ΟΥΡΕΪΛΙΔΟΥ ΕΛΕΝΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΤΣΑΛΙΚΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Προγραμματισμός
πολιτιστικής
και κοινωνικής ενεργοποίησης των αστικών ελεύθερων χώρων. Η
περίπτωση
του
Δυτικού
τείχους
Θεσσαλονίκης.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΠΙΟΥ
3
Προγραμματισμός πολιτιστικής και κοινωνικής ενεργοποίησης των αστικών ελεύθερων χώρων. Η
περίπτωση
Θεσσαλονίκης.
του
Δυτικού
τείχους
4
Ευχαριστίες
Με ιδιαίτερη εκτίμηση, θα ήθελα να ευχαριστήσω πρώτα απ’ όλα τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Τσαλικίδη Ιωάννη, που έθεσε τις βάσεις για την συγκεκριμένη έρευνα. Θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω το Ίδρυμα Κρατικών υποτροφιών (ΙΚΥ) που χρηματοδότησε τις σπουδές μου στο Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Αρχιτεκτονικής Τοπίου και μου παρείχε τη δυνατότητα να συμμετάσχω σε μια σειρά από συνέδρια τα δύο αυτά χρόνια, όντας υπότροφος του προγράμματος «IKY-Siemens». Για την ηθική υποστήριξη θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια και ιδιαίτερα τον αδερφό μου, ο οποίος ως διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μου υπέδειξε όλους τους δυνατούς τρόπους αναζήτησης και αξιολόγησης για την άρτια διεκπεραίωση της έρευνας. Τέλος, ευχαριστώ όλους τους φίλους και συναδέλφους, ιδιατέρως την κα Βάνα Τεντοκάλη, καθηγήτρια στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η οποία μου στάθηκε κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών, διευρύνοντας τις οπτικές μου.
Περίληψη
Σκοπός της διατριβής ήταν η μελέτη του προγραμματισμού πολιτιστικής και κοινωνικής ενεργοποίησης των αστικών ελεύθερων χώρων. Εξέτασα τις έννοιες των αστικών πολιτιστικών τοπίων, της πολιτιστικής γεωγραφίας και της πολιτιστικής οικονομίας. Στη συνέχεια ανέλυσα εφαρμογές πολιτιστικής και κοινωνικής πολιτικής σε έργα αρχιτεκτονικής τοπίου στην πόλη και περιέγραψα με μια σειρά παραδειγμάτων τη σχέση τους με τις πολιτιστικά και κοινωνικά καθορισμένες αστικές αναπλάσεις αντίστοιχα. Το θεωρητικό υπόβαθρο όρισε τη μεθοδολογία της πολιτιστικής και κοινωνικής ενεργοποίησης των αστικών ελεύθερων χώρων. Στη συνέχεια, η μεθοδολογία αυτή εφαρμόστηκε στο Δυτικό τείχος Θεσσαλονίκης, με στόχο την πρόταση πολιτιστικής ανάδειξής του μέσα από την ενεργοποίηση των κοινωνικών ομάδων που συμβιώνουν στην ευρύτερη περιοχή εμβέλειας του τείχους. Η έρευνα ολοκληρώθηκε με σειρά σχεδίων, όπου οι έννοιες-κλειδιά που αναπτύχθηκαν στο θεωρητικό κομμάτι της έρευνας μεταφράστηκαν σε χωρικές προτάσεις.
8
Περιεχόμενα
Σελίδες
15 18
0. Υπόθεση εργασίας 1. Εισαγωγή 1.1.
Οι όροι πολιτιστικό και πολιτισμικό.
1.2.
Η πόλη κι ο κήπος. Ιστορικά.
1.3.
Η διάχυτη πόλη: Στρατηγικές επέμβασης.
1.2. Α. Η πόλη 1.2. Β. Η Μεσογειακή πόλη. 1.2. Γ. Η ελληνική πόλη. 1.2. Δ. Ο κήπος στην πόλη. 1.2. Ε. Οι αρχιτέκτονες τοπίου: οι κήποι και τα αστικά πολιτιστικά τοπία.
31
1.3. A. Η διάχυτη πόλη στο πλαίσιο της παγκόσμιας αστικοποίησης (Global Urbanization). 1.3. Β. Ο Rem Koolhaas για τη διάχυτη πόλη. 1.3. Γ. Landscape Urbanism.
44
1.4. Τυπολογίες αστικών «πολιτιστικών» υπαίθριων χώρων. Δρόμοι. Πλατείες. Πάρκα. Αδόμητοι χώροι. 1.4. Α. Μοντέλα πολιτιστικής ανάπτυξης πόλεων.
49
54
1.5. Η ανάγκη πολιτιστικού αυτοπροσδιορισμού: από τις θεωρίες του χώρου στην έννοια του τόπου. Τοπικισμός και genius loci. 1.5. Α. Πολιτιστικός αυτοπροσδιορισμός – η έννοια του τοπικισμού.
1.6. H έννοια της ταυτότητας και της συλλογικής ταυτότητας στη σύγχρονη «μετάπολη».
1.6. Α. H έννοια της συλλογικής ταυτότητας. 1.6. Β. Η ταυτότητα και η μνήμη του τόπου. 1.6. Γ. Η έννοια του public policy (δημόσια διπλωματία): διαδικασίες και πολιτικές διαμόρφωσης της συλλογικής ταυτότητας. 60
1.7. Built environment VS Cultural landscape. Καινοτόμος σχεδιασμός VS αρχιτεκτονική κληρονομιά. 1.7. Α. Το οικονομικό πλαίσιο των αστικών παρεμβάσεων. 1.7. B. Το κοινωνικό πλαίσιο των αστικών παρεμβάσεων.
10
1.8. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα τοπίου στη διαδικασία ανάδειξης του αστικού πολιτιστικού αποθέματος.
68
2. Στρατηγικές πολιτιστικής πολιτικής και μεγάλες αστικές αναπλάσεις. 2.1.
Η έννοια της πολιτιστικής πολιτικής.
73
2.2.
Η έννοια των πολιτιστικών τοπίων.
87
2.3. Ο τουρισμός και η αισθητική του αστικού πολιτιστικού τοπίου.
105
2.1. Α. Πολιτισμός. 2.1. B. Πολιτισμός και πολιτιστική γεωγραφία (Cultural Geography) 2.1. Γ. Πολιτισμός και οικονομία. 2.1. Δ. Πολιτιστική διπλωματία (Cultural Diplomacy). 2.1. E. Πολιτικές προγραμματισμού του αστικού τοπίου. Η έννοια της πολιτιστικής πολιτικής (Cultural policy). 2.1. ΣΤ. Ευρωπαϊκή πολιτιστική πολιτική. 2.2. Α. Η δημιουργία αστικών πολιτιστικών τοπίων: Τα πολιτιστικά clusters και το πολιτιστικό clustering. 2.2. B. Εφαρμογές πολιτιστικής πολιτικής: πολιτιστικά καθορισμένες αναπλάσεις - culture-led regenerations. 2.2.Γ. Εξευγενισμός (gentrification). 2.2. Δ. Τα υποπροϊόντα των culture-led regenerations: πολιτιστικές υποδομές και city branding. 2.2. Ε. Η δύναμη των «μοναδικών αντικειμένων» στην διαμόρφωση των αστικών πολιτιστικών τοπίων.
2.3. Α. Τουρισμός και παγκοσμιοποίηση. H επανεκτίμηση της παράδοσης (re-evaluation of tradition). 2.3. Β. Κατασκευάζοντας τουριστικές εμπειρίες.
2.4. Εφαρμογές πολιτιστικής πολιτικής και προγραμματισμός του αστικού τοπίου. Παραδείγματα.
2.4. Α. Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα. European Cultural Capitals. 2.4. Β. Ολυμπιακοί Αγώνες. 2.4. Γ. Ολυμπιακοί Αγώνες: κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
108
11
2.4. Δ. EXPO. 2.4. E. Από τη συμβολική αρχιτεκτονική στη συμβολική αρχιτεκτονική τοπίου. 2.4. ΣΤ. Υπαίθριοι χώροι αστικών πολιτιστικών κτηρίων. 2.4. Ζ. Ethnoscapes. Πολιτιστικές στρατηγικές με γνώμονα την πολιτισμική ταυτότητα.
3. Τα αστικά πολιτιστικά τοπία ως μπαταρίες ενεργοποίησης των πολιτών στο αστικό περιβάλλον. 139
3.1. O καθημερινός χώρος του Rem Koolhaas – Junkspaces.
141
3.2. Κοινωνικό κεφάλαιο (social capital), ή αλλιώς κεφάλαιο γεφύρωσης (bridging capital).
144
3.3. Κοινωνικά προσδιορισμένες αναπλάσεις (social-led regeneration) και οικειοποίηση του αστικού χώρου.
158
3.4. Διαδικασίες αστικών αναπλάσεων από τα «κάτω προς τα πάνω» (bottom-up). Παραδείγματα.
3.3. Α. Ενεργοποίηση κοινωνικού κεφαλαίου. Σχεδιάζοντας για τη γειτονιά με τη γειτονιά. 3.3. Β. Πρωτοβουλίες γειτονιάς. 3.3. Γ. Occupational Movement. Το κίνημα των αγανακτισμένων.
3.4. Α. “Κοινωνικός δρόμος” (streetscape). 3.4. B. Αυθόρμητες επεμβάσεις στο αστικό περιβάλλον. Ο όρος του Tactical Urbanism (τακτική ή στρατηγική αστικοποίηση). 3.4. Γ. Αστική γεωργία (urban agriculture).
4. Μεθοδολογία πολιτιστικής και κοινωνικής ενεργοποίησης αστικών υπαίθριων χώρων.
173
4.1. Rethinking the cultural. Rethinking the social. Η επαναδιαπραγμάτευση του πολιτιστικού και του κοινωνικού.
176
4.2. Αστικά πολιτιστικά τοπία. Αρχές και εργαλεία προγραμματισμού.
12
4.2. A. Χρονικά σενάρια (time-based scenarios). 4.2. B. Αστική στρατηγική πολιτική (urban strategic policy) 4.2. Γ. Αξιολόγηση των αστικών υπαίθριων χώρων (evaluation). 4.2. Δ. Οι στόχοι του προγραμματισμού των αστικών υπαίθριων χώρων. 4.2. Ε. Οι αρχές του προγραμματισμού των αστικών υπαίθριων χώρων.
185
5.
Επίλογος. Λίγα λόγια για την πόλη.
6.
Case Study: Δυτικό Τείχος Θεσσαλονίκης.
189
7.
Βιβλιογραφία
221
0.
Υπόθεση εργασίας
Η υπόθεση εργασίας αφορμάται από την ανάγκη πολιτιστικού προσδιορισμού στον σύγχρονο χαοτικό αστικό χώρο. Διερευνώνται οι μέθοδοι ενεργοποίησης των αστικών πολιτιστικών τοπίων και η ανάδειξη τους σε “αποθήκες” συλλογικής μνήμης. Αρχικά, εντοπίζονται και αναλύονται οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που διαμορφώνουν το πολιτιστικό απόθεμα των σύγχρονων πόλεων. Οι δύο αυτές δυνάμεις αντικατοπτρίζονται σε δύο διαφορετικές πολιτικές: την πολιτιστική πολιτική και την κοινωνική πολιτική, οι οποίες σχετίζονται αντίστοιχα με δύο διαφορετικές πτυχές της οικονομίας, την πολιτιστική ή δημιουργική οικονομία και την συνεργατική οικονομία. Το αστικό τοπίο αντιμετωπίζεται ως ο χωρικός καμβάς, πάνω στον οποίο αμφότερες πολιτικές αφήνουν το αποτύπωμά τους, καθιστώντας το ένα πεδίο άσκησης εξουσίας και υπαγορεύοντας τους τρόπους με τους οποίους δημιουργείται. Η ερευνητική εργασία εστιάζει από τη μία, στη μελέτη των πολιτιστικών πολιτικών, η οποία ανέδειξε την έννοια της δημιουργικής πόλης, του πολιτιστικού clustering και του εξευγενισμού (gentrification) με το παράγωγο τους, το city branding. Η εφαρμογή τέτοιων πολιτιστικών πολιτικών προκάλεσαν τη χρήση του αστικού τοπίου ως πόλο έλξης τουριστών, καθώς ο σχεδιασμός του υπάκουε στην αισθητική του outsider, δηλαδή του θεατή, του εξωτερικού παρατηρητή ή του τουρίστα. Σε πολλές περιπτώσεις, μερίδες πληθυσμού υποχρεώθηκαν να μετακομίσουν σε άλλες περιοχές, έξω από τις “εξευγενισμένες” ζώνες της πόλης. Οι πράσινες υποδομές, η προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, το ενδιαφέρον για το περιβάλλον και οι επεμβάσεις στον αστικό υπαίθριο χώρο βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτιστικής οικονομίας, αποκτώντας οικονομική διάσταση με απώτερο στόχο την παραγωγή κέρδους. Η παγκοσμιοποιημένη πόλη, απογυμνώθηκε από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της, αποκλείοντας τους κατοίκους της από οποιεσδήποτε διαδικασίες και αποφάσεις επί των αστικών αναπλάσεων. Σήμερα, η οικονομική κρίση που μαστίζει τις περισσότερες μητροπόλεις του δυτικού κόσμου, υπαγορεύει τον επαναπροσδιορισμό των
14
πολιτικών επέμβασης και διαχείρισης του αστικού τοπίου και ιδιαίτερα του αστικού υπαίθριου χώρου. Η εργασία εστιάζει στη συνέχεια της ερευνητικής πορείας στην έννοια της κοινωνικής πολιτικής. Οι αναπλάσεις που κατευθύνονται από το κοινωνικό κεφάλαιο (social led regenerations), καλούνται να εμπνεύσουν την ανάγκη κοινωνικής ωφέλειας, τη σημασία της συμμετοχής και την απαραίτητη προϋπόθεση της προσβασιμότητας, εκφράζοντας παράλληλα τη δημοκρατικότερη διάσταση του σχεδιασμού. Ο δημόσιος χώρος επαναπροσδιορίζεται με γνώμονα τη συλλογικότητα και την κοινή πολιτιστική ταυτότητα, ενώ έννοιες όπως αυτο-οργάνωση, αυτο-διαχείριση και “από τα κάτω - προς τα επάνω” αφήνουν το στίγμα τους στον προγραμματισμό των νέων αστικών κοινωνικών και πολιτιστικών τοπίων. Σε πρώτη φάση, ως μεθοδολογία για την εφαρμογή της κοινωνικής πολιτικής, αναδεικνύεται η ανάγνωση του τοπίου, με όρους παραγωγικούς, ποικιλομορφίας και συνδεσιμότητας. Η στατικότητα μιας “άρτιας” αισθητικής δίνει τη θέση της στον δυναμικό παράγοντα του χρόνου. Έτσι εντοπίζονται οι χρονικές στιγμές κομβικού επαναπροσδριορισμού των στρατηγικών αποφάσεων και επανακαθορισμού της χρήσης του τοπίου. Οι αστικές αναπλάσεις αξιολογούνται και τίθενται σε διαδικασίες διαβούλευσης, ώστε να ενσωματώσουν τις επιθυμίες των insiders, δηλαδή αυτών που κατοικούν το τοπίο. Ο αυθορμητισμός στη λήψη των σχεδιαστικών αποφάσεων και η έννοια του πειραματισμού στον υπαίθριο χώρο, ξεκλειδώνουν όλες τις δυνάμει πτυχές του τοπίου. “Test before you invest” («δοκίμασε πριν επενδύσεις») επιτάσσουν οι σύγχρονες οικονομικές τάσεις στο αστικό τοπίο, ενώ τα εργαλεία και οι τεχνικές της διαμόρφωσης του, πρέπει να αποτελούν νέες «μαλακές» στρατηγικές διαπροσωπικών σχέσεων, αντανακλώντας την οικονομία, τον πολιτισμό και τα ενδιαφέροντα όλων των ανθρώπων ισότιμα. Ως case study, επιλέγεται το Δυτικό Τείχος της Θεσσαλονίκης, το οποίο πέρα από το ιστορικό φορτίο που φέρει, ξεδιπλώνεται στον αστικό ιστό ως η χωρική ραχοκοκαλιά συμβίωσης διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, με το μέσα και το έξω να βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς
15
επαναπροσδριορισμού, διαμορφώνοντας την ταυτότητα των όμορών του αστικών υπαίθριων χώρων.
16
1.
Εισαγωγή
1.1.
1.1. Οι όροι πολιτιστικό και πολιτισμικό.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο νεοελληνικών σπουδών του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ο όρος πολιτισμικό αφορά σε κάτι που ανήκει ή αναφέρεται στον πολιτισμό, ενώ ο όρος πολιτιστικό, σε κάτι που αφορά τον πολιτισμό και ειδικότερα, που ευνοεί, υπηρετεί, προωθεί την ανάπτυξή του. Αντίστοιχα, το λεξικό του Μπαμπινιώτη ορίζει ότι τόσο ο πολιτισμικός, όσο και ο πολιτιστικός είναι όροι που σχετίζονται με τον πολιτισμό, ωστόσο ενώ ο πολιτισμικός είναι όρος περισσότερο στατικός, ο πολιτιστικός είναι περισσότερο δυναμικός, μαρτυρείται από το 1854 και θεωρείται «ορθότερος». Στο Μείζον ελληνικό λεξικό, ο πολιτισμικός αναφέρεται ως όρος στον πολιτισμό ή τις εκδηλώσεις του, ενώ ο πολιτιστικός είναι ο σχετικός με τον πολιτισμό. Τέλος, στο λεξικό Μ. Κριαρά, το πολιτισμικό είναι αυτό που συνδέεται με τον πολιτισμό, ενώ το πολιτιστικό, αυτό που αναφέρεται στον πολιτισμό ή σχετίζεται μ ’αυτόν. Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, τα τοπία που μελετώνται, ορίζονται ως «πολιτιστικά», καθώς είναι τοπία που εμπεριέχουν ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας (πολιτισμική και μη) και προσδιορίζονται από το «αρνητικό» ή το αντίθετο του κτισμένου περιβάλλοντος. Επίσης, είναι τοπία «δυναμικά» κι όχι «στατικά», που μπορούν να μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο, εξυπηρετώντας διαφορετικές χρήσεις και προσελκύοντας ποικίλα δρώμενα, τόσο πολιτισμικά, όσο και κοινωνικά, λόγω της θέσης τους μέσα στο αστικό τοπίο.
Ορίζοντας το αστικό τοπίο Στην παρούσα εργασία, το αστικό τοπίο ορίζεται ως ένα πεδίο γεωγραφικών και πολιτικών διακρίσεων. Οι κύριες βιβλιογραφικές πηγές προέρχονται από τον τομέα της πολιτιστικής γεωγραφίας (cultural geography). Οι έννοιες που χρησιμοποιεί η πολιτιστική γεωγραφία για να ορίσει το αστικό τοπίο, είναι οι «γεωγραφίες διαχωρισμού», οι
18
«γεωγραφίες διάδρασης, συγκερασμού και μίξης», οι «γεωγραφίες μίσους και αηδίας» (Anderson, Domosh & Thrift, 2003). Για τους πολιτιστικούς γεωγράφους, το αστικό τοπίο συνιστά στο χωρικό αποτύπωμα της υπερίσχυσης συγκεκριμένων δυνάμεων και στην τοπικοποιημένη μεταφορά της άσκησης εξουσίας στον αστικό χώρο. Η πόλη για τους πολιτιστικούς γεωγράφους πρέπει να αναγνωστεί ως κοινωνική-γεωγραφική οντότητα (Bianchini & Parkinson, 1993) Οι διαφορετικές αστικές δομές, τόσο στο κέντρο, όσο και στην περιφέρεια των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, διαμορφώνονται με κοινό παρονομαστή την αυθόρμητη αστικοποίηση. Αυτό αποδεικνύει τις σημαντικές διαφορές που παρουσιάζει η μεσογειακή πόλη σε σχέση με το αντίστοιχο αγγλο-αμερικανό μοντέλο. Ενώ, λοιπόν, στις μεγαλουπόλεις της Αμερικής και της Αγγλίας, τα προάστια φιλοξενούν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα σε “gated communities”, στις μεγαλουπόλεις της Μεσογείου, η άτυπη οικονομία, η αυθόρμητη αυτοστέγαση και η έλλειψη σχεδιασμού, μετατρέπουν τα προάστια σε «θύλακες φτώχειας» (Λεοντίδου, 2006). Με βάση κυρίως τις δύο αυτές βιβλιογραφικές πηγές, η μια προερχόμενη από την πολιτιστική γεωγραφία και η άλλη από την πολεοδομία, επιλέγω να “διαβάσω” τη σύγχρονη μεγαλούπολη ως ένα συσχετισμό οικονομικών δεδομένων και πολιτιστικών πολιτικών στον αστικό χώρο και ως μια μήτρα διαδικασιών κοινωνικής συμβίωσης. Στον αστικό τοπίο ανατροφοδοτούνται οι πολιτικές αποφάσεις και κρίνονται τα οικονομικά μοντέλα, ενώ τίθενται νέοι στόχοι, τεχνικές και προθέσεις, θέτοντας ένα πλαίσιο πειραματισμού στον σχεδιασμό των αστικών αναπλάσεων.
Ορίζοντας το αστικό πολιτιστικό τοπίο Στη εισαγωγή της παρούσας εργασίας, καθίσταται σημαντικό να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο ορίζονται τα πολιτιστικά τοπία και τα αστικά πολιτιστικά τοπία. Τα πολιτιστικά τοπία αναφέρονται στη μετατροπή της φύσης, ώστε να εξυπηρετήσει ένα συγκεκριμένο σκοπό: τις ανάγκες και τις επιθυμίες του πολιτισμού που τα κατασκεύασαν.
19
Υπό την έννοια αυτή, όλα τα τοπία μπορούν να αναγνωστούν ως πολιτιστικά, ενώ ως αστικά πολιτιστικά τοπία, αυτά που έχουν σαφή αναφορά στην πόλη και τους κατοίκους της (Mitchell, 2003).
Ορίζοντας τους πολιτιστικούς υπαίθριους χώρους Ως πολιτιστικοί υπαίθριοι χώροι, στην παρούσα εργασία, ορίζονται οι δομές που προκύπτουν από το υπόλειμμα του κτισμένου περιβάλλοντος. Εκφράζουν ένα παλίμψηστο ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, το οποίο άλλοτε ενεργοποιείται και άλλοτε «κουκουλώνεται» από το πυκνοδομημένο περιβάλλον (Clemmensen, Daugaard & Nielsen, 2010). Το έργο της διαμόρφωσης του αστικού τοπίου ανήκει ισάξια σε αρχιτέκτονες και αρχιτέκτονες τοπίου, καθώς από τη μία, οι αρχιτέκτονες αναλαμβάνουν την οργάνωση της αστικοποίησης, και από την άλλη, οι αρχιτέκτονες τοπίου αναλαμβάνουν το πολιτιστικό έργο, τις τέχνες μεταφορικά και την καλλιέργεια της γης κυριολεκτικά (Dumpelmann, 2014).
Κεφάλαιο 1.1. [1] Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. A Rough Guide. In: Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications. [2] Bianchini, F. and Parkinson, M. (ed). 1993. Cultural Policy and Urban Regeneration: The West European Experience. Manchester: Manchester University Press. [3] Clemmensen, T.J. Daugaard, M. Nielsen, T. 2010. Qualifying urban landscapes. In: Journal of Landscape Architecture. Autumn 2010 [4] Dumpelmann, S. 2014. What’s in a word: on the politics of language in landscape architecture. In: Studies in the History of Gardens & Designed Landscapes: An International Quartely, 34:3, pp. 207-225 [5] Mitchell, D. 2003. Dead Labor and the Political Economy of Landscape –California Living, California Dying. In: Anderson, K. Domosh, M. Pile, S. Thrift, N. (eds). Handbook of Cultural Geography. London: Sage Publication [6] Λεοντίδου, Λ. 2006. Διαπολιτισμικότητα και ετεροτοπία στο μεσογειακό αστικό τοπίο: από την αυθόρμητη αστικοποίηση στην επιχειρηματική πόλη. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική
20
1.1.
1.2. Η πόλη κι ο κήπος. Ιστορικά.
1.2.Α. Η πόλη Στο άρθρο του “Urban settlements, from the origin of the cities to the contemporary land”, ο πολεοδόμος και θεωρητικός Pellegrino, διακρίνει σημαντικές διαφορές στην δημιουργία και εξέλιξη των πόλεων ανάμεσα στον Δυτικό και Ανατολικό κόσμο. Ενώ, λοιπόν, στον δυτικό κόσμο, οι πόλεις εμφανίζονται και εξελίσσονται περισσότερο ως αστικές κοινότητες, στον ανατολικό κόσμο, οι πόλεις καθορίζονται από τις “citadels”, δηλαδή τις ακροπόλεις τους, γύρω από τις οποίες εκτυλίσσεται ο αστικό βίος. Ιστορικά, λέξη «πόλης» χρησιμοποιείται για πρώτη φορά το 322 π.Χ., από τον Αριστοτέλη και ορίζεται σε σχέση με τις έννοιες «οίκος», «χώρος» και «πολεύω». Έτσι, από τον όρο «οίκος» που αφορά στο σπίτι, και είναι η μικρότερη ιδιωτική χωρική μονάδα πλήρους στην πόλη, μεταβαίνει στον όρο «χώρος» και στη συνέχεια στο ρήμα «πολεύω», το οποίο αφορά ουσιαστικά στη δημιουργία αστικού χώρου, ή, με άλλα λόγια, στη δημιουργία πόλης. Ο Ηρόδοτος, το 120 π.Χ., στα «Πολιτικά», ορίζει ότι η πόλη αποτελείται από την ακρόπολη, την αγορά και το βουλευτήριο, και είναι το πεδίο χωρικής αναφοράς της ισονομίας. Άλλωστε για τον Ηρόδοτο, ο δημόσιος χώρος φιλοξενεί τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων. Η ουσιαστική συμβολή των αρχιτεκτόνων και των πολεοδόμων στην παραγωγή αστικού χώρου γίνεται ευδιάκριτη στην Αρχαία Ρώμη, όπου αναδύονται δομές και κτήρια που συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία της πόλης. Τα “curia”, οι ναοί, το θέατρο, το αμφιθέατρο, το στάδιο και το forum είναι κάποια από αυτά, ενώ σχεδιάζονται και τα “spatium”, τα απαραίτητα χωρικά ενοποιητικά στοιχεία για την πόλη. Από τον 1ο μέχρι τον 2ο αιώνα μ.Χ., η πόλη γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη. Εφαρμόζεται ο δομικός σχεδιασμός που περιλαμβάνει εκτός των άλλων, το σχεδιασμό βασικών αστικών υποδομών. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, πολλές πόλεις δημιουργούνται εκεί όπου παλαιότερα βρισκόταν κάστρα και μοναστήρια. Παράλληλα, ο αστικός
21
βίος συνδυάζεται με τη μοναστική ζωή κι έτσι δημιουργούνται τα πρώτα προάστια. O πάπας Sixtus o 5ος αποφασίζει την πρώτη αστική επέμβαση, καθώς επιλέγει να ενώσει επτά εκκλησιαστικά ιδρύματα και να δημιουργήσει ένα δίκτυο διαδρομών για τους επισκέπτες. Η απόφαση ενοποίησης των εκκλησιαστικών χώρων σε συνδυασμό με τους γειτονικούς αστικούς υπαίθριους χώρους, προωθεί την προσβασιμότητα των επισκεπτών και κατοχυρώνει τη σπουδαιότητα ύπαρξης ενοποιητικών δικτύων και δομών στο αστικό τοπίο. Τον 17ο αιώνα, στην Ευρώπη, αποφασίζεται η συγκέντρωση όλων των διοικητικών κτηρίων στις πρωτεύουσες (Παρίσι, Βιέννη, Τορίνο, Νάπολη, Άμστερνταμ, Λονδίνο), αναδεικνύοντας τον κεντρικό ρόλο των μεγαλουπόλεων. Η απόφαση αυτή, συνδυάζεται με την ενίσχυση των αμυντικών τειχών, την επανοργάνωση των δρόμων και των υποδομών, την επένδυση σε μεγάλα έργα αρχιτεκτονικής και την ενίσχυση του υπάρχοντος αστικού ιστού. Παράδειγμα αυτής της περιόδου, αποτελούν οι Βερσαλλίες. Επίσης, την περίοδο αυτή, η μορφή που παίρνει το αστικό τοπίο, εμπνέει φιλοσόφους, όπως ο Ρουσσώ, ο οποίος κάνει αναφορά στην υγιεινή των πόλεων, θίγοντας για πρώτη φορά θέματα όπως η πυκνότητα του δομημένου. Αποτέλεσμα είναι ο περιορισμός της αστικής ανάπτυξης, αλλά και η πρόθεση επαναφοράς της φύσης και της εξοχής στο αστικό τοπίο. Η Βιομηχανική Επανάσταση, την περίοδο που ακολουθεί, εντείνει την αστυφιλία, εκτοξεύοντας τα δημογραφικά δεδομένα των πόλεων. Η ανάγκη περιορισμού της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης των πόλεων γίνεται ακόμη πιο επιτακτική. Παράλληλα, εξίσου σημαντικός είναι ο σαφής διαχωρισμός του ιδιωτικού από το δημόσιο χώρο και η ξεκάθαρη οριοθέτηση του ενός ως προς τον άλλο. Μετά το πέρας της Βιομηχανικής Επανάστασης, αναδύεται η «φιλελεύθερη» πόλη. Το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον αυτή της περιόδου απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της κοινότητας
22
στο πλαίσιο της γειτονιάς. Οι μικρο-κοινότητες που εμφανίζονται την περίοδο αυτή (Familistery, Phalanstery), καθορίζουν την ανάγκη της συσπείρωσης των εργατών που μοιράζονται το κοινό όραμα για έναν ιδανικό αστικό βίο. Την περίοδο αυτή ο Howard, προτείνει την κηπούπολη. Στο νέο αυτό μοντέλο πόλης, υπάρχει σαφής απαίτηση διαμόρφωσης ενός υγιούς αστικού περιβάλλοντος για τους κατοίκους και τους εργάτες των πόλεων. Οι υπαίθριοι χώροι πρέπει να σχεδιάζονται άρτια και να τοποθετούνται με τον ορθότερο τρόπο ως προς την αλληλουχία των επαναλαμβανόμενων μονάδων κατοικίας. Στη συνέχεια της ιστορικής αναδρομής: ο 19ος αιώνας εμπνέει την επανένταξη στη φύση και την σωστή διάταξη των κήπων μέσα στον αστικό χώρο. Ο 20ος που ακολουθεί εκτυλίσσεται υπό τη σκέπη του οράματος της μεγα-πόλης (mega-city). Aπό το όραμα των μεγα-πόλεων του 20ου αιώνα, η ιστορία καταλήγει στον 21ο αιώνα, στην πρόσληψη της πόλης ως κόμβο διασύνδεσης του τοπικού με το παγκόσμιο (“localglobal connectivity”) (Λεοντίδου, 2006).
1.2.Β. Η Μεσογειακή πόλη. Η μεσογειακή πόλη παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ως προς τον τρόπο που εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, αλλά και σε σχέση με το αντίστοιχο αγγλο-αμερικάνικο πρότυπο. Στις περισσότερες μεσογειακές πόλεις άρχει η αυθόρμητη αστικοποίηση, παραγκωνίζοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα. Η πολιτιστική πολλαπλότητα των κοινωνικών ομάδων που την απαρτίζουν, καθώς και η συνύπαρξη εποχών, δραστηριοτήτων και πολιτισμών που αφήνουν τα ίχνη τους στον αστικό ιστό, συνθέτουν μια εικόνα υβριδικότητας και συμβίωσης (ή σύγκρουσης κατά περιπτώσεις) των διαφόρων πολιτισμών. Επιπροσθέτως, στη μεσογειακή πόλη κυριαρχεί η έννοια της ετεροτοπίας, η οποία αφορά στη συνύπαρξη ασυμβίβαστων στοιχείων σε αλληλεπιθέσεις με ένταση και ανησυχία. Η μεσογειακή πόλη μαστίζεται από την ακραία αστικότητα ή αστυφιλία, σε αντίθεση με την αντιαστική πολιτισμική παράδοση της
Κεφάλαιο 1.2. Α . [1] Λεοντίδου, Λ. 2006. Διαπολιτισμικότητα και ετεροτοπία στο μεσογειακό αστικό τοπίο: από την αυθόρμητη αστικοποίηση στην επιχειρηματική πόλη. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική.
23
αγγλο-αμερικανικής πόλης. Το χαρακτηριστικό της έντονης αστυφιλίας εκφράζεται μέσα από τη διαμόρφωση μικρών πλατειών, μικρών πάρκων και περιπάτων που εξυπηρετούν την εκτόνωση της. Για τη σωστότερη σύγκριση ανάμεσα στη μεσογειακή και την αγγλοαμερικανική πόλη, θα πρέπει να γίνει αναφορά στους κύκλους της αστικής ανάπτυξης των πόλεων, ώστε να διερευνηθεί κατά πόσο μοιάζουν ή διαφέρουν οι δύο τύποι πόλεων στην αλληλουχία των κύκλων και στη διάρκειά τους. Σύμφωνα με τον Freid, στο βιβλίο του “Planning the eternal city: Roman politics and planning since World War II”, οι κύκλοι αστικής ανάπτυξης των πόλεων είναι τέσσερις. Πρώτη έρχεται η Βιομηχανική Επανάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιείται έντονη αστικοποίηση, αλλάζοντας ριζικά την εικόνα των πόλεων. Στη συνέχεια ακολουθεί η προαστικοποίηση, όπου δημιουργούνται τα πρώτα προάστια, με βάση το όραμα της υγιεινής πόλης και της επανένταξης στη φύση. Ο τρίτος κύκλος ανάπτυξης είναι η αποαστικοποίηση, η επιστροφή στη φύση, με όραμα τον ποιοτικότερο τρόπο ζωής. Ο τέταρτος και τελευταίος κύκλος περιλαμβάνει την επαναστικοποίηση. Οι πόλεις γεμίζουν ξανά με κόσμο, εν μέρει λόγω της ευκολότερης πρόσβασης στην παροχή υπηρεσιών. Οι διαφορές που εντοπίζονται στη μεσογειακή πόλη, εάν θεωρήσουμε πως οι κύκλοι αυτοί αντιπροσωπεύουν τον τρόπο και τα στάδια ανάπτυξης της αγγλο-αμερικανικής πόλης, είναι πως η μεσογειακή αστική ανάπτυξη πραγματοποιείται σε δύο κύκλους: πρώτα λαμβάνει χώρα η προαστικοποίηση και στη συνέχεια η φάση της επαναστικοποίησης (Freid, 1973). Επιπροσθέτως, ο πληθυσμός που κατοικεί την πόλη καθορίζει εξίσου τον τρόπο με τον οποίο η πόλη αναπτύσσεται. Ο Matrinotti, προτείνει μια σειρά μοντέλων, τα οποία αποτυπώνουν τη σχέση μεταξύ των πληθυσμών της πόλης και του αστικού τοπίου. Άλλωστε, στη σχέση αυτή θεμελιώνονται οι βαθύτερες διαφορές ανάμεσα στη μεσογειακή και αγγλο-αμερικανική πόλη, καθώς αποκαλύπτονται οι αντιθέσεις
24
στον τύπο και τον τρόπο ζωής των κατοίκων τους. Σύμφωνα με τον Matrinotti, διακρίνονται οι εξής κατηγορίες πληθυσμών: η μητρόπολη πρώτης γενιάς, η μητρόπολη δεύτερης γενιάς και η μητρόπολη τρίτης γενιάς, ενώ μια τελευταία κατηγορία πληθυσμού είναι οι μετανάστες. Στη μητρόπολη πρώτης γενιάς, οι κάτοικοι είναι οι εργαζόμενοι (commuters). Στην μεσογειακή πόλη, συνυπάρχουν οι πληθυσμοί αστικοποίησης και προαστικοποίησης, δεν μπορούν να διαχωριστούν, και γι’ αυτό δεν διακρίνεται η αστικοποίηση ως κύκλος αστικής ανάπτυξης. Αντίστοιχα, στην μητρόπολη δεύτερης γενιάς, οι χρήστες απολαμβάνουν τις υπηρεσίες της πόλης ως επισκέπτες. Στη μεσογειακή πόλη, η επαναστικοποίηση συνδέεται άμεσα με την έννοια της πόλης ως κόμβο παροχής υπηρεσιών και γι’ αυτό η μεσογειακή πόλη μεταβαίνει από το στάδιο της αποαστικοποίησης στην επαναστικοποίηση. Με το τελευταίο στάδιο αστικής ανάπτυξης, την επαναστικοποίηση, συνδέεται το μοντέλο της μητρόπολης τρίτης γενιάς. Στη μητρόπολη τρίτης γενιάς, ο εξειδικευμένος πληθυσμός επιχειρηματιών, οι οποίοι επισκέπτονται τακτικά διάφορες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή πελάτες τους, καταναλώνουν τις αστικές υπηρεσίες και στις περισσότερες περιπτώσεις συνυπάρχουν με το τελευταίο μοντέλο αστικού πληθυσμού, τους μετανάστες (Matrinotti, 1999). Κατά αντιστοιχία με τις τριτοκοσμικές πόλεις, στη Μεσόγειο ξεπηδούν παραγκουπόλεις και αυθαίρετοι οικισμοί στην περιφέρεια των μεγαλουπόλεων, ενώ στο κέντρο δημιουργούνται οι θύλακες φτώχειας. Τα παραδείγματα που αναφέρονται ενδεικτικά, είναι τα αυθαίρετα της Αθήνας, οι παραγκουπόλεις της Λισαβόνας και τα gececondu της Κωνσταντινούπολης (Matrinotti, 1993). Εν τέλει, οι αντιθέσεις αυτές, μεταξύ μεσογειακών και αγγλο-αμερικανικών προαστίων μπορούν να ερμηνευθούν μέσα από το πρίσμα της άτυπης οικονομίας, της αυθόρμητης αυτοστέγασης και της έλλειψης σχεδιασμού. Το τοπίο των μητροπόλεων της δεύτερης γενιάς αντικατοπτρίζει την επιχειρηματική πτυχή της πόλης. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η
25
Αυθαίρετα σην Αθήνα
Gececondu. Τα φτωχά περίχωρα της Κωνσταντινούπολης
26
η μετανεωτερική κοινωνία του νεοφιλελευθερισμού δημιουργεί συνθήκες έντονου αστικού ανταγωνισμού. Παράλληλα, ακμάζει η εφήμερη αστική διαφήμιση (urban boosterism, place marketing). Το αστικό marketing έχει μετατραπεί στον κύριο τρόπο διακυβέρνησης της πόλης σε υπερτοπικό επίπεδο. Το αστικό τοπίο μεταβαίνει από την αστική διακυβέρνηση (managerialism) στην επιχειρηματικότητα (entrepreneurialism), όπως μεταβαίνει η παγκόσμια οικονομία από το φορντικό-κεϋνσιανό καθεστώς της ευέλικτης συσσώρευσης, στον ανερχόμενο νεοσυντηρητισμό. Ο οικονομικός αυτός ορίζοντας επιτάσσει τη διαφοροποίηση του ρόλου των φορέων αστικής ανάπτυξης. Σε αντίθεση προς τον παγκόσμιο χαρακτήρα των αγγλο-αμερικανικών πόλεων, στη μεσογειακή πόλη δεν βιώθηκε τόσο έντονα ο φορντισμός, στο οικονομικό επίπεδο, ούτε το κράτος πρόνοιας στο πολιτικό. Ενώ στην παγκόσμια πόλη, απουσιάζει η έννοια της αυτοστέγασης, στις πόλεις της Μεσογείου, η άτυπη οικονομία καθιστά τα αστικά τοπία πολυσήμαντα και κατακερματισμένα μωσαϊκά δραστηριοτήτων. Στη μεσογειακή αντιπαγκοσμιούπολη μπορούμε να πούμε ότι πρωτοστατεί η λαϊκή αυτενέργεια, σε αντίθεση προς την παγκόσμια πόλη που στόχος της είναι η προσέλκυση του παγκόσμιου τουρισμού (global tourism). Στην παγκόσμια πόλη, η δημιουργία ενός ελκυστικού περιβάλλοντος κατευθύνει μοιραία τις διαδικασίες εξευγενισμού του αστικού τοπίου. Επίσης, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην τοπική ιδιομορφία, παράλληλα προωθείται η κατασκευή νέων αστικών τοπίων και το βάρος μετατοπίζεται υπέρ της προστασίας των μνημείων, της αξιοποίησης των ιστορικών διαδρομών και της ενσωμάτωσής τους στον αστικό ιστό. Στο πλαίσιο του μοντερνισμού, η πόλη αναδεικνύει την πολιτιστική κληρονομιά της και επανανακαλύπτει την παράδοση. (Λεοντίδου, 2006). Καθώς στο αστικό τοπίο κυριαρχεί η διαπολιτισμικότητα, γίνεται απαραίτητη η κινητοποίηση των κατοίκων της πόλης ώστε να διεκδικήσουν το χώρο τους με καινούργια μέσα. Η κοινωνία της πληροφορίας και των επικοινωνιών προσφέρει τη δυνατότητα
27
Urban boosterism. High Line, New York
Billboard art από τον John Baldessari. High Line, New York City.
28
συσπείρωσης όλων των πολιτών του κόσμου, οι οποίοι επιθυμούν να έρθουν σε ρήξη με την παρεμβατική κι ασύδοτη παγκοσμιοποίηση των λίγων (Jacobs, 1961). Η κοινωνία πολιτών αποκτά ξανά ιθύνοντα ρόλο στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Μια διαδικασία που αναπτύσσεται εκτενώς στο 3ο κεφάλαιο της εργασίας.
1.2.Γ. Η ελληνική πόλη. Η ελληνική πόλη εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά της μεσογειακής πόλης. Τα θεμελιώδη γνωρίσματά της μορφής και της ταυτότητας της καθορίζονται από την πολεοδομική εξέλιξη, την κοινωνική αλληλεπίδραση και το φυσικό και ιστορικό της τοπίο. Ο ελληνικό ιστός είναι ένα «μωσαϊκό» από αποσπασματικά υποσύνολα, όπου κυριαρχεί η αποδιάρθρωση των κλιμάκων, η αναρχία στη δόμηση και η έλλειψη ιεράρχησης. Η έννοια της γειτονιάς είναι ανύπαρκτη στην ελληνική πόλη, ενώ η αίσθηση της στενότητας και η ατελή άρθρωση μεταξύ των επιμέρους συστατικών του αστικού ιστού ολοκληρώνουν την εικόνα μιας τυπικής μεσογειακής πόλης (Ιωάννου & Σερράος, 2006).
1.2.Δ. Ο κήπος στην πόλη. Ιστορικά Ολοκληρώνοντας την περιγραφή της πόλης, κι αφού δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον τύπο της μεσογειακής πόλης, όπου ανήκει και η ελληνική πόλη, αξίζει να γίνει εκτενής αναφορά στο ρόλο του κήπου μέσα στην πόλη. Τα πάρκα και οι κήποι αποτέλεσαν στο παρελθόν, κι εξακολουθούν να αποτελούν μέχρι και σήμερα, βασικές μονάδες που Κεφάλαιο 1.2.Β. [1] Freid, R.C.. 1973. Planning the eternal city: Roman politics and planning since World War II. London: Yale University Press [2] Jacobs, J. 1961. The death and life of great American cities. New York: Random House [3] Martinotti, G. 1993. Metropoli: La nuova morfologia sociale della citta. Bologna: II Mulino. Τα αστικά τοπία σε σχέση με τα μοντέλα πληθυσμού του Matrinotti. [4] Matrinotti, G.1999. A city for whom? Transients and public life in the second-generation metropolis. Στο: Beauregard, S.A. και Body-Gendrot, S. (eds), pp. 155-84
[5] Λεοντίδου, Λ. 2006. Διαπολιτισμικότητα και ετεροτοπία στο μεσογειακό αστικό τοπίο: από την αυθόρμητη αστικοποίηση στην επιχειρηματική πόλη. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική. Κεφάλαιο 1.2.Γ. [1] Ιωάννου, Β., Σερράος, Κ. 2006. Μετασχηματισμοί της ελληνικής πόλης. Επιπτώσεις στην εικόνα του αστικού τοπίου. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική.
29
1
2
Από αριστερά: 1. Εξέλιξη αστικού ιστού Αθήνας 1900-1997 2. Με σκούρο χρώμα οι συγκεντρώσεις μεταναστών στο Δήμο Αθήνας (Βαΐου 2007). Πηγή: Αθήνα ανοχύρωτη πόλη. Χωρική ανάλυση της Εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008. Urban anarchy. Available online: http://urbananarchy.gr/ Βαΐου Ντ., 2007. Ο χάρτης των μεταναστών, επιστημονική ομάδα του τομέα Πολεοδομίας - Χωροταξίας του ΕΜΠ 2005-2007.
Σχέδιο χωροθέτησης πολιτιστικών τοπίων του Leberecht Migge. Αρχές 20ου αιώνα
30
συνθέτουν την πόλη, ενσωματώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά ενός ποιοτικότερου τρόπου διαβίωσης. Ιστορικά, ο πρώτος σχεδιασμένος κήπος, τοποθετείται περίπου στα 700 π.Χ., όταν ο άρχοντας Sennacharib, αποφασίζει να κτίσει ένα πάρκο για τους πολίτες της Ninevah. Αρκετά αργότερα, στην αρχαία Ελλάδα, ο κήπος, με τη μορφή κυρίως του ελαιώνα, συμβάλλει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οι κήποι στο Μεσαίωνα, επιχειρούν να εκφράσουν μια νοσταλγία για τη φύση, ως αντίβαρο του νέου αστικού τρόπου ζωής, ενώ το 17ο αιώνα στην Ευρώπη, ο κήπος αποτελεί προνόμιο και είναι δείγμα ευημερίας. Η ραγδαία αστικοποίηση που ακολουθεί τον 18ο αιώνα, λόγω της Βιομηχανικής Επανάστασης, έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του κήπου, σχεδόν την εξαφάνισή του. Από τους σημαντικότερους διανοητές, οι οποίοι έθιξαν την σπουδαιότητα του κήπου στην πόλη, είναι ο Thomas More, ο οποίος το 1516 γράφει το δοκίμιο “Utopia”, στο οποίο προτείνει ένα περιορισμένο μέγεθος, προωθώντας παράλληλα τη δυνατότητα καλλιέργειας μέσα στην πόλη και την ενσωμάτωση της εξοχής μέσα στον αστικό ιστό. Αυτό αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Ebenezer Howard, ο οποίος αρκετά αργότερα, το 1902, γράφει το “The Garden City”, επιχειρώντας να ενσωματώσει τις αρχές του προγενέστερου “Utopian City” (Whiston & Spirn, 1984). Με αφορμή τα γραπτά αυτά, αλλά και τη συμβολή θεωρητικών, πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων τοπίου, οδηγούμαστε στο σήμερα, όπου οι κάτοικοι των πόλεων ενδιαφέρονται ξανά για την αρμονική ενσωμάτωση της φύσης στον αστικό ιστό.
1.2.Ε. Οι αρχιτέκτονες τοπίου: οι κήποι και τα αστικά πολιτιστικά τοπία. Ιστορικά Οι αρχιτέκτονες τοπίου συμβάλλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση των αστικών υπαίθριων χώρων και των κήπων. Στη Γερμανία, ο όρος Binnenkolonisation, καθιερώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα και αναφέρεται στους κήπους, οι οποίοι οφείλουν να αποτελούν κεντρικά στοιχεία της αστικής ανάπτυξης, είτε σε clusters μέσα στην πόλη, είτε
Κεφάλαιο 1.2.Δ. [1] Whiston, Spirn, A. 1984. The Granite Garden. New York: Basic Books Inc.
31
Στιγμιότυπο από την ταινία Metropolis, του Fritz Land. Graphic designer της ταινίας είναι ο Walter Schulze-Mittendorf (1927)
To βιβλίο του Thomas More “Utopia”
1
2 Από αριστερά 1. Σχέδιο της κηπούπολης του Ebenezer Howard. Πηγή: http://www.presidentsmedals.com/ Entry-13530 2. Σελίδα για την κηπούπολη στο facebook. Πηγή: https://gardencitiesfortomorrow. wordpress.com/
32
σε ζώνες περιμετρικά της πόλης, συμβάλλοντας στον περιορισμό της διάχυσης των μητροπόλεων. Αντίστοιχα, το 1906, ο Forestier, προτείνει το σχεδιασμό ενός συστήματος ελεύθερων χώρων πρασίνου μέσα στην πόλη, ενώ λίγο αργότερα, το 1918, ο Leberect Migge, αποκαλεί τη μητρόπολη «μητέρα των κήπων». Για τον Migge, οι κήποι είναι ενδεικτικοί του πολιτισμού και των πολιτισμένων, ενδεικτικοί της σχέσης με τη γη και της καταγωγής και «ντύνει» με τα χαρακτηριστικά αυτά την ιδέα της κηπούπολης. Παράλλληλα, πρωτοστατεί και η λογική των Allotment Gardens, δηλαδή ζώνες πολιτισμού που περιβάλλουν τις αστικές περιοχές. Ο σχεδιαστής τοπίου χρίζεται σχεδιαστής του πολιτισμού της πόλης (Stadtlandkultur), καθώς σχεδιάζει τις ζώνες μετάβασης από τον αστικό πυρήνα στην εξοχή. Το 1920, ο Passarge, προτείνει τη συγχώνευση της πόλης με την εξοχή, ενώ ο Max Echert, αναπαριστά την πόλη με κάθετες και οριζόντιες γραμμές, υποστηρίζοντας πως η πόλη είναι από μόνη της ένα αυτούσιο τοπίο. Το 1929, ο Herber Boehm, εισάγει τον όρο “citylandscape” (Standt-Landschaft, μετάφραση: αστικό τοπίο), όπου ο κήπος ενεργοποιεί τους πυρήνες του νέου αστικού τοπίου, κερδίζοντας σταδιακά έδαφος έναντι του κτισμένου περιβάλλοντος. Οι αρχιτέκτονες και οι αρχιτέκτονες τοπίου αναλαμβάνουν πλέον ξεχωριστές αρμοδιότητες. Οι αρχιτέκτονες ασχολούνται με το σχεδιασμό της πόλης και την οργάνωση της αστικοποίησης (a civilizing task), ενώ όταν εμπλέκονται, οι αρχιτέκτονες τοπίου αναλαμβάνουν το πολιτιστικό έργο (a cultural task), τις τέχνες μεταφορικά και την καλλιέργεια της γης κυριολεκτικά. Το 1948, ο Bernard Reichow, με το “The Art of Organic Town Planning: From Metropolis to City Landscape”, δίνει έμφαση στη σπουδαιότητα των αστικών κήπων. Λίγο αργότερα, το 1950, στην διεθνή έκθεση Interbau (International Building Exhibition), παρουσιάζεται το μοντέλο αστικής ανάπτυξης “Hansaviertel”. Πρόκειται για ένα μοντέλο αστικής γειτονιάς που ενσωματώνει ανοιχτούς πράσινους χώρους στον αστικό ιστό. Η έκθεση Interbau, το 1957, τιτλοφορείται “The City of Tomorrow”, και παρουσιάζεται η ιδέα της πρόσληψης του ανοιχτού αστικού χώρου
Κεφάλαιο 1.2.Ε. [1] Dumpelmann, S. 2014. What’s in a word: on the politics of language in landscape architecture. Studies in the History of Gardens & Designed Landscapes: An International Quartely, 34:3, pp. 207-225
33
1.3. Η διάχυτη πόλη: Στρατηγικές επέμβασης. “Περισσότερο από ποτέ, η πόλη είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε.” (Rem Koolhaas, 1994)
1.3.A. Η διάχυτη πόλη στο πλαίσιο της παγκόσμιας αστικοποίησης (Global Urbanization) Η έννοια της διάχυτης πόλης καλείται να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η σύγχρονη πόλη στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, τόσο σε επίπεδο οικονομικό, όσο και σε πολιτισμικό. Για την έννοια της διάχυτης πόλης έχουν γραφτεί αναρίθμητα άρθρα, ενώ αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι, ακόμη και φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι και ανθρωπολόγοι έχουν προσπαθήσει να συλλάβουν τα βαθύτερα γνωρίσματά της. Η διάχυτη πόλη δεν έχει σαφή όρια, είναι η πόλη χωρίς ιστορία, επιφανειακή σαν σκηνικό, η οποία κατέχει τη δυνατότητα να καταστρέφεται και να ανανεώνεται προσπαθώντας να κερδίσει έδαφος έναντι της φύσης που την εμποδίζει. Στη διάχυτη πόλη δεν υπάρχει η έννοια του κέντρου, ούτε κι αυτή της ταυτότητας, καθώς οι ιστορικές φάσεις έχουν κουκουλωθεί αριστοτεχνικά από τα σύγχρονα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα. Ο Rem Koolhaas, συλλαμβάνει την έννοια της διάχυτης πόλης ως μια «ομογενοποιημένη» μάζα, όπου βασιλεύουν οι ατέλειωτες επαναλήψεις της ίδιας δομικής μονάδας. Είναι ένα déjà vu, εκπέμπει την άνια των επαναλαμβανόμενων ρυθμών της, ενώ παράλληλα επιτρέπει τοπικά την έκφραση της εθνικότητας των κατοίκων της. Φαίνεται τυχαία και άναρχη. Η διάχυτη πόλη, χαρακτηρίζεται ως πολυεθνική και πολύ-πολιτισμική, έχει ευέλικτη ποικιλομορφία και αισθητική ελευθερία, ενώ οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας και οι μεγάλες ταχύτητες διακόπτουν χωρικά και αντιληπτικά τον αστικό ιστό της (Χατζηελευθεριάδου, 2008). Για την καλύτερη κατανόηση, θα πρέπει να γίνει σύντομη αναφορά στις θεωρίες που πλαισιώνουν την έννοια της φύσης, πώς την οριοθετούν και με ποιο τρόπο καθορίζουν τη μορφή της. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι θεωρίες του Hunt, ο οποίος το 2000,
34
επιχείρησε να ταξινομήσει τα μη αστικά τοπία σε τρείς κατηγορίες: α. Πρώτη φύση που αφορά στην άγρια φύση, η οποία θεωρητικά δεν υπάρχει, καθώς όλα τα τοπία πλέον έχουν προσβληθεί από την ανθρώπινη παρουσία, β. Δεύτερη φύση, η οποία περιλαμβάνει τα πολιτιστικά τοπία, από τα αγροτικά μέχρι τα τοπία των οικισμών, και γ. Τρίτη φύση, η οποία αφορά στα πάρκα και τους κήπους, δηλαδή το αστικό πράσινο (Αίσωπος, 2006). Η διάχυτη πόλη δεν δημιουργείται, ούτε εξελίσσεται ξέχωρα από τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής. Αντίθετα, είναι προϊόν αυτών των νέων συνθηκών. Ο Castells, το 2002, ονοματίζει την εποχή που διανύουμε «εποχή της πληροφορίας», ενώ ο χώρος όπου διαδραματίζονται οι εξελίξεις, είναι ο «άτοπος και αποδεσμευμένος από τοπικότητες» χώρος των ροών. Για τον Castells, υπάρχουν τρεις διαδοχικές στρώσεις στο χώρο των ροών της πληροφορίας: α. το κύκλωμα των ηλεκτρονικών ανταλλαγών, β. οι κόμβοι και γ. τα επίκεντρα (Castells, 2002). Στη θεωρία αυτή, τόσο ο Auge, όσο και ο Γερμανός Christaller, προσθέτουν την έννοια του transit και συγκεκριμένα τους χώρους σε κατάσταση transit, δηλαδή τους χώρους των ροών και των τόπων όπου πραγματοποιείται αέναα η κινητικότητα της πληροφορίας (Auge, 1995). Το 1995, ο Ascher, εισάγει τον όρο της «μετάπολης», πηγή έμπνευσης για τον Rem Koolhaas, στο μετέπειτα συγγραφικό του έργο με τίτλο «Η Γενική Πόλη». Κεφάλαιο 1.3.Α. [1] Ascher, F. 1995. Metapolis ou l’Avenir des Villes. Paris: Odible Jacob. [2] Auge, M. 1995. Non-places: Introduction to Anthropology of Supermodernity. London και New York: Verso [3] Castells, M. 2000. The space of flows. Στο Susser, I. (ed.). The Castells Reader on Cities and Social Theory. Mass. And Oxford: Blackwell Publishers [4] Castells, M. 2002. The culture of Cities in the Information Age. Στο: Susser I. (ed.). The Castells Reader on Cities and Social Theory. Mass. Και Oxford: Blackwell Publishers [5] Christaller, W. 1933. Die Zentralen Orte. Στο Sueddeutschland, Jena: Gustav Fischer, (Μεταφρασμένο τμήμα), από Charlisle W. Baskin, ως Central Places in Southern Germany, Prentice Hall 1966) [6] Koolhaas, R. 1994. Whatever happened to Urbanism? In: OMA (with Bruce Mau). 1994. SMLXL. The Monicelli Press. New York., pp. 595-971 [7] Koolhaas, R. 2001. «Η Γενική Πόλη». Στο Αίσωπος, Γ. και Σημαιοφορίδης Γ., (επιμ.), Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη. Μετάπολις 2001, Αθήνα: Metapolis Press. [8] Αίσωπος, Γ., 2006. Η διάχυτη πόλη. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική [9] Χατζηελευθεριάδου, Ε. 2008. Ο σχεδιασμός της πληροφορίας στο έργο του Rem Koolhaas. Eπιβλ. Πάκα Αλκμήνη, Χατζησάββα Δήμητρα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
35
1.3.Β. Ο Rem Koolhaas για τη διάχυτη πόλη. Οι προβληματισμοί του Rem Koolhaas για τη σύγχρονη πόλη σε συνδυασμό με την δυναμική της προγραμματικής αρχιτεκτονικής και την τυχαιότητα του αστικού τρόπου ζωής, παρουσιάστηκαν επίσημα το 1997, στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε από το Graham Foundation, στο Σικάγο των Ηνωμένων Πολιτειών. Παράλληλα, στο συνέδριο αυτό, παρουσιάστηκαν και οι ιδέες του κριτικού τοπικισμού από τον Kenneth Frampton, η προσέγγιση του σχεδιασμού μέσω ενός χάρτη-κόσκινου (sieve-map) του Ian McHarg και οι θεωρίες της στέγασης και της αστικότητας του Peter Rowe. Όλες αυτές οι σκέψεις και οι οπτικές ανάλυσης διαμόρφωσαν το υπόβαθρο μιας ολοκληρωμένης θεώρησης για τη σύγχρονη πόλη. Επίσης, λίγο νωρίτερα και λίγο πιο άτυπα, το 1995, στη διάλεξη που έδωσε με θέμα “The Changing City”, ο Koolhaas, υποστήριξε ότι η πόλη αναπτύχθηκε δεν δημιουργήθηκε, δίνοντας έμφαση στη διαδικασία και όχι στο σχεδιασμό, και θέτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τα θεμέλια της σύγχρονης θεωρίας και πρακτικής της πολεοδομίας. Συγκεκριμένα, η ρηξικέλευθη πολεοδομική σκέψη του Rem Koolhaas, μπορεί να συνοψιστεί στο παρακάτω πεδίο: «αν είναι να υπάρξει μια ΄νέα πολεοδομία’ αυτή δε θα βασίζεται στις δίδυμες φαντασιώσεις της τάξης και της παντοδυναμίας θα είναι το ανέβασμα της αβεβαιότητας. Δεν θα ασχολείται πια με την τακτοποίηση περισσότερο ή λιγότερο μόνιμων αντικειμένων, αλλά με την άρδευση περιοχών με δυνατότητες. Δε θα στοχεύει πια σε σταθερές σχηματοποιήσεις, αλλά στη δημιουργία ικανών πεδίων τα οποία στεγάζουν διαδικασίες που αρνούνται να στερεοποιηθούν σε συγκεκριμένη μορφή. Δε θα ‘χει πια να κάνει με τον σχολαστικό ορισμό, την επιβολή ορίων, αλλά με την επέκταση των εννοιών, την άρνηση των συνόρων, όχι με το χωρισμό και την αναγνώριση οντοτήτων, αλλά με την ανακάλυψη υβριδίων χωρίς όνομα. Δε θ’ ασχολείται πια έμμονα με την πόλη, αλλά με το χειρισμό της υποδομής, με στόχο ατελείωτες εντατικοποιήσεις και διαφοροποιήσεις, συντομεύσεις και ανακατανομές. (…) ορισμένη εκ νέου, η πολεοδομία δε θα ναι μόνο, ή ως επι το πλείστο, ένα επάγγελμα, αλλά ένας τρόπος σκέψης, μια ιδεολογία, η αποδοχή αυτού που υπάρχει». Στο πλαίσιο της αντιμεταρρυθμιστικής πολεοδομικής σκέψης του Koolhaas, προτείνονται η συνεργασία κι όχι ο ανταγωνισμός με τις
36
ανεξέλεγκτες δυνάμεις ανάπτυξης. Υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχει κάποιο μέσο εκλογίκευσης ή επίλυσης της κοινωνικής σύγχυσης, παρά μόνο η συμβίωση και η αποδοχή (Χατζησάββα, 2009). Επιπροσθέτως, ο Koolhaas εισάγει στον αρχιτεκτονικό λόγο του την έννοια του Bigness, για να προσεγγίσει πληρέστερα και ουσιαστικότερα τη δομή της διάχυτης πόλης. Το Bigness, ήρθε σαν έμπνευση από το λόγο του Daniel Burnham: “Make no little plans. They have no magic to stir men’s blood… make big plans, aim high in hope and work remembering that a noble logical diagram once recorded will not die”. (μετάφραση: «μη κάνεις μικρά σχέδια. Δεν έχουν τη μαγεία να ταράζουν το ανθρώπινο αίμα… κάνε μεγάλα σχέδια, στόχευε ψηλά με την ελπίδα και τη δουλειά, έχοντας στο μυαλό ότι καταγράφοντας ένα λογικό διάγραμμα, τότε αυτό δεν πεθαίνει») Η έννοια του Bigness συνδέεται με άλλους παρεμφερείς όρους του θεωρητικού λόγου του Koolhaas, όπως η έννοια του “Manhattanism”, η οποία δηλώνει την πολυλειτουργική και ηδονιστική εμπειρία της μεγαλούπολης και των ουρανοξυστών της (στο βιβλίο Delirious New York). Με την έννοια αυτή, ο Koolhaas, προσπαθεί να μεταφέρει στους αναγνώστες την κουλτούρα της συμφόρησης, η οποία απαντάται ευρέως στα μητροπολιτικά κέντρα. Επίσης, το Delirious New York, αποτελεί μια έμμεση απάντηση στην επαναφορά της ιστορικής αστικών γειτονιάς των αδελφών Krier, και στην εμπορική λωρίδα (Learning From Las Vegas) των Robert Venture, Denise Scott Brown και Steven Izenour. Επιπλέον όροι που μπορούν να συσχετιστούν με το Bigness, είναι αυτοί της ολότητας, της πολυπλοκότητας, της αποδέσμευσης, όπως επίσης της οργάνωση της αβεβαιότητας και της ανυπαρξία ορίων. Όπως ο ίδιος ο Koolhaas αναφέρει στο άρθρο του Urbanism Vs Architecture, στο βιβλίο SMLXL: «Σε ένα τοπίο αυξανόμενης ευκολίας και της παροδικότητας, το urbanism δεν είναι πλέον ή δεν πρέπει να είναι το πιο σοβαρό των αποφάσεων μας, το urbanism μπορεί να ανακουφίσει, να γίνει μια ομοφυλοφιλική επιστήμη.»
37
1
2
Από αριστερά: 1. H Γενική Πολή. Rem koolhaas 2. Sprawl & the City.
1
Από αριστερά: 1. Volume Magazine 2. Delirious New York. Rem Koolhaas
“Learning from Las Vegas” των Robert Venture, Denise Scott Brown και Steven Izenour.
2
38
Εν τέλει, ο Koolhaas ολοκληρώνει τη θεωρία του για την διάχυτη πόλη, στο βιβλίο του “Generic City”, ή αλλιώς «Η Γενική πόλη», το οποίο περιγράφει ακριβώς στην ουσία της γενικής ή γενικευμένης αστικοποίησης. Στο ερευνητικό έργο του Rem Koolhaas, συνέβαλαν και τα δύο αρχιτεκτονικά γραφεία, τα οποία ίδρυσε: το ΟΜΑ και το ΑΜΟ. Το ΟΜΑ αναλαμβάνει περισσότερο το πρακτικό κομμάτι, την χωρική επίλυση των θεωρητικών ζητημάτων που αναδύονται μέσα από την έρευνα, αλλά και την εφαρμογή τους σε απτό έργο. Το ΑΜΟ, το οποίο ιδρύθηκε το 1996, ασχολείται περισσότερο με την έρευνα και τη δράση ή εκτέλεση (performance), του εικονικού και της πληροφορίας. Πιο συγκεκριμένα, μελετώνται και αναλύονται οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπινων συμπεριφορών, κτισμένων κατασκευών και αόρατων δικτύων εμπορίου και πολιτισμού, καθώς και η διαχείριση της πληροφορίας που είναι αναγκαίο συστατικό της σύγχρονης πραγματικότητας (Χατζηελευθεριάδου, 2008).
Οι ΑΜΟ για τη διάχυτη πόλη. Οι ΑΜΟ, υποστηρίζουν ότι η πόλη είναι ένα δίκτυο, όπου λαμβάνει χώρα η επικοινωνία νοημάτων. Η πόλη αυτή σχηματίζεται από τη συναρμολόγηση κτισμένων και άκτιστων σχημάτων. Αποτελεί ένα σκηνικό για τις ανθρώπινες διαντιδράσεις και την παραγωγή πολιτισμού. Χωρικά, οι έννοιες αυτές επιλύονται με τη χρήση του διαγράμματος στην αρχιτεκτονική παραγωγή. Παράδειγμα της χρήσης μιας τέτοιας εικονικής πλατφόρμας στο σχεδιασμό αποτελεί το Seattle Public Library, το οποίο κατασκευάζεται το 1999, έχοντας ως πρόδρομο το Kunsthal, στο Ρότερνταμ, το 1992, όπου προωθείται μια νέα σχέση μεταξύ αρχιτεκτονικής και αστικού περιβάλλοντος. Εκτός από κτισμένο έργο, οι ΑΜΟ, ηγήθηκαν του γραφιστικού σχεδιασμού της εταιρικής ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχεδιάζοντας το 2001, το European Union Flag. Η σημαία αυτή επιχείρησε να καλύψει το έλλειμα της Ευρώπης και την εξωστρέφεια των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ευρύ κοινό. Η έμπνευση
39
1
Από αριστερά: 1. SMLXL. Rem koolhaas, Bruce Mau 2. Σκίτσο του Koolhaas που επιχειρεί να περιγράψει τη Γενική Πόλη
Βιβλία και άρθρα του Rem Koolhaas
2
40
προήλθε από το Barcode, ως μια σαφή αναφορά στο πολυπολιτισμικό υπόβαθρο της γηραιά ηπείρου και τα χρώματα του προέρχονται από τα χρώματα όλων των ευρωπαϊκών σημαιών. Στον έντυπο χώρο, από το 2005, οι ΑΜΟ συμμετέχουν στο περιοδικό Volume Magazine, με εκδότες τους Mark Quigley και Ole Bournam και πρόκειται για μια πειραματική δεξαμενή σκέψης αφιερωμένη στην επεξεργασία της χωρικής και πολιτισμικής ανακλαστικότητας. Στο συγκεκριμένο έντυπο γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στον όρο επίκεντρο (epicenter), το οποίο καθορίζει τις θεωρίες της πόλης και πολεοδομίας των επόμενων χρόνων. Ο όρος επίκεντρο «φωτογραφίζει» τους χώρους του εμπορίου, οι οποίοι στις δυτικές σύγχρονες κοινωνίες είναι κατ’ εξοχήν ιδιωτικοί και προωθούν μια άρρηκτη σχέση του Lifestyle με το Branding.
Αρχιτέκτονες που ασχολήθηκαν με την έννοια της διάχυτης πόλης. Πέρα από τους ΑΜΟ και τον Koolhaas που ηγείται της ερευνητικής ομάδας, αρκετοί αρχιτέκτονες στοχάστηκαν πάνω στο ζήτημα του ομογενοποιημένου αστικού περιβάλλοντος, της παγκοσμιοποίησης, των επεμβάσεων μεγάλης κλίμακας και την εξάλειψη των τοπικών χαρακτηριστικών. Συγκεκριμένα οι Lootsma, Bart. Archilab, στο άρθρο τους Radical Experiments in Global Architecture, υποστηρίζουν την μεγάλη κλίμακα και θεωρούν ότι: «ευνοεί τη διαφοροποίηση και την ενίσχυση των ιδιαιτεροτήτων και της ατομικότητας, αφού στηρίζεται και λειτουργεί ακριβώς μέσα από αυτές». Ως προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε αρκετά προγενέστερα και η θεωρητική σκέψη του Hume, ο οποίος «κάλεσε» τους μελετητές να αποδεχτούν το sprawl και την αστική διάχυση. Για τον Hume, το γεγονός ότι η πόλη συνεχώς αποκεντρώνεται πρέπει να γίνει συστατικό στοιχείο της πολεοδομικής θεωρίας και πρακτικής, καθώς στο μέλλον όλες οι πόλεις θα αναπτύσσονται σύμφωνα με το μοντέλο του ριζώματος
41
European Union Flag. AMO
Radical Experiments in Global Architecture. Archilab
42
και των δικτύων που εξαπλώνονται συνεχώς στο τοπίο (ribbon development) (Hume, 1975). Αντίστοιχα, ο Frank Lloyd Wright, στο “Broadacre City”, προτείνει μια αστική διάχυση χαμηλής πυκνότητας, η οποία συνιστά στα ουτοπικά προάστια, ενώ ο Will Alsop, το 2005, αναφέρεται στην αστική διάχυση ως «το ωραίο sprawl» (McCormack, 2005). Αρκετά πρόσφατα, το 2014, οι Pennine Prospects μετατόπισαν το πολεοδομικό ενδιαφέρον από την έννοια της διάχυτης πόλης στα «βιώσιμα» τοπία. Μέσα σε ένα σκηνικό αστικής διάχυσης, τα βιώσιμα αστικά τοπία μπορούν να προκύψουν από την αξιοποίηση του παρελθόντος, καθώς από το παρελθόν εξαρτάται η μελλοντική οικονομική και πολιτιστική ευημερία των πόλεων (Pennine Prospects, 2014).
Κεφάλαιο 1.3.Β. [1] Hume, D. 1972. A Treatise of Human Nature. Selby-Bigge, L. A. (ed), Nidditch, P. H. (2nd edition). Oxford: Clarendon Press [2] McCormack, H. 2005. From Liverpool to Hull, architect unveils his vision of the future on a supercity scale. The Independent, Monday 3 January. [3] Pennine Prospects (n.d.) Available at: http://www.pennineprospects.co.uk/ (accessed 7 May 2015). [4] Βελώνη, Ε. 2011. Η έννοια του Bigness στο αρχιτεκτονικό λόγο του Rem Koolhaas. Eπιβλ. Λόης Παπαδόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [5] Χατζηελευθεριάδου, Ε. 2008. Ο σχεδιασμός της πληροφορίας στο έργο του Rem Koolhaas. Eπιβλ. Πάκα Αλκμήνη, Χατζησάββα Δήμητρα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [6] Χατζησάββα, Μ. 2009. Η έννοια του τόπου στις αρχιτεκτονικές θεωρίες και πρακτικές: σχέσεις φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής στον 20ο αιώνα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
43
Broadacre City. Frank Lloyd Wright
44
1.3.Γ. Landscape Urbanism Υπό το φως των παραπάνω θεωρητικών αναζητήσεων, προέκυψε η έννοια του “Landscape Urbanism”, η οποία προσδίδει στο τοπίο τον χαρακτήρα του παραγωγικού (productive and performative) αντί του αισθητικού. Ενδεικτικά υλοποιημένα έργα που υπακούνε στις αρχές του Landscape Urbanism, είναι το Rebstockpark, από τους Eisenman Architects και Hanna Olin που ολοκληρώθηκε το 1991 και το Fresh Kills, που ολοκληρώθηκε το 2001. Η έννοια της ανακύκλωσης και ο σχεδιασμός των «απορριμμάτων» (the design of garbage), είναι έννοιες που προέκυψαν από τη συγκεκριμένη θεωρία αστικού σχεδιασμού: επιτρέπουν την χρήση υπαρχόντων αστικών δομών και τον προγραμματικό σχεδιασμό των υπαίθρων χώρων, λαμβάνοντας υπόψιν τη διάσταση του χρόνου. Μια θεωρία που ακολούθησε χρονικά το Landscape Urbanism στον αστικό σχεδιασμό είναι και το Resilient, το οποίο αφορά σε τοπία που σχεδιάζονται, ώστε να επανορθώνονται όταν υφίστανται κάποια καταστροφή. Άλλωστε, καθώς διανύουμε την «εποχή του αστικού», όπως τονίζει ο Jean Nouvel, στο βιβλίο του Metapolis, ολόκληρος ο κόσμος της θεωρίας αρχιτεκτονικής, πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής τοπίου καλείται να δώσει λύσεις στα ζητήματα που τίθενται, δηλαδή στον τρόπο διαβίωσης μέσα στις πόλεις (urban lifestyles), προτείνοντας νέες τυπολογίες κατοικίας, διερευνώντας και επεκτείνοντας τις τυπολογίες δημόσιου χώρου, ενσωματώνοντας ζητήματα αναψυχής που αφορούν στη διαμόρφωση του φυσικού τοπίου και τέλος επιλύοντας προβλήματα κυκλοφορίας (Nouvel, 1997). Ολοκληρώνοντας, η πρόκληση της διάχυτης πόλης αποτελεί το κεντρικό σημείο αναφοράς των θεματικών projects “Europan”. Οι προτάσεις που παρουσιάζονται ανοίγουν έναν γόνιμο παγκόσμιο διάλογο για όλα τα ζητήματα που αναφέρθηκαν, προσφέροντας λύσεις μέσα από σχέδια διάταξης και θεματικά projects σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης.
Κεφάλαιο 1.3.Γ. [1] Nouvel, J. 1997. Η εποχή του αστικού. Στο Μετάπολις, αρ.1, Αθήνα, 1997
45
Productive urbanities. Shunuyi, China. ΑΑ schoo. 2011-2012 Πηγή: http://pr2012.aaschool.ac.uk/students/GROUP2
46
1.4. Τυπολογίες αστικών «πολιτιστικών» υπαίθριων χώρων. Δρόμοι. Πλατείες. Πάρκα. Αδόμητοι χώροι. Όπως αναλύθηκε και στην αρχή, η διάχυτη πόλη, εξελίσσεται διαρκώς στο χρόνο και εξαπλώνεται στο χώρο, καταλαμβάνοντας τμήματα του φυσικού τοπίου. Το βάρος μετατοπίζεται στα αστικά «κενά», τους αστικούς υπαίθριους χώρους που δημιουργούνται καθώς η πόλη μεγεθύνεται διαρκώς. Οι αστικοί υπαίθριοι χώροι, δεν είναι πραγματικά κενοί, αλλά φέρουν τα ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας, και εν τέλει μετασχηματίζονται σε πλήρη ανθρωπίνων επαφών και δράσεων, σε πεδία συμβίωσης και συγκρούσεων. Ποιος είναι ο χαρακτήρας της σύγχρονης μετάπολης και ποια αστική δραστηριότητα αφήνει εντονότερα το στίγμα της σε αυτούς τους πολιτιστικούς υπαίθριους χώρους; Το εμπορικό κέντρο είναι το αστικό κτήριο που έχει μετατραπεί σε πρότυπο δημόσιου χώρου, εκεί όπου λαμβάνουν χώρα όλες οι δημόσιες δραστηριότητες, εφόσον το σύγχρονο αστικό lifestyle περιστρέφεται γύρω από την κατανάλωση και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το branding. Πιο συγκεκριμένα: «Αναδύονται νέες αρχιτεκτονικές τυπολογίες και τυπολογίες του δημόσιου χώρου της πόλης, ο οποίος ενσωματώνεται σταδιακά στη σφαίρα ελέγχου των δραστηριοτήτων του εμπορίου και της αναψυχής που τον περικλείουν μέσω μια σταδιακής διαδικασίας ιδιωτικοποίησης.» (Μαντζιου, 2003)
1.4.Α. Μοντέλα πολιτιστικής ανάπτυξης πόλεων Διάφορα μοντέλα ανάπτυξης αναδύονται στη διάχυτη πόλη, η οποία βασίζεται στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Τα μοντέλα αυτά αντανακλώνται και στις πολιτικές διαχείρισης των αδόμητων χώρων του αστικού τοπίου, καθώς ο χώρος αυτός καλείται να μετασχηματιστεί για να παραλάβει το εκάστοτε μοντέλο ανάπτυξης. Τα μοντέλα πολιτιστικής ανάπτυξης των πόλεων είναι:
Κεφάλαιο 1.3.Β. [1] Μάντζου, Π. 2003. To mall ως πρότυπο δημόσιου χώρου. Ανακοίνωση στο συνέδριο: Μετασχηματισμοί της ελληνικής πόλης. Αθήνα.
47
Πολιτιστικό Κέντρο Σταύρος Νιάρχος. Η ελληνική εκδοχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη διαμόρφωση της δημιουργικής πόλης
48
Α. Η επιχειρησιακή πόλη, στόχος της οποίας είναι η οικονομική ανάπτυξη μέσω τουρισμού και η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Το είδος της πολιτιστικής ανάπτυξης που ακολουθεί η επιχειρηματική πόλη είναι τα επιφανή πολιτιστικά ιδρύματα και τα κτίρια που στεγάζουν θεαματικά πολιτιστικά γεγονότα. Β. Η δημιουργική πόλη, στόχος της οποίας είναι η οικονομική ανάπτυξη με βάση την αύξηση της ποιότητας ζωής και την προσέλκυση νέων κατοίκων – μελών της δημιουργικής οικονομίας. Το είδος πολιτιστικής ανάπτυξης που ακολουθεί το συγκεκριμένο μοντέλο είναι η δημιουργία περιοχών θεάτρου και τεχνών και η συνεργασία μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, με στόχο την ενίσχυση της καλλιτεχνικής υπόστασης της πόλης. Γ. Η προοδευτική πόλη, στόχος της οποίας είναι η ανάπτυξη υποβαθμισμένων περιοχών, η πρόσβαση στις τέχνες και στα εκπαιδευτικά προγράμματα και η τοπική πολιτιστική παραγωγή. Το είδος πολιτιστικής ανάπτυξης που ακολουθεί είναι η διαμόρφωση πολιτιστικών κέντρων στις γειτονιές και η προώθηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων εικαστικού περιεχομένου στα σχολεία. Τα μοντέλα αυτά οφείλουν να υπακούσουν στον οικονομικό χαρακτήρα της παγκόσμιας πόλης, ώστε οι υπαίθριοι χώροι της να αποκτήσουν διάσταση κερδοφορίας. Ως προς τα νέα δεδομένα, το κέντρο βάρος μετατοπίζεται στις επιχειρήσεις και στην προσέλκυση του παγκόσμιου τουρισμού, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την ποιότητα ζωής των κατοίκων (Λουλαΐτου-Σιδέρη, 2006). Εκτός από το ρόλο που δύναται να διαδραματίσουν στη διαμόρφωση ενός καθορισμένου μοντέλου πόλης, οι πολιτιστικοί υπαίθριοι χώροι γίνονται συνήθως αντιληπτοί ως υπολειμματικοί, καθώς βρίσκονται στον αντίποδα του κτισμένου περιβάλλοντος. Για ακόμη μια φορά, ο Rem Koolhaas, μιλάει για τους χώρους αυτούς εντοπίζοντας τους στα εγκαταλελειμμένα κενά που προκύπτουν από την αέναη παραγωγή κτισμένου χώρου στη διάχυτη πόλη. Ο αστικός ιστός αποτελεί ένα άγραφο χαρτί (tabula rasa) για τον Koolhaas,
49
ένα πλέγμα κενών χώρων, όπου δύναται να συμβεί το απρόβλεπτο. Άλλωστε, η «Γενική Πόλη» για τον Koolhaas, δεν συγκροτείται από έναν υπεραπαιτητικό δημόσιο χώρο, αλλά από τον υπολειμματικό χώρο που αφήνει πίσω του το κτισμένο (Βελώνη, 2011). Φυσικά του χώρους αυτούς επιχείρησαν να συλλάβουν πριν από τον Koolhaas, κι άλλοι αρχιτέκτονες-πολεοδόμοι (Harrison, 2012). Ο Jacobs, το 1961, τους ονομάζει: Border Vacuums, δηλαδή μεταιχμιακά κενά, τα οποία παραλαμβάνουν διαφορετικές χρήσεις και είναι απαραίτητα δομικά στοιχεία του αστικού τοπίου (Jacobs, 1961). Για τον Lynch, οι οριακοί αυτοί χώροι έχουν μια δυναμική, καθώς δημιουργούν συνδέσεις στον αστικό ιστό (Mitchell, 2001). Αντίστοιχα, ο Trancik, το 1986, τα αποκαλεί Urban Anti-spaces, δηλαδή αστικούς αντιχώρους (Trancik, 1986), οδηγώντας στη θεώρηση του Koolhaas, το 2002, για τα Junkspaces, δηλαδή τους υπολειμματικούς χώρους της διάχυτης πόλης (Koolhaas, 2002). Εκτός από τις ορολογίες που αναφέρθηκαν ήδη, οι οποίες καλούνται να περιγράψουν τους μεταβατικούς κενούς χώρους, που προκύπτουν ως υπόλειμμα λόγω της ραγδαίας αστικοποίησης, αναδύονται πλήθος άλλων ορολογιών, οι οποίες επιχειρούν να χαρακτηρίσουν τους υπαίθριους χώρους των νεόδμητων προαστίων. Ο χώρος αυτός αποτελείται από κοινότητες μίξης χρήσεων γης, οι οποίες συνήθως οργανώνονται γύρω από τις υποδομές μεταφορών (highway-led development). Επίσης, νέες μορφές δημόσιου χώρου αναδύονται γύρω από στάσεις μέσων μεταφοράς, όπως σταθμοί και πάρκινγκ, οι οποίοι επίσης αντικατοπτρίζουν τη νέα πραγματικότητα των αδόμητων χώρων στο διάχυτο αστικό τοπίο. Οι εναλλακτικές μορφές αστικοποίησης χαρακτηρίζονται ως edge cities, δηλαδή οριακές πόλεις, urban villages, ή αλλιώς αστικά χωριά, technoburbs, megacenters, suburban activity centers και perimeter cities. Τα κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία αυτών των χώρων του προαστίου είναι η έλλειψη ταυτότητας, η απουσία της αίσθησης στη κοινότητας και του κοινού πολιτισμού (Bernick & Cervero, 1997). Μια ευρύτερη έννοια που καταφέρνει να ενσωματώσει όλους τους
50
παραπάνω όρους, είναι αυτή του μη-τόπου, την οποία εισήγαγε ο Mark Auge. Οι μη-τόποι έχουν την ιδιότητα ότι σ’ αυτούς δεν δημιουργούνται συμβολικοί δεσμοί και κοινωνικές σχέσεις και συνεπώς τους αντιλαμβανόμαστε ως αρνητικούς ή αδιάφορους (Σύριου, 2011). Στου μη-τόπους δεν δημιουργείται δημόσιος χώρος κοινωνικοποίησης. Όπως μας εξιστορεί ο Rem Koolhaas, προσπαθώντας να συλλάβει μέσα από την αρχιτεκτονική του σκοπιά την έννοια του μη τόπου: «όταν μιλάμε για χώρο, εννοούμε μόνο το δοχείο. Σαν ο χώρος να είναι αόρατος, όλη η θεωρία για την παραγωγή χώρου είναι βασισμένη σε μια έμμονη απασχόληση με το αντίστροφο του: την ύλη και τα αντικείμενα, δηλαδή την αρχιτεκτονική. Οι αρχιτέκτονες ποτέ δεν μπορέσαν να εξηγήσουν τον χώρο. Το Junkspace είναι η τιμωρία μας για την αμηχανία τους. Ο.Κ., ας μιλήσουμε για χώρο τότε. Η ομορφιά των αεροδρομίων, ειδικά μετά από κάθε αναβάθμιση. Η λάμψη των ανακαινίσεων. Η λεπτότητα του εμπορικού κέντρου. Ας εξερευνήσουμε τον δημόσιο χώρο, ας ανακαλύψουμε τα καζίνο, ας περάσουμε χρόνο σε θεματικά πάρκα…»
Κεφάλαιο 1.4.Α. [1] Bernick, M., Cervero, R. 1997. Transit Villages in the 21st Century. Mc-Graw-Hill [2] Harrison, R. 2012. Transformation of urban public space. Department of Art, Architecture and Art History. [3] Jacobs, J. 1961. The Death and Life of Great American Cities. New York, Random House. [4] Koolhaas, R. 2002. Junkspace. Cambridge. MIT Press. [5] Mitchell, W.J.T. 2001. (ed.) Acconci, V. Public Space in a Private Time, Art in the Public Sphere. Chicago, University of Chicago Press, p.159 [6] Trancik, R. 1986. Finding Lost Space: Theories of Urban Design. Hoboken, NJ, Wiley & Sons. [7] Βελώνη, Ε. 2011. Η έννοια του Bigness στο αρχιτεκτονικό λόγο του Rem Koolhaas. Eπιβλ. Λόης Παπαδόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [8] Λουλαΐτου – Σιδέρη, Α. 2006. Πολιτιστικά και τοπία και πολιτιστικές στρατηγικές: Η αμερικάνικη εμπειρία. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη. Κριτική, σ.54 [9] Σύριου, Α. 2011. Η αρχιτεκτονική στην εποχή της ταχύτητας. Επιβλ. Αγγελιδάκης, Α., Αρχιτεκτονική Σχολή, Πανεπιστήμιο Πατρών
51
1.5. Η ανάγκη πολιτιστικού αυτοπροσδιορισμού: από τις θεωρίες του χώρου στην έννοια του τόπου. Τοπικισμός και genius loci. Η συνειδητοποίηση του ανεκμετάλλευτου και εγκαταλελειμμένου αποθέματος αδόμητων χώρων οδηγεί αναπόφευκτα τους σύγχρονους διανοητές στη νοσταλγική επανεξέταση των θεωριών του τοπικισμού, ώστε να βρεθούν τα επαρκή πολιτιστικά ριζώματα μέσα στον αχανή χώρο της σύγχρονης μετάπολης. Για τους σύγχρονους διανοητές, ο χώρος αποτελεί κοινωνικό προϊόν, τόσο τοπικό, όσο και παγκόσμιο (Hayden, 1997). Ο σύγχρονος μη-τόπος είναι αποτέλεσμα του χωρικού ίχνους που αφήνει η εφαρμογή του καπιταλιστικού συστήματος. Οι πόλεις έχουν χάσει σταδιακά την αίσθηση του τόπου, δηλαδή του οικείου, την «προσωπικότητα» τους, καθώς έχουν μετατραπεί σε προϊόντα προς κατανάλωση, μέσα σε ένα περιβάλλον ομογενοποιημένο, ένα περιβάλλον της παγκόσμιας αγοράς. Για τους κατοίκους των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, η σύνδεση με τον τόπο είναι αποτέλεσμα βιολογικής ανάγκης και ανάγκης πολιτιστικής δημιουργίας. Ο Lefebvre, επιχειρεί να μελετήσει την παραγωγή χώρου στις διαφορετικές κλίμακες, για να αντιληφθεί κατά πόσο είναι ανθρώπινη παραγωγή και αποτέλεσμα κάποιας ανάγκης. Οι διαφορετικές κλίμακες είναι: α. ο χώρος που δημιουργείται γύρω από το σώμα και είναι αποτέλεσμα βιολογικής παραγωγής, β. η κατοικία, η οποία συνδέεται ως χώρος με την αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού και τέλος, γ. ο δημόσιος χώρος, στον οποίο λαμβάνει χώρα η αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων. Επιπλέον, ο Lynch, θέτει θεμελιώδη ζητήματα για την αντίληψη του αστικού τοπίου από τους κατοίκους του, καθώς μελετά μια σειρά χαρτών που παράγουν οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τις μελέτες του Lynch, είναι η άνιση πρόσβαση στην πόλη, γεγονός που οφείλεται σε διαφορές ως προς την τάξη, το φύλο, την ηλικία και την εθνικότητα.
52
Ο Lynch τοποθετείται ως προς την αστική διάχυση - το sprawling αλλά και ως προς την έννοια της αστικής γειτονιάς, η οποία θα πρέπει να αποπνέει την ταυτότητα των κατοίκων της και την αίσθηση ενός οικείου πολιτισμού. Σύγχρονο παράδειγμα από τη Νέα Υόρκη, είναι τα μεξικάνικα “Casitas”, τα οποία συγκροτούν μικρές πολιτιστικές κοιτίδες στο κέντρο του Μανχάταν.
1.5.Α. Πολιτιστικός αυτοπροσδιορισμός – η έννοια του τοπικισμού. Το κίνημα του διεθνισμού στις αρχές του 20ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την απογύμνωση της αρχιτεκτονικής πρακτικής, αλλά και των πολεοδομικών εφαρμογών, από κάθε τοπικό χαρακτηριστικό και ιδιαίτερη ταυτότητα. Μεταπολεμικά, αρχίζουν να εδραιώνονται οι θεωρίες του τόπου ως μια ταυτοποητική σταθερά επανασύνδεσης της κουλτούρας με την παράδοση και το «ρίζωμα». Πρώτοι, ο Husserl και ο Heidegger, εισάγουν στις θεωρίες του χώρου, τον όρο της φαινομενολογίας, ο οποίος αντικαθιστά την έννοια του αρχιτεκτονικού χώρο με αυτήν του τόπου. Ο χώρος οφείλει να βιώνεται ως τόπος οικείος, συγκεκριμένος και αυθύπαρκτος. Στο συγγραφικό του έργο “Bauen. Wohnen. Denken.” (μετάφραση: Κτίζω. Κατοικώ. Σκέπτομαι.), ο Heidegger θεμελιώνει την φαινομενολογική αντίληψη των τόπων, την σημασία της κατασκευής της εμπειρίας και την έννοια της κατοίκησης. Σύγχρονος του Heidegger, ο Giedion, θέτει τον προβληματισμό της σχέσης μεταξύ κοινότητας και κοινωνίας, ενώ αργότερα, στο CIAM του ‘50 (Congrès International d’Architecture Moderne, μετάφραση στα αγγλικά: the International Congress of Modern Architecture), εγκαταλείπεται ο φονξιοναλιστικός χώρος του μοντέρνου κινήματος και υποκαθίσταται από έρευνες για τον «ενδιάμεσο χώρο», το χώρο μετάβασης και άρθρωσης ανάμεσα σε στοιχειώδεις αστικές δομές. Για την αρχιτεκτονική τοπίου, η εγκατάλειψη των αρχών του μοντέρνου κινήματος και η στροφή προς το Genius Loci, αλλιώς το πνεύμα του τόπου, είναι καθοριστική. Οι χώροι πρέπει να σχεδιάζονται λαμβάνοντας
53
υπόψιν τα άυλα στοιχεία του περιβάλλοντος τους (Χατζησάββα, 2009). Σύμφωνα με τον Norberg-Schulz, πρέπει να πραγματοποιείται, πριν την υλοποίηση του έργου, η έρευνα για μια προϋπάρχουσα ουσία με την οποία οποιαδήποτε ενέργεια σε έναν τόπο οφείλει να εναρμονίζεται. (Norberg-Schulz, 1980). Ο Kenneth Frampton, εισάγει τον όρο του Κριτικού Τοπικισμού, εμπνευσμένος από τις θεωρίες και το συγγραφικό έργο των θεωρητικών της αρχιτεκτονικής Liane Lefaivre και Alexander Tzonis. Επίσης, ο Lewis Mumford, προσδίδει οικονομική, οικολογική και κοινωνική διάσταση στο χώρο, προβάλλοντας την ιδέα της κοινότητας και του ανθρώπινου δεσμού με τον τόπο. Αντίστοιχα, ο Patrick Gedder, κάνει μια εκτενή αναφορά στα συγγράμματά του για τα οικολογικά συστήματα, το φυσικό έδαφος, το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα, χαρακτηριστικά θεμελιώδη για την επιβίωση των παραδόσεων στα σύγχρονα αρχιτεκτονικά έργα. Ο Vittorio Gregotti, συλλαμβάνει το έδαφος ως πολιτιστική και οικολογική αναγκαιότητα, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στο περιβάλλον και την τοποθεσία. Με αυτόν τον τρόπο, αρχίζουν να συγκλίνουν οι θεωρίες του χώρου της αρχιτεκτονικής με τις εμβρυακές θεωρίες της αρχιτεκτονικής τοπίου, καθώς αναδύεται η σημασία του context, ώστε το έδαφος να γίνει αντιληπτό ως ένας συνεχιστικός μηχανισμός (“Entrez Lentement”) (Χατζησάββα, 2009). Αρκετά αργότερα, σε επίπεδο εφαρμογής των παραπάνω θεωριών, οι Pallasmaa, εισάγουν τον όρο του spacing, δηλαδή της χωροποίησης, αντί για το space, δηλαδή του χώρου. Ο Steven Holl, επιχειρεί να υλοποιήσει το πορώδες, ώστε ο αρχιτεκτονικός χώρος να αποκτήσει τα γνωρίσματα ενός ευέλικτου υλικού και να παραλάβει διαφορετικές χρήσεις, ανάλογα με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος και των χρηστών. Επίσης, η αξιοποίηση του πολιτιστικού υπόβαθρου είναι καίριας σημασίας στα έργα των Ισπανών M. Lapena και Ε. Torres, αλλά και του Tadao Ando, καθώς «επιχειρούν την πολιτισμική μετάφραση στο αρχιτεκτονικό τους έργο» (Χατζησάββα, 2009). Οι σύγχρονες θεωρίες αρχιτεκτονικής καθορίζονται από τη φιλοσοφική σκέψη των Deleuze και Guattari, οι οποίοι προσπαθούν θα
54
προσδώσουν μια μεταστρουκτουραλιστική οπτική στην πρόσληψη του βιωμένου χώρου. Για τους Deleuze και Guattari, «ο τόπος αποτελεί όρος σύνδεσης και συνύπαρξης ετερογενών συσχετίσεων» (Χατζησάββα, 2009). Για την αρχιτεκτονική τοπίου, ο ρόλος που διαδραματίζει ο δημόσιος χώρος, μέσα από το πρίσμα μιας ολιστικής και διεπιστημονικής προσέγγισης (φιλοσοφικής, αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής), είναι σαφής: ο δημόσιος χώρος οφείλει να είναι υποδοχέας της πολιτισμικής ποικιλομορφίας και να παραλαμβάνει τους πολιτιστικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Επίσης, λειτουργεί ως συνδετήριος κρίκος των κοινωνικών και πνευματικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στη σύγχρονη χαοτική πόλη (Juul, 2003). Άλλωστε, ο δημόσιος χώρος, πρέπει να σχεδιάζεται πάντα λαμβάνοντας όλα τα οικολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, ώστε να είναι τόπος βιωμένος κι όχι ψυχρός χώρος, υπόλειμμα των κτιριακών όγκων που τον περιβάλλουν.
Κεφάλαιο 1.5.Α. [1] Hayden, D. 1997. The power of place. Claiming urban landscapes as public history. Cambridge, Massachusetts: MIT Press [2] Juul H. 2003. Public Space as a catalyst for change, Methods and strategies for urban qualities. Performative Aesthetics in Urban Space. JUULFROST Architects. In: www.byensrum.dk [3] Norberg-Schulz, C. 1980. Genius-Loci: toward a phenomenology of architecture. London: Academy Editions [4] Χατζησάββα, Μ. 2009. Η έννοια του τόπου στις αρχιτεκτονικές θεωρίες και πρακτικές: σχέσεις φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής στον 20ο αιώνα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
55
Σκάλες Granja. Lapena, Torres
To ρίζωμα. 1000 Platos: Deleuze & Guattari
56
1.6. H έννοια της ταυτότητας και της συλλογικής ταυτότητας στη σύγχρονη «μετάπολη». Η ταυτότητα του ανθρώπου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τόπο, καθώς ο τόπος είναι το φυσικό περιβάλλον όπου ο άνθρωπος κατοικεί. Αυτή η αντίληψη έχει τις ρίζες της ήδη από τους πρώτους χώρους που το ανθρώπινο είδος επέλεξε να κατοικήσει, δηλαδή τα καταφύγια, τα οποία παρείχαν στον άνθρωπο-κυνηγό την αίσθηση της ασφάλειας. Πλέον ο άνθρωπος κατοικεί εξολοκλήρου τα αστικά τοπία. Την έννοια του αστικού τοπίου, την εισήγαγε πρώτος ο Cullen, στο βιβλίο του Townscape, to 1961 (Cullen, 1961). Αρκετά αργότερα, η έννοια του αστικού τοπίου, διανθίστηκε από την οπτική των καθημερινών χρηστών – insiders, και των περιστασιακών επισκεπτών – outsiders. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η χρήση μετατράπηκε σε έννοια κλειδί για την κατανόηση του τοπίου (Eiter, 2010). Η αισθητική του αστικού τοπίου, εδράζεται στην πολιτιστική σταθερότητα, την ακεραιότητα και τη σχέση της με την ταυτότητα του τοπίου (Bourassa, 1991). Αντίθετα, ο αχανής αστικός χώρος, χωρίς πολιτιστικές αναφορές, μετατρέπεται για τους χρήστες ένα τοπίο ανοίκειο, ένας προσωρινός σταθμός ανάμεσα στις αδιάκοπες μεταβάσεις τους. Άλλωστε, όπως δηλώνει ο Rowntree: Οι άνθρωποι τείνουν να διατηρούν το οικείο (“People tend to preserve the familiar”). Αντίστοιχα για τον Koolhaas, η ταυτότητα ενός τόπου εγκλωβίζει τις απέραντες δυνατότητες μετάλλαξης του. Συγκεκριμένα δηλώνει πως: «όσο ισχυρότερη είναι η ταυτότητα, τόσο περισσότερο φυλακίζει, τόσο περισσότερο αντιστέκεται στην επέκταση, στην ερμηνεία, στην ανανέωση, στην αντίφαση. Η ταυτότητα γίνεται σαν ένας φάροςσταθερός, υπερπροσδιορισμένος» (μετάφραση από: Χατζησάββα, 2009).
Κεφάλαιο 1.6. [1] Cullen, G. 1961. Townscape. New York: Reinhold Publishing [2] Eiter, S. 2010. Landscape as an Area Perceived through Activity: Implications for Diversity Management and Conservation. Landscape Research, 35:3, 339-359 [3] Χατζησάββα, Μ. 2009. Η έννοια του τόπου στις αρχιτεκτονικές θεωρίες και πρακτικές: σχέσεις φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής στον 20ο αιώνα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
57
Townscape.
58
1.6.Α. H έννοια της συλλογικής ταυτότητας. Worpole, 1998: “… human needs are sacrificed on the altar of design and aestheticism. People tend to go missing in the pristine imagery of architecture and design where life’s untidiness is regarded as an aesthetic intrusion”. [Μετάφραση: «… οι ανθρώπινες ανάγκες θυσιάζονται στο βωμό του σχεδιασμού και της αισθητικής. Οι άνθρωποι τείνουν να χαθούν στις αψεγάδιαστες εικόνες της αρχιτεκτονικής και του design, όπου η ακαταστασία θεωρείται αισθητική εισβολή».]
Merleau-Ponty, 1962: “We have said that space is existential; we might just as well have said that existence is spatial”. [«Έχουμε πει ότι ο χώρος είναι υπαρξιακός, θα πρέπει επίσης να πούμε ότι η ύπαρξη είναι χωρική.]
Ο άνθρωπος επιθυμεί να έχει πλήρη αντίληψη του τόπου όπου κατοικεί, καθώς σ’ αυτόν λαμβάνουν χώρα όλες οι εκδηλώσεις ανθρώπινων συναισθημάτων. Ένας τόπος δύναται να προσφέρει μια ποικιλία διαφορετικών εμπειριών, μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται τόσο η ατομική, όσο και η συλλογική ταυτότητα. Επομένως, η αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για έναν συγκεκριμένο τόπο, όπου βιώνουν μια σειρά εμπειριών, είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της ταυτότητας τους, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Σύμφωνα με τον Canter, τρία είναι τα βασικά συστατικά αντίληψης ενός τόπου: α. οι φυσικές συνιστώσες του τόπου, β. οι δραστηριότητες που συμβαίνουν εκεί και γ. οι σκέψεις, τα νοήματα και οι τρόποι κατανόησης του τόπου από το άτομο (Canter, 1977). Για την αντίληψη του τόπου, μίλησαν αρκετοί διανοούμενοι, όπως ο Spivak, το 1973, ο οποίος έδωσε αρχετυπική διάσταση στην πρόσληψη ενός οικείου τόπου (Spivak, 1973), o Norberg-Schulz, ο οποίος εισήγαγε στη θεωρητική σκέψη την έννοια του Genius-Loci (το Πνεύμα του Τόπου) (NorbergSchulz, 1980), αλλά και ο Tuan, ο οποίος υπογράμμισε τη σημασία του ριζώματος για τη μετατροπή ενός απρόσωπου χώρου σε βιωμένο τόπο (Tuan, 1980).
59
Όλες αυτές οι θεωρίες δεν βρίσκουν εφαρμογή μόνο στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία, αλλά ανοίγουν ένα ευρύ πεδίο έρευνας και στον τομέα της διπλωματίας, κυρίως σε νέα παράγωγα, όπως η πολιτιστική και η κοινωνική διπλωματία, η οποία χειρίζεται την έννοια του οικείου και του τόπου, ώστε να μεταφέρει στους χρήστες συγκεκριμένα μηνύματα και να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη. (Ryniejska-Kieldanowicz, 2008).
1.6.Β. Η ταυτότητα και η μνήμη του τόπου. Edward S. Casey: “It is the stabilizing persistence of a place as a container of experiences that contributes so powerfully to its intrinsic memorability. An alert and alive memory connects spontaneously with place, finding in it features that favor and parallel its own activities. We might even say that memory is naturally place-oriented or at least place-supported. Place memory encapsulates the human ability to connect with both the built and natural environments that are entwined in the cultural landscape. It is the key to the power of historic places to help citizens define their public pasts: places trigger memories for insiders, who have shared a common past, and at the same time places often can represent shared pasts to outsiders who might be interested in knowing about them in the present.” [Μετάφραση: Η κατανόηση του τόπου ως δοχείο εμπειριών οφείλεται κατά κύριο λόγο στο να κάνει έναν τόπο αξιομνημόνευτο. Μια έντονη και ζωντανή μνήμη, συνδέεται απευθείας με το μέρος, βρίσκοντας μέσα σ’ αυτό χαρακτηριστικά στοιχεία των δραστηριοτήτων που φιλοξενεί. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μνήμη είναι φυσικά τοπικά-προσανατολισμένη ή τουλάχιστον υποστηρίζεται από την έννοια του τόπου. Η μνήμη του τόπου ενθυλακώνει την ικανότητα που έχουν οι άνθρωποι, να συνδέουν το κτισμένο με το φυσικό περιβάλλον, τα οποία περιπλέκονται και συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους για να καθορίσουν το πολιτιστικό τοπίο.
Κεφάλαιο 1.6. Α. [1] Canter, D. 1977. The Psychology of Place. London: The Architectural Press [2] Merleau-Ponty, M. 1962. Phenomenology of Perception. London: Routledge & Kegan Paul [3] Norberg-Schulz, C. 1980. Genius-Loci: toward a phenomenology of architecture. London: Academy Editions [4] Ryniejska-Kieldanowicz, 2008. M. Cultural Diplomacy as a Form of International Communication. [5] Spivak, M. 1973. Archetypal place. Architectural Forum, October, pp. 44–49 [6] Worpole, K. 1998. People before beauty. The Guardian, 14 January, p. 4. [7] Tuan, Y.F. 1980. Rootedness versus sense of place. Landscape, 24, pp. 3–8.
60
Η δύναμη των ιστορικών τόπων είναι έννοια κλειδί που βοηθά τους πολίτες να ορίσουν το δημόσιο παρελθόν τους: οι τόποι προκαλούν αναμνήσεις στους χρήστες-insiders, οι οποίοι έχουν μοιραστεί ένα κοινό παρελθόν, και την ίδια στιγμή, οι τόποι μπορούν να αναπαραστήσουν το κοινό παρελθόν στους επισκέπτες, οι όποιοι ενδεχομένως να ενδιαφέρονται για να μάθουν τον τρόπο ζωής των κατοίκων στο παρόν».] Η μνήμη ενός τόπου, και η ταυτότητα του, σε σχέση με την κοινή ταυτότητα που διαμορφώνουν οι άνθρωποι – κάτοικοι, στον συγκεκριμένο τόπο, είναι καθοριστικά στοιχεία για την πολιτιστική διάσταση του τόπου. Οι χρήστες κατοικούν έναν τόπο, γνωρίζοντας όλα τα πολιτιστικά ίχνη που φέρει, τα οποία υφαίνουν τον συνδετικό ιστό μεταξύ τους. Αντίστοιχα, οι επισκέπτες, επιχειρούν να ανακαλύψουν την ταυτότητα του τόπου, ώστε να αντιληφθούν στο έπακρο το παρελθόν και τον τρόπο ζωής των κατοίκων. Εκμεταλλευόμενες την κρυφή αυτή δυνατότητα των τόπων, να εσωκλείουν μέσα τους μνήμες και να καθορίζουν την ατομική και συλλογική ταυτότητα των κατοίκων, οι πολιτικές διαχείρισης του αστικού τοπίου, προσδίδουν σε αυτό μια επιπλέον διάσταση κερδοφορίας. Η σπουδαιότητα των κτιρίων και της πολιτιστικής κληρονομιάς στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, ανέδειξε την έννοια των “memory palaces”, δηλαδή τόπων όπου βασιλεύει η μνήμη, είτε λόγω του ιστορικού υπόβαθρου που προϋπήρχε, είτε λόγω της κατασκευής μιας πλαστής μνήμης με στόχο την προσέλκυση επισκεπτών (Yeoh, 2003). Εκτός από τα «βασίλεια της μνήμης», η δημόσια τέχνη καλείται επίσης να προβάλλει τη συλλογική μνήμη. Παράλληλα, στις σύγχρονες πόλεις, υπάρχει ξεκάθαρη η διάθεση κατασκευής δικτύων σύνδεσης τόπων συλλογικής μνήμης. Όλες αυτές οι ενέργειες, προσβλέπουν στην απόλαυση του αστικού τοπίου από τους επισκέπτες, οι οποίοι γνωρίζουν όλες τις πτυχές του τρόπου ζωής των κατοίκων, τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν, μέσα από τα αξιομνημόνευτα τοπία που επισκέπτονται. Συνοψίζοντας, ο κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, David Harvey, διακρίνει την πολιτική διάσταση στην κατασκευή ενός τόπου, ο οποίος
61
φιλοξενεί υλικές, αναπαραστατικές και συμβολικές δραστηριότητες, σφραγίζοντας τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα επενδύουν στους τόπους τους και δίνοντας τη δυνατότητα της συλλογικής χειραγώγησης (Hayden, 1997). [Μεταφρασμένο από: “a politics to place construction, includes material, representational and symbolic activities which find hallmark in the way in which individuals invest in places and thereby empower themselves collectively.”]
1.6.Γ. Η έννοια του public policy (δημόσια διπλωματία): διαδικασίες και πολιτικές διαμόρφωσης της συλλογικής ταυτότητας.
Ο Harvey, εντόπισε την πολιτική διάσταση του τόπου, τη δυνατότητα του να μετατραπεί σε εργαλείο χειραγώγησης. Για τον Harvey, h διαμόρφωση της συλλογικής ταυτότητας είναι μια πράξη πολιτική, καθώς εμπεριέχει την έννοια του «ανήκω», άρα συστρατεύομαι για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. Οι έννοιες public policy, public diplomacy (δημόσια πολιτική, δημόσια διπλωματία), είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις έννοιες του τόπου, του οικείου και του αστικού τρόπου ζωής. Ενώ η παραδοσιακή διπλωματία εστιάζει στα προβλήματα, η δημόσια διπλωματία εστιάζει στις συλλογικές αξίες, ως απόρροια μιας κοινής ταυτότητας, μιας συλλογικής ευθύνης απέναντι στο περιβάλλον όπου οι άνθρωποι κατοικούν (Ham, 2001). Η δημόσια διπλωματία εμπλέκεται με την εξωτερική πολιτική των χωρών, με τις διεθνείς πολιτιστικές σχέσεις, με το εθνικό branding, με την προώθηση του τουρισμού και τη διαχείριση της εικόνας στη σφαίρα των διεθνών δημοσίων σχέσεων (Szondi, 2005). Όλα τα παραπάνω καθορίζουν τις πολιτικές διαχείρισης του αστικού χώρου, τόσο του πολιτιστικού αποθέματος, όσο και του κτισμένου περιβάλλοντος, καθώς ο σχεδιασμός των πόλεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Κεφάλαιο 1.6.Β. [1] Hayden, D. 1997. The power of place. Claiming urban landscapes as public history. Cambridge, Massachusetts: MIT Press [2] Yeoh, B., S., A., (ed). 2003. Postcolonial Geographies of Place and Migration. In: Anderson, K. Domosh, M. Pile, S. Thrift, N. (eds). Handbook of Cultural Geography. London: Sage Publications
62
εταιρική ταυτότητα της πόλης και την τουριστική ανάπτυξη. Οι τρείς βασικές διαστάσεις της δημόσιας διπλωματίας είναι: α. η διαχείριση της πληροφορίας (information management), β. η στρατηγική επικοινωνία (strategic Communication) και γ. η δημιουργία σχέσεων (relationship-building) (Leonard, Stead & Smewing, 2002). Όλες αυτές οι διαστάσεις της δημόσιας διπλωματίας αποτυπώνονται στον αστικό χώρο και στις τεχνικές διαχείρισης των πολιτιστικών τοπίων, μετατρέποντας τα σε εργαλεία άσκησης πολιτικής (Zukin, 1995).
1.7. Built environment VS Cultural landscape. Καινοτόμος σχεδιασμός VS αρχιτεκτονική κληρονομιά.
1.7.Α. Το οικονομικό παρεμβάσεων.
πλαίσιο
των
αστικών
Έχοντας αναφερθεί στην πολιτική διάσταση του τόπου, και στη σημασία της συλλογικής ταυτότητας για την άσκηση της δημόσιας διπλωματίας, αξίζει να αναλυθεί και η οικονομική διάσταση των αστικών πολιτιστικών τοπίων, ώστε να γίνει πιο σφαιρική η κατανόηση του αντικείμενου μελέτης. Οτιδήποτε εκτός από το κτισμένο περιβάλλον μπορεί να προσληφθεί ως πολιτιστικό τοπίο. Οι παρεμβάσεις στα πολιτιστικά τοπία της πόλης αφορούν παραδείγματα καινοτόμου σχεδιασμού και περιπτώσεις ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Με δεδομένο το σύγχρονο οικονομικό υπόβαθρο του διαρκώς μετακινούμενου κεφαλαίου,
Κεφάλαιο 1.6.Γ. [1] Ham P. 2001. The Rise of the Brand State. The Postmodern Politics of Image and Reputation. Foreign Affairs. September-October, Vol. 80, No.5, p. 4. [2] Leonard M., Stead C., Smewing C. 2002. Public Diplomacy. London: The Foreign Policy Centre. [3] Szondi G. 2005. The Panteon of International Public Relations for Nation States: Country Promotion in central and Eastern Europe. Ιn: Ławniczak R. (ed.), Introduction Market Economy Institutions and Instruments: The Role of Public Relations in Transitions Economies. Poznań: Piar. pl, p. 21 [4] Zukin, S. 1995. The cultures of cities. Blackwell, Cambridge, MA.
63
οι πόλεις οφείλουν να γίνονται ολοένα και πιο ανταγωνιστικές, αναδεικνύοντας το πολιτιστικό τους απόθεμα και διαπρέποντας ως μοναδικοί τουριστικοί προορισμοί (Evans, 2003). H σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα καταδεικνύει τις μεταβιομηχανικές πόλεις του διαρκώς κινούμενου κεφαλαίου. Η πόλη έχει μετατραπεί σε μέσο οικονομικής ανάπτυξης, γεγονός που επηρεάζει το σχηματισμό των αστικών δικτύων της και την αναδιάρθρωση των ιεραρχιών της (Γοσποδίνη & Μπεριάτος, 2006). Με εξαίρεση τις παγκοσμιουπόλεις (global cities), η γενική χωρική οργάνωση και η μορφολογία των πόλεων καθορίζεται από το μοντέλο της παγκόσμιας αγοράς / παγκόσμιας οικονομίας – global market / global economy. (Kantor, 1987; Sassen, 2001). Αρκετοί οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι των τελευταίων δεκαετιών προσπάθησαν να ανιχνεύσουν τις σχέσεις μεταξύ οικονομίας, πολιτικής και αστικών παρεμβάσεων. Ο Cox, εισήγαγε τον όρο Νέες Αστικές Πολιτικές (New Urban Politics – NUP) (Cox, 1993, 1995), ενώ ο Clark, τον όρο Νέα Πολιτική Κουλτούρα (New Political Culture – NUP) (Clark & Rempel 1997; Clark & Hoffmann – Matrinot, 1998; Clark et al., 2002) . To 2001, οι Boyle και Rogerson, εντόπισαν την οικονομική ανάπτυξη στην πολιτική διαμόρφωσης μιας «τοπικότητας» (locality), η οποία προσφέρει κίνητρα στο κεφάλαιο. Η εκτεταμένη χρήση οικονομικών κριτηρίων στον τρόπο και τον τόπο των αστικών παρεμβάσεων έχει μετατραπεί σε μια νέα πραγματικότητα, η οποία οφείλεται είτε για τον εκσυγχρονισμό της οικονομικής ελκυστικότητας της πόλης και των υποδομών της (π.χ. φορολογικές απαλλαγές, διαθέσιμοι σύγχρονοι χώροι εγκατάστασης επιχειρήσεων, μεταφορικές υποδομές) είτε για τη βελτίωση της εικόνας της και την προσθήκη νέων πολιτιστικών υποδομών και χώρων ελεύθερου χρόνου (Boyle & Rogerson, 2001). O όρος αστική οικονομία, προκύπτει από την αρραγή σχέση μεταξύ οικονομίας και αστικής πολιτικής. Η αστική οικονομία σχετίζεται με τη μάχη για την ανάπτυξη της πολιτιστικής οικονομίας και την προώθηση
64
της οικονομίας του ελεύθερου χρόνου. Οι Mc Neill και While, το 2001, ξεκαθάρισαν τέσσερις βασικές τυπολογίες της αστικής οικονομίας: α. οικονομίες συσσώρευσης, β. οικονομίες της πληροφορίας και της γνώσεις, γ. τεχνοπόλεις και δ. πολιτιστικές οικονομίες και οικονομίες ελεύθερου χρόνου (Γοσποδίνη & Μπεριάτος, 2006). Μέσα σε αυτό το νέο οικονομικό περιβάλλον, πραγματοποιούνται χωρικοί μετασχηματισμοί, οι οποίοι επιτρέπουν την ανάδυση και προώθηση των αστικών πολιτιστικών τοπίων. Οι πόλεις αποκτούν τις δικές τους ανταγωνιστικές αιχμές, όπως η αρχιτεκτονική κληρονομιά (built heritage) και ο καινοτόμος σχεδιασμός (innovative design). Αυτά τα δύο προσλαμβάνονται ως αντίθετες δομές: antistructures, σύμφωνα με τους Turner και Cohen (Turner, 1973; Cohen, 1979), ή counterstructures, σύμφωνα με τον Kengkeek (Kengkeek, 1995). Οι αντίρροπες δομές εκφράζουν ωστόσο κάτι κοινό, την ιδέα των διαφορετικών κόσμων σε σχέση με το οικείο περιβάλλον που αναζητά στην περιήγησή του ο επισκέπτης-τουρίστας. Εν τέλει, η πολιτική διαμόρφωσης του αστικού περιβάλλοντος οφείλει πλέον να συνάδει απόλυτα με τις επιταγές του αστικού τουρισμού και τις αναζητήσεις του μοντέρνου επισκέπτη-περιηγητή (the spirit of flaneur) (Bauman, 1993; Tester, 1994; Wilson, 1995; Clarke, 1997). To αστικό περιβάλλον καθορίζεται απόλυτα από τις οικονομικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, τις νέες συνθήκες που επιβάλλει η εποχή της διαφοροποίησης (diversity) και της εξατομίκευσης (individualization) των αναφορών (Featherstone, 1991; Auge 1992; Fainstein και Gladstone 1997; Gospodini 2001a). Κεφάλαιο 1.7.Α. [1] Auge, M. 1992. Non-lieux. Introduction a une anthropologie de la surmodernite. Paris: Seuil [2] Bauman, Z. 1993. Postmodern Ethics. Oxford: Blackwell [3] Boyle, M. και Rogerson, R. J. 2001. Power, Discourses and City Trajectories. Στο: Paddison, R. (ed.) Handbook of Urban Studies. London: Sage Publications, pp. 402-416 [4] Clark, T. N. και Rempel, M. (eds) 1997. Citizen politics in Post-industrial Societies. Boulder. CO: WestView Press [5] Clark, T.N. και Hoffmann-Matrinot, V. (eds) 1998. The new Political Culture. Boulder CO: WestView Press [6] Clark T.N., Lloyd R., Wong, K. K., Jain, P., 2002. Amenities Drive Urban Growth. Journal of Urban Affairs: 24(5): pp.493-515 [7] Clarke, D.B., 1997. Consumption and the City, Modern and Postmodern. International Journal of Urban and Regional Research. 21 (2): pp. 218-237
65
Ρώμη. Κολοσσαίο. Διατήρηση πολιτιστικής κληρονομιάς
Ρώμη. MAXXI. Musem of Art XXI, Zaha Hadid. Innovative Design
66
[8] Cox, K. 1993. The local and the global in the new urban politics: a critical review. Environment and Planning C: Society and Space. 11: pp.433-448 [9] Cox, K. 1995. Globalization, competition and the politics of local economic development. Urban Studies. 32: pp.213-224 [10] Evans, G. 2003. Hard-Branding the Cultural City. From Prado to Prada. In: International Journal of Urban and Regional Research. V 27.2 June 2003. pp. 417-40 [11] Fainstein, S., Gladstone, D. 2997. Tourism and urban transformations: Interpretations of urban tourism. Cities in Transformation-Transformation in Cities. UK: Ashgate Publishing Limited: pp. 119-135 [12] Featherstone, M. 1991. Consumer Culture and Postmodernism. London: Sage [13] Gospodini, A., 2001a. Urban Design, Urban Space Morphology, Urban Tourism; An emerging new paradigm concerning their relationship. European Planning Studies. vol.9. no.7, pp. 925-935 [14] Kantor, P. 1987. The dependent city: the changing political economy of urban economic development in the United States. Urban Affairs Quarterly, 22: pp.493-520 [15] Lengkeek, J. 1995. Materializing the Imagined: on the Dynamics and Assessment of Tourist-recreational Transformation Processes. Στο: Ashworth, G.J. & Dietvorst, A.G.J. (eds). Tourism and Spatial Transformations-Implications for Policy and Planning. UK: Cab International, pp. 17-36 [16] Sassen, S. 2001. Cities in the Global Economy. Στο: Paddison, R. (ed.). Handbook of Urban Studies, London: Sage Publications, pp. 257-282 [17] Tester, K. (ed.) 1994. The flaneur. London: Routledge [18] Wilson, E. 1995. The invisible flaneur. Στο: Watson, S. και Gibson, K., (eds). Postmodern cities and spaces. Oxford: Blackwell, pp. 59-79 [19] Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα αναδυόμενα «διεθνο-τοπικο-ποιημενα αστικά τοπία: Η περίπτωση της Αθήνας 2004. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική [20] Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Εισαγωγή: Μετασχηματισμοί των αστικών τοπίων στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, του ανταγωνισμού των πόλεων και των μεταμοντέρνων κοινωνιών, Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική
67
1.7.B. Το κοινωνικό πλαίσιο των αστικών παρεμβάσεων. Πέρα από το οικονομικό πλαίσιο που επηρεάζει τις αστικές παρεμβάσεις, ο κοινωνικός παράγοντας διαδραματίζει εξίσου σημαντικό ρόλο. Οι πόλεις βρίσκονται σε ένα διαρκή ανταγωνισμό για τη διασφάλιση της ταυτότητας τους, κάτι που πρακτικά γίνεται εφικτό χάρη στη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και στην επένδυση κεφαλαίου για τον καινοτόμο σχεδιασμό. Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι πολυπολιτισμικές, καθώς δέχονται τις μαζικές μεταναστεύσεις (νόμιμες ή/και παράνομες) πληθυσμών από όλο τον κόσμο (Γοσποδίνη & Μπεριάτος, 2006). Αυτό καθιστά πιο πολύπλοκο το πρόβλημα της κοινής και συλλογικής ταυτότητας των σύγχρονων κατοίκων της πόλης. Οι κοινωνιολόγοι Castells και Graham, το 1993 και το 1998, αντίστοιχα, διέκριναν μια πολιτική πολιτιστικής σύγκλισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση (οικονομία και νομισματική ένωση, εξωτερική πολιτική, περιφερειακές πολιτικές, εκπαίδευση, νέες τεχνολογίες κλπ), με σκοπό να αποφευχθεί η αποδυνάμωση της έννοιας της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αντίστοιχα, η Αμερική για την επίτευξη του ίδιου στόχου, χρηματοδότησε την εφαρμογή του προγραμματισμού τοπίων πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως το “Omnibus Public Land Management”, το οποίο ανήκει στη νέα εθνική ατζέντα για το περιβάλλον και τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας. Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα αυτό, το οποίο άρχισε να υλοποιείται από το 2000, προωθεί τη δημιουργία δικτύου προστασίας περιοχών άγριας φύσης, εθνικών πάρκων, υγροτόπων, ιστορικών περιοχών και δημόσιων χώρων εν γένει. Παράλληλα, περιλαμβάνει κι ένα ολοκληρωμένο εθνικό σύστημα διασφάλισης των προστατευμένων τοπίων. Μέσω του “Omnibus Public Land Management Act”, δηλαδή συγκεκριμένων δράσεων διαχείρισης του φυσικού πλούτου, επιτυγχάνεται η πρόληψη καταστροφών για τα προστατευμένα τοπία, αλλά και η αποφυγή πιθανών κινδύνων για τα τοπία της ενδοχώρας
68
από διάφορες αιτίες, όπως: εξορύξεις, κοπή δέντρων και υπερβόσκηση (Steiner, 2009). Τα παραθαλάσσια τοπία δεν λείπουν από το γενικό αυτό πρόγραμμα διαχείρισης, καθώς συμπεριλαμβάνει παραθαλάσσιες κατοικίες και παραθαλάσσια μέτωπα, τα οποία κινδυνεύουν από την άνοδο της στάθμης των υδάτων. Επιπροσθέτως, λαμβάνονται υπόψιν και γενικοί κίνδυνοι, όπως η αστική διάχρυση, η οποία πρέπει να ρυθμιστεί (Steiner, 2009). Πιο συγκεκριμένα, οι περιοχές που εντάσσονται στη νέα αυτή περιβαλλοντική ατζέντα είναι: α. περιοχές γεωλογικής, υδρολογικής και οικολογικής προστασίας, β. περιοχές πολιτιστικής προστασίας, γ. περιοχές προστασίας παραγωγικών πόρων και δ. περιοχές προστασίας από φυσικούς κινδύνους, όπως φωτιά, γεωλογικές απειλές, πλημμύρες και τυφώνες. Εν τέλει, καθορίζονται οι στρατηγικές προστασίας υπαρχόντων, αλλά και δημιουργίας νέων εθνικών πάρκων και εθνικών μνημείων της φύσης, τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από τον επανασχεδιασμό του τοπίου. Οι 11 βασικότερες μεγα-περιοχές, η οποίες εντάσσονται στο πρόγραμμα προστασίας της φύσης είναι: ο Arizona Sun Corridor, η Cascadia, το Front Range, η Gulf Coast, οι Great Lanes, Northeast, η Northern California, η Piedmont Atlantic, η Southern California, η Southern Florida και το Texas Triangle. Ως μεγα-περιοχές, ορίζονται οι περιοχές που αποτελούν δίκτυα μητροπολιτικών περιοχών και οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με οικονομικούς, συγκοινωνιακούς και περιβαλλοντικούς δεσμούς (Steiner, 2009).
Κεφάλαιο 1.7.Β. [1] Steiner, F.R. (FASLA) Yaro, R.D. 2009. A new national landscape agenda. The omnibus Public Land Management Act of 2009 is just a beginning. In:Landscape architecture. V.99/Issue 6. June 2009: pp. 70-77 [2] Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα αναδυόμενα «διεθνο-τοπικο-ποιημενα αστικά τοπία: Η περίπτωση της Αθήνας 2004. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική [3] Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Εισαγωγή: Μετασχηματισμοί των αστικών τοπίων στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, του ανταγωνισμού των πόλεων και των μεταμοντέρνων κοινωνιών, Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική
69
Χάρτης τοπίων πολιτιστικής κληρονομιάς και προστασίας της φύσης. Omnibus Public Land Management
Grand Canyon, Arizona State. USA.
70
1.8. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα τοπίου στη διαδικασία ανάδειξης του αστικού πολιτιστικού αποθέματος. Ολοκληρώνοντας με μια ενδεικτική περιγραφή προγραμμάτων διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, με στόχο την εξασφάλιση της συλλογικής ταυτότητας των χρηστών – insiders, και την συμμετοχή των πόλεων και των κρατών στον διεθνή τουριστικό ανταγωνισμό, αξίζει να σημειωθεί η συμβολή του αρχιτέκτονα τοπίου στην ανάδειξη του αστικού πολιτιστικού αποθέματος. Οι σχεδιαστές του τοπίου, έχουν μερίδιο ευθύνης για την επίλυση των ζητημάτων που προκύπτουν από την σταδιακή εξάλειψη των ορίων μεταξύ πόλης και φύσης, αλλά και των ζητημάτων που σχετίζονται με την χωρική επίλυση των πολιτιστικών διαφορών στον αστικό χώρο. Η προώθηση της κοινωνικής ισότητας, η σαφής χωρική διευθέτηση διαφορετικών πολιτιστικών ζητημάτων και η ρύθμιση της ανεξέλεγκτης διάχυσης των σύγχρονων πόλεων είναι αντικείμενα μελέτης για την αρχιτεκτονική τοπίου, η οποία οφείλει να συμβάλει σε μια βιώσιμη και ανθεκτική κοινωνία (sustainable and resilient society). Αυτή η άποψη υποστηρίζεται και από το Ινστιτούτο Τοπίου των Ηνωμένων Εθνών (UK’s Landscape Institute): το επάγγελμα του αρχιτέκτονα τοπίου, δεν είναι απλά το επάγγελμα του μέλλοντος – αλλά το επάγγελμα ενός καλύτερου μέλλοντος (μετάφραση από: “Landscape Architecture is not just the profession of the future – but the profession for a better future”) (Brink & Bruns, 2014). Οι κοινωνικές, οικολογικές και χωρικές προκλήσεις ανοίγουν ένα ευρύ πεδίο συνεργασίας μεταξύ των αρχιτεκτόνων τοπίου με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Για το λόγο αυτό, ο αρχιτέκτονας τοπίου, θα πρέπει να εκπληρώνει μια σειρά διαφορετικών ρόλων. Θα πρέπει να συνεχίσει να είναι ο σχεδιαστής των επεμβάσεων αρχιτεκτονικής τοπίου, αλλά και να αναλαμβάνει χρέη γενικού διαχειριστή όλης της διαδικασίας, από τη λήψη των αποφάσεων, μέχρι τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του έργου (process manager). Οι αρχιτέκτονες τοπίου θα πρέπει να είναι οι ειδικοί που παρακολουθούν και καταλαβαίνουν
71
σε βάθος όλες τις διαδικασίες που μετασχηματίζουν το αστικό τοπίο (Brink & Bruns, 2014). Επιπροσθέτως, οι αρχιτέκτονες τοπίου διαθέτουν μια σειρά από μεθόδους και εργαλεία, τα οποία τους βοηθούν να εκπληρώσουν με επιτυχία τα παραπάνω προσόντα. Αυτά είναι ποιοτικά, όπως η ανάλυση τοπίου και η έρευνα πεδίο με συνεντεύξεις (site and documentary analysis) και ποσοτικά όπως η χωρική ανάλυση που γίνεται πλέον με το εργαλείο του GIS, το οποίο αποδομεί το χωρικό συντακτικό και ξεδιπλώνει αναρίθμητες δυνατότητες για τους σχεδιαστές του τοπίου (Brink & Bruns, 2014).
Κεφάλαιο 1.8. [1] Adri van den Brink & Diedrich Bruns. 2014. Strategies for Enhancing Landscape Architecture Research. Landscape Research, 39:1, pp. 7-20
72
Επίλογος Κεφαλαίου Στο παρόν κεφάλαιο, αναπτύχθηκαν οι σημαντικότερες θεωρίες που πλαισιώνουν τη σύγχρονη σκέψη για το αστικό τοπίο. Με όρους, όπως «διάχυτη πόλη» (sprawl) και «μετάπολη», οι διανοητές των τελευταίων δεκαετιών προσπαθούν να ορίσουν το αχανές αστικό τοπίο, το οποίο ξεδιπλώνεται συνεχώς, καταλαμβάνοντας ολοένα και περισσότερες εκτάσεις του φυσικού περιβάλλοντος. Επίσης ο όρος της «διάχυτης πόλης», αναφέρεται και στα χαρακτηριστικά της σύγχρονης αστικής κουλτούρας, η οποία προβάλλει έναν αστικό τρόπο ζωής αφιερωμένο στην κατανάλωση. Εκτός από τον εννοιολογικό προσδιορισμό της πόλης, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στο αδόμητο ή αλλιώς στο πολιτιστικά προσδιορισμένο «κενό» που επίσης ορίζεται από τους θεωρητικούς της αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, ως ένας «μεταιχμιακός χώρος», ένας «χώρος μετάβασης» ή ένας χώρος «εγκατάλειψης» (Junkspace, σύμφωνα με τον Koolhaas). Εν τέλει, είναι ένας μη-τόπος, ο οποίος οφείλει να διαμορφωθεί, ώστε να εξυπηρετήσει τη συλλογική ταυτότητα των κατοίκων της πόλης. Οι χωρικές αναφορές της συλλογικής ταυτότητας πρέπει να αναζητηθούν κάτω από τις επάλληλες στρώσεις του υπερ-σχεδιασμένου αστικού τοπίου. Το σύγχρονο οικονομικό μοντέλο της παγκοσμιοποίησης και οι κοινωνικές συνθήκες, επιβάλλουν ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον θέτοντας το ζήτημα του “in situ” σχεδιασμού του τοπίου, ώστε να είναι οικείο. Επίσης, η ανάδειξη της ταυτότητας ενός τόπου, τον καθιστά ευκολότερα εμπορεύσιμο στο επίπεδο του παγκόσμιου τουριστικού ανταγωνισμού. Η μετα-βιομηχανική πόλη, οφείλει να προωθήσει μια σαφή εικόνα για την ταυτότητα της, ώστε να προσελκύει επισκέπτες, αλλά και να συσπειρώσει τους κατοίκους της. Οι όροι όπως «δημόσια πολιτική» και «δημόσια διπλωματία», συμπληρώνουν την πολυδιάστατη έννοια της σύγχρονης αστικότητας, όπου οι επεμβάσεις πρέπει ανήκουν στην ευρύτερη πολιτική ατζέντα των κρατών, ώστε τόσο να εξυπηρετούν, όσο και να χειραγωγούν
73
τους κατοίκους των μεγα-πόλεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν ήδη νομοθετήσει υπέρ της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και του φυσικού πλούτου, άρα έμμεσα υπέρ της συλλογικής μνήμης και της κοινής ταυτότητας, με σκοπό να θωρακίσουν ότι πολυτιμότερο έχουν να διαθέσουν στην παγκόσμια αγορά. Επιπροσθέτως, οι αστικές αναπλάσεις διεκδικούν την μερίδα του λέοντος από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους και συμπληρώνουν τη συντονισμένη πολιτική στρατηγική που υιοθετούν τα κράτη προς την πολιτιστική κατανάλωση. Βέβαια, το ποιος επιτρέπεται να αποφασίσει για τις αστικές αυτές επεμβάσεις αλλάζει κατά περίπτωση και αναλύεται εκτενέστερα στα επόμενα κεφάλαια. Σε αυτά αναπτύσσονται σε βάθος: αφενός η έννοια του πολιτισμού και της πολιτιστικής πολιτικής, και αφετέρου ο ρόλος της κοινωνίας, του κοινωνικού κεφαλαίου και της κοινωνικής πολιτικής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τον προγραμματισμό του αστικού υπαίθριου χώρου.
74
2.
Στρατηγικές πολιτιστικής πολιτικής και μεγάλες αστικές αναπλάσεις 2.1. Η έννοια της πολιτιστικής πολιτικής
2.1.Α. Πολιτισμός Carl Sauer. 1920: O «πολιτισμός» ήταν το όνομα που δόθηκε στην εξελικτική δύναμη του ανθρώπινου ίχνους πάνω στην γη. (Μεταφρασμένο από: “Culture” was the name given to tis evolutionary force behind the imprints that people left on the earth.) Πρόκειται για μια «παγκόσμια δυνατότητα», ακόμα και των πιο πρωτόγονων ανθρώπων να μετατρέπουν τη φύση σε πολιτισμό. (Μεταφρασμένο από: A “universal capacity” of “even the most primitive people, including obtuse Tasmanians” to turn nature into culture.)
Για την επιστήμη της πολιτιστικής γεωγραφίας (cultural geography), ο πολιτισμός αποτελεί ένα μέσο διανομής και καθορίζει τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και τις πολιτιστικές ταυτότητες τους (Anderson, Domosh & Thrift, 2003). Επίσης, στις πολιτισμικές σπουδές εν γένει, δίνεται έμφαση στην σπουδαιότητα της κατανόησης των τρόπων με τους οποίους παράγεται η ανθρώπινη συνείδηση και η υποκειμενικότητα μέσα στα διάφορα πλαίσια των κοινωνικών συστημάτων και πρακτικών (Johnson, 1986, Corner, 1986). Για να οριστεί πληρέστερα η έννοια της πολιτιστικής πολιτικής, η πολιτιστική γεωγραφία (cultural geography) δανείζεται τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές θέσεις του Μαρξ, ο οποίος θεμελιώνει τη λειτουργία μιας κοινωνίας πάνω στον πολιτισμό. Για τον Μαρξ, ο πολιτισμός είναι η δύναμη που βρίσκεται στην ιδεολογική βάση, ενώ οι όροι «Ηγεμονία» και «Ιδεολογία» προσδιορίζουν απόλυτα την εκάστοτε κοινωνική κατάσταση. Εν τέλει, η πολιτική θεωρία του Μαρξ συμβάλλει στη διαμόρφωση των πολιτισμικών σπουδών, εντοπίζοντας τις πολιτισμικές σχέσεις και τις σχέσεις εξουσίας στη διαδικασία κατανόησης των μηνυμάτων, κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησής τους καθώς και στη δυνατότητα αμφισβήτησής τους από τους δέκτες (Benett, 1986; Hall, 1980).
76
Επιπλέον, η πολιτιστική γεωγραφία «διαβάζει» τον χώρο ως πεδίο άσκησης εξουσίας, όπου ανθούν σχέσεις επιβολής. Συγκεκριμένα, για την πολιτιστική γεωγραφία, το τοπίο της πόλης καθορίζεται από γεωγραφικές και πολιτικές διακρίσεις ((«γεωγραφίες διαχωρισμού», γεωγραφίες διάδρασης συγκερασμού και μίξης», «γεωγραφίες μίσους και αηδίας») (Burgess, 1990a). Στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ο πολιτισμός διαδραματίζει εξίσου καθοριστικό ρόλο, καθώς προσφέρεται για κατανάλωση. Με τον όρο “circuit of culture”, δηλαδή «πολιτιστικό κύκλωμα» εννοείται η διαδικασία κατά την οποία τα μηνύματα διαβάζονται και αναπαράγονται. Αυτή η «πολιτιστική διαδικασία» συνδέεται άρρηκτα με τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, μέσω των οποίων σημαίνοντα και σημαινόμενα παράγονται, αναπαράγονται και καταναλώνονται (Burgess, 1990b). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική τοπίου παρουσιάζει η συσχέτιση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με την πολιτισμική και κοινωνικο-πολιτική διάσταση του σχεδιασμού κατά την μεταπολεμική περίοδο. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1988, η Θάτσερ, με μια δημόσια ομιλία της, θέτει για πρώτη φορά το θέμα του περιβάλλοντος στην ατζέντα των μέσων, ενθαρρύνοντας τα έντυπα μέσα να ορίσουν περιβαλλοντικούς ανταποκριτές (Warren, 1990). Λίγο αργότερα, και προς αυτή την κατεύθυνση, ο ερευνητής Anderson, στη διδακτορική διατριβή του, εντοπίζει τις πρώτες δημοσιεύσεις του Βρετανικού τύπου για θέματα αναπλάσεων σε δύο περιοχές του κεντρικού Λονδίνου: την επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης και την ανάπλαση του Mansion House Square (Anderson, 1988). Όσον αφορά τα οπτικά μέσα, έρευνες γεωγράφων, σχεδιαστών και αρχιτεκτόνων επισημαίνουν τις επιπτώσεις που έχει η αναπαράσταση τοπίων στις ταινίες (Gold, 1987; 1985. Design Quarterly, 1987; Sutdiffe, 1984, Jenkins and Youngs, 1984). Η πολιτιστική διάσταση των αναπαραστάσεων αυτών θεωρείται από τον Jenkins ιδιαίτερα πολύτιμη, καθώς σχολιάζοντας την παραγωγή δύο ταινιών για την Κίνα (Disappearing World), διακρίνει ένα δευτερεύον μέσο, αυτό της οπτικής αναπαράστασης που θα μπορούσε δυνητικά να συμβάλλει
77
στην κατανόηση άλλων πολιτισμών. Αντίστοιχα οι Lowe και Rudig, το 1986, ερευνούν το ρόλο των μέσων στις πολιτιστικές διαδικασίες: «μέσα από την τηλεοπτική και έντυπη κάλυψη, για παράδειγμα, η φύση και η εξοχή έχουν γίνει τα στοιχεία «κλειδιά» της ποπ κουλτούρας, η κοινή γνώμη έχει αλλάξει απέναντι στο ζήτημα των περιβαλλοντικών κινδύνων, και η πολιτικές ατζέντες έχουν αρχίσει να συμπεριλαμβάνουν περιβαλλοντικά θέματα» (Lowe & Rudig, 1986). Κεφάλαιο 2.1.A. [[1] Anderson, R. R. 1988. Meaning in the urban environment. Unpublished Ph.D. thesis, Oxford Polytechnic [2] Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. A Rough Guide. In: Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications [3] Bennett, T. 1986. Popular culture and turn to Gramsci. Ιn: Bennett, T., Mercer, C. and Woollacott, J. (eds). Popular Culture and Social Relations. Open University Press. Milton Keynes [4] Burgess, J. 1990a. Making sense of environmental issues and landscape representations in the media. Landscape Research. 15:3, pp.7-38 [5] Burgess, J. 1990b. The production and consumption of environmental meanings in the mass media: a research agenda for the 1990s. Transactions, Institute of British Geographers, 15, pp. 139-161 [6] Corner, J. 1986. Codes and cultural analysis. In Collins, R., Curran, J., Garnham, R., Scanned, P., Schlesinger, P. and Sparks, C. (eds). 1986. Media, Culture & Society: a critical reader. London: Sage Publications, pp. 49-62 [7] Design Quarterly. 1987. The City in Film. Issue 136 [8] Gold, J. R. 1985. From ‘metropolis’ to ‘The city’: film versions of the future city, 1919-1939. In: Burgess, J. and Gold, J. R. (eds) Geography, the Media and Popular Culture. Croom Helm, London, pp. 123-143 [9] Gold, J. R. 1987. Blueprints, fase Utopias and the siren’s song: ‘Equinox’ and the future city. Landscape Research, 12, pp. 26-30. [10] Hall, S. 1980. Encoding/decoding. Ιn: Hall, S., Hobson, D., Lowe, A. and Willis, P. (eds). Culture, Media, Language. London: Hutchinson, pp. 128-138 [11] Jenkins, A. and Youngs, M. 1984. Shell-shocked: critical film analysis and teaching strategies. Geography, 69, pp. 46-53. [12] Jensen, K. B. 1986. Making Sense of the News: towards a theory and an empirical model of reception for the study of mass communication. Aarhus: Aarhus University Press
[13] Johnson, R. 1986. The story so far: and further transformations? In: Punter, D. (ed) Introduction to Contemporary Cultural Studies. London: Longmans, pp. 277-313 [14] Lowe, P. and Rudig, W. 1986. Review article: political ecology and the social sciences — the state of the art. British Journal of Political Science, 16, pp. 513-550 [15] Sauer, C. 1925. The morphology of landscape. Reprinted in J. Leighly (ed.). 1963. Land and Life: Selections from the Writings of Carl Ortwin Sauer. Berkley: University of California Press, pp.315-50 [16] Sutdiffe, A. 1984. The metropolis in the cinema. In: Sutdiffe, A. (ed). Metropolis, 1890-1940. London: Mansell, pp. 147-171 [16] Warren, S. 1990. Aspects of British press coverage of environmental issues in the 1980s. M.Sc. dissertation, University of Wales
78
2.1. B. Πολιτισμός και πολιτιστική γεωγραφία (Cultural Geography) Ο χώρος γενικά, και ο αστικός χώρος πιο συγκεκριμένα, έχει πολιτιστική διάσταση (Bourassa, 1991). Την διάσταση αυτή, καθώς και τη σχέση της με το τοπίο και την γεωγραφία, μελετά η επιστήμη της πολιτιστικής γεωγραφίας, η οποία θεμελιώνεται στα γραπτά του Carl Sauer (Whatmore, 2003). Ο ίδιος άλλωστε, όρισε τη γεωγραφία ως τη «μορφολογία του τοπίου», η οποία «συσχετίζει μορφές, φυσικές και πολιτισμικές». Για τον Sauer, ο πολιτισμός παράγει, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη φύση (Demeritt, 1998). Πέρα από το χώρο και τις πολιτιστικές προεκτάσεις του, αντικείμενο μελέτης για την πολιτιστική γεωγραφία είναι όπως αναφέρθηκε, το τοπίο. Ένα τοπίο που διαθέτει πολιτική, οικονομική και ταυτοποιητική αξία. Που γίνεται κατανοητό μέσα από διαφορετικές οπτικές, συνδυάζοντας την οπτική της ανθρωπογεωγραφίας (Anderson, Domosh &Thrift). Εν τέλει, για την πολιτιστική γεωγραφία, ο πολιτισμός παρεμβαίνει και μετατρέπει ένα τοπίο σε πολιτιστικό. Ως πολιτιστικά ορίζονται τα τοπία, στα οποία η φύση μετατρέπεται για να εξυπηρετήσει ένα συγκεκριμένο σκοπό, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του πολιτισμού που τα κατασκεύασαν (Mitchell, 2003). Ταυτόχρονα, στο τοπίο δύναται να συνδεθούν η λειτουργικότητα της αρχιτεκτονικής με την ποιότητα του δημόσιου χώρου. Οι άνθρωποι αναπτύσσουν συναισθηματικούς δεσμούς με το τοπίο, απαντώντας στη βασική ανάγκη επιβίωσης σε ένα οικοσύστημα (Tuan, 1976, μεταφρασμένο από: “the basic idea is simple. People’s sensitivity to landscape is fundamentally a biological response to the need for survival in a habitat”).
Κεφάλαιο 2.1.B. [1] Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. A Rough Guide. In: Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications [2] Bourassa, S.C. 1991. The aesthetics of Landscape. London and New York: Belhaven Press [3] Demeritt, D. 1998. Science, social constructivism and nature. Ιn: Braun, B., Castree, N. (eds) Remaking Reality: Nature at the Millennium. London: Routledge, pp. 173–83 [4] Scazzosi, L. 2004. Reading and assessing the landscape as cultural and historical heritage. Landscape Research, 29:4, pp. 335-355 [5] Whatmore, S. (ed). 2003. Culturenatures. In: Anderson, K. Domosh, M. Pile, S. Thrift, N. (eds). Handbook of Cultural Geography. London: Sage Publications
79
2.1. Γ. Πολιτισμός και οικονομία. Στα προηγούμενα υποκεφάλαια αναλύθηκε συνοπτικά η έννοια του πολιτισμού μέσα από το πρίσμα της πολιτιστικής γεωγραφίας, της πολιτικής επιστήμης και καταγράφηκε η σημασία κωδικοποίησης των πολιτιστικών μηνυμάτων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (δηλαδή τους πομπούς) και η αποκωδικοποίησή τους από τους δέκτες. Στο παρόν υποκεφάλαιο συσχετίζεται ο πολιτισμός με την οικονομία, ώστε να προκύψει μια ολοκληρωμένη και σφαιρική αντίληψη για τη δύναμη συγκεκριμένων πολιτιστικών πολιτικών στον αστικό χώρο. Robert Hughes, former Chief Executive, Kirklees Council: «Η δική μου εκτίμηση για τα προγράμματα αστικών αναπλάσεων, είναι ότι εάν δεν έχουν μια ισχυρή πολιτιστική συνιστώσα, τότε δεν μπορούν να πετύχουν, Οι κοινωνίες πρέπει να ενεργοποιηθούν, πρέπει να γεμίσουν με ελπίδα και πρέπει να απελευθερώσουν το δημιουργικό τους πνεύμα» (μετάφραση από: “My own blunt evaluation of regeneration programmes that don’t have a culture component is they won’t work. Communities have to be energized, they have to be given some hope, they have to have the creative spirit released.”)
O πολιτισμός καθορίζεται από την οικονομία και τα μέσα παραγωγής καθώς αποτελεί το σύνολο των κοινωνικών, πολιτικών και διανοητικών διαδικασιών εν γένει (Barnes, 2003). Από τη συσχέτιση του πολιτισμού με την οικονομία προκύπτει το παράγωγο της πολιτιστικής ή δημιουργικής οικονομίας. Αρκετοί επιστήμονες της ανθρωπογεωγραφίας, αλλά και οικονομολόγοι, επιχειρούν να εξηγήσουν τη σχέση εξάρτησης του πολιτισμού με την οικονομία και τον κοινωνικό αντίκτυπο της. Ο Dick Peet, μιλά για την πολιτιστική προέλευση της οικονομίας, κάνοντας χρήση πολιτιστικών εννοιών όπως το σύμβολο, το φανταστικό και ο ορθολογισμός για την κατανόηση κρίσιμων οικονομικών διαδικασιών. Αντίστοιχα ο οικονομολόγος Thrift, δηλώνει πως ο καπιταλισμός φαίνεται να υποβάλλεται στη δική του πολιτιστική μεταστροφή ως μια αναπτυσσόμενη επιχείρηση δημιουργίας, προώθησης και διανομής γνώσης (μεταφρασμένο από: “capitalism seems to be undergoing its own cultural turn as increasingly… business is about the creation, fostering, and distribution of knowledge”) Στις σύγχρονες κοινωνίες, η πολιτιστική παραγωγή αποκτά χαρακτήρα
80
κερδοφορίας, καθώς στοχεύει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την οικονομική συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Τα οικονομικά οφέλη από τον πολιτισμό είναι αναρίθμητα. Η απόφαση επένδυσης στην πολιτιστική παραγωγή μεταβάλλει το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον των πόλεων: πραγματοποιούνται μεγαλύτερες δαπάνες για την κατοίκηση και την επισκεψιμότητα, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας στον πολιτιστικό χώρο, παρατηρείται αύξηση του πλούτου, διατηρείται το πολιτισμικό δυναμικό της πόλης (δημιουργικοί επαγγελματίες) και δημιουργούνται νέες πολιτιστικές επιχειρήσεις. Η πολιτιστική αναζωογόνηση των γειτονιών, αλλά και η επανακατοίκηση σε clusters δημιουργικών επιχειρήσεων, αποδεικνύουν τον ρόλο του πολιτισμού στην ανάκτηση της «ψυχής» της κοινωνίας, καθώς αυτή εφοδιάζεται με μια επιπλέον αίσθηση αυτό-πεποίθησης και με νέες οικονομικές δυνατότητες. Οικονομία και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση. 1997. Scott: «….ο ίδιος ο καπιταλισμός κινείται σε φάση στην οποία οι πολιτιστικές μορφές και τα νοήματα γίνονται κυρίαρχα στοιχεία της παραγωγικής στρατηγικής, μέσα στην οποία ολόκληρο το βασίλειο του ανθρώπινου πολιτισμού υποβάλλεται όλο και περισσότερο σε εμπορευματοποίηση» 1991. Zukin: «με την οικονομική παρακμή και εξαφάνιση των μεταποιητικών επιχειρήσεων, ο πολιτισμός γίνεται ολοένα και περισσότερο η κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα των πόλεων, ο βασικός πόρος τουριστικής ανάπτυξης και η κρίσιμη ανταγωνιστική αιχμή των πόλεων. Η μεγέθυνση της πολιτιστικής κατανάλωσης και των σχετικών «βιομηχανιών» (π.χ. καλών τεχνών, νεωτεριστικής κουζίνας, μόδας, μουσικής κλπ), τονώνουν τη «συμβολική» οικονομία της πόλης και την ικανότητά της και παράγει και νέα σύμβολα και νέους χώρους» (Zukin 1995:2).
Η έννοια της πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης απορρέει από την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της αγοράς, όπου ο μεταμοντερνισμός σηματοδοτεί τη λογική επέκταση της εξουσίας των αγορών πάνω στο συνολικό φάσμα της πολιτιστικής παραγωγής. Ο σύγχρονος κόσμος διαμορφώνεται από το συσχετισμό της οικονομίας με τον πολιτισμό. Στο απόγειο της παγκόσμιας οικονομίας, ο οικονομικός αναλυτής Frederick Jameson, επισημαίνει πως ο μεταμοντερνισμός συνδέεται
81
απόλυτα με την πολιτιστική λογική του ύστερου καπιταλισμού (μετάφραση: Post modernism or the Cultural Logic of Late Capitalism). Η πολιτιστική κληρονομιά, η προστασία και η ανάδειξη της, πέρα από το συμβολικό χαρακτήρα που έχει και τη σημασία της για τη διαφύλαξη της συλλογικής ταυτότητας, μετατρέπεται παράλληλα σε ένα είδος βιομηχανίας, που παράγει πολιτιστικά πρότυπα και τα διαθέτει στην παγκόσμια αγορά για πολιτιστική κατανάλωση. Εν τέλει, η πολιτιστική ή δημιουργική πολιτική σε συνδυασμό με την ανάγκη για κατανάλωση του τοπίου ορίζουν το πλαίσιο των αστικών αναπλάσεων και προσελκύουν οικονομικούς διευθυντές (CEO), οι οποίοι οργανώνουν τις πολιτιστικές υποδομές και προτείνουν περεταίρω στρατηγικές για την ανάπτυξη της πόλης. Τα δίπολα βιομηχανοποίηση - υπηρεσίες και παραγωγή - κατανάλωση βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων για την πολιτιστική οικονομία, η οποία νοείται είτε ως ο «εκπολιτισμός» της παραγωγής, είτε ως η «οικονομοποίηση» του πολιτισμού (culturalisation of production or economisation of culture) (Lash and Urry 1993; Scott 2000; Amin and Thrift 2004). Τοπίο και οικονομία Η καπιταλιστική προσέγγιση της γης συνδέεται με την έννοια του τοπίου, καθώς τόσο το ίδιο, όσο και ευρύτερα η γη, γίνονται παράγοντες παραγωγής, μορφές κεφαλαίου, από τις οποίες μπορεί να απουσιάζει κάθε δεσμός με τους ιδιοκτήτες ή τους χρήστες. Σύμφωνα με πολλούς οικονομικούς επιστήμονες, το τοπίο και ο κήπος συνθέτουν τα θεμέλια του καπιταλισμού και των στρατηγικών επενδύσεων. Το τοπίο μεταχειρίζεται τη δυνατότητα να κρύβει και να εξομαλύνει οπτικά την πραγματικότητα της αστικής εκμετάλλευσης, εφόσον φυσιοποιεί (naturalize) το κοινωνικά διαμορφωμένο και παραγμένο αστικό τοπίο (Cosgrove, 2003). Εν’ ολίγοις, καμουφλάρει την οικονομική/κερδοφόρα διάσταση των αστικών επεμβάσεων. Μεταξύ άλλων, στο σύγχρονο κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι, το τοπίο μετατρέπεται στην κατάλληλη πολιτιστική αποσκευή (the right cultural baggage) (Bourassa, 1991). Εφόσον προσλαμβάνουμε το τοπίο ως
82
καμβά των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, τότε η σχέση του κεφαλαίου με τις δραστηριότητες των χρηστών του τοπίου δημιουργεί τα πάττερν, τις διαδικασίες των επενδύσεων στον αστικό χώρο, κατευθύνει τις αλλαγές στις χρήσεις γης και διαμορφώνει διαμέσου των επενδύσεων το φυσικό περιβάλλον (Solesbury, 1974). Η δημιουργική ή πολιτισμική τάξη (the “Rise of The Creative Class”, Richard Florida) Η νέα τάξη που δημιουργείται μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον είναι, σύμφωνα με τον Αμερικανό οικονομικό επιστήμονα Richard Florida, η δημιουργική ή πολιτισμική τάξη (the rise of the creative class). O Florida την εντοπίζει χωρικά μέσα στην πόλη, στις εξευγενισμένες περιοχές και στα πολιτιστικά δρώμενα. Η δημιουργική τάξη συντίθεται από διάφορους δημιουργικούς επαγγελματίες (από αρχιτέκτονες, μέχρι σκηνοθέτες, δημοσιογράφους και διαφημιστές), οι οποίοι στηρίζουν οικονομικά τη νέα πολιτιστική πραγματικότητα της μετα-βιομηχανικής πόλης (Florida, 2002). Επίσης, η δημιουργική τάξη υπηρετεί τις στρατηγικές αποφάσεις της αστικής πολιτικής, οι οποίες μετατοπίζουν το βάρος στην πολιτιστική κατανάλωση και το σχεδιασμό των κατάλληλων πολιτιστικών υποδομών.
Κεφάλαιο 2.1.Γ. [1] Amin, A., Thrift, N. (eds). 2004. The Blockwell Cultural Economy Reader, Oxford: Blackwell [2] Barnes, J., T. 2003. The culture of economy. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications [3] Bourassa, S.C. 1991. The aesthetics of Landscape. London and New York: Belhaven Press [4] Cosgrove, D. (ed). 2003. Landscape and the European Sense of Sight – Eyeing Nature. In: Anderson, K. Domosh, M. Pile, S. Thrift, N. (eds). Handbook of Cultural Geography. London: Sage Publications [5] Florida, R. 2002. The Rise of the Creative Class: And how It’s Transforming Work, Leisure, Community and Everyday Life. Basic Books [6] Lash, S., Urry, J. 1993. Economies of signs and space, London: Sage Publications [8] Scott, A., J. 2000. The cultural economy of cities: essays on the geography of image producing industries, London: Sage [7] Scott, A. J. 1997. The cultural Economy of Cities. International Journal of Urban and Regional Research. 21(2): pp. 323-339 [9] Solesbury, W. 1974. Policy in Urban Planning, Structure plans, programmes and local plans. Pergamon Press [10] Zukin, S. 1995. The Cultures of Cities. Cambridge Mass: Blackwell Publishers Ltd
83
Αξίζει να αναφερθεί, ότι προγενέστερα του Florida, ο γεωγράφος Neil Smith, εντόπισε επίσης την απαραίτητη συμβολή των κοινωνικών τάξεων σε ζητήματα ταυτότητας και πολιτιστικής πολιτικής (μετάφραση από: “it is necessary to find a way of integrating class into the issues of identity and cultural politics), ενδεχομένως θεμελιώνοντας τη σημερινή αντίληψη για την άνοδο της δημιουργικής τάξης, μια τάξη που στηρίζει και στηρίζεται από τις στρατηγικές αποφάσεις της πολιτιστικής πολιτικής στο αστικό τοπίο.
2.1. Δ. Πολιτιστική διπλωματία (Cultural Diplomacy). H πολιτιστική διπλωματία αφορά σε πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα ανταλλαγής, στην καλλιέργεια εμπιστοσύνης και στη διανομή πληροφορίας από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (Taylor, 2007). Ο πολιτισμός μετατρέπεται στα «χέρια» της διπλωματίας σε μια «μαλακή» και «έξυπνη» δύναμη που διευκολύνει τη συνεργασία των κρατών (culture as soft power), ενώ αποτελεί έννοια κλειδί για τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Nye, τον ιμπεριαλιστικό πόλο των Η.Π.Α. (Nye, 2002). Πέρα από τη συμβολή του Nye στην κατανόηση του όρου της πολιτιστικής διπλωματίας, υπάρχει μια σειρά από προσεγγίσεις που επιχειρούν να εξηγήσουν και να συσχετίσουν την πολιτιστική διπλωματία με τον τόπο και το αστικό τοπίο. Η πολιτιστική διπλωματία στοχεύει στη διαφύλαξη της αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας μεταξύ των κοινωνιών των διαφόρων χωρών, καθώς ο πολιτισμός έχει πρωτεύουσα σημασία στις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών (Berger, 2008). Επιπλέον, σύμφωνα με τον Cummings, η πολιτιστική διπλωματία αποτελεί μια πράξη ανταλλαγής ιδεών, πληροφοριών, τέχνης και άλλων πτυχών του πολιτισμού μεταξύ χωρών, χάρη στην οποία επιτυγχάνεται η αμοιβαία κατανόηση (Cummings, 2003). Τέλος, για τον Szondi, η πολιτιστική διπλωματία αποτελεί «το πάνθεον της διαχείρισης της φήμης» (pantheon of reputation management) και συνδέεται με το brand ενός τόπου. Αυτή η οπτική της πολιτιστικής
84
διπλωματίας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη μελέτη της ανάδειξης των αστικών πολιτιστικών τοπίων. Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο βαθμός στον οποίο η πολιτιστική διπλωματία επηρεάζει τη διαμόρφωση του αστικού τοπίου, αξίζει να ανατρέξουμε στο προηγούμενο υποκεφάλαιο, όπου αναλύθηκε η σχέση του πολιτισμού με την οικονομία. Η πολιτιστική διάσταση της οικονομίας αντικατοπτρίζει τη μεταβιομηχανική πόλη, η οποία πασχίζει να επιβιώσει στη νέα πραγματικότητα του παγκόσμιου τουριστικού ανταγωνισμού. Είναι εύλογο λοιπόν, ότι μια πόλη επενδύει στη φήμη της, στο branding της, ή στην φυσιογνωμία και την ιδιαίτερη ταυτότητά της, ώστε να μετατραπεί σε έναν μοναδικό τουριστικό προορισμό. Κάποια από τα μέσα που μεταχειρίζεται για να διαφημιστεί στους δυνάμει επισκέπτες της είναι οι καινοτόμες αστικές αναπλάσεις, τα πολιτιστικά δρώμενα διεθνούς αίγλης και οι άψογες πολιτιστικές υποδομές. Συνεπώς, η πολιτιστική διπλωματία και η σχέση της με το branding της πόλης, την καθιστά μια βασική συνιστώσα, ικανή να κατευθύνει τις στρατηγικές διαχείρισης του αστικού τοπίου.
2.1. E. Πολιτικές προγραμματισμού του αστικού τοπίου. Η έννοια της πολιτιστικής πολιτικής (Cultural policy). Η ανάπτυξη των προηγούμενων υποκεφαλαίων εξυπηρετεί το σκοπό μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης της πολιτιστικής πολιτικής και της συσχέτισης της με τον στρατηγικό προγραμματισμό του αστικού τοπίου. Το αστικό τοπίο, όπως αναφέρθηκε, συνιστά σε πεδίο άσκησης εξουσίας και ο αστικός χώρος σε μήτρα διάδρασης αντίρροπων δυνάμεων και αντικρουόμενων οικονομικών συμφερόντων. Όλες αυτές οι άυλες πτυχές του αστικού τοπίου οφείλουν να συντονιστούν στη διαδικασία
Κεφάλαιο 2.1.Δ. [1] Berger M. 2008. Introduction. In: Berger M., Plas E., Huygens Ch., Akrimi N., Schneider S., Bridge the Gap, or Mind the Gap? Culture in Western – Arab Relations, Clingendael: Netherlands Institute of International Relations, pp. 3-4 [2] Cummings M.C. 2003. Cultural Diplomacy and the United State Government: a Survey. Center for Arts and Culture, s. 6. Ιn: Schneider C.P. 2004. Culture Communicates: US Diplomacy that Works, Clingendael: Netherlands Institute of International Relations, p. 1 [3] Nye J. 2002. The Paradox of American Power. Oxford: Oxford University Press, p. 8 [4] Taylor P.M. 2007. Global Communications, International Affairs and the Media since 1945. London and New York: Routledge
85
Cultural policy Gentrification Culture - led regenerations
Cultural / creative economy
Creative class Διάγραμμα Cultural Clustering. Οι σχέσεις μεταξύ πολιτιστικής οικονομιάς, πολιτιστικής τάξης και αστικών πολιτιστικών αναπλάσεων
86
λήψης αποφάσεων για την υλοποίηση μιας αστικής επέμβασης. Η λήψη αποφάσεων αποτελεί συνιστώσα της πολιτιστικής πολιτικής και ακολουθεί μια συγκεκριμένη μεθοδολογία. Για να εξορθολογιστεί, λοιπόν, η διαδικασία λήψης αποφάσεων στο αστικό τοπίο είναι βασικό να οριστεί ο στόχος ως τελικό αποτέλεσμα, να επινοηθούν οι εναλλακτικές δράσεις για την επίτευξη του στόχου, να προβλεφθούν οι πιθανές εκβάσεις των επιμέρους εναλλακτικών και εν τέλει να επιλεχθεί η προτιμητέα δράση. Πρόθεση της διαδικασίας αυτής είναι η αξιολόγηση της καινοτομίας, η ανάλυση και η διαβούλευση. Μια συγκεκριμένη πολιτική απόφαση προκύπτει από τη διαδικασία συσχέτισης των διάφορων μεταβλητών και παραμέτρων του αστικού τοπίου (Solesbury, 1974). Η αισθητική του αστικού τοπίου είναι απόρροια μιας καθορισμένης πολιτικής απόφασης (Hesmondhalgh & Pratt, 2005), η οποία εντάσσεται στην ευρύτερη πολιτιστική ατζέντα μιας χώρας. Το αστικό τοπίο καθορίζεται από τις πολιτιστικές βιομηχανίες, οι οποίες βρίσκουν το ιδανικότερο οικονομικό περιβάλλον για να εδραιωθούν και να ανθίσουν. Για πολλούς μελετητές του πολιτιστικού σχεδιασμού και θεωρητικούς της πολιτιστικής πολιτικής, όπως ο Franco Bianchini και ο Michael Parkinson, οι πολιτιστικές βιομηχανίες αποτελούν αρνητικό παράγωγο του Διαφωτισμού, σχετίζονται με την άνοδο της μαζικής κουλτούρας (“the rise of mass culture”) και άρχισαν να αναδύονται στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης από τις αρχές του ’90. Προς αυτή την κατεύθυνση συνέργησε κυρίως η UNESCO, αφού πρώτη αναγνώρισε την οικονομική διάσταση του πολιτισμού και ανέλυσε τα βιομηχανικά χαρακτηριστικά του (Girard, 1982). Η δημιουργική πόλη. Προϊόν της ανάδειξης των πολιτιστικών βιομηχανιών στο αστικό τοπίο και της συσχέτισης του πολιτιστικού προγραμματισμού (cultural planning) με την άσκηση πολιτιστικής πολιτική (cultural policy), είναι η εκβιομηχάνιση του πολιτισμού και η καθιέρωση ενός νέου αστικού μορφώματος – της δημιουργικής πόλης (Frith, 1993). Η δημιουργική πόλη
87
Expulsions, Saskia Sassen
UNESCO. Φορέας πολιτιστικής πολιτικής
88
απαρτίζεται από πολιτιστικές συνοικίες, φιλοξενεί παροδικά πολιτιστικά projects (flagship festivals) (Laundry, 2000) και οργανώνεται σύμφωνα με clusters πολιτιστικών δραστηριοτήτων (Bell & Jayne, 2004). Είναι η πόλη, όπου οι τέχνες και ο πολιτισμός λαμβάνουν επιχειρηματική διάσταση, όπου η καινοτομία και η δημιουργία, η επανάχρηση παλιών κτιρίων, η ανακαίνιση εγκαταλελειμμένων περιοχών και η τόνωση της πολιτιστικής ποικιλίας στοχεύουν κυρίως στο marketing του αστικού χώρου (Mommaas, 2004). Για τον γεωγράφο Bianchini, η δημιουργική πόλη ενθυλακώνει την αστική ζωτικότητα και βιωσιμότητα. Ενώ για την κοινωνιολόγο Zukin, στην δημιουργική πόλη λαμβάνει χώρα η «λειτουργικοποίηση» του πολιτισμού (the “functionalization” of culture) (Zukin, 1991). Αυτό σημαίνει πως η πόλη βιώνεται πλέον πολιτιστικά, δηλαδή λειτουργεί με σκοπό να εκποιεί και να ανασύρει τον πολιτισμό της, καθορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ταυτότητα ενός πολίτη πολιτιστικού καταναλωτή (έννοια που εισήγαγαν στο λεξιλόγιο των κοινωνιολόγων οι Miller και Yudice) (Miller & Yudice, 2002; Stevenson, 2003). Κεφάλαιο 2.1.Ε. [1] Bell, D., Jayne, M. (eds). 2004. City of Quarters: Urban Villages in the Contemporary City. Ashgate, Aldershot [2] Bianchini, F. Landry, C. 1994. The Creative City: A Methodology for assessing Urban Vitality and Viability. Stroud, Glos.: Comedia [3] Frith, S. 1993. Popular music and the state. In: Bennett, T., Frith, S., Grossberg, J., Sepherd, J. and Turner, G. (eds) Rock and Popular Music: Politics, Policies, Institutions. London: Routledge, pp. 14-24 [4] Girard, A. 1982. Cultural industries: a handicap or a new opportunity for cultural development? Ιn: Cultural Industries: a Challenge for the Future of Culture, UNESCO, Paris, pp. 24-40 [5] Hesmondhalgh, D., Pratt, A. C. 2005. Cultural industries and cultural policy. International journal of cultural policy, 11 (1). pp. 1-14. Available in LSE Research Online: September 2008 [6] Landry, C., Bianchini, F. 1995. The Creative City. London: Demos [7] Landry, C. 2000. The Creative City. London: Earthscan [8] Miller, T., Yúdice, G. 2002. Cultural Policy. London: Sage. Stevenson, N. 2003. Culture and Citizenship: Cosmopolitan Questions. Maidenhead: Open University [9] Mommaas, H. 2004. Cultural clusters and the post-industrial city: towards the remapping of urban cultural policy. Urban Studies, vol. 41, pp. 507-32 [10] Solesbury, W. 1974. Policy in Urban Planning, Structure plans, programmes and local plans, Pergamon Press [11] Stevenson, N. 2003. Culture and Citizenship: Cosmopolitan Questions. Maidenhead: Open University
[12] Zukin, S. 1991. Landscapes of Power, University of California Press, Berkeley
89
2.1. ΣΤ. Ευρωπαϊκή πολιτιστική πολιτική. Στην πολιτική και συγκεκριμένα στην ευρωπαϊκή πολιτική, το ζήτημα της πολιτιστικής δραστηριότητας τέθηκε στη Βουλή για πρώτη φορά το 1974. Στη συνθήκη του Μάαστριχτ, περιγράφονται τα πρώτα προγράμματα συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σε καλλιτεχνικά και πολιτισμικά θέματα (Kaleidoscope), όπως επίσης το ζήτημα της ανάδειξης της πολιτισμικής κληρονομιάς. Στην πορεία, το ευρωπαϊκό πρόγραμμα “Culture 2000”, υποστήριξε διεθνικά πολιτιστικά projects εξασφαλίζοντας τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους. Αυτό το πρόγραμμα θεωρείται η πρώτη ολοκληρωμένη και συστηματική προσπάθεια εφαρμογής μιας κοινής Ευρωπαϊκής πολιτιστικής πολιτικής. Τα πολιτιστικά αυτά προγράμματα κατέστησαν εφικτό να μετατοπιστεί ο πολιτισμός από το περιθώριο στο κέντρο των πολιτικών αποφάσεων για όλα τα κράτη-μέλη, να γίνει τάση το ζήτημα της ευθύνης και της διαχείρισης μιας κοινής πολιτιστικής πολιτικής, να επαναπροσδιοριστεί η σχέση συνεργασίας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, προς το συμφέρον του δεύτερου και να αποκτήσει ο τριτογενής τομέας ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχέση με τον πολιτισμό. Στην πολιτιστική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκτά ιθύνουσα σημασία η αλληλεξάρτηση πολιτισμού και τεχνολογικής ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό, τα περισσότερα κράτη μέλη επιδιώκουν να ενδυναμώσουν και να διαχειριστούν με τον καλύτερο τρόπο την πολιτιστική κληρονομιά και τον καινοτόμο σχεδιασμό.
2.2. Η έννοια των πολιτιστικών τοπίων. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο υποκεφάλαιο, πολιτιστικά τοπία ορίζονται γενικά τα τοπία, στα οποία πραγματοποιείται η μεταμόρφωση της φύσης από τον άνθρωπο, ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες του πολιτισμού που τα κατασκεύασε (Hayden, 1997). Μια άλλη οπτική, εξηγεί πως τα πολιτιστικά τοπία αφορούν σε ανθρώπινα «ίχνη» πάνω στις καμπύλες επιφάνειες του φυσικού περιβάλλοντος
Κεφάλαιο 2.1.ΣΤ. [1] Ruffolo, G. 2000. REPORT on cultural cooperation in the European Union (2000/2323(INI)) Committee on Culture, Youth, Education, the Media and Sport
90
(μεταφρασμένο από: “human patterns upon the contours of the natural environment”) (Groth, 1988). Ο μελετητής των πολιτιστικών τοπίων και πολιτιστικός γεωγράφος, Carl Sauer, δίνει βαρύτητα στην εξέλιξη των πολιτιστικών τοπίων και στη σχέση της με τον χαρακτήρα ενός τόπου. Άλλωστε, τα τοπία εξελίσσονται χάρη στο συνδυασμό φυσικών και ανθρωπογενών στοιχείων και χαράσσουν στο χρόνο μια εξελικτική πορεία, άρρηκτα συνδεδεμένη με την αισθητική και την πολιτική. Σε προηγούμενα υποκεφάλαια αναλύθηκε, επίσης, συνοπτικά, η σχέση του τοπίου με τον πολιτισμό, την οικονομία και την άσκηση πολιτιστικής πολιτικής. Τα αστικά πολιτιστικά τοπία είναι προϊόντα οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων, όπως και οι υπόλοιπες αστικές μορφές που αναδύονται στο αστικό περιβάλλον. Η σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα και η δύναμη του πολιτισμού στην διαμόρφωση μιας πολιτικής «γραμμής», συμβάλλουν στην ανάδειξη των αστικών πολιτιστικών τοπίων, καθώς υφαίνουν τις διαρκείς εναλλαγές των αστικών μορφών, ενσωματώνοντας τον πλουραλισμό της αστικής ιστορίας.
2.2.Α. Η δημιουργία αστικών πολιτιστικών τοπίων: Τα πολιτιστικά clusters και το πολιτιστικό clustering. Η έννοια των clusters είναι θεμελιώδης για την αντίληψη της σύγχρονης αστικής οργάνωσης. Μέχρι το ’50, η ιδέα του “zoning”, δηλαδή της ζωνοποίησης στον αστικό χώρο, αποτελούσε το κυρίαρχο χωρικό πρότυπο. Παράλληλα, περιμετρικά των μητροπολιτικών περιοχών, αναπτύσσονταν οι πόλεις-δορυφόροι. Στη Χάρτα των Αθηνών ορίστηκαν όλοι οι κανόνες αστικής ανάπτυξης και εφαρμόστηκαν πιστά, «προγραμματίζοντας» τις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις. Στη συνέχεια, το ’80, άρχισαν να διαφαίνονται οι πρώτες αρνητικές συνέπειες της ζωνοποίησης, κυριότερη εκ των οποίων ήταν η υπολειτουργία και ερήμωση του δημόσιου χώρου. Η μίξη χρήσεων γης
Κεφάλαιο 2.2. [1] Hayden, D. 1997. The power of place. Claiming urban landscapes as public history. Cambridge, Massachusetts: MIT Press [2] Groth, P. 1988. Generic Buildings and Cultural Landscapes as Sources of Urban History. Journal of Architectural Education, 41:3, pp. 41-44
91
προέκυψε ως μια εύλογη λύση, καθώς θα ενθάρρυνε έναν λιγότερο ετεροκαθορισμένο τρόπο βίωσης του αστικού περιβάλλοντος (Krier, 1978; Rossi, 1982). Τη δεκαετία του ’90, υπό το φως των νέων αστικών οικονομιών της μεταβιομηχανικής πόλης, πραγματοποιείται ο μετασχηματισμός του κυρίαρχου προτύπου διάρθρωσης των χρήσεων γης προς την κατεύθυνση δημιουργίας επιλεκτικών χωρικών συγκεντρώσεων των νέων οικονομικών δραστηριοτήτων, ή αλλιώς clustering. Στο νέο αστικό περιβάλλον, ξεπροβάλλουν ολοένα και περισσότερα clusters επιχειρήσεων παροχής οικονομικών υπηρεσιών υψηλού επιπέδου και εταιριών υψηλής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Τα επιχειρηματικά αυτά clusters συνιστούν σε σημαίνοντες αστικούς θύλακες και στα ελληνικά μεταφράζονται ως «καθορισμένα επίκεντρα της νέας οικονομίας» (signifying precincts of the new economy)(Htton, 2004). Πολιτιστικά cluster. Cultural clusters. Εκτός των άλλων, από το αστικό περιβάλλον που επανα-συντάσσεται με νέους οικονομικούς και πολιτιστικούς όρους, δεν λείπουν τα clusters πολιτιστικών βιομηχανιών και χώρων κατανάλωσης. Η δημιουργία των πολιτιστικών clusters προωθείται και ενισχύεται από τους φορείς των πόλεων μέσω μεγάλων έργων ανάπλασης του αστικού χώρου και στοχεύουν στη δημιουργία ενός συμβολικού αστικού τοπίου που αποπνέει αίγλη και δύναμη. (Gospodini, 2002). Για τους κοινωνικούς ερευνητές Sassen και Roost, οι οποίοι εξετάζουν τη μεταβιομηχανική πόλη μέσα από μια κοινωνιολογική ματιά, ο σύγχρονος αστικός χώρος μετατρέπεται σε κόμβο πολιτιστικής οικονομικής ανάπτυξης (Sassen & Roost, 2000). Τα νέα αστικά τοπία είναι πλέον καταναλωτικά (consumption-based urban landscapes) (Zukin, 1991). Παραδείγματα τέτοιων καταναλωτικών τοπίων είναι τα θέρετρα όπως στο Miami, στο Orlando και το Los Angeles, όπως επίσης τα αναπλασμένα και αναζωογονημένα κέντρα (gentrified downtowns) της Νέας Υόρκης, της Βοστόνης και του Σικάγο. Μια εκδοχή των πολιτιστικών clusters, είναι και τα δημιουργικά clusters,
92
στα οποία συγκεντρώνονται χωρικά οι δημιουργικές επιχειρήσεις. Ο όρος, ιστορικά, εμφανίστηκε στις αρχές του 21ου αιώνα, στην έκθεση με θέμα Creative Quarters: the art world in London 1700-2000, η οποία στεγάστηκε στο Museum of London. Επίσης, αναφορά στα δημιουργικά clusters και στις διαφορές τους σε σχέση με τα πολιτιστικά, γίνεται στο πρώτο “International Summit Conference on Creative Industries Regeneration” στο Sheffield. Επιπροσθέτως, τo 2004, πραγματοποιείται συνέδριο με θέμα την δημιουργία δημιουργικών clusters μέσα στην πόλη (creative clusters) στην πόλη του Brighton (Flemming, 2000; Simmie, 2001; Verwijnen & Lehtovuori, 1999). Η διαφορά των δημιουργικών από τα πολιτιστικά clusters, είναι ότι σ’ αυτά οργανώνονται χωρικά επιχειρήσεις, οι οποίες προωθούν τη δημιουργικότητα (δημιουργικές βιομηχανίες), ενώ στα πολιτιστικά clusters, συγκεντρώνονται οι πολιτιστικές βιομηχανίες, οι οποίες προσφέρουν πολιτιστικά δρώμενα και θεάματα για κατανάλωση. Στο νέο οικονομικο-πολιτιστικό πλαίσιο της μεταβιομηχανικής πόλης, η πολιτιστική κατανάλωση μεγεθύνεται συνεχώς και οι πολιτιστικές βιομηχανίες πληθαίνουν. Η πολιτιστική έκφραση δεν θεωρείται πια μια κοινωνικο-οικονομική πρακτική που πηγάζει από την αστική ζωή και ανάπτυξη, αλλά αντίθετα μετατρέπεται σε κινητήριο παράγοντα της αστικής οικονομίας (Bianchini, 1993). Η μετάβαση από την οικονομία της μεταποίησης στην οικονομία των συστημάτων πληροφορίας και γνώσης, αντιστοιχίζεται εύστοχα με τη μετάβαση από την βιομηχανοποιημένη οικονομία στην πολιτιστική οικονομία. Η σύγχρονη πόλης αποκτά «συμβολική» διάσταση, επενδύει στη γένεση πολιτιστικών και επιχειρηματικών επικέντρων, ενώ το αστικό τοπίο μετατρέπεται σε μοχλό τουριστικής ανάπτυξης. Πολιτιστικό clustering. Cultural clustering. Παραδείγματα πολιτιστικών clusters. Όπως διατυπώθηκε και πιο πάνω, τα πολιτιστικά clusters δημιουργούν ένα νέο είδος αστικότητας στο τοπίο. Η νέα αυτή αστικότητα ορίζεται από το cultural clustering, ή αλλιώς από την τάση για χωρική συγκέντρωση και ομαδοποίηση των πολιτιστικών βιομηχανιών (Δραγώνας, 2003).
93
Τα πολιτιστικά όρια των ΗΠΑ: γλωσσικά ιδιώματα, αθλητισμός, κινητικότητα, επικοινωνία και πολιτική.
ΑΑ School, first semester: Πρόταση για το Olympic Masterplan με βάση τα υπάρχοντα clusters της πόλης, Ολυμπιακοί Λονδίνο 2012
94
Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, ο επιταχυνόμενος ρυθμός ανάπτυξης των πολιτιστικών οικονομικών δραστηριοτήτων στις πόλεις, επέβαλλε συγκεκριμένες πολιτικές διάρθρωσης του αστικού χώρου. Αρχής γενομένης από τη διάσπαρτη χωροθέτηση των Grand Projets του προέδρου Mitterand στο Παρίσι, η πόλη επιδέχθηκε ολοκληρωμένες στρατηγικές πολιτικές που στόχευαν στη δημιουργία πλήθους χώρων εν σειρά, ακόμη και ολόκληρων αστικών περιοχών, για πολιτιστική παραγωγή και δημιουργικότητα (Mommas, 2004). Το πολιτιστικό clustering, ως πολιτική επέμβασης στο αστικό τοπίο, εμφανίζεται τη δεκαετία του ’80, όταν τα πρώτα πρώιμα πολιτιστικά clusters δημιουργούνται σε πρώην υποβαθμισμένες κεντρικές αστικές περιοχές. Μια δεκαετία αργότερα, το ’90, τα πολιτιστικά clusters συνδέονται σαφώς με τις προσπάθειες των πόλεων να κερδίσουν στον ανταγωνισμό και να φιλοξενήσουν μεγάλα διεθνή γεγονότα, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ή η Παγκόσμια Έκθεση (World Expo) (Γοσποδίνη, 2006). Όλα αυτά τα διεθνή γεγονότα αλλάζουν τη φυσιογνωμία της πόλης. Το αστικό τοπίο πασχίζει να αποκτήσει έναν διεθνικό χαρακτήρα, αλλά και μια τοπικοποιημένη ταυτότητα (glocalized urban landscape). Αυτό γίνεται εφικτό χάρη στα πολιτιστικά clusters, τα οποία συντάσσουν το νέο είδος αστικού τοπίου που συνδυάζει ως κεντρικά θέματα τον καινοτόμο σχεδιασμό με διεθνείς αναφορές και την αρχιτεκτονική κληρονομιά με τοπικές αναφορές (Γοσποδίνη, 2006). Οι τρείς βασικοί τύποι των συμβολικών επικέντρων στη μεταμοντέρνα πόλη, είναι: 1. Τα πολιτιστικά επίκεντρα υψηλής τέχνης (high-culture epicentres). Παραδείγματα: η Συνοικία των Μουσείων (Museums Quarter) στη Βιέννη, η Συνοικία των Μουσείων στο Ρότερνταμ και η Συνοικία των Μουσείων στη Χάγη 2. Τα επίκεντρα δημοφιλούς ψυχαγωγίας (popular leisure epicentres). Παραδείγματα: η περιοχή Tample Bar στο Δουβλίνο, η περιοχή Witte de Withstraat στο Ρότερνταμ, η περιοχή Westergasfabriek
95
Επίκεντρο πολιτισμού και αναψυχής στο όριο της πόλης με το φυσικό υδάτινο στοιχείο. Νέα Παραλία, Θεσσαλονίκη
Επίκεντρο υψηλής τέχνης. Musem Quarter Vienna
Επίκεντρο δημοφιλούς ψηχαγωγίας. Λαδάδικα, Θεσσαλονίκη
96
στο Άμστερνταμ, η περιοχή Ψυρρή στην Αθήνα και η περιοχή των Λαδάδικων στη Θεσσαλονίκη. 3. Τα επίκεντρα πολιτισμού και αναψυχής στο όριο της πόλης με το φυσικό υδάτινο στοιχείο (culture and leisure waterfront epicenters). Παραδείγματα: η ανάπλαση του St. Catherine’s Dock στο Λονδίνο, η ανάπλαση των Liverpool Docks, καθώς και η ανάπλαση της κεντρικής παραλιακής ζώνης της Βαρκελώνης στο πλαίσιο της προετοιμασίας της πόλης για τους Ολυμπιακούς του 1992 (Γοσπδίνη, 2006).
Κεφάλαιο 2.2.Α. [1] Hayden, D. 1997. The power of place. Claiming urban landscapes as public history. Cambridge, Massachusetts: MIT Press [2] Groth, P. 1988. Generic Buildings and Cultural Landscapes as Sources of Urban History. Journal of Architectural Education, 41:3, pp. 41-44 [1] Bianchini, F. 1993. Culture, conflict and cities: issues and prospects for the 90s, Στο: Bianchini, F. and Parkinson, M. (eds). Cultural policy and urban regeneration: the West European experience. Manchester: Manchester University Press [2] Fleming. 2000. Case Studies for the Creative Industries. In: The Role of the Creative Industries in Local and Regional Development. Manchester, Forum on Creative Industries/MIPC [3] Gospodini, A. 2002. European cities in competition and the new ‘uses’ of urban design. Journal of Urban Design, vol.7, No.1: pp. 59-74 [4] Hall, P. 2000. Creative Cities and Economic development. Urban Studies, 37(4): 639-649 [5] Htton, Th. A. 2004. The new Economy of the Inner City. Cities, 21(2): pp. 89-108 [6] Mommas, H. 2004. Cultural Clusters and the Post-industrial City: Towards the Remapping of Urban Cultural Policy. Urban Studies, 42(3): pp. 507-532
[7] Krier, R. 1978. Urban Space. London: Academy Editions [8] Rossi. A. 1982. The architecture of the city. Cambridge Mass: MIT Press [9] Sassen, S., Roost, F. 2000. The city: strategic site for the global entertainment industry. Στο: Judd, D.R., Fainstein, S. S. (eds). The tourist City. Newhaven: Yale University Press [10] Simmie, J. (ed). 2001. Innovative Cities. London, Spon [11] Verwijnen, J., Lehtovuori, P. 1999. Creative Cities: Cultural Industries, Urban Development and the Information Society. Helsinki, University of Art & Design Press [12] Γοσποδίνη, Α. 2006. Σκιαγραφώντας, ερμηνεύοντας και ταξινομώντας τα νέα τοπία της μεταβιομηχανικής πόλης. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική [13] Δραγώνας, Π. 2003. Η σκηνοθεσία του αστικού θεάματος. Ο δημόσιος χώρος στην Ευρώπη σήμερα. Αρχιτεκτονικά θέματα, τ.37, σ.64 [14] Κρυσταλλινού, Χ., Περδίκη, Γ., 2009. Χώροι πολιτισμού και κατανάλωσης. επιβλ. Τσιτιρίδου Σ., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
97
2.2. B. Εφαρμογές πολιτιστικής πολιτικής: πολιτιστικά καθορισμένες αναπλάσεις - culture-led regenerations. Η μεταπολεμική περίοδος σχετίστηκε με την παρακμή των πόλεων και επέφερε τη σταδιακή ενσωμάτωση πολιτιστικών πολιτικών στη διαχείριση των αστικών υπαίθριων χώρων. Μια σειρά νέα πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων πάρθηκαν για την αναζωογόνηση του αστικού τοπίου. Χαρακτηριστικά, δόθηκαν κίνητρα για την πολιτιστική επένδυση και τη δυνατότητα σύμπραξης ιδιωτικού-δημόσιου συμφέροντος (PPS: public private partnerships), οργανώθηκαν στρατηγικές πολιτιστικής κατανάλωσης και σχεδιάστηκαν κτήρια και υπαίθριοι χώροι που εξυπηρετούσαν το νέο αυτό αστικό μοντέλο. Εφαρμοσμένα παραδείγματα των στρατηγικών αυτών για την πολιτιστική αναζωογόνηση των παρηκμασμένων πόλεων είναι: το μουσείο του Guggenheim στο Bilbao, το οποίο προκάλεσε το λεγόμενο “Bilbao effect”, η κατασκευή του London’s Millennium Dome, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και η καθιέρωση του θεσμού των Ευρωπαϊκών Πολιτιστικών Πρωτευουσών (European Capital of Culture – ECOC) (Binns, 2004). Τα κυριότερα από αυτά τα μοντέλα που επηρέασαν τη διαμόρφωση του αστικού τοπίου, θα αναλυθούν εκτενέστερα σε επόμενα κεφάλαια. Ένας όρος που δύναται να καλύψει το ευρύ φάσμα των εφαρμογών της πολιτιστικής πολιτικής στο αστικό τοπίο και κυρίως στον προγραμματισμό των αστικών υπαίθριων χώρων, είναι οι «πολιτιστικά καθορισμένες αναπλάσεις» ή αλλιώς “culture-led regenerations”. Οι Evans και Shaw, στο άρθρο τους “The contribution of culture to regeneration in the UK: A review of evidence” (μετάφραση: «η συμβολή του πολιτισμού στην ανάπλαση των Ηνωμένων Βασιλείων: μια ανασκόπηση στα στοιχεία») και με βασική πηγή αναφοράς τα πορίσματα του Local Government Association: “A change of scene. The challenge of tourism in regeneration” (μετάφραση: «Μια αλλαγή του σκηνικού. Η πρόκληση του τουρισμού στις αναπλάσεις»), ορίζουν την έννοια της πολιτιστικής ανάπλασης. Πρόκειται για τη μετατροπή ενός αστικού χώρου (κατοικίας, εμπορίου, ή ανοιχτού χώρου), ο
98
οποίος παρουσιάζει συμπτώματα περιβαλλοντικής, κοινωνικής και/ή οικονομικής παρακμής, σε θύλακα πολιτισμού (Evans & Shaw, 2004a). Από το 1980 μέχρι σήμερα, έχουν αναλυθεί πολλές διαφορετικές εκδοχές του όρου “culture-led regeneration”. Για πρώτη φορά, ο όρος χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τις αναπλάσεις αποβιομηχανοποιημένων αστικών περιοχών, δηλαδή αστικών περιοχών που έμειναν ως κατάλοιπα μετά το πέρας της ραγδαίας εκβιομηχάνισης των πόλεων. Αρκετά αργότερα, το 2000, οι πολιτιστικές αναπλάσεις αναφέρονται στον εθνικό πολιτισμό, τις βιώσιμες κοινότητες και τις αστικές πολιτικές (Amin, Massey & Thrift, 2000; Lees, 2003; Bailey, Miles & Stark, 2004). Η πόλη αλλάζει μεταβιομηχανικά, όπως αλλάζει και το οικονομικό μοντέλο: εμπλουτίζεται με νέες έννοιες, αυτές του πολιτισμού, της πολιτιστικής διπλωματίας και της πολιτιστικής πολιτικής. Η πόλη επενδύει πλέον στην πολιτιστική κατανάλωση και την ανταγωνιστική εικόνα της. Πέρα από τις εκδοχές που καλύπτει ο όρος των πολιτιστικά κατευθυνόμενων αναπλάσεων, αξίζει να αναφερθούν σ’ αυτό το σημείο, οι βασικές επιδιώξεις του όρου regeneration – δηλαδή ανάπλαση. O Bob Catterall, εκδότης του περιοδικού “City: A journal of urban trends, culture, theory, policy, action” (μετάφραση: «Πόλη: μια περιοδική έκδοση για τις αστικές τάσεις, τον πολιτισμό, τη θεωρία, την πολιτική και την πράξη»), γράφει το 1998, το άρθρο “Culture as a Critical Focus for Effective Urban Regeneration” και αναλύει τους στόχους των αστικών αναπλάσεων που είναι: α. το περιβάλλον και η βιωσιμότητα, β. η τεχνολογία πληροφοριών, οι επικοινωνίες (μεταφορές) και η εμπλοκή των πολιτών, γ. οι σχέσεις μεταξύ τοπικών (εσωτερικών) και εξωτερικών αναγκών που απαιτούνται για την αστική ανάπτυξη, την εργασία, την κάλυψη των αναγκών των φτωχών και περιθωριοποιημένων, δ. η προσέγγιση της αρχιτεκτονικής, του σχεδιασμού και της πολιτιστικής πολιτικής, των ηθικών και θρησκευτικών θεμάτων σε σχέση με τα παραπάνω (Catterall, 1998). Οι πολιτιστικές δραστηριότητες απαιτούν χωρικές αναπλάσεις, απαιτούν τον εξανθρωπισμό του κτισμένου περιβάλλοντος, την επανακατασκευή
99
της πολιτιστικής ταυτότητας και την έκφραση της μέσω συλλογικών δράσεων. Οι πολιτιστικές δραστηριότητες ανθούν στη δημιουργική διάδραση πολιτιστικού και εμπορικού, κοινωνικής και θεσμικής ζωής. Ακμάζουν όταν υπάρχει έμπνευση ιδεών και πολιτιστικές αλλαγές χάρη στην κοινωνική συμμετοχή και έξω από κοινωνικούς διαχωρισμούς. Τέλος, οι πολιτιστικές αναπλάσεις, όταν εφαρμόζονται, εξυπηρετούν την οπτική έκφραση της παγκόσμιας πολιτιστικής συνείδησης και την ενσωμάτωση της εξελιγμένης περιβαλλοντικά, οικολογικά και υλικά τεχνολογίας. Οι τέσσερις κατηγορίες αστικών πολιτιστικών αναπλάσεων είναι: Α. Οι πολιτιστικές «ναυαρχίδες» (flagship cultural facilities), όπως η Tate Modern του Λονδίνου Β. Τα γλυπτά ορόσημα για την πόλη (όπως ο Iron Man του Antony Gormely, το οποίο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην Birmingham Centenary Square) Γ. Οι καινοτόμες κατασκευές, όπως γέφυρες και τοξωτοί δρόμοι, για παράδειγμα η γέφυρα “Whittle Arch” στο Coventry και η Millenium Bridge στο Gateshead Δ. Οι μοναδικές παραστάσεις, τα πολιτιστικά events και τα φεστιβάλ, που λαμβάνουν χώρα στο αστικό τοπίο (Evans & Shaw, 2004a) Οι πολιτιστικά καθορισμένες αναπλάσεις είναι ένας από τους τρεις διαφορετικούς τρόπους συσχέτισης του πολιτισμού με τις αστικές αναπλάσεις. Σύμφωνα με τον Evans, οι άλλοι δύο είναι οι πολιτιστικές αναπλάσεις (culture regeneration) και ο πολιτισμός και αναπλάσεις (culture and regeneration) (Evans & Shaw, 2004b; Evans, 2005).
2.2.Γ. Εξευγενισμός (gentrification). Ο εξευγενισμός ως έννοια έχει γίνει ευρέως γνωστή στον κλάδο της πολεοδομίας και του αστικού σχεδιασμού. Αποτελεί πτυχή των πολιτιστικά καθορισμένων αστικών αναπλάσεων και είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής πολιτιστικής πολιτικής στον αστικό χώρο.
100
Ιστορικά, η πρώτη πολιτική απόφαση εξευγενισμού λαμβάνει χώρα στα Βικτωριανά προάστια του Λονδίνου (Victorian suburbs of London), στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (Miles, 1997; 2000; 2004). Τα παραδείγματα εξευγενισμού στον αστικό χώρο είναι πολλά και συμπίπτουν με τις αστικές πολιτιστικές αναπλάσεις. Ως εξευγενισμός, στον ελληνικό χώρο, μπορεί να θεωρηθεί η ανάπλαση πρώην υποβαθμισμένων βιομηχανικών ή εμπορικών περιοχών, όπως το Γκάζι, ο Κεραμεικός και τα Πετράλωνα, στην Αθήνα και αντίστοιχα στη Θεσσαλονίκη, η περιοχή που διατρέχουν οι οδοί Συγγρού και Βαλαωρίτου. Πως λειτουργεί ο εξευγενισμός. Αρκετά χρόνια μετά την πρώτη απόπειρα εξευγενισμού στα προάστια του Λονδίνου, οι μελετητές του φαινομένου, έχουν καθορίσει τις μεθόδους αξιολόγησης των αστικών πολιτιστικών αναπλάσεων και των στρατηγικών εξευγενισμού. Οι επιπτώσεις δύναται να υπολογιστούν από μια σειρά ενδεικτικών test μετρήσεων, τα οποία λαμβάνουν υπόψιν τους παρακάτω παράγοντες:
Κεφάλαιο 2.2.Β. [1] Amin, A., Massey, D., and Thrift, N. 2000. Cities for the many not the few. Bristol: The Policy Press [2] Bailey, C., Miles, S., and Stark, P. 2004. Culture-Led Urban Regeneration and the Revitalisation of Identities in Newcastle, Gateshead and the North East of England. International Journal of Cultural Policy, vol.10, No.1: 47-65 [3] Bianchini, F. and Parkinson, M. (ed). 1993. Cultural Policy and Urban Regeneration: The West European Experience. Manchester: Manchester University Press [4] Binns, L. 2004. Capitalising on culture: an evaluation of culture-led urban regeneration policy [5] Catterall, B. 1998. Culture as a Critical Focus for Effective Urban Regeneration. (unpublished), Town and Country Planning Summer School 1988, University of York [6] Evans, G., Shaw, P. 2004a. The contribution of culture to regeneration in the UK: A review of evidence. London Metropolitan University. Available in: http://www.scholars-on-bilbao.info/fichas/EvansShaw2004.pdf [7] Evans, G. and Shaw, P. 2004b. The Contribution of Culture to Regeneration in the UK: A report to the DCMS. London: London Metropolitan University [8] Evans, G. 2005. Measure for Measure: evaluating the evidence of culture’s contribution to regeneration. Urban Studies, 42 (5/6): 959-983 [9] Lees, L. 2003. Visions of ‘Urban Renaissance: the Urban Task Force report and the Urban White Paper. In: Imrie, R. and Raco, M., Urban Renaissance? New Labour, Community and Urban Policy, Bristol: The Policy Press, 61-81 [10] Local Government Association. 2000. A change of scene. The challenge of tourism in regeneration. London, LGA/DCMS
101
Επίκεντρο δημοφιλούς ψηχαγωγίας. Tample bar, Δουβλίνο
Επίκεντρο δημοφιλούς ψηχαγωγίας. Witte de Withstraat, Άμστερνταμ
Επίκεντρο πολιτιστικής πολιτικής. Westergasfabriek, Άμστερνταμ
102
Α. Το περιβάλλον. Τα αντίστοιχα tests: : Quality of Life (ODPM’s local quality of life indicators), Design Quality Indicators (DQI - CABE/CIC), Re-use of brownfield land. B. H οικονομία. Τα αντίστοιχα tests: δείκτες εργασίας/ανεργίας, εισοδήματα και πλούτος μιας περιοχής, συνεισφορά κοινωνικών ομάδων, τοποθεσία εργοδοτών, διευθέτηση σχέσεων ιδιωτικούδημόσιου τομέα. Γ. H κοινωνία. Τα αντίστοιχα tests: συμμετοχής, αντίληψης, δικτύων, αυτοβοήθειας, εγκληματικότητας, υγείας. Δ. Ο πολιτισμός. Πολιτιστική διακυβέρνηση (cultural governance). Τα αντίστοιχα tests: κώδικες συμπεριφοράς, αίσθηση ταυτότητας, διατήρηση κληρονομιάς (Jackson, 2000). Επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα των περιοχών που εξευγενίζονται είναι και η υποβολή εκθέσεων προόδου σε τακτά χρονικά διαστήματα. Οι τύποι των εκθέσεων αυτών (types of reporting) είναι: Α. Η υπεράσπιση και η προώθηση μια πολιτικής απόφασης εξευγενισμού (Advocacy and promotion) B. H αξιολόγηση εργασίας, με σκοπό την εσωτερική διαχείριση του project και τη χρήση από τον χρηματοδότη (project assessment) Γ. Η αξιολόγηση του προγράμματος (project or programme evaluation) Δ. Οι δείκτες απόδοσης (Performance indicators-PLS) Ε. Η εκτίμηση επιπτώσεων (Cave & Curtis, 2001). Ζ. Η διαμήκης εκτίμηση επιπτώσεων (longitudinal Impact Assessment)
103
Επίκεντρο πολιτιστικής πολιτικής. Ψυρρή, Αθήνα
Επίκεντρο πολιτιστικής πολιτικής. St Katarine’s Docks
Επίκεντρο πολιτιστικής πολιτικής. Liverpool Docks
104
(Gratton & Taylor, 1995; Prentice & Anderson, 2003). Όπως θα αναλυθεί σε επόμενα κεφάλαια, ο εξευγενισμός ως εργαλεία επέμβασης, είχε αρκετά αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο αστικό περιβάλλον, όσο και στον κοινωνικό περίγυρο. H σημασία των δεικτών απόδοσης των εξευγενισμένων περιοχών και η βαρύτητα των τακτικών αναφορών (reports) για την καλύτερη εκτίμηση των επιπτώσεων μιας απόφασης εξευγενισμού, ενισχύουν την κριτική στάση απέναντι σε μια πολιτική πράξη εξευγενισμού. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο John McCarthy, ο οποίος εξετάζει την περίπτωση του Detroit των ΗΠΑ, ο εξευγενισμός απέτυχε, καθώς απογύμνωσε την πόλη από πολλές εσωτερικές δυναμικές, πολιτιστικά καθορισμένες. Πιο συγκεκριμένα, ο εξευγενισμός έλαβε υπόψιν ότι η δομή της πόλης δεν καθορίζεται από τις ανάγκες και την παραγωγή, αλλά από τις υπηρεσίες και την αναψυχή, όπου οι κεντρικοί χώροι γίνονται περιοχές καθαρής κατανάλωσης δίχως τη δυναμική της πολιτιστικής συμμετοχής. Επίσης, το εύρος των αρχιτεκτονικών μορφών περιορίζεται, καθώς όλη η αισθητική της πόλης αρχίζει να υπακούει στην αισθητική του εξευγενισμού, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποιείται η έννοια του πολιτισμού για να σηματοδοτήσει το περιεχόμενο των αναπλάσεων που δεν είναι τίποτα άλλο από τη διασκέδαση και το εμπόριο (leisure-retail led regeneration) (McCarthy, 2002).
Κεφάλαιο 2.2.Γ. [1] Cave, B, Curtis, S. 2001. Health Impact assessment for regeneration projects. London. East London & the City Health Authority [2] Gratton, C., Taylor, P. 1995. Impacts of Festival Events: a Case Study of Edinburgh. In: Ashworth, G., Dietwvorst, A. Tourism and Spatial Transformations. Wallingford, CAB International: 225-238; CCPR, Glasgow University (www.gla.ac.uk) [3] Jackson, A. 2000. Social Impact Study of the Millennium Awards. London: The Millennium Commission [4] McCarthy, J. 2002. Entertainment-led Regeneration: The Case of Detroit. Cities, 19 (2): pp. 105-111 [5] Miles, M. 1997. Art, Space and the City. London: Routledge [6] Miles, M. 2000. The Uses of Decoration: Essays in the Architectural Everyday. Chichester: Wiley [7] Miles, M. 2004. Urban Avant-gardes: Art, Architecture and Change. London: Routledge [8] Prentice, R., Andersen, V. 2003. Festival as Creative Destination. Annals of Tourism Research 30(1): pp. 7-30
105
2.2.Δ. Τα υποπροϊόντα των culture-led regenerations: πολιτιστικές υποδομές και city branding Αφού αναπτύχθηκε εκτενώς ο όρος των πολιτιστικά καθορισμένων αναπλάσεων, ως εκδοχή πολιτιστικής στρατηγικής στον αστικό χώρο, είναι σημαντικό να γίνει αναφορά στα υποπροϊόντα αυτών των αναπλάσεων που είναι οι πολιτιστικές υποδομές και το city branding. Ο εξευγενισμός ολόκληρων αστικών τμημάτων έχει σαφείς επιπτώσεις στην αισθητική της πόλης, αλλά και στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Οι νέες πολιτιστικές υποδομές εξυπηρετούν μια ελκυστικότερη εικόνα της πόλης προς τα έξω, δηλαδή προς τους δυνάμει επισκέπτες της, αλλά και προς τους χρήστες της, τους πολιτιστικούς καταναλωτές της πόλης. Η πολιτιστική πολιτική είναι συνυφασμένη με τις έννοιες της διαχείρισης του brand ενός τόπου και της κατασκευής μιας ταυτότητας. Άλλωστε, το brand μιας πόλης, ή μιας χώρας, συνδέεται με την οικονομία της, τις εξαγωγές, τον τουρισμό και τις άμεσες επενδύσεις. Ένα παράδειγμα από τη διαχείριση του υπαίθριου χώρου με στόχο τον επαναπροσδιορισμό της πολιτιστικής εικόνας της πόλης είναι η επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης στη Φρανκφούρτη, έργο των James Stirling και Michael Wilford. Επίσης, ένα απλό χωρικό σχήμα που εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι σχέσεις αυτές στο επίπεδο της πολιτιστικής πολιτικής και διπλωματίας είναι το «εξάγωνο των έξι επικοινωνιακών καναλιών» (the six Communication Channels Hexagon) (Ryniejska-Kieldanowicz, 2004). Ο μοχλός της πολιτιστικής πολιτικής είναι όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενα κεφάλαια η κατανάλωση, και συγκεκριμένα η κατανάλωση του αστικού τοπίου, που για τον μεταμοντέρνο άνθρωπο, έχει μετατραπεί σε τρόπος ζωής. Οι χώροι-φορείς του πολιτισμού που λειτουργούν και εξελίσσονται μέσα σε αυτό το γενικό ρεύμα μετασχηματισμού επαναπροσδιορίζουν το ρόλο τους και αναζητούν μια νέα ταυτότητα. Η έννοια του shopping διαπνέει τα μουσεία, τους
106
σταθμούς τρένων, τα αεροδρόμια και πλήθος άλλων συλλογικών χώρων ως ένα άμεσο μέσο επιβίωσης. Στο απόγειο αυτής της νέας αστικής κουλτούρας για την αρχιτεκτονική, βρίσκεται η κατασκευή του κέντρου Pompidou, ενός ιστορικά ουδέτερου container πολιτισμού διαφόρων επιπέδων. Μια από τις σημαντικότερες επιπτώσεις αυτής της πολιτιστικής στρατηγικής για την πόλη, είναι ότι το αστικό τοπίο μετασχηματίζεται ως εμπορικό κέντρο. Η συμβολή του δημόσιου τομέα στα μεγάλα πολιτιστικά έργα σταδιακά παραγκωνίζεται: πρώτη η Thatcher με την πολιτική που ασκεί από το 1975-1997, ενθαρρύνει την ολοένα μεγαλύτερη παρεμβολή του ιδιωτικού τομέα στα πολιτιστικά projects. Ο Koolhaas μίλησε για το φαινόμενο της πολιτιστικής κατανάλωσης, υποστηρίζοντας πως η κατανάλωση έχει διεισδύσει στα πάντα, αλλά τα πάντα έχουν μετατραπεί σε μορφές της κατανάλωσης (Κρυσταλλινού & Περδίκη, 2009). Συγκεκριμένα στο “Harvard Design School Guide to Shopping”, επισημαίνει πως: «το shopping έχει διεισδύσει, έχει αποικίσει και ακόμη αντικαταστήσει σχεδόν κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής με αποτέλεσμα να τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η κατανάλωση ή αλλιώς το shopping αποτελεί την τελευταία εναπομένουσα μορφή δημόσιας δραστηριότητας» (Leong, 2001).
2.2.Ε. Η δύναμη των «μοναδικών αντικειμένων» στην διαμόρφωση των αστικών πολιτιστικών τοπίων. Λεοντίδου, 2006. «Η μεταμοντέρνα λογική είναι να καθιερώσει το marketing του αστικού περιβάλλοντος ως τρόπο αστικής διακυβέρνησης σε υπερτοπικό επίπεδο»
Κεφάλαιο 2.2.Δ. [1] Leong S. T. 2001 “…and then there was shopping”. Harvard Design School Guide to Shopping, C.J.Chung, G. Inaba, R. Koolhaas, S.T.Leong (editors), Taschen, Kole, p.120 [2] Ryniejska-Kieldanowicz, M. 2004. Cultural Diplomacy as a Form of International Communication.
[3] Κρυσταλλινού, Χ., Περδίκη, Γ. 2009. Χώροι πολιτισμού και κατανάλωσης. Eπιβλ. Τσιτιρίδου Σ., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
107
Ως μοναδικά αντικείμενα, ορίζονται για την αρχιτεκτονική, τα εντυπωσιακά πολιτιστικά κτήρια που η εικονοκλαστική μορφή τους προσφέρεται για κατανάλωση στους τουρίστες. Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων κτηρίων, είναι: το Guggenheim του Gehry και το Mulwaukee Art Museum του Calatrava. Ο εξωτερικός χώρος των «μοναδικών» αυτών αντικειμένων, πρέπει επίσης να παρουσιάζει τις ιδιοτυπίες του εμπνευστή του και να είναι ιδιαίτερος και «μοναδικός». Άλλωστε, υπό τη σκέπη της καταναλωτικής και τουριστικής οικονομίας, οι καινοτομίες στον αστικό σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική και τα πρωτοποριακά εμβληματικά έργα των πόλεων υιοθετούνται και χρησιμοποιούνται συνειδητά ως μέσο οικονομικής ανάπτυξης (Γοσποδίνη & Μπεριάτος, 2006).
2.3. Ο τουρισμός και η αισθητική του αστικού πολιτιστικού τοπίου. Ο τουρισμός ενός τόπου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτισμική αισθητική που προσφέρει στους επισκέπτες. O αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, Steven Bourassa, αναλύει στο βιβλίο του “The aesthetics of Landscape” όλες τις πτυχές που καθιστούν το τοπίο ένα αισθητικό αντικείμενο (landscape as an aesthetic object), καθώς και την πολιτισμική βάση αυτής της αισθητικής (the cultural basis of aesthetics). Η αισθητική του τοπίου γίνεται αντιληπτή μέσω της βίωσης του, και για το λόγο αυτό, ο Bourassa, διακρίνει δύο διαφορετικές οπτικές του τοπίου, μια προερχόμενη από τους insiders, δηλαδή αυτούς που υπάρχουν στο/με το τοπίο, και μια από τους outsiders, τους επισκέπτες του τοπίου ή τους τουρίστες (Bourassa,1991). Τα γραπτά του Bourassa, κάνουν σαφώς αντιληπτή τη συσχέτιση του τουρισμού με την άρτια αισθητική του τοπίου. Πέρα από την αισθητική, ο τουρισμός συνδέεται με την οικολογία, και την πολιτική ενός τόπου, ενώ λογίζεται ως μια περίπτωση εξαρτημένης ανάπτυξης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Ελλάδας.
Κεφάλαιο 2.2.Ε. [1] Γοσποδίνη Α., Μπεριάτος Η. 2006. Μετασχηματισμοί των αστικών τοπίων στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, του ανταγωνισμού των πόλεων και των μεταμοντέρνων κοινωνιών. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη. Κριτική [2] Λεοντίδου Λ. 2006. Διαπολιτιστμικότητα και ετεροτοπία στο μεσογειακό αστικό τοπίο από την αυθόρμητη αστικοποίηση στην επιχειρηματική πόλη. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη. Κριτική, σ. 27
108
Ενώ, λοιπόν, οι μητροπολιτικές χώρες έχουν ολοκληρωμένες οικονομικές δομές, ενδογενή τεχνολογία, υψηλή παραγωγικότητα (ομοιόμορφα κατανεμημένη) και υψηλούς μισθούς, οι εξαρτημένες χώρες, όπως η Ελλάδα, επιδεικνύει μεγάλο βαθμό ανισομέρειας, μη ολοκληρωμένες οικονομικές δομές, εξαρτημένη τεχνολογία, χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλούς μισθούς. Ο τουρισμός είναι η αιτία της αύξησης του βαθμού εξάρτησης, αποτελώντας την αποκλειστική πηγή εισοδήματος και απασχόλησης. Η βαθιά αυτή εξάρτηση από τον τουρισμό οφείλεται σε πολλές περιπτώσεις για τις αναποτελεσματικές πολιτικές ελέγχου των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκαλεί η τουριστική ανάπτυξη, ενώ μόνο ο περιορισμός της τουριστικής ανάπτυξης μπορεί να διασφαλίσει τη συμφιλίωση της Οικολογίας με την Οικονομική επιστήμη (Φωτόπουλος, 1985).
2.3.Α. Τουρισμός και παγκοσμιοποίηση. H επανεκτίμηση της παράδοσης (re-evaluation of tradition). 1997. Kevin Robins: «Η παγκοσμιοποίηση ‘σέρνει’ τους πολιτισμούς με διαφορετικούς, αντιφατικούς και συχνά συγκρουσιακούς τρόπους. Πρόκειται για την ‘από-τοπικοποίηση’ του πολιτισμού, ενώ περιλαμβάνει ταυτόχρονα και την πολιτιστική ‘επανα-τοπικοποίηση’. Πρόκειται για την αυξανόμενη κινητικότητα του πολιτισμού, αλλά και για νέες πολιτιστικές σταθερότητες.» (Μεταφρασμένο από: “Globalization pulls cultures in different, contradictory, and often conflictual, ways. It is about the “de-territorialization” of culture, but is also involves cultural “reterritorialization”. It is about the increasing mobility of culture, but also about new cultural fixities”.) Evans. 2003. Η στρατηγική της μεταβιομηχανικής αστικοποίησης: Go global: stay local. Μετά την επισκόπηση του όρου τουρισμός, με τις αισθητικές, οικολογικές, πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις του, αξίζει να σταθούμε στο πως τα τουριστικά τοπία παράγονται ή διαμορφώνονται κάτω από τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Ο τουρισμός αποτελεί το πολιτιστικό συστατικό της παγκοσμιοποίησης και αναγιγνώσκεται
Κεφάλαιο 2.3. [1] Bourassa, S.C. 1991. The aesthetics of Landscape. London and New York: Belhaven Press [2] Φωτόπουλος, Τ. 1985. Εξαρτημένη ανάπτυξη, Η ελληνική περίπτωση. Αθήνα: Εξάντας
109
ως ένα ραγδαία αναπτυσσόμενο αστικό φαινόμενο. Το απόσπασμα που σημειώνεται στην αρχή του υποκεφαλαίου, επιχειρεί να δώσει εξήγηση για το τέλος της παράδοσης ως αυθεντικότητα. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι η παράδοση έπαψε να βρίσκεται στο «πραγματικό» της context. Ο Gordon Mathew, κάνει λόγο για την ιδέα ενός παγκόσμιου τουριστικού supermarket, ώστε να εξηγήσει το φαινόμενο της εμπορευματοποίησης της παράδοσης. (Yehuda, Kvan & Affeck, 2007) O αρχιτέκτονας και καθηγητής περιβαλλοντικού σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Berkley της Καλιφόρνια, Yehuda Kalay, στο βιβλίο του “New Heritage: New Media and Cultural Heritage”, διερωτάται εάν «καταναλώνουμε την κληρονομιά ή υφιστάμεθα το τέλος της παράδοσης» και διακρίνει τους βασικούς τύπους φυσικού περιβάλλοντος που παράγονται στο διεθνικοποιημένο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Αυτοί είναι: τα «ονειρεμένα τοπία» (dream landscapes), με παράδειγμα την Disneyland, η «ιστορία που πουλάει», με παράδειγμα το Las Vegas, η επιτομή της κατανάλωσης της κληρονομιάς των «άλλων» και τα νοσταλγικά μέρα (nostalgic places), που ευνοούν τη διαμόρφωση «παραδοσιακών γειτονιών» (Traditional Neighborhood Development) (Yehuda, Kvan & Affeck, 2007).
2.3.Β. Κατασκευάζοντας τουριστικές εμπειρίες. Marc Auge. 2005. «ο κόσμος γίνεται μια σκηνή ή ένα θέαμα για όσους έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν μέσα σε αυτόν. Για όσους δεν μπορούν, υπάρχει η τηλεόραση.» Η πολιτιστική παγκοσμιοποίηση επιχειρεί να μετατρέψει το αστικό τοπίο σε δοχείο τουριστικών εμπειριών. Επίσης, η πολιτισμικά ομογενοποιημένη συνθήκη που όριζε στο παρελθόν τις κοινωνίες, πλέον έχει ανατραπεί από το πολυπολιτισμικό γίγνεσθαι. Η νέα αυτή πραγματικότητα καθιστά τα αστικά τοπία αξιοθέατα, εντυπωσιακά προϊόντα έτοιμα για πώληση. Ο Evans, στο άρθρο του “Hard-Branding the Cultural City. From Prado to Κεφάλαιο 2.3.Α. [1] Evans, G. 2003. Hard-Branding the Cultural City. From Prado to Prada. In: International Journal of Urban and Regional Research. V 27.2 June 2003. P. 417-40 [2] Yehuda, E., Kvan, T., Affleck, J. (ed.) 2007. New Heritage: New Media and Cultural Heritage. London: Routledge
110
Prada”, το οποίο γνώρισε μεγάλη απήχηση στον αρχιτεκτονικό κόσμο, μας εισάγει στον όρο “Karaoke Architecture”, για να εξηγήσει πως τα αρχιτεκτονικά κτήρια μετατρέπονται σε τουριστικό οικονομικό κράχτη και πόλο πολιτιστικού τουρισμού. Γίνονται πολιτιστικά καταστήματα με τους τουρίστες να καταναλώνουν εικόνες και εμπειρίες (Evans, 2003). Η εμπειρία της αστικής κατανάλωσης χρεώνεται ακριβά και ως σύμβολο και μαγνήτης της περιβόητης μεταβιομηχανικής πολιτιστικά καθορισμένης αστικοποίησης αναδεικνύεται το κτήριο του μουσείου ( an icon and magnet for post-industrial urbanity). Παραδείγματα τέτοιων μουσείων συμβόλων είναι το Κέντρο Pompidou, του Rogers, πολλά από τα έργα του Gehry (Guggenheims, Disney Museum, EMP Seattle), του Meier (Getty, MACBA), του Liebeskind (V&A, Imperial War Museum, Jewish Museum Berlin), του Koolhaas (MoMA, Guggenheim) και του I.M.Pei (Louvre).
2.4. Εφαρμογές πολιτιστικής πολιτικής και προγραμματισμός του αστικού τοπίου. Παραδείγματα.
2.4.Α. Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα. European Cultural Capitals. Η άσκηση πολιτιστικής πολιτικής ορίζει τις πολιτιστικά καθορισμένες αναπλάσεις (culture led regeneration), με στόχο την πολιτιστική κατανάλωση του αστικού τοπίου. Οι αναπλάσεις αυτές ορίζονται επίσης ως «από τα πάνω προς τα κάτω» (top-down διαδικασίες προγραμματισμού του αστικού τοπίου), καθώς ένας πολιτικός φορέας παίρνει την απόφαση να επενδύσει στον καθολικό επανασχεδιασμό μιας περιοχής και την αναζωογόνηση μιας πόλης (Evans, 2003). Ένα παράδειγμα «από τα πάνω προς τα κάτω» πολιτιστικής επέμβασης στον αστικό χώρο, είναι ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Κεφάλαιο 2.3.Β. [1] Auge, Μ. 2005. Contemporary Tourist experience as Mise-enScene. In: Ockamn J., Frausto S. (eds). Architeourism. Prestel, Munich-BerlinLondon-N.York. p.90 [2] Evans, G. 2003. Hard-Branding the Cultural City. From Prado to Prada. In: International Journal of Urban and Regional Research. V 27.2 June 2003. P. 417-40
111
Πρωτεύουσας (European City of Culture). Πρόκειται για μια διαδικασία διαγωνισμού, η σύλληψη της οποίας συνδέεται με την αντιμετώπιση της πόλης ως «πολιτιστική τράπεζα» (culture bank), έχοντας πλέον μεταβιομηχανικά παρακμάσει οικονομικά και συμβολικά (Χαστάογλου, 2006). Θεσσαλονίκη, European Cultural Capital, 1997. Η Θεσσαλονίκη, είχε επιλεγεί ευρωπαϊκή πολιτιστική πρωτεύουσα το 1997, δίνοντας την ευκαιρία του προγραμματισμού μιας σειράς επεμβάσεων στο αστικό τοπίο, με στόχο την ανάδειξη της ταυτότητας και την ενίσχυση της θέσης της πόλης και του ρόλου της μέσα στο νέο ευρωπαϊκό πολιτιστικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Συνοπτικά, η πρόθεση του προγράμματος ήταν η καθιέρωση του μητροπολιτικού χαρακτήρα της πόλης, μέσα από μια σειρά έργων όπως: α. ο σχεδιασμός ενός δικτύου τριών αρχαιολογικών περιπάτων στο ιστορικό κέντρο (δυτικό τόξο, μνημειακός άξονας στο ιστορικό κέντρο και ανατολικό τόξο), β. η ανάπλαση και επανάχρηση του κτιριακού αποθέματος στην πρώτη προβλήτα του λιμανιού και η ετήσια διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, γ. ο επανασχεδιασμός της Μονής Λαζαριστών, δ. το σχέδιο ανάπλασης του πρώην στρατοπέδου Κόδρα και η επανάχρηση του ως κέντρο πολιτισμού και αναψυχής, ε. ο σχεδιασμός οκτώ προβλητών που θα αποσκοπούσαν στον επαναπροσδριορισμό της σχέσης μεταξύ πόλης και θάλασσας (συμμετείχαν οι αρχιτέκτονες: Aldo kai Hennie Van Eyck, Rem Koolhaas, Fin Geippel, Mario Botta, Alvaro Siza, Coop Himmelblau, Enric Miralles, Giancarlo De Carlo), στ. ο διαγωνισμός ανάδειξης του θαλάσσιου μετώπου στην ανατολική πλευρά (Χαστάογλου, 2006).
2.4.Β. Ολυμπιακοί Αγώνες. Εκτός από το θεσμό της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, παρόμοιοι πολιτιστικοί θεσμοί καθορίζουν το πλαίσιο του «από τα πάνω προς τα κάτω» προγραμματισμού του αστικού τοπίου, ο πιο σημαντικός εκ των οποίων είναι αυτός των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Κεφάλαιο 2.4.Α. [1] Evans, G. 2003. Hard-Branding the Cultural City. From Prado to Prada. In: International Journal of Urban and Regional Research. V 27.2 June 2003. P. 417-40 [2] Χαστάογλου, Β. 2006. Ιστορικά τοπία και μελλοντικές εικόνες της πόλης: ανασχεδιάζοντας τη Θεσσαλονίκη ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη, Κριτική
112
διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων είναι μια πράξη πολιτιστικής πολιτικής με αντίκτυπο στην εικόνα της πόλης και στη φυσιογνωμία του αστικού τοπίου. Συνοπτικά, θα αναπτυχθούν όλα τα παραδείγματα αστικών παρεμβάσεων αρχής γενομένης από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του ’92 στη Βαρκελώνη, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, στην Αθήνα. Η Βαρκελώνη είναι ένα τυπικό παράδειγμα μητρόπολης που ευεργετήθηκε από την ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων, το 1992. Δόθηκε η ευκαιρία του σχεδιασμού και της υλοποίησης μια σειρά αστικών προτάσεων, με κοινό παρονομαστή την ανάδειξη της εικόνας μιας σύγχρονης πολιτιστικής μεγαλούπολης. Η συνολική αναβάθμιση της πόλης σχετίστηκε με έργα, όπως το Sant Jordi sport pavilion, του αρχιτέκτονα Arata Isozaki, το Communications Tower του επίσης αρχιτέκτονα Norman Foster, αλλά και η ανάπλαση του παραθαλάσσιου μετώπου της. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η επόμενη διοργάνωση πραγματοποιείται στην πόλη της Ατλάντα. Η εκτίμηση σε βάθος χρόνου, ήταν ότι δεν σχεδιάστηκε η πόλη για να υποδεχτεί τους αγώνες, αλλά οι αγώνες για την πόλη, καθώς στην περίπτωση της Ατλάντα, οι παρεμβάσεις που προγραμματίστηκαν είχαν εφήμερο χαρακτήρα, ενώ πολλές αφαιρέθηκαν από το αστικό περιβάλλον μετά το τέλος των αγώνων. Από τις σημαντικότερες πολιτιστικές υποδομές που σχεδιάστηκαν ήταν: το Centennial Olympic Stadium, από τους Herry International, Rosser International, Williams-Russel και Johnson, η Pedestrian Bridge, από τους Ellerbe Besket Tenants, η οποία αφαιρέθηκε μετά το τέλος των ολυμπιακών αγώνων παρά την αντίθεση των κατοίκων και το Atlanta Star, μια εικονική παρέμβαση στην πλατεία της πόλης, όπου τοποθετήθηκαν 26 οβελίσκοι σε σχήμα αστεριού, συμβολίζοντας την πόλη. Το 2000, οι Ολυμπιακοί Αγώνες οργανώνονται στο Sydney. Τα χαρακτηριστικότερα έργα που υλοποιούνται είναι: το Sydney International Regatta Centre, από τον Woods Bagot, τα Public Domain Amenities Blocks, από τους Durback Block Murcutt, που είχε το
113
Προτάσεις για «Thessaloniki 1997»: European Cultural Capital Πηγή: http://www.electronicshadow.com/ biographies/liquid/liquid0.htm
114
χαρακτήρα του τοπόσημου για την πόλη και το Homebush Bay Ferry Wharf, των Alexander Tzannes Associates, μια αποβάθρα πορθμείων κόλπων. Για την Αθήνα του 2004, το πιο σημαντικό έργο υποδομής ήταν το ΟΑΚΑ, από τον αρχιτέκτονα Santiago Calatrava, που περιελάμβανε τόσο το γήπεδο, όσο και τη στεγασμένη περιοχή περιπάτου. Εξίσου σημαντικά έργα ήταν το Ολυμπιακό κέντρο Αντισφαίρισης, από τους BETAPLAN SA, και το Ολυμπιακό Κέντρο Κωπηλασίας από τους Ποτηρόπουλος, δ+λ. Για τους Ολυμπιακούς στο Πεκίνο, το 2008, σχεδιάστηκε το Nation Stadium Beijing, από τους Herzog & De Meuron και το Ολυμπιακό Κολυμβητήριο Κίνας (Water Cube), από τους ARUP, PTW ARCHITECTS.
Ολυμπιακοί Αγώνες, Αθήνα 2004. Η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004, γέννησε την ελπίδα για την πολεοδομική αναβάθμιση της Αθήνας, την ενίσχυση του τουρισμού και γενικότερα τη βελτίωση της εικόνας και του κύρους της χώρας διεθνώς. H χωροθέτηση των έργων έγινε με σκοπό τη βελτίωση υποβαθμισμένων περιοχών, όπως επίσης την αξιοποίηση και την αναβάθμιση παραλιακών περιοχών.
Κεφάλαιο 2.4.Β. [1] Fluhart R. 2001. Economic development and the host city: The value of perception, Public Management, Jul. 2001, 83,6, p.9-10 [2] Neal P. 2003. Urban villages and the making of communities of communities. Spon Press, London [3] Nel-lo O. 1997. The Olympic Games as a tool for urban renewal: the experience of Barcelona 92 Olympic Village. In: Olympic Villages: a hundred years of urban planning and shared experiences, International Symposium on International Chair in Olympism [4] Slessor C. 2000 Total Landscape. Architecture Review, Sep.2000, 208, 1243, pp.64-67 [5] Βικέλας Α. 2004. Ανάπλαση υπερτοπικού χαρακτήρα. Ύλη και Κτίριο, Μάρτιος-Απρίλιος, Τεύχος 66, σ.83-90 [6] Θέμου Μ., Καραγιάννης Ν. 2004. Το Ολυμπιακό λίφτινγκ της Αθήνας, Το Βήμα, 10-8-2004 [7] Τζάρου, Β. 2007. Εφήμερο και αστικές επεμβάσεις: Το παράδειγμα των EXPO και των Ολυμπιακών Αγώνων. Επιβλ. Ν. Τσινίκας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2.4.Β. Ολυμπιακοί αγώνες
115
Έργα πολιτιστικών υποδομών, Ολυμπιακοί Αγώνες
Απο αριστερά: Sant Jordi sport pavilion, Βαρκελώνη. Communications tower Norman Foster, Βαρκελώνη. Παραθαλάσσιο μέτωπο, Βαρκελώνη.
Απο αριστερά: Centennial Olympic Stadium, Ατλάντα. Πεζογέφυρα. Ατλάντα. Sydney International Regatta Centre. Σύδνεϊ.
Απο αριστερά: Δημόσιες τουαλέτες, Σύδνεϊ. Homebush Bay Ferry. Σύδνεϊ Bird’s nest. Πεκίνο
Απο αριστερά: Water Cube. Πεκίνο Olympic Park Tower. Λονδίνο. Olympic Park. Λονδίνο
116
Στο φάκελο διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων, που άρχισε να συντίθεται από το 1997, η στρατηγική που διαμορφώθηκε είχε ως στόχο την αξιοποίηση του δυναμισμού των Ολυμπιακών Αγώνων και έδινε έμφαση στην προσαρμογή των Αγώνων στις ανάγκες της πόλης και όχι στην προσαρμογή της πόλης στους Αγώνες, όπως έγινε ατυχώς στην Ατλάντα. Η στρατηγική αυτή προέβλεπε τη βελτίωση των υποδομών και των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών συνθηκών στην Αττική, την ενίσχυση της αθλητικής, πολιτιστικής και τουριστικής υποδομής και την προώθηση νέων επιχειρηματικών δράσεων. Καίριο σημείο στο Σχέδιο Γενικής Διάταξης (Master plan), με περιεχόμενο τον καθολικό προγραμματισμό του αστικού τοπίου, ήταν το «διάσπαρτο» μοντέλο χωροθέτησης των υποδομών (scattered model), ως μια εναλλακτική στρατηγική προώθησης μιας πολυπυρηνικής αστικής ανάπλασης και οικονομικής αναζωογόνησης. Το μοντέλο που εφαρμόστηκε στην Αθήνα, απέφυγε να επενδύσει σε νέα έργα πολιτιστικής υποδομής και νέους χώρους αθλητισμού και αναψυχής, τα οποία θα εστίαζαν σε μια συγκεκριμένη περιοχή της πόλης. Αντίθετα, οι απαραίτητες πολιτιστικές εγκαταστάσεις χωροθετήθηκαν, δημιουργώντας ένα συνεκτικό και λειτουργικό σύστημα. Βασικός στόχος του Σχεδίου Γενικής Διάταξης, ήταν η δημιουργία τεσσάρων πόλων κι ενός άξονα που θα διέσχιζε την πόλη από την Πάρνηθα έως την παραλιακή ζώνη του Φαλήρου. Οι τέσσερεις αυτοί πόλοι ήταν: το Ολυμπιακό Χωριό, το Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (ΟΑΚΑ), το Ιστορικό Κέντρο Αθηνών και η Παραλιακή Ζώνη Φαλήρου. Τα τέσσερα αυτά κέντρα-πόλοι θα ενώνονταν με τον Ολυμπιακό Οδικό Δακτύλιο (ΟΟΔ). Τόσο το Ολυμπιακό Χωριό, όσο και το κέντρο πληροφόρησης IBC, τα χωριά MPC, που σχεδιάστηκαν για τη φιλοξενία των δημοσιογράφων, του προσωπικού ασφαλείας και της Ολυμπιακής Οικογένειας, ανήκαν στις μη αθλητικές εγκαταστάσεις, που θα πλαισίωναν τις πολιτιστικές υποδομές των Ολυμπιακών Αγώνων (Παπαδάκη & Στεργίου, 2007). Ολυμπιακό Χωριό Πιο αναλυτικά, η απόφαση ανέγερσης του Ολυμπιακού Χωριού,
117
συνοδεύτηκε από τον στόχο επανάχρησης του, μετά το πέρας των αγώνων, ως οικοδομικό στοκ. Για το λόγο αυτό, υπήρξε ιδιαίτερη μέριμνα για την πολεοδομική οργάνωση του οικιστικού συγκροτήματος, καθώς και για το σχεδιασμό του δημόσιου χώρου που το πλαισίωνε. Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών, ΟΑΚΑ Όσον αφορά στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών, το γνωστό ΟΑΚΑ, οι δημόσιοι χώροι του σχεδιάστηκαν σαν ένα φυσικό πάρκο με δενδροφυτεμένους χώρους περιπάτου ανάμεσα σε τεχνητές λίμνες χωροθετημένες κατά μήκος όλου του συγκροτήματος. Στους ελεύθερους χώρους του ΟΑΚΑ περιλαμβάνονταν η «Αγορά», οι Πλατείες των Εισόδων, ο κεντρικός άξονας σύνδεσης της ανατολικής με τη δυτική είσοδο και οι άξονες πρόσβασης προς τα γήπεδα. Το τείχος των Εθνών, σχεδιάστηκε σε σχέση με έναν ειδικό χώρο, τον «Ολυμπιακό Περίπατο», ο οποίος είχε ελεύθερη πρόσβαση στο κοινό. Στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το ΟΑΚΑ, δεν μεταβλήθηκαν οι ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις και δεν αυξήθηκε ο συντελεστής δόμησης και κάλυψης (Γιάτσος, 2006). Ιστορικό Κέντρο Αθηνών Για το ιστορικό κέντρο Αθηνών επίσης λήφθηκαν σημαντικές προγραμματικές αποφάσεις. Μέχρι πρότινος, οι αρχαιολογικοί χώροι της Αθήνας ήταν κατακερματισμένοι και ασύνδετοι μεταξύ τους. Το έργο ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων ανέλαβε η εταιρία «Ενοποίηση των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας, Α.Ε.» (ΕΑΧΑ), η οποία σχεδίασε την ενσωμάτωση έξι από τους πλέον σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας: τον Κεραμικό, το αρχαίο νεκροταφείο, την Αρχαία Αγορά, το αρχαίο διοικητικό και πολιτειακό κέντρο, τη Ρωμαϊκή Αγορά, την Ακρόπολη, το Λόφο του Φιλοπάππου και το Ολυμπιείο. Αυτό το έργο είχε σαφείς πολιτιστικές αναφορές και καθιέρωσε την πολιτιστική της φυσιογνωμία της πόλης στο παγκοσμιοποιημένο τουριστικό στερέωμα. Πιο αναλυτικά, οι στόχοι του προγράμματος ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων ήταν: πρώτον, η ανάκτηση της ιστορικής
118
φυσιογνωμίας της πόλης, δεύτερον, η οργάνωση και αναβάθμιση των αρχαιολογικών χώρων, τρίτον, η δημιουργία ενός ενιαίου δικτύου πεζοδρόμων, το οποίο θα συνέδεε τις αρχαιολογικές ζώνες και θα αποκαθιστούσε μερικώς τις αρχαίες διαδρομές. Το δίκτυο αυτό θα περιελάμβανε τους πεζοδρομηθέντες σημαντικούς άξονες της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Απ. Παύλου, Ερμού, καθώς και πολλούς άλλους λιγότερο σημαντικούς δρόμους στις παλαιές συνοικίες της Πλάκας, του Ψυρρή, του Μεταξουργείου, του Θησείου, κλπ. Επίσης, το έργο στόχευε στη δημιουργία περιοχών πρασίνου και ελεύθερων χώρων, οι οποίοι θα διέτρεχαν ολόκληρη την περιοχή, εξασφαλίζοντας σημαντική αύξηση των ελεύθερων χώρων πρασίνου στην πόλη. Οι νέες δενδροφυτεύσεις στο δίκτυο πεζοδρόμων που υλοποιήθηκαν, συμπλήρωναν σταδιακά την εικόνα μιας ολοκληρωμένης παρέμβασης. Πέμπτος στόχος ήταν η αποκατάσταση και συντήρηση μνημείων και εξωραϊσμό κτιρίων (ανανέωση προσόψεων, αισθητική αποκατάσταση, καθαίρεση διαφημιστικών πινακίδων κλπ) και έκτος στόχος η θεσμοθέτηση χρήσεων γης και η διατύπωση κανονισμών συμβατών με τη φιλοσοφία και τους στόχους της όλης παρέμβασης. Τέλος, από το συνολικό προγραμματισμό δεν απουσίαζε η εφαρμογή κυκλοφοριακών ρυθμίσεων σχετικών με τα ΜΜΜ και την κυκλοφορία, καθώς και η δημιουργία χώρων στάθμευσης. Παραλιακή Ζώνη Φαλήρου Η περιοχή παρέμβασης διέτρεχε το παράκτιο μέτωπο του Φαλήρου, από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας μέχρι το Φλοίσβο. Οι κυριότεροι στόχοι του έργου ήταν ο θαλάσσιος προσανατολισμός της πόλης, η σύνδεση της περιοχής με την πόλη και το Ολυμπιακό Χωριό, αλλά και η ενιαία πρόσληψη του τοπίου της παραλιακής ζώνης του φαληρικού Δέλτα. Οι επιμέρους στόχοι ήταν: η διάσωση, διαφύλαξη και ανάδειξη τοπίων, ιστορικών ή αρχαιολογικών τόπων και περιοχών φυσικού κάλλους, η διεύρυνση και ενίσχυση του κοινόχρηστου, δημόσιου χαρακτήρα της ζώνης, με παράλληλη αύξηση της προσπελασιμότητας της, η αποσυμφόρηση της ζώνης από εκτεταμένες εντατικές ή αποκλειστικές δραστηριότητες και εκμεταλλεύσεις, η απομάκρυνση
119
ασυμβίβαστων χρήσεων και δραστηριοτήτων και η αξιολόγηση και ο συντονισμός αναπτυξιακών προγραμμάτων δημόσιων, δημοτικών και ιδιωτικών φορέων. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η φαληρική ζώνη χωρίστηκε σε τρία τμήματα: α. το συγκρότημα Πολλαπλών Χρήσεων Φαλήρου, το οποίο χωροθετήθηκε επί των λεωφόρων Ποσειδώνος και Συγγρού, με συνολική έκταση 230 στρεμμάτων, β. η Παραλιακή Ζώνη Φαλήρου και ο Φαληρικός Όρμος, μεταξύ Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας (ΣΕΦ) και μαρίνας Φλοίσβου και γ. το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Εκτός από τον προγραμματικό σχεδιασμό των παραπάνω τεσσάρων βασικών πόλων, το Σχέδιο Γενικής Διάταξης, περιελάμβανε την εγκατάσταση υπερτοπικών μεταφορών, όπως το διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας «Ελ. Βενιζέλος», το Αττικό Μετρό, η Αττική Οδός, το Τραμ, ο προαστιακός σιδηρόδρομος και πληθώρα άλλων αναβαθμίσεων του ήδη υπάρχοντος αποθέματος. Ο Ολυμπιακός Οδικός Δακτύλιο (ΟΔΔ), ήταν ο πρώτος συγκοινωνιακός άξονας δακτυλιοειδούς μορφής (μέχρι πριν ο μεγάλος όγκος των μετακινήσεων αναπτυσσόταν ακτινικά και δια μέσου του κέντρου της Αθήνας). Το δίκτυο σχημάτιζαν οι λεωφόροι Συγγρού-Βασιλίσσης Σοφίας-Κηφισιάς (ανατολικά), η λεωφόρος Ποσειδώνος (Νότια), η εθνική οδός και το νέο τμήμα του Κηφισού (δυτικά) καθώς και η Αττική Οδός (βόρεια). Οι υπερτοπικοί πόλοι που σχεδιάστηκαν για την υποδοχή των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν: ο Φαληρικός Όρμος, ως περιοχή υποδοχής Ολυμπιακών εγκαταστάσεων και έργων υποστήριξής τους. Η περιοχή αυτή μετά την τέλεση των ΟΑ θα λειτουργούσε ως υπερτοπικός πόλος αθλητισμού, αναψυχής και πολιτιστικών λειτουργιών. Το Φάληρο, στη θέση του Ιπποδρομίου, η περιοχή κατασκευής Κέντρου Πολλαπλών Αθλητικών Χρήσεων, που μετά θα λειτουργούσε ως υπερτοπικός πόλος τουρισμού και αναψυχής. Το Μαρκόπουλο, η περιοχή υποδοχής του Ιπποδρόμου (που θα μεταφερόταν από το Φάληρο) και του Ολυμπιακού Ιππικού Κέντρου, καθώς και των αναγκαίων εγκαταστάσεων σταυλισμού και λοιπών έργων υποστήριξής τους. Το Σχοινιά του Μαραθώνα, η περιοχή υποδοχής του Ολυμπιακού Κέντρου
120
Κωπηλασίας και Κανό-Καγιάκ, καθώς και των συνοδευτικών τους εγκαταστάσεων, η οποία θα αποτελούσε υπερτοπικό περιβαλλοντικό πόλο για την προστασία, διατήρηση, προβολή και αναβάθμιση των οικολογικών χαρακτηριστικών και φυσικών οικοσυστημάτων της ευρύτερης περιοχής. Και τέλος, ο Άγιος Κοσμάς, η περιοχή υποδομής του Ολυμπιακού Κέντρου Ιστιοπλοΐας και των έργων υποστήριξής του, που θα λειτουργούσε ως υπερτοπικός πόλος αναψυχής, ναυτικού Αθλητισμού και πολιτισμού. Σε όλη τη διαδικασία εφαρμογής του Γενικού Σχεδίου Διάταξης, προέκυψαν προβλήματα χωροθέτησης όλων αυτών των ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Οι εγκαταστάσεις κατασκευάστηκαν αποκλειστικά από το δημόσιο και καλύφθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ σε όλες τις περιπτώσεις αναζητήθηκαν κρατικά οικόπεδα. Μια από τις λύσεις που δόθηκε στο πρόβλημα χωροθέτησης των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, ήταν αυτή του Ελληνικού, που μετατράπηκε σε χώρο φιλοξενίας όλων των δραστηριοτήτων που αντιμετώπιζαν προβλήματα και δυσκολίες χωροθέτησης ή κατασκευής. Όσον αφορά τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις στο Ελληνικό, ο στόχος ήταν να μετατραπεί ο χώρος μετά το πέρας των Αγώνων σε ένα μητροπολιτικό πάρκο, το οποίο θα υποδεχόταν χώρους πρασίνου και ανοιχτούς δημόσιους χώρους, χώρους αναψυχής, πολιτιστικές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις υποστήριξης, όπως επίσης την πολεοδομική ανάπτυξη μικρών χρήσεων, με ορισμένες υφιστάμενες και νέες εγκαταστάσεις και υποδομές (Γιάτσος, 2006). Οι επιμέρους στόχοι των περισσότερων Ολυμπιακών Έργων, ήταν η αποκατάσταση της φυσικής συνέχειας του φυσικού με το αστικού τοπίου, οι περιβαλλοντικές βελτιώσεις και προβλέψεις, η δημιουργία σημείων αναφοράς στην πόλη, το χαμηλό κόστος υλοποίησης και συντήρησης και η δημιουργία εκτεταμένων περιοχών πρασίνου. Ανάμεσα στους ευρύτερους στόχους περιλαμβάνεται επίσης η μεγιστοποίηση της δυνατότητας πρόσβασης και το κατάλληλο εσωτερικό σύστημα κυκλοφορίας μέσα στην αχανή μητρόπολη (Γιάτσος, 2006).
121
Έργα πολιτιστικών υποδομών, Ολυμπιακοί Αγώνες, Αθήνα 2004.
Απο αριστερά: Εθνικό πάρκο Σχοινιά Ολυμπιακό κέντρο αντισφαίρισης. Ολυμπιακό κέντρο κωπηλασίας
Απο αριστερά: Ολυμπιακό Χωριό Φαληρικός Όρμος. Φαληρικός Όρμος
ΟΑΚΑ
Απο αριστερά: Οακα Παράκτιο μέτωπο Φαλήρου Οδικός Δακτύλιος
122
Ένα καίριο ζήτημα που τέθηκε ήταν η μετα-ολυμπιακή αξιοποίηση των έργων. Για το λόγο αυτό, συντάχθηκε νομοσχέδιο με τίτλο «Βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική αξιοποίηση των Ολυμπιακών έργων, αδειοδότηση, χρήσεις, λειτουργίες τους. Διάρθρωση, οργάνωση και λειτουργία Γενικής Γραμματείας Ολυμπιακής Αξιοποίησης (ΓΓΟΑ)». Ο νόμος 3342/2005, όρισε το πλαίσιο της μετα-ολυμπιακής αξιοποίησης των νεόδμητων πολιτιστικών υποδομών και καθόρισε τη μετονομασία της «Ειδικής Γραμματείας Ολυμπιακών Αγώνων 2004» σε «Γενική Γραμματεία Ολυμπιακής Αξιοποίησης (ΓΓΟΑ)», η οποία από το 2005 υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού. Η ΓΓΟΑ είναι πλέον αρμόδια για την αξιοποίηση της Ολυμπιακής κληρονομιάς, υλικής ή άυλης και τον συντονισμό όλων των δραστηριοτήτων (Παπαδάκη & Στεργίου, 2007). Πιο συγκεκριμένα, το Κεφάλαιο Β’ του Νόμου αναφέρεται στη μετάολυμπιακή χρήση των εγκαταστάσεων και καθιστά σαφές ότι στα Ολυμπιακά συγκροτήματα επιτρέπονται γενικά οι αθλητικές χρήσεις και στους αμιγώς αθλητικούς χώρους επιτρέπονται περιστασιακά βραχυχρόνιες εμπορικές χρήσεις. Σε κάποιες εγκαταστάσεις προβλέπεται, επίσης, η δυνατότητα δημιουργίας «θεματικών πάρκων» και «θεματικών χώρων ψυχαγωγίας». Ως θεματικά πάρκα ορίζονται οι υπαίθριοι χώροι αναψυχής, οι οποίοι προορίζονται για την παρουσίαση ενός ή περισσοτέρων θεμάτων, όπως ενυδρείο, ζωολογικός κήπος, πάρκο αναψυχής, υδροπάρκο, κ.α. Ενώ, ως θεματικοί χώροι ψυχαγωγίας ορίζονται οι στεγασμένοι χώροι αναψυχής, με προορισμό την ανάπτυξη χώρων συνάθροισης και εστίασης κοινού, όπως κινηματογράφοι, θέατρα, εστιατόρια, κ.α. (Παπαδάκη & Στεργίου, 2007). Τη μετα-ολυμπιακή διαχείριση των ολυμπιακών ακινήτων ανέλαβε η ανώνυμη εταιρία «Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε.». Η απόφαση αυτή προκάλεσε τις δεκάδες κοινωνικών, συνδικαλιστικών, περιβαλλοντικών, οικολογικών, επιστημονικών οργανώσεων, το σύνολο σχεδόν των αυτοδιοίκητων φορέων και πλήθος πολιτών να αντιπαρατεθούν στην ανάληψη της εκμετάλλευσης των περισσότερων Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων από μια ιδιωτική και εντελώς ανεξέλεγκτη από το
123
1 Από αριστερά 1. Ελληνικό 2. Χάρτης ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων
Σχέδιο φύτευσης και μακέτα του ΟΑΚΑ
2
124
κράτος εταιρία (Παπαδάκη & Στεργίου, 2007). Το κόστος της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων ανήλθε στα 15.000.000.000 USD. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αυτού του κοστολογίου επενδύθηκε σε έργα υποδομής και αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος, τα οποία περιεγράφηκαν αναλυτικά παραπάνω. Από τις βασικές επιδιώξεις των ολυμπιακών έργων ήταν και η αναβάθμιση του περιβάλλοντος. Στο Φάκελο Διεκδίκησης αναφερόταν ρητά η υποχρεωτική πλήρης φυτοτεχνική μελέτη σε κάθε υπαίθριο χώρο, κάθε Ολυμπιακού Συγκροτήματος, γεγονός που υποδήλωνε την πρόθεση για δημιουργία ελεύθερων πράσινων χώρων. Βασικό στόχος των έργων δημιουργίας πρασίνου στους κοινόχρηστους χώρους των ολυμπιακών εγκαταστάσεων ήταν η αρμονική ένταξη τους στον περιβάλλοντα χώρο, η βελτίωση του μικροκλίματος, καθώς και η αντιμετώπιση του θορύβου και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε τοπική κλίμακα. Μερικές από τις μεγάλες επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν ήταν η δενδροφύτευση της περιοχής των Σπάτων (γύρω από το αεροδρόμιο) κατά μήκος της Αττικής Οδού, καθώς και το πρόγραμμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, το οποίο περιελάμβανε τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων πρασίνου, τις αναπλάσεις και βελτιώσεις του πολιτιστικού και ιστορικού περιβάλλοντος. Τέλος, επιπλέον έργα περιβαλλοντικού χαρακτήρα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν η συντήρηση και ενίσχυση του πρασίνου στον Εθνικό Κήπο και στο Πεδίον του Άρεως (Παπαδάκη & Στεργίου, 2007).
Κεφάλαιο 2.4.Β. [1] Γιάτσος, Ν., 2006. Οι πολεοδομικές αλλαγές στην Αθήνα και η επιρροή του θεσμικού πλαισίου. 1945 ως τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004. Επιβλ. Δημητριάδης, Β., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [2] Παπαδάκη, Θ., Σεργίου, Σ. 2007. Αθήνα 2004. Έργα και μετά – Ολυμπιακή Αξιοποίηση, Θέσεις και Αντιθέσεις, επιβλ. Αναστασιάδης Άγης, Βιτοπούλου Αθηνά
125
2.4.Γ. Ολυμπιακοί Αγώνες, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Hough. 2012. Με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο, το 2012: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λονδίνου ανοίγουν στις 27 Ιουλίου. Και τελειώνουν λίγο μετά από δύο βδομάδες. Κατόπιν η πόλη συναντιέται με μια ποικιλία πρώην ξενιστών που είχαν στο μυαλό τους μεγάλα σχέδια». (Μεταφρασμένο από: “The London Olympics Open July 27. They end a little more than two weeks later. Then the city joins a very mixed assortment of ex-hosts who had big plans.”) Στο άρθρο του με θέμα του Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, στο περιοδικό London Architecture Magazine, ο Hough αμφισβητεί τη βιωσιμότητα των ολυμπιακών έργων. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ως θεσμός, δεν συνεισφέρουν μόνο σε έργα ανάδειξης και αθλητικών εγκαταστάσεων στην πόλη όπου φιλοξενούνται. Για τον Hough, η υπερηφάνεια, ο πατριωτισμός, η πολιτιστική υπεροχή και το κέρδος είναι επιπλέον παράγοντες που πρέπει να ικανοποιηθούν. Άλλωστε, απώτερος στόχος των Ολυμπιακών αγώνων είναι να αφήσουν πίσω τους μια αστική πολιτιστική κληρονομιά. Στη Βαρκελώνη, ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα πολιτιστικής αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος ενόψει της διοργάνωσης των ολυμπιακών αγώνων, το συνολικό κόστος ανήλθε στα 10.000.000 USD. Κι επειδή τα νούμερα μιλούν από μόνα τους, από αυτό το ποσό, το 60% επενδύθηκε σε έργα υποδομών, και μόλις το 10% σε αθλητικές εγκαταστάσεις (Hough, 2012). Η βιωσιμότητα των ολυμπιακών έργων είναι μια ουσιώδης πτυχή που ορίζει τις πολιτιστικές τακτικές και κατευθύνει τις επενδυτικές αποφάσεις. Στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, υπήρξαν σαφείς αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, το Ολυμπιακό πάρκο, που σχεδιάστηκε από τους Hargreaves Associates και αποτελεί το μεγαλύτερο δημόσιο πάρκο που κατασκευάστηκε στην Αγγλία από το 19ο αιώνα, σχεδιάστηκε με κριτήρια βιωσιμότητας. Τα 250 εκτάρια δημόσιου υπαίθριου χώρου, προσφέρονται για καθαρισμό υδάτων, για τον έλεγχο των πλημμυρών και την ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος (Hough, 2012).
126
Αρχής γενομένης από το Olympic Park, τα ολυμπιακά έργα που θα ακολουθήσουν, θα κατευθύνονται σε πιο βιώσιμες λογικές σχεδιασμού. Εκτός από τους ελεύθερους χώρους, το κτηριακό απόθεμα που θα σχεδιάζεται για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών αγώνων, θα αποπνέει τον περισσότερο τον χαρακτήρα του προσωρινού και λιγότερο την αίσθηση του μνημειακού (ως αντιπαραδείγματα αναφέρονται το Bird Nest στου αγώνες του Πεκίνου, το Centennial Park στην Ατλάντα και o πύργος του Calatrava στη Βαρκελώνη) (Hough, 2012). Εκτός, όμως από τον εμπλουτισμό των έργων με βιώσιμα χαρακτηριστικά, τίθεται επίσης το θέμα του κοινωνικού αντίκτυπου που έχουν οι πολιτιστικές αυτές παρεμβάσεις. Στο βωμό της πολιτιστικής ανάδειξης, αλλά και της επανάκτησης μιας ξεχασμένης αίγλης του αστικού τοπίου των μεγαλουπόλεων, μια πιο κριτική οπτική αποκαλύπτει παράλληλες διαδικασίες «κοινωνικού καθαρισμού» (social cleansing). Συγκεκριμένα, κι ενώ όλα τα βλέμματα εστιάζουν στα εντυπωσιακά Ολυμπιακά έργα, στο παρασκήνιο διαφαίνεται ο εξαναγκασμός μεγάλης μερίδας ανθρώπων, συνήθως προερχόμενων από περιθωριακές κοινωνικές ομάδες της πόλης, να εγκαταλείψουν τον τόπο διαμονής τους. Κι εδώ τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Στη Βαρκελώνη, τα έργα ανάδειξης απώθησαν 2.500 κατοίκους από τον τόπο διαμονής τους λόγω αύξησης του κόστους ζωής. Στη Σεούλ, στη Νότια Κορέα, 720.000 άνθρωποι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο διαμονής τους. Στο Πεκίνο, 1.500.000 άνθρωποι. Στην Atlanta, ο εξευγενισμός εξανάγκασε σε φυγή 30.000 κατοίκους, λόγω ανάγκης κατεδάφισης δημόσιων κατοικιών (Hough, 2012). Εν τέλει, ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων, εντάσσεται στην ατζέντα της πολιτιστικής πολιτικής και είναι ένα παράδειγμα που συνδυάζει το ολυμπιακό ιδεώδες με την πολιτιστική ανάδειξη του αστικού τοπίου. Οι σύγχρονες μητροπόλεις που χρήζουν τέτοιων διοργανώσεων και των έργων που συνοδεύουν τη διεξαγωγή τους δεν πρέπει να παραγκωνίζουν τις πολύπλοκες κοινωνικο-πολιτιστικές συνθήκες που πλαισιώνουν τον αστικό χωρικό καμβά.
Κεφάλαιο 2.4.Γ. [1] Hough, M. (ASLA). 2012. London Olympics. In: Landscape Architecture Magazine. July 2012
127
2.4.Δ. EXPO. Οι διεθνείς εκθέσεις EXPO, είναι ένα τρίτο παράδειγμα πολιτιστικής πολιτικής που ενθαρρύνει τον εξευγενισμό και την ανασύνταξη του αστικού τοπίου. Στο παρόν υποκεφάλαιο θα αναπτυχθούν συνοπτικά κάποια από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα EXPO και πως οι επιλογές που έγιναν, κατηύθυναν τον πολιτιστικό προγραμματισμό των αστικών υπαίθριων χώρων. EXPO, Σεβίλλη, 1992. Η EXPO που πραγματοποιήθηκε στη Σεβίλλη, το 1992, εντάσσεται στο πλαίσιο ενός προγράμματος γενικότερης ανασυγκρότησης της Ισπανίας. Επίσης, υπάρχει η πρόθεση για επανάχρηση του χώρου μετά το τέλος της έκθεσης, με σαφείς πολιτιστικές προδιαγραφές. Όσον αφορά τα περίπτερα που στήθηκαν, από τα σημαντικότερα είναι αυτό της Ιαπωνίας, έργο του Tadao Ando. Το σχέδιο του ιαπωνικού περίπτερου εκθέτει στα έθνη του κόσμου την παραδοσιακή ιαπωνική αισθητική και τον πολιτισμό kinari. Η κατασκευή του περιπτέρου αναδεικνύει τη σημασία της αμοιβαίας ανταλλαγής τέχνης, πληροφοριών και τεχνολογίας, που οφείλει να ξεπερνά τα εθνικά όρια. Το όραμα του αρχιτέκτονα για το περίπτερο είναι πολιτιστικά προσδιορισμένο, καθώς επιδιώκει να επικοινωνήσει στον επισκέπτη τον πολιτισμό και την ιστορία της Ιαπωνίας ως μια αληθινή γέφυρα διεθνών ανταλλαγών (Τζάρου, 2007). Αντίστοιχα, το περίπτερο της Φινλανδίας, σχεδιασμένο από τους αρχιτέκτονες Juha Jaaskelainen, Juha Kaakko, Petri Rouhaainen, Matti Sanaksenaho και Jari Tirkkonen, αναπαριστά ένα φαράγγι στο μέσο της Αρκτικής. Τα φαράγγι δημιουργείται ανάμεσα σε δύο όγκους, έναν ξύλινο, που συμβολίζει την καρίνα, κι έναν ατσαλένιο. Ο ξύλινο όγκος συμβολίζει το τοπικό και ο ατσαλένιος το διεθνές, όπως αυτό υλοποιείται στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον της Φινλανδίας (Τζάρου, 2007). Το περίπτερο του Κουβέιτ, που σχεδιάζεται από τον Santiago
128
Calatrava, είναι ένα διπλό ορθογώνιο. Το ανώτερο πάτωμα λειτουργεί ως δημόσιος χώρος (plaza) και ως τομέας μετάβασης στα περίπτερα των άλλων αραβικών χωρών, ενώ το μισοβυθισμένο χαμηλότερο πάτωμα ανοίγεται προς την κύρια περιοχή της έκθεσης (Τζάρου, 2007). Συνοψίζοντας, τα εκθεσιακά περίπτερα, η μορφολογία και η αισθητική τους, αλλά και το όραμα των σχεδιαστών τους, μετατρέπονται σε κοινωνούς πολιτιστικών μηνυμάτων. Η νέα εποχή που ανοίγεται είναι πολυπολιτισμική, και για το λόγο αυτό, τα κυρίαρχα στοιχεία των περιπτέρων επιχειρούν να προσδώσουν υλική υπόσταση στις έννοιες της πολιτιστικής παράδοσης και της εθνικής ταυτότητας. Η τοπιογραφία, είναι ένα επιπλέον στοιχείο που κατευθύνει την πολιτισμική εξέλιξη των λαών και γι’ αυτό αποτελεί κεντρικό μορφολογικό θέμα πολλών περιπτέρων. EXPO, Hanover, 2000. “Man Nature Technology”. Κεντρικό θέμα της EXPO που πραγματοποιήθηκε στο Hanover, είναι «ο Άνθρωπος, η Φύση και η Τεχνολογία για τη Δημιουργία ενός Νέου Κόσμου». Στην έκθεση αυτή δεσπόζει ο όρος της οικολογικής τεχνολογίας, η χρήση οικολογικών υλικών στην οικοδόμηση των περιπτέρων, και το σαφές πλάνο για τη μετέπειτα χρήση των περιπτέρων από όλες τις συμμετοχές. Στόχος είναι να μην επαναληφθούν τα φαινόμενα της EXPO στη Σεβίλλη το ’92, όπου τα περίπτερα μετατράπηκαν σε άχρηστα, κενά κουφάρια μετά το τέλος της έκθεσης. Σύμβολο για την EXPO στο Hanover, είναι η Expodach, σχέδιο του αρχιτέκτονα Thomas Herzog. Η μόνιμη στέγη πάνω από τον κύριο χώρο δραστηριοτήτων της Expo αποτελείται κυρίως από ξύλο: ένα ανανεώσιμο οικοδομικό υλικό που συμβαδίζει απόλυτα με το όραμα της έκθεσης. Πρόκειται για ένα δομικό υλικό «φυσικό», με πολλά προτερήματα, που δύναται να υποστηρίξει τις παραδόσεις της εφαρμοσμένης μηχανικής και του κτιριακού κανονισμού. Η γλυπτική στέγη της EXPO (Expodach), κατασκευασμένη εξολοκλήρου από
129
Πολιτιστικά περίπτερα EXPO
Απο αριστερά: Περίπτερο Ιαπωνίας, Tadao Ando. Σεβίλλη ‘92
Περίπτερο Ιαπωνίας. Σεβίλλη ‘92
Απο αριστερά: Περίπτερο Κουβέιτ, Sandiago Calatrava. Σεβίλλη ‘92 Περίπτερο Μεγάλης Βρετανίας, Σεβίλλη ‘92 Expodach, Ανόβερο 2000
Απο αριστερά: Περίπτερο Ολλανδίας, MVRDV, Ανόβερο 2000 Περίπτερο Μεγάλης Βρετανίας, Ανόβερο 2000 Περίπτερο Ιαπωνίας, Shigeru Ban,Ανόβερο 2000
Απο αριστερά: EXPO Saragossa 2008 Zaha Hadid, Saragossa 2008
130
ξύλο, παρέμεινε το τυπικό γνώρισμα της έκθεσης για πολλά χρόνια αφότου μετά το τέλος της (Τζάρου, 2007). Από τα σημαντικότερα περίπτερα που συμμετέχουν στην EXPO, είναι αυτό της Ολλανδίας. Το περίπτερο, σχεδιάζεται από τους Ολλανδούς αρχιτέκτονες MVRDV, και ασκεί κριτική στην τεχνολογία και την καταναλωτική κοινωνία της ασφάλτου και των μηχανημάτων. Το ολλανδικό περίπτερο πρόκειται για ένα μίγμα τεχνολογίας και φύσης, που υπογραμμίζει τη σκοπιμότητα της φυσικής πλαστικότητας στις αρχιτεκτονικές μορφές. Για τους ολλανδούς εμπνευστές, τεχνολογία και φύση δεν χρειάζονται να αποκλείουν η μια την άλλη, αλλά μπορούν και να ενισχύουν η μια την άλλη. Για το λόγο αυτό, η φύση «τακτοποιείται» σε πολλά επίπεδα (stacked landscape), συμβολίζοντας το ολλανδικό τοπίο. Eν τέλει υλοποιείται ένας χώρος, αναλυμένος σε πολλαπλά επίπεδα, τα οποία στεγάζουν χωρικά γεγονότα και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είναι ένα πολλαπλών επιπέδων πάρκο, με χαρακτήρα δρώμενου - ένα μίνι οικοσύστημα. EXPO, Saragossa, 2008. “Water and sustainability”. Κεντρικό θέμα της EXPO στη Saragossa, είναι «το Νερό και η Βιώσιμη Ανάπτυξη». Η έκθεση οργανώνεται γύρω από έξι θεματικά περίπτερα και οκτώ οικο-γεωγραφικές περιοχές. Τα θεματικά περίπτερα ορίζονται ως εξής: α. ετοιμότητα, β. ζωή στο όριο με το νερό, γ. δίψα, δ. κοινό νερό, ε. νερό και πόλη, στ. υδάτινες εμπνεύσεις. Βασική επιδίωξη είναι μετά το τέλος της έκθεσης να μετατραπεί ο χώρος σε επιχειρηματικό κέντρο. Κομβικής σημασία για τη διάρθρωση της έκθεσης έχει η γέφυρα που σχεδιάζεται από τη Zaha Hadid, αλλά και το River Aquarium από τον Alvaro Planchuelo, όπου φιλοξενείται η θεματική ενότητα «υδάτινα τοπία» (water landscapes) (Τζάρου, 2007).
2.4.E. Από τη συμβολική αρχιτεκτονική στη συμβολική αρχιτεκτονική τοπίου. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει αποκτήσει συμβολική διάσταση, καθώς
Κεφάλαιο 2.4.Δ. [1] Τζάρου, Β. 2007. Εφήμερο και αστικές επεμβάσεις: Το παράδειγμα των EXPO και των Ολυμπιακών Αγώνων, επιβλ. Ν. Τσινίκας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
131
επιδεικνύει «μοναδικά αντικείμενα», τα οποία συμβάλλουν στο branding της πόλης. Αντίστοιχες επεμβάσεις αρχιτεκτονικής τοπίου, καλούνται να υπηρετήσουν τη στρατηγική της εικόνας, αντικατοπτρίζοντας την αυτοπεποίθηση ενός καινοτόμου αστικού περιβάλλοντος. Τα παραδείγματα προέρχονται κυρίως από τις βορειοδυτικές Ευρωπαϊκές πόλεις, οι οποίες εντάσσουν στην πολιτιστική τους ατζέντα το θέμα του διαπολιτισμικού αστικού χώρου, της βιωσιμότητας και της κοινωνικής συνείδησης ενός αστικού υπαίθριου χώρου. Το HafenCity, συγκαταλέγεται στα παραδείγματα των συμβολικών αστικών επεμβάσεων που στοχεύουν στον εξευγενισμό μιας ολόκληρης περιοχής, ώστε να αποτελέσει σύμβολο για την πόλη, στην προκειμένη του Αμβούργου. Αντίστοιχο παράδειγμα είναι και το πρόγραμμα «Frankfurt 2030”, στο οποίο παρουσιάζεται ένα ολοκληρωμένο masterplan πολιτιστικής ανασύνταξης του αστικού τοπίου της Φρανκφούρτης. H σχεδιαστική λογική αφορά σε έναν κεντρικό πολιτιστικό άξονα, το Museumufer, ο οποίος συνδέει τις πιο ελκυστικές περιοχές της πόλης, στις οποίες συμβαίνουν πολιτιστικά δρώμενα (Petrow, 2011). Με αντίστοιχη λογική προτείνεται και ο σχεδιασμός του Spree promenade, στο Βερολίνο. Πρόκειται για μια επέμβαση αρχιτεκτονικής τοπίου, κατά μήκος τους ποταμού Spree, η οποία δύναται να συμβολίσει μια πόλη που επενδύει ξανά στην εικόνα της, μετά την πτώση του τείχους, ώστε να μετατραπεί σε δημιουργική πόλη και να προσελκύσει δημιουργικές επιχειρήσεις (Petrow, 2011). Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αρχιτεκτονικής τοπίου με συμβολικό χαρακτήρα είναι και το Superkillen στην Κοπεγχάγη. Οι αρχιτέκτονες τοπίου που ανέλαβαν το σχεδιασμό και την υλοποίηση του, έχουν ως βασικό επιχείρημα τον πολιτιστικό σχεδιασμό, ο οποίος λαμβάνει υπόψιν το πνεύμα του τόπου. Οι αναφορές στο σύγχρονο πολυπολιτισμικό context γίνονται προφανείς, χάρη στη χωρική διευθέτηση των δύο κυρίων πλατειών της επέμβασης: τη “Red square” και τη “Black Square”.
132
Η “Red Square” (κόκκινη πλατεία), χαρακτηρίζεται από το έντονο χρώμα του δαπέδου και βρίσκεται δίπλα σε έναν υπάρχοντα κοινωνικό χώρο. Η επιλογή του έντονου χρώματος του δαπέδου, σε συνδυασμό με το πράσινο στοιχείο των φοινίκων και των κέδρων που προστέθηκαν στα υφιστάμενα δέντρα, επιδιώκει να εντείνει το ενδιαφέρον των κατοίκων για το πράσινο. Αντίστοιχα, η “Black Square” (μαύρη πλατεία), διαχωρίζεται από την Red Square μέσω ενός δρόμου. Το δάπεδο εδώ υλοποιείται με άσφαλτο, η οποία διακόπτεται από λευκές λωρίδες που αναπαριστούν υψομετρικές καμπύλες. Στο κέντρο τοποθετείται ένα μαροκινό σιντριβάνι, το οποίο λειτουργεί ως κεντρικός κόμβος. Επίσης, μια ομάδα γιαπωνέζων σχεδιαστών αναλαμβάνει να σχεδιάσει το γιγάντιο μπετονένιο χταπόδι, το οποίο επίσης χωροθετείται εδώ. Στόχος του Superkillen, είναι να προσληφθεί το αστικό τοπίο ως ένα αποτέλεσμα διαφορετικών πολιτιστικών ερμηνειών. Άλλωστε, οι χώροι πρασίνου, τα πάρκα και οι υπαίθριοι δημόσιοι χώροι να αποτελούν χώροι πολιτιστικής και πολιτικής έκφρασης, μέσα από την επιλογή της υφής των υλικών, των δέντρων και της μορφολογίας των σχημάτων. Τέλος, ένα ακόμη παράδειγμα σύγχρονης αρχιτεκτονικής τοπίου με σαφείς αναφορές στο πνεύμα του τόπου και στην αστική πολυπολιτισμική ταυτότητα είναι το Puerto Vallarta, στο Μεξικό. Το έργο αυτό πρόκειται για ένα πέτρινο χαλί (“a river stone carpet”) και στοχεύει στην ανάδειξη ενός χώρου στο μεταίχμιο, όπως προσλαμβάνεται το παραθαλάσσιο μέτωπο της πόλης.
2.4.ΣΤ. Υπαίθριοι χώροι αστικών πολιτιστικών κτηρίων. Ενώ η αρχιτεκτονική παράγει «εικονικά κτήρια» (ή κτήρια ως μοναδικά αντικείμενα), για να διασφαλίσει την επιχειρηματική της πτυχή, η αρχιτεκτονική τοπίου, παράγει εικόνες, οι οποίες δεν ενεργοποιούνται μόνο από σύμβολα, αλλά αποτελούν προϊόντα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των χρηστών και του κτισμένου περιβάλλοντος. Οι εικόνες που παράγουν τα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου αφορούν σε ένα ευρύ φάσμα πολιτιστικών εφαρμογών: από τις εικαστικές παρεμβάσεις, ως σύμβολα κοινωνικής έκφρασης, από την παραγωγή τόπων που
Κεφάλαιο 2.4.Ε. [1] Petrow, C. 2011. Hidden meanings, obvious messages: landscape architecture as a reflection of a city’s self-conception and image strategy. In: Journal of Landscape Architecture. Spring 2011
133
Hafen City, Αμβούργο
«Frankfurt 2030», Museumufer
Spree Promenade, Βερολίνο
Superkillen, BIG, Κοπεγχαγη
Puerto Vallart, Μεξικό
134
αντιπροσωπεύουν την οικονομική και αισθητική ελίτ και τη δημιουργία πόλων τουριστικού προορισμού, μέχρι την ανάδειξη καθημερινών τόπων, «τόπων για όλους», οι οποίοι συμβολίζουν την κοινωνική ετερογένεια και την ανάγκη για κοινωνική ενσωμάτωση, έναντι του κοινωνικού αποκλεισμού. Σε πολλές περιπτώσεις, η αρχιτεκτονική τοπίου συνδυάζεται με τα πολιτιστικά «μοναδικά αντικείμενα» που εγκαθιστά η αρχιτεκτονική στο αστικό περιβάλλον. Τα παραδείγματα αφορούν τους υπαίθριους χώρους των αστικών πολιτιστικών κτιρίων, όπως το Oslo National Opera and Ballet, το Musiikkitalo, Music center, στο Helsinki της Φινλανδία, το Royal Danish Theatre, στην Κοπεγχάγη της Δανίας, το Malmo cultural center, στο Malmo της Σουηδίας και η Εθνική Πινακοθήκη στο Nuuk της Γροιλανδίας. Αντίστοιχα παραδείγματα από την Ελλάδα είναι το Πάρκο Σταύρος Νιάρχος και η αστική ανάπλαση στο ελληνικό.
2.4.Ζ. Ethnoscapes. Πολιτιστικές στρατηγικές με γνώμονα την πολιτισμική ταυτότητα. Στον απόηχο της αστικής πολιτιστικής κατανάλωσης και εκμετάλλευσης, βρίσκονται τα Ethnoscapes. Τα Ethnoscapes, αφορούν ghetto και γειτονιές μεταναστών (Evans, 2003), όπως η Chinatown, η Greektown, η Banglatown, οι περιοχές Little Germany, Little Italy ή το Curry Triangle στο ανατολικό Λονδίνο. Η εθνική ταυτότητα, είναι η ναυαρχίδα της πολιτιστικής διαφοροποίησης στο απρόσωπο αστικό τοπίο, ένα επιχείρημα που ενδυναμώνει τη σημασία της συλλογικής ταυτότητας και την έννοια της γειτονιάς. Το 1996, ο ανθρωπολόγος Hannerz, κάνει λόγο για την παγκόσμια μονο-κουλτούρα (global monoculture), η οποία καθορίζεται από τα οικονομικά μοντέλα, επηρεάζοντας την πολιτιστική συνείδηση. Χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος είναι ότι οι αλλαγές που συντελούνται σε επίπεδο γειτονιάς και καθιστούν τους κατοίκους
Κεφάλαιο 2.4.Ε. [1] Topos – European Landscape magazine, Cultural Landscapes, 2012, issue 78
135
Η όπερα του Όσλο
Music Center, Φινλανδία
Royal Danish Theater, Δανία
Malmo Culutal Center, Σουηδία National gallery of art, Nuuk, Γροιλανδία
136
ανήμπορους να παρέμβουν. Επίσης, η ανυπαρξία ιεραρχικών μοντέλων, και η εμφάνιση των ευέλικτων κόμβων στον τρόπο διακυβέρνησης, επηρεάζουν τις σχέσεις και τους δεσμούς των ανθρώπων, οι οποίες βασίζονται πλέον σε σχέσεις συγγένειας, όπως θα μπορούσε να θεωρηθεί ο τόπος καταγωγής και η εθνικότητα. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι καθοριστικό για την ανάδειξη των ethnoscapes στο σύγχρονο αστικό τοπίο (Mitchell, 2003). Η αναγκαία αίσθηση της γειτονιάς και συμμετοχής στις πολιτικές χωρικών αλλαγών ορίζουν το πλαίσιο των κοινωνικά καθορισμένων αναπλάσεων (social-led regeneration), που αναπτύσσεται στο επόμενο κεφάλαιο. Ο εξευγενισμός πρέπει να γίνεται μέσω προγραμμάτων κοινωνικής συμμετοχής, καθώς η αντιμετώπιση του αστικού χώρου ως ένα πολιτιστικό προϊόν, το απογύμνωσε από την κοινωνική ποικιλία και την επιτακτική ανάγκη για συλλογική χρήση (Hayden, 1997). Με αφορμή την ανάδυση των Ethnoscapes στο αστικό περιβάλλον, οι αναπλάσεις γειτονιάς λαμβάνουν υπόψιν την κοινωνική ενσωμάτωση και κοινωνική συνοχή. Οι νέες στρατηγικές προγραμματισμού του αστικού τοπίου ακολουθούν το πλαίσιο της τοπικής ανάπτυξης, της κοινοτικής στρατηγικής και της στρατηγικής των τοπικών συνεργασιών (Local Development Frameworks, Community Strategies, Local Strategic Partnerships) (Evans & Shaw, 2004).
Κεφάλαιο 2.4.Ε. [1] Evans, G. 2003. Hard-Branding the Cultural City. From Prado to Prada. In: International Journal of Urban and Regional Research. V 27.2 June 2003. P. 417-40 [2] Evans, G., Shaw, P. 2004. The contribution of culture to regeneration in the UK: A review of evidence. London Metropolitan University. Available in: http://www.scholars-on-bilbao.info/fichas/EvansShaw2004.pdf [3] Hayden, D. 1997. The power of place. Claiming urban landscapes as public history. Cambridge, Massachusetts: MIT Press [4] Mitchell, K., 2003. Cultural Geographies of Transnationality. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications [5] Κρυσταλλινού, Χ., Περδίκη, Γ. 2009. Χώροι πολιτισμού και κατανάλωσης. Επιβλ. Τσιτιρίδου Σ., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
137
The New «Littles»: Χαρτογραφώντας τους εθνικούς θύλακες της Νέας Υόρκης
138
Επίλογος κεφαλαίου. Στήλη “Sky line”, περιοδικό New Yorker. 2 Ιουνίου 2003. Paul Goldberger. «Για πολλούς κατοίκους η καλή (signature=αναγνωρίσιμη) αρχιτεκτονική γίνεται αντιληπτή περισσότερο σαν τέχνασμα μάρκετινγκ ή σαν τρόπαιο παρά σαν εμπλουτισμός του περιβάλλοντος ή σαν μέσο που επιφέρει προσοχή στις κοινωνικές, πολιτιστικές και αστικές σχέσεις.» (Benson, 2003) Στο δεύτερο κεφάλαιο αναπτύχθηκε επιχειρήθηκε η σύνδεση της πολιτιστικής πολιτικής, οικονομίας και διπλωματίας με τις αστικές επεμβάσεις. Οι πόλεις επενδύουν στη διαχείριση της φήμης τους, στην εικόνα τους – δηλαδή στο branding. Μεγάλα έργα αρχιτεκτονικής σηματοδοτούν την πολιτιστική και οικονομική ισχύ των πόλεων και αναδύονται ως τοπόσημα στον αστικό ιστό. Οι πόλεις διαγωνίζονται να φιλοξενήσουν πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις (European Cultural Capital, Ολυμπιακοί Αγώνες) και εκθέσεις (EXPO), ώστε να εντάξουν στην πολιτιστική τους ατζέντα τον εξευγενισμό του αστικού τοπίου και τη δημιουργία επιφανών πολιτιστικών υποδομών. Τα μεγάλα έργα αρχιτεκτονικής, συνδυάζονται με έργα αρχιτεκτονικής τοπίου, τα οποία μέσω του σχεδιασμού των πολιτιστικών υπαίθριων χώρων, δημιουργούν πολιτιστικά δίκτυα, ικανά να εισάγουν τον επισκέπτη στην κατανάλωση του αστικού τοπίου. Είτε αυτόνομα, είτε γύρω από πολιτιστικά κτίρια, οι επεμβάσεις αρχιτεκτονικής τοπίου, εμπλουτίζονται με τον συμβολικό χαρακτήρα, αποπνέοντας το πολυπολιτισμικό περιβάλλον και το πνεύμα της σύγχρονης πολυπολιτισμικής πόλης. Γίνονται και αυτά έργα κατασκευασμένα «από τα πάνω προς τα κάτω», ενδεχομένως «μοναδικά αντικείμενα» για την πόλη και τους τουρίστες της. Στον απόηχο όλων αυτών των πολιτιστικών στρατηγικών προγραμματισμού των αστικών χώρων, βρίσκονται τα Ethnoscapes, αστικά τοπία που «ξαναθυμούνται» την αυτούσια εθνική παράδοση και το αίσθημα της συλλογικής ταυτότητας και της κοινωνικής συνοχής των κατοίκων που τα συνιστούν. Ωστόσο, τοποθετούνται κι αυτά
139
στο ράφι του πολιτιστικού supermarket, γίνονται μοχλός τουριστικής ανάπτυξης και πόλος πολιτιστικής κατανάλωσης. Τα Ethnoscapes, προειδοποιούν τους οραματιστές και σχεδιαστές του αστικού τοπίου, ότι τα αναδυόμενα αστικά τοπία δεν πρέπει να απογυμνώνονται από τον κοινωνικό τους χαρακτήρα, αλλά αντίθετα να εμπνέουν την κοινωνική συμμετοχή, να δίνουν χώρο στην κοινωνική δημιουργικότητα και την αισθητική των κατοίκων (insiders). Αυτή η πτυχή του αστικού τοπίου αναλύεται στο τρίτο κεφάλαιο.
Κεφάλαιο 2.4.Ε. [1] Benson, R. 2003. Space for art or Civic Space? Davinson, C. (ed.). New York: Anyone Corporation, p.28
140
3.
Τα αστικά πολιτιστικά τοπία ως μπαταρίες ενεργοποίησης των πολιτών στο αστικό περιβάλλον Στα προηγούμενα κεφάλαια ορίστηκε η έννοια της διάχυτης πόλης, της αναζήτησης συλλογικής ταυτότητας και πως τα αστικά πολιτιστικά τοπία επηρεάζουν τον αστικό τρόπο ζωής. Επίσης, αναλύθηκε η σχέση των αστικών πολιτιστικών τοπίων με την οικονομία και την πολιτική και πως οι παράγοντες αυτοί σχετίζονται με τη διαμόρφωσή τους. Σε αυτό το κεφαλαίο θα γίνει εκτενής αναφορά στον κοινωνικό ρόλο των αστικών πολιτιστικών τοπίων και στη δημοκρατικότερη πρόσληψη του δημόσιου χώρου. Ο δημόσιος χώρος είναι ένα κοινωνικό σύμβολο. Το «κοινό» αστικό τοπίο έχει τη δύναμη να τροφοδοτεί τη συλλογική μνήμη των πολλών και να ενσωματώνει το συλλογικό χρόνο με τη μορφή του συλλογικού χώρου (encompass shared time in the form of shared territory). Τα αστικά πολιτιστικά τοπία αποτελούν «αποθήκες» κοινωνικής μνήμης, καθώς οι δρόμοι, τα κτήρια και τα patterns των οικισμών, ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Επίσης, τα αστικά πολιτιστικά τοπία ως «μπαταρίες», καθιστούν το αστικό περιβάλλον πυκνωτή κοινωνικής μνήμης και δημιουργό συλλογικής ταυτότητας. H πολιτιστική κληρονομιά αναπτύσσεται μέσα από δημόσιες διαδικασίες και συμβάλλει στην αποκατάσταση του συλλογικού χαρακτήρα του δημόσιου χώρου, ώστε να επανα-εισαχθεί ως κομμάτι στην καθημερινή ζωή των κατοίκων (Hayden, 1997).
3.1. O καθημερινός χώρος του Rem Koolhaas – Junkspaces Rem Koolhaas. “The built product of modernization is not modern architecture but Junkspace. Junkspace is what remains after modernization has run its course or, more precisely, what coagulates while modernization is in progress, its fallout”. (Μετάφραση: το κτισμένο προϊόν του μοντερνισμού δεν είναι η μοντέρνα αρχιτεκτονική αλλά το Junkspace. Το Junkspace είναι αυτό που απομένει, αφού ο μοντερνισμός έχει εκπληρώσει το έργο του, ή όταν είναι βρίσκεται σε εξέλιξη, το Junkspace είναι το νέφος του)
Κεφάλαιο 3. Εισαγωγή [1] Hayden, D. 1997. The power of place. Claiming urban landscapes as public history. Cambridge, Massachusetts: MIT Press
142
Η φιλοσοφία του Koolhaas, αλλά και η συμβολή του στη διαμόρφωση των σύγχρονων θεωριών της αστικοποίησης, αναπτύχθηκε εκτενώς στα προηγούμενα κεφάλαια. Συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο, όπου έγινε αναφορά στη διάχυτη πόλη και στο δεύτερο κεφάλαιο, όπου συσχετίστηκαν οι έννοιες των πολιτιστικών βιομηχανιών και της πολιτιστικής κατανάλωσης. Για τον Koolhaas, το εμπορικό κέντρο έχει μετατραπεί στο δημόσιο χώρο, όπου πραγματοποιείται η ύστατη μορφή της αστικής συλλογικότητας – η κατανάλωση. Επίσης, ο Koolhaas, μιλάει για το Junkspace, ως τον μοναδικό αστικό χώρο, υπαίθριο και μη, ο οποίος μπορεί να παραλάβει διαφορετικές εκδοχές διαμόρφωσης. Πρόκειται για τον χώρο του γεγονότος (event-space) (Χατζησάββα, 2009), είτε αφορά στο μεταβατικό χώρο των μοντέρνων κτιρίων, είτε στον υπολειμματικό χώρο που αφήνουν. Το Junkspace είναι ο χώρος που δύναται να ανακυκλωθεί και να επαναχρησιμοποιηθεί. Είναι τόσο ευέλικτος, ώστε να παραλαμβάνει διαρκώς καινούργιες χρήσεις. Επίσης, πολλά Junkspaces συνθέτουν μια αλληλουχία από απομεινάρια ετερόκλητων χρήσεων, απαρτίζουν την αφηρημένη οπτική των θραυσμάτων και συμβάλλουν στην πρόσληψη του αστικού τοπίου ως ένα Montage. Παράδειγμα αστικού υπαίθριου χώρου με τα χαρακτηριστικά του Junkspace είναι τα «Laneways» στη Μελβούρνη, που πρόκειται για στενά «αστικά φαράγγια», περάσματα ανάμεσα στα πολυώροφα κτίρια, τα οποία διαμορφώνονται για να παραλάβουν διάφορες συλλογικές χρήσεις. Τα Junkspaces είναι ίσως οι χώροι «κλειδιά» για τη βιωσιμότητα του αστικού χώρου, ο οποίος θεμελιώνεται στον σύγχρονο καταναλωτικό πολιτισμό. Η έννοια της βιωσιμότητας ενσωματώνει τον πειραματισμό και την επανάχρηση. Ο πειραματισμός ως μια εκδοχή που μπορεί να εφαρμοστεί στο junk απόθεμα των πόλεων, αναγνωρίζει τη δυναμική του αστικού χώρου. Επίσης, στον πειραματισμό απουσιάζει κάποιο προδιαγεγραμμένο χωρικό αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει με τις topdown διαδικασίες: οι παρεμβάσεις πραγματοποιούνται μέσα από ένα χαλαρό σκελετό προγραμμάτων και δραστηριοτήτων, ο οποίος δύναται
143
να παραλάβει την αβεβαιότητα των μελλοντικών συνθηκών. Πέρα από τη δυνατότητα της ανακύκλωσης, της επανάχρησης, της βιωσιμότητας και του πειραματισμού, το Junkspace, αποτελεί για τον Koolhaas τον δυνάμει χώρο της συλλογικής δραστηριότητας, ο οποίος αναδύεται μέσα από την αυτό-οργάνωση. Αφορά στους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, τα εμπορικά κέντρα με τους κλιματιζόμενους χώρους, τις κυλιόμενες σκάλες, τις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές και τις περιοχές άναρχης αστικοποίησης (Χατζησάββα, 2009).
3.2. Κοινωνικό κεφάλαιο (social capital), ή αλλιώς κεφάλαιο γεφύρωσης (bridging capital) Christiaan Grootaert. April 1998. “It has now become recognized that the “traditional” types of capital (natural, physical and human) determine only partially the process of economic growth because they overlook the way in which the economic actors interact and organize themselves to generate growth and development. The missing link is social capital.” (Μετάφραση: «τώρα αναγνωρίστηκε πως οι «παραδοσιακές» μορφές κεφαλαίου (φυσικού και ανθρώπινου) καθορίζουν μόνο μερικώς της διαδικασία της οικονομικής εξέλιξης επειδή παραβλέπουν τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικοί δράστες διαδρούν και οργανώνουν εαυτούς για να ενεργοποιήσουν την ανάπτυξη. Το στοιχείο που λείπει είναι το κοινωνικό κεφάλαιο.») (Απόσπασμα από το κείμενο του Christiaan Grootaert με τίτλο, SOCIAL CAPITAL: THE MISSING LINK?. The World Bank Social Development, Family, Environmentally and Socially. Sustainable Development Network. April 1998) Η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου είναι καθοριστική για την κοινωνική συνοχή και την πολιτιστική επιβίωση μέσα στην αστική ετερογένεια. Η επένδυση στη φήμη, ο προγραμματισμός του εξευγενισμού των αστικών υπαίθριων χώρων, αλλά και των πολιτιστικών υποδομών, δεν επαρκούν για την οικονομική ανάπτυξη των πόλεων. Απαιτείται, η αίσθηση εμπιστοσύνης, η ύπαρξη αλληλεγγύης μεταξύ των ομάδων και των δικτύων, η συλλογική δράση, η συνεργασία και η πολιτική
Κεφάλαιο 3.1. [1] Χατζησάββα, Μ. 2009. Η έννοια του τόπου στις αρχιτεκτονικές θεωρίες και πρακτικές: σχέσεις φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής στον 20ο αιώνα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
144
συμμετοχή, ώστε όλοι οι οικονομικοί αυτουργοί να λειτουργούν με γνώμονα τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη. Όλα τα στοιχεία αυτά συνιστούν στο κοινωνικό κεφάλαιο και αποκτούν χωρική οντότητα στο αστικό τοπίο. Oι P. Bourdieu, J. Coleman και R. Putnam, όρισαν το κοινωνικό κεφάλαιο ως το σύνολο των μη οικονομικών πόρων, πραγματικών ή φανταστικών, που αποδίδονται σε άτομα, σε ομάδα ή σε ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων και χαρακτηρίζονται από εμπιστοσύνη, αμοιβαιότητα και κοινά αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς, που διευκολύνουν τη συνεργασία και τη συλλογική δράση των ανθρώπων, με στόχο το γενικό συμφέρον. Το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να εννοηθεί ως πόρος που έχει την πηγή του στη συλλογική δράση και μπορεί να έχει αποτελέσματα σε ευρύτατη οικονομική και κοινωνική κλίμακα. Το ενδιαφέρον της ακαδημαϊκής κοινότητας για το Κοινωνικό Κεφαλαίο έχει ενταθεί κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, περίοδο που συμπίπτει με την αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων και την ενίσχυση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Το Κοινωνικό Κεφάλαιο δεν είναι η περιουσία μιας οργάνωσης, ή της αγοράς ή του κράτους, παρόλο που όλοι μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του. Είναι μια διαδικασία «εκ των κάτω» και αφορά πολίτες, ίδιας ή διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας, που συνδέονται κοινωνικά και δημιουργούν δίκτυα και ενώσεις. Σύμφωνα με τον ορισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι η συνεκτική «κόλλα» που κρατά δεμένες τις κοινωνίες. Πολλοί αναφέρονται στον «κοινωνικό ιστό», στα «κοινωνικά δίκτυα», στα «conne» ή στην «κοινωνία των πολιτών» και όχι στο κοινωνικό κεφάλαιο. Ωστόσο, ο όρος «Κοινωνικό Κεφάλαιο» έχει μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί: α. τοποθετεί τα κοινωνικά δίκτυα στο ίδιο επίπεδο με άλλες μορφές κεφαλαίου, όπως το οικονομικό κεφάλαιο, το φυσικό κεφάλαιο και το ανθρώπινο κεφάλαιο και αποκτά έτσι μεγαλύτερη βαρύτητα σε ένα κόσμο με ορθολογική οικονομική θεώρηση των πραγμάτων β. Το κοινωνικό κεφάλαιο διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές κεφαλαίου, γιατί κάποιος μπορεί να επενδύσει σε αυτό
145
και να αποκομίσει οφέλη αργότερα (Bullen & Onyx, 1999). Ασφαλώς πρόκειται για έναν όρο πιο σύγχρονο, πιο περιεκτικό και περισσότερο «οικονομικό», για να περιγράψει την κοινωνία των πολιτών σε συνθήκες 21ου αιώνα. To κοινωνικό κεφάλαιο - μοχλός εξέλιξης των αστικών αναπλάσεων. Για να γίνει κατανοητή η συσχέτιση του κοινωνικού κεφαλαίου με την εξέλιξη των αστικών πολιτιστικών τοπίων, αξίζει να σταθούμε στην απαραίτητη προϋπόθεση της διαβούλευσης και της συμμετοχής των πολιτών στις πολιτιστικές αναπλάσεις. Ο πολιτισμός και οι πολιτιστικές δραστηριότητες καθιστούν εφικτό σε ανθρώπους με διαφορετικά κοινωνικά και οικονομικά υπόβαθρα, να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες και να απολαύσουν νέες εμπειρίες. Η πολιτιστική αστική ανάπλαση πρέπει να γίνεται με την κοινωνία και όχι για την κοινωνία. Τα επιτυχημένα προγράμματα ανάπλασης βασίζονται στη συμμετοχή, τον ενθουσιασμό και τη φωνή των ντόπιων κατοίκων. Ωστόσο, πολλές φορές είναι δύσκολο να πείσεις τοπικές ομάδες και ιδιώτες να ασχοληθούν με μια διαδικασία ανάπλασης, ή με τον εξευγενισμό του χώρου τους, καθώς πολλές φορές θεωρούν πως είναι έξω απ’ αυτούς ή ότι δεν τους αφορά. Στο κείμενο του, με τίτλο “Capitalising on culture: an evaluation of culture-led urban regeneration policy” (μετάφραση: «Κεφαλοποιώντας τον πολιτισμό: μια εξέλιξη των πολιτικών για τις πολιτιστικά καθορισμένες αναπλάσεις»), ο Laundry αναφέρεται στις διαδικασίες «από τα κάτω προς τα πάνω» (bottom-up), οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα σε κοινωνικούς φορείς να μετέχουν στο σχεδιασμό της ανάπλασης, χωρίς να γίνονται παθητικοί καταναλωτές μιας απόφασης που τους επιβλήθηκε από τα πάνω. Αυτές οι διαδικασίες (από τα κάτω προς τα επάνω): ενισχύουν την κοινωνική συνοχή, βελτιώνουν την τοπική εικόνα, περιορίζουν τις παρεμβατικές συμπεριφορές, προωθούν το ενδιαφέρουν στο τοπικό περιβάλλον, ενθαρρύνουν την αυτοπεποίθηση των κατοίκων, παρέχουν τη δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος, ανακαλύπτουν νέες
146
ταυτότητες του τόπου και νέα οράματα των κατοίκων για το μέλλον, ενισχύουν την οργανωτική ικανότητα των κατοίκων και υποστηρίζουν την ανεξαρτησία τους (Laundry, 200).
3.3. Κοινωνικά προσδιορισμένες αναπλάσεις (social-led regeneration) και οικειοποίηση του αστικού χώρου Στα προηγούμενα κεφάλαια, έγινε εκτενής αναφορά στο πως το τοπίο συνδέεται με την οικονομία, τόσο στο μακρο επίπεδο, που αφορά την ενέργεια, τις ροές της ύλης και την αγορά εργασίας, όσο και σε μικρο επίπεδο, που αφορά σε συγκεκριμένες περιοχές: από τη χρήση ενός κήπου ή ενός πάρκου για αναψυχή ή σύμβολο οικονομικής ευημερίας, μέχρι τη χρήση του ως καταλύτη της καπιταλιστικής αστικής ανάπτυξης. Η έννοια της λιτότητας δεν είναι ξένη προς τον σχεδιασμό του τοπίου και συνδέεται με τις κοινωνικά καθορισμένες αναπλάσεις και την οικειοποίηση του αστικού χώρου, καθώς αναφέρεται στη συντήρηση και διαχείριση του τοπίου (land management) (Dumpelmann, 2014). Στις διαδικασίες διαχείρισης και συντήρησης συμβάλλουν κατά κύριο λόγο τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα. Παράδειγμα αποτελεί η καλλιέργεια κηπαρίων (allotment gardens), στο Βερολίνο, όταν ήδη από το 19ο αιώνα, η εργατική τάξη ανέλαβε την καλλιέργεια αδόμητων χώρων στην περιφέρεια της πόλης. Στη συνέχεια, η λογική αυτή εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη και απέκτησε μόνιμα χαρακτήρα παρά τις συνεχείς αλλαγές του αστικού τοπίου (Crouch & Ward, 1994; Warnecke, 2001). Η αρχιτεκτονική τοπίου και ο αστικός σχεδιασμός ως καταλύτες οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Κεφάλαιο 3.2. [1] Bullen, P., Onyx, J.1999. Social Capital: Family Support Services and Neighbourhood and Community Centres in NSW. Local Community Services Association [2] Internet: http://edo-mko.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=138 [3] Landry, C. 2000. The Creative City: A Toolkit for Urban Innovators. London: Comedia
147
Αστική καλλιέργεια στο Παρίσι
Συμμετοχικά Projects Από αριστερά: Chairsharing, Modena, Italy Spacebuster, Berlin
Συμμετοχικά Projects Από αριστερά: Open Air Library Heidelberg project
Λήψη Αποφάσεων Από τα κάτω προς τα πάνω (Bottom-up initiatives) Αιτίες
Πολιτική
Αποτελέσματα
Κοινωνική πολιτική
Κοινωνικά καθορισμένες αναπλάσεις (Social - led regenerations)
Κρίση
Rethinking the Social / Rethinking the Cultural
Η παραγωγική διάσταση του δημόσιου χώρου
148
1908. Barker. “The park system has a very definite and economic relation to the city plan. It provides that fresh air and happy surroundings, — which are the greatest factors for efficiency of labor and the well-being of the people, — shall be provided in the places of natural attraction; it preserves the waters from defilement by keeping the shanty builder from their edges; it saves the municipality vast sums that would be spent in trying to pervert certain portions of the domain to uses that they are not adapted for. It declares the public right of access to the waterfront and sets aside public reservations along the river edges with bordering roads that connect the otherwise “dead ends” of the streets that run down thereto” (Barker, 1908) (Μετάφραση: «Το σύστημα πάρκων έχει μια πολύ σαφή και οικονομική σχέση με τον αστικό προγραμματισμό. Παρέχει τον καθαρό αέρα και τα χαρούμενα περίχωρα, - τα οποία συνιστούν στους σημαντικότερους παράγοντες αποδοτικότητας της εργασίας και της ευημερίας των ανθρώπων, - ένα σύστημα πάρκων πρέπει να διαμορφώνεται σε τόπους φυσικού κάλλους, να συμβάλλει στη διαχείριση των υδάτων, να γλιτώνει το δήμο από σκόρπιες αποφάσεις για μη συμβατές με τον τόπο επεμβάσεις. Ένα σύστημα πάρκων διαφυλάττει το δικαίωμα πρόσβασης στο παραθαλάσσιο μέτωπο και ακυρώνει την διαμόρφωση οδικών δικτύων κατά μήκος των ποταμών»)
Η διαχείριση και ο προγραμματισμός του τοπίου συνιστούν στο μοχλό των οικονομικών, πολιτιστικών και κοινωνικών αλλαγών που συμβαίνουν στο αστικό τοπίο. Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα άρτιου προγραμματισμού ενός αστικού υπαίθριου χώρου, το οποίο επέφερε αλλαγές σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι αυτό του Central Park, στη Νέα Υόρκη, η κατασκευή του οποίου άλλαξε την αγορά γης σε ολόκληρο το Manhattan. Το Central Park, δημιουργήθηκε χάρη στη δωρεά γης από τους κατοίκους, οι οποίοι μερίμνησαν για τη σημασία ενός τέτοιου χώρου σε ένα ποιοτικότερο αστικό περιβάλλον. Η λογική αυτή άρχισε να εφαρμόζεται και σε άλλες περιπτώσεις πάρκων σε πόλεις της Αμερικής, όπου ιδιοκτήτες, άρχισαν να δωρίζουν γη, με σκοπό να δημιουργηθούν πάρκα που θα μπορούσαν να ομορφύνουν την πόλη. Παραδείγματα είναι το White Park στο Concord, πάρκα στο Cleveland, στο Hartford και στο Duluth, το Forest Park στο Springfield της Massachusetts, το Tower Grove Park και το Shaw’s Garden στο St. Louis (Robinson, 1899; Sargent 1890).
149
Πάρκα κοινωνικής συμμετοχής από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, Αμερική
White Park Concord
White Park Concord
Tower Grove Park
Shaw’s Garden
150
Στο παρελθόν, η ιδέα των δικτύων πάρκων και των συνεχόμενων δενδροστοιχιών στις μεγάλες λεωφόρους, εφαρμόστηκε σε πολλές Αμερικάνικες πόλεις, αυξάνοντας την αξίας γης των γειτονικών οικοπέδων. Στο παρόν, η παρεμβατική λογική των Αμερικάνων πολιτών βρίσκεται πίσω από τη διαχείριση πιο σύγχρονων αστικών επεμβάσεων, όπως το High Line στη Νέα Υόρκη. Η ομάδα “Friends of High Line”, δραστηριοποιείται προς αυτή την κατεύθυνση, κατοχυρώνοντας τη βιωσιμότητα της παρέμβασης. (David & Hammond, 2011; Kovaleski, 2009). Για τη σχεδιαστική λογική, τη διαδικασία υλοποίησης αλλά και τον αντίκτυπο που είχε στο αστικό τοπίο της Νέας Υόρκης το High Line, θα μπορούσε να γραφτεί μια ολόκληρη εργασία, καθώς αποτελεί από τα σημαντικότερα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου στη σύγχρονη αστική ιστορία. Πριν την αστική επέμβαση, το High Line, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από έναν αντι-χώρο (βλ. κεφάλαιο της εισαγωγής), το οποίο μετατράπηκε με τα κατάλληλα εργαλεία σε έναν από τους πιο πολυδιάστατους και πολυσύχναστους δημόσιους χώρους του Μανχάταν (Harrison, 2012). To High Line, θα μπορούσε να πει κανείς ότι περιλαμβάνει, αγκαλιάζει ή/και εμπεριέχει την εμπειρία της πόλης. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η υπέρτατη εμπειρία της αστικής κατανάλωσης μετατρέπει το αστικό τοπίο στον καμβά του marketing και της αστικής διαφήμισης. Έτσι, και στο High Line, τα κτήρια που το περιβάλλουν λειτουργούν ιδανικά για την τοποθέτηση διαφημιστικών πλακάτ, εξυπηρετώντας την ανάγκη της αστικής κατανάλωσης. Από την άλλη πλευρά, τo παράδειγμα του Tempelhofer-Freiheit, στο Βερολίνο, αποτελεί μια μεταφορά στην Ευρώπη, της αμερικάνικης παρεμβατικής κουλτούρας στον αστικό σχεδιασμό και στη διαχείριση της αστικής γης. Στην περίπτωση του Tempelhofer-Freiheit, η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης οδήγησε στη συνεργασία ιδιωτικών και δημόσιων φορέων, καθιστώντας το σχεδιασμό μια υβριδική κατάσταση
151
μεταξύ top-down και bottom-up διαδικασιών για την ολοκλήρωση του. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση του Tempelhofer-Freiheit εξηγεί πως η παγκοσμιοποίηση και η νεοφιλελεύθερη αστική ανάπτυξη, όπως επίσης τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται τα πάρκα σήμερα (Hagen, 2001).
3.3.Α. Ενεργοποίηση κοινωνικού κεφαλαίου. Σχεδιάζοντας για τη γειτονιά με τη γειτονιά.
Περιβαλλοντικός σχεδιασμός και σχεδιασμός κήπων γειτονιάς. H γειτονιά είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται αρκετά στο τρίτο κεφάλαιο, καθώς συνιστά στη μικρότερη μονάδα πολιτιστικής και κοινωνικής συνύπαρξης στο αστικό τοπίο. Για τον Lynch, η γειτονιά είναι ένας μικρότοπος και προκύπτει από ένα σύνολο επιπέδων/ στρωμάτων κοινωνικών μηνυμάτων/σημασιών, τα οποία αυξάνουν την αλληλεξάρτηση κοινωνικών και φυσικών συνιστωσών, συνδέοντας ομάδες ανθρώπων με συγκεκριμένα μέρη.
Κεφάλαιο 3. 3. [1] Barker, H. A. 1908. The park in its relation to physical geography and the city plan. Charities and the Commons, XIX, pp. 1506–1512 [2] Crouch, D., & Ward, C. 1994. The allotment: Its landscape and culture. Nottingham: Mushroom Landesverband Berlin der Gartenfreunde e.V. (Eds.). 2001. Ein starkes Stück Berlin 1901–2001 [A strong part of Berlin 1901–2001]. Berlin: Verlag W. Wächter [3] David, J., Hammond, R. 2011. High Line: The inside story of New York’s park in the sky. New York, NY: Farrar, Straus and Giroux [4] Dümpelmann, S. 2014. An Introduction to Landscape Design and Economics, Landscape Research, Volume 40, Issue 5 [5] Hagen, S. 2001. Taking Shape, A new Contract between Architecture and Nature. Oxford, Architectural Press [6] Harrison, R. 2012. Transformation of urban public space. Department of Art, Architecture and Art History [7] Kovaleski, S. F. 2009 (August 26). With success of high line dual rewards for executive. New York Times, p. A16
[8] Robinson, C. M. 1899 (June). Improvement in city life. The Atlantic Monthly, 83, pp.771–785 [9] Sargent, C. S. 1890 (August 13). White Park, Concord, New Hampshire. Garden and Forest, pp. 390–391 [10] Warnecke, P. 2001. Laube Liebe Hoffnung. Kleingartengeschichte [Bower love hope. Allotment history]. Berlin: Verlag W. Wächter
152
Η επιλογή επέμβασης στο χώρο της γειτονιάς, είναι μια απόφαση που μεταβάλλει τις κοινωνικές σχέσεις και τον τρόπο ζωής των κατοίκων. Συνεπώς, κατά το σχεδιασμό ενός υπαίθριου χώρου στην κλίμακα της γειτονιάς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν μια σειρά από παράγοντες. Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός σχετίζεται με τις παραμέτρους που καθορίζουν το σχεδιασμό ενός κήπου γειτονιάς και είναι μια έννοια που πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται ο τόπος από τους ανθρώπους και ο τρόπος με τον οποίο μεταφράζεται το βίωμα αυτό στο χώρο (Baxter, 1998; Llewelyn, 2000). Οι παράγοντες που συμβάλλουν στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό είναι: 1. Η κοινωνική φαντασία (social imageability), η έμφαση στους συλλογικούς έναντι των προσωπικών στόχων (Lynch, 1960; Stockols, 1981) 2. Η πρόσληψη ενός τόπου, ως τόπο ανάπαυσης, ξεκούρασης και θεραπείας (Kaplan & Kaplan, 1989; Carr et al, 1992) 3. H κοινωνική αλληλεπίδραση και προσβασιμότητα, η οποία καθορίζει την προσωποποίηση του χώρου πρασίνου (Altman, 1975; Bentley et al, 1985; Kaplan & Kaplan, 1989) 4. O προσανατολισμός του τόπου, ο οποίος συμβάλλει στο να αποκτήσει ο άνθρωπος οικειότητα (Lynch, 1960; Bentley et al, 1985) 5. Η κινητικότητα, οι διαφορετικές εναλλακτικές πορείες, η ποικιλία στην πρόσληψη εμπειριών και η συμμετοχή στη διαδικασία της ανακάλυψης (Bentley et al, 1985; Kaplan & Kaplan, 1998, Rudin & Falk, 1999) 6. H θέα, ώστε να υπάρχει αίσθηση της κατεύθυνσης και χρήση αξόνων προσανατολισμού (Lynch, 1960; Kaplan & Kaplan, 1998; Llewelyn, 2000) 7. H μεταβολή 8. Η ευαισθητοποίηση της γειτονιάς 9. Η αντίληψη δημόσιου-ιδιωτικού. Οι άνθρωποι αισθάνονται και αντιδρούν διαφορετικά μεταξύ τους αλλά και απέναντι
153
στο περιβάλλον τους ανάλογα με τα επίπεδα μυστικότητας και αποκλεισμού που προσλαμβάνουν (Sommer, 1959; Hall, 1959, 1963, 1966) 10. H θεματική συνέχεια, μια έννοια που συνδέεται με την ταυτότητα και την εισήγαγε στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό ο Lynch. Για να αποκτήσει ταυτότητα μια γειτονιά, απαιτείται μια αίσθηση συνέχειας των στοιχείων που την αποτελούν, ώστε να αποπνέει ρυθμό, οργάνωση και συντονισμό (Lynch, 1960).
Κεφάλαιο 3.3.Α. [1] Altman, I. 1975. The Environment and Social Behaviour: privacy, personal space, territoriality and crowding. Monterey, CA: Brooks/Cole [2] Baxter, A. 1998. Places, Streets and Movement: a companion guide to Design Bulletin 32, Residential roads and footpaths. London, Department of the Environment, Transport and the Regions [3] Bentley, I., Alcock, A., Martin, P., McGlynn, S. & Smith, G. 1985. Responsive Environments. London: The Architectural Press [4] Carr, S., Francis, M., Rivlin, L.G., Stone, A.M. 1992. Public Space. Cambridg: Cambridge University Press [5] Hall, E.T. 1959. The Silent Language. New York: Doubleday [6] Hall, E.T. 1963. A system for the notation of proxemic behavior. American Anthropologist, 65, pp. 1003–1026 [7] Hall, E.T. 1966. The Hidden Dimension. New York: Doubleday [8] Llewelyn, D. 2000. The Urban Design Compendium. London: English Partnerships [9] Lynch, K. 1960. The Image of the City. Cambridge, MA: MIT Press [10] Kaplan, R. & Kaplan, S. 1989. The Experience of Nature: a psychological perspective. New York: Cambridge University Press [11] Rudlin, R., Falk, N. 1999. Building the 21 Century Home: the sustainable urban neighborhood. Oxford: The Architectural Press [12] Sommer, R. 1959. Studies in personal space. Sociometry, 22, pp. 247–260. [13] Stokols, D. 1981. Group X place transactions: some neglected issues in psychological research on settings. In: Magnusson, D. (Ed.) Towards a Psychology of Solutions: an interactional perspective, pp. 393–415 (Hillside, NJ, Lawrence Erlbaum) [14] Thwaites, Κ. 2001. Experiential Landscape Place: An exploration of space and experience in neighborhood landscape architecture. Landscape Research, 26:3, pp. 245-255
154
Χρήση συστημάτων GIS και οικειοποίηση του αστικού υπαίθριου χώρου.
O’Looney. 1997. “If images of our neighborhoods, our communities, and our regions are made by others, then it is their future that will be imposed. But if maps are made by residents’ groups, individuals who have quality of life as a goal, then images of a very different nature predominate”. (Μετάφραση: «εάν οι εικόνες των γειτονιών μας, των κοινωνιών μας και των περιοχών μας κατασκευάζονται από άλλους, τότε θα επιβληθεί το μέλλον που θέλουν αυτοί. Ωστόσο, εάν οι χάρτες σχεδιάζονται από τις ομάδες κατοίκων, από τις ατομικότητες που έχουν σα στόχο ζωής την ποιότητα, τότε θα κυριαρχήσουν οι εικόνες μιας πολύ διαφορετικής φύσης») John Landis. “Era of Modelling”, where “GIS will be used to improve and democratize public formal features and private decision-making” (In: Myers et al, 1995) (Μετάφραση: «μια εποχή της μοντελοποίησης», όπου «το GIS θα χρησιμοποιείται για να βελτιώνει και να πολιτικοποιεί δημοκρατικά τα δημόσια χαρακτηριστικά του χώρου και την ιδιωτική πρωτοβουλία και λήψη αποφάσεων»)
Ένα εργαλείο που έχει στα χέρια της η αρχιτεκτονική τοπίου για το σχεδιασμό των υπαίθριων χώρων και τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής των αστικών αναπλάσεων είναι το GIS (Vickery, 2007). Η χρήση συστημάτων GIS παρέχουν τη δυνατότητα στους πολίτες να συμμετέχουν στις διαδικασίες σχεδιασμού και να αλλάξουν το φυσικό τους περιβάλλον (Al Kodmany, 2000). Επίσης, η δυνατότητα συμμετοχής των κατοίκων στη διαδικασία σχεδιασμού, παρέχει στους χρήστες του GIS πολύτιμες γνώσεις για τον τόπο, καθώς οι κάτοικοι έχουν πρόσβαση στις γεωγραφικές πληροφορίες και δηλώσουν τις προτιμήσεις τους (Myers et al, 1995; Bosworth & Donovan, 1998, Krygier, 1999). Παράδειγμα χρήσης συστημάτων GIS είναι η ανάπλαση της γειτονίας Pilsen Community, στο Chicago. Τα εργαστήρια που λειτούργησαν κατά τη λήψη των αποφάσεων και το σχεδιασμό του τοπίου χωρίστηκαν σε τρεις φάσεις: α. πρώτα καθορίστηκε το όραμα της κοινότητας
155
(community visioning), β. μετά ορίστηκε το πλαίσιο του στρατηγικού σχεδιασμού (strategic planning) και γ. πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση των αποτελεσμάτων (evaluation). Με τη χρήση του GIS έγινε εφικτό να παρουσιαστούν όλα τα σενάρια στους κατοίκους και να απεικονιστούν οι επιπτώσεις από συγκεκριμένες επιλογές (Forester, 1993; Walsh, 1997). Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά το σχεδιασμό ήταν: δημογραφικά (φυλή, ηλικία, εισόδημα), μεταφορές (ένταση κίνησης, παττερνς κίνησης, διαδρομές λεωφορείων, πεζοδρόμια), πληροφορίες στέγασης και ιδιοκτησίας (τύπος, κατάσταση, αξία ιδιοκτησίας και ζωνοποίηση), οικονομικά δεδομένα (υπάρχουσες επιχειρήσεις και εργασία), ιστορικά δεδομένα (σχεδιασμένες ιστορικές περιοχές και ορόσημα), δεδομένα τεμαχίων (ιδιοκτησία, αξία, δεδομένα πώλησης, μέγεθος), δομικά δεδομένα (ύψος κτηρίου, μέγεθος, τετραγωνικά και τύπος) και δεδομένα άδειας (αξία άδειας δόμησης, κόστος κατασκευής, τύπος άδειας, ημερομηνίες αδειοδότησης). Επίσης χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τη θεωρία του Lynch για την ταυτότητα της πόλης (κόμβος, μονοπάτι, όριο, περιοχή και ορόσημο) (Cullen, 1961)
Κεφάλαιο 3.3.Α. [1] Al-Kodmany, Κ. 2000. GIS in the Urban Landscape: Reconfiguring neighborhood planning and design processes. Landscape Research, 25:1, pp. 5-28 [2] Bosworth, M., Donovan, J. 1998. A Mapmaker’s Dream: public involvement applications utilization of GIS, paper presented at Project Varenius Specialist Meeting: Empowerment, Marginalization, and Public Participation GIS, 15–17 October [3] Cullen, G. 1961. Townscape. New York: Reinhold Publishing [4] Forester, J. 1993. Critical Theory, Public Policy, and Planning Practice: toward a critical pragmatism New York: State University of New York Press [5] Krygier, J. 1999. Public participation visualization: conceptual and applied research issues. Available in: http:// www.geog.buffalo.edu/ , jkrygier/krygier html/ [6] Myers, J., Martin, M. & Ghose, R. 1995. GIS and neighborhood planning: a model for revitalizing communities, Journal of Urban and Regional Information System Associations, 7(2), pp. 63–67 [7] O’Looney, J. 1997. Beyond Maps: GIS and decision making in local government (Washington DC, ICMA Press (International City/County Management Association) [8] Walsh, L.M. 1997. Building Citizen Involvement: strategies for local government (Washington DC, ICMA Press (International City/County Management Association) [9] Vickery, J. 2007. The emergence of Culture-led Regeneration: A Policy concept and its discontents. University of Warcwick. Available In: http://go.warwick.ac.uk/wra
156
3.3. Β. Πρωτοβουλίες γειτονιάς. Οι πρωτοβουλίες γειτονιάς έχουν, όπως είδαμε, τις ρίζες τους στην Αμερικάνικη πόλη των αρχών του 19ου αιώνα, όπου οι κάτοικοι δώριζαν τμήμα της γης τους για την κατασκευή πάρκων και για την αισθητική αναβάθμιση της γειτονιάς τους. Για τους Whilst Fairhead και Leach, οι πρωτοβουλίες γειτονιάς είναι μορφές συμμετοχικού σχεδιασμού, οι οποίες αναγνωρίζουν τη σημασία των σχέσεων εξουσίας στη δημιουργία των τοπίων (Hinchliffe, 2003). Επίσης, εκφράζουν τη δυναμική του συνδυασμού της γνώσης και της πράξης, η οποία συμβάλλει σε πιο βιώσιμες αστικές αναπλάσεις. Η συμμετοχή και η προσβασιμότητα είναι δύο βασικές έννοιας που πλαισιώνουν τις βιώσιμες κοινωνικές αστικές αναπλάσεις (Bianchini, 1999). Πλέον, η πολιτική απόφαση για τον εξευγενισμό ενός τμήματος του αστικού χώρου, απαιτεί διαδικασίες διαβούλευσης με τους κατοίκους. Αυτές, ενθαρρύνουν την αποδοχή και οικειοποίηση μιας καινούργιας πολιτιστικής υποδομής, ενός γεγονότος ή ενός προγράμματος. Άλλωστε, όπως αναλύθηκε και σε προηγούμενα κεφάλαια, ο πολιτιστικός σχεδιασμός, ενθαρρύνει τους πολίτες να ενδυναμώσουν την δημιουργικότητα τους και να κτίσουν τη συλλογική πολιτιστικής τους ταυτότητα (Garcia, 2004). Παραδείγματα συμμετοχικού σχεδιασμού και πρωτοβουλιών γειτονιάς αποτελούν το project “Open Air Library”, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1999, από τους KARO Architects, στην περιοχή Salbke, Magdeburg της Γερμανίας και πρόκειται για παρέμβαση των κατοίκων της κοινότητας με στόχο την κατασκευή μιας νέας βιβλιοθήκης. Οι κάτοικοι, εκτός από τη συμμετοχή τους στο σχεδιασμό, δώρισαν περίπου 20.000 βιβλία. Επιπλέον παράδειγμα, αποτελεί το project “Le Interstice 56”, το οποίο επίσης ολοκληρώθηκε το 1999, στην περιοχή St. Blaise, στο ανατολικό Παρίσι. Το έργο αυτό, πρόκειται για τη μετατροπή ενός εγκαταλελειμμένου οικοπέδου σε κοινοτικό κήπο με τη συμβολή των κατοίκων. Επίσης, το “Chairsharing project”, στη Modena της Ιταλίας που αφορά στην εγκατάσταση κινητών καρεκλών με παροχή Internet
157
σε μια πλατεία. Το “Spacebuster”, από το γραφείο Raumlaborberlin, μια κινητή μονάδα, η οποία δημιουργεί αστικό δημόσιο χώρο όπου τοποθετείται. Το project “Make this Better”, στο Widsor του Ontario που καλεί τους κατοίκους να συμμετάσχουν στην ανάπλαση εγκαταλελειμμένων περιοχών του κέντρου και το “Heidelberg Project”, του Tyree Guyton στο Detroit, μια μετατροπή εγκαταλελειμμένων σπιτιών σε διαδραστικό αστικό πάρκο γλυπτών.
3.3. Γ. Occupational Movement. Το κίνημα των αγανακτισμένων. Εκτός από τα παραδείγματα συμμετοχικού σχεδιασμού και πρωτοβουλιών γειτονιάς, ένα επιπλέον δείγμα της απόφασης των κατοίκων της πόλης για επαν- οικειοποίηση του αστικού υπαίθριου χώρου, με τη μορφή διαμαρτυρίας αυτή τη φορά, είναι και το Occupational Movement, ή το Κίνημα των Αγανακτισμένων. Αρχής γενομένης από τις μεγαλουπόλεις της Αμερικής, το κίνημα των αγανακτισμένων έλαβε τεράστιες διαστάσεις κατά τα προηγούμενα χρόνια, και πέρασε στην Ευρώπη, ως μια μορφή αγανάκτησης για τις πολιτικές αποφάσεις και την οικονομική κρίση. Για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, στην ιστορία της πόλης, ο υπαίθριος χώρος μετατρέπεται σε χώρο ανταλλαγής πολιτικών απόψεων και πεδίο πολιτικής συνδιαμόρφωσης. Στην Αμερική, οι περισσότερες πόλεις έχουν χώρους διαμαρτυρίας, συνήθως μπροστά από το δημαρχείο, όπως η πλατεία Frank Ogawa,
Κεφάλαιο 3.3.Β. [1] Bianchini, F. 1999. Cultural Planning. In: Greed, C. Social Town Planning. London: Routledge [2] Binns, L., 2003. Capitalising on culture: an evaluation of culture-led urban regeneration policy [3] García, B. 2004. Cultural Policy and Urban Regeneration in Western European Cities: Lessons from Experience. Prospects for the Future. In: Local Economy Vol 19, No. 4: pp.312-326 [4] Harrison, R. 2012. Transformation of urban public space. Department of Art, Architecture and Art History [5] Hinchliffe, S. 2003. ‘Inhabiting’ - Landscapes and Natures. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications
158
στο Oakland της California, ή χώρους συμβολικής αξίας, όπως η Freedom Plaza στην Ουάσιγκτον, που σχετίζεται με την Cairo’s Tahrir Square - το επίπεδο μηδέν του αραβικού κόσμου. Στη Νέα Υόρκη, συμβολικός υπαίθριος αστικός χώρος θεωρείται η McPherson Square, η οποία είναι συνδεδεμένη με τις εταιρίες lobby. Σε αυτούς τους χώρους αποφάσισαν να κατασκηνώσουν οι διαμαρτυρόμενοι το 2010, όταν ξέσπασε το κίνημα (Depilis, 2012). H ιδέα της διαμαρτυρίας μέσω της «κατασκήνωσης» σε κάποιο δημόσιο υπαίθριο χώρο, δεν είναι κάτι καινούργιο. Το 1932, χιλιάδες βετεράνοι του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου κατασκήνωσαν μπροστά από το Καπιτώλιο στην Washington για να διαμαρτυρηθούν για την καθυστέρηση των πληρωμών τους. Αντίστοιχα, το 1968, στον απόηχο του θανάτου του Martin Luther King Jr., χιλιάδες φτωχοί κατασκήνωσαν, δημιουργώντας τη λεγόμενη Resurrection City (η πόλη της νεκρανάστασης) (Depilis, 2012). Ο χώρος που αποφασίζουν να καταλάβουν τα σύγχρονα κινήματα αγανακτισμένων, δεν απαιτεί κάποιο σχεδιασμό, αλλά εξαρτάται από τις παροχές που προσφέρει. Στην McPherson Square της Νέας Υόρκης, το κίνημα των αγανακτισμένων αφήνει το μήνυμα στους πολίτες: «Συγνώμη για την αναστάτωση, ένα εργαστήριο δημοκρατίας βρίσκεται σε εξέλιξη» (Excuse our mess, Democracy Lab in Progress). Με το μήνυμα αυτό, εκφράζουν, την επανα-κατοίκηση και οικειοποίηση του δημόσιου χώρου, ως χώρο συλλογικών δραστηριοτήτων και διαδικασιών κοινωνικής ώσμωσης. Ωστόσο, αυτές οι αυτοδύναμες, ουτοπικές μικρο-κοινωνίες που δημιουργούνται από τους κατασκηνωτές, αρχίζουν σταδιακά να αντιτίθενται στον έξω κόσμο, τον κόσμο που βλέπει με δυσπιστία την αγανάκτησή τους (Depilis, 2012). Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στο Λος Άντζελες, όπου 1000 άνθρωποι κατασκήνωσαν έξω από το δημαρχιακό μέγαρο από τις αρχές του Οκτωβρίου του 2011, μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου, ο δημόσιος χώρος αρχίζει να μετατρέπεται σε ιδιοκτησία των κατασκηνωτών, οι οποίοι οργανώνονται σε συμμορίες με χωρικές αναφορές, όπως το woman-only district. Αντίστοιχα, σε άλλες περιπτώσεις, η δυσοσμία
159
Χάρτης μεταβολών λόγω εξευγενισμού στο Λονδίνο
Το κίνημα των Αγανακτισμένων, Λονδίνο
160
από τα σκουπίδια και ο θόρυβος, είναι παράγοντες αποκλεισμού των υπόλοιπων κατοίκων από το συγκεκριμένο δημόσιο υπαίθριο χώρο που καταλαμβάνουν οι αγανακτισμένοι. Συνεπώς, φυσικό επακόλουθο είναι η θέσπιση νέων αυστηρότερων κανόνων από τις τοπικές αρχές, για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιούνται οι υπαίθριοι χώροι (Depilis, 2012). Συνοψίζοντας, το πρόβλημα της συντήρησης του δημόσιου χώρου και της αποκατάστασης των φθορών και των βανδαλισμών που προκαλούν οι αγανακτισμένοι είναι ένας επιπλέον λόγος για την σταδιακή παρακμή του κινήματος. Οι τοπικές αρχές αντί να παραδεχτούν πως η δημοκρατία είναι μάλλον αρκετά ακριβή, εντοπίζουν κινδύνους στη δημόσια υγεία και την ασφάλεια για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές εκκένωσης των πλατειών. Επίσης εφαρμόζουν αυστηρότερους κανονισμούς και περιορισμούς για την χρήση του δημόσιου υπαίθριου χώρου (Depilis, 2012). [1] Depilis, L. 2012. Park design, regulation, and the occupy protests. In: Landscape Architecture Magazine. May 2012. Vol. 102. Issue 5. pp. 127-136
3.4. Διαδικασίες αστικών αναπλάσεων από τα «κάτω προς τα πάνω» (bottom-up). Παραδείγματα. 2003. A. Minton, Northern Soul: Culture, creativity and quality of place in Newcastle and Gateshead, Demos and the Royal Institution of Chartered Surveyors. “The key to successful transformation is not only what type of change is promoted, but how it is carried out. If it is delivered in a manner which is in tune with the soul of a place, it is likely to succeed. But if it goes against the grain of local distinctiveness and identity, it will struggle to take root and is more likely to falter.” (Μετάφραση: «το κλειδί σε μια επιτυχημένη ανάπλαση, δεν είναι μόνο ο τύπος των αλλαγών που προτείνονται, αλλά και πως αυτές εκτελούνται. Εάν επικοινωνούνται με τρόπο που συνάδει με την ψυχή του τόπου, τότε θα πετύχουν. Αλλά, εάν μια ανάπλαση δεν λαμβάνει υπόψιν την τοπική αναφορά και την ταυτότητα, τότε θα δυσκολεύεται να ριζώσει, και το πιο πιθανό είναι ότι θα αποτύχει.»)
Κεφάλαιο 3.3.Γ. [1] Depilis, L. 2012. Park design, regulation, and the occupy protests. In: Landscape Architecture Magazine. May 2012. Vol. 102. Issue 5. pp. 127-136
161
Οι κοινωνικά καθορισμένες αναπλάσεις (social led regenerations), ή αλλιώς οι πολιτιστικές αναπλάσεις «από τα κάτω προς τα επάνω» (“bottom-up”), δεν εμφανίζονται και τόσο συχνά στον πολιτιστικό τομέα. Αντίθετα, στον πολιτιστικό τομέα, οι αναφορές στους όρους: κοινωνικός αντίκτυπος, γειτονιά ή κοινοτικές και κοινωνικές αναπλάσεις, κοινωνική συνοχή ή ανάπτυξη είναι πιο γνώριμες και συχνές από τη χρήση του όρου «κοινωνική ανάπλαση». Συνήθως υπάρχει αναφορά στον όρο «πολιτιστικός αντίκτυπος» (cultural impact) που δίνει έμφαση στις πολιτιστικές αξίες όπως: βιωσιμότητα, διαφύλαξη της πολιτιστική κληρονομιάς, αυτονομία, δημιουργικότητα, αλληλεγγύη και πολιτιστικά δικαιώματα, και σχετίζεται με τις ατομικές και κοινωνικές διαστάσεις των κοινωνικών αναπλάσεων (Landry, 1996; Williams, 1996; Matarasso, 1997; Downing, 2001). Επίσης, οι περισσότερες σπουδές με θέμα τις πολιτιστικές δραστηριότητες και τις κοινωνικές αναπλάσεις αξιολογούν τη σημασία της συμμετοχής τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η έννοια της συμμετοχής αναφέρεται στη δυνατότητα να προσελκύσει μια δραστηριότητα την παρέμβαση του «κοινού», ώστε να δημιουργηθεί το βασικό πολιτιστικό κεφάλαιο της ανάπλασης (Vickery, 2007).
3.4. Α. «Κοινωνικός» δρόμος (streetscape). Από τα πρώτα παραδείγματα κοινωνικά καθορισμένων αναπλάσεων και διαδικασιών «από τα κάτω προς τα πάνω», είναι τα streetscapes. Ο όρος δεν είναι κοινός σε όλες τις περιπτώσεις. Αντίστοιχα παραδείγματα στην Ολλανδία, αναφέρονται ως woonerfs, δηλαδή συμβατικοί δρόμοι, οι οποίοι μετά από παρέμβαση των κατοίκων της
Κεφάλαιο 3.4. [1] Downing, D. 2001. In our neighbourhood: A regional theatre and its local community. York: Joseph Rowntree Foundation [2] Landry, C. 1996. The Art of Regeneration. Comedia [3] Matarasso, F. 1997. Use or Ornament? The social impact of participation in the arts. Comedia [4] Williams, D. 1996. Creating Social Capital. A study of the long-term benefits from community based arts funding. Community Arts Network of South Australia / Australia Council of the Arts [5] Vickery, J. 2007. The emergence of Culture-led Regeneration: A Policy concept and its discontents. University of Warcwick. Available In: http://go.warwick.ac.uk/wra
162
γειτονιάς μετατρέπονται σε δημόσιους χώρους με τους χρήστες και τα αυτοκίνητα να συνυπάρχουν αρμονικά. Πρόκειται για την ιδέα του «κοινωνικού δρόμου» ή του «οικογενειακού δρόμου» (family street) (Whiston, 1984). Ο όρος streetscapes, είναι μάλλον αμερικάνικης προέλευσης και προκύπτει από την πρωτοβουλία δράσης “Depaving San Francisco”. Συγκεκριμένα, οι πλημμύρες που έπλητταν την πόλη, ανάγκασαν τους κατοίκους να αποκαταστήσουν το πράσινο στοιχείο, αφαιρώντας την άσφαλτο και δημιουργώντας γραμμικά κηπάρια κατά μήκος των δρόμων. Παράδειγμα αποτελεί το Shotwell Street, στο San Francisco (Viani, 2010) H κριτικός αρχιτεκτονικής και ακτιβίστρια υπερ των κοινωνικά καθορισμένων αστικών παρεμβάσεων Jane Jacobs, προβαίνει στη δική της κοινωνική προσέγγιση του δρόμου. Στο βιβλίο της “The Death and Life of Great American Cities”, το 1961, σοκάρει την επιστημονική κοινότητα, βάζοντας το ζήτημα των κοινωνικών αξιών στο σχεδιασμό των αστικών υπαίθριων χώρων. Για την Jane, η αρχιτεκτονική και ο αστικός σχεδιασμός μπορεί να μην καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, ωστόσο, ένας κακός σχεδιασμός μπορεί να προκαλέσει το «μούδιασμα» του κοινωνικού αισθήματος, σε αντίθεση με έναν καλό σχεδιασμό, ο οποίος μπορεί να επιδρά θετικά στους ανθρώπους. Για το σχεδιασμό των τοπίων των δρόμων, των streetscapes, η Jane, υποστηρίζει πως η διευθέτηση της κίνησης είναι μια από τις πολλές παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν. Στο κείμενό της “The Uses of Sidewalks: Safety”, προτείνει το σχεδιασμό ενός δρόμο, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να παρακολουθούν τα παιδιά τους από το παράθυρο και θα συναθροίζονται στα σκαλιά των εισόδων των σπιτιών τους. Ο σχεδιασμός, υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα γίνει πιο φιλικός προς το χρήση. Τέλος, επισημαίνει την σπουδαιότητα της ασφάλειας, ως παράμετρο στον σχεδιασμό, καθώς είναι ουσιώδης συστατικό για τη δημιουργία και τη διατήρηση της αίσθησης της κοινότητας (LeGates & Stout, 2011).
Κεφάλαιο 3.4.Α. [1] LeGates, T, Stout, F. (eds.) 2011. The city reader. Routledge; 5th edition (February 24, 2011) [2] Whiston, Spirn, A. 1984. The Granite Garden. New York: Basic Books, Inc. [3] Viani, L.O. 2010. From Gray to Green. A designer depaves San Francisco neighborhoods, encouraging stormwater to sink in and residents to enjoy nature. In: Landscape architecture. June 2010. Vol. 100. No.6. pp. 54-65
163
Κοινωνικοί Δρόμοι. Streetscapes & Woonerfs
164
3.4. B. Αυθόρμητες επεμβάσεις στο αστικό περιβάλλον. Ο όρος του Tactical Urbanism (τακτική ή στρατηγική αστικοποίηση). Η έννοια της τακτικής αστικοποίησης (tactical urbanism), βρίσκει διάφορες εφαρμογές στο αστικό τοπίο. Ως όρος, θεμελιώνεται στην έννοια της συμμετοχής και ενσωματώνει τη δυναμική της γνώσης και της πρακτικής εφαρμογής (Ingold & Kurtila, 2000). Επίσης, προκύπτει από την αλληλεπικάλυψη σύγχρονων τάσεων, όπως η οικονομική ύφεση, οι δημογραφικές μεταβολές και η χρήση του Internet ως εργαλείο για την οικοδόμηση της οικονομίας των πολιτών. Η τακτική ή στρατηγική αστικοποίηση περιλαμβάνει τη συμμετοχή των πολιτών, καθορίζοντας ένα νέο πλαίσιο δυνάμεων στην παραγωγή των σύγχρονων αστικών τοπίων. Επίσης, για την τακτική αστικοποίηση, ουσιαστική σημασία έχει η παραγωγική πτυχή του αστικού τοπίου, ενώ οι επεμβάσεις που γίνονται είναι μικρής κλίμακας και ενθαρρύνεται αρκετά ο πειραματισμός.
Πάρκα τσέπης, πάρκα γειτονιάς ή parklets. Τα πάρκα τσέπης, ή αλλιώς parklets, είναι ένα παράδειγμα εφαρμογής της τακτικής αστικοποίησης στον αστικό υπαίθριο χώρο, με πολλά παραδείγματα, κυρίως από το San Francisco. Πρόκειται, από πολλούς μελετητές του αστικού τοπίου, για την τελευταία τάση σχεδιασμού του αστικού υπαίθριου χώρου (“the latest trend in urban placemaking”) (Kling, 2012). Τα πάρκα τσέπης δεν συμβάλλουν σε κάποια διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού της γειτονιάς, ωστόσο προσθέτουν στη συνολική της εικόνα. Συνήθως, αφορούν πρωτοβουλίες ιδιωτών, κατοίκων της πόλης, οι οποίοι αναλαμβάνουν να πληρώσουν το κόστος δημιουργίας και συντήρησης ενός πάρκου τσέπης (ενδεικτικά, το κόστος αδειοδότησης ανέρχεται στα 1.000-1.600 USD, και η ετήσια συνεισφορά των κατοίκων για τη συντήρηση στα 221 USD). Ο χαρακτήρας τους
Κεφάλαιο 3.4.Β. [1] Ingold, T., Kurttila, T. 2000. Perceiving the environment in Finnish Lapland. In: Body and Society 6 (3-4): pp. 183-196 [1] King, J. 2012. Parklets, Everywhere. In: Landscape architecture Magazine. November 2012. Vol. 102. Issue 11.pp. 78-87
165
Πάρκο Τσέπης, Fabric8, Eric Otto
Χάρτης πάρκων τσέπης, San Francisco
166
Tactical Urbanism (Τακτική Αστικοποίηση) - Ιστορική Αναδρομή England, Play Street program
London Pop-up re
Seattle, Open Street Initiative
2001
Portland, City Repair
New York, Play Street program
TACTICAL URBANISM
San Fra Park(in
2000
1997
1970
1965
1950
1914
San Francisco, Portable Architecture
Η οικονομική ύφεση
Δημογραφικές μεταβολές
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΩΣ ΠΟΡΟΣ To Internet ως εργαλείο για την οικοδόμηση της οικονομίας πολιτών
167
California, Hercules Market Sao Paolo, Ad Busters
n, etail
San Francisco, Pavement to Park
ancisco ng) Day
Dallas, Build a better block
Bogota, Open Street
2012
2011
2010
2009
2007
2006
2005
Brooklyn, DoTank Chair Grand Central Park, insta-parks
Brooklyn, Dekalb Market San Francisco, Park Mobile Miami, Weed Bombing
New York, pop-up cafes
source: http://issuu.com/streetplanscollaborative/docs/tactical_urbanism_vol_2_final
168
είναι παροδικός, και οι δημοτικές αρχές διευκολύνουν την υλοποίηση τους χωρίς να απαιτούν κάποιο κόστος ενοικίασης. Εν τέλει, τα πάρκα τσέπης είναι ένα παράδειγμα επιτυχημένης συνεργασίας του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα στη μικρή κλίμακα (Kling, 2012). Παράλληλα με τα πάρκα τσέπης, αναδύονται στο αστικό τοπίο κι άλλες κοινωνικές δράσεις, όπως το Park(ing) Day που προωθεί την ιδέα του πολλαπλασιασμού των πάρκων τσέπης, ώστε να αποτελέσουν μια καινούργια τυπολογία δημόσιου υπαίθριου χώρου. Επιπλέον αστική συλλογική πρωτοβουλία για τη δημιουργία παραγωγικών κήπων είναι και οι κήποι ταρατσών. Παράδειγμα είναι ο παραγωγικός κήπος Via Verde roof, από τους αρχιτέκτονες τοπίου: Lee Weintraub Landscape Architecture LLC, Yonkers, New York (Lee Weintraub, FASLA; Giovanni Diaz). Πρόκειται για μια πρωτοβουλία των κατοίκων να συμμετάσχουν στο σχεδιασμό με το σύνθημα “Nos Quedamos” (εμείς μένουμε). Η έμπνευση του παραγωγικού κήπου προέρχεται από την Unite Habitation του Le Corbusier, όπου επίσης υπήρχε η ιδέα της κοινωνικής ταράτσας που φιλοξενεί κοινωνικές δραστηριότητες.
3.4. Γ. Αστική γεωργία (urban agriculture). Winston Churchill: “The natural occupation of man is war and gardening”. (Μετάφραση: «η φυσική ενασχόληση του ανθρώπου είναι ο πόλεμος και η κηπουρική») 1993. Cosgrove. «Η δυτική παράδοση απεικόνιζε τη γη ως κήπο, γεγονός που καθόρισε τον τελεολογικό σκοπό της αγροτικής χρήσης της γης και του βιοπορισμού, ο οποίος είναι αρκετά εθνοκεντρικός. Σε αυτή την περίπτωση, η ιστορία οδήγησε την ανθρωπότητα στην απόλυτη εκδήλωση της ασφαλής εσωστρέφειας μιας σαφώς οριοθετημένης πόλης. Στο πλαίσιο αυτό, ο αστικός χώρος εξαπλώνεται επιβάλλοντας το τέλος της φύσης, ή την ενσωμάτωση της φύσης με οικιακή μορφή.» (Anderson, Domosh & Thrift, 2003) Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενα κεφάλαια, η έννοια της
169
Project αστικής αγροκαλλιέργειας, Via Verde
Project αστικής αγροκαλλιέργειας, Lafayette Greens Detroit
170
αστικής αγροκαλλιέργειας δεν είναι καινούργια, αντίθετα έχει τις ρίζες της αρκετά πίσω στο παρελθόν των ευρωπαϊκών πόλεων. Σχεδόν κάθε μεσαιωνική πόλη περιελάμβανε εντός των τειχών της οπωρώνες και κήπους κουζίνας. Αντίστοιχα, σήμερα, τμήματα κενών χώρων κατά μήκος των γραμμών του τρένου, ή κατά μήκος ρεμάτων χωρίζονται σε μικρά τεμάχια για καλλιέργεια, ενώ αντίστοιχου μεγέθους κηπάρια οργανώνονται και στην περιφέρεια της πόλης. Στην Αμερική, δίνονται στα τέλη του 19ου αιώνα, κενά οικόπεδα σε φτωχές οικογένειας για καλλιέργεια τροφής (Whiston, 1984). Πολλές περιπτώσεις αστικής αγροκαλλιέργειας προκύπτουν από τη συλλογική πρωτοβουλία κοινωνικών ομάδων, όπως οι Boston Urban Gardeners και οι New York City’s Green Guerillas. Οι διαμορφωμένοι χώροι αστικής αγροκαλλιέργειας παρέχουν έναν κοινό τόπο για όλες τις ηλικίες, τις φυλές και τις εθνικότητες. Άλλωστε το σκάψιμο και η προετοιμασία του εδάφους για καλλιέργεια, ενδυναμώνει την σχέση που έχει ο άνθρωπος με τη γη (Whiston, 1984). Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αστικής αγροκαλλιέργειας είναι τα Lafayette Greens στο Detroit (Mcintyre, 2013). .
Κεφάλαιο 3.4.Γ. [1] Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. A Rough Guide. In: Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications. [2] Mcintyre, L. 2013. On a modest site downtown, Lafayette greens yields a good deal more than just food. In: Landscape architecture magazine. April 2013. Pp. 93-101 [3] Whiston, Spirn, A. 1984. The Granite Garden. New York: Basic Books, Inc
171
Project αστικής αγροκαλλιέργειας, Parking Parko, Εξάρχεια, Αθήνα
Project αστικής αγροκαλλιέργειας, Prizessingarten, Βερολίνο
172
Επίλογος κεφαλαίου “The natural occupation of man is war and gardening” (μετάφραση: «η φυσική ενασχόληση του ανθρώπου είναι ο πόλεμος και η κηπουρική») μας διδάσκει ο Churchill, μια φράση που θα μπορούσε να εμπνεύσει τις κοινωνικά καθορισμένες αστικές αναπλάσεις που αναπτύσσονται στο 3ο κεφάλαιο. Οι έννοιες του κοινωνικού κεφαλαίου, της διαβούλευσης και της συμμετοχής, του πειραματισμού στο αστικό τοπίο και του τακτικού ή στρατηγικού αστικού σχεδιασμού, πλαισιώνουν την κυρίαρχη έννοια των κοινωνικά καθορισμένων αναπλάσεων (social-led regenerations) ή των διαδικασιών σχεδιασμού από τα «κάτω προς τα πάνω» (bottomup). Οι πολίτες, κάτοικοι της πόλης, άλλοτε κατασκηνώνουν στις συμβολικές πλατείες της πόλης και διαμαρτύρονται ενάντια στις πολιτικές αποφάσεις και στην οικονομική κρίση. Άλλοτε συμμετέχουν στις διαδικασίες πολιτιστικής ανασύνταξης του αστικού τοπίου, όπως στην αναζωογόνηση των τοπίων των δρόμων (streetscapes), στην καλλιέργεια αδόμητων εκτάσεων και στη δημιουργία μικρών κήπων γειτονιάς. Με οποιοδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε μέσα, ενεργοποιούνται και αναλαμβάνουν το καθήκον της συμμετοχής τους στη διαχείριση και τον προγραμματισμό των αστικών υπαίθριων χώρων. Με αυτόν τον τρόπο, θωρακίζουν τη συλλογική τους ταυτότητα, ένα απαραίτητο συστατικό της βιωσιμότητας των αστικών αναπλάσεων και συμβάλλουν στην διαχείριση του αστικού υπαίθριου χώρου και στην ενίσχυση της κοινωνικής και πολιτιστικής του υπόστασης.
173
174
4.
Μεθοδολογία πολιτιστικής και κοινωνικής ενεργοποίησης αστικών υπαίθριων χώρων 4.1. Rethinking the cultural. Rethinking the social. Η επαναδιαπραγμάτευση του πολιτιστικού και του κοινωνικού.
Η πολιτιστική και κοινωνική επανα-ενεργοποίηση των αστικών υπαίθριων χώρων απαιτεί τον επανακαθορισμό των πολιτικών που εφαρμόζονται στο αστικό τοπίο. Όπως αναλύθηκε σε όλα τα προηγούμενα κεφάλαια, ο προγραμματισμός (planning) του αστικού τοπίου είναι ο μοχλός των αστικών στρατηγικών πολιτικών (urban strategic policies) και η οικονομία ο βασικός ρυθμιστής των αστικών παραμέτρων. Οι αστικοί δημόσιοι χώροι, αποκτούν οικονομική διάσταση στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς που επιβάλλει η παγκόσμια οικονομία και καθορίζονται από τον τρόπο εφαρμογής και άσκησης της πολιτιστικής και κοινωνικής πολιτικής. Ο όρος «εφαρμόζω ή ασκώ πολιτική», συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής και κοινωνικής πολιτικής που αναπτύχθηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια, υπονοεί ενδεχομένως τη δημιουργία ενός καινούργιου πράγματος το οποίο δεν υπήρχε πότε πριν. Αυτό οδηγεί σε μια λανθασμένη διαπίστωση. Τις περισσότερες φορές, υπάρχουν λειτουργικές πολιτικές, οι οποίες σχετίζονται με τα ζητήματα που προκύπτουν μέσα σε μια κοινωνία και στα οποία οι τοπικές αρχές οφείλουν να δώσουν απαντήσεις. Μπορεί να είναι πολιτικές, δύσκολα αναγνωρίσιμες, δύσκολα εφαρμόσιμες, ή ακόμα πολιτικές που επιφέρουν επιβλαβείς συνέπειες. Αλλά πάντα προ-υπάρχουν πολιτικές. Η διαδικασία της άσκησης πολιτικής σε ένα χώρο είναι συνήθως μια πράξη κριτικής, ανασκόπησης και στη συνέχεια τροποποίησης, επέκτασης ή αντικατάστασης υπαρχόντων πολιτικών. Η ανάγκη άσκησης πολιτικής προκύπτει αρχικά από μια κοινωνική κατάσταση που απαιτεί την παρέμβαση των τοπικών αρχών για την επίλυση της και δεν μπορεί να επιλυθεί άμεσα από τις ισχύουσες λειτουργικές πολιτικές. Αυτό συμβαίνει γιατί πολλές φορές μπορεί να υπάρξει
176
μια μεταστροφή στη γνώση που κατέχουν οι τοπικές αρχές για την κοινωνία, τα πληροφοριακά συστήματά της, ή το σύστημα αξιών της, οδηγώντας στην επανεκτίμηση των παρόντων πολιτικών. Συνεπώς, η μεθοδολογία πολιτιστικής και κοινωνικής ενεργοποίησης των αστικών τοπίων, συνδυάζεται με τη μεθοδολογία άσκησης πολιτικής, η οποία βασίζεται στην κριτική ανασκόπηση εφαρμοσμένων πολιτικών, οι οποίες αδυνατούν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα. Μεθοδολογία σχεδιασμού αστικών πολιτιστικών τοπίων Πριν το σχεδιασμό των αστικών υπαίθριων χώρων, απαραίτητη είναι η ανάγνωση του αστικού τοπίου ως προϊόν αστικών πολιτιστικών διαδικασιών (Anderson, Domosh & Thrift, 2003). Όπως αναλύθηκε και σε προηγούμενα κεφάλαια, ο πολιτισμός διαμορφώνει τις κοινωνίες και κατ’ επέκταση συμβάλλει στις κοινωνικές αναπλάσεις, καθώς αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται το χώρο τους, ενδυναμώνει την έκφραση των ατομικών και συλλογικών ιδεών και αναγκών, αυξάνει την εθελοντική συμμετοχή των πολιτών στις συλλογικές δράσεις, αλλάζει την εικόνα και τη φήμη ενός τόπου ή μιας ομάδας ανθρώπων, ενθαρρύνει τις συνεργασίες ιδιωτικού-δημόσιουεθελοντικού τομέα και προωθεί νέες προσεγγίσεις στην αξιολόγηση, τη διαβούλευση και την αναπαράσταση του αστικού χώρου (Catterall, 1998). Rethinking the cultural Η επαναδιαπραγμάτευση του όρου «πολιτιστικός», βελτιώνει τις διαδικασίες αστικών πολιτιστικών αναπλάσεων. Επαναδιαπραγμάτευση της πολιτιστικής παραμέτρου στο σχεδιασμού, σημαίνει αποδοχή της συμμετοχής ενός «πολιτιστικού πρωταθλητή» στη διαδικασία ανάπλασης. Ο «πολιτιστικός πρωταθλητής» μπορεί να είναι ένα άτομο από την κοινωνία σε ρόλο «κοινωνικού επιχειρηματία», ή ακτιβιστή (Catterall, 1998). Επίσης, το “rethinking the cultural” περιλαμβάνει την ενσωμάτωση του πολιτισμού στο στάδιο του στρατηγικού σχεδιασμού ενός πρότζεκτ, κι όχι
177
στο στάδιο της «πώλησής» του για αστική κατανάλωση. Ενθαρρύνει τη διεπιστημονική προσέγγιση, προβλέπει την διαμορφωτική αξιολόγηση από το επίπεδο του σχεδιασμού, προσδίδει ευελιξία στις αλλαγές, εξετάζει την ποιότητα του περιβάλλοντος και της προσβασιμότητας, μέσω του σχεδιασμού εγκαταστάσεων για τη δημόσια ζωή και την ενσωμάτωση δημόσιων υπηρεσιών. Τέλος, καθιστά εφικτή την ουσιαστική διαβούλευση με κατοίκους, επιχειρήσεις και συμμετέχοντες και τη βιωσιμότητα του έργου, καθώς οι συμμετέχοντες επιδιώκουν να διατηρήσουν την «ιδιοκτησία» της πολιτιστικής ανάπλασης, έχοντας γνώση της συμβολής τους (Catterall, 1998). Οι πολιτιστικές αναπλάσεις, άλλωστε, εστιάζουν στη δυνατότητα της ίδιας της κοινωνίας να αναπτύσσεται από μόνη της και να εκφράζεται. (Vickery, 2007).
Rethinking the social 2003. Jackson. “The social has not been replaced by the cultural: but is increasingly refracted through the cultural” (μετάφραση: «το κοινωνικό δεν έχει αντικατασταθεί από το πολιτιστικό: αντίθετα διαθλάται διαμέσου του πολιτιστικού»)
Στις διαδικασίες αστικών αναπλάσεων γίνεται επιτακτική η ανάγκη ανάγνωσης του κοινωνικού μέσω του πολιτιστικού. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως διακρίνεται η σχέση κοινωνικό-χωρικό-πολιτιστικό, όπου όλες οι παράμετροι είναι σε σχέση αλληλεξάρτησης στο αστικό τοπίο, και δεν μπορούν να αναγνωστούν ξεχωριστά (Gregson, 2003). Η επιστήμη της κοινωνικής γεωγραφίας συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση της επαναδιαπραγμάτευσης του ρόλου του κοινωνικού στην ενεργοποίηση των αστικών υπαίθριων χώρων. Η κοινωνική πόλωση, για την κοινωνική γεωγραφία, είναι αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και αντανακλά την πόλωση και την ανισότητα στο δημόσιο χώρο. Για το λόγο αυτό, πριν από μια αστική επέμβαση οφείλεται να εξετάζεται κατά πόσον τα άτομα συσχετίζονται μεταξύ τους και πόσο σημαντική
178
είναι η πολιτική της κοινής συλλογικής ταυτότητας και της διαφοράς (Solesbury, 1974).
4.2. Αστικά πολιτιστικά τοπία. Αρχές και εργαλεία προγραμματισμού. Στο παρόν υποκεφάλαιο θα αναπτυχθούν μια σειρά από αρχές και εργαλεία που είναι απαραίτητα για την πολιτιστική και κοινωνική αναζωογόνηση των αστικών υπαίθριων χώρων.
4.2. A. Χρονικά σενάρια (time-based scenarios). Το πρώτο και πιο σημαντικό από αυτά, είναι η ενσωμάτωση των «χρονικών σεναρίων» (“time-based scenarios”), κατά το σχεδιασμό (Solesbury, 1974). Ο χρόνος και οι μεταβολές που επιφέρει στο χώρο, αποτελούν το μοχλό του στρατηγικού προγραμματισμού του αστικού τοπίου. Τα στρατηγικά σχέδια (structure plans) ικανοποιούν πέντε βασικές λειτουργίες. Πρώτον, μπορούν να ερμηνεύσουν τις εθνικές και τοπικές πολιτικές. Δεύτερον, μπορούν να δηλώσουν τους στόχους και τη στρατηγική πολιτική. Τρίτον, μπορούν να προωθήσουν στρατηγικά τους πολιτικούς κανόνες και πρότυπα, αλλά και να διευθετήσουν τις αποφάσεις. Τέταρτον, μπορούν να παρέχουν ένα πλαίσιο λεπτομερών
Κεφάλαιο 4.1. [1] Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. A Rough Guide. In: Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications. [2] Catterall, B. 1998. Culture as a Critical Focus for Effective Urban Regeneration. Town & Country Planning Summer School, University of York [3] Gregson, N., 2003. Reclaiming “The Social” in Social and Cultural Geography. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications [4] Jackson, P., 2003. Rethinking the Social. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications [5] Solesbury, W. 1974. Policy in Urban Planning, Structure plans, programmes and local plans. Pergamon Press [6] Vickery, J. 2007. The emergence of Culture-led Regeneration: A Policy concept and its discontents. University of Warcwick. Available In: http://go.warwick.ac.uk/wra
179
πολιτικών ζητημάτων. Πέμπτον, μπορούν να γεφυρώσουν βασικά χωρικά θέματα και πολιτικές (Solesbury, 1974). H οικονομία, η πολιτική και ο σχεδιασμός του χώρου αντικατοπτρίζεται στις υποδομές, τη λειτουργία, την ποιότητα του περιβάλλοντος, την τοποθεσία και κινητικότητα και το βαθμό μεταβολής. Επίσης, η στρατηγική αστική πολιτική (strategic urban policy), διευθετεί τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ περιοχών εργασίας και περιοχών κατοικίας, μεταξύ κέντρων πόλεων και κέντρων συνοικιών και μεταξύ αστικών περιοχών και περιοχών αναψυχής (Solesbury, 1974).
4.2. B. Αστική στρατηγική πολιτική (urban strategic policy) H στρατηγική πολιτική κατευθύνει τον προγραμματισμό των αστικών τοπίων, καθώς όπως αναφέρθηκε πιο πάνω λαμβάνει υπόψιν τον παράγοντα χρόνο (capital investment and time specification). Στον στρατηγικό προγραμματισμό, τα σχέδια ενσωματώνουν ημερομηνίες κλειδιά (key dates), οι οποίες αφορούν σε χρονικές στιγμές κατά τις οποίες προκύπτουν νέα ζητήματα προς διευθέτηση. Επίσης, στο στρατηγικό προγραμματισμό γίνεται χρήση του διαγράμματος κλειδιού (key diagram), το οποίο απεικονίζει χρήσιμα στιγμιότυπα ενδεχόμενων αποτελεσμάτων και σημαντικών αλλαγών των αποφάσεων που πάρθηκαν για μια συγκεκριμένη περιοχή σε ένα προδιαγεγραμμένο χρονικό ορίζοντα. Τα στρατηγικά σχέδια αναλύονται ως προς shortterm dates (0-5 χρόνια), medium-term dates (5-15 χρόνια), long-term dates (15-25 χρόνια). Επίσης, ανάλογα με το εύρος της περιοχής που καλύπτουν διακρίνονται τα περιφερειακά σχέδια (district plans) και τα υποκείμενα σχέδια (subject plans), που αφορούν σε ακόμα μικρότερη χωρική και στρατηγική κλίμακα (Solesbury, 1974).
4.2. Γ. Αξιολόγηση των αστικών υπαίθριων χώρων (evaluation). Τα τελευταία χρόνια οι δύο έννοιες που απασχολούν το σχεδιασμό των αστικών υπαίθριων χώρων είναι η διαβούλευση και η αξιολόγηση. Κεφάλαιο 4.2.Α. [1] Solesbury, W. 1974. Policy in Urban Planning, Structure plans, programmes and local plans. Pergamon Press Κεφάλαιο 4.3.B. [1] Solesbury, W. 1974. Policy in Urban Planning, Structure plans, programmes and local plans. Pergamon Press
180
Και οι δύο έννοιες χρησιμοποιούνται κατά τον προγραμματισμό: η διαβούλευση αφορά σε δημοκρατικότερες διαδικασίες λήψης αποφάσεων, όπου οι αστικές επεμβάσεις γίνονται κοινωνικά και πολιτιστικά αποδεκτές και επιδρούν αποτελεσματικότερα στις διαπροσωπικές σχέσεις, την κοινωνική συνοχή και τη διαμόρφωση συλλογικής ταυτότητας. Αντίστοιχα, μέσω της αξιολόγησης ανιχνεύονται οι κανόνες που οργανώνουν το αστικό τοπίο και πως επηρεάζουν τις εμπειρίες που αποκομίζει ο χρήστης από αυτό (Clemmensen, Daugaard & Nielsen, 2010). Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της πολεοδομίας και του αστικού σχεδιασμού, Thomas Sievers, Francois Ascher, Bernardo Secchi και Paola Vigano, απαραίτητη προϋπόθεση για το σχεδιασμό του αστικού τοπίου είναι η κατανόηση του ως «γεφύρωση» των δίπολων «πόλη» και «τοπίο». Η ουσιαστική κατανόηση του αστικού τοπίου διαμορφώνει, επίσης, μια σφαιρικότερη αντίληψη για τον τρόπο και τον λόγο των αστικών παρεμβάσεων. Ο έλεγχος των αστικών διαδικασιών είναι μια τάση που αμφισβητείται πλέον στο σχεδιασμό. Οι σύγχρονες απόψεις συγκλίνουν περισσότερο στον προγραμματισμό αντί του τελεολογικού σχεδιασμού, καθώς λαμβάνονται υπόψιν περισσότερες παράμετροι του τοπίου, όπως η διάσταση του χρόνου και τα απρόοπτα συμβάντα (Clemmensen, Daugaard & Nielsen, 2010).Άλλωστε, ο ρόλος της αρχιτεκτονικής τοπίου, της πολεοδομίας και του αστικού σχεδιασμού είναι να ορίσουν το πλαίσιο, να θέσουν τα κίνητρα και να διαμορφώσουν έναν ευέλικτο χώρο, ο οποίος δύναται να προσαρμόζεται σε όλες τις συνθήκες. Αυτή η άποψη προέκυψε από την κριτική στάση των τελευταίων χρόνων απέναντι στην αισθητική του μοντέρνου αστικού τοπίου και στην αξιολόγηση των αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων που επιθυμούσαν να αλλάξουν την αστική πραγματικότητα, όπως υποστηρίζεται στο βιβλίο “The Almost Perfect Town”, των Ventouri, Scott Brown και Izenour, το 1972.
181
4.2. Δ. Οι στόχοι του προγραμματισμού των αστικών υπαίθριων χώρων. Για τους σύγχρονους στοχαστές του αστικού τοπίου δεν υπάρχει η έννοια της τέλειας πόλης. Αντίθετα, υπάρχουν κοινωνικές συμπεριφορές και σχέσεις των κατοίκων με το περιβάλλον τους, οι οποίες διαρκώς αλλάζουν και πρέπει να ανακαλυφθούν. Ο θεωρητικός Sieverts, ενισχύει την πολιτιστική στρατηγική, καθώς γι’ αυτόν είναι μια διαδικασία πολιτιστικής μετατροπής του αστικού τοπίου «στο οποίο κατοικούμε», το οποίο θα πρέπει να αποτελεί τμήμα του αστικού μας πολιτισμού (Clemmensen, Daugaard & Nielsen, 2010). Η πολιτιστική στρατηγική του Sieverts, εφαρμόζεται στο αστικό τοπίο, όταν κάθε κτίσμα ή παρέμβαση συμβάλλει στο κοινό, είτε αισθητικά είτε προσφέροντας κάποια δημόσια χρήση. Επίσης, όταν κάθε κτίσμα ή παρέμβαση περιλαμβάνει ποιότητες συνέχειας, ώστε να αποτελεί τμήμα μιας μεγαλύτερης και ευρύτερης μονάδας και να διαθέτει στοιχεία μετάβασης, όπως είναι τα όρια και οι μπροστινοί κήποι σπιτιών, οι είσοδοι σε μεγάλα δημόσια κτήρια και οι δημόσιες σκάλες. Στην πολιτιστική στρατηγική, κάθε περιβάλλον που σχεδιάζεται δίνει χώρο
Κεφάλαιο 4.2.Γ. [1] Ascher, F. 2004. Metapolis: A Third Modern Urban Revolution – Changes in Urban Scape and Shape in France. In l. Bolling and T. Sieverts (eds.) Mitten am Rand. Auf dem Weg von der Vorstadt uber die Zwischenstadt zur Regionalen Stadtlandschaft. Zwischenstadt, Band I. Wuppertal: Verlag Muller +Busmann, pp. 24-37 [2] Ascher, F. 2007. Multimobility, multispeed cities: a challenge for architects, town planners and politicians. Places 19 (1): pp. 36-42 [3] Clemmensen, T.J. Daugaard, M. Nielsen, T. 2010. Qualifying urban landscapes. In: Journal of Landscape Architecture. Autumn 2010 [4] Secchi, B. 2007. Rethinking and redesigning the urban landscape. Places 19 (1): pp.6-11 [5] Secchi, B., Vigano, P. (eds.). 2009. Antwerp – Territory of a New Modernity. Amsterdam: SUN Architecture [6] Sieverts, T. 2008. Improving the Quality of Fragmented Urban Landscapes – a Global Challenge! In H. Von Seggern, J. Werner, L. GrosseBachle (eds.) Creating Knowledge – Innovation Strategies for Designing Urban Landscapes. Berlin: Jovis, pp. 252-265 [7] Sieverts, T. 2008. Where We Live Now. In Stadler, M. (ed.) Where WE Live Now – an Annonated Reader. By: Lulu Publishing, pp. 21-82 [8] Venture, R., Brown, D. S., Izenour, S. 1972. Learning from Las Vegas. The forgotten Symbolism of Architectural Form. Cambridge. The MIT Press [9] Vigano, P. 2010. The metropolis of the 21st century: the project of the porous city. Oase 80: pp. 91-108 [10] Vigano, P. 2010. On Porosity. In Rosemann, J. (ed.) Permacity. International Forum on Urbanism (IFOU)
182
σε δημόσιες δραστηριότητες, όπως είναι η επικοινωνία και δημιουργεί χώρο για πολλαπλές δραστηριότητες, ώστε διαφορετικοί άνθρωποι να έρθουν σε επαφή και να επικοινωνήσουν. Τέλος, τα εργαλεία και οι τεχνικές του αστικού πολιτιστικού στρατηγικού σχεδιασμού αποτελούν νέες «μαλακές» στρατηγικές διαπροσωπικών σχέσεων, αντανακλώντας την οικονομία, τον πολιτισμό και τα ενδιαφέροντα όλων των ανθρώπων ισότιμα. Οι πέντε στόχοι που τίθενται είναι: α. η οικειοποίηση του αστικού τοπίου και η αυτό-οργάνωση, β. η συμβίωση και η συγκατοίκηση. Ο ποιοτικός αστικός χώρος οφείλει να στεγάζει μια ευρεία γκάμα πολιτισμών, δραστηριοτήτων και ενδιαφερόντων, τα οποία θεμελιώνουν τις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες, γ. η ενσωμάτωση των «ζωνών διαπραγμάτευσης», οι οποίες προσλαμβάνουν το διαφορετικό. (zones of negotiation), δ. η συνέχεια και η συνδεσιμότητα: πρέπει να σχεδιάζονται χώροι σε ρόλο συνενωτικό (glue) μεταξύ διαφορετικών χωρικών ποιοτήτων, ώστε να διασφαλίζεται η συνδεσιμότητα των αστικών τοπίων ε. ο περιορισμός των ορίων στο αστικό τοπίο. Επίσης, στο σχεδιασμό δεν πρέπει να παρακάμπτονται οι λεγόμενοι «χώροι παρασκηνίου» (backstage areas), χώροι με μικρό βαθμό παρέμβασης και χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης. Στην καθημερινότητα, οι χώροι αυτοί υποδέχονται συνήθως τη δημόσια τέχνη (graffiti).
4.2. Ε. Οι αρχές του προγραμματισμού των αστικών υπαίθριων χώρων.
Ο Ascher, το 1999, υποστήριξε πως ο σχεδιασμός της πολυδιάστατης «Μετάπολης» πρέπει να υπακούει σε μια σειρά από αρχές. Η διάχυτη πόλη προσλαμβάνεται ως το προϊόν της τρίτης φάσης του μοντερνισμού και εμπεριέχει ένα σύστημα οικονομικών, πολιτιστικών
Κεφάλαιο 4.2.Δ. [1] Clemmensen, T.J. Daugaard, M. Nielsen, T. 2010. Qualifying urban landscapes. In: Journal of Landscape Architecture. Autumn 2010s
183
και κοινωνικών στοιχείων άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, ο Ascher διέκρινε ως αναγκαίες συνθήκες στον αστικό σχεδιασμό τις εξής: α. ανάπτυξη των υπηρεσιών και των υποδομών σε αστικές περιοχές χαμηλής πυκνότητας, ώστε να γίνουν ενεργειακά αυτόνομες, β. ανάπτυξη εναλλακτικών κέντρων, εκτός από τα ιστορικά, γ. εφαρμογή οικονομικών κίνητρων, ώστε να προωθείται ο συνδυασμός της κατοικίας με άλλα προγράμματα (Clemmensen, Daugaard & Nielsen, 2010). Οι Bernardo Secchi και Paola Vigano, διαμορφώνουν την νέα ατζέντα του στρατηγικού σχεδιασμού. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας νέας μητροπολιτικής μορφής η οποία συμπεριλαμβάνει μεγάλες αστικές περιοχές, όπου τα αστικά πολιτιστικά τοπία και το κτισμένο περιβάλλον διαδρούν μεταξύ τους. Σήμερα, η οικονομία και οι κοινωνικές δυνάμεις δεν εκφράζονται τόσο δυναμικά στο χώρο, όσο στην βιομηχανική εποχή. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν κατά τον στρατηγικό προγραμματισμό του τοπίου. Αρχικά, πρέπει να γίνεται, όπως είδαμε και πιο πάνω, η σωστή αξιολόγηση των χρήσεων, ώστε αυτές να είναι συμβατές με το περιβάλλον όπου εφαρμόζονται. Στη συνέχεια, οι βασικές αρχές που πρέπει να ακολουθούνται είναι η αντικατάσταση περιοχών ζωνοποίησης με αναδυόμενα στοιχεία όπως «πορώδεις χρήσεις και δραστηριότητες» (porosity of uses and activities) και η αντικατάσταση των αρχών της εγγύτητας, με την αρχή της «σωστής απόστασης» η οποία καθορίζεται από τους χρήστες και εκφράζει την απόσταση που είναι διατεθειμένοι να διανύσουν για να επισκεφτούν ένα χώρο δραστηριοτήτων (Clemmensen, Daugaard & Nielsen, 2010). Ο προγραμματισμός του τοπίου οφείλει να προσβλέπει στον εξευγενισμό των υποδομών και στο συσχετισμό τους με τη φύση, ώστε να ξεπεραστούν τα κατάλοιπα του μοντερνισμού που μετέτρεψε τα πάρκα και τους ανοιχτούς δημόσιους χώρους σε «νεκρά συμβάντα»
184
(dead events). Ή σε άλλες περιπτώσεις, όπως τα εθνικά πάρκα, όπου ο μοντερνισμός συνέβαλε στη μετατροπή της φύσης σε πόλο έλξης τουριστών στο πλαίσιο μιας «οικονομίας των εμπειριών» (experience economy). Ο προγραμματισμός του τοπίου πρέπει να δίνει έμφαση στις συγκεκριμένες παραμέτρους: Α. Στις γραμμικές διευθετήσεις: η οργάνωση διαφορετικών χωρικών συστημάτων με σκοπό τη δημιουργία πολυλειτουργικών περιβαλλόντων, με αφετηρία την οδική αρτηρία ως δομικό στοιχείο. Β. Στο όριο ως χώρο: το μεταίχμιο μπορεί να συγκρατήσει και να συνενώσει αντικρουόμενα στοιχεία δημιουργώντας καταστάσεις ισορροπίας Γ. Στη σύνδεση και στον προορισμός: το βάρος μετατοπίζεται στο χώρο των ροών, όπου η κινητικότητα καθορίζει το σύγχρονο αστικό τοπίο. «Η υποδομή ενός χρήστη μπορεί να μετατραπεί σε εμπόδιο για κάποιον άλλον χρήστη του αστικού τοπίου» (Graham & Marvin, 2001). Στόχος αποτελεί η ελαχιστοποίηση της αντίληψης του ορίου για τις περιοχές όπου πραγματοποιείται η κίνηση Δ. Στους συμβιωτικούς οργανισμούς. Το σύγχρονο αστικό τοπίο μπορεί να προσληφθεί ως το «αρχιπέλαγος των θυλάκων» (archipelago of enclaves, Hajer & Reindorp, 2001), το οποίο περιλαμβάνει αμέτρητα ανεξάρτητα αστικά θραύσματα. Στόχος είναι η επίτευξη της ομοιογένειας μέσα από την διαφορά και την ποικιλομορφία. Ε. Στα ποικίλα αξιοθέατα: η μεγιστοποίηση του αριθμού των ανθρώπων οι οποίοι απολαμβάνουν ένα συγκεκριμένο χώρο. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ο σχεδιασμός των Loose space που αφορούν σε χώρους ανολοκλήρωτους, ανοιχτούς στους χρήστες να τους φανταστούν και να τους δημιουργήσουν από μόνοι τους.
Κεφάλαιο 4.2.Ε. [1] Clemmensen, T.J. Daugaard, M. Nielsen, T. 2010. Qualifying urban landscapes. In: Journal of Landscape Architecture. Autumn 2010 [2] Hajer, M. Reijndorp, A. 2001. In search of new public domain. Rotterdam: NAi Publishers [3] Graham, S. Marvin, S. 2001. Splintering Urbanism – Networked Infrastructures, Technological Mobilities and the Urban condition. London: Routledge
185
186
5.
Ε Λίγα λόγια για την πόλη
Με το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, ολοκληρώνεται η θεωρητική διερεύνηση: πρώτον του αστικού τοπίου, δεύτερον, των αστικών υπαίθριων χώρων και τρίτον, της μεθοδολογίας για την πολιτιστική και κοινωνική ενεργοποίησης τους. «Η πόλη είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε», υποστηρίζει ο Koolhaas. Αλλά το ζήτημα είναι για ποια «πόλη» μιλάει. Η λέξη «πόλη» αποτελεί ελληνική εφεύρεση και είναι εξαιρετικά δύσκολη η αφομοίωση της από την αγγλική γλώσσα, καθώς είναι ανύπαρκτη κάποια ισοδύναμη λέξη. Η πιο κοντινή μετάφραση είναι ίσως “a city state”, ή “a self-governing community” (LeGates & Stout (eds.), 2011) που στα ελληνικά μεταφράζεται: η «αυτό-διαχειριζόμενη κοινωνία». Είναι όμως σήμερα αυτό η πόλη; Μήπως είναι περισσότερο η πόλη του Koolhaas, όπου κυριαρχούν τα αστικά κατάλοιπα, τα «απολιτικ» κενά και οι, χωρίς ταυτότητα, ανεκμετάλλευτοι υπαίθριοι χώροι; Υπό το πρίσμα της κυριαρχίας της παγκόσμιας οικονομίας και της πολιτιστικής κατανάλωσης του αστικού τοπίου, οι σύγχρονες πόλεις μάλλον απέχουν πολύ από τις αυτο-διαχειριζόμενες κοινωνίες που προτείνει η μετάφραση. Μια άλλη άποψη είναι ότι η πόλη είναι οι κάτοικοι της, ή αλλιώς, το κοινωνικό της κεφάλαιο (βλ. κεφάλαιο 3ο). Ο Shakespeare καθόρισε με τη φράση του, “The people are the city”, το όραμα των όλων των μελλοντικών αστικών αναπλάσεων, φτάνοντας μέχρι το σήμερα. Ένα όραμα που εμπεριέχει την προσμονή για κάτι που είναι ανέφικτο στο παρόν, ορμώμενο από την πόλη που «μέλλει» να γίνει οι κάτοικοι της και ο πολιτισμός τους. Όμως, σε μια πόλη, όπου το κοινωνικό κεφάλαιο βρίσκεται σε κρίση, πως μπορούμε να μιλάμε για αστικό πολιτισμό και αστικό σχεδιασμό; Πώς μπορούμε να μιλάμε για κοινωνικές αναπλάσεις, όταν δεν έχουμε αντιμετωπίσει την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα δεσμό πλέον με τους κοινωνικούς θεσμούς – τις ομάδες γειτονιάς, τις τοπικές οργανώσεις, ακόμα και τα πολιτικά κόμματα – όπως ενδεχομένως είχαν παλαιότερα, ίσως και την εποχή
188
που έγραφε ο Shakespeare; Το κοινωνικό κεφάλαιο βρίσκεται σε παρακμή και η διάθεση συμμετοχής στα κοινά έχει χαθεί εντελώς στις σύγχρονες πόλεις. Μια εξήγηση είναι η μετατροπή της πόλης σε ένα πολιτιστικά καθορισμένο τοπίο, όπου με τον όρο πολιτισμός νοείται ο «υψηλός» πολιτισμός της όπερας, της συμφωνικής και του μπαλέτου. Πολιτισμός, όμως σε μια πόλη, είναι και η ραπ των κακόφημων γειτονιών, η σλανκγ, τα graffiti και η τζαζ των νέγρων. Συνεπώς, το αστικό τοπίο μετατρέπεται σε πεδίο μάχης δύο αντικρουόμενων πολιτισμών – της προϊστάμενης και της υφιστάμενης, της υψηλότερης και της κατώτερης, της a-class και της b-class, του ανώτερου πολιτισμού και του πολιτισμού όπως εκφράζεται μέσα από το αστικό δράμα. Ποιος πολιτισμός θα κυριαρχήσει και ποιος θα ηγεμονεύσει (βλ. ορισμός του πολιτισμού από τον Μαρξ, κεφάλαιο εισαγωγής) είναι απόφαση πολιτική και είναι απόφαση της άρχουσας/ αστικής τάξης. Οι πολιτικές αποφάσεις διαμορφώνουν τα πολιτιστικά τοπία των αρχών του 21ου αιώνα και τα προσφέρουν ως πολιτιστικά προϊόντα προς κατανάλωση, ορκίζοντας την αστική διαφήμιση και τη διαχείριση της φήμης, τους κυρίαρχους διαχειριστές στο αστικό τοπίο. Η πολιτική, όμως, εξελίσσεται και προσαρμόζεται στις εκάστοτε απαιτήσεις. Στις απαιτήσεις που προκύπτουν ίσως, από το κίνημα των Αγανακτισμένων, ίσως από την ανάγκη ενσωμάτωσης των μεταναστευτικών ρευμάτων και της επίλυσης των διαρκώς αυξανόμενων παραβατικών συμπεριφορών στις απρόσωπες γειτονιές. Η αστική πολιτική ξεπερνά το γκλάμουρ των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, των πολιτιστικών γεγονότων, της πολιτιστικής πρωτεύουσας και των διεθνών εκθέσεων, και αποκρίνεται στην κοινωνία πολιτών, η οποία οφείλει να συσπειρωθεί, ώστε να «σωθεί η πόλη». “It is our duty to save the polis”, λένε άλλωστε οι Άγγλοι εδώ και πολλούς αιώνες. Το κοινωνικό κεφάλαιο καθορίζει στη μακραίωνη πορεία της αστικής ιστορίας τις συλλογικές φιλοδοξίες και τους αγώνες, την καθημερινή ζωή των κατοίκων και τις στιγμές της αφύπνισής τους. Η πόλη εκφράζεται μέσα από την εξέλιξή της ως
189
θεσμός, ένας θεσμός πολιτιστικά και κοινωνικά καθορισμένος, όπου όλα τα παραπάνω συνιστούν τον προγραμματικό της πυρήνα. Επίσης, το αστικό τοπίο μετατρέπεται σε «αρχιπέλαγος» θυλάκων και διαφορετικών πολιτιστικών και κοινωνικών οντοτήτων, οι οποίοι διαμορφώνουν με τον δικό τους, διαφορετικό τρόπο τους αστικούς υπαίθριους χώρους. Για το λόγο αυτό, ο ρόλος των αρχιτεκτόνων τοπίου είναι η αφομοίωση της πολυπλοκότητας, η αποδοχή του τυχαίου, του χαοτικού, του αστικού γεγονότος, της προσαρμοστικότητας, έναντι του τελικού σχεδιαστικού προϊόντος. Συνοψίζοντας, ο αστικός υπαίθριος χώρος ενθυλακώνει αναρίθμητες εκδοχές του αστικού βίου. Ο αστικός βίος ξεδιπλώνεται όταν του δοθεί η χωρική ελευθερία, η οποία είναι εφικτή μόνο μέσα από την αρχιτεκτονική τοπίου. Άλλωστε, τα έργα της αρχιτεκτονικής τοπίου αντιπροσωπεύουν την απαίτηση για κοινωνική και πολιτιστική ενεργοποίηση του αστικού χώρου.
190
6.
Case study Δυτικό τείχος Θεσσαλονίκης
Context – Η περιοχή μελέτης Το δυτικό τείχος επιλέγεται ως case study για τους εξής λόγους: πρώτον, παρακολουθείται από χώρους κοινωνικής συμβίωσης τόσο στο παρόν - καταυλισμοί ρομά, καστρόπληκτα, πολυκατοικίες - όσο και στο παρελθόν - διαμορφωμένες συνοικίες συμβίωσης Ελλήνων, Τούρκων και Εβραίων μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Επίσης, περιλαμβάνει εκατέρωθεν χώρους διαφορετικών χρήσεων (κατοικίας, εμπορικούς, χώρους γραφείων), εκφράζοντας το κοινωνικό και πολιτιστικό παλίμψηστο. Τα έργα του μετρό ανακαλύπτουν σημειακά, μέσω της βύθισης, το χωρικό αυτό παλίμψηστο, ενώ η στάση που πρόκειται να διαμορφωθεί μπροστά από τη Χρυσή Πύλη, λειτουργεί ως στιγμιότυπο πολιτιστικής ανακάλυψης. Τα δίπολα “μέσα-έξω”, “εντός-εκτός των τειχών” και “είσοδος στην πόλη-έξοδος από την πόλη” βρίσκονται σε μια διαρκή χωρική ανισορροπία, προσδίδοντας ένταση στο χώρο. Οι χωρικές αυτές δυνάμεις εκτονώνονται στην πλατεία γύρω από το δικαστήριο, όπου κομμάτι του δυτικού τείχους εισχωρεί στο κτίριο του δικαστικού μεγάρου, αποδεικνύοντας την ανύπαρκτη σχέση μεταξύ του κτισμένου και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Concept – Η Γενική Ιδέα Με αφετηρία τη στάση του μετρό στην περιοχή, ξεδιπλώνεται το νήμα της πολιτιστικής ιστορίας. Σε συνδυασμό με κτίρια και χώρους πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως η πλατεία Αγ. Αποστόλων, η πλατεία Μουσχουντή και η πλατεία Διοικητηρίου, αναδύεται ένα οργανωμένο δίκτυο χώρων πολιτισμού. Τα αδιαμόρφωτοι αστικά κενά μεταξύ της οδού Λαγκαδά και του τμήματος του Δυτικού τείχους, διαμορφώνονται σύμφωνα με τη λογική των “glue spaces”- δηλαδή χώρων συγκολλητικών ή χώρων συνένωσης, οι οποίοι παραλαμβάνουν διάφορες χρήσεις, μπορούν να αλλάζουν εποχιακά και σχεδιάζονται μονάχα εν μέρει, ώστε να επιτρέψουν επιπλέον σχεδιαστικές παρεμβάσεις από τους κατοίκους της περιοχής. Το κομμάτι του δυτικού τείχους που έχει βορειοδυτικό προσανατολισμό
192
αποκτά χαρακτήρα κοινωνικού περιπάτου, με την πιθανή εφαρμογή τμημάτων αστικής αγροκαλλιέργειας. Επιπροσθέτως, οι αμήχανοι χώροι εντός της πλατείας και μέσα από το φρούριο του Βαρδαρίου, μετατρέπονται σε μια ενιαία πλατεία κοινωνικού φόρουμ, όπου εφαρμόζονται πολιτιστικά πρότζεκτ. Τέλος, οι δύο άξονες σύνδεσης με το θαλάσσιο μέτωπο- η Βενιζέλου και η Δραγούμη- προσεγγίζονται πειραματικά με την εφαρμογή λογικών αντίστοιχων των “streetscapes”.
193
Η πόλη ως μωσαϊκό θραυσμάτων
Αστική Γεωργία
Διαχείριση Υδάτων
Πολιτισμός
194
σταθμός τρένων
Δυτικό τείχος
Μουσχουντή Εκκλησία Αγ. Αποστόλων
Πλατεία Διοικητηρίου
Περιοχή Εστίασης
Ρωμαϊκή Αγορά
λιμάνι
Πλατεία Ελευθερίας
Δίκτυο σημαντικών αστικών υπαίθριων χώρων
Πλατεία Αριστοτέλους θαλάσσιο μέτωπο
Έξοδος από την πόλη
τί α
Ο οργανικός ιστός στην Άνω Πόλη
τα θμ ός τρένων
Εγ να
Σ
Πλατεία Μουσχουντή Πλατεία Αγ. Αποστόλων Αγ .Δ ημ
ητ
ρίο υ
Αδιαμόρφωτοι υπαίθριοι χώροι
Είσοδος στην πόλη
Έργα εκσκαφής μετρό
Ίω νο ς
Δρ αγ Βε ού νιζ μη έλ ου
Αδιαμόρφωτοι υπαίθριοι χώροι
Άξονες σύνδεσης με θαλάσσιο μέτωπο
λιμάνι
Αρχές 20ου - Δυτικό τείχος Θεσσαλονίκης, βασικές πολιτιστικές υποδομές
Λυταία Πύλη Τζαμί Κινστέρνα
Ναός Αγ. Αποστόλων
Λουτρό Χάνι Τζαμιά Χρυσή Πύλη Διοικητήριο Λουτρό
Τζαμί Φρούριο Βαρδαρίου Οκταγωνικός πύργος
Εκκλησία Πύργος Αναγλύφου
Αγγλική Σχολή
Χάνι Λουτρό
Εκκλησία
Λιμάνι Μεγάλου Κων/ντινου
Ίχνος θαλάσσιου τείχους
Αρχές 19 ου, πολιτιστικά κτίρια
Έξοδος από την πόλη
τί α
τα θμ ός τρένων
Εγ να
Σ
Αγ .
Πλατεία Μουσχουντή Δη μ
ητ
ρίο υ
Πλατεία Αγ. Αποστόλων
Αδιαμόρφωτοι υπαίθριοι χώροι
Είσοδος στην πόλη
Έργα εκσκαφής μετρό Πλατεία Διοικητηρίου
Βε νιζ έλ ου
Ίω νο ς
Δρ αγ
ού μη
Αδιαμόρφωτοι υπαίθριοι χώροι
λιμάνι
Υπέρθεση χρονικών φάσεων - Δυτικό τείχος Θεσσαλονίκης
Άξονες σύνδεσης με θαλάσσιο μέτωπο
Γραμμικός περίπατος
Διαμορφωμένοι χώροι σύνδεσης (glue spaces)
3 2
Διαμόρφωση αμήχανων υπαίθριων χώρων
4
Πλατεία κοινωνικού forum 1 1. Στάση μετρό 2.Πλατεία Αγ. Αποστόλων 3. Πλατεία Μουσχουντή 4.Πλατεία Διοικητηρίου
Το δυτικό τείχος Θεσσαλονίκης. Ενεργοποίηση πολιτιστικών τοπίων
ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΥΡΟ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ
Κοινότητα roma - δυνατό κοινωνικό παλίμψηστο ΚΑΤΟΨΗ ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΤΕΙΧΟΣ
Υπάρχοντες υπαίθριοι χώροι ως χώροι συνδεσιμότητας
Πρόταση χωρικής διευθέτησης πολιτιστικών δραστηριοτήτων
Στάση μετρό: Μια πρόταση επανάκτησης του πολιτιστικού παλίμψηστου
ΜΙΑ “ΔΙΑΔΟΧΗ” ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΏΝ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ
Εγ
να
] τρένων
έξω από το τείχος
τία
Ο “κοινωνικός περίπατος”- πρόταση γραμμικής διευθέτησης αστικών καλλιεργειών
στ αθ μος
[
Α
γ. Διαμόρφωση Δ ενός δικτύου πολιτιστικών χώρων
Πρόταση διαμόρφωσης ευέλικτων χώρων “συγκόλλησης”
Καλύτερη χωρικής συσχέτισης μεταξύ των δύο βασικών κόμβων μεταφοράς
ημ
ητ
ρίο υ
[ μέσα από το τείχος ] Διαμόρφωση της πλατείας “Κοινωνικής Δικαιοσύνης”: φεστιβαλ και flagship projects, υπαίθριο “Κοινωνικό Φορουμ”.
έλ ου
Ίω
λιμάνι
νο ςΔ Βε ρα νι ζ γ
ού μη
“Streetscapes” στον διπλό άξονα Καλύτερη σύνδεση με το θαλάσσιο μέτωπο
Συμβίωση + Θύλακας
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Θύλακες αστικής καλλιέργειας - στόχος η ενίσχυση του αισθήματος συμμετοχής και κοινωνικής ισότητας
Διαμόρφωση κήπων βροχής - στόχος η καλύτερη διαχείριση υδάτινων πόρων και η εξασφάλιση ποσότητας νερού για τις αγροκαλλιέργειες
Θύλακες πολυπολιτισμικών κήπων για περιοδικές εκθέσεις. Φυτεύονται με ξηρικά ήδη και αποτελούν υπαίθριους χώρους εκθέσεων και προβολών κατά μήκος του τέιχους
Χώρος καθιστικών. Συγκέντρωση και συζήτηση
Θραύσματα υδάτινων επιφανειών
Εικόνες Αναφοράς Πατημένο χώμα
Ενδιάμεσα δάπεδα διαδρομών
Σκληρά δάπεδα Πλατεία Κοινωνικού Forum
Δεξαμενές συλλογής βρόχινου νερού
Κήποι εκθέσεων με ξηρικές καλλιέργειες
ZOOM 1.
Αγρωστώδη
Zoom .2
Διαδρομή deck
Zoom .1 Εκθεσιακά follies
Zoom .3
Κήποι βροχής
Εκθεσιακά follies
Πατημένο χώμα
Στέγαστρο
ZOOM 2.
ZOOM 3. Αγρωστώδη
Πλατεία Κοινωνικού Forum
Καλλιέργειες
Κήπος βροχής με αγρωστώδη
Δεξαμενές συλλογής νερού
Νερό Κήποι εκθέσεων Ξηρικά είδη
Εφαρμογή Streetscapes
Εφαρμογή Streetscapes
Χαμηλές πόες. Ξηρότερη. Εξωτερική ζώνη
Θάμνοι. Ενδιάμεση ζώνη
Λαχανικά
Δέντρα. Υγρότερη. Εσωτερική ζώνη
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Περιοχή: “Φύτεψε το δικό σου θάμνο” Concept Συμμετοχικής φύτευσης
Αστικές καλλιέργειες
Φυτά κήπου βροχής
Περίπτερα πολιτισμού
Κοινωνικό Φόρουμ Συνάθροιση και πολιτική συνδιαμόρφωση
Περιοχή συμμετοχικής φύτευσης
Κήπος Βροχής
Υδάτινο στοιχείο με πίδακες νερού
Χώρος περιοδικών εκθέσεων Κήπος με αγρωστώδη
Χαμηλά τοιχεία από χυτό υλικό
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Περιοχή: “Φύτεψε το δικό σου θάμνο” Concept Συμμετοχικής φύτευσης
Αστικές καλλιέργειες
Φυτά κήπου βροχής
Coryllus avellana
Λίστα δέντρων κήπου βροχής.
Ilex verticillata
Κοινά για ζώνη Α και Β
Mahonia aquifolium
Arundo donax Carex pendula
Alnus cordata
Myrtus communis
Alnus glutinosa
Nandina domestica
Alnus incana
Nerium oleander
Deschampsia caespitosa Eleocharis acicularis Eleocharis palustris
Fraxinus angustifolia
Salix caprea
Equisetum hyemale
Gleditschia triacanthos
Salix cinerea
Juncus effusus
Liquidambar sp
Salix purpurea
Juncus inflexus Sambucus nigra
Platanus orientalis
Juncus pratens Symphoricarpus albus
Molinia caerulea
Salix alba
Tamarix parviflora
Panicum virgatum
Taxodium distichum
Κήπος Βροχής
Viburnum opulus
Scirpus cernuus Vitex agnus-castus
Λίστα θάμνων κήπου βροχής. Zώνη Α. Αγρωστώδη κήπου βροχής. Zώνη Β. Cornus stolonifera Cornus stolonifera Ilex verticillata Ilex verticillata Salix caprea Salix caprea Salix cinerea Salix cinerea Salix purpurea Salix purpurea Sambucus nigra Sambucus nigra Tamarix parviflora Tamarix parviflora
Λίστα θάμνων κήπου βροχής. Zώνη Β. Aucuba japonica
Κήπος με αγρωστώδη
Calamagrostis x acutiflora Carex pendula Deschampsia caespitosa Eleocharis acicularis Eleocharis palustris Juncus pratens Miscanthus sinensis Molinia caerulea
Aucuba japonica Cornus sanguinea
Panicum virgatum
Cornus sanguinea Cornus stolonifera
Scirpus cernuus
Cornus stolonifera Coryllus avellana Coryllus avellana Ilex verticillata Ilex verticillata Mahonia aquifolium
Χαμηλά τοιχεία από χυτό υλικό
Arundo donax
Mahonia aquifolium Myrtus communis Myrtus communis Nandina domestica Nandina domestica Nerium oleander Nerium oleander Salix caprea Salix caprea Salix cinerea Salix cinerea Salix purpurea Salix purpurea Sambucus nigra Sambucus nigra Symphoricarpus albus Symphoricarpus albus Tamarix parviflora Tamarix parviflora
Αγρωστώδη κήπου βροχής. Zώνη Α.
Arundo donax Arundo donax Carex pendula Carex pendula Deschampsia caespitosa Deschampsia caespitosa Eleocharis acicularis Eleocharis acicularis Eleocharis palustris Eleocharis palustris Equisetum hyemale Equisetum hyemale Juncus effusus Juncus effusus Juncus inflexus Juncus inflexus Juncus pratens Juncus pratens Molinia caerulea Molinia caerulea Panicum virgatum Panicum virgatum Scirpus cernuus Scirpus cernuus
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΗΠΩΝ ΒΡΟΧΗΣ
Source: Municipality of Thessaloniki, Protection, Management and Promotion of the Environmental Resources, Integrated Green Cities, September 2013
Ενδεικτικές απεικονίσεις και τομές κήπου βροχής Προτεινόμενα είδη για τους χρήστες του τοπίου
Liquidambar sp
Salix purpurea
Fraxinus angustifolia
Ξηρότερη
Salix alba
Miscanthus sinensis
Gleditschia triacanthos
Ενδιάμεση
Juncus pratens
Mahonia aquifolium
Molinia caerulea
Υγρότερη
Lythrum salicaria
Cornus sanguinea
Petasites hybridus
7.
Βιβλιογραφία
[Α]
Anderson, R. R. 1988. Meaning in the urban environment. Unpublished Ph.D. thesis, Oxford Polytechnic Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. A Rough Guide. In: Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications Adri van den Brink & Diedrich Bruns. 2014. Strategies for Enhancing Landscape Architecture Research. Landscape Research, 39:1, pp. 7-20 Al-Kodmany, Κ. 2000. GIS in the Urban Landscape: Reconfiguring neighborhood planning and design processes. Landscape Research, 25:1, pp. 5-28 Altman, I. 1975. The Environment and Social Behaviour: privacy, personal space, territoriality and crowding. Monterey, CA: Brooks/Cole Amin, A., Massey, D., and Thrift, N. 2000. Cities for the many not the few. Bristol: The Policy Press Amin, A., Thrift, N. (eds). 2004. The Blockwell Cultural Economy Reader, Oxford: Blackwell Ascher, F. 1995. Metapolis ou l’Avenir des Villes. Paris: Odible Jacob Ascher, F. 2004. Metapolis: A Third Modern Urban Revolution – Changes in Urban Scape and Shape in France. In l. Bolling and T. Sieverts (eds.) Mitten am Rand. Auf dem Weg von der Vorstadt uber die Zwischenstadt zur Regionalen Stadtlandschaft. Zwischenstadt, Band I. Wuppertal: Verlag Muller +Busmann, pp. 24-37 Ascher, F. 2007. Multimobility, multispeed cities: a challenge for architects, town planners and politicians. Places 19 (1): pp. 36-42
Auge, M. 1992. Non-lieux. Introduction a une anthropologie de la surmodernite. Paris: Seuil Auge, M. 1995. Non-places: Introduction to Anthropology of Supermodernity. London και New York: Verso Auge, Μ. 2005. Contemporary Tourist experience as Mise-enScene. In: Ockamn J., Frausto S. (eds). Architeourism. Prestel, Munich-Berlin-London-N.York. p.90 Αίσωπος, Γ., 2006. Η διάχυτη πόλη. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική
[Β] Bailey, C., Miles, S., and Stark, P. 2004. Culture-Led Urban Regeneration and the Revitalisation
224
of Identities in Newcastle, Gateshead and the North East of England. International Journal of Cultural Policy, vol.10, No.1: 47-65 Barker, H. A. 1908. The park in its relation to physical geography and the city plan. Charities and the Commons, XIX, pp. 1506–1512 Barnes, J., T. 2003. The culture of economy. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications Baxter, A. 1998. Places, Streets and Movement: a companion guide to Design Bulletin 32, Residential roads and footpaths. London, Department of the Environment, Transport and the Regions Bauman, Z. 1993. Postmodern Ethics. Oxford: Blackwell Bell, D., Jayne, M. (eds). 2004. City of Quarters: Urban Villages in the Contemporary City. Ashgate, Aldershot Bennett, T. 1986. Popular culture and turn to Gramsci. Ιn: Bennett, T., Mercer, C. and Woollacott, J. (eds). Popular Culture and Social Relations. Open University Press. Milton Keynes Benson, R. 2003. Space for art or Civic Space? Davinson, C. (ed.). New York: Anyone Corporation, p.28 Bentley, I., Alcock, A., Martin, P., McGlynn, S. & Smith, G. 1985. Responsive Environments. London: The Architectural Press Berger M. 2008. Introduction. In: Berger M., Plas E., Huygens Ch., Akrimi N., Schneider S., Bridge the Gap, or Mind the Gap? Culture in Western – Arab Relations, Clingendael: Netherlands Institute of International Relations, pp. 3-4 Bernick, M., Cervero, R. 1997. Transit Villages in the 21st Century. Mc-Graw-Hill Bianchini, F. and Parkinson, M. (ed). 1993. Cultural Policy and Urban Regeneration: The West European Experience. Manchester: Manchester University Press Bianchini, F. 1993. Culture, conflict and cities: issues and prospects for the 90s, Στο: Bianchini, F. and Parkinson, M. (eds). Cultural policy and urban regeneration: the West European experience. Manchester: Manchester University Press Bianchini, F. Landry, C. 1994. The Creative City: A Methodology for assessing Urban Vitality and Viability. Stroud, Glos.: Comedia Bianchini, F. 1999. Cultural Planning. In: Greed, C. Social Town Planning. London: Routledge Binns, L. 2004. Capitalising on culture: an evaluation of culture-led urban regeneration policy Boyle, M. και Rogerson, R. J. 2001. Power, Discourses and City Trajectories. Στο: Paddison,
225
R. (ed.) Handbook of Urban Studies. London: Sage Publications, pp. 402-416 Bosworth, M., Donovan, J. 1998. A Mapmaker’s Dream: public involvement applications utilization of GIS, paper presented at Project Varenius Specialist Meeting: Empowerment, Marginalization, and Public Participation GIS, 15–17 October Bourassa, S.C. 1991. The aesthetics of Landscape. London and New York: Belhaven Press Bullen, P., Onyx, J.1999. Social Capital: Family Support Services and Neighbourhood and Community Centres in NSW. Local Community Services Association Burgess, J. 1990a. Making sense of environmental issues and landscape representations in the media. Landscape Research. 15:3, pp.7-38 Burgess, J. 1990b. The production and consumption of environmental meanings in the mass media: a research agenda for the 1990s. Transactions, Institute of British Geographers, 15, pp. 139-161
Βελώνη, Ε. 2011. Η έννοια του Bigness στο αρχιτεκτονικό λόγο του Rem Koolhaas. Eπιβλ. Λόης Παπαδόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Βικέλας Α. 2004. Ανάπλαση υπερτοπικού χαρακτήρα. Ύλη και Κτίριο, Μάρτιος-Απρίλιος, Τεύχος 66, σ.83-90
[C] [Γ]
Canter, D. 1977. The Psychology of Place. London: The Architectural Press Carr, S., Francis, M., Rivlin, L.G., Stone, A.M. 1992. Public Space. Cambridg: Cambridge University Press Cave, B, Curtis, S. 2001. Health Impact assessment for regeneration projects. London. East London & the City Health Authority Castells, M. 2000. The space of flows. Στο Susser, I. (ed.). The Castells Reader on Cities and Social Theory. Mass. And Oxford: Blackwell Publishers Castells, M. 2002. The culture of Cities in the Information Age. Στο: Susser I. (ed.). The Castells Reader on Cities and Social Theory. Mass. Και Oxford: Blackwell Publishers
Catterall, B. 1998. Culture as a Critical Focus for Effective Urban Regeneration. (unpublished), Town and Country Planning Summer School 1988, University of York Christaller, W. 1933. Die Zentralen Orte. Στο Sueddeutschland, Jena: Gustav Fischer, (Μεταφρασμένο τμήμα), από Charlisle W. Baskin, ως Central Places in Southern Germany, Prentice Hall 1966)
226
Clark, T. N. και Rempel, M. (eds) 1997. Citizen politics in Post-industrial Societies. Boulder. CO: WestView Press Clark, T.N. και Hoffmann-Matrinot, V. (eds) 1998. The new Political Culture. Boulder CO: WestView Press Clark T.N., Lloyd R., Wong, K. K., Jain, P., 2002. Amenities Drive Urban Growth. Journal of Urban Affairs: 24(5): pp.493-515 Clarke, D.B., 1997. Consumption and the City, Modern and Postmodern. International Journal of Urban and Regional Research. 21 (2): pp. 218-237 Clemmensen, T.J. Daugaard, M. Nielsen, T. 2010. Qualifying urban landscapes. In: Journal of Landscape Architecture. Autumn 2010 Cosgrove, D. (ed). 2003. Landscape and the European Sense of Sight – Eyeing Nature. In: Anderson, K. Domosh, M. Pile, S. Thrift, N. (eds). Handbook of Cultural Geography. London: Sage Publications Corner, J. 1986. Codes and cultural analysis. In Collins, R., Curran, J., Garnham, R., Scanned, P., Schlesinger, P. and Sparks, C. (eds). 1986. Media, Culture & Society: a critical reader. London: Sage Publications, pp. 49-62 Cox, K. 1993. The local and the global in the new urban politics: a critical review. Environment and Planning C: Society and Space. 11: pp.433-448 Cox, K. 1995. Globalization, competition and the politics of local economic development. Urban Studies. 32: pp.213-224 Crouch, D., & Ward, C. 1994. The allotment: Its landscape and culture. Nottingham: Mushroom Landesverband Berlin der Gartenfreunde e.V. (Eds.). 2001. Ein starkes Stück Berlin 1901–2001 [A strong part of Berlin 1901–2001]. Berlin: Verlag W. Wächter Cullen, G. 1961. Townscape. New York: Reinhold Publishing Cummings M.C. 2003. Cultural Diplomacy and the United State Government: a Survey. Center for Arts and Culture, s. 6. Ιn: Schneider C.P. 2004. Culture Communicates: US Diplomacy that Works, Clingendael: Netherlands Institute of International Relations, p. 1 Γιάτσος, Ν., 2006. Οι πολεοδομικές αλλαγές στην Αθήνα και η επιρροή του θεσμικού πλαισίου. 1945 ως τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004. Επιβλ. Δημητριάδης, Β., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Εισαγωγή: Μετασχηματισμοί των αστικών τοπίων στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, του ανταγωνισμού των πόλεων και των μεταμοντέρνων κοινωνιών, Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική
227
Γοσποδίνη, Α. 2006. Σκιαγραφώντας, ερμηνεύοντας και ταξινομώντας τα νέα τοπία της μεταβιομηχανικής πόλης. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα αναδυόμενα «διεθνο-τοπικο-ποιημενα αστικά τοπία: Η περίπτωση της Αθήνας 2004. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική
[D][Δ]
David, J., Hammond, R. 2011. High Line: The inside story of New York’s park in the sky. New York, NY: Farrar, Straus and Giroux Demeritt, D. 1998. Science, social constructivism and nature. Ιn: Braun, B., Castree, N. (eds) Remaking Reality: Nature at the Millennium. London: Routledge, pp. 173–83 Depilis, L. 2012. Park design, regulation, and the occupy protests. In: Landscape Architecture Magazine. May 2012. Vol. 102. Issue 5. pp. 127-136 Downing, D. 2001. In our neighbourhood: A regional theatre and its local community. York: Joseph Rowntree Foundation Dumpelmann, S. 2014. What’s in a word: on the politics of language in landscape architecture. In: Studies in the History of Gardens & Designed Landscapes: An International Quartely, 34:3, pp. 207-225 Design Quarterly. 1987. The City in Film. Issue 136 Δραγώνας, Π. 2003. Η σκηνοθεσία του αστικού θεάματος. Ο δημόσιος χώρος στην Ευρώπη σήμερα. Αρχιτεκτονικά θέματα, τ.37, σ.64
[Ε], [F], [G] Eiter, S. 2010. Landscape as an Area Perceived through Activity: Implications for Diversity Management and Conservation. Landscape Research, 35:3, 339-359 Evans, G. 2003. Hard-Branding the Cultural City. From Prado to Prada. In: International Journal of Urban and Regional Research. V 27.2 June 2003. pp. 417-40 Evans, G., Shaw, P. 2004a. The contribution of culture to regeneration in the UK: A review of evidence. London Metropolitan University. Available in: http://www.scholars-on-bilbao.info/ fichas/EvansShaw2004.pdf Evans, G. and Shaw, P. 2004b. The Contribution of Culture to Regeneration in the UK: A report to the DCMS. London: London Metropolitan University Evans, G. 2005. Measure for Measure: evaluating the evidence of culture’s contribution to regeneration. Urban Studies, 42 (5/6): 959-983. Fainstein, S., Gladstone, D. 2997. Tourism and urban transformations: Interpretations of urban tourism. Cities in Transformation-Transformation in Cities. UK: Ashgate Publishing Limited: pp. 119-135
228
Featherstone, M. 1991. Consumer Culture and Postmodernism. London: Sage Fleming. 2000. Case Studies for the Creative Industries. In: The Role of the Creative Industries in Local and Regional Development. Manchester, Forum on Creative Industries/MIPC Florida, R. 2002. The Rise of the Creative Class: And how It’s Transforming Work, Leisure, Community and Everyday Life. Basic Books Fluhart R. 2001. Economic development and the host city: The value of perception, Public Management, Jul. 2001, 83,6, p.9-10 Forester, J. 1993. Critical Theory, Public Policy, and Planning Practice: toward a critical pragmatism New York: State University of New York Press Freid, R.C.. 1973. Planning the eternal city: Roman politics and planning since World War II. London: Yale University Press Frith, S. 1993. Popular music and the state. In: Bennett, T., Frith, S., Grossberg, J., Sepherd, J. and Turner, G. (eds) Rock and Popular Music: Politics, Policies, Institutions. London: Routledge, pp. 14-24 García, B. 2004. Cultural Policy and Urban Regeneration in Western European Cities: Lessons from Experience. Prospects for the Future. In: Local Economy Vol 19, No. 4: pp.312-326 Girard, A. 1982. Cultural industries: a handicap or a new opportunity for cultural development? Ιn: Cultural Industries: a Challenge for the Future of Culture, UNESCO, Paris, pp. 24-40 Gold, J. R. 1985. From ‘metropolis’ to ‘The city’: film versions of the future city, 1919-1939. In: Burgess, J. and Gold, J. R. (eds) Geography, the Media and Popular Culture. Croom Helm, London, pp. 123-143 Gospodini, A., 2001. Urban Design, Urban Space Morphology, Urban Tourism; An emerging new paradigm concerning their relationship. European Planning Studies. vol.9. no.7, pp. 925935 Gospodini, A. 2002. European cities in competition and the new ‘uses’ of urban design. Journal of Urban Design, vol.7, No.1: pp. 59-74 Graham, S. Marvin, S. 2001. Splintering Urbanism – Networked Infrastructures, Technological Mobilities and the Urban condition. London: Routledge Gratton, C., Taylor, P. 1995. Impacts of Festival Events: a Case Study of Edinburgh. In: Ashworth, G., Dietwvorst, A. Tourism and Spatial Transformations. Wallingford, CAB International: 225-238; CCPR, Glasgow University (www.gla.ac.uk) Gregson, N., 2003. Reclaiming “The Social” in Social and Cultural Geography. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications Groth, P. 1988. Generic Buildings and Cultural Landscapes as Sources of Urban History. Journal of Architectural Education, 41:3, pp. 41-44
229
[H], [Η] Hagen, S. 2001. Taking Shape, A new Contract between Architecture and Nature. Oxford, Architectural Press Hajer, M. Reijndorp, A. 2001. In search of new public domain. Rotterdam: NAi Publishers Hall, E.T. 1959. The Silent Language. New York: Doubleday Hall, E.T. 1963. A system for the notation of proxemic behavior. American Anthropologist, 65, pp. 1003–1026 Hall, E.T. 1966. The Hidden Dimension. New York: Doubleday Hall, S. 1980. Encoding/decoding. Ιn: Hall, S., Hobson, D., Lowe, A. and Willis, P. (eds). Culture, Media, Language. London: Hutchinson, pp. 128-138 Hall, P. 2000. Creative Cities and Economic development. Urban Studies, 37(4): 639-649 Ham P. 2001. The Rise of the Brand State. The Postmodern Politics of Image and Reputation. Foreign Affairs. September-October, Vol. 80, No.5, p. 4 Harrison, R. 2012. Transformation of urban public space. Department of Art, Architecture and Art History Hayden, D. 1997. The power of place. Claiming urban landscapes as public history. Cambridge, Massachusetts: MIT Press Hesmondhalgh, D., Pratt, A. C. 2005. Cultural industries and cultural policy. International journal of cultural policy, 11 (1). pp. 1-14. Available in LSE Research Online: September 2008 Hinchliffe, S. 2003. ‘Inhabiting’ - Landscapes and Natures. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications Htton, Th. A. 2004. The new Economy of the Inner City. Cities, 21(2): pp. 89-108 Hough, M. (ASLA). 2012. London Olympics. In: Landscape Architecture Magazine. July 2012 Hume, D. 1972. A Treatise of Human Nature. Selby-Bigge, L. A. (ed), Nidditch, P. H. (2nd edition). Oxford: Clarendon Press
[Θ] Θέμου Μ., Καραγιάννης Ν. 2004. Το Ολυμπιακό λίφτινγκ της Αθήνας, Το Βήμα, 10-8-2004
230
[I] [Ι], [J]
Ingold, T., Kurttila, T. 2000. Perceiving the environment in Finnish Lapland. In: Body and Society 6 (3-4): pp. 183-196 Jackson, P., 2003. Rethinking the Social. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications Jacobs, J. 1961. The death and life of great American cities. New York: Random House Jackson, A. 2000. Social Impact Study of the Millennium Awards. London: The Millennium Commission Jenkins, A. and Youngs, M. 1984. Shell-shocked: critical film analysis and teaching strategies. Geography, 69, pp. 46-53 Jensen, K. B. 1986. Making Sense of the News: towards a theory and an empirical model of reception for the study of mass communication. Aarhus: Aarhus University Press Johnson, R. 1986. The story so far: and further transformations? In: Punter, D. (ed) Introduction to Contemporary Cultural Studies. London: Longmans, pp. 277-313 Juul H. 2003. Public Space as a catalyst for change, Methods and strategies for urban qualities. Performative Aesthetics in Urban Space. JUULFROST Architects. In: www.byensrum. dk Ιωάννου, Β., Σερράος, Κ. 2006. Μετασχηματισμοί της ελληνικής πόλης. Επιπτώσεις στην εικόνα του αστικού τοπίου. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική
[K], [Κ]
Kaplan, R. & Kaplan, S. 1989. The Experience of Nature: a psychological perspective. New York: Cambridge University Press Kantor, P. 1987. The dependent city: the changing political economy of urban economic development in the United States. Urban Affairs Quarterly, 22: pp.493-520 King, J. 2012. Parklets, Everywhere. In: Landscape architecture Magazine. November 2012. Vol. 102. Issue 11.pp. 78-87 Koolhaas, R. 1994. Whatever happened to Urbanism? In: OMA (with Bruce Mau). 1994. SMLXL. The Monicelli Press. New York, pp. 595-971 Koolhaas, R. 2001. «Η Γενική Πόλη». Στο Αίσωπος, Γ. και Σημαιοφορίδης Γ., (επιμ.), Η σύγχρονη
231
(ελληνική) πόλη. Μετάπολις 2001, Αθήνα: Metapolis Press Koolhaas, R. 2002. Junkspace. Cambridge. MIT Press Kovaleski, S. F. 2009 (August 26). With success of high line dual rewards for executive. New York Times, p. A16 Krier, R. 1978. Urban Space. London: Academy Editions Krygier, J. 1999. Public participation visualization: conceptual and applied research issues. Available in: http:// www.geog.buffalo.edu/ , jkrygier/krygier html/ Κρυσταλλινού, Χ., Περδίκη, Γ., 2009. Χώροι πολιτισμού και κατανάλωσης. επιβλ. Τσιτιρίδου Σ., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
[L], [Λ]
Landry, C., Bianchini, F. 1995. The Creative City. London: Demos Landry, C. 2000. The Creative City. London: Earthscan Landry, C. 1996. The Art of Regeneration. Comedia Lash, S., Urry, J. 1993. Economies of signs and space, London: Sage Publications Lees, L. 2003. Visions of ‘Urban Renaissance: the Urban Task Force report and the Urban White Paper. In: Imrie, R. and Raco, M., Urban Renaissance? New Labour, Community and Urban Policy, Bristol: The Policy Press, 61-81 LeGates, T, Stout, F. (eds.) 2011. The city reader. Routledge; 5th edition (February 24, 2011) Lengkeek, J. 1995. Materializing the Imagined: on the Dynamics and Assessment of Tourist-recreational Transformation Processes. Στο: Ashworth, G.J. & Dietvorst, A.G.J. (eds). Tourism and Spatial Transformations-Implications for Policy and Planning. UK: Cab International, pp. 17-36 Leonard M., Stead C., Smewing C. 2002. Public Diplomacy. London: The Foreign Policy Centre Leong S. T. 2001 “…and then there was shopping”. Harvard Design School Guide to Shopping, C.J.Chung, G. Inaba, R. Koolhaas, S.T.Leong (editors), Taschen, Kole, p.120 Local Government Association. 2000. A change of scene. The challenge of tourism in regeneration. London, LGA/DCMS Lowe, P. and Rudig, W. 1986. Review article: political ecology and the social sciences — the state of the art. British Journal of Political Science, 16, pp. 513-550
232
Llewelyn, D. 2000. The Urban Design Compendium. London: English Partnerships Lynch, K. 1960. The Image of the City. Cambridge, MA: MIT Press Λεοντίδου, Λ. 2006. Διαπολιτισμικότητα και ετεροτοπία στο μεσογειακό αστικό τοπίο: από την αυθόρμητη αστικοποίηση στην επιχειρηματική πόλη. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Κριτική Λουλαΐτου – Σιδέρη, Α. 2006. Πολιτιστικά και τοπία και πολιτιστικές στρατηγικές: Η αμερικάνικη εμπειρία. Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη. Κριτική, σ.54
[M], [Μ] Matarasso, F. 1997. Use or Ornament? The social impact of participation in the arts. Comedia Martinotti, G. 1993. Metropoli: La nuova morfologia sociale della citta. Bologna: II Mulino. Τα αστικά τοπία σε σχέση με τα μοντέλα πληθυσμού του Matrinotti Matrinotti, G.1999. A city for whom? Transients and public life in the second-generation metropolis. Στο: Beauregard, S.A. και Body-Gendrot, S. (eds), pp. 155-84 McCarthy, J. 2002. Entertainment-led Regeneration: The Case of Detroit. Cities, 19 (2): pp. 105-111 McCormack, H. 2005. From Liverpool to Hull, architect unveils his vision of the future on a supercity scale. The Independent, Monday 3 January Mcintyre, L. 2013. On a modest site downtown, Lafayette greens yields a good deal more than just food. In: Landscape architecture magazine. April 2013. Pp. 93-101 Merleau-Ponty, M. 1962. Phenomenology of Perception. London: Routledge & Kegan Paul Miller, T., Yúdice, G. 2002. Cultural Policy. London: Sage. Stevenson, N. 2003. Culture and Citizenship: Cosmopolitan Questions. Maidenhead: Open University Miles, M. 1997. Art, Space and the City. London: Routledge Miles, M. 2000. The Uses of Decoration: Essays in the Architectural Everyday. Chichester: Wiley Miles, M. 2004. Urban Avant-gardes: Art, Architecture and Change. London: Routledge
Mitchell, D. 2003. Dead Labor and the Political Economy of Landscape –California Living, California Dying. In: Anderson, K. Domosh, M. Pile, S. Thrift, N. (eds). Handbook of Cultural Geography. London: Sage Publication
233
Mitchell, K., 2003. Cultural Geographies of Transnationality. In: Anderson, K. Domosh, M., S. Thrift, N. (eds). 2003. Handbook of Cultural Geography. London Sage Publications Mitchell, W.J.T. 2001. (ed.) Acconci, V. Public Space in a Private Time, Art in the Public Sphere. Chicago, University of Chicago Press, p.159 Mommaas, H. 2004. Cultural clusters and the post-industrial city: towards the remapping of urban cultural policy. Urban Studies, vol. 41, pp. 507 Myers, J., Martin, M. & Ghose, R. 1995. GIS and neighborhood planning: a model for revitalizing communities, Journal of Urban and Regional Information System Associations, 7(2), pp. 63–67
Μάντζου, Π. 2003. To mall ως πρότυπο δημόσιου χώρου. Ανακοίνωση στο συνέδριο: Μετασχηματισμοί της ελληνικής πόλης. Αθήνα.
[N], [Ν]
Neal P. 2003. Urban villages and the making of communities of communities. Spon Press, London Nello O. 1997. The Olympic Games as a tool for urban renewal: the experience of Barcelona 92 Olympic Village. In: Olympic Villages: a hundred years of urban planning and shared experiences, International Symposium on International Chair in Olympism Norberg-Schulz, C. 1980. Genius-Loci: toward a phenomenology of architecture. London: Academy Editions Nouvel, J. 1997. Η εποχή του αστικού. Στο Μετάπολις, αρ.1, Αθήνα, 1997 Nye J. 2002. The Paradox of American Power. Oxford: Oxford University Press, p. 8
[O], [Ο]
O’Looney, J. 1997. Beyond Maps: GIS and decision making in local government (Washington DC, ICMA Press (International City/County Management Association)
[P], [Q], [Π]
Pennine Prospects (n.d.) Available at: http://www.pennineprospects.co.uk/ (accessed 7 May 2015)
234
Petrow, C. 2011. Hidden meanings, obvious messages: landscape architecture as a reflection of a city’s self-conception and image strategy. In: Journal of Landscape Architecture. Spring 2011 Prentice, R., Andersen, V. 2003. Festival as Creative Destination. Annals of Tourism Research 30(1): pp. 7-30 Παπαδάκη, Θ., Σεργίου, Σ. 2007. Αθήνα 2004. Έργα και μετά – Ολυμπιακή Αξιοποίηση, Θέσεις και Αντιθέσεις, επιβλ. Αναστασιάδης Άγης, Βιτοπούλου Αθηνά
[R], [Ρ]
Robinson, C. M. 1899 (June). Improvement in city life. The Atlantic Monthly, 83, pp.771–785 Rossi. A. 1982. The architecture of the city. Cambridge Mass: MIT Press Ryniejska-Kieldanowicz, 2008. M. Cultural Diplomacy as a Form of International Communication Rudlin, R., Falk, N. 1999. Building the 21 Century Home: the sustainable urban neighborhood. Oxford: The Architectural Press Ruffolo, G. 2000. REPORT on cultural cooperation in the European Union (2000/2323(INI)) Committee on Culture, Youth, Education, the Media and Sport
[S], [Σ] Sargent, C. S. 1890 (August 13). White Park, Concord, New Hampshire. Garden and Forest, pp. 390–391 Sauer, C. 1925. The morphology of landscape. Reprinted in J. Leighly (ed.). 1963. Land and Life: Selections from the Writings of Carl Ortwin Sauer. Berkley: University of California Press, pp.315-50 Sassen, S., Roost, F. 2000. The city: strategic site for the global entertainment industry. Στο: Judd, D.R., Fainstein, S. S. (eds). The tourist City. Newhaven: Yale University Press Sassen, S. 2001. Cities in the Global Economy. Στο: Paddison, R. (ed.). Handbook of Urban Studies, London: Sage Publications, pp. 257-282 Scazzosi, L. 2004. Reading and assessing the landscape as cultural and historical heritage. Landscape Research, 29:4, pp. 335-355 Scott, A. J. 1997. The cultural Economy of Cities. International Journal of Urban and Regional Research. 21(2): pp. 323-339
235
Scott, A., J. 2000. The cultural economy of cities: essays on the geography of image producing industries, London: Sage Simmie, J. (ed). 2001. Innovative Cities. London, Spon Secchi, B. 2007. Rethinking and redesigning the urban landscape. Places 19 (1): pp.6-11 Secchi, B., Vigano, P. (eds.). 2009. Antwerp – Territory of a New Modernity. Amsterdam: SUN Architecture Sieverts, T. 2008. Improving the Quality of Fragmented Urban Landscapes – a Global Challenge! In H. Von Seggern, J. Werner, L. Grosse-Bachle (eds.) Creating Knowledge – Innovation Strategies for Designing Urban Landscapes. Berlin: Jovis, pp. 252-265 Sieverts, T. 2008. Where We Live Now. In Stadler, M. (ed.) Where WE Live Now – an Annonated Reader. By: Lulu Publishing, pp. 21-82
Slessor C. 2000 Total Landscape. Architecture Review, Sep.2000, 208, 1243, pp.64-67 Solesbury, W. 1974. Policy in Urban Planning, Structure plans, programmes and local plans. Pergamon Press Sommer, R. 1959. Studies in personal space. Sociometry, 22, pp. 247–260. Spivak, M. 1973. Archetypal place. Architectural Forum, October, pp. 44–49 Steiner, F.R. (FASLA) Yaro, R.D. 2009. A new national landscape agenda. The omnibus Public Land Management Act of 2009 is just a beginning. In:Landscape architecture. V.99/ Issue 6. June 2009: pp. 70-77 Stevenson, N. 2003. Culture and Citizenship: Cosmopolitan Questions. Maidenhead: Open University Stokols, D. 1981. Group X place transactions: some neglected issues in psychological research on settings. In: Magnusson, D. (Ed.) Towards a Psychology of Solutions: an interactional perspective, pp. 393–415 (Hillside, NJ, Lawrence Erlbaum). Sutdiffe, A. 1984. The metropolis in the cinema. In: Sutdiffe, A. (ed). Metropolis, 1890-1940. London: Mansell, pp. 147-171 Szondi G. 2005. The Panteon of International Public Relations for Nation States: Country Promotion in central and Eastern Europe. Ιn: Ławniczak R. (ed.), Introduction Market Economy Institutions and Instruments: The Role of Public Relations in Transitions Economies. Poznań: Piar.pl, p. 21 Σύριου, Α. 2011. Η αρχιτεκτονική στην εποχή της ταχύτητας. Επιβλ. Αγγελιδάκης, Α., Αρχιτεκτονική Σχολή, Πανεπιστήμιο Πατρών
236
[T], [Τ] Taylor P.M. 2007. Global Communications, International Affairs and the Media since 1945. London and New York: Routledge
Tester, K. (ed.) 1994. The flaneur. London: Routledge Thwaites, Κ. 2001. Experiential Landscape Place: An exploration of space and experience in neighborhood landscape architecture. Landscape Research, 26:3, pp. 245-255 Topos – European Landscape magazine, Cultural Landscapes, 2012, issue 78 Trancik, R. 1986. Finding Lost Space: Theories of Urban Design. Hoboken, NJ, Wiley & Sons Tuan, Y.F. 1980. Rootedness versus sense of place. Landscape, 24, pp. 3–8 Τζάρου, Β. 2007. Εφήμερο και αστικές επεμβάσεις: Το παράδειγμα των EXPO και των Ολυμπιακών Αγώνων. Επιβλ. Ν. Τσινίκας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2.4.Β. Ολυμπιακοί αγώνες
[U], [V], [W], [Υ]
Walsh, L.M. 1997. Building Citizen Involvement: strategies for local government (Washington DC, ICMA Press (International City/County Management Association) Warnecke, P. 2001. Laube Liebe Hoffnung. Kleingartengeschichte [Bower love hope. Allotment history]. Berlin: Verlag W. Wächter Warren, S. 1990. Aspects of British press coverage of environmental issues in the 1980s. M.Sc. dissertation, University of Wales Whatmore, S. (ed). 2003. Culturenatures. In: Anderson, K. Domosh, M. Pile, S. Thrift, N. (eds). Handbook of Cultural Geography. London: Sage Publications Whiston, Spirn, A. 1984. The Granite Garden. New York: Basic Books Inc Williams, D. 1996. Creating Social Capital. A study of the long-term benefits from community based arts funding. Community Arts Network of South Australia / Australia Council of the Arts Wilson, E. 1995. The invisible flaneur. Στο: Watson, S. και Gibson, K., (eds). Postmodern cities and spaces. Oxford: Blackwell, pp. 59-79 Worpole, K. 1998. People before beauty. The Guardian, 14 January, p. 4 Venture, R., Brown, D. S., Izenour, S. 1972. Learning from Las Vegas. The forgotten Symbolism of Architectural Form. Cambridge. The MIT Press
237
Verwijnen, J., Lehtovuori, P. 1999. Creative Cities: Cultural Industries, Urban Development and the Information Society. Helsinki, University of Art & Design Press Viani, L.O. 2010. From Gray to Green. A designer depaves San Francisco neighborhoods, encouraging stormwater to sink in and residents to enjoy nature. In: Landscape architecture. June 2010. Vol. 100. No.6. pp. 54-65 Vigano, P. 2010. The metropolis of the 21st century: the project of the porous city. Oase 80: pp. 91-108 Vigano, P. 2010. On Porosity. In Rosemann, J. (ed.) Permacity. International Forum on Urbanism (IFOU) Vickery, J. 2007. The emergence of Culture-led Regeneration: A Policy concept and its discontents. University of Warcwick. Available In: http://go.warwick.ac.uk/wra Yeoh, B., S., A., (ed). 2003. Postcolonial Geographies of Place and Migration. In: Anderson, K. Domosh, M. Pile, S. Thrift, N. (eds). Handbook of Cultural Geography. London: Sage Publications Yehuda, E., Kvan, T., Affleck, J. (ed.) 2007. New Heritage: New Media and Cultural Heritage. London: Routledge
[Φ]
Φωτόπουλος, Τ. 1985. Εξαρτημένη ανάπτυξη, Η ελληνική περίπτωση. Αθήνα: Εξάντας
[X], [Y], [Z], [Χ] Zukin, S. 1991. Landscapes of Power, University of California Press, Berkeley Zukin, S. 1995. The Cultures of Cities. Cambridge Mass: Blackwell Publishers Ltd Χαστάογλου, Β. 2006. Ιστορικά τοπία και μελλοντικές εικόνες της πόλης: ανασχεδιάζοντας τη Θεσσαλονίκη ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, Στο: Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. 2006. Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη, Κριτική Χατζηελευθεριάδου, Ε. 2008. Ο σχεδιασμός της πληροφορίας στο έργο του Rem Koolhaas. Eπιβλ. Πάκα Αλκμήνη, Χατζησάββα Δήμητρα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Χατζησάββα, Μ. 2009. Η έννοια του τόπου στις αρχιτεκτονικές θεωρίες και πρακτικές: σχέσεις φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής στον 20ο αιώνα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
238
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΠΙΟΥ