Τετράδιο Ποίησης Α/Α: 1 / Οκτώβριος 2017
Ποιήματα Δημητρίου Α. Γκόγκα
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ Με το μολύβι σβήνει ένα φως. Έρχεται θάνατος και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα. Δεν στοχάζεται πλην των άλλων που θα φωνάξουν με δύναμη και θα πούνε: Αθάνατος καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει. Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή, κι ανθίζει η Άνοιξη. Η προσμονή σέρνεται με το φίδι ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου. Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε; Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου σύννεφο να στάζει. Η κραυγή σου πορεύεται καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή και το μαύρο την γεύεται.
Στο μικρό δωμάτιο μέτρησε τέσσερις άσπρους τοίχους. Ψηλά ο ουρανός. «Ήρθε η Άνοιξη» σκέφτηκε. Τους έβαψε γαλάζιους Και πνίγηκε στη θάλασσα.
Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος. Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο στην κεφαλή. Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα. Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου. Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;
Α' 'Έπαινος στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού (2014)
ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ
Χιόνι Σπογγισμένο αίμα που στράγγιξε κι έγινε λάβα που καίει στα σπλάχνα της. Κάποτε, μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. Καίει ότι την πόνεσε. Κι ύστερα στάχτη και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι. Βροχή Κάθε χρόνο την ίδια μέρα, μικρή ώρα δειλινού, βρέχει. Επέτειος θλίψης, απώλειας και χωρισμού. Ρίγη στα μάρμαρα. Μια ξαφνική μπόρα, τον ύπνο των νεκρών ταράζει. Ιδρώτας Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε. Είπες : Με το παραπάνω και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις. Τώρα ήρθε η σειρά της. Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές, οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα -είχε καλούς σιδηρουργούς η ΠατρίδαΤα καινούργια συμβόλαια έτοιμα. Και πάλι χρέος. Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου. Γάλα Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες. Εγώ στους δρόμους. Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο με άλλους συντρόφους και δεν ανταλλάσαμε κουβέντα. Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή. Απορούσα βέβαια , καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα. Αίμα Είναι στη μοίρα μας. Έτσι να πεθάνουμε. Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας. Όταν τα δένδρα θα διψούν, θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους, το αίμα μας να πιούνε. 3o βραβείο του 4ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ (2015)
ΣΤΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΡΓΕΙ ΑΚΟΜΑ 1. Στο μικρό δωμάτιο μέτρησε τέσσερις άσπρους τοίχους. Ψηλά ο ουρανός. «Ήρθε η Άνοιξη» σκέφτηκε. Τους έβαψε γαλάζιους Και πνίγηκε στη θάλασσα.
2. Στο σκονισμένο κομοδίνο είχε ξεχάσει τα κρεμαστά σκουλαρίκια της. Με ζωγραφιές σε χάλκινο κλουβί μικρά πουλιά που είχαν τα φτερά της. Το ίδιο βράδυ πέταξαν μακριά. 3. Ήθελε πάντα να περπατήσει κάτω από τους ήχους της βροχής, με μια ομπρέλα να γέρνει στον κυρτό της ώμο. Μια μέρα της βδομάδας, έβρεχε πολύ από νωρίς, πήρε απ’ το μπαούλο την ομπρέλα, την έβαλε με προσοχή στον ώμο. Η βροχή σταμάτησε ευθύς. 4. Η δουλειά που είχε δεν τον ικανοποιούσε απόλυτα μα κρυβόταν επιμελώς πίσω από τη φράση: δόξα τω θεώ που έχω δουλειά. «Αυτό ήταν αυτονόητο» μονολόγησε και συνέχισε να μαζεύει τα σκουπίδια του δήμου, κοιτάζοντας κάτω από τα βλέφαρα τον κόσμο που περνούσε. 5. Αποφάσισε -το είχε αποφασίσει από το βράδυνα συγυρίσει το σπίτι το πρωί. Σηκώθηκε, ήπιε κρύο καφέ, έκανε ζεστό μπάνιο, έβαψε είκοσι νύχια, είδε τηλεόραση, ντύθηκε αργά, βγήκε έξω στην πόλη. Συγύρισε τον εαυτό της, δεν ήθελε να λερωθεί. 2o βραβείο του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ (2014)
Μέσα στην Ποίηση βρήκα την Ειρήνη ΦΟΒΟΣ Λέω πως ζω κι όταν με ρωτούν πως τα πάω απαντώ "σπίτι - δουλειά δουλειά-σπίτι" Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα αποφεύγω τον σκύλο που μισώ δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο κατοικούν μέσα του Κέρβεροι κι ένας Προκρούστης που θέλει δουλειά. Αν του την δώσω τι θα λέω όταν με ρωτούν αν ζω; Ζω σπίτι; Α΄ Βραβείο στην κατηγορία :(Διαγωνισμός για τη Κύπρο) Ποίηση Αυτογνωσίας του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014" ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ Με τον απρόσμενο θάνατό σου άλλαξε με μιας και τις καθημερινές συνήθειες του. Δε λαχταρά το φαγητό που του έδινες. Δεν ξεδιψά στο νερό που έχυνες στο πήλινο. Δεν κλωθογυρίζει από χαρά σαν έφτανες στη ξώπορτα. Δε μυρίζει τις οσμές του κόσμου από την αγκαλιά σου. Δεν ψάχνει άλλο σκαμμένο πρόσωπο να δίνει το φίλημά του. Μέρα και νύχτα κάθεται πάνω από το μνήμα σου. Σέρνεται στο χώμα να σε γευτεί. Ν΄ ακούσει τη φωνή σου. Ψάχνει τα δάκτυλά σου. Χώνεται χάμω απ΄ τα λούλουδα και τα στέφανα Και σιωπά. Η σιωπή τώρα είναι ο πιστότερος φίλος του. Μόνο, κάπου – κάπου, βαθιά μέσα στην άμπωτη της λύπης ξεφεύγει ένα αλύχτισμα, σαν στεναγμός θανάτου. Το ποίημα διακρίθηκε αποσπώντας Έπαινο στον 5ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ζωοφιλίας (2016)
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ Κάθε πρωί της ξενιτιάς ο ήλιος χρυσολάμπει. Μα μένα την καρδούλα μου φωτίζει μια νυχτιά, που απλώνεται κει στα βουνά. Κι είναι νεκροί οι κάμποι, κάποιας πατρίδας που στο νου μου, πάντα τριγυρνά. Το άρωμά της δεν ξεχνώ, είναι της μάνας μύρο. Απλώνονταν απ΄ την αυλή, ως κάτω στο ποτάμι. Κυρτή στ΄ αναχώματα, η λεύκα όπου θα γύρω και η ψυχή απ΄ τη κούραση, σιγά θα αποκάμει. Οι λόφοι της παράδεισοι, γεμάτοι ανεμώνες. Απ΄ το βουνό απλώνεται σαν σκέπη o ουρανός. Ξενιτεμένοι γερανοί μου φέρνουνε εικόνες. Και φτερουγίζει πάντοτε στα στήθη ένας καημός. Έπαινος στον Ε΄ Ποιητικό Διαγωνισμό Καισάριος Δαπόντες (Δήμος Σκοπέλου) (2016)
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους -μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσεςΚι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής. Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου. Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε. Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις, τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη και ιδού αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθοςμε τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές, δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε κι έλεγες περιγελώντας, ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Λυπάμαι τα ποιήματα, που κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών, στα βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων, έξω από τα πολυσύχναστα καταστήματα, γυρολόγοι στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες, με τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν, έναν επιθετικό προσδιορισμό, ένα καλολογικό στοιχείο, ένα κόμμα, μία τελεία, μια ξεχασμένη απόστροφο, μια λύση στο αδιέξοδο, μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι ένα θάνατο. Λυπάμαι εκείνα τα ποιήματα που δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν, δεν ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες στηρίζονται σε ξύλινες πατερίτσες, κάμουν τους ανάπηρους, ακρωτηριασμένοι στην ψυχή γεμίζουν με συγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους σαλιαρίζοντας πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων. Κέρβεροι που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.
Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ Η Προσφυγιά δεν έχει γκρίζο χρώμα. Έχει το χρώμα των λαών όλης της γης. Πίνακας γίνεται σ΄ αναστημένο σώμα. Λιβανιστήρι σε ανάταση ψυχής. Αγνάντια κάθεται στης Κύπρου τα πελάγη. Στης Αφροδίτης δίνει φόρο, υποτελώς. Μες στη καρδούλα της φωλιάζουνε τρεις μάγοι. Και η φωνή της, η φωνή του καθενός. Σε χρυσοπράσινη γραμμή τα σύνορα φυλάει. Κουράγιο μάνα, κάμε το νόστο προσμονή. Περνούν τα χρόνια. Μα νια και δεν γερνάει. Κάθε που άγγελος της δίνει ένα φιλί. Απλώνει τα φτερά της μαδημένα. Κι ο αγνοούμενος δεμένος καταγής. Ρόγχος θανάτου. Τα παιδιά σημαδεμένα. Αλφαβητάρια μιας παγκόσμιας σιωπής. Α’ Βραβείο στην κατηγορία Ποιητικού Μουσικού Στίχου του 7ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του ΕΠΟΚ (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων) 2016
Τι να τα κάμω αυτά τα ποιήματα; Ελεεινά και τρισάθλια κουρέλια, διπλά πλυμένα, απλωμένα ρετάλια, στους ιστούς αραχνών σκεβρωμένα οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη, των ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων, των απροσάρμοστων ήχων. Να λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί, να μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα, ένα μαύρο χελιδόνι, ένα μαύρο χελιδόνι, είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη. Πάνω από την φωλιά των ποιημάτων, παίζει με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα. Παίζει με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές. Παίζει με την θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος. Παίζει με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο. Κλωτσάει τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος. Ανοίγει μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας. Συνέχεια δίπλα >
Κι ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα. Λίγα ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή. Τέλος, ύστερα από τη σταύρωση δεν ξέρω αν είναι λάθος η ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.
3ο βραβείο στον πρώτο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος "Γιώργος Σεφέρης" που διοργανώθηκε από την Έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας (Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας “Τρινακρία” και με τον Εκδοτικό Οίκο “Nostos – Edizioni La Zisa”