά με σιωπηλές απολογίες στη χάρη της Αγια-Μαρίνας. Πολύ αργούσε σήμερα ο Γιώργης, του ΄τρωγε πολύ χρόνο η στάνη τώρα που’ χαν πληθύνει τα ζωντανά, μα τρία κορίτσια ήταν αυτά, ας ήτανε καλά που βάσταγε να δουλεύει απ΄το χάραμα ως το βασίλεμα του ήλιου. Μόνος μες στην ερημιά, αγκαλιά μ΄ένα βιασμένο όνειρο, με το θηρίο μέσα του σιγά
60
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Κόκκινη Μοίρα Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
σιγά να καταλαγιάζει, πήρε ο Γιώργης ν΄ αναλογίζεται τι είχε κάνει. Κατακαλόκαιρο ήτανε, μα ήρθε και τρύπωσε η παγωνιά μες στην ψυχή του, θέριεψε ο φόβος, έγινε πανικός και του κυρίεψε το μυαλό. Τίποτα δεν μπορούσε να σκεφτεί, καμιά σωτηρία δεν έβλεπε μέσα στη νύχτα. Κρατώντας ακόμα αγκαλιά το Δεσποινιώ, βάδισε στα τυφλά μες στο σκοτάδι. Κάπου σκόνταψε, το άνοιγμα ήτανε του πηγαδιού, που το είχε παραμερίσει πρωτύτερα, για να τραβήξει νερό για τα ζωντανά. Σαν αστραπή ο δισταγμός πέρασε απ΄τα χέρια του κι ύστερα, νικημένος κι αυτός απ’ το φόβο, άφησε το νεκρό κορμί να πέσει μέσα στο βάθος του νερού. Ένας παφλασμός ακούστηκε κι ύστερα τα σκέπασε όλα η ερημιά της νύχτας. Μια σκοτεινή συνωμοσία άφησε τον τελευταίο ψίθυρό της ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους, ενώ το φεγγάρι, λειψό, έκλεισε τα μάτια και τράβηξε για τη σιωπή του. Δεν ήξερε να πει για πόση ώρα απόμεινε εκεί, να κοιτάει ίσια βαθιά μες στην ψυχή του, μα αυτή, βουβή καταδίκη, απάντηση και λύση δεν του ’δινε. Είδε κι απόειδε ο Γιώργης και βάλθηκε μανιασμένα να ρίχνει πέτρες στο πηγάδι να το κλείσει, λες και θα΄κλεινε έτσι κι απ΄τα μάτια του Θεού την ανόσια πράξη του. Μια μικρή καλοκαιρινή αύρα φύσηξε πάνω απ΄τα μαλλιά του, ξαστέρωσε κάπως το μυαλό του, ανασκουμπώθηκε να απομακρυνθεί μια ώρα γρηγορότερα. Λίγο πριν το χωριό, τρεκλίζοντας ακόμα απ΄το πιοτό και τ΄αναπάντεχο, έσιαξε κάπως τα ρούχα του, έστρωσε λίγο τα μαλλιά, πάλεψε να ημερέψει την ανάσα του, ν’ απαλύνει το βλέμμα του, που κρατούσε λίγη απ΄ την αγριάδα του παθιασμένου του κορμιού. «Χάθηκες», είπε μονάχα η Γιώργαινα σαν τον είδε, λιγόλογη από γεννησιμιού της. «Πολλή δουλειά», κατάφερε να ψελλίσει μες στο τρέμουλο ακόμα της ψυχής του και κάθισε βαρύς στην κορυφή του τραπεζιού. Σκύψανε οι θυγατέρες στο φαγί τους, έσκυψε κι αυτός μες στην αντάρα του, κάνοντας πως ξεδιαλέγει τις φακές. Λέξη δεν άφησε κανείς να πέσει στο τραπέζι, λες και τους παίδευε όλους η ίδια έγνοια. Και κόντευε να τελειώσει το παράξενο ετούτο δείπνο, σαν ακούστηκαν ταραγμένα βήματα στην αυλή, ασυνάρτητες φωνές. Ο αδερφός του πρόβαλε στη μισάνοικτη πόρτα και τη γέμισε. ΄Ητανε πάντα το ντερέκι της οικογένειας, καμάρι και του πατέρα του, που΄βγαλε τέτοιο κυπαρίσσι. Ανήσυχος μπήκε ο Κωνσταντής και πίσω του, μια ζαρωμένη κουκκίδα, η συμβία του, η Μαρίκα, υποτακτική, κρατώντας μες στη σιωπή την αγωνία της. Για το Δεσποινιώ είχαν έρθει, ώρες έλειπε απ΄το σπίτι, νύχτωσε για τα καλά και κανένα σημάδι της δεν είχαν, κανένας δεν την είχε δει ούτε οι φιλενάδες της, μπα σε καλό τους τι ήταν αυτό που τους βρήκε, τι θα ’καναν δεν ήξεραν μέσα στη νύχτα. Κορίτσι πράμα πού είχε χαθεί; Κακό δεν ήθελαν να βάνουν με το νου τους μα πολύ δε θέλει να γίνει το στραβό και τ΄άδικο . Και μήπως ο Γιώργης, που’ λειπε όλη μέρα στον κάμπο την είχε δει; Γιατί άρεσε στο Δεσποινιώ να βγαίνει ίσαμε το δάσος κι ας γκρίνιαζε η μάνα κι ας έβανε τις φωνές ο κύρης. Υποταγμένο θηλυκό δεν ήτανε το Δεσποινιώ, ίσα ίσα που σήκωνε παντιέρα κι έκανε του κεφαλιού της. Μέχρι και το χωριό ήθελε ν΄αφήσει και πού να πάει δηλαδή; Στην πόλη τάχα μου, να τελειώσει το σχολείο, λες κι ήθελε κι άλλα γράμματα, για να΄βρει ένα καλό παλικάρι ν΄αποκατασταθεί. Και λες ακόμα να΄κανε καμιά κουτουράδα και να ΄φυγε με το λεωφορείο το πρωί; Μα πάλι, τίποτες δεν έλειπε απ΄τα πράγματά της και δυο μέρες τώρα για το πανηγύρι του χωριού μιλούσε, ανήμερα του Προφήτη Ηλία. Καινούριο φόρεμα είχε ράψει, καινούρια κορδέλα για τα μαλλιά,
61
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Κόκκινη Μοίρα Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
αρέσανε στο Δεσποινιώ τέτοια μπιχλιμπίδια. Όχι, γιατί να φύγει; Σταμάτησε να πάρει αέρα ο Κωνσταντής, πνίγηκε στους αναστεναγμούς η Μαρίκα κι έκανε η Γιώργαινα να της παρασταθεί, να της φέρει ένα ποτήρι νερό. «Κάπου θα΄κατσε να ξαποστάσει, ώρα της είναι», μουρμούρισε, μα η παρηγόρια ακούστηκε αδύναμη, βγαλμένη από ψέμα κι όχι από ψυχή. Στύλωσε ο Κωνσταντής τα μάτια στις τρεις ανιψιές του κι εκείνες έγνεψαν «όχι» μες στην απορία και το ξάφνιασμά τους για την τύχη της ξαδέρφης. Κι ύστερα ο Κωνσταντής στράφηκε στο Γιώργη, που τόση ώρα παιδευόταν να καταλαγιάσει φόβο και ντροπή μέσα στα στήθη του. «Εσύ, αδερφέ, δε μίλησες!» Και τι είχε να πει αυτός, δηλαδή, που τον έφαγε η στάνη κι η δουλειά! ΄Οχι, το Δεσποινιώ είχε κοντά τρεις μέρες να το δει, από τότε που πέρασε απ΄το σπίτι να δανειστεί εκείνο το γουδί απ΄τη Γιώργαινα κι έτυχε να κάθεται εκείνος Κυριακάτικα στην αυλή για τον καφέ του. Γρήγορα τα ’πε, μπας κι έπειθε πρωτύτερα τον εαυτό του κι ύστερα σηκώθηκε με μια απότομη κίνηση, κοίταξε τον αδερφό του ίσια στα μάτια και κάρφωσε την κατηγόρια. «Να δεις που θα το΄σκασε με κανένα μορφονιό, αδερφέ. Το ξέρω, σε πονάει αυτό που λέω, μα αν δεν στα πω εγώ, το αίμα σου, ποιος άλλος θα τολμήσει να στa πει; Γιατί φρόνιμη κοπελιά δε θα την έλεγες τη θυγατέρα σου. Πέρσι, στα δεκατέσσερα μόλις, εσύ ο ίδιος την τσάκωσες στο φράχτη με το γιο του Σαμαρτζή, δεκαοχτώ χρονών ντελικανή.». Πάγωσε ο Κωνσταντής, μα τότε ήταν που βρήκε τη φωνή η Μαρίκα. Και πώς τολμούσε δηλαδή να μιλά έτσι για τη θυγατέρα της; Επειδή το Δεσποινιώ είχε τις χάρες όλες κι οι θυγατέρες του άντε να μην πει... Και με το γιο του Σαμαρτζή τίποτα δεν κάνανε, για τις ντοματιές μιλούσανε και σιγά μην είχε τρέξει και τίποτες δηλαδή, που το Δεσποινιώ με τις κούκλες ήτανε ακόμα αγκαλιά. ΄Ετσι ξέσπασε μες στην αγωνία της η Μαρίκα κι ο Κωνσταντής κοίταξε με καινούριο βλέμμα τη γυναίκα του. ΄Υστερα την άρπαξε απ΄το μπράτσο, κάτι μουρμούρισε για τον αδερφό που βρήκε ώρα να βγάλει τη χολή και χάθηκαν μαζί στη νύχτα και στην απόγνωσή τους. Για λίγο, μια παγωμένη σιωπή σερνότανε μες στην καλοκαιρινή νύχτα. «Έπρεπε να πας», ψέλλισε η Γιώργαινα και σταυροκοπήθηκε λες κι έκανε αμαρτία. «Πού;»προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε ο Γιώργης. «Θα την ψάχνουν, πέτρα στην πέτρα δε θ΄αφήσουν. Κι εσύ, εμείς, θα’ πρεπε να δώσουμε ένα χέρι.» «Άδικα θα χάσουν τον ύπνο τους. Γύρευε τώρα πού και με ποιον είναι η σκρoφίτσα». Βιάστηκε να χωθεί στην κρεβατοκάμαρα, προτού η Γιώργαινα βρει κι άλλα επιχειρήματα. Μα εκεί, στο μισοσκόταδο, οι σκιές του μεγάλωσαν, οι τοίχοι μίκρυναν, ο τόπος δεν τον χωρούσε. Μπροστά του ξανά και ξανά τα δυο της μάτια την ώρα που της έπαιρνε τη ζωή. ΄Οχι, δεν υπήρχε περίπτωση να τη βρουν, καλά το΄χε κρύψει το φονικό, κανείς δε θα μπορούσε να τον υποψιαστεί. Μα η φουρτούνα μέσα του δεν κόπαζε, ύπνος δεν έλεγε να τον πάρει στο ξαλάφρωμά του. Και σαν ήρθε και ξάπλωσε δίπλα
62
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Κόκκινη Μοίρα Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
του κι η Γιώργαινα, καμώθηκε τον κοιμισμένο, μην τυχόν και του ανοίξει κουβέντα και δεν έχει τι άλλο να της πει. Οι ώρες κύλησαν αργά, βασανιστικά. Νύχτα αξημέρωτη. Μάτια ορθάνοιχτα, καρδιά ταραγμένη, θύμηση που πήρε μπαλτά και τον κυνήγαγε όλο το βράδυ. Και σαν ήρθε το πρώτο φίλημα της μέρας, δαγκωματιά του φάνηκε κι άλλο δεν άντεξε. Σαν δραπέτης χύθηκε έξω απ΄το σπίτι, μην ξέροντας κι ο ίδιος πού πηγαίνει. Μα οι Ερινύες, τα βήματά του οδήγησαν αργά, ασύντακτα, στο κλειστό πηγάδι. Ρίγησε λες κι έπεσε χειμώνας, Ιούλη μήνα. Τι το΄θελε; Πιότερο μεγάλωσαν οι φόβοι, οι ανησυχίες όλες που προσπαθούσε ώρες τώρα να καταλαγιάσει. Σαν αγρίμι πισωπάτησε , έκανε απότομη στροφή και βάλθηκε να τρέχει ασυλλόγιστα, μέχρι που η ταραχή τον έμπασε στη στάνη του κι εκεί, ανάμεσα στα γελάδια που τον κοίταζαν με τα μεγάλα, ήρεμα μάτια τους, προσπάθησε να ξαναβρεί τη χαμένη του γαλήνη. Ούτε κι ο ίδιος ήξερε να πει πόση ώρα είχε περάσει. Δεν πείνασε, δε δίψασε, δούλευε μόνο προσπαθώντας να μη σκέφτεται. Μα χαμένος ήταν ο κόπος. Τον πρόδιδαν τα δυο του χέρια, που τρεμούλιαζαν αδιάκοπα επάνω στο λαιμό της Δεσποινιώς. ΄Ωσπου κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο, σωριάστηκε σ΄ένα δεμάτι σανό κι έκλαψε σαν μικρό παιδί. ΄Ετσι γερμένος μες στο βάσανό του, είδηση δεν πήρε τις σκιές που μπήκανε στη στάνη του. Σύρθηκαν τα βήματά τους μες στο καταφύγιό του κι απορημένα στάθηκαν επάνω από το ξέσπασμά του. Άκουσε μόνο ένα βήξιμο, ανασηκώθηκε, μούδιασε μπροστά στο ζαφτιέ που τον κοίταζε ερωτηματικά. Δίπλα του ο Κωνσταντής ξαναμμένος, παραδίπλα η Μαρίκα με τη νύχτα μες στα μάτια της. Κάτι είχε στα χέρια ο ζαφτιές. Κόκκινο, αστραφτερό. Μια μνήμη αναπήδησε μέσα του. Η κορδέλα! Η κορδέλα που συγκρατούσε το χείμαρρο των μαλλιών της. Με το πρώτο φως της μέρας την είχαν βρει στο πηγάδι του δίπλα. Μες στο σκοτάδι πώς του ξέφυγε! Και τώρα εξηγήσεις γυρεύανε, κι ας είχε πει στον Κωνσταντή πως δεν την είχε δει την ανιψιά. Ολοφάνερο ήταν πως είχε περάσει απ΄τη στάνη του. Και τι έκανε επάνω στο σανό με μάτια που μαρτυρούσαν την ταραχή του; Κι αν είχε να πει κάτι, καλά έκανε να το πει στις αρχές προς διευκόλυνση των ανακρίσεων και προς αποκατάσταση της τάξεως. Πάλεψε να μην προδοθεί. Δεν ήξερε, δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν, αφού το΄χε πει, δεν το΄χε δει το Δεσποινιώ. Τον κοίταξε διεισδυτικά ο Κωνσταντής, πονεμένα η Μαρίκα, δύσπιστα ο ζαφτιές και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στα γραφεία της αστυνομικής διοικήσεως , να πάρουνε τα πράγματα από την αρχή, μπας και βρούνε καμιά άκρη. Είχανε δει πολλά τα μάτια του στην πρωτεύουσα που τον είχανε πρωτύτερα διορισμένο, τίποτα πια δεν του φαινότανε απίθανο, είχε μάθει να ψάχνει καλά κάτω απ΄την επιφάνεια και πολλά είχε μέχρι τώρα ξεσκεπάσει. Σύρθηκε ο Γιώργης στο σταθμό. Μέσα του η φωτιά , απ΄έξω βαριά η σκιά του Κωνσταντή, τα σιωπηλά ερωτηματικά της Γιώργαινας. Το Δεσποινιώ, με κατακόκκινη κορδέλα στα μαλλιά, όμορφη σαν άγγελος παραδείσου, ήρθε και κάθισε απέναντί του, δίπλα στην επιμονή και το ζόρι του ζαφτιέ. ΄Εσπασε μετά από δώδεκα ώρες ανάκριση. Η κόκκινη κορδέλα γίνηκε σχοινί, που του΄δεσε τη μοίρα. Η κηδεία έγινε ανήμερα του Προφήτη Ηλία, ανάμεσα στα μοιρολόγια των λίγων και στις κατάρες των πολλών. Στο πηγάδι απέμεινε νεκρή μονάχα η δική του ζωή.
63
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Στη Ρώμη: Μια αιωνιότητα και μια πέρλα! Ιουστίνη Φραγκούλη Καναδάς
Μόνη, επιτέλους, μόνη στη Ρώμη της αιώνιας ομορφιάς. Μ’ ένα μεγάλο μυστικό κρυμμένο στο στήθος της, απολαμβάνει τη βόλτα στη Ρώμη. Εχει αφήσει πίσω της τη Βία Βένετο και κατηφορίζει τρέχοντας σαν κοριτσάκι. Κάθε τόσο γυρίζει πίσω και ρουφάει την αρχοντιά των μεγαλόπρεπων κτηρίων της γηραιάς λεωφόρου. Το μάτι της αγκαλιάζει αχόρταγα τα υπέροχα ξενοδοχεία και ξανοίγεται σε περίεργες σκέψεις καθώς το βλέμμα της πισωγυρίζει στην είσοδο της Βίλας Μποργκέζε, στην πύλη του Βελισσαρίου. Τί ιστορία κι αυτοί οι Μποργκέζε! Νιώθει ανάλαφρη έτσι όπως βρέθηκε έστω και για πέντε μέρες εδώ στη Ρώμη μακριά από το βαθειά λυπημένο βλέμμα του άντρα της και το συμπονετικό ύφος των φιλενάδων της. Τον τελευταίο καιρό τη χειρίζονται σαν πορσελάνινη κούκλα που φοβούνται μήπως σπάσει. Ολα άρχισαν από την τακτική της επίσκεψη στο Ιατρικό Κέντρο για μαστογραφία, που την έκανε κάθε χρόνο αφότου πέρασε το κατώφλι των 40. Κι όμως η ιστορία εξελίχθηκε σε κανονικό θρίλερ για την ανυποψίαστη Λεία, μητέρα τεσσάρων παιδιών, μονόγαμη κι ευτυχισμένη σύζυγο του Ηρακλή Αναγνωστόπουλου. Ούτε που τόβαλε με το νού της πως η ευτυχία της θα διαταρασσόταν έτσι απότομα, απροειδοποίητα, ξαφνικά κι αναπάντεχα. Την κάλεσε ο γυναικολόγος να επαναλάβουν το τέστ, γιατί κάτι περίεργο έβλεπε, κάτι που τού κινούσε υποψίες. Κι έτσι η Λεία πέρασε στο υπερηχογράφημα και γρήγορα ήρθε το νυστέρι της βιοψίας. Επρεπε να διαγνωσθεί το πρόβλημα. Ενα τόσο μικρό ρεβιθάκι, τής είπε ο γιατρός, αυτός ήταν ο εχθρός της. Να παλέψει να το νικήσει, να μην αφήσει την παραμικρή υποψία να πλανιέται στο στήθος της. Γι’ αυτό να δεχτεί την κάθαρση της αφαίρεσης. -Σάς συμβουλεύω, κυρία Αναγνωστοπούλου, να μη το σκέφτεστε καθόλου. `Αλλωστε, έχετε ολοκληρώσει τον κύκλο σας. Είστε μητέρα και μάλιστα τεσσάρων παιδιών. Ο γυναικολόγος έκανε την ανακοίνωση μπροστά στον Ηρακλή, που ήρθε για συμπαράσταση στο πολυτελές ιατρείο του. Μία στις 10 γυναίκες το παθαίνει, αλλά οι περισσότερες περιπτώσεις είναι ιάσιμες. Κι εκείνη δεν έχει λόγο να φοβάται. Ο Ηρακλής χλώμιασε περισσότερο, έκλεισε το πρόσωπο στις δυό παλάμες του. Δεν τόλμησε να πεί τη νόσο με τ’ όνομά της ούτε ο γιατρός, ούτε εκείνος ούτε εκείνη. Ενας ακατονόμαστος όγκος, ένα ρεβυθάκι που θα πρέπει να ηττηθεί κατά κράτος με ένα απλό αισθητικό κόστος. Ετσι το κατάλαβε η Λεία όλο αυτό το σκηνικό. Στη Βία Βένετο του λαμπρού ανοιξιάτικου ήλιου, τώρα τα γυρίζει στο νού της όλα αυτά που έγιναν τόσο γρήγορα και ξαφνικά. Μόνο που έχει την αίσθηση πως το σώμα της γέρνει από δεξιά επειδή κάτι λείπει. Πάλεψε από την αρχή με τα κακά νέα. Γιατί να της τύχει αυτό; Γιατί να είναι η μία στις δέκα; Εκείνη τα είχε κάνει` όλα στην εντέλεια, όπως τα έλεγαν οι στατιστικές. Παντρεύτηκε τον Ηρακλή της στα 25, είχε περάσει μαζί του μιά ήρεμη ζωή γεμάτη μικρές καθημερινές χαρές. Εφερε στον κόσμο και τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Τα θήλασε όλα επί μήνες όπως προέβλεπε η φύση. Δεν τα αδίκησε τα παιδιά, είχε γάλα μπόλικο
64
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Στη Ρώμη: Μια αιωνιότητα και μια πέρλα! Ιουστίνη Φραγκούλη
και θρεπτικό. Κι άς έβλεπε μετά από κάθε γέννα πως το στήθος της συρρικνωνόταν κι έπεφτε. Πως επιβαρυνόταν η τελειότητά του!
Ούτε παραπονέθηκε για τους πόνους που τράβηξε στο θηλασμό. Δέχτηκε την επαναλαμβανόμενη μητρότητα αγόγγυστα και μεγάλωνε τα παιδιά της με πολλή αγάπη. Χαιρόταν στις χαρές τους, αγωνιούσε στις αγωνίες τους. Ο Γιώργος ήταν κιόλας 17 ετών, η Μαρία 15, η Αγγελική 12 και ο Αρης 9. Ενα αρμονικό σύνολο παιδιών που γέμιζαν τις μέρες της και τα όνειρά της. Εδώ στη Ρώμη ήρθε για να ξεφύγει. Ηθελε να απαγκιστρωθεί από τον οίκτο του περίγυρού της. Ηρθε για να νικήσει το φόβο της για το άγνωστο. Ελπιζε πως θυσιάζοντας την αριστερή κορυφή της θηλυκότητάς της μπορούσε να εξαγοράσει τη ζωή. Κι αυτό είναι το ζητούμενο, όχι μόνο για την ίδια αλλά για τον Ηρακλή και τα παιδιά της. Δεν αυτοοικτίρεται, το βλέμμα της τρέχει στις ομορφιές της Ρώμης. Κάθεται στα σκαλοπάτια της Πιάτσα ντ’ Εσπάνια κι απολαμβάνει από ψηλά την αιώνια πόλη. Τέτοια και τόση αρχιτεκτονική κεντημένη σε διαφορετικά υπόβαθρα ανά τους αιώνες! Ξεχωρίζει τον τρούλλο του Βατικανού και χίλες δύο σκέψεις στριφογυρνούν στο μυαλό της! Κατηφορίζει προς τη Βία Φραττίνα, Βία Κοντότι και κοντοστέκεται μπροστά στη λαμπερή βιτρίνα της La Perla. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά εισβάλλει στο κατώφλι του θρυλλικού ιταλικού μαγαζιού των εσωρούχων. Τόσα χρόνια δεν είχε τολμήσει να αγγίξει ένα δαντελένιο αριστούργημα του οίκου La Perla γιατί υπήρχαν στη ζωή της προτεραιότητες. Οχι πως είχαν οικονομικό πρόβημα. Ο Ηρακλής είχε καλή επιχείρηση με ηλεκτρικές συσκευές και δεν τους έλειπε τίποτε. Αλλά η Λεία δεν τόβλεπε σωστό ν’ αγοράζει δαντελλένιες ματαιότητες ενώ μπορούσε να καταθέσει το περίσσευμά της στην τράπεζα για αύριο. Πού ξέρεις τί σού ξημερώνει!Τέσσερα παιδιά περίμεναν να σπουδάσουν σ’αυτό το σπιτικό. Αλλά τώρα ξαφνικά δε σκέφεται έτσι. Σα νάχει ξεφύγει απ’ αυτό τον ορθολογισμό της. Θέλει να κάνει δώρο στον εαυτό της μερικά δαντελένια σουτιέν. Εισβάλλει μέσα μ’ ένα αέρα βεβαιότητας. Πλησιάζει τις κρεμάστρες με τα πανέμορφα δείγματα. Διαλέγει πέντε ιδιαίτερα κομμάτια, ένα κόκκινο από αέρινο σιφόν ύφασμα, ένα λευκό σαν καμωμένο από μαργαρίτες, ένα ρόζ απαλό σαν μπομπόν, ένα κυκλαμινί κι ένα σέξυ από διάφανο μαύρο τούλι. Γράφει το νούμερό της στην πωλήτρια γιατί η Λεία δεν ξέρει γρί ιταλικά και η πωλήτρια δεν καταλαβαίνει λέξη αγγλικά. Μπαίνει στο πολυτελέστατο δοκιμαστήριο με το στίλ της ωραίας γυναίκας που υπήρξε πάντοτε. Βγάζει με απαλές κινήσεις τη μπλούζα της. Μπροστά της ορθώνεται ο τεράστιος ολόσωμος καθρέφτης που τώρα δεν θα επιχειρήσει να αποφύγει. Το στήθος της είναι εκεί σε πείσμα του χειρουργείου. Δεξιά ολάκερο κι αριστερά σε μαξιλαρένια θήκη. Ολες τις νύχτες στην Αθήνα μετά την εγχείρηση γύριζε την πλάτη στον καθρέφτη για να μη βλέπει. Διάταξε μάλιστα τον Ηρακλή να πετάξει την ξύλινη τουαλέτα για τα καλλυντικά της από το υπνοδωμάτιο. Λές και θα μπορούσε έτσι να ξεχάσει τον ακρωτηριασμό της θηλυκότητάς της. Να ξορκίσει το χειρουργείο ή την ασθένεια.
65
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Στη Ρώμη: Μια αιωνιότητα και μια πέρλα! Ιουστίνη Φραγκούλη
Τώρα στέκεται και προβάρει ένα-ένα τα πέντε σουτιέν. Πρώτα δοκιμάζει το κόκκινο που θα πηγαίνει με εκείνη την πορφυρή εξώπλατη τουαλέτα της. Την είχε φορέσει με μαύρο στηθόδεσμο στο χορό της Απόκριας και έδειχνε άσχημα από μέσα! Αλλά συμβιβάστηκε τότε στην ιδέα γιατί δεν ήθελε να σπαταλάει. Το βάζει στην άκρη για να το αγοράσει. Υστερα προβάρει το άλλο με τις μαργαρίτες. Θα το κρατήσει γιατί είναι σαν την άνοιξη το στήθος της κι ας λείπει το μισό. Το ρόζ αναδεικνύει το απαλό χρώμα της επιδερμίδας της γι’ αυτό θα το πάρει και τούτο. Το κυκλαμινί ήταν πάντοτε το χρώμα που αγαπούσε. Πώς να το αρνηθεί κι αυτό; Τώρα έφτασε στο μαύρο, το διάφανο, το σέξυ. Το φοράει και νιώθει μια μελαγχολία. Ποτέ δεν είχε αγοράσει ένα σέξυ στηθόδεσμο γιατί πίστευε πως αυτά ήταν για τις ελαφρές. Κι όμως τώρα αισθάνεται μια ακατανίκητη έλξη για τούτο το εσώρουχο που άλλοτε θα το περιφρονούσε. Σα να ήταν το εισιτήριο για μια ευτυχία που δεν είχε ανακαλύψει τόσα χρόνια ως σύζυγος, μητέρα, νοικοκυρά. Τα πήρε και τα πέντε στο ταμείο κρατώντας τα απαλά σαν πολύτιμα ευρήματα. -Λέ πιάτσε τούττο; Τη ρώτησε στα ιταλικά η ταμίας. Δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα, αλλά γνεύει πως ναί. Σκοπεύει να τα αγοράσει όλα. Πόσο κάνουν άραγε; αναρρωτιέται ξαφνικά. Την πιάνει μια παράλογη αγωνία, ένας ιδρώτας αυλακώνει το ώριμο πρόσωπό της. 600 ευρώ, της γράφει σ’ ένα χαρτάκι η ταμίας. Συνεννοούνται στη διεθνή γλώσσα των αριθμών. Και τα ευρώ έχουν κάνει τη συναλλαγή ευκολότερη, συλλογιέται. Η στιγμιαία αγωνία της για την τιμή ξεθυμαίνει. Βγάζει τα χρήματα από το φθαρμένο πορτοφόλι της και παίρνει την απόδειξη. Η πωλήτρια τής έχει ετοιμάσει μια υπέροχη γυαλιστερή τσάντα που γράφει με μεγάλα μαύρα γράμματα Λα Πέρλα. Τα αντικείμενα του πόθου της είναι τυλιγμένα με ένα κυκλαμινί απαλό χαρτί που μοσχοβολάει άνοιξη. Τώρα της έρχονται στο νού οι φιλενάδες της που χαζογελούσαν κάθε φορά που ψώνιζαν ανόητα εσώρουχα στην Αθήνα. Τότε τις λοιδορούσε, να που σήμερα κατανοεί τη ματαιοδοξία τους! -Ε μόλτο μπέλλα! Της ανοίγει την πόρτα της εξόδου η ευγενική κοπέλλα. Σαν να τον έπιασε αυτό τον τελευταίο λόγο. Πως είναι μπέλλα, δηλαδή ωραία, της είπε η πωλήτρια. Χαίρεται το κομπλιμέντο, το απολαμβάνει όπως τις βιτρίνες που ξεχυλίζουν από υπέροχα ρούχα σε φίνα ιταλικά υφάσματα και προχωρημένα σχέδια. Με άλλο μάτι τα βλέπει όλα τα ωραία σήμερα, σα να αφυπνίζονται όλες οι αισθήσεις της. Κι αυτές ακόμη οι συμπληρωματικές της γυναικείας ματαιότητας που όλα αυτά τα χρόνια τις απωθούσε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Απόψε θα φάει μόνη της στο Καφέ Ντε Παρί, στο κομβικότερο σημείο της Βία Βένετο. Θα φορέσει το κόκκινο σουτιέν της. Κι από πάνω το κόκκινο ταγιέρ της, ασορτί. Για πρώτη φορά θα είναι ασορτί μέσα κι έξω. Χαμογελάει στη σκέψη πως θα φυλακίζει το θλιμμένο μυστικό της σε ακριβό στηθόδεσμο. Ο Ηρακλής δε θάναι μαζί της γιατί εκείνη επέλεξε να τον αποκλείσει απ’ αυτόν τον επαναπροσδιορισμό της ύπαρξής της. Την προηγούμενη εβδομάδα της ήρθε η ιδέα του
66
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Στη Ρώμη: Μια αιωνιότητα και μια πέρλα! Ιουστίνη Φραγκούλη
ταξιδιού. Πήρε κάποια από τα χρήματα της αποταμίευσής της, αγόρασε εισιτήριο για τη Ρώμη πακέτο με ξενοδοχείο από το τουριστικό γραφείο της γειτονιάς κι απλώς τού ανακοίνωσε την απόφασή της. Δεν άντεχε αυτό τον απόλυτο οίκτο στο βλέμμα του τον τελευταίο καιρό. Σα να την πίεζε αριστερά στο κενό του στήθους! Ποιός ξέρει, όμως, τώρα που θα γυρίσει στην Αθήνα μπορεί να τού δείξει τα πολύτιμα αποκτήματα του ταξιδιού της στη Ρώμη. Μπορεί να τού ανοίξει τη βαλίτσα της με τους θησαυρούς απ’την ξαφνική συγκομιδή της αιώνιας πόλης. Θέλει να τού ψυθυρίσει πως εξακολουθεί να είναι γυναίκα με τα όλα της! Η μήπως όχι;
67
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Ξύπνημα στο χωριό Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου Θεσσαλονίκη, Ελλάδα Α΄ Έπαινος λαογραφικού Διηγήματος
Ζεστή ξημέρωσε και τούτη η μέρα. Καλοκαίρι. Η αγαπημένη μου εποχή. Η απόλυτη ευτυχία των παιδικών μας χρόνων. Ξημέρωσε στην κυριολεξία. Έφεξε. Η ζωή ξυπνούσε νωρίς στο χωριό. Πρώτος και καλύτερος, αρχηγός με «περικεφαλαία», ο κόκκορας. Χάλασε τον κόσμο με τα κικιρίκουουου, διαλαλώντας τον ερχομό της καινούργιας μέρας μέσα και έξω απ’ το κοτέτσι. Πιστές συντρόφισσες οι κόττες του άρχισαν να κακαρίζουν ανέμελα. Η γιαγιά ξύπνησε , έριξε στην πλάτη της το πλεκτό σάλι της και κατέβηκε τις ξύλινες σκάλες του σπιτιού με προσοχή για να μην τους ξυπνήσει όλους. Άνοιξε την κάτω πόρτα τραβώντας το μεγάλο ξύλινο δοκάρι που την ασφάλιζε. Το σπίτι άνοιγε διάπλατα τις πόρτες του στην καινούργια μέρα. Βγήκε έξω, πήρε το ποτιστήρι το γέμισε νερό από τη «γούρνα» που ήταν στην άκρη της αυλής, πήγε έξω από το κοτέτσι και γέμισε την ποτίστρα με νερό. Ύστερα γέμισε την ποδιά της με στάρι και καλαμπόκι από την αποθήκη και άνοιξε το κοτέτσι. Οι κότες όρμησαν κακαρίζοντας όλες μαζί έξω πατώντας η μία την άλλη. Έτρεξαν προς τη γιαγιά συνηθισμένες στα καθημερινό κολατσιό που τις έδινε, ενώ εκείνη πήγε περιτριγυρισμένη από τις κόττες στη γωνιά της αυλής φωνάζοντας και καλώντας και εκείνες που ξέμεναν πίσω: - Πουλ, πουλ, πουλ, πουλ, πουλ…. Πόσο της άρεσε της γιαγιάς να ταΐζει τις κοττούλες της πρωί πρωί! Να σκορπίζει γι αυτές τόση απόλαυση πάνω στο χώμα! Κι ύστερα ερχόταν η δική της αμοιβή που της χάριζαν απλόχερα οι κοττούλες της. ¨Έπαιρνε το καλαθάκι που είχε κρεμασμένο ψηλά και χωνόταν μέσα στο κοτέτσι. Πήγαινε φωλιά φωλιά και μάζευε τα φρέσκα αυγουλάκια. Πάντα άφηνε θυμάμαι τη «φωλιά» όπως έλεγε, δηλαδή ένα παλιό αυγό –ποτέ δεν κατάλαβα τότε πως ξεχώριζε ποιο δεν ήταν της ημέρας αλλά πιο παλιό- και περήφανη για τη συλλογή της τα πήγαινε κάτω από την ξύλινη εσωτερική σκάλα, όπου είχε δροσιά γιατί δεν την έβλεπε καθόλου ο ήλιος, και τα έβαζε ένα ένα σε ένα πιθάρι από κεραμίδι για να είναι φρέσκα. Πολλές φορές ο παππούς έπαιρνε το πιο φρέσκο αυγό, έβγαζε τον κρόκο και τον χτυπούσε με ζάχαρη ώρα πολλή ώσπου να ασπρίσει σαν αφρός και μου το έδινε το πρωί. Ακόμα θυμάμαι τη νοστιμιά εκείνων των «χτυπητών», όπως τα έλεγα, αυγών και τη φροντίδα του παππού μου να τα χτυπά ώρα ολόκληρη, ενώ εγώ περίμενα με λαιμαργία πότε θα θεωρήσει ότι είναι έτοιμο για να το φάω. Πάντα απολάμβανα να ακούω τη φύση να ξυπνά σιγά σιγά. Να τη νιώθω να ζωντανεύει μέσα στην καθαρότητα της ροδαυγής, να ακούω τα τριζόνια και τις μέλισσες , τα πουλιά, τις πεταλούδες, τα ζωντανά που είχαμε στο σπίτι, τις αγελάδες, το γαϊδουράκι μας και το σκύλο. Όλα ξυπνούσαν γλυκά γλυκά και έπιαναν δουλειά. Ακόμη και το τζιτζίκι δεν τεμπέλιαζε πάνω στα κλαδιά των δέντρων τραγουδώντας ασταμάτητα. Οι χωρικοί σηκώνονταν για να πάνε στις δουλειές τους, στα ευλογημένα τους χωράφια, πρωί πρωί για να μην τους «πιάσει ο ήλιος» όπως έλεγαν . Χορτάτοι όλοι από ύπνο, μια και συνήθιζαν να κοιμούνται νωρίς, κουρασμένοι από τον κάματο της μέρας και χωρίς να σπαταλούν το χρόνο τους μπροστά σε κάποιο χαζοκούτι της τηλεόρασης που δεν είχε τότε εφευρεθεί ακόμη.
68
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Ξύπνημα στο χωριό Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου
Σαν σε όνειρο άκουγα όλους αυτούς τους ανόθευτους θορύβους και σιγά σιγά άνοιγα τα μάτια μου και τους απολάμβανα καθώς ένοιωθα τον ήλιο να μπαίνει απ’ τα παράθυρα του δωματίου. Τότε δεν χρειάζονταν παντζούρια, ούτε βαριές κουρτίνες , ούτε τέντες να μας προστατεύουν όπως τώρα ή να αγωνίζονται να κρύψουν το φως για να χαρίσουν λίγον ύπνο ακόμα σ’ αυτούς που κοιμούνται ξενυχτισμένοι από ανόητες απολαύσεις και ασχολίες. Απόλαυσα όλη αυτή τη χαρά που πρόσφερε η φύση σε όλες μου τις αισθήσεις και έπειτα πετάχτηκα επάνω όλο ζωή και ζωντάνια. Έβαλα το απλό, φτηνό μου φορεματάκι κι έτρεξα κάτω πηδώντας τρεις τρεις τις σκάλες. Πήγα στο νικέλινο νιπτήρα που ο παππούς φρόντιζε πάντα να είναι γεμάτος με νερό που κουβαλούσε από την παρακάτω γειτονιά και άνοιξα τη μικρούλα κάνουλα που άφηνε από ένα μικρό σωλήνα το νεράκι να τρέχει. Πλύθηκα με το πράσινο σαπούνι που ήταν στην άκρη του υπαίθριου νεροχύτη, σκουπίστηκα και άρχισα να κυνηγώ τις κόττες, να παίζω με το κατσικάκι μου, να γαργαλάω τις αγελάδες που τρισευτυχισμένες σήκωναν την τεράστια ουρά τους καθοδηγώντας το χεράκι μου που τις χάιδευε. Έπειτα πήρα την ξύλινη σκάλα, την ακούμπησα στο χοντρό κορμό της γριάς μουριάς που ήταν στη μέση της αυλής και χρόνια τώρα δέσποζε περήφανα προσφέροντάς μας μπόλικη σκιά για να καθόμαστε το μεσημέρι που έσκαγε η γη από τη ζέστη και άφθονα, νοστιμότατα μούρα για ένα μήνα. Μέρες τώρα παρακολουθούσα τα μούρα να μεγαλώνουν, να ασπρίζουν παίρνοντας ένα ελαφρό ροζ χρώμα στην άκρη , σημάδι ότι ωρίμασαν, να γίνονται ζουμερά και μαλακά. Τότε ήταν που ήταν νοστιμότατα. Μόλις ανακάλυπτα ένα τέτοιο μούρο ώριμο, ήξερα ότι από την επόμενη μέρα η μουριά θα ήταν φορτωμένη ώριμα γλυκά μούρα. Αυτή λοιπόν η ώρα το πρωί είχε γίνει η πιο ωραία στιγμή της ημέρας. Ούτε γάλα φρέσκο, ούτε μέλι, ούτε το ζυμωτό ψωμί της γιαγιάς και τα «πισία της», ούτε ακόμη και το χτυπητό αυγό του παππού με συγκινούσε . Αυτή η ώρα η πρωινή ήταν η ώρα των μούρων. Κρύα κρύα απ’ τη δροσιά της νύχτας, καθαρά καθαρά, φρέσκα φρέσκα. Σκαρφάλωσα σαν κατσίκι από κλαδί σε κλαδί μέχρι το πιο ψηλό κλωνάρι. Με έθελγε να νοιώθω ότι δεν υπάρχει κλαδί που δεν μπορώ να κατακτήσω. Τα χαμηλά κλαδιά τα άφηνα να τα τρυγήσουν η γιαγιά, ο παππούς, η θεία, όσοι τέλος πάντων δε μπορούσαν να σκαρφαλώσουν στο δέντρο. Άρχισα να τρώω ένα ένα, δυο δυο, τα μούρα. Τι ευτυχία! Όταν άρχισα να χορταίνω, θέλησα να κάνω πλάκα στη γιαγιά και στον παππού, όπως πάντα. Γνωρίζοντας πόσο πολύ με αγαπούσαν το έβλεπα σαν παιχνίδι να τους κάνω να ανησυχούν μερικές φορές. - Γιαγιά, γιαγιά, γιαγιάκα, κοίτα με! Έβγαινε η γιαγιά στο μικρό μπαλκόνι του σπιτιού και προσπαθούσε να με διακρίνει ανάμεσα στα φυλλώματα του δέντρου από όπου ακουγόταν η φωνή μου. Έτρεμε ασφαλώς το φυλλοκάρδι της σαν με έβλεπε εκεί ψηλά ανεβασμένη. - Πουλόπομ’ κατήβα αφκά, χα ρού ιζς. Γλήγορα κάτω, λέγω σε. Πολλές φορές ανακάτωνε τα ποντιακά που έβγαιναν αυθόρμητα από το στόμα της
69
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Ξύπνημα στο χωριό Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου
– έτσι άλλωστε μιλούσαν μεταξύ τους- με τα ελληνικά που έμαθαν εδώ όταν ήρθαν πρόσφυγες. Σίγουρη εγώ για τις ικανότητές μου και χωρίς συναίσθηση του φόβου και του κινδύνου ίσως, συνέχιζα να πάω από κλαδί σε κλαδί κατεβαίνοντας γιατί δεν ήθελα για πολύ να την κάνω να στενοχωριέται και να φοβάται. Έπειτα για να τους ευχαριστήσω, και το έκανα πάντα σχεδόν αυτό κατέβαινα κάτω, άπλωνα ένα μεγάλο μουσαμά πάνω στο χώμα με τα χόρτα, ξανανέβαινα στη μουριά και πατώντας γερά και κρατώντας τα κλαδιά τα τίναζα για να πέσουν τα ώριμα μούρα κάτω. Έπειτα έπαιρνα ένα μεγάλο ταψί και το γέμιζα μούρα διαλέγοντας τα πιο γερά και μεγάλα. Μου άρεσε πολύ να μαζεύω χωριστά τις χρυσουλίνες όπως έλεγα τα χρυσοπράσινα σκαθαράκια που μαζεύονταν πάνω στα μούρα. Λαίμαργες κι αυτές είχαν ανακαλύψει τα νόστιμα μούρα και κατασκήνωναν επάνω τους ευτυχισμένα. Νόμιζα πως μάζευα αστεράκια στα χέρια μου. Με γαργαλούσαν τα ποδαράκια τους καθώς προσπαθούσαν να ξεφύγουν απ’ τα δεσμά της μικρής χούφτας μου. Ύστερα την άνοιγα και ένα ένα άνοιγαν τα λεπτά φτερά τους που ήταν κρυμμένα κάτω από την χρυσοπράσινη πανοπλία τους και βουίζοντας σα να με ευχαριστούσαν πέταγαν μακριά. Και γω ένοιωθα ευτυχία γιατί είχα έστω για λίγο κρατήσει κάποια αστεράκια στα χέρια μου. Έπειτα έπαιρνα το ταψί με τα μούρα και έτρεχα στον παππού και τη γιαγιά φωνάζοντας - Γιαγιά, παππούκα, σας έφερα μούρα. Τα άφηνα μπροστά τους ευτυχισμένη γιατί τους πρόσφερα και γω κάτι, γιατί ήμουν το εγγόνι τους, γιατί μου χάριζαν τα πιο ωραία καλοκαίρια, γιατί ήταν τόσο ωραίο το πρωινό ξύπνημα στο χωριό. Μ’ αγκάλιαζε η γιαγιά χαρούμενη. - Λελεύω σε, πουλόπομ’!
70
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔOKIMIO Ελληνική Γλώσσα
Η Ανθρώπινη Σκέψη Δρ Δημήτρης Καραλής Νότιος Αφρική
Σχεδόν απ’ τα παιδικά μου χρόνια είχα συνειδητοποιήσει την επίδραση της σκέψης πάνω στην ατομική πορεία του ανθρώπου, κι απορούσα για την ελλιπή ενημέρωση και άγνοια από γονείς, σχολειά και κοινωνία. Πως είναι δυνατόν, αναρωτιόμουν, μια τέτοια οφθαλμοφανή νοητική επίδραση πάνω στη ζωή μας να παραμένει εντελώς απαρατήρητη; Τίποτα στη ζωή δεν έρχεται τυχαία χωρίς να το φυτέψομε στον νου και στις πράξεις μας πρώτα. Πλούτη, φτώχια, ευτυχία, δυστυχία, επιτυχία, αποτυχία, πνευματική ανάπτυξη κι ότι άλλο παρέλειψα, είναι όλα προϊόντα του μυαλού μας. Γινόμαστε δηλαδή αυτό που ζούμε νοητικά και θερίζομαι πάντα με ακρίβεια τον καρπό μας. Τύχη και εξωγενή εύνοια για προκοπή και ευτυχία στη ζωή είναι μόνο άκαρπες κραυγές της άγνοιας. Η άγνοια, λέει ο Πλούταρχος, κάνει τον άνθρωπο δογματικό, δυσανεκτικό και άφρονα χαρακτήρα. Κλείνει το νου και την ψυχή του από κάθε φωτεινή αντίληψη, σαν τα εγκλωβισμένα στρείδια στα κοχύλια τους. Ο φανατισμένος νους δεν παράγει τίποτε αξιόλογο στην κοινωνία, παρά μόνο ζήλια, φθόνο, έχθρα και συχνά αποτρόπαια εγκλήματα. Σαν τα βαλτώδη χώματα που δεν παράγουν τίποτε φαγώσιμο στην ανθρωπότητα, παρά μόνο φίδια, βατράχια, κουνούπια, βδέλλες και άχρηστα παλιόχορτα. Αντίθετα, ο καλλιεργημένος ανεκτός νους δίνει πνοή και έμπνευση στην κοινωνία και ξαστερώνει τους ορίζοντες να δουν τα μάτια της ψυχής λιγάκι παραπέρα. Μιλώντας για γνώση και ανάπτυξη δεν εννοώ βέβαια το ακαδημαϊκό μας παραγέμισμα, αλλά την προσωπική πείρα που περισυλλέξαμε στη πορεία της ζωής μας. Η ακαδημαϊκή πολυμάθεια καταστρέφει τις περισσότερες φορές την ενδοψυχική έλξη για πραγματική κατανόηση κι ανάπτυξη. «Πολυμαθή νοον έχει ου διδάσκει» δηλαδή η πολυμάθεια δεν διδάσκει κατανόηση, έλεγε ο Εφέσιος Ηράκλειτος. Δεν είχε επίσης και πολύ άδικο ο Άγγλος στοχαστής William Hazlitt όταν έλεγε: «Eαν τελείωσες όλες τις ανώτατες σπουδές σου και δεν έγινες ανόητος τελικά, γλίτωσες από τρίχα φίλε μου». Όταν ο νους παραγεμίζετε υπερβολικά με ακαδημαϊκές γνώσεις, τότε τίποτε χρήσιμο δεν μπορεί να μπει η βγει από μέσα προς τα έξω και αντίστροφα. Η υπερβολική ακαδημαϊκή σπουδή δημιουργεί καινούργιο νοητικά υβρίδια που τα λέμε ‘αθεράπευτη ακατανοησία’. Τώρα για να αποφύγω τυχόν αναθέματα για ότι είπα παραπάνω, από τους φίλους μου ακαδημαϊκούς, θα κάνω κάτι που κάνομε και στα μικρά παιδάκια όταν κλαίνε. Τα δίνομε καραμέλες να σταματήσει η οργή και τα δάκρυα τους. Με άλλα λόγια, δεν φταίνε τα ακαδημαϊκά σχολειά για τους πολυάριθμους ανόητους που παράγουν εκεί μέσα, αλλά η βεβιασμένη και λανθασμένη τους εκπαίδευση που καταστρέφει τους νέους στα πιο δημιουργικά τους χρόνια. Η ελλιπή προώθηση να σκεφτούν σωστά και ελεύθερα, γίνεται συνήθως η αιτία για το λανθασμένο προσανατολισμό στη ζωή τους αργότερα. Πίσω πάλι στο αρχικό μας θέμα, ‘ΤΗ ΣΚΕΨΗ’, για μη χάνομε καιρό. Η ανθρώπινη ανάπτυξη είπα παραπάνω, είναι προϊόν της αυθόρμητης σκέψης και πράξης στη ζωή. Γινόμαστε δηλαδή προϊόντα της εσωτερικής μας νόησης και εργασίας
71
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔOKIMIO Ελληνική Γλώσσα
Η Ανθρώπινη Σκέψη Δρ Δημήτρης Καραλής
Καθ’ ένας κουβαλάει στο πρόσωπό του αυτό που σκέφτεται και επαγγέλλεται στη ζωή του. Σύγχυση για αναγνώριση χαρακτήρα σπάνια γίνεται, ούτε ακόμα κι από αόμματους. Ξεχωρίζουν οι ειλικρινείς, αγαπητοί και πειθαρχημένοι χαρακτήρες, απ’ τους ανειλικρινείς, και απειθάρχητους, σαν πέρδικες με νυχτερίδες. Είμαστε οι αρχιτέκτονες του μέλλοντος και κανείς δεν μας έβλαψε η ευνόησε για την τωρινή μας μοίρα. Αναπτυσσόμαστε με τον κοσμικό νόμο της ακρίβειας και όχι με τα αυτοσχέδια ψευτοτεχνάσματα. Κάθε νοητική και σωματική μας πράξη τιμωρείται η αμείβεται ανάλογα μ’ αυτό που της ανήκει. Η επαγγελτική προκοπή και ευτυχία στη ζωή είναι η συνολική απόκρουσης πολλών καλών πράξεων στη πορεία μας. Σαν τα αναρίθμητα αστεράκια τ’ ουρανού, που κάνουν τον αχανές γαλαξία να λαμποκοπά διάπλατα τα βράδια στα ουράνια. Αντίθετα, κάθε αποτυχία και απογοήτευση στη ζωή, είναι οι μαζεμένες εγωκεντρικές πράξεις που απόσβησαν και το τελευταίο κερί να φωτίσει τη παραμικρή μας επιτυχία. Χαμένες πάνε οι προσπάθειες να κρύψει κάποιος τις κακές πράξεις στη ζωή του, διότι ωριμάζουν μόνες τους αγάλι, αγάλι και ξεπροβάλλουν με την φωνή του κεραυνού μια μέρα. Η ανθρωπότητα δικαιούται να μάθει για ότι πράξαμε κρυφά στα αμπαρωμένα μας σπιτάκια. Λίγα παραδειγματάκια εδώ νομίζω είναι άκρως απαραίτητα. ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΖΗΜΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ 1. Ζωώδες σκέψης, κρυσταλλώνουνε σε τραχύτητα και οδηγούν σ’ αρρώστιες και δυστυχίες αργότερα. 2. Σκέψεις φθόνου, ζήλιας και κακίας, καταλήγουν σε απώλεια νευρικής ενέργειας και χάσιμο εμπιστοσύνης απ’ την επικοινωνιακή ανθρωπότητα τελικά. 3. Αμφιβολία, φόβος και αναποφασιστικότητα, κρυσταλλώνουν σε αδυναμία και άνανδρη συμπεριφορά που οδηγούν σ’ αποτυχίες γενικά. 4. Τεμπέλικες σκέψεις οδηγούν σε ακάθαρτη σωματική συνήθεια που καταλήγουν σε νοητικές και σωματικές αρρώστιες, καθώς και στην ζητιανιά πολλές φορές. 5. Μίσος και κακολογία, οδηγούν σε χρόνια νοητική συνήθεια που καταλήγουν σε εχθροπραξίες, μοναξιά, σωματικές αρρώστιες και στα δικαστήρια πολλές φορές. 6. Εγωκεντρισμός και συμφεροντολογία, οδηγούν στη κακό- συνήθεια αρπαγής και πλέκουν το χαρακτήρα του αποκρουστικού βρικόλακα. ΘΕΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ 1. Αγνές σκέψεις, οδηγούν στη σωφροσύνη, αγάπη και αυτοσυγκράτηση, που καταλήγουν σε σωματική και ψυχοδιανοητική γαλήνη. 2. Κουράγιο, αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα, οδηγούν σε ηγετικές πρωτοβουλίες, που φέρουν την επιτυχία, προκοπή και ανεξαρτησία. 3. Νοητική και σωματική ενεργητικότητα, φέρουν τη διανοητική και σωματική υγεία μαζί με την παραγωγικότητα ως αξιότιμη αμοιβή. 4. Πραότητα, αθυμία και συγχώρεση, οδηγούν σε χαρακτήρα λεπτότητας και σε προστατευτική ασπίδα αγάπης απ’ την παρατηρητική κοινωνία.
72
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔOKIMIO Ελληνική Γλώσσα
Η Ανθρώπινη Σκέψη Δρ Δημήτρης Καραλής
5. Αγάπη και αλληλεγγύη, οδηγούν στην οικογενειακή και κοινωνική αρμονία που καταλήγουν σε αξιοζήλευτη διάπλατη προκοπή. 6. Ανοικτές και προοδευτικές σκέψεις, οδηγούν στην διανοητική και πνευματική άνθηση, που ολόκληρη η ανθρωπότητα ωφελείται και ευγνωμονεί αιώνια. ‘Ο τροχός της πρόνοιας γυρίζει γράφοντας χωρίς καμιά παράληψη. Όλες οι σκέψεις και πράξεις μας βλαστούν σταθερά στα γόνιμα εδάφη του. Κάθε πράξη μας γράφεται με φλεγόμενα γράμματα πάνω στην πόρτα της αιωνιότητας. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, αφαιρέσει η ξεφύγει τις πράξεις του. Καμιά προσευχή, νηστεία και μετάνοια μπορεί να τις αλλάξει. Αυτός που βάζει τα χέρια στη φωτιά, πληρώνεται πάντοτε με εγκαύματα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις νοητικές μας σκέψεις. Μίσος, ζήλια, φθόνος, αντιδικία, φοβία και συκοφαντία, είναι φωτιές που ΚΑΙΝΕ. Ελπίζω κάποια μέρα, γονείς, σχολειά και κοινωνία, να διδάξουν πρόωρα την τρανή τούτη αλήθεια στα παιδιά τους. Νωρίτερα ακόμα κι απ’ το αλφαβητάριο θα ‘λεγα. Τότε μόνο και όχι νωρίτερα , θα αισθανθούμε πιο ασφαλείς σαν κοινωνία και, σίγουροι για το υδρόγειο ταξίδι μας. Χωρίς την ανάγκη προστασίας από αστυνομίες, πολεμικές βιομηχανίες, δικαστικά μέγαρα, φυλακές ντροπής και την παγκόσμια φτώχια στο κατώφλι. Μια φτώχια που βασανίζει και μαστίζει αιώνες τώρα τα τρία πέμπτα του πλανήτη μας.
73
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔOKIMIO Ελληνική Γλώσσα
Απλές σκέψεις... αυτοπροσδιορισμού Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Ζούμε σε μια εποχή της «ευκολίας». Έτσι θα έλεγαν οι γονείς και οι παππούδες μας. Όλα σχεδόν αυτοματοποιημένα. Πατάς ένα κουμπί και πλένεις ένα σωρό από ρούχα. Χάθηκε η εποχή που το πλύσιμο στο ρέμα ή στο ποτάμι ήταν μια σύναξη χαράς, μια έξοδος, μια επικοινωνία. Το σιδέρωμα ήταν μια δύσκολη αλλά ρουτινιάρικη διαδικασία. Να κάνεις κάρβουνα, να τα βάλεις στο σιδερένιο σίδερο και κάθε τόσο να το κουνάς πέρα δώθε για να διατηρούνται αναμμένα. Δίπλα ένα τάσι νερό, όπου βουτάς το χέρι και το τινάζεις πάνω στα ρούχα για να σιδερωθούν καλύτερα. Και όλη την ώρα του σιδερώματος να τιτιβίζεις με τα παιδιά σου, με τις γειτόνισσες, να ρουφάς τα απλά νέα της γειτονιάς και της κοινωνίας γενικότερα και να λάμπεις από ηρεμία. Τώρα αντίθετα το ηλεκτρικό σίδερο μπαίνει στην πρίζα – έχει και αυτόματο ατμό – και σύ, εγώ, καθισμένοι, συνήθως, μπροστά στην τηλεόραση καταπίνουμε απροβλημάτιστα ό,τι άχρηστο έχει να μας σερβίρει, δίπλα σε ένα βουνό από ρούχα που βιαζόμαστε να τα τελειώσουμε γιατί μας περιμένει κι αυτό και το άλλο να κάνουμε. Πικρό το τίμημα της ευκολίας και της κούφιας εμμονής για άκρατη κατανάλωση. Ένας κύκλος αγώνα άγχους σε κάθε κύκλο που κάνει το ρολόι. Κι οι δυνάμεις της άμυνάς μας αδυνατούν ολοένα καθώς νιώθουμε ότι χτίζουμε καθημερινά «γιοφύρια της Άρτας» που μέσα σε λίγο διάστημα γκρεμίζονται και πρέπει πάλι απ’ την αρχή. Αφήνουμε τη χαρά μας εγκλωβισμένη στο χρόνο, την επικοινωνία με τα παιδιά και τους δικούς μας φυλακισμένη στο τικ τακ του ρολογιού μας, που στέκει εκεί σαν κακό αφεντικό των υποχρεώσεών μας που οικειοθελώς υιοθετήσαμε. Η νίκη στον καθημερινό αγώνα για κολλαρισμένα σεντόνια, για πολύπλοκα φαγητά, για ατσαλάκωτα, ατέλειωτα ρούχα, για άψογο ντύσιμο, μαλλί, για τυπική άψυχη και άχρωμη αντιμετώπιση ανθρώπων και καταστάσεων που συμπορεύονται με τη ζωή μας, η νίκη αυτή πάνω στα υλικά πράγματα που τα κατακτούμε με ευκολία, έτσι νομίζουμε, η νίκη αυτή δεν είναι ούτε δικαίωση, ούτε επιτυχία. Θέλω να μη βρίζω, προσβάλλω, κατακρίνω χωρίς λόγο το συνάνθρωπό μου. Τα οράματά μου να μην είναι όπλα καταστροφής, αλλά γέφυρες επικοινωνίας και πηγές χαράς. Δε θέλω να προσκυνώ το χρυσό μοσχάρι των Εβραίων, ούτε να είμαι εγώ το χρυσό μοσχάρι στην ανθρώπινη έρημο των σύγχρονων χωριών και πόλεων. Καιρός να χαλάσουμε τις σχέσεις μας με το ρολόι και να ερωτευθούμε τη σχέση μας με την ψυχή μας. Να εγκαταλείψουμε τη σχέση μας με τις άχρηστες υποχρεώσεις μας και να δώσουμε βάθρο στις σχέσεις μας με τους δικούς μας. Να παραμελήσουμε τα ηλεκτρικο-ηλεκτρονικά κουμπιά που ροκανίζουν την ηρεμία μας και να βρούμε τα κουμπιά της αγάπης, της επικοινωνίας, της ανθρωπιάς μας.
74
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔOKIMIO Ελληνική Γλώσσα
Απλές σκέψεις ...αυτοπροσδιορισμού Eυαγγελία - Αγγελική Πεχλιβανίδου
Καλύτερα απ’ το να είμαι Mercedes, να είμαι ένα μικρό van γεμάτο φωνούλες, γέλια, ηρεμία και ελπίδα. Καλύτερα απ’ το να είμαι βίλλα με δέκα φύλακες που κάνουν διάρρηξη στις απλές στιγμές μου, να είμαι καλυβόσπιτο γεμάτο γλυκειά ζεστασιά και ανθρώπινη παρουσία.
Δε θέλω έναν «κενοκρόταλο» αγώνα μέσα από ένα «προσωπείο». Θέλω –εγώ, εσύ, όλοι μας- να έχω τα ειλικρινή μάτια, τα αληθινά λόγια, τις ανθρώπινες εκφράσεις ενός Προσώπου.
75
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
In Rome: An Eternity and a Pearl! Justine Frangouli Canada to Evaggelia and Kiki, for their courage!
Alone, alone at last in Rome, city of eternal beauty. With a huge secret hidden in her chest, she relishes this walk through Rome. Leaving the Via Venetto behind her, she heads downhill, running like a little girl. Every now and then she turns around to gaze at the dignity of the noble buildings on the ancient avenue. Her eye greedily drinks in the magnificent hotels, then her mind runs again to strange thoughts as her gaze swings back to the entrance of the Villa Borghese, at the Belissarus gate. What a story, those Borgheses! She feels light-hearted now, at suddenly finding herself in Rome, if only for five days, far from the deeply saddened gaze of her husband and her girlfriends’ compassionate air. In recent weeks they’ve been treating her like a porcelain doll they’re afraid might break at the slightest touch. It all started with her annual visit to the hospital for a mammogram, which she’d had done every year since she turned forty. But since that day, the story had developed into a regular thriller for the unsuspecting Lia, mother of four, monogamous and happy wife of Hercules Anagnostopoulos. It never even occurred to her that her quiet life might be shaken up so unexpectedly, with no warning, in such a sudden and unforeseen way. The gynecologist called her in to have the test repeated, because he’d seen something odd in the results, something that made him slightly suspicious. From there Lia went on to have a sonogram, then quickly found herself under the biopsy knife. The problem needed to be diagnosed. A tiny thing no bigger than a chickpea, the doctor told her; that was her enemy. She had to fight to conquer it, and not let herself harbor the slightest doubt. That’s why she had to submit to the catharsis of surgery. —I advise you, Mrs. Anagnostopoulos, to think nothing of it. At any rate, you’ve already completed your biological cycle. You’re the mother of no less than four children. The gynecologist made his report with Hercules in the room; her husband had come with her to the doctor’s well-appointed office for moral support. One in ten women are afflicted, the doctor continued, but most cases are curable. She had no reason to fear. Hercules turned even paler, and covered his face with both hands. None of them dared mention her illness by its name, not she, not her husband, not even the doctor. A nameless mass, a little chickpea that needed to be conquered, with only a simple aesthetic price to be paid. That’s how the whole scenario presented itself to Lia. Now, on the Via Venetto, under the bright spring sun, she turns it all over in her mind, all those events that had unfolded so quickly. She feels like her body is leaning to the right, because something is missing. From the beginning she had struggled against the unfavorable news. Why had this happened to her? Why did she have to be that one in ten? She had done everything
76
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
In Rome: An Eternity and a Pearl! Justine Frangouli
according to plan, just as the statistics dictated. She married Hercules at 25, and together they had passed a quiet life full of small daily pleasures. She had brought four children into the world, two boys and two girls. She breast-fed them all for months, as nature had designed. She didn’t blame the children, she’d had plenty of nourishing milk to give. And what did it matter if after each birth her breasts wrinkled and sagged a bit more? How her perfect breasts had suffered! She never once complained of the pains she had felt while nursing. She accepted her repeated pregnancies uncomplainingly and raised her children with abundant love. She took joy in their joys, she suffered when they did. Yiorgos was already seventeen, Maria fifteen, Aggeliki twelve and Aris nine. A harmonious group of children who filled her days and her dreams. She had come here to Rome to escape. She had come to shake off the sorrow that permeated her surroundings. She had come to conquer her fear of the unknown. She’d hoped that by sacrificing one part of her femininity she would be able to buy her way back into life. That’s what was at stake, not just for herself but for Hercules and the children. She doesn’t torment herself with sorrow, just lets her gaze run over the beauties of Rome. She sits on the steps of Piazza de Espania and enjoys this timeless city from above. What an amazing architectural fabric, woven together out of the threads of so many centuries! She spots the dome of the Vatican, while a thousand thoughts whirl around in her head. She walks down toward Via Frattina, Via Condotti, then stops short in front of the gleaming window display at La Perla. Without a second thought she steps through the door of the famed Italian underwear store. All these years, she never even dared touch one of La Perla’s lace masterpieces, because they belonged to the life of luxury. Not that they’d ever found themselves in economic difficulties. Hercules had a thriving business selling electronic appliances, and they never lacked for anything. But Lia didn’t think it right to buy lace frivolities when she could deposit the money in the bank for tomorrow. Who knew what tomorrow might bring? Besides, they had four children to put through school. But all of a sudden she isn’t thinking that way. It’s as if she’s lost all sense of rationality. She wants to buy herself a few lace bras. She wanders around the store with an air of certainty. She approaches the stunning display of exquisite samples. She chooses five particularly fine pieces, a red bra of airy chiffon, a white one that looks made of daisies, a soft pink bra, one the color of cyclamen, and a sexy bra of seethrough black tulle. She writes down her size for the saleslady because she doesn’t know a word of Italian and the woman doesn’t seem to speak any English. She steps into the luxurious fitting room with an air befitting the beautiful woman she’s always been. She takes off her blouse with soft motions. An enormous fulllength mirror stands before her, but this time she has no intention of trying to escape. Instead, she looks at her chest reflected there, as if to spite the surgeon’s knife. The right breast whole, the left in a padded case.
77
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
In Rome: An Eternity and a Pearl! Justine Frangouli
At home after the surgery, she’d always turned her back on the mirror so as to keep from having to see. She even made Hercules get rid of her wooden dressing table with her jars and creams, as if doing so might allow her to forget the amputation of her femininity. As if she could exorcise the illness. Now she stands there and tries on the five bras, one by one. First she tries on the red one, which would go well with her purple backless dress. She had worn that dress to a gala evening with a black bra that had shown through. But at the time she had resigned herself to it, since she didn’t want to spend money on vanities. She puts the red bra aside to buy. Then she tries on the one with the daisies. She’ll keep it, because it makes her breast look like it’s in the middle of spring, even with half of it missing. The pink bra shows off the soft coloring of her skin, so she’ll take that one too. And cyclamen has always been her favorite color. How could she say no to that one? Now she’s reached the black one, the sexy see-through one. She puts it on and suddenly feels a wave of melancholy wash over her. She’d never bought that kind of sexy bra before because she believed they were for flighty women. But now she feels an unconquerable attraction to this piece of underwear, which she once would have looked on with disdain. It almost seems now like a ticket to a kind of happiness she had never discovered in all her years as a wife, mother, and housewife. She takes all five to the register, carrying them gently like valuable finds. —Le piacce tutto? the cashier asked her in Italian. She doesn’t understand the language, but she nods yes. She’s going to buy them all. How much are they? she wonders. All of a sudden she’s caught in a strange panic, her mature face breaks out in a sweat. 600 euro, the cashier writes on a slip of paper. They communicate in the international language of numbers. And, she thinks, the euro has made the exchange even easier. Her momentary panic over the price fades. She pulls the money out of her worn wallet and takes the receipt. The saleslady has prepared a beautiful, shiny bag for her with the name of the store written on it in big black letters. The objects of her desire are wrapped in a cyclamen-colored, soft paper that smells of spring. She thinks of her girlfriends in Athens and how they would giggle each time they bought some new piece of underwear. She used to look down on them for that, but today she completely understands! —E’ molto bella! The polite girl holds the shop door open for her. She seems to have understood that last word. The saleslady told her that she was bella, beautiful. The compliment pleases her, she savors it just as she does the sight of all those shop windows spilling over with beautiful clothes made of fine Italian fabrics in the latest styles. Today she looks at these elegant items with a new eye, as if all of her senses had been awakened, even those extra senses of feminine frivolity that she had pushed to the back of her mind for so many years.
78
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
In Rome: An Eternity and a Pearl! Justine Frangouli
Tonight she will eat alone in the Café de Paris, right at the heart of Via Veneto. She will wear her new red bra, and over it her red suit, the colors perfectly matched. For the first time everything will be matching, inside and out. She smiles at the thought of fastening her sad secret into an expensive brassiere. Hercules won’t be with her; she had shut him out of this redefinition of her existence. The idea of this trip had come to her in a moment of inspiration the previous week. She had taken some of the money she had been saving up, gone to their neighborhood travel agency, bought a package ticket to Rome, hotel included, and simply informed him of her decision. She could no longer bear the absolute sorrow she’d seen in his gaze in recent weeks. It was as if that gaze pressed into her, pushing on the empty space where her breast used to be. But on her return to Athens, perhaps she will show him the expensive things she bought on her trip to Rome. Perhaps she will call him into the bedroom and show him the contents of her suitcase, filled with treasures gained from her quick harvest of this timeless city. Perhaps she will whisper in his ear that she is still a woman in all senses of the word. Or perhaps not?
79
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
The Enemy Manolis Aligizakis Canada
80
Slow afternoon. Five o’clock and most drivers snooze in the taxi stands. Suddenly you hear the dispatcher calling one number repeatedly until the driver wakes up and gets his trip. “Red 23, red 23, where is car red 23? I have you on the blue stand, red 23.” “Red 23.” The answer comes from the driver. “Well. You’re with us, aren’t you? Abbotsford Hotel to the airport.” “Roger.” ‘He’s lucky to get an air-porter,’ I think, wishing that I could get one like that. But as I cruise from the Georgia Hotel to the blue stand I realize someone else is there already and since I don’t want to be second on the line I prefer to drive down to Hastings Street, turn right, then another right on Howe Street and slowly I arrive at the Four Seasons Hotel. I’m first on line and I book on the stand immediately. “79, Four Seasons.” “Roger, 79” A quick look toward the lobby reveals a few people. Two couples standing to the left, laughing, one woman gesturing something to the other three who attentively listen…a couple in the middle of the lobby examine a brochure, a man with a short sleeved shirt and khakis walks toward the door. He comes out, lights a cigarette and suddenly our gazes meet half way between the hotel entrance and my stand. I smile. “Sir, you need a cab?” “Not now, but in an hour.” He says smiling back. “Where you need to go sir?” “To the airport. You want to take me?” “But, of course, sir, my number is 79. I’ll be here waiting for you. No need to call the office.” “Okay 79, we’ll meet here in an hour. I won’t call the office. But if you’re not here?” “I’ll be here. But if it happens that I’m too far, I’ll make sure I’ll send one cab for you right on the hour.” “It’s a deal, thank you 79.” He says smiling and goes out of the driveway to Howe Street headed for the Georgia. Now I wonder, are things going to turn out okay, so that I can take a couple of trips in this hour and then come and get this air-porter? But I leave everything to chance when I hear the dispatcher calling. “79, Georgia Hotel.” “Roger.” I start toward the Georgia Hotel and wonder why isn’t there any of our cars there. But I never question the dispatcher and when I get there the young couple want to go to West Vancouver. Excellent timing, I think, by the time I do this and come back, the airport trip will be just right. I drive carefully toward the Stanley Park and First Narrows when from the edge of the mirror I see my couple in the back seat fondling. What can a cab driver do in a case like this? I ask you people. But I turn my attention to the traffic and leave them fondling, what is it to me anyway? And where’s my mind to go when something
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
The Enemy Manolis Aligizakis
like this happens in front of my eyes? It goes somewhere, it jumps from thought to thought pointlessly, as though looking for something to do. And as I look at my watch, I notice that I’m doing good with my time. And as my thoughts become golden letters on the reddish dusk toward the Cypress Mountain where I’m supposed to drive this fondling couple, I clear my throat enough to wake them up and let them know we are almost at out destination. When there, five minutes later, the man pays me and embraces his sweetheart as they walk to the door. I turn my car around to head to the Four Seasons Hotel where my fare will be waiting at exactly twenty five minutes from now. I don’t even bother to book in the West End as I cross the Lions Gate Bridge so I let myself loose off the grip of the dispatcher. When I get to the hotel I find the man coming out of the lobby. I get his bag and placing it in my trunk I open the door for him. He gets in the back seat as happy as a young puppy. Someplace around 16th and Granville Street the conversation turns into where we come from and I state that I originate from Greece accepting the fact that he’s from someplace around here but he volunteers to tell me that he’s from Turkey. Oh, my God, why all the earth started to spin like a top? Ceaselessly making a buzzing sound like a swarm of bees bouncing off some glass jar? Endlessly hitting my two temples and turning me into a buzzing hatred? In what school was I taught this hatred? In what church was I turned into such a fanatic? How many eons of anger and slavery have I lived and why am I still in this step? How did my ancestors manage to come from the abyss and stand here in front of my eyes begging for deliverance? Why all this anger suddenly flooded my mind like an angry hornet in the middle of March that cares only to hurt me? 400 years of dead ancestry, innumerable maimed fighters and endless violated mothers, aunties and uncles rise from their graves and they surround my mind like vampires, readily dancing mid-air like ghostly apparitions and they thirst for blood, this man’s blood. They yearn for justice. They expect me to deliver it to them, am I not one of them? Isn’t the same blood running through my veins like theirs? Yes, everything depends on what I decide to do right at this moment against this infidel who rides in my cab and smiling tells me that they are a family of four, a wife and two kids and why do I have the urge to grab him by the throat and choke him to death? Why do I feel the blood rising in my head and only the violating of his wife or the daughter he doesn’t even have, will make me happy and perhaps even kill them all like they did to us Greeks for the years they occupied my motherland? Where all this knowledge is originating that we are the just and they’re the hatred bastards who we’re supposed to kill at first sight? Would it be called opportunity seized if I grabbed him by the throat and squeezed as hard as I could? Would my dead forefathers and violated foremothers rise from their deep graves and salute me? Would they start dancing again in front of my eyes glimmering with satisfaction from my eagerness to finish the good deed and give this barbarian the justice he deserves? Would all my ancient roots stand up here in the midst of Granville Street and salute me for the exceptional feat of gracing them with revenge?
81
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
The Enemy Manolis Aligizakis
Suddenly I come back from my emotional roller-coaster and I realize this man is my fare, he wants me to drive him to the airport, he’s my good fare for this evening and I live here, in Vancouver, my wife expects nothing more from me, my kids never asked for anything more but a bottle of milk and my love, what does this man have that I hate? Nothing. Then a crazy thought runs through my mind…Has he noticed anything different on me? Perhaps he smelled what went through my mind? I doubt that, yet I wonder. I ask his okay to light a cigarette and he offers me one of his. I take it. He offers me his lighter. I take it and light my cigarette. He slowly takes one for himself. His features look calm and serene. Like an angel. He makes not a single sound. There’re no words spoken for the rest of the trip. We share a cigarette together and it’s as though the worst enemies all of a sudden have agreed to a truce and the signing of the official document is about to be executed. We arrive at the YVR and I open his door. I hand him his suitcase. I accept his payment. The fare is 7.00 bucks and a good tip of 3.00. Somehow I need to shake this man’s hand, but I smile and stand awkwardly. As if knowing, he extends his hand and I shake it; he smiles. He knows what flew through my mind, yes, I feel it touching his hand, he knows very well. I don’t know why he does, and I don’t know why I feel so warm and happy, that he understands what politicians and others can do to simple people who care for their families and nothing more. Suddenly while driving away from the airport I feel tears coming down my cheeks and I raise my arm as though to hide myself from eyes of others who wouldn’t understand.
82
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
Hearth
Loula S. Rodopoulos Melbourne, Australia
‘Did you remember the garlic?’ ‘Forget the garlic Leo’, shrugs Chris, as he mixes lemon and oil on a saucer. ‘Try this year’s wine.’ Chris puts the saucer on the mantelpiece above the hearth and pours wine into two glasses. He adjusts his trousers as he manoeuvres his plump body onto a low wooden stool. He leans over the hearth and drags the two olive tree stumps closer over the flaming vine twigs. As the fire flares he rubs his hands together over the flames. Standing back from the hearth he leans across the table and opens a parcel of meat, a gift from Leo, containing a long string of sausages, spare ribs and pork chops rimmed in a thick layer of fat. Chris cuts the spare ribs into smaller portions and puts them aside. He flattens the pork chops leaving the fat. He scrapes the grill with a crumpled newspaper. Dipping a lemon half into olive oil he wipes it over the grill, shapes the string of sausages into a circle and places it on the grill. He perches the grill on the broken and blackened sandstone hearth ledge. ‘Here’s some garlic!’ White haired and gaunt, Leo grins as he pulls out two yellow knobs from his pocket, ‘Keeps the evil eye away!’ He sits on a rickety upright wooden chair at the dining table. His speech is excited, his cheeks flushed. Bachelors, Chris and Leo have been friends since their school days. When Leo arrived in the village square early in the morning he’d shouted up to Chris’s house, ‘I need a quiet day after last night’s bingeing.’ Chris, roused from his sleep, welcomed Leo with a yawn, ‘I played cards until four! I need more sleep! Come in, come in.’ As the coals settle Leo rolls a cigarette and lights it for Chris. Chris draws on it as he slides the balcony window open to a crisp morning. The view from the balcony stretches across valleys and mountains to the distant blue of the Corinthian Gulf. ‘Dennis won’t be back for awhile.’ ‘Your brother is back again! He visits every year now doesn’t he?’ ‘Yes I wish he’d return permanently. He’s good company even though he’s a pain sometimes.’ Chris moves back to the hearth where he crushes the garlic into a saucer with a knife and mixes it with lemon and oil. He spreads the coals flat with an iron poker and dips a long sprig of thyme into the dressing. He bastes the sausages before placing the grill on top of the coals. As the sizzling fat drips the fire flares. ‘Hey the sausages are burning! Why is Dennis a pain?’ Leo teases. ‘Leave it to me. I’m a master at this.’ Chris moves the grill aside and spreads out the coals again. ‘He’ll not be happy when he sees all this meat. Eat salads and fish he’ll say – and take long walks! You’ll see.’ Dennis pushes the front door open and enters the room. ‘Hi Leo you’re early. Look who else is here!’ Another man steps into the room behind Dennis. Chris and Leo greet the man warmly but look at him intently. ‘You don’t recognize me do you?’ The balding man is dressed in a dark suit with
83
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
Hearth
Loula S. Rodopoulos
open necked white shirt. He holds up his right hand revealing six fingers. ‘Oh, Saki, you’re the boy with the three thumbs! We went to school together. Come in, come in. You remember Leo?’ Chris offers Saki the stool by the hearth. ‘Here warm yourself. You’re just in time for breakfast.’ ‘Yes something smells good!’ Saki puts his mobile phone, cigarettes and lighter on the table and settles down by the fire. ‘Of course I remember Leo. We left the village around the same year.’ Leo nods. Dennis toasts the bread as Chris goes into the kitchen and brings out glasses, forks and serviettes. He bastes the sausages again then offers a sliced portion to each man on a fork. He fills the glasses with wine. Saki lifts his glass, ‘To this year’s vintage! To our good health!’ ‘How long have you been away Saki?’ Chris asks as a thick coffee brews on the coals. ‘This is my first trip back home after forty eight years.’ ‘Forty eight years! I lasted nine years in Australia. I hated working in factories.’ ‘You were lazy and a trouble maker Chris!’ Dennis frowns at his brother. ‘You didn’t work on assembly lines Dennis. Remember the strike at Fords? They treated us like robots!’ Chris turns his back to Dennis. ‘At least I did my military service here-you didn’t!’ ‘When you followed me to Australia you spent most of your time on the race tracks gambling. You returned here broke! What about you Leo?’ ‘I went to Canada when I returned with Chris from Australia. I work as a waiter there. I’ll get a Canadian pension soon.’ ‘Like me. I work in a restaurant near the twin towers. We saw it all. Dreadful, dreadful,’ Saki shakes his head, adding, ‘I plan to retire here. No family in New York.’ ‘I have no one in Canada. When my mother and sister were alive I came back for holidays. Now I’ll build a house here. We’ll be neighbours.’ Leo pushes a piece of sausage onto his fork, chews it slowly. He rolls a cigarette and offers it to Dennis. ‘No thanks Leo. You smoke too much.’ Dennis points to the over flowing ashtray and waves his hands through the haze of cigarette smoke that has built up in the room. Saki leaves the table and walks over to the balcony window. He turns his head upwards and stares at the monastery that overshadows the village. ‘Do you remember feast days in the monastery gardens?’ ‘Yes’, Dennis rubs his hands together, ‘it was wonderful; we’d share the food our mothers prepared. I can still smell the aroma of baking bread and stuffed vegetables.’ ‘Those days are gone. Out of bounds to the villagers now that the nuns have taken over from the monks.’ Chris joins the two men at the window. ‘Look some of our school mates are sitting in the square.’ ‘Let’s go down.’ Saki picks up his cigarette pack and lighter from the table. ‘Wait for me!’ calls Leo. Chris stands the charred olive stumps upright on the sides of the hearth and waits for Leo to return from the toilet. ‘In the meantime I’ll prepare the chook soup.’ Dennis moves into the kitchen. He takes out a large saucepan from a cupboard and starts to chop vegetables.
84
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
Hearth
Loula S. Rodopoulos
Chris, Leo and Saki teeter down the concrete stairs into the square and greet the other villagers. Panos, leaning on a walking stick, grabs Saki’s hand. ‘When did you arrive?’ ‘Panos! You’re the boy who teased me,’ Saki slaps him on the back, ‘I guess after so many years I should forgive you. You always teased me.’ ‘I’m sorry. You did well to leave. We rot in the village while you and Leo made a fortune overseas!’ ‘Can’t speak for Leo but no fortune for me and plenty of regrets. I never saw my mother and father again. I wasn’t here to bury them!’ Leo nods in agreement ‘Migration is hell, no family, no language!’ ‘Enough about migration! Who’ll win the elections? I’ll shout you all a ouzo.’ The men follow Saki into the café alongside the square. After drinking ouzo and chatting the men return upstairs to the house. Dennis has set the table with four cracked plates, clean glasses and a large bowl of salad. Chris reignites the fire by blowing on the coals and barbeques the spare ribs and pork chops. ‘Simple pleasures are the best.’ Leo says as he munches on a spare rib. ‘That’s what I tell my Canadian customers. Ash flavours meat better than fancy silver and crystal.’ ‘Are the customers friendly?’ ‘Oh yes Chris,’ interjects Saki, ‘plenty of action in New York even with three thumbs!’ Leo laughs, fills his glass with wine and raises it ‘Long live Shirley Valentine!’ The room is hot, heavily laden with the smell of soup mingled with nicotine smoke. The men are sleepy. ‘Hey’, Dennis says, ‘it’s not time for siesta yet. The chook is ready.’ ‘I can’t eat any more!’ Saki pats his protruding stomach. ‘Yes Dennis you’re always telling me to lose weight,’ Chris holds out a soup bowl. Dennis ladles the broth into the bowl and adds pieces of pinkish yellow flesh. He serves each man in turn. Leo chuckles as he prises some flesh off the drumstick with a fork, ‘It’s as tough as rubber.’ ‘Can’t eat this chef!’ Chris pushes his chicken pieces to the side of the bowl. ‘It’s been on the boil for hours. Our sister in law must have given us her oldest fowl. She’s a fiend!’ Dennis and Chris look at each other knowingly. ‘Oh well, it’s laid many eggs so why should we complain.’ Leo continues to chew hard on his drumstick. ‘Time for a walk’, Dennis calls out to rouse the others from their siesta,’ let’s go before dusk falls.’ Chris collects some empty soft drink bottles, plastic bags and a couple of knives. ‘We’ll cut greens.’ ‘Good idea,’ Leo says, ‘I’ll pick some lemons. I’m grilling fish tomorrow.’ ‘Leo, remember when we’d climb up the lemon trees and hide so that we could piss on the boys.’
85
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
Hearth
Loula S. Rodopoulos
‘Yes Dennis and when we’d steal the oranges from your godfather’s orchard.’ ‘A mean old bastard he was. He’d thrash us if he caught us.’ Chris opens the door and follows the others downstairs. The men tread the muddy dirt track past rows of pruned vines that throw intricate shadows on the ground as the sun sets. The air smells of animal droppings and chimney smoke. An occasional hew haw of a donkey echoes through the valley. ‘Sounds like an orgasm,’ Leo jokes. They hear the trickle of water. ‘The spring is still here’, Saki exclaims, as he stoops and cups his hand under the rusty tap. He gulps down several handfuls of water. ‘I miss this clean mountain water.’ Leo takes his turn to drink. ‘Drink up Leo,’ Dennis says, ‘you’ll be driving back to town soon. You need to sober up!’ Chris fills the bottles with water and leaves them at the side of the dripping tap. ‘We’ll pick the bottles up when we return.’ Dennis strides ahead of the others. The cackle of turkeys penetrates their ears. ‘They’re waiting to be fed’, Chris says as they reach a rocky slope that overlooks a poultry pen. ‘I thought that they were welcoming me home’, Saki takes a deep breath then sighs. ‘Yes its home alright.’ Dennis has slowed down to let the others catch up with him. ‘Then why don’t you live here Dennis?’ Chris shakes his fist at Dennis. ‘It’s not easy Chris. You know I have dual citizenship but family, work and home are there. Australia is a good country. So long as I can travel I’ll come back and forth. You could have done the same!’ ‘No! Life is better here. I did it my way as Sinatra says. I work the vines and harvest the olive trees. I have all I need, oil, wine, poultry, eggs, meat, fruit, nuts, vegetables, water and fresh air. No one tells me what to do.’ ‘That’s your problem! If you’d listened to me you’d be better off. You didn’t sell your shares when I told you too!’ ‘The government told us to sell our land and invest! They duped us!’ ‘Always blame someone else! You’re a gambler Chris! You’ll never change!’ Dennis walks off without a word to Leo or Saki. Chris sighs audibly. He hands Leo and Saki the plastic bags and knives and gestures to them to move off. ‘You’ll find asparagus and artichokes as well as spinach. I’m staying here.’ He sits on a rock and watches the two men disappear from sight and lights a cigarette. ‘Why do Chris and Dennis bicker all the time?’ Saki asks Leo. ‘Dennis is the second youngest brother. He witnessed Chris’s birth. He’s very protective of him but thinks he could have done better. Chris is only happy when he works in the fields but looks forward to his visits.’
86
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
PROSE English Language
Hearth
Loula S. Rodopoulos
Dennis relishes his time alone. In adolescence he and Chris trod the mountain tracks from the village to the school in the nearby town. The one way trek took over two hours. They knew every turn, every spring and every tree. Dennis hears the echoes of the voices across the valley as Saki and Leo gather greens. Dennis stoops under the chestnut trees and fills his pockets with shiny dark brown nuts. As mist blankets the landscape he walks back up the mountain track and finds Chris sitting alone. ‘Yia sou, little brother! Deep in thought as usual. Don’t worry, I know you’re right. I miss village life. Our paths took us in different directions. My ashes will be spread here. Come, let’s find the others. It’s getting dark,’ Dennis drapes his arm across Chris’s shoulder as they walk back up the track without speaking. Leo and Saki are waiting at the spring. They collect the water bottles. ‘There’s plenty of spinach Chris. Perhaps we should leave some for your sister in law to make a spanakopita.’ Leo swings the overfilled bags back and forth. ‘Good idea. She can make amends for the inedible chook.’ Chris and Dennis laugh. They reminisce about their mother’s culinary skills and how an older brother raided the cupboards on baking days-leaving little for the rest of the family. Darkness has enveloped the deserted square. Back at the hearth Dennis rakes the remaining embers and blows them back to life. He takes the chestnuts out of his pockets and pierces each one in turn with the tip of a sharp knife. When ash builds he scrapes it flat; places the chestnuts in the cleared space and covers the nuts. Chris fills some glasses with water. As the chestnuts burst they sound like fire crackers. Dennis hands out the seared delicacies. The men break open the blackened and cracked husks tossing the nut between their hands until it is cool enough not to scorch their lips. ‘Well Chris’, Dennis says, ‘if you hadn’t left Australia and built this house, we wouldn’t be having such good times.’ ‘Here, let’s drink a farewell toast and wash down the ash,’ Saki, his face a glowing red, lifts his glass. They clink glasses. ‘To the next forty eight years’, Leo, his speech slurred, flicks the ash from his cigarette into the cinders.
87
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Θέατρο
Τheatre Teatro
TEATRO Lenguaje español
El suicidio de los géneros
{Comédia mínima en un solo acto}; Ruth Sancho Huerga
Melbourne, Australia
Interior de la imprenta de Gutenberg en la ciudad de Magúncia. Es el día 23 de Abril del año "int [] array = {...,...,...};" Una neblina de polvo envuelve los pocos muebles de época que todavía se conservan en la instancia, creando un ambiente de ensueño atemporal. Las paredes sollozan manchas de humedad que se han ido acumulando a lo largo de los siglos, como trazos de acuarela sobre el lienzo de la historia. A través de una ventana entra la luz de un sol recién amanecido convirtiendo la estancia en un cuadro iluminado por el Renacimiento [i] o el Romanticismo [i], for (int [i] = escenógrafo;. Hamlet, sentado sobre una mecedora, se balancea mientras juega con su teléfono htc. Orlando, sentado/a sobre una alfombra china, anota pensamientos y escribe en el teclado de su nuevo portátil. // La escenografía puede canviarse a través de una Kinect Xbox; HAMLET . - Llega tarde. ORLANDO. - ¿Tarde, para qué? HAMLET . - Te lo diré en cuanto llegue. Beatriz, vestida con traje de noche sensual y con maquillaje sobre sus labios de un rojo erótico, irrumpe en la estancia. HAMLET.
- LLegas tarde.
BEATRIZ.
- Te he mandado un mensaje.
HAMLET.
- En el profile del facebook. Que poco tacto.
BEATRIZ.
- ¡Por el amor de Dios, no te pongas dramático!.
(Se acerca a Orlando y le/la besa con pasión). Te amo.
HAMLET.
- (susurrando) Traidora.
ORLANDO. - (aplacando su dolor) Es prosa poética, no es nada personal. (pausa) BEATRIZ.
- Bueno, ¿y bien?
HAMLET.
- Quisiera que lo que se va a discutir aquí quedara entre nosotros.
(silencio) HAMLET.
89
- Entre nosotros... tres.
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
TEATRO Lenguaje español
El suicidio de los géneros {Comédia mínima en un solo acto}; Ruth Sancho Huerga
ORLANDO. - Oh, claro. BEATRIZ.
- Sí, claro.
Hamlet, Beatriz y Orlando apagan sus objetos electrónicos: móbiles, portátiles, tabletas digitales, e-books, etc. Trás quedarse completamente solos, Orlando y Beatriz se sientan respectivamente en dos sillones en forma de trono para escuchar y observar a Hamlet, que situado delante de ellas en actitud trágica, se dispone a revelar, en forma de monólogo, el motivo por el que les ha convocado. HAMLET. - 'Querida Beatriz y Orlando... amigos/as míos, hermanos/as, compañeros/as. Bien sabeis que durante todos estos siglos de existencia ha sido larguo y difícil el camino, sin embargo, siempre hemos luchado para coseguir mantenernos en el lugar que nos correspondía. Desgraciadamente, no puedo decir lo mismo de esta nueva era en la que nos adentramos. Nuestra situación ha llegado a límites insospechados. Estamos acabados. Las editoriales quiebran, los teatros cierran, y para qué hablar de la poesía. No me mires así Beatriz, dejémonos de metáforas y misticismos. La realidad es ésta. El dragón digital nos está devorando, pero todavía nos queda una última tentativa para marcharnos con dignidad. (Empuñándo su daga y alzándola) ¡Seamos héroes!. ¡Uníos a mí y acompañadme en un suicidio colectivo!. ORLANDO .- (levántandose de golpe) ¡Tu has perdido la cabeza! BEATRIZ. - ¡¿Y para esto nos haces venir?! He cancelado todos mis actos públicos, mis presentaciones y todas las entregas de premios (recogiendo sus cosas para marcharse). HAMLET. - ¡Tiene que ser hoy 23 de Abril!. ¡Se trata de un acto de protesta, de indignación!. ORLANDO. - De todos modos, yo resucitaría. (para sí mismo/a) Aunque esta vez debería hacerlo en forma de robot y con inteligencia artificial. (a Hamlet) Lo siento, pero no cuentes conmigo. BEATRIZ. - Ni conmigo. (a Hamlet) Ya lo dice el refrán “Renovarse o morir”. Yo por el momento me he vuelto interactiva. HAMLET: - ¡Tú lo que te has vuelto es un putón!. BEATRIZ.
- ¡¿Cómo te atreves?!
Beatriz y Orlando se dirigen a salir. Hamlet corre hacía la puerta de entrada y les impide el paso. Con la daga empuñada, les amenaza. HAMLET.- ¡De aquí no sale nadie, aunque tenga que asesinaros a puñaladas!.
90
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
TEATRO Lenguaje español
El suicidio de los géneros {Comédia mínima en un solo acto}; Ruth Sancho Huerga
ORLANDO. - ¡Deja de decir tonterias y dame esa daga!. HAMLET.
- ¡No te acerques!
BEATRIZ.
- ¡Déjanos salir ahora mismo!
Beatriz empuja a Hamlet para salir y los tres empiezan a forcejear. Hamlet golpea a Beatriz y ésta cae al suelo. HAMLET . - (a Orlando) ¡Tú!, arrástrala hasta el trono y ponle estas esposas. ORLANDO. - ¿¡Nos vas a hacer tus prisioneras?! HAMLET.
- No digas tonterias. No sois mis prisioneras, sois mis detenidas.
BEATRIZ.
- (intentando levantarse) ¿Y qué vas a hacer ahora, torturarnos?
HAMLET.
- No. Solo voy a interrogaros.
BEATRIZ.
- ¡¿Golpeándonos?!
HAMLET.
- (confuso) ¡No hay otra salida!
ORLANDO. - ¡Escuchadme los dos! (quitándole la daga) Nos ocuparemos de esto como hemos hecho hasta ahora, y lo haremos de forma racional! HAMLET.
- (cayendo de rodillas, solloza) “Palabras, palabras, todo palabras!”.
BEATRIZ.
- (iluminada) Exacto, palabras.
ORLANDO: Ocupemos el lenguaje. HAMLET.
- ¿Qué?
BEATRIZ.
- Explicáte.
ORLANDO. - ¿Quién nos ha puesto en esta situación?, ¿El público?, ¿Los lectores?. ¡No, estamos aquí y somos lo que somos por la manipulación del lenguaje!. Ocuparemos el lenguaje y volveremos a tener sentido. HAMLET.
- Pero.. ¿y cómo?
ORLANDO. - Las nuevas tecnologías. Utilizaremos las nuevas tecnologías. Seremos los géneros literarios más democráticos que hayan existido nunca. ¡Libres! HAMLET.
- ¿Libres de la corrupción que nos gobierna?.
BEATRIZ.
- Sí. Construiremos un nuevo canon.
ORLANDO. - Libres del mercado editorial que nos explota. HAMLET.
- ¿Libres del clasicismo?
BEATRIZ.
- ¡Seré oral y me vestiré con podscast!.
HAMLET.
- ¡Deconstruyámonos!.
ORLANDO. - ¡Hablemos en la lengua del indígena!.
91
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
TEATRO Lenguaje español
El suicidio de los géneros {Comédia mínima en un solo acto}; Ruth Sancho Huerga
BEATRIZ.
- ¡Cantémosle al mundo!.
HAMLET.
- ¡Quiero no ser!, ¡No seamos más!.
BEATRIZ.
- ¡Nazcamos de nuevo!.
ORLANDO. - ¡Construyamos nuevos géneros!, ¡OCUPEMOS EL LENGUAJE! LOS TRES. - (eufóricos) ¡OCUPEMOS EL LENGUAJE!, ¡OCUPEMOS EL LENGUAJE!, ¡OCUPEMOS EL LENGUAJE!,... (La luz desciende poco a poco. Sobre una proyección aparece un video de youtube en el que se muestra una muchedumbre de gente encabezada por nuestros protagonistas con pancartas donde se lee “Ocupa el lenguaje”. La gente grita frente a periódicos, editoriales, la RAE, el Parlamento, la Casa Blanca, etc. Sobre la pantalla URLs. La obra finaliza cuando acaben los links = ∞; http://opinionator.blogs.nytimes.com/2011/12/21/what-if-we-occupied-language/i++
92
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Eικαστικά
Visual Art Artes Visuales
Γιώργος Ξενούλης - Γλύπτης Ο Γιώργος Ξενούλης γεννήθηκε το 1944 στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Πολύ σύντομα όμως έφυγε για την Αφρική, όπου έζησε και εργάστηκε για 22 ολόκληρα χρόνια. Το 1990 επιστρέφει στην Ελλάδα και από τότε κατοικεί και εργάζεται στην Αθήνα. Ο Ξενούλης άντλησε τα πρώτα του ερεθίσματα πάνω στη γλυπτική από την τέχνη των Ιθαγενών της Κεντρικής Αφρικής (Kinsangani). Εκεί, βαθιά μέσα στη ζούγκλα, εντυπωσιάσθηκε από τα πρωτόγονα εργαστήρια και τον σχεδόν ανύπαρκτο μηχανικό εξοπλισμό τους, με τον οποίο φιλοτεχνούσαν αξιοθαύμαστα έργα τέχνης και μικρογλυπτικής, με κύρια υλικά το ελεφαντόδοντο, τον έβενο και το μαλαχίτη. Στην Πραιτώρια της Νοτίου Αφρικής, ο Ξενούλης σπούδασε γλυπτική και εξειδικεύτηκε στις τεχνικές του γύψου, του κεριού, του πηλού και του ορείχαλκου. Από τότε ασχολείται συστηματικά με τη γλυπτική. Τα θέματα που τον εμπνέουν απορρέουν από την αρχαία ελληνική μυθολογία, τη φύση και τη θάλασσα. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω μεγάλα έργα του Κυρίου Ξενούλη που κοσμούν διάφορα μέρη της Ελλάδας: • Η Γοργόνα » στον Πόρο • Δελφύς » στο Καστελόριζο • Έλαια η πυρφόρος » στη Σύρο (Ερμούπολη) • Γοργόνα Παναγιά » σύνθεση αφιερωμένη "σ' αυτούς που χάθηκαν στη θάλασσα" (Κίνι, Άνω Σύρου) • Το παιδί και το δελφίνι » στην Ύδρα.
94
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Γιώργος Ξενούλης - Γλύπτης Εκτός από τα παραπάνω, έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, οργανισμούς, σε τράπεζες, σχολεία, μουσεία, δημοτικές βιβλιοθήκες, καθώς και σε επώνυμες συλλογές έργων νεώτερης και σύγχρονης τέχνης. Ο καλλιτέχνης έχει παρουσιάσει το έργο του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ο Γιώργος Ξενούλης είναι Μέλος: Του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, της Πανελλήνιας Εταιρείας Λόγου και Τέχνης, της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά. Για την προσφορά του στην Τέχνη και τον Πολιτισμό έχει τιμηθεί με διπλώματα, επαίνους και μετάλλια από: το Δήμο Αθηναίων, το Δήμο Πειραιά, το Δήμο Πόρου, το Δήμο Καστελόριζου, το Δήμο Ερμούπολης, το Δήμο Άνω Σύρου, το Δήμο Ύδρας, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιά, την UNESCO Πειραιά, το Ίδρυμα Κυδωνιέ ως Άνδρου, την Εταιρεία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά, την Πανελλήνια Εταιρεία Λόγου και Τέχνης. http://www.xenoulisg.gr
Φωτογραφία με την Αθηνά Σχινά (κριτικός τέχνης), Γιώργος Ξενούλης (γλύπτης) Μαρίνα Ξενούλη (σύζυγος)
95
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Γιώργος Ξενούλης - Γλύπτης Κείμενο του Άρι Αντάνη
Ο γλύπτης Γιώργος Ξενούλης είναι παλιός συμμαθητής και φίλος μου. Πέρα από το βιογραφικό, τις πληροφορίες και τα άλλα στοιχεία που κυκλοφορούν για αυτόν και το έργο του και που τα βρίσκει κανείς εύκολα, εκτός από τη δική του ιστοσελίδα www.xenoulis. gr , και σε πολλές άλλες, καθώς επίσης και στο παρόν περιοδικό, που επιμελήθηκε ο κ. Ιάκωβος Γαριβάλδης, θα ήθελα να συμβάλω κάπως κι εγώ στην παρουσίαση, τού, κατά τη γνώμη μου, σπουδαίου αυτού Έλληνα Γλύπτη, με μερικές συμπληρωματικές πληροφορίες αλλά και κάποια… ευτράπελα, που αφορούν και στους δύο μας. Α. Η δουλειά του. Ο Γιώργος Ξενούλης δουλεύει επίσημα από το 1980 το χυτό χαλκό και τον ορείχαλκο. Τα έργα του διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Α. Μικρά ή μεγάλα γλυπτά για δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους. Β. Οικόσημα, εμβλήματα, επιγραφές, χειρολαβές, πλακέτες, βραβεία, αναμνηστικά δώρα. Τα γλυπτά του Ξενούλη εκπέμπουν χειροπιαστά μηνύματα για τις αιώνιες αξίες της φιλίας, της αλληλεγγύης και της συνεργασίας. Ο ιδιαίτερος σχεδιασμός, η κομψότητα και η άριστη ποιότητα προβάλλουν και ισχυροποιούν τη σχέση όσων του αναθέτουν την κατασκευή κάποιου έργου, με αυτούς προς τους οποίους απευθύνεται το έργο αυτό. Γι αυτό οι δημιουργίες του αποτελούν και ιδανικά δώρα για συνέδρια, συγκεντρώσεις συμμαθητών, απονομή βραβείων, υψηλές διακρίσεις, πολιτιστικές ανταλλαγές και εκδηλώσεις και βέβαια διαφημίσεις και δημόσιες σχέσεις. Όλα τα στάδια παραγωγής, από το σχεδιασμό, τη δημιουργία καλουπιών, τη χύτευση, κατεργασία, οξείδωση, στίλβωση, μέχρι και τη συσκευασία ή τοποθέτηση στους χώρους των ενδιαφερομένων, περνάνε από τα χέρια του γλύπτη. Η λέξη «χειροποίητο» αποτυπώνεται στην πραγματική της έννοια και αποτελεί το σήμα και το πιστεύω του Ξενούλη, γι’ αυτό και κάθε κομμάτι είναι μοναδικό και αυθεντικό. Τέλος, ο ίδιος ο Ξενούλης έχει διαμορφώσει και μια προσωπικότητα, που συνδυάζει τα έμφυτα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Έλληνα, δηλαδή το φιλότιμο, τη λεβεντιά, τη γενναιοδωρία, την καλοσύνη και τη φιλοξενία με όσα απέκτησε κατά την μακρόχρονη παραμονή του στην Αφρική, δηλαδή ένα φιλικό και καλοσυνάτο ύφος, μια μετριοφροσύνη και μια ευγένεια ξεχωριστή. Έτσι ο επισκέπτης του απολαμβάνει μιαν άμεση οικειότητα, όταν θα επισκεφτεί τη μόνιμη έκθεσή του στην οδό Πραξιτέλους 33, στο κέντρο της Αθήνας ή θα μιλήσει μαζί του στα τηλέφωνα 2103248746 ή /και 6977 755379. Να μη παραλείψω να σημειώσω ότι και οι τιμές των έργων του και των παραγγελιών είναι εξ ίσου … φιλικές με τον ίδιο. Β. «Στον άγνωστο ναύτη» Ο γλύπτης Γιώργος Ξενούλης είναι παλιός συμμαθητής και φίλος μου, αλλά αυτό το είπαμε. Από αυτή γνωριμία και τη φιλία έχει προκύψει και μια συνεργασία. Δηλαδή ο Γιώργος , όποτε μου έχει ζητήσει τη λογοτεχνική συνδρομή μου στα έργα του δεν του την αρνήθηκα, συνεισφέροντας έτσι, κατ’ ελάχιστο, αλλά με αφιλοκέρδεια, στην τιτλοποίηση των έργων του ή και στην προσθήκη του στοιχείου του λόγου σε κάποια από αυτά. Παραδείγματος χάριν όταν έφτειαξε και έστησε στο παραθαλάσσιο χωριό Κίνι της Σύρου το με-
96
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Γιώργος Ξενούλης - Γλύπτης Κείμενο του Άρι Αντάνη
γάλο έργο – «αφιέρωμα στον άγνωστο ναύτη», ή «στον άγνωστο ψαρά» δηλαδή σε όσους έχουν χαθεί στη θάλασσα, που παρουσιάζει, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, την Παναγιά τη Γοργόνα να κρατάει το άψυχο σώμα ενός ναύτη, το έργο συνοδεύτηκε και από ένα δικό μου τετράστιχο, που υπάρχει πάνω σε μια ορειχάλκινη πλακέτα, στη βάση του αγάλματος: Κι εσύ, αγνέ και άγνωστε ψαρά μου, που ζεις αιώνια στου βύθους τη μαγεία, να ξέρεις πως στο νου μου σ’ αγκαλιάζει στοργικά, με υδάτινη απαλότητα, Γοργόνα, η Παναγία. Το γλυπτό αυτό αποτελεί ένα από τα αξιοθέατα όχι μόνο του Κινίου αλλά και όλης της Σύρου. Έτσι κάποια φορά που ήμαστε εκεί και βλέπαμε πόσος κόσμος ήταν μαζωμένος, είπα στο Γιώργο, για πλάκα: «Κοίτα, ρε, τι κόσμος που έρχεται να… διαβάσει το ποίημά μου. Και με την ευκαιρία βέβαια ρίχνει και μια ματιά στο δικό σου άγαλμα… ». Ο Γιώργος γέλασε καλόκαρδα, ως συνήθως. Γ. Το παιδί και το δελφίνι. Ο γλύπτης Γιώργος Ξενούλης είναι παλιός συμμαθητής και φίλος μου, αλλά νομίζω ότι αυτό το ξαναείπαμε. Έτσι και σύμφωνα και με τα παραπάνω, μια μέρα του έτους 2005 με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε τα εξής: -«Άκου με προσοχή. Ο Κώστας Αναστόπουλος, ο φιλότεχνος Δήμαρχος της Ύδρας, μου ανέθεσε να κατασκευάσω ένα μεγάλο έργο που θα ξαναφέρει στη μνήμη όλων την ταινία το παιδί και το δελφίνι, που γυρίστηκε στην Ύδρα και έδωσε το έναυσμα για να αρχίσουν να καταφθάνουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς οι τουρίστες, όχι μόνο στην Ύδρα, αλλά σε όλη την Ελλάδα. Αλλά μου έβαλε ως όρο να ψάξω και για τον πραγματικό μύθο, σχετικά με το ορειχάλκινο άγαλμα που βρέθηκεσύμφωνα με το σενάριο- μέσα στη θάλασσα έξω από την Ύδρα. Ψάξε εσύ, λοιπόν, γι’ αυτό το μύθο, ώστε να τον παρουσιάσω στον Αναστόπουλο και να αρχίσει η κατασκευή του έργου.» -«Μύθος δεν υπάρχει», του απάντησα. «Υπάρχει μόνο το σενάριο της ταινίας.» -«Αφού δεν υπάρχει», μου λέει ο Ξενούλης, «τι ποιητής είσαι! Φτειάξε εσύ ένα μύθο…» Ε! λοιπόν και εγώ έκατσα και τον… έφτειαξα και τον περιέλαβα στο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, το 2006, με τίτλο «ΘΑ ΠΑΩ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ», μαζί με πολλά άλλα ποιήματα. Αυτό το ποίημα- μύθος παρουσιάζεται σήμερα στην Ελληνική και Αγγλική γλώσσα, στο περιοδικό της Διασπορικής Στοάς, όπως και τότε: ως συνοδευτικό του ομότιτλου έργου του Γιώργου Ξενούλη, «το παιδί και το δελφίνι». Εδώ θα πρέπει να δώσουμε και κάποια συμπληρωματικά στοιχεία. (α) Για την ταινία: Γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ύδρα το έτος 1957, από την Εταιρεία Twentieth Century Fox, σε σκηνοθεσία του Jean Negulesko και πρωταγωνιστές τους: Sofia Loren, Alan Ladd, Clifton Webb, Alexis Minotis. Στην ταινία ακούγεται και το τραγούδι του Τάκη Μωράκη σε στίχο του Γιάννη Φερμάνογλου « τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», που το τραγούδησε η ίδια η Σοφία Λόρεν, ντουέτο με τον αξέχαστο Τώνη Μαρούδα και την κιθάρα του. H ταινία που είχε τίτλο Boy on a dolphin, ήταν διάρκειας 111 λεπτών και είχε παγκόσμια επιτυχία. Στην Ελλάδα παίχτηκε με
97
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Γιώργος Ξενούλης - Γλύπτης Κείμενο του Άρι Αντάνη
τον τίτλο «το παιδί και το δελφίνι . Από τότε και για πολλά χρόνια η Ύδρα ήταν ό,τι είναι σήμερα η Μύκονος. (β)Για το βιβλίο μου «ΘΑ ΠΑΩ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ» (βλ. φωτο εξωφύλλων) Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή με παραπάνω από 50 ποιήματα και στίχους και με υπότιτλο «ένα παράξενο βιβλίο με στίχους, στοιχεία και στοιχειά, περί ανέμων και υδάτων». Στην ποιητική αυτή συλλογή περιλαμβάνεται και μια μικρή μελέτη μου πάνω στο Λυρισμό των Ελλήνων από το 700 προ Χριστού μέχρι και το Δημοτικό τραγούδι, όπου επιδιώκεται να αναδειχθεί η συνέχεια και η παράδοση της λαϊκής ποίησης και , με βάση αυτή την παράμετρο, η συνέχεια της… ελληνικότητας των Ελλήνων. Στη σελίδα 74 υπάρχει το ποίημα «Δελφύς- το παιδί και το δελφίνι», σε δεκαπεντασύλλαβο μέτρο. (γ) Τα εγκαίνια του έργου του Ξενούλη. Τα αποκαλυπτήρια του έργου «Το παιδί και το δελφίνι» που στήθηκε εκεί στο λεγόμενο «Μύλο της Λόρεν», πάνω από την περίφημη θαλασσινή «Σπηλιά της Ύδρας», πραγματοποιήθηκαν στις 23 Σεπτεμβρίου 2006. Παρευρέθηκαν πολιτικοί, καλλιτέχνες και άνθρωποι της τέχνης και του πολιτισμού. Για το συγκεκριμένο γλυπτό, αλλά και όλο το έργο του Ξενούλη μίλησε η Ιστορικός, Κριτικός τέχνης και Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κυρία Αθηνά Σχινά. Ο Γιώργος Ξενούλης είναι παλιός συμμαθητής και φίλος μου. Αλλά, αν δεν με γελάει η κλονισμένη μνήμη μου, αυτό το έχω ήδη αναφέρει. Μάλλον… Άρις Αντάνης
98
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Paul Laspagis
Melbourne, Australia
I was born in Limnos Greece in 1949 and migrated to Melbourne Australia 1957, where I live. Studied at the National Gallery Art School with John Brack and Alun Leach-Jones. I have worked at painting and drawing consistently over the years and exhibit regularly. The images on this site are examples from three recent series. ‘The forest’ ‘The suburban landscape’ and ‘The figure’ I am interested in making images from the man-made environment, the human presence and the natural landscape. I look for structure and order in transforming the ordinary and transient into flat formal monuments that give the illusion of solidity and permanence. I see harmony, unity and interconnection in the makeup of visual reality and endeavour to have these values reflected in the language of my painting. Drawing is very important to me, it is the initial responsive contact with the subject, before I begin to analyse and dissect in orchestrating the painting. http://paullaspagis.com Qualifications 1968 – 1971 Diploma of Fine Art – Victorian National Gallery School Publications • Drury, Neville: New Art Three: Craftsman’s Press, 1989. • Germaine, Max: Artists and Galleries of Australia: Craftsman, House, 1990. • McCulloch, Susan: Encyclopedia of Australian Art: Allen & Unwin, 1994. • Images II Conemporary Austrlian Painting: Craftsman’s Press, 1994.
99
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Paul Laspagis
Collections • Victorian National Gallery, Melbourne. • National Gallery of Athens, Greece. • Artbank, Australia. • Myer Foundation, Australia. • Council of Adult Education, Melbourne. • La Trobe University Collection, Melbourne. • Diamond Valley Council, Melbourne. • University of Melbourne Collection, Melbourne. • Victorian College of the Arts Collection, Melbourne. • Melbourne City Council, Melbourne. • National Bank Collection, Australia. • Mildura Art Gallery, Victoria. • BHP Collection, Australia. • Centre of Hellenic Studies, Melbourne. • Price-Waterhouse Collection, Australia. • Maroondah City Council, Melbourne. • Private Collections.
100
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Paul Laspagis Group Exhibitions • 1981 – Trades Hall Gallery, Melbourne. • 1982 – Victorian College of the Arts Gallery, Melbourne. • 1982 – Prahran College Gallery, Melbourne. • 1983 – Meat Market Craft Centre, Melbourne. • 1983 – Europa Gallery, Melbourne. • 1986 – Niagara Galleries, Melbourne. • 1987 – Westpac Gallery, Melbourne. • 1988 – Art Craft’88, Royal Melbourne Showgrounds, Melbourne. • 1988 – First Contemporary Art Fair, Melbourne. • 1988 – Niagra Print Exhibition, Niagara Galleries, Melbourne. • 1989 – Roar Gallery, Melbourne. • 1990 – Niagara at Hill-Smith Fine Art Gallery, Adelaide, S.A • 1991 – Charles Nodrum Gallery, Melbourne. • 1991 – Epipetha Gallery, Athens, Greece. • 1991 – MCA [Melbourne Contemporary Arts] Gallery, Melbourne. • 1992 – Victorian Ministry for the Arts, Melbourne. • 1992 – MCA [Melbourne Contemporary Arts] Gallery, Melbourne • 1994 – Hamilton Art Gallery, Victoria. • 1995 – Gallery Irascible, Melbourne. • 2008 – John Buckley Gallery, Melbourne. • 2009 – Charles Nodrum Gallery, Melbourne.
Solo Exhibitions • 1975 – Tolarno GalleryMelbourne. • 1980 – Victorian Artists Society, Melbourne. • 1984 – Pinacotheca Gallery, Melbourne. • 1985 – Victorian Print Workshop, Melbourne. • 1986 – Pinacotheca Gallery, Melbourne. • 1987 – Niagara Galleries, Melbourne. • 1988 – Niagara Galleries, Melbourne. • 1990 – Niagara Galleries, Melbourne. • 1993 – Melbourne Contemporary Art Galleries. • 1995 – Mildura Art Gallery. • 1995 – Gallery Irascible, Melbourne. • 1997 – La Trobe University Art Museum, Melbourne. • 1998 – Smyrnios Gallery, Melbourne. • 2000 – Span Gallery, Melbourne. • 2001 – Charles Nodrum Gallery, Melbourne. • 2002 – Goya Gallery, Melbourne. • 2005 – Ochre Gallery, Melbourne. • 2006 – Ochre Gallery, Melbourne. • 2007 – Maroondah Gallery, Melbourne. • 2008 – Victorian Artists Society, Melbourne. • 2010 – Victorian Artists Society Melbourne. • 2011 – Bright Space Gallery.
101
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Πωλ Λασπατζής Μελβούρνη O Πωλ Λασπατζής γεννήθηκε στη Λήμνο το 1949 και μετανάστευσε στη Μελβούρνη, Αυστραλία το 1957, όπου και διαμένει. Σπούδασε ζωγραφική στο National Gallery Art School με τον John Brack και τον Alun Leach-Jones. Έχει εργαστεί εντατικά στο σχέδιο και τη ζωγραφική όλα τα χρόνια από την αποφοίτησή του και εκθέτει έργα του συχνά. Του αρέσει να ζωγραφίζει το ανθρωπογενές περιβάλλον, την ανθρώπινη παρουσία καθώς και το φυσικό περιβάλλον. Επιδιώκει τη δομή και την τάξη καθώς μεταμορφώνει τα συνηθισμένα και εφήμερα σε καθαρά τυπικά μνημεία που δίνουν την εντύπωση της σταθερότητας και διάρκειας. Αναζητά την αρμονία, την ενότητα και την αλληλοσύνδεση καθώς συνθέτει με πλαστικότητα το πραγματικό και προσπαθεί ώστε αυτές οι αξίες να αντανακλώνται στα έργα του. Το σκίτσο είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Είναι η αρχική έκφραση της ευαισθησίας του στην πρώτη του επικοινωνία με το θέμα, προτού αρχίσει να το αναλύει κομμάτι κομμάτι, "ενορχηστρώνοντας" πάνω του τα χρώματά του. http://paullaspagis.com Προσόντα 1968 – 1971 Diploma of Fine Art – Victorian National Gallery School Συλλογές • Victorian National Gallery, Melbourne. • National Gallery of Athens, Greece. • Artbank, Australia. • Myer Foundation, Australia. • Council of Adult Education, Melbourne. • La Trobe University Collection, Melbourne. • Diamond Valley Council, Melbourne. • University of Melbourne Collection, Melbourne. • Victorian College of the Arts Collection, Melbourne. • Melbourne City Council, Melbourne. • National Bank Collection, Australia. • Mildura Art Gallery, Victoria. • BHP Collection, Australia. • Centre of Hellenic Studies, Melbourne. • Price-Waterhouse Collection, Australia. • Maroondah City Council, Melbourne. • Private Collections.
102
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Πωλ Λασπατζής Ομαδικές Εκθέσεις • 1981 – Trades Hall Gallery, Melbourne. • 1982 – Victorian College of the Arts Gallery, Melbourne. • 1982 – Prahran College Gallery, Melbourne. • 1983 – Meat Market Craft Centre, Melbourne. • 1983 – Europa Gallery, Melbourne. • 1986 – Niagara Galleries, Melbourne. • 1987 – Westpac Gallery, Melbourne. • 1988 – Art Craft’88, Royal Melbourne Showgrounds, Melbourne. • 1988 – First Contemporary Art Fair, Melbourne. • 1988 – Niagra Print Exhibition, Niagara Galleries, Melbourne. • 1989 – Roar Gallery, Melbourne. • 1990 – Niagara at Hill-Smith Fine Art Gallery, Adelaide, S.A • 1991 – Charles Nodrum Gallery, Melbourne. • 1991 – Epipetha Gallery, Athens, Greece. • 1991 – MCA [Melbourne Contemporary Arts] Gallery, Melbourne. • 1992 – Victorian Ministry for the Arts, Melbourne. • 1992 – MCA [Melbourne Contemporary Arts] Gallery, Melbourne • 1994 – Hamilton Art Gallery, Victoria. • 1995 – Gallery Irascible, Melbourne. • 2008 – John Buckley Gallery, Melbourne. • 2009 – Charles Nodrum Gallery, Melbourne. Ατομικές Εκθέσεις • 1975 – Tolarno GalleryMelbourne. • 1980 – Victorian Artists Society, Melbourne. • 1984 – Pinacotheca Gallery, Melbourne. • 1985 – Victorian Print Workshop, Melbourne. • 1986 – Pinacotheca Gallery, Melbourne. • 1987 – Niagara Galleries, Melbourne. • 1988 – Niagara Galleries, Melbourne. • 1990 – Niagara Galleries, Melbourne. • 1993 – Melbourne Contemporary Art Galleries. • 1995 – Mildura Art Gallery. • 1995 – Gallery Irascible, Melbourne. • 1997 – La Trobe University Art Museum, Melbourne. • 1998 – Smyrnios Gallery, Melbourne. • 2000 – Span Gallery, Melbourne. • 2001 – Charles Nodrum Gallery, Melbourne. • 2002 – Goya Gallery, Melbourne. • 2005 – Ochre Gallery, Melbourne. • 2006 – Ochre Gallery, Melbourne. • 2007 – Maroondah Gallery, Melbourne. • 2008 – Victorian Artists Society, Melbourne. • 2010 – Victorian Artists Society Melbourne. • 2011 – Bright Space Gallery.
103
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Μαρία Αντωνοπούλου - Ντούρα Αριστούχος απόφοιτος του οκτατάξιου Γυμνασίου (σημερινού Λυκείου), λαμβάνοντας κάθε χρόνο υποτροφία και διακρίσεις, με γνώσεις Αγγλικής και Γαλλικής. Από μικρή έδειξε την αγάπη και το ταλέντο που είχε στα γράμματα και τις τέχνες, τη μουσική, το τραγούδι, το χορό, την ποίηση και τη ζωγραφική. Ωστόσο η πλήρης επαγγελματική ενασχόλησή της δεν της επέτρεπε να αφιερώσει το χρόνο που επιθυμούσε σε αυτή τη μεγάλη της αγάπη προς τα καλλιτεχνικά δρώμενα, καθώς παράλληλα μεγάλωνε με αφοσίωση δύο παιδιά και τώρα βλέπει με χαρά να μεγαλώνουν τα δύο της εγγόνια. Τα τελευταία ωστόσο χρόνια στην εξοχή κατόρθωσε να αξιοποιήσει το μεγάλο της ταλέντο καθώς και να ικανοποιήσει τις πνευματικές της ανησυχίες, ιδίως όσον αφορά τη ζωγραφική και την ποίηση.
104
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Θανάσης Ρηγόπουλος Ο Θανάσης Ρηγόπουλος γεννήθηκε το 1960 στην Πυλαία Θεσσαλονίκης όπου και συνεχίζει να διαμένει έως σήμερα, με τη σύζυγο του και τα δυο του παιδιά. Εργάζεται ως πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης σε Εργοστάσιο Βάσεως της Θεσσαλονίκης. Από πολύ μικρός διαπίστωσε ότι διέθετε το ταλέντο να ζωγραφίζει. Στα δεκατέσσερα του χρόνια παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής δια αλληλογραφίας στη Γαλλική σχολή ABC, τα οποία διήρκεσαν δυο χρόνια. Αργότερα παρακολούθησε σειρά μαθημάτων αγιογραφίας κοντά στον γνωστό αγιογράφο της Θεσσαλονίκης Νικόλαο Καραπάλη. Εκτός από τα προσωπικά του έργα έχει αγιογραφήσει τμήμα του Πνευματικού Κέντρου του Ιερού Ναού Προφήτη Ηλία Πυλαίας, τμήμα του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Στρατοπέδου Παπακυριαζή, ενώ έχει επιμεληθεί την καλλιτεχνική διακόσμηση ιδιωτικών κι επαγγελματικών χώρων. Το 2007 φιλοτέχνησε το εξώφυλλο της συλλογής Διηγημάτων «Αλαργινή ηχώ» του Αλέξανδρου Ακριτίδη, ενώ σε συνεργασία μαζί του δημιούργησε σειρά έργων εμπνευσμένη από την κλασική Ελληνική Λογοτεχνία, η οποία θα παρουσιαστεί στο μέλλον. Κείμενο: Αλέξανδρος Ακριτίδης, Λογοτέχνης
105
Είναι εμφανές ότι η ζωγραφική του Θανάση Ρηγόπουλου διαπνέεται από την Βυζαντινή τεχνοτροπία. Χρησιμοποιεί ως υλικό τον μουσαμά, ενώ συνήθως προτιμά τα παραδοσιακά χρώματα αγιογραφίας (σκόνη με αυγό). Η θεματολογία του έχει την τάση να αναδεικνύει τοπία και καθημερινές σκηνές του Αγίου Όρους, της παλιάς Θεσσαλονίκης, αναπαραστάσεις λαϊκών δρώμενων, σκηνές από τη νατουραλιστική και ηθογραφική Λογοτεχνία του Καρκαβίτσα, του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη. Οι πίνακες επίσης του Θανάση Ρηγόπουλου φέρουν αρκετά χαρακτηριστικά που θυμίζουν τέχνη ναΐφ. Παγιωμένη αισθητική και ύφος, αφηγηματική ροή, ασυμμετρία προσώπων και επί μέρους στοιχείων. Τα χρώματα είναι έντονα, τα πρόσωπα εκφραστικά, η κλίμακα ασταθής, ενώ συχνά η τρίτη διάσταση υποχωρεί μπροστά στην επιπεδότητα. Οι μορφές και ο σκηνικός του χώρος βρίσκονται εγγύτερα στη φυσικότητα του Θεόφιλου και του Δημήτρη Ζωγράφου παρά στο θεατρικό και επίπλαστο Ακαδημαϊσμό του Θεόδωρου Βρυζάκη.
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Θανάσης Ρηγόπουλος Ο Θανάσης Ρηγόπουλος έχει πραγματοποιήσει με επιτυχία εκθέσεις ζωγραφικής, όπως ενδεικτικά: α. Το 1991 στο Δήμο Λιτοχώρου Πιερίας β. Το 1995 στο Δήμο Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης. γ. Το 2004 στο Δήμο Πυλαίας Θεσσαλονίκης
106
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Θανάσης Ρηγόπουλος
107
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Αφιερώματα
Tributes Homenaje
Τάκης Χατζηαναγνώστου Ο Τάκης Χατζηαναγνώστου γεννήθηκε το 1923 στη Μυτιλήνη, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες και εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, της οποίας χρημάτισε ανώτατο διευθυντικό στέλεχος. Στη λογοτεχνία μπήκε από πολύ νωρίς, από τα μαθητικά του ακόμα χρόνια με πυκνές δημοσιεύσεις κειμένων και άρθρων του, γύρω από θέματα λογοτεχνίας, σε εφημερίδες και περιοδικά της επαρχίας και της πρωτεύουσας. Εξέδωσε περί τα 35 βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα και διηγήματα, αρχίζοντας από ποιήματα (1951), ενώ αναμένουν τη σειρά τους για έκδοση άλλα έξι. Συνεργάστηκε ως σεναριογράφος με τον κινηματογράφο (Ψαρόγιαννος, Αγώνας δίχως τέλος) και με την τηλεόραση, στα ελληνικά κρατικά κανάλια της οποίας, έδωσε, είτε σε διασκευές έργων της λογοτεχνίας μας, είτε σε πρωτότυπα έργα, μερικά από τα πιο επιτυχημένα- κατά την άποψη της κριτικής-σίριαλ, όπως: Γαλήνη, Οι Πανθέοι, η τελευταία νύχτα της Γης, Μαρία Πάρνη, ο Δρόμος, Η λάμψη των Άστρων, Θύελλα, Ημέρες Οργής κλπ- περί τα 400 επεισόδια. Πεζογραφικά του έργα μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ουγγρικά, ρουμανικά, κινέζικα κ.α. Τιμήθηκε επανειλημμένα με βραβεία, ανάμεσα στα οποία: Το Βραβείο Ουράνη της Ομάδας των δώδεκα, το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, για την πεζογραφία, ενώ το διήγημά του Φυγή, εκπροσώπησε την Ελλάδα (δια της εφημερίδας «Καθημερινή») στον Παγκόσμιο διαγωνισμό διηγήματος, της εφημερίδας Herald Tribune της Νέας Υόρκης το 1954 και μεταφράστηκε σε 22 ξένες γλώσσες. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Λεσβιακής Παροικίας Αθηνών, λόγω καταγωγής από τη Λέσβο, στην οποία εργάστηκε ως Γενικός Γραμματέας επί 20 χρόνια (1965- 1985) και στη συνέχεια ως Πρόεδρός της επί άλλα 15 χρόνια (1986-2000), αναδεικνύοντάς την ως ένα πολιτιστικό κύτταρο πρώτης γραμμής στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Σήμερα είναι επίτιμος Πρόεδρός της. Γενικά το έργο του, λυρικό στη βαθύτερη ουσία του, όπως έχουν γράψει οι κριτικοί του, χαρακτηρίζεται από απέραντο ανθρωπισμό, που αγκαλιάζει ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Με αυτό το εφόδιο διερευνά τις ανθρώπινες σχέσεις και ιδιαίτερα εκείνες των δύο φύλλων.
109
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Ένα νησί ταξιδεύει Τάκης Χατζηαναγνώστου * Απόσπασμα απ’ τη νέα έκδοση του βραβευμένου απ’ την Ακαδημία Αθηνών μυθιστορήματος του συγγραφέα, που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ.
Η άνοιξη είχε μπει για καλά. Και δεν την έφεραν μόνο οι δυο καινούριες συμμαθήτριες στην τάξη. Ήταν κι ένας καινούριος καθηγητής της φιλολογίας, που μας τον παρουσίασαν ολότελα άξαφνα κι αναπάντεχα, ν’ αντικαταστήσει τον παλιό μας, γιατί, λέει, γέρασε. Δε μας άρεσε αυτή η απροειδοποίητη αλλαγή. Στο κάτω-κάτω με το «γέρο» τα πηγαίναμε μέλι-γάλα. Ήταν κουρασμένος απ’ τα χρόνια ο άνθρωπος και δε μας ζόριζε και πολύ στο μάθημά του. Τούτος ο νέος σίγουρα θα κρατούσε μιαν άλλη στάση απέναντι σ’ όλους μας, δημιουργώντας μας υποχρεώσεις. Τον είδαμε με πολλή επιφύλαξη. Με την ίδια επιφύλαξη μας αντιμετώπισε στα δυο πρώτα του μαθήματα κι εκείνος. Τυπικός και συμμαζεμένος, μας κοίταζε έναν-έναν ερευνητικά, αποφεύγοντας να προσθέσει έστω κι ένα «και» σ’ όσα είχε καθήκον να μας διδάξει. Ωστόσο την τρίτη φορά διακρίναμε στη φωνή του ένα σπινθήρισμα. Χωρίς να το καταλάβουμε τεντώσαμε την προσοχή μας. Και τότε είδαμε στο βλέμμα του μια λάμψη που δύσκολα έκρυβε την ακτινοβολία της. Ανακαθίσαμε στα θρανία. «Οφείλω να σας πω ότι μου είναι αδιανόητο να σας κάνω ένα μάθημα νεκρό, διδάσκοντάς σας άψυχες έννοιες, που δεν καταφέρνουν να γεφυρώσουν μια στοιχειώδη μεταξύ μας επικοινωνία. Θα προτιμούσα να κάναμε ανταλλαγή ιδεών και σκέψεων. Τι λέτε;» Δεν απάντησε κανένας μας. Τι ξέραμε να του πούμε; Εμείς από «ιδέες» και «σκέψεις» είχαμε μεσάνυχτα. Όλο κι όλο το ζήτημα πιστεύαμε πως ήταν να διαβάζουμε τις σελίδες που μας παρέδιναν οι καθηγητές, να τις αποστηθίζουμε όσο καλύτερα γινόταν, κι ύστερα να τις παπαγαλίζαμε χωρίς παραλείψεις. Οι ανταλλαγές που μας ζητούσε τούτος ’δω ήταν για μας άγνωστα πράματα πέρα για πέρα. Τον κοιτάζαμε χωρίς να βγάζουμε άχνα. «Δε λέτε τίποτα;» Ο Άρης γύρισε μόλις και με κοίταξε : «Πες εσύ», μου ψιθύρισε. Σήκωσα τους ώμους. Τι να ’λεγα ; Ή μήπως ήθελε ο φίλος να βγάλω εγώ το φίδι απ’ την τρύπα ; Αν ήταν έτσι, τον γέλασαν. Έσφιξα πιο πολύ τα χείλια μου. Δεν άρθρωσα λέξη. Ωστόσο, ο καθηγητής επέμενε : «Ίσως το φταίξιμο είναι δικό μου, που δε σας μιλώ για πιο συγκεκριμένα πράματα. Ωραία. Τότε ας κουβεντιάσουμε για την ποίηση. Ας μου πει κάποιος τι είναι ποίηση. Πώς την αντιλαμβάνεται. Τι έχετε σχετικά ακούσει.» Πάλι κανένας δεν άνοιξε το στόμα του. Ξέραμε βέβαια πως ποίηση σήμαινε κυρίως απαγγελία. Δηλαδή ένα κείμενο καλουπωμένο σε στίχους, γραμμένους πάνω σε κάποιο μέτρο και κάποιο ρυθμό, που έπρεπε να διαβάζεται με ειδικό τρόπο. Μήπως δεν ήταν έτσι ; Η ερώτηση του καθηγητή μάς έκανε ξαφνικά ν’ αμφιβάλουμε. Τον κοιτάζαμε σαστισμένοι και κάπως καχύποπτοι. Φοβόμασταν ότι μπορεί να μας έστηνε παγίδα.
110
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Ένα νησί ταξιδεύει Τάκης Χατζηαναγνώστου
Ευτυχώς ότι γρήγορα μας έβγαλε ο ίδιος απ’ το αδιέξοδο. Χαμογέλασε. Είπε : «Ας μη σας ταλαιπωρώ άλλο. Σπεύδω να σας πω ότι ούτε εγώ ξέρω έναν ορισμό που θ’ απαντήσει μ’ αναντίρρητη σιγουριά σ’ ό,τι σας ρώτησα. Σας βεβαιώ. Γιατί η ποίηση δεν εξηγείται, δε λέγεται, δεν ορίζεται. Δεν μπορείς να πεις είναι αυτό ή εκείνο. Είναι κι αυτό, κι εκείνο, κι όλα, ή τίποτα. Είναι το αίσθημά μας ότι κάτι συμβαίνει γύρω μας, ας πούμε ένα παλμός, ένα χτυποκάρδι. Βλέπουμε ένα τριαντάφυλλο. Τα πέταλά του, σφιχτά δεμένα το ένα με τ’ άλλο, φτιάχνουν μιαν αρμονία εικόνας και χρώματος. Αυτή η αρμονία δε σταματά μόνο στην όρασή μας. Προχωρεί πιο μέσα, φτάνει ως την καρδιά, την κεντά, την ερεθίζει, ξεσηκώνει μέσα μας μια συγκίνηση. Ακριβώς αυτή η συγκίνηση είναι η αίσθηση της ομορφιάς που πλημμυρίζει το «είναι» μας όλο. Ε, λοιπόν, αυτή η αίσθηση της ομορφιάς είναι η ποίηση –η ποίηση των πραγμάτων, των καταστάσεων, των ιδεών, η μαγεία του κόσμου…» Στράφηκα με τρόπο στον Άρη. Ήταν απορροφημένος. Στράφηκα στ’ άλλα παιδιά. Το ίδιο. Κανείς δε σάλευε. Ούτε μιλούσε. Ξαφνικά όλοι είχαν τυλιχτεί σ’ ένα ρόδινο σύννεφο και ταξίδευαν έξω τόπου και χρόνου. Κι εγώ μαζί. Κι η μαλακιά φωνή του καινούριου καθηγητή μας συνέχιζε: «Φυσικά αυτά τα πράματα τα νιώθουμε όλοι μέσα μας : μεγάλοι, μικροί, αμόρφωτοι, καλλιεργημένοι. Θέλω να πω το φτιάξιμό μας είναι τέτοιο που, είτε το θέλουμε, είτε όχι, ακούμε βαθιά μας την πρόκληση των ψιθυρισμάτων που ξυπνούν απ’ τη θέαση των αντικειμένων, ή, αν θέλετε, αισθανόμαστε το ανατρίχιασμα που φέρνει η επαφή μας με το μυστήριο. Το κακό είναι ότι λείπει ο ήχος, λείπουν οι συγκεκριμένες λέξεις, ας πούμε ο κώδικας που θα μας εξηγεί κάθε φορά περί τίνος πρόκειται. Όλ’ αυτά γίνονται μυστικά και υποδόρια. Γι’ αυτό κι απ’ τους περισσότερούς μας περνούν απαρατήρητα. Οι δουλειές μας, οι απασχολήσεις μας, οι φροντίδες μας, οι σκοτούρες μας, τα επικαλύπτουν. Ωστόσο, υπάρχουν. Γιατί η ποίηση είναι η ουσία της ζωής. Υπάρχει διάχυτη παντού γύρω μας, ή και μέσα μας. Είναι η ιερή μέθη που αντιπαραβάλλει τον άνθρωπο απέναντι στο ρομπότ. Το ρομπότ είναι το μηχανιστικό πλάσμα που μπορεί να εκτελεί διάφορες τυποποιημένες λειτουργίες με βάση κάποιες Χ προδιαγραφές. Ο άνθρωπος είναι κάτι άλλο. Είναι η καταξίωση της δημιουργίας του Θεού, που αλλιώς δε θα είχε νόημα. Μ’ άλλα λόγια η ποίηση είναι η γέφυρα που μας ανεβάζει ως το Θεό και μπορούμε να συνομιλούμε μαζί του σαν ίσος με ίσον…» Είχα την αίσθηση ότι ήμουν ανεβασμένος πάνω σε φτερά. Μπορεί να μην έπιανα όλες τις έννοες που άκουγα. Μπορεί να μου ξέφευγε ακόμα και το νόημα κάποιων λέξεων ή φράσεων έτσι όπως σαν εικόνες τις ξετύλιγε η φωνή του καινούριου δασκάλου μπροστά στην έκπληκτη συνείδησή μας. Όμως ότι πετούσα, ναι, πετούσα. Κι οι συγκινήσεις απ’ το πέταγμα ήταν εκπληκτικές. Πνοές απ’ ολόγυρα. Χρώματα. Χρώματα κόκκινα, γαλάζια, κίτρινα, πράσινα. Και πουλιά. Κι από κάτω μου απέραντες θάλασσες. Κι ύστερα απ’ τις θάλασσες μια γη λουλουδισμένη, με μικρούς μαλακούς λόφους, με παιχνιδιστά βουνά. Η καρδιά μου χτυπούσε παράξενα. Οι χτύποι αυτοί πρέπει να ήταν μουσική. Η μουσική με τύλιγε. Με μεθούσε. Ένα χέρι άρπαξε το χέρι μου. Ήταν του Άρη. Στράφηκα. Με κοίταζε. Ήταν κι αυτός συνεπαρμένος.
111
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Ένα νησί ταξιδεύει Τάκης Χατζηαναγνώστου
«Ωραία !…» ψέλλισε. «Πολύ ωραία !…» αποκρίθηκα. Όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα, περιτριγυρίσαμε όλοι σχεδόν με λατρεία τον καινούριο μας καθηγητή. Αν μας ρωτούσε κανείς εκείνη την ώρα γιατί, δε θα ξέραμε να του εξηγήσουμε. Όμως θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να του πούμε «ναι, τον λατρεύουμε, μας κρατά απ’ το χέρι και το θέλουμε, το έχουμε ανάγκη.» Τον κοιτάζαμε με θαυμασμό. Ήταν ψιλόλιγνος. Με σγουρά μαλλιά. Με μεγάλο πρόσωπο, που ακτινοβολούσε μόνιμα ένα φως. Με ζωηρά μάτια. Με λεπτά χείλη. Ήταν σαν να τον ξέραμε και να μας ήξερε από χρόνια. Αισθανόμαστε ότι τον αγαπούμε, ότι τον αγαπούσαμε απ’ την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στην τάξη μας, ή κι ακόμα πιο πριν. Είχε κάτι από μας κι εμείς είχαμε κάτι από κείνον. Ήταν δικός μας. Γι’ αυτό, όταν μας είπε να μην πάρουμε σαν απαράβατα θεωρήματα όσα μας είπε προηγουμένως, αλλά να τα δούμε μόνο σαν ιδέες, που μπορούσε να είναι και λαθεμένες και να επιδέχονται και ανασκευές, φτάνει να έχει κανείς κάτι πιο σωστό να βάλει στη θέση τους και να τις αντικαταστήσει, νιώσαμε πιο οικεία μαζί του, πιο φιλικά. «Δηλαδή μπορούμε να έχουμε και αντίθετες από σας απόψεις ;» ρώτησε ο Άρης. «Γιατί όχι ; Κανένας δεν είναι αλάνθαστος. Κι επιπλέον εσείς είναι πιθανόν να είστε πιο αληθινοί, μια κι η καρδιά σας και το μυαλό σας διατηρούν ακόμα την παρθενικότητα της ηλικίας.» Ο Άρης έγινε σοβαρός : «Και θα μας επιτρέπατε να συζητήσουμε μαζί σας και άλλα θέματα, εκτός απ’ την ποίηση ;» Ο καθηγητής αιφνιδιάστηκε. Ίσως και να ένιωσε ότι παγιδευόταν. Κοίταξε τον Άρη ερωτηματικά. Πάντως μας έδωσε την εντύπωση ότι του ήταν αδύνατο, ή ότι δεν ήθελε να ξεφύγει. Αποκρίθηκε : «Μα φυσικά.» Βγήκαμε στο διάλειμμα, παίξαμε, τρέξαμε, ξαναμπήκαμε στην τάξη γι’ άλλο μάθημα, θρησκευτικά ή ζωολογία, κάτι τέτοιο, κοροϊδέψαμε τον καθηγητή που είχε ένα τικ και κάθε τόσο ξερόβηχε, ξεροβήχαμε κι εμείς όλοι σκύβοντας κάτω απ’ τα θρανία, ώσπου τέλος σχολάσαμε. Ε, εδώ ήταν η διαφορά : στην καρδιά μας τώρα φυσούσε μια ευφορία : ότι η ζωή μας πήρε μια καινούρια διάσταση καθώς το νησί μας ταξίδευε στο πέλαγος των καιρών…
112
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Οι εραστές
Τάκης Χατζηαναγνώστου Εκείνη πήγαινε μ’ ένα ταξί σε μια φίλη της στα νότια προάστια. Για άγνωστο λόγο μπλοκαρίστηκαν σε κάποιο δρόμο μαζί με δεκάδες άλλα αυτοκίνητα, και δεν προχωρούσαν παρά σαν τη χελώνα. Αναγκαστικά, και για να διασκεδαστεί η δυσφορία τέτοιων στιγμών, αφέθηκε να χαζεύει τα σπίτια της διαδρομής, τις βιτρίνες των μαγαζιών, τους κάποιους -ελάχιστους- πεζούς που όδευαν απ’ τα πεζοδρόμια. Να σκεφτείς ότι αυτοί, και με αργό ακόμα βάδισμα, πήγαιναν πιο γρήγορα απ’ τ’ αυτοκίνητα, και τα προσπερνούσαν. Σ’ ένα τέτοιο προσπέρασμα τον είδε ξαφνικά, απ’ το πλάι. Αν ήταν ένας οποιοσδήποτε ξένος κι άγνωστος, σίγουρα το βλέμμα της θα προχωρούσε αδιάφορα στον επόμενο και στον μεθεπόμενο, όπως, άλλωστε, έκανε τόση ώρα με όλους όσους ανώνυμους έβλεπε. Όμως μ’ εκείνον η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Και, το ομολογεί, ότι τον αναγνώρισε με το πρώτο, κι ίσως πριν καλά-καλά δει το πρόσωπό του, παρόλο ότι είχαν να διασταυρωθούν χρόνια. Απ’ την τελευταία φορά που συναντήθηκαν κι ύστερα –μια συνάντηση θλιβερή και ολοφάνερα προορισμένη απ’ την πρώτη της στιγμή να είναι η τελευταία-, άνοιξε ανάμεσά τους ένα κενό χρόνου, με απρόβλεπτη διάσταση. Τα όσα συνέβησαν εκείνη τη μέρα ήταν ένας συγκλονισμός, που η ίδια αμφέβαλλε αν θα τον ξεπερνούσε ποτέ. Έπειτα από μια περίοδο γεμάτη πάθος και φλόγες, όπου νιώθεις να είναι πυρακτωμένος όλος ο κόσμος γύρω σου, και δε λογαριάζεις, ούτε μετράς τις μέρες σου ή τη ζωή σου, σαν να έχει διανοίξει η μοίρα σου το μυστήριο της αθανασίας σου, το να σου λεν ξαφνικά ότι ως εδώ ήταν η ιστορία, μην περιμένεις τίποτ’ άλλο πια, μην ελπίζεις, είναι σαν να σε τοποθετούν μια κι έξω στα χείλια ενός αβυσσαλέου γκρεμού κι ευθύς να σε σπρώχνουν στη συντέλειά του. Απ’ το σημείο αυτό και πέρα τινάζονται όλα στον αέρα, και μες στον απίθανο στρόβιλό τους χάνεις και τους προσανατολισμούς σου, και τις προσδοκίες σου, και τα όνειρά σου. Ο οριστικός αφανισμός σε περιμένει σε μια απόσταση δευτερολέπτου, ενώ γύρω σου απλώνεται ένα τοπίο παγετού πάνω απ’ το οποίο πέρασε μόλις πριν ένας ανελέητος Θεός. Κατόπιν αρχίζουν να κυλούν ο ένας ύστερα απ’ τον άλλον οι αιώνες. Απορείς με το κενό τους και την άπειρη διάστασή τους, ώσπου πιάνουν δουλειά μες στη συνείδησή σου οι αναμνήσεις. Θυμάσαι τον άλλον ολοζώντανα. Θαρρείς τον βλέπεις μπροστά σου να σου μιλά, να λάμπουν τα μάτια του σαν αναμμένα κάρβουνα, νιώθεις στο πρόσωπό σου την αναπνοή του, η θερμοκρασία του σε κατακαίει, το γυμνό κορμί σου ανάβει, είσαι μια λαμπάδα που λιώνει μέσα στις χούφτες του, το νόημά σου σαν ανθρώπου και σαν γυναίκας περνά μέσα απ’ τους ιστούς του, μπαίνει στο αίμα του, κυκλοφορεί σ’ όλο του το κορμί, αισθάνεσαι ότι γίνεσαι ζωντανό κύτταρό του, μια ουσία, ένα πλάσμα, φωνάζεις ότι είσαι ευτυχισμένη, δε θέλεις τίποτα άλλο απ’ το Θεό, έχεις φτάσει πέρα απ’ τα όριά σου. Μπορεί εδώ να μπει η λέξη «τέλος»; Κι όμως μπήκε ! Κι ενώ είχες βουλιάξει μέσα στο τίποτα, και δεν περίμενες πια παρά να σημάνει η καμπάνα του μικρού ξωκλησιού του νεκροταφείου, άκουσες απρόσμενα τους ήχους των δευτερολέπτων ενός ρολογιού. Ναι, εντάξει, πέρασαν αιώνες. Αλλά τους άκουσες. Που σημαίνει ότι η καρδιά σου χτυπούσε ακόμα. Αναζήτησες έστω λίγο φως. Και το είδες στο βάθος του χρόνου. Ναι, ήταν λίγο. Δεν έχει σημασία. Ήταν αρκετό για να σε βοηθήσει ν’ ανοίξεις τα μάτια σου και να κάνεις τα πρώτα σου βήματα.
113
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Οι εραστές
Τάκης Χατζηαναγνώστου
Βέβαια οι τυραννικές αναμνήσεις που είπαμε πριν δεν έπαψαν να είναι τυραννικές. Δεν ήταν μόνο ότι τον έβλεπε μπροστά της όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Το φοβερό ήταν ότι τον ένιωθε να την αρπάζει στα χέρια του με δύναμη, όπως έκανε μόλις συναντιόνταν, να τη φιλά πνιγηρά, να μπουκώνει την αναπνοή της, να τη γδύνει ολότελα, και να σέρνει το στόμα του απ’ την κορφή ως τα νύχια της, δίχως έλεος και δίχως τέλος. Κι αυτό ήταν το κολασμένο βασανιστήριό της, στο οποίο παραδινόταν σαν καταραμένη αμαρτωλή. Ευτυχώς ότι συνέβη μια νύχτα κι έγινε κατακλυσμός. Αστραπές, βροντές, βροχή, χείμαρροι, ποτάμια. Ξύπνησε από τρόμο, και φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ γιατί δεν έβλεπε τίποτα. Να ήρθε το τέλος του κόσμου ; Άκουσε τα νερά να τρέχουν και να φουσκώνουν μέσα στο σπίτι της. Σίγουρα θα την έπνιγαν. Χρειαζόταν βοήθεια. Έβαλε τις φωνές : «Βοήθειααα !...» Δεν την άκουσε κανείς, Σίγουρα έξω απ’ το σπίτι της γκρεμίζονταν τα σύμπαντα. Και δεν ήταν ούτε εκείνος να της δώσει ένα χέρι. «Πού είσαι;» ψέλλισε. Δεν πήρε απάντηση. Δεν την άκουσε ; Πολύ πιθανόν. Γιατί δεν τον έβλεπε πουθενά. Είχε εξαφανιστεί. Μπορεί να κινδύνευε κι ο ίδιος. Τέτοιες ώρες ο σώζων εαυτόν σωθείτω. Αφέθηκε. Δεν έμαθε ποτέ τι έγινε ακριβώς. Την πήραν τα νερά ; Βούλιαξε μέσα στην υγρή τους τρέλα ; Ήρθε κάποιος άλλος και την πήρε στα χέρια του ; Η ιστορία πολλές φορές είναι σκοτεινή. Άσε που ο καθένας τη γράφει όπως θέλει, ανάλογα με τα δικά του συμφέροντα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι από εκείνη τη μέρα, μάλλον από εκείνη τη νύχτα αραίωσε τις επισκέψεις του. Κι αν τύχαινε καμιά φορά να τραβήξει την κουρτίνα των αναμνήσεών της και να περάσει από μέσα το κεφάλι του, της φαινόταν ότι τα μάτια του είχαν μιαν απόγνωση, που όμως με τίποτα δεν ήθελε να της την ομολογήσει. Το πέρασμα του καιρού ελάφρυνε το βάρος στο στήθος της. Τον έβλεπε και πάλι ανάμεσα στα όνειρά της, ή ανάμεσα σε κάποια θυμητάρια που είχαν ξεμείνει σε διάφορα σημεία του σπιτιού της απ’ το πέρασμά του. Αλλά κι αυτές οι αναδύσεις του απ’ το χαμένο πια παρελθόν αραίωσαν σιγά-σιγά. Η εξαίσια σχέση θρυμματίστηκε σαν ένα ξεραμένο πλατανόφυλλο. Μπορεί να έμεινε μια αφανής πληγή βαθιά στο στήθος της, που κάποτε κάποτε πονούσε. Όπως και να το κάνουμε, τέτοιες ιστορίες δεν είναι από εκείνες που περνούν από πάνω μας σαν άνεμος και φεύγουν και χάνονται οριστικά. Τα σημάδια τους χαράσσονται στην ψυχή σαν από πυρωμένο σίδερο. Αυτά τα σημάδια δε σβήνουν ποτέ... Και να η απόδειξη! Τον είδε σήμερα στο δρόμο, και η επουλωμένη πληγή βαθιά της πόνεσε αυτόματα, σαν ν’ ακούμπησε πάνω της αγκάθι. Και το πιο σημαντικό, ότι αυτό έγινε πριν καλά καλά βεβαιωθεί ότι ήταν εκείνος. Το βλέμμα της ήταν ακόμα δυο, τρία, ή τέσσερα βήματα πίσω του, ήταν αφηρημένο, ο νους της δε μελετούσε τίποτα πέρα απ’ τη δυσφορία για το μποτιλιάρισμα, ο εαυτός της ήταν εγκαταλειμμένος σ’ αυτό το τίποτα. Κι όμως το καμπανάκι χτύπησε. Ανασάλεψε στη θέση της. Σε κλάσμα δευτερολέπτου το μάτι της καρφώθηκε στο σουλούπι του. Ναι, ήταν αυτός, κι ας βάδιζε καμπουριασμένος, γυρτός, κουρασμένος, ας αγωνιζόταν να σύρει τα βήματά του, ας έδειχνε ασήκωτο το φορτίο μιας μικρής τσάντας προφανώς με μπακαλικά, που ίσως τα μετέφερε σπίτι του.
114
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Οι εραστές
Τάκης Χατζηαναγνώστου
Αυτός! Ο μεγάλος εραστής!... Ο άντρας, που όταν την αγκάλιαζε, εκείνη διαλυόταν απ’ τη δύναμή του, κι απ’ τη θέρμη του, κι απ’ το πάθος του. Έκλεισε τα μάτια. Τον είδε μπροστά της νέο, ωραίο, μ’ ένα χαμογελαστό παιχνίδισμα στα βλέφαρα, με μια απόκρυφη λάμψη στα μάτια, μ’ ένα πλήθος βουβές υποσχέσεις στα χείλια, που τη μαγνήτιζαν πριν ακόμα ξεδιαλυθούν. Δε θυμόταν πώς και πού είχαν γνωριστεί –σε κάποιο φιλικό σπίτι ίσως όπου ήταν καλεσμένοι, ή σε κάποια εκδρομή, ή σ’ ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ σ’ ένα συνωστισμό. Άλλωστε τι σημασία είχε; Το γεγονός ήταν ότι απ’ την πρώτη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, εκείνη τουλάχιστον ένιωσε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν σταλμένος απ’ τη μοίρα της να τραντάξει το είναι της, οδηγώντας τα βήματά της ακόμα και πέρα απ’ τα όρια της ζωής. Θυμόταν τις στιγμές. Απ’ τη ραχοκοκαλιά της ήταν σαν να πέρασε μια ηλεκτρική εκκένωση. Ένιωσε να χάνει την ισορροπία της. Δαγκώθηκε δυνατά, να επαναφέρει τον εαυτό της στην τάξη. Δεν πρόλαβε να τα καταφέρει. Τον είδε να την πλησιάζει. Της μίλησε ευθύς χωρίς προσχήματα και χωρίς καμιά κοινωνική συστολή. «Πότε θα σε δω;» Τρόμαξε απ’ τα λόγια του. Ήταν πολύ βιαστικός. Δε γίνονται έτσι οι γνωριμίες. Θέλησε ν’ αντισταθεί στην πρόκλησή του. Αλλά οι δυνάμεις της είχαν παραλύσει. Παραδόθηκε άνευ όρων. Η φωνή της αποκρίθηκε σβησμένα: «Όποτε θες.» Η πρώτη συνάντησή τους ήταν επεισοδιακή. Είχε κανονιστεί να γίνει σ΄ ένα πολυτελές ξενοδοχείο. Η ίδια όλη την προηγούμενη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι απ’ την αγωνία της, τις αμφιβολίες της, τους φόβους της για το εγχείρημα να δεχτεί να συναντηθεί μ’ έναν άνθρωπο που δεν ήξερε ακόμα τίποτα για την ιστορία του και το παρελθόν του. Μήπως δεν έπρεπε να πάει στο ραντεβού; Η λογική της απαντούσε καταφατικά σ’ αυτό το ερωτηματικό. Ναι, δεν έπρεπε να πάει. Αλλά οι επαναστατημένες εσωτερικές τάσεις και επιθυμίες δεν υπακούουν ποτέ στη λογική. Δεν υπάκουσαν ούτε οι δικές της. Τη συγκεκριμένη μέρα ξύπνησε πολύ πριν απ’ το συνηθισμένο. Οι ετοιμασίες της άρχισαν απ’ το πρωί. Μπάνιο, κολόνιες, φρεσκάρισμα μαλλιών, κρέμες στο πρόσωπο. Αισθανόταν ότι είχε κάνει ό,τι επιβαλλόταν για να παρουσιαστεί μπροστά του όσο πιο τέλεια γινόταν. Κι αν κάπου κρυφά μέσα της καραδοκούσε κάποια αμφιβολία για το κατά πόσον είχαν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες της, μόνη της την υποβάθμιζε ως το έσχατο σκαλί. Εκείνη ήταν σίγουρη ότι έκανε τα πάντα. Το μόνο που της ξέφευγε ήταν ένας κάποιος εκνευρισμός, μια κάποια αναστάτωση, δυο τρία νοσηρά ερωτηματικά, για τα οποία δεν είχε άμεσες απαντήσεις: «γιατί να δεχτώ με τόση ευκολία την πρότασή του;» «πού πάω να ρθω σε επαφή μ’ έναν άγνωστο;» «πώς θ’ αντιμετωπίσω τις όποιες προκλήσεις του ;» Η ταραγμένη λογική της πρόλαβε να της πει ότι, πέρα απ’ όσα έκανε για να εξωραΐσει τον εαυτό της, όφειλε να εφαρμόσει και μια αγωγή ηρεμίας, μια ενσυνείδητη επιβολή πειθαρχίας όλων των κρυφών και φανερών αντιδράσεών της απέναντι στις στιγμές. Και τα κατάφερε. Όταν έφτασε στο σημείο συνάντησής τους ήταν παραπάνω από ήρεμη. Αυτοπειθαρχημένη. Και αυτοκυρίαρχη. Του έδωσε το χέρι της. Περίμενε ότι αυτός θα το έπαιρνε στα δικά του με ευγένεια και τρυφερότητα. Όχι, δεν το έκανε έτσι. Αντίθετα, την άρπαξε παρευθύς στην αγκαλιά του, έσκυψε και τη φίλησε δυνατά στο στόμα, το φιλί του την έπνιξε, λίγο ακόμα και της φάνηκε ότι θα λιποθυμούσε, η αναπνοή της είχε πιαστεί, οι
115
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΗΓΗΜΑ Ελληνική Γλώσσα
Οι εραστές
Τάκης Χατζηαναγνώστου
πνεύμονές της σίγουρα θα έσκαζαν από ασφυξία. Κι όμως του παραδόθηκε. Δεν τον απώθησε, δεν του έβαλε τις φωνές –πώς θα μπορούσε, άλλωστε- δε διαμαρτυρήθηκε. Ζούσε ξαφνικά ένα εξουθενωτικό όνειρο, ήταν για πρώτη φορά στη ζωή της, ένας αητός με μεγάλα φτερά την είχε σηκώσει ψηλά, πάνω απ’ τα σύννεφα, πέρα απ’ τους γνωστούς ορίζοντες, ένας ήλιος δυνατός της έκαιγε τα μάτια, την ψυχή, η ανώνυμη ιστορία της αποκτούσε μεμιάς σημασία και υπόσταση. Εκείνη γινόταν Εκείνη: ένα πλάσμα που είχε τη δική του θέση στον κόσμο των πλασμάτων του Θεού. Από εκείνη τη μέρα, και κάθε μέρα ύστερα, ζούσε απ’ την αρχή ένα μύθο καινούριο. Γεννιόταν και ξαναγεννιόταν, κι ένιωθε μιαν ευτυχία απίθανή να την ανεβάζει στον ουρανό μόλις εκείνος, γυμνός, χωνόταν μέσα της, κι αναστάτωνε τα σπλάχνα της, συνταράζοντας απ’ τα θεμέλια της την ύπαρξή της. Το ταξί έκανε σημειωτόν. Εκείνος απ’ έξω, στο πεζοδρόμιο, συνέχιζε το δρόμο του σκυφτός πάντα χωρίς να γυρίζει να κοιτάξει τα γύρω του –τόσο πολύ τον είχαν βαρύνει τα χρόνια. Εκείνη ένιωσε την ανάγκη να βγει, να πάει κοντά του, να του μιλήσει, να του πει έστω μόνο μια «καλημέρα». Το αποφάσισε στο λεπτό. Παρακάλεσε τον ταξιτζή να σταματήσει. «Δε γίνεται, θα σας εγκαταλείψω, σταθείτε να κατεβώ. Τι σας χρωστώ;» Ο ταξιτζής είπε ένα μικροποσόν. Του έδωσε ένα διπλάσιο χαρτονόμισμα. Ο άνθρωπος θέλησε να δείξει τίμιος: «Μια στιγμή κυρία να σας δώσω τα ρέστα...» «Όχι, ευχαριστώ, δε μου χρειάζονται.» Άνοιξε την πόρτα, βγήκε. Τον είδε μπροστά είκοσι βήματα. Η καρδιά της χτυπούσε. Βιάστηκε να τον φτάσει. Δέκα βήματα. Πέντε. Τρία. Ένα. Άπλωσε το χέρι της να τον χτυπήσει ελαφρά στον ώμο. Κιόλας στο πρόσωπό της έλαμπε το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου. Αλλά δεν κράτησε πολύ. Ξαφνικά αυτό το χαμόγελο πάγωσε. Το χέρι της απείχε απ’ τον ώμο του μόλις ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Κι εκεί ανακόπηκε. Από μέσα της αναδύθηκε απρόβλεπτα κι αναπάντεχα η δική της εικόνα : οι ρυτίδες που της είχαν σκάψει το πρόσωπο αριστερά και δεξιά απ’ το στόμα, το σπασμένο δέρμα της γύρω απ’ τα μάτια, ο βαθιά χαραγμένος λαιμός της, το πεσμένο στήθος της, ακόμα κι εκείνα τα καφετιά στίγματα στα χέρια της –μια γερασμένη πραγματικότητα, που καθημερινά έκανε τα πάντα, με κρέμες, και λοσιόν, κι άλλα καλλυντικά, να την αποκρύψει. «Διάβολε !...» ψέλλισε απεγνωσμένα. Δάγκωσε τα χείλια της να πονέσει. Το χέρι της εξακολουθούσε να μένει μετέωρο. Μεσολάβησε κι άλλο κλάσμα δευτερολέπτου, άδειο, δίχως έναν παλμό παρηγοριάς. Αισθανόταν ότι λίγο ακόμα και θα σωριαζόταν στο πεζοδρόμιο σαν ένα κενό σακί, ενώ εκείνος θα συνέχιζε το δρόμο του το ίδιο γυρτός, καμπουριασμένος, κυρτωμένος απ’ τα χρόνια και τις ιστορίες του, με μια ζωή σπαταλημένη από εδώ κι από εκεί σ’ ένα ανώνυμο παρελθόν, που τίποτα πια δεν μπορεί να το αναστήσει. Ένα πνιγηρό κύμα ανέβηκε απ’ τα σπλάχνα της, πήγε να τη μπουκώσει. Της ήρθε να βάλει τις φωνές. Κρατήθηκε. Έκανε μεταβολή. Κι άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς καν να γυρίσει να δει πίσω της. Η ψυχή της ήταν έτοιμη να βγει, να πετάξει. Πρόλαβε και την έπιασε στο λαιμό της μ’ ένα κόμπο. Απ’ τα μάτια της δεν κύλησε ούτε μια στάλα δάκρυ. Μόνο ένας βόγκος πολεμούσε να βγει απ’ το στήθος της, κι εκείνη τον δάγκωνε, τον δάγκωνε
116
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Κραυγή εν ερήμω Τάκης Χατζηαναγνώστου Θεσσαλονίκη, Ελλάδα Οκτώβριος - Νοέμβριος 2001
1.
Κύριε, Ταξίδεψα στο διάστημα ανάμεσα στ’ άστρα σου με την αλαζονεία μιας ανθρώπινης νίκης στο μέτωπο με τη σημαία του κατακτητή στην καρδιά μου είδα τη γη ν’ ανατέλλει πίσω απ’ το σκοτεινό ορίζοντα του
φεγγαριού
είπα πως είμαι ισχυρός ότι μπορώ να σε παραμερίσω. Μα περνούσε ο χρόνος που έταξες να μετρά τη ζωή μου κι άρχισα να νιώθω βαριά πάνω μου τη μάζα της μοναξιάς που με κύκλωνε ολούθε ενώ μέσα μου έσπερνε και θέριζε ο φόβος και γίνονταν ολοένα και πιο δυνατές οι έλξεις απ’ τις ρίζες μου
πίσω,
απ’ τη γη των πατέρων μου, κι επέστρεψα κι ησύχασα κι ασφαλισμένος σήκωσα το κεφάλι ψηλά να μετρήσω το δρόμο που διέτρεξα κι είδα πως δεν έκανα τίποτ’ άλλο πάρεξ να μεγαλώσω μέσα μου τα όρια του σύμπαντός σου να μεγαλώσω την έκτασή σου και το νόημά σου και να μικρύνω έτσι ακόμα πιότερο την ασημαντότητά μου. 2.
Σκάβω βαθιά μέσα μου μέσα στο χώμα στον πηλό και στη λάσπη ψάχνω να βρω τις πηγές σου αυτές τις πηγές που ξεδίψασαν τους προφήτες σου και πότισαν το άνθος της ισορροπίας μέσα στο σύμπαν πρέπει να βρω αυτό το νόημα της ισορροπίας για να μπορέσω να σταθώ όρθιος πάνω στην έρημη πέτρα χωρίς φόβο και χωρίς πάθος με το λόγο της σιωπής στα χείλη μου ήρεμος ταπεινός και περήφανος που υπάρχεις που υπάρχω που υπάρχει ο κόσμος.
117
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Κραυγή εν ερήμω Τάκης Χατζηαναγνώστου
3.
Ο κόσμος η νύχτα κι εσύ κι εκείνο το μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο καρφωμένο στο στήθος σου να φεγγαροπερπατεί σ’ έναν απελπισμένο ουρανό με το χρώμα του αίματος και της προδοσίας και της ντροπής και της συμφοράς στα κέρινά του πέταλα και να στάζει φωτιά πάνω στην καρδιά μου σαν τιμωρία για τη μοναξιά της νύχτας που ωστόσο εσύ ο ίδιος έσπειρες γύρω μου ανερώτητα.
4.
Νά-την λοιπόν πάλι η φθορά της αμφιβολίας ντυμένη την τυφλή αναζήτηση του σκουληκιού ντυμένη την ανάγκη μιας στερεότητας που την γυρεύει τόσο η σάρκα μου. Φώναξα ότι υπάρχεις και νόμισα ότι ηρέμησα. Αλλά δεν ηρεμώ. Πρέπει να μου πεις πού είσαι να ρθω να εγγίσω την πλευρά σου να ξεκουράσω πάνω στο απτό σχήμα σου τα χέρια μου ν’ ακουμπήσω πάνω στο απέραντο βλέμμα σου την καρδιά
μου
ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων είναι μια περιπέτεια
άπιαστη
κι εγώ σε θέλω εδώ μια ζωντανή συνείδηση για τις χούφτες μου μια βεβαιότητα για τις διαμαρτυρίες μου ένα παρόν δικό μου για πάντα μη μου το αρνιέσαι οι πόλεμοι είναι πολλοί πάνω στη γη ο θάνατος μας νίκησε κοίτα:
118
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
ΠΟΙΗΣΗ Ελληνική Γλώσσα
Κραυγή εν ερήμω Τάκης Χατζηαναγνώστου
πρόσφυγες, σκοτωμένα παιδιά, τυφλοί γέροντες, κουφάρια κάθε λογής στους δρόμους και τα μονοπάτια και βόμβες, και αεροπλάνα, και φωτιές, κι άγρια πρόσωπα που στάζουν μόνο αίμα ! Πού είσαι, πού είσαι εσύ γιατί μας άφησες μόνους κι αβοήθητους γιατί μας εγκατέλειψες στο έλεος της απουσίας σου άμαχος πληθυσμός είμαστε όλη η γη αδέρφια είπες πως είμαστε κι εσύ ο πατέρας όλων που είναι λοιπόν η πατρική σου προστασία ; δεν είσαι πια ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται άλλοι σου έκλεψαν την τέχνη και τους ανέχεσαι να κομπορρημονούν αδιάντροπα μπροστά σου και μπροστά μας και δεν αρπάζεις το φραγγέλιο να τους πετάξεις στις μαύρες θάλασσες ξορίζοντάς τους στις πίσσες, στα σκοτάδια και στα τάρταρα. Δε μιλάς καν. Πού είσαι, πού είσαι δε σε βλέπω όσο κι αν μαντεύω τις διαστάσεις σου δε σ’ ακούω όσο κι αν βουίζει μέσα μου η ηχώ απ’ την πανάρχαια φωνή σου. Ω, αυτή η ασύλληπτη προαιώνια φωνή ! Πότε επιτέλους θα ξαναγίνει φλόγα πύρινη να κατέβει απ’ τον μακρινό ουρανό σου και να ’ρθει να τιθασέψει πάνω μας την απαίσια ματαιότητά μας !
119
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 3 Vol. 1, February 2012
Issue 1 March 2011
Diasporic
Literature Issue 1, March 2011
Issue 2 September 2011
Diasporic
Literature Issue 2, Vol. 1, September 2011
Diasporic
Literature
Issue 3 Vol. 1 Š Diasporic Literature 2012 http://diasporic.org
Σχεδιασμός - Σελιδοποίηση - Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία Λογοτεχνικών και Επιστημονικών Συγγραμμάτων
Ολύμπου 3 • Τ.Κ. 57009 Καλοχώρι Θεσσαλονίκης • Τηλ.: 2310 700770, 2310 789755, 2310 789756 • Fax: 2310 700767 e-mail: mavrogenis@hol.gr • www.mavrogenis.com.gr
www.mavrogenis.com.gr