Περιεχόμενα Ποιανού είμαι;. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14 Εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας
Οι Μυλομούκουλοι κι ο Αυλητής . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19 Εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας
Η ιστορία του ξυλοκόπου και της αρκούδας . . . . . . 30 Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
Ο κυρ-Κούνελος και ο Ποντικός . . . . . . . . . . . . . . . . . . 35 Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
Η ιστορία του γίγαντα Κούκωνα του Μούδρου . . . 40 Εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας
Τα αμπέλια του Μάρτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 45 Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
Ο Ίσκιος στο Μελίσσι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 49 Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
O Κύκνος, το Φίδι και η Φτελιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53 Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
Λυράρης και Χορευτής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 59 Εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας
«Στην οικογένειά μου, που πίστευε πάντα σε όλα μου τα παραμύθια. Στην Ελπίδα, που μου έμαθε πώς γίνονται τα παραμύθια αληθινά…» Ζαφειρίου Κώστας
«Στο Ούλι μου, στο Κουνάβι, στους Παππουλάνθρωπους στη Ντίλαινα, στην Ψαρρή, στον Γιωργούλη, στον Λυρορηράρη, στα δυο Κινέζικα Γυφτάκια με τη Μαμά και τον Μπαμπά τους και στον Μούμο» Τυρίκος Εργάς Γιώργος
Κ Αγαπητοί μου,
ανείς δεν μπορεί να πει αν ήταν πρωί ή βράδυ, μεσημέρι ή μεσάνυχτα. Καμιά σίγουρη λέξη δεν έχει ακουστεί για το πότε. Ούτε και για το πού ακριβώς έγινε η περίφημη συνάντηση του μάγου Αυλητή με τον αινιγματικό Παππουλάνθρωπο. Ήταν στον τελευταίο όροφο ενός ψηλού μιναρέ στο Κάστρο; Ήταν βαθιά στα υπόγεια, στα υγρά μπουντρούμια εκεί που για να φτάσει κανείς πρέπει να κατεβεί γλιστερές σκάλες και στενά περάσματα με το αδύναμο φως ενός δαδιού; Ή μήπως δεν ήταν ποτέ και πουθενά; Αυτό αποκλείεται! Αφού έγινε! Τις έχουμε όλες τις ιστορίες που είπαν οι δυο ετούτοι παράξενοι τύποι… Εκτός κι αν υπάρχει τρόπος κάτι να είναι και να μην είναι ταυτόχρονα, να έχει γίνει αλλά και να μην έγινε αλλά και όταν έγινε να μην έχει γίνει και όταν δεν είναι να είναι… Μπερδευτήκατε, είμαι σίγουρος. Για να πάρουμε τα πράγματα όπως πρέπει να λέγονται, ας πούμε από την αρχή αυτά που σχεδόν ξέρουμε αφήνοντας στην άκρη αυτά που ολότελα αγνοούμε… 11
Ο Αυλητής (Αυλητής Αιθάλειος ντι Ντέλικανς, ολόκληρο το όνομά του) λέει ιστορίες. Αυτό είναι το επάγγελμά του. Τι να κάνουμε, τουλάχιστον δεν είναι τεμπέλης. Γυρνάει από δω και από εκεί και λέει ιστορίες, σπέρνει φήμες, μαζεύει κουτσομπολιά τα ανακατεύει όλα και πίνει τους χυμούς τους και δίνει σ’ εμάς αυτά που του περισσεύουν. Νεότατος, ντελικανής και επιδέξιος στη μουσική και στο τραγούδι. Πατρίδα του Αυλητή λέγεται πως είναι το νησί της Λήμνου, το γεμάτο ανέμους. Ο Παππουλάνθρωπος τώρα…Δεν είναι και πολύ διαφορετικός από τον συνάδελφό του, τον Αυλητή, παρά μόνο στην ηλικία μεγαλύτερος. Φοράει γυαλιά ηλίου, το πρόσωπό του είναι όλο γένια και μούσια. Κρατάει ένα ραβδί δυο φορές σαν το μπόι του, σέρνει τα λερωμένα του ρούχα και πηγαίνει στις αυλές των σπιτιών ζητιανεύοντας ένα πιάτο φαγητό. Για αντάλλαγμα λέει ιστορίες άλλοτε όμορφες, άλλοτε άσχημες, άλλοτε χαρούμενες και άλλοτε λυπητερές. Κανείς δεν λέει όχι για μια ιστορία από τον Παππουλάνθρωπο. Λένε πως ο Παππουλάνθρωπος είναι τυφλός, λένε πως δεν είναι πατρίδα του η Λέσβος, η γεμάτη ήχους, πως έρχεται από νοτιότερα εκεί όπου η θάλασσα βγάζει στόματα και μιλάει… Είναι αλήθεια πως ο Αυλητής έψαχνε καιρό τώρα τον Παππουλάνθρωπο και ο Παππουλάνθρωπος τον Αυλητή, μόνο που δεν το ήξερε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Μην απορείτε, πολλά πράγματα τα θέλουμε χωρίς να το ξέρουμε. Και πράγματι μια μέρα σε ένα σπίτι που δεν ήταν ούτε στη Λέσβο, ούτε στη Λήμνο αλλά στον Αη-Στράτη (στο ενδιάμεσο σαν να λέμε), την ώρα που ο Αυλητής τραγουδούσε μια μπαλάντα, το βαρύ ραβδί του Παππουλάνθρωπου χτύπησε τη εξώπορτα. Τα κουδουνάκια που είχε στερεωμένα στην άκρη του ραβδιού του αντήχησαν όλα μαζί σαν κακομαθημένα ξωτικά. Οι ιδιοκτήτες του σπιτού φοβήθηκαν πολύ βλέποντας τους δυο παραμυθάδες στο ίδιο μέρος. Δεν είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο. Ο Αυλητής αντικρίζοντας τον Παππουλάνθρωπο σταμάτησε το τραγούδι. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση ανεμίζοντας το φτερωτό του καπέλο και ο Παππουλάνθρωπος αντιχαιρέτισε σηκώνοντας ελαφρά το δεξί του φρύδι. Δίχως να πουν λέξη μπροστά στους άλλους, βγή12
καν και οι δυο από το σπίτι και χάθηκαν συζητώντας χαμηλόφωνα. Τους είδαν στο λιμάνι να παίρνουν μια βάρκα και να μακραίνουν στο πέλαγος βυθισμένοι στην κουβέντα τους και δίχως να δίνουν σημασία σε τίποτα άλλο. Ένας ψαράς μόνο κατάφερε να κρυφακούσει κάποιες λέξεις από αυτά που έλεγαν. Κάτι για μια συνάντηση που πρέπει να γίνει για να γραφτούν οι ιστορίες, έτσι ώστε να μην τις ξεχάσουν ποτέ οι άνθρωποι. Μέχρι εκεί γνωρίζουμε. Η συνάντηση έγινε, οι ιστορίες μετατράπηκαν σε κείμενα, γράφτηκαν πάνω σε φωτεινές οθόνες και ταξίδεψαν μέσα σε μπερδεμένα καλώδια. Όσες από αυτές έφτασαν σ’ εμένα (υπάρχουν κι άλλες που τις έχουν άλλοι) τις τύπωσα σε χαρτί, έβαλα αντάξιους καλλιτέχνες να τις ιστορίσουν και σας τις δίνω όπως ακούστηκαν. Με μυστήριους τρόπους δούλεψαν ο Αυλητής και ο Παππουλάνθρωπος για να φτάσουν οι ιστορίες τους μέχρι τα δικά σας αυτιά! Σας είπα ό,τι ήξερα. Είμαι σίγουρος πως δε θέλετε να ακούσετε τα όσα δε ξέρω… Μικροί αν είστε, μα και μεγάλοι από αυτούς που λένε πως είναι ακόμα μικροί, αλλά και από αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους πολύ μεγάλο και πολύ σοβαρό για να διαβάζει παραμύθια, όλοι σας, σταθείτε και ακούστε τι είπαν οι δυο παραμυθάδες, κάπου, κάπως, κάποτε, δίχως να ρωτάτε περισσότερα πράγματα από αυτά που απαιτεί η καρδιά σας να μάθει. Ο εκδότης, Μ.Μ.
13
Ποιανού είμαι; ιστορία που πρώτος θα σου διηγηθώ, φίλε Αυλητή, όμοιε στην τέχνη και καλύτερέ μου, είναι γραμμένη στο παραδοσιακό Βιβλίο των Αναπάντητων Ερωτήσεων που αυτή την εποχή μάλλον βρίσκεται κρυμμένο μέσα σε ένα πιθάρι, μέσα σε μια σπηλιά, πάνω σε έναν απότομο γκρεμό και περιμένει να ανακαλυφθεί μοιραία από τον γιδοβοσκό που κατά τύχη θα μπει εκεί μέσα ψάχνοντας τα χαμένα ζώα του. Η ιστορία πάει ως εξής: Μια μέρα γεννήθηκαν σε κάποιο χωριό τρία τρίδυμα αγοράκια. Οι γονείς τους από τη μια χάρηκαν για τα μωρά τους, και από την άλλη ένιωσαν μεγάλη ανησυχία γιατί ήταν πολύ φτωχοί. Η μητέρα τους (κρυφά από τον άντρα της και τον παπά της ενορίας) έφερε μια μάγισσα για να της πει το μέλλον των αγοριών. Η μάγισσα κοίταξε τις σολομωνικές της και είπε πως τ’ αγόρια θα γίνουν σπουδαίοι, ο καθένας στη δουλειά του. Μα είπε και κάτι άλλο: πως, μέχρι να πεθάνουν, τ’ αγόρια θα συγκρουστούν μεταξύ τους με μεγάλο καυγά. Τα χρόνια περνούσαν και η προφητεία της μάγισσας ξεχάστηκε. Τα αγόρια μεγάλωσαν και σε κάποια στιγμή, όταν έρχεται η ηλικία που δεν σε χωράει άλλο το σπίτι, είπαν να φύγουν για να βρουν την τύχη τους σε μακρινά μέρη. Ξεκίνησαν και οι τρεις μαζί με ελάχιστα μπογαλάκια και για πολλές μέρες περπατούσαν χαρούμενοι και γεμάτοι σχέδια για το τι θα κάνουν. Κάπου το μονοπάτι χώριζε στα τρία. Είπαν λοιπόν τα αδέλφια σε εκείνο το σημείο να αποχαιρετιστούν και να πάρει ο καθένας από μια κα-
15
τεύθυνση. Πριν χωριστούν όμως, υποσχέθηκαν πως σε είκοσι χρόνια από τώρα, την ίδια μέρα και ώρα, θα συναντηθούν εδώ που χώρισαν. Αν κάποιος δεν τα καταφέρει να έρθει, θα πάει να πει πως πέθανε. Ορκίστηκαν πως θα συναντηθούν και χώρισαν. Στη ζωή του ανθρώπου τα είκοσι χρόνια περνούν γρήγορα, ειδικά αν είναι είκοσι χρόνια σκληρής δουλειάς, όπως αυτά των τριών αδελφών. Και σκληρά πράγματι είχαν δουλέψει και οι τρεις, μα όχι δίχως αποτέλεσμα. Ο ένας είχε γίνει φημισμένος ξυλοκόπος με αφάνταστη δύναμη και αντοχή, ο άλλος είχε γίνει ξυλουργός με αξεπέραστη τεχνική και ο τρίτος είχε γίνει ιερέας με πρωτάκουστη πίστη.
Και έτσι είκοσι χρόνια μετά, βρέθηκαν πάλι στο τρίστρατο, εκεί όπου είχαν χωρίσει. Με γέλια και κλάματα έγινε η αντάμωσή τους και δεν ήξεραν από πού να αρχίσουν να λένε τα νέα τους. Σε κάποια στιγμή όταν ήρθε η βαθιά νύχτα, είπαν να κοιμηθούν. Συμφώνησαν, μια και ήταν σε σημείο απόμερο, να φυλάξουν σκοπιές ο ένας μετά τον άλλο. Και ενώ οι δυο κοιμότανε, πρώτος φύλαξε σκοπιά ο ξυλοκόπος. Θα δείξω στα αδέρφια μου την δύναμή μου, σκέφτηκε. Να δουν τι ξυλοκόπος έχω γίνει. Δίπλα στα αδέρφια που κοιμόντουσαν, υπήρχε μια λεύκα πανύψηλη. Με μυστικά που μόνο ο αδερφός ξυλοκόπος ήξερε, την έκοψε αθόρυβα, την καθάρισε από τα κλαδιά της και έπειτα τη χώρισε σε μεγάλα λεία κομμάτια που τα στοίβιασε με τάξη, μεγάλο κατόρθωμα. Έπειτα ξύπνησε τον ξυλουργό που είχε έρθει η σειρά του και ξάπλωσε χα16
ρούμενος. Ο ξυλουργός είδε τα ξύλα της λεύκας και θαύμασε την δύναμη του αδελφού του. Τώρα λοιπόν, σκέφτηκε, θα δείξω και εγώ στα αδέρφια μου την τέχνη μου. Και έπιασε ένα μεγάλο σαν άνθρωπο κομμάτι λεύκας και σκάλισε μια κοπέλα με τόση λεπτομέρεια και ομορφιά που ήταν σαν αληθινή. Και ευχαριστημένος ξύπνησε τον τρίτο αδερφό, τον ιερέα, που είχε έρθει η σειρά του να φυλάξει. Ο ιερέας είδε την ξύλινη κοπέλα και θαύμασε τα αδέρφια του. Πρέπει να κάνω και εγώ κάτι για να δείξω στα αδέρφια μου ότι είμαι αντάξιός τους. Και αφού δεν είχε μάθει κάτι άλλο να κάνει, έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε να δώσει ο Θεός ζωή στην ξύλινη κοπέλα. Πέρασε ώρα μα δεν γινόταν τίποτα. Ήρθε το πρωί και τότε ο αδερφός ιερέας, απογοητευμένος, πήγε να ξαπλώσει μισή ώρα πριν να ξυπνήσει τους άλλους. Μα όταν ξύπνησαν, είδαν στη θέση της ξύλινης κοπέλας, μια κοπέλα αληθινή. Όλοι κατάλαβαν τι είχε γίνει. «Βοηθήστε με», είπε η κοπέλα. «Ξύπνησα εδώ, δεν ξέρω ποια είμαι, ούτε από πού έρχομαι, τι θέλω, βοηθήστε με παρακαλώ. Παίρνω το θάρρος και σας μιλώ και σας ικετεύω… Αχ, ούτε που ξέρω σε ποιον τόπο βρίσκομαι, πώς με λένε, μεγάλη είναι η ντροπή μου! Καθώς βλέπω από τα ρούχα μου, θα είμαι από ευγενική γενιά. Βοηθήστε με λοιπόν και θα σας ανταμείψω». Οι τρεις αδελφοί δεν ήξεραν ούτε εκείνοι τι να κάνουν. Κοίτάχτηκαν μεταξύ τους με γυάλινα, θολά μάτια. Τότε ξεκίνησε μεγάλος καυγάς. Ο ξυλοκόπος έλεγε πως δικιά του είναι η κοπέλα-αφού αυτός έκοψε τη λεύκα, ο ξυλουργός έλεγε πως δικιά του είναι-αφού αυτός σκάλισε το ξύλο της λεύκας και ο ιερέας έλεγε πως η κοπέλα δεν ανήκει σε κανέναν αλλά στο Θεό-αφού αυτός της έδωσε ζωή. Πάνω στον καυγά τραβάει ο ξυλοκόπος το τσεκούρι του και ο ξυλουργός την φαλτσέτα του, μπαίνει ο ιερέας στην μέση για να τους χωρίσει και στην κακιά στιγμή σκοτώνονται μονομιάς και οι τρεις. Η κοπέλα τρομαγμένη έτρεξε και χάθηκε μέσα στο δάσος . Τώρα όμως το Βιβλίο των Αναπάντητων Ερωτήσεων, ρωτάει: σε ποιον απ’ όλους λες εσύ ότι ανήκει πραγματικά η κοπέλα;
18