Φυλλάδιο ποίησης φεβ 2018

Page 1

Φυλλάδιο Ποίησης Α/Α: 2 / Φεβρουάριος 2018

Ποιήματα Δημητρίου Α. Γκόγκα Από την ποιητική συλλογή με έμμετρους στίχους : Βηματισμοί σε Φθινοπωρινούς στίχους

12 Φθινοπωρινές ζωγραφιές Κάποια στιγμή Κάποια στιγμή, της αγάπης μου ήταν να σβήσει κείνη η ρωγμή, που δειλά σ΄ ένα τοίχο είχα αφήσει. Mα εσύ μυστικά, σε χαρτί που ρωτά, είχες απλά ζωγραφίσει την ζωή. Ποιητή, του Σεφέρη μια αρχή «η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει» Λέω: η ζωή είναι δείλι, που στον ήλιο μας τάζει, -κάθε μέρα σαν ωριμάζει πως θα έρθει, θα φύγει. Κι άμα χαράζει γίνεται φόβος, κυνήγι. ** Αχ αυτή η κρύα στιγμή

Με το χνώτο σβηστό Με το χνώτο σβηστό, σε πελάγη, τρελό το καράβι μου. Να σαλπάρει απ΄ το χθες, όταν συ θα μου λες, στ΄ ακρογιάλι μου,

Αχ αυτή η κρύα στιγμή που τον κόσμο ραντίζει κάνει την μαύρη πνοή σαν ανθός να μυρίζει.

σ΄ αγαπάω πολύ, μα σαν να σαι πουλί, τον χειμώνα, με αφήνεις γιατί, Καλοκαίρι ανθεί, ανεμώνα.

Κι όταν λείπεις εσύ από δίπλα μου, ζάλη λέω ο κόσμος μπορεί να γυρίσει και πάλι.

1


Συντρόφισσες στο τέλος του ταξιδιού

Τι ζητάω στο πηγάδι

Τον ήλιο, που γλυκαίνει το δείλι της. Την καύτρα που αφήνει στα χείλη της. Την Άνοιξη, τον ήλιο, την Θάλασσα, το κάλπικο ταξίδι που χάλασα.

Τι ζητάω στο πηγάδι, για να βρω την γιατρειά ένα λαβωμένο χάδι, πεταρίζει την καρδιά. Έχουν κλείσει στο βαθύ του, ένα σώμα με ψυχή που αναζητά μαζί μου, Δύση και Ανατολή.

Τα μάζωξα μια νύχτα και πριν χαθώ τα ύφανα με ρόκα στον αργαλειό. Τα κύματα, που στάζαν στο πάτωμα, της Άνοιξης το μόνο ελάττωμα!

Το ραντίσανε οι μάγοι, δυόσμο και βασιλικό κι ένα καντηλάκι φέγγει, πίσω από τον άνεμο. Ένα βράδυ στο πηγάδι, σκύψανε δυο κοπελιές και πνιγήκαν στο σκοτάδι, μόλις ήπιαν δυο γουλιές.

Την ποθητή σχισμάδα στον κόρφο της, το ίσο που κρατάει στον όρθρο της, το γέλιο, την πικράδα και το γλυκό της Κυριακής, που τρώγαμε στο χωριό,

Έτσι έπαιρνε κουράγιο η χαμένη μου ψυχή σε σχισμάδα στο μουράγιο, έστηνε την νέα γη. Με κορμιά και με μαδέρια, με νερό και με πηλό ένα κήπο χαμομήλια, περιβόλι μυθικό.

τα γεύτηκα μια μέρα και πριν χαθώ, τα κέντησα σ΄ ολόλευκο υφαντό, το γέλιο που ακούστηκε σαν βροχή, ήταν το καμουτσίκι μες στην ζωή!

Στην ποδιά του νέου κόσμου, μαζευτήκανε θαρρώ ο σκιές κι ο εαυτός μου και το αμίλητο καλό. Έτσι με ξαναρωτάω, τι ζητώ μες στο βυθό σκόνη σε μποξά ότι χτίζω, του θεού ότι αγαπώ.

Την λίμνη, το ρυάκι, τον ποταμό, το μπλε που ξεχειλίζει στον ουρανό, τον Μάρτη, τον Ιούνη και τον Σπορά, με ξακουστή βελόνα απ΄ την Βενετιά,

Μην ακούς μου λέει κάποιος απ΄ το βάθος της ψυχής και το καντηλάκι κάπως, άναψέ το και θα δεις.

τα κέντησα στην άκρη μιας κουρελούς, κλωστές από ανθισμένους λεμονανθούς, με ήχους απ΄ τα βάθη τ΄ ωκεανού, συντρόφισσες στο τέλος του ταξιδιού.

2


Μέσα στην Ποίηση βρήκα την Ειρήνη

Κάποιες στιγμές

Πουλιά γινήκαν βράδυ οι στρατιώτες

Κάποιες στιγμές που χάνονται μαζί μας βαθιά στην κοιμισμένη γη, σκορπίζονται όπως η ψυχή μας, σαν στάχτη ενός άδοξου ποιητή.

Πουλιά γινήκαν, βράδυ, οι στρατιώτες και πέταξαν στην απλωμένη γη, να βρούνε του παράδεισου τους δότες που ρίχνουν, στην ζωή μας, το κρασί.

Νομίζω πως μιλούν με τ΄ έγκατα μας και με των δένδρων τα ριζώματα ανθούνε σαν καρποί, μες στ΄ αίματά μας του φθινοπώρου τα φυλλώματα.

Σιγά- σιγά, ο ήλιος θα αράξει, κι απλώνουν στην σκιάδα τα φτερά, στο μεσοστράτι που θάνατος θα κάψει, θυσία σε μια μάχη, την καρδιά.

Την πλάτη μας χτυπούνε κι αντηχούνε τα γέλια πάνω, στων τάφων την σιγή και φτάνουν στις καρδιές όσων πονούνε γιατί έχουν γίνει βράχοι μοναχοί.

Πουλιά γινήκανε και φτερουγίζουν, πάνω απ΄ το πέλαγος των στεναγμών, είν ΄ τα πουλιά, που κάποιοι τουφεκίζουν, στην γκρι γραμμούλα των ωκεανών.

Σκοτάδι

Θα βρεθούμε

Πω - πω σκοτάδι και στην καρδιά μου ένα πετράδι, μαύρο κι αυτό!

Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε. Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει. Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.

Αίμα και στάχυ τι μέσα θα χει; καθώς κυλάει σε ποταμό;

Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε, το καθάριο νερό που κυλούσε, με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε, με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.

Νερό! Διψάω. Που άραγε πάω; Μόνος σε έρημο, πουλί παντέρημο!

Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε, στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν, στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.

Ανοίγω διαθήκη, μαχαίρι σε θήκη, ίσως να κάνω, μια στάση μ΄ αυτό, στις όχθες που τρέχει, νερό με το αίμα, σαν νάναι ψέμα στον ουρανό!

.

3


Χειμώνα να βρεθούμε στις γιορτές

Στραγγίζουν δάκρυα

Ρωτώ σιγά ποιον δρόμο θα διαλέξεις κι εσύ κοιτάς ψηλά τον ουρανό. Γυμνά τα πόδια σου και πως τρέξεις, κρεμιέται τ΄ όνειρο σ΄ ένα γκρεμό.

Στραγγίζουν δάκρυα ακούς; Πάνω στης άδοξης ζωής το μεσοφόρι, οι τύψεις μας σε σκοτεινούς δρόμους π΄ αλέθει η βροχή, το ξεροβόρι.

Στης γης σ΄ ένα δωμάτιο, πεθαίνεις. Ο ήλιος πώς να φτάσει να σε δει. Τη μέρα δεν μιλάς κι όλο σωπαίνεις, τη νύχτα φεγγαράκι σε κλουβί.

Πουλιά στα δένδρα κελαηδούν κι άλλα σιωπούν και η σιωπή τους μας χαράζει στους ουρανούς εγκυμονούν σύννεφα άσπρα που γεννούν μόνο χαλάζι.

Ρωτώ ξανά: μπορώ να περιμένω; Και βάζω στο ποτήρι μου νερό. Στους ουρανούς σε έχουν πεθαμένο. Μια μάνα κελαηδάει σ΄ αγαπώ.

Και συ διαβάτης προχωράς μες στα σοκάκια που το χώμα τους κοχλάζει μπροστά σ΄ εικόνες σταματάς αγίων και μιας μάνας που στενάζει.

Φοβάσαι μα ελπίζω να πετάξεις, γεμίζω τα ποιήματα μ΄ ευχές. Ελπίζω το Φθινόπωρο ν΄ αλλάξεις, Χειμώνα να βρεθούμε στις γιορτές.

Δεν είναι τούτο που ζητάς, θέλεις φωνή μα η φωνή σου απουσιάζει κουνάς κεφάλι μα κοιτάς πίσω γιατί το μέλλον σε τρομάζει.

Αν κλείσω τα μάτια Αν κλείσω τα μάτια, φοβάμαι, μην έρθει ο θάνατος σιμά. Κι αν με ρωτήσει που πάμε θα του πω έτσι απλά δεν κοιμάμαι!

4


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.