Ιστορίες Ανδρών και Γυναικών μέσα από 14 Δημοτικά Ποιήματα και τραγούδια
Κείμενα, Συλλογή στοιχείων: Δημήτριος Γκόγκας Λάρνακα 2018
1
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΚΟΓΚΑ Ιστορίες Ανδρών και Γυναικών μέσα από 14 Δημοτικά Ποιήματα και Τραγούδια © Δημήτριος Γκόγκας e-mail: dimitriosgogas2991964@yahoo.com Το παρόν φυλλάδιο γεννήθηκε μέσα από την ιδέα για την δημιουργία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής ή την πραγματοποίηση θεατρικής Χορωδιακής Παράστασης κατά τις οποίες θα παρουσιαστούν στο κοινό, ιστορίες ανδρών και γυναικών που ξεπηδούν μέσα από Δημοτικά Τραγούδια Σελιδοποίηση: Δημήτριος Γκόγκας ΕΚΤΥΠΩΣΗ- ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ Το παρόν έργο, όσο αφορά στη συγγραφή των κειμένων και την συλλογή των στοιχείων και πληροφοριών, είναι πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τις διατάξεις της Κυπριακής Νομοθεσίας (Ο περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμος του 1976 (Ν. 59/1976, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει μέχρι και σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του φυλλαδίου με την απλή ενημέρωση του συντάκτη Δημητρίου Γκόγκα ή στην αναφορά της διαδικτυακής Διευθύνσεως
2
Στην Στρατούλα Στον Αντώνη
3
Εισαγωγικό Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει την αξία των Δημοτικών τραγουδιών μέσα στην Δημοτική Ποίηση. Ουσιαστικά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ότι η Δημοτική ποίηση αποτελεί έναν ανεκτίμητο θησαυρό που κάθε έθνος, κάθε πατρίδα πρέπει να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού. Πόσο μάλλον εμείς οι Έλληνες, στην Ελλάδα μας αλλά και στη μεγαλόνησο την Κύπρο μας, που κατορθώνουμε στο διάβα των αιώνων να ζούμε μαζί με την Δημοτική Ποίηση και Μουσική. Μέσα λοιπόν σε αυτόν τον θησαυρό Θα αναζητήσουμε και θα βρούμε τελικά την φυσιογνωμία, τον χαρακτήρα του Άνδρα και της Γυναίκας σε διάφορες μορφές και ρόλους. Ο Έλληνας άνδρας υπάρχει ως σύζυγος, συναδελφός, φίλος, ήρωας, πολεμιστής, ακρίτας. Σε όλους τους ρόλους που απαιτεί η κυρίαρχη μορφή του. Η Ελληνίδα γυναίκα, υπάρχει ως μάνα, ως σύζυγος, ως αδελφή, ως φίλη. Σε κείνους τους κύκλους της ζωής, που ισότιμα πρέπει να υπάρχει και να βιώνει ισάξια με τον άνδρα τη ζωή της. Γεννά, ερωτεύεται, δίνει στοργή, υπάρχει στον ζωή και στον θάνατο. Ζει στην ξενιτειά, ζει τον έρωτα, είναι παρούσα στους γάμους, τις χαρές και τις λύπες. Βρίσκεται στην κορυφή και κατρακυλά, όταν απαιτηθεί στις παρυφές ενός βουνού, στα έγκατα της γης. Το ίδιο και ο άνδρας που είναι πάντα πρόθυμος να πολεμήσει και να υπερασπιστεί την οικογένεια, την θρησκεία και την πατρίδα του. Να θυσιαστεί για την τιμή του. Μέσα λοιπόν από επιλογές συγκεκριμένων Δημοτικών τραγουδιών, θα ταξιδέψουμε σε άλλες εποχές για να γνωρίσουμε ιστορίες ανδρών και γυναικών, μαθαίνοντας παράλληλα και δύο διδακτικά τραγούδια. Ιστορίες που ο Λαϊκός ποιητής, ο Δημοτικός ποιητής και βάρδος βρήκε ως βάση για να συνθέσει ορισμένα από τα ωραιότερα Δημοτικά μας τραγούδια.
4
Τα 14 Δημοτικά Τραγούδια που παρουσιάζονται Α/Α Τίτλος Δημοτικού Τραγουδιού 1 Ανδρονίκη 2
Κάτω στην Αγιά Μαρίνη
3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
Στου Τουκμάκι Μεταξάδες Έχε γεια καημένε κόσμε Αρχοντογιός παντρεύεται Ο Χάρος και η Λυγερή Η Ευγενούλα η Μοσχονιά Να το πούμε Ένα Ντίλι – Ντίλι - Ντίλ Ερωτικός Διάλογος Τζαβέλαινα Τέσσερα τζια τέσσερα Ο θρήνος της Μεγάλης Εβδομάδας Ο Μενούσης
Περιοχή Ελλάδας / Κύπρος Πελοπόννησος- ΔωδεκάνησαΚύπρος Ανατολική ΘράκηΚωνσταντινούπολη Δυτική Θράκη Ρούμελη Δυτική Θράκη Θράκη - Κύπρος Νέος Πύργος Θράκης Μικρά Ασία Μαρμαράς – Προποντίδα Κρήτη Ήπειρος Κύπρος Ελλάδα (Βυζαντινή Εποχή) Ήπειρος
5
Σελίδες 6,7 8,9,10 11,12,13 14,15 16,17 18,19 20,21 22,23,24,25 26,27 28,29 30 31,32 33,34,35 36,37
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ
H
«Ανδρονίκη» είναι ένα Δημοτικό, αφηγηματικό τραγούδι. Οι στίχοι του περιγράφουν ένα πραγματικό περιστατικό, που λέγεται πως συνέβη σε «μέρη ελληνικά» ή για την ακρίβεια στα «μέρη της Ελλάς» Αυτό μπορεί και να σημαίνει ότι οι στίχοι γράφτηκαν στον Ελλαδικό χώρο και αργότερα η Λαϊκή Μούσα με την έντονη κινητικότητα, λόγω και των κοινωνικοοικονομικών μεταβολών, τους προσάρμοσε στον Κυπριακό περιβάλλον δίνοντας έντονο χαρακτηριστικό χρώμα, δυνατό ήχο, ρυθμό και ασύγκριτη μελωδία. Βέβαια η προέλευση του τραγουδιού έχει διχάσει ευχάριστα. Πολλοί είναι που εκτός από την Κύπρο, αναφέρουν ως αρχή της Δημιουργίας του τραγουδιού την Λακωνία (Σπάρτη), τη Ρόδο (ο τραγουδιστής Γιάννης Κλαδάκης το τραγουδά ως Δημοτικό τραγούδι της Ρόδου, τη Θράκη, την Αντίπαρο, τη περιοχή της Πάτρας, την ευρύτερη περιοχή των Δωδεκανήσων, ενώ ο μουσικοσυνθέτης Ανδρέας Α. Αρτέμης διασκευάζοντας το τραγούδι : Η ιστορίας της Φεβρωνίας το αναφέρει ως μικρασιατικό. Αναζητώντας στοιχεία για το περιστατικό καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτό συνέβη στην Κοινότητα Άγιος Ιωάννης Σπάρτης (βρίσκεται σε υψόμετρο 210 μέτρων) ή στον Αι Γιώργη Λακωνίας (Υψόμετρο 700 μέτρα) σε απροσδιόριστη χρονική στιγμή αλλά σίγουρα στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν η πρωταγωνίστρια (με το ασυνήθιστο όνομα: Φεβρωνία ή Πεφρωνία) τόλμησε να πάει στον καφενείο, φορώντας ρούχα ευρωπαϊκά (παντελόνια δηλαδή) να παίξει χαρτιά, να πιει καφέ και να φουμάρει ναργιλέ, συνοδευόμενη από κάποιον άνδρα (εραστή, αγαπητικό, άνδρα κτλ) Η καταπάτηση των ηθών είναι προφανής, χαρακώνεται η τιμή της οικογενείας, η τοπική κοινωνία προδίδεται και ο αδελφός καλείται να σώσει τη τιμή, σκοτώνοντας (θυσιάζοντας) την γυναίκα. Το τραγούδι δεν απαντήθηκε μόνο ως Δημοτικό. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Ρόδο, τραγουδήθηκε ως ρεμπέτικο. Όμως 6
Ανδρονίκη που αρχικά λεγόταν Φεβρωνία ή Πεφρωνία, παίρνει στην Κύπρο το τελικό της όνομα και την μελωδικότερη μορφή της στις αρχές του περασμένου αιώνα. Εμαθετέ τι εγίνην στα μέρη της Ελλάς Ντύθην η Αντρονίκη ρούχα Ευρωπαϊκά Φορεί τα παντελόνια τσε πάει στον καφενέ Τον καφετζήν προστάζει καφέ και ναργελέ Ζητά τσε ενα τραπέζι τσε μιαν μάτσαν χαρτιά τσι αρκίνησεν να παίζει μ’ έναν παλλήκαραν Δυο φίλοι τ’ αδερφού της που την γνωρίζασιν Πάσιν εις τον Βαγγέλη, τσι του το ειπασιν τρεξε Βαγγελη τρεξε κατω στον καφενέ Να δεις την Αντρονικην που πίνει ναργελέ Βαγγέλης σαν τ’ ακούει πολλά θημώθηκεν πιάννει τσε `ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν Κρίμας σε Αντρονικη, κρίμας στο μπόι σου Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά με τουτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της 7
ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΗ
Η
Αγία Μαρίνα είναι ένα Παρεκκλήσιο στην Μητρόπολη Πριγκηποννήσων. Τη Ιστορία βέβαια της Αγίας Μαρίνας το πιθανότερο δεν την γνωρίζουμε όλοι μας. Επρόκειτο για ένα μικρό κορίτσι που γεννήθηκε το 270 μ.χ στην Αντιόχεια της Πισιδίας και σε ηλικία 15 ετών ανακαλύπτει τον χριστιανισμό. Εκδηλώνει την πίστη της και ύστερα από σκληρούς βασανισμούς, αποκεφαλίζεται. Τα λείψανά της φυλάγονταν στην πόλη της Κωνσταντινούπολης τουλάχιστον μέχρι και το έτος 1204 μ.χ. Στην Κύπρο και πιο συγκεκριμένα τρία χιλιόμετρα ανατολικά της Δερύνειας, υπάρχει Κτίσμα καθαρά Βυζαντινό με τρούλο, Πιθανώς του 12ου αιώνα. Αφιερωμένο στην Αγία Μαρίνα. Αποτελείται από δυο ιδίου μεγέθους εκκλησάκια ενωμένα που επικοινωνούν με περάσματα. Κάτω από την εκκλησία μέσα σε μια σπηλιά αναβλύζει αγίασμα με το οποίο έλουζαν τα άρρωστα παιδιά για να θεραπευτούν. Δίπλα από την εκκλησία υπάρχει η «παλλούρα» (ακανθώδης θάμνος) της Αγίας Μαρίνας. ΄Έχει χαρακτηριστικό και μοναδικό δενδρώδες σχήμα παρά το γεγονός ότι πρόκειται για χαμηλό θάμνο. Πάνω στην «παλλούρα» κρεμούσαν παιδικά ρουχαλάκια για να θεραπευτούν τα άρρωστα παιδιά. Ο Δημοτικός Λαϊκός ποιητής της Ανατολικής Θράκης, της περιοχής δηλαδή της Κωνσταντινούπολης εμπλέκει την ιστορία της Αγίας Μαρίνας και ντύνει την ηρωίδα καλογριά σε κάποιο μοναστήρι της. Όμως ο πόθος της νιότης, του έρωτα δεν μπορεί να κρατηθεί κρυφός: «Μόν' τηράει τα παλικάρια και χαμογελάει, κάθεται στα σταυροδρόμια και κρασί πουλάει.» Το Δημοτικό τραγούδι σε διάφορες παραλλαγές συναντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως στην Θράκη, την Ήπειρο και την Μακεδονία. Το Τραγούδι πρωτογράφτηκε στην Αγία Ελένη Σερρών το 1964, εκεί που κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου γίνονται τα Αναστενάρια. Η σημαντικότατη μουσικολόγος και τραγουδίστρια Δόμνα Σαμίου αναφέρει: «Είχα πάει ακριβώς για να παρακολουθήσω τις τελετές των Αναστενάρηδων, στις οποίες πρωτοστατούν σαν όργανα το νταούλι και η λύρα. Ο λυράρης Δημήτρης Βλάσκος μου έπαιξε μια σειρά τραγούδια από το χωριό Κωστί της Ανατολικής Ρωμυλίας τα οποία και 8
ηχογράφησα επιτόπου. Ανάμεσά τους ήταν κι αυτός ο καρσιλαμάς. Όταν μετά ηχογράφησα το τραγούδι για το δίσκο δεν είχα τη δυνατότητα να φέρω ντόπιους μουσικούς για να παίξουν, έτσι παίξανε όργανα που βρήκα εδώ και τραγούδησα εγώ.» Παρατίθενται τρεις διαφορετικές στιχουργικές εκδοχές του Δημοτικού Τραγουδιού: Κάτω στην Αγιά Μαρίνη Α Κάτω στην Αγιά Μαρίνη και στη Παναγιά δώδικα χρονώ κορίτσι εγίνει καλογριά δώδικα χρονώ κορίτσι εγίνει καλογριά Μήδε το σταυρό του κάνει, μήδε προσκυνά μόνο βλέπει τα παληκάρια και κρυφά γελά και σταυροδρόμια κάθεται και κρασί πουλά και σταυροδρόμια κάθεται και κρασί πουλά Πέρασε κι ένας λεβέντης και την ερωτά Πέρασε κι ένας λεβέντης και την ερωτά Πόσο το κρασί κυρά μου, πόσο η οκά; Πέντε φράγκα στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά Πέντε φράγκα στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά Β Κάτω στην Αγιά Μαρίνα και στην Παναγιά δώδεκα χρονών κορίτσι, πάει καλόγρια. Με σταυρούς, με κομπολόγια πάει στην εκκλησιά ούτε το σταυρό της κάνει, ούτε προσκυνά. Μόν' τηράει τα παλικάρια και χαμογελάει κάθεται στα σταυροδρόμια και κρασί πουλάει. - Πόσο το κρασί κυρά μου, πόσο το ρακί; - Πέντε, δέκα, στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά.
9
Γ Κάτω στην Αγιά Μαρίνα καί στην Παναγιά δώδεκα χρονώ κορίτσι πάει καλογριά. Με σταυρούς, με κομπολόγια πάει στην εκκλησιά. Μούδε το σταυρό της κάνει, μούδε προσκυνά. Γιε μ' τα σταυροδρόμια πιάνει καί πουλάει κρασί. Πέρασ' ένας, πέρασ' άλλος, πέρασα καί γω ο καημένος. -Καλογρίτσα μ', καλογρίτσα μ', πόσο το κρασί; -Πέντε γρόσια στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά. -Καλογρίτσα μ', κι αν μεθύσω πού θα κοιμηθώ; -Πάμε πέρα στο κελί μου καί στ' Αντελικό. Σ' όχω πέρδικα ψημένη καί γλυκό κρασί, για να φάμε καί να πιούμε καί να γλυκοκοιμηθούμε.
10
ΣΤΟΥ ΤΟΥΚΜΑΚΙ ΜΕΤΑΞΑΔΕΣ, ΒΑΣΙΛΚΟΥΔΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Ο
Ιωάννης Μαντάς ή Μαντούδης, γεννήθηκε το 1881 και απεβίωσε το 1962. Διετέλεσε Μουχτάρης κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας και κατά τις αρχές της Ελληνικής διοίκησης της περιοχής. Ο Γιάννης Μαντούδης απασχόλησε την κοινωνική ζωή της εποχής του και της περιοχής που ζούσε κυρίως με την άστατη ερωτική ζωή. Παντρεύτηκε άγνωστο πότε την Τριανταφυλλιά, η οποία είχε γεννηθεί το 1884. Λίγα χρόνια μετά τον γάμο τους η γυναίκα του πεθαίνει και ο ίδιος βρίσκεται σε κατάσταση χηρείας. Αργότερα ο Δήμαρχος Μαντούδης παντρεύεται την Δέσποινα με την οποία αποκτούν το 1910 ένα κορίτσι, τη Ζωή. Τόσο η Δέσποινα όσο και η Ζωή στα επόμενα χρόνια πεθαίνουν από κάποια επιδημία και κατά την διάρκεια απουσίας του από την Κοινότητα, λόγω συμμετοχής του στους βαλκανικούς πολέμους. Λίγους μήνες αργότερα ο Γιάννης Μαντούδης παντρεύεται την την Μαρία Τσιακιρούδη, (γεννηθείσα το έτος1886) γνωστή στο χωριό με το προσωνύμιο Θοδώρα ή Θοδωρούλα. Από τον γάμο αυτό δεν προέκυψαν παιδιά. Όπως ήταν ίσως αναμενόμενο, ψάχνοντας την γυναίκα που θα τον χαρίσει παιδιά, χωρίζει την θοδώρα και παντρεύεται για τέταρτη φορά την Βασιλική Μπακαλούδη ή αλλιώς Βασιλκούδα. Η Βασιλική Μπακαλούδη απεβίωσε το 1975. Όπως ήταν φυσικό για τα δεδομένα της εποχής, ο τέταρτος αυτός γάμος δεν έγινε δεκτός ποτέ από την Εκκλησία. Ο Γιάννης και η Βασιλική απέκτησαν τρία παιδιά τον Χρήστο, την Τριανταφυλλιά και τον Παναγιώτη. Βασιζόμενος στην ιστορία αυτή, ο λαϊκός τραγουδιστής δημιούργησε το τραγούδι που είναι γνωστό ως «Στου Τουκμάκι Μεταξάδες» ή κατ’ άλλους «Βασιλκούδα» ή «Γιάννης Δήμαρχος» και χορεύεται σε ζωναράδικο θρακιώτικο ρυθμό.
11
«Στου Τουκμάκι Μεταξάδες» ή κατ’ άλλους «Βασιλκούδα» ή «Γιάννης Δήμαρχος» Α Στο Τοκμάκι, στ’ς Μεταξάδις, Γιάννης Δήμαρχος. Άιντι Βασιλκούδα μ’ . Γιάννης έχει τρεις γυναίκις κι άλλην αγαπάει. Άιντι Βασιλκούδα μ’ . Θα χουρίσει τη Θοδώρα, θα πάρ’ τη Βασιλ’κή. Άιντι Βασιλκούδα μ’ . Μάνα της την ουρμηνεύει, την παρακαλεί. Άιντι Βασιλκούδα μ’ . -Βασιλ’κούδα μ’ μην τον παίρνεις, του Γιάνν’ του χουβαρντά. Άιντι Βασιλκούδα μ’ . Γώ τουν Γιάννη σαν δεν πάρω, δεν παντρεύουμι. Άιντι Βασιλκούδα μ’ . Γιάννης είν’, μανά μ’ σαρμπέζης, είνι Δήμαρχος . Άιντι Βασιλκούδα μ’ .
12
Β Στου Τοκμάκι, στ’ ς Μεταξάδες στου Τοκμάκι, στ’ ς Μεταξάδες Γιάννης Δήμαρχους άιντι Βασιλικούδα μ’ Γιάννης Δήμαρχους Γιάννης έχει τρεις γυναίκις Γιάννης έχει τρεις γυναίκις κι άλλην αγαπάει άιντι Βασιλικούδα μ’ κι άλλην αγαπά Θα χουρίσει τη Θουδώρα θα χουρίσει τη Θουδώρα θα πάρει τη Βασιλ'κή άιντι Βασιλικούδα μ’ Θα πάρει τη Βασιλ'κή Μάνα της την ουρμηνεύει μάνα της την ουρμηνεύει την παρακαλεί άιντι Βασιλικούδα μ’ την παρακαλεί Μην τουν παίρνεις πιδί μ’ τουν Γιάννη μην τουν παίρνεις πιδί μ’ τουν Γιάννη τουν Γιάννη του χουβαρντά άιντι Βασιλικούδα μ’ Τουν Γιάννη του χουβαρντά
13
ΈΧΕ ΓΕΙΑ ΚΑΗΜΕΝΕ ΚΟΣΜΕ
Ο χορός του Ζαλόγγου από τις γυναίκες του Σουλιωτών είναι ένα ιστορικό γεγονός. Αυτό κανείς σήμερα δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Αναφορές όπως του Πρώσος περιηγητής: Μπαρτόλνυ, του Άγγλος στρατιωτικού, Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, του συγγραφέα Χόλαντ, του Χριστόφορος Περραιβού, του γάλλου περιηγητής Πουκεβίλ, όπως και του Σουλειμάν Αγά, Αλβανού Αξιωματικού κ.α, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το γεγονός αυτό, της αυτοθυσίας των γυναικών για να μην πέσουν στα στρατεύματα του Απή Πασά, συνέβη μετά την οριστική κατάληψη του Σουλίου από τα στρατεύματα του Αλή πασά, τον Δεκέμβριο του 1803, μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών από τα μέρη τους, και ύστερα από την συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ του Αλή πασά και των Σουλιωτών στις 12 Δεκεμβρίου 1803. Πιο συγκεκριμένα τα γεγονότα εξελίχθηκαν στις 18 Δεκεμβρίου του 1803 (παλαιό ημερολόγιο), στη κορυφή του όρους Ζάλογγο. Εκεί μια ομάδα Σουλιωτισσών με τα παιδιά τους αποφασίσουν να πεθάνουν ελεύθερες παρά να πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών. Όπως μαρτυρεί ο Σουλεϊμάν αγάς, Αλβανός αξιωματικός, οι Σουλιώτισσες έπεφταν στον γκρεμό «εν χορώ» και τραγουδώντας. Το γεγονός αυτό ανάγεται στο σύνολο των μαχών που έδωσαν τα στρατεύματα του Αλή Πασά με του Σουλιώτες. Μην λησμονούμε ότι ο εξευτελισμός των γυναικών του Σουλίου ήταν ένα από τα μέσα που χρησιμοποιούσε ο Αλή Πασάς. Αναφέρεται και πώληση γυναικών ως σκλάβων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πράξη που μέχρι και το 1830 θεωρούνταν απολύτων νόμιμη. Με βάση τις ίδιες μαρτυρίες, η κόρη του Νότη Μπότσαρη, μετέφερε στους ώμους της την τραυματισμένη μητέρα της. Όταν αντιλήφθηκε ότι βλέποντας κινδύνευαν να συλληφθούν, έριξε τη μητέρα από έναν βράχο στον ποταμό Αχελώο και έπεσε και η ίδια.
14
Έχε γεια καημένε κόσμε Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή κι εσύ δύστυχη πατρίδα, έχε γεια παντοτινή! Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες. Έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες. Στη στεριά δε ζει το ψάρι, ουδ' ανθός στην αμμουδιά κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε, δίχως την ελευθεριά! Σαν να παν σε πανηγύρι, μ' ανθισμένη πασχαλιά, μεσ' τον Άδη κατεβαίνουν, με τραγούδια με χαρά!
15
ΑΡΧΟΝΤΟΓΙΟΣ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ
Από
την Προποντίδα και πιο συγκεκριμένα από την Κατιρλί Νικομήδειας, μας έρχεται μέσα από την ροή του χρόνου το τραγούδι: «Αρχοντογιός παντρεύεται» Είναι ένα από σημαντικότερα δημοτικά τραγούδα που μέσα από στους στίχους του αποτυπώνονται οι αντιλήψεις της εποχής, οι θεσμοί, οι κοινωνικές και οικογενειακές συνήθειες. Ο λαϊκός τραγουδιστής δείχνει να αντιλαμβάνεται τις πράξεις που συντελούνται μέσα στην οικογένεια. Το κακό και το καλό συμπλέκονται μέσα από μία ιστορία αγάπης και μίσους. Η οικογένεια ταράζεται από την εμφάνιση της προσφυγοπούλας και κεντρίζει το αιώνιο μίσος της μητέρας του νέου, της πεθεράς προς τη νύφη. Έτσι η ξένη κοπελιά που αλλάζει τους συσχετισμούς εντός της οικογενείας ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την θανάσιμη απειλή της πεθεράς, η οποία ετοιμάζει φαγητό από φαρμακερά φίδια. Την δηλητηριάζει και όταν η νύφη ζητά νερό ως αντίδοτο τόσο η ίδια όσο και τα λοιπά μέλη της οικογενείας δεν την βοηθούν. Συντάσσονται ουσιαστικά με την πράξη της μάννας, πεθεράς. Το Δημοτικό τραγούδι απαντάται σε πολλά μέρη της μεσογειακής λεκάνης. ΑΧΡΟΝΤΟΓΙΟΣ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ Αρχοντογιός αρχοντογιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα προσφυγούλα μαυρομάτα μου και παίρνει προσφυγούλα προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου Η μάνα του η μάνα του σαν τ’ άκουσε πολύ της κακοφάνη προσφυγούλα μαυρομάτα μου πολύ της κακοφάνη προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου
16
Πιάνει δυο φι πιάνει δυο φίδια ζωντανά τα ξεροτηγανίζει προσφυγούλα μαυρομάτα μου τα ξεροτηγανίζει προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου Κάτσε νύφη μ’ κάτσε νύφη μ’ να φας να πιεις ψάρια τηγανισμένα προσφυγούλα μαυρομάτα μου ψάρια τηγανισμένα προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου Από την πρώ από την πρώτη πιρουνιά η κόρη εφαρμακώθη προσφυγούλα μαυρομάτα μου η κόρη εφάρμακώθη προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου Αχ, πεθερά αχ, πεθερά θέλω νερό τη φλόγα μου να σβήσω προσφυγούλα μαυρομάτα μου τη φλόγα μου να σβήσω προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου
17
Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΛΥΓΕΡΗ
Η
μουσικολόγος Δόμνα Σαμίου για πρώτη φορά καταγράφει το τραγούδι αυτό το έτος 1976 στην Κοινότητα του Νέου Πύργου Ορεστιάδας. Η ιστορία αυτή κατά την οποία η όμορφη κόρη προκαλεί τον Χάρο είναι γνωστή σε όλα τα πέρατα του Ελληνισμού και συναντάται σε πολλές παραλλαγές. Σε ορισμένες εκδοχές του τραγουδιού ο νέος που αγαπά την κόρη αυτοκτονεί και ενώνεται μαζί της στον μνήμα και θάβεται μαζί της. Το τραγούδι έχει χαρακτηριστεί κα ως μοιρολόι με τελικό νικητή τον Χάρο, (ουσιαστικά τον θάνατο επί της ζωής) ο οποίος τιμωρεί χωρίς κανένα απολύτως οίκτο. Στην Κύπρο μας υπάρχει η παραλλαγή την οποία και καταγράφουμε παρακάτω:
Που δύσην ως ανατολήν τζ' απού βορράν ως νότον τζ' απού τα πέρατα της γης τον κόσμον προσκαλώ τον. Δώστε μου λλίην ακρόασιν για να σας τραουδήσω τζ' ούλλους σας μιάλους τζαι μιτσούς εννά σας κλαμουρίσω. Μια λυερή μια όμορφη πάαιννεν στο περβόλιν τζ' εσύναεν τραντάφυλλα τζ' έκαμνεν τα σερβόλιν. Ο χάρος την αντάμωσεν στο δρόμον τζαι της λέει: - Ώρα καλή σου λυερή τζαι κόρη παινεμένη. - Καλώς τον τζαι τον χάρονταν στον μαύρον καβαλλάρην που βρέθηκεν στην στράταν μου έννεν καλόν σημάιν. - Τράβα το κόρη λυερή τ' αππάριν να ποδρώσει στον λάκκον τράβα πότισ' το τζαι πρίχου να νυκτώσει. - Εν μ' έμαθεν η μάνα μου κτηνά να βαϊλίζω την προίκαν μου μερόνυχτα έσει με τζαι πλουμίζω. - Έναν μαντήλιν κέντα μου στο στήθος μου ν' απλώσω τζαι πόσα κάμν' ο κόπος σου εγιώ να σε πκιερώσω. - Εν έχω χάροντα τζαιρόν μαντήλιν να κεντήσω η μάνα μου με καρτερά έσσω μου να γυρίσω.
18
Τον πάτσον της τον έδωκεν πονεί την τζεφαλήν της τζ' η μάνα μεσ' στα κλάματα της κόρης της λαλεί της: - Κέντα του κόρη κέντα του πέρκιμον τζαι χορτάσει βάρτου την μαυροθάλασσαν με το καραβοστάσιν. Κέντα την γην με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ' άστρη τους κάμπους τζαι τους ποταμούς τα όρη τζαι τα δάση. Τζαιρόν ο χάρος εν διά, στην μάναν του την παίρνει λαλεί της: - Μάνα μου καλή, μάνα μου παινεμένη, στρώννε τραπέζιν να δειπνά κρεββάτιν να τζοιμάται, η λυερή που σούφερα τζ' εμέναν ν' αττυμάται. - Γιέ μου, μεν παίρνεις όμορφες, γιέ μου τες νιές μεν παίρνεις μεν παίρνεις τα μιτσιά μωρά τζαι μάνες φαρμακώννεις. - Να μεν παίρνω τες όμορφες, τες νιες να τες λυπούμαι, να μεν παίρνω μιτσιά μωρά, χάροντας εν λοούμαι.
19
Η ΕΥΓΕΝΟΥΛΑ Η ΜΟΣΧΟΝΙΑ Η παραλογή της κόρης που προκαλεί τον Χάρο όπως καταγράφηκε από την Δόμνα Σαμίου. Οι νέοι ενώνονται μετά τον θάνατό τους. Η έπαρση της νέας απέναντι στον χάρο την οδηγεί στον θάνατο και παρασέρνει και τον αγαπημένο της. Ο χάρος, ο θάνατος για μια ακόμα φορά παρουσιάζεται παντοδύναμος και θύμα του οι αδύναμοι άνθρωποι. Η Ευγενούλα η μοσχονιά, η πολυαγαπημένη, εβγήκε και παινέθηκε πως χάρο δε φοβάται. Κι έχει τα σπίτια τα ψηλά και άντρα παλικάρι, έχει και τους εννιά ’δερφούς, τους καστροπολεμίτες. Κι ο Χάρος όταν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη, εβγήκε και σαΐτεψε στης κόρης τ’ν αρραβώνα. Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρειά δεν έχει και μπαινοβγαίνει η μάνα της με τα μαλλιά λυμένα. – Μάνα σαν έρθ’ ο Κωσταντής να μη μου τον πικράνεις, στρώσ’ τονε γεύμα να γευτεί και γεύμα να δειπνήσει. Κι ο Κωσταντίνος φάνηκε από τους πέρα κάμπους με τετρακόσια φλάμπουρα και μ’ εκατό παιχνίδια.1 – Σταθείτε ’σείς ιφλάμπουρα και ’σείς ’πού κει παιχνίδια, χρυσός σταυρός ξεπρόβαλε εις τα πεθερικά μου, ή πεθερός μου πέθανε ή πεθερά μου χάθη, ή ’π’ τα γυναικαδέρφια μου κανένα εσκοτώθη. Δίνει βιτσιά στο άλογο στου πεθερού του πάει, βρίσκει τον πρωτομάστορα που ’φτιαχνε το κιβούρι. – Γεια και χαρά σου μάστορα, ποιανού ’ναι το κιβούρι; – Είναι της μπόρας, του καπνού και της ανεμοζάλης. [– Μα μη διστάζεις μάστορα, ποιανού ’ναι το κιβούρι; – Με τι καρδιά να σου το ’πώ, στόμα να σε μιλήσω, η Ευγενούλα σ’ πέθανε, η πολυαγαπημένη. – Φκιάσ’ το φαρδύ, φκιάσ’ το μακρύ, φκιάσ’ το για δυο νομάτοι.
20
Δίνει βιτσιά στο άλογο, στου πεθερού του φτάνει. – Σταθείτε ’σείς ρε ψάλτηδες και ’σείς μοιρολογίστρες. Χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ τ’ αργυρό θηκάρι, ψηλά-ψηλά το σήκωσε και στην καρδιά το χώνει. Και κει που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι και κει που θάψανε τη νια φύτρωσε καλαμιώνα. Κι ένα πουλί, καλό πουλί ’πού κει που επερνούσε: – Για δέστε τα κακόμοιρα, τα παραπονεμένα, δε φιληθήκαν ζωντανά, φιλιούνται πεθαμένα.]
21
ΝΑ ΤΟ ΠΟΥΜΕ ΕΝΑ και ΝΤΙΛΙ ΝΤΙΛΙ ΝΤΙΛΙ
Τα τραγούδια «να το πούμε ένα» και «Ντίλι ντίλι ντίλι, ντίλι» ανήκουν στην κατηγορία των διδακτικών και αριθμητικών τραγουδιών. Τα τραγούδια ονομάστηκαν έτσι γιατί ταξινομούνται και οι στίχοι αναπτύσσονται σε μια ανιούσα κλίμακα. Η επανάληψη όλων των στοιχείων μέσα στο τραγούδι, βοηθά τα παιδιά στην αποστήθιση και την εκμάθησή τους. Ο κάθε αριθμός συνδέεται με μια χρήσιμη πρακτική πληροφορία της οποίας η απομνημόνευση, ως εκπαιδευτική διαδικασία και ως περιεχόμενο, διδάσκει διπλά τα παιδιά.
Τα τραγούδια αυτά, τα μάθαιναν τα μικρά παιδιά στο σπίτι τους από τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες και στη συνέχεια στα σχολεία. Αυτά τα τραγούδια λόγου του επαναληπτικού χαρακτήρα που έχουν διαρκούν αρκετά. ΝΑΤΟ ΠΟΥΜΕ ΕΝΑ Να το πούμε ένα, να το πούμε ένα, ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε δύο, να το πούμε δύο, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε τρία, να το πούμε τρία, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
22
Να το πούμε τέσσερα, να το πούμε τέσσερα, τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε πέντε, να το πούμε πέντε, πέντε δάχτυλα στο χέρι, τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε έξι, να το πούμε έξι, έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος, πέντε δάχτυλα στο χέρι, τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε εφτά, να το πούμε εφτά, εφτά μέρες η βδομάδα, έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος, πέντε δάχτυλα στο χέρι, τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
23
Να το πούμε οχτώ, να το πούμε οχτώ, οχτώ πόδια το χταπόδι, εφτά μέρες η βδομάδα, έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος, πέντε δάχτυλα στο χέρι, τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε εννιά, να το πούμε εννιά, εννιά μήνες η γυναίκα, οχτώ πόδια το χταπόδι, εφτά μέρες η βδομάδα, έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος, πέντε δάχτυλα στο χέρι, τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε δέκα, να το πούμε δέκα, δέκα μήνες η γαϊδάρα, εννιά μήνες η γυναίκα, οχτώ πόδια το χταπόδι, εφτά μέρες η βδομάδα, έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος, πέντε δάχτυλα στο χέρι, τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
24
Να το πούμε έντεκα, να το πούμε έντεκα, έντεκα οι μπαλαδόροι, δέκα μήνες η γαϊδάρα, εννιά μήνες η γυναίκα, οχτώ πόδια το χταπόδι εφτά μέρες η βδομάδα, έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος, πέντε δάχτυλα στο χέρι, τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί. Να το πούμε δώδεκα, να το πούμε δώδεκα, δώδεκα μήνες ο χρόνος, έντεκα οι μπαλαδόροι, δέκα μήνες η γαϊδάρα, εννιά μήνες η γυναίκα, οχτώ πόδια το χταπόδι, εφτά μέρες η βδομάδα, έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος, πέντε δάχτυλα στο χέρι, τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η Αγιά Τριάδα, δύο πέρδικες στ’ αλώνι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
25
ΝΤΙΛΙ ΝΤΙΛΙ ΝΤΙΛΙ Ντίλι ντίλι ντίλι, ντίλι το καντήλι που έφεγγε και κένταγε, η κόρη το μαντήλι. Πήγε και ο ποντικός, και πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντήλι. Πάει και η γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντήλι. Πάει και ο σκύλος που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντήλι. Πάει και το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντήλι. Πάει και ο φούρνος που έκαψε το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντήλι.
26
Πάει και το ποτάμι που έσβησε το φούρνο που έκαψε το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντήλι. Πάει και το βόδι που ήπιε το ποτάμι που έσβησε το φούρνο που έκαψε το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντήλι. Πάει κι ο χασάπης που έσφαξε το βόδι που ήπιε το ποτάμι που έσβησε το φούρνο που έκαψε το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντήλι.
27
ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι της
Κρήτης. Ο ερωτικός διάλογος δύο νέων ανθρώπων. Ο νιος αποκαλύπτεται στη όμορφη νέα διαφορετικά σε κάθε στροφή και εκείνη δεκτική μεν του απαντά πως θα ενεργήσει στη κάθε περίπτωση. Στο τραγούδι διακρίνεται έντονα μια ευγένεια μεταξύ των δύο νέων. Όπως και τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια υπάρχει έντονο το λυρικό στοιχεία και τα συναισθήματα αναδεικνύονται. Οι ήρωες σχηματίζονται μεν αλλά ουσιαστικά αποτελούν περιγραφή του μέσου νέου που ερωτεύεται, φλερτάρει, ενδιαφέρεται αγαπά και απορρίπτει. Το τραγούδι εμπνέεται από την ίδια την κοινωνία έχοντας αναφορές παράλληλες σε στοιχεία της φύσης. Κινείται στους ρυθμούς του δεκαπεντασύλλαβου στίχου, με ρυθμό και χαρακτηριστική μελωδία. Κόρη μου γλυκομίλητη σαν σ’ έτυχα στη στράτα πουλάς μου τα χειλάκια σου τα γλυκοζαχαράτα; Δεν τα πουλώ τα χείλη μου, μόνο θα τα χαρίσω μαζί με τ’ άλλα μου προικιά στο νιο που θ’ αγαπήσω Περιβολάρης είμ’ εγώ κι έχω μπαξέ με κρίνα τα κρίνα που `χει η όψη σου δε μοιάζουνε με κείνα Τα κάλλη του προσώπου μου κι αυτά θα τα χαρίσω μαζί με τ’ άλλα μου προικιά στο νιο που θ’ αγαπήσω Είμαι στη χώρα μεταξάς, ξανθούλα μου, και γεια σου και πες μου πόσο τα πουλάς, μικρή μου, τα μαλλιά σου που `ναι χυτά στη ράχη σου πλεγμένα με την τάξη τρίχα με τρίχα γίνεται μαχαίρι να με σφάξει
28
Και τα ξανθά μου τα μαλλιά κι αυτά θα τα χαρίσω μαζί με τ’ άλλα μου προικιά στο νιο που θ’ αγαπήσω Είμαι μεγάλος χρυσοχός κι έρχομαι για διαμάντια Κόρη μου πόσο τα πουλάς αυτά τα μαύρα μάτια; Που `ναι ζευγάρι ολόφωτα, που `ναι ζευγάρι ίδια για να τα κάνω και τα δυο ζευγάρι δαχτυλίδια Ούτε τα μάτια μου πουλώ, μόνο θα τα χαρίσω μαζί με τ’ άλλα μου προικιά στο νιο που θ’ αγαπήσω Κόρη δεν είμαι χρυσοχός μήτε και περβολάρης μόν’ είμαι ο νιος όπου αγαπάς κι νιος όπου θα πάρεις που τραγουδώ οληνυχτίς στην πόρτα σου αποκάτω και κάθομαι και αγρυπνώ και ο Θεός βαστά το Σαν είσαι συ ο που αγαπώ τίποτε δε γνωρίζω σ’ όλους τους άλλους δεν πουλώ, σε σένα τα χαρίζω
29
ΤΖΑΒΕΛΑΙΝΑ
Το
τραγούδι αναφέρεται στην πρώτη εκστρατεία του Αλή πασά κατά του Σουλίου τον Ιούλιο του 1792. Οι γυναίκες των Σουλιωτών υπό την αρχηγία της Μόσχως Τζαβέλα, γυναίκας του Λάμπρου Τζαβέλα, πήραν μέρος σε πολλές μάχες, ενισχύοντας τον αμυντικό αγώνα.
Στη βρύση στα Τσερί -νι-τσιανα, στη μέ- μωρέ στη μέσ’ από τη χώρα Μπουλουμπασιά- άι γεια σας παιδιά, Μπουλουμπασιάδες κάθουνταν. Μπουλουμπασιάδες κάθουνταν κι όλο Μαργαριτιώτες. Κι αγνάντιβαν τον πόλιμο που κάνουν οι Σουλιώτες (πώς πολιμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες), πώς πολιμά η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι, σέρνει τα βόλια στην ποδιά, φυσέκια στο ζουνάρι, και το παιδί στην αγκαλιά κι όλο μπροστά πηγαίνει.
30
ΤΕΣΣΕΡΑ ΤΖΙΑΙ ΤΕΣΣΕΡΑ
Δημοτικό τραγούδι της Κύπρου που φέρνει στη μνήμη
μας τα δεινά του πολέμου. Απροσδιόριστος ο χρόνος και άγνωστα τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται όλα όσα περιγράφει ο λαϊκός βάρδος. Ίσως και αυτό το χαρακτηριστικό να είναι το σημαίνον σημείο που αναδεικνύει το τραγούδι ως ένα από τα κορυφαία δημοτικά τραγούδια της μεγαλονήσου. Μέσα λοιπόν από την απόλυτη τάξη, τέσσερα παλικάρια καλούνται να πάνε να πολεμήσουν. Στον δρόμο συναντούν δυσκολίες και καθώς η πείνα και η δίψα κυριαρχούν βρίσκουν νερόλακκο γεμάτο από φίδια. Ο μικρότερος των τεσσάρων προθυμοποιείται να κατέβει και να φέρει νερό που θα δώσει την απαιτούμενη δύναμη να συνεχίσουν τον δρόμος τους. Όμως η μοίρα παίζει το κακό παιχνίδι της. Τα φίδια τρώνε τον μικρότερο. Ακολουθεί η αναμενόμενη επίκληση της μάνας που στο δημοτικό τραγούδι κατέχει πάντα κεντρικό ρόλο.
31
Το τραγούδι έχει αποδοθεί με χαρακτηριστικές ερμηνείες από λαϊκούς τραγουδιστές της Κύπρου. Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον. Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν. Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν τζ' ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών. Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν' να κατεβεί τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί. – Δέστε με αδέρφκια μου τζ' εγιώ να κατεβώ, μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν. Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν, μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν. – Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν έν' κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν. Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν. – Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου, να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί γιατί τον γιον της τον μιτσήν δεν θα τον ξαναδεί.
32
ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ Ο θρήνος της Μεγάλης Εβδομάδας ψάλλεται / τραγουδιέται από τις γυναίκες γύρω από τον «τάφο» (τον επιτάφιο) του Χριστού . Είναι ευρύτατα διαδεδομένο σε όλες σχεδόν τις περιοχές του ελληνισμού από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο. Συναντάται και ως Καταλόι της Παναγιάς και είναι επηρεασμένο από τις σχετικές περικοπές των Ευαγγελίων και την υμνογραφία της εκκλησίας. Αποτελεί έναν θρηνητικό μονόλογο της μάνας του Χριστού που θωρεί τον γιο της να ανεβαίνει τον δρόμο του Γολγοθά και να οδηγείται στην σταύρωση. Κυριαρχεί ο πόνος.
Α ... – Άντε μωρέ ατσίγγανε, στάχτη να μη ποτάξεις μηδέ διπλό πουκάμισο στη ράχη σου μη βάλεις. Επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τους έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα. – Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου. Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανένα δε γνωρίζει, τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ-Γιάννη.
33
Β Σήμερα μαύρος ουρανός.... σήμερον μαύρη μέρα, σήμερον εσταυρώσανε, τον πάντων βασιλέα. Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται. Σήμερον έβαλαν βουλήν οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι. Σαν κλέφη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραγνάνε. Κι' η Παναγιά η δέσποινα κ' οι άλλες οι γυναίκες έπιασαν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι. Το μονοπάτι τς' έβγαλε μεσ' στου ληστή την πόρτα. Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει. Τηρά και δεξιώτερα βλέπει τον Άγιο Γιάννη -Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιού μου μην είδες τον υιγιόκα μου και σένα δάσκαλό σου; -Δεν έχω γλώσσα να σου πω γλώσσα να σου μιλήσω, δεν έχω χεροπάλαμο, για να σού τονε δείξω.
34
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο, οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτημένο; Οπούναι τα ματάκια του ραμμένα με μετάξι, κι οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; Εκείνος είναι ο γυιόκας σου και μένα δάσκαλός μου.
35
Ο ΜΕΝΟΥΣΗΣ Μια ιστορία ζήλειας που εξελίσσεται την εποχή Τουρκοκρατίας. Το δημοτικό τραγούδι του «Μενούση» είναι ένα από τα δημοφιλέστερα. Τραγουδιέται και χορεύεται σε όλη την Ελλάδα, από την Ήπειρο ως τη Θράκη, από το Βόρειο Αιγαίο ως το Ιόνιο και από την Πελοπόννησο ως τη Θεσσαλία. Μια παρέα ανδρών πίνει και γλεντά στο «κρασοπουλιό». Η κουβέντα ως συνήθως έρχεται στις όμορφες γυναίκες. Ακολουθούν πειράγματα, η επιβεβαίωση της αντάμωσης, η κάποια είδους επαφή «…και της `δωσα το μαντήλι και μου το `πλυνε» και ο μεθυσμένος Μενούσης πηγαίνει στο σπίτι και σκοτώνει την όμορφη γυναίκα του. Όταν την επόμενη μέρα ξυπνά και αντιλαμβάνεται τι έκανε είναι πολύ αργά. Κλαίει και παράλληλα την παρακαλεί να γυρίσει κοντά του, ματαίως: «Σήκω χήνα, σήκω λυγαριά, να σε ιδούν τα παλικάρια να μαραίνονται, να σε ιδώ κι εγώ ο καημένος να σε χαίρομαι». Ο κεντρικός ήρωας του τραγουδιού ο Μενούσης αναδεικνύεται ως το τραγικό πρόσωπο της υπόθεσης. Την ιστορία και την παράδοση του «Μενούση» στον χώρο και στον χρόνο αναζητεί η ιστορικός Ευτυχία Λιάτα στο βιβλίο της «Ο Μενούσης, ιστορία και παράδοση» (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, 2011, σελ. 185,). Ο μενούσης χορεύεται από άντρες και γυναίκες, σε αργούς και γρήγορους χορούς, ενέπνευσε διασκευές σε συνθέτες μη παραδοσιακής μουσικής (Γιώργος Κατσαρός, Βαγγέλης Παπαθανασίου κ.ά.) και επιχειρήθηκε ακόμη και κινηματογραφική μεταφορά του στη δεκαετία του '60 («Ο Μενούσης», σκηνοθεσία Βασίλης Κονταξής, 1969).
36
Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης κι ο Ρεσούλ Αγάς, σε κρασοπουλειό πηγαίναν για να φαν να πιούν. Κει που τρώγαν, κει που πίναν και που γλένταγαν, κάπου πιάσαν τη κουβέντα για τις όμορφες. Όμορφη γυναίκα που `χεις βρε Μενούσ’ Αγά! Πού την είδες, πού την ξέρεις και τη μολογάς; Χθες την είδα στο πηγάδι που `παιρνε νερό και της `δωσα το μαντήλι και μου το `πλυνε. Αν την ξέρεις κι αν την είδες, πες μου τι φορεί; Ασημένιο μεσοφόρι με χρυσό φλουρί. Κι ο Μενούσης, μεθυσμένος πάει την έσφαξε. Το πρωί ξεμεθυσμένος πάει την έκλαψε.
37
Σήκω πάπια μ’ , σήκω χήνα μ’ , σήκω πέρδικα μ’ . Σήκω λούσου και χτενίσου κι έμπα στο χορό. Να σε δουν τα παλληκάρια να μαραίνονται. Να σε δω κι εγώ ο καημένος και να χαίρομαι.
38
Φωτογραφίες: από τους Ιστοχώρους http://sitalkisking.blogspot.com.cy/2009/12/1.html https://www.youtube.com/watch?v=BsDrbk8f_FU https://www.youtube.com/watch?v=NMhh65uX7bQ https://pixabay.com/el/ Πηγές στοιχείων / πληροφοριών https://el.wikipedia.org http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=410210 http://www.kanellatou.gr/paradosiako/cyprus.html http://www.stixoi.info/ http://www.e-evros.gr/
39
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. Ποιήματά του έχουν βραβευτεί σε παγκόσμιους και πανελλήνιους Ποιητικούς Διαγωνισμούς και έχουν αναρτηθεί σε σχετικές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο. Το 2015 εξέδωσε σε ηλεκτρονική μορφή την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών και τον επόμενο χρόνο συμμετείχε στο εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ: Ταξίδια Πολύτιμα του Νου. Από το 2014 μέχρι και το 2017 συμμετείχε στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές, από τις Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ.
40