Η ζωή της περπατούσε στη θάλασσα

Page 1



ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

Μυθιστόρημα

Σειρά: Επικοινωνία ΔΥΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Αθήνα 2017


Τίτλος Βιβλίου: Η ζωή της περπατούσε στη θάλασσα Συγγραφέας: Ευγενία Βουτσινά-Βασιλειάδου Eπιμέλεια Kειμένου: Εύη Φρυγανά Σελιδοποίηση - Μακέτες: Δυάς Εκδοτική © Ευγενία Βουτσινά-Βασιελιάδου © Δυάς Εκδοτική, Αθήνα 2017 Α’ έκδοση: Σεπτέμβριος 2017 ISBN: 978-618-5166-33-5

ΔΥΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ / DYAS PUBLICATION Θεάτρου 162 - ΤΚ 18534 Theatrou 162 str. - 18534 Πασαλιμάνι - Πειραιάς Pasalimani - Piraeus Τηλ.: 2155.35.85.08 - 6947.515.713 E-mail: g.moissoglou@gmail.com E-mail: g.moissoglou@gmail.com Facebook: Γιώργος Μωύσογλου - Συγγραφέας www.dyaspublishing.net


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η ιστορία διαδραματίζεται στην Κεφαλονιά γύρω στο 1900 και φτάνει μέχρι το τέλος τού εμφυλίου πολέμου, μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδρομές ζωής των μελών τής οικογένειας του κόντε Αντύπα και των απογόνων του. Παρά τα ξέγνοιαστα πρώτα χρόνια της ζωής τους θα περάσουν δια πυρός και σιδήρου με αποκορύφωμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που θα τα αλλάξει όλα, όπως και τον Εμφύλιο πόλεμο. Πολλά είναι τα πρόσωπα που περιγράφονται στο βιβλίο, αλλά κεντρικό πρόσωπο είναι η Μυρσίνη, εγγονή τού κόντε Αντύπα, που παρ’ όλες τις δυσκολίες, τον θάνατο και την προδοσία στέκεται όρθια και καλωσορίζει τη ζωή. Μέλημά της ο μοναχογιός της μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του Εμφυλίου, μπλέκεται σε απίστευτες περιπέτειες, οι οποίες τη φέρνουν πολλές φορές στην απελπισία. Εκεί όμως που περισσεύει η απελπισία της και η ψυχή της σκοτεινιάζει, η ζωή την εκπλήσσει αναπάντεχα.



Ευχαριστώ την Ευγενία και τον Αλέξιο Παπασπηλιόπουλο τον Δημητρογεράσιμο και την Μαριάνθη Βουτσινά τον Σπυρίδωνα Βουτσινά την Ελπίδα και την Άνθη Βουτσινά και όσους βοήθησαν να εκδοθεί αυτό το βιβλίο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΜΥΡΣΙΝΗ

Μ

υρσίνη. Μυρσίνη, φώναξε την κόρη της η κυρά Αννέτα. Μυρσίνη, ξανά φώναξε. Πού είσαι; – Εδώ είμαι, μάνα, έρχομαι, ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή και σε λίγο ξεπρόβαλλε από τη γωνιά του στάβλου ένα όμορφο κοριτσάκι με καστανόξανθα μαλλιά που έφτιαχναν μπούκλες και έπεφταν στους ώμους και στην πλάτη της. Το πρόσωπο της ήταν πανέμορφο, μια ζωγραφιά και είχε μια τέτοια αθωότητα, που την έκανε να μοιάζει με αγγελούδι. Τα μάτια της, αμυγδαλωτά και ολόμαυρα, πετούσαν σπίθες. Όσο για το χαμόγελο της: σχημάτιζε δυο όμορφα λακκάκια στα μάγουλα της και σαν χαμογελούσε είχε κάτι το αγγελικό, που σε αφόπλιζε. Όμως η μάνα της, η οποία γνώριζε πόσο άταχτη ήταν, σαν είδε τα ρούχα της τσαλακωμένα και λερωμένα και τα μαλλιά γεμάτα άχυρα δεν άντεξε και της φώναξε: – Καψερή μου, πώς έγινες έτσι χάλια; Σήμερα το πρωί δε σου φόρεσα ετούτο το φουστανάκι; Και εσύ τι έκαμες; Επήγες στο στάβλο με τα πρόβατα και δες πως κατάντησες. Τι θα κάμω με σένα; Ούτε μια στιγμή δεν κάθεσαι ήσυχη και


8

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

καθαρή. Μάλλιασε η γλώσσα μου να σου μιλάω, μα εσύ δεν ακούς και κάμεις ό,τι σου πει το τσερβέλο σου. Το κοριτσάκι κατέβασε το κεφάλι και δεν μιλούσε. Άλλωστε τι να της έλεγε; Ήταν άταχτη, το ήξερε. Είχε δίκιο η μάνα της, αλλά εκείνη ήθελε να κάνει το δικό της. Όσο για τα μαλώματα: συνηθισμένη ήταν και από το ένα αυτί της έμπαιναν και από το άλλο της έβγαιναν. Το μόνο πράγμα που την ευχαριστούσε ήταν να νιώθει ελεύθερη. Σαν άνεμος η ψυχή της και ο νους της να τρέχει πότε από εδώ και πότε από εκεί. Το πώς της άρεσε να κυλιέται επάνω στα άχυρα με τον Ασπρούλη, το προβατάκι, δε λεγόταν. Αν υπήρχε ευτυχία, αυτή ήταν η ευτυχία για τη Μυρσίνη. Από τις σκέψεις την έβγαλε η φωνή της μάνα της: – Τι κάθεσαι ακίνητη και αμίλητη σαν άγαλμα; Όταν σου μιλάω να με ακούς, όχι να σεργιανάει ο νους σου στα πέρα αμπέλια. Έχε χάρη, καψερή μου, που έρχεται ο παππούς σου και δεν θέλω να σ’ εύρει λερωμένη, αλλιώς θα ‘βλεπες τι θα σου έκαμα. Φύγε τρεχάτη γλήγορα στην Ροδάνθη να σου αλλάξει φουστάνι. Μαζί θα τα πούμε αργότερα. Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα σου. Ήθελε δεν ήθελε η Μυρσίνη, έφυγε τρεχάτη να εκτελέσει τη διαταγή της μάνας της και σε λίγο έφτασε στο μεγάλο σπίτι, που ήταν περιτριγυρισμένο από κήπους και χωράφια. Από μακριά φαινόταν το αρχοντικό της οικογένειας Αντύπα, το οποίο έμοιαζε σαν ένα τεράστιο κάτασπρο περιστέρι, καθώς είχε μεγάλα παράθυρα και μπαλκονόπορτες απ’ όπου έμπαινε μέσα το φως του ήλιου. Τα όμορφα στρογγυλά μπαλκόνια του τα αγκάλιαζε ο καταπράσινος κισσός. Στο κέντρο του σπιτιού υπήρχε μια μεγάλη πόρτα: η κυρίως είσοδος. Από τη μία και την άλλη πλευρά της ανέβαι-


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

9

ναν δυο κάτασπρες μαρμαρένιες σκάλες που κατέληγαν στο επάνω όροφο. Το μεγάλο πλατύσκαλο οδηγούσε επίσης σε μια μεγάλη πόρτα, που είχε ζωγραφισμένο το οικόσημο της οικογένειας και άνοιγε σαν είχαν γιορτές και βεγγέρες. Στην αρχή της κάθε σκάλας υπήρχαν δύο μαρμαρένιες κεφαλές λιονταριών δείγμα πλούτου και ευημερίας. Εκεί είχαν γεννηθεί γενιές και γενιές των Αντυπαίων. Σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε η μητέρα της, η Αννέτα, η αδερφή της, η Κατερίνα και η ίδια. Σε λίγο μπήκε στο κατώι φουριόζα. Εδώ γίνονται πολλές δουλειές καθημερινά, όπως η ετοιμασία του φαγητού, το πλύσιμο των πιάτων και άλλα. Το κατώι ήταν στο υπόγειο του αρχοντικού και η πόρτα του στο πίσω μέρος. Κατέβαινες τρία, τέσσερα σκαλοπάτια και έμπαινες μέσα και εκεί έβλεπες ένα μεγάλο δωμάτιο, βαμμένο άσπρο με καφέ ξύλινο πάτωμα, που είχε δυο μεγάλα παράθυρα για να μπαίνει μέσα το φως του ηλίου και να φωτίζει τα πάντα γύρω. Στην μέση υπήρχε ένα μεγάλο μακρύ ξύλινο τραπέζι και γύρω γύρω πολλές καρέκλες, όπου καθόταν και έτρωγε το προσωπικό του αρχοντικού και οι εργάτες, που δούλευαν στα χωράφια. Στον απέναντι τοίχο, όπως έμπαινες, βρισκόταν το τζάκι, που έκαιγε τις κρύες ημέρες του χειμώνα και πιο πέρα ήτανε το μαγεριό. Τι κρεατόπιτες, τι κόκορα κοκκινιστό, τι ψάρια τηγανιτά με άγρια χόρτα, τι όσπρια, τι σκορδαλιά με μπακαλιάρο ή χταπόδι, όταν νήστευαν και πόσα άλλα φαγητά. Στον διπλανό τοίχο ήταν το μέρος που έπλεναν τα πιάτα και από πάνω βρισκόταν η πιατοθήκη, όπου ξεκουράζονταν τα πιάτα μέχρι να τα χρησιμοποιήσουν. Στους άλλους δυο τοίχους υπήρχαν ράφια και επάνω σε αυτά διάφορα βάζα με γλυκά, που έφτιαχναν το καλοκαίρι. Δίπλα από το μαγεριό


10

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

ήταν οι μεγάλες αποθήκες, όπου έκρυβαν τους θησαυρούς τής γης και αποθήκευαν όλη τη σοδειά τής κάθε χρονιάς. Εκεί, σαν έμπαινες, έβλεπες γεμάτα βαρέλια με εκλεκτό λάδι, με τοπικό κρασί ρομπόλα και διάφορα τυριά, που τα έφτιαχναν οι Κεφαλλονίτες και ήτανε φημισμένα. Σακιά με αλεύρι, όσπρια, πατάτες, ξηρούς καρπούς και άλλα τρόφιμα. Στους τοίχους κρέμονταν πλεξάνες με κρεμμύδια, σκόρδα και λογιών λογιών σακουλάκια σαν στρατιωτάκια, αραδιαστά το ένα δίπλα στο άλλο, γεμάτα διάφορα βότανα, που δεν έλειπαν από κανένα σπίτι είτε πλούσιο, είτε φτωχό. Τσάι του βουνού, χαμομήλι, φασκόμηλο, -το αγαπημένο των Κεφαλλονιτών- ρίγανη, δυόσμο, μέντα, μολόχα, λουΐζα, θυμάρι και τόσα άλλα. Εντύπωση μεγάλη σου έκανε η καθαριότητα που επικρατούσε και στο μαγεριό και στις αποθήκες. Πιο πέρα ήταν μια αποθήκη γεμάτη παλιά έπιπλα και άλλα ενθύμια από άλλες εποχές. Όλα ήταν τοποθετημένα με τάξη, καθώς εδώ στο αρχοντικό επικρατούσε το ρητό: «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά». Την ώρα που μπήκε η μικρή Μυρσίνη τρεχάτη, είδε την Μαριγώ, τη μαγείρισσα, να μαγειρεύει και την βοηθό της να πλένει τα πιάτα. Πιο πέρα ήταν η ψυχοκόρη τους, η Ροδάνθη, που ζύμωνε ψωμί. – Ροδάνθη μου, καθάρισε με και χτένισε με, της είπε παρακλητικά. – Αχ, καμένο μου, παραλογισμένο μου, πώς γίνηκες πάλι έτσι; Περίμενε να βάλω το ψωμί στο φούρνο και θα σε καθαρίσω. – Κάμε γλήγορα, Ροδάνθη, να μην έρθει ο παππούς μου και με δει σε ετούτα τα χάλια, γιατί χάθηκα.


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

11

– Τώρα, τελειώνω, της είπε και πήρε τα ψωμιά και τα έβαλε έξω στο φούρνο, που έκαιγε. Μετά με το κορίτσι πήγαν στο δωμάτιό του, της άλλαξε φόρεμα και της χτένισε τα όμορφα μαλλιά της. – Ευτυχώς που δεν έχει έρθει ακόμα ο παππούς σου, αλλιώς χαθήκαμε. Αλλοίμονο σε μένα, αν σε έβλεπε έτσι και αλλοίμονο σε σένα. Η Ροδάνθη ήταν η ψυχοκόρη του σπιτιού. Όμορφη κοπέλα, ψηλή, με μακριά καστανά μαλλιά, που τα έφτιαχνε κοτσίδα. Το πρόσωπο της έμοιαζε με φεγγάρι λαμπερό και τα μάτια της ήτανε καστανά, μεγάλα και αμυγδαλωτά. Η ηλικία της ήταν γύρω στα δεκάξι. Στο αρχοντικό την είχαν πάρει από μικρή, όταν ορφάνεψε και από τους δυο της γονιούς, που πέθαναν σε κάποιο ατύχημα και απόμεινε μονάχη της. Μια γειτόνισσα της την ψυχοπονέθηκε και την πήρε σπίτι της μετά την κηδεία των γονιών της, αφού κανένας από τους συγγενείς της δεν ήθελε να την αναλάβει. Όμως δεν πέρασε πολύς καιρός και άρχισε να της κακοφέρνεται. Να την έχει δούλα όλη ημέρα και ας ήταν μια σταλιά παιδί. Έτσι ένας συγχωριανός της, ο οποίος τη λυπόταν για όσα περνούσε και ήξερε όλα τα δεινά της, είπε στον κόντε Αντύπα γι’ αυτήν. Τότε αυτός, χωρίς να χάσει καιρό, πήγε στο χωριό και μίλησε με την γυναίκα, που την είχε υπό την κηδεμονία της, για να την πάρει, αλλά αυτή δεν του την έδινε, μιας και ήθελε να της πληρώσει γρόσια. Τότε, θέλοντας και μη, την πλήρωσε και πήρε το κορίτσι μαζί του στο αρχοντικό. Έτσι, ευτύχισε η Ροδάνθη, καθώς την αγαπούσαν πολύ όλοι. Όσο για τον Κόντε Αντύπα και την γυναίκα του, δεν ξεχώριζαν από τη μοναχοκόρη τους και αυτή πάλι δεν ένιωθε μονάχη της, γιατί είχε μια δικιά της


12

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

οικογένεια. Μεγαλώνοντας βοηθούσε στο αρχοντικό, όπως βοηθούσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Η κυρά Αννέτα, η μάνα της Μυρσίνης, ένιωθε τη Ροδάνθη περισσότερο ακόμα και από μικρή της αδερφή και την αγαπούσε πολύ, γιατί ήταν μοναχοκόρη και σε αυτήν εύρισκε την αδερφή που δεν είχε. Όσο για τον κόντε Αντύπα, όταν ερχόταν η ώρα, θα την καλοπάντρευε και θα της έδινε μεγάλη προίκα και το καλύτερο παλικάρι. Έτσι, κάθε ημέρα η Ροδάνθη ευχαριστούσε το Θεό που, σαν πέθαναν οι γονιοί της, βρέθηκαν καλοί άνθρωποι, την πήραν υπό την προστασία τους και την αγάπησαν. Γι’ αυτήν η πιο καλή ώρα της ημέρας ήταν όταν η κοντεσίνα Αννέτα της μάθαινε γράμματα. Ό,τι της έλεγε το άκουγε σαν ευαγγέλιο. Ρουφούσε την κάθε λέξη σαν να ήταν νέκταρ και μέρα με τη μέρα προόδευε. Βλέπεις, η κοντεσίνα είχε σπουδάσει δασκάλα, παρόλο που ο πατέρας της ήταν αντίθετος σ΄ αυτό. Αλλά ούτε λόγος να διδάξει σε σκολειό. Αυτό το απαγόρευε ρητά. «Η γυναίκα είναι για το σπίτι και για το γυναικωνίτη» έλεγε και κουβέντα δε σήκωνε σε αυτό. Ο Παναγής Αντύπας ήταν αυστηρός και δεσποτικός. Όλοι μέσα στο σπίτι τον φοβούνταν. Ο λόγος του ήταν διαταγή. Είχε δε τέτοια βαρύτητα, που κανένας δεν μπορούσε να τον αμφισβητήσει. Την μόνη που θεωρούσε λίγο πιο κάτω από αυτόν ήταν η γυναίκα του, η κοντέσα Αγγέλικα. Μια πανώρια γυναίκα, ψηλή, με πρόσωπο αγγελικό, που την αγαπούσε πολύ και ήταν η ψυχή του αρχοντικού. Δεν της χαλούσε κανένα χατίρι. Ό,τι και να του ζητούσε, ακόμα και τη γη με όλα τα λούλουδα και τον ουρανό με όλα τα αστέρια του, αυτός θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να της τα προσφέρει. Για χάρη της άφησε την θυγατέρα του να σπουδάσει δα-


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

13

σκάλα. Μπορεί να ήταν άνθρωπος, που έδειχνε στους γύρω του μεγάλη αυστηρότητα, όμως ήταν δίκαιος με όλους από τον πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο. Ήταν καλός οικογενειάρχης και θεοσεβούμενος, καθώς δεν έλειπε ούτε μια Κυριακή ή γιορτή από την εκκλησία. Επίσης, ήταν πολύ φιλάνθρωπος και βοηθούσε στα κρυφά όσους είχαν ανάγκη, χωρίς να τον πάρει είδηση κανένας. Όσο για τους ανθρώπους που είχε στην δούλεψη του, ήταν μαζί τους πάντα ανοιχτοχέρης. Σωστός άρχοντας σε όλα του και πάντα τους βοηθούσε. Σε κάθε ανάγκη τους ήταν ανοιχτή η πόρτα του για να προστρέξουν. Αλλά, αν τολμούσε κανένας να τον προδώσει ή να κάμει κακό στην οικογένεια του, μαύρο φίδι που τον έφαγε. Θα τον κυνηγούσε όπου και αν κρυβόταν, ακόμα και στου βοδιού το κέρατο. Όσο για τη θυγατέρα του, την Αννέτα, ήταν πολύ όμορφη και οι γονείς της τη λάτρευαν. Ήταν τόσο γλυκιά, υπομονετική, είχε ένα καλό λόγο για όλους γύρω της και όποιος τη γνώριζε την αγαπούσε αμέσως. Σεβόταν πολύ τον πατέρα της και πάντα, όταν του μιλούσε, είχε τα μάτια της κατεβασμένα. Ο λόγος του γι’ αυτήν ήταν νόμος. Όμως δυο φορές αναγκάστηκε να τον παρακούσει, με αποτέλεσμα να βρεθούν αντιμέτωποι και αυτό ήταν τρομερό για εκείνη. Και τώρα ακόμα, που το σκεφτόταν, δεν μπορούσε να καταλάβει που είχε βρει το θάρρος να το κάνει αυτό. Αλλά ανάγκα και οι Θεοί πείθονται. Πρώτη μαθήτρια ήταν στο σχολείο και οι δάσκαλοι της είχαν να το λένε για την επιμέλεια, την ευφράδεια και την υπευθυνότητά της. Σαν πήγαινε στην τελευταία τάξη όλο την προέτρεπαν να σπουδάσει και να ακολουθήσει το δρόμο της διδασκαλίας, αλλά αυτό δεν περνούσε από το χέρι της,


14

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

παρόλο που ήθελε πολύ να γίνει. Μέχρι που κάποια μέρα ο διευθυντής του σχολείου πήγε στο αρχοντικό και συνάντησε τον πατέρα της. – Με συγχωρείται, Κόντε μου, για τη βίζιτα, αλλά θα ήθελα να σας μιλήσω για την Αννέτα, τη θυγατέρα σας. – Σας ακούω. Τι θέλετε να μου πείτε; είπε ο Παναγής με περιέργεια για να δει τι θα του πει. – Θέλω να σας πω ότι η θυγατέρα σας θα ήταν αμαρτία να μη σπουδάσει δασκάλα. Είναι αρίστη μαθήτρια, συμπλήρωσε σαν να ήθελε να τον πείσει. Τότε ο Κόντες έγινε μια άγρια θάλασσα. Το πρόσωπο του κοκκίνισε σαν να είχε πάθει πυρετό και από τις φωνές που έβαλε, οι φλέβες του λαιμού του πετάχτηκαν και ήταν έτοιμες να σπάσουν και να πεταχτεί το αίμα. –Άκουσε δάσκαλε. Κακώς ήρθες μέχρι εδώ, του είπε πολύ οργισμένος. Το τι θα κάμω εγώ με την θυγατέρα μου είναι δικός μου λογαριασμός και κανενός άλλου. Όπως διοικείς εσύ το σκολειό σου, χωρίς να δίνεις λόγο σε κανένανε, έτσι διοικώ και εγώ το σπίτι και την οικογένεια μου και δεν επιτρέπω να μου υποδείξει κανένας τι θα κάμω. Άντε στο καλό σου και στην ευχή του Θεού και μην γνοιάζεσαι για ξένες έγνοιες. Ο διευθυντής ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί μετά από την προσβολή που του έκανε ο Κόντε Αντύπας. Δεν ήξερε που να πάει να κρυφτεί από την ντροπή του και έσκυψε το κεφάλι του. Είπε ένα «αντίο», ψιθυρίζοντας μέσα από τα δόντια του, πήρε γρήγορα γρήγορα το καπέλο του και χωρίς να περιμένει τον υπηρέτη να τον ξεβγάλει μέχρι την πόρτα, έφυγε συγχυσμένος. Όσο για τον κόντε Αντύπα, εκείνη τη στιγμή έτρωγε τα σίδερα από το κακό του. – Άκου να ‘ρθει στο σπίτι μου ο βουρλισμένος να μου ειπή


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

15

τι να κάμω. Αντί να κάτσει στο σκολειό του να μάθει γράμματα στις μαθήτριές του, ήρθε να κάμει μάθημα σε εμένα, λες και είμαι κανένα σκολιαρούδι, μόμολο και να μου δώσει συμβουλές. Μα τον Άγιο Γεράσιμο, μου ήρθε να τον καρυδώσω. Αυτά έλεγε και ήταν έτοιμος να σκάσει από το κακό του. Μετά φώναξε δυνατά: – Αγγέλικα, Αννέτα, ελάτε εδώ γλήγορα. Στην στιγμή εμφανίστηκαν τρεχάτες και οι δυο γυναίκες. – Τι θέλεις, αφέντη μου; τον ρώτησε η γυναίκα του, η Αγγέλικα. – Τι θέλω; είπε γεμάτος θυμό. Ακούστε με καλά, κουτογύναικα: αν ακούσω έστω και μια κουβέντα για να σπουδάσει η Αννέτα δασκάλα, δεν ξέρω και εγώ τι θα κάμω. Εγώ είμαι ο αφέντης σε αυτό το σπιτικό, πάει και τελείωσε. Νογάτε, κυράδες μου και οι δυο; Πώς δεν είχαν καταλάβει; Είχαν και πολύ μάλιστα και στέκονταν και οι δυο μπροστά του αμίλητες και με κατεβασμένα μάτια, που κοιτούσαν στο πάτωμα. Όσο για τη θυγατέρα του, την Αννέτα, από τα μάτια της έτρεχαν καυτά δάκρυα και ένιωθε μεγάλη απελπισία. Το όνειρο της να σπουδάσει είχε χαθεί. Αυτό την πονούσε πολύ, μάτωνε η καρδιά της, αλλά δεν μπορούσε να παρακούσει την εντολή του πατέρα της και να κάνει ότι της κατέβαινε στο κεφάλι. Για να ηρεμήσει την κατάσταση η μάνα της, την αγκάλιασε και βγήκαν από την κάμαρη. – Μην κλαις, κόρη μου και απελπίζεσαι, κάτι θα γίνει. Θα προσπαθήσουμε να του αλλάξουμε τα μυαλά. –Τι λες, μάνα μου, δεν τον άκουσες με τα ίδια σου τ’ αυτιά; Αυτός δεν αλλάζει με τίποτα. Ήτανε στο φόρτε του και δε σήκωνε κουβέντα. Είπε την τελευταία λέξη του και πρέπει


16

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

να την δεχτούμε. Δεν μπορούμε να κάμουμε αλλιώς, ας το πάρουμε απόφαση, δασκάλα δεν πρόκειται να γενώ. Αυτά είπε η Αννέτα, αλλά η μητέρα της δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί την εντολή του άντρα της, γι’ αυτό έβαλε το μυαλό της να δουλέψει. Με κάθε τρόπο έπρεπε να τον καταφέρει να πει το «ναι». Αυτό όμως ήταν μια πολύ δύσκολη δουλειά και έπρεπε να καταστρώσει ένα σχέδιο. Έτσι και έκανε στη συνέχεια. Το σκέφτηκε καλά και αφού άφησε να περάσουν λίγες ημέρες, άρχισε, σε ώρες που ήταν ήρεμος ο άντρας της, να του μιλάει με το καλό. – Άσε τη θυγατέρα μας να σπουδάσει. Δεν είναι κάτι κακό, όλες οι θυγατέρες του καλού κόσμου σπουδάζουν. – Δεν ξέρω τι κάμουν οι θυγατέρες του καλού κόσμου, αλλά η δική μου δεν θα σπουδάσει. Τελεία και παύλα. – Έλα άντρα μου, τον παρακαλούσε. Αλλά αυτός ούτε που να ακούσει ήθελε και αν του πολυμιλούσε αγρίευε πολύ και την έστελνε στην κάμαρά της. Έτσι αυτή σιωπούσε. Αλλά μέσα της έβραζε και ήταν πολύ θυμωμένη. Όμως δεν το έβαζε κάτω, ώσπου από τον καημό της κάποια ημέρα αρρώστησε. Έπεσε στο κρεβάτι και ο πυρετός και τα δέκατα την έτρωγαν. Ο Κόντε Αντύπας σαν την έβλεπε να λιώνει και να μαραίνεται, τρελαινόταν από τη λύπη του και έφερνε τους πιο καλούς γιατρούς του νησιού. Την εξέταζαν, έκαναν διάφορες διαγνώσεις και της έδιναν φάρμακα, που τα έπαιρνε, αλλά καλά δεν γινόταν. Την αγαπούσε πολύ την γυναίκα του ο Παναγής και η αρρώστια της τον λύγισε. Καλύτερα σκεφτόταν να πέθαινε αυτός παρά η λατρευτή του γυναίκα. – Γίνε καλά τζόγια μου, Αγγέλικα, της έλεγε και ό,τι μου πεις θα κάμω.


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

17

Έτσι έγινε αυτό που ήθελε η Αγγέλικα. Η θυγατέρα της θα πήγαινε στο Αργοστόλι να γίνει δασκάλα. Με την χαρά που πήρε, έδωσε κουράγιο στον εαυτό της και ως εκ θαύματος άρχισε σιγά σιγά να αναρρώνει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και σαν πέρασε λίγος καιρός έγινε εντελώς καλά. Όσο για την Αννέτα, η χαρά της ήταν διπλή. Από τη μια μεριά η μητέρα της είχε γίνει εντελώς καλά και ήταν πολύ ευτυχισμένη γι’ αυτό και από την άλλη θα γινόταν δασκάλα. Το όνειρο της πλέον είχε αρχίσει να πραγματοποιείται. Θα πήγαινε στο Αργοστόλι να σπουδάσει. Έτσι, τις επόμενες ημέρες στο αρχοντικό είχανε μεγάλες φούριες, καθώς ετοίμαζαν τα πράγματα της Αννέτας για να φύγει. Σαν ήρθε η ώρα και ετοιμάστηκαν όλα, η κοπέλα πήρε το δρόμο με τους γονείς και την παραμάνα της, την Κερασιά, που θα έμενε μαζί της.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΤΟ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ

Μ

ετά από ώρα έφτασαν στο όμορφο Αργοστόλι, την πρωτεύουσα της Κεφαλληνίας. «Μικρό Παρίσι» το έλεγαν πολλοί και ήταν, καθώς είχε τον αέρα μια μεγάλης πόλης. Ήταν η χρονιά του 1904, βλέπεις καινούργιος αιώνας είχε ανατείλει. Καινούργιες προσδοκίες για κάτι καλύτερο. Η Αννέτα τώρα ένοιωθε σαν να είχε έρθει σε άλλο κόσμο. Στο χωριό της υπήρχε ησυχία. Οι ημέρες περνούσαν και έμοιαζαν σχεδόν όλες ίδιες. Λίγα πράγματα μπορούσες να κάνεις εκεί, καθώς μονάχα σε καμιά γιορτή ή πανηγύρι οι άνθρωποι διασκέδαζαν, ενώ εδώ, στην πόλη, όλα ήταν τόσο διαφορετικά. Σε λίγο έφτασαν στο σπίτι, που θα έμεναν και τακτοποιήθηκαν. Οι γονείς της έμειναν τρεις ημέρες, γιατί είχε κάποιες δουλειές να τακτοποιήσει ο πατέρας της και μετά αναχώρησαν, αλλά πριν γίνει αυτό, ο πατέρας της της έδωσε πολλές συμβουλές για το πώς να φέρεται και να κρατάει την αξιοπρέπειά της. – Μην ξεχνάς να τιμάς το όνομα σου και να το έχεις πολύ ψηλά. Να προσέχεις να είσαι αξιοπρεπής και να μη δίνεις δικαίωμα για κακόβουλα σχόλια σε κανέναν. Όσο για τα μαθή-


20

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

ματα σου να είσαι επιμελής και να σέβεσαι τους καθηγητές σου. Μου το υπόσχεσαι; Αυτή του το υποσχέθηκε. Μετά ο πατέρα της μίλησε στην παραμάνα της, την Κερασιά και της είπε επί λέξει: – Κερασιά, θέλω να προσέχεις την θυγατέρα μου σαν τα μάτια σου και αν γίνει κάτι θέλω να είμαι ο πρώτος που θα μου το πεις, άκουσες; – Μάλιστα αφέντη, είπε αυτή και μετά από λίγη ώρα έφυγαν οι γονείς της ήσυχοι. Σαν έμεινε μόνη με την παραμάνα της, της ήταν πολύ δύσκολο να συνηθίσει τη ζωή τής πόλης, καθώς ήταν σαν το ψάρι έξω από το νερό. Στην πορεία όμως συνήθισε και της άρεσε το Αργοστόλι. Της άρεσε να βλέπει τον κόσμο να βολτάρει με τα καλά του τις Κυριακές στη μεγάλη πλατεία, εκεί που έπαιζε η φιλαρμονική του Δήμου διάφορες μελωδίες και οι γυναίκες φορούσαν όμορφα φορέματα, κομψά καπέλα και πάντα είχαν μαζί τους τα κρινολίνα τους. Όσο για τους άνδρες: αυτοί φορούσαν όμορφα ρούχα και ήταν γεμάτοι ευγένεια, υποκλίσεις και χειροφιλήματα προς τις κυρίες. Όταν έβλεπαν κάποια γνωστή τους, έβγαζαν το καπέλο από ευγένεια, υποκλίνονταν και της φιλούσαν το χέρι. Η πλατεία ήταν τόπος συνάντησης. Πολλοί Κεφαλλονίτες είχαν γνωρίσει εδώ τις αγαπημένες τους και τις είχαν παντρευτεί. Σε ετούτην την πόλη ήταν καταγραμμένη η ιταλική κουλτούρα, καθώς η Κεφαλλονιά έμεινε για πολλά χρόνια κάτω από την κηδεμονία την Ιταλίας και πήρε πολλά από τον τρόπο ζωής των Φράγκων. Αυτό το έβλεπες στην καθημερινή ζωή ακόμα και στο λεξιλόγιο, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Κεφαλλονίτες.


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

21

Η Αννέτα δε χόρταινε να κοιτάζει γύρω της και ό,τι έβλεπε της άρεσε. Τα αρχοντικά σπίτια, οι μεγάλοι δρόμοι, η πλατεία, το μεγάλο λιμάνι, όπου άραζαν τα βαπόρια σαν έρχονταν από μακρινά ταξίδια. Το μόνο που δεν της άρεσε ήταν η σκόνη, την οποία σήκωναν οι άμαξες σαν περνούσαν. Όσο και αν κατάβρεχαν με νερό οι εργάτες του Δήμου, την άλλη στιγμή περνούσαν οι άμαξες και γέμιζε ο κόσμος πάλι με σκόνη. Εντύπωση μεγάλη της είχε κάνει σαν είδε τους υπαλλήλους του Δήμου, οι οποίοι άναβαν τα φανάρια το βράδυ στον δρόμο με μακριά ραβδιά. Τότε φωτιζόταν ο τόπος γύρω και περνούσε ο κόσμος. Στο χωριό της σαν έπεφτε το σκοτάδι, όλοι κλείνονταν νωρίς νωρίς στα σπίτια τους και άναβαν κανένα λυχνάρι για να βλέπουν ίσα ίσα. Οι χωρικοί ξυπνούσαν από τα άγρια ξημερώματα και κοιμόνταν με τις κότες, όταν σουρούπωνε. Άλλη ζωή ζούσαν οι κάτοικοι στο χωριό και άλλη στην πόλη. Οι κάτοικοι της πόλης ξενυχτούσαν, καθώς πήγαιναν μέχρι αργά στα μαγαζιά, στις λέσχες, στις βεγγέρες και έκαναν βίζιτες σε φιλικά σπίτια. Από παντού το βράδυ άκουγες μουσικές να γεμίζουν τον αέρα. Αλλά και από τους κανταδόρους, που με τις γλυκές τους φωνές έκαναν καντάδα στις αγαπημένες τους και αυτές μέσα από τις γρίλιες των παραθύρων τους τους έστελναν τα πιο γλυκά τους φιλιά. Όλα αυτά για την κοπέλα ήταν καινούργια. Καθώς ήταν η πρώτη φορά που είχε αφήσει το χωριό της και έβλεπε τόσα πράγματα. Είχε ενθουσιαστεί πολύ, αντίθετα με την παραμάνα της, την Κερασιά. Αυτή δεν μπορούσε να συνηθίσει την πόλη με τίποτα, καθώς της έλειπε το αγαπημένο της χωριό, αλλά έκανε ξερό κουράγιο για χάρη της. –Τζόγια μου, μονάχα για χάρη σου αντέχω να μένω μα-


22

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

κριά από τον τόπο μου. Αν δεν ήσουν εσύ, ποτέ δε θα το κουνούσα από το χωριό μας. – Μη στεναχωριέσαι, θα συνηθίσουμε εδώ. Τι θα έκαμα χωρίς εσένα σε ετούτην την πόλη; Και από την άλλη μεριά πιστεύεις ότι ο πατέρας θα μ’ άφηνε μονάχη μου να έρθω στο Αργοστόλι; Μη νομίζεις ότι και εμένα δεν μου λείπουν οι δικοί μου και το χωριό μας. Αλλά εδώ ήρθαμε με σκοπό να γίνω δασκάλα και μέχρι να ολοκληρωθεί ετούτος ο σκοπός, θα κάμουμε κόμπο την καρδιά μας και θα αντέξουμε. Γι’ αυτό κάμε υπομονή, έχουμε μακρύ δρόμο μπροστά μας. – Δε θέλω, καρδούλα μου, να σε στεναχωρώ, αλλά δεν ημπορώ να συνηθίσω το Αργοστόλι. – Θα συνηθίσουμε. Λίγο καιρό υπομονή θέλει και θα συνηθίσουμε. Αυτά έλεγε η κοπέλα στην παραμάνα της, για να την ηρεμήσει. Αλλά αυτή ησυχία δεν είχε. Ο νους και ο λογισμός της όλο γυρνούσε στο χωριό, όμως γνώριζε καλά πως, μέχρι να τελείωνε η κοπέλα, θα βρίσκονταν και οι δυο τους στο Αργοστόλι. Η Κερασιά αγαπούσε πάρα πολύ την Αννέτα. Βλέπεις δεν της έδωσε ο Θεός δικά της παιδιά και ετούτην τη θυγατέρα τη λάτρευε. Την είχε σαν δικό της παιδί και παραπάνω. Χατίρι δεν της χαλούσε ποτέ. Όταν ήταν μικρή και έκανε κάποια αταξία, όλο την δικαιολογούσε, για να μην την μαλώσουν οι γονείς της. Αλλά και η κοπέλα την αγαπούσε πάρα πολύ και την είχε σαν δεύτερη μάνα της. Η Κερασιά γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στο Ληξούρι, αλλά δε γνώρισε γονείς, καθώς από τις πρώτες ημέρες τής ζωής της βρέθηκε στο ορφανοτροφείο. Κάποιες ψυχόπονες κυρίες τη φρόντιζαν μέχρι που μεγάλωσε. Έζησε πολλά χρό-


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

23

νια εκεί. Σαν γνώρισε τον εαυτό της, θέλησε να βρει αυτούς που την είχαν φέρει στη ζωή. Αλλά αυτό στάθηκε αδύνατο. Μέχρι που μια ημέρα ήρθε ο πατέρας της Αννέτας στο ορφανοτροφείο, ζητώντας μια κοπέλα για παραμάνα στο νεογέννητο κοριτσάκι του και τελικά επέλεξε την Κερασιά. Έτσι πήρε το δρόμο για το αρχοντικό των Αντυπαίων και έγινε παραμάνα. Από την πρώτη στιγμή αγάπησε το μωρό σα δικό της. Περνώντας τα χρόνια, πολλά προξενιά ήρθαν για την Κερασιά, αλλά αυτή δε δέχτηκε κανένα όσο καλά και αν ήταν. Όλο της το είναι ήταν δοσμένο στην Αννέτα και δεν ήθελε ούτε έρωτες ούτε γάμο. Το μόνο που λαχταρούσε η ψυχή της ήταν να βρει τους γονείς της και να μάθει γιατί την παράτησαν στο ορφανοτροφείο. Αυτή τη χάρη μονάχα είχε ζητήσει από τον αφέντη της και κάποια στιγμή έμαθε από αυτόν την καταγωγή της: ήταν παιδί του κόντε Μαρτσέλο και μιας καμαριέρας. Ο πατέρας της ήταν ξακουστός στο Αργοστόλι και είχε χρήμα με ουρά. Σπίτια, υποστατικά, χωράφια και δούλους. Ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει τρία παιδιά. Κατά τον έγγαμο βίο του είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με την καμαριέρα της γυναίκας του, που στη συνέχεια έμεινε έγκυος και έφερε στο κόσμο ένα κοριτσάκι, την Κερασιά. Η γυναίκα αγάπησε πολύ το παιδί και ποτέ δεν αξίωσε να το αναγνωρίσει ο Κόντες. Το μόνο που ήθελε ήταν να το μεγαλώσει αυτή. Όμως αυτό δε στάθηκε δυνατό, καθώς λίγες ημέρες μετά από τη γέννα το παράνομο τέκνο το πήρε ο πατέρα του με το ζόρι από την αγκαλιά της μητέρας του και με μεγάλη απονιά το πήγε στο ορφανοτροφείο και το παρέδωσε μυστικά. Όσο για τη μητέρα της: όταν της πήρε το παιδί, έπεσε σε βαθιά με-


24

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

λαγχολία και στο τέλος πέθανε. Σαν άκουσε την ιστορία ετούτη, η Κερασιά με κανένα τρόπο δεν ήθελε να γνωρίσει τον πατέρα της, τον οποίο θεώρησε υπαίτιο για το θάνατο της μητέρας της και ούτε θέλησε να πάει στο αρχοντικό του να τον βρει. Το μόνο που ήθελε από τον Κόντε ήταν να μάθει που είχαν θάψει τη μάνα της, για να πάει να προσκυνήσει το τάφο της και να της αφήσει λίγα λουλούδια. Αυτός δεν άργησε να μάθει και πήγαν μαζί σε ένα νεκροταφείο έξω από την πόλη του Αργοστολιού και εκεί μέσα με δάκρυα προσκύνησε το τάφο της μάνας της. Από κει και πέρα σταμάτησε να μιλά για τους γονείς της. Βέβαια μέσα της η απόρριψη την βασάνιζε κάθε στιγμή και ένιωθε πως δεν είχε πουθενά ρίζες. Αλλά τώρα πια, που είχαν περάσει τα χρόνια, ευχαριστούσε το Θεό που είχε γίνει παραμάνα της Αννέτας και δεν είχε πάει η ζωή της χαράμι. Γι’ αυτό και τα άντεχε όλα, ακόμα και την ξενιτιά, όπως έλεγε.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΝΕΤΑΣ

Π

ερνούσαν οι ημέρες και ξεκίνησε η Αννέτα να πηγαίνει στη σχολή. Εκεί τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Η διευθύντρια και οι καθηγήτριες ήταν πολύ αυστηρές και τηρούσαν την τάξη. Οι κανονισμοί ήταν νόμος και έπρεπε να τηρούνται απαρέγκλιτα από όλες τις μαθήτριες. Όποια μαθήτρια τολμούσε να παραβεί τους κανονισμούς τιμωρούταν πολύ αυστηρά, μέχρι αποβολής. Έτσι όλες τους ήταν πολύ προσεκτικές. Η Αννέτα, από την πρώτη στιγμή που πήγε στη σχολή, προσπαθούσε να είναι τυπική σε όλα και να μη δίνει κανένα δικαίωμα. Όμως το βαρύ κλίμα, που επικρατούσε εκεί μέσα, της βάραινε σαν πέτρα βαριά το στήθος. Όλος ο αρχικός της ενθουσιασμός είχε χαθεί. Εκτελούσε μηχανικά αυτά που έπρεπε να κάνει κάθε ημέρα. Σιγά σιγά οι καθηγήτριές της την ξεχώρισαν για το ήθος της, την ευπρέπεια και την προσήλωσή της στα γράμματα. Αλλά αυτό δεν έκανε την παραμονή της στη σχολή πιο εύκολη. Γιατί δεν είχε μονάχα να αντιμετωπίσει τις καθηγήτριες και τους κανονισμούς, αλλά και τις ίδιες τις συμφοιτήτριές της, αφού λίγες ήταν αυτές που την


26

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

συμπαθούσαν και την συναναστρέφονταν. Οι πιο πολλές την κοιτούσαν αφ’ υψηλού, γιατί είχαν την τύχη να γεννηθούν στην πόλη, ενώ αυτή είχε γεννηθεί σε χωριό και όλοι την φώναζαν «χωριάτα». Υπήρχε μόνο μια κοπέλα που έδειχνε να την συμπαθεί και να θέλει τη φιλία της, η Τζουλιέττα Μαρκάτου. Από την πρώτη στιγμή την πλησίασε και της έδειξε μεγάλη συμπάθεια. Αμέσως έγιναν αχώριστες φίλες. Η Τζουλιέττα ήτανε γόνος μιας πολύ καλής και πλούσιας οικογένειας του Αργοστολίου. Όμορφο, ψηλό, ξανθόμαλλο κορίτσι που όλο χαμογελούσε. Οι δυο φίλες ήταν μαζί σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας. Τώρα πια ο καιρός περνούσε πιο γρήγορα. Όσο και να κουραζόταν η Αννέτα στα μαθήματα, ξεκουραζόταν που είχε δίπλα της τη φίλη της. Ο Θεός τής την είχε στείλει και ήταν μεγάλη παρηγοριά γι’ αυτήν. Το ότι είχε ένα σύμμαχο στο περιβάλλον τής σχολής, που ήξερε πως θα την υπερασπιζόταν, ήταν ένα μεγάλο στήριγμα γι’ αυτήν. Μια ημέρα η Τζουλιέττα τής έδειξε έμπρακτα τη φιλία της και το πόσο την αγαπούσε. Στην σχολή υπήρχε μια συμφοιτήτρια τους, η Δωροθέα, που μόνο δώρο Θεού δεν ήταν τόσο στην εμφάνιση, καθώς ήταν πολύ άσχημη, όσο και στην συμπεριφορά. Η Δωροθέα ήταν αρχηγός των κοριτσιών που δε συμπαθούσαν την Αννέτα. Δεν έχανε ευκαιρία να την κοροϊδεύει και να προσπαθεί να τη διαβάλλει σε καθηγήτριες και μαθήτριες. Αλλά επειδή οι καθηγήτριες γνώριζαν το ήθος της Αννέτας, προσπερνούσαν -ευτυχώς- τα σχόλια της. Μια ημέρα έλειπε η Τζουλιέττα και κάθισε δίπλα της η Δωροθέα. Η κοπέλα δεν της έδωσε καμιά σημασία και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο μάθημα. Για κακή τύχη της


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

27

η καθηγήτρια τους είπε ότι θα γράψουν διαγώνισμα στα Ελληνικά. Η κοπέλα ξεκίνησε να γράφει και δεν κατάλαβε ότι η Δωροθέα αντέγραφε από το γραπτό της και σαν τελείωσε το παρέδωσε στην καθηγήτρια. Την άλλη ημέρα, όταν έφερε η καθηγήτρια διορθωμένα τα γραπτά, κάλεσε και τις δυο στο γραφείο της διευθύντριας για απολογία. Τους έδειξε τα γραπτά, που ήταν σχεδόν ίδια και η Αννέτα έπεσε από τα σύννεφα. Επί λέξει η διευθύντρια τους είπε: – Κάποια από εσάς αντέγραψε. Θέλω να μάθω αμέσως ποια είναι. Με την εξέλιξη αυτή η Αννέτα έμεινε άφωνη και συνειδητοποίησε ότι η Δωροθέα αντέγραψε από εκείνη. Τότε είπε στη διευθύντρια ότι αυτή δεν το έκανε και ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό της να αντιγράψει. Τότε η Δωροθέα πετάχτηκε και την κατηγόρησε: – Αυτή αντέγραψε από εμένα, όχι εγώ από αυτήν. Δεν είχε διαβάσει το μάθημα και καθώς θέλει πάντα να είναι πρώτη, αντέγραψε από εμένα που διάβασα καλά. Τότε ήταν που της Αννέτας της ήρθε το αίμα στο κεφάλι. – Τι είναι αυτά που λες; Εσύ ήρθες και κάθισες κοντά μου και αντέγραψες από εμένα. Το έκαμες σκόπιμα για να με διαβάλλεις, γιατί συνεχώς με κακολογείς και το μαθαίνω. Τότε ακούστηκαν χτύποι στην πόρτα και σταμάτησε η διαμάχη. – Περάστε, είπε η διευθύντρια. Αμέσως άνοιξε η πόρτα και πρόβαλλε η Τζουλιέττα μαζί με μια άλλη κοπέλα την, Διονυσία Απέργη. – Κυρία διευθύντρια, μπορώ να σας μιλήσω; – Σε ακούω.


28

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

– Η Αννέτα είναι αθώα, μην την καταδικάσετε για κάτι που δεν έχει κάμει. Ποτέ δεν αντέγραψε. Η Δωροθέα αντέγραψε από αυτήν και μάλιστα με τις φιλενάδες της είχε βάλει στοίχημα ότι θα αντιγράψει και θα σας πείσει ότι το έκανε η Αννέτα. – Αυτό που μου λες είναι πολύ σοβαρό. Έχεις αποδείξεις; – Έχω αποδείξεις. Η Διονυσία την άκουσε στο διάλειμμα να καυχιέται ότι το σχέδιο της πήγε καλά, τα κατάφερε να αντιγράψει από την Αννέτα και θα έπειθε εσάς ότι δεν έκαμε αυτή την αντιγραφή. Μάλιστα είπε ό,τι εσείς θα την πιστέψετε, γιατί ο πατέρας της είναι ζάμπλουτος και συνδράμει την σχολή. Η διευθύντρια ρώτησε τη Διονυσία αν όλα αυτά είναι αλήθεια. – Μάλιστα, αλήθεια είναι. Την άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά να τα λέει όλα ετούτα και τώρα ήρθα να σας τα αποκαλύψω. Είναι αμαρτία να τιμωρηθεί η Αννέτα, χωρίς να φταίει. Τότε η διευθύντρια είπε στη Δωροθέα. – Τι λες; Τα έκαμες όσα σου καταμαρτυρούν; – Δεν έκαμα τίποτα. – Τα έκαμε να το ξέρετε, είπε με αυτοπεποίθηση η Τζουλιέττα. Η Διονυσία ποτέ δεν έχει πει ψέματα. – Καλά, είπε η διευθύντρια. Πηγαίνετε όλες και θα δω τι θα κάμω. Έφυγαν και η Αννέτα ευχαρίστησε για τη βοήθεια που της έδωσε η φίλη της και η Διονυσία. Όσο για την Δωροθέα: την έβριζε μέσα από τα δόντια της και κατηγορούσε τον εαυτό της που δεν τα είχε καταφέρει. Μετά από δυο ημέρες βγήκε το πόρισμα ότι την αντιγραφή την είχε κάνει η Δωροθέα και η τιμωρία της θα ήταν ο


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

29

μηδενισμός του γραπτού της. Αυτή σκύλιασε από το κακό της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα· η απόφαση είχε ληφθεί και ήταν αμετάκλητη. Τώρα πολλές από τις φίλες της άρχισαν να την κρατούν σε απόσταση, φοβούμενες μην πάθουν τα ίδια. Σαν το είδε αυτό σταμάτησε προς στιγμή τα όσα έκανε και έγινε τύπος και υπογραμμός, για να μην τις χάσει. Βέβαια η Αννέτα δεν της έδινε καμιά σημασία και στη συνέχεια ηρέμησαν τα πράγματα, καθώς σκεφτόταν πως ήταν τυχερή που είχε γνωρίσει την Τζουλιέττα και την είχε έμπιστή της, σε σημείο που της έλεγε τα πιο βαθιά της μυστικά.


Διαβάστε επίσης βιβλία από την Δυάς Εκδοτική










¢ ΈΚΘΥΜΟΣ

®£¥© ­¬

£ ª¦ µ ¦ ®³ ¯Î»É¿Ê¿ ¿ÊÊ« sÊ̾¿Ïà ÏÐÆ ¦ÃÅ ÐÎÇÉ¹Ó ¡ ÇÏкsÃÓ ¹Ê¿ÀÃ É¿Ç ÐÌ sÃп ÂÍË ÏÐÆË ¥ÊÇËÇɺ ÐÆ ÏÐÇÅsº ÖÃÇ ÏÐÌ É¿Ç ÃÎÅ«ÖÃÐ¿Ç ÏÃ Ë ¼ÊÆÓ ÒÓ ÀÇÌ׿ÐÎÇɼ «ÃÇ Ð¿ ¿ Ê« ΫÅs ÐÌÕÓ ¿ÊÆÑÇËÌ¾Ó ¿ËÑ ÃÇ ÐÌÕÓ Ä»ÊÌÕÓ ÐÆÓ ÃË ¿ ¼ sÇÉκ ÆÊÇ ÐÌ ÂÇ«À¿Ïs¿ ¿Õк ÏÐÌ Ë¿ ÅΫÁÃÇ É«ÐÇ Ð»ÐÊÌ bb£ ¯ÇsÒμÓbb ÀÇÀ


εΟυυκλέψειςςςςςτόνισαννοιιΔέκααΕντολέςςτουυΚυρίουυαλλάάεκείί νοιιτηςςέκλεψαννόότιιαγαπούσεε εΟυυ ψευδομαρτυρήσειςς κατάά τούύ πλησίονν σουυ μαρτυρίανν ψευδήήήήχαράχτηκαννστιςςπλάκεςςτουυΜωυσήήήαλλάάαυτοίίπότιι σανντηηψυχήήτηςςμεετοοδηλητήριοοτουυψέματοςς ςΟυυφονεύσειςςςςυπαγόρευσεεοοΘεόςςαλλάάαυτόςςόπλισεετοοχέριι μιαςςαδύναμηςςύπαρξηςς εΟυκκεπιθυμήσειςςόσαατώώπλησίοννσουυεστίίίίίίήταννηητελευταίαα εντολήήτουυΜεγαλοδύναμουυαλλάάεκείνηηεπιθυμούσεεναααποκτήή σειιοοτιδήποτεεδικόότουςς ς Κάποτεεείχεεδυοοονόματαααα Τοοένααόνομαατοοαπαρνήθηκεεγιααλίγοοοόταννάκουσεεένααπερίερρ γοοκάλεσμαααακολουθώνταςςτοομονοπάτιιΤουυ Τοοάλλοοόνομααστηνναρχήήτοοέθαψεεβιαστικάάαλλάάτοοαναζήτηη σεε αγωνιωδώςς στηνν πορείαα ότανν όλαα ανατράπηκαννν ότανν ηη αγάπηηέγινεεμίσοςςςτααψέματααέναςςμονόδρομοςςκαιιηηεκδίκησηη τοομοναδικόόφωςςστοοσκοτεινόόσταυροδρόμιιτηςςζωήςς Τώρααααα τοο τώραα δενν έχειι σημασίαα αφούύ τοο τέλοςς είναιι πολύύ μακριάάάΜπορείίοοπροορισμόςςτωννανθρώπωνννααείναιιοοπαράά δεισοςςς ς αλλάά εκείνηη δεε θαα σταματήσειι εάνν δενν πάρειι στηνν κόλασηημαζίίτηςςκαιιαυτούςςπουυτηννκατέστρεψανν

ΤοονέοοόνομαατηςςείναιιηηΤιμωρόςςςςς καιιιαυτήήείναιιηηιστορίαατηςςςς





Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.