Ραυτόπουλος /Η συνομωσία / 8 Μια καρδιά δική μου, στα χέρια να κρατάς! Και μια ψυχή από νήμα πορφυρό! Μια ψυχή δική μου να υφάνεις Στο δικό σου αργαλειό… Σε ένα όνειρο τρελό, Άσε με να σε κρατώ Κάθε που ανοίγει της νύχτας το λουλούδι, Να σου λέω σε αγαπώ… Θα περιμένω μια ζωή, μήπως ανοίξουν οι ουρανοί και στάξουν της αγάπης την βροχή σύννεφα με την δική σου την μορφή… θα περιμένω κάθε δείλι, μήπως Μάρτιο ή Απρίλη, ακούσω από τα δικά σου χείλη κάποια λέξη μαγική...» «μην περιμένεις άλλο καλέ μου, την λέξη αυτή τώρα στην λέω, κάθε βράδυ σε σκέπτομαι και κλαίω, την λέξη αυτή τώρα θα στην πω δεν ξέρω τίποτα άλλο πιο γλυκό, από την λέξη «σε αγαπώ!» Μα έλα ελπίδα να γεννήσουμε Του ήλιου η ανατολή μας χαμογελά Ποτήρι ελπίδας ας γεμίσουμε Κι ας πιούμε την θάλασσα γαλανή χαρά...» Λέγοντας αυτά, η Δέσποινα σκύβει και το χέρι του στο χέρι της ζητά που στο φαρί του όρθιος ο ιππότης το αναζητά μα μόνο της άκρες των δαχτύλων της ακουμπά μα έφθασε την καρδιά του να κάνει να χτυπά δυνατά... μα δεν πρόλαβαν να πουν άλλα, η Μαρίνα ταραγμένη γύρισε προς τα μέσα, κάτι είπε και φώναξε βιαστικά: «Πρέπει να πάω μέσα, η βάγια μου με ειδοποιεί ότι ο πατέρας μου με καλεί. Σε ευχαριστώ για το ανεκτίμητο δώρο που μου έκανες -που είναι η αγάπη σου- θα το φορώ όσο ζω, σαν μανδύα νεκρικό! Είθε να ανταμώσουμε σύντομα!» Φύσηξε γλυκό φιλί από την χούφτα της και χάθηκε στο βάθος του εξώστη... Ο Τζιοβάνι, έμεινε να κοιτάζει προς το μπαλκόνι μαρμαρωμένος για πολλή ώρα, πριν προχωρήσει προς το παλάτι... Τις επόμενες μέρες, παρόλο που το επεδίωξε, δεν συνάντησε την Μαρίνα. Μάταια περνούσε από το μπαλκόνι της...
Ραυτόπουλος /Η συνομωσία / 17 Στου βουνού το πλάι ανέβηκα, Σε άβατο μονοπάτι, που ξέρω μόνο εγώ, Δεν το ‘δε ανθρώπου μάτι. Με λαχτάρα την απειθώ, Με αγωνία την κοιτώ Άραγε ζει η πεθαίνει; Μήπως μαζί με του Μωαμεθανού Η ψυχή της τώρα βγαίνει; Και να το θαύμα γίνεται, Ανοίγει τα γλυκά της μάτια! Που με οδηγούν στου ουρανού, Τα γαλήνια μονοπάτια! «Ω Ρήγισσα!» της λέω ζεις; Δόξα τω θεώ!» χάρις σε σένα έγινε αυτό!» αποκρίνεται γλυκά και αμέσως με τα χέρια της κοντά της με τραβά τα χείλη της μυρίσανε σαν ρόδα που ανθίσανε και από τον ουρανό κυλά ροδόσταμο και μέλι και ανθίζουν όλα τα σπαρτά...» τους στίχους αυτούς τους έγραψε ο Τζιοβάνι αργότερα όταν γύρισε στην Φλωρεντία, φυλακίζοντας έτσι την μαγεία των στιγμών εκείνων σε ένα κομμάτι χαρτί, συχνά το άνοιγε και το διάβαζε και τότε πλημύριζε με αυτή την παράξενη μαγεία που αισθανόταν όποτε σκεπτόταν την αγαπημένη του... σαν να είχε ανθίσει τριαντάφυλλο, σαν να είχε στάξει δροσοσταλίδα σε ανθισμένο κρίνο. Μια γλυκιά ανατριχίλα τον έπιανε και αισθανόταν σαν το σώμα του να απογειωνόταν πάνω σε ρόδινο σύννεφο και να αιωρείται ανάμεσα σε ουρανό και γη... όλα τα υπόλοιπα συνέβησαν σαν σε όνειρο από αυτά που προσπαθούμε να θυμηθούμε όταν ξυπνήσουμε... η μεταφορά της Μαρίνας στην αμμουδερή Νεάπολη,, ο θερμός αποχαιρετισμός τους, το γαλάζιο μαντήλι που του κουνούσε η Μαρίνα καθώς το πλοίο απομακρυνόταν... τέλος, η εικόνα του μισο-συννεφιασμένου ουρανού που καθώς έδυε βαφόταν σε ένα ωραίο μαβί χρώμα. Τα πανιά του καραβιού, που τα κατάπινε αργά η θάλασσα... την άλλη μέρα η Μαρίνα ήταν στην ασφάλεια του Ναβαρίνου, κοντά στον θείο της. Όλα αυτά δεν είχαν σημασία, σημασία είχε για τον Τζιοβάνι εκείνο το φιλί που την γεύση του την ένιωθε ξανά και ξανά... Ο Τζιοβάνι γυρίζοντας στην Φλωρεντία, είχε πάρει την απόφαση του: Θα ζητούσε άδεια από τον Δούκα να παντρευτεί την Μαρίνα...
Ραυτόπουλος /Η συνομωσία / 29 «υπάρχει κανείς εδώ μέσα που μπορεί να το αποδείξει;” ρώτησε με αγωνία... Κανείς δεν αποκρίθηκε... «Δυστυχώς! Δεν υπάρχουν αποδείξεις κόρη μου! Είπε και κάθισε αργά και μουδιασμένα στο κάθισμα του Μετά έδωσε νεύμα να συνεχιστεί ο αγώνας... Ο Πρίγκιπας γέλασε θριαμβευτικά και κουνήθηκε προς τον ιππότη... Εκείνος προσπαθούσε απεγνωσμένα να σηκωθεί. Όμως, η βαριά πανοπλία του και το αίμα που έχανε δεν τον άφησαν να τα καταφέρει. Τα μάτια του θόλωσαν. Έπεσε ανάσκελα πάλι... Μα με υπεράνθρωπη προσπάθεια, κρατήθηκε να μη χάσει τις αισθήσεις του... «η Μαρίνα!» Σκέφτηκε, «πρέπει να ζήσω για εκείνη, της το υποσχέθηκα!» Προσπάθησε πάλι να σηκωθεί... Είδε τον αντίπαλο του να πλησιάζει... Έκανε μια τελευταία προσπάθεια απελπισίας.... Με όση δύναμη είχε, πέταξε το κομμάτι του σπαθιού που του είχε μείνει στο χέρι... Το σπασμένο σπαθί τινάχτηκε από το χέρι του στριφογυρίζοντας με δύναμη, απίστευτη για την κατάσταση του λαβωμένου ιππότη, έκανε μια τροχιά με ελαφρά καμπύλη και κατευθύνθηκε προς την καρδιά του Πρίγκιπα... Εκείνος, αιφνιδιασμένος από αυτή την ενέργεια, έβαλε ενστικτωδώς την ασπίδα μπροστά στο στήθος του να αποφύγει την βαριά σπάθα... Ακούστηκε ένας δυνατός μεταλλικός κρότος, το σπαθί χτύπησε με δύναμη την ασπίδα και την βαθούλωσε, μα μετά εξοστρακίστηκε και χτύπησε το άλογο του Πρίγκιπα στον λαιμό, προκαλώντας μια επιπόλαιη αμυχή... Το ζώο όμως τρόμαξε, σηκώθηκε απότομα στα δύο του πόδια και η κίνηση του ήταν τόσο ξαφνική, που δεν την περίμενε ο Πρίγκιπας... Βρέθηκε στο κενό, κρατημένος από τα γκέμια, που όμως έσπασαν και σωριάστηκε στο έδαφος... Η σπάθα του ξέφυγε από το χέρι του και έπεσε σε ένα σημείο ανάμεσα στους δύο μονομάχους... Οι δύο αντίπαλοι, κινήθηκαν προς την σπάθα, αγώνας ζωής και θανάτου ποιος θα την έφτανε πρώτος! Ο ιππότης όμως με πεσμένες δυνάμεις, μόνο μπουσουλώντας ξεκίνησε την κούρσα... Ο δε Πρίγκιπας, με πολύ πιο πολλές δυνάμεις, μια και δεν είχε πληγωθεί, σηκώθηκε με κόπο νικώντας το βάρος της πανοπλίας του έκανε δυο βήματα και άρπαξε το βαρύ όπλο, ενώ ο ιππότης είχε φθάσει ένα μέτρο πιο κει... Ο Χάρος, που παρακολουθούσε με βαριεστημάρα την σκηνή, άρπαξε το δρεπάνι του και πλησίασε! Επί τέλους θα κέρδιζε κάποια ψυχή να πάρει στο Άδη! Ο Πρίγκιπας, βρέθηκε πάνω από τον ιππότη και ετοιμάστηκε να δώσει το μοιραίο χτύπημα! Ο ιππότης, έκανε μια κίνηση απελπισίας... Έψαξε και βρήκε δίπλα του, το άλλο κομμάτι της σπάθας, με την μυτερή άκρη... Γύρισε ανάσκελα και κράτησε την σπασμένη λάμα με τα δυο του χέρια όρθια πάνω στο στομάχι του, όσο πιο σταθερά μπορούσε, παρόλο που η κοφτερή κάμα ξέσχιζε τα μεταλλικά του γάντια και του πλήγωνε τις παλάμες του... Ο Πρίγκιπας γέλασε! «νομίζεις ότι με αυτό το παιχνιδάκι θα με αποκρούσεις;» Κάγχασε και σήκωσε ψηλά την σπάθα... Μια νεκρική σιγή απλώθηκε στην αρένα... Ο Πρίγκιπας έκανε το τελευταίο βήμα για να βρεθεί ακριβώς από πάνω από τον ιππότη, να τον αποτελειώσει...
Ραυτόπουλος /Η συνομωσία / 33 Σαν πιάσουν χορό με τον εφιάλτη οι ώρες, σέρνουν έναν πολύ αργό, μονότονο χορό, κάτι σαν βούισμα μέλισσας έχουν για σκοπό, το φεγγάρι θα βρει συννεφάκι να κρυφτεί, αγέρας μουχλιασμένος κάνει κάθε κερί να σβηστεί είναι τότε που ο θάνατος παραμονεύει να βρει ευκαιρία με το αδύνατο σώμα του ιππότη να αμειφθεί μα είναι η αγάπη της ασπίδα και τον προστατεύει και οι ώρες συνεχίζουν τον χορό σε έναν πιότερο βραδύ σκοπό... πέρασαν εφιαλτικές οι ώρες με την Χάγια να τραγουδά ένα απαίσιο σκοπό και τον ιππότη να σβήνει σαν κερί... τα ξημερώματα, έφθασε ιδρωμένος ο αξιωματικός. Έδειξε τρία κομμάτια μπαγιάτικα μουχλιασμένα ψωμιά, «είναι τα μόνα που βρήκαμε!» είπε και έπεσε ξέπνοος σε μια καρέκλα... η Χάγια τινάχτηκε πάνω και με το μοναδικό της μάτι εξέτασε τα ψωμιά στο φως της λάμπας... τα δύο κομμάτια είχαν μαύρη μούχλα και το τρίτο πράσινη... «αυτό!» είπε η Χάγια, «αυτό μου κάνει για να θεραπεύσω τον ιππότη!» Κοπάνισε το ψωμί σε μικρά ψίχουλα, το μούσκεψε με νερό και το έβαλε πάνω σε ένα καθαρό πανί, μουσκεμένο σε ζεματιστό νερό, που προηγουμένως το κράτησε ανοιχτό όσο για να κρυώσει... Ζήτησε να δέσουν τον άρρωστο σφιχτά στο κρεβάτι, να μην κουνιέται. Ζήτησε ένα κοφτερό μαχαίρι που το πύρωσε στην φλόγα και σαν κρύωσε είπε να κρατήσουν τον άρρωστο ακίνητο... Έκοψε την σάρκα γύρω από την πληγή και το αφαίρεσε μαζί με την σάπια σάρκα της πληγής.... Με μια λαβίδα που είχε αποστειρώσει στην φωτιά, έσπρωξε το πανί με το μουχλιασμένο ψωμί μέσα στην τομή... Ο Τζιοβάνι σφάδαζε από τους πόνους, αλλά η Μαρίνα δεν τόλμησε να εμποδίσει την Χάγια... Στο κάτω-κάτω ήταν χαμένος! Η Χάγια έβγαλε το πανί και με αποστειρωμένα τσιμπιδάκια, κράτησε την χωρισμένη από την τομή σάρκα ενωμένη, μετά έδεσε σφικτά με ένα πανί την πληγή... «να αλλάζετε συχνά το πανί!» συμβούλεψε την Μαρίνα, «όταν ενώσουν οι σάρκες, να αφαιρέσετε τα τσιμπιδάκια!» Μετά πήγε στην άκρη του δωματίου, κάθισε καταγής και άρχισε να τραγουδά το απαίσιο τραγούδι της αδιάφορα.... Η Μαρίνα την πλησίασε όλο αγωνία. «τι έγινε;» την ρώτησε. «αυτό που είχα να κάνω, το έκανα! Άφησε με τώρα να φύγω!» αποκρίθηκε αδιάφορα η Χάγια... Η Μαρίνα πλησίασε τον άρρωστο. Δεν είδε καμιά διαφορά! Γύρισε θυμωμένη στην Χάγια. «με κοροϊδεύεις; δεν βλέπω διαφορά! Τι είδους μάγια έκανες;» Η Χάγια την κοίταξε βλοσυρά και είπε: «Σε τρεις μέρες θα δεις!» Η Μαρίνα θύμωσε. «πετάξτε την στην φυλακή! Θα μείνει εκεί τρεις μέρες και αν δεν γίνει τίποτα τότε...» Άφησε να εννοηθεί ότι η μάγισσα θα αντιμετώπιζε σκληρή τιμωρία... Η Χάγια άρχισε να ουρλιάζει, να φτύνει, να δαγκώνει και να χώνει τα νύχια της στους στρατιώτες...
Ραυτόπουλος /Η συνομωσία / 46 «στείλε μου τον κόκκινο μανδύα μου! Είναι κωδικοποιημένο μήνυμα θανάσιμου κινδύνου και κάλεσμα για άμεση επέμβαση του... Όμως ο Ρενάτο άραγε...αλήθεια τι έκανε; Το έστειλε το περιστέρι;» Αμέσως, έτρεξαν και τον βρήκαν... Δυστυχώς, το είχε στείλει! Οι νέοι απογοητεύτηκαν... Αν δεν το είχε στείλει-πράγμα πιθανό, αφού δεν ήταν σίγουρο ότι νίκησε ο ιππότης-ο Δούκας αυτή την στιγμή θα ήταν εδώ με τον στρατό του! Κάθισαν βαριά στον καναπέ. Μια μεγάλη ευκαιρία είχε χαθεί! Αν τώρα έστελναν περιστέρι, θα περνούσαν δύο εβδομάδες πριν καταφθάσουν οι Φλωρεντινοί! Έπρεπε όμως να δοκιμάσουν, με την ελπίδα, ότι κερδίζοντας χρόνο θα γλύτωναν... Έγραψαν το σημείωμα και βγαίνοντας στον εξώστη, το ελευθέρωσαν... Δεν πρόσεξαν σε έναν πυργίσκο του κάστρου, έναν άνδρα που τους παρακολουθούσε... Αμέσως έσκυψε, σήκωσε στα χέρια ένα γεράκι που είχε κουκουλωμένο το κεφάλι του... Του αφαίρεσε την κουκούλα και το ελευθέρωσε! Το γεράκι, διέγραψε μια καμπύλη πετώντας χαμηλά και μετά χύμηξε προς τα κάτω με μεγάλη ταχύτητα... Άρπαξε το περιστέρι και το ξέσκισε με το ράμφος του... Ο άγνωστος, κρύφτηκε στο βάθος του πυργίσκου... Ο σωματότυπος του, έμοιαζε πολύ με του μυστηριώδη καβαλάρη... Ο Τζιοβάνι, έτρεξε στον πυργίσκο, αλλά δεν βρήκε τίποτα... Οι νέοι απογοητεύτηκαν. Το μέλλον τους πρόβαλε σκοτεινό, γεμάτο απειλές! Το ωραίο πρωινό στην θάλασσα είχε πια ξεφτίσει! Στην θέση του άρχισε να προβάλει η γκρίζα σιλουέτα του κάστρου, που σαν εφιαλτικό φάντασμα, έριχνε την σκιά του επάνω τους... Όλα τους φαίνονταν σκούρα, και οι σκιές λες και είχαν βάρος τους πλάκωναν το στήθος και δυσκόλευαν την αναπνοή! Κάποια σύννεφα στον ορίζοντα, είχανε βαφτεί μαβιά από έναν μελαγχολικό ήλιο που έδυε... Όλο το τοπίο καθρέπτιζε πιστά την ψυχική τους διάθεση...
Ραυτόπουλος /Η συνομωσία / 76 Εκείνη γέλασε και πάτησε δυνατά το πόδι του ιππότη… «τρελάθηκες;» της είπε εκείνος απορημένος, αλλά πέσανε όλοι επάνω του και του εξηγήσανε ότι ήταν έθιμο του τόπου. Εκείνος γέλασε και το μυστήριο συνεχίστηκε. Σε λίγο ο παπάς έψαλε το «Ησαΐα χόρευε, η Παρθένος έσχεν εν γαστρί, και έτεκεν υιόν τόν Εμμανουήλ, Θεόν τε καί άνθρωπον, Ανατολή όνομα αυτώ, όν μεγαλύνοντες, τήν Παρθένον μακαρίζομεν» και οδήγησε το ζευγάρι να κάνει τρεις φορές τον γύρο του τραπεζιού, που αντικαθιστούσε την αγία τράπεζα. Οι κατάδικοι τους έριξαν ρύζι από το συσσίτιο τους που ήταν μαγειρεμένο και κολλούσε στα μαλλιά των νέων. Σε λίγο έμοιαζαν σαν χιονισμένοι. Γέλασαν κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Όταν τελείωσε η τελετή, το ζευγάρι δέχθηκε τις ευχές των φυλακισμένων που πέρασαν ένας-ένας από μπροστά τους και ο καθένας από αυτούς τους άφηνε κάποιο αντικείμενο για δώρο. Άλλος ένα κουμπί, άλλος την σκούφια του και ο Κόντε Ρώμας τα χρυσά μανικετόκουμπα του. Το ζευγάρι αρνήθηκε, αλλά τους είπαν πως θα ήταν προσβολή να τα επιστρέψουν… Η Μαρίνα συγκινήθηκε με την αγνότητα αυτών των ανθρώπων. Ντράπηκε που ήταν συγγενής του τόσο σκληρού βασιλιά. Έκανε μία ευχή να γινόταν ένα θαύμα και να κυβερνούσε αυτή την υπέροχη χώρα με τους τόσο υπέροχους ανθρώπους… Ο Σαλβατόρε τους πλησίασε και τους οδήγησε σε ένα άλλο κελί που ήταν άδειο. «Σας προσφέρω το κελί αυτό σαν δώρο» τους είπε «να περάσετε την νύχτα σας αυτή χωρίς να σας ενοχλήσουν.» Με μια κίνηση έριξε μπροστά στην πόρτα του κελιού ένα σεντόνι που είχε ετοιμάσει για να μην τους βλέπει κανείς… Η νύχτα γάμου κύλησε με τους δύο νέους να προσπαθούν με απληστία να χορτάσουν από την τόσο μεγάλη αγάπη τους που θα έσβηνε το πρωί όταν θα αντίκριζαν τον δήμιο… Προσπάθησαν να ζήσουν όσο πιο έντονα μπορούσαν την τόσο σύντομη ευτυχία τους. Ξέχασαν ότι ήταν φυλακή, ότι ήταν μελλοθάνατο σαν το κρεβάτι τους να είχε πετάξει επάνω σε ένα ρόδινο σύννεφο μακριά σε μια παραδεισένια χώρα… Δεν είχαν μάτια παρά ο ένας για τον άλλον, χέρια να χαϊδεύουν ο ένας τον άλλον και αισθήσεις να νιώθουν ο ένας τον άλλον… Προσπάθησαν να χορτάσουν με την μυρωδιά, την γεύση, την αφή και την μορφή του συντρόφου τους… Τα τρυφερά λόγια του ιππότη έμοιαζαν σαν μικροί ρόδινοι έρωτες, που πετούσαν γύρω από την Μαρίνα και της χάιδευαν τα αυτιά. Ποτέ του ο ιππότης δεν είχε προφέρει τόσο ωραία, τόσο τρυφερά, τόσο γλυκά λόγια αγάπης όσο εκείνη την μοιραία, την μοναδική τους νύχτα γάμου…
Ραυτόπουλος /Η συνομωσία / 95 Πρέπει να κάνω γρήγορα! Πήρε το μαχαίρι. Έψαξε γύρω της και είδε μια πανοπλία στημένη στον τοίχο… «εσύ!» της είπε σαν να υπήρχε κάποιος μέσα της. «εσύ θα με λυτρώσεις!» Στερέωσε το μαχαίρι στην πανοπλία. Πήρε κάμποσα μέτρα φόρα και ετοιμάστηκε να τρέξει κατεπάνω της… «ο θάνατος!» μονολόγησε… «δεν είναι τίποτα άλλο από το σβήσιμο ενός κεριού… Ένας ύπνος! Μια φυγή!» Έκανε τον σταυρό της… Η αντάρα τώρα ακουγόταν πιο κοντά… «αντίο Χουάν!» φώναξε… έκλεισε τα μάτια και έτρεξε κατεπάνω στην πανοπλία…
η συνέχεια στο...
http://www.easywriter.gr/ebooks/item/1221