ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Τα δύσκολα μονοπάτια της Ευτυχίας Αθήνα, Νοέμβριος 2017
Σειρά: Επικοινωνία ΔΥΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Αθήνα 2017
Τίτλος Βιβλίου: Τα δύσκολα μονοπάτια της Ευτυχίας Συγγραφέας: Κυριακή Δημητρίου Επιμέλεια Κειμένου: Βασιλική Ρήγα Σελιδοποίηση – Μακέτες: Δυάς Εκδοτική © Κυριακή Δημητρίου © Δυάς Εκδοτική, Αθήνα 2017 Α’ έκδοση: Νοέμβριος 2017 ISBN: 978-618-5166-36-6
ΔΥΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ / DYAS PUBLICATION Θεάτρου 162 – ΤΚ 18534 / Theatrou 162 st. – 18534 Πασαλιμάνι – Πειραιάς / Pasalimani – Piraeus Τηλ. 6947.515.713 Ε-mail: g.moissoglou@gmail.com Facebook: Γιώργος Μωύσογλου – Συγγραφέας www.moissogloupublishing.simplesite.com
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η Ευτυχία γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια, σε ένα μικρό χωριό της Κύπρου, τον Παλαιόσοφο. Στα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής της γνώρισε την φτώχεια, την απαγόρευση στο όνειρο, το θάνατο, δύο φορές, τη βία του πολέμου, τον ξεριζωμό, τη προσφυγιά. Η προσπάθεια της, με τη βοήθεια πάντα της απύθμενης αγάπης της Ευρυδίκης, της μητέρας της, να βρει τη δύναμη ψυχής, για να τα αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια, μας κόβει την ανάσα. Θα καταφέρει όχι μόνο να σταθεί όρθια αλλά και να εναντιωθεί μερικές φορές στην μοίρα της και να κάνει το κρυφό όνειρο της πραγματικότητα. Πόσο αντέχει όμως η δύναμη ψυχής, όταν την ώρα που “ο άνθρωπος κάνει σχέδια για τη ζωή του, ο Θεός γελάει;” Η Ευτυχία μας πήρε από το χέρι για να γίνουμε συνοδοιπόροι στα μονοπάτια της ζωής της! Στην πορεία όμως, η ανάγκη να ξανανιώσει της αλήθειες της ζωής της και εμείς να βρούμε ένα ξεχασμένο κομμάτι του εαυτού μας, ενώθηκαν και έκαναν τον οδοιπόρο που όλοι είμαστε στη ζωή. Υπενθυμίζοντας του, ότι η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας και αυτός ένας αθλητής που δεν λυγίζει στις δυσκολίες αλλά βρίσκει τη δύναμη ψυχής που θα τον ανεβάσει στο βάθρο της προσωπικής του ευτυχίας.
Στα παιδιά μου και στα αδέλφια μου
Μεγάλωσα με τις ιστορίες της μαμάς μου • ιστορίες για την Κύπρο, την εισβολή, τον πόλεμο, την φτώχεια, τον πόνο, τον θάνατο • ιστορίες για τα έθιμα της εποχής εκείνης, την αγάπη, τη συμπόνια, τη δύναμη μιας μάνας, το φιλότιμο • ιστορίες για τη δύναμη ψυχής, την θέληση, το πείσμα, το δεν-το-βάζω-κάτωλέμε, την… Ευτυχία! Όταν άρχισα να μεγαλώνω και να διαβάζω βιβλία, πάντα της έλεγα πως πρέπει όλες αυτές οι ιστορίες να καταγράφουν σε μια κόλλα χαρτί… Ιστορίες τέτοιες δεν τις κρατάς για ‘σενα! Μερικά χρόνια μετά λοιπόν, η μαμά μου έγραψε ένα μυθιστόρημα, βασισμένο σε αληθινότατα γεγονότα… * Εκείνη αναφέρεται στο βιβλίο αυτό ως μια κατάθεση ψυχής… * Εγώ βλέπω σε κάθε γραμμή αυτού του βιβλίου όλες τις αξίες, τα ιδανικά, τις πεποιθήσεις και τα πιστεύω με τα οποία με μεγάλωσε, 31 χρόνια τώρα, ώστε να γίνω ο Άνθρωπος που είμαι… * Εσείς;; Τι θα δείτε;; …………………………….. Βασιλική
Τ
ο διώροφο σπίτι τους βρισκόταν σε μια ήσυχη γειτονιά. Ένας μεγάλος κήπος στόλιζε το μπροστινό του μέρος. Η βουκαμβίλια με τις μοβ και άσπρες αποχρώσεις της, οι τριανταφυλλιές με τα κόκκινα βελούδινα τριαντάφυλλα, το γιασεμί που σκέπαζε τον φράχτη γύρω από το σπίτι, το νυχτολούλουδο με το μεθυστικό του άρωμα και διάφορα πολύχρωμα λουλούδια, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων. Το σπίτι φαινόταν σαν ζωγραφιά. Η Ευτυχία και ο άνδρας της φρόντιζαν με πολλή αγάπη τα λουλούδια του κήπου τους με αποτέλεσμα κανένα ζιζάνιο, ούτε καν η επιθετική αγριάδα, να μην «τολμάει» να εμφανιστεί στον χώρο αυτό. Στην μέση του κήπου, πλάκες τεμαχισμένες και τοποθετημένες σχημάτιζαν ένα υπέροχο «ψηφιδωτό» μονοπάτι που οδηγούσε στη “φωλιά της αγάπης”, όπως αποκαλούσαν η Ευτυχία και ο Νίκος το σπίτι τους. Το σπίτι μέσα είχε μόνο τα απαραίτητα. Ήταν απλό, λιτό, γεμάτο, όμως, από αγάπη. Το «λουλούδι» της αγάπης τους μοσχοβολούσε και καταλάβαινες με πόση τρυφερότητα η Ευτυχία και ο Νίκος το φρόντιζαν για να είναι πάντα ανθομύριστο. Η Ευτυχία ένιωθε γεμάτη δίπλα στον Νίκο. Ήταν το δώρο που της έκανε η ζωή μετά από τόσα χτυπήματα της μοίρας. «Με αγαπάει διακριτικά!», έλεγε πάντα στους γύρω της.
10
ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Παρεξηγημένη έκφραση, διότι παραπέμπει σε κάτι λίγο, σε κάτι που δίνεται σιγά-σιγά. Η Ευτυχία, όμως, εννοούσε το εντελώς αντίθετο. Ο άντρας της, την αγαπούσε πάρα πολύ χωρίς, όμως, να την πνίγει. Απομακρυνόταν λίγο για να μπορέσει να την αφουγκραστεί, να την ακούσει, να την καταλάβει, για να είναι η αγκαλιά της αγάπης του γλυκόπιοτο ελιξίριο που καταπραΰνει τις πληγές και όχι μέγγενη που κόβει την ανάσα… Ο κήπος ήταν ο μικρός παράδεισος της Ευτυχίας. Της άρεσε να αφήνει τη φύση να διεγείρει την όσφρησή της «αιχμαλωτίζοντας» το μυαλό της με τη βοήθεια μικρών δροσοσταλίδων που με το μαγικό ραβδάκι τους άφηναν το μεθυστικό τους άρωμα να απλωθεί παντού. Πίστευε ότι επιτέλους τα κατάφερε! Ήταν καλά, ευτυχισμένη με τον άνδρα της και τα παιδιά της, τρία υπέροχα παιδιά, που τώρα πια ήταν σε ηλικία να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Ένιωθε ευλογημένη που μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά της ό,τι αυτή στερήθηκε: ένα επίπεδο ζωής ικανοποιητικό που θα τους επέτρεπε να κάνουν αυτό που ήθελε η ψυχή τους, να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, να παλέψουν για αυτά, απαλλαγμένα από εμπόδια όπως αυτά που η ίδια συνάντησε… και παρομοίαζε με τη Λερναία Ύδρα. Ένα εμπόδιο ξεπερνούσε, δύο άλλα ξεπετάγονταν μπροστά της. Μετά από τόσα που πέρασε, θεωρούσε ότι είχε επιτέλους το δικαίωμα να ξαποστάσει, να βγάλει τα παπούτσια «δρόμου» που συνέχεια είχε στα πόδια της, να βάλει τις παντόφλες της… και να ζήσει ήρεμα με τον άντρα της και τα παιδιά της. Η Ευτυχία πέρασε δύσκολα στη ζωή της, αγωνίστηκε σαν πραγματική λέαινα! Η ψυχή της, πάντα νέα, αρνιόταν να κινηθεί με το δείχτη του ρολογιού του χρόνου, τον οποίο ακολουθούσε το σώμα της· σώμα τόσο ταλαιπωρημένο και κουρασμένο που άρχισε να ζητάει απεγνωσμένα ξεκούραση και ηρεμία. Της άρεσε να κάθεται στον μικρό της παράδεισο και να αφήνει το μυαλό να την ταξιδεύει… «Επιτέλους, ήρθε ο καιρός να ξεκουραστείς ταλαιπωρημένο μου σώμα!» είπε μονολογώντας και με μια κίνηση τράβηξε
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
11
μία καρέκλα μπροστά της και άπλωσε πάνω τα κουρασμένα της πόδια. Έκλεισε τα μάτια και το μυαλό αυτή τη φορά την «ταξίδεψε» πολύ μακριά, στο παρελθόν της. Από εκεί που ξεκίνησε, στους ανθρώπους που αγάπησε, στις δύσκολες συνθήκες που έζησε. Είχε ανάγκη να αισθανθεί αυτή τη δροσιά που άφηνε η ανάσα της δυνατής ψυχής, που τη συνόδευε όλα τα χρόνια και της έμαθε πολλά, την έκανε αυτό που ήταν. Για να γίνει αυτό έπρεπε να γυρίσει στην πηγή της. Η «βουτιά» αυτή στο παρελθόν της, θα επιβεβαίωνε τη δικαίωση που ένιωθε η Ευτυχία, καθισμένη στον μικρό της Παράδεισο; Ή θα την έπειθε ότι τα παπούτσια «δρόμου» βγαίνουν σε όλα τα νούμερα, και για όλες τις ηλικίες;
✴✴✴✴✴✴
Η
Ευτυχία γεννήθηκε στην Κύπρο, σε ένα χωριό της επαρχίας Κερύνειας-τον Παλαιόσοφο ή Παλιόσοφο- χωριό το οποίο, από το 1974, ανήκει στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου από την Τουρκία. Πριν την τουρκική εισβολή, ο Παλαιόσοφος αριθμούσε 150 περίπου κατοίκους. Το χωριό Παλαιόσοφος είναι ένα από τα πολλά χωριά που κλείνει στη δασώδη αγκαλιά της η οροσειρά Πενταδακτύλου. Βρίσκεται σε πανοραμική θέση: στα νώτα και στα πλαϊνά του έχει τον Πενταδάκτυλο και μπροστά τα χωράφια με τα εσπεριδοειδή και λίγο πιο μακριά τη θάλασσα. Την εξήγηση για το όνομα του χωριού της, η Ευτυχία την βρήκε στις ιστορίες των γερόντων του χωριού: «Κάποτε, κόρη μου, πριν πολλά χρόνια, έφτασε στο χωριό μας ένας σοφός γέροντας. Κουρασμένος όπως ήταν, κάθισε στην πηγή του χωριού για να ξαποστάσει. Αφού συζήτησε με αυτούς που βρίσκονταν στην πηγή, έσκυψε να πιει από το κρύο νερό. Άφησε την ψυχή του να φύγει μαζί με το γάργαρο νερό και τη σοφία του την πήρε το απαλό αεράκι για να την ταξιδέψει μέσα στον χρόνο». Αποφάσισαν τότε οι γέροντες του χωριού να ονομάσουν τον τόπο αυτό, όπου ο παλιός σοφός άφησε την τελευταία του πνοή, Παλαιόσοφο. Το δέκατο παιδί μιας φτωχής οικογένειας, μεγαλώνοντας σε αυτό το μικρό και πολύ φτωχό χωριό, το οποίο το μόνο που είχε ήταν ένα Δημοτικό σχολείο και την εκκλησία της Αγίας
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
13
Παρασκευής, εύλογη ήταν η απορία της μικρής Ευτυχίας: «Γιατί μαμά εγώ γεννήθηκα στο Νοσοκομείο της Κερύνειας και όχι στο σπίτι, όπως όλα μου τ’ αδέλφια;» Εκείνα τα χρόνια, οι γυναίκες, κυρίως στα χωριά, γεννούσαν με τη βοήθεια της μαμής, η οποία δικαιωματικά έφερε αυτόν τον τίτλο κληρονομώντας τον από τη μητέρα της. Όλα τα παιδιά της, η Ευρυδίκη, η μητέρα της Ευτυχίας, τα γέννησε στο σπίτι. Ευτυχώς οι γέννες της ήταν εύκολες, χωρίς προβλήματα. «Εσύ, κοριτσάκι μου, δεν είχες πάρει την κατάλληλη θέση πριν τη γέννα, δηλαδή το κεφάλι προς τα κάτω και η έμπειρη μαμή, κρίνοντας ότι η γέννα αυτή χρειαζόταν πολύ προσοχή, θεώρησε σωστό να γεννήσω στο νοσοκομείο!» είπε η Ευρυδίκη στην κορούλα της. Η Ευτυχία την άκουγε γουρλώνοντας τα μεγάλα μαύρα μάτια της. «Την ίδια μέρα που σε έφερα στον κόσμο, η κυρία που βρισκόταν στο διπλανό κρεβάτι γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι. Σε κρατούσα στην αγκαλιά μου κοιτάζοντάς το όμορφο αγοράκι της». «Μην στεναχωριέσαι, άσχημο στην κούνια, όμορφο στη γειτονιά!», μου είπε, διαβάζοντας σίγουρα τη σκέψη μου. Δεν είχε άδικο η κυρία του νοσοκομείου. Μπορεί να ήταν άσχημο μωρό η Ευτυχία, αλλά μεγαλώνοντας έγινε ένα πολύ όμορφο κοριτσάκι. Με μακριά, μαύρα κυματιστά μαλλιά, μαύρα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και βλεφαρίδες τεράστιες, που ακουμπούσανε το κάτω μέρος του γραμμένου της φρυδιού. Τα αδέλφια της την αγάπησαν από την πρώτη μέρα, ήταν το μωρό της οικογένειάς τους. Μόνο η Μαριγώ δεν την ήθελε. Ούτε μια ματιά δεν έριξε στο μωρό όταν η μητέρα της γύρισε από το νοσοκομείο. Η Μαριγώ ήταν η μεγαλύτερη από τα παιδιά της Ευρυδίκης. Αρραβωνιασμένη στα δεκαεπτά της, ετοιμαζόταν να παντρευτεί. «Ρεζίλι στο χωριό γίναμε! Επιτρέπεται να γεννάει η μάνα μου, ενώ έχει κόρες της παντρειάς;» έλεγε με θυμό η Μαριγώ στις φίλες της.
14
ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
«Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι! Να κοιτά τη δουλειά της, και δεν της πέφτει λόγος. Αυτό να της πεις!», ορμήνευσε την Ευρυδίκη ο άνδρας της που, για να διατηρήσει το βιος τους, ζούσε πιο πολύ στα βουνά παρά στο σπίτι του. Η Ευρυδίκη πίστευε ότι ήταν ένα καπρίτσιο της κόρης της και ότι με τον καιρό θα της πέρναγε ο θυμός. Όταν άρχισε να πηγαίνει στη δουλειά, τα μεγαλύτερα παιδιά της φρόντιζαν τα μικρότερα. Το μωρό, όμως, το έπαιρνε μαζί της, αφού η Μαριγώ, που ήταν η μεγαλύτερη, αρνιόταν να το κρατήσει. Η δουλειά της ήταν να πάει στη μάντρα να βοηθήσει τον άντρα της και τους δύο μικρούς της γιους να αρμέξουν τα πρόβατα. Όταν αυτοί έφευγαν για το βουνό με τα πρόβατα, η Ευρυδίκη έπρεπε να κάνει τα χαλούμια. Είχε σε μια μεριά της μάντρας όλα όσα χρειαζόταν για να φτιάξει το μυρωδάτο αυτό τυρί. Τη μικρούλα Ευτυχία την έβαζε δίπλα της, πάνω σε ένα αυτοσχέδιο κρεβατάκι με τσουβάλια στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Κάθε πρωί, η Ευρυδίκη, αφού τάιζε και καθάριζε τη μικρή, την έβαζε να κοιμηθεί στο «κρεβατάκι» που της είχε ετοιμάσει. Αυτό χορτάτο και νιώθοντας δίπλα τη μαμά του, κοιμόταν του καλού καιρού. Έτσι η Ευρυδίκη έκανε τη δουλειά της ανενόχλητη. Εκείνο το πρωινό, όμως, το μωρό έκλαιγε και κουνιόταν συνέχεια στο «κρεβατάκι» του, λες και κάτι το ενοχλούσε. «Τι έχεις μωράκι μου και κλαις; Σε τάισα. Σε άλλαξα. Μην κλαις, θα σε πάρω σε λίγο, μόλις τελειώσω αυτό που κάνω. Έλα μωρούλι μου να σε χαρώ!», έλεγε τρυφερά στο μωρό, προσπαθώντας να το ηρεμήσει, για να μπορέσει να τελειώσει τη δουλειά της. Παρόλα αυτά, το μωρό έκλαιγε και κουνιόταν όλο και πιο πολύ. Η Ευρυδίκη, μέσα σε αυτό τον πανικό, προσπάθησε να τελειώσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τη δουλειά της. Όταν πλησίασε την Ευτυχία, και ετοιμαζόταν να την πάρει στα χέρια της, πρόσεξε ότι υπήρχε κάτι κάτω από τα τσουβάλια που κουνιόταν και εμπόδιζε το κορμάκι του μωρού να βρει την επίπεδη επιφάνεια για να κοιμηθεί. «Χριστέ μου, φίδια! Παναγία μου, θα δαγκώσουν το μωρό
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
15
μου!» φώναξε και με γρήγορες, αλλά προσεκτικές κινήσεις, πήρε την Ευτυχία στα χέρια της και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Αυτή σταμάτησε αμέσως να κλαίει, κούρνιασε στην αγκαλιά της και κοιμήθηκε. Η Ευρυδίκη δεν τρόμαξε γιατί υπήρχαν φίδια, ήξερε ότι εκεί στη μάντρα είχε πολλά φίδια τα οποία και λόγω της μυρωδιάς του γάλακτος έγιναν περισσότερα. Ζώντας, όμως, στη Φύση και γνωρίζοντας πολύ καλά τους κανόνες της, ήξερε πως τα φίδια δεν ενοχλούσαν ποτέ αν δεν τα πείραζαν. Θα μπορούσαν να δαγκώσουν το μωρό εφόσον ήταν από πάνω τους και τα εμπόδιζε να συρθούν. Δεν το έκαναν, όμως, και, έτσι γλίτωσε η Ευτυχία. Πού να φανταστεί ότι η μικρούλα κινδύνευε από το φίδι που η ίδια η Ευρυδίκη έτρεφε στον κόρφο της! Όταν το μωρό έγινε έξι-επτά μηνών, η Μαριγώ δέχτηκε να αναλάβει τη φροντίδα του. Αυτό που δεν ήξερε η Ευρυδίκη ήταν ότι η Μαριγώ, με τη βοήθεια δύο φιλενάδων της, είχε στόχο να «ξεπαστρέψει» την ανεπιθύμητη Ευτυχία. Ένα πρωί, μόλις η μητέρα της έφυγε για τη δουλειά, έστειλε τις μικρότερες αδελφές της για παιχνίδι και κάλεσε τις φίλες της να τη βοηθήσουν να ταΐσει το μωρό. «Κοίταξε πώς μας γελάει! Μήπως δεν είναι σωστό αυτό που πάμε να κάνουμε;» είπε η μία από τις δύο φίλες της. «Δώστου κόρη να φάει που σε έπιασαν οι τύψεις τώρα!» της είπε η Μαριγώ, βάζοντας στο στόμα της μικρής τα μασημένα στραγάλια που είχε στο χέρι της. Πίστευαν ότι δίνοντας στραγάλια στο μωρό, αφού πρώτα τα μάσαγαν, το στομαχάκι του δεν θα άντεχε και θα πέθαινε. «Κοίτα που της άρεσαν! Δεν είμαστε καλά, ανοίγει συνέχεια το στοματάκι της!» είπε απορημένη η άλλη της παρέας και συνέχισε: «Φαγανή η μικρή σου αδελφούλα, Μαριγώ! Τόσο γρήγορα που τα καταπίνει…» Σταμάτησε απότομα, γιατί το μωρό, όπως το είχαν μπουκωμένο, πνίγηκε και άρχισε να μελανιάζει. «Παναγιά μου, η αδελφούλα μου!» φώναξε τρομοκρατημένη η Μαριγώ και, χωρίς να χάσει καιρό, γύρισε το μωρό ανάποδα και άρχισε να το χτυπά στην πλατούλα του. Από το στόμα της μικρούλας βγήκαν τα μασημένα στραγάλια
16
ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
σε μορφή μικρής μπαλίτσας, αφήνοντας τον αέρα να μπει στα πνευμόνια της και να ξαναβρεί την κανονική της αναπνοή. «Σε ευχαριστώ, Παναγία μου!» είπε κλαίγοντας η Μαριγώ και φίλησε την αδελφούλα της στο μάγουλο. «Τι πήγαμε να κάνουμε, Θεέ μου, συγχώρα μας!» είπαν σχεδόν με μια φωνή οι φίλες της. Μετανιώνοντας για την επικίνδυνη νεανική τους τρέλα, καταχώνιασαν το μυστικό μέσα τους για να μην το μάθει κανείς και από εκείνη την ημέρα φρόντιζαν τη μικρούλα Ευτυχία σαν δικό τους παιδί. Άνοιξαν την καρδιά τους και μαθεύτηκε το μυστικό τους πολύ αργότερα, όταν οι ίδιες έχασαν, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, το πρώτο τους παιδί. Τυχαίο; Σύμπτωση; Όχι, οι ίδιες θεωρούσαν ότι τιμωρήθηκαν για αυτή τους την πράξη. Η Ευτυχία πάντως λάτρευε τη μεγάλη της αδελφή. Την είχε δεύτερη μάνα. Όλα αυτά τα είχε ακούσει από διηγήσεις των αδελφών της. «Φαντάσου, με τάιζες στραγάλια για να πεθάνω!» έλεγε αργότερα η Ευτυχία στην Μαριγώ, όταν ήθελε να την πειράξει. Μέχρι τα τέσσερα της χρόνια, η Ευτυχία, ό,τι ήξερε για τη ζωή της ήταν από αυτά που της διηγιόταν η μητέρα της ή οι αδελφές της. Σε ηλικία τεσσάρων χρονών, ένα θλιβερό γεγονός τη σημάδεψε. Παρόλο που ήταν μικρή, οι εικόνες παρέμειναν ολοζώντανες στη μνήμη της, τόσο πολύ που και η ίδια έμενε έκπληκτη που θυμόταν τόσες λεπτομέρειες. «Φιλήσυχος άνθρωπος, δουλευταράς, έφευγε τα χαράματα από το σπίτι για να πάει τα πρόβατα στο βουνό για βοσκή. Πολλές φορές, αν υπήρχε πρόβλημα με κάποιο ζωντανό, δεν γυρνούσε στο σπίτι, κοιμόταν στη στάνη». Από τέτοιες διηγήσεις της μητέρας της, η Ευτυχία κρατούσε ζωντανή την ανάμνηση του πατέρα της. «Δε θυμάσαι που σε έβαζε στο ένα του πόδι και παίζατε το αλογάκι;» τη ρωτούσαν με απορία οι αδερφές της. «Και άλλες φορές, όπως καθόσουν στα πόδια του, σε
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
17
κρατούσε από τα χεράκια, σε κούναγε και συ χόρευες στους ρυθμούς του νταχτιριντί που σου τραγούδαγε; Πώς γίνεται να μην τα θυμάσαι αυτά;» συνέχιζαν να τη ρωτάνε οι αδελφές της. «Όχι, δε θυμάμαι έτσι τον μπαμπά», έλεγε στεναχωρημένη η Ευτυχία. «…Τον θυμάμαι νεκρό μέσα σε ένα μαύρο φέρετρο τοποθετημένο πάνω στο τραπέζι του μεγάλου δωματίου». Αυτή η εικόνα έμεινε βαθιά χαραγμένη στο μυαλό της Ευτυχίας. Το σπίτι τους στο χωριό ήταν ένα παλιό σπίτι με δύο δωμάτια. Στη μέση του μεγάλου δωματίου υπήρχε ένα οβάλ τραπέζι και γύρω από αυτό πολλά μονά κρεβάτια κολλημένα και αραδιασμένα στους πλαϊνούς τοίχους. Εκεί κοιμόντουσαν τα αδέλφια της. Τον περισσότερο χώρο τον έπιανε το διπλό κρεβάτι στο οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα της, κοιμόταν η Ευτυχία με τη μαμά της. Το κρεβάτι ήταν ψηλό με μεταλλικό ουρανό, από τον οποίο έπεφτε γύρω-γύρω κατάλευκο ύφασμα. Με τη βοήθεια των χειροποίητων δεστρών της γιαγιάς μεταμορφωνόταν σε υπέροχες κλειστές ή ανοιχτές κουρτίνες, δίνοντας την αίσθηση αρχοντιάς και φυσικής πολυτέλειας. Από τα λιγοστά έπιπλα που είχε το σπίτι, η Ευτυχία ξεχώριζε αυτό το κρεβάτι. Της πρόσφερε τη χαρά να νιώθει τη ζεστασιά και τη σιγουριά της αγκαλιάς της μαμάς της. Μεγαλώνοντας, κατάλαβε ότι τότε και η μητέρα της είχε ανάγκη την αγκαλιά της μικρούλας κόρης της, σαν ποτιστήρι που άφηνε τις δροσερές, αναζωογονητικές του σταγόνες στη μαύρη απελπισία της ψυχή της. Στο άλλο δωμάτιο ήταν η κουζίνα με τη τσιμινιά1 σε μια γωνιά. Εκεί μαγείρευαν το φαγητό σε τεράστιες κατσαρόλες. Μια αυγουστιάτικη ζεστή μέρα, η Ευτυχία είδε να γεμίζει το σπίτι τους κόσμο. Πρόσεξε ότι πάνω στο οβάλ τραπέζι είχε ένα στενόμακρο μαύρο κιβώτιο και της είπαν ότι εκεί μέσα βρισκόταν ο μπαμπάς της. «Ο μπαμπάς, Ευτυχία μου, πήγε να βρει τον Θεούλη!» 1
εστία
18
ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Σούφρωσε τη μυτούλα, πήρε το παραπονιάρικο ύφος της και είπε: «Θέλω να δω τον μπαμπά μου!» Κάποιος λοιπόν τη σήκωσε, έφτασε λίγο πιο ψηλά από το φέρετρο και την άφησε για λίγα λεπτά να δει τον μπαμπά της. «Μπαμπά, γιατί σου βάλανε βαμβάκι στη μύτη;» Κάνει νόημα με το χεράκι της για να την κατεβάσουν, βάζει όλη της τη δύναμη για να ακουστεί: «Μη μιλάτε δυνατά, θα ξυπνήσετε τον μπαμπά μου». Γύρω από το τραπέζι είχε μαζευτεί όλο το χωριό. Ήταν και αυτό στις παραδόσεις του χωριού. Όλοι συμμετείχαν στη χαρά του συγχωριανού τους και όλοι έκλαιγαν και συνέπασχαν με τον πόνο του. Τη μια συγχορευτές έσερναν τον βαρύ χορό του πόνου και την άλλη στριφογύριζαν τα κορμιά τους με χάρη και σκέρτσο στον χορό της χαράς. Όλοι ήξεραν να χορεύουν αυτούς τους δυο χορούς. Η πιο αυστηρή δασκάλα χορού, η «Ζωή», απαιτούσε υπακοή από όλους. Τους άλλαζε συνέχεια σειρά: όλοι έπαιρναν τη θέση του πρωτοχορευτή και όλοι πήγαιναν στο τέλος για να κλείσουν τον κύκλο. Η Ευτυχία σταμάτησε την προσπάθειά της να επιβάλει ησυχία για να μην ξυπνήσουν τον μπαμπά της και περιφερόταν ανάμεσα στις γυναίκες που έκλαιγαν και μοιρολογούσαν, ενώ οι άντρες συζητούσαν χαμηλόφωνα για το πόσο άδικα, στα πενήντα δύο του χρόνια, έφυγε ο φίλος, γείτονας και συγχωριανός τους και άφησε πίσω του μία γυναίκα χήρα με δέκα παιδιά. Η μητέρα της καθόταν στην άκρη του τραπεζιού, δίπλα ακριβώς από το σημείο του φέρετρου που ήταν το κεφάλι του νεκρού. Κοιτούσε τον άνδρα της με ύφος γεμάτο θλίψη. Δεν μιλούσε, κι όμως έμοιαζε ότι κάτι του έλεγε: «Γιατί Θανάση φεύγεις τόσο νωρίς; Πού θα βρω τη δύναμη να μεγαλώσω τα παιδιά μας; Όταν λύγιζα στις δυσκολίες, διαρκώς μου έδινες κουράγιο, ένιωθα σαν να με τραβάει κάποιος προς τα πάνω, στεκόμουν στα δυο μου πόδια, έπαιρνα βαθιά ανάσα και συνέχιζα… Τώρα;» Του είπε πολλά, του μίλησε για τα παιδιά τους που μένουν ορφανά, για τα ζωντανά που αφήνει, τον μάλωσε που πάντα
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
19
σκεφτόταν τους άλλους και ποτέ δεν πρόσεχε την υγεία του. Ο βουβός μονόλογος της Ευρυδίκης διακόπηκε, όταν τα δύο της αγόρια την σήκωσαν από τους ώμους. Είχε έρθει η ώρα να συνοδεύσουν τον νεκρό στην τελευταία του κατοικία. Το νεκροταφείο βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας. Οι κάτοικοι ήταν τόσο λίγοι που ο χώρος έφτανε για όλους. Φτάνοντας στην εκκλησία, το βλέμμα της Ευτυχίας έπεσε στον τάφο με το μαύρο μάρμαρο και την επιγραφή με τα σκαλιστά καλλιγραφικά γράμματα: «Τι με κοιτάτε, είμαι πέτρα και από μένα πάρτε μέτρα!» Τότε δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει αυτό, αλλά πάντα το διάβαζε όταν πήγαινε εκκλησία, της άρεσε η ρίμα του. Τα κλάμα και οι φωνές της μητέρας της, επανέφεραν την Ευτυχία στην πραγματικότητα. Ήταν ακριβώς τη στιγμή που προσπαθούσαν με σχοινιά να κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο. Ο θάνατος κάποιου παραλύει τους μεγάλους. Αφαιρεί από το βλέμμα τους το πραγματικό και το λογικό. Ο νους τους αποσυντονίζεται, ζαλίζεται από τα βήματα του περίεργου χορού στον οποίο προσπαθεί να τους παρασύρει. Μέσα σε αυτή την παραζάλη των μεγάλων, η Ευτυχία κατάφερε να πλησιάσει το σημείο που βρισκόταν η μητέρα της. Η οικογένεια της Ευτυχίας είχε πολύ καλή σχέση με το χώμα, τη γη. Μια σχέση δούναι και λαβείν, όπως έλεγε η γιαγιά της, η μητριά της μητέρας της. Το σκάλιζαν για να φυτεύουν λουλουδάκια στους κήπους, δεντράκια και διάφορα ζαρζαβατικά στα χωράφια. Το χώμα αφράτο-αφράτο δεχόταν με ευγνωμοσύνη όλη αυτή την αγάπη και φροντίδα και τους την ανταπέδιδε με εξαιρετικό τρόπο. Οι κήποι ήταν πάντα στολισμένοι με πανέμορφα λουλούδια, πανδαισία χρωμάτων. Τα δεντράκια γινόντουσαν δέντρα φορτωμένα καρπούς και τα ζαρζαβατικά δεν προλάβαιναν να τα μαζεύουν. Η μικρή Ευτυχία, λοιπόν, δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή την περίεργη συμπεριφορά της γης. Άνοιγε το στόμα της και έτσι απλά και πειθήνια της παρέδιδαν τον αγαπημένο της πατέρα για
20
ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
να τον «καταπιεί». Δεν μπορούσε το μικρό, αθώο της μυαλό να καταλάβει πως λειτουργεί εδώ το δούναι και λαβείν. Ο μόνος άνθρωπος που αντιστεκόταν σε όλα αυτά τα παράλογα που συνέβαιναν, ήταν η μαμά της. «Μην δίνετε τον άνδρα μου στον Χάρο. Πρέπει να μείνει μαζί μας, με τα παιδιά του. Τα ζωντανά περιμένουν να τα πάει για βοσκή». «Α! τώρα κατάλαβα!» ξεφώνισε η Ευτυχία, δίνοντας εξήγηση στην απορία της, γιατί η γη έγινε τόσο κακιά. «Αυτός ο χάρος αναγκάζει τη γη, από καιρό σε καιρό, με πολύ κακό τρόπο, να κάνει πράγματα που δεν συνηθίζει. Το καημένο το χώμα πρέπει να υποφέρει. Είναι στεγνό, ίχνος υγρασίας δεν του έμεινε…» Εκείνη τη στιγμή που η μαμά Ευρυδίκη σπάραζε για τον χαμό του άνδρα της, ζωντάνεψε αντίστροφα ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Εκείνη να προσπαθεί, μέσα στους λυγμούς της, με ένα μακρόσυρτο μοιρολόι να πείσει τον κυρίαρχο του κάτω κόσμου, τον Χάρο, να μην πάρει τον άνδρα της. Εκείνος, ο Χάρος, προβάλλοντας την αναπόφευκτη ήττα της μπροστά στον θάνατο, δυνάμωνε την ανάγκη της να μοιρολογήσει τον άνδρα της δίνοντάς της τη μόνη λυτρωτική διέξοδο στον πόνο της…
✴✴✴✴✴✴
Διαβάστε επίσης βιβλία από την Δυάς Εκδοτική