Μπάμπη ς Ράκη ς
ΕΜΙΛΙΑ Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
easywriter.gr
ΤΙΤΛΟΣ: ΕΜΙΛΙΑ: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ 2014 Copyright©Μπάμπης Ράκης. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του έργου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Δεύτερη Ηλεκτρονική Έκδοση: Νοέμβριος 2014.
Το βιβλίο μου αυτό το αφιερώνω στις δύο μου κόρες, Μαρία και Ρένα, που με στηρίζουν και με ενθαρρύνουν.
Επίσης, στην Iga, που υπήρξε για εμένα πηγή έμπνευσης.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η άγνωστη που ξύπνησε θύμισες από τα παλιά .................... 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ξανθιά νεράιδα της πολυκατοικίας................................. 22
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Ένα ρεμάλι, ο «κύριος Στέλιος» .......................................... 53
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Ο άνθρωπος που πήρε διαταγή από το Βερολίνο να εκτελέσει την Emilia ........................................................................ 75
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Πώς βρέθηκε η Emilia στην Αλεξάνδρεια ........................ 151
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η άγνωστη που ξύπνησε θύμισες από τα παλιά
Θ
υμάμαι ήταν Μάιος. Στο ήσυχο τουριστικό χωριό της επαρχίας Λάρνακας, η ήρεμη θάλασσα, ο ήλιος, τα δένδρα, έδιναν τα πρώτα
σημάδια
του
καλοκαιριού,
δημιουργώντας μια παράξενη ευφορία. Πήγαινα σε ένα φιλικό σπίτι προσκαλεσμένος για μεσημεριανό. Θα είχε και άλλα άτομα, άγνωστα σε εμένα μέχρι τότε, όπως μου είπε ο φίλος που με κάλεσε. Όταν έφτασα οι περισσότεροι ήταν στην αυλή. Ανάμεσα στα άγνωστα άτομα ήταν και εκείνη. Μια όμορφη ξανθιά γυναίκα, μιας κάποιας ηλικίας, όπως και εγώ. Συνέχιζα να την κοιτώ επίμονα. Μου
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
2
άρεσε πολύ. Όμως δεν ήταν μόνο ο θαυμασμός μου, κάτι άλλο παράξενο ξυπνούσε μέσα μου, χωρίς να μπορώ να το προσδιορίσω ακόμη. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα, και όμως πίστευα ότι την είχα ξαναδεί. Ήμουν σίγουρος για αυτό. Την είχα συναντήσει κάποτε, αλλά πού και πότε; Με πλησίασε ο φίλος μου και μου είπε: «Έλα να σε γνωρίσω με κάποια κυρία», και με έφερε κοντά της. Σαν πλησιάσαμε, μου συστήθηκε, δίνοντάς μου το χέρι της: «Λέγομαι Emilia, είμαι Πολωνέζα, έχω όμως πολλά χρόνια στην Κύπρο». Αυτό το πρόσωπο το είχα ξαναδεί. Το ίδιο ζεστό χαμόγελο, τα ίδια μάτια. Αλλά πού; Πότε; Ίσως σε άλλους τόπους, σε πολύ περασμένα χρόνια. Ήταν η ίδια ή κάποια άλλη; Μήπως ήταν αποκύημα της φαντασίας μου, όπως τότε, στα νιάτα μου, που κάποιες φορές έπλαθα στα όνειρά του την εικόνα μιας ξανθιάς γυναίκας που θα ήθελα τόσο πολύ και όμως δεν είχα ποτέ συναντήσει; Πότε, άραγε, άρχισε το όνειρο; Μήπως, όμως, δεν ήταν όνειρο αφού ήμουν βέβαιος ότι την είχα κάποτε γνωρίσει; Δεν θυμόμουν. Εκείνη, πάντως, δεν έδειχνε να με αναγνωρίζει. Μου άρεσε υπερβολικά. Είχε όλη την ομορφιά και τη θηλυκότητα που μπορούσε να συνδυάζει μια γυναίκα, για να γοητεύσει έναν άνδρα. Ένα υπέροχο σώμα, ξανθά μαλλιά. Το χρώμα των ματιών της έπαιζε στο φως του μεσημεριού, στο δωμάτιο όπου καθόταν όλη η παρέα, γύρω από το τραπέζι. Καθώς μου μιλούσε τα έβλεπα να
3
Μπάμπης Ράκης
μοιάζουν πότε πράσινα, πότε μπλε, πότε γκρίζα. Όλο και βυθιζόμουν στο χρώμα των ματιών της. Η ίδια έδειχνε ενδιαφέρον για τις κουβέντες μου. Άκουγε με προσοχή τα όσα της έλεγα. Προσπαθούσα να της φανώ ευχάριστος. Είχαμε και οι δύο, μια κάποια ηλικία. Δεν είμαστε στην πρώτη μας νιότη. Ήθελα πολύ να την ξαναδώ. Σε κάποια στιγμή βρήκα στο τραπέζι ένα κομμάτι χαρτί. Εκεί, μπροστά σε όλη την παρέα, έγραψα τον αριθμό του κινητού μου και της το έδωσα. Η αντίδραση της με συγκίνησε. Στο ίδιο χαρτί, στην άλλη άκρη, έγραψε και εκείνη τον δικό της αριθμό, έκοψε εκείνη την πλευρά και μου είπε: «Ο δικός μου αριθμός». Συνεχίζαμε να κουβεντιάζουμε για αρκετή ώρα. Σηκώθηκα πρώτος από το τραπέζι. Έπρεπε να φύγω. Χαιρέτησα την παρέα και δίνοντας το χέρι, της είπα μπροστά
στους
υπόλοιπους:
«Θα
σου
τηλεφωνήσω
απόψε». Μου χαμογέλασε. «Θα περιμένω», είπε με ένα ζεστό χαμόγελο. Σαν βρέθηκα μόνος επιστρέφοντας στο σπίτι, ένιωθα τον εαυτό μου να χάνεται, καθώς γύρευα μέσα από θολές μνήμες του παρελθόντος να βρω κάποιο φως που να μου δείχνει κάποια εικόνα, κάποια θύμηση παλιά, για τον τόπο και το χρόνο που την είχα ξαναδεί. Λίγο πριν φθάσω σπίτι, εκείνο το δειλινό του Μάη, και καθώς ο αέρας της θάλασσας φύσηξε κάπως δυνατότερα, τινάζοντας απότομα τα φύλλα των δένδρων, σαν φτερούγες τρομαγμένων πουλιών, ήρθαν από πολύ
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
4
μακριά, σε χρόνο και τόπο, λίγες μόνο λέξεις: «Καλλονή από την Πολωνία». Τότε θυμήθηκα πότε είχα πρωτακούσει αυτές τις λέξεις. Ήταν στην Αλεξάνδρεια του 1941. Δεν μπορούσε να είναι φυσικά εκείνη. Όμως της έμοιαζε τόσο πολύ. Μια παλιά ξεχασμένη ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια, θαμμένη βαθιά, που σπάνια την έφερνα στη θύμησή μου. Τώρα όμως; Αυτή η ωραία, άγνωστη σε εμένα μέχρι χθες, ύπαρξη, μου ξύπνησε μνήμες του παρελθόντος. Μου έφερε στη θύμηση, εκείνη την άλλη συμπατριώτισσά της Πολωνέζα, που –δεκάχρονο αγόρι τότε– είχα αντικρίσει σαν τον ξανθό άγγελο που είχε καταφτάσει για λίγο, για να ζεστάνει τη μίζερη ζωή μου και να ομορφύνει τα όνειρα μου. Τότε ήμουν μικρό παιδί και εκείνη ήταν μια νέα και πολύ ωραία γυναίκα. Τώρα, όμως, όλα είναι διαφορετικά. Η γυναίκα που είχα γνωρίσει έμοιαζε τόσο πολύ με τον ξανθό μου άγγελο των παιδικών μου χρόνων, και εγώ δεν ήμουν
πια
παιδί.
Την
έβλεπα
σαν
μια
γυναίκα
επιθυμητή. Βιαζόμουν να την ξαναδώ. Ήθελα τόσο πολύ να της μιλήσω. Να της πω τη δική μου ιστορία, τότε που, στην Αλεξάνδρεια του 1941, ένα ορφανό παιδί έζησε όμορφες στιγμές με τη ζεστασιά ενός αγγέλου που της έμοιαζε. Όμως ήθελα να της πω ακόμη κάτι πολύ πιο βασικό από τη δική μου ιστορία: πως εκείνος ο άγγελος της Αλεξάνδρειας έμοιαζε καταπληκτικά με μια ξανθιά ύπαρξη, που το 1920 στο Παρίσι ενέπνευσε τον μεγάλο
5
Μπάμπης Ράκης
ζωγράφο Ρενουάρ να της φτιάξει το πορτρέτο. Ένα πορτρέτο που έκρυβε μια τραγική ιστορία, τόσο για το μοντέλο όσο και για τους άνδρες που αγάπησαν την ξανθιά καλλονή ή
ερωτεύθηκαν την
ομορφιά
του
πορτρέτου, χωρίς ποτέ να γνωρίσουν την ίδια. Μια ερωτική ιστορία που άρχισε πριν σχεδόν εκατό χρόνια και συνεχίστηκε στα τραγικά χρόνια του πολέμου. Άραγε εκείνη γνώριζε πόσο έμοιαζε σε εκείνο το πορτρέτο
του
Ρενουάρ;
Θα
με
πίστευε;
Θα
την
ενδιέφεραν όλα αυτά; Της τηλεφώνησα την ίδια νύχτα και βρεθήκαμε την άλλη μέρα σε ένα παραλιακό κέντρο της Λάρνακας. Ήταν το ίδιο όμορφη όπως την προηγουμένη. Με ένα ζεστό χαμόγελο και τα μάτια της, που λες και άλλαζαν χρώμα με το φως του ήλιου, πότε πράσινα, πότε μπλε, πότε γκρίζα. Σε μια στιγμή της είπα, «Ξέρεις ότι μοιάζεις με ένα πορτρέτο του Ρενουάρ;» Με κοίταξε κάπως σαστισμένα και με το ίδιο πάντα χαμόγελο μου απάντησε: «Όχι δεν το γνωρίζω. Κανείς δεν μου είπε ποτέ κάτι τέτοιο. Εξάλλου, από φωτογραφίες και σε μουσεία, έχω δει όλους τους πίνακες του Ρενουάρ. Δεν πιστεύω να υπάρχει τέτοιος πίνακας. Εσύ τον είδες αυτόν τον πίνακα;» «Όχι, δεν τον είδα». «Τότε;» «Ξέρω πως υπάρχει. Θα ανήκει σε κάποια ιδιωτική συλλογή. Ελάχιστοι γνωρίζουν την ύπαρξη του. Ο πίνακας της ξανθιάς κοπέλας που ζωγράφισε ο Ρενουάρ και σου μοιάζει έχει τη δική του τραγική ιστορία. Την
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
6
έζησα την ιστορία αυτή από μακριά, όταν ήμουν παιδί και αργότερα έφηβος. Θα ήθελες να την ακούσεις;» «Φυσικά! Πολύ θα με ενδιέφερε μια τέτοια ιστορία», απάντησε. Πήρα θάρρος, τότε, και της είπα, «Πρέπει να έχεις υπομονή. Η ιστορία μου αρχίζει πριν ακόμη μάθω την ύπαρξη του πίνακα. Τότε που στην Αλεξάνδρεια του 1941, παιδί ακόμη, είδα έναν ξανθό άγγελο που σου έμοιαζε. Την έλεγαν Emilia. Άρχισα να της διηγούμαι την ιστορία μου και πώς παρουσιάστηκε στη ζωή μου η Emilia.
Σ
την παλιά τριώροφη πολυκατοικία της Αλεξάνδρειας, που έμενα τότε, οι εξώπορτες των
διαμερισμάτων
την
ημέρα
έμεναν
πάντα ανοιχτές. Ποτέ δεν έκλειναν. Έξι
διαμερίσματα. Τα πέντε ήταν νοικιασμένα. Το ένα, που βρισκόταν στο τρίτο πάτωμα, ήταν πάντα κλειδωμένο και ξενοίκιαστο. Ο ιδιοκτήτης της πολυκατοικίας, κάποιος Έλληνας μεγαλέμπορος, το είχε φτιάξει μέσα με παρκέ και τις τρεις κάμαρες. Τα παράθυρα τα είχε βάψει με λαδομπογιά πράσινα. Όμως, εκείνο για το οποίο όλες μιλούσαν ήταν ότι διέθετε μια μεγάλη μπανιέρα και δίπλα στον τοίχο ένα μικρό καζάνι, όπου μπορούσες από
7
Μπάμπης Ράκης
κάτω να βάλεις την γκαζιέρα και να βράσει το νερό. Μπορούσες έτσι να κάνεις μπάνιο χωρίς να κρυώνεις, κυρίως το χειμώνα. Το είχε φτιάξει ο ιδιοκτήτης για την κόρη
του.
Θα
την
πάντρευε
με
κάποιον
εξίσου
ευκατάστατο. Όμως εκείνη το έσκασε ένα βράδυ με κάποιον ομορφονιό παντρεμένο και κανείς δεν έμαθε ποτέ για αυτούς. Ο ιδιοκτήτης έπεσε σε μαρασμό. Κλείδωσε το διαμέρισμα και δεν το νοίκιαζε σε κανέναν. Στην
παλιά
εκείνη
πολυκατοικία,
σε
μια
φτωχογειτονιά της Αλεξάνδρειας, του 1941, οι εξώπορτες των πέντε διαμερισμάτων δεν έκλειναν ποτέ στη διάρκεια της ημέρας. Οι νοικοκυρές, όλες Ελληνίδες, ήταν ελεύθερες να ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες, να μπαίνουν και να βγαίνουν σε όποια γειτόνισσα ήθελαν, είτε για να ζητήσουν ένα φλιτζάνι δανεικό καφέ ή ζάχαρη, αλλά τις περισσότερες φορές για να κουτσομπολέψουν. Οι άνδρες έλειπαν όλη την ημέρα στη δουλειά. Νύχτωνε βαθιά μέχρι να γυρίσουν σπίτι. Σπάνια τους έβλεπα.
Χαράματα
έφευγαν,
σχεδόν
μεσάνυχτα
γυρνούσαν. Βασανισμένα και κουρασμένα κορμιά όλοι τους, βρίσκονταν πια σε κάποια ηλικία, έχοντας χάσει από καιρό την πρώτη τους νιότη και το κέφι για ζωή. Σπίτι
έμεναν
οι
πέντε
γυναίκες.
Και
αυτές
μαραμένες· αδιάφορες για τον εαυτό τους, φορούσαν για μήνες την ίδια ρόμπα και τις ίδιες ξεφτισμένες από τον καιρό παντόφλες. Οι τρεις ήταν πολύ παχιές και οι δύο ξερακιανές. Έμενα στο διαμέρισμα της μιας από τις δύο ξερακιανές. Την έλεγαν Κλεονίκη. Ήμουνα «ψυχογιός» του άνδρα της. Έτσι έλεγε για εμένα όταν οι άλλες στην
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
8
αρχή απορούσαν, όταν ακούγανε ότι μόνο δυο χρόνια ήταν που παντρεύτηκε. «Κυρία Κλεονίκη, τίνος είναι το παιδί; Δικό σου ή του άνδρα σου;» Εκείνη απαντούσε με αδιαφορία: «Είναι ψυχογιός του άνδρα μου. Έμεινε ορφανός, και αντί να τον βάλει στο ορφανοτροφείο μού τον έφερε για προίκα». «Είναι ψυχικό αυτό που κάνεις», της έλεγαν. Όμως τις άκουσα κάποτε να λένε μεταξύ τους, «Δεν την πιστεύουμε. Μάλλον μπάσταρδος του άνδρα της θα είναι», και γελούσαν πονηρά. Καμιά τους δεν είχε παιδιά. Το μοναδικό παιδί στην πολυκατοικία ήμουν εγώ, ο «ψυχογιός του άνδρα της Κλεονίκης». Όταν τις συναντούσα στις σκάλες τις καλημέριζα. Όμως ποτέ καμιά τους δεν μου είπε καλημέρα. Για αυτές ήμουν ένας μπάσταρδος. Σπάνια έβγαιναν έξω τις Κυριακές. Δεν είχαν και που να πάνε. Μόνο τις καθημερινές πήγαιναν απέναντι στα μαγαζιά για ψωμί, φρούτα,
χόρτα.
Κρέας
σπάνια
αγόραζαν.
Ένας
μικρόκοσμος που με έπνιγε καθώς μεγάλωνα. Τελείωνα το Δημοτικό. Θα πήγαινα Γυμνάσιο. Ήταν αρχές του καλοκαιριού του 1941. Ο πόλεμος μαινόταν στην Ευρώπη. Η Αλεξάνδρεια, αυτή η γεμάτη μυστήριο πολιτεία, δεχόταν την περίοδο εκείνη χιλιάδες στρατιώτες των συμμάχων, που έρχονταν με άδεια, για λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν ξανά για το μέτωπο. Οι ελληνικές οικογένειες της Αλεξάνδρειας φιλοξενούσαν στα σπίτια τα στρατιωτάκια μας. Γίνονταν μάλιστα και πολλά
συνοικέσια
που
ποτέ
δεν
δένανε.
Ποιο
εικοσάχρονο αγόρι θα μπορούσε ποτέ να δώσει λόγο ότι
9
Μπάμπης Ράκης
μετά τον πόλεμο θα ξαναγύριζε. Τα φτωχόπαιδα με το χακί, δεν ξέρανε αν τα ίδια θα ζούσαν και θα γύριζαν στην πατρίδα τους, στις δικές τους οικογένειες. Όμως οι μανάδες της Αλεξάνδρειας θέλανε να αποκαταστήσουν τις μεγαλοκοπέλες της οικογένειας. Ήταν ευκαιρία. Εικοσάχρονο το αγόρι τριαντάχρονη η κοπελιά. Τους έταζαν πολλά. «Μόλις τελειώσει ο πόλεμος, να γυρίσεις αμέσως. Σου έχουμε σπίτι, έτοιμη δουλειά και χρυσές λίρες». Στο μικρόκοσμο που ζούσα, απομονωμένος και από παιδιά της ηλικίας μου –εκτός, φυσικά, από τις ώρες του σχολείου– ελάχιστα μπορούσα να μάθω, εκτός από τα φτηνά
κουτσομπολιά
των
πέντε
γυναικών
της
πολυκατοικίας. Μπαινόβγαιναν η μια στο σπίτι της άλλης και μετέφεραν ό,τι είχαν ακούσει από τους άνδρες τους την προηγουμένη. Τίποτε δεν έλεγαν ούτε και ήξεραν για τον πόλεμο, που σαν λαίλαπα έκαιγε την Ευρώπη και έφτασε μέχρι την Αφρική. Οι συμμαθητές μου στο σχολείο ήξεραν και μου έλεγαν πολλά. Φυσικά και οι καθηγητές μας. Εκείνοι είχαν ένα άλλο κύκλο. Δεν ζούσαν στο στενό και αποπνιχτικό κόσμο της Κλεονίκης και των φιλενάδων της με τις παλιές παντόφλες και τις ίδιες πάντα ρόμπες χειμώνα-καλοκαίρι. Και ξαφνικά όλα άλλαξαν στη ζωή μου. Ήταν ένα κυριακάτικο πρωινό του Μάρτη του 1941. Συνήθιζα, όπως όλοι στη γειτονιά, να στέκομαι με τις ώρες στο μπαλκόνι και να κοιτώ τον κόσμο που περνούσε στο δρόμο.
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
10
Ένα πολύβουο μελίσσι από ανθρώπους, άνδρες γυναίκες
κάθε
ηλικίας,
ακόμη
και
παιδιά.
Ο
φτωχόκοσμος της αραπιάς αλλά και δικοί μας· είχαμε και ελληνικά μαγαζιά στη γειτονιά. Τα περισσότερα ήτανε μπακάλικα, υπήρχαν και μερικά που πουλούσαν φρούτα και χορταρικά, καθώς και δύο χασάπικα. Τα ελληνικά μαγαζιά δεν έκλειναν ποτέ. Φτωχοί οι δικοί μας μαγαζάτορες τα κρατούσαν πάντοτε ανοικτά. Δούλευαν από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ. Κουρασμένοι, γερασμένοι πρόωρα έσερναν τα βήματα τους όταν έμπαινε
ο
πελάτης,
του
χαμογελούσαν
και
τον
ερωτούσαν με την άχρωμη τυπική ευγένεια: «Τι θα πάρετε, παρακαλώ;» Ο πελάτης, συνήθως πελάτισσα, ρωτούσε πρώτα την τιμή και ύστερα έλεγε την ποσότητα που ήθελε: «Πόσα το έχεις σήμερα το βοδινό, διότι θα πάρω μισή οκά». «Για εσάς, κυρία Κλεονίκη, θα το αφήσω δύο σελίνια». Η ίδια πάντα πληκτική κουβέντα κάθε φορά που αναγκαζόμουν να πάω με την Κλεονίκη για ψώνια. «Τι τον έχεις τον ψυχογιό, κυρία Κλεονίκη; Να τον παίρνεις μαζί σου να σου σηκώνει τις σακούλες». Αυτά της έλεγαν
για εμένα
οι φιλενάδες της
πολυκατοικίας. Και η Κλεονίκη άλλο που δεν ήθελε. Να τις σηκώνει τα ψώνια ο ψυχογιός του άνδρα της. Από το μπαλκόνι τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μπορούσες να παρακολουθείς τα πάντα, αδιάφορα, όπως αδιάφορο ήταν και το ανθρώπινο μελίσσι για εμάς
11
Μπάμπης Ράκης
που το παρακολουθούσαμε από τα παράθυρα ή τα μπαλκόνια. Κανένας περαστικός δεν ύψωνε το βλέμμα του. Οι περισσότεροι κουβαλούσαν το φορτίο τους στο κεφάλι, φώναζαν ή μιλούσαν με τον διπλανό τους. Άλλοι πάλι προχωρούσαν αργά, σιωπηλά, αδιάφοροι για τους γύρω τους. Ανάμεσα στα πόδια τους έτρεχαν, με την ουρά στα σκέλια, φοβισμένα, αδέσποτα σκυλιά. Λίγα τα αυτοκίνητα που περνούσαν από το στενό δρομάκι της γειτονιάς. Έτσι, όταν το πεζοδρόμιο γέμιζε και δεν είχε τόπο να περάσουν, οι άνθρωποι κατέβαιναν στο δρόμο. Όταν καμιά φορά περνούσε κανένα παλιό φορτηγό, παραμέριζαν λίγο και συνέχιζαν το δρόμο τους. Εκείνη την Κυριακή του Μάρτη όλα άλλαξαν στη ζωή μου. Καθώς κοιτούσα αδιάφορα στο δρόμο, βλέπω να σταματά έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας ένα μεγάλο φορτηγό του αγγλικού στρατού. Ήταν γεμάτο από ολοκαίνουργια έπιπλα που το βερνίκι τους γυάλιζε στον ήλιο. Πάνω στο φορτηγό, μαζί με τα έπιπλα, στέκονταν δύο πελώριοι μελαχρινοί αραπάδες χαμάληδες. Κρεμάστηκα από το μπαλκόνι και περίμενα να δω ποιοι θα κατεβούν από το αυτοκίνητο. Πρώτη φορά συνέβηκε να σταματά ένα στρατιωτικό όχημα έξω από την πολυκατοικία. Σπάνια περνούσαν από τη γειτονιά μας βρετανικά στρατιωτικά αυτοκίνητα. Ο κόσμος στο δρόμο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή περνούσε αδιάφορα, στη θέα του μεγάλου στρατιωτικού
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
12
αυτοκινήτου σταμάτησε. Άρχισαν να πλησιάζουν το φορτηγό γιομάτοι περιέργεια. Οι δύο αραπάδες χαμάληδες, αφού κατέβηκαν από το όχημα, άρχισαν να φωνάζουν στο πλήθος να φύγει, διώχνοντας τους με τα χέρια τους. Όμως εκείνοι παρέμεναν εκεί, αμίλητοι, με τα μάτια καρφωμένα στα έπιπλα με το βερνίκι τους να καθρεφτίζει τον ήλιο. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του φορτηγού και κατέβηκε πρώτη μια γυναίκα, ντυμένη στρατιωτικά, στα χακί, φορούσε και πηλήκιο. Ήταν μεγαλόσωμη με μαύρα πολύ κοντά μαλλιά. Στη ζώνη, στη δεξιά πλευρά, ήταν η θήκη με το μαύρο περίστροφο. Στάθηκε για μια στιγμή, κοιτώντας το πλήθος αμίλητη. Το χέρι της ξαφνικά ακούμπησε στη θήκη του όπλου. Η κίνηση αυτή φόβισε τους περίεργους και άρχισαν ένας-ένας να υποχωρούν. Όλοι ξέραμε ότι ο βρετανικός στρατός είχε την άδεια να πυροβολεί, αν κινδύνευε στρατιώτης από το πλήθος. Σε
λίγο
κατέβηκε
μια
άλλη
γυναίκα
ντυμένη
στρατιωτικά και αυτή. Ήταν πιο κοντή από την πρώτη αλλά φαινόταν και αυτή πολύ δυνατή. Στη ζώνη της υπήρχε η θήκη με το περίστροφο. Στη
θέα
και
της
δεύτερης
στρατιωτικού
με
περίστροφο, το πλήθος αποτραβήχτηκε πολύ μακριά από το στρατιωτικό όχημα. Γύρω,
στα
μπαλκόνια
και
τα
παράθυρα
της
φτωχογειτονιάς, οι ένοικοι που είχαν μαζευτεί κοιτούσαν γιομάτοι περιέργεια αυτά που συνέβαιναν.
13
Μπάμπης Ράκης
Έσκυβα όσο μπορούσα, να δω καλύτερα. Το γεγονός ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό είχε δει η γειτονιά μας. Ο βρετανικός στρατός έξω από το σπίτι μας. Κάτι πολύ σοβαρό θα έπρεπε να συμβαίνει. Ξαφνικά κατέβηκε από το αυτοκίνητο και τρίτη γυναίκα. Εκείνη δεν έφερε στρατιωτική στολή. Φορούσε ένα μακρύ φαρδύ γκρίζο φόρεμα. Είχε ξανθά μακριά μαλλιά μπλεγμένα σε μια μεγάλη πλεξούδα. Κρατούσε ένα μικρό τσαντάκι. Αμέσως οι δύο γυναίκες
του
βρετανικού
στρατού
την
συνόδεψαν
προστατευτικά προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Εγώ έτρεξα στην είσοδο του διαμερίσματος, άνοιξα την πόρτα και βγήκα στις σκάλες. Τις είδα να ανεβαίνουν τα φθαρμένα από το χρόνο μαρμάρινα σκαλιά, μιλώντας χαμηλόφωνα. Σε ποιο διαμέρισμα θα πήγαιναν όμως; Ξαφνικά η καρδιά μου άρχισε να κτυπά δυνατά. Θα έρχονταν στο διαμέρισμα απέναντι από το δικό μας. Στο διαμέρισμα που έμενε πάντα κλειστό. Ναι, έρχονταν στον ίδιο όροφο με τον δικό μας. Έμεινα καρφωμένος στη θέση μου, ακουμπισμένος στον τοίχο, και περίμενα. Οι κουβέντες τους όλο και δυνάμωναν, μέχρι που τις είδα να φτάνουν κοντά μου. Οι γυναίκες με τα στρατιωτικά με κοίταξαν χωρίς να μου μιλήσουν. Η μια από αυτές, που κρατούσε το κλειδί, πήγε προς την πόρτα. Ή άλλη, με το χέρι στη θήκη του όπλου, στάθηκε δίπλα στην όμορφη ξανθιά γυναίκα.
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
14
Την είδα να με πλησιάζει και να μου χαμογελά ευγενικά και έπειτα να με ρωτά, «Μένεις και εσύ εδώ. Σε ποιο διαμέρισμα;» Ήταν ξένη. Μιλούσε θαυμάσια ελληνικά, με μια γλυκιά προφορά που έμοιαζε με κελάηδισμα. Με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή ο ήχος αυτής της φωνής. Τα έχασα, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη. Το μόνο που έκανα ήταν να δείξω με το δάκτυλο την ανοικτή πόρτα απέναντι στη δική της. Με ένα γλυκό χαμόγελο μου απάντησε, «Πολύ ωραία, θα είμαστε πολύ κοντά». Τότε είδα τα μάτια της. Στο φως του φεγγίτη, που εισέβαλλε από ψηλά και έριχνε τις αχτίδες του ήλιου πάνω της, είχαν ένα χρώμα παράξενο· έμοιαζαν μπλε, πράσινα, γκρίζα. Δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω. Είδα όμως από κοντά το χρυσαφένιο χρώμα των μαλλιών της τυλιγμένα σε πλεξούδα. Αυτή η όμορφη στιγμή δεν κράτησε πολύ. Όταν η μια στρατιωτικός άνοιξε την πόρτα, η άλλη, με το χέρι πάντα στο όπλο, την οδήγησε μέσα στο διαμέρισμα. Σε μια στιγμή κρατώντας την πλεξούδα της γύρισε και με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Η γυναίκα με τη στρατιωτική στολή έκλεισε δυνατά την πόρτα. Άκουσα να τραβά το σύρτη. Ο ερχομός της άλλαξε όλη τη ζωή των ενοίκων της πολυκατοικίας. Όμως περισσότερο από όλους άλλαξε τη δική μου ζωή. Άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες των πέντε διαμερισμάτων και βγήκαν όλες στις σκάλες. Πρώτη και καλύτερη η
15
Μπάμπης Ράκης
Κλεονίκη που φώναζε στις άλλες, «Ποια είναι αυτή, καλέ;» «Δεν ξέρουμε, κυρία Κλεονίκη. Πού θες να ξέρουμε. Μάθε εσύ, που είσαι απέναντι». Κάτω, στην είσοδο, ακούστηκαν οι δυνατές φωνές των χαμάληδων. Πάνω στη ράχη τους κουβαλούσαν τα λουστραρισμένα έπιπλα. Ή πόρτα άνοιξε διάπλατα και η μια
στρατιωτικός
στάθηκε
στο
πλάι.
Ένα-ένα
τα
κουβαλούσαν και τα έσερναν ύστερα στο διαμέρισμα. Πάλι ακούστηκε δυνατά η φωνή της Κλεονίκης. «Πολύ μοντέρνα έπιπλα μας κουβάλησε η καινούργια. Αυτά μόνο στα αριστοκρατικά σπίτια υπάρχουνε». Ξαφνικά
πάγωσαν
όλες.
Η
στρατιωτικός
που
στεκόταν στην πόρτα γύρισε πρώτα στην Κλεονίκη και ύστερα προς τις άλλες και με μια παράξενη βαριά προφορά τους είπε στα ελληνικά, «Μπείτε στα σπίτια σας. Δεν έχετε δουλειά εδώ». Κάτι πήγε να πει η Κλεονίκη, μα δεν πρόλαβε. Η γυναίκα με το χακί και το όπλο στη μέση τής είπε αυστηρά, «Το διαμέρισμα ανήκει στον βρετανικό στρατό. Εδώ
θα
μένει
μέλος
του
βρετανικού
στρατού.
Καταλάβατε;» Δεν είπαν λέξη. Αμίλητες η κάθε μια μπήκε στο διαμέρισμα χωρίς να κλείσει την πόρτα. Ποιος μπορούσε να πει λέξη; Εδώ είχαμε τον βρετανικό στρατό. Όμως οι πόρτες έμεναν ανοιχτές. Καμιά τους δεν μπορούσε να ησυχάσει μετά την ξαφνική παρουσία αυτής της όμορφης ξανθιάς γυναίκας. Δειλά-δειλά, λίγα λεπτά αργότερα, ανέβηκαν οι υπόλοιπες τις σκάλες και
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
16
τρύπωσαν στο διαμέρισμα της Κλεονίκης, που ήταν απέναντι στη νεοφερμένη. Μαζεύτηκαν όλες στη στενή κουζίνα και άρχισαν να μιλούν χαμηλόφωνα. Στεκόμουν στην άκρη και τις άκουγα. Κοιτούσε η μια την άλλη και σιγοψιθύριζαν. «Είδατε, καλέ, τι όμορφη είναι; Ψηλή ξανθιά και νέα». «Ξένη είναι. Θα είναι Αγγλίδα». «Όχι, δεν είναι Αγγλίδα. Γαλλίδα είναι». Η Κλεονίκη διέκοψε τον θαυμασμό τους για να πει, «Τι μας νοιάζει εμάς ποια είναι. Αυτό θα σκεφτούμε τώρα;» «Όχι, κυρία Κλεονίκη. Μας νοιάζει, αφού μένει στην ίδια πολυκατοικία. Να μην ξέρουμε ποια είναι;» «Θα
μάθω
εγώ
ποια
είναι»,
είπε
με
πολλή
νευρικότητα η Κλεονίκη. «Αύριο θα της χτυπήσω την πόρτα. Θα της μιλήσω και θα μάθω. Δεν μπορούμε να μην ξέρουμε ποια είναι αυτή η ξένη που ήρθε και έκατσε απέναντί μου». «Όμως, αν σου ανοίξει η στρατιωτίνα; Εκείνη η κοντή, η παχουλή, με το περίστροφο, που μας έδιωξε. Τι θα της πεις;» Η Κλεονίκη δεν είπε τίποτε. Όμως την άλλη μέρα το πρωί της χτύπησε την πόρτα. Έτρεξα και εγώ ξοπίσω της. Άνοιξε η στρατιωτικός. Ντυμένη στο χακί και το όπλο στη θήκη του.
«Τι θέλεις, κυρία;» της είπε με ένα
αυστηρό ύφος. Η Κλεονίκη δεν έδειξε να φοβήθηκε. Έσυρε το πιο υποκριτικό της χαμόγελο και είπε, «Θα ήθελα να ρωτήσω την ξένη κυρία αν θέλει να την βοηθήσουμε, αν έχει
17
Μπάμπης Ράκης
ανάγκη τίποτε. Ξένη κοπέλα είναι, πρώτη φορά έρχεται στη γειτονιά μας. Αλήθεια, είναι Αγγλίδα ή Γαλλίδα;» Όσο μιλούσε η Κλεονίκη, εγώ παρατηρούσα τη στρατιωτικό. Είχε σμίξει τα φρύδια της έτοιμη να της κλείσει την πόρτα στα μούτρα. Τότε, ξαφνικά, παρουσιάστηκε εκείνη. Φορούσε μια μακριά μπλε ρόμπα που την έκανε ακόμη πιο όμορφη. Τα
μαλλιά
της
δεν
τα
είχε
σε
πλεξούδα.
Ήταν
καλοχτενισμένα, ριγμένα πίσω. Πάνω είχε βάλει σαν στεφάνι μια άσπρη πλατιά κορδέλα. Ήταν τόσο όμορφη. Έμοιαζε τόσο με εκείνη τη νεράιδα της ζωγραφιάς, που είχα δει κάποτε σε μια Χριστουγεννιάτικη βιτρίνα. Κάθε φορά, στο δρόμο για το σχολείο, σταματούσα σε εκείνη τη βιτρίνα για να δω τη ζωγραφιά. Δεν θυμάμαι τι άλλο είχε εκείνη η βιτρίνα. Εγώ μόνο τη φωτογραφία έβλεπα, με την ξανθιά νεράιδα με τα μακριά μαλλιά και τα γαλανά μάτια. Πόσες φορές είχα νιώσει την τρελή επιθυμία να είχα και εγώ μια τέτοια όμορφη δική μου μάνα! Όλοι οι φίλοι μου και συμμαθητές μου είχαν τη δική τους μάνα. Μόνο εγώ δεν είχα. Ήμουνα απλώς ο ψυχογιός του άνδρα της Κλεονίκης, και για τις φιλενάδες της γειτόνισσες ένας μπάσταρδος. Τώρα είχα απέναντί μου ζωντανή τη νεράιδα της φωτογραφίας. Μας χαμογελούσε. Ένα χαμόγελο γλυκό, ζεστό, αυθόρμητο, χωρίς προσποίηση. Τα μάτια της στράφηκαν σε μένα. Μόνο τότε η Κλεονίκη αντιλήφθηκε ότι στεκόμουν δίπλα της. Με έσπρωξε δυνατά και μου
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
18
είπε, «Φύγε εσύ. Πήγαινε σπίτι γρήγορα, πριν αρπάξεις κανένα μπάτσο». Το χαμόγελο της νεράιδας σταμάτησε. Ήρθε πολύ κοντά μου και έβαλε το χέρι της στον ώμο μου, σαν προστασία σε ένα αδύναμο παιδί και γυρνώντας στην Κλεονίκη της είπε με ήρεμο ύφος, «Γιατί διώχνετε το παιδί σας, κυρία; Δεν έκανε τίποτε». «Δεν είναι γιος μου. Είναι ο ψυχογιός του άνδρα μου και μου τον κουβάλησε». Γύρισα προς το μέρος της όμορφης ξανθιάς γυναίκας και την κοίταξα πονεμένα. Με κατάλαβε. Ήταν η νεράιδα της φωτογραφίας· ήταν ένας ξανθός άγγελος· ήταν η μάνα που ποτέ δεν είχα ποτέ. Αυτό που θυμάμαι, και με συγκλονίζει ακόμη και τώρα, είναι ότι παρουσιάστηκε στη ζωή μου ένα υπέροχο πλάσμα που ακούμπησε προστατευτικά το χέρι της στον ώμο μου. Στον ώμο ενός παιδιού φοβισμένου. Ένιωσα μια ασφάλεια. Μια παράξενη ζεστασιά. Μια αύρα αγάπης που δεν είχα νιώσει. Έσκυψε κοντά μου και τα χυτά ξανθά μαλλιά της σχημάτισαν στο πλάι, το σχήμα μιας χρυσαφένιας βεντάλιας. Μέχρι τη μέση της έφθανα. Ακόμη ήμουν παιδί. Καθώς τα μάτια της με κοίταξαν με τόση ζεστασιά, τρυφερότητα και στοργή μου είπε με εκείνη την όμορφη ξένη προφορά της, που έμοιαζε με κελάηδισμα πουλιού σε ανοιξιάτικο πρωινό. «Εμένα με λένε Emilia». Από εκείνη τη στιγμή τα πάντα άλλαξαν μέσα μου. Το πρώτο συναίσθημα που ένιωσα ήταν η γλυκιά ζεστασιά ότι δεν ήμουν μόνος.
19
Μπάμπης Ράκης
Αυτό το προστατευτικό άγγιγμα του χεριού της στον ώμο μου ήταν και το πρώτο τρυφερό χάδι που ένιωσα από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τα πράγματα γύρω μου. Δεν περίμενα τίποτε, δεν ήθελα τίποτε, παρά να την ξαναδώ και να αγγίξει το χέρι της ξανά στον ώμο μου. Η Κλεονίκη, όταν μπήκαμε σπίτι, με κοίταξε γιομάτη θυμό. Δεν τόλμησε όμως να με χτυπήσει. Έμπαινε
το
καλοκαίρι.
Δεν
υπήρχαν
στη
φτωχογειτονιά που έμενα γύρω δένδρα ούτε θάλασσα. Τίποτε, παρά μόνο παλιές πολυκατοικίες. Το μόνο πράσινο ήταν οι μικρές γλάστρες στα σκουριασμένα από τον καιρό κάγκελα των μπαλκονιών. Είχαμε και εμείς στο μπαλκόνι μας μερικές γλάστρες με βασιλικό. Το δικό της μπαλκόνι ήταν πλάι στο δικό μας, αφού μέναμε στο ίδιο πάτωμα. Εκείνης όμως το μπαλκόνι ήταν όμορφο. Τα κάγκελα ήταν βαμμένα πράσινα. Όμως δεν είχε γλάστρες. Όλα τα άθλια μπαλκόνια της γειτονιάς με τα σκουριασμένα κάγκελα είχαν γλάστρες. Το όμορφο μπαλκόνι της Emilia δεν είχε. Άραγε θα έβαζε και εκείνη γλάστρες; Αυτά σκεπτόμουν, καθώς βγήκα στο μπαλκόνι να χαζέψω λίγο κάτω τον κόσμο στο δρόμο. Εξάλλου ήταν αυτό η μοναδική μου ψυχαγωγία. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Ξαφνικά την είδα να βγαίνει στο μπαλκόνι με εκείνη την όμορφη μπλε μακριά ρόμπα. Τα χρυσαφένια της μαλλιά φωτίστηκαν ακόμα περισσότερο στο ηλιόφως.
Εμιλία: Το άγνωστο μοντέλο του Ρενουάρ
20
Κοίταξε αδιάφορα τον κόσμο από κάτω. Το πολύβουο μελίσσι που πήγαινε και ερχόταν, τις γυναίκες με τις μαύρες κελεμπίες να περπατούν με αργά βήματα φοβισμένες και τους μελαψούς άνδρες με τις άσπρες κελεμπίες φορτωμένους με παράξενες πραμάτειες. Μόλις την είδα, σταμάτησα να κοιτάζω χαμηλά και το βλέμμα μου στράφηκε σε εκείνη. Την έβλεπα με θαυμασμό, με την πρωτόγνωρη αγάπη ενός παιδιού προς κάτι το υπέροχο. Ήταν τόσο όμορφη, ακόμη πιο όμορφη και από την ξανθιά νεράιδα της φωτογραφίας. Συνέχισα να την κοιτώ χαμογελώντας χαζά. Ξαφνικά γύρισε το βλέμμα και με πρόσεξε. Μου χαμογέλασε αμέσως, με εκείνο το γλυκό ζεστό χαμόγελο. Σήκωσε το χέρι της και με χαιρέτησε ανοίγοντας και κλείνοντας χαριτωμένα την παλάμη της. Έκανα και εγώ την ίδια κίνηση. Σήκωσα αδέξια το χέρι μου ψηλά και ανοιγόκλεισα την παλάμη μου χαμογελώντας συνέχεια χαζά. Φαίνεται ήταν τόσο αδέξια η κίνηση μου που δεν συγκρατήθηκε. Έβαλε το χέρι της χαριτωμένα στο στόμα και άρχισε να γελά. Κατάλαβα ότι κάτι έκανα πολύ γελοίο. Σταμάτησα να την χαιρετώ με το χέρι. Όμως βρήκα τη δύναμη και της φώναξα δυνατά, «Είστε πολύ όμορφη, κυρία Emilia». Με κοίταξε με εκείνα τα γαλαζοπράσινα μάτια της, μου χαμογέλασε ζεστά και μου απάντησε, «Ευχαριστώ, Ευχαριστώ». Με χαιρέτησε πάλι με το χέρι της και μπήκε μέσα.
21
Μπάμπης Ράκης
Έμεινα σαν χαζός, δεν ξέρω για πόσα λεπτά, να κοιτώ το άδειο μπαλκόνι της, όταν άκουσα την άγρια φωνή της Κλεονίκης να μου φωνάζει να μπω μέσα να την βοηθήσω να σηκώσει κάτι. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα με τη ζεστασιά που μου άφησε το χαμόγελο ενός αγγέλου.
η συνέχεια στο... http://www.easywriter.gr/ebooks/item/84