Η δίφωνη φούγκα...Είναι ένα είδος μουσικής που με μαγεύει...Με πολλή απλούστευση είναι η επανάληψη μιας μουσικής φράσης, από την πρώτη φωνή, μουσικά παραλλαγμένη, από την δεύτερη, σαν απάντηση, κάποια στιγμή «συνομιλούν» ταυτόχρονα μα τόσο αριστοτεχνικά εναρμονισμένα που το αποτέλεσμα είναι μελωδικά τέλειο...Στο βιβλίο μου οι δυο φωνές είναι η ιστορία δύο διαφορετικών ανθρώπων, πατέρα και γιού, που περνούν παρόμοιες εμπειρίες σε διαφορετική φάση της ζωής, στην εφηβεία ο ένας, και στην Τρίτη ηλικία ο άλλος.
Η ΔΙΦΩΝΗ ΦΟΥΓΚΑ (Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΜΑΣΚΑ...)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΔΙΦΩΝΗ ΦΟΥΓΚΑ…
d
Η Δίφωνη Φούγκα
.
Ιωάννης Ραυτόπουλος
ΦΩΝΗ Α’-ΑΥΓΗ…(ΓΙΟΣ) Όλα έχουν μια αρχή, που μοιάζει με ρόδινη αυγή, έτσι πιστεύω ανατέλλει ο άνθρωπος στην ζωή, από τις εμπειρίες που του αναλογούν, να λαξευτεί… Ο πατέρας μου είχε ένα ποδήλατο. Κάθε απόγευμα, άναβε το φανάρι του με ένα σπίρτο, και με πήγαινε μια βόλτα στο ποτάμι. Τα νεροπούλια με έκαναν να νυστάξω με το κρώξιμο τους. Ο Νείλος κυλούσε τόσο αργά, που μου φαινόταν ακίνητος. Νυσταγμένος στο γυρισμό, κοιμόμουν ευτυχισμένος στα δροσερά σεντόνια, έξω, στην πλακόστρωτη αυλή, κάτω από τα άστρα. Μα η ευτυχία μου δεν κρατούσε πολύ… Μια μέρα τον ρώτησα: «πατέρα, η ζωή μας είναι έγχρωμη η ασπρόμαυρη;» Εκείνος με κοίταξε απορημένος. «Εσύ πως την βλέπεις;» «δεν ξέρω, κάποτε είναι γεμάτη ωραία ζωηρά χρώματα και άλλοτε πάλι… γκρίζα, πολύ γκρίζα!» Εκείνος ανησύχησε. Την άλλη μέρα με πήγε στον οφθαλμίατρο… Από τότε έμαθα να μην εξωτερικεύω τις σκέψεις και συναισθήματα μου… Τα κρατούσα βαθιά μέσα μου και μόνο όταν ήμουν μόνος συζητούσα με τον εαυτό μου, σαν να ήμασταν δύο άτομα, κάνοντας ερωτήσεις και απαντώντας ο ίδιος… Υπήρχαν στιγμές που μια βαθιά μελαγχολία με κυρίευε… Τότε «έκλαιγα χωρίς λόγο» όπως έλεγαν οι γονείς μου. 11
Η Δίφωνη Φούγκα
.
Ιωάννης Ραυτόπουλος
Ένιωσα κάτι να σαλεύει κάτω από το μαξιλάρι, είχε ανοίξει παραθύρι σε μια άβυσσο, κει στεκόταν η μεγάλη σαλαμάνδρα του κήπου, μα χωρίς μάτια, σαν της νεκρής καμήλας, εκεί… Κάτω από το μαξιλάρι με περίμενε, με μάτια σκοτεινά, με φωνή συριστή μου είπε: «είμαι το φυλακισμένο όνειρο, οι σκιές που φοβάσαι μην πατήσεις, Το βιολί χωρίς δοξάρι, που παίζει την σιωπή των νεκρών ποιητών Το ραγισμένο φεγγάρι της νύχτας που άφησες αξημέρωτη, Η βροντή των λόγων που δεν ειπώθηκαν, Το αχνό καράβι της ομίχλης…» Έγινε η νύχτα μέρα και μια σιλουέτα, τυλιγμένη μανδύα, στεκόταν από πάνω μου, με άσχημο πρόσωπο κακιάς μάγισσας, που χάθηκε πριν ουρλιάξω σαν έσβησε η αστραπή. Μα πάλι φωτίστηκαν όλα, μια άσχημη αντρική μορφή, καμπουριασμένη, τυλιγμένη μπατανία, έσκυψε πάνω μου, άπλωσε τα χέρια με ταρακούνησε «ξύπνα! Πάλι εφιάλτες βλέπεις! Πλημυρίσαμε!» μου λέει και ήταν ο πατέρας μου, που ο φακός που κρατούσε αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του. Κάτω υπήρχε μισό μέτρο νερό! Μας πήραν αγκαλιά σε μια βάρκα, καλά τυλιγμένους με μπατανίες, υπήρχε ένα κρύο πρωτόγνωρο για Σουδάν, έβρεχε δυνατά και ένας παγωμένος βοριάς μας βίτσιζε από παντού, η αλάνα μια πελώρια λίμνη, τα σπίτια βουτηγμένα τα μισά μες το νερό, κήπος δεν φαινόταν, μόνο κάτι σαν βάλτος με δέντρα, η χουρμαδιά πιο απειλητική από ποτέ, κουνούσε τις λόχμες δεξιά-αριστερά, μας καλούσε να την πλησιάσουμε… Το εργοτάξιο, σε πιο ψηλό επίπεδο, δεν είχε βουλιάξει, φαινόταν όμως σαν να μην δούλευε, κάπως δεν άκουγα το «τσουφ-τσουφ» και δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος εκεί… Κάπου, εγώ και ο αδελφός μου χαρήκαμε την περιπέτεια αυτή, είμασταν ήρωες μυθιστορήματος, σαν «τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραν», που μόλις είχαμε διαβάσει, βουτούσαμε τα χέρια στο κρύο νερό, να σιγουρευτούμε ότι αυτή η απίθανη εικόνα, της πάντα καυτής και αφυδατωμένης αλάνας να έχει γίνει λίμνη, ήταν πραγματικότητα! Στον υπερυψωμένο δρόμο που οδηγούσε στην πόλη, περίμενε αυτοκίνητο της εταιρείας, που μας πήγε σε ένα ξενοδοχείο της πόλης, εκεί μεί46
Η Δίφωνη Φούγκα
.
Ιωάννης Ραυτόπουλος
καφενείου και το είχε ονομάσει έτσι από το ομώνυμο τραγούδι. Έτσι του κόλλησε το όνομα. Οι ντόπιοι, νόμιζαν ότι αυτό ήταν το όνομα του και τον φώναζαν έτσι, ενώ οι Έλληνες τον φώναζαν κοροϊδευτικά με αυτό το όνομα και τελικά του έμεινε το παρατσούκλι… Για να φθάσω εκεί, έπρεπε να διασχίσω τον πιο κεντρικό δρόμο, που περνούσε μπροστά από το μοναδικό πάρκο της πόλης. Εκεί είδα χρώματα, στολές, σκόνη που σήκωναν τα άλογα και ένα μοναδικό καμπριολέ «Ρολς Ρόις» ανοιχτό ,κίτρινο, που έλαμπε στον ήλιο και μου θάμπωσε τα μάτια. Κάποια στιγμή συνήλθαν τα μάτια καθώς περνούσε από μπροστά μου η αστραφτερή πολυτέλεια… Τότε την είδα! Η Τζέιν καθόταν στο πίσω κάθισμα, φορούσε ένα χαριτωμένο ροζ φόρεμα με φουσκωτά μανίκια και ένα ψάθινο καπέλο με ροζ κορδέλα δεμένη κάτω από το πηγούνι της. Έτρεξα προς το μέρος της φωνάζοντας το όνομα της. Εκείνη έβαλε το χέρι της πάνω από τα μάτια για να κρύψει τον καυτό αφρικανικό ήλιο και με αναγνώρισε. Σηκώθηκε όρθια και με χαιρετούσε, ενώ ο πατέρας της την κάθισε αμέσως κάτω. Το αυτοκίνητο σταμάτησε και έτρεξα προς την Τζέιν… Μια βουή… σκόνη… ποδοβολητά… κελεμπίες που έτρεχαν απειλητικά προς το αυτοκίνητο. Μέσα από το μαύρο πρόσωπο τους αγριεμένα ασπράδια των ματιών τους κοιτούσαν με μίσος τον αξιωματικό. Κρατούσαν μαγκούρες και πέτρες… Τα άλογα σηκώθηκαν στα δύο πόδια και χλιμίντρησαν, το αυτοκίνητο με έναν βρυχηθμό ξεκίνησε να ξεφύγει το αγριεμένο πλήθος, αλλά μπροστά άλλο πλήθος του έκοψε τον δρόμο. Κάτι σαν τενεκέδες να χτυπούν, τζάμια που έσπαγαν, αλαλαγμοί! Ένιωσα έναν δυνατό πόνο στο μπράτσο και έπεσα κάτω… Από εκεί που ήμουν πεσμένος άκουσα ποδοβολητά αλόγων, είδα ένα σύννεφο σκόνης να κυνηγά και να σκορπίζει το πλήθος. Μετά ησυ71
Η Δίφωνη Φούγκα
.
Ιωάννης Ραυτόπουλος
Τρόμαξα, αλλά αισθάνθηκα τόσο καλύτερα! Το είχα τόσο ανάγκη εκείνη την στιγμή! Γύρισα και είδα την Κατερίνα να μου κρατά το χέρι… Πλησίασε το στόμα της στο αυτί μου και μου ψιθύρισε: «μη κλαις αγόρι μου! Να ξέρεις πως εγώ σε αγαπώ όπως είσαι -τόσο παράξενος, τόσο ευάλωτος, αλλά και τόσο γλυκός! Να θυμάσαι ότι και να γίνει ,πως έχεις εμένα στην ζωή! Δεν είσαι μόνος! Εγώ θα είμαι η μάνα σου, η αδελφή σου, η φίλη σου!» Μετά κοίταξε γύρω της αν την βλέπει κανείς και μου ψιθυρίζει: «σε αγαπώ!» Της έσφιξα το χέρι… Μου φάνηκε τόσο όμορφη! Συνέχισα με άλλο κουράγιο… Το μεγάλο Σάββατο μας πήγαν για να κοινωνήσουμε. Πόσο ανάξιος ήμουν να την δεχθώ… Πλησίαζα τον ιερωμένο διστακτικά, φοβισμένος. Σε κάποιο στασίδι καθόταν μια γριούλα… Είχε τόσο καλοσυνάτο πρόσωπο! Την πλησίασα και της ζήτησα συγχώρεση… Εκείνη με αγκάλιασε και μου είπε: «συγχωρεμένος να είσαι παλικάρι μου!» Εκείνη την στιγμή ζητούσα συγνώμη από όλους και για όλα… Το βράδυ στην Ανάσταση, με πλησίασε ο επίτροπος της εκκλησίας και μου ζήτησε να κρατήσω την Ανάσταση… Ήταν ένα βαρύ κοντάρι, τουλάχιστον δυόμιση μέτρα ύψος και στην κορυφή είχε μια στρογγυλή αναπαράσταση της Ανάστασης. Το κράτησα περήφανα… Μέσα από τα χέρια μου θα περνούσε Εκείνος για να δοξασθεί στους αιώνες των αιώνων.. Σε λίγο άρχισαν οι κροτίδες και τα βεγγαλικά και ηχούσαν οι καμπάνες. Είδα όμως τον κόσμο να κοιτά ψηλά στο κοντάρι μου και να φωνάζει… 119
Η Δίφωνη Φούγκα
.
Ιωάννης Ραυτόπουλος
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ… (ΦΩΝΗ Β’-ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ…) ΠΑΤΕΡΑΣ Το γεγονός ότι στάθηκα εμπόδιο στην καριέρα του Μέμου, με την επιπόλαιη συμπεριφορά μου, με έκανε να συνέλθω…είναι πολύ εγωιστικό να γίνομαι πρόβλημα επειδή δεν ήρθαν τα πράγματα στην ζωή μου όπως τα ήθελα! Έπρεπε να γίνω δυνατός, να φροντίζω όσο μπορώ τον εαυτό μου μόνος και να γίνομαι όσο το δυνατόν λιγότερο βάρος στα παιδιά μου. Η νέα ευτυχία, ίσως η τελευταία, ίσως θέμα για επίλογο ζωής, ίσως κάτι σαν λοβοτομή, παρηγοριά, στερνό γιατροσόφι, να επιζήσω ωσότου περάσω το γεφύρι που οδηγεί στον επέκεινα, είχε ξεκινήσει… Μια ηρεμία που με κατέλαβε, ή ίσως με κατέβαλε, έδειχνε ότι είχε γίνει ο τελευταίος συμβιβασμός και φωνές μέσα μου, προσπαθούσαν να με πείσουν, πως υπάρχουν ακόμα κάποια ψίχουλα ευτυχίας για τα ατάιστα όνειρα, που κούρνιαζαν στην σοφίτα της ψυχής μου… Κατέβηκα ίσως τα τελευταία σκαλιά των προσδοκιών μου, μα αισθάνθηκα ότι σαν να ήταν πιο στέρεο το έδαφος εδώ -μια και δεν υπήρχε άλλο σκαλί να κατεβώ- δεν κινδύνευα να κυλίσω άλλο, παρά μόνο στον τελευταίο προορισμό μου… Ένιωσα μια ήρεμη ευτυχία, σαν αποδοχή σαν συνθηκολόγηση, μα που μου έδινε κάποια γλυκιά ηρεμία, αφού δεν χρειαζόταν πλέον να αγωνίζομαι,, να προσπαθώ! Στάθηκα μπρος στον καθρέπτη, όπου μ ε ατένιζε κάποιος άγνωστος, πολύ γερασμένος, μα γαλήνιος! Σε λίγο, παραδέχτηκα, ή δέχτηκα, πως αυτός ο άγνωστος, ήμουν εγώ! Φόρεσα το σώμα του και ήμουν έτοιμος πλέον να παίξω τον νέο ρόλο μου…του νικημένου από την ζωή! 158
Η Δίφωνη Φούγκα
.
Ιωάννης Ραυτόπουλος
Πόσο μισώ την σιωπή! Για σένα Λουκία… που ήσουν η δεξίωση, τα φώτα, τα χρώματα, τα γεμάτα σαμπάνια ποτήρια, τα κινέζικα πορσελάνινα πιάτα που έλαμπαν από καθαριότητα… διότι μέσα τους καθρεπτιζόσουν εσύ και εκείνα τα υπέροχα μεγάλα μάτια που με στοιχειώνουν κάθε νύχτα… Κάθε βράδυ μπαίνεις στο δωμάτιο μου με έναν δίσκο με κρύσταλλα και κινέζικες πορσελάνες… Που ξαφνικά σου πέφτουν και σπάνε και μετά χάνεσαι στο σκοτάδι… Είναι τόσο πηχτό το σκοτάδι! Σαν κινούμενη άμμος με βουλιάζει, με πνίγει! Νόμιζα πως ήταν απλό… Θα υπέθετα ότι ποτέ δεν υπήρξες, πως ήσουν ένα όνειρο σαν εκείνα που μας συμβαίνουν μόνο κάποια νύχτα… Μια καλοκαιρινή νύχτα με ένα ασημένιο ολόλαμπρο φεγγάρι… Μα το φεγγάρι που κοιτώ τώρα μου φαίνεται χλωμό και θλιμμένο, σαν να ήταν το είδωλο μου σε καθρέπτη… Διότι μου λείπεις! Μου λείπεις τόσο πολύ! Σαν τα τελευταία ευτυχισμένα μου Χριστούγεννα… Σαν τον κήπο μου που επιμένει να ανθίζει τόσο ζωηρά! Διότι σου μοιάζει! Είναι τα χρώματα που έμαθαν να κοιτούν προς το φως και να σκορπίζουν την χαρά γύρω τους.. ήσουν αυτό για μένα… Χαρά… Ευτυχία… Χρώματα… Λουλούδια… Μίλα μου σε παρακαλώ! Μη μου θυμώνεις που δεν ήρθα στον τάφο σου τόσο καιρό. Φοβήθηκα… Όπως φοβάμαι να ανοίξω το παράθυρο μου να αντικρύσω τα χρώματα του κήπου μου… 189
η συνέχεια στο... http://www.easywriter.gr/ebooks/item/1068