Logotexnika epikaira 4

Page 1

Γιῶργος Ἀλισάνογλου ΤΟ ΠΙΟΝΙ (Μοναδικὴ πράξη) Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν ὁμότιτλο θεατρικὸ μονόλογο

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Δεκέμβριος 2010

4


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Γιῶργος Ἀλισάνογλου ΤΟ ΠΙΟΝΙ (Μοναδικὴ πράξη) Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν ὁμότιτλο θεατρικὸ μονόλογο Τεῦχος 4 - Δεκέμβριος 2010 ISSN: 1792 - 4189 Μηνιαία ψηφιακὴ ἔκδοση τοῦ ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ «Λογοτεχνικὰ Ἐπίκαιρα» Συντακτικὴ ἐπιμέλεια: Θοδωρὴς Βοριᾶς Ἠλεκτρονικὴ δ/νση: http://logotexnika-epikaira.blogspot.com e-mail: logotexnika.epikaira@gmail.com e-mail τοῦ συγγραφέα: saixpirikon@hotmail.com Ἐπιτρέπεται ἡ ἐλεύθερη διακίνηση στὸ διαδίκτυο. Ὁ συγγραφέας μερίμνησε γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν κειμένων καὶ τὴν κατοχύρωση τῶν πνευματικῶν δικαιωμάτων τοῦ ἔργου.


1

Γιῶργος Ἀλισάνογλου ΤΟ ΠΙΟΝΙ (Μοναδικὴ πράξη)

(…) ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΓΙΝΕ ἄλλη φορὰ αὐτὴ ἡ κίνηση. Ὅλες οἱ προηγούμενες ἕνα λάθος. Αὐτὴ ἡ νέα κίνηση ἔρχεται νὰ ἐπανορθώσει αὐτὸ τὸ λάθος. Ποτὲ καμιὰ κίνηση δὲν πραγματώθηκε μὲ τόση τελειότητα· οὔτε ἡ ἴδια δὲν πιστεύει σ’ αὐτή της τὴν τελειότητα. Εἶναι μιὰ γῆ ποὺ πάνω της καρφωμένη μιὰ σημαία. Ταγμένη ἀμετακίνητα στὴν ἀκινησία αὐτὴ ἡ γῆ. Οὔτε ἄνεμος οὔτε θάλασσα ποτὲ τὴν ἐπισκέφθηκε. Μόνο ἡ σημαία ἀπὸ καλλίγραμμη ἐπιθυμία· νὰ κυματίζει ἀβάπτιστη σὲ μιὰ ἄγνωστη γῆ ποὺ κερδήθηκε μὲ κόπους μὲ ὑπερβολικὲς μάχες Ἄφυλων ὄντων· ἀπὸ κάποιο ξαφνικὸ φῶς πάντα ἐπιζοῦσε τοῦτο τὸ κομμάτι καὶ μετὰ σκοτάδι· ὅλο ἐπανάληψη σκότους. Τὸ σκοτάδι νὰ ἐπαναλαμβάνεται ὡς σκοτάδι, νὰ πολλαπλασιάζει σκοτάδι ὡς σκοτάδι. Καμιὰ γλώσσα δὲ μιλήθηκε ἀκόμα ἐδῶ. Κι ὅ,τι εἰπώθηκε σὰν ἀναλαμπὴ μίσους ἀπὸ ἄγνωστο ὑλικὸ ἀδήλωτο στὸν κόσμο. Κι ὅμως αὐτὴ ἡ νέα κίνηση ἔρχεται χρόνια τώρα· ὅλο ἔρχεται κι ὅλο τὴν περιμένουν- δίχως νὰ γνωρίζει κανεὶς ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποιὸς τὴν περιμένει. Λένε πὼς κάποιος προσπάθησε νὰ τὴν προσεγγίσει· μὰ κάποιος ἀνονομάτιστος καὶ ἀφανής. Θὰ δηλωθεῖ στὰ μητρῶα ὡς ἡ Ἄφαντη κίνηση.


2

Μὰ δὲν γνωρίζουν ἀκόμη σὲ ποιὰ μητρώα θὰ καταγραφεῖ· κι οὔτε ποιοὶ δὲν γνωρίζουν. Θὰ τὴν πάρουν ἀγκαλιὰ σὰν σῶμα παρθένο καὶ ἴσως νὰ τὴν πυρπολήσουν ἀμέσως. Θὰ μαζέψουν τὶς στάχτες της καὶ θὰ τὶς ἀναμείξουν μὲ νερὸ καὶ χῶμα. Κίνηση ἀπὸ πηλὸ νὰ τὴν ἀλείψουν πάνω στὰ σώματα ὅσων περιμένουν· ὅμως σκοτάδι στὴν ἀναμονὴ καὶ δὲν ξεχωρίζουν ποιοὶ περιμένουν. Καὶ ἴσως κανένας νὰ μὴν περιμένει. Ποτὲ κανεὶς νὰ μὴν περίμενε. Μιὰ πρόστυχη προσφορὰ ὅπως τόσες ἄλλες στὸ παρελθόν. Κι ὅμως εἶπαν πὼς αὐτὴ ἡ νέα προσφορά· αὐτὴ ἡ νέα κίνηση δὲν προορίζεται γιὰ ἀνθρώπους. Γιατὶ ὅλες οἱ κινήσεις ἔχουν διαπραχθεῖ ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μᾶλλον εἶναι ταγμένη γιὰ μετὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ ἀσώματες αὐθάδεις ἐκσπερματώσεις θανάτου. Ἑνὸς θανάτου ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει ὁριστεῖ ὡς συναίσθημα. Ἀσύνορο ποὺ κανένας δὲν ἔχει· μπορεῖ νὰ προσφερθεῖ σὲ ὅλους. Ναί· σὲ ὅλους προσφέρεται ὡς μιὰ μορφὴ ἐξαίσιας τέχνης ποὺ ἀποτάσσεται τὴ ζωή. Παρόλα αὐτὰ πηγάζει ἐκπηγάζει γυμνάζεται ἐκγυμνάζεται ὑποφέρει μὲ μιὰ ἀπόκοσμη ἐσωστρέφεια. Κανεὶς ποτὲ νὰ μὴν μάθει τὴν ἀμφίρροπη σχέση του μὲ τὴ ζωή- τὴν ἐνσωμάτωσή του σ’ αὐτήν. Κοντὰ στὴ Μαύρη Θάλασσα ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΝΕΚΡΟΣ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΣΙΝΟΡΗΣ. Τὴ σημαία ραμφίζουν ὁμοιώματα πουλιῶν. Ἐδῶ καὶ αἰῶνες ὁ στρατιώτης περιμένει σὰ σημαία αὐτὴ τὴν κίνηση βαστώντας στὸ χέρι τὸ ματοβαμμένο ξίφος· στὸ κέντρο μιᾶς συμπαγοῦς κινήσεως· τώρα ἀρχίζει: Ὅταν ἤμουν πέντε χρονῶν ἕνα πρωὶ μὲ πῆρε ὁ φίλος μου ὁ Δικαῖος ἀπ’ τὸ χέρι νὰ μὲ πάει περίπατο.


3

(Ὁ Δικαῖος εἶναι ὁ μετέπειτα Τρελός). Τὸν ρώτησα ποῦ πᾶμε καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Στὸ κενό». Στὸ κενό. Μάλιστα. Ὕστερα καθὼς προχωρούσαμε ξαφνικὰ συναντήσαμε μιὰ φίλη του τὴ ΣάΛυ. Τὴν ἕσφιξε πάνω του γερὰ καὶ τῆς ἔδωσε ἕνα ρουφηχτὸ φιλὶ στὸν αὐχένα, πίσω ἀπὸ τὰ πιασμένα της μαλλιά. Ἡ γυναίκα ἄρχισε νὰ κλαίει. Τότε ὁ Δικαῖος τὴν φίλησε ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ τῆς ἀπήγγειλε στίχους ποὺ μοῦ φάνηκαν σπουδαῖοι. Ἀργότερα κατάλαβα ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸν Ἄμλετ τοῦ Σαίξπηρ. Τότε δὲν ἤξερα τίποτα γι’ αὐτὸ ποὺ εἶχα δεῖ. Ὅμως ἕσφιξα γερὰ πολὺ γερὰ τὶς γροθιές μου ὥσπου ἔλιωσα θαρρῶ τὸ κενό. Κύλησε ὑγρὸ στὰ πόδια μου τὸ κενὸ ἢ μήπως εἶχα κατουρηθεῖ ἐπάνω μου- δὲ θυμᾶμαι. Ἦταν πάντως ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔνιωσα. Ἕναν ἐξαίσιο πόθο ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἔρωτα. Ναί. Ἦταν ὁ πρῶτος μου παιδικὸς ἔρωτας. Ἡ ΣάΛυ ἦταν μετέπειτα ἡ Βασίλισσα. «Ἔλα νὰ παίξουμε θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου». Μὲ κορόιδευε ὁ Δικαῖος κάθε φορὰ ποὺ ἤθελε νὰ παίξουμε σβόλους στὴ γειτονιά. Τὸ χάος! Μὴ μὲ κοιτάζετε ἔτσι. Ἔχουν περάσει χρόνια. Αἰῶνες ἀπὸ τότε. Μάχες. Ναί. Καὶ μάχες. Πολλὲς μάχες. Ὅλες οἱ μάχες ἀσέλγησαν πάνω μου. Τίποτα δὲν εἶχα νὰ μοιράσω μὲ κείνους τοὺς μικροὺς θανάτους ποὺ μὲ περιτριγύριζαν (ὤ! ἀκόμα τὸ κάνουν. Πιστέψτε με). Πολλὲς φορὲς τὶς φέρνω στὸ νοῦ μου καὶ πνίγομαι στὰ καπνογόνα στὶς μολότοφ καὶ στοὺς νεκροθάφτες. Ὕστερα βλέπω πέρα μακριὰ ἀπὸ τὸ παράθυρο τοὺς ἀγαπημένους μου νεκροὺς νὰ ἀναπαύονται ἥσυχα_ σίγουροι/ σίγουροι πὼς τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ξυπνήσει. Σπανίως σαλεύουν τὸ ἕνα τους μάτι ἐλάχιστα καὶ τότε βγαίνω ἔξω


4

νὰ τοὺς χαλαρώσω τὴ γραβάτα ἀπ’ τὸν λαιμό. (Βλέπετε καμιὰ φορὰ παρασφίγγει ἀπὸ τὴν ὑγρασία καὶ τότε αἰσθάνονται σχεδὸν πραγματικοὶ νεκροί). Ὤ, νεκρολογῶ τὸν ἐσπεραντισμὸ τῆς ὀντότητας. Τὸ μέλλον μου εἶναι μιὰ κέρινη σπηλιὰ γεμάτη αἷμα. Τὸ ξέρω. Σὰ νὰ τὸ ἔζησα πρόωρα. Γι’ αὐτὸ καὶ περνῶ τὶς νύχτες μου κρυφὰ καὶ ὅλο αὐτοαναιροῦμαι. Αὐτοαναιροῦμαι ξέροντας πὼς μὴ μπορώντας νὰ ἀποφύγω τὸ μέλλον μου θὰ συντριβῶ καὶ πάλι σὲ ἄγονες μάχες καὶ σὲ ἄσκοπες συναλλαγές. Θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ μιὰ ἐποχὴ πέρα ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἡ πλοκὴ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁποιαδήποτε καὶ νὰ ἐκτυλίσσεται ὁπουδήποτε. Ὅλες οἱ συνέπειες ἀνήκουν στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον ἀπ’ ὅπου προέρχομαι κι ἀπ’ ὅπου ἀπέρχομαι. Κι ὅλο λείπω ἀπ’ τὸ κορμί μου τελευταία. Καὶ ἀναιροῦμαι. Ὅ,τι ὑπῆρξα. Αὐτοαναιροῦμαι. Γιὰ ὅ,τι θὰ ὑπάρξω. Ἂν θὰ ὑπάρξω. Θὰ ξεχαστῶ. Προσεύχομαι νὰ ξεχαστῶ. Νὰ ἀναιρέσω ὅ,τι ὑπῆρξα. Νὰ ἀπουσιάσω κι ἀπ’ αὐτή μου τὴν ἀναίρεση ἐὰν ὑπῆρξα. Αὐτοαναιροῦμαι. Αὐτοαναιροῦμαι ὡς πιόνι -ἕνα ἄλλοθι εἶμαι· πάντα ἀλλοῦ. Τόσο πολὺ αὐτοκυριαρχικὸ ἄλλοθι- ὅπως λήθη. Ἀνήκω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐκεῖ μέσα- σὲ ἀσπρόμαυρη ζηλοφθονία. Κι ὅλο λέω νὰ μὴν ἀνήκω· (πίστη καὶ ἀφοσίωση στὸν Βασιλέα) Murde! Πίστη καὶ ἀφοσίωση- κι ὅλο καλπάζω πλάι σὲ Πύργους ἀπὸ πετρόχτιστη ἀ-λογία. Ἐρωτευμένος παντοτινὰ μὲ τὴν Βασίλισσα. Προσπαθώντας νὰ γίνω ἡ Βασίλισσα. Μὴν ξέροντας ποιὸς εἶμαι· βαθιὰ κομμένος ἀπὸ ἥττα. Αὐτοαναιροῦμαι. Ἐγκαταλείπω. Αὐτὸ θὰ κάνω· κι ἂς ληφθεῖ ὡς ὑποχώρηση ἢ προδοσία. Στὴ θέση μου θὰ βάλουν κάποιον ἄλλον- ἴσως ἕνα ὁμοίωμα (ποὺ οὐδόλως θὰ μοῦ μοιάζει).


5

Μιὰ σφαίρα μελανὴ θανατωμένη ἀπὸ ἀντάρτικο πόλης. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἡ θέση μου εἶναι πάντα ἄδεια. Ὅποια θέση κι ἂν πάρω στὴ σκακιέρα ἀδειάζει. Γι’ αὐτὸ καὶ ποτὲ καμιὰ θέση δὲν μοῦ χρέωσανμόνον τὶς ἧττες καὶ τοὺς θανάτους μου (ποὺ κι αὐτοὺς τοὺς ἀπολάμβανα πάντοτε ἐξ’ ἀδιαιρέτου μὲ ἄλλα πιόνια). Τελευταία τὶς νύχτες αἰσθάνομαι νὰ μὲ παρακολουθοῦν. Σίγουρα κάποιος μὲ παρακολουθεῖ- σὰν μιὰ ἀπειλὴ πίσω ἀπ’ τὸ σβέρκο μου· ἀνυπόφορη ἀπειλή. Σὰ νὰ γελᾶνε πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου ἄσπονδοι φίλοι (ποὺ ποτὲ δὲν ἔκανα). Ἴσως γιατὶ μετὰ ἀπὸ κάθε μάχη ὅλο καὶ χάνω λίγο ἀπὸ τὴν λάμψη μου. Ὑπολογίζω τόσα χρόνια καὶ ἀντίστοιχες παρτίδες· ὅλο καὶ χάνω χρῶμα -θαρρεῖς ξεθωριάζω (νά γιατὶ γελᾶνε). Ἴσως γιατὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ἀπὸ κεῖνο τὸ σφριγηλὸ πλαστικὸ νεανικό μου σῶμα- (νομίζω πὼς ποτὲ δὲν τὸ ὑπερασπίστηκα ὅπως τοῦ ἔπρεπε). Ναί· τώρα ἐξηγοῦνται ὅλα: εἶμαι καπάκι (ἴσως ἀπὸ φθηνὴ γκαζόζα ἢ τσιτσιμπύρα). Ὅ,τι εἶμαι τίποτα δὲν μοῦ ἀνήκει. Οὔτε κὰν αὐτὸ τὸ τίποτα ποὺ εἶμαι. Οὔτε τὸ ἀνήκει δὲν μοῦ ἀνήκει. Οὔτε τὸ τίποτα. Γιατὶ κανένα τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκει σὲ κάτι ποὺ ἀπορρέει ἀπ’ τὸ τίποτα. Ἡ διάσπαση τοῦ τίποτα καὶ τοῦ τίποτα ἡ διάσπαση. Μεταξύ τοῦ κ α ὶ τὸ τίποτα. Γεννήθηκε ὡς τίποτα- τὸ συζευκτικὸ καὶ τὸ κρατοῦσε πάντα καὶ τὸ συνέδεε μὲ τὸ μετέπειτα τίποτα. Μὲ τὸ τίποτα τοῦ θανάτου. Τώρα τὸ κ α ὶ τοῦ τίποτα. Τὸ συζευκτικὸ κ α ὶ πραγματώνεται ὡς τίποτα. Ὀνοματίζεται κι ἔτσι διασπόνται τὸ πρὶν καὶ τὸ μετὰ τ ί π ο τ α. Κατρακυλάω ντενεκεδένιο παράσιτο δίχως τίτλο καὶ ὄνομα. Παλιὰ ἤμουν τὸ Πιόνι μὰ τίποτα δὲν ἤμουν. Ὀφείλομαι στὸ τίποτα. Τὰ ρέστα κι αὐτὰ δικά του.


6

Καὶ τώρα τελειώνω: Κοινὴ παρτίδα – κοινὸς ἐρχομὸς δὲν εἶναι οἱ μάχες ὅλων τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι οἱ μάχες ἀποκλειστικὰ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι μιὰ μάχη νόθα καὶ ἀπέραντη κοινή. Μὰ ὄχι τῶν ἀνθρώπων- μάχη ἔλλογη καὶ ἄλεκτη κανονικὴ καὶ ἀνώμαλη μιὰ μάχη μή-μάχη ἢ μάχη ἀμαχία. Ἕνα ἄλλοθι εἶμαι· σὲ μιὰ ἐρημιὰ ἀμαχίας. Ἐμπρὸς γιὰ νέες σφαγὲς γιὰ νέες συντριβές! Ἐμπρὸς σφαγμένα ζῶα τῆς νύχτας! Τὸ κίτρινο πρωὶ νὰ εἶναι ἀλλόκοτα ζεμένο στὸν πόλεμο ἔτσι ποὺ μόνο σὲ ἄνθρωπο πρέπει καὶ ταιριάζει. (ἐν τῷ μεταξὺ τὸ λευκό μου τετράγωνο κελὶ κενό/ ἀπόδρασα κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀτέλειας τῆς νύχτας/ νομίζω σὲ μιὰ ἀναλαμπὴ φωτὸς ἀπὸ πυροτέχνημα τοῦ ἀδένα) Παραδίδομαι κυλώντας σὲ μιὰ ἐπηρμένη ἀκινησία. Λιώνω καὶ χύνομαι -ζωὴ ἀπὸ τσίγκο- στὴν ἀνάπαυλα μιᾶς ἐξαίσιας παρτίδας ποὺ μόνο σ’ ἕνα καπάκι πρέπει καὶ ταιριάζει. Ἐξαίσια μίμηση- ὅπως γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ὑπόνομος ποὺ κυλῶ. Ὑπόνομος προσωπικὰ δικός μου. Μόνο γιὰ μένα. Ὤ! τί εὐτυχία. Πλησιάστε, θέλω νὰ σᾶς δείξω κάτι. Βλέπετε τὴν τέταρτη παρτίδα ἀπὸ ἀριστερά; τὸ μαῦρο στρατιωτάκι ποὺ βρίσκεται στὴν ἄκρη τῆς σκακιέρας, στὸ σημεῖο α1. Τὸ βλέπετε; Ἐγὼ εἶμαι αὐτός. Ἢ καλύτερα, ἤμουν. Σπρῶξτε τὸ λίγο μὲ τὸ χέρι σας. Προσπαθῆστε νὰ τὸ μετακινήσετε σὲ μιὰ -παρὰ τὴ θέλησή του κίνηση. Ὅσο κι ἂν προσπαθεῖτε εἶναι ἀδύνατο νὰ τοῦ ἀλλάξετε γνώμη. (Πεισματάρης ποὺ ἤμουν στὰ νιάτα μου.) Εἶναι κενὴ ἡ τελευταία γραμμὴ καὶ ὅπως βλέπετε φθάνω. Ναί. Σωστὰ μαντέψατε.


7

Θέλω νὰ γίνω ἡ Βασίλισσα. (Ἄραγε γίνηκα ποτέ;) Τώρα ποὺ συλλογίζομαι κάπως πιὸ ψύχραιμα τὰ περασμένα, σκέφτομαι ὅτι πάντα κάποιος μένει στὸ τέλος μόνος, (ἢ μήπως εἶναι μόνος ἀπὸ τὴν ἀρχή;) γιὰ νὰ ὑποδέχεται τὴν φρίκη, τὸν ἀποτροπιασμό, τραυματισμένος, παραγκωνισμένος. Κάποιος ποὺ πάνω του σηκώνει τὸ βάρος ὄλου τοῦ πλήθους. Παραμένει σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ πάντα πιστὸς στὶς ἀρχές του, μὲ μιὰ ἀνεπιτήδευτη ἰαχὴ βλακείας νὰ ξεχειλίζει ἀπ’ τὰ μάτια του. Παντοτινὰ ἐκεῖ. Στὸ ἴδιο πάντα μέρος, καρφωμένος σ’ ἕναν βράχο σὰ σημαία. Καὶ πάντα, πάντα κρατοῦσα μιὰ μάχη γιὰ τὸν ἔνδοξο ἔρωτα, μιὰ ἥττα ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀθανασία, μιὰ τιποτένια νίκη γιὰ τὴν αὐριανή σας ὑστεροφημία. Πάντα κρατοῦσα μιὰ μάχη μὲς στὸ νοῦ μου. Μιὰ παρτίδα ἀπὸ συντρίμμια. Κι ὅσο προχωρῶ ἡ παρτίδα ἀπομακρύνεται. Μιὰ ἀκαταμάχητη γεωγραφία θανάτου. Ποτὲ δὲν φτάνω. Μοναχὰ μὲ βλέπω στὴν ἴδια μάχη, σταθερὰ στὸ ἴδιο σημεῖο νὰ ἀπομακρύνομαι γυρνώντας πάντα στὸν ἀρχικό μου προορισμό. Στὰ συντρίμμια. Κι αὐτὴ ἡ παρτίδα φτιαγμένη ἀπ’ τὰ συντρίμμια τόσων ἄλλωνἈποθνήσκουμε ἐν εὐμορφίᾳ. Μιὰ μέρα θὰ μιλήσει ὁ στρατιώτης σπρώχνοντας τὸ κενό· ὁ καιρὸς θὰ δείξει τὸν εὐτελῆ σκοπό του· τελικὰ μιὰ πλάνη εἶναι ὅλα- Μιὰ πλάνη ποὺ ξεπαγιάζει μὲς στὸν ἀσπρόμαυρο λαβύρινθο τοῦ χρόνου Τὸ πρόσωπό της διαλυμένο ἀπὸ τὰ ἐγκαύματα τῶν μελλοντικῶν μαχῶν Μάχες κι ἄλλες μάχες κι ὅλο τηλεκάρτες γιὰ ὑπεραστικὰ τηλεφωνήματα στὸ ὑπερπέραν -μὲ τὸ ἕνα πόδι στὴ σκακιέρα καὶ τὸ ἄλλο στὸ κενό. Ὁ στρατιώτης μπαλαρίνα· αὐτὸ εἶναι τὸ ἐξαίσιο χάρισμα τοῦ στρατιώτη (βέβαια μόνο αὐτοῦ ποὺ βρίσκεται στὸ κουτὶ α1)


8

Ἀκίνητος ὁ στρατιώτης μπαλαρίνα μὲ τὸ ἐλάχιστο πάντα νὰ λείπει καὶ στὸ πολὺ νὰ μὴν ἔχει μυηθεῖ ποτέ- Ἡ μοναξιὰ τοῦ στρατιώτη μπαλαρίνα· ἰδίως ὅταν τὸ ὄρθιο πόδι -αὐτὸ τοῦ κενοῦξεριζωθεῖ. Μὲ τὰ μάτια δεμένα καὶ μὲ ραμμένα βλέφαρα ἀρχίζει νὰ στροφάρει μὲ μιὰ φιλάρεσκη πιρουέτα στὸν θάνατο- σταθερὰ χλωμὸς -γεμάτος ἀγωνία ἐὰν θὰ ἀρέσει στὴν εἰκόνα του. Ντυμένος μὲ κουρέλια καὶ μὲ κείνους τοὺς ἁβροὺς τρόπους τοῦ παλιάτσου Νὰ μὴν ξέρει - νὰ μὴ γνωρίζει ποτὲ ποιὸν κατατροπώνει -ποιὸν ἄλλον, ἂν ὄχι τὸν ἑαυτό του- ἡ μοναξιὰ τοῦ καυλωμένου στρατιώτη μπαλαρίνα. Κάποια στιγμή -κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πιὸ κρίσιμης στιγμῆς τῆς μάχης- ἡ δεξιοτεχνία του τὸν ἐγκαταλείπει ἡ προσοχή του χάνεται καὶ ἐπέρχεται ἡ πτώση· πέφτει σ’ ἕνα ἀκατανόητο κενὸ ποὺ ὅμως εἶναι ἀσφαλέστερο ἀπὸ τὸ ἔδαφος κι ἔτσι ξορκίζει τὸν θάνατο μὲ προσφορὲς σκοτεινὲς καὶ τότε γίνεται ἄτρωτος σχεδὸν ἀπὸ μάρμαρο ἐκσφενδονισμένος σὰν μολότοφ πάνω στὸ ἰαγουάρο φόντο μαζῶν τσιμεντωμένων- κι ἔτσι ὁ στρατιώτης μυεῖται στὴν ἀκινησία τοῦ κενοῦ. Ἡ μοναξιὰ τοῦ καυλωμένου στρατιώτη μπαλαρίνα γίνεται θρίαμβος τῆς ἀγανάκτησης- ἀπὸ τὸ πάτωμα ψηλὰ πέφτει ἕνας ἄνθρωπος ὁ οὐρανὸς θὰ τὸν μαζέψει. Πτώση τώρα μόνο πτώση. Καὶ πᾶνε χρόνια τώρα ποὺ ὅλο πέφτει καὶ κανένας οὐρανὸς νὰ τὸν μαζέψει. Πτώση τώρα μόνο πτώση_ Π Τ Ω Σ Η (…)


Γιῶργος Ἀλισάνογλου Ὁ Γιῶργος Ἀλισάνογλου (1975) γεννήθηκε στὴν Καβάλα. Σπούδασε κοινωνιολογία. Ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 2005 διατηρεῖ τὸ βιβλιοπωλεῖο καὶ τὶς ἐκδόσεις Σαιξπηρικὸν στὴ Θεσσαλονίκη. Ποιητικὲς συλλογές: «Ἄηχες κραυγές», ἐκδ. Κατσάνος, Θεσσαλονίκη, 2001 «Ἀφροδίτη», ἐκδ. Κατσάνος, Θεσσαλονίκη, 2003 «Ἀκάνθινη πόλη», ἐκδ. Κατσάνος, Θεσσαλονίκη, 2006 «Τὸ παντζάρι καὶ ὁ διάβολος», ἐκδ. Τυπωθήτω - Λάλον ὕδωρ, Ἀθήνα, 2008 Μεταφράσεις: PINK FLOYD - Is there anybody out there? ἐκδ. Κατσάνος, 2003 MADRUGADA – μουσικὴ βιογραφία, ἐκδ. Κατσάνος, 2006 Jim Morrison- Μία Ἀμερικάνικη προσευχή, ἐκδ. Κατσάνος, 2007 Ὁ Μπουκόφσκι γιὰ τὸν Μπουκόφσκι - ἐκδ. Σαιξπηρικόν, 2008 Δημοσιεύσεις στὰ περιοδικά: Ἐντευκτήριο, Ἕνεκεν, Ὁδὸς Πανός, Πανδώρα, Δέκατα, Littera-Terra, Μανδραγόρας, Index, Διαβάζω, Ὀμπρέλα, Poiein.gr, Poema.gr κ.α. Ποιήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἀγγλικὰ καὶ γερμανικά.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.