Συνειρμικά

Page 1

Σ Υ Ν Ε Ι Ρ Μ Ι Κ Α

Μια μικρή συλλογή αυτοσχεδιαστικής γραφής. Ηλέκτρα Ναούμ


συνειρμός, ο : η ιδιότητα που έχουν τα ψυχικά φαινόμενα, δηλαδή τα συναισθήματα, οι παραστάσεις, οι σκέψεις κτλ. να συνδέονται μέσα στη συνείδηση με βάση τους νόμους της ομοιότητας, της αντίθεσης, του συγχρονισμού και της διαδοχής, χωρίς την επέμβαση της βούλησης.ετσι, ώστε, όταν μια παράσταση ανακαλείται, να παρασύρονται μαζί της και άλλες, ακόμη κι άσχετες λογικά μεταξύ τους.


Περιεχόμενα

Με αφορμή τον Α. Παπαδιαμάντη

1

Εις την γη των Λωτοφάγων

2

Πατούσα εις το κύμα

3

Με αφορμή τον S. Beckett Παυσίπονο Με αφορμή τον F. Dotoyevsky Οι πλάγιες αχτίδες του ήλιου…

4 5 7 8

Γιατί να ζει ένας τέτοιος άνθρωπος..12 Όσο έχει κλωστές

17

Ο καημός του καμπινέ

22

Με αφορμή την κάθε μέρα

26

Για την συναυλία

26

Το φυλαχτό

27


Με αφορμή τον Α. Παπαδιαμάντη

«Της γριάς Μαθίνας και οι τρεις υιοί της είχαν υπάγει «στην αγυρισιά», όπως έλεγεν αυτή, είχαν πάρει τα «μεγάλα πέλαγα». Ευρίσκοντο εκεί που «ψην’ ο ήλιος το ψωμί». Είχαν φθάσει εις την γη των Λωτοφάγων, ή είχαν πιει το ύδωρ της Λήθης..» «Καθώς ήτον σκυμμένη κ’ εμάζευε με τας δύο χείρας άφθονον άγραν, ήκουσε φλοίσβον πλαταγίαζοντος κύματος. Ανεσήκωσε την κεφαλήν, και βλέπει λευκοφορούσαν γυναίκα, πατούσαν εις το κύμα, να έρχεται προς τα εδώ.» (Α. Παπαδιαμάντης, Γυνή Πλέουσα)

1


Εις την γη των Λωτοφάγων

Εις την γη των Λωτοφάγων . Την γη αυτή την ακούς ξένη και ονειρική αλλά όχι η γη των Λωτοφάγων είναι η γη μας, εμείς όλοι – οι περισσότεροι – είμαστε οι Λωτοφάγοι και όλο και περισσότερους Λωτούς τρώμε διαρκώς αχόρταγα, Λωτοφάγοι αδηφάγοι, παμφάγοι, σαρκοφάγοι. Καταναλώνουμε αχόρταγα και ξεχνάμε, ξεχνάμε τι είμαστε τι θέλουμε, ξεχνάμε αριθμούς τηλεφώνων ξεχνάμε το θερμοσίφωνο ανοιχτό, τα ρούχα στο πλυντήριο, ξεχνάμε την ίδια μας την Λήθη. Και κάπου κάπου ένας λίθος ριφθής θα ταράξει τα γαλήνια νερά μας και μετά πάλι επιπλέουμε, περιπλέουμε, περίπου πλέουμε προς κάπου, τρώμε Λωτούς και θέλουμε να φάμε τους Λωτούς για να ξεχνιόμαστε και να ξεχνάμε. Τώρα είναι Νοέμβρης. Αλήθεια , μάζεψε κανείς τους Λωτούς; Νομίζω είναι η εποχή τους. Φάε τους Λωτούς σου Ηλέκτρα είναι ΚΑΛΟ έτσι κάνουν όλοι, γιατί εσύ δεν θες;

2


Πατούσα εις το κύμα

Πατούσα εις το κύμα, πατούσες εις το κύμα, οι πατούσες μας να βρέχονται απ’ το κύμα. Λοιπόν αν μπορούσα να διαλέξω την τελευταία μου στιγμή στη γη, αυτή θα ήταν να πατούσα πάνω στο κύμα. Όχι πως έχω καμιά χριστιανική ματαιοδοξία, καμία σχέση, αλλά, πώς να το κάνουμε, πάντα θέλουμε να δοκιμάσουμε λιγουλάκι από αυτό που δεν έχουμε, που δεν μπορούμε, που μάλλον δεν θα μπορέσουμε ποτέ. Να περιπλανιέσαι σε μια κατάσταση υπνοβατική, ανάμεσα στο νερό και στον αέρα, περίπου στο νερό και περίπου στον αέρα, είναι μέρα; Είναι νύχτα, τι σημασία να ‘χει άλλωστε, θα ναι η τελευταία μου στιγμή.

3



Με αφορμή τον S. Beckett

«(…) Η όστια, οφείλω να ομολογήσω, μου είχε σταθεί στο στομάχι. Και καθώς γύριζα σπίτι ένιωθα σαν κάποιος που, αφού κατάπιε ένα παυσίπονο, πρώτα ξαφνιάζεται, κι ύστερα αγανακτεί, γιατί δε βλέπει καμιά ανακούφιση. Και άρχιζα σχεδόν να υποπτεύομαι τον πάτερ Αμβρόσιο πως ξέροντας τις πρωινές μου καταχρήσεις μου είχε πλασάρει άρτο που δεν ήταν αγιασμένος.» (Σ.Μπέκετ, Μολλόυ)

4


Παυσίπονο. Παυσίπονο. Όλοι ψάχνουμε, όχι;

λίγο

πολύ

αυτό

Ε λοιπόν ποτέ δεν είχα σκεφτεί κάποιος πως μεταλαμβάνει ( θεία λειτουργία; Αντίδωρο; Πως λέγεται συγχωρέσετε με) ως κάποιου είδους παυσίπονο. Θα μεταλάβει.. μεταλαμβάνω.. θα λέγαμε άραγε ποτέ μεταλαμβάνω ένα ντεπόν; Όχι, φυσικά και όχι. Θα λέγαμε .όμως πως μεταλαμβάνουμε ως αναλγητικό. Πόσο ωραία λέξη το αναλγητικό, τόσο ωραία που θα μπορούσα να ζητάω συνέχεια αναλγητικά μόνο και μόνο για να την προφέρω και να την ακούω. Τώρα βέβαια έχω αρκετό καιρό να αρρωστήσω. Περίεργο ε; Και είναι και χειμώνας, η καρδιά του χειμώνα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, πως δεν άρπαξα κάνα κρύωμα. Περίεργο. Βέβαια τώρα που το ξανασκέφτομαι σίγουρα θα αρρωστήσω μέσα στα Χριστούγεννα, θα με αρρωστήσει μέσα στα Χριστούγεννα αυτό το κλίμα ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ που είναι πιο ψυχρό και από την Ανταρκτική. Στην

5


Ανταρκτική άραγε να έχουν παυσίπονα; Και όταν πονάν τι κάνουν; Βασικά μήπως λέω χαζομάρες , στην Ανταρκτική δε ζουν μονάχα πιγκουίνοι; Ή κάνω λάθος; Τελικά έχω μεγαλύτερη έλλειψη πληροφοριών απ’ όση νόμιζα όσο αφορά τις θείες λειτουργίες και τα πτηνά που δεν πετάνε. Τα πτηνά που δεν πετάνε η αλήθεια είναι πως πάντοτε μου προκαλούσανε μια θλίψη και μια απέχθεια πώς είναι δυνατόν να έχεις φτερά και να μην μπορείς να πετάξεις. Όχι , όχι καθόλου δεν θα ήθελα να είμαι ένα από αυτά. Και νομίζω ότι η στρουθοκάμηλος είναι η πιο τραγική φυσιογνωμία ζώου. Ούτε να το σκέφτομαι το δράμα της , να ξεφεύγεις φυτεύοντας το κεφάλι σου, κρύβοντας απλώς την εικόνα. Θα μου πεις η στρουθοκάμηλος σε πείραξε λες και εμείς δε συμπεριφερόμαστε έτσι. Λοιπόν μήπως το κοντινότερο ζώο στον άνθρωπο δεν είναι ο πίθηκος αλλά η στρουθοκάμηλος; Κύριε Δαρβίνο μου καλά τα μελετήσατε αλλά σε θέματα ψυχοσύνθεσης δεν εμβαθύνατε και πολύ ε;

6



Με αφορμή τον F. Dostoyevsky

«Έχω αναφέρει πως, αν κι έχασε τη μητέρα του μόλις τεσσάρων χρονών, τη θυμόταν ύστερα σ ‘όλη του τη ζωή, θυμόταν το πρόσωπό της, τα χάδια της, «σαν να στέκεται ζωντανή μπροστά μου», έλεγε. Τέτοιες θύμησες μπορούν να μείνουν - κι αυτό, το ξέρουν όλοι- κι από πιο μικρή ηλικία , ακόμα κι απ’ τα δύο χρόνια. Παρουσιάζονται σ’ όλη τη ζωή σαν φωτεινά σημεία στο σκοτάδι, σαν μια μικρή γωνίτσα από έναν τεράστιο πίνακα, που όλος έσβησε κι εξαφανίστηκε, εκτός μονάχα απ' αυτή τη γωνίτσα. Έτσι ακριβώς συνέβη 'και με κείνον: Του' μεινε στη μνήμη ένα σούρουπο καλοκαιριάτικο, ήσυχο, το ανοιχτό παράθυρο, οι πλάγιες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε(αυτές ακριβώς τις πλάγιες ηλιαχτίδες ήταν που θυμότανε ζωηρότερα απ’ όλα τ’ άλλα) στη γωνιά του δωματίου, το εικόνισμα,ένα αναμμένο καντήλι, και μπροστά στο εικόνισμα τη γονατιστή μητέρα του που έκλαιγε με λυγμούς σαν υστερικιά, με ξεφωνητά και κραυγές, κρατώντας τον στα χέρια της, σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της τόσο που τον έκανε να πονάει.» (Φ. Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμάζωφ )

7


«Οι πλάγιες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε..( αυτές ακριβώς τις πλάγιες ηλιαχτίδες ήταν που θυμόταν ζωηρότερα απ’ όλα τ’ άλλα ) Φυσικά οι αχτίδες. ηλιαχτίδες, τι άλλο;

Πάντα

οι

Όπου, όποτε , κάπου, πάντοτε απολάμβανε τον ήλιο αχόρταγα σαν τεμπέλης γάτος. Ώρες-ώρες μάλιστα ζήλευε τόσο βαθιά τους γάτους, ειδικά εκείνος ο κεραμιδής απέναντι στο χαμόσπιτο κάθε μεσημέρι τέντωνε ξετέντωνε με τόση ευχαρίστηση σαν να ξεκούμπωνε και να ξανακούμπωνε όλο το νόημα της ζωής. Βέβαια αυτός σπάνια σκεφτόταν το νόημα της ζωής, βαρύγδουπο βαρύ και ασήκωτο, προτιμούσε να σκέφτεται τους γάτους και τις ηλιαχτίδες.. Και είχε και αυτή τη μαγική ικανότητα να ξετρυπώνει κάθε ηλιαχτίδα όπου κι αν κρυβόταν…κρυφοκοιτούσε σε φωταγωγούς, μισάνοιγε παντζούρια καλά και χαλασμένα, ξετρύπωνε κάθε χαραμάδα και χαραγματιά, κάθε κλειδαρότρυπα και κάθε κοριοφάγομα, και ποτέ δεν έχανε δευτερόλεπτο ηλιαχτίδας. Ακόμα και τις

8


συννεφιασμένες μέρες, ακόμα και τις τόσο συννεφιασμένες όπου ο ουρανός είναι παχύς και αδιαπέραστος και καρβουνιασμένος, αυτός πήγαινε σε μέρη ψηλά τόσο ψηλά ψηλότερα από τον 8ο όροφο και ψηλότερα από τις πίστες του σκι, δηλαδή τόσο ψηλά που έφτανε πάνω από τα σύννεφα στο πιο φεγγοβόλο σημείο. Άλλοτε πάλι, όταν δεν είχε χρόνο, - γιατί ο χρόνος είναι πιο δυσεύρετος κι από τις ηλιαχτίδες μέσα στην πόλη- άνοιγε τα ηλιόβαζα , βαζάκια δηλαδή γεμάτα ηλιαχτίδες που είχε συγκεντρώσει με τη βοήθεια φωτοβολταΪκών προφανώς. Πάντα το ‘λεγε αυτή η τεχνολογία κάνει θαύματα! Τα ηλιόβαζα όμως χρειάζονται προσοχή , διότι μπορεί να πας από overdose , ξες δεν βγάζουν μόνο ηλιαχτίδες αλλά και ζέστη ζέστη ζέστη πολύ ζέστη, καταλαβαίνεις.. Και λοιπόν, μια καλοκαιρινή Κυριακή ,καθόλου κουραστική αλλά ούτε και ξέγνοιαστη, θα έλεγε κανείς μια Κυριακή κάπως σαν καθημερινή, ενώ ήθελε να κολατσίσει την κρεμμυδόσουπα του με καροτάκια τουρσί (μμμμ γιαμι

9


γιαμμι ) …κατά λάθος – ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ !κατέβασε ηλιόβαζο οκτάκιλο αντί καρότο τουρσί ! και μη σας τα πολυλογώ, αυτή η καλοκαιρινή Κυριακή κατέληξε καυτή κόλαση στην κατοικία της οικογένειας Κ.

10



«- Γιατί να ζει ένας τέτοιος άνθρωπος; βρυχήθηκε με uπόκωφη φωνή ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έξω φρενών, σηκώνοντας κάπως υπερβολικά τους ώμους, τόσο ποu σχεδόν καμπούριασε. Όχι, πέστε μου παρακαλώ, επιτρέπεται να τον αφήνουμε ακόμα ν α βρωμίζει τη γη με την παρουσία του ; είπε κοιτάζοντάς τους όλους και δείχνοντας το γέρο. Μιλούσε αργά και τονισμένα.» (Φ.Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμάζωφ)

11


«Γιατί να ζει ένας τέτοιος άνθρωπος;» βρυχήθηκε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έξω φρενών, σηκώνοντας υπερβολικά τους ώμους, τόσο που σχεδόν καμπούριασε. «Όχι πέστε μου παρακαλώ, επιτρέπεται να τον αφήνουμε ακόμα να βρωμίζει τη γη με την παρουσία του;» είπε κοιτάζοντας τους όλους και δείχνοντας τον γέρο. Όλοι κόμπιασαν σαν τα άκουσαν αυτά αλλά όχι για πολύ. Ξεσηκώθηκαν κ άρχισαν να φωνάζουν εξαγριωμένοι ο καθένας τα δικά του, οι μισοί με μάτια κατακκόκινα και χέρια ετοιμοπόλεμα. -

-

-

Κατευθείαν στην πυρά! Ούτε τρίχα να μην του μείνει του παλιόγερου! Να τον λιθοβολήσουμε αυτό του αξίζει! Κι ούτε καθόλου την οικογένεια του δεν σκέφτεστε; Όλοι κάνουμε αμαρτίες, για το Θεό, ας μη το παρατραβάμε! Και ποιος αξίζει δηλαδή να ζει; Και ποιος δεν αξίζει; Αυτός πάντως δεν αξίζει!

12


-

Και ποιος είναι αυτός που τα λέει και τα κρίνει όλα αυτά ε; Να τον κάψουμε ζωντανό! Όχι, όχι ας μη γίνουμε κτήνη σαν αυτόν ! «Μα αυτό δεν θα ναι κτηνωδία θα ‘ναι ευλογία!» επενέβη ο Ντιμίτρι. «Μια ηρωική πράξη, μάλιστα, σας το λέω είναι το δικαιότερο και το πιο σωστό, πρέπει κανείς να κόβει τα παράσιτα από τον κήπο του αν θέλει να ανθίσει, αυτό είναι νόμος και όλοι το ξέρουν!» Ακούγοντας αυτά κάποιοι λίγοι αποχώρησαν και οι υπόλοιποι χύμηξαν προς τον γέρο. Όχι, δεν θα τον λιθοβολήσουν ούτε και θα τον κάψουν. Θα τον διαλύσουν με τα ίδια τους τα χέρια. Ναι έτσι, η φούντωση και το μίσος τους ήταν το ισχυρότερο όπλο. Γιατί ο γέρος έφταιγε λένε, και ας μην έφταιγε και τόσο πολύ. Τι; Μήπως ήταν εν βρασμό ψυχής; Φυσικά και ήταν, και τόσο καιρό περίμεναν για αυτό, για να νοιώσουν έναν

13


βρασμό, ένα κάτι, ένα συναίσθημα, δεν έχει σημασία καλό ή κακό, ήταν δυνατό και αυτό τους έφτανε και τους παραέφτανε, τους γλύκανε, αχ τι ωραία είναι η οργή, τι ωραίο να ξεσπάς την οργή σου, να ξεθυμάνουν, ναι αυτό χρειαζόταν, και ιδίως τώρα που αισθάνονταν την πράξη τους ηρωική, ήταν ασταμάτητοι. Ο γέρος εντωμεταξύ όλο αυτό το διάστημα καθόταν σιωπηλός στην καρέκλα του και τους παρατηρούσε. Δεν μπορούσε βέβαια να κάνει κι αλλιώς καθώς οι φίλτατοι είχαν προνοήσει να τον αλυσοδέσουν μήπως και τους ξεφύγει. Αυτός λοιπόν ο γέρος με όλες τις ακολασίες και τις βρωμιές του, για μια φορά, για μια μοναδική φορά προβληματίστηκε, όχι για πολύ βέβαια, «βρε μήπως η κατάσταση είναι όντως τόσο σοβαρή;» Όμως, χα! Αυτός το διασκέδαζε μοχθηρά, κοίτα να δεις σε πόσους μπελάδες και καβγάδες έχουνε μπει για χάρη

14


του! Όλος αυτός ο πανικός εξ’ αιτίας του. Δεν μπορούσε να φανταστεί πιο φαντασμαγορικό θέαμα για τον θάνατο του. « Φυσικά και δεν αξίζει να ζω» συλλογίστηκε, και συνέχισε να το διασκεδάζει.

15


«Τούτη η Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια ήταν μια κοπέλα πολύ κοντή, « δύο πήχες και κάτι» λέγανε οι θεοσεβούμενες γριούλες μετά το θάνατό της. Τ ο εικοσάχρονο πρόσωπό της ήταν γεμάτο υγεία, χοντρό και κοκκινομάγουλο μα εντελώς ηλίθιο. Το βλέμμα της ήταν ασάλευτο και δυσάρεστο αν και ήρεμο. Τριγύριζε όλη) της Τη ζωή , χειμώνα καλοκαίρι, ξυπόλητη, με μια πουκαμίσα από χοντρό λινατσόπανο. Τ α σχεδόν μαύρα μαλλιά της ήταν εξαιρετικά πυκνά, κατσαρά σαν του προβάτου κι όλα μαζί σου δίνανε την εντύπωση ενός τεράστιου σκούφου. Πάντα είχαν χώματα, λάσπες, κολλημένα δω και κει, φυλλαράκια, μικρά ξυλαράκια, ροκανίδια, γιατί πάντα κοιμόταν κατάχαμα, μέσα στη βρώμα..» (Φ. Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμάζωφ)

16


Όσο έχει κλωστές Μου αρέσει αυτή η γυναίκα. Ναι, μην πάει το μυαλό σου σε κάτι ερωτικό, αν και είμαι η μοναδική που μπορώ και την ακουμπάω σε κάθε σπιθαμή του κορμιού της, τα αισθήματά μου είναι εντελώς θερμά μα και εντελώς καθόλου ερωτικά για την Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια. Όχι πως δεν έχω αισθανθεί τον έρωτα. Τι με πέρασες, καμιά κρυόκωλη; Αχ καλή μου προβατόγουνα, πώς να σε ξεχάσω; Το πιο θεϊκό δημιούργημα σε όλη τη γη! Αν και δεν ξέρω ακριβώς τι είναι όλη η γη, αλλά έχω ακούσει να το λένε. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που με άγγιξε, ανατρίχιασα ολόκληρη, κάθε βελονιά και κάθε κλωστούλα του λεπτού κορμιού μου ρίγησε ( φαντάσου την Λιζαβέτα την έπιασε τέτοια φαγούρα που τα νύχια της έγιναν τόσο επιθετικά απέναντί μου, σε ένα σημείο μάλιστα με έσκισαν λιγάκι) Αλλά εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν με άγγιζε, κανένας πόνος, βρισκόμουν εκεί στην αγκαλιά της προβατογουνίτσας μου, είχε το πιο όμορφο γυαλιστερό και πυκνό τρίχωμα που έχω ακουμπήσει, υφή βελούδινη, αχ είναι τόσο ψηλή και

17


παχιά! Η αλήθεια βέβαια, είναι πως στην αρχή με σνόμπαρε, με δυσκολία με ακουμπούσε κι ούτε λέξη δεν μου ψιθύριζε, ένοιωθε ντροπή και αηδία να συναναστρέφεται με μια πουκαμίσα του δρόμου και μάλιστα από λινατσόπανο. Μα στο τέλος την κατάφερα, βλέπεις ο χαρακτήρας είναι που μετράει, μια ζωή στο πεζοδρόμιο, έχω ακουμπήσει και έχω τριφτεί εγώ σε γειτονιές, σε πάρκα και κήπους, σε σοκάκια και στάβλους, έχω σκιστεί σε φράχτες και περιβόλια, έχω μπαλωθεί, έχω ξεφτίσει, έχω κρυώσει, έχω πάρει μυρωδιές από κάθε γωνίτσα αυτού του τόπου. Από τη στιγμή όμως που κέρδισα την καρδιά της γουνίτσας μου είμασταν αχώριστες, αυτοκόλλητες είχαμε γίνει ένα! Τα μαλλιά μας μπλεγμένα, τα σώματα μας ενωμένα και εμένα να μη με νοιάζει τίποτα, ούτε οι ενοχλητικές λάσπες και λεκέδες. ( γιατί η Λιζαβέτα αν και λιτοδίαιτη όταν τρώει λερώνει όλο τον τόπο). Μόνο όταν έβρεχε στεναχωριόμουν λίγο, όχι για μένα, για την γουνίτσα μου, γιατί πάντα αυτή ήταν απ’ ‘έξω

18


αλλά , αχ, ήταν τόσο χοντρή που δεν πάθαινε τίποτα! Δυστυχώς και εντελώς άδοξα, το ειδύλλιο μας ξηλώθηκε σύντομα και βάρβαρα. Η Λιζαβέτα, ως γνήσια πονόψυχη αποφάσισε να δωρίσει την πριγκίπισσα μου στην ενορία. Ποιος άτιμος είπε αν έχεις δύο χιτώνες να δίνεις τον ένα; Ε λοιπόν όχι κύριε, οι χιτώνες γιατί; Δεν έχουν καρδιά; Γιατί δηλαδή οι κάλτσες να είναι ζευγάρια και οι χιτώνες όχι; Καθόλου μα καθόλου δίκαιο. Μου έκοψε την λινατσοκαρδούλα μου σε χίλια κομμάτια και αυτό κανένα μπάλωμα δεν μπορεί να το επιδιορθώσει.. Σα χθες τη νοιώθω τη στιγμή του χωρισμού και αναριγώ! Δεν έχει δυσκολευτεί ποτέ άνθρωπος τόσο πολύ να βγάλει το παλτό του. Σου λέω δεν ξεκολλούσαμε με τίποτα, είχαμε γίνει μούσκεμα (από τον ιδρώτα της Λιζαβέτας φυσικά γιατί εμείς τα υφάσματα ως γνωστών όσο και να ζεσταινόμαστε δεν ιδρώνουμε). Τρεις άνθρωποι και 7 ώρες χρειάστηκαν για να μας χωρίσουν. Ένας τράβαγε από δεξιά, άλλος από αριστερά και τέλος ΧΡΑΤΣ !

19


ακούστηκε σκίστηκε, κατάφεραν από κοντά

η πλατούλα του μωρού μου, και έτσι αδύναμη όπως ήταν να την πάρουν μια και καλή μου.

Ε λοιπόν οι άνθρωποι είναι ό,τι πιο βίαιο έχω συναντήσει. Πάντοτε με πλήγωναν αποκαλώντας με «βρωμολινάτσα» ή «παλιόρουχο» και άλλα τέτοια, αλλά αυτός ο χωρισμός ήταν για μένα το τελειωτικό χτύπημα, όλοι τους είναι βάρβαροι χωρίς αισθήματα. Έχω εγώ ράμματα για τη γούνα τους… Ο χειρότερος όλων όμως ήταν αυτός ο Φίοντορ Παύλοβιτς, αυτόν δεν θα τον ξεχάσω μέχρι να ξαναγίνω λιναράκι. Ήταν εκείνο το φριχτό βράδυ, είμασταν πνιγμένες στην υγρασία, ξαπλώναμε δίπλα στο ποταμάκι μέσα σε κάτι χόρτα που με τσίμπαγαν διαρκώς και με είχαν γεμίσει μικρές πληγούλες και ξάφνου νοιώθω τραντάγματα και βία και πανικό πολύ! Πάνιασα! Ακόμα και τότε στον χωρισμό με την προβατογουνίτσα μου άνθρωπος δεν με είχε τσαλακώσει και στραπατσαρίσει τόσο βάναυσα. Τα υπόλοιπα είναι πολύ θολά για να τα διηγηθώ, θυμάμαι όμως πως σαν τελείωσε

20


ο εφιάλτης το σωματάκι μου ήταν γεμάτο αίματα ( όχι τα δικά μου, της Λιζαβέτας, εμείς τα υφάσματα όσο και να τρυπιόμαστε δεν ματώνουμε ποτέ). Καημένη Λιζαβέτα μου, πρέπει να ήταν τρομοκρατημένη, δεν έχω ακουμπήσει ποτέ μου τόσο παγωμένο δέρμα! Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι πως μέρα με τη μέρα σα να μάζευα, σαν να στένευα, κάπως σαν να μην βολευόμουνα, εγώ , που ήμουν πάντα τόσο άνετη! Τελικά, απ’ ό,τι άκουσα η Λιζαβέτα ήταν έγκυος, δηλαδή τώρα δεν είχα μόνο έναν άνθρωπο μέσα μου, αλλά δύο! Τον μικρούλη βέβαια δεν τον ακούμπησα ποτέ μου, ήταν το δέρμα της Λιζαβέτας που μας χώριζε αλλά τον ένοιωθα, ήταν κάπως όπως τότε που ξαπλώναμε σε κάτι λάσπες κι από κάτω σκάβαν λαγούμια οι τυφλοπόντικες, ζέστη και ανά διαστήματα μικροί κραδασμοί. Πέρασε αρκετός καιρός έτσι, ώσπου μια νύχτα ο μικρός ανθρωπάκος αποφάσισε να ξεντυθεί από την Λιζαβέτα. Αυτή η βραδιά, ήταν μια ακόμα από αυτές που θα μου μείνουν κλωστές..

ανεξίτηλες

όσο

έχω

21


Ο καημός του καμπινέ Βρισκόμασταν σε ένα μπάνιο σε κάποια αυλή και ξάφνου άκουσα μια φωνή να λέει κάτι. Η φωνή ήταν νευρική και θεώρησα πως θα είναι του μικρού ανθρωπάκου, λογικό μου φάνηκε, τόσο καιρό να βρίσκεσαι στα σκοτεινά και χωρίς κανείς να σε ακούει. Αλλά όχι η φωνή ερχόταν…απ’ το χαλάκι του μπάνιου; .. απ΄ την κουρτίνα; Ώ! Όχι ! Μα αν είναι δυνατόν, μια χέστρα που μιλάει! Ουφ και μόλις ανοίγει το στόμα της .. ποτέ μου δεν έχω μυρίσει πιο δυσάρεστη αναπνοή. -

Ούτε τη νύχτα δεν μπορούμε να ησυχάσουμε! Ωράριο 24 ώρες το 24ώρο! Καμιά αργία για μας, και τώρα τι; Εκτελούμε χρέη μαιευτηρίου; Αχ όσο σκέφτομαι όταν ήμουν ένας νέος πορσελάνος, έκανα τόσα όνειρα! Αλλά που. Γίνε καμπινές μου έλεγαν, αυτό είναι επάγγελμα με μέλλον, χρήσιμο στην κοινωνία και έχει συνέχεια ζήτηση! Σκατά.

Μου τα διηγήθηκε όλα. Τα περισσότερα δηλαδή. Κι εγώ που νόμιζα πως έχω δει

22


πολλά και γνωρίζω τον κόσμο.. Μια δεν πιάνω μπροστά στον κύριο Καμπινέ. Ξέρει τα πάντα για τους ανθρώπους, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Κυρίως απ’ την ανάποδη. Συγκλονισμένη άκουγα τις ιστορίες του για το πόσα πράγματα μπορεί να συμβαίνουν μέσα σε μια τουαλέτα. -

Νομίζεις ότι επειδή είμαστε έξω από το σπίτι είμαστε και λιγότερο σημαντικοί; Λάθος! Έχεις δει ποτέ κανέναν να τρέχει για κάπου αλλού με περισσότερο πάθος και ικανοποίηση; Φυσικά και όχι. Δεν προσφέρουμε μόνο ανακούφιση, είμαστε πολλά παραπάνω. Είμαστε το καταφύγιο των καταφυγίων! Το αιώνιο δωμάτιο διαλογισμού. Το μεγαλύτερο εξομολογητήριο. Το πιο τρανό άντρο της παρανομίας! Που νομίζεις ότι συμβαίνουν οι κρυφότερες και πιο κρίσιμες συναντήσεις; Στις τουαλέτες φυσικά! Πες μου τώρα, έχεις συναντήσει κανέναν πιο

23


υπομονετικό νομίζω!

από

εμάς;

Δεν

Θεέ μου πόσα πολλά γνώριζε! -

-

-

Με όλο το θάρρος κύριε Καμπινέ μου, εσείς που δεν έχετε φύγει ποτέ από τούτο δω το μέρος, πως τα γνωρίζεται όλα αυτά; Μα καλά δεν έχεις ακούσει ποτέ για την αποχέτευση; Τον υπόνομο; Αυτό το τεράστιο δίκτυο τουαλετοεπικοινωνιών; Έχουμε απευθείας σύνδεση με όλη την πόλη. Να για παράδειγμα τώρα ξέρω πως ο υπουργός πολιτισμού πρέπει να έφαγε κάτι που τον πείραξε για βραδινό, Είναι η τέταρτη φορά που πατάει το καζανάκι. Αχ ωραίο πράγμα το καζανάκι, εγώ γέρασα και έχασα το καζανάκι μου, αλλά που να περιμένω λίγη φροντίδα από τούτη την οικογένεια; Ούτε κουβέντα για μεταμόσχευση καζανακιού, συνέχεια με τους ορούς με έχουν. Κι είναι και δύσκολος χειμώνας φέτος ε;

24


-

Δε βαριέσαι, έχω αντέξει και χειρότερα. Μη μάθεις. Εσείς όμως δεν μου είπατε τι κάνετε εδώ, δεν σας έχω ξαναδεί ποτέ μου αλλά υποπτεύομαι πως ο ιδιοκτήτης μου έχει ξαναβρεθεί με την κυρία σας.

Ώστε βρισκόμασταν στην τουαλέτα του πιο μισητού ανθρώπου! Λοιπόν δεν ξανανοίγω το στόμα μου παρά για να τον καλοπιάσω. Όχι μόνο να είσαι καμπινές, αλλά να είσαι ο καμπινές του πιο σιχαμένου ανθρώπου! Ε, αυτό παραείναι σκληρό.

25



Με αφορμή την κάθε μέρα Για την συναυλία Δρόμος, αστικά, μπιιιιιιπ μπιιιιιπ, κόρνες, φώτα, νέον, πινακίδες, νέον πινακίδες, φανάρι – ωχ πρόσεχε κόκκινοαμάξια, αμάξια πολλά, τσιμέντο, τακ τακ τακ παπούτσια βιαστικά στον δρόμο, βιαστικά, όλα βιαστικά. Δρόμος. Κι άλλος δρόμος, ωπ λάθος στενό, ξανά πίσω, τι ώρα να πήγε, το βλέπεις πουθενά; Αχ να το απέναντι, το βρήκαμε! Αν είναι δυνατόν, μα εδώ έχω ξανάρθει; Καπνός, ω θε μου πολύς καπνός και ζέστη, ζέστη, ζέστη και αυτό το μάλλινο που τσιμπάει – εεεεει πρόσεχε με το ποτό σου- θε μου δεν θα χωρέσουμε να κάτσουμε πουθενά, ωπ, μια στιγμή, μήπως να στριμωχτούμε εκεί; Αχ βγαίνουν ! Αμάν, κοιτάν προς την άλλη πλευρά του κοινού- τι ; δεν έχω σήμα;; πω πω ξέχασα εκεί πίσω το παλτό μου, ουφ θα βγάλω το μάλλινο- σορρυ ε, χίλια συγγνώμη, είναι πολύ στριμωχτά βλέπεις, σόρρυ που σε χτύπησα – έλα ρε Ελένη πάμε πιο μπροστά. Ναι, επιτέλους! Τώρα μπορείτε να αρχίσετε να τραγουδάτε.

26


Το φυλαχτό Βροχή, βροχή, ασταμάτητη καταιγίδα και το λεωφορείο άφαντο. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά στη στάση και μετά φτάνει, γρήγορα στην αφετηρία. Πλιτς πλατς σπλουτς άντε γρήγορα, αχ που να πάρει, πού πάω χωρίς ομπρέλα. Πάλι καλά αυτές οι διάνοιες οι εργολάβοι κατάφεραν να μας προσφέρουν στιγμές ζεστασιάς σε εμάς τους ταλαίπωρους αόμπρελους. Ευχαριστώ καλά μου μπαλκονάκια, υπόστεγα, στέγες και ομπρέλες περαστικών , επιτέλους κατάφερα να φτάσω στην αφετηρία. «Πανεπιστήμιο –Λιμνοπούλα» να το. Χριιιιικ χτύπησα και το εισιτήριό μου και τρέχω να κάτσω στην αγαπημένη μου θέση. Δεξιά, τέρμα προτελευταίο κάθισμα, ωραία είμαι και δίπλα στο καλοριφεράκι. Ας βάλω τα ακουστικά μου, νανανα, χμ..γκουχ γκουχ..ε; μα τι είναι αυτό; Σκατ..για να δω. Ωχ ! Στρογγυλό και γυαλιστερό στο μέγεθος δίευρου, όμως όχι είναι… κρεμαστό; Περιδέραιο; Κολιέ; Πώς να το πω; Προτιμώ το φυλαχτό. Ένα φυλαχτό λοιπόν. Χμ, ποιος να ναι αυτός στη

27


φωτογραφία άραγε; Σένιος, με το κοστουμάκι του, τη γραβατούλα του… Το κρατάω; Το δίνω; ΄Ήταν γραφτό να το βρω για.. γιατί; Για να το βρω. Απλά. Και να θυμηθώ ότι υπάρχουν φυλαχτά. Και τυχερά . Και αγάπη. Και περίεργα απροσδιόριστα κυριακάτικα πρωινά. Θολώνουν και αυτά τα τζάμια όλη την ώρα και μπερδεύομαι φτάνω, κοντεύω ; μήπως προσπέρασα την στάση . Καθαρίζεις, ξαναθολώνουν. Βρε επιμονή. Βλέπω ένα φρύδι, μάτι, μύτη, στόμα… χα χα τι αστείο πρόσωπο είναι αυτό! Μια ζωγραφιά πάνω στα τζάμια είναι πάντα τόσο απρόβλεπτη, πάει όπου θέλει αυτή. Να το, άρχισε να δακρύζει το πρόσωπο, πω πω δάκρυα ! Σαν σταγόνες μεγάλα.. Αχ σταμάτα να με κοιτάς έτσι καλέ μου κύριε, δεν φταίω εγώ που κάποιος σας έχασε, θα κάνω πάντως ό,τι μπορώ για να ανταμώσετε, εντάξει; Περίμενε τώρα μέχρι να φτάσουμε και θα πάω στον οδηγό… « Εμ, συγγνώμη αλλά βρήκα αυτό πίσω στην θέση. Θέλετε να το κρατήσετε, μπορεί κάποιος να το ψάχνει.» Ελπίζω να το ψάξει.

28


29


Οι ιστορίες αυτές δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του μαθήματος «χώρος και ποιητική» της κ. Φοίβης Γιαννίση αλλά και κάποιες έξω από αυτό

Βόλος, 2017


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.