Η Τιμωρός

Page 1

¢ ΈΚΘΥΜΟΣ

®£¥© ­¬



3

Η ΤΙΜΩΡΟΣ

Η

ΤΙΜΩ ΡΟΣ


4

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

Τίτλος Βιβλίου: Η ΤΙΜΩΡΟΣ Συγγραφέας: Θωμαή Μπρέντα Eπιμέλεια Kειμένου: Βασιλική Ρήγα Σελιδοποίηση - Μακέτες: Κωνσταντίνος Σπανός © Θωμαή Μπρέντα © Δυάς Έκδοτική, Αθήνα 2017 Α’ έκδοση: Μαΐος 2017 ISBN: 978-618-5166-26-7

ΔΥΑΣ ΈΚΔΟΤΙΚΗ / DYAS PUBLICATION Θεάτρου 162 - ΤΚ 18534 Theatrou 162 str. - 18534 Πασαλιμάνι - Πειραιάς Pasalimani - Piraeus Τηλ.: 2155.35.85.08- 6947.515.713 Tel.: 2155.35.85.08- 6947.515.713 E-mail: g.moissoglou@gmail.com E-mail: g.moissoglou@gmail.com Facebook: Γιώργος Μωύσογλου - Συγγραφέας www.dyaspublishing.net


5

Η ΤΙΜΩΡΟΣ

Θωμαή Μπρέντα

Η

ΤΙΜΩ ΡΟΣ Μυθιστόρημα

Σειρά: Επικοινωνία Αθήνα 2017



ΠΕΡΙΛΗΨΗ

«Ου κλέψεις», τόνισαν οι Δέκα Εντολές του Κυρίου αλλά εκείνοι της έκλεψαν ό,τι αγαπούσε. «Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά τού πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή», χαράχτηκαν στις πλάκες του Μωυσή, αλλά αυτοί πότισαν τη ψυχή της με το δηλητήριο του ψέματος. «Ου φονεύσεις», υπαγόρευσε ο Θεός αλλά αυτός όπλισε το χέρι μιας αδύναμης ύπαρξης. «Ουκ επιθυμήσεις όσα τώ πλησίον σου εστί», ήταν η τελευταία εντολή του Μεγαλοδύναμου αλλά εκείνη επιθυμούσε να αποκτήσει ο,τιδήποτε δικό τους. Κάποτε είχε δυο ονόματα... Το ένα όνομα το απαρνήθηκε για λίγο, όταν άκουσε ένα περίεργο κάλεσμα, ακολουθώντας το μονοπάτι Του. Το άλλο όνομα στην αρχή το έθαψε βιαστικά αλλά το αναζήτησε αγωνιωδώς στην πορεία όταν όλα ανατράπηκαν, όταν η αγάπη έγινε μίσος, τα ψέματα ένας μονόδρομος και η εκδίκηση το μοναδικό φως στο σκοτεινό σταυροδρόμι της ζωής. Τώρα... το τώρα δεν έχει σημασία αφού το τέλος είναι πολύ μακριά. Μπορεί ο προορισμός των ανθρώπων να είναι ο παράδεισος, αλλά εκείνη δε θα σταματήσει εάν δεν πάρει στην κόλαση μαζί της και αυτούς που την κατέστρεψαν. Το νέο όνομα της είναι η Τιμωρός... και αυτή είναι η ιστορία της...



7

Η ΤΙΜΩΡΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ξ

αφνικά άνοιξε τα μάτια της. Ήταν τυλιγμένη με τα απαλά κόκκινα σεντόνια. Το σώμα της παρέμενε γυμνό. Πάντα έτσι κοιμόταν τον τελευταίο καιρό, ενώ κάλυπτε τη γύμνια της με τα πανάκριβα σεντόνια, αφού ο δρόμος που είχε επιλέξει φανέρωνε φτήνια, εξευτελισμό και κομμάτιασμα της ψυχής. Λάτρευε αυτά τα ταξίδια στο παρελθόν. Πάλι έφθασε στην κόλαση αλλά η λύτρωση του παραδείσου απείχε πολύ, ίσως να μην ερχόταν και ποτέ. Είχε χαθεί ανάμεσα σε όνειρα και ψευδαισθήσεις, ανάμεσα σε παραμύθια και πραγματικότητα, αλλά δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο πλέον. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα βρισκόταν πολιορκημένη από τις σκέψεις. Επιτέλους όμως είχε κάθε λόγο να χαμογελά, τα είχε καταφέρει. Κατάφερε να λυγίσει τον εχθρό μόνο με τη γυναικεία γοητεία, δεν κουράστηκε καν, δεν αγανάκτησε ποτέ, ούτε διαμαρτυρήθηκε, ακόμη και όταν κάθε φορά αντιμετώπιζε έναν πολύ δύστροπο άνδρα. Πήγαινε με τα νερά του, έσκυβε το κεφάλι, χρησιμοποιούσε την εξυπνάδα προς όφελός της, χωρίς όμως να προκαλεί. Είχε μετατραπεί σε υπάκουο θηλυκό, ενώ εκείνος πίστευε πως έκανε κουμάντο, πως την εξουσίαζε, ενώ άθελά του είχε υποδουλωθεί


8

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

πλήρως. Την αποζητούσε, την ήθελε, μόνο αυτήν ήθελε και είχε διαγράψει τις άλλες γυναίκες για χάρη της. Εκείνος φανέρωνε πάντα έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, με περίεργα και εκλεπτυσμένα γούστα, αλλά ήταν σίγουρος πως εκείνη θα ικανοποιούσε κάθε φαντασίωσή του. Κάθε φορά και κάτι διαφορετικό, κάθε φορά δοκιμαζόταν, όρια και αντοχές έσπαγαν με κάθε άγγιγμα. Δεν ήταν μια πορσελάνινη κούκλα, αλλά σίγουρα μια κοπέλα που γνώρισε έναν άλλον κόσμο παρά τη θέλησή της, διότι το αίμα της έβραζε, διότι δεν είχε άλλη επιλογή και αυτό το αδιέξοδο φάνταζε μονόδρομος σε μια εποχή που μόνο οι δυνατοί επιβίωναν τελικά. Αποφάσισε να σηκωθεί. Άφησε το ζεστό νερό της μπανιέρας να τρέξει. Λάτρευε αυτή την ώρα της ημέρας, κάτω από το νερό έβγαζε κάτι από τον παλιό της εαυτό, γινόταν παιδί πάλι, άκουγε χαρούμενες φωνές, τότε που όλα ήταν ανέμελα, τότε όχι τώρα όμως. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τα δύο τατουάζ της βρίσκονταν σε περίοπτες θέσεις στο κορμί της. Όλα ήταν μια υπενθύμιση, ένας μυστικός κώδικας ένωσης παρελθόντος και παρόντος. Η περιποίηση του εαυτού της ήταν μια μορφή αρχαίας ιεροτελεστίας, περισσότερο για να ετοιμαστεί η ίδια ψυχολογικά. Μερικούς μήνες πριν όλα φάνταζαν τόσο δύσκολα, ακατόρθωτα σχεδόν. Και όμως είχε πεισμώσει. Η καρδιά της χτυπούσε πλέον στους ρυθμούς μιας λέξης μόνο: εκδίκηση. Αλλά από την άλλη τα αισθήματά της είχαν θαφτεί σε ρομαντικές παραλίες, μόνο και μόνο επειδή ζούσε τον έρωτα για τους λάθους λόγους, επειδή χόρευε με το επικίνδυνο κομμάτι του έρωτα, από τον οποίον τα παιχνίδια κυριαρχίας τιμωρούνταν παραδειγματικά. Εκείνη απλώς αδιαφορούσε, κάποια στιγμή θα αποχωρούσε με τον αέρα της νικήτριας, επειδή το άξιζε, επειδή το χρωστούσε σε κάποιους, Αυτή η ώρα δεν είχε φτάσει όμως. Δεν ήταν ευχαριστημένη. Ίσως επειδή αυτό το παιχνίδι γοήτευσε και την ίδια, ίσως επειδή με τον συγκεκριμένο άνδρα δεν βαριόταν ποτέ, πάντα την εξέπληττε, αλλά πάντα της θύμιζε και το ποια ήταν. Άλλωστε και ο ίδιος ήταν λάτρης της εξουσίας. Το επίθετο του ήταν φόβητρο από μόνο του, ενώ η ιδιαίτερη μεταχείριση καταστάσεων τον μεταμόρφωναν αυτομάτως στον πιο επικίνδυνο αλλά γοητευτικό άνδρα στη Γη. Και αυτό δυσκόλευε το έργο της όλο και πιο πολύ. Η ώρα είχε περάσει και το νερό της μπανιέρας είχε αρχίσει να γίνεται χλιαρό. Όσο χαλάρωνε στην υγρή αγκαλιά του λουτρού, οι σταγόνες από το αιθέριο έλαιο λευκού μόσχου την έκαναν να φαντασιώνεται το αντικείμενο


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

9

του στόχου της. Αναστέναξε, καθώς η μυρωδιά του την είχε αγκαλιάσει. Λευκός Μόσχος. Δεν είχε επιλέξει τυχαία το συγκεκριμένο έλαιο. Από τα αρχαία χρόνια οι γυναίκες το χρησιμοποιούσαν ως αφροδισιακό άρωμα. Πέρα από τις διεγερτικές ιδιότητες, χρησιμοποιούνταν ως πλούσια πηγή ενυδάτωσης, ενώ έκαιγε κάθε εκατοστό του κορμιού της όπως το μίσος της έκαιγε τα σωθικά. Βγήκε από την μπανιέρα και φόρεσε το βαμβακερό της μπουρνούζι. Επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο, ανάβοντας πολλά ρεσώ κεράκια ενώ επέλεξε κάποιο απαλό αισθησιακό κομμάτι, για να τη συντροφεύσει σε μια νέα μεταμόρφωση, σπάζοντας την απελπιστική σιωπή του δωματίου. Τόσο τα κεριά όσο και η αισθησιακή μουσική θα διέλυαν τις όποιες έγνοιες της και θα την κρατούσαν συγκεντρωμένη και χαλαρή. Πέταξε το μπουρνούζι στο κρεβάτι και διάλεξε το καλύτερο ζευγάρι εσωρούχων που διέθετε. Η μαύρη γαλλική ενισχυμένη δαντέλα αγκάλιαζε το στήθος της ενώ το ασορτί τύπου μπραζίλιαν σλιπάκι άγγιζε παιχνιδιάρικα τους γοφούς της. Πάντα έδινε ξεχωριστή βαρύτητα στις επιλογές των εσωρούχων, όλα τα άλλα έρχονταν δεύτερα. Ήταν πάντα κομψή αλλά συνήθως η προσοχή επικεντρώνονταν σε αυτά που φορούσε κάτω από τα ρούχα. Έπειτα τοποθέτησε το δεξί της πέλμα στην άκρη του κρεβατιού και φόρεσε τη μεταξωτή ζαρτιέρα με το δαντελένιο τελείωμα. Επανέλαβε την ίδια κίνηση και για το άλλο πόδι. Το αποτέλεσμα ήταν ήδη πολύ αισθησιακό. Χαμογέλασε πονηρά στον εαυτό της. Άραγε εκείνος θα σκεφτόταν το ίδιο; Αναρωτήθηκε ενώ χάιδεψε προκλητικά το κορμί της. Φόρεσε την μεταξωτή της ρόμπα, σκοπεύοντας να ασχοληθεί με τα μαλλιά και το μακιγιάζ της. Ο Άρης, το καθαρόαιμο αρσενικό Χάσκι, έκανε την εμφάνισή του στο δωμάτιο. Τον είχε αγνοήσει τις τελευταίες μέρες αλλά πάντα παρέμεινε πιστός σε εκείνη. Γνώριζε πως ο σκύλος της δε θα την πρόδιδε ποτέ. Τον χάιδεψε γλυκά χωρίς να παίξει μαζί του, όπως τις άλλες φορές, και τον έβγαλε στον κήπο για να γυμναστεί λίγο, ενώ του υποσχέθηκε, καθώς αυτό κουνούσε την ουρά του, πως αύριο θα του αφιέρωνε ολόκληρη την ημέρα. Μετά από δύο ώρες και πολλά μαγικά μπουκαλάκια και συσκευασίες, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το είδωλό της, μια καστανή κοπέλα με ίσια μακριά μαλλιά που κατέληγαν σε κυματιστές άκρες, μάτια βαμμένα με επιτηδευμένα πασαλειμμένη καφέ σκιά και βαθύ κόκκινο κραγιόν της, της


10

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

έδωσε μεγάλη ικανοποίηση. Δε χρειαζόταν να ψάξει τελευταία στιγμή για το φόρεμα της αποπλάνησης, το είχε διαλέξει εδώ και μέρες. Δεν είχε άλλωστε το περιθώριο να αφήσει τίποτα στην τύχη του. Όλα πάνω της ήταν μελετημένα και φτιαγμένα με αρκετή σκέψη και λεπτομέρεια. Κατευθύνθηκε προς την κρεμάστρα που είχε το φόρεμα και το χάιδεψε με το χέρι της. Μαύρο, στενό, έξωμο. Με τετραψήφια τιμή, ήταν ένα φόρεμα ύμνος στις γυναικείες καμπύλες, το οποίο ακολουθούσε απόλυτα τη γραμμή του σώματός της. Κοσμήματα; Δεν τα χρειαζόταν, θα βάραιναν το σύνολο. Αντί αυτού θα άφηνε την αρωματισμένη σάρκα της να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής. Δε χρειαζόταν όμως καθόλου πολύτιμους λίθους. Είχε άλλα, πιο πολύτιμα πράγματα να επιδείξει, τα οποία ενέκρινε και το αντίπαλο δέος. Τέλος, φόρεσε τα λουστρινένια δωδεκάποντα Pigalle της, του γνωστού Γάλλου σχεδιαστή παπουτσιών. Τα προτιμούσε διότι πολύ απλά ήταν τα απόλυτα παπούτσια ξελογιάσματος: μαύρο λουστρίνι, κόκκινη σόλα και φονικό ύψος. Κοιτάχτηκε για τελευταία φορά στον καθρέπτη. Το αποτέλεσμα ήταν άκρως εντυπωσιακό. Ήταν μια έκρηξη, μια ενσάρκωση θηλυκότητας και αισθησιασμού! Σίγουρα το τέλος ήταν πολύ κοντά. Πριν φύγει, πρόσεξε στον καθρέφτη ένα άλλο πρόσωπο να της χαμογελά. Το αναγνώρισε αμέσως. Είχε συμφιλιωθεί μαζί της καιρό πριν, τότε που χαμογελούσε, τότε που είχε άλλες προτεραιότητες. Τότε που αναζητούσε την αλήθεια μέσα από την αγάπη, έμαθε όμως με τον χειρότερο τρόπο πως η αγάπη ήταν από μόνη της ένα θανατηφόρο όπλο, όπως και η ομορφιά άλλωστε. Το άρωμά της σαγηνευτικό, το χαμόγελό της αινιγματικό, το πρόσωπό της εκθαμβωτικό, η ύπαρξή της μυστηριώδης, ενώ το πραγματικό της όνομα στοίχειωνε τα όνειρα κάποιων. Κρυβόταν συνεχώς, η αδρεναλίνη έφτανε στα ύψη, αλλά εκείνη διασκέδαζε με αυτό το κρυφτούλι. Ένιωθε σαν κυνηγημένη αλλά κάθε φορά γυρνούσε πίσω σε αυτόν, διότι πολύ απλά πίστευε πως εκείνος ήταν ο κυνηγός και αυτή το θήραμα. Πίσω από την τωρινή αισθησιακή κοπέλα κάποτε κρυβόταν ένα αθώο κοριτσάκι. Αυτό το αθώο κορίτσι όμως διαπίστωσε, με τον πιο ύπουλο τρόπο, πως όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν το ίδιο και κάποιοι έχρηζαν ιδιαίτερης μεταχείρισης. Συμφιλιώθηκε με τον άλλον κόσμο μάλιστα, απέκτησε δύναμη και κίνητρα ενώ το όνομα που χρησιμοποιούσε της θύμιζε τον αυτοσκοπό της. Δε θα το απαρνιόταν


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

11

από εδώ και πέρα, αντιθέτως θα το βροντοφώναζε με το πέρασμα του καιρού. Τα γεγονότα του παρελθόντος ξαφνικά την περικύκλωσαν, ήθελε να ουρλιάξει, να παρακαλέσει ίσως. Άθελά της η σκέψη ταξίδεψε πάλι πίσω στον χρόνο, σε ένα σπίτι, σε μια οικογένεια, σε μία ανακοίνωση και σε μια έκρηξη απόγνωσης, περίπου τέσσερα χρόνια πριν.


12

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

1 Αθήνα 2010, 4 χρόνια πριν

«

Α

φεντικό, με ζήτησες;» ρώτησε ο μεγαλόσωμος άνδρας. Χρόνια εργαζόταν για αυτήν την οικογένεια και είχε μάθει τις ιδιοτροπίες τους. Τα πρωτεία βέβαια κρατούσε το μικρό αφεντικό. Όσο ήρεμος και σχετικά ευαίσθητος άνθρωπος ήταν ο πατέρας τόσο δύστροπος και απαιτητικός ήταν ο γιος. «Ναι, Μάκη» απάντησε εκείνος κοφτά. Χάζευε προς τα έξω τον μουντό καιρό. Βρίσκονταν καταμεσής του χειμώνα, αλλά διασκέδαζε αφάνταστα με την παγωνιά, ίσως επειδή η καρδιά του ήταν πιο κρύα, ίσως επειδή πάντα επιδίωκε την τελειότητα και ποτέ δε χαλάρωνε. Είχε τα χέρια στις τσέπες τού πανάκριβου παντελονιού, δείγμα της νευρικότητάς του. Ήταν ιδιαίτερα οξύθυμος και απαιτητικός άνθρωπος ενώ έβγαινε εύκολα εκτός ορίων, χρησιμοποιώντας χυδαίο λεξιλόγιο, αντίθετο εντελώς με την κοινωνική του θέση. Διέθετε όμως αρκετά χρήματα, ώστε να εξαγοράζει σιωπές και αποφάσεις.


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

13

«Σε ακούω, αφεντικό. Φαίνεσαι εκνευρισμένος πάλι» παρατήρησε ο Μάκης χωρίς να του πάει κόντρα. «Σου ζήτησα να μάθεις πληροφορίες για εκείνη. Κάτι μου λέει πως έχει μπλέξει. Μου τα μάσησε και αυτό δε μου άρεσε καθόλου». Χάιδεψε τα σκούρα καστανά μαλλιά του. «Ναι, έστειλα κάποιον στη Θεσσαλονίκη, για να βγάλω μιαν άκρη. Περίμενα μερικές μέρες για να βεβαιωθώ» εξήγησε αμέσως ο υπεύθυνος ασφαλείας. «Και;» «Έχεις δίκιο, αφεντικό, με κάποιον έχει μπλεξίματα. Κατάφερα να μάθω το όνομά του, αλλά θα ψάξουμε καλύτερα… Ήταν όπως τα φανταζόσουν». «Νόμιζες πως θα με κοροϊδέψεις, για τόσο ανόητο με περνάς;», μουρμούρισε νευρικά. «Ναι, μάθε τα πάντα για αυτό τον λεχρίτη και όταν λέω τα πάντα, εννοώ τα πάντα. Μέχρι και τι χρώμα βρακί φοράει. Θα τον κανονίσω όταν έρθει ο καιρός» ξεστόμισε, ενώ έσφιξε τις γροθιές του. «Αφεντικό, ηρέμησε, γνωρίζω τη δουλειά μου», του υπενθύμισε. «Μάκη, πρόσεξε μην τα σκατώσουν, γιατί θα τους πάρει και θα τους σηκώσει όλους!» τον προειδοποίησε. «Φώναξε τη γραμματέα μου» διέταξε οργισμένος. Ο Μάκης δεν είπε τίποτα και αποχώρησε ήρεμα χωρίς να προσθέσει κάτι άλλο. Ο διευθύνων σύμβουλος και πρωτότοκος γιος της οικογένειας δεν ευχαριστιόταν καθόλου όταν τον κορόιδευαν. Οι ψεύτικες υποσχέσεις δεν τον συγκινούσαν στο ελάχιστο, ενώ η αξιοπρέπεια των ανθρώπων μετριόταν πάντα ανάλογα με τη θέση που κατείχαν στην κοινωνία. Η άποψή του απλή και αμετακίνητη: μόνο οι δυνατοί επιβίωναν στον κόσμο του. Ήταν και ο ίδιος αμείλικτος, χωρίς να λογαριάζει ευαισθησίες ή ανθρώπινα δράματα. Η γραμματέας τον διέκοψε. «Με ζητήσατε, κύριε;» «Ναι, κλείσε ένα εισιτήριο με επιστροφή για Θεσσαλονίκη για την άλλη εβδομάδα και φέρε μου τα χαρτιά της αγοροπωλησίας του οικοπέδου στη Σαλαμίνα». «Μα ο κύριος δεν επιθυμεί να πουλήσει το οικόπεδο» του θύμισε η


14

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

ξανθιά κοπέλα, που βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που εργάζονταν γι´ αυτόν τον άνδρα. «Δεσποινίς Δημητρίου, εάν θέλετε να εργάζεστε για μένα και την επομένη μέρα τότε να κλείνετε το στόμα σας και να κάνετε ήσυχα τη δουλειά σας. Είπα πως θέλω αυτό το οικόπεδο πάση θυσία!» Σχεδόν ούρλιαξε από τα νεύρα του. Τίποτα μα τίποτα δεν πήγαινε καλά. Η αξιοπιστία του ομίλου ήταν υπό συζήτηση ενώ κάθε επιχειρηματικό άνοιγμα πάντα κατέληγε σε φιάσκο τους τελευταίους μήνες, λες και κάποιος τον είχε καταραστεί. «Μάλιστα, θα ενημερώσω τον ιδιόκτητη και τον δικηγόρο επίσης». Η νεαρή κοπέλα αποχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι όπως και τις άλλες φορές. Ο γεροδεμένος άνδρας κάθισε στη δερμάτινη καρέκλα του εντελώς άχρωμου γραφείου, άναψε το πούρο του για να χαλαρώσει, ενώ έλεγξε την ώρα στο πανάκριβο ρολόι του. Σε λίγο είχε ραντεβού και την καθιερωμένη επιθεώρηση. Είχε τόσα στο μυαλό του. Έβγαλε μια κορνίζα από το τελευταίο συρτάρι και κοίταξε την κοπέλα με τα μακριά μαλλιά. Ποτέ δεν της έδειξε πραγματική αγάπη, διότι δε γνώριζε τον τρόπο. Άρχισε έναν μονόλογο μαζί της. Πίστευες πως δε θα μάθαινα τα καμώματά σου. Νόμιζες πως θα με δούλευες για πολύ καιρό ακόμη. Ελπίζω να συμμορφωθείς πριν έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα! Οι ευθύνες των πράξεών σου βαραίνουν και εμένα. Θα σε στρώσω με το καλό και αυτός ο πεινασμένος θα πάρει πόδι, ειδάλλως… τον έπιασε νευρικό γέλιο. Έσβησε το πούρο του στο κρυστάλλινο τασάκι. Πάντα κατάφερνε αυτό που ήθελε είτε με θεμιτό είτε με αθέμιτο τρόπο, διότι πολύ απλά είχε τη δύναμη. Το επίθετό του ήταν συνώνυμο εξουσίας και φόβητρο για όσους έκαναν το λάθος να του πάνε κόντρα. Και κάποιος, δυστυχώς, ετοιμάζονταν να τα βάλει μαζί του σε έναν αγώνα άνισο εξαρχής. Θεσσαλονίκη 2010 Στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας και στην πιο όμορφη, ένας γοητευτικός νεαρός κοντά στα είκοσι δύο βρισκόταν ανάμεσα σε στοίβες βιβλίων, προσπαθώντας να τιθασεύσει την κούραση και τη νύστα του.


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

15

Χάιδεψε τα καστανόξανθα μαλλιά του, όντας σε απόγνωση με τον όγκο της μελέτης που τον περίμενε. Η ζωή στη Θεσσαλονίκη, ειδικά μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, σήμαινε περισσότερο διάβασμα για εκείνο. Η εξεταστική πλησίαζε και είχε σκοπό να περάσει όλα τα μαθήματα του εξαμήνου. Διένυε τον δεύτερο χρόνο των σπουδών του. Είχε περάσει με την πρώτη, άλλα προτίμησε να τελειώσει με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πριν αφοσιωθεί πλήρως στις σπουδές του. Τουλάχιστον είχε αποκτήσει παρέες, λάτρευε τους ρυθμούς της πόλης, λάτρευε τη ζεστασιά των ανθρώπων. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με την απρόσωπη πρωτεύουσα. Μάλιστα φανταζόταν τη ζωή μετά τις σπουδές και, σίγουρα, δε θα είχε κανένα πρόβλημα να ξεκινούσε την επαγγελματική του σταδιοδρομία σε αυτή την πόλη. Το σπιτικό του φτωχικό, με τα απολύτως απαραίτητα, αλλά σε καμιά περίπτωση δε δεχόταν ελεημοσύνη. Σε σχέση με τον πρώτο καιρό των σπουδών του τα πράγματα καλυτέρευσαν αρκετά μετά την εύρεση μιας ολιγοήμερης εργασίας. Έτσι τα λιγοστά προσωπικά έξοδα του τα έβγαζε από τον υποτιθέμενο μισθό. Φυσικά είχε κι άλλους λόγους να χαμογελάει. Ένα τερατάκι δίπλα του, που τον τυραννούσε σε κάθε ευκαιρία, το οποίο μπήκε στη ζωή του εντελώς απροσδόκητα. Εκείνη ήταν μεγαλύτερη κατά ένα χρόνο, αυτός είκοσι δύο και εκείνη είκοσι τρία, αλλά δήλωνε αιώνια φοιτήτρια, στην ίδια σχόλη μάλιστα. Ο Μιχάλης, χωμένος ανάμεσα στα βιβλία του έφτιαξε τον δεύτερο καφέ για την ημέρα. Ένιωσε δυο απαλά, γυναικεία χέρια να του χαϊδεύουν την πλάτη. Μια λεπτή φωνή τον καλημέρισε γλυκά, ενώ τα όμορφα της μάτια ήταν το καλύτερο δώρο για εκείνον σίγουρα. «Καλημέρα, μωρό μου!» Χασμουρήθηκε και πάλι. Δεν είχε χορτάσει ύπνο, το φως την ενοχλούσε, παρόλα αυτά ποτέ δεν ήταν απότομη. Πάντα τον θαύμαζε και πάντα του έδινε κουράγιο, χωρίς να απαιτεί κάτι παραπάνω. «Καλημέρα, υπναρού, ή καλησπέρα καλύτερα, μεσημέριασε. Θα σου φτιάξω καφέ και, εάν θες, έλα να διαβάσουμε τις ερωτήσεις των περσινών θεμάτων». Η όμορφη κοπέλα όμως είχε άλλη άποψη. «Έλα στο κρεβάτι, νιώθω μοναξιά όταν δεν είσαι δίπλα μου. Το διάβασμα μπορεί να περιμένει λίγο».


16

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

«Αναστασία, σύνελθε. Συμφωνήσαμε χθες το βράδυ πως θα σηκωθούμε νωρίς, για να διαβάσουμε. Εάν θυμάμαι καλά, δίνουμε τα ίδια μαθήματα και εσύ δεν έχεις ανοίξει βιβλίο» τη μάλωσε, αν και γνώριζε πως η κατάσταση ήταν αδιόρθωτη. «Μιχάλη μου, έτσι είχαμε συμφωνήσει, αλλά εσύ φταις. Εάν δεν ήσουν ατακτούλης εχθές, τότε θα ήμουν κι εγώ σε θέση να ξυπνήσω νωρίς» απάντησε η κοπέλα, ενώ του έκλεισε πονηρά το μάτι. «Μωρό μου, δεν είμαστε το ίδιο και το ξέρεις. Εγώ…» «Ξέρω, ξέρω και το εκτιμώ» τον διέκοψε εκείνη. «Σε θαυμάζω, γιατί ακολουθείς το όνειρο σου, ενώ εγώ εκτελώ καταναγκαστικό έργο για το χατίρι των γονιών μου». «Προσπάθησε κι εσύ λίγο παραπάνω. Ήσουν πάντα τόσο αντιδραστική;» τη ρώτησε από περιέργεια. «Ναι, αλλά μόνο και μόνο για να πάω κόντρα στους δικούς μου». «Σπάνια μιλάς γι’ αυτούς» πρόσθεσε με ενδιαφέρον εκείνος. «Ναι, γιατί δεν υπάρχει κάτι ουσιαστικό να αναφέρω. Μια βαρετή οικογένεια…» Δεν ολοκλήρωσε καν τη φράση. Έκανε έναν μορφασμό, φανερώνοντας τη χαμηλή εκτίμηση για την οικογένεια της. Ο Μιχάλης γέλασε σοκαρισμένος. «Τι να πω; Ίσως εσείς οι πλούσιοι πρέπει να βρείτε έναν διαφορετικό ορισμό για αυτήν τη λέξη. Δεν ξέρετε πώς να σκοτώσετε τον χρόνο σας». Η Αναστασία όμως είχε διαφορετική γνώμη. «Δεν είμαστε όλοι το ίδιο μέσα στην οικογένεια μου. Δεν αξίζει να αναφέρω κάτι, αλλά θεωρώ πως έχει έρθει η ώρα να δεις πως κάτι έμαθα αυτούς τους τρεις μήνες που είμαστε μαζί». Χαμογέλασε. Ο Μιχάλης διασκέδαζε με το παιχνίδι. Η Αναστασία μπήκε σαν σίφουνας στη ζωή του, δέθηκαν αμέσως αν και ήταν η μέρα με τη νύχτα, ωστόσο συμφώνησαν σε κάποια πράγματα και η σχέση τους κυλούσε σε νορμάλ ρυθμούς, με τα συνηθισμένα ερωτικά καβγαδάκια, όχι όμως κάτι συνταρακτικό. «Τι; Μήπως στατιστική; Γιατί σε αυτό το μάθημα θεωρώ πως μπορείς να με βοηθήσεις» την κορόιδεψε. «Όχι, μακροοικονομικά, κύριε Νικολάου. Κάτι ξέρω κι εγώ από οικονομικά». Τον άρπαξε από τον λαιμό, για να τον παρασύρει με τα φιλιά της. Πάντα απέδιδε το κόλπο, πάντα ενθουσιαζόταν σαν μικρό


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

17

κοριτσάκι, όταν κατάφερνε να τον χαρεί τις λιγοστές ώρες που βλέπονταν. «Τελικά το ξελόγιασμα είναι το μάθημα που αποδίδω καλύτερα. Τι βαθμό μου βάζετε, κύριε καθηγητά;» «Θα το σκεφτώ. Εξαρτάται» κατάφερε να πει πριν χαθεί στα φιλιά της. Κάθε φιλί της του θύμιζε πόσο άδειος ήταν πριν τη γνωρίσει, κάθε αγκαλιά της του έδινε κουράγιο να παλέψει και να επιζήσει στο ελεεινό διαμέρισμα κοντά στην Καμάρα, ενώ κάθε έπαινος από το στόμα της τον ωθούσε σε μια νέα πάλη, με σκοπό να γίνει κάποιος, όχι πλούσιος, αλλά κάποιος που θα μεγάλωνε την οικογένειά του με αξιοπρέπεια, όπως ο πατέρας του. Η Αναστασία για τους απ’ έξω φάνταζε αρκετά σνομπ, ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο, αλλά όταν ήταν μαζί του μεταμορφωνόταν σε ένα απλό κορίτσι της γειτονιάς του. Φυσικά υπήρχαν εκρήξεις, φυσικά η μιζέρια σίγουρα προκαλούσε καυγάδες, φυσικά οι κόσμοι τους ήταν διαφορετικοί, αλλά τουλάχιστον ήταν πρόθυμοι και οι δυο να παλέψουν. Τρεις μήνες ήταν ένα μικρό διάστημα, όμως τουλάχιστον είχαν το δικαίωμα να ελπίζουν μαζί για ένα καλύτερο αύριο. Ο Μιχάλης έκανε όνειρα μαζί της αλλά ποτέ δεν τα αποκάλυψε. Ήταν πολύ νωρίς αλλά μέσα του ήθελε να δημιουργήσει μια οικογένεια αγαπημένη όπως και η δική του, με μια μάνα που θα δούλευε περισσότερο και από άνδρα και έναν πατέρα ηθικό και πρότυπο για τα παιδιά του. Το ένιωθε μέσα του, αυτή ήταν η γυναίκα της ζωής του, παρόλο που οι φίλοι τον κορόιδευαν. Ήταν ο Μιχάλης Νικολάου, γιος ελαιοχρωματιστή, με μητέρα καθαρίστρια, δε θα ντρεπόταν ποτέ για την καταγωγή του, ποτέ! Αυτό η Αναστασία το γνώριζε πολύ καλά και ίσως το θαύμαζε κιόλας. Δικαίωμα στο όνειρο είχαν όλοι άλλωστε. Μόνο που και τα πιο όμορφα όνειρα διακόπτονται απότομα από εξωτερικές παρεμβάσεις, από αστάθμητους παράγοντες επίδειξης δύναμης και υπέρμετρης αλαζονείας με βάση τα πρότυπα ενός άλλου κόσμου. Ένα όμορφο όνειρο κάλλιστα ήταν εφικτό να μεταμορφωθεί στον χειρότερο εφιάλτη, Πειραιάς 2010 Μια νεαρή κοπέλα βρισκόταν για αρκετή ώρα στο μπάνιο. Δεν ήθελε να βγει, ήθελε να χαζέψει το είδωλό της στον καθρέφτη. Χιλιάδες σκέψεις κατέκλυζαν το μυαλό της. Η ιστορία της ζωής της μέσα από μια λέξη,


18

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

τίποτα, το απόλυτο τίποτα. Κόντευε τα δεκαοχτώ και ήταν σίγουρα η πιο βαρετή έφηβη της ιστορίας. Η δική της ζωή πάντα ακολουθούσε έναν διαφορετικό παλμό, πιο παλιομοδίτικο κατά κάποιο τρόπο. Αγανακτούσε κάθε φορά που έβλεπε κορίτσια της ηλικίας της και μικρότερα ακόμη να απολαμβάνουν πράγματα τα οποία η ίδια ποτέ δεν είχε δοκιμάσει. Έφταιγε και η φτώχεια, έφταιγε το γεγονός πως γεννήθηκε ίσως άσχημη, τα τεράστια μαύρα γυαλιά που μεγάλωναν τα μάτια της, αλλά δεν είχε επιλογή. Ακόμη και τώρα φορούσε σιδεράκια στα δόντια της. Μάταια περίμενε κάποιο άλλο τηλεφώνημα, ακόμη και το κινητό της ως συσκευή ήταν απαρχαιωμένη, όλοι στο σχολείο την κορόιδευαν. Παρέμεινε μια δακτυλοδεικτούμενη κοπέλα, ο περίγελος κυρίως των αγοριών που σε κάθε ευκαιρία της σιγοψιθύριζαν πρόστυχα λόγια μόνο και μόνο για να τη δουν να κοκκινίζει από ντροπή. Κόντευε τα δεκαοχτώ και δεν είχε φιληθεί με κανένα αρσενικό. Κάθε φορά που έβλεπε εφιάλτες, κάθε φορά που άκουγε τα γέλια των συμμαθητών της, όταν της κολλούσαν τσίχλα στην καρέκλα ακόμη και στον ξύπνιο της, όταν μπροστά της εμφανίζονταν χιλιάδες μάτια να τη χλευάζουν, όταν παρακαλούσε να χαθεί από προσώπου γης, όταν είχε δοκιμάσει ανεπιτυχώς φυσικά να βλάψει τον εαυτό της με ένα ξυράφι, τότε συνειδητοποίησε πως αυτός ο κόσμος ήταν ψεύτικος, ένας απλός πύργος από άμμο σε κάποια παραλία. Σήκωσε λίγο το μανίκι της, τα σημάδια της απόγνωσης ήταν εμφανή αλλά δεν είχε άλλον τρόπο να απαλύνει έστω τον πόνο της, μέχρι να βρει άλλη λύση καλύτερη για όλους. Προφανώς δεν είχε σκοπό να στεναχωρήσει και τους γονείς της, αλλά πλέον δεν άντεχε άλλο έτσι. Επιθυμούσε να ξεφύγει από το τίποτα και τη μιζέρια. Κάλυψε πολύ γρήγορα τους καρπούς της, όταν άκουσε τη φωνή της μητέρας της. «Το φαγητό, μωρό μου, είναι έτοιμο». Προχώρησε προς την κουζίνα. Η φιγούρα της μάνας πάνω από την κατσαρόλα ήταν η αγαπημένη της εικόνα, τι κι αν διαφωνούσαν, τι και αν μάλωναν, πάντα την αγκαλιά της αποζητούσε στο τέλος. Όταν θα γίνεις μάνα θα με καταλάβεις, της έλεγε πάντα με καμάρι και ίσως να είχε δίκιο. «Μαμά, καλά είσαι;» τη ρώτησε απότομα. «Ναι παιδί μου, με τρομάζεις, συμβαίνει κάτι; Θα φύγω σε λιγάκι να περάσω από τη θεία σου, την Κατίνα, που με θέλει για κάτι πλεκτά». «Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;» Οι τύψεις άρχισαν να την κυριεύουν.


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

19

«Πες μου γρήγορα όμως». «Ό,τι και να κάνω θα με αγαπάς, έτσι δεν είναι;» Περίμενε με τόση αγωνία την απάντηση… «Κόρη μου, σε παρακαλώ, εάν έκανες καμιά ζημιά δε με πειράζει. Υπάρχει, βρε χαζούλα, μάνα που να μην αγαπάει το σπλάχνο της;» Τη φίλησε γλυκά στο μέτωπο. «Όλους σας αγαπάω σε αυτό το σπίτι ισάξια, να το θυμάσαι αυτό. Φρόνιμα!» την πείραξε γλυκά. Η νεαρή κοπέλα, μόλις έφυγε η μητέρα της, παράτησε το μαχαιροπίρουνο στο τραπέζι, αποσύρθηκε στο δωμάτιό της και άρχισε να γράφει στο ημερολόγιό της. Δεν είχε πολλά να προσθέσει, όμως είχε λάβει μια σημαντική απόφαση, που φάνταζε μονόδρομος… Πήρε ένα άδειο φύλλο από το τετράδιό της, για να γράψει όλες τις σκέψεις της μαζεμένες, όμως περισσότερο, για να γράψει με μεγάλα γράμματα τις λέξεις : ΣΑΣ ΑΓΑΠΩ και ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.


20

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

2 Πειραιάς

Σ

ε ένα σπίτι κάπου σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά μερικές μέρες αργότερα ακούγονται φωνές και καυγάδες. Το κουδούνι της εξώπορτας έγραφε Φάνης Νικολάου. Η μικρή κόρη της οικογένειας μόλις είχε ρίξει μια χειροβομβίδα στο σπίτι τους και όλοι, εκτός από τον μεγάλο, γιο προσπαθούσαν να συνετίσουν τη νεαρή κοπέλα, η οποία δεν τους είχε ανακοινώσει και το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο… «Μάνα, μην προσπαθήσεις να με εμποδίσεις, δεν αλλάζω γνώμη. Ξέρω τι θέλω από τη ζωή μου!» φώναξε η καστανή κοπέλα με τα εκφραστικά ασορτί σκούρα μάτια. «Κοριτσάκι μου όμορφο, θα μας τρελάνεις! Σου είπαμε να αποφασίσεις το μέλλον σου, είσαι δεκαεπτά κοντά δεκαοχτώ, τελειώνεις το σχολείο, ακόμη δεν ξέρεις τι θέλεις να σπουδάσεις και εσύ μας ανακοινώνεις κάτι


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

21

τόσο εξωφρενικό» επανέλαβε για πολλοστή φορά η κυρία Μαριάνθη. «Όχι, μάνα, απλώς θέλεις να κάνω το δικό σου. Θέλεις να σπουδάσω, για να καμαρώνεις στη γειτονιά. Ο Μιχάλης τα κατάφερε, αυτός είναι πιο άξιος από εμένα» δήλωσε με πείσμα η νεαρή κοπέλα. «Αγάπη μου καλή, σε μεγαλώσαμε με τόσες στερήσεις. Και εγώ και ο πατέρας σου κοπιάσαμε, εγώ να πλένω σκάλες και εκείνος να βάφει σπίτια από το πρωί μέχρι το βράδυ» αποκρίθηκε η σαρανταπεντάχρονη γυναίκα με τα ροζιασμένα χέρια από το τρίψιμο και τη φασίνα. «Πάντα η οικογένειά μας ήταν σοβαρή, χωρίς να δίνουμε δικαιώματα, πάντα ακολουθούσαμε τον λόγο του Θεού, πάντα! Δε θα σε αφήσω να φύγεις, κόρη μου. Μόνο πάνω από το νεκρό μου σώμα» τόνισε η μητέρα με σιγουριά. «Μάνα, δεν μπορείς να με εμποδίσεις. Δεν μπορείς! Το πήρα απόφαση, ανήκω μόνο σε αυτόν, είμαι ένα από τα παιδιά του. Θέλω να τον υπηρετήσω, μάνα, έτσι έχει επιλέξει η μοίρα για μένα και πρέπει να πάω κοντά του. Μάνα, κατάλαβέ με! Δεν ανήκω σε αυτό τον κόσμο, υποφέρω. Όλοι με κοροϊδεύουν, για τα γυαλιά μου, για το ντύσιμό μου, για τις αντιλήψεις μου… Όλοι. Δεν έχω ούτε μία φίλη, δεν έχω κανέναν» πρόσθεσε η έφηβη με παράπονο. Είχε επιλέξει έναν συντηρητικό τρόπο ζωής, δε μίλαγε σε αγόρια, σίγουρα δεν είχε κάνει ποτέ σχέση με κανένα και κάποια κορίτσια στο σχολείο της μιλούσαν μόνο και μόνο για να τις βοηθήσει με τις ασκήσεις. Δε βαφόταν, δε φορούσε προκλητικά ρούχα και σίγουρα δεν έβριζε. Γενικά ήταν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, σε μια μοντέρνα κοινωνία που τα στερεότυπα άλλαζαν, τα ιδανικά γκρεμίζονταν, οι αξίες είχαν χάσει το χρώμα τους και τα ήθη ακροβατούσαν σε ένα τεντωμένο σκοινί με φόντο τον γκρεμό. Εκείνη όμως έβλεπε το φως στο βάθος ενός σκοτεινού τούνελ. Οσφραινόταν τη λύτρωση σε μιαν άλλη αγκαλιά. Η ψυχή της αναζητούσε την ηρεμία και την ασφάλεια. Ο κόσμος αυτός δεν είχε να της προσφέρει όλα αυτά που η φωνή της καρδιάς της πάλευε να ελευθερώσει. Δεν είχε καμιά θέση εδώ, δεν είχε το περιθώριο και την υπομονή να παλέψει με τους δαίμονες και τα τέρατα της κολάσεως. Ίσως να μη γνώριζε και τον τρόπο. Η μοναστική ζωή πάντα την εξίταρε από μικρή, από τότε που πήγαινε στο κατηχητικό. Η μητέρα της, λάτρης και πιστή ακόλουθος των εκκλησιαστικών αρχών,


22

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

την καθοδήγησε σωστά. Της έμαθε να ξεχωρίζει την καλοσύνη από την απανθρωπιά, το σωστό από το λάθος, την αγάπη και το πραγματικό νόημα της ζωής. Η μητέρα της συνέχισε τις μελοδραματικές σκηνές, ο πόνος σίγουρα βάρυνε το στομάχι της. «Κόρη μου, σε παρακαλώ σταμάτα, θα μείνω στον τόπο εξαιτίας σου, σταμάτα. Δεν αντέχω να ακούσω κάτι άλλο». Ακούμπησε το στήθος της. Ένιωσε ένα κάψιμο, μια ζαλάδα την κυρίευσε. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι μας κοροϊδεύεις!» Ικετευτικά το βλέμμα της είχε καρφωθεί πάνω στο κοριτσάκι της. Εκείνη όμως δε θα άλλαζε τόσο εύκολα γνώμη. Είχε αναφέρει και άλλη φορά αυτό το ενδεχόμενο και κανείς δεν την είχε πάρει σοβαρά προφανώς. «Όχι, μάνα, δε σε κοροϊδεύω. Το αποφάσισα, θα κλειστώ σε μοναστήρι, εκεί είναι η θέση μου, εκεί θα νιώθω ασφάλεια, ο δρόμος του Θεού είναι αυτό που αποζητώ. Σε παρακαλώ, μανούλα μου γλυκιά». «Βρε αγάπη μου, τι λες, τι είναι η καλογερική; Δουλειά γραφείου να την αλλάζεις έτσι εύκολα;» Έπεσε στα πόδια της να την παρακαλέσει. Δεν άντεχε άλλο, σοβάρεψε απότομα. Το βλέμμα της είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. «Μωρό μου, ξέρω πως κάθε κορίτσι στην ηλικία σου αντιμετωπίζει διάφορες ανησυχίες, ίσως και εγώ να μην είμαι και η πιο εύκολη μάνα στον κόσμο. Εξαιτίας της αμορφωσιάς μου ίσως να μη σε συμβούλεψα σωστά, αλλά σε εκλιπαρώ, όχι εκεί. Πήγαινε σε όποια πόλη θες να σπουδάσεις. Εγώ θα σε σπουδάσω, ακόμη και αν χρειαστεί να τρώω όσπρια και μακαρόνια για μήνες». Χτύπησε το στήθος για να ελευθερώσει λιγάκι από την οδύνη. «Εγώ, θα κάνω τα πάντα!» ούρλιαξε και όλη η γειτονιά άκουγε τις φωνές τους σίγουρα. «Μάνα, σήκω πάνω, σε παρακαλώ, σήκω μην κάνεις έτσι. Είσαι η καλύτερη μάνα του κόσμου». Προσπάθησε να τη σηκώσει από το χαλί. «Πατέρα, βοήθα με, δεν αντέχω να τη βλέπω έτσι. Μάνα άκου με, δε θα με χάσεις, θα είμαι πάντα δίπλα σου». Προσπάθησε να πείσει τη μάνα της, προσπάθησε να της δώσει να


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

23

καταλάβει, αλλά σίγουρα καμιά μάνα στον κόσμο δε θα χώνευε τόσο εύκολα μια τέτοια απόφαση. Ο Φάνης προσπάθησε να σηκώσει όρθια τη γυναίκα του. «Σήκω, Μαριάνθη, δεν είναι λύση τα παρακάλια» τη μάλωσε, αλλά η γυναίκα του συνέχιζε. Ο πόνος είχε σκαλώσει στο στέρνο της, προκαλώντας δύσπνοια. Η Μαριάνθη άρχισε να γρονθοκοπά το στήθος της ξανά. Έριχνε το φταίξιμο μόνο στον εαυτό της. «Εγώ φταίω, Φάνη, εγώ! Απέτυχα ως μάνα. Δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ και ποτέ δεν μπόρεσα να χαρώ τα παιδιά μου, δεν είχα χρόνο να τα συμβουλέψω. Είμαι ένα ντουβάρι άλλωστε, δεν είχα καν τις γνώσεις να διακρίνω τα σημάδια και τώρα το μωρό μου θέλει να κλειστεί σε μοναστήρι. Να γίνει μια καλόγρια. Φάνη, σβήνω, λίγο νερό». Είχε κλείσει τα μάτια της, ζαλιζόταν, οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν ενώ προσπάθησε να κατεβάσει το σάλιο της με δυσκολία. Η καστανή κοπέλα αγκάλιασε τη μάνα της. Δάκρυα ελευθερώθηκαν με το έτσι θέλω, για να φανερώσουν και τον προσωπικό της πόνο. Με κόπο σήκωσε τη Μαριάνθη από το χαλί. Εκείνη κάθισε στην καρέκλα, αλλά απέφευγε να την αντικρίσει, σαν να ντρεπόταν. Προσπάθησε ήρεμα να διώξει όλες τις τύψεις. «Μάνα, δε φταις εσύ, ούτε ο μπαμπάς. Αυτός είναι ο δρόμος που θέλω να ακολουθήσω, έτσι είναι καλύτερα. Η ζωή μου… δεν τη θέλω αυτήν τη ζωή μάνα!» φώναξε με αρκετή δύναμη, για να τα ακούσει η ίδια καλύτερα. Μνήμες ξεδιπλώθηκαν σαν φωτογραφικό άλμπουμ μπροστά της, ενώ ο κύριος Φάνης έτριβε την πλάτη της γυναίκας του και κάτι της σιγοψιθύριζε. Η μητέρα της έριξε μια τελευταία ικετευτική ματιά ενώ το ουρλιαχτό της ήταν θέμα χρόνου να επαναληφθεί. «Μωρό μου, σκέψου το ξανά, δεν υπάρχει γυρισμός, εάν γίνεις μάνα θα με καταλάβεις» τόνισε η Μαριάνθη κρατώντας σφιχτά το χέρι του άνδρα της. «Μάνα» τη μάλωσε. «Μάνα, δεν αντέχω άλλο, φτάνει πια με τις ταμπέλες, φτάνει. Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις, θα με αγκαλιάσει». Αμέσως θυμήθηκε το γιατί, τα αίτια αυτής την απόφασης. Ο κόσμος γύρω της τελικά έβλεπε επιφανειακά, δεν αναζητούσε το βάθος της ψυχής. Για όλους ήταν ένα άσχημο κορίτσι με μακριές φούστες και τεράστια


24

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

γυαλιά. Όχι, αυτός ο κόσμος, αυτή η πραγματικότητα δεν είχε νόημα για εκείνη. Το όνομα και το επίθετό της ίσα ίσα αχνοφαίνονταν στους τοίχους αυτής της τεράστιας πόλης με το λιγοστό πράσινο και τις χαμένες αξίες. Προσδοκούσε μέσα της τουλάχιστον να καταφέρει να γίνει η εκλεκτή του Θεού, εκείνη που θα υπηρετήσει τον λόγο του και φυσικά ήταν έτοιμη να ακολουθήσει τις δέκα εντολές ψυχή τε και σώματι. Χαμένη στους λαβύρινθους των τύψεων η γλυκιά κοπέλα δεν άκουσε τον αυστηρό πατέρα. Αυτός ήταν ο πρώτος που της απέδειξε πως η μετάνοια και η επιστροφή στον δρόμο του Θεού και της εκκλησίας επέφερε την αγαλλίαση της ψυχής. Ο πατέρας της κάποτε υπήρξε ένα χαμένο πρόβατο, έτοιμο για σφαγή, αλλά τώρα μεταμορφώθηκε σε ένα πρότυπο οικογενειάρχη. Του είχε μεγάλη αδυναμία, όπως και εκείνος. Πάντα την χάιδευε, πάντα της διάβαζε ιστορίες, πάντα την πρόσεχε και τη συμβούλευε, γι’ αυτό και η ίδια είχε επιλέξει να προσέχει τις κινήσεις της χωρίς να δίνει δικαιώματα. Ο κύριος Φάνης επανέλαβε πάλι τη φράση του. Όση ώρα εξελισσόταν η συζήτηση, τηρούσε σιγή ιχθύος. Δεν ήταν αδιάφορος ως πατέρας αλλά ίσως κατανοούσε περισσότερο τη θέση της κόρης του. «Μαριάνθη, σε μερικούς μήνες το κορίτσι ενηλικιώνεται. Όσο και να γκρινιάζουμε, όσο και να φωνάξουμε, δε θα αλλάξει γνώμη» πρόσθεσε, ενώ χάιδευε το μουστάκι του. Ήταν αμόρφωτος, όμως είχε έναν αφοπλιστικό τρόπο, όταν μιλούσε σοβαρά. «Φάνη, τι λες, σύνελθε! Δεν μπορώ να αφήσω το μωρό μου να πάει σε μοναστήρι, δεν μπορώ, θα πεθάνω από τη στεναχώρια μου, δεν το καταλαβαίνεις;» αναφώνησε με πόνο η μητέρα, υψώνοντας το βλέμμα στα ουράνια. Συνέχισε το παραλήρημα για αρκετή ώρα. «Θεέ μου συγχώρεσε με, μια κόρη έχω, δεν το αντέχω να μου φύγει έτσι, δεν το αντέχω να ξέρω πως έχει διαλέξει ένα δύσκολο μονοπάτι. Δοκιμάζεις πάντοτε τους ανθρώπους, το ξέρω καλά, αλλά όχι, δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό, συγγνώμη!» είπε στο τέλος, ενώ κι άλλα δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους. «Μάνα, μάνα, σε παρακαλώ, θα πέσω στα πόδια σου, αλλά άφησέ με να κάνω αυτό που επιθυμώ. Χρειάζομαι την ευχή σου, έτσι θα είμαι πιο ήρεμη».


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

25

«Μαριάνθη, άκου με, τα έχουμε καταφέρει μια χαρά. Ποτέ δε χρειαστήκαμε τη βοήθεια κανενός, πάντα περπατάγαμε με το κεφάλι ψηλά και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει» είπε με δυσκολία ο πατέρας. Η καρδιά του αιμορραγούσε, αλλά κάποιος έπρεπε να παίξει το πυροσβέστη της οικογένειας. Η νεαρή κοπέλα έκανε μια κίνηση να τρέξει προς την αγκαλιά της μάνας της, αλλά ένα νεύμα του πατέρα της την σταμάτησε. Εκείνος γνώριζε καλύτερα, γνώριζε τα κουμπιά της. «Δεν είσαι μόνη σου, κυρία Νικολάου, έχεις εμένα, τον κύριο Νικολάου, και το καμάρι μας, τον Μιχάλη, που σπουδάζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, για να μας κάνει περήφανους». Η Μαριάνθη κούνησε το κεφάλι της. «Το κοριτσάκι μας όμως;» αναρωτήθηκε. «Δε θέλω να χάσω το κοριτσάκι μας» ανταπάντησε με πιο ήρεμη φωνή αφού πέρασε το μεγάλο ξέσπασμα. Η κοπέλα δεν άντεξε, ευγενικά και με σταθερή φωνή κάπως ξαλαφρωμένη, ρώτησε το αυτονόητο. «Μάνα, δε θες να με δεις ευτυχισμένη; Το μόνο που ζητάω είναι η ευχή σου, έτσι θα πάρω κουράγιο. Δεν ανήκω εδώ πέρα» δικαιολογήθηκε αμέσως. Εκείνη κούνησε πάλι το κεφάλι της. «Θέλω, παιδί μου, θέλω. Όχι όμως να πας να κλειστείς σε ένα μοναστήρι. Πήγαινε στην εκκλησία όσες φορές θες, νήστευσε, εξομολογήσου, δε θα σε εμποδίσω, δεν πρόκειται να σου πω κουβέντα, αλλά μείνε κοντά μας» την παρακάλεσε ξανά, ενώ τα δάκρυα της έκαιγαν το πρόσωπο. Ξεκίνησε το κλάμα επίσης και η μοναχοκόρη της οικογένειας Νικολάου. Δεν ήταν μάνα η ίδια, για να κατανοήσει τον πόνο της δικής της μητέρας, όμως σίγουρα γνώριζε τον εαυτό της. Είτε τώρα είτε σε έξι μήνες, στις αρχές του καλοκαιριού, που θα έκλεινε τα δεκαοχτώ, θα έφευγε από το σπίτι. Είχε βρει τις άκρες από μόνη της. Ο ιερέας της ενορίας τους θα τη βοηθούσε, ο πάτερ Γρηγόριος, ένας καλός παππούλης που, ενώ κόντευε τα εβδομήντα, δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει τον οίκο του Θεού μέχρι να πεθάνει. Και ο ίδιος είχε εκφράσει τις αμφιβολίες του, την είχε ρώτησε άπειρες φορές εάν ήταν απολύτως σίγουρη, μάλιστα επαναλάμβανε συνέχεια : «Ακόμη και ο δρόμος του Θεού δεν


26

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, κόρη μου. Πολλοί βρίσκονται στην εκκίνηση αλλά ελάχιστοι τερματίζουν». Ήταν όμως αποφασισμένη, δε θα έκανε πίσω για κανέναν λόγο. Αυτόν το δρόμο είχε επιλέξει, πανέτοιμη να αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες, τους πειρασμούς και οτιδήποτε άλλο κρίνονταν απαραίτητο. Η Μαριάνθη την κοίταζε απλώς, εκείνη συνέχισε πιο αποφασιστικά. «Μάνα, θέλω να σε βλέπω να χαμογελάς από εδώ και πέρα, τέρμα τα δάκρυα, θέλω να είσαι περήφανη για μένα και τις αποφάσεις μου. Μη φοβάσαι, δε θα με έχουν κλεισμένη σε κανένα μπουντρούμι και θα κοιμάμαι καλά και θα τρώω καλά. Θα με προσέχουν οι άλλες μοναχές ωσότου θα είμαι πλέον έτοιμη να δεχτώ την ύψιστη τιμή. Έχω πολύ δρόμο, μάνα, και θέλω να τα καταφέρω. Μόνο εάν ξέρω πως χαμογελάς θα παίρνω κουράγιο. Θα πρέπει να διανύσω μια δοκιμαστική περίοδο αρκετά επίπονη, αλλά είμαι δυνατή και θα τα καταφέρω. Δεν ξέρω πόσος καιρός πρέπει να περάσει, μήνες, χρόνια, όμως πρέπει να προετοιμαστώ κατάλληλα». Της χάιδεψε τρυφερά το χέρι αποφεύγοντας μια νέα αγκαλιά της, διότι έτσι θα ξεσπούσαν και οι δυο σε λυγμούς ξανά. Η Μαριάνθη είχε ηρεμήσει κάπως, είχε τον άνδρα της δίπλα της όπως πάντα, σε όλες τις δύσκολες στιγμές φτώχειας και κακοτυχιών της οικογένειας. Στο βάθος του μυαλού της επεξεργαζόταν τις πληροφορίες και τα λόγια της κόρης τους. Ηρέμησε για λίγο. Το σπίτι της είχε βασανιστεί αρκετά από τις φωνές και τον πόνο. Έξι μήνες ήταν πολύς καιρός, ίσως άλλαζε γνώμη από μόνη της. «Θα βάλω φαγητό» είπε, ενώ σκούπισε τα τελευταία δάκρυα από το πρόσωπό της. «Είναι Παρασκευή σήμερα, έχουμε ψάρι» πρόσθεσε μηχανικά. Τα νεύρα της είχαν πειραχτεί σίγουρα αλλά η κουβέντα τους σίγουρα δε θεωρούνταν λήξασα. Ο Φάνης παρατήρησε την κόρη του, κούνησε τους ώμους, για να δείξει πως δεν είχε ιδέα τι στην ευχή γινόταν, ακολούθησε τη γυναίκα του στην κουζίνα μην τολμώντας να ξεστομίσει κάτι παραπάνω, ενώ προσευχόταν η επόμενη μέρα να ήταν πιο ήρεμη από αυτήν. Σκεφτόταν επίσης τρόπους να τη μεταπείσει. Ούτε ο ίδιος επιθυμούσε αυτήν τη φυγή της θυγατέρας του, αλλά δεν είχε και δικαίωμα να σταθεί εμπόδιο στις


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

27

αποφάσεις της. Προφανώς το μικρό του σπουργιτάκι είχε επιλέξει τον δρόμο του κι εκείνος όφειλε να τη στηρίξει, όπως όφειλε κάθε σωστός πατέρας. Οι οικογένεια έφαγε βουβά, οι σκέψεις όλων ήταν βουτηγμένες στο αύριο και στις αλλαγές στις ζωές τους. Το μέλλον σίγουρα δε θα ήταν το ίδιο για κανέναν πλέον, πόσο μάλλον για τη δεκαεφτάχρονη κοπέλα, που περίμενε με αγωνία να ανοίξει τα φτερά της σε έξι μήνες από τώρα. Θεσσαλονίκη «Με κάλεσες και έτρεξα σαν καλό σκυλάκι. Είσαι και λίγο οξύθυμος που και που και δεν κάνει να αργώ» ειρωνεύτηκε η Αναστασία τον άνδρα με το πανάκριβο σκουρόχρωμο κοστούμι. «Αναστασία, κόψε τις μαλακίες, ήρθα γιατί είναι σημαντικό να μιλήσουμε» δήλωσε ο γεροδεμένος άνδρας απέναντί της και άναψε το πούρο αδιαφορώντας για τους γύρω θαμώνες. «Έλα να παραγγείλουμε, κάτι σε ψάρι ίσως». «Λέγε τι θες, αν και φαντάζομαι πως τα τσιράκια, που με ακολουθούν τις τελευταίες μέρες θα σου τα έχουν σφυρίξει όλα. Καλά για τόσο ηλίθια με περνάς;» αναρωτήθηκε άσκοπα ενώ το πόδι της έτρεμε από τα νεύρα. «Πολύ κακή ιδέα να σε συναντήσω τελικά». «Θα με συναντούσες με το ζόρι, Αναστασία. Δεν είχε νόημα να μου πας κόντρα, εγώ κάνω κουμάντο» της ξεκαθάρισε ενώ κοίταζε το μενού ατάραχος. «Τι σόι άνθρωπος είσαι; Συμπεριφέρεσαι σε όλους λες και είναι σκουπίδια. Εσύ και η μάνα, τα ίδια μυαλά κουβαλάτε, το επίθετό μας, η οικογένειά μας… Δεν τα ζήτησα όλα αυτά ποτέ!» φώναξε, αλλά δεν είχε νόημα να εκνευρίζεται. Πάντα έτσι ήταν ο αδερφός της, μανιακός με τον έλεγχο, ένα άκαρδο στρατιωτάκι, κυκλοθυμικός, με μια τεράστια λίστα ελαττώματα και φυσικά δε θα άλλαζε για κανέναν. «Εάν δε σε νοιαζόμουν, δε θα ήμουν εδώ πέρα τώρα» δήλωσε σχεδόν μηχανικά. «Έλα να φάμε» πρόσταξε. «Ακόμη και τώρα διατάζεις. Δεν είσαι αδερφός ρε, δεν είμαι κτήμα σου, πότε θα το καταλάβεις; Αλλά φυσικά, αφού έχεις το ελεύθερο από


28

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

τον πατέρα να κάνεις ότι γουστάρεις, δε σε νοιάζει, πιστεύεις πως είσαι Θεός. Πως εσύ καθορίζεις τις τύχες των ανθρώπων». «Με τα χρήματα της οικογένειας σπουδάζεις, ντύνεσαι και κάνεις τα γούστα σου και φυσικά ταΐζεις αυτό τον χαραμοφάη». Άφησε απότομα το μενού κάτω, τα μάτια του γυάλισαν ξαφνικά. «Εάν δεν ήμουν καλός αδερφός, δε θα ερχόμουν να σε προειδοποιήσω. Ο πατέρας δε γνωρίζει κάτι» πρόσθεσε αινιγματικά, ενώ χάζεψε προς τα έξω. «Τώρα, έλα να φάμε». Άγγιξε για λίγο το μούσι του, ήταν η εποχή που του άρεσε αυτή η λιγότερο επαγγελματική εικόνα, η οποία φυσικά δεν τον ενδιέφερε και πολύ, αλλά έτσι δήλωνε επίσης και αρκετό στοχασμό, ανασυγκρότηση δυνάμεων, ενώ το πείραγμα των μαλλιών το εντελώς αντίθετο, προσπάθεια να καλμάρει. Η Αναστασία νευρίασε. Έπρεπε να το περιμένει πως ο στόχος του αδελφού της ήταν ο καημένος ο Μιχάλης. Όφειλε να τον υπερασπιστεί και να παλέψει με το τέρας. «Είναι χίλιες φορές καλύτερος από εσένα, με αγαπάει, με σέβεται». Ο εικοσιεφτάχρονος άνδρας έχασε την υπομονή του, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και έκανε νόημα στο σερβιτόρο να τον πλησιάσει. «Άδειασε το μαγαζί τώρα. Αυτό, για την αναστάτωση». Του έκοψε μια επιταγή. «Έλα, κάνε γρήγορα, διότι θα ξεσπάσω πάνω σου» τον απείλησε. Ο σερβιτόρος διαμαρτυρήθηκε. «Μα κύριε, δε γίνεται, έχουμε εκλεκτή πελατεία». Ο καστανός άνδρας δεν ήθελε και πολύ να φορτώσει, έκανε νόημα στο Μάκη. «Τακτοποίησέ το». Ο Μάκης πράγματι πλησίασε τον σερβιτόρο, του μίλησε ευγενικά, δίνοντας τις απαραίτητες διευκρινίσεις και μετά από λίγα λεπτά το εστιατόριo άδειασε. «Λοιπόν, που είχαμε μείνει; Τώρα είναι καλύτερα» είπε ο μεγάλος αδερφός με περήφανο ύφος. «Μπράβο σου, συγχαρητήρια, απέδειξες πάλι πόσο μεγάλος μαλάκας είσαι».


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

29

Χειροκρότησε ειρωνικά. «Σας σιχαίνομαι κάθε μέρα και περισσότερο» δήλωσε ντροπιασμένη. «Δε θυμάμαι να με σιχαίνεσαι, όταν πληρώνω τις πιστωτικές σου, αδελφούλα» ανταπάντησε με το ίδιο ειρωνικό ύφος. «Και τώρα που μείναμε μόνοι μας, ας μιλήσουμε σοβαρά». «Δεν είσαι σε θέση να με διατάζεις!» ούρλιαξε η κοπέλα με τα μακριά μαλλιά και σηκώθηκε όρθια, έτοιμη να φύγει. «Κάθισε κάτω, δε μου αρέσουν οι κακόγουστες σκηνές και πόσο δε τα μελό. Δε θα πας πουθενά, μέχρι να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα, αρκετή υπομονή έχω κάνει με τα καπρίτσια σου» τη διέταξε. Οι άνδρες ασφαλείας βρέθηκαν αμέσως δίπλα της, για να την εμποδίσουν. «Δεν έχει κανένα νόημα, αδελφούλα, να μου πας κόντρα. Πάντα κερδίζω». «Είσαι μαλάκας, δε θέλω να συζητήσω τίποτα μαζί σου» αντιγύρισε εκείνη. Ο αδερφός της ήταν ένας πολύ επικίνδυνος άνδρας τελικά. «Βρίσε όσο θες, αλλά στο τέλος θα κάνεις ό,τι αποφασίσω εγώ. Για να τελειώνουμε με το παραμύθι, αυτόν το μαλάκα, αυτόν που το παίζει γαμπρός και υπεράνω, θέλω να τον ξεγράψεις με το καλό, για το δικό του καλό δηλαδή» μίλησε με την απόλυτη σιγουριά του αφέντη μιας τεράστιας αυτοκρατορίας. «Απείλησε όσο θες, καθίκι, αλλά εάν πειράξεις έστω και μια τρίχα του Μιχάλη θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Ξέρεις, έχουμε το ίδιο επίθετο, μη με αναγκάσεις να προκαλέσω σκάνδαλο από το πουθενά». Ήταν η σειρά της να υψώσει τη φωνή. «Δηλαδή αυτό το τσογλάνι μετράει περισσότερο από την οικογένειά σου. Πολύ καλά, θα δούμε ποιος θα κερδίσει» απάντησε αινιγματικά. Δεν άφηνε ποτέ αναπάντητες τις προκλήσεις. «Πολύ καλά. Για να δεις πως δεν είμαι άκαρδος, κάνε ό,τι θες μέχρι το καλοκαίρι, πέρασε κανένα γαμημένο μάθημα, πηδήξου με αυτόν όσο θες, κάνε τα γούστα σου αλλά μετά τέλος, με κατάλαβες, αδελφούλα; Το παλικάρι ας γυρίσει σώο και αβλαβές πίσω στο σπίτι του, κρίμα για τη μάνα του». Δεν είχε να προσθέσει κάτι, πλέον δεν είχε καν όρεξη να φάει. Έλεγξε


30

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

το ρολόι του, προλάβαινε την απογευματινή πτήση για Αθήνα και το σημαντικό ραντεβού με τον υπουργό τουρισμού. Χάιδεψε τα σκούρα καστανά μαλλιά του, για να ηρεμήσει. Ποτέ δεν επαναλαμβανόταν. Η Αναστασία έμεινε πίσω μόνη της, στο άδειο εστιατόριο. Η λέξη φόβος διαγράφτηκε στο πρόσωπό της. Τα μάτια της σκοτείνιασαν από τις απειλές του μεγάλου αδελφού. Πάντα έκανε πράξη τις κουβέντες του, πάντα κέρδιζε και ποτέ δεν έκανε πίσω, αδιαφορώντας για το κόστος. Έβριζε τους πάντες ενώ μιλούσε πάντα σοβαρά, αγέλαστα, με τον τίτλο του αρχηγού, ενός εξουσιαστή. Αναζήτησε την αγκαλιά του Μιχάλη της… Πάντα ηρεμούσε κοντά του, ένιωθε τόσο ελεύθερη. Φυσικά δεν του ανέφερε κάτι, όσο λιγότερες λεπτομέρειες γνώριζε για τους τρελούς της οικογένειάς της, τόσο το καλύτερο. Είχε πεισμώσει όμως. Είχε αποφασίσει να τραβήξει τα πράγματα στα άκρα για χάρη του, όλα κρέμονταν από μια λεπτή κλωστή, ενώ οι ισορροπίες ήταν εύθραυστες όσο ένα ραγισμένο γυαλί.


31

Η ΤΙΜΩΡΟΣ

3 Έξι μήνες μετά

Σ

τα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας, μια οικογένεια μέσα στην τεράστια και πολυτελέστατη βίλα ετοιμαζόταν να απολαύσει το πρωινό της. Η κόρη τους είχε επιστρέψει στην Αθήνα για τις διακοπές του καλοκαιριού μετά τη λήξη των εξετάσεων. Φυσικά είχε καταφέρει να δώσει ελάχιστα μαθήματα, αφού στα περισσότερα δεν είχε ιδέα καν ποιος ήταν ο καθηγητής. Πρώτος την υποδέχτηκε ο αυστηρός αλλά πάντα δίκαιος πατέρας της. «Σαν τα χιόνια, κόρη μου, θυμήθηκες πως έχεις και οικογένεια εδώ στη Αθήνα ή μήπως το έριξες στο διάβασμα στη Θεσσαλονίκη και απλώς δεν έχεις χρόνο;» ρώτησε ο Πέτρος Φωκάς τη μοναχοκόρη του. Την είχε κακομάθει άλλωστε ο ίδιος από μικρή, ήταν το καμάρι του και του


32

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

έμοιαζε αρκετά. Η Αναστασία είχε τρόπο να καλμάρει τα νεύρα του πατέρα της. «Μπαμπακούλη, πάντα διαβάζω, δεν είμαι τόσο ανόητη όσο με θεωρείς». Τον πλησίασε, για να του κάνει ένα μασάζ στην πλάτη. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε αμέσως. «Εάν διάβαζες, θα είχες περάσει και κανένα μάθημα». Όλα τα όνειρα του γι´ αυτό το κορίτσι πήγαιναν στράφι, αγύριστο κεφάλι σαν τη μητέρα της, αντιδραστική και σίγουρα περήφανη. Ίσως ο καλύτερος τρόπος ήταν να πάει με τα νερά της. «Κόρη μου, μεγαλώνεις, είσαι είκοσι τρία, κάθισε να διαβάσεις. Ο αδερφός σου χρειάζεται βοήθεια με τη διοίκηση των ξενοδοχείων». «Πατέρα, ο αδελφός μου τα καταφέρνει μια χαρά, δε χρειάζεται εμένα μέσα στα πόδια του. Άσε με να ζήσω» τον παρακάλεσε. «Σε αφήνω να ζήσεις, Αναστασία μου, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Πρέπει να διαβάσεις και να τελειώσεις σε ένα ή το πολύ σε δύο χρόνια» της υπενθύμισε τη συμφωνία τους. «Διαλέγεις, ή τελειώνεις τη σχολή ή παντρεύεσαι» πρόσθεσε εκείνος με απόλυτη σιγουριά. Μάλιστα είχε βρει τον κατάλληλο γαμπρό. «Πατέρα, τι λες; Ό,τι σχέδια έχεις στο μυαλό σου να τα βγάλεις. Δεν υπάρχει περίπτωση να παντρευτώ από συμφέρον, δε θα με πουλήσεις, αυτό στο ξεκαθαρίζω» είπε με τη σειρά της, ενώ τα μάτια της πετούσαν φλόγες από τον θυμό. «Αναστασία!» φώναξε ο Πέτρος. «Αναστασία, σύνελθε! Σου έδωσα δυο επιλογές, συμμορφώσου και κοίτα μη μπλέξεις με κανέναν αχαΐρευτο εκεί στη Θεσσαλονίκη, διότι θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα, σε προειδοποιώ». Πέταξε τη μεταξωτή πετσέτα στο τραπέζι εκνευρισμένος. Είχε φτάσει στο αμήν πλέον, ίσως έπρεπε να ελέγχει καλύτερα την κατάσταση. Μία γυναίκα κατέβαινε μία από τις δύο τεράστιες σκάλες, που ένωναν τον πάνω με τον κάτω όροφο. Υπήρχε μια ολόχρυση επιφάνεια και στις δυο σκάλες. Τα πάντα εκεί μέσα φώναζαν τον πλούτο της οικογένειας, η οποία αποτελούνταν από έξι πεντάστερα ξενοδοχεία σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο και Ρόδο, όπως και από αρκετά εστιατόρια, με γεύσεις τόσο της μεσογειακής κουζίνας αλλά και της Άπω Ανατολής, βραβευμένα όλα, ενώ οι σεφ που εργάζονταν σε αυτά ήταν οι καλύτεροι


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

33

στην Ελλάδα, με διακρίσεις και στο εξωτερικό. «Πέτρο, εσύ φταις, εσύ φταις που δεν μπορούμε να μαζέψουμε τη γλώσσα της. Τη στείλαμε να σπουδάσει και εκείνη το παίζει ερωτευμένο περιστεράκι» φώναξε η μητέρα της με το που έφτασε στο τελευταίο σκαλί. Ο Πέτρος έριξε μια οργισμένη ματιά στην κόρη του. «Είναι αλήθεια, Αναστασία; Σε εμπιστεύτηκα!» «Για πες στον πατέρα σου λοιπόν τι είναι αυτός που σου έχει πάρει το μυαλό» πρόσθεσε με μια ψυχρότητα η Μαρία. Πάντα ζήλευε το γεγονός πως ο άνδρας της αγαπούσε περισσότερο την κόρη τους. «Ευτυχώς που έχεις και εμένα, Πέτρο, γιατί εδώ και εφτά οχτώ μήνες το καμάρι σου μας έχει φλομώσει στο ψέμα». Η Αναστασία ήταν έτοιμη να κάνει το μεγάλο μπαμ. Αν δεν ήταν μάνα της, σίγουρα θα είχε ρίξει σφαλιάρα σε αυτή την ψυχρή γυναίκα, που καθόταν σαν άγαλμα απέναντί της, διασκεδάζοντας με όλη την αναστάτωση που προκάλεσε. «Πες τι άλλο ξέρεις, μάνα, είμαι περίεργη να μάθω εάν ο αγαπημένος σου γιος έβαλε το χεράκι του. Αλλά τι λέω, είστε ίδιοι. Φυσικά η ιδέα της παρακολούθησης θα ήταν δική του». Την πλησίασε. «Μια φορά στη ζωή σου, για μία φορά να μου φερόσουν σαν κόρη σου λίγο. Μάνα, δε ζητάω πολλά. Αντί να είσαι μια σκύλα που την νοιάζουν μόνο τα πλούτη και η καλοπέραση παραπάνω από τα παιδιά της. Ακόμη και τον Στράτο αγνοείς, είναι μόλις δεκαεννέα κι εσύ του συμπεριφέρεσαι λες και είναι στρατιωτάκι». Η Μαρία δεν άντεξε, σήκωσε το χέρι πάνω της. Η σφαλιάρα δυνατή, η υπηρέτρια που σέρβιρε το τσάι έσπασε μια κούπα κατά λάθος. Αμέσως το μετάνιωσε όμως. «Συγγνώμη» ψέλλισε αλλά ήταν αργά. Η κόρη της είχε ήδη γίνει κατακόκκινη από τον θυμό. «Μάνα, μπράβο, θα δεις τι έχει να γίνει από εδώ και πέρα. Και μην τολμήσει να με εμποδίσει κανένας σας, διότι δεν το έχω και σε πολύ να πηδήξω από καμιά γέφυρα!» Ήταν η σειρά της να προειδοποιήσει. Προσέθεσε κάτι τελευταίο, πριν πάρει τα κλειδιά του σπορ αμαξιού του Στράτου. Λίγη ταχύτητα θα της


34

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

καθάριζε το μυαλό σίγουρα. «Και πες στον αδελφό μου να καθίσει στα αυγά του γιατί θα βγάλω τα άπλυτα του ομίλου στη φόρα και δεν θα συμμαζεύεται». Εκείνη την ώρα ο μεγάλος της αδελφός, που κατέβαινε τη δεύτερη τεράστια σκάλα, πλησίασε τη μάνα του ανήσυχος. «Μάνα, τι έγινε;» ρώτησε αμέσως, παρατηρώντας την ταραγμένη γυναίκα. «Μίλα μου, έγινε κάτι με την Αναστασία;» «Δεν έγινε ακόμη, παιδί μου, αλλά θα γίνει… να είσαι σίγουρος». Ο πατέρας του επίσης έβριζε. «Δε θα το επιτρέψω αυτό το ρεζιλίκι!» Κλείστηκε αμέσως στο γραφείο του, διατάσσοντας τους πάντες να μην τον ενοχλήσουν. «Παιδί μου, τα βλέπεις, αυτό το κορίτσι από μικρό ήταν τόσο ξεροκέφαλο και εμείς από πίσω να ικανοποιούμε τα γούστα της και τώρα αυτό είναι το ευχαριστώ. Αντί να συμμορφωθεί, μας κάνει ρεζίλι με τα καμώματα της. Οι έρωτες τη μάραναν». «Μάνα, μη στεναχωριέσαι, έχεις εμένα, θα κάνω τα πάντα, για να τον ξεφορτωθούμε, ίσως να είναι πιο εύκολο από ότι νομίζεις». Είχε κάποιο σχέδιο σίγουρα, αυτή η σχέση δε θα οδηγούσε πουθενά, η αντίπαλη πλευρά όφειλε να το κατανοήσει αυτό. Ο ψηλός άνδρας με τα γαλαζοπράσινα μάτια σίγουρα δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του. Το όνομά τους ήταν φόβητρο για τους ισχυρούς, ενώ για τους αδύναμους ήταν απλώς ένα απροσπέλαστο εμπόδιο, κάτι σαν τείχος με ηλεκτροφόρα καλώδια, που όποιος τολμούσε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του, πέθαινε ακαριαία. Μάνα και γιος συνέχισαν με το πρωινό αμίλητοι. Ο καθένας έπλαθε τα δικά του σενάρια και οι δυο μαζί τη λύση… μια λύση που θα τους έβγαζε από τη δύσκολη θέση. Πειραιάς Πίσω στον Πειραιά οι μέρες περνούσαν σαν γάργαρο νερό. Κόντευε η ώρα του αποχαιρετισμού, η ώρα για να ξεσπάσουν νέα κλάματα, να χαθούν ανάμεσα σε γιατί και όχι και τελικά να στεναχωρηθούν για


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

35

μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς την αναζήτηση της αλήθειας, την εξυγίανση της ψυχής και τελικά τη λύτρωση. Είχαν ξεμείνει από δικαιολογίες μέσα στο σπίτι, είχε φτάσει το καλοκαίρι και για εκείνη αυτό το καλοκαίρι σηματοδοτούσε την έναρξη μιας νέας ζωής μακριά από πειρασμούς. Ήταν μια γυναίκα με έντονες ορμές, αλλά θα μάθαινε να τις χαλιναγωγεί μέσα από τα κρυστάλλινα νερά της αυτογνωσίας. Κοίταξε το κινητό της. Ο μόνος λόγος ύπαρξης αυτής της εφεύρεσης, για εκείνη τουλάχιστον, ήταν η ώρα. Το μενού με τις επαφές άδειο σχεδόν, αν εξαιρούσες τα άτομα της οικογένειας και κάποια ξαδέλφια και θείους αγαπημένους, τον αδελφό της με το χαϊδευτικό σπουργίτι. Έτσι την φώναξε εκείνος πρώτος και το έκλεψε και ο πατέρας της. Ο Μιχάλης θα έφτανε σε λιγάκι, της το είχε υποσχεθεί. Έμαθε τα νέα τελευταίος και, όπως ήταν φυσιολογικό, αναστατώθηκε, αλλά δεν τη μάλωσε ούτε την παρακάλεσε. Πάντα εμπιστευόταν την κρίση της και πάντα της έλεγε : «Είσαι πιο δυνατή από εμένα, αδελφή, ποτέ δε θα λυγίσεις. Εγώ κάνω τις περισσότερες απερισκεψίες, εγώ δεν ξέρω τι θέλω, εσένα δε σε φοβάμαι». Τουλάχιστον τον άκουσε χαρούμενο στο τηλέφωνο σε σχέση με τις άλλες φορές, είχε βρει κι εκείνη τη δουλειά, οπότε οι γονείς τους μπορούσαν να αντεπεξέλθουν πιο εύκολα στις υπόλοιπες υποχρεώσεις. Διάβασε ξανά το χειρόγραφο σημείωμα αποχωρισμού για τη μητέρα της. Δεν είχε υπολογιστή σπίτι της, τα οικονομικά τους δεν το επέτρεπαν άλλωστε, αν και γνώριζε πως να τον χειρίζεται. Δεν το χρειαζόταν όμως, ποτέ δεν ήθελε έναν, μάθαινε τα πάντα μέσα από τα βιβλία. Κοίταξε μελαγχολικά προς τη μεριά της τεράστιας βιβλιοθήκης, που κοσμούσε όλο τον δεξί τοίχο του δωματίου της. Αυτός ο αποχωρισμός θα ήταν πιο επίπονος από ό,τι πίστευε. Πραγματικά λάτρευε τα γράμματα, ήταν αρκετά έξυπνη, αλλά οι ανάγκες της είχαν αλλάξει. Η μόρφωση σαφώς ήταν ένα τρομερό όπλο προς την αναζήτηση της αλήθειας, ωστόσο δεν ήθελε να περάσει όλα τα χρόνια της κλεισμένη σε ένα γραφείο, με καινούριες ταμπέλες χλευασμού πάνω της. Το σημείωμα δεν ήταν παραπάνω από μία σελίδα, αλλά αποτύπωνε με γλαφυρό τρόπο την επιθυμία της να ξεφύγει από τη μιζέρια της. Όχι, τίποτα δεν ήταν ικανό να απαλύνει τον πόνο της μάνας, αλλά τουλάχιστον, εάν διάβαζε το γράμμα της, τα κρύα βράδια της μοναξιάς, να ένιωθε, έστω και νοερά, πως της κράταγε το χέρι, πως την είχε δίπλα


36

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

της, Κάτω από το προσκεφάλι της ίσως το χαρτί να τσαλακωνόταν, αλλά οι λέξεις αγάπης και σεβασμού θα έμεναν για πάντα ανεξίτηλες να τους θυμίζουν πως αποφάσισε συνετά και πως η μητέρα της θα έπρεπε να περπατάει με υψωμένο το κεφάλι, χωρίς να δέχεται τον οίκτο κανενός. Διότι πολύ απλά δε θα είχε χάσει μια κόρη. Η κόρη της θα αναγεννιόταν μέσα από την εσωτερική αναζήτηση. Πάντα θα παρέμενε το κοριτσάκι της και το σπουργιτάκι για τον μπαμπά και τον αδελφό της. Κάποιος χτύπησε την πόρτα του δωματίου της. Βιάστηκε να κρύψει το σημείωμα, θα το παρέδιδε ο Μιχάλης αποκλειστικά στη μάνα τους, μόλις εκείνη θα αναχωρούσε για το νέο ταξίδι. «Σπουργιτάκι, είσαι εδώ;» ρώτησε η γλυκιά φωνή του Μιχάλη. Η κοπέλα μόλις είδε τον εικοσιδιάχρονο αδερφό της να προχωράει προς το εσωτερικό του δωματίου, χοροπήδησε από τη χαρά της. Αμέσως χάθηκε στην αγκαλιά του, ανήμπορη να συγκρατήσει τα δάκρυά της, ανήμπορη να αρθρώσει μια λέξη παρηγοριάς, ανήμπορη να δικαιολογήσει την απόφαση της. Ο Μιχάλης, όπως πάντα, αυτός ο άγγελος την έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Ίσως να ήταν ο μόνος άνδρας που ποτέ δεν της φόρεσε ταμπέλα, ποτέ δεν την κορόιδεψε και ο μόνος που γνώριζε για την απόπειρα της να χαρακωθεί πριν από ένα χρόνο. Όχι δεν ήθελε να αυτοκτονήσει, απλώς είχε σκοπό να διώξει λίγο από τον πόνο που αισθανόταν για όλα τα πειράγματα. Ήθελε με το να γίνει πιο άσχημη, να ματώσει το δέρμα της ώστε να θυμάται την απελπισία της. Εκείνος την πρόλαβε, είχε διακρίνει τα σημάδια της μελαγχολίας της, άρπαξε το ξυράφι και την ταρακούνησε δυνατά, για να τη συνεφέρει. Τα λόγια που ξεστόμισε δε θα τα ξεχνούσε σε όλη της ζωή. «Εάν λυπάσαι τον εαυτό σου και δεν τον σέβεσαι εσύ η ίδια, τότε ποτέ κάνεις δε θα σε σέβεται, σπουργιτάκι. Κανείς δε θα δει πέρα από την εμφάνισή σου, τον εσωτερικό σου κόσμο και το μεγαλείο της ψυχής σου. Διαθέτεις τη δύναμη της συγχώρεσης, αδελφούλα. Μόνο οι θαρραλέοι μπορούν να συγχωρέσουν όταν πληγωθούν. Μην επιτρέψεις ποτέ σε κανέναν να σε πληγώσει ξανά. Ποτέ, με άκουσες;» Και τότε η έφηβη κοπέλα δεν είχε αρθρώσει λέξη, μόνο χάζευε τα υπέροχα καστανά μάτια του Μιχάλη. Η ίδια η αλήθεια καθρεφτιζόταν σε αυτά και τότε, μετά από την εξομολόγησή της, ήταν που πήρε την απόφαση να ακολουθήσει αυτόν το διαφορετικό δρόμο, για να


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

37

προστατευτεί περισσότερο. Ο αδερφός της κατανοούσε πλήρως αυτή την απόφαση, μάλιστα ένιωσε ικανοποίηση όταν, επιτέλους, αποφάσισε να αναλάβει έναν διαφορετικό ρόλο μακριά από τη μιζέρια και την κακία αυτού του αδηφάγου κόσμου. «Ε, τι είπαμε, σπουργιτάκι, μου το υποσχέθηκες, όχι άλλα δάκρυα. Αποφάσισες με σύνεση και καθαρό μυαλό. Κανείς δεν μπορεί να σε εμποδίσει, κανείς. Έχεις βρει τον δρόμο σου επιτέλους». Τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο. «Μιχάλη, αλήθεια χαίρεσαι για μένα;» ξαναρώτησε η γλυκιά κοπέλα με το ανοιχτόχρωμο δέρμα και τα θλιμμένα καστανά μάτια, σαν τα κρύα βράδια του χειμώνα. «Ναι, χαίρομαι. Χαίρομαι γιατί θα χαμογελάς περισσότερο από εδώ και πέρα, χαίρομαι που θα είσαι ευτυχισμένη» επανέλαβε εκείνος με σιγουριά, ενώ τα μάτια του φωτίστηκαν από χαρά. Η κοπέλα είχε όρεξη να πειράξει τον αδερφό της, «Και εσύ φαίνεσαι πολύ χαρούμενος αδελφούλη. Έχεις να αποκαλύψεις τίποτα στη μικρή σου αδερφή;» «Είμαι πολύ ευτυχισμένος επίσης. Αυτό είναι αρκετό» τόνισε σοβαρά. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του, σπάνια δε για τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη ως φοιτητής οικονομικών πλέον με εξαιρετικές δυνατότητες και προοπτικές ανάδειξης. Οι γονείς τους πάντα υπερηφανεύονταν για τον γιο τους, αλλά η νεαρή κοπέλα ουδέποτε ζήλεψε. Του είχε τόσο πολλή αδυναμία άλλωστε. Δεν είχαν κάτι άλλο να προσθέσουν, ακόμη και οι μετρημένες κουβέντες έκαναν τη διαφορά. Το αύριο μετά από τη χαρά του σήμερα έφτασε και όλοι ξύπνησαν με ανάμεικτα συναισθήματα. Τύψεις, ίσως και εφιάλτες. Πιο τραγική φιγούρα η ίδια η μάνα. Κάποιοι λέγανε πως ο θάνατος του παιδιού ήταν η χειρότερη τιμωρία για μια μάνα. Έτσι και η δική της ένιωθε πως έχανε το παιδί της, ωστόσο η αυτοσυγκράτηση που επέδειξε τις τελευταίες μέρες του αποχωρισμού ήταν εκπληκτική. Το ξέσπασμα θα ερχόταν αργότερα σίγουρα, όταν θα έμενε μονάχη, όταν θα επισκεπτόταν το άδειο δωμάτιο της κόρης της, για να διαπιστώσει πως ήταν και πάλι μόνη στο παλιό πατρικό, το οποίο ήταν προίκα της κυρίας Μαριάνθης. Ο πόνος του αποχωρισμού έστω και μερικά χιλιόμετρα μακριά με προορισμό μιαν άλλη ζωή, χωρίς δικαίωμα άμεσων πισωγυρισμάτων. Τουλάχιστον το


38

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

συγκεκριμένο μοναστήρι ήταν γνωστό, με χιλιάδες επισκέπτες όλο τον χρόνο, τουλάχιστον γνώριζε πως οι υπόλοιπες καλόγριες και η Ηγουμένη θα πρόσεχαν το τρυφερό βλαστάρι της. Είχε φτάσει εκείνη η δύσκολη ώρα. Χαμένοι όλοι σε μια θλιμμένη εικόνα, ακόμη και ο ουρανός ήταν απελπιστικά μουντός, παρόλο που ο Ιούλιος είχε μπει για τα καλά. Όσες αγκαλιές και να αντάλλασσαν, όσα λόγια αγάπης και να έλεγαν, τίποτα από εδώ και πέρα δε θα ήταν το ίδιο. Το μικρό σπουργιτάκι θα άλλαζε όνομα, θα ακολουθούσε ένα διαφορετικό δρόμο και η διαφορετικότητα τρόμαζε τους ‘’φτωχούς’’ ανθρώπους. Πρώτα την αγκάλιασε ο αδελφός της και της σιγοψιθύρισε κάτι με νόημα. «Θα την προσέχω εγώ μην ανησυχείς, εσένα θέλω να βλέπω να χαμογελάς, έτσι θα παίρνουμε όλοι μας θάρρος». Η λυπημένη κοπέλα έγνεψε καταφατικά και του υπενθύμισε αμέσως σιγανά. «Μην ξεχάσεις το γράμμα». Αμέσως κοίταξε τη μητέρα της που είχε χάσει το χρώμα της, ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. «Μάνα, μπορείς να έρχεσαι να με βλέπεις όποτε θέλεις. Και εγώ θα έρχομαι, όταν μου το επιτρέπουν. Είναι δύσκολη η προσαρμογή» της χαμογέλασε, ενώ δεν επέτρεψε τα δάκρυα να λιμνάσουν στα ήδη φλογισμένα μάγουλά της. Άνοιξε πρώτη την αγκαλιά της καθώς οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Η Μαριάνθη δεν άντεξε, ο πόνος μέσα της αβάσταχτος. Μακάρι να γύριζε τον χρόνο πίσω, έναν μήνα, δύο μήνες, μερικές μέρες μόνο, λίγο χρόνο χρειαζόταν με το μωρό της. Χάθηκε στην αγκαλιά της κόρης της σαν να ήταν αυτή το μικρό παιδί. Δεν είπε κάτι, ίσως ο Θεός την τιμωρούσε για παλιά αμαρτήματα, ίσως να μην ήταν καλή μάνα επειδή δεν κατάφερε ποτέ να προσφέρει στα παιδιά της όσα είχαν προσφέρει στα δικά τους άλλες μανάδες μορφωμένες. Εκείνη παρέμεινε ένα ξύλο απελέκητο, με μηδέν μόρφωση, απόφοιτη δημοτικού, γι’ αυτό άλλωστε καθάριζε σκάλες. Ήταν κυρία Μαριάνθη, η καθαρίστρια των πολυκατοικιών. Χάιδεψε τα μακριά μαλλιά της κόρης της, ενώ το φιλί στο μέτωπο ήταν για εκείνη η τελευταία μαχαιριά στην ήδη πονεμένη της καρδιά. Την άφησε απότομα, μόνο εάν έλεγε εκείνη το φύγε θα αναχωρούσαν.


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

39

«Άντε, θα αργήσετε, θα χάσεις το λεωφορείο. Άντε, Φάνη, πήγαινε το κορίτσι στα ΚΤΕΛ!» παρότρυνε τον άνδρα της με σταθερή φωνή, αλλά τόσο μα τόσο ψεύτικη. Ο άνδρας της υπάκουσε αντιλαμβανόμενος το στενάχωρο κλίμα και έκανε νόημα στην κόρη του. «Πάμε, σπουργιτάκι». Η κοπέλα μπήκε στο αυτοκίνητο με κατεβασμένο κεφάλι. Έφευγε μετά από δική της επιλογή, αλλά ένιωθε λες και είχε χάσει ήδη ένα κομμάτι του παλιού της εαυτού. Έβγαλε το χέρι να τους χαιρετήσει. Μάνα και αδερφός την κοίταζαν από μακριά σαν μαρμάρινα αγάλματα και μέχρι να απομακρυνθεί το αυτοκίνητο από το οπτικό τους πεδίο παρέμειναν ασάλευτοι. Στα κεντρικά γραφεία του ομίλου, στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο με ξεχωριστό ασανσέρ, ένας άνδρας κοντά στα είκοσι εφτά χαζεύει έξω από το παράθυρό του. Ήταν καλογυμνασμένος, με φαρδιές πλάτες, υπέροχη κορμοστασιά και αγέρωχο βλέμμα, ενώ το ντύσιμό του ήταν πάντα καλόγουστο, πάντα επαγγελματικό, με μικρές αλλαγές σύμφωνα με τη διάθεσή του. Ζήτησε από τη γραμματέα να μην τον ενοχλήσει κανείς. Έβριζε τον εαυτό του. Αυτός έφταιγε που η κατάσταση είχε ξεφύγει τόσο. Έτρεχε για όλους και για όλα αλλά ποτέ δεν παραπονέθηκε, η δουλειά ήταν η μεγάλη του αγάπη. Ήταν σίγουρα λάτρης του ωραίου φύλου, αλλά δήλωνε αμετανόητος εργένης. Έτσι περνούσε καλύτερα, ο έρωτας τον άφηνε αδιάφορο ενώ η λέξη συμφέρον μετρούσε περισσότερο. Ίσως ο έρωτας να ήταν και μια εμπορική συμφωνία τελικά, όλα είχαν να κάνουν με τον πλούτο, όλα σχετίζονταν με την κοινωνική θέση. Μιλούσε καλά μόνο σε εκείνους που είχαν κερδίσει τον σεβασμό του, έβριζε συχνά γιατί απλώς μπορούσε. Ήταν ο πρώτος κληρονόμος αυτής της περιουσίας, η οποία μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, και είχε κάθε δικαίωμα να την προστατεύσει από παράσιτα, που μόλυναν τον αέρα που αναπνέει. Στηρίχτηκε στο τζάμι. Του άρεσε η θέα από τόσο ψηλά, ζούσε στα άκρα. Δε φοβόταν, ενώ σπάνια έκανε πίσω. Ξαναγύρισε στο γραφείο του, κάλεσε τον Μάκη, έναν από τα πιο έμπιστα του άτομα, κάποιον που ίσως να έμοιαζε και με φίλο, διότι είχε απλά μόνο γνωστούς, που του άνοιγαν τις πόρτες με μεγάλη χαρά.


40

ΘΩΜΑΗ ΜΠΡΈΝΤΑ

«Αφεντικό, σε ακούω» είπε ο γεροδεμένος σωματοφύλακάς του. «Έλα, θέλω να προειδοποιήσω το μαλακισμένο κωλόπαιδο με το καλό μια φορά. Το θέμα με την Αναστασία ξεφεύγει, έχει πεισμώσει η ηλίθια». «Κατάλαβα, θα βρω κανέναν γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά τι να κάνουν ακριβώς;» «Είπα με το καλό, μερικές κουβέντες και καμιά κλωτσιά για να έρθει στα ίσα του. Αργότερα, αν δεν καταλάβει, θα γνωρίσει άλλη γλύκα. Φρόντισε να αναφέρεις το όνομά μου». «Κατάλαβα, θα τακτοποιηθεί μέσα στις επόμενες μέρες. Τον έχουμε από κοντά. Ίσως όταν επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη». «Καλώς, το συντομότερο! Και επίσης ετοιμάσου. Σε λίγο θα πάω να επιθεωρήσω την κατάσταση στο καζίνο». Ο κύριος Φωκάς επέστρεφε στη ρουτίνα της εργασίας του, αλλά δεν είχε ξεχάσει την ύπαρξη του Μιχάλη Νικολάου. Θα φρόντιζε να περάσει τα δικά του μηνύματα με οποιοδήποτε κόστος. Πίσω στον σταθμό των Λιοσίων, ένας πατέρας χαιρετούσε την κόρη του με δάκρυα στα μάτια. Την παρακάλεσε να προσέχει απλώς και να τηλεφωνεί στη μάνα της συχνά. Το λεωφορείο ξεκίνησε, κούνησε το χέρι, για να χαιρετήσει τον κανέναν. Ήταν ένα άβγαλτο δεκαοχτάχρονο κορίτσι, με μηδέν εμπειρίες, που πήρε την πιο γενναία απόφαση στη ζωή της. Ο πάτερ Γρηγόριος είχε δίκιο, κανένας δρόμο δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα και καμιά ευτυχία δεν κρατούσε για πάντα. Η μοίρα πάντα έκανε κουμάντο, είχε καθαρογράψει με μαύρο μελάνι την πορεία της νεαρής κοπέλας. Νέες δοκιμασίες την περίμεναν σίγουρα, η μία πιο δύσκολη από την άλλη, αλλά από ένα σημείο και έπειτα ήταν όλα θέμα επιβίωσης. Θα επέστρεφε σε αυτόν τον κόσμο ως η τιμωρός, το αίσθημα του δικαίου θα της έκαιγε τα σωθικά, ενώ ο πόνος της απώλειας θα κατέτρωγε την καρδιά της σαν σαράκι. Δοκιμασίες, ψέματα, πάθη, λέξεις που θα στοίχειωναν το μυαλό της σε μερικά χρόνια από τώρα, μαζί με μια άλλη λέξη εξίσου τρομακτική: ΕΚΔΙΚΗΣΗ. Το νέο της ιερατικό όνομα θα τη συντρόφευε για μερικά χρόνια, το παλιό θα το ξέθαβε, για να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδια της. Μετά από τις νέες εξελίξεις θα είχε την ανάγκη να αναζητήσει την παλιά της ταυτότητα, ως η κόρη του Φάνη και της Μαριάνθης Νικολάου και αδελφή του Μιχάλη Νικολάου. Κάποιοι ποδοπάτησαν την οικογένειά


Η ΤΙΜΩΡΟΣ

41

της, παγιδευμένοι από την ίδια τη ματαιοδοξία. Θα πλήρωναν σίγουρα, θα τους τιμωρούσε αδιαφορώντας για το κόστος. Ήταν η σειρά της να πετάξει τα ράσα, ώστε να κρατήσει στα χέρια της το όπλο της εκδίκησης. Το νέο της όνομα ήταν Μαγδαληνή, μοναχή Μαγδαληνή.



Διαβάστε επίσης βιβλία από την Δυάς Εκδοτική














εΟυυκλέψειςςςςςτόνισαννοιιΔέκααΕντολέςςτουυΚυρίουυαλλάάεκείί νοιιτηςςέκλεψαννόότιιαγαπούσεε εΟυυ ψευδομαρτυρήσειςς κατάά τούύ πλησίονν σουυ μαρτυρίανν ψευδήήήήχαράχτηκαννστιςςπλάκεςςτουυΜωυσήήήαλλάάαυτοίίπότιι σανντηηψυχήήτηςςμεετοοδηλητήριοοτουυψέματοςς ςΟυυφονεύσειςςςςυπαγόρευσεεοοΘεόςςαλλάάαυτόςςόπλισεετοοχέριι μιαςςαδύναμηςςύπαρξηςς εΟυκκεπιθυμήσειςςόσαατώώπλησίοννσουυεστίίίίίίήταννηητελευταίαα εντολήήτουυΜεγαλοδύναμουυαλλάάεκείνηηεπιθυμούσεεναααποκτήή σειιοοτιδήποτεεδικόότουςς ς Κάποτεεείχεεδυοοονόματαααα Τοοένααόνομαατοοαπαρνήθηκεεγιααλίγοοοόταννάκουσεεένααπερίερρ γοοκάλεσμαααακολουθώνταςςτοομονοπάτιιΤουυ Τοοάλλοοόνομααστηνναρχήήτοοέθαψεεβιαστικάάαλλάάτοοαναζήτηη σεε αγωνιωδώςς στηνν πορείαα ότανν όλαα ανατράπηκαννν ότανν ηη αγάπηηέγινεεμίσοςςςτααψέματααέναςςμονόδρομοςςκαιιηηεκδίκησηη τοομοναδικόόφωςςστοοσκοτεινόόσταυροδρόμιιτηςςζωήςς Τώρααααα τοο τώραα δενν έχειι σημασίαα αφούύ τοο τέλοςς είναιι πολύύ μακριάάάΜπορείίοοπροορισμόςςτωννανθρώπωνννααείναιιοοπαράά δεισοςςς ς αλλάά εκείνηη δεε θαα σταματήσειι εάνν δενν πάρειι στηνν κόλασηημαζίίτηςςκαιιαυτούςςπουυτηννκατέστρεψανν

ΤοονέοοόνομαατηςςείναιιηηΤιμωρόςςςςς καιιιαυτήήείναιιηηιστορίαατηςςςς


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.