Νέα Τρίγλια Χαλκιδικής

Page 1

[1]


[2]


ΑΦΙΕΡΩΣΗ Το βιβλίο μου αυτό το αφιερώνω με αγάπη και εκτίμηση σ’ όλους τους συγχωριανούς μου και ιδιαίτερα στους γέροντες κατοίκους της Ν. Τρίγλιας, πρόσφυγες και εντόπιους

[3]


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Από μικρή άκουγα συχνά τις γεμάτες πόνο και νοσταλγία διηγήσεις των παππούδων μου για την όμορφη «πατρίδα» τους με τα πολλά δένδρα και τα άφθονα νερά. Μου μιλούσαν για τη ζωή τους στα μέρη εκείνα μέχρι την ημέρα του ξεριζωμού τους. Μου διηγούνταν τα βάσανα που υπέφεραν μέχρι να βρουν νέα γη για να εγκατασταθούν, νέο σπίτι «για να βάλουν μέσα το κεφάλι τους», νέο κουράγιο για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Οι αφηγήσεις αυτές μετέδιδαν στην ψυχή μου την πικρία τους, τη νοσταλγία αλλά κα την μεγάλη αγάπη για τις «πατρίδες» τους. Αυτές, που διωγμένοι, αναγκάστηκαν ν’ αφήσουν πίσω τους. Στις συνεχείς αυτές διηγήσεις διέκρινα μια προσπάθεια που κατέβαλαν ασυνείδητα οι άνθρωποι αυτοί να πολεμήσουν το χρόνο, να τον εμποδίσουν να σβήσει τη μνήμη των «τόπων» τους και της ζωής τους εκεί. Έτσι δειλά δειλά δημιουργήθηκε μέσα μου μια επιθυμία. Η επιθυμία ν’ ασχοληθώ κάποτε με την ιστορία των «πατρίδων αυτών» που με τόσο πόνο άφησαν πίσω τους. Η επιθυμία μου αυτή με οδήγησε στην συγγραφή του βιβλίου αυτού. Το αντικείμενο του βιβλίου μου είναι η ιστορία της Ν. Τρίγλιας, της κωμόπολης στην οποία γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω. Οι κάτοικοί της είναι πρόσφυγες από χωριά της Μ. Ασίας και Θράκης και εντόπιοι, κάτοικοι ενός παλιού συνοικισμού του Σουφλάρ. [4]


Έτσι το βιβλίο μου χωρίζεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος διαγράφεται η ιστορία των αλησμόνητων πατρίδων της Μ. Ασίας και Α. Θράκης απ’ όπου κατάγονταν οι περισσότεροι πρόσφυγες κάτοικοι της Ν. Τρίγλιας, αλλά και η ιστορία του Σουφλάρ όπου κατοικούσαν οι ντόπιοι κάτοικοί της. Στο δεύτερο μέρος διαγράφεται η ιστορία της Νέας Τρίγλιας, της κωμόπολης που δημιούργησαν μαζί πρόσφυγες και ντόπιοι. Επειδή όμως ιστορία είναι και η ζωή, τα ήθη και έθιμα, ο πολιτισμός που αναπτύσσει ένας λαός, στο β’ μέρος αναφέρομαι επίσης στη γλώσσα, στα ήθη και έθιμα, στην πολιτιστική ζωή των κατοίκων της Ν. Τρίγλιας. Η συγγραφή αυτού του βιβλίου ήταν μια προσπάθεια μακροχρόνια και κοπιώδης. Ανέτρεξα σε αρχεία Δήμων, Ι. Μονών, σε βιβλιοθήκες, επισκέφθηκα τους τόπους με τους οποίους ασχολήθηκα. Πολύτιμες επίσης ήταν και οι πληροφορίες των εντοπίων και

προσφύγων

κατοίκων.

Προσπάθησα

η εργασία

μου

αυτή να

είναι

εμπεριστατωμένη και ακριβής. Επιδίωξή μου είναι το βιβλίο μου αυτό να λειτουργήσει ως μια «μικρή γέφυρα» που θα ενώνει μέσα στη συνείδηση των συγχωριανών μου την κωμόπολή μας με τις ρίζες της. Η καλύτερη αμοιβή των κόπων μου και μεγάλη μου ηθική ικανοποίηση θα είναι, το βιβλίο μου αυτό να πολεμήσει το χρόνο και να γνωρίσει σ’ όλους τους Τριγλιανούς και ιδιαίτερα στους νέους την ιστορία του τόπου τους.

Η καθηγήτρια Δέσποινα Παρασκευά – Κράνη, καθηγήτρια φιλόλογος

[5]


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Οι ρίζες μας

[6]


Χάρτης Χαλκιδικής

[7]


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΣΟΥΦΛΑΡ, ΣΗΜΕΡΑ Ν.ΤΡΙΓΛΙΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ Ι) Τοποθεσία Στα Νοτιοδυτικά του Ν. Χαλκιδικής μεταξύ των κωμοπόλεων και τώρα δήμων Καλλικράτειας και Μουδανιών και σε απόσταση τριών χιλιομέτρων περίπου από τη θάλασσα του Θερμαϊκού , βρίσκεται η κωμόπολη της Ν. Τρίγλιας. Αυτή με τις κοινότητες Κρήνης, Πετραλώνων , Ελαιοχωρίων, Τενέδου και Ν. Πλαγίων αποτελεί σήμερα το Δήμο Τρίγλιας. Κατά την τελευταία απογραφή που έγινε το 2001 ο πληθυσμός της ανέρχονταν σε 2.946 κατοίκους. Οι κάτοικοι της Ν. Τρίγλιας είναι πρόσφυγες από τη Μ. Ασία , Α. Θράκη και εντόπιοι. Οι εντόπιοι κατοικούσαν ένα συνοικισμό, το Σουφλάρ, στα βόρεια της κωμόπολής μας, στην περιοχή που και σήμερα ονομάζεται ντόπια και στο Κιουτσούκ- Σουφλάρ, λίγο βορειότερα. Η ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκε το τότε Σουφλάρ και η σημερινή Ν. Τρίγλια, ονομάζεται ακόμα και σήμερα Καλαμαριά1 και εκτείνεται από τη Θεσσαλονίκη μέχρι και την Ποτίδαια. Περιλαμβάνει πεδινές εκτάσεις ( δυτικές ακτές της Χαλκιδικής ) και τους ορεινούς όγκους Χορτιάτη και Χολομώντα. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες σχετικά με το όνομα Καλαμαριά. Κατά μια άποψη το όνομα αυτό οφείλεται στην ευφορία της γης, Καλή-μεριά , Καλαμαριά. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, το όνομα αυτό οφείλεται σε μια αρχόντισσα, αδελφή ηγεμόνος της Δυναστείας των Μακεδόνων, που ονομάζονταν Μαρία και για την καλοσύνη της την αποκαλούσαν Καλή- Μαρία2. Αυτή ζούσε ως μοναχή σε κάποια από τις πολυάριθμες μονές αυτής της περιοχής. Επίσης πριν το 1083 πρέπει να υπήρχε στην περιοχή αυτή ένα κέντρο στρατιωτικής σημασίας που από τη Σκάλα του εσχημάτισε το τοπωνύμιο Καλαμαρία : Η Σκάλα – μερίας  της-ς-Καλα-μερίας  Καλαμερία –Καλαμαριά ( Μερία = ναυτική τούρμα, τμήμα δηλαδή του ναυτικού θέματος της Θεσσαλονίκης ).

ΙΙ) Ιστορία

Α) Αρχαίοι Χρόνοι

1Για Καλαμαριά δες σελίδες 9, 10, 11 2 «2 Αυτοσχέδιος περιγραφή της Χαλκιδικής Χερσονήσου μετ’ αρχαιολογικών σημειώσεων και ιστορικών συμβάντων», που εκδόθηκε το πρώτον υπό Νικολάου Χρυσανθίδου του Βυζαντίου, στην Κωνσταντινούπολη το 1870

[8]


Η ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει το Σουφλάρ και η σημερινή Ν. Τρίγλια ονομάζονταν κατά τους αρχαίους χρόνους Βοττική και εκτείνονταν από την αρχαία πόλη Αντιγόνεια (περιοχή που σήμερα ονομάζεται Νηχωράκι) μέχρι την Ποτίδαια. Ονομάσθηκε έτσι από τους κατοίκους της Βοττιαίας, περιοχής μεταξύ Λουδίου και Αξιού ποταμού, οι οποίοι αφού εκδιώχθηκαν από τους Τημενίδες3 εγκαταστάθηκαν στη Χαλκιδική. Στη Βοττική υπήρχαν τέσσερις πόλεις : Αντιγόνεια, Σπάρτωλος, Σκώλος και Μίλκωρος. Οι ντόπιοι κάτοικοι της Ν. Τρίγλιας, μιλούν για μια αρχαία πόλη, η οποία ήταν σύμμαχος των Αθηναίων και πλήρωνε σ’ αυτούς φόρο σε χρυσό. Την τοποθετούν βόρεια της κωμόπολης , 4 χιλιόμετρα περίπου στην περιοχή «Πλατάνια» και κοντά στην περιοχή απ’ όπου τροφοδοτείται το χωριό με νερό, την ονομαζόμενη «μάνα του νερού». Στην τοποθεσία αυτή υπάρχει ένα ύψωμα στην επιφάνεια του οποίου υπάρχουν λαβές και τεμάχια σπασμένων αγγείων. Οι κάτοικοι ταυτίζουν την πόλη αυτή με τη αρχαία Σπάρτωλο

Εικόνα 1 Το ύψωμα στην περιοχή του οποίου υπήρχε η αρχαία πόλη

. Πραγματικά , η Σπάρτωλος, η οχυρωμένη πόλη της Βοτιαίας, όπως αναφέρεται στο Θουκυδίδη, ήταν μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας. Αυτή, επειδή δεν επιθυμούσε ν’ ακολουθήσει τους Αθηναίους στις πολεμικές τους επιχειρήσεις κατέβαλε φόρο μαζί με τις άλλες πόλεις της Χαλκιδικής. Το 429, αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου, η Σπάρτωλος με τη βοήθεια της Ολύνθου συνέτριψαν τις αθηναϊκές δυνάμεις που κινήθηκαν εναντίον της.

3

Τημενίδες , βασιλείς του Άργους της Πελοποννήσου που ανήγαγαν την καταγωγή τους στον Ηρακλή. Στους Ηρακλείδες ανήγαγε και την καταγωγή της η βασιλική οικογένεια του Μ.Αλεξάνδρου

[9]


Με την ειρήνη του Νικία το 421 π.Χ. , οι πόλεις Άργιλος, Στάγειρος, Άκανθος, Σκώλος, Όλυνθος και Σπάρτωλος κερδίζουν την αυτονομία τους με αντάλλαγμα να πληρώνουν το φόρο που όρισε ο Αριστείδης. Η πόλη αυτή επίσης αναφέρεται σε μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε στην Ποτίδαια και βρίσκεται μάλλον στη Μονή Δοχιαρείου του Αγίου Όρους και σ’ ένα νόμισμα στο οποίο αναγράφεται η λέξη Σπαρτωλίων. Η Σπάρτωλος όμως δεν τοποθετείται βόρεια της Ν.Τρίγλιας, όπου την τοποθετούν οι ντόπιοι Τριγλιανοί αλλά μεταξύ Ολύνθου και Πορταριάς. Για ποιο λόγο οι συγχωριανοί μου ταυτίζουν τη Σπάρτωλο με την αρχαία πόλη ή πόλισμα που υπήρχε βόρεια της κωμόπολής τους δε γνωρίζω. Υπήρχε πιθανόν κάποια σχέση μεταξύ αυτών των πόλεων ; Δε μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα.

Β) Βυζαντινοί χρόνοι α)Κατεπανίκιον Καλαμαριάς Στα τέλη του 12ου αιώνα, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, προκύπτει από τα βυζαντινά έγγραφα μια σημαντική διοικητική μεταρρύθμιση που πολύ πιθανόν επήλθε επί Κομνηνών κατά τα έτη 10811180. Πριν τη μεταρρύθμιση αυτή, ο όρος «κατεπανίκιον» δήλωνε το μεγάλο θέμα4, το οποίο διοικούσε ο «κατεπάνω», διοικητικός άρχοντας που στην ιεραρχική κλίμακα ήταν μετά το δούκα ( δουξ-κατεπάνω-στρατηγός).Με τη μεταρρύθμιση αυτή ο όρος «καπετανίκιον» δήλωνε πλέον μια μικρή διοικητική υποδιαίρεση του θέματος. Και το αξίωμα του «κατεπάνω» εξέπεσε και ισοδυναμούσε με το αξίωμα του κόμητος ή του απλού τοποτηρητή, «βάνδου». Η περιοχή που καταλαμβάνει η κωμόπολη της Ν. Τρίγλιας καθώς και ολόκληρος ο Δήμος της Τρίγλιας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, ανήκε στο κατεπανίκιον της Καλαμαριάς.

4

Θέματα αρχικά ήταν στρατιωτικές μονάδες μετακινούμενες ανά την επικράτεια. Αργότερα, θέματα ονομάστηκαν οι περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι στρατιωτικές αυτές μονάδες και οι οποίες εξελίχθηκαν σε διοικητικές περιφέρειες. Ανώτατος άρχοντας ήταν ο στρατηγός. Τα πρώτα θέματα οργανώθηκαν στη Μ. Ασία στα μέσα του 7ου αιώνα και αργότερα επεκτάθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο.

[10]


Το κατεπανίκιον της Καλαμαριάς κατά την εποχή των Παλαιολόγων. Τα χωριά και τα τοπωνύμια αναφέρονται με τα ονόματα που είχαν και την εποχή εκείνη και με τη σημερινή τους ονομασία.

[11]


Το κατεπανίκιον5 αυτό εκτείνονταν από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Ποτίδαια και από τα δυτικά παράλια της Χαλκιδικής μέχρι του σημερινού ρεύματος Βατόνια που χύνεται στον Τορωναίο Κόλπο στ’ανατολικά ,κοντά στο σημερινό χωριό του Άγιου Μάμα. Με τα κατεπανίκια της Ερμυλίας ( Ορμηλίας), της Άκρους ή Ιερισσού, Κασσάνδρειας, Άπρως ή Λόγγου, Ρεντίνας (Αρχόντειας). Στεφανιανών, Λαγκαδά και Βαρδαρίου ή Παραβάρδαρον απάρτιζαν το θέμα της Θεσσαλονίκης. Για πρώτη φορά το όνομα Καλαμαρία ως ονομασία περιοχής εμφανίζεται το 1083 σε έγγραφο της μονής Ξενοφώντα. Ως κατεπανίκιο, μικρή δηλαδή υποδιαίρεση του θέματος αναφέρεται από το 1300 χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ιδρύθηκε τότε. Αναφορά επίσης του κατεπανικίου Καλαμαριάς έχουμε το 1354 ή 1369 σ’ ένα πρακτικό του Μανουήλ Χαγερή του ορφανοτρόφου, «Εν τω Καλαμαρί(α)ς καπετανικίω, χωρίον το καλούμενον των Ρουσίων,όπερ εστί της σε(βασμίας) μονής του Δοχιαρείου». Πρέπει να επέζησε μέχρι την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, το 1430.

β)Περιοχή της Ν. Τρίγλιας Στην έκταση που καταλαμβάνει σήμερα η κωμόπολη της Ν. Τρίγλιας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους υπήρχαν τέσσερα χωριά και η γη της Αγίας Τριάδας. Τα χωριά αυτά αποτελούσαν ή μετόχια των μονών του Αγίου Όρους ή αυτοκρατορικά προάστια. Τα προάστια αυτά οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες τα παρείχαν ή σε μονές του Αγίου Όρους ή σε κατώτερους άρχοντες και σε στρατιώτες ακόμη ως αμοιβή των υπηρεσιών τους. Τα χωριά αυτά ήταν τα εξής6: το Ρουσσαίου, στη θέση που βρίσκεται σήμερα η κωμόπολή της Ν. Τρίγλιας. Βόρεια του Ρουσσαίου, 4 χιλ. περίπου βρίσκονταν η Σιγίλου. Δυτικά του Ρουσσαίου βρίσκονταν το Όξυνον στην περιοχή της Τρίγλιας που και σήμερα ονομάζεται Ξυνή. Στα νοτιοδυτικά βρίσκονταν η Αγία Τριάδα, περιοχή του Τριγλιανού κάμπου που συνόρευε με τη περιοχή της Βεργιάς και στα νότια εκτείνονταν το αυτοκρατορικό προάστιο Πατρικώνα, μέρος επίσης του Τριγλιανού κάμπου, που με τα σημερινά δεδομένα βρίσκονταν μεταξύ Ν.Τρίγλιας και Ν.Πλαγίων.

2Καπετανίκια της Μακεδονίας, Γεωργίου Ι.Θεοχαρίδη. 6 Δες χάρτη σελ 11

[12]


Η περιοχή της Τρίγλιας κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Σημειώνονται με κουκκίδα τα χωριά και οι διάφορες περιοχές που υπήρχαν στην έκταση που καταλαμβάνει σήμερα η Ν. Τρίγλια.

[13]


Η ιστορία τους διαγράφεται μέσα από τα πρακτικά των Μονών του Αγίου Όρους και συγκεκριμένα μέσα από προστάγματα και χρυσόβουλλα αυτοκρατόρων καθώς και πρακτικά πωλήσεων και απογραφών. Συγκεκριμένα η ιστορία κάθε χωριού έχει ως εξής :

1) Σιγίλου ή Σιγήλου Ιστορία Για το χωριό αυτό γίνεται λόγος πριν το 1302. Το μοναστήρι του Λινοβροχίου ή της Παναγιάς κατείχε στη Σιγίλου γη, η οποία γη αργότερα ( το 1309 περίπου ) περιήλθε με όλα τ’ αγαθά της Μονής στη δικαιοδοσία της Μεγίστης Λάβρας, Μονής του Αγίου Όρους. Το 1321, έγινε μια απογραφή από τους Βυζαντινούς απογραφείς Περγαμηνό και Φαρισέο. Στην απογραφή αυτή ορίζονται τα όρια της γης που κατέχει η μονή Λινοβροχίου στη Σιγίλου. Συγκεκριμένα ως γείτονες αυτής της γης αναφέρονται : τα κτήματα που κατείχε η Λάβρα στο Όξυνο, η ιδιοκτησία της Μονής Δοχιαρείου στο Ρουσσαίου, ο στρατιώτης Νεοκαστρίτης που κατείχε κι αυτός έκταση στο Ρουσαίου την οποία είχε αποσπάσει από τα εδάφη της Μονής Δοχιαρείου και η ιδιοκτησία μιας άλλης μονής, του Χορταίτη7 στη γη επίσης του χωριού Σιγίλου. Στην απογραφή αυτή επίσης αναφέρεται κι ένας δρόμος που ξεκινούσε από τους Καρβαίους (σήμερα Ν. Σύλλατα), περνούσε από το Όξυνο(σήμερα Ξυνή) και έφθανε στη Σιγίλου(βόρεια της Ν Τρίγλιας). Το 1354 ή 1369 στο Acte de Manuel Chagerés, Actes de Docheiariou γίνεται αναφορά σε ένα ρυάκι που κατέβαινε από τη Σιγίλου και σ’ ένα δρόμο που ξεκινούσε από τη Σιγίλου) και περνώντας μέσα από την περιοχή του Ρουσαίου ( σήμερα Ν.Τρίγλια) έφθανε στις Βρυές(σήμερα Βεργιά). Η

Σιγίλου

αναφέρεται

στο

συνοδικό

της

Αγίας

Αναστασίας

της

Φαρμακολύτριας. Επίσης στο βιβλίο «Εκδρομή εις την βασιλικήν και πατριαρχικήν μονήν της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας την εν Χαλκιδική» του Π.Ν. Παπαγεωργίου γίνεται αναφορά σε έγγραφα της Ι.Μονής της Αγίας Αναστασίας τα οποία διασώθηκαν. Ένα από αυτά είναι η πρόθεση των ονομάτων αρχιερέων, ιερέων, μοναχών, κοσμικών και χωριών που μνημονεύονταν από το 1732. Μεταξύ των χωριών αναφέρεται και η Σιγήλου1.

7

Η ιδιοκτησία της μονής Χορταϊτη στη Σιγίλου ήταν 25.000 μόδια

[14]


Προσδιορισμός θέσεως της Σιγήλου Όρια κατά τα Βυζαντινά χρόνια:8 Βορειοανατολικά, τα κρύα πηγάδια, στα νοτιοανατολικά Χλιαροπόταμος. Στα Νοτιοδυτικά Ρουσσαίου(Ν.Τρίγλια) και Όξυν(περιοχή Ξυνής), στα Δυτικά Γέννα(σήμερα Τούμπα), στα Βορειοδυτικά το χωριό Κρήνη. Μερικά από τα παραπάνω τοπωνύμια δεν σώζονται σήμερα Με τα σημερινά δεδομένα, σύμφωνα με το Γάλλο περιηγητή Ζακ Λεφόρ, το χωριό βρίσκονταν κοντά σε μια πηγή και σ’ ένα σταυροδρόμι που ορίζονται στο γεωλογικό χάρτη 4 χιλιόμετρα περίπου βόρεια της Ν. Τρίγλιας και 2 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ν. Τενέδου. Η ταυτότητα της ακριβούς τοποθεσίας δεν εξακριβώθηκε. Τις πρώτες πληροφορίες γι’ αυτό το χωριό μου τις έδωσαν οι εντόπιοι κάτοικοι που οι πρόγονοί τους κατοικούσαν στο Σουφλάρ Μου μίλησαν για ένα βυζαντινό οικισμό στην ίδια τοποθεσία που τοποθετεί τη Σιγίλου ο Λεφόρ. Το οικισμό αυτό τον ονόμαζαν Ζγύλη ή Γύλη. Πρόκειται για τη Σιγίλου διότι οι εντόπιοι συγκόπτουν το άτονο ι,.Σιγίλου-Σγίλου-Ζγύλη-Γύλη

Εικόνα 1.Η περιοχή την οποία οι ντόπιοι ονο μάζουν Γύλη.

8

Χάρτης σελ. 13

[15]


Εικόνα 2

Εικόνα 3Σ τις φωτογραφίες 3 και 4 διακρίνονται σωροί από πέτρες και ελάχιστα ερείπια που φανερώνουν ότι η περιοχή αυτή είχε κάποτε κατοικηθεί.

Επίσης μου ανέφεραν την ύπαρξη μιας βυζαντινής εκκλησίας που βρίσκονταν στην περιοχή που ανέφερα, συγκεκριμένα κοντά σε μια ποτίστρα ζώων στο δρόμο προς το Πρινοχώρι. Σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες των εντοπίων σήμερα σώζονται ελάχιστα υπολείμματα του ναού αυτού. Ακόμη και σήμερα η περιοχή αυτή ονομάζεται Γύλη ιδιαίτερα από τους παλαιότερους κατοίκους. «Ο πατέρας μου μου έλεγε»,αναφέρει οκ.Ν.Μερσινάς, «πάμε να κόψουμε ξύλα στη Ζγύλη.»

[16]


Εικόνα 4Τα ερείπια αυτά σύμφωνα με μαρτυρίες των εντοπίων είναι ό,τι απόμεινε από την παλιά βυζαντινή εκκλησία.

Την ύπαρξη ζωής στις εκτάσεις όπου τοποθετείται και η πόλη των αρχαίων χρόνων και η Σιγήλου των Βυζαντινών χρόνων, επιβεβαιώνουν διάφορα ευρήματα.. Συγκεκριμένα στην περιοχή αυτή βρίσκει κανείς λαβές ή τεμάχια σπασμένων αγγείων καθώς και ανθρώπινα οστά που φέρνουν στην επιφάνεια της γης τα νερά της βροχής.. Απογραφή της Σιγίλου

Μέσα του 15ου αιώνα

Αμπέλι

1

Ελιές

4

Συκιές

2

Κυδωνιές

2

Σπίτια

9

Ανύπανδρος

1

Εισόδημα, άσπρα

1222

2 ) Ρουσαίου (996 – 1354 ή 1369). Σήμερα Ν. Τρίγλια

Το 996 συναντάται ως Ρουσαίου και αργότερα με τις ονομασίες Ρουσιόν, Ρωσαίου, Ρουσίων και Ρουσέου

Ιστορία Το Ρουσαίου χαρακτηρίζεται ως γη αυτοκρατορική ( 1047) η οποία περιήλθε αργότερα στην οικογένεια Μπουρτζή9 ( πριν το 1104). Τέλος έγινε μοναστηριακή 9

Μπούρτζη: οικογένεια μεγαλογαιοκτημόνων που είχε την εξουσία του ανατολικού θέματος στην κεντρική και νοτιοανατολική Ασία.Οι οικογένειες αυτές εκτός από των έλεγχο των επαρχιακών στρατευμάτων διέθεταν και ιδιωτικό στρατό 1000-1500 στρατιωτών.

[17]


ιδιοκτησία ( 1117) μέρος της οποίας κατασχέθηκε πολλές φορές τον 14ο αιώνα. Αναλυτικότερα η ιστορία του έχει ως εξής : 996 : αναφέρεται το Ρουσαίου σε οριοθεσία της Βόλβος(σήμερα

περιοχή

Ζωγράφου και Φλογητών). 1047: χαρακτηρίζεται ως αυτοκρατορικό προάστειο της παραπάνω περιοχής. Πριν το 1104 ο Καίσαρας Νικηφόρος Μελισσηνός δώρησε στο Σαμουήλ Μπούρτζη το προάστιο Ρουσαίου που βρίσκονταν κοντά στις Βρυές ( σήμερα Βεργιά). Η δωρεά αυτή επικυρώθηκε με χρυσόβουλλο από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό. Αργότερα ο Σαμουήλ με τη σειρά του το μοίρασε στα δυο παιδιά του, στο γιό του, μάγιστρο Νικηφόρο Μπούρτζη και στην κόρη του, Ευδοκία Μπούρτζη. Το 1117 ο Νικηφόρος Μπούρτζης κάνει μια ανταλλαγή10 με τη Μονή Δοχιαρείου Σύμφωνα μ’ αυτήν ανταλλάσσει το μερίδιό του στο Ρουσαίου, αδιαίρετο ακόμη, «μετά της εν αυτώ πάσης ( και / παντοί….ας ) γης αρωσίμης, χωραφιαίας νομαδιαίας ), … φρεάτων ( και ) λοιπ(ών) πάντ(ων) δικαί(ων) (και) προνομίων αυτού έτι τε των εν αυτώ πάντ(ων) παρ(οί)κ(ων) οικημ(ά)των τέ (και) αυτής της καθέδρας», με ακίνητα της μονής στη Θεσσαλονίκη, «επτά ηνωμ(έ)να(α) ανωγεωκ(α)τώγ(αια) εργαστήρ(ια) μετά τ(ης) (αυλ)ής αυτ(ων) και πάντ(ων) τ(ων) δικαί(ων) (και) προνομίων αυτ(ών)». Ο λόγος που προβαίνει στην ανταλλαγή αυτή όπως ισχυρίζεται, είναι ότι το κτήμα αυτό βρίσκεται μακριά από τον τόπο διαμονής του και δεν μπορούσε να το φροντίσει. Την ανταλλαγή αυτή δέχεται και προσυπογράφει η σύζυγός του Άννα, κόρη του Νικολάου Σπληνιαρίου. Κατά το 1301 τμήμα της περιοχής του Ρουσαίου, το οποίο η Δοχιαρείου κατείχε υπό τη μορφή κληρονομιάς κατασχέθηκε. Την κατάσχεση την πραγματοποίησε ο απογραφέας Δημήτριος Απελεμενέ. Κατά τα έτη 1325-1332 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ο Παλαιολόγος με χρυσόβουλλό του και κατόπιν παρακλήσεως των μοναχών της μονής Δοχιαρείου κατοχυρώνει τα δικαιώματα της μονής στο «μετόχιόν» της, όπως χαρακτηρίζει το Ρουσαίου με τα λιβάδια του, την περιοχή του και την γη που είχε αποσπασθεί παλαιότερα από τον απογραφέα Φαρισαίο και δόθηκε στον Ανδριανό. Όλη αυτή την έκταση την κατείχε η Δοχιαρείου από παλιά με χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου του Παλαιολόγου , παππού του ΑνδρόνικουΓ΄.

10

Acte d’ echange(1117),Actes de Docheiareiou.

[18]

Β΄


Πριν το 1337, ο απογραφέας Απελεμενέ απέσπασε από τη μονή Δοχιαρείου γη 1500 μοδίων. Απ’ αυτήν οι 900 μόδιοι, η γη η ονομαζόμενη του Γαζή, παραχωρήθηκε στους Βαρβαρηνούς στρατιώτες ενώ η γη 600 μοδίων παραχωρήθηκε στον Νεοκαστρίτη. Το 1337 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος αναθέτει στον Κωνσταντίνο Μακρηνό να κάνει απογραφή της περιουσίας της Μονής στο Ρουσαίου και Διαβολόκαμπο. Αυτός, αφού εξέτασε τα σχετικά έγγραφα, βεβαιώνει πως η γη αυτή των 1500 μοδίων ανήκε πραγματικά στη Μονή Δοχιαρείου και σύμφωνα με την εντολή του αυτοκράτορα την παραδίδει στον Βεστιάριο Μανουήλ, συγγενή της αυτοκρατορικής οικογένειας. Με τη σειρά του ο Μανουήλ παρακαλεί το βασιλέα να επιστραφεί η γη αυτή στη Μονή όπου και ανήκε . Έτσι, το 1337 η έκταση αυτή των 1500 μοδίων με βασιλικό πρόσταγμα παραχωρείται εκ νέου στη Δοχιαρείου υπό τη μορφή κληρονομιάς. Το 1338 γίνεται απογραφή του Ρουσαίου από τον απογραφέα Κωνσταντίνο Μακρηνό και οριοθετείται αυτό σε δυο μέρη. Η επιφάνεια του ενός μέρους εκτιμάται σε 2.050 μοδίους και του άλλου σε 1354 ή 1369 μοδίους. Το 1343 ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος με χρυσόβουλό του επικυρώνει εκ νέου τα δικαιώματα της Δοχειαρείου στη γη των 1500 μοδίων που, όπως προαναφέραμε, είχε αποσπαστεί από τη μονή.

Το Βυζαντινό χωριό Ρουσαίο στο Διαβολόκαμπο

[19]


Στο μεταξύ στο κτήμα αυτό η Δοχιαρείου είχε κτίσει πύργο για τον οποίο γίνεται λόγος στο παραπάνω χρυσόβουλο. Το 1354 ή 1369, σ’ ένα πρακτικό απογραφής του Μανουήλ Χαγερή του ορφανοτρόφου ορίζονται τα όρια του Ρουσίου. Ως σύνορα αναφέρονται : η Λάβρα που κατείχε γη στο Σιγίλου και το Όξυνο, η Δοχιαρείου που κατείχε εδάφη στο Διαβολόκαμπο. Η έκτασή του Ρουσαιόυ ανέρχονταν σε 7450 μοδίους Προσδιορισμός θέσεως Το τοπωνύμιο εξαφανίστηκε. Ο Γ. Θεοχαρίδης το ταυτίζει με το Ν. Ρύσσιο. Αλλά ο δρόμος από τους Καρβαίους ( σήμερα Ν. Σύλλατα) προς το Ρουσαίου, καθώς και η θέση των γειτονικών χωριών, Σιγίλου, Όξυνον, Πατρικώνα κ.α. οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το χωριό Ρουσσαίου βρίσκονταν στην τοποθεσία της Ν.Τρίγλιας, παλιότερα Σουφλάρ. Όρια κατά τους Βυζαντινούς χρόνους : Βόρεια η Σιγίλου, Ανατολικά η Χλιαροποτάμου, Νοτιοανατολικά Κάτω Βόλβος(περιοχή Φλογητών), Νότια η Πατρικώνα, Νοτιοδυτικά η Αγία Τριάδα και προς δυσμάς το Όξυνο11. Στην περιοχή του Ρουσσαίου γίνεται λόγος για μια Σκάλα που έφερε το όνομα Κόνιτζα. Αναφερόμενα σπίτια : Σπίτια παροίκων, δημόσιο σπίτι , Πύργος Δοχιαρείου. 1338 ( Do 24)

1341 ( Do 25 )

Οικογένειες

9

17

Απογεγραμμένοι

25

45

Βόδια

6

6

Αγελάδες

1

6

Γάϊδαρος

1

1

Κατσίκες

5

5

Γουρούνια

5

5

Απογραφές Ρουσσαίου

Σπίτια

17

3) Όξυνο ( 1302 – 1443 ) , χωριό. Το 1301: σε οροθεσία της περιοχής της Αγίας Τριάδας αναφέρεται ότι το μοναστήρι του Λινοβροχίου κατέχει κάποιο κτήμα στην περιοχή του Όξυνου.

11

Χάρτης σελ. 13

[20]


1301: Το μοναστήρι αυτό της Παναγιάς ή του Λινοβροχίου βρίσκεται στην δικαιοδοσία

του

ιερομόναχου

Αθανάσιου

Μεταξόπουλου

,δυνάμει

ενός

προστάγματος. Μετά το θάνατό του, το μοναστήρι έπρεπε να περάσει στη Λάβρα με την παρακάτω περιουσία του : την περιοχή του Παλαιοκάστρου

των Βρυών

(Βεργιά), του Καμαριού, του Διαβολόκαμπου12, το αγρίδιο Όξυνο, Το 1309 περίπου η Λαύρα αποκτά όλα αυτά τα κτήματα. Το 1321 ανάμεσα σε διάφορες οροθεσίες που έκαναν οι απογραφείς Περγαμηνός και Φαρισέος αναφέρονται και τα όρια της γης που κατείχε το Λινοβροχίου στο Όξυνο του Διαβολόκαμπου. Η γη αυτή ονομάζονταν του Κλαπατουρά και αντιστοιχούσε τον 11ο αιώνα στο χωριό Κλαπατουρίδες. Η έκτασή του ήταν 7.650 μόδιοι. . 1338-1341 : σε μια οριοθεσία του Ρουσσαίου γίνεται λόγος για τα κτήματα του Λινοβροχίου στο Όξυνο και της λαγκάδας του Όξυνου. 1354 ή 1369 : Το χωριό Όξυνο και ο Πύργος του αναφέρονται πάλι σε μία πράξη με την καθορίζονται τα όρια του γειτονικού Ρουσσαίου. Το 1409 επιβεβαιώνονται τα δικαιώματα της Λαύρας στο Όξυνο. Το 1420 έχουμε νέα επικύρωση. Το 1428 ή 1443 περίπου με πρόσταγμα του Ιωάννη Η΄ του Παλαιολόγου επικυρώνονται τα δικαιώματα της Λαύ

ρας στην Ρεντίνα καθώς και σε διάφορες περιοχές και χωριά της Χαλκιδικής. Μεταξύ των χωριών αυτών αναφέρεται και το Όξυνο. Σύμφωνα με την οριοθεσία του 1321 το χωριό Όξυνο βρίσκονταν 1 χιλ περίπου στα Νοτιοδυτικά της σημερινής κωμόπολης της Ν. Τρίγλιας στην κατηφοριά ενός λαγκαδιού. Τα όριά του κατά τα βυζαντινά χρόνια ήταν : στα βόρεια η Σιγίλου, στα ανατολικά το Ρουσαίου, στα Νοτιοανατολικά η Αγία Τριάδα και στα Δυτικά η Πετζοκοιλάδα και η Γέννα (περιοχή που συνορεύει σήμερα με τα Ν. Σύλλατα και είναι γνωστή και ως Τούμπα). Μικροτοπωνύμια που σώζονται και σήμερα : Πηγή Όξυνος, Αλεπώτρυπες (στο μέσο περίπου της απόστασης Ν. Συλλάτων -Ν.Τρίγλιας, βόρεια του αγροτικού δρόμου που κατευθύνεται από τη Ν. Τρίγλια προς τα Ν Σύλλατα). Αναφερόμενα κτίρια :

[21]


Η βρύση της πηγής Όξυνο που επισκευάσθηκε την Οθωμανική εποχή αλλά φαίνεται πολύ παλιά. Σπίτια παροίκων. Πύργος της Λαύρας . Ερείπια : Μετόχι Αγίου Νικολάου , που ανήκε στο Χιλανδάρι 19ου αιώνα (το ονομαζόμενο σήμερα Σέρβικο). Τα ερείπια αυτά σώζονται στην έκταση που ανήκει ακόμη στην Μονή Χιλανδαρίου, 1 χιλιόμετρο περίπου βορειοανατολικά της Σωζόπολης, δίπλα στην εθνική οδό Μουδανιών-Θεσσαλονίκης Δρόμοι : Αναφέρονται δυο δρόμοι που αντιστοιχούν σε δυο σημερινούς. Ο ένας ξεκινούσε από τη θάλασσα με κατεύθυνση προς το βουνό. Ο άλλος ξεκινούσε από τη Σιγίλου(βόρεια της Τρίγλιας), διέσχιζε το Ρουσσαίου ( σήμερα Ν. Τρίγλια) και κατευθύνονταν προς τους Καρβαίους (Ν. Σύλλατα). Ο πρώτος αντιστοιχεί σε σημερινό δρόμο που ξεκινά από το Σέρβικο μετόχι , συνεχίζει δυτικά του χώρου στον οποίο είναι κτισμένα τα δυο παρεκκλήσια της Αγίας Παρασκευής (παλιό και νέο) και συναντά τον κεντρικό δρόμο Μουδανιώνθεσσαλονίκης που διασχίζει τη Ν. Τρίγλια. Ο δεύτερος δρόμος αντιστοιχεί μ’ ένα άλλο σημερινό ο οποίος βγαίνοντας από τη Ν. Τρίγλια κατευθύνεται μέσα από τους αγρούς προς τα Σύλλατα. Οι δυο αυτοί δρόμοι συναντώνται κοντά στα δυο παρεκκλήσια της Αγίας Παρασκευής στην περιοχή που και σήμερα ονομάζεται Ξυνή. Κοντά στο σταυροδρόμι αυτό σώζεται ακόμα και σήμερα η παλιά βυζαντινή κρήνη της Ξυνής. Απ’ όλα τα παραπάνω στοιχεία (σύνορα, τοπωνύμια και αναφερόμενα κτίρια) προκύπτει το συμπέρασμα ότι το Βυζαντινό Όξυνον ήταν μια ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει η περιοχή της Ν. Τρίγλιας που και σήμερα ονομάζεται Ξυνή.

4) Αγία Τριάδα, γη ( 1104 – 1357) Ιστορία 1104 : Το δημόσιο ταμείο παραχωρεί στην Ιβήρων, την εκκλησία της Αγίας Τριάδας που βρίσκονταν στην περιοχή των Βρυών(σήμερα Βεργιά), με χωράφια και ένα λιβάδι, συνολικά 1250 μόδιοι και δυο σπίτια κοντά στη δυτική πόρτα του Κάστρου13.

13

Κάστρου των Βρυών ( σήμερα Βεργιά , παραλία Ν. Συλλάτων )

[22]


1301 :Οριοθετείται η γη της Αγίας Τριάδας και η έκτασή της εκτιμάται σε 1267,5 μοδίους Οι 900 μόδιοι ανήκουν αναμφισβήτητα στην Ιβήρων. Την έκταση των 360 μοδίων ανατολικά, την διεκδικεί και η Μονή Δοχειαρίου .Τελικά αυτή παραχωρείται στην Ιβήρων πριν το 1317. 1317-1341 : τα όρια της Αγίας Τριάδας παραμένουν τα ίδια . Η έκταση της Αγίας Τριάδος εκτιμάται πάλι σε 1267,5 μοδίους. 1321 : Σε οριοθεσία του Όξυνου γίνεται λόγος για τα αγαθά της Μονής Ιβήρων στην Αγία Τριάδα. 1357: Επικυρώνονται εκ νέου τα δικαιώματα της Ιβήρων στη γη της Αγίας Τριάδος στο Διαβολόκαμπο14.

Προσδιορισμός Θέσης Το τοπωνύμιο εξαφανίσθηκε. Σύμφωνα με την οριοθεσία της Αγίας Τριάδος και των πλησίον κτημάτων, η γη της Αγίας Τριάδος τοποθετείται 2 χιλιόμετρα περίπου ανατολικά της Σωζόπολης. Χαρακτηρίζεται ως παραθαλάσσια πεδιάδα. Σύνορα κατά τους βυζαντινούς χρόνους : Βόρεια και Δυτικά αντίστοιχα : Όξυνον, Ρουσσαίου. Ανατολικά : η Δοχειαρίου με τα εδάφη της που ανήκουν στο Διαβολόκαμπο. Η γη της Αγίας Τριάδος βρίσκονταν στην παλιά περιοχή των Βρυών (Βεργιά). Μικροτοπωνύμια : ακρο(όριο) Μαυρόλιθος· παλιός δρόμος που ονομάζονταν Ρύμη· τόπος ονομαζόμενος Αλεπώτρυπες. Αναφερόμενο κτίριο : Εκκλησία της Αγίας Τριάδος ( πέτρινη)

5) Πατρικώνα, χωριό ( 1094-1373) Ιστορία Χαρακτηρίζεται ως αυτοκρατορικό κτήμα, αργότερα γη προνοιάρια15 (1327),και γη διαβιβάσιμη ( 1351). Αναλυτικότερα :

14

Περιοχή της Καλαμαριάς, σελίδα 9 Αγροτική περιοχή την οποία παραχωρούσε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου σε στρατιωτικούς με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας 15

[23]


Το 1094 σε μια οριοθεσία του Κάτω Βολβού16(περιοχή Φλογητών) γίνεται αναφορά σ’ ένα δρόμο που ξεκινούσε από την Πατρικώνα και κατευθύνονταν προς τον Βόλβον και ενός προαστείου «των Ξυλινάδων και του Δοξαπατρή17», βορειοδυτικά του Βολβού. Το προάστειο που πήρε το όνομα από το δημόσιο σπίτι του Ξυλίνα. πρόκειται για τη γη που γύρω στο 1117 ονομάζεται Πατρικώνα. Το 1104 σε οριοθεσία πάλι του Βολβού γίνεται λόγος για χωριό «του πατρικίου Κωνσταντίνου», οριοθετημένο στα νότια του Ρουσσαίου18. Το χωριό αυτό ήταν το προάστειο Πατρικωνά. Το 1117 στο πρακτικό ανταλλαγής, με το οποίο ο Νικηφόρος Μπούρτζης ανταλλάσσει το μερίδιο του στο Ρουσσαίου με ακίνητα της μονής Δοχειαρίου στη Θεσσαλονίκη19 , το Πατρικωνά αναφέρεται ως «δεσποινικό προάστειο», δηλαδή ως προάστειο της αυτοκράτειρας και συγκεκριμένα της Ειρήνης Κομνηνής 1301- 1317 : Σε οριοθεσία των Καρβαίων(σήμερα Ν.Σύλλατα) γίνεται μνεία ενός δρόμου που έρχεται από το Πατρικωνά. 1301-1317 : γίνεται αναφορά των αγαθών που κατέχει το χωριό Πατρικωνά στα βόρεια ανατολικά του κάτω Βόλβος. 1338 : σε οριοθεσία του Ρουσσαίου γίνεται λόγος για το αυτοκρατορικό ζευγηλάτειον20 του Πατρικωνά. Το 1347 το προάστειο Πατρικωνά παραχωρείται στον αδνουμιαστή Γεώργιο Κατζαρά ως ανταμοιβή για την αφοσίωση και υπηρεσία του στον αυτοκράτορα. Το 1341 επί Παλαιολόγων ο Γ. Κατζαράς παρακάλεσε τον αυτοκράτορα να του επικυρώσει με χρυσόβουλλο τα δικαιώματά του στη γη του Πατρικωνά. Ετσι, ο Ιωάννης Ε΄ εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτορ των Ρωμαίων ο Παλαιολόγος με χρυσόβουλλό του παραχωρεί21 τη γη του Πατρικωνά

στον Γ.

Κατζαρά να την κατέχει μέχρι το τέλος της ζωής του, να την εκμεταλλεύεται, να επιφέρει οποιεσδήποτε βελτιώσεις επιθυμεί και να την κληροδοτήσει στα παιδιά του. Αυτά θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τη γη προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στο κράτος ως αντάλλαγμα Στο χρυσόβουλο αυτό, το προάστειο Πατρικωνά τοποθετείται στην Καλαμαριά κοντά

στους πύργους του Όξυνον και της Δοχειαρίου στο

Ρουσσαίου, καθώς και στη γη των Ιβήρων (Κάτω Βολβός). Η έκταση του εκτιμάται 16

Άνω Βολβός:περιοχή Ζωγράφου,Κάτω Βολβός:περιοχή Φλογητών. Κάτοχος ενός σπιτιού στη Θεσσαλονίκη 18 Χάρτης σελ 13 19 Σελίδα 18 20 Γη 21 Actes de Docheiariou. 17

[24]


σε 2400 μοδίους και επίσης γίνεται λόγος για δημόσια οικία που βρίσκεται μέσα στα όριά του. Το 1354 ή 1369 σε μια οριοθέτηση του Ρουσσαίου που έγινε από το Μανουήλ Χαγερή τον ορφανοτρόφο αναφέρονται «τα δίκαια του χωρίου Πατρικωνά» καθώς και το «φρέαρ» του. Το 1373, ο γιος του Γεωργίου Κατζαρά, Ιωάννης, απευθύνεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο και ζητά να κατοχυρώσει με χρυσόβουλλο τα δικαιώματα του πατέρα του στη γη του Πατρικώνα, η οποία.είχε παραχωρηθεί σ’αυτόν με χρυσόβουλλο του Ιωάννη Ε΄Παλαιολόγου. Τη γη αυτή διεκδικούσε και η βασιλική Μονή Δοχειαρίου. Ισχυρίζονταν ότι της ανήκε προτού η γη αποσπασθεί και παραχωρηθεί στους Βαρβαρηνούς στρατιώτες. Προσκόμισε μάλιστα «και θεία και προσκυνητά προστάγματα», σύμφωνα με τα οποία, η γη του Πατρικωνά είχε αποσπασθεί απ’ αυτήν και έπρεπε να επιστραφεί σε αυτήν. Αντίθετα ο Ι. Κατζαράς δεν μπόρεσε να προσκομίσει ούτε «απογραφικήν παράδοσιν», ούτε μάρτυρες οι οποίοι να βεβαιώνουν ότι η γη αυτή παραχωρήθηκε προσωπικά στον πατέρα του Γ. Κατζαρά και όχι στον πατέρα του και στους Βαρβαρηνούς στρατιώτες μαζί. Έτσι η γη επικυρώθηκε και πάλι στη Μονή Δοχειαρίου.

Ορισμός θέσεως Το τοπωνύμιο έχει χαθεί. Τα όριά του γίνονται γνωστά από τις οριοθετήσεις των γειτόνων του. Με τα σημερινά δεδομένα, το προάστιο οριοθετείται 1,5 χιλ περίπου βόρεια των Ν. Πλαγίων.

Κτίρια που αναφέρονται Δημόσιο σπίτι του Ξυλίνα ( 1094) Δημόσιο σπίτι του Κατζαρά ( 1351)

6)Διαβολόκαμπος-Καλόκαμπος. Η περιοχή της Καλαμαριάς στην οποία βρίσκονταν το Όξυνο, Ρουσαίου, Αγία Τριάδα, Πατρικωνά ονομάζονταν το χρονικό διάστημα 1302-1357 Διαβολόκαμπος, ενώ το χρονικό διάστημα ( 1409- 1509) ονομάζονταν Καλόκαμπος.

Ιστορία

[25]


1302-1324 : γίνεται μνεία ενός κτήματος του μοναστηριού του Λινοβροχίου το οποίο βρίσκεται στο Διαβολόκαμπο. 1328-1355 : Το μοναστήρι του Δοχειαρίου κατέχει στον Διαβολόκαμπο, το κτήμα Ρουσαίου. 1346-1357 : αναφέρεται ότι η γη της Αγίας Τριάδος ανήκε στο Διαβολόκαμπο. 1408 : Το μοναστήρι του Δοχειαρίου κατέχει γη στον Καλόκαμπο. Στα 1509, το κτήμα του Κατακαλέ(σήμερα Διονυσίου) περιέχεται στη γη του Καλόκαμπου,

Ορισμός θέσεως Στις αρχές του 14ου αιώνα ο Διαβολόκαμπος καταλαμβάνει ένα μέρος της παραλιακής πεδιάδας από το χωριό Σωζόπολη στα δυτικά μέχρι τα Ν.Πλάγια στ’ ανατολικά. Στις αρχές του 15ου αιώνα ο όρος Καλόκαμπος αναφέρεται στην ίδια περιοχή, ενώ στις αρχές του 16ου αιώνα αναφέρεται σ’ ευρύτερη περιοχή , η οποία ανατολικά φθάνει μέχρι το Κατακαλέ, σήμερα Διονυσίου. Η περιοχή του Διαβολόκαμπου και αργότερα Καλόκαμπου χαρακτηρίζεται ως μοναστηριακά κτήματα .

Γ)Περίοδος Τουρκοκρατίας

α)Σουφλάρ και η γύρω περιοχή Κατά την περίοδο αυτή, στη βόρεια περιοχή της έκτασης που καταλαμβάνει σήμερα η Ν. Τρίγλια, βρίσκονταν ο συνοικισμός Σουφλάρ. Γύρω από τον συνοικισμό αυτόν υπήρχαν διάφοροι άλλοι συνοικισμοί, οι περισσότεροι τουρκικοί. Συγκεκριμένα, 1,5 χιλιόμετρο βόρεια του Σουφλάρ υπήρχε το Κιουτσούκ Σουφλάρ ( το μικρό Σουφλάρ ). Οι ντόπιοι κάτοικοι το ονόμαζαν Μαχαλά. Ο Βούλγαρος περιηγητής Vasil Iranov K’ncov (1862-1902) αναφέρεται και αυτός στο Κιουτσούκ Σουφλάρ, το ονομάζει Σουφλάρ Μαχαλά και ως κατοίκους αναφέρει 12 Τούρκους. Στα τέλη του 19ου αιώνα κατοικούσαν στο Μαχαλά περίπου 10 οικογένειες Ελλήνων. Μια από αυτές ήταν και η οικογένεια της κ. Λυδίας Κορατζίνου, η οποία όπως μου είπε εγκατέλειψαν το Κιουτσούκ Σουφλάρ μετά το 1956 και [26]


εγκαταστάθηκαν στη Ν. Τρίγλια. Σταδιακά εγκατέλειψαν το συνοικισμό όλοι οι ντόπιοι κάτοικοί του και εγκαταστάθηκαν κι αυτοί στη Ν. Τρίγλια. Μέχρι το 1992 σώζονταν τα ερείπια μιας κατοικίας και ενός πύργου. Παλαιότερα υπήρχαν δύο πύργοι και μία βρύση Στον ένα πύργο κατοικούσε η οικογένεια της κ.Σοφίας Κοντού. Σήμερα σωροί από πέτρες μαρτυρούν την ύπαρξη του παλιού συνοικισμού

Υπολείμματα σπιτιών και πύργου στο Κιουτσούκ Σουφλάρ.Σήμερα δεν σώζεται τίποτα.

Δυτικά του Κιουτσούκ Σουφλάρ βρίσκεται ένας λόφος που ονομάζεται Κιρμιζάρι( κόκκινος λόφος από την τουρκική λέξη kirmizi=κόκκινο). Σ’ αυτό το λόφο σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγχωριανών μου υπήρχαν τουρκικά μνήματα. Πέντε χιλιόμετρα περίπου βόρεια της Τρίγλιας κοντά στην περιοχή Πλατάνια και δίπλα στο δρόμο που οδηγεί στο Πρινοχώρι, υπήρχε ένας άλλος μικρός τουρκικός συνοικισμός, το Μέρτζελι ή Εμερτζελή. Το όνομά του προέρχεται από τις τουρκικές λέξεις mera ή mer’a που σημαίνει βοσκοτόπι και το cali που σημαίνει βάτος ή θάμνος, δηλαδή βοσκότοπος με θάμνους. Σε απογραφή του 192022, το Μέρτζελι ανήκε στην κοινότητα της Πορταριάς και είχε 34 κατοίκους. Το 1922 έφθασαν εδώ πρόσφυγες οι οποίοι αργότερα έφυγαν και εγκαταστάθηκαν σε ένα κοντινό τουρκικό συνοικισμό το Μπαριακλί. Σήμερα στην περιοχή που βρίσκονταν άλλοτε το Μέρτζελι, υπάρχουν σωροί από πέτρες που φανερώνουν ότι παλαιότερα υπήρχαν εκεί σπίτια και άλλα κτίσματα. Δυο με τρία χιλιόμετρα βόρεια του Μέρτζελι βρίσκεται το χωριό Πρινοχώρι που ανήκει στο δήμο Γαλάτιστας. Η παλιά του τουρκική ονομασία ήταν Αϊβαλί. Εδώ εγκαταστάθηκαν οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο (οικογένεια Ατματζίδη), και προσφύγων από τη Σμύρνη. Υπήρχαν επίσης και οικογένειες ντόπιων

22

Παράρτημα

[27]


κατοίκων από τη Γαλάτιστα. Όλοι αυτοί συγκατοίκησαν με τους Τούρκους κατοίκους του Αϊβαλί μέχρι το 1925 περίπου. Υπήρχε τζαμί, το οποίο , όταν έφυγαν οι Τούρκοι, το μετέτρεψαν το μισό σε εκκλησία ,το ναό των Αγίων Αναργύρων και το άλλο μισό σε σχολείο. Το 1960 έκτισαν νέο σχολείο όπου φοιτούσαν τα 30 περίπου παιδιά των 50 ελληνικών οικογενειών που ζούσαν στο Πρινοχώρι. Αργότερα αρκετές οικογένειες ( Νουκάρη, Ατματζίδη, Κουνάδου) ήρθαν και κατοίκησαν στη Ν. Τρίγλια. Από τις ελάχιστες οικογένειες που έμειναν στο Πρινοχώρι ήταν η οικογένεια του κ. Εμμανουήλ Νουκάρη και η οικογένεια του Γεωργίου Ηλιάδη. Αλλά και οι κάτοικοι που έφυγαν δε διέκοψαν τους δεσμούς τους με το Πρινοχώρι. Το 1990-1991 ανέγειραν ναό προς τιμή των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, στη μνήμη των οποίων ετιμάτο και ο παλιός Ναός που δεν υπάρχει σήμερα. Κάθε 1η Ιουλίου, ημέρα τιμής των Αγίων Αναργύρων τελείται Θεία λειτουργία και γίνεται πανήγυρη όπου συγκεντρώνονται όλοι οι παλιοί κάτοικοι του Πρινοχωρίου και κάτοικοι γειτονικών χωριών

Ο Ι Ναός του Αγίων Αναργύρων στο Πρινοχώρι.

Βορειοανατολικά της σημερινής Τρίγλιας και σε απόσταση 5,5 περίπου χιλιόμετρα βρίσκονταν το Μπαριακλί, τούρκικος και αυτός συνοικισμός, εγκαταλειμμένος. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες από το Κίζδερβεντ όπως ήταν οι οικογένειες Δημητρίου, Ασλανίδου, Γρηγοριάδου. Εγκαταστάθηκαν επίσης πρόσφυγες από τη Θράκη, όπως ήταν οι οικογένειες Οδυσσέα, Σαράφη, Κακούλη, Τσαμπούνα. Αυτοί ονόμασαν το Μπαριακλί Ν. Κερασιά από την πατρίδα τους, την Κερασιά της Θράκης. Επίσης ανήγειραν Ναό προς τιμή του Αγίου Αθανασίου. [28]


Στις επόμενες δεκαετίες ο συνοικισμός ερημώθηκε γιατί οι κάτοικοι του σταδιακά κατοίκησαν στη Ν. Τρίγλια. Μερικές από τις οικογένειες των Θρακιωτών εγκαταστάθηκαν στη Ν. Κερασιά κοντά στη Μηχανιώνα. Αυτοί που κατοίκησαν στη Ν. Τρίγλια δώρησαν στον Ι. Ναό Παντοβασίλισσας τα δυο μανουάλια που είναι τοποθετημένα στο κέντρο του κυρίως ναού και τα είχαν μεταφέρει από την Κερασιά της Θράκης. Σήμερα το μόνο που σώζεται από το Μπαριακλί – Ν. Κερασιά είναι ένα εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου. Αρχικά ανήκε στην κοινότητα Νέας Τενέδου από την οποία αποσπάσθηκε με το Β.Δ. 12-12-1950, ΦΕΚ Α Σ4)1951 και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Ν. Τρίγλιας.23

Εικόνα 5.Ο Ι.Ναός του Αγίου Αθανασίου στο Μπαριακλί.

Βόρεια του Μπαριακλί, στην περιοχή «κατσαπλιάδες», υπάρχει ένα ύψωμα που το αποκαλούν καστέλλι. Σύμφωνα με μαρτυρίες Τριγλιανών, πάνω σ’ ατό το ύψωμα υπήρχαν μαρμάρινες κολώνες που παραπέμπουν στην αρχαία εποχή. Τέλος , βορειοδυτικά της Ν. Τρίγλιας και σε απόσταση 4,5 χιλιόμετρα περίπου βρίσκονται τα Μπόζαλαν ( Μικράλωνα). Επρόκειτο για το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο τουρκικό συνοικισμό της περιοχής. Υπήρχε τζαμί και ο χότζας είχε το αξίωμα του μουφτή της περιοχής. Εδώ είχε την κατοικία του ο Γιουσούφ Πασάς που είχε μεγάλη περιουσία στην περιοχή αυτή( κτήματα και κοπάδια ζώων). Η περιοχή στα Μπόζαλαν όπου βρίσκονταν η οικία και οι στάνες του Γιουσούφ–Αγά ονομάζεται ακόμα και σήμερα Γιουσούφα. Ο Αγάς αυτός ήταν ο Άρχοντας που επόπτευε όλους τους τούρκικους μαχαλάδες που προανέφερα καθώς και την περιοχή που κατέχει σήμερα η Ν. Τρίγλια. Όταν ο Γιουσούφ Αγάς αποχώρησε από την Ελλάδα η αποχώρησή του έγινε από τη Μαγαζάρα και με τιμητικό τρόπο. Τον παρέλαβαν και τον συνόδευσαν, όπως μαρτυρούν οι Έλληνες που κατοικούσαν ήδη στο Μπόζαλαν ( Μικράλωνα), πλοία του τουρκικού στόλου.

23

Παράρτημα

[29]


Σε απογραφή του 1920 ο συνοικισμός Μπόζαλαν ανήκε στην κοινότητα Πορταριάς με το όνομα Μπόζαλαν και είχε 288 κατοίκους. Αποσπάται απ’αυτήν το1926 και24υπάγεται πλέον στην κοινότητα της Ν.Τενέδου. Το 1927 μετονομάζεται σε Μικράλωνα. Μετά τη μικρασιατική τραγωδία εγκαθίστανται αρχικά στο συνοικισμό προσφυγικές οικογένειες από την Αν. Θράκη και λίγους μήνες αργότερα πρόσφυγες από το Κίζδερβεντ της Μ. Ασίας. Δημιουργούνται δυο κυρίως μαχαλάδες. Ο Μαχαλάς των Μικρασιατών όπου κατοικούσαν οι οικογένειες Καρά, Ακασιάδη, Ραχμάνη, Σιστανίδη, Συνάμη και ο Μαχαλάς των Θρακιωτών όπου κατοικούσαν οι οικογένειες

Κυριαζή,

Χατζάρα,

Γαρίτση,

Βογιατζή,

Κιγκιλή,

Ευσταθίου,

Μπούρμπουλα, Χατζηνικολάου. Όλοι αυτοί συγκατοίκησαν με τους Τούρκους κατοίκους του Μπόζαλαν για ένα περίπου χρόνο. Ασχολούνταν με τη γεωργία αλλά κυρίως με την κτηνοτροφία.

Κούρεμα προβάτων στα Μικράλωνα(Μπόζαλαν).

24

Παράρτημα

[30]


Κτηνοτρόφος μπροστά στο μαντρί του

Υπήρχε σχολείο αλλά δεν είχαν δάσκαλο. Κάποιος δάσκαλος από τα γειτονικά χωριά έρχονταν κατά διαστήματα και παρέδιδε μαθήματα στα παιδιά. Γι’ αυτό αναγκάζονταν να πηγαίνουν σχολείο στα Ελαιοχώρια. Επίσης δεν υπήρχε ναός και έτσι εκκλησιάζονταν στα Ελαιοχώρια. Σιγά-σιγά οι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν το χωριό και να κατοικούν στη Ν. Τρίγλια . Οι πρώτες οικογένειες που μετακόμισαν στη Ν. Τρίγλια ήταν οι οικογένειες Κυριαζή και Γκιγκιλή. Μετά ακολούθησαν σταδιακά και οι άλλες. Με το Β.Δ. 12-12-1950, ΦΕΚ α 24) 1951 τα Μπόζαλαν25 με το όνομα Μικράλωνα

αποσπάσθηκαν

από

την

κοινότητα

της

Νέας

Τενέδου

και

προσαρτήθηκαν στην κοινότητα της Ν. Τρίγλιας. Σε απογραφή του 1961 τα Μικράλωνα είχαν 48 κατοίκους. Σταδιακά εγκαταλείπουν το συνοικισμό όλοι οι κάτοικοι και αυτός ερημώνεται. Τα σπίτια και αυτά καταστράφηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Δεν απέμεινε τίποτα από το χωριό.

25

Παράρτημα

[31]


1993,τοχωριό Μικράλωνα(Μπόζαλαν) ερημωμένο.

Αργότερα οι κάτοικοι των Μικραλώνων ( Μπόζαλιώτες ή Μποζαλανιώτες όπως είναι γνωστοί) οι οποίοι πλέον ζούσαν μόνιμα στη Ν. Τρίγλια, αλλά δεν είχαν ξεχάσει ποτέ τον τόπο που τους φιλοξένησε μετά το διωγμό από την πατρίδα τους, ίδρυσαν τον πολιτιστικό σύλλογο «Μικράλωνα». Με την πρωτοβουλία αυτού του συλλόγου αλλά και με τη συνεισφορά όλων των Μποζαλιωτών ανεγείρεται στα 1987 στα Μικράλωνα ένας όμορφος Ναός που γιορτάζει στις 22 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Θεοτόκου και τιμάται επίσης στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.

Ο Ι Ναός κοιμήσεως της Θεοτόκου στα Μικράλωνα.

Δυο χρόνια αργότερα κτίζεται και μια αίθουσα που λειτουργεί και σαν Μουσείο. Μέσα σ΄ αυτήν φυλάσσονται κειμήλια και φωτογραφίες προσώπων που ήρθαν από τη Μ. Ασία και Θράκη καθώς και φωτογραφίες που αναφέρονται στη ζωή τους στα Μικράλωνα (Μπόζαλαν).

[32]


Στα δεξιά του Ναού ανήγειραν και μαρμάρινο μνημείο εις ανάμνηση της μάχης26 που έγινε την 14η Σεπτεμβρίου 1920 στην πατρίδα τους, το Κίζδερβεντ της Μ. Ασίας

Το μνημείο που ανήγειραν στα Μικράλωνα οι Μικραλανιώτες που κατάγονται από το Κίζεδερβεντ της Μ.Ασίας.

Κάθε χρόνο στις 22 Αυγούστου τελείται θεία λειτουργία στο Ναό των Μικραλώνων και μετά ακολουθεί το πατροπαράδοτο γλέντι με προσφορά φαγητού. Οι Έλληνες κάτοικοι όλων των παραπάνω συνοικισμών ασχολούνταν με τη γεωργία και μερικοί με την κτηνοτροφία. Είχαν όλοι τους επικοινωνία και σύναπταν γάμους μεταξύ τους .

β)Σουφλάρ Ιστορία Το Σουφλάρ βρίσκονταν στη βόρεια περιοχή της κωμόπολης της Ν. Τρίγλιας που και σήμερα ακόμη ονομάζεται «ντόπια» και εκτείνονταν από το Ναό του Αγίου Αθανασίου, μέχρι το μύλο του Γλαράκη. Εκεί είναι χτισμένο το Μετόχι που μαζί με τον ναό του Αγίου Αθανασίου διασώζονται σήμερα σε καλή κατάσταση. Την πρώτη αναφορά στο Σουφλάρ, τη συνάντησα το 1732 και περιέχεται στο έργο του Π. Ν. Παπαγεωργίου «Εκδρομή εις την Βασιλικήν Πατριαρχικήν, Μονήν της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας την εν Χαλκιδική». Στο βιβλίο αυτό αναφέρονται χειρόγραφα της Ιεράς μονής που έχουν διασωθεί. Μεταξύ αυτών υπάρχει και η πρόθεση ονομάτων , αρχιερέων , ιερέων, μοναχών, κοσμικών και χωριών που μνημονεύονταν στο Μοναστήρι από το 1732. Ανάμεσα στα χωριά αυτά αναφέρονται η Σιγήλου και οι Σουφλαρίδες.

26

Σελίδα 81

[33]


Ο Γάλλος περιηγητής Ζακ Λεφόρ στο βιβλίο του «Paysages de Macedoine» , δηλαδή «Τοπία της Μακεδονίας», αναφέρει τις εξής ονομασίες του Σουφλάρ: το 1862 ονομάζεταιι Σοφιλάρ. Άλλες ονομασίες του είναι το Σοφουλαρί, Σουφλάρ, Σουφλάρ Μαχαλάς, Σουφλάρ Τσιφλίκ, Τσιούφιλερ και Τσιούφιλερ Μετόχι. Ο Βούλγαρος ερευνητής Vasil Iranov K’ncov (1862-1902) αναφέρεται και αυτός στο Σουφλάρ. Συγκεκριμένα κάνει λόγο και ξεχωρίζει το Σουφλάρ που είχε 150 κατοίκους Έλληνες από το Σουφλάρ μαχαλά που είχε 12 κατοίκους Τούρκους. Η διάκριση αυτή σε Σουφλάρ και σε Μαχαλά υπάρχει και στο έγγραφο αγοράς από τη Μονή Βατοπαιδίου. Με τον όρο Μαχαλάς χαρακτηρίζεται το Κιουτσούκ Σουφλάρ. Συγκεκριμένα στην απογραφή27 του μετοχίου Σουφλάρ μεταξύ των κτισμάτων, κτιρίων και αντικειμένων που αγοράσθηκαν αναφέρονται και τα εξής: «έτερον τμήμα κτιρίων

10

λεπτών

αποστάσεως

του

χωρίου,

ονομαζόμενον

Σουφλάρ

Μαχαλ(άς).Τώρα εσχάτως ηγορασμένον δια 4 βεγλίκια χωριτηκότητος 1 σταύλον 1 αχύρου αποθήκην 5 οικίας υπηρετών 1οίκημα επιστάτου δύπατον. » Η Μονή Βατοπαιδίου σύμφωνα με ιδιωτικό συμφωνητικό το αγόρασε από τον Εβραίο Σαούλ Μοδιανό την 1η Σεπτεμβρίου 1907, μετά από υπόδειξη του τότε Μητροπολίτου Κασσανδρείας κ.κ.Ειρηναίου. Επειδή υπήρχαν υποψήφιοι αγοραστές άλλης εθνικότητας, όπως Βούλγαροι, ο Ειρηναίος πρότεινε στη Μονή Βατοπεδίου ν’αγοράσει το Σουφλάρ, για να παραμείνει η γη αυτή σ’ ελληνικά χέρια .Ο αρχιμανδρίτης π.Γαβριήλ28 προηγούμενος της Ι. Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, σ’ένα άρθρο του που δημοσίευσε το 1976 στο ενοριακό περιοδικό της Ν.Τρίγλιας,το «Ενοριακή κλίμαξ»,αναφέρει τα εξής για το Σουφλάρ: «…Το «Σουφλάρ» κατά τα τελευταία έτη ανήκεν εις μπέηδες Θεσσαλονικείς και Κωνσταντινοπωλίτας, καλλιεργείτο δε κοληγικώς από οικογενείας Τούρκων των πέριξ μαχαλάδων, γνωστών δια την ραθυμίαν των προς γεωργικάς εργασίας, εξ ου και το «Σουφλάρ» μικρά εισοδήματα επέδιδεν εις τους κυρίους των. Τούτου ένεκεν 27

Παράρτημα Ο σεβαστός π. Γαβριήλ υπήρξε επί 66 έτη μοναχός της Ι.Μονής Αγίου Διονυσίου του Αγίου Όρους και διετέλεσε ηγούμενος αυτής της μονής επί 40 έτη.Υπηρέτησε επί 2 έτη, 1911-1912, στο μετόχι τους στο Διονυσίου της Χαλκιδικής οπότε γνώρισε και το Σουφλάρ.Την «ιστορικήν » αυτήν «πραγματείαν», όπως αποκαλεί το άρθρο του την έγραψε για το ενοριακό περιοδικό, «Ενοριακή κλίμακα» μετά από παράκληση του τότε εφημερίου της Ν.Τρίγλιας π. Δ. Μαυρίδη. 28

[34]


,ήρχισεν κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος 1898-1900 να διαπραγματεύονται την πώλησίν του εις κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Τούτο πληροφορηθέν το Ρωσικό Προξενείον, εισηγήθη εις την Ρωσική Μονήν του Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους ίνα αγοράση αυτό με σκοπό να το εποικήσωσιν με Βουλγαρικάς οικογενείας και αυξήσουσιν την Βουλγαρικήν εστίαν εις την ελληνικωτάτην Χαλκιδικήν.Τούτο κατετρόμαξεν την ομογένειαν της Θεσσαλονίκης, αλλ’ ως ήτο κατεπτοημένη από ατυχή πόλεμον του 1897 δεν προέβαινεν εις την αντίδρασιν και ηναγκάσθη ο τότε πρόξενος της Ελλάδος εν Θεσσαλονίκη κ. Λάμπρος Κορομηλάς ν’ αποτανθή εις την Μονήν Βατοπεδίου και να εξαιτήση την αγορά του Σουφλάρ,προς αποτροπήν των πανσλαυιστικών σχεδίων και ηγοράσθη τούτο παρ’αυτής αντί 64.000 χρυσών λιρών Τουρκίας, μεταβληθέν ούτως εις Μετόχιον με καλλιεργητάς κολήγους εντοπίους Έλληνας ,απαλλοτριωθέν και τούτο μετά των άλλων Μετοχιών κατά 1923-24, αλλά τυχόν ιδιαιτέρας ρυθμίσεως, ως μη προνομιούχον Μετόχιον ,αλλ ’εξ αγοράς δι’ανταλλαγής μετά του Δημοσίου. Η μεν Μονή Βατοπεδίου παρητήθη Π ά σ η ς αποζημιώσεως επί του «Σουφλάρ».Το δε Δημόσιον ανεγνώρισεν εις Αυτήν συγκυριαρχίαν επί της λίμνης «Μπορούς» εις Πόρτο Λάγος της Ξάνθης της 50% της ιχθυοπαραγωγής, εξ ων το 1\3 θα δίδη η Μονή εις την Αθωνιάδα σχολήν προς συντήρησιν αυτής, και τούτο ισχύει μέχρι σήμερον. Εις την ρύθμισιν ταύτην συμμετέχων και εγώ ως εκπρόσωπος της Ιεράς Κοινότητος, και είμαι ο μόνος επιζών εισέτι της προς τούτο επιτροπής,εφ’ ώ και σας τα επέστειλα ίνα το γράψητε εις την αγαπητήν «κλίμακα»… ». Στο άρθρο αυτό του αρχιμανδρίτη π.Δανιήλ, εκτός βέβαια από τα γεγονότα που τα έζησε ο ίδιος , υπάρχουν μερικές ανακρίβειες και ιδιαίτερα στην αρχή. Από τους Τούρκους μπέηδες το Σουφλάρ περιήλθε δια αγοράς στη δικαιοδοσία του Εβραίου Σαούλ Μοδιάνου και αυτός με τη σειρά του το παραχώρησε στη δικαιοδοσία της Μονής Βατοπεδίου.Και αυτό δεν αποτελεί αυθαίρετο συμπέρασμα μου.Από δύο έγγραφα που ήρθαν στα χέρια μου από το αρχείο της παραπάνω Μονής, μια «έκθεσι του Τσιφλικίου Σουφλαρίου»29και το «Εις αγοράν του Σουφλάρι»30 προκύπτει καθαρά ότι το 1907 το τσιφλίκι αυτό το κατείχε ο Εβραίος Σ. Μοδιανός, ο οποίος υπογράφει και ως πωλητής .Την ύπαρξη Τούρκου μπέη πριν από το Μοδιανό την αναφέρουν και οι ντοπιοι κάτοικοι .Στα κτήματα του μπέη εργάζονταν οι πρόγονοι τους ,οι οποίοι κατοικούσαν 29 30

Παράρτημα Παράρτημα

[35]


στην περιοχή αυτή τουλάχιστον από τα μισά του 19ου αι. Αυτό αποδεικνύεται και από την ύπαρξη του Ναού του Αγίου Αθανασίου που η ανέγερσή του τοποθετείται στα μέσα του 19ου Πολλοί απ’αυτούς τους παλιούς κατοίκους βοήθησαν στην ανέγερση του Ναού αλλά και παντρεύτηκαν μέσα σ’αυτόν. γ)Η ζωή και δράση των κατοίκων του Σουφλάρ κατά την Τουρκοκρατία Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι του Σουφλάρ ανέπτυξαν δράση κατά των Τούρκων κατακτητών. Η Χαλκιδική ελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1912. Κατά το μεγάλο διάστημα της Τουρκοκρατίας εκδηλώθηκαν στη Χαλκιδική διάφορα επαναστατικά κινήματα όπως το 1821, 1854 και 1878. Οι κάτοικοι του Σουφλάρ συγκέντρωναν κρυφά όπλα και τα μετέφεραν σε εστίες επαναστατικών κινημάτων,. Η συνεννόηση μεταξύ τους γίνονταν σε διάφορα πανηγύρια. Τόπος όπου παραλάμβαναν τα όπλα ήταν ο Σταυρός του Διονυσίου (υπήρχε ένας σταυρός σ’ αυτό το μέρος). Άλλο μέρος ήταν η Μαγαζάρα στην παραλία της Ν. Τρίγλιας. Ο κ. Χ. Μερσηνάς, πολιτικός μηχανικός και ντόπιος κάτοικος της Ν. Τρίγλιας, μου διηγήθηκε πως πολλές φορές ο παππούς του του είχε δείξει κτήματα κοντά στη Μαγαζάρα, όπου έκρυβαν τα όπλα που παραλάμβαναν κρυφά από τη θάλασσα. Επίσης οργάνωναν περιπολίες οι οποίες περιφρουρούσαν διακριτικά τα μονοπάτια απ’ όπου περνούσε η ομάδα που μετέφερε τα όπλα, βοηθώντας έτσι να φθάσουν αυτά στον προορισμο τους.

Εικόνα 6Παλιό όπλο, το λεγόμενο γκρας

Το σχέδιο αυτό της διακίνησης των όπλων στην περιοχή μας, στις αρχές του20ου αι.,λειτουργούσε κάτω από την επίβλεψη του τότε μητροπολίτη κ.κ.Ειρηναίου.

[36]


Κάτοικοι του Σουφλάρ συνδέονταν προσωπικά με τον ίδιο και τους ανθρώπους του, με τους οποίους έρχονταν σ’επαφή και ενημερώνονταν για τον τόπο, χρόνο παραλαβής των όπλων και για τις περαιτέρω ενέργειές τους .Την καθορισμένη ημέρα μετέβαιναν με τα ζώα τους στον τόπο παραλαβής ,συνήθως στη Σκιώνη, για να εμπορευθούν δήθεν τα προιόντα τους και παραλάμβαναν τα όπλα,τα οποία μετέφεραν στο Σουφλάρ.Από εκεί βάση σχεδίου τα διοχέτευαν στις διάφορες εστίες των επαναστατικών κινημάτων. Συμφωνα με το βιβλίο του Κων/νου Απ. Βακαλόπουλου «Η επαναστατημένη Ελλάδα, Ηπειρωτική και Αιγαίο μεταξύ 1826-1829», Θεσσαλονίκη 1976, και σύμφωνα με τον Ι. Φραγκούλα « Αγωνισταί του 1821 εκ της νήσου Σκοπέλου», αρχείου Θεσσαλικών Μελετών Βόλος 1974 και «Σκιαθίτες αγωνιστές του 1821» Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 1977, πολλοί Κασσανδρινοί κατέφυγαν στη Σκόπελο και σ’ άλλα νησιά. Ο πληθυσμός της Σκοπέλου είχε αυξηθεί κατά 5000. Στο «Σκιαθίτες αγωνιστές του 1821» ο Ι. Φραγκούλας αναφέρει : «Πάντως όμως πιστοποιούν όλες αυτές οι μαρτυρίες ότι η νήσος Σκιάθος πρόσφερε στον Αγώνα και άνδρες που υπηρέτησαν στρατιωτικά την επανάσταση, καθώς και πλοία με ειδικευμένα πληρώματα από τους προηγούμενους θαλασσινούς αγώνες τους με το Γιάννη Σταθά και Νικοτσάρα. Τα πλοία έλαβαν μέρος ιδίως σε τοπικές επιχειρήσεις ή κάλυψαν αποκλειστικά βοηθητικές υπηρεσίες, διέσωσαν γυναικόπαιδα και άνδρες από την Κασσάνδρα». Στο «Αγωνιστές εκ της Σκοπέλου..» αναφέρονται τα εξής : «Μετά την έκρηξη της ελληνικής επαναστάσεως στην Θεσσαλομαγνησία και στην Χαλκιδική το Μάιο του 1821 , οι Σκοπελίτες εξόπλισαν πέντε-έξι πλοία, έπλευσαν προς τα παράλιά τους και μετά την αποτυχία των κινημάτων στα μέρη εκείνα παρελάμβαναν αυτούς που σώζονταν και τους μετέφεραν στα νησιά Σκιάθο και Σκόπελο». Καθώς επίσης : «Στο νησί (Σκόπελο) τρέφονταν άλλοτε περισσότερα από 10000 ζώα, αλλά τώρα υπάρχουν πολύ λίγα, γιατί τα έκλεψαν οι Κασσανδρινοί στρατιώτες οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Σκόπελο στα 1821…» Καθ ’όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας σημειώθηκαν μετακινήσεις Ελλήνων για λόγους ασφαλείας. Σύμφωνα με μαρτυρία της κ. Ε.Κουτούλη, παλιάς κατοίκου του Σουφλάρ, οι πρόγονοί της

είχαν καταφύγει στην παλιά Ελλάδα από τις Πόρτες, σημερινή

Ποτίδαια . Διέμειναν εκεί τρία χρόνια και κατόπιν επέστρεψαν πάλι στο Σουφλάρ. Συγκεκριμένα διηγείται : [37]


«Έφυγαν και πήγαν στην παλιά Ελλάδα. Πήγαν στην Ποτίδαια στο Σάλι31. Υπήρχε ένα ρηχό μέρος απ’ όπου περνούσαν. Ένας όμως δεν πρόλαβε .Έκανε τον σταυρό του και φώναζε : «Κι εγώ Έλληνας είμαι,περιμένετέ μου» και έφτασε στο καΐκι. Πήγαν στην Παλιά Ελλάδα και μετά τρία χρόνια γύρισαν στο Σουφλάρ». Επέστρεψαν λοιπόν και συνέχισαν να ζουν στο Σουφλάρ. Για ν’αποφύγουν την αναγκαστική στράτευση στον τουρκικό στρατό, πλήρωναν το λεγόμενο μπιντέλι. Εκεί που είχαν κάποια ελευθερία ήταν η άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν το πρόβλημα της πειρατείας που ταλάνιζε κυρίως τα παραθαλάσσια χωριά της Χαλκιδικής. Μου έκαναν λόγο επίσης για κάποιο καράβι που έβγαινε στη Μαγαζάρα και για ενοχλήσεις των προγόνων τους από τους πειρατές. Δ)20ος αιώνας Όπως προανέφερα, το Σουφλάρ περιήλθε από τον Τούρκο αγά στα χέρια του Εβραίου Σαούλ Μοδιάνο. Το 1907 αγοράσθηκε από την Ι. Μονή Βατοπεδίου Μετά την αγορά εγκαταστάθηκαν εκεί Βατοπεδινοί μοναχοί. Έκτισαν το κτίριο που σώζεται ακόμη και σήμερα και ονομάζεται Μετόχι. Σύμφωνα με την ημερομηνία που υπάρχει πάνω στην κεντρική είσοδο του αυλόγυρου, το Μετόχι κτίσθηκε το 1909

Μετόχι.Πάνω από την πύλη της εισόδου αναγράφεται το έτος ανέγερσης του,1909.

.

31

Ήταν μια μετακινούμενη πλατφόρμα στον Ισθμό της Ποτίδαιας. Εκινείτο με τη λειτουργία ενός χειροκίνητου μαγγάνου και μετέφερε από τη μια πλευρά στην άλλη , ανθρώπους, ζώα και μεταφορικά μέσα της εποχής. Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει σταθερή γέφυρα.

[38]


Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων,1912-1913,πολλοί κάτοικοι του Σουφλάρ κατατάσσονται στον ελληνικό στρατό και πολεμούν για την πατρίδα τους.Ο κ.Γεώργιος Λάμπρος θυμάται ζωντανά τα περιστατικά που έζησε στο μέτωπο του πολέμου ο πατέρας του ,Δημήτριος Λάμπρος και του τα αφηγήθηκε αργότερα.. Το 1914, 4 Μαΐου και ημέρα Δευτέρα επισκέπτεται το Σουφλάρ ο Γάλλος περιηγητής Charles Avezou32. Στο βιβλίο του «Η Χαλκιδική όπως την είδε ο Σαρλ Αβεζού», ( Απρίλιος-Μάιος 1914), περιγράφει το Σουφλάρ ως ένα ωραίο τσιφλίκι που την εποχή αυτή το είχε ήδη αγοράσει η Μονή Βατοπεδίου και το ονομάζει Τσιούφιλερ. Αναφέρει ότι υπήρχαν ένα παντοπωλείο ,μια εκκλησία και 50 περίπου σπίτια , χωρισμένα σε δυο ομάδες. Η μια ομάδα σπιτιών απείχε από την άλλη ομάδα 800 περίπου μέτρα. Ως κατοίκους αναφέρει μόνο λίγους Τούρκους και μερικούς τσιγγάνους, πράγμα που δεν είναι σωστό. Διότι και ο ίδιος αναφέρεται σ’ ένα ναό που προυποθέτει την ύπαρξη χριστιανών.Το παντοπωλείο επίσης που αναφέρει ανήκε στην οικογένεια Μπουλάκη, η οποία είχε εγκατασταθεί στο Σουφλάρ από το 1910. Την εποχή αυτή επίσης το Σουφλάρ ήταν ήδη μετόχι της Μονής Βατοπεδίου και στα κτήματα του εργάζονταν ελληνικές οικογένειες33 Απόγονοι των οικογενειών αυτών ζουν ακόμη και σήμερα στη Ν.Τρίγλια. Ένας άλλος Γάλλος περιηγητής, ο Ζάκ Λεφόρ34 μαρτυρεί την ύπαρξη τεσσάρων τετράγωνων πύργων, στην περιοχή του Σουφλάρ.Σύμφωνα με μαρτυρίες των εντοπίων κατοίκων, δύο πύργοι υπήρχαν στο Κιουτσούκ Σουφλάρ ,ένας κοντά στο Μετόχι και ένας άλλος που σώζεται και σήμερα μισογκρεμισμένος δίπλα στο Μετόχι.

32

“La Chalcidique vue par Charles Avezou”, (Avril-Mai 1914) παραρτημα 34 Zack Lefor t “Paysages de Macedoine”,τοπία της Μακεδονίας. 33

[39]


Το Μετόχι και δίπλα του ο μισογκρεμισμένος πύργος.

Το 1916 κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο φθάνει στο Σουφλάρ σώμα αγγλογαλλικών δυνάμεων. «Ήρθαν και γύριζαν το χωριό», διηγείται η κ. Ελένη Κουτούλη, που ήταν τότε πολύ μικρή. «Έπιαναν τα κοτόπουλα και τα ’σφαζαν Και εγώ μωρό τότε, φοβόμουν και πήγαινα κοντά στη μαμά μου. Αλλά δε μας πείραξαν αυτοί ( Γάλλοι και Άγγλοι)» Το 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Μ.Ασία. Σ’αυτόν υπηρετούν κάτοικοι.του Σουφλάρ. Μερικοί μάλιστα πηραν μέρος και στις μάχες που έδωσε ο ελληνικός σρατός στη Μ.Ασία Ο κ .Ι. Τζούρας έπεσε νεκρός στο πεδίο της μάχης. .Άλλοι ντόπιοι κάτοικοι που υπηρέτησαν ήταν:Αναστάσιος Γερακούδης ,Στεργιανός Καραπέτσας ,Αργύρης Τάγκας, Αργύρης και Γούτας Μπουλάκης.

[40]


Ο κ.Γούτας Μπουλάκης.Στο πίσω μέτος της φωτογραφίας αναγράφονται τα εξής: ¨Ακ-Σου τη 16η πριλίου1921.Σεβαστοι΄μου γονείς,μη δυνάμενος λόγω του προς την πατρίδα μου καθήκοντος μου εορτάσητε και φέτος με υγείαν το Πάσχα, ευχόμενος όπως συνεορτάσωμεν το ερχόμενον.Σας φιλώ την δεξιάν σας.Γούτας, υιός σας. Κύριον Κων|νον Μπουλάκην, εις Σουφλάριον Χαλκιδικής .

Το 1922 αποτελεί σταθμό στην ιστορία του Σουφλάρ. Μετά την Μικρασιατική τραγωδία, πρόσφυγες από τη Μ. Ασία και την Α. Θράκη καταφθάνουν στην Ελλάδα. Διωγμένοι οι περισσότεροι αναζητούν μέρος να εγκατασταθούν και να ριζώσουν. Στην περιοχή μας εγκαθίστανται στους Τούρκικους Μαχαλάδες, Μπαριακλί, Μέρτζελι και Μπόζαλαν. Αρκετοί απ’ αυτούς εγκαθίστανται στο Μετόχι, σε άλλα παλιά κτίρια του Σουφλάρ και σε σκηνές που έστησαν στην περιοχή που καταλαμβάνει σήμερα η Ν. Τρίγλια. Σε απογραφή του 1920 οι κάτοικοι του Σουφλάρ ανέρχονταν στους 276. Μετά το 1923-24 οι Βατοπεδινοί μοναχοί έφυγαν .Έγιναν διανομές και οι ακτήμονες αποκτούν γη. Η πρώτη διανομή γης πρέπει να έγινε το 1929 και επακολούθησαν και άλλες. Πριν το 1926 το Σουφλάρ μαζί με τους συνοικισμούς της Πορταριάς, Αγίου Μάμαντα, Καρκάρας, Μυριόφυτου, Βρωμόσυρτας, Καρατεπέ, Εμερτζελή, Μαριανά, Μπόζαλαν αποτελούσαν την κοινότητα της Πορταριάς35. Ανεξάρτητη κοινότητα

35

Παράρτημα

[41]


έγινε το 192636 και πήρε το όνομα Ν. Τρίγλια από τους πρόσφυγες που είχαν έρθει από την Τρίγλια της Μ. Ασίας. Αργότερα άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Ν. Τρίγλια πρόσφυγες που κατοικούσαν στους συνοικισμούς Μπαριακλί , Μπόζαλαν, Μέρτζελι, Πρινοχώρι και τους οποίους εγκατέλειψαν σταδιακά. Στην κοινότητα της Ν. Τρίγλιας προσαρτήθηκαν και οι συνοικισμοί Μικράλωνα , Νέα Κερασιά και Εμερτζελή. Ο πληθυσμός της αυξάνεται όλο και περισσότερο και έτσι δημιουργείται η κωμόπολη της Ν. Τρίγλιας.

ΙΙΙ. Η ζωή των κατοίκων

Ασχολίες – κατοικίες – σχολεία Οι ντόπιοι κάτοικοι του Σουφλάρ κατάγονταν από την Κασσάνδρα, από την Ορμύλια και Παρθενώνα (οικογένεια Κακαρίκα), από το Ζαγκλιβέρι (οικογένεια Ζαγκλιβερινών) και από τη Βάβδο (οικογένεια Μπουλάκη). Τα σπίτια τους, όπως τα περιγράφει η κ. Αναστασία Μερσινά «είχαν ένα μικρό δωμάτιο που το έλεγαν οντά και ένα μεγάλο, το έλεγαν τρανό και είχε ένα σκοτεινό που χρησίμευε για κελάρι, αλλά και κρησφύγετο

Δεξιά, διακρίνονται συνεχόμενα παλιά σπίτια.

36

Παράρτημα

[42]


1958, η κ.Μερσινά Μαρία μαζί με την κόρη της Μερσήνα και την εγγονή της Μαρία.

. Οι ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Συγκεκριμένα, όταν το Σουφλάρ έγινε μετόχι της Μονής Βατοπεδίου, μετά το 1907, εργάζονταν στα μοναστηριακά37 κτήματα, είτε σαν εργάτες είτε σύμφωνα με το μισάρικο σύστημα38. Δηλαδή οι μοναχοί τους παραχωρούσαν γη για να την καλλιεργήσουν. Εκείνοι κρατούσαν το μέρος της σοδειάς που τους αναλογούσε και το υπόλοιπο το παρέδιδαν στη μονή. Πολλοί απ’ αυτούς εργάζονταν στο Μετόχι της Μονής Χιλανδρίου, το λεγόμενο Σέρβικο. Ερείπια του Ναού και των άλλων μοναστηριακών κτισμάτων σώζονται και σήμερα στην περιοχή που κατέχει η Μονή, κοντά στη Σωζόπολη. Η ανώτατη αρχή τους ήταν ο Πρόεδρός τους, που τον εξέλεγαν προφορικά. Λειτουργούσε σχολείο. Το δάσκαλο τον πλήρωναν οι ίδιοι. Δίπλα στο Ναό του Αγίου Αθανασίου υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο όπου κατά την παράδοση λειτουργούσε κρυφό σχολείο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Σήμερα δεν υπάρχει, διότι αργότερα οι Τριγλιανοί το κατεδάφισαν. Ο Γάλλος AveIou που επισκέφθηκε το Σουφλάρ το 1914, αναφέρει την ύπαρξη ενός παντοπωλείου και μικρού Ναού. Το παντοπωλείο ανήκε στην οικογένεια Μπουλάκη. Ο μικρός Ναός ήταν ο Ναός του Αγίου Αθανασίου, που σώζεται ακόμη και σήμερα σε καλή κατάσταση και στον οποίο θ’ αναφερθούμε διεξοδικά παρακάτω

37 38

Παράρτημα Παράρτημα

[43]


Η κ.Μερσινά Ιουστίνη, ντόπια κάτοικος.

.

Ο Ναός του Αγίου Αθανασίου Ο Ναός αυτός είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με γραπτό τέμπλο και γυναικωνίτη με καφασωτό στηθαίο. Μαζί με το λιθόκτιστο καμπαναριό του χρονολογούνται στα μέσα του 19ου αι

Εικόνα 7 Ο Άγιος Αθανάσιος και αριστερά το λιθόκτιστο καμπαναριό του.

Το κτίσιμό του ολοκληρώθηκε σταδιακά. Ημερομηνίες που διασώζονται μέσα στο Ναό είναι αωλβ, Μαρτίου ΚΘ, δηλαδή 1832, 29 Μαρτίου που υπάρχει πάνω την εικόνα του Αγίου Αθανασίου στο τέμπλο, η χρονολογία αωλβ, δηλαδή 1832 στην εικόνα του Χριστού στο τέμπλο και 1875, 25 Αυγούστου, Βάβδος που αναγράφεται πάνω στα βημόθυρα.

[44]


Η εικόνα του Αγίου Α θανασίου στο τέμπλο.

Η Σταύρωση επάνω από την ωραία πύλη.

Σχετικά με το Ναό του Αγίου Αθανασίου υπάρχουν πολλές παραδόσεις. Σύμφωνα με μια στο κτίσιμό του βοήθησε ένας Τούρκος αγάς απ’ ευγνωμοσύνη διότι θεραπεύτηκε στενός συγγενής του από σοβαρή ασθένεια. Σύμφωνα με άλλη παράδοση το κτίσιμο του Ναού συνδέεται με την εύρεση δύο όμοιων εικόνων που [45]


βρέθηκαν στα θεμέλια μιας ερειπωμένης εκκλησίας στη Γύλη (Σιγήλου). «Στη Γύλη», διηγείται η κ. Αναστασία Μερσινά «υπήρχε Βυζαντινή εκκλησία. Ήταν μόνο τα θεμέλια. Βρήκαν οι Πορταριανοί και οι Σουφλαριώτες δυο εικόνες του Αγίου Αθανασίου. Έκαναν εκκλησία του Αγίου Αθανασίου οι Σουφλαριώτες που πήραν τη μια εικόνα, την άλλη την πήραν οι Πορταριανοί και έκαναν και εκείνοι εκκλησία του Αγίου Αθανασίου». Για να επιλέξουν μάλιστα τον τόπο, έζευξαν δύο βόδια σ’ ένα κάρο. Πάνω στο κάρο έβαλαν την εικόνα και άφησαν τα βόδια να σύρουν το κάρο. Εκεί που σταμάτησαν τα ζώα, εκεί έχτισαν και την εκκλησία39. Σε επίσκεψή μου στην Πορταριά διαπίστωσα ότι η παράδοση αυτή δεν ήταν γνωστή .Και οι δύο όμως Ναοί κτίσθηκαν χρονικά σχεδόν κοντά. Ο Ναός του Αγίου Αθανασίου της Πορταριάς κτίσθηκε το 1866. Επίσης την 1η Μαΐου στη γιορτή του Αγίου άρχιζαν στην Πορταριά εκδηλώσεις κατά τις οποίες διεξάγονταν και αγωνίσματα και διαρκούσαν αρκετές μέρες. Στις γιορτές αυτές λάμβαναν μέρος και άλλα χωριά, όπως και η Τρίγλια ,αποστέλλοντας χορευτικά συγκροτήματα και αθλητές που συμμετείχαν στα αγωνίσματα που διεξάγονταν.

Εικόνα 8 Χορευτικό συγκρότημα της Ν.Τρίγλιας συμμετέχει στα Αγιαθανάσια της Πορταριάς.

39

Ο τρόπος με τον οποίο επέλεξαν τον τόπο όπου ανήγειραν το Ναό τους οι κάτοικοι του Σουφλάρ, μου φάνηκε πολύ παράξενος και απίθανος. Σε επίσκεψή μου όμως στο Σέσκλο του Ν. Μαγνησίας, πληροφορήθηκα από τον εφημέριο του χωριού ότι και οι κάτοικοι εκεί επέλεξαν με τον ίδιο τρόπο τον τόπο στον οποίο ανήγειραν την εκκλησία του αρχιστράτηγου Μιχαήλ .Παρόμοια ενήργησαν και οι κάτοικοι του Άγιου Μάμαντος Χαλκιδικής όταν επέλεξαν τον τόπο όπου ανήγειραν τον ομώνυμο ναό. Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα πως με τον τρόπο αυτό πιθανόν οι ντόπιοι κάτοικοι να διάλεγαν τον τόπο όπου θα έκτιζαν τους ναούς τους.

[46]


Οι γιορταστικές αυτές εκδηλώσεις συνεχίστηκαν μέχρι το 1971 περίπου. Διεκόπησαν για κάποιο χρονικό διάστημα. Τις αναβίωσαν οι διάφοροι σύλλογοι και τελούνται μέχρι σήμερα με τη συμμετοχή αθλητών από τα σχολεία της περιοχή Παρόμοιες εορταστικές εκδηλώσεις τελούνταν στο Σουφλάρ, μερικές από τις οποίες αναβίωσε αρχικά ο Λαογραφικός Σύλλογος και αργότερα ο Σύλλογος Νέων

Χορευτικά συγκροτήματα του Λαογραφικού Μορφωτικού ή Εξωραϊστικού ΣυλλόγουΓυναικών Ν.Τρίγλιας συμμετέχουν στην περιφορά της εικόνας του Αγίου Αθανασίου.

Κατά τις εκδηλώσεις αυτές οι κάτοικοι πρόσφεραν αρνιά και άλλα ζώα στον «ΑϊΘανάση» που τα ‘βαζαν σε δημοπρασία. Τα χρήματα που συγκέντρωναν τα διέθεταν για τις ανάγκες του Ναού. Από τα εκκλησιαστικά βιβλία το μόνο που βρήκα στο Ναό της Παντοβασίλισσας είναι ένα Μηναίο του Δεκεμβρίου40. Στις πρώτες εσωτερικές σελίδες αυτού του Μηναίου που έχει εκδοθεί το 1904, υπάρχει η εξής αφιέρωση: «Αφιερούται (το Μηναίον) τη Εκκλησία του Σουφλαρίου υπό της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου 15 Μαρτίου 1908 ΟΙ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ»

40

Παράρτημα

[47]

ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ

ΤΟΥ


Επίσης αναφέρεται ως εφημέριος του Σουφλάρ ο πατήρ Αιμιλιανός Σωτήρογλου «ελθών εκ Πολυγύρου τη 27η Σεπτεμβρίου του έτους 1923». Σε μια άλλη εσωτερική λευκή σελίδα υπογράφει ένας άλλος μεταγενέστερος εφημέριος της Ν. Τρίγλιας: «Παπα-Νικολιάς ο από Τσακαίων Καρυστίας Ευβοίας, Ν. Τρίγλια 25/12/61. Στον αυλόγυρο του Ναού υπήρχαν μια μαρμάρινη στήλη μ’ ένα σταυρό χαραγμένο επάνω της, πιθανόν επιτύμβια στήλη που σώζεται ακόμη και σήμερα. Πριν τρία χρόνια επίσης σώζονταν ένα τμήμα μαρμάρου, που είχε επάνω του κείμενο με μεγαλογράμματη γραφή. Εχρησιμοποιείτο ως σκαλοπάτι του Ναού.

Όταν έγινε

η προσθήκη ενός μεγάλου Νάρθηκα, το μάρμαρο αυτό αφαιρέθηκε και τοποθετήθηκε στον αυλόγυρο, κοντά στη μαρμάρινη στήλη.

Εικόνα 9

[48]


Στις εικόνες 23 και 24 εικονίζονται η μαρμάρινη στήλη και το τμήμα μαρμάρου με τη μεγαλογράμματη γραφή που βρίσκονται στην αυλή του Αγίου Αθανασίου.

Ο Άγιος Αθανάσιος είναι και η εκκλησία των προσφύγων. Εδώ εναπόθεσαν τον πόνο και τις αγωνίες τους όταν διωγμένοι από την πατρίδα τους αναζητούσαν τόπο για να ριζώσουν. Ήταν η πηγή απ’ όπου άντλησαν κουράγιο στο νέο τους ξεκίνημα. Σήμερα είναι ένας από τους ενοριακούς Ναούς της Ν. Τρίγλιας και προσελκύει το ενδιαφέρον και την αγάπη όλων των ενοριτών.

[49]


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β:ΤΡΙΓΛΙΑ (ΤΡΙΓΛΕΙΑ) ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ Ι) Ιστορία

Προέλευση του ονόματος «Τρίγλια»

Α) Αρχαίοι Χρόνοι

Στις ανασκαφές που έγιναν το 1853 στην Ακρόπολη των Αθηνών βρέθηκε μια πλάκα. Σ’ αυτήν την πλάκα πλήρωναν κάποιο χρηματικό ποσό, εισφορά στην Αθηναϊκή συμμαχία. Μεταξύ αυτών αναφέρεται και κάποια πόλη με το όνομα Βρύλειο. Από το εύρημα αυτό πληροφορούμαστε ότι το Βρύλειο ήταν ελληνικό, χτίστηκε περίπου το 500 ή το 487 π.Χ. και έγινε σύμμαχος των Αθηναίων για να προφυλαχθεί από τις επιθέσεις των Περσών. Οι περιγραφές των αρχαίων για την τοποθεσία του Βρυλείου –αναφέρονται ως κοντινές πόλεις η Σιγή (Σιγείς), η Κίος (Κιανοί), με τις οποίες γειτονεύει και η Τρίγλια της Μ. Ασίας- οδηγούν τον Τριγλιανό φιλόλογο Τρύφωνα Ευαγγελίδη στο συμπέρασμα ότι η Τρίγλια βρισκόταν στην περιοχή του αρχαίου Βρύλειου. Ο ίδιος φιλόλογος προτιμά την προέλευση του ονόματος Τρίγλεια από τη λέξη Βρύλειο και γι’ αυτό γράφει το –γλι με ει και όχι με ι.

[50]


Χάρτης της περιοχής της Πρόποντιδας της Μ. Ασίας απ' όπου προέρχονται οι Τριγλιανοί πρόσφυγες

Ταύτιση του Βρυλείου με την Τρίγλια κάνει κι ο χαρτογράφος Μαργαρίτης Δήμητσας που ασχολήθηκε με τις ελληνικές κατακτημένες περιοχές της Βιθυνίας και γενικά της Μ. Ασίας. Αυτός σε χάρτη του 1887, αναφέρει το Βρύλειο και μέσα σε παρένθεση το όνομα Τρίγλια. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε ο χαρτογράφος από περιγραφές του ιστορικού Σ. Βυζαντίου που αφορούν στην τοποθεσία της Τρίγλιας. Το όνομα Τρίγλια συναντάται στους Βυζαντινούς χρόνους. Ο Σ. Βυζάντιος και ο Ι. Καντακουζηνός το ανέφεραν ως Τριγλεία. Το έτος 700 μ.Χ. συναντάται η ονομασία Τρίγλια σε Πατριαρχικό Σιγγίλιο, το οποίο αναφερόμενο στο Μοναστήρι της Παντοβασίλισσας το ονομάζει Μονή Τρίγλιας. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, το όνομα αυτό προέρχεται από το ψάρι Τρίγλι που ψάρευαν στον Κιανό κόλπο. Για το ψάρι αυτό γίνεται λόγος και στο «Βίος Λουκούλλου», ρωμαίου στρατηγού, γνωστού καλοφαγά, ο οποίος προτιμούσε το ψάρι αυτού του Κιανού κόλπου. Επίσης και ο ιστορικός Γουλιέλμος Τομάτζεκ πιστεύει πως η Τρίγλια ονομάστηκε έτσι επειδή υπήρχαν στην περιοχή αλιευτήρια τριγλών.

[51]


Δρόμος της παλιάς Τρίγλιας.Από την επίσκεψη μας εκεί το 2003.

Β) Βυζαντινοί Χρόνοι

Το Βρύλειο ήταν χτισμένο δύο χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα. Ήταν χτισμένο στη θέση Παληοχώρα όπου σώζονται ερείπια, που οι παλιοί Τριγλιανοί τα αποκαλούσαν Παλιοχώρι ή Καμάρες από κάτι καταστραμμένους θόλους που υπήρχαν εκεί. Η σημερινή Τρίγλια είναι κτισμένη κοντά στα παράλια και πρωτοκατοικήθηκε όταν χτίστηκαν στην περιοχή μοναστήρια. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι ο Βιθυνικός Όλυμπος ονομαζόταν Κεσίς-Ντάγκ, βουνό καλογήρων γιατί χτίσθηκαν εκεί πολλές μονές όπου μόνασε πλήθος μοναχών πολλοί από τους οποίους αγίασαν. Στις μονές αυτές επίσης μόνασαν αυτοκράτειρες,

και αξιωματικοί του Βυζαντίου οι οποίοι

έπεσαν σε αυτοκρατορική δυσμένεια. Γύρω λοιπόν από αυτά τα μοναστήρια συγκεντρώθηκαν εργάτες με τις οικογένειές τους και έτσι δημιουργήθηκε ένας οικισμός στη θέση Παλιοχώρα που συνενώθηκε σιγά-σιγά με όσους συνοικισμούς είχαν δημιουργηθεί γύρω στα παραλιακά μοναστήρια όπως ήταν της Παντοβασίλισσας. Λόγος για την Τρίγλια γίνεται και σ’ έγγραφο, έτη 1283-1289, με το οποίο ο Πατριάρχης Γρηγόριος του Κυπρίου απευθύνεται προς τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο και καταγγέλλει βιαιοπραγίες κρατικών υπαλλήλων σε βάρος της Κίου, Τρίγλιας, Ελιγμούς, κλπ.

[52]


Στις 6 Απριλίου 1320 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Προύσα. Έγιναν μάχες κοντά στην Τρίγλια και Κίο. Ο Βυζαντινός στρατηγός Αλέξιος Φιλανθρωπινός πολέμησε γενναία, αλλά το Βυζάντιο ήδη εξασθενημένο, δε μπόρεσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους Τούρκους. Αυτοί κατέλαβαν την Προύσα και τη γύρω περιοχή, έσφαξαν τους κατοίκους των περιοχών αυτών και μοίρασαν τα κτήματά τους σε Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες. Εξαιτίας των γεγονότων αυτών, πολλοί Τριγλιανοί μετανάστευαν στη Θράκη και δημιουργούν ένα χωριό με το όνομα Τρούλια. Χωριό με το όνομα Τρούλια σωζόταν στην επαρχία Βιζύη της Θράκης μέχρι την καταστροφή του 1922. Η γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοί του ήταν ίδια με αυτή που μιλούσαν οι κάτοικοι της Τρίγλιας της Μ. Ασίας. Αργότερα πολλοί από τους

παλιούς

Τριγλιανούς

καθώς

και

μερικοί

νεώτεροι

επέστρεψαν

και

εγκαταστάθηκαν στα μοναστήρια που διασώθηκαν ή έκαναν δικές τους κατοικίες.

Γ) Τουρκοκρατία – Μικρασιατική καταστροφή. Το 1453 αρχίζει η κατάληψη του Βυζαντίου από τους Τούρκους. Οι κάτοικοι των νεοκατακτημένων περιοχών που δοκιμάζονταν σκληρά αναζήτησαν περιοχές όπου θα ζούσαν πιο ήσυχα. Η περιοχή της Τρίγλιας που είχε κατακτηθεί και δοκιμαστεί από τους Τούρκους νωρίτερα (100 χρόνια πριν), τώρα απολάμβανε μια πιο ήρεμη ζωή. Σε αυτό συντελούσαν και τα πολλά μοναστήρια της περιοχής. Αυτά και κατ’ επέκταση οι κάτοικοι των γειτονικών περιοχών απολάμβαναν τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ ο Πορθητής στην ορθόδοξη εκκλησία. Όταν λοιπόν απαγορεύτηκε στους Έλληνες να μιλούν τη γλώσσα τους άρχισαν αν λειτουργούν κρυφά σχολεία στα Μοναστήρια αυτά. Ο Τ. Ευαγγελίδης βρήκε έγγραφα σύμφωνα με τα οποία στο κρυφό σχολείο της Μονής Μηδικίου, δίδαξε ο Μελέτιος Συρίγος που καταγόταν από την Κρήτη και σπούδασε στην Ευρώπη. Για τους παραπάνω λόγους κατέφυγαν στην Τρίγλια, άτομα προερχόμενα από τα νησιά Μυτιλήνη, Χίο, Ικαρία, Τσιρίγο, Κρήτη, Ύδρα, καθώς και από την Ήπειρο και την Πελοπόννησο. «Από τους Μανιάτες είναι η ράτσα μας. Η μάνα μου από κει είναι. Η ράτσα μας είναι Μανιάτισσα», διηγείται η Ελένη Καραγιαννάκη. Και έτσι δημιουργήθηκαν ονόματα που δηλώνουν τον τόπο καταγωγής των ατόμων που τα κατέχουν όπως Νυδραίος από την Ύδρα, Κρανίδης από το Κρανίδι της Πελοποννήσου, Τσιριγώτης από το Τσιρίγο και άλλα. Το 1885 μεγάλος σεισμός συγκλόνισε την Τρίγλια και επέφερε καταστροφές. Στο ευαγγέλιο του 1848 που μετέφεραν οι Τριγλιανοί πρόσφυγες στη Ν. Τρίγλια [53]


αναφέρονται τα εξής: «1855 φευρουαρίου 16: ημέρα δή όρα ής ενέα της ημέρας έγινε ένας μεγάλος σισμός και εβούλισε το καμπαναριό της Παντοβασιλήσης». Τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα τα έτη 1905-1906, η Τρίγλια λεηλατήθηκε δυο φορές από τους Τσέτες. Όταν όμως οργανώθηκε η αυτοάμυνα η Τρίγλια ησύχασε. Το 1910 άρχισε η επιστράτευση των Ελλήνων για τα περιβόητα τάγματα εργασίας, τα «αμελέ ταμπούρ». Πολλοί Τριγλιανοί για να ξεφύγουν κρύβονται στα ταβάνια των σπιτιών και γι’ αυτό δημιουργήθηκαν τα αποκαλούμενα «ταβάνταμπούρ», δηλαδή τα τάγματα αυτών που κρύβονταν στα ταβάνια. Το 1914 υπήρξε έτος ξεριζωμού. Οι Τούρκοι με το πρόσχημα ότι οι κάτοικοι των παράλιων περιοχών βοηθούν τα Ελληνικά και Αγγλικά υποβρύχια που είχαν μπει κρυφά στην Προποντίδα και τα Δαρδανέλια, διατάζουν την εκκένωση της Τρίγλιας. Οι Τριγλιανοί καταφεύγουν στην Προύσα. Οι Τούρκοι τους υπόσχονται πως η εξορία αυτή θα είναι προσωρινή. Αφήνουν λοιπόν όλα τα υπάρχοντά τους, τις σοδειές τους, κλειδώνουν τα σπίτια και τις εκκλησίες και φεύγουν. Η εξορία αυτή περιγράφεται ως εξής στη Μαύρη Βίβλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «Κατά τον αυτόν τρόπον εξεκενώθη και η κοινότης αύτη (Τρίγλια). Οι κάτοικοι βλέποντες το αδύνατον της παραμονής αυτών εκεί –καθότι η κυβερνητική διαταγή περί εκπατρισμού ήτο αυστηρά- ήνοιξαν τας αποθήκας και τα καταστήματα αυτών και διένεμον δωρεάν εις τους απόρους ελαίας, έλαια, σακχάρεις κ.λ.π. αλλ’ οι παριστάμενοι κυβερνητικοί υπάλληλοι σκαιώς απέπεμπον τους πτωχούς λέγοντες ότι η περιουσία μέλλει να εξασφαλισθή υπό της κυβερνήσεως(!) και δεν πρέπει να διανέμηται. Εκ των εξ εκκλησιών η μία μετετράπη εις τέμενος υπό των εγκατασταθέντων εκεί τούρκων, κυρίως Αθιγγάνων οι οποίοι διά το ολιγάριθμον αυτών μη δυνάμενοι να καταλάβωσιν και χρησιμοποιήσωσιν όλας τας οικίας κατεδάφισαν αυτάς το δε υλικόν νομίσαντες διά πλοιαρίων εις βασιλεύουσαν επώλησαν». Στην Προύσα εγκαταστάθηκαν όπου μπόρεσε ο καθένας. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στις φυλακές, άλλοι στους ελαιώνες και άλλοι νοίκιασαν αποθήκες. Δούλευαν στο εργοστάσιο επεξεργασίας του κουκουλιού, σε τσιφλίκια Τούρκων και μερικοί από αυτούς έγιναν γυρολόγοι. Αρρώστιες όπως ο τύφος, οι δυσεντερίες, οι ελονοσίες προκάλεσαν το θάνατο πολλών Τριγλιανών. Το 1918-1919 επέστρεψαν στην Τρίγλια. Οι Τούρκοι στο διάστηµα αυτό λεηλάτησαν την Τρίγλια. Και σύµφωνα µε τα λόγια των παππούδων µας «αρχίσαµε µε τα νύχια και ξαναστυλωνόµαστε», άρχισε πάλι η ζωή στην Τρίγλια. [54]


Η κ. Ε. Καραγιαννάκη που ήρθε από την Τρίγλια της Μ. Ασίας διηγείται: «Το 18 στα 19 µπήκε που ήρταµε στην πατρίδα µας από τη Προύσα. Από το 14, το 19 ήρταµε. Γιατί ήταν του Αγίου Νικολάου. Θυµήθηκα τη µέρα που πήγαµε στο σπίτι µας. Ηταν του Αγίου Νικολάου». Όταν το 1919 οι χώρες της Αντάντ επιτρέπουν την αποβίβαση ελληνικών στρατευµάτων στην Μ. Ασία, τµήµα του ελληνικού στρατού φτάνει στην Τρίγλια. Τους υποδέχονται οι δηµογέροντες, οι µαθητές, όλη η Τρίγλια, στη θέση Σεργί. Οι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στο παλιό µεγάλο σχολείο κι ο επικεφαλής αξιωµατικός ανέλαβε τα καθήκοντα αστυνόµευσης της κωµόπολης. Εκατό πενήντα στρατιώτες που ανανεώνονταν κατά διαστήµατα, παρέµειναν µέχρι το 1922 στην Τρίγλια. Πολλοί επίσης επίσηµοι επισκέφτηκαν την κωµόπολη αυτή, όπως είναι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο Χατζηανέστης, ο Παρασκευόπουλος, ο Πλαστήρας, ο Κονδύλης και άλλοι. Πολλοί Τριγλιανοί κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό και έλαβαν µέρος στις µάχες που έδωσε αυτός στη Μ. Ασία.

1921, Ελληνικό στρατόπεδο στα Τάταρλα της Προύσας.

[55]


Ο κ. Β. Βουδούρης που πολέμησε και πέθανε κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1922 ,αφού προσβλήθηκε από σοβαρή αρρώστια.

Τον Αύγουστο του 1922 συνέβη η καταστροφή. Το Μέτωπο στο Εσκί-Σεχίρ κατέρρευσε. Ο ελληνικός στρατός υποχωρεί. Τα δυσάρεστα νέα φθάνουν στην Τρίγλια και σπείρουν τον πανικό. Ένας Τριγλιανός στρατιώτης, ο lορδάνης Μπαρµπής που φτάνει από το µέτωπο τους συνιστά να φύγουν. Ο παλιός δήµαρχος τους προτρέπει να στείλουν γράµµα στον Καβουνίδη να στείλει τα βαπόρια του για να τους µεταφέρουν στην Ελλάδα. Οι Τριγλιανοί υπακούουν στην πρόταση του δηµάρχου και ειδοποιούν τον Καβουνίδη. Αυτός µε τη σειρά του ανταποκρίνεται στην πρόσκλησή τους και την 29η Αυγούστου στέλνει τον πρώτο στόλο. Κατόπιν στέλνει το εγγλέζικο φορτηγό «Γκόρντον». Ο ίδιος αγνοώντας τη θανατική του καταδίκη που είχε εκδοθεί από τους Τούρκους, µπήκε µε µερικούς άλλους Τριγλιανούς µέσα στην Τρίγλια και πήραν τα όργανα της φιλαρµονικής καθώς και ιερά κειµήλια, την Παντοβασίλισσα, την Αγία Επίσκεψη, Ευαγγέλια, Σταυρούς, δισκοπότηρα, εξαπτέρυγα, κ.ά. Έτσι λοιπόν οι Τριγλιανοί, όπως όλοι οι πρόσφυγες, πήραν το δρόµο της προσφυγιάς, εγκαταλείποντας τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους. Εκτός από τη Ν. Τρίγλια πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και στη Ραφήνα της Αττικής.

[56]


Άφιξη Τριγλιανών προσφύγων στην Ελλάδα.

Αρχικά η Ραφήνα ονοµαζόταν και Τρίγλια. Επειδή όµως δηµιουργούνταν σύγχυση µε την Τρίγλια Χαλκιδικής, τελικά επικράτησε το όνοµα Ραφήνα. Υπάρχει όµως ένας κεντρικός δρόµος που ονοµάζεται «οδός Τρίγλιας» καθώς και ο αθλητικός όµιλος Τρίγλιας-Ραφήνας για να θυµούνται οι νεότεροι τις ρίζες τους.

Όρθια αριστερά η κ.Καπάνδρεα Αναστασία, κάτοικος της παλιάςΤρίγλιας, στην Κωνσταντινούπολη.

[57]


Ο κ.Βασίλειος Καλπάκης.

ΙΙ. Τοποθεσία - ασχολίες κατοίκων

Η Τρίγλια της Μ. Ασίας βρίσκεται βορειοανατολικά και στα δεξιά αυτού που εισέρχεται στον κόλπο της Κίου. Είναι κτισµένη πάνω σε δυο αντικριστούς λόφους. Ο ένας λόφος ονοµαζόταν λόφος Σταυροπηγής και ο άλλος, άγριος και απότοµος, ύψους 500 µ. περίπου, επειδή ήταν γεµάτος φωλιές κοράκων και γλάρων, ονοµαζόταν Κορακοφωλιά. Το 1915 είχε 3000 περίπου κατοίκους. Η αγροτική περιφέρεια ήταν αρκετά µεγάλη. Οι κάτοικοι ασχολούνταν µε το εµπόριο, την αλιεία και τη γεωργία. Καλλιεργούσαν ελιές και παρήγαγαν το µετάξι και το κουκούλι. Υπήρχαν επίσης αρκετές εκτάσεις µε µουριές. Οι Τούρκοι σήµερα την Τρίγλια την ονοµάζουν Ζειτίνµπαγ (ελαιότοπος).

[58]


Τριγλιανοί στο λαδαριό της παλιάς Τρίγλιας, 1908.

Πολλές φορές τα άτοµα αποκτούσαν διάφορα παρατσούκλια από τις αγροτικές ασχολίες τους που κατάντησαν τα επώνυµά τους όπως Ψαθάς, Καλιοντζής (πεταλωτής), Πεπόνης, Κολοκυθάς, κ.ά.

ΙΙΙ. Τοπική αυτοδιοίκηση - φορολογία

Η Τρίγλια διοικούνταν από 8-10 δηµογέροντες τους οποίους εξέλεγε ο λαός. Ήταν Έλληνες γιατί οι Τούρκοι κάτοικοι της Τρίγλιας ήταν 30 περίπου οικογένειες. Σε χωριά ή κωµοπόλεις που οι Τούρκοι κάτοικοι ήταν περισσότεροι, εκλέγονταν και Τούρκοι Δηµογέροντες. Για την εκλογή αυτών των προεστών συγκεντρώνονταν σε ένα καφενείο «την Κυψέλη» ή στο σχολείο, άκουγαν τα ονόµατα των υποψηφίων και τους εξέλεγαν φωνάζοντας «καλώς έχεις» ή «Άξιος». Η Δηµογεροντία της Τρίγλιας είχε µεγάλη ακίνητη περιουσία που προέρχονταν από δωρεές. Αυτή την περιουσία τη νοίκιαζε και αποκτούσε µε τον τρόπο αυτό οικονοµικούς πόρους. Επίσης εκµεταλλεύονταν και τη µοναστηριακή περιουσία που ανήκε στα Μοναστήρια της Τρίγλιας. Οι αρµοδιότητες των αρχόντων αυτών ήταν ο διορισµός σχολικών εφόρων, εκκλησιαστικών

επιτρόπων,

αγροφυλάκων,

νυχτοφυλάκων,

καντηλαναφτών,

ψαλτάδων, κ.ά. καθώς και η επιβολή φόρων στους κατοίκους για εξεύρεση πόρων. Η [59]


Τουρκία δε βοηθούσε οικονοµικά τη Δηµογεροντία. Άλλο καθήκον τους ήταν ο Αγορανοµικός έλεγχος των διαφόρων προϊόντων. Για γενικότερα θέµατα όπως είναι οι κυβερνητικές διαταγές, οι σχέσεις µε τους Τούρκους κατοίκους, οι σχέσεις µε τον µπουντούρη (αστυνόµο) και οι κρατικοί φόροι της δεκάτης, ο δήµαρχος απευθύνονταν στο Βάλη της Προύσας (το Νοµάρχη). Οι φόροι που επιβάλλονταν στους Τριγλιανούς ήταν δύο κατηγοριών: α) Οι φόροι που επιβάλλονταν από το Τουρκικό κράτoς και β) Αυτοί που επιβάλλονταν από τη Δηµογεροντία για την κάλυψη των εξόδων τους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η Δεκάτη και το Μιρί. Έδιναν δηλαδή οι κάτοικοι το ένα δέκατο των αγροτικών τους προϊόντων (δεκάτη) ή το ένα δέκατο των αλιευµάτων τους (µιρί). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι φόροι που επιβάλλονταν στα κτήµατα µε κοινωνικά κριτήρια και µε τους οποίους πληρώνονταν οι µπεξήδες Ήταν επίσης τα κανταριάτικα, φόρος που επιβάλλονταν στα παζάρια, στην εξαγωγή της ελιάς, στην ψαραγορά µέχρι και στην τιµή των κεριών της εκκλησίας και τέλη που επιβάλλονταν στη Δηµαρχία για τη σύναψη συµβολαίων, προικοσύµφωνων, δωρεών, κληρονοµιών. Επίσης εκδίδονταν το τοπικό χρήµα το οποίο είχε ισχύ µόνο µέσα στην κωµόπολη, Η Δηµαρχία λοιπόν µπορούσε να πληρώσει το µισό µισθό ενός υπαλλήλου σε λίρες και τον άλλο µισό σε τοπικό χρήµα. Για να µην απασχολούνται υπάλληλοι για την είσπραξη της δεκάτης, οι φόροι έβγαιναν στη δηµοπρασία και µισθώνονταν για ένα δύο χρόνια. Οι άνθρωποι που έδιναν τα περισσότερα και αναλάµβαναν την είσπραξη των φόρων, Τριγλιανοί ή όχι, ήταν άτοµα σκληρά. Για να εισπράξουν τους φόρους ασκούσανε βία στους χωρικούς µε αποτέλεσµα να γίνονται µισητοί. Το φόρο της δεκάτης συναντάμε και στη Ν. Τρίγλια της Χαλκιδικής.41

IV. Ιεροί Ναοί – Ιερές Μονές

Εκτός από τις Εκκλησίες που υπήρχαν στους αυλόγυρους των µοναστηριών και τα διάφορα εξωκλήσια, υπήρχαν στην Τρίγλια και οι παρακάτω εκκλησίες: Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Δημητρίου και η Αγία Επίσκεψη.

41

Μέρος Β’

[60]


, Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου.Σήμερα κατοικούν μέσα σ’αυτόν τουρκικές οικογένειες.

Από τις εκκλησίες αυτές, οι τρεις πρώτες λειτουργούσαν κάθε Κυριακή. Σ’αυτές λειτουργούσαν Τριγλιανοί ιερείς και µερικές φορές ιερείς από άλλα χωριά. Τα έξοδα· των ναών καλύπτονταν από τα ταµεία της Δηµογεροντίας. Ο Ναός της Επίσκεψης ή Αγίου Βασιλείου ήταν µικρός αλλά γνωστός για την εικόνα της Θεοτόκου που υπήρχε σ' αυτόν και ονοµάζονταν Επίσκεψη. Απ' αυτήν την εικόνα ο Ναός μετονοµάστηκε σε Ναό της Επίσκεψης. Η εικόνα ήταν µωσαϊκή και απεικόνιζε την Παναγία που είχε στην αγκαλιά της το Χριστό. Βρέθηκε από κάποιο Τούρκο και παραδόθηκε στους Χριστιανούς. Αρχικά τοποθετήθηκε στο Ναό του Αγίου Δηµητρίου και κατόπιν µεταφέρθηκε στο Ναό του Αγίου Βασιλείου.

[61]


Η Αγία Επίσκεψις

Όταν οι Τριγλιανοί το 1922 έφθασαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και µερικοί παρέµειναν στην Αθήνα, δώρησαν την εικόνα στο Βυζαντινό Μουσείο, κόσµηµα του οποίου αποτελεί ακόµη και σήµερα. Άξιες λόγου είναι επίσης οι Ι. Μονές42 που υπήρχαν µέσα στα όρια της κωµόπολής µας καθώς και στην ευρύτερη περιοχή. Οι µονές αυτές εκτός από τη µεγάλη πνευµατική και υλική τους προσφορά είναι κυρίως γνωστές για τον αγώνα που κατέβαλλαν υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, την εποχή της εικονοµαχίας. Στους κόλπους αυτών των Ι. Μονών αναδείχθηκαν µεγάλα πνευµατικά αναστήµατα και άγιοι Πατέρες. Οι µονές αυτές ήταν: Η µονή της Τριγλείας ή της Παντοβασιλίσσης

42

Για τις Ιερές Μονές της Τριγλείας αναφέρομαι εκτενέστερα στην εργασία μου «Τριγλεία της Βιθυνίας, τόπος Οσίων Μαρτύρων κ’ Ομολογητών».

[62]


Ο Ναός της Παντοβασίλισσας όπως σώζεται σήμερα.

Κτίσθηκε το 780 σε ένα λόφο δυτικά της κωµοπόλεως Τριγλείας σε απόσταση περίπου 20 µέτρων από τη θάλασσα. Δυστυχώς ο κτήτορας µάς είναι άγνωστος. Μετά την παρακµή της Μονής διασώθηκε µόνο το καθολικό της που λειτουργούσε ως ενοριακός Ναός της κωµοπόλεως Τριγλείας και λόγω της εικόνας της Παναγίας ονοµάσθηκε Μονή Παντοβασιλίσσης. Στον ιερό αυτό Ναό της Παντοβασιλίσσης, στην άσχηµη κατάσταση που σώζεται σήµερα τελέστηκε για πρώτη φορά θεία λειτουργία, μετά από 81 χρόνια Τη λειτουργία τέλεσε ο ιερομόναχος πατήρ Θεοδόσιος Σεπετσής, ιερομόναχος της Σκήτης της Αγίας Άννης στο Άγιο Όρος. Παρών ήταν και ο τότε εφημέριος της Ν. Τρίγλιας, ιερομόναχος π.Φιλόθεος Σαρηγιαwίδης.Τη λειτουργία παρακολουθήσαμε με κατάνυξη ο τότε δήμαρχος της Ν.Τρίγλιας κ. Ι.Μήτσου με την σύζυγό του,δημοτικοί σύμβουλο και όλοι όσοι συμμετείχαμε στην εκδρομή - προσκύνημα στην Τρίγλια και στις άλλες πατρίδες της Μ. Ασίας απ' όπου κατάγεται ο καθένας μας

[63]


Ο π. Θεοδόσιος Σεπετσής τελεί τη Θεία Λειτουργία μέσα στο μισογκρεμισμένο ναό της Παντοβασίλισσας.

Η οικογένεια Κράνη με τον π.Φ.Σαρηγιαννίδη και τον π.Θ.Σεπετσή μέσα στο ναό της Παντοβασίλισσας μετά τη Θεία Λειτουργία.Αριστερά η κ.Σ.Παπαλεωνίδα.

[64]


Μονή Χηνολάκκου

Εικόνα 10 Το εσωτερικό του καθολικού ναού της μονής Χηνολάκου

Εικόνα 11. Ο Ναός του Αγίου Στεφάνου εξωτερικά.

[65]


Ετιμάτο στον Άγιο Στέφανο. Τοποθετείται στον 18° αιώνα. Βρίσκονταν στο εσωτερικό της κωμοπόλεως. Ο καθολικός της Ναός σώζεται ακόμη και σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση και λειτουργεί από το 1661 σε τζαμί. Μοναχός της μονής αυτής υπήρξε ο Άγιος Μεθόδιος ο Ομολογητής και Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως ο οποίος στις 19 Φεβρουαρίου 842 μαζί με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα αναστήλωσαν τις ιερές εικόνες θέτοντας τέλος στην εικονομαχία.

Μονή Μηδικίου

Η είσοδος της Μονής Μηδικίου όπως διασώζεται μέχρι και σήμερα .Πάνω από τη πορτάρα διακρίνεται η μαρμάρινη πλάκα όπου αναγράφεται το όνοματης μονής.

Βρίσκεται στην έξοδο της Τριγλείας, αριστερά του δρόμου που οδηγεί προς τα χωριά Γιαλί-Τσιφλίκι, Βελετλέρ κά. Είναι κτισμένη μέσα σε μια κατάφυτη κοιλάδα μεταξύ του λόφου των «Μικρών Αλωνιών». Τοποθετείται στον 8° αιώνα. Ήταν γνωστή ως «Μονή των Πατέρων». Τη Μονή επισκέφθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός. Επειδή δεν έτυχε όμως της υποδοχής που επιθυμούσε, έκανε λογοπαίγνιο με το όνομά της και αποκάλεσε υποτιμητικά τη Μονή Μηδικίου, μικρό μύδι.

[66]


Τη Μονή Μηδικίου επισκέφθηκε επίσης ο ποιητής Αλ. Σούτσος, το 1863 μετά την επιστροφή του από το Παρίσι. Από την επίσκεψη και φιλοξενία του Αλ. Σούτσου στη Μονή Μηδικίου σώζεται η παρακάτω ευτράπελη ιστορία. Τη νύχτα που κατέλυσε στη Μονή ο ποιητής δε μπόρεσε να κοιμηθεί καθόλου γιατί ούρλιαζαν τα τσακάλια. Πήγε λοιπόν στο κελί του ηγουμένου Ιγνατίου και θέλησε να πληροφορηθεί την αιτία για την οποία ούρλιαζαν τα τσακάλια. Εκείνος του απάντησε ότι οι κραυγές των ζώων οφείλονται στην αλλαγή του καιρού την οποία διαισθάνονταν. Ησύχασε ο ποιητής και πήγε για ύπνο. Αργότερα, όταν βρέθηκε στη Σμύρνη (14 Ιουνίου 1864), συνάντησε τους φίλους του, γιατρούς, ποιητές και δασκάλους. Όταν τους ρώτησε αν ο καιρός την επομένη θα ήταν κατάλληλος ώστε να μπορέσει να ταξιδεύσει στην Αθήνα, εκείνοι δεν ήταν σε θέση να του απαντήσουν με βεβαιότητα. Τότε ο ποιητής τους απάντησε έμμετρα με το παρακάτω σκωπτικό δίστιχο: «δικηγόροι, ιατροί της Σμύρνης όλης και δάσκαλοι, δεν ξέρετε όσα αυτοί της Τριγλείας οι τσάκαλοι». Το 2003 συμμετείχα με την οικογένειά μου στην προσκυνηματική εκδρομή που έγινε στην Τρίγλια της Μ. Ασίας. Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ τη Μονή Μηδικίου, όπως και τις άλλες Μονές. Από το παλιό μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται η εξωτερική περίφραξη, η παλιά πορτάρα και πάνω απ’ αυτήν μια μαρμάρινη πλάκα όπου υπάρχει μισοσβησμένο το όνομα του Μοναστηριού. Στ’ αριστερά όπως μπαίνεις σώζεται ένα παλιό μοναστηριακό κτίριο που λειτουργεί ως πτηνοτροφείο. Τα κτίσματα και η γη που καταλαμβάνουν ανήκουν σήμερα σε Τούρκο ιδιώτη.

Moνή Πελεκητής

[67]


Μονή Πελεκητής.

Eτιμάτο στον Άγιον Ιωάwην του Θεολόγου. Ιδρύθηκε το 709, επί αυτοκράτορος lουστινιανού Β, άγνωστο από ποιόν. Ήταν κτισμένη πάνω σε βράχο, είχε θαυμάσια θέα τον Κιανόν Κόλπον, την νήσον Βέσβικον, το Αγαθώνιον όρος. Απέχει από την Τριγλεία 5 χιλιόμετρα περίπου. Περιβάλλεται από πανύψηλα δέντρα πλατάνια, πεύκα και λεύκες. Το υγιεινό της κλίμα προσέλκυε, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πλήθος προσκυνητών και ατόμων που έπασχαν από διάφορες ασθένειες.

[68]


Ο Ναός της Μονής της Πελεκητής εξωτερικά,όπως διασώζεται σήμερα.

Το εσωτερικό του Ναού της Πελεκητής.

Μονή του Βαθέως Ρύακος ή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Χριστού που οι ντόπιοι την αποκαλούσαν «Σωτήρα». Ιδρύθηκε από τον όσιον Βασίλειον Καππαδόκη στην καταγωγή, πιθανώς αρχές του 10ου αιώνα. Βρίσκεται σε περίοπτη θέση και απέχει μια ώρα από τη θάλασσα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Μητροπολίτη Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Ευστρατιάδη που κατάγονταν από τη Σιγή, [69]


δίπλα στην Τρίγλια, η Μονή είχε και Μετόχι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία κοντά στη θάλασσα, μεταξύ Τριγλείας και Σιγής.

V) Σχολεία – Φιλαρμονική

Στο έργο του Τρύφωνα Ευαγγελίδη «Τα ελληνικά σχολεία από της αλώσεως (1453) μέχρι του 1837», αναφέρονται τα εξής σχετικά με τα σχολεία που λειτούργησαν στην Τριγλεία της Μ. Ασίας. Σχολεία δεν έλειψαν από την Τριγλεία, αλλά λειτουργούσαν κρυφά στις Μονές Μηδικίου και Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου για το φόβο των Τούρκων. Σ’ αυτά δίδασκαν λόγιοι ηγούμενοι ή μοναχοί. Το πρώτο σχολείο ιδρύθηκε τέλη του ΙΗ’ αι., αρχές του ΙΘ’ αι. και σταμάτησε να λειτουργεί πριν το 1830. Το 1830 λειτούργησε σχολείο σ’ ένα «ταπεινό οίκημα». Το 1839, όταν λειτουργούσε η αλληλοδιδακτική μέθοδος, ιδρύθηκε στο κέντρο της πόλης διώροφο σχολείο. Αργότερα, όταν καταργήθηκε η αλληλοδιδακτική μέθοδος, συστήθηκε επτατάξια αστική σχολή, όπου φοιτούσαν 180 μαθητές και δίδασκαν τρεις διδάσκαλοι αμειβόμενοι από το σχολικό ταμείο. Λειτουργούσαν δύο Νηπιαγωγεία και Παρθεναγωγείο. Το Παρθεναγωγείο το συντηρούσε η κοινότητα με τη δωρεά του αείμνηστου εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Ζαρίφη. Περίλαμπρο κλασικό οίκημα είναι το σχολείο που ανηγέρθη με πρωτοβουλία του Χρυσοστόμου Σμύρνης, ο οποίος παρέμεινε στην Τρίγλια από το 1905 έως το 1910, μετά τη δεύτερη εξορία του από την επισκοπή Δράμας. Το κτίριο αυτό διατηρείται μέχρι και σήμερα σε καλή κατάσταση και πρόκειται να χρησιμοποιηθεί από τους Τούρκους για τον ίδιο σκοπό

[70]


Το σχολείο που ανήγειρε ο Χρυσόστομος Σμύρνης.

. Οι δάσκαλοι ήταν Τριγλιανοί. Πολλοί απ' αυτούς δίδασκαν στη Μακεδονία και στη Θράκη. Ενδεικτικά αναφέρουµε ορισµένα ονόµατα δασκάλων και καθηγητών όπως το Δηµοσθένη Σταρίδη, τον Τρύφωνα Ευαγγελίδη φιλόλογο, Ευγένιον Καλαφάτη, αδελφό του Χρυσοστόµου Σµύρνης, Νικόλαον Σοφοκλέους, Ιωσήφ Παγκάλου κλπ. Όταν δεν υπήρχαν ντόπιοι δάσκαλοι, οι Δηµογέροντες απευθύνονταν στο Πατριαρχείο και εκείνο µε τη σειρά του εύρισκε διδασκάλους από την Ελλάδα, τους οποίους πλήρωνε πολλές φορές το ίδιο. Οι µαθητές για να πάρουν το ενδεικτικό τους περνούσαν τη δοκιµασία των εξετάσεων στο τέλος της χρονιάς. Αυτές ήταν ως συνήθως προφορικές και διεξάγονταν κατά τη διάρκεια τελετής που γινόταν σε αίθουσα του σχολείου. Παρόντες ήταν οι τοπικές αρχές και ένας Μητροπολίτης. Εκτός από τους καθηγητές και τους δασκάλους είχε δικαίωµα και το ακροατήριο να υποβάλει ερωτήσεις στους µαθητές. Στο τέλος ο παρευρισκόµενος Μητροπολίτης έδινε τα απολυτήρια στους µαθητές. Πολλές φορές η τελετή τελείωνε µε την απαγγελία ποιηµάτων εθνικού περιεχοµένου και µε τον εθνικό ύµνο. Πολλοί επίσης Τριγλιανοί ήταν γιατροί και επιστήµονες άλλων ειδικοτήτων.

VI)Διακεκριµένοι Τριγλιανοί [71]


Πολλοί Τριγλιανοί µε διαφορετικό τρόπο ο καθένας τους βoήθησαν τους συγχωριανούς τους, άλλοι στην παλιά Τρίγλια και άλλοι στη Νεα Τρίγλια. Εξέχουσες προσωπικότητες ήταν: ο Διόδωρος, μητροπολίτης Σισανίου, Ιωαννίκιος επίσκοπος Δεσκάτης, Μιλτιάδης Παπαλεξανδρής, δάσκαλος, Τρύφων Ευαγγελίδης, φιλόλογος, οι γιατροί Ιωάννης Τσιβάνης, Βασίλειος Βασιλειάδης, Ανέστης Τσίτερ και Ιωάννης Κρυσταλλίδης, ο Ιωάννης Σάπαρης, μεγαλέμπορος, Χρυσόστομος Ευστράτιος, Χρυσόστομος και Νικόλαος Καβουνίδης, οικογένεια εφοπλιστών. Εστιάζουμε την προσοχή µας σε τρεις προσωπικότητες χωρίς να υποτιμούμε την προσωπικότητα και το έργο των άλλων. Στο Μητροπολίτη Σµύρνης Χρυσόστοµο, στο Φ. Καβουνίδη , των οποίων οι προτοµές βρίσκονται στην πλατεία της Ν. Τρίγλιας και στην Αγγελική Τσάκωνα.

Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος

Γεννήθηκε το 1867 στην Τρίγλια. Γονείς του ήταν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμονίδου. Συγγενείς του μητροπολίτη είναι η οικογένεια Γκίκογλου, που κατοικεί στη Ν. Τρίγλια Χαλκιδικής. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο σχολείο της Τρίγλιας και 17 χρόνων υπήρξε σπουδαστής στη Θεολογική σχολή της Χάλκης. Το 1891 χειροτονήθηκε διάκονος, το 1897 πρεσβύτερος και πήρε τη θέση του πρωτοσύγκελου στο Πατριαρχείο. Το 1902 χειροτονήθηκε επίσκοπος και ανέλαβε την μητρόπολη Δράμας.

[72]


Στη θέση αυτή επέδειξε μεγάλο ζήλο καθώς και μεγάλη γενναιότητα απέναντι στους Βουλγάρους κομιταζτήδες. Για τη δράση του αυτή εναντίον των Βουλγάρων διώχθηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την έδρα του στις 30 Αυγούστου 1907. Από το 1907 μέχρι και τη 10η Μαΐου του 1910 βρίσκεται στην Τρίγλια όπου αναπτύσσει αξιόλογη δράση. Με ενέργειές του χτίζεται το σχολείο της Τρίγλιας. Έχτισε επίσης γυμναστήριο, νεκροταφείο, μεταξουργείο. Ίδρυσε φιλόπτωχο αδελφότητα. Στις 10 Μαρτίου 1910 αναλαμβάνει τον μητροπολιτικό θρόνο της Σμύρνης. Μετά από μια παρόμοια δράση που είχε επιδείξει στη Δράμα και στην Τρίγλια, το 1922 όταν κατέρρευσε το ελληνικό Μέτωπο και πυρπολήθηκε η Σμύρνη, σφράγισε το έργο του με το μαρτυρικό του θάνατο.

Η προτομή του Χρυσοστόμου Σμύρνης στην πλατεία της Ν.Τρίγλιας.

Φίλιππος Καβουνίδης Γεννήθηκε το 1875 στην Τρίγλια. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη Καλαφάτη, τη µικρότερη αδερφή του Μητροπολίτη Σµύρνης. Απέκτησε µαζί της επτά παιδιά.

[73]


Το σπίτι του Φ.Καβουνίδη στην παλιά Τρίγλια.

Απέκτησε πλοία και ασχολήθηκε µε το εµπόριο. Πλοία του ήταν η «Κιχόνα» και «Γνωσιθέα». Το 1914 οι Νεότουρκοι επειδή αντιλήφθηκαν τη βοήθεια που παρείχε στην Ελλάδα στέλνοντας κρυφά επίστρατους για ν' αποφύγουν την τουρκική θητεία, τον καταδίκασαν σε θάνατο. Κρυφά, τον lούλιο του 1914, πήρε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και µε το πρόσχηµα ότι θα πάει να δει το νεοαγορασµένο πλοίο του «Γνωσιθέα», µετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Από την Πόλη έφυγε στην Ελλάδα όπου και έµεινε. Η προσφορά του προς τους συγχωριανούς του υπήρξε µεγάλη. Όταν οι Τριγλιανοί γύρισαν από την εξορία τους στην Προύσα και βρήκαν την κωµόπολη κατεστραµµένη, δέχθηκαν την υλική βοήθεια του Καβουνίδη και του Σάπαρη. Το 1922, όπως προαναφέραµε, προσέφερε τα πλοία του για να µεταφέρει τους καταδιωκόµενους Έλληνες της Μ. Ασίας στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου και πέθανε το 1940. Η κοινότητα της Ραφήνας σε ένδειξη [74]


ευγνωµοσύνης έδωσε το όνοµά του σε δρόµο της. Η κοινότητα Ν. Τρίγλιας Χαλκιδικής έστησε την προτοµή του δίπλα στην προτοµή του Χρυσοστόµου Σµύρνης, στην πλατεία που φέρει το όνοµα του πρώτου.

Η προτομή του Φ.Καβουνίδη.

[75]


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ: Κ Ι Ζ Δ Ε Ρ Β Ε Ν Τ

Ι. Τοποθεσία – Κλίμα - Ασχολίες κατοίκων

Το χωριό αυτό βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της Μ. Ασίας κοντά στη Νικομήδεια και απέχει 100 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη. Είναι κτισμένο μεταξύ τεσσάρων βουνών. Το βουνό που βρίσκεται ανατολικά του χωριού έχει ύψος 1800μ., αυτό που βρίσκεται δυτικά έχει ύψος 2000μ. και αυτά που βρίσκονται βόρεια και νότια του χωριού έχουν ύψος 600μ. και 700μ. αντίστοιχα Στο ανατολικό μέρος επίσης υπήρχε ο ποταμός Δράκος. Μέσα από το χωριό περνούσε κι ένας δημόσιος δρόμος λιθόστρωτος, που έγινε από τους Σταυροφόρους και ονομαζόταν «Βαγδάτ τζατεσσίς», δηλαδή Λεωφόρος της Βαγδάτης. Διά μέσου αυτής της λεωφόρου μεταφέρονταν προς την Κωνσταντινούπολη χρηματικά ποσά από φόρους τα οποία κατέβαλλαν οι επαρχίες στο τουρκικό κράτος

Το κέντρο του χωριού Κίζεδερβεντ.

. Το κλίμα ήταν υγιεινό. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία. Πλούσιες ήταν οι σοδειές των σιτηρών, καλαμποκιών, σίκαλης, βρώμης και λιναριού. Eπίσης ασxoλoύνταν με την παραγωγή μεταξιού, με την κτηνοτροφία (πρόβατα, κατσίκες, αγελάδες) και με το εμπόριο. Στα σπίτια ύφαιναν διάφορα υφάσματα με τους αργαλειούς

και

έπλεκαν

κάλτσες.

Καλλιεργούσαν

λινάρι

από

το

οποίο

δημιουργούσαν το λινό ύφασμα. Η διαδικασία παραγωγής του λινού υφάσματος, [76]


όπως μας είπε η κ. Ασλάνογλου, ήταν η παρακάτω: «Για να φτιάξουν λινό ύφασμα, σπέρνανε το λινάρι, το θερίζανε και το φουσκώνανε μέσα στο ποτάμι του χωριού. Το χτυπούσαν με τον κόπανο μέσα στο νερό, έβγαινε η φλούδα και έμενε η κλωστή. Ύστερα το βάζανε στη ρόκα και το δούλευαν με το αδράχτι. Το κάνανε κλωστή, το υφαίνανε στον αργαλειό και με το ύφασμα αυτό ράβανε τα ρούχα τους. Τη γυναίκα που αγόραζε έτοιμα ρούχα, τη θεωρούσαν πως δεν ήταν καλή νοικοκυρά».

ΙΙ. Διοίκηση

Κατά την απογραφή του Τουρκικού κράτους το 1919, ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν στους 2800 κατοίκους. Τη διοίκηση του Κιζδερβεντ την είχε αναλάβει ο Σταθμάρχης της Χωροφυλακής, ύστερα ο Μουδούρης της Νικομήδειας και τέλος ο Καϊμακάμης

της

επαρχίας

Καραμουσάλ.

Προηγουμένως

υπάγονταν

στην

υποδιοίκηση της Γιάλοβας του Σαvτζακίου Νικομήδειας. Ανώτατος άρχοντας ήταν ο Πρόεδρoς τον οποίο εξέλεγαν κάθε χρόνο «δια βοής» οι πρόκριτοι και οι χωριανοί που είχαν κάποιο κύρος. Τον πρόεδρο βοηθούσε στο έργο του δεκαμελές συμβούλιο. Στα συμβούλια των προκρίτων έπαιρνε μέρος πολλές φορές και ο Μητροπολίτης Νικομήδειας. Υπήρχε επίσης και Τουρκικός Σταθμός Χωροφυλακής. Οι κάτοικοι στρατεύονταν στα Τούρκικα ασκέρια για 2 χρόνια σε καιρό ειρήνης και 5 ή περισσότερα σε καιρό πολέμου.

ΙΙΙ. Ιεροί Ναοί - Σχολεία

Στο χωριό υπήρχε ο ναός της Αγίας Παρασκευής που γιόρταζε στις 26 Ιουλίου. Επίσης υπήρχε το εξωκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που λειτουργούσε μόνο την 21η Μαΐου. Την εκκλησιαστική επιτροπή την αποτελούσαν 6-7 άτομα. Όλοι θυμούνται τη συμπαράσταση της εκκλησίας στα δύσκολα χρόνια που δοκιμάστηκαν κατά τους χρόνους 1919-1920. Κοντά στην εκκλησία υπήρχε δημοτικό σχολείο, που ήταν επταθέσιο και διώροφο. Υπήρχε διευθυντής, δάσκαλοι και ένας παιδονόμος (Νηπιαγωγός). Κατά την τελευταία χρονιά φοιτούσαν 180 μαθητές και μαθήτριες.

[77]


Η σχολική εφορεία που αποτελούνταν από 5-6 άτομα φρόντιζε για την εξεύρεση των δασκάλων και πόρων για να πληρώνουν τους δασκάλους. Τα ¾ όλων των δαπανών που προορίζονταν για τα σχολεία, τις πλήρωνε το εκκλησιαστικό ταμείο.

IV. Ενδυμασία

Οι άνδρες φορούσαν στο κεφάλι ένα φέσι με μακριά φούντα. Τα παντελόνια τους ήταν συνήθως μαύρα ή καφέ και έμοιαζαν με τις Τουρκικές βράκες. Από τη μέση και κάτω μέχρι τα γόνατα ήταν πολύ φαρδιές ενώ από τα γόνατα και κάτω στένευαν, κούμπωναν με κουμπιά και λέγονταν ποτούρια. Οι κάλτσες τους ήταν μάλλινες και μακριές, τις έβγαζαν έξω από τα παντελόνια και τις έδεναν με το κορδόνι. Η γυναικεία ενδυμασία είχε τις ιδιορρυθμίες της αρχαίας Αχριδοηπειρωτικής ενδυμασίας και δεν υπήρχε σε κανένα άλλο γειτονικό χωριό. Φορούσαν ένα κόκκινο βαμβακερό καπέλο κεντημένο. Πάνω στο καπέλο υπήρχε ένα ξυλάκι που δε φαινόταν και το οποίο κρατούσε σηκωμένο το κασκόλ που έβαζαν από πάνω. Αυτό το κασκόλ το έδεναν κάτω από το σαγόνι και μετά το ξαναέδεναν στην κορυφή του καπέλου. Επίσης φορούσαν μακρύ παλτό με μια ζώνη στη μέση. Πάνω από το παλτό φορούσαν και ποδιά. Οι κάλτσες τους ήταν άσπρες μάλλινες και έφταναν μέχρι τα γόνατα.

V. Προέλευση του ονόματος «Κίζδερβεντ»

Οι γέροντες που ήρθαν μικρά παιδιά από το Κίζδερβεντ έχουν την εξής άποψη για την ετυμολογία του παραπάνω ονόματος. Αν το πρώτο συνθετικό Κιζ = κορίτσι και το δερβεντ = σταθμός με στρατιωτικούς σκοπούς, περιπολίες, το παραπάνω όνομα σημαίνει σταθμός με γυναικείες περιπόλους. Αυτή η ερμηνεία σχετίζεται με το γεγονός που αναφέρουμε παρακάτω

τη συμμετοχή δηλαδή των γυναικών στις

συμπλοκές που είχαν οι κάτοικοι του χωριού με τους ληστές. Στο βιβλίο του κ. Ν. Βερβερίδη «Ροκατζήδες» υπάρχει μια έρευνα του κ. Πάνου Φ. Πανά, που δημοσιεύτηκε με τη μέριμνα του κ. Παύλου Μητσόπουλου. Από την εργασία αυτή αναφέρουμε περιληπτικά τις παρακάτω απόψεις σχετικά με την ετυμολογία του ονόματος «Κίζδερβεντ». Αν παραδεχτούμε ότι αποτελείται από τρία συνθετικά, Κίζ = κορίτσι, ντερ= θύρα, μπεντ = φράγμα, αμπέλι τότε η λέξη σημαίνει παρθενόθυρα, παρθενοθυράμπελο. Σύμφωνα με άλλη άποψη η λέξη αποτελείται από το πρώτο συνθετικό Κίζ = κορίτσι και το δεύτερο συνθετικό δερέμπεϊ. Η λέξη μπέι [78]


σανσκριτικής προέλευσης σημαίνει κύριος. Κύριος σημαίνει αυτός που κατέχει κάτι, αυτός που εξουσιάζει. Στα χρόνια της Φεουδαρχίας ο Φεουδάρχης λεγόταν ντερέμπεϊ και το φέουδο ντερεμπεϊλίκι. Άρα, σύμφωνα με τα προηγούμενα και αν δεχτούμε ότι το όνομα είναι Κιζδερέμπει καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το όνομα φανερώνει πως το χωριό ήταν κάποτε τιμάριο που δόθηκε σε κάποια κοπέλα εξαιτίας της εύνοιας κάποιου Σουλτάνου ή αυτοκράτορα. Και πιθανότατα με την πάροδο του χρόνου το ντερέμπει μετατράπηκε σε ντερεμπέντ. Στα «Βιθυνικά» του Μ.Κλεώνυμου και Χρ.Παπαδοπούλου,1867, αναφέρονται τα εξής για το όνομα και για το χωριό Κίζδερβεντ: «Κίζδεβρεντ, εκλήθη ούτως,επειδή οι κάτοικοι αυτού ανέκαθεν είχον την επιστασίαν του επιτηρείν τας δημοσίους οδούς και τα μονοπάτια των βουνών από ληστείας· κατοικείται υπό 250 οικογενειών Ελλήνων χριστιανών,των οποίων το έργον είναι η γεωργία και η ποιμενική· ομιλούσι διεφθαρμένην τινά γλώσσαν συγγενή τη Αλβανο-βουλγαρική, εξ ης φαίνεται ότι μετηνάστευσαν εξ εκείνων των μερών.

VI. Kαταγωγή – Γλώσσα – Εθνικότητα .

Από πληροφορίες συγχωριανών μου και από άλλες πηγές κατέληξα σε τρεις

απόψεις σχετικά με τη δημιουργία του χωριού Κίζδερβεντ. Η μια άποψη υποστηρίζει ότι το 1500 μ.Χ. οικογένειες Ελλήνων από την περιοχή Αχρίδα και από το Μοναστήρι μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη ψάχνοντας τόπο για να εγκατασταθούν. Η άλλη άποψη δέχεται πως τα άτομα αυτά δεν μετανάστευσαν αλλά τα εξόρισαν γιατί λήστεψαν τους κατοίκους της περιοχής και τους έστειλαν σ' αυτήν την περιοχή για να αντιμετωπίσουν τους άλλους ληστές. Η Τρίτη άποψη δέχεται ότι ο Μωάμεθ ο Πορθητής το 1467, όταν επέστρεψε από την Κρόϊα πέρασε από την Αχρίδα και με ραδιουργία των Βουλγάρων αιχμαλώτισε τον τότε Αρχιεπίσκοπο Δωρόθεο και πολλούς άλλους Αχριδινούς σαν τάχα επικίνδυνους και τους μετέφερε στην Πόλη και από εκεί στο Κής- Χαν. Όπως και να βρέθηκαν τα άτομα αυτά στη Μ. Ασία, η τουρκική κυβέρνηση τους εγκατέστησε σε περιοχή που υπήρχε ένα τεράστιο χάνι, το Κής-Χαν που εξυπηρετούσε στρατιωτικούς σκοπούς. Από εκεί περνούσαν ταμίες μεταφέροντας τα χρήματα των φόρων από τη Βαγδάτη προς την Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή με τα παρθένα δάση ευνοούσε πολύ τις ληστείες. Γι' αυτό υπήρχε και σταθμός [79]


χωροφυλακής. Οι οικογένειες λοιπόν που εγκαταστάθηκαν εκεί βοηθούσαν τους χωροφύλακες στην αντιμετώπιση των ληστειών. Σ' αυτές τις συμπλοκές συμμετείχαν και γυναίκες γιατί οι άνδρες ασχολούνταν με τη διαμόρφωση της γης για να μπορέσουν να εγκατασταθούν. Σε μια συμπλοκή λοιπόν με τους ληστές σκοτώθηκε μια γυναίκα αλλά τα χρήματα όμως διασώθηκαν. Ο Σουλτάνος κάλεσε λίγους από αυτούς για να τους ευχαριστήσει και κανόνισε μαζί τους την έκταση μέσα στην οποία θα μπορούσαν να στήσουν το χωριό τους. Στη συνέχεια τους απάλλαξε από την καταβολή του Δημοσίου φόρου. Μόλις πληροφορήθηκαν τα προνόμια αυτά πολλοί κάτοικοι της γύρω περιοχής, Ελληνόφωνοι, Τουρκόφωνοι, Αρμενόφωνοι και Βουλγαρόφωνοι εγκαταστάθηκαν εκεί για να απολαύσουν τα προνόμια που παραχώρησε ο Σουλτάνος. Έτσι δημιουργήθηκε το Κίζδερβεντ. Στην διαφορετική εθνικότητα των κατοίκων οφείλεται και η δημιουργία της παράξενης γλώσσας τους που δεν τη μιλούσαν σε κανένα από τα γειτονικά χωριά της Μ. Ασίας ούτε σε άλλη περιοχή. Αυτή περιέχει 40% Αραβοπερσοτουρκικά, 40% Σερβορωσοβουλγαρικά, 15% Ελληνικά και 5% Αρβανίτικα. Η προφορά τους έκλινε περισσότερο προς την Αρβανίτικη και Ελανική. Εξαιτίας της παράξενης αυτής γλώσσας οι Τούρκοι και Έλληνες της περιοχής τους ονόμαζαν «Τρακατρούκηδες», πράγμα που συμβαίνει ακόμα και σήμερα στη Ν. Τρίγλια. Και άλλοι κάτοικοι, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία όπως θα δούμε παρακάτω, αναγκάστηκαν να μιλούν την τουρκική γλώσσα. Όπως αναφέρει και ο κ. Ν. Βερβερίδης οι Βούλγαροι Σλαβολόγοι Ντοπμροσύτσκι και Κοπιτάρ ομολόγησαν πως οι κάτοικοι των περιοχών Μοναστηρίου και Αχρίδας ήταν Έλληνες. Τα ήθη και έθιμα, η θρησκεία των ανθρώπων αυτών είναι όμοια με τα ήθη και έθιμα όλων των άλλων Ελλήνων. Η θρησκεία τους είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία. Όταν στις αρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου Βούλγαροι απεσταλμένοι επεδίωξαν με δόλο και δελεαστικά μέσα να προσελκύσουν τους φτωχούς κατοίκους του Κίζδερβεντ και να τους υποτάξουν στη Βουλγαρική εξαρχία, συνάντησαν σθεναρή αντίσταση. Οι δημογέροντες αρνήθηκαν κατηγορηματικά και αυτοί από φόβο μήπως αντιμετωπίσουν την εξέγερση του χωριού έφυγαν νύχτα.

VII. Ιστορία

[80]


Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 πολλοί έγιναν κλέφτες και κατέφυγαν στα δύσβατα μέρη του Αργανθοβουνίου, έκαναν τα λημέρια τους και λήστευαν τα χρήματα των Τουρκικών φόρων που τα διέθεταν στην οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Οι κάτοικοι του Κίζδερβεντ βοήθησαν αυτούς τους κλέφτες και οικονομικά και φυγαδεύοντας τους στην Κωνσταντινούπολη, Το χωριό αυτό επισκέφτηκε και ο Ρήγας Φερραίος ως ζωέμπορος αλλά στην πραγματικότητα προσπαθούσε να μυήσει τους κατοίκους στον απελευθερωτικό αγώνα. Ένας ιερέας με το όνομα Παπάζογλου προσέφερε οικονομική ενίσχυση για το έργο του 60 τουρκικές λίρες. Σημαντικό γεγονός της ιστορίας του χωριού αποτελεί η πολιορκία που υπέστη την 14η Σεπτεμβρίου 1920 από 3000 περίπου άτακτους Κεμαλικούς. Η κοινοτική φρουρά που αποτελούνταν από 60 οπλοφόρους, ενισχύθηκε από τα γειτονικά χριστιανικά χωριά. Οι ενισχυτικές αυτές ομάδες είχαν για αρχηγούς τον Ηλία Δεληγιάννη από το Φούλατζικ43, τον Καπετάν Φώτη από το Ελμάλιο που έπεσε στο πεδίο της μάχης και τον Καπετάν - Θωμά από τη Γιάλοβα. Όλοι αυτοί λοιπόν οι Έλληνες αντιμετώπισαν γενναία τους Τούρκους και τους έτρεψαν σε φυγή. Το απόγευμα όμως της ίδιας ημέρας, οι κάτοικοι από φόβο μήπως δεχτούν ισχυρότερη επιδρομή των εχθρών παίρνοντας τα παιδιά, τις γυναίκες, τους γονείς τους και ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν εγκαταλείπουν το χωριό τους. Διανυκτέρευσαν στο Αρμενοχώρι και στη συνέχεια κατέφυγαν στο τουρκικό χωριό Παζάρτ-Κιόϊ όπου διέμειναν προσωρινά. Πολλοί από τους κατοίκους αυτούς έφτασαν στην Κίο. Εδώ διέμειναν δυο χρόνια με την ελπίδα να γυρίσουν πίσω την πατρίδα τους που είχε στο μεταξύ καεί από Τούρκους. Με την αποχώρηση όμως του ελληνικού στρατού από τη Μ. Ασία η ελπίδα τους διαψεύσθηκε οικτρά. Έπρεπε να εγκαταλείψουν οριστικά την πατρίδα τους. Στην προσπάθειά τους να σωθούν χάνονται μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Δημητρίου Ραχμανίδη. Μικρό παιδάκι αυτός χάθηκε και έμεινε στο Κίζδερβεντ. Τον προστάτεψε κάποιος Τούρκος ο οποίος και τον μεγάλωσε. Ο Δημήτριος Ραχμανίδης έμεινε στο Κίζδερβεντ όπου και «43Φούλατζικ, χωρίον κείμενον προς μεσημβρ. του ανωτέρω μεσογείου(Νικομήδεια) κατοικείται υπό Ελλήνων χριστιανών εχόντων βιοπορισμόν κυρίως την γεωργίαν και ποιμενικήν· συνίσταται από 150 οικογενείας ομιλούσι πάντες οι κάτοικοι την οθωμανικήν,είναιδε,ως εκ της ορεινής θέσεώτων ανδρείοι ορεσίβιοι. Εκ τούτου εγεννήθη και ο διαβόητος ληστής ο Λευθέρης.»Βιθυνικά, Μ.Κλεώνυμου και Χρ.Παπαδοπούλου,1864.

[81]


δημιούργησε την οικογένειά του. Μετά από χρόνια αναζήτησε τους δικούς του στην Ελλάδα τους οποίους βρήκε στη Ν. Τρίγλια Χαλκιδικής. Από τότε αυτός και η οικογένειά του διατηρούν σχέση μαζί τους και ανταλλάσσουν επισκέψεις.

Η οικογένεια του κ.Δημητρίου Ραχμανίδη που μικρό παιδί έμεινε και μεγάλωσε στο Κίζδερβεντ.

[82]


.2001,η κ.Μ.Ραχμανίδου με τα ξαδέλφια της ,τους γιους του κ. Δ. Ραχμανίδη στο Κίζδερβεντ. Στην φωτογραφία διακρίνεται ο δρόμος από τον οποίο έφυγαν οι Έλληνες το 1922.

Οι κάτοικοι του Κίζδερβεντ φεύγοντας περνούν από την παραλία της Κίου και Μουδανιών στις απέναντι ακτές της Ανατολικής Θράκης Ραιδεστό, Συλλήβρια, κ.ά. Από εκεί εγκαταστάθηκαν σε διάφορα χωριά της Ελλάδας όπως το Νικομηδινό του Νομού Θεσσαλονίκης, Κρύα Βρύση του Νομού Πέλλης, Ν. Τρίγλια Χαλκιδικής, Βαλτοτόπι του Κιλκίς, κ.ά. Όταν έφτασαν στη Χαλκιδική, δεν είχε συσταθεί ακόμη η κοινότητα της Ν. Τρίγλιας. Έτσι εγκαταστάθηκαν στα Μπόζαλαν μαζί με τους Θρακιώτες πρόσφυγες, που είχαν φθάσει εκεί νωρίτερα. Αργότερα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Ν. Τρίγλια

[83]


Η .κ Αναστασία Ραχμανίδη, μητέρα του Δ. Ραχμανίδη.

[84]


Ο κ.Βασίλης Ασλανίδης που ήρθε μικρό παιδί από το Κίζδερβεντ.

[85]


ΚΕΦΑΛΑΙΟ:ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ Ι)τρόπος ζωής των Θρακιωτών Οι Θρακιώτες που εγκαταστάθηκαν στο Σουφλάρ, σήμερα Ν. Τρίγλια, κατάγονταν από τα χωριά Γάνος, Στέρνα, Κερασιά, Πάνιδο και Πλαγιάρι της Ανατολικής Θράκης. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών ήταν Έλληνες χριστιανοί Ορθόδοξοι. Οι Τούρκοι ζούσαν σε δικά τους χωριά. Κάθε χωριό είχε την εκκλησία ή ξεχωριστούς μαχαλάδες ή τις εκκλησίες του και το σχολείο του. Στις κωμοπόλεις υπήρχαν τα σχολαρχεία που αντιστοιχούν στα σημερινά γυμνάσια. Οι κάτοικοι ήταν εργατικοί. Ασχολούνταν με τη γεωργία. Παρήγαγαν σιτηρά και μετάξι. Ασχολούνταν επίσης με την αμπελουργία και οινοποιΐα (Γάνος και Στέρνα). Άλλες ασχολίες τους ήταν η κτηνοτροφία, κεραμοποιΐα, αλιεία και υφαντουργία. Οι γυναίκες ύφαιναν στο σπίτι τους με τους αργαλειούς. Όταν ήρθαν πρόσφυγες στο Σουφλάρ, ως κύρια απασχόληση είχαν την κτηνοτροφία εκτρέφοντας πρόβατα και άλλα ζώα.

ΙΙ. Ιστορία

Όλοι οι πρόσφυγες από τη Θράκη, γέροντες και νεότεροι θυμούνται ένα σεισμό που συγκλόνισε την περιοχή, το 1911, 27 Ιουλίου, την ημέρα που γιορτάζει ο Άγιος Παντελεήμονας. Το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε στη θάλασσα του Μαρμαρά. Από τα κτίρια άλλα κατεδαφίστηκαν και άλλα υπέστησαν πολλές ζημιές. Δεν υπήρχαν όμως πολλές ανθρώπινες απώλειες, γιατί οι άνθρωποι βρίσκονταν στ’ αλώνια, επειδή ήταν η εποχή του αλωνισμού. Από τότε τιμούσαν τον Άγιο Παντελεήμονα όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και οι Τούρκοι. Συγκεκριμένα διηγούνται οι Θρακιώτες, ότι οι Τούρκοι τους ρωτούσαν συχνά πότε ήταν η γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα. Την ημέρα αυτή την τιμούσαν και δεν εργάζονταν από ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο των Χριστιανών που τους έσωσε από το σεισμό. Όσον αφορά τις σχέσεις τους με τους Τούρκους και τις άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, τις ταλαιπωρίες, τις εξορίες τους, η ιστορία τους δε διαφέρει από την ιστορία των άλλων προσφύγων. Επιστρατεύονται αναγκαστικά στον Τουρκικό στρατό. Όμως εκεί τους παίρνουν τα όπλα και αναγκάζουν να εργαστούν στα φοβερά «αμελέ-ταμπούρ», τα τάγματα εργασίας όπου εργάζονται σκληρά και πολλοί πεθαίνουν. [86]


Κατά τα έτη 1912-14 αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα από τους Τούρκους. Αυτοί με τη βάρβαρη συμπεριφορά τους και με διάφορες προφάσεις αναγκάζουν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να οδηγηθούν σε άλλα χωριά και πόλεις της Ανατολικής Θράκης και της Μ. Ασίας (Αντα-Παζάρ)44. Αρκετοί καταφεύγουν στην Ελλάδα. Η Μαύρη Βίβλος του Πατριαρχείου περιγράφει τους διωγμούς κάθε χωριού ως εξής: «Πλαγιάριον: Κατά τον Βαλκανικόν πόλεμον, αφού προηγουμένως οι κάτοικοι ένεκα των αλλεπαλλήλων επιτάξεων και της αυθαιρεσίας του εκεί εγκατεστημένου πολαρίθμου στρατού υπέστησαν τα πάνδεινα στερηθέντες των πάντων, η Τουρκική Κυβέρνησις ισχυριζομένη ότι το χωρίον ευρίσκετο επί της γραμμής του πυρός διέταξε τους κατοίκους ίνα εντός τριών ωρών εκκενώσωσιν αυτό. οι κάτοικοι γυμνοί και μηδέν δυνηθέντες ν’ αποκομίσωσιν κατέλιπον το χωρίον υπό το μαστίγιον των χωροφυλάκων κατελθόντες εις Καλλίπολιν. Εκ των κατοίκων επτά μη προφθάσαντες ν’ απέλθωσιν εντός των τριών ωρών και βραδύναντες δύο λεπτά ετουφεκίσθησαν υπ’ αυτών των στρατιωτών. Μετά τον Βαλκανικόν πόλεμον επετράπη μεν η παλινόστησις αλλ’ επειδή η Κυβέρνησις επέτρεπε να οικοδομήσωσιν οικίας μόνον οι Τούρκοι, εις ους παρείχεν και ξυλείαν και πάσαν ευκολίαν, οι ομογενείς παρέμειναν εν Καλλιπόλει, υποστάντες αργότερον την τύχην της τελευταίας». Πάνιδον: Το χωρίον τούτο κατά Ιούλιον του 1913 υποστάν επίθεσιν εκ μέρους των περιοίκων Τούρκων ελεηλατήθη. Κατ’ Αύγουστον του 1914 προσβληθέν επανειλημμένως εξηναγκάσθη να καταφύγη εις Κούμβαον με σκοπόν να επιστρέψη. Τη 13 όμως Αυγούστου η Κυβέρνησις αποστείλασα ατμόπλοια παρέλαβε και απήλασεν αυτούς εις Ελλάδα». Πολλοί Θρακιώτες δεν επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Άλλοι όμως που διασώθηκαν από τις ταλαιπωρίες της εξορίας στα βάθη της Μ. Ασίας και Ανατολικής Θράκης επέστρεψαν στις πατρίδες τους το 1919 περίπου, αφήνοντας στους τόπους της εξορίας πολλούς νεκρούς. Αλλά δεν παρέμειναν για πολύ στα χωριά και πόλεις τους.

44

Αδά-Παζάριον ή νήσος της αγοράς.Ονομάζονταν έτσι διότι περιβάλλονταν από κάποιο ποταμό που χύνονταν στο Σαγγάριο ποταμό.Ήταν μια από τις καλύτερες κωμοπόλεις της Νικομήδειας, γνωστή για το εμπόριό της.Το 1864 αριθμούσε τους 5.000 κατοίκους ,Οθωμανούς, Έλλ ηνες Ορθοδόξους και Αρμενίους.

[87]


Το 1922, διωγμένοι, αφήνουν για πάντα τη γη και τα σπίτια τους. Άλλοι από την ξηρά και άλλοι από τη θάλασσα προσπαθούν να σωθούν καταφεύγοντας σε χωριά και πόλεις της Ελλάδας. Οι Θρακιώτες που κατοικούν σήμερα στη Ν. Τρίγλια εγκαταστάθηκαν σε δυο συνοικισμούς που βρίσκονται στα βόρεια και βόρεια ανατολικά της κωμόπολής μας, στο Μπόζαλαν και στο Μπαριακλί αντίστοιχα. Αργότερα, άρχισαν να εγκαθίστανται σταδιακά στη Ν. Τρίγλια, απόκτησαν δική τους γη με τις διανομές και κατοίκησαν μόνιμα εκεί.

Η κ. Συρματένια Ευσταθίου με την παραδοσιακή στολή, τις βράκες.

[88]


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε:ΒΕΛΕΤΛΕΡ ΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ

Ι. Τοποθεσία Το χωριό αυτό βρίσκεται σε απόσταση είκοσι λεπτών περίπου από την Τρίγλια,45 στο δρόμο που οδηγεί από το Γιαλί-Τσιφλίκ στο Αναφόρι και Ντερίκιοι. Απέχει μια ώρα με τα πόδια από τη θάλασσα, μιάμιση ώρα από τη Ν.Τρίγλια, και δύο ώρες από τα Μουδανιά επίσης με τα πόδια. Το χωριό βρίσκεται πάνω σε ύψωμα. Στα πόδια του υψώματος εκτείνεται εύφορος κάμπος. Σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας από το χωριό διέρχονταν ένα ρέμα το οποίο είχε νερό χειμώνα –καλοκαίρι και χύνονταν στο μεγάλο ρέμα της Προύσας, που ονομάζονταν Νίλουφερ.Στις όχθες του ρέματος αυτού υπήρχαν πολλά πλατάνια. Γιαυτό ονομάζονταν cinarlik dere ,δηλαδή ρέμα με πλατάνια.Στην ύπαρξη πλατανιών οφείλεται και η σημερινή ονομασία του χωριού cinarli koy ,πλατανοχώρι.Μεταξύ Βελετλέρ και του τούρκικου γειτονικού χωριού Καϊμάμπασι υψώνονταν το ομώνυμο βουνό Καϊμάμπασι που έφθανε μέχρι την περιοχή της Τρίγλιας και αποτελούσε σύνορο μεταξύ Τρίγλιας και Βελετλέρ.

45

Χάρτης, σελ. 51

[89]


Ιούνιος 2001, Βελετλέρ τηςΜ. Ασίας

IΙ )Γειτονιές (μαχαλάδες)-Πλατείες-Τοπωνύμια Το χωριό ήταν μικρό.Είχε τρείς μαχαλάδες, τον επάνω μαχαλά (yukari mahaille), ο κάτω μαχαλάς(asagi mahaille) και λίγο παραέξω ο μαχαλάς του Χατζηκυριάκου. Επίσης υπήρχαν και τρείς πλατείες, η κεντρική πλατεία μπροστά στην εκκλησία, που ήταν στρωμένη με πέτρες(καλντερίμι) και άλλες δύο που δεν ήταν στρωμένες, μία προστά στο καφενείο του Κεμανετζή και η τρίτη μπροστά στου Μπαλάσογλου τα σπίτια.

Η παλιά κεντρική πλατεία του Βελετλέρ.

Γνωστά τοπωνύμια του χωριού ήταν τα εξής: Αϊντιν Μπεϊ:Βρίσκονταν μισή ώρα βόρεια του χωριού. Σε αυτήν την τοποθεσία βρέθηκαν παλιά κεραμίδια και αγγεία που παρέπεμπαν σε πολύ παλαιότερες εποχές. Ο κ. Αριστείδης Χατζηκυριάκος μιλά για ένα αρχαίο αγγείο μεγάλης χωρητικότητας στο οποίο συγκεκριμένα χωρούσαν πολλοί τενεκέδες στάρι. Κοπού,βόρεια του χωριού, σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας από το χωριό.Στο μέρος αυτό υπήρχαν χωράφια και δάσος. [90]


Κούρτ Νταγί, ύψωμα σε απόσταση μιάμιση ώρας δυτικά του χωριού .Οι Βελετλεριώτες υποστηρίζουν ότι παλαιότερα το ύψωμα αυτό ήταν ηφαίστειο. Μπαλουκλί ντερεσί, ρέμα σε απόσταση μιας ώρας δυτικά του χωριού χωρίς νερό Υπήρχε μόνο η κοίτη του «ένας μακρύς λάκος » όπως χαρακτηρίζουν το ρέμα οι κάτοικοι του χωριού. Σατάκια, τοποθεσία σε απόσταση μιας ώρας ,δυτικά του χωριού. Η περιοχή αυτή ήταν χωράφια που ανήκαν στους Βελετλεριώτες. ΙΙΙ)Πληθυσμός –Ενδυμασία-Γλώσσα. Το 1922 στο χωριό κατοικούσαν 150-160 ελληνικές οικογένειες ορθόδοξων χριστιανών. Δεν υπήρχαν στο Βελετλέρ Τούρκοι ή Αρμένιοι.Σύμφωνα με τη μαρτυρία του κ. Α..Χατζηκυριάκου «όλοι ντόπιοι ήμασταν, οι ξένοι ήταν κανάδυο μονάχα Πάντως ήταν παλιό χωριό.Παλιότερα λέγαν ότι ήταν μικρότερο, καμία τριανταριά σπίτια, και μεγάλωσε». Μερικές οικογένειες είχαν έρθει από διάφορα μέρη της Ελλάδας όπως η οικογένεια Χατζηκυριάκου που οι πρόγονοί τους είχαν έρθει από την Πρέβεζα. Τα σπίτια τους ήταν άλλα πέτρινα αλλά τα περισσότερα ήταν ξύλινα ντολμαλίκια δηλαδή με ξύλινους τοίχους γεμισμένους με τούβλα ή πλίνθους. Πολλά από αυτά ήταν διώροφα γιατί χρησιμοποιούσαν αυτά για την αποθήκευση και επεξεργασία των αγροτικών τους προιόντων και ιδιαίτερα του κουκουλιού. Στο κέντρο του χωριού ήταν περισσότερα ενώ προς τα έξω τα σπίτια ήταν πιο αραιά και είχαν μεγάλους κήπους

Ελληνικό σπίτι στο Βελετλέρ.

Χαρακτηριστικό της ενδυμασίας των Βελετλεριστών ήταν οι φαρδιές βράκες που φορούσαν οι γυναίκες. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα, οι περισσότερες φόρεσαν φόρεμα. Μερικές συνέχισαν να φορούν βράκες μέχρι το τέλος της ζωής τους.

[91]


Η Βελετλεριώτισα κ. Παναγιώτα Κελγιάνογλου με την παροπαράδοτη φορεσιά , τις βράκες.

Οι Βελετλεριώτες μπροστά στο δίλλημα που τους επιβλήθηκε από τους Τούρκους να κρατήσουν τη γλώσσα ή την πίστη τους προτίμησαν να παραμείνουν στην ορθόδοξη πίστη τους και να αλλάξουν τη γλώσσα τους. Έτσι οι περισσότεροι μιλούσαν την τουρκική γλώσσα. Γιαυτό και πολλά εκκλησιαστικά βιβλία που προέρχονται από το Βελετλέρ είναι γραμένα στην τουρκική γλώσσα. Τις ακολουθίες και τη θεία λειτουργία την έψαλλαν στα Ελληνικά .Η ανάγνωση του Ευαγγελίου γίνονταν στα Ελληνικά και κατόπιν ο ιερέας το εξηγούσε στους ενορίτες του στα τουρκικά. Πολλοί δάσκαλοι προσπάθησαν να διδάξουν στους μαθητές τους τα Εληνικά αλλά «βγήκαν κι οι πόλεμοι κι η αναμπουμπούλα κι ούτε σχολεία έμειναν, ούτε τίποτα.», διηγούνται οι πρόσφυγες Βελετλεριώτες. ‘Ότι η τουρκική γλώσσα δεν ήταν προϊόν ελεύθερης επιλογής τους το φανερώνει και η παρακάτω μαρτυρία του κ. Α.Χατζηκυριάκου. «Φαίνεται όμως ότι υπήχε φόβος να μιλήσουμε εληνικά. ακούσαμε πως στα χρόνια του παπού μας ένας δάσκαλος διάβαζε ελληνικά κι ένας δικός μας είπε: Τι κάνεις βρε, θα μας κρεμάσουν οι Τούρκοι» Μπορεί να επιβλήθηκε σ’ αυτούς τους ανθρώπους η τουρκική γλώσσα αλλά η καρδιά τους έμεινε ελληνική .Μέσα από τα τραγούδια τους που τα σύνθεσε ο ίδιος ο λαός στην τουρκική γλώσσα, ξεχειλίζει ο μεγάλος πόνος για την πατρίδα τους και δικούς τους που άφησαν πίσω καθώς και τα βάσανα που υπέφεραν. Τουρκικά

Ελληνικά

Μελμεκετάν τσικτίκ

Βγήκαμε από την πατρίδα

[92]


Γκαργκιμπί αργελντίκ

σαν χιόνι διαλυθήκαμε

Αναντάμ μπαμπαντάμ

Από μάνα και πατέρα

Ντιρί ντιρί αργελντίκ

Ζωντανοί,ζωντανοί χωριστήκαμε

Μπου γιαλάν ντουνιαντά

Σ’αυτό τον ψεύτικο ντουνιά

Να ισίμ γκαλντί

Τι δουλειά(σκοπός) μου απόμεινε

Κεμάλ ελιντά

Στου Κεμάλ τα χέρια

Γκαρντασίμ γκαλντί

Ο αδερφός μου έμεινε

Ιστικάμ καζά-καζ

Έσκαβα χαρακώματα

Βουρντουλά μπενί

με χτύπησαν

Ελμανταν μεζαρά

πριν να πεθάνω

Γκοιντουλά μπενίμ.

μ’έβαλαν στα μνήματα.

ΙV) Ασχολίες κατοίκων-Σχέσεις και συναλλαγές με τα άλλα τα χωριά. Οι κάτοικοι του Βελετλέρ ασχολούνταν με την κτηνοτροφία αλλά κυρίως με τη γεωργία. Εξέτρεφαν διάφορα ζώα και κυρίως βουβάλια.Ως γεωργοί ασχολούνταν με διάφορες καλλιέργειες από τις οποίες και ζούσαν. Μέχρι σήμερα διασώζονται στα τουρκικά ονομασίες τοποθεσιών,οι οποίες φανερώνουν το όνομα του παλιού Έλληνα ιδιοκτήτη.Συγκεκριμένα όταν το 2001 επισκεφήκαμε το Βελετλέρ αναζητήσαμε την τοποθεσία «Βασίλη τσεσμεσί»,δηλαδή τη βρύση του Βασίλη( το κτήμα με το πηγάδι) που ανήκε στον προπάπου μου, οι Τούρκοι κάτοικοι μας οδήγησαν στο κτήμα αυτό και μας έδειξαν το πηγάδι που υπήρχε εκεί. Στο Βελετλέρ υπήρχαν άφθονα νερά. Μέσα στο χωριό υπήρχαν τρεις βρύσες. Οι δύο τροφοδοτούνταν με νερό από πηγή που βρίσκονταν 20 μέτρα πιο κάτω. Στην τρίτη το νερό έφθανε με τα κιούγκια. Αλλά και έξω από το χωριό υπήρχαν πολλές πηγές με άφθονα νερά.

[93]


Η Ελληνική βρύση στο κέντρο του χωριού όπως σώζεται σήμερα.

Ο συνδυασμός εύφορης γης με τα άφθονα νερά που υπήρχαν στο χωριό παρείχε τη δυνατότητα στους κατοίκους του χωριού να ασχοληθούν με την καλλιέργεια πολλών προϊόντων.Συγκεκριμένα καλλιεργούσαν ελιές, φρούτα, αμπέλια, κουκούλι,καλαμπόκι, σιτάρι, λινάρι. Τα κουκούλια τα πουλούσαν στην Προύσα. Εμπορεύονταν επίσης και το σιτάρι που τους περίσσευε. Το λινάρι έρχονταν και το παραλάμβαναν έμποροι. Με το λινάρι κατασκεύαζαν τουρβάδες και σχοινιά.Τη ρίζα τη χρησιμοποιούσαν για το σουβά και το σπόρο του λιναριού τον πουλούσαν σε εμπόρους οι οποίοι το διοχέτευαν σε φαρμακεία. Τα ξύλα και τα κάρβουνα τα έφτιαχναν μόνοι τους. Την ξυλεία κυρίως για την κατασκευή των σπιτιών τους την προμηθεύονταν από το γειτονικό βουνό Όλυμπο, όπου υπήρχαν κορδέλες για την κοπή ξύλων. Μέσα στο χωριό λειτουργούσαν δύο μπακάλικα Όσοι κάτοικοι χρεωστούσαν στους μπακάληδες ξεχρέωναν τα χρέη τους με ποσότητα από τα προϊόντα τα οποία παρήγαγαν. Οι γυναίκες έρραβαν οι ίδιες τα ρούχα που χρειάζονταν. Το χτίσιμο των σπιτιών το αναλάμβαναν οι άνδρες που γνώριζαν να χτίζουν ή συνεργάζονταν με χτίστες από τα γειτονικά χωριά. Μισή ώρα από το χωριό κοντά στα αμπέλια τους υπήρχε ένας νερόμυλος που τον είχαν αγοράσει οι κάτοικοι του Βελετλέρ από ένα Τούρκο.Αυτός δούλευε με το νερό της ρεματιάς. Έτσι οι Βελετλεριώτες με την εργασία τους εξασφάλιζαν τα περισσότερα είδη πρώτης ανάγκης. Για προϊόντα και αγαθά τα οποία δεν είχαν πήγαιναν στην Τρίγλια και τα Μουδανιά που είχαν το μονοπώλιο του πετρελαίου και του καπνού. Στην Τρίγλια γίνονταν παζάρι κάθε Κυριακή.Εκεί έβρισκαν παπούτσια ,κουστούμια. Αγόραζαν επίσης ζώα,κότες και άλλα αγαθά. Εκτός από τους κατοίκους των παραπάνω χωριών και πόλεων, οι Βελετλεριώτες διατηρούσαν σχέσεις και με τους κατοίκους των άλλων ελληνικών γειτονικών χωριών, των Κουβουκλίων, Αναχωρίου, Ντάσαρι, Ντερέ κιόϊ. Συμπεθέριαζαν μεταξύ τους, λάμβαναν μέρος στις γιορτές και τα πανηγύρια τους και τους φιλοξενούσαν στο δικό τους πανηγύρι που διαρκούσε τρεις ολόκληρες μέρες με φαγοπότι χορό και τραγούδια. Καλές σχέσεις και συναλλαγές είχαν και με τα γειτονικά τουρκικά χωριά, το Γιαμάν κιόι.(50 οικογένειες), το Χαντζερλί και Καϊμάμπασι που είχαν και τα δυο 100 οικογένειες και τοΣαρί Καζέλ(20 οικογένειες πρόσφυγες από την Βουλγαρία).

[94]


Μερικοί Βελετλεριώτες αγόραζαν ή νοίκιαζαν τα χωράφια των Τούρκων.Άλοι πάλι απ’ αυτούς εργάζονταν στα κτήματα τους. Επί Χαμιτ οι σχέσεις τους ήταν καλές.Τα προβλήματα άρχισαν αργότερα. v)Σχολείο-Ναοί. Το σχολείο βρίσκονταν στο κέντρο του χωριού. Στεγάζονταν σε διώροφο κτίριο κοντά στην εκκλησία.Στον κάτω όροφο λειτουργούσε καφενείο και στον επάνω το σχολείο.Όλος ο χώρος του σχολείου ήταν δύο αίθουσες, μία για τα κορίτσια και η άλλη για τα αγόρια. Ο δάσκαλος ήταν είτε ντόπιος είτε ξένος.Τον ξένο δάσκαλο τον φιλοξενούσαν οι κάτοικοι του χωριού γιατί στην αρχή τουλάχιστον δεν υπήρχε στο σχολείο ο κατάλληλος χώρος για να μείνει Την αμοιβή του δασκάλου που ήταν 20-22 λίρες, τις κατέβαλλε η εκκλησιαστική επιτροπή διότι ο δάσκαλος εκτελούσε και χρέη αναγνώστη και ιεροψάλτη. Ο Ναός του χωριού βρίσκονταν στην κεντρική πλατεία του χωριού και ετιμάτο στην Ζωοδόχο Πηγή, την Παναγία .Είναι

άγνωστος ο χρόνος ανέγερσής του.Οι

Βελετλεριώτες που ήρθαν μικρά παιδιά στην Ελλάδα αναφέρουν ότι η εκκλησία αυτή υπήρχε από την εποχή των παπούδων τους. Ο Ναός ήταν πέτρινος, ρυθμού βασιλικής με γυναικωνίτη.Χωρούσε πεντακόσια άτομα περίπου. Το καμπαναριό του καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1914. Οι σημερινοί κάτοικοι του Βελετλέρ (πρόσφυγες από τη Βουλγαρία), κατεδάφισαν το Ναό και στη θέση του ανήγειραν τζαμί Μπροστά από το τζαμί σώζεται και σήμερα ο γεροπλάτανος που κάτω από τη σκιά του έπαιζαν κάποτε τα παιδιά των Ελλήνων.

Ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής που σήμερα έχει κατεδαφισθεί.

[95]


Το τζαμί που υψώνεται σήμερα στη θέση που βρίσκονταν άλλοτε ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής.

Πέντε με δέκα λεπτά έξω από το χωριό βρίσκονταν το αγίασμα της Αγίας Μαρίνας. Στην περιοχή αυτήν, την άνοιξη πήγαινε ο δάσκαλος τα παιδιά εκδρομή. Κοντά στο χωριό υπήρχε και το αγίασμα της Αγίας Παρασκευής την οποία σέβονταν πολύ και την είχαν ως γιατρό.

Ένα τέταρτο από το χωριό κοντά στο

τουρκικό χωριό Γιαμάν κιόι ήταν η Αγία Γαλατινή ή αλλιώς το sütlu ayasma, δηλαδή το γαλακτερό αγίασμα. Στο αγίασμα αυτό έριχναν το πρώτο γάλα των ανθρώπων ή ζώων που είχαν γεννήσει πρόσφατα. Εξω από το χωριό, στην τοποθεσία Σίρτ μπαϊρ ήταν το νεκροταφείο τους, περιτριγυρισμένο με δρύες και άλλα υψηλά δένδρα .Οι τάφοι ήταν απλοί με ξύλινο σταυρό. Δεν υπήρχε περίφραξη με τοίχο. «Μόλις έβαλαν σκοπό να το φράξουν έγινε η αναμπουμπούλα με το σεφερμπελίκι

46

και τους πολέμους κι έμεινε» αναφέρει στη

διήγηση του ο κ. Α. Χατζηκυριάκος. Σπουδαίο προσκύνημα γι’ αυτούς αλλά και για όλους τους χριστιανούς της περιοχής αποτελούσε ο Ναός47 των αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ στη Σιγή. Η Σιγή ήταν μια κωμόπολη δύο χιλιάδων περίπου κατοίκων που βρίσκονταν μεταξύ των κωμοπόλεων Μουδανιών και Τρίγλειας και απείχε μια ώρα από την κάθε μία. Ο Ναός των Αρχιστρατήγων (Αιστράτοι, τους αποκαλούσαν οι κάτοικοι της περιοχής), βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα.

46

Σεφερμπερλίκι, τουρκικά seferbperlik, σημαίνει εμπόλεμη κατάσταση. Ο Ναός αυτός ήταν παλιά Μονή των Ταξιαρχών. Αυτή κτίσθηκε επί Κωνσταντίνου Πορφυρογένητου και ανακαινίσθηκε πρώτη φορά επί Κωνσταντίνου Πωγωνάτου και κατά το 1817 επί Σουλτάνου Μαχμούτ. 47

[96]


«Εώρταζεν ο Ναός την 6ην Σεπτεμβρίου εις μνήμην του εν Κολοσσαίς θαύματος του Ταξιάρχου Μιχαήλ. Κατά την ημέραν ταύτην χιλιάδες κόσμου εκ των περιχώρων προσήρχοντο όπως προσκυνήσωσι την θαυματουργόν εικόνα του Ταξιάρχου φημιζομένην και ως θεραπεύτριαν των τρελλών, προσεκόμιζον δε κατά την ημέραν ταύτην άφθονα δώρα», αναφέρεται στο βιβλίο «Αντίλαλοι από τα Μουδανιά και τα γύρω», Θεσσαλονίκη 1931, που εκδόθηκε από το σύλλογο Προσφύγων Μουδανιών. Αλλά και η Μαγδαληνή Παπαδοπούλου θυμόταν με συγκίνηση ότι στις 6 Σεπτεμβρίου οι κάτοικοι του Βελετλέρ μετέβαιναν με τα κάρα στην κωμόπολη της Σιγής για να παραβρεθούν στη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Έκανε λόγο για πλήθος προσκυνητών που συνέρρεαν από την περιοχή και για τα πολλά αφιερώματα που προκαλούσαν εντύπωση στην παιδική της ψυχή. Επίσης, μου ανέφερε και την ύπαρξη κτιρίου όπου παρέμεναν οι ψυχικά άρρωστοι που κατέφευγαν στους Αρχαγγέλους για να γιατρευθούν. Όταν μετά από χρόνια η Μ. Παπαδοπούλου επισκέφθηκε το Βελετλέρ, το έτος 1981, θέλησε να επισκεφθεί και το Ναό των Ταξιαρχών που η ανάμνησή του είχε χαραχθεί βαθιά στην ψυχή της. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια σωρό ερειπίων όπως μεταβλήθηκε σήμερα ο άλλοτε περικαλλής Ναός. V) Διοίκηση α) Πολιτική διοίκηση διοικητικά ανήκε . Το Βελετλέρ ανήκε στην επαρχία Βιθυνίας, στη νομαρχία Προύσας, τμήμα Τρίγλιας. Η ανώτατη αρχή του χωριού ήταν ο πρόεδρος με δυο- τρεις συμβούλους. Για την εκλογή του προέδρου δεν γίνονταν εκλογές. Απλά συγκεντρώνονταν οι άνδρες του χωριού στο καφενείο και επέλεγαν αυτόν που θεωρούσαν ικανό για τη θέση αυτή φωνάζοντας «αυτόν θέλουμε».Απευθυνόμενοι στον προηγούμενο πρόεδρο τον προέτρεπαν να «δώσει την σφραγίδα » στον επόμενο πρόεδρο. Από τους τελευταίους προέδρους του χωριού ήταν ο Πέτρος Ελεμές, ο πατέρας της

κ.Μαγδαληνής

Παπαδοπούλου. Ο πρόεδρος συγκέντρωναν τα masraf parasi , δηλαδή χρήματα για τα έξοδα.Τους φόρους τους έρχονταν και τους έπαιρνε ο ταξιτάρης.48 Ο πρόεδρος ενδιαφέρονταν για την επισκευή των δρόμων την μεταφορά νερού μέσα στο χωριό.Έβγαζε επίσης σε μειοδοτικό διαγωνισμό την φιλοξενία των ξένων που επισκέπτονταν και παρέμεναν στο χωριό κατά τη διάρκεια του έτους. Σε όποιον

48

Τουρκική λέξη από το taksit=δόση

[97]


κατακυρώνονταν η φιλοξενία αναλάμβανε να περιποιηθεί τους ξένους που έρχονταν στο xωριό.Τους παρείχε κυρίως φαγητό διότι στο σχολείο είχε πλέον δημιουργηθεί ο musafir oda , δηλαδή κατάλυμα για τους ξένους. Β) Εκκλησιαστική εξάρτηση και διοίκηση Εκκλησιαστικά υπάγονταν στη Νικομήδεια.Ο Δεσπότης επισκέπτονταν το χωριό μια φορά το χρόνο και τον φιλοξενούσε ο έξαρχος .Ο έξαρχος ήταν λαϊκός και όχι κληρικός. Αυτός διευθετούσε τις υποθέσεις των κατοίκων που είχαν σχέση με την εκκλησία. Εξέδιδε τις άδειες των γάμων για τις οποίες οι Βελετλεριώτες κατέβαλλαν κάποιο χρημτικό ποσόν. Αν υπήρχε κάποιο κώλυμα για την σύναψη ενός γάμου τότε αυτοί ανέτρεχαν στην Απολλωνιάδα, στον

δεσπότη και τον ρωτούσαν αν είναι

δυνατόν να συναφθεί ο γάμος αυτός. vi)Ιστορία Μέσα από δημόσια έγγραφα, αστυνομικές ταυτότητες, πληρεξούσια και τίτλους κυριότητας που έφεραν οι παππούδες μας από το Βελετλέρ, προκύπτει ότι το χωριό αυτό υπήρχε πριν από το 1889 και κατοικούνταν από Έλληνες Ορθόδοξους. Αυτοί κατέβαλλαν στο τουρκικό κράτος το φόρο της δεκάτης. Στα Βυθινικά» του Μ.Κλεώνυμου και Χρ. Παπαδοπούλου,1864, αναφέρονται τα εξής: «Μελεκλέρ, συνίσταται από 45 οικιών· οι κάτοικοι τούτου είναι Έλληνες χριστιανοί περί την γεωργίαν ενασχολούμενοι.».Από τη θέση που τοποθετείται το Μελεκλέρ και τα γειτονικά

χωριά

που

αναφέρονται(Γιαλί

Τσιφτιλίκ,Αναχώριον,Τερέ

Κιόι),διαπιστώνουμε ότι το Μελεκλέρ είναι το Βελετλέρ το οποίο υφίστατο πριν από το 1864. Οι Βελετλεριώτες δίνουν την παρακάτω ερμηνεία για το όνομα του χωριού, η οποία βέβαια δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ισχύει.Υπήρχε ,λένε, μεγάλο βιλαέτι στην περιοχή αυτή και από το βιλαέτι προέκυψε το όνομα Βελετλέρ. Σήμερα ονομάζεται Cinarli από την τουρκική λέξη Cinar που σημαίνει πλάτανος. Αλλά και η παλιά του ονομασία δεν έχει ξεχασθεί. Μετά το κίνημα των Νεοτούρκων, το 1908 οι Βελετλεριώτες αντιμετώπιζαν τα ίδια σχεδόν προβλήματα που αντιμετώπιζαν και οι άλλοι Έλληνες της Μ. Ασίας και Ανατολικής Θράκης. Το 1914 οι Τούρκοι ασκώντας πίεση, βιοπραγίες και λεηλασίες εναντίον των Ελλήνων της Νικομηδείας, ανάγκασαν πολλούς απ’ αυτούς να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν σ’ άλλες πόλεις και χωριά για να σωθούν.

[98]


«Εν γένει πάντα τα χωρία της επαρχίας εδοκιμάσθησαν δεινώς», αναφέρεται στη Μαύρη Βίβλο διωγμών και «όλως όμως ιδιαιτέρως εδοκιμάσθη σκληρώς το τμήμα της Απολωνιάδος, του οποίου τα πλείστα χωρία, κατόπιν επανηλλειμμένων απειλών και πιέσεων, εξηναγκάσθησαν εις εκπατρισμόν». Μεταξύ των χωριών που δεινοπάθησαν αναφέρεται και το Βελετλέρ. «Βελετλέριον. Τω 2 Ιουνίου μετέβησαν εις το χωρίον πεζοί και έφιπποι χωροφύλακες μεθ’ υπαξιωματικών. Ούτοι διέταξαν τον ιερέα και τον διδάσκαλον να παρουσιάσωσι τας διαμονάς, τας οποίας και λαβόντες εξέσχισαν. Την στιγμήν εκείνην οι περίοικοι τούρκοι επιτιθέντες επεδόθησαν εις την λεηλασίαν του χωρίου, του οποίου οι κάτοικοι πανικόβλητοι έφευγον, εν ω οι χωροφύλακες αταράγως εθεώντο τα γενόμενα. Εκ των χωρικών πολλοί εδάρησαν». Οι Βελετλεριώτες όμως παρέμειναν στο χωριό τους. Οι Τριγλιανοί αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριό της και να εγκατασταθούν προσωρινά στην Προύσα. Οι Βελετλεριώτες φιλοξένησαν μάλιστα και κατοίκους του Γιαλί-Τσιφλίκ οι οποίοι αναζήτησαν καταφύγιο στο Βελετλέρ για ν’ αποφύγουν τις βιαιότητες των Τούρκων. Στα προβλήματα αυτά προστέθηκε και μια μεταδοτική αρρώστια που αφαίρεσε τη ζωή πολλών. Οι δυσκολίες των Βελετλεριωτών συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια και οι λεηλασίες επαναλήφθηκαν. Ο παπούς μου κ. Παναγιώτης Χατζηπαναγιώτης μου περιέγραψε μια τέτοια λεηλασία του χωριού που την έζησε ο ίδιος όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί. «Εγώ πήγα σ’ ένα Τούρκο, Χασανμπάσογλου τον λέγανε. Ήτανε πλούσιος. Τα χωράφια του συνορεύανε με ντικά μας49 (δικά μας). Δικοί μας (Βελετλεριώτες) τερίζανε τα χωράφια. Εγώ κουβανούσα φαί, πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Μια βραδυά, το 1918-19 αργά, βασίλεψε ο ήλιος. Τα φαγιά τα πήγαινα στους θεριστήδες. Βγήκα όξω από το χωριό. Γύρω, γύρω ήταν ορμάνι, δάσος. Καμιά 50 Τούρκοι, Τσέτες έρχονταν. Είχε φεγγάρι. Άκουσα πατιρντί (φασαρία). Γύρισα και είδα. Τα όπλα γυάλιζαν. Ήρτα εγώ στους θεριστήδες κοντά. Τους λέω: «μπαρμπάδες», λέω, «έρχονται αντάρτες πενήντα είναι εκατό, ντε ξέρω. Τα όπλα τους γυάλιζαν. Το φαί ό,τι θέλετε κάντε το». Τα φαγιά τα ‘χυσαν, τα ψωμιά τα μοιραστήκανε, ύστερα κατέβηκαν, γύρευαν να πάνε στο σπίτι τους. Εμείς κρυφτήκαμε. Τρία άτομα είμασταν κι ένας από το Ντερέκιοϊ. Αυτοί οι Τούρκοι στο χωριό βρήκανε το δάσκαλο στο ντρόμο. Το ρώτησαν: «τι είσαι εσύ;».

49

Ο κ. Χατζηπαναγιώτης μιλούσε Τουρκικά, γι’ αυτό τα Ελληνικά του δεν είναι πολύ καλά.

[99]


«Δάσκαλος είμαι». Το τραβάν μέσα στην εκκλησία «Να ντάσκαλος είσαι, τα ντίνεις μαθήματα στο χωριό;», το ‘δειραν μέχρι να φτύσει αίμα. Το χωριό βγήκε όξω. Τούρκος ένας λέει: «Ν’ αρχινίσουμε;50» Και ένας από το Αναφόρι51 ήτανε. Είχε μύλο. Αρχηγός φαίνεται ήτανε. Και εκείνος λέει: «Εγώ απ’ αυτό το χωριό καμιά ζημία δεν είντα. Ωφελεία είντα, ζημία δεν είντα. Δεν μπορώ να πάρω στο λαιμό μου αυτό το χωριό. Και ύστερα πήραν ό,τι ήθελαν και έφυγαν». Για ν’ αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα οι κάτοικοι οργάνωσαν ομάδες φύλαξης του χωριού. Σε μια συμπλοκή μάλιστα με τους Τούρκους, τα παλικάρια του Βελετλέρ σκότωσαν το γιο ενός Τούρκου. Έτσι για κάποιο χρονικό διάστημα σταμάτησαν οι τουρκικές ενοχλήσεις. Μερικοί

επιστρατεύονται

στον

τουρκικό

στρατό.Ο

Α.

Χατζηκυριάκος

επιστρατεύτηκε στον Τουρκικό στρατό και γνώρισε ως στρατιώτης τα Μουδανιά, την Προύσα, το Μιχαλίτσι και έφθασε μέχρι την Αραβία. Από εκεί οδηγήθηκε αιχμάλωτος από τους Αγγλους στο Κάϊρο.Επέστρεψε στο χωριό του το1919 μετά την αποβίβαση του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Όταν αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Μ. Ασία, πολλοί Βελετλεριώτες κατατάχθηκαν με χαρά στον ελληνικό στρατό. Μερικές οικογένειες φιλοξένησαν και στρατιώτες ή αξιωματικούς του ελληνικού στρατού. Συγκεκριμένα η κ. Μαρία Κοντολέων μου διηγήθηκε ότι η οικογένεια της Παρασκευής Γιάννογλου είχε φιλοξενήσει ένα γιο της οικογένειας Μπουλάκη, κάτοικο του Σουφλάρ που υπηρετούσε τότε στον ελληνικό στρατό. Μετά το 1922 η οικογένεια της κ. Παρασκευής Γιάννογλου, πρόσφυγες πλέον, εγκαταστάθηκαν στο Σουφλάρ. Όταν η κ. Παρασκευή πήγε να ψωνίσει από το παντοπωλείο της οικογένειας Μπουλάκη, ο κ. Μπουλάκης την αναγνώρισε, και την ευχαρίστησε για τη φιλοξενία που του είχαν πρόσφεραν. Το 1922 μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και τα κακά μαντάτα που φθάνουν, ακολουθούν και αυτοί τον δρόμο που πήραν και οι άλλοι πρόσφυγες. Παίρνουν τα πλέον απαραίτητα και προσπαθούν να σωθούν καταφεύγοντας στην Ελλάδα. Από τα Μουδανιά με πλοίο περνούν στη Ραιδεστό. Η αποχώρηση έγινε με πολλές δυσκολίες. Τα πλοία που τους μεταφέρουν είναι λιγοστά. Μέσα στον πανικό τους για να σωθούν και τη λαχτάρα τους να επιβιβαστούν 50 51

Όπως μου εξήγησε ο κ. Χατζηπαναγιώτης, εννοούσαν να τους κάνουν κακό Αναχώρι ή Αναφώρι,χωριό κοντά στο Βελετλέρ, που υπάρχει ακόμη και σήμερα

[100]


στα πλοία της σωτηρίας, χάνει ο ένας τον άλλο. «Πήγα να πιω νερό, έχασα μαμά και μπαμπά μου. Ακολούθησα τους χωριανούς μου και πέρασα Ραιδεστό. Εκεί τους βρήκα. Περίμεναν εμένα», διηγείται ο κ. Χατζηπαναγιώτης Παναγιώτης. Άλλοι όμως δε στάθηκαν τόσο τυχεροί, όπως συνέβη με το Βασίλη Παναγιώτογλου, τον αδελφό της κ. Παναγιώτας Κελγιάνογλου-Παναγιώτογλου. Αυτός, όταν οι κάτοικοι εγκατέλειπαν το Βελετλερ, συμμετείχε σε μια ομάδα περιφρούρησης του χωριού, μ’ αποτέλεσμα να καθυστερήσει την αποχώρησή του. Όταν επέστρεψε ο πατέρας του και τους μετέφερε στη σκάλα των Μουδανιών για να περάσουν απέναντι ήταν κάπως αργά. Εξαιτίας του πλήθους δεν πρόλαβε να ανεβεί στο πλοίο όπου είχε ήδη επιβιβαστεί η οικογένειά του. Μια ομάδα Τσετών που είχε φθάσει στη σκάλα των Μουδανιών, τον συνέλαβαν μαζί με άλλους συμπατριώτες του και τον φυλάκισαν. Οι γονείς του πάνω στο πλοίο που είχε ήδη ανοιχτεί στη θάλασσα παρακολουθούσαν τα γεγονότα μη μπορώντας να τον βοηθήσουν. Όπως πληροφορήθηκαν αργότερα από Βελετλεριώτες που είχαν συλληφθεί μαζί με το γιο τους και κατάφεραν να διαφύγουν, τα γεγονότα είχαν την παρακάτω εξέλιξη. Οι Τσέτες τους φυλάκισαν σε μια αποθήκη στα Μουδανιά. Ένας Τούρκος που γνώριζε και συμπαθούσε τους Βελετλεριώτες τους βοήθησε ν’ αποδράσουν. Όσοι τα κατάφεραν, ήρθαν στην Ελλάδα και βρήκαν τους δικούς τους στο Σουφλάρ Χαλκιδικής. Ο Βασίλης Παναγιώτογλου όμως φαίνεται πως δεν τα κατάφερε. Παρά τις προσπάθειες των δικών του που ζήτησαν τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, επισκέφθηκαν μετά από χρόνια το χωριό και τον αναζήτησαν, δεν βρέθηκε πουθενά. Άλλοι πάλι έγιναν μάρτυρες βιαιοτήτων που προκλήθηκαν από τους Τσέτες και οι οποίες δε σβήστηκαν ποτέ από την ψυχή τους μέχρι το τέλος της ζωής τους. «…Πολλά παιδί μου, παιδιά χαθήκανε ένας ήταν αρραβωνιασμένος με την αρραβωνιαστικιά του αγκαλιά πνιγήκανε. Εγώ λέω στον αδελφό μου: αδελφέ μου πνίγονται. Όχι, είπε αυτός, ρούχα στη θάλασσα πετάνε. Μαχαίρωναν τα τσουβάλια (οι Τούρκοι), άντρες να μην έχει μέσα», διηγείται την φοβερή εμπειρία που μικρό παιδί έζησε η κ. Ελ. Καρασάββα όταν έφευγε από το Βελετλέρ. Από τη Ραιδεστό φθάνουν στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στην Καβάλα, Κουμαριά Σερρών, Μεγαπλάτανο Αλμωπίας (Καρατζόβα). Οι περισσότεροι όμως Βελετλεριώτες έρχονται στο Σουφλάρ της Χαλκιδικής. Φθάνουν καταπονημένοι χωρίς χρήματα, χωρίς περιουσία με μόνο εφόδιο την ελπίδα και το κουράγιο της ψυχής τους. «Ήρθαμε με πλοία. Δεν είχαμε να φάμε. Και

[101]


εκείνα που φορούσαμε κομμάτια γίνανε και ήρθαμε στο Ραιδεστό. Βγήκαμε εκεί. Ούτε ψωμί, ούτε φαί, ούτε παπούτσια. «Αυτό εδώ ήταν το στρωματάκι μας και αυτό το μαξιλαράκι μας» διηγείται η κ Ελ. Καρασάββα, δείχνοντας το πάτωμα. «Οι αδελφές μου παντρεύτηκαν με παλιά ρούχα» Εγκαθίστανται σε εγκαταλελειμμένα σπίτια του Σουφλάρ αλλά κυρίως σε σκηνές που έστησαν στον ελαιώνα, κοντά στον χώρο όπου κτίσθηκαν αργότερα τα παρεκλήσια της Α γίας Παρασκευής,. Σιγά-σιγά όταν έσβησε η ελπίδα του γυρισμού στην παλιά τους πατρίδα, άρχισαν να ριζώνουν στη νέα πατρίδα, ενώθηκαν με τους κατοίκους του Σουφλάρ, πρόσφυγες και ντόπιους και δημιούργησαν όλοι μαζί την κωμόπολη της Ν. Τρίγλιας

Ο κ.Παναγιώτης και η κ.Σοφία Χατζηπαναγιώτου,που ήρθαν μικρά παιδιά από το Βελετλέρ.

[102]


VΙΙ). Βελετλεριώτες στον αγώνα για την πατρίδα

Όταν ξέσπασε ο β’ παγκόσμιος πόλεμος πολλοί απ’ αυτούς στρατεύτηκαν και υπηρέτησαν την πατρίδα τους. Άλλοι θυσιάστηκαν γι’ αυτήν. Αξίζει εδώ να αναφερθούμε με σεβασμό σε δύο συμπατριώτες μας Βελετλεριώτες που άφησαν την πνοή τους στο μέτωπο του πολέμου. Ο ένας ήταν ο Γιάννης Χατζηκυριάκος. Νιόπαντρος άφησε τη γυναίκα του κι έφυγε για το μέτωπο. Αρρώστησε και πέθανε εκεί.

Αριστερά ο Γιάννης Χατζηκυριάκος που έχασε την ζωή του στο μέτωπο του πολέμου.

Ο άλλος ήταν ο Ευστράτιος Παπαδόπουλος, σύζυγος της Μαγδαληνής Παπαδοπούλου και πατέρας τριών παιδιών, του Πέτρου, Γεωργίου και Βασιλικής. Υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό, πολέμησε κατά τον Αλβανικό πόλεμο και [103]


σκοτώθηκε εκτελώντας το καθήκον του υπέρ της πατρίδας. Άφησε ορφανά σε μικρή ηλικία τα τρία παιδιά του, τα οποία μεγάλωσε με κόπο

η άξια χήρα του, κ.

Μαγδαληνή. Άξιος αγωνιστής σ’ άλλου είδους αγώνα, στο στίβο της ιερωσύνης αναδείχθηκε ο πατήρ Πέτρος Παπαδόπουλος, ο πατέρας του Ευστράτιου Παπαδόπουλου που προανέφερα. Ο παπα- Πέτρος χειροτονήθηκε ιερέας στην Ελλάδα. Ήταν ιερέας στις κοινότητες Πετραλώνων, Κρήνης, Συλλάτων και Ροδόκηπου. Όλοι θυμούνται το σεμνό λευίτη να μεταβαίνει από τη μία κοινότητα στην άλλη για να εκπληρώσει τα ποιμαντικά του καθήκοντα.

Ο π.Πέτρος Παπαδόπουλος με τους δυο γιους του. Δεξιά ο γιος του,Ευστράτιος Παπαδόπουλος που σκοτώθηκε κατά τον Αλβανικό πόλεμο.

[104]


Άλλος επισης ιερέας από το Βελετλέρ ήταν ο Γ.Χατζόπουλος που υπηρέτησε ως ιερέας στο Μετόχι των Φλογητών

. Οπ. Γεώργιος Χατζόπουλος.

Αντάξιοι διαδοχοί τους στις μέρες μας και απόγονοι Βελετλεριωτών είναι ο ιερέας π. Αναστάσιος Κοντολέων και ο ιερομόναχος π. Άνθιμος Καγιόπουλος. Ο π. Αναστάσιος Κοντολέων, έγγαμος ιερέας και πατέρας δύο παιδιών υπηρετεί στο Ναό του Φιλύρου και είναι πνευματικός πατέρας πολλών ψυχών. Ο π. Άνθιμος Καγιόπουλος, ιερομόναχος στην Μονή Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους είναι καταξιωμένος μοναχός, πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής πολλών ψυχών και μέσα στον κόσμο.

[105]


[106]


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.