Μάνα

Page 1


May 12, 2013 2 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Diasporic Literature


© Διασπορική Λογοτεχνική Στοά http://diasporic.org Μάιος 2013

Μια συνεργασία με 22 λογοτεχνών στην ποίηση, πεζογραφία, μονόπρακτο Ο κάθε λογοτέχνης συμμετέχει με ένα έργο

Επιμέλεια έκδοσης Ιάκωβος Γαριβάλδης

May 12, 2013

Συμμετέχουν κατ’ αλφαβητική σειρά Αλέκος Αγγελίδης Άρις Αντάνης (αγγλικά) Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου Χρύσα Βελισσαρίου (ελληνικά και αγγλικά) Άντρια Γαριβάλδη Ιάκωβος Γαριβάλδης Μιχάλης Δελησάββας Λάσκαρης Π. Ζαράρης Μαρία Θωμάδη Ηλίας Καλλές Ευτυχία Καπαρδέλη Ευάγγελος Κατεβάτης Σπύρος Μακρυγιάννης Γιώργος Μαρινάκης Χάρης Μελιτάς Νίκος Μπατσικανής Νίκος Νομικός Ειρήνη Ντούρα – Καββαδία Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου Γιώτα Στρατή Τάκης Χατζηαναγνώστου

3 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Diasporic Literature


Η έκδοση αυτή, είναι ένας ύμνος αγάπης και σεβασμού προς τη λέξη μάνα, μητέρα, μάννα, μα. Η προσπάθεια της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς έρχεται για να δώσει σημασία και αξία στο πιο αγνό, το πιο γλυκό πρόσωπο της ζωής του κάθε ανθρώπου. Έρχεται να προσφέρει ένα παρήγορο μήνυμα για εκείνους που έχουν χάσει από τον κόσμο τους τη μάνα πολλές φορές δίχως να μπορούν ούτε τη λέξη αυτή να πουν. Επίσης έρχεται να προσφέρει ένα μήνυμα σεβασμού για εκείνους που την βλέπουν εμπρός τους καθημερινά και δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία της παρουσίας της. Τέλος να εκφράσει μιαν ελπίδα για εκείνους που την έχουν μακριά τους και την σκέφτονται καθημερινά. Η ειδική αυτή έκδοση δεν μπορεί να γίνει πιο απλή, πιο κατανοητή, πιο αγνή γιατί προέρχεται από τα βάθη της ψυχής του κάθε λογοτέχνη που συμμετέχει και που παρουσιάζει με τα πιο ειλικρινά του συναισθήματα τη σύνδεση που νιώθει μέσα του με τη δική του μητέρα. Τα έργα δεν είναι οι στροφές και οι γραμμές που παρουσιάζονται στις σελίδες αυτές, είναι τα επιούσια και αμόλυντα σκιρτήματα τα οποία καταχωρούμε και παρουσιάζουμε ακριβώς όπως μας προσφέρθηκαν, δίχως περιττά φκιασίδια και καλλωπισμούς, δίχως διορθώσεις και αξιολογήσεις, διότι αισθανόμαστε πως κανένας κριτικός λογοτεχνίας και κανένας λογοκριτής φιλόλογος δεν μπορεί να παρέμβει ανάμεσα στο κάλλος της σχέσης μεταξύ μητέρας και παιδιού. Αυτό το κάλλος της απέραντης εμπιστοσύνης και ευλάβειας έτσι όπως είναι πρέπει να μείνει και να αποδοθεί. Κάθε του κόμμα, κάθε γράμμα και απόστροφος έρχεται από τέτοιο βάθος μιας υπέρλαμπρης ψυχοσύνθεσης απ’ όπου μόνον ιερά και ανέγγιχτα συναισθήματα αναβιώνουν.

σκέψεις τους για τη δική τους λέξη που αρχίζει από ‘μ’ - μητέρα, μάννα, μα. Στις πενήντα αυτές σελίδες κρύβονται όλα τους τα συναισθήματα…

4 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Diasporic Literature

May 12, 2013

Ευχαριστούμε θερμά όλους τους συγγραφείς που μας άγγιξαν με τις πιο καλαίσθητες


Ελληνική

May 12, 2013

γλώσσα

5 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Diasporic Literature


Η Κάρτα Αλέκος Αγγελίδης Την τελευταία κάρτα σου σήμερα βρήκα μάνα, αυτήν που μας στερνόστειλες προτού κλείσεις τα μάτια. Τη φάτνη έχει του Χριστού και μια χρυσή καμπάνα κι από ψηλά είν’ ανοιχτά τα θεϊκά παλάτια. Στο πίσω μέρος έγραφες λόγια απ’ την ψυχή σου και στα παιδιά, στα εγγόνια σου, έδινες την ευχή σου. «Αγαπημένα μου παιδιά, σας στέλνω τις ευχές μου. Σας εύχομαι χρόνια πολλά και μες στις προσευχές μου, παρακαλώ την Παναγιά, προτού τα μάτια κλείσω, να στείλει αγέρα ανάλαφρο, να κάμει δρόμο ίσο και στην πατρίδα γρήγορα να σας ξαναντικρίσω. Αυτόν το χρόνο εύχομαι να ξαναρθήτε πίσω.» Σαν έρθει, μάνα, Πασχαλιά κι έρθουν γιορτές μεγάλες, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, πως λέει ο θείος νόμος, βάζω την κάρτα την παλιά ανάμεσα στις άλλες και λέω πως την έφερε κι αυτήν ο ταχυδρόμος.

May 12, 2013

Αλέκος Αγγελίδης

6 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Diasporic Literature


Μάνα μου Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου Μάνα Σε κρατάω ακόμα απ’ το χέρι μέσα στο ράγισμα της νιότης Νήμα αόρατο στα χτυποκάρδια ανάμεσα γέρνει επάνω μας σαν ανθισμένος κλώνος μυγδαλιάς και μας γεμίζει αιώνια άνοιξη Μάνα μου Ξυπνώ πρωί, όλους τους χρόνους ανασκουμπώνομαι πριν φύγει ο ήλιος πλένω με την αγάπη σου τα πανωσέντονά μου να’ χω κατάλευκα να σκέπω τα όνειρά μου Μάνα μου εσύ Αιώνιο πρόσωπο στους βράχους της ερήμου χαραγμένο κοίταζες με δυο μάτια όαση τα ασταθή μου βήματα στην άμμο Μάτια γεμάτα πράσινο ζωής, βρύσες που κελαρύζανε την έγνοια με κράτησαν ολόρθο μέσα στην πείνα και τη δίψα του καιρού Αχ, Μάνα Μεγάλωσα, γερνάω Ασπρομαλλιάζει η σκέψη και η έγνοια μου May 12, 2013

Εσύ πάντα νέα Αγάπη που δεν άγγιξαν ρυτίδες βρέχεις μ’ αθάνατο νερό θνησιγενείς μου στίχους από το Άλφα ως το Άπειρο 7 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Diasporic Literature


από τη μάχη ως τον πόλεμο Πάντα Εσύ, ασπίδα της ψυχής μου Και τώρα, Μάνα Κάθε που πέφτει νύχτα, γίνεσαι άστρο Φως μου γεμάτο μουσική από νανούρισμα παλιό «Άγια Μαρίνα τζιαι τζιυρά …» Περνούν τα χρόνια με δυο νότες καρφωμένες μες στις λέξεις μου

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

May 12, 2013

Κύπρος

8 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Diasporic Literature


Στη Μάνα μου Χρύσα Βελισσαρίου Έχω Μάνα... Η αρχή μου. Ανήμπορη, η παντοδύναμη. Φοβισμένη, η ατρόμητη. Κουρασμένη, η ακούραστη. Μπερδεμένη, η ξεκάθαρη. Η ζωή μου την πίκρανε. Ονειρεύτηκε να περπατώ σε ροδοπέταλα. Κι όποτε πατούσα αγκάθια, μάτωνε, άθελά μου, εκείνη. Έχω Μάνα, που δεν την έφτασα ποτέ, που πάντα σήκωνε λάβαρο, που πάντα την κυνηγούσα. Έχω Μάνα... Μάνα, σύχασε! Μείνε μαζί μου. Κρατήσου, όσο μπορείς. Θα μου λείψεις αφόρητα, Το ξέρεις; Χρύσα Βελισσαρίου

9 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Diasporic Literature

May 12, 2013

σαν φύγεις...


Ανάμνηση Άντρια Γαριβάλδη στη μητέρα μου

Τούτο το δείλι το στυφό π’ απάνεμα τα κύματα φιλούνε τ’ ακρογιάλι, την ώρα που ’σκυψε ο ήλιος ντροπαλά της γης τα χρυσοχρώματα ν’ ανάψει, μιλούν του ρολογιού τα καρδιοχτύπια αργοσαλεύοντας. Έφυγες έναν δειλινό μιας ανθισμένης Κυριακής, μαραζωμένο γιασεμί, που στο καντήλι της χαράς το λάδι είχε στερέψει. Στ’ αντίπερα του κόσμου γλίστρησες αργά, μέσα στης θλίψης τα πελάγη μοναχή, σ’ άγνωστες χώρες πέταξες βουβά, γνώριμα χάδια λησμονώντας. Έφυγες σιωπηλά με τη βροχή, ανύποπτα, καθώς το δάκρυ σου, αδύναμο, για ύστερη φορά δρόσιζε την καρδιά. Έφυγες γνέφοντας καρτερικά, στους ώμους φορτωμένη της ψυχής τη συννεφιά, μ’ ένα παράπονο ζωγραφιστό στο κάτω χείλος και μια ανέκφραστη λαχτάρα που μέτραγε τον πόνο σου με λόγια˙ λόγια γλυκά και τρυφερά που χάιδευαν τ’ αστέρια κι ήταν ζωής τροφή στις στείρες νότες κάθε αγάπης.

May 12, 2013

Τα όνειρά σου με τ’ ανέμου τα φιλιά, μες στα λουλούδια τώρα φτερουγίζουν, νεκρικά, σαν πεταλούδες και σαν σχήματα παλιά κι εγώ όλο ψάχνω τη σκιά σου, νευρικά. Μα βιαστικά σαν πάντα διώχνω πέρα τις ματιές,

10 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


που σαν κατάρτια καρφωμένες στέκουνε βουβές, να προσπεράσουν, αδιάφορα ζητούν. Δεν είναι τ’ αηδονιού η μουσική μήτε του γρύλου το τραγούδι που δειλά τρελαίνει τη νυχτιά, μα στης σελήνης τις ανταύγειες η εικόνα σου που παίζει με τον ίσκιο μου. Μια ανάμνησή σου μάνα που με παίρνει σε ταξίδια μαγικά κι ονειρευτά μιλώ με τη μορφή τ’ αγγέλου και ζω τούτο το βράδυ ερημικά μοναχικά. Άντρια Γαριβάλδη

May 12, 2013

Γαριβάλδη, A. «Ανάπλευση – Τετραλογία», Mελβούρνη: Nautilus, σ. 79-80

11 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Λίγα λουλούδια Μητέρα Ιάκωβος Γαριβάλδης

Λίγα λουλούδια σήμερα σου έστειλα μητέρα ο κήπος είναι νοερός τα άνθη στην καρδιά, τα φρόντιζα πολύ καιρό γι’ αυτή εδώ τη μέρα σκεπτόμενος την όψη σου με τα σγουρά μαλλιά. Κόκκινα τριαντάφυλλα, έχουνε τ’ όνομά σου άσπρες γαρδένιες κι άρωμα που έστειλα για σένα να τα μυρίσεις σήμερα που είναι η γιορτή σου και την ευχή σου στείλε μου στα μακρινά τα ξένα. Ξέρω πως δεν με ξέχασες, η σκέψη σου κοντά μου ξέρω πως και αν περάσουνε χίλιες και μια εποχές τα παιδικά χαμόγελα σκέφτεσαι τα δικά μου που πέρασαν τόσο γοργά σαν όνειρα του χτες. Μα σήμερα που έφτασαν μπροστά στο σκαλοπάτι λίγα λουλούδια μυριστά πριν το καλοσκεφτώ θυμήσου με ακόμη μια σε κάποιο ερημοπάτι

Ιάκωβος Γαριβάλδης Μελβούρνη, Αυστραλία – Μάιος 2013

12 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

με τα γλυκά τα μάτια σου να επανενωθώ.


Κι όμως υπήρξε Μιχάλης Δελησάββας Η μητέρα δεν είναι εκεί ούτε στον ουρανό, ούτε στην γη; Αν είναι δυνατόν….. Και όμως υπήρξε, είναι βέβαιο πως υπήρξε μ’ ένα χαμόγελο στην άκρη των χειλιών θλιμμένο πάντοτε κάποιας ηλικίας ή και καμίας όπως οι άγγελοι, ουδέποτε νέα, όπως όλες οι μανάδες Ν’ αλλάξουμε, αυτό ναι, πάντοτε τόθελε να μην πονάμε, και νάμαστε ποιο τυχεροί από την ίδια, η έγνοια αυτή προπαντός, στο πάντοτε άγρυπνο βλέμμα της, και ο φόβος για την τύχη και το άγνωστο . Τίποτα δεν θ’ αλλάξει και νάρθει Δεν θα σου απαντήσει , όσο και να πατήσεις Το μηδέν στο τηλέφωνο πάλι και πάλι, ακόμα και να ουρλιάξεις . Όσο ήταν εδώ, όσο δεν την άκουγες εσύ που σου μιλούσε, τώρα πια δεν σ’ ακούει κι ο φόβος της εκείνος, ωρίμασε ίσως και να περίσσεψε τώρα που έγινε και δικός σου

βλέπεις το πρόσωπο σου στον καθρέπτη αλλά δεν τον αναγνωρίζεις.

Μιχάλης Δελησάββας

13 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

Σαν τον καθρέπτη ή σαν την φωνή σου την ακούς,


Η ιστορία της γέννησης Λάσκαρης Π. Ζαράρης Εσύ χαμογελάς και ελπίζεις, πότε την ταραγμένη θάλασσα ορίζεις, πότε τον αγριεμένο ουρανό σκορπάς σε σωτήρια βροχή που συντροφεύει το κύμα. Στα χέρια σου η γαλήνη επιστρέφει. Να! Έρχεσαι, με το πολύτιμο δώρο της αγάπης• ένα μικρό άνθος της τριανταφυλλιάς που κλαίει, κλαίει κι εσύ, η μάνα του το κρατάς με ζεστασιά. Μέσα απ’ τα μικρά του μάτια ανασαίνει η άνοιξη, στέλνοντας παντού το τραγούδι του ονείρου, να ημερώσει ο πόνος της γέννησης και τα μικρά του χέρια να πιαστούν από ουρανούς που δεν φτάνουν ακόμη, αρκεί να το λέει στο μέλλον δυνατά η καρδιά του. Μάνα θα πει κι ας μην μπορεί ακόμη να μιλήσει: «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ», μέσα από χείλη που τρέμουν πριν νιώσουν στο μάγουλο το θαυματουργό χάδι της μητρικής αγάπης.

May 12, 2013

Γιατί μάνα ήσουν εσύ η αιτία που της ζωής το κελάρυσμα άκουσα και της ψυχής το θρόισμα αισθάνθηκα. Τα λόγια σου υπολόγισα σοβαρά κι οι μικρές στάλες της ευτυχίας άνθισαν

14 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


σ’ έναν παράδεισο δικό σου. Μικρές σπίθες σοφίας άστραψαν και σκιές δροσερές απλώθηκαν στο διάπλατο χαμόγελό σου σαν μία απέραντη όαση στην άνυδρη έρημο.

May 12, 2013

Λάσκαρης Π. Ζαράρης Νέα Αγχίαλος Βόλου

15 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Μάνα Μαρία Θωμάδη Μάνα, Από τα σπλάχνα σου γεννιέται μια ζωή. Μια ψυχή που κρατάς στα χέρια σου με αγάπη. Μια πνοή που παίρνει από την ανάσα σου ελπίδα.

Μάνα, Λευκό σεντόνι η καρδιά, εκείνου που αγαπά με τη ζωή του. Λευκό σεντόνι η καρδιά, εκείνου που πονά με την ψυχή του. Λευκό σεντόνι το χάδι, που αναβλύζει από τα λόγια μιας φωνής· Της δικής σου φωνής. Με το χαμόγελο, της δικής σου στοργής.

May 12, 2013

Μαρία Θωμάδη

16 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Η μαγική λέξη ¨μάνα¨ Ηλίας Καλλές Με του ηλιού το φίλημα, το χάιδεμα της δύσης, με της νυχτιάς το πλάκωμα, της Πούλιας το τραγούδι, με το βοριά, με το νοτιά στο προσκεφάλι ήσουν. Στη σαρμανίτσα σε γροικώ με καρφωμένα μάτια, να με κοιτάνε διάπλατα, νανούρισμα να λένε. Τ’ ακούω το χαμόγελο, που έσκαγε στα χείλη κι ένα φιλί μου έδινες στο μέτωπο επάνω. Και τα καυτά τα δάκρυα, που γιόμιζαν τα μάτια, στο μάγουλό μου πέσανε, με τρόμαξαν στον ύπνο. Μα μια ημέρα έφυγες,

May 12, 2013

δε γύρισες σε μένα… Έτσι το νιώθω πια εγώ στων αλλονών τα λόγια. Κι άπλωνα τα χέρια μου, σε έψαχνα να σ’ εύρω. 17 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Μαύρο φαρί περίμενε με καβαλάρη ξένο. Από τη ρούγα σ’ άρπαξε, ακούω εγώ το κλάμα και τρίβοντας τα μάτια μου δεν πρόλαβα να σε ιδώ ούτε τα χείλη μου να πουν τη μαγική τη λέξη ¨Μάνα¨. Την κάθε νύχτα αναζητώ και την ημέρα πάλι να έρθω εγώ στην ανοιχτή και τη δική σου αγκάλη. Λαχτάρα για μένα η ζωή και ψάχνω τη μορφή σου. Οι άλλες μάνες σα λαλούν, ακούω τη φωνή σου. Παράθυρα να είναι ανοιχτά και να γελά η ψυχή σου. Στις μάνες μέσα στη μορφή χαϊδεύω τη δική σου. Και της ψυχής μου ο καημός

τα στήθια μού καίει, τον κρατώ, σαν φυλαχτό τον έχω. Ηλίας Καλλές Βόλος,10-4-2013

18 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

στη μοναξιά που νιώθω


Συγγνώμη μητέρα Ευτυχία Καπαρδέλη Μοναχικό Φεγγάρι περιπλανιέμαι μακριά σου και εσύ της καρδιάς τραγούδι και εσύ κλαδί ανθισμένο πλεγμένο και εσύ, η γλυκιά μέρα, μητέρα

Στιγμές που βγαίνουν από της μνήμες του χρόνου ξανασμίγουν μητέρα νερά καθάρια σαν τα δυο μεγάλα σου μάτια, μητέρα

Σε κρύβω στου Απολλώνιου κύκνου την μυσταγωγία ξημερώνει ……σε κρύβω μέσα σε μανδύες φωτός Μα στα χείλη μου το

May 12, 2013

όνομα σου γεννιέται συνεχώς, μητέρα

Πουλί χαμένο μέσα

19 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


στο σμήνος που μόνο του πετά δίχως ανάπαυση δίχως συντροφιά νύχτα και μέρα στον παλιό κήπο των σιωπηλών μας ονείρων ξαναγυρνώ, μητέρα

Και όταν ο κήπος ευωδιάζει τα ανοιξιάτικα τριαντάφυλλα στα ρούχα μου κεντώ κόβω τους κόκκινους ανθού στο καντηλάκι της Παναγιάς τους προσφέρω και ζητώ Συγγνώμη Συγγνώμη …… που σε πίκρανα μητέρα

May 12, 2013

Ευτυχία Καπαρδέλη

20 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Σεισμός Κεφαλονιάς 1953 Αφιερωμένο στην μητέρα μου

Ευάγγελος Κατεβάτης

Αγκάλιασέ με μάνα από τον ουρανό Να νιώσω την ανάσα, τη θέρμη σου ξανά Ν’ ακούσω τη φωνή σου πάλι να τραγουδά “άστα τα μαλάκια σου ανακατεμένα” Τα μάτια σου να ξαναδώ, τα δακρυσμένα μάτια Που χάσανε σε μια στιγμή, όνειρα και παλάτια Όταν η γής τραντάχτηκε κι ο κόσμος μας εχάθη Απ’ του σεισμού τον όλεθρο στο όμορφο νησί μας Την ξακουστή Κεφαλονιά, καμάρι του Ιονίου.

Ήμουν παιδί έξι χρονών, αξέχαστη θα μείνει Η ώρα που ο Εγκέλαδος απάνω στο θυμό του Κατάστρεψε τον κόσμο μου, σκότωσε τη γιαγιά μου Στη Σκάλα όπου έμενε στο πατρικό χωριό της Επλάκωσε τη μάνα μου και αδελφή συνάμα

May 12, 2013

Με πέτρες και με χώματα στο μαγαζί μας μέσα.

Ένας χασάπης έτυχε περαστικός να είναι Με τις φωνές και με βρισιές εμάζεψε τους άντρες Για να ξεθάψουνε αυτούς που ήταν πλακωμένοι.

21 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Η γης δεν εσταμάτησε να τρέμει κάθε τόσο Κι’ αυτοί με τρόμο, προσοχή και με αυτοθυσία Τη μάνα και την αδελφή ξεπλάκωσαν θυμάμαι.

Τα μάτια μου βουρκώνουνε στη θύμηση ετούτη Και η καρδιά μου σφίγγεται, τα πόδια παραλύουν Να δω το σώμα το σεπτό, κατακρεουργημένο Απ την μανία του σεισμού, τη φυσική κατάρα Τα αίματα εστάζανε απ’ όλο της το σώμα Και οι πληγές εχάσκανε, γεμάτες από χώμα Τα κόκαλα φαινόντουσαν, Θεέ μου τι εικόνα! Γιατί μας το έκανε αυτό η φύση θε να ξέρω;

Όλων τα μάτια τρέχανε σαν να ‘τανε κηδεία Καθώς τηνε πηγαίνανε σε μια ελιά από κάτω Και ‘γω τους ακολούθαγα κλαίγοντας για τη μάνα. Αργά την αποθέσανε και τρέξανε αμέσως Την αδελφή να βγάλουνε που ήταν από κάτω Από της μάνας αγκαλιά, καλά προστατεμένη.

May 12, 2013

Μια γρατσουνιά δεν βρήκανε στης αδελφής το σώμα Μον’ το σταυρό εβγάλανε που είχε μες’ το στόμα. Κι όλοι δοξάσαν τον Θεό ακόμα κι η μητέρα Όταν τα μάτια άνοιξε, ψάχνοντας για την κόρη

22 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Αυτή που την ελάτρευε σε όλη τη ζωή της Ποιότερο κι απ τα μάτια της, γιατί την αγαπούσε.

Ψάξανε όλοι για γιατρό, ν’αρθεί να την γιατρέψει Πήγανε στο χωράφι του και τον παρακαλούσαν Κι αυτός τους είπε εν ψυχρό να μην τον ενοχλούνε Γιατί ‘χε οικογένεια δική του να κοιτάξει. Κι όλοι γυρίσαν κλαίγοντας, τη μάνα μου θρηνούσαν. Που ήταν ετοιμοθάνατη σε μια ελιά από κάτω Και κοίταζε τον ουρανό με το θαμπό της βλέμμα Κι όλο ρωτούσε για εμάς “τι κάνουν τα παιδιά μου, Που είναι τ’ αγγελούδια μου να ρθού να τα ταΐσω;”

Εμείς κοιτάζαμε ψηλά, σηκώναμε τα χέρια Για να μας ρίξουνε νερό, θεόξερες γαλέτες Από τα ελικόπτερα κι από τ’ αεροπλάνα Που κάθε τόσο πέταγαν επάνω στα ουράνια. Κι όλος ο κόσμος έκλαιγε σ’ ανατολή και δύση Που βλέπαν την κατάντια μας στην τηλεόρασή τους Και δίνανε τον οβολό γιατί μας επονούσαν

May 12, 2013

Σ’ αυτούς που κάναν έρανο, λεφτά για να μαζέψουν.

Σε λίγες μέρες ήρθανε της μάνας μου οι σώστες. Ήταν Εβραίοι πού ’τυχε να βρίσκονται τριγύρω

23 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Γυμνάσια εκάνανε σε ένα υποβρύχιο Και πήρανε τη μάνα μου επάνω σε φορείο Κι από χωράφια και λιθιές την πήγαν στ’ Αργοστόλι Που ήτανε αγνώριστο, τέλεια καταστραμμένο Απ’ το σεισμό που γκρέμισε τα πάντα στο νησί μας.

Απ’ τ’ Αργοστόλι Πάτρα, κι από Πάτρα Πειραιά Από Νοσοκομείο σε Νοσοκομείο, τι τράβηξες μητέρα; Έξι μήνες πάλευες, στ’ αλήθεια Χαροπάλευες! Μα τελικά το σώμα σου έγιανε από θαύμα Αυτό ελέγαν οι γιατροί, χωρίς να βάλουν ράμμα.

Αγκάλιασέ με μάνα από τον ουρανό Δώσε μου την ευχή σου να ξαναγεννηθώ.

Ευάγγελος Κατεβάτης

May 12, 2013

Βανκούβερ, Βρετανική Κολομβία, Καναδάς

24 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Στη Μάνα… Σπύρος Μακρυγιάννης Είναι στιγμές που κι η ελπίδα μου στερεύει λυγάει η ψυχή απ' της ζωής το βάρος σαν μια βαρκούλα με καιρό που αγριεύει και πουθενά δεν φαίνεται ένας φάρος... Τότε σε σένα καταφύγιο εγώ βρίσκω σε σένα που είσαι η Παναγιά η δικιά μου λουλούδι εγώ απ' το δικό σου μίσχο Μάνα εσύ πάντα και αέρας στα φτερά μου. Κι αν πια κοντεύω τα πενήντα να πατήσω τώρα που ανάγκη από μένα έχεις εσύ στο στήθος σου γλυκά θε ν' ακουμπήσω σαν νά 'μουνα ξανά μικρό παιδί... Παρηγοριά για νά 'βρω και κουράγιο όσο κοντά μου εσύ ακόμα ζεις μάνα δροσιά μου εσύ, μάνα μουράγιο στήριγμα ακόμα της δικής μου της ζωής.

Βόλος 20/10/2012

25 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

Σπύρος Μακρυγιάννης


Μάνα Γιώργος Μαρινάκης Στερνό κοπέλι σου ήμουνα κι εσύ ήσουν εκείνη που μ’ έθρεψε, με ζέστανε και μου ’δωσε γαλήνη.

Πρώτη ήσουν όμορφη θωριά, στα άγουρά μου μάτια και στήριγμα στης στράτας μου τα πρώτα σκαλοπάτια.

Μου χάριζες χαμόγελο απ’ την αυγή ως το βράδυ κι ένα γλυκό νανούρισμα, ένα φιλί, ένα χάδι.

Το σπίτι ξόμπλια γιόμιζες, η αγάπη σου σκορπούσε κι ο ανθισμένος κήπος σου μοσχομυροβολούσε.

Μεγάλωσα, παντρεύτηκα, και μίσεψα απ’ τη γη μου μα σ’ είχα πάντα στην καρδιά και στην αθιβολή μου.

Ξαθέρια ήταν τα λόγια σου, που μ’ ακλουθάνε πάντα έστω κι αν έχω προ πολλού περάσει τα σαράντα.

Με τράτερνες με νοστιμιές απ’ τα χρυσά σου χέρια στο μουτουπάκι που ’φτιαχνες γιορτές και καλοκαίρια.

τση Παναγιάς το εικόνισμα, το λάδι στο καντήλι.

Μου χάρισες απλόχερα, στοργή, πρεπιά και γνώση μα εγώ θρουλί δεν σου ’δωσα απ’ όσα μου ’χεις δώσει.

26 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

Θυμάμαι τ’ άσπρα σου μαλλιά, το μαύρο σου μαντήλι


Μάνα, εκέ στον ουρανό που τώρα ζει η ψυχή σου για μένα και τον κόσμο μας κάμε την προσευχή σου.

May 12, 2013

Γιώργος Μαρινάκης

27 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Μονόπρακτο Χάρης Μελιτάς Ένα παιδί σκαλίζει τα σκουπίδια. Δεν βλέπω. Η βόμβα σκάει στην παλάμη του παιδιού. Φαντάσματα προβάλλουν στα μπαλκόνια. Δεν βλέπω. Δεν ακούω.

Το αίμα χρωματίζει τη σκηνή. Η μάνα γονατίζει. Εκλιπαρεί. Να δέσω την πληγή με το μαντήλι. Δεν βλέπω. Δεν ακούω. Δεν αγγίζω.

Χάρης Μελιτάς

May 12, 2013

Α’ βραβείο Ωδείου Φουντούλη στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Βόλου

28 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Επιλογή Νίκος Μπατσικανής Στη ζωή μου κράτησα πια τ’ απαραίτητα: την ευχή της μάνας μια σπίθα φως και την πένα μου.

May 12, 2013

Νίκος Μπατσικανής

29 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Επί της ροής και της ανόδου Νίκος Νομικός Είναι κάτι ώρες αλλόκοτες από τις άλλες που σε προχωρούν στο εσωτερικό ενός κόσμου απόμακρου. Είναι αυτές οι ώρες, που λιώνουν τα χιόνια της μοναξιάς, κι απομακρύνονται οι σκληρές αποστάσεις του χρόνου. Είναι αυτές οι αμέτρητες ώρες που ψάχνεις να βρεις τα χρώματα του ηλιοτροπίου για να δεις, σε πιο απ’ αυτά συμπίπτουν οι μελανιές στο αίμα σου. Καλείς σε βοήθεια και σου λέγει ο ιππότης «de la vie spirituel» της πνευματικής ζωής ευλογημένη φωτογραφία ν’ αγκαλιάζεις που σβήνει αλλότρια τοπία σκοτεινά κι ανάγλυφες εικόνες πατρικές σου παρουσιάζει στην όσια πέτρα του Ομήρου, της Χιώτισσάς μου μάνας την αγάπη, στα μυρωμένα άνθια της μαστίχης, με ανατολή στου ήλιου σου την πλώρη. Νίκος Νομικός

May 12, 2013

Αύγουστος 2010

30 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Η Μάνα Ειρήνη Ντούρα – Καββαδία “Μάνα”, λέξη αγία, όπως αποκαλούμε τρυφερά τη Μητέρα όλων Παναγία ______________________________ Άσβεστο φως των ουρανών Μάνα, γεννήτωρ νέων ψυχών

Μήτρα πάντα παραμένεις ιερή κι αγγελικό σου πρέπει τιμής κερί

αγάπης καθώς είσαι αστείρευτη πηγή βάλσαμο σταλάζεις στην κάθε πληγή

πνοή δίνεις, δώρο ζωής εικόνα καθ' ομοίωσιν άγιας μορφής

φιλί - παρηγοριά στην παιδική καρδιά αστέρι, εσύ, λάμπεις κάθε μοναχική βραδιά.

May 12, 2013

Ειρήνη Ντούρα – Καββαδία

31 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Μητέρα Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου Λιόκαλη σ’ όλη τη ζωή, Μητέρα, η ψυχή σου Στημόνι όπου εστήθηκε για το πλατύ χαλί Χιλιάδες κόμπους έδεσες την ίδια τη ζωή σου Και κέντησες και στόλισες μ’ αγάπη, υπομονή.

Σαϊτοθήκη ταπεινή στα τόξα του αγώνα Καθημερνά που σε όπλισαν τα “πρέπει” και τα “θα” Κι αν το κορμί σου εγέρασε, δε λύγισες το γόνα Τα τόξα σου κουβάλαγες μέχρι και τα στερνά.

Βουνοκορφή που γέννησες κισσούς, σπηλιές και ρούγες Να κρύψεις απ’ τον κίνδυνο κι αρπαχτικά πουλιά Τα σπλάχνα σου που κούρνιαζαν στις μητρικές φτερούγες Φωλιάζοντας το μέλλον τους σε σίγουρη αγκαλιά.

Δεν ήσουν πάντα φωτεινός δρόμος και λεωφόρος Που οδήγαε σε τετράλουστο αλώνι του χορού Ήσουν και μονοπάτι απλό, του Πλάστη ο νεωκόρος Που ανάβεις τις λαμπάδες του στη γέννα ενός μωρού.

May 12, 2013

Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου

32 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Μάνα Σουλιώτισσα Γιώτα Στρατή Τόπος  Πρόποδες του χωριού Ζαλόγγου, στο βουνό Ζάλογγο. Χρόνος  13 Δεκεμβρίου 1803 Πρόσωπα  Μάνα και κόρη  Ένας Εισηγητής Ενδυμασίες  Της εποχής, ή και με σκούρα ρούχα Υλικά  Ένα μπογαλάκι, κι ένα μικρό δεματάκι. 2 ΜΑΝΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ Εισηγητής Μέσα σ’ εκατό χρόνια -από το 1721-, δέκα φορές είχαν επιτεθεί οι Τουρκ-αλβανοί στους Σουλιώτες. Στις 12 του Δεκέμβρη, το 1803, ο Αλή πασάς εξανάγκασε τους εξαντλημένους πλέον κατοίκους των διάφορων φυλών του Σουλίου να συνθηκολογήσουν και να φύγουν από τον τόπο τους. Έφυγαν όλοι, εκτός από πέντε Σουλιώτες και τον καλόγερο Σαμουήλ, οι οποίοι έμειναν στο Κούγκι. Όταν οι Τουρκ-αρβανίτες τους πλησίασαν, για να πάρουν το πολεμικό τους υλικό, ο ηρωικός καλόγερος με τους πέντε Σουλιώτες, σ’ απελπισμένη διαμαρτυρία για την Ελευθερία, έβαλαν φωτιά στο μπαρούτι, έγινε έκρηξη στην πυριτιδαποθήκη, κι ανατινάχτηκαν όλοι στον αέρα. Οι υπόλοιποι, άντρες και γυναικόπαιδα, κάτω από το εξαντλητικό κυνηγητό των εχθρών, σε τρεις περίπου μέρες έφτασαν στο μοναστήρι του χωριού Ζάλογγο, στο ομώνυμο βουνό Ζάλογγο. Μα κι εκεί, δεν είχαν καλύτερη τύχη. Η ιστορία που ακολουθεί, είναι εμπνευσμένη από εκείνη την χρονική περίοδο και είναι βεβαίως, δημιούργημα της συγγραφέως. Στη σκηνή που ακολουθεί, σ’ ένα απόμερο βράχο, η μάνα η Σουλιώτισσα μιλάει στοργικά στην κόρη της…

ΜΑΝΑ (Η μάνα, σ’ ένα απόμερο βράχο, μιλάει στοργικά στην κόρη της) - Έλα, μωρ-τσούπρα-μ’, έλα, κάτσ’ εδώ, κοντά μου. Α! Όσο πάει κι μεγαλών’ η κοιλιά σ’. Μυτερήμυτερή… Γιόκα θα κάμεις, τσούπρα μ’ . Θα κάμεις τον άντρα σ’ περήφανο… ΚΟΡΗ (Πλησιάζει αργά)

33 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

3


- Κρύα η νύχτα απόψε, μάνα μ’, μα πιο κρύα η καρδιά μ’… ΜΑΝΑ - Κάθησ’ εδώ ΄πα. Έχουμε κάμποσα να πούμ’ οι δυο μας… ΚΟΡΗ - Άσε που δεν μπόρεσα να σταθώ και να κλείσω λίγο τα μάτια μ’, απόψε… είδα κι ένα κοπάδι γύπες να τριγυρίζ’ το μοναστήρ’… ΜΑΝΑ - ΄Δω πάνου πούμαστε, τι περιμέν’ς; Ο αγέρας, αντί νάναι καθαρός, βρομάει μπαρούτ’ , αίμα και καμένες σάρκες… (Σκύβει κοντά της) Απόψ’ έρχετ’ ο θείος σ’… μαζί μ’ ένα Τουρκ-αρβανίτ’. Είπαν πως φέρν’ καινούρια μαντάτα… ΚΟΡΗ - Αφού τίποτα δεν έχουμε πια να μας πάρουν… Ρίζες κι άπλυτ’ αγριόχορτα τρώμ’ -αν τα βρούμ’ κι εκείνα… ΜΑΝΑ (εμπιστευτικά) - Ο θείος σ’, είναι στο κόλπο… τάχα ότι είναι με το μέρος του Αγά. ΚΟΡΗ - Δεν τον ΄μπιστεύομαι, μάνα μ’ … Οι γυναίκες κρυφομιλούν και λλιέν’ ότι είναι προδότης ο αδερφό σ’… ΜΑΝΑ (Μ’ επίπληξη) - Ποτέ μη ξαναπείς τέτοια λόγια για τον θειο σ’ . Ο Αλή τον πήρε επειδή ξέρει τα μονοπάτια και μιλάει κι αρβανίτικα.

May 12, 2013

ΚΟΡΗ - Μάνα μ’ , θα μπορούσε να πει «Όχι», έτσι θάκανα εγώ. 4 ΜΑΝΑ

34 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


(Χαμηλώνει τη φωνή, και λίγο αυστηρότερα) - Μωρ-τσούπρα-μ’ , μην ανακατεύεσαι με τις αποφάσεις των Καπε-ταναίων. Αυτοί, ξέρουν ποιος ήταν ο προδότης κι έπεσε το Κούγκι. ΚΟΡΗ - …κι εγώ τον ξέρω (σκύβει προς τη μάνα της) …ο Πήλιος ο Γούσης, λλιέν’, μα ποιος ξέρει την αλήθεια… ΜΑΝΑ - Ξέρει ο θειος σ’ τί κάνει! Τάχα μας φέρνει τρόφιμα από την Πάργα για να ξεγελάσει τον Καπ΄τάν Τζαβέλα και τους άλλους, μα στην πραγματικότητα θα μας μαρτυρήσει τα σχέδια του Αγά. Άκου, όμως. Τώρα δεν είναι ώρα γι’ αυτά. Τώρα που ξεμοναχιαστήκαμε, ν’ ακούσεις με προσοχή ό,τι σ’ λλέω… Μίλησα και με την Μόσχω, την Τζαβέλαινα… και συμφώνησε μαζί μου. Απόψε έχουμ’ είδηση ότι τα σκυλιά, αυτοί οι Τουρκαρβανίτες, θα μας επιτεθούν ύπουλα, τα ξημερώματα, πριν φέξει ο ήλιος… ΚΟΡΗ - κι εγώ;… Εμείς; Τι θα κάνουμε; ΜΑΝΑ - εσύ, θα πας μαζί με το θειο σ’… ΚΟΡΗ - τ’ είπες, μάνα μ’ !!! Δεν πάω πουθενά. Ιδώ θα μείν’, μαζί σας… ΜΑΝΑ - … ότι και να λλιες, ΕΓΩ μιλάω! Αυτό, έχει κανονιστεί από μέρες… ΚΟΡΗ

ΜΑΝΑ (Βάζει το χέρι στην κοιλιά της κόρης της) -Μπα! Πεινασμένος είν’ ο γιόκας σ’ , φαγάκι θέλει. Κοίτα. Εδώ σου έχω αυτό το δεματάκ’ . Κρύφτο στον κόρφο σ’, μην το δει κανείς…

35 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

- Μη με τρελαίν’ς, μάνα μ’. (Βάζει το χέρι στην κοιλιά ) Να! Χοροπηδάει το σπλάχνο μέσα μου, βάλ’ το χέρι σ’, να δεις.


5 ΚΟΡΗ -τ’ είναι μέσα, μάνα μ’ ; ΜΑΝΑ - …τρεις ρουφ’ξιές νιρό, μια πατάτα βρασμένη για να σου δώσει λίγη δύναμη ως που να φτάσετε πίσω στην Πάργα, κι ένα πανί μουσκεμένο με λίγο λάδ’, για να μυρώσεις το μωρό όταν βγει… ΚΟΡΗ - Μάνα! Έχω δυο μήνες ακόμη! Σε θέλω κοντά μου! ΜΑΝΑ - Δυο μήνες! Εδώ πάνου μετράμε τις ώρες μωρ-τσούπρα-μ’. ΕΣΥ να μετράς τις μέρες… (την αγκαλιάζει) … Εγώ να δω το πώς θα φιλέψω, τάχα, τον αδερφό μου, για να δώσω το φαρμάκι στον Τουρκ-αρβανίτη… Έλα, γιατ’ όπου νάναι, έρχονται. Τους παρακολουθούν πίσ’ απ’ τα βράχια, καθώς ανεβαίνουν τις στροφές στο μονοπάτι… ΚΟΡΗ … Δηλαδή… τι θα κάνετε… Εσύ, μάνα μ’, τι σκέπτεσ’ να κάνεις; ΜΑΝΑ - Τι ρωτάς, μωρ-τσούπρα-μ… Όταν ζαλιστεί ο άθεος κι πέσει στον ύπνο, θα τον δέσουμ’ χειρο-πόδαρα, θα του βουλώσουμ’ το στόμα, και θα τ’ πάρουμε την κάπα και το σκουφί τ’. Θα στα ρίξουμ’ απάνου σου, εσύ, θα μαζέψεις τις πλεξούδες σ’ σε κουβάρι, θα φορέσεις τον σκούφο τ’, θ’ ανέβεις προσεχτικά στο μουλάρ’ και θα γυρίστε πίσ’ απ’ το κρυφό μονοπάτ’ για να πάτε στην Πάργα. Ο αδερφός μ’ ξέρει σε ποιον θα πάτ’ να κρυφτείτε… Μπορεί να πάτε στην Γουμενίτσα, μπορεί και στην Κέρκυρα… …ώσπου να ειδοποιηθεί ο άντρα σ’ , θα κάνεις και τον γιόκα τ’.

- Τι λλιες, βρε μάνα μ’ ! Έχασες τα λογικά σ΄; … Θέλεις να χάσω το π’ δί !!! Μ’ αυτά, εγώ θα το γεννήσω πριν την ώρα μου!!! 6 ΜΑΝΑ (σοβαρή-σοβαρή)

36 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

ΚΟΡΗ


- Εμείς, ΄δω ΄πάν’, κοιτάμ’ να ξεκάνουμ’ τσι εχθρούς. Εσύ, δεν μπορείς να κουμαντάρεις ένα χαϊβάν’; Μπα! Ας γενν-θεί επταμηνίτικο! Τυλίξτε το στην κάπα… Στύψε το στήθος σ’ και βύζαξέ τ’ να φάει…, κι αυτό θα γίνει μεγάλος καπ’τάνιος… ΚΟΡΗ (Κλαίγοντας) - Θέλω να είμαι μαζί σας, μάνα. Τόσοι νοματαίοι, τόσες γυναίκες και παιδιά… μερικά απ’ αυτά, είναι μόλις χρονιάρκα… ΜΑΝΑ - Εμάς, άσε μας. Εμείς, έχουμ’ άλλη μοίρα. Οι άντρες μας, εδώ πάνου, πολμάνε σαν τα λιοντάρια. Δεν μπορούν να μας έχουν έγνοια. Οι άλλοι, σαν και τον δικό σου, που λείπουν, έχουν πάει μακριά, για να ζητήσουν βοήθεια. Πριν από μας, έχουν γίνει τόσες επιθέσεις, τσούπρα μ’… Εκατό χρόνια μας πολεμούν… Αμ, γιατί νομίζεις σκαρφαλώνουμ’ από κορφή σε κορφή, για να μη μας φτάνουν οι Τουρκαρβανίτες. Μ’ αυτοί, εκεί, από κοντά… Θέλ’ν να μας ξεκάνουν… ΚΟΡΗ - Δεν μπορώ, μάνα μ’ , δεν γίνεται… Εσείς τι θα γίνετε; ΜΑΝΑ - Ε! Ρωτάς, λες και δεν καταλαβαίν’ς. Δεν θ’ αφήσουμ’ τους άντρες που πολεμάνε, να έχουν εμάς έγνοια… Δεν μπορεί να παρατάν’ τον πόλεμο για να υπερασπιστούν εμάς. Αφού, ή έτσι ή αλλιώς, οι ίδιοι οι άντρες μας θα μας σκοτώσουν, να μη πέσουμ’ ζωντανές στα χέρια των εχθρών… Γιατ’ αν μας πιάσουν, θα μας μπήξουν τις μαχαίρες στην κοιλιά, στο στήθος, θα μας ξεριζώσουν τη καρδιά και να την πετάξουν στα όρνια, …θα μας βιάζουν, θα μας ξεσχίσουν, θα μας βγάλουν τ’ άντερα… ΚΟΡΗ - Σώπα, μάνα. Θα λιποθυμήσω! Εδώ είστε πάνου από 50 γυναίκες!!! ΜΑΝΑ - Γι’ αυτό, εσύ, ΠΡΕΠΕΙ να γυρίσεις πίσω. Έχεις μέσα σου σπόρο καπεταναίικο, να γίνει λιοντάρι και να ξεπαστρέψουν τους άθεους.

May 12, 2013

7 ΚΟΡΗ - Μα, εσείς; ΜΑΝΑ

37 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


- Εμείς, θα ξεκολλήσουμ’ με τα χέρια μας τα βράχια, θα τα πετάμε στους εχθρούς… πέτρες, ξύλα, κι όσο πάει… Είμαστε αποφα-σισμένες, να βοηθήσουμ’ τους άντρες, να σώσουμ’ την τιμή μας… ΚΟΡΗ - και… τον Τουρκ-αρβανίτη; Τι θα τον κάνετε; ΜΑΝΑ (γελάει ελαφρά) - Τι θα τον κάνουμ’; Αυτός; Αυτός, θα πάει πρώτος. Όλοι αυτοί μας πίνουν το αίμα μας. Έτσι καλοθρεμμένοι που’ναι, αυτός, θα γίνει στρωματσίδ’ στα μυτερά βράχια… ΚΟΡΗ …κι εγώ μαζί σας, μάνα μ’… κι εγώ!!! (της κρατάει το χέρι) ΜΑΝΑ - Εσύ, δεν έχεις μερδικό σ’ αυτά. Εσύ είσαι ταγμένη γι’ άλλα. Εσύ μεταφέρεις τη ΖΩΗ! Την συνέχεια του Αγώνα. Εσύ θα γεννήσεις την αυριανή Λευτεριά… Έλα, μωρ-τσούπρα-μ’ να σ’ αγκαλιάσω. (Αγκαλιάζονται σφιχτά) … Άκου… ακούς; Κάπου, ποιο κάτου, στη ρίζα του βουνού, κυλάν’ τα νερά του ποταμού Αχέροντα. Εγώ, σ’ λλέω, δεν τα πιστεύω αυτά. Εμείς, θα συναντηθούμ’ απάνου απ’ τα σύννεφα. Εκεί, πιο πάρα-πάνου, είναι η χώρα της Λεφτεριάς… Κάποια μέρα, θα ιδωθούμ’ και τότε θα δεις όλες τις χαρές που μας στέρησαν… κι άκου! Στο δρόμο σ’, να μην ακούς τον γδούπο απ’ τα κορμιά μας σαν θα πέφτουμ’ από το βράχο, ούτε τους πόνους μας… Ν’ ακούς μόνο το τραγούδι μας σαν θα γίνουμε αετοί και θα πετάμε για την ποθητή Λεφτεριά… ΚΟΡΗ (βγάζει από τον κόρφο της ένα χαρτί) Έχω κι εγώ γράψει, Μάνα μ’, κάτι για σένα (διαβάζει) 8 ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΤΗΝ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ (ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΑΝΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΣΑ)*****

Γερές, βαθιές, οι ρίζες σου στα βάθη των αιώνων, Πανελληνίδα Μάνα Εσύ, ελπιδοφόρων χρόνων.

May 12, 2013

Μπορεί να’ χες το άκουσμα Γαία, ΄Ηρα, Εστία, Λητώ, Εκάβη, Άρτεμις, Μαρία, Αθηνά, Σοφία. Συμβολικά ονόματα, βαθύνοα νοήματα. Θρύλοι αλλοτινής ζωής, σημερινά μηνύματα. 38 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Κόρη, Μητέρα, Αδελφή, σεμνή, ωραία γυναίκα, Τύχης ενάρετης ευχή, καλοσυνάτο νεύμα. Εύθραυστοι οι ώμοι του κρατάς Δόξα, Τιμή και Πνεύμα. Με σύνεση, Γυναίκα εσύ, Ιέρεια διαλεγμένη, Στο Πάνθεον των Γυναικών, επάξια τιμημένη. Για υψηλά οράματα, για λαξευμένους στόχους, Ρίξε τους σπόρους του σταχυού, πρασίνισε τους λόφους, τους ώμους σκέπασε της γης απ’ το σκληρό χαλάζι, δέσε στο Τόξο τ’ ουρανού της θάλασσας τ’ ατλάζι. Ύφανε την Παγκόσμια πολύχρωμη χλαμύδα μ’ Ελευθερία ποθητή κι αστείρευτη Ελπίδα. Είθε, απ΄ τα τρίσβαθα του νου, Άξια η σπορά να γίνει Να βρει το δρόμο η καρδιά για Λευτεριά κι Ειρήνη!

May 12, 2013

ΜΑΝΑ (δακρυσμένη, τραγουδούν μαζί) «…΄Εχε γεια καημένε κόσμε (2χ) έχε γεια γλυκιά ζωή (2χ) και συ, δύστυχη πατρίδα (2χ) έχε γεια παντοτινή (2χ) Ρεφραιν Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες. Έχετε γεια βρυσούλες, κι εσείς Σουλιωτοπούλες. Στη στεριά δε ζει το ψάρι (2χ) ούτ’ ανθός στην αμμουδιά (2χ) κι οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε (2χ ) δίχως την Ελευθεριά… (2χ) Ρεφραιν (Το ίδιο) ΤΕΛΟΣ Πολιτιστική Εκδήλωση Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων

39 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Μείζονος Νέας Υόρκης «Σταθάκειο Κέντρο» Ώρα 3 το απόγευμα 24 Μαρτίου, 2007

May 12, 2013

Γιώτα Στρατή

40 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Έτη Παιδιού Τάκης Χατζηαναγνώστου Όταν τον ειδοποίησαν ότι η μητέρα του δεν ήταν καλά, θα πρέπει να είχαν περάσει τα μεσάνυχτα. Ήταν κατακαλόκαιρο, και δεν είχαν ακόμα κοιμηθεί, ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του. Αντίθετα, κάθονταν όλοι στη βεράντα του εξοχικού τους σπιτιού κι απολάμβαναν τη δροσιά της καθαρής αυγουστιάτικιας νύχτας, ανασαίνοντας τη μυρουδιά των πεύκων που κατέβαινε απ' το βουνό, και την αρμύρα της θάλασσας που ερχόταν απ' τα ηρεμισμένα νερά, λίγα βήματα πέρ' απ' τα πόδια τους. Ήρθε ένας ποδηλάτης και τους έφερε το μήνυμα: - Τηλεφώνησαν απ' την πόλη ότι... Δεν μπόρεσε να βρει γιατί, εκείνη τη στιγμή, ένιωσε άξαφνα σαν ένα μικρό παιδί, που πάνω απ' το κεφάλι του έπαιξαν αναπάντεχα μιαν αποτρόπαιη καμπάνα. Αυθόρμητα αναζήτησε το χέρι της γυναίκας του. Μα εκείνη είχε κιόλας σηκωθεί απ' την πάνινη πολυθρόνα της. - Πρέπει να πάμε αμέσως κοντά της, είπε.

Η γυναίκα του τακτοποίησε τα παιδιά να κοιμηθούν, κι ο ίδιος ετοίμασε το αυτοκίνητο. Ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα. Τα φώτα του αμαξιού έφεγγαν πάρα πολύ δυνατά το δρόμο μπροστά, έτσι που γινόταν πιο σκοτεινός όλος ο άλλος χώρος στα πλάγια. Κι όμως εκείνος μάντευε τα σχήματα του τοπίου γύρω, που τώρα θα παρακολουθούσαν με κάποια σιωπηλή ανησυχία το μεταμεσονύχτιο ταξίδι του. Τα δέντρα, οι λόφοι, τα σκαρφαλωμένα απάνω τους σπιτάκια των μικρών χωριών, οι εκκλησιές, όλα, στα σίγουρα, θα έμεναν με άγρυπνα τα μάτια τους και κρατημένη την αναπνοή τους, γι' αυτήν την απρόσμενη περιπέτεια. Ο αέρας που τρύπωνε απ' το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου, μιλούσε συνέχεια για τη διάχυτη συμπάθεια των πραγμάτων που τους κύκλωναν. Ένιωθε συγκίνηση και ανακούφιση μαζί. Για σκέψου, όλα αυτά ήταν για τη μητέρα, τη μητέρα του. Το 'χε ξαναδοκιμάσει αυτό το συναίσθημα πριν χρόνια πολλά, δε θυμάται πια πόσα. Θα πρέπει να ήταν πολύ μικρός, γιατί είδε ξαφνικά τον εαυτό του με κοντά παντελονάκια να παίζει στη γειτονιά με τ' άλλα παιδιά, όταν μια γειτόνισσα, που είχε

41 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

Σηκώθηκε κι εκείνος. Αισθανόταν κάπως σαστισμένος, δειλός. Η μητέρα του ήταν κοντά ογδόντα-εξ χρονών, με κλονισμένη πια υγεία, με κατάγματα από παλιό πέσιμο. Θα 'πρεπε να την περιμένει μια τέτοια εξέλιξη, που διόλου απίθανο να οδηγούσε σύντομα στο αναπόφευκτο τέλος. Παρ' όλ' αυτά, κάτι κλοτσούσε μέσα του. Να ήταν η καρδιά του;


πάει να πιει καφέ με τη μητέρα του, βγήκε απρόσμενα στην πόρτα τους κι έβαλε τις φωνές, γιατί η φίλη της, λέει, έπεσε ξαφνικά χάμω αναίσθητη, σαν νεκρή. Έτρεξε πολύς κόσμος. Εκείνος όχι, δεν έτρεξε. Αισθανόταν ανήμπορος να κάνει το παραμικρό. Κάθισε στα σκαλοπάτια του διπλανού σπιτιού και βάλθηκε να κλαίει. Για τον μικρό κόσμο του η μητέρα του τότε ήταν σαν ένα είδος ουρανός. Δεν τη σκεφτόταν όταν έπαιζε ή όταν έτρεχε με τ' άλλα παιδιά στους δρόμους. Αλλά την ένιωθε αόρατα από πάνω του, σαν μια απέραντη στέγη σπιτιού, σαν μια γλύκα που υπήρχε πάντα στην ατμόσφαιρα. Μπορούσε τώρα αυτή η μητέρα ν' αρρωστήσει ; Μπορούσε να θαμπώσει ποτέ ο ουρανός; Μπορούσε η στέγη εκείνη να πάψει να τον σκεπάζει; Κι όμως ξαφνικά κι απότομα αισθανόταν γυμνός, σαν να 'ρθαν ξένοι κι άγνωστοι και τον ξέντυσαν, του πήραν όλα του τα ρούχα. Γι' αυτό έκλαιγε. Δεν ήξερε πόσες ώρες. Ύστερα ήρθαν ένα πλήθος χέρια και του χάιδεψαν το κεφάλι. Άκουσε τρυφερές καθησυχαστικές φωνές: "Μην κλαις, δεν είναι τίποτα. Μια μικρή λιποθυμία που πέρασε. Η μητέρα σου σηκώθηκε κιόλας..." Ανάσανε. Και χαμογέλασε. Κι ας έτρεχαν ακόμα ποτάμι τα δάκρυα απ' τα μάτια του... Τώρα, βέβαια, μέσα στο αυτοκίνητο, δεν κλαίει. Νιώθει τη στοργή του σκοταδιού και τη συμπόνια του. Τον ανακουφίζει. Ωστόσο... Κοιτάζει λοξά τη γυναίκα του. Θέλει να της πει ότι παρ' όλην αυτή τη στοργή, δεν αισθάνεται κανένα χέρι ν' απλώνεται στο κεφάλι του, ούτε ακούει καμιά φωνή να τον παρηγορεί. Και θέλει να τη ρωτήσει: "Τι λες κι εσύ;" Μα η γυναίκα του μένει σιωπηλή, κοιτάζοντας ολόϊσια μπροστά. Σωπαίνει κι εκείνος. Σκέφτεται: "Είναι αστείο να της μιλήσω για τέτοια πράματα τώρα..."

*

- Έκανε να σηκωθεί, και ζαλιζόταν, κι όταν πλάγιασε, της ήρθε εμετός, και δεν τον πρόλαβε, γέμισε το κρεβάτι, τα σεντόνια, και το πιο σπουδαίο ότι δε μιλούσε τίποτα, ούτε έδειχνε να καταλαβαίνει. Φωνάξαμε αμέσως το γιατρό. Είπε: εγκεφαλικό. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Θα περιμένουμε να ξημερώσει. Έστειλα αμέσως και σας ειδοποίησα. - Πού την έχετε; ρώτησε εκείνος. - Στην κρεβατοκάμαρη.

42 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

Έφτασαν στη νυχτωμένη πόλη χωρίς άργητα, πήγαν κατευθείαν στο σπίτι της μητέρας. Ήταν η αδελφή του εκεί, με τον άντρα της και τα παιδιά της. Του είπε με λίγα λόγια τα καθέκαστα:


Η γυναίκα του πέρασε πρώτη να τη δει. Ο ίδιος ένιωσε, απροσδόκητα, ανίκανος να κάνει έστω κι ένα βήμα. Κάθισε στα σκαλοπάτια της εισόδου, έτοιμος να κλάψει. Αισθανόταν σαν να ήταν μια στάλα μικρός, κι όλη του η ζωή ήταν ένας ουρανός, κι ο ουρανός αυτός τώρα από κάπου έσπασε, θόλωσαν τα χρώματά του, μερικά κομμάτια του κρεμάστηκαν σαν ξεκάρφωτα, μπορεί από στιγμή σε στιγμή να κατρακυλούσαν στο χάος. Η ψυχή του μαζεύτηκε σε μια γωνιά, σαν ζωάκι κατάφοβο. Αν συντριβόταν και χανόταν αυτός ο ουρανός...; Προσπάθησε ν' αντιδράσει. Ήταν λυπηρό να είναι ένας ολόκληρος άντρας με άσπρα κιόλας μαλλιά, με οικογένεια, με δικές του έγνοιες κι ευθύνες, και ξαφνικά να νιώθει να διαλύεται όλη του η υπόσταση επειδή αρρώστησε η μητέρα του. - Δε θα πας κι εσύ να τη δεις; ρώτησε η αδελφή του. Έκανε μια γκριμάτσα, που δεν ήξερε κι ο ίδιος τι σήμαινε. Δεν απάντησε. Κι ωστόσο, δεν πήγε. Κάθισε με τον γαμπρό του στην τραπεζαρία τους. Αμίλητος. Ο νους του πήγε σ' ένα γραμμάτιο που όφειλε να πληρώσει μεθαύριο. Ύστερα σ 'ένα τηλεφώνημα που έπρεπε να κάνει στη γραμματεία του σχολειού της μικρής κόρης του, και το είχε ξεχάσει . Έπειτα, ξαφνικά, πήδησε πίσω, σ' απροσδιόριστα χρόνια, κι είδε τη μητέρα νέα, να στέκει κοντά σ' ένα παράθυρο και να πλέκει προσεκτικά, σαλεύοντας πότε-πότε τα χείλια, σαν να μετρούσε, ή να προσευχόταν. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος παραδίπλα και διάβαζε, κι ανάμεσα σήκωνε κρυφά τα μάτια και την παρακολουθούσε. Δεν ανέπνεε; Πώς! Αν πρόσεχες, θα 'βλεπες ότι το στήθος της ανεβοκατέβαινε ανεπαίσθητα, ολόιδια με το στήθος της γης, που μέσα του εκτρέφει την ομορφιά του κόσμου. Έτσι το είχε σκεφτεί τότε. Ήταν έφηβος, και διάβαζε βιβλία με ποιήματα, και είχε κάποιες μυστικές ανατάσεις που δεν μπορούσε να προσδιορίσει από πού ξεκινούσαν και προς τα πού κατευθύνονταν. Χαμογέλασε με τη σκέψη του. Ήταν μάλλον φιλολογική. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή ένιωσε έντονα τη διάθεση να τη ζωγραφίσει, παρ' όλο ότι δεν είχε πιάσει ποτέ στα χέρια του μολύβι και χαρτί για κάτι τέτοιο. Το αποφάσισε. Κι έκανε το σκίτσο της. Το 'χει φυλαγμένο ακόμα. Θα πρέπει να το καντρώσει... Απάνω στην ώρα βγήκε η γυναίκα του απ' την κρεβατοκάμαρη. Ήταν σφιγμένη. Είπε:

Αμέσως έστρεψε και κοίταξε εκείνον στα μάτια. Σαν να τον άκουσε που επαναλάμβανε μέσα του χωρίς να καταλαβαίνει: "Δε θα μας βρει το πρωί...Δε θα μας βρει το πρωί..." Του φάνηκε πως κρύωνε. Και την ίδια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να το πει της μητέρας. Πάντα έτσι γινόταν, απ' τα παιδικά χρόνια. "Μάνα, κρυώνω... Μάνα, πεινώ…. Μάνα, πονεί ο λαιμός μου... Μάνα,-..." Έκανε να καταπιεί, και δεν μπόρεσε. Κιόλας είχε δεθεί ένας κόμπος μέσα του -δεν ήξερε να πει αν ήταν στο λαιμό, στο στήθος, ή χαμηλά, στην κοιλιά του. Γύρισε απελπισμένος και κοίταξε την αδελφή του.

43 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

- Δε νομίζω ότι θα μας βρει το πρωί...


Εκείνη δεν τον πρόσεχε. Συζητούσε με τη γυναίκα του για το πώς θ' αντιμετώπιζαν το μοιραίο, τι έπρεπε να κάνουν, ποιον να ειδοποιήσουν, πώς να φτιάξουν το σπίτι. Νευρίασε, σηκώθηκε. Θυμήθηκε που μια φορά, στο σχολειό -πόσα χρόνια από τότε, Θε μου- είχαν αργία γιατί πέθανε η μητέρα του δασκάλου τους. Τι χαρές που έκαναν όλα τα παιδιά της τάξης του! Γύρισε σπίτι χοροπηδώντας. "Δεν έχουμε μάθημα!..." Η δική του μητέρα τον κοίταξε μ' ένα χαμόγελο πικρό. "Σκεφτήκατε ποτέ τι άσκημο που θα 'ταν να χάνατε ο καθένας από σας τη μάνα του, και να γελούσαν οι άλλοι από ευτυχία;" Πήγε στην καμαρούλα του σκυθρωπός. Εκείνος ο ουρανός που λέγαμε, για σκέψου να ράγιζε ξαφνικά... Ανατρίχιασε. - Ευτυχώς που τη μετάλαβα προχτές... Μιλούσε η αδελφή του. Κι όσο καταλάβαινε ότι ακόμα και τα λόγια, κι οι αναπνοές, κι οι εκφράσεις των ζωντανών μέσα στο σπίτι είχαν μπει στον κύκλο της μακάβριας τελετουργίας του τέλους, γνωστής κι απαίσιας όπως και να 'χει το πράγμα, τόσο ένιωθε μιαν ενστικτώδη αντίρροπη δύναμη βαθιά του να θέλει ν' αντιδράσει. Είπε: - Δηλαδή δε θα κοιμηθούμε ως το πρωί; - Μάλλον να κάνουμε βάρδιες. Κάποιος πρέπει ν' αγρυπνεί οπωσδήποτε, για κάθε ενδεχόμενο. - Λοιπόν, βρείτε να κοιμηθείτε κάπου όλοι σας. Θα φυλάξω πρώτος εγώ. Ήταν μια άξαφνη και σωτήρια λύση. Συμφώνησαν μαζί του. Έπιασαν άλλος μια πολυθρόνα, άλλος έναν καναπέ, άλλος ένα ντιβάνι. Εκείνος πήγε με σταθερά βήματα στην κρεβατοκάμαρη. Είδε πρώτη φορά τη μητέρα ξαπλωμένη έτσι, άρρωστη, στο κρεβάτι της: ένα ηλικιωμένο, μικρό, αδύναμο, κι αξιολύπητο πτώμα. Μόνο που ανάπνεε. Ελάχιστα. Ήταν εκείνη; Εκείνη η γυναίκα που στην αγκαλιά της κατάφευγε πάντα, στα μακρινά χρόνια των παιδικών απογοητεύσεων και των δακρύων; - Μανούλα μου !...,ψέλλισε.

Πλησίασε στο κρεβάτι πατώντας στ' ακροδάχτυλα, για να μην την ξυπνήσει. - Μανούλα..., ξαναψέλλισε. Καμιά απάντηση. Μήτε ένα σάλεμα των φρυδιών. Κι όμως, θυμήθηκε που κάποτε, σαν να 'ναι τώρα, κάποτε, μικρούλης τόσο, καθώς κοιμόταν στο κρεβάτι του, ξύπνησε ξαφνικά απ' το ροχαλητό της. Άνοιξε τα μάτια και την είδε πλαγιασμένη δίπλα του. 44 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

Δεν τον άκουσε. Δεν ήταν σε θέση να τον ακούσει. Ο θάνατος είχε κιόλας ακουμπήσει βαριά το χέρι του πάνω στα μεγάλα και κουρασμένα της βλέφαρα. Δεν τα 'χε κλείσει ολότελα. Είπαμε: ανάπνεε ακόμα.


Κανένας άλλος θόρυβος. Καμιά άλλη κίνηση. Μόνο αυτό: άνοιξε τα μάτια. Πόσο μπορούσαν να θροΐσουν δυο παιδικά ματοτσίνουρα; Ωστόσο, εκείνη ξύπνησε. "Θέλεις τίποτα, αγάπη μου;" τον ρώτησε. "Όχι, τίποτα..." Η τρυφερότητα της φωνής της πέρασε μέσα του, τον γαλήνεψε. Ξανακοιμήθηκε αμέσως. Κι είδε όνειρο ότι πετούσε πάνω σε φτερά, κι από κάτω περνούσαν με διάκριση μικροί άνεμοι, και τα φτερά σάλευαν μόλις, ίσα-ίσα για να τον τυλίγουν σ' έναν ύπνο γλυκύτατο, ζαλιστικό. Κάθισε κοντά της. Είδε έξω απ' το σεντόνι κρεμασμένο, σαν εγκαταλειμμένο κι έρημο, το λιπόσαρκο χέρι της. Άπλωσε φοβισμένα το δικό του, ακούμπησε ελάχιστα, με το δάχτυλο, τις φλέβες της. Ακόμα μέσα τους κυκλοφορούσε ζεστό το αίμα. Πήρε θάρρος. Ανασήκωσε το ετοιμοθάνατο χέρι και το πήρε με ιερή προσοχή στη χούφτα του. Ήταν μικρό κι αδύναμο σαν πουλί που ξέμεινε. Σαν χελιδόνι, που ήταν να φύγει απ' το φθινόπωρο, και πέρασαν οι γερανοί, κι αυτό απολησμονήθηκε, ξεχασμένο κάπου να χαίρεται τις ομορφιές του θεού, κι οι γερανοί πήραν τους συντρόφους του κι έφυγαν, και το τρυφερό αθώο χέρι δεν ήξερε πια τι θ' απογίνει, κι αυτοεγκαταλείφθηκε. Τι ζεστό που ήταν, ωστόσο, ακόμα!... Το ίδιο ζεστό, όπως τότε που τον έδερνε με μια σπιτικιά παντόφλα, όταν παράκουγε τις εντολές της, ή τότε που τον χάιδευε στα μαλλιά, στο πρόσωπο, όταν, πλημμυρισμένη απ' την καλοσύνη της, ήθελε να του μεταδώσει τα βουβά της αισθήματα...

Άλλες φορές έπεφτε με πυρετό. Πολλές φορές, σαν παιδί, του συνέβαινε ν 'αρρωστήσει. Ίδρωνε απ' τα παιχνίδια και κρυολογούσε. Πρήζονταν οι αμυγδαλές του κι έκαναν πύον. Καθόταν ανήσυχη κοντά του. Τον κοίταζε στα μάτια. Δε ρωτούσε τίποτα, δεν έλεγε τίποτα. Μόνο αυτό: τον κοίταζε στα μάτια, σαν να 'ταν εκείνος πολιορκημένος από εχθρούς, κι εκείνη αγρυπνούσε και παραφύλαγε, έτοιμη να ορμήσει απάνω σ' όποιον θα τολμούσε να πλησίαζε περισσότερο. Φοβόταν ακόμα και τους γιατρούς. Τα

45 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

Θυμήθηκε που μια φορά έπαιζε στη γειτονιά με τ' άλλα παιδιά. (Τι έγιναν άραγε όλοι εκείνοι οι μικροί φίλοι, αυτής της απίθανης παιδικής εποχής..;) Λοιπόν, έπαιζε, κι είχε απορροφηθεί απ' το παιχνίδι τόσο, που ούτε την άκουσε όταν εκείνη τον φώναξε για να τον στείλει σε κάποια δουλειά. Ήταν ιδρωμένος κι αλαφιασμένος, κι ο νους του ήταν στο πώς θα νικούσε η ομάδα του στην αμπάριζα. Μόνο την τρίτη φορά έπιασε τ' αυτί του αόριστα τη φωνή της. Και το ίδιο αόριστα υποψιάστηκε και τις άλλες δυο προηγούμενες φορές. Δεν έδωσε σημασία. Το παιχνίδι ήταν στην πιο κρίσιμή του καμπή. Τη μητέρα θ' ακούμε τώρα; Εκείνη δεν ξαναφώναξε. Κάποτε η αμπάριζα τέλειωσε. Αλάλαξαν όλα τα παιδιά σαν τρελά απ' τη νίκη. Τότε τον πλησίασε ένα κορίτσι απ' τους νικημένους. "Ναι, αλλά η μάνα σου ξελαρυγγίστηκε να σε φωνάζει!" Ξεροκατάπιε. Έβαλε το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι του, τράβηξε και τις κάλτσες του που κρέμονταν ξεσκισμένες, και πήγε σπίτι. Τον περίμενε πίσω απ' την πόρτα τους. Και μόλις έβαλε το πόδι του, τον άρχισε στο ξύλο με την παντόφλα της, οργισμένη κι απελπισμένη. Ύστερα, πέταξε την παντόφλα σε μιαν άκρια κι έπεσε στον καναπέ κλαίγοντας με λυγμούς που την τράνταζαν ολόκληρη. Πήγε κοντά της κι έπεσε στα γόνατα. Ψιθύριζε μέσ' απ' τα δόντια: "Συγχώρεσέ με... Συγχώρεσέ με..."


Δεν το κατάλαβε ότι τα μάτια του έτρεχαν. Έκλαιγε; Μπορούσε να κλαίει έτσι ένας άντρας, φορτωμένος κιόλας τόσα χρόνια ζωής, τόσες εμπειρίες; Τι θα 'λεγαν οι άλλοι όταν θα τον έβλεπαν; "Χριστιανέ μου, η μητέρα έκανε πια τον κύκλο της, μακάρι να πάμε στα χρόνια της..." Θέλησε ν' απαντήσει αμέσως σ' αυτή τη σκέψη. Αλλά ένας βαθύς εσωτερικός λυγμός τον τράνταξε .Η έννοια "ομορφιά", που πέρασε λίγο πριν απ' το νου του, τον μετέφερε μ' ένα πήδημα σε μιαν άλλη εποχή, τότε που, μπόμπιρας άβγαλτος ακόμα, γευόταν κοντά της το μεγαλείο της γύρω φύσης. Την άκουγε που του 'λεγε: "Δες 'μορφιά βρε γιέ μου!..." Δεν πολυκαταλάβαινε το νόημα της φράσης της. Ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει τις διαστάσεις και τα σχήματα του κόσμου που τον περιτριγύριζε. Ωστόσο, κοίταζε προς τα κει που πετούσε το μάτι της -ένα μάτι θαυμαστικό, χαρούμενο, γελαστό, γεμάτο απ ' ό,τι έβλεπε: μια θάλασσα που στραφτάλιζε παιχνιδιάρικα κάτω απ' τα φιλιά του ήλιου, ή έναν ήλιο που βασίλευε καταπόρφυρος πίσω απ' τις μαλακές γραμμές των βουνών, ή ένα δέντρο ορθωμένο κατά τον ουρανό, μ' ολάνοιχτα, σαν χέρια, τα κλωνιά του, για ν' αγκαλιάσει όλον τον κόσμο, ή ένα δειλό αγριολούλουδο στην άκρη ενός βράχου, απάνω σ' ένα γκρεμό, ή ακόμα ένα σύννεφο περαστικό, φορτωμένο απαλά, ρόδινα χρώματα... "Δες 'μορφιά βρε γιέ μου!..." Έπαιρνε βαθιά αναπνοή, θαρρείς για να μεγαλώσει όσο γινόταν περισσότερο το στέρνο της, να χωρέσει αυτά που θαύμαζε, να χωρέσει το Θεό της, που πίστευε ότι ήταν κρυμμένος πίσω τους. Αυτές τις ώρες ήταν ευτυχισμένη. Κι η ευτυχία της αυτή άξιζε όσο τίποτ' άλλο στον κόσμο, προπάντων όταν η καθημερινή ζωή, με τις δυσκολίες της και τις αναποδιές της, τής δημιουργούσε τόσα προβλήματα, που αμαύρωναν τις μέρες της.

46 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

λίγα της γράμματα την έκαναν σκοτεινά να πιστεύει ότι για να 'ρχεται σπίτι ένας γιατρός, θα πρέπει να είναι πολύ επικίνδυνη η κατάσταση του αρρώστου. Με το να μην τον καλεί, ήταν σαν να εξόρκιζε το κακό. Αφηνόταν στο ένστικτό της ,κι αντιμετώπιζε τα περιστατικά με την καρδιά της, με τη στοργή της, με την αγρύπνια της, με τις αδιάκοπες φροντίδες της. Και τώρα που σκέφτεται εκείνες τις ώρες, χαμογελά με την αφέλειά της. Κι όμως, με πόση εμπιστοσύνη της παραδινόταν! Ήταν σαν Θεός του ένας παντοδύναμος, παντογνώστης Θεός, που μπορούσε με τη δική του δύναμη να διώξει μακριά κάθε κακό. Και το 'διωχνε πράγματι. Κι ο πυρετός κάποτε έπεφτε, κι άνοιγε τα μάτια του. Αισθανόταν το πιο αδύναμο πλάσμα του κόσμου, αλλά μαζί και το πιο ευτυχισμένο, γιατί είχε κοντά του τη μητέρα του, αυτόν τον πανίσχυρο προστάτη, που τον παράστεκε πάντα. Άκουγε την αναπνοή της, μπορούσε να βλέπει από πολύ μικρή απόσταση το πεταλούδισμα των βλεφάρων της. Άπλωνε το χέρι του και της έλεγε: "Κράτησέ-μου-το..." Κι εκείνη το 'παιρνε στη ζεστή της χούφτα, ολόιδια όπως τώρα δα κρατούσε εκείνος στη δική του το φτωχό χέρι της. Θυμάται πόσο καθαρά συνομιλούσαν τότε αυτά τα χέρια. Ήταν μια συζήτηση χωρίς λόγια, χωρίς προσπάθεια, χωρίς ιδιαίτερους χρωματισμούς. Ερχόταν κατευθείαν από μέσα, απ' τα σωθικά του καθενός τους, καβάλα στο αίμα που κυκλοφορούσε στις φλέβες τους. Όταν αυτό το αίμα έφτανε στην περιοχή των χεριών, θαρρείς μεταμορφωνόταν σε λεπτές φωνές και νοήματα, που πηδούσαν απ' τη μια χούφτα στην άλλη. Πόσα δεν έλεγαν: για αγάπη, για τρυφερότητα, για ομορφιά...


Θυμήσου και τον καημένο τον Άη-Γιάννη τον Καλυβίτη!... Τι ιστορία!... Πόσες φορές την άκουσε απ' τα χείλια της, από τότε που έπιασε να ξεχωρίζει τις λέξεις και τα νοήματά τους. Ακόμα κι έφηβος θυμάται ότι την άκουσε, καθώς, καθισμένη κοντά του, προσπαθούσε πάλι να ξορκίσει από πάνω του κάποια αρρώστια του. Ο Άη-Γιάννης, που έφυγε απ' το σπίτι του, κι όταν γύρισε μετανιωμένος και πάμφτωχος ύστερα από χρόνια και δεν τον γνώρισαν οι δικοί του, αρκέστηκε σ' ένα καλυβάκι, στην άκρη της μεγάλης αυλής του αρχοντικού των γονιών του, όπου του 'στερναν με τους υπηρέτες τους ένα πιάτο φαϊ, ενώ εκείνος προσευχόταν όλη μέρα στο Θεό για τη σωτηρία της ψυχής τους... - Μάνα, ψέλλισε τρυφερά. Τα δάκρυά του έτρεχαν τώρα ανεμπόδιστα, καθώς ο νους του πετούσε ακράτητος σ' όλες εκείνες τις παιδικές περιπέτειες μαζί της, όταν, ξαφνικά, του φάνηκε πως το χέρι της έσφιξε απότομα το δικό του. Δυνατό ρίγος πέρασε όλο του το κορμί. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια του, και κοίταξε προσεκτικότερα. Ναι, δε λάθευε. Τ' αδύνατα δάχτυλά της είχαν γαντζωθεί στον καρπό του, λες κι ένα αόρατο τρένο την έπαιρνε μακριά, κι εκείνη δεν ήθελε ν' απομακρυνθεί, και τον έσφιγγε, τον έσφιγγε. Η καρδιά του χτυπούσε πάρα πολύ γρήγορα. Άκουγε κι εκείνος τα σφυρίγματα και τ' αγκομαχητό της μηχανής. Θε μου, τι έπρεπε να κάνει για να καταφέρει να την αποσπάσει απ' τα νύχια αυτού του αποτρόπαιου ταξιδιού; Άνοιξε το στόμα του να φωνάξει. Δε βγήκε απ' τα χείλη του καμιά φωνή. Κι όμως, δίπλα, στα άλλα δωμάτια, ήταν η γυναίκα του, η αδελφή του, ο άντρας της. Θα μπορούσαν να βοηθήσουν, να φωνάξουν έναν, δυο, τρεις γιατρούς, να φωνάξουν όλη τη γειτονιά, όλον τον κόσμο, η μάνα έφευγε, ήρθαν να την πάρουν, κι εκείνη δεν ήθελε, το 'νιωθε απ' το χέρι της, άκουγε τις μυστικές φωνές απ' το αίμα της, απ' τη χούφτα της. Πώς όμως να σηκωνόταν να τους μιλούσε; Θα 'πρεπε να εγκαταλείψει το άρρωστο χέρι. Και το καταλάβαινε σίγουρα ότι, λίγο να χαλάρωνε, θα κόβονταν αμέσως οι δεσμοί που τους έδεναν ως εκείνη τη στιγμή, κι ευθύς θα χάνονταν στο βάραθρο όλα τα παιδικά του χρόνια, τα χάδια της, το ξύλο με την παντόφλα της, ο 'ΑηΓιάννης ο Καλυβίτης, εκείνη η φράση της "δες 'μορφιά, γιε μου", όλα, όλα. Άρχισε να τρέμει. Φοβόταν πως από στιγμή σε στιγμή το σφίξιμο του χεριού της θα παρέλυε. Και τότε... - Μάνα!..., ξαναψιθύρισε απελπισμένος. Ήταν απίστευτο, αλλά ήταν αλήθεια: τα μάτια της άνοιξαν. Ήταν θολά, χαμένα μέσα σ' ένα πούσι πηχτό κι αδιαπέραστο. Κι όμως το βλέμμα της τον αναζήτησε! Και τον βρήκε. Πόση κούραση μέσα σ' αυτό το βλέμμα, πόση απόγνωση!...

- Μάνα, είμαι κοντά σου, δίπλα σου, μη φοβάσαι... Το μάτι της δε φοβόταν. Αλλά ήταν κατάκοπο. Έκανε να κρατηθεί λίγο ακόμα πάνω του. Ήταν δύσκολο. Θόλωσε κι άλλο. Μια αδιόρατη γκριμάτσα πέρασε απ' το πρόσωπό της, μια έκφραση απροσδιόριστης αδυναμίας. Αμέσως μετά τα βλέφαρά της έκλεισαν. Ήρεμα. Χωρίς κανένα άλλο σημάδι που να εξηγεί το παραμικρό. Μόνο το χέρι της χαλάρωσε, χαλάρωσε, ξεσφίχτηκε. Η αναπνοή της σταμάτησε. 47 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

Έσκυψε με λαχτάρα κοντά της, είπε με θέρμη:


Τα δάκρυα ξαναπλημμύρισαν τα μάτια του. Και μέσ' απ' την υγρή τους διαφάνεια είδε μια θάλασσα στραφταλιστή, κι ένα άσπρο περιστέρι να πετά στο φως, ενώ πίσω του ακολουθούσαν, σαν κυνηγημένα, ένα σμάρι μικρά πουλιά, χαμένα μέσα στην απεραντοσύνη, όλα τα περασμένα χρόνια ως τα σήμερα, αυτά τα χρόνια που, όσο ζούσε εκείνη, ήταν χρόνια εμπιστοσύνης, σιγουριάς, κι ομορφιάς, ήταν έτη παιδιού..

May 12, 2013

Τάκης Χατζηαναγνώστου

48 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


English

May 12, 2013

language

49 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


A Tribute “…that it may go well with thee…” (from the 5th Commandment)

Aris Adanis …and if the life I chose to lead, if my acts did not succeed …and if the principles I sidestepped, if the promises I kept unkept …and if my life’s wrong turnings taken, if my solemn vows forsaken …and if my ruthless paths of apathy, if my endless lack of sympathy …and if my expectations unfulfilled, with time and chances lost and spilled

hinder me from claiming I am her son, no living being or righteous one divine or not, cannot begrudge my filial pride

when I utter… … she was my mother. [] Aris Adanis

50 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

or my sentiments deride


To My Mother Chryssa Velissariou I have a Mother... My start, my principle. Powerless, the all mighty. Scared, the fearless. Tired, The tireless. Confused, the straight. My life offered bitterness to her. She dreamed of me to walk on rose petals. And whenever I paw thorns, she was bleeding, against my will. I have a Mother. I didn't ever reach her deeds She always was in front of me in the battle, I always was following her. I have a Mother... Mother, be calm! Stay with me. Hold on, as long as you can. when you'll go ... Have I ever let you know? Chryssa Velissariou 2013

51 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

I will miss you unbearably,


Περιεχόμενα - Table of Contents Ελληνική γλώσσα.................................................................................................................................... 5 Η Κάρτα ................................................................................................................................................. 6 Αλέκος Αγγελίδης .............................................................................................................................. 6 Μάνα μου .............................................................................................................................................. 7 Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου ............................................................................................................... 7 Στη Μάνα μου........................................................................................................................................ 9 Χρύσα Βελισσαρίου ........................................................................................................................... 9 Ανάμνηση ............................................................................................................................................ 10 Άντρια Γαριβάλδη............................................................................................................................ 10 Λίγα λουλούδια Μητέρα ..................................................................................................................... 12 Ιάκωβος Γαριβάλδης ....................................................................................................................... 12 Κι όμως υπήρξε ................................................................................................................................... 13 Μιχάλης Δελησάββας ..................................................................................................................... 13 Η ιστορία της γέννησης ....................................................................................................................... 14 Λάσκαρης Π. Ζαράρης ..................................................................................................................... 14 Μάνα ................................................................................................................................................... 16 Μαρία Θωμάδη ............................................................................................................................... 16 Η μαγική λέξη ¨μάνα¨.......................................................................................................................... 17 Ηλίας Καλλές ................................................................................................................................... 17 Συγγνώμη μητέρα ................................................................................................................................ 19 Ευτυχία Καπαρδέλη......................................................................................................................... 19 Σεισμός Κεφαλονιάς 1953 ................................................................................................................... 21 Ευάγγελος Κατεβάτης ..................................................................................................................... 21 Στη Μάνα… .......................................................................................................................................... 25

Μάνα ................................................................................................................................................... 26 Γιώργος Μαρινάκης......................................................................................................................... 26 Μονόπρακτο ........................................................................................................................................ 28 Χάρης Μελιτάς ................................................................................................................................ 28 Επιλογή ................................................................................................................................................ 29

52 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic

May 12, 2013

Σπύρος Μακρυγιάννης .................................................................................................................... 25


Νίκος Μπατσικανής......................................................................................................................... 29 Επί της ροής και της ανόδου ............................................................................................................... 30 Νίκος Νομικός ................................................................................................................................. 30 Η Μάνα ................................................................................................................................................ 31 Ειρήνη Ντούρα – Καββαδία ............................................................................................................ 31 Μητέρα ................................................................................................................................................ 32 Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου ................................................................................................. 32 Μάνα Σουλιώτισσα ............................................................................................................................. 33 Γιώτα Στρατή ................................................................................................................................... 33 Έτη Παιδιού ......................................................................................................................................... 41 Τάκης Χατζηαναγνώστου ................................................................................................................ 41 English language .................................................................................................................................. 49 A Tribute .............................................................................................................................................. 50 Aris Adanis ....................................................................................................................................... 50 To My Mother...................................................................................................................................... 51

May 12, 2013

Chryssa Velissariou .......................................................................................................................... 51

53 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


May 12, 2013 54 -

Διασπορική Λογοτεχνία

Literature

Diasporic


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.