Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π.
Τομέας 1 Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Φεβρουάριος 2010
Διάλεξη
Πόλη Τόπος Τοπίου Τοπιακή Πολεοδομία
Αντώνης Χαζάπης επιβλέπουσα
Μπούκη Μπαμπάλου
ένα Εργαλείο Ερμηνείας και Σχεδιασμού της Σύγχρονης Πόλης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
Περιεχόμενα
3
Εισαγωγικά
5
Πόλη + Τοπίο η Ερμηνεία του Τόπου
Ι
Διάχυτη Πόλη
7
Περιγράφοντας το σύγχρονο αστικό περιβάλλον 9
Τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος
Υπολειμματικοί Τόποι
15
Μία ενεργειακή ανάγνωση του αστικού τοπίου Υπολειμματικοί Τόποι Δείκτες Υγιούς Αστικής Ανάπτυξης
17
Η Ενεργειακή Ανάγνωση της Πόλης
21
Πόλη Τόπος Τοπίου
25
Η πόλη ως πολιτιστική κατασκευή 27
Ο Τόπος και το Πολιτιστικό Εποικοδόμημα της Πόλης Σχέση Φύσης-πολιτισμού, Η Εγγραφή της στο Τοπίο
Τοπιακή Πολεοδομία Από τη Μορφή στη Διαδικασία
Πολεοδομία
29
2
Από την Τέχνη των Πόλεων στο Αδιέξοδο
33
Η Ανάγκη για την Υιοθέτηση του Τοπίου στο Σχεδιασμό
35
Από τη Βιομηχανική Πόλη στην Παγκοσμιοποίηση
37
Τοπιακός Σχεδιασμός Ζητήματα και Χειρισμοί του Αστικού Χώρου
Τοπιακή Πολεοδομία Οι Αρχές Σχεδιασμού
41
47
03
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
3 57
Τοπιακή Πολεοδομία Από τη Θεωρία στην Πράξη
Τοπιακή Πολεοδομία Διαμόρφωση της Θεωρίας και Πρακτικές Απόκλισης
59
65
Η Διαμόρφωση των Κύριων Κατευθύνσεων Σχεδιασμού
Αρχιτεκτονικοί Διαγωνισμοί Σχεδιαστικοί Πειραματισμοί και Πρακτική Εφαρμογή
67
Parc de la Villette_ Paris
72
Parc Downsview Park_ Toronto
77
«Lifescapes», Fresh Kills Landfill_ New York
82
Συμπερασματικά Παραρτήματα
04
85
Η Αρχιτεκτονική Τοπίου από την Αναγέννηση στη Σύγχρονη Εποχή
87
Πολεοδομικές Πρακτικές από την Βιομηχανική Πόλη στην Αποβιομηχάνιση
90
Τεκμηρίωση για την Τοπιακή Πολεοδομία
91
Βιβλιογραφία
94
Πηγές Φωτογραφιών
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
Αφορμή για την ερευνητική αυτή εργασία, αποτέλεσε η προσπάθεια ερμηνείας
και
προσέγγιση,
κατανόησης δηλαδή,
των
των
μετά-βιομηχανικών
«υπολειμματικών»
τόπων.
τόπων
Η του
αποβιομηχανοποιημένου αστικού περιβάλλοντος. Η πορεία της έρευνας, αναπόφευκτα συνέδεσε τους τόπους αυτούς με τις αστικές διαδικασίες και συντέλεσε στην επαναδιατύπωση του κεντρικού ερωτήματος,
που
ανάγεται
σε
διερέυνηση
των
δυνατοτήτων
σχεδιασμού στα πλαίσια του σύγχρονου αστικού χώρου. Στόχος της έρευνας είναι η κατανόηση του μετά-βιομηχανικού αστικού χώρου μέσα από την αναλυτική και συνθετική προσέγγιση που προτείνει η οπτική της «τοπιακής πολεοδομίας». Θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι η τοπιακή πολεοδομία αποτελεί κατάλληλο εργαλείο για την ερμηνευτική και σχεδιαστική επαναπροσέγγιση του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος. Η αναλυτική προσέγγιση των χαρακτηριστικών της σύγχρονης πόλης, μας βοηθά στην ερμηνεία των υπολειμματικών τόπων και την αναγωγή του αστικού χώρου σε δυναμικό τοπίο. Η κατανόηση του τοπίου ως τόπου πολιτιστικά προσδιορισμένου, αποκαλύπτει την θεμελιώδη σχέση της πόλης με την έννοια του τοπίου. Η έρευνα αυτή, διερευνά τους δεσμούς της πόλης με το τοπίο και προσπαθεί να τους επανεντάξει στον σύγχρονο αστικό σχεδιασμό. Πώς ερμηνεύεται η ανάγκη για ένα νέο εργαλείο σχεδιασμού; Ποιες συνθήκες υπαγορεύουν την στροφή στο τοπίο; Πώς το τοπίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού; Πώς η τοπιακή πολεοδομία συνιστά εργαλείο ερμηνείας και σχεδιασμού
της σύγχρονης πόλης; Μία σειρά από ερωτήματα που η ανάπτυξή τους συστήνει την ερμηνευτική και σχεδιαστική επαναπροσέγγιση της πόλης. Της πόλης ως τόπου τοπίου.
05
Πόλη + Τοπίο η Ερμηνεία του Τόπου
Η Διάχυτη Πόλη Περιγράφοντας το σύγχρονο αστικό περιβάλλον
Υπολειμματικοί Τόποι Μία ενεργειακή ανάγνωση του αστικού τοπίου
Πόλη Τόπος Τοπίου Η πόλη ως πολιτιστική κατασκευή
Ι
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
Τα Χαρακτηριστικά του Σύγχρονου Αστικού Περιβάλλοντος Η περιγραφή ενός εργαλείου για την κατανόηση και κατ’ επέκταση, τη δομική παρέμβαση στη σύγχρονη πόλη, προϋποθέτει την αναλυτική προσέγγιση και διερεύνηση των χαρακτηριστικών του αστικού χώρου. Η σύγχρονη πόλη, απότοκος της ραγδαίας αστικοποίησης και υποκείμενη στις δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας και της αποβιομηχάνισης, εξετάζεται μέσα από τρία κύρια γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τη «διάχυτη πόλη»: το μέγεθος, την πυκνότητα και τη σύστασή της. Η διερεύνησή τους καταδεικνύει πώς η σύνθεση των τριών αυτών χαρακτηριστικών, συμβάλλει σε μία ενιαία διαδικασία αποσυμπίεσης του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος. Το πρώτο από τα κύρια αυτά χαρακτηριστικά είναι το μέγεθος, οι απόλυτες δηλαδή χωρικές διαστάσεις των σύγχρονων αστικών μορφωμάτων. Η συνεχής μετάθεση των ορίων της πόλης, αναφέρεται πλέον ως αστική διάχυση, όρος που περιγράφει την συνεχή ενσωμάτωση νέων τμημάτων στην περιφέρεια της πόλης. Τα «νέα» αυτά τμήματα αποτελούν συνήθως, προϋπάρχοντες οικιστικούς πυρήνες που βρίσκονταν σε απόσταση από την μητροπολιτική έκταση και οι οποίοι λόγω συνεχούς επέκτασης των προαστίων της πόλης, μετατρέπονται σε τμήματα της νέας διευρυμένης περιφέρειάς της. Συχνά όμως, αποτελούν νέες εγκαταστάσεις σε αγροτικές ή μη εκτάσεις της περιφέρειας. Η εξάρτηση των «νέων» τμημάτων από τον παραδοσιακό πυρήνα της πόλης, συνεπάγεται συχνά και εξάρτηση περιοχών με περιορισμένα ή καθόλου αστικά χαρακτηριστικά, ακόμα και αμιγώς αγροτικές εκτάσεις. Το φαινόμενο αυτό δεν παρουσιάζει σημεία ολοκλήρωσης αλλά προς το παρόν, θεωρείται εν εξελίξει όπως ακριβώς και η μορφή της σύγχρονης πόλης. Με άλλα λόγια η σύγχρονη πόλη χαρακτηρίζεται από τη δυναμική των ορίων της που επαναπροσδιορίζονται από τη διαχεόμενη περιφέρειά της. Η «οριζόντια πόλη» καθώς και η «regional city» (Berger 2006), αποδίδουν ακριβώς αυτό τον χαρακτήρα της μη συμπαγούς αλλά συνεχώς διευρυνόμενης πόλης, πιθανόν δυσανάλογα σε σχέση με την δυνατότητα αντίληψής της ως συνεκτικού συνόλου.
09
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
Από τα παραπάνω προκύπτει ο προβληματισμός για το δεύτερο χαρακτηριστικό της σύγχρονης πόλης, την πυκνότητά της. Οι πρώτες βιομηχανικές πόλεις και η εμπειρία των συνθηκών ζωής σε αυτές, τροφοδότησαν την ανάπτυξη θεωρητικής σκέψης για την ιδανική πυκνότητα κατοίκησης. Η έννοια της πυκνότητας αποτέλεσε καθοριστικό εργαλείο για την καθιέρωση των χαμηλής πυκνότητας αγγλικών κηπουπόλεων, των μεταγενέστερων μοντερνιστικών προαστίων αλλά και των μεταπολεμικών προαστίων εγκατάστασης της ανερχόμενης μεσαίας τάξης. Σήμερα όμως και με την εμπειρία των χαμηλών πυκνοτήτων της «διάχυτης πόλης», οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η αριθμητική (πληθυσμιακή), οικονομική και κοινωνική πύκνωση στο χώρο, είναι στοιχεία ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία της πόλης, για την διασφάλιση της αστικότητας και άρα της βιωσιμότητάς της. Όπως αναφέραμε ήδη, τα προάστια χαρακτηρίζονται συνήθως από έλλειψη αστικού χαρακτήρα και παράλληλα αποστερούν από τον πυρήνα της πόλης την πυκνότητα των δραστηριοτήτων και κοινωνικών ή οικονομικών σχέσεων που εξυπηρετούν. Παράλληλα ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει οδηγήσει σε αυξημένη κατ’ άτομο «κατανάλωση» χώρου, φαινόμενο που οφείλεται σε προκριμένα μοντέλα κατοίκησης τα οποία τροφοδοτούν την προαστιοποίηση και δύσκολα ανατρέπονται ή αντικαθίστανται. Η κριτική απέναντι στις χαμηλής πυκνότητας αστικές δομές είναι πλέον διττή: από την μία πλευρά προτάσσεται, όπως προαναφέρθηκε, η αναζωογόνηση της φθίνουσας «αστικότητας» των κέντρων των πόλεων, με όχημα την ανακοπή της περαιτέρω επέκτασής τους και την ταυτόχρονη στροφή του ενδιαφέροντος στα αστικά κέντρα. Από την άλλη πλευρά η αλόγιστη «κατανάλωση» αδόμητου χώρου στην περιφέρεια των πόλεων, εγείρει προβληματισμούς για την εντεινόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση, τόσο λόγω απομείωσης των αποθεμάτων αδόμητου χώρου όσο και λόγω αύξησης των ενεργειακών απαιτήσεων συναρτήσει της αύξησης των διαστάσεων και επομένως των αποστάσεων, μετακινήσεων και αστικών υποδομών. (Haupt & Berghauser 2007)
11
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
Η σύγχρονη πόλη περιγράφεται παραπάνω, μέσω της αυξανόμενης ακτίνας (μέγεθος) και της μειούμενης πυκνότητάς της. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά περιγράφει ο Lefebvre ως το παράδοξο της «αστικοποίησης που αποαστικοποιεί και αποαστικοποιείται» (1977, p. 32). Αυτό που πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ είναι ότι το διευρυμένο αυτό αστικό πεδίο δεν είναι ομοιογενές ούτε ως προς τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά, και κυρίως, ούτε ως προς την κατανομή του δομημένου και αδόμητου χώρου. Με αυτή την παρατήρηση ερχόμαστε στο τρίτο χαρακτηριστικό της πόλης, την ίδια την σύστασή της, εξετάζοντας την σύνθεση κενού – πλήρους σε αστική κλίμακα. Εντοπίζουμε δηλαδή το χαρακτηριστικό της ανομοιογένειας στην διαδοχή αστικών δομών και αστικών κενών, που συνιστούν ασυνέχειες οι οποίες παρουσιάζουν ποικιλία συχνοτήτων, μεγεθών και προελεύσεων. Οι ασυνέχειες αυτές δεν αφορούν μόνο διακοπή δόμησης αλλά και διακοπή χρήσης. Στον παραγωγικό χάρτη των πόλεων, τα αστικά κενά είναι εκτός των άλλων και σε μεγάλο ποσοστό, μετά-βιομηχανικοί τόποι εν αναμονή νέου ρόλου.
13
Πόλη + Τοπίο η Ερμηνεία του Τόπου
Η Διάχυτη Πόλη Περιγράφοντας το σύγχρονο αστικό περιβάλλον
Υπολειμματικοί Τόποι Μία ενεργειακή ανάγνωση του αστικού τοπίου
Πόλη Τόπος Τοπίου Η πόλη ως πολιτιστική κατασκευή
Ι
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
Υπολειμματικοί Τόποι, Δείκτες Υγιούς Αστικής Ανάπτυξης Η εμφάνιση των «υπολειμματικών» τόπων στο σώμα της πόλης συνδέεται άμεσα με τις διαδικασίες ανάπτυξης και παραγωγής της ίδιας της πόλης. Ο χαρακτηρισμός «υπολειμματικός» προσδίδεται στα αστικά κενά, προδίδοντας την αντιμετώπιση αυτών των τόπων ως «χωρικών ρύπων» που αναγκαστικά η πόλη ανέχεται στο σώμα της. Αν θέλουμε να προσδιορίσουμε την προέλευση αυτών των κενών, πρέπει να ανατρέξουμε πάλι, σε δύο κυρίαρχες αστικές διαδικασίες. Από τη μία, η ραγδαία αστική διάχυση, η γέννηση και επέκταση των προαστίων, ευθύνεται για την ενσωμάτωση στην περιφέρεια της πόλης, εκτάσεων κενών χρήσης και με μειωμένα ή καθόλου αστικά χαρακτηριστικά. Από την άλλη, οι αλλαγές και εξελίξεις στο οικονομικό και παραγωγικό καθεστώς, έχουν το χωρικό αντίκτυπό τους πρωτίστως στην αποδέσμευση τόπων εντός της πόλης που παραμένουν στη συνέχεια ως βιομηχανικά κενά εν αναμονή του προσδιορισμού του νέου ρόλου τους στην πόλη (Berger 2006). Χαρακτηριστικές αλλαγές αυτής της κατηγορίας είναι η αποβιομηχάνιση των αστικών κέντρων και η εγκατάσταση στην περιφέρεια νέων βιομηχανικών μονάδων, ευέλικτων και προσαρμοσμένων στα νέα τηλεπικοινωνιακά και τεχνολογικά δεδομένα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τόσο η «προαστιοποίηση» της περιφέρειας όσο και η «αποβιομηχάνιση» του κέντρου των πόλεων, εξυπηρετούνται και επιταχύνονται από την διευκόλυνση των μετακινήσεων, λόγω συνεχούς αναβάθμισης των υποδομών και χαρακτηριστικής μείωσης του κόστους των μεταφορών.
17
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
Εστιάζοντας στα αστικά κενά, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε μία σειρά όρων που χρησιμοποιούνται στην βιβλιογραφία αναφερόμενοι σε αυτά. Manufactured sites, industrial wastelands, terrain vague, drosscapes, waste landscapes, brownfields, transitional landscapes, in-between landscapes, είναι όροι που περιγράφουν αυτά τα κενά ως αλλοιωμένα τοπία, υποβαθμισμένα, μολυσμένα, εγκαταλελειμμένα και «υπολειμματικά». Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι εκτός από τον προσδιορισμό της βιομηχανικής τους προέλευσης, και την συχνά μολυσμένη τους κατάσταση, εντοπίζεται και τονίζεται η μεταβατική φύση των κενών αυτών. Η μεταβατικότητα των μεγάλων αστικών κενών δηλώνει ακριβώς την δυναμική των διαδικασιών που τα παράγουν. Τα σημεία εκείνα της πόλης, που για κάποιο διάστημα αποτελούσαν πεδία ενεργών οικονομικών, παραγωγικών, ή άλλων αστικών διαδικασιών, και τώρα μένουν ανενεργά και συνήθως υποβαθμισμένα, αξίζει να ερμηνευθούν με δύο τρόπους. Από την μία ως χωρικές ενδείξεις δυναμικά εξελισσόμενης πόλης, ως «δείκτες υγιούς αστικής ανάπτυξης» (Berger 2006, p. 1). Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει ο A. Berger (2006), η «σκουριά» δηλαδή το υπόλειμμα, και κατ’ επέκταση οι υπολειμματικοί τόποι, αποτελεί φυσικό επακόλουθο κάθε διαδικασίας μεταβολής, πόσο μάλλον στην κλίμακα των παραγωγικών διαδικασιών της πόλης. Αυτή η διαπίστωση ανακαλεί την ερμηνεία του Robert Smithson για το μεταβιομηχανικό τοπίο, βάσει της «εντροπίας», της δεύτερης αρχής της θερμοδυναμικής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, κάθε μεταβολή παράγει μία ανεξέλεγκτη ποσότητα ενέργειας που δεν χρησιμοποιείται και ως εκ τούτου, συνδέεται με την έννοια του υπολείμματος ή του «σκάρτου». Σε αυτή τη βάση, γίνεται από τον Smithson, μία «ενεργειακή» ανάγνωση του τοπίου η οποία εστιάζει στην εντροπική του συνθήκη, με την έννοια ότι αναγνωρίζει ως «εντροπικά», «μία σειρά φαινομένων που αφορούν το τοπίο, συνδέοντας τον γεωλογικό χρόνο με τους μετασχηματισμούς του μεταβιομηχανικού περιβάλλοντος». (Τζιρτζιλάκης 2005, σ. 56) Μπορούμε δηλαδή, να αναγνωρίσουμε μία βαθιά ντετερμινιστική σύνδεση μεταξύ των μεταβολών στις διαδικασίες της πόλης (κυρίως
19
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
οικονομικών και παραγωγικών – καταναλωτικών) και τον αντίκτυπό τους στην χωρική αστική οργάνωση και την παραγωγή υπολειμματικών τόπων – αστικών κενών. Επομένως, μία δεύτερη ερμηνεία θα μπορούσε να εστιάσει στο δεύτερο χαρακτηριστικό που εντοπίζει ο Smithson. Έναν νέο τύπο «αντίστροφου ερειπίου» που αντανακλάται σε όλες τις υποβαθμισμένες περιοχές: «όχι το ερείπιο που δημιουργείται στο πέρασμα του χρόνου αλλά το ερείπιο που εμπεριέχεται δυνητικά σε κάθε διεργασία μεταβολής του περιβάλλοντος». (Τζιρτζιλάκης 2005, σ. 56) Αυτά είναι τα «σύγχρονα ερείπια» των μετά-βιομηχανικών αστικών μεταβολών που αν και αντιμετωπίζονται ως «μαύρες τρύπες» στον νοητικό αστικό χάρτη, εντούτοις αποτελούν σημαντικούς φορείς της αστικής μνήμης που καταγράφουν και ανακαλούν. Οι παραπάνω ερμηνείες, τόσο η «εντροπική» όσο και αυτή του «σύγχρονου ερειπίου», συγκλίνουν σε έναν στόχο. Προτείνουν τη «νομιμοποίηση» των αστικών διαδικασιών και των παράγωγών τους στην καθολική συνείδηση. Αυτό θεωρείται ένα πρώτο απαραίτητο βήμα στην επαναπροσέγγιση των αστικών ασυνεχειών και των υπολειμματικών τόπων, προκειμένου να μην επιδιώκεται η εξάλειψή τους αλλά ο προγραμματισμένος επαναπροσδιορισμός του ρόλου τους στο εξελισσόμενο αστικό περιβάλλον.
Η Ενεργειακή Ανάγνωση της Πόλης Σε αυτή την κατεύθυνση είναι διαφωτιστικοί οι όροι που αφορούν το αστικό σώμα στο σύνολό του, αναγνωρίζοντάς το ως σύνθεση παραγωγικών και υπολειμματικών τόπων. Ο L. Lerup (2000), περιγράφει την σύγχρονη πόλη ως σύνθεση χώρων διέγερσης και ενεργητικότητας (stim) και χώρων ανενεργών ή υπολειμματικών (dross). Αυτή η ανάγνωση είναι επίσης εν μέρει, ενεργειακή αφού αναγνωρίζει στην επιφάνεια της πόλης, την διαδοχή σημείων έντασης (κοινωνικής, οικονομικής, παραγωγικής) και σημείων στασιμότητας (υποβάθμισης, απραξίας, μεταβατικότητας).
21
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
Ο όρος «holey planes», που χρησιμοποιεί επίσης ο Lerup (2000), εικονοποιεί την παραπάνω αλληλοδιαδοχή, παρομοιάζοντας τις σύγχρονες πόλεις, με επιφάνειες διάτρητες από υπολειμματικούς ή «ενδιάμεσους» τόπους οι οποίοι λόγω της ανενεργούς φύσης τους, χαρακτηρίζονται ως «τρύπες». Σε αυτή την παράθεση, είναι χρήσιμο να συμπεριλάβουμε την ερμηνευτική προσέγγιση του γεωγράφου Pierce Lewis, ο οποίος παρομοιάζει την σύγχρονη πόλη με γαλαξιακό συγκρότημα αστέρων και πλανητών (Berger 2006, p. 28). Η «galactic metropolis» όπως την αναφέρει, είναι το σύγχρονο αστικό μόρφωμα που χαρακτηρίζεται τόσο από τα συμπαγή τμήματά της, όσο και από το ενδιάμεσο κενό. Αυτή η ανάγνωση, επισημαίνει, πολύ περισσότερο από την σύνθεση των κενών και των πλήρων, την ύπαρξη των δυνάμεων που συγκρατούν σε ισορροπία την σύνθεση αυτή. Οι αδιόρατοι αυτοί δεσμοί του γαλαξιακού ανάλογου, στην περίπτωση της πόλης μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν την ντετερμινιστική σχέση που εντοπίσαμε παραπάνω, μεταξύ των αστικών μεταβολών και της παραγωγής αστικών κενών. Η αναγνώριση τόσο των μεταβολών αυτών όσο και των διαδικασιών που τις επιφέρουν, ισοδυναμεί στην περίπτωση της σύγχρονης πόλης, με κατανόηση της ιδιάζουσας αστικής ισορροπίας. Εδώ είναι εμφατική η υποχώρηση του παραδοσιακού δίπολου πόλης– εξοχής μπροστά στη συγχώνευση των παραπάνω ποιοτήτων. Αντί όμως για μια παράθεση αποσπασματικών και αντικρουόμενων στοιχείων, το πρίσμα του «τοπίου» μας προσφέρει την οπτική της «ενδιάμεσης πόλης» (Ipsen et al. 2005). Δηλαδή, την δυνατότητα ανάγνωσης του αστικού χώρου ως σύνθεσης αστικών μοτίβων ή χρήσεων με δεδομένα τοπογραφίας, φυσικών πόρων, βλάστησης κλπ. Με αυτή την έννοια το αστικό φαινόμενο εντάσσεται σε μία ενιαία λογική οικολογικής θεώρησης και την ίδια στιγμή το τοπίο γίνεται μέσω σχεδιασμού της σύγχρονης «διάχυτης πόλης». Με την τελευταία διαπίστωση εισάγεται η έννοια του τοπίου στην θεώρηση της σύγχρονης πόλης. Η «τοπιακή» αυτή ανάγνωση αποτελεί μία πρόταση αναθεώρησης της σχέσης φύσης-πολιτισμού, ως κομβικού ζητήματος για την προσέγγιση του αστικού χώρου.
23
Πόλη + Τοπίο η Ερμηνεία του Τόπου
Η Διάχυτη Πόλη Περιγράφοντας το σύγχρονο αστικό περιβάλλον
Υπολειμματικοί Τόποι Μία ενεργειακή ανάγνωση του αστικού τοπίου
Πόλη Τόπος Τοπίου Η πόλη ως πολιτιστική κατασκευή
Ι
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
Ο Τόπος και το Πολιτιστικό Εποικοδόμημα της Πόλης Μία βασική διάκριση που οφείλει να διατυπωθεί εξ αρχής, είναι αυτή του τοπίου από τον τόπο. Ως «τόπος» ορίζεται σύμφωνα με τον Norberg-Schulz (2009, σ. 9), ένα χωρικό σύνολο με διακριτό χαρακτήρα ή «ατμόσφαιρα».1 Αν θεωρήσουμε τον τόπο ως την σύνθετη εκείνη οντότητα που αποτελεί το υπόβαθρο της ανθρώπινης ερμηνείας, κατανόησης και δραστηριότητας, και που συνηθέστερα καλούμε φυσικό περιβάλλον, τότε χρειαζόμαστε έναν δεύτερο όρο προκειμένου να αναφερθούμε στο αποτέλεσμα που επιφέρει η παραπάνω σχέση. Αυτό είναι το «τοπίο», μία ιδέα η οποία περιγράφει την σχέση που εγκαθιδρύεται μεταξύ του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του (Ipsen et al. 2005). Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο του όρου συνδιαμορφώνεται τόσο από την υλικότητα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος (τόπου) όσο και από την πολιτισμική συνθήκη της ανθρώπινης επιβολής σε αυτό.2 Η επιβολή αυτή δεν συνίσταται μόνο στη δομική επέμβαση επί του τόπου. Η όποια επέμβαση, και επομένως επιβολή, συναρτάται καταρχάς, με την αντίληψη, κατανόηση και, τελικά, ερμηνεία της δομής του τόπου, διεργασίες πολιτισμικά καθορισμένες όσο και η ανθρώπινη επέμβαση σε αυτόν. Με αυτή την έννοια, το σύστημα ιδεών και αξιών που διαμορφώνει την εκάστοτε πολιτισμική συνθήκη, αποτελεί την βάση της διαμόρφωσης της στάσης απέναντι στον τόπο και επομένως το θεμέλιο της παραγωγής του «τοπίου». Ως εκ τούτου, το τοπίο μπορεί να ιδωθεί και ως μία μορφή εφαρμοσμένης «ιδεολογίας» (Χάρη 2005, σ. 68).
1
«…Γενικά, ένας τόπος παρουσιάζεται ως ένα σύνολο που αναδίδει ένα χαρακτήρα ή μία «ατμόσφαιρα». Ο τόπος είναι, συνεπώς, ένα ποιοτικό, «ολικό» φαινόμενο, που δεν μπορούμε να το περιορίσουμε σε καμία από τις επιμέρους ιδιότητές του, όπως για παράδειγμα τις χωρικές σχέσεις που ενυπάρχουν σ’ αυτόν, χωρίς να μας διαφύγει η συγκεκριμένη φύση του.» Norberg-Schulz 2009, σ. 9 2 Αυτό το πολύτροπο ενδιαφέρον για την πολιτιστική επεξεργασία του τόπου, εκφράζει βέβαια την ένταση του κοινωνικού ενδιαφέροντος. Την προσπάθεια των κοινωνιών να «καταλάβουν», να κατανοήσουν και να ελέγξουν, να ορίσουν τον τόπο. Μωραΐτης 2005, σ. 18-19
27
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αστικός χώρος αποτελεί ιδανικό πεδίο διερεύνησης του περιεχομένου του όρου «τοπίο», αφού στο αστικό περιβάλλον συγκλίνουν οι συνιστώσες δυνάμεις του πολιτισμικού εποικοδομήματος μίας δεδομένης κοινωνίας, δυνάμεις που όπως είδαμε καθορίζουν την παραγωγή του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Αποτελεί δηλαδή ο αστικός χώρος την «πληρέστερη μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος σε κοινωνικά προσδιορισμένο τοπίο» (Μωραΐτης 2005, σ. 20). Χαρακτηριστικά αναφέρεται ο αστικός χώρος ως «τόπος τοπίου»6, αναγνωρίζεται δηλαδή η πόλη ως τοπίο, ως πολιτιστικά προσδιορισμένη κατασκευή.
Σχέση Φύσης-Πολιτισμού, Η Εγγραφή της στο Τοπίο Η δομική σύνδεση της πόλης με την έννοια του τοπίου, ανιχνεύεται με ευκρίνεια στην ιστορική πορεία ανάπτυξης της τοπιακής σκέψης και πρακτικής, ως έντεχνης διαχείρισης της σχέσης του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος με τη φύση. Θεωρώντας ως αφετηρία της συνειδητής τοπιοτέχνησης, την Ιταλική Αναγέννηση και συγκεκριμένα, την αναγεννησιακή Villa, παρατηρούμε πώς η εφαρμογή ελέγχου στον φυσικό τόπο, υλοποιείται μέσα από εκτεταμένες διαμορφώσεις που αναπαράγουν τον αστικό τρόπο ζωής σε φυσικό περιβάλλον. Η Villa, ως νοητική σύλληψη, αντιστρατεύεται τους χωρικούς εγκλεισμούς της οχυρωμένης μεσαιωνικής πόλης, επιδιώκοντας την ανάκτηση της σχέσης με τη φύση. (Steenbergen 1996) Η επιδίωξη αυτή, υφίσταται στην περίπτωση του Γαλλικού σχεδιασμού του 17ου αιώνα, την επίδραση του αυστηρού εξορθολογισμού που επιβάλλει η επιστημονική σκέψη. Τα μαθηματικά, η προοπτική και οι αρχές οπτικής οργάνωσης, υποβάλλουν τη φύση σε μία σκηνογραφική «κατασκευή», δομημένη με αυστηρότητα γύρω από συνθετικά κέντρα, άξονες και συμμετρίες. Η επίδραση του Ρομαντισμού και της Φλαμανδικής Τοπιογραφίας, διαμορφώνει την αγγλική προσέγγιση της φύσης, 6
Εδώ ο Μωραΐτης δανείζεται την έκφραση «Τόπος τοπείου», από το ομότιτλο κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου, που περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, Αθήνα, 1988 (Μωραΐτης 2005, σ. 30)
29
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΟ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
δηλαδή την γέννηση του αγγλικού κήπου του 18ου αιώνα. Η ευαισθησία και η ζωγραφική παράδοση ανάγουν την σύνθεση τοπίου, σε μία επιστήμη της κηποτεχνίας όπου επιδιώκεται «μία «φυσικότερη» προσέγγιση του τοπίου, αλλά και μία «ζωγραφικότερη» προσέγγιση του τόπου» (Μωραΐτης 2005, σ. 75) Η ρομαντική αναβίωση προτύπων του παρελθόντος και τα κινήματα της πρωτοπορίας στην τέχνη και τη θεωρητική σκέψη, χαρακτηρίζουν τον 19ο αιώνα και προετοιμάζουν το έδαφος για την αντίδραση προς την παράδοση που ενσαρκώνει η ακραία τοποθέτηση της μοντερνιστικής σκέψης απέναντι στη φύση. Το τοπιακό προϊόν και η εμπειρία της φύσης, ερμηνεύεται μονοσήμαντα, ως «λειτουργία» που οφείλει να παρέχεται σε συγκεκριμένες σχέσεις και αναλογίες προς τις υπόλοιπες αστικές λειτουργίες. Η μεταμοντέρνα κριτική, οι ιστορικισμοί, και οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, θέτουν εκ νέου κάθε φορά τη φύση στο κέντρο της αναζήτησης του σύγχρονου αστικού χαρακτήρα, φορτίζοντας τις τοπιακές διαμορφώσεις και τον δημόσιο χώρο με πολιτικά και πολιτιστικά νοήματα και επιδιώξεις. Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η θεμελιώδης σχέση του τοπίου με τον αστικό πολιτισμό, μας δίνει τη δυνατότητα να υιοθετήσουμε την έννοια του τοπίου προκειμένου να ερμηνεύσουμε τη σύγχρονη πόλη. Στη συνέχεια, αναλύουμε την τοπιακή πολεοδομία που υιοθετώντας τις τοπιακές διεργασίες, συστήνει μία επαναδιατύπωση της σχέσης του αστικού περιβάλλοντος με τη φύση.
Αναλυτικότερα για τα ζητήματα της ιστορικής πορείας της τοπιακής τέχνης, δες Παράρτημα 1.
31
Τοπιακή Πολεοδομία Από τη Μορφή στη Διαδικασία
Πολεοδομία Από την Τέχνη των Πόλεων στο Αδιέξοδο
Τοπιακός Σχεδιασμός Ζητήματα και Χειρισμοί του Αστικού Χώρου
Τοπιακή Πολεοδομία Οι Αρχές Σχεδιασμού
2
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Η Ανάγκη για την Υιοθέτηση του Τοπίου στο Σχεδιασμό Θα ήταν σκόπιμο, εξαρχής, να επισημάνουμε την διαφορά μεταξύ των εκφράσεων «τοπιακή πολεοδομία» (landscape urbanism) και «αστικό τοπίο» (urban landscape). Η τελευταία έκφραση χρησιμοποιείται για να συνοψίσει την εικόνα οικισμένων περιοχών με έντονα αστικά χαρακτηριστικά. Χωρίς ερμηνευτική διάσταση, το «αστικό τοπίο» ανακαλεί τα χαρακτηριστικά της πόλης, των υποδομών, των κατοίκων και των δράσεών τους. 3 Σε αντίθεση με αυτή την «εξεικόνιση» εκτεταμένων και πολύπλοκων μορφών αστικοποίησης, η Τοπιακή Πολεοδομία δεν υιοθετεί τον όρο τοπίο ως «φόντο» ούτε μεταφορικά ή σκηνογραφικά όπως για παράδειγμα στις εκφράσεις «βιομηχανικό τοπίο» ή «οικονομικό τοπίο» (Ipsen et al. 2005). Στη θεώρηση της τοπιακής πολεοδομίας, το τοπίο επιτελεί διπλό ρόλο: από την μία αυτόν του «πρίσματος» μέσω του οποίου η σύγχρονη πόλη μπορεί να ιδωθεί και να ερμηνευθεί, και από την άλλη αυτόν του «μέσου» για την παραγωγή του αστικού περιβάλλοντος. Επομένως, η τοπιακή πολεοδομία είναι μία «κανονιστική έννοια» (Ipsen et al. 2005) που εμπεριέχει τόσο την ερμηνευτική προσέγγιση της σύγχρονης πόλης (μέσω της διερεύνησης των διαδικασιών παραγωγής της), όσο και την δυνατότητα στρατηγικού σχεδιασμού στα πλαίσια της σύγχρονης πόλης με όρους τοπίου. Την ανάγκη για την υιοθέτηση του τοπίου στην προσέγγιση των ζητημάτων της σύγχρονης πόλης, και επομένως την χρησιμότητα της τοπιακής πολεοδομίας, μπορούν να ερμηνεύσουν μία σειρά από παράγοντες που σχετίζονται με την πόλη και την πολεοδομία ως επιστήμη, αλλά και άλλοι που σχετίζονται με την πιο πρόσφατη χρονική συνθήκη όπως η παγκοσμιοποίηση και η περιβαλλοντική και διεθνής οικονομική κρίση. Κοινός τόπος των παραγόντων αυτών, είναι η επισήμανση της αδυναμίας των παραδοσιακών πολεοδομικών εργαλείων να 3
Το περιεχόμενο του «αστικού τοπίου», συμπυκνώνει το 1955 ο πολεοδόμος Victor Gruen, στον όρο “cityscape”, με τον οποίο δηλώνει αυστηρή διάκριση μεταξύ των περιοχών με αστικά χαρακτηριστικά (cityscapes) και αυτών όπου τα φυσικά χαρακτηριστικά είναι κυρίαρχα (landscapes).
35
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ανταποκριθούν στα ζητήματα του σύγχρονου αστικού χώρου, μέσα από την αναζήτηση βέλτιστων μορφών δόμησης. Η ανεπάρκεια των υφιστάμενων εργαλείων καταδεικνύει την ανάγκη για στροφή από την αναζήτηση μορφών στην διερεύνηση των διαδικασιών του αστικού περιβάλλοντος. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την μορφή στην διαδικασία, γίνεται περισσότερο κατανοητή μέσα από μία σύντομη αναφορά στην παραδοσιακή πολεοδομία και τις πρακτικές της.
Από τη Βιομηχανική Πόλη στην Παγκοσμιοποίηση Η ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού του 19ου αιώνα, στην Ευρώπη και την Β. Αμερική, διαμορφώνει τις συνθήκες για την γέννηση της «μεγάλης πόλης». Η ραγδαία αστικοποίηση και τα χαρακτηριστικά της βιομηχανικής πόλης γεννούν με την σειρά τους την ανάγκη για μία συστηματική θεωρητική μελέτη και σχεδιασμό της πόλης. Η επιστήμη της πολεοδομίας ανταποκρίνεται ακριβώς σε αυτή την ανάγκη, και για αυτό το λόγο διακρίνεται εξ’ αρχής από τις πραγματοποιήσεις της «τέχνης των πόλεων» (Μαντουβάλου 2006α). Η προβιομηχανική «καλλιτεχνική πολεοδομία» (Sitte 1992, Lefebvre 1997) δίνει, σταδιακά, τη θέση της στη βιομηχανική αντίληψη της οικονομίας που προτάσσει την βελτιστοποίηση των αστικών λειτουργιών, χρόνων και ροών σε έναν αντικατοπτρισμό της μηχανικής λειτουργίας στον προγραμματισμένο αστικό χώρο, την πόλη – μηχανή4. Ο αστικός χώρος μετατρέπεται σταδιακά, σε πεδίο εγγραφής απλουστευτικών πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών μοντέλων. Η αναζήτηση ιδανικών μορφών και η ανάλωση της πολεοδομικής πρακτικής σε ζητήματα αρχιτεκτονικής έκφρασης, οδήγησαν σε α-τοπικές και α-χρονικές πολεοδομικές εγγραφές με κύριο 4
Η διαδικασία αυτή περιγράφεται και ως εφαρμογή της ιδέας της Γραμμής Παραγωγής (Assembly Line), στον αστικό χώρο και την οργάνωσή του. Επίσης, σχετίζεται με την κλιμακωτή επιβολή των «Φορντικών» (Fordist) μοντέλων οικονομίας, από την βιομηχανική μονάδα, στην βιομηχανική πόλη και περιοχή. Αυτή η αντίληψη της «πόλης ως μηχανή», πυροδότησε την γιγάντωση των βιομηχανικών πόλεων, την συνακόλουθη αποσυμπίεσή τους, και την αποκέντρωση τόσο της μαζικής παραγωγής όσο και της μαζικής κατανάλωσης. Shane 2003, p. 2
37
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
χαρακτηριστικό την «πτώχευση» του αστικού χώρου. Τόσο η μοντερνιστική και η ιστορικιστική, όσο και η μεταμοντέρνα προσέγγιση της πόλης, απέτυχαν στην παραγωγή βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος διότι, σύμφωνα με τον David Harvey, θεώρησαν δεδομένο ότι «η χωρική διάταξη μπορεί να ελέγξει την ιστορία και τις διαδικασίες της πόλης» (Corner 2006, p. 28). Οι μεταβολές στις οικονομικές και παραγωγικές συνθήκες, ακολούθησαν, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, την ανάπτυξη της τεχνολογίας, των επικοινωνιών και της πληροφορικής. Τα νέα δεδομένα που εισάγονται επιφέρουν ραγδαίες μεταβολές στην οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής η οποία στα πλαίσια της νέας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, εισέρχεται στην εποχή της πληροφορίας και της παροχής υπηρεσιών. Για την σύγχρονη πόλη δεν είναι παρά η αυγή της αποβιομηχάνισης και η ανάδυση νέων ζητημάτων, για την περιγραφή και αντιμετώπιση των οποίων, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραδοσιακά πολεοδομικά εργαλεία. Πέρα από τις έλλειψη κατάλληλων πολεοδομικών εργαλείων, ένας παράγοντας που ενισχύει την ανάκαμψη του ενδιαφέροντος για το τοπίο, είναι η κλιματική αλλαγή και η ανερχόμενη ενημέρωση και ευαισθησία για την διαχείριση της περιβαλλοντικής κρίσης. Στα πλαίσια της αναζήτησης τόσο των αιτιών όσο και των μεθόδων αντιμετώπισης της κλιματικής επιβάρυνσης, προσάπτεται στο δομημένο περιβάλλον και στους μηχανισμούς που σχετίζονται με αυτό (σχεδιαστικός και κατασκευαστικός τομέας), το μεγαλύτερο, ίσως, ποσοστό ευθύνης. Ο ενεργειακός σχεδιασμός, η «ενεργειακή ταυτότητα», η αναζήτηση υλικών βελτιωμένων ιδιοτήτων ή περιβαλλοντικά «φιλικών», αποτελούν όλα ανερχόμενες τακτικές που σχετίζονται με τον έλεγχο του ενεργειακού αποτυπώματος του δομημένου χώρου σε μία προσπάθεια επανακαθορισμού του σχεδιαστικού προϊόντος. Ο επανακαθορισμός αυτός δεν είναι ανεξάρτητος από την κρίση της «φιλελεύθερης οικονομίας» και της παγκόσμιας κίνησης του κεφαλαίου. Η λεγόμενη οικονομική κρίση αφορά κατά κύριο λόγο στην διασάλευση των ισορροπιών των βασικών οικονομικών μοχλών που είναι ο τραπεζικός/πιστωτικός και ο κατασκευαστικός τομέας.
39
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της «λάμπουσας Δυστοπίας» του Ντουμπάι. Μίας υπερφίαλης έκφρασης δύναμης στο χώρο, θεμελιωμένης στο σαθρό έδαφος της πετρελαϊκής αγοράς, της ανοικονόμητης προβολής κεφαλαιοκρατικής ισχύος. Συμπαρασυρόμενο από την διεθνή κρίση το «θαύμα του Ντουμπάι ξεθωριάζει», απογυμνώνοντας την ανερμάτιστη «υπόσχεση μιας αγοράς αενάως ανθούσας και διαστελλόμενης» (Ξυδάκης 2009). Τέλος, σε συνάρτηση με τους παραπάνω παράγοντες, είναι εμφανής η ανάγκη των σύγχρονων πόλεων να αναπτύξουν ένα είδος αντίστασης απέναντι στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποιημένη αγορά. Με άλλα λόγια είναι εμφανής η προσπάθεια επαναπροσδιορισμού ενός νέου είδους «τοπικότητας», ή άλλως ιδιαίτερης ατμόσφαιρας. Στην κατανόηση της κοινωνικής ανάγκης για τον προσδιορισμό μίας τοπικότητας αλλά και της ανάγκης μας να υπαγόμαστε σε αυτή, είναι διαφωτιστική η ερμηνεία της Doreen Massey (1995). Συνοψίζοντας τις συνθήκες της σύγχρονης αστικής ζωής στη φράση «χώροχρονική συμπίεση», η Massey καταδεικνύει την κοινωνική ανάγκη του να αντλείς ηρεμία από το γεγονός ότι ανήκεις σε μία συλλογικότητα με αναγνωρίσιμη ατμόσφαιρα. Με άλλα λόγια συνδέει την αναζήτηση της τοπικότητας, όχι με συγκεκριμένη ταυτότητα, αφού αυτή δεν μπορεί να είναι μία, αλλά με το θεμελιώδες, κατά Norberg-Schulz (2009, σ. 9), στοιχείο του τόπου, την ατμόσφαιρα-χαρακτήρα του. Στην αναζήτηση αυτή του χαρακτήρα των σύγχρονων πόλεων, πρέπει να θεωρήσουμε ευνοϊκή την συγκυρία της οικονομικής και οικολογικής κρίσης και της διεθνούς περίσκεψης που επιβάλουν. Οι παραπάνω παράγοντες αντιστοιχούν σε μία σειρά από αιτήματα για την σύγχρονη πόλη, η κοινή συνιστώσα των οποίων, εντοπίζεται στην απόρριψη των παγιωμένων πρακτικών παραγωγής του δομημένου χώρου. Κατ’ επέκταση η αμφισβήτηση αυτή αφορά στην δυνατότητα ανεύρεσης της βέλτιστης μορφής ή μοντέλου για την σύγχρονη πόλη. Το ενδιαφέρον απομακρύνεται από την μορφή (form) και μετακυλίεται στην διαδικασία (process). Η πόλη διαβάζεται εκ νέου μέσα από την διερεύνηση των διαδικασιών που την απαρτίζουν και όχι ως το άθροισμα των μορφών που την διαμορφώνουν.
40
Τοπιακή Πολεοδομία Από τη Μορφή στη Διαδικασία
Πολεοδομία Από την Τέχνη των Πόλεων στο Αδιέξοδο
Τοπιακός Σχεδιασμός Ζητήματα και Χειρισμοί του Αστικού Χώρου
Τοπιακή Πολεοδομία Οι Αρχές Σχεδιασμού
2
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Έχοντας διαπιστώσει την ανάγκη για στροφή του πολεοδομικού σχεδιασμού, από την μορφή του αστικού χώρου στις αστικές διαδικασίες, συστηματοποιούμε στη συνέχεια τις δυνατότητες και τα ζητήματα που χειρίζεται η τοπιακή πολεοδομία, αξιοποιώντας τα χαρακτηριστικά εκείνα του τοπίου που μπορούμε να αντιστοιχίσουμε στις αστικές διαδικασίες. Ένα πρώτο χαρακτηριστικό του τοπίου είναι η δυνατότητά του να οργανώνει εκτεταμένα αστικά πεδία συχνά χωρίς ομοιογενή χαρακτηριστικά. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ύπαρξη κενών και αποσπασματικών χώρων στο σώμα της πόλης είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης μορφής της. Τις ασυνέχειες αυτές έχει την δυνατότητα να διαχειριστεί το τοπίο σε μεγάλη κλίμακα και σε συσχέτιση με τα εμπλεκόμενα αστικά χαρακτηριστικά. Από αυτό προκύπτει και ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των τοπιακών διαμορφώσεων, η συνομιλία τους με διαφορετικές κλίμακες του χώρου. Η ασυνέχειες που προαναφέραμε, συνεπάγονται και ασυμβατότητες τόσο στις κλίμακες του δομημένου περιβάλλοντος όσο και στις χρήσεις του. Η γεφύρωση των κλιμάκων αυτών μέσω του τοπίου, επανασυρράπτει περιοχές, κενά και πλήρη αλλά και σχέσεις οικειοποίησης. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό του τοπίου είναι η διαχείριση μεταβάσεων από διαφορετικούς αστικούς ιστούς ή θραύσματά τους στο άμεσο πλαίσιο του περιβάλλοντός τους. Αυτό σχετίζεται άμεσα με την δυνατότητα του τοπίου να «θεωρητικοποιεί» (Corner 2006) τόπους, περιοχές, οικοσυστήματα, αστικές δομές, δίκτυα, ροές και υποδομές, και μάλιστα σε ενιαία συνδυαστική βάση. Αυτό με τη σειρά του, σχετίζεται με την δυνατότητα του τοπίου να παράγει υβριδικά μορφώματα, σχεδιάζοντας σχέσεις μεταξύ αστικών μοτίβων και δυναμικών περιβαλλοντικών διαδικασιών που τις πλαισιώνουν. Σύμφωνα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, το τοπίο αποτελεί χρήσιμο εργαλείο σχεδιασμού, με εφαρμογή κυρίως στη διαχείριση των ενδιάμεσων αστικών κενών. Ο σχεδιασμός των υπολειμματικών αυτών τόπων, μέσω της τοπιακής πολεοδομίας, στοχεύει στην απόδοση ενός νέου ρόλου στο αστικό περιβάλλον με δεδομένη την μεταβατική φύση τους και αναδεικνύοντας την προσαρμοστικότητά τους στις μεταβαλλόμενες αστικές ανάγκες και απαιτήσεις.
43
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Στο πεδίο των αστικών αυτών κενών, η τοπιακή πολεοδομία καλείται να ενορχηστρώσει μία σειρά παραγόντων όπως οι αστικές υποδομές, οι χρήσεις και τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος. Η διαχείριση των υποδομών εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό με στόχο όχι την απόκρυψη των εγκαταστάσεων ή υποδομών λειτουργίας, αλλά την ισότιμη συμβολή τους στο σχεδιαστικό προϊόν. Σχετικά με την επιλογή των χρήσεων, η τοπιακή πολεοδομία αποσκοπεί στη συγκρότηση ενός λειτουργικού προγράμματος, όπου με την παροχή κατάλληλων στοιχείων υποδομής, ενεργοποιείται η διαφοροποιημένη χρήση τους και η οικειοποίηση του χώρου. Το χαρακτηριστικό του προγράμματος είναι η ευελιξία του και η δυνατότητα προσαρμογής του τόσο στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις όσο και την αυτενέργεια και τις πρωτοβουλίες των χρηστών. Στον εμπλουτισμό του αστικού χώρου στοχεύει η ενασχόληση του σχεδιασμού με στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος που είτε αξιοποιούν υφιστάμενες δυνατότητες, ή εισάγουν στοιχεία όπως το νερό, η διαχείριση του εδάφους, οι καλλιέργειες και οι διαδοχικές φυτεύσεις, ενεργοποιώντας μία αλληλοδιαδοχή οικολογικών διεργασιών με σημαντική λειτουργία στο αστικό περιβάλλον. Τέλος, σημαντική είναι η εξέταση μίας σειράς παραγόντων όπως τα κλιματολογικά δεδομένα, ο προσανατολισμός, η γεωμορφολογική εξέταση, τα γεωτεχνικά χαρακτηριστικά αλλά και η δυνατότητα αξιοποίησης εναλλακτικών μορφών ενέργειας σε μία προσπάθεια περιορισμού της ενεργειακής κατανάλωσης και κατ’ επέκταση του ενεργειακού αποτυπώματος του σχεδιαστικού προϊόντος.
45
Τοπιακή Πολεοδομία Από τη Μορφή στη Διαδικασία
Πολεοδομία Από την Τέχνη των Πόλεων στο Αδιέξοδο
Τοπιακός Σχεδιασμός Ζητήματα και Χειρισμοί του Αστικού Χώρου
Τοπιακή Πολεοδομία Οι Αρχές Σχεδιασμού
2
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Οι Αρχές Σχεδιασμού της Τοπιακής Πολεοδομίας Στη συνέχεια περιγράφουμε την τοπιακή πολεοδομία ως συστηματικό εργαλείο σχεδιασμού, μέσα από τις θεμελιώδεις θεωρητικές της αρχές. Η πρώτη από τις αρχές αυτές είναι η αναγνώριση της τοπιακής πολεοδομίας ως, εξ ορισμού, υβριδικής πρακτικής (Corner 2006). Στην προσπάθεια κατανόησης του πολυδιάστατου αστικού περιβάλλοντος και προκειμένου μία στρατηγική επέμβαση σε αυτό να καταστεί δυνατή, είναι απαραίτητη η υποχώρηση των διακρίσεων μεταξύ των αντικειμένων των διαφόρων σχεδιαστικών ειδικοτήτων. Η τοπιακή πολεοδομία είναι μία πολυεπιστημονική προσέγγιση της πόλης, όπου ο σχεδιασμός είναι το κοινό πεδίο συνεργασίας αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων, αρχιτεκτόνων τοπίου, χωροτακτών και άλλων μηχανικών. Είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ότι ο σχεδιασμός με τις αρχές της τοπιακής πολεοδομίας, δεν αποσκοπεί στην δημιουργία ενός αστικού – τοπιακού σκηνικού, και επομένως δεν αρκεί η αισθητική προσέγγιση των καλλιτεχνών τοπίου, ούτε στοχεύει στην ενσωμάτωση στην πόλη κηποτεχνικών νησίδων ως τοπιακά αντικείμενα, που σημαίνει ότι δεν επαρκεί ούτε η προσέγγιση των αρχιτεκτόνων τοπίου. Αντίστοιχα ανεπαρκείς είναι οι καθαρά αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις, αφού το ζητούμενο δεν είναι ούτε ένα «τοπιακό» κτήριο («οργανικό», «ροϊκό») αλλά ούτε ένα τοπίο-αντικείμενο. Οι παρατηρήσεις αυτές μας φέρνουν στην δεύτερη αρχή που θέτει το τοπίο ως υποδομή του αστικού σχεδιασμού (infrastructural landscape, Corner 2006). Στον πυρήνα αυτής της αρχής βρίσκεται η προσπάθεια αναίρεσης της διάκρισης μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Αυτό που αποτέλεσε την θεμελιακή ιδέα της νεωτερικής σκέψης, ο διαχωρισμός, δηλαδή, του πολιτιστικού εποικοδομήματος από την φύση, αναπαράγεται έκτοτε στην αντίληψη της σχέσης της πόλης με το φυσικό της περιβάλλον. Το τοπίο ως υποδομή, επιχειρεί να αποκαταστήσει την διερρηγμένη αυτή σχέση, θεωρώντας τα φυσικά χαρακτηριστικά ( φύτευση, έδαφος, ρέματα κλπ ) αναπόσπαστα
49
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
στοιχεία του αστικού περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, λαμβάνονται υπόψη στον σχεδιασμό, όχι ως καλλωπιστικά ή αισθητικά στοιχεία (που είναι), ούτε ως νησίδες αναψυχής (που επίσης είναι), αλλά το κυριότερο, ως στοιχεία υποδομής της πόλης αντίστοιχα με τα λοιπά αστικά δίκτυα υποδομών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη σημαντική συμβολή των παραπάνω χαρακτηριστικών στην διαμόρφωση των τοπικών (μικρο-) ή ευρύτερων σε μία περιοχή, κλιματολογικών, υδρολογικών, γεωλογικών και άλλων χαρακτηριστικών. Αναφερόμενος στη διαδικασία σχεδιασμού της τοπιακής πολεοδομίας, ο Corner, κωδικοποιεί τέσσερα επιπλέον θεμελιακά ζητήματα (2006). Το πρώτο αφορά στην διερεύνηση των διαδικασιών στο χρόνο (processes over time), αναγνωρίζεται δηλαδή το αστικό περιβάλλον ως ένα σύνολο ροών και δυνάμεων που συνθέτουν την δυναμική πολλαπλότητα των διαδικασιών της πόλης. Η κίνηση και συσσώρευση κεφαλαίου, η μετακίνηση πληθυσμού και δραστηριοτήτων, η αναδιάταξη και ανασύνθεση πολιτισμικών χαρακτηριστικών, η αναπροσαρμογή των αναγκών, η έγερση κοινωνικών-πολιτικών αιτημάτων, η διεκδίκηση δημόσιου χώρου, η πρωτοβουλία απέναντι σε περιβαλλοντικά ζητήματα, αποτελούν μέρος μόνο των παραγόντων που φανερώνουν την μεταβλητότητα – δυναμική του αστικού περιβάλλοντος ως ενός πλέγματος σχέσεων. Η φαινομενική αοριστία των δυναμικών αυτών σχέσεων, υπαγορεύει μία «ρευστή πολεοδομία» (Corner 2006), η οποία περιγράφεται καλύτερα με όρους οικολογίας. Και αυτό διότι και η επιστήμη της οικολογίας διερευνά σχέσεις που δεν είναι προφανείς ούτε στατικές και επομένως δεν μπορούν να περιγραφούν με γραμμικά, μηχανικά μοντέλα αλλά με σύνθετες καταγραφές. Παρόλα αυτά, τέτοιες φαινομενικά μη συνεκτικές ή τυχαίες σχέσεις έχουν ως αποτέλεσμα ιδιαίτερα ευανάγνωστες γεωμετρικές και χωρικές δομές. Με αυτή την έννοια, ο Corner υποστηρίζει ότι «οι πόλεις και οι υποδομές είναι τόσο «οικολογικές» όσο τα δάση και τα ποτάμια» και θεωρεί ότι η τοπιακή πολεοδομία μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη μίας «χωρο-χρονικής οικολογίας» (Corner 2006, σελ.29) που συνυπολογίζει όλες τις δυνάμεις που επιδρούν στο αστικό πεδίο.
51
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η διερεύνηση των ροών και διαδικασιών που σχετίζονται με το αστικό περιβάλλον, αποτελούν την βάση του σχεδιασμού της τοπιακής πολεοδομίας. Η μορφή του αστικού χώρου προκύπτει μέσα από την διερεύνηση αυτή, συντίθεται από τις δυνάμεις που καλείται να περιβάλει και υποδεχθεί και κυρίως συμβαδίζει με την μεταβλητότητα των γενεσιουργών της δυνάμεων. Χαρακτηρίζεται δηλαδή από προσαρμοστικότητα που δεν συνυπάρχει στο σχεδιασμό με την υιοθέτηση μορφοκρατικών τάσεων και κατηγοριοποιήσεις αρχιτεκτονικής έκφρασης. Αυτός είναι ο λόγος που η μορφή του αστικού χώρου έπεται κατά τον σχεδιασμό της τοπιακής πολεοδομίας. Το δεύτερο ζήτημα προκύπτει άμεσα από την περιγραφή του πρώτου. Αφορά στη φύση του πεδίου στο οποίο εγγράφονται όλες αυτές οι δυνάμεις και διεργασίες που συνθέτουν τον αστικό χώρο και που αποτελεί το αντικείμενο του σχεδιασμού. Αυτό είναι η οριζόντια επιφάνεια του αστικού περιβάλλοντος, το πεδίο δράσης. Είναι εύκολα κατανοητό ότι η προσέγγιση της τοπιακής πολεοδομίας, με τα χαρακτηριστικά που έχουμε ήδη αναφέρει, αφορά τον αρνητικό αστικό χώρο, το «ενδιάμεσο τοπίο», το κενό αστικής ή μεγαλύτερης κλίμακας. Αυτό ερμηνεύει και την ανάγνωση της οριζόντιας αστικής επιφάνειας, όχι σαν «οικόπεδο» αλλά ως πεδίο αστικής υποδομής. Ο σχεδιασμός δεν αφορά στην αρχιτεκτονική σχηματοποίηση της επιφάνειας αυτής με στόχο ένα επιθυμητό γλυπτικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, επεξεργάζεται το αστικό πεδίο με έμφαση στον χαρακτήρα έργου υποδομής, δίνοντας προτεραιότητα στην σύνθεση όλων εκείνων των στοιχείων, απαραίτητων για την εξυπηρέτηση των διαγνωσμένων διαδικασιών αλλά και την ενεργοποίηση νέων. Αυτή η οπτική του αστικού πεδίου μπορεί να παραλληλιστεί με τον προγραμματισμό μίας μητρικής πλακέτας ηλεκτρονικού υπολογιστή ή οποία στη συνέχεια μπορεί να υποστηρίξει πλήθος λειτουργιών αλλά όχι σε προκαθορισμένη διάταξη ή συχνότητα. Σίγουρα με πεπερασμένες δυνατότητες αλλά όχι με συγκεκριμένη «μορφή». Η οργάνωση της αστικής επιφάνειας (πεδίου υποδομής), βασίζεται ως εκ τούτου στη «χωρογραφία των στοιχείων» (Corner 2006, σελ.31) που έχει αποδώσει η ανάλυση των δυνάμεων και
53
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
διεργασιών πάνω σε ένα «προετοιμασμένο έδαφος»(Shane 2003, σελ. 3) ευέλικτο και ικανό να παραλάβει δυνάμεις, να προκαλέσει νέες διεργασίες και να προσαρμοστεί στις μελλοντικές απαιτήσεις και αλλαγές. Μία «επιφάνεια που κυριολεκτικά αναδιπλώνει γεγονότα στο χρόνο» (Wall 1999, σελ.233). Το τρίτο ζήτημα που σχετίζεται με την τοπιακή πολεοδομία, είναι η διαχείριση του πλήθους των δεδομένων και η αναζήτηση μεθόδων αποτελεσματικής καταγραφής και αξιοποίησής τους. Είναι αυτό που ο Corner αναφέρει ως «λειτουργία ή μέθοδο εφαρμογής» και που συσχετίζει με την ανάγκη απεικονιστικής καταγραφής και συνδυασμού των δεδομένων που αφορούν μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών και παραγόντων του αστικού περιβάλλοντος. Πέρα από τα σχέδια γενικής διάταξης και στρατηγικών κατευθύνσεων, είναι χαρακτηριστική η χρήση διαγραμμάτων στα οποία με ποικιλία μεθόδων, συνδυάζονται και οπτικοποιούνται, σύνθετες πληροφορίες και φαινομενικά ετερόκλητα μεγέθη. Χαρακτηριστικά είναι τα διαγράμματα φάσεων του σχεδιασμού και τα σχεδιαγράμματα λειτουργιών, ροών, χρήσεων και χρηστών. Τελευταίο ζήτημα αφήνει ο Corner αυτό που αναφέρει και ως σημαντικότερο. Το φαντασιακό, το συλλογικό όραμα ως κινητήρια δύναμη για την επιτυχή λειτουργία του αστικού περιβάλλοντος. Η τοπιακή πολεοδομία προκειμένου να μην αποτελέσει μία ακόμη ουτοπία, βασίζεται στην ενεργοποίηση των χρηστών, την ευαισθητοποίησή τους, την διεκδίκηση και οικειοποίηση του αστικού περιβάλλοντος. Στοχεύει στην επανερμηνεία του δημόσιου χώρου, ως πυκνωτή της «συλλογικής μνήμης και επιθυμίας, τόπο γεωγραφικής και κοινωνικής φαντασίας για την επέκταση νέων σχέσεων και δυνατοτήτων» (Corner 2006, σελ.32). Την φαντασία τόσο στη συλλογική αστική κατοίκηση όσο και στη σχεδιαστική διαδικασία, συνδέει ο Corner και με την αναζήτηση τόσο του χειροπιαστού όσο και του ποιητικού. Αυτό θεωρεί ότι είναι το αντίδοτο στην υπεραπλούστευση και την ορθολογική αντιμετώπιση του αστικού περιβάλλοντος: η ενεργοποίηση του φαντασιακού και η ανίχνευση του ποιητικού.
55
Τοπιακή Πολεοδομία Από τη Θεωρία στην Πράξη
Τοπιακή Πολεοδομία Διαμόρφωση της Θεωρίας και Πρακτικές Απόκλισης
Αρχιτεκτονικοί Διαγωνισμοί Σχεδιαστικοί Πειραματισμοί και Πρακτική Εφαρμογή
3
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Η Διαμόρφωση των Κύριων Κατευθύνσεων Σχεδιασμού Η υβριδική φύση της τοπιακής πολεοδομίας, το τοπίο-υποδομή, οι διαδικασίες στο χρόνο, το πεδίο των διεργασιών, οι μέθοδοι λειτουργίας και το φαντασιακό-ποιητικό, αποτελούν τις θεμελιακές συνιστώσες του θεωρητικού πλαισίου της τοπιακής πολεοδομίας. Το πλαίσιο αυτό διαμορφώνεται τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μέσα από μία σειρά συνεδρίων, εκδόσεων, ακαδημαϊκών εδρών και προγραμμάτων, και παράλληλα μία σειρά διαγωνισμών και υλοποιημένων μελετών. «Κατασκευαστικό Τοπίο», «Η Ανάκτηση του Τοπίου» και «Τοπιακή Πολεοδομία» είναι οι τίτλοι των συνεδρίων που διοργανώνονται σε ένα διάστημα πέντε ετών, μέσα από την συνεργασία διδασκόντων στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania και στην Architectural Association (ΑΑ) του Λονδίνου. Οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί των ζητημάτων που τίθενται στα συνέδρια αυτά. Κύριο θέμα ενασχόλησης είναι ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου του τοπιακού σχεδιασμού στην παραγωγή του αστικού περιβάλλοντος. Το υλικό των συνεδρίων αυτών συγκεντρώθηκε σε τρεις εκδόσεις: «Ανακτώντας το Τοπίο» (Recovering Landscape), με την επιμέλεια του James Corner, «Τοπιακή Πολεοδομία: Ένα εγχειρίδιο για το τοπίο-μηχανή», με επιμέλεια των Mohsen Mostafavi και Ciro Najle και τέλος «Αναγνωστικό της Τοπιακής Πολεοδομίας με επιμέλεια του Charles Waldheim. Οι διαγωνισμοί για το πάρκο της Villette στο Παρίσι, το πάρκο Downsview στο Τορόντο αλλά και ο πιο πρόσφατος για την αποκατάσταση του πεδίου αστικών λυμάτων του Staten Island στην Νέα Υόρκη, έδωσαν την ευκαιρία να εφαρμοστούν και να καλλιεργηθούν οι αρχές της τοπιακής πολεοδομίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η πρακτική εφαρμογή των αρχών της τοπιακής πολεοδομίας, ακολουθεί δύο κύριες κατευθύνσεις και μάλιστα σημαντικά αποκλίνουσες. Τις δύο αυτές προσεγγίσεις μπορούμε να ονομάσουμε αντίστοιχα, «λειτουργίες πεδίου» (field operations) και «μηχανιστικό τοπίο» (machinic landscape) ή τοπίο-μηχανή.
Αναλυτικότερα για τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την τοπιακή πολεοδομία, δες Παράρτημα 3
59
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Οι «λειτουργίες πεδίου» περιγράφουν μία προσέγγιση που οφείλει το όνομα και το θεωρητικό της πλαίσιο στον James Corner. Βασίζεται στις τέσσερις αρχές-ζητήματα που έχει διατυπώσει ο ίδιος: οι διαδικασίες στο χρόνο, η αστική επιφάνεια ως πεδίο δράσεων, η μέθοδος και το φαντασιακό. Οι αρχές αυτές συνθέτουν μια «κριτική μετακίνηση από την θεώρηση του σχεδιασμού του αντικειμένου σε αυτή του σχεδιασμού του πεδίου» (Gray 2006, p 62), ή με άλλα λόγια την μεταφορά της έμφασης από την μορφή του αστικού χώρου στις διαδικασίες που φιλοξενεί (Wall 1999, p 234). Σε αυτή τη περίπτωση, ο σχεδιασμός δεν εστιάζει μόνο στον χώρο μεταξύ των κτιρίων αλλά κυρίως στην αστική επιφάνεια ως συνεκτικό ιστό που ενεργοποιεί τον προγραμματισμό και προκαλεί γεγονότα. Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το σχεδιαστικό αποτέλεσμα που προτείνεται, δεν έχει μία συγκεκριμένη στατική αρχιτεκτονική μορφή αλλά αποτελεί σύνθεση «πολύπλοκων και αλληλένδετων συστημάτων τοπίου, οικολογίας, υποδομής, αρχιτεκτονικής, αστικής ανάπτυξης, και τρόπων κατοίκισης» (Gray 2006, p 62) σε ένα ενεργό, ισορροπημένο περιβάλλον. Kυρίαρχο μέλημα είναι η αναζήτηση των καθοριστικών εκείνων δυνάμεων του περιβάλλοντος που αξιοποιούνται στον μετασχηματισμό της επιφάνειας ή του υπό μελέτη αστικού πεδίου. Σε αυτό το υπόβαθρο «ενορχήστρωσης» δυνάμεων, τοποθετούνται στην συνέχεια κομβικές λειτουργίες και υποδομές, οι οποίες ενεργοποιούν μία σειρά απροσδιόριστων διαδικασιών και μεταβολών που συνιστούν την αποκατάσταση των οικολογικών συστημάτων αλλά και των προγραμματικών στόχων του σχεδιασμού. Βασικά εργαλεία σχεδιασμού είναι η συλλογή και ανάλυση δεδομένων και η συστηματική διερεύνηση των σχέσεών τους με τη χρήση διαγραμμάτων. Σε αυτή τη διαδικασία οι οικολογικές ισορροπίες και μεταβολές έχουν πρωτεύουσα θέση, ενώ το λεξιλόγιο της αρχιτεκτονικής έκφρασης υπεισέρχεται δευτερευόντως στην υλοποίηση του συνολικού στρατηγήματος. Σε κάθε περίπτωση η ποιότητα του αρχιτεκτονικού προϊόντος δεν είναι αυτοσκοπός αλλά απόρροια των ποιητικών αισθητηρίων των σχεδιαστών, κάτι που ο Corner θεωρεί αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του αστικού σχεδιασμού.
61
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Αρκετά διαφορετική είναι η σύλληψη του σχεδιασμού στην περίπτωση του «τοπίου-μηχανή». Το όνομα αυτό αποδίδει τον όρο machinic landscape, που υιοθετείται στον τίτλο του εγχειριδίου του προγράμματος Τοπιακής Πολεοδομίας της Architectural Association (AA) (Mostafavi & Najle 2003). Στην περίπτωση του «μηχανιστικού τοπίου» οι αστικοί παράγοντες –διεργασίες, που αποτελούν το αντικείμενο της ανάλυσης της τοπιακής πολεοδομίας, αντιμετωπίζονται ως δυνάμεις που τροφοδοτούν έναν «αφηρημένο μηχανισμό που παράγει αρχιτεκτονικές μορφές» (Gray 2006, p 62). Πιο συγκεκριμένα, ο μηχανισμός αυτός είναι συνήθως ένα ενδιάμεσο εργαλείο παραμετρικού σχεδιασμού, που χρησιμοποιείται για την αντιστοίχηση των δεδομένων της ανάλυσης με συγκεκριμένη, στατική, τελική μορφή. Δηλαδή η ανάλυση του πεδίου μελέτης και των δεδομένων του, είναι ανεξάρτητη από την παραγωγή του παραμετρικού αλγοριθμικού προγράμματος σχεδίασης ενώ από τον συνδυασμό δεδομένων-προγράμματος προκύπτει μία χωρική μορφή με σαφή και προσδιορισμένα γεωμετρικά χαρακτηριστικά και με άκρως συνειδητή αρχιτεκτονική έκφραση. Σε αυτή την διαδικασία δεν μπορούμε παρά να εντοπίσουμε δύο ανακόλουθα σημεία. Πρώτον, την σύγκρουση μεταξύ θεωρητικού υπόβαθρου και πρακτικής εφαρμογής. Παρόλο που δεν έχουν υλοποιηθεί παραδείγματα που να υιοθετούν αυτή την προσέγγιση, η σπουδαστική παραγωγή της ΑΑ και η συγγραφική δραστηριότητα των διδασκόντων της καθιστούν σαφή την κατεύθυνση του σχεδιασμού. Ο στόχος είναι μία γραμμική, ορθολογιστική παραγωγή αρχιτεκτονικών μορφών. Αντιθέτως, η θεωρητική κάλυψη που προσφέρεται από τον Corner και τους συνεργάτες του, και που υιοθετείται από την ΑΑ, προτάσσει την διερεύνηση των διαδικασιών και τον προγραμματισμό τους σε ένα ενιαίο πεδίο – την αστική επιφάνεια, την οποία χαρακτηρίζει ευελιξία, προσαρμοστικότητα και μία σχεδόν «οικοσυστημική» απροσδιοριστία και δυναμικότητα. Ένα δεύτερο ανακόλουθο παρατηρείται μεταξύ των προθέσεων και του αποτελέσματος. Ενώ προηγείται η διερεύνηση των ροών και δυνάμεων του υπό μελέτη περιβάλλοντος, το σχεδιαστικό προϊόν είναι ανίκανο να τροφοδοτήσει εκ νέου τις δυνάμεις αυτές, να ενεργοποιήσει νέες ή να προσαρμοστεί σε επερχόμενες μεταβολές
63
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
τους. Με άλλα λόγια, αυτό που στην σχεδιαστική διαδικασία προκύπτει πλήρως από τον τόπο μελέτης αφού γεννάται από τα δεδομένα του, ως αντικείμενο στο χώρο αδυνατεί να ενταχθεί στον τόπο αυτό αφού είναι άκαμπτο και στατικό όσο οποιοδήποτε αντικείμενο, γλυπτικό ή αρχιτεκτονικό, στο χώρο. Η επιλογή του «παγώματος» των αστικών διεργασιών, και η χρονική στιγμή του παγώματος –στοιχεία απαραίτητα για να αποδώσει ο υπολογιστής μία τελική μορφή- δεν μπορούν να αιτιολογηθούν (ως επιλογές) αλλά ούτε και να εξυπηρετήσουν την πολύπλοκη δυναμική και μεταβλητότητα του αστικού περιβάλλοντος, που αποτελεί και την αφετηρία του σχεδιασμού. Φυσικά, η αστική πολυπλοκότητα δεν μπορεί να διοχετεύεται αλλά ούτε να εξυπηρετείται από ένα αρχιτεκτονικό αντικείμενο στο οποίο η παραμικρή μετατροπή, ανατρέπει το συνολικό σχεδιασμό. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση ότι οι σπουδαστικές εργασίες του εν λόγω προγράμματος είναι «τόσο συγκεκριμένες όσο τα κείμενα που τις περιβάλλουν είναι ρευστά». (Gray 2006, p 58)
64
Τοπιακή Πολεοδομία Από τη Θεωρία στην Πράξη
Τοπιακή Πολεοδομία Διαμόρφωση της Θεωρίας και Πρακτικές Απόκλισης
Αρχιτεκτονικοί Διαγωνισμοί Σχεδιαστικοί Πειραματισμοί και Πρακτική Εφαρμογή
3
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Την ανάπτυξη της τοπιακής πολεοδομίας και την συγκρότηση του θεωρητικού της υπόβαθρου, καθόρισαν μία σειρά αρχιτεκτονικών διαγωνισμών οι οποίοι έδωσαν την ευκαιρία σύνταξης ολοκληρωμένων προτάσεων για το αστικό περιβάλλον. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε τρεις από αυτούς τους διαγωνισμούς καθώς και στις σημαντικότερες συμμετοχές που ανέδειξαν. Ο πρώτος χρονικά διαγωνισμός ήταν αυτός για το “Parc de la Villette” στο Παρίσι. Το 1982, ανακοινώθηκε η διεξαγωγή του εν λόγω διαγωνισμού που αντικείμενο είχε τον επανασχεδιασμό μίας έκτασης 125 στρεμμάτων στα προάστια του Παρισιού, όπου μέχρι τότε λειτουργούσαν τα μεγαλύτερα σφαγεία της Γαλλικής πρωτεύουσας. (Baljon Lodewijk, 1995) Ο διαγωνισμός προσκαλούσε την υποβολή προτάσεων για ένα «Αστικό Πάρκο για τον 21ο αιώνα», και προσέλκυσε 471 συμμετοχές από 70 χώρες. Αποτελούσε μία από τις πρώτες περιπτώσεις αντικατάστασης μίας βιομηχανικής χρήσης από σχεδιασμένο δημόσιο χώρο εντατικού προγράμματος, τακτική που τα επόμενα χρόνια παγιώθηκε στις μετα-βιομηχανικές πόλεις. Οι πλειοψηφία των προτάσεων χαρακτηριζόταν από την υιοθέτηση παραδοσιακών ή ιστορικιστικών τάσεων σχεδιασμού, αναπαράγοντας οικείες εικόνες αστικών πάρκων. Ξεχώρισαν όμως οι δύο πρώτες προτάσεις των Bernard Tschumi και Rem Koolhaas/OMA αντίστοιχα. Η βραβευμένη και υλοποιημένη πρόταση του Tschumi, αποτελεί ένα από τα πρώτα έργα όπου υιοθετήθηκε το τοπίο ως ένα μοντέλο για τον προγραμματισμό της αστικής λειτουργίας. Δηλαδή, ο στόχος ήταν η δημιουργία ενός τοπίου σε διαδραστική επικοινωνία με την περιβάλλουσα πόλη, ένα πεδίο ανάμιξης αστικών υποδομών και δημόσιων δραστηριοτήτων. Αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο της πρότασης, η ενορχήστρωση δηλαδή του αστικού προγράμματος με όρους τοπιακής διαδικασίας, στοιχείο που αποτέλεσε «άλμα στην ανάπτυξη της τοπιακής πολεοδομίας» (Waldheim 2002) προτείνοντας το τοπίο ως το πιο κατάλληλο σύνθετο μέσο για την συνάρθρωση προγραμματικών αλλαγών στο χρόνο, αστικών υποδομών, δημόσιων γεγονότων και απρογραμμάτιστων διεργασιών. Ο ευέλικτος χειρισμός του αστικού προγράμματος, είναι αποτέλεσμα του μακροχρόνιου ενδιαφέροντος
i
67
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
του Tschumi για το γεγονός και το πρόγραμμα ως αστικών παραγόντων που η σημασία τους υπερκαλύπτει τα «επιφανειακά στιλιστικά ζητήματα που έχουν μονοπωλήσει τον αρχιτεκτονικό προβληματισμό της μεταμοντέρνας περιόδου» (Waldheim 2002). Στις νέο-παραδοσιακές προσεγγίσεις του αστικού σχεδιασμού που διερευνούν εκ νέου ιστορικά, τυπολογικά και μορφολογικά ζητήματα της πόλης, ο Tschumi αντιπροτείνει την οργάνωση λειτουργιών, γεγονότων και δραστηριοτήτων, γνωστών ή άλλων που πρόκειται να εμφανιστούν στην πόλη. Χαρακτηριστική είναι τέλος η σχεδιαστική, παραστατική μέθοδος που υιοθετείται και που αποτελεί μία «ακολουθία επάλληλων επιπέδων συνθετικής προσέγγισης, αντίστοιχων με τα layers, τις σχεδιαστικές στιβάδες, τα αποκολλημένα σχεδιαστικά πεδία ενός συστήματος CAD» (Μωραΐτης 2005). Εισάγεται δηλαδή η χρήση των διαγραμμάτων για την οργάνωση των δεδομένων της ανάλυσης και των αρχών της σύνθεσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόταση του Koolhaas, δεύτερο βραβείο του διαγωνισμού και αντικείμενο πολλών αναλύσεων έκτοτε. Και σε αυτή την πρόταση, η κατασκευή ενός τοπίου αποσκοπεί στην παραλαβή αστικών υποδομών και διαδικασιών. Η οργάνωση όμως της υποδομής του πάρκου σε αυτή την περίπτωση, αποσκοπεί στην υποστήριξη μίας ομάδας αόριστων και άγνωστων μελλοντικών χρήσεων. Το υπόβαθρο των δράσεων αυτών, οργανώνεται σε ισοπαχείς επάλληλες ζώνες, κάθε μία από τις οποίες αποτελεί ένα διαφορετικό τοπιακό θραύσμα, που «η ανεπτυγμένη τεχνολογία θα μπορούσε να αποσπάσει από το «φυσικό» του περιβάλλον και να το κατασκευάσει στα προάστια της Γαλλικής πρωτεύουσας» (Μωραΐτης 2005). Πάνω σε αυτή την παράθεση ετερόκλητων αποσπασμάτων τοπίων, ο Koolhaas οικοδομεί μία επί-θεση ασχεδίαστων σχέσεων μεταξύ των ποικίλων αστικών δραστηριοτήτων που φιλοξενούνται. Επομένως το στοιχείο στο οποίο δίνει έμφαση είναι όχι μόνο η προγραμματική αοριστία του πάρκου αλλά και η ευελιξία του και η δυνατότητα συνεχούς ανάδυσης νέων σχέσεων, δηλαδή νέων οικειοποιήσεων του δημόσιου χώρου και νέων εμπειριών. Σε αυτό το σημείο η πρόταση
69
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
συγκλίνει με αυτή του Tschumi, ως προς την θέση που κατέχει το γεγονός (event) στον σχεδιασμό. Αν, κρατώντας τη βασική επιδίωξη του σχεδιασμού που είναι η ευελιξία και η προγραμματική αοριστία, επιχειρήσουμε μία κριτική του σχεδιαστικού εργαλείου που χρησιμοποιείται, τότε πρέπει να το εξετάσουμε μέσα από τη σύνδεση της τοπιακής διαμόρφωσης με το κοινωνικό υπόβαθρο. Η επαλληλία των ασυμβίβαστων τοπίων που δίνει την δυνατότητα της «διαρκούς μετάπτωσης από την μία εικόνα στην άλλη», μπορεί να θεωρηθεί «επηρμένη» (Waldheim 2002) ή και διαδικασία που γίνεται «με την ίδια αφελή διάθεση που χαρακτηρίζει το zapping» (Μωραΐτης 2005) στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Είναι όμως σίγουρα προφανής η συνέπεια του σχεδιασμού με την σύγχρονη τηλεοπτική κοινωνία, την οποία αφουγκράζεται ο σχεδιαστής και για την οποία παράγει ένα πάρκο-προϊόν κατανάλωσης. Ολοκληρώνοντας το σχολιασμό του πρώτου αυτού διαγωνισμού, παρατηρούμε ότι και στις δύο παραπάνω προτάσεις, η έμφαση δίνεται στον στρατηγικό σχεδιασμό του πεδίου μελέτης, αυτού που ο Corner αποκαλεί «προετοιμασμένα εδάφη» και ο Weller «ενεργειακή πλακέτα» ή “powerboard”. Ανεξάρτητα από τα σχεδιαστικά εργαλεία που υιοθετούνται για αυτή την «προετοιμασία» (επάλληλα layers ή επάλληλα τοπία αντίστοιχα), ο στόχος και των δύο προτάσεων είναι η ενεργοποίηση γεγονότων και η φιλοξενία αόριστων δημόσιων αστικών δράσεων.
Ο Koolhaas λέει: «Είναι ασφαλές να προβλέψουμε ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του πάρκου, το πρόγραμμα θα υποστεί οριστικές αλλαγές και προσαρμογές. Όσο περισσότερο λειτουργεί το πάρκο, τόσο θα βρίσκεται σε μία αέναη κατάσταση αναθεώρησης. Η θεμελιώδης αρχή της προγραμματικής αοριστίας ως βάση της σχεδιαστικής αντίληψης, επιτρέπει την εμφάνιση αλλαγών, τροποποιήσεων, αντικατάστασης ή υποκατάστασης, χωρίς την αλλοίωση της αρχικής υπόθεσης» (Koolhaas 1995, p 921, Congestion without Matter).
71
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Ο επόμενος διαγωνισμός, καθοριστικός για την ανάπτυξη της τοπιακής πολεοδομίας, έρχεται το 1999 για τον σχεδιασμό του “Parc Downsview”, στο Τορόντο. Και σε αυτή την περίπτωση η εγκαταλελειμμένη έκταση μίας πρώην στρατιωτικής αεροπορικής βάσης, αποτελεί αντικείμενο σχεδιασμού ενός σύγχρονου αστικού πάρκου. Οι δύο σχεδόν δεκαετίες που μεσολαβούν από τον διαγωνισμό του πάρκου της Villette, χαρακτηρίζονται από την παγίωση της υιοθέτησης του τοπιακού σχεδιασμού ως μέσου για την παραγωγή βιώσιμου δημόσιου χώρου σε αστικό περιβάλλον. Το τοπίο δεν είναι πλέον ένα συνθετικό εύρημα, όπως στη Villette, αλλά προαπαιτούμενο του ίδιου του διαγωνισμού. Ένα χαρακτηριστικό που επίσης διατρέχει τις προτάσεις είναι η διαχείριση του τοπίου όχι ως φυσικού περιβάλλοντος αλλά ως πεδίου συνάρθρωσης του τεχνητού. Μέσα από τις προτεινόμενες μελέτες, καταδεικνύεται η συνειδητή στροφή στον προγραμματισμό του αστικού πεδίου, της οριζόντιας επιφάνειας του πάρκου με στόχο την δυνητική υποστήριξη ενός μη προδιαγεγραμμένου αστικού προγράμματος. Η “Tree City” είναι η πρόταση των Rem Koolhaas/OMA και Mau Bruce, η οποία κέρδισε τον διαγωνισμό και την ανάθεση της υλοποίησης του πάρκου. Πρόκειται για μία πρόταση όπου αυτός ο χειρισμός του τοπίου ως αστική και προγραμματική υποδομή, επανεμφανίζεται με αντίστοιχο ακριβώς τρόπο που είχε διατυπωθεί και στον διαγωνισμό της Villette από την ίδια σχεδιαστική ομάδα. Πιο συγκεκριμένα, η προγραμματική αοριστία υιοθετείται και εδώ ως βασική αρχή για την ενεργοποίηση μη αναμενόμενων, μελλοντικών αστικών γεγονότων, σε ένα προγραμματισμένο πεδίο, το σύνθετο τοπίο υποδομής. Η οργάνωση του σχεδιασμού βασίζεται εδώ στην σύνταξη διαγραμματικών σχημάτων που, με σχεδόν γραφιστική διάθεση, μεταφέρουν σε κυκλικά συμπλέγματα (clusters) τις ετερόκλητες τοπιακές λωρίδες (strips) του πάρκου της Villette. Για μία ακόμη φορά, η μετάπτωση μεταξύ ασυμβίβαστων τοπιακών περιεχομένων περιγράφεται με σχηματικά διαγράμματα, χωρίς να προσδιορίζεται με ακρίβεια σε ένα χωρικό ανάλογο.
ii
73
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση των James Corner και Stan Allen, με τίτλο “Emergent Ecologies” (Αναδυόμενες Οικολογίες), η οποία απέσπασε το δεύτερο βραβείο του διαγωνισμού. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της μελέτης έγκειται στην εισαγωγή της οικολογικής συνιστώσας στον σχεδιασμό. Εδώ η παραγωγή ενός σύνθετου τοπίου – υποδομής είναι δεδομένη όπως και η προγραμματική ευελιξία που αυτό φιλοξενεί. Εισάγεται όμως και μία τρίτη συνιστώσα, με ισότιμη συμβολή στον σχεδιασμό του πάρκου. Είναι η διερεύνηση των τοπικών χαρακτηριστικών και η σύνταξή τους σε μία σειρά «οικολογιών» που με κατάλληλους χειρισμούς ενεργοποιούνται και αναδύονται. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει διεξοδική ανάλυση των διαδικασιών του συγκεκριμένου τόπου και μία στρατηγική ενεργοποίησης της αλυσιδωτής ενίσχυσης και ανάκαμψής τους. Χαρακτηριστικό αυτής της πρότασης είναι, επίσης, τα λεπτομερή διαγράμματα που συντάσσονται για την οργάνωση του πλήθους των δεδομένων σχετικά με τις φάσεις σχεδιασμού και υλοποίησης, τα ζωικά οικοσυστήματα, τις διαδοχικές φυτεύσεις, τα υδρολογικά συστήματα και τέλος, προγραμματικά συστήματα και σχεδιαστικές μεθόδους. Τα φαινομενικά δυσανάγνωστα διαγράμματα αποτελούν μέσο κατανόησης και κωδικοποίησης της πολυπλοκότητας που συνοδεύει τα έργα τέτοιας κλίμακας και ταυτόχρονα διευκολύνουν την συνθετική διαπλοκή των διαφορετικών συνιστωσών, δηλαδή των φυσικών οικολογιών, των κοινωνικών και πολιτιστικών απαιτήσεων και των συστημάτων της αστικής υποδομής. Η σύνθεση των στοιχείων αυτών βασίζεται σε δύο εργαλεία: το κύκλωμα (circuit) που παραλαμβάνει το βασικό διάγραμμα των κινήσεων και των λειτουργιών, και τις ροές (through-flows) που αποτελούν τα υδρολογικά και οικολογικά συστήματα της περιοχής μελέτης. Το πάρκο προκύπτει από τη σύνθεση των δύο παραπάνω εργαλείων που, ενώ θέτουν τις οικολογικές και προγραμματικές του βάσεις, ταυτόχρονα υποστηρίζουν και κατευθύνουν την αναδίπλωση των μελλοντικών απαιτήσεων και εξελίξεων.
75
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
76
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
Η πρόταση του Bernard Tschumi, απέσπασε σε αυτόν το διαγωνισμό, το τρίτο βραβείο. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μελέτης, αποτυπώνεται μεταφορικά ήδη στον τίτλο της, “The Digital and the Coyote”. Οι φαινομενικά ασύνδετες έννοιες του ψηφιακού και του Coyote, αντανακλούν ακριβώς την προσπάθεια σύνθεσης της ψηφιακής τεχνολογίας και των οικολογικών διεργασιών στην πρόταση ενός σύγχρονου αστικού οικοσυστήματος. Ο Tschumi, αξιοποιεί για μία ακόμα φορά τις έρευνές του για το γεγονός (event) και τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει στην αντίληψη ενός ευέλικτου προγράμματος λειτουργιών. Στην πρόταση αυτή το γεγονός, αποκτά ηλεκτρονική διάσταση διαδικτυακής πρόσβασης και επικοινωνίας. Πέρα από την επικαιροποίηση (update) των γεγονότων που δυνητικά υποστηρίζει ο σχεδιασμός, ο Tschumi προχωρά στον συνδυασμό τους με οικολογικά χαρακτηριστικά που διερευνώνται σε βάθος και ενσωματώνονται στην πρόταση ως αναπόσπαστο τμήμα της. Επιστρατεύοντας εκτενή και λεπτομερή διαγράμματα και σχηματικές απεικονίσεις, προτείνονται μία σειρά από υδρολογικές μελέτες, διαδοχικές φυτεύσεις, μακροχρόνια ανάκαμψη ζωικών οικοσυστημάτων και άλλα οικολογικά συστήματα που αναδύονται σταδιακά και φιλοξενούν μία σειρά από σύγχρονες δραστηριότητες, δημόσιες δράσεις και αστικά γεγονότα που διασφαλίζουν την βιωσιμότητα της μελέτης. Όπως αναφέρει η ίδια η ομάδα σχεδιασμού, η μελέτη αντιμετωπίζει δύο πραγματικότητες, την ψηφιακή (digital) και την άγρια φύση (wild), τις οποίες επεξεργάζεται ισότιμα ως συγκείμενες θέτοντας την μία στην υπηρεσία της άλλης. Μιλώντας συνολικά, πρέπει να αναφέρουμε ότι και οι τρεις προτάσεις χαρακτηρίζονται από οξυμένη ευαισθησία στην ανάδυση και τον χειρισμό των υφιστάμενων οικολογικών δυνατοτήτων της περιοχής μελέτης. Η πρόταξη αυτή της οικολογίας, δεν είναι ανεξάρτητη από το γεγονός ότι όλες οι συμμετοχές υιοθετούν πολυσυλλεκτικά σχήματα μελετητών, όπου συνεργάζονται αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες τοπίου, περιβαλλοντολόγοι καθώς και άλλοι μηχανικοί και σχεδιαστές. Η πολύ-επιστημονική αυτή προσέγγιση, είναι όπως έχουμε ήδη δει, μία από τις θεμελιακές προϋποθέσεις της τοπιακής πολεοδομίας που εδώ, σε αντίθεση με τον διαγωνισμό για την Villette, γίνεται αντιληπτή όσο και απαραίτητη.
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Ο τελευταίος διαγωνισμός έκανε φανερή την αποκρυστάλλωση των αρχών της τοπιακής πολεοδομίας, αφού οι περισσότερες από τις συμμετοχές της δεύτερης φάσης του διαγωνισμού73 κινούνται στα πλαίσια σχεδιασμού ενός μητροπολιτικού πάρκου ως σύγχρονου αστικού τοπίου. Πρόκειται για διαγωνισμό του 2001, για την μετατροπή του Fresh Kills στο Staten Island, σε νέο μητροπολιτικό πάρκο της Νέας Υόρκης. Από τον συγκεκριμένο διαγωνισμό θα εξετάσουμε ως πιο αντιπροσωπευτική, την πρόταση των James Corner / Field Operations, η οποία υπό τον τίτλο “Lifescapes” απέσπασε το πρώτο βραβείο του διαγωνισμού. Η έκταση Fresh Kills βρίσκεται νότια του Manhattan στο Staten Island, και αποτελεί μία εν μέρει τεχνητή επιφάνεια που προέκυψε από την εναπόθεση των απορριμμάτων της Νέας Υόρκης επί 53 χρόνια. Η διαδικασία αυτή διεκόπει, οριστικά, μόλις τον Σεπτέμβριο του 200174, και είχε σαν αποτέλεσμα μία μολυσμένη έκταση 890 εκταρίων, με λόφους που φτάνουν τα 70 μέτρα ύψος. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα σύνθετη και απαιτητική περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί η ανασυγκρότηση ενός βιώσιμου περιβάλλοντος. Αυτός όμως είναι και ο στόχος της πρότασης του Corner, που προτείνει μία «μακροπρόθεσμη στρατηγική βασισμένη στις φυσικές διεργασίες και τους φυτικούς κύκλους ζωής για την επανακατοίκηση του υποβαθμισμένου αυτού τόπου». (Reed 2005, p 156) Ο σχεδιασμός υιοθετεί χρονοδιάγραμμα 30 ετών, και αξιοποιώντας τις απαιτούμενες τεχνολογίες, περιλαμβάνει τα εξής στάδια: αποκατάσταση των εδαφών75, διαμόρφωση νέου ανάγλυφου, καθορισμό και ιεράρχηση προσβάσεων, οργάνωση των
iii
73
Όλες οι συμμετοχές: http://www.nyc.gov/html/dcp/html/fkl/fkl2_1.shtml Η απόθεση των λυμάτων στο συγκεκριμένο χώρο διεκόπη αρχικά τον Μάρτιο του 2001, αλλά μετά τις επιθέσεις του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, στον χώρο αυτό συσσωρεύτηκαν τα ερείπια του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Στο σημείο αυτό η μελέτη προβλέπει την κατασκευή μνημειακού λόφου με θέα στην κορυφογραμμή του Μανχάταν. (Reed 2005) 75 Η αποκατάσταση των εδαφών διενεργείται με μία σειρά επεμβάσεων όπως η ολική κάλυψη των λόφων με πολυμερή liner και η προσθήκη μίας στρώσης χώματος που εξασφαλίζουν την μη επικοινωνία των λυμάτων με την ατμόσφαιρα, η τοποθέτηση δικτύου μηχανικών μέσων που παροχετεύουν την εκλυόμενη θερμότητα και τέλος, η μελέτη διαδοχικών καλλιεργειών και φυτεύσεων που σταδιακά θα εμπλουτίζει το υπέδαφος και θα το προετοιμάζει για άλλα φυτικά ήδη. (Reed 2005) 74
77
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
φυτεύσεων και φυσικά των χρήσεων. Με άλλα λόγια, ο σχεδιασμός στοχεύει στην συγκρότηση ενός υποβάθρου όπου με «νευραλγικούς χειρισμούς, θα επιτευχθεί η ενεργοποίηση των διαδικασιών φυσικής ανάκαμψης» (Καραμανέα 2008, σελ. 79). Μία σειρά τέτοιων χειρισμών, όπως κατάλληλες καλλιέργειες και φυτεύσεις, υδρολογικά συστήματα που συγκρατούν τα νερά και αποτρέπουν την διάβρωση των λόφων, εντοπισμένη ενίσχυση υφιστάμενων υγροτόπων και οικοσυστημάτων αποτελούν οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμες τεχνικές που οικοδομούν με την πάροδο του χρόνου, ένα εμπλουτισμένο, οικολογικά, περιβάλλον. Πρέπει να επισημάνουμε ότι, παρά το γεγονός ότι η σχηματοποίηση μορφών στο χώρο, δεν αποτελεί προτεραιότητα του σχεδιασμού, εντούτοις, η σύσταση ενός εκτενούς προγράμματος λειτουργιών συνυφαίνεται με τον σχεδιασμό του φυσικού υπόβαθρου που ήδη περιγράψαμε. Έτσι, μία σειρά πολιτιστικών, εκπαιδευτικών, αθλητικών, ψυχαγωγικών, κοινωνικών και άλλων λειτουργιών χωροθετούνται με στόχο τη σταδιακή οικειοποίηση του χώρου και την ενίσχυση νέων δράσεων και πρωτοβουλιών. Για μία ακόμα φορά, η καταγραφή και διαχείριση των δεδομένων και πληροφοριών επιτυγχάνεται με την χρήση διαδοχικών ή επάλληλων διαγραμμάτων και χαρτών που οπτικοποιούν και αποδίδουν με σαφήνεια την υπέρθεση των οικοσυστημάτων, των λειτουργιών και των υποστηρικτικών συστημάτων του νέου τοπίου. Σε αυτά τα διαγράμματα καταγράφεται και προγραμματίζεται η διαδοχή των φάσεων υλοποίησης της μελέτης, σύμφωνα με τις προτεραιότητες του σχεδιασμού και την επιλογή των «νευραλγικών χειρισμών», αλλά και σύμφωνα με το βάθος χρόνου στο οποίο πραγματοποιείται η ανάκαμψη των διαφόρων οικοσυστημάτων. Η μελέτη της πρότασης των Field Operations για το πάρκο που περιγράφουμε, είναι ξεχωριστά σημαντική διότι έχει δρομολογηθεί η υλοποίησή της. Μέσα από μία σειρά αναθεωρήσεων και προσαρμογών, που συνοδεύουν πάντα την φάση της κατασκευής, μπορούμε πλέον να συζητάμε για εφαρμοσμένες αρχές της τοπιακής πολεοδομίας, καθώς και για μία ανεκτίμητη εμπειρία σχετικά με την μεθοδολογία σχεδιασμού αλλά και κατασκευής του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος. Μία παρατήρηση αφορά ακριβώς στην ευελιξία του σχεδιασμού, όπου οι βασικές αρχές δεν θίγονται από
79
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ_ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
τις απαραίτητες προσαρμογές αλλά παραμένουν ως στοιχεία που συνέχουν το σύνολο και διαφυλάσσουν το «πνεύμα» του σχεδιασμού. Μία δεύτερη παρατήρηση σχετίζεται με την συνειδητοποίηση όχι μόνο της ανάγκης αλλά κυρίως της αξίας της πολύ-επιστημονικής προσέγγισης του αστικού σχεδιασμού. Η συνεργασία πληθώρας ειδικοτήτων σχεδιαστών και μηχανικών, σχετιζόμενων λιγότερο ή περισσότερο άμεσα με την πόλη, το τοπίο ή το υβρίδιό τους, αποδεικνύεται η βάση της «μεθόδου εφαρμογής» που ο Corner θεωρεί κεντρικό ζήτημα για την αποτελεσματικότητα της τοπιακής πολεοδομίας. Η τελευταία παρατήρηση σχετικά με το υπό κατασκευή έργο του Fresh Kills, αφορά στην εμπειρία μίας μορφής συμμετοχικού σχεδιασμού. Ο επικοινωνιακός χειρισμός του έργου περιλαμβάνει συνεχή ροή πληροφοριών για την πρόοδο των έργων αλλά και τροφοδότηση του σχεδιασμού με απόψεις και νέες ιδέες των κατοίκων της Νέας Υόρκης που ευαισθητοποιούνται στην παρακολούθηση και συνδιαμόρφωση του έργου. Αυτή η διαδικασία επιτυγχάνεται μέσω ενημερωτικών περιοδικών εκδόσεων, ηλεκτρονικού ιστότοπου (web site) και ηλεκτρονικού ιστολογίου (web blog)76, που διατηρούν ζωηρό το ενδιαφέρον των μελλοντικών χρηστών του πάρκου, ενεργοποιώντας παράλληλα το ενδιαφέρον τους για τις συλλογικές διαδικασίες και την οικειοποίηση των κοινόχρηστων χώρων. Πιο απλά, οι παραπάνω διαδικασίες, τροφοδοτούν ένα συλλογικό όραμα και αφυπνίζουν το «φαντασιακό», αυτό που ο Corner θεωρεί αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία οποιουδήποτε σχεδιαστικού διαβήματος στο πεδίο του δημόσιου χώρου και του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος. Η εγγύηση της βιωσιμότητάς του είναι, καταρχήν, η αποδοχή του από το συλλογικό αίσθημα και η κατ’ επέκταση αυθόρμητη οικειοποίησή του. 76. Παρατίθενται οι σύνδεσμοι για την περιοδική ηλεκτρονική έκδοση, τον ιστότοπο και το ιστολόγιο του Τμήματος Πάρκων και Αναψυχής της Πόλης της Νέας Υόρκης (New York City Department of Parks and Recration). http://www.nycgovparks.org/sub_your_park/fresh_kills_park/pdf/newsletter_wi nter09.pdf http://www.nycgovparks.org/sub_your_park/fresh_kills_park/html/fresh_kills_pa rk.html http://freshkillspark.wordpress.com/
81
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
Προσεγγίσαμε την τοπιακή πολεοδομία ως ένα εργαλείο ερμηνείας της σύγχρονης πόλης και παραγωγής του αστικού περιβάλλοντος. Για να απαντήσουμε το ερώτημα, πώς σχεδιάζουμε σήμερα στο περιβάλλον και την κλίμακα της πόλης, οικοδομήσαμε σε διαδοχικές διαπιστώσεις, την θεμελιώδη σχέση της πόλης με το τοπίο. Η πόλη είναι το τοπίο, ως τόπος πολιτιστικά προσδιορισμένος . Σήμερα, η «διάχυτη πόλη», ως ενδιάμεσο μεταβατικό τοπίο, υπαγορεύει την μεταστροφή του σχεδιαστικού ενδιαφέροντος από τη μορφή στην διαδικασία. Η Τοπιακή Πολεοδομία απαντά ακριβώς σε αυτή την ανάγκη μίας πολύ-επιστημονικής προσέγγισης του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος, ως σύνθεση διαφοροποιημένων και περίπλοκων διαδικασιών, μεταβλητών δυνάμεων και ροών στο χώρο και τον χρόνο. Εστιάζοντας, κυρίως, στο δημόσιο χώρο, η τοπιακή πολεοδομία μέσα από το διαυγές θεωρητικό της υπόβαθρο, προγραμματίζει τα «υπολειμματικά» πεδία της σύγχρονης πόλης, ενορχηστρώνοντας δυναμικές φυσικές διαδικασίες και ευέλικτα αστικά γεγονότα, σε ενιαία υβριδικά περιβάλλοντα.
Παραμερίζοντας τα μορφολογικά ζητήματα που καταδυναστεύουν τον αστικό σχεδιασμό της «terra firma», η τοπιακή πολεοδομία προτείνει την «terra fluxus», δηλαδή την πόλη ως ευέλικτο πεδίο εγγραφής και επαναπροσδιορισμού ροών και δυνάμεων. Η κατανόηση της αστικής πολυσημίας και η υποστήριξή της από άρτια προγραμματισμένα τοπία-υποδομές, στοχεύουν στην παραγωγή βιώσιμου αστικού χώρου που επιτρέπει την οικειοποίηση, υπαγορεύει την ευέλικτη χρήση και ενεργοποιεί την ευρηματικότητα.
82
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
Τα παραπάνω, περιγράφουν μία διαδικασία αστικού σχεδιασμού που βασίζεται και στοχεύει στην παίδευση του σύγχρονου αστού, την εμπλοκή του με τις διαδικασίες του αστικού περιβάλλοντος και, τελικά, την αποκατάσταση της σχέσης του με τη φύση. Μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι τόσο από την ωρίμανση του θεωρητικού της πλαισίου όσο και από την εμπειρία των διαγωνισμών και εφαρμοσμένων μελετών, η τοπιακή πολεοδομία αντλεί τα εφόδια για την περαιτέρω συμβολή της στην αντίληψη του αστικού σχεδιασμού. Το επόμενο, και κρίσιμο, βήμα είναι η εφαρμογή του σχεδιασμού σε υφιστάμενα ή προτεινόμενα αστικά περιβάλλοντα, με στόχο την παραγωγή εντατικών αστικών χαρακτηριστικών. Πέρα από το δημόσιο χώρο, η τοπιακή πολεοδομία μπορεί να αποτελέσει όχημα μίας νέας οπτικής για την πόλη. Την πόλη ως ανθρωπογενή αστική οικολογία, ένα σύνολο διαδικασιών στο χώρο και το χρόνο. Την πόλη ως τόπο τοπίου.
83
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Επιχειρώντας μία σύντομη ιστορική αναζήτηση της καταγωγής των τοπιακών πρακτικών σε συνάρτηση με την ωρίμανση των αστικών μορφωμάτων, θα παρακολουθήσουμε πώς το τοπίο εκφράζει διαχρονικά την σχέση φύσης και πολιτισμού, καθώς και πώς εξελίσσεται από κηποτεχνικό σε πολεοδομικό προϊόν. Εκκινώντας από την περίοδο της Ιταλικής Αναγέννησης, ως αφετηρία της νεωτερικής σκέψης και πρακτικής, εστιάζουμε στην αναγεννησιακή Villa, μία αστική δομή που εγκαθίσταται στην ύπαιθρο με στόχο τον έλεγχο του τόπου. Η γέννησή της συνδέεται με την εδραίωση της δύναμης των μεσαιωνικών πόλεων κατά τον 15ο αιώνα, και την μετατροπή των περι-αστικών αμυντικών κτισμάτων σε υποδοχείς αστικών οικογενειών. Είναι μία από τις πρώτες περιπτώσεις που η συνειδητή εφαρμογή ελέγχου στον φυσικό τόπο, υλοποιείται μέσα από εκτεταμένες διαμορφώσεις που αναπαράγουν τον αστικό τρόπο ζωής σε φυσικό περιβάλλον. Η αναγεννησιακή Villa, ως νοητική σύλληψη, αντιστρατεύεται τους χωρικούς εγκλεισμούς της οχυρωμένης μεσαιωνικής πόλης, επιδιώκοντας την ανάκτηση της σχέσης με την φύση. (Steenbergen 1996) Ο σχεδιασμός της, όμως, προϊόν αστικής παιδείας, δεν απεκδύεται τις αστικές καταβολές7 αλλά αντιθέτως, τις ενσωματώνει σε μία διαβαθμισμένη μετάβαση από την αστική έπαυλη στο φυσικό περιβάλλον. Οι κτιριακές δομές της Villa, ο περίτεχνος κήπος που την συνοδεύει αλλά και η επιμέλεια του τοπίου που την περιβάλλει, αποτελούν μία σειρά από «ποιότητες που εποικοδομούνται στο πρωτογενές υπόβαθρο του τόπου, αποδίδοντάς του τον χαρακτηρισμό του «πολιτισμικού» τοπίου» (Μωραΐτης 2005, σ. 40) Δεν επεκτείνουμε την αναφορά μας στο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο της αναγεννησιακής Villa, ούτε στην συντακτική αποκρυστάλλωση της διάταξης στοιχείων στο χώρο. Εστιάζουμε στο συστηματικό εξορθολογισμό του τόπου που επιβάλει ο αστικά προσανατολισμένος σχεδιασμός. Στην ορθολογική αυτή βάση σχεδιασμού, εποικοδομείται η μεταγενέστερη αντίληψη του τοπίου. Ως επέκταση της αστικής οργανωτικής σκέψης στον φυσικό χώρο, ως πολλαπλή πολιτιστική ερμηνεία και κατασκευή, ως παραγωγή καθορισμένη από τις νέες απαιτήσεις και τεχνικές και τέλος ως μεταφορά παλιότερων ιστορικών προτύπων. Κατά τον 17ο αιώνα, καθιερώνεται η επιστημονική αντίληψη της φύσης μέσα από την ανάδυση των επιστημών, την κυριαρχία των μαθηματικών και της προοπτικής. Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται ο Γαλλικός σχεδιασμός τοπίου, που εφαρμόζεται σε μία σειρά αυτοκρατορικών εγκαταστάσεων αλλά και σε μικρότερης κλίμακας αστικές επαύλεις. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των διαμορφώσεων αυτών (με αποκορύφωμα τους κήπους των Βερσαλλιών) είναι η ένταξη όλων των στοιχείων του σχεδιασμού σε ένα ενιαίο, έντονα γεωμετρικό σύστημα το οποίο διέπεται από αυστηρά τηρούμενες αρχές και κανόνες. Για παράδειγμα, είναι σαφής ο ορισμός ενός κέντρου της σύνθεσης, όπου συνηθέστερα εντάσσεται ο κτιριακός όγκος. Όλη η κηποτεχνική σύνθεση που τον περιβάλλει, υπάγεται σε κανόνες μαθηματικής συγκρότησης, βασιζόμενης στην ιεράρχηση αξόνων και οπτικών φυγών αλλά και την τήρηση συμμετριών στο χώρο. Η οπτική αντίληψη και η προοπτική, επιστρατεύονται στην απεικόνιση των χωρικών διατάξεων κτιριακών, δομικών και φυτικών στοιχείων, επιδιώκοντας την υπαγωγή τους σε ένα απόλυτα ελεγχόμενο σκηνογραφικό αποτέλεσμα. Επιχειρώντας ένα συσχετισμό με το υπόβαθρο της αναγεννησιακής Villa, πρέπει να αναφέρουμε ότι η επιδίωξη της ένταξης στο φυσικό περιβάλλον, περιορίζεται από την προτεραιότητα που δίνει ο Γαλλικός σχεδιασμός στη μαθηματική σύνθεση του κήπουδωμάτιο. Αντίστοιχα, η απόσπαση από την πόλη και η σύσταση μίας μετάβασης προς τη φύση, αντιστρέφεται στον Γαλλικό σχεδιασμό επεκτείνοντας την τοπιακή αντίληψη του γαλλικού baroque, σε επεμβάσεις μεγαλύτερης κλίμακας, που αφορούν ευρύτερες αστικές περιοχές. Στην Αγγλία του 18ου αιώνα, διαμορφώνονται οι συνθήκες για την δημιουργία του Αγγλικού κήπου, διαδικασία που εκφράζει για μία ακόμα φορά την αναζήτηση της σχέσης φύσης-
Ι
85
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
πολιτισμού, πλέον, μέσα από το πρίσμα του αναδυόμενου ρομαντισμού. Τον 18ο αιώνα η Αγγλία και η αγγλική πόλη υφίστανται τις ραγδαίες συνέπειες της βιομηχανικής επανάστασης. Οι συνθήκες κατοίκησης στο αστικό περιβάλλον και η αλλοίωση του φυσικού, δημιουργούν έντονη περίσκεψη για την βιωσιμότητα του «βιομηχανικού πολιτισμού», και επαναφέρουν στο προσκήνιο την μέριμνα για τη φύση και την αισθητική τέρψη. Στην διαμόρφωση της αντίληψης για την φύση και τον ρόλο που διαδραμάτισε στην αποκρυστάλλωση του αγγλικού κήπου, συνέβαλαν δύο καθοριστικοί παράγοντες. Από την μία πλευρά, οι αρχές του Διαφωτισμού, υπαγορεύουν την ελευθερία στο σχεδιασμό και τη ρομαντική ευαισθησία απέναντι στη φύση. Από την άλλη, η αποτίναξη των καταπιεστικών συστημάτων οργάνωσης, συνοδεύεται και από την επιρροή της ζωγραφικής παράδοσης του προηγούμενου αιώνα (17ου), που με αφετηρία την φλαμανδική τοπιογραφία ζωντανεύει το ενδιαφέρον για την φύση και την γραφικότητα της εξοχής. Η καλλιτεχνική παραγωγή των Claude de Lorrain και Nicolas Poussin, αποδείχθηκε καθοριστική για την διαμόρφωση της αντίληψης του ιδανικού τοπίου, το οποίο ταυτίστηκε με την εξιδανικευμένη εικόνα άσπιλων φυσικών τόπων και πολιτιστικών στοιχείων κλασσικής καταβολής. Αυτό το ιδανικό καθόρισε και την παραγωγή του αγγλικού τοπίου του 18ου αιώνα, το οποίο προέκυψε μέσα από συστηματικές και λεπτομερείς ζωγραφικές αναπαραστάσεις τοπιακών προτάσεων και εξελίχθηκε σε μία επιστήμη της κηποτεχνίας (Steenbergen 1996). Σε σχέση με την γαλλική παράδοση του 17ου αιώνα, «η αγγλική αντίδραση δεν είναι μόνο μία «φυσικότερη» προσέγγιση του τοπίου, αλλά και μία «ζωγραφικότερη» προσέγγιση του τόπου» (Μωραΐτης 2005, σ. 75). Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από μία πληθώρα αντιλήψεων, τάσεων και πρακτικών που επαναφέρουν κλασικιστικά, ρωμαϊκά, μεσαιωνικά ή άλλα πρότυπα, τροφοδοτώντας μία ρομαντική αναπόληση του παρελθόντος. Χαρακτηρίζεται όμως και από την ανάδειξη πλήθους πρωτοποριακών κινημάτων που με όχημα την καλλιτεχνική έκφραση, αντιτάσσονται στα ακαδημαϊκά στεγανά και παράγουν πολιτική και κοινωνική κριτική. Σε αυτό το πλαίσιο, ο μοντερνισμός του τέλους του 19ου αιώνα, αποτέλεσε μία συγκροτημένη αφετηρία διανόησης και καλλιτεχνικής παραγωγής στη βάση της ρήξης με το παρελθόν και του ορθολογικού προγραμματισμού της εξέλιξης του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Έτσι, επόμενος σταθμός στην διερεύνηση των αντιλήψεων για το τοπίο, μπορεί να θεωρηθεί η συγκρότηση της μοντέρνας προσέγγισης στην Αρχιτεκτονική, την Πολεοδομία, την Τέχνη και το Τοπίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μοντέρνα Αντίληψη για το Τοπίο προηγείται και διαμορφώνει τις κατευθύνσεις την Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής Τοπίου. Αυτό οφείλεται στον καθοδηγητικό ρόλο των νέων μοντερνιστικών αντιλήψεων που στη βάση της κριτικής και αμφισβήτησης της παράδοσης, προκρίνουν την «αναίρεση των εγκλεισμών ακόμα και στο εσωτερικό του κτηριακού κελύφους» (Μωραΐτης 2005, σ. 98). Η χωρική συνέχεια αποτελεί την κυρίαρχη σχεδιαστική αρχή, η οποία σύντομα αποτελεί και ζητούμενο στις μοντερνιστικές τοπιακές διαμορφώσεις. Ακόμα περισσότερο, σύντομα υιοθετείται σε αυτές, σχεδιαστικό λεξιλόγιο που προέρχεται από την αντιστοίχηση κτιριακών δομών με συναφείς φυσικές, κάτι που επεκτείνει περαιτέρω τον συγχρονισμό του «νεωτερικού τοπίου» με την αρχιτεκτονική πρακτική.8 Ως προς την αντιμετώπιση του φυσικού περιβάλλοντος, πρέπει να επισημάνουμε ότι εντάσσεται στην λογική της διάκρισης των λειτουργιών του αστικού περιβάλλοντος. Αποτελεί, δηλαδή μία συνιστώσα του σχεδιασμού, που προβλέπει την ύπαρξη του φυσικού περιβάλλοντος, αυστηρά οριοθετημένου και στη θέση που ορίζει ένα διάγραμμα αστικού προγράμματος. Η μοντερνιστική πολεοδομία, ερμηνεύει μονοσήμαντα την τοπιακή εμπειρία ως «λειτουργία» που οφείλει να παρέχεται σε συγκεκριμένες σχέσεις και αναλογίες προς τις υπόλοιπες λειτουργίες. Είναι χαρακτηριστική η μνημειακή χωροθέτηση των πάρκων στα μοντερνιστικά πολεοδομικά σχέδια, ως κατασκευασμένων νησίδων «άγριας» φύσης.
86
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Στη συνέχεια θα πρέπει να μεταφερθούμε στις δεκαετίες του 1960 και 1970, όπου στα πλαίσια της γενικότερης κριτικής απέναντι στην μοντερνιστική βάση παραγωγής του δομημένου χώρου, ανακάμπτει το κεντρικό ερώτημα της σχέσης φύσης και πολιτισμού. Τόσο η αμφισβήτηση του δυτικού εποικοδομήματος αξιών, όσο και το συνειδητό πλέον αίτημα προστασίας του φυσικού πλούτου, φωτίζουν τον τοπιακό σχεδιασμό και αναθερμαίνουν την αναζήτηση του σχεδιασμένου δημόσιου χώρου. Θα μπορούσαμε τελικά να υποστηρίξουμε ότι η εκμετάλλευση του ανανεωμένου αυτού ενδιαφέροντος από την γενικότερη ή ειδικότερη της πόλης εξουσία, διαμορφώνει την έκτοτε στάση απέναντι στις διαμορφώσεις τοπίου. Αποτελούν όχημα πολιτικής και πολιτιστικής προβολής μίας ανανεωμένης ταυτότητας των πόλεων και ταυτόχρονα φορείς παγιωμένων κοινωνικών αιτημάτων που συνδέονται με την «οικολογική» συνείδηση, την βιωσιμότητα και την περιβαλλοντική ευαισθησία. Με αυτό δεν εννοούμε ότι η παραγωγή τοπίου καθ’ όλη την ιστορική της διαδρομή, δεν ήταν φορέας πολιτικών και κοινωνικών νοημάτων. Ανέκαθεν, ο σχεδιασμός του τοπίου εντάσσεται στην επιστράτευση του δομημένου περιβάλλοντος για την προβολή και επιβολή εξουσίας, όπως ακριβώς ο Αρχιτεκτονικός και Πολεοδομικός σχεδιασμός. Θα λέγαμε όμως, ότι, καινοφανής είναι η μετατροπή του τοπίο σε καταναλωτικό προϊόν και ρυθμιστικό παράγοντα αξιών στο χρηματιστήριο του τουρισμού. 7. Η άρρηκτη σχέση της Villa με την πόλη από την οποία αποσπάται, φανερώνεται και από τις προτροπές του Leon Battista Alberti, ο οποίος θεωρεί την οπτική επαφή με την πόλη, κριτήριο επιλογής κατάλληλης τοποθεσίας της Villa, ενώ συναρτά την ποιότητά της από την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη της. (Steenbergen 1996, σ. 35) 8. «Οι προτάσεις του μοντέρνου κτηριακού σχεδιασμού, είναι αυτές που εισηγούνται και τις νέες κατευθύνσεις στην τοπιοτέχνηση του φυσικού». Σε αυτή τη βάση υιοθετούνται τα παρακάτω αξιώματα για το νεωτερικό τοπίο. «Άρνηση του εκλεκτικισμού και των ιστορικών συστημάτων έκφρασης. Η τοπιοτεχνική έκφραση οφείλει να υπαγορεύεται από τις συνθήκες της νεωτερικής κοινωνίας, τον τόπο παρέμβασης και το λειτουργικό πρόγραμμα. Δίδεται έμφαση στην τρισδιάστατη χωρική αντίληψη και την κατάργηση του άξονα και της γραμμικής προοπτικής. Ιδιαίτερος τρόπος δομικής χρήσης της χλωρίδας και όσμωση κτιρίου-τοπίου». Μωραΐτης 2005, σ. 98-101
«Το σύνολο των θεωρητικών υποθέσεων, μεθόδων, τεχνικών εμπειριών, αξιών και γλώσσας που η επιστημονική κοινότητα ονομάζει Πολεοδομία σήμερα, συγκροτείται σταδιακά στις χώρες τις Ευρώπης και της Β. Αμερικής, σε συνάρτηση με τις μεγάλες μεταβολές του πληθυσμού στο χώρο που επιφέρει η ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού9. Τα τοπία και οι πόλεις στις περιοχές εγκατάστασης της βιομηχανίας μεταβάλλονται ριζικά. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η αύξηση του αριθμού και του πληθυσμού των πόλεων είναι εκρηκτική. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι, παράλληλα προς τη βιομηχανική ανάπτυξη, η ανάδυση της «μεγάλης πόλης» με τις νέες λειτουργίες, τα νέα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα, τα νέα προβλήματα αλλά και τις νέες δυνατότητες χαρακτηρίζει τον αιώνα.» (Μαντουβάλου 2006α, σ. 1) Η πληθυσμιακή μεγέθυνση των αστικών δομών εντείνεται σταδιακά, καθώς οι πόλεις εξελίσσονται σε παραγωγικά, εμπορικά και επιχειρηματικά κέντρα. Η μεταβολή της οικονομίας και η ενίσχυση της δευτερογενούς παραγωγής έχουν άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία της υπαίθρου, προκαλώντας τη πληθυσμιακή συσσώρευση στα αστικά κέντρα. Το φαινόμενο, που αποκαλούμε αστικοποίηση, απασχολεί έκτοτε συνεχώς την αναλυτική προσέγγιση της πόλης αφού αποτελεί βασικό παράγοντα διαμόρφωσης τόσο των αστικών δομών όσο και των σχέσεων των δομών αυτών με την ύπαιθρο. Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να τονιστεί η διάκριση των μεγάλων πραγματοποιήσεων της «τέχνης των πόλεων»10, που έχει με παραδειγματικό τρόπο επιλύσει προβλήματα, από τις λύσεις της «Πολεοδομίας» που καλείται να αντιμετωπίσει τη σύνθετη προβληματική του
2
87
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
88
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος. Αυτή η ανάγκη για την επιστημονική μελέτη της πόλης, θεωρείται από τον Camillo Sitte, η απαρχή του εκφυλισμού της τέχνης των πόλεων. «Κανείς πια σχεδόν δεν ενδιαφέρεται για την πολεοδομία ως καλλιτέχημα παρά μόνον για την πολεοδομία ως τεχνικό πρόβλημα». (1992, σ. 89) Η καλλιτεχνική πολεοδομία του Sitte, όπως αυτή εντοπίζεται στη μεσαιωνική ή την αναγεννησιακή ευρωπαική πόλη, αποτελεί έκφραση έντεχνου χειρισμού μίας σειράς αστικών «θεμάτων», που καθιστούν την χρήση του αστικού χώρου, εμπειρία ξεχωριστής σημασίας. Σε αυτή την υπεροχή της αξίας χρήσης της πόλης έναντι της ανταλλακτικής αξίας, στηρίζει ο Lefebvre την παρατήρηση ότι «η πόλη είναι έργο, που πλησιάζει περισσότερο στο έργο τέχνης, παρά στο απλό υλικό προϊόν». (1997, σ. 64) Η ισχυροποίηση της οικονομίας στη βάση του βιομηχανικού καπιταλισμού και η γενικευμένη εδραίωση του εν λόγω συστήματος κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, είχε όπως αναφέραμε άμεσο και δραστικό αντίκτυπο στην παραγωγή και ερμηνεία του αστικού χώρου. Τα νέα δεδομένα που εισήγαγαν η ραγδαία αστικοποίηση και η αναίρεση των ορίων των πόλεων, οδήγησαν σε θεωρητικές πολεοδομικές προσεγγίσεις και προτάσεις που αποστασιοποιούνταν σταδιακά από την διαχρονική ερμηνεία των αστικών δομών. Η πολυπλοκότητα, η ευελιξία και η ελαστικότητα του αστικού χώρου θεωρήθηκαν στοιχεία σύγχυσης και εμπλοκής της εύρυθμης λειτουργίας του. Η βιομηχανική αντίληψη της οικονομίας προτάσσει την βελτιστοποίηση των λειτουργιών, χρόνων και ροών σε έναν αντικατοπτρισμό της μηχανικής λειτουργίας στον προγραμματισμένο αστικό χώρο, την πόλη - μηχανή11. Η σύνδεση των ζητημάτων της πόλης, με τα οικονομικά μοντέλα, την μαζική παραγωγή και την τυποποίηση, συνδέεται άμεσα με την κυρίαρχη παρουσία της ανερχόμενης αστικής τάξης, που στα πλαίσια της επίδειξης και επιβολής ισχύος, στρέφεται στα αστικά κέντρα όπου μέσα από μία σειρά εκτεταμένων αναπλάσεων, παράγει και καρπώνεται αστικές υπεραξίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι πολεοδομικές επεμβάσεις του John Nash στο Λονδίνο και αυτές του βαρώνου Haussmann στο Παρίσι. (Καρύδης 2006) Σταδιακά ο αστικός χώρος μετατρέπεται σε πεδίο εγγραφής απλουστευτικών πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών μοντέλων12 που αδιαφορώντας για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκάστοτε τόπου και απορρίπτοντας οποιαδήποτε συσχέτιση με τις πρακτικές του παρελθόντος, προτείνουν συνθετικές αρχές και αντιλήψεις ευρείας εφαρμογής. Οι κωδικοποιημένες αυτές αρχές σε μία προσπάθεια αποκοπής από το παρελθόν, συστήνουν πολεοδομικές προτάσεις με ιδιαίτερη εμμονή στον σχεδιασμό σε επίπεδο γενικής διάρθρωσης της πόλης και σε επίπεδο κτιριολογίας και οικοδομικής. Πρόκειται για α-χρονικές και α-τοπικές προσεγγίσεις που συνειδητά παραγνωρίζουν την διερεύνηση των ενδιάμεσων κλιμάκων σχεδιασμού και των σχέσεων που αναπτύσσονται στο χώρο από το χρήστη και τη χρήση του χώρου. Η ορθολογική αυτή αντιμετώπιση του αστικού χώρου συνοψίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα στα προτάγματα της μοντερνιστικής πολεοδομικής σκέψης. Ο δημόσιος κοινόχρηστος χώρος προκύπτει ως υπολειπόμενος αρνητικός χώρος, ενδιάμεσος των κτιριακών όγκων – μηχανών. Το κενό του αστικού χώρου αποτελεί μία λειτουργική συνιστώσα που λαμβάνει την έκταση που της αναλογεί σε προγραμματισμένες σχέσεις με τις υπόλοιπες λειτουργίες της πόλης (κατοικία, εργασία, μεταφορά, ψυχαγωγία). Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η κρισιμότερη «πτώχευση» του αστικού χώρου, στην μονοσήμαντη ερμηνεία του δημόσιου χώρου που αγνοεί την πολλαπλότητα των εκδηλώσεων ιδιοποίησης του χώρου που απορρέουν από την ιδιοσυγκρασιακή διαφοροποίηση των χρηστών του. Τις παραπάνω διαπιστώσεις που αφορούν την πολεοδομική πρακτική, πρέπει να τις συνυπολογίσουμε με το παράλληλο φαινόμενο γιγάντωσης των πόλεων που προσέφερε πεδίο πειραματισμού και εφαρμογής των νέων σχεδιαστικών αρχών. Με πρόσχημα την βελτίωση των συνθηκών ζωής στο αστικό περιβάλλον, το ζήτημα της κατοικίας αναδεικνύεται κεντρικό ζήτημα της πολεοδομικής πρακτικής, και βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην επεκτεινόμενη αστική
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
περιφέρεια. Η πολεοδόμηση των προαστίων, η γέννηση της «κηπούπολης» αλλά και μεγαλόπνοα σχέδια όπως η Ville Radieuse και το Plan Voisin του Le Corbusier, έχουν την αφετηρία τους σε αυτή την απλουστευτική αντίληψη που απομόνωσε την κατοικία, χρησιμοποιώντας τη σε πειραματισμούς σχηματοποίησης αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών μορφών στο χώρο. Από αυτή τη διαδικασία προέκυψαν σύντομα οι «πόλεις υπνωτήρια», ενώ ακολούθησαν τα εκτεταμένα προγράμματα κοινωνικής κατοικίας, καλλιεργώντας και αναπαράγοντας κοινωνικές ανισότητες στο χώρο. Το αναμενόμενο κοινωνικό αδιέξοδο που συνόδευσε την μοντερνιστική οργάνωση του αστικού χώρου, δεν άργησε να προκαλέσει την κριτική επιστημονική αντίδραση που επανεξετάζει τον αστικό χώρο εστιάζοντας κυρίως στην ενδιάμεση κλίμακα του αστικού ιστού (Κοσμάκη, Λουκόπουλος 1982). Πεδία προβληματισμού αποτελούν κυρίως: α. η κλίμακα της πόλης, το μέγεθός της και η αναγνωρισιμότητα των μερών της σε σχέση με το σύνολο, β. η πυκνότητα της πόλης ως στοιχείο εξασφάλισης εντατικών χωρικών σχέσεων, γ. η ηλικία, ή αλλιώς το βάθος χρόνου που επιτρέπει την ανάπτυξη αναγνωρίσιμων προτύπων χρήσης της πόλης. Το επίπεδο αυτό του προβληματισμού, συνιστά και μία αναδρομή σε προβιομηχανικά πρότυπα αστικής οργάνωσης που προηγουμένως εντάξαμε στις πραγματοποιήσεις τις «τέχνης των πόλεων». Τα πρότυπα αυτά τροφοδότησαν συχνά τόσο τις λεγόμενες σοσιαλιστικές ουτοπίες όσο και τις ιστορικιστικές προσεγγίσεις του τέλους του 19ου αιώνα. (Camillo Sitte και πολύ μεταγενέστερα Krier) Οι παραπάνω προσεγγίσεις παρέμειναν εν πολλοίς ανεφάρμοστες ή αποσπασματικά πραγματοποιημένες σε βαθμό που να μην αντιστοιχούν σε επαναπροσδιορισμό της πολεοδομικής πρακτικής. Αντιθέτως, η αναθεώρηση της πολεοδομικής σκέψης που προαναφέραμε, βρίσκει πεδίο εφαρμογής στη «μονάδα γειτονιάς». Η υποδιαίρεση αυτή του αστικού χώρου υιοθετείται ως καταλληλότερο μέγεθος πειραματισμού για τις συνεχείς επεκτάσεις των πόλεων. Η φάση της προαστιοποίησης, αν και έχει να επιδείξει αξιόλογα αποτελέσματα στην επεξεργασία της μικρής αστικής κλίμακας, κατέληξε στην μη οργανική συρραφή των σχεδιασμένων μονάδων όπου η αποκατάσταση δεσμών ήταν αδύνατη. Ο πειραματισμός των «μονάδων γειτονιάς» και η αδυναμία ουσιαστικής συσχέτισής τους κατέδειξαν την σημασία της «ρευστής» επεξεργασίας του ορίου της πόλης, δηλαδή την σημασία του ενδιάμεσου χώρου ως συνεκτικού στοιχείου των μερών και της πόλης με την ύπαιθρό της. Την περίοδο του μεσοπολέμου αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, παγιώνονται τα κοινωνικά αιτήματα για το κράτος πρόνοιας και την διασφάλιση του δικαιώματος στη κατοικία. Τα αιτήματα αυτά οδηγούν σε νέες επεκτάσεις και εκτεταμένα προγράμματα οργανωμένης δόμησης κατοικίας, αλλά και νέες πόλεις. Σε αυτή την κατεύθυνση εκπονούνται Ρυθμιστικά Σχέδια που περιλαμβάνουν τις βασικές οργανωτικές κατευθύνσεις εντός του αστικού χώρου. Από την δεκαετία του 1970 και έπειτα, παρατηρείται συγκράτηση των ρυθμών αστικοποίησης, που σε συνδυασμό με την μεταπολεμική ανοικοδόμηση των αστικών κέντρων, επαναφέρει το ενδιαφέρον στους παραδοσιακούς πυρήνες των πόλεων. (Άνοιξη του ’68, ιδεολογική αμφισβήτηση, πετρελαϊκή κρίση, αναδίπλωση και περίσκεψη για τον δομημένο χώρο και την πόλη) Το ενδιαφέρον αυτό προκαλεί, πέρα από την εκπόνηση Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών σχεδίων, έντονη περίσκεψη και πολεοδομική συζήτηση που περιστρέφεται στις δεκαετίες 1970 και 1980, γύρω από δύο βασικούς άξονες. Τον συμμετοχικό σχεδιασμό που εστιάζει στην αυτενέργεια και την πρωτοβουλία στην πόλη, και τον ιστορικισμό που βασίζεται στην υιοθέτηση συγκεκριμένης τυπολογίας ιστορικών καταξιωμένων μορφών αστικών χώρων (Κοσμάκη, Λουκόπουλος 1982).
89
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
Από την δεκαετία του 1980, η χωρική οργάνωση των πόλεων χαρακτηρίζεται, εκ νέου, από ραγδαίες μεταβολές στην οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής. Για την σύγχρονη πόλη δεν είναι παρά η αυγή της αποβιομηχάνισης και η ανάδυση νέων ζητημάτων, για την περιγραφή και αντιμετώπιση των οποίων, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραδοσιακά πολεοδομικά εργαλεία.
3
Η τοπιακή πολεοδομία, διαμορφώνεται μέσα από μία σειρά συνεδρίων, εκδόσεων, διαλέξεων και ακαδημαϊκών προγραμμάτων και εδρών. Το πρώτο συνέδριο, με τον τίτλο «Κατασκευαστικό Τοπίο», διοργανώθηκε το 1993 στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, πραγματευόμενο κυρίως την «κατασκευαστικότητα»56 του τοπίου και την διάκρισή του τόσο από τον τόπο όσο και από το φυσικό περιβάλλον. Το επόμενο συνέδριο, με τίτλο «Η Ανάκτηση του Τοπίου», διεξήχθη το 1994 στην Architectural Association (ΑΑ) του Λονδίνου σκοπεύοντας στην διατύπωση ενός μανιφέστου κατά τον σκηνογραφικών ή γραφικών πρακτικών στον σχεδιασμό τοπίου, αντιτάσσοντας την εμπλοκή του τοπίου στα ζητήματα του αστικού σχεδιασμού και των υποδομών.57 Τα δύο αυτά συνέδρια έδωσαν το κύριο σώμα των άρθρων που, εμπλουτισμένα, αποτέλεσαν το 1999, την έκδοση «Ανακτώντας το Τοπίο» (Recovering Landscape), με την επιμέλεια του James Corner. Νωρίτερα, το 1997, διοργανώθηκε στο Graham Foundation του Σικάγο, ένα ακόμα συνέδριο με τίτλο «Τοπιακή Πολεοδομία» (Landscape Urbanism), έναν νεολογισμό που καταθέτουν οι James Corner (landscape as urbanism) και Charles Waldheim (landscape urbanism), εργαζόμενοι στην σχέση τοπίου και πολεοδομίας. Το συνέδριο συνοδευόταν από μία έκθεση σχετικών μελετών η οποία περιόδευσε τα δύο επόμενα χρόνια σε διάφορα ιδρύματα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αποτέλεσμα του τελευταίου συνεδρίου ήταν η δημιουργία προπτυχιακού προγράμματος Τοπιακής Πολεοδομίας στην Αρχιτεκτονική Σχολή του University of Illinois του Σικάγο καθώς και η δημιουργία της Έδρας Τοπιακής Πολεοδομίας “Jens Jensen”. Αντίστοιχα το 1999, δημιουργείται μεταπτυχιακό πρόγραμμα (Master) Τοπιακής Πολεοδομίας στην Architectural Association του Λονδίνου, υπό την διεύθυνση του Mohsen Mostafavi. Ακολουθούν δύο εκδόσεις που συγκεντρώνουν άρθρα σχετικά με την θεωρία και την πρακτική της τοπιακής πολεοδομίας. Την πρώτη έκδοση με τον τίτλο «Τοπιακή Πολεοδομία: Ένα εγχειρίδιο για το τοπίο-μηχανή»58, επιμελούνται οι Mohsen Mostafavi και Ciro Najle, ενώ αποτελεί όντως εγχειρίδιο της πρακτικής που υιοθετεί η Architectural Association σχετικά με την τοπιακή πολεοδομία. Το δεύτερο βιβλίο εκδίδεται το 2006, με τίτλο «Αναγνωστικό της Τοπιακής Πολεοδομίας»59 και επιμέλεια του Charles Waldheim, όπου συγκεντρώνονται μια σειρά άρθρων που προσεγγίζουν από διαφορετικές οπτικές την νέα αυτή διάσταση στην προσέγγιση της σύγχρονης πόλης.
56. Corner James (ed.), 1999, “Recovering Landscape: Essays in Contemporary Landscape Architecture”, p ix, “The participants attempted to clarify the inevitable constructedness of landscape (that is neither natural nor given).” 57. Το συνέδριο διοργανώθηκε από τους James corner και Alan Balfour, καθηγητή Αρχιτεκτονικής Τοπίου στο University of Pennsylvania και προέδρου, τότε, της Architectural Association του Λονδίνου, αντίστοιχα. 58. Mostafavi Mohsen & Najle Ciro (eds.), 2003, “Landscape Urbanism: A Manual for the Machinic Landscape”, Architectural Association Press, London 59. Waldheim Charles (ed.), 2006α, “The Landscape Urbanism Reader”, Princeton University Press, New York
90
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bacon Edmund, 1967, Design of Cities, Thames And Hudson, London Baljon Lodewijk, 1995, Designing Parks: An Examination of contemporary Approaches to Design in Landscape Architecture, Architectura & Natura Press, Amsterdam Benevolo Leonardo, 1997, Η Πόλη στην Ευρώπη, μτφ: Άννα Παπασταύρου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα Berger Alan, 2006, Drosscape: Wasting Land in Urban America, Princeton Architectural Press, New York Corner James (ed.), 1999, Recovering Landscape: Essays in Contemporary Landscape Architecture, Princeton Architectural Press, New York Gray Christopher D., 2006, From Emergence to Divergence: Modes of Landscape Urbanism, Dissertation submitted for Masters of Architecture (March) Degree, University of Edinburgh, Edinburgh College of Arts Lefebvre Henry, 1977, Το Δικαίωμα στην Πόλη: Χώρος και Πολιτική, Μετ.: Πάνος Τουρνικιώτης & Κλωντ Λωραν, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα Lerup Lars, 2000, After the City, MIT Press, Cambridge Muir Richard, 1999, Approaches to Landscape, MacMillan Press, London Norberg-Schulz Christian, 2009, Genius Loci, Το Πνεύμα του Τόπου: Για μια Φαινομε-νολογία της Αρχιτεκτονικής, Μτφ: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα Reed Peter, 2005, GROUNDSWELL: Constructing the Contemporary Landscape, MOMA, New York Rossi Aldo, 1991, Η Αρχιτεκτονική της πόλης, μτφ: Βασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη Sitte Camillo, 1992 (1η έκδοση 1889), Η πολεοδομία σύμφωνα με τις καλλιτεχνικές της αρχές, μτφ: Κωνσταντίνος Σερράος, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας Steenbergen Clemens, Reh Wouter, 1996, Architecture and Landscape, THOTH, Bussum Tandy Cliff, 1975, Landscape of Industry, Leonard Hill Books, London Tschumi Bernard, 1987, Cinegramme Folie, Le Parc de la Villette, Butterworth Architecture Waldheim Charles (ed.), 2006α, The Landscape Urbanism Reader, Princeton University Press, New York Γεράρδη Κλ., Μαντουβάλου Μ., Μαυρίδου Μ., Πολύζος Ιωαν., Σαρηγιάννης Γ., 2006, Αναλυτική Προσέγγιση του Αστικού Χώρου: Επιλογή Κειμένων για την Ιστορία και Θεωρία της Πολεοδομίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολεοδομία 1, Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα Καρύδης Δημήτρης Ν., 2006, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα Καρύδης Δ., Κλαμπατσέα Ε., Μπελαβίλας Ν., Σαρηγιάννη Α., Σαρηγιάννης Γ., Σερράος Κ., 2007, Πολεοδομικές Επεμβάσεις στον Αστικό Χώρο, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολεοδομία 2, Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα Λέφας Παύλος, 2008, Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, ΠΛΕΘΡΟΝ, Αθήνα Μωραΐτης Κώστας, 2005, Το Τοπίο, Πολιτιστικός Προσδιορισμός του Τόπου, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα
91
ΑΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
Allen Stan, 2009, «Beyond Landscape Urbanism», Lotus 139, pp 112-113 Armstrong Helen, «Post-Urban/Suburban Landscapes: Design and Planning the Centre, Edge and In-Between», Centre for Cultural Research, University of Western Sydney, στο www.uws.edu.au/__data/assets/pdf_file/0017/6920/Armstrong_Final.pdf Armstrong Helen, 2006, «Time, Dereliction and Beauty», IFLA Eastern Region Conference, 25-27 May, Sydney: Darling Harbour, στο http://www.aila.org.au Berger Alan, 2006, «Drosscape», Τhe Landscape Urbanism Reader. Charles Waldheim (ed.), Princeton University Press, New York, pp 197-217 Burtynsky Edward, 2006, «Incursions into the land», Lotus 128, pp 4-8 Corner James, 2006, «Terra Fluxus», The Landscape Urbanism Reader, Charles Waldheim (ed.), Princeton University Press, New York, pp Goossens Maarten, 2007, «A revolution for urbanity», ‘scape, April, no. 1, pp 18-27 Harb Ryan C., 2009, «Landscape Urbanism: Transforming our Future Urban Landscapes», Green Urbanism Seminar, March 7, 2009, University of Massachusetts Amherst Harsema Harry, 2007, «Decoding the strata», ‘scape, April, no. 1, pp 28-37 Haupt Per & Berghauser Pont Meta, 2007, «City or Sprawl ? The need for a science of Density», ‘scape, April, no. 1, pp 60-63 Ipsen Detlev, Li Yongning & Weichler Holger (eds.), 2005, «Urban Landscape and Landscape Urbanism», The Genesis of Urban Landscape: The Pearl River Delta in South China, University of Kassel, Faculty of Architecture, Urban Planning and Landscape Planning, pp 7-12 Jenkins Simon, 2009, «Αβέβαιο το μέλλον για το Ντουμπάι», Η Καθημερινή, 25 Δεκεμβρίου, σ. 14 Koolhaas Rem & Mau Bruce, 1995, «What Ever Happened to Urbanism?», S, M, L, XL , The Monicelli Press, New York, pp 959-971 Krieger Alex, 2004, «Territories of Urban Design», Harvard School of Design, February 2004,στο www.gsd.harvard.edu/people/faculty/krieger/articles/territoriesofud.pdf Lerup Lars, 2000, «Stim and Dross: Rethinking the Metropolis», After the City, MIT Press, Cambridge Lootsma Bart, «Synthetic Regionalization», Recovering Landscape Massey Doreen, 1995, «Η Παγκοσμιότητα του Τοπικού», μτφ: Γιάννης Παρασκευόπουλος, Νέα Οικολογία, 134, Δεκέμβριος, σελ. 56-61 Shane Grahame, 2003, «The Emergence of "Landscape Urbanism": Reflections on Stalking Detroit», Harvard Design Magazine, Architecture as Conceptual Art, no. 19, Fall 2003/Winter 2004 Shane Grahame, 2006, «The Emergence of Landscape Urbanism», The Landscape Urbanism Reader, Charles Waldheim (ed.), Princeton University Press, New York, pp 57-67 Tiberghien Gilles A., 1998, «Quels Paysages?», l’ architecture d’ aujourd’ hui, Juin, no. 317, pp 92-95 Waldheim Charles, 2002, «Landscape Urbanism: a Genealogy», Praxis: journal of writin + building, no. 4, pp 10-17 Waldheim Charles, 2006β, «A Reference Manifesto», Introduction in TheLandscape Urbanism Reader, Charles Waldheim (ed.), Princeton Univ. Press, New York, pp 15-19
92
ΠΟΛΗ ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΙΟΥ
ΑΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
Waldheim Charles, 2006γ, «Landscape as Urbanism», The Landscape Urbanism Reader, Charles Waldheim (ed.), Princeton Univ. Press, New York, pp 37-51 Wall Alex, 1999, «Programming the Urban Surface», Recovering Landscape: Essays in Contemporary Landscape Architecture, James Corner (ed.), Princeton Architectural Press, New York Weller Richard, 2006, «An Art of Instrumentality: Thinking Through Landscape Urbanism», The Landscape Urbanism Reader, Charles Waldheim (ed.), Princeton University Press, New York, pp 71-85 Γιαννόπουλος Αρίστος, 2009, «Oil: Αλλάζουμε τα πετρέλαια του πλανήτη», Περιοδικό «Ε», 1 Νοεμβρίου, τεύχος 968, σ. 9-22 Καραμανέα Πανίτα, 2008, «Η συμβολή του τοπίου στον σχεδιασμό αστικών επεμβάσεων μεγάλης κλίμακας», αρχιτέκτονες, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος, τεύχος 71, σελ. 76-79 Κοσμάκη-Λουκοπούλου Π. & Λουκόπουλος Δ., 1982, «Εισαγωγή στην Έννοια του Αστικού Ιστού», Αρχιτεκτονικά Θέματα, τεύχος 16, σ. 111-123 Μαντουβάλου Μαρία, 2006α, «Όψεις της Αστικοποίησης και Πολεοδομία», Επιλογή κειμένων για την Ιστορία και θεωρία της Πολεοδομίας, Συλλογικό, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολεοδομία 1, Αναλυτική Προσέγγιση του Αστικού Χώρου, Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, σ. 1-15 Μαντουβάλου Μαρία, 2006β, «Η Πολεοδομία στη διασταύρωση παραγωγικών μεταλλαγών και κοινωνικο-πολιτικών ανακατατάξεων: ένα συνοπτικό χρονικό», Επιλογή κειμένων για την Ιστορία και θεωρία της Πολεοδομίας, Συλλογικό, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολεοδομία 1, Αναλυτική Προσέγγιση του Αστικού Χώρου, Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, σ. 87-96 Ξυδάκης Νίκος, 2009, «Πρότζεκτ Ντουμπάι: Αλ Βαβέλ», Η Καθημερινή, 29 Νοεμβρίου Σημαιοφορίδης Γιώργος, 2005, «Η πόλη στο τέλος του 20ου αιώνα», Διελεύσεις, Κείμενα για την αρχιτεκτονική και τη μετάπολη, Metapolis Press, Αθήνα, σ. 135-140 Τζιρτζιλάκης Γιώργος, 2005, «Το εδαφικό εργαστήριο του ‘διευρυμένου πεδίου’», αρχιτέκτονες, Ιανουάριος/Φεβρουάριος, τεύχος 49, σ. 54-57 Χάρη Χαρίκλεια, 2005, «Το τοπίο ως τόπος παραγωγής και τρόπος θέασης», αρχιτέκτονες, Ιανουάριος/Φεβρουάριος, τεύχος 49, σ. 67-69 Χατζηστεφάνου Άρης, 2009, «Ντουμπάι: Παλάτια στην άμμο», Περιοδικό «Κ», 13 Δεκεμβρίου, τεύχος 341, σ. 26-38
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ http://www.thehighline.org/ http://www.downsviewpark.ca/ http://www.stanallenarchitect.com/ http://www.fieldoperations.net/ http://www.design.upenn.edu/ http://www.archpaper.com/ http://aa-landscape-urbanism.blogspot.com/ http://www.aaschool.ac.uk/lu/
93