Ρέα: Αποτυπώματα αποτυχημένων Φιλοδοξιών Εβελίνα Ιωάννου
δοκίμιο στα πλαίσια του συνεδρίου και ομώνυμου μαθήματος: “Ιστορία & Ουτοπία: Κατασκευή και Αφήγηση της Νεωτερικότητας”
Το εμπορικό κέντρο Ρέα στέκεται με μια ολοκληρωτική απουσία των λειτουργιών του, σαν ένα σύγχρονο ερείπιο, στο κέντρο της κατά τ’ άλλα πολυσύχναστης αγοράς του Βύρωνα. Αποτελεί ένα ίχνος που άφησε μια ακριβώς προηγούμενη χρονικά, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά εποχή. Στην ακόλουθη έρευνα θα μας απασχολήσει η δυνατότητα που μας προσφέρει το συγκεκριμένο κτίριο να το διαβάσουμε ως σύμβολο του παρελθόντος ,αλλά και του παρόντος. Μέσα από το κουφάρι του συναντάμε ταυτόχρονα δύο εποχές οι οποίες δεν μπορούν ούτε να ταυτιστούν, ούτε να συγκρουστούν, αλλά λόγω αυτών και της αλληλεπίδρασης τους δημιουργήθηκε και καταστράφηκε η ουτοπία που φιλοξενεί το Ρέα. Πριν περάσουμε στην ανάλυση των δύο εποχών που συναντάμε στη συγκεκριμένη τοποθεσία, θα πούμε μερικά πράγματα για το ίδιο το κτίριο. Το Ρέα δεν ήταν πάντα εμπορικό κέντρο. Ξεκίνησε την λειτουργία του ως θερινός κινηματογράφος το έτος 1947 και γύρω στο 1985, που άλλαξε χέρια ιδιοκτησίας, αποφασίστηκε να μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο(ως προϊόν εξελικτικής διαδικασίας), ένα έργο που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1989. Ο ομώνυμος κινηματογράφος μεταφέρθηκε στην ταράτσα του 3όροφου πλέον κτιρίου, ενώ στους υπόλοιπους ορόφους δραστηριοποιήθηκαν μεμονωμένα καταστήματα επίπλων, ρούχων, οπτικών, καλλυντικών, ανθοπωλείου, κομμωτηρίου, ασφαλιστικού ταμείου, τράπεζας, γραφεία διάφορων ειδικοτήτων, καφετέρεια, γκαράζ, κ.λπ. Η πρόσοψη του Ρέα διαμορφώνεται από σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα με επένδυση από μάρμαρο και βιτρίνες από γυαλί, αλουμίνιο, μπρούντζο και σίδερο. Στο εσωτερικό του βρίσκουμε επίχρυσες λεπτομέρειες, ξύλινες κουπαστές, διακοσμητικά βιτρώ και μάρμαρο στο δάπεδο. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία του φωταγωγού της διπλανής πολυκατοικίας, η οποία καλύπτεται από στόρια σε μεταλλικό χρώμα, που διατρέχουν το κτίριο καθ’ ύψος, στο σημείο που παίζουν κρυφτό, πολυκατοικία και πολυκατάστημα. Το Ρέα, την περίοδο της ανέγερσης του, εγκολπώθηκε από το νέο καταναλωτικό σύμπαν των εμπορικών κέντρων, που απέκτησαν μια ενιαία αρχιτεκτονική για αυτή την περίοδο, και αυτοπαρουσιάζεται ως μια συνάντηση του κοσμοπολίτικου μοντέρνου και του κλασσικού. Μπορούμε να πούμε πως είναι ένα κτίριο το οποίο ξεχωρίζει στην πυκνοκατοικημένη λαϊκή περιοχή του Βύρωνα και κατ’ επέκταση και στην αγορά του που κινείται στα πλαίσια του παραδοσιακού εμπορίου. Παρά την επιβλητική παρουσία που μπορεί να έχει ένας πολυόροφος χώρος μαζικής κατανάλωσης , το Ρέα, όπως και πολλά εμπορικά κέντρα της εποχής, δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τις δομές του παραδοσιακού λιανικού εμπορίου. Το 2011 ξεκίνησαν διαδικασίες ανακαίνισης του, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν ολοκληρωθεί λόγω
οικονομικής κρίσης. Ως εκ τούτου, το Ρέα αυτή τη στιγμή, μοιάζει με ένα πολύ καλοδιατηρημένο ερείπιο, αφού βρίσκεται σε μια κατάσταση αναμονής των λειτουργιών που το καθιστούν εμπορικό κέντρο και κινηματογράφο.1 Θα μπορούσαμε, με βάση τα παραπάνω, να αποδομήσουμε την φυσική παρουσία του και να τη διαχωρίσουμε σε περιτύλιγμα, το οποίο ανήκει στην εποχή της Μεταπολίτευσης, και σε περιεχόμενο, αναφερόμενοι στην λειτουργία του, το οποίο ανήκει στο σήμερα. Χάρη σε αυτό το διαχωρισμό μπορούμε να καταστήσουμε τους εαυτούς μας σε χρονικό χώρο, συναντώντας στη φυσική παρουσία του Ρέα δύο διαφορετικές εποχές. Η “προαγωγή” του Ρέα από θερινό κινηματογράφο σε πολυόροφο εμπορικό κέντρο το ‘85, συμπίπτει χρονικά με τη δεύτερη συνεχόμενη νίκη του Πα.Σο.Κ στις κοινοβουλευτικές εκλογές, μια εποχή που η ελληνική κοινωνία τρέφεται με πολλές υποσχέσεις και φιλοδοξίες για το μέλλον. Σε αυτό το σημείο, προκειμένου να κατανοήσουμε το υπόβαθρο της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα το οποίο κατέστησε δυνατή τη δημιουργία του Ρέα, θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στο τραυματικό παρελθόν της Ελλάδας. Η ελληνική κοινωνία μέσα σε 30 χρόνια έζησε Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο(1940-1944), Εμφύλιο Πόλεμο(1945-1967) και στρατιωτική χούντα (1967-1974). Στη συνέχεια πέρασε θριαμβευτικά σε Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και αυτή η αλλαγή πολιτεύματος καθόρισε την εποχή της Μεταπολίτευσης. Μια πρώτη υποπερίοδος της Μεταπολίτευσης θα μπορούσε να θεωρηθεί η περίοδος ‘74-’81, όπου στην εξουσία βρίσκεται το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Συνοπτικά, θα θέλαμε να αναφέρουμε πως η Ν.Δ., ενώ εδραίωσε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, δεν κατάφερε να γεφυρώσει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που χαρακτήριζαν την ελληνική κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια, με αποτέλεσμα τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα να βιώνουν την ίδια εκμετάλλευση με την εποχή της χούντας.2 Η εκλογική ήττα της Ν.Δ. το ‘81 και η ανάληψη της εξουσίας από το Πα.Σο.Κ υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, μας οδηγεί στη δεύτερη υποπερίοδο της Μεταπολίτευσης. Με το χαρακτηριστικό σύνθημα-σλόγκαν της προεκλογικής του εκστρατείας, το Πα.Σο.Κ. “εισάγει” την Ελλάδα στην περίοδο της “Αλλαγής”. Θεσμίζει, όπως το ίδιο το κόμμα υποστηρίζει, μια νέα κοινωνική συμμαχία μέσα
από 4 σημεία : δημοκρατία, ανεξαρτησία, ανάπτυξη, αξιοκρατία.3 Προχωρά σε μια σειρά από φιλολαϊκά μέτρα, δίνοντας μεγάλη βάση στις νέες εργασιακές συνθήκες και στο κράτος πρόνοιας και έτσι νομιμοποιεί και κοινωνικά την εξουσία του. Το Πα.Σο.Κ. αυξάνει την αγοραστική δύναμη της μεσαίας και των ασθενέστερων τάξεων, αλλά και τις κοινωνικές δαπάνες και έτσι καταφέρνει, για αυτή την περίοδο τουλάχιστον, να ικανοποιήσει όλες εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονταν σε αναβρασμό από τις πολιτικές του παρελθόντος. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία εκφρασμένη μέσω του Πα.Σο.Κ. έμοιαζε ιδανική στα μάτια των πολλών που μπορούσαν επιτέλους να εφησυχασθούν και να απολαύσουν τις αμοιβές τους. Μπορούμε να αντιληφθούμε, λοιπόν, πως η ελληνική κοινωνία πέρασε, σε αυτό το χρονικό διάστημα, από την κοινωνική και πολιτική αστάθεια στην σταθερότητα και από την στέρηση στην ευημερία. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, οι αναδιανεμητικές πολιτικές του Πα.Σο.Κ βοήθησαν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία με τη σειρά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, και ειδικότερα τη δεκαετία του ‘80, βρίσκονταν σε διαδικασία ανοδικής κινητικότητας. Έτσι, παλιές υπάλληλες τάξεις που βρίσκονταν στο περιθώριο μέχρι τότε, αποκτούν πλέον δημόσιο πρόσωπο. Ταυτόχρονα, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης έγινε μια αποκατάσταση της επικοινωνίας με το εξωτερικό, με αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να έρθει σε επαφή με ιδέες και οικονομικά μοντέλα που είχαν αναπτυχθεί σε προηγούμενη περίοδο. Αυτή η παγκόσμια επιρροή δημιούργησε μια έκρηξη προσδοκιών για επαγγελματική καταξίωση και κοινωνική και οικονομική ανέλιξη. Το τραυματικό παρελθόν και η καταπίεση των προηγούμενων ετών κατά συνέπεια, βρήκε διέξοδο ώστε να απελευθερωθεί ανάλαφρα από συμπεριφορές επιδεικτικής κατανάλωσης που συνόδευαν το νέο κοινωνικό στάτους. Οι καταναλωτικές πρακτικές του κοινού, επομένως, αλλάζουν και ενσωματώνουν μεσαία και χαμηλά στρώματα για αυτή την περίοδο. Η άνοδος της κινητικότητας των νέων στην πόλη εκείνη την περίοδο ευνοεί τη δημιουργία τοπικών κέντρων – αγορών στην περιφέρεια του κέντρου της Αθήνας, αφού οι προαναφερθέντες αναζητούν τρόπους “διασκέδασης” των ευπόρων. Όπως αναφέρει ο Νίκος Σουλιώτης σε λήμμα του λεξικού της Ελλάδας στη δεκαετία
του ‘80, η δημιουργία εμπορικών κέντρων σε περιοχές λαϊκών στρωμάτων δεν προσέφερε κάποιο συμβολικό όφελος, αλλά προέκυψε ως αποτέλεσμα τοπικής ζήτησης που δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί ολοκληρωτικά μέσω της καθημερινής κινητικότητας και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ευκαιρίες για νέους επιχειρηματίες. Οι τελευταίοι προέρχονται κι αυτοί από τα ίδια λαϊκά προάστια, είτε από τους καταναλωτές, είτε από τους εργαζόμενους που ήταν σε θέση να μεταφέρουν στα καταστήματα εικόνες και ύφος “Κολώνακίου”.4 Θα μπορούσαμε να πούμε, δηλαδή, πως η αντικατάσταση του κινηματογράφου Ρέα από το ομώνυμο εμπορικό κέντρο, ανεξάρτητα από την αναβάθμιση που θα προσέφερε στην αγορά της περιοχής, αποτελούσε και ένα δάνειο αίγλης ως απάντηση στην χρόνια εξαθλίωση. Συνοψίζοντας αυτή την αναδρομή στο παρελθόν, μπορούμε να αντιληφθούμε πως το συλλογικό φαντασιακό της μέχρι τότε ταλαιπωρημένης ελληνικής κοινωνίας δημιούργησε τη βάση για την ουτοπία της Μεταπολίτευσης, της οποίας τα ίχνη πήραν τη μορφή μικρομεγάλων αφηγήσεων χλιδής, και στην προκειμένη περίπτωση του εμπορικού κέντρου Ρέα. Επανερχόμενοι στο σήμερα, μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως πολλά που θεωρούνταν ως δεδομένα την περίοδο της μεταπολίτευσης έχουν αλλάξει δραματικά μέσα στα τελευταία χρόνια. Όλα τα χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού του Πα.Σο.Κ, τα οποία αγκάλιαζαν κατά κάποιο τρόπο πολλές αντιθετικές πλευρές της ελληνικής κοινωνίας, πέρασαν από ιδεολογικές αλλαγές και κατέρρευσαν με παταγώδη τρόπο στον αντίποδα των αρχικών θέσεων. Η παγκόσμια οικονομική κρίση ήρθε να συναντήσει την έλλειψη δημοσιονομικού ελλείμματος και μετατράπηκε σε κρίση χρέους, που συνοδεύτηκε, από το 2010 μέχρι τώρα, από μια σειρά μέτρων που έπληξαν, κατά κύριο λόγο, τα κατώτερα στρώματα. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει διαπεράσει την κοινωνία, η οποία διανύει μια αντίστροφη πορεία από αυτή που έκανε τον εαυτό της να πιστέψει πως μπορεί να διανύσει. Το αντίστοιχο New Deal αλά ελληνικά μετατράπηκε σύντομα σε No Deal(sic), πράγμα το οποίο μείωσε την ποιότητα του βιοτικού επιπέδου των περιθωριοποιημένων ομάδων τη στιγμή που είχε αρχίσει να ανακάμπτει. Το γκρέμισμα της ουτοπίας που χτίστηκε από την ίδια την κοινωνία, μέσω της Μεταπολίτευσης, την τοποθέτησε σε μια φοβισμένη και ανασφαλή θέση.
Θα πρέπει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο πως η λέξη κρίση δεν χρησιμοποιείται τόσο για τη σατανική οικονομική διάσταση της, αλλά πολύ περισσότερο επειδή το βαθύτερο νόημα της είναι μια κατάσταση μόνιμης απειλής, μιας μόνιμης αναμονής πτώσης ή διάσωσης, στην οποία βυθίζεται σήμερα η κοινωνία. Φυσικά δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες, για χάρη της ανάλυσης του παρόντος, οι αλλαγές του τελευταίου έτους στο πολιτικό σκηνικό. Αυτή η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που καθιστά δυνατή την κοινωνική πλέον κρίση, είναι ένα ζήτημα που έμοιαζε να αναφέρεται και να επενδύεται σε μια προσδοκία που αφορούσε την αριστερά, είτε από πεποίθηση είτε ως τελικό σταθμό. Η νέα κυβέρνηση της αριστεράς, για πρώτη φορά(sic), που έκλεισε πρόσφατα μόλις ένα χρόνο στην εξουσία, θα μπορούσε να έχει ως βάση την προσδοκία για μια νέα Μεταπολίτευση. Μια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία σε κάτι που δεν πέτυχε, να δημιουργήσει δηλαδή ένα νέο αφήγημα της μεταπολίτευσης. Η αδυναμία, επομένως, της κοινωνίας να αποδεχθεί πως η ιστορία κατάφερε σε τόσο μικρό διάστημα να επαναληφθεί από την άποψη της κοινωνικοπολιτικής αστάθειας και της εξαθλίωσης, δημιούργησε την ανάγκη για ελπίδα σε μια ακόμη ευκαιρία αλλαγής παραδείγματος. Η βασική διαφορά όμως, είναι πως το κύριο ζητούμενο από τη νέα Μεταπολίτευση δεν ήταν η οικονομική ευμάρεια, όπως στην πρώτη της εκδοχή, αλλά η οικονομική επιβίωση. Όπως τότε, έτσι και τώρα, αυτή η αλλαγή παραδείγματος είναι ένας συμβολικός ορίζοντας προσδοκιών για τους περιθωριοποιημένους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Σία Αναγνωστοπούλου σε συζήτηση με αφορμή τα 40 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση.5 Μπορούμε να αντιληφθούμε, λοιπόν, πως είναι δύσκολο στο παρόν να αναπαραχθούν τα σχέδια των προηγούμενων γενιών, όπως αυτά περιγράφηκαν στο πρώτο κομμάτι της παρουσίασης. Το προλεταριάτο της δεκαετίας του ‘80 με το οικονομικό μπούστ που δέχτηκε μπήκε στη διαδικασία να δημιουργήσει όνειρα για μια αναβάθμιση και σταθερότητα για το οικονομικό και κοινωνικό τους μέλλον. Σήμερα, τη θέση του προλεταριάτου πήρε το πρεκαριάτο(από την αγγλική λέξη precarity), το σύνολο εργαζομένων δηλαδή που είναι καταδικασμένο στην επισφάλεια. Η προσωρινότητα της εργασίας σε συνδυασμό με την ευκαιριακότητα στο πεδίο της κοινωνικής ύπαρξης, καταδικάζει τους εργαζόμενους να ζουν σε ένα διαρκές παρόν.6 Επομένως, προσδοκίες και σχέδια για το μέλλον που αφορούν μικρομεγάλες επενδύσεις όπως το Ρέα δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην πραγματικότητα. Ας μην
ξεχνάμε επιπλέον, πως το παιχνίδι των εμπορικών κέντρων έχει αλλάξει εντελώς και έχει αποκτήσει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις, στις οποίες φυσικά δεν μπορεί να ανταποκριθεί η τοπική αγορά. Συνοψίζοντας τη σύντομη ανάλυση του παρόντος, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η ουτοπία, που δημιούργησε η αφήγηση του παρελθόντος, έχει πλέον τοποθετηθεί σε μια αναμονή δυνητικής καταστροφής ή λύτρωσης, πράγμα το οποίο αποτυπώνεται, όπως αναφέραμε στην αρχή της παρουσίασης, και στην τωρινή μορφή του Ρέα. Σε μια δήλωση τους οι Neue Slovenia Kunst αναφέρουν: “Δεν είναι απαραίτητα το παρελθόν ενός έθνους αυτό που σχηματίζει τη μυθολογία, αλλά η μυθολογία αυτή που δημιουργεί το παρελθόν του.”7 Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα θραύσματα της νεότερης ιστορίας του ελληνικού έθνους κατακερματισμένα, αναλυμένα και ανακατασκευασμένα, μέσα από το κοινό φαντασιακό που μοιράστηκε ο πληθυσμός, συνέθεσαν την ουτοπία. Το Ρέα, αντιμετωπίζεται ως απομεινάρι αυτής της ουτοπίας, όμως, στην τωρινή του κατάσταση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ερείπιο με όλη την έννοια της λέξης, αλλά ένα ερείπιο σε αναμονή. Το γεγονός ότι κάποτε υπήρξε δραστηριότητα σε αυτό το κτίριο δημιουργεί μια αυτόματη παρουσία. Το παρόν, δηλαδή το αποστειρωμένο κουφάρι του, δημιουργεί μια παρελθοντική ζωή, όχι με βάση το περιεχόμενο των εναπομεινάντων, αλλά με βάση το ίδιο το παρελθόν. Μας υπενθυμίζει μια παλαιότερη κατάσταση, αλλά ταυτόχρονα μας φέρνει αντιμέτωπους με το μέλλον, όπου το παρόν μας ενδέχεται να κατρακυλήσει σε παρόμοια ερείπωση ή να πέσει θύμα αναπάντεχης καταστροφής. Το μεταίχμιο ερειπίου και προσεχώς πολυχώρου κατανάλωσης, που συναντάμε στο Ρέα, υποδηλώνει την παύση του παρόντος προς αποφυγή του μελλοντικού σεναρίου. Η Svetlana Boym στο βιβλίο της The Future of Nostalgia, παρατηρεί πως η ιστορία της στοργής, της απογοήτευσης και της συμπόνιας είναι πιο άσεμνη από μια ιστορία σοδομισμού. Θεωρούνται ξεπερασμένα. Ό,τι είναι αναχρονιστικό είναι άσεμνο. Σαν μοντέρνα θεότητα, η ιστορία είναι κατασταλτική, μας εμποδίζει να είμαστε εκτός εποχής. Από το παρελθόν ανεχόμαστε μόνο το ερείπιο, το μνημείο, το κιτς, τι είναι διασκεδαστικό: μειώνουμε το παρελθόν σε τίποτα περισσότερο από την υπογραφή του.8
Τη στιγμή, λοιπόν, που το Ρέα γίνει όντως ερείπιο θα αποκτήσει την υπογραφή του σήμερα, δηλαδή της αποτυχημένης ουτοπίας. Η αναμονή που παρατηρούμε στη λειτουργία του, εκφράζει την αναμονή της ίδιας της κοινωνίας που αρνείται να αλλάξει υπογραφή. Κι όσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει η κοινωνία να διατηρήσει την ουτοπία, τόσο πιο έντονο είναι το μελάνι με το οποίο γράφεται η ιστορία.
1. Κοντοδήμας, Ι., 30’, Ακίνητα Τεχνική Εμπορική, “Εμπορικό Κέντρο ΡΕΑ – Γενική Επισκόπιση”, [Συνέντευξη], Αθήνα, Φεβρουάριος 2016 2. Σακελλαρόπουλος, Σ. (2001), “Η Ελλάδα στην μεταπολίτευση – Κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, 1974-1988”, Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, σελ. 58 3. Σακελλαρόπουλος, Σ. (2001), “Η Ελλάδα στην μεταπολίτευση – Κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, 1974-1988”, Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, σελ. 352 4. Σουλιώτης, Ν. (2010), “ Καταναλωτικά πρότυπα – Προάστια, κινητικότητα και έξοδος από τη λαϊκότητα”, Βαμβακάς, Β., Παναγιωτόπουλος, Π.,(επιστ. Επιμέλεια), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ‘80 – Κοινωνικό, επιστημονικό και πολιτισμικό λεξικό, Αθήνα, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 255-256 5. Μεταπολίτευση, σαράντα χρόνια μετά – Από την πτώση της Δικτατορίας στην κρίση της Δημοκρατίας, 2014, Η ΑΥΓΗ, Αθήνα 6. Black Out (2005), “Precarity: Νέες υποκειμενικότητες και παραδοσιακοί μύθοι”, Black Out, (5), http://blackout.yfanet.net/keimena/31 7. Predictions Of Fire, 1996, [Video], Michael Benson, USA 8. Boym, S. (2001), “Obscene Homes”, B. Dylon (edit.), Documents of Contemporary Art: Ruins, Cambridge, London: MIT Press, Whitechapel Gallery, p. 68-74
ΕΝΘΕΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΡΕΑ πηγή: προσωπικό αρχείο
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ • ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΔΠΜΣ “Σχεδιασμός–Χώρος–Πολιτισμός”
Αθήνα, Φεβρουάριος 2016