^ΟΤΈ. ΕΒΤ6. (JJBUC »Ht)
^
^
L 1118 WASHINC
Chris Harmon
Καπιταλισμός Ζόμπι Η Παγκόσμια Καπιταλιστική Κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ
Chris
Harman
Zombie Capitalism Global Crisis And The Relevance Of Marx Bookmarks Publications, London, 2009
ISBN: 978-960-7967-58-9 Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Μ Α Ρ Ξ Ι Σ Τ Ι Κ Ο ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΗ Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α ΑΘΗΝΑ: Τ Θ 8 1 6 1 , 1 0 0 10, Αθήνα ΛΕΤΚΩΣΙΑ: Τ Κ 7280, Λευκωσία Τυπώθηκε τον Φλεβάρη του 2011 σε 1000 αντίτυπα \
Μετάφραση: Λέανδρος ΜττόΧαρης Πρόλογος: Πάνος Γκαργκάνας Επίμετρο για τον συγγραφέα: Μαρία Στϋλλου Επιμέλεια: Κώστας Πίττας Διόρθωση κειμένου, σελιδοποίηση: Ηλίας Κολοβός Εξώφυλλο: Παντελής Γαβριηλίδης Εκτύπωση: Αφοί Παππά ΑΕΒΕ, Πλαστήρα 256 Αγ. Ανάργυροι ΚΕΝΤΡΙΚΗ Δ Ι Α Θ Ε Σ Η ΑΘΗΝΑ: Μ Α Ρ Ξ Ι Σ Τ Ι Κ Ο ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ Φειδίου 14-16, Τ.Κ.10678. τηλ.: 210 5247584 MrwwjnandstlkD.gr marxistiko@yahoo.gr
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πάνος Γκαργκάνας Πρόλογος Εισαγωγή ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ: Ο Μαρξ και πέρα από τον Μαρξ Κεφάλαιο 1 Οι έννοιες που διαμόρφωσε ο Μαρξ Κεφάλαιο 2 Ο Μαρξ και οι επικριτές του Κεφάλαιο 3 Η δυναμική του συστήματος Κεφάλαιο 4 Πέρα από τον Μαρξ: μονοπώλιο, πόλεμος και κράτος Κεφάλαιο 5 Οι κρατικές δαπάνες και το σύστημα ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ Κεφάλαιο 6 Η Μεγάλη'Υφεση Κεφάλαιο 7 Η μακρά άνθηση Κεφάλαιο 8 Το τέλος της χρυσής εποχής
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΣΤΑΘΕΙΑΣ Κεφάλαιο 9 Τα χρόνια της μεγάλης αυταπάτης
305
Κεφάλαιο 10 Το Παγκόσμιο Κεφάλαιο στη Νέα Εποχή
339
Κεφάλαιο 11 Η χρηματιστικοποίηση και οι φούσκες που έσκασαν
367
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΣΤΑΘΕΙΑΣ Κεφάλαιο 12 Τα νέα όρια του κεφαλαίου
409
Κεφάλαιο 13 Το αφηνιασμένο σύστημα και το μέλλον για την ανθρωπότητα
433
Κεφάλαιο 14 Ποιος μπορεί να ανατρέψει το σύστημα και να αλλάξει τον κόσμο;
439
Σημειώσεις
471
Γλωσσάρι
\
Μαρία Στύλλου Κρις Χάρμαν 1942-2009: Μισός αιώνας συμβολή στον επαναστατικό μαρξισμό
527
543
Πρόλογος
Η ελληνική έκδοση του βιβλίου του Κρις Χάρμαν για τον ΚαπιταλισμόΖόμπι προσφέρει το κατάλληλο βιβλίο στην κατάλληλη χώρα στην κατάλληλη στιγμή. Σχεδόν ολόκληρο το χρονικό διάστημα από την αγγλική έκδοση μέχρι την ελληνική έχει κυριαρχηθεί από τις εξελίξεις γύρω από το ελληνικό δημόσιο χρέος. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς. Γιατί η ελληνική δημοσιονομική κρίση απασχολεί όχι μόνο τα οικονομικά επιτελεία και τον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας, αλλά όλης της Ευρώπης και της Κίνας και των ΗΠΑ; Ποια είναι η ευρύτερη διάσταση αυτής της κρίσης που τη μετατρέπει σε κρίση του Ευρώ και προκαλεί ανησυχίες από την Ουάσινγκτον μέχρι το Πεκίνο; Και γιατί ακόμη και τα ισχυρότερα οικονομικά κέντρα του πλανήτη αδυνατούν να βάλουν ένα τέλος και αναγκάζονται να παρουσιάζουν νέα σχέδια και μηχανισμούς παρέμβασης σχεδόν κάθε εξάμηνο από το 2008 μέχρι σήμερα; Αυτά είναι εύλογα ερωτήματα που απασχολούν όλο τον κόσμο, από τους αναλυτές των διεθνών οργανισμών και τους σχολιαστές των ΜΜΕ μέχρι τους «κοινούς θνητούς» που αγωνίζονται να αποφύγουν τα βάρη αυτής της κατάστασης. Η συνοπτική απάντηση που προσφέρει ο Χάρμαν μέσα από αυτό το βιβλίο είναι ότι πρόκειται για κρίση του καπιταλισμού σαν σύστημα. Έχει τις ρίζες της στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού, έχει τις διαδρομές της στην ίδια την ιστορία του και έχει τη λύση της στην ανατροπή Καπιταλισμός Ζόμπι
5
του από αυτούς που ο Μαρξ ονόμασε ιστορικό νεκροθάφτη του καπιταλισμού, δηλαδή την εργατική τάξη. Αυτές οι απαντήσεις μπορεί να μοιάζουν απλές - πολλοί θα έλεγαν απλοϊκές - αλλά απαιτούν μια τεράστια προσπάθεια για να στοιχειοθετηθούν. Όταν η επίσημη οικονομική θεωρία έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά καθώς κατά γενική ομολογία αιφνιδιάστηκε από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, ο καθένας καταλαβαίνει ότι οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Ο Χάρμαν βουτάει στα βαθιά για να τις αναζητήσει, τόσο στη θεωρία όσο και στην ιστορία και στη σημερινή πραγματικότητα. Επιχειρεί μια επιστροφή στον Μαρξ και καταπιάνεται με τις αντιρρήσεις και τις αμφισβητήσεις της θεωρίας του, τόσο από τους αντίπαλους της μαρξιστικής θεωρίας όσο και από αυτούς που τοποθετούσαν τον εαυτό τους μέσα στο μαρξιστικό στρατόπεδο. Πρόκειται για μια εργασία απαραίτητη για να αναζητηθεί το θεωρητικό πλαίσιο που μπορεί να δώσει τις ερμηνείες για τη λειτουργία της οικονομίας, τις ερμηνείες που διαφεύγουν εδώ και δεκαετίες από τους θεωρητικούς της οικονομικής επιστήμης. Και βέβαια πρόκειται για πολύτιμη συμβολή στην προσπάθεια της αριστεράς και των δικών της διανοούμενων να αναδείξουν την επικαιρότητα του Μαρξ για τη θεμελίωση μιας σύγχρονης εναλλακτικής θεωρίας. Κατά τη γνώμη μας, τα πέντε πρώτα κεφάλαια αυτού του βιβλίου αποτελούν την καλύτερη παρουσίαση μιας τέτοιας μαρξιστικής θεωρίας από τότε που ο Πολ Σουίζι έγραψε τη Θεωρία της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης το 1942. Ο Χάρμαν γεννήθηκε το 1942 αλλά διεκδικεί επάξια τον τίτλο του μαρξιστή θεωρητικού που παίρνει τις έννοιες του Μαρξ, τις υπερασπίζεται και τις συγκροτεί σε ένα σφριγηλό σύνολο ικανό να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις. Αυτό το πρώτο μέρος του βιβλίου θα ήταν αρκετό από μόνο του για να το καταξιώσει σαν εγχειρίδιο μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας. Παρ' όλα αυτά, ο Χάρμαν δεν περιορίζεται εκεί. Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου καταπιάνεται με την ιστορία του καπιταλισμού σε όλο τον περασμένο αιώνα. Το σύστημα πέρασε μέσα από τη μεγαλύτερη κρίση του στη δεκαετία του 1930, επιβίωσε και γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθησή του στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες πριν επιστρέψει ξανά 6
Κρις Χάρμαν
στα κρισιακά φαινόμενα που το σημάδεψαν στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και κορυφώθηκαν πρόσφατα. Μέσα σε αυτή την ιστορική διαδρομή, η μαρξιστική θεωρία που σκιαγραφεί ο Χάρμαν στο πρώτο μέρος του βιβλίου έχει να αναμετρηθεί με τις ορθοδοξίες που κυριάρχησαν στις δυο διαφορετικές συγκυρίες του καπιταλισμού. Ο Κέινς αρχικά και ο Φρίντμαν στη συνέχεια αποτέλεσαν τους δυο πόλους γύρω από τους οποίους περιστράφηκαν οι θεωρητικές ερμηνείες αλλά και οι πρακτικές κυβερνητικές πολιτικές στις δυο διαφορετικές φάσεις του συστήματος. Ούτε στην άνθηση, ούτε στην αστάθεια δεν μπόρεσαν να προσφέρουν πραγματικές διεξόδους από τα προβλήματα του συστήματος. Τα κράτη δεν είναι «ουδέτεροι μηχανισμοί», ανεπηρέαστοι από τη δυναμική που δημιουργεί η τυφλή ανταγωνιστική συσσώρευση του κεφάλαιου. Στο γερασμένο καπιταλισμό, με τις γιγάντιες επιχειρήσεις που έχει συγκροτήσει η τάση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, τα κράτη είναι αναπόσπαστα στοιχεία ανάμεσα στα υποκείμενα της ανταγωνιστικής συσσώρευσης. Οι θεωρίες που τα αναγορεύουν είτε σε «σωτήρες» από τις ατέλειες της ελεύθερης αγοράς, είτε σε «στρεβλώσεις» του ελεύθερου ανταγωνισμού, χάνουν από τα μάτια τους την ίδια την ένταξή τους μέσα στο σύστημα. Ο Χάρμαν, αντίθετα, μπορεί και αναλύει συγκεκριμένα τις επιπτώσεις της αυξημένης κρατικής παρουσίας στη σύγχρονη οικονομία, είτε πρόκειται για τις σπατάλες της πολεμικής βιομηχανίας είτε για τις δαπάνες του κοινωνικού «κράτους-πρόνοιας». Επιπτώσεις που επηρεάζουν τη μέση κερδοφορία των επιχειρήσεων και τους ρυθμούς συσσώρευσης, χωρίς να μπορούν να μετατραπούν σε εξωγενείς παράγοντες ικανούς να ανατρέψουν την ενδογενή τάση προς την πτώση του ποσοστού κέρδους και την κρίση. Με αυτό το υπόβαθρο, ο συγγραφέας είναι σε θέση να αντιμετωπίσει στην τελευταία ενότητα του βιβλίου τη σημερινή φάση του καπιταλισμού, σε ανοιχτό διάλογο με όλες τις απόψεις που αναπτύσσονται γύρω από την τρέχουσα συγκυρία. Πόσο βάσιμες ήταν οι θεωρίες για την «παγκοσμιοποίηση» που κυριαρχούσαν μέχρι πριν λίγα χρόνια; Από πού προέκυψαν οι «φούσκες» που αντικατέστησαν την προηγούμενη κυρίαρχη περιγραφή περί «νέας οικονομίας»; Πόσο υπεύθυνη ήταν η Καπιταλισμός Ζόμπι
7
λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και η τάση του financialization γι' αυτή την εξέλιξη; Ο Χάρμαν δίνει απαντήσεις σε αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα παραπέμποντας στα προβλήματα που δημιουργούσε η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους στην πραγματική οικονομία. Το εύρος των δημοσιεύσεων που παρακολουθεί για να μην του ξεφύγει καμιά πλευρά όλης αυτής της έντονης σημερινής συζήτησης είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό. Και εξίσου εντυπωσιακή είναι η ικανότητά του να φτάνει πάντα στη ρίζα του ζητήματος και να στοιχειοθετεί την κεντρική του θέση: η κρίση αφορά τον ίδιο τον καπιταλισμό σαν σύστημα, οι εργάτες δεν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη σε τίποτε άλλο πέρα από τη δική τους δυνατότητα να τον ανατρέψουν. Αυτή η ικανότητα του Χάρμαν οικοδομήθηκε μέσα από μια συστηματική προσπάθεια των τελευταίων τουλάχιστον 25 χρόνων. Από το 1984 που εκδόθηκε το βιβλίο του Explaining the Crisis μέχρι TO 2009 που πέθανε, είναι αναρίθμητα τα άρθρα που δημοσίευσε γύρω από όλα αυτά τα ζητήματα όπως αναδύονταν μέσα στις στροφές και τα γυρίσματα όχι μόνο των οικονομικών αλλά και των ιδεολογικών και πολιτικών εξελίξεων. Το κυριότερο, όμως, ίσως ήταν ότι κάθε καλοκαίρι ήταν παρών στις εκδηλώσεις του Marxism που οργάνωνε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SWP) της Βρετανίας στο Λονδίνο. Αυτός είναι ένας θεσμός του κινήματος που ουσιαστικά διαδέχτηκε το Communist University που οργάνωνε παλιότερα το ΚΚ Βρετανίας. Ένα κομμουνιστικό πανεπιστήμιο για τους αγωνιστές που είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ανάλυσης του καπιταλισμού μέσα από τις εμπειρίες και τη σκοπιά της ταξικής πάλης. Στα δύσκολα ακροατήρια αυτού του «πανεπιστήμιου» δοκίμαζε τις ιδέες του ο Χάρμαν και έπαιρνε έμπνευση και αντοχή για να επιμείνει σταθερά στους μαρξιστικούς προσανατολισμούς του, χωρίς ποτέ να πάψει να τους ανανεώνει και να τους επικαιροποιεί. Όσοι και όσες είχαμε την τύχη να παρακολουθούμε αυτή την πορεία, βλέπαμε και συμμετείχαμε στη διαμόρφωση αυτού του υπέροχου καρπού που αντιπροσωπεύει αυτό το βιβλίο. Λίγο μετά την έκδοση του Zombie Capitalism και λίγο πριν από το θάνατο του το φθινόπωρο του 2009, ο Κρις Χάρμαν απαντούσε σε μια συνέντευξή του στο ερώτημα «Στη σημερινή κρίση οι κυβερνήσεις 8
Κρις Χάρμαν
έχουν ρίξει τεράστια ποσά στο σύστημα. Τι επίδραση θα έχει αυτό;» ως εξής: Κανένας δεν γνωρίζει. Κάθε πολυεθνική και κάθε τράπεζα κρατάει μυστικά τα επίπεδα του χρέους της, γιατί δεν θέλουν να δώσουν πλεονέκτημα στους ανταγωνιστές τους. ...Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να καλύψουν μια απέραντη τρύπα που κανένας δεν γνωρίζει το μέγεθος της. Σε κάποιο χρονικό σημείο στο κοντινό μέλλον θα προσπαθήσουν να πάρουν τα λεφτά τους πίσω - όχι όμως από τους τραπεζίτες αλλά από τους απλούς ανθρώπους. Σε αυτή την κατάσταση, ορισμένες κυβερνήσεις βρίσκονται σε καλύτερη θέση από κάποιες άλλες. Οι ΗΠΑ, παραδείγματος χάρη, έχουν τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και μπορούν πιθανά να αναβάλουν τη στιγμή της αλήθειας για ένα διάστημα. Αλλά κάποιες χώρες της ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται ήδη στα στενά. Σήμερα ξέρουμε πολύ καλύτερα ποιοι καπιταλισμοί βρίσκονται στα στενά, αλλά και πώς αντιδρούν οι εργάτες όταν φτάνει αυτή η στιγμή. Στους εργάτες και της εργάτριες που ξεσήκωσαν την πιο εντυπωσιακή εργατική αντίσταση στην Ελλάδα και έκαναν το Greve generate να διαβάζεται Grece generate είναι αφιερωμένη αυτή η έκδοση.
Πάνος Γκαργκάνας Φλεβάρης 2011
Καπιταλισμός Ζόμπι
9
Εισαγωγή
Ενας ασταθής κόσμος Ζούμε σ' ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από αστάθεια - και αυτή η αστάθεια θα συνεχίσει να μεγαλώνει. Είναι ένας κόσμος στον οποίο καθημερινά ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι πεινούν - και ο αριθμός των πεινασμένων θα συνεχίσει να μεγαλώνει. Ένας κόσμος που καταστρέφει το ίδιο το περιβάλλον του - και αυτή η καταστροφή θα συνεχίσει να μεγαλώνει. Ένας κόσμος βίαιος - και η βία θα συνεχίσει να μεγαλώνει. Ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι, ακόμα και στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, είναι λιγότερο ευτυχισμένοι απ' όσο ήταν παλιότερα1 - και η δυστυχία θα συνεχίσει να μεγαλώνει. Καθώς γράφω αυτό το βιβλίο, η χειρότερη οικονομική κρίση από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίζει να βαθαίνει και είναι πια δύσκολο ακόμα και για τους πιο υπάκουους απολογητές του καπιταλισμού ν' αρνηθούν αυτή την πραγματικότητα. Οι πιο γνωστές τράπεζες του κόσμου μόλις σώθηκαν από την κατάρρευση, ύστερα από κυβερνητικές ενισχύσεις κολοσσιαίων ποσών. Χιλιάδες εργοστάσια, καταστήματα και γραφεία κλείνουν σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η ανεργία εκτινάσσεται. Είκοσι εκατομμύρια κινέζοι εργάτες μαθαίνουν ότι πρέπει να επιστρέψουν στα χωριά τους, επειδή δεν υπάρχει δουλειά γι' αυτούς στις πόλεις. Ένας εκ των «σοφών» συμβούλων των εργοδοτών στην Ινδία, τους προειδοποιεί ότι θα προβούν σε απολύσεις δέκα εκατομμυρίων υπαλλήλων τους. Εκατό εκατομμύρια άνθρωποι στις χώρες που αποκαλούνται Παγκόσμιος ΝόΚαπιταλισμός Ζόμπι
11
τος (Global South) συνεχίζουν να απειλούνται από την πείνα, εξαιτίας του περσινού διπλασιασμού των τιμών των δημητριακών, ενώ στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου, τις ΗΠΑ, τρία εκατομμύρια οικογένειες υπέστησαν έξωση από τα σπίτια τους μέσα σε διάστημα δεκαοκτώ μηνών. Ωστόσο, δυο χρόνια πριν, όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο, το μήνυμα ήταν εντελώς διαφορετικό: Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements) κατέγραφε σε αναφορά της ότι η «ομοφωνία» που επικρατούσε μεταξύ των οικονομολόγων του κυρίαρχου ρεύματος ήταν ότι «τα πρόσφατα υψηλά επίπεδα ανάπτυξης θα συνεχισθούν, ο πληθωρισμός παγκοσμίως θα παραμείνει αρκετά χαμηλός και θα μετριασθεί σταδιακά η παγκόσμια ανισορροπία μεταξύ των τρεχουσών συναλλαγών». Πολιτικοί, βιομήχανοι, χρηματιστές και σχολιαστές επίσης συμφωνούσαν. Έπιναν νερό στο όνομα των θαυμάτων της ελεύθερης αγοράς και αγαλλίαζαν που η «επιχειρηματική ιδιοφυία» είχε απελευθερωθεί από τις ρυθμίσεις. Μας εξηγούσαν πόσο καλό είναι οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι, επειδή αυτό είναι το στοιχείο το οποίο εξασφαλίζει το κίνητρο που καθιστά το σύστημα τόσο γόνιμο. Το εμπόριο θα εξάλειφε την πείνα στην Αφρική. Η οικονομική ανάπτυξη θα αποξήραινε τους αχανείς βάλτους φτώχιας στην Ασία. Οι κρίσεις των δεκαετιών του '70, του '80, του '90 και του 2001-2 ήταν αναμνήσεις που μπορούσαμε να αφήσουμε πίσω μας. Μπορεί να συνέβαιναν φρικαλεότητες στον κόσμο, πόλεμοι στη Μέση Ανατολή, εμφύλιοι πόλεμοι στην Αφρική, αλλά όλα αυτά θα έπρεπε να αποδοθούν στη μη προβλεπτικότητα κάποιων, κατά τα άλλα έντιμων, πολιτικών στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, των οποίων χρειαζόμαστε ακόμα την ανθρωπιστική παρέμβαση, παρόλο που οι ίδιοι μπορεί να περιέπεσαν σε σφάλματα, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε μανιακούς ψυχοπαθείς. Τα λόγια όλων εκείνων που έβλεπαν διαφορετικά τα πράγματα αγνοούνταν, καθώς τα ΜΜΕ σερβίριζαν αλλεπάλληλες στρώσεις σιροπιασμένης κουλτούρας από τη ζωή διαφόρων διασημοτήτων, μεσοαστικής αυτοϊκανοποίησης και ανούσιας εθνικιστικής ευφορίας γύρω από αθλητικά γεγονότα. Τότε, στα μέσα Αυγούστου 2007, συνέβη κάτι που άρχισε να απο12
Κρις Χάρμαν
μακρύνει γρήγορα το ζαχαρένιο επίχρισμα και να στρέφει την προσοχή στην πραγματικότητα που αυτό κάλυπτε. Ένας αριθμός τραπεζών ξαφνικά ανακάλυψε ότι δεν ήταν δυνατόν να συμφωνήσουν τους λογαριασμούς μεταξύ τους και σταμάτησαν να δανείζουν η μία την άλλη. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα άρχισε να φρενάρει, καθώς, τον Οκτώβριο του 2008, η πιστωτική κρίση μετατράπηκε σε κρίση ολόκληρου του συστήματος. Η αυτοϊκανοποίηση των καπιταλιστών μετατράπηκε σε πανικό, η ευφορία τους σε απελπισία. Οι χτεσινοί ήρωες έγιναν οι σημερινοί απατεώνες. Από όλους εκείνους που μας διαβεβαίωναν για τα θαύματα του συστήματος ερχόταν ένα μήνυμα: «Δεν γνωρίζουμε τι πήγε στραβά και δεν γνωρίζουμε τι να κάνουμε». Ο Αλαν Γκρίνσπαν, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο άνθρωπος που μέχρι πριν λίγο καιρό αντιμετωπιζόταν απ' όλους ως η υπέρτατη εποπτεύουσα ιδιοφυία του οικονομικού συστήματος των ΗΠΑ, παραδέχτηκε στο Κογκρέσο ότι ακόμα «δεν είχε πλήρως κατανοήσει τι πήγε στραβά σε αυτό που θεωρούσε ότι ήταν αυτοκυβερνώμενες αγορές».2 Οι κυβερνήσεις έριξαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε αυτούς που διευθύνουν τις τράπεζες - και δεκάδες δισεκατομμύρια σε αυτούς που διευθύνουν τις πολυεθνικές βιομηχανίες αυτοκινήτων - ελπίζοντας ότι αυτή η ένεση θα σταματήσει κάπως την κρίση. Δεν μπορούν, όμως, να συμφωνήσουν μεταξύ τους πώς να το κάνουν αυτό, όπως και το αν θα λειτουργήσει ή όχι. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Από τη στιγμή που οποιοδήποτε κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας αρχίσει να σταθεροποιείται, θα ξεχάσουν τις εκατοντάδες εκατομμυρίων των ανθρώπων που καταστράφηκαν από την κρίση. Αρκεί να υπάρξουν λίγοι μήνες χωρίς καταρρεύσεις τραπεζών και χωρίς να πιάνουν πάτο τα κέρδη τους, ώστε οι απολογητές να αρχίσουν για άλλη μια φορά τα σιρόπια. Το προσωπικό τους μέλλον θα μοιάζει καλύτερο και αυτό θα το γενικεύσουν σαν κάτι που ισχύει για όλο τον κόσμο, συνοδεύοντας την «αισιοδοξία» τους με ανανεωμένες διαλέξεις περί των θαυμάτων του καπιταλισμού και της αδυναμίας να προβληθεί οποιαδήποτε εναλλακτική λύση· μέχρι να ξανακτυπήσει η κρίση και να τους ξαναρίξει στον επόμενο πανικό. Οι κρίσεις, όμως, δεν είναι ένα νέο στοιχείο του συστήματος. Συμβαίνουν, με μεγαλύτερα ή μικρότερα διαλείμματα, ήδη από τότε που η Καπιταλισμός Ζόμπι
13
βιομηχανική επανάσταση θεμελίωσε τη σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού στη Βρετανία των αρχών του 19ου αιώνα.
Η ένδεια των Οικονομικών Η κυρίαρχη τρέχουσα εκδοχή των οικονομικών που διδάσκεται στα σχολεία και τα πανεπιστήμια αποδεικνύεται ότι βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να κατανοήσει φαινόμενα όπως αυτά που αναφέρονται παραπάνω. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών αναγνωρίζει ότι: Ουσιαστικά κανείς δεν διέκρινε τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του '30 ή τις κρίσεις που επηρέασαν την Ιαπωνία και τη Νοτιοανατολική Ασία στις αρχές και τα τέλη της δεκαετίας του '90 αντιστοίχως. Στην πραγματικότητα, πριν από κάθε ύφεση είχε προηγηθεί μια περίοδος μη πληθωριστικής ανάπτυξης, τόσο πλουσιοπάροχης, ώστε να οδηγήσει αρκετούς σχολιαστές να υποθέσουν ότι μια «νέα εποχή» έχει εμφανισθεί.3 Τίποτα δεν συνοψίζει καλύτερα την ακατανοησία όσων υπερασπίζονται τον καπιταλισμό από την ανικανότητα τους να εξηγήσουν το πιο σημαντικό επεισόδιο του εικοστού αιώνα: την κρίση της δεκαετίας του '30. Ο Μπεν Μπερνάκε, ο σημερινός επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και υποτίθεται ένας από τους πιο αξιοσέβαστους, από την άποψη της κυρίαρχης αντίληψης στα οικονομικά, ειδικούς σε θέματα κρίσεων, παραδέχεται ότι «η κατανόηση της Μεγάλης Ύφεσης είναι το Αγιο Δισκοπότηρο της μακροοικονομικής»·4 με άλλα λόγια, δεν μπορεί να βρει την εξήγησή της. Ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Έντουαρντ Πρέσκοτ την περιγράφει ως «ένα... παθολογικό επεισόδιο το οποίο προκαλεί την ισχύουσα οικονομική επιστήμη να το εξηγήσει». 5 Για τον Ρόμπερτ Λούκας, επίσης βραβευμένο με Νόμπελ οικονομολόγο, «θέλει πραγματική θέληση να παραδεχτείς ότι δεν γνωρίζεις τι στο διάβολο συμβαίνει σε κάποιους τομείς».4 Δεν πρόκειται για συμπτωματική αδυναμία. Είναι αδυναμία συνυφασμένη με τις θεμελιωδέστερες παραδοχές της «νεοκλασικής» και της «οριακής» σχολής, οι οποίες έχουν κυριαρχήσει ως κυρίαρχο ρεύμα της οικονομικής επιστήμης εδώ και εκατόν είκοσι πέντε χρόνια. Οι θεμελιω14
Κρις Χάρμαν
τές αυτών των σχολών έθεσαν στον εαυτό τους το καθήκον να δείξουν το πώς «καθαρίζουν» οι αγορές: δηλαδή, το πώς όλα τα αγαθά που φθάνουν σε αυτές θα βρουν αγοραστές. Αυτό, όμως, προϋποθέτει προκαταβολικά ότι δεν είναι δυνατόν να συμβούν κρίσεις. Η αδυναμία του νεοκλασικού μοντέλου να πείσει, όταν καλείται να εξηγήσει μερικά από τα προφανέστερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, έχει οδηγήσει σε αλλεπάλληλες απόπειρες εντός του πλαισίου της ισχύουσας οικονομικής επιστήμης να εμψυτευθούν κάποια επιπλέον στοιχεία στο μοντέλο, με αποκλειστικό κριτήριο να το περισώσουν, μολονότι καμία από αυτές τις προσθήκες δεν αλλάζει την κύρια πεποίθηση ότι το σύστημα θα επιστρέψει σε ισορροπία - με την προϋπόθεση ότι οι τιμές, αλλά κυρίως οι μισθοί, εξισορροπούν χωρίς εμπόδια προς τις πιέσεις της αγοράς. Ακόμα και ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος προχώρησε περισσότερο από κάθε άλλον οικονομολόγο της κυρίαρχης αντίληψης στη διερεύνηση του μοντέλου ισορροπίας, διατήρησε την παραδοχή ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει υποβοηθούμενο ως ένα βαθμό από κυβερνητικές παρεμβάσεις. Πάντοτε διατυπώνονταν αμφισβητήσεις απέναντι σε τέτοιους εφησυχασμούς. Ο αυστριακός οικονομολόγος Σουμπέτερ χλεύαζε οποιαδήποτε ιδέα ισορροπίας ως ασύμβατης με το στοιχείο που θεωρούσε ως τη μεγάλη θετική αρετή του καπιταλισμού, τη δυναμική του. Μερικοί από τους μαθητές του Κέινς προχώρησαν περισσότερο από τον ίδιο στην εγκατάλειψη της νεοκλασικής ορθοδοξίας. Οι οικονομολόγοι του Κέμπριτζ κατεδάφισαν τη θεωρητική βάση της νεοκλασικής ορθοδοξίας. Ωστόσο, η ορθοδοξία εξακολουθεί να κρατά τις πιο ισχυρές οχυρές θέσεις στα πανεπιστήμια και τα σχολεία, γεμίζοντας το μυαλό κάθε νέας γενιάς με μια εικόνα του οικονομικού συστήματος που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η πίεση στους φοιτητές να μελετούν τα βιβλία που προωθούν τέτοιες απόψεις σαν να ήταν επιστημονικά κείμενα οδήγησε στο να πουληθούν εκατομμύρια αντίτυπα του βιβλίου Economics (Οικονομική) του Σάμιουελσον ή του βιβλίου An Introduction to Positive Economics (Εισαγωγή στη Θετική Οικονομική Επιστήμη) του Λίπσεϊ. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το επάγγελμα του οικονομολόγου δυσκολεύεται να κατανοήσει εκείνες τις πλευρές του καπιταλιΚαπιταλισμός Ζόμπι
15
στικού συστήματος που ασκούν τη μεγαλύτερη επίδραση στους ανθρώπινους πληθυσμούς που ζουν μέσα σε αυτό. Τα στρογγυλεμένα θεωρήματα που γεμίζουν τα εγχειρίδια Οικονομικής και τα ακαδημαϊκά περιοδικά, με τους αλλεπάλληλους αλγεβρικούς υπολογισμούς και τα διάφορα γεωμετρικά σχήματα, λαμβάνουν ως δεδομένη τη σταθερότητα και την ισορροπία και, γι' αυτό, δεν έχουν να πουν πολλά στους ανθρώπους που ανησυχούν για την προδιάθεση του συστήματος να εκδηλώνει κρίσεις. Σχεδόν εδώ και έναν αιώνα, ο Μάρσαλ, ένας από τους θεμελιωτές της νεοκλασικής σχολής, παρατήρησε ότι η εκδοχή της οικονομικής θεωρίας στην οποία πίστευε δεν ήταν και πολύ χρήσιμη στην πράξη και ότι «κάποιος είναι καλύτερος οικονομολόγος αν εμπιστεύεται τον κοινό νου και τα πρακτικά του ένστικτα». 7 Βεβαίως, το πρόβλημα δεν είναι απλώς ο αφηρημένος ακαδημαϊκός σχολαστικισμός. Η ορθοδοξία είναι ιδεολογικό προϊόν, από την άποψη ότι λειτουργεί από την οπτική σκοπιά αυτών που κερδίζουν από το σύστημα της αγοράς. Παρουσιάζει την επιδίωξη του κέρδους εκ μέρους τους ως τον ανώτατο τρόπο συνεισφοράς στο κοινό καλό και ταυτοχρόνως τους απαλλάσσει από οποιοδήποτε κακό συμβαίνει. Επιπλέον, αποκλείει κάθε κριτική που αφορά τα θεμέλια του παρόντος συστήματος, κατά ένα τρόπο που συμφέρει όσους κατέχουν διευθυντικές θέσεις στις εκπαιδευτικές δομές, οι οποίες ασφαλώς συνδέονται με όλες τις υπόλοιπες δομές του καπιταλισμού. Η Τζόαν Ρόμπινσον, υπέρμαχος του ριζοσπαστικού κεϊνσιανισμού, συνόψισε την κατάσταση ως εξής: Το έργο των ριζοσπαστών είναι ευκολότερο. Οφείλουν αποκλειστικώς να δείξουν τις ασυμφωνίες μεταξύ της λειτουργίας της σύγχρονης οικονομίας και των ιδεών από τις οποίες υποτίθεται ότι κρίνεται, την ίδια στιγμή που οι συντηρητικοί έχουν το σχεδόν ακατόρθωτο καθήκον να δείξουν ότι ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος. Ωστόσο, για τον ίδιο λόγο οι συντηρητικοί αποζημιώνονται καταλαμβάνοντας θέσεις εξουσίας τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να ελέγχουν τις επικρίσεις... Οι συντηρητικοί δεν αισθάνονται υποχρεωμένοι να απαντούν στις ριζοσπαστικές επικρίσεις των ελλείψεων και των σφαλμάτων τους και η συζήτηση επί της ουσίας ποτέ δεν πραγματοποιείται.8 Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους «ριζοσπάστες» έχουν συνήθως ως 16
Κρις Χάρμαν
δεδομένο αφετηριακό τους σημείο το υπάρχον σύστημα. Οι θέσεις των ριζοσπαστών κεϊνσιανών, όπως της Τζόαν Ρόμπινσον, πάντοτε διατυπώνονταν υπό τη μορφή βελτιώσεων του συστήματος, μέσω προτάσεων για μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση απ' αυτήν που ήταν αποδεκτή από την επικρατούσα οικονομική επιστήμη. Δεν αντιλαμβάνονταν ότι το ίδιο το σύστημα καθοδηγείται από μια ενδογενή δυναμική της οποίας τα καταστρεπτικά αποτελέσματα δεν περιορίζονται αποκλειστικά στα οικονομικά φαινόμενα. Στον εικοστό πρώτο αιώνα, το σύστημα παράγει πολέμους, πείνα και κλιματική αλλαγή στον ίδιο βαθμό που παράγει κρίσεις, και με τρόπους που απειλούν την ίδια τη βάση της ανθρώπινης ζωής. Ο καπιταλισμός μετασχηματίζει την κοινωνία στο σύνολό της, καθώς απορροφά δισεκατομμύρια ανθρώπους προκειμένου να δουλέψουν γι' αυτόν. Αλλάζει όλο το μοντέλο ζωής της ανθρωπότητας, αναδιαμορφώνει την ίδια την ανθρώπινη φύση. Προσδίδει νέο χαρακτήρα σε παλαιότερες μορφές καταπίεσης και ξερνάει καινούργιες. Εξωθεί στον πόλεμο και την οικολογική καταστροφή. Μοιάζει να ενεργεί ως φυσική δύναμη, δημιουργώντας χάος και ερήμωση σε κλίμακα μεγαλύτερη ενός σεισμού, ενός τυφώνα ή ενός τσουνάμι. Το σύστημα, όμως, δεν είναι προϊόν της φύσης, αλλά της ανθρώπινης δραστηριότητας. Μιας ανθρώπινης δραστηριότητας που έχει μ' ένα τρόπο ξεφύγει από τον ανθρώπινο έλεγχο και έχει αποκτήσει δική της ζωή. Οι οικονομολόγοι γράφουν ότι «η αγορά κάνει αυτό» ή «η αγορά απαιτεί εκείνο». Αλλά, η αγορά είναι απλώς η συνάντηση των προϊόντων πολλών και διαφορετικών πράξεων ανθρώπινης δημιουργικής δραστηριότητας, της εργασίας. Αυτό που συγκαλύπτουν τα λόγια των οικονομολόγων είναι ότι αυτά τα προϊόντα έχουν μετατραπεί μ' ένα τρόπο σε μηχανή που κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους που επιτελούν αυτού του είδους τη δραστηριότητα, εξοβελίζοντας τον κόσμο προς μια κατεύθυνση που λίγοι λογικοί άνθρωποι θα επιθυμούσαν. Πράγματι, μερικοί οικονομικοί σχολιαστές, όταν βρέθηκαν μπροστά στην κρίση που ξεκίνησε το 2007, άρχισαν να μιλούν για «τράπεζες ζόμπι» - για χρηματοπιστωτικούς θεσμούς που βρίσκονταν σε μια «απέθαντη κατάσταση» και, παρόλο που ήταν ανίκανοι να εκπληρώσουν οποιαδήποτε θετική λειτουργία, αντιπροσώπευαν μια απειλή για οτιδήποτε άλλο.' Αυτό που δεν μπορούν να αντιληφθούν Καπιταλισμός Ζόμπι
17
οι σχολιαστές είναι ότι ο καπιταλισμός στον εικοστό πρώτο αιώνα αποτελεί στο σύνολό του ένα σύστημα-ζόμπι, φαινομενικά νεκρό να εκπληρώσει ανθρώπινους στόχους και να ανταποκριθεί σε ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά ικανό για απότομα ξεσπάσματα δραστηριότητας που προκαλούν το χάος παντού.
Ένας κόσμος που γύρισε εναντίον μας Μόνο μία σοβαρή παράδοση ανάλυσης επιχείρησε να παρουσιάσει μια περιγραφή του συστήματος που να κινείται στο παραπάνω πλαίσιο. Είναι η παράδοση που έχει ως αφετηρία της τα κείμενα του Καρλ Μαρξ και του μακροχρόνιου συνεργάτη του, του Φρίντριχ'Ενγκελς. Ο Μαρξ ενηλικιώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1840, όταν ο βιομηχανικός καπιταλισμός άρχισε να αποτυπώνει την πρώτη, περιορισμένη του επίδραση στις νότιες περιοχές της Γερμανίας, εκεί όπου ο · Μαρξ είχε γεννηθεί. Τον Ένγκελς τον είχε στείλει ο πατέρας του να βοηθήσει στη διεύθυνση ενός εργοστασίου στο Μάντσεστερ, εκεί όπου το νέο σύστημα είχε αρχίσει να ακμάζει. Κι οι δυο τους, μαζί με ολόκληρη σχεδόν τη γενιά των νέων γερμανών διανοούμενων τής εποχής τους, μοιράζονταν την επιθυμία να γκρεμίσουν το καταπιεστικό πρωσικό φεουδαρχικό σύστημα ταξικής κυριαρχίας, ανώτατη αρχή του οποίου ήταν ο μονάρχης που είχε δεσποτικές εξουσίες. Γρήγορα, όμως, άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός που άρχισε να λειτουργεί δίπλα στο φεουδαρχικό σύστημα εμπεριείχε κι εκείνος τα δικά του καταπιεστικά χαρακτηριστικά. Πρωτίστως και κυρίως, χαρακτηριζόταν από την απάνθρωπη υποταγή των ανθρώπινων πληθυσμών στην εργασία που έκαναν. Αυτό που ο Μαρξ άρχισε να ανακαλύπτει σχετικά με τη λειτουργία του νέου, εκείνη την εποχή, συστήματος, τον οδήγησε να καταπιαστεί με την κριτική μελέτη των επιφανέστερων εκπροσώπων του συστήματος, όπως με τα έργα πολιτικής οικονομίας του Ανταμ Σμιθ και του Ντέιβιντ Ρικάρντο. Το συμπέρασμά του ήταν ότι, μολονότι το σύστημα αύξησε σε ασύλληπτο βαθμό την ποσότητα του πλούτου που οι άνθρωποι μπορούν να παράγουν, ταυτοχρόνως απέκλεισε την πλειονότητά τους από τα ευεργετήματα που επέφερε αυτός 18
Κρις Χάρμαν
ο πλούτος: Όσο περισσότερο παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερα έχει να καταναλώσει. Όσες περισσότερες αξίες δημιουργεί τόσο λιγότερη αξία αποκτά, τόσο πιο ασήμαντος γίνεται... [Το σύστημα] αντικαθιστά την εργασία με μηχανές, αλλά γκρεμίζει ένα κομμάτι των εργατών πίσω σε έναν τύπο βάρβαρης εργασίας, και μετατρέπει το υπόλοιπο κομμάτι σε μηχανή... Παράγει νοημοσύνη αλλά για τον εργάτη, ηλιθιότητα... Είναι αλήθεια ότι η εργασία παράγει πανέμορφα αντικείμενα για τον πλούσιο - αλλά για τον εργάτη παράγει ανέχεια. Παράγει παλάτια - αλλά για τον εργάτη, καλύβες. Παράγει ομορφιά - αλλά για τον εργάτη, ασχήμια... Ο εργάτης αισθάνεται να είναι ο εαυτός του έξω από το χώρο που δουλεύει και στο χώρο που δουλεύει αισθάνεται έξω από τον εαυτό του. Αισθάνεται οικεία όταν δεν εργάζεται- όταν εργάζεται δεν αισθάνεται οικεία. Στα πρώιμα κείμενά του, ο Μαρξ όρισε αυτή τη διαδικασία ως «αλλοτρίωση», υιοθετώντας ένα φιλοσοφικό όρο που ανέπτυξε ο φιλόσοφος Χέγκελ. Ο Φόιερμπαχ, φιλόσοφος σύγχρονος του Μαρξ, είχε χρησιμοποιήσει τον ίδιο όρο για να περιγράψει τη θρησκεία, υποστηρίζοντας ότι η θρησκεία ήταν ανθρώπινο δημιούργημα στο οποίο οι άνθρωποι είχαν επιτρέψει να κυριαρχήσει στη ζωή τους. Ο Μαρξ αντιλήφθηκε πλέον με αυτόν τον τρόπο τον ίδιο τον καπιταλισμό. Η ανθρώπινη εργασία παρήγαγε το νέο πλούτο. Αλλά, στον καπιταλισμό αυτός ο πλούτος μετατρέπεται σε τέρας που εξουσιάζει τους ανθρώπους, απαιτώντας να τραφεί με όλο και περισσότερη εργασία. Το αντικείμενο που παράγει η εργασία, το προϊόν της, στέκεται απέναντι στην εργασία ως κάτι ξένο, ως μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό. Όσο περισσότερες από τις δυνάμεις του καταβάλλει ο εργάτης στη δουλειά του, τόσο ισχυροποιείται ο ξένος, αντικειμενικός κόσμος που δημιουργεί και στέκεται πάνω απ' αυτόν και ενάντια σ' αυτόν, τόσο φτωχότερος γίνεται ο ίδιος και ο εσωτερικός του κόσμος και τόσο λιγότερο του ανήκει αυτός ο κόσμος... Ο εργάτης εναποθέτει τη ζωή του στο αντικείμενο- η ζωή του, όμως, δεν ανήκει πλέον σ' εκείνον, αλλά στο αντικείμενο...10 Οπως το διατυπώνει ο Μαρξ στις σημειώσεις του για το Κεφάλαιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1860: Καπιταλισμός Ζόμπι
19
Η εξουσία του καπιταλιστή πάνω στον εργάτη είναι η εξουσία του αντικειμένου πάνω στον άνθρωπο, της νεκρής εργασίας πάνω στη ζωντανή, του προϊόντος πάνω στον παραγωγό, εφόσον στην πραγματικότητα τα εμπορεύματα που μετατρέπονται σε μέσο κυριαρχίας πάνω στον εργάτη είναι... προϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας... Είναι η διαδικασία αλλοτρίωσης της ίδιας της κοινωνικής του εργασίας." Βεβαίως, ο Μαρξ δεν κατέγραψε απλώς αυτή την κατάσταση των πραγμάτων. Αυτό το είχαν κάνει άλλοι πριν απ' αυτόν και αρκετοί επρόκειτο να συνεχίσουν να το κάνουν πολύ μετά το θάνατο του. Ο Μαρξ, μέσα από την εξονυχιστική διανοητική εργασία που κατέβαλλε επί εικοσιπέντε χρόνια, έθεσε επιπλέον ως στόχο του να προσπαθήσει να κατανοήσει πώς γεννήθηκε το σύστημα και πώς δημιούργησε δυνάμεις που είναι αντίθετες σ' αυτό. Τα έργα του δεν είναι απλώς πραγματείες οικονομικής σκέψης, αλλά μια «κριτική της πολιτικής οικονομίας», του συστήματος που άλλες σχολές οικονομικής σκέψης θεωρούν ως δεδομένο. Σημείο αφετηρίας του ήταν ότι ο καπιταλισμός είναι ένα προϊόν της ιστορικής εξέλιξης που έφτασε στο σημείο που τον βρήκε ο Μαρξ ως αποτέλεσμα μιας δυναμικής που τον οδηγούσε συνεχώς μπροστά σε μια διαδικασία ατελείωτης αλλαγής, «σταθερής επαναστατικοποίησης της παραγωγής, αδιάκοπου κλονισμού όλων των κοινωνικών συνθηκών, μόνιμης αβεβαιότητας και κινητικότητας». 12 Οι οικονομικές μελέτες του ώριμου Μαρξ απέβλεπαν στο να αντιληφθούν αυτή τη δυναμική και, μαζί μ' αυτήν, τις τάσεις που διαμορφώνονται κατά την ανάπτυξη του συστήματος. Αποτελούν την απολύτως αναγκαία αφετηρία για όποιον θέλει να αντιληφθεί που πηγαίνει ο κόσμος σήμερα. Η μέθοδός του ήταν η ανάλυση του συστήματος σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης. Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου αναλαμβάνει να σκιαγραφήσει τα γενικότερα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο δεύτερος τόμος13 αφορά στον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο, τα εμπορεύματα και το χρήμα κυκλοφορούν μέσα στο σύστημα, ενώ ο τρίτος τόμος14 ενοποιεί τις διαδικασίες παραγωγής και κυκλοφορίας προκειμένου να καταστήσει πιο συγκεκριμένη την περιγραφή πραγμάτων όπως τα ποσοστά κέρδους, η κρίση, το πιστωτικό σύστημα 20
Κρις Χάρμαν
και η γαιοπρόσοδος. Η αρχική πρόθεση του Μαρξ ήταν να παράγει και άλλους τόμους, οι οποίοι μεταξύ άλλων θα είχαν ως αντικείμενό τους το κράτος, το διεθνές εμπόριο και τις διεθνείς αγορές. Δεν κατάφερε να τους ολοκληρώσει, μολονότι ένα μέρος tou έργου που αφορά αυτά τα θέματα εμπεριέχεται σε διάφορα σημειωματάριά του.15 Το Κεφάλαιο, συνεπώς, είναι υπό μία έννοια ημιτελές έργο. Είναι, όμως, ένα ημιτελές έργο που ολοκλήρωσε το στόχο να αποκαλύψει τις βασικές διεργασίες του συστήματος, ενσωματώνοντας στην περιγραφή του ακριβώς εκείνα τα θέματα που αγνοούνται από τη στατική ανάλυση περί ισορροπίας της επικρατούσας νεοκλασικής σχολής, όπως είναι η τεχνολογική πρόοδος, η συσσώρευση, οι διαρκώς εμφανιζόμενες κρίσεις, όπως και η αύξηση της φτώχιας παράλληλα με την αύξηση του πλούτου.
Η χρησιμότητα του Μαρξ σήμερα Γι' αυτούς τους λόγους, κάθε ερμηνεία του παγκόσμιου συστήματος σήμερα οφείλει να ξεκινά με τις βασικές έννοιες που ανέπτυξε ο Μαρξ. Προσπαθώ να περιγράψω σε γενικές γραμμές αυτές τις έννοιες στα τρία πρώτα κεφάλαια αυτού του βιβλίου. Μερικοί από τους αναγνώστες που έχουν μαρξιστικό υπόβαθρο μπορεί να θεωρήσουν αυτή την περιγραφή περιττή. Όμως, οι συγκεκριμένες έννοιες έχουν συχνά παρερμηνευθεί τόσο εκτός όσο και εντός του μαρξιστικού στρατοπέδου. Έχει θεωρηθεί ότι είναι ανταγωνιστικές των εννοιών που χρησιμοποιεί η νεοκλασική σκέψη ως προς τη διατύπωση μιας εξισορροπητικού τύπου περιγραφής της διαμόρφωσης των τιμών, και στη συνέχεια ψέγονται, επειδή δεν το επιτυγχάνουν αυτό.16 Μια μορφή αντίδρασης είναι η εγκατάλειψη θεμελιωδών στοιχείων της ανάλυσης του ίδιου του Μαρξ και η περιορισμένη χρήση της ως εξήγησης της εκμετάλλευσης και της αναρχίας της παραγωγής. Μια άλλη μορφή αντίδρασης, προφανώς αντίθετη προς την πρώτη, υπήρξε η σχεδόν σχολαστική προσέγγιση, στο πλαίσιο της οποίας οι ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους ερμηνείες εντρυφούν στις λεπτομέρειες των κειμένων του Μαρξ και του Χέγκελ. Γι' αυτό, η μαρξιστική θεωρία μοιάζει συχνά σαν να είναι παγιδευμένη από τους αντιπάλους της και να έχει υποΚαπιταλισμός Ζόμπι
21
χωρήσει σε ένα θεωρητικό προστατευτικό οχυρό, όντας αποκομμένη από τον πραγματικό κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που αισθάνθηκα ότι είναι αναγκαίο να εκθέσω τις βασικές έννοιες κατά ένα τρόπο που (ελπίζω) ότι είναι εύκολο να τις παρακολουθήσει κανείς, δείχνοντας το πώς περιγράφουν την αλληλεπίδραση των βαθύτερων δυνάμεων που καθορίζουν την κατεύθυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τη λεπτομερή πραγμάτευση άλλων ερμηνειών επέλεξα να την περιορίσω στις υποσημειώσεις. Ωστόσο, θεώρησα αναγκαίο στο δεύτερο κεφάλαιο να ασχοληθώ με τις συχνότερες αντιρρήσεις που εγείρουν οι οικονομολόγοι του κυρίαρχου ρεύματος σχετικά με τις εξηγήσεις που προτείνει ο Μαρξ, εφόσον όλοι όσοι σπουδάζουν οικονομικά στο σχολείο ή το πανεπιστήμιο θα έχουν επηρεαστεί απ' αυτές. Στους αναγνώστες που υπήρξαν αρκετά τυχεροί ώστε να γλιτώσουν απ' αυτή τη δυστυχία, προτείνεται να παραλείψουν αυτό το κεφάλαιο. Το θέμα στο οποίο βαραίνει η σημασία της ημιτελούς διάστασης της ανάλυσης του ίδιου του Μαρξ είναι η κατανόηση των μεταβολών που συνέβησαν στον καπιταλισμό μετά το θάνατό του. Ζητήματα στα οποία αναφέρεται μόλις επί τροχάδην στο Κεφάλαιο - η ανάπτυξη των μονοπωλίων, η κρατική παρέμβαση στην καπιταλιστική παραγωγή και τις αγορές, η παροχή των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, ο πόλεμος ως οικονομικό όπλο - έχουν αποκτήσει τεράστια σημασία. Οι μαρξιστές των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα ήταν υποχρεωμένοι από τις περιστάσεις να συζητήσουν και να αντιπαρατεθούν γύρω από κάποια από αυτά τα θέματα, και στη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970 εκδηλώθηκε μια νέα έκρηξη δημιουργικής σκέψης. Απ' αυτές τις συζητήσεις προσπαθώ να αντλήσω ό,τι χρειάζεται για να πάμε «πέρα από το Κεφάλαιο» και να καλύψουμε τα κενά στην ίδια την ανάλυση του Μαρξ για το σύστημα (κεφάλαια τέταρτο και πέμπτο). Το υπόλοιπα τμήματα του βιβλίου προσπαθούν κατόπιν να αναλύσουν τις εξελίξεις των τελευταίων 80 χρόνων στον καπιταλισμό, από τη μεγάλη ύφεση του μεσοπολέμου μέχρι την κρίση που προκαλεί τεράστια αναστάτωση τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές. Η ανάλυση δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά οικονομικές διαδικασίες, αλλά και το πώς, σε κάθε στάδιο ανάπτυξης του συστήματος, η αλληλεπίδραση κεφαλαίων και κρατών σε παγκόσμια κλίμακα γεννάει πολέμους και εμφυλίους πολέμους, λιμό 22
Κρις Χάρμαν
και περιβαλλοντική καταστροφή, δίπλα στις οικονομικές ανθήσεις και υφέσεις. Τα πυρηνικά όπλα και τα αέρια του θερμοκηπίου είναι προϊόντα της αλλοτριωμένης εργασίας, ακριβώς όπως και τα εργοστάσια αυτοκινήτων ή τα ανθρακωρυχεία.
Σημείωση σχετικά με αυτό το βιβλίο Η αστάθεια της καπιταλιστικής οικονομίας έχει επηρεάσει και τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Ξεκίνησα τη συγγραφή του στα τέλη του 2006, την περίοδο όπου αυτό το οποίο ονομάζω «μεγάλη αυταπάτη» η πίστη ότι ο καπιταλισμός είχε βρει ένα νέο τρόπο ανάπτυξης δίχως κρίσεις - βρισκόταν στο απόγειο της. Θεωρούσα αναπόφευκτο το ξέσπασμα μια νέας οικονομικής κρίσης, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος ο οποίος κατοικεί σε μια πόλη χτισμένη πάνω σε ένα σεισμογενές ρήγμα γνωρίζει ότι θα σημειωθεί σεισμός κάποια στιγμή. Όμως, δεν προσπαθούσα να παραστήσω ότι γνωρίζω πότε θα εκδηλωθεί μια τέτοια κρίση ή πόσο καταστροφική θα είναι. Αντίθετα, ο σκοπός μου ήταν περισσότερο να επικαιροποιήσω το παλιότερο βιβλίο μου Εξηγώντας την Κρίση (Explaining the Crisis) που είχε κυκλοφορήσει πριν 25 χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές που είχε γνωρίσει το σύστημα, αλλά επαναλαμβάνοντας το βασικό συμπέρασμα: ότι δηλαδή, η τυφλή βουτιά του προς τα μπρος θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τις ζωές των ανθρώπων σε όλο το υπόλοιπο του αιώνα, πυροδοτώντας κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις τεράστιας κλίμακας, με πιθανά επαναστατικές προοπτικές. Όμως, ένα από αυτά τα τυφλά ξεσπάσματα είχε τις επιπτώσεις του καθώς ολοκλήρωνα ένα πρώτο σχέδιο του βιβλίου, 150.000 λέξεων. Η πιστωτική κρίση του Αυγούστου 2007 έφερε το μεγάλο κραχ του Αυγούστου του 2008 και οδήγησε έναν από τους απολογητές του συστήματος, τον Γουίλιαμ Μπιούτερ (William Buiter) να γράψει για «το τέλος του καπιταλισμού όπως τον γνωρίζαμε».17 Πολλές από τις λεπτομέρειες της λειτουργίας του συστήματος που τις αντιμετώπιζα σαν να είναι του παρόντος έγιναν έξαφνα παρελθόν, και από παντού εκδηλωνόταν μια έντονη απαίτηση για ερμηνεία σχετικά με την προέλευση της κρίσης. Καπιταλισμός Ζόμπι
23
Δεν είχα άλλη επιλογή από το να επικαιροποιήσω και να αλλάξω τη διάρθρωση του κειμένου που είχα γράψει, αλλάζοντας στα τελευταία κεφάλαια την έμφαση, από το τι πρόκειται μάλλον να συμβεί στις επόμενες δεκαετίες στο τι συμβαίνει εδώ και τώρα. Στην πορεία, έκοψα το 1/3 των λέξεων από το σχέδιο, απορρίπτοντας ένα μεγάλο όγκο εμπειρικών λεπτομερειών ώστε να γίνει πιο βατό το σύνολο του βιβλίου. Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για περισσότερες λεπτομέρειες, μπορεί να βρει κάποιες στα 15 άρθρα για την οικονομία που έχω γράψει τις δυο τελευταίες δεκαετίες στην επιθεώρηση International Socialism, ενώ κάποια από τα θεωρητικά επιχειρήματα τα έχω αναπτύξει περισσότερο εκτεταμένα στο βιβλίο Εξηγώντας την Κρίση.
Ευχαριστίες Οφείλω ευχαριστίες για την ανάγνωση και το σχολιασμό του υπερβολικά μεγάλου και ανοργάνωτου δοκιμίου στους Tobias Brink, Joseph Choonara, Alex Callinicos, Neil Davidson, Jane Hardy, Mike Haynes, Rick Kuhn, Matt Nichter και Mark Thomas. Οφείλω επίσης ευχαριστίες για το σχόλιο πάνω στο προκαταρτικό υλικό που εμφανίστηκε στην επιθεώρηση International Socialism στους Tom Bramble, Sam Friedman, Mehmet Ufuk Tutan, Thomas Weiss και άλλους και για πληροφορίες σχετικά με τα ποσοστά κέρδους στους Robert Brenner και Andrew Kliman. Επίσης οφείλω ένα τεράστιο πνευματικό χρέος σε πολλούς άλλους ανθρώπους. Ανάμεσά τους, ξεχωριστή θέση έχουν όσα έμαθα στα νεανικά μου χρόνια από τον Mike Kidron και τον Tony Cliff. Πέρα απ' αυτούς, πρέπει να αναφέρω και το κέντρισμα που μου πρόσφεραν οι μελέτες δεκάδων άλλων συνεχιστών της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης από τα μέσα της δεκαετίας του '60 μέχρι τις μέρες μας: Ricardo Bellofiore, Henry Bernstein, Dick Bryan, Terry Byers, Gugliemo Carchedi, Franiois Chesnais, Francois Dumenil, Alfredo Saad Filho, Ben Fine, John Bellamy Foster, Alan Freeman, David Harvey, Peter Gowan, Claudio Katz, Jim Kincaid, Costas Lapavitsas, Istvan Meszaros, Fred Moseley, Geert Reuten, Anwar Shaikh, και πολλών άλλων. Έχω καταφέρει να ακούσω κάποιους απ' αυτούς και να συζητήσω μαζί τους, τους περισσότερους δεν 24
Κρις Χάρμαν
τους έχω συναντήσει ποτέ, με κάποιους διαφωνώ έντονα. Όμως, όλοι τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση των συμπερασμάτων μου.
Σημείωση σχετικά με τα στοιχεία και τους όρους Οποιοσδήποτε επιχειρήσει να εξηγήσει τις οικονομικές μεταβολές δεν έχει συνήθως άλλη επιλογή από το να προβεί στη χρήση των στατιστικών δεδομένων που παρουσιάζουν κυβερνήσεις, επιχειρηματικοί και διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ, η UNCTAD, ο ΠΟΕ, η Παγκόσμια Τράπεζα, και το ΔΝΤ. Αυτό το βιβλίο δεν αποτελεί εξαίρεση. Όμως, οι αναγνώστες πρέπει να γνωρίζουν ότι κάποια από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα στοιχεία μπορεί να είναι εξόχως παραπλανητικά. Ιδιαίτερα τα στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη δεν είναι πάντοτε τόσο σαφή όσο δείχνουν. Η ανάπτυξη που μετρούν συνήθως είναι υπολογισμός της παραγωγής που κυκλοφορεί στην αγορά. Όμως, ένα μεγάλο μέρος της εργασίας που συμβάλλει στην ανθρώπινη ευημερία δεν κυκλοφορεί στην αγορά. Αυτό ισχύει για παράδειγμα για την οικιακή εργασία των γυναικών και σε πολύ μικρότερο βαθμό των ανδρών. Επίσης ισχύει ιστορικά για το μεγαλύτερο μέρος της οικογενειακής εργασίας στη γη του αγρότη. Το αποτέλεσμα είναι η λανθασμένη εντύπωση ότι ο πλούτος αυξάνεται καθώς τα νοικοκυριά αρχίζουν να πληρώνουν για πράγματα που πριν συνήθιζαν να παράγουν έξω από την αγορά: όταν για παράδειγμα η νοικοκυρά βρίσκει δουλειά και αγοράζει προμαγειρεμένα γεύματα ή όταν μια αγροτική οικογένεια πληρώνει κάποιον άλλον να φτιάξει ένα φράκτη στα χωράφια της, ενώ πριν θα το έκανε μόνη της. Τέτοιες αλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα ότι τα στοιχεία που παρέχονται συνήθως δίνουν μια όλο και περισσότερο διαστρεβλωμένη εικόνα εξαιτίας της εμπορευματοποίησης και της μαζικής εισόδου γυναικών στη μισθωτή εργασία τις τελευταίες δεκαετίες. Οι επίσημες στατιστικές φουσκώνουν επίσης τους πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης πραγμάτων που ικανοποιούν ανθρώπινες ανάγκες, προσμετρώντας στο παραγόμενο προϊόν και πράγματα όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι Καπιταλισμός Ζόμπι
25
οποίες το μόνο που κάνουν στην πραγματικότητα είναι να μεταφέρουν πλούτο από τη μια τσέπη στην άλλη - πρόκειται για ένα ακόμα φαινόμενο που έχει πάρει διαστάσεις στην αγορά τις τελευταίες δεκαετίες.18 Τέλος, οι μετρήσεις του κατά κεφαλήν προϊόντος δεν μπορούν να εξισωθούν μιας κι αυτό το προϊόν διανέμεται πάντοτε άνισα ανάμεσα στις τάξεις. Παρ' όλα αυτά, ελλείψει κάποιων καλύτερων, θα χρησιμοποιήσω τέτοιου είδους στοιχεία. Μια σύντομη εξήγηση κάποιων από τους όρους που χρησιμοποιώ. Γενικά οι όροι «Δύση» και «Ανατολή» χρησιμοποιούνται με την έννοια που είχαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου, με την Ιαπωνία να συμπεριλαμβάνεται στη Δύση. Οι λέξεις «Τρίτος Κόσμος» και «Παγκόσμιος Νότος» αναφέρονται στα φτωχότερα τμήματα του πλανήτη τα οποία παρέμειναν σχετικά μη-εκβιομηχανισμένα στο μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα, όπως επίσης και οι φράσεις «αναπτυσσόμενες» ή «υπανάπτυκτες χώρες» που συνοδεύουν κάποιες στατιστικές. «Κομμουνιστικές χώρες» είναι εκείνες που είχαν το ίδιο σύστημα με αυτό της ΕΣΣΔ πριν το 1991. «Παραγωγικό κεφάλαιο» είναι αυτό που δραστηριοποιείται στη βιομηχανία και στη γεωργία, & αντίθεση με εκείνο που δραστηριοποιείται στο εμπόριο και το χρηματοπιστωτικό τομέα. Τέλος χρησιμοποιώ τον όρο «καπιταλιστής-ές» και όχι και τον όρο «καπιταλίστριες», γιατί μέχρι και κάνα δυο δεκαετίες πριν, το 99,99% από αυτούς ήταν άνδρες, ενώ οι εργάτες-τριες που εκμεταλλεύονται ανήκαν πάντοτε και στα δυο φύλα. Στο τέλος του βιβλίου παραθέτω ένα γλωσσάρι σε μια προσπάθεια να κάνω το υλικό πιο προσβάσιμο σ" αυτούς που υπήρξαν αρκετά τυχεροί ώστε να μην έχουν σπουδάσει οικονομικά και σε αυτούς που έχουν λιγότερη οικειότητα με τα μαρξιστικά κείμενα.
26
Κρις Χάρμαν
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ: Ο Μαρξ και πέρα από τον Μαρξ
Κεφάλαιο Πρώτο
Οι έννοιες που διαμόρφωσε ο Μαρξ
Ένας κόσμος εμπορευμάτων Το προφανέστερο χαρακτηριστικό του οικονομικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε είναι ότι έχει ως επίκεντρό του την αγοραπωλησία αγαθών κάθε είδους. Είμαστε αναγκασμένοι να πληρώσουμε για τη διατροφή, την κατοικία, την ένδυση και την ενέργεια που χρειάζεται για να φωτίσουμε και να ζεστάνουμε τα σπίτια μας, για τα μεταφορικά μέσα που χρησιμοποιούμε για τις μετακινήσεις μας και γενικά για οτιδήποτε χρειαζόμαστε προκειμένου να κρατηθούμε ζωντανοί εμείς και οι οικογένειές μας. Όμως, για να μπορέσουμε να αγοράσουμε πρέπει να πουλήσουμε· έστω και αν το μόνο που μπορούμε να πουλήσουμε είναι η ικανότητά μας να εργαστούμε για κάποιους άλλους. Η ίδια μας η ζωή εξαρτάται από την κίνηση των εμπορευμάτων και αυτή είναι η αιτία που ο Μαρξ ξεκινά το Κεφάλαιο με την ακόλουθη πρόταση: Ο πλούτος των κοινωνιών στις οποίες έχει επικρατήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, εμφανίζεται ως μια γιγάντια συσσώρευση εμπορευμάτων. Ο Μαρξ έγραφε σε μια εποχή στην οποία οι σχέσεις αγοράς δεν είχαν ακόμα εξαπλωθεί σε μεγάλο μέρος του πλανήτη. Τότε υπήρχαν ακόμα κοινωνίες στο πλαίσιο των οποίων όλη η παραγωγή προοριζόταν για την ικανοποίηση των άμεσων αναγκών των ανθρώπων είτε αυτές ήταν «πρωτόγονες κομμουνιστικές» κοινωνίες, οι οποίες βασίζονταν στο κυΚαπιταλισμός Ζόμπι
29
νήγι-συλλογή ή στην κηποκαλλιέργεια,1 όπου οι άνθρωποι συμφωνούσαν ελεύθερα μεταξύ τους το πώς και τι θα παραχθεί, είτε αγροτικές κοινωνίες, στις οποίες ένας τοπικός άρχοντας ή κυβερνήτης τούς το υπαγόρευε από τα πάνω. Ακόμα και σε εκείνες τις κοινωνίες στις οποίες ήδη είχαν αναπτυχθεί σχέσεις αγοράς, η αγροτική παραγωγή της πλειονότητας του πληθυσμού χαρακτηριζόταν από την αυτάρκεια και οι άνθρωποι αποσκοπούσαν με την παραγωγή να εξασφαλίζουν τα περισσότερα από τα πράγματα που χρειάζονταν προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώσουν. Μόνο ένα μικρό μέρος αυτής της παραγωγής κατευθυνόταν σε αγοραπωλησίες. Σήμερα, αντιθέτως, μπορούμε να επεκτείνουμε την έκφραση του Μαρξ και να πούμε ότι «ο πλούτος ολόκληρου του κόσμου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, παρουσιάζεται ως ένας σωρός από εμπορεύματα». Ακόμα και οι εξαιρέσεις - όπως, για παράδειγμα, η κοινωνική πρόνοια για δωρεάν υγεία και εκπαίδευση που ισχύει σε αρκετές αναπτυγμένες χώρες - υπόκεινται σε όλο και μεγαλύτερες πιέσεις που αποσκοπούν να τις καταστήσουν εμπόρευμα. Αυτή η σχεδόν απόλυτη επικράτηση της εμπορευματικής παραγωγής διαχωρίζει απολύτως τη σύγχρονη κοινωνία από οποιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνίας υπήρξε ποτέ. Αν, λοιπόν, επιδιώκουμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στον κόσμο, είναι αναγκαίο να ξεκινήσουμε με την κατανόηση των λειτουργιών της εμπορευματικής παραγωγής. Ο Μαρξ δεν ήταν ο πρώτος που αποπειράθηκε να κατανοήσει αυτές τις λειτουργίες. Είχαν προηγηθεί οι οικονομολόγοι της περιόδου της κλασικής πολιτικής οικονομίας, οι πρώτοι υποστηρικτές του καπιταλισμού, οι οποίοι και προσπάθησαν να κατανοήσουν τη βασική δυναμική του την εποχή που αγωνιζόταν να απλωθεί ορμητικά στην Ευρώπη και ακόμα κυριαρχούσαν οι τάξεις των γαιοκτημόνων. Δυο από αυτούς υπήρξαν ιδιαιτέρως σημαντικοί: ο ένας ήταν ο Ανταμ Σμιθ (Adam Smith), τα σημαντικότερα κείμενα του οποίου εμφανίζονται κατά την έβδομη δεκαετία του 18ου αιώνα, όταν το πρώτο σύγχρονο εργοστάσιο, ένα κλωστοϋφαντουργείο, εγκαινίαζε τις εργασίες του στο Κρόμφορντ του Ντερμπισάιρ- ο άλλος ήταν ο Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo), ο οποίος, σαράντα χρόνια αργότερα, υπερασπίσθηκε τα συμφέροντα των πρώτων βιομηχάνων έναντι των μεγάλων ιδιοκτητών γης, κατά την περίοδο που ακολούθησε αμέσως μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων. 30
Κρις Χάρμαν
Αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία Είναι σύνηθες ο Σμιθ να θεωρείται ως ο προστάτης άγιος του σύγχρονου καπιταλισμού και των νεοκλασικών θεωρητικών υποστηρικτών του. Ωστόσο, ο Σμιθ τόνισε ένα σημαντικό σημείο, το οποίο αργότερα ανάπτυξε ακόμα περισσότερο ο Ρικάρντο, αλλά το οποίο εξαφάνισαν εντελώς σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι του κυρίαρχου ρεύματος που ισχυρίζονται ότι ακολουθούν τα βήματά του. Διαπίστωσε ότι, από τη στιγμή που η κοινωνία βασίζεται στην παραγωγή που αποσκοπεί στην αγορά, κάθε εμπόρευμα μπορεί να γίνει αντιληπτό από δυο εντελώς διαφορετικές πλευρές: Η λέξη αξία έχει δύο διαφορετικές σημασίες και μερικές φορές εκφράζει τη χρησιμότητα κάποιου συγκεκριμένου αντικειμένου ενώ κάποιες άλλες τη δυνατότητα αγοράς άλλων αγαθών την οποία επιτρέπει η κατοχή αυτού του αντικειμένου. Η πρώτη θα μπορούσε να ονομασθεί «αξία χρήσης» και η δεύτερη «αξία ανταλλαγής». Πράγματα που έχουν τη μεγαλύτερη αξία χρήσης έχουν συχνά μικρή ή καμία αξία ανταλλαγής, και αντιθέτως, αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη αξία ανταλλαγής έχουν συχνά μικρή ή καμία αξία χρήσης. Τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο απ' ό,τι το νερό: αλλά μ' αυτό ελάχιστα πράγματα μπορούμε να ανταλλάξουμε. Από την άλλη μεριά, ένα διαμάντι έχει ελάχιστη αξία χρήσης, ωστόσο μπορούμε άνετα να το ανταλλάξουμε με μια μεγάλη ποσότητα άλλων αγαθών.2 Ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, υιοθέτησε και ανάπτυξε την παραπάνω θεωρητική σύλληψη του Σμιθ, αίροντας κάποια συγκεκριμένα αμφιλεγόμενα στοιχεία που εντοπίζονταν στο έργο του τελευταίου: Η χρησιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης... Καθορίζεται από τις υλικές ιδιότητες του εμπορεύματος και δεν υπάρχει χωρίς αυτό. Γι' αυτό, κάθε εμπόρευμα, όπως ο σίδηρος, το στάρι ή το διαμάντι, εφόσον έχει υλική διάσταση, είναι αξία χρήσης, κάτι που είναι χρήσιμο. Αυτός ο χαρακτήρας του εμπορεύματος είναι ανεξάρτητος από την ποσότητα της εργασίας που απαιτείται ώστε να ιδιοποιηθούμε τις χρήσιμες ιδιότητές του. Τα εμπορεύματα, όμως, είναι επίσης οι υλικοί φορείς της ανταλλακτικής αξίας [η οποία] εμφανίζεται Καπιταλισμός Ζόμπι
31
ως ποσοτική σχέση, ως η αναλογία με την οποία οι αξίες χρήσης ενός είδους ανταλλάσσονται με τις αξίες χρήσης ενός άλλου είδους, σχέση που μονίμως μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο και από τόπο σε τόπο.3 Οι οπαδοί του σύγχρονου νεοκλασικού κυρίαρχου ρεύματος οικονομικής σκέψης δεν προβαίνουν σε αυτή τη διάκριση.4 Η μόνη μορφή αξίας που αντιλαμβάνονται είναι αυτή της «οριακής χρησιμότητας», η οποία βασίζεται στην υποκειμενική εκτίμηση των ανθρώπων όσον αφορά στις αξίες χρήσης. Τη συγκεκριμένη διάκριση δεν την αντιλαμβάνονται, όμως, ούτε οι διαφωνούντες οικονομολόγοι που δηλώνουν ότι ανήκουν στην παράδοση του Ρικάρντο (οι αποκαλούμενοι «Σραφιανοί»). 5 Το μοντέλο τους βασίζεται στις εισροές και εκροές υλικών αντικειμένων δηλαδή, ξανά στην αξία χρήσης. Τέλος, μερικοί σύγχρονοι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι η διάκριση δεν έχει νόημα εφόσον το σημαντικό σημείο που τόνισε ο Μαρξ υπήρξε η εκμετάλλευση και όχι η αξία.6 Απαλείφοντας τη διάκριση που επέφεραν ο Σμιθ, ο Ρικάρντο και ο Μαρξ, οι συγκεκριμένες θεωρίες δεν αντιλαμβάνονται κάτι ουσιώδες όσον αφορά ένα σύστημα που βασίζεται στην εμπορευματική παραγωγή: οτιδήποτε συμβαίνει εντός του συστήματος υπόκειται σε δυο διαφορετικές ομάδες επιστημονικών νόμων. Αφενός υπάρχουν οι νόμοι του φυσικού κόσμου· οι νόμοι που περιγράφει η φυσική, η χημεία, η βιολογία, η γεωλογία, όπως και οι υπόλοιπες παρεμφερείς επιστήμες. Αυτοί οι νόμοι καθορίζουν τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να συνδυαστούν διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα προκειμένου να παραχθούν τα διάφορα αγαθά (τα διάφορα μέρη μιας μηχανής, η υλική υποδομή ενός εργοστασίου, οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην περίπτωση μιας χειρουργικής επέμβασης κλπ), όπως επίσης και τη χρησιμότητα αυτών των αγαθών γι' αυτούς που τελικά τα καταναλώνουν (τη διατροφική αξία της τροφής, τη ζεστασιά που εξασφαλίζουν τα καύσιμα και ο ηλεκτρισμός, τον αριθμό των παιδιών που μπορούν να φιλοξενηθούν σε ένα σχολείο ή των ασθενών σε ένα νοσοκομείο κλπ). Αφετέρου, υπάρχουν οι τρόποι με τους οποίους τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους ως ανταλλακτικές αξίες, οι οποίες συμπεριφέρον32
Κρις Χάρμαν
ται με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από τις αξίες χρήσης. Η ανταλλακτική αξία ενός πράγματος είναι πιθανό να πέφτει, μολονότι η αξία χρήσης του παραμένει αναλλοίωτη. Αυτό συνέβη πρόσφατα στην τιμή των ηλεκτρονικών υπολογιστών: ο υπολογιστής που χρησιμοποίησα για να γράψω το τελευταίο μου βιβλίο είχε διπλάσια τιμή από τον πολύ καλύτερο του που χρησιμοποιώ σήμερα. Ακόμα περισσότερο, οι ανταλλακτικές αξίες είναι απεριόριστα διαιρετές, ενώ κατά κανόνα οι αξίες χρήσης δεν είναι. Όσο και αν μπορείς να πεις ότι ένα ποδήλατο αξίζει το ένα εικοστό ενός αυτοκινήτου, δεν μπορείς να τεμαχίσεις σε είκοσι μέρη ένα αυτοκίνητο, επειδή το κάθε τεμάχιο δεν θα είχε καμία χρησιμότητα για κανένα. Αυτή η διάκριση αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα όταν αφορά σε θέματα που είναι σημαντικά για το σύγχρονο καπιταλισμό, όπως είναι τα εργοστάσια, οι πετρελαιοπηγές, τα αεροσκάφη, τα σχολεία και τα νοσοκομεία. Η αγορά τα αντιμετωπίζει ως ανταλλακτικές αξίες που μπορούν να διαιρούνται επ' άπειρον σε μέρη (και που αξίζουν τόσα ευρώ, σεντς κλπ)· ωστόσο, έχουν μια φυσική ύπαρξη η οποία δεν μπορεί να διαιρεθεί κατ' αυτόν τον τρόπο συνήθως. Επίσης, οι ανταλλακτικές αξίες των εμπορευμάτων είναι επ' άπειρον ρευστές. Υπό τη μορφή χρήματος μπορούν να μετακινούνται από το ένα μέρος της οικονομίας στο άλλο, από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο, να δαπανηθούν για το οτιδήποτε έχει την ίδια τιμή. Όμως, η ρευστότητα των αξιών χρήσης, όπως ακριβώς και η διαιρετότητά τους, είναι περιορισμένη από την ίδια τη φυσική τους διάσταση. Μπορείς σε συντομότατο χρονικό διάστημα να μεταφέρεις 100 εκατομμύρια ευρώ από τη Γερμανία στην Ινδία, αλλά δεν μπορείς σε καμία περίπτωση το ίδιο γρήγορα να μεταφέρεις ένα εργοστάσιο. Οι αξίες χρήσεις και οι ανταλλακτικές αξίες λειτουργούν στη βάση διαφορετικής, έως και αντιφατικής, λογικής και αν δεν είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε τη διάκρισή τους, θα αποτύχουμε να κατανοήσουμε το βασικότερο δεδομένο σχετικά με την οικονομία της εμπορευματικής παραγωγής. Δεν λειτουργεί απρόσκοπτα, μέσω της ροής των ανταλλακτικών αξιών και μόνο, αλλά υπόκειται διαρκώς σε τινάγματα, σε βίαιες διακοπές και εκκινήσεις, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι ανταλλακτικές αξίες εμπεριέχονται σε αξίες χρήσης που φέρουν φυσικές ιδιότητες, οι οποίες περιορίζουν τη ρευστότητά τους. Καπιταλισμός Ζόμπι
33
Εργασία και χρήμα Ο Σμιθ και ο Ρικάρντο δεν περιορίστηκαν στην κατανόηση της διπλής φύσης των εμπορευμάτων. Προχώρησαν και στη διατύπωση του επιχειρήματος ότι η δυνατότητα απόδοσης ανταλλακτικής αξίας σε αντικείμενα που χαρακτηρίζονται από τις πιο διαφορετικές μεταξύ τους φυσικές ιδιότητες υπάρχει, επειδή τα αντικείμενα έχουν μια κοινή ιδιότητα: είναι όλα προϊόντα ανθρώπινης εργασίας. Όπως ανέφερε ο Σμιθ: Η πραγματική τιμή ενός πράγματος, αυτό που πραγματικά κοστίζει στον άνθρωπο που θέλει να το αποκτήσει, είναι ο μόχθος και ο κόπος της απόκτησής του. Αυτό που ένα πράγμα αξίζει για κάποιον που το έχει αποκτήσει και θέλει να το διαθέσει ή να το ανταλλάξει με κάτι άλλο, είναι ο μόχθος και ο κόπος που μπορεί να εξοικονομήσει για τον εαυτό του και που μπορεί να επιβαρύνει άλλους ανθρώπους. Αυτό που αγοράζουμε με χρήματα ή με αγαθά, το προμηθευόμαστε με τόση εργασία, όση [θα χρειαζόταν] για να το αποκτήσουμε από το μόχθο του σώματός μας. [Τα χρήματα ή τα συγκεκριμένα αγαθά] περιέχουν την αξία μιας ορισμένης ποσότητας εργασίας, την οποία ανταλλάσσουμε με αυτό που υποτίθεται ότι εκείνη τη στιγμή περιέχει αξία ίσης ποσότητας. Η εργασία ήταν η πρώτη τιμή, τα αρχικά χρήματα για αγορά που πληρώνονταν για κάθε πράγμα. Όλος ο πλούτος του κόσμου αρχικά αγοράσθηκε όχι με χρυσό και άργυρο, αλλά με την εργασία, και η αξία του γι' αυτούς που τον κατέχουν και θέλουν να τον ανταλλάξουν με κάποια νέα προϊόντα είναι ακριβώς ίση με την ποσότητα εργασίας την οποία ο πλούτος αυτός τους επιτρέπει να αγοράσουν ή να ελέγχουν.7 Ο Μαρξ ενσωμάτωσε και αυτό το επιχείρημα στη δική του ανάλυση: Οι ανταλλακτικές αξίες των εμπορευμάτων πρέπει να μπορούν να εκφράζονται σε μια κοινή μεταξύ τους μορφή και να αντιπροσωπεύουν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη ποσότητα αυτής της κοινής μορφής. Αυτό το κοινό «στοιχείο» δεν μπορεί να είναι μια γεωμετρική, χημική ή άλλη υλική ιδιότητα των εμπορευμάτων... Αν, λοιπόν, δεν λάβουμε υπόψη μας την αξία χρήσης των εμπορευμάτων, έχουν μόνο μία κοινή ιδιότητα, ότι είναι προϊόντα εργασίας. 34
Κρις Χάρμαν
Ωστόσο, ο Μαρξ βελτίωσε την ανάλυση του Σμιθ και του Ρικάρντο σε ένα πολύ σημαντικό σημείο. Η ανταλλακτική αξία δεν καθορίζεται από τον ιδιαίτερο συγκεκριμένο μόχθο που καταβάλλει η εργασία ως τέτοια. Διαφορετικοί άνθρωποι με διαφορετικές δεξιότητες θέλουν διαφορετικές ποσότητες χρόνου και καταβάλλουν διαφορετικές ποσότητες μόχθου ώστε να παράγουν συγκεκριμένα εμπορεύματα: Θα μπορούσε να νομίσει κανείς ότι, αν η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που δαπανήθηκε κατά την παραγωγή του, όσο πιο αργόσχολος και αδέξιος είναι κάποιος τόσο μεγαλύτερη αξία έχει το εμπόρευμά του, επειδή η παραγωγή του απαίτησε περισσότερο χρόνο.® Όμως, η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος εξαρτάται από τον «κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας», ο οποίος απαιτείται για να παραχθεί οποιοδήποτε προϊόν υπό κανονικές συνθήκες παραγωγής και με το μέσο βαθμό δεξιοτήτων και έντασης της εργασίας που επικρατούν σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή.' Η κοινωνική εργασία έχει μεταμορφώσει τη φύση προκειμένου να δημιουργήσει τα μέσα από τα οποία οι άνθρωποι εξαρτώνται για να επιβιώσουν. Γι' αυτό, η ποσότητα της κοινωνικής εργασίας που ενσωματώνεται στο εμπόρευμα συνιστά και την αξία που εμπεριέχεται σε αυτό. Στο πλαίσιο μιας κοινωνίας παραγωγής εμπορευμάτων, η συγκεκριμένη εργασία των ατόμων, μέσω της ανταλλαγής, μεταμορφώνεται αναλογικά10 σε μέρος της «ομοιογενούς», «κοινωνικής» εργασίας - ή «αφηρημένης εργασίας». Ο Μαρξ ονομάζει την αφηρημένη εργασία «ουσία της αξίας». Εκφράζεται στην ανταλλακτική αξία και καθορίζει το επίπεδο στο οποίο θα διακυμαίνεται η τιμή του εμπορεύματος στην αγορά: Ακόμα και ένα παιδί γνωρίζει ότι όποιο έθνος σταματήσει να εργάζεται, όχι για ένα έτος, αλλά, ας πούμε, για μερικές εβδομάδες, θα καταστραφεί. Κάθε παιδί γνωρίζει, επίσης, ότι οι ποσότητες των προϊόντων που ανταποκρίνονται στις διάφορες ανάγκες απαιτούν διαφορετικές και ποσοτικά προσδιορισμένες ποσότητες κοινωνικά μέσης εργασίας... Όπως και ότι η μορφή στην οποία εκφράζεται αυτή η αναλογική κατανομή επιβάλλεται στο πλαίσιο μιας κοινωνικής κατάστασης όπου η διασύνδεση της Καπιταλισμός Ζόμπι
35
κοινωνικής εργασίας εκφράζεται ως ιδιωτική ανταλλαγή ατομικών προϊόντων εργασίας και αποτελεί ακριβώς την ανταλλακτική αξία αυτών των προϊόντων." Κάθε ξεχωριστό είδος ατομικής εργασίας, το οποίο επιχειρείται ανεξάρτητα απ' όλα τα υπόλοιπα... διαρκώς ανάγεται στις ποσοτικές αναλογίες τις οποίες έχει ανάγκη η κοινωνία.12 Οι οικονομολόγοι του νεοκλασικού ρεύματος επιχείρησαν να αναπτύξουν την έννοια της αξίας σαν να προκύπτει από την υποκειμενική κρίση των ατόμων. Μάλιστα, μερικοί απ' αυτούς προσπάθησαν να συμπεριλάβουν την εργασία στην έννοια της «μη χρησιμότητας». Αντιθέτως, ο Μαρξ αντιλήφθηκε την αξία ως κάτι αντικειμενικό, ως ενδεικτική της αναλογίας της συνολικής κοινωνικής εργασίας που «ενσωματώνεται» σε αυτήν.13 Αλλά το τι είναι αυτή η αξία φανερώνεται μόνο ως αποτέλεσμα της συνεχούς και τυφλής αλληλεπίδρασης των εμπορευμάτων στην αγορά.14 Το σύστημα στο σύνολό του αναγκάζει τα επιμέρους στοιχεία του να ανησυχούν σχετικά με το πώς η ατομική εργασία που απασχολούν σχετίζεται με την εργασία που γίνεται όπου αλλού15 και ορίζει αυτή τη διαδικασία ως λειτουργία του «νόμου της αξίας». Βεβαίως, οι αξίες δεν είναι αμετάβλητες. Συνεχώς εισάγονται νέες τεχνικές ή νέες μέθοδοι κάπου στο σύστημα. Αυτό έχει ως συνέπεια την αλλαγή στην ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται προκειμένου να παραχθούν κάποια συγκεκριμένα εμπορεύματα και αυτό αλλάζει την ανταλλακτική τους αξία. Οι αξίες χρήσης των αντικειμένων παραμένουν σταθερές μέχρι οι φυσικές διεργασίες της φθοράς, της εξάντλησης και της αποσύνθεσης τις καταστρέψει. Όμως, η ανταλλακτική αξία των πραγμάτων, η αξία που ενδιαφέρει το σύστημα στο σύνολό του, μειώνεται κάθε φορά που κάποιο τεχνικό πλεονέκτημα εμφανίζεται κάπου μέσα στο σύστημα και ελαττώνει την ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους. Αυτό οδηγεί τον Μαρξ σε ένα «αντι-διαισθητικό» συμπέρασμα, το οποίο διακρίνει τη δική του ανάλυση για το σύστημα· τέτοιο που ακόμα και μερικοί μαρξιστές έχουν δυσκολία να το κατανοήσουν: πιθανή άνοδος της παραγωγικότητας μειώνει την αξία στην οποία ανταλλάσσονται τα πράγματα. Φαίνεται παράλογο. Ωστόσο, υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα που δείχνουν ότι η αιτία της πτώσης της τιμής μερικών 36
Κρις Χάρμαν
αγαθών σε σύγκριση με την τιμή κάποιων άλλων είναι η αυξημένη παραγωγικότητα. Ο Μαρξ παρουσιάζει ένα τέτοιο παράδειγμα από τη δική του εποχή: Η εισαγωγή ατμοκίνητων αργαλειών στην Αγγλία μάλλον μείωσε στο μισό την εργασία που απαιτούσε η ύφανση, δεδομένης ποσότητας νήματος, ώστε να φτιαχτεί το ύφασμα. Ασφαλώς, οι εργάτες των χειροκίνητων αργαλειών συνέχιζαν να χρειάζονται τον ίδιο χρόνο εργασίας όπως προηγουμένως· ωστόσο, εξαιτίας όλων αυτών, το προϊόν μίας ώρας δικής τους εργασίας αντιπροσώπευε, μετά την αλλαγή, μόνο μισή ώρα κοινωνικής εργασίας και, κατά συνέπεια, έπεσε στο μισό της προηγούμενης αξίας της.16 Χιλιάδες περισσότερα τέτοια παραδείγματα μπορούμε να δώσουμε στις μέρες μας. Και αυτό, επειδή ζούμε σε μια εποχή στην οποία η τεχνική πρόοδος είναι πολύ ταχύτερη σε μερικούς κλάδους της βιομηχανίας (ιδιαιτέρως εκείνους που χρησιμοποιούν μικροεπεξεργαστές) απ' όσο σε άλλες και γι' αυτό οι τιμές διαφόρων πραγμάτων όπως είναι τα DVD, οι τηλεοράσεις και οι υπολογιστές, τα οποία παράγονται από βιομηχανίες που χρησιμοποιούν πιο εξελιγμένο τεχνολογικά εξοπλισμό, τείνουν να πέφτουν, ενώ οι τιμές εκείνων που χρησιμοποιούν παλαιότερες τεχνικές παραμένουν σταθερές ή και ανεβαίνουν. Αυτό το συμπέρασμα είναι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, όταν θα πραγματευθούμε τη δυναμική του καπιταλισμού κατά τον 21ο αιώνα. Από τη στιγμή που η εμπορευματική παραγωγή γενικεύθηκε από τη μία έως την άλλη άκρη της κοινωνίας, ένα συγκεκριμένο αγαθό κατέληξε να χρησιμοποιείται ως αντιπροσωπευτικό της αξίας όλων των άλλων και αυτό είναι το χρήμα (ο Μαρξ το ονομάζει «γενικό ισοδύναμο»). Την εποχή του Μαρξ είχε συνήθως τη μορφή του χρυσού (ή μερικές φορές του ασημιού). Μια συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού (ας πούμε, μια ουγγιά), που παραγόταν στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ποσότητας μέσου χρόνου εργασίας, μπορούσε να λειτουργήσει ως το μέτρο της αξίας όλων των άλλων αγαθών τα οποία πωλούνταν και αγοράζονταν. Καθώς ο καπιταλισμός εξελισσόταν ως σύστημα, οι τράπεζες, όπως και στη συνέχεια οι κυβερνήσεις, ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιούν χάρτινα σημειώματα για να αντικαταστήσουν το χρυσό σε αρΚαπιταλισμός Ζόμπι
37
κετές περιπτώσεις συναλλαγών και τελικά να απαλλαγούν εντελώς από την εξάρτηση απ' αυτόν, τουλάχιστον στο βαθμό που οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι υπόλοιποι θα αποδέχονταν αυτά τα σημειώματα (τεχνικώς γνωστά ως «χαρτονομίσματα») έναντι αγαθών. Το ίδιο και η πίστωση από τις τράπεζες- θα μπορούσε να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο, όσο οι άνθρωποι θα συνέχιζαν να εμπιστεύονται τις τράπεζες. Η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής έχει μια σημαντική συνέπεια: συστηματικά παραμορφώνει την κατανόηση της πραγματικότητας από τους ανθρώπους μέσω του «φετιχισμού των εμπορευμάτων», όπως τον ονόμασε ο Μαρξ: Η... σχέση των παραγωγών με το συνολικό προϊόν της ίδιας της εργασίας τους παρουσιάζεται σ" αυτούς ως κοινωνική σχέση που δεν αναπτύσσεται μεταξύ τους, αλλά μεταξύ των προϊόντων της εργασίας τους... Μια καθορισμένη κοινωνική σχέση μεταξύ των ανθρώπων αποκτά στα μάτια τους τη φανταστική μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων. Προκειμένου να βρούμε μια αναλογία, πρέπει να καταφύγουμε στις καλυπτόμενες από μυστήριο περιοχές του θρησκευτικού κόσμου. Σε αυτόν, ό,τι παράγει ο ανθρώπινος εγκέφαλος εμφανίζεται ως ανεξάρτητη ύπαρξη προικισμένη με ζωή, ικανή να διαμορφώνει σχέσεις τόσο με τα υπόλοιπα προϊόντα του εγκεφάλου όσο και το ανθρώπινο είδος. Το ίδιο συμβαίνει στον κόσμο των εμπορευμάτων με τα προϊόντα των χεριών των ανθρώπων.17 Οι άνθρωποι μιλούν για τη «δύναμη του χρήματος», σαν να μην προέρχεται αυτή η δύναμη από την ανθρώπινη εργασία της οποίας αποτελεί ένα σύμβολο· ή μιλούν για τις «ανάγκες της αγοράς», σαν να είναι η αγορά κάτι παραπάνω από ένας διακανονισμός στη βάση του οποίου συνδέονται οι συγκεκριμένες πράξεις εργασίας διαφόρων ανθρώπινων όντων. Τέτοιου είδους μυστικιστικές προσεγγίσεις οδηγούν τους ανθρώπους να αποδίδουν τα δεινά της κοινωνίας σε πράγματα που βρίσκονται πάνω από τον ανθρώπινο έλεγχο: είναι μια διεργασία που ο νεαρός Μαρξ ονόμασε «αλλοτρίωση» και κάποιοι μαρξιστές ύστερα από τον Μαρξ «πραγμοποίηση». Όμως, το να περιοριστεί κανείς μόνο στο να αντιλαμβάνεται με βάση αυτού του είδους τις μυστικιστικές προσεγγίσεις τα κοινωνικά δεινά, δεν σημαίνει και ότι τα αντιμετωπίζει. Όπως σημειώνει ο Μαρξ, το να καταλήξει κανείς απλώς στην επιστημονική 38
Κρις Χάρμαν
κατανόηση του χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας είναι μια διαδικασία που δεν επηρεάζει την κοινωνία, ακριβώς όπως «μετά την ανακάλυψη των συστατικών αερίων της ατμόσφαιρας, δεν άλλαζε η ίδια η ατμόσφαιρα». 18 Ωστόσο, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε συνειδητή δράση μετασχηματισμού της κοινωνίας, αν δεν έχουμε επίγνωση του φετιχισμού. Γι' αυτό και αποκτά ιδιαίτερη σημασία η κατανόηση της διάκρισης μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας, όπως και της θεμελίωσης της αξίας στη βάση της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας.
Εκμετάλλευση και υπεραξία Ο κόσμος μας δεν περιορίζεται στον κόσμο της εμπορευματικής παραγωγής. Ζούμε & ένα κόσμο όπου, ταυτοχρόνως, ο έλεγχος του μεγαλύτερου μέρους αυτής της παραγωγής είναι συγκεντρωμένος στα χέρια σχετικά λίγων ατόμων. Το 2008, οι πωλήσεις των 2000 μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου αντιστοιχούσαν στο μισό της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής." Αν υποθέσουμε ότι περίπου δέκα διευθυντές καταλαμβάνουν τις έδρες των διοικητικών συμβουλίων κάθε πολυεθνικής, τότε από τα πάνω από έξι δισεκατομμύρια ανθρώπων που αποτελούν το σύνολο του πληθυσμού του πλανήτη, μόνο 20.000 άνθρωποι ασκούν αποφασιστικό έλεγχο όσον αφορά στη δημιουργία του πλούτου- στην πραγματικότητα, ο αριθμός τους είναι σημαντικά χαμηλότερος, εφόσον οι περισσότεροι από τους διευθυντές είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου σε περισσότερες από μία πολυεθνική. Ασφαλώς, η παραγωγή δεν πραγματοποιείται μόνο από τις πολυεθνικές. Γύρω τους υπάρχει πλήθος μεσαίων επιχειρήσεων εθνικής βάσης οι οποίες δεν έχουν επιτύχει να καταστούν πολυεθνικές, όπως και γύρω από τις μεσαίες επιχειρήσεις υπάρχει ένας ακόμα μεγαλύτερος αριθμός μικρών επιχειρήσεων, μερικές από τις οποίες είναι ελάχιστα μεγαλύτερες από οικογενειακές επιχειρήσεις που ίσως απασχολούν ένα-δυο ανθρώπους. Όσο, όμως, και αν συνυπολογίσουμε όλα τα παραπάνω, μόνο ένα μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού ελέγχει τα μέσα παραγωγής που επιτελούν το κύριο βάρος της παραγωγής του μεγαλύτερου μέρους του πλούτου αυτού του κόσμου. Καπιταλισμός Ζόμπι
39
Αυτοί που δεν κατέχουν και δεν ελέγχουν τέτοια μέσα παραγωγής δεν έχουν άλλη επιλογή, εφόσον επιθυμούν να ζήσουν πέραν των ελάχιστων παροχών που προσφέρουν τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, από το να προσπαθήσουν να πουλήσουν την ικανότητά τους για εργασία σε αυτούς που κατέχουν μέσα παραγωγής. Πληρώνονται ένα μισθό, ενώ η εργασία τους παράγει αγαθά τα οποία είναι ιδιοκτησία εκείνων που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής. Μέρος της αξίας αυτών των αγαθών χρησιμοποιείται για να καλύψει τους μισθούς των εργατών, ένα άλλο μέρος για να πληρωθούν τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή, ενώ κάποιο άλλο για να καλύψει τη φθορά των μέσων παραγωγής. Υπάρχει, όμως, και ένα μέρος που σχηματίζει ένα πλεόνασμα και αποτελεί τη βάση για τα κέρδη των ιδιοκτητών - είναι το μέρος που ο Μαρξ έχει ορίσει ως «υπεραξία» και κάποιοι μη μαρξιστές οικονομολόγοι απλώς ως «πλεόνασμα». Ήδη ο Άνταμ Σμιθ είχε διατυπώσει την υπόθεση περί της προέλευσης αυτής του «πλεονάσματος» (μολονότι δεν επέμεινε σταθερά σε αυτή την άποψη): Κατά την αρχική κατάσταση των πραγμάτων, που προηγήθηκε τόσο της ιδιοποίησης της γης όσο και της συσσώρευσης αποθέματος, το συνολικό προϊόν της εργασίας ανήκε στον εργάτη... Από τη στιγμή που η γη καθίσταται ατομική ιδιοκτησία, ο γαιοκτήμονας απαιτεί ένα μερίδιο από το προϊόν... Το προϊόν σχεδόν κάθε είδους εργασίας υπόκειται σε ανάλογη παρακράτηση ενός κέρδους. Σε όλες τις τέχνες και τις μανιφακτούρες, η πλειονότητα των εργατών έχουν την ανάγκη ενός εργοδότη που θα τους προκαταβάλει τα υλικά της εργασίας τους και τους μισθούς και τα μέσα συντήρησής τους μέχρι την ολοκλήρωσή της. Αυτός μοιράζεται μαζί τους το προϊόν της εργασίας τους ή την αξία που αυτή προσθέτει στα υλικά πάνω στα οποία σωρεύεται και το μερίδιό του αυτό συνιστά το κέρδος του.20 Συνεπώς, το κέρδος εμφανίζεται εκεί που η γη, τα εργαλεία και τα υλικά τα οποία απαιτούνται για την παραγωγή γίνονται ατομική ιδιοκτησία ενός τμήματος της κοινωνίας. Τότε είναι που αυτό το τμήμα έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει τον έλεγχο της εργασίας των υπολοίπων. Ο Ρικάρντο υιοθέτησε και ανάπτυξε τις ιδέες του Σμιθ, αναδεικνύοντας μιαν αμφισημία που ήταν κεντρική στα γραπτά του δεύτερου. 40
Κρις Χάρμαν
Ο Σμιθ αναμειγνύει την άποψη ότι μόνο η εργασία δημιουργεί αξία με μιαν άλλη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία τα κέρδη και η γαιοπρόσοδος συμβάλλουν εξίσου με την εργασία στην τελική αξία των αγαθών. Αν και ο Ρικάρντο απέρριψε αυτή τη δεύτερη άποψη, αμέσως μετά το θάνατο του, κατά τη δεύτερη δεκαετία του δέκατου ένατου αιώνα, η συγκεκριμένη άποψη έγινε η ορθοδοξία των οικονομολόγων που ήταν υπέρμαχοι του καπιταλισμού. Ήταν πολύ πιο ευχάριστη για τους υπερασπιστές του υπάρχοντος συστήματος, από το να συμπεράνουν ότι τα κέρδη ήταν παρασιτικά εις βάρος της εργασίας. Αντιθέτως, ο Μαρξ αντιλήφθηκε ότι μόνο η παραπέρα επεξεργασία που έκανε ο Ρικάρντο στις απόψεις του Σμιθ μπορεί να καταστεί η βάση μιας επιστημονικής περιγραφής του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο καπιταλισμός. Μαζί με τον Ρικάρντο, αναγνώρισε ότι είναι παράλογος ο ισχυρισμός ότι τα κέρδη μ' έναν τρόπο δημιουργούσαν αξία, εφόσον αποτελούσαν μέρος της αξίας που ήδη είχε δημιουργηθεί. Η πρώτη σημαντική πρόοδος που πέτυχε ήταν να διακρίνει με σαφήνεια τις δυο διαφορετικές σημασίες με τις οποίες αναφέρεται ο Σμιθ στην «αξία της εργασίας». Αφενός σημαίνει την ποσότητα της εργασίας που απαιτούνταν προκειμένου να συντηρείται ένας εργάτης ή μία εργάτρια κατά το διάστημα στο οποίο αυτός ή αυτή δούλευε. Ο Ανταμ Σμιθ είχε υποστηρίξει ότι: Υπάρχει... ένα ορισμένο όριο, κάτω από το οποίο φαίνεται αδύνατη η μείωση του μισθού, ακόμα και του ταπεινότερου είδους εργασίας επί ένα σημαντικό διάστημα. Ένας άνθρωπος θα πρέπει να ζει πάντα από την εργασία του και ο μισθός του πρέπει να είναι τουλάχιστον επαρκής για τη συντήρησή του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, θα πρέπει να είναι κατά τι μεγαλύτερος. Σε διαφορετική περίπτωση, θα του ήταν αδύνατον να αναθρέψει μια οικογένεια και η φυλή αυτών των εργατών δεν θα μπορεί να επιβιώσει πέρα από την πρώτη γενιά.21 Απ' αυτή την άποψη, η «αξία της εργασίας» ήταν η αξία του μισθού των εργατών. Ωστόσο, ο Σμιθ χρησιμοποιούσε τον όρο «εργασία» προκειμένου επίσης να αναφερθεί στην ποσότητα της εργασίας που επιτελούσαν στην πράξη οι εργάτες. Όμως, οι δυο ποσότητες, όπως τονίζει ο Μαρξ, Καπιταλισμός Ζόμπι
41
σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδιες. Έδειξε ότι η εργασία, όπως όλα τα υπόλοιπα εμπορεύματα, πωλείται και αγοράζεται. Ταυτοχρόνως, όμως, διέφερε απ' αυτά, επειδή φέρει την ιδιαίτερη ιδιότητα ότι, όταν τίθεται σε χρήση, επιτελεί περισσότερη εργασία από αυτή που απαιτούσε η παραγωγή της ίδιας. Στα μέσα του 19ου αιώνα, εισήγαγε ένα νέο όρο, ο οποίος αποσκοπούσε να σημειώσει τη διάκριση μεταξύ των δυο χρήσεων της έννοιας στον Σμιθ και τον Ρικάρντο (όπως και στα δικά του πρώιμα κείμενα). Υποστήριξε ότι αυτό που πλήρωνε ο καπιταλιστής, κάθε φορά που απασχολούσε ένα άτομο, δεν ήταν καθαυτή η εργασία του, αλλά η «εργατική του δύναμη», δηλαδή η ικανότητά του να δουλέψει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η αξία της εργατικής δύναμης εξαρτάται, όπως όλα τα υπόλοιπα εμπορεύματα, από την ποσότητα της εργασίας που ήταν αναγκαία για να παραχθεί. Οι εργάτες δεν θα μπορούσαν να παρέχουν την εργατική τους δύναμη, αν δεν είχαν επαρκή διατροφή, ρουχισμό, κατοικία, συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ανάπαυσης κλπ. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις προκειμένου οι εργάτες και οι εργάτριες να είναι κατάλληλοι και ικανοί για εργασία. Ο μισθός τους πρέπει να καλύπτει το κόστος αυτών των πραγμάτων, δηλαδή να αντιστοιχεί στην ποσότητα κοινωνικής εργασίας που ήταν αναγκαία προκειμένου να παράγεται η εργατική τους δύναμη, και αυτός είναι ο παράγοντας που καθορίζει την αξία της. Σε αυτό το σημείο, οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο Μαρξ δεν αντιλαμβάνεται το ελάχιστο επίπεδο επιβίωσης ως τον αποκλειστικό παράγοντα που καθορίζει την αξία της εργατικής δύναμης. Εξίσου αναγκαία είναι η στοιχειώδης κοινωνική πρόνοια για την ανατροφή των παιδιών των εργατών, εφόσον αυτά θα αποτελέσουν την επόμενη γενιά εργατικής δύναμης. Αναφέρεται επίσης και στην ύπαρξη ενός «ιστορικού και ηθικού στοιχείου» το οποίο εξαρτάται από «τις συνήθειες'και το επίπεδο άνεσης» που έχουν συνηθίσει οι εργάτες. Αν δεν ικανοποιείται αυτό το επίπεδο, οι εργάτες δεν θα αναπτύσσουν όλες τις δυνατότητές τους κατά την εργασία τους, όπως και μπορεί να επαναστατήσουν εναντίον της. Απ' αυτή την άποψη, οι αγώνες των εργατών λειτουργούν σωρευτικά και έχουν ως συνέπεια την επίδραση πάνω στην αξία της εργατικής τους δύναμης. Ο Μαρξ, αντιθέτως με το πώς τον παρουσιάζουν μερικές 42
Κρις Χάρμαν
φορές, δεν πίστευε στην ύπαρξη οποιουδήποτε «νόμου των μισθών με σιδηρά ισχύ», στη βάση του οποίου μόνο ένα αμετάβλητο τμήμα της εθνικής παραγωγής επιτρέπεται να πηγαίνει στους εργάτες.22 Όπως και να έχει, η εργασία που είναι σε θέση να επιτελέσουν οι άνθρωποι είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα της εργασίας που είναι αναγκαία ώστε να εξασφαλίσουν το ελάχιστο επίπεδο επιβίωσης - να ανατροφοδοτήσουν την εργατική τους δύναμη. Για παράδειγμα, θα χρειαζόταν κατά μέσο όρο μόνο τέσσερις ώρες εργασίας την ημέρα ώστε να εξασφαλισθεί το επίπεδο κατανάλωσης που είναι αναγκαίο για κάποιον ώστε να είναι σε θέση να βγάλει σε πέρας την εργασία μιας ημέρας. Ωστόσο, ο ίδιος μπορεί να δουλεύει οκτώ, εννιά ή ακόμα και δέκα ώρες την ημέρα. Η επιπρόσθετη εργασία κατέληξε στον εργοδότη του, κατά τέτοιο τρόπο που η αξία των αγαθών που παρήγαγε το εργοστάσιό του είναι πάντοτε υψηλότερη από την επένδυσή του. Αυτό το δεδομένο του δίνει τη δυνατότητα να αποσπά συνεχώς υπεραξία, την οποία μπορεί να κρατά για εκείνον ή να την κατευθύνει προς άλλα μέλη της τάξης των καπιταλιστών με τη μορφή του τόκου και του ενοικίου. Η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργάτη εμφανίζεται ως σχέση μεταξύ ίσων. Ο εργοδότης συμφωνεί να δώσει ένα μισθό και ο εργάτης ή η εργάτρια την εργασία του/της. Δεν υπάρχει καταναγκασμός. Απ' αυτή την άποψη, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική απ' αυτή μεταξύ του δουλοκτήτη και του δούλου ή μεταξύ του φεουδάρχη γαιοκτήμονα και του δουλοπάροικου. Η σχέση εργοδότη και εργάτη συνδυάζεται με ένα νομικό σύστημα που βασίζεται «στα δικαιώματα του ανθρώπου» και την ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου. Παρόλο που οι υπαρκτές αστικές κοινωνίες αποδέχθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση την ικανοποίηση αυτών των δικαιωμάτων, φαίνεται ότι τα τελευταία είναι χαραγμένα στη δομή τους. Όμως, η ισότητα που εμφανίζεται στην επιφάνεια καλύπτει μια βαθύτερη ανισότητα. Ο εργοδότης κατέχει τα αναγκαία προαπαιτούμενα που έχουν ανάγκη οι εργάτες για να εμπλακούν στην κοινωνική παραγωγή και να εξασφαλίσουν τη ζωή τους. Οι εργάτες είναι «ελεύθεροι» υπό την έννοια ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται για κάποια συγκεκριμένη εταιρεία ή κάποιον συγκεκριμένο καπιταλιστή. Δεν είναι, όμως, σε θέση να διαφύγουν από το γεγονός ότι είναι υποχρεωμένοι να εργαστούν για κάποια εταιρεία ή κάποιο καπιταΚαπιταλισμός Ζόμπι
43
λιστή. Όπως αναφέρει ο Μαρξ: Ο εργάτης μπορεί όποτε θέλει να εγκαταλείψει τον συγκεκριμένο καπιταλιστή προς τον οποίο νοικιάζει τον εαυτό του... Ωστόσο, ο εργάτης, που δεν έχει άλλους πόρους για να ζήσει εκτός από το να πουλήσει την εργασία του, δεν μπορεί να εγκαταλείψει ολόκληρη την τάξη των αγοραστών, δηλαδή την καπιταλιστική τάξη, χωρίς να μην παραιτηθεί από την ίδια την ϋπαρξή του. Δεν ανήκει σε αυτόν ή εκείνον τον καπιταλιστή, αλλά στην καπιταλιστική τάξη.23 Η διαφορά μεταξύ της αξίας της εργατικής δύναμης του εργάτη και της αξίας που παρήγαγε η εργασία είναι η πηγή της υπεραξίας. Από τη στιγμή που ο εργοδότης αποσπάει αυτή την υπεραξία, μπορεί να την κρατήσει άμεσα ως κέρδος, μπορεί να τη χρησιμοποιήσει για να αποπληρώσει τόκους για τα χρήματα που είχε δανειστεί για να κατασκευάσει το εργοστάσιό του ή ως ενοίκιο προς τον ιδιοκτήτη της γης πάνω στην οποία έχτισε το εργοστάσιο. Όπως, όμως, και αν διαιρεθεί η υπεραξία, σε κέρδη, τόκους ή ενοίκια, πηγή της παραμένει η πλεονάζουσα εργασία που επιτελούν οι εργάτες - η εκμετάλλευση όλων όσων δεν κατέχουν μέσα παραγωγής από αυτούς που τα κατέχουν. Από τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης αποσπάσει το κέρδος, μπορεί να το χρησιμοποιήσει για νέα μέσα παραγωγής, αυξάνοντας κατ' αυτό τον τρόπο ακόμα περισσότερο τη δυνατότητά του να εκβιάζει τους εργάτες να εργάζονται γι' αυτόν με τους δικούς του όρους, αν θέλουν να ζήσουν. Αυτή είναι η διαδικασία που καθιστά καπιταλιστή έναν εργοδότη και προσδίδει μια ιδιαίτερη σημασία στη λέξη «κεφάλαιο». Η λέξη χρησιμοποιείται από τους οικονομολόγους του κυρίαρχου ρεύματος, όπως και στην καθημερινότητα, για να δηλώσει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε αντιδιαστολή προς την άμεση κατανάλωση. Διατηρεί, όμως, μια βαθύτερη σημασία από τη στιγμή που τα μέσα παραγωγής βρίσκονται υπό τον έλεγχο μιας ομάδας της κοινωνίας, η οποία αναγκάζει τις υπόλοιπες να εργάζονται γι' αυτήν για να ζήσουν. Σε αυτή την περίπτωση, το κεφάλαιο είναι το προϊόν της εργασίας που έλαβε χώρα στο παρελθόν και το οποίο έχει τη δυνατότητα να επεκτείνεται μέσω της εκμετάλλευσης της εργασίας που λαμβάνει χώρα σήμερα. Όπως το θέτει ο Μαρξ, το κεφάλαιο δεν είναι πράγμα, αλλά σχέση: 44
Κρις Χάρμαν
Η δύναμη που δημιουργεί και εμπλουτίζει την αξία δεν ανήκει στον εργάτη, αλλά στον καπιταλιστή... Όλη η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας είναι ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο, ενσωματώνοντας αυτή τη δύναμη, αποκτά ζωή και αρχίζει να δουλεύει «σαν να είχε κυριαρχηθεί το σώμα του από έρωτα». Η ζωντανή εργασία, κατ' αυτό τον τρόπο, μεταβάλλεται σε μέσο με το οποίο η αντικειμενοποιημένη εργασία διατηρείται και αυξάνεται...24 Ο φετιχισμός των εμπορευμάτων σε αυτή την περίπτωση παίρνει μια μορφή σύμφωνα με την οποία η δημιουργικότητα δεν εμφανίζεται ότι είναι ιδιότητα των ζωντανών ανθρώπινων όντων, αλλά των προϊόντων της εργασίας τους. Γι' αυτό το λόγο, οι άνθρωποι μιλούν για κεφάλαιο που δημιουργεί τον πλούτο και για εργοδότες που «παρέχουν εργασία στους ανθρώπους», ενώ στην πραγματικότητα η εργασία είναι το στοιχείο που προσθέτει αξία στο κεφάλαιο και ο εργάτης ή η εργάτρια είναι που εξασφαλίζουν δουλειά στον εργοδότη.
Απόλυτη και σχετική υπεραξία Ο Μαρξ διέκρινε δυο τρόπους με τους οποίους οι επιχειρήσεις μπορούν να ανεβάσουν το ποσοστό της υπεραξίας σε σχέση με τους μισθούς. Ο ένας έχει να κάνει με την ωμή μέθοδο της επέκτασης της εργάσιμης ημέρας. Ο Μαρξ τον ορίζει ως «απόλυτη υπεραξία». Αυτή η μέθοδος εξαναγκαστικής ενίσχυσης των κερδών υπήρξε ιδιαιτέρως διαδεδομένη κατά την πρώιμη φάση του βιομηχανικού καπιταλισμού και ο Μαρξ παρουσιάζει πολλά παραδείγματά της στο Κεφάλαιο. Ωστόσο, ο Μαρξ επίσης σημειώνει στο Κεφάλαιο ότι η υπερβολική επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας μπορεί να αποβεί αντιπαραγωγική για τον καπιταλιστή: Αναπόφευκτα πρέπει να εμφανίζεται ένα όριο πέραν του οποίου η επέκταση της εργάσιμης ημέρας και η ένταση της εργασίας αμοιβαία αποκλείει η μία την άλλη, κατά ένα τρόπο που η επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας είναι δυνατόν να συνδυαστεί μόνο με ένα χαμηλότερο βαθμό εντατικοποίησης.25 Αυτή ήταν η αιτία που, ύστερα από λυσσαλέα αντίσταση σε αλλεπάλΚαπιταλισμός Ζόμπι
45
ληλες προσπάθειες να εξασφαλιστεί ένα νόμιμο όριο της εργάσιμης ημέρας για τα παιδιά, τα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα εγκατέλειψαν την πίεση πάνω στην εργατική τάξη ανακαλύπτοντας μερικές φορές ότι η παραγωγή στην πραγματικότητα αυξήθηκε από τη στιγμή που η εργάσιμη ημέρα έγινε βραχύτερη. Για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα η μέθοδος της επιμήκυνσης της εργάσιμης ημέρας φαινόταν ότι ανήκε στο παρελθόν. Στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, τουλάχιστον, η αντίσταση των εργατών επέβαλε στους καπιταλιστές να παραχωρήσουν μικρότερη εργάσιμη εβδομάδα, όπως και διακοπές μετ' αποδοχών. Η εβδομάδα των 72 ωρών της βικτωριανής περιόδου έγινε σαρανταοκτάωρο και στη συνέχεια σαράντα τεσσάρων ωρών [στη Βρετανία, στμ]. Βεβαίως, υπάρχει και μια άλλη κλίμακα μεθόδων για την αύξηση της ποσότητας της υπεραξίας που μπορεί να αποσπαστεί από κάθε εργάτη, την οποία ο Μαρξ ονόμασε «σχετική υπεραξία». Η βάση της είναι η μείωση της ποσότητας του χρόνου εργασίας που αφορά την κάλυψη του κόστους ανατροφοδότησης της δυνατότητας των εργατών για εργασία, δηλαδή της εργατικής τους δύναμης. Η σχετική υπεραξία πήρε τρεις μορφές. Η πρώτη ήταν η εισαγωγή νέων μηχανημάτων στο χώρο δουλειάς και επεδίωκε την αύξηση της παραγωγικότητας, όπως και τη μείωση της ποσότητας του χρόνου που ήταν αναγκαίος προκειμένου οι εργάτες να παράγουν αγαθά των οποίων η πώληση θα κάλυπτε τους μισθούς τους. Ως αποτέλεσμα, αντί να απαιτούνται τέσσερις, ας πούμε, ώρες εργασίας για να καλυφθεί το κόστος της εργατικής τους δύναμης, αρκούσαν δυο - και έμεναν δυο ώρες, οι οποίες επιπροσθέτως πήγαιναν στην παραγωγή υπεραξίας. Ο Μαρξ αντιλαμβανόταν αυτή τη μορφή σχετικής υπεραξίας ως μια μέθοδο στην οποία στράφηκαν οι καπιταλιστές καθώς, περί τα μέσα του 19ου αιώνα, αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην ακόμα μεγαλύτερη επιμήκυνση της εργάσιμης εβδομάδας. Κεντρική σημασία είχε αποκτήσει η παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού ανά ώρα και όχι η επιμήκυνση του αριθμού των ωρών εργασίας του.24 Ωστόσο, η συγκεκριμένη μέθοδος ήταν κατάλληλη μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα στον κάθε καπιταλιστή. Ο πρώτος καπιταλιστής που θα εισήγαγε νέα μηχανήματα, θα ήταν σε θέση να παράγει την ίδια ποσότητα αξίας με λιγότερες 46
Κρις Χάρμαν
ώρες εργασίας. Εφόσον, όμως, κάποιοι άλλοι καπιταλιστές εισήγαγαν και εκείνοι νέα μηχανήματα, ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος που απαιτούνταν για την παραγωγή έπεσε και μαζί του έπεσε και η αξία των αγαθών που πούλησε και το πλεόνασμα υπεραξίας που απέσπασε. Η δεύτερη μορφή που πήρε η σχετική υπεραξία ήταν αυτή της αυξημένης παραγωγικότητας στις βιομηχανίες καταναλωτικών αγαθών και τη γεωργία. Η αυξημένη παραγωγικότητα αποσκοπούσε στη μείωση της ποσότητας του χρόνου εργασίας που ήταν αναγκαίος για την παραγωγή των προϊόντων των συγκεκριμένων κλάδων και, συνεπώς, των τιμών που οι εργάτες έπρεπε να πληρώσουν για όσα χρειάζονταν για να ζήσουν. Κάτι τέτοιο σήμαινε ότι για όλους τους καπιταλιστές το κόστος εξασφάλισης των καθιερωμένων συνθηκών που οι εργάτες είχαν συνηθίσει (δηλαδή της πληρωμής της εργατικής τους δύναμης) θα έπεφτε και η ποσότητα της υπεραξίας που οι καπιταλιστές είχαν αποσπάσει μπορούσε να αυξηθεί χωρίς περικοπές των πραγματικών μισθών ή επέκταση της εργάσιμης ημέρας. Η τρίτη μέθοδος ήταν αυτή της έντασης της πίεσης στους εργάτες να δουλεύουν σκληρότερα. Όπως το θέτει ο Μαρξ, ο μόνος τρόπος για τον καπιταλιστή «να αλλάζει τα σχετικά μεγέθη» της εργάσιμης ημέρας υπέρ του και όχι υπέρ του εργάτη, χωρίς να προβεί σε περικοπές των πραγματικών μισθών, ήταν «να αλλάζει είτε την παραγωγικότητα της εργασίας, είτε την έντασή της». 27 Υπήρξε μια ισχυρή τάση να επιβληθεί «στον εργάτη αυξημένη κατανάλωση εργασίας σε δεδομένο χρονικό διάστημα, υψηλότερη ένταση της εργατικής του δύναμης, όπως και προσεκτικότερη διαχείριση των κενών που υπήρχαν κατά την εργάσιμη ημέρα» 28 ή, σύμφωνα με μια άλλη διατύπωση, μια δυναμική όπου «οι απώλειες από τη σύμπτυξη της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας ανακτώνται από την αυξημένη ένταση της εργατικής δύναμης».29 Η ισχυρή τάση για αυξημένη παραγωγικότητα έγινε εμμονή για το μεγάλο κεφάλαιο, όπως αποδεικνύεται από το κίνημα για «επιστημονική διοίκηση και διαχείριση» που εισηγήθηκε ο αμερικανός Φ.Ο. Τέιλορ κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Ο Τέιλορ πίστευε ότι στο πλαίσιο της βιομηχανικής παραγωγής κάθε εργασία θα μπορούσε να διαιρεθεί στα ελάχιστα μέρη της και να καταστεί μετρήσιμη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να καθοριστεί η βέλτιστη δυνατή απόδοση των Καπιταλισμός Ζόμπι
47
εργατών. Απ' αυτή την άποψη, θα μπορούσε να εξαλειφθεί οποιαδήποτε διάρρηξη του ρυθμού της εργασίας. Ο Τέιλορ, μάλιστα, δήλωνε κατηγορηματικά ότι θα μπορούσε να αυξήσει την ποσότητα της εργασίας κατά τη διάρκεια μιας εργάσιμης ημέρας κατά 200%. Ο «τεϊλορισμός» αναπτύχθηκε στην αντιπροσωπευτικότερη μορφή του όταν εισήχθηκε η γραμμή συναρμολόγησης στα εργοστάσια παραγωγής αυτοκινήτων του Χένρι Φορντ. Η ταχύτητα με την οποία δούλευαν πλέον οι εργάτες εξαρτιόταν από την ταχύτητα με την οποία κυλούσε η γραμμή και όχι στη βάση της προσωπικής διάθεσης κάθε εργάτη. Σε άλλες βιομηχανίες, η ίδια πίεση πάνω στους εργάτες, ώστε να δουλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις, επιτυγχανόταν με την επαύξηση της επιτήρησής τους από τους επιστάτες, οι οποίοι, για παράδειγμα, υποβοηθούνταν πια από καταμετρητές της απόδοσης εργασίας τοποθετημένους πάνω στις μηχανές. Βεβαίως, και στις μέρες μας επιχειρείται μια παρόμοιου τύπου προσέγγιση σε πολλά και διάφορα, υπαλληλικά κυρίως, επαγγέλματα μέσω της διευρυμένης χρήσης της αξιολόγησης, μέσω προσπαθειών η πληρωμή να είναι συνάρτηση των αποτελεσμάτων, όπως και μέσω της χρήσης τεχνικών, όπως, για παράδειγμα, του μετρητή κτυπημάτων των πλήκτρων του ηλεκτρονικού υπολογιστή κλπ.
Συσσώρευση και ανταγωνισμός Ο κόσμος της εμπορευματικής παραγωγής είναι και κόσμος ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών. Αυτό ακριβώς το στοιχείο του ανταγωνισμού διακρίνει κάθε κοινωνία που βασίζεται στην εμπορευματική παραγωγή και την ανταλλακτική αξία από εκείνες τις κοινωνίες στις οποίες τα άτομα ή οι ομάδες αποφασίζουν ποιες αξίες χρήσης θα παράγουν για τη δική τους κατανάλωση. Μέσω της ανταλλαγής, η προσπάθεια που καταβάλλεται από κάποιους που εργάζονται σε μια μονάδα παραγωγής συνδέεται με όλες τις υπόλοιπες προσπάθειες που καταβάλλουν εκατομμύρια άλλα άτομα στις υπόλοιπες μονάδες παραγωγής, αλλά αυτή η σύνδεση πραγματοποιείται μόνο μέσα από τον ανταγωνισμό μεταξύ εκείνων που λαμβάνουν τις αποφάσεις οι οποίες αφορούν την παραγω48
Κρις Χάρμαν
γή στο πλαίσιο κάθε μονάδας. Σύμφωνα με τη διατύπωση του'Ενγκελς, υπάρχει «κοινωνική παραγωγή αλλά καπιταλιστική ιδιοποίηση».30 Συνεπώς, η καπιταλιστική επιχείρηση που εκμεταλλεύεται τον εργάτη βρίσκεται, αναπόφευκτα, σε ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Αν δεν είναι σε θέση να τις ξεπεράσει, τελικά θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει το χώρο των επιχειρήσεων. Το να ξεπεράσει μια συγκεκριμένη επιχείρηση τις υπόλοιπες σημαίνει ότι υπερέχει στην ανάπτυξη νέων, παραγωγικότερων τεχνικών: μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν οδηγείται εκτός του επιχειρηματικού πεδίου από εκείνους τους ανταγωνιστές της που παράγουν και πωλούν τα αγαθά τους φθηνότερα από τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Δεν έχει καμία εγγύηση ότι θα είναι σε θέση να ανανεώνει τον εξοπλισμό της και να χρησιμοποιεί νέες τεχνικές εκτός κι αν τα κέρδη της είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερα. Αν, όμως, ανεβάζει τα κέρδη της προκειμένου να είναι σε θέση να τα επανεπενδύει, το ίδιο πράττουν αναγκαστικά και οι ανταγωνιστές της. Το γεγονός ότι κάθε επιχείρηση αναπόφευκτα εκμεταλλεύεται τη μισθωτή εργασία σημαίνει ότι είναι αδύνατο για οποιαδήποτε απ' αυτές τις επιχειρήσεις να «αναπαυτεί στις δάφνες της». Όσο επιτυχημένη και αν υπήρξε στο παρελθόν μια επιχείρηση, ζει με το φόβο μήπως κάποια αντίπαλη επιχείρηση επενδύσει τα κέρδη της σε νεώτερα και πιο εκσυγχρονισμένα εργοστάσια και μηχανήματα. Δεν υπάρχει καπιταλιστής που να αποτολμά να μην προβεί σε τέτοιου είδους κινήσεις έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, επειδή αυτό θα σήμαινε ότι θα μείνει πίσω από τους ανταγωνιστές του· και το να μείνει πίσω σημαίνει τελικά να καταρρεύσει. Ο ανταγωνισμός είναι το στοιχείο που μπορεί να εξηγήσει τη δυναμική του καπιταλισμού. Η πίεση πάνω σε κάθε καπιταλιστή, ως ξεχωριστή παραγωγική μονάδα, να προπορεύεται έναντι όλων των υπολοίπων, οδηγεί στη διαρκή αναβάθμιση των εργοστασίων και των μηχανών. Συνεπώς, ο καπιταλισμός δεν είναι απλώς ένα σύστημα που εκμεταλλεύεται «ελεύθερους» μισθωτούς εργάτες. Είναι, επίσης, ένα σύστημα αναγκαστικής συσσώρευσης. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το οποίο ο Μαρξ έγραψε με τον'Ενγκελς στις αρχές του 1848, επέμενε ότι: Καπιταλισμός Ζόμπι
49
Η αστική τάξη, κατά τη διάρκεια της σχεδόν εκατόχρονης ζωής της, έχει δημιουργήσει παραγωγικές δυνάμεις που συγκεντρώνουν πολύ μεγαλύτερους πληθυσμούς ανθρώπων και είναι κολοσσιαία ισχυρότερες από όλες μαζί τις προηγούμενες γενιές. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο τονίζεται ο διαρκής μετασχηματισμός της βιομηχανίας στον καπιταλισμό: Η αστική τάξη δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αν δεν επαναστατικοποιεί διαρκώς τα μέσα παραγωγής... Η σταθερή επαναστατικοποίηση της παραγωγής... διακρίνει την εποχή των αστών απ' όλες τις προηγούμενες εποχές. Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τη συνεχή τάση του καπιταλισμού να κτίζει διαρκώς όλο και μεγαλύτερη βιομηχανία ως το χαρακτηριστικό γνώρισμά του: Αποφασισμένος με φανατισμό να ξεγεννά τη δυνατότητα της αξίας να επεκτείνεται, αυτός [ο καπιταλιστής] ανελέητα υποχρεώνει το ανθρώπινο είδος να παράγει για να παράγει... Η συσσώρευση στο όνομα της συσσώρευσης, η παραγωγή στο όνομα της παραγωγής!31 Ο πρώτος τόμος του Κεφάλαιου ξεκινά με την ανάλυση της παραγωγής που αποσκοπεί στην αγορά («εμπορευματική παραγωγή»), στη συνέχεια εξετάζει τι συμβαίνει όταν εμφανίζεται η μισθωτή εργασία και η εργατική δύναμη καθίσταται εμπόρευμα και, τέλος, κορυφώνεται με την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η παραγωγή που χρησιμοποιεί μισθωτή εργασία οδηγεί σε μια διαδικασία αναγκαστικής συσσώρευσης, η οποία αγνοεί τις ανθρώπινες ανάγκες και τις ατομικές επιθυμίες. Κατά συνέπεια, το κεφάλαιο δεν ορίζεται μόνο με βάση την εκμετάλλευση (η οποία συνέβαινε σε πολλές προκαπιταλιστικές κοινωνίες), αλλά και με βάση την αναγκαστική τάση αυτοεπέκτασης που έχει. Το κίνητρο της παραγωγής και της ανταλλαγής αυξάνει την ποσότητα της αξίας που περιέρχεται στα χέρια μιας καπιταλιστικής επιχείρησης - μια διαδικασία την οποία μερικοί μαρξιστές συγγραφείς χαρακτηρίζουν με το νεολογισμό «αξιοποίηση», ο οποίος κατά τη γνώμη μου, επιφέρει σύγχυση.32 Το σύστημα, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένα σύστημα εμπορευματικής 50
Κρις Χάρμαν
παραγωγής· είναι και ένα σύστημα ανταγωνιστικής συσσώρευσης. Αυτό δημιουργεί και τα όρια της δράσης που μπορούν να αναλάβουν όχι μόνο οι εργάτες, αλλά και οι καπιταλιστές, επειδή, αν οι τελευταίοι δεν επιχειρούν συνεχώς να εκμεταλλεύονται τους εργάτες «τους» όσο περισσότερο είναι αυτό πρακτικά εφικτό, δεν θα μπορέσουν να κάνουν χρήση της υπεραξίας που είναι αναγκαία για να συσσωρεύσουν με την ίδια ταχύτητα με τους ανταγωνιστές τους. Οι καπιταλιστές μπορούν να επιλέξουν να εκμεταλλευτούν τους εργάτες «τους» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεν μπορούν, ωστόσο, να επιλέξουν να μην τους εκμεταλλευτούν καθόλου ή να τους εκμεταλλευτούν λιγότερο από τους υπόλοιπους καπιταλιστές - εκτός αν θέλουν να καταρρεύσουν. Είναι υποταγμένοι και οι ίδιοι σε ένα σύστημα που κυνηγά την αδιάκοπη πορεία του ανεξάρτητα από τα συναισθήματα καθενός από τα ανθρώπινα όντα.
Υπεραξία, συσσώρευση και ποσοστό κέρδους Οι μηχανές και οι πρώτες ύλες δεν παράγουν από μόνες τους αξία. Μόνο η ανθρώπινη εργασία προσθέτει αξία στο φυσικό πλούτο που υπήρχε στη φυσική του κατάσταση και μόνο η συνεχιζόμενη ανθρώπινη εργασία μπορεί να την επαυξήσει ακόμα περισσότερο. Οι μηχανές και οι πρώτες ύλες υπάρχουν ως αποτέλεσμα ανθρώπινης εργασίας που επιτελέσθηκε στο παρελθόν και δεν μπορούν να την αντικαταστήσουν στη διαδικασία δημιουργίας νέας αξίας. Ωστόσο, είναι χρήσιμες εφόσον η εργασία επιδιώκει να επιτύχει το μέσο όρο παραγωγικότητας που επικρατεί σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και σε μια συγκεκριμένη εποχή. Η τελική αξία των αγαθών που έχουν παραχθεί εμπεριέχει αναγκαστικά ένα στοιχείο που καλύπτει το κόστος των μηχανών και των υλικών που έχουν χρησιμοποιηθεί. Όταν μια εταιρεία παράγει είδη ρουχισμού απασχολώντας εργάτες για να δουλέψουν στους μηχανικούς αργαλειούς που υφαίνουν το μαλλί, η τιμή του τελικού προϊόντος οφείλει να καλύψει όχι μόνο το κόστος που εξασφαλίζει την εργατική δύναμη των εργατών (τους μισθούς τους) και το κέρδος της εταιρείας, αλλά ταυτοχρόνως και το κόστος του μαλλιού και τη φθορά των μηχανικών αργαλειών. Αν ο μηχανικός αργαλειΚαπιταλισμός Ζόμπι
51
ός συνεχίσει να δουλεύει για δέκα χρόνια, τότε κάθε χρόνο το ένα δέκατο του κόστους του πρέπει να καλύπτεται από τις ετήσιες πωλήσεις υφάσματος - σε αυτό το γεγονός αναφέρονται οι λογιστές όταν μιλούν για κόστος υποτίμησης του κεφαλαίου ή, για να το θέσουμε με άλλο τρόπο, η εργασία που έχει ενσωματωθεί στην αξία του υφάσματος δεν περιλαμβάνει μόνο τη νέα κοινωνικά αναγκαία εργασία που δαπάνησαν οι έργάτες, αλλά επίσης και τη «νεκρή» εργασία που χρησιμοποιήθηκε για να παραχθεί το μαλλί, όπως και το ένα δέκατο του μηχανικού αργαλειού. Γι' αυτούς τους λόγους, ο Μαρξ υποστήριξε ότι η επένδυση του καπιταλιστή μπορεί να διαιρεθεί σε δυο μέρη. Το ένα αφορούσε τη δαπάνη πληρωμής των μισθών των εργατών που είχαν προσληφθεί. Αυτό το μέρος το ονόμασε «μεταβλητό κεφάλαιο» - επειδή ήταν το κεφάλαιο που, βάζοντας την εργατική δύναμη να δουλέψει, επέκτεινε την αξία και δημιουργούσε την υπεραξία στην πορεία της παραγωγής. Το άλλο μέρος ήταν δαπάνη για μέσα παραγωγής. Το ονόμασε «σταθερό κεφάλαιο», επειδή η υπάρχουσα αξία του περνούσε στην αξία των ήδη παραχθέντων αγαθών χωρίς να αυξάνεται περισσότερο - η αξία του απλώς μεταφερόταν στο τελικό προϊόν: στην περίπτωση του πάγιου σταθερού κεφαλαίου (κτίρια του εργοστασίου, μηχανήματα κλπ) η μεταφορά ήταν μια διαδικασία που συνέβαινε μέσω αρκετών κύκλων παραγωγής· στην περίπτωση κυκλοφοριακού σταθερού κεφαλαίου (πρώτες ύλες, ενέργεια, διάφορα εξαρτήματα) ήταν μια διαδικασία που συνέβαινε στο πλαίσιο ενός παραγωγικού κύκλου. Οι μαρξιστές συνήθως χρησιμοποιούν το γράμμα ν για το μεταβλητό κεφάλαιο (μισθοί που αγοράζουν την εργασία των εργατών)· το γράμμα c για το σταθερό κεφάλαιο (εργοστάσιο, εξοπλισμός και πρώτες ύλες)· το s για την υπεραξία. Η αναλογία της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο (μισθοί) είναι η αναλογία της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας που ο εργάτης δίνει στο κεφάλαιο προς αυτήν που εξασφαλίζει το μισθό του - μερικές φορές ονομάζεται ποσοστό εκμετάλλευσης. Μπορεί να αναπαρασταθεί ως s/v. Ασφαλώς, η αναλογία της υπεραξίας προς τους μισθούς δεν είναι το μόνο που έχει σημασία για τον καπιταλιστή, από τη στιγμή που η επένδυσή του είναι μεγαλύτερη από το ποσό που δαπάνησε μόνο για 52
Κρις Χάρμαν
τους μισθούς. Το συμφέρον του είναι να σπρώξει το συνολικό κεφάλαιο που έχει να επεκταθεί - και όχι μόνο αυτό που πηγαίνει στους μισθούς. Συνεπώς, αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η αναλογία της υπεραξίας προς τη συνολική επένδυση - δηλαδή, τις δαπάνες τόσο για μέσα και υλικά της παραγωγής όσο και για μισθούς. Αυτό είναι το «ποσοστό κέρδους», το οποίο ο Μαρξ απεικονίζει ως s/(c+v). Επηρεάζεται όχι μόνο από την αναλογία της υπεραξίας προς τους μισθούς, αλλά και από την αναλογία της δαπάνης σε μέσα και υλικά παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) προς τους μισθούς (μεταβλητό κεφάλαιο). Ο Μαρξ ονόμασε αυτή την τελευταία αναλογία (c/v) «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου». Αυτή ποικίλλει από βιομηχανία σε βιομηχανία και από εποχή σε εποχή. Διαφορετικές διαδικασίες παραγωγής είναι πιθανό να χρησιμοποιούν την ίδια ποσότητα εργασίας αλλά διαφορετικές δυνατότητες εγκαταστάσεων και εξοπλισμού. Το κόστος εξοπλισμού ενός εργοστασίου που απασχολεί χίλιους ανθρώπους για να μετατρέψουν ύφασμα σε ρουχισμό είναι μικρότερο από το να απασχολεί τον ίδιο αριθμό για να λιώσει σιδηρομετάλλευμα για να παράγει ατσάλι. Αυτή η διαπίστωση έχει σημαντικές συνέπειες για τη δυναμική του καπιταλισμού. Η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού δεν εντοπίζεται αποκλειστικά στην αναλογία της υπεραξίας προς τους μισθούς, αλλά και στην προσπάθεια διατήρησης και επαύξησης της αναλογίας της υπεραξίας προς τα διάφορα επίπεδα συνολικής επένδυσης. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε αρκετές φορές στη συνέχεια.
Πρωταρχική συσσώρευση Σήμερα θεωρούμε δεδομένη την αγορά και την πώληση της εργατικής δύναμης. Μας φαίνεται τόσο «φυσική» όσο και η ανατολή και η δύση του ηλίου. Παρ' όλα αυτά, μέχρι πριν μερικούς αιώνες δεν αποτελούσε παρά ένα περιορισμένο χαρακτηριστικό οποιασδήποτε κοινωνίας παγκοσμίως. Κατά τα τέλη του Μεσαίωνα στην Ευρώπη ή στην Αφρική και την Ασία κατά την περίοδο της ευρωπαϊκής αποικιακής εξάπλωσης κατά το δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα, η πλειονότητα των ανθρώπων είχαν, όσο μικρή κι αν ήταν, κάποια μορφή άμεσης πρόσβασης στα Καπιταλισμός Ζόμπι
53
μέσα για να εξασφαλίζουν τη ζωή τους - ακόμα και αν όφειλαν να παραδίδουν ένα μέρος της παραγωγής τους σε κάποιον παρασιτικό γαιοκτήμονα. Οι χωρικοί μπορούσαν να καλλιεργήσουν την τροφή τους στη γη που ήταν δική τους και οι τεχνίτες να κατασκευάζουν διάφορα αγαθά στα μικρά τους εργαστήρια. Σύμφωνα με τον Μαρξ, όλα τα παραπάνω άλλαξαν με μια πρωταρχική πράξη ληστείας - τη χρήση βίας για τον αποκλεισμό μεγάλων πληθυσμών ανθρώπων από κάθε είδους έλεγχο πάνω σε μέσα παραγωγής. Αυτή η διαδικασία συχνά εκτυλισσόταν από το κράτος υπό τις οδηγίες των πιο προνομιούχων ομάδων της κοινωνίας. Στην Αγγλία και την Ουαλία, για παράδειγμα, η άνοδος του καπιταλισμού συνοδευόταν από τις «περιφράξεις» - τη βίαιη απομάκρυνση των χωρικών από την κοινή γη που είχαν επί αιώνες καλλιεργήσει. Στη συνέχεια, οι νόμοι εναντίον της «αλητείας» υποχρέωναν τους ακτήμονες χωρικούς να επιδιώκουν να βρουν δουλειά, όσο χαμηλός και αν ήταν ο μισθός που θα τους έδιναν. Στη Σκωτία, τα «ξεχερσώματα» επέφεραν το ίδιο αποτέλεσμα, καθώς οι κτηματίες έδιωξαν τους κολίγους (κατόχους μικρής γης) από τη γη τους για να τους αντικαταστήσουν στην αρχή με πρόβατα και μετά με ελάφια. Καθώς οι κυβερνήτες της Βρετανίας τεμάχιζαν τον υπόλοιπο κόσμο για να χτίσουν την αυτοκρατορία τους, έλαβαν μέτρα προκειμένου να αντιγράψουν τον ίδιο τρόπο αποκοπής μεγάλων πληθυσμών ανθρώπων από τον έλεγχο των μέσων για την εξασφάλιση της ζωής τους. Στην Ινδία, για παράδειγμα, παραχώρησαν την απόλυτη ιδιοκτησία της γης στην ήδη εξαιρετικά προνομιούχο τάξη των ζαμιντάρ. Στην Ανατολική και τη Νότια Αφρική συνήθιζαν να επιβάλλουν με τη βία σε κάθε νοικοκυριό να πληρώνει ένα πάγιο ποσό χρημάτων, έναν κεφαλικό φόρο, το οποίο μπορούσαν να εξασφαλίσουν μόνο αν έστελναν κάποιο μέλος της οικογένειας να αναζητήσει δουλειά στους Ευρωπαίους κτηματίες ή επιχειρηματίες. Ο Μαρξ ονόμασε αυτή τη διαδικασία δημιουργίας συνθηκών για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής «πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου». Ο Μαρξ εξηγεί πώς έγινε αυτό: Η ανακάλυψη χρυσού και ασημιού στην Αμερική, ο ξεριζωμός, η υποδούλωση και ο ενταφιασμός στα μεταλλεία του ιθαγενούς πληθυσμού της, η έναρξη της κατάκτησης και της λεηλασίας των 54
Κρις Χάρμαν
Ανατολικών Ινδιών, η μετατροπή της Αφρικής σε θηριοτροψείο για το εμπορικό κυνήγι μαύρων ανθρώπων, συμβολίζει τη ρόδινη αυγή της εποχής της καπιταλιστικής παραγωγής...33 Από μόνα τους, ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην καπιταλιστική παραγωγή. Σε τελευταία ανάλυση, όλη η ιστορία των ταξικών κοινωνιών, ήδη από την εποχή της βαβυλωνιακής περιόδου, είναι γεμάτη λεηλασίες της μίας ή της άλλης μορφής και καμία από αυτές δεν κατέληξε στην ταχεία συσσώρευση που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Ο βίαιος διαχωρισμός μεγάλων πληθυσμών ανθρώπων από οποιονδήποτε έλεγχο πάνω σε μέσα παραγωγής - και, άρα, από κάθε δυνατότητα να κερδίσουν τη ζωή τους χωρίς να πωλούν την εργατική τους δύναμη - υπήρξε απαρέγκλιτος. «Η απαλλοτρίωση του γεωργού παραγωγού, του χωρικού, από το έδαφος είναι η βάση όλης της διαδικασίας».34 Γι' αυτό το λόγο, είναι μάλλον παραπλανητική η αναφορά σε κάθε βίαιη διαρπαγή του πλούτου από τους καπιταλιστές ως «πρωταρχική συσσώρευση».35 Στα κείμενα του Μαρξ η πρωταρχική συσσώρευση έχει δυο πλευρές: από τη μία, αυτή της «απελευθέρωσης» της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού από οποιαδήποτε άμεση πρόσβαση στα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να εξασφαλίζει τη ζωή του- από την άλλη, αυτή της συσσώρευσης του πλούτου στα χέρια μίας τάξης που μπορεί να χρησιμοποιήσει την οικονομική αναγκαιότητα ώστε να υποχρεώσει μια τέτοια «ελεύθερη εργασία» να μοχθεί γι' αυτή την τάξη. Από τη στιγμή που ο καπιταλισμός κυριάρχησε, οι ενδογενείς οικονομικοί του μηχανισμοί προώθησαν τη διαδικασία του αποχωρισμού των ανθρώπων από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής ακόμα περισσότερο, χωρίς να είναι απαραίτητη η παρέμβαση του κράτους ή η χρήση βίας. Στη Βρετανία, στο τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα υπήρχαν ακόμα εκατοντάδες χιλιάδες υφαντές που δούλευαν με χειροκίνητο αργαλειό, οι οποίοι δούλευαν για τον εαυτό τους και ύφαιναν για να πουλήσουν το προϊόν τους. Μέσα σε διάστημα πενήντα ετών όλοι και όλες τους είχαν εκμηδενιστεί από καπιταλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν μηχανοκίνητους αργαλειούς. Στην Ιρλανδία, κατά την τέταρτη δεκαετία του 19ου αιώνα, ένας τρομερός λιμός που προκλήθηκε από την αξίωση οι πεινασμένοι αγρότες να πληρώνουν ενοίκιο στους (κατά Καπιταλισμός Ζόμπι
55
κύριο λόγο Βρετανούς) γαιοκτήμονες οδήγησε ένα εκατομμύριο να πεθάνει από πείνα και άλλο ένα εκατομμύριο να εγκαταλείψει τη μικρή ιδιοκτησία του και να αναζητήσει δουλειά στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Η αγορά ήταν σε θέση να επιφέρει αυτή τη φρίκη χωρίς την άμεση βοήθεια του κράτους (με εξαίρεση, βεβαίως, την προστασία της ιδιοκτησίας των γαιοκτημόνων). Ο καπιταλισμός είχε μεταβληθεί σε ένα αυτοσυντηρούμενο και αυτοεπεκτεινόμενο σύστημα που προοριζόταν να απορροφήσει ολόκληρο τον κόσμο στα γρανάζια του.
56
Κρις Χάρμαν
Κεφάλαιο Δεύτερο
Ο Μαρξ και οι επικριτές του
Η νεοκλασική κριτική της θεωρίας του Μαρξ για την αξία Η θεωρία της αξίας που διατύπωσε ο Μαρξ δέχτηκε επιθέσεις από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησε το Κεφάλαιο. Ο ισχυρισμός ότι δεν δημιουργεί αξία μόνο η εργασία αλλά και το κεφάλαιο, αποτελεί τη συνηθέστερη έκφραση αυτών των επιθέσεων. Σε τελευταία ανάλυση, υποστηρίζεται στο πλαίσιο του παραπάνω ισχυρισμού, ένας εργάτης που χρησιμοποιεί μηχανές παράγει πολύ περισσότερο από έναν εργάτη που δεν χρησιμοποιεί- ή μήπως δεν αντικαθίστανται πάντοτε οι εργάτες από μηχανές που επιτελούν το ίδιο έργο; Είμαστε σε θέση να φανταστούμε ακόμα και μια κατάσταση όπου το έργο ολόκληρης της οικονομίας παράγεται από μηχανές. Αυτό είναι το επιχείρημα με το οποίο οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι όχι μόνο η εργασία, αλλά και το κεφάλαιο συμβάλλει στην παραγωγή πραγμάτων που ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες. Όπως, λοιπόν, η εργασία πληρώνεται στη βάση της συμβολής της στην παραγωγή του πλούτου, για τον ίδιο λόγο πληρώνεται και το κεφάλαιο. Κάθε «παραγωγικός συντελεστής» παίρνει μια «αμοιβή» ίση προς την «οριακή παραγωγή» του. Σε αυτό το επιχείρημα εναντίον του Μαρξ εντοπίζεται ένα θεμελιώδες σφάλμα. Βασίζεται σε μια στατική εικόνα της οικονομίας, σύμφωνα με την οποία το κεφάλαιο και η εργασία απλώς συνυπάρχουν το ένα δίπλα στο άλλο. Αγνοεί τη χειροπιαστή πραγματικότητα ότι τα ίδια τα μέσα και τα υλικά της παραγωγής είναι, κι αυτά με τη σειρά τους, προΚαπιταλισμός Ζόμπι
57
ϊόντα παραγωγικής δράσης. Οι μηχανές και η κτιριακή υποδομή δεν είναι πράγματα που έχουν υπάρξει από μόνα τους. Αποτελούν το προϊόν προηγούμενης ανθρώπινης εργασίας. Το ίδιο το καρότσι που βοηθά έναν εργάτη να μεταφέρει κάτι είναι προϊόν του μόχθου ενός μεταλλεργάτη. Αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ ονομάζει τα μέσα παραγωγής «νεκρή εργασία» (εν αντιθέσει με την τρέχουσα εργασία, η οποία είναι «ζωντανή εργασία»). Αποτελούν τα προϊόντα εργασίας που έχει πραγματοποιηθεί σε κάποια προηγούμενη χρονική στιγμή - και τα οποία, αν υπάρξει ανάγκη, μπορούν να κατασκευαστούν πανομοιότυπα με τη χρήση της σημερινής εργασίας. Η ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που είναι αναγκαία για να αναπαραχθούν καθορίζει τη σημερινή τους αξία. Η αδυναμία της νεοκλασικής θεωρίας να αντιληφθεί ότι η εργασία δημιουργεί τα μέσα παραγωγής δεν είναι συμπτωματική. Οι θεμελιωτές της θεωρίας στα τέλη του 19ου αιώνα - οι αυστριακοί Μένγκερ και Μπεμ-Μπάβερκ, οι άγγλοι Τζέβονς και Μάρσαλ, ο γάλλος Βαλράς, ο ιταλός Παρέτο και ο αμερικανός Κλαρκ - ενσωμάτωσαν στο θεωρητικό τους οικοδόμημα την παραδοχή ότι ο καπιταλισμός είναι στατικό σύστημα. Αντιλήφθηκαν ολόκληρη την οικονομία ως λαϊκή αγορά, όπου οι αγοραστές υπολογίζουν ποιος συνδυασμός αγαθών δίνει μεγαλύτερη δυνατή αξία στα χρήματα που έχουν στην τσέπη τους, την ίδια στιγμή που οι κάτοχοι των πάγκων υπολογίζουν την καλύτερη δυνατή τιμή που μπορούν να επιτύχουν για το κάθε ένα από τα αγαθά που εμπορεύονται. Η αμοιβαία ρύθμιση της τιμής, την οποία αυτός που πουλάει δέχεται να αποδεχθεί και αυτός που αγοράζει δέχεται να πληρώσει, οδηγεί τελικά στην πώληση όλων των προϊόντων. Από τη στιγμή, όμως, που αυτός που πουλάει είναι με τη σειρά του και αγοραστής από κάποιον άλλο, ο οποίος και αυτός έχει αγοράσει από κάποιον τρίτο, εγκαθιδρύεται ένα ολόκληρο δίκτυο τιμών, το οποίο διασφαλίζει ότι τα παραγόμενα προϊόντα είναι ακριβώς αυτά που οι άνθρωποι επιθυμούν. Ο Βαλράς επιχείρησε να δείξει πώς λειτουργεί αυτό το δίκτυο στην κλίμακα ολόκληρης της εθνικής οικονομίας επιστρατεύοντας εκατοντάδες σελίδες εξισώσεων και διαγραμμάτων. Σύμφυτο ολόκληρης της νεοκλασικής προσέγγισης είναι το χαρακτηριστικό ότι αντιλαμβάνεται τον καπιταλισμό με έναν τρόπο που δεν 58
Κρις Χάρμαν
ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός είναι πρωτίστως και κυρίως ένα μη στατικό σύστημα. Στη λαϊκή αγορά, σε αυτή τη λαϊκή αγορά που υπάρχει στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι δεν συμφωνούν ακαριαία στις τιμές αγοράς και πώλησης. Ωστόσο, η νεοκλασική θεωρία προϋποθέτει ότι με τη μεσολάβηση ενός κεντρικού «πλειστηριαστή» θα μπορούσαν να καταλήγουν ακαριαία σε κοινώς αποδεκτές τιμές. Στην πραγματική ζωή, το παζάρεμα συχνά απαιτεί πολύ χρόνο και οι τιμές, όπως διαμορφώνονται σε όλο το φάσμα της αγοράς ως σύνολο, είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας διαδοχικών ρυθμίσεων. Αν πάρουμε αυτό υπόψη, εμφανίζονται οι αποκλίσεις μεταξύ των πραγματικών τιμών των προϊόντων και των τιμών όπως τις προϋποθέτει η θεωρία. Η πραγματική παραγωγή των προϊόντων που προορίζονται για πώληση είναι πάντοτε διαδικασία που συμβαίνει σε συγκεκριμένο χρόνο. Τα «σήματα που στέλνει η αγορά» δεν δηλώνουν τι πρόκειται να ζητηθεί όταν ολοκληρωθεί η παραγωγή, αλλά τι είχε ζητηθεί πριν αυτή ξεκινήσει. Η χρονική ταυτοσημία της θεωρίας είναι ένας μύθος και οι παράλληλες εξισώσεις που αναπτύχθηκαν στη βάση των θεωρητικών παραδοχών της δεν φέρουν παρά μικρή συνάφεια προς την πραγματικότητα του καπιταλισμού. Πώς αντέδρασαν οι θεμελιωτές των νεοκλασικών οικονομικών, αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα ότι η παραγωγή πραγματοποιείται στο χρόνο; Απλώς, δεν επέτρεψαν να επηρεάσει αυτό το δεδομένο τη θεωρία τους έστω στο ελάχιστο. Για παράδειγμα, ο Βαλράς (Walrass) αναγνωρίζει ότι «η παραγωγή απαιτεί την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος». Όμως, στη συνέχεια γράφει ότι ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει «τη δυσκολία απλώς και εντελώς αγνοώντας το στοιχείο του χρόνου σε αυτό το σημείο» 1 και όταν επέστρεψε στο ζήτημα, περιορίστηκε στην υπόθεση ότι τα «δεδομένα» παρέμεναν «σταθερά για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα»2 σαν να μην οδηγεί ο μετασχηματισμός ολόκληρου του παραγωγικού μηχανισμού μέσω της οικονομικής ανάπτυξης στο συνεχή μετασχηματισμό της δομής της ζήτησης και της προσφοράς. Ο Μάρσαλ (Marshal) προχώρησε τόσο πολύ ώστε να αποδεχτεί ότι «ο χρόνος είναι η πηγή των περισσότερων από τις μεγαλύτερες δυσκολίες στην οικονομική», 3 από τη στιγμή που «οι αλλαγές στο μέγεθος της παραγωγής, στις μεθόδους, όπως και το κόστος της, μονίμως τροποποιούνται αμοιΚαπιταλισμός Ζόμπι
59
βαία μεταξύ τους».4 Αυτό το συμπέρασμα, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε να διδάσκει τη νεοκλασική θεωρία και να οδηγήσει μια ολόκληρη γενιά οικονομολόγων του επικρατούντος σήμερα ρεύματος να θεωρούν αυτή τη θεωρία ως απόδειξη της επάρκειας του καπιταλισμού της αγοράς. Ο Κένεθ Apoou (Kenneth Arrow) και ο Ζεράρ Ντεμπρέ (Gerard Debreu) παρουσίασαν μιαν εκσυγχρονισμένη εκδοχή του μαθηματικού μοντέλου του Βαλράς στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στο πλαίσιο της οποίας επιχείρησαν να συνυπολογίσουν το χρόνο. Ωστόσο, ο ίδιος ο Αροου ομολόγησε ότι το μοντέλο δεν λειτουργεί παρά μόνο «αν υποτεθεί ότι δεν υπάρχει τεχνολογική πρόοδος, πληθυσμιακή μεγέθυνση και πολλές άλλες συνιστώσες». Η άρνηση της νεοκλασικής σχολής να αντιληφθεί το κυριότερο, ότι ο καπιταλισμός είναι σύστημα υπό συνεχή μετασχηματισμό, ο οποίος καταστρέφει την παλιά δομή των τιμών και εμποδίζει κάθε σταθερή ισορροπία, καταλήγει στο να προτείνει μια απολογητική, στην καλύτερη των περιπτώσεων, περιγραφή των πραγμάτων όπως αυτά υπάρχουν κάθε συγκεκριμένη χρονική στιγμή και όχι των οικονομικών εξελίξεων και της οικονομικής δυναμικής. Η θεωρία της αξίας, όπως τη διατυπώνει η νεοκλασική σχολή, τίθεται σε αντιπαράθεση προς τις θεωρίες του Σμιθ, του Ρικάρντο και του Μαρξ και θέτει ως βάση της τη χρησιμότητα που προσφέρει ένα εμπόρευμα - δηλαδή, το πώς τα άτομα αξιολογούν κάθε συγκεκριμένο εμπόρευμα σε σύγκριση με άλλα εμπορεύματα. Ωστόσο, αυτή η θέση αφήνει στο σκοτάδι τη βάση μέτρησης της χρησιμότητας που ισχύει για ένα άτομο σε σύγκριση με κάποιο άλλο. Πώς μετράς τη «χρησιμότητα» ενός ποτηριού νερού για κάποιον που βρίσκεται στην έρημο με τη «χρησιμότητα» μιας αδαμάντινης τιάρας για μια πριγκίπισσα; Στην καλύτερη περίπτωση, μπορείς να καταρτίσεις έναν κατάλογο των ατομικών προτιμήσεων. Όμως, για να εξηγήσεις γιατί οι προτιμήσεις κάποιων ατόμων είναι σημαντικότερες από τις προτιμήσεις κάποιων άλλων, είσαι αναγκασμένος να εξηγήσεις και γιατί κάποιοι είναι πλουσιότεροι από άλλους - και αυτό εξαρτάται από παράγοντες που αφορούν στη δομή και τη δυναμική της καπιταλιστικής κοινωνίας, παράγοντες τους οποίους η θεωρία της «χρησιμότητας» αγνοεί. Ο Παρέτο (Pareto) αντικατέστησε τον όρο «χρησιμότητα» με τον 60
Κρις Χάρμαν
όρο «ωφελιμότητα» 5 επειδή, όπως το έθεσε ο σύγχρονός του αμερικανός'Ιρβιν Φίσερ, «η ανεκπαίδευτη και αφελής πλειονότητα του κοινού... θεωρεί δύσκολο να κρίνει ότι ένα πανωφόρι είναι πραγματικά χρησιμότερο από ένα περιδέραιο ή μια μυλόπετρα από τον τροχό της ρουλέτας».6 Μερικοί μεταγενέστεροι νεοκλασικοί θεωρητικοί απέρριψαν συλλήβδην οποιαδήποτε έννοια της αξίας - μολονότι η «οριακή χρησιμότητα» διδάσκεται ανελλιπώς μέχρι σήμερα στα σχολικά και τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια ως η «σύγχρονη» απάντηση στην εργασιακή θεωρία της αξίας. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι, παρά τις υπερεκατονταετείς προσπάθειές τους, δεν πέτυχαν να παρουσιάσουν μια αντικειμενική βάση της δικής τους θεωρίας της αξίας. Ασφαλώς, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρχει κάποιος που να θέλει να χρησιμοποιήσει κάτι (ή τουλάχιστον να είναι σε θέση να το πουλήσει σε κάποιον άλλον που θα το χρησιμοποιήσει) προκειμένου να αγοράσει κάτι. Ωστόσο, δεν είναι η χρήση που καθορίζει την τιμή. Επίσης, ούτε η «οριακή παραγωγή», όπως ορίζεται από τη νεοκλασική σχολή, την καθορίζει. Η οριακή παραγωγή, όπως ισχυρίζονται, μετριέται στη βάση της αξίας του κεφαλαίου που δαπανήθηκε για να παραχθεί- ορίζουν, όμως, την αξία αυτού του κεφαλαίου με βάση την οριακή παραγωγή. Στην πραγματικότητα, καταλήγουν ισχυριζόμενοι ότι «η οριακή αξία του κεφαλαίου ισοδυναμεί προς την οριακή αξία του κεφαλαίου» ή ότι «το κέρδος ισοδυναμεί με κέρδος». Αυτού του είδους οι ισχυρισμοί δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν τίποτα. Το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να δηλώνουν ότι, αν κάτι υπάρχει, υπάρχει. Η ορθόδοξη οικονομική επιστήμη επί της ουσίας δεν επιτυγχάνει τίποτα περισσότερο από το να δηλώνει ότι ορισμένα πράγματα είναι αντικείμενα αγοράς και κάποια άλλα είναι αντικείμενα πώλησης σε τρέχοντα χρόνο, χωρίς να εξηγεί την αιτία που παράγονται αυτά τα πράγματα και δεν παράγονται κάποια άλλα πράγματα, την αιτία που μερικοί άνθρωποι είναι πλούσιοι και κάποιοι άλλοι φτωχοί, όπως και την αιτία που μερικά αγαθά στοιβάζονται απούλητα, μολονότι υπάρχουν άνθρωποι που τα έχουν απόλυτη ανάγκη και δεν μπορούν να τα αποκτήσουν, ή την αιτία που μερικές φορές παρατηρείται οικονομική άνθηση, ενώ κάποιες άλλες ύφεση. Καπιταλισμός Ζόμπι
61
Αυτές οι επισημάνσεις ενάντια στην οριακή οικονομική προσέγγιση διατυπώθηκαν εδώ και ογδόντα χρόνια από τον αυστριακό μαρξιστή Ρούντολφ Χίλφερντινγκ και το ρώσο επαναστάτη Νικολάι Μπουχάριν. Με σαφήνεια και αυστηρά λογική μορφή, διατυπώθηκαν πιο πρόσφατα από τους διαφωνούντες ακαδημαϊκούς οικονομολόγους που είναι γνωστοί ως «Σχολή του Κέμπριτζ».7 Παρά την ικανότητα με την οποία οι διαφωνούντες οικονομολόγοι επεσήμαναν τους παραλογισμούς της νεοκλασικής θεωρίας, δεν εξασθένησε καθόλου η οχυρή θέση που η τελευταία καταλαμβάνει στο πλαίσιο των ακαδημαϊκών οικονομικών- αντίθετα, οδήγησε σε ακόμα πιο στρογγυλεμένα μαθηματικά μοντέλα, τα οποία απλώς στοχεύουν στο να διατηρήσουν μια επίφαση επιστημονικής αυστηρότητας. Όπως εδώ και μισό αιώνα υπέδειξε η Τζόαν Ρόμπινσον (Joan Robinson): Η ποσοτική χρησιμότητα έχει εξαλειφθεί εδώ και πολύ καιρό, αλλά παραμένει κοινή πρακτική η κατασκευή μοντέλων με βάση τα οποία παρουσιάζονται ποσότητες «κεφαλαίου» χωρίς την παραμικρή αναφορά περί του τι πράγματος υποτίθεται ότι αποτελούν ποσότητα. Ακριβώς όπως με την προσφυγή στα διαγράμματα, συνήθως γινόταν κατορθωτό να αποφεύγεται το πρόβλημα της παρουσίασης ενός λειτουργικού ορισμού της χρησιμότητας, κατά τον ίδιο τρόπο το πρόβλημα της απόδοσης ενός ορισμού στην ποσότητα «κεφαλαίου» παρακάμπτεται και επαφίεται στην άλγεβρα να το λύσει.8 Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αναγνώριση των δυσκολιών που εμφανίζει η θεωρία τους, οδήγησε μερικούς οικονομολόγους που κατά τα άλλα αποδέχονται το νεοκλασικό σύστημα, να επιχειρήσουν να το ενισχύσουν με στοιχεία από την εργασιακή θεωρία της αξίας. Ο Μάρσαλ, για παράδειγμα, πρότεινε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να προέκυπτε όφελος από τη χρήση της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Υποστηρίζει ότι «υπάρχουν μερικοί λόγοι που η πραγματική αξία του χρήματος μετριέται καλύτερα στην εργασία παρά στα εμπορεύματα», μολονότι σπεύδει να συμπληρώσει ότι «δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με αυτή τη δυσκολία στον παρόντα τόμο...» 9 Το ίδιο και ο Τζον Μέιναρντ Κέινς: αντιλήφθηκε, έστω και όχι πλήρως, τα όρια του ίδιου του νεοκλασικού συστήματος παρόλο που είχε εκλάβει ως δεδομένα τα αφετηριακά του 62
Κρις Χάρμαν
αξιώματα. Σε ένα σημείο του πλέον διάσημου βιβλίου του, Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Χρήματος και του Τόκου, αναγνώρισε ότι δεν είναι δυνατόν απλώς να προσθέτει κανείς διαφορετικά σύνολα φυσικών εμπορευμάτων σε ένα ορισμένο χρονικό σημείο και να τα συγκρίνει με ένα διαφορετικό σύνολο ενός μεταγενέστερου χρονικού σημείου.10 Τέτοιου είδους συγκρίσεις συνεπάγονται ότι υπάρχει «καλυμμένη εισαγωγή αλλαγών στην αξία».11 Προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, απέρριψε τις συνήθεις θεωρητικές παραδοχές της νεοκλασικής θεωρίας και στράφηκε δειλά προς ένα είδος εργασιακής θεωρίας της αξίας,12 προτείνοντας ότι η παραγωγή μπορεί να μετρηθεί από «την ποσότητα της απασχόλησης που συνδέεται με συγκεκριμένο κάθε φορά εξοπλισμό κεφαλαίου».13 Όπως εξήγησε αργότερα, Συμφωνώ με το προκλασικό δόγμα [s/c] ότι τα πάντα παράγονται από την εργασία, την οποία υποβοηθά η τέχνη, όπως την ονόμαζαν παλαιότερα, ή η τεχνική όπως την ονομάζουν σήμερα, οι φυσικοί πόροι... και τα αποτελέσματα της παρελθούσης εργασίας, η οποία εμπεριέχεται στα διάφορα περιουσιακά στοιχεία κάθε εταιρείας...14 Ούτε ο Μάρσαλ ούτε ο Κέινς ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν ακόμα περισσότερο και να εγκαταλείψουν το νεοκλασικό σύστημα στο σύνολό του. Ωστόσο, αν είχαν επιμείνει στα σοβαρά σε αυτές τις παρατηρήσεις τους θα ήταν αναγκασμένοι να το πράξουν. Οι αποτυχίες του νεοκλασικού συστήματος αποδεικνύουν, έστω και με μερικό, αρνητικό τρόπο, την ορθότητα της προσέγγισης του Μαρξ, επειδή η θεωρία της αξίας που διατύπωσε αποφεύγει την υποκειμενική και στατική προοπτική. Η θεωρία του Μαρξ είναι αντικειμενική, επειδή δεν βασίζεται στις πιθανές ατομικές αξιολογήσεις ενός εμπορεύματος, αλλά στην αναγκαία ποσότητα εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί, με βάση το δεδομένο επίπεδο τεχνολογίας που χαρακτηρίζει το σύνολο του συστήματος κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο - δηλαδή, τόσο στην άμεση ζωντανή εργασία του εργάτη όσο και τη «νεκρή εργασία» που εμπεριέχεται στον εξοπλισμό και τα υλικά της παραγωγής που καταναλώθηκαν κατά την παραγωγική διαδικασία του συγκεκριμένου εμπορεύματος. Για τον Μαρξ, αυτό που έχει σημασία είναι η πίεση που ασκεί κάθε μονάδα κεφαλαίου πάνω στις υπόλοιπες και όχι οι αξιολοΚαπιταλισμός Ζόμττι
63
γήσεις των ατόμων, εφόσον κάθε καπιταλιστής που τιμολογεί ένα εμπόρευμα υψηλότερα από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί, σύντομα θα τεθεί εκτός του πεδίου των επιχειρήσεων. Συνεπώς, ο νόμος της αξίας είναι μια εξωτερική δύναμη που επιδρά πάνω σε κάθε καπιταλιστή μέσω των σχέσεων αλληλεπίδρασης που αγκαλιάζουν όλους τους καπιταλιστές, από τη στιγμή που η γενική παραγωγή των εμπορευμάτων για ανταλλαγή διαμεσολαβείται από το χρήμα. Εφόσον «κάθε καπιταλιστής ως μονάδα», γράφει ο Μαρξ, «αντιμετωπίζει τους υπόλοιπους μόνο ως ιδιοκτήτες εμπορευμάτων, ο "εσωτερικός νόμος" επιβάλλεται μόνο μέσω του ανταγωνισμού τους, της αμοιβαίας πίεσης μεταξύ τους, δια της οποίας οι παρεκτροπές αμοιβαία ακυρώνονται»." Η σχέση μεταξύ των διαφόρων κεφαλαίων δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως πάγια και αμετάβλητη. Είναι δυναμική διαδικασία, η οποία βασίζεται στην αλληλεπίδραση που ασκείται μέσω του χρόνου μεταξύ διαφορετικών κεφαλαίων κατά τρόπο τέτοιο ώστε ο μέσος όρος της «κοινωνικά αναγκαίας εργασίας» σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο να είναι το αποτέλεσμα των ατομικών διαδικασιών παραγωγής, οι οποίες οργανώνονται ανεξάρτητα η μία από την άλλη χρησιμοποιώντας διαφορετικές, συχνά μεταβαλλόμενες, ποσότητες συγκεκριμένης εργασίας. Ο καπιταλιστής που πρώτος θα εισαγάγει μια νέα τεχνική σε οποιονδήποτε κλάδο της βιομηχανίας θα είναι σε θέση να παράγει αγαθά με ποσότητες εργασίας μικρότερες από αυτές που επικρατούν στο σύνολο του συστήματος, όπως και να εκπορθήσει αγορές από τους υπόλοιπους. Από τη στιγμή, όμως, που και κάποιοι άλλοι καπιταλιστές υιοθετήσουν τη συγκεκριμένη τεχνική, αυτό το πλεονέκτημα χάνεται. Μόνο ένας καπιταλιστής που ελέγχει πολύ μεγάλο μέρος της αγοράς συγκεκριμένων εμπορευμάτων ή έχει τη δύναμη να εξασκεί πολιτικές πιέσεις ώστε να εμποδίζει τους υπόλοιπους να εισχωρούν στις δικές του αγορές, είναι σε θέση να διαφεύγει για μικρότερες ή μεγαλύτερες χρονικές περιόδους από το να χρεώνει τιμές, οι οποίες αντανακλούν ποσότητες εργασίας υψηλότερες από αυτές που είναι κοινωνικά αναγκαίες. Ο νόμος της αξίας λειτουργεί μόνο ως αποτέλεσμα των πιέσεων που οι διάφορες μονάδες κεφαλαίου ασκούν η μία πάνω στην άλλη μέσα στο ξετύλιγμα του χρόνου. Οποιοδήποτε φωτογραφικό καρέ απομονωμένο από το 64
Κρις Χάρμαν
διαρκώς εκτυλισσόμενο φιλμ της καπιταλιστικής ανάπτυξης υποχρεωτικά θα επιδεικνύει ασυμφωνίες - και μερικές φορές μεγάλες - από το νόμο της αξίας. Ωστόσο, το ίδιο το φιλμ θα δείχνει ότι οι ασυμφωνίες τελικά θα εξαφανίζονται κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού μεταξύ όλων των μονάδων κεφαλαίου, έστω και αν εμφανίζονται άλλες ασυμφωνίες.
Αξίες και τιμές Αυτή η δυναμική πλευρά της θεωρίας του Μαρξ της δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα που ταλανίζει τις απόπειρες του Σμιθ και του Ρικάρντο να θεμελιώσουν την αξία πάνω στην εργασία· το πρόβλημα ότι η αναλογία της εργασίας προς την επένδυση ποικίλλει από βιομηχανία σε βιομηχανία. Όμως, στην πράξη το ποσοστό κέρδους (η αναλογία της υπεραξίας προς την επένδυση) δεν ποικίλλει κατά τον ίδιο τρόπο, ακόμα και στην περίπτωση που οι μισθοί κυμαίνονται στα ίδια περίπου επίπεδα και, άρα, το ποσοστό εκμετάλλευσης αναγκαστικά είναι περίπου το ίδιο. Εμφανίζεται ότι οι τιμές των αγαθών δεν εξαρτώνται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτήθηκε για να παραχθούν, αλλά από μια αύξηση της τιμής πάνω στο κόστος της επένδυσης κεφαλαίου. Εμφανίζεται ότι όσο μεγαλύτερη είναι η επένδυση κεφαλαίου τόσο μεγαλύτερη και η αύξηση της τιμής. Ο καπιταλιστής που πουλά κάτι που παρήγαγε ένα άτομο που εργάστηκε πάνω σε μια ακριβή μηχανή θα προσδοκά μια υψηλότερη τιμή από το αγαθό που παράχθηκε από ένα άτομο που εργάστηκε με μια φτηνή μηχανή. Το γεγονός ότι μερικές βιομηχανίες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη «ένταση κεφαλαίου» σε σχέση με κάποιες άλλες, συνεπάγεται και ότι οι τιμές αναγκαστικά θα αποκλίνουν από τις αξίες όπως αυτές διαμορφώνονται από την εργασία, εφόσον η γενική τάση είναι να μην είναι πολύ χαμηλότερη η κερδοφορία σε μερικές περιπτώσεις από κάποιες άλλες. Αυτό το φαινόμενο οδήγησε τον Ανταμ Σμιθ στο να «νερώσει» την εργασιακή θεωρία της αξίας συνδυάζοντάς την με μιαν άλλη, αντιφατική προσέγγιση. Η πώληση των αγαθών αποδίδει μια πληρωμή, η οποία Καπιταλισμός Ζόμττι
65
διαιρείται σε διάφορα «έσοδα» - μισθούς για τους εργάτες, κέρδη για το βιομήχανο, τόκους για τον τραπεζίτη που δάνεισε χρήμα στο βιομήχανο και ενοίκιο για τον ιδιοκτήτη της γης. Ο Σμιθ αντιφάσκει ως προς τη δική του αρχική εκδοχή της θεωρίας της αξίας που ως βάση της είχε εκλάβει την εργασία, όταν υποστηρίζει ότι το κάθε ένα από αυτά τα έσοδα προσθέτει στην αξία. Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο υπήρξε συνεπέστερος από τον Σμιθ και επιχείρησε να εργαστεί με μεγαλύτερη επιμονή πάνω στην απόλυτη εκδοχή της εργασιακής θεωρίας. Ωστόσο, αυτό δημιούργησε ένα χάσμα στη θεωρία του, το οποίο οι μεταγενέστεροι του οικονομολόγοι δεν μπόρεσαν να επιλύσουν - το πρόβλημα που τελικά άνοιξε το δρόμο για τη νεοκλασική εγκατάλειψη της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Ο Μαρξ, παρά ταύτα, μπόρεσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα - το οποίο συνήθως αναφέρεται ως «πρόβλημα μετασχηματισμού» - ακριβώς επειδή το μοντέλο του είναι δυναμικό και λειτουργεί λαμβάνοντας υπόψη την εκτύλιξη του χρόνου. Η λύση που πρότεινε στηρίζεται στην εξέταση του τρόπου με τον οποίο οι εταιρείες αντιδρούν απέναντι στην εμφάνιση διαφορετικών ποσοστών κέρδους. Όσες έχουν χαμηλότερα ποσοστά κέρδους θα ξεκινήσουν να μεταφέρουν αλλού τα κεφάλαιά τους. Αυτό θα προκαλέσει πιθανή έλλειψη του αγαθού που παρήγαν, η οποία θα οδηγήσει σε μια άνοδο των τιμών πάνω από την αξία που έχουν ως αποτέλεσμα εργασίας. Κάποιες άλλες εταιρείες, όμως, οι οποίες χρησιμοποιούν τα συγκεκριμένα αγαθά ως εισροές για τη δική τους παραγωγή (είτε άμεσα είτε πληρώνοντας τους εργάτες τους για να τα αγοράσουν, έτσι ώστε να αναπληρώσουν την εργατική τους δύναμη)16 είναι αναγκασμένες να πληρώσουν τις υψηλότερες τιμές και έτσι να περιέλθει μέσα σε αυτή τη διαδικασία μέρος της υπεραξίας στα χέρια τους. Η εξίσωση του ποσοστού κέρδους γίνεται μέσω της αναδιανομής της υπεραξίας στο πλαίσιο της τάξης των καπιταλιστών. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν αλλάζει το γεγονός ότι η υπεραξία προήλθε πρώτα και κύρια από την εκμετάλλευση των εργατών και ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο χρόνο της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος επιδρά στην τιμή του. Η ροή της υπεραξίας που έχει ήδη παραχθεί από τον έναν καπιταλιστή 66
Κρις Χάρμαν
στον άλλο, μέσω της εξέλιξης του χρόνου, είναι η διαδικασία που εξισώνει το ποσοστό κέρδους17 - όπως είναι, επίσης, και η αιτία που μπορεί να υπάρξουν μεγάλες διαφορές ως προς το ποσοστό κέρδους μεταξύ των διάφορων μερών του συστήματος, εκεί όπου σημειώνονται εμπόδια στη ροή της αξίας μέσα στο σύστημα (για παράδειγμα, όταν οι εταιρείες διατηρούν πολύ μεγάλα ποσά επένδυσης καθηλωμένα σε συγκεκριμένα είδη παγίου κεφαλαίου ή όταν τα κράτη εμποδίζουν τις επενδύσεις να κατευθύνονται εκτός των βιομηχανιών που θεωρούν ότι έχουν προτεραιότητα). Η λύση που πρότεινε ο Μαρξ στο πρόβλημα που τέθηκε από τον Σμιθ και τον Ρικάρντο έγινε αντικείμενο επίθεσης μέσα σε δυο χρόνια από τότε που εμφανίστηκε στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου από τον οπαδό της οριακής προσέγγισης Μπεμ-Μπάβερκ (Bohm Bawerk). Τα ίδια επιχειρήματα που εκείνος χρησιμοποίησε τότε, έχουν επαναληφθεί ξανά και ξανά και έχουν συχνά οδηγήσει τους μαρξιστές σε αμυντική στάση· πολλοί μάλιστα απ' αυτούς κατέληξαν να αποδέχονται τον πυρήνα της κριτικής και να παραιτούνται από την προσπάθεια να κατανοήσουν τη δυναμική του καπιταλισμού χρησιμοποιώντας τις έννοιες του Μαρξ. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, αμέσως μετά την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το μαρξισμό ύστερα από τα γεγονότα του 1968. Υπήρξαν φυσιογνωμίες μέσα στην Αριστερά, όπως ο'Ιαν Στίντμαν (Ian Steedman) και ο Τζεφ Χόντγκσον (Geoff Hodgson), οι οποίοι έγειραν επί της ουσίας επιχειρήματα που ήταν τα ίδια με αυτά που χρησιμοποίησε ο Μπεμ-Μπάβερκ (μολονότι αυτοί δεν αποδέχονταν την οριακή θεωρία της αξίας) και οι διάδοχοι του, όπως ο Σάμιουελσον (Samuelson). 18 Οι ακαδημαϊκοί μαρξιστές, οι οποίοι ήδη βρίσκονταν σε θέση άμυνας για πολιτικούς λόγους μέσα στα πανεπιστημιακά τμήματα οικονομικών επιστημών, συχνά οπισθοχωρούσαν σε σχολαστικές διαμάχες σχετικά με τα κείμενα ή σχετικά με άχρηστους μαθηματικούς υπολογισμούς, τόσο απομακρυσμένοι από τον πραγματικό κόσμο όσο και οι συνάδελφοι τους του κατεστημένου ρεύματος. Όπως το έχει θέσει ο Μπεν Φάιν (Ben Fine), το συνολικό αποτέλεσμα υπήρξε «ένας μαρξισμός που γινόταν όλο και περισσότερο, σχεδόν αποκλειστικά, ακαδημαϊκός», 1 ' όπως και «η περιορισμένη ενασχόληση με τον κόσμο του κεφαλαίου σε αντίθεση με αυτόν του Κεφαλαίου».Μ Καπιταλισμός Ζόμττι
67
Η κριτική στην προσέγγιση του Μαρξ έχει ως επίκεντρο την αντίρρηση ότι η απλή εξέταση της κίνησης της αξίας μεταξύ των κεφαλαίων μετά τη διαδικασία της παραγωγής δεν μπορεί να εξηγήσει τις τελικές τιμές, εφόσον δεν μπορεί να εξηγήσει τις τιμές των εισροών στην παραγωγή (των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης), επειδή οι ίδιες οι εισροές είναι εμπορεύματα με τιμές που είναι διαφορετικές από την αξία τους. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι η μέθοδος του Μαρξ εξηγεί τις τιμές με όρους τιμών και όχι με όρους αξιών εργασίας.21 Το 1907, ο ρικαρντιανός φον Μπορτκίεβιτς (von Bortkiewicz) επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα της συνεπαγωγής των τιμών από την εργασιακή αξία με μαθηματικό φορμαλισμό, χρησιμοποιώντας μοντέλα ταυτόχρονων εξισώσεων. Χρησιμοποίησε ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει αλλαγή στην ποσότητα της επένδυσης κεφαλαίου μεταξύ του ενός κύκλου παραγωγής και του επόμενου απ' αυτόν (αυτό που έχει ονομασθεί «απλή αναπαραγωγή»). Υποτίθεται ότι οι εξισώσεις του έδειξαν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να παρουσιαστεί ένας γενικά εφαρμόσιμος τρόπος μετασχηματισμού εργασιακών αξιών σε τιμές, οδηγούσε σε μία από τις «ισοδυναμίες» που ο Μαρξ είχε με βεβαιότητα θεωρήσει ότι δεν λειτουργούν. Είτε η συνολική τιμή δεν ήταν ίση προς τη συνολική αξία είτε το συνολικό κέρδος δεν ήταν ίσο προς τη συνολική υπεραξία. Για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, οποιαδήποτε απόπειρα να συναχθούν οι τιμές από τις αξίες κατέληγε στο ίδιο πρόβλημα. Η απάντηση των μαρξιστών ήταν είτε η εγκατάλειψη του κεντρικού χαρακτηριστικού της εργασιακής θεωρίας της αξίας, είτε το συμπέρασμα ότι «η μαρξική μέθοδος του μετασχηματισμού είναι λογικώς μη ικανοποιητική», αλλά ότι «τα υποδείγματα ανάπτυξης» της αξίας και της τιμής «διαφέρουν μόνο στις δευτερεύουσες λεπτομέρειές τους», 22 όπως για παράδειγμα έγραφε το 1942 ο Πολ Σουήζι (Paul Sweezy). Στα τέλη της δεκαετίας του '70, περίπου στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν, μεταξύ άλλων, ο Μιγκέλ Ανχελ Γκαρσία (Miguel Angel Garcia) και ο Ανουάρ Σαΐκ (Anwar Shaikh), χρησιμοποιώντας μοντέλα που περιείχαν λιγότερο αυστηρή μαθηματική τυποποίηση και ήταν ευκολότερα στην κατανόησή τους από τα αντίστοιχα του φον Μπορτκίεβιτς. 23 Ο Σαΐκ έδειξε ότι η συνολική τιμή μπορούσε να είναι ίση προς τη συνολική αξία, αλλά ότι 68
Κρις Χάρμαν
το συνολικό κέρδος δεν θα ήταν πάντοτε ίσο προς τη συνολική υπεραξία. Ο Γκαρσία ισχυρίστηκε ότι απέδειξε ότι αμφότερες οι ισοδυναμίες είναι δυνατόν να ισχύουν. Ωστόσο, αυτό είναι δυνατό μόνο αν επιτραπεί μια αλλαγή στο ποσοστό εκμετάλλευσης από τον ένα παραγωγικό κύκλο στον επόμενο, από τη στιγμή που η αλλαγή στις τιμές που οφείλεται στις κινήσεις της αξίας μεταξύ των διαφόρων τομέων ήταν και η αιτία των αλλαγών στις σχετικές τιμές των αγαθών που αφορούν στους μισθούς και των αγαθών που αφορούν το κεφάλαιο.24 Από τότε, βεβαίως, πολλοί ήταν οι μαρξιστές που κατάφεραν να διασώσουν μια για πάντα τη θέση του Μαρξ, αμφισβητώντας την κεντρική παραδοχή του φον Μπορτκίεβιτς, του Σουήζι και του Σαΐκ, όπως και πολλών άλλων: αμφισβητώντας δηλαδή τη θεμελίωση των απόψεών τους στη χρονική ταυτοσημία.25 Η μέθοδος των μοντέλων των ταυτόχρονων εξισώσεων προϋποθέτει ότι οι τιμές των εισροών στην παραγωγή πρέπει να είναι ίσες προς τις τιμές των εκροών. Αλλά δεν είναι. Οι εκροές παράγονται μόνο εφόσον οι εισροές έχουν εισέλθει στην παραγωγή. Ή, για να το θέσουμε με διαφορετικό τρόπο, η αξία των εισροών μιας διαδικασίας Α θα διαφέρει απ' αυτή που θα περιλαμβάνει τις ίδιες εισροές σε μια μεταγενέστερη διαδικασία Β - ακόμα και αν στη βάση της υλικής τους σύστασης ως αξίες χρήσης είναι ταυτόσημες. Η αξία ενός τόνου ατσαλιού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή μιας μηχανής σήμερα δεν θα είναι η ίδια με την αξία που θα χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή μιας ακριβώς ίδιας μηχανής την επόμενη εβδομάδα.26 Οι επικριτές του Μαρξ, όμως, φέρουν το επιχείρημα ότι αυτό εξακολουθεί να θεωρεί τις εισροές στην παραγωγή ως τιμές, και όχι ως αξίες· το να αναχθούν σε εργασιακή αξία οδηγεί στην επ' άπειρο αναδρομή στο παρελθόν. Η επένδυση που είναι αναγκαία για την παραγωγή των εισροών πρέπει να αναλυθεί στην εργασιακή αξία που φέρει, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο χωρίς την ανάλυση της επένδυσης που ήταν αναγκαία για την παραγωγή τους, επ' άπειρον. Υπάρχει μια απλή απάντηση σε αυτούς που θέτουν το πρόβλημα κατ' αυτό τον τρόπο: Γιατί; Γιατί οι επενδύσεις που ήταν αναγκαίες για την παραγωγή των εισροών οφείλουν να αναλυθούν στην εργασιακή αξία που είχαν όταν παράγονταν;27 Το αφετηριακό σημείο για να εξεταστεί οποιοσδήποτε κύκλος παΚαπιταλισμός Ζόμττι
69
ραγωγής είναι η χρηματική τιμή των εισροών που είναι απαραίτητες για να ξεκινήσει. Η άσκηση εργασίας κατά την παραγωγική διαδικασία προσθέτει, μετά, μια συγκεκριμένη ποσότητα νέας αξίας, η οποία διαμορφώνει τη βάση του νέου εμπορεύματος, η τιμή του οποίου, στη συνέχεια, διαμορφώνεται από την κίνηση της υπεραξίας από εκείνους τους καπιταλιστές που σε άλλη περίπτωση θα είχαν ένα υψηλότερο από τον μέσο όρο ποσοστό κέρδους προς εκείνους που θα τους αναλογούσε ένα μικρότερο. Δεν είναι ανάγκη να γυρίσουμε πίσω στην ιστορία ώστε να αναλύσουμε σε αξίες εργασίας τις τιμές των πραγμάτων, όπως πληρώθηκαν κατά την εκκίνηση του παραγωγικού κύκλου, προκειμένου να κατανοήσουμε την επίδραση που ασκεί η δημιουργία νέας αξίας και υπεραξίας στη δυναμική του συστήματος. Δεν είναι πιο αναγκαίο απ' όσο είναι στη φυσική δυναμική η ανάλυση της ορμής ενός αντικειμένου Α, το οποίο κτυπά κάποιο άλλο Β σε όλες τις δυνάμεις που ασκήθηκαν προηγουμένως πάνω στο Α ώστε να δημιουργηθεί αυτή η ορμή, πηγαίνοντας έτσι μέχρι τη δημιουργία του σύμπαντος με τη μεγάλη έκρηξη (το big bang)· ή πιο αναγκαίο απ' όσο στη βιολογία η γνώση ολόκληρης της ιστορίας της εξέλιξης ενός οργανισμού, καταλήγοντας στον πρώτο σχηματισμό των οργανικών ζωικών μορφών, προκειμένου να αντιληφθούμε τις συνέπειες κάποιας σύγχρονης γενετικής αλλαγής. Όπως έχει υπογραμμίσει ο Γκουλιέλμο Καρτσέντι, «αν αυτή η κριτική ευσταθούσε λογικά, θα συνεπαγόταν τη χρεωκοπία όχι μόνο της διαδικασίας μετασχηματισμού για την οποία μίλησε ο Μαρξ, αλλά κάθε είδους και οποιασδήποτε εκδοχής κοινωνικής επιστήμης», συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούν κριτική στον Μαρξ: Στην πραγματικότητα, αυτή η κριτική θα όφειλε να βρει εφαρμογή σε οποιοδήποτε κοινωνικό φαινόμενο στο βαθμό που αυτό καθορίζεται από άλλα φαινόμενα, τόσο σύγχρονα όσο και παρελθόντα. Σε αυτή την περίπτωση, οι κοινωνικές επιστήμες θα μετατρέπονταν σε μια ατέλειωτη αναζήτηση του σημείου αφετηρίας της έρευνας.28 Δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να αναλυθεί η αιτία που μερικές πράξεις σήμερα σχετίζονται με τις σωρευτικές συνέπειες πράξεων του παρελθόντος. 70
Κρις Χάρμαν
Ειδικευμένη και ανειδίκευτη εργασία Ο δυναμικός χαρακτήρας του μοντέλου του Μαρξ διαλύει, επίσης, και αυτό που από τον Μπεμ-Μπάβερκ και μετά παρουσιαζόταν ως άλλο ένα πρόβλημα της εργασιακής θεωρίας της αξίας και αφορά στον τρόπο με τον οποίο μετριέται η συμβολή της ειδικευμένης εργασίας στη δημιουργία αξίας. Ο Μαρξ φαίνεται ότι θεωρεί ότι λύνεται με απλό τρόπο. Αναφέρει ότι: Η ειδικευμένη εργασία λογαριάζεται μόνο ως απλή εντατικοποιημένη εργασία ή, καλύτερα, ως πολλαπλασιασμένη απλή εργασία, όπου μια δεδομένη ποσότητα ειδικευμένης εργασίας θεωρείται ίση προς μεγαλύτερη ποσότητα απλής εργασίας... Οι διαφορετικές αναλογίες στις οποίες τα διαφορετικά είδη εργασίας ανάγονται στην ανειδίκευτη εργασία ως το καθιερωμένο πρότυπό τους, εγκαθιδρύονται μέσω μιας κοινωνικής διαδικασίας που εξελίσσεται πίσω από τις πλάτες των παραγωγών και, συνεπώς, εμφανίζεται να είναι πάγια εξαιτίας μιας θεσμοθετημένης κατάστασης.29 Αυτή η εξήγηση είναι απολύτως επαρκής, όταν η ίδια εργασία επιτελείται από έναν ειδικευμένο και έναν ανειδίκευτο εργάτη, με τον ειδικευμένο να είναι πολύ γρηγορότερος. Μια ώρα ειδικευμένης εργασίας θα έχει μεγαλύτερη αξία από μία ώρα μέσης «κοινωνικά αναγκαίας» εργασίας στο σύστημα ως σύνολο, ενώ η ανειδίκευτη εργασία θα έχει μικρότερη. Ωστόσο, εντοπίζεται ένα πρόβλημα, όταν το θέμα αφορά στην ειδικευμένη εργασία που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια μεγαλύτερη ποσότητα εργασίας ανειδίκευτης εργασίας. Ασχέτως προς το πόσους πολλούς ανειδίκευτους εργάτες απασχολεί ένας καπιταλιστής, αυτοί δεν θα καταφέρουν ποτέ να εκτελέσουν το ίδιο έργο που είναι σε θέση να εκτελέσει ένας ειδικευμένος κατασκευαστής εργαλείων ή ένας αναλυτής συστημάτων. Τότε, πώς είναι δυνατόν να μετρηθεί η αξία που παράγεται από τη δεύτερη ομάδα στη βάση της εργασίας της πρώτης; Δίνεται η εντύπωση ότι οποιαδήποτε απόπειρα μέτρησης, αναγκαστικά συνεπάγεται ένα είδος αυθαιρεσίας, η οποία υπονομεύει τη βασική θεωρία. Ο Μπεμ-Μπάβερκ ισχυρίστηκε ότι όταν ο Μαρξ γράφει ότι η «κοινωνική διαδικασία» εξηγεί τη μέτρηση, θεωρεί δεδομένο το φαινόμενο που θέλει να εξηγήσει. Για τον Μπεμ-Μπάβερκ αυτό αποδεικνύει ότι Καπιταλισμός Ζόμττι
71
δεν είναι η ποσότητα της εργασίας που εμπεριέχεται στα αγαθά αυτή που καθορίζει την τιμή τους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι τα αξιολογούν σε σύγκριση με άλλα αγαθά (δηλαδή, η «χρησιμότητά» τους) και ότι αυτή η απόδειξη φέρει το θανάσιμο κτύπημα στην εργασιακή θεωρία της αξίας. Όμως, το πρόβλημα για τη θεωρία εξαφανίζεται, από τη στιγμή που θεωρήσουμε το νόμο της αξίας ως διαδικασία που λειτουργεί μέσα στο χρόνο. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας οδηγεί συνεχώς και επανειλημμένως στην εμφάνιση θέσεων εργασίας, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν από εκείνους που έχουν ιδιαίτερες δεξιότητες. Στην αρχή, δεν υπάρχει αντικειμενικό μέτρο της ποσότητας της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους και όσοι κατέχουν τέτοιου είδους δεξιότητες ή όσα αγαθά παράγονται από αυτούς μπορούν να λάβουν πληρωμή που δεν έχει προφανή σχέση με το χρόνο εργασίας. Ως συνέπεια, η αξία συγκεντρώνεται σε αυτούς που ελέγχουν το μονοπώλιο αυτών των δεξιοτήτων από το υπόλοιπο σύστημα. Βεβαίως, αυτή δεν είναι παρά μια μεταβατική φάση, έστω και μακροχρόνια σε μερικές περιπτώσεις, εφόσον κάποιοι καπιταλιστές, κάπου αλλού μέσα στο σύστημα, θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους ώστε να αποκτήσουν τον έλεγχο μερικών από τα ευεργετήματα των νέων δεξιοτήτων προς όφελός τους. Αυτό μπορούν να το πετύχουν με δυο τρόπους. Μπορούν να εκπαιδεύσουν νέες ομάδες εργαζόμενων ώστε να αποκτήσουν αυτές τις δεξιότητες. Αυτό πρακτικά σημαίνει τη χρήση ενός είδους εργασίας τέτοιου ώστε να δημιουργεί νέα εργατική δύναμη, ικανή να εκτελέσει την εξειδικευμένη εργασία. Κατ' αυτό τον τρόπο, η τελική εργασία είναι στην πραγματικότητα σύνθετη εργασία, δημιουργημένη από τη ζωντανή εργασία των άμεσων εργατών και από μια μορφή νεκρής εργασίας που εμπεριέχεται στην εργατική τους δύναμη ως δεξιότητες. Οι καπιταλιστές μπορούν να αποκτούν αυτό το επιπρόσθετο στοιχείο της εργατικής δύναμης άμεσα, κατά την επαγγελματική εκπαίδευση των εργατών (όπως συμβαίνει στην περίπτωση των συστημάτων μαθητείας), μπορούν να ρίχνουν το βάρος της εκπαίδευσης στους ίδιους τους εργάτες (όπως συμβαίνει όταν οι εργάτες πληρώνουν για να παρακολουθήσουν μαθήματα ώστε να αποκτήσουν τα πιστοποιητικά δεξιοτήτων) ή μπορούν να στηρίζονται κατά ένα μέρος στο κράτος, το οποίο αναλαμβάνει 72
Κρις Χάρμαν
την παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η νεκρή εργασία εμπεριέχεται στην εμπλουτισμένη εργατική δύναμη και μεταβιβάζεται στη συνέχεια στα προϊόντα της εργασιακής διαδικασίας, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της νεκρής εργασίας που εμπεριέχεται στα μέσα και τα υλικά της παραγωγής.30 Και πάλι, όμως, μια ερώτηση μένει αναπάντητη. Ποιος εκπαιδεύει τους εκπαιδευτές; Οι ίδιοι οι εξειδικευμένοι εκπαιδευτές δεν είναι δυνατόν να αποκτούν τις δεξιότητες τους από τους ανειδίκευτους εργάτες. Αν οι δεξιότητές τους είναι μονοπωλιακές δεξιότητες και παράγουν αγαθά τα οποία δεν μπορούν να παραχθούν από ανειδίκευτους εργάτες, ασχέτως με το πόσοι εργάζονται μαζί στη δουλειά, τότε εκείνοι που κατέχουν αυτά τα αγαθά θα είναι σε θέση να χρεώνουν μονοπωλιακές τιμές οι οποίες δεν θα αντανακλούν την εργασιακή αξία που εμπεριέχουν, αλλά απλώς πόσα πολλά είναι διατεθειμένος να πληρώσει ο ενδιαφερόμενος. Κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει για συγκεκριμένες δεξιότητες και συγκεκριμένα αγαθά σε οποιοδήποτε δεδομένο χρονικό σημείο. Αλλά, στην εξέλιξη του χρόνου, αυτού του είδους η εργασία θα μπορεί επίσης να αναχθεί σε κάποια αντικειμενική αναλογία στη βάση κάποιας άλλης εργασίας. Κάπου αλλού μέσα στο σύστημα, κάποιοι καπιταλιστές θα επιχειρήσουν δυναμικά νέες τεχνολογίες που θα υπονομεύσουν τις μονοπωλιακές δεξιότητες, καθιστώντας δυνατή την εκτέλεση του έργου από εργάτες που θα έχουν σε σημαντικό βαθμό λιγότερες δεξιότητες. Κατ' αυτό τον τρόπο, στη βάση της εξέλιξης του χρόνου, η αναγωγή της ειδικευμένης εργασίας στην ανειδίκευτη αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αν επαρκής ανειδίκευτη εργασία εκπαιδεύεται στο επίπεδο της ειδικευμένης που απαιτείται για την παραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων, αυτά τα εμπορεύματα θα πάψουν να είναι σε σπανιότητα και η αξία τους θα πέσει στο επίπεδο που αντανακλά το συνδυασμό της εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή της μέσης εργατικής δύναμης και του επιπλέον κόστους που απαιτεί η εκπαίδευση. Όπως το θέτει ο Καρτσέντι (Carchedi): Εξαιτίας της εισαγωγής νέων τεχνικών κατά την εργασιακή διαδικασία, το επίπεδο δεξιοτήτων που απαιτείται από το φορέα της Καπιταλισμός Ζόμττι
73
παραγωγής χαμηλώνει. Τότε, η αξία της εργατικής δύναμής του ή δύναμής της χάνει ένα μέρος της. Μπορούμε να αναφερόμαστε σε αυτή τη διαδικασία ως υποτίμηση της αξίας (της εργατικής δύναμης) μέσω του αποχαρακτηρισμού (των δεξιοτήτων). Αυτή η διαδικασία που ανάγει την ειδικευμένη εργασία σε ανειδίκευτη και κατ' αυτόν τον τρόπο (τουλάχιστον όσον αφορά στην αξία της εργατικής δύναμης) μεταβάλλει τις σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ των εμπορευμάτων που έχουν ως εισροή αυτούς τους δυο τύπους εργατικής δύναμης. Σε αυτή την πραγματική διαδικασία βρίσκεται ο λόγος που δικαιώνει τη θεωρητική αναγωγή της ειδικευμένης εργασίας στην ανειδίκευτη ή που θεωρεί την πρώτη ως πολλαπλάσιο της δεύτερης... Η διαδικασία της υποτίμησης της αξίας μέσω του αποχαρακτηρισμού αποτελεί μόνιμη τάση της καπιταλιστικής παραγωγής, εξαιτίας της διαρκούς ανάγκης που έχουν οι καπιταλιστές να μειώνουν το επίπεδο των μισθών. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες τεχνικές δημιουργούν νέες και βελτιωμένες επαγγελματικές θέσεις (η αντίθετη τάση), οι οποίες, με τη σειρά τους, συντόμως υποχρεώνονται σε αποχαρακτηρισμό... Οποιαδήποτε στιγμή μπορούμε να παρατηρήσουμε τόσο την πρώτη τάση (τον αποχαρακτηρισμό συγκεκριμένων επαγγελματικών θέσεων, όπως και τη συνεπαγόμενη υποτίμηση της εργατικής δύναμης των φορέων τους) και την αντίθετή της τάση (τη δημιουργία νέων, βελτιωμένων επαγγελματικών θέσεων, για την κάλυψη των οποίων απαιτούνται φορείς παραγωγής που έχουν εργατική δύναμη υψηλής αξίας).31 Η εργασία μπορεί να μην είναι δυνατόν να αναχθεί στιγμιαία στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Αυτό συμβαίνει κατά την εξέλιξη του χρόνου, μέσω της τυφλής αλληλεπίδρασης των διαφόρων κεφαλαίων μεταξύ τους. Για άλλη μια φορά, ο νόμος της αξίας πρέπει να γίνει κατανοητός ως δύναμη πίεσης των επιμέρους στοιχείων του συστήματος να λειτουργούν με ένα συγκεκριμένο τρόπο και όχι ως συνταγή που εγκαθιστά παγιωμένες και απολύτως αμετάβλητες σχέσεις μεταξύ τους. Οι βασικές έννοιες του Μαρξ επιβιώνουν όλων των επικρίσεων, όταν δεν ερμηνεύονται με εργαλείο το στατικό πλαίσιο που αγνοεί τη διαδικασία της μεταβολής κατά την εξέλιξη του χρόνου και το οποίο χαρακτηρίζει το νεοκλασικό σύστημα.
74
Κρις Χάρμαν
Κεφάλαιο Τρίτο
Η δυναμική του συστήματος
Αυταπάτες και πραγματικότητα Η ιστορία του καπιταλισμού, την εποχή που έζησε ο Μαρξ, όπως και την εποχή που άμεσα τη διαδέχτηκε, διακοπτόταν κατά διαστήματα από οικονομικές κρίσεις που επαναλαμβάνονταν κάθε δέκα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες συνέβηκαν δεκαπέντε κρίσεις κατά τη διάρκεια των εκατόν δέκα ετών που μεσολάβησαν μεταξύ του 1810 και του 1920. Για μερικά χρόνια, οι επιχειρήσεις μπορούσαν ενδεχομένως να επενδύουν σε μεγαλύτερη κλίμακα και να προσλαμβάνουν νέους εργάτες· η οικοδόμηση νέων εργοστασίων και η αγορά νέων μηχανημάτων μπορούσε να δημιουργεί ζήτηση για τα προϊόντα βιομηχανικών κλάδων, όπως οι κατασκευές, τα χαλυβουργεία ή η εξόρυξη του άνθρακα, και αυτοί με τη σειρά τους να προσλαμβάνουν νέους εργάτες- οι νέοι εργάτες να λαμβάνουν μισθούς με τους οποίους να είναι σε θέση να αγοράζουν διάφορα αγαθά. Οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης οδηγούσαν τις εταιρείες να κάνουν ό,τι μπορούν για να προσελκύουν ανθρώπους από την ύπαιθρο - όπως και, βαθμιαία όλο και περισσότερο, από φτωχότερες χώρες - ώστε αυτοί να πωλούν την εργατική τους δύναμη στις πόλεις. Η ανεργία μπορεί να έπεφτε στο 2%. Και τότε πάντοτε κάτι πήγαινε στραβά. Γιγάντιες εταιρείες ξαφνικά κατέρρεαν και ακύρωναν τις παραγγελίες προϊόντων κάποιων άλλων κλάδων, στο πλαίσιο των οποίων κάποιες άλλες εταιρείες επίσης κατέρρεαν- σε όλο το φάσμα της οικονομίας, συνέβαιναν απολύσεις εργατών αρκετοί από τους οποίους είχαν εισέλθει στη βιομηχανία πολύ πρόσφαΚαπιταλισμός Ζόμττι
75
τα· η απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης είχε ως επακόλουθο τη βέβαιη μεταπήδηση της κρίσης από βιομηχανία σε βιομηχανία- πανικός καταλάμβανε την τάξη των καπιταλιστών, ενώ ταυτόχρονα η ανεργία εκτινασσόταν κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα στο 10% ή και περισσότερο, όπου και παρέμενε για μήνες ή ακόμα και για χρόνια ολόκληρα μέχρι να ξεκινήσει μια νέα περίοδος ταχείας ανάπτυξης. Το κύριο ρεύμα στα οικονομικά εκείνης της εποχής αρνούνταν ότι τέτοιου είδους «κρίσεις υπερπαραγωγής» ήταν ενδημικές στο σύστημα και οι υπερασπιστές του θεμελίωναν τα επιχειρήματά τους σε έναν εκλαϊκευτή και εκχυδαϊστή των ιδεών του Ανταμ Σμιθ, τον Ζαν-Μπατίστ Σαι (Jean-Baptist Say). Ο «νόμος» του υποστήριζε ότι η προσφορά και η ζήτηση οφείλουν πάντοτε να συμπίπτουν, εφόσον, σε κάθε περίπτωση που κάποιος πωλούσε κάτι, υπήρχε πάντοτε κάποιος που θα το αγόραζε: διατυπωνόταν ο ισχυρισμός ότι η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill) υποστήριζε ότι: Τα μέσα πληρωμής της παραγωγής άλλων ανθρώπων που έχει στη διάθεσή του κάθε άνθρωπος συνίστανται σε αυτά [τα εμπορεύματα] που ο ίδιος κατέχει. Όλοι όσοι πωλούν είναι αναποφεύκτως και με την κυριολεκτική σημασία της λέξης αγοραστές... Μια γενική υπερπροσφορά... όλων των εμπορευμάτων πάνω από τη ζήτηση είναι... αδύνατη... Οι άνθρωποι οφείλουν να καταναλώνουν τις αποταμιεύσεις τους... με παραγωγικό τρόπο- δηλαδή, προσλαμβάνοντας εργασία.1 Οι θεμελιωτές της νεοκλασικής σχολής ήταν αναγκασμένοι να παραδεχθούν ότι στην πράξη η οικονομία βίωνε έναν «εμπορικό κύκλο» ή «επιχειρηματικό κύκλο» άνθησης και ύφεσης, στο πλαίσιο του οποίου, για κάποιους λόγους, δεν ισορροπούσαν πάντοτε η προσφορά και η ζήτηση, όπως υποστήριζε η θεωρία τους. Η αντίδρασή τους ήταν να αποδώσουν τις αιτίες της ύφεσης σε εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο οδηγούσαν σε παροδικές παραμορφώσεις το, κατά τα άλλα, θεμελιωδώς υγιές σύστημα. Ο Τζέβονς, για παράδειγμα, ισχυρίσθηκε ότι ο εμπορικός κύκλος ήταν αποτέλεσμα ηλιακών κηλίδων, οι οποίες επιδρούσαν στο κλίμα και εξαιτίας αυτού και στην παραγωγικότητα της γεωργίας, όπως και την κερδοφορία του εμπορίου, ενώ ο Βαλ76
Κρις Χάρμαν
ράς αντιλήφθηκε τις κρίσεις ως διαταραχές που είχαν την αιτία τους στην αποτυχία των τιμών να ανταποκριθούν στην προσφορά και τη ζήτηση, συγκρίνοντάς τις με το πέρασμα μιας θύελλας πάνω από τα ρηχά νερά μιας λίμνης.2 Μερικοί μεταγενέστεροι νεοκλασικοί οικονομολόγοι πράγματι προσπάθησαν να αναπτύξουν θεωρίες του επιχειρηματικού κύκλου. Ο Ανουάρ Σαΐκ (Anwar Shaikh) συνοψίζει ως εξής την προσέγγισή τους: Το σύστημα εξακολουθεί να θεωρείται αυτορρυθμιζόμενο- μόνο που σε αυτή την περίπτωση θεωρείται ως κυκλικό και όχι επίπεδο... Στην ορθόδοξη θεωρία, ένας κύκλος δεν είναι μια κρίση... Οι κύκλοι πρέπει να θεωρούνται ως «μικρές διακυμάνσεις»... τις οποίες ακόμα και με μια πρώτη ματιά μπορεί κανείς δικαιολογημένα να τις αγνοήσει... Οι βίαιες ή οι παρατεταμένες διαστολές και συστολές έχουν την αιτία τους σε εξωτερικούς παράγοντες... Συνεπώς, οι κρίσεις μένουν εκτός της κανονικής διαδικασίας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.3 Αυτή η αντίληψη ακόμα διατηρείται στις «θεωρίες του πραγματικού επιχειρηματικού κύκλου», όπως έχουν γίνει γνωστές. Αυτές οι θεωρίες υποστηρίζουν ότι: Οι επιχειρηματικοί κύκλοι αποτελούν το συνολικό αποτέλεσμα της βέλτιστης αντίδρασης των ατόμων στις αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος... Ο οικονομικός κύκλος θεωρείται ότι έχει μια στοχαστική [μη κανονική, C.H.] ταλάντωση γύρω από μία τάση. 4 Εξακολουθούν να μην επιτρέπουν σε αυτό που θεωρούν ως βραχύχρονες παρεκκλίσεις να υπονομεύσει την πίστη τους σε ένα άκαμπτο σύστημα νόμων, οι οποίοι δογματικά αποφαίνονται πώς οφείλει να λειτουργεί κάθε επαρκής οικονομία.
Η πιθανότητα της κρίσης Αντιθέτως, ο Καρλ Μαρξ υποστήριξε ότι η δυνατότητα γενικευμένων κρίσεων υπερπαραγωγής είναι ενδογενής της ίδιας της φύσης του καπιταλισμού. Μέσα σε δυο παραγράφους του πρώτου τόμου του ΚεφαλαίΚαπιταλισμός Ζόμττι
77
ου κατέρριψε τα επιχειρήματα που βασίζονταν στο νόμο του Σαι. Αναγνώρισε, ασφαλώς, ότι κάθε φορά που κάποιος πωλεί κάτι, κάποιος άλλος το αγοράζει. Αντέτεινε όμως ο Μαρξ ότι, εφόσον χρησιμοποιείται το χρήμα για την ανταλλαγή των αγαθών μέσω της αγοράς, δεν είναι βέβαιο ότι αυτός που πωλεί οφείλει και αμέσως να αγοράσει κάτι άλλο. Το χρήμα δεν λειτουργεί μόνο ως μέτρο της αξίας των αγαθών που ανταλλάσσονται άμεσα, αλλά και ως μέσο αποθήκευσης αξίας. Αν οποιοσδήποτε επιλέξει να αποταμιεύσει τα χρήματα που παίρνει με την πώληση ενός αγαθού αντί να τα ξοδέψει αμέσως, τότε δεν θα έχει ξοδευθεί αρκετό χρήμα στο σύνολο του συστήματος ώστε να αγορασθούν όλα τα αγαθά που έχουν παραχθεί. Δεν υπάρχει πιο ηλίθιο πράγμα από το δόγμα που λέει ότι η κυκλοφορία των εμπορευμάτων προϋποθέτει την αναγκαία ισορροπία των πωλήσεων και των αγορών, επειδή κάθε πώληση είναι και αγορά και vice versa [αντίστροφα]... Αν εννοεί μ' αυτό ότι ο αριθμός των πωλήσεων που έγιναν στην πραγματικότητα είναι ίσος προς τον αριθμό των αγορών, τότε πρόκειται για απλή ταυτολογία. Σκοπός του όμως είναι να αποδείξει ότι ο πωλητής φέρνει μαζί του στην αγορά και τον αγοραστή του. Αυτό δεν συμβαίνει σε καμία περίπτωση. Η πώληση και η αγορά συναπαρτίζουν... μιαν ανταλλαγή μεταξύ ενός κατόχου εμπορευμάτων και ενός κατόχου χρήματος, μεταξύ δυο προσώπων τόσο αντίθετων μεταξύ τους όσο και οι δυο πόλοι ενός μαγνήτη... Κανένας δεν μπορεί να πουλήσει αν δεν αγοράσει κάποιος άλλος. Μα κανένας δεν είναι υποχρεωμένος ν' αγοράσει αμέσως κάτι επειδή ο ίδιος πούλησε κάτι. Η κυκλοφορία των εμπορευμάτων σπάει τους χρονικούς, τοπικούς και ατομικούς φραγμούς που επιβάλλονται από την άμεση ανταλλαγή προϊόντων ακριβώς επειδή διασπάει σε δυο αντίθετες πράξεις, σε πώληση και αγορά, την άμεση ταυτότητα που υπάρχει εδώ ανάμεσα στο δόσιμο του δικού του προϊόντος και στο πάρσιμο σε αντάλλαγμα του ξένου. Αν το χρονικό μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δυο συμπληρωματικές φάσεις της πλήρους μεταμόρφωσης ενός εμπορεύματος γίνει πολύ μεγάλο, αν η διάσπαση ανάμεσα στην πώληση και την αγορά γίνει πολύ παρατεταμένη, η εσωτερική σύνδεση ανάμεσά τους, η ενότητά τους, επιβάλλεται βίαια - με μια κρίση.5 78
Κρις Χάρμαν
Το αναπόφευκτο της κρίσης Αυτά τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου «συνεπάγονται την πιθανότητα - και μόνο την πιθανότητα - των κρίσεων».6 Αλλά, στον τρίτο τόμο, προχωρά ακόμα περισσότερο και υποστηρίζει ότι οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες. Αυτό το κάνει εγκαταλείποντας το εξαιρετικά αφηρημένο επίπεδο ανάλυσης σχετικά με την αγορά και την πώληση εμπορευμάτων με χρήμα και εξετάζοντας τη συγκεκριμένη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής. Όπως συχνά αναφέρεται, ο Μαρξ δεν πρότεινε μιαν ενιαία, ολοκληρωμένη ανάλυση της κρίσης, αλλά πραγματεύεται διαφορετικές πλευρές της κρίσης σε πολλές αναφορές που είναι διασκορπισμένες σε διάφορα σημεία του κειμένου.7 Δεν είναι, όμως, και τόσο δύσκολο να συγκροτήσουμε, χρησιμοποιώντας αυτά τα σημεία, μια συνεκτική περιγραφή της κρίσης. Αφετηριακό σημείο είναι ότι η ανταγωνιστική συσσώρευση συνεπάγεται ότι οι καπιταλιστές επιχειρούν ταυτοχρόνως να αυξήσουν την παραγωγή των προϊόντων τους όσο το δυνατόν περισσότερο και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους διατηρώντας σε χαμηλό επίπεδο τους μισθούς. Οι μισθοί, όμως, αποτελούν μεγάλο μέρος του χρήματος που είναι διαθέσιμο για την αγορά αγαθών. Η παραγωγή τείνει να κινείται προς μία κατεύθυνση, η κατανάλωση της πλειοψηφίας του πληθυσμού προς την άλλη: Οι συνθήκες άμεσης εκμετάλλευσης και οι συνθήκες πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημες. Αποκλίνουν όχι μόνο όσον αφορά τον τόπο και το χρόνο, αλλά και από την άποψη της λογικής τους. Οι πρώτες περιορίζονται μόνον από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, οι δεύτερες από την αναλογική σχέση των διαφόρων κλάδων της παραγωγής και την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. Αλλά αυτή η τελευταία βασίζεται στις ανταγωνιστικές συνθήκες της διανομής, οι οποίες μειώνουν την κατανάλωση του μεγάλου μέρους της κοινωνίας στο ελάχιστο, το οποίο ποικίλλει εντός περιορισμένων λίγο ή πολύ ορίων. Επιπλέον, όμως, περιορίζεται από την τάση για συσσώρευση, την ώθηση προς επέκταση του κεφαλαίου και παραγωγή υπεραξίας σε διευρυμένη κλίμακα... Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η δυνατότητα παραγωγής τόσο και ανακαλύπτει ότι βρίσκεται σε Καπιταλισμός Ζόμττι
79
ασυμφωνία με τη στενή βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται οι συνθήκες της κατανάλωσης...8 Μερικοί έχουν ερμηνεύσει αυτό το χωρίο σαν να σημαίνει πως το γεγονός ότι οι εργάτες είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης περιορίζει την κλίμακα της αγοράς και δημιουργεί κρίσεις.® Τέτοιου είδους «υποκαταναλωτικές» παραλλαγές του μαρξισμού μοιράζονται μερικά κοινά χαρακτηριστικά με τις διάφορες μορφές της τρέχουσας οικονομικής σκέψης της δεκαετίας του '30, όπως αναπτύχθηκε κάτω από την επίδραση του Κέινς. Το συμπέρασμά τους είναι ότι ο καπιταλισμός μάλλον έχει τη δυνατότητα να αποφεύγει την κρίση, αν το κράτος παρεμβαίνει ώστε να αυξάνει την κατανάλωση τη στιγμή που φαίνεται ότι πάει να αναπτυχθεί η ύφεση. Ωστόσο, το επιχείρημα που ανάπτυξε ο ίδιος ο Μαρξ δεν περιορίζεται μόνο στο να δείξει την πιθανότητα να υποσκελίζεται η κατανάλωση από την παραγωγή. Προχωρά και επιμένει ότι η διπλή φύση ενός συνόλου εμπορευμάτων, αυτών που αποτελούν τα μέσα παραγωγής, που είναι ταυτοχρόνως και ανταλλακτικές αξίες και αξίες χρήσης, καθιστά την κρίση αναπόφευκτη. Ένας ρώσος μαρξιστής οικονομολόγος, ο Πάβελ Β. Μαξακόφσκι (Pavel V. Maksakovsky), ανάλυσε λεπτομερειακά πώς αναπτύσσεται αυτή η διπλή φύση των συγκεκριμένων εμπορευμάτων.10 Όπως ήδη έχουμε διαπιστώσει, η ανταλλακτική αξία των αγαθών καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που απαιτήθηκε για να παραχθούν με τη χρήση του μέσου επιπέδου τεχνικών και δεξιοτήτων με τις οποίες λειτουργεί το σύστημα ως σύνολο (διαδικασία που ο Μαρξ ονομάζει «αφηρημένη εργασία»). Η παραγωγή τους, όμως, εμπεριέχει συγκεκριμένη ανθρώπινη εργασία, η οποία φέρνει διάφορα αντικείμενα («αξίες χρήσης») σε υλική αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Για να είναι δυνατή η παραγωγή, απαιτούνται ορθές σχέσεις μεταξύ διαφορετικών ανταλλακτικών αξιών και διαφορετικών αξιών χρήσης. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η βιομηχανία τόσο περιπλοκότερες γίνονται αυτές οι σχέσεις. Οι μηχανές ύφανσης δεν μπορούν να παραχθούν χωρίς χάλυβα· ο χάλυβας δεν μπορεί να παραχθεί χωρίς σιδηρομετάλλευμα και άνθρακα- ο άνθρακας, χωρίς εκσκαφτικά μηχανήματα ή μεταφορικές ταινίες. Αλλά, οι αλυσίδες υλικής αλληλεπίδρασης 80
Κρις Χάρμαν
εξαρτώνται από τις αλυσίδες πώλησης και αγοράς, στη βάση των οποίων οι εταιρείες άνθρακα πωλούν στις εταιρείες χάλυβα, οι εταιρείες χάλυβα στις εταιρείες ύφανσης και αυτές στους καταναλωτές - δηλαδή, σε ανθρώπους που λαμβάνουν μισθούς ή κέρδη ώστε να τα ξοδέψουν σε άλλες εταιρείες, εφόσον εκείνες μπορούν να πωλούν τα προϊόντα τους. Στο πλαίσιο όλης αυτής της διαδικασίας, οι αλληλεπικαλυπτόμενες αλυσίδες που συνδέουν την παραγωγή με την τελική κατανάλωση μπορούν να λειτουργήσουν μόνο εφόσον πληρούνται δυο εντελώς διαφορετικού τύπου συνθήκες. Οι κατάλληλες υλικές σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων που προορίζονται για να παράγουν άλλα πράγματα εμπίπτουν στους νόμους της φυσικής, της χημείας και της βιολογίας. Ταυτοχρόνως, όμως, κάθε παραγωγική πράξη επεκτείνει και την ποσότητα της αξίας (δηλαδή, την ποσότητα της μέσης αφηρημένης εργασίας) στα χέρια των ιδιοκτητών κάθε ξεχωριστής επιχείρησης. Η υλική οργάνωση της παραγωγής αξιών χρήσης, κατά κάποιο τρόπο οφείλει να αντιστοιχεί προς τον καπιταλιστικό καθορισμό των τιμών από τις αξίες. Πιθανή ασυμφωνία μεταξύ των δυο προϋποθέσεων σημαίνει ότι η επέκταση της παραγωγής αναπόφευκτα οδηγεί σε απότομη συμφόρηση στην προσφορά πρώτων υλών, οι οποίες οδηγούν σε αύξηση της τιμής τους και μείωση των κερδών εκείνων των καπιταλιστών που τις αγοράζουν, όπως και, συνακολούθως, αναδιανομή της υπεραξίας εις βάρος των καπιταλιστών που παράγουν τα τελικά προϊόντα και εξαρτήματα και προς όφελος εκείνων που παράγουν τις πρώτες ύλες. Σημαίνει, επίσης, ότι η ζήτηση για ένα ζωτικό εμπόρευμα, την εργατική δύναμη, είναι δυνατόν να υπερσκελίζει την προσφορά του και να οδηγεί σε ανοδικές πιέσεις όσον αφορά στους μισθούς (τουλάχιστον μιλώντας με όρους χρήματος, μιας και οι εργάτες μπορεί να μην το αντιλαμβάνονται καθόλου κατ' αυτό τον τρόπο, εφόσον οι αυξημένες τιμές των πρώτων υλών μειώνουν την αγοραστική δύναμη του αυξημένου μισθού τους). Δεν σταματά, όμως, εδώ το επιχείρημα. Αν σταματούσε, το πρόβλημα θα αφορούσε απλώς μια τάση δυσαναλογίας μεταξύ των διαφόρων μερών της οικονομίας." Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλα προβλήματα. Η παραγωγή δεν θα συνέβαινε, αν οι καπιταλιστές δεν θεωρούσαν ότι μπορούν να διατηρηθούν στον ανταγωνισμό τους με τους υπόλοιπους Καπιταλισμός Ζόμττι
81
καπιταλιστές, λαμβάνοντας ένα ποσοστό κέρδους, ίσο τουλάχιστον προς το μέσο όρο του συνόλου του συστήματος. Προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτή την απαίτησή τους, οφείλουν συνεχώς να αναδιοργανώνουν την παραγωγή και να χρησιμοποιούν ακόμα πιο εξελιγμένες τεχνικές που αυξάνουν την παραγωγικότητα ανά εργάτη. Καθώς, όμως, όλοι οι καπιταλιστές επιχειρούν να επιτύχουν κάτι τέτοιο, διαρκώς μειώνουν και τη μέση ποσότητα εργασίας που απαιτείται ώστε να παραχθούν τα προϊόντα, όπως και, συνακολούθως, την αξία των προϊόντων. Η υλική ποσότητα των αγαθών που παράγονται από το σύστημα θα τείνει να αυξάνεται, αλλά η αξία κάθε ξεχωριστού αγαθού θα τείνει να πέφτει. Αμφότερες οι αναγκαίες συνθήκες λειτουργίας του συστήματος, η υλική οργάνωση της παραγωγής και η ροή της αξίας μέσα στο σύστημα, μεταβάλλονται διαρκώς- ωστόσο, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε αυτόματη συμβατότητα μεταξύ των αλλαγών που συμβαίνουν. Οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν την παραγωγή αγοράζοντας υλικό εξοπλισμό (μηχανήματα, κτίρια, υπολογιστές κ.λπ.) σε τιμές που εξαρτώνται από τη μέση ποσότητα εργασίας που απαιτείται για να παραχθούν σε δεδομένο χρονικό σημείο. Αλλά, ακόμα και τη στιγμή που συντελείται η παραγωγή, οι αυξήσεις στην παραγωγικότητα κάπου αλλού μέσα στο σύστημα μειώνουν την αξία αυτού του εξοπλισμού και των προϊόντων που παράγει η επιχείρηση με αυτόν. Οι υπολογισμοί κερδοφορίας που κατάστρωσε η επιχείρηση βασίζονταν στην ποσότητα που όφειλε να ξοδέψει γι' αυτόν τον εξοπλισμό στο παρελθόν και όχι στη βάση της αξίας που έχει στο παρόν ο συγκεκριμένος εξοπλισμός. Ωστόσο, η συγκεκριμένη επιχείρηση υπολογίζει το κέρδος της επί της αρχικής της επένδυσης. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο ραγδαίος ρυθμός συσσώρευσης που χαρακτηρίζει την άνθηση, έχει ως συνέπεια τη μείωση του κέρδους κάθε μονάδας παραγωγής, όπως και τη μείωση των κερδών σε σχέση με αυτά που υπολογίζονταν με βάση τις επενδύσεις που έγιναν νωρίτερα στο πλαίσιο της άνθησης. Δεν μεταβάλλονται μόνο οι αξίες των αγαθών, αλλά, όπως υποδεικνύει ο Μαξακόφσκι, η αντίδραση των καπιταλιστών σε αυτές τις αλλαγές οδηγεί στη διαφοροποίηση τιμών και αξιών. Καθώς πέφτει το κέρδος, μερικές επιχειρήσεις δεν προχωρούν σε νέες επενδύσεις για ένα χρονικό διάστημα. Αυτό μειώνει τη ζήτηση για τα αγαθά άλλων επιχει82
Κρις Χάρμαν
ρήσεων, οι οποίες προηγουμένως τροφοδοτούσαν τις πρώτες. Αυτές οι άλλες επιχειρήσεις, τότε, προσπαθούν να διατηρήσουν τις πωλήσεις τους μειώνοντας τις τιμές κάτω από το επίπεδο που καθορίζεται από την αξία, ενώ ταυτοχρόνως απολύουν εργάτες προκειμένου να προστατεύσουν τα κέρδη τους που προέρχονται από τα αγαθά που πωλούν σε μειωμένες τιμές και ακυρώνουν τις ίδιες τις επενδύσεις τους εξαιτίας του φόβου ότι δεν θα είναι κερδοφόρες. Ένα κύμα ύφεσης απλώνεται στο σύνολο της οικονομίας και μαζί του μια γενική μείωση των τιμών κάτω από τις αξίες. Η συρρίκνωση δεν είναι αιώνια. Μερικές επιχειρήσεις χρεοκοπούν, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάποιες άλλες να αγοράσουν φτηνά κτιριακές εγκαταστάσεις και μηχανήματα, όπως και να μειώσουν το επίπεδο των μισθών που γενικά είναι αποδεκτό από τους εργάτες. Τα πράγματα οδηγούνται τελικά σε ένα σημείο στο οποίο μπορούν να προσδοκούν υψηλότερα κέρδη από το μέσο όρο αν εμπλακούν σ' ένα νέο γύρο επένδυσης, και εγείρεται ένα νέο κύμα επέκτασης, καθώς οι καπιταλιστές επείγονται να επωφεληθούν από τις καλύτερες επιχειρηματικές συνθήκες. Ο ανταγωνισμός οδηγεί τις επιχειρήσεις να αναλάβουν ένα επίπεδο επενδύσεων το οποίο προσωρινά υπερβαίνει την τρέχουσα παραγωγή νέων μηχανημάτων, εξαρτημάτων και πρώτων υλών. Η «υπερπαραγωγή» της καθοδικής φάσης αντικαθίσταται από την «υποπαραγωγή» της ανοδικής και, όπως οι τιμές πριν ήταν κάτω από την αξία τους στη φάση της κρίσης, τώρα, στη φάση της ανάπτυξης, ανεβαίνουν πάνω από την αξία τους. Αυτό, βεβαίως, διαρκεί μόνο μέχρι εκείνη τη στιγμή που όλες οι νέες κτιριακές εγκαταστάσεις και ο μηχανολογικός εξοπλισμός βρίσκονται στη διάθεση της παραγωγής, αυξάνοντας το παραγόμενο προϊόν, ενώ ταυτοχρόνως μειώνουν την αξία του καθενός ξεχωριστού αγαθού, καθιστώντας ένα μέρος των επενδύσεων μη κερδοφόρο και υποβοηθώντας με την πάροδο του χρόνου να δημιουργηθεί άλλη μία καθοδική φάση. Το κεντρικό σημείο είναι ότι ο κύκλος δεν είναι αποτέλεσμα εσφαλμένων αποφάσεων κάποιων μεμονωμένων καπιταλιστών ή των κυβερνήσεών τους, αλλά του ίδιου ακριβώς του τρόπου με τον οποίο η ίδια η αξία εκφράζεται στις τιμές. Είναι μια διαδικασία που συμβαίνει μέσω της διαρκούς ταλάντωσης των τιμών, οι οποίες ανέρχονται και πέφτουν Καπιταλισμός Ζόμττι
83
σε σχέση με τις αξίες, και όχι μέσω κάποιας διαρκούς ισορροπίας. Το παραπάνω δεν μπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς να πάρουμε ως αφετηρία της ανάλυσης τις αντικειμενικές αντιφάσεις που εκφράζονται στην έννοια της αξίας. Μόνο με τη διαλεκτική γενίκευση αυτών των αντιφάσεων μπόρεσε ο Μαρξ να συγκροτήσει μια σφαιρική εικόνα της δυναμικής του συστήματος.
Πίστωση και χρηματικό κεφάλαιο Οι περίοδοι οικονομικής επέκτασης και συρρίκνωσης τροποποιούνται και ενισχύονται από το ρόλο που διαδραματίζει η πίστωση- όπως και από το ρόλο που παίζουν αυτοί που αποτελούν σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη της πίστωσης, δηλαδή οι τραπεζίτες. Το κεφάλαιο μεταλλάσσεται σε διάφορες μορφές στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής. 12 Ξεκινά ως χρήμα. Το χρήμα χρησιμοποιείται για την αγορά εργαλείων και υλικών της παραγωγής, όπως και εργατικής δύναμης, ως εμπορευμάτων, τα οποία στη συνέχεια συνδυάζονται στην παραγωγική διαδικασία για να παραχθούν άλλα εμπορεύματα, τα οποία πωλούνται ώστε να είναι δυνατή η αγορά περισσότερων μέσων παραγωγής και περισσότερης εργατικής δύναμης. Με αυτό τον τρόπο, ένας κύκλος παραγωγής ακολουθεί τον προηγούμενο χωρίς διακοπή και «κάθε στοιχείο» του κύκλου «εμφανίζεται ως σημείο αφετηρίας, μετάβασης και επιστροφής». 13 Το κεφάλαιο, λοιπόν, λαμβάνει τη μορφή χρήματος, εμπορευμάτων, μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης, στη συνέχεια ξανά εμπορευμάτων και τελικά τη μορφή χρήματος. Όλες αυτές οι μορφές πρέπει να συνυπάρχουν ταυτοχρόνως προκειμένου να λειτουργήσει το σύστημα. Αν ο σκοπός είναι η συνεχής λειτουργία της παραγωγής χωρίς διακοπή, πρέπει να υπάρχει προσφορά χρήματος προκειμένου να είναι δυνατή η αγορά εμπορευμάτων, τροφοδότηση με εμπορεύματα προκειμένου να είναι δυνατή η αγορά τους ως παραγωγικό κεφάλαιο και τροφοδότηση εργατικής δύναμης. Ο κύκλος της καπιταλιστικής παραγωγής, άρα, 84
Κρις Χάρμαν
αποτελείται από τρία αλληλοσυνδεόμενα κυκλώματα: χρήματος, παραγωγικού κεφαλαίου και εμπορευμάτων. Καθένα από τα τρία παραπάνω κυκλώματα εκπληρώνει μια λειτουργία στην κατεύθυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου· και αυτό συντελείται ως ένα βαθμό στη βάση της ίδιας της δυναμικής της συσσώρευσης. Μια καπιταλιστική παραγωγική επιχείρηση, στην αρχική φάση της ιστορίας του καπιταλισμού, όταν οι επιχειρηματικές μονάδες ήταν αρκετά μικρές, ήταν δυνατόν να λειτουργεί σχετικά ανεξάρτητη. Είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την αγορά κτιριακών εγκαταστάσεων και την πληρωμή των εργατών από τις τσέπες του ιδιοκτήτη της. Είχε επίσης τη δυνατότητα άμεσης πώλησης της παραγωγής της σε αυτούς που την κατανάλωναν. Στο βαθμό, όμως, που οι επιχειρήσεις άρχισαν να μεγαλώνουν, κάθε καπιταλιστής ανακάλυπτε συχνά ότι δεν επαρκούσαν οι πόροι που είχε στη διάθεσή του ώστε να πληρώνει προκαταβολές για τις κτιριακές εγκαταστάσεις, το μηχανικό εξοπλισμό και τα υλικά που χρειαζόταν. Έπρεπε να δανείζεται από άλλους και έφτασε να βασίζεται στην πίστωση και στον ιδιαίτερο θεσμό της, τις τράπεζες, οι οποίες ήταν έτοιμες να δανείζουν με αντάλλαγμα τον τόκο πάνω στο δάνειο. Την ίδια ώρα, επειδή η κλίμακα της αγοράς είχε αναπτυχθεί, ο κάθε καπιταλιστής μπορούσε να πωλεί τα αγαθά που παρήγαγε μόνο εφόσον απευθυνόταν σ1 αυτούς που ειδικεύονταν στο χονδρικό και το λιανικό εμπόριο, οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να τον πληρώσουν για όλα αυτά τα αγαθά μέχρι να τα πουλήσουν, με τη σειρά τους, στους τελικούς καταναλωτές. Οι καπιταλιστικές παραγωγικές επιχειρήσεις από τη μία δανείζονταν και από την άλλη δάνειζαν. Η πίστωση μετεξελίχθηκε σε αναντικατάστατο μέρος της καπιταλιστικής παραγωγής. Όσο λοιπόν μεγαλύτερη ήταν η έκταση της καπιταλιστικής παραγωγής στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης οικονομίας, τόσο πιο περίπλοκες αναδεικνύονταν οι αλυσίδες της πίστωσης, του δανειζόμενου και του δανειστή. Ο ιδιοκτήτης μιας παραγωγικής καπιταλιστικής επιχείρησης μπορούσε επίσης να μεταβληθεί σε δανειστή μεγάλης κλίμακας. Το πάγιο κεφάλαιο που είχε στην ιδιοκτησία του - τα κτίρια των εργοστασίων του και ο μηχανολογικός εξοπλισμός - δεν χρειαζόταν ανανέωση παρά κάθε λίγα χρόνια. Αλλά η παραγωγή εξασφάλιζε μεγαλύτερη ή μικρότερη Καπιταλισμός Ζόμττι
85
ροή κερδών. Ήταν σε θέση, λοιπόν, να δανείζει αυτά τα κέρδη σε άλλους στο μεσοδιάστημα μέχρι να χρειαστεί να ανανεώσει το πάγιο κεφάλαιο που είχε στην ιδιοκτησία του· και θα το έκανε κατά τρόπο που θα του ανταπέδιδε πληρωμή τόκου. Όταν ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε πλήρως ως κυρίαρχος τρόπος παραγωγής στο πλαίσιο κάθε συγκεκριμένης οικονομίας, ο δανεισμός των παρελθόντων κερδών από τους ιδιοκτήτες εκείνων των παραγωγικών επιχειρήσεων που δεν επιθυμούσαν να επανεπενδύσουν άμεσα, καθίσταται η κύρια πηγή χρηματοδότησης εκείνων των καπιταλιστών που επιθυμούσαν να το κάνουν, αλλά δεν είχαν στη διάθεσή τους παρελθόντα κέρδη ώστε να τα χρησιμοποιήσουν. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα εμφανίστηκε ως ένα δίκτυο μεσολάβησης ανάμεσα στις διάφορες μονάδες παραγωγικού κεφαλαίου (όπως και με το κράτος, στο βαθμό που οι ασυμφωνίες που υπάρχουν μεταξύ των άμεσων φορολογικών εσόδων και των άμεσων εξόδων, οδηγεί επίσης και το κράτος να δανείζεται και να δανείζει). Εκείνοι που διοικούν τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς βγαίνουν στην αγορά αποσκοπώντας εξίσου στο κέρδος όπως και οι ιδιοκτήτες των παραγωγικών επιχειρήσεων. Έχουν και αυτοί το δικό τους αποθεματικό κεφάλαιο (το τραπεζικό κεφάλαιο που κατέχουν), με το οποίο καλύπτουν τα έξοδα των εργασιών τους και γεφυρώνουν πιθανά χάσματα που μπορεί να ανοίξουν μεταξύ των δανείων που δίνουν και του δανεισμού που λαμβάνουν (ή, τουλάχιστο, υποτίθεται ότι καλύπτουν το χάσμα- επειδή πολύ συχνά, όπως αποκαλύπτει η ιστορία του συστήματος, δεν το καλύπτουν), προσδοκώντας να βγάλουν κέρδη από αυτό το κεφάλαιο, ακριβώς όπως προσδοκούν από τα δικά τους κεφάλαια οι ιδιοκτήτες των παραγωγικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Τα κέρδη των καπιταλιστών του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν προέρχονται άμεσα από την παραγωγή, αλλά από το μερίδιο που έχουν πάνω στα κέρδη των ιδιοκτητών παραγωγικών επιχειρήσεων ως αντάλλαγμα των δανείων προς τους τελευταίους- δηλαδή, τις πληρωμές των τόκων. Το ποσοστό του τόκου, το επιτόκιο, συχνά συγχέεται στην τρέχουσα οικονομολογική φιλολογία με το ποσοστό κέρδους. Στην πραγματικότητα, όμως, το επίπεδο και η κατεύθυνση της κίνησης αυτών των δυο 86
Κρις Χάρμαν
ποσοστών είναι τελείως διαφορετικά. Το ποσοστό κέρδους, όπως έχουμε δει, καθορίζεται από την αναλογία της υπεραξίας προς την επένδυση κατά την παραγωγική διαδικασία. Αντιθέτως, το επιτόκιο εξαρτάται αποκλειστικά από την προσφορά και τη ζήτηση κεφαλαίων που μπορούν να λειτουργήσουν ως δάνεια. Αν υπάρχει διαθέσιμο περισσότερο χρήμα για δανεισμό στο πλαίσιο κάποιας συγκεκριμένης οικονομίας, τότε το επιτόκιο θα έχει την τάση να πέφτει. Αν υπάρχει αυξημένη ζήτηση για δάνεια, τότε θα έχει την τάση να αυξάνεται. Εφόσον τα κέρδη των ιδιοκτητών παραγωγικού κεφαλαίου αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή κεφαλαίου για δανεισμό, το υψηλό ποσοστό κέρδους θα ευνοούσε ένα χαμηλότερο επιτόκιο. Από την άλλη πλευρά, αν τα κέρδη είναι χαμηλά, όλο και περισσότερο οι ιδιοκτήτες παραγωγικού κεφαλαίου από μόνοι τους θα θέλουν να δανείζουν, κάτι που πιέζει ανοδικά τα επιτόκια. Το πώς λειτουργούν αυτές οι αντιφατικές πιέσεις πάνω στο επιτόκιο εξαρτάται από άλλους παράγοντες και ιδιαίτερα από τη δανειοδότηση και τη δανειοληψία του κράτους, όπως και από τις κινήσεις χρηματικών ποσών εντός και εκτός μιας εθνικής οικονομίας. Ωστόσο, αυτοί οι υπόλοιποι παράγοντες δεν μπορούν να ακυρώσουν τις πιέσεις της πραγματικής παραγωγής πάνω στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Υπάρχουν κι άλλες επιπλοκές που εγείρονται εξαιτίας αυτής της κατάστασης. Η δανειοδότηση εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν περιορίζεται απαραίτητα στην ποσότητα που έχουν στη διάθεση τους και η οποία προέρχεται από τις δικές τους επενδύσεις και δανειοληψίες. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποθέτουν ότι δεν οφείλουν να αποπληρώσουν αμέσως τις ποσότητες που έχουν δανειστεί. Γι' αυτό, επεκτείνουν τη δανειοδότηση εκ μέρους τους πέραν των άμεσων δικών τους πόρων, επαφιόμενα στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος από το ποσό που δανείζουν θα τους αποπληρωθεί, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στα δικά τους χρέη που εκπνέουν. Αυτού του είδους η συμπεριφορά έχει νόημα στο βαθμό που ο παραγωγικός τομέας του συστήματος βρίσκεται σε φάση επέκτασης της παραγωγής: η σημερινή αυξημένη δανειοδότηση μπορεί να εξοφληθεί στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον μέσω της αυξημένης παραγωγής και υπεραξίας. Καπιταλισμός Ζόμττι
87
Οι προφητείες περί εύκολης ανάκτησης της αυξημένης δανειοδότησης είναι ως ένα βαθμό αυτοεκπληρούμενες, από τη στιγμή που η αυξημένη δανειοδότηση του παραγωγικού κεφαλαίου το ευνοεί να ανεβάζει, με τη σειρά του, τα δικά του επίπεδα επένδυσης, όπως και να παράγει περισσότερα κέρδη, μέσω των οποίων αποπληρώνονται οι τραπεζίτες. Πάντοτε, όμως, τα πράγματα οδηγούνται στο σημείο εκείνο που η ώθηση για χρηματοπιστωτικό κέρδος οδηγεί σε επίπεδα δανεισμού που βρίσκονται πέραν των δυνατοτήτων αποπληρωμής τους μέσω της επέκτασης της πραγματικής παραγωγής, αποτέλεσμα των οποίων είναι αφενός οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις και αφετέρου οι απόπειρες διαφυγής από τις συνέπειες μέσω της εξαπάτησης. Όπως το θέτει ο Μαρξ, «το πιστωτικό σύστημα επιταχύνει την υλική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της παγκόσμιας αγοράς», αλλά αυτό το επιτυγχάνει με την ανάπτυξη «κινήτρων για την καπιταλιστική ανάπτυξη, τον πλουτισμό μέσα από την εκμετάλλευση της εργασίας των άλλων ως την πιο καθαρή μορφή του τζόγου και της εξαπάτησης».14 Το χρήμα δίνει ώθηση «στην [παραγωγική] διαδικασία πέραν των καπιταλιστικών ορίων της», καταλήγοντας στο «υπερεμπόριο, την υπερπαραγωγή και την υπερβολική πίστωση»15 κατά τρόπους που έχει επιπτώσεις πάνω στην ίδια την παραγωγή. Η αντίληψη του Μαρξ γι' αυτή τη διαδικασία προανάγγειλε ήδη εδώ και έναν αιώνα τη δημοφιλή στις μέρες μας περιγραφή του Χάιμαν Μίνσκι (Hyman Minsky),16 σύμφωνα με την οποία όλες οι χρηματοπιστωτικές λειτουργίες κινούνται από ένα επίπεδο κανονικών κερδοφόρων επιχειρήσεων («οικονομική αντασφάλιση») σε αυτό της κερδοσκοπίας, η οποία κορυφώνεται σε ένα σημείο (τη «στιγμή Μίνσκι»), το οποίο εμφανίζεται όταν όλο το χρήμα το οποίο δανειοδοτήθηκε δεν είναι δυνατόν να ανακτηθεί- και το οποίο ευνοεί τις επενδυτικές απάτες στυλ «πυραμίδας» ή Ponzi schemes 17 όπου χρήμα που προέρχεται από νέους επενδυτές απλώς χρησιμοποιείται για να πληρωθούν τα υψηλά επιτόκια των παλαιότερων επενδυτών. Η τελευταία περιπλοκή είναι ότι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν χρησιμοποιούν τα κεφάλαιά τους για να δανειοδοτήσουν μόνο τις παραγωγικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Δανείζουν επίσης και σε άτομα που επιθυμούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους (κυρίως για να 88
Κρις Χάρμαν
αγοράσουν ακίνητη περιουσία) ή για να αγοράσουν μέσω του χρηματιστηρίου μετοχές εταιρειών που ήδη υπάρχουν. Αυτή η χρήση των κεφαλαίων αναμένεται να φέρει κέρδη με βάση το τρέχον επιτόκιο, ακριβώς όπως συμβαίνει στην περίπτωση των παραγωγικών επιχειρήσεων, και γι' αυτό το λόγο, θεωρείται από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ως μια «επένδυση κεφαλαίου». Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν συμβάλλει στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου και το επιτόκιο που εισπράττεται είναι παρασιτικό σε σχέση με τον παραγωγικό τομέα της οικονομίας. Γι' αυτό το λόγο, ο Μαρξ το χαρακτήρισε «πλασματικό κεφάλαιο» και το περιγράφει ως «την πιο φετιχιστική μορφή των σχέσεων κεφαλαίου», 18 επειδή «το κεφάλαιο εμφανίζεται ως μια μυστήρια και αυτοπαραγωγική πηγή τόκου» και «καθίσταται ιδιότητα του χρήματος να δημιουργεί αξία και να αποδίδει τόκο κατά τον ίδιο τρόπο που ιδιότητα της αχλαδιάς είναι να παράγει αχλάδια».19
Χρήμα, κερδοσκοπία και κρίση Είδαμε ότι τα κέρδη του παραγωγικού κεφαλαίου αποτελούν την κύρια πηγή κεφαλαίων που έχουν στη διάθεσή τους οι τράπεζες για δανειοδοτήσεις και ότι οι ανάγκες των ιδιοκτητών παραγωγικού κεφαλαίου για συσσώρευση κεφαλαίων είναι η κύρια πηγή δανειοληψίας από τις τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι ο κύκλος επέκτασης και συρρίκνωσης νέων επενδύσεων ακολουθείται από έναν κύκλο επέκτασης και συρρίκνωσης της δανειοδότησης. Αλλά, δεν συμπίπτουν πλήρως οι φάσεις των δυο παραπάνω κύκλων. Η πίστωση επεκτείνεται όταν η άνθηση αρχίζει να βρίσκεται σε άνοδο. Κάποιοι καπιταλιστές τρέχουν σαν τρελοί να δανείσουν τα αυξανόμενα κέρδη και κάποιοι άλλοι τρέχουν να δανειστούν και όλοι μαζί είναι πεπεισμένοι ότι δεν θα υπάρχει πρόβλημα αποπληρωμής του τόκου. Τελικά, όμως, τα πράγματα φτάνουν σε ένα σημείο όπου η φρενίτιδα των επενδύσεων αρχίζει να υπερβαίνει τα κεφάλαια που προέρχονται από τις δεξαμενές των προηγούμενων κερδών. Οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται πλειοδοτώντας, καθώς επιχειρούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτές τις δεξαμενές, ανεβάζοντας το επίπεδο τόκων που είναι Καπιταλισμός Ζόμττι
89
διατεθειμένες να πληρώσουν προκειμένου να εξασφαλίσουν πιστώσεις. Τα αυξημένα επιτόκια μειώνουν τα κέρδη, όπως επίσης και οι αυξημένες τιμές πρώτων υλών και μισθών. Λειτουργούν προσθετικά, δίνοντας διαρκώς ωθήσεις στο σύστημα να περάσει από την επέκταση στην κρίση. Η ύφεση που ακολουθεί κάνει τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες αρκετά διστακτικότερες στη δανειοδότηση: φοβούνται ότι μπορεί να χρειαστούν κάθε σεντς οι ίδιες, εφόσον τα εισοδήματά τους από τις πωλήσεις απειλούνται με πτώση. Αλλά, η ύφεση αυξάνει επίσης τις δανειοληπτικές ανάγκες πολλών επιχειρήσεων, καθώς επιθυμούν να εξισορροπήσουν τα ελλείμματα στα εισοδήματα που προέρχονται από τις πωλήσεις τους και να μην αναγκαστούν να οδηγηθούν σε πτώχευση εξαιτίας των απλήρωτων λογαριασμών τους. Τα επιτόκια συνεχίζουν να ανεβαίνουν για ένα διάστημα, παρά την έλλειψη κερδών με τα οποία θα αποπληρωθούν, και λειτουργούν προσθετικά στις δυνάμεις που οδηγούν το σύστημα στην καθοδική του πορεία. Οι διακυμάνσεις ενισχύονται εξαιτίας και κάποιου άλλου φαινομένου που συμβαίνει κατά την κορύφωση της περιόδου άνθησης. Οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες αντιλαμβάνονται ότι η δανειοδότηση αποτελεί ένα γρήγορο τρόπο να προωθήσουν τα κέρδη τους. Προσφέρουν πίστωση μέσω «γραμματίων πιστωτικής ευκολίας»* (στην πραγματικότητα, υποσχέσεις πληρωμής) διαφόρων ειδών, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το αποθεματικό τους, στη βάση της παραδοχής ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι και οργανισμοί θα εμπιστευτούν αυτά τα «χαρτιά» και θα τα αποδεχτούν ως πληρωμή έναντι εμπορευμάτων και δεν θα επιχειρήσουν να τα μετατρέψουν αμέσως σε χρήμα. Στην πραγματικότητα, η πίστωση που δημιουργούν οι τράπεζες φτάνει να θεωρείται ως μορφή χρήματος· και ως «πιστωτικό χρήμα» συνυπολογίζεται σε συγκεκριμένες μετρήσεις της προσφοράς χρήματος. Αυτού του είδους η εύκολη πίστωση ενθαρρύνει κάθε επιχειρησιακή μονάδα να αναλαμβάνει τεράστιες παραγωγικές επενδύσεις, καθώς ανταγωνίζεται να αποκτήσει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της διευρυνόμενης αγοράς απ' ό,τι οι αντίπαλές της, ακόμα και αν αυτό είναι η αιτία που το σύνολο της παραγωγής όλων αυτών των επιχειρήσεων υπερβαί* Financial paper. 90
Κρις Χ ά ρ μ α ν
νει κατά πολύ τις δυνατότητες της αγοράς να το απορροφήσει. Η εύκολη πίστωση δίνει επίσης τη δυνατότητα σε όσους και όσες διατηρούν φιλικές σχέσεις με τις τράπεζες να πάρουν μέρος σε ένα όργιο πολυτελούς κατανάλωσης, όπως και σε κάθε είδους κλέφτες και απατεώνες οικονομικών εγκλημάτων να συμμετάσχουν στην εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση της δανειοληψίας που αποσκοπεί στη δανειοδότηση και στη δανειοδότηση που σκοπεύει στη δανειοληψία. Οι πραγματικές διαδικασίες της παραγωγής, της εκμετάλλευσης και της δημιουργίας υπεραξίας, που αποτελούν τη βάση της οικονομίας, καλύπτονται τελείως και δεν είναι ορατές· μέχρι εκείνη τη στιγμή που η οικονομία ξαφνικά αρχίζει να έχει καθοδική πορεία και όλα τα χαρτιά που αντιπροσωπεύουν την πίστωση πρέπει να αποπληρωθούν από τα κέρδη, τα οποία είναι πλέον πολύ χαμηλά για να το επιτύχουν. Σε αυτό το σημείο οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες χάνουν κάθε αμοιβαία εμπιστοσύνη ότι θα αποπληρώσουν τα ποσά που έχουν δανειστεί και η δανειοδότηση φτάνει να στομώσει μέχρι να τερματιστεί, στο σημείο που σήμερα ονομάζεται «πιστωτική ασφυξία» [credit crunch]: Η αλυσίδα των υποχρεώσεων πληρωμής που λήγουν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες σπάει σε εκατοντάδες σημεία της. Η σύγχυση διογκώνεται από την συνακόλουθη κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος... και οδηγεί σε βίαιες και οξυμμένες κρίσεις, σε αιφνίδιες και αναγκαστικές υποτιμήσεις, σε πραγματικό μαρασμό και διάρρηξη της αναπαραγωγής, όπως και, συνακολούθως, σε πραγματική απονέκρωση της αναπαραγωγής.20 Η συμπεριφορά του «πλασματικού κεφαλαίου» λειτουργεί περαιτέρω ενισχυτικά στο γενικό κύκλο άνθησης και ύφεσης του καπιταλισμού. Παρά τη μη παραγωγική της φύση, η χρηματική αξία του πλασματικού κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο αντιπροσωπεύει μια απαίτηση επί των πραγματικών πόρων που είναι δυνατόν να μετατραπούν σε χρήμα και από χρήμα σε εμπορεύματα. Όταν, ας υποθέσουμε, οι τιμές των μετοχών ανεβαίνουν, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου οικονομικής άνθησης, στηρίζουν τη δυνατότητα των ιδιοκτητών τους να αγοράζουν αγαθά και ενισχύουν την άνθηση. Η πτώση τους, κατά τις περιόδους ύφεσης, ενισχύει την πίεση, μειώνοντας τις δαπάνες του συστήματος στο σύνολό του. Οι αναπόφευκτα ασταθείς και υποκείμενες σε αιφνίΚαπιταλισμός Ζόμττι
91
διες διακυμάνσεις τιμές των διαφόρων μορφών πλασματικού κεφαλαίου ενισχύουν τη γενική αστάθεια του συστήματος στο σύνολό του. Επιτείνουν τη μεταστροφή από την άνθηση στην ύφεση και αντιστρόφως, όπως και, επιπλέον, ακυρώνουν τη δυνατότητα του χρήματος να αποτελεί μια πάγια μονάδα μέτρησης της αξίας. Οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις σχεδόν πάντα οδηγούν σε καταρρεύσεις τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών όπως και σε χρεωκοπίες παραγωγικών επιχειρήσεων και στην ανεργία των εργατών. Εύκολα, λοιπόν, οι άνθρωποι παρερμηνεύουν το τι συμβαίνει πραγματικά και αναζητούν ευθύνες για την κρίση στο χρηματοπιστωτικό τομέα, τις τράπεζες ή το χρήμα, αντί να τις αναζητήσουν στην καπιταλιστική βάση της παραγωγής.
Η επικαιρότητα του Μαρξ Η εικόνα που είχε για την κρίση ο Μαρξ ήταν μακράν πιο προχωρημένη από αυτή που είχαν οι σύγχρονοι με αυτόν οικονομολόγοι που ακολουθούσαν το κύριο ρεύμα σκέψης. Μόνο από τη δεκαετία του '30 και μετά αυτό το ρεύμα άρχισε να πραγματεύεται σοβαρά τη μελέτη των κρίσεων. Ακόμα και ο Χάγιεκ (Hayek), ο αρχιερέας των οικονομικών της ελεύθερης αγοράς, θα παραδεχόταν σε ένα απόσπασμα κειμένου του ότι στον Μαρξ οφειλόταν η εισαγωγή, τουλάχιστον στη Γερμανία, εκείνων των ιδεών που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τον εμπορικό κύκλο, ενώ «η μόνη ικανοποιητική θεωρία κεφαλαίου που έχουμε μέχρι αυτή τη στιγμή στη διάθεσή μας, αυτή του Μπεμ-Μπάβερκ, δεν μας έχει βοηθήσει σε τίποτα παραπάνω ως προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων του εμπορικού κύκλου».21 Οι επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις αποτελούν μέρος του κόσμου στον οποίο σήμερα ζούμε, όπως συνέβαινε και στην εποχή του Μαρξ. Μερικοί τουλάχιστον από τους ιδεολογικούς κληρονόμους του Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο Τζέβονς και ο Μπεμ-Μπάβερκ, δεν προσπάθησαν να αποκρύψουν αυτό το δεδομένο (τουλάχιστον όταν έγραφαν στην εφημερίδα Financial Times και το περιοδικό Economist για το αναγνωστικό κοινό της ελίτ των ανώτερων τάξεων και όχι, βεβαίως, απευ92
Κρις Χάρμαν
θυνόμενοι στην πλειοψηφία του κόσμου). Για παράδειγμα, ο Νάιτζελ Αόσον (Nigel Lawson), υπουργός οικονομικών της Βρετανίας με πολυετή θητεία, ο οποίος υπήρξε ενθουσιώδης οπαδός του «μονεταριστικού» δόγματος ότι οι κρίσεις είναι μια επουσιώδης συνέπεια της πολιτικής των μεγάλων τραπεζιτών που επιτρέπουν να πηγαίνει σε λάθος χέρια η προσφορά χρήματος,22 τελικά υποστήριξε ότι δεν έφερε ουδεμία ευθύνη για την ύφεση που ακολούθησε την υλοποίηση της πολιτικής του, επειδή ο «επιχειρηματικός κύκλος» είναι αναπόφευκτος. Αντιλαμβάνονται την κρίση ως «δημιουργική καταστροφή» χωρίς να καθιστούν σαφές ότι το δημιουργικό στοιχείο αφορά στον πλούτο μίας τάξης, ενώ η καταστροφή αφορά στη ζωή όλων των υπόλοιπων. Θα επανέλθω στο ζήτημα των κρίσεων κατά τον 21ο αιώνα σε επόμενα σημεία αυτού του βιβλίου. Προς το παρόν αρκεί να αναφερθεί ότι στην ανάλυση των κρίσεων δεν τίθεται κανένα πρόβλημα να έχει κανείς ως σημείο αναφοράς τον Μαρξ. Αντιθέτως, το μόνο σοβαρό ζήτημα που αντιμετωπίζει η θεωρία του Μαρξ για την κρίση δεν εγείρεται από το γεγονός ότι σήμερα εκδηλώνονται κρίσεις, αλλά από το γεγονός ότι επί τρεισήμισι δεκαετίες, από το 1939 έως το 1974, μια μεγάλη καπιταλιστική χώρα, όπως είναι η Βρετανία, δεν έζησε καμία ύφεση κατά τη διάρκεια της οποίας να πέσει η οικονομική παραγωγή, ενώ η μεγαλύτερη οικονομία, αυτή των ΗΠΑ, έζησε μόνο μια βραχύτατης διάρκειας τέτοια κρίση (αυτή του 1948-49). Η απουσία τέτοιου είδους κρίσεων είχε γίνει ένα από τα κύρια στοιχεία των συζητήσεων ανάμεσα σε οικονομολόγους κατά τις δεκαετίες του '50, του '60 και των αρχών του '70. Και αν δεν κατανοήσουμε αυτό το γεγονός, δεν θα είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε γιατί είναι τόσο δύσκολο να τιθασευτεί ο σημερινός κύκλος άνθησης και ύφεσης. Ωστόσο, αν οι κρίσεις υπήρξαν για τον Μαρξ αναπόφευκτο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, δεν υπήρξαν αυτές καθαυτές το κεντρικό σημείο της ανάλυσής του για τη μακρόχρονη δυναμική του συστήματος. Αποτελούσαν ένα κυκλικό χαρακτηριστικό του συστήματος, το οποίο είχε καταφέρει να ανταπεξέλθει αρκετές φορές από τότε που δημοσιεύτηκε το Κεφάλαιο, όσο μεγάλα και αν ήταν τα δεινά που προξένησε για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, την απόγνωση εκείνων των καπιταλιστών που χρεοκοπούσαν ή τις περιστασιακές εκρήξεις της λαϊΚαπιταλισμός Ζόμττι
93
κής δυσαρέσκειας. Οι κρίσεις δεν θα οδηγούσαν από μόνες τους το σύστημα στο τέλος του. Όπως το έχει θέσει ο ρώσος επαναστάτης Λέον Τρότσκι, σαράντα χρόνια μετά το θάνατο του Μαρξ, «ο καπιταλισμός ζει με την κρίση και την άνθηση, όπως κάθε ανθρώπινο ον ζει εισπνέοντας και εκπνέοντας».23 Η μακρόχρονη δυναμική είχε κάποιαν άλλη πηγή, διαφορετική από την κρίση· οφειλόταν σε δυο μακρόχρονες διαδικασίες που λειτουργούν μέσα στο σύστημα, διαδικασίες που υπήρξαν προϊόν της γήρανσής του καθώς προχωρούσε μέσα από τις επαναλήψεις του κύκλου επέκτασης και συρρίκνωσης.
Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους Η θεωρία Η πρώτη από αυτές τις διαδικασίες είναι αυτή που ο Μαρξ ονόμασε «νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» (που μερικές φορές για συντομία αναφέρεται ως «πτώση του ποσοστού κέρδους» και αυτή είναι η έκφραση που θα χρησιμοποιήσω συχνά σε αυτό το μέρος του βιβλίου). Αυτό είναι ένα από τα δυσκολότερα σημεία της θεωρίας του Μαρξ για όσους προσπαθούν για πρώτη φορά να κατανοήσουν τις ιδέες του. Επίσης, είναι ένα από τα πιο επίμαχα. Οι μη μαρξιστές οικονομολόγοι το απορρίπτουν. Για παράδειγμα, ο Ουίλιαμ Κίγκαν (William Keegan), που αρθρογραφεί για οικονομικά θέματα στην εφημερίδα Observer και συνήθως είναι ανοιχτός σε όλες τις απόψεις, έχει αποκηρύξει την ανάλυση του Μαρξ ως «ξεπερασμένο εγχειρίδιο οικονομικής, το οποίο είχε γραφεί την περίοδο της πρώιμης, ασταθούς φάσης του μη μεταρρυθμισμένου ακόμα καπιταλισμού», και παραπέμπει στο γάλλο οικονομολόγο Μαρζολέν (Marjolin) για να καταλήξει ότι «η ελάχιστη εμπειρία και κάποια μικρή έστω γνώση ιστορίας είναι επαρκής για να αμφισβητήσει τη [μαρξιστική] θεωρία της αναπόφευκτης παρακμής του καπιταλισμού στη βάση της πτώσης του ποσοστού κέρδους».24 Αρκετοί μαρξιστές που αποδέχονται τη θεωρία της αξίας και τα βασικά σημεία της ανάλυσης του Μαρξ για την κρίση, είναι εξίσου απορριπτικοί ως προς το νόμο της πτωτικής τάσης.25 Αλλοι μαρξιστές, προκει94
Κρις Χάρμαν
μενού να τον υποστηρίξουν, τον οχυρώνουν με τόσες πολλές προϋποθέσεις, ώστε τον αποκόπτουν από οποιαδήποτε δυνατότητα ερμηνείας της μακρόχρονης ανάπτυξης του συστήματος. Ωστόσο, ο ίδιος ο Μαρξ τον θεωρούσε απολύτως θεμελιώδη. Τον βοήθησε να υποστηρίξει ότι ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος από τις ίδιες τις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος απελευθερώνει: Η πτώση του ποσοστού της αυτοεπέκτασης του κεφαλαίου, ή του ποσοστού κέρδους, με το να είναι ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής... εμφανίζεται ως μια απειλή για την καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία.24 Αυτός ο νόμος «μαρτυρά τον απλά ιστορικό, μεταβατικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» και τον τρόπο με τον οποίο «σε ένα δεδομένο στάδιο [ο καπιταλισμός] συγκρούεται με την ίδια του την περαιτέρω ανάπτυξη». 27 Έδειχνε ότι «το πραγματικό όριο της καπιταλιστικής παραγωγής ήταν το ίδιο το κεφάλαιο».24 Η ιδέα ότι τα ποσοστά κέρδους πέφτουν δεν ήταν για τον Μαρξ ουρανοκατέβατη. Ήταν κοινή πεποίθηση στις γραμμές των οικονομολόγων που είχαν προηγηθεί. 29 Όπως έχει πει ο Έρικ Χόμπσμπομ (Eric Hobsbawm): «Τους επιχειρηματίες και τους οικονομολόγους των αρχών του 19ου αιώνα δυο πράγματα τους ανησυχούσαν: το ποσοστό του κέρδους τους και ο ρυθμός επέκτασης των βιομηχανιών τους». Ο Ανταμ Σμιθ πίστευε ότι τα ποσοστά κέρδους αναγκαστικά θα έπεφταν λόγω του ανταγωνισμού και ο Ρικάρντο εξαιτίας της υποτιθέμενης «φθίνουσας απόδοσης» της γεωργίας. 30 Ο Μαρξ διατύπωσε μια ερμηνεία η οποία δεν βασιζόταν σε τέτοιες αμφιλεγόμενες υποθέσεις,31 αλλά στην αντίληψη ότι η δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης ενέχει μια άλυτη αντίθεση. Ο κάθε μεμονωμένος καπιταλιστής μπορεί να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά του, αυξάνοντας την παραγωγικότητα των εργατών του. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι ο κάθε εργάτης/τρια να κινεί όλο και περισσότερα «μέσα παραγωγής» - εργαλεία, μηχανήματα κλπ. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι τα μέσα παραγωγής θα επεκτείνονται ταχύτερα από το εργατικό δυναμικό. Σημειώνεται μια μεγέθυνση στο λόγο της φυσικής έκτασης των μέσων παραγωγής προς την ποΚαπιταλισμός Ζόμττι
95
σότητα της εργατικής δύναμης που απασχολείται σε αυτά - αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου».32 Όμως, αν τα υπόλοιπα δεδομένα παραμένουν σταθερά, η αύξηση της φυσικής έκτασης των μέσων παραγωγής σημαίνει και αύξηση του επιπέδου των επενδύσεων που απαιτούνται για να αγοραστούν αυτά τα μέσα. Οπότε θα σημειωθεί και μια επέκταση στο λόγο της επένδυσης προς το εργατικό δυναμικό, της αξίας των μέσων παραγωγής προς τους μισθούς (ή, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Μαρξ, του «σταθερού κεφαλαίου» σε σύγκριση με το «μεταβλητό κεφάλαιο»). Αυτή την αναλογία ο Μαρξ την ονόμαζε «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου» (όπως επεξηγείται στο Πρώτο Κεφάλαιο).33 Η αύξησή του, για τον Μαρξ, ήταν το λογικό επακόλουθο της συσσώρευσης κεφαλαίου. Ωστόσο, για το σύστημα συνολικά, η μοναδική πηγή αξίας και υπεραξίας είναι η εργασία. Οπότε, αν η επένδυση μεγαλώνει ταχύτερα από το εργατικό δυναμικό, πρέπει επίσης να μεγαλώνει και ταχύτερα από την παραγωγή νέας αξίας· και τα κέρδη προέρχονται ακριβώς από κει. Εν συντομία, η συσσώρευση κεφαλαίου επεκτείνεται ταχύτερα από την πηγή του κέρδους. Η συνέπεια των παραπάνω είναι η πτώση του λόγου του κέρδους προς την επένδυση - του ποσοστού κέρδους. Η αιτία για την αύξηση της επένδυσης είναι ο ανταγωνισμός- η ανάγκη του κάθε καπιταλιστή να επιβάλει μεγαλύτερη παραγωγικότητα ώστε να βρεθεί μπροστά από τους ανταγωνιστές του. Όμως, όσος κι αν είναι ο ανταγωνισμός στον οποίο θα εξαναγκαστεί να ριχτεί ο καπιταλιστής, το αποτέλεσμα για το σύνολο της τάξης των καπιταλιστών είναι καταστροφικό. Γιατί, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι καπιταλιστές δεν υπολογίζουν την επιτυχία ή την αποτυχία των εγχειρημάτων τους με βάση το απόλυτο κέρδος αλλά με βάση το ποσοστό κέρδους. Σε αυτή την εικόνα που παρουσιάζει ο Μαρξ, αντιτάσσονται συχνά δυο αντιρρήσεις. Η πρώτη είναι ότι οι τεχνολογικοί πρόοδοι δεν έχουν πάντοτε ως αποτέλεσμα την αύξηση του λόγου των μέσων παραγωγής προς τους εργάτες, ότι οι νέες τεχνικές μπορεί να είναι καινοτομίες «εξοικονόμησης κεφαλαίου» και όχι «εντάσεως κεφαλαίου». Αν η επιστημονική γνώση προοδεύει και βρίσκει εφαρμογή σε νέες τεχνολογίες, τότε αυτές μπορεί να απαιτούν λιγότερα μηχανήματα και πρώτες ύλες 96
Κρις Χάρμαν
ανά εργάτη απ' ό,τι απαιτούσαν οι παλιότερες τεχνολογίες. Σε κάθε δεδομένη στιγμή θα υπάρχουν έστω κάποιες τεχνολογίες που θα είναι «εξοικονόμησης κεφαλαίου». Αυτό είναι σωστό. Όμως, δεν διαψεύδει τον Μαρξ. Γιατί το πιο πιθανό είναι οι καινοτομίες να είναι «εντάσεως κεφαλαίου» παρά «εξοικονόμησης κεφαλαίου». Σε κάθε δεδομένο επίπεδο επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης, πράγματι, κάποιες καινοτομίες θα είναι εξοικονόμησης κεφαλαίου. Όμως, όταν όλες τους θα έχουν εφαρμοστεί θα συνεχίσουν να υπάρχουν άλλες καινοτομίες (ή οι καπιταλιστές θα υποψιάζονται ότι υπάρχουν) οι οποίες θα μπορούν να εφαρμοστούν μόνο μέσω της αύξησης του επιπέδου της επένδυσης σε μέσα παραγωγής. Το γεγονός ότι ένας βαθμός τεχνικής προόδου είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς καμιά αύξηση στο λόγο κεφαλαίου-εργασίας, δεν σημαίνει ότι μπορούν να κερδηθούν όλα τα πλεονεκτήματα της τεχνικής προόδου χωρίς μια τέτοια αύξηση. Αν ένας μεμονωμένος καπιταλιστής είναι σε θέση να αυξήσει το λόγο κεφαλαίου προς εργάτες, θα έχει τη δυνατότητα να επενδύσει σε καινοτομίες (και να τις αξιοποιήσει) που χρειάζονται περισσότερο κεφάλαιο, όσο και σε καινοτομίες που δεν χρειάζονται. Αν δεν μπορεί να αυξήσει το λόγο τότε θα επωφεληθεί μόνο από τις καινοτομίες που δεν χρειάζονται - και θα χάσει στην κούρσα του ανταγωνισμού απ' αυτούς που μπορούν να επενδύσουν στις καινοτομίες και των δυο ειδών. Από τη στιγμή που, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν υπάρχει όριο στην αύξηση που μπορεί να γνωρίσει ο λόγος των μέσων παραγωγής προς τους εργάτες, τότε δεν υπάρχει ούτε θεωρητικό όριο στις πιθανές καινοτομίες που θα βασίζονται σε αυτή τη μέθοδο ανταγωνισμού. Στον πραγματικό κόσμο, κάθε καπιταλιστής θεωρεί δεδομένο ότι ο δρόμος για να κερδίσει πρόσβαση στην προηγμένη τεχνολογική αλλαγή, βρίσκεται στην αύξηση του επιπέδου της επένδυσης σε μέσα παραγωγής ή σε «νεκρή εργασία» (συμπεριλαμβανομένης της νεκρής εργασίας που ήταν προϊόν έρευνας και τεχνολογίας στο παρελθόν). Μόνο στις σελίδες των πιο εσωστρεφών επιθεωρήσεων πολιτικής οικονομίας μπορεί κάποιος να φανταστεί ότι για τη Ford Motor Company ο τρόπος για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό της Toyota είναι να περικόψει το επίπεδο της υλικής επένδυσης ανά εργάτη. Ο καπιταλιστής συνήθως κατανοεί ότι δεν μπορεί να δρέψει τους καρπούς της καινοτομίας χωρίς Καπιταλισμός Ζόμττι
97
να τους πληρώσει. Γι' αυτούς τους λόγους η μέση ποσότητα των μέσων παραγωγής ανά εργάτη, η «τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου» κατά τον Μαρξ, θα ανεβαίνει - και μαζί με αυτή θα αυξάνεται και η «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου». Μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να σταματήσει την πίεση για μια τέτοια άνοδο: αν, για κάποιο λόγο, εκδηλωνόταν μια έλλειψη επενδύσεων που αναζητούν κέρδος. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι καπιταλιστές θα πρέπει να παραιτηθούν από τις ελπίδες για επίτευξη καινοτομιών μέσω μεγαλύτερης επένδυσης και να αρκεστούν σε κείνες που θα σκοντάψουν πάνω τους τυχαία. Το δεύτερο επιχείρημα που στρέφεται ενάντια στην ανάλυση του Μαρξ, υποστηρίζει ότι οι αλλαγές στην τεχνική από μόνες τους δεν μπορούν να επιφέρουν πτώση στο ποσοστό κέρδους. Γιατί, όπως υποστηρίζεται, οι καπιταλιστές θα εισαγάγουν μια νέα τεχνική μόνο αν αυτή αυξάνει τα κέρδη τους. Όμως, αν αυτή η τεχνική ανεβάζει τα κέρδη ενός καπιταλιστή, τότε θα πρέπει να ανεβάζει και το μέσο επίπεδο κέρδους για ολόκληρη την τάξη των καπιταλιστών. Επί παραδείγματι, ο Στίντμαν (Steedman) δηλώνει ότι: «Οι δυνάμεις του ανταγωνισμού θα οδηγήσουν κλάδο τον κλάδο στην επιλογή εκείνων των μεθόδων παραγωγής που παράγουν το υψηλότερο δυνατό γενικό ποσοστό κέρδους σε ολόκληρη την οικονομία».34 Τα τελευταία σαράντα χρόνια το ίδιο επιχείρημα έχουν αποδεχτεί μια σειρά μαρξιστές οικονομολόγοι, για παράδειγμα ο Γκλιν (Glynn), 35 ο Χάρισον Χίμελβαϊτ (Harrison Himmelweit),36 οι Ντιμενίλ (Dumenil) και Λεβί (Levy),37 ο Μπρένερ (Brenner),38 ενώ ο Οκίσιο (Okishio) το έχει διατυπώσει μαθηματικά.3' Οι παραπάνω καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι καπιταλιστές θα εισαγάγουν τεχνικές έντασης κεφαλαίου που μοιάζει ότι μειώνουν το ποσοστό κέρδους, μόνο εάν αυτό το ποσοστό συμπιέζεται ήδη είτε από μια αύξηση στους πραγματικούς μισθούς, είτε από τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Αυτοί είναι οι παράγοντες που πλήττουν το ποσοστό κέρδους· όχι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Τα ίδια τα γραπτά του Μαρξ δίνουν μια απλή απάντηση σε αυτά τα επιχειρήματα: ότι ο πρώτος καπιταλιστής που θα επενδύσει σε νέα τεχνολογία αποκτά ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι στους άλλους καπιταλιστές- κάτι που τον βοηθά να αποσπάσει ένα πλεόνασμα 98
Κρις Χάρμαν
κέρδους. Όμως αυτό το πλεόνασμα θα εξαφανιστεί από τη στιγμή που θα γενικευτεί η εφαρμογή της καινοτομίας. Αυτό που λαμβάνει ο καπιταλιστής ως χρηματικό ποσό όταν πουλά τα εμπορεύματά του, εξαρτάται από το μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που εμπεριέχεται σ' αυτά. Αν εισαγάγει μια νέα, πιο παραγωγική τεχνική, την οποία όμως δεν την εισάγουν άλλοι καπιταλιστές, τότε θα παράγει προϊόντα με τον ίδιο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, αλλά με λιγότερη δαπάνη σε πραγματική, συγκεκριμένη εργατική δύναμη. Τα κέρδη του αυξάνονται.40 Όμως, από τη στιγμή που όλοι οι καπιταλιστές εφαρμόσουν αυτές τις τεχνικές, η αξία των αγαθών πέφτει μέχρι να ανταποκρίνεται στο μέσο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους με τις νέες τεχνικές. Το πρόσθετο κέρδος εξαφανίζεται - και αν χρησιμοποιηθούν περισσότερα μέσα παραγωγής για την πρόσβαση στις νέες τεχνικές, το ποσοστό κέρδους πέφτει.41 Οι συνέπειες της ανάλυσης του Μαρξ είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Η ίδια η επιτυχία του καπιταλισμού στη συσσώρευση [κεφαλαίου, στμ] οδηγεί την περαιτέρω συσσώρευση σε προβλήματα. Τελικά, η ανταγωνιστική κούρσα των καπιταλιστών να μπουν μπροστά από τους άλλους καπιταλιστές, έχει ως αποτέλεσμα επενδύσεις τεράστιας κλίμακας τις οποίες δεν μπορεί να τις στηρίξει το ποσοστό κέρδους. Αν κάποιοι καπιταλιστές κατορθώνουν να πραγματοποιούν ένα επαρκές ποσοστό κέρδους, το κατορθώνουν μοναχά εις βάρος άλλων καπιταλιστών που οδηγούνται στη χρεοκοπία. Η κούρσα της συσσώρευσης οδηγεί αναπόφευκτα σε κρίσεις. Κι όσο μεγαλύτερη είναι η κλίμακα της συσσώρευσης που έχει πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, τόσο βαθύτερες θα 'ναι και οι κρίσεις.
Οι αντισταθμιστικές
τάσεις
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η θεωρία του Μαρξ αποτελεί μια αφαιρετική ανάλυση των πιο γενικών τάσεων του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν μπορούμε να συνάγουμε απ' αυτή κατευθείαν συμπεράσματα για τη συμπεριφορά της οικονομίας σε οποιονδήποτε τόπο και χρόνο. Προηγουμένως, χρειάζεται να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι γενικές Καπιταλισμός Ζόμττι
99
τάσεις αλληλεπιδρούν με μια σειρά άλλους παράγοντες. Ο Μαρξ είχε πλήρη συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, και γι' αυτό το λόγο ενσωμάτωσε στην ανάλυσή του αυτές που ονόμασε «αντισταθμιστικές τάσεις». Δυο απ' αυτές έχουν κεντρική σημασία. Η πρώτη είναι η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Αν ο κάθε εργάτης αποδίδει περισσότερη υπεραξία, τότε αντισταθμίζεται το γεγονός ότι υπάρχουν λιγότεροι εργάτες ανά μονάδα επένδυσης. Η αυξημένη εκμετάλλευση μπορεί να προκύψει από την επέκταση της εργάσιμης μέρας (η «απόλυτη υπεραξία» σύμφωνα με τον Μαρξ), από την περικοπή των πραγματικών μισθών, την αύξηση της φυσικής έντασης της εργασίας ή από μια μείωση του κόστους παροχής των προς το ζην στους εργάτες ως αποτέλεσμα της αυξημένης παραγωγικότητας. Σ' αυτή την περίπτωση ο καπιταλιστής θα μπορούσε να αυξήσει το ποσοστό της εργασίας κάθε ξεχωριστού εργάτη που μετατρέπεται σε υπεραξία, ακόμα κι αν δεν μειωνόταν το βιοτικό επίπεδο του εργάτη. Μια τέτοια αύξηση τον ποσοστού εκμετάλλευσης μπορεί να αντισταθμίσει σε κάποιο βαθμό τις καθοδικές πιέσεις στο ποσοστό κέρδους: ο συνολικός αριθμός των εργατών μπορεί να μην μεγαλώνει με την ίδια ταχύτητα που μεγαλώνει η συνολική επένδυση, όμως, ο κάθε ξεχωριστός εργάτης/τρια θα παρήγε περισσότερη υπεραξία ακόμα και αν δεν πληττόταν από περικοπή στο μισθό ή δεν αναγκαζόταν να εργαστεί πιο σκληρά. Υπάρχει, ωστόσο, ένα όριο στο βαθμό που η συγκεκριμένη μέθοδος μπορεί να αντισταθμίσει την πίεση στο ποσοστού κέρδους: το όριο είναι ο αριθμός των ωρών της εργάσιμης μέρας. Ο αριθμός των εργάσιμων ωρών που αναλογούν στη συντήρηση του εργάτη μπορεί να μειωθούν από τέσσερις σε τρεις ημερησίως, ή από τρεις σε δύο, δεν μπορούν, όμως, να πέσουν κάτω από το μηδέν! Αντίθετα, η επένδυση σε μέσα παραγωγής μπορεί να αυξηθεί χωρίς όριο.42 Ας πάρουμε σαν παράδειγμα μια επιχείρηση που απασχολεί σε μόνιμη βάση προσωπικό 30.000 ατόμων. Ακόμα κι αν τους ανάγκαζε να δουλέψουν στα όρια των φυσικών τους δυνατοτήτων (π.χ. 16 ώρες ημερησίως) χωρίς να τους πληρώνει μισθούς, το καθημερινό της κέρδος δεν θα ξεπερνούσε την αξία που είναι ενσωματωμένη στις 30.000 χ 16 ώρες εργασίας. Πρόκειται για ένα όριο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να αυξηθεί το κέρδος. Όμως, δεν υφίσταται κανένα τέτοιο όριο στο βαθμό 100
Κρις Χάρμαν
που μπορεί να αυξηθεί η επένδυση (και με ένα τέτοιο υψηλό ποσοστό εκμετάλλευσης θα υπάρχει μια τεράστια ποσότητα υπεραξίας που θα πρέπει να μετατραπεί σε διευρυμένη επένδυση). Οπότε, υπάρχει ένα σημείο που τα κέρδη σταματούν να αυξάνονται, έστω κι αν ο ανταγωνισμός αναγκάζει το επίπεδο των επενδύσεων να αυξάνεται συνεχώς. Ο λόγος των κερδών προς την επένδυση, το ποσοστό κέρδους, θα τείνει να πέφτει. Η δεύτερη «αντισταθμιστική τάση» είναι το γεγονός ότι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει ότι συντελείται μια συνεχής μείωση του χρόνου εργασίας - συνεπώς και της αξίας - που είναι αναγκαίος για την παραγωγή μιας μονάδας εγκαταστάσεων, εξοπλισμού, πρώτων υλών. Η «τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου» - ο υλικός λόγος των εργοστασίων, μηχανών κλπ προς τους εργάτες - μεγαλώνει. Όμως, τα εργοστάσια, οι μηχανές κλπ, γίνονται φτηνότερα. Οπότε η επέκταση της επένδυσης σε αξία θα είναι μάλλον πιο αργή από την επέκτασή της σε υλικούς όρους. Μ' αυτό τον τρόπο θα αντισταθμίζει σε ένα βαθμό την τάση να ξεπερνά σε αύξηση η αξία της επένδυσης την υπεραξία. Έχουν διατυπωθεί ισχυρισμοί ότι η παραπάνω διαδικασία συνιστά κάτι περισσότερο από «αντισταθμιστική τάση» στο νόμο του Μαρξ, ότι στην πραγματικότητα τον αναιρεί πλήρως. Όσοι ασκούν μια τέτοια κριτική, επιστρατεύοντας τις μαθηματικές εξισώσεις του Οκίσιο, υποστηρίζουν ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει ως αποτέλεσμα τα αγαθά να παράγονται πάντοτε φτηνότερα απ' ό,τι στο παρελθόν.43 Αν σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία η αύξηση του λόγου νεκρής προς ζωντανή εργασία αυξήσει την παραγωγικότητα, η τιμή του παραγόμενου προϊόντος θα πέσει σε σύγκριση με την τιμή από άλλες βιομηχανίες. Όμως, αυτό με τη σειρά του θα μειώσει το κόστος της επένδυσης στις άλλες βιομηχανίες και το λόγο της επένδυσης προς την εργασία. Χαμηλότερα κόστη επένδυσης θα χαμηλώσουν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και θα αυξήσουν το ποσοστό κέρδους. Με μια πρώτη ματιά, το επιχείρημα φαίνεται πειστικό. Είναι, ωστόσο, ψευδές. Βασίζεται σε μια αλληλουχία λογικών βημάτων η οποία δεν υφίσταται στον πραγματικό κόσμο. Η επένδυση είναι μια παραγωγική διαδικασία που συμβαίνει σε ένα δεδομένο χρονικό σημείο. Το φτήνεμα Καπιταλισμός Ζόμττι
101
της παραπέρα επένδυσης ως αποτέλεσμα των βελτιωμένων παραγωγικών τεχνικών, είναι μια άλλη διαδικασία που συμβαίνει σε ένα μετέπειτα χρονικό σημείο. Αυτές οι δυο δεν πραγματοποιούνται ταυτόχρονα.44 Υπάρχει μια παλιά παροιμία που λέει: «Δεν μπορείς να χτίσεις τα σπίτια του σήμερα με τα τούβλα του αύριο». Το γεγονός ότι η αύξηση της παραγωγικότητας θα κάνει την αγορά μιας μηχανής φτηνότερη σε διάστημα ενός έτους, δεν σημαίνει ότι μειώνεται και το ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καπιταλιστής για να την αγοράσει σήμερα. Και αν κάποιος άλλος καπιταλιστής αγοράσει τη νέα μηχανή τότε, η αξία της μηχανής που κατέχει ο πρώτος καπιταλιστής μειώνεται άμεσα. Ενώ ο νέος καπιταλιστής μπορεί να παράγει με περισσότερο κέρδος, ο πρώτος καπιταλιστής πρέπει να αφαιρέσει από τα κέρδη του τη ζημιά που υπέστη στην αξία της μηχανής.45 Όταν οι καπιταλιστές υπολογίζουν τα ποσοστά κέρδους τους, συγκρίνουν την υπεραξία που αποσπούν κάνοντας χρήση των εγκαταστάσεων και των μηχανών που λειτουργούν, με τα ποσά που είχαν ξοδέψει για την απόκτηση τους κάποια στιγμή στο παρελθόν. Δεν συγκρίνουν με αυτό που θα τους κόστιζε η αντικατάστασή τους σήμερα. Αυτό το σημείο αποκτάει μεγαλύτερη σημασία, αν θυμηθούμε ότι η πραγματική διαδικασία καπιταλιστικής επένδυσης συμβαίνει με ένα τέτοιο τρόπο που το ίδιο πάγιο, σταθερό κεφάλαιο (μηχανές και κτίρια) χρησιμοποιείται για πολλούς κύκλους παραγωγής. Το γεγονός ότι το κόστος της επένδυσης θα ήταν χαμηλότερο αν αυτή πραγματοποιούταν μετά το δεύτερο, τρίτο ή τέταρτο γύρο παραγωγής δεν αλλάζει το κόστος της που ίσχυε πριν τον πρώτο γύρο παραγωγής. Η υποτιθέμενη διάψευση του Μαρξ, όπως και το λεγόμενο «πρόβλημα του μετασχηματισμού», προκύπτει από την προσπάθεια εφαρμογής ταυτόχρονων εξισώσεων σε διαδικασίες που πραγματοποιούνται στο χρόνο. Εξ ορισμού οι ταυτόχρονες εξισώσεις δηλώνουν ταυτόχρονες διαδικασίες χωρίς τη μεσολάβηση χρόνου ανάμεσά τους. Βέβαια, η πτώση της αξίας του επενδυμένου κεφαλαίου τους δεν κάνει τη ζωή ευκολότερη για τους καπιταλιστές. Για να επιβιώσουν στην αγορά πρέπει να αναπληρώσουν, με κέρδος μάλιστα, όλο το κόστος των προηγούμενων επενδύσεών τους κι αν η τεχνολογική πρόοδος έχει σημάνει ότι τώρα πλέον η αξία αυτών των επενδύσεων έχει πέσει π.χ. 102
Κρις Χάρμαν
στο μισό, θα πρέπει διαγράψουν αυτή τη διαφορά από τα ακαθάριστα κέρδη τους. Ό,τι κέρδισαν από το ένα χέρι το έχασαν από το άλλο, με την «απόσβεση» κεφαλαίου να τους προκαλεί πονοκεφάλους το ίδιο έντονους με εκείνους που θα τους προκαλούσε μια άμεση πτώση του ποσοστού κέρδους.46 Ο καπιταλισμός δεν στηρίζεται απλά στην αξία, αλλά στην αυτοεπέκταση της αξίας που ενσωματώνεται στο κεφάλαιο. Το γεγονός αυτό κάνει αναγκαστική τη σύγκριση ανάμεσα στην τρέχουσα υπεραξία και την καπιταλιστική επένδυση από την οποία πηγάζει και η οποία έχει προηγηθεί. Διαφορετικά, η ίδια η έννοια των «αυτοεπεκτεινόμενων αξιών» γίνεται ασυνάρτητη. Και η απώλεια αξίας του εξοπλισμού και των υλικών της παραγωγής που έχουν ήδη πληρωθεί θέτει εμπόδια στην αυτοεπέκταση της αξίας. Η μείωση του κόστους της επένδυσης μπορεί να ευνοήσει το νέο καπιταλιστή. Όμως, και ο ίδιος υφίσταται πίεση από άλλους καπιταλιστές που κι εκείνοι με τη σειρά τους επενδύουν σε νέο, φτηνότερο εξοπλισμό. Και διαρκώς, η ύπαρξη της υπεραξίας που έχει παραχθεί σε προηγούμενους γύρους παραγωγής και είναι διαθέσιμη για επενδύσεις σε όλο και νεότερες τεχνικές, ωθεί προς τα πάνω το λόγο της επένδυσης προς το εργατικό δυναμικό. Υπάρχει μια συνεχής μεγέθυνση του ποσού της υπεραξίας που αναζητεί διέξοδο για επένδυση. Όσο μεγαλύτερο τμήμα αυτής της υπεραξίας μπορεί να πάρει στα χέρια του ο κάθε καπιταλιστής τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι επενδύσεις που θα μπορεί να υλοποιήσει και τόσο περισσότερες τεχνικές αύξησης της παραγωγικότητας θα είναι σε θέση να εισάγει σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές του. Ένας καπιταλιστής μπορεί να αγοράσει σήμερα μια μηχανή που είναι δυο φορές παραγωγικότερη από μια άλλη που είχε αγοράσει ένα χρόνο πριν. Όμως, αυτό δεν θα του χρησιμεύσει σε τίποτα, αν ο ανταγωνιστής του χρησιμοποιήσει μεγαλύτερη συσσωρευμένη υπεραξία για να αγοράσει μια μηχανή που είναι τέσσερις φορές παραγωγικότερη. Ο κάθε καπιταλιστής μπορεί να συνεχίζει να επιβιώνει μόνο αν δαπανά σε νέα μέσα παραγωγής όσο γίνεται περισσότερη υπεραξία. Αν τα μέσα παραγωγής γίνονται φτηνότερα, τότε αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο από το ότι πρέπει να αγοράσει περισσότερα για να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αν όλα τ' Καπιταλισμός Ζόμττι
103
άλλα παραμένουν ίσα, όσο υπάρχει περισσότερη υπεραξία διαθέσιμη για επένδυση σε σχέση με παλιότερα, τόσο η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου τείνει να αυξάνεται.47 Δεν παίζει κανένα ρόλο το γεγονός ότι τα μέσα και υλικά παραγωγής είναι φτηνότερα- απλά αυτό γίνεται αιτία να αγοραστούν περισσότερα.
Η κρίση και η πτώση του ποσοστού κέρδους Αν η υποτίμηση του κεφαλαίου μέσω της αυξημένης παραγωγικότητας δεν μπορεί από μόνη της να διατηρήσει το ποσοστό κέρδους, αυτό μπορεί να συμβεί αν συνδυαστεί με κάτι άλλο: την κρίση. Γιατί κρίση σημαίνει ότι μερικά κεφάλαια χρεοκοπούν. Τότε εξαναγκάζονται να ξεφορτωθούν το κεφάλαιο τους όχι απλώς στην υποτιμημένη του αξία, αλλά όσο-όσο. Ευεργετημένοι είναι όσοι καπιταλιστές επιβιώνουν από την κρίση. Μπορούν να αγοράσουν πολύ φτηνά μέσα παραγωγής - συσσωρεύσεις αξίας - που τους καθιστούν ικανούς να αποκαταστήσουν το δικό τους ποσοστό κέρδους. Κατ' αυτό τον τρόπο, η υποτίμηση της αξίας του κεφαλαίου μπορεί να ανακουφίσει το σύστημα συνολικά, μιας και το βάρος του κόστους το αναλαμβάνουν ουσιαστικά οι καπιταλιστές που οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία και όχι εκείνοι που επιβίωσαν. Οι καπιταλιστές που εξοντώνονται επωμίζονται πολύ από το κόστος της υποτίμησης για το σύστημα συνολικά, διευκολύνοντας όσους επιβιώνουν να το κατορθώνουν με χαμηλότερο κεφαλαιακό κόστος και υψηλότερο ποσοστό κέρδους απ' ό,τι θα είχαν σε διαφορετική περίπτωση. «Πάντοτε οι κρίσεις δεν είναι τίποτε άλλο από στιγμιαίες και βίαιες λύσεις των υφιστάμενων αντιθέσεων. Είναι βίαιες εκρήξεις που αποκαθιστούν προσωρινά τη διαταραγμένη ισορροπία».4® Υπάρχει μια συνεχής διπλή αλληλεπίδραση ανάμεσα στη μακρόχρονη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και στις κυκλικές κρίσεις. Η αύξηση του λόγου επένδυσης/εργασίας που συντελείται καθώς πραγματοποιούνται νέες επενδύσεις σε περιόδους επέκτασης, εξασκεί μια καθοδική πίεση στο ποσοστό κέρδους, όπως του ασκούν πίεση οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και στους μισθούς. Μια τέτοια πίεση 104
Κρις Χάρμαν
μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα, όπου η πτώση του ποσοστού κέρδους οδηγεί επιχειρήσεις σε παύση επενδύσεων, κάτι το οποίο προκαλεί ύφεση στις εταιρείες παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών που στη συνέχεια επεκτείνεται και στους άλλους τομείς. Ή μπορεί να έχει έμμεσο αποτέλεσμα, αν η προσπάθεια των επιχειρήσεων να καθηλώσουν τους πραγματικούς μισθούς στεφθεί με επιτυχία. Σε αυτή την περίπτωση οι επιχειρήσεις παραγωγής ειδών κατανάλωσης δεν θα μπορούν να πουλήσουν τα προϊόντα τους - ή, όπως το έθεσε ο Μαρξ, δεν θα μπορούν να «πραγματοποιήσουν την υπεραξία» που έχουν αποσπάσει με την εκμετάλλευση - κάτι που με τη σειρά του θα οδηγήσει πάλι σε ύφεση.49 Όμως, η κρίση με τη σειρά της οδηγεί κάποιες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία και δίνει τη δυνατότητα σε άλλες επιχειρήσεις να απορροφήσουν τον εξοπλισμό και τις πρώτες ύλες και να προσλάβουν τους εργάτες τους με χαμηλότερους μισθούς. Αν χρεοκοπήσουν αρκετές επιχειρήσεις, τότε η κρίση μπορεί να εξουδετερώσει πλήρως τη μακρόχρονη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Εν συντομία, η πτώση του ποσοστού κέρδους παράγει την κυκλική κρίση, όμως η κυκλική κρίση βοηθά στην επίλυση της μακρόχρονης πτώσης στο ποσοστό κέρδους. Η θεωρία του Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δημοσιεύτηκε έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατο του* και δεν είχε μεγάλο αντίκτυπο στις αναλύσεις που έκαναν οι υποστηρικτές του στις δυο επόμενες δεκαετίες. Μόλις και μετά βίας εμφανίζεται στις πιο σημαντικές εργασίες μαρξιστικής ανάλυσης που έγραψαν η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Βλαδιμίρ Λένιν και ο Νικολάι Μπουχάριν. Ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ την αποδεχόταν, όμως δεν ήταν κεντρική στη δικιά του ανάλυση.50 Μόνο τη δεκαετία του '20 ο πολωνο-αυστριακός μαρξιστής Χένρικ Γκρόσμαν έκανε μια συστηματική προσπάθεια να αξιοποιήσει αυτή τη θεωρία για να ερμηνεύσει τη μακροπρόθεσμη τροχιά του συστήματος. Ο Γκρόσμαν αντιδρούσε στη ροπή πολλών μαρξιστών να αρνούνται ότι ο καπιταλισμός αναπόφευκτα οδεύει σε ένα μεγάλο κραχ, σε μια «κατάρρευση». Πήρε σαν αφετηρία της κριτικής του τα επιχειρήματα του αυστριακού σοσιαλδημοκράτη Ότο Μπάουερ, ο οποίος υποστήριζε ότι είχε αποδείξει πως ο καπιταλισμός θα μπορούσε να επεκτεί• Πέθανε το 1883. Στμ. Καπιταλισμός Ζόμττι
105
νεται επ' αόριστον χρησιμοποιώντας τα σχήματα αναπαραγωγής που υπάρχουν στο Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου, με τα οποία ο Μαρξ αποπειράται να απεικονίσει τις αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα* της καπιταλιστικής παραγωγής.51 Ο Γκρόσμαν υποστήριζε ότι είχε αποδείξει - κόντρα στον Μπάουερ - ότι αν τα σχήματα αναπαραγωγής επεκταθούν κατά πολλούς κύκλους παραγωγής,** τότε θα έφτανε ένα σημείο όπου το ποσοστό του κέρδους θα ήταν πολύ χαμηλό για να επιτρέψει τη συνέχιση της παραγωγής χωρίς να χρειάζεται να κοπούν οι πραγματικοί μισθοί των εργατών και η κατανάλωση της ίδιας της τάξης των καπιταλιστών. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε διότι «το εύρος της συσσώρευσης επεκτείνεται... σε αναλογία με το βάρος του ήδη συσσωρευμένου κεφαλαίου», έστω κι αν το ποσοστό κέρδους τείνει να μειώνεται. Εν τέλει θα έφτανε το σημείο στο οποίο η διατήρηση της συσσώρευσης θα απορροφούσε όλη την υπάρχουσα υπεραξία, χωρίς να αφήνει καθόλου για την πολυτελή κατανάλωση της τάξης των καπιταλιστών και στη συνέχεια κατατρώγοντας και την αξία που θα χρειαζόταν για τη συντήρηση της εργατικής τάξης.52 Εναλλακτικά, αν χρησιμοποιηθεί υπεραξία σε αυξημένη κλίμακα για να διατηρηθεί το ποσοστό κέρδους στις υφιστάμενες επενδύσεις, τότε θα σημειωνόταν κατάρρευση του όγκου της υπεραξίας που θα ήταν διαθέσιμη για νέες επενδύσεις. Οι βιομηχανίες που τροφοδοτούν τις επενδύσεις δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν. Θα εμφανιζόταν μια «απόλυτη υπερσυσσώρευση» και μια «κατάσταση κεφαλαιακού κορεσμού κατά την οποία το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο βρίσκεται αντιμέτωπο με έλλειψη επενδυτικών ευκαιριών και του είναι όλο και πιο δύσκολο να υπερβεί αυτό τον κορεσμό».53 Σε κάθε μια από τις δυο περιπτώσεις, το σύστημα δεν θα μπορούσε να αναπαράγει τον εαυτό του. Έχουν διατυπωθεί πολλές αντιρρήσεις στα επιχειρήματα του Γκρόσμαν.54 Από την ανάλυσή του δεν γίνεται σαφές γιατί ο ρυθμός της επέ* Το Τμήμα I (παραγωγή μέσων παραγωγής), το Τμήμα II (παραγωγή ειδών κατανάλωσης). Ο Μαρξ σε σημεία του έργου του συμπεριλαμβάνει και ένα τρίτο, το Τμήμα III (παραγωγή ειδών πολυτελείας). Στμ. · · Ο Μπάουερ σταματάει στον τέταρτο κύκλο. Ο Γκρόσμαν επεκτείνει μέχρι τον 36. Κάθε κύκλος ισούται με ένα χρόνο. Στμ. 106
Κρις Χ ά ρ μ α ν
κτασης των επενδύσεων παραμένει σταθερός από κύκλο σε κύκλο, αντί να μειώνεται με αργούς ρυθμούς ανταποκρινόμενος στην πτώση του ποσοστού κέρδους - και συγκρατώντας, ως εκ τούτου, την ανοδική τάση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να μοιάζει ότι η «κατάρρευση» μπορεί να αναβληθεί για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Παραπέρα, το βιβλίο του Γκρόσμαν δεν αποσαφηνίζει αν η θεωρία αποδεικνύει το αναπόφευκτο της κρίσης ή το αναπόφευκτο μιας πλήρους κατάρρευσης του συστήματος. Ο Γκρόσμαν παραδέχεται ότι η κρίση μπορεί να λειτουργεί αντισταθμιστικά στην πτώση του ποσοστού κέρδους, ωστόσο παρ' όλα αυτά συμπεραίνει: ο μηχανισμός συνολικά τείνει αμείλικτα στο απώτατο όριό του με τη γενική διαδικασία της συσσώρευσης... Από τη στιγμή που αυτές οι αντίρροπες τάσεις εκτονωθούν από μόνες τους ή απλά πάψουν να λειτουργούν, η τάση της κατάρρευσης παίρνει το πάνω χέρι και εκδηλώνεται στην απόλυτη μορφή της τελικής κρίσης.55 Παρ' όλα αυτά, είναι δυνατόν να σκεφτούμε υποθετικές περιστάσεις όπου θα έχουν εφαρμογή τα επιχειρήματα του Γκρόσμαν. Ο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στα κεφάλαια - ο οποίος εντείνεται περισσότερο λόγω των πτωτικών ποσοστών κέρδους - μπορεί να αναγκάσει το καθένα απ' αυτά να επενδύει σε όλο και πιο ακριβά μέσα παραγωγής, ούτως ώστε να αποκτήσει την προηγμένη τεχνολογία που είναι όρος επιβίωσης. Σε αυτή την περίπτωση, τα τεχνικά προαπαιτούμενα του επιτυχημένου ανταγωνισμού θα αντιστρατεύονταν τη δυνατότητα διατήρησης της κερδοφορίας- η ενσωμάτωση του κεφαλαίου σε συγκεκριμένες αξίες χρήσης θα ερχόταν σε αντίθεση με τη δυνατότητα επέκτασης της αξίας του. Η αντίσταση της εργατικής τάξης θα μπορούσε να εμποδίσει την παλινόρθωση των ποσοστών κέρδους μέσω της μεθόδου της μείωσης της αμοιβής της εργατικής δύναμης κάτω από το κόστος αναπαραγωγής της. Και μπορεί να υπάρξει κάτι που θα εμποδίσει τη συνηθισμένη λειτουργία των κύκλων άνθησης-ύφεσης, δηλαδή τη χρεοκοπία κάποιων επιχειρήσεων και την ανακούφιση των μακροχρόνιων προβλημάτων για τις υπόλοιπες. Επομένως, η θεωρία του Γκρόσμαν δείχνει πως η πτωτική τάση του κέρδους μπορεί να προκαλέσει βαθιά προβλήματα στο σύστημα, χωρίς να την αντιμετωπίζουμε ως μια οριστική απόδειξη ότι ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος να καταρρεύσει από μόνος του. Καπιταλισμός Ζόμττι
107
Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου Η δεύτερη μακρόχρονη διαδικασία που ανακάλυψε ο Μαρξ ήταν εκείνη που ονόμασε «συγκέντρωση και συγκεντροποίηση» του κεφαλαίου.54 Δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει. Η συγκέντρωση αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η εκμετάλλευση δίνει τη δυνατότητα στις διάφορες μονάδες κεφαλαίου να συσσωρεύουν και να μεγεθύνονται. Η μικρή εταιρεία γίνεται μεγάλη και η μεγάλη γίνεται γιγάντια εφόσον είναι σε θέση να επιβιώσει μετά από κάθε κυκλική κρίση. Η συγκεντροποίηση αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο κάθε κρίση αποβάλλει μερικούς καπιταλιστές, αφήνοντας εκείνους που θα διατηρηθούν να ελέγχουν ένα μεγαλύτερο μέρος του συνόλου του συστήματος. Αυτή η διαδικασία έχει σημαντικές συνέπειες, οι οποίες δεν σκιαγραφήθηκαν όλες πλήρως από τον ίδιο τον Μαρξ. Όσο μεγαλύτερες είναι οι ξεχωριστές μονάδες κεφαλαίου και όσο μεγαλύτερο μερίδιο συνιστούν για το σύνολο του συστήματος, τόσο ευρύτερη θα είναι και η επίδραση τους πάνω στο υπόλοιπο σύστημα κάθε φορά που κάποια από αυτές θα καταρρέει. Αν μια μικρή επιχείρηση σταματά να είναι κερδοφόρα και καταρρεύσει, αυτή η κατάρρευση θα καταστρέψει μόνο ένα μικρό μέρος της αγοράς για κάποιες άλλες, προηγουμένως κερδοφόρες, μικρές επιχειρήσεις που την τροφοδοτούσαν. Το φαινόμενο του ντόμινο θα είναι πολύ περιορισμένο. Αν, όμως, μία από τις γιγαντιαίες επιχειρήσεις χρεοκοπήσει, τότε αυτή η χρεωκοπία μπορεί να έχει καταστρεπτικές συνέπειες σε άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, προηγουμένως κερδοφόρες, οι οποίες εξαρτούνταν απ' αυτή για τις αγορές τους, όπως επίσης και για τις τράπεζες ή άλλες επιχειρήσεις που την είχαν δανειοδοτήσει. Τότε το φαινόμενο του ντόμινο γίνεται φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το ίδιο το μέγεθος των επιχειρήσεων μπορεί να τους εξασφαλίσει προστασία ως ένα βαθμό από τις δυνάμεις της αγοράς. Οι επιμέρους πράξεις εργασίας εντός μιας μεγάλης καπιταλιστικής επιχείρησης δεν έρχονται απευθείας σε ανταγωνισμό με τις επιμέρους πράξεις εκτός της επιχείρησης. Αντιθέτως, οι αποφάσεις της διεύθυνσης καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται μεταξύ τους. Όπως το θέτει ο Μαρξ: 108
Κρις Χάρμαν
Στο πλαίσιο της βιομηχανικής παραγωγής... ο συλλογικός εργαζόμενος οργανισμός είναι μια μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου. Ο μηχανισμός που αποτελείται από πολυάριθμους ξεχωριστούς εργάτες ανήκει στον καπιταλιστή... Κυρίως η βιομηχανική παραγωγή όχι μόνο υποτάσσει τον προηγουμένως ανεξάρτητο εργάτη στην πειθαρχία και τις διαταγές του κεφαλαίου, αλλά, επιπροσθέτως, δημιουργεί μια ιεραρχική κλίμακα των ίδιων των εργατών... Δεν διανέμεται μόνο το εξειδικευμένο έργο σε επιμέρους άτομα, αλλά και το ίδιο το άτομο καθίσταται ο αυτόματος κινητήρας μιας αποσπασματικής λειτουργίας...57 Οι μεγάλες επιχειρήσεις μοιάζουν με νησιά μέσα στο σύστημα, στα οποία η σχέση μεταξύ της εργασίας που επιτελείται από κάθε άτομο οργανώνεται στη βάση ενός σχεδίου και όχι στη βάση της διασύνδεσης των προϊόντων αυτής της εργασίας μέσω της αγοράς: Τι... χαρακτηρίζει τον καταμερισμό της εργασίας στη βιομηχανική παραγωγή; Το γεγονός ότι ο επιμέρους εργάτης δεν παράγει εμπορεύματα. Μόνο το κοινό προϊόν όλων των επιμέρους εργατών θα γίνει εμπόρευμα. Ο καταμερισμός εργασίας στην κοινωνία προκαλείται από την αγορά και την πώληση των προϊόντων των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας, ενώ η σύνδεση των επιμέρους λειτουργιών σε ένα εργασιακό χώρο οφείλεται στην πώληση της εργατικής δύναμης κάποιου αριθμού εργατών σε έναν καπιταλιστή, ο οποίος τη χρησιμοποιεί ως συνδυασμένη εργατική δύναμη... Την ίδια στιγμή που μέσα στον εργασιακό χώρο ο σιδερένιος νόμος της αναλογικότητας υποτάσσει συγκεκριμένο αριθμό εργατών σε συγκεκριμένες εργασίες, στην κοινωνία, έξω από τον εργασιακό χώρο, η τύχη και οι ιδιοτροπίες ισχύουν απολύτως ως προς την κατανομή των παραγωγών και των μέσων παραγωγής που έχουν στη διάθεσή τους μεταξύ των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας.58 Οι νησίδες σχεδιασμού στο εσωτερικό των επιχειρήσεων δεν υπάρχουν ξέχωρα από τη θάλασσα της εμπορευματικής παραγωγής που τις περιβάλλει. Το εσωτερικό καθεστώς είναι μια ανταπόκριση στην εξωτερική πίεση για απόσπαση και συσσώρευση υπεραξίας προκειμένου να είναι ανταγωνιστικές: «Η αναρχία στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και ο δεσποτισμός στον εργασιακό χώρο είναι αμοιβαίες συνθήκες η μία Καπιταλισμός Ζόμττι
109
της άλλης».*' Ο δεσποτισμός εμφανίζεται εξαιτίας της πίεσης πάνω στον καπιταλιστή να ακολουθήσει η παραγωγικότητα της εργασίας μέσα στην επιχείρησή του το βηματισμό της συνεχώς μεταβαλλόμενης παραγωγικότητας της εργασίας στο σύνολο του συστήματος. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη χρήση του εξαναγκασμού, χωρίς την καταπίεση κάθε εργάτη ξεχωριστά, ώστε ο καπιταλιστής να επιτυγχάνει αυτό που υφίσταται συνολικά στην κοινωνία από την τυφλή αλληλεπίδραση των εμπορευμάτων. Ο νόμος της αξίας λειτουργεί καλύπτοντας όλες τις επιχειρήσεις μέσω της αγοράς. Μέσα στην επιχείρηση πρέπει να επιβληθεί από τη συνειδητή ρύθμιση του καπιταλιστή. Ο σχεδιασμός μέσα στον καπιταλισμό δεν είναι το αντίθετο της αγοράς· είναι ο τρόπος με τον οποίο ο καπιταλιστής επιχειρεί να επιβάλει τις απαιτήσεις της αγοράς πάνω στην εργατική δύναμη.60 Ο καπιταλιστής, ωστόσο, συχνά μπορεί να βρίσκει τρόπο να λειτουργεί με παρεκκλίσεις. Η επιχείρηση μπορεί να είναι κερδοφόρα, αν αναπτύσσεται γρήγορα η αγορά για τα προϊόντα της, παρόλο που το κόστος της παραγωγής εσωτερικά μπορεί να ξεφεύγει σε αξιοσημείωτο βαθμό από το τρέχον κόστος που επικρατεί στο σύνολο του συστήματος. Το ίδιο συμβαίνει όταν κερδίζει ένα μεγάλο μερίδιο της αγοράς σε ένα κλάδο της παραγωγής που απαιτεί μεγάλες ποσότητες παγίου κεφαλαίου. Οι παραγωγικές μέθοδοι που συνδέονται με την υλική δομή του παγίου κεφαλαίου της (την αξία χρήσης της) μπορεί να απαιτούν μεγαλύτερο κόστος από αυτό που υπάρχει στο σύνολο του συστήματος (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται παλαιότερου τύπου μηχανές που απασχολούν πολλούς εργάτες), αλλά η επιχείρηση προστατεύεται από το σοβαρό ανταγωνισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα εξ αιτίας του υψηλού κόστους που έχει η ένταξη νέων επιχειρήσεων ώστε να την ανταγωνιστούν. Η ύπαρξη ενός συγκεκριμένου κεφαλαίου ως πάγιας, υλικής αξίας χρήσης, όπως και εν δυνάμει ρευστής ανταλλακτικής αξίας, σημαίνει ότι ο νόμος της αξίας δεν ισχύει σε αυτήν άμεσα και αυτόματα. Αυτή δεν είναι μία κατάσταση που μπορεί να διατηρηθεί επ' άπειρον. Τελικά, η ανάπτυξη νέων, πιο προηγμένων παραγωγικών μεθόδων στο σύνολο του συστήματος θα φέρει την επιχείρηση αντιμέτωπη με 110
Κρις Χάρμαν
τον αιφνίδιο σοβαρό ανταγωνισμό. Τότε είναι που, μέσω της επίδρασης της κρίσης πάνω της, η επιχείρηση εξαναγκάζεται να αναδομηθεί προκειμένου να παράγει σύμφωνα με το νόμο της αξίας, αν δεν θέλει να καταστραφεί. Όσες περισσότερες ήταν οι επιχειρήσεις που περιβάλλονταν από σχετική προστασία στο παρελθόν - δηλαδή, όσο μεγαλύτερη ήταν η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου - τόσο ισχυρότερη θα είναι και η κρίση όταν τελικά ξεσπάσει. Στο μεταξύ, βεβαίως, οι γιγάντιες εταιρείες μπορούν να ξεφεύγουν από την κρίση· και μερικές φορές ακόμα και για μια μεγάλη χρονική περίοδο. Αν είναι αρκετές οι γιγάντιες εταιρείες που είναι σε θέση να ξεφεύγουν από την κρίση για μια περίοδο χρόνου, μπορεί να σχηματιστεί η εντύπωση ότι το σύστημα, ή ένα μέρος του, δεν επηρεάζεται από την κρίση. Αυτό που δεν σημειώνεται, όμως, είναι ότι το τίμημα που πληρώνει το σύστημα για να αποφεύγει τις κρίσεις είναι το ότι δεν υπάρχουν οι αναδιαρθρώσεις που θα εξισορροπούσαν την καθοδική πίεση πάνω στην κερδοφορία του. Τα κεφάλαια αποφεύγουν τις μικρές κρίσεις, τελικά μόνο και μόνο για να πέσουν πάνω σε πολύ ισχυρότερες.
Το άλλο όριο του καπιταλισμού; Υπάρχει ένα τελικό σημείο το οποίο συνήθως χάνεται στις παρουσιάσεις των ιδεών του Μαρξ: η έμφαση που δίνει στην επέκταση των «παραγωγικών δυνάμεων» έχει ερμηνευτεί ως ταύτιση με την οικονομική μεγέθυνση με κάθε κόστος. Ωστόσο, τόσο στα πρωιμότερα όσο και στα μεταγενέστερα κείμενα του Μαρξ και του'Ενγκελς είναι έντονη η συνειδητοποίηση του αντιφατικού χαρακτήρα της μεγέθυνσης στο πλαίσιο των ταξικών κοινωνιών γενικά και ιδιαίτερα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Το 1845-6 έγραφαν ότι: Κατά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εμφανίζεται ένα στάδιο στο οποίο δημιουργούνται παραγωγικές δυνάμεις και μέσα επικοινωνίας που, υπό τις επικρατούσες συνθήκες, μπορούν να προκαλέσουν μόνο βλάβη και δεν είναι πλέον παραγωγικά, αλλά καταστροφικά.61 Καπιταλισμός Ζόμττι
111
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν αντιλαμβάνονταν μόνο ότι ο καπιταλισμός είναι γενικά καταστρεπτικός. Στο έργο τους εμπεριέχονται, επιπλέον, και οι βασικές θέσεις για μια ιδιαίτερη κριτική όσον αφορά την οικολογική καταστροφή που παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις στον καπιταλισμό, όπως έχουν τονίσει συγγραφείς σαν τον Τζον Μπέλαμι Φόστερ (John Bellamy Foster) τα τελευταία χρόνια.42 Ο Μαρξ αντιλαμβανόταν τα ανθρώπινα όντα ως αναπόσπαστο στοιχείο του φυσικού κόσμου. «Η εργασία», έγραφε είναι, καταρχήν, διαδικασία στην οποία συμμετέχουν τόσο ο άνθρωπος όσο και η Φύση και στην οποία ο άνθρωπος με τη θέληση του ξεκινά, ρυθμίζει και ελέγχει τις υλικές αντιδράσεις μεταξύ του ίδιου και της Φύσης. Θέτει τον εαυτό του έναντι της Φύσης ως μία από τις ίδιες τις δικές της δυνάμεις, θέτει σε κίνηση τους ώμους και τα πόδια του, το κεφάλι και τα χέρια του, τις φυσικές δυνάμεις του σώματός του αποσκοπώντας να ιδιοποιηθεί τα προϊόντα της Φύσης σε μία μορφή που είναι προσαρμοσμένη στις δικές του ανάγκες.43 Αλλά η τάση του κεφαλαίου να δημιουργεί υπεραξία το οδηγεί να υπονομεύει τη ζωογόνο δύναμη της φύσης, όπως και τις συνθήκες της ανθρώπινης ζωής: Η εκμετάλλευση και η διασπάθιση της γονιμότητας του εδάφους αντικαθιστά τη συνειδητή ορθολογική καλλιέργεια του εδάφους ως αιώνιας κοινής ιδιοκτησίας, αναφαίρετης συνθήκης ύπαρξης και αναπαραγωγής μιας ολόκληρης διαδοχής γενεών του ανθρώπινου γένους.44 Εμφανίζεται «ένα απροσπέλαστο κενό στη συνοχή της κοινωνικής ανταλλαγής όπως αυτή προδιαγράφεται από τους φυσικούς νόμους της ζωής».45 «Η καπιταλιστική παραγωγή αναπτύσσει την τεχνολογία και συνδυάζει διάφορες διαδικασίες σε μια κοινωνική ολότητα μόνο με την εξασθένιση των πρωταρχικών πηγών κάθε πλούτου, το έδαφος και τον εργάτη...» 44 Ακριβώς όπως «η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία... λεηλατεί και καταστρέφει... την εργατική δύναμη... έτσι και η μεγάλης κλίμακας μηχανοποιημένη γεωργία... αμέσως εξαντλεί τη φυσική γονιμότητα του εδάφους...»47 Ο Μαρξ αναγνώριζε ότι η καπιταλιστική παραγωγή καταστρέφει αργά την ίδια τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται και η ίδια αλ112
Κρις Χάρμαν
Χά και ολόκληρη η ανθρώπινη παραγωγή: τη μεταβολική αλληλεπίδραση μεταξύ του ανθρώπινου είδους και του υπόλοιπου φυσικού κόσμου. Οι παρατηρήσεις του Μαρξ αφορούσαν κυρίως στις άμεσες συνέπειες της καπιταλιστικής γεωργίας πάνω στη γονιμότητα του εδάφους, οι οποίες στην εποχή του μπορούσαν να ξεπεραστούν μόνο με τη χρήση του γκουάνο - νιτρώδη ανόργανα αποθέματα που σωρεύονταν επί χιλιετίες από κουτσουλιές πουλιών και βρίσκονταν κυρίως στις ακτές του βόρειου μέρους της Χιλής. Οι διεισδυτικές προσπελάσεις του Μαρξ υιοθετήθηκαν και αναπτύχθηκαν σε αυτό το πνεύμα από τον Καρλ Κάουτσκι κατά την τελευταία δεκαετία του δέκατου ένατου αιώνα, υποδεικνύοντας ότι συνέπειά τους θα είναι μια άμεση κρίση στα τρόφιμα. Ωστόσο, μάλλον μοιάζει ότι ξεπεράστηκαν μετά την ανακάλυψη τρόπων παραγωγής τεχνητών νιτρικών λιπασμάτων (μέσω της επεξεργασίας Haber-Bosch) κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.Έτσι, η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων ήταν σε θέση να επεκταθεί χωρίς προβλήματα σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Οι αναλύσεις όμως της σχέσης μεταξύ του ανθρώπινου είδους και της φύσης είχαν ευρύτερες εφαρμογές και δεν περιορίζονταν σε ένα απλό ενδιαφέρον για την παραγωγή τροφίμων, όπως το κατέστησε σαφές ο Ένγκελς στο χειρόγραφο του Η Διαλεκτική της Φύσης, το οποίο δεν δημοσιεύτηκε παρά τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του, στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Σε αυτό το κείμενο του ο Ένγκελς σημείωνε ότι, μολονότι τα ανθρώπινα όντα διαφέρουν από τα υπόλοιπα ζώα ως προς την ικανότητά τους να «κυβερνούν» τη φύση, αυτό έχει ιστορικά μη προβλεπόμενες αρνητικές συνέπειες οι οποίες ακυρώνουν τα αρχικά κέρδη. Φέρνει σαν παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο η εκκαθάριση των δασών κατάστρεψε την Ελλάδα, τη Μεσοποταμία και τη Μικρά Ασία: Γι' αυτό, σε κάθε μας βήμα υπάρχει η προειδοποίηση ότι δεν εξουσιάζουμε τη φύση όπως ένα ξένο λαό, σαν να είμαστε έξω από τη φύση - αλλά ότι με τη σάρκα και το αίμα και το μυαλό μας ανήκουμε στη φύση και υπάρχουμε στο κέντρο της.68 Η επιστημονική πρόοδος άρχισε σταδιακά να εξασφαλίζει τα μέσα ώστε να αποφεύγουμε την πρόκληση οικολογικών καταστροφών με τον έλεγχο και τη ρύθμιση της «παραγωγικής δραστηριότητας». Αλλά αυτή Καπιταλισμός Ζόμττι
113
η «ρύθμιση» απαιτούσε «κάτι παραπάνω από γνώση απλώς». Απαιτούσε «μια ολοκληρωμένη επανάσταση στον τρόπο παραγωγής που ίσχυε μέχρι σήμερα και ταυτοχρόνως μια επανάσταση σε όλη τη σύγχρονή μας κοινωνική οργάνωση».69 Αυτό ήταν απαραίτητο, επειδή: Ο κάθε καπιταλιστής που ελέγχει τη δική του παραγωγή και τη δική του ανταλλαγή ξεχωριστά, είναι σε θέση να ασχοληθεί μόνο με τις πιο άμεσα χρήσιμες συνέπειες των πράξεών του... Όσον αφορά τη φύση, όπως και την κοινωνία, ο τρόπος παραγωγής που ισχύει σήμερα ενδιαφέρεται πρωτίστως και κυρίως μόνο για το άμεσο, το πλέον απτό αποτέλεσμα- και μετά, εκφράζεται έκπληξη που οι πιο μακρινές συνέπειες των πράξεων που κατευθύνονταν προς αυτό το σκοπό, καταλήγουν να είναι διαφορετικές, σχεδόν πάντα αντίθετες [του επιδιωκόμενου σκοπού, στμ] ως προς το χαρακτήρα τους.70 Το συμπέρασμα είναι ότι ο καπιταλισμός εμπεριείχε άλλο ένα ενδογενές όριο, πέραν της ενδογενούς τάσης του για οικονομικές κρίσεις. Αν ο καπιταλισμός αφεθεί στις δικές του δυνατότητες, στο τέλος θα καταστρέψει τις ίδιες τις περιβαλλοντικές συνθήκες οποιασδήποτε μορφής ανθρώπινης ύπαρξης, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του. Ούτε ο Μαρξ ούτε ο Ένγκελς ανάπτυξαν περισσότερο αυτό το συμπέρασμα. Ωστόσο, θα αναδεικνυόταν ως εξαιρετικά σημαντικό έναν αιώνα αργότερα.
Ένα δυναμικό σύστημα πλήρες αντιφάσεων Η αναγνώριση του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός είναι ένα συνεχώς επεκτεινόμενο σύστημα αλλοτριωμένης εργασίας διατρέχει τις σελίδες των οικονομικών κειμένων του Μαρξ. Είναι ένα σύστημα στο οποίο η ζωντανή δύναμη των ανθρώπων αποσπάται από αυτούς και μετατρέπεται σε ένα σύστημα πραγμάτων που κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους. Το κεφάλαιο είναι εργασία που έχει μετασχηματιστεί σε ένα τερατώδες προϊόν, του οποίου ο μόνος σκοπός είναι η αυτοεπέκτασή του: «Το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία, η οποία, σαν να ήταν βρικόλακας, ζει μόνο ρουφώντας τη ζωντανή εργασία και ζει περισσότερο, όσο περισσότερη εργασία ρουφά».71 Αυτό είναι που δίνει στον καπιταλισμό μια δυναμική μεγέθυνσης που δεν συγκρίνεται με τις προηγούμενες κοινωνίες. 114
Κρις Χάρμαν
Η αδιάκοπη τάση για άντληση υπεραξίας που αποσκοπεί στην περαιτέρω άντληση ακόμα περισσότερης υπεραξίας, για συσσώρευση που αποσκοπεί σε περισσότερη συσσώρευση, δεν γνωρίζει όρια. Με το που εμφανίστηκε ο καπιταλισμός στην περιοχή της βορειοδυτικής Ευρώπης ήταν υποχρεωμένος να απλώσει τα πλοκάμια του προκειμένου να καταλάβει ολόκληρη τη γη και να υποτάξει όλο και περισσότερη ζωντανή εργασία σε αυτόν: Η ανάγκη για να επεκτείνονται συνεχώς οι αγορές για τα προϊόντα της κυνηγά την αστική τάξη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Οφείλει παντού να φωλιάζει, παντού να εγκαθίσταται, παντού να εγκαθιδρύει δίκτυα. Η αστική τάξη, μέσω της εκμετάλλευσης της παγκόσμιας αγοράς, έχει δώσει ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα στην παραγωγή και την κατανάλωση κάθε χώρας. Προς μεγάλη θλίψη των αντιδραστικών, έχει απαλείψει το εθνικό έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζονταν τα πόδια της βιομηχανίας. Όλες οι εθνικές βιομηχανίες που είχαν μεγάλη ιστορία έχουν καταστραφεί ή καθημερινά καταστρέφονται. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες, των οποίων η εισαγωγή αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου για όλα τα πολιτισμένα έθνη, από βιομηχανίες οι οποίες δεν κατεργάζονται πλέον τις ιθαγενείς πρώτες ύλες, αλλά πρώτες ύλες που αντλούνται από τα πιο μακρινά μέρη· από βιομηχανίες των οποίων τα προϊόντα δεν καταναλώνονται μόνο στην πατρίδα, αλλά σε κάθε σημείο του πλανήτη. Στη θέση των παλιών αναγκών, που ικανοποιούνταν από την παραγωγή της χώρας, βρίσκουμε νέες ανάγκες, οι οποίες για να καλυφθούν απαιτούν τα προϊόντα μακρινών περιοχών και κλιμάτων. Στη θέση της παλαιάς τοπικής και εθνικής απομόνωσης και αυτάρκειας, έχουμε σχέσεις προς κάθε κατεύθυνση, παγκόσμια αλληλεξάρτηση των εθνών.72 Από την ανάλυση του Μαρξ προβάλλει εκείνο ακριβώς το στοιχείο το οποίο απουσιάζει από το κύριο ρεύμα της οικονομικής επιστήμης, από την εποχή εκείνη και μετά: η αίσθηση της κολοσσιαίας επέλασης του καπιταλισμού.73 Το μοντέλο του Μαρξ περιέχει, όσο κανένα άλλο, την ανάλυση ενός συστήματος το οποίο είχε επεκταθεί και είχε καλύψει το μεγαλύτερο κομμάτι της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής την εποχή που πέθανε, το 1883, και επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο ώστε να καλύψει ολόκληρο τον κόσμο κατά τον 20ό αιώνα. Αλλά δεν Καπιταλισμός Ζόμττι
115
είναι μόνον αυτό. Το μοντέλο του δεν αναφερόταν μόνο σε ένα αυτοεπεκτεινόμενο σύστημα, αλλά σε ένα σύστημα του οποίου η επέκταση βασίζεται στην αλληλεπίδραση αντιφατικών δυνάμεων, οι οποίες εκφράζονται με την κρίση και την πτωτική πίεση πάνω στο ποσοστό κέρδους. Η επέκταση του συστήματος, ταυτοχρόνως, οδηγεί από τη μια πλευρά σε μια τεράστια μεγέθυνση των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή της ικανότητας της ανθρωπότητας να παράγει τους όρους ζωής της, και από την άλλη στο μετασχηματισμό τους σε δυνάμεις καταστροφής μέσω του ακρωτηριασμού της ζωής των ανθρώπων. Ο καπιταλισμός ήταν και είναι ένα ολοποιητικό [totalising] - μπαίνω στον πειρασμό να γράψω «ολοκληρωτικό» [totalitarian] - σύστημα, κατά ένα τρόπο που κανένας προηγούμενος τρόπος παραγωγής δεν υπήρξε, αναγκάζοντας ολόκληρο τον κόσμο να χορεύει στους ξέφρενους ρυθμούς του ανταγωνισμού και της συσσώρευσης. Όσο όμως προχωρά σε αυτή τη διαδικασία ενσωμάτωσης, το σύστημα ως σύνολο συνεχώς αντιδρά πάνω στις ξεχωριστές διαδικασίες από τις οποίες εξαρτάται. Αναγκάζει κάθε κεφάλαιο να πιέζει προς τα κάτω την τιμή της εργατικής δύναμης στο ελάχιστο όριο που μπορεί να διατηρεί τους εργάτες του να έχουν τη δυνατότητα και τη θέληση να εργαστούν.74 Η σύγκρουση των κεφαλαίων αναγκάζει το καθένα απ' αυτά να συσσωρεύει κατά ένα τρόπο που θα παράγει πτωτική πίεση πάνω στα ποσοστά κέρδους για όλα τους. Εμποδίζει το καθένα απ' αυτά να είναι ακινητοποιημένο, ακόμα και αν περιστασιακά αντιλαμβάνονται την ερήμωση που επιφέρουν. Είναι ένα σύστημα που δημιουργεί περιοδική καταστροφή για όλους όσους ζουν μέσα σ1 αυτό, ένα τρομακτικό υβρίδιο μεταξύ τέρατος του Φρανκενστάιν και Δράκουλα, ένα ανθρώπινο δημιούργημα το οποίο ξέφυγε από τον έλεγχο και επιζεί καταβροχθίζοντας το ζωογόνο αίμα των δημιουργών του. Αυτή η κατανόηση του καπιταλισμού διακρίνει πρωτίστως και κυρίως την προσέγγιση του Μαρξ από οποιαδήποτε σχολή του κύριου ρεύματος οικονομολογικής σκέψης, είτε ορθόδοξη είτε ετερόδοξη, και αυτό σημαίνει ότι εμπεριέχει έναν οδηγό για την ανάλυση του καπιταλισμού στον αιώνα μας. Σημαίνει επίσης ότι για να το κάνουμε αυτό πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις έννοιες του Μαρξ για να προχωρήσουμε πιο πέρα απ' αυτόν.
116
Κρις Χάρμαν
Κεφάλαιο Τέταρτο
Πέρα από τον Μαρξ: μονοπώλιο, πόλεμος και κράτος
Νέες εξελίξεις Ο Μαρξ περιέγραψε ένα σύστημα που ήταν ιδιαίτερα δυναμικό, αλλά και το οποίο το μάστιζαν αξεπέραστες αντιθέσεις. Ο ίδιος του ο δυναμισμός ωθεί συνεχώς το κεφάλαιο να προσπαθεί να επεκταθεί με ταχύτερους ρυθμούς απ' ό,τι μπορεί να στηρίξει η ζωντανή εργατική δύναμη από την οποία σε τελευταία ανάλυση εξαρτάται. Το όριο στην καπιταλιστική παραγωγή, έγραψε ο Μαρξ, είναι το ίδιο το κεφάλαιο. Συνεπώς, όσο ο καπιταλισμός απλωνόταν σε όλο τον κόσμο, θα βίωνε όλο και πιο μακρόχρονες και βαθιές υφέσεις, ανάμεσα στις οποίες θα μεσολαβούσαν όλο και πιο σύντομες και ασθενικές περίοδοι οικονομικής άνθησης. Παράλληλα, η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου θα είχε ως αποτέλεσμα μια όλο και πιο έντονη πόλωση ανάμεσα σε μια συρρικνούμενη αριθμητικά τάξη καπιταλιστών και σε μια εργατική τάξη που απορροφούσε στις γραμμές της την υπόλοιπη κοινωνία. Από τον ίδιο το σχεδιασμό του, το μοντέλο αποτελούσε μια αφαίρεση. Ο Μαρξ, στην προσπάθειά του να αντιληφθεί τις τάσεις που καθορίζουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως τέτοιον, τους «γενικούς νόμους» του, συνειδητά αγνόησε ένα μεγάλο μέρος από τις καθημερινές λειτουργίες των αγορών και πολλά από τα γνωρίσματα συγκεκριμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας από τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου λειτουργούσε σε διαφορετικό επίπεδο αφαίρεσης, σήμαινε ότι ο τρίτος τόμος, εξετάζοντας ως μια ολότητα την Καπιταλισμός Ζόμττι
117
παραγωγή και την κυκλοφορία, ήταν πιο κοντά στις πραγματικές λεπτομέρειες της λειτουργίας οποιασδήποτε υπάρχουσας καπιταλιστικής κοινωνίας, απ' ό,τι ήταν ο πρώτος τόμος, έστω κι αν η ανάλυση του τρίτου τόμου στηριζόταν στις βασικές έννοιες που είχαν διατυπωθεί στον πρώτο. Δεν ασχολιόταν μόνο με την εξισορρόπηση των ποσοστών κέρδους, την απόκλιση των τιμών από τις αξίες, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, αλλά επίσης και με την πίστωση και το τραπεζικό σύστημα, τα εμπορικά κέρδη, τα επιτόκια και τη γαιοπρόσοδο. Όμως, ακόμα κι ο τρίτος τόμος σκόπιμα έδινε λίγη προσοχή σε πολλά σημαντικά ζητήματα: το εξωτερικό εμπόριο, τις συνέπειες της απορρόφησης στο καπιταλιστικό σύστημα των προ-καπιταλιστικών κοινωνιών που ακόμα κάλυπταν ένα τεράστιο τμήμα της υδρογείου ή το ρόλο του κράτους. Ο Μαρξ στο αρχικό του σχέδιο για τη συγγραφή του Κεφαλαίου που είχε αποτυπώσει σε προηγούμενα χειρόγραφα του, σκόπευε να ετοιμάσει κι άλλους τόμους που θα ασχολούνταν με αυτά τα ζητήματα. Όμως, ποτέ δεν βρήκε το χρόνο να το κάνει: τον απέτρεψαν η ενασχόληση με την καθημερινή επαναστατική δραστηριότητα, η ανάγκη να κερδίσει τα προς το ζην με δημοσιογραφικά άρθρα και από ένα σημείο και μετά η βαριά ασθένεια, παρόλο που δεν χωράει αμφιβολία ότι και μόνο η συγγραφή των τριών τόμων (ολοκληρωμένων ή ημιτελών) αποτελεί από μόνη της ένα θαυμαστό επίτευγμα. Το κενό ανάμεσα στο μοντέλο και την πραγματικότητα του καπιταλισμού άφηνε πολλά αναπάντητα ερωτηματικά για το δρόμο που θα ακολουθούσε το σύστημα. Τέτοια ερωτήματα ωστόσο δεν έμοιαζε να απασχολούν ιδιαίτερα τον Μαρξ και τονΈνγκελς ή τους αγωνιστές του νέου εργατικού κινήματος στις δεκαετίες του 1870 και του 1880. Ήταν η περίοδος της μακράς αλυσίδας από κρίσεις που έχει μείνει γνωστή ως η Μεγάλη Ύφεση. Ο Άντριου Κάρνεγκι (Andrew Carnegie), ο αμερικάνος βαρόνος του χάλυβα, έκφρασε το 1889 το κλίμα που επικρατούσε ακόμα και σε καπιταλιστικούς κύκλους: Οι βιομήχανοι... βλέπουν τις αποταμιεύσεις πολλών χρόνων... να λιγοστεύουν όλο και περισσότερο, χωρίς ελπίδα ότι η κατάσταση θ' αλλάξει. Σε ένα έδαφος που έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο, οτιδήποτε υπόσχεται κάποια ανακούφιση, είναι καλοδεχούμενο. Οι βιομήχανοι είναι σαν ασθενείς που έχουν δοκι118
Κρις Χάρμαν
μάσει μάταια επί χρόνια κάθε κανονικό γιατρό και τώρα είναι έτοιμοι να γίνουν θύμα του κάθε κομπογιαννίτη που θα κάνει την εμφάνιση του...1 Τα ποσοστά κέρδους ακολουθούσαν πτωτική τροχιά επί σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα2 και στη δεκαετία του 1880 είχαν βυθίσει μεγάλα τμήματα του Λονδίνου σε απίστευτη φτώχεια και είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλα ποσοστά ανεργίας.3 Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν, που ο Φρίντριχ'Ενγκελς πίστευε ότι το μοντέλο του Μαρξ έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια του στην Αγγλία της εποχής καθώς «ο δεκαετής κύκλος της στασιμότητας, ευμάρειας, υπερπαραγωγής και κρίσης» έμοιαζε να έχει παραχωρήσει τη θέση του «σε μια διαρκή και χρόνια ύφεση». 4 Σύντομα, όμως, αποδείχτηκε ότι η τροχιά του καπιταλισμού ήταν πολύ πιο περίπλοκη από εκείνη που υποδήλωνε η εμπειρία της δεκαετίας του 1880. Στη δεκαετία του 1890 τα ποσοστά κέρδους ανέκαμψαν στη Βρετανία και οι ΗΠΑ, όπως και η Γερμανία, γνώρισαν μια νέα περίοδο οικονομικής επέκτασης.5 Επίσης, πραγματοποιήθηκαν κάποιες θετικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των εργατών που έμοιαζε να έρχονται σε αντίθεση με την εικόνα που είχε ζωγραφίσει ο Μαρξ: ο Βίσμαρκ (Bismarck) παραχώρησε συντάξεις στους εργάτες της Γερμανίας το 1889 και είκοσι χρόνια μετά, μια κυβέρνηση Φιλελεύθερων στη Βρετανία εφάρμοσε ένα παρόμοιο (συνταξιοδοτικό, στμ] σύστημα, μαζί με δωρεάν σχολικά γεύματα. Οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν στις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, έστω κι αν κατόπιν έτειναν προς τη στασιμότητα,6 επίσης παντού οι ώρες εργασίας έτειναν να πέσουν από τις 12 με 14 την ημέρα στις 8 και η εργάσιμη βδομάδα από τις έξι μέρες στις πεντέμιση.7 Η φαινομενική διάψευση των προβλέψεων του μοντέλου του Μαρξ, οδήγησε σε μια κρίση στις γραμμές των μαρξιστών που έχει μείνει γνωστή ως η ρεβιζιονιστική (αναθεωρητική) διαμάχη. Απ' αυτή προέκυψαν δυο πολύ διαφορετικά ρεύματα στην ανάλυση του καπιταλισμού, τα οποία στον αιώνα που ακολούθησε θα έρχονταν πολλές φορές σε αντιπαράθεση. Ο Έντουαρντ Μπερνστάιν (Edward Bernstein), που μόλις λίγα χρόνια πριν ήταν στενός συνεργάτης του Ένγκελς, διατύπωσε μια ριζική Καπιταλισμός Ζόμττι
119
κριτική της μεθόδου και των συμπερασμάτων του Μαρξ. «Δεν έχουν επαληθευτεί οι προβλέψεις για μια παγκόσμια οικονομική κατάρρευση ανήκουστης βιαιότητας», έγραψε. «Η υπερπαραγωγή σε συγκεκριμένους κλάδους δεν σημαίνει γενικευμένες κρίσεις».8 «Οι εργάτες» συμπέραινε ο Μπερνστάιν «δεν βιώνουν μια γενικευμένη εξαθλίωση όπως έγραψε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο».9 Οι αλλαγές αυτές, υποστήριζε, είχαν εμφανιστεί λόγω της «τεράστιας επέκτασης της παγκόσμιας αγοράς» και της ρύθμισης της παραγωγής που συνόδευσε την «εμφάνιση των βιομηχανικών καρτέλ», ούτως ώστε οι «γενικευμένες εμπορικές κρίσεις» γίνονταν «λίαν απίθανες». Την «αναθεώρηση» του Μαρξ από τον Μπερνστάιν την απέρριψε ο Κάουτσκι (Kautsky), ο άλλος συνεργάτης του'Ενγκελς. Όμως, αυτό δεν απέτρεψε πολλούς σοσιαλιστές αγωνιστές να πιστεύουν στην πράξη ότι ο καπιταλισμός είχε πετύχει τη σταθεροποίησή του μέχρι το απροσδιόριστο μακρινό μέλλον. Η αμφισβήτηση αυτών των απόψεων είχε ως προϋπόθεση να προχωρήσει κανείς πέρα από το σημείο που είχε μείνει ο Κάουτσκι και να προσθέσει πράγματα στην ανάλυση του Μαρξ. Αυτό προσπάθησαν να κάνουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, οι Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (Rudolf Hilferding), Βλαδιμίρ Λένιν (Lenin), Νικολάι Μπουχάριν (Nikolai Bukharin) και Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg). Σύντομα, έγινε σαφές ότι δεν ήταν μόνο η καθαρά οικονομική λειτουργία του συστήματος που απαιτούσε κάτι περισσότερο από τη βασική ανάλυση του Μαρξ. Το ίδιο απαιτούσε και η απαρχή μιας περιόδου έντονης πολιτικής αναταραχής· με την Ευρώπη να βιώνει, ύστερα από 44 χρόνια ειρήνης, την πιο φρικιαστική σφαγή στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Χίλφερντινγκ: χρηματιστικός καπιταλισμός και ιμπεριαλισμός Ο πρώτος μαρξιστής οικονομολόγος που δημοσίευσε μια λεπτομερή ανάλυση πάνω στις αλλαγές που είχαν εκδηλωθεί στο σύστημα ήταν ο αυστριακός Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, στο βιβλίο του Χρηματιστικό Κε120
Κρις Χάρμαν
φάλαιο το 1911. Λαμβάνοντας ως αφετηρία του τις εξελίξεις στη Γερμανία, ο Χίλφερντινγκ υποστήριξε ότι το τραπεζικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο συγχωνεύονταν και το αποτέλεσμα ήταν μια σύνθεση των δυο τους, που την ονόμασε «χρηματιστικό κεφάλαιο». Πάνω σ' αυτή τη βάση εμφανίζονταν γιγάντια καρτέλ και τραστ που ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν σε ολόκληρους κλάδους της οικονομίας: Υπάρχει μια συνεχής τάση προς την επέκταση της καρτελοποίησης. Οι μεμονωμένες βιομηχανίες γίνονται απολύτως εξαρτημένες από τις καρτελοποιημένες, μέχρι που στο τέλος προσαρτώνται απ' αυτές. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα μπορούσε να είναι ο σχηματισμός ενός γενικού καρτέλ. Σ' αυτή την περίπτωση, το σύνολο της καπιταλιστικής παραγωγής θα ρυθμιζόταν συνειδητά από ένα και μοναδικό σώμα, το οποίο θα καθόριζε τον όγκο της παραγωγής κάθε κλάδου της οικονομίας.10 Ο Χίλφερντινγκ δεν θεωρούσε ότι ο ανταγωνισμός θα εξαφανιζόταν ολοκληρωτικά. Υπογράμμιζε τη σημασία του διεθνούς ανταγωνισμού και επισήμαινε τον τρόπο με τον οποίο η συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο στο εσωτερικό μιας χώρας, έβαζε πίεση στο κράτος να χρησιμοποιήσει τους προστατευτικούς δασμούς για να βοηθήσει τους δικούς του καπιταλιστές στον αγώνα τους ενάντια στους αντιπάλους τους στη διεθνή αγορά. «Το μοντέλο της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν είναι πλέον η Αγγλία του ελεύθερου εμπορίου, αλλά οι χώρες του προστατευτισμού, η Γερμανία και οι ΗΠΑ», έγραψε ο Χίλφερντινγκ." Τα μεγάλα τραστ, πολύ πέρα από το να αρκούνται στην παραδοσιακή φιλελεύθερη αντίληψη για ένα ελάχιστο «κράτος-νυχτοφύλακα», ήθελαν αυτό το κράτος να έχει την ισχύ να διευρύνει τα όριά του, ώστε με αυτό τον τρόπο να διευρυνθεί και η αγορά από την οποία θα μπορούσαν να βγάλουν μονοπωλιακό κέρδος: «Ενώ το ελεύθερο εμπόριο ήταν αδιάφορο για τις αποικίες, ο προστατευτισμός οδηγεί άμεσα σε μια πιο ενεργητική αποικιακή πολιτική και σε συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα σε κράτη», 12 υποστήριζε ο Χίλφερντινγκ. «Η πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου οδηγεί αναγκαστικά στον πόλεμο». 13 Η ανάλυση αυτή πήγαινε παραπέρα από οτιδήποτε είχε γράψει ο Μαρξ. Εκείνος είχε ζήσει τους πολέμους της εποχής του και είχε γράψει Καπιταλισμός Ζόμττι
121
γι' αυτούς: τους Πολέμους του Οπίου της Βρετανίας ενάντια στην Κίνα, τον Κριμαϊκό Πόλεμο, τον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο και τον ΓαλλοΠρωσικό Πόλεμο. Όμως, κατά τον Μαρξ, επρόκειτο για πολέμους που ήταν προϊόν της κούρσας στην οποία είχε αποδυθεί ο καπιταλισμός για να επιβληθεί στον προ-καπιταλιστικό κόσμο γύρω του. Ο καπιταλισμός είχε έρθει στον κόσμο «βουτηγμένος στο αίμα», όμως το μοντέλο του Μαρξ δεν περιλάμβανε τίποτα περισσότερο από κάποιους υπαινιγμούς για τους λόγους οι οποίοι θα ωθούσαν πλήρως εξελιγμένες καπιταλιστικά χώρες σε πόλεμο μεταξύ τους. Ο Χίλφερντινγκ είχε κάνει το πρώτο βήμα προς ένα μαρξισμό του 20ού αιώνα, ο οποίος θα μπορούσε να εξηγήσει τι είχε αλλάξει από την εποχή του Μαρξ σε αυτόν τον ιδιαιτέρως σημαντικό τομέα. Ωστόσο, στην προσέγγιση του Χίλφερντινγκ υπήρχαν αμφισημίες. Η κεντρική ιδέα που επικρατούσε στο βιβλίο του είναι το επιχείρημα ότι η εμφάνιση των μονοπωλίων δεν αναιρεί την τάση του καπιταλισμού προς την κρίση, και ότι η αυξανόμενη στήριξή τους στο κράτος θα οδηγούσε σε ένταση των διεθνών ανταγωνισμών και στον πόλεμο. Όμως, σε κάποια σημεία διατύπωνε υποθέσεις που οδηγούσαν σε ένα πολύ διαφορετικό συμπέρασμα· ότι τα μονοπώλια και το κράτος θα μπορούσαν να συνεργαστούν για να εκτονώσουν την τάση προς την κρίση: «Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του κεφαλαίου εκμηδενίζεται στο χρηματιστικό κεφάλαιο», το οποίο είναι ικανό να επιλύσει «πιο επιτυχημένα τα προβλήματα οργάνωσης της κοινωνικής οικονομίας», έστω κι αν αυτή εξακολουθεί να είναι μια ταξική κοινωνία με «την ιδιοκτησία συγκεντρωμένη στα χέρια γιγάντιων καπιταλιστικών ομάδων».14 Αυτό σήμαινε την άμβλυνση των οικονομικών κρίσεων παλιού τύπου: Καθώς αναπτύσσεται η καπιταλιστική παραγωγή... ως συνέπεια σημειώνεται μια αύξηση... στο τμήμα της παραγωγής που μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Εξ ου και η διατάραξη στην παροχή της πίστωσης δεν είναι απαραίτητο να είναι τόσο απόλυτη όσο στις κρίσεις της προηγούμενης περιόδου του καπιταλισμού. Επιπροσθέτως, γίνεται πιο δύσκολη η μετατροπή της πιστωτικής κρίσης σε τραπεζική κρίση από τη μια και σε νομισματική κρίση από την άλλη... 15 Οι μαζικές ψυχώσεις που προκαλούσε η κερδοσκοπία στις αρχές της 122
Κρις Χάρμαν
καπιταλιστικής εποχής, φαίνεται ότι έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.16 Στο Χρηματιστικό Κεφάλαιο ο Χίλφερντινγκ δεν έφτασε αυτό το συλλογισμό μέχρι το λογικό του συμπέρασμα και έγραψε ότι το σύστημα δεν μπορούσε να υπάρξει δίχως «την κυκλική εναλλαγή ευημερίας και στασιμότητας».17 Όμως στη δεκαετία του '20, όταν έγινε υπουργός σε δυο κυβερνήσεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στράφηκε προς την προσέγγιση του Μπερνστάιν, διατυπώνοντας μια θεωρία περί «οργανωμένου καπιταλισμού», στον οποίο εξαφανίζονται η αναρχία της αγοράς και η τάση προς την κρίση.18 Ένα από τα συμπεράσματα που προέκυπταν απ' αυτή τη θεωρία ήταν και ότι τίποτα στον καπιταλισμό δεν οδηγούσε αναπόφευκτα στον πόλεμο, μιας και οι «οργανωμένοι καπιταλισμοί» των διάφορων χωρών θα επεδίωκαν τη συνεργασία. Στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει ήδη από το 1914 ο Καρλ Κάουτσκι, κάτι που τον οδήγησε στην πράξη σε συμπεράσματα όχι και πολύ διαφορετικά από εκείνα του Μπερνστάιν. Όμως, ενώ ο Χίλφερντινγκ βάσιζε την επιχειρηματολογία του στη συγχώνευση του τραπεζικού και του παραγωγικού κεφαλαίου, ο Κάουτσκι αντίθετα βάσιζε τις απόψεις του σε μια ριζική διάκριση ανάμεσα στα συμφέροντα των δυο αυτών κεφαλαίων: Οι χρηματιστικοί καπιταλιστές... είχαν ένα άμεσο συμφέρον να μετατρέψουν το κράτος σε μηχανισμό υποστήριξης της δικής τους επέκτασης. Ο ιμπεριαλισμός, λοιπόν, ήταν άμεσα δεμένος με το χρηματιστικό καπιταλισμό. Όμως, τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου δεν ταυτίζονταν διόλου με εκείνα του βιομηχανικού κεφαλαίου, το οποίο μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο με τη διεύρυνση των αγορών μέσω του ελεύθερου εμπορίου. Στο αστικό στρατόπεδο... οι προτροπές για παγκόσμια ομόνοια προήλθαν πρώτα από το βιομηχανικό τομέα... Ο ιμπεριαλισμός, η έκφραση μιας φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης και η αιτία των ένοπλων συγκρούσεων, δεν ήταν η μόνη πιθανή μορφή εξέλιξης του καπιταλισμού." Ο Κάουτσκι έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των πολεμικών βιομηχανιών που είχαν ένα άμεσα ιδιαίτερο συμφέρον στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Όμως, επέμενε ότι το οικονομικό κόστος των εξοπλισμών μπορεί να ενίσχυε την ανάπτυξη κάποιων τομέων της οικονομίας, αλλά αποτελούσε εμπόδιο σε άλλους. Το κεφάλαιο των βιομηχανικών χωρών Καπιταλισμός Ζόμττι
123
είχε ανάγκη να επιβάλει την κυριαρχία του στις «αγροτικές» χώρες, ώστε να μπορεί να αποσπάει τις πρώτες ύλες που του ήταν απαραίτητες. Όμως, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην γίνει κάτι τέτοιο μέσω της συνεργασίας των καπιταλιστών στα πλαίσια ενός είδους «υπερ-ιμπεριαλισμού».20 Υποστηρίζοντας ότι η κούρσα προς τον πόλεμο ήταν κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των καπιταλιστών, ο Χίλφερντινγκ και ο Κάουτσκι διατύπωναν μια άποψη πολύ κοντινή σε εκείνη κάποιων φιλελεύθερων. Ένας απ' αυτούς ήταν ο γνωστός οικονομολόγος Χόμπσον (Hobson), που εννιά χρόνια πριν τον Χίλφερντινγκ είχε διατυπώσει τη δική του θεωρία για τον ιμπεριαλισμό. Θεωρούσε ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί προϊόν μιας συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων, εκείνης που συνδεόταν με κάποιους χρηματιστικούς θεσμούς.21 Αυτές οι ομάδες προτιμούσαν την εγγυημένη απόδοση των τόκων από τα υπερπόντια δάνεια που είχαν χορηγήσει, αντί να επωμιστούν το ρίσκο της επένδυσης στην πατρίδα, και υποστήριζαν την αποικιακή επέκταση ως τρόπο κρατικής εγγύησης για την ασφάλεια των επενδύσεών τους. Οπότε, για τον Χόμπσον η ρίζα του ιμπεριαλισμού δεν βρισκόταν στον ίδιο τον καπιταλισμό, αλλά στο χρηματιστικό κεφάλαιο και σε κείνους που είχαν άμεση ωφέλεια απ' αυτό: τις ομάδες των μετόχων-ραντιέρηδων [εισοδηματιών, στμ], οι οποίοι εισέπρατταν τα μερίσματά τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα χωρίς να χρειάζεται να εμπλέκονται σε οποιουδήποτε είδους παραγωγική ή εμπορική δραστηριότητα. Ένας άλλος Βρετανός φιλελεύθερος, ο Νόρμαν Έιντζελ (Normal Angel), υποστήριξε μια παρόμοια θέση υπογραμμίζοντας την ουσιαστικά ειρηνική φύση του καπιταλισμού, αν και απέδωσε μια καλοήθη λειτουργία στις τράπεζες: αναμφισβήτητα είχε επηρεαστεί από τη βοήθεια σε χρυσό που έσπευσαν χωρίς δισταγμούς να παραχωρήσουν οι κεντρικές τράπεζες της Γαλλίας και της Γερμανίας στην κεντρική τράπεζα της Βρετανίας - αντίστοιχα έπραξε η Ρωσία για τη Γερμανία - κατά τη διάρκεια της σοβαρής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 1907.22 «Κανένας τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας», έγραψε, «δεν έχει φτάσει στο βαθμό διεθνοποίησης που έχει φτάσει ο τραπεζικός. Ο καπιταλιστής δεν έχει πατρίδα και γνωρίζει πολύ καλά - αν είναι του μοντέρνου τύ124
Κρις Χάρμαν
που - ότι οι εξοπλισμοί, οι κατακτήσεις και οι ταχυδακτυλουργίες με τα σύνορα δεν εξυπηρετούν κανέναν από τους σκοπούς του...» 23 Αυτά τα επιχειρήματα έχουν φιλτραριστεί με τα χρόνια και έχουν φτάσει ως τις μέρες μας. Για παράδειγμα, ο πρώην επαναστάτης μαρξιστής Νάιτζελ Χάρις (Nigel Harris), υποστηρίζει ότι «κατά κανόνα, οι επιχειρήσεις δεν ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στις κυβερνήσεις απ' ότι οι πληθυσμοί» κι ότι ο κόσμος δεν κινδυνεύει από τον αχαλίνωτο καπιταλισμό αλλά από τα κράτη τα οποία περιφρουρούν τα ιδιαίτερα δικά τους συμφέροντα.24 Η Έλεν Γουντ (Ellen Wood) εξακολουθεί να είναι μια μαχόμενη μαρξίστρια, όμως, τα επιχειρήματά της δεν είναι και τόσο διαφορετικά. Έχει ασκήσει κριτική σε αυτό που αποκαλεί «κλασικές μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού» των χρόνων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου γιατί δεν βλέπουν ότι η «'πολιτική' μορφή του ιμπεριαλισμού, με βάση την οποία η εκμετάλλευση των λαών και των πόρων στις αποικίες εξαρτάται από την πολιτική κυριαρχία και έλεγχο της περιοχής» είναι η «ουσία των προ-καπιταλιστικών αυτοκρατοριών».25 «Η καπιταλιστική ταξική εκμετάλλευση», επιμένει, είναι μια «καθαρά οικονομική διαδικασία η οποία, όπως οι ταξικές καπιταλιστικές σχέσεις, αφορά μόνο την αγορά εμπορευμάτων».24 Απ' αυτό προκύπτει η άποψη ότι ο καπιταλισμός χρειάζεται το κράτος για να ασκεί έλεγχο πάνω στην κοινωνία, αλλά δεν έχει ανάγκη από κράτη που συγκρούονται μεταξύ τους. Ο Τόνι Νέγκρι (Toni Negri) και ο Μάικλ Χαρντ (Michael Hardt) εκθέτουν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια επιχειρήματα στο βιβλίο τους Αυτοκρατορία. Ο Χαρντ είχε γράψει λίγο πριν την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ ότι οι «ελίτ» που βρίσκονταν πίσω από την απόφαση να γίνει ο πόλεμος, ήταν «ανίκανες να κατανοήσουν τα ίδια τους τα συμφέροντα».27
Η κλασική θεωρία του ιμπεριαλισμού Ο Νικολάι Μπουχάριν2® και ο Βλαδιμίρ Λένιν29 γράφοντας καταμεσής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κατέληξαν σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα από τα παραπάνω. Πήραν κι οι δυο ως αφετηρία την περιγραφή της συγχώνευσης του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο που είχε κάνει ο Χίλφερντινγκ, όμως στη συνέχεια της αφαίρεσαν κάθε Καπιταλισιαόο Ζόιαπι
125
έννοια αρμονίας, δίνοντας έμφαση στον τρόπο με τον οποίο ο ρόλος των κρατών στο διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό οδηγούσε στον πόλεμο. Αυτό ήταν το κυρίαρχο θέμα στον Ιμπεριαλισμό, την παμφλέτα του Λένιν. Ο σκοπός της ήταν να αποτελέσει μια «εκλαϊκευτική μελέτη» η οποία θα αποδείκνυε ότι η προσφυγή στον πόλεμο ήταν προϊόν του «πιο πρόσφατου σταδίου του καπιταλισμού» - όπως ήταν ο αρχικός υπότιτλος στην αρχή της μελέτης: Μισό αιώνα πριν, όταν ο Μαρξ έγραφε το Κεφάλαιο, η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων θεωρούσε τον ελεύθερο ανταγωνισμό ως «νόμο της φύσης»... Ο Μαρξ είχε αποδείξει ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός γεννάει τη συγκέντρωση της παραγωγής η οποία με τη σειρά της, σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της ανάπτυξής της, γεννάει το μονοπώλιο... Πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό από τον παλιό ανταγωνισμό ανάμεσα στους επιχειρηματίες... που παρήγαγαν για μια άγνωστη αγορά. Η συγκέντρωση έχει φτάσει το σημείο όπου πλέον μπορεί να γίνει μια κατά προσέγγιση εκτίμηση όλων των πηγών πρώτων υλών (για παράδειγμα των κοιτασμάτων σιδήρου) μιας χώρας ακόμα... και ολόκληρου του κόσμου... Αυτές τις πηγές τις αρπάζουν γιγάντιες μονοπωλιακές ενώσεις... Οι ενώσεις τις «μοιράζουν» αναμεταξύ τους ύστερα από συμφωνία.30 Από τη στιγμή που φτάνει σε αυτό το σημείο, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις γιγάντιες εταιρείες δεν βασίζεται πλέον απλά - ή κυρίως - στις παλιές μεθόδους της «καθαρής» αγοράς. Χρησιμοποιούνται όλες οι μέθοδοι: ο έλεγχος πάνω σε πρώτες ύλες με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έχει πρόσβαση ο ανταγωνιστής, το μπλοκάρισμα της πρόσβασης των ανταγωνιστών σε μέσα μεταφοράς, η πώληση προϊόντων με ζημιά ώστε να πεταχτεί ο ανταγωνιστής εκτός της συγκεκριμένης αγοράς, η απαγόρευση πρόσβασής του στην πίστωση. «Τα μονοπώλια φέρνουν παντού μαζί τους τις μονοπωλιακές αρχές: η επιστράτευση των 'διασυνδέσεων' για το κλείσιμο επικερδών συμφωνιών αντικαθιστά τον ελεύθερο ανταγωνισμό στις αγορές».31 Οι καπιταλιστικές δυνάμεις είχαν χωρίσει τον κόσμο μεταξύ τους, χτίζοντας αντίπαλες αποικιακές αυτοκρατορίες στη βάση «ενός υπολογισμού της ισχύος των συμμετεχόντων, της γενικής οικονομικής, της 126
Κρις Χάρμαν
χρηματικής, της στρατιωτικής και κάθε άλλης μορφής ισχύος». Όμως, η σχετική δύναμη όσων συμμετέχουν σε αυτό τον ανταγωνισμό «δεν αλλάζει ομοιόμορφα, γιατί στον καπιταλισμό δεν μπορεί να υπάρξει μια ισομερής ανάπτυξη των διαφορετικών επιχειρήσεων, κλάδων και χωρών». Μια διαίρεση του κόσμου που αντανακλά τη δεδομένη ισχύ των διαφορετικών δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη περίοδο, δεν ανταποκρίνεται στους αλλαγμένους συσχετισμούς μιας επόμενης περιόδου. Το μοίρασμα του κόσμου δίνει τη θέση του στην πάλη για το ξαναμοίρασμά του: Οι ειρηνικές συμμαχίες προετοίμασαν το έδαφος για τον πόλεμο και με τη σειρά τους γεννήθηκαν από τον πόλεμο. Το ένα είναι η προϋπόθεση του άλλου, γεννώντας εναλλασσόμενες μορφές ειρηνικής και μη-ειρηνικής πάλης πάνω στην ίδια βάση, δηλαδή τη βάση των ιμπεριαλιστικών διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων ανάμεσα στην παγκόσμια οικονομία και την παγκόσμια πολιτική.32 Η εποχή του πιο πρόσφατου σταδίου του καπιταλισμού μάς δείχνει ότι αναπτύσσονται δεδομένες σχέσεις ανάμεσα σε καπιταλιστικές ενώσεις οι οποίες βασίζονται στο οικονομικό μοίρασμα του κόσμου, ενώ παράλληλα με αυτή τη διαδικασία και σε σύνδεση μαζί της, αναπτύσσονται δεδομένες σχέσεις ανάμεσα σε πολιτικές συμμαχίες, ανάμεσα σε κράτη πάνω στη βάση του εδαφικού μοιράσματος του κόσμου, του αγώνα για την κατάκτηση αποικιών και για τις σφαίρες επιρροής.33 Η Βρετανία και η Γαλλία είχαν κατορθώσει να χτίσουν μεγάλες αυτοκρατορίες, μοιράζοντας μεταξύ τους την Αφρική και ένα μεγάλο τμήμα της Ασίας. Η Ολλανδία και το Βέλγιο έλεγχαν μικρότερες, παρ' όλα αυτά τεράστιες, αυτοκρατορίες στην Ινδονησία και το Κονγκό. Αντίθετα, η Γερμανία είχε μόνο μερικές μικρές αποικίες, παρόλο που η οικονομία της είχε αρχίσει να ξεπερνάει τη βρετανική. Αυτή η αναντιστοιχία ήταν η αιτία των επανειλημμένων συγκρούσεων ανάμεσα στις αντίπαλες συμμαχίες των μεγάλων δυνάμεων, που κορυφώθηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέλος, σε αντίθεση με τον Κάουτσκι που επικέντρωνε την ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό απλά στον έλεγχο των «αγροτικών» τμημάτων του κόσμου (σήμερα θα αποκαλούνταν Τρίτος Κόσμος ή Παγκόσμιος Νότος) ο Λένιν επέμενε ότι η ιμπεριαλιστική μοιρασιά του πλανήΚαπιταλισμός Ζόμπι
127
τη επικεντρωνόταν όλο και περισσότερο στις βιομηχανικές περιοχές. «Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού είναι ακριβώς ότι επιδιώκει να προσαρτήσει όχι μόνο αγροτικές εκτάσεις, αλλά και τις πιο βαριά εκβιομηχανισμένες περιοχές (οι γερμανικές ορέξεις για το Βέλγιο, οι γαλλικές για την Λοραίνη)».34 Το βιβλίο του Μπουχάριν Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία, που είχε γραφτεί λίγο πριν τη μελέτη του Λένιν, αλλά που κυκλοφόρησε μετά με ένα πρόλογο του Λένιν, υπογραμμίζει το ίδιο συμπέρασμα με την ίδια ένταση που συνάγει τις συνέπειες των τάσεων που είχε περιγράψει ο Χίλφερντινγκ: Οι συνενώσεις [επιχειρήσεων, στμ]' στη βιομηχανία και τον τραπεζικό τομέα, ενοποιούν το σύνολο της «εθνικής» παραγωγής, η οποία παίρνει τη μορφή μιας εταιρείας των εταιρειών, ενός κρατικο-καπιταλιστικού τραστ. Ο ανταγωνισμός... είναι πλέον ο ανταγωνισμός των κρατικο-καπιταλιστικών τραστ στην παγκόσμια αγορά. Στα όρια των «εθνικών» οικονομιών ο ανταγωνισμός περιορίζεται στο ελάχιστο, μόνο και μόνο για να αναζωπυρωθεί, με κολοσσιαίες διαστάσεις, τέτοιες που δεν θα ήταν εφικτές σε καμιά από τις προηγούμενες ιστορικές εποχές... Το κέντρο της δραστηριότητας μετατοπίζεται στον ανταγωνισμό γιγάντιων, ενοποιημένων και οργανωμένων οικονομικών οργανισμών οι οποίοι, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα των εθνών, κατέχουν κολοσσιαία μαχητική ικανότητα...35 Ο Μπουχάριν γράφοντας τρία χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου επεσήμαινε τα ίδια συμπεράσματα με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση: Η κρατική οργάνωση της αστικής τάξης συγκεντρώνει στα χέρια της το σύνολο της δύναμης αυτής της τάξης. Συνεπώς, όλες οι εναπομείνασες οργανώσεις... πρέπει να υποταχτούν στο κράτος. Όλες τους «στρατιωτικοποιούνται»... Οπότε, εμφανίζεται ένας νέος τύπος κρατικής ισχύος, ο κλασικός τύπος του ιμπεριαλιστικού κράτους, ο οποίος στηρίζεται στις κρατικο-καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Εδώ η «οικονομία» συγχωνεύεται οργανωτικά με την «πολιτική», η οικονομική εξουσία της αστικής τάξης συγχωνεύεται κατευθείαν με την πολιτική εξουσία, το κράτος παύει να είναι ένας απλός προστάτης της διαδικασίας της εκμετάλλευσης και μετατρέπεται σε έναν άμεσο, καπιταλιστικό συλ• Όχι όμως συγχωνεύσεις. Είναι κάτι διαφορετικό. 128
Κρις Χ ά ρ μ α ν
λογικό εκμεταλλευτή...36 Ο πόλεμος μετατρέπεται πλέον σε κεντρικό στοιχείο του συστήματος: πηγάζει από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα κρατικο-καπιταλιστικά τραστ, τον ανατροφοδοτεί, καθορίζοντας επίσης και την εσωτερική τους οργάνωση: Με το σχηματισμό των κρατικο-καπιταλιστικών τραστ ο ανταγωνισμός στρέφεται σχεδόν καθ' ολοκληρίαν στις ξένες χώρες. Γι' αυτό το λόγο, τα όργανα της πάλης που διεξάγεται στο εξωτερικό, κυρίως η κρατική ισχύς, πρέπει να μεγαλώσουν σε τεράστιο βαθμό... Σε καιρούς «ειρήνης» ο στρατιωτικός κρατικός μηχανισμός κρύβεται στα παρασκήνια όπου συνεχίζει να λειτουργεί. Σε καιρό πολέμου εμφανίζεται επί σκηνής με τον πιο άμεσο τρόπο... Η πάλη ανάμεσα στα κρατικο-καπιταλιστικά τραστ κρίνεται κατά πρώτο λόγο από το συσχετισμό των στρατιωτικών τους δυνάμεων, γιατί η στρατιωτική ισχύς της χώρας είναι η έσχατη λύση για τις αντιμαχόμενες «εθνικές» ομάδες καπιταλιστών... Κάθε βελτίωση της στρατιωτικής τεχνικής συνεπάγεται μια αναδιοργάνωση και αναδιάρθρωση του στρατιωτικού μηχανισμού- κάθε καινοτομία, κάθε επέκταση της στρατιωτικής δύναμης ενός κράτους, κεντρίζει και όλα τα άλλα.37 Η λογική της επιχειρηματολογίας του Λένιν και του Μπουχάριν ήταν ότι, παρ' εκτός αν ανατρεπόταν ο καπιταλισμός, την περίοδο ειρήνης που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, θα τη διαδεχόταν σχετικά γρήγορα ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος. «Η προοπτική ενός δεύτερου «γύρου» του ιμπεριαλιστικού πολέμου... είναι ιδιαίτερα προφανής», έγραφε ο Μπουχάριν.3® Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτή η πρόβλεψη επιβεβαιώθηκε από τον τρόπο που αντέδρασαν οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις στην οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 1929. Αυτό, όμως, δεν σταμάτησε τις αντιρρήσεις για την ανάλυση των Λένιν-Μπουχάριν.
Τα οικονομικά της αυτοκρατορίας Οι εν λόγω αντιρρήσεις ισχυρίζονταν - και συνεχίζουν να ισχυρίζονται39 - ότι για την πλειοψηφία των καπιταλιστών θα ήταν πιο επικερδές να επιλέξουν το ειρηνικό, ελεύθερο εμπόριο, από τη στρατιωτική σύγΚαπιταλισμός Ζόμπι
129
κρούση για τον έλεγχο εδαφικών εκτάσεων. Δεν είναι δύσκολο να δοθεί απάντηση σε αυτές τις αντιρρήσεις. Η μεγάλη περίοδος ανάπτυξης για τις δυτικές αυτοκρατορίες ήταν το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Το 1876 οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν έλεγχαν περισσότερο από το 10% της Αφρικής. Το 1900, περισσότερο από το 90% της ηπείρου είχε μετατραπεί σε αποικίες. Την ίδια περίοδο η Βρετανία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Γερμανία εξασφάλισαν, η κάθε μια για τον εαυτό της, αποικιακούς θύλακες και μεγάλες σφαίρες επιρροής στην Κίνα, ενώ η Ιαπωνία κατέλαβε την Κορέα και την Ταϊβάν, η Γαλλία κατέκτησε το σύνολο της Ινδοκίνας, οι ΗΠΑ άρπαξαν από την Ισπανία το Πουέρτο Ρίκο και τις Φιλιππίνες και η Βρετανία συμφώνησε με τη Ρωσία για ένα ανεπίσημο μοίρασμα του Ιράν. Παράλληλα σημειωνόταν μια κατακόρυφη αύξηση εξαγωγής κεφαλαίου από τη Βρετανία, η οποία συνέχιζε να είναι η μεγαλύτερη καπιταλιστική οικονομία και το κέντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, έστω κι αν οι ΗΠΑ και η Γερμανία την έφταναν σε βιομηχανική παραγωγή. Οι συνολικές βρετανικές επενδύσεις σε ομόλογα εξωτερικού αυξήθηκαν από 95 εκατομμύρια λίρες το 1883 σε 393 εκατομμύρια το 1889. Σύντομα έφτασαν να αποτελούν το 8% του Α.Ε.Π. και απορροφούσαν το 50% της αποταμίευσης. 40 Δεν κατευθυνόταν στις αποικίες το σύνολο της εξαγωγής κεφαλαίου, πολύ περισσότερο το σύνολο της εξαγωγής εμπορευμάτων. Ένα μεγάλο μέρος τους κατευθυνόταν στις ΗΠΑ και ένα σημαντικό τμήμα στις λατινοαμερικάνικες χώρες, όπως η Αργεντινή. Όμως, οι αποικίες ήταν σημαντικές. Μόνο στην Ινδία, τη μεγαλύτερη αποικία της Βρετανίας, αναλογούσε το 12% των εξαγωγών εμπορευμάτων και το 11% των εξαγωγών κεφαλαίου. Επίσης η Ινδία παρείχε ένα πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών της Βρετανίας, το οποίο θα μπορούσε να συνδράμει στη χρηματοδότηση επενδύσεων σε άλλα σημεία του κόσμου. Παρείχε, τέλος, δωρεάν στη Βρετανία ένα στρατό για την κατάκτηση άλλων εδαφών.41 Οι πρώτες ύλες που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία των πιο προηγμένων βιομηχανιών της εποχής προέρχονταν από αποικιακές περιοχές (φυτικά έλαια για την παραγωγή μαργαρίνης και σαπουνιού, καουτσούκ και πετρέλαιο για την αναπτυσσόμενη αυτοκινητοβιομηχανία, νιτρικά άλατα για τα λιπάσματα και τα εκρηκτικά). Πάνω απ' αυτό, ήταν και η στρατηγική σημασία των 130
Κρις Χάρμαν
αποικιών. Αυτό που είχε σημασία, τόσο για τους πολιτικούς όσο και για τα συμφέροντα της βιομηχανίας, ήταν ότι η «Βρετανία κυβερνούσε τα κύματα» και ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις βάσεις της στις αποικίες για να τιμωρήσει κράτη τα οποία απειλούσαν τα συμφέροντά της. Στους θεωρητικούς του ιμπεριαλισμού δεν έμοιαζε να είναι καθόλου σύμπτωση το γεγονός ότι στις δεκαετίες που σημειώθηκε αυτή η μαζική επέκταση της αποικιοποίησης, της εξαγωγής κεφαλαίου και της εξόρυξης πρώτων υλών, σημειώθηκε επίσης και η ανάκαμψη της κερδοφορίας και των αγορών από τη μαυρίλα της Μεγάλης Ύφεσης. Μπορεί να μην κατόρθωναν πάντοτε να διατυπώσουν με σαφήνεια αυτή τη σύνδεση, όμως η σύμπτωση της αυτοκρατορίας και της καπιταλιστικής οικονομικής άνθησης ήταν πραγματικό φαινόμενο. Απ' αυτή την άποψη, η θεωρία των Λένιν-Μπουχάριν ξεχωρίζει ως ανάλυση των δεκαετιών που προηγήθηκαν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της πορείας του συστήματος προς τον πόλεμο. Παρ' όλα αυτά, στην εκδοχή της θεωρίας που διατύπωσε ο Λένιν, υπήρχε μια αδυναμία. Γενίκευε την εμπειρία του βρετανικού ιμπεριαλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα συνολικά για τον ιμπεριαλισμό, και έτεινε να κάνει ολόκληρη τη θεωρία να στηρίζεται στο ρόλο-κλειδί των τραπεζών που εξήγαγαν χρηματικό κεφάλαιο. Όμως, αυτός ο ισχυρισμός δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα ακόμα και την εποχή που ο Λένιν έγραφε την ανάλυσή του, πολύ περισσότερο στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Η εξαγωγή χρηματοδότησης από τις τράπεζες ήταν όντως ένα διακριτικό χαρακτηριστικό του βρετανικού ιμπεριαλισμού, όμως, για τους ανταγωνιστές του η κατάσταση ήταν κάπως διαφορετική. Στην περίπτωση της Γερμανίας, τα συμφέροντα που πίεζαν για να επεκτείνουν την επιρροή τους πέρα από τα εθνικά σύνορα με την κατάκτηση αποικιών και σφαιρών επιρροής, δεν ήταν τόσο αυτά γύρω από το χρηματοπιστωτικό τομέα όσο εκείνα γύρω από τις συνενώσεις των βιομηχανικών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα της βαριάς βιομηχανίας. Επίσης, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των οικονομιών της Ρωσίας και των ΗΠΑ πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν τόσο η εξαγωγή κεφαλαίων, όσο η εισροή πόρων από άλλες καπιταλιστικές χώρες (παρόλο που σημειωνόταν κάποια επανεξαγωγή κεφαλαίου). Η επικέντρωση στο χρηματοπιστωτικό τομέα έγινε περισσότερο προβληματική στο επόμενο τέταρτο του αιώνα Καπιταλισμός Ζόμπι
131
μετά τη συγγραφή της παμφλέτας από τον Λένιν. Η ποσότητα του επενδυμένου στο εξωτερικό κεφαλαίου δεν ξεπέρασε ποτέ το επίπεδο του 1914 και κατόπιν μειώθηκε.42 Ωστόσο, οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις συνέχισαν και στη διάρκεια του μεσοπολέμου να επιδιώκουν την ιμπεριαλιστική τους επέκταση, με τη Βρετανία και τη Γαλλία να αρπάζουν το μεγαλύτερο τμήμα της Μέσης Ανατολής και τις πρώην γερμανικές αποικίες, την Ιαπωνία να επεκτείνεται στην Κίνα, και τη βαριά βιομηχανία της Γερμανίας να επιδιώκει το σχηματισμό μιας νέας αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Η φρασεολογία που χρησιμοποιεί ο Λένιν σε κάποια συγκεκριμένα αποσπάσματα της παμφλέτας του, έχει οδηγήσει σε κάποιες ερμηνείες της που θεωρούν, όπως περίπου ο Χόμπσον ή ο Κάουτσκι, ότι η κινητήρια δύναμη του ιμπεριαλισμού είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Το πιο χαρακτηριστικό σημείο είναι εκείνο όπου ο Λένιν επιμένει στην «παρασιτική» φύση του χρηματιστικού κεφαλαίου, γράφοντας για την ...εξαιρετική ανάπτυξη ενός... κοινωνικού στρώματος ραντιέρηδων, δ η λ α δ ή ανθρώπων που ζουν με «κουπόνια», που δεν παίρν ο υ ν μ έ ρ ο ς σε καμιά ε π ι χ ε ι ρ η μ α τ ι κ ή δ ρ α σ τ η ρ ι ό τ η τ α , που το επάγγελμά τους είναι η αεργία. 4 3
Η έμφαση στον «παρασιτισμό» του χρηματιστικού κεφαλαίου έχει οδηγήσει δυνάμεις της αριστεράς στο σημείο να υιοθετήσουν στρατηγικές αντιμπεριαλιστικών συμμαχιών με τμήματα του βιομηχανικού κεφαλαίου ενάντια στο χρηματιστικό κεφάλαιο - δηλαδή να υιοθετήσουν την πολιτική του Κάουτσκι στην οποία ασκούσε τόσο έντονη κριτική ο Λένιν. Η ανάλυση του ιμπεριαλισμού από τον Μπουχάριν γενικά αποφεύγει τέτοια λάθη. Χρησιμοποιεί επανειλημμένα την έννοια του «χρηματιστικού κεφαλαίου». Όμως, επισημαίνει ρητά ότι δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως διαφορετική από την έννοια του βιομηχανικού κεφαλαίου. «Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν πρέπει να συγχέεται με το χρηματικό κεφάλαιο... γιατί το διακριτικό γνώρισμα του χρηματιστικού κεφαλαίου συνίσταται στο ότι είναι ταυτόχρονα και χρηματικό και βιομηχανικό κεφάλαιο».44 Για τον Μπουχάριν το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι αξεδιάλυτα δεμένο με την τάση της κυριάρχησης στο σύνολο της εθνικής οικονομίας των «κρατικο-καπιταλιστικών τραστ» που αναμετριούνται σε 132
Κρις Χάρμαν
παγκόσμιο επίπεδο με άλλα «κρατικο-καπιταλιστικά τραστ». Μια τέτοια σύγκρουση δεν ήταν αναγκαίο ότι θα επικεντρωνόταν στην επένδυση σε ξένες χώρες. Μπορούσε να στραφεί σε κάτι άλλο: στην προσπάθεια να αποσπαστούν με τη βία από άλλες χώρες ήδη εκβιομηχανισμένες περιοχές ή πηγές σημαντικών πρώτων υλών. Όπως έγραφε ο Μπουχάριν: «Όσο περισσότερο αναπτύσσεται [ο ιμπεριαλισμός, C.H.] τόσο περισσότερο θα μετατρέπεται και σε ένα αγώνα επικράτησης στα καπιταλιστικά κέντρα».45 Ήταν αναγκαίο, με άλλα λόγια, να μετατραπούν μεγάλες ποσότητες αξίας σε μέσα καταστροφής, όχι μόνο για να αποσπαστεί περισσότερη αξία, αλλά και για να προστατευτεί αυτή που ήδη έλεγχε η κάθε μεγάλη καπιταλιστική δύναμη. Αυτή ήταν η λογική της καπιταλιστικής αγοράς εφαρμοσμένη στις διακρατικές σχέσεις. Το καθένα απ' αυτά έπρεπε να επενδύσει σε πολεμικές προετοιμασίες, ώστε να μην μείνει πίσω καθώς οι ανταγωνιστές του επένδυαν περισσότερο, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που κάθε κεφάλαιο ήταν αναγκασμένο να επενδύει σε νέα μέσα παραγωγής ώστε να διατηρήσει τη θέση του στον ανταγωνισμό μέσα στην αγορά. «Οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές» δεν ήταν «τίποτα άλλο από την αναπαραγωγή του ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα» όπου τα «'κρατικο-καπιταλιστικά τραστ' και όχι οι μεμονωμένες επιχειρήσεις είναι 'τα υποκείμενα του ανταγωνισμού'. Οι 'πολεμικές εκρήξεις' ήταν το αποτέλεσμα της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας με τις 'εθνικά' περιορισμένες μεθόδους ιδιοποίησης της αστικής τάξης που χωρίζεται από κράτη».44 Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κεφάλαια (και μαζί με αυτόν η ανεμπόδιστη λειτουργία του νόμου της αξίας) είχε μειωθεί στο εσωτερικό των κρατών, αλλά είχε αναζωπυρωθεί σε ανεξέλεγκτη κλίμακα στην παγκόσμια αρένα.
Ρόζα Λούξεμπουργκ: ο ιμπεριαλισμός και η κατάρρευση του καπιταλισμού Ο Λένιν κι ο Μπουχάριν δεν ήταν οι μοναδικοί μαρξιστές αντίπαλοι του ιμπεριαλισμού που προσπάθησαν να αποδείξουν ότι αποτελούσε ένα ουσιώδες στάδιο του καπιταλισμού. Το ίδιο έκανε και η Ρόζα ΛούξεμΚαπιταλισμός Ζόμπι
133
πουργκ με μια μάλλον διαφορετική θεωρητική ανάλυση στο έργο της Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου που δημοσιεύτηκε το 1913.47 Το βιβλίο στηριζόταν σε αυτό που η ίδια θεωρούσε ότι αποτελούσε μια κεντρική αντίφαση του καπιταλισμού η οποία είχε διαφύγει της προσοχής του Μαρξ. Στο Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ είχε παρουσιάσει πίνακες που απεικόνιζαν την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στη συσσώρευση και την κατανάλωση. Κάθε γύρος της παραγωγής χρησιμοποιούσε τα προϊόντα του προηγούμενου γύρου, είτε ως υλικές εισροές (μηχανήματα, πρώτες ύλες κλπ) είτε ως μέσα κατανάλωσης για το εργατικό δυναμικό. Κάτι τέτοιο απαιτούσε ότι τα υλικά προϊόντα που παράγονταν στον ένα γύρο παραγωγής θα αντιστοιχούσαν σε αυτά που χρειάζονταν για να προχωρήσει ο επόμενος γύρος. Το ζήτημα δεν ήταν μόνο το πέρασμα των σωστών ποσοτήτων αξίας από τον ένα γύρο στον άλλο, αλλά επίσης και του κατάλληλου είδους αξιών χρήσης - τόσες και τόσες ποσότητες πρώτων υλών, νέων μηχανημάτων, κτιριακών εγκαταστάσεων κλπ, και τόσες ποσότητες τροφίμων, ρουχισμού κλπ για το εργατικό δυναμικό (όπως επίσης και ειδών πολυτελείας για τους ίδιους τους καπιταλιστές). Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, εξετάζοντας τους πίνακες του Μαρξ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τον ένα γύρο στον άλλο θα ανακύπτουν ασυμφωνίες ανάμεσα στη διανομή της αξίας και τη διανομή των αξιών χρήσης που απαιτούνται για την επέκταση της παραγωγής. Θα παράγονται περισσότερα είδη κατανάλωσης απ' αυτά που θα είναι δυνατό να αγοραστούν με τους μισθούς που έχουν πληρωθεί οι εργάτες ή περισσότερα επενδυτικά αγαθά από αυτά που θα μπορούσαν να πληρωθούν από τα κέρδη. Με άλλα λόγια, το σύστημα παρήγαγε ένα πλεόνασμα αγαθών για τη διάθεση του οποίου δεν μπορούσε να βρει αγορά. Η υπερπαραγωγή δεν ήταν απλά μια φάση του κύκλου της ύφεσης-ανάπτυξης, αλλά ενδημική στη λειτουργία του συστήματος. Αν θεωρήσουμε ότι πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα, όπου όλες οι εκροές ενός γύρου παραγωγής πρέπει να απορροφηθούν ως εισροές στον επόμενο, τότε ο καπιταλισμός ήταν καταδικασμένος να τείνει προς την πλήρη κατάρρευση. Αυτό δεν συνιστούσε πρόβλημα στα αρχικά στάδια του καπιταλισμού. Δεν ήταν ένα κλειστό σύστημα. Επειδή ακριβώς αναπτύχτηκε μέσα σε έναν προκαπιταλιστικό κόσμο, ήταν περικυκλωμένος από πληθυσμούς που δεν αποτελούσαν μέρος του συστήματος - χειροτέχνες και 134
Κρις Χάρμαν
μάστορες, υπολείμματα των φεουδαρχικών αρχουσών τάξεων και τεράστιους αριθμούς αγροτών. Όλοι αυτοί μπορούσαν να απορροφούν τα πλεονάζοντα αγαθά και σε αντάλλαγμα να παρέχουν πρώτες ύλες. Όμως, όσο περισσότερο κυριαρχούσε ο καπιταλισμός σε μια δεδομένη χώρα, τόσο περισσότερο θα ερχόταν αντιμέτωπος με αυτή την αντίφαση· εκτός αν επεκτεινόταν προς τα έξω, για να αποκτήσει τον έλεγχο άλλων, προ-καπιταλιστικών, κοινωνιών. Απ' αυτή την άποψη, η αποικιοποίηση έπαιζε ουσιαστικό ρόλο στη λειτουργία του συστήματος. Χωρίς αυτή, ο καπιταλισμός θα κατέρρεε. Η Λούξεμπουργκ δεν αρκέστηκε στην παρουσίαση των επιχειρημάτων της σε αναλυτική μορφή. Τη συμπλήρωσε με κεφάλαια επί κεφαλαίων στα οποία παρουσίαζε, με φρικιαστικές λεπτομέρειες, τον τρόπο με τον οποίο η ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, συνοδευόταν από την καθυπόταξη και εκμετάλλευση του υπόλοιπου κόσμου. Το συμπέρασμά της, όπως και του Λένιν και του Μπουχάριν, ήταν ότι η μοναδική εναλλακτική λύση στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο ήταν η σοσιαλιστική επανάσταση. Ωστόσο, η ανάλυσή της δέχτηκε οξείες και συντριπτικές κριτικές, από τις οποίες ξεχώρισαν εκείνη του Αυστριακού ρεφορμιστή μαρξιστή Ότο Μπάουερ (Otto Bauer) και του Μπουχάριν. Ο Μπάουερ παρουσίασε τη δικιά του εκδοχή των Πινάκων Αναπαραγωγής [του Δεύτερου Τόμου του Κεφάλαιου, στ μ], υποστηρίζοντας ότι δεν παρουσιάζεται πρόβλημα ισορροπίας των εισροών και των εκροών ακόμα και αν πραγματοποιηθούν μια σειρά από κύκλους παραγωγής. Ο Μπουχάριν επικεντρώθηκε στην αντίκρουση σημείων της «αντι-κριτικής» που έγραψε η Λούξεμπουργκ, δηλαδή της απάντησης της στον Μπάουερ. Η Λούξεμπουργκ είχε υποστηρίξει ότι το κίνητρο στους καπιταλιστές να επενδύουν δεν μπορεί παρά να προέρχεται από κάτι που βρίσκεται έξω από τον καπιταλισμό. Δεν ήταν αρκετό, υποστήριζε, να απορροφούν το παραγόμενο προϊόν της κοινωνίας οι όλο και μεγαλύτερες επενδύσεις, γιατί κάτι τέτοιο δεν θα άφηνε το κέρδος που θα δικαιολογούσε την επένδυση από τη σκοπιά των καπιταλιστών: Η παραγωγή για χάρη της παραγωγής σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα είναι, από την οπτική γωνία του καπιταλιστή, παράλογη, γιατί κατ' αυτόν τον τρόπο είναι αδύνατο για το σύνολο της Καπιταλισμός Ζόμπι
135
τάξης των καπιταλιστών να πραγματοποιήσει το κέρδος και συνεπώς να συσσωρεύσει. 4 8
Η απάντηση του Μπουχάριν, ουσιαστικά, συνοψίζεται στην επισήμανση ότι ακριβώς αυτή η φαινομενικά παράλογη συσσώρευση για χάρη της συσσώρευσης είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού.49 Ο καπιταλισμός δεν είχε ανάγκη έναν σκοπό πέρα απ' αυτόν τον ίδιο. Και θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος ότι ακριβώς αυτή η τάση του συμπυκνώνει την άκρα αλλοτρίωση της ανθρώπινης εργασίας στο καπιταλιστικό σύστημα: η δύναμη που το ωθεί μπροστά δεν είναι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, έστω των ανθρώπινων αναγκών των καπιταλιστών, αλλά η ίδια του η δυναμική. Ο Μπουχάριν δεν αρνιόταν το γεγονός ότι στη διάρκεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης εκδηλώνονταν ασυμφωνίες ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Στα σχόλιά του πάνω στην ανάλυση της Λούξεμπουργκ επέμενε ότι τέτοιες ασυμφωνίες είναι αναπόφευκτες, αλλά επίσης, ότι αυτό που τις ξεπερνά είναι η ίδια η καπιταλιστική κρίση. Όντως εκδηλώνονται η υπερσυσσώρευση και η υπερπαραγωγή, όμως όχι πάντα και όχι συνεχώς. Ανακύπτουν όσο εκτυλίσσεται η κρίση, και εξαφανίζονται μέσα από την περαιτέρω εξέλιξή της. Ο Μπουχάριν επιστράτευσε τη φράση του Μαρξ: «Δεν υπάρχει διαρκής κρίση».50 Για εκείνον, η ερμηνεία του ιμπεριαλισμού δεν μπορούσε να βασιστεί στα προβλήματα της υπερπαραγωγής, αλλά στον τρόπο με τον οποίο βοηθά την επιδίωξη των καπιταλιστών για υψηλότερα κέρδη. Τα επιχειρήματα του Μπουχάριν απέναντι στη Λούξεμπουργκ δεν μπορούν να καταρριφθούν. Όμως υπάρχει κάτι που και ο ίδιος και ο Λένιν έχουν αφήσει χωρίς εξήγηση: το λόγο για τον οποίο η εξαγωγή κεφαλαίου που συνόδευσε την παλίρροια της ιμπεριαλιστικής επέκτασης, κατόρθωσε να οδηγήσει τον καπιταλισμό έξω από τη Μεγάλη Ύφεση. Παρ' όλα τα μειονεκτήματά της, η ερμηνεία της Λούξεμπουργκ προσπαθούσε να εντοπίσει τον τρόπο που ο ιμπεριαλισμός συνδεόταν με το προσωρινό ξεπέρασμα της κρίσης, κάτι το οποίο δεν έκαναν ο Λένιν κι ο Μπουχάριν. Τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνει μια τέτοια σύνδεση τον σκιαγράφησε στη δεκαετία του '20 ο Χένρικ Γκρόσμαν (Henryk Gros136
Κρις Χάρμαν
sman) ο οποίος στεκόταν κριτικά τόσο απέναντι στη Λούξεμπουργκ όσο και απέναντι στους επικριτές της.51 Η ροή κεφαλαίου από τα υπαρκτά κέντρα συσσώρευσης σε νέα υπερπόντια, μπορούσε να επιφέρει ανακούφιση στην πίεση η οποία οδηγεί σε αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και σε πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, έστω κι αν μια τέτοια λύση θα «είχε μόνο προσωρινά αποτελέσματα».52 Μια τέτοια οπτική μπορεί να ερμηνεύσει την πραγματική κίνηση της εξέλιξης του ιμπεριαλισμού στο αποκορύφωμά του κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Αν το μισό των βρετανικών επενδύσεων που είχαν επενδυθεί στο εξωτερικό είχαν, αντιθέτως, επενδυθεί στην ίδια τη Βρετανία, τότε θα αυξανόταν και η αναλογία επένδυσης προς εργασία (η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου) με αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού κέρδους. Όμως οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές όπως ξέρουμε, και οι διάφορες μετρήσεις εκτιμούν ότι ο συντελεστής απόδοσης κεφαλαίου* στην πραγματικότητα έπεσε από 2,16 το 1875-83 (τα χρόνια της «Μεγάλης Ύφεσης») στο 1,82 το 1891-190153 και ότι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 ήταν μια περίοδος αυξανόμενων ποσοστών κέρδους (μετά την πτώση των δεκαετιών του 1860 και του 1880).54 Και σ' εκείνα τα χρόνια, ό,τι συνέβαινε στη Βρετανία είχε κυριολεκτικά τεράστιο αντίκτυπο στο υπόλοιπο του συστήματος. Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν σε μια ευρύτερη εκτίμηση για τη δυναμική του καπιταλισμού στον 20ό και τον 21ο αιώνα, στην οποία θα επανέλθουμε στα επόμενα κεφάλαια. Σ' αυτό το σημείο, αρκεί η παραδοχή ότι ο ιμπεριαλισμός γεννήθηκε ως αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής κούρσας των διαφορετικών κεφαλαίων να επεκταθούν πέρα από τα εθνικά σύνορα και είχε ως προσωρινή παρενέργεια τη χαλάρωση των πιέσεων που οδηγούσαν σε αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και σε πτώση του ποσοστού κέρδους. Όμως, οι συνέπειες πράγματι δεν μπορούσαν παρά να είναι προσωρινές, γιατί τελικά οι επενδύσεις που θα πραγματοποιούνταν στα νέα κέντρα συσσώρευσης θα παρήγαγαν υπεραξία η οποία θα αναζητούσε να επενδυθεί - και αυτό με τη σειρά του θα ασκούσε καθοδική πίεση στα ποσοστά κέρδους. Όσο θα εκτυλισσόταν αυτή η διαδικασία, οι παλιές αντιφάσεις του συστήματος θα επέστρεφαν • Capital output ratio στο κείμενο. Το ποσό του κεφαλαίου που απαιτείται για τη παραγωγή μια μονάδας (προϊόντος ή εισοδήματος). Στ μ. Καπιταλισμός Ζόμπι
137
με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, ανοίγοντας μια νέα περίοδο οικονομικής αστάθειας, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την όξυνση του ανταγωνισμού, όχι μόνο του οικονομικού αλλά και του στρατιωτικού. Αυτά συνέβησαν ουσιαστικά στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με μια διεθνώς πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και με αυξημένες εντάσεις ανάμεσα στα κράτη. Με τις παραπάνω τροποποιήσεις, η επιμονή του Λένιν, του Μπουχάριν και της Λούξεμπουργκ για τη σύνδεση ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον πόλεμο, αποκτά πλήρη θεωρητική συνοχή.
Ένα πρόβλημα που ο Μαρξ άφησε πίσω του Η κλασική θεωρία του ιμπεριαλισμού είχε μια πολύ σημαντική επίπτωση. Έθετε το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στα κράτη και τα κεφάλαια που λειτουργούσαν στο εσωτερικό τους. Ο Μαρξ είχε αφήσει άλυτο αυτό το ζήτημα. Στα μη-οικονομικά του χειρόγραφα είχε ασχοληθεί με κάποιες από τις πτυχές του,55 αλλά δεν προχώρησε στο σημείο να ενσωματώσει αυτές τις παρατηρήσεις στη συνολική του ανάλυση για το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως, πρόκειται για ένα ερώτημα το οποίο καμιά σοβαρή ανάλυση του καπιταλισμού δεν μπορεί να αποφύγει στον αιώνα που ακολούθησε το θάνατο του Μαρξ. Μια γρήγορη ματιά στην αύξηση των δημοσίων δαπανών αρκεί να δείξει το γιατί (βλέπε το γράφημα που ακολουθεί πιο κάτω και αφορά τις ΗΠΑ). Δαπάνες Κυβέρνησης των ΗΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ54 50 + 40··
Τάση
30
2010-
0 138
1800
1840
1880
1920
1960 Κρις Χάρμαν
Το μερίδιο αυτών των δαπανών έμεινε ουσιαστικά στάσιμο καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εκτός από περιόδους γενικού πολέμου, αλλά από την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα άρχισε να αυξάνεται και από τότε δεν έχει σταματήσει να ακολουθεί ανοδική πορεία. Η πιο συνηθισμένη αντιμετώπιση του κράτους, από μαρξιστές και μη-μαρξιστές, ήταν να θεωρείται ως κάτι το εξωτερικό στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. Αυτή η προσέγγιση έχει γίνει αποδεκτή από την κυρίαρχη «Ρεαλιστική» σχολή των διεθνών σχέσεων στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αυτή η σχολή αντιμετωπίζει τα κράτη ως αυτοτελείς οντότητες οι οποίες συγκρούονται στη διεθνή σκηνή, ακολουθώντας μια λογική η οποία δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την οικονομική μορφή οργάνωσης που κυριαρχεί στο εσωτερικό τους.57 Μια παραπλήσια προσέγγιση υιοθετούν και κάποια μαρξιστικά κείμενα. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, ο καπιταλισμός συνίσταται στο κυνήγι του κέρδους από τις επιχειρήσεις (ή ακριβέστερα, στην αυτοεπέκταση των κεφαλαίων), ανεξάρτητα από το πού αυτά βασίζονται γεωγραφικά. Αντιθέτως, το κράτος είναι μια πολιτική οντότητα που εδράζεται γεωγραφικά, και τα όρια της οποίας τέμνουν το χώρο δραστηριότητας των ξεχωριστών κεφαλαίων. Μπορεί το κράτος να είναι μια πολιτική δομή η οποία ιστορικά αναπτύχθηκε για να ικανοποιήσει τα προαπαιτούμενα της καπιταλιστικής παραγωγής - να προστατεύει την καπιταλιστική ιδιοκτησία, να αστυνομεύει τις δοσοληψίες των μελών της άρχουσας τάξης μεταξύ τους, να παρέχει συγκεκριμένες υπηρεσίες αναγκαίες για την αναπαραγωγή του συστήματος και να πραγματοποιεί μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για την αποδοχή της καπιταλιστικής εξουσίας από άλλα τμήματα της κοινωνίας - αλλά δεν πρέπει να ταυτίζεται με τα κεφάλαια που λειτουργούν στο εσωτερικό της. Όσοι θεωρούν το κράτος ως κάτι εξωτερικό στον καπιταλισμό τείνουν να αναφέρονται στο «κράτος» στον ενικό - και επίσης συχνά και στο «κεφάλαιο» μόνο στον ενικό. Μπορεί κάτι τέτοιο να έχει νόημα για μια ανάλυση του καπιταλισμού στο υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης, όπου το κράτος παρέχει το γήπεδο στο οποίο αναμετρούνται επί ίσοις όροις τα διάφορα κεφάλαια. Όμως, το υπαρκτό καπιταλιστικό σύστημα αποτελείται από πολλά κράτη58 και από πολλά κεφάλαια.59 Όμως, ακόμα και κάποιοι που θεωρούν ότι πρέπει να μιλάμε για Καπιταλισμός Ζόμπι
139
κράτη κι όχι για «κράτος» αφηρημένα, όπως η Έλεν Γουντ, συμπεραίνουν συχνά ότι αυτά υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφάλαιου γενικά και όχι των συγκεκριμένων καπιταλιστών που έχουν τη βάση τους σ' αυτά. «Ο ουσιώδης ρόλος του κράτους στον καπιταλισμό» υποστηρίζει δεν είναι να λειτουργεί ως εργαλείο ιδιοποίησης ή ως μια μορφή «πολιτικά θεσμοθετημένης ιδιοκτησίας», αλλά κυρίως ως μέσο δημιουργίας και διατήρησης των συνθηκών συσσώρευσης χωρίς προσκόμματα, συντηρώντας την κοινωνική, νομική και διοικητική τάξη που είναι αναγκαία για τη συσσώρευση.60 Απέναντι σε αυτές τις απόψεις αντιπαρατάσσονται εκείνες οι αναλύσεις που ως αφετηρία τους παίρνουν τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού, που μιλούν για «συγχώνευση» του κράτους με το κεφάλαιο, για «κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό» ή απλά για «κρατικό καπιταλισμό» και έχουν την άποψη ότι οι συγκρούσεις ανάμεσα στα κράτη αποτελούν έκφραση του διεθνούς ανταγωνισμού των κεφαλαίων τα οποία λειτουργούν σε αυτά. Μια χοντροκομμένη εκδοχή της παραπάνω άποψης έγινε η «ορθοδοξία» στο σταλινοποιημένο μαρξισμό από τη δεκαετία του '30 μέχρι τη δεκαετία του '70 με τη λεγόμενη «θεωρία του ΚΜΚ» [Κρατικο-Μονοπωλιακού Καπιταλισμού, stamocap στο αγγλικό κείμενο, στμ\. Ο Μάικ Κίντρον (Mike Kidron) έχει κάνει μια πολύ πιο σοβαρή απόπειρα να περιγράψει το παγκόσμιο σύστημα στις δεκαετίες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως σύγκρουση εθνικών κεφαλαίων.61 Στην ανάλυσή του, τα μεμονωμένα κράτη και τα μεμονωμένα κεφάλαια βρίσκονται σε απόλυτη αναλογία μεταξύ τους: κάθε κράτος δρούσε για λογαριασμό μιας ομάδας εθνικά βασιζόμενων κεφαλαίων και κάθε σημαντικό κεφάλαιο ήταν ενσωματωμένο σε ένα συγκεκριμένο εθνικό κράτος. Οι όποιες εξαιρέσεις ήταν, σύμφωνα με τον Κίντρον, επιβιώσεις του παρελθόντος οι οποίες θα εξαφανίζονταν με την περαιτέρω ανάπτυξη του συστήματος. Σε αντιπαραθέσεις που υπήρξαν ανάμεσα σε Γερμανούς μαρξιστές στις αρχές της δεκαετίας του '70 έγινε μια παράλληλη απόπειρα να αναλυθεί το παγκόσμιο σύστημα με βάση κράτη που εκπροσωπούσαν κεφάλαια.62 Για παράδειγμα, η Κλαούντια φον Μπράουνμουλ (Claudia von Braunmiihl), έγραψε ότι: 140
Κρις Χάρμαν
Εκείνο που πρέπει να αναλυθεί δεν είναι το κράτος γενικά, αλλά
η «συγκεκριμένη
πολιτική οργάνωση της παγκόσμιας αγοράς σε
πολλά κράτη»... δηλαδή, από την αρχή η ανάλυση πρέπει να περιλαμβάνει το κράτος που ερευνάται σε σχέση με τη συγκεκριμένη σχέση του με την παγκόσμια αγορά και τα άλλα κράτη. 6 3
Λιγοστοί είναι εκείνοι που αποπειράθηκαν να αναπτύξουν περισσότερο τέτοιες ιδέες ώστε να παράγουν μια συγκροτημένη ερμηνεία του παγκόσμιου συστήματος. Όμως, κάποιες από τις παραδοχές τους θεωρούνται δεδομένες σε ότι λέγεται και γράφεται καθημερινά για τον κόσμο γύρω μας. Οι άνθρωποι αναφέρονται συχνά στα «οικονομικά συμφέροντα» εκείνου ή του άλλου κράτους ή στις επιδόσεις του ενός σε σύγκριση με κάποιο άλλο και στα «κέρδη» της μιας ή της άλλης χώρας. Με αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, η πολύ χρήσιμη παρουσίαση της εξέλιξης του καπιταλισμού μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από τον Ρόμπερτ Μπρένερ (Robert Brenner), δίνει έμφαση στις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στον «καπιταλισμό των ΗΠΑ», τον «ιαπωνικό καπιταλισμό», το «γερμανικό καπιταλισμό», όπου οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα κράτη διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο σ' αυτή τη διαδικασία.64 Τέτοιες αναφορές υπονοούν μια στενή ευθυγράμμιση συμφερόντων ανάμεσα σε ένα δεδομένο εθνικό κράτος και ένα δεδομένο τομέα του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Η άποψη ότι τα εθνικά κράτη ταυτίζονται απόλυτα με τα «εθνικά» κεφάλαια είναι μια μεγάλη υπεραπλούστευση, ιδιαίτερα στο σημερινό κόσμο όπου οι πολυεθνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε δεκάδες χώρες όπως θα δούμε παρακάτω. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι τα κράτη στέκονται «σε απόσταση» από συγκεκριμένα κεφάλαια, ή ότι τα κράτη δεν λειτουργούν κατ' εντολή συγκεκριμένων, εθνικά βασιζόμενων, ομαδοποιήσεων κεφαλαίου. Παραμένουν συνδεμένα με περίπλοκους τρόπους.
Η γένεση του καπιταλιστικού κράτους Μια αφετηρία για την κατανόηση αυτής της σχέσης μπορεί να μας δώσει η σχέση ανάμεσα στη γένεση του σύγχρονου κράτους και του καπιΚαπιταλισμός Ζόμπι
141
ταλισμού. Ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε άμεσα με αυτό το θέμα κι ο πρώτος που το έκανε ήταν ο Ένγκελς σε ένα χειρόγραφο που έγραψε μετά το θάνατο του Μαρξ και είχε παραμείνει αδημοσίευτο μέχρι το 1935. Οι μελέτες του οδήγησαν τον Ένγκελς στο συμπέρασμα ότι καθώς οι μεγάλοι και μικροί έμποροι των πόλεων (οι «αστοί») άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερη σημασία προς το τέλος του Μεσαίωνα, συμμάχησαν με τη μοναρχία ενάντια στην παλιά φεουδαλική άρχουσα τάξη: «Μέσα από τις αναστατώσεις των πληθυσμών που χαρακτήρισαν τον πρώιμο Μεσαίωνα αναπτύχθηκαν σταδιακά οι νέοι εθνικισμοί» και οι απαρχές εθνικών κρατών που ήταν πολύ διαφορετικά από προηγούμενες πολιτικές δομές.65 Ο Λένιν επεξεργάστηκε θεωρητικά περαιτέρω παρόμοιες ιδέες, μιας και το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία προσπαθούσε να καθορίσει τη θέση του απέναντι στο αίτημα για κρατική ανεξαρτησία που πρόβαλλαν οι καταπιεζόμενες εθνότητες της Τσαρικής Αυτοκρατορίας που βρίσκονταν στα σύνορά της με τη νότια-ανατολική Ευρώπη καθώς και οι λαοί των αποικιακών κτήσεων των Δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων. Διατύπωσε τις βαθιές συνδέσεις ανάμεσα στον αγώνα για την εγκαθίδρυση εθνικών κρατών και στην ανάδυση - μέσα στους κόλπους του προ-καπιταλιστικού κόσμου - ομάδων που θέλανε οι ίδιες να βασιστούν σε καπιταλιστικές μορφές οικονομικής οργάνωσης: Σε όλο τον κόσμο, η περίοδος της τελικής νίκης του καπιταλισμού επί της φεουδαρχίας έχει συνδεθεί με εθνικά κινήματα. Η πλήρης νίκη της εμπορευματικής παραγωγής έχει ως προϋπόθεση η αστική τάξη να κατακτήσει την εγχώρια αγορά και επίσης να υπάρχουν πολιτικά ενοποιημένες περιοχές με τους πληθυσμούς τους να μιλάνε την ίδια γλώσσα και να παραμεριστούν όλα τα εμπόδια στην ανάπτυξη μιας τέτοιας γλώσσας και της επικράτησής της... Γι' αυτό το λόγο, το κάθε εθνικό κίνημα τείνει στη δημιουργία εθνικών κρατών, κάτω από τα οποία υλοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο τα προαπαιτούμενα του σύγχρονου καπιταλισμού... Το εθνικό κράτος είναι η τυπική και κανονική μορφή για την περίοδο του καπιταλισμού.66 Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, τα σύγχρονα κράτη δεν έχουν αναπτυχθεί ως κάτι το εξωτερικό προς τα κεφάλαια (έστω τα περισσότερα κεφάλαια) που έχουν τη βάση τους σ' αυτά. Τουναντίον, έχουν διαπλα142
Κρις Χάρμαν
στεί ιστορικά οπό τη διαδικασία κατά την οποία άρχισαν να αποκτούν ρίζες οι καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής πλούτου, πρώτα σε τμήματα της Ευρώπης και κατόπιν στον υπόλοιπο κόσμο. Οι ομάδες οι οποίες ταυτίζονταν με αυτές τις μεθόδους είχαν την ανάγκη προστασίας απέναντι στις κοινωνικές δυνάμεις που απάρτιζαν την προκαπιταλιστική κοινωνία μέσα στην οποία αναπτύσσονταν - και, πολύ σύντομα, ανάγκη προστασίας απέναντι στις καπιταλιστικές ομάδες που είχαν τη βάση τους αλλού. Η εν λόγω ανάγκη οδηγούσε στην προσπάθεια διαμόρφωσης πολιτικών δομών που να υπερασπίζονται τα κοινά τους συμφέροντα - με τη βία αν ήταν απαραίτητο - μέσα σε ένα εχθρικό κόσμο. Όπου υπήρχαν παλιές προκαπιταλιστικές κρατικές δομές, οι νέες καπιταλιστικές ομάδες έπρεπε να τις θέσουν υπό τον έλεγχό τους και να τις αναδιοργανώσουν ώστε να υπηρετούν τα συμφέροντά τους (όπως έγινε στην Αγγλία και τη Γαλλία), είτε να αποσπαστούν απ' αυτές και να σχηματίσουν νέα κράτη (όπως η Ολλανδική Δημοκρατία, οι ΗΠΑ και οι πρώην αποικιακές χώρες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα). Στα τέλη του 19ου αιώνα δεν ήταν μόνο τα υπαρκτά καπιταλιστικά συμφέροντα που επεδίωκαν να οικοδομήσουν τέτοια κράτη. Την ίδια επιδίωξη είχαν, από τη μια μεριά, και στοιχεία της παλιάς άρχουσας τάξης σε μέρη όπως η Γερμανία, η τσαρική Ρωσία και η Ιαπωνία, που ήθελαν να επιβιώσουν σε ένα κόσμο όπου κυριαρχούσαν μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις, και, από την άλλη μεριά, η μεσοαστική διανόηση που απέκτησε ηγετικό ρόλο στα εθνικά κινήματα των αποικιών. Κάποιοι μαρξιστές απορρίπτουν αυτή την εικόνα, με το επιχείρημα ότι κράτη υπήρχαν και πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού. Με βάση αυτή την αντίληψη, το «σύστημα των κρατών» εκλαμβάνεται ως κάτι εντελώς διακριτό από το σύστημα του καπιταλισμού και θεωρείται ότι υπάρχει μια «λογική των κρατών» η οποία διαφέρει από τη «λογική του κεφαλαίου». Όμως, η εμφάνιση του καπιταλισμού δεν άφησε τα παλιά κράτη όπως ήταν πριν. Αναδιαμορφώθηκαν εκ βάθρων, με την επαναχάραξη των εδαφικών τους ορίων και την εγκαθίδρυση, για πρώτη φορά, συγκεντρωτικών δομών που έφτασαν να επηρεάζουν τη ζωή του κάθε κάτοικου (επίσης για πρώτη φορά, τους αποκαλούσαν «πολίτες»). 67 Το γεγονός ότι αυτές οι νέες δομές λειτουργούσαν μέσω της άσκησης βίας και όχι της παραγωγής αγαθών για πώληση, δεν εμπόδισε τη διαΚαπιταλισμός Ζόμπι
143
μόρψωσή τους σύμφωνα με τις νέες σχέσεις παραγωγής και εκμετάλλευσης που συνόδευαν την εμφάνιση του καπιταλισμού. Ήταν από την αρχή - και παραμένουν και σήμερα - δομές που ανατροφοδοτούν τη διαδικασία παραγωγής από τα κεφάλαια, επηρεάζοντας το ρυθμό και την κατεύθυνση της συσσώρευσής τους. Η λογική των κρατών ήταν προϊόν της ευρύτερης λογικής του καπιταλισμού, ακόμα και αν συχνά ερχόταν σε αντιπαράθεση με άλλα στοιχεία του συστήματος.68 Το κεφάλαιο υφίσταται σε τρεις μορφές - ως παραγωγικό κεφάλαιο, ως εμπορευματικό (ή εμπορικό) κεφάλαιο και ως χρηματικό κεφάλαιο. 6 ' Κάθε διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου στον πλήρως αναπτυγμένο καπιταλισμό, περιλαμβάνει επανειλημμένες αλλαγές από τη μια στην άλλη μορφή: χρηματικό κεφάλαιο χρησιμοποιείται για την αγορά μέσων παραγωγής, πρώτων υλών και εργατικής δύναμης. Όλα αυτά συνδυάζονται στη διαδικασία της παραγωγής εμπορευμάτων, τα οποία ανταλλάσσονται με χρήμα. Κατόπιν, αυτό το χρηματικό ποσό χρησιμοποιείται για την αγορά περισσότερων μέσων παραγωγής, πρώτων υλών και εργατικής δύναμης και ούτω καθεξής. Οι μορφές του κεφαλαίου αλληλεπιδρούν καθώς αλλάζουν από τη μια στην άλλη. Όμως, μπορεί να υπάρξει και ένας μερικός διαχωρισμός αυτών των τριών διαφορετικών μορφών. Η οργάνωση της άμεσης παραγωγής, η πώληση των εμπορευμάτων και η παροχή χρηματοδότησης μπορούν να εκχωρηθούν σε διαφορετικές ομάδες καπιταλιστών. Το χρηματικό κεφάλαιο και το εμπορικό κεφάλαιο μπορούν να βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση, να κινούνται από μέρος σε μέρος πέρα από εθνικά σύνορα, εκτός αν αυτή την κίνηση την παρεμποδίσει το κράτος ή άλλα σώματα που ασκούν βία. Τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά με τα παραγωγικά κεφάλαια. Αν θεωρηθούν απλά συσσωρεύσεις αξίας, στο μόνο που διαφέρουν μεταξύ τους είναι στο μέγεθος. Όμως, το κάθε μεμονωμένο κεφάλαιο, όπως και το κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα, έχει διπλό χαρακτήρα. Δεν είναι μετρήσιμο μόνο ως προς την ανταλλακτική του αξία, είναι επίσης και μια συγκεκριμένη αξία χρήσης· μια συγκεκριμένη σχέση αντικειμένων και ανθρώπων στη διαδικασία της παραγωγής. Κάθε επιμέρους κεφάλαιο έχει το δικό του τρόπο να συνδυάζει εργατική δύναμη, πρώτες ύλες και μέσα παραγωγής, να εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση και τη δανειοδότησή του, να διατηρεί δίκτυα διανομής 144
Κρις Χάρμαν
και πώλησης των προϊόντων του. Όλα αυτά συνεπάγονται την αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους και με τη φύση, αλληλεπιδράσεις φυσικού είδους, οι οποίες πραγματοποιούνται σε καθημερινή βάση και σε συγκεκριμένες γεωγραφικά τοποθεσίες. Κανένα παραγωγικό κεφάλαιο δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς, από τη μια μεριά, να διαθέτει μια εγγύηση του ελέγχου του στα μέσα παραγωγής (μια εγγύηση που σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται στα «ένοπλα σώματα ανδρών»), και από την άλλη, ένα εργατικό δυναμικό «ελεύθερο» υπό δυο έννοιες: τόσο απαλλαγμένο από τον καταναγκασμό μη-καπιταλιστικών εκμεταλλευτών όσο και απαλλαγμένο από τη δυνατότητα να κερδίσει τα προς το ζην με άλλο τρόπο πέρα από την πώληση της εργατικής του δύναμης. Σε κάθε δεδομένη γεωγραφική περιοχή οι παραγωγικοί καπιταλιστές συντονίζονται αναγκαστικά στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, δηλαδή να ασκήσουν επιρροή στο κράτος. Όπως το θέτει ο Νιλ Μπρένερ (Neil Brenner): Το κεφάλαιο, στην προσπάθειά του να συσσωρεύσει υπεραξία, πασχίζει... να υπερπηδήσει όλα τα γεωγραφικά εμπόδια στη διαδικασία της κυκλοφορίας του. Ωστόσο, για να διατηρήσει τη δυναμική του... το κεφάλαιο στηρίζεται σε σχετικά σταθερές και ακίνητες εδαφικές υποδομές, όπως είναι οι συσσωματώσεις των μεγάλων αστικών κέντρων και τα εδαφικά κράτη... Η ενδημική αυτή προσπάθεια του κεφαλαίου είναι εγγενώς συνυφασμένη με την παραγωγή, την αναπαραγωγή, την αναδιαμόρφωση σχετικά σταθερών και ακίνητων σχηματισμών εδαφικής οργάνωσης, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται περιφερειακά αστικά κέντρα, δίκτυα μεταφοράς, συστήματα επικοινωνίας και κρατικές ρυθμιστικές αρχές.70 Οι περισσότερες καπιταλιστικές επιχειρήσεις δεν λειτουργούν με βάση μόνο τις εκτιμήσεις τους για την αγορά, αλλά επίσης και με βάση τους μακρόχρονους υπολογισμούς για τις σχέσεις τους με τις άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες έχουν δούναι και λαβείν. Διαφορετικά θα ζούσαν με το διαρκή φόβο ότι σε περίπτωση αλλαγής των συνθηκών στην αγορά οι προμηθευτές τους θα πουλήσουν αλλού και εκείνοι που έχουν αναλάβει τη μεταφορά και τη διανομή των προϊόντων τους θα έχαναν το ενδιαφέρον τους γι' αυτά. Γι' αυτό το λόγο επιδιώκουν να αποκλείσουν Καπιταλισμός Ζόμπι
145
αυτές τις άλλες επιχειρήσεις με ένα συνδυασμό οικονομικών κινήτρων, επιχειρηματικών εξυπηρετήσεων και προσωπικών επαφών. Σε αυτό το βαθμό, η παραγωγή δεν λαμβάνει χώρα σε μεμονωμένες εταιρείες, αλλά σε «βιομηχανικά συμπλέγματα» τα οποία έχουν διαμορφωθεί στο πέρασμα του χρόνου.71 Το μοντέλα της αγοράς των κλασικών και νεοκλασικών οικονομικών, απεικονίζουν τα κεφάλαια ως απομονωμένες ατομικές μονάδες που επιδίδονται σε τυφλό ανταγωνισμό με άλλα κεφάλαια. Στον πραγματικό κόσμο, οι καπιταλιστές πάντοτε επεδίωκαν να ενισχύσουν την ανταγωνιστική τους θέση κάνοντας συμμαχίες με άλλους καπιταλιστές και φιλόδοξους πολιτικούς- συμμαχίες οι οποίες επισφραγίζονται με το χρήμα, αλλά και με τα παντρολογήματα, τα δίκτυα των «παλιόφιλων» και τις κοινές κοινωνικές δραστηριότητες.72 Ακόμα και η ρευστότητα του χρηματικού κεφαλαίου δεν μειώνει τη σημασία που έχουν τα συγκεκριμένα εθνικά κράτη για τους συγκεκριμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Όπως έχει επισημάνει ο Κώστας Λαπαβίτσας στην ανάλυσή του για το χρήμα στον καπιταλισμό: «Η εμπορική πίστωση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη ανάμεσα στις μεμονωμένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις η οποία είναι υποκειμενική και ιδιωτικής φύσης, αφού ενός τέτοιου είδους εμπιστοσύνη αντλεί από τη γνώση που έχουν συσσωρεύσει αυτές οι επιχειρήσεις η μια για την άλλη στην πορεία των εμπορικών τους σχέσεων».73 Και τα δίκτυα που παρέχουν τέτοιες γνώσεις έχουν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, οικοδομηθεί πάνω σε εθνική βάση, με το κράτος, μέσω της κεντρικής τράπεζας, να διαδραματίζει τον κεντρικό ρόλο. «Οι θεσμοί και οι αγορές του πιστωτικού συστήματος, που ρυθμίζονται και διευθύνονται από την κεντρική τράπεζα, θέτουν την κοινωνική εξουσία και την εμπιστοσύνη στην υπηρεσία της καπιταλιστικής συσσώρευσης».74 Οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη και τα κεφάλαια είναι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους, ανάμεσα σε εκείνους που εμπλέκονται στην εκμετάλλευση της πλειοψηφίας του πληθυσμού και σε εκείνους που ελέγχουν τα «σώματα των ένοπλων ανδρών». Ο κάθε καπιταλιστής επιδιώκει την προσωπική επαφή με τα ηγετικά κλιμάκια του κράτους, όπως ακριβώς επιδιώκει την καλλιέργεια δεσμών εμπιστοσύνης και αμοιβαίας υποστήριξης με συγκεκριμένους άλλους καπιταλιστές. Οι «διασυνδέ146
Κρις Χάρμαν
σεις» στις οποίες είχε αναφερθεί ο Λένιν75 έχουν τεράστια σημασία. Τέτοιες αλληλεπιδράσεις αφήνουν αναπόφευκτα το στίγμα τους στην εσωτερική διάρθρωση του κάθε κεφαλαίου, σε σημείο που το κάθε επιμέρους κεφάλαιο θα αντιμετώπιζε τεράστιες δυσκολίες αν ξαφνικά αποκοπτόταν από τα άλλα κεφάλαια και το κράτος με τα οποία έχει συνυπάρξει επί μακρόν. Το εθνικό κράτος και τα εθνικά βασισμένα κεφάλαια μεγαλώνουν μαζί, σαν παιδιά μιας πυρηνικής οικογένειας. Η ανάπτυξη του ενός αναπόφευκτα διαμορφώνει και την ανάπτυξη των υπόλοιπων. Οι ομάδες των κεφαλαίων και το κράτος με το οποίο είναι συνδεδεμένες, σχηματίζουν ένα σύστημα στο οποίο το ένα στοιχείο επηρεάζει τα άλλα. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του κάθε κεφαλαίου επηρεάζεται από την αλληλεπίδραση του με άλλα κεφάλαια και το κράτος. Αντανακλά όχι μόνο τη γενική προσπάθεια επέκτασης της αξίας, την προσπάθεια για συσσώρευση, αλλά επίσης και το συγκεκριμένο περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε. Το κράτος και τα μεμονωμένα κεφάλαια είναι συνυφασμένα, αλληλοτροφοδοτούνται. Ούτε το κράτος ούτε τα επιμέρους κεφάλαια μπορούν να διαφύγουν εύκολα από αυτή τη δομική αλληλεξάρτηση. Τα επιμέρους κεφάλαια γνωρίζουν ότι είναι πιο εύκολο να λειτουργούν σε αυτό το συγκεκριμένο εθνικό κράτος κι όχι σε ένα άλλο, γιατί αν μετακομίσουν τις δραστηριότητές τους θα πρέπει να αναδιαρθρώσουν ριζικά και τη δικιά τους οργάνωση και τις σχέσεις τους με άλλα κεφάλαια. Το κράτος πρέπει να προσαρμοστεί στις ανάγκες των επιμέρους κεφαλαίων γιατί εξαρτάται απ' αυτά για τους πόρους - ιδιαίτερα τα φορολογικά έσοδα - που του είναι απαραίτητοι για να λειτουργήσει: αν αντιταχθεί στα συμφέροντά τους, τότε μπορούν να μεταφέρουν τα ρευστοποιήσιμα στοιχεία τους στο εξωτερικό.* Οι πιέσεις που ασκεί το ένα κράτος στο άλλο, είναι απαραίτητες για τα κεφάλαια που βασίζονται σ* αυτά και θέλουν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους όταν λειτουργούν σε παγκόσμια κλίμακα. Η ύπαρξη διαφορετικών κρατών δεν είναι κάτι που έχει παραχθεί εκτός καπιταλισμού, ούτε αποτελεί μια προαιρετική επιλογή για τους καπιταλιστές. Είναι ένα αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του συστήματος * Του Ενεργητικού: όπως χρεόγραφα, ομόλογα, εισπρακτέοι λογαριασμοί. Στμ. Καπιταλισμός Ζόμπι
147
και της δυναμικής του. Όταν αυτό δεν γίνεται κατανοητό, όπως για παράδειγμα από τον Νάιτζελ Χάρις, τότε αφήνει ένα μεγάλο κενό σε κάθε απόπειρα ανάλυσης του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο καπιταλισμός σε όλον τον τελευταίο αιώνα.
Η «αυτονομία» του κράτους και η ταξική φύση της γραφειοκρατίας του Η αμοιβαία εξάρτηση κρατών και κεφαλαίων, δεν πρέπει να μας οδηγήσει ωστόσο στο συμπέρασμα ότι τα κράτη απλά ανάγονται στις οικονομικές οντότητες που λειτουργούν στα πλαίσιά τους. Οι αρμόδιοι για την καθημερινή λειτουργία του κράτους, έχουν αναλάβει την υλοποίηση στόχων που δεν μπορούν να εκπληρώσουν οι μεμονωμένες επιχειρήσεις λόγω του ανταγωνισμού που υφίσταται ανάμεσά τους. Τα κράτη είναι αναγκασμένα να μεσολαβούν ανάμεσα στα αντίπαλα κεφάλαια, να παρέχουν νομικά συστήματα και, μέσω της κεντρικής τράπεζας, επίβλεψη των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και του εθνικού νομίσματος. Οπως το έχει θέσει ο Κλάους Όφε (Claus Offe): «Από τη στιγμή που 'το κεφάλαιο ως σύνολο' υφίσταται μόνο με την πιο αφηρημένη έννοια... έχει ανάγκη την επίβλεψη και την ειδική καθοδήγηση από ένα πλήρως διαφοροποιημένο πολιτικο-διοικητικό σύστημα».76 Επίσης το κράτος έχει επωμισθεί το έργο να παρέχει τους μηχανισμούς οι οποίοι ενσωματώνουν την πλειοψηφία των ανθρώπων στο σύστημα: πρόκειται, από τη μια, για τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που επιβάλλουν την υποταγή (αστυνομία, μυστική αστυνομία, φυλακές) και από την άλλη μηχανισμούς ενσωμάτωσης που εκτρέπουν τη δυσαρέσκεια σε κανάλια συμβατά με το σύστημα (τις κοινοβουλευτικές δομές, τα νομικά πλαίσια της συλλογικής διαπραγμάτευσης, τα ρεφορμιστικά, συντηρητικά ή φασιστικά κόμματα). Οι αναλογίες ανάμεσα σε αυτές τις δυο ομάδες μηχανισμών διαφέρουν από κατάσταση σε κατάσταση, όμως όπου υπάρχουν συμπληρώνει η μια την άλλη. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί πείθουν τους ανθρώπους να επιλέξουν τον ευκολότερο δρόμο της ενσωμάτωσης στο σύστημα. Οι ενοποιητικοί παρέχουν το βελούδινο γάντι που κρύβει τη σιδερένια γροθιά της κατασταλ148
Κρις Χάρμαν
τικής δύναμης του κράτους, νομιμοποιώντας την με αυτό τον τρόπο. Ο Ιταλός επαναστάτης μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci) σωστά χρησιμοποίησε τη μεταφορά που είχε κάνει ο Μακιαβέλι αναφερόμενος στον «κένταυρο» που ήταν μισός άνθρωπος μισός ζώο, για να αποδώσει τον τρόπο με τον οποίο η συναίνεση και η ισχύς συνδυάζονται μέσα στο κράτος.77 Οι μηχανισμοί καταστολής και ενσωμάτωσης εξαρτώνται, για να συγκροτήσουν την οργάνωση και την ηγεσία τους, από προσωπικό το οποίο βρίσκεται έξω από τον άμεσο χώρο της εκμετάλλευσης και της συσσώρευσης: από ειδικούς του στρατού και της αστυνομίας, όπως και από πολιτικούς ηγέτες που μπορούν να ενεργοποιήσουν, έστω κάποιου βαθμού, κοινωνική υποστήριξη. Ένα αποτελεσματικό κράτος απαιτεί την οικοδόμηση συμμαχιών που αποσπούν αυτή την υποστήριξη - ή τουλάχιστον την ανοχή - τέτοιων στοιχείων, αφήνοντάς τους ταυτόχρονα ένα περιθώριο να επιδιώξουν τα δικά τους συμφέροντα 78 Οπότε, το κράτος, αναπόφευκτα, δεν αντανακλά μόνο τα συμφέροντα του κεφαλαίου γενικά, αλλά και τις παραχωρήσεις που κάνει το κεφάλαιο για να ενσωματώσει κι άλλες κοινωνικές ομάδες και τάξεις στήν κυριαρχία του. Αναγκαστικά, έχει ένα σημαντικό βαθμό αυτονομίας. Το 1871 ο Μαρξ σχολίασε ότι «ο πολύπλοκος κρατικός μηχανισμός... με τα πανταχού παρόντα και σύνθετα στρατιωτικά, γραφειοκρατικά, κληρικά και δικαστικά όργανα σφίγγει τη ζωντανή κοινωνία σαν βόας...» Η κρατική γραφειοκρατία αναπτύσσεται για να διασφαλίσει την κυριαρχία της υπάρχουσας τάξης, αλλά στην πορεία γίνεται «παράσιτο» το οποίο είναι ικανό «να θέσει ταπεινωτικά υπό την κυριαρχία του ακόμα και τα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων...»79 Η εν λόγω αυτονομία φτάνει στον υψηλότερο βαθμό της όταν την κυβερνητική εξουσία την κατέχουν ρεφορμιστικά, λαϊκίστικα ή φασιστικά κόμματα με μια ισχυρή βάση ανάμεσα στους εργάτες, τους αγρότες ή τα μικροαστικά στρώματα. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου όσοι ασκούν μια τέτοια αυτονομία έρχονται σε σύγκρουση και απαλλοτριώνουν σημαντικά καπιταλιστικά συμφέροντα στην περιοχή τους. Αυτό ίσχυσε πολλές φορές στον 20ό αιώνα - ο γερμανικός ναζισμός, ο αργεντίνικος περονισμός, ο νασερισμός στην Αίγυπτο, ο μπααθισμός στη Συρία και το Ιράκ, είναι όλα παραδείγματα αυτής της σχέσης. Έχουν υπάρξει επίΚαπιταλισμός Ζόμπι
149
σης αμέτρητες περιπτώσεις όπου επιμέρους κεφάλαια συμπεριφέρονται με τρόπους επιβλαβείς για τα συμφέροντα του «δικού τους» κράτους: με τη μετακίνηση χρημάτων και επενδύσεων στο εξωτερικό, προχωρώντας σε επιχειρηματικές συμφωνίες με ξένους καπιταλιστές που υπονομεύουν τη θέση ντόπιων καπιταλιστών, ακόμα και με την πώληση όπλων σε κράτη που πολεμάνε το δικό τους. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν όρια στο βαθμό που ένα κράτος μπορεί να έρθει σε ρήξη με τα κεφάλαιά του και τα κεψάλαιά του με το κράτος τους. Το κράτος μπορεί να παρακάμψει τα συμφέροντα συγκεκριμένων καπιταλιστών· δεν μπορεί όμως να ξεχάσει ότι τα έσοδά του και η ικανότητά του να αμύνεται απέναντι σε άλλα κράτη εξαρτώνται από τη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αντιστρόφως, ο επιμέρους καπιταλιστής μπορεί, με μεγάλη δυσκολία είναι αλήθεια, να ξεριζωθεί από το ένα εθνικό έδαφος και να ριζώσει σε ένα άλλο, ωστόσο δεν μπορεί να λειτουργήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια κατάσταση «Αγριας Δύσης», χωρίς ένα αποτελεσματικό κράτος που θα τον προστατεύει από τις κοινωνικές δυνάμεις των «από κάτω» που μπορεί να διαταράξουν τους ρυθμούς της καπιταλιστικής συσσώρευσης και εκμετάλλευσης, και από άλλους καπιταλιστές και τα κράτη τους. Μια ρήξη, είτε ανάμεσα σε ένα κράτος και τα κεφάλαια, είτε ανάμεσα σε κάποια κεφάλαια με το κράτος, είναι δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά. Αν ένα κράτος στραφεί ενάντια σε ένα ιδιωτικό κεφάλαιο, τότε μπορεί να προκαλέσει μια κατάσταση όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν αμφισβητεί μόνο το ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά και την καπιταλιστική συσσώρευση ως τέτοια, και μαζί της τις ιεραρχίες του κράτους. Αν ένα επιμέρους κεφάλαιο έρθει σε ρήξη με το «κράτος του» τότε κινδυνεύει να αφεθεί να τα βγάλει πέρα μόνο του σε έναν εχθρικό και επικίνδυνο κόσμο. Αυτή η αμοιβαία αλληλεξάρτηση ανάμεσα στα κράτη και τα κεφάλαια έχει σημαντικές επιπτώσεις σε ένα θέμα που οι περισσότεροι αναλυτές ούτε καν θίγουν: την ταξική φύση της ίδιας της κρατικής γραφειοκρατίας. Συνήθως θεωρείται είτε ως ένα παθητικό δημιούργημα της τάξης των ατομικών καπιταλιστών, είτε ως ξεχωριστός πολιτικός σχηματισμός με συμφέροντα πολύ διαφορετικά από εκείνα οποιασδήποτε μορφής κεφαλαίου. Η έννοια της τάξης ορίζεται με βάση την ατομική 150
Κρις Χάρμαν
ιδιοκτησία (ή την έλλειψη ιδιοκτησίας) και απ' αυτό συνάγεται και το συμπέρασμα ότι η κρατική γραφειοκρατία δεν μπορεί να είναι εκμεταλλευτική τάξη ή τμήμα μιας εκμεταλλευτικής τάξης. Κάτι τέτοιο υπονοείται, για παράδειγμα, από τις απόψεις της Έλεν Γουντ και του Ντέιβιντ Χάρβεϊ, που αντιμετωπίζουν τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους ως κάτι που βρίσκεται «έξω» από το σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής.80 Μια τέτοια προσέγγιση αφήνει ένα μεγάλο κενό στην ανάλυση του καπιταλισμού στα 130 χρόνια που έχουν περάσει από το θάνατο του Μαρξ. Το συνολικό εισόδημα της κοινωνίας που περνάει από τα χέρια του κράτους έχει φτάσει σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από το ποσοστό που κατευθύνεται κατευθείαν στο ιδιωτικό κεφάλαιο ως κέρδη, τόκος και πρόσοδος. Οι επενδύσεις που πραγματοποιεί το κράτος φτάνουν συχνά να ξεπερνάνε το μισό της συνολικής επένδυσης81 και η κρατική γραφειοκρατία διαθέτει κατευθείαν μια πολύ μεγάλη μερίδα των καρπών της εκμετάλλευσης. Με αυτές τις συνθήκες, μια ανάλυση της τάξης δεν μπορεί να περιοριστεί στα καλούπια της επίσημης «κοινής λογικής» της κοινωνίας με τους νομικούς ορισμούς της ιδιοκτησίας. Οι τάξεις, για τον Μαρξ, δεν εξαρτιόνταν τόσο από τυπικούς ορισμούς, αλλά από τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής στις οποίες βρίσκονται οι άνθρωποι. Πρόκειται για σύνολα ανθρώπων που η σχέση τους με την υλική παραγωγή και την εκμετάλλευση τους υποχρεώνει να δρουν συλλογικά ενάντια σε άλλα τέτοια σύνολα. Σε ένα ανολοκλήρωτο κεφάλαιο στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ επιμένει ότι οι τάξεις δεν μπορούν να οριστούν με βάση την «πηγή των εσόδων τους», αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μια διαίρεση σε τάξεις δίχως τέλος, παράλληλη με «τον ατέλειωτο κατακερματισμό των συμφερόντων και των θέσεων στις οποίες ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας διασπά τους εργάτες, τους κεφαλαιοκράτες και τους γαιοκτήμονες». 82 Αυτό που κάνει τόσο ποικίλες ομάδες να συσπειρώνονται για να διαμορφώσουν τις μεγάλες τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας, υποστηρίζει αλλού ο Μαρξ, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα εισοδήματα του ενός συνόλου ομάδων προκύπτουν από την εκμετάλλευση ενός άλλου συνόλου ομάδων. Όπως το έθεσε στις σημειώσεις του για το Κεφάλαιο: «Το κεφάλαιο και η εργασία Καπιταλισμός Ζόμπι
151
εκφράζουν μόνο δυο διαφορετικούς παράγοντες της ίδιας σχέσης».83 Ο καπιταλιστής είναι τέτοιος, μόνο εάν ενσαρκώνει την αυτοεπέκταση της αξίας, εάν αποτελεί την προσωποποίηση της συσσώρευσης και οι εργάτες είναι τέτοιοι μόνο εάν οι «αντικειμενικές συνθήκες εργασίας» ορθώνονται απέναντι τους ως κεφάλαιο. Από τη στιγμή που το διευθυντικό στρώμα της κρατικής γραφειοκρατίας είναι υποχρεωμένο να δρα ως παράγοντας της συσσώρευσης κεφαλαίου, είτε του αρέσει είτε όχι, ταυτίζει τα δικά του συμφέροντα με τα εθνικά καπιταλιστικά συμφέροντα σε αντίθεση τόσο με τα ξένα κεφάλαια όσο και με την εργατική τάξη. Όπως ο μεμονωμένος καπιταλιστής μπορεί να επιλέξει αν θα δραστηριοποιηθεί στον ένα ή τον άλλο κλάδο, αλλά δεν μπορεί να αποφύγει την πίεση να εκμεταλλευτεί και να συσσωρεύσει σε όποιον τομέα κι αν δραστηριοποιηθεί, με τον ίδιο τρόπο η κρατική γραφειοκρατία μπορεί να κινηθεί προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει τις ανάγκες της εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου χωρίς να θέσει μακρόχρονα σε κίνδυνο την ίδια της την επιβίωση. Η «αυτονομία» της κρατικής γραφειοκρατίας συνίσταται σε ένα περιορισμένο βαθμό ελευθερίας επιλογής του τρόπου υλοποίησης της εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου, και όχι στο αν θα επιβάλει ή όχι αυτή την συσσώρευση. Συχνά, την εξάρτηση της κρατικής γραφειοκρατίας από την καπιταλιστική εκμετάλλευση την αποκρύπτει ο τρόπος με τον οποίο εξασφαλίζει τα έσοδά της, δηλαδή μέσω της φορολόγησης των εισοδημάτων και των δαπανών και μέσω του κρατικού δανεισμού ή της «εκτύπωσης χρήματος». Επιφανειακά, αυτές οι δραστηριότητες μοιάζουν να είναι πολύ διαφορετικές από την καπιταλιστική εκμετάλλευση στη διαδικασία της παραγωγής. Οπότε το κράτος φαντάζει σαν μια ανεξάρτητη οντότητα, η οποία μπορεί να εξασφαλίσει τους πόρους της επιβάλλοντας φορολογία σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Όμως, αυτή η εικόνα ανεξαρτησίας εξαφανίζεται, μόλις οι δραστηριότητες του κράτους τοποθετηθούν στο γενικότερο πλαίσιο τους. Τα κρατικά έσοδα προκύπτουν από τη φορολόγηση ατόμων. Όμως, τα άτομα θα προσπαθήσουν να επανακτήσουν τη χαμένη αγοραστική τους δύναμη με αγώνες στη διαδικασία της παραγωγής· οι μεν καπιταλιστές προσπαθώντας να επιβάλουν έναν υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης, οι δε εργάτες προσπα152
Κρις Χάρμαν
θώντας να κατακτήσουν αυξήσεις στους μισθούς τους. Ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων είναι αυτό που καθορίζει το περιθώριο του κράτους για να αυξάνει τα έσοδά του. Είναι τμήμα της συνολικής κοινωνικής υπεραξίας, τμήμα δηλαδή της αξίας του προϊόντος που παράγουν οι εργάτες, το οποίο ξεπερνάει το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης. Με αυτή την έννοια, τα κρατικά έσοδα είναι συγκρίσιμα με τα άλλα έσοδα που συσσωρεύουν άλλα τμήματα του κεφαλαίου - της προσόδου έγγειας ιδιοκτησίας για τους γαιοκτήμονες, τους τόκους που παίρνει το χρηματικό κεφάλαιο, τις εμπορικές αποδόσεις που καταλήγουν στο εμπορευματικό κεφάλαιο, τα κέρδη του παραγωγικού κεφαλαίου. Όπως ακριβώς εκτυλίσσεται μια διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου για το μέγεθος αυτών των εσόδων που καταλήγει στο καθένα, με τον ίδιο τρόπο εκτυλίσσεται και μια διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στην κρατική γραφειοκρατία και την υπόλοιπη τάξη των καπιταλιστών για το μέγεθος του μερτικού της από τη συνολική υπεραξία. Η κρατική γραφειοκρατία θα χρησιμοποιήσει, σε κάποιες περιστάσεις, την ιδιαίτερη θέση της, το μονοπώλιο στην άσκηση ένοπλης βίας, για να εξασφαλίσει κέρδη εις βάρος των άλλων. Ως απάντηση, τα άλλα τμήματα του κεφαλαίου θα χρησιμοποιήσουν τη δική τους ιδιαίτερη θέση - το βιομηχανικό κεφάλαιο τη δυνατότητα να αναβάλει τις επενδύσεις του, το χρηματικό κεφάλαιο τη δυνατότητα να κινηθεί στο εξωτερικό - για να αντεπιτεθούν. Παρ' όλα αυτά, τα διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου μόνο προσωρινά μπορούν να αποφύγουν την αμοιβαία αλληλεξάρτηση. Τους επιβάλλεται στο τέλος με τον πιο δραματικό τρόπο, μέσω κρίσεων - με την ξαφνική κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος, την ξαφνική αδυναμία πώλησης των προϊόντων, τις κρίσεις του ισοζυγίου πληρωμών ή ακόμα και με την απειλή της κρατικής χρεοκοπίας. Εκείνοι που διευθύνουν τις γραφειοκρατίες του κράτους, μπορεί να μην είναι ιδιοκτήτες ατομικών ποσοτήτων κεφαλαίων, αλλά είναι αναγκασμένοι να συμπεριφέρονται ως παράγοντες της συσσώρευσης κεφαλαίου, να γίνουν, σύμφωνα με τον ορισμό του Μαρξ, τμήμα της τάξης των καπιταλιστών. Ο Μαρξ επισημαίνει στο Κεφάλαιο ότι με την εξέλιξη της καπιταλιστικής παραγωγής, στο εσωτερικό της τάξης των καπιταλιστών εκτυΚαπιταλισμός Ζόμπι
153
λίσσεται ένας καταμερισμός των λειτουργιών. Οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου διαδραματίζουν έναν ολοένα και λιγότερο άμεσο ρόλο στη συγκεκριμένη οργάνωση της παραγωγής και της εκμετάλλευσης, αφήνοντας αυτή τη λειτουργία στα χέρια χρυσοπληρωμένων διευθυντών. Όμως, όσο αυτοί οι διευθυντές συνεχίζουν να είναι παράγοντες της συσσώρευσης κεφαλαίου, παραμένουν καπιταλιστές. Ο Χίλφερντινγκ ανάπτυξε περαιτέρω αυτό το επιχείρημα, επισημαίνοντας τις διαφορές που αναπτύσσονται στην ενιαία αστική τάξη ανάμεσα στη μάζα των ραντιέρηδων καπιταλιστών που στηρίζονται σε μια λίγο πολύ σταθερή απόδοση των μετοχών τους και στους «πρωτοστάτες» καπιταλιστές, οι οποίοι κερδίζουν πρόσθετη υπεραξία συγκεντρώνοντας τα κεφάλαια που έχουν ανάγκη οι γιγάντιες εταιρείες.84 Μπορούμε να προσθέσουμε μια ακόμα διάκριση, ανάμεσα σε εκείνους που διευθύνουν τη συσσώρευση επί μέρους κεφαλαίων και εκείνων που, μέσω του κράτους, επιδιώκουν την προώθηση της ανάπτυξης των συγγενικών κεφαλαίων στο εν λόγω κράτος - θα μπορούσαμε να τους αποκαλούμε «πολιτικούς καπιταλιστές».
Κρατικός καπιταλισμός και κρατικοί καπιταλιστές Μια από τις πιο σημαντικές εξελίξεις στον 20ό αιώνα ήταν η εμφάνιση μεγάλων δημόσιων τομέων στην οικονομία. Στις τελευταίες φάσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το κράτος διεύθυνε το σύνολο της εσωτερικής παραγωγής στη Γερμανία, το ίδιο έκανε και για το μεγαλύτερο διάστημα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στις ΗΠΑ και τη Βρετανία και βεβαίως αυτό ίσχυε για την ΕΣΣΔ από την εποχή του Στάλιν μέχρι και του Γκορμπατσόφ, όπως και για την Κίνα του Μάο. Όπως πολλοί αναλυτές αποδέχονται την «κοινή λογική» έχοντας την άποψη ότι το κράτος είναι κάτι εκτός καπιταλισμού, εξίσου πολλοί αρνούνται επίσης να δεχτούν ότι οι επιχειρήσεις και οι οικονομίες με ιδιοκτήτη το κράτος είναι και αυτές καπιταλιστικές.85 Οι κλασσικοί του μαρξισμού, ωστόσο, είχαν μια κάπως διαφορετική άποψη. Ο Μαρξ στο Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου ήδη «περιλάμβανε» στο «σύνολο των 154
Κρις Χάρμαν
επιμέρους κεφαλαίων» και «...το κρατικό κεφάλαιο, καθ' όσον οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν παραγωγική μισθωτή εργασία σε ορυχεία, σιδηροδρόμους κλπ, εκτελούν τη λειτουργία των καπιταλιστών της βιομηχανίας».86 Ο Ένγκελς ανάπτυξε ακόμα περισσότερο αυτή την ιδέα, αντιδρώντας στην εθνικοποίηση των γερμανικών σιδηροδρόμων από τον Βίσμαρκ: Το σύγχρονο κράτος, όποια και νά 'ναι η μορφή του, είναι επί της ουσίας μια καπιταλιστική μηχανή, το κράτος των καπιταλιστών, η ιδεώδης προσωποποίηση του συνολικού εθνικού κεφαλαίου. Όσο περισσότερο αναλαμβάνει παραγωγικές δυνάμεις, τόσο περισσότερο γίνεται ο εθνικός καπιταλιστής, εκμεταλλεύεται περισσότερους πολίτες. Οι εργάτες παραμένουν μισθωτοί εργάτες - προλετάριοι. Η καπιταλιστική σχέση δεν εξαφανίζεται. Φτάνει στο απόγειό της.87 Στη δεκαετία του 1890 ο Κάουτσκι πλέον υποστήριζε ότι ο αρχικός οικονομικός φιλελευθερισμός (από τον οποίο έχει πάρει την ονομασία του ο σημερινός νεοφιλελευθερισμός) της «Σχολής του Μάντσεστερ», «δεν επηρεάζει πλέον την τάξη των καπιταλιστών» επειδή «οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις επέβαλαν την αναγκαιότητα της επέκτασης των λειτουργιών του κράτους» εξαναγκάζοντάς το «να παίρνει στα χέρια του όλο και περισσότερες λειτουργίες και οικονομικές δραστηριότητες».88 Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, ο Τρότσκι έγραφε στη Διακήρυξη Κομμουνιστικής Διεθνούς προς τους Εργάτες του Κόσμου:
της
Η κρατικοποίηση της οικονομικής ζωής ενάντια στην οποία τόσο έντονα συνήθιζε να διαμαρτύρεται ο καπιταλιστικός φιλελευθερισμός, είναι πλέον ένα τετελεσμένο γεγονός... Είναι αδύνατο να επιστρέψει όχι μόνο στον ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά ακόμα και στην κυριαρχία των τραστ, των [καπιταλιστικών, στμ] συνδικάτων και των άλλων οικονομικών χταποδιών. Σήμερα ένα και μόνο ένα είναι το ζήτημα: ποιος θα είναι ο φορέας της κρατικοποιημένης παραγωγής - το ιμπεριαλιστικό κράτος ή το νικηφόρο προλεταριάτο.8* Εκείνο που παραδέχονταν οι παραπάνω, ήταν ότι το γεγονός πως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ήταν κρατική και όχι ιδιωτική, δεν άλλαζε τις βασικές σχέσεις παραγωγής ή τη δυναμική της καπιταλιστικής Καπιταλισμός Ζόμπι
155
συσσώρευσης. Για το κράτος, ο σκοπός της εθνικοποιημένης βιομηχανίας ήταν να επιτρέψει στην εθνική συσσώρευση [κεφαλαίου, στμ] να φτάσει και να ξεπεράσει τα επίπεδα των ξένων αντιπάλων του, ώστε να είναι σε θέση να επιβιώσει επιτυχώς στον οικονομικό ή/και στρατιωτικό ανταγωνισμό. Για το σκοπό αυτό, η απασχολούμενη εργασία παρέμενε μισθωτή εργασία και η προσπάθεια ήταν να κρατηθούν οι αποδοχές στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο που απαιτούνταν για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Το κράτος μπορεί να σχεδίαζε την παραγωγή στις επιχειρήσεις που έλεγχε, όμως, αυτός ο σχεδιασμός ήταν υποταγμένος στον εξωτερικό ανταγωνισμό, όπως ήταν και ο σχεδιασμός που έκανε η κάθε ιδιωτική εταιρεία. Ο σκοπός παρέμενε η αυτοεπέκταση του κεφαλαίου και τούτο σήμαινε ότι ο νόμος της αξίας λειτουργούσε και γινόταν αισθητός στις εσωτερικές λειτουργίες των επιχειρήσεων. Με αυτή τη συμπεριφορά, οι διορισμένοι από το κράτος διευθυντές είναι όπως οι καπιταλιστές - ζωντανές ενσαρκώσεις της συσσώρευσης κεφαλαίου εις βάρος των εργατών - όπως οι ιδιώτες επιχειρηματίες και οι μέτοχοι. Επειδή απέτυχε να το κατανοήσει αυτό ο Χίλφερντινγκ, έφτασε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 στο συμπέρασμα ότι ο «οργανωμένος» καπιταλισμός είχε ξεπεράσει τις αντιθέσεις που είχε αναλύσει ο Μαρξ. Ο κρατικός σχεδιασμός στη ναζιστική Γερμανία του τέλους της δεκαετίας του '30 τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το κοινωνικό σύστημα που υπήρχε εκεί κάθε άλλο παρά καπιταλισμός ήταν, αλλά μια νέα ταξική κοινωνία, όπου η «οργάνωση» είχε υπερβεί τον «καπιταλισμό» και όπου η κινητήρια δύναμη είχε πάψει να είναι το κέρδος με σκοπό την τροφοδότηση της ανταγωνιστικής συσσώρευσης απέναντι στα αντίπαλα κεφάλαια. Αυτό που δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ο Χίλφερντινγκ - και δεν μπορούν ακόμα να το αντιληφθούν όλοι όσοι ταυτίζουν τον καπιταλισμό με την ατομική ιδιοκτησία και τις εταιρείες που ανταγωνίζονται στις ελεύθερες αγορές - είναι ότι το σύστημα συνέχισε να βασίζεται στην ανταγωνιστική συσσώρευση ανάμεσα σε διαφορετικά κεφάλαια, αν και πλέον επρόκειτο για στρατιωτικούς κρατικούς καπιταλισμούς. Το σύστημα το ωθούσε η ίδια δυναμική, και υπόκειτο στις ίδιες αντιθέ156
Κρις Χάρμαν
σεις που είχε αναλύσει ο Μαρξ. Αυτό ίσχυε στην περίοδο του ολοκληρωτικού πολέμου, στην οποία τα αντίπαλα κράτη δεν είχαν άμεσες εμπορικές ανταλλαγές και οι ναυτικοί αποκλεισμοί περιόριζαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δυνατότητά τους να ανταγωνίζονται στις διεθνείς αγορές. Κάθε επιτυχία στη συσσώρευση στρατιωτικού υλικού από ένα κράτος οδηγούσε τα αντίπαλα στην προσπάθεια να το φτάσουν. Όπως οι προσπάθειες των εταιρειών που παρήγαν αυτοκίνητα να ξεπεράσουν σε πωλήσεις η μια την άλλη, έφερναν τη συγκεκριμένη εργασία στα διαφορετικά εργοστάσια αυτοκινήτων σε μια μη-σχεδιασμένη αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, μετασχηματίζοντάς την σε διαφορετικές ποσότητες ομοιογενούς αφηρημένης εργασίας, κατά τον ίδιο τρόπο οι προσπάθειες εκείνων που παρήγαν τανκς να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον σε δύναμη πυρός, είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Μαρξ είχε περιγράψει πως στις συνθήκες του καπιταλισμού της αγοράς στην εποχή του ...οι ατομικές εργασίες δρουν στην πράξη σαν μέλη μιας συνολικής εργασίας μόνο μέσω των σχέσεων που η ανταλλαγή επιβάλλει άμεσα μεταξύ των προϊόντων και, έμμεσα, μέσω αυτών των προϊόντων μεταξύ των ίδιων των παραγωγών.90 Στο παγκόσμιο σύστημα όπως αναπτύχθηκε μετά το θάνατο του Μαρξ, ο στρατιωτικός ανταγωνισμός έφτασε να διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο στην αλληλοσχέτιση επιμέρους εργασιακών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται σε διαφορετικές, φαινομενικά κλειστές, κρατικές οντότητες. Η απόκτηση των μέσων καταστροφής στην κλίμακα που απαιτούνταν για να εξασφαλίσει τη νίκη σε ένα πόλεμο, εξαρτιόταν από την ίδια ώθηση για συσσώρευση μέσων παραγωγής με σκοπό την πάλη για την κατάκτηση αγορών και μαζί με αυτό πήγαινε και η συμπίεση των μισθών στο επίπεδο του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, η πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας στο επίπεδο που επικρατούσε παγκόσμια, και η ώθηση για χρήση του υπερπροϊόντος στη συσσώρευση. Όπως είχε επισημάνει ο Τόνι Κλιφ (Tony Cliff) περισσότερο από εξήντα χρόνια πριν, από αυτή την άποψη η μόνη διαφορά ανάμεσα στον Καπιταλισμός Ζόμπι
157
στρατιωτικό και τον οικονομικό ανταγωνισμό, ήταν η μορφή που έπαιρνε η συσσώρευση· αν δηλαδή επρόκειτο για τη συσσώρευση αξίας χρήσης που θα χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή νέων εμπορευμάτων ή για τη διεξαγωγή πολέμου. Σε κάθε περίπτωση, ο βαθμός της σημασίας που είχαν αυτές οι αξίες χρήσης για εκείνους που τις έλεγχαν, καθοριζόταν σε σύγκριση με αξίες χρήσης σε άλλα σημεία του συστήματος, μια σύγκριση που τις μετέτρεπε σε ανταλλακτικές αξίες. Γι' αυτό το λόγο το ποσοστό του κέρδους συνέχιζε να διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο. Μπορεί να μην καθόριζε την κατανομή των επενδύσεων ανάμεσα στους διαφορετικούς τομείς της εσωτερικής οικονομίας. Ο παράγοντας που καθόριζε αυτή την κατανομή ήταν οι απαιτήσεις του στρατού. Όμως, λειτουργούσε σαν ένα χαλινάρι στην οικονομία συνολικά. Αν ο συντελεστής της συνολικής εθνικής υπεραξίας προς τη συνολική επένδυση στο σύνολο της στρατιωτικο-βιομηχανικής μηχανής έπεφτε, τότε αδυνάτιζε η δυνατότητα του εθνικού κρατικού καπιταλισμού να σταθεί με επιτυχία σε μια πολεμική αναμέτρηση με τους αντιπάλους του. Η πτώση του ποσοστού κέρδους μπορεί να μην οδηγούσε σε οικονομική ύφεση, αφού η πολεμική μηχανή θα συνέχιζε να μεγαλώνει όσο υπήρχε ακόμα κάποια μάζα υπεραξίας να απορροφήσει, όσο μικρή κι αν ήταν αυτή. Όμως, μπορούσε να συμβάλει στη στρατιωτική ήττα. Μπορούμε να διακρίνουμε την ίδια καπιταλιστική λογική να λειτουργεί σε χώρες όπου τα μέσα παραγωγής πέρασαν εξ ολοκλήρου στα χέρια νεοεμφανιζόμενων γραφειοκρατιών (η Ε Σ Σ Δ " από τα τέλη της δεκαετίας του '20, η Ανατολική Ευρώπη και η Κίνα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, διάφορα πρώην αποικιακά κράτη στα τέλη της δεκαετίας του '50 και στη δεκαετία του '60). Παρόλο που αυτοαποκαλούνταν «σοσιαλιστικά», η οικονομική δυναμική αυτών των κρατών εξαρτιόταν από την αλληλεπίδραση με τον ευρύτερο καπιταλιστικό κόσμο. Αν εμπορεύονταν με τις καπιταλιστικές χώρες εκτός των συνόρων τους, έλκονταν στη λογική της εμπορευματικής παραγωγής και η προϋπόθεση για να παραμείνουν ανταγωνιστικές στην αγορά ήταν να προχωρήσουν σε συσσώρευση ουσιαστικά με καπιταλιστικό τρόπο. Όμως, ακόμα και στις περιπτώσεις που προσπαθούσαν να υιοθετήσουν μια πολιτική αυτάρκειας, αποκοπτόμενες οικονομικά από τον υπόλοιπο κό158
Κρις Χάρμαν
σμο, συνέχιζαν να είναι υποχρεωμένες να προστατέψουν τα σύνορά τους από τους αρπακτικούς ξένους ιμπεριαλισμούς. Σε κάθε περίπτωση, υπόκεινταν στη λογική του καπιταλισμού ως παγκόσμιου συστήματος στον 20ό αιώνα, όπως είχε περιγράψει ο Μπουχάριν στις αρχές της δεκαετίας του '20. Όπως επίσης και εκείνοι που κυβερνούσαν αυτές τις κοινωνίες ήταν «προσωποποιήσεις» της συσσώρευσης, όπως ήταν οι ιδιώτες επιχειρηματίες της εποχής του Μαρξ. Και βρίσκονταν σε ιστορική αντίθεση με τη μισθωτή εργασία που μοχθούσε στα μέσα παραγωγής. Ήταν, με άλλα λόγια, μέλη μιας καπιταλιστικής τάξης, παρόλο που αυτή η τάξη υλοποιούσε συλλογικά, αντί ατομικά, τη συσσώρευση και την εκμετάλλευση. Το κράτος έμοιαζε να είναι μια μεγάλη νησίδα σχεδιασμένης οικονομίας - σε κάποιες στιγμές ακόμα και μισή ήπειρος σχεδιασμένης οικονομίας - μέσα σε ένα κόσμο σχέσεων αγοράς. Όμως, από τη στιγμή που τα κράτη ανταγωνίζονταν για το ποιο θα αναπτύξει ταχύτερα από το άλλο τα μέσα παραγωγής, ο σχεδιασμός τους ήταν - όπως οι νησίδες σχεδιασμού στο εσωτερικό των καπιταλιστικών επιχειρήσεων της εποχής του Μαρξ - απλά ένας σχεδιασμός για τη διατήρηση της παραγωγικότητας εργασίας στο ίδιο επίπεδο ή και ψηλότερα από την παραγωγικότητα της εργασίας του παγκόσμιου συστήματος. Ο νόμος της αξίας επιβαλλόταν με αυτό τον τρόπο σε όλες τις μονάδες του συστήματος. Εκείνοι που διεύθυναν ολόκληρα κράτη, συγκεκριμένους κρατικούς οικονομικούς τομείς ή μεμονωμένες επιχειρήσεις, υφίσταντο την ίδια πίεση να μειώσουν την τιμή που πλήρωναν για την εργατική δύναμη στο επίπεδο της αξίας της συνολικά στο σύστημα. Οι μεμονωμένοι καπιταλιστές διευθυντές και οι μεμονωμένοι κρατικοί διαχειριστές μπορούσαν να στηρίζονται για ένα διάστημα στο μεγάλο μέγεθος των πόρων που μπορούσαν να κινητοποιήσουν για να αγνοήσουν αυτές τις πιέσεις. Όμως, δεν μπορούσαν να το κάνουν επ' αόριστον. Σε κάποιες στιγμές θα συναντούσαν μπροστά τους σκληρές επιλογές, αν δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν την προοπτική της κατάρρευσης: θα μπορούσαν να αποπειραθούν να επιβάλουν το νόμο της αξίας σε κείνους που μοχθούσαν για λογαριασμό τους μέσω μιας πιθανότατα επίπονης και επιβλαβούς διαδικασίας εσωτερικής αναδιάρθρωσης ή θα έπαιρναν απελπισμένα ρίσκα για να μετατοπίσουν υπέρ τους Καπιταλισμός Ζόμπι
159
την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Για τη μη-πολεμική εταιρεία, αυτό μπορεί να σήμαινε τη συγκέντρωση πόρων σε ένα τελευταίο, πιθανά όχι πολύ τίμιο, τέχνασμα στην αγορά. Για τους διαχειριστές του κράτους μπορεί να σήμαινε την προσπάθεια να χρησιμοποιήσουν τη στρατιωτική του δύναμη για να αναπληρώσουν την οικονομική του αδυναμία. Γι' αυτό το λόγο η πραγματική ιστορία του καπιταλισμού στον 20ό αιώνα ήταν πολύ διαφορετική από την εικόνα του έντιμου και ειρηνικού ανταγωνισμού που ζωγράφιζαν τα οικονομικά εγχειρίδια - και την οποία αποδέχονταν κάποιοι μαρξιστές που δεν κατανοούσαν ότι πρέπει να εξετάζουν τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις που βρίσκονταν κάτω από την επιφανειακή εμφάνιση.
160
Κρις Χάρμαν
Κεφάλαιο Πέμπτο
Οι κρατικές δαπάνες και το σύστημα
Μια σημαντική διάκριση Αν η τεράστια αύξηση της οικονομικής σημασίας του κράτους ήταν ένα χαρακτηριστικό που διέκρινε τον καπιταλισμό του 20ού αιώνα από τον καπιταλισμό της εποχής του Μαρξ, ένα άλλο χαρακτηριστικό ήταν η αύξηση κάθε λογής δαπανών που δεν ήταν άμεσα παραγωγικές. Ο Μαρξ είχε πάρει από τον Ανταμ Σμιθ τη διάκριση ανάμεσα στην «παραγωγική» και τη «μη-παραγωγική» εργασία. Ο Σμιθ έγραφε σε μια περίοδο κατά την οποία ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής βρισκόταν ακόμα στο νηπιακό του στάδιο και ο σκοπός του ήταν να επεξεργαστεί αυτά που χρειαζόταν το σύστημα για να υπερπηδήσει τα εμπόδια που ορθώνονταν μπροστά του. Γι' αυτό το λόγο έκανε μια διάκριση ανάμεσα στις χρήσεις της μισθωμένης εργασίας που έδινε τη δυνατότητα στον καπιταλιστή να βγάζει κέρδος ούτως ώστε να αναπτύξει περαιτέρω την παραγωγή και σε εκείνες τις χρήσεις που απλά απορροφούσαν ήδη υπάρχοντες πόρους. Η πρόσληψη κάποιου για να κατασκευάσει πράγματα προς πώληση ήταν παραγωγική, ενώ η πρόσληψή του για την ικανοποίηση προσωπικών επιθυμιών του μισθωτή, δεν ήταν παραγωγική. Ή, όπως έμπαινε διαφορετικά το ζήτημα, η εργασία στο εργοστάσιο παρήγαγε πλούτο, η εργασία του υπηρέτη απλά κατανάλωνε πλούτο. Όμως, δεν ήταν μόνο οι υπηρέτες που ο Σμιθ θεωρούσε μη-παραγωγικούς και επιζήμιους με αυτή την έννοια. Τηρούσε την ίδια στάση και απέναντι στις ορδές εκείνων που ζούσαν παρασιτικά από τα έσοδα Καπιταλισμός Ζόμπι
161
ενός κράτους που δεν είχε μεταρρυθμιστεί πλήρως για να ταιριάζει στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής.1 Ο Μαρξ υιοθέτησε αυτή τη διάκριση και της έδωσε τη δική του ερμηνεία όσο δούλευε τα χειρόγραφα του Κεφαλαίου. Όπως και τον Σμιθ, τον Μαρξ τον ενδιέφεραν τα στοιχεία εκείνα που έκαναν τον καπιταλισμό να λειτουργεί, αν και ο Μαρξ το έκανε από τη σκοπιά ενός αντίπαλου του συστήματος. Επομένως, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν τι είναι «παραγωγικό» με καπιταλιστικούς όρους.2 Παραγωγικό ήταν, υποστήριζε, ό,τι παρήγαγε υπεραξία. Η εργασία που παρήγαγε υπεραξία, έδινε τη δυνατότητα στους καπιταλιστές να συσσωρεύσουν- η εργασία που δεν παρήγαγε υπεραξία, δεν είχε καμία χρησιμότητα απ' αυτή την άποψη, ήταν «μη-παραγωγική». Λέγοντας όλα αυτά, ο Μαρξ αποσαφήνιζε με προσοχή ότι η «παραγωγικότητα» της εργασίας δεν εξαρτιόταν από τη φυσική της μορφή ή από το πόσο κοινωνικά χρήσιμο ήταν το προϊόν της. Αυτό που είχε σημασία ήταν η ικανότητά της να παράγει υπεραξία, τίποτα άλλο. «Αυτή η διάκριση ανάμεσα σε παραγωγική και μη-παραγωγική εργασία», έγραψε σε ένα από τα σημειωματάριά του, «δεν έχει σε τίποτα να κάνει ούτε με τα γνωρίσματα της συγκεκριμένης εργασίας, ούτε με τη συγκεκριμένη αξία χρήσης στην οποία... ενσωματώνεται».3 Ο Μαρξ δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στην υλική παραγωγή και σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «υπηρεσίες». Κάποιες «υπηρεσίες» έχουν μια αξία χρήσης η οποία πωλείται και αγοράζεται ως εμπόρευμα στην αγορά ή αποτελούν ένα χρήσιμο συμπλήρωμα σε κάποιο άλλο εμπόρευμα. Έχουν μια ανταλλακτική αξία που καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή τους και μ' αυτό τον τρόπο μπορούν να προσφέρουν υπεραξία στον καπιταλιστή. Επομένως, είναι παραγωγικές. Για παράδειγμα, η ηθοποιία σε μια ταινία είναι παραγωγική εργασία καθ' όσον δημιουργεί μια αξία χρήσης (προσθέτει στην ευχαρίστηση του κόσμου και άρα συμβάλλει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου) η οποία πωλείται επικερδώς ως εμπόρευμα από τον καπιταλιστή που έχει προσλάβει τον ηθοποιό. Παρομοίως, η μετακίνηση πραγμάτων από το σημείο που βρίσκονται στο σημείο που θα καταναλωθούν, όπως γίνεται από κλάδους εργαζόμενων στις μεταφορές, είναι παραγωγική εργασία, μιας και επί της ουσίας πρόκειται για τμήμα 162
Κρις Χάρμαν
της ολοκλήρωσης της παραγωγής των συγκεκριμένων προϊόντων. Αντιθέτως, όταν εμφανίζονται ηθοποιοί στην τηλεόραση για να παρακινήσουν το κοινό να αγοράσει το ένα ή το άλλο προϊόν, δεν είναι παραγωγικοί επειδή η εργασία τους δεν δημιουργεί νέες αξίες χρήσης ή ανταλλακτικές αξίες. Βοηθάει απλά στην πώληση προϊόντων που ήδη έχουν παραχθεί. Ο Γκουλιέλμο Καρτσέντι (Guglielmo Carchedi) έχει υποστηρίξει ορθά ότι: Η κατηγορία « υ π η ρ ε σ ί ε ς » μόνο σ ύ γ χ υ σ η προκαλεί και π ρ έ π ε ι να εγκαταλειφθεί. «Υπηρεσία είναι το χρήσιμο αποτέλεσμα μιας αξίας χρήσης, είτε πρόκειται για εμπόρευμα ε ί τ ε για ε ρ γ α σ ί α » [σύμφωνα με τον Μαρξ]. 4 Συνεπώς, η κατηγορία « υ π η ρ ε σ ί ε ς » συμπεριλαμβάνει παραγωγική εργασία (ξενοδοχεία, ψυχαγωγία) και μη-παραγωγική εργασία (διαφήμιση, έρευνα αγοράς)... 5
Στις πρώτες επεξεργασίες του πάνω σ' αυτό το ζήτημα, στις αρχές της δεκαετίας του 1860, ο Μαρξ υπέθετε, όπως και ο Σμιθ, ότι η μη-παραγωγική εργασία αφορά υπηρεσίες που κάποια άτομα παρέχουν σε μέλη των ανώτερων τάξεων.6 Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν η παροχή «διασκεδάσεων», η ενασχόληση με «σωματικές αδυναμίες» (γιατροί), «πνευματικές αδυναμίες» (εφημέριοι), την επίλυση «της αντίθεσης ανάμεσα στα ατομικά συμφέροντα και τα εθνικά συμφέροντα» (δηλαδή, πολιτικοί, δικηγόροι, αστυνομικοί, στρατιώτες). Η τελευταία ομάδα κατατασσόταν από «τους ίδιους τους βιομηχανικούς καπιταλιστές» στα γενικά έξοδα παραγωγής, τα οποία πρέπει να διατηρούνται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο και να παρέχονται όσο πιο φτηνά γίνεται.7 Ο Μαρξ αναγνώριζε ότι κάποιες φορές προσωπικές υπηρεσίες στους πλούσιους δεν παρέχονταν μόνο από άτομα που εργάζονταν για δικό τους λογαριασμό, αλλά και από καπιταλιστές που απασχολούν μισθωτή εργασία για να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες σε άλλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, υποστήριζε ο Μαρξ, η εργασία είναι παραγωγική γιατί παράγει υπεραξία. Στο κάτω-κάτω, οι καπιταλιστές που απασχολούν τέτοιου είδους εργασία, την πουλάνε ακριβότερα απ' ό,τι έχουν πληρώσει για την πρόσληψη της συγκεκριμένης εργατικής δύναμης και τσεπώνουν τη διαφορά που προκύπτει ως κέρδος. Κατ' αυτό τον τρόπο, ένας δάσκαλος που προσλαμβάνεται για να διδάξει κατ' οίκον τα παιΚαπιταλισμός Ζόμπι
163
διά κάποιου κάνει μη-παραγωγική εργασία, γιατί παρέχει μια υπηρεσία από την οποία δεν παράγεται κέρδος. Αντιθέτως, ο δάσκαλος που προσλαμβάνεται από μια εταιρεία που βγάζει κέρδος λειτουργώντας ένα σχολείο, κάνει παραγωγική εργασία. Ο πρώτος δεν βοήθησε με κανένα τρόπο κάποιον καπιταλιστή να συσσωρεύσει αξία, ο δεύτερος το έκανε. Η διάκριση που έκανε ο Μαρξ ήταν ανάμεσα σε εργασία που είναι συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής και συσσώρευσης και σε εργασία που δεν παίζει τέτοιο ρόλο. Όμως, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο βρέθηκε στην ανάγκη να επανεξετάσει τη διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και τη μη-παραγωγική εργασία σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, ένα πλαίσιο εγγενές, όχι εξωτερικό, στην καπιταλιστική παραγωγή στην ολότητά της. Γιατί όσο αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός, τόσο εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από πολλές μορφές εργασίας οι οποίες δεν παρήγαγαν τίποτα. Σε αυτές τις μορφές συμπεριλαμβάνονταν η εργασία που είχε να κάνει με τη διατήρηση της πειθαρχίας μέσα στην καπιταλιστική επιχείρηση - η «εργασία» των διευθυντών, επιτηρητών, εργοδηγών. Υπήρχε η εμπορική εργασία που αφορούσε την ανταλλαγή ήδη παραχθέντων εμπορευμάτων στο πέρασμά τους από τις διαδοχικές αλυσίδες αγοραπωλησίας μέχρι να φτάσουν στον τελικό καταναλωτή. Επίσης η χρηματοπιστωτική εργασία, της πρόβλεψης των κερδών και των απωλειών, της προώθησης των πιστώσεων και της διανομής της υπεραξίας ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα της τάξης των καπιταλιστών. Ο Μαρξ αναγνώριζε ότι όσο επεκτεινόταν ο καπιταλισμός, αυτά τα είδη εργασίας θα μεγάλωναν σε ποσότητα: Είναι σαφές ότι όσο επεκτείνεται η κλίμακα της παραγωγής, οι εμπορικές λειτουργίες που απαιτούνται για την επανακυκλοφορία του βιομηχανικού κεφαλαίου... πολλαπλασιάζονται αντίστοιχα... Όσο περισσότερο αναπτυγμένη είναι η κλίμακα της παραγωγής, τόσο μεγαλύτερες είναι... οι εμπορικές λειτουργίες του βιομηχανικού κεφαλαίου.8 Τέτοιου τύπου εργασία δεν μπορούσε να θεωρηθεί παραγωγική αν ο καπιταλιστής την απασχολούσε με αυτούς τους τρόπους, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν θα μπορούσε να ήταν παραγωγική η εργασία του υπηρέτη. Η διατήρηση της πειθαρχίας, η πώληση αγαθών ή το κράτημα 164
Κρις Χάρμαν
των λογιστικών βιβλίων ήταν απαραίτητες εργασίες που έπρεπε να πληρωθούν με κρατήσεις από την υπεραξία, όχι δημιουργική εργασία που μεγάλωνε την υπεραξία. Όσοι απασχολούνταν σε τέτοιες εργασίες δεν παρήγαγαν κάτι καινούργιο, αλλά ασχολούνταν απλά με τον έλεγχο της παραγωγής αξίας από κάποιους άλλους, με το μετασχηματισμό της από τη μια μορφή (εμπορεύματα) σε μια άλλη (χρήμα) ή με το μοίρασμά της ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Οι δραστηριότητες ενός επιτηρητή, ενός υπαλλήλου τράπεζας ή ενός εμποροϋπάλληλου δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν αξία (και συνεπώς υπεραξία), όπως δεν μπορούσε να δημιουργήσει αξία η δραστηριότητα ενός μπάτλερ. Όμως, τι συνέβαινε αν ο παραγωγικός καπιταλιστής χρησιμοποιούσε άλλους καπιταλιστές για να εκτελέσουν για λογαριασμό του κάποιες από αυτές τις λειτουργίες; Σύμφωνα με τον καθιερωμένο ορισμό του Μαρξ, η εργασία που απασχολούσαν αυτοί οι άλλοι καπιταλιστές θα έπρεπε να θεωρείται παραγωγική, μιας και τους αποφέρει κέρδος. Όμως, αυτή η προσέγγιση παρουσίαζε ένα πρόβλημα. Το κέρδος δεν προερχόταν από την αύξηση του συνολικού προϊόντος, ακριβώς όπως αυτό δεν αυξανόταν όταν ο καπιταλιστής προσλάμβανε ο ίδιος κατευθείαν ανθρώπους για να επιτελέσουν αυτούς τους σκοπούς. Σήμαινε απλά ότι ο δεύτερος καπιταλιστής έπαιρνε μια φέτα από την υπεραξία που είχε βρεθεί αρχικά στα χέρια του πρώτου καπιταλιστή. Ο Μαρξ συμπέρανε ότι από την άποψη της καπιταλιστικής παραγωγής μια τέτοια εργασία ήταν μη-παραγωγική, ακόμα και αν αυτό το συμπέρασμα έμοιαζε να στηρίζεται σε ένα διαφορετικό ορισμό της παραγωγικής εργασίας. Γι' αυτό, για παράδειγμα, ο Ζακ Μπιντέ (Jacques Bidet) έχει υποστηρίξει ότι ο Μαρξ είναι ασυνεπής.'Όμως, αυτή η δεύτερη εκδοχή έβγαζε νόημα με βάση κάτι για το οποίο έδειξαν ενδιαφέρον τόσο ο Μαρξ όσο και ο Άνταμ Σμιθ: τη διάκριση ανάμεσα σε εκείνα τα στοιχεία που διευκολύνουν την καπιταλιστική ανάπτυξη και σε εκείνα που την περιορίζουν. Όσο οι καπιταλιστές λειτουργούσαν σε ένα οικονομικό περιβάλλον στο οποίο δεν είχε ακόμα κυριαρχήσει η καπιταλιστική παραγωγή, εκείνοι που απασχολούσαν εργάτες με αντικείμενο την παροχή προσωπικών υπηρεσιών, τις παρείχαν κυρίως σε εκείνους που ο πλούτος τους προερΚαπιταλισμός Ζόμπι
165
χόταν εκτός του καπιταλιστικού συστήματος. Οι πληρωμές που εισέπρατταν, για παράδειγμα, οι ιδιοκτήτες ενός σχολείου, συνιστούσαν μεταφορά πόρων στον καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας από τις τσέπες εκμεταλλευτών προ-καπιταλιστικού τύπου - ήταν πόροι οι οποίοι στη συνέχεια θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στην παραγωγική συσσώρευση. Αντιθέτως, οι έμποροι ή οι καταστηματάρχες που διαχειρίζονταν τα προϊόντα των παραγωγικών καπιταλιστών, έπαιρναν το κέρδος από την ήδη παραχθείσα υπεραξία που βρισκόταν στα χέρια του παραγωγικού καπιταλιστή. Δεν πρόσθεταν κάτι στη συνολική υπεραξία και κατά συνέπεια στην περαιτέρω συσσώρευση του κεφαλαίου. Όπως το έθεσε σε κάποιο σημείο ο Μαρξ: Το κόστος της κυκλοφορίας εμφανίζεται στο βιομηχανικό κεφάλαιο ως μη-παραγωγική δαπάνη, και αυτό είναι. Στους έμπορους εμφανίζεται ως πηγή κέρδους, αναλογικά - δεδομένου του γενικού ποσοστού κέρδους - με το μέγεθός τους. Για το εμπορικό κεφάλαιο, λοιπόν, τα έξοδα που θα γίνουν γι' αυτό το κόστος κυκλοφορίας, αποτελούν παραγωγική επένδυση... Και παρομοίως, η εμπορική εργασία που αγοράζει είναι παραγωγική εργασία γι' αυτό.10 Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εμπορικούς καπιταλιστές σήμαινε ότι ο καθένας δεχόταν τις ίδιες πιέσεις με τους καπιταλιστές που εμπλέκονταν στην παραγωγή να κρατήσει χαμηλά τους μισθούς, στο επίπεδο της αξίας της εργατικής δύναμης. Γι' αυτό το λόγο οι εργάτες που απασχολούσε ο εμπορικός καπιταλιστής ήταν το ίδιο εκμεταλλευόμενοι με τους εργάτες που δούλευαν για έναν καπιταλιστή στην παραγωγή. Όσο περισσότερο ο εμπορικός καπιταλιστής καθήλωνε τους μισθούς και αύξανε το φόρτο εργασίας των υπαλλήλων του, τόσο μεγαλύτερο μερίδιο μπορούσε να κρατήσει για τον εαυτό του από την πληρωμή που εισέπραττε από τον παραγωγικό καπιταλιστή για τις υπηρεσίες που του παρείχε. Αν για την εκτέλεση μιας διαδικασίας πώλησης χρειάζονταν, για παράδειγμα, οχτώ ώρες κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, αλλά για την κάλυψη του μισθού του συγκεκριμένου εμποροϋπάλληλου χρειάζονταν μόνο τέσσερις ώρες, τότε ο καταστηματάρχης-καπιταλιστής θα μπορούσε να αποσπάσει τέσσερις ώρες υπεραξίας που είχε παραχθεί κάπου αλλού στο σύστημα. 166
Κρις Χάρμαν
Όμως, για την κατανόηση της συνολικής δυναμικής του συστήματος, η εμπορική εργασία δεν μπορούσε να εξισωθεί με την παραγωγική. Η δεύτερη δημιουργούσε πόρους οι οποίοι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για παραπέρα συσσώρευση, ενώ η πρώτη δεν έκανε κάτι τέτοιο. Γι' αυτό το λόγο ο Μαρξ επιμένει ότι: Τα κόστη που μεγαλώνουν την τιμή ενός εμπορεύματος χωρίς να προσθέτουν στην αξία χρήσης του και τα οποία συνεπώς μπορούν, όσον αφορά την κοινωνία, να καταταχθούν ως μη-παραγωγική δαπάνη, μπορεί να γίνουν πηγή πλουτισμού για τον ατομικό καπιταλιστή. Από την άλλη πλευρά, αφού αυτή η πρόσθεση στην τιμή του εμπορεύματος διανέμει απλώς εξίσου τα κόστη της κυκλοφορίας, δεν παύει να έχει μη-παραγωγικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, οι ασφαλιστικές εταιρείες, κατανέμουν τις απώλειες των ξεχωριστών καπιταλιστών σε όλη την καπιταλιστική τάξη. Όμως, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτές οι εξίσου μοιρασμένες απώλειες, είναι απώλειες όσον αφορά το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο." Η διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και τη μη-παραγωγική εργασία, αντιμετωπίζεται συχνά σαν ένα σχολαστικό, αφηρημένο ζήτημα. Όμως, από τη στιγμή που θα προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα με όρους του τι συνεισφέρει στη συσσώρευση και τι όχι, αυτό έχει τεράστιες συνέπειες που κάποιες από τις οποίες δεν απασχόλησαν ποτέ τον Μαρξ τον ίδιο. Εκείνο που για τον ατομικό καπιταλιστή είναι «παραγωγός υπεραξίας» (ο ορισμός τον οποίο χρησιμοποιεί ο Μαρξ στα σημειωματάριά του), δεν είναι και κατ' ανάγκη παραγωγικό με όρους πρόσθεσης στη συνολική υπεραξία που είναι διαθέσιμη για συσσώρευση στο κεφάλαιο γενικά. Κι ακριβώς αυτό το στοιχείο είναι κεντρικό για τη δυναμική του συστήματος.
Η κλίμακα της μη-παραγωγικής εργασίας Το επίπεδο των μη-παραγωγικών δαπανών που είχαν να κάνουν με τις πωλήσεις και το χρηματοπιστωτικό σύστημα ανέβαινε καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ο Σαΐχ (Shaikh) και ο Τόνακ (Tonak) υπολογίζουν ότι ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται στον τομέα Καπιταλισμός Ζόμπι
167
του εμπορίου στις ΗΠΑ, αυξήθηκε από 10.690.000 το 1948 σε 24.375.000 το 1989, κι ο αριθμός όσων εργάζονται στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις ασφαλιστικές, από 1.251.000 έφτασε τα 7.123.000. ΣΤΟ μεταξύ, ο αριθμός των παραγωγικών εργατών αυξήθηκε μόνο από τα 32.994.000 στα 41.148.000.12 Ο Φρεντ Μόσλεϊ (Fred Mosley) υπολογίζει ότι ο αριθμός των εργαζόμενων στο εμπόριο αυξήθηκε από 8,9 σε 21 εκατομμύρια ανάμεσα στο 1950 και το 1980 και ο αριθμός των εργαζόμενων στον χρηματοπιστωτικό τομέα από 1,9 σε 5,2 εκατομμύρια, ενώ η παραγωγική εργατική δύναμη αυξήθηκε μόνο από 28 σε 40,3 εκατομμύρια.13 Τα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τον μεγάλο αριθμό διευθυντικού προσωπικού, το οποίο ο Μαρξ θεωρούσε ως μη-παραγωγικό γιατί ασχολιόταν με την αστυνόμευση εκείνων που όντως παράγουν υπεραξία. Ο Σάιμον Μόχαν (Simon Mohun) έχει υπολογίσει ότι η αύξηση του αριθμού και των αμοιβών του διευθυντικού προσωπικού έχει μεγαλώσει το μερίδιο των «μη-παραγωγικών» μισθών και αποδοχών στην «υλική προστιθέμενη αξία» στις ΗΠΑ από 35% το 1964 σε περισσότερο από 50% το 2000.14 Αυτοί οι αριθμοί δεν αποτυπώνουν πλήρως την πραγματική αύξηση της μη-παραγωγικής εργασίας, αφού δεν συμπεριλαμβάνουν απασχολούμενους σε μη-παραγωγικές λειτουργίες του κράτους, όπως οι ένοπλες δυνάμεις και το δικαστικό σύστημα.
Μη-παραγωγικές δαπάνες και παραγωγή σπατάλης Υπάρχει και ένα άλλο είδος εργασίας που πρέπει να λάβουμε υπόψη όταν εξετάζουμε τον καπιταλισμό του 20ού και του 21ου αιώνα. Είναι η εργασία που παράγει εμπορεύματα τα οποία πωλούνται όπως κάθε άλλο εμπόρευμα, αλλά δεν επανέρχονται στους επόμενους κύκλους παραγωγής είτε ως μέσα παραγωγής είτε ως είδη κατανάλωσης. Η εργασία που παράγει είδη πολυτελείας για την τάξη των καπιταλιστών εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Το ίδιο και η εργασία για την παραγωγή όπλων και πολεμικών υλικών. Παρόλο που η εργασία αυτού του είδους θεωρείται συνήθως «παραγωγική» από τους μαρξιστές, αυτό που έχει κοινό με την μη-παραγωγική εργασία είναι ότι δεν προσθέτει στην κα168
Κρις Χάρμαν
πιταλιστική συσσώρευση. Γι' αυτό το λόγο ο Μάικ Κίντρον (Mike Κίdron) υποστήριξε, στις αρχές της δεκαετίας του '70, ότι αυτή η εργασία θα πρέπει να θεωρείται μη-παραγωγική: Η γήρανση του καπιταλισμού... άνοιξε ένα χάσμα ανάμεσα στα δυο κριτήρια για την παραγωγικότητα που είχε [ο Μαρξ, C.H.] χρησιμοποιήσει εναλλακτικά - την απασχόληση από το κεφάλαιο και την προσαύξηση του κεφαλαίου... Τώρα που το κεφάλαιο είναι πλέον βασιλιάς, αυτά τα δυο κριτήρια δεν ταιριάζουν. Το κεφάλαιο απασχολεί άμεσα εκατομμύρια εργάτες για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών τα οποία με κανένα πιθανό τρόπο δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για περαιτέρω επέκταση. Σύμφωνα με το ένα κριτήριο αυτοί οι εργάτες είναι παραγωγικοί, αλλά σύμφωνα με το άλλο, μη-παραγωγικοί... Δεδομένης της ανάγκης να επιλέξουμε, παραγωγική εργασία στις μέρες μας είναι η εργασία της οποίας το τελικό προϊόν είναι ή μπορεί να γίνει πόρος για παραπέρα παραγωγή. Μόνο μια τέτοια εργασία μπορεί να λειτουργήσει για την αυτοεπέκταση του κεφαλαίου... Για να το πούμε διαφορετικά, στον ύστερο καπιταλισμό για την επέκταση του κεφαλαίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ένα τμήμα του υπερπροϊόντος. Το υπόλοιπο σπαταλιέται.15 Πιο πρόσφατα, ο Αλαν Φρίμαν (Alan Freeman) έχει επίσης υποστηρίξει ότι η έννοια της μη-παραγωγικής εργασίας θα πρέπει να επεκταθεί με τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τη χρησιμοποίηση εργασίας για την παραγωγή πραγμάτων τα οποία κατόπιν χρησιμοποιούνται με μη-παραγωγικό τρόπο: «Οι εργάτες που διακόσμησαν με μάρμαρα την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης είναι το ίδιο μη-παραγωγικοί με τους υπαλλήλους που τώρα κυκλοφορούν στους διαδρόμους της».16 Ο Γκουλιέλμο Καρτσέντι, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η εργασία είναι παραγωγική όταν δημιουργεί νέα αξία, ακόμα και αν αυτή η νέα αξία δεν συνεισφέρει το παραμικρό στον επόμενο γύρο συσσώρευσης.17 Με όποιον τρόπο και αν κατηγοριοποιείται, το γεγονός παραμένει ότι το ποσοστό της εργασίας που από τη σκοπιά της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι σπατάλη έχει αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις. Ο Κίντρον έχει υπολογίσει ότι «τα 3/4 της εργασίας που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, ήταν σπατάλη».' 8 Καπιταλισμός Ζόμπι
169
Ο κρατικός τομέας και η μη-παραγωγική εργασία Οι δαπάνες ατομικών καπιταλιστών που δεν κατευθύνονται ούτε στην επένδυση κεφαλαίου ούτε στους μισθούς των παραγωγικών εργατών, μπορούν να καταταχτούν σε διαφορετικές κατηγορίες: (α) Εκείνες που αφορούν την αστυνόμευση του εργατικού δυναμικού και εξασφαλίζουν ότι θα δουλέψει όσο πιο εντατικά γίνεται. Για παράδειγμα, δαπάνες για την εσωτερική ασφάλεια, για εργασίες επιτήρησης, μέτρησης χρόνου/κίνησης, επίβλεψης ρυθμών δουλειάς, (β) Δαπάνες που αφορούν τη διατήρηση της πίστης και υποταγής του εργατικού δυναμικού, όπως δαπάνες για δημόσιες σχέσεις στο εσωτερικό της επιχείρησης, για έντυπα της επιχείρησης, για εργασιακές επιτροπές που ελέγχει η διεύθυνση, επιχορηγήσεις σε αθλητικές ομάδες των εργαζομένων στην επιχείρηση κλπ. (γ) Όσες έχουν να κάνουν με χρηματικές συναλλαγές, εξασφάλιση πιστώσεων, αμοιβές για τραπεζικές εργασίες κλπ. (δ) Δαπάνες πωλήσεων, διαφημίσεων κλπ. (ε) Δαπάνες που γίνονται ώστε να διατηρείται το προσωπικό στην κατάλληλη φυσική κατάσταση και ικανό για εργασία. Σ' αυτές συμπεριλαμβάνονται δαπάνες για ιατρεία και σταθμούς πρώτων βοηθειών στην επιχείρηση, εστιατόρια και καντίνες κλπ και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και η παροχή στέγης από την επιχείρηση στο προσωπικό της. (στ) Δαπάνες εκπαίδευσης του προσωπικού, αυτού που η επικρατούσα τάση στους οικονομολόγους ονομάζει συχνά «ανθρώπινο κεφάλαιο». (ζ) Δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη. Οι δαπάνες των κατηγοριών (α) και (β) είναι χωρίς αμφιβολία μηπαραγωγικές. Δεν δημιουργούν τίποτα και ο σκοπός της πραγματοποίησής τους είναι να αποσπάσουν το μέγιστο της ήδη δημιουργημένης αξίας από τους εργάτες. Οι δαπάνες των κατηγοριών (γ) και (δ) είναι μη-παραγωγικές από την άποψη του κεφαλαίου γενικά. Δεν προσθέτουν με κανένα τρόπο στην ικανότητα του συστήματος να συσσωρεύει. Όμως, η κάθε ξεχωριστή επιχείρηση μπορεί να τις αντιμετωπίζει ως πα170
Κρις Χάρμαν
ραγωγικές δαπάνες, με τον ίδιο τρόπο που ο Μαρξ έγραφε ότι τις αντιμετώπιζε ο έμπορος-καπιταλιστής: χρησιμεύουν για τον έλεγχο υπεραξίας που διαφορετικά θα κατευθύνονταν σε ανταγωνίστριες επιχειρήσεις. Οπότε, η συγκεκριμένη εταιρεία μπορεί να αντιμετωπίζει τις διαφημιστικές δαπάνες όπως τις δαπάνες για νέο εξοπλισμό, ως ένα τρόπο να επεκτείνει τη θέση της στην αγορά, για να αποκρούσει προσπάθειες άλλων καπιταλιστών να μπουν στη συγκεκριμένη αγορά, και ούτω καθεξής. Το ίδιο ισχύει και με τις δαπάνες για πατέντες και «προστασία πνευματικών δικαιωμάτων», που μπορεί να θεωρηθούν ως ένας τρόπος για την επιβολή ασφυκτικού ελέγχου στην αγορά. (Θα επιστρέψω στις άλλες κατηγορίες δαπανών, την (ε) και την (στ) παρακάτω). Η αύξηση των κρατικών δαπανών στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το πέρασμα της ευθύνης τέτοιων εξόδων στα χέρια του κράτους, από τα χέρια των ιδιωτών καπιταλιστών που είχαν τη βάση τους στην κάθε εθνική επικράτεια. Συνεπώς, οι κρατικές δαπάνες μπορούν να επιμεριστούν σε κατηγορίες που επιτελούν τις ίδιες ή ανάλογες λειτουργίες με τις δαπάνες των επιχειρήσεων. Καταρχάς, είναι οι δαπάνες εκείνες που είναι πλήρως μη-παραγωγικές από την άποψη της συσσώρευσης στο σύστημα γενικά. Σ' αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται δαπάνες για την προστασία της ιδιοκτησίας, τη διατήρηση της κοινωνικής πειθαρχίας και τη διασφάλιση της ομαλής αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων. Αυτό με τη σειρά του περιλαμβάνει δαπάνες που αφορούν κρατικούς ή επιχορηγούμενους από το κράτος θεσμούς διατήρησης της μαζικής πίστης και υποταγής στο σύστημα, όπως κρατική προπαγάνδα ή επιδοτήσεις σε θρησκευτικά ιδρύματα, τη διαιώνιση της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσω τμημάτων του εκπαιδευτικού συστήματος, τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής υποδομής του συστήματος με την κυκλοφορία των εθνικών νομισμάτων και τη λειτουργία των κεντρικών τραπεζών. Υπάρχουν επίσης δαπάνες που είναι ωφέλιμες στα κεφάλαια που έχουν τη βάση τους σε κάθε έθνος και βρίσκονται σε ανταγωνισμό με ξένα κεφάλαια, αλλά οι οποίες, όπως τα έξοδα του ατομικού καπιταλιστή για διαφήμιση ή μάρκετινγκ, δεν προσθέτουν τίποτα στη συνολική συσσώρευση. Τέτοιες δαπάνες είναι οι στρατιωτικές, τα κονδύλια για Καπιταλισμός Ζόμπι
171
την προώθηση των εξαγωγών, όσες δαπάνες γίνονται για τις διαπραγματεύσεις με άλλες κυβερνήσεις για τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου και επενδύσεων, κλπ. Ο Μαρξ αναφερόταν σ' αυτές τις μη-παραγωγικές δαπάνες όταν έγραφε ότι: Η πολιτική οικονομία στην κλασική της περίοδο υιοθετούσε, όπως ο αστός στη νεόπλουτη φάση του, μια ιδιαιτέρως κριτική στάση απέναντι στο μηχανισμό του κράτους κλπ. Σε ένα επόμενο στάδιο διαπίστωσε και έμαθε από την εμπειρία της ότι η αναγκαιότητα ύπαρξης τάξεων που είναι εντελώς μη-παραγωγικές πηγάζει από την ίδια της την οργάνωση." Μετά το θάνατο του Μαρξ, η αύξηση των μη-παραγωγικών δαπανών είχε μεγάλες επιπτώσεις στη δυναμική του συστήματος.
Παραγωγή σπατάλης και δυναμική του συστήματος Ο ίδιος ο Μαρξ υπέδειξε έμμεσα ένα πολύ σημαντικό σημείο σχετικά με τη μη-παραγωγική εργασία στα Grundrisse, το πρώτο σχεδίασμα του Κεφαλαίου. Συμπεριλαμβάνει στις «στιγμές» που μπορούν να καθυστερούν την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και την πτώση του ποσοστού κέρδους: τη μετατροπή ενός μεγάλου τμήματος του κεφαλαίου σε σταθερό κεφάλαιο το οποίο δεν λειτουργεί ως φορέας άμεσης παραγωγής, αντιπαραγωγική σπατάλη ενός μεγάλου τμήματος του κεφαλαίου κλπ (το παραγωγικά χρησιμοποιημένο κεφάλαιο αντικαθίσταται πάντα διπλά, με την έννοια ότι η τοποθέτηση ενός παραγωγικού κεφαλαίου προϋποθέτει μια αντι-αξία). Η μη-παραγωγική κατανάλωση του κεφαλαίου το αντικαθιστά από τη μια και το καταστρέφει από την άλλη... 20 Ο Μαρξ λέει ότι αν για κάποιο λόγο ένα τμήμα της υπεραξίας που είναι διαθέσιμη για επένδυση εκτρέπεται σε κάποια άλλη χρήση, τότε υπάρχει λιγότερο κεφάλαιο διαθέσιμο για τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν την εφαρμογή καινοτομιών με σκοπό τη μείωση του κόστους και ότι μ' αυτό τον τρόπο περιορίζεται η τάση προς τις επενδύσεις εντάσεως κε172
Κρις Χάρμαν
φαλαίου. Το ίδιο υπογράμμισε πολύ πιο άμεσα ο Μάικ Κίντρον (Mike Kidron) στη δεκαετία του '60 - απ' ό,τι φαίνεται χωρίς να γνωρίζει ότι ο Μαρξ είχε κάνει την ίδια επισήμανση.21 Επεσήμανε ότι η επιχειρηματολογία του Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους βασίζεται σε δυο υποθέσεις, κι οι δυο τους ρεαλιστικές: το σύνολο της παραγωγής επιστρέφει στο σύστημα ως παραγωγικοί πόροι, ως παραγωγική κατανάλωση είτε των εργατών είτε των καπιταλιστών, ιδανικά χωρίς να υπάρχουν διαρροές στο σύστημα και καμιά επιλογή πέραν της κατανομής της συνολικής παραγωγής ανάμεσα σε αυτά που από δω και πέρα θα ονομάζουμε επένδυση και κατανάλωση της εργατικής τάξης. Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι σε ένα κλειστό σύστημα όπως αυτό, η κατανομή θα γέρνει προοδευτικά προς τη μεριά της επένδυσης. Αν απορριφθεί η πρώτη υπόθεση, ότι δηλαδή το σύνολο της παραγωγής επανεισέρχεται στο σύστημα - με άλλα λόγια, αν μέρος του προϊόντος χάνεται για τον επόμενο παραγωγικό κύκλο - τότε δεν θα υπήρχε καμιά αναγκαιότητα οι επενδύσεις να αυξάνονται ταχύτερα από την απασχολούμενη εργασία. Δεν θα λειτουργούσε ο νόμος της πτωτικής τάσης. Οι «διαρροές» από τον κλειστό κύκλο παραγωγή-επένδυση-παραγωγή θα αντιστάθμιζαν την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους.22 Οπως το θέτει ο Κίντρον σε μια μετέπειτα εργασία του: Το μοντέλο του Μαρξ παίρνει σαν βάση του ένα κλειστό σύστημα στο οποίο όλο το προϊόν επανεισέρχεται στην παραγωγή είτε ως κεφαλαιακά είτε ως καταναλωτικά αγαθά. Δεν υπάρχουν διαρροές. Κι όμως, καταρχήν, μια τέτοια διαρροή θα μπορούσε να απομονώσει την ώθηση [του συστήματος, στμ] για μεγέθυνση από τις πιο σοβαρές της συνέπειες... Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα σημειωνόταν μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους, δεν θα υπήρχε λόγος να περιμένουμε όλο και βαθύτερες υφέσεις και ούτω καθεξής.23 Το επιχείρημα είναι άψογο και ο Κίντρον συνεχίζει παρουσιάζοντας κάποιες από τις μορφές με τις οποίες έχει εμφανιστεί αυτή η διαρροή: Στην πράξη ο καπιταλισμός δεν ήταν ποτέ ένα κλειστό σύστημα. Πόλεμοι και υφέσεις κατέστρεψαν τεράστιες ποσότητες προϊόντων, στα οποία ήταν ενσωματωμένες τεράστιες συσσωρεύσεις αξίας, και εμπόδιζαν την παραγωγή περισσοτέρων. Οι εξαγωγές Καπιταλισμός Ζόμπι
173
κεφαλαίου εκτρέπουν ή παγώνουν άλλες συσσωρεύσεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα.24 Όπως είδαμε στο Τέταρτο Κεφάλαιο, ο Χένρικ Γκρόσμαν (Henryk Grossman) είχε αναγνωρίσει ότι ο ιμπεριαλισμός με την εκτροπή υπεραξίας σε υπερπόντιους προορισμούς, έχει προσωρινά μειώσει τις αυξητικές πιέσεις της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στην εγχώρια οικονομία και ως εκ τούτου την τάση προς την κρίση. Επίσης, είχε τουλάχιστον εν μέρει κάνει την ίδια επισήμανση με τον Κίντρον, σχετικά με τις επιπτώσεις των πολεμικών δαπανών. Ο Γκρόσμαν επεσήμανε ότι παρόλο που οι πόλεμοι καταστρέφουν σε απίστευτα μεγάλη κλίμακα αξίες χρήσης, είχαν ως αποτέλεσμα την εξομάλυνση των οικονομικών αντιθέσεων του καπιταλισμού μιας και «κονιορτοποιούν αξίες» και «επιβραδύνουν τη συσσώρευση». Αντιστάθμιζαν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους μειώνοντας την τάση της συσσώρευσης να αυξάνεται ταχύτερα από την απασχολούμενη εργατική δύναμη: Οι καταστροφές και οι υποτιμήσεις αξίας που προκαλούν οι πόλεμοι, είναι ένα μέσο αποτροπής της εγγενούς κατάρρευσης [του καπιταλισμού], αφήνουν χώρο να πάρει μια ανάσα η συσσώρευση του κεφαλαίου... Ο πόλεμος και η καταστροφή κεφαλαιακών αξιών που τον συνοδεύει αναπόφευκτα, αδυνατίζουν την τάση για κατάρρευση [του καπιταλισμού] και παρέχουν, αναγκαστικά, ένα νέο κέντρισμα για συσσώρευση κεφαλαίου... Ο μιλιταρισμός είναι μια σφαίρα μη-παραγωγικής κατανάλωσης. Αντί να διασώζονται, οι αξίες κονιορτοποιούνται.25 Οι στρατιωτικές δαπάνες είναι μια ιδιαίτερη μορφή σπατάλης, η οποία μπορεί να γίνει ιδιαίτερα ελκυστική για τους καπιταλιστές που συνδέονται με ένα συγκεκριμένο κράτος. Επειδή αυτή η σπατάλη αυξάνει την ικανότητά τους να συγκρουστούν με άλλους καπιταλιστές για τον έλεγχο της υπεραξίας όλου του κόσμου. Είναι σπατάλες λειτουργικές για τα συμπλέγματα κεφαλαίου που έχουν μια εθνική βάση, με τον ίδιο τρόπο που οι διαφημιστικές δαπάνες είναι λειτουργικές για μια ξεχωριστή εταιρεία, έστω και αν για το σύστημα συνολικά αποτελούν σπατάλη πόρων. Γι' αυτό το λόγο αποτέλεσαν ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο του ιμπεριαλισμού στην κλασική μορφή του, που οδήγησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο - και σήμερα επιβιώνει στις κολοσσιαίες στρατιωτι174
Κρις Χάρμαν
κές δαπάνες, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Η λογική της οικονομικής επέκτασης που είναι βασισμένη στις πολεμικές δαπάνες έχει διαφύγει από πολλούς μαρξιστές οικονομολόγους. Είναι ανοησία, υποστηρίζουν τέτοιοι οικονομολόγοι, να θεωρείται πως μια αφαίρεση από τη συνολική υπεραξία για λογαριασμό του κράτους, κατά κάποιο τρόπο αντισταθμίζει την τάση της υπεραξίας να αυξάνεται με μικρότερη ταχύτητα από το συνολικό κόστος της επένδυσης, και, μ' αυτόν τον τρόπο, να αποτρέπει την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους. Αυτό που δεν κατανοούν, είναι το γεγονός ότι αυτή η «ανοησία» συνιστά μέρος της ευρύτερης ανοησίας του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά, της αντιφατικής φύσης του. Δεν έχουν μπορέσει να χωνέψουν ότι η εμπλοκή σε στρατιωτικούς ανταγωνισμούς μπορεί να αποτελεί εξίσου βάσιμο καπιταλιστικό στόχο με τον οικονομικό ανταγωνισμό για αγορές. Όπως είδαμε στο προηγούμενο Κεφάλαιο, μια από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές του Καρλ Μαρξ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δεν μπορούσε να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός μπορούσε να επεκτείνει συνεχώς την ενσωματωμένη στα μέσα παραγωγής αξία, χωρίς να παράγει περισσότερα καταναλωτικά αγαθά. Παρομοίως, οι εν λόγω μαρξιστές, δεν έχουν σταθεί ικανοί να κατανοήσουν με ποιον ακριβώς τρόπο ο καπιταλισμός έχει κατορθώσει να ωφεληθεί από τη διαρκή ανάπτυξη των μέσων καταστροφής. Έχουν σαστίσει τόσο πολύ από το πόσο παράλογα είναι αυτά που κάνουν οι καπιταλιστές, ώστε προσπαθούν να αρνηθούν ότι όντως το σύστημα λειτουργεί με αυτό τον παράλογο τρόπο. Όμως, αυτές οι δαπάνες είχαν τεράστιες επιπτώσεις για τον καπιταλισμό των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Οι δαπάνες σπατάλης έχουν παίξει ένα αντιφατικό ρόλο. Έχουν μειώσει την ποσότητα της υπεραξίας που είναι διαθέσιμη για παραγωγικές επενδύσεις, αντεπιδρώντας με αυτό τον τρόπο στην τάση για επιτάχυνση της συσσώρευσης που οδηγεί στην κρίση. Όμως, αυτή η τελική επίπτωση - η επιβράδυνση της συσσώρευσης - θα δημιουργούσε, όπως θα δούμε στο Ένατο Κεφάλαιο, μια ολόκληρη σειρά από νέα προβλήματα για το σύστημα. Καπιταλισμός Ζόμπι
175
Το κράτος πρόνοιας και η προσφορά εργατικής δύναμης Δεν εμπίπτουν όλες οι κρατικές δαπάνες που απαριθμήσαμε παραπάνω στη μη-παραγωγική κατηγορία με το στενό ορισμό της ή στην ευρύτερη κατηγορία της σπατάλης. Η επιχορηγούμενη από το κράτος έρευνα και ανάπτυξη (που αντιστοιχεί στην κατηγορία (ζ) της λίστας παραπάνω) η οποία συμβάλλει στην τροφοδότηση της συσσώρευσης στην οικονομία γενικά, είναι σαφές ότι για τα επωφελούμενα κεφάλαια παίζει έναν ρόλο αντίστοιχα με τη νεκρή εργασία που είναι ενσωματωμένη στα μέσα παραγωγής. Όμως, τι ισχύει για τις δαπάνες που αφορούν την υγεία, την εκπαίδευση, την πρόνοια (αντίστοιχες με τις δαπάνες (ε) και (στ) του ιδιώτη καπιταλιστή); Σ' αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να σταθούμε σε κάτι με το οποίο ο Μαρξ ασχολείται μόνο πεταχτά: την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης που έχει ανάγκη να εκμεταλλεύεται ο καπιταλισμός. Οι πρώτοι καπιταλιστές της βιομηχανίας στη Βρετανία στο τέλους του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, δεν χρειάζονταν να ανησυχούν ιδιαίτερα για την προσφορά εργατικής δύναμης. Από τη στιγμή που η «πρωταρχική συσσώρευση» είχε εκδιώξει έναν επαρκή αριθμό χωρικών από τη γη, αυτή η εργατική δύναμη τούς ήταν διαθέσιμη σε αφθονία. Υπέθεταν ότι θα μπορούσαν να υποτάσσουν τους αγρότες και τα παιδιά των αγροτών στην πειθαρχία της ανειδίκευτης εργασίας στις μηχανές επ' άπειρον26 - και όσο για τις πιο ειδικευμένες εργασίες, βασίζονταν στην προσέλκυση στα εργοστάσιά τους ανθρώπων που είχαν εκπαιδευτεί ως χειροτέχνες. Για τους παραπάνω λόγους, ο Μαρξ που είχε ασχοληθεί εκτενώς με την πρωταρχική συσσώρευση και τη μεταχείριση των εργατών στα εργοστάσια, ουσιαστικά αγνόησε το ζήτημα της πρόσληψης από τους καπιταλιστές εργατικής δύναμης με τις κατάλληλες δεξιότητες και φυσική κατάσταση. Όμως, ήδη την εποχή του θανάτου του, η επέκταση της καπιταλιστικής βιομηχανίας σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, έκανε την προσφορά και τη διαχείριση της εργατικής δύναμης - μέσα κι έξω από το εργοστάσιο - μια όλο και μεγαλύτερη έγνοια για όσους ενδιαφέρονταν για την προώθηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. 176
Κρις Χάρμαν
Ο ατομικός καπιταλιστής σκόπευε να πληρώνει τον κάθε ξεχωριστό εργάτη, με την ώρα, τη μέρα ή τη βδομάδα, τόσα μόνο όσα ήταν απαραίτητα για να σταθεί στα πόδια του και να θέλει να δουλέψει και την επόμενη. Όμως, αυτή η αντιμετώπιση δεν εξασφάλιζε μια σειρά πράγματα που ήταν απαραίτητα, έτσι ώστε εργατική δύναμη στην κατάλληλη ποσότητα και ποιότητα να είναι διαθέσιμη συνολικά στην αστική τάξη. Δεν λάμβανε, για παράδειγμα, υπόψη την ανάγκη οι εργάτες να μαθαίνουν βασικές δεξιότητες, ούτε την πρόβλεψη να τους εξασφαλίζει κάποια στοιχειώδη σε περιόδους ανεργίας, ώστε η εργατική τους δύναμη να είναι έτοιμη για προσφορά μόλις τελείωνε η κρίση. Δεν αντιμετώπιζε το πρόβλημα της προσωρινής απώλειας της παραγωγικής ικανότητας των εργατών εξαιτίας ασθενειών ή ατυχημάτων. Επίσης, δεν εξασφάλιζε την ανατροφή των παιδιών της εργατικής τάξης, δηλαδή της επόμενης γενιάς εργατικής δύναμης.27 Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα έγιναν διάφορες ad hoc απόπειρες αντιμετώπισης των παραπάνω προβλημάτων. Θρησκευτικές ή φιλανθρωπικές οργανώσεις και ταμεία πρόσφεραν κάποιου είδους ανακούφιση στους ανέργους και τους ασθενείς. Οι εργάτριες υφίσταντο την πίεση να αναλάβουν όλο το βάρος της ανατροφής των παιδιών, μέσω της προπαγάνδισης ιδεολογιών που παρουσίαζαν τους άνδρες σαν «αυτούς που φέρνουν το μισθό στο σπίτι» και τους μισθούς τους σαν «οικογενειακό μισθό» (έστω και αν οι γυναίκες της εργατικής τάξης δούλευαν πάντοτε ως ένα βαθμό έξω από το σπίτι ή αν ο μισθός του άνδρα σπάνια επαρκούσε για τη συντήρηση μιας οικογένειας).23 Κάποιες εταιρείες παρείχαν στέγη - και σε μερικές περιπτώσεις στοιχειώδη υγειονομική φροντίδα - στο δικό τους προσωπικό. Ομάδες ειδικευμένων εργατών ίδρυαν ταμεία αλληλοβοήθειας για να τους ενισχύουν σε περιόδους ανεργίας ή ασθένειας. Επίσης διάφορες εταιρείες ενσωμάτωναν στο εργοστασιακό σύστημα μια εκδοχή της πρακτικής μαθητείας που αποτελούσε κληρονομιά της προκαπιταλιστικής χειροτεχνίας, κατά τη διάρκεια της οποίας έφηβοι μάθαιναν την τέχνη υπό την επίβλεψη ειδικευμένων εργατών δουλεύοντας με έναν πολύ μικρό μισθό για πέντε ή και επτά χρόνια. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου έγινε σαφές ότι οι ad hoc μέθοδοι ήταν αναποτελεσματικές και ότι το κράτος έπρεπε να αναλάβει πολλές Καπιταλισμός Ζόμπι
177
από τις λειτουργίες που εκπλήρωναν οι ιδιώτες καπιταλιστές και οι φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Στη Βρετανία η παρέμβαση του κράτους ξεκίνησε ήδη από το 1834 με το Νόμο περί Φτώχειας (Poor Law), ο οποίος εξασφάλιζε ότι οι όροι κάτω από τους οποίους ο άνεργος ή ο ανίκανος προς εργασία μπορούσε να λάβει κάποιο επίδομα ήταν τόσο επαχθείς, ώστε όσοι μπορούσαν να δουλέψουν να το έκαναν ακόμα και για ψίχουλα. Το 1848 το κράτος συγκρότησε ένα Συμβούλιο Υγείας, για να πάρει μέτρα ενάντια στην διάδοση ασθενειών στις εργατικές συνοικίες, ασθένειες μεταδοτικές που απειλούσαν και τις γειτονιές των πλουσίων επίσης. Στα επόμενα χρόνια το κράτος θέλοντας και μη σπρώχτηκε να περιορίσει τις ώρες εργασίας για παιδιά και να απαγορεύσει την απασχόληση γυναικών σε εργασίες επιζήμιες για την ικανότητά τους να αναθρέψουν την επόμενη γενιά. Στη δεκαετία του 1870 ξεκίνησε η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός συστήματος δημόσιας πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και για ενθάρρυνση της οικοδόμησης κατοικιών για ειδικευμένους εργάτες. Κατόπιν στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, το κράτος έκανε τις πρώτες κινήσεις συντονισμού των ad hoc προσπαθειών των προηγούμενων εβδομήντα χρόνων, και ενσωμάτωσής τους σε πανεθνικές δομές για την παροχή μιας ελάχιστης κοινωνικής ασφάλισης, με επιδόματα ανεργίας, συντάξεων για γηρατειά και ασθένειες.29 Η ώθηση γι' αυτές τις πρωτοβουλίες προήλθε από το σοκ που προκάλεσε η διαπίστωση, κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης για τον Πόλεμο των Μπόερ, ότι μοναχά ένα μικρό ποσοστό της εργατικής τάξης ήταν επαρκώς υγιές για στρατιωτική θητεία. Η Αν Ρότζερς (Ann Rogers) έχει συνοψίσει με τον εξής τρόπο την αντίδραση των ανώτερων και μεσαίων τάξεων: Παρέμεινε κεντρική η πεποίθηση ότι αν η Βρετανία ήθελε να ανταγωνιστεί με επιτυχία τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε χρειαζόταν μια αλλαγή. Είτε αυτό το έλεγαν οι Φαβιανοί, είτε οι Φιλελεύθεροι ιμπεριαλιστές, η επιχειρηματολογία επικεντρωνόταν στο πόσο επιζήμια ήταν η φτώχεια για την κοινωνία κι όχι στη δυστυχία που προκαλούσε στον κάθε ξεχωριστό εργάτη... Το υπόβαθρο της επιθυμίας για βελτίωση της υγείας της εργατικής τάξης, ήταν η ανάγκη για μια υγιέστερη εργατική δύναμη, τόσο στο εργοστάσιο όσο και στο στρατό.30 178
Κρις Χάρμαν
Αυτά τα μέτρα δεν ήταν μόνο προϊόν μιας διαβούλευσης των καπιταλιστών για ό,τι θεωρούσαν αναγκαίο για το σύστημά τους. Αρχισαν να εφαρμόζονται μόνο ύστερα από αλλεπάλληλες καμπάνιες στις οποίες συμμετείχαν φιλάνθρωποι της ανώτερης τάξης που τους διακατείχε μια αριστοκρατική-συντηρητική περιφρόνηση για τη τσιγγούνικη φιλοχρηματία του καπιταλισμού, μεσοαστοί ηθικολόγοι που πατρονάριζαν την εργατική τάξη, πολιτικάντηδες που ήθελαν να αρπάξουν τις ψήφους εργατών, επιθεωρητές εργοστασίων και γιατροί που έτρεφαν επαγγελματικό ενδιαφέρον για την υγεία και την καλή διαβίωση του πληθυσμού- και δίπλα σ' αυτούς, συχνά ανεξάρτητα απ' αυτούς, συνδικαλιστές και σοσιαλιστές αγωνιστές. Όμως, αυτές οι συμμαχίες πάντοτε διατύπωναν τα σχέδιά τους με βάση το τι ήταν ορθολογικό για τον καπιταλισμό. Και αυτό σήμαινε το τι ήταν απαραίτητο για τον εφοδιασμό του συστήματος με δεξαμενές μιας επαρκώς υγιούς και ειδικευμένης εργατικής δύναμης. Αυτό το αποδεικνύει ξεκάθαρα ένα χαρακτηριστικό που διέκρινε τις μεταρρυθμίσεις των αρχών του 20ού αιώνα - και που απέβλεπε στον ίδιο στόχο με τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες του 19ου αιώνα. Έπρεπε να εφαρμοστεί η αρχή της «ελάχιστης δυνατότητας επιλογής»: το επίδομα έπρεπε να συνεχίζει να αφήνει τους δικαιούχους του σε χειρότερη κατάσταση από αυτή που θα βρίσκονταν αν έκαναν και την πιο κακοπληρωμένη εργασία. Επίσης, το κόστος αυτών των επιδομάτων δεν θα το κάλυπτε μια μεταφορά αξίας από το μερίδιο του κεφαλαίου στο μερίδιο της εργασίας, αλλά μια αναδιανομή του εισοδήματος στο εσωτερικό της εργατικής τάξης μέσω της «ασφαλιστικής αρχής». Εβδομαδιαίες κρατήσεις από τις αποδοχές των εργαζόμενων θα κάλυπταν τις ανάγκες όσων δεν μπορούσαν να εργαστούν λόγω ανεργίας ή ασθένειας. Ο ρόλος του κράτους στην προσφορά, εκπαίδευση και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης συνέχισε να μεγαλώνει σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, φτάνοντας στο αποκορύφωμά του στο μεγάλο οικονομικό «μπουμ» από τα μέσα της δεκαετίας του '40 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 και συνεχίζοντας στη νέα περίοδο κρίσεων που το διαδέχτηκε. Σ' όλη αυτή την πορεία, το «κράτος πρόνοιας» συνέχισε να είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των κεφαλαίων που είχαν τη βάση τους στο κάθε συγκεκριμένο εθνικό κράτος, ακόμα και όταν η ώθηση Καπιταλισμός Ζόμπι
179
για την επέκταση του «κράτους πρόνοιας» ερχόταν από τα κάτω, όπως έγινε στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Από τότε χρονολογείται η δήλωση του Βρετανού Συντηρητικού πολιτικού Κουίντιν Χογκ (Quintin Hogg): «αν δεν δώσετε στο λαό κοινωνική μεταρρύθμιση, θα σας δώσει κοινωνική επανάσταση».31 Ο Ανεριν Μπίβαν (Aneurin Bevan) ο Βρετανός Εργατικός υπουργός στη δεκαετία του '40, υποστήριξε ότι τα μέτρα για τη δημόσια υγεία είχαν γίνει τμήμα του συστήματος, «αλλά δεν πηγάζουν από αυτό. Διεκδικώντας τα, ο καπιταλισμός επιδεικνύει παράσημα κερδισμένα σε μάχες που έχει χάσει».32 Πάντως το γεγονός παραμένει ότι εκείνοι που σχεδίασαν αυτά τα μέτρα - ανάμεσα τους και ο Μπίβαν - φρόντισαν να ταιριάζουν στις ανάγκες του συστήματος. Το γεγονός αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις για την εργατική δύναμη που πηγαίνει σ' αυτές τις υπηρεσίες και για τους ανθρώπους που την προμηθεύουν. Στις τάξεις των μαρξιστών - όπως και σε κάποιους μη-μαρξιστές33 - είναι διαδεδομένη η άποψη που υποστηρίζει ότι μια τέτοια εργασία δεν μπορεί να είναι παραγωγική, αφού δεν παράγει εμπορεύματα άμεσα. Όμως, το ίδιο ισχύει και για ένα μεγάλο μέρος της εργασίας που διεξάγεται στο εσωτερικό της οποιασδήποτε καπιταλιστικής επιχείρησης, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για άλλες εργασίες που παράγουν τα τελικά προϊόντα. Παρ' όλα αυτά, είναι παραγωγική με την έννοια ότι αποτελεί τμήμα της εργασίας του «συλλογικού εργάτη» 34 στην επιχείρηση. Ένας πλήρως εκπαιδευμένος ξυλουργός ή κτίστης μπορεί να είναι πολλές φορές παραγωγικότερος από έναν ανειδίκευτο, ένας πλήρως εκπαιδευμένος μηχανουργός μπορεί να επιτελέσει εργασίες που δεν μπορεί ένας ανειδίκευτος εργάτης. Η εργασία εκείνων που τους εκπαιδεύουν ενισχύει την ικανότητα του συλλογικού εργάτη να παράγει αξία. Οι «εκπαιδευτές» είναι εκμεταλλευόμενοι, αφού αμείβονται με βάση την αξία της εργατικής τους δύναμης και όχι με βάση την αξία της εκπαίδευσης που παρέχουν. Είναι ανοιχτό προς συζήτηση το ζήτημα πού μπορεί να καταταχθεί μια τέτοια εργασία στις κατηγορίες του Μαρξ: να θεωρηθεί ίδιας φύσης με τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό, δηλαδή ως τμήμα του σταθερού κεφαλαίου ή ως απλά πολλαπλασιαστής της εργατικής δύναμης, οπότε ανήκει στο μεταβλητό κεφάλαιο;35 Επίσης, ανάμεσα σε διαφορετικές εταιρείες εκδηλώνονται αντι180
Κρις Χάρμαν
παραθέσεις για τα πλεονεκτήματα της εφαρμογής εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Μπορεί βραχυπρόθεσμα να κερδίζουν από τέτοια προγράμματα, όμως, τι εμποδίζει ανταγωνίστριες εταιρείες να «υφαρπάξουν» την ειδικευμένη εργασία μιας επιχείρησης χωρίς καν να έχει χρειαστεί να πληρώσουν για την εκπαίδευσή της;34 Τέλος, γίνονται συζητήσεις για το πώς μπορεί να χαρακτηριστεί η εργασία της εκπαίδευσης άλλων εργατών: είναι «παραγωγική» ή «έμμεσα παραγωγική»; Όμως, δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για το γενικότερο ρόλο που διαδραματίζει στην αύξηση του παραγόμενου προϊόντος και της παραγωγικότητας: είναι τμήμα της συνολικής παραγωγικής εργασίας της επιχείρησης και του συστήματος συνολικά.37 Ένα μεγάλο ποσοστό της εργασίας που κατευθύνεται στο εκπαιδευτικό σύστημα παίζει ένα ταυτόσημο ρόλο, της παροχής δηλαδή των δεξιοτήτων που χρειάζεται το κεφάλαιο, με τη διαφορά ότι σ' αυτή την περίπτωση οι δεξιότητες δεν διατίθενται απλά για τον ατομικό καπιταλιστή, αλλά για όλους τους καπιταλιστές που λειτουργούν στα πλαίσια του κράτους το οποίο παρέχει αυτή την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση σε συγκεκριμένες ικανότητες που λαμβάνουν οι μελλοντικοί εργάτες από έναν εκπαιδευτικό σε ένα δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αυξάνει την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που μπορούν να πραγματοποιήσουν μέσα σε μια ώρα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το ίδιο πράγμα εξασφαλίζει η ενδοεπιχειρησιακή εκπαίδευση. Και το κόστος της εκπαίδευσης είναι τμήμα του κόστους της εξασφάλισης της εργατικής δύναμης, όπως ακριβώς ο μισθός που πηγαίνει για την αγορά των τροφίμων, των ρούχων ή της στέγασης που χρειάζεται ο εργάτης. Οι επιχειρήσεις στο σύγχρονο καπιταλισμό χρειάζονται μια εργατική δύναμη η οποία να διαθέτει ένα μίνιμουμ επίπεδο γραμματικών και μαθηματικών γνώσεων. Οι εκπαιδευτικοί που παρέχουν αυτές τις γνώσεις πρέπει να θεωρούνται τμήμα του συλλογικού εργάτη και σε τελευταία ανάλυση εργάζονται για τα συμπλέγματα κεφαλαίου σε εθνικό επίπεδο τα οποία εξυπηρετεί το κράτος. Οι απολογητές του καπιταλισμού ομολογούν άθελά τους αυτό το γεγονός, όταν δηλώνουν ότι η παροχή εκπαίδευσης «είναι προσθήκη στο κοινωνικό κεφάλαιο» ή ζητάνε «προστιθέμενη αξία» από τα σχολεία. Η ίδια γενική αρχή ισχύει και για τις υπηρεσίες υγείας που φροντίΚαπιταλισμός Ζόμπι
181
ζουν την πραγματική ή εν δυνάμει εργατική δύναμη, δηλαδή τους σημερινούς και τους μελλοντικούς εργάτες. Οι δαπάνες για να διατηρείται το εργατικό δυναμικό σε φόρμα και ικανό προς εργασία είναι στην πραγματικότητα τμήμα του μισθού, ακόμα και αν καταβάλλεται σε είδος αντί σε ρευστό και καταλήγει στους εργάτες συλλογικά, αντί ατομικά. Με την ορολογία του Μαρξ, είναι τμήμα του «μεταβλητού κεφαλαίου». Τούτο είναι απολύτως σαφές για χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου η παροχή υγειονομικής φροντίδας για τους περισσότερους εργάτες γίνεται μέσω ασφαλιστικών προγραμμάτων των εταιρειών στις οποίες εργάζονται. Πρέπει να είναι το ίδιο σαφές και για χώρες όπως η Βρετανία, που την υγειονομική φροντίδα την παρέχει το κράτος για λογαριασμό των καπιταλιστών που έχουν τη βάση τους σ' αυτό. Ο διαδεδομένος όρος «κοινωνικός μισθός» είναι μια ακριβής περιγραφή. Το ίδιο ισχύει επίσης κι όσον αφορά τα επιδόματα ανεργίας που είναι διαθέσιμα μόνο για όσους μπορούν να αποδείξουν ότι είναι ικανοί και θέλουν να εργαστούν, και για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που στηρίζονται σε μια ολόκληρη ζωή στη δουλειά. Ο καπιταλιστής θέλει ικανοποιημένους εργάτες για να τους εκμεταλλεύεται, όπως ο αγρότης θέλει ικανοποιημένες αγελάδες να αρμέγει. Οι εργάτες δεν πρόκειται να δουλεύουν δείχνοντας, κάποιο βαθμό έστω, αφοσίωσης στην εργασία τους, αν δεν τους έχει δοθεί ενός είδους υπόσχεση ότι δεν πρόκειται να πεθάνουν της πείνας μόλις φτάσουν σε ηλικία συνταξιοδότησης. Όπως το είχε θέσει ο Μαρξ, το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής τάξης δεν καθορίζεται μόνο από το βιολογικό, αλλά και από ένα ιστορικό και κοινωνικό στοιχείο. Όμως, η εργατική δύναμη δεν είναι ένα αντικείμενο όπως τα άλλα εμπορεύματα, που παραμένουν παθητικά ενόσω πουλιούνται και αγοράζονται. Είναι η ζώσα έκφραση των ανθρώπινων όντων. Αυτό που από την οπτική γωνία του καπιταλιστή είναι «ανάκτηση της εργασιακής ικανότητας», για τον εργάτη είναι μια ευκαιρία για χαλάρωση, χαρά και δημιουργικότητα. Γύρω από τον κοινωνικό μισθό διεξάγεται μια πάλη, όπως ακριβώς διεξάγεται για τον κανονικό μισθό, έστω κι αν κι οι δυο τους είναι, σε κάποιο βαθμό, αναγκαίοι για το κεφάλαιο. Από την πλευρά του κεφαλαίου το πρόβλημα περιπλέκεται, επειδή με κανένα τρόπο δεν είναι το σύνολο τέτοιων παροχών παραγωγικό. 182
Κρις Χάρμαν
Ένα σημαντικό ποσοστό έχει να κάνει αποκλειστικά με τη διατήρηση των υφιστάμενων εκμεταλλευτικών σχέσεων. Μελέτες για τη σχολική εκπαίδευση των παιδιών από οικογένειες της εργατικής τάξης στο 19ο αιώνα, υπογραμμίζουν ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα δεν αφορούσε τόσο την παροχή δεξιοτήτων όσο την ενστάλαξη στις συνειδήσεις των μαθητών της πειθαρχίας και του σεβασμού για την εξουσία.38 Η παροχή βασικών δεξιοτήτων από την εκπαίδευση μόνο προς τα τέλη του 19ου αιώνα έγινε βασική έγνοια του βρετανικού καπιταλισμού, που αντιμετώπιζε έναν εντεινόμενο ξένο ανταγωνισμό.3' Σήμερα, πεδία όπως η οικονομική επιστήμη ή η κοινωνιολογία έχουν σκοπό την αναπαραγωγή της αστικής ιδεολογίας, ενώ άλλα, όπως η λογιστική, αφορούν τη μηπαραγωγική διανομή υπεραξίας ανάμεσα στα μέλη της τάξης των καπιταλιστών. Αν το κεφάλαιο δεν έχει άλλη επιλογή από το να ανέχεται αυτά τα μη-παραγωγικά «έξοδα παραγωγής», στις δαπάνες της κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν άλλα στοιχεία που πολύ θα ήθελε να ξεφορτωθεί και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να τα ελαχιστοποιήσει. Τέτοια είναι τα κονδύλια που πάνε σε κείνους που δεν χρειάζονται ως εργατική δύναμη (τους χωρίς δεξιότητες μακροχρόνια άνεργους), ή είναι ανήμποροι να την παρέχουν (οι χρόνιοι ασθενείς και τα άτομα με ειδικές ανάγκες). Έχει την ίδια προδιάθεση απέναντι σε κάθε παροχή προς τους ηλικιωμένους, όμως αυτοσυγκρατείται σε κάποιο βαθμό, ώστε να δίνει την εντύπωση στους εργάτες που δουλεύουν ότι με κάποιο τρόπο το μέλλον τους είναι εγγυημένο. Ο Μαρξ είχε επισημάνει ότι δίπλα στον «εφεδρικό στρατό εργασίας» που είναι σε θέση να ενταχθεί στις γραμμές του ενεργού εργατικού δυναμικού όταν το σύστημα μπαίνει σε φάση περιοδικής επέκτασης (ασκώντας στο μεταξύ μια καθοδική πίεση στους μισθούς), υπάρχει ένας πλεονασματικός πληθυσμός που το σύστημα δεν ενδιαφέρεται για την επιβίωσή του πέρα από την αποτροπή μιας εξέγερσης και της αποθαρρυντικής επίδρασης που μπορεί να έχει στους εργάτες με δουλειά. Η ιστορία της κοινωνικής νομοθεσίας των τελευταίων 180 χρόνων είναι η ιστορία προσπαθειών να διαχωριστούν οι παροχές που είναι απαραίτητες για το κεφάλαιο όπως είναι απαραίτητες οι πληρωμές των μισθών, και εκείνων οι οποίες δεν είναι αναγκαίες, αλλά του επιβάλλονΚαπιταλισμός Ζόμπι
183
ται από την ανάγκη του να εκτονώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Αυτή η πραγματικότητα βρίσκει έκφραση σε επανειλημμένες αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε κείνους που θα διαχειριστούν τους εθνικούς καπιταλισμούς σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική πολιτική θα αλληλεπιδρά με την πολιτική τους για την αγορά εργασίας, σε αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους «ορθόδοξους» οικονομολόγους για το «φυσικό» ή «μηπληθωριστικό» ποσοστό ανεργίας, και σε αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε κοινωνιολόγους και θεωρητικούς της κοινωνικής εργασίας για τους «αποκλεισμένους». Η διαίρεση ανάμεσα σε κοινωνικές δαπάνες που είναι κατά κάποιο τρόπο παραγωγικές για το κεφάλαιο και σε εκείνες που είναι μη-παραγωγικές, άπτονται και του τρόπου με τον οποίο καταρτίζονται συνήθως οι εθνικοί προϋπολογισμοί. Για παράδειγμα, η Παιδεία αφορά τόσο εκπαίδευση για παραγωγική εργασία όσο και εκπαίδευση για μη-παραγωγικές μορφές εργασίας (προώθηση πωλήσεων ή χρηματοπιστωτικές διεργασίες), αλλά επίσης και την εμφύσηση των ιδεολογικών αστικών αξιών. Οι υπηρεσίες υγείας και τα επιδόματα ανεργίας χρησιμεύουν και στη διατήρηση του εργατικού δυναμικού, αλλά παραλλήλως είναι και μηχανισμοί για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής με την παροχή έστω μιας μίνιμουμ φροντίδας στους ηλικιωμένους, τους ανήμπορους και τους μακροχρόνια άνεργους. Αυτές οι αμφισημίες αποκτούν άλλη βαρύτητα όταν το κεφάλαιο διαπιστώνει ότι το κόστος των κρατικών παροχών πλήττει το ποσοστό κέρδους του. Όταν φτάνει αυτή η στιγμή τα κράτη υφίστανται πιέσεις παρόμοιες με αυτές που ασκούνται σε μεγάλες επιχειρήσεις όταν βρίσκονται έξαφνα αντιμέτωπες με τον ανταγωνισμό - την πίεση να ανασυγκροτήσουν και να αναδιοργανώσουν τις λειτουργίες τους ώστε να συμβαδίζουν με το νόμο της αξίας. Από τη μια μεριά αυτό σημαίνει προσπάθειες επιβολής στους εργαζόμενους σε αυτές τις υπηρεσίες ρυθμών δουλειάς και αμοιβής ανάλογα με αυτά που εφαρμόζουν οι πιο ανταγωνιστικές βιομηχανικές επιχειρήσεις. Από την άλλη, σημαίνει περικοπές στις κοινωνικές παροχές ώστε να περιορίζονται, όσο αυτό είναι δυνατόν, σχεδόν αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση της εργατικής δύναμης που είναι απαραίτητη για την καπιταλιστική συσσώρευση - και με τρόπο τέτοιο ώστε οι «πάροχοι» αυτής της εργατικής δύναμης να την προσφέρουν με το 184
Κρις Χάρμαν
μισθό που τους προσφέρεται χωρίς πολλά-ποΧλά. Αυτές οι πιέσεις εντείνονται όσο η διαχείριση της εργατικής δύναμης γίνεται πιο κεντρική έγνοια για το κράτος. Σ' αυτή τη διαδικασία οι εργάτες που απασχολούνται στους τομείς της πρόνοιας, της εκπαίδευσης, της υγείας, οι οποίοι σε ένα προηγούμενο στάδιο της καπιταλιστικής εξέλιξης θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τμήμα της επαγγελματικής μεσαίας τάξης με μισθούς και συνθήκες δουλειάς συγκρινόμενες με εκείνες των μεγαλο-λογιστών ή των μεγαλοδικηγόρων, τώρα υφίστανται μια τραυματική διαδικασία προλεταριοποίησης. Αυτός ο παράγοντας, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μεγαλώνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα εθνικά καπιταλιστικά κράτη στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις ξαφνικές κρίσεις. Οι δημόσιες δαπάνες έχουν γίνει μια κεντρική εστία της ταξικής πάλης με έναν τρόπο που δεν ίσχυε την εποχή του Μαρξ.
Καπιταλισμός Ζόμπι
185
ΔΕΎΤΕΡΟ Μ Ε Ρ Ο Σ
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ
Κεφάλαιο Έκτο
Η Μεγάλη Ύφεση
Μια κρίση χωρίς προηγούμενο Η πορεία του καπιταλισμού, στις πέντε ενδιάμεσες δεκαετίες του 20ού αιώνα, διέγραψε μια τροχιά που ξεκίνησε από την πιο βαθιά ύφεση που έχει γνωρίσει ποτέ το σύστημα, την οποία ακολούθησε η πιο παρατεταμένη οικονομική άνθηση. Τις δυο φάσεις τις χώρισε ο αιματηρότερος πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το επίκεντρο της ύφεσης ήταν οι ΗΠΑ. Είχαν βγει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, κατέχοντας το 50% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, ξεπερνώντας τόσο τη νικήτρια Βρετανία όσο και την ηττημένη Γερμανία. Η απαρχή της κρίσης συχνά ταυτίζεται με το Κραχ της Γουόλ Στριτ στις 29 Οκτώβρη 1929, τη μέρα που οι μετοχές στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έχασαν περίπου το 1/3 της αξίας τους. Όμως, «οι μπελάδες για τις επιχειρήσεις είχαν αρχίσει πριν το κραχ». Για παράδειγμα, η παραγωγή αυτοκινήτων είχε μειωθεί το Σεπτέμβρη κατά 1/3 σε σχέση με το Μάρτη του 1929.' Στη διάρκεια των τριών επόμενων χρόνων, η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ μειώθηκε σχεδόν στο μισό και η ύφεση πέρασε τον Ατλαντικό και έφτασε στην Ευρώπη, όπου ήδη είχαν εκδηλωθεί τα πρώιμα σημάδια της κρίσης. Η γερμανική βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε και αυτή περίπου κατά το ήμισυ, ενώ στη Γαλλία έπεσε περίπου 30%. Μόνο η Βρετανία βίωσε μια μικρότερη πτώση - περίπου 20% - όμως, ο μόνος λόγος γι' αυτό ήταν ότι οι βαριές βιομηχανίες της χώρας βρίσκονταν ήδη σε ύφεση. Καπιταλισμός Ζόμπι
189
To 1932 το 1/3 του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ και τη Γερμανία και το 1/5 στη Βρετανία ήταν άνεργο. Αυτοί που είχαν πληγεί από την κρίση και την ανεργία δεν ήταν μόνο χειρωνακτικοί εργάτες, όπως είχε συμβεί σε προηγούμενες κρίσεις, αλλά και «χαρτογιακάδες» υπάλληλοι που θεωρούσαν τους εαυτούς τους κομμάτι της μεσαίας τάξης. Στις ΗΠΑ χρεοκόπησαν εκατοντάδες μικρές τράπεζες και στην Ευρώπη έγιναν μερικές θεαματικές καταρρεύσεις γιγάντιων τραπεζών, εκμηδενίζοντας τις αποταμιεύσεις του κόσμου και εντείνοντας τη γενικότερη αίσθηση καταστροφής. Η κρίση, μιας και χτύπησε όλες τις βιομηχανικές χώρες ταυτόχρονα, κατάστρεψε τη ζήτηση για την παραγωγή των αγροτικών χωρών. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων κατάρρευσαν, δημιουργώντας θάλασσες δυστυχίας. Καμιά περιοχή της υφηλίου δεν απέφυγε μια μείωση της παραγωγής2 και το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε στο 1/3 του επιπέδου που είχε φτάσει το 1929.3 Συγκριτικά, στην προηγούμενη «Μεγάλη Ύφεση» των δεκαετιών του 1870 και του 1880, τόσο η παγκόσμια παραγωγή όσο και το παγκόσμιο εμπόριο συνέχιζαν να μεγαλώνουν κατά τη διάρκειά της.4
Η οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1920 Το ιδεολογικό σοκ που προκαλούσε η κρίση το ενέτεινε ο τρόπος με τον οποίο ο καπιταλισμός έμοιαζε ότι είχε αναρρώσει από την καταστροφή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου τα αμέσως προηγούμενα χρόνια . Ανάμεσα στο 1914 και το 1929 η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ είχε διπλασιαστεί, με την εμφάνιση νέων βιομηχανικών κλάδων που άρχισαν να επαναστατικοποιούν τις καταναλωτικές συνήθειες: ραδιόφωνο, ρεγιόν (τεχνητό μετάξι), χημικά, αεροπλοΐα, ψύξη και αντικατάσταση των ιπποκίνητων από τις μηχανοκίνητες μεταφορές. Το οικονομικό «μπουμ» των ΗΠΑ είχε ευεργετική επίδραση στην Ευρώπη. Η Γερμανία που είχε δοκιμαστεί σκληρά από εμφύλιο πόλεμο το 1919-1920 και κατόπιν από τον ιλιγγιώδη πληθωρισμό το 1923, σημείωσε στα επόμενα χρόνια μια αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής της τάξης του 40% πάνω από το επίπεδο του 1914. Στη Γαλλία η βιομηχανική παραγωγή διπλασιάστηκε. Ο τύπος έκφραζε με τους πιο υψηλούς τόνους την απεριόριστη αισιοδο190
Κρις Χάρμαν
ξία του για τον καπιταλισμό, διακηρύσσοντας την απαρχή μιας νέας εποχής ευημερίας δίχως τέλος. Την ίδια αυτοπεποίθηση επιδείκνυαν και οι οικονομολόγοι του επικρατούντος ρεύματος. Ο Άλβιν Χάνσεν (Alvin Hansen) έγραψε ότι οι «παιδικές ασθένειες» της νιότης του καπιταλισμού είχαν πλέον «μετριαστεί» και ο πιο επιφανής νεοκλασικός οικονομολόγος της Αμερικής, ο Ίρβινγκ Φίσερ (Irving Fischer), στις παραμονές του Κραχ της Γουόλ Στριτ είχε δηλώσει ότι «οι τιμές των μετοχών έχουν σταθεροποιηθεί μόνιμα σε υψηλό επίπεδο» και συνέχισε να αναδίδει αισιοδοξία για κάμποσους μήνες ακόμα. Παράλληλα, στη Βρετανία ο Τζον Μέιναρντ Κέινς (John Maynard Keynes) είχε διαβεβαιώσει τους φοιτητές του ότι «δεν πρόκειται να δούμε νέο κραχ στη ζωή μας».5 Στη χορωδία είχαν προσθέσει τη φωνή τους και σοσιαλδημοκράτες μαρξιστές, όπως ο Χίλφερντινγκ (Hilferding) με τη θεωρία του για τον «οργανωμένο καπιταλισμό», δηλαδή για ένα σύστημα όπου θα είχε εξαφανιστεί η αναρχία της αγοράς και η τάση προς την κρίση.6 Ξάφνου, όλοι βγήκαν λάθος. Η αρχική αντίδραση των πολιτικών του κατεστημένου και των συνοδοιπόρων τους στο σινάφι των οικονομολόγων, ήταν να υποθέσουν ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν να περιμένουν για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα και η ύφεση θα άρχιζε να αυτορυθμίζει το ξεπέρασμά της. Όπως διαβεβαίωνε το κοινό ο Χέρμπερτ Χούβερ (Herbert Hoover), ο πρόεδρος των ΗΠΑ: «Η ανάκαμψη είναι αμέσως μόλις στρίψουμε στη γωνία». Όμως, η ανάκαμψη δεν ήρθε το 1930, όπως δεν ήρθε το 1931, ούτε το 1932. Και η οικονομική ορθοδοξία που ένιωθε τόση αυτοπεποίθηση με τους ύμνους που αφιέρωνε στα θαύματα του καπιταλισμού μόλις πρόσφατα, δεν μπορούσε να εξηγήσει τους λόγους που δεν ερχόταν η ανάκαμψη - και συνεχίζει να μην μπορεί να το εξηγήσει ακόμα και σήμερα. Έχουν υπάρξει απόπειρες ερμηνείας. Την πιο διαδεδομένη στις γραμμές των πλέον «ορθόδοξων» εκείνης της εποχής, την είχε διατυπώσει ο άγγλος οικονομολόγος Πιγκού (Pigou). Σύμφωνα με τα επιχειρήματα του, οι εργάτες είχαν θέσει τους εαυτούς τους εκτός εργασίας επειδή ήταν «ακριβοί», δεν είχαν δεχτεί μειώσεις στους μισθούς τους. Αν το είχαν πράξει, τότε τα μαγικά της προσφοράς και της ζήτησης θα έλυναν όλα τα προβλήματα. Ο Ίρβινγκ Φίσερ έσπευσε αργοπορημένα να καταΚαπιταλισμός Ζόμπι
191
θέσει μια μονεταριστική ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι η προσφορά χρήματος βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, κάτι που προκάλεσε πτώση των τιμών και κατά συνέπεια αύξησε σωρευτικά τα επίπεδα του χρέους. Πιο πρόσφατοι μονεταριστές θεωρητικοί ρίχνουν το φταίξιμο στους επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών. Αρκούσε μόνο, υποστηρίζει το επιχείρημα, η παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve Bank) TO 1930 και 1931 για να σταματήσει η συρρίκνωση στην προσφορά χρήματος, για να πάνε όλα κατ' ευχή ν. Ο αρχιερέας του μονεταρισμού μάλιστα, ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman) έχει εντοπίσει την αρχή της αλυσίδας των σφαλμάτων και την εξήγηση για το βάθος της κρίσης, στο θάνατο του προέδρου της New York Reserve Bank του Μπέντζαμιν Στρονγκ (Benjamin Strong) τον Οκτώβρη του 1928.7 Αντίθετα, ο Φρίντριχ φον Χάγιεκ (Friedrich von Hayek) και η «αυστριακή» σχολή, υποστήριζαν ότι οι πλεονάζουσες πιστώσεις της δεκαετίες του '20 οδήγησαν σε «ανισορροπία στη δομή της παραγωγής», 8 την οποία μια αύξηση της προσφοράς χρήματος θα έκανε χειρότερη. Αλλοι οικονομολόγοι ανακάλυπταν τις ρίζες της κρίσης στην εξάρθρωση της παγκόσμιας οικονομίας μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ο Τζον Μέιναρντ Κέινς υπογράμμιζε την πλεονασματική θέση των αποταμιεύσεων έναντι των επενδύσεων, η οποία προκάλεσε έλλειψη «ενεργούς ζήτησης» των προϊόντων που παρήγαγε η οικονομία. Τέλος, είχε υποστηριχτεί η άποψη, την οποία διαιωνίζουν μέχρι και σήμερα πολλά αφιερώματα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ότι η αύξηση των δασμών από τις ΗΠΑ με το Νόμο ΣμουτΧάουλι (Smoot-Hawly Act) το καλοκαίρι του 1930, εξαπέλυσε ένα κύμα προστατευτισμού, ο οποίος εμπόδισε τον ερχομό της ανάκαμψης που θα είχε εκδηλωθεί αν δεν έμπαιναν περιορισμοί στο απερίσπαστο εμπόριο. Ήδη από κείνη την εποχή, οι υποστηρικτές της κάθε άποψης μπορούσαν να υποδείξουν εύκολα τα κενά στις αντίπαλες απόψεις, ενώ καμιά δεν άντεχε στο φως μιας σοβαρής κριτικής. Γι' αυτό το λόγο, ο σημερινός πρόεδρος της Fed, ο Μπεν Μπερνάνκι (Ben Bernanke), θεωρεί ότι η ερμηνεία της ύφεσης είναι η αναζήτηση του απατηλού Αγιου Δισκοπότηρου του οικονομικού επαγγέλματος του. Όμως, αν δεν είναι δυνατή μια ερμηνεία της ύφεσης της δεκαετίας του 1930, τότε επίσης δεν 192
Κρις Χάρμαν
μπορεί να υπάρξει μια ορθή εκτίμηση για τις πιθανότητες να ξεσπάσει ξανά μια τέτοια ύφεση στον 21ο αιώνα. Για να ξεχωρίσουμε τις πραγματικές αιτίες της ύφεσης από το κουβάρι των αλληλοαποκλειόμενων ερμηνειών της, πρέπει, πρώτα απ' όλα, να εξετάσουμε τι πραγματικά συνέβη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Η ταχεία οικονομική μεγέθυνση και η διάδοση νέων καταναλωτικών αγαθών, είχαν ωθήσει πολλούς να τη θεωρούν μια δεκαετία συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και τεράστιων παραγωγικών επενδύσεων. Αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται συχνά και σήμερα. Όμως, στην πραγματικότητα, οι μισθοί αυξήθηκαν μόλις κατά 6,1% ανάμεσα στο 1922 και το 1929* (χωρίς καμιά αύξηση μετά το 1925). Η βιομηχανική εργατική δύναμη παρέμεινε στάσιμη, ενώ η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 1/3 περίπου. Ο Μάικλ Μπερνστάιν (Michael Bernstein) επισημαίνει ότι «κατά τη διάρκεια του οικονομικού μπουμ της δεκαετίας του '20, το χαμηλότερο 93% του μη-αγροτικού πληθυσμού υπέστη απώλειες στο διαθέσιμο εισόδημά του».10 Η πτώση του μεριδίου της εργασίας στο συνολικό εισόδημα σήμαινε και πτώση του ποσοστού του παραγόμενου προϊόντος το οποίο μπορούσαν να αγοράσουν οι μισθοί. Η οικονομία μπορούσε να επεκτείνεται μόνο επειδή κάποιος άλλος παράγοντας κάλυπτε το κενό στη ζήτηση. Πολλές αναλύσεις υποστηρίζουν ότι αυτό το ρόλο τον έπαιξαν οι επενδύσεις. Ο Γκόρντον (Gordon) υποστηρίζει ότι η περισσότερη σύγχρονη φιλολογία επί του θέματος «θεωρεί την υπερεπένδυση ως το διακριτικό γνώρισμα της δεκαετίας του 1920»." Ένας ταλαίπωρος Χάνσεν (Hansen) επεσήμανε στην ανάλυσή του για την ύφεση ότι αν και «ένα τεράστιο ποσό 138 δις δολαρίων» από «επενδύσεις» είχε «ωθήσει την κατανάλωση» κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '20, μόνο το μισό αυτού του ποσού ήταν επενδύσεις επιχειρήσεων, και απ' αυτό, μόλις το 1/3 το αποτελούσαν νέες επενδύσεις, δηλαδή μόλις 3 δις δολάρια ετησίως.12 Μ' άλλα λόγια, κάτω από την επιφάνεια μιας ταχύρρυθμης επέκτασης των επενδύσεων, υπήρχε η πραγματικότητα μιας σχετικά χαμηλού επιπέδου παραγωγικής συσσώρευσης, παρά την ώθηση που έδιναν οι νέοι βιομηχανικοί κλάδοι. Αυτό το επισημαίνουν κι άλλες αναλύσεις, όπως του Σάιμον Κούζνετς (Simon Kusznets),13 του Στέντλ (Steindl)14 και του Καπιταλισμός Ζόμπι
193
Γκίλμαν (Gillman).15 Απ' αυτά τα στοιχεία, συνάγεται μόνο ένα άχαρο συμπέρασμα. Η οικονομική άνθηση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν εξαρτιόταν μοναχά από τη ζήτηση αγαθών για παραγωγικές επενδύσεις και κατανάλωση των μισθών. Χρειαζόταν η παρουσία ενός τρίτου στοιχείου που θα απέτρεπε τη συσσώρευση απούλητων προϊόντων και την ύφεση που διαφορετικά θα εκδηλώνονταν στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Όπως έχει παραδεχτεί ο Χάνσεν: «Λειτουργούσαν δυνάμεις που ωθούσαν και διατηρούσαν [την οικονομική μεγέθυνση, στμ] έξω από την κατανάλωση και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων... Αν αφαιρούνταν αυτά τα ερεθίσματα, τότε οι επιχειρήσεις θα έκαναν μικρότερης κλίμακας δαπάνες, αφήνοντας την οικονομία σε κατάσταση στασιμότητας, αν όχι και ύφεσης».16 Ο Χάνσεν, ως «ορθόδοξος» οικονομολόγος, αλλά πλέον με περισσότερο κριτικό πνεύμα, εκτίμησε ότι τις παραπάνω δυνάμεις τις αποτελούσαν «μη-εταιρικές κεφαλαιακές δαπάνες (χτίσιμο κατοικιών και δημόσια έργα)», όπως επίσης και «η αυξανόμενη σημασία των διαρκών καταναλωτικών αγαθών που χρηματοδοτούνταν σε ένα μεγάλο βαθμό από την πίστωση με δόσεις» και από έναν «άμυαλο ξένο δανεισμό».17 Μια κλασική μαρξιστική ανάλυση της ύφεσης από τον Λιούις Κόρεϊ (Lewis Corey) δίνει έμφαση στη μεγέθυνση της πολυτελούς κατανάλωσης, των μη-παραγωγικών δαπανών και της πίστωσης. Στα χρόνια της δεκαετίας του '20, τα εισοδήματα τα οποία προέρχονταν από μερίσματα και αμοιβές διευθυντικών στελεχών, αυξήθηκαν κάμποσες φορές ταχύτερα από τους πραγματικούς μισθούς, 1 8 μέχρι του σημείου στην «μπουρζουαζία» (κατηγορία στην οποία ο Κόρεϊ συμπεριλάμβανε και τους μη-αγρότες μικροαστούς) να αντιστοιχεί το 40% της κατανάλωσης, σύμφωνα με την ανάλυσή του.Ι9Ύστερα, ήρθαν οι αυξανόμενες δαπάνες για διαφήμιση και καμπάνιες πωλήσεων, αφού οι εταιρείες αναζητούσαν αγορές για την όλο και μεγαλύτερη ποσότητα προϊόντων που παρήγαγαν. Αυτή η δαπάνη, που έπαιρνε τη μορφή εισοδημάτων του προσωπικού πωλήσεων εκείνων των εταιρειών, μπορούσε να δημιουργήσει μια αγορά γι' αυτά τα προς πώληση προϊόντα. Ο διπλασιασμός της καταναλωτικής πίστης 20 διευκόλυνε τη μεσαία τάξη και κάποια στρώματα εργατών να αγοράζουν «στο τζάμπα» κάποια από τα και194
Κρις Χάρμαν
νούργια καταναλωτικά προϊόντα. Το 1929 οι πωλήσεις ιδιωτικών αυτοκινήτων έφτασαν ένα επίπεδο που θα έπιαναν ξανά μόνο το 1953. Και τέλος, υπήρχαν ξεσπάσματα μη-παραγωγικής επένδυσης σε γη και ακίνητα όπως και σε μετοχές. Όλα αυτά, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν νέα υπεραξία και να λύσουν μ' αυτό τον τρόπο το πρόβλημα της κερδοφορίας (επρόκειτο για μεταφορά ποσών από τη μια καπιταλιστική τσέπη στην άλλη). Όμως, η παρενέργεια αυτών των δραστηριοτήτων ήταν η μη-παραγωγική δαπάνη σε νέα κτίρια, νέες αποδοχές για τα στελέχη και νέους γύρους επιδεικτικής κατανάλωσης και σπατάλης. Το αποτέλεσμα ήταν να απορροφούνται κάποια από τα παραχθέντα βιομηχανικά προϊόντα, γεγονός που ενθάρρυνε παραπέρα κερδοσκοπία: Το υπεράφθονο κεφάλαιο γινόταν ολοένα και περισσότερο επιθετικό και περιπετειώδες στην αναζήτηση επενδύσεων και κέρδους, ξεχειλίζοντας σε ριψοκίνδυνα εγχειρήματα και κερδοσκοπία. Η κερδοσκοπία αγκάλιαζε και ωθούσε τεχνολογικές αλλαγές και νέους κλάδους, ανεξαρτήτως των απαιτήσεων της βιομηχανίας στο σύνολό της...21 Η δαπάνη για νέες κατασκευές εμπορικής χρήσης αύξήθηκε μέσα σε μια δεκαετία περισσότερο από 50% και ήταν «περισσότερο έντονη στις κεντρικές επιχειρηματικές περιοχές των πόλεων». Η συγκεκριμένη δραστηριότητα ήταν πιο εμφανής στη Νέα Υόρκη: οι εργασίες για το κτίσιμο του υψηλότερου κτιρίου στον κόσμο, του Empire State Building, ξεκίνησαν το 1929. Φτάνοντας το 1931, το έργο ονομαζόταν πλέον περιπαικτικά Empty State Building.22 [Λογοπαίγνιο του Empire (αυτοκρατορία), με το Empty (άδειο), στμ]. Ενόσω η οικονομική άνθηση συνεχιζόταν στις ΗΠΑ, δινόταν και μια ώθηση στην οικονομική επέκταση της Ευρώπης μέσω της εισροής αμερικάνικων κονδυλίων που μπορούσαν να αναπληρώσουν σε ένα βαθμό την καταστροφή που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Για παράδειγμα το Σχέδιο Ντόους (Dawes) του 1924 είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ενθάρρυνση σύναψης δανείων προς τη Γερμανία. Ήδη πριν το Κραχ της Γουόλ Στριτ, οι παραπάνω παράγοντες δεν μπορούσαν πλέον να διατηρούν το «μπουμ» στη βιομηχανία. Το 1927 εκδηλώθηκαν οι απαρχές μιας ύφεσης, όμως μια εκτίναξη των επενδύσεων στη βαριά βιομηχανία και την αυτοκινητοβιομηχανία το 1928-9 Καπιταλισμός Ζόμπι
195
τράβηξε πίσω της και την υπόλοιπη οικονομία.23 Όμως, τέλη άνοιξης αρχές καλοκαιριού 1929 μπήκε ένα ξαφνικό τέλος σε αυτή την περίοδο, με μια απότομη πτώση στις επενδύσεις σταθερού κεφαλαίου24 και την παραγωγή της αυτοκινητοβιομηχανίας. 25 Η επέκταση του δανεισμού και η κλίμακα που είχε πάρει η κερδοσκοπία, κάλυπταν μέχρι και το τελευταίο λεπτό τα προβλήματα που υπέβοσκαν. Όμως, από τη στιγμή που σημειώθηκε έστω ένα μικρό ρήγμα στην αλυσίδα του δανεισμού και της δανειοδότησης που κρατούσε όρθιο το οικοδόμημα, ήταν δεδομένο ότι αυτό θα κατέρρεε με πάταγο. Πραγματικά, το σχόλιο του Μαρξ για τις κρίσεις δεν μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό για την περίπτωση: Μπορεί φαινομενικά οι δουλειές να πηγαίνουν μια χαρά και να υπάρχει επί μακρόν ακόμα η επίφαση ομαλών χρηματικών επιστροφών, έστω κι αν οι επιστροφές από καιρό πια γίνονται στην πραγματικότητα εν μέρει σε βάρος εξαπατημένων δανειστών και εν μέρει σε βάρος εξαπατημένων παραγωγών. Γι' αυτό, τις παραμονές του κραχ, οι επιχειρήσεις φαίνονται σχεδόν πάντα υπερβολικά υγιείς. Οι επιχειρήσεις είναι υγιέστατες κι οι δουλειές ευδοκιμούν περίλαμπρα, ώσπου ακολουθεί ξαφνικά η κατάρρευση.24 Η ύφεση πυροδότησε μια αιφνιδιαστική συρρίκνωση των κερδοσκοπικών εγχειρημάτων και των μη-παραγωγικών δαπανών, μειώνοντας, κατ' αυτό τον τρόπο, ακόμα περισσότερο την αγορά για βιομηχανικά προϊόντα. Οι βιομήχανοι, αντιμέτωποι με την πτώση των πωλήσεών τους, άρχισαν να δανείζονται από τις τράπεζες αντί να τις δανείζουν, αντί δηλαδή να καταθέτουν σ' αυτές. Όσοι είχαν εμπλακεί στην κερδοσκοπική φούσκα (ανάμεσά τους ήταν τόσο οι βιομήχανοι όσο και οι τραπεζίτες) προσπάθησαν μέσω του δανεισμού να καλύψουν κάποιες από τις απώλειες που τους προκάλεσε το κραχ, όμως πλέον, ο δανεισμός είχε γίνει πολύ δύσκολος. Όσοι δεν μπορούσαν να δανειστούν χρεοκοπούσαν, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερες ζημιές σε όσους τους είχαν δανείσει. Η ύφεση απλώθηκε από τον ένα κλάδο της οικονομίας στον άλλο. Όταν ξεκίνησε η πτώση, έμοιαζε να μην έχει τελειωμό. Η πτώση της βιομηχανίας ενέτεινε τις πιέσεις στις τράπεζες. Όμως, αυτό επέτεινε τη δυσαναλογία ανάμεσα στην παραγωγική δυνατότητα και την καταναλωτική ζήτηση, επιδεινώνοντας περεταίρω την κρίση της βιομηχανίας. 196
Κρις Χάρμαν
Καθώς οι εταιρείες προσπαθούσαν να στηρίξουν τα κέρδη τους με μια ανταγωνιστική κούρσα μείωσης των τιμών, τα κέρδη έπεφταν παντού και μαζί μ' αυτά και η διάθεση των εταιρειών που είχαν επιζήσει να επενδύσουν. Οι επιχειρήσεις, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν τους πόρους τους, έκαναν περικοπές στις μη-παραγωγικές επενδύσεις με συνέπεια η ύφεση να γίνεται βαθύτερη. Η Ευρώπη δεν ήταν σε καλύτερη θέση. Όταν κατέρρεε η Γουόλ Στριτ, είχε ήδη ξεκινήσει και κει η ύφεση. Οι συνθήκες ήταν χειρότερες στη Γερμανία, τη δεύτερη σε σειρά βιομηχανική χώρα στον κόσμο, η οικονομία της οποίας είχε αρχίσει να μπαίνει σε καθοδική τροχιά από το 1928:27 «Φτάνοντας το καλοκαίρι του 1929, η ύφεση ήταν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα»,2® με τους ανέργους να έχουν φτάσει τους 1.900.000, ενώ η θεαματική κατάρρευση της Frankfurt Insurance Company προκάλεσε μια σειρά χρεοκοπιών. Τα προβλήματα της κάθε μιας χώρας είχαν αντίκτυπο στις άλλες. Ηδη πριν από το κραχ είχε σημειωθεί μια εκροή κεφαλαίων από τη Γερμανία, η οποία σχετιζόταν με το Σχέδιο Ντάους. Τώρα, μετά το κραχ, αυτή η εκροή μετατράπηκε σε χείμαρρο, αφού οι σκληρά δοκιμαζόμενες αμερικάνικες τράπεζες άρχιζαν να ανακαλούν τα βραχυπρόθεσμα δάνειά τους στη Γερμανία, δημιουργώντας έτσι προβλήματα στους γερμανούς βιομήχανους που είχαν στηριχτεί σε αυτά τα δάνεια για να χρηματοδοτήσουν τη δικιά τους πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Η μεγαλύτερη τράπεζα της Αυστρίας, η Creditanstalt, χρεοκόπησε το 1931, η Βρετανία χτυπήθηκε από την απόσυρση ξένων κεφαλαίων από τις τράπεζές της και αποχώρησε από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα που βασιζόταν στον κανόνα του χρυσού. Η εξέλιξη αυτή με τη σειρά της προξένησε ιδιαιτέρα υπερβολικούς φόβους στις ΗΠΑ, όπου η Fed ανέβασε τα επιτόκια. Σημειώθηκε μια «θεαματική αύξηση των τραπεζικών χρεοκοπιών»,29 ενώ η βιομηχανική παραγωγή βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ. Ο πολλαπλασιαστικός αντίκτυπος της κρίσης ωθούσε πολλούς ανθρώπους να μπερδεύουν τις αιτίες με τα αποτελέσματα. Από δω πηγάζουν οι αντιφατικές ερμηνείες πολλών οικονομολόγων της κυρίαρχης αντίληψης: κάποιοι ρίχνουν το φταίξιμο στη μεγάλη προσφορά χρήματος, άλλοι εντοπίζουν την αιτία στο ότι, αντίθετα, η προσφορά χρήμαΚαπιταλισμός Ζόμπι
197
τος ήταν πολύ σφιχτή, κάποιοι κατηγορούν τις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών, κάποιοι την έλλειψη τέτοιων παρεμβάσεων, άλλοι την υπερβάλλουσα κατανάλωση, οι αντίπαλοι τους την ασθενική κατανάλωση, μια ερμηνεία κατηγορούσε τον κανόνα του χρυσού, μια άλλη την εγκατάλειψή του για χάρη του προστατευτισμού και της ανταγωνιστικής υποτίμησης των νομισμάτων, μερικοί το ραγδαίο ρυθμό της αύξησης των επενδύσεων, μερικοί άλλοι τον αργό ρυθμό τους, κάποιοι τη συμπίεση των μισθών και κάποιοι άλλοι τον αργό ρυθμό της πτώσης τους, άλλοι τη μεγάλη κλίμακα των χρεών και άλλοι την άρνηση των τραπεζών να δανείσουν.30 Παρ' όλα αυτά, μέσα στον ορυμαγδό των αντικρουόμενων ερμηνειών, υπήρξαν αποσπασματικές σύντομες ματιές που έδειχναν ότι υπήρχε κάποιο θεμελιακό στοιχείο που προκαλούσε το χάος στο σύστημα στο οποίο ήταν αφοσιωμένοι οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί. Δυο οικονομολόγοι, ο Κέινς κι ο Χάγιεκ, που συνήθως θεωρούνται ως αντιπροσωπευτικοί δυο εκ διαμέτρου αντίθετων σχολών σκέψης, σκόνταψαν πάνω στο ίδιο στοιχείο, όμως με ένα τρόπο που κανείς από τους δυο τους, ούτε οι μαθητές τους, θα το λάμβαναν σοβαρά υπόψη. Το κόκκινο νήμα που διατρέχει το βιβλίο του Κέινς Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, τον Τόκου και τον Χρήματος, είναι ότι η αποταμίευση μπορεί να ξεπερνά την επένδυση, ανοίγοντας ένα χάσμα το οποίο μειώνει την ενεργό ζήτηση για αγαθά και κατά συνέπεια την παραγωγή, μέχρις ότου η οικονομική δραστηριότητα μειωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να περικόψει την αποταμίευση στο επίπεδο της επένδυσης. Αυτό το αποτέλεσμα μπορούσε να ξεπεραστεί, υποστήριζε ο Κέινς, είτε με μείωση των επιτοκίων («νομισματικά μέσα»), είτε δίνοντας περισσότερο χρήμα στον κόσμο με μειώσεις φόρων και δημόσιες δαπάνες («δημοσιονομικά μέτρα»). Όμως, παραδεχόταν ότι αυτά τα μέτρα μπορεί και να μην λειτουργήσουν, αφού άτομα και επιχειρήσεις μπορούσαν παρ' όλα αυτά να επιλέξουν την αποταμίευση από την επένδυση. Συγκεκριμένα, ο Κέινς ήταν «κάπως σκεπτικός για την επιτυχία μιας αποκλειστικά νομισματικής πολιτικής που θα αφορούσε τον επηρεασμό των επιτοκίων».31 Ο Κέινς έχει γίνει ευρύτερα γνωστός επειδή απέδωσε την ασθενικότητα των επενδύσεων στην ψυχολογία του πλήθους των κερδοσκόπων - «όταν η ανάπτυξη του κεφαλαίου μιας χώρας γίνεται το υποπρο198
Κρις Χάρμαν
ϊόν της δραστηριότητας ενός καζίνο, τότε τα πράγματα μάλλον πάνε πολύ άσχημα»32 - και στο εξασθενισμένο «ζωικό πνεύμα» των επιχειρηματιών.33 * Όμως σε κάποια σημεία του κειμένου, ο Κέινς πρόβαλε κι έναν άλλο παράγοντα. Υποστήριζε ότι η ίδια η διαδικασία επέκτασης της επένδυσης κεφαλαίου οδηγούσε σε μια μείωση της απόδοσής της της «οριακής αποδοτικότητας» - και κατά συνέπεια σε ένα στόμωμα του κινήτρου για περαιτέρω επενδύσεις.34 Ο Κέινς πίστευε ότι η φθίνουσα «οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου» ήταν ένα εμπειρικό γεγονός το οποίο συναπαντιόταν στις μεσοπολεμικές «εμπειρίες της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ». Το αποτέλεσμα ήταν πως η απόδοση του κεφαλαίου δεν βρισκόταν επαρκώς υψηλότερα από το κόστος του δανεισμού των επιχειρηματιών έτσι ώστε να ενθαρρύνει νέες επενδύσεις. Αντιθέτως, έτεινε «να παρεμποδίζει... ένα λογικό επίπεδο απασχόλησης και ένα βιοτικό επίπεδο που οι τεχνικές συνθήκες παραγωγής μπορούν να εξασφαλίσουν».35 Πίστευε ότι αυτό αποτελούσε τόσο μια μακροχρόνια τάση όσο και μια βραχύχρονη συνέπεια που σε κάθε κύκλο μετέτρεπε την άνθηση σε ύφεση: Η ουσία όμως της κατάστασης πρέπει να αναζητηθεί στην κατάρρευση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, ιδιαίτερα στην περίπτωση εκείνων των τύπων κεφαλαίου που έχουν συμβάλει περισσότερο στην προηγούμενη φάση μεγάλης κλίμακας επενδύσεων.34 Η ερμηνεία του Κέινς βασιζόταν στη συνολικότερη «οριακή» προσέγγισή του, αγκωνάρι της οποίας είναι η θέση ότι η αξία καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση. Όσο αυξανόταν η προσφορά του, το κεφάλαιο θα γινόταν λιγότερο σπάνιο και η αξία του χρήστη για κάθε παραπάνω μονάδα θα έπεφτε μέχρι, εν τέλει, να φτάσει το μηδέν.37 Αυτή η θεωρητική εκτίμηση μάλλον αποδείχτηκε πολύ δυσνόητη για τους συ* Ο Κέινς χρησιμοποιεί τη φράση «Animal spirits» στο Κεφάλαιο 12, τμήμα VII, της Γενικής Θεωρίας. Στην έκδοση του Βήματος (μτφ. Θ. Αθανασίου επιστ. επιμ. Μ Ψαλιδόπουλος) σ. 195, η φράση αποδίδεται ως «ζωικά κίνητρα». Όμως, μ' αυτό τον τρόπο χάνεται η α ί σ θ η σ η του π α ρ ο ρ μ η τ ι κ ο ύ στοιχείου των αποφάσεων των επιχειρηματιών/επενδυτών που θέλει να εκφράσει ο Κέινς, όπως γίνεται φανερό από το απόσπασμα. Καπιταλισμός Ζόμπι
199
νεχιστές του Κέινς. Η «φθίνουσα οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου» πολύ σπάνια κάνει την εμφάνισή της στις περισσότερες παραθέσεις των ιδεών του. Κι όμως, πρόκειται για την πιο ριζοσπαστική έννοια που μπορεί να βρεθεί σε όλα τα κείμενα του Κέινς. Υπονοεί ότι τα εμπόδια για την πλήρη απασχόληση οφείλονται σε εγγενή χαρακτηριστικά του υφιστάμενου συστήματος και όχι στην ψυχολογία των καπιταλιστών. Αν είναι έτσι, δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσπαθούν οι κυβερνήσεις να «αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη», αφού δεν υπάρχει κάτι προς το οποίο πρέπει να αποκατασταθεί κάποια εμπιστοσύνη. Ο Χάγιεκ εξέφρασε εν παρόδω, την ίδια άποψη για το τι συνέβαινε στα κέρδη, έστω και αν το έκανε μέσω ενός διαφορετικού συλλογισμού. Υποστήριξε ότι οι κυκλικές κρίσεις προκύπτουν ως αποτέλεσμα δυσαναλογιών ανάμεσα σε διαφορετικούς τομείς της παραγωγής. Η «υπερβάλλουσα πίστωση» γίνεται η αιτία ώστε η παραγωγή των παραγωγικών αγαθών να μεγαλώνει ταχύτερα από την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών.38 Ο Χάγιεκ θεωρούσε ότι με αυτό τον τρόπο μπορούσε να ερμηνεύσει τον κύκλο ως το αναπόφευκτο μέσο με το οποίο προσαρμόζονταν μεταξύ τους οι διαφορετικοί τομείς, σε μεγάλο βαθμό όπως ο Μαρξ θεωρούσε ότι οι κρίσεις συνιστούν μια μερική επίλυση των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού. Όμως, εκεί που ο Μαρξ έβαζε αρνητικό πρόσημο, ο Χάγιεκ έβαζε θετικό. Παρ' όλα αυτά η θεωρία του Χάγιεκ είχε μια μεγάλη τρύπα. Γιατί η καθυστέρηση ενός τομέα απέναντι σε έναν άλλο να προξενεί τόσο μεγαλύτερα προβλήματα απ' ό,τι προξενούσε μερικές δεκαετίες πριν; Γιατί, ειδικά ο τομέας της παραγωγής παραγωγικών αγαθών να μην μεγεθύνεται με τέτοια ταχύτητα ώστε να σέρνει πίσω του και την υπόλοιπη οικονομία; Η απάντηση που έδωσε στα γρήγορα ο Χάγιεκ το 1935 (και η οποία δεν αποτέλεσε ποτέ τμήμα της Χαγιεκιανής ορθοδοξίας) ήταν πως η κερδοφορία έπεφτε μαζί με την επέκταση αυτού που αποκαλούσε «κυκλικές διαδικασίες παραγωγής» - δηλαδή διαδικασίες που περιλάμβαναν μια υψηλή αναλογία μέσων παραγωγής προς εργάτες ή, όπως θα το ονόμαζε ο Μαρξ, υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου: Είναι προφανές ότι πρέπει να υπάρχουν περιθώρια [κέρδους]... Αν δεν υπήρχαν τότε δεν θα υπήρχε και παρακίνηση να ρισκαριστεί χρήμα σε παραγωγική επένδυση αντί να μείνει ανενεργό... 200
Κρις Χάρμαν
Αυτά τα περιθώρια ελαχιστοποιούνται όσο οι κυκλικές διαδικασίες παραγωγής αυξάνονται σε μήκος...39 Με άλλα λόγια, τόσο ο Κέινς όσο κι ο Χάγιεκ, παραδέχτηκαν, αν και δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν με σαφήνεια, το χαρακτηριστικό που κατέχει κεντρική θέση στη θεωρία του Μαρξ για την καπιταλιστική κρίση - την καθοδική πίεση στο ποσοστό κέρδους. Στην πραγματικότητα, η μαρξιστική θεωρία μπορεί να δώσει μια ερμηνεία της ύφεσης που αποφεύγει τις αντιφάσεις όλων των «ορθόδοξων» θεωριών. Ανάμεσα στη δεκαετία του 1880 και τη δεκαετία του 1920 τα ποσοστά κέρδους στις ΗΠΑ είχαν μια πτώση περίπου 40%,40 στη Βρετανία βρίσκονταν σε κάμψη ήδη πριν το 1914,41 και τα αντίστοιχα ποσοστά της Γερμανίας είχαν «αποτύχει να επιστρέψουν στο προπολεμικό, "κανονικό", επίπεδό τους».42 Αυτές τις πτωτικές τάσεις μπορούμε να τις συνδέσουμε με μακροχρόνιες αυξήσεις στην αναλογία επένδυσης προς απασχολούμενο εργατικό δυναμικό (την «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου»), που στην περίπτωση των ΗΠΑ ήταν της τάξης του 20% περίπου 43 Η αμερικάνικη κερδοφορία μπόρεσε να πετύχει μια μικρή ανάκαμψη στη δεκαετία του '20, εξαιτίας της αύξησης στο ποσοστό εκμετάλλευσης. Όμως, εκείνη η αύξηση δεν αρκούσε για να πυροδοτήσει παραγωγικές επενδύσεις της κλίμακας που ήταν αναγκαία για την απορρόφηση της υπεραξίας που είχε παραχθεί σε προηγούμενους κύκλους παραγωγής και εκμετάλλευσης. Οι εταιρείες συνθλίβονταν ανάμεσα στις ανταγωνιστικές πιέσεις να αναλάβουν επενδύσεις σε νέα τεράστια συμπλέγματα κτιριακών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού (το εργοστάσιο της Ford στο River Rouge, που η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1928, ήταν το μεγαλύτερο στον κόσμο) και το φόβο ότι αυτός ο νέος εξοπλισμός δεν θα είναι κερδοφόρος. Κάποιοι έπαιρναν αυτό το ρίσκο, όμως πολλοί δεν το πήραν. Τούτο σήμαινε ότι οι εγκαταστάσεις που τέθηκαν σε λειτουργία προς το τέλος του «μπουμ» αναγκαστικά παρήγαγαν σε μια κλίμακα υπερβολικά μεγάλη για τα δεδομένα της αγοράς, πλημμυρίζοντάς την με προϊόντα τα οποία υπονόμευαν τις τιμές και τα κέρδη των παλιών εγκαταστάσεων. Οι νέες επενδύσεις σταμάτησαν, οδηγώντας σε πτώση της απασχόλησης και της κατανάλωσης που χειροτέρευσε την κρίση. Καπιταλισμός Ζόμπι
201
Η τυφλή υιτερεπέκταση του κεφαλαίου είχε οδηγήσει σε μια όλο και μεγαλύτερη συσσώρευση σταθερού κεφαλαίου σε σύγκριση με τη ζωντανή εργασία. Έκφραση των ανωτέρω ήταν από τη μια ένα ποσοστό κέρδους σημαντικά χαμηλότερο απ' αυτό που υπήρχε εικοσιπέντε χρόνια πριν, και από την άλλη η συμπίεση των εργατικών μισθών από τους εργοδότες, που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του μεριδίου της παραγωγής που θα μπορούσε να απορροφήσει η αγοραστική δύναμη των εργατών. Η «υπερπαραγωγή» και η πτωτική τάση του κέρδους ήταν όψεις της ίδιας διαδικασίας που οδηγούσε στην ύφεση. Μια αύξηση των μη παραγωγικών δαπανών και η πιστωτική επέκταση μπορούσαν να αναβάλουν για ένα διάστημα την εκδήλωσή της, αλλά τίποτε περισσότερο. Το σκηνικό για μια βαθιά κρίση είχε στηθεί και το μόνο που χρειαζόταν πλέον για να ξεκινήσει ήταν μερικοί πανικοί στο χρηματιστήριο και το χρηματοπιστωτικό τομέα. Απ' αυτή την άποψη, η κρίση έμοιαζε πολύ με αυτές που έχει περιγράψει σε κείμενά του ο Μαρξ και συγκεκριμένα σε αποσπάσματα που αναφέρονται στις κρίσεις του 1846 και του 1857 στη Βρετανία.44 Ταιριάζει επίσης και με την ερμηνεία του Γκρόσμαν για τη θεωρία του Μαρξ, με την έμφαση που έδινε ο πρώτος στην τάση των επιχειρήσεων να πραγματοποιούν νέες επενδύσεις, που απειλούν να ρίξουν ακόμα πιο χαμηλά το ήδη χαμηλό ποσοστό κέρδους σε σημείο που το μεγαλύτερο μέρος τους γίνεται ζημιογόνο, προκαλώντας μ' αυτό τον τρόπο πάγωμα όλων των επενδύσεων.45 Όμως, υπάρχει ακόμα κάτι που χρειάζεται ερμηνεία. Για ποιο λόγο οι αυτόματοι μηχανισμοί της αγοράς, που στο παρελθόν πάντοτε οδηγούσαν εν τέλει στο βγάλσιμο της οικονομίας από την κρίση, αυτή τη φορά δεν μπορούσαν να πετύχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Τρία χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης, η βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Βρετανία συνέχιζε να πέφτει. Για την εξήγηση αυτού του φαινομένου δεν αρκεί μόνο ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη και την άλλη μακρόχρονη τάση που εντόπιζε ο Μαρξ στην ανάλυσή του: αυτή της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου όσο γερνάει το σύστημα. Και αυτός ο νόμος, όπως επισημάναμε στο Τρίτο Κεφάλαιο, έπαιξε ρόλο στην κρίση του '30. Καταρχάς, καθυστέρησε το ξέσπασμα της κρίσης. Ο μπολσεβίκος 202
Κρις Χάρμαν
οικονομολόγος Πρεομπραζένσκι (Preobrazensky), σε μια προστιάθειά του να ερμηνεύσει την κρίση του 1931, υποστήριξε ότι από την εποχή του Μαρξ έχει υπάρξει μια μεγάλη αλλαγή. Τότε, οι υφέσεις οδηγούσαν στην εξολόθρευση των αναποτελεσματικών εταιρειών, επιτρέποντας σε όσες επιζούσαν να επιδοθούν σε νέους γύρους συσσώρευσης. Όμως, πλέον στο σύστημα κυριαρχούσαν επιχειρήσεις με σχεδόν μονοπωλιακή θέση στους κλάδους τους, που μπορούσαν να αποτρέψουν το κλείσιμο των αναποτελεσματικών εργοστασίων τους. Αυτές οι επιχειρήσεις θα έκαναν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να κρατήσουν ζωντανές τις δραστηριότητές τους ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι οι εγκαταστάσεις τους θα δούλευαν μόνο σε ένα ποσοστό της παραγωγικής τους ικανότητας και περιορίζοντας τις επενδύσεις στο ελάχιστο. Πρόκειται για αντιμετωπίσεις οι οποίες προκαλούν «θρόμβωση στην μετάβαση από την κρίση στην ύφεση» και εμποδίζουν - τουλάχιστον καθυστερούν - το ξέσπασμα της κρίσης: «Το μονοπώλιο εμφανίζεται ως παράγοντας παρακμής όλης της οικονομίας. Οι συνέπειές του εμποδίζουν το πέρασμα στη διευρυμένη αναπαραγωγή».46 Από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, το μέγεθος των βιομηχανικών ή χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων ήταν τόσο τεράστιο, που η χρεοκοπία οποιουδήποτε απ' αυτά απειλούσε να συμπαρασύρει στο γκρεμό και τα υπόλοιπα. Οι τράπεζες θα έχαναν τα χρήματα που είχαν δανείσει σ' αυτή την επιχείρηση, με αποτέλεσμα να κόψουν την πίστωση σε άλλες επιχειρήσεις. Οι προμηθευτές της θα φαλίριζαν κι εκείνοι, σπρώχνοντας κι άλλες εταιρείες στη χρεοκοπία. Επίσης, το σταμάτημα της δαπάνης της σε επενδύσεις και μισθούς θα μείωνε συνολικά τη ζήτηση στην οικονομία. Η καθυστερημένη κρίση είχε μεγεθυνθεί και δεν μπορούσε να αυτοθεραπευτεί. Η απάντηση των μεγάλων κεφαλαίων ήταν να στραφούν στο κράτος και τις «διασωστικές κινήσεις» του, ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί το σύστημα.
Η στροψή στον κρατικό καπιταλισμό Αρχικά οι κυβερνήσεις εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στην απρόσκοπτη λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς, λαμβάνοντας μόνο περιορισμέΚαπιταλισμός Ζόμπι
203
να μέτρα για την προστασία κάποιων τραπεζών. Όμως, η κρίση συνέχισε να επιδεινώνεται, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Το ίδιο το κεφάλαιο υφίστατο μεγάλη ζημιά προσπαθώντας να λειτουργήσει με κάτι παραπάνω από το μισό των προηγούμενων επιπέδων παραγωγής. Την ίδια στιγμή, η απελπισία οδηγούσε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στην αναζήτηση θεραπειών που θα άλλαζαν εκ θεμελίων την κοινωνία. Σημαντικά τμήματα του κεφαλαίου άρχισαν να αναζητούν προσεγγίσεις που θα έλυναν τα προβλήματά τους, όσο κι αν αυτές μπορεί να έρχονταν σε σύγκρουση με τα μέχρι τότε ιδεολογικά ταμπού. Ήδη από το καλοκαίρι του 1932, ο γενικός διευθυντής της General Electric στις ΗΠΑ ξεκίνησε μια καμπάνια υπέρ της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Τελικά αυτό που προέκυψε ήταν η μετάβαση από μια μορφή μονοπωλιακού καπιταλισμού, όπου το κράτος βρισκόταν στις παρυφές της οικονομίας παρέχοντας υπηρεσίες στο κεφάλαιο αλλά απέχοντας από κάθε απόπειρα να το κατευθύνει, σε μορφές όπου το κράτος προσπαθούσε να διασφαλίσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των κεφαλαίων που είχαν τη βάση τους στο κάθε εθνικό κράτος. Η διαδικασία αυτή έφτασε στο σημείο της συνειδητής απόπειρας ανασυγκρότησης της βιομηχανίας με τη μεταφορά υπεραξίας από τον ένα τομέα της οικονομίας σε άλλο. Αυτή η αλλαγή είχε αρχίσει να προδιαγράφεται ήδη στις τελευταίες φάσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το κράτος έλαβε δρακόντεια μέτρα εξαναγκασμού των διάφορων κεφαλαίων να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στη στρατιωτική αναμέτρηση. Όμως, το κράτος παραιτήθηκε απ' αυτές τις εξουσίες μόλις τέλειωσε ο πόλεμος. Η τεράστια κλίμακα της κρίσης έκανε επιτακτική μια αναθεώρηση αυτής της στάσης. Στις ΗΠΑ και τη Γερμανία στις αρχές του 1933, η πολιτική κρίση έφερε στην εξουσία κυβερνήσεις οι οποίες ήταν έτοιμες να εφαρμόσουν ριζοσπαστικές αλλαγές, με σκοπό να σώσουν τον καπιταλισμό από τον εαυτό του. Στις ΗΠΑ αυτή η προσπάθεια πήρε τη μορφή του New Deal του Ρούζβελτ. Επρόκειτο για μια πολιτική η οποία διεύρυνε ήδη ξεκινημένα προγράμματα δημοσίων έργων για να απορροφήσει κάπως την ανεργία, εγγυήθηκε τα κεφάλαια των τραπεζών που δεν είχαν χρεοκοπήσει, ενθάρρυνε την αυτορρύθμιση της βιομηχανίας μέσω της συγκρότησης καρτέλ, κατάστρεψε βουνά αγροτικών προϊόντων για να ανεβάσει τις τι204
Κρις Χάρμαν
μες τους και το αγροτικό εισόδημα, επιδόθηκε σε πολύ περιορισμένα πειράματα απευθείας παραγωγής από κρατικές επιχειρήσεις και επίσης έκανε λίγο ευκολότερο για τα εργατικά συνδικάτα το κέρδισμα κάπως μεγαλύτερων μισθών (με αποτέλεσμα την τόνωση της ζήτησης). Οι ομοσπονδιακές δαπάνες, που το 1929 ανέρχονταν μόλις στο 2,5% του ΑΕΠ, έφτασαν το 1936 στο 9%, το μεγαλύτερο μέχρι τότε επίπεδο σε καιρό ειρήνης. Ήταν η παραδοχή ότι ο καπιταλισμός στη μονοπωλιακή του φάση δεν μπορούσε πλέον να λύσει τα προβλήματά του χωρίς έστω μια περιορισμένη κρατική παρέμβαση. Όμως, επρόκειτο ακόμα για μια περιορισμένη παρέμβαση: οι ομοσπονδιακές δαπάνες μειώθηκαν το 1937. Μια τέτοια ατολμία μόνο περιορισμένο αντίκτυπο στην κρίση θα μπορούσε να έχει. Όλες οι προσπάθειες του New Deal δεν στάθηκαν ικανές να σπρώξουν πέραν ενός ορισμένου σημείου την οικονομική βελτίωση που εκδηλώθηκε από το καλοκαίρι του 1933. Οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 1,7 εκατομμύρια, όμως παρ' όλη αυτή τη μείωση, συνέχιζαν να υπάρχουν 12 εκατομμύρια άνθρωποι χωρίς δουλειά. Χρειάστηκε να φτάσει το 1937 για να επιστρέψει η παραγωγή στα επίπεδα του 1929, δηλαδή μετά από οχτώ ολόκληρα χρόνια κρίσης. Όμως, ακόμα και τότε, οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου στη βιομηχανία παρέμειναν σε χαμηλό επίπεδο47 και η ανεργία είχε φτάσει στο 14,3%. Όμως, τον Αύγουστο του 1937 αυτό το «μινι-μπουμ» έδωσε τη θέση του στην «πιο απότομη οικονομική κάμψη στην ιστορία των ΗΠΑ», κατά τη διάρκεια της οποίας «χάθηκε το μισό έδαφος που είχαν κερδίσει κάποιοι δείκτες από το 1932».4® Η δεκαετία του 1920 είχε αποδείξει ότι οι μη-παραγωγικές δαπάνες που συνδέονταν με το μονοπωλιακό κεφάλαιο (δαπάνες για την προώθηση των πωλήσεων, για τη διαφήμιση, για κερδοσκοπικά εγχειρήματα, πολυτελή κατανάλωση) μπορούσαν να αναβάλουν την κρίση, αλλά με αντίτιμο, όταν τελικά ξέσπασε, οι επιπτώσεις της να είναι μεγαλύτερες απ' αυτές των προηγούμενων κρίσεων. Η δεκαετία του 1930 απέδειξε ότι η «αρχική ώθηση» της οικονομίας από τις κυβερνήσεις μπορεί να προκαλούσε μια βραχύβια και περιορισμένης έκτασης ανάκαμψη της παραγωγής, αλλά δεν μπορούσε ούτε κι αυτό να δώσει μια νέα πνοή ζωής στο σύστημα. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια ακόμα πιο βαθιά αλλαγή προς την κατεύθυνση του κρατικού καπιταλισμού. Καπιταλισμός Ζόμπι
205
Από την ύφεση στον πόλεμο Απ' αυτή την άποψη, το γερμανικό και το ιαπωνικό παράδειγμα ήταν πολύ σημαντικά. Το μεγαλύτερο τμήμα των αρχουσών τάξεων αποδέχτηκε πολιτικές εναλλακτικές λύσεις οι οποίες υπέταξαν τους ατομικούς καπιταλιστές σε προγράμματα εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου που επέβαλε το κράτος, συντρίβοντας παράλληλα το εργατικό κίνημα. Οι βασικές καπιταλιστικές ομάδες παρέμειναν άθικτες. Όμως, από κει και πέρα υποτάχτηκαν στις ανάγκες μιας εξοπλιστικής κούρσας την οποία υποστήριζαν και οι ίδιες. Οι εξοπλισμοί και η βαριά βιομηχανία ωθούσαν προς τα μπρος όλη την οικονομία, παρέχοντας αγορές και διεξόδους για επενδύσεις, καθώς οι μισθοί έμειναν πίσω από την αύξηση της παραγωγής και τα ποσοστά κέρδους ανέκαμπταν εν μέρει. Στη Γερμανία, αυτές οι μέθοδοι έβγαλαν την οικονομία από την ύφεση (κάτι που δεν είχαν πετύχει δυο χρόνια λιγότερο αποτελεσματικής «αρχικής ώθησης») και την διατήρησαν σε ανοδική πορεία ακόμα και όταν η οικονομία των ΗΠΑ έκανε μια νέα βουτιά το 1937. Το 1939 το επίπεδο της παραγωγής ήταν 30% μεγαλύτερο απ' εκείνο του 1929 και ο αριθμός των ανέργων είχε πέσει από έξι εκατομμύρια στις 70.000 με τη δημιουργία οχτώ εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας.49 Το μεγαλύτερο τμήμα της νέας παραγωγής πήγαινε στα όπλα και τις βαριές βιομηχανίες που στήριζαν την πολεμική ετοιμότητα, ωστόσο το 1/10 της αυξημένης παραγωγής πήγε όντως στην ενίσχυση της ατομικής κατανάλωσης.50 Επίσης, η ίδια η οικονομική επέκταση κάλυψε ένα μεγάλο ποσοστό της χρηματοδότησης του μπουμ: μόλις το 1/5 των κρατικών δαπανών καλύπτονταν από τα ελλείμματα του προϋπολογισμού. Επί της ουσίας, η ναζιστική ηγεσία εξασφάλισε την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων, έστω κι αν τα αρχικά ποσοστά κέρδους ήταν χαμηλά. Ωστόσο, αυτή η πολιτική συνεπαγόταν μεγάλα προβλήματα. Η Γερμανία δεν ήταν μια αυτάρκης οικονομική μονάδα. Οι παραγωγικές δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο είχαν από καιρό αναπτυχτεί μέχρι του σημείου να ξεπερνάνε τα εθνικά σύνορα, και επίσης η συνέχιση των εξοπλισμών σε συνθήκες μπουμ είχε ανάγκη την αύξηση των εισαγωγών κάποιων συγκεκριμένων στρατηγικών προϊόντων. Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί αυτή η πίεση με διατήρηση της αυτάρκειας της γερμανικής 206
Κρις Χάρμαν
οικονομίας ώστε να έχει ανοσία απέναντι στις διεθνείς πιέσεις, ήταν η επέκταση των ίδιων των συνόρων του γερμανικού Ράιχ, με σκοπό την απορρόφηση γειτονικών οικονομιών και την υποταγή των βιομηχανιών τους στη γερμανική κούρσα των εξοπλισμών. Η λογική του κρατικά διευθυνόμενου μονοπωλιακού καπιταλισμού οδήγησε σε μια μορφή ιμπεριαλισμού στην οποία είχε αναφερθεί το 1916 ο Λένιν την «κατάκτηση βαριά εκβιομηχανισμένων περιοχών».51 Η επέκταση αυτή από ένα ορισμένο σημείο και πέρα οδηγούσε στη σύγκρουση με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες φοβούνταν για την τύχη των αυτοκρατοριών και των σφαιρών επιρροής τους. Απάντησαν ενισχύοντας τις ένοπλες δυνάμεις τους και αυτό με τη σειρά του σήμαινε ότι το γερμανικό και ιαπωνικό καθεστώς ήταν αναγκασμένα να κατευθύνουν ακόμα μεγαλύτερο τμήμα της οικονομίας τους προς τους εξοπλισμούς - και να προσπαθήσουν να αρπάξουν περισσότερες περιοχές - για να «προστατεύσουν» τα εδάφη που ήδη είχαν αρπάξει. Οι καπιταλιστές τους μπόρεσαν να πάρουν νέες πηγές υπεραξίας ώστε να αντιμετωπίσουν κάθε καθοδική πίεση στα ποσοστά κέρδους. Όμως, την ίδια στιγμή αυτή η πολιτική έντεινε την εχθρότητα των υφιστάμενων αυτοκρατοριών, μεγαλώνοντας έτσι την ανάγκη για ακόμα πιο ισχυρές στρατιωτικές μηχανές και νέες πολεμικές περιπέτειες. Τα οριακά σημεία ήταν η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία και η επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ.52 Όπως το βάθεμα της ύφεσης σε κάθε μεγάλη καπιταλιστική χώρα τροφοδοτούσε τις υφέσεις που εκτυλίσσονταν αλλού, με τον ίδιο τρόπο εξελισσόταν και η έξοδος από την κρίση μέσω του στρατιωτικού κρατικού καπιταλισμού. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο βρετανικός κι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός μπορούσαν να διατηρήσουν τη διεθνή θέση τους μετά την πτώση της Γαλλίας το 1940 και το Περλ Χάρμπορ το 1941, ήταν η μετάβαση από την άτολμη κρατική διεύθυνση της οικονομίας στην πλήρη στρατιωτικοποίηση και των δικών τους οικονομιών. Το βρετανικό κράτος ανέλαβε την ευθύνη όλων των σημαντικών οικονομικών αποφάσεων, καθόριζε ποιες βιομηχανίες θα λαμβάνουν πρώτες ύλες, επέβαλε τη διανομή τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών με το δελτίο. Η «ειρηνική» οικονομία μετατράπηκε σε απλό παράρτημα της κεντρικά οργανωΚαπιταλισμός Ζόμπι
207
μένης πολεμικής οικονομίας. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ «δεν έλεγχε μόνο τον εξοπλιστικό τομέα της οικονομίας, ο οποίος απορροφούσε περίπου το μισό των παραγόμενων προϊόντων, αλλά αποφάσιζε ποια καταναλωτικά αγαθά θα παράγονταν και ποια δεν θα παράγονταν»." Η κυβέρνηση των ΗΠΑ σπατάλησε τεράστια ποσά στην κατασκευή τεράστιων πολεμικών εργοστασίων, τα οποία τα παρέδωσε για να τα λειτουργήσουν ιδιωτικές εταιρείες. Οι κεφαλαιακές δαπάνες της κυβέρνησης το 1941 ήταν κατά 50% υψηλότερες από το σύνολο των βιομηχανικών επενδύσεων στη χώρα το 1939, και το 1943 το κράτος ήταν υπεύθυνο για το 90% όλων των επενδύσεων.54 Για μια ακόμα φορά μια στρατιωτικοποιημένη οικονομία κυριαρχούμενη από το κράτος, φαινόταν να δίνει λύσεις στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικονομία πριν τον πόλεμο. Μέσα σε τρία χρόνια τα εννιά εκατομμύρια ανέργων είχαν μειωθεί σε λιγότερο από ένα εκατομμύριο και η μη-πολεμική οικονομία γνώρισε κι αυτή μεγέθυνση, παρά τις τεράστιες δαπάνες σε μη-παραγωγικά προϊόντα. Η συνολική παραγωγή διπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1940 και το 1943 και η καταναλωτική δαπάνη το 1943 - ακόμα και αν μετρηθεί με βάση τις τιμές του 1940 - ξεπερνούσε εκείνη των προηγούμενων χρόνων.55 Η πολεμική οικονομία μπορούσε να πετύχει αυτό που δεν κατορθώθηκε σε οχτώ χρόνια New Deal - πλήρη αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας του μεγαλύτερου από τους γερασμένους καπιταλισμούς. Όπως επεσήμανε ο Κένεθ Γκαλμπρέιθ (Kenneth Galbraith): «Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του '30 δεν τέλειωσε ποτέ. Απλά εξαφανίστηκε μέσα στη μεγάλη κινητοποίηση της δεκαετίας του '40». 56
Η ρώσικη παραλλαγή Υπήρχε μια ακόμα μεγάλη οικονομία όπου η κρατική διεύθυνση έμοιαζε να προσφέρει μια εναλλακτική λύση από τη βύθιση στην κρίση του παγκόσμιου συστήματος. Επρόκειτο για την ΕΣΣΔ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 όλοι σχεδόν οι σχολιαστές θεωρούσαν ότι αυτή η οικονομία στηριζόταν σε αρχές πολύ διαφορετικές από εκείνες του δυτικού καπιταλισμού- κι αυτή την άποψη τη διατήρησαν πολλοί ακόμα και μέχρι την κατάρρευσή της το 1989-91. Η δεξιά, απλά αποκαλούσε την 208
Κρις Χάρμαν
ΕΣΣΔ «ολοκληρωτική», σαν να μην υπήρχε δυναμική στην οικονομία της. Πολλοί στην αριστερά υιοθετούσαν από την ανάποδη την ίδια άποψη, ανακηρύσσοντάς την «κομμουνιστική» ή «σοσιαλιστική», ή ακόμα και εκείνοι που τηρούσαν μια πιο κριτική στάση υποστήριζαν ότι ήταν «μετα-καπιταλιστική»57 ή «εκφυλισμένο εργατικό κράτος».5® Όλες αυτές οι προσεγγίσεις έπαιρναν ως αφετηρία τους ένα μεγάλο βαθμό συνέχειας ανάμεσα στο καθεστώς που λειτουργούσε τη δεκαετία του '30 και το επαναστατικό κράτος που είχε εγκαθιδρυθεί το 1917. Όμως, οι κεντρικοί μηχανισμοί διεύθυνσης της σοβιετικής οικονομίας δεν είχαν καθιερωθεί στη διάρκεια της επανάστασης, αλλά το 1928-29, ως αποτέλεσμα μιας βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Ήδη εκείνη την εποχή δεν επιβίωνε σχεδόν τίποτα από την επαναστατική δημοκρατία που χαρακτήριζε τη χώρα στο αμέσως επόμενο διάστημα από τον Οκτώβρη του 1917. Την εξουσία τη συγκέντρωνε όλο και περισσότερο στα χέρια του ένα νέο γραφειοκρατικό στρώμα, μέσα σε συνθήκες καταστροφής μιας έτσι κι αλλιώς οικονομικά καθυστερημένης χώρας, μιας καταστροφής που την είχαν προκαλέσει τρία χρόνια παγκόσμιου και τρία χρόνια εμφυλίου πολέμου. Παρ' όλα αυτά, η κινητήρια δύναμη της παραγωγής σε όλη τη δεκαετία του '20 παρέμενε η παραγωγή αγαθών για την ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού και το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε σε σχέση με τα αβυσσαλέα βάθη που είχε φτάσει στη διάρκεια του πολέμου και του εμφυλίου, έστω και αν το βιοτικό επίπεδο των γραφειοκρατών είχε αυξηθεί δυσανάλογα περισσότερο από εκείνο των εργατών και των αγροτών. Και τότε, το 1928, τη γραφειοκρατία τη διαπέρασε ένα κύμα πανικού, εξαιτίας των πολεμικών απειλών της Βρετανίας και του ξεσπάσματος μιας εγχώριας κρίσης καθώς οι αγρότες κρατούσαν τη σοδειά, προκαλώντας πείνα στις πόλεις.59 Η γραφειοκρατία, με το φόβο μήπως χάσει τον έλεγχο της χώρας από ένα συνδυασμό εξέγερσης στο εσωτερικό και στρατιωτικής πίεσης από το εξωτερικό, στράφηκε πραγματιστικά, με επικεφαλής τον Στάλιν, στην εφαρμογή μιας σειράς μέτρων που τα χαρακτήριζε η υπερεκμετάλλευση της αγροτιάς και της εργατικής τάξης με στόχο το κτίσιμο της βιομηχανίας που δεν διέθετε η χώρα. Το σωρευτικό αποτέλεσμα που είχαν εκείνα τα μέτρα ήταν να δημιουργήσουν μια δυναμική πολύ διαφορετική από εκείνη της ικανοποίησης των Καπιταλισμός Ζόμπι
209
αναγκών του πληθυσμού, μια δυναμική που την καθόριζε ο στρατιωτικός ανταγωνισμός με τα διάφορα δυτικά κράτη. Όπως έχει γράψει ο Τσέχος ιστορικός Ράιμαν (Reiman): Δεν υπήρχαν οι επαρκείς πόροι που θα μπορούσαν να εγγυηθούν τους ρυθμούς βιομηχανικής ανάπτυξης. Γι' αυτό το λόγο οι υπηρεσίες σχεδιασμού αποφάσισαν... να ισορροπήσουν το πλάνο με πόρους τους οποίους η οικονομία δεν διέθετε ακόμα... Η κάλυψη του πλάνου εξαρτιόταν από μια πολύ βάρβαρη επίθεση στο βιοτικό επίπεδο και τις συνθήκες εργασίας των βιομηχανικών εργατών και του αγροτικού πληθυσμού... Ήταν ένα πλάνο οργανωμένης φτώχειας και πείνας.60 Ο Στάλιν, δικαιολογώντας την καθυπόταξη των πάντων στη συσσώρευση, επέμενε ότι «βρισκόμαστε πενήντα ή εκατό χρόνια πίσω από τις αναπτυγμένες χώρες. Πρέπει να καλύψουμε αυτή την απόσταση μέσα σε δέκα χρόνια. Είτε θα το κάνουμε είτε θα μας συντρίψουν». 41 «Το διεθνές και εσωτερικό περιβάλλον... μας υποχρεώνει να υιοθετήσουμε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης της βιομηχανίας μας».62 Αναλαμβάνοντας την υλοποίηση αυτού του στόχου, η γραφειοκρατία υποκατέστησε μια άρχουσα τάξη η οποία πλέον δεν υπήρχε. Όμως, οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν επί της ουσίας οι ίδιες με τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν στην καπιταλιστική εκβιομηχάνιση σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Η «κολεκτιβοποίηση» - στην πραγματικότητα το πέρασμα της γης στα χέρια του κράτους - αύξησε το ποσοστό της αγροτικής παραγωγής που ήταν διαθέσιμο για τη βιομηχανική συσσώρευση και ταυτόχρονα εκδίωξε ένα μεγάλο τμήμα των αγροτών από το χωράφι, όπως είχαν κάνει και οι «περιφράξεις» για λογαριασμό των πρώιμων καπιταλιστών στην Αγγλία. Οι ανάγκες της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας καλύπτονταν κυρίως από μισθωτή εργασία· ωστόσο κάποια δευτερεύοντα καθήκοντα τα είχαν αναλάβει εκατομμύρια δούλοι-εργάτες [στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, στμ]. Οι εργάτες έχασαν όσα δικαιώματα είχαν στη δεκαετία του '20. Ο έλεγχος της οικονομίας από μια και μοναδική συγκεντροποιημένη κρατική γραφειοκρατία, η οποία είχε και το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, σήμαινε μια συνεχή και όχι διακεκομμένη διαδικασία συσσώρευσης, όπως στους στρατιωτικοποιημένους κρατικο-μονοπω210
Κρις Χάρμαν
λιακούς καπιταλισμούς στη Δύση. Όμως, η ρώσικη οικονομία δεν μπορούσε να απομονωθεί πλήρως από το ευρύτερο παγκόσμιο σύστημα, όπως δεν είχαν κατορθώσει ούτε η Γερμανία και η Ιαπωνία στα τέλη της δεκαετίας του '30. Η εισαγωγή από τη Δύση μηχανημάτων απαραίτητων για την εκβιομηχάνιση εξαρτιόταν από το εισόδημα που θα απέφεραν οι εξαγωγές σιτηρών σε μια περίοδο όπου οι παγκόσμιες τιμές των αγροτικών προϊόντων έπεφταν- και το εισόδημα αυτό εξαρτιόταν από την απόσπαση του σιταριού από τους λιμοκτονούντες αγρότες, με αποτέλεσμα το θάνατο εκατομμυρίων απ' αυτούς. Όπως έγραψε ο Πρεομπραζένσκι: «Ως εξαγωγείς [η ΕΣΣΔ] υποφέρουμε ιδιαίτερα από την παγκόσμια κρίση».63 Ωστόσο, υπήρξε μια σχετική απομόνωση από την παγκόσμια οικονομία και αυτό σήμαινε ότι η συσσώρευση μπορούσε να συνεχίζεται λίγο ως πολύ όσο συνεχιζόταν η απόσπαση υπεραξίας, ανεξαρτήτως του ύψους του ποσοστού κέρδους κάθε δεδομένη στιγμή. Παρ' όλα αυτά, οι αντιφάσεις της οικονομίας δεν ξεπεράστηκαν. Η κάλυψη των πλάνων παραγωγής της βαριάς βιομηχανίας και των εξοπλισμών οδηγούσε συστηματικά στην εκτροπή πόρων από την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών στους παραπάνω τομείς. Η παραγωγή του τομέα των καταναλωτικών αγαθών έπεφτε, παρόλο που η οικονομία συνολικά επεκτεινόταν με μεγάλη ταχύτητα. Επρόκειτο για το ακριβώς αντίθετο του «σχεδιασμού» με την πραγματική έννοια του όρου. Αν δυο από μας αποφασίσουμε να ταξιδέψουμε από το Λονδίνο στο Μάντσεστερ, αλλά ο ένας καταλήξει στη Γλασκόβη και ο άλλος στο Μπράιτον, τότε δεν ήταν το «πλάνο» που οδήγησε τη δράση μας. Το ίδιο ίσχυε και για το σχεδιασμό στη Σοβιετική Ένωση. Η ανταγωνιστική συσσώρευση παρήγαγε, όπως ακριβώς και στη Δύση, μια δυναμική οικονομικής μεγέθυνσης από τη μια και χάους, αναποτελεσματικότητας και φτώχειας από την άλλη. Γέννησε επίσης και μια τάση για ιμπεριαλιστική επέκταση πέραν των εθνικών συνόρων, όπως αποδείχτηκε το 1939, όταν ο Στάλιν μοίρασε την Ανατολική Ευρώπη με τον Χίτλερ, παίρνοντας τη μισή Πολωνία, την Εσθονία, τη Λιθουανία και τη Λετονία, για να ανακαλύψει το 1941 ότι ο Χίτλερ είχε βάλει σκοπό να αρπάξει και να λεηλατήσει την ίδια την ΕΣΣΔ για λογαριασμό του γερμανικού καπιταλισμού. Καπιταλισμός Ζόμπι
211
Απολογισμός μιας δεκαετίας Στη δεκαετία του '30 ανάμεσα στους υποστηρικτές του καπιταλισμού ήταν διαδεδομένη η πεποίθηση ότι το σύστημα βρισκόταν σε πολύ άσχημους μπελάδες. Στους αντιπάλους τους επικρατούσε η πεποίθηση ότι ήταν τελειωμένο. Ο Λιούις Κόρεϊ είχε γράψει για την «κάμψη και παρακμή του καπιταλισμού»,64 ο Τζον Στράτοι (John Strachey) ότι «το μόνο που μπορούμε να αναμένουμε για τις καπιταλιστικές περιοχές του κόσμου είναι ταχύτερη παρακμή» με «διαρκή συρρίκνωση της παραγωγής», 65 ο Πρεομπραζένσκι για την «τελική κρίση όλου του καπιταλιστικού συστήματος»,66 ο Λέον Τρότσκι για τη «θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού».67 Οι προφητείες τους δεν φάνταζαν καθόλου ανόητες σε μια περίοδο κατά την οποία ακόμα και τους ίδιους τους υποστηρικτές του καπιταλισμού τους κατάτρεχαν ανησυχίες για το τι πήγαινε στραβά με το υποτίθεται αλάθητο σύστημά τους. Παρ' όλα αυτά, η απεγνωσμένη στροφή στον κρατικό καπιταλισμό και τη μαζική παραγωγή όπλων επέτρεψαν στο σύστημα να μπει σε μια νέα φάση επέκτασης. Το ερώτημα παρέμενε: πόσο θα διαρκούσε;
212
Κρις Χάρμαν
Κεφάλαιο Έβδομο
Η μακρά άνθηση
Η «χρυσή εποχή» του δυτικού καπιταλισμού Πολλοί οικονομικοί αναλυτές προέβλεπαν ότι μετά τον πόλεμο η οικονομία, ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα άνθησης, θα έπεφτε ξανά σε κρίση όπως το 1919. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αυτό που ακολούθησε μετά το τέλος του πολέμου ήταν η πιο μακρόχρονη άνθηση που είχε υπάρξει στην ιστορία του καπιταλισμού και που σήμερα αποκαλείται συχνά «χρυσή εποχή» του καπιταλισμού ή, στη Γαλλία, «η ένδοξη τριακονταετία». Στη δεκαετία του 1970 η αμερικάνικη οικονομική παραγωγή είχε τριπλασιαστεί σε σχέση με το επίπεδο του 1940, της Γερμανίας είχε φτάσει να είναι πέντε φορές πάνω από το (υφεσιακό) επίπεδο του 1947, της Γαλλίας είχε τετραπλασιαστεί. Η Ιαπωνία, που στη δεκαετία του 1940 θεωρούνταν ακόμα φτωχή χώρα, αύξησε 13 φορές τη βιομηχανική της παραγωγή και έγινε η δεύτερη βιομηχανική δύναμη στη Δύση1 μετά τις ΗΠΑ. Μαζί με την οικονομική ανάπτυξη ήρθαν αυξανόμενοι πραγματικοί μισθοί, σχεδόν πλήρης απασχόληση και ένα επίπεδο κοινωνικών παροχών, που πριν μόνο να ονειρευτεί μπορούσε κανείς. Οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές στην Ασία, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική- τις περιοχές δηλαδή που μετά τη Συνδιάσκεψη της Μπαντούνγκ το 1955 έμειναν γνωστές ως «Τρίτος Κόσμος». Εκεί, η μοίρα δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων συνέχιζε να είναι η πιο σκληρή φτώχεια. Όμως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τις αποικίες τους και η αυξημένη κατά κεφαλήν οικονομική ανάπτυξη,2 γέννησε ελπίδες ότι οι «λιγότερο αναπτυγμένες» χώρες, θα αρΚαπιταλισμός Ζόμπι
213
χίσουν να φτάνουν το επίπεδο των πιο προηγμένων. Η άποψη ότι το σύστημα είχε ξεπεράσει τις αντιθέσεις της εποχής του Μαρξ, γινόταν αποδεκτή ως «ορθοδοξία», τόσο στους κόλπους της δεξιάς, όσο και σε ένα μεγάλο τμήμα της αριστεράς. Η βασική αλλαγή, υποστήριζε αυτή η επιχειρηματολογία, είναι ότι η οι κυβερνήσεις είχαν μάθει να παρεμβαίνουν στην οικονομία για να εξουδετερώνουν τις κρισιακές τάσεις με βάση όσα έλεγε στη δεκαετία του '30 ο Τζον Μέιναρντ Κέινς. Το μόνο που χρειαζόταν για να δουλεύει καλά το σύστημα ήταν το υφιστάμενο κράτος να αγνοεί τις παλιές ορθοδοξίες της ελεύθερης αγοράς και να παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή, ούτως ώστε να αυξάνει το επίπεδο των επενδυτικών και καταναλωτικών δαπανών. Το αποτέλεσμα αυτό μπορούσε να το πετύχει, είτε με αλλαγές στα επιτόκια («νομισματικά μέτρα») με σκοπό την ενθάρρυνση της ιδιωτικής επένδυσης, είτε με την αύξηση των δημοσίων δαπανών πάνω από το επίπεδο των φορολογικών εσόδων («δημοσιονομικά μέτρα»). Η «χρηματοδότηση ελλείμματος» της δεύτερης περίπτωσης θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης αγαθών και συνεπώς και της απασχόλησης. Τέτοιου τύπου δαπάνες θα «έβγαζαν τα λεφτά τους» μέσω της λειτουργίας ενός «πολλαπλασιαστικού φαινομένου» που ανακαλύφθηκε από τον Καν (Kahn), έναν συνάδελφο του Κέινς στο Κέμπριτζ). Οι εργάτες που θα έβρισκαν δουλειά λόγω των δημόσιων δαπανών θα ξόδευαν τους μισθούς τους δημιουργώντας μια αγορά για το προϊόν που θα παρήγαγαν άλλοι εργάτες που κι αυτοί με τη σειρά τους θα ξόδευαν τους μισθούς τους δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερες αγορές. Από τη στιγμή που η οικονομία θα αναπτύσσονταν σχεδόν με πλήρη απασχόληση, τα έσοδα της κυβέρνησης από την άμεση και έμμεση φορολογία θα αυξάνονταν μέχρι του σημείου να μπορούν να υπερκαλύπτουν τις δαπάνες που είχαν προηγηθεί. Αυτά τα δυο μέτρα σύντομα έφτασαν να θεωρούνται ως τα δυο αρχετυπικά «κεϊνσιανά» εργαλεία3 για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης και στις δεκαετίες του 1940, του 1950, του 1960 μέχρι και τις αρχές του 1970 είχαν γίνει αποδεκτά τόσο από τους συντηρητικούς, όσο και από τους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς. Οπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Κέινς σε κάποιες στιγμές είχε εκφράσει πιο ριζοσπαστικές απόψεις, συγκεκριμένα τον ισχυρισμό ότι η επέκταση των 214
Κρις Χάρμαν
κεφαλαιακών επενδύσεων οδηγεί σε μια πτώση της απόδοσής τους της «οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου». 4 Είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να ταχθεί υπέρ της βαθμιαίας «ευθανασίας» του «εισοδηματία» που ζει από τα μερίσματα5 και να υποστηρίξει ότι «μια ως ένα βαθμό εκτενής κοινωνικοποίηση της επένδυσης θα αποδειχτεί ως ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί η προσέγγιση στην πλήρη απασχόληση». 6 Όμως, ο ίδιος ο Κέινς δίσταζε μπροστά σε αυτές τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες του: όπως γράφει ο υπερμετριοπαθής βιογράφος του, ο Σκιντέλσκι (Skidelsky), «στην πράξη ήταν πολύ προσεκτικός»,7 και η εκδοχή του κεϊνσιανισμού8 που ηγεμόνευσε στο κυρίαρχο ρεύμα της οικονομικής σκέψης για τα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν τον Παγκόσμιο Πόλεμο, καθάρισε τη θεωρία του Κέινς από τα ριζοσπαστικά της στοιχεία. Για αυτό το λόγο, η ριζοσπάστρια κεϊνσιανή Τζόαν Ρόμπινσον (Joan Robinson) την αποκήρυξε ως «μπασταρδεμένο κεϊνσιανισμό».9 Το κυρίαρχο ρεύμα της οικονομικής σκέψης πίστεψε εκείνα τα χρόνια ότι είχε τη δύναμη να κάνει τις κυβερνήσεις ικανές να αποτρέψουν τις κρίσεις που μάστιζαν τον καπιταλισμό από τις αρχές του 19ου αιώνα. Το καπιταλιστικό σύστημα θα μπορούσε τώρα, κήρυττε η «ορθοδοξία», να προσφέρει ευημερία δίχως τέλος, ένα βιοτικό επίπεδο που αυξάνεται συνεχώς και επίσης να εξασφαλίσει μια κάμψη της ταξικής πάλης· υπό τον όρο ότι οι κυβερνήσεις θα αποδέχονταν όσα τους υπαγόρευε και θα απέφευγαν τα «λάθη» του 1929-32. Ο Τζον Στράτσεϊ υπήρξε μακράν ο γνωστότερος μαρξιστής συγγραφέας για τα ζητήματα της οικονομίας στη Βρετανία της δεκαετίας του '30. Τα βιβλία του Η Φύση της Καπιταλιστικής Κρίσης (The Nature of Capitalist Crisis), Η Επερχόμενη Πάλη για την Εξουσία (The Coming Struggle for Power) και Η Θεωρία και η Πρακτική του Σοσιαλισμού (Theory and Practice of Socialism) είχαν διδάξει τις μαρξιστικές οικονομικές ιδέες σε μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών της εργατικής τάξης και νέων διανοούμενων, υποστηρίζοντας ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να απαλλαγεί από επαναλαμβανόμενες και πιο βαθιές κρίσεις. Όμως, το 1956 ο Στράτσεϊ στο βιβλίο του Σύγχρονος Καπιταλισμός (Contemporary Capitalism) υποστήριζε πλέον ότι στο κρίσιμο ερώτημα αν υπήρχε δυνατότητα μεταρρύθμισης ώστε να αποφευχθούν οι κρίσεις, το δίκιο το είχε ο Κέινς και το λάθος ο Μαρξ. 10 Το μόνο λάθος που έκανε ο Καπιταλισμός Ζόμπι
215
Κέινς, σύμφωνα με τον Στράτσεϊ, είναι ότι δεν κατάλαβε ότι οι καπιταλιστές θα εφάρμοζαν τις προτάσεις του μόνο κάτω από πίεση: «Είναι βέβαιο ότι οι καπιταλιστές θα αντιταχτούν στις κεϊνσιανές θεραπείες... όμως αυτές μπορούν να επιβληθούν από το εκλογικό σώμα».11 Σήμερα επικρατεί η πεποίθηση ότι η μακρά άνθηση οφειλόταν στις ιδέες του Κέινς. Συνήθως συνοδεύεται με τη διαδεδομένη στην αριστερά άποψη ότι η εγκατάλειψη αυτών των ιδεών έχει οδηγήσει στις κρίσεις των πρόσφατων χρόνων. Αυτή τη θέση υποστηρίζουν ουσιαστικά οι δημοσιογράφοι Νταν Ατκινσον (Dan Atkinson) και Λάρι Έλιοτ (Larry Elliot) σε μια σειρά βιβλίων τους,12 ο αρθρογράφος της Observer Γουίλ Χάτον (Will Hutton)13 κι ο ριζοσπάστης οικονομικός σύμβουλος Γκράχαμ Τέρνερ (Graham Turner).14 Μια εκδοχή αυτής της ερμηνείας είναι αποδεκτή και από κάποιους μαρξιστές. Οι Ζεράρ Ντιμενίλ (Gerard Dumenil) και Ντομινίκ Λεβί (Dominique Levy) αποδίδουν τη μεταπολεμική ανάπτυξη σε μια «κεϊνσιανή» προσέγγιση που υιοθέτησε το βιομηχανικό κεφάλαιο, κατά την οποία η συσσώρευση στηριζόταν σε ένα «συμβιβασμό» με τις εργατικές οργανώσεις, πάνω στο έδαφος του κράτους πρόνοιας.15 Ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ (David Harvey) παρουσιάζει μια εικόνα ενός καπιταλισμού που αναπτυσσόταν πάνω στη βάση ενός «ταξικού συμβιβασμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία» όπου «το κράτος θα μπορούσε να επικεντρωθεί στην πλήρη απασχόληση, την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών του», ενώ παράλληλα «εφαρμόστηκαν ευρέως δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές που ονομάστηκαν κεϊνσιανές, με στόχο να αμβλύνουν τις κυκλικές οικονομικές διακυμάνσεις και να εξασφαλίσουν όσο γινόταν την πλήρη απασχόληση».16 Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό γεγονός της περιόδου κατά την οποία ο κεϊνσιανισμός μεσουρανούσε ως η επίσημη οικονομική ιδεολογία, ήταν ότι τα μέτρα που πρότεινε για την απόκρουση των κρίσεων δεν τέθηκαν σε εφαρμογή. Η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται, παρά την απουσία τους, μέχρι τη δεκαετία του '60 στις ΗΠΑ και μέχρι τη δεκαετία του '70 στη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία. Όπως είχε επισημάνει εδώ και πολύ καιρό ο Ρ.Κ.Ο. Μάθιους (R Κ Ο Matthews), η οικονομική ανάπτυξη στη μεταπολεμική Βρετανία δεν στηρίχτηκε στα ιδιαίτερα κεϊνσιανά «διορθωτικά μέτρα» για τις επανα216
Κρις Χάρμαν
λαμβανόμενες κρίσεις, όπως τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και το υψηλότερο επίπεδο δημοσίων επενδύσεων απ" αυτό της προπολεμικής περιόδου.17 Ο Μεγκνάντ Ντεσάι (Meghnad Desai) έχει επισημάνει ότι «στις ΗΠΑ οι κεϊνσιανές πολιτικές υιοθετήθηκαν επίσημα με αργούς ρυθμούς... Τελικά θριάμβευσαν με τις φοροαπαλλαγές που εφάρμοσε η κυβέρνηση Κένεντι-Τζόνσον το 1964»." Όταν εφαρμόζονταν αυτά τα μέτρα η Μεγάλη Ανθηση διαρκούσε ήδη δεκαπέντε χρόνια (25 αν εξαιρέσουμε τη βραχύβια ύφεση του τέλους της δεκαετίας του '40). Την ίδια επισήμανση κάνει για τη Γερμανία ο Τον Νότερνμανς (Ton Νοternmans): «Οι αντικυκλικές πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης στη Γερμανία εφαρμόστηκαν... μόλις στη δεκαετία του 70». 1 9 Η όποια κρατική παρέμβαση περισσότερο είχε να κάνει με το φρενάρισμα της «άνθησης» παρά με την αποτροπή υφέσεων, όπως συνέβη στις δεκαετίες του '50 και του '60 με τις πολιτικές «συστολής-διαστολής» της οικονομίας που εφάρμοσαν οι βρετανικές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών. Ο Μπλίνεϊ (Bleaney) αναλύοντας ξανά τα στοιχεία που καταθέτουν ο Μάθιους (Matthews) και άλλοι, συμπεραίνει ότι ο κεϊνσιανισμός μικρό ρόλο διαδραμάτισε στη μακρά άνθηση της Δυτικής Ευρώπης και πολύ περιορισμένο ρόλο στην άνθηση των ΗΠΑ. Επισημαίνει επίσης ότι ο παράγοντας που εξασφάλισε το μεγαλύτερο μέρος του «δημοσιονομικού κινήτρου» οφείλεται σε μια μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ σε σχέση με το επίπεδο που βρίσκονταν στα προπολεμικά χρόνια: «Σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των πολύ υψηλότερων αμυντικών δαπανών, η συνολική κυβερνητική δαπάνη σε αγαθά και υπηρεσίες αυξήθηκε σχεδόν κατά 9% του δυνητικού ΑΕΠ». 20 Η εξήγηση που αποδίδει την «άνθηση» στις κεϊνσιανές πολιτικές συνδυάζεται συχνά με αναφορές σε μια «ψορντιστική» περίοδο, κατά την οποία οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις αποδέχτηκαν ένα συμβιβασμό με τους εργάτες, σύμφωνα με τον οποίο οι μισθοί θα ήταν τόσο υψηλοί όσο απαιτούσε η κατανάλωση τής όλο και πιο αυξημένης παραγωγής προϊόντων. Για παράδειγμα, ο Γάλλος οικονομολόγος Αλιετά (Aglietta) έχει υποστηρίξει ότι ο «φορντισμός» ρύθμισε την «ατομική κατανάλωση της εργατικής τάξης» μέσω της «γενίκευσης της μισθωτής σχέσης» για να εγγυηθεί «τη διατήρηση του κύκλου της εργατικής δύΚαπιταλισμός Ζόμπι
217
ναμης».21 Επομένως, για εκείνον και για τη «Σχολή της Ρύθμισης» - το ρεύμα του μαρξισμού που εκπροσωπούσε ο Αλιετά - ο Κέινς είναι ο προφήτης του φορντισμού και η κριτική που άσκησε στη νεοκλασική οικονομική θεωρία, όπως και η έννοια της «ενεργούς ζήτησης», αποτελούν μια μερική αναγνώριση της ανάγκης ενιαιοποίησης της παραγωγής με την κατανάλωση σε ένα δεδομένο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Δεν χωράει αμφιβολία ότι ένα στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας του κρατικού παρεμβατισμού στις μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν και ο ισχυρισμός ότι οι παροχές του κράτους πρόνοιας μπορούσαν να εξισορροπούν τις κυκλικές διακυμάνσεις στη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών. Η ανάγκη του κεφαλαίου για «προσφορά» ώστε να διασφαλίζεται η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης την οποία θέλει να εκμεταλλευτεί (κάτι το οποίο εξετάσαμε στο Πέμπτο Κεφάλαιο), έμοιαζε να συμπίπτει με τις ανησυχίες για «ζήτηση» με στόχο τη διατήρηση της επέκτασης των αγορών. Επίσης, οι υποσχέσεις για διεύρυνση των παροχών του κοινωνικού κράτους, εξυπηρετούσαν τα σοσιαλδημοκρατικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης στο κέρδισμα ψήφων αλλά και ως δέλεαρ για τους εργάτες στην προσπάθεια να τους απομακρύνουν από τα Κομμουνιστικά Κόμματα που δρούσαν στ' αριστερά τους. Ωστόσο, κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά το λόγο για τον οποίο η παγκόσμια οικονομία θα έπρεπε να σημειώσει μια τέτοια άνθηση στα μεταπολεμικά χρόνια, ενώ στη διάρκεια των προπολεμικών χρόνων κατρακυλούσε. Πολύ περισσότερο, δεν είναι αλήθεια ότι οι «φορντιστές» διευθυντές των βιομηχανιών με τη μαζική παραγωγή είχαν επιλέξει μια τέτοιου είδους υποτιθέμενη «κεϊνσιανή» πολιτική αύξησης των πραγματικών μισθών και των κοινωνικών παροχών. Όπως γράφουν οι Ρόμπερτ Μπρένερ και Μαρκ Γκλικ, το κεφάλαιο στις ΗΠΑ ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την αρχή της διατήρησης του μεριδίου της εργασίας και ποτέ δεν σταμάτησε να παλεύει με νύχια και με δόντια για να εμποδίσει την αύξηση των μισθών να συμβαδίζει με το κόστος ζωής ή με την παραγωγικότητα. Δεν υπήρξε ποτέ κάτι που να θυμίζει ένα γενικευμένο «κοινωνικό συμβόλαιο» για τον τρόπο διανομής του εισοδήματος ανάμεσα στην επένδυση 218
Κρις Χάρμαν
και την κατανάλωση ή ανάμεσα στα κέρδη και τους μισθούς.12 Η πραγματικότητα ήταν ότι, καθώς στις μεταπολεμικές δεκαετίες ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε, οι συνθήκες πλήρους απασχόλησης που δημιούργησε αυτή η ανάπτυξη, ανάγκασαν τους εργοδότες και το κράτος να αφιερώσουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή απ' ό,τι πριν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και την εκτόνωση της εργατικής δυσαρέσκειας. Τόσο η συμβατική κεϊνσιανή ερμηνεία [της μεταπολεμικής άνθησης, στμ] όσο κι η θεωρία της «Ρύθμισης» μπερδεύουν τα αποτελέσματα με τις αιτίες. Μ' αυτό τον τρόπο, όμως, αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των μεταπολεμικών δεκαετιών: στις ΗΠΑ το ποσοστό κέρδους ήταν κατά 50% έως 100% υψηλότερο απ' ό,τι στις τέσσερις δεκαετίες που προηγήθηκαν του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά διατήρησε λίγο πολύ αυτό το υψηλό επίπεδο μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '60Ρ Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το γιατί οι καπιταλιστές συνέχισαν να επενδύουν σε τέτοια κλίμακα ώστε να εξασφαλίζεται η οικονομική άνθηση χωρίς τα περισσότερα κράτη να χρειαστεί να προσφύγουν στα «αντικυκλικά μέτρα» που πρότεινε ο Κέινς. Όμως, με ποιο τρόπο μπορούσε να επιτευχθεί και να διατηρηθεί ένα τόσο υψηλό ποσοστό κέρδους, ταυτόχρονα με πραγματικούς μισθούς που αυξάνονταν με επίσης ταχείς ρυθμούς; Ως ένα σημείο, την απάντηση μπορούμε να την εντοπίσουμε στις συνέπειες που είχε η ύφεση κι ο πόλεμος. Κατά τη διάρκεια της ύφεσης κάποιες επιχειρήσεις χρεοκόπησαν.Ένα μεγάλο τμήμα κεφαλαίου απλά «σβήστηκε». Η αναδιάρθρωση μέσω της κρίσης είχε αρχίσει να επιτελεί ως ένα βαθμό τον παλιό της ρόλο, επιτρέποντας στο κεφάλαιο να επιδοθεί σε νέο κύκλο συσσώρευσης με χαμηλότερο ποσοστό κέρδους. Ένα τεράστιο μέρος των επενδύσεων, που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν ανεβάσει το λόγο επένδυσης προς εργασία (και επομένως τα κέρδη), χρησιμοποιήθηκε, αντιθέτως, σε στρατιωτικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, ο Σέιν Μέιτζ (Shane Mage) έχει υπολογίσει τις συνολικές επιπτώσεις της κρίσης της δεκαετίας του '30 και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στην οικονομία των ΗΠΑ: «Ανάμεσα στο 1930 και το 1945 το κεφαλαιακό απόθεμα μειώθηκε από 145 δισεκατομμύρια δολάρια σε Καπιταλισμός Ζόμπι
219
120 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή μια καθαρή αποεπένδυση της τάξης σχεδόν του 20%».24 Με άλλα λόγια, διαγράφτηκε ένα ποσό που αντιστοιχούσε στο 1/5 της προϋπάρχουσας συσσωρευμένης υπεραξίας και όλη η πρόσθετη υπεραξία που είχε παραχθεί κατά τη διάρκεια εκείνων των 15 χρόνων. Στο μεταξύ, οι καπιταλιστές των ηττημένων χωρών, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, βγήκαν από τον πόλεμο με ένα μεγάλο τμήμα του κεφαλαίου τους κατεστραμμένο. Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διαγράψουν ένα μεγάλο μέρος της αξίας των παλιών επενδύσεων και να αρχίσουν να συσσωρεύουν εκ νέου, χρησιμοποιώντας ένα ειδικευμένο εργατικό δυναμικό το οποίο είχε αναγκαστεί να αποδεχτεί χαμηλούς μισθούς λόγω της ανεργίας που είχε προκαλέσει η πολεμική καταστροφή. Όμως, οι παραπάνω παράγοντες δεν συνιστούν, από μόνοι τους, μια επαρκή εξήγηση της διάρκειας και της συνέχειας της άνθησης. Δεν εξηγούν το γιατί τα ποσοστά κέρδους δεν μπήκαν ξανά σε καθοδική τάση όταν ενεργοποιήθηκαν οι νέες επενδύσεις. Αν ο καπιταλισμός συνέχιζε να κινείται στην προπολεμική τροχιά του, τότε θα σημειώνονταν επαναλαμβανόμενες κρίσεις τουλάχιστον κάθε δέκα χρόνια περίπου. Ωστόσο, παρά το ότι εκδηλώνονταν περιοδικές πτώσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης, αποκαλούμενες και «υφέσεις της ανάπτυξης», επί 25 χρόνια περίπου στις ΗΠΑ σημειώθηκε μονάχα μια σύντομη πτώση παραγωγής (ΤΟ 1949) και καμιά πτώση στις υπόλοιπες βιομηχανικές χώρες. Έχουν υπάρξει απόπειρες να ερμηνευτεί η άνθηση ως αποτέλεσμα των ραγδαίων τεχνολογικών καινοτομιών, των μεταναστευτικών κυμάτων νέων εργατών στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ή των φτηνότερων πρώτων υλών από τις μη-βιομηχανικές χώρες. Όμως, τέτοιοι παράγοντες δεν είχαν σταθεί ικανοί να αποτρέψουν στο παρελθόν την εκδήλωση κυκλικών κρίσεων. Οι τεχνολογικές καινοτομίες μπορεί να είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας ανά μονάδα νέας επένδυσης, όμως ταυτόχρονα μείωναν και το χρόνο ζωής των παλιών επενδύσεων, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο τις αφαιρέσεις από τα κέρδη λόγω του κόστους απόσβεσης. Ο 19ος αιώνας είχε σημαδευτεί από τη μαζική μετανάστευση από την Ιρλανδία προς τη Βρετανία και από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ, αλλά αυτό δεν σταμάτησε τις πιέσεις στα ποσοστά κέρ220
Κρις Χάρμαν
δους. Η πτώση των τιμών στις πρώτες ύλες ήταν εν μέρει αποτέλεσμα του ίδιου του τρόπου που η «άνθηση» ενθάρρυνε τους καπιταλιστές να προχωρήσουν σε παραγωγή συνθετικών υποκατάστατων από τις βιομηχανικές οικονομίες (τεχνητές ίνες, πλαστικά, κλπ). Υπήρχε, παρ' όλα αυτά, ένας νέος παράγοντας που μπορούσε να ερμηνεύσει τις εξελίξεις. Ήταν οι άνευ προηγουμένου εξοπλιστικές δαπάνες σε καιρό ειρήνης. Πριν τον πόλεμο, στις ΗΠΑ αυτές οι δαπάνες αποτελούσαν μόλις το 1% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Όμως, ο «αφοπλισμός» που επακολούθησε μετά το τέλος του πολέμου, το 1948, άφησε τις συγκεκριμένες δαπάνες στο 4%. Με την έλευση του Ψυχρού Πολέμου εκτοξεύτηκαν σε περισσότερο από 13% το 1950-53, και καθ' όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του '50 και του '60 συνέχιζαν να είναι πέντε με επτά φορές μεγαλύτερες απ' ό,τι ήταν στο Μεσοπόλεμο. Οι ένοπλες δυνάμεις κατανάλωναν μια τεράστια ποσότητα υπεραξίας προς επένδυση, που διαφορετικά θα είχε πάει στην παραγωγική οικονομία. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό του Μάικ Κίντρον επρόκειτο για μια ποσότητα ίση με περίπου το 60% του ακαθάριστου παγίου κεφαλαιακού σχηματισμού των ΗΠΑ. Μια πρώτη επίπτωση των εξοπλιστικών δαπανών ήταν η προσφορά μιας αγοράς για τα προϊόντα των μεγαλύτερων βιομηχανιών: Περισσότερο από τα 9/10 της τελικής ζήτησης για αεροσκάφη και για τα εξαρτήματά τους προερχόταν από το δημόσιο, κύρια από τις ένοπλες δυνάμεις... Το ίδιο ίσχυε για τα 3/5 της ζήτησης μη-σιδηρούχων μετάλλων, για το περισσότερο από το μισό της ζήτησης για χημικά και ηλεκτρονικά προϊόντα, πάνω από το 1/3 της ζήτησης για τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και επιστημονικά όργανα. Και ο κατάλογος προχωράει, με δεκαοχτώ μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους που το 1/10 ή και παραπάνω της ζήτησης για τα προϊόντα τους προερχόταν από τις κυβερνητικές παραγγελίες». 25 Οι περισσότερες κεϊνσιανές ερμηνείες της μεταπολεμικής άνθησης έχουν αγνοήσει το ρόλο των στρατιωτικών δαπανών, όπως έχουν κάνει και πολλοί μαρξιστές. Τόσο στη μια όσο και στην άλλη κατηγορία, υπάρχει η τάση να ταυτίζεται ο καπιταλισμός με την καθαρή μορφή της «ελεύθερης αγοράς» που είχε πάρει για ένα σύντομο διάστημα στη ΒρεΚαπιταλισμός Ζόμπι
221
τανία του 19ου αιώνα, και να βλέπουν το κράτος και το στρατό σαν κάτι το εξωτερικό στο σύστημα. Όμως, με αυτό τον τρόπο δεν λαμβάνονταν υπόψη οι αλλαγές τις οποίες είχαν ήδη αρχίσει να αναλύουν ο Χίλφερντινγκ, ο Μπουχάριν και ο Λένιν, πολύ περισσότερο εκείνες που είχαν έρθει ως αποτέλεσμα της ΜεγάληςΎφεσης, του Παγκόσμιου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου. Κάποιοι μαρξιστές και λιγοστοί κεϊνσιανοί, αντιλήφθηκαν ωστόσο μια σημαντική επίπτωση των εξοπλιστικών δαπανών. Αυτές, πρόσφεραν στην υπόλοιπη οικονομία μια αγορά η οποία δεν εξαρτιόταν από τα σκαμπανεβάσματα της ευρύτερης οικονομίας - ήταν ένας παράγοντας άμβλυνσης της καθοδικής κίνησης του οικονομικού κύκλου. Οι αμερικάνοι μαρξιστές Πολ Σουήζυ και Πολ Μπάραν για παράδειγμα, θεωρούσαν τις εξοπλιστικές δαπάνες ως ένα σημαντικό μηχανισμό απορρόφησης του ολοένα αυξανόμενου «πλεονάσματος» και ξεπεράσματος της υπερπαραγωγής.26 Δεν μπορούσαν, όμως, να εξηγήσουν γιατί η φορολόγηση για τη χρηματοδότηση αυτών των δαπανών δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης στην υπόλοιπη οικονομία. Επίσης, όπως έχει επισημάνει ο Μπλίνεϊ, οι αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού από την κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να παίξουν άμεσο και σημαντικό ρόλο στην ώθηση των ευρωπαϊκών οικονομιών.27 Η ανάλυση των επιπτώσεων που έχουν οι δαπάνες που κατευθύνονται στη σπατάλη στη δυναμική της ευρύτερης οικονομίας (βλέπε Πέμπτο Κεφάλαιο) πρόσφερε στον Κίντρον τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα, αφού αυτή η ανάλυση παίρνει ως αφετηρία της το ποσοστό κέρδους και όχι την «υποκατανάλωση». Οι εξοπλιστικές δαπάνες, όπως οι «μη-παραγωγικές» δαπάνες, μπορεί βραχυπρόθεσμα να αφαιρούν ένα κομμάτι από τα κέρδη, αλλά μακροπρόθεσμα μειώνουν τα κονδύλια που θα ήταν διαθέσιμα για περαιτέρω συσσώρευση, και μ' αυτό τον τρόπο επιβραδύνουν την αύξηση του λόγου των επενδύσεων προς την απασχολούμενη εργατική δύναμη (της «οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου»). Η λογική του Κίντρον επιβεβαιώθηκε εμπειρικά από το τι πραγματικά συνέβαινε στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες η άνοδός της στις ΗΠΑ ακολούθησε πολύ πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με τις δεκαετίες πριν την ύφεση.28 Ήταν, επίσης, πολύ 222
Κρις Χάρμαν
χαμηλότερη από αυτή που υπήρχε στη μεταπολεμική Ευρώπη, όπου το μερίδιο του εθνικού προϊόντος το οποίο κατευθυνόταν στις εξοπλιστικές δαπάνες ήταν πολύ χαμηλότερο απ' ό,τι στις ΗΠΑ.29
Όπλα, συσσώρευση και σχεδιασμός Οι οικονομίες των εξοπλισμών δεν ήταν προϊόντα μιας συνειδητής στρατηγικής για την εξουδετέρωση των υφέσεων. Προέκυψαν μέσα από τη λογική των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Όμως, είναι βέβαιο ότι τμήματα του κεφαλαίου είχαν εκτιμήσει τη συμβολή τους στη διατήρηση της οικονομικής άνθησης. Διαμορφώθηκαν «στρατιωτικο-βιομηχανικά συμπλέγματα» που τα αποτελούσαν οι ανώτεροι στρατιωτικοί και όσοι διεύθυναν τις μεγάλες πολεμικές βιομηχανίες, τα οποία είχαν άμεσο συμφέρον από την όξυνση των ενδοιμπεριαλιστικών συγκρούσεων. Αυτές οι ομάδες μπόρεσαν να ενώσουν πίσω τους συνολικά την άρχουσα τάξη, όχι μόνο επειδή αυτή φοβόταν το αντίπαλο στρατόπεδο, αλλά και εξαιτίας της επίπτωσης των δαπανών για εξοπλισμούς στη συνέχιση της συσσώρευσης. Στη δεκαετία του '60 ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ είχε περιγράψει την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στις κυβερνητικές δαπάνες και σε αυτό που όρισε ως «σύστημα σχεδιασμού», σύμφωνα με το οποίο η κάθε μεγάλη εταιρεία σχεδίαζε τις επενδύσεις της με ορίζοντα πολλών χρόνων: Παρά τις περί του αντιθέτου διαδεδομένες εικασίες, αυτή η αύξηση [των κρατικών δαπανών] είχε την έντονη επιδοκιμασία των επιχειρηματιών του συστήματος σχεδιασμού. Το στέλεχος της μεγάλης επιχείρησης έχει κάνει ρουτίνα τις επικρίσεις για τη σπατάλη στις κυβερνητικές δαπάνες. Όμως, από τις εκκλήσεις του για εγκράτεια στα δημόσια οικονομικά, έχει αφαιρεθεί μεθοδικά η όποια αναφορά στις αμυντικές δαπάνες.30 Μια επίπτωση τέτοιων δαπανών ήταν ότι επέτρεψαν στις μεγάλες επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε μακρόχρονο σχεδιασμό των δικών τους επενδύσεων με τη βεβαιότητα ότι θα μπορέσουν να βγάλουν κέρδος που θα το μετέτρεπαν σε ρευστό με την πώληση των δικών τους προϊόντων («πραγματοποιώντας την υπεραξία τους» σύμφωνα με την οροΚαπιταλισμός Ζόμπι
223
λογία του Μαρξ). Με τη σειρά της, αυτή η στρατηγική άλλαξε την εσωτερική λειτουργία των επιχειρήσεων, με τρόπους που έρχονταν σε αντίθεση με τις συνηθισμένες υποθέσεις γύρω από τη συμπεριφορά των καπιταλιστών, σύμφωνα με τις οποίες το κίνητρο της ήταν η επιδίωξη του γρήγορου βραχυπρόθεσμου κέρδους και του ανταγωνισμού των τιμών για την κατάκτηση αγορών. Ο Γκαλμπρέιθ περιέγραψε την κατάσταση όπως εμφανιζόταν: Η καθετοποίηση αντικαθιστά την αγορά. Η σχεδιάστρια-μονάδα αναλαμβάνει την πηγή εφοδιασμού ή τους πόρους εκροής στην αγορά... Κατ' αυτό τον τρόπο, μια συναλλαγή που υπόκειται στη διαπραγμάτευση τιμών και ποσοτήτων, μετατρέπεται σε μια μεταφορά εντός της σχεδιάστριας-μονάδας... Σύμφωνα με την οπτική της εταιρείας, η εξάλειψη μιας αγοράς μετατρέπει μια εξωτερική διαπραγμάτευση, άρα και μια ολικώς ή εν μέρει ανεξέλεγκτη απόφαση, σε ζήτημα καθαρά εσωτερικής απόφασης. Τίποτα, όπως θα δούμε, δεν εξηγεί καλύτερα τη σημερινή επιχειρηματική πολιτική - η προσφορά κεφαλαίου αποτελεί την πιο ακραία περίπτωση - από την επιθυμία να θέσουν ιδιαιτέρως στρατηγικούς παράγοντες κόστους υπό την κρίση ολοκληρωτικά εσωτερικών αποφάσεων. Οι αγορές μπορούν επίσης να τεθούν υπό έλεγχο. Τούτο επιτυγχάνεται με τη μείωση ή την κατάργηση της ανεξαρτησίας δράσης όσων η σχεδιάστρια-μονάδα αγοράζει προϊόντα τους ή όσων πουλάει τα δικά της... Την ίδια στιγμή η εξωτερική μορφή της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας αγοράς-πώλησης, παραμένει τυπικά άθικτη.31 Σε μια περίοδο όπου «οι 200 μεγαλύτερες βιομηχανικές επιχειρήσεις διέθεταν τα 2/3 των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνταν στη βιομηχανία και πραγματοποιούσαν περισσότερο από τα 3/5 όλων των πωλήσεων, της απασχόλησης και των καθαρών κερδών»,32 αυτές αντιπροσώπευαν ένα τεράστιο τμήμα της οικονομίας των ΗΠΑ στο οποίο οι περισσότερες οικονομικές λειτουργίες δεν υπόκειντο στα καπρίτσια της αγοράς. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε αυτούς τους γίγαντες δεν είχε εξαφανιστεί, όμως, σε μεγάλο βαθμό διεξαγόταν με διαφορετικές μεθόδους απ' ό,τι ο παλιός ανταγωνισμός για την πώληση φτηνότερων προϊόντων στην αγορά. Οι γιγάντιες επιχειρήσεις έμαθαν ότι μπορούσαν να αποκρούσουν δυνητικούς ανταγωνιστές καταφεύγοντας σε μη-παραγωγικές μεθόδους, όπως τη χρησιμοποίηση του πλούτου τους για την επιβολή 224
Κρις Χάρμαν
αυστηρού ελέγχου στα δίκτυα διανομής, τη διαφήμιση για την προβολή των προϊόντων τους ανεξαρτήτως των πραγματικών προτερημάτων τους, τη συστηματική καλλιέργεια καλολαδωμένων διασυνδέσεων σε κυβερνητικές υπηρεσίες που είναι αγοραστές των προϊόντων τους. Ο Γκαλμπρέιθ πίστευε ότι αλλαγές όπως οι παραπάνω συνιστούν μια ριζική αλλαγή στη φύση του ίδιου του καπιταλισμού. Μαρξιστές που όριζαν τον καπιταλισμό απλά με όρους ανταγωνισμού στην «ελεύθερη αγορά» ανάμεσα σε ανταγωνιστές ιδιώτες καπιταλιστές, μπορούσαν εύκολα να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα, από τη στιγμή που ένα μεγάλο τμήμα της παραγωγής στο εσωτερικό της μεγάλης επιχείρησης δεν υπόκειτο άμεσα στο νόμο της αξίας. Οι ακραίες διαφοροποιήσεις στην «αποτελεσματικότητα χ» - την εσωτερική αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων - έδειχναν τη μεγάλη απόσταση που χώριζε πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις από το καπιταλιστικό ιδεώδες. Επίσης, το κεφάλαιο δεν μετακινούνταν αυτόματα κάτω από την επίδραση των δυνάμεων της αγοράς, από τομείς με μεγάλες πάγιες επενδύσεις, υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου και χαμηλό ποσοστό κέρδους, προς άλλους τομείς, όπως ίσως θα συμπέραινε μια απλοϊκή ανάγνωση του Κεφαλαίου του Μαρξ. Το αν θα το έκανε, εξαρτιόταν από διευθυντές που μπορεί να αποφάσιζαν να θυσιάσουν τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία για χάρη της μακροπρόθεσμης μεγέθυνσης, σε αγορές όπου ήδη κατείχαν κυριαρχική θέση. Αν ο νόμος της αξίας συνέχιζε να λειτουργεί, τότε ίσχυε μακροπρόθεσμα, μιας και εν τέλει οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν θα κατόρθωναν να κρατήσουν τους ανταγωνιστές τους και τους νεοφερμένους στον κλάδο σε απόσταση, εκτός αν συνέχιζαν να αποσπούν υπεραξία επαρκή για την πραγματοποίηση νέων, μεγάλης κλίμακας επενδύσεων. Τελικά, σε πολλές περιπτώσεις διαπίστωσαν το εάν είχαν κατορθώσει κάτι τέτοιο μόνο όταν η ίδια η μακρά άνθηση έφτασε στο απότομο τέλος της.
Οι άλλοι αναπτυγμένοι καπιταλισμοί Μέχρι εδώ, η εικόνα αφορά την οικονομία των ΗΠΑ στη διάρκεια της μεταπολεμικής άνθησης. Προς το τέλος του πολέμου αυτή η οικονομία πραγματοποιούσε σχεδόν τη μισή παγκόσμια παραγωγή και η δυναμική Καπιταλισμός Ζόμπι
225
της καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις σε άλλα σημεία του κόσμου. Όμως, οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, με σημαντικές μεν, αλλά πολύ χαμηλότερες στρατιωτικές δαπάνες σε σχέση με εκείνες των ΗΠΑ, παρουσίαζαν πολλά από τα ίδια γνωρίσματα. Στη Βρετανία και σε μικρότερη έκταση στη Γαλλία, οι επενδύσεις στις πολεμικές βιομηχανίες τράβηξαν προς τα εμπρός και την υπόλοιπη οικονομία, αντισταθμίζοντας ως ένα σημείο τις πιέσεις για την αύξηση της οργανικής σύνθεσης και για την πτώση του ποσοστού κέρδους. Με αυτό τον τρόπο επέτρεψαν μια συνεχή οικονομική ανάπτυξη χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε κεϊνσιανά μέτρα. Οι εξοπλισμοί ήταν λιγότερο σημαντικοί στη Γερμανία. Όμως, η κυβέρνηση συνέχισε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Μια μαρξιστική ανάλυση μας λέει με ποιον τρόπο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία [της Γερμανίας, στμ] περισσότερο απ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη καπιταλιστική χώρα, η αστική τάξη έχει κάνει χρήση των κρατικών μηχανισμών, του νομισματικού και δημοσιονομικού συστήματος για να επιταχύνει τη συσσώρευση κεφαλαίου μέσω ευνοϊκών συναλλαγματικών ισοτιμιών, πιστώσεων για την ανοικοδόμηση, ευνοϊκών επιτοκίων και όρων χρηματοδότησης για επενδύσεις. Όλα αυτά λάμβαναν χώρα παρά την επίσημη νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία...33 Στην Ιαπωνία ο κρατικός καπιταλισμός έφτασε στο μεγαλύτερο βαθμό επιρροής στη μη-πολεμική βιομηχανία από οπουδήποτε αλλού στο Δυτικό κόσμο, παρά την περιορισμένη έκταση της άμεσης κρατικής ιδιοκτησίας. Το κράτος και οι μεγαλύτερες ιδιωτικές επιχειρήσεις συνεργάστηκαν για να εξασφαλίσουν ότι το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος, που πριν το 1945 κατευθυνόταν στους εξοπλισμούς, τώρα θα κατέληγε σε παραγωγικές επενδύσεις: Η κινητήρια δύναμη της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης ήταν οι πάγιες επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό. Οι ιδιωτικές πάγιες επενδύσεις αυξήθηκαν από το 7,8% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος το 1946, στο 21,9% το 1961.34 Όταν στα τέλη της δεκαετίας του '40 και στη δεκαετία του '50 σημειώθηκαν ελλείψεις στις εισαγωγές πρώτων υλών, η κυβέρνηση ανέλαβε τη διανομή τους σε κλάδους που θεωρούσε ότι θα συμβάλλουν περισ226
Κρις Χάρμαν
σότερο στην ανάπτυξη της οικονομίας. Μ' αυτό τον τρόπο αναπτύχθηκαν βασικοί κλάδοι όπως τα ανθρακωρυχεία, η χαλυβουργία και επεκτάθηκαν οι εξαγωγές. Το Υπουργείο Διεθνούς Εμπορίου και Βιομηχανίας (ΜΙΤΙ) έκδιδε «κατευθυντήριες γραμμές», τις οποίες μόνο με μεγάλο κίνδυνο μπορούσαν να αγνοήσουν οι επιχειρήσεις. Οι γιγάντιες εταιρείες που πριν τον Αύγουστο του 1945 είχαν αποδεχτεί τις εντολές της πολεμικής οικονομίας ως κάτι το απαραίτητο για τη στρατιωτική επέκταση, αποδέχονταν τώρα τις εντολές του ΜΙΤΙ ως απαραίτητες για την ειρηνική, οικονομική επέκταση: Οι Ιάπωνες επιχειρηματίες επενδύουν με ενεργητικότητα. Σ" αντίθεση με επιχειρηματίες άλλων αναπτυγμένων χωρών, δεν θα περιορίσουν τις πάγιες επενδύσεις τους στα όρια των ακαθάριστων κερδών τους ή της εσωτερικής τους συσσώρευσης. Ακόμα και αν οι πάγιες επενδύσεις τους φτάνουν και ξεπερνούν την αξία των ακαθάριστων κερδών τους, θα συνεχίσουν να επενδύουν όσο η τραπεζική χρηματοδότηση είναι διαθέσιμη.35 Με άλλα λόγια, οι επικεφαλής των μεγάλων επιχειρήσεων και του κράτους συνεργάζονταν για να εξασφαλίσουν την ανάπτυξη του γιαπωνέζικου εθνικού καπιταλισμού μέσω της κινητοποίησης του συνόλου του όγκου της υπεραξίας και της κατεύθυνσής της σε «στρατηγικούς» τομείς της οικονομίας, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία. Κάτι που άλλα εθνικά κεφάλαια το έκαναν με βάση κυρίως στρατιωτικούς υπολογισμούς, ο γιαπωνέζικος κρατικός καπιταλισμός το έκανε για να επικρατήσει στον ανταγωνισμό για υπερπόντιες αγορές. Οι εξαγωγές έπαιξαν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην ώθηση της οικονομίας προς τα μπρος. Κι αυτό σήμαινε ότι τελικά η οικονομική ανάπτυξη της Ιαπωνίας εξαρτιόταν από την οικονομία των όπλων στις ΗΠΑ. Όπως δείχνει ο Ρόμπερτ Μπρένερ σε μια ιδιαιτέρως εμπειρική μελέτη: Οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες κατασκευαστές όφειλαν μεγάλο μέρος του δυναμισμού τους στον τρόπο με τον οποίο αποσπούσαν μεγάλα τμήματα της ταχέως αναπτυσσόμενης παγκόσμιας αγοράς από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ παράλληλα είχαν αρχίσει να εισβάλλουν και στην εγχώρια αγορά των ΗΠΑ. Αυτή η ανακατανομή των μεριδίων της αγοράς - η ανάληψη παΚαπιταλισμός Ζόμπι
227
ραγγελιών (ζήτηση) από τους Γερμανούς και Ιάπωνες κατασκευαστές που στο παρελθόν εφοδιάζονταν από παραγωγούς των ΗΠΑ - έδωσε μια πανίσχυρη ώθηση στις επενδύσεις και την παραγωγή τους.36 Δεν ήταν ο «κοινωνικός συμβιβασμός» και το «κράτος πρόνοιας» οι αιτίες της μακράς άνθησης και της «χρυσής εποχής». Αντιθέτως, ήταν τα υποπροϊόντα του στρατιωτικοποιημένου κρατικού καπιταλισμού. Η ευημερία στηριζόταν στον κώνο της βόμβας υδρογόνου.37
Η εργατική δύναμη στη μακρά άνθηση Στη διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών το επίπεδο της ανεργίας ήταν ανάλογο εκείνων που στο παρελθόν σημειώνονταν μόνο σε σύντομες περιόδους έντονης οικονομικής ανάπτυξης. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 η ανεργία στις ΗΠΑ ήταν λιγότερο από 3% και στη Βρετανία κυμαινόταν ανάμεσα στο 1,5% και το 2%. Στη Γερμανία, όπου λόγω της οικονομικής εξάρθρωσης που είχε προκαλέσει ο πόλεμος και οι καταστροφές του, αρχικά η ανεργία βρισκόταν σε υψηλό επίπεδο, το 1957 είχε υποχωρήσει στο 4% και το 1960 είχε πέσει σε μόλις 1%. Επομένως το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τα εκβιομηχανισμένα καπιταλιστικά κράτη δεν ήταν η αντιμετώπιση της ανεργίας αλλά το αντίθετο, δηλαδή η εξασφάλιση ενός ρυθμού αύξησης της απασχόλησης που θα συμβάδιζε με τη φαινομενικά ακόρεστη δίψα του κεφαλαίου για εργατική δύναμη. Το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 60% ανάμεσα στο 1940 και το 1970. Επέκταση τέτοιας κλίμακας απαιτούσε εντελώς νέες πηγές εφοδιασμού εργατικής δύναμης. Είτε άρεσε στους πολιτικούς και τα κυβερνητικά στελέχη είτε όχι, το κράτος δεν μπορούσε να αφήσει τον εφοδιασμό με τη βασική πρώτη ύλη του οικονομικού και στρατιωτικού ανταγωνισμού έρμαιο στα καπρίτσια μιας «ελεύθερης» αγοράς εργασίας. Το κράτος ήταν αναγκασμένο να συμπληρώσει - και ως ένα βαθμό να υποσκελίσει - το μισθωτό σύστημα με υπηρεσίες και επιδόματα που παρείχε το ίδιο, σε μια κλίμακα μεγαλύτερη από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Μια απάντηση στην έλλειψη εργατικής δύναμης ήταν η περαιτέρω 228
Κρις Χάρμαν
μείωση του αγροτικού πληθυσμού μέσω κρατικών προγραμμάτων που προωθούσαν τη συγχώνευση των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Αυτή η προσέγγιση υιοθετήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης. Μια άλλη απάντηση ήταν η ενθάρρυνση της μετανάστευσης από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες στις πόλεις των βιομηχανικών χωρών (από την Τουρκία, την Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη προς τη Γερμανία, από τη Γιουγκοσλαβία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Αλγερία προς τη Γαλλία, από τις Δυτικές Ινδίες και την Ινδική υποήπειρο προς τη Βρετανία, από το Πουέρτο Ρίκο στις ΗΠΑ). Μια τρίτη λύση - που κι αυτή υιοθετήθηκε σχεδόν παντού - ήταν η ένταξη των παντρεμένων γυναικών στη μισθωτή απασχόληση. Όμως, ο κάθε νέος τρόπος διεύρυνσης του εργατικού δυναμικού προκαλούσε νέα προβλήματα στο κεφάλαιο και το κράτος. Η απορρόφηση εργατικού δυναμικού από τον αγροτικό τομέα μπορούσε να είναι αποτελεσματική μόνο εφόσον αφιερώνονταν πόροι στη γεωργία για να γίνει πιο παραγωγική. Αυτό μπορούσε να έχει μεγάλο οικονομικό κόστος. Όμως, η εναλλακτική προοπτική ήταν ότι θα πλήττονταν η παροχή τροφίμων στον αυξανόμενο αστικό πληθυσμό και πρώτων υλών στη βιομηχανία. Το αποτέλεσμα θα ήταν η πυροδότηση της εργατικής δυσαρέσκειας και η πρόκληση «συμφορήσεων» στη συσσώρευση. Και στο τέλος αποδείχτηκε ότι στην ύπαιθρο δεν είχε πια απομείνει επαρκής ποσότητα περισσευούμενης εργατικής δύναμης για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της βιομηχανίας, καθώς ο αριθμός των αγροτών μειωνόταν. Η μετανάστευση από τον Τρίτο Κόσμο ήταν ένας πολύ φτηνός τρόπος εξασφάλισης εργατικής δύναμης. Η χώρα υποδοχής ήταν απαλλαγμένη από το κόστος ανατροφής και εκπαίδευσης αυτού του τμήματος του εργατικού δυναμικού, ουσιαστικά λάμβανε μια επιδότηση από τη χώρα προέλευσης του μετανάστη εργάτη.18 Το νέο εργατικό δυναμικό ήταν συνήθως νεαρότερης ηλικίας από το «ντόπιο» και δεν ζητούσε τόσο πολλά από άποψη υγειονομικής φροντίδας, συντάξεων γήρατος κλπ. Επίσης τα μέλη αυτού του νέου εργατικού δυναμικού ήταν έτοιμα να ανεχτούν μικρότερους μισθούς, χειρότερες συνθήκες εργασίας, αυστηρή εργασιακή πειθαρχία - ήταν δηλαδή έτοιμα να υποστούν υπερεκμετάλλευση. Η δεξαμενή αυτού του νέου εργατικού δυναμικού έμοιαζε να είΚαπιταλισμός Ζόμπι
229
ναι απεριόριστη. Όμως, υπήρχαν πρακτικά όρια. Όσο οι μετανάστες εργάτες συνήθιζαν να ζουν και να εργάζονται στο νέο τους τόπο, ήθελαν συνθήκες πιο κοντινές σ' αυτές των «ντόπιων» εργατών: αξιοπρεπείς συνθήκες στέγασης και κοινωνικές υπηρεσίες. Το κράτος ήταν αναγκασμένο είτε να αυξήσει τις δαπάνες του γι' αυτά τα πράγματα είτε - αν αρνιόταν - να πυροδοτήσει κοινωνικές εντάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους είτε θα προκαλούσαν όξυνση της ταξικής πάλης (σε σημαντικό βαθμό η εξέγερση στη Γαλλία το 1968 ήταν εξέγερση τέτοιων νέων εργατών), είτε «φυλετικές» συγκρούσεις ανάμεσα στους παλιούς, τακτοποιημένους εργάτες και τους νέους. Εν τέλει το κράτος, ανήμπορο να αναλάβει το κόστος αυτών των κοινωνικών δαπανών για να καταλαγιάσει τέτοιες εστίες κοινωνικής έντασης και επιθυμώντας να μην γίνει ο στόχος της δυσαρέσκειας, συνήθως απαντούσε με την επιβολή περιορισμών στην είσοδο νέων μεταναστών. Ένα επίπεδο επενδύσεων από το κράτος απαιτούσε και η γενικευμένη είσοδος των παντρεμένων γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Έπρεπε να βρεθούν τα μέσα που θα διασφάλιζαν ότι δεν θα παραμελούταν η ανατροφή των παιδιών - η κοινωνικοποίηση της επόμενης γενιάς εργατών - κι ότι δεν θα κατέρρεε η παροχή τροφής, στέγης και ένδυσης για το ανδρικό εργατικό δυναμικό. Πολλά απ' αυτά τα μέσα τα παρείχε, με σχετικά μικρό κόστος, η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών. Το ηλεκτρικό ψυγείο, το πλυντήριο, η ηλεκτρική σκούπα, η αντικατάσταση του κάρβουνου από τον ηλεκτρισμό, το φυσικό αέριο ή το πετρέλαιο για θέρμανση, η διάδοση των καταψυγμένων τροφίμων, η επέκταση των αλυσίδων φαστ-φουντ, ακόμα και οι τηλεοράσεις, όλα αυτά τα προϊόντα είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η προσπάθεια που χρειαζόταν για να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή της σημερινής και της μελλοντικής εργατικής δύναμης. Συνήθως, όλα αυτά δεν κόστιζαν ούτε ένα σεντς στην κυβέρνηση και το κεφάλαιο, μιας κι αγοράζονταν από τις ίδιες τις οικογένειες και το πρόσθετο εισόδημα που τους έφερνε η απασχόληση των γυναικών. Η φροντίδα των μικρών παιδιών τις ώρες που κι οι δυο γονείς εργάζονταν δημιούργησε μεγαλύτερες δυσκολίες, μιας και η παροχή παιδικών σταθμών και υπηρεσιών μπορούσε να είναι δαπανηρή για το κράτος, έστω κι αν συχνά και αυτό το συγκεκριμένο κόστος πλη230
Κρις Χάρμαν
ρωνόταν από μέρος του μισθού της εργαζόμενης γυναίκας. Δηλαδή, όλες οι μέθοδοι επέκτασης της εργατικής δύναμης ήταν ως ένα σημείο αποτελεσματικοί, όμως πέρα απ' αυτό το σημείο σήμαιναν ιδιαιτέρως μεγάλα γενικά έξοδα. Το σύστημα μπορούσε να αναλάβει το κόστος του κράτους πρόνοιας όσο αναπτύσσονταν με ταχείς ρυθμούς. Όπως είδαμε στο Πέμπτο Κεφάλαιο, η «αρχή της ασφάλισης» επέβαλε ότι κάποια τμήματα της εργατικής τάξης θα πλήρωναν τις κοινωνικές παροχές κάποιων άλλων τμημάτων. Το παραπανίσιο κόστος στη Δυτική Ευρώπη δεν ξεπερνούσε το 2% με 3% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος, ενώ στις ΗΠΑ το κράτος έβγαζε κι ένα μικρό πλεόνασμα. 39 Όμως, αυτό το κόστος μπορούσε να μετατραπεί σε βάρος μόλις η Μεγάλη Ανθηση έφτανε στο τέλος της. Υπήρχε ακόμα μια λύση για την έλλειψη εργατικού δυναμικού. Όμως ήταν ακόμα πιο ακριβή από τις προηγούμενες. Ήταν η αύξηση των κρατικών δαπανών για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, με στόχο την αύξηση του μέσου επιπέδου δεξιοτήτων της. Στη διάρκεια της Μεγάλης Ανθησης σ" όλες τις προηγμένες χώρες σημειώθηκε μια σημαντική αύξηση των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση, ιδιαίτερα εκείνων των δαπανών που αφορούσαν τις μεγαλύτερες τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.40 Τέλος, υπήρχε και ένας ακόμα τομέας επέκτασης των κρατικών δαπανών με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας. Επρόκειτο για τις δαπάνες που προορίζονταν για την τόνωση μιας αίσθησης ασφάλειας σε όσους εργάτες είχαν δουλειά. Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν οι συντάξεις γήρατος και τα επιδόματα ανεργίας. Όπως έχει επισημάνει ο Τζέιμς Ο' Κόνορ (James O'Connor): «Ο πρωταρχικός σκοπός είναι η δημιουργία μιας αίσθησης οικονομικής ασφάλειας στους απασχολούμενους εργάτες, ούτως ώστε να ανυψωθεί το ηθικό και να ενισχυθεί η πειθαρχία».41 Γι' αυτό το λόγο σε πολλές χώρες στα τέλη της δεκαετίας του '60 καθιερώθηκαν επιδόματα ανεργίας «δεμένα» με το ύψος του μισθού καθώς και αποζημιώσεις για απόλυση. Ήταν η άλλη όψη του «ξεσκονίσματος» εργατικού δυναμικού από τις παλιές βιομηχανίες. Η «κοινωνικοποίηση» του εργατικού κόστους είχε κάποιες σημαντικές επιπτώσεις για το σύστημα συνολικά. Κάτω από συνθήκες οξείας έλλειψης εργατικής δύναμης, το εθνικό καπιταλιστικό κράτος ήταν υποΚαπιταλισμός Ζόμπι
231
χρεωμένο να προσέχει και να φροντίζει την εργατική δύναμη εκτός από το να την εκμεταλλεύεται, αν επιθυμούσε πραγματικά η παραγωγικότητά της να βρίσκεται στα διεθνή επίπεδα. Όμως, αυτό σήμαινε ότι οι εργάτες αποκτούσαν κάποιες πιθανότητες να επιβιώνουν χωρίς να είναι αναγκασμένοι να πουλάνε την εργατική τους δύναμη. Σημειωνόταν δηλαδή μια μερική άρνηση στο χαρακτήρα της ελεύθερης εργατικής δύναμης, αν και επρόκειτο μόνο για μια μερική άρνηση, αφού το κράτος ασκούσε κάθε είδους πίεσης για να κρατήσει τον κόσμο στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, ακόμα κι αυτή η περιορισμένη «άρνηση» της ελεύθερης αγοράς εργασίας ήταν ένα βάρος που μεγάλωνε τα γενικά έξοδα του κάθε εθνικού κεφαλαίου. Ως τέτοια, ασκούσαν μια καθοδική πίεση στο ποσοστό απόδοσης της συνολικής εθνικής επένδυσης. Το ποσοστό του κέρδους το προστάτευαν άλλοι παράγοντες. Όμως, από τη στιγμή που η ανοδική δυναμική της «άνθησης» άρχιζε να αδυνατίζει, το κόστος της κοινωνικής πρόνοιας έγινε ένα κρίσιμο πρόβλημα. Οι δυο λειτουργίες της - η αύξηση της παραγωγικότητας και η εξαγορά της συναίνεσης δεν ήταν πλέον συμπληρωματικές. Το κεφάλαιο ήταν υποχρεωμένο να προσπαθήσει να μειώσει το κόστος συντήρησης και αύξησης της παραγωγικότητας, ακόμα κι αν κάνοντας αυτή την προσπάθεια διατάρασσε τους παλιούς μηχανισμούς ελέγχου της εργατικής τάξης. Αυτό θα αποτελούσε ένα σημαντικό παράγοντα στην ταξική πάλη όταν η «άνθηση» θ' άρχιζε να λαχανιάζει.
Το Ανατολικό μπλοκ Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης δεν είχαν μόνο οι Δυτικές οικονομίες και η Ιαπωνία. Το ίδιο ίσχυε και για την ΕΣΣΔ, όπως και για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, τις οποίες έλεγχε. Ανάμεσα στο 1950 και το 1966 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΣΣΔ αυξήθηκε 500%, η παραγωγή χάλυβα κατά τι λιγότερο από 250%, του πετρελαίου κατά 100%, των τρακτέρ 200%, της νηματουργίας 100%, των υποδημάτων 100%, του οικιακού εξοπλισμού 100%.42 Στα μέσα της δεκαετίας του '70, τα ίδια καταναλωτικά αγαθά 232
Κρις Χάρμαν
που είχαν μεταμορφώσει την καθημερινή ζωή στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική - η τηλεόραση, το ψυγείο, το πλυντήριο - έκαναν την εμφάνισή τους, αν και με πιο αργούς ρυθμούς στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.43 Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ το 1989-91 συνήθως ξεχνιέται το γεγονός ότι στις δεκαετίες του '50 και του '60 ακόμα και πολλοί αντίπαλοι της ΕΣΣΔ θεωρούσαν δεδομένο ότι ο ρυθμός ανάπτυξής της ήταν μεγαλύτερος από εκείνους που είχαν επιτύχει καθεστώτα σ" άλλα σημεία του κόσμου. Ένας οξυδερκής επικριτής του συστήματος, ο Αλεκ Νόουβ (Alec Nove), μπορούσε να γράψει ότι «η επιτυχία της Σοβιετικής Ένωσης... να γίνει η δεύτερη βιομηχανική και στρατιωτική δύναμη στον κόσμο είναι αδιαμφισβήτητη».44 Όμως, το γεγονός ότι απλά υπήρχε γρήγορη ανάπτυξη δεν ξεπερνούσε τις εξωτερικές πιέσεις για ακόμα πιο γρήγορη ανάπτυξη, αφού, παρά τις δεκαετίες εκβιομηχάνισης που είχαν προηγηθεί, η Σοβιετική οικονομία συνέχιζε να έχει λιγότερο από το μισό μέγεθος του κύριου στρατιωτικού ανταγωνιστή της, των ΗΠΑ. Από μια άποψη οι πιέσεις γίνονταν ισχυρότερες. Στις αρχές της εκβιομηχάνισης υπήρχαν τεράστιες εφεδρείες εργατικής δύναμης που μπορούσαν να κατευθυνθούν από τη γεωργία στη βιομηχανία. Η ύπαρξη τέτοιων εφεδρειών σήμαινε ότι εκείνοι που διαχειρίζονταν την οικονομία δεν χρειάζονταν να ανησυχούν ιδιαίτερα για το αν ένα μεγάλο ποσοστό αυτής της εργατικής δύναμης σπαταλιόταν. Αυτό άρχισε να τους ενδιαφέρει από τη στιγμή που η ύπαιθρος άδειαζε από νέους ανθρώπους και η αγροτική παραγωγή που ήταν απαραίτητη για τη διατροφή του διογκούμενου πληθυσμού των πόλεων έπρεπε να πραγματοποιηθεί από όλο και μικρότερους αριθμούς ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας. Τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας είχαν αρχίσει να κλείνουν αμέσως μετά το θάνατο του Στάλιν, εν μέρει για πολιτικούς λόγους, αλλά και γιατί η μισθωτή εργασία ήταν πολύ πιο παραγωγική από την εργασία των σκλάβων. Ήταν μια ένδειξη ότι η φάση της «πρωταρχικής συσσώρευσης» πλησίαζε στο τέλος της. Από κει και πέρα στους κύκλους της ελίτ γίνονταν συχνά συζητήσεις και αντιπαραθέσεις για την ανάγκη οικονομικών «μεταρρυθμίσεων». Στη διάρκεια μιας τέτοιας φάσης στη δεκαετία του '70, ο Μπρέζνιεφ [ο τότε γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ], εξήγησε τη λογική τους: Καπιταλισμός Ζόμπι
233
Ο σύντροφος Μπρέζνιεφ αναφέρθηκε στο ζήτημα του οικονομικού ανταγωνισμού ανάμεσα στα δυο παγκόσμια συστήματα. «Ο ανταγωνισμός παίρνει διαφορετικές μορφές», είπε. «Σε πολλές περιπτώσεις αντιμετωπίζουμε με επιτυχία το καθήκον να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τις καπιταλιστικές χώρες στην παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων... όμως, το βασικό ζήτημα δεν είναι μόνο πόσο πολύ παράγεις, αλλά επίσης και με τι κόστος, με πόση εργασία... Σ' αυτό το πεδίο βρίσκεται το κέντρο βαρύτητας ανάμεσα στα δυο συστήματα».45 Επρόκειτο για την ίδια λογική της ανταγωνιστικής συσσώρευσης που βρισκόταν σε λειτουργία στους - κάποιες φορές γιγάντιους - κρατικούς τομείς του δυτικού βιομηχανικού καπιταλισμού ή, για τον ίδιο λόγο, στις γιγάντιες εταιρείες που είχε περιγράψει ο Γκαλμπρέιθ. Η οργάνωση της παραγωγής στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ μπορεί να αφορούσε το συνδυασμό διαφορετικών αξιών χρήσης (τόση ποσότητα εργασίας, τόσο πολλές διαφορετικές πρώτες ύλες, αυτό ή το άλλο συγκεκριμένο είδος μηχανών) για την παραγωγή νέων αξιών χρήσης. Όμως, αυτό που ενδιέφερε την άρχουσα γραφειοκρατία ήταν η σύγκριση αυτών των αξιών χρήσης με τις αντίστοιχες που παράγονταν μέσα στις μεγάλες επιχειρήσεις της Δύσης. Κι αυτό σήμαινε σύγκριση του χρόνου εργασίας που χρειαζόταν για την παραγωγή τους στην ΕΣΣΔ με εκείνον που χρειαζόταν στις δυτικές επιχειρήσεις. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Μαρξ, η παραγωγή στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ καθορίζονταν από το νόμο της αξίας που λειτουργούσε σε παγκόσμια κλίμακα.44 Μια από τις ψευδαισθήσεις που δημιούργησε η ταχεία και αδιάκοπη ανάπτυξη της ΕΣΣΔ ήταν ότι κυλούσε ομαλά και ορθολογικά σύμφωνα με τα διάφορα Πεντάχρονα Πλάνα, σε αντίθεση με τα «πάνω» και τα «κάτω» της Δύσης. Όμως, το αδιάκοπο κυνήγι της συσσώρευσης είχε ως αναπόφευκτη παρενέργεια την αποδιοργάνωση, το χάος και τη σπατάλη σε ολόκληρους τομείς της παραγωγής. Τεράστια νέα βιομηχανικά συγκροτήματα ξεκινούσαν να χτίζονται στην αρχή κάθε νέου «πλάνου». Όμως, μετά από λίγο γινόταν φανερό ότι δεν μπορούσαν όλα να ολοκληρωθούν. Κάποιες απ' αυτές τις επενδύσεις (συνήθως όσες είχαν να κάνουν με την κατανάλωση του πληθυσμού) έπρεπε να «παγώσουν» και οι πόροι που αρχικά προορίζονταν γι' αυτές κατευθύ234
Κρις Χάρμαν
νονταν αλλού (στην παραγωγή μέσων παραγωγής). Τέτοιες αποφάσεις προκαλούσαν ένα συνεχές πετσόκομμα και αλλαγή των προϊόντων που έπρεπε να παράγουν συγκεκριμένοι πόροι, αιφνιδιαστικές πιέσεις να παραχθεί μεγαλύτερη ποσότητα από το τάδε προϊόν και μικρότερη από το δείνα και τεράστια σπατάλη, μιας και υπήρχαν εργοστάσια που παρήγαγαν τεράστιες ποσότητες ενός προϊόντος, όμως άλλα εργοστάσια δεν είχαν παράγει πράγματα απαραίτητα για τη χρησιμοποίησή τους. (Οπως έγινε σε μια περίπτωση στη δεκαετία του '80, όταν σπαταλήθηκαν βουνά λιπασμάτων, γιατί ένα από τα προγράμματα που είχαν «παγώσει» ήταν κι η κατασκευή εργοστασίου για την παραγωγή των σάκων στους οποίους θα συσκευάζονταν τα λιπάσματα). 47 Έχει γίνει συνήθεια, τόσο στην αριστερά όσο και στη δεξιά, μετά την κατάρρευση της ΣοβιετικήςΈνωσης να αποδίδονται οι καταστάσεις που περιγράψαμε προηγουμένως, απλά στο γραφειοκρατικό παραλογισμό που επικρατούσε στη Σοβιετική οικονομία, χωρίς να αναφέρουν την ομοιότητά του με τον παραλογισμό του διευθυντικού δεσποτισμού στις δυτικές επιχειρήσεις και τις κοινές ρίζες και των δυο που βρίσκονται στην υποταγή της ανθρώπινης εργασίας στην ανταγωνιστική συσσώρευση, δηλαδή, στην αυτοεπέκταση του κεφαλαίου. Κι όμως, ήταν δυνατόν η αρχική αιτία κάθε μορφής παραλογισμού στη Σοβιετική οικονομία να εντοπιστεί στην υπερεπένδυση, όπως ακριβώς μπορεί να γίνει και με το διευθυντικό παραλογισμό στις δυτικές εταιρίες. Στις οικονομίες Σοβιετικού τύπου δεν υπήρχε μόνο σπατάλη. Σημειωνόταν και ανισότητα στους ρυθμούς ανάπτυξης ανά περιόδους, όπως ακριβώς και στη Δύση. Μελέτες που έγιναν στη δεκαετία του '60 κυρίως από ανατολικο-ευρωπαίους οικονομολόγους, διαπιστώνουν τη λειτουργία κυκλικών διακυμάνσεων στις οικονομίες που αντέγραφαν το μοντέλο της ΕΣΣΔ. Το 1968 οι Τσεχοσλοβάκοι Γκόλντμαν (Goldman) και Κόρμπα (Korba) έγραφαν ότι: Η ανάλυση της δυναμικής της βιομηχανικής παραγωγής στην Τσεχοσλοβακία, τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και την Ουγγαρία, δίνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα. Οι ρυθμοί ανάπτυξής της ακολουθούν συγκεκριμένες διακυμάνσεις... οι οποίες γίνονται πιο έντονες όταν η ανάλυση περιορίζεται στην παρακολούθηση των παραγωγικών αγαθών.4® Καπιταλισμός Ζόμπι
235
Ο Γιουγκοσλάβος Μπράνκο Χόρβατ (Branko Horvat) κατόρθωσε να δημοσιεύσει ένα βιβλίο με τίτλο Επιχειρηματικοί Κύκλοι στη Γιουγκοσλαβία,4' στο οποίο υπογράμμιζε ότι η γιουγκοσλαβική οικονομία, ακόμα και πριν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της αγοράς το 1968, ήταν σε «σημαντικό βαθμό πιο ασταθής» από δέκα άλλες οικονομίες που αναφέρονταν στο βιβλίο «ακόμα και από αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών». Ένας δυτικός ακαδημαϊκός είχε δείξει ότι η ίδια τάση ίσχυε και στη Σοβιετική Ένωση από την εποχή του Πρώτου Πεντάχρονου Πλάνου και μετά.50 Η πορεία που ακολούθησε η ανισότητα [των ρυθμών ανάπτυξης, στμ] υποδείκνυε μεγάλες ομοιότητες με τα δυτικά καπιταλιστικά κράτη στη διάρκεια της μεγάλης άνθησης. Η πηγή της ήταν η ανταγωνιστική συσσώρευση. Όπως είδαμε στο Τρίτο Κεφάλαιο, σε κάθε οικονομική «άνθηση» φτάνει η στιγμή όπου η ανταγωνιστική τάση των καπιταλιστών να επενδύουν οδηγεί στην εξάντληση των υπαρχουσών αποθεμάτων πρώτων υλών, εργασίας και κεφαλαίου προς δανεισμό (με άλλα λόγια, μη-επενδυμένης υπεραξίας). Οι τιμές όλων αυτών των πραγμάτων - εμπορικές τιμές, χρηματικοί μισθοί και επιτόκια - αρχίζουν να ανεβαίνουν μέχρι του σημείου όπου οι λιγότερο κερδοφόρες επιχειρήσεις αρχίζουν να λειτουργούν με χασούρα. Κάποιες χρεοκοπούν. Κάποιες άλλες επιβιώνουν, αλλά μόνο αφού εγκαταλείψουν προγραμματισμένες επενδύσεις και κλείσουν εργοστάσια. Οι συγκεκριμένες κινήσεις, με τη σειρά τους, καταστρέφουν τις αγορές άλλων επιχειρήσεων, εξαναγκάζοντάς τες κι αυτές να εγκαταλείψουν προγραμματισμένες επενδύσεις και να κλείσουν εργοστάσια. Η «υπερβάλλουσα ζήτηση» της άνθησης δίνει τη θέση της στην υπερπαραγωγή της ύφεσης. Το μυστικό της μακράς άνθησης στη Δύση στις δεκαετίες του '40, του '50 και του '60, ήταν ο τρόπος με τον οποίο το εθνικό κράτος μπορούσε να ελαττώσει τις πιέσεις που οδηγούσαν στην υπερσυσσώρευση (με την εκτροπή κεφαλαίου σε μη-παραγωγικά, στρατιωτικά κανάλια), να αναλάβει άμεση δράση για την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης (παρεμβάσεις για τον έλεγχο των μισθών) ή για την επιβράδυνση της άνθησης πριν φτάσει στο σημείο να κάνει μη-κερδοφόρες βασικές επιχειρήσεις και, τέλος, να διατηρήσει ένα ελάχιστο εγγυημένο επίπεδο ζήτησης μέσω των στρατιωτικών παραγγελιών. Πιο συγκεκριμένα, το εθνικό κράτος δεν 236
Κρις Χάρμαν
μπορούσε να εξουδετερώσει τις πιέσεις που ασκούσε ο ανταγωνισμός στους διαφορετικούς καπιταλιστές στη διάρκεια των ανοδικών φάσεων της οικονομίας να αυξάνουν την παραγωγή τους ταχύτερα από τους πόρους που είχαν στη διάθεσή τους. Εκείνο που μπορούσε όμως να κάνει, είναι να εμποδίζει τέτοια διαστήματα «υπερσυσσώρευσης» να οδηγούν σε υφέσεις όπως οι προπολεμικές. Οι οικονομίες Σοβιετικού τύπου είχαν κάτι από αυτό το πρότυπο. Εκδηλώνονταν μποτιλιαρίσματα στην οικονομία που απειλούσαν μεγάλους τομείς της οικονομίας με κλείσιμο λόγω έλλειψης τροφοδότησης. Η παραγωγή δεν αυξανόταν ποτέ τόσο γρήγορα όσο είχε σχεδιαστεί. Τα χρηματικά κονδύλια που ξόδευαν οι επιχειρήσεις για υλικά και εργασία ξεπερνούσαν την παραγωγή της οικονομίας, με αποτέλεσμα πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες εκφράζονταν με αυξήσεις στις τιμές των αγαθών ή με την «καλυμμένη» εκδοχή του ίδιου πράγματος, δηλαδή τις οξείες ελλείψεις αγαθών στα καταστήματα. Αν λειτουργούσε μόνη της, η υπερταχεία συσσώρευση κάποιων βασικών επιχειρήσεων θα τις οδηγούσε σύντομα στο σημείο να απορροφούν τους πόρους από τους οποίους εξαρτιόνταν πολλές επιχειρήσεις για να συνεχίζουν να παράγουν στα ίδια επίπεδα, σπρώχνοντάς τες να κλείσουν πολλά εργοστάσια. Αυτό με τη σειρά του θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή αγορών για άλλες επιχειρήσεις. Δηλαδή η υπερσυσσώρευση θα εκδηλωνόταν ως κρίση υπερπαραγωγής εμπορευμάτων. Όμως, όπως και στη Δύση κατά τη διάρκεια της μακράς άνθησης, παρενέβαινε το κράτος σε μια προσπάθεια να προκαταλάβει αυτή τη διαδικασία και να «ψυχράνει» την οικονομία. Το κράτος διέταζε τις επιχειρήσεις να «παγώσουν» συγκεκριμένες επενδύσεις και να εκτρέψουν πόρους σε άλλες. Κομμάτι ενός τέτοιου μηχανισμού λειτουργίας ήταν και η αλλαγή στο παραγόμενο προϊόν πολλών εργοστασίων. Ο μύθος του προσχεδιασμού έδωσε τη θέση του στην πραγματικότητα ενός καταμερισμού «κατόπιν εορτής», a posteriori, ο οποίος συνοδευόταν με συχνές μετατοπίσεις στον εφοδιασμό και την παραγωγή κάθε επιχείρησης. Ένας από τους στόχους του πλάνου που πάντοτε έμενε πίσω σε αυτή τη διαδικασία, ήταν η αύξηση της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξάνεται ακόμα περισσότερο η διαφορά ανάμεσα στα μισθολογικά κονδύλια των επιχειρήσεων και τα αγαθά τα οποία Καπιταλισμός Ζόμπι
237
μπορούσαν να αγοραστούν μ' αυτούς τους μισθούς, δηλαδή η αύξηση του κρυμμένου ή φανερού πληθωρισμού. Οι βαθιές πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις το 1953 (Ανατολική Γερμανία), το 1956 (Πολωνία και Ουγγαρία), το 1968 (Τσεχοσλοβακία) και το 1971 (Πολωνία ξανά), ήταν η απόδειξη του πόσο ξαφνικά μπορούσαν να εκφραστούν οι εντάσεις αυτής της διαδικασίας. Όμως, από τη στιγμή που γινόταν δυνατή η αποκατάσταση των ρυθμών ανάπτυξης, οι εντάσεις μπορούσαν να μειωθούν, συνήθως μέσω ενός συνδυασμού καταστολής και παραχωρήσεων που αφορούσαν το βιοτικό επίπεδο. Τέτοια διορθωτικά μέτρα έκρυβαν προσωρινά τις βαθύτερες αιτίες που οδηγούσαν στην κρίση. Όσοι δεν ανέλυαν το σύστημα με όρους ανταγωνιστικής συσσώρευσης, δεν μπορούσαν να διακρίνουν τις αντιθέσεις που οδηγούσαν σε κρίση. Τούτο ίσχυε καταρχήν για τους υπέρμαχους του καπιταλισμού στη Δύση, τους θεωρητικούς του «ολοκληρωτισμού». Μάταια θα αναζητήσει κάποιος στα κείμενά τους από τη δεκαετία του '50 και του '60 κάποιον έστω υπαινιγμό ότι τα οικονομικά συστήματα Σοβιετικού τύπου χαρακτηρίζονται από δομικές οικονομικές αντιθέσεις. Το ίδιο, όμως, ίσχυε και για τους περισσότερους από όσους θεωρούσαν εκείνες τις χώρες σοσιαλιστικά ή κάποιου είδους εργατικά κράτη. Ήταν διαρκώς υπεραισιόδοξοι για τις προοπτικές εκείνων των οικονομιών, αντανακλώντας με το δικό τους τρόπο τις ψευδαισθήσεις των δυτικών κεϊνσιανών.
Όπλα, κέρδη και ψυχρός πόλεμος Οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί των μεγάλων δυνάμεων κατείχαν κεντρική θέση στην οικονομική τους ανάπτυξη. Όμως, οι ρίζες τους δεν ήταν στενά οικονομικές. Πήγαζαν από μια νέα σύγκρουση για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στους κύριους νικητές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ: τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι ΗΠΑ έτρεφαν τη φιλοδοξία οι επιχειρήσεις τους, οι πιο προηγμένες και παραγωγικές σε όλο τον κόσμο, να διεισδύσουν σ' ολόκληρη 238
Κρις Χάρμαν
την παγκόσμια οικονομία μέσω του «ελεύθερου εμπορίου». Οι δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις, όντας εξαντλημένες από τον πόλεμο, δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν άμεσα την υπεροχή των ΗΠΑ (αν και οι Βρετανοί πολιτικοί είχαν εκμυστηρευτεί συχνά την επιθυμία τους να το κάνουν). Οι κυβερνήτες της Ρωσίας βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση. Στο τέλος του πολέμου είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους ουσιαστικά όλη τη Βόρεια Ευρασία, από τα σύνορα της Δυτικής Ευρώπης μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού. Με την παραγωγικότητα της βιομηχανίας στο μισό του επιπέδου των ΗΠΑ, οι κυβερνήτες της Ρωσίας δεν μπορούσαν να αντέξουν σ' έναν οικονομικό ανταγωνισμό μέσω του ελεύθερου εμπορίου. Όμως, μπορούσαν να κοντράρουν την απόπειρα των ΗΠΑ για παγκόσμια ηγεμονία, στερώντας τους την πρόσβαση στις οικονομίες που αυτοί είχαν κάτω από τον έλεγχό τους: όχι μόνο την περιοχή της παλιάς Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που είχαν υποτάξει στους πολιτικο-στρατιωτικούς σκοπούς τους. Οι ΗΠΑ, από τη μεριά τους, έσπευσαν να στερεώσουν την ηγεμονία τους πάνω στη Δυτική Ευρώπη, χρηματοδοτώντας φιλοαμερικάνικα χριστιανοδημοκρατικά και σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, με το Σχέδιο Μάρσαλ το οποίο αναζωογόνησε την ευρωπαϊκή βιομηχανία σε παραμέτρους ευνοϊκές για τα αμερικάνικα συμφέροντα, όπως επίσης και με τη δημιουργία της στρατιωτικής συμμαχίας του NATO και την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων στη Δυτική Ευρώπη. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώθηκε το σκηνικό των επόμενων σαράντα χρόνων, με την κάθε μια από τις δυο μεγάλες δυνάμεις να προσπαθεί να τραβήξει στη σφαίρα επιρροής της όσο μεγαλύτερο τμήμα του κόσμου γινόταν, για να κερδίσει το στρατηγικό πλεονέκτημα απέναντι στον ανταγωνιστή της. Έκαναν έναν αιματοβαμμένο πόλεμο για τον έλεγχο της Κορεάτικης χερσονήσου, όχι για να ελέγξουν τον λίγο πλούτο που είχε τότε αυτή η χώρα, αλλά λόγω των στρατηγικών επιπτώσεων που θα είχε αυτός ο έλεγχος σε όλη την Απω Ανατολή και την περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού. Η κάθε μια απ' αυτές τις δυο μεγάλες δυνάμεις προσπάθησε μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της, παρέχοντας όπλα και οικονομική βοήθεια σε κράτη που έρχονταν σε σύγκρουση με την ανταγωνίστριά της. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν μπορεί να γίνει κατανοητός με τη συνηθιΚαπιταλισμός Ζόμπι
239
σμένη αντίληψη για την οικονομία, δηλαδή με όρους κέρδους και ζημιών. Τα εξοπλιστικά κονδύλια και των δυο μεγάλων δυνάμεων σύντομα ξεπέρασαν το οτιδήποτε έλπιζαν να κερδίσουν από την εκμετάλλευση των μικρότερων κρατών που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχό τους. Σε καμιά φάση των δεκαετιών του '40 ή του '50, το σύνολο των υπερπόντιων επενδύσεων των ΗΠΑ (και βέβαια, η πολύ μικρότερη απόδοση αυτών των επενδύσεων) δεν ξεπέρασε τις πολεμικές τους δαπάνες. Ακόμα και στη διάρκεια της περιόδου του «αφοπλισμού» πριν το ξέσπασμα του Πολέμου της Κορέας, οι «στρατιωτικές δαπάνες έφταναν περίπου τα 15 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Δηλαδή, ήταν 25 φορές μεγαλύτερες από το σύνολο των εξαγωγών που πραγματοποιούσαν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις».51 Το 1980 οι συνολικές «αμυντικές» δαπάνες είχαν φτάσει τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια, ένα σύνολο που τώρα ήταν μικρότερο από την αξία των υπερπόντιων επενδύσεων οι οποίες έφταναν τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια, όμως εξακολουθούσε ακόμα να είναι πολύ μεγαλύτερο από τα πιθανά κέρδη που μπορούσαν να αποφέρουν αυτές οι επενδύσεις. Παρόμοια ήταν κι η εικόνα για την ΕΣΣΔ. Ανάμεσα στο 1945 και το 1950 λεηλάτησε την Ανατολική Ευρώπη αφαιρώντας μαζικά εξοπλισμό και εγκαταστάσεις από την Ανατολική Γερμανία και τη Ρουμανία και εξαναγκάζοντας τις χώρες της περιοχής να δεχτούν τιμές χαμηλότερες από αυτές της παγκόσμιας αγοράς για τα προϊόντα τους που προορίζονταν για την ΕΣΣΔ. 52 Όμως, ακόμα και σε κείνη την περίοδο, τα οικονομικά οφέλη θα πρέπει να ήταν πολύ μικρότερα από το κόστος της κλιμάκωσης των εξοπλιστικών δαπανών της ΕΣΣΔ από τη στιγμή που ο Ψυχρός Πόλεμος είχε ξεκινήσει για τα καλά. Επίσης, από το 1955 και μετά, ο φόβος των εξεγέρσεων οδήγησε τη Σοβιετική κυβέρνηση να ελαττώσει την άμεση οικονομική πίεση στους δορυφόρους της. Ο ιμπεριαλισμός που είχε ανάγκη τις εξοπλιστικές δαπάνες, δεν ήταν ο ιμπεριαλισμός μιας αυτοκρατορίας στην οποία μερικοί «εκπρόσωποι του χρηματιστικού κεφαλαίου» στο κέντρο πραγματοποιούσαν υπερκέρδη σε γιγάντια κλίμακα καταπιέζοντας δισεκατομμύρια ανθρώπους. Ήταν περισσότερο ένας ιμπεριαλισμός ανταγωνιζόμενων αυτοκρατοριών, όπου οι συνεταιρισμένοι καπιταλιστές της κάθε άρχουσας τάξης ήταν αναγκασμένοι να εκτρέψουν κονδύλια από τις παραγωγικές 240
Κρις Χάρμαν
επενδύσεις στις στρατιωτικές δαπάνες, για να διασφαλίσουν τον έλεγχο όσων ήδη κατείχαν. Ο υπολογισμός που έκαναν όσοι έπαιρναν τις αποφάσεις και στην Ουάσιγκτον και στη Μόσχα ήταν απλός. Η μείωση του επιπέδου των στρατιωτικών δαπανών, σήμαινε ότι διέτρεχαν τον κίνδυνο ο αντίπαλος ιμπεριαλισμός να αποκτήσει στρατηγική υπεροχή, και μ' αυτό τον τρόπο να επεκτείνει τη σφαίρα κυριαρχίας του. Οπότε, οι Ρώσοι ζούσαν με το φόβο μιας απόπειρας εκ μέρους των ΗΠΑ για «επαναφορά» της Ανατολικής Ευρώπης, που θα αποσπούσε εκείνες τις οικονομίες από τη λαβή της ΕΣΣΔ, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να οδηγούσε στο ξήλωμα των δεσμών που συγκρατούσαν τις διάφορες εθνικές δημοκρατίες της ΕΣΣΔ στο ρώσικο κέντρο τους. (Εν τέλει αυτό έγινε, με τη μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση που συγκλόνισε όλο το Ανατολικό μπλοκ ανάμεσα στο 1989 και το 1991). Την ίδια στιγμή, και οι ΗΠΑ φοβούνταν μήπως χάσουν την ηγεμονία τους. Όπως είχε δηλώσει ένας εκπρόσωπος της αμερικάνικης κυβέρνησης την περίοδο του Πολέμου της Κορέας: «αν ανατρεπόταν κάποια από τις δυο περιοχές στα σύνορα του κομμουνιστικού κόσμου - είτε η Δυτική Ευρώπη είτε η Ασία - τότε ο υπόλοιπος ελεύθερος κόσμος θα εξασθενούσε σε τεράστιο βαθμό... τόσο σε οικονομική όσο και σε στρατιωτική ισχύ...»53 Με άλλα λόγια, οι άρχουσες τάξεις ήταν αναγκασμένες να μετατρέπουν τεράστιες ποσότητες αξίας σε μέσα καταστροφής, με σκοπό όχι να αποκτήσουν περισσότερη αξία, αλλά να διατηρήσουν αυτή που ήδη κατείχαν. Αυτή ήταν η λογική του καπιταλιστικού ανταγωνισμού όπως εκφραζόταν στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη. Κατά συνέπεια, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια νέα ενδο-ιμπεριαλιστική σύγκρουση του είδους που είχε περιγράψει ο Μπουχάριν και σύντομα επισκίασε τις παλιές ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις ανάμεσα στις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις.
Η απο-αποικιοποίηση και η ιδεολογία της ανάπτυξης στον Παγκόσμιο Νότο Το 85% της ανθρωπότητας ζούσε εκτός των προηγμένων βιομηχανικών χωρών. Οι δικές τους εμπειρίες από το «χρυσό αιώνα» κάθε άλλο παρά Καπιταλισμός Ζόμπι
241
χρυσές ήταν. Η μεγάλη πλειοψηφία συνέχιζε να ζει στην ύπαιθρο και δεν υπήρχε σημαντική αλλαγή στη φτώχεια που μάστιζε την καθημερινή τους ζωή. Ωστόσο σημειώθηκε όντως μια σημαντική πολιτική αλλαγή. Οι δυτικοευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, εξαναγκάστηκαν, βήμα το βήμα, να εγκαταλείψουν την άμεση αποικιακή κυριαρχία. Ήταν μια διαδικασία που ξεκίνησε το 1947 με τη Βρετανία να εγκαταλείπει την αυτοκρατορική της κυριαρχία στην Ινδία που είχε διαρκέσει 190 χρόνια, και ολοκληρώθηκε το 1975 όταν η Πορτογαλία παρέδωσε την εξουσία στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των αποικιών της στην Αφρική. Σε κάποιες περιοχές, την επιρροή των δυτικοευρωπαίων την αντικατέστησαν οι ΗΠΑ. Ανέλαβαν για παράδειγμα τον έλεγχο του Νότιου Βιετνάμ όταν το 1954 αποσύρθηκαν οι Γάλλοι, μέχρι που και οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν κι αυτές να αποσυρθούν από κει στα μέσα της δεκαετίας του '70 και μετά από έναν από τους σκληρότερους πολέμους στην ιστορία. Επίσης, οι ΗΠΑ απέκτησαν καθοριστική επιρροή στη Μέση Ανατολή και σε τμήματα της Αφρικής. Όμως, όπως και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, υποχώρησαν από την άμεση αποικιοκρατία παραχωρώντας ανεξαρτησία στις Φιλιππίνες και κρατώντας υπό τον άμεσο έλεγχό τους μόνο το Πουέρτο-Ρίκο. Αυτή η υποχώρηση από την ανοιχτή αποικιοκρατία είχε ως άμεση απόρροια τον τερματισμό των παλιών συγκρούσεων ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις για το μοίρασμα του υπόλοιπου κόσμου. Έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί για πάντα η αιτία που τις ωθούσε να πολεμάνε η μια την άλλη. Επίσης, σήμαινε και κάτι άλλο, κάτι αναπάντεχο για τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού: η εγκατάλειψη της αποικιοκρατίας δεν εμπόδισε τις δυτικές οικονομίες να συμμετέχουν στη μακρά οικονομική άνθηση και να κάνουν τακτικά παραχωρήσεις που ανέβαζαν το βιοτικό επίπεδο των εργατών τους. Μάλιστα, οι προηγμένες οικονομίες χωρίς αποικίες - η Δυτική Γερμανία και η Ιαπωνία - ήταν εκείνες που αναπτύσσονταν με τους ταχύτερους ρυθμούς. Στο μεταξύ, στη διάρκεια των δυο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, οι εξαγωγές του κεφαλαίου είχαν μείνει καθηλωμένες στα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα που είχαν κατρακυλήσει στη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του '30. Όπως επεσήμανε το 1962 ο Μάικ Κίντρον: 242
Κρις Χάρμαν
Ακόμα και για τη Βρετανία... η σημασία των εξαγωγών κεφαλαίου έχει ελαττωθεί κατά πολύ: φτάνουν περίπου στο 2% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) σε σύγκριση με το 8% της περιόδου πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Απορροφούν περίπου το 10% της αποταμίευσης σε σχέση με το 50% προηγουμένως, και οι αποδόσεις των ξένων επενδύσεων είναι περίπου 2% του εθνικού εισοδήματος σε σύγκριση με... το 10% του 1914.54 Οι ξένες επενδύσεις που πραγματοποιούνταν κατευθύνονταν σε όλο και μικρότερη έκταση προς τις λιγότερο εκβιομηχανισμένες περιοχές του κόσμου: «Η συγκέντρωση της δραστηριότητας εντοπίζεται όλο και περισσότερο εντός των αναπτυγμένων χωρών, αφήνοντας όλες τις άλλες, με την εξαίρεση κάποιων αναπτυσσόμενων χωρών, εκτός της ακτίνας δράσης του νέου δυναμισμού».55 Σημειώθηκε επίσης μετατόπιση στη ζήτηση των προϊόντων του Τρίτου Κόσμου. Πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι πρώτες ύλες που προέρχονταν από τις αγροτικές περιοχές ήταν αναγκαίες για τη βιομηχανική παραγωγή στη Δύση και γι' αυτό το λόγο ο αποικιακός έλεγχος ήταν ένας σημαντικός τρόπος για τις βιομηχανικές χώρες να εξασφαλίζουν το δικό τους εφοδιασμό και να μπλοκάρουν τον εφοδιασμό των ανταγωνιστών τους. Όμως τώρα πλέον υπήρχαν συνθετικά υποκατάστατα για τις περισσότερες πρώτες ύλες: τεχνητά λιπάσματα, συνθετικό καουτσούκ, συνθετικό μετάξι, νάιλον, πλαστικά. Ένας παράλληλος μετασχηματισμός της γεωργίας στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική περιόρισε τις εισαγωγές τροφίμων από τον υπόλοιπο κόσμο. Στα τέλη της δεκαετίας του '50 η απόσυρση από τις αποικίες στην Ασία και την Αφρική δεν αντιπροσώπευε πλέον τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε παλιότερα για τους βιομήχανους των ευρωπαϊκών χωρών. Εταιρείες που είχαν κάνει μεγάλες περιουσίες από φυτείες και ορυχεία στον Παγκόσμιο Νότο, άρχισαν τώρα να στρέφονται σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σε αυτή την εικόνα υπήρχε μια μεγάλη εξαίρεση: το πετρέλαιο. Ήταν η πρώτη ύλη των πρώτων υλών, το συστατικό για την κατασκευή πλαστικών, συνθετικού καουτσούκ και τεχνητών ινών, κάλυπτε επίσης τις όλο και πιο μεγάλες ενεργειακές ανάγκες που δημιουργούσε ο πολλαπλασιασμός των οχημάτων, των τανκ και των αεροσκαφών. Όλο και Καπιταλισμός Ζόμπι
243
περισσότερο αυτές οι ανάγκες έπρεπε να καλυφτούν από τα αποθέματα που βρίσκονταν εκτός Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής. Στα μέσα της δεκαετίας του '70 οι χώρες που «μετρούσαν» από αυτή την άποψη ήταν η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, το Ιράν, το Κουβέιτ και τα μικροσκοπικά σεϊχάτα στην Αραβική Χερσόνησο, όπως απέδειξε η προσωρινή διακοπή του εφοδιασμού από κείνες τις χώρες κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου το 1973. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο που μια εκδοχή της αποικιοκρατίας παλαιού τύπου, το κράτος των εποίκων του Ισραήλ, συνέχιζε να έχει την αδιάκοπη υποστήριξη όλων των δυτικών δυνάμεων. Στα πρώτα του βήματα, ως «εβραϊκή γενέτειρα» το είχε υιοθετήσει ο βρετανικός ιμπεριαλισμός, το 1948 οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ το εξόπλισαν για να κατακτήσει το 78% της Παλαιστίνης. Το 1956 το Ισραήλ ήταν σύμμαχος της Βρετανίας και της Γαλλίας όταν επιτέθηκαν στην Αίγυπτο και τον Ιούνη του 1967 είχε την ολόψυχη υποστήριξη των ΗΠΑ όταν έθεσε υπό τον έλεγχό του και την υπόλοιπη Παλαιστίνη. 54
Ντόπιες κυβερνήσεις και καπιταλιστική ανάπτυξη Η διάλυση των ευρωπαϊκών αποικιακών αυτοκρατοριών ήταν γεγονός τεράστιας σημασίας για το μισό πληθυσμό του πλανήτη, που μέχρι τότε ζούσε κάτω από την μπότα τους. Έθεσε επίσης πολύ σκληρά ερωτήματα σε όσους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχαν παλέψει ενάντια στον έλεγχο από αυτές τις αυτοκρατορίες. Τι συνέβη με τον ιμπεριαλισμό και με την πάλη εναντίον του - από τη στιγμή που δεν υπήρχαν πλέον οι παλιές αυτοκρατορίες; Πολλοί σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι στη Δύση αντέδρασαν σε αυτή τη νέα πραγματικότητα διακηρύσσοντας ότι πλέον δεν υπήρχε ιμπεριαλισμός. Αυτό ήταν, για παράδειγμα, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Τζον Στράτσεϊ. Στο βιβλίο του Το Τέλος της Αυτοκρατορίας (The End of Empire) το 1959, υποστήριζε ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου είχε ως συνέπεια ότι οι επιχειρήσεις δεν είχαν πια ανάγκη τις αποικίες για να απορροφούν το υπερπροϊόν και να αποτρέπουν την υπερπαραγωγή. Επί της ουσίας ο Στράτσεϊ έλεγε ότι είχε επικρατήσει μια παραλλαγή της εναλλακτικής λύσης που πρότεινε ο Χόμπσον 244
Κρις Χάρμαν
(Hobson), δηλαδή της αποκατάστασης των πληθωριστικών πιέσεων της εγχώριας οικονομίας, λύνοντας τα προβλήματα του συστήματος. Αυτό το συλλογισμό τον απέρριψε ένα σημαντικό τμήμα της αριστεράς. Μπορούσαν να διακρίνουν ότι οι πρώην αποικίες συνέχιζαν να μαστίζονται από τη φτώχεια και την πείνα κι ότι οι δυτικές εταιρείες που είχαν ευεργετηθεί από την αποικιοκρατία συνέχιζαν να είναι εδραιωμένες σε αυτές τις χώρες. Πολύ περισσότερο που το τέλος των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών δεν σήμαινε και τέλος στη βία που υφίσταντο οι λαοί του Τρίτου Κόσμου, μιας και το μαστίγιο των Ευρωπαίων που αποχωρούσαν, πέρασε στα χέρια των ΗΠΑ. Ωστόσο, η απόρριψη αυτών των αβασάνιστων εκτιμήσεων συνοδευόταν συχνά από το παπαγάλισμα αποσπασμάτων από την ανάλυση που είχε κάνει ο Λένιν το 1916, λες και δεν είχαν συμβεί τόσες αλλαγές από τότε που γράφτηκε. Η επιμονή του Λένιν ότι οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις οδηγούνταν στο μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου με τη μορφή των αποικιών, με μεγάλη δυσκολία θα μπορούσε να ταιριάξει σε μια κατάσταση όπου οι αποικίες είχαν γίνει ανεξάρτητα κράτη. Η απάντηση των περισσότερων στην αριστερά ήταν να επαναδιατυπώσουν σιωπηλά τον ορισμό του ιμπεριαλισμού, ώστε να σημαίνει απλά την εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου από τις καπιταλιστικές τάξεις της Δύσης. Όμως, έτσι εγκατέλειπαν την τάση προς τον πόλεμο ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που κατείχε τόσο σημαντική θέση στη θεωρία του Λένιν, για χάρη, στην πραγματικότητα, μιας εκδοχής της θεωρίας του υπεριμπεριαλισμού του Κάουτσκι. Την ίδια στιγμή απλά αντικαθιστούσαν τη λέξη αποικίες με τους όρους «νεο-αποικίες» και «μισοαποικίες». Κι ο Λένιν είχε γράψει για «μισο-αποικίες». Για εκείνον, αυτός ο όρος αφορούσε χώρες όπως η Κίνα στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η «ανεξαρτησία» αποτελούσε απλά ένα κάλυμμα για την πολιτική υποταγή σε ξένες στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες είχαν επιβάλει ένα καθεστώς κατοχής σε περιοχές της χώρας. Όταν η αποικιοκρατία έφτανε στο τέλος της στις δεκαετίες του '50 και του '60, υπήρχαν ακόμα μέρη στον κόσμο που θύμιζαν αυτή την κατάσταση. Σε πολλές περιπτώσεις οι αποχωρούσες αποικιακές διοικήσεις κατόρθωναν να εξασφαλίσουν ότι η εξουσία θα περνούσε στα δικά τους δημιουργήΚαπιταλισμός Ζόμπι
245
ματο, με μια απίστευτα μεγάλη συνέχεια στο προσωπικό του κράτους, ιδιαίτερα όσον αφορούσε τη στελέχωση των ενόπλων δυνάμεων. Κατ' αυτό τον τρόπο, για παράδειγμα, η Γαλλία είχε παραχωρήσει «ανεξαρτησία» σε μεγάλα τμήματα της Κεντρικής και Δυτικής Αφρικής, παραχωρώντας την εξουσία σε καθεστώτα οι επικεφαλής των οποίων είχαν βρεθεί στη δούλεψη γαλλικών εταιρειών, συνέχιζαν να χρησιμοποιούν το γαλλικό νόμισμα και από καιρό σε καιρό να προσκαλούν γαλλικά στρατεύματα για να επιβάλουν την «τάξη». Όμως, σε κάποιες από τις πιο σημαντικές περιπτώσεις, ανεξαρτησία σήμαινε πράγματι ανεξαρτησία. Οι κυβερνήσεις τους δεν κατέλαβαν απλά τις θέσεις τους στον ΟΗΕ και ίδρυσαν πρεσβείες σε άλλες πρωτεύουσες. Παρενέβησαν στην οικονομία, εθνικοποίησαν αποικιακές επιχειρήσεις, υλοποίησαν αγροτικές μεταρρυθμίσεις, και αποδύθηκαν σε προγράμματα εκβιομηχάνισης εμπνευσμένα από τα κηρύγματα των θεωρητικών της ανάπτυξης ή κατευθείαν από τη Ρωσία του Στάλιν. Αυτό έγινε με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας ή αποτυχίας στην Ινδία, την Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ, την Αλγερία, την Ινδονησία, τη Γκάνα, την Ισημερινή Γουινέα, την Αγκόλα και τη Νότια Κορέα, αλλά και σε πιο ριζοσπαστικά καθεστώτα, της Κίνας, της Κούβας, του Βιετνάμ. Με τον καιρό τον ίδιο δρόμο άρχισαν να παίρνουν και κάποια από τα «υποτακτικά» καθεστώτα των πρώην αποικιών. Αυτό ίσχυε, για παράδειγμα, για το καθεστώς της Μαλαισίας,57 για το καθεστώς του Σάχη στο Ιράν στις δεκαετίες του '60 και του '70, και για το καθεστώς της Ταϊβάν. Ακόμα κι ο δικτάτορας Μομπούτου (Mobutu) που ήρθε στην εξουσία στο Κονγκό-Ζαΐρ το 1965 με τη βοήθεια της CIA, τρία χρόνια αργότερα εθνικοποίησε την πανίσχυρη εταιρεία ορυχείων Union Miniere de Haut Katanga μαζί με το 70% των εσόδων από τις εξαγωγές. Το να αποκαλούνται «νεο-αποικιακά», καθεστώτα όπως του Νάσερ στην Αίγυπτο ή του Νεχρού στην Ινδία, ήταν σκέτη παρωδία, και το ίδιο ίσχυε και για τα «λαϊκίστικα» καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής ή τις κυβερνήσεις του κόμματος Φιάνα Φέιλ στην Ιρλανδία. Στην κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις έγιναν προσπάθειες για τη συγκρότηση όχι απλά ανεξάρτητων πολιτικών οντοτήτων, αλλά και ανεξάρτητων κέντρων συσσώρευσης κεφαλαίου. Αυτές οι χώρες λειτουργούσαν σε ένα παγκόσμιο σύστημα στο οποίο κυριαρχούσαν οι κατά πολύ ισχυρότεροι 246
Κρις Χάρμαν
αναπτυγμένοι καπιταλισμοί, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν απλά υποχείριά τους. Μια νέα «αναπτυξιακή» ορθοδοξία πρότεινε τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι χώρες θα μπορούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα που τις χώριζε από τα αναπτυγμένα βιομηχανικά έθνη. Θεωρούσε ότι αυτός ο σκοπός δεν μπορούσε να επιτευχθεί με τα μέσα της καπιταλιστικής αγοράς. Όπως θα εξηγούσε αργότερα το επιτελείο της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφορικά με το «κυρίαρχο υπόδειγμα της εποχής»: Επικρατούσε η άποψη ότι στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης οι αγορές δεν ήταν αξιόπιστες κι ότι το κράτος έπρεπε να είναι σε θέση να κατευθύνει την αναπτυξιακή διαδικασία... Η επιτυχία του κρατικού σχεδιασμού στην εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης (γιατί αυτή ήταν η επικρατούσα πεποίθηση) επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τους διαμορφωτές της πολιτικής. Οι κυριότεροι αναπτυξιακοί θεσμοί (ανάμεσά τους και η Παγκόσμια Τράπεζα) υποστήριζαν αυτές τις απόψεις με διάφορους βαθμούς ενθουσιασμού.58 Όπως ο κεϊνσιανισμός κυριαρχούσε στην αστική οικονομική επιστήμη των αναπτυγμένων οικονομιών της εποχής, το ίδιο ηγεμονικές ήταν στον Τρίτο Κόσμο κρατικίστικες θεωρίες που είχαν στο κέντρο τους την «υποκατάσταση των εισαγωγών». Ο κύριος υποστηρικτής αυτών των θεωριών στη δεκαετία του '40 και του '50 ήταν η Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τη Λατινική Αμερική με επικεφαλής τον Αργεντινό οικονομολόγο Ραούλ Πρέμπις (Raul Prebisch). Η Επιτροπή υποστήριζε ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί η ανάπτυξη ήταν το μπλοκάρισμα των εισαγωγών από το κράτος ώστε να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη νέων εγχώριων βιομηχανιών,5® γιατί σε διαφορετική περίπτωση η «εξάρτηση» από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες θα εμπόδιζε την εκβιομηχάνιση.60 Στην αριστερά παγκοσμίως στη δεκαετία του '60 κυριαρχούσαν περισσότερο ριζοσπαστικές εκδοχές αυτής της «θεωρίας της εξάρτησης». Τα κείμενα του Πολ Μπάραν, ιδιαίτερα η Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης (Political Economy of Growth) και του Αντρέ Γκίντερ Φρανκ (Andre Gunther Frank) (ο οποίος μιλούσε για την «ανάπτυξη της υπανάπτυξης») 61 κυριάρχησαν στη μαρξιστική σκέψη επί του ζητήματος (παρόλο που ο Γκίντερ Φρανκ δεν θεωρούσε τον εαυτό του μαρξιστή).62 Καπιταλισμός Ζόμπι
247
Ο Μπάραν έγραψε ότι: Η καπιταλιστική τάξη πραγμάτων σε αυτές τις χώρες αντί να λειτουργεί ως μηχανή οικονομικής ανάπτυξης, τεχνολογικής προόδου και κοινωνικής αλλαγής, αντιπροσωπεύει ένα πλαίσιο για οικονομική στασιμότητα, αρχαϊκή τεχνολογία και κοινωνική καθυστέρηση.63 Και πρόσθετε: Η εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής σχεδιασμένης οικονομίας αποτελεί την ουσιαστική, στην πραγματικότητα την αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη της οικονομικής και κοινωνικής προόδου στις υπανάπτυκτες χώρες.64 Ο Γκίντερ Φρανκ ήταν επίσης ανένδοτος: Καμιά χώρα που έχει προσδεθεί στη μητρόπολη ως δορυφόρος μέσω της ένταξης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα δεν θα κατορθώσει να φτάσει στο επίπεδο των αναπτυγμένων χωρών παρά μόνο αν εν τέλει εγκαταλείψει το καπιταλιστικό σύστημα.65 «Σοσιαλισμός» για τον Μπάραν και «ρήξη με τον καπιταλισμό» για τον Γκίντερ Φρανκ, σήμαιναν την εφαρμογή του μοντέλου της σταλινικής Ρωσίας.66 Όμως, η θεωρία της «εξάρτησης», είτε στην ορθόδοξη είτε στη ριζοσπαστική εκδοχή της, στηριζόταν σε πολύ αδύναμα επιχειρήματα. Υπέθετε ότι οι καπιταλιστές από τις προηγμένες χώρες που επένδυαν στον Τρίτο Κόσμο θα επέλεγαν σκόπιμα να μην ενισχύσουν τη βιομηχανία ακόμα και αν αυτό ήταν κερδοφόρο. Τα στοιχεία δεν επιβεβαίωναν αυτό τον ισχυρισμό. Πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η ξένη χρηματοδότηση είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη βιομηχανική ανάπτυξη της Τσαρικής Ρωσίας, της Αργεντινής και των βρετανικών κτήσεων. Ούτε ίσχυε η εκτίμηση ότι οι δυτικές δυνάμεις πάντοτε χρησιμοποιούσαν την ισχύ τους για να αποτρέψουν την εκβιομηχάνιση. Κάποιες φορές το έκαναν, κάποιες φορές όχι. Τέλος, η άρχουσα τάξη μιας χώρας η οποία εξαρτάται από μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες για το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου και των επενδύσεών της, δεν χάνει ολοκληρωτικά τη δυνατότητά της να χαράξει ένα ανεξάρτητο μονοπάτι συσσώρευσης 248
Κρις Χάρμαν
κεφαλαίου. Για παράδειγμα, οι ευρωπαϊκές οικονομίες εδώ και πολύ καιρό εξαρτώνται από τις εξελίξεις στην οικονομία των ΗΠΑ, χωρίς οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις να έχουν μετατραπεί σε απλές αμερικάνικες μαριονέτες. Τόσο διάχυτη ήταν η άποψη ότι «καπιταλισμός σημαίνει υπανάπτυξη», ώστε πολύς κόσμος την ανακάλυπτε εκ των υστέρων στα κείμενα των κλασικών του μαρξισμού. Ο Μπάραν παρέθετε αποσπάσματα από τον Λένιν για να στηρίξει τη θέση του, ενώ ακόμα και ένας τόσο διορατικός αναλυτής όπως ο Νάιτζελ Χάρις (Nigel Harris) μπορούσε να αποδώσει «στους μπολσεβίκους του 1917» τέτοιες απόψεις.67 Στην πραγματικότητα, τα κείμενα του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό παρουσίαζαν μια εντελώς διαφορετική άποψη, όπως και τα κείμενα του Λέον Τρότσκι στο τέλος της δεκαετίας του '20. Ο Λένιν είχε γράψει ότι η εξαγωγή κεφαλαίου «επιταχύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες τις οποίες εξάγεται»,68 ενώ ο Τρότσκι είχε γράψει ότι ο καπιταλισμός «εξισώνει την πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη των πιο προηγμένων και των πιο καθυστερημένων χωρών» 69 έστω κι αν σε αυτή τη διαδικασία «αναπτύσσει κάποια τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας ενώ παρεμποδίζει και πισωγυρίζει κάποια άλλα». 70 Εκείνο που κατόρθωσε το κυρίαρχο ρεύμα της θεωρίας της εξάρτησης για μια συγκεκριμένη περίοδο, ήταν να προσφέρει την ιδεολογική δικαιολόγηση για τις μεθόδους που επέτρεψαν στους κυβερνήτες πολιτικά ανεξάρτητων κρατών να επιτύχουν θεαματικά επίπεδα συσσώρευσης, έστω και για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Ο ρυθμός ανάπτυξης της Αργεντινής στις δεκαετίες του '50 και του '60 ήταν συγκρίσιμος με της Ιταλίας71 και στις αρχές της δεκαετίας του '70 το 1/3 του εργατικού δυναμικού απασχολούταν στη βιομηχανία με μόνο 13% στη γη. 72 Ο ρυθμός ανάπτυξης 9% που έφτασε η Βραζιλία ήταν ένας από τους υψηλότερους στον κόσμο73 και στη δεκαετία του '80 το περιοδικό Economist μπορούσε να αναφέρεται στο Σάο Πάολο ως ένα «Ντιτρόιτ εν τη γενέσει». 74 Η Νότια Κορέα γνώρισε ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης που έφταναν το 9% ετησίως όταν ένας στρατηγός, ο Παρκ Τσουνγκ Χι (Park Chung Hee), κατέλαβε την εξουσία το 1961 και υποχρέωσε τις μεγάλες επιχειρήσεις (τις chaebol) να λειτουργήσουν με βάση το πλαίσιο που κατάρτιζε το κράτος ώστε να προχωρήσει η κρατικο-καπιταλιστική Καπιταλισμός Ζόμπι
249
εκβιομηχάνιση. Η Κίνα, η οποία ήταν η χώρα που έφτασε πιο κοντά από οποιαδήποτε άλλη στο ρώσικο μοντέλο που υιοθετούσαν οι ριζοσπαστικοί θεωρητικοί της εξάρτησης, δεν ξεπέρασε τους παραπάνω ρυθμούς ανάπτυξης μόλις ολοκλήρωσε το πρώτο σύντομο στάδιο της οικονομικής ανάκαμψης μετά από είκοσι χρόνια εμφυλίου πολέμου και γιαπωνέζικης εισβολής. Η επιβολή οικονομικών πλάνων που έκτρεπαν πόρους προς τη βαριά βιομηχανία - χαλυβουργία, τσιμέντο, ηλεκτρισμός - σε μια πολύ φτωχή, σε συντριπτικό βαθμό αγροτική χώρα, όπως ήταν η Κίνα στις αρχές της δεκαετίας του '50, οδηγούσε στη συμπίεση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Ό,τι είχαν κερδίσει οι αγρότες από την αγροτική μεταρρύθμιση την προηγούμενη δεκαετία το έχαναν τώρα από την αυστηρά επιβαλλόμενη φορολογία στο προϊόν τους. Κατόπιν ήρθε η σειρά της ολοκληρωτικά καταστροφικής απόπειρας κολεκτιβοποίησης, με τις λεγόμενες Λαϊκές Κομμούνες, με σκοπό να πραγματοποιηθεί το «Μεγάλο Αλμα προς τα Εμπρός» στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Το άλμα έφερε μείωση της αγροτικής παραγωγής, οδήγησε μεγάλα τμήματα της χώρας σε κατάσταση λιμού, και τελικά εγκαταλείφθηκε αναγκαστικά. Ένα μεγάλο τμήμα των νέων βιομηχανιών αποδείχτηκε κάθε άλλο παρά αποτελεσματικό. Η μεγέθυνση της βαριάς βιομηχανίας πέρα από κάθε αναλογία με την υπόλοιπη οικονομία, προκάλεσε έντονες ελλείψεις εφοδίων απαραίτητων για τη συνέχιση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων και την παραγωγή αγαθών που δεν υπήρχε η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν άμεσα. Σημειώνονταν εντονότατες μεταπτώσεις από περιόδους βιομηχανικής ανάπτυξης σε περιόδους ουσιαστικά στασιμότητας και πολλές από τις μεγαλεπήβολες, νέες γιγάντιες εγκαταστάσεις λειτουργούσαν σε ένα μικρό ποσοστό της παραγωγικής τους ικανότητας. Συνήθως, ανάπτυξη σημειωνόταν και σε χώρες οι οποίες δεν ήταν τόσο πετυχημένες όσο η Βραζιλία και η Κορέα. Ανάμεσα στο 1950 και το 1981 η μεταποιητική παραγωγή της Ινδίας αυξανόταν με ρυθμό 5,3% ετησίως και η αγροτική παραγωγή κατά 2,3%, έστω κι αν υπήρχε μια διαρκής απογοήτευση για την αδυναμία της οικονομίας να ξεπεράσει ένα ρυθμό ανάπτυξης του 4%. Η υποσαχάρια Αφρική είχε «στις αρχές της δεκαετίας του '60 ρυθμούς ανάπτυξης κατά κεφαλήν περίπου 2%», 250
Κρις Χάρμαν
που «στο τέλος της δεκαετίας είχαν φτάσει το 5%».75 Η οικονομία της Αιγύπτου, όπου ο Νάσερ είχε εθνικοποιήσει σχεδόν όλη τη βιομηχανία, είχε ρυθμούς ανάπτυξης 6% ετησίως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '60. Αποτελέσματα αυτής της κλίμακας στο επίπεδο των ρυθμών ανάπτυξης ήταν αρκετά για να πείσουν ένα «ρεβιζιονιστή» μαρξιστή, τον Μπιλ Γουόρεν (Bill Warren), να βγάλει στις αρχές της δεκαετίας του '70 το συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο τμήμα της αριστεράς έκανε λάθος εκτιμήσεις & αυτό το ζήτημα. Χώρες του Τρίτου Κόσμου θα μπορούσαν να φτάσουν στο επίπεδο της Δύσης δίχως να έρθουν απαραίτητα σε ρήξη με τον καπιταλισμό: Οι προοπτικές για μια επιτυχημένη οικονομική ανάπτυξη (με την έννοια της εκβιομηχάνισης) ενός σημαντικού αριθμού των βασικότερων υπανάπτυκτων χωρών είναι πολύ καλές... Έχει ήδη επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στον τομέα της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης... Τα όποια εμπόδια που συνεχίζουν να υφίστανται δεν έχουν ως αιτία τη σχέση ιμπεριαλισμού-Τρίτου Κόσμου, αλλά πηγάζουν από τις αντιθέσεις στο εσωτερικό του ίδιου του Τρίτου Κόσμου... Οι πολιτικές των ιμπεριαλιστικών χωρών και η συνολική τους επίδραση στον Τρίτο Κόσμο, στην πραγματικότητα ωφελεί την εκβιομηχάνιση...76 Ο Γουόρεν παρέθετε στοιχεία που αποδείκνυαν την πραγματική κατά κεφαλήν οικονομική ανάπτυξη που πραγματοποιούνταν σε κείνες τις χώρες. Όταν ασκούσε κριτική στη ριζοσπαστική εκδοχή της θεωρίας της εξάρτησης, ο Γουόρεν βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση. Το ίδιο ίσχυε και με τη θέση του ότι αν η αριστερά θεωρούσε ως κύρια προτεραιότητά της την υποστήριξη, ως «αντιμπεριαλιστικών», καθεστώτων που προωθούσαν την εκβιομηχάνιση, τότε θα «κατέληγε να υποστηρίζει αστικά καθεστώτα τα οποία, όπως στο Περού και την Αίγυπτο, εκμεταλλεύονται τους εργάτες και τους αγρότες χρησιμοποιώντας παράλληλα αντιμπεριαλιστική ρητορεία».77 Όμως, εκείνο που έλειπε από την ανάλυσή του ήταν μια πραγματική ερμηνεία για τις τεράστιες ανισότητες ανάμεσα στις τριτοκοσμικές χώρες, ακόμα και αν τα ίδια του τα στοιχεία έδειχναν ότι η ετήσια κατά κεφαλήν ανάπτυξη στις δυο πιο πολυάνθρωπες χώρες, την Ινδία και την Ινδονησία, βρισκόταν μόλις στο 1,2% και 1% αντίστοιχα (σε σύγκριση με Καπιταλισμός Ζόμπι
251
το 6,8% για τη Νότια Κορέα, 4,9% για την Ταϊλάνδη και 7,1% για τη Ζάμπια). Μια άλλη παράμετρος που δεν μπόρεσε να διακρίνει ο Γουόρεν ήταν ότι η ταχεία καπιταλιστική ανάπτυξη δεν ήταν αναγκαστικά μια ομοιόμορφη διαδικασία που κυλούσε χωρίς διακοπές στο χρόνο: Οι ιδιωτικές επενδύσεις στον Τρίτο Κόσμο δημιουργούν όλο και περισσότερο τις συνθήκες για την εξαφάνιση του ιμπεριαλισμού ως συστήματος οικονομικής ανισότητας ανάμεσα σε έθνη του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και... από άποψη αρχής, δεν υπάρχουν όρια σ' αυτή τη διαδικασία.78 Βασισμένος στην παραπάνω εκτίμηση έκανε μια πρόβλεψη που σύντομα θα έμπαινε σε δοκιμασία και θα αποδεικνυόταν δραματικά λανθασμένη: Όσο για τις μελλοντικές προοπτικές, η άποψη της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι ότι η πλειοψηφία [αυτών, στμ] των χωρών θα παραμείνουν στη δεκαετία του '70, όπως και στη δεκαετία του '60, απαλλαγμένες από προβλήματα εξυπηρέτησης του χρέους... Τα πρώτα τρία χρόνια της δεκαετίας του '70 αποτελούν μια ισχυρή ένδειξη ότι έτσι θα είναι.79 Ο Γουόρεν είχε πάρει τη χοντροκομμένη υπόθεση που είχαν κάνει ο Μπάραν κι ο Γκίντερ Φρανκ για το αδύνατο της ανάπτυξης και απλά την είχε γυρίσει ανάποδα. Απουσίαζε η οποιαδήποτε αίσθηση για το χαοτικό, απρόβλεπτο χαρακτήρα της οικονομικής ανάπτυξης για τα πιο αδύναμα τμήματα του παγκόσμιου συστήματος, ένα χαρακτήρα στον οποίο επέμενε ο Τρότσκι όταν παραδεχόταν ότι ο καπιταλισμός δεν συνεπάγεται πάντοτε τη στασιμότητα: Έλκοντας χώρες οικονομικά πιο κοντά τη μια στην άλλη και ισοπεδώνοντας τα στάδια ανάπτυξης, ο καπιταλισμός λειτουργεί με τις δικές του μεθόδους, δηλαδή με άναρχες μεθόδους που διαρκώς υπονομεύουν το ίδιο του το έργο, στρέφουν τη μια χώρα ενάντια στην άλλη, τον ένα κλάδο της βιομηχανίας ενάντια στον άλλο, αναπτύσσει κάποια τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας ενώ ταυτόχρονα παρεμποδίζει και πισωγυρίζει κάποια άλλα... Ο ιμπεριαλισμός επιτυγχάνει αυτό το «στόχο» με τέτοιες ανταγωνιστικές μεθόδους, απότομα άλματα και επιδρομές στις καθυστερημένες χώρες και περιοχές έτσι ώστε, την ενοποίηση και την εξίσωση της παγκόσμιας οικονομίας που επιφέρει, να την ανα252
Κρις Χάρμαν
στατώνει ακόμα πιο βίαια και σπασμωδικά απ' ό,τι την προηγούμενη εποχή. 8 0
Επρόκειτο για μια αλήθεια που στις τέσσερις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν θα επηρέαζε τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Στον Παγκόσμιο Νότο, όπως και στη Δύση, την Ιαπωνία και το Ανατολικό μπλοκ, εκδοχές αυτού που ο Λένιν κι ο Μπουχάριν είχαν αποκαλέσει «κρατικό καπιταλισμό» έκαναν δυνατή μια μακρά περίοδο οικονομικής ανάπτυξης. Όμως, όσοι υπολόγιζαν με βάση αυτή την εικόνα, σε ένα μέλλον ομαλό, απαλλαγμένο από κρίσεις, θα διαψεύδονταν σύντομα.
Καπιταλισμός Ζόμπι
253
Κεφάλαιο Όγδοο
Το τέλος της χρυσής εποχής
Η κρίση του κεϊνσιανισμού «Το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών έχει επιλύσει το ζήτημα που αφορά μια από τις πρώτες του δουλειές, συγκεκριμένα τους επιχειρηματικούς κύκλους». Αυτό είπε το 1970 ο Πολ Σάμιουελσον (Paul Samuelson). Τρία χρόνια μετά η κρίση, που υποτίθεται ήταν πλέον αδύνατον να συμβεί, ξέσπασε σε όλο τον κόσμο ή τουλάχιστο στις αναπτυγμένες χώρες και σε ένα μεγάλο τμήμα του Τρίτου Κόσμου. Η «χρυσή εποχή» είχε φτάσει σε ένα απότομο τέλος. Η αντίδραση των κυβερνήσεων παντού ήταν να προσπαθήσουν να συνεχίσουν τη «χρυσή εποχή», επιστρατεύοντας τις κεϊνσιανές μεθόδους τις οποίες είχαν φτάσει να θεωρούν αλάνθαστες. Τα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών, φαινόμενο σπάνιο στις προηγούμενες δεκαετίες, έγιναν ο κανόνας. Απέτυχαν όμως να αποκαταστήσουν την υγεία του συστήματος. Όχι μόνο είχαμε την εμφάνιση για πρώτη φορά αρνητικών ρυθμών ανάπτυξης - πραγματική ύφεση, σε αντίθεση με τις «αναπτυξιακές υφέσεις» όπως αποκαλούνταν μερικές φορές - και κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των ανέργων, αλλά όλα αυτά συνοδεύονταν και από καλπάζοντα πληθωρισμό, που σε χώρες όπως η Βρετανία έφτανε και το 25%. Έγιναν προσπάθειες να αποδοθεί το ξέσπασμα της κρίσης στην απότομη και μεγάλη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, εξαιτίας του σύντομου αραβοϊσραηλινού πολέμου του «Γιοκ Κιπούρ» τον Οκτώβρη του 1973 και στο εμπάργκο που επέβαλε κατόπιν η Σαουδική Αραβία στις εξαγωγές πετρελαίου στη Δύση. Όμως, το εμπάργκο είχε ως συνέΚαπιταλισμός Ζόμπι
255
πεια τη μείωση του εθνικού εισοδήματος των αναπτυγμένων χωρών μόλις κατά 1% και το μεγαλύτερο τμήμα του χρήματος που κατέληξε στα χέρια των πετρελαιοπαραγωγών χωρών ανακυκλώθηκε μέσω του διεθνούς τραπεζικού συστήματος και επέστρεψε στις αναπτυγμένες χώρες. Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου από μόνη της δεν θα μπορούσε να έχει τόσο μεγάλες επιπτώσεις στο παγκόσμιο σύστημα, επιπτώσεις τις οποίες οι κεϊνσιανές μέθοδοι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν, σύμφωνα με την επικρατούσα οικονομική λογική. Πολύ περισσότερο, οι αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου δεν ήταν ξεκομμένες από άλλες εξελίξεις. Ήδη, τρία χρόνια πριν, όλες οι μεγάλες οικονομίες είχαν πληγεί ταυτόχρονα από μια «αναπτυξιακή ύφεση», κάτι που είχε να συμβεί σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια, την οποία διαδέχτηκε μια απότομη οικονομική ανάκαμψη και επιταχυνόμενος πληθωρισμός, ενώ ακόμα δεν είχε υπάρξει αύξηση των τιμών του πετρελαίου.1 Εν συντομία, η ύφεση που ξεκίνησε στο τέλος του 1973 ήταν η κορύφωση ενός οικονομικού κύκλου, που υποτίθεται ότι οι κεϊνσιανής λογικής κρατικές παρεμβάσεις είχαν εξασφαλίσει ότι στο εξής θα υπήρχε μόνο στα βιβλία της ιστορίας. Οι κεϊνσιανοί του κυρίαρχου ρεύματος τα είχαν χαμένα. Ανακάλυπταν ότι η θεωρία τους δεν έκανε τίποτα από όσα ισχυρίζονταν ότι μπορούσε να κάνει. Όπως το έθεσε αργότερα ένας κεϊνσιανός, ο Φράνσις Κριπς (Francis Cripps) του Cambridge Economic Policy Review, έξαφνα συνειδητοποίησαν ότι: Κανείς δεν καταλαβαίνει πώς ακριβώς λειτουργεί η σύγχρονη οικονομία. Κανείς δεν γνωρίζει στην πραγματικότητα γιατί ο μεταπολεμικός κόσμος γνώρισε τόσο μεγάλη οικονομική ανάπτυξη... και με ποιον τρόπο αλληλοσυμπληρώνονταν οι διάφοροι μηχανισμοί.2 Πολλοί κεϊνσιανοί εγκατέλειψαν τις παλιές τους ιδέες σε μια νύχτα και υιοθέτησαν τις «μονεταριστικές» θεωρίες που προπαγάνδιζαν ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman) και η Σχολή των οικονομολόγων του Σικάγο. Αυτοί υποστήριζαν ότι οι απόπειρες των κυβερνήσεων να ελέγχουν την οικονομική συμπεριφορά ήταν λάθος. Υποστήριζαν ότι στην οικονομία υπήρχε ένα «φυσικό, μη-πληθωριστικό» ποσοστό ανεργίας και κάθε προσπάθεια των κυβερνήσεων να το μειώσουν χρησιμοποιώντας δημόσια κονδύλια, ήταν προορισμένη να αποτύχει και να οδηγήσει 256
Κρις Χάρμαν
σε πληθωρισμό. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνουν τα κράτη, επέμεναν, ήταν να ελέγχουν την παροχή χρήματος, έτσι ώστε να αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνεται η «πραγματική οικονομία» και να κάνουν ό,τι χρειαστεί για να διαλύσουν τα «αφύσικα μονοπώλια» των εργατικών συνδικάτων ή των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να διατηρούν στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο τα επιδόματα ανεργίας ώστε να «πείθονται» οι εργάτες να δέχονται θέσεις εργασίας με χαμηλότερους μισθούς. Επί τριάντα χρόνια, η απάντηση των απολογητών του καπιταλισμού σε όσους του ασκούσαν κριτική, ήταν ότι η κρατική παρέμβαση μπορούσε να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος. Από κείνο το σημείο και μετά, άρχισαν να υποστηρίζουν ότι αυτό θα επιτυγχάνονταν μόνο με την απόσυρση της κρατικής παρέμβασης. Η «διαφωνούσα» ριζοσπάστρια κεϊνσιανή Τζόαν Ρόμπινσον συνόψισε ως εξής τη μετατόπιση του κυρίαρχου ρεύματος: Οι εκπρόσωποι του καπιταλισμού έλεγαν: Σόρι παιδιά, κάναμε ένα λαθάκι, δεν προσφέραμε πλήρη απασχόληση, μόνο το φυσικό ποσοστό ανεργίας. Φυσικά, υποστήριζαν ότι αρκούσε ένα μικρό ποσοστό ανεργίας για να παραμείνουν σταθερές οι τιμές. Όμως, πλέον γνωρίζουμε ότι ακόμα και ένα μεγάλο ποσοστό δεν αρκεί για να επιτύχει κάτι τέτοιο.3 Το παραπάνω επί της ουσίας το ομολόγησε και ο Τζέιμς Κάλαχαν (James Callaghan), ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης των Εργατικών, στο συνέδριο του κόμματός του το 1976: Νομίζαμε ότι για να βγεις από την κρίση έφτανε να κάνεις μεγάλες δαπάνες, μειώνοντας τους φόρους και αυξάνοντας το δανεισμό του δημοσίου. Σας λέω με κάθε ειλικρίνεια ότι αυτή η εναλλακτική λύση δεν είναι πλέον εφικτή και, αν κάποτε ήταν, λειτουργούσε προκαλώντας πληθωρισμό στην οικονομία. Και κάθε φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο το μέσο ποσοστό ανεργίας αυξανόταν. Το ίδιο επισήμανε είκοσι χρόνια μετά ο Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown), πριν γίνει πρωθυπουργός. Στις μέρες μας, χώρες που αποπειρώνται να λειτουργήσουν σε εθνικά πλαίσια, εφαρμόζοντας μακρο-οικονομικές πολιτικές φορολόγησης, δαπανών και δανεισμού με σκοπό να τονώσουν τη Καπιταλισμός Ζόμπι
257
ζήτηση και παραβλέπουν τις δυνατότητες της προσφοράς στην οικονομία, είναι π ρ ο ο ρ ι σ μ έ ν ε ς να υποστούν τ η ν τιμωρία των αγορών με τ η μορφή ασφυκτικά υψηλών επιτοκίων και συναλλαγματικής κατάρρευσης. 4
Πολιτικοί και ακαδημαϊκοί που είχαν ανατραφεί με τον κεϊνσιανισμό, αποδέχονταν τις ίδιες παραμέτρους με τους παλιούς αντιπάλους τους για τον καθορισμό της οικονομικής πολιτικής. Αποφάσιζαν ότι δεν υπήρχε καμιά εναλλακτική λύση απέναντι στα υψηλά ποσοστά ανεργίας, στις περικοπές του κράτους πρόνοιας, στην επιβολή «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων ώστε οι εργάτες να γίνουν περισσότερο «ανταγωνιστικοί» και σε νόμους που περιόριζαν τη «δύναμη των εργατικών συνδικάτων». Οι κεϊνσιανοί που δεν αποκήρυσσαν τις παλιές τους απόψεις, ωθούνταν στο περιθώριο του κατεστημένου της οικονομικής επιστήμης. Το 2007 μια μελέτη έδειχνε ότι το «72% των φοιτητών που σπουδάζουν την οικονομική επιστήμη» το κάνουν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα στα οποία δεν υπάρχει ούτε ένας «ετερόδοξος οικονομολόγος» που θα αμφισβητούσε τις «νεοκλασικές και νεοφιλελεύθερες υποθέσεις».5 Όμως, αυτή η βιαστική μεταστροφή των υποστηρικτών του συστήματος προς το μονεταρισμό, δεν στάθηκε ικανή να αντιμετωπίσει την κρίση καλύτερα απ' ό,τι ο κεϊνσιανισμός. Στο κάτω-κάτω, ο μονεταρισμός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια αναβίωση της νεοκλασικής σχολής που κυριαρχούσε στην οικονομική επιστήμη μέχρι τη δεκαετία του 1930. Ήταν το ίδιο ανήμπορος να ερμηνεύσει την ύφεση των δεκαετιών του '70 και του '80 απ' όσο στάθηκε ικανός να το κάνει με την κρίση στο μεσοπόλεμο, πολύ περισσότερο να την αντιμετωπίσει. Στη Βρετανία, τον προϋπολογισμό του μονεταριστή Χάου (Howe) το 1979, τον ακολούθησε ένας διπλάσιος πληθωρισμός6 και διπλάσια ανεργία, ενώ η βιομηχανική παραγωγή το 1984 ήταν κατά 15% κάτω από το επίπεδο που είχε βρεθεί 11 χρόνια πριν.7 Τα μονεταριστικά μέτρα δεν κατόρθωσαν καν να θέσουν υπό έλεγχο την προσφορά χρήματος. Το 1982, αντί του επιδιωκόμενου 6% με 10%, αυξήθηκε, στην ευρύτερη εκδοχή της (εκείνη που οι οικονομολόγοι ονομάζουν Μ3) κατά 14,5%.8 Τα μόνα αποτελέσματα που είχε αυτή η πολιτική, ήταν να καταστρέψει ένα μεγάλο τμήμα της ντόπιας βιομηχανίας, να οξύνει την κρίση των αρχών της δεκαετίας του '80 και να στρώσει το δρόμο για μια άλλη κρίση το 1990. 258
Κρις Χάρμαν
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 κάποιοι οικονομολόγοι που είχαν λιποτακτήσει από τον κεϊνσιανισμό για να προσχωρήσουν στο μονεταρισμό, έμοιαζαν να απομακρύνονται κι απ' αυτόν. Ο Σάμιουελ Μπρίταν (Samuel Brittan), ο αρθρογράφος των Financial Times που είχε συμβάλει πολύ στην εκλαΐκευση των μονεταριστικών ιδεών στη Βρετανία, το 1982 ασκούσε κριτική σε πολλές μονεταριστικές πολιτικές και αυτοαποκαλούνταν «κεϊνσιανός νέου τύπου». Οι οικονομικοί σύμβουλοι του Ρέιγκαν (Reagan) στις ΗΠΑ, εφόσον απέτυχαν να σταματήσουν μια σκληρή οικονομική ύφεση χρησιμοποιώντας μονεταριστικές πολιτικές, έβαλαν το μονεταρισμό σιωπηλά στο ντουλάπι® και εγκατέλειψαν μια από τις βασικές του αρχές: τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Όμως, το κυρίαρχο ρεύμα στην οικονομική θεωρία στο μεγαλύτερο μέρος του κινήθηκε σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Μια «νέα κλασική» σχολή άρχιζε να κερδίζει επιρροή, ισχυριζόμενη - στα χνάρια όσων υποστήριζε ο Χάγιεκ τη δεκαετία του '30 - ότι το πρόβλημα με το μονεταρισμό ήταν ότι είχε επιτρέψει ένα ρόλο στο κράτος, συγκεκριμένα την παρέμβαση στις αγορές χρήματος. Οι υπέρμαχοι αυτής της σχολής υποστήριζαν ότι ο Φρίντμαν είχε πέσει στην ίδια παγίδα με τον Κέινς, επειδή ωθούσε τις κυβερνήσεις σε κινήσεις που μετατόπιζαν την προσφορά χρήματος. Τπό μία έννοια και ο Φρίντμαν ήταν «κεϊνσιανός». 10 Παρεμβάσεις αυτού του τύπου, συνέχιζαν, δεν μπορούσαν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων με τον επιθυμητό τρόπο, μιας και οι «ορθολογικές προσδοκίες» των επιχειρηματιών θα τους ωθούσαν πάντοτε να απορρίπτουν εκ των προτέρων κάθε κυβερνητική παρέμβαση. Η χειραγώγηση της προσφοράς χρήματος, όπως με τις ελλειμματικές δημόσιες δαπάνες, εμπόδιζε τη σωστή αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης. «Οι οικονομικές ανθήσεις και οι υφέσεις», υποστήριζαν, ήταν το προϊόν «της δόλιας πολιτικής της Fed». 11 Το γεγονός ότι οι νεοκλασικοί μπορούσαν να διατηρούν τον οποιοδήποτε βαθμό πνευματικής αξιοπιστίας τη στιγμή που αρνούνταν την αστάθεια και τον ανορθολογισμό της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, σε μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από τρεις σοβαρές διεθνείς υφέσεις, αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη του πόσο είχαν ξεκοπεί από την πραγματικότητα οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι. Αυτές οι ιδέες έφτασαν στο απόγειό τους με τη μικρής διάρκειας Καπιταλισμός Ζόμπι
259
άνθηση που υπήρξε από τα μέσα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80. Έμοιαζε να επιβεβαιώνει την αισιοδοξία που έκφραζε αυτό το ρεύμα για τα οφέλη που θα απέφεραν οι απορυθμίσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις, η αναίρεση κάθε περιορισμού στην απληστία των πλουσίων. Όμως, η βαθιά ύφεση των αρχών της δεκαετίας του '90 αφαίρεσε από τις απόψεις τους ένα μέρος από το λούστρο που τις κάλυπτε. Μέσα στην κυρίαρχη οικονομική τάση, άρχισε να κερδίζει έδαφος μια διαφορετική σχολή οικονομολόγων της ελεύθερης αγοράς. Επρόκειτο για μια εκδοχή της «αυστριακής σχολής» που επηρεαζόταν από τις ιδέες του Γιόζεφ Σουμπέτερ (Joseph Schumpeter), η οποία θεωρούσε τον κύκλο άνθησης-ύφεσης ως κάτι το αναπόφευκτο και καλό. Το σύστημα, υποστήριζε αυτή η σχολή, ήταν ικανό για απρόσκοπτη ανάπτυξη, όμως μόνο στη βάση της «δημιουργικής καταστροφής», η οποία εκμηδένιζε παλιές μορφές παραγωγής για να τις αντικαταστήσει με νέες.12 Ωστόσο με τη σειρά της κι αυτή η σχολή, όπως και οι κεϊνσιανοί ή οι μονεταριστές και οι νεοκλασικοί, δεν μπορούσε να απαντήσει στο βασικό ερώτημα: γιατί γΓ άλλη μια φορά το σύστημα πληττόταν από επαναλαμβανόμενες κρίσεις και μια μακρόχρονη πτωτική τάση των μέσων ρυθμών ανάπτυξης μετά από τρεις δεκαετίες ανεπανάληπτης, απαλλαγμένης σχεδόν από κρίσεις, οικονομικής μεγέθυνσης.13 Η αποτυχία των αντι-κεϊνσιανών να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα, οδήγησε κάποιους κεϊνσιανούς - και κάποιους στην άκρα αριστερά που επηρεάζονταν από τον κεϊνσιανισμό να ρίξουν σ" αυτούς το φταίξιμο για το τέλος της «χρυσής εποχής». Δεν ήταν το σύστημα ως τέτοιο που έφταιγε για τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Αλλά, όπως επεσήμανε ο Νόντερμαν: Αν ούτε η ανάκαμψη από τη Μεγάλη Ύφεση, ούτε η μεταπολεμική ανάπτυξη μπορούν να αποδοθούν στις κεϊνσιανές πολιτικές... τότε η εγκατάλειψή τους δεν μπορεί να λειτουργήσει ως εξήγηση για τον τερματισμό της πλήρους απασχόλησης.14 Όμως, τότε, ποια είναι η εξήγηση;
Από που προήλθαν οι κρίσεις Εκείνο που απουσίαζε από τις πιο δημοφιλείς ερμηνείες που προέρχονταν 260
Κρις Χάρμαν
από το κυρίαρχο ρεύμα της οικονομικής επιστήμης σχετικά με το τέλος της «χρυσής εποχής», ήταν η οποιαδήποτε αναφορά στο τι γινόταν με το ποσοστό κέρδους. Ωστόσο, μια σειρά απόπειρες υπολογισμού του, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του '60 και τις αρχές της δεκαετίας του '80, το ποσοστό κέρδους έπεσε απότομα. Τα αποτελέσματα αυτών των μετρήσεων δεν είναι πάντοτε συμβατά μεταξύ τους, μιας και υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι υπολογισμού των επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου και παράλληλα, η πληροφόρηση που παρέχουν κυβερνήσεις και επιχειρήσεις για τα κέρδη υπόκεινται σε μεγάλες διαστρεβλώσεις." Παρ' όλα αυτά, ο Φρεντ Μόσλεϊ, ο Τόμας Μιχλ (Thomas Michl),16 ο Ανουάρ Σαΐχ και ο Ερτογκρούλ Αχμέτ Τονάκ (Ertogrul Ahmet Tonak),17 οι Ζεράρ Ντιμενίλ και Ντομινίκ Λεβί, ο Ουφάκ Τουτάν (Ufak Tutan) και ο Αλ Κάμπελ (ΑΙ Campbell),18 ο Ρόμπερτ Μπρένερ και ο'Εντουιν Ν Βολφ (Edwin Ν Wolff)," ο Πιρούζ Αλεμί (Piruz Alemi) κι ο Ντάνκαν Κ Φόλεϊ (Duncan Κ Foley),20 έχουν καταλήξει σε πολύ κοντινά συμπεράσματα. Αναδεικνύουν ένα συγκεκριμένο μοτίβο που αποτυπώνεται σε γραφικές παραστάσεις των Ντιμενίλ και Λεβί (Διάγραμμα 1) για το σύνολο του επιχειρηματικού τομέα στις ΗΠΑ και του Ρόμπερτ Μπρένερ (Διάγραμμα 2) για τη μεταποίηση σε ΗΠΑ, Γερμανία και Ιαπωνία. Ποσοστό κέρδους στις ΗΠΑ με (-) και χωρίς (--) τον υπολογισμό των χρηματοοικονομικών σχέσεων 2 ' 14 12 10 8
2 Ο-
Ι 955
Καπιταλισμός Ζόμπι
1965
1975
1985
1995 261
Καθαρό ποσοστό κέρδους στη μεταποίηση ΗΠΑ, Γερμανίας, Ιαπωνίας" 45
ΗΠΑ
40 35 30 25
20 15
10 5
0
1950
1960
1970
1980
1990
2000
Υπάρχει μια γενική συμφωνία ότι τα ποσοστά κέρδους έπεσαν από το τέλος της δεκαετίας του '60 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80. Υπάρχει επίσης συμφωνία στη διαπίστωση ότι από το 1982 και μετά σημειώθηκε μια μερική ανάκαμψή τους, με διακοπές στα τέλη της δεκαετίας του '80 και της δεκαετίας του '90, η οποία όμως ποτέ δεν κάλυψε περισσότερο από το μισό της πτώσης από την εποχή της μεγάλης οικονομικής άνθησης. Σύμφωνα με τον Βολφ, το ποσοστό κέρδους έπεσε κατά 5,4% από το 1966 μέχρι το 1979 και κατόπιν «αναπήδησε» κατά 3,6% από το 1979 μέχρι το 1997. Ο Φρεντ Μόσλεϊ υπολογίζει ότι «ανέκτησε... μόνο περίπου το 40% της πτώσης που είχε προηγηθεί». 23 Οι Ντιμενίλ και Λεβί με τη σειρά τους υπολογίζουν ότι «το ποσοστό κέρδους το 1997» ήταν «ακόμα στο μισό της αξίας που αντιπροσώπευε το 1948 και ανάμεσα στο 60% με 75% της μέσης αξίας για τη δεκαετία 1956-65». 24 Στη δεκαετία του '70 έγιναν απόπειρες να ερμηνευτεί η πτώση της κερδοφορίας ως αποτέλεσμα του διεθνούς κύματος των εργατικών αγώνων, οι οποίοι υποτίθεται ότι αύξησαν το μερίδιο της εργασίας στο συνολικό εισόδημα, μειώνοντας ταυτόχρονα το μερίδιο του κεφαλαίου. Υπέρ αυτής της άποψης επιχειρηματολόγησαν ο Αντριου Γκλιν (Andrew Glyn) και ο Μπομπ Σάτκλιφ (Bob Sutcliffe), 25 ο Μπομπ Ρόθορν (Bob Rowthorne), 26 ενώ και ο Έρνεστ Μαντέλ είχε αποδεχτεί εν μέρει αυτή 262
Κρις Χάρμαν
την άποψη.27 Πολύ πιο πρόσφατα, ο Μάρτιν Γουλφ έκανε μια ευνοϊκή αναφορά στην ανάλυση του Γκλιν.2* Όμως, η στατιστική ανάλυση εκείνη την εποχή απέδειξε ότι μετά την αφαίρεση των φόρων, του κόστους απόσβεσης κεφαλαίου και μια σειρά άλλων παραγόντων, το μερίδιο των μισθών δεν είχε αυξηθεί.29 Επίσης, αυτή η άποψη δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί όλες οι δυτικές οικονομίες μπήκαν σε κρίση την ίδια χρονική περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του '70. Όντως, στην Ιταλία, τη Βρετανία, την Ισπανία και τη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές του '70 υπήρξαν σημαντικές βελτιώσεις στην οργάνωση της εργατικής τάξης. Όμως, ούτε στη Δυτική Γερμανία, ούτε στην Ιαπωνία σημειώθηκαν παρόμοιες εξελίξεις, ενώ στις ΗΠΑ «εκδηλώθηκε μια απότομη πτώση στους πραγματικούς μισθούς των εργαζόμενων στο μη-αγροτικό τομέα από το τέλος του 1972 μέχρι την άνοιξη του 1975, ενώ συνολικά η παραγωγικότητα αυξήθηκε». 30 Αυτό που έβγαζε νόημα τότε και συνεχίζει να βγάζει και σήμερα είναι η ανάλυση του Μαρξ για την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Μια «ορθόδοξη» μελέτη της οικονομίας των ΗΠΑ αποτύπωσε μια ταχεία αύξηση του λόγου των κεφαλαιακών επενδύσεων προς τον αριθμό των απασχολούμενων εργατών στον τομέα της μεταποίησης, η οποία ξεπέρασε το 40% ανάμεσα στο 1957-68 και το 1968-73.31 Μια άλλη μελέτη για το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνει μια αύξηση του λόγου κεφαλαίου/παραγόμενου προϊόντος κατά 50% ανάμεσα στο 1960 και τα μέσα της δεκαετίας του '70.32 Ο Σάμιουελ Μπρίταν επισημαίνει αμήχανα: Στη μεταποίηση υπάρχει μια υποβόσκουσα μακροχρόνια τάση μείωσης του παραγόμενου προϊόντος ανά μονάδα κεφαλαίου... Πρόκειται για γενικευμένη εμπειρία σε όλες τις βιομηχανικές χώρες... Μπορεί κάποιος να κατασκευάσει μια αρκετά εύλογη ιστορία για την κάθε μια χώρα, όμως όχι για το βιομηχανικό κόσμο συνολικά.33 Οι πιο πρόσφατοι υπολογισμοί από τον Μιχλ,34 τον Μόσλεϊ, τον Σαΐχ, τον Τόνακ και τον Βολφ,35 καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αύξηση της αναλογίας κεφαλαίου/εργασίας ήταν ένα στοιχείο στη μείωση των ποσοστών κέρδους. Πρόκειται για συμπέρασμα που επιβεβαιώνει τη θέση του Μαρξ ότι η αύξηση της αναλογίας κεφαλαίου/εργασίας μπορεί να πλήξει τα κέρδη και αποτελεί μια εμπειρική διάψευση της θέσης που Καπιταλισμός Ζόμπι
263
υποστήριξε ο Οκίσιο (Okishio) και άλλοι ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Όμως, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα γιατί αυτή η πτώση εκδηλώθηκε εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο και όχι νωρίτερα. Η απάντηση μπορεί να δοθεί αν εξετάσουμε τις αντιθέσεις που ενυπήρχαν στη μακρά άνθηση και τις οποίες είχαν επισημάνει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '60 όσοι είχαν εντοπίσει την αιτία της μακράς άνθησης στο πολύ υψηλό επίπεδο των στρατιωτικών δαπανών. Οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν πολύ άνισα κατανεμημένες ανάμεσα στις πιο σημαντικές οικονομίες. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 απορροφούσαν ένα πολύ υψηλό ποσοστό του εθνικού εισοδήματος των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ (μέχρι και το 13% στην πρώτη περίπτωση, πιθανά το 20% ή και περισσότερο στη δεύτερη), ένα χαμηλότερο ποσοστό στη Βρετανία και τη Γαλλία και ένα πολύ μικρότερο στη Γερμανία και την Ιαπωνία. Το γεγονός αυτό δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία στα πρώτα χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το επίπεδο του εξωτερικού εμπορίου ήταν σχετικά χαμηλό και οι περισσότερες εταιρείες δεν αντιμετώπιζαν έντονο διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, η φορολόγηση για τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών δαπανών επηρέαζε αρνητικά τα κέρδη των αμερικάνικων εταιρειών, όμως δεν έφερνε καμία από αυτές σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό της με τις υπόλοιπες στην εσωτερική αγορά. Επίσης, οι καπιταλιστές δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο λόγο να παραπονούνται, από τη στιγμή που το ποσοστό κέρδους δεν έπεφτε πολύ κάτω από τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα που είχε βρεθεί στην περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο. Οι θετικές συνέπειες των στρατιωτικών δαπανών υποσκέλιζαν κατά πολύ τις αρνητικές. Όμως, η άνιση κατανομή των στρατιωτικών δαπανών άρχισε να αποκτά μεγάλη σημασία με το πέρασμα του χρόνου. Οι ΗΠΑ είχαν επιτρέψει στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και την Ιαπωνία να αποκτήσουν πρόσβαση στην εσωτερική τους αγορά [των ΗΠΑ], ως μέρος του προγράμματός τους να χρησιμοποιήσουν την κυρίαρχη οικονομική θέση τους για να εδραιώσουν την ηγεμονική θέση τους έξω από το ρώσικο μπλοκ. Όμως, οι οικονομίες με χαμηλό επίπεδο στρατιωτικών δαπανών μπορούσαν να επενδύσουν αναλογικά περισσότερο και να αναπτυχθούν με ταχύτερους ρυθμούς απ' ό,τι μπορούσαν οι ΗΠΑ. Με τον και264
Κρις Χάρμαν
ρό, αυτές οι οικονομίες κατόρθωσαν να φτάσουν τα επίπεδα παραγωγικότητας των ΗΠΑ και να αυξήσουν το ειδικό τους βάρος στην παγκόσμια οικονομία. Η αύξηση κεφαλαίου στην Ιαπωνία στην περίοδο 1961-71 έφτασε το 11,8% ετησίως, ενώ στη Δυτική Γερμανία την περίοδο 1950-62 ήταν 9,5%. Συγκριτικά, στις ΗΠΑ για την περίοδο 1948-69 αυτός ο δείκτης βρισκόταν μόλις στο 3,5% ετησίως.36 Το 1977, στην Ιαπωνία αναλογούσε το 17,7% του συνολικού ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών και στη Δυτική Γερμανία το 13,2%. Το 1953 αυτοί οι δείκτες ήταν μόλις 3,6% και 6,5% αντίστοιχα. Στο μεταξύ, το μερίδιο των ΗΠΑ είχε πέσει από το 69% στο 48%.37 Αυτή η μετατόπιση ερμηνεύεται από τα οφέλη που μπόρεσαν να αποσπάσουν η Ιαπωνία και η Γερμανία από το υψηλό επίπεδο των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, χωρίς να χρειαστεί να θυσιάσουν τις παραγωγικές επενδύσεις τους για να πληρώσουν γι' αυτό. Αν είχαν όλες οι χώρες συγκρίσιμα επίπεδα παραγωγικών επενδύσεων με εκείνα των Δυτικογερμανών και των Ιαπώνων, τότε θα είχε εκδηλωθεί μια ταχεία αύξηση της παγκόσμιας οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου και καθοδική τάση στο ποσοστό κέρδους. Όπως είχαν τα πράγματα, στην Ιαπωνία το κεφάλαιο αυξανόταν «πολύ ταχύτερα από την εργατική δύναμη - περισσότερο από 9% ετησίως ή παραπάνω από το διπλάσιο του μέσου ρυθμού αύξησης στις Δυτικές βιομηχανικές χώρες...» 3 * Οι μη-στρατιωτικοί κρατικοί καπιταλισμοί μπορούσαν να αναπτυχτούν χωρίς κρίσεις μόνο και μόνο γιατί λειτουργούσαν στα πλαίσια ενός παγκόσμιου συστήματος, το οποίο περιείχε ένα πολύ μεγάλο στρατιωτικό κρατικό καπιταλισμό. Με αυτή την έννοια, η δυτικογερμανική και η ιαπωνική εμπειρία δεν αντιφάσκουν με τη θέση ότι οι εξοπλιστικές δαπάνες προσφέρουν την εξήγηση για την παγκόσμια ανάπτυξη και σταθερότητα στη μεταπολεμική άνθηση. Όμως, αυτές οι χώρες αποτελούσαν ένα αντιφατικό παράγοντα αυτής της ανάπτυξης. Η ίδια τους η επιτυχία σήμαινε ότι ένα αυξανόμενο κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας δεν σπαταλούσε επενδύσιμο προϊόν σε όπλα. Ούτε το ζήτημα περιοριζόταν εκεί. Η ίδια η επιτυχία των οικονομιών με χαμηλές στρατιωτικές δαπάνες άρχισε να ασκεί πίεση στις οικονομίες με υψηλές τέτοιες δαπάνες να προσανατολίσουν πόρους από τους εξοπλισμούς προς την κατεύθυνση παραγωγιΚαπιταλισμός Ζόμπι
265
κών επενδύσεων. Γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του ανταγωνισμού στην αγορά από τη Δυτική Γερμανία και την Ιαπωνία. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τη Βρετανία. Η οικονομία της ήταν εξαρτημένη σε πολύ μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό εμπόριο και ανάμεσα στη δεκαετία του 1940 και του 1970 πλήττονταν από κρίσεις του ισοζυγίου πληρωμών με κάθε φάση ταχείας οικονομικής ανάπτυξης. Οι διαδοχικές βρετανικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν, απρόθυμα, να εγκαταλείψουν τα όνειρα αυτοκρατορικού μεγαλείου και να μειώσουν το ποσοστό του εθνικού προϊόντος που πήγαινε για την άμυνα από το 7,7% του ΑΕΠ το 1955 στο 4,9% το 1970. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, αρχικά η πίεση ήταν λιγότερο εμφανής, αφού ακόμα και τόσο αργά όσο το 1965 το εξωτερικό εμπόριο αποτελούσε μόνο το 10% του ΑΕΠ και η χώρα είχε εμπορικό πλεόνασμα καθ' όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Παρ' όλα αυτά, οι στρατιωτικές δαπάνες έπεσαν από το 13% του ΑΕΠ που είχαν φτάσει στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας στο 7% με 9% στις αρχές της δεκαετίας του '60. Η πίεση που ασκούσαν οι στρατιωτικές δαπάνες στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ αποκαλύφθηκαν ξαφνικά, όταν εκτινάχθηκαν κατά ένα τρίτο στη διάρκεια του Πολέμου στο Βιετνάμ. Αυτό το επίπεδο στρατιωτικών δαπανών δεν έφτανε σε καμιά περίπτωση το αντίστοιχο επίπεδο του Πολέμου της Κορέας. Όμως, ήταν πλέον υπερβολικά υψηλό για τη βιομηχανία των ΗΠΑ που αντιμετώπιζε έντονο ανταγωνισμό για αγορές. Ο πληθωρισμός άρχισε να μεγαλώνει στις ΗΠΑ και η Γουόλ Στριτ στράφηκε ενάντια στον πόλεμο. 3 'Ύστερα, το 1971, για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, οι εισαγωγές στις ΗΠΑ ξεπέρασαν τις εξαγωγές τους. Ο πρόεδρος Νίξον (Nixon) πήρε δυο μέτρα τα οποία προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία: μείωσε τις στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ40 και υποτίμησε το αμερικάνικο δολάριο, καταστρέφοντας στην πορεία το σύστημα των σταθερών νομισματικών ισοτιμιών που είχαν καθιερώσει οι συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς (Bretton Woods) και λειτουργούσαν σαν πλαίσιο για την εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Η δυναμική του ανταγωνισμού στις αγορές υπέσκαπτε ασταμάτητα 266
Κρις Χάρμαν
το στρατιωτικό ανταγωνισμό. Αυτό που κάποιοι στη δεκαετία του '70 είχαν αποκαλέσει «κρίση ηγεμονίας»41 του συστήματος, στην πραγματικότητα ήταν το τέκνο μιας άλλης κατάστασης· της εγγενούς αστάθειας ενός κόσμου κρατικών καπιταλισμών εμπλεκόμενων σε δυο πολύ διαφορετικές διαστάσεις ανταγωνισμού μεταξύ τους, του οικονομικού και του στρατιωτικού. Όπως είδαμε στο Τρίτο Κεφάλαιο, ένα από τα παράδοξα του καπιταλισμού είναι ότι παρόλο που η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου μειώνει το μέσο ποσοστό κέρδους σε όλο το σύστημα, αυξάνει τα κέρδη του πρώτου καπιταλιστή που θα βάλει σε λειτουργία νέα μηχανήματα. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι Ιάπωνες και οι Δυτικογερμανοί, εισάγοντας νέες επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου μείωσαν τα παγκόσμια ποσοστά κέρδους και την ίδια στιγμή αύξησαν το εθνικό τους μερίδιο στα παγκόσμια κέρδη 42 Η αυξημένη ανταγωνιστικότητά τους στις εξαγωγικές αγορές υποχρέωσε άλλους καπιταλισμούς να πληρώσουν, με πτώση των ποσοστών κέρδους, για την υψηλότερη οργανική σύνθεση του ιαπωνικού και γερμανικού κεφαλαίου. Όμως, αυτό με τη σειρά του έβαλε την πίεση και στους άλλους καπιταλιστές να αυξήσουν τη δικιά τους ανταγωνιστικότητα ανεβάζοντας τη δική τους οργανική σύνθεση. Το αποτέλεσμα ήταν τα πτωτικά ποσοστά κέρδους της δεκαετίας του '70. Το 1973 αυτά τα ποσοστά ήταν πλέον τόσο χαμηλά, ώστε η αύξηση στις τιμές των πρώτων υλών και των τροφίμων εξαιτίας της οικονομικής άνθησης των δυο προηγούμενων χρόνων, άρκεσε για να σπρώξει τις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες στην ύφεση. Ξαφνικά, για τα μεγάλα καπιταλιστικά συγκροτήματα δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι οι νέες επενδύσεις της κλίμακας που ήταν αναγκαία για τη διατήρηση της διεθνούς τους ανταγωνιστικότητας, θα ήταν και κερδοφόρες. Οι επενδύσεις άρχισαν να μειώνονται απότομα και οι εταιρείες προσπαθούσαν να προστατέψουν τα κέρδη τους μειώνοντας το εργατικό δυναμικό και το κόστος εργασίας. Η συρρίκνωση των αγορών οδηγούσε σε παραπέρα πτώση των κερδών και των επενδύσεων. Μετά από διάλειμμα τριάντα χρόνων, επέστρεφε το παλιό μοτίβο της άνθησης-ύφεσης. Όταν οι κυβερνήσεις αντέδρασαν σε αυτή την κατάσταση προσπαθώντας να τονώσουν τη ζήτηση μέσω ελλειμματικών προϋπολογισμών, οι εταιρείες δεν ανταποκρίθηκαν άμεσα με αύξηση Καπιταλισμός Ζόμπι
267
των επενδύσεων και της παραγωγής τους, όπως θεωρούσαν ότι θα πράξουν οι «ορθόδοξοι» κεϊνσιανοί. Αντίθετα, αύξησαν τις τιμές των προϊόντων τους για να αποκαταστήσουν τα κέρδη τους, μια κίνηση η οποία προκάλεσε τους εργάτες, που είχαν διατηρήσει κάποιο επίπεδο αυτοπεποίθησης από την περίοδο της πλήρους απασχόλησης, να απαντήσουν διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς. Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια επιλογή. Θα μπορούσαν να εγκρίνουν την αύξηση της προσφοράς χρήματος έτσι ώστε να επιτρέψουν στις εταιρείες να ανεβάσουν ακόμα περισσότερο τις τιμές τους και να προστατέψουν τα κέρδη τους. Ή διαφορετικά, θα μπορούσαν να περιορίσουν την προσφορά χρήματος μέσω υψηλών βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, δίνοντας έτσι κίνητρο στις επιχειρήσεις να μην υποχωρήσουν στις μισθολογικές διεκδικήσεις των εργατών. Στις περισσότερες περιπτώσεις στράφηκαν από την πρώτη προσέγγιση στις αρχές της δεκαετίας του '70, στη δεύτερη στα τέλη εκείνης της δεκαετίας. Όμως, η επιτυχία στην αποκατάσταση των κερδών και στο ξεκίνημα μια νέας περιόδου ανάπτυξης δεν διήρκεσε πολύ, ακόμα και όταν οι κυβερνήσεις κατόρθωσαν να κατανικήσουν την εργατική αντίσταση. Το ποσοστό κέρδους δεν μπορούσε να ξεπεράσει τα επίπεδα που είχε φτάσει λίγο πριν την κρίση το 1973, και το 1980-82 ένα δεύτερο «πετρελαϊκό σοκ» ήταν αρκετό για να σπρώξει τον κόσμο σε μια δεύτερη σοβαρή ύφεση. Ήταν η απόδειξη ότι ο μονεταρισμός δεν μπορούσε να αποκαταστήσει συνθήκες σαν κι αυτές της μακράς άνθησης, όπως δεν μπορούσε κι ο κεϊνσιανισμός.
Τα όρια του κρατικά διευθυνόμενου καπιταλισμού Ο καπιταλισμός έφτανε στα όρια της κρατικοκαπιταλιστικής στρατηγικής για τη διατήρηση της συσσώρευσης. Η στρατηγική αυτή λειτουργούσε για όσο διάστημα τα κράτη μπορούσαν να αγνοούν τις άμεσες συνέπειες που είχε στο ποσοστό κέρδους η εκτροπή τμήματος του όγκου της προς επένδυση υπεραξίας σε τομείς που δεν ήταν άμεσα ιδιαιτέρως κερδοφόροι (όπως οι Ιάπωνες που έδιναν προτεραιότητα στην ανάπτυξη αντί της κερδοφορίας) ή στην παραγωγή σπατάλης (οικονομία των όπλων). Όμως, αυτή η δυνατότητα εξαρτιόταν από δυο προϋποθέσεις. 268
Κρις Χάρμαν
Πρώτον, το ποσοστό κέρδους να μην πέφτει πολύ απότομα. Δεύτερον, να είναι σε θέση να μην νοιάζονται για τη σύγκριση της ανταγωνιστικότητας συγκεκριμένων προϊόντων που παράγονταν στα πλαίσια της εθνικής τους οικονομίας με εκείνη σε άλλα σημεία του παγκόσμιου συστήματος (με τη γλώσσα του Μαρξ, να είναι σε θέση να αγνοήσουν το νόμο της αξίας σε παγκόσμια κλίμακα σε σύγκριση με την παραγωγή στα πλαίσια των ξεχωριστών μονάδων της εθνικής οικονομίας). Στα μέσα της δεκαετίας του '70 η αντιφατική ανάπτυξη της ίδιας της μακράς άνθησης είχε υποσκάψει και τις δυο αυτές προϋποθέσεις. Το ποσοστό του κέρδους είχε πέσει σε τέτοιο βαθμό που έκανε τις μη-παραγωγικές δαπάνες ή τους όχι ιδιαίτερα κερδοφόρους τομείς επενδύσεων, ένα όλο και μεγαλύτερο βαρίδι στην παραπέρα συσσώρευση. Επίσης, ο ίδιος ο δυναμισμός της μακράς άνθησης είχε ως αποτέλεσμα μια αυξανόμενη αλληλοσύνδεση των εθνικών οικονομιών. Το 1979, το εξωτερικό εμπόριο των ΗΠΑ αναλογούσε στο 31% του παραγόμενου προϊόντος, σε σύγκριση με το 10% του 1965.43'Ενα πολύ μεγαλύτερο τμήμα της βιομηχανίας, σε σχέση με μια προηγούμενη περίοδο, ήταν υποχρεωμένο να ανησυχεί για τις διεθνείς συγκρίσεις του κόστους των προϊόντων του. Ολόκληροι κλάδοι της βιομηχανίας ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι θα έπρεπε να υπολογίσουν ξανά την αξία του προϊόντος τους με βάση το κόστος νέων προηγμένων τεχνικών παραγωγής ή το χαμηλότερο κόστος εργασίας σε άλλες χώρες, και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν αρκετά υψηλή ώστε να αφήνει «ικανοποιητικά» κέρδη. Αυτή η αλλαγή φαίνεται να εξηγεί και την ευρέως γνωστή στασιμότητα της παραγωγικότητας της εργασίας στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '70: η αξία των μηχανημάτων στα οποία απασχολούνταν η εργασία είχε αρχικά υπολογιστεί με βάση το πόσο κόστιζε στο εσωτερικό των ΗΠΑ η παραγωγή ή αντικατάστασή τους, αλλά με την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου εκείνο που είχε πλέον σημασία ήταν το νέο και χαμηλότερο μέγεθος που θα είχε αν χρησιμοποιούνταν οι διεθνείς συγκρίσεις.44 Σε κάθε περίπτωση, άρχιζε να εξασθενεί το χαρακτηριστικό που είχε επισημάνει ο Γκαλμπρέιθ, δηλαδή η υποβάθμιση της σημασίας του κέρδους έναντι της ανάπτυξης από εκείνους που χάρασσαν την πορεία των μεγάλων επιχειρήσεων. Και το γεγονός αυτό δεν αποτελούσε μόνο μια Καπιταλισμός Ζόμπι
269
πολύ σημαντική αλλαγή για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό των ΗΠΑ. Θα είχε ολέθριες συνέπειες για τις χώρες εκείνες στην Ανατολική Ευρώπη και στον Τρίτο Κόσμο που είχαν προχωρήσει περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες στην κατεύθυνση του πλήρους κρατικού καπιταλισμού. Και εκείνες, επίσης, θα έμπαιναν σε μια νέα περίοδο κρίσεων.
Το τέλος του σταλινικού μοντέλου Αποτελούσε κοινή υπόθεση της συμβατικής σκέψης, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερά, ότι οι Σοβιετικού τύπου οικονομίες καθορίζονταν από μια δυναμική πολύ διαφορετική από εκείνη της Δύσης. Μέχρι και τη δεκαετία του '70, ακόμα και του '80, ήταν κοινή πεποίθηση, με πολύ περιορισμένες διαφωνίες,45 ότι αυτές οι οικονομίες θα μπορούσαν να διατηρήσουν επ' αόριστον υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, έστω και αν χαρακτηρίζονταν από μεγάλες ανεπάρκειες και από παραγωγή προϊόντων χαμηλής ποιότητας. Τυπική έκφραση αυτής της επικρατούσας στην αριστερά πεποίθησης, ακόμα και από ανθρώπους που εξοργίζονταν από την καταστολή των εργατικών δικαιωμάτων σε κείνες τις κοινωνίες, ήταν η θέση που είχε εκφράσει ο'Ερνεστ Μαντέλ. Το 1956 έγραφε: Η Σοβιετική Ένωση διατηρεί ένα λίγο πολύ σταθερό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, πλάνο με το πλάνο, δεκαετία με τη δεκαετία, χωρίς η πρόοδος του παρελθόντος να βαραίνει πάνω στις δυνατότητες του μέλλοντος... Έχουν εξαλειφθεί όλοι οι νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας που την ωθούν σε επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης...4* Στα μέσα της δεκαετίας του '70 ο Μαντέλ υποστήριζε ακόμα ότι «ενώ η ύφεση πλήττει όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες, οι χώρες με μη-καπιταλιστικές οικονομίες δεν υφίστανται τις γενικότερες συνέπειες της ύφεσης» 47 Αυτές οι απόψεις υπέστησαν ένα δυνατό σοκ στα τέλη της δεκαετίας του '80, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο πρόσφατα τοποθετημένος γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, αποκάλυψε ότι για κάμποσα χρόνια η οικονομία της χώρας υπέφερε από «στασιμότητα».48 Ο Αγκανμπενκιάν (Aganbegyan), ο οι270
Κρις Χάρμαν
κονομικός του σύμβουλος, είπε: Σ τ η ν π ε ρ ί ο δ ο 1981-85, πρακτικά δ ε ν σ η μ ε ι ώ θ η κ ε ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ανάπτυξη. Σ τ η ν π ε ρ ί ο δ ο 1979-82 ε κ δ η λ ώ θ η κ ε μια χωρίς προηγούμενο στασιμότητα και κρίση, με πραγματική πτώση της παραγωγής του 40% όλων των βιομηχανικών προϊόντων. 4 ®
Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του '60 τα επίσημα στοιχεία των Σοβιετικού τύπου οικονομιών αποτύπωναν μια μακρόχρονη τάση κάμψης των ρυθμών ανάπτυξης, ανάμεσα στο 1/3 με 2/3. 50 Παράλληλα με τη μακρόχρονη κάμψη των ρυθμών ανάπτυξης εκδηλωνόταν - και εξαρτιόταν από αυτό - και κάτι άλλο. Ο λόγος παραγωγής/κεφαλαίου συνέχισε να πέφτει από 2,4 το 1951-5 στο 1,6 το 1956-60 και στο 1,3 το 1961-65. Ή, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, η ποσότητα του σταθερού κεφαλαίου που ήταν απαραίτητη για την παραγωγή μιας συγκεκριμένης ποσότητας προϊόντων συνέχιζε να αυξάνεται. Το πρόβλημα για τις άρχουσες γραφειοκρατίες εκείνων των χωρών γινόταν ακόμα πιο οξύ επειδή δεν τους αρκούσε η αύξηση του ακαθάριστου παραγόμενου προϊόντος με απλούς υλικούς όρους. Αυτό που τους έκαιγε ήταν η σύγκριση αυτής της υλικής παραγωγής με κείνη των διεθνών αντιπάλων τους· με άλλα λόγια, με την αξία της παραγωγής με διεθνείς όρους. Η πίεση αυτή, εν μέσω παραπόνων για την παραγωγικότητα και για την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων, οδήγησε τμήματα της γραφειοκρατίας επανειλημμένα σε απόπειρες εφαρμογής οικονομικών μεταρρυθμίσεων: στις αρχές της δεκαετίας του '50 μετά το θάνατο του Στάλιν, στις αρχές της δεκαετίας του '60 με τον Χρουστσόφ και ξανά στα τέλη της δεκαετίας του '60 υπό τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ και τον Κοσίγκιν, τον πρωθυπουργό του. Οι μεταρρυθμίσεις είχαν μόνο περιορισμένες επιπτώσεις. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργατών, σε αντίθεση με την απότομη πτώση του στη δεκαετία του '30, έφερε μεγαλύτερη αφοσίωση στη δουλειά από το εργατικό δυναμικό, καθώς και μια αύξηση της παραγωγικότητας. Όμως, οι πιέσεις της ανταγωνιστικής διεθνούς συσσώρευσης (στρατιωτικές στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, στρατιωτικές και οικονομικές στην περίπτωση των Ανατολικοευρωπαϊκών κρατών) οδηγούσαν ξανά και ξανά στην απόφαση να θυσιαστεί η αύξηση της παραγωγής καταναλωτικών Καπιταλισμός Ζόμπι
271
αγαθών και τροφίμων για τις ανάγκες των επενδύσεων στη βιομηχανία. Όπως είχαν εξηγήσει το 1969 Σοβιετικοί στατιστικολόγοι: «Εξαιτίας της διεθνούς κατάστασης δεν στάθηκε δυνατόν να αφιερωθούν στις αγροτικές επενδύσεις οι πόροι που προορίζονταν αρχικά γι' αυτές». 51 Η εκτροπή πόρων, με αυτό τον τρόπο, από ένα είδος παραγωγής σε ένα άλλο, οδηγούσε αναγκαστικά σε αύξηση της σπατάλης, υπονόμευε το ηθικό του εργατικού δυναμικού και οδηγούσε τους πάντες σε όλη την κλίμακα των διευθυντικών ιεραρχιών να αποκρύπτουν τους πόρους που είχαν στη διάθεσή τους, ώστε να είναι σε θέση να τα βγάλουν πέρα, αν ξαφνικά περικοπτόταν ο εφοδιασμός τους.52 Εδώ, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε, επί τροχάδην, ότι αυτό το φαινόμενο δεν ήταν αποκλειστικότητα των Σοβιετικού τύπου οικονομιών. Ακριβώς οι ίδιες πιέσεις ασκούνται σε όσους βρίσκονται λίγα σκαλοπάτια πιο κάτω από την κορυφή της διευθυντικής πυραμίδας των δυτικών εταιρειών. Πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να ανταποκριθούν σε ξαφνικές αλλαγές στις πιέσεις που τους ασκούνται από ψηλά και που με τη σειρά τους οφείλονται στις αλλαγές των συνθηκών του ανταγωνισμού. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες το κόστος παραγωγής μιας επιχείρησης μπορεί να αποκλίνει κατά πολύ απ' αυτό που πρέπει να επιτευχθεί. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αυτό που ένας οικονομολόγος έχει ορίσει ως «αναποτελεσματικότητα χ» - ένα ποσοστό αναποτελεσματικότητας που μπορεί να φτάσει το 30% ή το 40% του κόστους παραγωγής.53 Το κόστος παραγωγής και οι τιμές που θα επικρατούσαν σε μια «τέλεια αγορά» αποκλίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό μεταξύ τους - για να χρησιμοποιήσουμε μαρξιστική ορολογία, υπάρχουν πάρα πολλές βραχύχρονες παραβιάσεις του νόμου της αξίας. Τέτοια πράγματα σπάνια τα μελετάει το κυρίαρχο ρεύμα της οικονομικής επιστήμης, μιας που τόσο η μικρο-οικονομική όσο και η μακροοικονομική μελετάνε το τι συμβαίνει ανάμεσα στις επιχειρήσεις και όχι στο εσωτερικό τους. Όμως, στις διευθυντικές σπουδές υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές σε αυτά τα προβλήματα. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι κάποιες δυτικές μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι για τις επιχειρήσεις της ΕΣΣΔ ίσχυε η «καταμερισμένη αποδοτικότητα» (ο νόμος της αξίας για τους μαρξιστές): «Το διεπιχειρησιακό εμπόριο σε παράγοντες παραγωγής μπορούσε να είναι το ίδιο αποτελεσματικό 272
Κρις Χάρμαν
όπως και στις οικονομίες της αγοράς».54 Ο παράγοντας που γεννούσε την κρίση και τη σπατάλη στο εσωτερικό των δυτικών επιχειρήσεων και στις Σοβιετικού τύπου οικονομίες, ήταν η κούρσα της συσσώρευσης με κάθε κόστος. Όπως είδαμε στο Έβδομο Κεφάλαιο, αυτή η κούρσα σήμαινε ανάπτυξη των επενδύσεων επανειλημμένα σε βάρος της κατανάλωσης, αύξηση των ανισορροπιών στην οικονομία, ένα συνεχές κυκλικό μοντέλο στην ανάπτυξη και μια αυξανόμενη αλλοτρίωση του εργατικού δυναμικού. Στοιχεία που παρουσίασε το 1987 ο Ρώσος οικονομικός δημοσιογράφος Σελιούνιν (Selyunin), αποτύπωναν την επί έξι δεκαετίες όλο και μεγαλύτερη υποταγή της κατανάλωσης στη συσσώρευση. Το 1985 μόλις το 25% της παραγωγής πήγαινε στην κατανάλωση σε σύγκριση με το 39% του 1940 και του 60,5% του 1928. Ο δημοσιογράφος συμπέραινε ότι: «Η οικονομία δουλεύει όλο και περισσότερο για τον εαυτό της παρά για τον άνθρωπο».55 Ο Σελιούνιν επαναλάμβανε (πιθανότατα ακούσια) τα λόγια του Μαρξ, όταν περιέγραφε τη λογική του καπιταλισμού ως «συσσώρευση για χάρη της συσσώρευσης, παραγωγή για χάρη της παραγωγής». 56 Όμως για τον Μαρξ, αυτό το κυνήγι της συσσώρευσης δεν αποτελούσε μόνο έκφραση της αλλοτρίωσης του καπιταλιστικού συστήματος. Ήταν επίσης και η δύναμη που σε τελευταία ανάλυση προκαλούσε το ξέσπασμα των κρίσεων. Γιατί η κούρσα έφτανε στο σημείο όπου προσπαθούσε να προχωρήσει ταχύτερα απ' ό,τι η απόσπαση της παραπάνω υπεραξίας που ήταν απαραίτητη για να είναι δυνατή αυτή η συσσώρευση. Σε ένα τέτοιο σημείο, η νέα συσσώρευση μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε βάρος της παλιάς συσσώρευσης, όπως το είχε διατυπώσει ο Γκρόσμαν με τη θεωρία του για την «καπιταλιστική κατάρρευση». Υπήρχε «υπερσυσσώρευση κεφαλαίου». Σε μια τέτοια κατάσταση, η μόνη απάντηση που μπορούσαν να δώσουν οι καπιταλιστές ήταν να κλείσουν εργοστάσια, να απολύσουν εργάτες και να προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν τα κέρδη τους σε βάρος των μισθών των υπολοίπων εργατών. Η κάθε μια από τις παραπάνω κινήσεις, έκανε αδύνατη την πώληση εμπορευμάτων που ήδη είχαν παραχθεί (ή, σύμφωνα με τη φρασεολογία του Μαρξ, έκανε αδύνατη την «πραγματοποίηση της υπεραξίας») προκαλώντας μια γενικευμένη υπερπαραγωγή αγαθών σε σχέση με την αγορά. Καπιταλισμός Ζόμπι
273
Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η Σοβιετική Ένωση είχε πάντοτε την εμπειρία κυκλικών υφέσεων ως αποτέλεσμα των προσπαθειών να συσσωρεύσει υπερβολικά γρήγορα. Όμως, όπως συνέβαινε και με τις Δυτικές οικονομίες στην περίοδο της μακράς άνθησης, οι υφέσεις αυτές δεν μετατρέπονταν σε οικονομική συρρίκνωση, σε «πραγματικές υφέσεις». Καθώς η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης άρχιζε να εκδηλώνει τις συνέπειες της, γινόταν όλο και δυσκολότερο να αποφύγουν αυτή την κατάληξη.
Η Πολωνία και η πρόγευση ενός ολέθριου μέλλοντος Το 1964 δυο νεαροί Πολωνοί μαρξιστές, ο Γιάτσεκ Κουρόν (Jacek Kuron) και ο Κάρολ Μοτζαλέφσκι (Karol Modzalewski), δημοσίευσαν μια πρωτοποριακή μελέτη για τις οικονομικές αντιθέσεις σε μια Ανατολικοευρωπαϊκή χώρα. Υπογράμμιζαν τα ευρήματα ανατολικοευρωπαίων οικονομολόγων για τον τρόπο με τον οποίο η υπερσυσσώρευση επηρέαζε την υπόλοιπη οικονομία. Η συσσώρευση ερχόταν αντιμέτωπη με τρία «φράγματα». Το «πληθωριστικό φράγμα», που σήμαινε ότι η υπερβολικά γρήγορη συσσώρευση προκαλούσε είτε κανονικό πληθωρισμό (η κυβέρνηση τύπωνε χρήμα για να τη χρηματοδοτήσει, με αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών και την πτώση του βιοτικού επιπέδου), είτε «κρυμμένο πληθωρισμό» (με την περικοπή του εφοδιασμού των καταστημάτων με αγαθά, που δημιουργούσε τις ουρές και τη μαύρη αγορά). Ένα «φράγμα πρώτων υλών» το οποίο σήμαινε ότι η παραγωγή δεν λάμβανε τις αναγκαίες εισροές ώστε να φτάσει το προβλεπόμενο επίπεδο. Και ένα «εξαγωγικό φράγμα», που σήμαινε ότι οι απόπειρες να καλυφθεί η έλλειψη εισροών με εισαγωγές από το εξωτερικό, οδηγούσε σε συναλλαγματικές κρίσεις. Ο Κουρόν κι ο Μοτζαλέφσκι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ζύγωνε η ώρα όπου θα εξαντλούνταν οι εσωτερικές εφεδρείες που χρειάζονταν για τη συνέχιση της συσσώρευσης χωρίς την πρόκληση μιας βαθιάς κοινωνικής κρίσης. Υποστήριζαν, ενάντια σε όσους έβλεπαν τη διέξοδο στη μεταρρύθμιση του καθεστώτος, ότι: Αυτό που έχουμε εδώ, δ ε ν είναι μια α ν τ ί θ ε σ η ανάμεσα σ τ ο υ ς στόχους του πλάνου και των αντικινήτρων που προκαλούν κά274
Κρις Χάρμαν
π ο ι ε ς λ α ν θ α σ μ έ ν ε ς ν τ ι ρ ε κ τ ί β ε ς , α λ λ ά μια α ν τ ί θ ε σ η α ν ά μ ε σ α στον ταξικό στόχο της κυρίαρχης γραφειοκρατίας (παραγωγή για την παραγωγή) και στα συμφέροντα των βασικών ομάδων που πραγματοποιούν την παραγωγή (μεγιστοποίηση της κατανάλωσης). Μ ε άλλα λόγια, αποτελεί α ν τ ί θ ε σ η ανάμεσα στους ταξικούς στόχους της παραγωγής και της κατανάλωσης και γεννιέται από τις υπάρχουσες συνθήκες κι όχι από την κακοδιαχείριση. 5 7
Η παραπάνω ανάλυση επαληθεύτηκε εν μέρει το 1970 όταν η απόπειρα ξεπεράσματος της κρίσης που είχε προκαλέσει η υπερεπένδυση με συμπίεση του βιοτικού επιπέδου, οδήγησε στην κατάληψη των ναυπηγείων της Βαλτικής από τους εργάτες που δούλευαν σε αυτά, σε συγκρούσεις με την αστυνομία και τον εξαναγκασμό του ηγέτη της χώρας, του Γκομούλκα, σε παραίτηση. Αρχικά φάνηκε ότι η νέα ηγεσία είχε βρει μια διέξοδο από την κρίση, με μια νέα οικονομική άνθηση, η οποία στηριζόταν στη θεαματική επέκταση του εμπορίου με τη Δύση και στο δανεισμό από τις δυτικές τράπεζες, ο οποίος επέτρεψε την αύξηση των εισαγωγών κατά 50% το 1972 και κατά 89% το 1973. Ο πολωνικός κρατικός καπιταλισμός ξεπερνούσε τους περιορισμούς στη συσσώρευση που του έθετε η στενότητα της εθνικής του οικονομίας με την ενσωμάτωσή του στην παγκόσμια οικονομία μέσω του ανταγωνισμού στην αγορά. Ωστόσο, η άλλη όψη αυτού του νομίσματος ήταν το γεγονός ότι η πολωνική οικονομία θα υπέφερε κάθε φορά που η παγκόσμια οικονομία έμπαινε σε ύφεση. Επίσης, η εξάρτηση από το υπόλοιπο παγκόσμιο σύστημα για εισροές στην παραγωγή και έσοδα από εξαγωγές, εμπόδιζε το κράτος να μεταφέρει πόρους από τον ένα τομέα της οικονομίας στον άλλο, ώστε να αποτρέπει τα προμηνύματα της εσωτερικής ύφεσης να μετατραπούν σε πραγματική ύφεση. Ανάμεσα στο 1980 και στο 1982 αναπτύχθηκε [στην Πολωνία, στμ] «μια κρίση χωρίς προηγούμενο στην Ευρώπη από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά».58 Η «καθαρή εθνική υλική παραγωγή» έπεσε περίπου κατά το 1/3, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 24% το 1981 και κατά 100% το 1982, και οι πραγματικοί μισθοί έπεσαν κατά 1/5 περίπου.5® Το καθεστώς προσπάθησε να φορτώσει τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργατών, πυροδοτώντας μια ξαφνική έκρηξη της εργατικής Καπιταλισμός Ζόμπι
275
αντίστασης με το κίνημα της «Αλληλεγγύης». Τα γεγονότα της Πολωνίας ήταν προειδοποίηση για όλο το Ρώσικο μπλοκ. Ο Σοβιετικού τύπου κρατικός καπιταλισμός δεν είχε ανοσία σε μια κρίση που είχε σημαντικά κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη που έπληττε το ίδιο διάστημα το Δυτικό μονοπωλιακό καπιταλισμό. Και οι δυο είχαν τις ρίζες τους στο σύστημα της ανταγωνιστικής συσσώρευσης συνολικά. 60 Κάποια στιγμή, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ήταν αναπόφευκτο το ξέσπασμα καταστροφικής κρίσης στο Σοβιετικό μπλοκ, της ΕΣΣΔ συμπεριλαμβανομένης: Φτάνοντας το 1981 η επιλογή ανάμεσα στη διατήρηση της κλειστής οικονομίας και του ανοίγματός της στον υπόλοιπο κόσμο, ήταν επιλογή ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη. Η πρώτη επιλογή σήμαινε πιο βαθιά στασιμότητα, αύξηση της σπατάλης, αδυναμία ικανοποίησης των αιτημάτων της πλειοψηφίας του πληθυσμού και διαρκής κίνδυνος μιας εργατικής εξέγερσης. Η δεύτερη επιλογή σήμαινε πρόσδεση στους ρυθμούς μιας παγκόσμιας οικονομίας που έτεινε όλο και περισσότερο στη στασιμότητα και την ύφεση και παραίτηση από τα διοικητικά μέσα που έδιναν τη δυνατότητα να εμποδιστεί το προχώρημα της ύφεσης σε συρρίκνωση της ντόπιας οικονομίας. Γι' αυτό το λόγο η πολωνική κρίση του 1980-81 ήταν τόσο τραυματική εμπειρία για όλους όσους κυβερνούσαν την Ανατολική Ευρώπη. Αποτελούσε την απόδειξη ότι δεν υπήρχε καμιά εύκολη διέξοδος από τα προβλήματα που ταλάνιζαν κάθε κράτος.61
Η σοβιετική κατάρρευση Πριν περάσει πολύς καιρός η Σοβιετική γραφειοκρατία έκανε αυτή τη διαπίστωση με τον πιο σκληρό τρόπο. Τα επίπεδα συσσώρευσής της έφταναν πλέον στα όρια του τι μπορούσε να διατηρηθεί. Εξαρτιόταν περισσότερο από πριν από το εξωτερικό εμπόριο. Χρησιμοποιούσε τα πετρελαϊκά έσοδά της για την αγορά δημητριακών, ώστε να μπορεί να θρέψει τον πληθυσμό των πόλεων καθ' όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του '70 και του '80 (ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις). Κατόπιν, στα μέσα της δεκαετίας του '80, η πτώση των τιμών του πετρελαίου έριξε έξω σε ένα μεγάλο βαθμό τους οικονο276
Κρις Χάρμαν
μικούς υπολογισμούς του καθεστώτος. Επίσης, η απόφαση της κυβέρνησης του Ρέιγκαν να επαναβεβαιώσει την ηγεμονία των ΗΠΑ αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες, έβαλε την πίεση στην ΕΣΣΔ να κάνει το ίδιο. Οι εξωτερικοί παράγοντες επέτειναν τα εσωτερικά προβλήματα που δημιουργούσε η απόπειρα διατήρησης του επιπέδου της συσσώρευσης, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεφταν. Η προαγωγή του Γκορμπατσόφ στο τιμόνι του Κομμουνιστικού Κόμματος, που κρατούσε την εξουσία, ήταν η ένδειξη ότι άνθρωποι με επιρροή αναγνώριζαν την κρισιμότητα της κατάστασης: η άνοδός του στην κορυφή του κράτους χρωστούσε πολλά στον Αντρόποφ (Andropov), ο οποίος είχε βιώσει από πρώτο χέρι τι σημαίνει κρίση ως πρεσβευτής στην Ουγγαρία το 1956 και ως αρχηγός της KGB [έγινε γεν. γραμματέας του ΚΚΣΕ το 1982, στμ] κατά τη διάρκεια των γεγονότων στην Πολωνία το 1980-81. Ο Γκορμπατσόφ έχει κατηγορηθεί ως «αντεπαναστάτης» από κάποιους νοσταλγούς του Σοβιετικού καθεστώτος στις γραμμές της αριστεράς. Όμως, αυτό που ήθελε ο Γκορμπατσόφ ήταν να σώσει αυτό το καθεστώς με μεταρρυθμίσεις από τα πάνω, πριν ξεσπάσει μια οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση κατά τα πολωνικά πρότυπα. Η ατυχία του ήταν ότι η κρίση είχε φτάσει στο σημείο όπου δεν μπορούσε να ξεπεραστεί με μεταρρυθμίσεις. Οι αναφορές από τις συνεδριάσεις των υπουργικών συμβουλίων του 1988-89 αποκαλύπτουν μια εικόνα εντεινόμενου οικονομικού χάους, με το καθεστώς ανήμπορο να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Εκδηλώνονταν σκληρές συγκρούσεις γύρω από «την ισορροπία (ακριβέστερα, την ανισορροπία) ανάμεσα στους τομείς της οικονομίας», τον «αριθμό των επιχειρήσεων» που αρνούνταν «συστηματικά να προμηθεύσουν την παραγωγή που πρόβλεπε το πλάνο» ή «μείωναν σημαντικά τις παραδόσεις» και για τον τρόπο με τον οποίο «ο όγκος των νέων επενδύσεων συνέχιζε να αυξάνεται».62 «Η προσφορά αγαθών στην καταναλωτική αγορά» είχε αρχίσει «να επιδεινώνεται έντονα και εμφανώς μπροστά στα μάτια μας στο δεύτερο μισό του 1987 και ιδιαίτερα το 1988».63 Διαμορφωνόταν μια Ιδιαίτερα τεταμένη κατάσταση όσον αψορά την ικανοποίηση των δημόσιων αιτημάτων για κονδύλια για αγαθά και υπηρεσίες... Επιδεινώνεται το πρόβλημα εφοδιασμού του πληθυσμού με τρόΚαπιταλισμός Ζόμπι
277
φιμα... Η προσφορά χρήματος έχει λάβει κρίσιμες διαστάσεις... Σ τ η ν οικονομία υπάρχει έ λ λ ε ι ψ η από τα πάντα. 6 4
Τον Οκτώβρη του 1989 γινόταν πλέον ανοιχτά η συζήτηση για «την κρίση που μαστίζει πολλούς κλάδους της οικονομίας, για τις ελλείψεις αγαθών, τη μη-ισορροπημένη αγορά, την κατάρρευση των παλιών σχέσεων πριν προλάβουν να διαμορφωθούν οι νέες, τις αβέβαιες προοπτικές και τις ελλείψεις». 65 Η ακρίβεια μεγάλωνε, αφού τα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις ανακάλυπταν ότι μπορούσαν να περικόψουν την παραγωγή τους και απλά να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους, διαταράσσοντας με αυτό τον τρόπο τον εφοδιασμό της υπόλοιπης οικονομίας. Όπως και στην Πολωνία, η οικονομική κρίση μετατράπηκε σε πολιτική και κοινωνική. Ο Γκορμπατσόφ σκόπευε να επιτρέψει ένα περιορισμένο «άνοιγμα» (τη «γκλάσνοστ»-διαφάνεια) της συζήτησης μέσα στο κόμμα και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ώστε να απομονώσει όσους από τη γραφειοκρατία αντιτίθονταν στις μεταρρυθμίσεις του. Όμως, ο κόσμος από τα κάτω εκμεταλλευόταν όλο και πιο πολύ αυτές τις ρωγμές για να εκφράσει συσσωρευμένα παράπονα και τη δυσαρέσκεια για την οικονομική κατάσταση που επιδεινωνόταν. Στις μη-ρωσικές εθνικές σοβιετικές δημοκρατίες της Αρμενίας, του Καζακστάν, της Βαλτικής, της Γεωργίας, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Αζερμπαϊτζάν, ξέσπασε ένα χωρίς προηγούμενο κύμα μαζικών διαδηλώσεων και εξεγέρσεων, στις οποίες συγχωνεύονταν τα αιτήματα για εθνικά δικαιώματα με τη δυσαρέσκεια από την οικονομική κατάσταση που βίωνε η πλειοψηφία του πληθυσμού. Για παράδειγμα, οι κινητοποιήσεις της αρμενικής μειονότητας στην περιοχή Καραμπάχ του Αζερμπαϊτζάν ξεκίνησαν ως «διαμαρτυρίες για την καταστροφική κακοδιαχείριση και τις άθλιες οικονομικές συνθήκες». 66 Η Πράβδα έγραφε ότι το 1986 (δηλαδή πριν ακόμα την επιδείνωση της κρίσης) υπήρχε 27,6% ανεργία στο Αζερμπαϊτζάν και 18% στην Αρμενία. 67 Το 1981-85 στο Καζακστάν, «μόλις 1 στους 5 από τους νέους ανθρώπους είχε πιθανότητα να βρει δουλειά». 68 Ο επικεφαλής των επίσημων συνδικάτων που καθοδηγούνταν από το καθεστώς, δήλωσε ότι 45 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την ΕΣΣΔ ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας.69 Οι υπολογισμοί για το ποσοστό ανεργίας κυμαίνονταν από το 3% μέχρι το 6,2% (8,4 εκατομμύρια άν278
Κρις Χάρμαν
θρωιτοι). Κατόπιν, οι ανθρακωρύχοι κατέβηκαν σε απεργία παντού στην ΕΣΣΔ στις αρχές του καλοκαιριού του 1989 και σύντομα ο Αμπάλκιν (Abalkin) παραπονιόταν για «το κύμα των απεργιών που έχει απλωθεί σε όλη την οικονομία».70 Όλα αυτά συνέβαιναν την ίδια στιγμή που μαζικά κινήματα στην Ανατολική Ευρώπη - τα οποία εν μέρει τα είχε προκαλέσει η οικονομική κρίση - έσπαγαν το Σοβιετικό έλεγχο της περιοχής και έκαναν πιο βαριά την ατμόσφαιρα της πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, ενθαρρύνοντας με αυτό τον τρόπο ακόμα μεγαλύτερες κινητοποιήσεις στις μη-ρώσικες δημοκρατίες, ενώ η δυνατότητα του κεντρικού κράτους να επιβάλει τη θέλησή του αδυνάτιζε. Αυτοί που διεύθυναν τις επιχειρήσεις δεν γνώριζαν πώς να αντιμετωπίσουν το μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας από τα κάτω, εκτός από το να κάνουν παραχωρήσεις οι οποίες αύξαιναν τους χρηματικούς μισθούς, και είχαν ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία να σκεφτούν το οτιδήποτε για τις ελλείψεις στις εισροές που ήταν απαραίτητες για τη διατήρηση της παραγωγής στα επίπεδα που είχε. Τη στασιμότητα τη διαδέχτηκε η οικονομική συρρίκνωση - η αρχή μιας μεγάλης ύφεσης - στο δεύτερο μισό του 1989. Ακούγονταν φωνές οικονομολόγων που υποστήριζαν ότι ο μόνος τρόπος για να γίνουν αποτελεσματικοί οι διευθυντές των επιχειρήσεων και να παράγουν ό,τι χρειαζόταν, ήταν ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός ανάμεσα στις επιχειρήσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας και εν τέλει ο άμεσος ανταγωνισμός αυτών των επιχειρήσεων με άλλες στην παγκόσμια αγορά. Όμως αυτοί, όπως και τα υπουργεία στο «κέντρο», δεν είχαν την παραμικρή ιδέα πού να βρουν τους πόρους για την ολοκλήρωση των επενδύσεων που υποτίθεται θα παρήγαγαν τα αναγκαία για να αποκατασταθεί η ισορροπία στην οικονομία. Η οικονομική κατάρρευση συνεχιζόταν ό,τι και να έκανε η κυβέρνηση, προκαλώντας μεγαλύτερη δυσαρέσκεια και πολιτική αναστάτωση. Η απόπειρα του Γκορμπατσόφ την άνοιξη του 1991 να επιβάλει μια σκληρή γραμμή, προσπαθώντας να αποκαταστήσει τον κεντρικό έλεγχο, πυροδότησε ένα νέο κύμα δυσαρέσκειας που τον ανάγκασε να υποχωρήσει. Τον Αύγουστο του 1991 η απόπειρα πραξικοπήματος από κάποιους νοσταλγούς του παρελθόντος κατάρρευσε, αφού δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των πιο σημαντικών στρατηγών. Οι προσπάθειες επιστροφής στην παλιά τάξη πραγμάτων δεν είχαν καμιά κοινωνική βάση. Όμως, κι εκείνοι που κήΚαπιταλισμός Ζόμπι
279
ρυτταν την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, δεν διέθεταν καμιά σαφή προοπτική για το μέλλον, παρά τη σύντομη δημοτικότητα προγραμμάτων των «100 ημερών» ή των «300 ημερών» που υπόσχονταν θαυματουργή οικονομική ανάπτυξη. Τέτοια προγράμματα ήταν ουτοπικά σε ακραίο βαθμό. Η κατάρρευση του κεντρικού ελέγχου άφησε τις γιγάντιες Σοβιετικές επιχειρήσεις σε μονοπωλιακή ή σχεδόν μονοπωλιακή θέση. Ήταν σε θέση να υπαγορεύσουν στην αγορά και να παράγουν αυτό που ήθελαν εκείνες κι όχι αυτό που συνέφερε την οικονομία συνολικά. Είχαν τη δυνατότητα να ανεβάζουν τις τιμές και απλά να αγνοούν τις υποχρεώσεις που επέβαλαν τα συμβόλαιά τους με άλλες επιχειρήσεις. Ο συνδυασμός της ύφεσης που βάθαινε, του πληθωρισμού, των μεγάλων ελλείψεων σε καταναλωτικά αγαθά και τρόφιμα, έμοιαζε να μην έχει τέλος. Οικονομολόγοι, σχεδιαστές και τρομαγμένοι γραφειοκράτες, άρχισαν να ψάχνουν για το οποιοδήποτε σχέδιο θα μπορούσε να τους βγάλει απ' αυτό το χάος, μέχρι που στο τέλος παραιτήθηκαν εντελώς από την προσπάθεια να ελέγξουν την πορεία των εξελίξεων. Όταν ο Γιέλτσιν (Yeltsin) και οι υπόλοιποι κομμουνιστές ηγέτες των άλλων εθνικών δημοκρατιών ανακοίνωσαν στο τέλος του 1991 τη διάλυση της ΕΣΣΔ στα συστατικά της μέρη (τις εθνικές δημοκρατίες), δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να δώσουν πολιτική έκφραση στον οικονομικό κατακερματισμό που ήδη λάμβανε χώρα, με τους επικεφαλής του κάθε τομέα της βιομηχανίας να προσπαθούν να προστατευτούν από τη γενικευμένη οικονομική κρίση, στηριζόμενοι μόνο στους δικούς τους πόρους. Η συγκεκριμένη τακτική μετατράπηκε σε μια υποτίθεται οικονομική στρατηγική μέσω των πολιτικών της «θεραπείας-σοκ» των «φιλελεύθερων» υπουργών του Γιέλτσιν και των δυτικών συμβούλων τους, όπως ο Τζέφρι Σακς (Jeffrey Sachs). Υπέθεταν, ότι αν οι επιχειρήσεις αφήνονταν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους χωρίς περιορισμούς από το κράτος, σύντομα θα τιμολογούσαν ορθολογικά τα προϊόντα τους με ένα τρόπο που θα οδηγούσε τις πιο αποτελεσματικές απ' αυτές να αποκαταστήσουν τις συνδέσεις μεταξύ τους και ότι μ' αυτό τον τρόπο θα επιτυγχάνονταν η σταθερότητα. Στην πραγματικότητα, το μόνο που κατάφερε αυτή η πολιτική ήταν να δώσει τις κυβερνητικές ευλογίες σε μια απότομη ύφεση που ήταν ήδη ξεκινημένη και που το μοναδικό ανάλογό της στον 20ό αιώνα 280
Κρις Χάρμαν
ήταν η μεγάλη ύφεση του 1929-33 στις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Η αποτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων δεν αφορούσε μόνο τον τρόπο εφαρμογής τους. Υπήρχε ένα ψεγάδι στην ίδια την έννοια της μεταρρύθμισης. Σκοπός ήταν η αναδόμηση της Σοβιετικής οικονομίας, ώστε να επεκταθούν εκείνοι οι τομείς της που μπορούσαν να προσαρμοστούν στο τρέχον διεθνές επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ οι υπόλοιποι θα έκλειναν. Όμως, επρόκειτο για ένα ιδιαιτέρως επίπονο εγχείρημα. Όχι μόνο για τη μεγάλη πλειοψηφία των εργατών που απασχολούνταν σε αυτές τις επιχειρήσεις, αλλά και για το κάθε μέλος της γραφειοκρατίας. Η αναδιάρθρωση της βρετανικής οικονομίας, ανάμεσα στα μέσα της δεκαετίας του '70 και τις αρχές της δεκαετίας του '80, οδήγησε στο κλείσιμο του ενός εργοστασίου στα τρία και κατάστρεψε κεφάλαιο σε τέτοια έκταση, ώστε το 1990 οι ακαθάριστες βιομηχανικές επενδύσεις δεν ξεπερνούσαν το επίπεδο του 1972. Είναι αμφίβολο αν αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να προχωρήσει, όσο ομαλά προχώρησε, αν το βρετανικό κράτος δεν είχε την τύχη να διαθέτει το μπόνους των εσόδων από το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας. Η οικονομία της ΕΣΣΔ ήταν πολύ μεγαλύτερη από της Βρετανίας, και οι επιχειρήσεις της επί εξήντα χρόνια ήταν «μονωμένες» πολύ περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο. Αντίστοιχα, το ποσοστό που θα καταστρεφόταν από το άμεσο άνοιγμα στο διεθνή ανταγωνισμό θα ήταν πολύ υψηλότερο. Αυτό, με τη σειρά του, προκάλεσε σημαντική ζημιά στις εναπομείνασες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, καθώς από τη μια πλευρά έχαναν προμηθευτές υλικών και εξαρτημάτων και από την άλλη, αγοραστές της παραγωγής τους. Οι ρίζες της κρίσης βρίσκονταν στην πίεση για συσσώρευση χάριν της συσσώρευσης, που γεννούσε η θέση της γραφειοκρατίας ως μέρους ενός παγκόσμιου συστήματος ανταγωνισμού. Η Σοβιετική οικονομία είχε φτάσει στο σημείο όπου η προϋπόθεση για ένα νέο κύμα αυτοεπέκτασης του κεφαλαίου, ήταν μια κρίση που θα περιλάμβανε την καταστροφή μέρους τουλάχιστον της προηγούμενης συσσώρευσης. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στη Ρωσία και, για παράδειγμα, τη Γαλλία ή τη Βρετανία, ήταν ότι αυτή η καταστροφή θα έπαιρνε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Κι αυτό θα γινόταν επειδή η Σοβιετική Ένωση είχε περάσει έξι δεκαετίες συσσώρευσης χωρίς την αναδιάρθρωση που προκαλούν οι κρίσεις και οι χρεοκοπίες, ενώ για τη Γαλλία ή τη Βρετανία επρόκειτο μόνο για τρεις Καπιταλισμός Ζόμπι
281
με τέσσερις δεκαετίες. Σ' εκείνη τη φάση, στις αρχές της δεκαετίας του '90, ήταν λίγοι αυτοί που ήταν έτοιμοι να δουν τις εξελίξεις απ' αυτή την οπτική γωνία. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων είχαν παλέψει για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στην ΕΣΣΔ, πίστευαν επίσης ότι η μετάβαση στον καπιταλισμό της αγοράς θα εξασφάλιζε ένα λαμπρό μέλλον. Αυτό που εισέπραξαν, αντίθετα, ήταν μια καταστροφική ύφεση, τη διαφθορά των χρόνων του Γιέλτσιν και την κυριαρχία -στην οικονομία και την κοινωνία πρώην στελεχών της γραφειοκρατίας και μαφιόζων που είχαν μετενσαρκωθεί σε ολιγάρχες καπιταλιστές. Στο μεταξύ, στον υπόλοιπο κόσμο, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών και των θεωρητικών των σοσιαλδημοκρατικών και πρώην σταλινικών κομμάτων, κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι αυτό που είχε αποτύχει ήταν ο σοσιαλισμός και ότι το μέλλον βρισκόταν στις δυτικού τύπου οικονομίες της αγοράς, χωρίς να αντιλαμβάνονται τα βάθη των κρίσεων που ωρίμαζαν και σε αυτές.
Ιαπωνία: ο ήλιος που σταμάτησε να ανατέλλει Στις αρχές της δεκαετίας του '80 η ΕΣΣΔ ήταν η δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Όταν κρίση της μετατράπηκε σε κατάρρευση στα τέλη της δεκαετίας του '80, τη θέση της την πήρε η Ιαπωνία.71 Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της Ιαπωνίας τη δεκαετία του '80 ήταν 4,2% έναντι 2,7% των ΗΠΑ και 1,9% της Δυτικής Γερμανίας. Οι ετήσιες επενδύσεις της σε βιομηχανικό εξοπλισμό ήταν πάνω από δυο φορές μεγαλύτερες σε σχέση με αυτές των ΗΠΑ.72 Ότι το μέλλον ανήκει στην Ιαπωνία ήταν το σχεδόν ομόφωνο συμπέρασμα όλων των σχολιαστών στα ΜΜΕ. Μια επιτροπή του Κογκρέσου των ΗΠΑ προειδοποίησε το 1992 ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας η Ιαπωνία θα έχει υποσκελίσει τις ΗΠΑ. «Στο δρόμο της Ιαπωνίας!» έγινε το σύνθημα των Ευρωπαίων και των Βορειοαμερικάνων βιομηχάνων, στις προσπάθειές τους να κεντρίσουν το εργατικό τους δυναμικό, ώστε να επιτελέσει νέους άθλους παραγωγικότητας. Η «απειλή» από τον «Ανατέλλοντα Ήλιο» έγινε η δικαιολογία για τη σφαγή των θέσεων εργασίας των εργατών στην αμερικάνικη αυτοκινητοβιομηχανία. Κεϊνσιανοί σχολιαστές, όπως ο Γουίλ Χάτον και ο Γουί282
Κρις Χάρμαν
Χιαμ Κίγκαν, έγραψαν βιβλία με τα οποία εξυμνούσαν το ιαπωνικό μοντέλο του καπιταλισμού. Ύστερα, το 1992-93 μια χρηματοπιστωτική κρίση έσπρωξε την Ιαπωνία στη δική της «περίοδο στασιμότητας», με ένα μέσο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,9% ετησίως ανάμεσα στο 1990 και το 2001.73 Το 2007 η οικονομία της είχε το 1/3 του μεγέθους της οικονομίας των ΗΠΑ (και της Ευρωπαϊκής Ένωσης),74 διαψεύδοντας τις προβλέψεις ότι θα έφτανε στο 60% του μεγέθους τους το 1992.7S Συνήθως, η ευθύνη για ό,τι συνέβη αποδίδεται σε λάθη διαχείρισης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Για κάποιους, το λάθος ήταν ότι αυτός ο τομέας δεν ήταν αρκετά «απελευθερωμένος» στη δεκαετία του '80. Για κάποιους άλλους, η αιτία ήταν οι ατυχείς κινήσεις της κεντρικής τράπεζας με το ξεκίνημα της κρίσης. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει μια τέτοια επιχειρηματολογία, είναι ότι η κρίση της Ιαπωνίας ήταν μοναδική και δεν έχει να μας πει και πολλά πράγματα για την κατεύθυνση που παίρνει το παγκόσμιο σύστημα. Με άλλα λόγια, η ξαφνική αδυναμία της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο να αναπτυχθεί, αποδίδεται σε μια σειρά από ατυχήματα. Παρ' όλα αυτά, στην ιαπωνική περίπτωση μπορούμε να βρούμε όλα τα στοιχεία της μαρξιστικής ανάλυσης για την κρίση των χρόνων του μεσοπολέμου. Από τα μέσα της δεκαετίας του '50 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 η Ιαπωνία είχε ένα ταχέως αυξανόμενο λόγο κεφαλαίου/εργατών. Στη δεκαετία του '80 μεγάλωνε κατά 4,9% ετησίως, τέσσερις φορές ταχύτερα απ' ό,τι των ΗΠΑ και 70% ταχύτερα απ' ό,τι της Γερμανίας.76 Το αποτέλεσμα ήταν, όπως είχε προβλέψει ο Μαρξ, μια καθοδική πίεση στο ποσοστό κέρδους. Ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του '60 και το τέλος της δεκαετίας του '80, έπεσε κατά περίπου 3/4:
Ιαπωνικό ποσοστό κέρδους77 Δεκαετία
Μεταποίηση
1960-69
36,2
25.4
1970-79
24,5
20.5
1980-90
24,9
16.7
1991-2000
14,5
10.8
Καπιταλισμός Ζόμπι
Μη χρηματοπιστωτικός
τομέας
283
•78 Απόδοση τον ακαθάριστου μη-οικιστικον αποθέματος'·
1960
28,3
1970
18
1980
7.8
1990
3.9
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80, η πτώση έμοιαζε να είναι διαχειρίσιμη. Το κράτος και οι τράπεζες συνεργάστηκαν με τους βιομήχανους για να διατηρήσουν την ανάπτυξη, χωρίς να αφιερώνουν ιδιαίτερη προσοχή στο ποσοστό κέρδους. Όσο υπήρχε μια μάζα κερδών διαθέσιμη για περαιτέρω επένδυση, το ιαπωνικό σύστημα διασφάλιζε τη χρησιμοποίησή της. Η παγκόσμια ύφεση των μέσων της δεκαετίας του '70 είχε πλήξει σκληρά την Ιαπωνία, όμως, όχι μόνο κατάφερε να ανακάμψει ταχύτερα από την πλειοψηφία των υπόλοιπων χωρών, αλλά και να αναδιαρθρώσει τη βιομηχανία της πάνω σε τέτοιες γραμμές ώστε να αναπτύσσεται σε όλη τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '80, την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ και η Ευρώπη έμπαιναν σε ύφεση: Η κρίση [του 1973-75] έδειξε ότι η μελλοντική ανάπτυξη δεν μπορούσε πλέον να στηριχτεί στην επέκταση της βαριάς και χημικής βιομηχανίας. Το κράτος διαδραμάτισε ριζικό ρόλο στην αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού του ιαπωνικού καπιταλισμού. Οι κατευθυντήριες γραμμές του ΜΙΤΙ [Υπουργείο Διεθνούς Εμπορίου και Βιομηχανίας - C.H.) άρχισαν να σπρώχνουν το ιαπωνικό κεφάλαιο προς την κατεύθυνση των ηλεκτρονικών, της αυτοκινητοβιομηχανίας, του κεφαλαιακού εξοπλισμού και των ημιαγωγών...79 Ο νέος προσανατολισμός απαιτούσε υψηλά επίπεδα επενδύσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, στη δεκαετία του '80 επένδυσαν το 21% του ΑΕΠ, ενώ η Ιαπωνία το 31%. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, ο λόγος κεφαλαιακών αποθεμάτων προς ΑΕΠ στην Ιαπωνία ήταν κατά 50% μεγαλύτερος από των ΗΠΑ.80 Η συγκέντρωση μ' αυτό τον τρόπο των επενδύσεων σε συγκεκριμένους κλάδους, αύξησε την παραγωγικότητά τους, έστω κι αν στην υπόλοιπη ιαπωνική οικονομία παρέμεινε αρκετά χαμηλή 81 Όμως, η διατήρηση τόσο υψηλών επιπέδων επένδυσης, είχε ως προϋπόθεση ένα χαμηλό επίπεδο κατανάλωσης του πληθυσμού. 284
Κρις Χάρμαν
Εν μέρει, αυτό επιτυγχανόταν με τη συμπίεση των πραγματικών μισθών και επίσης εν μέρει το εξασφάλιζε η πολύ χαμηλή συμμετοχή του κράτους στις δαπάνες για ασθένεια και συντάξεις, κάτι που ανάγκαζε τους εργαζόμενους να αποταμιεύουν περισσότερο. Όπως επεσήμανε ο Ροντ Στίβενς (Rod Stevens), όταν η άνθηση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της: Οι πραγματικοί μισθοί στην Ιαπωνία συνεχίζουν να βρίσκονται στο 60% εκείνων στις ΗΠΑ και οι Ιάπωνες εργάτες είναι υποχρεωμένοι να κάνουν μεγάλες αποταμιεύσεις για να καλύψουν το τεράστιο ποσοστό των εισοδημάτων τους που χρειάζονται για κατοικία, για εκπαίδευση, για τα γηρατειά τους και για τη φροντίδα υγείας.82 Όμως, αυτό το επίπεδο πραγματικών μισθών περιόριζε τη ντόπια αγορά για τα νέα προϊόντα που παρήγαγε όλο και ταχύτερα η ιαπωνική βιομηχανία. Ο μόνος τρόπος να πωληθούν ήταν οι εξαγωγές. Όπως επίσης επεσήμανε ο Στίβενς: Εξαιτίας του ιδιαίτερα αυστηρού ελέγχου που ασκούσε το κεφάλαιο στους μισθούς και της εξουσίας του στο χώρο δουλειάς, η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας στους κλάδους των καταναλωτικών προϊόντων της μηχανουργικής βιομηχανίας (δηλαδή, αυτοκίνητα και οπτικο-ακουστικός εξοπλισμός) θα έπρεπε να βρει εξαγωγικές αγορές για να μην διακοπεί η συσσώρευση από την περιορισμένη αγοραστική δύναμη της ιαπωνικής εργατικής τάξης.83 Η υψηλή παραγωγικότητα στην επιλεγμένη γκάμα των κλάδων που είχαν πάρει προτεραιότητα, έκανε δυνατή την επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου των εξαγωγών, με τα ιαπωνικά αυτοκίνητα και ηλεκτρονικά να διεισδύουν όλο και περισσότερο στην αγορά των ΗΠΑ. Όμως, συνοδευόταν από περιπλοκές. Η οικονομική επιτυχία της Ιαπωνίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την καλή θέληση των ΗΠΑ. Όταν οι ΗΠΑ απαίτησαν από την Ιαπωνία να αποδεχτεί μια ανατίμηση του νομίσματος της, ώστε τα προϊόντα της να γίνουν λιγότερο ανταγωνιστικά απέναντι στα αμερικάνικα προϊόντα, ο ιαπωνικός καπιταλισμός δεν είχε άλλη επιλογή από το να συναινέσει και το αποτέλεσμα ήταν να πληγεί ο όγκος των εξαγωγών (αν και η ανατίμηση σήμαινε ότι αυτό δεν ίσχυε για την αξία τους σε δολάρια). Η απάντηση του κράτους σ1 αυτή την εξέλιξη ήταν να προσφέρει Καπιταλισμός Ζόμπι
285
φτηνό χρήμα, ώστε να διατηρήσει το ρυθμό των βιομηχανικών επενδύσεων και της ανάπτυξης. Όπως έχει πει ο Κάρελ βαν Βολφέλεν (Karel van Wolfellen): «Το Υπουργείο [Οικονομικών] για να αποζημιώσει τον επιχειρηματικό τομέα για την πίεση από την αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενθάρρυνε τις τράπεζες να αυξήσουν κατά πολύ τις χορηγήσεις δανείων». 84 Όμως, οι παλιοί μηχανισμοί που κατεύθυναν τον τραπεζικό δανεισμό στη βιομηχανική ανάπτυξη είχαν αδυνατίσει και αυτό ως ένα βαθμό οφειλόταν στην αυξημένη ενσωμάτωση του ιαπωνικού καπιταλισμού στο παγκόσμιο σύστημα.85 Ο αυξημένος τραπεζικός δανεισμός κατευθύνθηκε στην κερδοσκοπία σε μαζική κλίμακα: Η έκρηξη της ρευστότητας συνέβαλε στην απογείωση των τιμών των ακινήτων, που από καιρό οι μεγάλες επιχειρήσεις τα χρησιμοποιούσαν ως ενέχυρα, και με αυτό τον τρόπο δικαιολογούσαν τις διογκωμένες τιμές των μετοχών τους.86 Σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε «οικονομία της φούσκας», οι τιμές των ακινήτων εκτοξεύτηκαν και οι μετοχές διπλασίασαν την αξία τους, μέχρι του σημείου να λέγεται ότι η καθαρή αξία των ιαπωνικών επιχειρήσεων ήταν ίση με εκείνη των ΗΠΑ, παρόλο που, σύμφωνα με οποιοδήποτε πραγματικό μέτρο σύγκρισης, η οικονομία των ΗΠΑ ήταν δυο φορές μεγαλύτερη από της Ιαπωνίας. Όμως, όσο κρατούσε η φούσκα, η ιαπωνική οικονομία συνέχισε να μεγεθύνεται και ακόμα κι όταν η φούσκα άρχισε να χάνει αέρα, ο τραπεζικός δανεισμός έδωσε τη δυνατότητα στην οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται το 1991-92, όταν η ύφεση έπληττε τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη. Ύστερα έγινε σαφές ότι και οι ίδιες οι τράπεζες είχαν μεγάλα προβλήματα. Είχαν χορηγήσει δάνεια για αγορά γης και μετοχών που δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν, από τη στιγμή που οι τιμές αυτών των πραγμάτων είχαν καταρρεύσει. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 το τραπεζικό σύστημα πλήγηκε από επανειλημμένες κρίσεις, διαγράφοντας επισφαλή δάνεια αξίας περίπου 71 τρισεκατομμυρίων γιεν (πάνω από 500 δις δολάρια). Η κυβέρνηση των ΗΠΑ εκτιμούσε ότι το συνολικό ποσό που χρωστούσαν προβληματικές επιχειρήσεις ή ήδη χρεοκοπημένες, κυμαινόταν στα 80 με 100 τρισεκατομμύρια γιεν (600 με 750 δις δολάρια) και το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι το ίδιο ποσό ανερχόταν στα 111 τρισεκατομμύ286
Κρις Χάρμαν
ρια γιεν (περίπου 840 δις δολάρια).87 Ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη δημιουργία της φούσκας και κατόπιν στη μακρόσυρτη κρίση του τραπεζικού τομέα, έχει οδηγήσει τους περισσότερους σχολιαστές να εντοπίσουν τις ρίζες της ιαπωνικής κρίσης σε δυσλειτουργίες αυτού του συστήματος. Το πρόβλημα, ισχυρίζονται νεοφιλελεύθεροι σχολιαστές, ήταν ότι οι στενοί δεσμοί ανάμεσα σε όσους διαχειρίζονταν το κράτος, το τραπεζικό σύστημα και τη βιομηχανία, είχε σαν αποτέλεσμα ότι δεν υπήρχε ο λεπτομερής έλεγχος που θα εξασφάλιζε μια πραγματικά ανταγωνιστική οικονομία στις δραστηριότητες των τραπεζών.88 Αυτός ήταν ο παράγοντας που επέτρεψε την πραγματοποίηση επισφαλών χορηγήσεων τόσο μεγάλης κλίμακας. Τα επιχειρήματα αυτά δεν συνιστούν εξήγηση, μιας και παρόμοιες φούσκες έχουν συμβεί και σε οικονομίες όπως των ΗΠΑ οι οποίες, υποτίθεται, ότι εκπληρώνουν τα κριτήρια της «ανταγωνιστικότητας». Είναι δύσκολο να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ιαπωνική φούσκα του τέλους της δεκαετίας του '80, με τη φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Το νεοφιλελεύθερο σκεπτικό που ρίχνει στο κράτος το φταίξιμο για την κρίση, θεωρεί ότι υπήρχε λύση: το κράτος θα έπρεπε απλά να αποσυρθεί και να αφήσει κάποιες από τις μεγάλες τράπεζες να βγουν από το παιχνίδι. Όμως, μια τέτοια επιλογή, έχει ως προϋπόθεση ότι η χρεοκοπία κάποιων τραπεζών δεν θα οδηγούσε στην κατάρρευση και των άλλων στις οποίες χρωστούσαν χρήματα, με αποτέλεσμα τη σωρευτική κατάρρευση όλου του τραπεζικού τομέα. Κανένα προηγμένο καπιταλιστικό κράτος δεν τολμάει καν να σκεφτεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όπου ήταν δυνατόν, και τα υπόλοιπα κράτη συμπεριφέρθηκαν όπως το ιαπωνικό. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι η τραπεζική κρίση ήταν η γενεσιουργός αιτία της ιαπωνικής στασιμότητας. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι Φούμιο Χαγιάσι (Fumio Hayashi) και'Εντουαρντ Σ. Πρέσκοτ (Edward C Prescott) έχουν υποστηρίξει ότι οι εταιρείες που θα ήθελαν να επενδύσουν θα μπορούσαν να το πράξουν, αφού «τα τραπεζικά δάνεια τα αντικατέστησαν άλλες μορφές χρηματοδότησης των ακμαίων επενδύσεων στο μη χρηματοπιστωτικό τομέα στη δεκαετία του '90». 89 Ωστόσο ήταν υποχρεωμένοι να παραδεχτούν ότι Καπιταλισμός Ζόμπι
287
«τα έργα που τελικά χρηματοδοτούνται έχουν χαμηλό ποσοστό απόδοσης». 90 Στην πραγματικότητα, σημειώθηκε πτώση των παραγωγικών επενδύσεων, αν και τίποτα ανάλογο μιας πλήρους κατάρρευσης. Σε μια τέτοια κατάσταση, η αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, είτε με το να επιτραπεί το βάθεμα της κρίσης, όπως ήθελαν οι νεοφιλελεύθεροι, ή σταδιακά, όπως πρότειναν όσοι είχαν περισσότερο κεϊνσιανές προτιμήσεις, δεν θα έδινε διέξοδο από την κρίση. Σ' αυτό το ζήτημα, ο Πολ Κρούγκμαν (Paul Krugman) είχε δίκιο όταν επισήμαινε: Ωστόσο, το εντυπωσιακό στη συζήτηση για τις δομικές μεταρρυθμίσεις είναι ότι όταν κάποιος θέτει το ερώτημα, «Με ποιο τρόπο πρόκειται να αυξήσουν τη ζήτηση;» οι απαντήσεις που δίνονται είναι ιδιαίτερα ασαφείς. Εγώ τουλάχιστον είμαι κάθε άλλο παρά βέβαιος ότι οι δομικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες προτείνονται μετ' επιτάσεως για την Ιαπωνία θα αυξήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τη ζήτηση, και δεν βλέπω κανένα λόγο που θα με κάνει να πιστέψω ότι ακόμα και ριζική μεταρρύθμιση θα μπορέσει να βάλει μπρος την οικονομία ώστε να ξεφύγει από την παγίδα που έχει πέσει.91 Η αιτία γι' αυτό ήταν ότι η παγίδα βρισκόταν έξω από το τραπεζικό σύστημα, ήταν το καπιταλιστικό σύστημα συνολικά. Στα τέλη της δεκαετίας του '80 το ποσοστό κέρδους είχε πέσει στο επίπεδο όπου απέκλειε περαιτέρω ουσιαστικές βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο των εργατών. Όμως το γεγονός αυτό με την σειρά του εμπόδιζε την εγχώρια οικονομία να απορροφήσει όλη την αύξηση της παραγωγής. Θα μπορούσε να το επιτύχει ένας νέος, μεγάλος, γύρος συσσώρευσης κεφαλαίου, όμως για να πραγματοποιηθεί αυτός ο γύρος, η κερδοφορία θα έπρεπε να βρισκόταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Η μελέτη του Ρίτσαρντ Κου (Richard Κοο) για την κρίση, με τίτλο Το Άγιο Δισκοπότηρο της Μακροοικονομικής (The Holy Grail of Macroeconomics), όταν δίνει έμφαση στα κρυμμένα χρέη των επιχειρήσεων, κάνει μια νύξη για το τι πραγματικά πήγε λάθος, όμως αποτυγχάνει να ερμηνεύσει το πρόβλημα της αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων με βάση τη μακροπρόθεσμη κάμψη της κερδοφορίας.92 Στην πραγματικότητα, το ιαπωνικό κράτος στράφηκε σε κάποιου τύπου κεϊνσιανές λύσεις, με ένα μεγάλο πρόγραμμα κατασκευής δημο288
Κρις Χάρμαν
σίων έργων (γέφυρες, αεροδρόμια, δρόμοι κλπ). Ο Γκάβαν Μακ Κόρμακ (Gavan McCormack) γράφει: «Με την εκδήλωση της χρόνιας ύφεσης, ύστερα από το σπάσιμο της φούσκας στις αρχές της δεκαετίας του '90, η κυβέρνηση στράφηκε σε όλο και πιο μεγάλα, και όλο και λιγότερο αποτελεσματικά, κεϊνσιανά ελλείμματα» και ότι «ο τομέας των δημοσίων έργων μεγάλωσε τόσο ώστε να είναι τρεις φορές μεγαλύτερος από της Βρετανίας, των ΗΠΑ ή της Γερμανίας, απασχολώντας επτά εκατομμύρια ανθρώπους ή το 10% του εργατικού δυναμικού, έφτασε να δαπανά 40 με 50 τρισεκατομμύρια γιεν ετησίως, περίπου 350 δις δολάρια, δηλαδή το 8% του ΑΕΠ ή δυο με τρεις φορές περισσότερο από τις βιομηχανικές χώρες».93 Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, το μερίδιο του κράτους στην παραγωγή αυξήθηκε από ένα μέσο όρο του 13,7% το 1984-90 σε 15,2% στην περίοδο 1994-2000.94 Όμως, οι δαπάνες για τα δημόσια έργα δεν αρκούσαν για να καλύψουν το κενό που είχε δημιουργήσει η περιορισμένη ώθηση για επενδύσεις, εξαιτίας του ποσοστού κέρδους, όπως δείχνει και το διάγραμμα που ακολουθεί:
(Πηγή: Fumio Hayasi και Edward Prescot, "The 1990s in Japan: A lost decade?")
Στη δεκαετία του '90 η οικονομία δεν κατάρρευσε όπως έγινε με τις οικονομίες των ΗΠΑ και της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του '30. Το κράτος έμοιαζε ικανό να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Όμως, δεν Καπιταλισμός Ζόμπι
289
μπορούσε να σηκώσει την οικονομία τόσο ώστε να τη βάλει ξανά στο παλιό μονοπάτι της ανάπτυξης. Τμήματα του ιαπωνικού κεφαλαίου πίστεψαν ότι μπορούσαν να ξεφύγουν απ' αυτή την παγίδα επενδύοντας στο εξωτερικό, όπως δείχνει η διαφορά ανάμεσα στην Ακαθάριστη Επένδυση και την Ακαθάριστη Εγχώρια Επένδυση. Όμως, αυτή η προοπτική δεν μπορούσε να αποτελέσει απάντηση στην κρίση για το μεγάλο όγκο του ιαπωνικού κεφαλαίου, το οποίο έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να ανεβάσει το ποσοστό κέρδους, αυξάνοντας το ποσοστό εκμετάλλευσης, έστω κι αν κάτι τέτοιο μείωνε ακόμα περισσότερο την εγχώρια ζήτηση και επέτεινε τα προβλήματά του. Ούτε αποτελούσε λύση για την ιαπωνική εργατική τάξη, που είτε της άρεσε είτε όχι, θα ήταν αναγκασμένη να παλέψει αν δεν ήθελε να δει τη ζωή της να χειροτερεύει ακόμα περισσότερο. Η οικονομία δεν ξεκόλλησε από τη στασιμότητα παρά μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν οι κινέζικες εισαγωγές μηχανημάτων έδωσαν μια ώθηση στην ιαπωνική βιομηχανία, όμως στο τέλος αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ βραχύχρονη. Η κρίση στην Ιαπωνία δεν είχε τόσο καταστροφικές συνέπειες στη ζωή της πλειοψηφίας του πληθυσμού, όπως εκείνη που είχε ξεσπάσει στην ΕΣΣΔ λίγα χρόνια πριν. Όμως, και οι δυο μοιράζονταν ένα χαρακτηριστικό που είχε περάσει απαρατήρητο απ' όλους σχεδόν τους οικονομολόγους, και τους ορθόδοξους και τους μαρξιστές: η συσσώρευση κεφαλαίου είχε φτάσει στο σημείο όπου πλέον δεν μπορούσε να αποσπάσει υπεραξία απ' αυτούς που εκμεταλλευόταν, στην αναγκαία αυξανόμενη κλίμακα ώστε να μπορέσει να διατηρηθεί στο διεθνές ανταγωνιστικό επίπεδο που επεδίωκε. Το εμπόδιο στη συσσώρευση κεφαλαίου είχε γίνει όντως το ίδιο το κεφάλαιο. Εκείνοι που επέβλεπαν τη διαδικασία της συσσώρευσης είχαν μπροστά τους δυο επιλογές. Η μια ήταν να επιτρέψουν στο δικό τους κομματάκι από το σύστημα να αναδιαρθρωθεί από μόνο του μέσω του τυφλού ανταγωνισμού, παίρνοντας τοις μετρητοίς τους ιδεολογικούς ισχυρισμούς ότι αυτός ο δρόμος θα έφερνε νέα θαύματα. Ή θα μπορούσαν να επιλέξουν την ασφαλή οδό, γνωρίζοντας ότι ίσως να μην ξέφευγαν ποτέ από τη μακροπρόθεσμη στασιμότητα. Αυτοί που κυβερνούσαν τη Ρωσία επέλεξαν τον πρώτο δρόμο και είδαν την οικονομία τους, που ήδη είχε μείνει μισή από την απώλεια της υπόλοιπης ΕΣΣΔ, να χάνει πάλι το μισό της μέγεθος. Οι κυβερνών290
Κρις Χάρμαν
τες στην Ιαπωνία ακολούθησαν το δεύτερο δρόμο, και η οικονομία τους βίωσε μιάμιση δεκαετία παραλυτικής στασιμότητας - και όταν αυτή η περίοδος τέλειωνε, η λύση δεν είχε έρθει πιο κοντά απ' ό,τι στην αρχή της. Το ερώτημα που έθεσαν και οι δυο περιπτώσεις ήταν με ποιο τρόπο θα αντιδρούσαν άλλες οικονομίες, κυρίως αυτή των ΗΠΑ, αν έπεφταν στην ίδια παγίδα της στασιμότητας;
Οι επιπτώσεις στον Παγκόσμιο Νότο Η κατάρρευση των δυο ιδεολογικών μοντέλων που είχαν αναφορά στο κράτος, του κεϊνσιανισμού και του σταλινισμού, είχε ένα βαθύ αντίκτυπο στις πολιτικές δυνάμεις που φιλοδοξούσαν να προωθήσουν την «ανάπτυξη» των οικονομιών του Τρίτου Κόσμου, ώστε να γίνουν ισότιμα συστατικά στοιχεία του παγκόσμιου συστήματος. Τις ώθησε να αναζητήσουν νέα μοντέλα συσσώρευσης κεφαλαίου, στη θέση του μοντέλου που ήταν προσανατολισμένο στην κρατική διεύθυνση της οικονομίας και την υποκατάσταση των εισαγωγών, το οποίο ήδη εκδήλωνε τα προβλήματά του. Στην Ασία, τόσο η αυστηρά ρυθμιζόμενη κινέζικη οικονομία όσο και η λιγότερο αυστηρά ρυθμιζόμενη, αλλά υπό κεντρική διεύθυνση, ινδική, άρχισαν να παρουσιάζουν ανησυχητικά συμπτώματα στασιμότητας ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '70,95 αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις. Στη Λατινική Αμερική, το μοντέλο της υποκατάστασης των εισαγωγών αποδείχτηκε ανεπαρκές στην αργεντίνικη κοιτίδα του, όπου ξεσπούσαν επανειλημμένες οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Στην Αφρική, οι υποσχέσεις των υπέρμαχων του «αφρικάνικου σοσιαλισμού» δεν υλοποιήθηκαν, αφού η στενότητα των εθνικών αγορών και οι λιγοστοί πόροι που άφησε η λεηλασία του ιμπεριαλισμού, περιόρισαν την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Σε αυτά τα προβλήματα προστέθηκε και η πτώση στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών και των τροφίμων, οι εξαγωγές των οποίων αποτελούσαν τη βασική πηγή εσόδων για την αγορά και εισαγωγή εξοπλισμού και μηχανημάτων για νέες βιομηχανίες. Ιδιαίτερα μετά την έναρξη της ύφεσης στις αναπτυγμένες χώρες το 1974, οι μη-πετρελαιοπαραγωγές χώρες βρέθηκαν Καπιταλισμός Ζόμπι
291
ανάμεσα στη σφύρα του αυξημένου κόστους του πετρελαίου και τον άκμονα της πτώσης των τιμών στις εξαγωγές πρωτογενών εμπορευμάτων κατά σχεδόν 50%.96 Οι διευθυντές των βιομηχανιών που είχαν αναπτυχθεί μέσα στα προστατευτικά τείχη του παλιού μοντέλου, άρχισαν, πραγματιστικά, να αποκαθιστούν δεσμούς με το ξένο κεφάλαιο. Η Αργεντινή, η Βραζιλία και το Μεξικό, ήταν τυπικές περιπτώσεις. Στις δεκαετίες του '40, του '50 και του '60, το κράτος είχε δημιουργήσει τη βιομηχανική βάση αυτών των χωρών, παρεμβαίνοντας ώστε να κατευθυνθούν επενδύσεις στη βιομηχανία, συχνά σε κρατικές εταιρείες. Όμως, οι πιο διορατικοί βιομήχανοι - τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα - έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τους απαιτούμενους πόρους και μοντέρνα τεχνολογία για να φτάσουν τα παγκόσμια επίπεδα παραγωγικότητας, εκτός αν έβρισκαν τρόπους να σπάσουν τα όρια της εθνικής οικονομίας. Οι επιχειρήσεις τους άρχισαν να στρέφονται όλο και περισσότερο προς τις ξένες πολυεθνικές για συμφωνίες παραχώρησης αδειών εκμετάλλευσης, για προγράμματα συμπαραγωγής και συγχρηματοδότησης, και επίσης άρχισαν να λειτουργούν και οι ίδιες ως πολυεθνικές σε άλλες χώρες. Την τάση αυτή την ενίσχυσε η επίτευξη μεγάλων ρυθμών ανάπτυξης από χώρες οι οποίες ήταν από καιρό προσανατολισμένες στις εξαγωγικές αγορές. Στην Ασία, τέσσερις προμαχώνες του αντικομμουνισμού - η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, το Χονγκ-Κονγκ και η Σιγκαπούρη κατέγραψαν ρυθμούς ανάπτυξης του μεγέθους της ΕΣΣΔ επί Στάλιν. Επίσης στην Ευρώπη, χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία, που ο Πολ Μπάραν τις είχε συμπεριλάβει στον υπανάπτυκτο κόσμο, αναπτύχθηκαν με τέτοιους ρυθμούς που τους επέτρεψαν την είσοδο στη λέσχη των πλουσίων, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η Βραζιλία άρχισε να ακολουθεί έναν τέτοιο εξαγωγικό προσανατολισμό στη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος που είχε ανέβει στην εξουσία το 1964. Ο, ακόμα πολύ μεγάλος, δημόσιος τομέας της όπως και ο ιδιωτικός, άρχισαν να μην περιορίζονται στην προστατευμένη εθνική αγορά και να στρέφονται όλο και περισσότερο στο παγκόσμιο σύστημα. Ο οικονομικός τύπος της Δύσης αναγάλλιασε με αυτές τις εξελίξεις, διαβεβαιώνοντας τους αναγνώστες του ότι η Βραζιλία είναι η μεγάλη ανερ292
Κρις Χάρμαν
χόμενη χώρα του Τρίτου Κόσμου, οι βιομηχανίες της οποίας είναι προορισμένες να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία της Δύσης. Η ανάπτυξη όντως υπήρξε. «Επί σχεδόν δεκαπέντε χρόνια (1965-80) ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 8,5%, κάνοντας τη Βραζιλία την τέταρτη ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα στον κόσμο».97 Τη βραζιλιάνικη πολιτική άρχισαν να τη συναγωνίζονται και άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα στη Χιλή (1973) και στην Αργεντινή (1976) τα ακολούθησε άνοιγμα στο ξένο κεφάλαιο. Και σε αυτές τις περιπτώσεις το αποτέλεσμα έμοιαζε στην αρχή να είναι ευνοϊκό. Κάτω από το καθεστώς του στρατηγού Βιντέλα στην Αργεντινή «ο πληθωρισμός μειώθηκε, το πραγματικό παραγόμενο προϊόν αυξήθηκε και δημιουργήθηκε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών»,98 ενώ το πραγματικό ΑΕΠ της Χιλής αυξανόταν κατά 8,5% ετησίως ανάμεσα στο 1977 και το 1980.99 Έμοιαζε ότι είχε ανακαλυφθεί ο δρόμος για την εθνική συσσώρευση κεφαλαίου, με το σπάσιμο των περιορισμών της εθνικής αγοράς και ιδιαίτερα όταν αυτές τις πολιτικές τις εφάρμοζαν στρατιωτικά καθεστώτα - για το τσάκισμα της λαϊκής αντίστασης στα αυξημένα επίπεδα εκμετάλλευσης. Παράλληλα το ιδεολογικό εκκρεμές κινήθηκε, όπως στη Δύση και στα πρώην «κομμουνιστικά» κράτη, με τους υποστηρικτές της «θεωρίας της εξάρτησης» στις τάξεις των οικονομολόγων να προσχωρούν μέσα σε μια νύχτα στους θαυμαστές της ελεύθερης αγοράς. Αυτοί οι προσηλυτισμοί συνεχίζονταν ακόμα και όταν το λατινοαμερικάνικο «θαύμα» είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Μετά το 1974 η ανάπτυξη βασιζόταν όλο και περισσότερο στον ξένο δανεισμό (όπως συνέβαινε στην Πολωνία και την Ουγγαρία την ίδια περίοδο). Πολλές λατινοαμερικάνικες χώρες δανείστηκαν τεράστια ποσά από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, τζογάροντας στην πραγματικότητα με την προσδοκία μεγάλων ρυθμών ανάπτυξης. Το εξωτερικό χρέος της Αργεντινής και της Χιλής σχεδόν τριπλασιάστηκε μέσα σε λίγα χρόνια, από το 1978 μέχρι το 1981.100 Όμως, εκείνη την περίοδο, αυτό δεν φαινόταν να έχει και ιδιαίτερη σημασία, είτε για τις εθνικές κυβερνήσεις, είτε για το διεθνές τραπεζικό σύστημα: Μέχρι και το δεύτερο σοκ στις τιμές του πετρελαίου (1979-80) το τζογάρισμα άξιζε τον κόπο. Η άνοδος των εξαγωγών στις διεΚαπιταλισμός Ζόμπι
293
θνείς αγορές διατηρούνταν με ευνοϊκές τιμές... Ως συνέπεια ο λόγος του χρέους προς εκκαθάριση προς τα έσοδα των εξαγωγών έγινε πιο ευνοϊκός το 1979 για όλες τις μη-πετρελαιοπαραγωγές αναπτυσσόμενες χώρες σε σχέση με το 1970-72.101 Το 1980 το ΔΝΤ διαβεβαίωνε τον κόσμο ότι: «Στη διάρκεια της δεκαετίας του '70... αποφεύχθηκε το πρόβλημα μιας γενικευμένης κρίσης διαχείρισης του χρέους... και οι προοπτικές για το άμεσο μέλλον δεν προξενούν ανησυχία».102 Αυτές οι φράσεις γράφονταν μόλις μερικούς μήνες πριν η δεύτερη διεθνής ύφεση, του 1980, βρει όλες αυτές τις χώρες απροετοίμαστες. Με τις εξαγωγικές αγορές να συρρικνώνονται και τα διεθνή επιτόκια να παίρνουν την ανηφόρα, τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί στη δεκαετία του '70, τσάκιζαν την ανάπτυξη αυτών των χωρών, τις έριξαν στην ύφεση και κατάστρεψαν τις οικονομίες τους για όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, που στη Λατινική Αμερική έμεινε γνωστή ως η «χαμένη δεκαετία». Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ για την περιοχή συνολικά έπεσε κατά 10%.103 Όμως, για τους ντόπιους καπιταλιστές και τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις τα παραπάνω με κανένα τρόπο δεν σήμαιναν αμφισβήτηση του νέου ανοίγματος στην παγκόσμια αγορά. Αντίθετα, η απάντησή τους, όπως στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, ήταν ότι αυτό που έφταιγε για τα προβλήματα ήταν ότι το άνοιγμα στην αγορά δεν ήταν τόσο τολμηρό όσο χρειαζόταν. Στα τέλη της δεκαετίας του '80 αυτό το νέο δόγμα το είχαν αποδεχτεί πρώην αντάρτες στη Λατινική Αμερική, το πολιτικό γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Κίνα, η ηγεσία του κόμματος του Κογκρέσου στην Ινδία, εκείνοι που κάποτε είχαν διακηρύξει την πίστη τους στο «σοσιαλισμό» στην Αφρική και οι επίγονοι του Νάσερ στην Αίγυπτο. Οι προσηλυτισμοί δεν ήταν πάντοτε εθελοντικοί. Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα παρέμβαιναν όπου μπορούσαν, κάνοντας προσφορές, όπως οι μαφιόζοι σε υπερχρεωμένες χώρες· προσφορές που οι κυβερνήτες αυτών των χωρών σπάνια είχαν τη δύναμη να αρνηθούν, μιας και μια τέτοια άρνηση θα ακύρωνε την οποιαδήποτε στρατηγική συσσώρευσης κεφαλαίου. Τα διάφορα προγράμματα για τα χρέη είχαν στόχο περισσότερο να προστατεύσουν τα συμφέροντα των δυτικών τραπεζών, παρά να απαλύνουν τις συνθήκες που ζούσε ο κόσμος στις 294
Κρις Χάρμαν
υπερχρεωμένες χώρες. Όμως, οι κυβερνήσεις που αποδέχονταν τέτοια προγράμματα έκαναν κάτι περισσότερο από το να συνθηκολογούν απλά με τον ιμπεριαλισμό. Τα κεφάλαια, κρατικά και ιδιωτικά, που είχαν αναπτυχτεί στη διάρκεια της υπό κρατική διεύθυνση «αναπτυξιακής» φάσης, δεν διέκριναν δυνατότητες συνέχισης της επέκτασής τους στα πλαίσια των περιορισμένων εθνικών αγορών. Επιθυμούσαν την πρόσβαση σε αγορές και τεχνολογικές καινοτομίες έξω από τα εθνικά σύνορα. Μπορεί να επέτρεπαν, ακόμα και να ενθάρρυναν, τις εθνικές κυβερνήσεις να παζαρεύουν τους όρους με τους οποίους το κεφάλαιο στις μητροπολιτικές χώρες θα επέτρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα τους απέρριπταν αμέσως. Και πράγματι, στην πορεία, κάποια από αυτά τα κεφάλαια κατάφεραν να χτίσουν κάτι περισσότερο από ένα καθαρά εθνικό προφίλ. Για παράδειγμα, η αργεντίνικη χαλυβουργία TechNet το 1993 απέκτησε τον έλεγχο της μεξικάνικης Tamsa, κατασκευάστριας χαλυβδοσωλήνων, και κατόπιν, έχοντας υιοθετήσει την ονομασία Tenaris, επεκτάθηκε στη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα, την Ιαπωνία και τον Καναδά.104 Ένα παρόμοιο μοτίβο ακολούθησαν κάποιες μεξικάνικες εταιρείες. Στα τέλη της δεκαετίας του '80 η Alfa, ο μεγαλύτερος βιομηχανικός όμιλος στο Μεξικό με 109 θυγατρικές που ασχολούνταν από την κατασκευή εξαρτημάτων για αυτοκίνητα, μέχρι πετροχημικά, τρόφιμα και χάλυβα, αποδύθηκε σε ένα αυξανόμενο αριθμό κοινών εγχειρημάτων με ξένες εταιρείες. Η Vitro, κατασκευάστρια γυαλιού, η οποία είχε εξαγοράσει δυο αμερικάνικες εταιρείες, έγινε «ο μεγαλύτερος κατασκευαστής γυάλινων δοχείων, με την αγορά του να μοιράζεται σχεδόν εξίσου ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Μεξικό». 105 Το λογικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η άρχουσα τάξη του Μεξικό να ξεχάσει τον παλιό εθνικισμό της, να ενταχθεί στην Περιοχή Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA) και να αρχίσει να λειτουργεί όλο και πιο πολύ ως μια δευτερεύουσα συνιστώσα του καπιταλισμού των ΗΠΑ. Περιστασιακά, η συνεργασία [με το ξένο κεφάλαιο, στμ\ έφερε θετικά αποτελέσματα για ευρύτερα τμήματα του ντόπιου κεφαλαίου, πρόσφερε κάποιες ευκαιρίες απασχόλησης για τα μεσαία στρώματα που τις επιζητούσαν (στην Ιρλανδία, τη Νότια Κορέα, τη Μαλαισία, τη Σιγκαπούρη, την Ταϊβάν και τις παράκτιες περιοχές της Κίνας) και έφτασε Καπιταλισμός Ζόμπι
295
ακόμα και να δημιουργήσει συνθήκες στις οποίες οι εργάτες μπορούσαν να ανεβάσουν το βιοτικό τους επίπεδο με τις κινητοποιήσεις τους στο χώρο δουλειάς. Ωστόσο, ακόμα πιο συχνά το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν ακόμα μεγαλύτερη υπερχρέωση στις ξένες τράπεζες, που έπρεπε να την επωμισθούν τα εθνικά κράτη. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, ένα πολύ λεπτό στρώμα ανθρώπων απολάμβανε τα ωφελήματα του πολυεθνικού κεφαλαίου, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού έβλεπε τις συνθήκες ζωής της να χειροτερεύουν ή να μην βελτιώνονται. Μια τάξη «γιάπηδων» ζούσε σε προστατευμένους θύλακες, που λες κι είχαν μεταφερθεί από τα πλουσιότερα μέρη του βιομηχανικού κόσμου (συχνά τα μέλη της έκαναν και το επόμενο βήμα και ζούσαν για ένα μέρος του χρόνου σε αυτά τα πλούσια μέρη), ενώ ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα στις παραγκουπόλεις και στις διαλυμένες γειτονιές που εξαπλώνονταν παντού. Η υπόθεση της νέας οικονομικής ιδεολογίας - η οποία αποτυπωνόταν πιο έντονα στις «νεοφιλελεύθερες» αντιλήψεις της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας - ήταν πώς, αν η συσσώρευση του κεφαλαίου έπαιρνε με αυτές τις μεθόδους μια ανάσα ζωής σε ένα σημείο του κόσμου, το ίδιο θα μπορούσε να επαναληφθεί παντού, αρκεί να έφευγε από τη μέση κι ο τελευταίος περιορισμός στο εμπόριο και στην κίνηση του κεφαλαίου. Όμως, η πραγματικότητα ήταν κάπως διαφορετική. Κάποιες λίγες περιοχές προσέλκυαν παραγωγικές επενδύσεις, όμως ήταν πράγματι λιγοστές. Στο τέλος του 20ού αιώνα, μόνο το 1/3 της παγκόσμιας Αμεσης Ξένης Επένδυσης (FDI) κατευθυνόταν στις «αναδυόμενες αγορές» του Παγκόσμιου Νότου και στις πρώην «κομμουνιστικές» χώρες. Από αυτό το ποσοστό επίσης, περίπου το μισό κατευθυνόταν σε τέσσερις μόλις χώρες: Κίνα/Χονγκ-Κονγκ, Σιγκαπούρη, Μεξικό και Βραζιλία. Το 1/4 πήγαινε σε άλλες επτά χώρες (Μαλαισία, Ταϊλάνδη, Νότια Κορέα, Βερμούδες, Βενεζουέλα, Χιλή και Αργεντινή) αφήνοντας 176 χώρες να μοιράζονται το εναπομείναν 25%.ΙΟί Και σε ένα μεγάλο βαθμό δεν επρόκειτο καθόλου για νέα επένδυση αλλά απλά για την εξαγορά επιχειρήσεων που ήδη λειτουργούσαν από πολυεθνικές που είχαν τη βάση τους στις μητροπολιτικές χώρες. 296
Κρις Χάρμαν
Αυτά τα προβλήματα έγιναν περισσότερο αισθητά στις φτωχότερες περιοχές του κόσμου, ιδιαίτερα στην Αφρική. Όσο κι αν οι κυβερνήσεις εκεί κατεδάφισαν το μεγαλύτερο μέρος των παλιών προστατευτικών πολιτικών τους, που είχαν στο κέντρο τους την υποκατάσταση των εισαγωγών, συνέχιζαν να μην γίνονται ελκυστικές στις πολυεθνικές τις οποίες επιδίωκαν: «Οι μικρές, φτωχές χώρες αντιμετωπίζουν αυξημένα εμπόδια για να εισέλθουν σε κλάδους που υπόκεινται περισσότερο στον παγκόσμιο ανταγωνισμό».107 Σε μεγάλο βαθμό αυτό ίσχυε και για τις εξαγωγές. Η Κίνα και λίγες ακόμα χώρες συνέχισαν πράγματι να διεισδύουν στις διεθνείς αγορές. Όμως, ο εξαγωγικός προσανατολισμός αυτών των χωρών είχε ως συνέπεια ότι η δικιά τους, εσωτερική αγορά για ξένα καταναλωτικά προϊόντα δεν μεγάλωνε αναλόγως, και ότι η επέκτασή τους γινόταν, ως ένα βαθμό, σε βάρος άλλων χωρών του Παγκόσμιου Νότου. Εν προκειμένω, μερικές αφρικανικές χώρες οι οποίες είχαν αρχίσει να σημειώνουν κάποιες επιτυχίες στην εξαγωγή προϊόντων μεταποίησης, ανακάλυψαν ότι η Κίνα άρπαζε τις αγορές τους. Η «συνδυασμένη και άνιση ανάπτυξη» που χαρακτήριζε τη μακρά άνθηση συνεχιζόταν και στην κατάσταση που την ακολούθησε, με τη διαφορά ότι πολλές οικονομίες συρρικνώνονταν την ίδια στιγμή που άλλες αναπτύσσονταν με γρήγορο ρυθμό. Ήταν σαν να είχε κοπεί στα δυο ο Τρίτος Κόσμος, μόνο που και στο τμήμα του που αναπτυσσόταν συνέχιζαν να υπάρχουν τεράστιες δεξαμενές φτώχειας. Ακόμα και στις χώρες όπου η στρατηγική της αυτοδύναμης ανάπτυξης έμοιαζε να είναι πετυχημένη με την καπιταλιστική ή κρατικοκαπιταλιστική της έννοια, οι κυβερνήτες αυτών των κρατών ένιωθαν συχνά πολύ ανασφαλείς. Η επιτυχία τους βασιζόταν σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο εγχώριας συσσώρευσης κεφαλαίου και - κάτι που αποτελούσε την άλλη όψη του νομίσματος - ένα πολύ υψηλό επίπεδο εκμετάλλευσης, το οποίο μπορούσε να διατηρηθεί μόνο με τη συνεχή συμπίεση του βιοτικού επιπέδου των εργατών και των αγροτών. Όμως, αυτές οι άρχουσες τάξεις ακόμα κι αν κατόρθωναν να πετύχουν υψηλά επίπεδα συσσώρευσης (κάτι που αποτελούσε την εξαίρεση κι όχι τον κανόνα), συνέχιζαν να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όταν παζάρευαν με τις πολυεθνικές. Καθώς οι πολυεθνικές εξαγόραζαν τοπικές εταιρείες, το μερίδιο τους στην Καπιταλισμός Ζόμπι
297
εγχώρια κεφαλαιακή επένδυση μπορούσε να φτάσει το 40% ή και το 50% του συνόλου, ενισχύοντας τη δύναμή τους στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του συγκεκριμένου κράτους. Όμως, τα κράτη των φτωχότερων περιοχών του κόσμου δεν διέθεταν ούτε ένα μικρότερο ποσοστό αυτής της δύναμης που διέθεταν οι πολυεθνικές, μιας και το μικρό μέγεθος των οικονομιών τους σήμαινε ότι σ' αυτές δεν πραγματοποιούταν περισσότερο από το 1% με 2% των παγκόσμιων πωλήσεων και επενδύσεων των πολυεθνικών. Συνήθως ένα τεράστιο χάσμα ανοιγόταν ανάμεσα στις υποσχέσεις που έδιναν στον πληθυσμό εκείνοι που κυβερνούσαν το κράτος και σε αυτά που πραγματικά μπορούσαν να πραγματοποιήσουν. Η μεγάλη διαφθορά και η σκληρή καταστολή γίνονταν ο κανόνας, όχι πια η εξαίρεση. Όταν η στρατηγική της αυτοδύναμης ανάπτυξης συνάντησε προβλήματα, την καταστολή τη συνόδευσε και κάτι άλλο: οι μαζικές οργανώσεις που στο παρελθόν πρόσδεναν τα μεσαία στρώματα στο κράτος, και μέσω αυτών πρόσδεναν και τμήματα της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, άρχισαν να μετατρέπονται σε άδεια κελύφη. Το καταπιεστικό κράτος έγινε ένα αδύναμο κράτος το οποίο στρεφόταν στην υποστήριξη από το εξωτερικό για να διατηρήσει τον έλεγχο. Όλα τα παραπάνω συνέβαιναν ενόσω τα προβλήματα στην κερδοφορία, που συνεχίζονταν στις αναπτυγμένες χώρες, ωθούσαν τους καπιταλιστές αυτών των χωρών να αναζητούν και την παραμικρή ευκαιρία να «δαγκώσουν» ένα κομμάτι της υπεραξίας από οπουδήποτε. Δεν περίσσευε και πολύ για να αρπάξουν από τους φτωχότερους των φτωχών σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, όμως ήταν αποφασισμένοι να αρπάξουν ό,τι υπήρχε. Ιμπεριαλισμός σημαίνει ότι στην κορυφή του συστήματος αντίπαλες καπιταλιστικές δυνάμεις τσακώνονται άγρια μεταξύ τους για τον τρόπο με τον οποίο θα ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους. Σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, σημαίνει την «επιστράτευση» των κυρίαρχων τάξεων του Τρίτου Κόσμου ως συλλεκτών των δόσεων της αποπληρωμής του χρέους προς τις δυτικές τράπεζες, των πληρωμών για τα δικαιώματα χρήσης και επίσης των κερδών των δυτικών πολυεθνικών, αλλά και των ντόπιων καπιταλιστών. Μόνο η εξυπηρέτηση του χρέους μετέφερε 300 δις δολάρια ετησίως από τις «αναπτυσσόμενες χώρες» στους πλούσιους του αναπτυγμένου κόσμου.108 Μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στην 298
Κρις Χάρμαν
υπεράσπιση των επενδύσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό, κόμπαζε ότι: Οι περισσότερες νέες υπερπόντιες επενδύσεις πληρώνονται από κέρδη τα οποία πραγματοποιούνται υπερπόντια. Το 1996 η Αμεση Ξένη Επένδυση επιχειρήσεων των ΗΠΑ ανερχόταν σε μόλις 86 δισεκατομμύρια δολάρια... Αν από αυτά αφαιρεθούν τα έσοδα επανεπένδυσης ξένων δραστηριοτήτων, απομένουν μόνο 22 δις δολάρια... Οι υπερπόντιες δραστηριότητες των εταιρειών των ΗΠΑ παράγουν κι αυτές εισόδημα που επιστρέφει στις ΗΠΑ... Το 1995 η συγκεκριμένη ροή εισοδήματος - που ορίζεται ως εισόδημα άμεσης επένδυσης, αμοιβές δικαιωμάτων χρήσης και αδειών, χρεώσεις και υπηρεσίες - προς τις ΗΠΑ, ανέρχονταν σε 117 δις δολάρια.109 Δεν υπήρχε τέλος στο ξεζούμισμα. Το μερίδιο των ξένων επενδυτών στο χρηματιστήριο της Βραζιλίας αυξήθηκε από 6,5% το 1991 σε 29,4% το 1995 110 και το ποσοστό του χρέους της μεξικάνικης κυβέρνησης που βρισκόταν στα χέρια μη-μόνιμων κατοίκων της χώρας αυξήθηκε από 8% στα τέλη του 1990 στο 55% στα τέλη του 1993.111 Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η αστάθεια της παγκόσμιας οικονομίας την επαύριο της «χρυσής εποχής» βρήκε οξυμένη έκφραση στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Ακόμα και εκείνες που αναπτύσσονταν με γρήγορους ρυθμούς και τις υμνούσαν τα νεοφιλελεύθερα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μπορούσε ξαφνικά να βρεθούν αντιμέτωπες με αξεπέραστα προβλήματα στην αποπληρωμή του χρέους τους, βαθιές υφέσεις και πιθανότατα καλπάζοντα πληθωρισμό. Αυτό συνέβη στο Μεξικό στις αρχές της δεκαετίας του '90, στην Ινδονησία στα τέλη της ίδιας δεκαετίας και στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Πέρα απ' αυτές τις χώρες, η μοίρα της πλειοψηφίας του πληθυσμού των χωρών που το διεθνές κεφάλαιο τις θεωρούσε περιθωριακές, όπως το μεγαλύτερο τμήμα της υποσαχάριας Αφρικής, ήταν η ακόμα πιο βαθιά φτώχεια, επανειλημμένοι λιμοί και πολύ συχνά, τα ξεσπάσματα εθνοτικής βίας που κατέληγαν σε εμφυλίους πολέμους, τους οποίους συχνά χρηματοδοτούσαν ξένες εταιρείες που είχαν συμφέρον από τον έλεγχο των πρώτων υλών εκείνων των χωρών. Γι' αυτά τα μέρη του πλανήτη ίσως δεν υπήρξε ποτέ μια χρυσή εποχή. Όμως, είναι βέβαιο ότι υπήρξε μια βαριά σαν ταφόπλακα μολύβδινη εποχή. Καπιταλισμός Ζόμπι
299
Αναδιάρθρωση μέσω των κρίσεων Στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, ο παγκόσμιος καπιταλισμός σημαδεύτηκε για ακόμα μια φορά από πολλά από τα γνωρίσματα που είχε περιγράψει ο Μαρξ. Είδαμε το επανειλημμένο ξέσπασμα οικονομικών κρίσεων και την αναδιάρθρωση των κεφαλαίων, μικρών και μεγάλων, ιδιωτικών και κρατικών, μέσω της κρίσης. Γράφημα: Οικονομική ανάπτυξη των βιομηχανικών χωρών (-) σε σύγκριση με τις προβλέψεις του ΔΝΤ
Όλες οι μεγάλες βιομηχανικές οικονομίες χτυπήθηκαν από τουλάχιστον τρεις πραγματικές υφέσεις, εκτός από τη Γαλλία και τον Καναδά που βίωσαν μια «αναπτυξιακή ύφεση» και δυο πραγματικές υφέσεις και την Ιαπωνία, η οποία μετά την κρίση των μέσων της δεκαετίας του '70 απέφυγε την πραγματική ύφεση επί είκοσι χρόνια μόνο και μόνο για εισέλθει - μετά το 1992 - σε μια περίοδο σχεδόν στασιμότητας που διήρκεσε 13 χρόνια. Στις χώρες του πρώην Σοβιετικού μπλοκ οι υφεσιακές τάσεις της δεκαετίας του '80 μετατράπηκαν σε βαθιές υφέσεις. Όμως, σύντομα φάνηκαν διαφορετικές διαδρομές. Η πρώην ΕΣΣΔ (CIS στο Διάγραμμα που ακολουθεί), υπέφερε από μια τεράστιας κλίμακας οικονομική συρρίκνωση. Το 2000, παρόλο που είχαν μεσολαβήσει δυο χρόνια ανάκαμψης, το επίπεδο της παραγωγής βρισκόταν μόλις στο 70% του 1990. Η ίδια άθλια εικόνα έρχεται από τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Αλβανία και τα θραύσματα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα, οι οικονομίες της Κεντρικής Ευρώπης (CSB στο Διάγραμμα) συρρικνώθηκαν λίγο, πέ300
Κρις Χάρμαν
φτοντας σε κάτι παραπάνω από το 80% του επιπέδου του 1990 και ανέκαμψαν σε σημείο να το ξεπεράσουν το 1998 - έστω κι αν το συγκεκριμένο επίπεδο δεν βρισκόταν πολύ παραπάνω από αυτό του 1980.113 1104 Κλίμακα (1990=100)
100 90
80 70
60 50
1990
1992
1994
1996
1998
2000
Όλα τα παραπάνω σήμαιναν συνεχιζόμενη, επαναλαμβανόμενη δυστυχία για εκείνους που δουλεύουν και ζουν μέσα στο σύστημα. Το μεγάλο ερώτημα, ωστόσο, για το ίδιο το σύστημα, ήταν αν η αναδιάρθρωση που είχαν επιφέρει οι κρίσεις, είχαν σημάνει την έναρξη μιας νέας περιόδου επέκτασης. Αυτό θα το εξετάσουμε στο επόμενο τμήμα του βιβλίου.
Καπιταλισμός Ζόμπι
301
ΤΡΙΤΟ Μ Ε Ρ Ο Σ
Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΣΤΑΘΕΙΑΣ
Κεφάλαιο Ένατο
Τα χρόνια της μεγάλης αυταπάτης
Η νέα «φιλολογία» και οι υπερβολές της Ο Μιτεν Μπερνάνκι (Ben Bernanke) δήλωνε το 2004: «Ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα γνωρίσματα του οικονομικού τοπίου των είκοσι και πλέον τελευταίων χρόνων ήταν μια ουσιαστική μείωση της μακροοικονομικής αστάθειας».1 Αυτή ήταν άλλωστε και η άποψη της πλειοψηφίας των οικονομολόγων του κυρίαρχου ρεύματος και των πολιτικών: Οι εκφραστές του Νέου Υποδείγματος (New Paradigm) δέχτηκαν σήμερα την επιφυλακτική υποστήριξη του Λάρι Σάμερς (Larry Summers), υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ και του Αλαν Γκρίνσπαν (Alan Greenspan), προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας... Ο κύριος Γκρίνσπαν επισήμανε ότι οι πρόσφατες οικονομικές επιδόσεις δεν είναι «εφήμερες». 2 Αναφέρθηκαν στην πιο μακρόχρονη συνεχή περίοδο οικονομικής ανάπτυξης που είχε γνωρίσει η Αμερική στη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών και στο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας για τρεις δεκαετίες. Υποτίθεται ότι επρόκειτο για μια νέα, ανεπανάληπτη περίοδο μη-πληθωριστικής καπιταλιστικής επέκτασης, την οποία την είχαν βαφτίσει «μεγάλη αυτοσυγκράτηση» ή «νέο οικονομικό υπόδειγμα». Πάλι υποτίθεται ότι η στασιμότητα, η ανεργία και ο πληθωρισμός ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Ο Μπερνάνκι θεωρούσε ότι το μυστικό της επιτυχίας ήταν η μεγαΚαπιταλισμός Ζόμπι
305
λύτερη δυνατότητα ελέγχου της προσφοράς χρήματος, σε σχέση με τη δεκαετία του '70, από τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες. Γι' άλλους, ήταν οι νέες τεχνολογίες που είχαν να κάνουν με τους μικροεπεξεργαστές: Από την ανάβλυση των εφευρέσεων και των καινοτομιών έχει προβάλει μια νέα οικονομία με τον μικροεπεξεργαστή στην πρώτη γραμμή... Το νέο οικονομικό υπόδειγμα μάς έχει φέρει τα καλύτερα καινοτόμα προϊόντα, νέες θέσεις εργασίας, υψηλά κέρδη, μετοχές που ανεβαίνουν. Και χαμηλό πληθωρισμό.3 Τα προτερήματα εκείνου που είχε ονομαστεί «αγγλο-σαξονικός καπιταλισμός», ο οποίος υποτίθεται βασιζόταν στην επικράτηση της «οικονομικής ελευθερίας», αντιπαραθέτονταν στους αργούς ρυθμούς ανάπτυξης της ηπειρωτικής Ευρώπης και τη στασιμότητα της Ιαπωνίας. Στη Βρετανία, οι Νέοι Εργατικοί περηφανεύονταν ότι ακολουθούσαν το παράδειγμα των ΗΠΑ. «Όχι επιστροφή στον κύκλο άνθησης-κρίσης» ήταν το ρεφρέν του υπουργού Οικονομικών (και μετέπειτα πρωθυπουργού) Γκόρντον Μπράουν στο τέλος κάθε ομιλίας του για τον προϋπολογισμό. Όταν η ασιατική κρίση του 1997 απλώθηκε στο 40% περίπου του κόσμου, αυτός ο ενθουσιασμός υπέστη ένα πισωγύρισμα. Η εφημερίδα Financial Times δημοσίευε πρωτοσέλιδους τίτλους για «οικονομική κατάρρευση» ενός «πύργου από τραπουλόχαρτα», ενώ το BBC αφιέρωσε μια έκτακτη εκπομπή του Newsnight με θέμα «Καταρρέει ο Καπιταλισμός;» Όμως, ο πανικός δεν διήρκεσε για πολύ. Μέσα σε λίγους μήνες το νέο υπόδειγμα έλαμπε ξανά: τόσο ο Πάτρικ Μίνφορντ (Patrick Minford), πρώην οικονομικός σύμβουλος της Μάργκαρετ Θάτσερ, όσο κι ο Μεγκνάντ Ντεσάι (Meghnad Desai), πρώην οικονομικός σύμβουλος του Γκόρντον Μπράουν, επέμεναν σε συζητήσεις στα τέλη του 1998 ότι αυτό που συνέβη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μπόρα χωρίς ιδιαίτερη σημασία κι ότι η ταχεία παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ είχε λύσει όλα τα προβλήματα.4 Το καλοκαίρι του 2001 εκδηλώθηκε για μια ακόμα φορά ένας σύντομος πανικός, όταν η οικονομία των ΗΠΑ μπήκε σε ύφεση. Το περιοδικό Economist διαπίστωνε ότι «η παγκόσμια οικονομία έχει αρχίσει να δείχνει ιδιαιτέρως - επικίνδυνα θα μπορούσαμε να πούμε - ευάλωτη». «Οι βιομήχα306
Κρις Χάρμαν
νοι και οι τραπεζίτες δεν προσπάθησαν πολύ να κρύψουν την απαισιοδοξία που επικρατεί στις γραμμές τους κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνάντησής τους στις όχθες της Λίμνης Κόμο»,5 ανέφεραν οι Financial Times. Όμως και πάλι δεν πέρασε πολύς καιρός για να επικρατήσει πάλι η αμνησία και οι οικονομικοί αναλυτές να αρχίσουν να περιγράφουν τον πανικό για την οικονομία των έξι τελευταίων μηνών ως την «ύφεση που τέλειωσε πριν καν ξεκινήσει» 6 - παρ' όλη την απώλεια της μιας στις έξι θέσεις εργασίας στον τομέα της μεταποίησης στις ΗΠΑ, ή ίσως και εξαιτίας της. Η ανανεωμένη οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ είχε ως αποτέλεσμα ακόμα μεγαλύτερη αισιοδοξία. Το Δ Ν Τ χρόνο με το χρόνο δήλωνε ότι το μέλλον επιφυλάσσει μόνο ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη. Ένα, τυπικό από αυτή την άποψη, δελτίο τύπου του ΔΝΤ τον Απρίλη του 2007 σχετικά με την ετήσια έρευνα για την παγκόσμια οικονομία που είχε πραγματοποιήσει, υποστήριζε ότι «η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε τροχιά συνεχιζόμενης έντονης οικονομικής ανάπτυξης». Στο κυρίαρχο οικονομικό ρεύμα υπήρχαν και κάποιοι δύσπιστοι, αλλά οι ανησυχίες τους αναφέρονταν μόνο και μόνο για να απορριφθούν χωρίς μεγάλη συζήτηση. Το γενικό μήνυμα ήταν ότι ο καπιταλισμός βάδιζε από επιτυχία σε επιτυχία και δυνάμωνε συνεχώς, με παγκόσμιους ρυθμούς ανάπτυξης που υποτίθεται έσπαγαν όλα τα ρεκόρ. Ακόμα κι αυτοί που αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τους ισχυρισμούς για τις προοπτικές των αναπτυγμένων χωρών, αποδέχονταν μια εκδοχή αυτής της αισιοδοξίας για το σύστημα συνολικά. Σπάνια περνούσε μέρα χωρίς αναφορά στα ΜΜΕ για τους «νέους γίγαντες», την Κίνα και την Ινδία, και σύντομα οι έπαινοι άρχισαν να πέφτουν βροχή και για άλλες χώρες, εκείνες που έγιναν γνωστές με τη συντομογραφία BRICS από τα αρχικά τους γράμματα: Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Ν. Αφρική. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ακόμα κι αν τα παλιά βιομηχανικά κράτη συναντούσαν προβλήματα, τη σταθερότητα του παγκόσμιου συστήματος θα την εξασφάλιζαν τα νέα κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου. Τα προβλήματα που παραδέχονταν όλοι οι παραπάνω ότι υπήρχαν στο σύστημα, τα θεωρούσαν με ένα τρόπο που θύμιζε τους παλιούς θαυμαστές του Στάλιν - ως «μεμονωμένα λάθη», απλές «κηλίδες στον ήλιο». Καπιταλισμός Ζόμπι
307
Τα κρυμμένα προβλήματα Για τους σχολιαστές που ήταν πρόθυμοι να εξετάσουν έντιμα την κατάσταση και να σκαλίσουν κάτω από την επιφάνεια, υπήρχαν πολλά ανησυχητικά σημάδια. Ενώ, για παράδειγμα, το Δ Ν Τ ζωγράφιζε μια πανηγυρική εικόνα για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, οι μελέτες που είχε αναθέσει η Παγκόσμια Τράπεζα κατέληγαν σε μάλλον διαφορετικά συμπεράσματα. Οι ρυθμοί της παγκόσμιας ανάπτυξης βρίσκονταν πιο κάτω από τα επίπεδα, όχι απλά της μεγάλης άνθησης, αλλά και των δεκαπέντε χρόνων που είχαν ακολουθήσει το τέλος της: Γράφημα 3: Ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ 1961-2006 7
Ο μόνος τρόπος για να εμφανιστεί ένα διαφορετικό συμπέρασμα ήταν ο τρόπος που επέλεξε να παρουσιάσει τα ευρήματά της η Παγκόσμια Έκθεση του ΔΝΤ τον Απρίλιο του 2007, χρησιμοποιώντας ένα γράφημα που είχε ως αφετηρία το έτος 1970 - δηλαδή, την αρχή του τέλους της μεγάλης οικονομικής άνθησης.8 Παράλληλα με την πτώση των παγκόσμιων ρυθμών ανάπτυξης εξελισσόταν και μια μακρόχρονη επιβράδυνση των επενδύσεων, όπως αποδείκνυαν οι μελέτες του ίδιου του ΔΝΤ (βλέπε το γράφημα που ακολουθεί): 308
Κρις Χ ά ρ μ α ν
Παγκόσμια Συσσώρευση'
26 24
22
20
1970
1975
1980
1985
1990
1995
2000
2004
Η πτώση της συσσώρευσης και της αύξησης τσυ παραγόμενου προϊόντος εκτυλίχθηκε παράλληλα με ποσοστά κέρδους που βρίσκονταν συνεχώς σε χαμηλό επίπεδο σε σχέση με εκείνα της «χρυσής εποχής». Σημειώθηκε, είναι αλήθεια, μια κάποια ανάκαμψή τους σε σχέση με τα βάθη που είχαν φτάσει στις αρχές της δεκαετίας του '80, όμως δεν ξεπέρασαν τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '70, δηλαδή του σημείου καμπής απ' όπου ξεκίνησε το τέλος της «χρυσής εποχής». Μια σειρά υπολογισμοί για την οικονομία των ΗΠΑ δείχνουν ότι και η ανάκαμψη της κερδοφορίας που ακολούθησε την ύφεση του 2001-2 μέχρι την πιστωτική ασφυξία του 2007, απέτυχε μακράν να αποκαταστήσει τα ποσοστά κέρδους στα επίπεδα της μακράς οικονομικής άνθησης. Ο Ρόμπερτ Μπρένερ εκτιμά ότι κινήθηκε οριακά πάνω από το επίπεδο των αρχών της δεκαετίας του '70 και κατόπιν υποχώρησε. Ο Ντέιβιντ Κοτζ (David Kotz) υπολογίζει ότι το 2005 το ποσοστό κέρδους ήταν 4,6%, από 6,9% το 1997.10 Ο Φρεντ Μόσλεϊ διαπιστώνει μια μεγαλύτερη ανάκαμψη των ποσοστών κέρδους πρόσφατα, όμως σύμφωνα και με τους δικούς του υπολογισμούς, το υψηλότερο επίπεδο που έφτασαν (το 2004) ήταν μόλις οριακά υψηλότερο από τα χαμηλότερα σημεία τους στη μακρά οικονομική άνθηση." Το γενικό μοτίβο στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν μια συνέχιση εκείνου που επικρατούσε τη δεκαετία του '80: μια κάποια ανάκαμψη των ποσοστών κέρδους, αλλά ανεπαρκής για να δώσει ξανά στο σύστημα τον μακροπρόθεσμο δυναμισμό των χρόνων της μακράς οικονομικής άνθησης. Καπιταλισμός Ζόμπι
309
Ο Μαρξ θεωρούσε ότι η αναδιάρθρωση που φέρνει η κρίση βοηθά το σύστημα να αποκαταστήσει το ποσοστό κέρδους, ενώ και η «αυστριακή σχολή» του κυρίαρχου οικονομικού ρεύματος θεωρούσε τις κρίσεις ως τη μοναδική μέθοδο για την αναζωογόνηση του συστήματος. Κάθε κρίση στις δεκαετίες του 1980, του 1990 και των αρχών του 2000, είχε πράγματι ως αποτέλεσμα ευρείας κλίμακας αναδιαρθρώσεις της βιομηχανίας. Εργοστάσια, ορυχεία και ναυπηγεία έκλεισαν σε όλες τις παλιές, βιομηχανικές ζώνες του κόσμου. Οικονομικές δραστηριότητες που ταυτίζονταν με συγκεκριμένες περιοχές μετακινήθηκαν. Σε άλλες τέτοιες «παραδοσιακές» περιοχές το εργατικό δυναμικό που απέμεινε ήταν το μισό ή το 1/4 σε σχέση με τις παλιές μέρες, όπως για παράδειγμα συνέβη στις βόρειες επαρχίες της Κίνας, στην αυτοκινητοβιομηχανία του Ντιτρόιτ στις ΗΠΑ, στα ναυπηγεία της Πολωνίας ή στις μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις ψύξης και επεξεργασίας κρέατος στη μείζονα περιφέρεια του Μπουένος Αιρες. Όμως, ο αντίκτυπος της αναδιάρθρωσης μέσω της κρίσης δεν ήταν αυτός που υπήρχε την εποχή του «ελεύθερου ανταγωνισμού» στον καπιταλισμό, από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κρίσεις αυτών των πρόσφατων δεκαετιών δεν κατάστρεψαν κεφάλαια σε κλίμακα επαρκή ώστε να ανορθώσουν τα ποσοστά κέρδους στα επίπεδα που είχαν στις δεκαετίες του '50 και του '60. Μπορεί η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία να είχε υιοθετήσει την έννοια της «δημιουργικής καταστροφής», που μεταφραζόταν στην αποδοχή του ενδεχόμενου χρεοκοπίας κάποιων γιγάντιων εταιρειών για να διευκολυνθεί η επιβίωση των υπολοίπων. Ωστόσο, η πρακτική των κρατών - και αυτή η πρακτική ήταν έκφραση των πιέσεων που ασκούσαν στα κράτη οι καπιταλιστές της βιομηχανίας και των τραπεζών - ήταν πολύ διαφορετική. Συνέχιζε να επικρατεί ο φόβος για το τι θα σήμαινε για το υπόλοιπο σύστημα η κατάρρευση των πραγματικά μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών. Στη διάρκεια των δυο κρίσεων, στα μέσα της δεκαετίας του '70 και στις αρχές της δεκαετίας του '80, οι μεγάλες εταιρείες που αφέθηκαν να καταρρεύσουν ήταν μετρημένες στα δάχτυλα. Οι κυβερνήσεις συνέχισαν να επεμβαίνουν και να τους ρίχνουν «σωσίβια». Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν η υποστήριξη που έδωσε το κράτος των ΗΠΑ στην 310
Κρις Χάρμαν
Chrysler, το γίγαντα της αμερικάνικης αυτοκινητοβιομηχανίας, στα τέλη της δεκαετίας του '70, στην τράπεζα Continental Illinois το 1984 και στις εταιρείες Savings and Loans [στεγαστικά ταμιευτήρια, στμ] στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Σε ένα βαθμό τα πράγματα άλλαξαν από τα τέλη της δεκαετίας του '80. Όπως αναφέρει η Ετήσια Έκθεση Χρεοκοπιών: Στη διάρκεια των δεκαετιών του '80 και του '90 καταγράφηκαν χρεοκοπίες ρεκόρ όλων των τύπων. Πολλές γνωστές εταιρείες έκαναν αίτηση ένταξης στις διαδικασίες χρεοκοπίας... Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν οι LTV, Eastern Airlines, Texaco, Continental Airlines, Allied Stores, Federated Department Stores, Greyhound, R Η Macy, Pan Am... Maxwell Communication και Olympia and York.12 Τα ίδια επαναλήφθηκαν σε μεγαλύτερη κλίμακα κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2001-2. Η κατάρρευση της Enron ήταν, σύμφωνα με τον Τζόζεφ Στίγκλιτζ (Joseph Stiglitz): «Η μεγαλύτερη εταιρική χρεοκοπία στην ιστορία, μέχρι που χρεοκόπησε η WorldCom». 13 Δεν ήταν ένα φαινόμενο που αφορούσε αποκλειστικά τις ΗΠΑ. Ήταν χαρακτηριστικό και της Βρετανίας στις αρχές της δεκαετίας του '90, όπως έδειξαν οι χρεοκοπίες της αυτοκρατορίας του Maxwell και της Olympia and York. Επίσης, παρόλο που η Βρετανία απέφυγε μια πλήρη ύφεση στο 2001-2, δυο εταιρείες με κυρίαρχη θέση στον κλάδο τους, η Marconi/GEC και η Rover, βούλιαξαν μαζί με δεκάδες άλλες πρόσφατα ιδρυμένες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας και ίντερνετ. Το ίδιο φαινόμενο άρχισε να γίνεται ορατό στην ηπειρωτική Ευρώπη, με μια πρόσθετη στρέβλωση στη Γερμανία: οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις της πρώην Ανατολικής Γερμανίας είχαν χρεοκοπήσει και τις είχαν απορροφήσει με πολύ μικρό τίμημα οι δυτικογερμανικές εταιρείες. 14 Κατόπιν ήρθε η σειρά της Ασίας με την κρίση του 1997-98. Εκτός από τα παραπάνω, σημειώθηκαν και χρεοκοπίες ολόκληρων κρατών - με πιο σημαντική περίπτωση εκείνη της ΕΣΣΔ, που κάποτε είχε ένα ΑΕΠ που αντιστοιχούσε στο μισό ή στο 1/3 του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ωστόσο, ούτε οι κυβερνήσεις είχαν παραιτηθεί πλήρως από απόπειρες παρέμβασης για τη διάσωση μεγάλων κεφαλαίων, ούτε οι πιο σημαντικοί καπιταλιστικοί τομείς σταμάτησαν να απαιτούν τέτοιες παρεμβάΚαπιταλισμός Ζόμπι
311
σεις. Απ' αυτή την άποψη, ήταν χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ παρενέβη για να διασώσει το Long Term Capital Management - ένα μεγάλο hedge fund,* το 1998. To 2003 η μελέτη ενός παγκόσμιου δείγματος «40 επεισοδίων τραπεζικών κρίσεων» κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι κυβερνήσεις δαπανούσαν «κατά μέσο όρο το 13% του εθνικού ΑΕΠ σε επιχειρήσεις αποκατάστασης του χρηματοπιστωτικού συστήματος».15 Κυβερνήσεις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, όσο εκείνες των σκανδιναβικών χωρών και της Ιαπωνίας, έσπευσαν παρ' όλα αυτά να ενισχύσουν τράπεζες, η κατάρρευση των οποίων μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στο υπόλοιπο εθνικό τραπεζικό σύστημα· ακόμα κι αν αυτή η παρέμβαση περιλάμβανε ως ύστατη λύση την εθνικοποίηση.16 Οι κυβερνήσεις ανέλαβαν οι ίδιες το βάρος των ζημιών συγκεκριμένων ιδιωτικών κεφαλαίων. Όμως, αυτά τα κόστη έπρεπε κατόπιν να καλυφθούν από άλλες πηγές στο σύστημα: είτε μέσω της φορολογίας, η οποία θα έπληττε ή τους πραγματικούς μισθούς των εργατών ή τα κέρδη του κεφαλαίου, είτε μέσω του δανεισμού, ο οποίος όμως έπρεπε κάποια στιγμή να καλυφθεί επίσης, από τις παραπάνω πηγές. Επομένως, ως αποτέλεσμα, τα οφέλη για τα κεφάλαια που επιζούσαν εκείνων των κρίσεων ήταν περιορισμένα. Ο αυξανόμενος ρυθμός των χρεοκοπιών εν μέρει μόνο ανακούφιζε τα ποσοστά κέρδους από τις πιέσεις. Περαιτέρω ανακούφιση προκαλούσε μια πιο αργή αύξηση της επένδυσης σε σύγκριση με την παραγωγική εργατική δύναμη (της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σύμφωνα με τον Μαρξ). Ρόλο σ" αυτή την εξέλιξη έπαιξε η επιβράδυνση της συσσώρευσης εξαιτίας της χαμηλότερης κερδοφορίας. Τον ίδιο αντίκτυπο είχαν και οι συνεχιζόμενες δαπάνες σπατάλης, όπως οι στρατιωτικές δαπάνες. Απορροφούσαν ένα σημαντικά μικρότερο μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής απ' ό,τι στις δεκαετίας του '50 και του '60 και φυσικά σε σχέση με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, εξακολουθούσαν να απορροφούν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό σε σχέση με την περίοδο πριν το 1939. Πέρα απ' αυτό, οι ΗΠΑ είχαν αυξήσει τις στρατιωτικές τους δαπάνες στη διάρκεια του λεγόμενου «Δεύτερου Ψυχρού Πολέμου» υπό τον Ρό* Μπορεί να αποδοθεί ως «επενδυτική εταιρεία υψηλής μόχλευσης» ή σε πιο απλά ελληνικά: «κερδοσκοπικό αμοιβαίο κεφάλαιο». Στμ. 312
Κρις Χ ά ρ μ α ν
ναλντ Ρέιγκαν, στη δεκαετία του '80, και ξανά υπό τον Μπους στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 2000- και από τη στιγμή που οι δαπάνες των ΗΠΑ αποτελούσαν το μισό της παγκόσμιας στρατιωτικής δαπάνης, η αύξησή τους σήμαινε μια γενική αύξηση στο σύστημα συνολικά.Ένας υπολογισμός αναφέρει ότι το 2005 οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ είχαν φτάσει στο ύψος του 42% της ακαθάριστης, μη-οικιστικής ιδιωτικής επένδυσης 17 - δηλαδή αποτελούσαν μια μεγάλη διαρροή πόρων, που διαφορετικά θα κατευθύνονταν στη συσσώρευση κεφαλαίου. Κι όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, την ίδια στιγμή γιγαντώνονταν οι μη-παραγωγικές δαπάνες του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι επιπτώσεις όλων των παραπάνω μορφών «σπατάλης» ήταν πολύ λιγότερο ευεργετικές για το σύστημα απ' ό,τι μισό αιώνα πριν. Συνέχιζαν να μειώνουν τις καθοδικές πιέσεις που ασκούσε στο ποσοστό κέρδους μια αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Το βέβαιο είναι ότι αυτή δεν αυξήθηκε με την ταχύτητα που θα αυξανόταν αν το σύνολο της υπεραξίας κατέληγε στη συσσώρευση: «Ο ρυθμός αύξησης του λόγου κεφαλαίου/εργασίας έπεσε στις περισσότερες χώρες» κατά τη δεκαετία του 90. 18 Όμως, οι παλιές βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες πλήρωσαν το τίμημα για τη συνεχιζόμενη επιβράδυνση της παραγωγικής συσσώρευσης και των μακρόχρονων ρυθμών ανάπτυξης.
Αλλαγές στα ποσοστά κέρδους σε έξι δεκαετίες19 Μεταποίηση
Μη-αγρ./μη-μεταπ.
1948-59
0,250
0,110
0,143
1959-69
0,246
0,118
0,150
1969-73
0,166
0,109
0,108
1969-79
0,135
0,107
0,103
1979-90
0,130
0,094
0,090
1990-2000
0,177
0,107
0,101
2000-2005
0,144
Καπιταλισμός Ζόμπι
Μη-Χ/Ο
εταιρ.
0,091 313
Εξέλιξη έντασης κεφαλαίου και κεφαλαιακών αποθεμάτων20 (μέσο ετήσιο ποσοστό
μεγέθυνσης)
ΗΠΑ
Κεφ. Αποθ. Σχέση κεφ-εργ
1980-90 3.0 1.1
1990-98 2.6 0.6
1995-98 3.3 1.0
Ιαπωνία
Κεφ. αποθ. Σχέση κεφ-εργ
5.7 4.9
4.2 4.7
3.6 4.4
Γερμανία
Κεφ. Αποθ. Σχέση κεφ-εργ
2.6 2.9
2.6 3.7
2.3 3.1
Γαλλία
Κεφ. Αποθ. Σχέση κεφ-εργ
2.0 2.3
2.0 2.3
2.0 2.3
Ιταλία
Κεφ. Αποθ. Σχέση κεφ-εργ
2.8 2.7
2.7 3.5
2.7 3.4
Ην. Βασίλειο
Κεφ. Αποθ. Σχέση κεφ-εργ
1.8 1.8
1.6 1.2
1.6 1.0
Υπάρχουν και δυο άλλοι παράγοντες που μπορεί να έχουν κάποια επίδραση στο επίπεδο επενδύσεων που είναι αναγκασμένοι να πραγματοποιούν οι καπιταλιστές για να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικοί. Είναι η αύξηση της ταχύτητας με την οποία το κεφάλαιο παράγει και πουλά εμπορεύματα (αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε «χρόνο περιστροφής» του κεφαλαίου), ως αποτέλεσμα προόδων στην τεχνολογία των μεταφορών και στη μηχανοργάνωση της αποθήκευσης και της διατήρησης των αποθεμάτων (εργασίες που στις μέρες μας όλο και πιο συχνά συμπεριλαμβάνονται στον όρο «logistics»). Ένας υπολογισμός συμπεραίνει ότι στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 στις περισσότερες χώρες οι «κεφαλαιακές υπηρεσίες» αναπτύσσονταν 2% με 3% ταχύτερα από τα κεφαλαιακά αποθέματα.21 Κάτι τέτοιο από τη μια μεριά μείωνε το κόστος που θα επωμιζόταν το κάθε κεφάλαιο για τη διατήρηση πρώτων υλών, και από την άλλη μείωνε και τα προς πώληση αδιάθετα ακόμα εμπορεύματα (το «κυκλοφοριακό κεφάλαιο»). Όμως, ο δεύτερος παράγοντας θα λειτουργούσε από την αντίθετη κατεύθυνση: τη μειωμένη διάρκεια ζωής που είχε το πάγιο κεφάλαιο πριν γίνει ξεπε314
Κρις Χάρμαν
ρασμένο (αυτό που ονομάζεται «ηθική» απόσβεση). Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το σόφτγουερ γίνονται πεπαλαιωμένα και χάνουν την αξία τους λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων πολύ πιο γρήγορα από άλλο κεφαλαιακό εξοπλισμό, ίσως μέσα σε δυο με τρία χρόνια αντί για δέκα, είκοσι ή ακόμα και τριάντα - και τα αυξημένα κόστη απόσβεσης πλήττουν τα κέρδη.22 Πρόκειται για μια παράμετρο την οποία αγνοούσαν οι αναλύσεις που έδιναν και έπαιρναν στη διάρκεια της δεκαετίας του '90 και που ισχυρίζονταν ότι ο αυξανόμενος ρόλος των υπολογιστών πρόσφερε τη βάση μιας νέας εποχής συνεχούς ανάπτυξης. Οπως είδαμε στο Τρίτο Κεφάλαιο, όσο πιο ταχύτερα αναγκάζονται οι επιχειρήσεις να αντικαθιστούν το πάγιο κεφάλαιό τους, τόσο αυτό περικόπτει τα κέρδη που θα είχαν από την εγκατάστασή του. Ακόμα περισσότερο, από τη στιγμή που η εφαρμογή μιας τεχνολογίας απλώνεται πέρα από τις εταιρείες που την εφάρμοσαν αρχικά, έχει ως συνέπεια να μειώνει την αξία κάθε μονάδας παραγόμενου προϊόντος: το τέλος της δεκαετίας του '90 κι οι αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν μια περίοδος όπου οι τιμές των προϊόντων που παράγονταν από τις νέες τεχνολογίες υποχώρησαν, οδηγώντας σε εντεινόμενες ανταγωνιστικές πιέσεις σε όλες τις εταιρείες αυτών των κλάδων. Ένα κύμα καινοτομίας δεν ήταν αρκετό για να δημιουργήσει μια οικονομική άνθηση δίχως τέλος στα τέλη της δεκαετίας του '90 και στις αρχές του 2000, όπως ένα αντίστοιχο κύμα δεν είχε σημάνει την έναρξη μιας «νέας εποχής» στη δεκαετία του 1920. Ο πιο σημαντικός παράγοντας για την αναζωογόνηση των ποσοστών κέρδους δεν ήταν ούτε η μηχανοργάνωση ούτε εν γένει οι αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου, αλλά η αυξημένη πίεση που μπόρεσε να ασκήσει το κεφάλαιο σε όσους εργάζονταν, καθώς τα αλλεπάλληλα κύματα των αναδιαρθρώσεων υπονόμευαν τους δρόμους που ακολουθούσε παλαιότερα η εργατική αντίσταση. Τα κεφάλαια εκμεταλλεύονταν το πλεονέκτημα που τους έδιναν οι μειώσεις προσωπικού και οι «εξαρθρώσεις» ολόκληρων κλάδων και περιοχών για να υποχρεώσουν τους εργάτες να δουλεύουν σκληρότερα με τους μισθούς τους κρατημένους σε χαμηλά επίπεδα. Καπιταλισμός Ζόμπι
315
ΟΟΣΑ, Πορεία της απασχόλησης, 2007, σ ΐ 1 7 "
Σε όλες τις μεγάλες οικονομίες της Δύσης σημειώθηκε μείωση του ποσοστού της εργασίας στο εθνικό εισόδημα. Στις ΗΠΑ «ανάμεσα στο 1973 και το 1998 η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 46,5%» ενώ ο μέσος μισθός έπεσε κατά περίπου 8%,24 ενώ των εργατών στην παραγωγή έπεσε κατά 20%" (ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι εργάτες κατάφερναν να προστατέψουν το βιοτικό τους επίπεδο ήταν με την αύξηση του μέσου χρόνου εργασίας, από 1.883 ώρες το 1980 σε 1.966 το 1997).24 Στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '80 και του '90 δεν σημειώθηκε η ίδια αύξηση του χρόνου εργασίας (με την εξαίρεση της Βρετανίας όπου η απλήρωτη υπερεργασία πήρε μεγάλες διαστάσεις) ή η μείωση των πραγματικών μισθών στα επίπεδα των ΗΠΑ. Όμως, οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις άρχισαν να επιδιώκουν και τα δυο από τις αρχές της νέας χιλιετηρίδας. «Οι πραγματικοί μισθοί έχουν μειωθεί 316
Κρις Χ ά ρ μ α ν
δραματικά και ο χρόνος εργασίας έχει επιστρέψει ουσιαστικά στις 40 ώρες τη βδομάδα», ανέφερε το BBC για τη Γερμανία το 2005.27 Δεν ήταν μόνο οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας που έπρεπε να μπουν στο στόχαστρο. Το ίδιο έπρεπε να γίνει και με μια σειρά υπηρεσίες που παρείχε το κράτος (και σε κάποιες περιπτώσεις οι ιδιωτικές επιχειρήσεις) και οι οποίες προσφέρουν μέρος του «κοινωνικού μισθού»: υγεία, παιδεία, συντάξεις. Όπως έχουμε δει στο Έβδομο Κεφάλαιο, στη διάρκεια της μακρόχρονης οικονομικής άνθησης, τέτοιες υπηρεσίες χρηματοδοτούνταν στο μεγαλύτερο μέρος τους από τη φορολόγηση της εργατικής τάξης - όπως αποδεικνύει ο Ανουάρ Σαΐχ γι' αυτό που αποκαλεί «καθαρό κοινωνικό μισθό», τη διαφορά δηλαδή ανάμεσα σε αυτά που πληρώνουν οι εργάτες και σε αυτά που παίρνουν (βλέπε Γράφημα Α παρακάτω).2® Καθαρός κοινωνικός μισθός ως ποσοστό του Α.Ε.Π (Γράφημα Α)
Γερμανία, Καναδάς, Βρετανία, Αυστραλία και Σουηδία ΗΠΑ
Όμως, ο αντίκτυπος των επανειλημμένων κρίσεων, η αυξανόμενη ανεργία και η γήρανση του πληθυσμού είχαν ωθήσει προς τα πάνω τις κοινωνικές δαπάνες (Πίνακας Β), σε σημείο όπου ακόμα και στις ΗΠΑ δεν αρκούσε η φορολόγηση των εργατών για να καλυφθεί το κόστος τους, οπότε κατά συνέπεια άρχισαν να επηρεάζουν τα κέρδη του κεφαλαίου. Τα στοιχεία δείχνουν μεγάλες αποκλίσεις στο βαθμό που τα διαφορετικά κράτη - και οι επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους d αυτά τα κράΚαπιταλισμός Ζόμπι
317
τη - πλήττονταν τόσο από το γενικό επίπεδο του «καθαρού κοινωνικού μισθού» όσο και από την αύξηση των κοινωνικών δαπανών στις δεκαετίες του '70 και του '80. Η απάντηση των κυβερνήσεων και των καπιταλιστών ήταν μια σειρά από «μεταρρυθμίσεις» (στην πραγματικότητα αντιμεταρρυθμίσεις) οι οποίες σκοπό είχαν, κάτω από την ταμπέλα του «εκσυγχρονισμού», να αναστρέψουν αυτή την τάση.
Κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ 1979 και 199S29 (Πίνακας Β) Χώρα Αυστραλία Καναδάς Γαλλία Γερμανία Ιταλία Σουηδία Ην.Βασίλειο ΗΠΑ
1979 13,2 14,5 22 25,4 21,2 25,1 16,4 13,8
1995 16,1 18 29,1 28,7 22,8 34 22,5 15,8
Ανιση ανταγωνιστικότητα Κάθε επιτυχία της όποιας κυβέρνησης σε αυτή την κατεύθυνση πίεζε και τις υπόλοιπες να πράξουν το ίδιο. Όμως, η μείωση των πραγματικών μισθών, η παράταση του εργάσιμου χρόνου και η περικοπή των κοινωνικών επιδομάτων ήταν πράγματα που δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς να προκαλέσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια μαζί με το ενδεχόμενο αυτή η δυσαρέσκεια να μετατραπεί σε γενικευμένη αντίσταση. Το επίπεδο της αντίστασης διέφερε από χώρα σε χώρα και είχε να κάνει με την υπάρχουσα ισχύ των εργατικών οργανώσεων και την έκβαση βασικών επιθέσεων της άρχουσας τάξης (όπως η ήττα της πολύμηνης απεργίας των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας των ΗΠΑ, των ανθρακωρύχων και των τυπογράφων της Βρετανίας στη δεκαετία του '80). Το πιο ορατό αποτέλεσμα ήταν ότι στα μέσα της δεκαετίας του '90, το μερίδιο των κοινωνικών δαπανών του εθνικού προϊόντος στη Γαλλία και στη Γερμανία, ήταν περίπου 14% υψηλότερο απ' ό,τι στις ΗΠΑ και κατά 6% απ' 318
Κρις Χάρμαν
ό,τι στη Βρετανία. Την ίδια αντίθεση ανάμεσα στην επιτυχία της καπιταλιστικής επίθεσης στις ΗΠΑ και τη Βρετανία και τις συνέπειές της στην Ευρώπη αναδεικνύουν τα στοιχεία για τις ώρες εργασίας. Σ' αυτές τις τάσεις βρισκόταν το υποτιθέμενο πλεονέκτημα του «αγγλοσαξονικού» μοντέλου έναντι του ευρωπαϊκού, για τους καπιταλιστές που είχαν τη βάση τους στο καθένα απ' αυτά.
Ετήσιες ώρες εργασίας ανά εργάτη, 200430 Κορεάτες Μεξικάνοι Αμερικάνοι Βρετανοί Γάλλοι Ολλανδοί
2.380 1.848 1.824 1.689 1.441 1.357
Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο βρέθηκε αντιμέτωπο με προβλήματα τα οποία δεν το είχαν απασχολήσει κατά τη διάρκεια της μακράς οικονομικής άνθησης, αλλά ούτε στη μιάμιση δεκαετία που είχε μεσολαβήσει από το τέλος της. Το κατά κεφαλήν παραγόμενο προϊόν στις χώρες που τώρα πλέον αποτελούσαν την Ευρωζώνη είχε αυξηθεί από το 40% του αντίστοιχου των ΗΠΑ που ήταν το 1950, στο 75% το 1975 και στη δεκαετία του '80 η ανάπτυξη της Γερμανίας, όπως και της Ιαπωνίας, ξεπερνούσε εκείνη των ΗΠΑ. Αναμενόταν ότι η γερμανική ενοποίηση θα έδινε μια πολύ ισχυρή ώθηση σε αυτή την κατεύθυνση στη δεκαετία του '90. Στις αρχές της νέας χιλιετίας ωστόσο, επικρατούσε ένα πολύ διαφορετικό κλίμα. Τα γενικά επίπεδα παραγωγικότητας είχαν πάψει από καιρό να πλησιάζουν εκείνα των ΗΠΑ. Δεν ήταν η Volkswagen ή η FIAT που ανταγωνίζονταν την αμερικάνικη αυτοκινητοβιομηχανία στο έδαφος των ΗΠΑ, αλλά τα γιαπωνέζικα εργοστάσια ανταλλακτικών. Μπορεί η Ιαπωνία να είχε μείνει πίσω στον κλάδο των υπολογιστών και να είχε νικηθεί από τις ΗΠΑ, όμως τουλάχιστον διέθετε έναν τέτοιο βιομηχανικό κλάδο, ενώ η Ευρώπη όχι. Το αουτσάιντερ στην ενδοκαπιταλιστική κούρσα γινόταν η Κίνα. «Η Ευρώπη πρέπει να αφυπνιστεί» ήταν το μήνυμα που έστελναν συνεχώς τα ευρωπαϊκά think tanks και ενέπνεε τόσο τους κεντροαριστερούς όσο και τους κεντροδεξιούς πολιτικούς και είχε εγγραφεί στην προμετωπίδα της Συνθήκης της Λισαβόνας το 2002. Καπιταλισμός Ζόμπι
319
Η εικόνα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού δεν ήταν τόσο άσχημη όσο καμιά φορά ισχυριζόταν το εν λόγω μήνυμα. Το 2006 ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παγκοσμίως εξακολουθούσε να είναι η Γερμανία, όχι η Κίνα, και η παραγωγή της μεταποιητικής της βιομηχανίας αυξανόταν γρήγορα, αν και δεν συνέβαινε το ίδιο και με την απασχόληση. Η EADS, το κονσόρτσιουμ που είχε αναλάβει την κατασκευή των αεροσκαφών airbus μπορούσε να ανταγωνιστεί την Boeing σε βαθμό που ήταν αδύνατο να πετύχει η ιαπωνική αεροναυπηγική βιομηχανία. Οι ισπανικές και γαλλικές τράπεζες καταβρόχθισαν πολλές λατινοαμερικάνικες και η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε λίγο περισσότερες πωλήσεις και επενδύσεις από τις ΗΠΑ στην ένωση της Mercosur.* Και για κείνη τη συγκεκριμένη περίοδο, η αξία των εισαγωγών από την Κίνα ανερχόταν σε μόλις 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Υπήρχαν, ωστόσο, λόγοι ανησυχίας που έκαναν το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να προτρέπει τα κράτη ώστε να αναλάβουν δράση για λογαριασμό του. Τα κεφάλαια που είχαν την έδρα τους στη Γαλλία και τη Γερμανία αντιμετώπιζαν ένα δίλημμα: παρόλο που ήταν πιο παραγωγικά σε σχέση με τις ΗΠΑ από πλευράς του ωριαίου παραγόμενου προϊόντος ανά εργάτη, 31 έμειναν πίσω στη συνολική παραγωγικότητα, εξαιτίας των λιγότερων ωρών που δούλευαν οι εργάτες τους ετησίως. Επομένως, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο δέχονταν πιέσεις στις παγκόσμιες αγορές από τουλάχιστον τρεις πλευρές: από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και από την Κίνα σε προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας. Η απάντησή του ήταν η προσπάθεια να αντιγράψει την προσέγγιση των ΗΠΑ, επιβάλλοντας τις «ευέλικτες αγορές εργασίας», ούτως ώστε να πετύχει μεγαλύτερο χρόνο εργασίας και πιο εντατική παραγωγή (με την ορολογία του Μαρξ, απόλυτη και σχετική υπεραξία). Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα των «νεοφιλελεύθερων» πολιτικών, με τις αντιμεταρρυθμίσεις στο κοινωνικό κράτος και την επιστράτευση της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησης για να ωθήσουν τους εργάτες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Μέσω της Bundesbank και κατόπιν της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το γερμανικό κεφάλαιο ακολούθησε σε όλη τη δεκαετία του * Mercado Comun del Sur - Κοινή Αγορά του Νότου, τελωνειακή ένωση στην οποία συμμετέχουν η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Ουρουγουάη και η Παραγουάη. Στμ. 320
Κρις Χ ά ρ μ α ν
'90 μια πολιτική που θυσίαζε την οικονομική ανάπτυξη για να συγκρατήσει τους μισθούς (οι οποίοι αυξήθηκαν σωρευτικά 10% λιγότερο από όσο ήταν η αύξηση στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο), ώστε να αυξήσει τις εξαγωγές του και κατά συνέπεια τα κέρδη του. Το παράδοξο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν ότι η Γερμανία κατόρθωσε μεν να έχει μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα και καλά κέρδη, αλλά επίσης κι ένα μειωμένο μερίδιο στις παγκόσμιες επενδύσεις και την παγκόσμια παραγωγή. Ήταν η αιτία για την οποία το γερμανικό κεφάλαιο έβαλε την τότε κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων να επιβάλει τις αντιμεταρρυθμίσεις του προγράμματος Ατζέντα 2010. Τα βασικά του σημεία ήταν η δραστική περικοπή των επιδομάτων ανεργίας κατά 1/3, η κατάργηση κάθε επιδόματος για 800.000 ανθρώπους, ο εξαναγκασμός των ανέργων να δέχονται θέσεις εργασίας με αποδοχές κάτω του μέσου όρου, το πάγωμα των συντάξεων και η επιβολή πληρωμής για τις επισκέψεις στο γιατρό. Στο μεταξύ οι επιχειρήσεις απειλούσαν ότι θα μεταφέρουν την παραγωγή τους σε σημεία με χαμηλούς μισθούς στην Ανατολική Ευρώπη, αν οι εργάτες τους δεν δέχονταν να δουλέψουν περισσότερες ώρες. «Εσωτερικός εκσυγχρονισμός» τέτοιου είδους, δήλωσε ο Γερμανός Καγκελάριος Σρέντερ (Schroeder), «είναι το προαπαιτούμενο για τη διεκδίκηση από τη Γερμανία της εισόδου της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή».32 Το γενικό αποτέλεσμα ήταν ότι οι γερμανικοί πραγματικοί μισθοί έπεσαν για πρώτη φορά σε μισό αιώνα. Η ίδια λογική βρισκόταν πίσω από την προσπάθεια της γαλλικής κυβέρνησης να περικόψει τις συντάξεις του δημόσιου τομέα, να μειώσει τα δικαιώματα των νέων εργαζομένων και να απαλλαγεί από τη βδομάδα των 35 ωρών. Όμως, επρόκειτο για μια οικονομική πολιτική που προκαλούσε μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Επί μισό αιώνα, μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το κεφάλαιο αναζητούσε νομιμοποίηση στηριζόμενο στην ιδεολογία της εθνικής συναίνεσης, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν σε διάφορους βαθμούς με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Δεν ήταν μόνο η σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία και τη Γαλλία· η ίδια πολιτική χαρακτήριζε και τις χριστιανοδημοκρατικές ή γκολικές εκδοχές των συντηρητικών κομμάτων. Όσο οι οικονομίες αυτών των χωρών προόδευαν σε σχέση με τις υπόλοιπες, έμοιαζε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να ανατραπεί η συγκεκριμένη προσέγγιση. Τώρα, οι επιθέσεις Καπιταλισμός Ζόμπι
321
με στόχο την κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που είχαν παραχωρηθεί στο παρελθόν απειλούσαν να γκρεμίσουν παλιές ιδεολογικές ηγεμονίες, ωθώντας τους εργάτες, των οποίων τα σοσιαλδημοκρατικά πιστεύω θεωρούσαν δεδομένα τα «κοινά συμφέροντα» με το κεφάλαιο, να υιοθετήσουν μια ανταγωνιστική στάση απέναντι του. Καπιταλιστές και κράτη βρέθηκαν στριμωγμένοι ανάμεσα στην ανάγκη να εξυπηρετήσουν τις οικονομικές προτεραιότητές τους και στη διατήρηση της ιδεολογικής τους κυριαρχίας στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Βεβαίως, υπήρχε και μια δεύτερη επιλογή γι' αυτούς: η υπερπόντια μετεγκατάσταση της παραγωγής. Όμως, στα περισσότερα είδη της βιομηχανικής παραγωγής, τέτοιες αλλαγές παίρνουν χρόνο: πλήρως εξοπλισμένα εργοστάσια σπανίως μετακινούνται εύκολα, αλλά κι όταν ακόμα τελικά μετακινούνται, προκύπτει το ζήτημα του εφοδιασμού τους, της συγκοινωνιακής σύνδεσής τους, του ασφαλούς πολιτικού περιβάλλοντος, κλπ. Ακόμα και στη Βρετανία, τριάντα χρόνια αναδιαρθρώσεων και κλεισιμάτων εργοστασίων, με το εργατικό δυναμικό στη βιομηχανία να μειώνεται κατά το ήμισυ, δεν μείωσαν μόνιμα το συνολικό παραγόμενο βιομηχανικό προϊόν.33 Οι γιγάντιες ευρωπαϊκές εταιρείες, ακόμα κι όταν έπαιρναν πράγματι την απόφαση να μεταφέρουν αλλού την παραγωγή τους μακροπρόθεσμα, στο μεσοδιάστημα συνέχιζαν να έχουν την ανάγκη νέων τρόπων εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού στη χώρα που λειτουργούσαν επί του παρόντος. Λιγοστές ήταν, στην πραγματικότητα, οι εταιρείες που οραματίζονταν μια πλήρη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό (παρόλο που η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία χρησιμοποιούσε όλο και περισσότερο φτηνή εργασία στην Ανατολική Ευρώπη για να αντιμετωπίσει κάποια από τα προβλήματά της) και αυτός ο παράγοντας έκανε επιτακτική την ανάγκη αύξησης της εκμετάλλευσης του εγχώριου εργατικού δυναμικού.
Ελπίδα στην ανατολή; Όταν στις αρχές της δεκαετίας του '90 σχολιαστές όπως ο Σάμιουελ Μπρίταν (Samuel Brittan) έγραφαν ότι το μέλλον του καπιταλισμού βρί322
Κρις Χάρμαν
σκεται στην Ασία, εννοούσαν τις μικρές προσφάτως εκβιομηχανισμένες χώρες της περιοχής, τις «τίγρεις» (Ν. Κορέα, Χονγκ Κονγκ και Ταϊβάν) και τα «τιγράκια» (Μαλαισία, Ταϊλάνδη και Ινδονησία). Είχαν σημειώσει πολύ ταχείς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και ο ΟΟΣΑ το 1996 σε μια έκθεση του αναφερόταν στο «οικονομικό θαύμα» της Ν. Κορέας. Εκείνη την εποχή, το βιοτικό επίπεδο της Ν. Κορέας πλησίαζε εκείνο των φτωχότερων ευρωπαϊκών χωρών και κάποιες από τις εταιρείες της είχαν καθιερωθεί ως παγκόσμιοι γίγαντες. Η Posco, ο μεγαλύτερος παραγωγός χάλυβα παγκοσμίως, περηφανευόταν ότι το σύμπλεγμα παραγωγής χάλυβα στο Κουανγκγιάνγκ (Kwangyang) που είχε εγκαινιάσει το 1992 ήταν «το πιο μοντέρνο σε όλο τον κόσμο».34 Όμως, σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξή τους εξαρτιόταν από τη δυνατότητα κάθε τίγρης να κρατάει συμπιεσμένους τους μισθούς, ώστε να μπορεί να ανταγωνίζεται με τις υπόλοιπες για τις δυτικές αγορές. Ήταν μια κλασική περίπτωση τυφλού ανταγωνισμού ανάμεσα σε κεφάλαια (κρατικομονοπωλιακά κεφάλαια στη συγκεκριμένη περίπτωση), που εν τέλει οδήγησε στο σημείο οι υπάρχουσες αγορές να μην μπορούν να απορροφήσουν την παραγωγή τους. Τον Ιούνη του 1997, η αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας στην Κορέα έφτανε μόνο στο 70% και στην Ταϊβάν το 72%35 κι όλες οι χώρες εξαρτιόνταν από τον ξένο δανεισμό για να καλύπτουν τα εμπορικά τους ελλείμματα. Όμως, όταν οι χρηματιστές αντέδρασαν αιφνιδιαστικά, αποσύροντας τα κεφάλαιά τους από την Ταϊλάνδη και προκαλώντας την υποτίμηση του νομίσματός της, όσοι είχαν γοητευτεί από το «θαύμα», προσπάθησαν αρχικά να κάνουν σαν να μην συνέβη τίποτα. Η ταϊλανδέζικη κρίση, έγραφε ο Μάρτιν Γουλφ στους Financial Times, δεν ήταν «τίποτα περισσότερο από μια μικρή ενόχληση στην πορεία της ταχείας ανάπτυξης της Ανατολικής Ασίας». Μέσα σε λίγες βδομάδες η κρίση είχε απλωθεί σε όλες τις τίγρεις και τα τιγράκια, προκαλώντας οικονομική συρρίκνωση, προσφυγή σε πακέτα λιτότητας του ΔΝΤ και εξαθλίωση για εκατομμύρια ανθρώπους. Οι ρυθμοί ανάπτυξης αυτών των χωρών στη δεκαετία του 2000 είναι πολύ βραδύτεροι από της δεκαετίας του '80 και του '90. Όμως αυτό δεν κλόνισε την πίστη που είχαν πολλοί στην ικανότητα του καπιταλισμού στην Ανατολική Ασία να αποφεύγει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο καπιταλισμός στη Δύση. Η κομμουνιστική Κίνα έγινε ο νέος σημαιοφόρος αυτών των ελπίδων. Καπιταλισμός Ζόμπι
323
Αναμφίβολα, η ανάδυση της Κίνας ως οικονομικής δύναμης ήταν μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στο παγκόσμιο σύστημα των αρχών του 21ου αιώνα. Η κλίμακα της οικονομικής προόδου της Κίνας ήταν εντυπωσιακή. Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης για την περίοδο 1978 με 2008 ήταν 8% ετησίως. Στο τέλος αυτής της περιόδου το οικονομικό προϊόν της ήταν περίπου εννιά φορές μεγαλύτερο απ' ό,τι στην αρχή της περιόδου. Το μερίδιό της στο παγκόσμιο εμπόριο είχε αυξηθεί από λιγότερο από 1% το 1979 σε περισσότερο από 6% το 2007, μέχρι που η Κίνα βρέθηκε ακριβώς πίσω από τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα στον κόσμο. Το 2005 είχε πλέον γίνει «ο πρώτος παραγωγός στο παραγόμενο προϊόν περισσοτέρων από 100 προϊόντων μεταποίησης»: παρήγαγε το 50% των φωτογραφικών μηχανών, το 30% των κλιματιστικών και των τηλεοράσεων, το 25% των πλυντηρίων και το 20% των ψυγείων.36 Κινέζικες πόλεις όπως το Πεκίνο, η Σαγκάη, η Κουανγκτζού* ακόμα και η Ξιάν στην ενδοχώρα, δεν ήταν πλέον πολύ κοντά στα τριτοκοσμικά στερεότυπα. Τα δάση από ουρανοξύστες στο Πεκίνο ή τη Σαγκάη έκαναν τα πολυδιαφημισμένα Ντόκλαντς του Λονδίνου να μοιάζουν σαν Παιχνιδούπολη και οι τεράστιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις στις ζώνες γύρω από τη Σαγκάη δεν έχουν όμοιό τους στη Δύση. Σε μια χώρα που λίγο πριν θεωρούταν «καθυστερημένη» και χωρίς ιδιαίτερη οικονομική σημασία για το παγκόσμιο σύστημα, εκτυλίσσονταν δραματικές αλλαγές. Η Κίνα, είχε πληγεί από μια κρίση καθώς η μακρά άνθηση στη Δύση πλησίαζε στο τέλος της, όπως είχαν πληγεί και οι περισσότερες εκβιομηχανισμένες χώρες στον Τρίτο Κόσμο. Ένα τέταρτο του αιώνα της διαδικασίας που ο Μαρξ αποκαλούσε πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου, είχε μετατρέψει σε μισθωτούς εργάτες δεκάδες εκατομμύρια χωρικούς, και είχε θέσει τις βάσεις για τη σύγχρονη βιομηχανία. Όμως αυτή η βιομηχανία δεν μπορούσε να συγκριθεί σε αποτελεσματικότητα με οποιοδήποτε άλλο τμήμα του παγκόσμιου συστήματος. Η τεράστια κλίμακα της εκμετάλλευσης της πλειοψηφίας του πληθυσμού είχε συσσωρεύσει κάθε είδους πιέσεις από την κορυφή μέχρι τη βάση της κοινωνίας, ενώ η αδυναμία να διατηρηθεί ο ρυθμός της εκβιομηχάνισης προ• Η Καντόνα. Στμ 324
Κρις Χ ά ρ μ α ν
καλούσε επανειλημμένες κρίσεις στο εσωτερικό της άρχουσα τάξης. Αυτές οι κρίσεις κορυφώθηκαν με τις μεγάλες πολιτικές αναστατώσεις της περιόδου 1966-75 (από την «Πολιτιστική Επανάσταση» μέχρι την άνοδο και την πτώση της «Συμμορίας των Τεσσάρων»), οι οποίες διευθετήθηκαν μόνο όταν πέθανε ο Μάο το 1976. Η επίλυση της κρίσης συνίστατο σε ad hoc κινήσεις προς ένα νέο μοντέλο συσσώρευσης. Μια σειρά από μεταρρυθμίσεις άρχισαν να εφαρμόζονται ανάμεσα στο 1978-81, με πρώτη την ανακούφιση των αγροτών μέσω της αύξησης των τιμών αγοράς των προϊόντων τους από το κράτος. Πλέον οι αγρότες ήταν ελεύθεροι να αποφασίσουν πώς θα διαθέσουν το (όποιο) πλεόνασμα έμενε στα χέρια τους, αφού είχαν καλύψει τις βιοτικές τους ανάγκες. Σημειώθηκε μια εντυπωσιακή αύξηση της αγροτικής παραγωγής και τα αυξημένα εισοδήματα των αγροτών δημιούργησαν μια αγορά για τα προϊόντα του βιομηχανικού τομέα που λειτουργούσε κάτω από την παραγωγική του ικανότητα. Η χαλάρωση των κρατικών ελέγχων τού επέτρεψε να ικανοποιήσει αυτή τη ζήτηση και ως αποτέλεσμα η συνολική παραγωγή εκτινάχτηκε. Η κοινωνική διαφοροποίηση στους κόλπους της αγροτιάς, οδήγησε κάποιους να επενδύσουν το πλεόνασμα που είχαν συσσωρεύσει, εκμεταλλευόμενοι τις νέες ελευθερίες από τους κρατικούς ελέγχους, σε «αγροτικές βιομηχανίες». Τυπικά την ιδιοκτησία τους την είχαν οι δήμοι των χωριών,* αλλά στην πράξη ήταν ένα μέσο πλουτισμού για όσους είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις με τον τοπικό κομματικό μηχανισμό. Στο νότιο τμήμα της χώρας αναπτύχθηκε ένας νέος καπιταλισμός της αγοράς, δίπλα στον παλιό κρατικό καπιταλισμό που είχε το κέντρο του κυρίως στο βορρά, ενώ η κυβέρνηση επέτρεψε στις νέες βιομηχανίες να αποκτήσουν δεσμούς με κινέζικα καπιταλιστικά συμφέροντα στο Χονγκ Κονγκ και αλλού στο εξωτερικό. Το πλεόνασμα που περνούσε από τα χέρια της αγροτιάς στα χέρια τριών ομάδων καπιταλιστών (του κράτους, του «χωριού» και του εξωτερικού), παρά τις μεταρρυθμίσεις εξακολουθούσε να είναι τεράστιο, ενώ τα χαμηλά αγροτικά εισοδήματα εξασφάλιζαν μια έτοιμη δεξαμενή εργατών για τις νέες βιομηχανίες, οι οποίες δεν ήταν υποχρεωμένες να πα• Απόδοση του village governments στο αγγλικό κείμενο. Στμ. Καπιταλισμός Ζόμπι
325
ρέχουν ούτε καν το ελάχιστο του βιοτικού επιπέδου και κοινωνικής προστασίας (τη λεγόμενη «σιδερένια γαβάθα ρυζιού») των παλιών κρατικών επιχειρήσεων της βαριάς βιομηχανίας. Το αποτέλεσμα ήταν ένα νέο μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης, το οποίο συνδύαζε το υψηλό επίπεδο εκμετάλλευσης και καταπίεσης του παλιού κρατικού καπιταλισμού με μια στροφή στην εξυπηρέτηση των αγορών. Κι αυτές οι αγορές εξασφαλίζονταν όλο και περισσότερο από τις εξαγωγές σε άλλα σημεία του παγκόσμιου συστήματος, τα έσοδα από τις οποίες ανάμεσα στα άλλα εξασφάλιζαν και την προκλητική κατανάλωση της παλιάς κρατικής γραφειοκρατίας και των απογόνων της που αναλάμβαναν τις ιδιωτικοποιημένες βιομηχανίες. Η νέα υβριδική οικονομία είχε τις δικές της αντιθέσεις, με τα σκαμπανεβάσματα του καπιταλισμού της αγοράς να μπλέκονται με τα σκαμπανεβάσματα του παλιού κρατικοκαπιταλιστικού μοντέλου συσσώρευσης. Σημειώνονταν απότομες διακυμάνσεις των ρυθμών ανάπτυξης. Ο έντονος ανταγωνισμός των νέων βιομηχανιών για πόρους προκαλούσε ελλείψεις και άνοδο των τιμών και το κράτος προσπαθούσε να επιβάλει κάποια τάξη στην αγορά, περιορίζοντας τους πόρους για παραπέρα επενδύσεις. Οπότε ο ρυθμός ανάπτυξης μπορούσε το 1984 να ξεπερνά το 20%, το 1985 να πέφτει κάτω από το 3% και να εκτινάσσεται ξανά κοντά στο 20% το 1988. Ακολούθησε μια μεγάλη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση το 1989 με την οικονομική ανάπτυξη να πέφτει πάλι κατακόρυφα και τις τιμές να εκτινάσσονται στα ύψη.Ήταν το οικονομικό υπόβαθρο των ταραχωδών εργατικών και φοιτητικών διαδηλώσεων που έγιναν το 1989 στις περισσότερες μεγάλες πόλεις, με πιο φημισμένες εκείνες της πλατείας Τιενανμέν στο Πεκίνο. Το καθεστώς, από το 1992 και μετά, ανακάλυψε σχεδόν τυχαία μια διέξοδο από την κρίση. Ανήμπορο να ελέγξει τα πράγματα, στήριξε τις ελπίδες του στην εξαπόλυση ενός νέου γύρου συσσώρευσης, στηριγμένου στον ανταγωνισμό ανάμεσα στους διαφορετικούς βιομηχανικούς ομίλους. Όσοι έλεγχαν τις τοπικές κυβερνήσεις στα χωριά, μπορούσαν πλέον να μετατρέψουν τις σχετικές βιομηχανίες σε ιδιοκτησία τους και να συνδεθούν με το ξένο κεφάλαιο, όπως και οι διευθυντές των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων. Οι παλιές βιομηχανίες εφάρμοσαν εξορθολογισμό τεράστιας κλίμακας, κατά τον οποίο περίπου τριάντα εκατομ326
Κρις Χάρμαν
μύρια εργάτες έχασαν τις δουλειές τους. Οικονομολόγοι υμνητές του καπιταλισμού σε όλο τον κόσμο επαίνεσαν ως «προοδευτικά» αυτά τα μέτρα. Το τι σήμαιναν όμως για του εργάτες, το απέδωσε πολύ χαρακτηριστικά μια ταινία του 2003 με τίτλο Τυφλό Φρέαρ, όπου οι απάνθρωπες συνθήκες με τις οποίες εργάζονται οι ανθρακωρύχοι οδηγούν δυο απ' αυτούς να δολοφονήσουν ένα συνάδελφό τους για να εκβιάσουν τους διεφθαρμένους διευθυντές. Το πόσο κοντά ήταν το σενάριο στην πραγματικότητα, το έδειξε ένα μεγάλο ατύχημα σε ορυχείο της Κουανγκντόνγκ (υποτίθεται της πιο «προοδευμένης» επαρχίας της Κίνας γύρω από την Καντόνα), το καλοκαίρι του 2005. Ενόσω εκατό ανθρακωρύχοι πέθαιναν από ασφυξία το αφεντικό το έσκασε, αφού είχε αποκαλυφθεί πως είχε πληρώσει εκατομμύρια ευρώ σε δωροδοκίες για να αποκτήσει το κλειστό, πρώην κρατικό ορυχείο και μια ανώτερη θέση στην τοπική αστυνομία. Μ' αυτό τον τρόπο ήταν σε θέση να αγνοεί κάθε μέτρο ασφάλειας, ενώ παράλληλα αυτοπροβαλλόταν ως παραδειγματικός «επιχειρηματίας» για το ρόλο του στην ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών της αναπτυσσόμενης οικονομίας.37 Παράλληλα με την επίθεση στην παλιά εργατική τάξη προχωρούσε και η ένταση της εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού στην ύπαιθρο, που συνέχιζε να αποτελεί τα 2/3 του συνολικού. Μια (απαγορευμένη) κινέζικη μελέτη αναφέρει πτώση 6% στο κατά κεφαλήν εισόδημα των αγροτών από τις καλλιέργειές τους μετά το 1997, και «δεδομένου του αυξημένου κόστους της υγείας και της εκπαίδευσης, η πραγματική αγοραστική τους δύναμη πρέπει να έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο».38 Όμως, ο μέσος όρος δεν αποτυπώνει πλήρως την πραγματικότητα. Η ταξική διαφοροποίηση στην αγροτιά, σήμαινε ότι οι τοπικοί αξιωματούχοι μπορούσαν να χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να αρπάζουν χρήμα (με τη μορφή τοπικών φόρων) και γη από τους αγρότες, επιδιώκοντας να γίνουν μικροί αγροτικοί καπιταλιστές. Αυτή ήταν και η αιτία πολλών αγροτικών ταραχών, σχεδόν ξεσηκωμών. Οι θιασώτες του καπιταλισμού ισχυρίζονταν ότι η στροφή στην αγορά είχε οδηγήσει σε μια χωρίς προηγούμενο έξοδο από τις συνθήκες φτώχειας για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Επίσης, η εγκατάλειψη από τα μέσα της δεκαετίας του '70 των χοντροκομμένων μεθόδων πρωταρχικής συσσώρευσης, είχε επιτρέψει σε ένα μεγάλο μέρος της βιοΚαπιταλισμός Ζόμπι
327
μηχανίας που είχε κτιστεί με βάση αυτές τις μεθόδους, να χρησιμοποιείται πλέον πιο παραγωγικά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι βελτιωμένο βιοτικό επίπεδο δεν απολάμβαναν μόνο οι νέοι αγροτικοί καπιταλιστές, αλλά και όσα μέλη των αγροτικών οικογενειών πήγαιναν στις πόλεις για δουλειά. Όμως, για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, το βιοτικό επίπεδο ήταν ακόμα πολύ χαμηλό. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Παγκόσμια Τράπεζα ομολογούσε ότι 204 εκατομμύρια άνθρωποι, ή ο ένας στους έξι, συνέχιζε να ζει με λιγότερο από ένα δολάριο ημερησίως. Άλλοι υπολογισμοί κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι «η μεγάλη πλειοψηφία των 800 εκατομμυρίων χωρικών» είχε εισοδήματα αυτού του επιπέδου.39 Το κλειδί για την ταχεία ανάπτυξη της Κίνας ήταν ένα άνευ προηγουμένου επίπεδο συσσώρευσης. Το μερίδιο των επενδύσεων στο εθνικό προϊόν έφτασε το 50% το 2006:40 Τα τελευταία χρόνια καμιά οικονομία του ΟΟΣΑ ή αναδυόμενη, δεν είχε ένα δείκτη μεγαλύτερο του 30% (μέσος όρος τριών χρόνων για να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου)... Ο δείκτης της Κίνας σήμερα είναι υψηλός ακόμα και αν συγκριθεί με εκείνον της Κορέας ή της Ιαπωνίας στη διάρκεια των χρόνων της οικονομικής τους άνθησης.41 Η χρηματοδότηση των αυξανόμενων επενδύσεων προερχόταν από τη συνολική αποταμίευση στην οικονομία, η οποία επίσης είχε φτάσει πάνω από 50% του παραγόμενου προϊόντος. Κάποιο μέρος της αποταμίευσης είχε γίνει από εργάτες και αγρότες, για να είναι σε θέση να πληρώσουν για έκτακτες ανάγκες, όπως έξοδα για την υγεία τους ή για τα γηρατειά τους. Επί της ουσίας, παρέδιδαν ένα μέρος του εισοδήματός τους σε τράπεζες υπό κρατική διεύθυνση, οι οποίες με τη σειρά τους το δάνειζαν σε κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όμως, στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της αποταμίευσης προερχόταν από τα ίδια τα κέρδη που πραγματοποιούσαν οι επιχειρήσεις, και το οποίο αυξήθηκε κατά περίπου 5% του ΑΕΠ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 42 Αυτό μπόρεσε να γίνει επειδή το μερίδιο της κατανάλωσης των νοικοκυριών στο παραγόμενο προϊόν έπεσε απότομα, μόλις στο 40%,43 με το μερίδιο των μισθών να πέφτει από 67% στη δεκαετία του '70 στο 56% περίπου το 2005 (βλέπε Γράφημα).** 328
Κρις Χάρμαν
Η μείωση του μεριδίου των μισθών δεν σήμαινε απαραίτητα και μείωση των πραγματικών μισθών, μιας και ήταν ένα μειούμενο μερίδιο ενός αυξανόμενου παραγόμενου προϊόντος. Αυτό που όντως σήμαινε ωστόσο, ήταν ότι η οικονομία της Κίνας αποτελούσε κλασικό παράδειγμα της εικόνας της συσσώρευσης για τη συσσώρευση, που είχε σκιαγραφήσει ο Μαρξ. Η εικόνα γινόταν ακόμα πιο αδρή όταν συμπεριλαμβανόταν σ* αυτή και ο εξαγωγικός τομέας της οικονομίας. Στις αρχές της νέας χιλιετίας, κάθε χρόνο το 80% της ανάπτυξης που είχε πραγματοποιηθεί, κατέληγε στη συσσώρευση και τις εξαγωγές, αντί στην ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού της Κίνας. Μάλιστα, από το 2007 σχεδόν το 10% του εισοδήματος της Κίνας είχε τη μορφή εξαγωγικών πλεονασμάτων τα οποία καταθέτονταν στις ΗΠΑ και που ουσιαστικά χρηματοδοτούσαν τη δημόσια και ιδιωτική αμερικάνικη κατανάλωση (Γράφημα),45 η οποία με τη σειρά της παρείχε αγορά για παραπέρα κινέζικες εξαγωγές. 5045-
_
40-
Ιδκιπική κατανάλωση (κλίμακα ορ0τιρ4) Επίνόοση (κλίμακα αρΜτιρό) Καθαfltc cfaYwytc (κλίμακα όί^άΐ^^--—"
35302000
I
Καπιταλισμός Ζόμπι
I
2002
— I
1
2004
2006 329
Συσσώρευση με τέτοιους ρυθμούς δημιουργεί τριών ειδών προβλήματα, τα οποία δεν ήταν καθόλου άγνωστα στον Μαρξ. Πρώτον, απορροφά πόρους σε γιγάντια κλίμακα, με αποτέλεσμα ελλείψεις και άνοδο των τιμών. Η κινέζικη ανάπτυξη στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 2000 είχε πράγματι ως αποτέλεσμα την απορρόφηση πρώτων υλών και τροφίμων από όλο τον κόσμο (δίνοντας, στην πορεία, μια ώθηση στους παραγωγούς πρώτων υλών όπως στη Λατινική Αμερική) - όμως στο τέλος οι ανεβασμένες τιμές είχαν τον αντίκτυπό τους στην ίδια την Κίνα. Δεύτερον, προκαλεί μια αύξηση της παραγωγής την οποία δεν μπορεί να απορροφήσει μια εθνική οικονομία όπου οι μισθοί αποτελούν ένα φθίνον μερίδιο του παραγόμενου προϊόντος - παρεκτός αν δοθεί η έμφαση σε ακόμα μεγαλύτερη συσσώρευση ή στην αύξηση των εξαγωγών. Όμως, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός στις εξαγωγικές αγορές κι όχι μόνο από επιχειρήσεις στο εξωτερικό, αλλά και από κείνες που λειτουργούν στην Κίνα. Όλο και περισσότερο το μοντέλο που επικρατεί είναι κινέζικες επιχειρήσεις να συναρμολογούν εξαρτήματα που έχουν κατασκευαστεί αλλού στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία και κατόπιν να τα εξάγουν. Αυτό δένει τις κινέζικες εταιρείες που βασίζονται στις εξαγωγές, στις γραμμές εφοδιασμού των πολυεθνικών: «Το ποσοστό των εξαγωγών που παράγεται από εταιρείες που έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό, αυξήθηκε από 17,4% το 1990 στο 50,8% το 2001». 44 Στις αρχές του 2000 το αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού ήταν μια παραγωγή που δεν μπορούσε να απορροφηθεί πλήρως, όχι μόνο από την εγχώρια, αλλά και από τις διεθνείς αγορές. Η Εθνική Υπηρεσία Στατιστικής ανέφερε ότι: «Υπάρχει υπερπροσφορά στο 90% όλων των κινέζικων προϊόντων μεταποίησης»,47 παρά τις δραστικές μειώσεις των τιμών: «Ο πόλεμος των τιμών είναι ιδιαίτερα έντονος ανάμεσα στις κινέζικες επιχειρήσεις, επειδή συχνά αυτό που επιδιώκουν είναι η κατάκτηση μεριδίων αγοράς παρά η βραχυπρόθεσμη κερδοφορία», σημείωνε ένας ρεπόρτερ των Financial Times: «Ο αμείλικτος ανταγωνισμός ανάμεσα στους τοπικούς προμηθευτές κρατά τα περιθώρια κέρδους σχεδόν αόρατα για πολλές επιχειρήσεις».48 Εκτός ελέγχου δεν έβγαινε μόνο η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών προς εξαγωγή. «Οι επενδύσεις σε πολλούς κλάδους, ανάμεσά τους 330
Κρις Χάρμαν
τα ακίνητα, η παραγωγή τσιμέντου, χάλυβα, αυτοκινήτων και αλουμινίου» ήταν «υπερβολική» σύμφωνα με δηλώσεις Κινέζων κυβερνητικών αξιωματούχων.4' Σε ένα σύστημα που είχε οικοδομηθεί με βάση τη συσσώρευση για χάρη της συσσώρευσης και κατόπιν είχε αφεθεί να λειτουργήσει μόνο του, οι κορυφαίοι μάνατζερ μετρούσαν την επιτυχία τους με το πόσο γιγαντώνονταν οι επιχειρήσεις τους και στη συνέχεια οι κρατικές τράπεζες επιβράβευαν εκείνες που μεγεθύνονταν με τη μεγαλύτερη ταχύτητα, επιτρέποντάς τους να συσσωρεύουν χρέη.50 Ένα τρίτο πρόβλημα, που ενέτεινε τα δυο προηγούμενα, ήταν ότι παρά την άφθονη προσφορά εργασίας, ο δείκτης επένδυσης προς τους απασχολούμενους εργάτες - και προς το παραγόμενο προϊόν - μεγάλωνε. Παρόλο που οι επενδύσεις αυξάνονταν 20% περίπου ετησίως, η απασχόληση συνολικά στην οικονομία δεν αυξανόταν περισσότερο από 1% ετησίως. Ακόμα και στις αστικές περιοχές αυτό το ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 3,5%. Η συνολική απασχόληση στη μεταποίηση μειώθηκε από 98 εκατομμύρια το 1997 στα 83,1 εκατομμύρια το 2001,51 παρά την τεράστια κλίμακα της συσσώρευσης που είχε πραγματοποιηθεί. Η μείωση οφειλόταν σε ένα μεγάλο κύμα απολύσεων στις παλιές κρατικές βαριές βιομηχανίες, αλλά δεν αναπληρώθηκε από την αύξηση της απασχόλησης στις νέες ιδιωτικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, ενώ η απασχόληση στον λεγόμενο «δευτερογενή τομέα» 52 παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη, γύρω στα 157 εκατομμύρια. Με άλλα λόγια, αυξήθηκε η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Ερευνητές για λογαριασμό του ΔΝΤ ανέφεραν ότι «η αύξηση των επενδύσεων» από τα μέσα της δεκαετίας του '90 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 είχε οδηγήσει σε «μια αύξηση του συντελεστή απόδοσης κεφαλαίων και μια πτώση στο οριακό προϊόν του κεφαλαίου». 53 * Ήταν δεδομένο ότι θα εκδηλωνόταν ως συνέπεια μια καθοδική πίεση στην κερδοφορία. Ο Φίλιπ Ο' Χάρα (Phillip Ο' Hara) υπολογίζει ότι το ποσοστό για την οικονομία συνολικά μειώθηκε από 47% το 1978 σε • Ο συντελεστής απόδοσης κεφαλαίου είναι το ποσό του κεφαλαίου που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας είτε προϊόντος είτε εισοδήματος. Το οριακό προϊόν είναι η αύξηση στη συνολική παραγωγή που παράγεται από την αύξηση των συντελεστών της (δηλαδή κεφάλαιο ή εργασία) κατά μια μονάδα. Οι όροι φυσικά δεν είναι μαρξιστικοί. Στμ Καπιταλισμός Ζόμπι
331
32% το 2000.54 Οι Χεσούς Φελίπε (Jesus Felipe), Εντίθα Λάβινα (Editha Lavina) και Έμα Ξιαοκίν Φαν (Emma Xiaoqin Fan) εντοπίζουν την ίδια τάση, αλλά με διαφορετικούς απόλυτους αριθμούς: μιλάνε για μια πτώση από 13,5% στα μέσα της δεκαετίας του "80 σε 8,5% το 2003. Αναφέρουν αποτελέσματα από τις μελέτες του Λάρντι (Lardy) και του Λιν (Lin) που καταγράφουν κι αυτοί την ίδια τάση, με κάποιους από τους αριθμούς του Λιν να δείχνουν ένα πολύ χαμηλό ποσοστό κέρδους για κάποιες βιομηχανίες (0,2% για ποδήλατα, 0,3% για λεωφορεία, 2,9% για πλυντήρια, 2,5% για μπύρα).55 Μια κινέζικη μελέτη των Ζανγκ Γιου (Zhang Yu) και Ζάο Φενγκ (Zhao Feng) αντικρούει αυτά τα συμπεράσματα και δείχνει το γενικό ποσοστό [κέρδους στμ] στη μεταποίηση να πέφτει συνεχώς μέχρι το 1999, αλλά κατόπιν να αυξάνεται σημαντικά. 56 Η ασυμφωνία θα μπορούσε να εξηγηθεί από τον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλες περικοπές θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα περιόρισαν τα κόστη λειτουργίας του. Ο πιο σημαντικός αντίρροπος παράγοντας σε μια καταστροφική πτώση των κερδών ήταν η συνεχής μείωση του μεριδίου των μισθών στο παραγόμενο προϊόν. Όμως, αυτό με τη σειρά του εμπόδιζε την εγχώρια κατανάλωση να απορροφήσει την αυξανόμενη βιομηχανική παραγωγή, αυξάνοντας κατά συνέπεια την εξάρτηση της συσσώρευσης για νέα συσσώρευση από τις εξαγωγές. Επίσης, υπήρχαν σημαντικές ενδείξεις για την προθυμία των τραπεζών να «αποζημιώνουν» επιχειρήσεις που είχαν χαμηλό ποσοστό κέρδους, παρέχοντάς τους δάνεια με χαμηλό επιτόκιο - και παράλληλα να μην σπρώχνουν στη χρεοκοπία εταιρείες που λειτουργούσαν με ζημιές, φορτώνοντας με αυτό τον τρόπο το τραπεζικό σύστημα με ένα βουνό από δάνεια που δεν επρόκειτο να αποπληρωθούν.57 Όπως συμβαίνει σε κάθε φάση καπιταλιστικής άνθησης, έτσι και στην Κίνα εμφανίστηκε κερδοσκοπία κάθε είδους, καθώς οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι προσπαθούσαν να βρουν γρήγορους και χωρίς κόπο τρόπους να αυξήσουν τα κέρδη τους: «Στα τέσσερα προηγούμενα χρόνια [2005] οι επενδύσεις στα ακίνητα αυξάνονταν με ρυθμούς κοντά στο 20% ετησίως, και το 2005 είχαν φτάσει το 11% του ΑΕΠ». 58 Παντού σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Κίνας εκτυλισσόταν μια χωρίς τέλος κατασκευή και ανακατασκευή συγκροτημάτων πολυτελών κατοικιών, σχετικά ακριβών (για τα κινέζικα δεδομένα), φαστ-φουντ και εμπορικών 332
Κρις Χάρμαν
κέντρων με καταστήματα επώνυμων προϊόντων (αν και συχνά έμοιαζαν να μην έχουν πελατεία). Και δίπλα στην εγχώρια αισχροκέρδεια υπήρχε και το δέλεαρ της μεγάλης, διεθνούς κλίμακας, κερδοσκοπίας. Το Μάρτη του 2008 οι μάνατζερ του ομίλου CITIC του Πεκίνου ήταν «στο παρά πέντε» να υπογράψουν μια συμφωνία για την αγορά μεριδίου ύψους 1 δις δολαρίων της αμερικάνικης τράπεζας Bear Sterns, όταν μαθεύτηκαν τα νέα της κατάρρευσής της. 5 ' Ο συνδυασμός αυτών των αντιθέσεων σήμαινε ότι για τον κινέζικο καπιταλισμό το πιο απίθανο σενάριο ήταν ακριβώς εκείνο μιας ομαλής, ανοδικής τάσης. Το βέβαιο είναι ότι εκείνοι που είχαν την ευθύνη για τη διαχείριση της οικονομίας της χώρας, δεν διέθεταν σε καμιά περίπτωση την αυτοπεποίθηση ότι μπορούσαν να ελέγξουν το ρυθμό της ανταγωνιστικής συσσώρευσης με ένα τρόπο που θα απέφευγε τις αναπάντεχες καταστροφές, μιας και οι μάνατζερ των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων διαγκωνίζονταν για να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον. Ή, όπως δήλωσε ο πρόεδρος Γουέν Τζιαμπάο (Wen Jiabao) στο Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο* το Μάρτη του 2007: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα της κινέζικης οικονομίας είναι ότι η ανάπτυξή της είναι ασταθής, ασύμμετρη, ασυντόνιστη και μη-διατηρήσιμη».60 Το απρόβλεπτο της κινέζικης οικονομίας έχει σημαντικές επιπτώσεις στον υπόλοιπο κόσμο. Η Κίνα έχει πάρει τη θέση των ΗΠΑ ως η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Ιαπωνίας ενώ, με τη σειρά της, ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας προς τις ΗΠΑ (λίγο πίσω από τον Καναδά και μόλις μπροστά από το Μεξικό).61 Ο ρόλος της ως εισαγωγέας εξαρτημάτων από τη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία και πρώτων υλών από την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, την έχει κάνει ζωτική για τις οικονομίες αυτών των περιοχών. Και το πιο σημαντικό, τα τεράστια έσοδα από το εμπόριο της - ένα μεγάλο μέρος του με τις ΗΠΑ κατατίθενται στις ΗΠΑ. Μαζί με τα άλλα πλεονάσματα που δημιουργούσαν η Ιαπωνία και τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη, παρείχε τη χρηματοδότηση που επέτρεπε στους αμερικάνους καταναλωτές και την κυβέρνηση των ΗΠΑ να συνεχίζουν να δανείζονται μέχρι την εκδήλωση της «πιστωτικής ασφυξίας» το καλοκαίρι του 2007. Ουσιαστικά, η Κίνα *Το «κοινοβούλιο» της Κίνας. Στμ. Καπιταλισμός Ζόμπι
333
δάνειζε τις ΗΠΑ (και σε κάποιο βαθμό μερικές ευρωπαϊκές χώρες όπως τη Βρετανία) για να αγοράζουν αγαθά που κατασκεύαζε εκείνη. Ήταν ένας παράγοντας που ενίσχυε την εικόνα της σταθερότητας του παγκόσμιου συστήματος. Όμως, όσοι πίστευαν ότι η κινέζικη ανάπτυξη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας αν κάτι πήγαινε στραβά με τις ΗΠΑ, δεν ξεχνούσαν μόνο ότι η ασύδοτη λειτουργία των αγορών στην Κίνα δεν μπορούσε να οδηγήσει σε σταθερή, αλλά μόνο σε μια έντονα κυμαινόμενη ανάπτυξη. Ξεχνούσαν, επίσης, να λάβουν υπόψη το σχετικά μικρό βάρος της Κίνας στο παγκόσμιο σύστημα. Με όρους των τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών, το ΑΕΠ της Κίνας το 2006 ανερχόταν στα 2.600 δισεκατομμύρια δολάρια, ακριβώς πίσω από τη Γερμανία και ακριβώς μπροστά από το Ηνωμένο Βασίλειο, και λιγότερο από το 1/5 των ΗΠΑ ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υπολογισμοί της «Ισοτιμίας Αγοραστικής Δύναμης» (Purchasing Power ParityΡΡΡ) - που βασίζονται στην αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων με το εγχώριο νόμισμα, το γιουάν - εμφανίζονται πολύ υψηλότεροι, στο 50% ή και περισσότερο του ΑΕΠ των ΗΠΑ ή της EE, σύμφωνα με μια αναθεωρημένη εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2007.62 Τα στοιχεία που βασίζονται στις συναλλαγματικές ισοτιμίες υποτιμούν κατά πολύ τους πόρους που είναι διαθέσιμοι για κατανάλωση από τον κινέζικο πληθυσμό (αφού η τιμή βασικών τροφίμων όπως το ρύζι και βασικών υπηρεσιών όπως οι αστικές συγκοινωνίες είναι κατά 1/4 ή και περισσότερο φτηνότερες απ' ό,τι στη Δύση). Όμως, αυτός ο υπολογισμός, με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, είναι ο πλέον σημαντικός όταν πρέπει να υπολογιστεί το πόσο μπορεί να εισάγει μια χώρα κι άρα το κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει ως ατμομηχανή που θα σύρει εμπρός την παγκόσμια οικονομία. Κι ήταν πράγματι ένα μεγάλο λάθος να πιστεύει κανείς ότι η Κίνα, με το 4% ή 5% της παγκόσμιας αγοραστικής δύναμης, θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις συνέπειες μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης στο υπόλοιπο παγκόσμιο σύστημα. Η κινέζικη οικονομία δεν είχε αποκτήσει το απαιτούμενο μέγεθος για να λειτουργήσει ως εναλλακτικός κινητήρας του παγκόσμιου συστήματος συνολικά. Όμως, ήταν αρκετά μεγάλη ώστε η ταχεία ανάπτυξή της να προσθέσει ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια στο παγκόσμιο σύ334
Κρις Χάρμαν
στημα, όπως φανέρωνε ο τρόπος με τον οποίο συνέβαλε στην κλιμάκωση του παγκόσμιου πληθωρισμού μέχρι και το καλοκαίρι του 2008.
Η Ινδία, οι NICs και οι BRICS Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 είχε γίνει κοινότυπο να συμπεριλαμβάνεται η Ινδία δίπλα στην Κίνα στους «αναδυόμενους γίγαντες». Λίγο πολύ με τον ίδιο πληθυσμό (1,3 δις), πυρηνικές δυνάμεις κι οι δυο τους, όπως κι οι δυο τους υπέφεραν από σκληρή φτώχεια στην ύπαιθρο. Όμως, η πραγματική σημασία της Ινδίας για την παγκόσμια οικονομία ήταν πολύ μικρότερη απ' ό,τι της Κίνας: το 1/3 της Κίνας με όρους συναλλαγματικών ισοτιμιών (δηλαδή πολύ μικρότερη από τη Βρετανία ή τη Γαλλία) και κατά 60% μικρότερη, με όρους της ΡΡΡ. Σε σχέση με τους ρυθμούς ανάπτυξης, στη δεκαετία του '90 ήταν λίγο παραπάνω από το 60% των κινεζικών, στη δεκαετία του 2000 ανέβηκε για ένα σύντομο διάστημα στο 90%. Το 2003 το μερίδιο της Ινδίας στις παγκόσμιες εξαγωγές ήταν μόλις 0,7%, ποσοστό που την κατέτασσε στην 31η θέση.63 Υπήρχαν πράγματι κάποια γνωρίσματα παράλληλα με το κινέζικο μοντέλο: μια απόπειρα, αρχικά, για κρατικά κατευθυνόμενη εκβιομηχάνιση (η περίοδος του λεγόμενου «σοσιαλισμού του Νεχρού»), την ακολούθησαν μερικά χρόνια στασιμότητας στα μέσα της δεκαετίας του '70 και κατόπιν μια σειρά μεταρρυθμίσεων, που στόχο είχαν τη διαμόρφωση ενός μοντέλου συσσώρευσης περισσότερο προσανατολισμένου στην αγορά. Όμως, υπήρχαν και σημαντικές διαφορές. Το ινδικό κράτος και οι ιδιώτες καπιταλιστές, μη διαθέτοντας την ωμή ισχύ του κινεζικού, δεν είχαν την ίδια επιτυχία στην καθυπόταξη άλλων τάξεων (της τάξης των παλιών γαιοκτημόνων από τη μια και των εργατών κι αγροτών από την άλλη), οπότε και είχαν λιγότερες επιτυχίες στην περίοδο της πρωταρχικής συσσώρευσης με κέντρο το κράτος, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ινδίας βρισκόταν στα 3/4 εκείνων της Κίνας. Γι' αυτό το λόγο η Ινδία ήταν λιγότερο ικανή να δρέψει τους καρπούς της στροφής στην παγκόσμια αγορά: εξήγαγε λιγότερο και ήταν λιγότερο ελκυστική για το ξένο κεφάλαιο απ' ό,τι ήταν οι κινέζοι ανταγωνιστές της. Οι «μεταρρυθμίσεις» έδωσαν ώθηση στους ρυθμούς της συσσώρευσης που έφτασε το Καπιταλισμός Ζόμπι
335
20% με 30% του ΑΕΠ. Όμως, τέτοιοι ρυθμοί συσσώρευσης μπορούσαν να διατηρηθούν μοναχά εάν ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της παραγωγής κατέληγε στην τάξη των καπιταλιστών και στα ανώτερα μεσαία στρώματα σε βάρος των εργατών, των αγροτών και των φτωχών. Όπως έδειξε μια μελέτη του ΔΝΤ το 2007: Στη δεκαετία του '90 το πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού απολάμβανε ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο από τα κέρδη της οικονομικής ανάπτυξης συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία. Το γεγονός αυτό επηρέασε σημαντικά την εισοδηματική ανισότητα, η οποία αυξήθηκε στο εσωτερικό των κρατιδίων, σε όλα τα κρατίδια, ανάμεσα στα κρατίδια και μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών.64 Μια ανάλυση των στοιχείων από τα φορολογικά έσοδα, δείχνει ότι μέχρι και το 40% της ανάπτυξης είχε καταλήξει στα χέρια του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού.65 Οι απολογητές του καπιταλισμού συνηθίζουν να υποθέτουν ότι η μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη οδηγεί σε μείωση της φτώχειας και προβάλλουν προς επίρρωση των ισχυρισμών τους στατιστικές που δείχνουν ότι στη δεκαετία του '90, ο αριθμός όσων ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας μειώθηκε κατά 10%. Όμως, στην ίδια δεκαετία σημειώθηκε και μείωση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση τροφίμων στις αγροτικές περιοχές όπου ζουν τα 2/3 των Ινδών. Ο Αμπχιτζίτ Σεν (Abhijit Sen), αφού επεξεργάστηκε ξανά τα επίσημα στοιχεία, κατάληξε στο συμπέρασμα ότι ο απόλυτος αριθμός όσων ζουν σε συνθήκες φτώχειας κατά πάσα πιθανότητα μεγάλωσε στη δεκαετία του '90 κι ότι το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας μειώθηκε ελάχιστα. Συμπέρανε ότι από την άποψη της καταπολέμησης της φτώχειας επρόκειτο για μια «χαμένη δεκαετία».66 Το 2002 το 35% του πληθυσμού της Ινδίας ζούσε κάτω από το όριο φτώχειας, περίπου 364 εκατομμύρια άνθρωποι. Όμως ακόμα κι αυτοί οι υπολογισμοί είναι υποτίμηση της έκτασης που έχει η δυστυχία. Τα μισά από τα παιδιά στην Ινδία είναι κλινικά υποσιτισμένα και σχεδόν το 40% των ενηλίκων υποφέρουν από χρόνιο ενεργειακό έλλειμμα. 67 Ακόμα και στα υποτίθεται εύπορα κρατίδια του Γκουτζαράτ, της Καρνατάκα, της Κεράλα, της Μαχαράστρα και του Ταμίλ Ναντού, «περισσότερο από το 70% του αγροτικού πληθυσμού καταναλώνει λιγότερες από 336
Κρις Χάρμαν
2.200 θερμίδες ημερησίως».68 Η είσοδος της Ινδίας στην παγκόσμια αγορά σήμαινε, όπως στην περίπτωση της Κίνας, ότι οι βιομηχανικές επενδύσεις ήταν κατά κύριο λόγο έντασης κεφαλαίου, με την απόδοση κεφαλαίου να αυξάνεται κατά πολύ στη δεκαετία του '90. Η αύξηση της απασχόλησης έμεινε καρφωμένη στο 1% ετησίως: 0,87% στον «οργανωμένο» (δηλαδή επίσημο) τομέα της μεταποίησης,69 έστω κι αν η αύξηση ήταν κάπως ταχύτερη στον «ανεπίσημο» τομέα, όπου το μέσο μέγεθος απασχόλησης ανά επιχείρηση είναι τα δυο άτομα.70 Οι περισσότεροι από όσους συρρέουν στις πόλεις από την ύπαιθρο προσπαθούν να επιζήσουν στον τομέα των υπηρεσιών, κάνοντας ανειδίκευτες δουλειές με πολύ χαμηλή παραγωγικότητα, με αντάλλαγμα 50 ρουπίες (ένα δολάριο) την ημέρα, που φτάνει μόλις για να κρατήσει στη ζωή μια οικογένεια: σφουγγαρίζουν και σκουπίζουν, απασχολούνται ως υπηρετικό προσωπικό, πλένουν ρούχα, σέρνουν τα ρίκσο [αμαξάκια, στμ], κάνουν τους κηπουρούς, τους σερβιτόρους, τους φύλακες. Τα πολυδιαφημισμένα call centres απασχολούσαν μόλις 400.000 άτομα το 2006, δηλαδή 0,008% του εργατικού δυναμικού.71 Για την Ινδία, όπως και για την Κίνα, η οικονομική ανάπτυξη σήμαινε ότι στα μέσα της δεκαετίας του 2000 αντιπροσώπευε ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι του παγκόσμιου καπιταλισμού απ' ό,τι πενήντα ή και είκοσι χρόνια πριν, μια εξέλιξη που είχε σημαντικές επιπτώσεις συνολικά για το σύστημα. Όμως, εξακολουθούσε να είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι σε σχέση με τις ΗΠΑ ή ακόμα και με την Ιαπωνία, τη Γερμανία ή την Κίνα. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει αν οι ρυθμοί ανάπτυξης των μέσων της δεκαετίας του 2000 διατηρούνταν για τις επόμενες δεκαετίες: τότε η ινδική οικονομία θα κατέληγε, με όρους δολαρίου, να είναι μεγαλύτερη από αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου. Όμως κι έτσι, τα κέντρα της σύγχρονης βιομηχανίας στη Μουμπάι [Βομβάη, στμ], το Χαϊντεραμπάντ και τη Μπανγκαλόρ θα τα χώριζαν τεράστιες εκτάσεις αγροτικής φτώχειας, εκτάσεις μεγαλύτερες ακόμα και από τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Και πολύ πριν φτάσει σε αυτό το σημείο, η ταχεία ανάπτυξη της Ινδίας θα ανατρεπόταν τόσο από τους εσωτερικούς παράγοντες, αλλά και από τις συνέπειες της διεθνούς αστάθειας. Είδαμε τι συνέβη στις «τίγρεις» στη δεκαετία του '90 και πριν απ' Καπιταλισμός Ζόμπι
337
αυτές στο βραζιλιάνικο «θαύμα» των δεκαετιών του '60 και του '70. Επομένως, περισσεύει η αμνησία όταν κάποιοι τσουβάλιαζαν στην ίδια κατηγορία χώρες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, όπως τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική, για να ισχυριστούν ότι κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν μια εναλλακτική προωθητική δύναμη για την παγκόσμια οικονομία. Στην πραγματικότητα, η αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης στη Βραζιλία, τη Ρωσία και τη Νότια Αφρική στηριζόταν στην αύξηση της ζήτησης για πρώτες ύλες και τρόφιμα από μια οικονομική άνθηση που ήταν δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα έφτανε στο τέλος της - και τότε οι ίδιες χώρες θα δέχονταν ένα σκληρό πλήγμα. Τα μεγάλα μυαλά που υμνούσαν το σύστημα δεν έδιναν προσοχή σε αυτές τις αντιθέσεις όταν ζωγράφιζαν τις ρόδινες εικόνες τους για την Ασία, όπως δεν έδιναν σημασία στα προβλήματα που υπέβοσκαν στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η Ιαπωνία έχει προβλήματα, παραδέχονταν συνήθως, αλλά γι' αυτά ευθυνόταν κατά βάση η κυβέρνηση, η οποία ποτέ δεν είχε απορροφήσει πραγματικά τα μαθήματα για το πώς πρέπει να λειτουργεί σωστά μια ελεύθερη αγορά. Ακόμα και το καλοκαίρι του 2007, δημοσιογράφοι του οικονομικού ρεπορτάζ, υπουργοί και ακαδημαϊκοί αστέρες των οικονομικών, συμφωνούσαν ότι ο καπιταλισμός είχε επιτύχει μια νέα σταθερότητα μακράς πνοής. Μέχρι και κάποιοι μαρξιστές μιλούσαν για μια νέα «μακρά ανοδική φάση». Σύντομα θα έμοιαζαν τόσο ανόητοι όσο κι εκείνοι που στις αρχές του καλοκαιριού του 1914 προέβλεπαν ότι θα υπήρχε ειρήνη δίχως τέλος.
338
Κρις Χάρμαν
Κεφάλαιο Δέκατο
Το Παγκόσμιο Κεφάλαιο στη Νέα Εποχή
Σπάζοντας τα Σύνορα Οι δεκαετίες της μεγάλης αυταπάτης ήταν η περίοδος όπου το κεφάλαιο έσπασε τους εθνικούς περιορισμούς στο εμπόριο, τις επενδύσεις και την παραγωγή. Το 2007 οι διεθνείς εμπορικές ροές ήταν 30 φορές μεγαλύτερες απ' ό,τι ήταν το 1950, ενώ η παραγωγή ήταν μόνο 8 φορές μεγαλύτερη.1 Οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (FDI-ΑΞΕ) εκτινάχθηκαν: οι ροές τους αυξήθηκαν από τα 37 δις δολάρια του 1982, σε 1.200 δις το 2006.2 Το σωρευτικό κεφάλαιο των ΑΞΕ αυξήθηκε από το 4% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 1950 (λιγότερο από το μισό του αντίστοιχου μεγέθους του 1913), στο 36% το 2007.3 Επίσης, η άμεση οργάνωση της παραγωγής ξεπέρασε τα εθνικά σύνορα σε έκταση, που ήταν πολύ σπάνια στο παρελθόν και η πολυεθνική επιχείρηση έγινε το κοινά αποδεκτό στερεότυπο της μεγάλης καπιταλιστικής επιχείρησης.4 Η χρηματοπιστωτική κίνηση ανάμεσα στα εθνικά σύνορα που είχε μειωθεί δραστικά από την κρίση του '30 και μετά, μεγάλωνε τώρα με εκρηκτικούς ρυθμούς καθώς, ως τμήματος της γενικότερης πολιτικής «απελευθέρωσης», οι κυβερνήσεις καταργούσαν τους συναλλαγματικούς ελέγχους. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 πλέον, η τάση που είχε επικρατήσει ήταν «οι τραπεζίτες να καταστρώνουν στρατηγικές οι οποίες για τους περισσότερους» σήμαιναν «την εδραίωση μιας ευμεγέθους παρουσίας στα κυριότερα χρηματοπιστωτικά κέντρα, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και το Τόκιο, όπως και σε μερικά δευτερεύοντα». 5 Οι Καπιταλισμός Ζόμπι
339
συγχωνεύσεις τραπεζών έγιναν διαδεδομένο φαινόμενο. Η παλιά και καθιερωμένη Hong Kong and Shangai Banking Corporation [η γνωστή HSBC, στμ] απορρόφησε μια από τις «πέντε μεγάλες» βρετανικές τράπεζες, μετέφερε την έδρα της στο Λονδίνο και συνέχισε εξαγοράζοντας τράπεζες σε μια σειρά άλλες χώρες. Οι δυο μεγάλες ισπανικές τράπεζες, η Bank of Bilbao and Vizcaya και η Santander εξαγόρασαν ένα πολύ μεγάλο τμήμα των τραπεζικών συστημάτων της Λατινικής Αμερικής και από μόνες τους απέκτησαν την ιδιοκτησία σχεδόν του 1/3 των περιουσιακών στοιχείων των 20 μεγαλύτερων τραπεζών6 και κατόπιν επεκτάθηκαν σε άλλους τύπους επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, όπως «επενδυτικές τραπεζικές, ασφάλειες και ιδιαίτερα τη διαχείριση συνταξιοδοτικών κεφαλαίων», ενώ απέκτησαν «μειοψηφικά μερίδια σε κάποιες μη-χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε τομείς που δραστηριοποιούνται έντονα άλλοι Ισπανοί επενδυτές (τηλεπικοινωνίες και ενέργεια)». 7 Σημειώθηκε και μια παράλληλη διαδικασία συγκέντρωσης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων πέρα από τα εθνικά σύνορα. Οι τεράστιες εταιρείες που είχαν διαμορφωθεί στις παλιές βιομηχανικές χώρες κατά την προηγούμενη περίοδο, συχνά κάτω από την κηδεμονία του κράτους, βρέθηκαν τώρα σε θέση όχι μόνο να κυριαρχήσουν στις εθνικές αγορές τους, αλλά και να αποκτήσουν τον έλεγχο μεγάλων κομματιών της παγκόσμιας αγοράς. Ο μόνος τρόπος που είχαν οι ανταγωνιστές τους για να επιβιώσουν ήταν η διεθνής κινητοποίηση πόρων, να αποκτήσουν δηλαδή κι εκείνοι πολυεθνικό χαρακτήρα, όχι μόνο στο εμπόριο αλλά και στην παραγωγή. Σε πολλούς βασικούς κλάδους οι πιο πετυχημένες εταιρείες έγιναν εκείνες που είχαν διεθνείς στρατηγικές ανάπτυξης, παραγωγής και μάρκετινγκ, οι οποίες βασίζονταν στην εξαγορά, τη συγχώνευση ή τη σύμπηξη στρατηγικών συμμαχιών με εταιρείες από άλλες χώρες. Στην αυτοκινητοβιομηχανία, οι ιαπωνικές εταιρείες απέκτησαν παραγωγικές μονάδες στις ΗΠΑ, οι οποίες έφτασαν να παράγουν περισσότερα οχήματα από την τρίτη αμερικάνικη εταιρεία, την Chrysler, ενώ η Renault, η εθνικοποιημένη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία, άρχισε μια σειρά εξαγορών στις ΗΠΑ, ξεκινώντας από τη μικρότερη, τέταρτη εταιρεία, την American Motors. Η Volvo απέκτησε την παραγωγή βαρέων 340
Κρις Χάρμαν
φορτηγών της General Motors στις ΗΠΑ, η Ford και η Volkswagen προχώρησαν σε συγχώνευση της παραγωγής αυτοκινήτων στη Βραζιλία, η Nissan έχτισε ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης στη βορειοανατολική Αγγλία για να παράγει εκατοντάδες χιλιάδες αυτοκίνητα ετησίως, ενώ η Honda απέκτησε ένα 20% της Rover. Στα ελαστικά, η γαλλική εταιρεία Michelin έγινε ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως όταν απέκτησε τη Uniroyal-Goodrich στις ΗΠΑ το 1988. Το ίδιο μοτίβο συνεχίστηκε στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η Mercedes Benz απέκτησε την Chrysler (για να την πουλήσει το 2007), η Renault προχώρησε σε μια στρατηγική συμμαχία με τη Nissan (με την •απόκτηση του 44,5% των μετοχών της, ενώ η Nissan πήρε το 15% της Renault) με ένα κοινό γενικό διευθυντή. Η General Motors εξαγόρασε την Saab, απέκτησε το 20% των μετοχών της Suzuki, της Subaru και της Fiat, όπως και το 42% της Daewoo. Ο ινδικός όμιλος Tata απέκτησε την αγγλο-ολλανδική εταιρεία χάλυβα Corus (που είχε σχηματιστεί μετά από μια εξαγορά της ιδιωτικοποιημένης βρετανικής εταιρείας British Steel). Ξένες πολυεθνικές παρήγαν σχεδόν το μισό των εξαγωγών της Κίνας που μεγάλωναν διαρκώς. Η κινέζικη εταιρεία AVIC 1 προμήθευε τα πηδάλια για το αεροσκάφος Dreamliner της Boeing και έκανε μεγάλες προσφορές στη δημοπρασία έξι εγκαταστάσεων της Airbus στην Ευρώπη. Η ρωσική Aeroflot έκανε προσφορά για την Alitalia. Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν μια τυχαία επιλογή από το διεθνές κύμα εξαγορών και συμφωνιών συνεργασίας, που δημοσίευαν σχεδόν καθημερινά στις σελίδες τους οι Financial Times. Αν στις δεκαετίες του '40, του '50 ή του '60, τυπική καπιταλιστική εταιρεία ήταν εκείνη που διαδραμάτιζε ένα κυριαρχικό ρόλο σε μια εθνική οικονομία, στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν εκείνη που λειτουργούσε σε πολλές χώρες, όχι μόνο πουλώντας εμπορεύματα εκτός της μητρικής της χώρας, αλλά επίσης παράγοντάς τα. Οι μεγαλύτερες απ' αυτές διέθεταν οικονομικούς πόρους πολύ μεγαλύτερους από οποιουδήποτε κράτους. Όπως ανέφερε η UNCTAD: «οι 29 από τις 100 μεγαλύτερες οικονομικές οντότητες παγκοσμίως, είναι υπερεθνικές εταιρείες». 8 Η διαδικασία όπου εθνικές εταιρίες διακλαδώνονταν στον υπόλοιπο κόσμο, δεν περιοριζόταν μοναχά στις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες. Επηρέασε και τον Τρίτο Κόσμο και τις NICs (Νέες Βιομηχανικές Καπιταλισμός Ζόμπι
341
Χώρες), όπου η κρατικοποίηση των οικονομιών είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο απ' ό,τι στη Δύση, όπως έχουμε δει στο Έβδομο Κεφάλαιο. Η εν λόγω διαδικασία εντάθηκε από την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας που ακολουθούσε την κάθε κρίση εκείνων των χρόνων, με τις εταιρείες να προχωράνε σε εξορθολογισμούς της παραγωγής, σε κλείσιμο εργοστασίων και σε συγχωνεύσεις.
Μύθοι και πραγματικότητες Στη δεκαετία του '90, όλη αυτή η διαδικασία είχε βαπτιστεί με τον όρο «παγκοσμιοποίηση». Μαζί με το νεοφιλελευθερισμό προβαλλόταν ως μια εντελώς νέα φάση του καπιταλισμού - για τους απολογητές του, ήταν μια φάση πολύ διαφορετική από κάθε προηγούμενη. Δεν υποστήριζαν απλά ότι ο κόσμος πρέπει να είναι οργανωμένος με βάση τις ελεύθερες ροές κεφαλαίων, χωρίς καμιά κρατική ανάμιξη, αλλά κι ότι αυτό το ιδεώδες είχε γίνει πραγματικότητα. Η φιλολογία που επικρατούσε ήταν ότι ζούμε στην εποχή του πολυεθνικού (ή μερικές φορές, του υπερεθνικού κεφαλαίου), των εταιρειών που μετέφεραν την παραγωγή τους κατά το δοκούν, όπου ήταν φτηνότερα. Επρόκειτο, σύμφωνα με κάποιες φωνές με κύρος, για ένα κόσμο της «άυλης» παραγωγής,® όπου το λογισμικό και το ιντερνέτ ήταν πολύ σημαντικότερα από τις «παλιές, βαριές» βιομηχανίες, κι όπου η απόλυτη κινητικότητα των κεφαλαίων τα είχε αποσπάσει τα ίδια από οποιονδήποτε δεσμό με τα κράτη. Υποτίθεται ότι όλα τα παραπάνω αποτελούσαν συστατικό μέρος ενός νέου οικονομικού υποδείγματος, που απελευθέρωνε μια νέα δυναμική μετά τις αποτυχίες του κεϊνσιανισμού, της κρατικής διεύθυνσης και του Σοβιετικού τύπου «σοσιαλισμού». «Η εθνικότητα των εταιρειών», υποστήριζε ο Βρετανός Συντηρητικός υπουργός Κένεθ Κλαρκ (Kenneth Clark), «έχανε όλο και περισσότερο τη σημασία της». 10 Σύμφωνα με το περιοδικό Business Week, είχε φτάσει «η εποχή της εταιρείας χωρίς κράτος».11 Πολλοί από κείνους που απέρριπταν τις πολιτικές εφαρμογές του κυρίαρχου ρεύματος των θεωριών της παγκοσμιοποίησης, αποδέχονταν, παρ' όλα αυτά, πολλούς από τους ισχυρισμούς του. Για παράδειγ342
Κρις Χάρμαν
μα, η Βιβιάν Φορεστέρ (Vivian Forrester) έγραφε για τον «ολοκαίνουργιο κόσμο στον οποίο κυριαρχούν η κυβερνητική, η αυτοματοποίηση κι οι νέες τεχνολογίες», οι οποίες «δεν έχουν κανένα δεσμό με τον 'κόσμο της εργασίας'».12 Η Ναόμι Κλάιν (Naomi Klein) περιέγραφε ένα «σύστημα εργοστασίων και εργατών χωρίς χωροθετικούς περιορισμούς»13 κι ο Τζον Χόλογουεϊ μιλούσε για την ικανότητα του κεφαλαίου «να μετακινείται μέσα σε δευτερόλεπτα από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη». 14 Το όραμα ενός παγκόσμιου συστήματος όπου τα κράτη δεν διαδραμάτιζαν πλέον έναν κεντρικό ρόλο είχε ως απόρροια του και την άποψη ότι οι πόλεμοι, που κατέτρυχαν το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Στον κόσμο επικρατούσε μια «νέα παγκόσμια τάξη», είχε δηλώσει ο πατέρας Μπους μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ και τη νίκη στον πρώτο πόλεμο του Ιράκ.15 Ο Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama) με τις θέσεις του για το «τέλος της ιστορίας», έδωσε ένα ακαδημαϊκό επίχρισμα σε αυτούς τους ισχυρισμούς. Ακόμα και διανοητές με μακρόχρονη σχέση με την αριστερά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι στη νέα περίοδο το κεφάλαιο δεν είχε ανάγκη πλέον το κράτος και κατά συνέπεια είχε στρέψει την πλάτη του στον πόλεμο. Ο Νάιτζελ Χάρις (Nigel Harris) έγραψε για την «εξασθένιση της τάσης για πολέμους», αφού «από τη στιγμή που το κεφάλαιο και τα κράτη σταδιακά αποχωρίζονται, το ίδιο συμβαίνει και με την τάση προς παγκόσμιο πόλεμο». 16 Οι Λας (Lash) και Γιούρι (Urry) πήγαν ακόμα παραπέρα, και δεν συμπεριέλαβαν την οποιαδήποτε αναφορά στις στρατιωτικές δαπάνες στην ανάλυσή τους για το «μεταμοντέρνο» κόσμο του «αποδιοργανωμένου καπιταλισμού».17 Το στοιχείο που απουσίαζε απ' όλες αυτές τις ποικίλες εκτιμήσεις για την παγκοσμιοποίηση ήταν η οποιαδήποτε πραγματική αίσθηση της εξέλιξης που είχαν πάρει στη ζωή οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη και τα κεφάλαια. Η πραγματικότητα έλεγε ότι τα κεφάλαια δεν είχαν ούτε τη διάθεση ούτε τη δυνατότητα να σπάσουν τις σχέσεις τους με τα κράτη περισσότερο απ' ό,τι στην περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτές οι σχέσεις μπορεί να είχαν γίνει πιο περίπλοκες, συνέχιζαν όμως να διατηρούν την τεράστια σημασία τους. Καπιταλισμός Ζόμπι
343
Στην περίπτωση του παραγωγικού κεφαλαίου, η παραπάνω διαπίστωση θα έπρεπε να ήταν φανερή. Τέτοια κεφάλαια δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να έχουν την κινητικότητα που οι θεωρίες της παγκοσμιοποίησης ισχυριζόταν ότι είχε επικρατήσει. Εργοστάσια και μηχανές, ορυχεία και λιμάνια, συγκροτήματα γραφείων και ένα σωρό άλλα πράγματα, συνέχιζαν να χρειάζονται χρόνια για να κατασκευαστούν, όπως ακριβώς και στην προηγούμενη περίοδο του καπιταλισμού, και δεν γινόταν να πακεταριστούν και να αποσταλούν σε κάποιο άλλο προορισμό. Κάποιες φορές, μια επιχείρηση μπορεί όντως να μετακινεί μηχανές και άλλο εξοπλισμό. Όμως, πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία, και, έτσι κι αλλιώς, πριν αρχίσει να λειτουργεί αλλού, η συγκεκριμένη εταιρεία θα πρέπει πρώτα να προσλάβει και να εκπαιδεύσει εργατικό προσωπικό με κάποιο επίπεδο ειδίκευσης. Στο μεσοδιάστημα, όχι μόνο πρέπει να ξεγραφτεί η επένδυση στα παλιά κτίρια, αλλά δεν θα υπάρχει και απόδοση από την επένδυση στα μηχανήματα. Εκτός απ' αυτά, λίγες παραγωγικές διαδικασίες είναι πλήρως αυτάρκεις. Όπως είδαμε στο Τέταρτο Κεφάλαιο, είναι ριζωμένες σε παραγωγικά συμπλέγματα τα οποία στηρίζονται σε εξωτερικές εισροές και σε συνδέσεις με δίκτυα διανομής. Αν μια επιχείρηση εγκαταστήσει κάπου μια αυτοκινητοβιομηχανία, θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει τον επαρκή εφοδιασμό του σε βίδες και παξιμάδια, χάλυβα κατάλληλης ποιότητας, εργατικό προσωπικό με το κατάλληλο επίπεδο εκπαίδευσης, αξιόπιστη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και νερού, ένα σταθερό χρηματοπιστωτικό σύστημα, φιλικούς τραπεζίτες κι ένα οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ικανό να μεταφέρει τα ολοκληρωμένα προϊόντα της. Χρειάζεται να πείσει άλλους ανθρώπους, άλλες κυβερνήσεις, να παρέχουν τα παραπάνω, και η συγκέντρωση αυτών των προϋποθέσεων μπορεί να πάρει μήνες και χρόνια διαπραγματεύσεων, να απαιτήσει αυτοσχεδιασμούς όσο και προσχεδιασμένες κινήσεις. ΓΓ αυτούς τους λόγους, όταν οι εταιρείες αναδιαρθρώνονται προτιμούν συνήθως τη «βαθμιαία» προσέγγιση και μετακινούνται αποσπασματικά από την παλιά εγκατάσταση στη νέα, διατηρώντας άθικτα τα παλιά δίκτυα εφοδιασμού και διανομής, ελαχιστοποιώντας με αυτό τον τρόπο τη διατάραξη του «συμπλέγματος» που τις περιβάλλει. Για παράδειγμα, η Ford χρειάστηκε δυο χρόνια για να εφαρμόσει την απόφαση που πήρε το 2000 να κλείσει το εργοστάσιο της στο Ντάγ344
Κρις Χάρμαν
κενγχαμ (της Αγγλίας, στμ] και να μετακινήσει την παραγωγή του σε άλλα σημεία στην Ευρώπη. Όταν η Cadbury Schweppes* ανακοίνωσε τον Ιούνη του 2007 ότι προχωρά σε «εξορθολογισμό» των δραστηριοτήτων της παγκόσμια, ο οποίος θα συμπεριλαμβάνει και κλεισίματα, δήλωσε ότι αναμένει να ολοκληρώσει την εφαρμογή αυτών των σχεδίων σε τρία χρόνια. Η απόλυτη κινητικότητα δεν ισχύει ούτε καν για το χρηματικό κεφάλαιο. Όπως έχει επισημάνει η Σούζαν ντε Μπρίνχοφ (Susanne de Brunhoff): Παρόλο που καθημερινά τεράστιες χρηματοπιστωτικές ροές κινητού κεφαλαίου κάνουν το γύρο της υδρογείου, δεν υφίσταται μια παγκόσμια αγορά κεφαλαίου. Δεν υπάρχει ένα παγκόσμιο επιτόκιο, δεν υπάρχουν ενιαίες παγκόσμιες τιμές για τα προϊόντα που παράγονται... Τα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία εκφράζονται σε διαφορετικά νομίσματα, τα οποία δεν συνιστούν «τέλεια υποκατάστατα».18 Ο Ντικ Μπρίαν (Dick Bryan) έκανε μια παρόμοια παρατήρηση: Το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μας παρέχει ένα ξεκάθαρο παράδειγμα για την κεντρικότητα της εθνικότητας στη διαδικασία της παγκόσμιας συσσώρευσης. Ο συνδυασμός δορυφορικής τεχνολογίας με την τεχνολογία των υπολογιστών, παρέχει... όλες τις τεχνικές προϋποθέσεις για τη νεοκλασική «τέλεια αγορά» των χρηματοπιστωτικών ροών, που εξισώνουν τα ποσοστά απόδοσης και υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα. Ωστόσο... ο χρηματοπιστωτικός τομέας διατηρεί τα εθνικά του χαρακτηριστικά. Δεν κινείται τόσο συστηματικά ώστε να εξισώνει την αποταμίευση και τις επενδύσεις... Ένα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελούμενο από εθνικά νομίσματα, σηματοδοτεί το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να στερηθεί μια εθνική διάσταση.19 Κάθε χρόνο η UNCTAD δημοσιεύει έναν κατάλογο των 100 κορυφαίων πολυεθνικών και το «δείκτη υπερεθνικότητάς» τους, δηλαδή το ποσοστό των πωλήσεων, περιουσιακών στοιχείων και επενδύσεων εκτός της «μητρικής» τους χώρας. Κάποιες φορές αυτά τα στοιχεία αξιοποιούνται • Εταιρεία παραγωγής σοκολάτας και γλυκισμάτων. Εδώ και ένα χρόνο εξαγοράστηκε από την Kraft. Στμ Καπιταλισμός Ζόμπι
345
για να αποδείξουν πόσο λίγο πλέον οι πολυεθνικές εξαρτώνται από την εθνική βάση τους. Στην πραγματικότητα, μπορούν να εκτιμηθούν διαφορετικά. Το 2003, οι πενήντα κορυφαίες πολυεθνικές συνέχιζαν να πραγματοποιούν πάνω από το μισό των δραστηριοτήτων τους στην πατρίδα τους. Και οι 20 πρώτες με το μεγαλύτερο ποσοστό πωλήσεων στο εξωτερικό, προέρχονταν κατά κύριο λόγο από μικρές, ανοιχτές οικονομίες, όπως του Καναδά, της Αυστραλίας και της Ελβετίας, ή είναι εταιρείες χωρών-μελών της EE όπως η Φινλανδία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία κι η Σουηδία, που προσανατολίζουν τις εξαγωγές τους σε κοντινά, γειτονικά κράτη. Καμιά από τις πολυεθνικές των ΗΠΑ δεν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των πιο «διεθνοποιημένων» παγκόσμιων εταιρειών.20
Μέση Ύπερεθνικότητα των μεγαλύτερων υπερεθνικών επιχειρήσεων παγκοσμίως (TNC's)2003 100 κορυφαίες TNC's
55,8
50 κορυφαίες TNC's
47,8
Με βάση ΗΠΑ
45,8
Ην. Βασίλειο
69,2
Ιαπωνία
42,8
Γαλλία
59,5
Γερμανία
49,0
Μικρές ευρωπαϊκές χώρες
72,2
Η εξάπλωση των διασυνοριακών συγχωνεύσεων δεν αποτελούσε τη μοναδική ή και κυρίαρχη μορφή που λάμβανε η αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων. Σε αυτές αναλογούσε μόνο το 1/4 όλων των συγχωνεύσεων21 και πολλές απ' αυτές ήταν ανεπιτυχείς.22 Μόνο ένα μικρό ποσοστό των παγκόσμιων επενδύσεων πραγματοποιούνταν πέρα από τα εθνικά σύνορα. Ο Τιμ Κέχλιν (Tim Koechlin) έδειξε ότι, παρόλο που το κεφάλαιο των αμερικάνικων Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) είχε «αυξηθεί ιδιαιτέρως πολύ», από «32 δισεκατομμύρια δολάρια το 1960 στα 2.063 δισεκατομμύρια το 2004», στην πραγματικότητα αντιπροσώπευε ένα 346
Κρις Χάρμαν
«σχετικά μικρό μερίδιο των συνολικών επενδύσεων των ΗΠΑ», με τις εκροές των ΑΞΕ να αποτελούν μόλις το 7,3% των συνολικών επενδύσεων.23 Στη μεταποίηση το ποσοστό ήταν υψηλότερο και έφτανε το 20,7%, «όμως ήταν μειωμένο σε σχέση με το 35,4% που είχε φτάσει το 1994».24 Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «παρόλο που η διαδικασία της επένδυσης γίνεται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό 'παγκόσμια'... η συσσώρευση του κεφαλαίου παραμένει ουσιαστικά ένα εθνικό φαινόμενο».25 Ακόμα περισσότερο, αφού τα στοιχεία για τις ΑΞΕ δίνουν μια παραφουσκωμένη εικόνα της κινητικότητας που αφορά την παραγωγική δυνατότητα, παρά την ιδιοκτησία τους. Τα στοιχεία της UNCTAD επιβεβαιώνουν μία επισήμανση που είχε κάνει στα τέλη της δεκαετίας του '90 ο Ρικάρντο Μπελοφιόρε (Riccardo Bellofiore). Η συνολική Αμεση Ξένη Επένδυση αφορούσε κυρίως την εξαγορά υπαρχουσών επιχειρήσεων, όχι την κατασκευή νέων: Στις ροές της ΑΞΕ κυριαρχούν οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές... κι όχι η δημιουργία νέας [παραγωγικής, στμ] δυνατότητας: κι ένα μεγάλο μερίδιο της ΑΞΕ πραγματοποιείται σε μη-παραγωγικές, κερδοσκοπικές και χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες.26 Οι περισσότερες πολυεθνικές επικέντρωναν τις επενδύσεις τους σε μια συγκεκριμένη, αναπτυγμένη βιομηχανική χώρα και τους γείτονές της, και κατόπιν στηρίζονταν στη μεγάλη κλίμακα των επενδύσεων, της έρευνας κι ανάπτυξης, και της παραγωγής τους για να εξασφαλίσουν το πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές της. Οι ξένες επενδύσεις που πραγματοποιούνταν δεν ήταν αναγκαστικά «παγκόσμιας» κλίμακας. Το «66% της παραγωγής των αμερικάνικων θυγατρικών πουλιόταν τοπικά», δηλαδή, μέσα στα όρια της συγκεκριμένης χώρας όπου είχε τη βάση της η συγκεκριμένη θυγατρική.27 Επρόκειτο για μια τάση που ερχόταν σε ρήξη με μια παραγωγή στην οποία κυριαρχούσαν τα εθνικά χαρακτηριστικά, χωρίς όμως να επιβεβαιώνει το στερεότυπο της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής. Μια πολυεθνική, για παράδειγμα, μπορούσε να επιδιώξει την υπερπήδηση εμποδίων στις εξαγωγές της με την κατασκευή εγκαταστάσεων μέσα στα σύνορα μια άλλης χώρας, μια διαδικασία που ο Ρούιγκροκ (Ruigrok) και ο βαν Τάλντερ (van Tulder) αποκαλούν glocalisation [λογοΚαπιταλισμός Ζόμπι
347
παίγνιο με τις αγγλικές λέξεις global (παγκόσμιος) και local (τοπικός), στμ].2β Ακόμα κι αν ξεκινούσε την επένδυσή της με τα λεγόμενα «screwdriver plants» - «εργοστάσια-κατσαβίδια» που συναρμολογούσαν εξαρτήματα που εισάγονταν από τη μητρική χώρα της πολυεθνικής, σύντομα στρεφόταν στους εγχώριους προμηθευτές για εξαρτήματα. Η πολυεθνική κέρδιζε, μιας και ουσιαστικά οι ντόπιες εταιρείες μετατρέπονταν σε δορυφόρους της που την εφοδίαζαν με πόρους και πάλευαν για τα συμφέροντά της ενάντια σε τοπικούς και περιφερειακούς ανταγωνιστές. Μπορεί ακόμα και να καλωσόριζε προστατευτικά μέτρα από το κράτος στο οποίο είχε τη βάση της η θυγατρική της, μιας και μ' αυτό τον τρόπο θα προστατεύονταν οι πωλήσεις της από τους διεθνείς ανταγωνιστές της. Οι θεωρητικοί της παγκοσμιοποίησης δεν αντιλήφτηκαν αυτές τις εξελίξεις. Κι όμως, συχνά προσπαθούσαν να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς τους με αναφορές σε επενδύσεις όπως εκείνες που πραγματοποιούσαν οι ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι οποίες ακολουθούσαν ακριβώς το μοτίβο που περιγράψαμε παραπάνω. Παρομοίως, υπογράμμιζαν το χαρακτηριστικό της «ευέλικτης παραγωγής» ενός μέρους της ιταλικής βιομηχανίας ένδυσης και τις μεθόδους της να παράγει «ακριβώς πάνω στην ώρα της»,* μεθόδους που εφαρμόστηκαν αρχικά στην Ιαπωνία, ως τυπικά χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης, παρόλο που, όπως έχει επισημάνει και σωστά ο Μάικλ Μαν (Michael Mann), και οι δυο αυτές διαδικασίες περισσότερο συνεπάγονται παραγωγή σε τοπικό ή και περιφερειακό επίπεδο, παρά παγκόσμιο.29 Η εισαγωγή από το εξωτερικό εισροών για συγκεκριμένα τμήματα της παραγωγικής διαδικασίας εταιρειών που είχαν τη βάση τους σε προηγμένες χώρες, έγινε ένα σημαντικό φαινόμενο, αλλά ακόμα είναι πολύ πιο περιορισμένο απ' ό,τι πιστεύεται ευρύτερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, εισαγόμενες «υλικές εισροές» (όπως οι πρώτες ύλες) αντιστοιχούσαν στο 17,3% της συνολικής παραγωγής των ΗΠΑ. 30 Ο Κέχλιν υπολόγισε ότι στο «outsourcing» αναλογούσαν «κάτι λιγότερο από το 4,8% των ακαθάριστων εγχώριων αγορών και λιγότερο από το • Μετάφραση του αγγλικού όρου |usl in Time Production. Στμ 348
Κρις Χ ά ρ μ α ν
9% της φαινόμενης κατανάλωσης* μεταποιητικών αγαθών».11 Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι «η πτώση της μισθωτής απασχόλησης στη μεταποίηση» στις αρχές της δεκαετίας του 2000 «δεν είχε ως αιτία μια πλημμύρα από εισαγωγές είτε αγαθών είτε υπηρεσιών», αλλά ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της ανεπαρκούς αύξησης της εγχώριας ζήτησης, ενώ σημειωνόταν μια έντονη αύξηση της παραγωγικότητας... Στο βαθμό που το εμπόριο όντως προκάλεσε απώλειες θέσεων εργασίας στη μεταποίηση, την ευθύνη την είχε η μείωση των αμερικάνικων εξαγωγών μετά το 2000 κι όχι η αύξηση των εισαγωγών.32
Οι διαφορετικές διαμορφώσεις του παγκόσμιου κεφαλαίου Οι δημοφιλείς αναλύσεις περί παγκοσμιοποίησης, όχι μόνο διογκώνουν το βαθμό κινητικότητας του κεφαλαίου, αλλά δίνουν και μια πολύ διαστρεβλωμένη εικόνα ως προς το τι αφορά αυτή η κινητικότητα. Ο Άλαν Μ Ράγκμαν (Alan Μ Rugman) επεσήμανε ότι από τις μεγάλες πολυεθνικές Πολύ λίγες είναι «παγκόσμιες» εταιρείες, με μια «παγκόσμια» στρατηγική που ορίζεται ως η στρατηγική πώλησης των ίδιων προϊόντων ή/και υπηρεσιών σε όλο τον κόσμο. Αντίθετα, σχεδόν το σύνολο των 500 εταιρειών είναι βασισμένες περιφερειακά, στη μητρική τους περιφέρεια της «τριάδας» που αποτελείται από τη Βόρεια Αμερική, την EE ή την Ασία...33 Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 οι περισσότερες από τις πιο παγκόσμιες εταιρείες συνέχιζαν να δραστηριοποιούνται κυρίως στις αγορές της μητρικής τους περιφέρειας. Σ' αυτές συμπεριλαμβάνονταν οι Vivendi, Pernod Ricard, Thomson Corporation, Stora Enso Akzo Nobel, Volvo, ABB και Philips. Μόνο έξι πολυεθνικές λειτουργούσαν με ένα κάπως συστηματικό τρόπο σε τουλάχιστον τρεις ηπείρους: οι Nestle, Holcim, Roche, Uniliver, Diageo και British American Tobacco. 34 Οι περισσότερες επιχειρήσεις ξένης ιδιοκτησίας που λειτουργούσαν στις χώρες της EE είχαν τη βάση τους σε άλλα κράτη-μέλη της EE, όπου η κυρίαρχη * Η παραγωγή μαζί με τις εισαγωγές, μείον τις εξαγωγές. Στμ. Καπιταλισμός Ζόμπι
349
μορφή πολυεθνικής ιδιοκτησίας ήταν η «περιφερειακή» κι όχι η παγκόσμια, ενώ οι «εταιρείες ιδιοκτησίας ΗΠΑ ήταν υπεύθυνες για την πραγματοποίηση μόλις του 4,5% της ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας».35 Το 2004 οι Χορταρέας (Chortareas) και Πελαγίδης (Pelagidis) κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι: Η αύξηση των διεθνών εμπορικών ροών περιορίζεται κυρίως στα τρία αναπτυγμένα εμπορικά μπλοκ της παγκόσμιας οικονομίας (ΗΠΑ, EE, Ασία-Ιαπωνία). Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου συνεχίζει να είναι αποκλεισμένο από την εμπορική άνθηση. Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται, είναι αυτή μιας πιο βαθιάς περιφερειακής ενσωμάτωσης (περιφερειοποίησης) συγκεκριμένων ομάδων/μπλοκ χωρών, παρά μιας παγκόσμιας αύξησης των διασυνοριακών εμπορικών ροών και της παραγωγικής αλληλεξάρτησης.36 «Το εμπόριο», υποστήριζαν, «δεν έχει εξαπλωθεί σε ένα ευρύτερο φάσμα χωρών, ακόμα και σε σύγκριση με το παρελθόν. Αρκεί να θυμηθούμε ότι οι εισαγωγές των αναπτυγμένων χωρών από τις αναπτυσσόμενες αντιστοιχούν μόλις στο 2% του συνολικού ΑΕΠ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ». 37 Η μόνη εξαίρεση που επισήμαιναν ήταν η Ανατολική Ασία που θα γινόταν πιο σημαντική από τότε που διεξήγαγαν την έρευνά τους στις αρχές του 21ου αιώνα: το 2005 οι κινέζικες εξαγωγές είχαν επεκταθεί τόσο, ώστε να φτάνουν το 7% παγκοσμίως. Οι επενδυτικές ροές ήταν κι αυτές επικεντρωμένες στην «τριάδα» της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Το 2002-4 οι ροές των ΑΞΕ στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν κατά μέσο όρο 300 δις δολάρια ετησίως. Το συνολικό ποσό για τον υπόλοιπο κόσμο - τις αναπτυσσόμενες χώρες - έφτανε μόλις στα 180 δις, από τα οποία τα 2/5 κατευθύνονταν στην Κίνα (του Χονγκ-Κονγκ συμπεριλαμβανομένου), ενώ στη Βραζιλία και το Μεξικό το 1/5. Το 2004 περίπου το 89% του σωρευτικού κεφαλαίου των ΑΞΕ παγκοσμίως βρισκόταν στις αναπτυγμένες οικονομίες (πάνω-κάτω το ίδιο ποσοστό με το 1990) και τα 2/3 του ήταν τοποθετημένα στην Ευρώπη.3® Το μοτίβο που εξελίσσονταν τα πράγματα δεν θύμιζε καθόλου ένα κεφάλαιο που έρεε άνετα σε ένα ομοιογενές παγκοσμιοποιημένο τοπίο. Δεν είχε μια συγκεκριμένη μορφή και ήταν συγκεντρωμένο σε κάποιες 350
Κρις Χάρμαν
χώρες και περιφέρειες με έναν τρόπο που δεν μπορούσαν να τον εκφράσουν πλήρως ούτε οι χοντροκομμένες θεωρίες της παγκοσμιοποίησης, ούτε οι ερμηνείες που αναφέρονταν στα περιφερειακά μπλοκ ή οι ερμηνείες εκείνων που συνέχιζαν να μιλάνε αποκλειστικά με όρους εθνικών οικονομιών. Το εμπειρικό υλικό μπορούσε να ερμηνευτεί με διαφορετικούς τρόπους - όπως κάποιος μπορεί να πει ότι ένα μπουκάλι είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Όμως, η πραγματικότητα του καπιταλισμού δεν μπορούσε να αναχθεί σε καμιά από τις παραπάνω εκφάνσεις. Διαφορετικές επιχειρήσεις λειτουργούσαν σε διαφορετικά επίπεδα. Κάποιες, που από απλή αριθμητική άποψη αποτελούσαν την πλειοψηφία, συνέχιζαν να λειτουργούν στα πλαίσια των εθνικών οικονομιών από τις οποίες άπλωναν τα πλοκάμια τους για να δουν τι μπορούν να κερδίσουν πουλώντας κι αγοράζοντας από τους γείτονές τους. Αλλες, μικρότερες σε αριθμό αλλά πολύ ισχυρές, όλο και περισσότερο λειτουργούσαν σε περιφερειακό επίπεδο και επιχειρούσαν να απλώσουν τα χέρια τους σε ό,τι μπορούσαν στον υπόλοιπο κόσμο. Και μια μικρή μειοψηφία έβλεπε το μέλλον της με καθαρά παγκόσμιους όρους. Κι όπως τα κεφάλαια της κάθε κατηγορίας αγόραζαν και πουλούσαν, ελίσσονταν για να διευρύνουν τις αγορές τους. Όσο αναζητούσαν φτηνότερες εισροές και πολύ πιο επικερδή μέρη για να επενδύσουν, τόσο περισσότερο επηρέαζαν το ένα το άλλο και ταυτόχρονα μπερδευόταν το ένα στα πόδια του άλλου. Το αποτέλεσμα δεν ήταν κάποιο νέο μοντέλο, αλλά ένα συνεχώς μετατοπιζόμενο, καλειδοσκοπικό μοτίβο, το οποίο κάθε φορά που πήγαινε να στερεοποιηθεί, διαταρασσόταν εκ νέου. «Ό,τι ήταν σταθερό» όντως «διαλυόταν στον αέρα», όπως είχε πει ο Μαρξ, αλλά όχι με τον τρόπο που ισχυριζόταν η χοντροκομμένη θεωρία της παγκοσμιοποίησης. Επειδή ο παλιός σύντροφος των κεφαλαίων, το κράτος, εισερχόταν ως συντελεστής στη διαδικασία σε κάθε στιγμή της.
Κράτη και κεφάλαια στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης» Όλα τα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη συνεχίζουν να πραγματοποιούν ένα πολύ υψηλό επίπεδο δημοσίων δαπανών, το οποίο ιστορικά έχει Καπιταλισμός Ζόμπι
351
ξεπεραστεί μόνο σε περιόδους ολοκληρωτικού πολέμου. Και παρόλο που οι επιχειρήσεις συχνά παραπονιούνται για το επίπεδο της φορολογίας, δεν προτείνουν ποτέ στα σοβαρά την επιστροφή στο επίπεδο των κρατικών δαπανών που υπήρχαν πριν ένα αιώνα. Ο λόγος γι' αυτό είναι ότι τα κεφάλαια σήμερα, πολύ απέχουν από το να μην έχουν ανάγκη το κράτος- αντιθέτως, το έχουν ανάγκη στον ίδιο βαθμό ή και περισσότερο από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Το χρειάζονται, γιατί καταρχάς η συνεχιζόμενη συγκέντρωση κεφαλαίων σε συγκεκριμένες γεωγραφικές τοποθεσίες έχει ανάγκη διευκολύνσεις, τις οποίες δεν τις παρέχει αυτόματα η αγορά: αστυνομία, δικαστικά συστήματα, ένα πλαίσιο που θα περιορίζει την εξαπάτηση κάποιων κεφαλαίων από κάποια άλλα, ένα λίγο-πολύ σταθερό νόμισμα. Δίπλα σε αυτές τις λειτουργίες, χρειάζονται και κάποιες άλλες που τις εκπλήρωνε το κράτος στην περίοδο της κρατικά κατευθυνόμενης οικονομίας: ρύθμιση της αγοράς εργασίας, εξασφάλιση της αναπαραγωγής της επόμενης γενιάς του εργατικού δυναμικού, παροχή υποδομών για μεταφορές, επικοινωνίες, νερό και ενέργεια, παροχή στρατιωτικών συμβολαίων. Ακόμα κι οι μεγάλες πολυεθνικές που πραγματοποιούν περισσότερο από το μισό της παραγωγής τους και τις μισές πωλήσεις τους στο εξωτερικό, για τη βασική τους κερδοφορία συνεχίζουν να στηρίζονται σε εκείνες τις δραστηριότητές τους στο εσωτερικό της μητρικής βάσης και κατά συνέπεια σε ό,τι μπορεί να τους παρέχει το κράτος της. Πάνω σ' αυτές τις γραμμές, το κράτος παρέχει μια συνεχή, μεγάλης κλίμακας υποστήριξη στην εγχώρια συσσώρευση κεφαλαίου - και αυτό ίσχυε από πολύ πιο πριν από την πρόσφατη στροφή στον κεϊνσιανισμό. Το Πεντάγωνο, για παράδειγμα, έπαιξε τον κεντρικό ρόλο στη νεκρανάσταση της αμερικάνικης βιομηχανίας μικροτσίπ στα τέλη της δεκαετίας του '80, ασκώντας πίεση στις εταιρείες να συγχωνευτούν, να επενδύσουν και να προχωρήσουν σε καινοτομίες39 - και είχε έντονη επιχειρηματική στήριξη στην προσπάθειά του: «Στη σημερινή παγκόσμια οικονομία απαιτείται κάποιου είδους κεντρικό όραμα», εξηγούσε ο Χάκγουορθ της Cirus Logic. «Κάποιος πρέπει να έχει μια επιχειρηματική στρατηγική γι' αυτή τη χώρα», συμφώνησε ο Κόριγκαν της LSI Logic.40 352
Κρις Χάρμαν
Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής ήταν ότι στο τέλος της δεκαετίας του '90 η κορυφαία εταιρεία ημιαγωγών παγκοσμίως δεν ήταν πλέον η NEC (Ιαπωνία), αλλά η Intel (ΗΠΑ), με τη Motorola και την Texas Instruments (και οι δυο των ΗΠΑ) να κατέχουν την τρίτη και την πέμπτη θέση. Το αμερικάνικο κράτος κατόρθωσε επίσης να επιφέρει έναν ανάλογο εξορθολογισμό της αεροναυπηγικής βιομηχανίας, το αποκορύφωμα του οποίου ήταν η συγχώνευση της Boeing με την McDonnell Douglas και τη δημιουργία μιας εταιρείας η οποία ελέγχει το 60% των πωλήσεων αεροσκαφών της πολιτικής αεροπορίας και έχει ένα κύκλο εργασιών σε στρατιωτικά αεροσκάφη δυο φορές μεγαλύτερο από ολόκληρη 'την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Όπως το έθεσε η εφημερίδα New York Times, «η κυβέρνηση του Προέδρου Μπιλ Κλίντον» είχε «πετύχει σε μεγάλο βαθμό να μετατρέψει τους εργολάβους στρατιωτικών συμβολαίων της Αμερικής σε όργανα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας παγκόσμια».41 Η διεθνοποίηση των δραστηριοτήτων των εταιρειών, αντί να μειώνει την εξάρτηση τους από το κράτος, την ενισχύει από μια πολύ σημαντική άποψη. Χρειάζονται προστασία για τα παγκόσμια συμφέροντά τους. Μια σειρά πράγματα αποκτούν γι' αυτές μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι είχαν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες: εμπορικές διαπραγματεύσεις για πρόσβαση σε νέες αγορές, συναλλαγματικές ισοτιμίες νομισμάτων, κατανομή συμβολαίων από ξένες κυβερνήσεις, προστασία από απαλλοτριώσεις περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό, υπεράσπιση των πνευματικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, επιβολή της είσπραξης αποπληρωμών δανείων στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει ένα παγκόσμιο κράτος που να αναλαμβάνει αυτούς τους σκοπούς. Οπότε, η ισχύς του κάθε εθνικού κράτους να επιβάλει το σεβασμό των συμφερόντων των κεφαλαίων που έχουν τη βάση τους στην επικράτειά του, δεν έχει χάσει, αντίθετα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία. Οι ελεύθερες συναλλαγματικές ισοτιμίες των βασικών νομισμάτων σημαίνουν ότι η ικανότητα μιας κυβέρνησης να επηρεάσει την αξία του νομίσματός της μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των εταιρειών που λειτουργούν με βάση το κράτος της. Αυτό το απέδειξαν, για παράδειγμα, οι «Συμφωνίες της Πλάζα» το 1985, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ έπεισε τις κυβερνήσεις της Ευρώπης και Καπιταλισμός Ζόμπι
353
της Ιαπωνίας να συνεργαστούν μαζί της για την άνοδο της ισοτιμίας του γιεν έναντι του δολαρίου. Μετά τη συμφωνία, οι πωλήσεις των αμερικάνικων εταιρειών διεθνώς «αυξήθηκαν με τους πιο ταχείς ρυθμούς στη μεταπολεμική περίοδο και εκτοξεύτηκαν στο 10,% ετησίως ανάμεσα στο 1985 και το 1990». 42 Το ίδιο ισχύει και με την πολιτική απόφαση της κυβέρνησης της Αργεντινής, μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2001, να υποτιμήσει κατά 75% το νόμισμά της, μια πολιτική απόφαση που έδωσε σημαντική ώθηση στα βιομηχανικά και αγροτικά κεφάλαια της χώρας.43 Μια αλλαγή στη συναλλαγματική ισοτιμία μεταβάλλει το ποσό της παγκόσμιας αξίας που παίρνει μια εταιρεία, η οποία λειτουργεί στα πλαίσια μιας εθνικής οικονομίας, σε αντάλλαγμα για την εργασία που έχει χρησιμοποιήσει για την παραγωγή εμπορευμάτων. Όπως το έχει θέσει ο Ντικ Μπρίαν: Η συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί έναν κρίσιμο καθοριστικό παράγοντα για τη διανομή της υπεραξίας ανάμεσα στα κεφάλαια... Επειδή τα εθνικά κράτη είναι υπεύθυνα για την παγκόσμια μετατρεψιμότητα των νομισμάτων «τους», η παγκοσμιοποίηση... δεν έχει να κάνει με την εξάλειψη της εθνικής διάστασης της συσσώρευσης. Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση δεν «επιβαρύνεται» καν από την εθνική διάσταση, ενώ μπαίνει σε μια διαδικασία αργής διάλυσης. Αντίθετα, η παγκόσμια συσσώρευση αναπαράγει την εθνική διάσταση, όμως με τρόπους διαφορετικούς απ' ό,τι σε προηγούμενες εποχές.44 Επίσης, η ίδια κεντρικότητα του ρόλου των κρατών αποδεικνύεται και από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Τα κράτη συνέρχονται στον ΠΟΕ ως αντιπρόσωποι των καπιταλιστών που ομαδοποιούνται μέσα στα σύνορά τους. Διαφορετικές εταιρείες έχουν διαφορετικά συμφέροντα και γι' αυτό στρέφονται σε συγκεκριμένα κράτη στα οποία ασκούν επιρροή για να τα ικανοποιήσουν. Τούτο ισχύει εξίσου τόσο για τις εταιρείες που επιδιώκουν παγκόσμια κυριαρχία μέσω του ελεύθερου εμπορίου, όσο και για εκείνες που οι προτιμήσεις τους στρέφονται περισσότερο στον προστατευτισμό. Όλες εξαρτιόνται από το «δικό τους» κράτος για να πείσει άλλα κράτη να περάσει το δικό τους θέλημα. Το κράτος των ΗΠΑ απο354
Κρις Χάρμαν
τελεί ουσιώδες όπλο για εταιρείες όπως η Microsoft, η GlaxoSmithKlein ή η Monsanto ώστε να πληρώνονται τα πολύ υψηλά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που τους φέρνει η διεθνής αναγνώριση. Παρομοίως, η οικονομική ισχύς που ασκούν οι ΗΠΑ μέσω οργανισμών όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, έχει διασφαλίσει τα ξένα δάνεια που έχουν συνάψει οι αμερικάνικες τράπεζες, όπως επίσης έχει βοηθήσει πολλές αμερικάνικες βιομηχανικές επιχειρήσεις να επωφεληθούν από τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν μικρότερα κράτη (όπως όταν την περίοδο της ασιατικής κρίσης, η Ford και η General Motors απέκτησαν τον έλεγχο δυο κορεάτικων αυτοκινητοβιομηχανιών).45 Ούτε οι διεθνείς συγχωνεύσεις αποτελούν απόδειξη ότι η σημασία των κρατών μειώνεται. Μέρος της λογικής που υπαγορεύει τις συγχωνεύσεις, είναι η επιδίωξη της πολυεθνικής να επεκτείνει την επιρροή της από το μητρικό κράτος σε άλλα κράτη. Οι εταιρείες των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας επενδύουν σε δυτικοευρωπαϊκά κράτη, ώστε να είναι σε θέση να «πηδήξουν» τα σύνορά τους και να επηρεάσουν από τα μέσα την πολιτική αυτών των κρατών και της EE: μ' αυτό τον τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί το θέαμα αμερικάνικων πολυεθνικών, όπως η Ford και η General Motors, να κάνουν λόμπι στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να περιορίσουν τις εισαγωγές των ιαπωνικών αυτοκινήτων στις αρχές της δεκαετίας του '90, όπως και το θέαμα ιαπωνικών εταιρειών να παζαρεύουν τις επιδοτήσεις που θα λάβουν από τη βρετανική κυβέρνηση για τη λειτουργία εγκαταστάσεων συναρμολόγησης αυτοκινήτων στο βρετανικό έδαφος. Η γιγάντια εταιρεία δεν τερματίζει τους δεσμούς της με το κράτος, αλλά μάλλον πολλαπλασιάζει τα κράτη - και τα εθνικά καπιταλιστικά δίκτυα - με τα οποία συνδέεται. Σε περιόδους χρηματοπιστωτικών και οικονομικών κρίσεων αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο η συνεχιζόμενη σημασία αυτών των διασυνδέσεων. Γιατί μόνο τα κράτη μπορούν να συγκεντρώσουν τους πόρους που απαιτούνται για να σταματήσουν μια γιγάντια επιχείρηση από το να χρεοκοπήσει και να τραβήξει μαζί της στο γκρεμό ολάκερα βιομηχανικά ή χρηματοπιστωτικά συμπλέγματα. Η ιστορία τέτοιων κρίσεων από τις αρχές της δεκαετίας του '70 είναι η ιστορία διασώσεων πληττόμενων επιχειρήσεων από τα κράτη τους ή της άσκησης πιέσεων από κράτη σε εταιρείες για τη διενέργεια «επιχειρήσεων διάσωσης» άλλων εταιρειών. Καπιταλισμός Ζόμπι
355
Επειδή η περίοδος της παγκοσμιοποίησης σημαδεύεται από κρίσεις πολύ ισχυρότερες από εκείνες των μεταπολεμικών δεκαετιών, η εξάρτηση των εταιρειών από το κράτος έχει γίνει πολύ μεγαλύτερη. Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, η μετεξέλιξη της «πιστωτικής ασφυξίας» του 2007 στη μεγάλη τραπεζική κατάρρευση του 2008, απέδειξε το πόσο μεγάλη έχει γίνει αυτή η εξάρτηση. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι οι εταιρείες, πολυεθνικές ή μη, δεν αντιμετωπίζουν το κράτος το οποίο θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά τους σαν μια νοσταλγική ανάμνηση, αλλά ως μια επείγουσα αναγκαιότητα που πηγάζει από τη θέση τους στον ανταγωνισμό. Ο διάδοχος του κρατικού καπιταλισμού των μέσων του 20ού αιώνα δεν ήταν κάποιος τύπος καπιταλισμού δίχως κράτος, αλλά αντιθέτως ένα σύστημα όπου τα κεφάλαια συνεχίζουν να στηρίζονται στο κράτος «τους» όσο ποτέ πριν, αλλά που επίσης προσπαθούν να επεκταθούν πέρα από τα όριά του και να διασυνδεθούν με κεφάλαια δεμένα σε άλλα κράτη. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας το σύστημα συνολικά έγινε περισσότερο χαοτικό. Το πράγμα δεν είναι τόσο απλό, ώστε να αρκεί μια εταιρεία να υποβάλει συγκεκριμένο αίτημα σε ένα κράτος. Από τη στιγμή που η εταιρεία δραστηριοποιείται διεθνώς, ένας από τους κλάδους της μπορεί να αναπτύξει σχέσεις με ένα συγκεκριμένο κράτος και το σύμπλεγμα κεφαλαίων που συνδέονται μαζί του, ενώ κάποιος άλλος κλάδος της ίδιας εταιρείας μπορεί να κάνει το ίδιο με άλλα κράτη και συμπλέγματα κεφαλαίων. Και συγκεκριμένοι κρατικοί μηχανισμοί μπορούν να χάσουν ένα μεγάλο μέρος της συνοχής τους, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις διαφορετικών, ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Η παγκόσμια ατζέντα, η περιφερειακή ατζέντα, η εθνική ατζέντα και, στις περιπτώσεις των μεγαλύτερων κρατών, η τοπική ατζέντα (συμπλεγμάτων κεφαλαίων με συγκεκριμένη τοπική αναφορά) συγκρούονται μεταξύ τους παράγοντας εντάσεις και σε κάποιες στιγμές βαθιά σχίσματα στην εθνική πολιτικοοικονομική δομή. Αυτό συνέβη, κατά τη μακρά κρίση στις δεκαετίες του '80 και του '90, στο παραδοσιακό κόμμα της άρχουσας τάξης στη Βρετανία, τους Συντηρητικούς: οι καυγάδες που συγκλόνιζαν το κόμμα αντανακλούσαν τη σύγκρουση ανάμεσα σ' εκείνους που θεωρούσαν ότι το μέλλον του βρετανικού καπιταλισμού είναι δεμένο με τις ΗΠΑ κι εκείνους που πίστευαν 356
Κρις Χάρμαν
ότι το μέλλον είναι η ενσωμάτωση στην Ευρώπη (μια σύγκρουση που με τη σειρά της αντανακλούσε το γεγονός ότι ο βρετανικός καπιταλισμός πραγματοποιούσε το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου του με την Ευρώπη, αλλά είχε την πλειοψηφία των επενδύσεών του στις ΗΠΑ). Εκείνοι που θεωρούν ότι τα εθνικά κράτη είναι ένα αρχαϊκό απομεινάρι από το παρελθόν, αναφέρονται συχνά στην ανάδυση μιας «διεθνούς καπιταλιστικής τάξης» που θα έχει ως απόρροια ένα «διεθνές καπιταλιστικό κράτος». 44 Δεν έχουν πάρει στα σοβαρά την επισήμανση που είχε κάνει ο Μαρξ, ότι «από τη στιγμή που δεν πρόκειται πλέον για το μοίρασμα των κερδών αλλά για το μοίρασμα των ζημιών... η πρακτική αδερφοσύνη της τάξης των καπιταλιστών... μετατρέπεται σε μια μάχη ανάμεσα σε εχθρικά αδέρφια».47 Κι όταν έρχεται η ώρα της άσκησης βίας, το εθνικό κράτος είναι ένα πρόσφορο εργαλείο. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στα κράτη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αποτελούν μια αναπόφευκτη συνέπεια όταν ο οικονομικός ανταγωνισμός γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου για τις γιγάντιες εταιρείες. Αυτό ισχύει στις μέρες μας όσο ίσχυε και στις μέρες του Λένιν και του Μπουχάριν, έστω κι αν η αλληλοσύνδεση των εθνικών, περιφερειακών, και παγκόσμιων κυκλωμάτων της συσσώρευσης κεφαλαίου επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται το εν λόγω εργαλείο. Η άσκηση τέτοιων πιέσεων από κράτη πάνω σε άλλα κράτη, έχει ακόμα ως προαπαιτούμενο τη διατήρηση μεγάλων «σωμάτων ένοπλων ανδρών» υποστηριζόμενων από δαπάνες εκπληκτικών διαστάσεων για σύνεργα πολέμου και παράλληλα «μη-βίαιες» μεθόδους όπως η οικονομική βοήθεια, οι εμπορικοί αποκλεισμοί, οι προσφορές για ειδική εμπορική μεταχείριση και οι χοντροκομμένες δωροδοκίες. Τον περισσότερο χρόνο, αυτός ο ρόλος μπορεί να είναι παθητικός αντί για ενεργητικός. Η ισχύς που διατηρεί μια τέτοιου επιπέδου επιρροή δεν χρειάζεται να εφαρμόζεται από τη στιγμή που δεν την αμφισβητεί κάποιος, όπως συνέβη με την «Αμοιβαία Εγγυημένη Καταστροφή» [MAD - Mutually Assured Destruction] ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, που εμπόδιζε να μπει η μια στην ευρωπαϊκή σφαίρα επιρροής της άλλης. Επίσης, η ισχύς μπορεί να παίζει έναν έμμεσο αντί για άμεσο ρόλο, όπως όταν κατά τη διάρκεια των χρόνων του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ άφηναν να εννοηθεί ότι δεν πρόκειται να συνδράμουν Καπιταλισμός Ζόμπι
357
στρατιωτικά τις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις ή την Ιαπωνία, παρεκτός αν συναινέσουν στους αμερικάνικους στόχους. Όμως, σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις, η βία του κράτους παρέμενε στα παρασκήνια ως ένας ζωτικός παράγοντας. Σ' αυτό έγκειται η συνέχεια με την ανάλυση του ιμπεριαλισμού από τον Λένιν και τον Μπουχάριν. Ακόμα και σήμερα εκείνοι που κυβερνούν τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν και τη Βόρειο Κορέα - αλλά και τη Βρετανία, τη Γαλλία ή τις ΗΠΑ - θεωρούν την κατοχή πυρηνικών όπλων ως την ύστατη γραμμή άμυνας απέναντι στους εχθρούς τους. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις δεν θυμίζει σε τίποτα την ειρηνική συναίνεση των λαών που φαντασιώνονται κάποιοι απόστολοι του νεοφιλελευθερισμού και του ελεύθερου εμπορίου. Υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα και η προσφυγή στην ένοπλη βία είναι η ύστατη λύση για τη διεκδίκησή τους. Όμως, παρ' όλα αυτά, υπάρχει μια διαφορά με τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τότε, οι ανταγωνισμοί κορυφώθηκαν σε πολέμους που προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στο κέντρο των μεγάλων δυνάμεων. Οι εντάσεις μεταξύ τους μετά το 1945 οδήγησαν στη συσσώρευση τεράστιων οπλοστασίων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν πολλές φορές τις ίδιες περιοχές. Όμως, οι καυτοί πόλεμοι ξέσπαγαν αλλού, συνήθως στον Τρίτο Κόσμο. Ο ένας λόγος γι' αυτή την εξέλιξη ήταν ο λεγόμενος «αποτρεπτικός» παράγοντας, ο φόβος δηλαδή ότι η διεξαγωγή πολέμου ενάντια σε μια πυρηνική δύναμη θα οδηγούσε, μαζί με την εξόντωση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, και στην καταστροφή του συνόλου της εγχώριας οικονομίας. Ένας δεύτερος λόγος είναι η πολύ μεγάλη κλίμακα αλληλοδιείσδυσης των αναπτυγμένων οικονομιών, κάτι που ασκεί πιέσεις στα κράτη για τον τρόπο με τον οποίο θα ασκήσουν την ισχύ τους έξω από τα εθνικά σύνορα. Δεν υπάρχουν και πολλοί καπιταλιστές που να επιθυμούν το εθνικό τους κράτος να καταστρέψει μεγάλα κομμάτια της ιδιοκτησίας τους σε άλλες χώρες και κατά πάσα πιθανότητα το μεγαλύτερο τμήμα μιας τέτοιας ιδιοκτησίας θα βρίσκεται σε άλλες αναπτυγμένες χώρες. Οι παραπάνω εξελίξεις δεν σημαίνουν ότι έχει αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο ενός πολέμου. Και το 1914, η καπιταλιστική οικονομία ήταν διεθνοποιημένη σε πολύ μεγάλο βαθμό, όμως αυτό δεν απέτρεψε 358
Κρις Χάρμαν
τον πόλεμο. Επίσης, το 1941, η παρουσία εργοστασίων της Ford και πρατηρίων της Coca-Cola στη Γερμανία δεν απέτρεψε τις ΗΠΑ από την κήρυξη πολέμου εναντίον της μετά το Περλ Χάρμπορ. Όμως, η διεθνοποίηση αποτελεί κίνητρο για να αποφύγουν, αν μπορούν, τέτοιες συγκρούσεις. Οπότε, τα χρόνια που ακολούθησαν το 1945 σημαδεύτηκαν από αλλεπάλληλους πολέμους, αλλά μακριά από τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία. Επίσης, οι πόλεμοι που ξεσπούσαν ήταν συχνά πόλεμοι «δια αντιπροσώπων», ανάμεσα σε τοπικά καθεστώτα τα οποία ήταν στον ένα ή στον άλλο βαθμό δεμένα με κάποια μεγάλη δύναμη ή και πλήρως εξαρτημένα από αυτή. Αυτή ήταν η λογική της διακριτικής υποστήριξης που πρόσφεραν οι ΗΠΑ στο Ιράκ κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου πολέμου ενάντια στο Ιράν στη δεκαετία του '80, και στην προμήθεια σύγχρονου οπλισμού στους Μουτζαχεντίν που πολεμούσαν ενάντια στη ρώσικη κατοχή του Αφγανιστάν την ίδια περίοδο. Μια παρόμοια λογική εκφράστηκε και στα Βαλκάνια στη δεκαετία του '90, όταν η προσπάθεια της Αυστρίας να εξασφαλίσει κέρδη από την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβενίας από τη Γιουγκοσλαβία, οδήγησε τη Γερμανία να ενθαρρύνει την ανεξαρτησία της Κροατίας, κατόπιν τις ΗΠΑ να ενθαρρύνουν την ανεξαρτητοποίηση της Βοσνίας, παρόλο που ήταν δεδομένο ότι το αποτέλεσμα θα ήταν μια αιματηρή εθνοτική σύγκρουση. Τη χειρότερη δυστυχία από τους «πολέμους δια αντιπροσώπων» την έχει υποστεί η Αφρική. Στα δεκαπέντε περίπου τελευταία χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ στήριξαν αντίπαλες πλευρές σε πολέμους και εμφυλίους πολέμους, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει η καθεμιά το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της άλλης. Τη δεκαετία του '90 οι ΗΠΑ κι η Γαλλία ανταγωνίζονταν για επιρροή στην Κεντρική Αφρική. Υποστήριξαν αντίπαλες πλευρές πολέμων και εμφυλίων πολέμων στις συνοριακές περιοχές της Τανζανίας, της Ρουάντα, του Μπουρούντι και του Κονγκό-Ζαΐρ. Συνέβαλαν στο να μπει σε κίνηση ένας μηχανισμός καταστροφής που κόστισε τη ζωή σε τρία με τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες εμφανίστηκαν μισθοφορικοί στρατοί, οι αρχηγοί των οποίων μιμούνταν σε μικρή κλίμακα τις μεγάλες αυτοκρατορικές δυνάμεις και διεξήγαν πολέμους για να πλουτίσουν οι ίδιοι, και πλούτιζαν για να συνεχίσουν να διεξάγουν πολέμους. Καπιταλισμός Ζόμπι
359
Ιμπεριαλισμός σήμαινε ενθάρρυνση των ντόπιων κυβερνητών να εμπλακούν στους πιο αιματηρούς πολέμους και εμφυλίους πολέμους και μερικές φορές, όταν αυτοί οι πόλεμοι απειλούσαν να προκαλέσουν ζημιά στα δυτικά συμφέροντα, σήμαινε την αποστολή δυτικών «ειρηνευτικών» στρατιωτικών δυνάμεων. Με αυτό τον τρόπο, οι αντιθέσεις που προκαλούν οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, σπέρνουν το χάος και την καταστροφή στις πιο φτωχές περιοχές του κόσμου.
Από τη νέα περίοδο της κρίσης στο νέο ιμπεριαλισμό Το μοντέλο του παλιού ιμπεριαλισμού περιλάμβανε την αντιπαράθεση ανάμεσα σε συνασπισμούς κρατών με συγκρίσιμα επίπεδα οικονομικών ή/και στρατιωτικών δυνατοτήτων. Σήμερα, από άποψη δυνατοτήτων προώθησης των συμφερόντων των κεφαλαίων που έχουν σε αυτά τα κράτη τη βάση τους, υπάρχει μια μεγάλη ανισότητα ακόμα και ανάμεσα στα μεγαλύτερα κράτη. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκεται το κράτος με τη μεγαλύτερη δυνατότητα να επιβάλει τις θελήσεις του, οι ΗΠΑ. Στο τελευταίο σκαλί της ιεραρχίας βρίσκονται πολύ αδύναμα κράτη, που το μόνο που ελπίζουν είναι να μπορούν να ζητούν χάρες απ' όσους βρίσκονται από πάνω τους. Τα κράτη που βρίσκονται στη μέση, πότε τσακώνονται για τη θέση που θα καταλαμβάνουν στην παγκόσμια σειρά κατάταξης, και πότε συγκροτούν ad hoc συμμαχίες με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να αποσπάσουν παραχωρήσεις από τους ανωτέρους τους. Δεν μπορεί να είναι μια σταθερή ιεραρχία. Η ανισομέρεια των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης (μερικές φορές και συρρίκνωσης) σε μια περίοδο με επανειλημμένες κρίσεις, σημαίνει ότι ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στα διαφορετικά κράτη αλλάζει συνεχώς, έχοντας ως αποτέλεσμα ανταγωνιστικές επιδείξεις ισχύος ανάμεσα σ' εκείνους που επιθυμούν να ανέβουν στην ιεραρχία και αυτούς που θέλουν να τους κρατήσουν χαμηλά στην προηγούμενη θέση τους. Αδύνατα κράτη εμπλέκονται σε συγκρούσεις με γείτονές τους οι οποίοι στρέφονται στα ισχυρά κράτη με τα οποία έχουν συμμαχήσει, ενώ τα ισχυρά κράτη βλέπουν 360
Κρις Χάρμαν
στις παραδειγματικές επεμβάσεις τους ενάντια σε αδύναμα κράτη-«παρίες» έναν τρόπο να κερδίσουν πλεονεκτήματα απέναντι σε άλλα ισχυρά κράτη. Η μεγαλύτερη πηγή αστάθειας είναι η προσπάθεια των ΗΠΑ να εδραιώσουν τη θέση τους στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης. Στα τέλη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου αυτή η θέση έμοιαζε απρόσβλητη. Όμως, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι ΗΠΑ διακατέχονταν από το φόβο ότι άλλα κράτη που αναπτύσσονταν ταχύτερα, θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν με επιτυχία αυτή την πρωτοκαθεδρία. Όσο ανόητο και να ακούγεται σήμερα, στη δεκαετία του '50 η Ρωσία αντιμετωπιζόταν ως οικονομική κι όχι μόνο στρατιωτική απειλή. Το ίδιο και η Ιαπωνία στη δεκαετία του '80 και πιο πρόσφατα η Κίνα. Η αποφασιστικότητα του αμερικάνικου κράτους να μην χάσει την πρωτιά, εξηγεί και το τεράστιο επίπεδο στρατιωτικών δαπανών και τους πολέμους που έχει διεξάγει στον Παγκόσμιο Νότο. Το μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι ΗΠΑ άρχισε να γίνεται αισθητό & αυτές προς το τέλος της δεκαετίας του '60, όταν ανακάλυψαν πως δεν μπορούσαν να καλύψουν το κλιμακούμενο κόστος της επιδίωξης μιας ολοκληρωτικής νίκης στον πόλεμο του Βιετνάμ. Από τότε, η ιστορία του καπιταλισμού των ΗΠΑ είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία των προσπαθειών του να αποκαταστήσει την παλιά του θέση σε ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από το συχνό ξέσπασμα οικονομικών κρίσεων και από γενικά πιο αργούς ρυθμούς συσσώρευσης. Οι εν λόγω προσπάθειες εναλλάσσονται ανάμεσα σε περιόδους μείωσης των στρατιωτικών δαπανών ως ποσοστό του συνολικού παραγόμενου προϊόντος, ώστε να ανακουφιστούν οι οικονομικές δυσκολίες (από τα τέλη της δεκαετίας του '60 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70 και από τα τέλη της δεκαετίας του '80 μέχρι το 2000) και σε περιόδους αύξησής τους, με την πεποίθηση ότι μια τέτοια κίνηση θα έδινε ώθηση στην ισχύ των ΗΠΑ παγκοσμίως και σε κάποιες συγκεκριμένες αμερικάνικες εταιρείες (στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του '80 και στην περίοδο 2000-2008). Το κράτος των ΗΠΑ κέρδισε σε κάθε μια απ' αυτές τις φάσεις κάποια οφέλη για τα κεφάλαια που έχουν τη βάση τους σ' αυτό. Όμως, σε καμιά περίπτωση αυτά τα κέρδη δεν ήταν της κλίμακας που θα απέτρεπε τη μακρόχρονη σχετική παρακμή τους. Καπιταλισμός Ζόμπι
361
Η κατάρρευση της στρατιωτικής πρόκλησης ενάντια στην αμερικάνικη πρωτοκαθεδρία που αντιπροσώπευε η ΕΣΣΔ και της οικονομικής πρόκλησης που αντιπροσώπευε η Ιαπωνία, μπορεί να έκανε κάποιους να περιμένουν ότι η πίστη κι η αυτοπεποίθηση στις γραμμές της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ για την παγκόσμια ισχύ της χώρας τους θα αποκαθίστατο τη δεκαετία του '90. Όμως, οι διαμορφωτές της στρατηγικής των ΗΠΑ διακατέχονταν από ανησυχίες για το μέλλον. Εκτιμούσαν ότι χωρίς το φόβο της ΕΣΣΔ που τις συγκρατούσε, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα αντιστέκονταν στις αμερικάνικες απαιτήσεις περισσότερο από πριν, όπως έδειχνε και το σκληρό παζάρι στις συνεδριάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Στην Ανατολή, τη θέση της παλιάς απειλής από την Ιαπωνία την έπαιρνε η Κίνα με την οικονομική της ανάπτυξη. Ο Χένρι Κίσινγκερ εξέφραζε την ανησυχία του σε ένα κείμενο που έγραψε το 1994: Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε καλύτερη θέση να υπαγορεύουν μονομερώς την παγκόσμια ατζέντα, από κείνη που βρίσκονταν στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου... Οι ΗΠΑ θα βρεθούν αντιμέτωπες με οικονομικό ανταγωνισμό, που όμοιό του δεν είχαν βιώσει ποτέ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου... Η Κίνα έχει βάλει πλώρη να γίνει υπερδύναμη... Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, το ΑΕΠ της Κίνας θα προσεγγίζει εκείνο των ΗΠΑ. Πολύ πριν από αυτό, η σκιά της Κίνας θα έχει πέσει στην Ασία.48 Επίσης, ακόμα περισσότερο, ένα τέταρτο του αιώνα αυξανόμενης διεθνοποίησης του χρήματος, των επενδύσεων και της παραγωγής, είχε φέρει τις ΗΠΑ σε θέση πιο ευάλωτη σε γεγονότα εκτός των συνόρων της. Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες τους είχαν ανάγκη μια πολιτική που θα αξιοποιούσε την ισχύ του κράτους των ΗΠΑ, για να ασκηθεί κάποιος έλεγχος σε αυτά τα γεγονότα. Ήδη, προς το τέλος της κυβέρνησης Κλίντον, έγιναν κινήσεις προς μια πιο επιθετική εξωτερική πολιτική για την επίτευξη αυτού του σκοπού, με την πίεση για επέκταση του NATO προς ανατολάς. Όμως, αυτές οι κινήσεις δεν πήγαιναν όσο μακριά χρειαζόταν σύμφωνα με μια ομάδα Ρεπουμπλικάνων πολιτικών, επιχειρηματιών και ακαδημαϊκών - το κακόφημο νεοσυντηρητικό «Σχέδιο για έναν Αμερικάνικο Αιώνα» που σχηματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας 362
Κρις Χάρμαν
του '90. Η αφετηρία τους ήταν ότι ο τρόπος για να σταματήσει «η παρακμή της αμερικάνικης ισχύος» ήταν η επιστροφή σε μια «ρεϊγκανική» πολιτική, η οποία θα βασιζόταν στη μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών, την κατασκευή ενός συστήματος πυραυλικής άμυνας και τη δράση για την αντιμετώπιση «απειλών» από τις «δικτατορίες» σε Κίνα, Σερβία, Ιράκ, Ιράν και Βόρεια Κορέα.4® «Έχοντας οδηγήσει τη Δύση στη νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο, η Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ευκαιρία και μια πρόκληση. Κινδυνεύουμε να χάσουμε την ευκαιρία και να αποτύχουμε στην πρόκληση». 50 Η εκλογική νίκη των Ρεπουμπλικάνων το 2000 και ο εθνικός πανικός που προκλήθηκε από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη 2001 που κατάστρεψαν το World Trade Centre, τους πρόσφεραν την ευκαιρία να εφαρμόσουν την πολιτική τους. Στην πράξη αυτό σήμαινε παραπέρα ενίσχυση της ισχύος των ΗΠΑ και κατόπιν τη χρησιμοποίησή της για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία των ΗΠΑ στα μάτια όλων των υποψήφιων διεκδικητών. Οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες και οι μεγάλες μειώσεις στη φορολογία των πλουσίων, ως στόχο είχαν να σύρουν την αμερικάνικη οικονομία έξω από την ύφεση, όπως είχε πετύχει δυο δεκαετίες πριν ο «στρατιωτικός κεϊνσιανισμός» του Ρέιγκαν. Οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες θα έφερναν την ανάκαμψη από την ύφεση, νέες ευκαιρίες από τις ένοπλες δυνάμεις για τη χρηματοδότηση τεχνολογικών προόδων στις εταιρείες των υπολογιστών, της αεροπλοΐας και του λογισμικού, και μια μεγαλύτερη δυνατότητα των ΗΠΑ να υπαγορεύουν την πολιτική τους σε άλλες κυρίαρχες τάξεις. Κι όλα αυτά θα τα αναπλήρωναν οι ακόμα μεγαλύτερες επενδυτικές ροές προς τις ΗΠΑ καθώς θα επεδείκνυαν την αδιαμφισβήτητη ισχύ τους. Ο σκοπός ήταν οι ΗΠΑ να αναπληρώσουν με το παραπάνω το χάσιμο της παλιάς πρωτοκαθεδρίας τους στον ανταγωνισμό της αγοράς, επιστρατεύοντας κάτι που διέθεταν αυτές και δεν το διέθεταν οι άλλες δυνάμεις: τη γιγάντια στρατιωτική ισχύ τους. Ήταν μια επικαιροποιημένη εκδοχή της λογικής του ιμπεριαλισμού που είχε περιγράψει ο Μπουχάριν στις αρχές της δεκαετίας του '20, με τη διαφορά ότι τα αντίπαλα καπιταλιστικά κράτη δεν επρόκειτο να υποταχθούν με πολέμους που θα στρέφονταν απευθείας εναντίον τους, αλλά με την επίδειξη της δυνατότητας των ΗΠΑ να ασκούν παγκόσμια Καπιταλισμός Ζόμπι
363
κυριαρχία μέσω πολέμων που θα διεξήγαν οι ίδιες και οι υποτακτικοί τους στον Παγκόσμιο Νότο. Αυτή ήταν η αιτία της επίθεσης στο Αφγανιστάν και, δεκαοχτώ μήνες μετά, στο Ιράκ. Οι «νεοσυντηρητικοί» [neocons] πίστευαν ότι είχαν μια χρυσή ευκαιρία και να επιδείξουν το τεράστιο επίπεδο της αμερικάνικης στρατιωτικής ισχύος, αλλά και να ελέγξουν την πρώτη ύλη με τη μεγαλύτερη σημασία παγκοσμίως, το πετρέλαιο. Μια τέτοια επιτυχία θα αδυνάτιζε τη διαπραγματευτική θέση των δυτικοευρωπαϊκών κρατών, της Ιαπωνίας και της Κίνας, αφού θα εξαρτιόνταν τουλάχιστον εν μέρει από τις ΗΠΑ για τον εφοδιασμό τους. Οι νεοσυντηρητικοί εκτιμούσαν ότι οι πόλεμοι θα κερδίζονταν εύκολα και με μικρό κόστος, απλά με την επίδειξη της αεροπορικής ισχύος των ΗΠΑ. Έμοιαζε με ένα δόκιμο τρόπο επίτευξης στόχων που μοιράζονταν όσοι διαχειρίζονταν τις αμερικάνικες εταιρείες, οπότε και οι Δημοκρατικοί ψήφισαν υπέρ του πολέμου στο Κογκρέσο. Ήταν ένα τζογάρισμα - και από την άνοιξη του 2004 γινόταν φανερό ότι πήγαινε πολύ άσχημα. Οι ΗΠΑ δεν είχαν δυσκολευτεί να θέσουν υπό τον έλεγχο τους την Καμπούλ και τη Βαγδάτη. Ομως, στο Ιράκ οι δυνάμεις τους δεν μπορούσαν να σταματήσουν την ανάπτυξη της αντίστασης και την επέκτασης της ιρανικής επιρροής. Μέσα σε δυο χρόνια θα συναντούσαν επίσης ισχυρή αντίσταση από τους αναζωογονημένους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Αρχικά, η στροφή στο στρατιωτικό κεϊνσιανισμό έμοιαζε να στέφεται με επιτυχία από οικονομική άποψη. Σημειώθηκε μια αναπάντεχα ταχεία ανάκαμψη από την ύφεση του 2001-2: «Οι επίσημες στρατιωτικές δαπάνες για το 2001-5 αναλογούσαν κατά μέσο όρο στο 42% των ακαθάριστων μη-οικιστικών επενδύσεων» και «τα επίσημα στοιχεία... δεν συμπεριλάμβαναν στις στρατιωτικές δαπάνες πολλές που θα έπρεπε να συμπεριληφθούν». 5 1 Όλα αυτά, βραχυπρόθεσμα πρόσφεραν αγορές σε τμήματα της βιομηχανίας των ΗΠΑ. Όμως, σύντομα, τα υψηλά επίπεδα στρατιωτικών δαπανών άρχισαν να έχουν τις αρνητικές επιπτώσεις που είχαν στην περίοδο του Πολέμου στο Βιετνάμ και της διακυβέρνησης από τον Ρέιγκαν. Αύξαναν την οικονομική ζήτηση χωρίς να αυξάνουν τη γενική διεθνή ανταγωνιστικότητα, και εξαιτίας αυτού, προκαλούσαν εμπορικά και δημοσιονομικά ελλείμματα που φούσκωναν 364
Κρις Χάρμαν
διαρκώς. To 2006 ο συνδυασμός του κλιμακούμενου στρατιωτικού κόστους κι ο κίνδυνος της ήττας στο Ιράκ προκαλούσε σοβαρές ανησυχίες σε σημαντικά τμήματα της αμερικάνικης άρχουσας τάξης. Το 2006, η έκθεση του Iraq Study Group, με επικεφαλής μια «κολώνα» του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, τον Τζέιμς Μπέικερ (James Baker) και μια του Δημοκρατικού, τον Αι Χάμιλτον (Lee Hamilton), θρηνούσε για την «απώλεια αίματος και χρυσού», υπολογίζοντας ότι το κόστος της περιπέτειας του Ιράκ για τον αμερικάνικο καπιταλισμό έφτανε το ιλιγγιώδες ποσό των 1.000 δις δολαρίων (ίσο με την παραγωγή επτά μηνών της βρετανικής οικονομίας)." ΣΤΟ μεταξύ, άλλα κράτη - και τα κεφάλαια που λειτουργούσαν με βάση αυτά τα κράτη - μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν αυτό που αντιλαμβάνονταν ως αδυναμία των ΗΠΑ, για να προωθήσουν τις δικές τους θέσεις. Τα πιο σημαντικά δυτικοευρωπαϊκά κράτη, η Γαλλία και η Γερμανία, σε αντίθεση με το 1991, είχαν αρνηθεί να υποστηρίξουν το δεύτερο Πόλεμο στο Ιράκ το 2003. Ιδιαίτερα το γαλλικό κράτος, έβλεπε την εξασθένιση της επιρροής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ως ευκαιρία για να προωθήσει τα συμφέροντα του γαλλικού κεφαλαίου σε περιοχές που συγκρουόταν με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η Κίνα μπόρεσε να επωφεληθεί από την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν για να επεκτείνει τη δική της επιρροή, ιδιαίτερα στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Αυτό πήγαινε χέρι-χέρι με την ενίσχυση εμπορικών δεσμών, καθώς επιζητούσε εισαγωγές ορυκτών από την Αφρική και αγροτικών προϊόντων από τη Βραζιλία, την Αργεντινή και τη Χιλή. Σύντομα η Ρωσία φούσκωνε κι αυτή τους κάπως πιο αδύνατους μυς της, μιας και τα αυξημένα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου τής επέτρεπαν να ανακάμψει από την οικονομική κατάρρευση των προηγούμενων δεκαετιών και να ασκεί πιέσεις σε κάποιες από τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες, το Ιράν εκμεταλλεύτηκε τα πισωγυρίσματα που υφίσταντο οι ΗΠΑ για να αυξήσει την επιρροή του στο Ιράκ και στο Λίβανο. Οι BRICS συνέπηξαν μια ad hoc συμμαχία για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, κόντρα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην EE, οδηγώντας σε παράλυση τον κύκλο των εμπορικών διαπραγματεύσεων στη Ντόχα,* από * Του Κατάμ, Στμ. Καπιταλισμός Ζόμπι
365
τις οποίες διαπραγματεύσεις οι πολυεθνικές των ΗΠΑ έλπιζαν να κερδίσουν ευκολότερη πρόσβαση στις ξένες αγορές. Οι ΗΠΑ ανακάλυψαν ότι όταν τρία από τα προστατευόμενα κράτη τους εξαπέλυσαν πολέμους με σκοπούς που ενέκριναν οι ίδιες οι ΗΠΑ - το Ισραήλ ενάντια στο Λίβανο το 2006, η Αιθιοπία στη Σομαλία το 2007 και η Γεωργία στην Οσσετία το 2008 - αυτές δεν ήταν σε θέση να αποτρέψουν την ήττα τους. Σχολιαστές που λίγο πριν επέμεναν ότι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ είχε δημιουργήσει έναν «μονοπολικό κόσμο» με μια και μοναδική υπερδύναμη, άρχισαν να μιλάνε για μια «πολυπολικότητα», όπου οι ΗΠΑ μπορούσαν να εξασφαλίζουν τα συμφέροντά τους μόνο μέσω παραχωρήσεων σε άλλες δυνάμεις. Κάποιοι πίστευαν ότι αυτή η κατάσταση φέρνει ένα πιο ειρηνικό κόσμο. Όμως, πολυπολικότητα σημαίνει ένα κόσμο κρατών και κεφαλαίων που είναι συνδεδεμένα μαζί τους, τά οποία έχουν διαφορετικά συμφέροντα και επιχειρούν να τα επιβάλουν όποτε βρίσκουν την ευκαιρία. Πρόκειται για μια «πολυπολικότητα» όπου οι παλιές ιμπεριαλιστικές επιταγές γίνονται πιο δυνατές, την ίδια στιγμή που γίνεται πιο δύσκολο να είναι πετυχημένες. Εν συντομία, πρόκειται για ένα κόσμο που κατατρύχεται από μια πολλαπλότητα αντιφατικών πιέσεων και άρα ένα κόσμο αναγκασμένο να βιώνει τη μια ταραχώδη πολιτική κρίση μετά την άλλη. Αυτό έγινε ξεκάθαρο όταν η μεγάλη οικονομική αυταπάτη παραχώρησε τη θέση της στη μεγάλη οικονομική κρίση.
366
Κρις Χάρμαν
Κεφάλαιο Ενδέκατο
Η χρηματιστικοποίηση' και οι φούσκες που έσκασαν
Η πίστωση σε ασφυξία Το κλίμα που επικρατούσε καθώς η παγκόσμια επιχειρηματική ελίτ συγκεντρωνόταν στο ελβετικό θέρετρο του Νταβός το Γενάρη του 2007 χαρακτηριζόταν από «πληθωρική αισιοδοξία» την οποία, σύμφωνα με τους Financial Times, προκαλούσε το «κυνήγι των «ευκαιριών που είχε φέρει η παγκοσμιοποίηση, οι νέες τεχνολογίες και μια παγκόσμια οικονομία που αναπτύσσεται με τους ταχύτερους ρυθμούς των τελευταίων δεκαετιών».1 Στην επόμενη συνάντηση, του 2008, το κλίμα ήταν μάλλον διαφορετικό. Επικρατούσε μια «ζοφερή αποφασιστικότητα»:2 ζοφερή, γιατί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε αρχίσει να παραλύει λόγω της πιστωτικής ασφυξίας- αποφασιστικότητα, γιατί η «πραγματική οικονομία» συνέχιζε να αναπτύσσεται και έμοιαζε ότι η κατάλληλη δράση εκ μέρους των κυβερνήσεων θα επέτρεπε στις τράπεζες να αρχίσουν να δανείζουν ξανά. Στους μήνες που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις ανέλαβαν πράγματι δράση. Το Γενάρη οι κεντρικές τράπεζες μείωσαν δραστικά τα επιτόκια. Το Φλεβάρη η βρετανική κυβέρνηση εθνικοποίησε τη στεγαστική τράπεζα υποθηκών, τη Northern Rock. Το Μάρτη, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ παρείχε τριάντα δις δολάρια στην JP Morgan Chase για να εξαγο• Στο αγγλικό κείμενο financialisation. Η κυριολεκτική μετάφραση του όρου θα ήταν χρηματοπιστωτικοποίηση. Βλέπε Γλωσσάρι, τη λέξη Χρηματιστικοποίηση. Στμ Καπιταλισμός Ζόμπι
367
ράσει τη Bear Sterns που ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Τον Απρίλη και το Μάη, οι κεντρικές τράπεζες και στις δυο όχθες του Ατλαντικού παρείχαν στις τράπεζες εκατοντάδες δισεκατομμύρια για να κρατηθούν όρθιες και τον Ιούλη τους έδωσαν κι άλλα εκατοντάδες δισεκατομμύρια. Στις αρχές του Σεπτέμβρη η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέλαβε τις γιγάντιες ασφαλιστικές εταιρείες που παρείχαν ενυπόθηκα δάνεια, τη Fannie Mae και τη Freddy Mac, μια κίνηση που ο πρώην κυβερνητικός σύμβουλος Νουριέλ Ρουμπινί (Nouriel Roubini) τη χαρακτήρισε ως «τη μεγαλύτερη εθνικοποίηση που έχει συμβεί στην ιστορία της ανθρωπότητας».3 Μάταια. Η κατάρρευση στις 15 Σεπτέμβρη 2008 μιας κολόνας του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, προκάλεσε αυτό που περιγράφτηκε ως «χρηματοπιστωτικό τσουνάμι». Η μια τράπεζα μετά την άλλη, στη μια χώρα μετά την άλλη, έφταναν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και διασώζονταν από κυβερνητικές παρεμβάσεις που κόστιζαν πάλι εκατοντάδες δις και κάποιες φορές συνοδεύονταν με τη μερική εθνικοποίησή τους. Η πιστωτική ασφυξία είχε μετατραπεί στην πιο σημαντική χρηματοπιστωτική κρίση που είχε γνωρίσει το παγκόσμιο σύστημα από την ύφεση της δεκαετίας του '30. Μέχρι το τέλος του χρόνου είχε γίνει πλέον σαφές σε όλους ότι ήταν και κάτι περισσότερο από μια χρηματοπιστωτική κρίση. Σ' όλες τις μεγάλες οικονομίες καθημερινά χάνονταν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, το παγκόσμιο εμπόριο σε ετήσια βάση υποχωρούσε με ρυθμό 40% και το Δ Ν Τ προέβλεπε «την πιο έντονη ύφεση από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για τις πλούσιες χώρες».4 Όμως, δεν επηρεάστηκαν μόνο οι πλούσιες χώρες. Η Νότια Κορέα, η Μαλαισία, η Ταϊλάνδη, η Σιγκαπούρη, υπέφεραν από οξεία οικονομική συρρίκνωση, 20 εκατομμύρια Κινέζοι εργάτες έχασαν τις δουλειές τους εξαιτίας της μείωσης των εξαγωγών και της κατάρρευσης της φούσκας των ακινήτων, οι Ρώσοι υπουργοί άρχισαν να φοβούνται μια νέα κρίση, η βιομηχανική παραγωγή της Βραζιλίας άρχισε να μειώνεται, η οικονομική ανάκαμψη της Ανατολικής Ευρώπης φρέναρε ξαφνικά και εκατομμύρια άνθρωποι σ' αυτές τις χώρες βρέθηκαν στη θέση να μην μπορούν να γλυτώσουν τις υποθήκες τους στις δυτικοευρωπαϊκές τράπεζες. Το Γενάρη του 2009 υπήρχαν «ακόμα πιο καταστροφολογικές προγνώσεις».5 368
Κρις Χάρμαν
Η ακμή του χρηματοπιστωτικού τομέα Η κρίση ξέσπασε μετά από ένα τέταρτο του αιώνα κατά το οποίο ο χρηματοπιστωτικός τομέας μεγεθύνθηκε σε τόσο τεράστια κλίμακα, ώστε να διαδραματίζει ένα ρόλο που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν στο σύστημα. Το 2004 η χρηματιστηριακή αποτίμηση της αξίας των εταιρειών του συγκεκριμένου τομέα έφτανε το 29% της αξίας των μη-χρηματοπιστωτικών, δηλαδή είχε τετραπλασιαστεί μέσα σε 25 χρόνια,6 η αναλογία των κερδών των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων προς τα κέρδη των μηχρηματοπιστωτικών, είχε αυξηθεί από το 6% στις αρχές της δεκαετίας του '50 και της δεκαετίας του '60, σε περίπου 26% το 2001.7 Τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά στοιχεία* το 2005 έφταναν το 316% της ετήσιας παγκόσμιας παραγωγής, αντί του μόλις 109% το 1980," το χρέος των νοικοκυριών στις ΗΠΑ έφτανε στο 127% των συνολικών ατομικών εισοδημάτων το 2006, ενώ το 1952 αυτό το ποσοστό ήταν μόλις 36%, περίπου 60% στα τέλη της δεκαετίας του '60 και 100% το 2000.9 Ο ολοένα και σημαντικότερος ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα είχε τις επιπτώσεις του στην παγκόσμια οικονομία. Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 και μετά, κάθε ανοδική φάση του κύκλου ύφεση-άνθηση συνοδευόταν από χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία. Αυτός ήταν ο παράγοντας που προκάλεσε θεαματικές ανόδους στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ και της Βρετανίας στα μέσα της δεκαετίας του '80 και του '90, τον καλπασμό στις τιμές των ακινήτων και των μετοχών στην Ιαπωνία στα τέλη της δεκαετίας του '80, την άνθηση των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και λογισμικού (dotcom) στα τέλη της δεκαετίας του '90 και τις στεγαστικές φούσκες στις ΗΠΑ και σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Παράλληλα με αυτά τα κύματα της κερδοσκοπίας εξελίσσονταν και κύματα συγχωνεύσεων και εξαγορών γιγάντιων εταιρειών, που τις χρηματοδοτούσε το πιστωτικό σύστημα: από την εξαγορά εταιρειών όπως η RBS Nabisco στα τέλη της δεκαετίας του '80, μέχρι το κύμα των εξαγορών παλιών και καθιερωμένων εταιρειών από ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια στα μέσα της δεκαετίας του 2000. ΣΤΟ μεταξύ, τα γενικά επίπεδα του χρέους έτειναν να μεγαλώνουν 'Δηλαδή μετοχές, ομόλογα και άλλες μορφές έμμεσων επενδύσεων. Στμ. Καπιταλισμός Ζ ό μ π ι
369
για τις κυβερνήσεις, τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες και για τους καταναλωτές, καθώς, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, τα τραπεζικά δάνεια αυξάνονταν πολύ ταχύτερα από την παραγωγή. Στη δεκαετία του '80 διπλασιάστηκαν στις ΗΠΑ και τριπλασιάστηκαν στην Ιαπωνία, η οικονομική άνθηση στις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του '90 συνοδεύτηκε από ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο δανεισμού των εταιρειών και των καταναλωτών, οι φούσκες στα ακίνητα και τη γη που εκδηλώθηκαν στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Ισπανία και την Ιρλανδία στα μέσα της δεκαετίας του 2000 συντηρήθηκαν επίσης από ένα μεγάλης κλίμακας τραπεζικό δανεισμό. Ήδη από τη δεκαετία του '80, ο αντίκτυπος ήταν ιδιαίτερα έντονος και στις λιγότερο εκβιομηχανισμένες χώρες. Τα δάνεια του τέλους της δεκαετίας του '70 είχαν δημιουργήσει μια εξάρτηση δίχως τέλος σε νέο δανεισμό από πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να συνεχίσει να εξυπηρετείται το υπάρχον χρέος. Στα τέλη του 2003 το συνολικό εξωτερικό χρέος της υποσαχάριας Αφρικής έφτανε τα 213,4 δις δολάρια, της Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής σε 779,6 δισεκατομμύρια και του Νότου συνολικά σε 2.500 δις.10 Συνολικά, ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν πολύ μεγαλύτερος απ' ό,τι στα χρόνια της ύφεσης τη δεκαετία του '30 και την περίοδο της άνθησης στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Σε κείνες τις δεκαετίες είναι βέβαιο ότι οι τράπεζες δεν διαδραμάτισαν τον κεντρικό ρόλο που τους είχε αποδώσει ο Χίλφερντινγκ, όταν έγραψε για το «χρηματιστικό κεφάλαιο» (βλέπε το Τέταρτο Κεφάλαιο). Στις ΗΠΑ οι μεγάλες επιχειρήσεις στηρίζονταν στα έσοδα που είχαν πραγματοποιήσει οι ίδιες για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους. Οι τράπεζες έπαιζαν ένα μεγαλύτερο ρόλο στην Ιαπωνία και τη Γερμανία, όμως αυτός ο ρόλος συνίστατο στην ενίσχυση της εξάπλωσης συγκεκριμένων τμημάτων του βιομηχανικού κεφαλαίου που είχαν την εύνοιά τους. Στη δεκαετία του '80 ιδιωτικά κεφάλαια αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων και αργότερα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων - μπαινόβγαιναν σε επιλεγμένους κλάδους και χώρες, τρυγώντας τις πιο επικερδείς τοποθετήσεις και κατόπιν κατευθύνονταν σε άλλους προορισμούς, αφήνοντας στο διάβα τους οικονομική καταστροφή. Αυτός ο τομέας άρχισε επίσης να έχει επιπτώσεις στην καθημερινή 370
Κρις Χάρμαν
ζωή των εργατών, που πριν δεν είχε. Μέχρι και τη δεκαετία του '80 οι περισσότεροι πληρώνονταν σε μετρητά το βδομαδιάτικο τους. Από κει και μετά ο κανόνας άρχισε να γίνεται η μισθοδοσία μέσω τραπεζικών λογαριασμών. Η αύξηση στις αγορές κατοικιών, από το 1/3 στα 2/3 των νοικοκυριών στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, παρείχε ένα νέο πεδίο δανεισμού και την εκτροπή ενός τμήματος των μισθών και των εν γένει απολαβών στην αποπληρωμή αυτών των δανείων με τους τόκους τους. Ταυτόχρονα, τα ιδιωτικά ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προγράμματα άπλωναν τα πλοκάμια του χρηματοπιστωτικού τομέα σε στρώματα του πληθυσμού που δεν είχαν ακουμπήσει ποτέ στο παρελθόν. Η πίστωση, με τη μορφή των υποθηκών και των συμβάσεων εκμίσθωσης ήταν διαδεδομένη από τη δεκαετία του '30, όμως, μόνο στη δεκαετία του '80 άρχισε το χρέος να παίζει κεντρικό ρόλο στη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων. Για την πλειοψηφία των εργατών στις ΗΠΑ και τη Βρετανία η υποθήκη και η πιστωτική κάρτα έγιναν κομμάτια της καθημερινότητάς τους, ενώ οι κυβερνήσεις παντού διαλαλούσαν τα ευεργετήματα της τακτικής αποταμίευσης ως του μέσου που θα εξασφαλίσει συντάξεις γήρατος στους εργάτες και τα μεσαία στρώματα. Όπως έχει αποδείξει ο Ρόμπιν Μπλάκμπερν (Robin Blackburn) οι συνταξιοδοτικές εισφορές γιγάντωναν την επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα στον οποίο δεν ασκούσαν κανέναν έλεγχο εκείνοι που τις πραγματοποιούσαν.11 Όλα τα παραπάνω συνοδεύτηκαν από μια μεγάλη αύξηση της συχνότητας των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Όπως είχε γράψει ο Αντριου Γκλιν στο βιβλίο του Capitalism Unleashed: «Οι κρίσεις με τη μορφή τραπεζικών κρίσεων που είχαν σχεδόν εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια της Χρυσής Εποχής, επανέκαμψαν ανανεωμένες σε δύναμη, και μετά το 1987 έγιναν στην πράξη τόσο συχνές όσο στην περίοδο του μεσοπολέμου».12 Ο Μάρτιν Γουλφ διέκρινε «εκατό σημαντικές τραπεζικές κρίσεις στις τρεις τελευταίες δεκαετίες». 13 Ωστόσο, μετά από κάθε κρίση το σύστημα συνολικά έμοιαζε να αναζωογονείται ξανά, τόσο ώστε τις παραμονές μιας από τις μεγαλύτερες κρίσεις του, η συζήτηση που γινόταν αφορούσε τους ρυθμούς ανάπτυξης ρεκόρ και τις προβλέψεις για ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα ο χρηματοπιστωτικός τομέας λειτουργούσε σαν ένα ναρκωτικό για το σύστημα: Καπιταλισμός Ζόμπι
371
φαινομενικά του έδινε μεγάλη ενέργεια και μια αίσθηση ευφορίας, μετά ακολουθούσε ένας σύντομος πονοκέφαλος που τον διαδεχόταν μια ακόμα δόση ναρκωτικού, μέχρι που ξαφνικά το σύστημα ανακάλυψε ότι ο μεταβολισμός του είναι δηλητηριασμένος.
Η οικονομία του χρέους και η μεγάλη αυταπάτη Η μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν ήταν ποτέ μια διαδικασία ανεξάρτητη απ' αυτά που συνέβαιναν στον παραγωγικό πυρήνα του συστήματος. Αντίθετα, ήταν προϊόν της διεθνοποίησης από τη μια μεριά και της μακρόσυρτης επιβράδυνσης της συσσώρευσης από την άλλη. Η πρώτη μεγάλη ανάπτυξή του στη δεκαετία του '60 ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του παγκοσμίου εμπορίου και των επενδύσεων - όπως και των εκτός χώρας στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ, οι οποίες είχαν να κάνουν με τον Πόλεμο του Βιετνάμ - που δημιούργησε δεξαμενές χρηματοδότησης (το λεγόμενο «ευρωχρήμα»), οι οποίες είχαν ξεφύγει από τον έλεγχο των εθνικών κυβερνήσεων. Το επόμενο μεγάλο βήμα στην ανάπτυξη αυτού του τομέα ήρθε με την ανακύκλωση μέσω του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ των εσόδων από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, που είχαν εκτοξευτεί στα ύψη. Τα έσοδα αυτά ήταν προϊόν της διογκούμενης εξάρτησης του δυτικοευρωπαϊκού παραγωγικού κεφαλαίου από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Όπως έχουμε δει, η αναδιάρθρωση του παραγωγικού κεφαλαίου εκτυλισσόταν όλο και περισσότερο πάνω από τα εθνικά σύνορα, έστω κι αν στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν μια περιφερειακού και όχι παγκόσμιου επιπέδου διαδικασία και δεν ανταποκρινόταν στη φιλολογία περί παγκοσμιοποίησης. Όμως, η βιομηχανία δεν μπορούσε να αναδιαρθρωθεί πάνω σε αυτές τις γραμμές αν δεν διέθετε διασυνδέσεις με το χρηματοπιστωτικό τομέα πέρα από τα σύνορα. Για να επαναπατρίσει κέρδη ή να ιδρύσει θυγατρικές είχε ανάγκη διεθνή χρηματοπιστωτικά δίκτυα. Μια σημαντική πηγή κερδών για κάποια κομμάτια του χρηματιστικού κεφάλαιου ήταν οι αμοιβές από την επίβλεψη της πραγματοποίησης εξαγορών και συγχωνεύσεων και αυτό σήμαινε ότι θα κέρδιζαν αν λει372
Κρις Χάρμαν
τουργούσαν από τα πριν σε διεθνή κλίμακα. Όπως είχε επισημάνει ο Μαρξ για το χρηματοπιστωτικό τομέα της εποχής του, αυτός έδειχνε το δρόμο στο βιομηχανικό κεφάλαιο για το πώς θα πήγαινε πέρα από τα ισχύοντα όριά του. Το διεθνές παραγωγικό κεφάλαιο με τη σειρά του άνοιγε νέες προοπτικές για τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Η επιτυχής διείσδυση της ιαπωνικής αυτοκινητοβιομηχανίας στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του '70, έστρωσε το δρόμο για τη ροή ιαπωνικής χρηματοδότησης σε παραγωγικές επενδύσεις (εργοστάσια αυτοκινήτων) και για την κερδοσκοπία με τα ακίνητα στις ΗΠΑ. Και οι ροές πόρων και εμπορευμάτων στο εσωτερικό των πολυεθνικών εταιρειών παρείχαν τους αγωγούς μέσα από τους οποίους οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές μπορούσαν, αν ήταν αναγκαίο, να ξεφύγουν από τον έλεγχο των κυβερνήσεων. Καθώς αυξάνονταν όσο ποτέ άλλοτε οι κρίκοι στην αλυσίδα των αγοραπωλησιών, το ίδιο συνέβαινε και με τις αλυσίδες παροχής και λήψης δανείων. Και μαζί μ' αυτές, πολλαπλασιάζονταν και οι ευκαιρίες των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να πραγματοποιούν κέρδη δανειζόμενες και δανείζοντας, χωρίς αυτό να έχει άμεση σχέση με τις διαδικασίες της παραγωγής και της εκμετάλλευσης. Όλα αυτά συνέβαιναν σε ένα γενικότερο πλαίσιο που έκανε την αναζήτηση κερδών από τέτοιες πηγές όλο και πιο ελκυστική για καπιταλιστές κάθε τύπου: την πτώση των ποσοστών κέρδους σε σχέση με εκείνα της περιόδου της μακράς άνθησης (όπως περιγράφεται στο Όγδοο και στο Ένατο Κεφάλαιο). Ο καπιταλισμός διεθνώς πέρασε τέσσερις δεκαετίες κατά τις οποίες η κερδοφορία ήταν σημαντικά χαμηλότερη - ακόμα και στις περιόδους όπου ανέκαμπτε - από τα επίπεδα που του είχαν επιτρέψει στο παρελθόν να επεκτείνει με τόσο γοργούς ρυθμούς την παραγωγή και τη συσσώρευση. Η κερδοφορία δεν είχε καταρρεύσει πλήρως και υπήρχε ένας όλο και αυξανόμενος όγκος της υπεραξίας που είχε πραγματοποιηθεί που αναζητούσε ευκαιρίες για φρέσκιες, κερδοφόρες επενδύσεις. Όμως, πλέον δεν υπήρχαν τόσες απ' αυτές όσες στο παρελθόν στους παραγωγικούς τομείς. Όπως έχουμε δει, η μια συνέπεια ήταν η γενική επιβράδυνση στο επίπεδο της συσσώρευσης και η πτώση των μέσων ρυθμών Καπιταλισμός Ζόμπι
373
ανάπτυξης. Πότε-πότε, στο ένα ή στο άλλο κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να εκδηλωνόταν μια όντως πολύ ταχεία ανάπτυξη των παραγωγικών τομέων, όπως συνέβη στη Βραζιλία και τις NICs της Ανατολικής Ασίας στα τέλη της δεκαετίας του '70, στην Ιαπωνία και στη Γερμανία στη δεκαετία του '80, στις ΗΠΑ και ξανά στις NICs της Ανατολικής Ασίας από τα μέσα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90, στην Κίνα και σε μικρότερο βαθμό στις υπόλοιπες τέσσερις BRICS στη δεκαετία του 2000. Όμως, η κερδοφορία δεν επαρκούσε για να αυξήσει την παραγωγική συσσώρευση στο σύστημα συνολικά μέχρι τα προηγούμενα επίπεδα. Οι ξεχωριστές επιχειρήσεις δέχονταν εντεινόμενες ανταγωνιστικές πιέσεις να αναλάβουν μεγάλες επενδύσεις ώστε να πάρουν κεφάλι από τις ανταγωνίστριες εταιρείες, όμως, πλέον υπήρχε μικρότερη σιγουριά απ' ό,τι στο παρελθόν ότι αυτές οι επενδύσεις θα βγάλουν κέρδος. Εταιρείες, πλούσια άτομα και επενδυτικά κεφάλαια αντέδρασαν τηρώντας μια επιφυλακτική στάση, σκεπτόμενοι το τι θα συνέβαινε αν, προχωρώντας σε τέτοιες επενδύσεις, έμεναν χωρίς μετρητά («ρευστότητα» στην αργκό της σχετικής αγοράς) όταν θα ξεσπούσε η επόμενη κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν μια αναπόφευκτη τάση πτώσης του μέσου επιπέδου παραγωγικής επένδυσης.
Αύξηση των πραγματικώνμη-οικιστικών κεφαλαιακών αποθεμάτων τον ιδιωτικού τομέα στις βιομηχανικές χώρες1* 1960-69 1970-79 1980-89 1991-2000
5,0% 4,2% 3,1% 3,3%
Πρέπει να επισημάνουμε ότι τα παραπάνω στοιχεία υποτιμούν την επιβράδυνση των παραγωγικών επενδύσεων, αφού ένα αυξανόμενο μερίδιο των επενδύσεων κατευθυνόταν στη μη-παραγωγική χρηματοπιστωτική σφαίρα. Η μείωση του μεριδίου της υπεραξίας που κατευθυνόταν στις παραγωγικές επενδύσεις δεν ήταν φαινόμενο που εκδηλωνόταν μοναχά στις παλιές βιομηχανικές χώρες. Οι «τίγρεις», οι NICs και οι BRICS πήραν ένα σκληρό μάθημα από την ασιατική κρίση του 1997-8. 374
Κρις Χάρμαν
Δεν είχαν καμιά διάθεση να διακινδυνεύσουν για άλλη μια φορά από την έλλειψη έτοιμων μετρητών την επόμενη φορά που η διεθνής αστάθεια πλήξει τις αγορές τους και γι' αυτό το λόγο ενίσχυσαν τα εμπορικά τους πλεονάσματα με το εξωτερικό, τα οποία κατόπιν τα αποταμίευαν αντί να τα επενδύσουν εγχώρια. Ακόμα κι η Κίνα έφτασε να έχει ένα πλεόνασμα αποταμίευσης έναντι επένδυσης που έφτανε στο 10% του εθνικού της εισοδήματος, παρά τον, ουσιαστικά χωρίς προηγούμενο, ρυθμό συσσώρευσης που πραγματοποιούσε. Σε παγκόσμιο επίπεδο τα παραπάνω σήμαιναν ότι είχαν δημιουργηθεί μεγάλες δεξαμενές χρηματικού κεφαλαίου - στα χέρια και παραγωγικών και μη-παραγωγικών κεφαλαίων - το οποίο αναζητούσε προορισμούς που έμοιαζαν να εξασφαλίζουν υψηλότερα επίπεδα κερδοφορίας. Από δω πήγαζε κι η πίεση στις εταιρείες να επιτύχουν περισσότερο βραχυπρόθεσμα παρά μακροπρόθεσμα κέρδη. Το ίδιο ισχύει και για τις επανειλημμένες στροφές «Μίνσκι»* από την κερδοσκοπία σε «συστήματα Πόνζι», με τα οποία χρηματοδότες/κερδοσκόποι** χρησιμοποιούσαν το χρήμα που τους είχαν εμπιστευτεί κάποιοι επενδυτές για να ξεπληρώσουν κάποιους άλλους και να γεμίσουν τις τσέπες τους.15 Η κερδοσκοπική δραστηριότητα κάθε είδους έφτασε στο φόρτε της, από τη διοχέτευση χρημάτων στις φούσκες του χρηματιστήριου και των ακινήτων μέχρι την αγορά παλιών ελαιογραφιών μεγάλων ζωγράφων. Σε κάθε μια απ' αυτές τις περιπτώσεις η σπουδή των κερδοσκόπων να αγοράσουν πράγματα με την προσδοκία των αυριανών αυξημένων τιμών τους, ήταν για κάποιο διάστημα μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Καθώς ο ένας έσπευδε να συναγωνιστεί τον άλλον, οι τιμές όντως αυξάνονταν. Κατ' αυτό τον τρόπο, τα σκαμπανεβάσματα του παραγωγικού τμήματος του συστήματος, βρήκαν μια μεγεθυμένη αντανάκλαση στα σκαμπανεβάσματα μιας σειράς άλλων περιουσιακών στοιχείων. Ως συνέπεια, το χρηματοπιστωτικό σύστημα επεκτάθηκε, αφού διαδραμάτιζε ρόλο-κλειδί στη συγκέντρωση των πόρων που κατευθύνονταν στην κερδοσκοπία, και κατόπιν μπορούσε να χρησιμοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία με τις φουσκωμένες τιμές τους ως εγγύηση για να προχωρά σε * Ο αμερικάνος οικονομολόγος Hyman Minsky υποστήριζε ότι οι «φούσκες» είναι δομικό χαρακτηριστικό του χρηματοπιστωτικού τομέα. Στμ. " Είτε άτομα είτε εταιρείες. Στμ. Καπιταλισμός Ζ ό μ π ι
375
μεγαλύτερο δανεισμό. Διαμορφώθηκε ένας όγκος κεφαλαίων που περιπλανιόνταν στον κόσμο αναζητώντας ευκαιρίες να βγάλουν κέρδη. Ήδη, κατά την οικονομική ανάκαμψη στα τέλη της δεκαετίας του '80: Οι ρυθμοί της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας γίνονταν ξέφρενοι, με τις χρηματιστηριακές αξίες, τις αξίες των μετοχών και των ακινήτων να εκτοξεύονται στα ύψη... Η κερδοσκοπία με τα ακίνητα έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα, όπως κι ο ιδιωτικός δανεισμός σε ΗΠΑ, Βρετανία και Ιαπωνία... Σημειωνόταν και βιομηχανική ανάπτυξη, όμως επισκιαζόταν από την επέκταση των αγορών ακινήτων και κάθε μορφής κερδοσκοπική δραστηριότητα... Οι γενικές επιχειρηματικές επενδύσεις μεγάλωναν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από τις επενδύσεις στη μεταποίηση - σ' έντονη αντίθεση με τη δεκαετία του '60 και του '70 όταν μεγάλωναν με τον ίδιο ρυθμό. Στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων ήταν μειωμένη κατά το 1/3 σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και στην Ευρώπη κατά τα 2/3.16 Ο Μπόιερ (Boyer) και ο Αλιέτα (Aglietta) έχουν περιγράψει με ακρίβεια τι συνέβη κατά τη διάρκεια της επόμενης οικονομικής άνθησης στις ΗΠΑ, στα μέσα με τέλος της δεκαετίας του '90: Η συνολική προσφορά και ζήτηση καθορίζονται από τις προσδοκίες για τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, δημιουργώντας μ' αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα για ένα αυτοεκπληρούμενο «ενάρετο κύκλο». Στην παγκόσμια οικονομία, οι υψηλές προσδοκίες κερδών πυροδοτούν μια άνοδο των τιμών στα περιουσιακά στοιχεία, η οποία με τη σειρά της δίνει ώθηση στην καταναλωτική ζήτηση που επαληθεύει έτσι τις προσδοκίες κερδών... Μένει κανείς με την εντύπωση ότι αυτό το καθεστώς ανάπτυξης δια του πλουτισμού, στηρίζεται στη δίχως τέλος ανατίμηση των περιουσιακών στοιχείων..." Η ανάπτυξη του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα αύξησε την αστάθεια του παγκόσμιου συστήματος, όμως, δεν την προκάλεσε. Με τη σειρά της, η ενίσχυση της αστάθειας ενθάρρυνε τις παραγωγικές εταιρείες να αναζητούν κερδοσκοπικά κέρδη τα οποία ενίσχυαν περαιτέρω τον χρηματοπιστωτικό τομέα, εντείνοντας κι άλλο την αστάθεια. Ένα κορυφαίο παράδειγμα ήταν η άνθηση της αγοράς παραγώγων. 376
Κρις Χάρμαν
Η αρχική τους λειτουργία ήταν η παροχή κάποιου είδους εξασφάλισης απέναντι στο κίνδυνο ξαφνικών αλλαγών στα επιτόκια ή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Επρόκειτο για μια προέκταση της παλιάς εμπορικής πρακτικής των «προθεσμιακών» αγοραπωλησιών: δηλαδή η από τα πριν συμφωνία για την τιμή με την οποία θα αγοραστεί ένα εμπόρευμα σε μια ορισμένη χρονική στιγμή στο μέλλον. Τώρα όμως, τα παράγωγα εξελίχτηκαν σε περίτεχνα συστήματα πληρωμής για τις επιλογές να αγοραστούν ή να πωληθούν νομίσματα, είτε να ληφθούν ή να χορηγηθούν δάνεια με ένα ορισμένο επιτόκιο σε διαφορετικές στιγμές στο μέλλον. Μ' αυτό τον τρόπο πρόσφεραν κάποιου τύπου προστασία στις παραγωγικές εταιρείες από το ενδεχόμενο να μην επαληθευτούν οι υπολογισμοί τους για τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη τους εξαιτίας αιφνιδιαστικών αλλαγών σε μια σειρά αγορές, και έγιναν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κανονικής επιχειρηματικής δραστηριότητας για πολλές εταιρείες.18 Όμως, τα πράγματα δεν σταμάτησαν εκεί. Τα παράγωγα που παρείχαν αυτή την προστασία μπορούσαν πλέον να γίνονται και τα ίδια αντικείμενο αγοραπωλησίας, οπότε ήταν δυνατόν να τζογάρει κάποιος στις αλλαγές που θα συνέβαιναν στις τιμές τους αν τα επιτόκια ανέβαιναν ή έπεφταν. Τα hedge funds, που λειτουργούν με χρήματα που τοποθετούν σε αυτά πλούσια άτομα - λίγα εκατομμύρια δολάρια ο καθένας - ανακάλυψαν ότι μπορούν να πραγματοποιήσουν πολύ μεγάλα κέρδη αν δανείζονταν για να βάλουν τέτοια στοιχήματα και υποθέτοντας (όπως ο κάθε τζογαδόρος) ότι θα κερδίσουν οπωσδήποτε. Η εξάρτηση από τα παράγωγα δεν ήταν ο μοναδικός τρόπος διάβρωσης των ορίων ανάμεσα στο παραγωγικό κεφάλαιο και το χρηματοπιστωτικό τομέα. Πολλοί βιομηχανικοί όμιλοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν την ενασχόληση με το χρηματοπιστωτικό τομέα ως μια κερδοφόρα δραστηριότητα. Στη δεκαετία του '90, τόσο η Ford όσο και η General Motors στράφηκαν σε τέτοιες δραστηριότητες όπως «leasing,* ασφάλειες, ενοικιάσεις αυτοκινήτων», ούτως ώστε «κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθησης του 1995-98, το 1/3 των κερδών του ομίλου της • Χρηματοδοτική μίσθωση. Ο όρος στα αγγλικά έχει γίνει πλέον καθημερινής χρήσης, για αυτό επιλέγω να παραμείνει ως έχει στο κείμενο. Στμ. Καπιταλισμός Ζόμπι
377
Ford προερχόταν από την παροχή υπηρεσιών».19 Το περιοδικό Economist, αναφερόμενο στη μεγαλύτερη εταιρεία στον τομέα μεταποίησης των ΗΠΑ, την General Electric, έγραψε ότι «τα κέρδη [της] αυξάνονταν με, μπορούμε να πούμε, προβλέψιμη συνέπεια... κάνοντας δυνατή την τακτοποίηση κάθε απρόβλεπτης αβαρίας με την πώληση στοιχείων του ενεργητικού του εμφανώς αδιαφανούς χρηματοπιστωτικού βραχίονα της εταιρείας, της GE Capital», η οποία ήταν υπεύθυνη για «το 40% των εσόδων της General Electric».20 Μιας κι ο καπιταλισμός σε όλες τις μορφές ξεκίνησε, από τις αρχές της δεκαετίας του '70, να στρέφεται στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες ως συμπλήρωμα των παραγωγικών, οι κυβερνήσεις υφίσταντο όλο και μεγαλύτερη πίεση να εγκαταλείψουν τους ελέγχους στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Για ένα διάστημα, κυβερνήσεις που ήταν ακόμα ταγμένες στο κρατικοκαπιταλιστικό ή στο κεϊνσιανό μοντέλο, προσπάθησαν να αντιταχθούν σ' αυτή την πίεση. Όμως, η μια μετά την άλλη εγκατέλειψαν την προσπάθεια, εν μέρει επειδή θεωρούσαν ότι οι έλεγχοι στην κίνηση συναλλάγματος και κεφαλαίου ήταν αναποτελεσματικοί, εν μέρει επειδή, συνηθισμένες να προσαρμόζουν τους ορίζοντές τους σ' ό,τι τους υπαγόρευε το κεφάλαιο, κερδήθηκαν στην ιδέα ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για την επίτευξη ενός κύκλου συσσώρευσης κεφαλαίου. Η προσέγγιση εκείνων που είχαν ξεκινήσει από την αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας συνοψίζεται στη στάση «χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις, φίλα το». Συνήθως η κερδοσκοπία επικεντρωνόταν σε μη-παραγωγικές σφαίρες - όπως σε επανειλημμένες «φούσκες» στα χρηματιστήρια και στα ακίνητα. Όμως, περιστασιακά, συγκεντρωνόταν σε κάποιο τομέα όπου υπήρχε εκτίμηση για μελλοντικά κέρδη από παραγωγικές επενδύσεις. Όπως έχουν γράψει οι Financial Times για τα μέσα της δεκαετίας του '90: Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ οι δαπάνες για τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό έφτασαν τα 4.000 δις δολάρια. Ανάμεσα στο 1996 και το 2001 οι τράπεζες παρείχαν συνολικά 890 εκατομμύρια δολάρια σε κοινοπρακτικά δάνεια,* ακόμα 415 εκατομμύρια παρείχαν οι αγορές ομολόγων και επίσης συγκεντρώθηκαν 500 εκατομμύρια από ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και αυξήσεις μετοχικού * Δηλαδή σε δάνεια που παρείχαν πολλές τράπεζες μαζί. Στμ. 378
Κρις Χ ά ρ μ α ν
κεφαλαίου. Ακόμα περισσότερα χρήματα έρχονταν από κερδοφόρες, υψηλής χρηματιστηριακής αξίας επιχειρήσεις, που έφταναν στα όρια της χρεοκοπίας ή και πέρα απ' αυτά, έχοντας την πεποίθηση ότι η εκρηκτική επέκταση της χρήσης του ιντερνέτ θα δημιουργήσει μια σχεδόν άπειρη ζήτηση για τηλεπικοινωνιακή χωρητικότητα. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα εθίστηκε στην τροφοδότηση αυτής της φωτιάς. Το 1999, σχεδόν το μισό των δανείων που είχαν παραχωρήσει οι ευρωπαϊκές τράπεζες ήταν σε εταιρείες τηλεπικοινωνιών... Σχεδόν το 80% όλων των επισφαλών ομολόγων με υψηλή απόδοση,* αφορούσαν τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις. Πέντε από τις δέκα μεγαλύτερες συγχωνεύσεις ή εξαγορές στην ιστορία αφορούσαν εταιρείες τηλεπικοινωνιών.21 Το γεγονός ότι στην άνθηση αυτού του τομέα υπήρχε κι ένα παραγωγικό στοιχείο, ενέτεινε την αυταπάτη ότι μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Όμως η «άνθηση» βασιζόταν στην κερδοσκοπία, αποδίδοντας τεράστια ανταλλακτική αξία σε προϊόντα τα οποία είχαν πολύ περιορισμένη αξία χρήσης. Όπως ανέφεραν οι Financial Times, η «ευρυζωνικότητα» που είχε δημιουργηθεί ήταν τόσο μεγάλη, ώστε: Αν τα έξι δισεκατομμύρια του πληθυσμού της γης μιλούσαν συνεχώς, χωρίς διακοπή στο τηλέφωνο για όλη την επόμενη χρονιά, η δυνητική ικανότητα θα μπορούσε να μεταδώσει το σύνολο των συνομιλιών τους μέσα σε λίγες ώρες... Μόνο το 1% ή 2% των οπτικών ινών που είναι θαμμένες στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική έχουν τεθεί σε λειτουργία.22 Η άνθηση του τομέα των τηλεπικοινωνιών αναπόφευκτα κατάρρευσε προκαλώντας γενικευμένη αταξία. Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 2001 (πριν την επίθεση της 11/9 που συνήθως θεωρείται ως η αιτία της ύφεσης εκείνης της χρονιάς), η «χρηματιστηριακή αξία όλων των κατασκευαστών και πωλητών του τομέα των τηλεπικοινωνιών» είχε χάσει «περίπου 3.800 δισεκατομμύρια σε σχέση με την κορύφωσή της το Μάρτη του 2000» και «πιθανόν 1.000 δις» να είχαν «γίνει καπνός».23 Μετά από την κατάρρευση αυτής της φούσκας σε παραγωγικές επενδύσεις, δεν προκαλεί ίσως έκπληξη το γεγονός ότι η επόμενη στή• High yield ή junk bonds. Τα «σκουπιδο-ομόλογα», ένα ακόμα εργαλείο των κερδοσκόπων. Στμ. Καπιταλισμός Ζόμπι
379
θηκε πάνω σε κάτι τόσο ασφαλές όσο... «τα ντουβάρια που μένουν». Κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης από τις υφέσεις του 2000-2 όσοι διέθεταν χρήμα (παραδοσιακές τράπεζες, νεότερες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις όπως τα hedge funds, και πλούσια άτομα που μπορούσαν να διαθέσουν μερικά εκατομμύρια σε έτοιμο μετρητό) ανακάλυπταν ότι μπορούν να αυγατίσουν τον πλούτο τους δανειζόμενοι με χαμηλό επιτόκιο για να δανείσουν μετά σε όσους ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλότερο επιτόκιο - ή τουμπάρονταν για να πληρώσουν μεγαλύτερο επιτόκιο. Κατόπιν, τεμάχια από διαφορετικά δάνεια πακετάρονταν σε «χρηματοπιστωτικά εργαλεία» τα οποία μπορούσαν να πουληθούν επικερδώς σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία θα έκαναν με τη σειρά τους το ίδιο. Όσοι βρίσκονταν στη μια άκρη της αλυσίδας των χορηγήσεων και των δανείων, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα από πού προερχόταν ο τόκος στο άλλο άκρο. Στην πραγματικότητα, πολλοί απ' αυτούς που αναμενόταν ότι θα πληρώσουν αυτά τα επιτόκια ανήκαν στα φτωχότερα τμήματα του αμερικάνικου πληθυσμού που ήθελαν απελπισμένα ένα μέρος να μείνουν, αλλά που προηγουμένως θεωρούνταν αφερέγγυα. Δελεάζονταν να βάλουν υποθήκες με σταθερά επιτόκια, τα οποία μετά από δυο τρία χρόνια αυξάνονταν ξαφνικά. Υποτίθεται ότι οι αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών θα έκαναν ασφαλή τη χορήγηση δανείων σε αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού, γιατί αν δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους θα μπορούσαν να τους πάρουν πίσω τα σπίτια και να τα πουλήσουν με ένα καλό κέρδος. Το γεγονός ότι οι τιμές των κατοικιών ανέβαιναν, ακριβώς επειδή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν διατεθειμένα να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για τη χορήγηση τέτοιων δανείων για την αγορά κατοικιών, ήταν κάτι που διέφευγε από τις μεγαλοφυίες που διαχειρίζονταν αυτά τα ιδρύματα, όπως και το γεγονός ότι αν άρχιζαν όλοι μαζί να παίρνουν σπίτια πίσω, τότε οι τιμές τους αναπόφευκτα θα κατέρρεαν. Όσο περισσότερο οι εταιρείες «φούσκωναν» τον πλούτο τους, χάνοντας την επαφή με την πραγματικότητα, τόσο περισσότερο επιβραβεύονταν. Για τη βρετανική τράπεζα Northern Rock έγινε «πρόποση στη διάρκεια ενός επιδεικτικά πολυτελούς δείπνου στο City, όπου οι έπαινοι για την επιδεξιότητά της στη χρηματοπιστωτική καινοτομία έπεφταν βροχή». 24 Ο Γκόρντον Μπράουν υμνούσε τη «συνεισφορά» της 380
Κρις Χάρμαν
Lehman Brothers στην «ευμάρεια της Βρετανίας». 25 Στον Ραμαλίγκα Ραγιού (Ramalinga Raju) απονεμήθηκε ο τίτλος του «Νέου Επιχειρηματία της Χρονιάς» και του απονεμήθηκε το βραβείο του Χρυσού Παγωνιού από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εταιρικής Διακυβέρνησης, μόλις λίγους μήνες πριν αποκαλυφτεί ότι είχε υπεξαιρέσει περίπου ένα δις δολάρια από την ίδια του την εταιρεία. Πρέπει να υπογραμμίσουμε για άλλη μια φορά, ότι τα κερδοσκοπικά εγχειρήματα εκείνων των χρόνων δεν τα πραγματοποιούσαν μόνο καπιταλιστές του χρηματοπιστωτικού τομέα. Συμμετείχαν επίσης και καπιταλιστές της βιομηχανίας και του εμπορίου. Περισσότερη από τη μισή της υποτιθέμενης αύξησης της αξίας του μη-χρηματοπιστωτικού μη-οικιστικού εταιρικού τομέα στις ΗΠΑ το 2005 οφειλόταν στο «φούσκωμα» της αξίας των ακινήτων που κατείχε.26 Οι φούσκες που γεννούσε ο χρηματοπιστωτικός τομέας, δεν είχαν ωστόσο σημασία μόνο ως πηγή κερδών για τον υποτιθέμενο παραγωγικό τομέα της οικονομίας. Εξασφάλιζαν επίσης αγορές γι' αυτόν τον τομέα, που δεν μπορούσαν να του παρέχουν ούτε οι ίδιες του οι επενδύσεις, ούτε οι μισθοί που πλήρωνε στους εργάτες του. Αυτό ίσχυε και για τις φούσκες των δεκαετιών του '80 και του '90. Ο συνδυασμός των μειωμένων επενδύσεων και της προσπάθειας καθήλωσης των μισθών στις παλιές βιομηχανικές χώρες (και η επιτυχία της περικοπής τους στις ΗΠΑ), έκανε το καταναλωτικό χρέος ιδιαίτερα σημαντικό στη δημιουργία ζήτησης για το παραγόμενο προϊόν. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο για τις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Χωρίς τη φούσκα στα ακίνητα και στα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου η ανάκαμψη από την ύφεση του 2001-2 θα ήταν κατά πολύ ασθενέστερη. Ήταν χρόνια όπου οι πραγματικές αποδοχές των εργατών σε ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία και κάποιες άλλες χώρες είχαν πτωτική τάση. Ήταν επίσης χρόνια χαμηλών επενδύσεων σε όλους τους «παλιούς» καπιταλισμούς. «Ο ρυθμός των επενδύσεων έχει πέσει σχεδόν σε όλες τις περιοχές των βιομηχανικών χωρών», ανέφερε μια μελέτη του ΔΝΤ. 27 Μια άλλη έκθεση, για λογαριασμό της JP Morgan το 2005 επισήμαινε ότι: Ο πραγματικός κινητήρας αυτής της υπερπληθώρας αποταμίευσης ήταν επιχειρηματικός τομέας. Ανάμεσα στο 2000 και στο 2004, η στροφή από την εταιρική αρνητική αποταμίευση στην Καπιταλισμός Ζόμπι
381
καθαρή αποταμίευση* στις οικονομίες των G6 [Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Βρετανία και Ιταλία] ξεπερνούσε το 1 τρις δολάρια... Η αύξηση της εταιρικής αποταμίευσης ήταν πραγματικά παγκόσμιο φαινόμενο που συμπεριλάμβανε και τις τρεις κύριες περιφέρειες, τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία.2® Με άλλα λόγια, οι εταιρείες των ΗΠΑ «αντί να ξοδεύουν τα παρελθόντα κέρδη τους» τα «συσσώρευαν σε ρευστό».2® Σε φυσιολογικές συνθήκες, ο συνδυασμός ενός χαμηλού επιπέδου επενδύσεων και μιας πτωτικής πορείας πραγματικών μισθών, θα είχε ως αποτέλεσμα οικονομική ύφεση. Ο παράγοντας που απέτρεψε αυτήν την εξέλιξη ήταν ακριβώς ο δανεισμός των αμερικανών καταναλωτών μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συμπεριλαμβανόμενων και των αποδεκτών στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου. Ο εν λόγω δανεισμός δημιούργησε ζήτηση για την οικοδομή και για μια σειρά βιομηχανίες καταναλωτικών ειδών - και δια μέσου αυτών, για τη βαριά βιομηχανία και για πρώτες ύλες - που διαφορετικά δεν θα υπήρχαν. Η ανάκαμψη από την ύφεση εξαρτιόταν από τη φούσκα, κάτι που ο Ιταλός μαρξιστής Ρικάρντο Μπελοφιόρε (Riccardo Bellofiore) έχει πολύ πετυχημένα περιγράψει ως «ιδιωτικοποιημένο κεϊνσιανισμό».30 Οι καπιταλιστές του παραγωγικού τομέα που έβγαιναν ωφελημένοι δεν συναπαντιόνταν μόνο στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά και πέρα από τον Ειρηνικό Ωκεανό, στην Ανατολική Ασία. Η ιαπωνική βιομηχανία, που υπέφερε ακόμα από την πτώση της κερδοφορίας της στις αρχές της δεκαετίας του '90, μπόρεσε κάπως να ανακάμψει με την εξαγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα, η οποία και τα χρησιμοποίησε (μαζί με εξαρτήματα που είχαν προέλευση άλλες χώρες της Ανατολικής Ασίας και τη Γερμανία) για να ενισχύσει τις εξαγωγές της στις ΗΠΑ. Τα εμπορικά πλεονάσματα αυτών ακριβώς των εξαγωγών, τα κατέθεταν κατόπιν η Κίνα, η Ιαπωνία και οι άλλες χώρες της Ανατολικής Ασίας στις ΗΠΑ και έτσι συνέβαλαν στη χρηματοδότηση της φούσκας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι έδιναν ώθηση σε όλη την παγκόσμια οικονομία - και στο κομμάτι που αναλογούσε στις ίδιες. Όπως έχει σχολιάσει ορθώς ο Μάρτιν Γουλφ: «Το πλεόνασμα απο' Δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο διαθέσιμο εθνικό εισόδημα και στην τελική κατανάλωση. Στμ 382
Κρις Χ ά ρ μ α ν
ταμίευσης» που είχε δημιουργηθεί «είχε ανάγκη να δημιουργήσει υψηλά επίπεδα συμψηφισμού της ζήτησης»,31 κάτι που επιτύγχανε η χορήγηση δανείων στους φτωχούς: «Τα αμερικάνικα νοικοκυριά πρέπει να ξοδέψουν περισσότερα από το εισόδημά τους. Αν δεν το κάνουν, τότε η οικονομία θα βυθιστεί στην ύφεση, παρεκτός αν κάτι συμβεί αλλού».3 2 «Η Fed θα μπορούσε να αποφύγει την εφαρμογή μιας νομισματικής πολιτικής που έμοιαζε να είναι ιδιαίτερα επεκτατική, αν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί την εκδήλωση μιας παρατεταμένης ύφεσης ή και μιας κρίσης». 33 Με άλλα λόγια, το μόνο πράγμα που εμπόδισε την ύφεση να εκδηλωθεί νωρίτερα, ήταν η φούσκα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αρα, υπήρχε μια κρίση που υπέβοσκε συνολικά στο σύστημα και η οποία δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί απλά με την επιβολή κανόνων στους κερδοσκόπους. Ο Γουλφ κι άλλοι σχολιαστές που υπογράμμιζαν τις ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία, δεν εντόπιζαν τη ρίζα τους σε προβλήματα κερδοφορίας. Για να το κάνουν, ήταν αναγκαίο να κάνουν μια έστω μισή στροφή από τις νεοκλασικές θεωρίες προς την κλασική πολιτική οικονομία, και ιδιαιτέρως στον Μαρξ. Όμως, όπως έχουμε δει, η χαμηλή κερδοφορία ήταν αυτή που βρισκόταν πίσω από την επιβράδυνση της παραγωγικής συσσώρευσης στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, ενώ οι μερικώς επιτυχημένες απόπειρες να διατηρηθούν τα επίπεδα των κερδών σε βάρος των μισθών, ήταν υπεύθυνες για την εξάρτηση της κατανάλωσης από το χρέος. Επίσης, για τη συγκράτηση της κατανάλωσης στην Κίνα ήταν υπεύθυνη η προσπάθεια της διατήρησης της κερδοφορίας μπροστά στη διαμόρφωση ενός βουνού σταθερού κεφαλαίου - και κομμάτι αυτής της προσπάθειας ήταν οι απόπειρες να μην αυξηθεί η διεθνής αξία του γιουάν. Παραπέρα, οι μνήμες της κρίσης της δεκαετίας του '90 οδήγησαν τις άλλες BRICS και NICs στο συμπέρασμα ότι οι οικονομίες τους δεν διαθέτουν ένα τόσο υψηλό επίπεδο κερδοφορίας που θα τις προφύλασσε από τη διεθνή αστάθεια, οπότε κι αυτές δημιούργησαν πλεονάσματα. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι οι διαφορετικοί τομείς του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν θα εξαρτιόνταν τόσο από τη φούσκα, αν τα ποσοστά κέρδους είχαν επιστρέψει στα επίπεδα της μακράς οικονομικής άνθησης. Η χρηματιστικοποίηση παρείχε ένα κινητήρα-υποκατάστατο στην Καπιταλισμός Ζόμπι
383
παγκόσμια οικονομία με τη μορφή του χρέους, στις δεκαετίες που ακολούθησαν την απώλεια ενός μεγάλου μέρους της αποτελεσματικότητας που παρείχε η οικονομία των όπλων των ΗΠΑ. Η διαρκής οικονομία των όπλων έπρεπε να συμπληρωθεί από την οικονομία του χρέους. Όμως, από την ίδια της τη φύση, η οικονομία του χρέους δεν μπορούσε να είναι διαρκής. Τα ιλιγγιώδη κέρδη των τραπεζών στη διάρκεια της όποιας φούσκας, αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις πάνω στην αξία που έχει δημιουργηθεί στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας. Όταν εκδηλώνεται μια ξαφνική πτώση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων τα οποία είχαν συσσωρεύσει (στέγαση, γη, ενυπόθηκα δάνεια και χρηματιστήρια), ανακαλύπτουν ότι αυτές οι απαιτήσεις είναι άκυρες και δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα δικά τους χρέη, παρεκτός αν βρουν ρευστό από κάπου αλλού. Όμως, η ίδια η διαδικασία της αναζήτησης ρευστού συμπεριλαμβάνει την πώληση κι άλλων περιουσιακών στοιχείων, η οποία οδηγεί σε περαιτέρω πτώση των τιμών τους και σε χειρότερα χάλια τους ισολογισμούς τους. Η φούσκα σπάει και η άνθηση μετατρέπεται σε κρίση. Όπως το έχει θέσει ο Μαρξ: Όλα αυτά τα χαρτιά δεν είναι παρά συσσωρευμένες απαιτήσεις, νομικοί τίτλοι σε μελλοντική παραγωγή, που η χρηματική ή κεφαλαιακή αξία τους είτε δεν αντιπροσωπεύει απολύτως κανένα κεφάλαιο... είτε ρυθμίζεται ανεξάρτητα από την αξία του πραγματικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει... Και με τη συσσώρευση χρηματικού κεφάλαιου, βασικά δεν υποδηλώνεται τίποτα περισσότερο από τη συσσώρευση αυτών των απαιτήσεων πάνω στην παραγωγή.34 Αυτό που συνέβη στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ήταν ότι οι τράπεζες υπέθεσαν ότι αυτές οι απαιτήσεις είχαν από μόνες τους πραγματική αξία και τις εισήγαγαν στη θετική πλευρά των ισολογισμών τους. Ο Αντεν Τέρνερ (Adain Turner), πρώην πρόεδρος του CBI, της ένωσης των εργοδοτών της Βρετανίας και τέως αντιπρόεδρος της Merrill Lynch Europe, παραδέχτηκε κατόπιν εορτής: «Το σύστημα στο σύνολό του είχε γίνει περισσότερο εξαρτημένο σε σημαντικό βαθμό από την υπόθεση ότι μια μεγάλη γκάμα περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως άμεσα ρευστοποιήσιμα, επειδή πάντοτε θα είναι δυνατόν να πουληθούν σε αγορές ρευστών».35 Τα κέρδη υπολογίζον384
Κρις Χάρμαν
ταν σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων mark to market* - δηλαδή με βάση το σημείο που τις είχαν οδηγήσει οι ανταγωνιστικές προσφορές. Όμως, από τη στιγμή που εκδηλώθηκε πτώση στις αγορές των ενυπόθηκων δανείων και των ακινήτων, οι κερδοσκόποι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προσπαθήσουν να ρευστοποιήσουν τα περιουσιακά στοιχεία τους και τότε ανακάλυψαν ότι δεν μπορούν να το κάνουν. Αυτό συνεπαγόταν η διαδικασία που είναι γνωστή ως «απομόχλευση» [«deleveraging»]. Ο Μάρτιν Γουλφ έχει περιγράψει ξανά με ακρίβεια τι συνέβη: Η μηχανή της μόχλευσης δουλεύει ανάποδα, και όπως στην άνοδο γεννούσε πλασματικά κεφάλαια, με τον ίδιο τρόπο τα εξαφανίζει στην κάθοδο. Καθώς συνεχίζεται το ξέφτισμα, οι μέχρι το λαιμό χρεωμένοι καταναλωτές κάνουν περικοπές, οι εταιρείες αναπροσαρμόζονται και η ανεργία εκτινάσσεται στα ύψη.36 Τα παραπάνω οδήγησαν στην πρώτη στιγμή της αλήθειας, τον Αύγουστο του 2007, όταν τα ελεγχόμενα από τράπεζες hedge funds διαπίστωσαν ότι δεν μπορούν να αποπληρώνουν τα χρέη τους και οι τράπεζες σταμάτησαν να αλληλοδανείζονται από φόβο μη και δεν πάρουν πίσω τα λεφτά τους. Γι' αυτό το λόγο τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια που ρίχτηκαν στα εθνικά τραπεζικά συστήματα απέτυχαν να αποτρέψουν τη δεύτερη στιγμή της αλήθειας, όταν, το Σεπτέμβρη του 2008, την κατάρρευση της Lehman Brothers ακολούθησε μέσα σε λίγες μέρες η απειλή κατάρρευσης τραπεζών σε σχεδόν όλες τις μεγάλες δυτικές χώρες (η AIG στις ΗΠΑ, η HBOS στη Βρετανία, η Fortis στο Βέλγιο και την Ολλανδία, η Hypo Real Estate στη Γερμανία, οι τρεις κυριότερες τράπεζες της Ιρλανδίας και οι τράπεζες της Ισλανδίας). Και γι' αυτό το λόγο, οι τράπεζες που αρχικά θεωρούσαν ότι θα κερδίσουν από τις δυσκολίες των ανταγωνιστών τους, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση μέσα σε δυο μήνες: η Citibank (η μεγαλύτερη στον κόσμο), η Bank of America και οι Lloyds στη Βρετανία. Και, τέλος, για τον ίδιο λόγο γινόταν σαφές ότι δεν επρόκειτο πλέον μόνο για την κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η τεράστια επέκτασή * Καθημερινή αποτίμηση με τις τρέχουσες τιμές στην αγορά και όχι με βάση τις τιμές που αποκτήθηκαν αυτά τα στοιχεία. Στμ. Καπιταλισμός Ζόμπι
385
του είχε δημιουργήσει και την ψευδαίσθηση μια «μακράς ανοδικής φάσης» των παραγωγικών επενδύσεων - και η κρίση έκανε αυτή την ψευδαίσθηση να εξαφανιστεί με τραυματικές επιπτώσεις. Ο Νοέμβρης [του 2008,«"»] είχε «μια εβδομάδα του ζην επικινδύνως» με «τις αγορές να καταλαμβάνονται από πανικό».37 Στις ΗΠΑ η Chrysler είχε καθημερινά ζημιές εκατομμυρίων, η General Motors δήλωσε ότι χρειαζόταν άμεσα 4 δις δολάρια για να αποφύγει τη χρεοκοπία και κατόπιν το ίδιο έκανε κι η Ford, ζητώντας από την κυβέρνηση μια ενίσχυση 34 δις δολαρίων. Στη Βρετανία χρεοκόπησαν η Woolworths και η MFI. Οι απώλειες θέσεων εργασίας σε κάθε τομέα της οικονομίας άρχισαν να γίνονται συγκρίσιμες με την αιμορραγία τους στη διάρκεια της κρίσης των αρχών της δεκαετίας του '80. Κι ο πόνος δεν γινόταν αισθητός μόνο και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, αλλά και στις δυο πλευρές του Ειρηνικού. Την άνοιξη του 2008 το μοτίβο που κυριαρχούσε στους οικονομικούς σχολιασμούς ήταν ότι η «αποσύνδεση» των διαφορετικών εθνικών οικονομιών θα επέτρεπε στην Ασία να συνεχίσει να αναπτύσσεται με την παλιά της ταχύτητα, την ώρα που η Ευρώπη κι η Αμερική θα συνέχιζαν να υποφέρουν. Με το νέο χρόνο, το 2009, η ύφεση είχε εξαπλωθεί στην Ιαπωνία με πτώση ρεκόρ στη παραγωγή αυτοκινήτων, στην Κίνα με χιλιάδες κλεισίματα εργοστασίων στα νοτιοανατολικά3® και στην Ινδία, όπου μια ομάδα επιχειρηματικού λόμπι προειδοποιούσε ότι με την κατάρρευση των εξαγωγών μπορεί να χαθούν ως και δέκα εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη μεταποίηση.39 Τα θύματα της ασιατικής κρίσης του 1997 - Ταϊλάνδη, Νότια Κορέα, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Ινδονησία δοκιμάστηκαν για μια ακόμα φορά. Το ίδιο συνέβη και στις Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που είχαν χτυπηθεί από την κρίση μετά τα τέλη της δεκαετίας του '80, τα κράτη της Βαλτικής, την Ουκρανία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία. Στη Ρωσία, η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου που είχαν βρεθεί στα ύψη μόλις έξι μήνες πριν, προκάλεσε την πτώση της αξίας του ρουβλιού και την εξάπλωση της φτώχειας. Στις δεκαετίες του '80, του '90 και του 2000, η χρηματιστικοποίηση και η οικονομία του χρέους απέτυχαν να δώσουν ώθηση στην παγκόσμια συσσώρευση, η οποία παρέπαιε κάθε λίγα χρόνια και στο τέλος απείλησε να παγώσει εντελώς, οδηγώντας σε μια χωρίς προηγούμενο βαθιά κρίση. Κυβερνήσεις που στα λόγια τουλάχιστον, αν όχι και στην 386
Κρις Χάρμαν
πράξη, επέμεναν ότι η ελεύθερη αγορά μπορούσε να αυτοθεραπεύεται, βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη ζοφερή πραγματικότητα ενός καπιταλισμού που αν αφηνόταν στην τύχη του θα μπορούσε, όπως έγινε και στη δεκαετία του '30, να βυθιστεί σε μια καταστροφική κρίση όπου οι συνέπειες από την κατάρρευση της κάθε γιγάντιας εταιρείας θα εξοστρακίζονταν σ* ολόκληρο το σύστημα, προκαλώντας την κατάρρευση κι άλλων τέτοιων επιχειρήσεων. Τα κράτη, παρακινημένα από κάποιες γιγάντιες εταιρείες, δεν έβλεπαν άλλη επιλογή από το να παρέμβουν στην οικονομία, σε κλίμακα τόσο μεγάλη που μόνο σε συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου είχε εκδηλωθεί ξανά. Η κυβέρνηση Μπους, η πιο δεξιά στις ΗΠΑ τα 75 τελευταία χρόνια, ήταν εκείνη που ουσιαστικά εθνικοποίησε στις αρχές του Σεπτέμβρη [2008, στμ] τις Fanny Mae και Freddie Mac, τις δυο εταιρείες ενυπόθηκων δανείων.Έκανε μια τελευταία απόπειρα να στηριχτεί στη λειτουργία των αγορών όταν άφησε την τράπεζα Lehman Brothers να καταρρεύσει - μια απόφαση που οι Financial Times επιδοκίμασαν ως «θαρραλέα» και ως «ένα ρίσκο που μπορεί πολύ πιθανά να πετύχει». 40 Η καταστροφική έκβαση αυτής της απόπειρας άφησε τα κράτη όχι μόνο δίχως άλλη επιλογή από το να προχωρήσουν σε παρεμβάσεις διάσωσης ύψους μισού τρισεκατομμυρίου δολαρίων, αλλά και να προχωρήσουν στην εθνικοποίηση όχι κάποιων μικρών σχετικά τραπεζών, όπως η Northern Rock και η Bradford and Bridley στη Βρετανία, αλλά και ολόκληρων γιγάντων. Όπως προχωρούσαν σε αυτές τις κινήσεις, οι σύμβουλοι τους άρχισαν να αναρωτιούνται μήπως το κλειδί για την επίλυση της κρίσης ήταν η εθνικοποίηση ολόκληρων τραπεζικών συστημάτων. Ο κρατικός καπιταλισμός και το ιδεολογικό του συμπλήρωμα, ο κεϊνσιανισμός, πραγματοποιούσαν μια θεαματική επιστροφή, ύστερα από σχεδόν μια γενιά που βρίσκονταν στο «χρονοντούλαπο».
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας και η «χρηματιστικοποίηση» Η μεγάλη κρίση που ξέσπασε το 2007 οδήγησε όλους εκείνους που διαλαλούσαν τα θαύματα του καπιταλισμού κατά τη διάρκεια της μεγάλης Καπιταλισμός Ζόμπι
387
αυταπάτης, να προσπαθήσουν να ρίξουν το φταίξιμο σε κάποια αιτία διαφορετική από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ο ευκολότερος τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο, ήταν να αντιμετωπιστούν οι «τράπεζες» και ο «χρηματοπιστωτικός» τομέας ως κάτι αποσπασμένο, ξεχωριστό από το καπιταλιστικό σύστημα. Το Γενάρη του 2008 ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί πήγε στη συνάντηση των G7 διακηρύσσοντας ότι «μάλλον κάτι έχει ξεφύγει από τον έλεγχο» στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, για να καλέσει στην επιβολή μεγαλύτερων ελέγχων σ' αυτό.41 Όλες οι περιγραφές του κλίματος που επικρατούσε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του 2009 στο Νταβός, επισημαίνουν τη μεγάλη αντιδημοτικότητα των τραπεζών ανάμεσα στους αντιπροσώπους των πολυεθνικών και των κυβερνήσεων: «Σε μια συζήτηση το κοινό ξέσπασε σε επιδοκιμασίες όταν ο Νασίμ Νικολά Ταλέμπ (Nasim Nicolas Taleb), συγγραφέας του βιβλίου Ο Μαύρος Κύκνος (The Black Swan), είπε ότι είναι καιρός να τιμωρηθούν οι τραπεζίτες, επιστρέφοντας πίσω τα μπόνους που είχαν λάβει». 42 Τέτοιες θέσεις οδηγούσαν σε ένα απλό συμπέρασμα: ο τρόπος για την αποτροπή χρηματοπιστωτικών κρίσεων στο μέλλον είναι η επιβολή περισσότερων κανόνων («ρύθμισης», στμ) στο συγκεκριμένο τομέα. Αυτή ήταν η απάντηση πολλών οικονομολόγων του κυρίαρχου ρεύματος, τόσο πρώην μονεταριστών όσο και μετριοπαθών κεϊνσιανών, με επανειλημμένες συζητήσεις στις σελίδες των Financial Times για το βαθμό της ρύθμισης που θα μπορούσε και θα έπρεπε να εφαρμοστεί. Αυτή ήταν επίσης και η ανάλυση κάποιων σχολιαστών από τη ρεφορμιστική αριστερά. Ο Ρόμπερτ Ουέιντ (Robert Wade) του LSE μπορούσε να κάνει αιχμηρές περιγραφές των ανοησιών του χρηματοπιστωτικού τομέα που οδήγησαν στην κρίση, και κατόπιν να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένας μεγαλύτερος έλεγχος θα τις σταματούσε.43 Ο Λάρι Έλλιοτ κι ο Νταν Ατκινσον στο βιβλίο τους Οι Θεοί που Απέτυχαν (The Gods that Failled), αφού ρίχνουν το φταίξιμο στους «θεούς του χρηματοπιστωτικού τομέα» και καλούν για την επιβολή αυξημένων ελέγχων και κατακερματισμό των γιγάντιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, βλέπουν κάποια ελπίδα σε μια σύσκεψη των G7 που «προβληματίστηκε για μέτρα συγκράτησης των απογειωμένων χρηματοπιστωτικών συμφερόντων».44 388
Κρις Χάρμαν
Λίγο πιο αριστερά, η άνοδος του χρηματοπιστωτικού τομέα είχε ήδη οδηγήσει σε αναβίωση των παλιών αναλύσεων του Χόμπσον, του Χίλφερντινγκ και του Κάουτσκι για τους «χρηματιστές» και το «χρηματιστικό κεφάλαιο», σαν δυνάμεις που είχαν διακριτά συμφέροντα από εκείνα του παραγωγικού κεφαλαίου. Η γαλλική οργάνωση ATTAC, για παράδειγμα, είχε ξεκινήσει τη δράση της στη δεκαετία του '90 με βάση μια καμπάνια ενάντια στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όχι ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό.45 Το κεντρικό της αίτημα ήταν η επιβολή του «Φόρου Τόμπιν» στις διασυνοριακές χρηματοπιστωτικές ροές. Υποτίθεται ότι κάτι τέτοιο θα απέτρεπε τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Και τέτοιου τύπου αναλύσεις («είναι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που φταίει») επηρέαζαν και πολλούς ριζοσπάστες μαρξιστές. Οι Ντιμενίλ και Λεβί περιέγραψαν το «νεοφιλελευθερισμό» ως «την ιδεολογική έκφραση της νέας αυτοπεποίθησης του χρηματοπιστωτικού τομέα», που υπαγορεύει «τις μορφές του και τα περιεχόμενά του στο νέο στάδιο της διεθνοποίησης». 46 Πολύ παρόμοιος ήταν κι ο τόνος του Τζέιμς Κρότι (James Crotty), ο οποίος υποστήριξε ότι «τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα έχουν ισχυροποιηθεί πολύ περισσότερο οικονομικά και πολιτικά και... αυτές οι τάσεις έχουν άμεση γειτνίαση με τη χειροτέρευση της απόδοσης στην πραγματική οικονομία». 4 ' Ο Φρανσουά Σεσνέ (Francois Chesnais) έγραψε για ένα «παγκοσμιοποιημένο καθεστώς συσσώρευσης που κυριαρχείται από το χρηματοπιστωτικό τομέα», 48 όπου «η κίνηση του χρηματικού κεφαλαίου έχει γίνει μια δύναμη πλήρως αυτόνομη σε σχέση με το βιομηχανικό κεφάλαιο», με το τελευταίο να αναγκάζεται «να αποδεχτεί είτε τη βαθιά αλληλοδιείσδυση με το χρηματικό κεφάλαιο, είτε να υποταχτεί στις απαιτήσεις του».4® Υιοθέτησε την έκφραση των Μέιμπλ (Mable), Μπαρέ (Barre) και Μπόιερ (Boyer) σύμφωνα με την οποία ο «κακός» καπιταλισμός μπόρεσε να επικρατήσει του «καλού». 50 Ως επαναστάτης σοσιαλιστής ο Σεσνέ δεν θεωρεί «καλή» την παλιά μορφή του καπιταλισμού (γι' αυτό βάζει και σε εισαγωγικά τη λέξη). Όμως, υποστήριξε ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει την ευθύνη για «την όχι και τόσο καλή έως φτωχή δυναμική των επενδύσεων...» 51 Μια παρόμοια έμφαση στα διακριτά συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα απέναντι σ' εκείνα του παραγωγικού κεφαλαίου υπάρχει και στο βιβλίο του Πίτερ Γκόβαν (Peter Gowan) Ο Παγκόσμιος Καπιταλισμός Ζόμπι
389
Τζόγος (The Global Gamble), που αποτελεί μια πολύ χρήσιμη περιγραφή των προσπαθειών του καπιταλισμού των ΗΠΑ να διατηρήσει την παγκόσμια ηγεμονία του. Υποστήριξε ότι «κάποιες από τις πιο έντονες συγκρούσεις στις καπιταλιστικές κοινωνίες... έχουν εκδηλωθεί ανάμεσα στα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα και στην υπόλοιπη κοινωνία».52 Οι περιγραφές της «χρηματιστικοποίησης» διέφεραν κατά πολύ στις λεπτομέρειές τους. Όμως, όλες τους μοιράζονταν τον ισχυρισμό ότι η «κυριαρχία» του «χρηματοπιστωτικού τομέα» είχε οδηγήσει σε μια μετατόπιση της δυναμικής του συστήματος. Το παραγωγικό κεφάλαιο, λέει το επιχείρημα, νοιάζεται για την παραγωγική συσσώρευση. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αυτή η συσσώρευση είχε οργανωθεί διαφορετικά στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, όπου οι βιομηχανικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν τα κέρδη που είχαν κάνει οι ίδιες για να πραγματοποιήσουν μακρόχρονες επενδύσεις, και διαφορετικά στην Ιαπωνία και τη Δυτική Γερμανία, όπου αυτές τις επενδύσεις τις παρείχε η συνεργασία με τις τράπεζες. Όμως, όλα αυτά τα είχε αλλάξει η άνοδος των μεγάλων επενδυτικών χρηματικών κεφαλαίων και η «κυριαρχία» του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τώρα πλέον είχε διαμορφωθεί μια κατάσταση όπου οι εταιρείες πιέζονται να διασφαλίζουν γρήγορες αποδόσεις στους μετόχους («αξία στο μέτοχο» - shareholder value)* με μεγάλα μερίσματα και μέτρα που θα εξασφαλίζουν υψηλές τιμές των μετοχών (αυξάνοντας έτσι τα κεφαλαιακά κέρδη των μετόχων) και οι κυβερνήσεις πιέζονταν να κρατάνε ψηλά τα επιτόκιά τους. Εκδοχές αυτής της άποψης είχαν διατυπωθεί στη δεκαετία του '90 από κεϊνσιανούς συγγραφείς όπως οι Γουίλ Χάτον (Will Hutton) και Γουίλιαμ Κίγκαν (William Keegan) για να αντιπαραθέσουν τη «βραχυπρόθεσμη» οπτική του «αγγλοσαξονικού» καπιταλισμού στις υποτιθέμενες περισσότερο μακροπρόθεσμες και στραμμένες στις επενδύσεις προσεγγίσεις του ιαπωνικού και γερμανικού καπιταλισμού. Τώρα, αυτή η περιγραφή επεκτεινόταν για όλες τις προηγμένες βιομηχανικές χώρες, με τη Γερμανία να εξαιρείται εν μέρει.53 Οι Κρότι, Επστάιν (Epstein) και Γιαγιάντεφ (Jayadev) αναφέρονται σ' αυτές τις εξελίξεις ως αύξηση των εισοδημάτων των ραντιέρηδων και • Shareholder value. Επιχειρηματικός όρος που υποθέτει ότι το ύστατο μέτρο της επιτυχίας μιας επιχείρησης είναι ο πλουτισμός του μετόχου. 390
Κρις Χ ά ρ μ α ν
της «ραντιέρικης εξουσίας». Ανέσυραν τη χρήση της λέξης «ραντιέρης» από τον Κέινς, ο οποίος μ' αυτή εννοούσε διάφορους «κυρίους» που εισέπρατταν ταχυδρομικά τους τόκους ή τα μερίσματά τους, χωρίς οι ίδιοι να κάνουν το παραμικρό. Όμως, τώρα οι ραντιέρηδες ήταν «τα αμοιβαία κεφάλαια, τα ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες και οι άλλοι θεσμικοί επενδυτές». 54 Ο Κώστας Λαπαβίτσας, που έχει κάνει έξοχες περιγραφές για το πώς εξελίχθηκε πραγματικά η κρίση το 2007-8, έχει, παρ' όλα αυτά, δώσει όλη του την έμφαση στις καθαρά χρηματοπιστωτικές όψεις της και ιδιαίτερα στην αλλαγμένη συμπεριφορά του τραπεζικού συστήματος, το οποίο πλέον δεν έχει σαν κέντρο του να δανείζει τη βιομηχανία, αλλά τους καταναλωτές σαν άτομα και εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις τεχνολογίες των υπολογιστών. Ο Λαπαβίτσας υποστηρίζει ότι η «άμεση εκμετάλλευση» των καταναλωτών από τις τράπεζες αποτελεί πλέον μια νέα μεγάλη πηγή υπεραξίας, που έχει επηρεάσει τη δυναμική του συστήματος.55 Όμως, αυτή η μορφή της «εκμετάλλευσης», όπως κι εκείνη που ασκούν τα σούπερ-μάρκετ όταν ανεβάζουν τις τιμές,56 έχουν σημασία μόνο για όσο διάστημα οι εργάτες δεν παλεύουν για να προστατεύσουν την αγοραστική δύναμη των μισθών τους στο σημείο της παραγωγής - κάτι που τα συνδικάτα στη Βρετανία έχουν προσπαθήσει να πετύχουν με το αίτημα των αυξήσεων στους μισθούς ανάλογα με ένα Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, που περιλαμβάνει και την πληρωμή τόκων για τις υποθήκες. Ή, όπως το έχει θέσει ο Μαρξ, για όσο καιρό οι εργοδότες θα μπορούν να αγοράζουν εργατική δύναμη κάτω από την αξία της.57 Αξίζει πάντως να προσθέσουμε, ότι σύμφωνα με τη λογική του Λαπαβίτσα, δεν είναι μόνο οι εργάτες που υφίστανται εκμετάλλευση από τις τράπεζες αλλά και τα χρεωμένη μέλη της άρχουσας τάξης και των νέων μεσαίων στρωμάτων: το 2003 το μέσο χρέος για τα νοικοκυριά με εισόδημα άνω των 100.000 δολαρίων στις ΗΠΑ ήταν περίπου 4,5 φορές εκείνη των νοικοκυριών με εισόδημα 25.000 με 50.000 δολαρίων.58 Συχνά η εκδοχή της χρηματιστικοποίησης που δίνει έμφαση στην «αξία στο μέτοχο», θεωρείται δεδομένη. Όμως, σαν ερμηνεία έχει μεγάλα κενά. Ο Ντικ Μπράιαν κι ο Μάικλ Ράφερτι έχουν επισημάνει ότι, δεν πρέπει να δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση στο χρηματιστήριο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα όχι και τόσο σημαντικό Καπιταλισμός Ζόμπι
391
πεδίο άντλησης πόρων. Ακόμα και στα λεγόμενα συστήματα που είναι βασισμένα στην αγορά, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η Αυστραλία, πιο σημαντικές πηγές είναι τα αδιανέμητα κέρδη, τα δάνεια και τα ομόλογα..." Παραπέρα, τα συνταξιοδοτικά ταμεία κλπ, σπανίως ή και ποτέ δεν διαδραματίζουν έναν ενεργητικό ρόλο στις διευθυντικές αποφάσεις των εταιρειών. Η θεσμική πίεση των μετόχων στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας... είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας...60 Το γεγονός ότι οι εταιρείες μοιράζουν ένα μεγαλύτερο τμήμα των κερδών τους σε μερίσματα, από μόνο του δεν σημαίνει αναγκαστικά και επιβράδυνση των επενδύσεων. Οι «ραντιέρηδες» μέτοχοι μπορούν να δανείσουν οι ίδιοι ένα μερίδιο του εισοδήματός τους για νέες επενδύσεις και θα το κάνουν, αν θεωρήσουν ότι είναι επαρκώς κερδοφόρα κίνηση. Ο Στοκχάμερ (Stockhammer), ένας από τους υποστηρικτές της εκδοχής της «αξίας στο μέτοχο», παραδέχεται ότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν ότι: η χρηματοπιστωτική επένδυση είναι μια μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, όχι μια χρήση εισοδήματος. Η αγορά μετοχών μεταβιβάζει ρευστότητα από τον ένα επιχειρηματία στον άλλο, πιθανά από εταιρείες με κακές επενδυτικές ευκαιρίες σε εταιρείες με καλές επενδυτικές ευκαιρίες. Εξ αυτού, μακροοικονομικά, η χρηματοπιστωτική επένδυση δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της υλικής.61 Και σε ένα σημείο ο Κρότι υποστηρίζει ότι η «χρηματιστικοποίηση», αυξάνοντας τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις εταιρείες, επιφέρει περισσότερες «εξαναγκαστικές» επενδύσεις.62 Το βέβαιο είναι ότι τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν τίποτα εναντίον των παραγωγικών επενδύσεων για λόγους αρχής, έστω κι αν στη δεκαετία του '90 ο συγκεκριμένος τομέας έφτασε να απορροφά - στην αποκορύφωσή του - το 25% της συνολικής επένδυσης στις ΗΠΑ, ενώ στη δεκαετία του '7063 αυτό το ποσοστό ήταν μόλις 12%, και στη Βρετανία έφτασε σχεδόν στο μισό της συνολικής επένδυσης.64 Το ότι δεν αποστρέφονται για λόγους αρχής τις επενδύσεις στην υλική παραγωγή, φάνηκε στη δεκαετία του 1990 όταν, με τη φούσκα των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, οι βιομη392
Κρις Χάρμαν
χανικές επενδύσεις στις ΗΠΑ ξεπέρασαν την αποταμίευση, αντλώντας πόρους με δάνεια από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Συχνά, επίσης, η υποτιθέμενη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα πάνω στην παραγωγή θεωρείται ότι έχει ως αφετηρία την αύξηση των επιτοκίων από τη Fed όταν αυτή είχε πρόεδρο τον Πολ Βόλκερ (Paul Volcker) το 1979. Ο Μπόιερ, ο Κρότι, ο Σεσνέ, οι Ντιμενίλ και Λεβί, όλοι τους θεωρούν ότι αυτό το «πραξικόπημα του Βόλκερ» αποτέλεσε ένα σημείο καμπή. Οι Ντιμενίλ και Λεβί πιστεύουν ότι πρόκειται για τη «μεγάλη νίκη του χρηματοπιστωτικού τομέα» και υποστηρίζουν ότι τα υψηλά επιτόκια που «διατηρήθηκαν στις δεκαετίες του '80 και του '90» εξηγούνται μέσα από αυτή την κίνηση.45 Αυτό που συνάγεται σιωπηρά από τέτοια επιχειρήματα, είναι ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας γενικά και οι μέτοχοι ειδικότερα, κατά κάποιο τρόπο υπέφεραν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών της μακράς οικονομικής άνθησης, αλλά μπόρεσαν να εκφράσουν τα αισθήματά τους μόνο με το «πραξικόπημα» προς τα τέλη της δεκαετίας του '70. Πολύ απλά, αυτό το επιχείρημα διαψεύδεται από την ιστορική πραγματικότητα. Οι μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν μια περίοδος πολύ μεγάλης αυτοπεποίθησης για όλα τα τμήματα του κεφαλαίου. Η «χρυσή εποχή» για το παραγωγικό κεφάλαιο δεν υπήρξε σε καμιά περίπτωση ζωντανή κόλαση για τους μετόχους και τους κερδοσκόπους. Όλοι τους κέρδιζαν καθώς η ανάπτυξη των κερδοφόρων παραγωγικών επενδύσεων μεταφραζόταν σε ασφαλή κέρδη για όλο το κεφάλαιο. Με την κρίση της δεκαετίας του '70 σημειώθηκε κάποια αλλαγή. Οι τραπεζίτες κι οι πολυεθνικές των ΗΠΑ όντως αντιπαθούσαν τη «μακροοικονομική», «κεϊνσιανή» απάντηση στην κρίση που οδηγούσε σε πληθωρισμό και απαξίωση του δολαρίου. Όμως, όπως έχει επισημάνει ο Ρόμπερτ Μπρένερ, αν αυτή η πολιτική είχε επιτύχει να λύσει τα προβλήματα της κερδοφορίας και της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στη βιομηχανία του αμερικάνικου καπιταλισμού, τότε «είναι πολύ πιθανό ότι θα αποτύγχανε και η συμμαχία των πανίσχυρων συμφερόντων που ορθώθηκε ενάντιά της». 66 Η κεϊνσιανή προσέγγιση στην κρίση δεν είχε αυτά τα επιθυμητά αποτελέσματα για το κεφάλαιο. Η περιορισμένη ανάκαμψη από την ύφεση το 1974-76 αύξησε τον πληθωρισμό που έφτασε το 13,3%. Ο αυξημένος πληθωρισμός είχε δυο αρνητικές επιπτώσεις για όλα τα τμήματα του κεφαλαίου των ΗΠΑ. Την πιθανή Καπιταλισμός Ζόμπι
393
ώθηση των εργατών να παλέψουν για αυξήσεις των μισθών τους. Και την υπονόμευση του ρόλου του δολαρίου ως «μονάδας μέτρησης» στις συναλλαγές ανάμεσα στους καπιταλιστές των ΗΠΑ. Η αύξηση των επιτοκίων είχε ως σκοπό την επίλυση και των δυο προβλημάτων. Με τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας που επέφερε, θα φόβιζε τους εργάτες ώστε να αποδεχτούν χαμηλότερες αυξήσεις στους μισθούς (κάτι που έγινε) και θα μείωνε τον πληθωρισμό (κάτι που επίσης έγινε). Η συγκεκριμένη επιλογή είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσουν κάποια τμήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα και μια ύφεση που ζημίωσε κάποια τμήματα του αμερικάνικου παραγωγικού κεφαλαίου. Όμως, επίσης, εξυπηρέτησε το γενικό συμφέρον όλων των αμερικάνων καπιταλιστών. Όπως είχε επισημάνει ο Μαρξ, ο καπιταλισμός για να λειτουργήσει χρειάζεται το χρήμα ως σταθερό μέτρο της αξίας, ακόμα κι αν πρέπει να ζημιώσει ολόκληρη την κοινωνία για να το πετύχει: Η αύξηση των επιτοκίων... μπορεί λίγο-πολύ να τραβηχτεί ως τα άκρα με μια λαθεμένη νομοθεσία, που στηρίζεται σε λαθεμένες θεωρίες για το χρήμα και να επιβληθεί στο έθνος για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των εμπόρων του χρήματος... Η βάση όμως για το πιστωτικό χρήμα είναι δοσμένη, είναι η βάση του ίδιου του τρόπου παραγωγής. Μια υποτίμηση του πιστωτικού χρήματος θα συγκλόνιζε όλες τις υπάρχουσες σχέσεις. Γι' αυτό θυσιάζεται η αξία των εμπορευμάτων για να εξασφαλιστεί η φανταστική και αυτοτελής ύπαρξη αυτής της αξίας στο χρήμα. Για να σωθούν μερικά εκατομμύρια σε χρήμα, πρέπει να θυσιαστούν πολλά εκατομμύρια σε εμπορεύματα. Αυτό είναι αναπόφευκτο στην κεψαλαιοκρατική παραγωγή και αποτελεί μια από τις ομορφιές της.67 Τα βάσανα κι η δυστυχία που προκάλεσε σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους η αύξηση των επιτοκίων από τον Βόλκερ, ήταν ένα τίμημα που ο αμερικάνικος καπιταλισμός στην ολότητά του θεωρούσε ότι άξιζε να πληρωθεί γιατί μπόρεσε να αποκαταστήσει το δολάριο ως ένα σταθερό μέτρο της αξίας και συνέβαλε στην εδραίωση του ελέγχου που ασκούσε ο αμερικάνικος καπιταλισμός και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Το «πραξικόπημα» του Βόλκερ (και η στροφή στο μονεταρισμό από τη Θάτσερ στη Βρετανία), συνίστατο στη στροφή από μια πολιτική που υποτίθεται ότι θα αποκαθιστούσε την κερδοφορία της παραγωγι394
Κρις Χάρμαν
κής βιομηχανίας - με την επέκταση της νομισματικής κυκλοφορίας που θα επέτρεπε την άνοδο των τιμών και των κερδών - σε μια πολιτική που ενθάρρυνε την επιβολή υψηλών επιτοκίων, με στόχο την απαλλαγή του συστήματος από ζημιογόνες επιχειρήσεις και την άσκηση πίεσης στους εργάτες να αποδεχτούν χαμηλότερα μεροκάματα με το φόβο της ανεργίας. Το κεφάλαιο - και όχι μόνο το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο παραδεχόταν ότι οι κεϊνσιανές ορθοδοξίες της μακράς οικονομικής άνθησης δεν ήταν αποτελεσματικές στις συνθήκες με τις οποίες βρισκόταν (και το παραγωγικό κεφάλαιο) αντιμέτωπο. Όταν ο ελιγμός απέφερε μόνο περιορισμένα αποτελέσματα και άρχισε να γίνεται σαφές ότι η αύξηση των επιτοκίων πλήττει σοβαρά τη βιομηχανία των ΗΠΑ, τότε ο Βόλκερ τα μείωσε, ύστερα από πιέσεις που άσκησαν όχι μόνο οι βιομήχανοι, αλλά και τμήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα.68 Η πορεία των πραγματικών, μακροπρόθεσμων επιτοκίων ήταν πτωτική στα επόμενα 25 χρόνια και όχι ανοδική, παρόλο που μέχρι το 2000 παρέμεναν σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνο της περιόδου της μακράς άνθησης. Μετά από κείνη τη χρονιά τα επιτόκια έπεσαν το 2003 στο 1% περίπου.69 Συνολικά, η άποψη ότι υπάρχουν δυο διακριτά τμήματα του κεφαλαίου - το χρηματοπιστωτικό και το παραγωγικό - τελεί υπό αμφισβήτηση. Πολλά σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν είναι μόνο πιστωτές αλλά και δανειζόμενοι, αφού εμπλέκονται στη «μεσολάβηση» ανάμεσα σε πιστωτές και δανειολήπτες. Εκείνο που έχει σημασία γι' αυτά, δεν είναι τόσο το απόλυτο επίπεδο των επιτοκίων, όσο τα χάσματα που ανοίγονται ανάμεσα σε διαφορετικά επιτόκια, ιδιαίτερα ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα και τα βραχυπρόθεσμα. Επίσης, οι βιομηχανικοί όμιλοι, δεν δανείζονται μόνο αλλά και δανείζουν επίσης. Τυπικά, συσσωρεύουν πλεονάσματα ανάμεσα σε περιόδους νέων επενδύσεων, τα οποία και δανείζουν με επιτόκιο (βλέπε το Τρίτο Κεφάλαιο). Επίσης, δίνουν πίστωση και στους χονδρέμπορους που αγοράζουν το προϊόν τους. Εν συντομία, το βιομηχανικό κεφάλαιο αναλαμβάνει κάποιες από τις ιδιότητες του χρηματοπιστωτικού. Όπως επισημαίνουν οι 'Ιτο (Itoh) και Λαπαβίτσας: «Εισόδημα με τη μορφή τόκου τείνει επίσης να συρρέει και στα χέρια των καπιταλιστών της βιομηχανίας και του εμπορίου, και δεν μπορεί να είναι το αποκλειστικό θεμέλιο μιας κοινωνικής ομάΚαπιταλισμός Ζόμπι
395
δας».70 Ο Τόμας Σαμπλόφσκι (Thomas Sablowski), που αποδέχεται μέρος της επιχειρηματολογίας για την «αξία στο μέτοχο», επισημαίνει κι αυτός: Στο επίπεδο της κοινής λογικής, φαίνεται εύκολη η διάκριση ανάμεσα στο χρηματοπιστωτικό τομέα και τη βιομηχανία, σαν να ήταν εύκολα διακρινόμενα αντικείμενα. Ωστόσο, ο ορισμός των εννοιών βιομηχανικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση...71 Όμως, αν αυτό είναι αλήθεια, τότε είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το πώς οι επανειλημμένες κρίσεις των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών βιομηχανικές και χρηματοπιστωτικές - μπορούν να αποδοθούν στο συγκεκριμένο τομέα. Μια συνεκτική ερμηνεία των κρίσεων πρέπει να εξετάζει το σύστημα στην ολότητά του και τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα τμήματά του αλληλεπιδρούν. Αυτό προσπάθησε να κάνει ο Μαρξ σε μια μακροσκελή, αν και μη συνεκτική και ημιτελή, εξέταση της πίστωσης και του χρηματοπιστωτικού τομέα στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου. Αυτό, επίσης, προσπάθησε να κάνει κι ο Χίλφερντινγκ στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του Χρηματιστικό Κεφάλαιο. Αυτές οι ιδέες πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετικών διαστάσεων επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών κρίσεων στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα.
Ιδεολογία και εξήγηση Καμιά μεγάλη κρίση δεν έχει μόνο οικονομικές συνέπειες. Στρέφει τον ένα καπιταλιστή εναντίον του άλλου, καθώς όλοι τους προσπαθούν να φορτώσουν το κόστος της κρίσης σε άλλους, ενώ παράλληλα προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Η κρίση του 2007 ακολούθησε το ίδιο μοτίβο - και η απόδοση της ευθύνης γι' αυτή στις τράπεζες ήταν μια έξοδος κινδύνου για όλους εκείνους που επιχειρηματολογούσαν με τόση ζέση ότι ο νεοφιλελευθερισμός και η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση υπόσχονταν ένα λαμπρό μέλλον στον κόσμο ολόκληρο. Έτσι, ο Γκόρντον Μπράουν, που ισχυριζόταν ότι είχε υπάρξει 396
Κρις Χάρμαν
το «τέλος του κύκλου άνθηση-ύψεση», έσπευσε να υποστηρίξει ότι η συγκεκριμένη κρίση ήταν «ενός εντελώς διαφορετικού είδους κρίση» σε σχέση με εκείνες «των εξήντα προηγούμενων χρόνων», μιας και επρόκειτο για μια «παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, που ως αιτία της είχε τις ανεύθυνες πρακτικές δανεισμού, τη χαλαρότητα και τα προβλήματα στη ρύθμισή τους».72 Μ' αυτό τον τρόπο κρυβόταν η πραγματικότητα 180 χρόνων γεμάτων με περιοδικές κρίσεις, σε μια απόπειρα να συνεχιστεί η εξύμνηση των αρετών του καπιταλισμού. Οι ριζοσπάστες οικονομολόγοι, που δίνουν έμφαση στη χρηματιστικοποίηση ως δημιουργό της κρίσης, διατρέχουν τον κίνδυνο να ανοίξουν την πόρτα σε τέτοιες απολογίες για λογαριασμό του συστήματος. Το χαρακτηριστικό τους επιχείρημα είναι ότι στη διάρκεια των δεκαετιών του '80 και του '90, αυτό που εμπόδισε την ανάκαμψη των ποσοστών κέρδους να μετατραπεί σε παραγωγικές επενδύσεις ήταν τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα. Ο Γάλλος μαρξιστής Μισέλ Ισόν (Michel Husson) υποστήριξε μια τέτοια άποψη το 1999, όταν ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν «υψηλά επίπεδα κερδοφορίας»,73 ενώ το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2008 ουσιαστικά το ίδιο υποστήριζαν οι Ντιμενίλ και Στοκχάμερ. Αν είχαν δίκιο, τότε όντως οι κρίσεις που ξέσπασαν πρώτα το 2001 και κατόπιν το 2007-8 θα ήταν διαφορετικές από τις προηγούμενες, της ύφεσης του μεσοπολέμου συμπεριλαμβανομένης, και η επιβολή μεγαλύτερων ελέγχων στο χρηματοπιστωτικό τομέα από το υφιστάμενο κράτος θα αρκούσε για να σταματήσει κι άλλες τέτοιες κρίσεις στον 21ο αιώνα. Ακολουθώντας αυτή την προσέγγιση, οι Ντιμενίλ και Λεβί περιέγραψαν ως «πολύ λογική» την «κεϊνσιανή άποψη» και στράφηκαν προς «νέες κοινωνικές συμμαχίες» που «θα σταματήσουν τη νεοφιλελεύθερη επίθεση και θα εφαρμόσουν εναλλακτικές πολιτικές, ένα διαφορετικό τρόπο διαχείρισης της κρίσης».74 Ωστόσο, όπως έχουμε διαπιστώσει και από τους διάφορους υπολογισμούς των ποσοστών κέρδους στο Όγδοο και Ένατο Κεφάλαιο, οι ισχυρισμοί ότι οι σημερινές κρίσεις έχουν διαφορετικές ρίζες από τις περασμένες, δεν έχουν και μεγάλη βάση. Η μορφή της κάθε κρίσης μπορεί να διαφέρει από της προηγούμενης, όμως οι συνέπειές της θα είναι το ίδιο καταστροφικές. Κανένας βαθμός ελέγχου δεν μπορεί να αποτρέψει την επανεμφάνιση της κρίσης - και το κόστος που θα κληθεί να πληρώΚαπιταλισμός Ζόμπι
397
σει η τάξη των καπιταλιστών για τέτοιες απόπειρες μπορεί να είναι σχεδόν αβάσταχτο. Είναι αλήθεια ότι η «χρηματιστικοποίηση», έχοντας γεννηθεί από μια κατάσταση χαμηλών ποσοστών κέρδους και επιπέδων συσσώρευσης, στη συνέχεια είχε τη δική της επίδραση πάνω και στα δυο. Η σπατάλη ήταν τεράστια, με εργασία και δεξιότητες να σπαταλιούνται για τη μετακίνηση χρήματος από τη μια τσέπη στην άλλη, με πόρους που θα μπορούσαν να έχουν παραγωγική αξιοποίηση να σπαταλιούνται για την οικοδόμηση και τον εξοπλισμό τεράστιων συγκροτημάτων γραφείων, με τα αφεντικά της παγκόσμιας κερδοσκοπίας να επιδίδονται σε προκλητική κατανάλωση πολυτελείας. Μπορεί, επίσης, να ισχύει η παρατήρηση του Μπεν Φάιν, ότι η χρηματιστικοποίηση έβαλε «μια σφήνα... ανάμεσα στην πραγματική και την πλασματική συσσώρευση»,75 δυσκολεύοντας τους καπιταλιστές να διακρίνουν ευκαιρίες για παραγωγικές επενδύσεις μέσα από την ομίχλη των αγορών. Όμως, τελικά, ο παράγοντας που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στον ερχομό της κρίσης ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι παραγωγικοί τομείς του κεφαλαίου. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι ένα παράσιτο στις πλάτες ενός παράσιτου κι όχι ένα πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί απομονωμένα από τον υπόλοιπο καπιταλισμό.
Οι αντιφάσεις του νέου κεϊνσιανισμού Ότι οι ρίζες της κρίσης βρίσκονταν στο σύστημα συνολικά, το έδειξαν και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι κυβερνήσεις για το ξεπέρασμά της. Ήταν μια κρίση που έπληττε τα μεγάλα κεφάλαια, όχι μόνο εκείνους που εργάζονταν γι' αυτά. Ο Χάμπτι Ντάμπτι είχε πράγματι πέσει από τον τοίχο που καθόταν.* Και απ' ό,τι φαινόταν, ούτε όλα τα άλογα με όλους τους στρατιώτες του βασιλιά δεν μπορούσαν να τον σηκώσουν. * Ο Humpty Dumpty είναι η φιγούρα που πρωταγωνιστεί σε ένα πολύ παλιό αγγλικό παιδικό τραγουδάκι. Απεικονίζεται ως ένα αυγό με ποδαράκια και πρόσωπο. Το τραγουδάκι λέει: Humpty Dumpty sat ori a wall/Humpty Dumpty had a great fall/ All the King's Horses and all the kings men/Couldn't put Dumpty together again" Στμ. 398
Κρις Χ ά ρ μ α ν
Η απάντηση όλων σχεδόν των κυβερνήσεων στην κρίση που ξέσπασε το 2007-8 ήταν να απομακρυνθούν από τις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς, για τις οποίες επί τρεις δεκαετίες διακήρυσσαν ότι ήταν οι μόνες που μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα. Μέσα σε μια νύχτα παράτησαν τον Χάγιεκ και αγκάλιασαν τον Κέινς, ενώ από τον Φρίντμαν κράτησαν μόνο το κομμάτι που προτρέπει σε αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας ώστε να αποτραπεί ο αποπληθωρισμός.76 Όμως, οι συνθήκες για την επιτυχημένη εφαρμογή των κεϊνσιανών πολιτικών ήταν ακόμα χειρότερες σε σχέση με τριάντα χρόνια πριν, όταν είχαν δοκιμαστεί ξανά κι είχαν εγκαταλειφθεί. Η κλίμακα των ζημιών των τραπεζών (αυτών των ζημιών που είναι γνωστές) επισκίαζε εκείνη της δεκαετίας του '70 και κανείς δεν γνώριζε, μετά την κάθε τραπεζική χρεοκοπία, ποιες ήταν οι άλλες τράπεζες που είχαν δανείσει εκείνες που χρεοκόπησαν και κατά συνέπεια μπορούσαν κι αυτές με τη σειρά τους να οδηγηθούν στη χρεοκοπία. Οι υποσχέσεις για διασώσεις ήταν αφάνταστα μεγαλύτερης κλίμακας από εκείνες που έκανε ο Ρούζβελτ με το New Deal στη δεκαετία του '30. Τότε, οι ομοσπονδιακές δαπάνες έφτασαν μόλις λίγο παραπάνω από το 9% του εθνικού προϊόντος των ΗΠΑ το 1936. Αυτή τη φορά βρίσκονταν ήδη στο 20% πριν ξεσπάσει η κρίση και στη συνέχεια οι κυβερνήσεις των Μπους και Ομπάμα την έχουν αυξήσει ακόμα μερικές ποσοστιαίες μονάδες. Όμως, επίσης πολύ υψηλότερα ήταν και τα επίπεδα του χρέους που έπρεπε να καλυφθεί, προκειμένου να πάρει ξανά μπρος το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο Τζορτζ Σόρος (George Soros) υπολόγισε ότι οι «συνολικές ανεξόφλητες πιστώσεις» βρίσκονταν στο 160% του ΑΕΠ το 1929 και το 1932 είχαν φτάσει στο 260%. Το 2008 ήταν στο 365%, με «προοπτική να ανέβουν στο 500%».77 Το φθινόπωρο του 2008 η Τράπεζα της Αγγλίας υπολόγισε ότι οι ζημιές του χρηματοπιστωτικού συστήματος παγκόσμια ανέρχονταν στα 2.800 δις δολάρια.78 Ο Νουριέλ Ρουμπινί υπολόγισε ότι οι ζημιές μόνο των αμερικάνικων τραπεζών στις αρχές του 2009 ανέρχονταν σε 1.800 δις δολάρια.79 Καθώς οι κυβερνήσεις έριχναν χρήμα για να γλυτώσουν τις τράπεζες, οι οικονομολόγοι που τις συμβούλευαν και που ανήκαν στο κυρίαρχο ρεύμα, συζητούσαν μεταξύ τους για το αν αυτό θα ήταν αρκετό για να σταματήσει τη μετατροπή της ύφεσης σε μια βαθιά βουτιά της οικονοΚαπιταλισμός Ζόμπι
399
μίας, για το αν οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να βρουν αυτά τα χρήματα χωρίς να προκαλέσουν αύξηση των επιτοκίων που ήθελαν να χαμηλώσουν, για το αν οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να στραφούν στην «ποσοτική χαλάρωση» - δηλαδή στο τύπωμα χρήματος - και το αν η επιτυχία μιας τέτοιας μεθόδου θα μπορούσε να αποφύγει την πυροδότηση μιας εκτόξευσης του πληθωρισμού και μιας ακόμα μεγαλύτερης βουτιάς της οικονομίας.80 Το πρόβλημα δεν βρισκόταν μοναχά στο μέγεθος των ζημιών που είχαν υποστεί οι τράπεζες. Είχε επίσης να κάνει και με την τεράστια κλίμακα που είχε λάβει η διεθνοποίηση του συστήματος σε σχέση με τη δεκαετία του '30, ακόμα και τη δεκαετία του '70. Οι κεϊνσιανές συνταγές αντιμετώπισης της κρίσης ήταν φτιαγμένες για εθνικές κυβερνήσεις, από τις οποίες όμως καμιά δεν διέθετε τους πόρους να πληρώσει για όλες τις ζημιές του παγκόσμιου συστήματος, μέρος του οποίου ήταν. Τα μεγαλύτερα κράτη μπορεί πιθανόν να κατόρθωναν να διασώσουν το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού χρηματοπιστωτικού τους συστήματος. Ομως και εδώ τα προβλήματα ήταν τεράστια και τα μικρότερα κράτη με δυσκολία θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα.
Το σύστημα σε μια θηλιά Η κρίση αποκάλυψε μια από τις μεγάλες διαχωριστικές γραμμές που διατρέχουν τον καπιταλισμό στον 21ο αιώνα. Η περίπλοκη αλληλεπίδραση κρατών και κεφαλαίων, που απλουστευτικά ονομάστηκε παγκοσμιοποίηση, δυσκολεύει πολύ περισσότερο τα εθνικά κράτη να εκπληρώσουν τη λειτουργία τους και να βοηθήσουν γιγάντια κεφάλαια που έχουν τη βάση τους σ' αυτά τα κράτη, ακριβώς τη στιγμή που μια τέτοια βοήθεια γίνεται όλο και πιο επείγουσα ανάγκη για τα κεφάλαια. Όπως το έχει θέσει ο Πολ Κρούγκμαν, υπάρχουν «σημαντικοί εξωγενείς παράγοντες πολιτικής», μιας και «το δημοσιονομικό μου κίνητρο βοηθά την οικονομία σου αυξάνοντας τις εξαγωγές της, όμως δεν μοιράζεσαι το βάρος του δημόσιου χρέους που αναλαμβάνω» οπότε και «το αποτέλεσμα ανά κάθε δολάριο* των κινήτρων, είναι μικρότερο για κάθε μεμονωμένη χώρα απ' ό,τι είναι για τον κόσμο συνολικά».81 400
Κρις Χάρμαν
Ήταν μια αντίφαση που οδήγησε σε βαθιές πολιτικές εντάσεις μέσα σε κάθε εθνική άρχουσα τάξη, και σε σκληρές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα κράτη που υποτίθεται ότι συνεργάζονταν για την επίλυση της κρίσης. Στο εσωτερικό κάθε χώρας, τμήματα του κεφαλαίου διατύπωναν έντονα παράπονα το 2007-2009 για το πιθανό κόστος που θα είχε η διάσωση άλλων κεφαλαίων, και διεθνώς, οι κυβερνήσεις καυγάδιζαν άγρια καθώς η επικέντρωση της κάθε μιας στην προσπάθεια αποτροπής της κατάρρευσης των «δικών της» κεφαλαίων, επέσυρε καταγγελίες για «χρηματοπιστωτικό προστατευτισμό». Όπως δήλωνε ένας παρατηρητής στους Financial Times·. Μετά απ' όλες αυτές τις διασώσεις, βλέπουμε να λειτουργεί ένας πολύ ισχυρός νόμος των ακούσιων συνεπειών. Θα βρισκόμαστε μάρτυρες όλων και περισσότερων ενεργητικών κυβερνητικών πολιτικών που θα κάνουν διακρίσεις ανάλογα με την εθνικότητα των επιχειρηματιών. Αυτό θα πρέπει να αποτελέσει μια μεγάλη έγνοια για τον καθένα.®2 Όταν συνερχόταν το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός το Γενάρη του 2009, ο Γκόρντον Μπράουν προειδοποιούσε για τους κινδύνους του «χρηματοπιστωτικού προστατευτισμού», αλλά δεν πέρασε πολύς χρόνος για να κατηγορηθεί ο ίδιος ότι διέπραττε αυτό το αμάρτημα επειδή ασκούσε πιέσεις στις βρετανικές τράπεζες να δανείζουν στο εσωτερικό και όχι στο εξωτερικό.83 Η γερμανική κυβέρνηση έγινε δέκτης κριτικών επειδή δεν ενίσχυε την εγχώρια οικονομία, αλλά στηριζόταν στις εξαγωγές σε άλλες χώρες που ενίσχυαν τη δική τους. Με τη σειρά της η γερμανική κυβέρνηση ασκούσε κριτική στα γαλλικά και βρετανικά πακέτα διάσωσης, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν μια μορφή επιδότησης των εταιρειών τους σε βάρος των γερμανικών συμφερόντων. Η νέα αμερικάνικη κυβέρνηση κατηγόρησε την κυβέρνηση της Κίνας ότι «χειραγωγεί» το νόμισμά της για να ενισχύσει τις βιομηχανίες
•
Η φράση στο αγγλικό κείμενο είναι bang per buck.Έγινε «διάσημη» στις ΗΠΑ όταν τη χρησιμοποίησε ο Ρόμπερτ ιΜακναμάρα, υπουργός Αμυνας του Κένεντι και του Τζόνσον στα πρώτα χρόνια του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Μακναμάρα, πρώην πρόεδρος της Ford, απαιτούσε από τους υφισταμένους του στρατηγούς - όπως από τους διευθυντές των εργοστασίων - ποσοτικοποιημένους δείκτες. Η συγκεκριμένη φράση σημαίνει σε ελεύθερη απόδοση «πόσα 'μπαμ και κάτω' ανά δολάριο». Στμ.
Καπιταλισμός Ζόμπι
401
της, για να εισπράξει την απάντηση από την Κίνα ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας των ΗΠΑ είναι υπεύθυνος για το όλο χάλι84 και «οι λιγότερο πλούσιες χώρες διακατέχονταν από εκνευρισμό», θεωρώντας ότι οι ΗΠΑ θα «χρησιμοποιήσουν τη δικαιολογία μιας/orce majeure [ανωτέρα δύναμις] για να ρουφήξουν κεφάλαιο».85 Οι ιδεολογικοί υπερασπιστές της ελεύθερης αγοράς, προειδοποιούσαν ότι ο προστατευτισμός ενείχε τον κίνδυνο βαθέματος της ύφεσης, όπως ήταν και το αποτέλεσμα του Νόμου Σμουτ-Χάουλι (Smoot-Hawley Act) το 1930, που προέβλεπε την επιβολή δασμών σε μια σειρά εισαγόμενα προϊόντα. Όπως έχει επισημάνει ο Πίτερ Τέμιν (Peter Temin): «Η ιδέα ότι οι δασμοί των Σμουτ-Χάουλι ήταν υπεύθυνοι για τη μεγάλη ύφεση είναι πλέον εδραιωμένη πεποίθηση... που έχει αποτυπωθεί στον κοινό λόγο και σε επίσημες ιστορίες της περιόδου...» 84 Όμως, προσθέτει, «το επιχείρημα παρά τη δημοτικότητά του, δεν στέκεται, τόσο θεωρητικά όσο και ιστορικά». Ανάμεσα στο 1929 και το 1931 οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά το 1,5% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, ενώ «την ίδια περίοδο, το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 15%».8' Και η πρώτη πραγματική κίνηση εξόδου από την ύφεση σημειώθηκε δυόμισι χρόνια μετά, όταν η κυβέρνηση Ρούζβελτ πήρε μέτρα που έδιναν προτεραιότητα στα εθνικά καπιταλιστικά συμφέροντα με μια αποτελεσματική υποτίμηση του δολαρίου. Όπως έχουμε δει, ακόμα πιο αποτελεσματικά ήταν τα μέτρα που εφάρμοσε το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία. Για τις εταιρείες που παρήγαγαν για την εθνική αγορά (που αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία στη δεκαετία του '30) ήταν καλύτερα να βρίσκονται σε ένα προστατευτικό κράτος παρά σε ένα μη-προστατευτικό. Αυτό ήταν το σκεπτικό για τον κρατικό καπιταλισμό και για τις ιδεολογικές αντιλήψεις που τον συνόδευαν: τον κεϊνσιανισμό, τις θεωρίες της εξάρτησης και το σταλινισμό. Αν το κράτος μπορούσε να αποκτήσει τον έλεγχο των.πιο σημαντικών επενδυτικών αποφάσεων στην εθνική οικονομία, τότε θα μπορούσε να εξασφαλίσει την απορρόφηση του όγκου της υπεραξίας από τη νέα συσσώρευση, έστω και αν τα ποσοστά κέρδους συνέχιζαν να πέφτουν. Ωστόσο, αυτή ήταν μια πολιτική που μπορούσε να λειτουργεί μόνο μέχρι του σημείου όπου η κούρσα της συσσώρευσης ερχόταν αντιμέτωπη με τους περιορισμούς που έθετε η στενότητα των εθνικών συνόρων. Ο περιορισμός εκφράστηκε στην 402
Κρις Χάρμαν
απόπειρα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του '30 να επεκτείνουν τα εθνικά τους σύνορα καταφεύγοντας στον πόλεμο. Εκφράστηκε επίσης και στη φθίνουσα αποτελεσματικότητα της οικονομίας των εξοπλισμών των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του '70 και στην κρίση που διέλυσε την ΕΣΣΔ το 1989-91. Σήμερα, η τεράστια κλίμακα που έχει λάβει η ενοποίηση-ολοκλήρωση των εθνικών οικονομιών σημαίνει ότι μια σοβαρή απόπειρα εφαρμογής κρατικοκαπιταλιστικών πολιτικών θα οδηγούσε σε μια μεγάλη διατάραξη της λειτουργίας του συστήματος. Όμως, ακόμα μεγαλύτερη ζημιά θα προκαλούσε στο σύστημα το αν τα κράτη κάθονταν με σταυρωμένα χέρια παρακολουθώντας γιγάντιες εταιρείες να χρεοκοπούν, με την ελπίδα ότι η κρίση θα σβήσει, όπως δασκαλεύουν οι υποστηρικτές του Χάγιεκ. Οι δυο μακροπρόθεσμες τάσεις τις οποίες είχε επισημάνει ο Μαρξ, δηλαδή η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους από τη μια, και η τάση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου από την άλλη, συνδυάζονται και βάζουν το σύστημα σε μια θηλιά που σφίγγει. Οι προσπάθειες των κρατών και των κεφαλαίων να απαλλαγούν από αυτή τη θηλιά το μόνο που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα είναι η αύξηση των εντάσεων ανάμεσά τους - και του πόνου που θα προκαλούν σε εκείνους που με τη δουλειά τους τα συντηρούν. Όταν τα κράτη μετά τον Οκτώβρη του 2008 παρενέβησαν στην οικονομία για να αντιμετωπίσουν την κρίση, κάποια τμήματα της αριστεράς πίστεψαν ότι η ανάσταση του Κέινς θα συνοδευτεί από την ανάσταση και της πολιτικής του «κοινωνικού κράτους», που εφαρμοζόταν στην περίοδο της μακράς οικονομικής άνθησης. Στη Βρετανία, ο Κεν Λίβινγκστον (Ken Livingstone), πρώην δήμαρχος του Λονδίνου, δήλωσε ότι «οι οικονομικές υποθέσεις του τρόπου σκέψης των Νέων Εργατικών... έχουν εγκαταλειφθεί». Η Πόλι Τόινμπι (Polly Toynbee) διακήρυξε: «Επιτέλους, το κόμμα της κοινωνικής δικαιοσύνης αφυπνίστηκε... η εποχή των Νέων Εργατικών έχει λήξει». Ο Ντέρεκ Σίμπσον (Derek Simpson), πρόεδρος του Unite, του μεγαλύτερου συνδικάτου στη Βρετανία, διέκρινε στο προσχέδιο του προϋπολογισμού «μια ευπρόσδεκτη προθέρμανση μετά από τριάντα χρόνια αδράνειας και νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών». Όμως, σύντομα, η πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ διαφορετική. Ο σκοπός της κυβέρνησης ήταν να καλύψει Καπιταλισμός Ζόμπι
403
τις δαπάνες για τις βραχύβιες ωθήσεις στην οικονομία με μακρόχρονες περικοπές στις δαπάνες για παιδεία, υγεία και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες. Ο νέος κεϊνσιανισμός για το κεφάλαιο συνδυάστηκε με την παράταση του νεοφιλελευθερισμού για εκείνους που εργάζονται για το κεφάλαιο. Δεν επρόκειτο για μια ιδιαιτερότητα της Βρετανίας. Σε κάθε μέρος του συστήματος, η προσπάθεια αντιμετώπισης των μακρόχρονων πτωτικών πιέσεων στα ποσοστά κέρδους συνέχισε να σημαίνει προσπάθειες για την επιβολή αντιμεταρρυθμίσεων στο χρόνο εργασίας, στις κοινωνικές παροχές, στους μισθούς και στις συντάξεις. Αυτές οι προσπάθειες εντάθηκαν καθώς η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη έπεσε στο μηδέν και απειλούσε να πέσει ακόμα περισσότερο. Η στροφή στον κεϊνσιανισμό δεν μπορούσε να προσφέρει στο σύστημα την παλιά του ζωτικότητα ούτε να υπηρετήσει τα συμφέροντα των εργατών, των αγροτών και των φτωχών. Το σύστημα είχε κατορθώσει να ανακάμψει από την κρίση του μεσοπολέμου, μόνο μετά από μια μαζική καταστροφή αξίας μέσω της χειρότερης οικονομική κρίσης που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο καπιταλισμός και το χειρότερο πόλεμο που είχε ζήσει η ανθρωπότητα. Το μεγαλύτερο μέγεθος και η μεγαλύτερη αλληλοσύνδεση που χαρακτηρίζουν τα κεφάλαια σήμερα, σημαίνει ότι για την επιστροφή σε μια νέα «χρυσή εποχή», η καταστροφή της αξίας πρέπει να λάβει, αναλογικά, μεγαλύτερες διαστάσεις. Στο κάτω-κάτω, ακόμα και η χρεοκοπία της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο πριν δυο δεκαετίες, της ΕΣΣΔ δηλαδή, είχε μόνο οριακές ευεργετικές επιπτώσεις για το υπόλοιπο σύστημα: χαμηλότερες τιμές στο πετρέλαιο από αυτές που θα ίσχυαν σε διαφορετική περίπτωση και φτηνή ειδικευμένη εργατική δύναμη για τις δυτικοευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Είναι αναγκαίο να επαναλάβουμε εδώ, ότι όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν μια βαθιά ύφεση δίχως τέλος. Τα όρια στο βαθμό που κάποια κεφάλαια μπορούν να κερδίσουν από την καταστροφή κάποιων άλλων, δεν σημαίνουν ότι δεν είναι δυνατά τέτοια κέρδη. Το ξεπάστρεμα πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων μπορεί να παρέχει κάποια ανακούφιση στις μεγάλες εταιρείες τις οποίες στηρίζουν τα κράτη. Νέες φούσκες και περίοδοι ταχείας ανάπτυξης στη μια ή στην άλλη περιοχή 404
Κρις Χάρμαν
του κόσμου, όχι μόνο είναι δυνατόν να συμβούν, αλλά είναι και το πιθανότερο σενάριο. Όμως, δεν θα ωθήσουν την παγκόσμια οικονομία προς τα μπρος με ένα ενιαίο τρόπο και το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να στρώσουν το δρόμο για το σπάσιμο της όποιας φούσκας και για περισσότερες κρίσεις. Οι συνέπειες δεν θα είναι μοναχά οικονομικές.
Καπιταλισμός Ζόμπι
405
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
Κεφάλαιο Δωδέκατο
Τα νέα όρια του κεφαλαίου
Ένα σύστημα που αυτοϋπονομεύεται Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, ο καπιταλισμός έγινε παγκόσμιο σύστημα με μια έννοια που δεν ήταν στο παρελθόν. Δεν διαμορφώθηκε μόνο μια παγκόσμια αγορά και ένα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά, επίσης, η καπιταλιστική βιομηχανία και οι καπιταλιστικές δομές κατανάλωσης απλώθηκαν σε κάθε περιοχή του πλανήτη, αν και αυτό δεν έγινε ομοιόμορφα. Καθώς εκτυλίσσονταν αυτές οι διαδικασίες, ιδιαίτερα προς το τέλος του αιώνα, αναπτύχθηκε και άρχισε να γίνεται ορατή και μια τάση που την είχαν αντιληφθεί μοναχά οι πιο διορατικοί διανοητές του 19ου αιώνα, ανάμεσα σ' αυτούς ο Μαρξ και ο 'Ενγκελς. Επρόκειτο για την τάση του συστήματος να υπονομεύει την ίδια τη διαδικασία πάνω στην οποία στηρίζεται κάθε μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας, δηλαδή την αλληλεπίδραση με τη φύση. Η πιο δραματική εκδήλωση αυτής της τάσης, είναι η συγκέντρωση συγκεκριμένων αερίων στην ατμόσφαιρα, που προκαλούν την άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας και την κλιματική αλλαγή. Πάντοτε η καπιταλιστική βιομηχανία και τα προϊόντα της είχαν καταστροφικές περιβαλλοντικές συνέπειες. Στα μέσα του 19ου αιώνα, παρατηρητές κάθε τύπου θρηνούσαν για τη μόλυνση του νερού και του αέρα στις βιομηχανικές περιοχές της Βρετανίας. Το 1854 ο Κάρολος Ντίκενς περιέγραφε τη φανταστική (αλλά και πολύ αληθινή) πόλη CoΚαπιταλισμός Ζόμπι
409
ketown* - η Καρβουνόττολη - «όπου η Φύση ήταν τόσο ερμητικά κλεισμένη εκτός των τειχών, όσο ερμητικά ήταν φυλακισμένα δολοφονικά αέρια εντός των τειχών».1 ΟΈνγκελς αναφερόταν στο «Μπράντφορντ, που βρίσκεται στις όχθες ενός μαυρισμένου από το κάρβουνο, δυσώδους μικρού ποταμιού. Τα σαββατοκύριακα η πόλη είναι τυλιγμένη σε ένα σύννεφο καπνού από κάρβουνο».2 Επιδημίες χολέρας και τυφοειδούς πυρετού έπλητταν ολόκληρες πόλεις και η φυματίωση ήταν μια κατάρα που είχαν γνωρίσει οι περισσότερες εργατικές οικογένειες. Όμως, οι καταστροφικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της τυφλής αυτοεπέκτασης του κεφαλαίου ήταν περιορισμένες σε τοπικό επίπεδο. Ήταν δυνατόν να ξεφύγει κανείς από τις πνιγμένες στους καπνούς πόλεις, τα μολυσμένα ποτάμια, τους σωρούς των σκουπιδιών και τους ανοιχτούς βόθρους. Η μεγαλύτερη κλίμακα της παραγωγής και της συσσώρευσης στον 20ό αιώνα σήμαινε και μεγαλύτερη περιβαλλοντική καταστροφή: τη μετατροπή μεγάλων εκτάσεων αγροτικής γης στις ΗΠΑ στο λεγόμενο dust bowl** στη δεκαετία του '30, τη διαρροή δολοφονικού αερίου που σκότωσε χιλιάδες ανθρώπους στο Μποπάλ της Ινδίας το 1984, τα πυρηνικά ατυχήματα στο Θρι Μάιλ Αιλαντ της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ και στο Τσερνομπίλ της Ουκρανίας, την καταστροφή που έπληξε τους ανθρώπους που ζούσαν γύρω από τη Θάλασσα της Αράλης,*** όταν αυτή έχασε τα 2/3 των υδάτων της για την άρδευση των βαμβακοκαλλιεργειών και χάθηκε κάτω από την αλατοποίηση της περιοχής, την κατάρρευση πόλεων που είχαν χτιστεί πάνω σε σεισμογενή ρήγματα. Πάλι, όμως, όλα αυτά παρέμεναν καταστροφές τοπικής εμβέλειας, παρά τη μεγάλη κλίμακα ανθρώπινων απωλειών. Οι υποστηρικτές του καπιταλισμού - και του κρατικού καπιταλισμού που παρουσιαζόταν ως «σοσιαλισμός» - μπορούσαν να τις αποδίδουν σε ατυχήματα. Οι επικριτές του καπιταλισμού μπορούσαν να καταγγέλλουν τη * Coke είναι το κωκ, το προϊόν της απανθράκωσης μέσω θερμότητας μιας σειράς γαιανθράκων ή του πετρελαίου. · · Εκτάσεις που τις έπλητταν η ξηρασία και οι αμμοθύελλες. Στμ V Η Αράλη ήταν μια τεράστια λίμνη στα σύνορα Καζακστάν-Ουζμπεκιστάν. Από τη δεκαετία του '60 άρχισε η εκτροπή των ποταμών που την τροφοδοτούσαν, παράλληλα με τη μετατροπή του Ουζμπεκιστάν σε μια απέραντη μονοκαλλιέργεια βαμβακιού. Τώρα η λίμνη - για την ακρίβεια οι λίμνες - καλύπτει μόλις το 10% της αρχικής της έκτασης. Ένας ακόμα «θρίαμβος» του κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ. Στμ. 410
Κρις Χ ά ρ μ α ν
φρίκη που προκαλούσαν, αλλά δεν τις θεωρούσαν συστημικά φαινόμενα. Μόνο στα τέλη της δεκαετίας του '50 οι επιστήμονες μπόρεσαν να παρουσιάσουν τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία ότι τα αέρια που παρήγε η ανθρώπινη δραστηριότητα είχαν αρχίσει να προκαλούν μια παγκόσμια καταστροφή ανεβάζοντας τη μέση θερμοκρασία και χρειάστηκε να φτάσουν τα τέλη της δεκαετίας του '80 για να υπάρξει η οριστική απόδειξη για το πόσο κρίσιμη είχε γίνει η κατάσταση.3 Τα επιστημονικά συμπεράσματα είναι πλέον ευρέως γνωστά, οπότε εδώ αρκεί μια συνοπτική παρουσίασή τους. Όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι, το πιο σημαντικό από αυτά τα αέρια είναι το διοξείδιο του άνθρακα, που παράγεται από την καύση υδρογονανθράκων για την παραγωγή ενέργειας - όμως πρέπει να ληφθούν υπόψη κι άλλα αέρια, όπως το μεθάνιο και το οξείδιο του αζώτου. Η συγκέντρωση τέτοιων αερίων στην ατμόσφαιρα μετριέται με βάση τα «μέρη ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα ανά εκατομμύριο», τα ppm. Στις προβιομηχανικές εποχές αυτή η συγκέντρωση ήταν 280 ppm, τώρα βρίσκεται στα 385 ppm και αυξάνεται κατά 2,1 ppm ετησίως. Μέχρι τώρα, αυτή η αλλαγή ήταν αρκετή για να προκληθεί μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης κατά 0,8 βαθμούς Κελσίου, κι αν οι εκπομπές συνεχιστούν στους ρυθμούς που έχουν τώρα, θα σημειωθούν παραπέρα άνοδοι, του επιπέδου των 0,2 βαθμών Κελσίου ανά δεκαετία. Κι αυτό, αν όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμείνουν οι ίδιοι. Όμως, υπάρχουν μια σειρά μηχανισμοί ανατροφοδότησης που μπορεί να επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή: το λιώσιμο των πάγων στους Πόλους, η διαρροή διοξειδίου του άνθρακα από τη θάλασσα ή από την αρκτική τούνδρα, η ερημοποίηση των δασών. Δεν υπάρχει κάποια οριστική συναίνεση στην επιστημονική κοινότητα για το επίπεδο των θερμοκρασιών (τα «σημεία καμπής») που θα ενεργοποιήσουν τέτοιους μηχανισμούς, αλλά το 2007 ήταν ευρέως αποδεκτή η υπόθεση ότι αυτό θα συνέβαινε αν η παγκόσμια θερμοκρασία ανέβαινε κατά 2 βαθμούς Κελσίου υψηλότερα από την προβιομηχανική περίοδο, δηλαδή περίπου 1,2 βαθμούς σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα (αν κι αυτό δεν αποκλείει την πυροδότηση κάποιων απ' αυτούς τους μηχανισμούς νωρίτερα, όπως υποστήριξε τον Απρίλη του 2008 ο Τζέιμς Χάνσον (James Hanson) της NASA). 4 Για να μην φτάσουμε σ' αυτό το Καπιταλισμός Ζόμπι
411
σημείο χρειάζεται να συγκρατηθούν οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα. To IPCC υπολογίζει ότι το απαιτούμενο επίπεδο συγκέντρωσης πρέπει να παραμείνει στα όρια των 445 με 490 ppm, αλλά και μια τιμή των 400 ppm μπορεί να αυξήσει τη θερμοκρασία, κάνοντάς τη να ξεπεράσει το «κατώφλι» των 2 βαθμών.5 Στις δυο τελευταίες δεκαετίες, οι κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να παραδέχονται ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη αποτελεί απειλή για ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας. Το 2006, για παράδειγμα, η Έκθεση Στερν που έγινε για λογαριασμό της βρετανικής κυβέρνησης, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι: Η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει όλες τις χώρες, όμως οι φτωχότερες θα υποφέρουν πρώτες και περισσότερο. Αν η κλιματική αλλαγή γίνει ανεξέλεγκτη, οι παγκόσμιες θερμοκρασίες μπορεί να ανέβουν 5 βαθμούς Κελσίου πιο πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Αύξηση της θερμοκρασίας 3 με 4 βαθμούς Κελσίου θα προκαλέσει εκατομμύρια νέους πλημμυροπαθείς. Μέχρι το τέλος του αιώνα, ίσως και 200 εκατομμύρια άνθρωποι θα μετατραπούν σε μόνιμους πρόσφυγες εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, μεγάλων πλημμυρών και ξηρασιών. Θερμοκρασία αυξημένη κατά 4 βαθμούς ή περισσότερο, κατά πάσα πιθανότητα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγή τροφίμων παγκοσμίως. Αύξηση της θερμοκρασίας 2 βαθμών, θα απειλήσει με αφανισμό το 15% με 40% των ειδών.6 Ήδη από τη Σύνοδο του Ρίο το 1992, υπήρχε συμφωνία για την αναγκαιότητα διαπραγματεύσεων για μέτρα περιορισμού των εκπομπών. Πέντε χρόνια αργότερα, η σύνοδος του Κιότο κατέληξε σε ένα γενικό πλαίσιο δράσης. Το 2007 ακόμα και ο Τζορτζ Μπους, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, έκανε πίσω και παραδέχτηκε ότι σημειώνεται υπερθέρμανση του πλανήτη. Το σημαντικό ωστόσο είναι ότι τέτοιες φραστικές συμφωνίες δεν έχουν μεταφραστεί στη δράση που απαιτείται για να εμποδίσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου ή και ακόμα περισσότερο. Χρειάστηκαν να περάσουν τέσσερα χρόνια από τη Σύνοδο του Κιότο για να επικυρώσει τις αποφάσεις της μια άλλη σύνοδος, στη Χάγη αυτή τη φορά. Η τελική συμφωνία ήταν «αδύναμη, χωρίς δυνατότητα να επιβληθεί η εφαρμογή της και γεμάτη από 'παραθυράκια' της 412
Κρις Χάρμαν
αγοράς».7 Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο η άρνηση των ΗΠΑ και της Αυστραλίας να επικυρώσουν τη Συνθήκη του Κιότο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες υποτίθεται ότι ήθελαν τη συνθήκη, δεν κάλυψαν τους στόχους που έβαζε. Δεν υπήρχε επιβράδυνση των ρυθμών με τους οποίους τα αέρια συγκεντρώνονται στην ατμόσφαιρα. To Global Carbon Project εκτιμά ότι 7,9 δισεκατομμύρια τόνοι άνθρακα πέρασαν στην ατμόσφαιρα το 2005, ένα ποσό ρεκόρ, σε σύγκριση με τους 6,8 δισεκατομμύρια τόνους το 2000. Ο ρυθμός αύξησης εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα ξεπερνούσε το 2,5% ετησίως από το 2000 μέχρι το 2005. Στη δεκαετία του 1990 ήταν λιγότερο από 1%.8 Η Σύνοδος των G8 στο Ροστόκ το καλοκαίρι του 2007, διαφημιζόταν ως η συνάντηση που θα λάμβανε αποφάσεις για αποφασιστική δράση. Όμως, τελικά οι ηγέτες του κόσμου ανέβαλαν την όποια συζήτηση για δυο χρόνια, και το μόνο που συμφώνησαν ήταν ότι στο τέλος αυτών των δυο χρόνων θα συζητούσαν μέτρα για τη μείωση κατά το ήμισυ των εκπομπών μέχρι το 2050, ενώ στην πραγματικότητα ακόμα και μια μείωσή τους κατά 80% δεν θα είναι αρκετή για να αποτρέψει την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς.9 Οι κυβερνήσεις που διακήρυτταν ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται στην πρώτη θέση της λίστας των προτεραιοτήτων τους, απλώς παρίσταναν ότι κάτι θα κάνουν, λες κι αυτό ήταν περισσότερο σημαντικό από την πραγματικότητα. Ο Τόνι Μπλερ δήλωσε ότι η κλιματική αλλαγή είναι «το πιο σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα».10 Η κυβέρνησή του υιοθέτησε ως επίσημο στόχο της ένα ποσό 666 ppm ισοδύναμων του διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως (ένας ταιριαστός αριθμός...) Όμως, η Έκθεση Στερν, η οποία συντάχθηκε μετά από εξουσιοδότηση της κυβέρνησης, υποστηρίζει ότι ακόμα και με 650 ppm υπάρχει μια πιθανότητα 60% με 95% ότι η παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 3 βαθμούς Κελσίου και μια έκθεση του Υπουργείου Περιβάλλοντος το 2003 υποστήριζε ότι με μια ατμοσφαιρική σταθεροποίηση του διοξειδίου του άνθρακα στα 550 ppm, οι θερμοκρασίες αναμένεται να αυξηθούν από 2 μέχρι 5 βαθμούς Κελσίου».11 Παρατηρώντας τέτοιες συμπεριφορές, είναι σαν να βλέπεις ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε αργή κίνηση, με τον οδηγό να έχει πλήρη Καπιταλισμός Ζόμπι
413
συναίσθηση του τι συμβαίνει, αλλά παρ' όλα αυτά να πατάει γκάζι.
Ανταγωνισμός, συσσώρευση και κλιματική αλλαγή Τι μπορεί να εξηγήσει τέτοια συμπεριφορά; Η εξήγηση που δίνει ένα μεγάλο τμήμα του περιβαλλοντικού κινήματος είναι η «greenwash»,* η «πρασινοποίηση», δηλαδή το ότι οι κυβερνήσεις απλά παριστάνουν ότι νοιάζονται, για λόγους δημοσιότητας. Κάτι τέτοιο είναι βέβαιο ότι ισχύει για κάμποσους πολιτικούς. Όμως, δεν εξηγεί τη συμπεριφορά όλων των σημαντικών παικτών στο σύστημα. Πολλοί από δαύτους, ίσως οι περισσότεροι, έχουν πλέον καταλάβει ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να προκαλέσει χάος στο φυσικό και βιολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί το σύστημα και κατά συνέπεια στο ίδιο το σύστημα. Κατανοούν την ανάγκη για δράση, αλλά όταν φτάνει η ώρα της, τότε είναι παράλυτοι. Επίσης, ούτε η παράλυση εξηγείται μόνο από την πίεση που ασκούν ομάδες συμφερόντων πάνω στους πολιτικούς, από τις δωροδοκίες και τους εκβιασμούς μεγάλων επιχειρήσεων, που φοβούνται ότι η απομάκρυνση από ένα σύστημα παραγωγής και μεταφορών το οποίο είναι βασισμένο στον άνθρακα θα πλήξει τα κέρδη τους. Αυτές οι μεγάλες εταιρείες διαθέτουν πράγματι μεγάλη δύναμη και στάθηκαν ικανές, για παράδειγμα, να καθυστερήσουν για κάμποσα χρόνια ακόμα και την αποδοχή από την κυβέρνηση των ΗΠΑ του γεγονότος ότι υπάρχει κλιματική αλλαγή. Όμως, σε αυτές τις εταιρείες έχουν αντιταχθεί άλλα καπιταλιστικά συμφέροντα, που έχουν άμεσο οικονομικό συμφέρον από την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής - οι όμιλοι των ασφαλιστικών εταιρειών, για παράδειγμα. Αυτό που χρήζει εξήγησης είναι η σχετική αναποτελεσματικότητα τέτοιων αντίρροπων πιέσεων. Τα ζητήματα αγγίζουν την καρδιά του συστήματος, όπως αυτό είναι δομημένο. Τα υψηλά επίπεδα ενέργειας που έχει ως βάση το στοιχείο του άνθρακα είναι κεντρικά σε όλες τις διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής του συστήματος, όχι μόνο στη μεταποιητική βιομηχα• Λογοπαίγνιο με την αγγλική λέξη whitewashing που σημαίνει ωραιοποίηση. Στμ. 414
Κρις Χ ά ρ μ α ν
νια, αλλά και στην παραγωγή τροφής, τη διανομή, το φωτισμό και τη θέρμανση συγκροτημάτων γραφείων, τη μεταφορά της εργατικής δύναμης από και προς τους χώρους δουλειάς, την παροχή σε αυτή των απαραίτητων για να ανανεώσει τις δυνάμεις της και να αναπαραχθεί. Η ρήξη με μια οικονομία που βασίζεται στον άνθρακα και το πετρέλαιο προϋποθέτει ένα ριζικό μετασχηματισμό όλων αυτών των δομών, μια εκ βάθρων αναμόρφωση των παραγωγικών δυνάμεων και των άμεσων παραγωγικών σχέσεων που πηγάζουν απ' αυτές. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τέτοιες αναδιαρθρώσεις εκτυλίσσονται συνεχώς στον καπιταλισμό και άρα το ζήτημα είναι οι κυβερνήσεις να τις ενθαρρύνουν να στραφούν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτό ουσιαστικά ισχυρίστηκε ο Κλάιβ Χάμιλτον (Clive Hamilton), υποστηρίζοντας την προσέγγιση της αγοράς που υιοθετεί η Έκθεση Στερν, σε μια αντιπαράθεση με τον Τζορτζ Μονμπιό (George Monbiot): Ο Στερν έχει την πεποίθηση ότι, αν η αγορά λάβει ένα ισχυρό σήμα, τότε θα βρει έναν τρόπο να υλοποιήσει την αναδιάρθρωση της ενεργειακής οικονομίας. Υπάρχουν λόγοι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο Στερν έχει δίκιο. Σε πενήντα χρόνια ο κόσμος θα είναι δραματικά διαφορετικός: αν ένα ισχυρό σήμα σταλεί από τώρα, υπάρχουν λόγοι για αισιοδοξία. Παρόλο που διαθέτουμε ήδη τις τεχνολογίες για μια δραστική μείωση των εκπομπών μέσα στις επόμενες μια-δυο δεκαετίες, η αγορά, με την κατάλληλη καθοδήγηση, μπορεί να παρουσιάσει μια ολόκληρη γκάμα δυνατοτήτων τις οποίες δεν μπορούμε να προβλέψουμε.12 Εκείνο που δεν λαμβάνουν υπόψη επιχειρήματα όπως το παραπάνω, είναι ότι ακόμα κι αν οι κυβερνήσεις αναπτύξουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς τιμών, που θα παίξουν το ρόλο των σημάτων προς την αγορά να κινηθεί προς μια κατεύθυνση αντί προς μιαν άλλη, θα πρόκειται για σήματα τα οποία θα πρέπει να ανταγωνιστούν άλλα σήματα - εκείνα δηλαδή που στέλνουν οι πιέσεις για τη διατήρηση της κερδοφορίας από τις επενδύσεις «έντασης άνθρακα». Μια πετρελαϊκή εταιρεία μπορεί να ιδρύσει ένα παρακλάδι της που να ασχολείται με την παραγωγή ενέργειας χωρίς εκπομπές άνθρακα ή με πολύ χαμηλές εκπομπές. Όμως, παράλληλα, θα αναζητήσει κερδοψόΚαπιταλισμός Ζόμπι
415
ρες χρήσεις για τις τεράστιας κλίμακας επενδύσεις της με μεθόδους «έντασης άνθρακα» (πετρελαιαγωγούς, διυλιστήρια, εξοπλισμό διάτρησης και εξόρυξης). Το ίδιο ισχύει για τις μεταποιητικές και μεταφορικές εταιρείες. Θα επιμείνει στη χρησιμοποίηση του υφιστάμενου εξοπλισμού και κτιρίων που καταναλώνουν μεγάλα ποσά ενέργειας, μέχρι τουλάχιστον να αποσβέσει το κόστος της επένδυσης σ' αυτά, και θα συνεχίσει να επενδύει σε αυτά εκτός αν τα αντίρροπα σήματα από τις κυβερνήσεις γίνουν πολύ ισχυρά. Ούτε η συμπεριφορά των καταναλωτών μπορεί να αλλάξει ως δια μαγείας με μια απλή κίνηση του ραβδιού των τιμών. Από μόνα τους τα σήματα των τιμών δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν το 10% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που αναλογεί στις μετακινήσεις με ιδιωτικά αυτοκίνητα ή το 18% από τη θέρμανση και το φωτισμό των κτιρίων13 και ακόμα και αν το κατορθώσουν, ίσως πλέον η θερμοκρασία να έχει ανέβει πολύ πάνω από 2 βαθμούς Κελσίου. Οι άνθρωποι θα παραμένουν κολλημένοι στα ίδια κακά μονωμένα σπίτια, στα ίδια πρότυπα εργασίας και κατοικίας που τους κάνουν να εξαρτώνται στις μετακινήσεις με το αυτοκίνητο, παρεκτός αν οι κυβερνήσεις κάνουν κάτι πολύ πιο ισχυρό από το να στείλουν κάποια «σήματα». Υπάρχει μια ακόμα πιο κατηγορηματική εκδοχή του επιχειρήματος αυτού, που υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αναδιαμορφώσει τον εαυτό του επιτυχώς, από την εκδοχή που έχει διατυπώσει ο Χάμιλτον. Αυτή η εκδοχή ισχυρίζεται ότι η αναδιάρθρωση της βιομηχανίας με σκοπό την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στον καπιταλισμό, μιας και θα «φέρει επενδύσεις». Όμως, το οικονομικό πρόβλημα για τον καπιταλισμό του 21ου αιώνα δεν είναι η απουσία πιθανών τρόπων επένδυσης. Είναι ότι αυτές οι επενδύσεις δεν έχουν την κερδοφορία που απαιτείται. Το σύστημα σήμερα, όπως έχουμε δει στα προηγούμενα κεφάλαια, κυριαρχείται από γιγάντιες εταιρείες, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένα κράτη, αλλά που το πεδίο λειτουργίας τους καλύπτει κάμποσα κράτη και σε κάποιες περιπτώσεις το σύστημα ολόκληρο. Κάθε εταιρεία πιέζεται αφενός από την ανάγκη να αναλάβει μεγάλες και ακριβές επενδύσεις για να παραμείνει ανταγωνιστική και αφετέρου από τις αβεβαιότητες για το αν θα είναι εν τέλει κερδοφόρα μια τέτοια επέν416
Κρις Χάρμαν
δυση. Αυτή την αντίφαση δεν πρόκειται να την αναιρέσουν οι επενδύσεις σε περισσότερο ενεργειακά αποδοτικό εξοπλισμό και προϊόντα. Αντιθέτως, θα την έκαναν ακόμα χειρότερη για κάποιες επιχειρήσεις, πιθανά τις περισσότερες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ασκήσουν πιέσεις στα κράτη - απειλώντας με μεταφορά της βάσης τους - με σκοπό να ελαχιστοποιήσουν τα σήματα που έρχονται σε σύγκρουση με την κερδοφορία τους. Οι κυβερνήσεις, από τη δική τους μεριά, ταυτιζόμενες με τη συσσώρευση σε εθνική βάση, θα αντιταχτούν με το καθετί που απειλεί την εθνική ανταγωνιστικότητα και θα προσαρμοστούν όσο μπορούν περισσότερο στις απαιτήσεις των εταιρειών. Γι' αυτό άλλωστε και τα «σήματα» είναι τόσο αδύναμα και εκείνοι που στηρίζουν τις ελπίδες τους στον επηρεασμό των κυβερνήσεων, όπως ο Στερν, καταλήγουν να μετριάζουν τους στόχους τους για να φανούν περισσότερο «ρεαλιστικοί». Όπως λέει ο Τζορτζ Μονμπιό: «Ο σερ Νικόλας Στερν αναδεικνύει τις μοιραίες επιπτώσεις μιας αύξησης της θερμοκρασίας κατά δυο βαθμούς», όμως «στη συνέχεια προτείνει στόχους για τη συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα του επιπέδου των 550 ppm», κάτι το οποίο θα έχει ως συνέπεια «μια πιθανότητα τουλάχιστον 77% και ίσως 99% ανάλογα με το κλιματικό μοντέλο που χρησιμοποιείται - η μέση παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας να ξεπεράσει τους 2 βαθμούς Κελσίου... όπως και μια πιθανότητα 24% η αύξηση της θερμοκρασίας να ξεπεράσει τους 4 βαθμούς Κελσίου».14 Ο Στερν ήταν απρόθυμος να προτείνει περικοπές εκπομπών στην κλίμακα που είναι απαραίτητη σύμφωνα με τους ίδιους τους υπολογισμούς του, επειδή «οι πολύ μεγάλες περικοπές των εκπομπών» δεν «θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα βιώσιμες οικονομικά», όπως δεν θα ήταν και κάθε στόχος για συγκέντρωση λιγότερων από 550 ppm στην ατμόσφαιρα.1' Ο Ομπάμα έδωσε πολλές υποσχέσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στην προεκλογική του καμπάνια το 2008. Οι οικονομολόγοι του κυρίαρχου ρεύματος υποστήριζαν ότι η ίδια η ύφεση προσφέρει ευκαιρίες για κάτι τέτοιο, μέσω των πακέτων στήριξης της οικονομίας. Όμως, όταν ανακοινώθηκε το περιεχόμενο αυτών των πακέτων, η πραγματικότητα ήταν κάπως διαφορετική: Καπιταλισμός Ζόμπι
417
Η κυβέρνηση διαλαλούσε τα περιβαλλοντικά διαπιστευτήρια των πακέτων φορολογικών απαλλαγών, πιστώσεων και αύξησης των δαπανών, όμως μια πιο προσεκτική ματιά οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι πράσινες δαπάνες αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό των μεγαλύτερων πρωτοβουλιών. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των δαπανών στην πραγματικότητα κατευθύνεται σε έργα που θα αυξήσουν τις εκπομπές, όπως είναι οι νέοι αυτοκινητόδρομοι και σταθμοί παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, ενώ πολύ λίγα χρήματα θα δοθούν σε έργα με χαμηλή χρήση συνθέσεων του άνθρακα, που θα μπορούσαν να κάνουν πραγματικά τη διαφορά. Για παράδειγμα, ο Μπάρακ Ομπάμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, θέλει να δαπανηθούν 27 δις δολάρια (21 δις ευρώ ή 19 δις λίρες Αγγλίας) στην κατασκευή νέων δρόμων, κάτι που θα αυξήσει τις εκπομπές της κυκλοφορίας αυτοκινήτων. Παρόλο που κάποια ποσά θα δοθούν για την ανάπτυξη νέων τύπων αυτοκινήτων με χαμηλή χρήση άνθρακα, όπως ηλεκτρικά αυτοκίνητα ή αυτοκίνητα υδρογόνου, τα οφέλη θα επισκιαστούν από την αύξηση των εκπομπών που θα προκαλέσουν τα έξτρα βενζινοκίνητα και πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα».16 Ο Τοντ Στερν (Todd Stem) ο νέος διαπραγματευτής του αμερικάνου προέδρου για τα περιβαλλοντικά ζητήματα, ισχυρίστηκε ότι οι ΗΠΑ «δεν μπορούσαν» να περιορίσουν κατά 20% με 40% τις εκπομπές μέχρι το 2020, παρά την εκτίμηση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) ότι «μέχρι τότε τα αναπτυγμένα έθνη θα πρέπει να επιδιώξουν περικοπές των εκπομπών κατά 20% μέχρι 40% για να αποφευχθεί μια επικίνδυνη κλιματική αλλαγή». 17 Στη Βρετανία οι «πράσινες επιχειρήσεις» βρίσκονται σε «υποχώρηση, με μειώσεις προσωπικού και περικοπές στην παραγωγή» με «την Siemens, την Clipper Windpower ακόμα και την BP από τα μεγάλα ονόματα... να αντιδρούν μ' αυτό τον τρόπο στην επιβράδυνση του τομέα της καθαρής ενέργειας». Η «πιστωτική ασφυξία» οδηγούσε σε «μαρασμό την ανάπτυξη της αιολικής και ηλιακής ενέργειας, που χρειάζονται επειγόντως ρευστό», ενώ η κατάσταση γινόταν «ακόμα χειρότερη με ένα ιστορικά χαμηλό επίπεδο τιμών στην αγορά εμπορίας άνθρακα».18 Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι τα «σήματα» που στέλνουν οι κυβερνήσεις δεν έχουν καμιά απολύτως επίπτωση. Ενθαρρύνουν επεν418
Κρις Χάρμαν
δύσεις σε τομείς όπως η αιολική ενέργεια και τα ψωτοβολταϊκά (όπως, όμως, και στα βιοκαύσιμα,* που απορροφούν ενέργεια). Νέα κεφάλαια ή καινοτόμα παλιά, θα συγκρουστούν διεκδικώντας περισσότερο χώρο και περισσότερους πόρους για τα προϊόντα τους. Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα αυξάνονται ίσως με μικρότερους ρυθμούς απ' ό,τι στο παρελθόν, αν και είναι μάλλον απίθανο να μειωθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όμως, η αμφισημία θα συνεχιστεί, με τις κυβερνήσεις και τους βιομήχανους τη μια μέρα να διακηρύσσουν τη θέληση τους να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή και την επόμενη να διαβεβαιώνουν ότι θα κάνουν τα πάντα για να βγάλουν περισσότερο πετρέλαιο και κάρβουνο από τη γη.
Οι ανάγκες του κεφαλαίου και οι ανάγκες των κεφαλαίων Η επέκταση των κεφαλαίων που ανταγωνίζονται το ένα τ' άλλο - ή όπως το είχε θέσει ο Μαρξ, η αυτοεπέκταση του κεφαλαίου - τα οδηγεί σε ένα όργιο χρησιμοποίησης συνθέσεων του άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας, την ίδια στιγμή που παραδέχονται ότι αυτό είναι καταστροφικό. Το φαινόμενο του καπιταλισμού να καταστρέφει την ίδια την περιβαλλοντική του βάση δεν είναι κάτι καινούργιο, παρόλο που δεν είχε λάβει ποτέ τις σημερινές διαστάσεις. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η ανταγωνιστική συσσώρευση είχε οδηγήσει στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τη φυσική υγεία, ακόμα και την επιβίωση, των εργατών. Ήταν μια παραμέληση που πέρα από την εργατική τάξη, εν τέλει ζημίωνε τον ίδιο το νεαρό ακόμα βιομηχανικό καπιταλισμό, αφού απειλούσε να εξαντλήσει την πηγή εφοδιασμού του με κατάλληλη προς εκμετάλλευση εργατική δύναμη. Ο Μαρξ είχε συνοψίσει ως εξής το τι συνέβαινε: Έτσι, με την παράταση της εργάσιμης μέρας ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που είναι ουσιαστικά παραγωγή υπεραξίας, * Ανανεώσιμο καύσιμο που μπορεί να παραχθεί από έλαια, λίπη και φυτά. Στμ
Καπιταλισμός Ζόμπι
419
απορρόφηση υπερεργασίας, δεν προκαλεί απλώς το μαρασμό της ανθρώπινης εργατικής δύναμης από την οποία στερεί τους κανονικούς όρους της ηθικής και φυσικής ανάπτυξης και δραστηριότητάς της. Προκαλεί την πρόωρη εξάντληση και θανάτωση αυτής της ίδιας της εργατικής δύναμης. Παρατείνει για ένα ορισμένο διάστημα τον παραγωγικό χρόνο του εργάτη, συντομεύοντας το χρόνο της ζωής του.19 Όμως, με αυτό τον τρόπο, ο καπιταλισμός συντομεύει τη «διάρκεια» της «εργατικής δύναμης» του κάθε εργάτη, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη πιο γρήγορης απ' ό,τι θα ήταν το κανονικό αντικατάστασής του, και κατά συνέπεια: γίνεται απαραίτητη... η διάθεση μεγαλύτερων εξόδων φθοράς για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ακριβώς όπως το μέρος της αξίας μιας μηχανής που πρέπει να αναπαράγεται καθημερινά γίνεται πιο μεγάλο όσο πιο γρήγορα φθείρεται η μηχανή. Θα νόμιζε λοιπόν κανένας ότι το ίδιο το συμφέρον του κεφάλαιου τείνει προς μια κανονική εργάσιμη μέρα. Μήπως τα παραπάνω σήμαιναν ότι οι καπιταλιστές έτρεξαν να εγκαθιδρύσουν συντομότερη εργάσιμη μέρα και πιο ανθρώπινες συνθήκες στα εργοστάσια και τις εργατογειτονιές; Κάποιοι, που ήταν πιο διορατικοί σχετικά με τις μακροπρόθεσμες ανάγκες του κεφαλαίου συνολικά, πράγματι το έκαναν. Οι περισσότεροι, ωστόσο, ξεσηκώνονταν ενάντια σε οποιαδήποτε μείωση της εργάσιμης μέρας, ακόμα κι αν αυτή αφορούσε τα παιδιά, τα οποία κάποια μέρα θα γίνονταν πιο παραγωγική, ενήλικη, εργατική δύναμη. Ξανά, ο Μαρξ εξηγούσε πώς λειτουργεί η λογική του καπιταλισμού: Κάθε φορά που γίνεται κάποια χρηματιστηριακή απάτη με τις μετοχές, όλοι ξέρουν ότι θα ξεσπάσει κάποτε η μπόρα, όμως, ο καθένας ελπίζει ότι θα ξεσπάσει στο κεφάλι του διπλανού του, αφού ο ίδιος προηγούμενα θα έχει συλλέξει τη χρυσή βροχή και θα την έχει μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Apres moi la diluge! (Μετά από μένα, ας έρθει ο κατακλυσμός!) είναι το σύνθημα κάθε κεφαλαιοκράτη και κάθε κεφαλαιοκρατικού έθνους. Γι' αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει. Στην κατακραυγή για σωματικό και 420
Κρις Χάρμαν
πνευματικό μαρασμό, για πρόωρο θάνατο και για το μαρτύριο της υπερβολικής εργασίας απαντάει: Γιατί θα 'πρεπε να μας απασχολούν αυτά τα βάσανα, μιας και αυξάνουν τα κέρδη μας;20 Χρειάστηκε συντονισμένη πίεση πάνω στο κεφάλαιο απ' τα έξω, από την κρατική νομοθεσία - προϊόν ως ένα βαθμό των εργατικών κινητοποιήσεων - για να προστατευτεί η εργατική δύναμη από την καταστροφή που της προκαλούσαν εκείνοι που την εκμεταλλεύονταν. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από ογδόντα χρόνια για να υπάρξει το νομικό πλαίσιο που εξασφάλιζε την επαρκή προστασία της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης: όπως είδαμε στο Πέμπτο Κεφάλαιο, οι δυσκολίες στο στρατιωτικό τομέα ήταν ο παράγοντας που ώθησε το κράτος ν<χ δει τη ζημιά που προκαλούσε το κεφάλαιο στο κρέας για τα κανόνια του, με την έλλειψη ενδιαφέροντος για την εργατική δύναμη. Ακριβώς η ίδια αντιμετώπιση μ' εκείνη που περιγράφει ο Μαρξ ισχύει και για την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή, σήμερα. Οι πολιτικοί του καπιταλισμού βγάζουν ωραίους λόγους για την ανάγκη λήψης μέτρων, συγκροτούν επιτροπές και συγκαλούν διακυβερνητικές διασκέψεις, υπόσχονται να αλλάξουν την ίδια τους τη συμπεριφορά και κατόπιν προσκυνάνε τα συμφέροντα που λένε ότι το τάδε ή το δείνα μέτρο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής θα έχει τόσο μεγάλο κόστος που θα γονατίσει την οικονομία. Ωστόσο, ανάμεσα στην τάση για καταστροφή της εργατικής δύναμης το 19ο αιώνα και την καταστροφή του κλίματος της Γης σήμερα, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Η καταστροφή της εργατικής δύναμης λάμβανε χώρα στις βιομηχανικές περιοχές μιας χώρας. Η ζημιά μπορούσε να επιδιορθωθεί με την εισαγωγή εργατών από την ύπαιθρο και την Ιρλανδία. Και σε τελευταία ανάλυση, το εθνικό κράτος μπορούσε να αστυνομεύσει τη συμπεριφορά των μεμονωμένων καπιταλιστών για λογαριασμό των συμφερόντων του κεφαλαίου συνολικά. Δεν υπάρχει ένα παγκόσμιο κράτος ικανό να επιβάλει τη θέληση του σε όλες τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τα εθνικά κράτη που αποτελούν το σύστημα. Το κάθε κράτος και η κάθε επιχείρηση φοβούνται να πάρουν δραστικά μέτρα για τον περιορισμό της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, γιατί μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα άλλες εταιρείες και κράτη να βρουν την ευκαιρία και να εισβάλουν στις αγορές τους. Το Καπιταλισμός Ζόμπι
421
ζήτημα της κλιματικής αλλαγής γίνεται αξεδιάλυτα δεμένο με άλλες συγκρούσεις στο παγκόσμιο σύστημα, τις συγκρούσεις ανάμεσα στα διαφορετικά εθνικά καπιταλιστικά συμφέροντα, ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη και ανάμεσα σε διαφορετικές τάξεις. Θα υπάρξουν περισσότερες απόπειρες για σύναψη διεθνών συμφωνιών, ίσως πιο δεσμευτικών. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, αφού ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων του καπιταλισμού θα αρχίσει να νιώθει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Όμως, οι συμφωνίες θα είναι γεμάτες αδύνατα σημεία και παραθυράκια, γιατί τα διάφορα κράτη που θα τις υπογράφουν θα έχουν αντικρουόμενα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα συμφέροντα. Οι δομές στις οποίες πραγματοποιείται η συσσώρευση κεφαλαίου σε εθνικό επίπεδο, στηρίζονται σε πολύ διαφορετικό βαθμό μεταξύ τους στην ενέργεια από συνθέσεις του άνθρακα. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70 οι ΗΠΑ ήταν αυτάρκεις σε πετρέλαιο, οπότε και η συσσώρευση και η κατανάλωση έχουν διαρθρωθεί πάνω σε μια μεγάλη εξάρτηση από το πετρέλαιο. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα οι ΗΠΑ έχουν μια κατά κεφαλήν κατανάλωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που φτάνει τους 20,2 τόνους. Οι κυριότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν δικά τους αποθέματα πετρελαίου, οπότε και διαμόρφωσαν κάπως διαφορετική διάρθρωση συσσώρευσης και κατανάλωσης (με τη βενζίνη για παράδειγμα να κοστίζει περίπου τρεις φορές ακριβότερα απ' ό,τι στις ΗΠΑ) και κατά συνέπεια να έχουν μόνο 8,8 τόνους εκπομπές κατά κεφαλήν. Η ταχεία εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση της Κίνας στηρίζεται σε μια τεράστιας κλίμακας χρήσης κάρβουνου και οι συνολικές εκπομπές πλησιάζουν το ποσό των ΗΠΑ, παρόλο που το 2004 οι κατά κεφαλήν εκπομπές ήταν λίγο παραπάνω από το 1/6 των ΗΠΑ και 40% των δυτικοευρωπαϊκών.21 Οι τεράστιες διαφορές σημαίνουν ότι μέτρα που περικόπτουν στα σοβαρά τις εκπομπές αερίων θα θίξουν επίσης με πολύ διαφορετικό τρόπο τις επιχειρήσεις που έχουν τη βάση τους στις διάφορες χώρες. Αυτός ο παράγοντας εξηγεί για παράδειγμα τη φαινομενικά μεγαλύτερη επιμονή της EE στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για ανάληψη δράσης κατά της κλιματικής αλλαγής σε αντίθεση με τις ΗΠΑ: τα εθνικά κράτη που συναποτελούν την EE θα κέρδιζαν από μια ενδεχόμενη δέ422
Κρις Χάρμαν
σμη μέτρων που θα έπλητταν δυσανάλογα τις αμερικάνικες εταιρείες σε σχέση με τις «δικές» τους. Το ποσό που αναλογεί στις ΗΠΑ έχει τεράστια σημασία. «Διεθνείς θεσμοί» για τον έλεγχο του παγκόσμιου συστήματος μπορεί να έχουν αποτελεσματικότητα μοναχά αν τα προγράμματά τους συμπίπτουν με τα συμφέροντα των κεφαλαίων που έχουν τη βάση τους στις ΗΠΑ, με την τεράστια στρατιωτική τους ισχύ και επιρροή στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Μπορεί κάποιες φορές περιφερειακές δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία ή η Ευρωπαϊκή Ένωση να κατορθώνουν να μπλοκάρουν ρυθμίσεις προς όφελος των ΗΠΑ, όμως δεν μπορούν να τις υποκαταστήσουν με τις δικές τους. Αυτό ισχύει και για τη ρύθμιση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όσο και για τις χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις που επιβάλλει το ΔΝΤ ή τις εμπορικές ρυθμίσεις που είναι υπόθεση του ΠΟΕ. Στην πράξη, η παραδοχή των κινδύνων που εγκυμονεί η κλιματική αλλαγή από εκείνους που διαχειρίζονται το παγκόσμιο σύστημα, θα σημάνει έντονα διεθνή παζάρια, κατά τα οποία το κάθε σημαντικό κράτος θα υποτάσσει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στα συμφέροντα των κεφαλαίων που έχουν τη βάση τους στο εθνικό του έδαφος. Η ρύθμιση θα συνεχίσει να έχει αργούς ρυθμούς, να είναι αναποτελεσματική και ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες που θα έχουν οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, όχι μόνο στο κλίμα, αλλά και στο σύστημα. Ήδη, κάποιες από τις άμεσες, βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, είναι παρούσες στη ζωή μας. Οι περισσότερο άμεσα ορατές είναι εκείνες που προκαλούνται από την άνοδο των θερμοκρασιών: για παράδειγμα, ενδείξεις ότι οι παγετώνες μικραίνουν ή ότι πολλά είδη πουλιών στη Βρετανία γεννάνε τα αυγά τους περίπου μια βδομάδα νωρίτερα σε σχέση με τη δεκαετία του '50.22 Κάποιες από τις πιο σημαντικές επιπτώσεις θα είναι λιγότερο άμεσα αντιληπτές. Τα κλιματικά μοντέλα δείχνουν ότι η υπερθέρμανση προκαλεί μετατοπίσεις στα ωκεάνια ρεύματα, αλλαγές στο επίπεδο των υδρατμών στην ατμόσφαιρα και στις ατμοσφαιρικές πιέσεις, που με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως για παράδειγμα πιο συχνές και ισχυρές θύελλες από τη μια και πιο μεγάλες ξηρασίες από την άλλη. Δεν μπορούμε να συνάγουμε από τα παραπάνω ότι κάθε βραχυπρόθεσμη αλλαγή στις καιρικές συνθήκες είναι συνέπεια της κλιματικής αλλαΚαπιταλισμός Ζόμπι
423
γης, όμως συσσωρεύονται αποδείξεις για το ότι τόσο οι τυφώνες όσο και οι ξηρασίες ξεσπούν όλο και πιο συχνά. Αν πυροδοτηθούν οι μηχανισμοί ανατροφοδότησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, τέτοιες καταστροφές τοπικής εμβέλειας θα γίνουν πολύ συχνότερες. Θα σημειώνονται περισσότερες κακές σοδειές, περισσότερες πλημμύρες σε δέλτα ποταμών και περιοχών που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, περισσότερες υπερχειλίσεις της κοίτης ποταμών, περισσότερη ερημοποίηση μέχρι πρόσφατα εύφορων εκτάσεων, όπως και αλλαγές στους τρόπους καλλιέργειας.
Κορύφωση πετρελαίου Παραδόξως, ένα άλλο οικολογικό όριο που συναντά ο καπιταλισμός είναι ο αυξανόμενος φόβος ότι η κύρια πηγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, δηλαδή το πετρέλαιο, ίσως εξαντλείται. Η έννοια της «κορύφωσης πετρελαίου» [peak oil] αντιμετωπίζεται όλο και πιο σοβαρά. Δηλαδή η εκτίμηση ότι βρισκόμαστε μπροστά στο σημείο όπου η παραγωγή του πετρελαίου δεν θα μπορεί να αυξάνεται με τους ρυθμούς που απαιτούνται για την κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών γι' αυτό. Το ζήτημα έγινε για πρώτη φορά ευρέως γνωστό το 1998, όταν το περιοδικό Scientific American δημοσίευσε ένα άρθρο το οποίο υποστήριζε ότι στα επόμενα δέκα χρόνια η παραγωγή πετρελαίου θα φτάσει στο ανώτατο σημείο της. Από τότε, έχουν δημοσιευτεί ανασκευές και κόντρα ανασκευές αυτής της εκτίμησης, όπου μια σειρά οικονομολόγοι και γεωλόγοι έχουν διατυπώσει πολύ διαφορετικά μεταξύ τους σενάρια για το τι συμβαίνει με τα αποθέματα και τη δυνητική παραγωγή του πετρελαίου.23 Σε ένα σημαντικό βαθμό τα επιχειρήματα που διατυπώνονται αντανακλούν διαφορετικά συμφέροντα. Οι γιγάντιες πετρελαϊκές εταιρείες τείνουν να υπερεκτιμούν τα μακροπρόθεσμα αποθέματα που διαθέτουν, γιατί αυτό ενισχύει τις τιμές των μετοχών τους. Τα στοιχεία που παρουσιάζουν αυτές οι εταιρείες έρχονται κατόπιν να τα αμφισβητήσουν αυτοί που ανησυχούν για τις μακροπρόθεσμες ενεργειακές ανάγκες των κεφαλαίων που έχουν τη βάση τους στα διάφορα εθνικά κράτη, αλλά και αυτοί που ασκούν διάφορες «σκανδαλοθηρικές» κριτι424
Κρις Χάρμαν
κές του συστήματος. Επίσης, υπάρχει σημαντική δυσκολία στην αποσαφήνιση των πραγματικών δεδομένων, μιας και οι μεγάλες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες αποκρύπτουν την πραγματική έκταση των αποθεμάτων τους, όσο παζαρεύουν μεταξύ τους στον OPEC και με τις πετρελαϊκές εταιρείες. Όπως επισημαίνει μια επικριτική έκθεση: Ένα μεγάλο ερώτημα που ακόμα περιμένει απάντηση, είναι η κατάσταση της παραγωγής πετρελαίου στο Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η απάντηση θα καθορίσει και τη χρονική στιγμή που θα εκδηλωθεί η κορύφωση πετρελαίου... λόγω της μυστικότητας που περιβάλλει την παραγωγή πετρελαίου στο Βασίλειο.24 Όμως, μέσα απ' αυτή την αντιπαράθεση είναι δυνατό να καταλήξουμε σε δυο σαφή συμπεράσματα. Πρώτον, η κορύφωση του πετρελαίου είναι πιθανό να εκδηλωθεί μέσα στο επόμενο τέταρτο του αιώνα, ίσως και μέσα σε χρόνια και όχι δεκαετίες, επιβάλλοντας τη στήριξη σε άλλες πηγές ενέργειας. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας [International Energy Agency], ο κλάδος ενέργειας του ΟΟΣΑ, που για πολύ καιρό απέρριπτε την επιχειρηματολογία για την κορύφωση πετρελαίου, τώρα παραδέχεται ότι «στα επόμενα χρόνια» θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια «επικείμενη 'πετρελαϊκή ασφυξία'».25 Η Διεύθυνση Ενεργειακής Πληροφόρησης [Energy Information Administration] του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, τον Ιούλη του 2000 συμπέρανε ότι «η συμβατική παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου μπορεί να αυξηθεί για μια ή δυο δεκαετίες πριν αρχίσει να μειώνεται». Όμως, ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ (John Bellamy Foster) επισημαίνει ότι: «Η ίδια η ανάλυση ωστόσο... δείχνει ότι η παγκόσμια κορύφωση πετρελαίου μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και το 2021». 26 Επί της ουσίας, όποιο σετ στοιχείων και να αποδεχτεί κάποιος, είναι σαφές ότι η τυφλή αυτοεπέκταση του κεφαλαίου είναι κοντά στο να εξαντλήσει την πιο σημαντική γι' αυτό πρώτη ύλη, εκείνη στην οποία βασίζεται σχεδόν το σύνολο της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η κορύφωση πετρελαίου, δεν σημαίνει άμεση εξαφάνισή του: θα συνεχίσει να είναι διαθέσιμο για πολλές δεκαετίες, όμως, το κόστος του θα αυξάνεται και οι συγκρούσεις για το ποιος θα παίρνει μεγαλύτερο και ποιος μικρότερο τμήμα του θα εντείνονται. Καπιταλισμός Ζόμπι
425
Ασχέτως με το χρόνο εκδήλωσης της κορύφωσης του πετρελαίου, στο «εδώ και τώρα» τα κράτη ανησυχούν για τη μελλοντική τους «ενεργειακή ασφάλεια». Επανειλημμένες επίσημες εκθέσεις στις ΗΠΑ έχουν εκφράσει τέτοιες ανησυχίες, με πρώτη τη διαβόητη Έκθεση για την Εθνική Ενεργειακή Πολιτική του Μάη 2001, που την επεξεργάστηκε μια ειδική ομάδα με επικεφαλής τον τότε αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι. Χωρίς να αναφέρεται στην κορύφωση πετρελαίου, η έκθεση διατύπωνε ανησυχίες για τον εγγυημένο πετρελαϊκό εφοδιασμό των ΗΠΑ και παρακινούσε «να γίνει προτεραιότητα της εμπορικής και εξωτερικής μας πολιτικής η ενεργειακή ασφάλεια».27 Το Φλεβάρη του 2007 μια Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου* των ΗΠΑ «υποστήριζε ότι σχεδόν όλες οι μελέτες έχουν δείξει πως η κορύφωση πετρελαίου θα εκδηλωθεί κάποια στιγμή πριν το 2040 κι ότι οι ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ δεν έχουν ακόμα αρχίσει να ασχολούνται με το ζήτημα της προετοιμασίας του έθνους για την αντιμετώπιση αυτής της επερχόμενης έκτακτης ανάγκης».2® Όπως ο όρος «άμυνα», έτσι κι ο όρος «ασφάλεια», όταν χρησιμοποιείται από κυβερνήσεις μπορεί να έχει διπλό νόημα. Μπορεί να σημαίνει την προστασία των ενεργειακών εισροών για οικιακή ή βιομηχανική κατανάλωση. Μπορεί να σημαίνει όμως την υλοποίηση πολιτικών που επιτρέπουν την άσκηση μεγαλύτερων πιέσεων σε άλλα κράτη. Για παράδειγμα, ο έλεγχος της ροής του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής, ένας από τους σκοπούς της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, αφορούσε περισσότερο τον έλεγχο του εφοδιασμού σε πετρέλαιο πιθανών περιφερειακών ανταγωνιστών της αμερικάνικης ηγεμονίας, παρά την εξασφάλιση του εφοδιασμού των ίδιων των ΗΠΑ σε πετρέλαιο. Από την περιοχή της Μέσης Ανατολής προέρχεται μόλις το 1/8 του εφοδιασμού των ΗΠΑ σε πετρέλαιο (σε σύγκριση με τα 3/8 που προέρχονται από τον Καναδά, το Μεξικό και τη Βενεζουέλα). Οι ΗΠΑ προσπαθούν να διασφαλίσουν τη λειτουργία δικών τους στρατιωτικών βάσεων και την ύπαρξη πιστών συμμάχων στις διαδρομές των πετρελαιαγωγών και των * Η σημερινή του ονομασία είναι General Accountability Office, γιατί οι αρμοδιότητες των ελέγχων του καλύπτουν πολύ περισσότερα ζητήματα από τα οικονομικά των δημόσιων υπηρεσιών. Ομως στην περίπτωση των ΗΠΑ υπάγεται στο Κογκρέσο, όχι στην εκτελεστική εξουσία, δηλαδή την κυβέρνηση. Στμ. 426
Κρις Χ ά ρ μ α ν
οδών ανεφοδιασμού σε πετρέλαιο. Έτσι εξηγείται, παραδείγματος χάριν, η έντονη αντίδρασή τους στην επίδειξη δύναμης της Ρωσίας κατά τη διάρκεια του πολέμου Γεωργίας και Νότιας Οσετίας το καλοκαίρι του 2008. Ένας κόσμος που πλησιάζει την «κορύφωση πετρελαίου» είναι αναγκαστικά ένας κόσμος εντεινόμενων συγκρούσεων ανάμεσα σε κράτη και μέσα στο εσωτερικό των κρατών, όπως ακριβώς είναι κι ο κόσμος της κλιματικής αλλαγής. Υπάρχει μια αναπόφευκτη αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δυο. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ότι η κορύφωση πετρελαίου και οι υψηλότερες τιμές που θα σημάνει, θα λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην κλιματική αλλαγή. Ίσως, πράγματι να εκδηλωθεί μια καθοδική τάση στην κατανάλωση του πετρελαίου, όπως συνέβη για παράδειγμα με την κατανάλωση βενζίνης μετά την εκτόξευση των πετρελαϊκών τιμών στα μέσα του 2008.29 Όμως, δεν υπάρχει καμιά αυτόματη ακύρωση των συνεπειών της μιας τάσης από τις συνέπειες της άλλης. Η κορύφωση του πετρελαίου μπορεί να σημαίνει επίπεδα κατανάλωσης πετρελαίου τόσο υψηλά όσο και τα σημερινά επί δεκαετίες, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Στο μεταξύ, οι φόβοι για την ενεργειακή ασφάλεια, οδηγούν σε μια ένταση των ερευνών για τον εντοπισμό και άλλων κοιτασμάτων πετρελαίου, την εξάπλωση της χρήσης του κάρβουνου, που είναι υπεύθυνο όσο και το πετρέλαιο για τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα, όπως και στην αύξηση της χρήσης σιτηρών ή φυτικών ελαίων για τη παραγωγή αιθανόλης και βιοντίζελ που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα στις μετακινήσεις και που μπορεί να αυξήσουν περισσότερο τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.30
Τροψή και καπιταλισμός Η περίοδος 2006-8 παρείχε ενδείξεις ότι ο καπιταλισμός θέτει ο ίδιος ακόμα ένα οικολογικό όριο στον εαυτό του: να μην είναι ικανός να παράγει αρκετή τροφή για τον πληθυσμό. Οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων προκάλεσαν προβληματισμό για το αν το σύστημα μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχιση της ανόδου στην παραγωγή τροφίμων, καθώς μια σειρά αναλυτές επισήμαναν μια πτωτική τάση στην αύξηση της παραΚαπιταλισμός Ζόμπι
427
γωγής τροφίμων.31 Τέτοιες ανησυχίες δεν διατυπώνονται για πρώτη φορά. Στα πρώτα χρόνια του βιομηχανικού καπιταλισμού ο Μάλθους (Malthus) είχε υποστηρίξει ότι το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας του πληθυσμού δεν είχε κανένα νόημα, μιας και κάτι τέτοιο θα εξωθούσε τους ανθρώπους να γεννάνε περισσότερα παιδιά με ένα ρυθμό μεγαλύτερο απ' αυτόν που θα μπορούσε να καλύψει η παραγωγή τροφίμων. Ο Μαρξ κι ο'Ενγκελς είχαν απορρίψει την άποψη ότι υπάρχει κάποιο φυσικό όριο στην ανθρώπινη ευημερία ως δικαιολόγηση της εκμετάλλευσης από έναν υπερασπιστή του συστήματος. Όμως, όπως έχουμε δει στο Τρίτο Κεφάλαιο, υποστήριζαν επίσης ότι ο καπιταλισμός, από τη στιγμή που αναπτύσσεται πέραν ενός σημείου, βάζει εμπόδια στην παροχή τροφής. Κι αυτό γιατί η καπιταλιστική γεωργία αφαιρεί τα θρεπτικά συστατικά που εξασφαλίζουν τη γονιμότητα του εδάφους με μεγαλύτερη ταχύτητα από εκείνη που τα αντικαθιστά.32 Ο Μαρξ κι ο 'Ενγκελς δεν έθεσαν αυτό το ζήτημα στο κέντρο της ανάλυσής τους για το σύστημα, για τον απλό λόγο ότι στις δεκαετίες του 1860 και του 1870 διαπίστωναν ότι το σύστημα αναπλήρωνε τις καταστροφές που προκαλούσαν οι δικές του γεωργικές μέθοδοι στις «παλιές» περιοχές, με την παραγωγή τροφίμων στη Βόρεια Αμερική, όπου απέραντα λιβάδια παραδίδονταν για καλλιέργεια. Μετά το θάνατο τους το θέμα έγινε περιθωριακό για τους περισσότερους μαρξιστές, γιατί την απώλεια των φυσικών θρεπτικών συστατικών την αναπλήρωνε η χρήση ανόργανων λιπασμάτων. Μέχρι και τα τέλη του 20ού αιώνα η παραγωγή τροφίμων μεγάλωνε με ταχύτερους ρυθμούς απ' ό,τι ο παγκόσμιος πληθυσμός. Εκατομμύρια άνθρωποι υπέφεραν από φρικτούς λιμούς και χρόνιο υποσιτισμό, όμως αυτά δεν ήταν προϊόν ανεπαρκούς παραγωγής τροφίμων, αλλά προϊόν της φτώχειας που προκαλεί η ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Στη δεκαετία του 1960, τα σημάδια της επερχόμενης απόλυτης έλλειψης τροφίμων στη Νότια και την Ανατολική Ασία, αντιμετωπίστηκαν με την «Πράσινη Επανάσταση» - δηλαδή με την καλλιέργεια νέων τύπων δημητριακών που στηρίζονταν σε μεγαλύτερη χρήση λιπασμάτων και πιο πυκνή άρδευση. Αυτές οι μέθοδοι συνήθως πήγαιναν χέρι-χέρι με την επέκταση των μορφών καπιταλιστικής γεωργίας, στη θέση των παλιών αγροτών που καλλιεργούσαν το δι428
Κρις Χάρμαν
κό τους κομμάτι γης για τις δικές τους ανάγκες. Η αύξηση στην απόδοση τροφίμων ήταν πολύ πραγματική - οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί κάποιων «οργανικών» κριτικών της σύγχρονης γεωργίας είναι απλά ανοησίες. Ανάμεσα στα μέσα της δεκαετίας του '60 και τα μέσα της δεκαετίας του '80 η απόδοση των σιτηρών αυξανόταν κατά 3% με 4% ετησίως και του ρυζιού 2% με 3% ετησίως. Όμως, στις δυο τελευταίες δεκαετίες οι αυξήσεις ακολουθούν φθίνουσα πορεία και μόλις που ξεπερνούν την - επίσης φθίνουσα - αύξηση του πληθυσμού της Γης. «Το παραγόμενο προϊόν από την Πράσινη Επανάσταση έχει σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο χωρίς να αυξάνεται».33 Για να αυξηθεί η παραγωγή χρειάζονται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες λιπασμάτων, ενώ η επάρκεια ύδατος γίνεται ένα όλο και πιο οξύ πρόβλημα, η συγκέντρωση σε περιορισμένο χώρο πολλών καλλιεργειών αυξάνει τους κινδύνους διάδοσης φυτικών ασθενειών και οι εκτάσεις που είναι αφιερωμένες στην παραγωγή τροφίμων δεν αυξάνονται. Όπως παραδέχεται η Παγκόσμια Τράπεζα σε μια Έκθεση για την Παγκόσμια Ανάπτυξη: Πολλές αγροτικές χώρες θα επιδείξουν αναιμική κατά κεφαλήν αγροτική ανάπτυξη και περιορισμένο δομικό μετασχηματισμό... Το ίδιο ισχύει και για τεράστιες περιοχές μέσα σε κάθε τύπου χώρες. Η ταχεία πληθυσμιακή αύξηση, το φθίνον μέγεθος των αγροτικών ιδιοκτησιών, όπως και η φθίνουσα γονιμότητα του εδάφους, οι χαμένες ευκαιρίες για τη διαφοροποίηση των εισοδημάτων και η μετανάστευση δημιουργούν προβλήματα και οι αναπτυξιακές δυνατότητες της γεωργίας παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο.34 Το πρόβλημα δεν είναι ότι με κάποιο τρόπο ο Μάλθους δικαιώνεται μετά από 220 χρόνια. Σήμερα υπάρχουν τα μέσα για την αύξηση της παραγωγής, ούτως ώστε να καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες ενός παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% και κατόπιν να αρχίσει να μειώνεται αργά. Το πρόβλημα, αντιθέτως, είναι η «υπάρχουσα δομή της αγροτικής συσσώρευσης».35 Από τα μέσα της δεκαετίας του '70, η παγκόσμια γεωργία διαμορφώνεται όλο και περισσότερο σύμφωνα με τα συμφέροντα μιας χούφτας γιγάντιων εταιρειών [agribusiness], που έχουν τη βάση τους στις ΗΠΑ. Οι εταιρείες αυτές ελέγχουν τη γεωργική καινοτομία, παρέχουν τις εισροές (τύπους σπόΚαπιταλισμός Ζόμπι
429
ρων, λιπάσματα, ζιζανιοκτόνα, αγροτικά μηχανήματα) που χρησιμοποιούν οι αγρότες, «μικροί» και «μεγάλοι», παγκόσμια. Το συμφέρον των εταιρειών είναι να κρατάνε τα προϊόντα τους τυποποιημένα (για να είναι χαμηλό το κόστος της παραγωγής τους) και έτσι λαμβάνουν όσο λιγότερο γίνεται υπόψη τους τις τοπικές συνθήκες καλλιέργειας. Οι έρευνές τους «επικεντρώνονται περισσότερο σε καινοτομίες που ελαχιστοποιούν το κόστος, παρά σε κείνες που αυξάνουν τις αποδόσεις».3* Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν γίνει πολύ λίγα από άποψη καινοτομιών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα 400 εκατομμύρια των «μικρών» αγροτών, πέρα από τη διαφήμιση των γενετικά μεταλλαγμένων καλλιεργειών, ως τη μαγική λύση - ασχέτως των παρενεργειών τους - στα τοπικά οικοσυστήματα και της καταλληλότητας όσων έχουν ήδη αναπτυχθεί για τις συνθήκες που επικρατούν σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη. ΣΤΟ μεταξύ, μια σειρά αναπτυσσόμενες χώρες έχουν μειώσει το ποσοστό των επενδύσεων στη γεωργία από 10% του ΑΕΠ που ήταν το 1980 στο 4%.37 Όμως, όπως επισημαίνει και ο Ρόναλντ Τρόστλ (Ronald Trostle) της ομάδας οικονομικής έρευνας του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ: «Συνήθως ήταν η χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο έρευνα εκείνη που επικέντρωνε στην ανάπτυξη των αποδόσεων και της παραγωγής, ιδιαίτερα σε περιοχές του κόσμου όπου οι αγρότες δεν είναι σε θέση να πληρώνουν δικαιώματα για νέους τύπους σπόρων».38 Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ο παγκόσμιος εφοδιασμός σε τρόφιμα από τα παραπάνω, ήρθε στην επιφάνεια με έντονο τρόπο το 2007-8 με την παγκόσμια απότομη άνοδο των τιμών των σιτηρών, που απείλησε με λιμό εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων. Οι αυξανόμενες τιμές έπληξαν εξίσου πολλούς μικρούς αγρότες, που δεν πουλάνε μόνο τρόφιμα, αλλά και τα αγοράζουν. Ξαφνικά, η «ασφάλεια τροφίμων» προστέθηκε στις ανησυχίες των κυβερνήσεων, δίπλα στην ενεργειακή ασφάλεια. Βραχυπρόθεσμα, η δυνατότητα των αγροτών σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική να καλλιεργήσουν εκτάσεις γης που είχαν μείνει ακαλλιέργητες λόγω αγρανάπαυσης δημιούργησαν τη δυνατότητα να καλυφθούν κάποια κενά στον παγκόσμιο εφοδιασμό τροφίμων και οδήγησε στις αρχές του 2009 σε πτώση στις τιμές κάποιων αγροτικών προϊόντων, παρόλο που δεν υποχώρησαν στο επίπεδο που βρίσκονταν δυο χρόνια νωρίτερα. Η κρίση ήταν περισσότερο οιωνός για το μέλλον - την απειλή μιας 430
Κρις Χάρμαν
τρομερής χειροτέρευσης της ζωής εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων - παρά άμεση εκδήλωση μιας παγκόσμιας καταστροφής.3' Όπως σημείωνε μια μελέτη: «Ο πραγματικός κίνδυνος είναι η εμφάνιση κάπου στο μέλλον μιας 'ασφυξίας τροφίμων', η οποία θα πλήξει ιδιαιτέρως τις χώρες που εξαρτώνται από εισαγωγές τροφίμων και τους φτωχούς παντού». 40 Υπάρχουν μια σειρά ενδείξεις για το ότι οι τιμές των τροφίμων του 2006-8 δεν ήταν απλά το αποτέλεσμα της κερδοσκοπίας στην ύστερη φάση της φούσκας των μέσων της δεκαετίας του 2000. Στις αρχές του 2009 μια έκθεση ανέφερε ότι «οι τιμές των τροφίμων είναι έτοιμες να αυξηθούν ξανά», επειδή οι μακροπρόθεσμες «τάσεις που δημιουργούν έλλειψη πόρων, ιδιαίτερα η κλιματική αλλαγή, η ενεργειακή ασφάλεια και η διαθεσιμότητα ύδατος», θα ασκούν πιέσεις στις τιμές και την παραγωγή.41 Οι ελλείψεις τροφίμων του 2008 έδειξαν το πώς τα διαφορετικά στοιχεία της κρίσης που είναι ενδημική στον καπιταλισμό μπορούν να αλληλεπιδρούν. Επειδή, οι ελλείψεις δεν είχαν ως αιτία τους μόνο την εξάντληση των πλεονεκτημάτων της Πράσινης Επανάστασης.Ήταν επίσης το προϊόν των πιθανών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, με τις αποτυχημένες σοδειές στην Αυστραλία εξαιτίας της ξηρασίας και στην Ευρώπη εξαιτίας πλημμυρών. Είχε να κάνει επίσης με το διεστραμμένο τρόπο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και εξασφάλισης της ενεργειακής ασφάλειας από τον καπιταλισμό: το 1/3 της σοδειάς καλαμποκιού των ΗΠΑ και το μισό της καλλιέργειας ελαιούχων σπόρων στην Ευρώπη πάει για την παραγωγή βιοκαυσίμων.42Ήταν επίσης αποτέλεσμα και της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, οι οποίες έκαναν πιο υψηλό το κόστος των λιπασμάτων και των καυσίμων στα οποία βασίζονται οι καλλιέργειες στον 21ο αιώνα, όπως και στην ένταση του πρώτου σκέλους του κύκλου άνθηση-κρίση στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 2000, που οδήγησε σε μια πολύ μεγάλη αύξηση κατανάλωσης κρέατος από τα μεσοστρώματα, ιδιαίτερα στην Κίνα. Στον 21ο αιώνα θα πρέπει να περιμένουμε μια τέτοια αλληλεπίδραση του οικονομικού, του περιβαλλοντικού και του πολιτικού στοιχείου, με αποτέλεσμα επανειλημμένες και πολύ βαθιές κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις, που βάζουν τα όρια στην επιλογή ανάμεσα στην παγκόσμια καταστροφή και την επαναστατική αλλαγή. Καπιταλισμός Ζόμπι
431
Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο
Το αφηνιασμένο σύστημα και το μέλλον για την ανθρωπότητα
Το 1999, στο αποκορύφωμα των αυταπατών για την παγκοσμιοποίηση και το «νέο οικονομικό υπόδειγμα», ο Αντονι Γκίντενς (Anthony Giddens) δημοσίευσε ένα βιβλίο με ένα παράξενο τίτλο. Ο Γκίντενς ήταν (και παραμένει) ο πιο γνωστός ακαδημαϊκός υπέρμαχος του «τρίτου δρόμου», της απόρριψης, δηλαδή, των παλιών προσπαθειών της σοσιαλδημοκρατίας να εξημερώσει τον καπιταλισμό (ο ίδιος ο Γκίντενς είχε αποκληθεί ταιριαστά ως «ο κοινωνιολόγος της αυλής του Μπλερ»). 1 Ωστόσο, ο τίτλος του βιβλίου ήταν Ο Αφηνιασμένος Κόσμος. Περιγράφει έναν κόσμο που μοιάζει με άλογο που καλπάζει αφηνιασμένο και οι κυβερνήσεις και τα άτομα δεν μπορούν να το σταματήσουν, παρά μόνο να το καβαλήσουν κινδυνεύοντας. Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν για να επηρεάσουν την πορεία του είναι, από τη μια πλευρά, να το σπιρουνίζουν με επενδύσεις κοινωνικού κεφαλαίου και, από την άλλη, να του τραβάνε τα γκέμια με περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες. Όμως, οι διαδοχικές κρίσεις που έχουν σημαδέψει τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες δείχνουν τη ματαιότητα τέτοιων προσπαθειών. Ο αφηνιασμένος κόσμος είναι στην πραγματικότητα το οικονομικό σύστημα που περιέγραψε ο Μαρξ ως το τέρας του Φρανκενστάιν, που έχει ξεφύγει από τον ανθρώπινο έλεγχο, το βαμπίρ που ρουφά το αίμα των ζωντανών σωμάτων από τα οποία τρέφεται. Πράγματι, η αυτοεπέκτασή του το οδήγησε να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, σέρνοντας ολόΚαπιταλισμός Ζόμπι
433
κληρη την ανθρωπότητα στους κύκλους του ανταγωνισμού με στόχο τη συσσώρευση και τη συσσώρευση με στόχο τον ανταγωνισμό. Όμως, η επέκταση του συστήματος στον 21ο αιώνα χαρακτηρίζεται, όπως και στα μέσα του 19ου όταν ο Μαρξ έκανε τις μελέτες του για να γράψει το Κεφάλαιο, από σπασμωδικότητα, από μανιασμένα άλματα που ξαφνικά διακόπτονται από βαθιές κρίσεις. Το στοιχείο που διαπερνά τις φάσεις επέκτασης και ύφεσης του συστήματος είναι το άλλο χαρακτηριστικό του, το οποίο επεσήμανε ο Μαρξ: η καθοδική πίεση στην κερδοφορία που είναι η αιτία για τις απόπειρες των καπιταλιστών να περικόψουν μισθούς και κοινωνικές παροχές ενώ πιέζουν τους εργάτες να δουλεύουν πιο σκληρά, παρόλο που με αυτό τον τρόπο ροκανίζουν και την αγορά των καταναλωτικών αγαθών που παράγουν άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Είδαμε το πώς αυτά τα στοιχεία συνδυάστηκαν και παρήγαγαν τη μεγάλη κρίση του μεσοπολέμου και την επανεμφάνιση της κρίσης στα μέσα της δεκαετίας του '70. Είδαμε επίσης πως παρήγαγαν την οικονομία της φούσκας του χρέους, που οδήγησε στη μεγάλη κατάρρευση του 2007-9. Στις δεκαετίες που έρχονται, θα δούμε το ίδιο πράγμα να συμβαίνει ξανά και ξανά με τη μια ή την άλλη μορφή. Μπορούμε να πούμε ότι το σύστημα είναι ακόμα πιο χαοτικό απ' ό,τι την εποχή του Μαρξ. Το ίδιο το μέγεθος των μονάδων που το αποτελούν, το έχουν κάνει να χάσει κάποιο μέρος από την παλιά του ευλυγισία. Η καταστροφή κάποιων κεφαλαίων μέσω των περιοδικών κρίσεων, ενώ παλιότερα έδινε νέες ανάσες ζωής σε όσα κεφάλαια παρέμεναν όρθια, τώρα απειλεί να τα τραβήξει και αυτά στην πτώση. Η παροχή «οξυγόνου» από το κράτος μπορεί να αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση του συστήματος, όμως δεν μπορεί να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη ζωτικότητά του. Στην καλύτερη περίπτωση τέτοια γιατρικά προκαλούν ένα σύντομο διάλειμμα πυρετώδους αγαλλίασης, πριν ακολουθήσει μια ακόμα κατάρρευση. Και το κόστος αυτών των συστημάτων που διατηρούν στη ζωή το σύστημα, αργά ή γρήγορα οδηγούν τις δυνατότητες του κράτους στα όριά τους. Τα σύγχρονα κράτη είναι δημιουργήματα του καπιταλιστικού συστήματος και εξελίσσονται για να υπηρετήσουν τις ανάγκες των γεωγραφικών συμπλεγμάτων των κεφαλαίων που το αποτελούν. Όσο περισσότερο αυτά τα συμπλέγματα εξαρτώνται από τις σχέσεις τους με το 434
Κρις Χάρμαν
παγκόσμιο σύστημα, τόσο περισσότερο έχουν ανάγκη την ισχύ των κρατών για να φροντίζουν για τα συμφέροντά τους. Ωστόσο, ο μόνος τρόπος για να το κατορθώσει αυτό κάθε κράτος είναι να ασκήσει πιέσεις πάνω σε άλλα κράτη, συμβάλλοντας μ' αυτό τον τρόπο στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση του συστήματος συνολικά. Τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη στη διάρκεια μιας κρίσης για να προστατεύσουν τα κεφάλαια που έχουν σ' αυτά τη βάση τους, αναγκαστικά παραβιάζουν τα συμφέροντα άλλων κεφαλαίων που έχουν τη βάση τους σε άλλα κράτη, με αποτέλεσμα ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια. Η σημασία τους δεν περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη οικονομική κρίση. Είναι μια πρόγευση για το πώς θα μοιάζει ο υπόλοιπος 21ος αιώνας. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που δεν ησυχάζει ποτέ. Δεν παραμένει ποτέ ακίνητο- είτε βρίσκεται σε φάση οικονομικής άνθησης είτε σε φάση ύφεσης, είτε βρίσκεται σε ειρήνη είτε σε πόλεμο, είτε σε μια μεγάλη πόλη είτε σε ένα μακρινό σημείο της υπαίθρου. Η ανταγωνιστική συσσώρευση αναπλάθει ότι ακουμπά το σύστημα και πριν καλά καλά τελειώσει, του δίνει ξανά διαφορετικό σχήμα. Η ταχύτητα της αλλαγής έχει μεγάλη σημασία από μόνη της. Σημαίνει, ότι τα σχετικά οικονομικά βάρη των κρατών στα οποία βασίζονται μονάδες κεφαλαίου, βρίσκονται σε διαρκή ροή, καθώς τα κράτη χρειάζεται να παρεμβαίνουν για να προστατεύουν τα κεφάλαιά τους από τις αναταράξεις του παγκόσμιου συστήματος. Το πρόβλημα για τις ΗΠΑ, που βρίσκονται στην κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας, είναι έντονο. Η θέση της στηριζόταν στο ρόλο της ως χωροφύλακα του παγκόσμιου συστήματος, σαν μια δύναμη που, στο στυλ της μαφίας, πρόσφερε γενική προστασία στις υπόλοιπες κυρίαρχες τάξεις και χρησιμοποιούσε αυτή τη θέση για να εξασφαλίσει τα προνόμια των κεφαλαίων που είχαν τη βάση τους στις ΗΠΑ. Οι κρίσεις κάνουν αυτή την προνομιούχα θέση πιο αναγκαία από ποτέ για τα εν λόγω κεφάλαια. Οι αποτυχίες του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», σήμαιναν ότι ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 άλλα κράτη ένιωθαν περισσότερη αυτοπεποίθηση να αμφισβητήσουν αυτά τα προνόμια, όπως έδειξε το άπλωμα της επιρροής της Κίνας στην Αφρική, της Ρωσίας σε τμήματα της πρώην ΕΣΣΔ, και των BRICS στα παγκόσμια εμπορικά παζάρια. Κι ύστερα ξέσπασε η κρίση που ξεκίνησε το 2007 και συΚαπιταλισμός Ζόμπι
435
νοδεύτηκε με πολλές προβλέψεις ότι θα φέρει κάμψη της παγκόσμιας αμερικάνικης ηγεμονίας, ακριβώς τη στιγμή που πολλές από τις μεγάλες εταιρείες στρέφονταν για βοήθεια σε αυτή την ηγεμονία. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός μπορεί για κάποια φάση να κοντοσταθεί και να αναλογιστεί πάνω στο πώς οι τυχοδιωκτισμοί του τού έχουν γυρίσει μπούμερανγκ, όπως έγινε για παράδειγμα με τον Πόλεμο στο Βιετνάμ. Όμως, δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη θέση που κατέχει στην παγκόσμια ιεραρχία δύναμης, ακόμα κι αν τούτο σημαίνει κι άλλες επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος σε φτωχές και αδύνατες χώρες με καταστροφικές συνέπειες. Η αύξηση των χερσαίων δυνάμεων στο Ιράκ είχε σκοπό να διασφαλίσει ότι η υποχώρηση εκεί δεν θα μετατρεπόταν σε άτακτη φυγή από το Αφγανιστάν. Έχει σημασία ότι ο Μπάρακ Ομπάμα στον πρώτο προϋπολογισμό του αύξησε αντί να μειώσει τις στρατιωτικές δαπάνες. Και το ίδιο έκαναν στους προϋπολογισμούς που ανακοίνωσαν τον ίδιο μήνα η Ρωσία και η Κίνα. Η αιματοβαμμένη διαδρομή που οδήγησε από την Κορέα στο Βιετνάμ και από κει στο Ιράκ δεν έχει φτάσει ακόμα στο τέλος της. Όμως, δεν τελειώνει εδώ το πράγμα. Τα «νέα» περιβαλλοντικά όρια του κεφαλαίου θα επιδράσουν στα παλιά οικονομικά όρια. Η κλιματική αλλαγή, η κορύφωση πετρελαίου, οι παγκόσμιες ελλείψεις τροφίμων θα εντείνουν τη γενική οικονομική αστάθεια του συστήματος, που εκφράζεται στον κύκλο άνθησης-κρίσης, την πτώση του ποσοστού κέρδους και τις ροές κεφαλαίου από κλάδο σε κλάδο και από χώρα σε χώρα. Στο πρώτο μισό του 2008 είδαμε μόνο μια φευγαλέα εικόνα αυτής της αλληλεπίδρασης. Οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας προκάλεσαν εκτίναξη του πληθωρισμού, που δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα για τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν την πιστωτική ασφυξία και την ίδια στιγμή πυροδότησε διαμαρτυρίες, ταραχές και εξεγέρσεις σε μια σειρά από χώρες. Θα πρέπει να περιμένουμε πολύ περισσότερες συγκρούσεις ανάμεσα και μέσα στα κράτη, καθώς τα προβλήματα της ασφάλειας τροφίμων και της ενεργειακής ασφάλειας θα οδηγούν σε μετατοπίσεις υπεραξίας από κάποια τμήματα της άρχουσας τάξης σε κάποια άλλα και θα προκαλούν λαϊκή αγανάκτηση. Και καθ' όλη τη διάρκεια, τα σημεία καμπής που θα περνά η κλιματική αλλαγή μπορεί να πλήττουν απροειδοποίητα εκατοντάδες 436
Κρις Χάρμαν
εκατομμύρια ανθρώπους, όπως το κάνουν και οι πόλεμοι και οι οικονομικές κρίσεις, αλλά πολύ πιο καταστροφικά. Η πιο έντονη παραδοχή των πιθανών συνεπειών έχει προέλθει από το Πεντάγωνο, το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, σε μια περίοδο κατά την οποία η επίσημη θέση της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν να αρνείται την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής. Το Πεντάγωνο προειδοποίησε για τον κίνδυνο «ελλείψεων τροφίμων εξαιτίας μειώσεων στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων», «μειωμένη διαθεσιμότητα και ποιότητα πόσιμου ύδατος σε σημαντικές περιοχές λόγω αλλαγών στην κατανομή των βροχοπτώσεων, που θα προκαλούν περισσότερες συχνές πλημμύρες και ξηρασίες», όπως και για «παρεμπόδιση της πρόσβασης σε πηγές ενέργειας λόγω των πάγων στη θάλασσα και των εντάσεων των θυελλωδών ανέμων». Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Πενταγώνου, το αποτέλεσμα θα ήταν πιο συχνοί πόλεμοι για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών και εμφύλιοι πόλεμοι: Με τις τοπικές και παγκόσμιες ικανότητες μεταφοράς μειωμένες, οι εντάσεις θα αυξάνονται σε όλο τον κόσμο, οδηγώντας στην υιοθέτηση δυο στρατηγικών: της αμυντικής και της επιθετικής. Τα έθνη που έχουν τις δυνατότητες θα μετατρέψουν τα σύνορά τους κυριολεκτικά σε φρούρια, κρατώντας τους πόρους τους για τα ίδια. Λιγότερο τυχερά κράτη, ιδιαίτερα εκείνα που έχουν παλιές εχθρότητες με τους γείτονές τους, μπορεί να ξεκινήσουν συγκρούσεις με στόχο την πρόσβαση σε τρόφιμα, καθαρό νερό ή ενέργεια. Μπορεί να σχηματιστούν πολύ παράταιρες συμμαχίες, αφού οι αμυντικές προτεραιότητες θα μετατοπίζονται και ο σκοπός θα είναι η απόκτηση πόρων για την επιβίωση παρά η θρησκεία, η ιδεολογία ή η τιμή του έθνους... Θα διαμορφωθεί ένας «όλο και περισσότερο άτακτος και επικίνδυνος κόσμος».2 Θα πρόκειται για την αταξία σε έναν κόσμο όπου οκτώ από τα μεγαλύτερα κράτη διαθέτουν πυρηνικά όπλα που είναι στραμμένα ενάντια σε άλλα κράτη, ενώ δεκάδες άλλα έχουν στην κατοχή τους «συμβατικά οπλοστάσια» πολλές φορές πιο καταστροφικά από εκείνα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και όπου η διάδοση της πυρηνικής ενέργειας μπορεί να προσφέρει σε αυτά τα συμβατικά όπλα στόχους με τεράστια Καπιταλισμός Ζόμπι
437
καταστροφική ισχύ. Το αφηνιασμένο σύστημα μάς απειλεί με κάτι περισσότερο από περιοδικές κρίσεις και φρικτούς πολέμους. Θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια τη συνέχιση της ανθρώπινης ζωής στη Γη. Το σύστημα της αλλοτριωμένης εργασίας πλησιάζει στο ανώτατο σημείο της καταστροφικότητας. Το ζήτημα είναι, αν αυτοί που παράγουν αυτή την εργασία μπορούν να πάρουν τον έλεγχο του πλούτου της και να τον υποβάλουν σε συνειδητό έλεγχο.
438
Κρις Χάρμαν
Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο
Ποιος μπορεί να ανατρέψει το σύστημα και να αλλάξει τον κόσμο;
Το κρίσιμο ερώτημα Ζούμε σε ένα σύστημα που είναι ασταθές, που παράγει οικονομικές κρίσεις και πολέμους και υπονομεύει την ίδια την περιβαλλοντική βάση στην οποία στηρίζεται. Αυτό το γεγονός θα οδηγήσει τα εθνικά μέρη από τα οποία συναπαρτίζεται, σε επανειλημμένες κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις στη διάρκεια του 21ου αιώνα. Όπως ο 20ός υπήρξε ένας αιώνας πολέμων, εμφυλίων πολέμων και επαναστάσεων, το ίδιο θα είναι και ο 21ος. Όμως, παραμένει ανοιχτό ένα κρίσιμο ερώτημα- το mo κρίσιμο ερώτημα. Υπάρχουν και ποιες είναι οι δυνάμεις εκείνες που μπορούν να ανατρέψουν το σύστημα και να αλλάξουν τον κόσμο; Για τον κλασικό μαρξισμό η απάντηση ήταν απλή. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού συνοδευόταν αναγκαστικά και από την ανάπτυξη της τάξης που ήταν το αντικείμενο της εκμετάλλευσης από το σύστημα, της εργατικής τάξης η οποία και θα βρισκόταν στο κέντρο της εξέγερσης εναντίον του. Η εργατική τάξη δεν ήταν η πρώτη εκμεταλλευόμενη και καταπιεζόμενη τάξη στην ιστορία. Όμως, είχε πολύ σημαντικά διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις διακόσιες και πλέον γενιές δούλων και αγροτών που είχαν προηγηθεί. Η καπιταλιστική εκμετάλλευση ήταν συγκεντρωμένη σε τεράστιους χώρους δουλειάς μεγάλων βιομηχανικών αστικών κέντρων, δίνοντας μ' αυτό τον τρόπο τη δύναμη στην εργατική Καπιταλισμός Ζόμπι
439
τάξη σε σημεία κλειδιά της κοινωνίας. Η καπιταλιστική εκμετάλλευση έτεινε να ομογενοποιεί τις συνθήκες ζωής των μελών της εργατικής τάξης, καθώς το κεφάλαιο επανειλημμένα μετέτρεπε διαφορετικές μορφές συγκεκριμένης εργασίας σε αφηρημένη εργασία. Επίσης, το κεφάλαιο απαιτούσε μια εκμεταλλευόμενη τάξη με ένα πολιτιστικό επίπεδο γραμματικές και αριθμητικές γνώσεις, κάποια μόρφωση που να προσφέρει μια γενικότερη αντίληψη του κόσμου - πολύ μεγαλύτερο όχι μόνο από εκείνο που διέθεταν οι προηγούμενες εκμεταλλευόμενες τάξεις, αλλά και από εκείνο των περισσότερων προηγούμενων αρχουσών τάξεων. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνδυάστηκαν για να δημιουργήσουν για την εργατική τάξη τη δυνατότητα της προοπτικής να πάρει τον έλεγχο του συνόλου της κοινωνίας στα χέρια της, με έναν τρόπο που δεν ίσχυε για τους προκατόχους της. Όμως, η δυνατότητα μιας προοπτικής δεν ήταν και πραγματικότητα. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν ακολούθησε μια ομαλή ανοδική πορεία με τις αντίστοιχες επιπτώσεις στην εκμεταλλευόμενη τάξη που αυτός είχε δημιουργήσει. Η διαδικασία εκτυλισσόταν με άνισο τρόπο στο πέρασμα του χρόνου, με τους εργάτες να συγκεντρώνονται στα κέντρα της εκμετάλλευσης στις φάσεις της οικονομικής άνθησης και πολλοί απ' αυτούς να εκδιώκονται στις φάσεις της ύφεσης. Η ανισομέρεια ήταν και γεωγραφική, με κάποια κέντρα καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στα πλαίσια εθνικών κρατών να ακμάζουν νωρίτερα από άλλα και κατόπιν να παρακμάζουν και να αντικαθιστώνται από νέα κέντρα. Αυτές οι μορφές καπιταλιστικής ανισομέρειας, δημιουργούν και ανισομέρειες στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, με τη διαμόρφωση διαφορετικών επιπέδων ειδίκευσης και αμοιβής, τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες εργατών για θέσεις εργασίας και εξασφάλιση απασχόλησης, με τμήματα των εργατών να ταυτίζονται με το συγκεκριμένο κράτος που τους ελέγχει, γιατί το θεωρούν το πεδίο για να πετύχουν μεταρρυθμίσεις στο σύστημα. Παρ' όλα αυτά, για τον κλασικό μαρξισμό, η εργατική τάξη ήταν μια τάξη που θα ωθούνταν να ενώνεται περιοδικά, εξαιτίας των ίδιων των πιέσεων που ασκούσε πάνω της το σύστημα. Διαφοροποιήσεις με βάση την ειδίκευση που θα εμφανίζονταν σε ένα σημείο, θα εξαφανίζονταν σε κάποιο άλλο. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες θα έσβηνε όσο εκείνοι θα πάλευαν για τα επιτακτικά, 440
Κρις Χάρμαν
κοινά τους συμφέροντα. Μπροστά στη φρίκη των ιμπεριαλιστικών πολέμων οι εθνικές ιδεολογίες θα σταματούσαν να κυριαρχούν στα μυαλά των εργατών. Αυτή η θέση του Μαρξ, δηλαδή ότι η εργατική τάξη αποτελεί το υποκείμενο που μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, έχει αμφισβητηθεί ακόμα περισσότερο απ' όσο έχει αμφισβητηθεί η ανάλυσή του για την οικονομική δυναμική του συστήματος. Ο Μαρξ ήταν ένας λαμπρός οικονομολόγος και ένας πρωτοποριακός κοινωνιολόγος, υποστηρίζουν τέτοια επιχειρήματα, αλλά αποδίδοντας ένα μεταφυσικό ρόλο στην εργατική τάξη, στην πραγματικότητα παρασύρθηκε σε προβλέψεις τύπου Αποκάλυψης για το μέλλον. Η επέκταση του σύγχρονου καπιταλισμού, συνεχίζουν αυτά τα επιχειρήματα, δεν συνοδεύτηκε από το μεγάλωμα της εργατικής τάξης, οι συνθήκες ζωής και εργασίας για όσους εργάτες πραγματικά υπάρχουν δεν έχουν ομογενοποιηθεί και δεν αναπτύσσουν μια ταξική συνείδηση σε αντίθεση με το σύστημα. Τέτοιοι ισχυρισμοί ήταν διαδεδομένοι ήδη από την περίοδο της μακράς οικονομικής άνθησης. Για παράδειγμα, μια αξιοσημείωτη κοινωνιολογική μελέτη για τους εργάτες στη Βρετανία, υποστήριζε: Ένα βασικό και επαναλαμβανόμενο θέμα συζήτησης - ιδιαίτερα στους προοδευτικούς κύκλους - αφορούσε το ξεκίνημα της παρακμής και της αποσύνθεσης της εργατικής τάξης. Υποστηριζόταν ότι όσο προχωρούσε η ανάπτυξη των βιομηχανικών κοινωνιών, η εργατική τάξη ως ένα κοινωνικό στρώμα με το δικό του τρόπο ζωής, αξίες και στόχους, θα διαβρωνόταν όλο και περισσότερο από τα κύρια ρεύματα της αλλαγής. Η ίδια η ιδέα της εργατικής τάξης είχε διαμορφωθεί κατά τη νηπιακή ηλικία της βιομηχανικής κοινωνίας και στην πραγματικότητα ανήκε σε κείνη την περίοδο: στην επερχόμενη εποχή, σύντομα θα έπαυε να είναι σημείο αναφοράς. Αναμφίβολα, οι κοινωνικές ανισότητες θα συνέχιζαν να υπάρχουν, όμως θα τροποποιούνταν και θα δομούνταν έτσι ώστε η κοινωνία του μέλλοντος να είναι μια συντριπτικά «μεσοαστική» κοινωνία, όπου δεν θα είναι πλέον αναγνωρίσιμες οι διαιρέσεις του παρελθόντος.1 Τόσο μεγάλη επιρροή ασκούσαν αυτά τα επιχειρήματα, ώστε επηρέασαν τη σκέψη ριζοσπαστών όπως του αμερικάνου κοινωνιολόγου Κ. Ράιτ Μιλς (C Wright Mills) 2 και επαναστατών όπως του Χέρμπερτ Καπιταλισμός Ζόμπι
441
Μαρκούζε (Herbert Marcuse), 3 ενώ οι κοινωνιολόγοι της μόδας γενίκευσαν το επιχείρημα για τη «μεταβιομηχανική κοινωνία» σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο. Όταν οι εργάτες στη Γαλλία κατέβηκαν το Μάη του 1968 στη μεγαλύτερη γενική απεργία στην ιστορία, την οποία ακολούθησαν κύματα εργατικών αγώνων που σάρωσαν ανάμεσα στο 1969 και το 1975 την Ιταλία, τη Βρετανία, την Αργεντινή, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όλοι αυτοί έμοιαζαν μάλλον ανόητοι. Όμως, τα επιχειρήματα αναβίωσαν στη δεκαετία του '80, καθώς η αναδιάρθρωση του καπιταλισμού μέσω της κρίσης αποδεκάτισε πολλά παλιά κομμάτια της εργατικής τάξης και η ήττα μιας σειράς αγώνων έφερε μια κάμψη στη μαχητικότητα της τάξης. Ο Λακλάου (Laclau) και η Μουψέ (Mouffe) κολυμπούσαν με το ρεύμα που επικρατούσε στους κύκλους της διανόησης, όταν στα μέσα της δεκαετίας του '80, σε ένα βιβλίο τους που άσκησε μεγάλη επιρροή, διαβεβαίωναν ότι: «Σήμερα είναι αδύνατον να μιλάμε για την ομοιογένεια της εργατικής τάξης και να την αποδίδουμε σε ένα μηχανισμό εγγεγραμμένο στη λογική της συσσώρευσης κεφαλαίου».4 Το ίδιο έκαναν ο Αντόνιο Νέγκρι (Antonio Negri) και ο Μάικλ Χαρντ (Michael Hardt), όταν το 2000 ισχυρίζονταν ότι «η βιομηχανική εργατική τάξη» έχει «ουσιαστικά εξαφανιστεί. Δεν έχει πάψει να υπάρχει, αλλά έχει χάσει την ξεχωριστή θέση που κατείχε στην καπιταλιστική οικονομία».' Όμως, και όχι για πρώτη φορά, η κοινή λογική που επικρατεί στις τάξεις των φιλοσόφων δεν ανταποκρίνεται στην εμπειρική πραγματικότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του '90 σε μια λεπτομερή μελέτη για το παγκόσμιο εργατικό δυναμικό, ο Ντίον Φίλμερ (Deon Filmer) υπολόγισε ότι, από τα 2.474 εκατομμύρια ανθρώπους που αποτελούν το παγκόσμιο μη-οικιακό εργατικό δυναμικό, τα 889 εκατομμύρια εργάζονταν για μισθούς ή μεροκάματα (μισθωτοί), 1.000 εκατομμύρια απασχολούνταν στη γη για δικό τους λογαριασμό και 480 εκατομμύρια ήταν αυτοαπασχολούμενοι στη μεταποίηση και τον τομέα των υπηρεσιών.6 Πιθανά ένα 10% των μισθωτών να ανήκουν στα νέα μεσοστρώματα, που αμείβονται παραπάνω από την αξία που παράγουν σε αντάλλαγμα για τη συμβολή τους στον έλεγχο της πλειοψηφίας των εργατών.7 Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν περίπου 700 εκατομμύρια εργάτες, με περίπου το 1/3 από αυτούς να απασχολούνται στη «βιομηχανία», και οι υπόλοιποι στις 442
Κρις Χάρμαν
«υπηρεσίες». Το συνολικό μέγεθος της εργατικής τάξης, με τα εξαρτώμενα μέλη των οικογενειών τους και τους συνταξιούχους, πρέπει να φτάνει το 1,5 με 2 δισεκατομμύρια. Πιο πρόσφατα στοιχεία από το UNDP [του ΟΗΕ, στμ] δίνουν ένα πολύ υψηλότερο αριθμό απασχολούμενων στη βιομηχανία σε σχέση με τα στοιχεία του Φίλμερ.® Όποιος πιστεύει ότι έχουμε «αποχαιρετήσει» αυτή την τάξη, δεν ζει στον πραγματικό κόσμο. Ο Μαρξ έκανε διάκριση ανάμεσα σε μια τάξη που υπάρχει καθ' εαυτή, ως ένα αντικειμενικό στοιχείο της κοινωνικής δομής το οποίο διαμορφώνεται από τη σχέση των ανθρώπων με τα μέσα παραγωγής, και μια τάξη για τον εαυτό της, με συνείδηση της θέσης της και των συμφερόντων της, που είναι αντίθετα με τα συμφέροντα μιας άλλης τάξης. Το βασικό συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε εξετάζοντας όλα τα στοιχεία, είναι ότι η εργατική τάξη ως τάξη καθ' εαυτή είναι υπαρκτή όσο ποτέ στο παρελθόν, με ένα «πυρήνα» περίπου δυο δισεκατομμυρίων ανθρώπων ή το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού. Δίπλα σ" αυτή υπάρχουν πολύ μεγάλοι αριθμοί αγροτών, σχεδόν το 50%, που κάνουν κάποια μισθωτή εργασία και επομένως υπόκεινται σε ένα μεγάλο βαθμό στην ίδια λογική του συστήματος που υπόκεινται κι οι εργάτες. Για πρώτη φορά στην ιστορία, το παγκόσμιο προλεταριάτο και το μισοπρολεταριάτο μαζί, αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Γης. Όμως, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη δυνατότητα των εργατών να αμφισβητήσουν και να συγκρουστούν με το σύστημα, πρέπει να πάμε παραπέρα απ' αυτά τα γενικά στοιχεία. Καταρχάς, χρειάζεται να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι αλλαγές στο σύστημα αλλάζουν και διαφορετικά τμήματα εργατών.
Οι «αναπτυγμένες» χώρες: οι συνέπειες της αναδιάρθρωσης Οι επανειλημμένες αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή σημαίνουν ότι σήμερα η εργατική τάξη στις αναπτυγμένες χώρες είναι πολύ διαφορετική απ' ό,τι ήταν σαράντα ή πενήντα χρόνια πριν. Όμως, αυτές οι αλλαγές δεν δικαιολογούν τους ισχυρισμούς ότι η εργατική τάξη έχει «εξαφανιΚαπιταλισμός Ζόμπι
443
στεί», ως αποτέλεσμα της «αποβιομηχάνισης», της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» ή της «άυλης οικονομίας». Ας πάρουμε για παράδειγμα τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, τις ΗΠΑ. Στη δεκαετία του '80, όταν βρίσκονταν αντιμέτωπες με την αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας τους σε βιομηχανικούς τομείς όπως η παραγωγή αυτοκινήτων και οι υπολογιστές, επικράτησε ένας πανικός σχετικά με την «αποβιομηχάνισή» τους. Όμως, το 1998 ο αριθμός όσων εργάζονταν στη βιομηχανία ήταν σχεδόν 20% μεγαλύτερος απ' ό,τι το 1971, 50% μεγαλύτερος από το 1950 και τριπλάσιος απ' ό,τι το 1900. Οι Μπαλντόζ (Baldoz), Κέμπερ (Koeber) και Κραφτ (Kraft) επισήμαναν στις αρχές αυτού του αιώνα ότι «σήμερα, στην κατασκευή αυτοκινήτων, λεωφορείων και των εξαρτημάτων τους, απασχολείται ο μεγαλύτερος αριθμός Αμερικάνων από την εποχή του Πολέμου στο Βιετνάμ». 9 Ακόμα και μετά την ύφεση του 2001-2 που οδήγησε σε έναν τεράστιας κλίμακας «εξορθολογισμό» της βιομηχανίας, κατά τον οποίο χάθηκαν η μία στις έξι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση, η εργατική τάξη κάθε άλλο παρά εξαφανισμένη μπορούσε να θεωρηθεί. Το 2007 η βιομηχανική παραγωγή ήταν 8% υψηλότερη από την παραγωγή του 2000 και 30% υψηλότερη απ' αυτή του 199610 και οι ΗΠΑ παρέμεναν το μεγαλύτερο μεταποιητικό κέντρο στον κόσμο, κατέχοντας το 1/5 της παγκόσμιας παραγωγής (η EE των «15» ήταν λίγο πιο μπροστά με το 25%)," παρά τη φιλολογία για τη μετεγκατάσταση της αμερικάνικης βιομηχανίας στον Τρίτο Κόσμο. Τα στοιχεία για την Ιαπωνία ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακά. Ανάμεσα στο 1950 και το 1971 το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό υπερδιπλασιάστηκε και το 1998 ήταν κατά 13% περισσότερο απ' ό,τι το 1971. Η μείωση της βιομηχανικής απασχόλησης σε μια σειρά χώρες τα τριάντα προηγούμενα χρόνια, δεν σηματοδοτεί την αποβιομηχάνιση του παλιού, αναπτυγμένου βιομηχανικού κόσμου. Το 1998 υπήρχαν 112 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη βιομηχανία.12 Ήταν 25 εκατομμύρια περισσότερες απ' ό,τι το 1951 και μόλις 7,4 εκατομμύρια λιγότερες σε σχέση με το 1971. Η Ιταλία του Τόνι Νέγκρι μπορεί να μην βρισκόταν στην ίδια κατηγορία με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, όμως το βέβαιο είναι ότι οι βιομηχανικοί εργάτες δεν είχαν εξαφανιστεί από τη χώρα. Υπήρχαν 6,5 εκατομμύρια από αυτούς το 1996, μόλις κατά το 1/6 λιγότεροι σε σχέση 444
Κρις Χάρμαν
με το 1971." Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τα παραπάνω στοιχεία για τη βιομηχανική απασχόληση υποτιμούν το βάρος της βιομηχανίας γενικότερα και της μεταποίησης ειδικότερα. Όπως σωστά έχει επισημάνει ο Μπομ Ρόουθορν (Bob Rowthorn): Σχεδόν κάθε θεωρούμενη οικονομική δραστηριότητα στη σύγχρονη κοινωνία χρησιμοποιεί μεταποιημένα προϊόντα... Πολλές από τις εταιρείες του αναπτυσσόμενου τομέα των υπηρεσιών χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες εξοπλισμού.14 Η μικρή κάμψη του συνολικού αριθμού του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού δεν οφείλεται στη μείωση της σημασίας που έχει η βιομηχανία, αλλά στο ότι η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο εργάτη στη βιομηχανία έχει αυξηθεί ταχύτερα από ότι στον τομέα των «υπηρεσιών». Ένας λίγο μικρότερος αριθμός βιομηχανικών εργατών παράγει περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα απ' ό,τι παρήγαγε τριάντα χρόνια πριν.15 Οι βιομηχανικοί εργάτες είναι το ίδιο σημαντικοί για την καπιταλιστική οικονομία σήμερα, όσο ήταν και στις αρχές της δεκαετίας του '70. Εξυπνακίστικες δηλώσεις για τη εξαφάνισή τους, όπως αυτές του Νέγκρι και του Χαρντ, δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η συνηθισμένη διάκριση που γίνεται ανάμεσα στη «βιομηχανία» και τις «υπηρεσίες», περισσότερο συσκοτίζει παρά ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Ο όρος «υπηρεσίες» είναι μια ασαφής κατηγορία για ό,τι δεν μπορεί να καταταχθεί στους τομείς της βιομηχανίας και της γεωργίας. Οπότε, σε πολλές περιπτώσεις η μετάβαση από τη «βιομηχανία» στις «υπηρεσίες» δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια άλλη ονομασία για την ίδια δουλειά. Κάποιος (συνήθως άνδρας) που θα έκανε τη στοιχειοθεσία σε ένα πιεστήριο εφημερίδας τριάντα χρόνια πριν, θα κατατασσόταν ως ειδικευμένος βιομηχανικός εργάτης (τυπογράφος), ενώ κάποιος άλλος (μια γυναίκα συνήθως) που δουλεύει σε έναν επεξεργαστή κειμένου στην ίδια εφημερίδα σήμερα κατατάσσεται ως «εργαζόμενη στις υπηρεσίες». Όμως, η εργασία που επιτελούν είναι ίδια επί της ουσίας και το προϊόν της λίγο-πολύ πανομοιότυπο. Ο Ρόουθορν έκανε μια στατιστική ανάλυση όλων των εργασιών που κατατάσσονται στον τομέα των υπηρεσιών στις χώρες του ΟΟΣΑ συνολικά. Υπάρχει μια μικρή Καπιταλισμός Ζόμπι
445
κάμψη στην απασχόληση στο «σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών που σχετίζονται με προϊόντα», από το 76% του συνόλου της απασχόλησης το 1970 σε 69% το 1990.16 Όμως, σίγουρα αυτή η μείωση δεν συνιστά κάποιον επαναστατικό μετασχηματισμό του κόσμου της εργασίας. Υπάρχουν, επίσης, πολλές εργασίες που κατατάσσονται στις «υπηρεσίες» και είναι βασικές για τη συσσώρευση στο σύγχρονο κόσμο, ιδιαίτερα, όπως είδαμε στο Τέταρτο και Πέμπτο Κεφάλαιο, η παροχή υγείας και η εκπαίδευση. Σήμερα στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης των ΗΠΑ εργάζονται περισσότεροι από 10 εκατομμύρια άνθρωποι (περίπου 1 στους 13 του εργατικού δυναμικού) και ο αμερικάνικος καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει δίχως αυτούς. Και η μακρόχρονη τάση στην εργασία όλου αυτού του κόσμου είναι να πλησιάζει όλο και περισσότερο τις συνθήκες εργασίας στη βιομηχανία ή στη δουλειά ρουτίνας των υπαλλήλων γραφείου, με τη σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα, την εφαρμογή συστημάτων αξιολόγησης, την επιμονή στη χρονομέτρηση, τους αυστηρότερους πειθαρχικούς κώδικες. Υπάρχει κι ο μύθος ότι το εργατικό δυναμικό στον τομέα των υπηρεσιών αποτελείται από καλοπληρωμένους εργαζόμενους, που ασκούν έλεγχο στις συνθήκες εργασίας τους και γενικά δεν λερώνουν τα χέρια τους. Έτσι για παράδειγμα, η Πόλι Τόινμπι, η αρθρογράφος της Guardian, γράφει ότι: Έχουμε δει την πιο ταχεία αλλαγή με όρους κοινωνικής τάξης στην καταγεγραμμένη ιστορία: η μαζική εργατική τάξη του 1977, με τα 2/3 των μελών της να κάνουν χειρωνακτικές εργασίες, έχει απομείνει το 1/3 εκείνου του μεγέθους, ενώ το υπόλοιπο 70% έχει ανέβει και ενταχθεί στη χαρτογιακάδικη μεσαία τάξη με ιδιόκτητο σπίτι.17 Αν η Τόινμπι έριχνε μια ματιά στην έκδοση της Στατιστικής Υπηρεσίας, Ζώντας στη Βρετανία 2000 (Living in Britain 2000), θα διαπίστωνε ότι το 51% των ανδρών και το 38% των γυναικών ανήκουν σε διάφορες «χειρωνακτικές» επαγγελματικές κατηγορίες.18 Και αυτό γιατί οι «κλάδοι των υπηρεσιών» περιλαμβάνουν εργαζόμενους στην καθαριότητα, βοηθητικό προσωπικό στα νοσοκομεία, λιμενεργάτες, οδηγούς φορτηγών και λεωφορείων, μηχανοδηγούς των τρένων και ταχυδρομικούς. Δί446
Κρις Χάρμαν
ττλα σ" αυτούς υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός γυναικών, το 50%, στις «ενδιάμεσες και χαμηλόβαθμες μη-χειρωνακτικές» κατηγορίες, όπου οι μισθοί είναι συνήθως χαμηλότεροι απ' αυτούς των περισσότερων χειρωνακτικών επαγγελμάτων και οι συνθήκες εργασίας εξίσου σκληρές, αν όχι σκληρότερες. Το 2001 στις ΗΠΑ, το 50% των 103 εκατομμυρίων απασχολούμενων στον τομέα των υπηρεσιών έκανε χειρωνακτικές ή υπαλληλικές δουλειές ρουτίνας." Μαζί με τα 33 εκατομμύρια εργατών στους παραδοσιακούς χειρωνακτικούς κλάδους, αποτελούν τα 3/4 του εργατικού δυναμικού της χώρας. Σε όλες τις «αναπτυγμένες» οικονομίες (και σε πολλές «μη-αναπτυγμένες») διαδραματίζονται δυο αλληλένδετες διαδικασίες. Η παραδοσιακή εργατική τάξη υφίσταται όλο και μεγαλύτερη πίεση, καθώς το κεφάλαιο προσπαθεί να αποσπάσει άμεσα περισσότερη παραγωγική εργασία ώστε να αυξήσει τα κέρδη του. Την ίδια στιγμή, η νέα εργατική τάξη που απασχολείται σε «υπηρεσίες που δεν σχετίζονται με προϊόντα», προλεταριοποιείται όλο και περισσότερο, καθώς το κεφάλαιο επιδιώκει να μειώσει το κόστος των μη-παραγωγικών ή εμμέσως παραγωγικών λειτουργιών του. Κάθε κρίση των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών συνοδευόταν από απότομες αυξήσεις της ανεργίας - σε μερικές περιπτώσεις η αύξηση υπήρξε μόνιμη - και από εξαφάνιση παλιών κέντρων παραγωγής (εργοστάσια, ναυπηγεία, ορυχεία κλπ). Και κατόπιν, το κεφάλαιο - και οι απολογητές του - προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα αισθήματα ανασφάλειας των εργατών για να αλλάξει τη ζωή τους με βάση τις απαιτήσεις του που αλλάζουν διαρκώς. Τα συνθήματά του έχουν γίνει η «ελαστικότητα» του χρόνου εργασίας, οι νέες μέθοδοι στην αγορά εργασίας, όπου όλα δικαιολογούνται με βάση τον ισχυρισμό ότι «η δια βίου απασχόληση ανήκει στο παρελθόν». Ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής έρευνας έχει αποδεχτεί αυτό το μήνυμα, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες του «Τρίτου Δρόμου» και ένα μεγάλο τμήμα της «αυτονομιστικής» αριστεράς το θεωρούν αδιαφιλονίκητη αλήθεια. Τυπικός από αυτή την άποψη - και με μεγάλη επιρροή - είναι ο κοινωνιολόγος Μανουέλ Καστέλς (Manuel Castels) ο οποίος υποστηρίζει ότι υπάρχει μια δομική αστάθεια [s/c] των αγορών εργασίας παντού και απαίτηση για ελαστικότητα της απασχόλησης, κινητικότητα της εργαΚαπιταλισμός Ζόμπι
447
σίας και επανειβίκευση του εργατικού δυναμικού. Η έννοια της σταθερής, προβλέψιμης επαγγελματικής σταδιοδρομίας έχει διαβρωθεί, καθώς οι σχέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία εξατομικοποιούνται και οι συμβατικές συνθήκες εργασίας δεν καλύπτονται από τη συλλογική διαπραγμάτευση.20 Ο ισχυρισμός ότι ο καπιταλισμός έχει τη δυνατότητα να καταστρέφει σχεδόν ακαριαία βιομηχανικές θέσεις εργασίας, είναι μια μεγάλη υπερβολή αυτού που συμβαίνει με τις αναδιαρθρώσεις. Όπως έχουμε δει στο Δέκατο Κεφάλαιο, χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια ώστε ένα κεφάλαιο να μπορέσει να ρευστοποιήσει μια βιομηχανική επένδυση σε ένα γεωγραφικό σημείο ώστε να τη μεταφέρει σε κάποιο άλλο. Επίσης οι νέες επενδύσεις συγκεντρώνονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στην τριάδα των αναπτυγμένων χωρών, παρόλο που η ανάδυση της Κίνας ως νέου μεταποιητικού κέντρου προσθέτει μια ακόμα πτυχή σ* αυτό το μοτίβο. Ακόμα και στη βιομηχανία των ηλεκτρονικών, όπου τα εξαρτήματα και τα περισσότερα τελικά προϊόντα είναι πολύ ελαφριά και φτηνά στη μετακίνησή τους, στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η κίνηση από τη συγκεντροποιημένη παραγωγή στις αναπτυγμένες χώρες προς την «εργολαβική» παραγωγή σε χώρες του Παγκόσμιου Νότου δεν απέκτησε σαφή χαρακτηριστικά: Παρόλο που το μερίδιο της παραγωγής που πραγματοποιούταν έξω από την Τριάδα της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ιαπωνίας ήταν υψηλό, και ήταν συνδεδεμένη πράγματι με τις διεθνείς παρά με τις εθνικές αγορές, περιοριζόταν στην ουσία σε λίγες χώρες της Ανατολικής Ασίας. Την ίδια στιγμή το «εγχώριο» εργατικό δυναμικό στην παραγωγή των ΗΠΑ συνέχισε να μεγαλώνει.21 Γενικότερα, το κεφάλαιο συνεχίζει να θεωρεί ότι είναι πιο κερδοφόρο να βασίζει τις δραστηριότητές του στις χώρες που εκβιομηχανίστηκαν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι εργάτες σ' αυτές τις χώρες συνήθως πληρώνονται καλύτερα, όμως ο συνδυασμός ενός υψηλότερου επιπέδου ειδίκευσης με τις υπάρχουσες επενδύσεις και υποδομές τούς κάνει και περισσότερο παραγωγικούς, με αποτέλεσμα το σύστημα να τους αποσπά περισσότερη υπεραξία απ' ό,τι από τα φτωχότερα αδέρφια τους στον Τρίτο Κόσμο. Έτσι εξηγείται και το γιατί η Λατινική Αμερική στη 448
Κρις Χάρμαν
διάρκεια της δεκαετίας του '90 γνώρισε τόσο χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ή και στασιμότητα και γιατί για το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής υπήρχε εικόνα πλήρους κάμψης. Μια έρευνα της Κέιτ Μπρονφερμπρένερ (Kate Bronferbrenner) έδειξε ότι οι αμερικανοί εργάτες ένιωθαν μεγαλύτερη ανασφάλεια κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης στην οικονομία στη δεκαετία του '90, απ' ό,τι ένιωθαν στα βάθη της ύφεσης του 1990-91. Κατά τη διάρκεια εκστρατειών για την οργάνωση εργατικών χώρων από τα συνδικάτα, «περισσότεροι από τους μισούς εργοδότες εξαπέλυσαν απειλές για κλείσιμο τμημάτων ή όλης της εγκατάστασης». Όμως, στη συνέχεια «οι εργοδότες υλοποίησαν τις απειλές για κλείσιμο τμημάτων ή όλης της εγκατάστασης μόνο στο 3% των περιπτώσεων».22 Με άλλα λόγια, ο υπερτονισμός του βαθμού επισφάλειας της απασχόλησης είναι προς το συμφέρον των εργοδοτών, που επιδιώκουν να αποθαρρύνουν τους εργάτες και να υπονομεύσουν την αντίστασή τους. Οι φωνές στην αριστερά που υπερβάλλουν σχετικά με την ανασφάλεια μπορεί να τροφοδοτήσουν αυτή την απογοήτευση, αντί να την κοντράρουν προβάλλοντας τους αντίρροπους παράγοντες που επιτρέπουν στους εργάτες να διατηρούν τη δύναμή τους, αν έχουν την αυτοπεποίθηση να την ασκήσουν. Τα αποδεικτικά στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν την εικόνα μιας ενιαίας, ακαταμάχητης επέκτασης της επισφαλούς απασχόλησης. Η κρίση των αρχών της δεκαετίας του '90 προκάλεσε πράγματι μια σημαντική αύξηση τέτοιων «επισφαλών» θέσεων εργασίας στη Δυτική Ευρώπη. Όμως, και πάλι το 82% των εργαζόμενων βρίσκεται σε μόνιμες θέσεις εργασίας και μόνο το 18% σε μη-μόνιμες, μια αναλογία που επί της ουσίας έμεινε η ίδια ανάμεσα στο 1995 και το 2000. Υπάρχει μια μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στις χώρες,23 όμως μια μελέτη της ΔΟΕ το 2001 για τη Δυτική Ευρώπη, κατέληγε στο συμπέρασμα: Τα στοιχεία απλά δεν επιβεβαιώνουν την άποψη ότι είμαστε μπροστά στην εμφάνιση ενός «νέου» είδους σχέσεων απασχόλησης, που σηματοδοτεί το «τέλος της σταδιοδρομίας» και το «τέλος της μόνιμης δουλειάς για όλο τον εργάσιμο βίο». 24 Μια επισκόπηση του 2001 έδειξε ότι μόνο το 5% των εργαζόμενων στη Βρετανία απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου,25 ενώ την Καπιταλισμός Ζόμπι
449
ίδια στιγμή το ποσοστό των εργαζόμενων που εργάζονταν στον ίδιο χώρο δουλειάς για περισσότερο από δέκα χρόνια είχε αυξηθεί από 29% σε β ^ . 2 6 Ακόμα και στην Ισπανία, τη χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό «επισφάλειας» στην Ευρώπη, το 65% των εργαζόμενων έχουν μόνιμες δουλειές. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα χωρίς εργάτες που διαθέτουν κάποια ειδίκευση και προτιμά εργάτες που νιώθουν κάποια υπευθυνότητα για την εργασία που κάνουν. Η εκπαίδευση εργαζόμενων κοστίζει χρόνο στους εργοδότες και γι' αυτό σπάνια σπεύδουν να τους ξεφορτωθούν αν μπορούν να το αποφύγουν. Γι' αυτό το λόγο δεν αντιμετωπίζουν πάντοτε τους εργάτες ως «αναλώσιμους», ακόμα κι όταν πρόκειται για μισο-ειδικευμένους ή ανειδίκευτους εργάτες. Ωφελούνται από μια γενικευμένη ανασφάλεια, που κάνει την πλειοψηφία των εργατών με μόνιμη δουλειά να φοβούνται ότι θα τη χάσουν. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι το κεφάλαιο μπορεί απλά να απαλλαγεί από αυτούς τους εργάτες. Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι, ακόμα και αν δεν το έχουν συνειδητοποιήσει, οι εργάτες έχουν τη δύναμη να αντισταθούν στις ορέξεις του.
Οι νέες εργατικές τάξεις στον «Τρίτο Κόσμο» Περίπου το 60% των βιομηχανικών εργατών παγκοσμίως βρίσκονται εκτός των «αναπτυγμένων» χωρών του ΟΟΣΑ. Γύρω στο 25% βρίσκεται στην Κίνα, περίπου το 7% στην Ινδία κι άλλο τόσο στη Λατινική Αμερική.27 Τέτοια στατιστικά στοιχεία προσφέρουν μόνο μια φευγαλέα εικόνα της τεράστιας αλλαγής που έχει φέρει το σάρωμα όλου του κόσμου από την αυτοεπέκταση του κεφαλαίου. Εξήντα χρόνια πριν, το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε στην ύπαιθρο, αλλά και σε χώρες τόσο «αναπτυγμένες» όσο η Γαλλία, η Ιταλία ή η Ιαπωνία, το 30%, το 40% ακόμα και το 50% δούλευε στη γη. Σήμερα, σχεδόν το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε πόλεις και κωμοπόλεις, και ο αστικός πληθυσμός είναι πλειοψηφία ακόμα και σε χώρες που συνηθίζεται να θεωρούνται αγροτικές: 84% στη Βραζιλία, 76% στο Μεξικό, 63% στον Ισημερινό και 63% στην Αλγερία.28 450
Κρις Χάρμαν
Η αστικοποίηση και η εξάπλωση των σχέσεων της αγοράς δεν ταυτίζονται απαραίτητα με την ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας.2* Παγκόσμια, οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από κείνη της εξασφαλισμένης διαβίωσης από την εργασία σε σύγχρονους τομείς της οικονομίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε χώρες όπου η οικονομική ανάπτυξη είναι αργή ή αρνητική. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του '80 η μισθωτή απασχόληση μειώθηκε σε απόλυτους αριθμούς σε μια σειρά αφρικάνικες χώρες,30 και το μισό μη-γεωργικό εργατικό δυναμικό στην Αφρική είναι αυτοαπασχολούμενο.31 Ακόμα και στην Κίνα των γρήγορων ρυθμών συσσώρευσης, η μισθωτή εργατική τάξη αυξάνεται με ρυθμούς βραδύτερους από αυτούς της οικονομικής ανάπτυξης.32 Όμως, γενικότερα, η βραδύτητα στην αύξηση της απασχόλησης δεν πρέπει να ταυτίζεται με την «αποβιομηχάνιση».33 Στον Παγκόσμιο Νότο έχει πράγματι σημειωθεί αύξηση της μισθωτής εργασίας, όμως ήταν σπασμωδική, προϊόν των χαοτικών σκαμπανεβασμάτων της καπιταλιστικής βιομηχανικής ανάπτυξης. Και σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η όποια ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας με «επίσημη» απασχόληση, έχει επισκιαστεί απ' ό,τι συμβα'ίνει στον «ανεπίσημο» τομέα, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Συνολικά στη Λατινική Αμερική το άθροισμα των ποσοστών του ανεπίσημου τομέα και των μικρών επιχειρήσεων στη μη-γεωργική απασχόληση, αυξήθηκε από 40% το 1980 στο 53% το 1990,34 ενώ στη Βραζιλία οι μισοί απασχολούμενοι του αστικού πληθυσμού δεν ήταν «επίσημα εργαζόμενοι», αν και το περισσότερο από το μισό του ανεπίσημου εργατικού δυναμικού το αποτελούσαν μισθωτοί εργάτες.35 Στην Ινδία η ανάπτυξη [της απασχόλησης, στμ) επικεντρώθηκε ακόμα περισσότερο στον ανεπίσημο, «ανοργάνωτο» τομέα, χωρίς δικαιώματα στο χώρο δουλειάς, ενώ το 40% του αστικού πληθυσμού είναι αυτοαπασχολούμενο: δουλεύουν συχνά σε οικογενειακές επιχειρήσεις που τις περισσότερες φορές δεν έχουν δικό τους χώρο, σαν χαμάληδες, θυρωροί, οδηγοί ρίκσο, οδηγοί κάρων κλπ.36 Ανθηση του «ανεπίσημου» τομέα έχει σημειωθεί επίσης και στην Κίνα, με τον αριθμό των εργατών στις πόλεις που δεν έχουν καταγραφεί επισήμως και κάνουν δουλειές «στον ανεπίσημο τομέα (όπως μικροπωλητές στο δρόμο, οικοδομές και οικιακές υπηρεσίες)» να έχει αυξηθεί κατά 79 εκατομμύρια ανάμεσα στο Καπιταλισμός Ζόμπι
451
1995 και το 2002. Το 2002 τους αναλογούσε το 40% της απασχόλησης στις πόλεις.37 Δίπλα σε όσους εργάζονται στον «ανεπίσημο» τομέα και συχνά συγχωνευμένοι μαζί τους - βρίσκονται εκείνοι που ο σύγχρονος καπιταλισμός τους αρνιέται κάθε ευκαιρία απασχόλησης: οι άνεργοι, που αποτελούν συνήθως τουλάχιστον το 10% του πληθυσμού στις πόλεις του Τρίτου Κόσμου.38 Η αδυναμία απορρόφησης σε σταθερή απασχόληση της εισροής εργατικού δυναμικού από την ύπαιθρο, έχει σαν αιτία της τη λογική του καπιταλισμού. Ο ανταγωνισμός σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ωθήσει τους καπιταλιστές να στραφούν σε μορφές παραγωγής «έντασης κεφαλαίου», οι οποίες δεν απαιτούν μεγάλους αριθμούς νέων εργατών. Ο Μαρξ εξετάζοντας τη βρετανική κοινωνία 150 χρόνια πριν, περιέγραψε πολύ καλά το πώς αναπτύσσεται ο ανεπίσημος τομέας: ...Το πρόσθετο κεφάλαιο που σχηματίζεται στην πορεία της συσσώρευσης προσελκύει, ανάλογα με το μέγεθός του, ολοένα λιγότερους εργάτες. Από την άλλη, το παλιό κεφάλαιο... απωθεί ολοένα και περισσότερους από τους εργάτες που απασχολεί.39 Αυτή η δυναμική παράγει ένα «στάσιμο» στοιχείο του «ενεργού εργατικού στρατού», με «εξαιρετικά ακανόνιστη απασχόληση»: Το επίπεδο της ζωής της [αυτής της κατηγορίας, στμ] πέφτει κάτω από το μέσο κανονικό επίπεδο της εργατικής τάξης και ακριβώς αυτό το γεγονός τη μετατρέπει σε πλατιά βάση κλάδων ιδιαίτερης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Χαρακτηριστικό για την κατηγορία αυτή είναι το ανώτατο όριο του χρόνου εργασίας και το ελάχιστο όριο του μισθού... Η έκτασή της αυξάνει στο μέτρο που με την αύξηση και την ένταση της συσσώρευσης προχωρεί η «δημιουργία υπεράριθμων».40 Γενικά, η δυστυχία που μαστίζει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των πόλεων στον Τρίτο Κόσμο δεν οφείλεται στην υπερεκμετάλλευσή τους από το μεγάλο κεφάλαιο, αλλά από το γεγονός ότι το μεγάλο κεφάλαιο δεν βλέπει κάποιους κερδοφόρους τρόπους από την ίδια την εκμετάλλευσή τους. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως σε ένα μεγάλο τμήμα της υποσαχάριας Αφρικής. Μετά την αφαίμαξη του πλούτου της περιοχής από τις απαρχές του δουλεμπορίου μέχρι το τέλος των αποικιακών αυτοκρατοριών στη δεκαετία του '50, εκείνοι που διαχειρίζονται το παγκόσμιο σύ452
Κρις Χάρμαν
στημα (ανάμεσα τους και τοπικοί ηγέτες που μεταφέρουν τις περιουσίες τους στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική), δεν έχουν πλέον πρόβλημα να ξεγράψουν τη μεγάλη πλειοψηφία των πληθυσμών τους ως «περιθωριακούς» για τις απαιτήσεις τους - εκτός από τους πολύ σημαντικούς θύλακες όπου μπορούν να βρεθούν πρώτες ύλες, ιδιαίτερα πετρέλαιο.
Η .σχέση του επίσημου και του ανεπίσημου τομέα Η ανισομέρεια της βιομηχανικής εξάπλωσης και η άνθηση του ανεπίσημου τομέα, μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα για την αδυναμία της εργατικής τάξης σε αυτές τις χώρες να οργανωθεί και να αντισταθεί, δηλαδή σε παράλληλα συμπεράσματα με αυτά των ορθοδοξιών για την «επισφάλεια» στις παλιές βιομηχανικές χώρες. Από τη μια, υπάρχει η εκτίμηση ότι οι εργάτες με σταθερή απασχόληση στον επίσημο τομέα είναι προνομιούχα μέλη της εργατικής αριστοκρατίας. Όπως για παράδειγμα το θέτει μια έκθεση από την βορειοανατολική Βραζιλία: «Το να είσαι επίσημα απασχολούμενος είναι σχεδόν προνόμιο, αφού λιγότεροι από τους μισούς που επιθυμούν μια τέτοια κατάσταση την απολαμβάνουν στην πραγματικότητα». 41 Από την άλλη, υποστηρίζεται ότι όσοι βρίσκονται στον ανεπίσημο τομέα υποφέρουν από «κοινωνικό αποκλεισμό» και δεν είναι ικανοί για αυτο-οργάνωση. Είναι βέβαιο ότι το να εργάζεται κάποιος στον επίσημο τομέα έχει κάποια πλεονεκτήματα σε σχέση με την εργασία στον ανεπίσημο τομέα. Οι εργαζόμενοι στον «οργανωμένο τομέα» πληρώνονται πολύ καλύτερα (30%, 40%, 100% περισσότερο) από τους εργαζόμενους στον «ανοργάνωτο» τομέα.42 Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90 οι εργάτες στη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία της Κίνας απολάμβαναν τη «σιδερένια γαβάθα του ρυζιού», δηλαδή ένα εγγυημένο εισόδημα μαζί με κάποιες παροχές στη στέγαση, την υγειονομική περίθαλψη και στις συντάξεις, ενώ όλοι όσοι μεταναστεύουν από τα χωριά στις πόλεις για να βρουν δουλειά δεν καλύπτονται από αυτές τις παροχές. Ωστόσο, οι εργοδότες δεν τα παρέχουν όλα αυτά από την καλή τους την καρδιά. Χρειάζονται ένα εργατικό δυναμικό με κάποια σταθερότητα, κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους ειδικευμένους εργάτες, που οι Καπιταλισμός Ζόμπι
453
εργοδότες δεν θέλουν να τους «αρπάξουν» οι ανταγωνιστές τους σε περιόδους οικονομικής άνθησης.43 Σε πολλούς κλάδους, όσο περισσότερο έμπειρο και σταθερό είναι το προσωπικό, τόσο παραγωγικότερο είναι επίσης. Το κεφάλαιο είναι διατεθειμένο να παραχωρήσει υψηλότερους μισθούς σε κάποιους από τους εργάτες εκεί, γιατί μ' αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να βγάλει περισσότερα κέρδη από τη δουλειά τους. Εξ ου και η φαινομενική αντίθεση: κάποια τμήματα της παγκόσμιας εργατικής τάξης είναι ταυτόχρονα και πιο καλοπληρωμένα και περισσότερο εκμεταλλευόμενα. Για τον ίδιο λόγο, οι εργάτες στον επίσημο τομέα έχουν τη δύναμη να παλέψουν ενάντια στο κεφάλαιο με ένα τρόπο που το τελευταίο φοβάται. Σπάνια η μεγέθυνση του ανεπίσημου τομέα σημαίνει και την καταστροφή του επίσημου. Το «ανεπίσημο» εργατικό δυναμικό στην πιο σημαντική βιομηχανική πόλη της Βραζιλίας, το Σάο Πάολο, αυξήθηκε κατά 70% στη δεκαετία του '90, ωστόσο ο αριθμός των «επίσημων» εργατών στον ιδιωτικό τομέα συνέχιζε να είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό των «ανεπίσημων» εργατών.44 Κάνουν λάθος, λοιπόν, όσοι αναφέρονται όπως ο Πάουλο Σίνγκερ (Paulo Singer) στην «αποπρολεταριοποίηση» 45 Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει είναι μια αναδιάρθρωση του εργατικού δυναμικού, με τις μεγάλες εταιρείες να παραδίδουν κάποιες εργασίες (συνήθως ανειδίκευτες, που μπορεί να τις εκτελέσει ένα ευμετάβλητο εργατικό δυναμικό) σε μικρότερες εταιρείες, εργολάβους και σε υποτιθέμενους αυτοαπασχολούμενους. Όχι μόνο η μεγέθυνση του ανεπίσημου εργατικού δυναμικού δεν ευεργετεί το εργατικό δυναμικό του επίσημου τομέα, αλλά αντίθετα έχει συνοδευτεί με αυξημένη εκμετάλλευση των εργατών αυτού του τομέα, και σε πολλές περιπτώσεις με χειροτέρευση των μισθών και των συνθηκών εργασίας. Αυτό το φαινόμενο είναι πιο έντονο στην Αφρική, όπου η κλίμακα της πτώσης των πραγματικών μισθών όσων είχαν δουλειά στη δεκαετία του '80, πραγματικά προκαλεί έκπληξη. Μια μελέτη το 1991 ανέφερε μια απότομη πτώση των πραγματικών μισθών... με μέση μείωση μισθών κατά 30% ανάμεσα στο 1980 και το 1986... Σε μια σειρά χώρες η πτώση άγγιζε το 10% κάθε χρονιά από το 1980... Σε αυτή την περίοδο οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν 20% κατά μέσο όρο.46 454
Κρις Χάρμαν
Στη Λατινική Αμερική οι πραγματικοί μισθοί στη βιομηχανία μειώθηκαν κατά 10% στη δεκαετία του '80, και το ίδιο συνέβη στον επίσημο τομέα της Ινδίας στη δεκαετία του '90.47 Η χρήση των εργαζόμενων στον ανεπίσημο τομέα για το σπάσιμο των κατακτήσεων των εργαζόμενων στον επίσημο τομέα, έχει οδηγήσει στη διαδεδομένη άποψη ότι οι εργάτες του ανεπίσημου τομέα είναι ανίσχυροι. Όμως, κι εδώ επίσης το κεφάλαιο αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα. Όσο περισσότερο στηρίζεται σ" αυτούς, τόσο μεγαλώνει η δυνατότητά τους να αντισταθούν στις απαιτήσεις του. Στην Ινδία, στα τμήματα του ανεπίσημου τομέα που παίρνουν δουλειά από τον επίσημο - «παραγωγικές δραστηριότητες ενδιάμεσων προϊόντων στον ανοργάνωτο τομέα, πχ βασικές χημικές ουσίες, μη-μεταλλικά ορυκτά προϊόντα, μεταλλικά προϊόντα, τομείς εξοπλισμού - σημειώνονται αυξήσεις τόσο στους μισθούς όσο και στην παραγωγή», κάτι που υποδεικνύει ότι «η διαπραγματευτική δύναμη αυτών των τμημάτων είναι μεγαλύτερη απ' όσο πιστευόταν ότι είναι». 48 Το φαινόμενο της περιστασιακής απασχόλησης δεν είναι καθόλου νέο στην ιστορία του καπιταλισμού. Κάποιες φορές έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε συγκεκριμένους κλάδους. Και οι μορφές της παρττάιμ εργασίας είναι πολύ παλιές επίσης, πάνε πίσω μέχρι τις υφαντουργίες της Βιομηχανικής Επανάστασης. Στα ορυχεία τόσο των ΗΠΑ όσο και της Βρετανίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι επόπτες ή οι εργοδηγοί (οι λεγόμενοι buttymen) στρατολογούσαν εργάτες και τους πλήρωναν από ένα ποσό που τους είχαν δώσει οι ιδιοκτήτες των ορυχείων γι' αυτό το σκοπό. Τέτοιοι περιστασιακοί εργάτες ίσως να μην ένιωθαν πάντα ότι αποτελούν μέρος της εργατικής τάξης. Συχνά ήταν αποστασιοποιημένοι επί χρόνια, ακόμα και δεκαετίες, από τους αγώνες άλλων τμημάτων της εργατικής τάξης. Όμως, η δυνατότητα να παλέψουν ήταν πάντοτε παρούσα και όταν η δυνατότητα γινόταν πραγματικότητα, ο αγώνας τους μπορούσε να γίνει πολύ σκληρός, να παίρνει σχεδόν εξεγερσιακές διαστάσεις. Ο Φρίντριχ Ένγκελς παρατήρησε ακριβώς αυτή τη δυναμική, όταν το 1889 οι λιμενεργάτες του Λονδίνου κατέβηκαν για πρώτη φορά σε απεργία. Έγραψε: Καπιταλισμός Ζόμπι
455
Μέχρι τώρα, το Ιστ Εντ βρισκόταν σε μια κατάσταση στασιμότητας, γεμάτη φτώχεια. Το σήμα κατατεθέν του ήταν η απάθεια των ανθρώπων, που τη θέλησή τους την έχει τσακίσει η πείνα και που έχουν χάσει κάθε ελπίδα... Και τώρα, η γιγάντια απεργία των πιο αποθαρρυμένων στοιχείων απ' όλους, των λιμενεργατών, όχι εκείνων που συνήθως έχουν δύναμη, των σχετικά καλοπληρωμένων ανδρών με σταθερή απασχόληση, αλλά κείνων που η τύχη τους έσπρωξε στους ντόκους, εκείνων που έχουν ναυαγήσει σε κάθε άλλη πλευρά της ζωής τους, των μόνιμα πεινασμένων, του πλήθους από συντρίμια της ζωής που βαδίζουν στην οριστική καταστροφή... Κι αυτή η μάζα των απελπισμένων, που κάθε πρωί έδιναν κυριολεκτικά μάχες εκ του συστάδην για να φτάσουν πρώτοι στο μάγκα που θα τους προσλάμβανε για μια μέρα, αυτή η μάζα που συσσωρεύονταν τυχαία και άλλαζε σύνθεση σχεδόν καθημερινά, πέτυχε να σχηματίσει μια στρατιά 40.000, να διατηρήσει την πειθαρχία της και να εμπνεύσει το φόβο στους πανίσχυρους ιδιοκτήτες...49 Η επισήμανση του'Ενγκελς είναι πολύ σημαντική για τον 21ο αιώνα. Διεθνώς, οι εργάτες έχουν βιώσει τρεις δεκαετίες ηττών και απογοήτευσης. Αυτή η πραγματικότητα τροφοδότησε μια μοιρολατρία σχετικά με τη δυνατότητα να παλέψουμε και αυτή η μοιρολατρία βρήκε αντανάκλαση σε άπειρες μελέτες, οι οποίες αναδείκνυαν τα βάσανα των φτωχών και των καταπιεσμένων, αλλά τους αντιμετώπιζαν πάντοτε ως θύματα και πολύ σπάνια ως μαχητές. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα βουνό από υλικό που έχει συγκεντρωθεί υπό την αιγίδα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με τον «κοινωνικό αποκλεισμό»· ένα μοτίβο που ταιριάζει στους γραφειοκράτες οι οποίοι διοικούν τέτοιους οργανισμούς. Θέματα όπως η «περιστασιοποίηση» και η «γυναικοποίηση» της εργασίας έχουν γίνει στερεοτυπικοί, ακαδημαϊκοί τρόποι απόρριψης κάθε δυνατότητας πάλης, έστω κι αν κάποιοι απ' αυτούς που κάνουν αυτές τις μελέτες προσπαθούν να ξεφύγουν από το υπόδειγμα όπου είναι παγιδευμένοι. Η τάση να αντιμετωπίζονται οι φτωχοί των πόλεων από τη μια, και οι εργάτες με σταθερή απασχόληση από την άλλη, ως δυο ερμητικά διαχωρισμένες ομάδες, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στους ακτιβιστές των ΜΚΟ. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Οι ίδιες οι συνοικίες των παραγκουπόλεων σπάνια είναι ομοιογενείς από άποψη κοινωνικής σύν456
Κρις Χάρμαν
θέσης. Εργάτες με μόνιμη απασχόληση ζουν δίπλα-δίπλα με περιστασιακά εργαζόμενους, με τα φτωχότερα τμήματα των αυτοαπασχολούμενων, με τους ανέργους, ακόμα και με μερικές ομάδες μικροαστών. Ο Μάικ Ντέιβις (Mike Davis) γράφει: Το παραδοσιακό στερεότυπο για όσους κοιμούνται στους δρόμους στην Ινδία είναι το στερεότυπο ενός κατεστραμμένου αγρότη, που μόλις έχει φτάσει στην πόλη από την ύπαιθρο και επιβιώνει χάρη στην παρασιτική ζητιανιά. Όμως, μια έρευνα στη Μουμ•πάι αποδεικνύει ότι σχεδόν όλοι (97%) έχουν τουλάχιστον έναν βιοπαλαιστή, το 70% ζει στην πόλη κατά μέσο όρο για έξι χρόνια... Στην πραγματικότητα πολλοί από τους αστέγους είναι απλά εργάτες - οδηγοί των ρίκσο, οικοδόμοι, χαμάληδες στην αγορά - που εξαιτίας της δουλειάς τους είναι αναγκασμένοι να ζουν στη, διαφορετικά απλησίαστη οικονομικά, καρδιά της μητρόπολης.50 Ο Λίο Ζίλινγκ (Leo Zeiling) και η Κλερ Τσερούτι (Clair Ceruti) επισημαίνουν ότι πρόσφατες έρευνες στο Σοβέτο της Νοτίου Αφρικής δείχνουν ότι «το 78,3% των νοικοκυριών περιλαμβάνει ένα μείγμα μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και ανέργων». Συμπεραίνουν ότι: Οι φτωχογειτονιές και οι παραγκουπόλεις της Νότιας Αφρικής μπορούν να ιδωθούν ως σημείο συνάντησης συνδικαλισμένων εργατών, φοιτητών, απόφοιτων σχολείων, ανέργων και ανεπίσημων μικρεμπόρων. Παρόλο που το φάσμα της ανεργίας επηρεάζει όλα τα κοινωνικά στρώματα, αυτές οι ομάδες δεν είναι μόνιμα αποκομμένες η μια από την άλλη. Αντίθετα, μπορεί να τις συναντήσει κανείς στο ίδιο νοικοκυριό, να υποστηρίζει η μια την άλλη.51 Το ίδιο ισχύει και για το Ελ Αλτο, την πόλη-δορυφόρο της βολιβιανής πρωτεύουσας Λα Παζ. Στο Ελ Αλτο κατοικούν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως αυτόχθονες Αϊάμα (Ayama), που συνέρρευσαν στην πόλη από την ύπαιθρο ή από τα κλειστά πλέον ορυχεία κασσίτερου και των οποίων οι προσπάθειες να κερδίσουν το ψωμί τους χαρακτηρίζουν τον ανεπίσημο τομέα σε όλες τις πόλεις του Τρίτου Κόσμου. Ταυτόχρονα, όμως, το Ελ Αλτο είναι «η βασική βιομηχανική ζώνη της περιφέρειας της Λα Παζ»,52 όπου βρίσκεται συγκεντρωμένο το 54% του βιομηχανικού δυναμικού της περιφέρειας, με τον αριθμό εκείνων που απασχοΚαπιταλισμός Ζόμπι
457
Χούνται στη βιομηχανία να έχει αυξηθεί κατά 80% στη διάρκεια των δέκα τελευταίων χρόνων. Αυτό που είναι σημαντικό είναι «ο συνδυασμός ανάμεσα στην 'ανεπισημότητα' και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις που στηρίζονται στην οικογενειακή εργασία από τη μια, και το βαθμό ενσωμάτωσης του εργατικού δυναμικού σε μισθωτή εργασία για παραγωγικούς σκοπούς από την άλλη», με αποτέλεσμα οι μορφές οργάνωσης με κέντρο τη γειτονιά να αποκτούν ένα ταξικό (όπως και αυτόχθονο) περιεχόμενο.53 Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, οι εργατικοί αγώνες έχουν την ικανότητα να λειτουργούν ως σημείο αναφοράς για όλες τις δυσαρέσκειες που κινητοποιούν τη μεγάλη πλειοψηφία όσων ζουν στις παραγκουπόλεις. Για παράδειγμα, στη Νότια Αφρική, μια σειρά από κινητοποιήσεις και ταραχές που είχαν ως αίτημα την παροχή βασικών κοινωνικών υπηρεσιών σε αυτές τις γειτονιές, δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα όπου η απεργία των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα τον Ιούνη του 2007, ήταν η μεγαλύτερη απεργία από την πτώση του απαρτχάιντ, προσελκύοντας πολλούς για πρώτη φορά στη συνδικαλιστική δράση. Η δυνατότητα για αλληλοτροψοδότηση των αγώνων - στο χώρο δουλειάς και στην κοινότητα - δεν υπάρχει μόνο στα μυαλά των ακτιβιστών, αλλά όπως διαπιστώνει και μια έρευνα, εκφράζει την πραγματική οικιακή οικονομία της σύγχρονης Νότιας Αφρικής.Μ Στη Βολιβία, το Ελ Αλτο ήταν το επίκεντρο εκρήξεων που έφτασαν στα πρόθυρα της εξέγερσης, οι οποίες συσπείρωσαν μεταλλωρύχους, εκπαιδευτικούς, αγρότες και οργανώσεις των αυτόχθονων και γκρέμισαν δυο κυβερνήσεις σε διάστημα δεκαοχτώ μηνών. Στην Αίγυπτο, η απεργία των 24.000 εργατών στην υφαντουργία Μισρ στη Μαχάλα αλ-Κούμπρα στα τέλη του 2006, πυροδότησε ένα κύμα εργατικών κινητοποιήσεων σε όλη την Αίγυπτο, σε πολλούς διαφορετικούς τομείς και κλάδους της οικονομίας, από τη Μαχάλα στο Καψρ αλ Νταβάρ και από κει στο Σιμπίν αλ Κουμ, από τις κλωστοϋφαντουργίες και τις υφαντουργίες στις τσιμεντοβιομηχανίες, τους σιδηροδρόμους και στους εργαζόμενους των μετρό και των αστικών συγκοινωνιών. Το κύμα των απεργιών απλώθηκε από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο, στις διοικητικές υπηρεσίες, από τις παλιές βιομηχανικές πε458
Κρις Χάρμαν
ριοχές, σε νέες πόλεις, σε όλες τις επαρχίες της χώρας. Διαδόθηκε από την κλωστοϋφαντουργία στη βαριά βιομηχανία, από τη χημική βιομηχανία στην οικοδομή και τις κατασκευές, από τις μεταφορές στις υπηρεσίες. Επίσης, οι απεργίες είχαν ένα ευρύτερο αντίκτυπο, αγγίζοντας τομείς που δεν είχαν κουλτούρα διαμαρτυρίας, όπως οι δάσκαλοι, οι γιατροί και οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά ακόμα και κατοίκους των παραγκουπόλεων όπως στη Καλάτ αλ Καμπς και τους χωρικούς του Αλ-Ατς.55 Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι η εργατική τάξη στον Τρίτο Κόσμο δεν είναι καταδικασμένη στις διαιρέσεις και την παθητικότητα που ζωγραφίζουν οι αναλύσεις περί κοινωνικού αποκλεισμού και οι ΜΚΟ. Η αδιάκοπη διατάραξη παλιών μορφών κοινωνικής και οικονομικής ζωής από τον καπιταλισμό που αναδιαρθρώνεται σε παγκόσμια κλίμακα, δεν προκαλεί μόνο δυστυχία. Δημιουργεί και τη δυνατότητα για αντίσταση, που μπορεί να βρει ξαφνικά έκφραση εκεί που την περιμένουν λιγότερο. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα μοτίβο τέτοιων αγώνων, που φτάνουν πίσω στην εποχή του πρώτου αντίκτυπου της εκβιομηχάνισης τέτοιων χωρών, όπως για παράδειγμα, έχουν καταγράψει πριν τριάντα χρόνια οι Κοέν (Cohen), Γκάτκιντ (Gutkid) και Μπράζιερ (Brazier), στη συλλογή Χωρικοί και Προλετάριοι.56 Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα στις τελευταίες δεκαετίες που επιβεβαιώνουν αυτή την εικόνα. Πρέπει να περιμένουμε πολλά περισσότερα σ" αυτό τον αιώνα, όσο η οικονομική κρίση θα αλληλεπιδρά με την κλιματική αλλαγή και τις κρίσεις στην ασφάλεια τροφίμων.
Κατακερματισμός, πικρία, εξέγερση Έχει ωστόσο σημασία να καταλάβουμε ότι η πικρία που νιώθουν οι άνθρωποι για τη φτώχεια και την καταπίεση, μπορεί να πάρει άλλες κατευθύνσεις. Ο κατακερματισμός των εμπειριών της ζωής όσων ζουν στις παραγκουπόλεις, μπορεί να στρέψει τη μια ομάδα ενάντια στην άλλη, όπως λέει ο Μάικ Ντέιβις: Εκείνοι που εμπλέκονται στον ανταγωνισμό του ανεπίσημου τοΚαπιταλισμός Ζόμπι
459
μέα σε συνθήκες σχεδόν άπειρης προσφοράς εργατικής δύναμης, συνήθως φτάνουν στο χείλος ενός γενικευμένου πολέμου όλων εναντίον όλων, και αντίθετα η σύγκρουση μετατρέπεται σε εθνοτική, θρησκευτική ή φυλετική βία. Οι νονοί και οι εργολάβοι του ανεπίσημου τομέα (που είναι αόρατοι στο μεγαλύτερο μέρος της φιλολογίας επί του θέματος), επιστρατεύουν επιδέξια τον εξαναγκασμό, ακόμα και τη χρόνια βία για να ρυθμίσουν τον ανταγωνισμό και να προστατέψουν τις επενδύσεις τους... Την ακρίβεια αυτής της εικόνας δεν μπορεί να την αρνηθεί κανείς που έχει γίνει μάρτυρας των εθνοτικών συγκρούσεων ανάμεσα σε Σιίτες και Σουνίτες, που κατά διαστήματα παραλύουν το Καράτσι στο Πακιστάν, της παράδοσης επιθέσεων σε βάρος των κινεζικών πληθυσμών της Μαλαισίας και της Ινδονησίας ή του κύματος των επιθέσεων σε βάρος μεταναστών από τη Ζιμπάμπουε στις ίδιες πόλεις της Νότιας Αφρικής, που περιγράφουν ο Λίο Ζίλινγκ και η Κλερ Τσερούτι. Η Μουμπάι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς μπορούν να αλλάξουν οι διαθέσεις. Το 1982, μια μισο-αυθόρμητη κινητοποίηση από τα κάτω των εργατών στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας της πόλης, μετατράπηκε σε μια από τις πιο μακρόχρονες απεργίες στην παγκόσμια ιστορία. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες συμμετείχαν στην απεργία που κράτησε ένα χρόνο, κυριαρχώντας στην πολιτική ζωή της εμπορικής και βιομηχανικής πρωτεύουσας της χώρας, καθώς ενεργοποιούσε δίκτυα υποστήριξης που έφταναν μέχρι και τα χωριά από τα οποία είχαν έρθει πολλοί από τους εργάτες που απεργούσαν·57 Κατά τη διάρκεια της απεργίας υπήρχε ενότητα ανάμεσα στις θρησκείες και τις κάστες που είναι ενταγμένες οι κατώτερες τάξεις της Μουμπάι. Όμως, η απεργία ηττήθηκε. Στη συνέχεια, το Σιν Σέβα, μια πολιτική οργάνωση που αναπτύχθηκε στρέφοντας τους ντόπιους που μιλούσαν τη γλώσσα μαράθι ενάντια στους αλλόγλωσσους και εν τέλει τους ινδουιστές εναντίον των μουσουλμάνων, έφτασε σε σημείο να αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη σε ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Το 1992-93 κλιμάκωσε τη δράση της με αιματοβαμμένα πογκρόμ σε βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της πόλης. Η ενότητα στον αγώνα δημιούργησε ένα αίσθημα αλληλεγγύης, που κατόπιν τράβηξε τον τεράστιο αριθμό των ανεπίσημα εργαζόμε460
Κρις Χάρμαν
νων, των αυτοαπασχολούμενων, των φτωχών ανέργων και των εξαθλιωμένων μικροαστών. Η ήττα γέννησε φατριαστικές αντιλήψεις και κοινοτικές συγκρούσεις μέσα στα μικροαστικά στρώματα που επηρέασαν τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους και πλατιά στρώματα εργατών. Αυτό ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα για τις δυο κατευθύνσεις που μπορεί να πάρουν η απελπισία και η πικρία που νιώθουν τα «πλήθη» στις μεγαλουπόλεις του Τρίτου Κόσμου. Η μια κατεύθυνση είναι η συλλογική πάλη των εργατών, που συσπειρώνουν γύρω τους εκατομμύρια εξαθλιωμένων ανθρώπων. Η άλλη είναι η χρησιμοποίησή τους από δημαγωγούς που εκμεταλλεύονται την απελπισία, την απογοήτευση και τον κατακερματισμό, για να κατευθύνουν την πικρία και την οργή του ενός τμήματος των εξαθλιωμένων ενάντια σε άλλα τμήματα. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, η εργατική τάξη δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως απλά μια ακόμα ομαδοποίηση στα πλαίσια του «πλήθους» ή του «λαού», σα να μην έχει μια ουσιαστικά ξεχωριστή σημασία στην πάλη ενάντια στο σύστημα. Ούτε πρέπει οι εργατικοί αγώνες να θεωρούνται σημαντικοί, απλά και μόνο για το οικονομικό τους περιεχόμενο, από κείνους που τους οργανώνουν. Οι αγώνες των εργατών είναι σημαντικοί, ακριβώς επειδή έχουν τη δυνατότητα να δίνουν κατεύθυνση στην πικρία της μεγάλης πλειοψηφίας που ζει στις παραγκογειτονιές των μεγαλουπόλεων του Τρίτου Κόσμου, που διαφορετικά θα προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα στην απελπισία.
Η αγροτιά Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής μορφής της παραγωγής, έχει κόψει τις χορδές της ζωής στη μικρής κλίμακας αγροτική παραγωγή... Η μικρή παραγωγή οδηγείται ανεπανόρθωτα στην καταστροφή... Προβλέπουμε τον αναπόφευκτο χαμό του μικρού αγρότη...58 Αυτά έγραφε ο Ένγκελς στα μέσα της δεκαετίας του 1890. Η τεράστιας κλίμακας ανάπτυξη των πόλεων στον τελευταίο μισό αιώνα, έχει επαληθεύσει σ" ένα μεγάλο βαθμό τη λογική που βρίσκεται στη βάση των παΚαπιταλισμός Ζόμπι
461
ραπάνω εκτιμήσεων του'Ενγκελς. Σήμερα, η αγροτιά είναι απούσα από τη Βορειοδυτική Ευρώπη, στον ίδιο βαθμό που ήταν απούσα από την Αγγλία της εποχής του'Ενγκελς. Όμως, η συρρίκνωσή της σε παγκόσμιο επίπεδο ακολούθησε πολύ βραδύτερους ρυθμούς από κείνους που περίμεναν ο Μαρξ κι ο'Ενγκελς. Οι αγρότες αποτελούν - ακόμα - το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού. Η πραγματικότητα που επικρατεί στο μεγαλύτερο τμήμα της Λατινικής Αμερικής, όπως και σε σχεδόν ολόκληρη την Αφρική και τη Νότια και Ανατολική Ασία, είναι ότι εκατοντάδες εκατομμύρια μικροί αγρότες είναι δεμένοι στο κομμάτι της γης που κατέχουν ή νοικιάζουν. Βρίσκονται ξανά και ξανά πιασμένοι σε μια μέγγενη: από τη μια πιέζονται από τις αυξανόμενες τιμές για ενέργεια και λιπάσματα κι από την άλλη πιέζονται από τον ανταγωνισμό των καπιταλιστικών αγροτικών επιχειρήσεων με το σύγχρονο εξοπλισμό. Η δυσαρέσκεια που παράγουν οι διπλές αυτές πιέσεις, μπορεί ακόμα να κάνει την αγροτιά ένα σημαντικό πολιτικό παράγοντα σε σημαντικές χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Ακόμα και στη Λατινική Αμερική, όπου ανάμεσα στις δεκαετίες του '60 και του '80 η αγροτιά συρρικνώθηκε στο μισό, 5 ' οι εξεγέρσεις ενάντια στον καπιταλισμό που είχαν τους αγρότες στην πρώτη γραμμή, έχουν εμπνεύσει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο: από τους Ζαπατίστας στο Μεξικό μέχρι το MST, το κίνημα των ακτημόνων στη Βραζιλία, και ένα σημαντικό τμήμα του κινήματος που το 2006 έφερε θριαμβευτικά στην προεδρία της Βολιβίας τον'Εβο Μοράλες. Τέτοια κινήματα έχουν ωθήσει πολλούς αγωνιστές να υιοθετήσουν απόψεις, που μερικές φορές αποκαλούνται «νεο-λαϊκίστικες». 60 Αυτές οι απόψεις θεωρούν τους αγρότες ως τους ενεργούς φορείς της κοινωνικής αλλαγής ή τουλάχιστον ως ένα συστατικό στοιχείο του υποκειμένου που είναι το «πλήθος». Και κάποιες φορές θεωρείται ότι η μικρή αγροτική παραγωγή έχει το κλειδί για το μέλλον της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων, μιας και η παραγωγή τροφίμων ανά εκτάριο είναι μεγαλύτερη σε αυτούς τους κλήρους από τις μεγάλες ιδιοκτησίες.61 Όμως, αυτό που λείπει από την αναγνώριση του γεγονότος ότι η αγροτιά συνεχίζει να αποτελεί μια δύναμη, έστω και σε κάμψη, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο καπιταλισμός την έχει αλλάξει εκ βάθρων, αν κι όχι αναγκαστικά προς την κατεύθυνση που περίμεναν ο Μαρξ κι ο'Ενγκελς. Στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο Χάμζα Αλάβι (Hamza Alavi) και 462
Κρις Χάρμαν
ο Τεοντόρ Σάνιν (Teodor Shanin) έδειξαν ότι στα πλαίσια του καπιταλισμού «έχουν αναπτυχθεί δυο εναλλακτικές μορφές αγροτικής παραγωγής». Από τη μια μεριά, «καλλιέργεια βασισμένη στη μισθωτή εργασία» και από την άλλη «μια μορφή οργάνωσης της παραγωγής βασισμένη στον οικογενειακό κλήρο, που είναι ενσωματωμένος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής». Σ' αυτή τη δεύτερη μορφή «η αγροτική οικονομία είναι δομικά ενσωματωμένη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής» κι από «τον χωρικό αποσπάται υπεραξία μέσω του εμπορικού κεφαλαίου και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων». Υπεραξία που «συμβάλλει στη συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά εκτός της αγροτικής οικονομίας από την οποία προέρχεται».62 Η αγροτιά η οποία εντάσσεται με αυτό τον τρόπο στα κυκλώματα του καπιταλισμού δεν είναι μια ομοιογενής ομάδα. Αντίθετα, είναι εσωτερικά διαφοροποιημένη ανάλογα με το μέγεθος του κλήρου, την ιδιοκτησία εξοπλισμού και το ύψος του χρέους. Στο ένα άκρο βρίσκονται εκείνοι που κατόρθωσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να γίνουν μικροί αγροτικοί καπιταλιστές και στο άλλο άκρο βρίσκονται οι ακτήμονες εργάτες γης. Ανάμεσά τους είναι τοποθετημένο ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο στρώμα - ανάλογα την περίσταση - που βασίζεται στην οικογενειακή εργασία, ίσως να προσλαμβάνει περιστασιακά μισθωτή εργασία, και ίσως επίσης να συμπληρώνει το εισόδημα του νοικοκυριού και από άλλες πηγές. Για τους μεσαίους και φτωχούς αγρότες, η εργασία έξω και πέρα από τη γη μπορεί να έχει μεγάλη σημασία. Στοιχεία από δεκαπέντε αναπτυσσόμενες χώρες στα τέλη της δεκαετίας του '80, δείχνουν ότι το 30% με 40% του εισοδήματος των αγροτικών νοικοκυριών προερχόταν από μη-αγροτικές δραστηριότητες. Στην Κίνα αυτό το ποσοστό αυξήθηκε από 10% το 1980 στο 35% το 199563 και «η απόκτηση μιας μη-αγροτικής απασχόλησης έγινε κρίσιμο ζήτημα για όσους ήθελαν να αποφύγουν τη μοίρα του αγρότη και τη φτώχεια της υπαίθρου».64 Στην Αίγυπτο της δεκαετίας του '80, το 25% του εισοδήματος του αγροτικού νοικοκυριού προερχόταν «από μισθούς έξω από το χωριό».65 Δεν είναι όλα τα αγροτικά νοικοκυριά ενσωματωμένα με τον ίδιο τρόπο στην ευρύτερη οικονομία. Για κάποια, το μόνο που υπάρχει είναι οι πιο ταπεινές μορφές μισθωτής εργασίας. Όμως, μια μειοψηφία μπορεί Καπιταλισμός Ζόμπι
463
να συμπήξει σχέσεις με ανθρώπους που κατέχουν θέσεις επιρροής, προσφέροντας στήριξη σε πολιτικούς, κάνοντας χάρες στους μεγάλους γαιοκτήμονες ή τους τοκογλύφους, χειραγωγώντας υποτιθέμενα παραδοσιακά δίκτυα είτε της οικογένειας είτε της φυλής ή της φατρίας. Ανάμεσα στα αγροτικά νοικοκυριά αναπτύσσεται μια διαφοροποίηση, καθώς οι αγώνες για τη γη συνδέονται με τις συγκρούσεις στην ευρύτερη οικονομία, σε τοπικό, περιφερειακό, ακόμα και παγκόσμιο επίπεδο.66 Η διαφοροποίηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι τα κινήματα που περιγράφονται συμβατικά ως «αγροτικά» δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα ακολουθήσουν τροχιά αντίθεσης στον καπιταλισμό και τις άρχουσες τάξεις. Συχνά, στην ηγεσία των αγροτικών κινημάτων βρίσκονται εκείνοι που έχουν πετύχει περισσότερο από όλους να απλώσουν τις ιδιοκτησίες τους και να συσσωρεύσουν κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούν να προσλαμβάνουν εργατική δύναμη, αντί να πουλούν τη δική τους. Είναι επαρκώς απαλλαγμένοι από το καθημερινό μόχθο και διαθέτουν επαρκείς συνδέσεις με τον ευρύτερο κόσμο, ώστε όταν έρχεται η ώρα της κινητοποίησης να παίρνουν την πρωτοβουλία. Εδώ και πολλά χρόνια ο Χάμζα Αλάβι έχει επισημάνει ότι στις αγροτικές εξεγέρσεις τείνουν να ηγούνται μεσαίοι κι όχι μικροί χωρικοί ή εργάτες γης.67 Η διείσδυση του καπιταλισμού στην ύπαιθρο, σημαίνει ότι στην πραγματικότητα, στα αγροτικά κινήματα μπορεί να ηγούνται οι μικροί αγροτικοί καπιταλιστές, θέτοντας στην προμετωπίδα τους αιτήματα που ωφελούν ιδιαιτέρως τους ίδιους, όπως η μείωση της τιμής των λιπασμάτων. Αυτή δεν είναι η μόνη κατεύθυνση που μπορούν να πάρουν οι εξεγέρσεις στην ύπαιθρο. Η διαφοροποίηση της αγροτιάς σημαίνει επίσης ότι οι μεσαίοι και φτωχοί αγρότες υφίστανται τις πιέσεις εκείνων που θέλουν να αρπάξουν τη γη τους: των ινδουιστών γαιοκτημόνων της ανώτερης κάστας στην Ινδία, των τοπικών στελεχών του κόμματος στην Κίνα, των φυλάρχων που συνδέονται με τους κρατικούς μηχανισμούς στην Αφρική, των βαρόνων της σόγιας στη Βραζιλία. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι το ξέσπασμα εξεγέρσεων που θα στρέφονται ενάντια στους μικρούς αγροτικούς καπιταλιστές και όχι εξεγέρσεων που θα καθοδηγούνται απ' αυτούς. Όμως, κατόπιν, τέτοιες εξεγέρσεις έχουν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του κράτους, που προσπαθούν να τις κρα464
Κρις Χάρμαν
τήσουν απομονωμένες στις περιοχές τους, εκμεταλλευόμενες για να τις διαλύσουν, τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιβιώνει το αγροτικό νοικοκυριό: τη δουλειά με στόχο να βγάλει ένα πλεόνασμα από τη σοδειά του κλήρου της γης που καλλιεργεί. Για παράδειγμα, η εξέγερση των Ζαπατίστας ταρακούνησε πραγματικά το μεξικάνικο κράτος. Όμως αυτό δεν εμπόδισε το κράτος να σφραγίσει ουσιαστικά την εξέγερση μέσα στη ζούγκλα της Λακαντόν, όπου και παραμένει απομονωμένη δεκαπέντε χρόνια μετά το ξέσπασμά της. Τα διάφορα μαοϊκά κινήματα των νταλίτ (της κάστας των πρώην «παριών») και των φυλών, των ακτημόνων χωρικών και των φτωχών αγροτών στην Ινδία, αποτελούν μια ενόχληση για τον ινδικό καπιταλισμό, αλλά όσο βρίσκονται περιορισμένα σε απομακρυσμένες αγροτικές εκτάσεις, η ενόχληση δεν είναι μεγαλύτερη από κείνη που νιώθει ένας υγιής ενήλικας όταν τον τσιμπάει μια σκνίπα. Όμως, η ίδια η διείσδυση του καπιταλισμού στην ύπαιθρο, σημαίνει ότι είναι πιο εύκολο από ποτέ να σφυρηλατηθούν δεσμοί ανάμεσα στα φτωχότερα τμήματα της αγροτιάς και τους εργάτες στις πόλεις. Γιατί, εξαιτίας της μετανάστευσης, τα αγροτικά νοικοκυριά έχουν συγγενείς που δουλεύουν στις πόλεις. Όπως οι εργατικοί αγώνες μπορούν να συγκεντρώσουν την αγανάκτηση και τη δυσαρέσκεια που βράζει στις παραγκουπόλεις, μπορούν να κάνουν το ίδιο και για τα εκατοντάδες εκατομμύρια που μοχθούν δουλεύοντας τη γη. Όμως, το αν η συγκεκριμένη δυνατότητα θα γίνεται πραγματικότητα, θα εξαρτάται από την πάλη των εργατών με αιτήματα που μπορεί να τους συνδέσουν με τα φτωχότερα στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου.
Ποιος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο; Η ίδια η εξέλιξη του καπιταλισμού που πλάθει και αναπλάθει διαρκώς τη ζωή εκείνων που εκμεταλλεύεται, είναι ο παράγοντας που δημιουργεί τις αντικειμενικές συνθήκες για τη μετατροπή μιας τυχαίας μάζας ανθρώπων που πουλάνε την εργατική τους δύναμη, σε ένα σύνολο με ολοένα και μεγαλύτερη συνείδηση ότι αποτελεί τάξη «για τον εαυτό της». Η τάξη αυτή είναι εν δυνάμει το υποκείμενο της αμφισβήτησης Καπιταλισμός Ζόμπι
465
της χαοτικής και καταστροφικής δυναμικής του καπιταλισμού, επειδή ο τελευταίος δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτή την τάξη. Το λάθος του Λακλάου και της Μουφέ - όπως και χιλιάδων άλλων κοινωνιολόγων, φιλοσόφων και οικονομολόγων, που υποστηρίζουν ότι η εργατική τάξη έχει χάσει την κεντρική της θέση στο σύστημα - είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται τη στοιχειώδη επισήμανση που είχε κάνει ο Μαρξ. Πρόκειται για ένα σύστημα αλλοτριωμένης εργασίας, η οποία έχει αποκτήσει δικιά της υπόσταση, και το κεφάλαιο δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς να τροφοδοτείται με περισσότερη εργασία, ακριβώς όπως ένα βαμπίρ δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς φρέσκο αίμα. Στην ιστορία του συστήματος έχουν υπάρξει φάσεις όπου μπορούσε να κρατά τις μάζες δεμένες σ αυτό, είτε με την καταστολή είτε κρατώντας τες σχετικά ικανοποιημένες. Ο Χίτλερ από τη μια και ο Στάλιν από την άλλη, έμοιαζε πραγματικά ότι κυβερνούσαν στηριγμένοι σε μια γιγάντια καταπιεστική μηχανή, στη διάρκεια της περιόδου που ο ρωσοβέλγος επαναστάτης Βίκτορ Σερζ (Victor Serge) είχε αποκαλέσει «τα μεσάνυχτα του αιώνα».68 Στη δεκαετία του '50 ένας Βρετανός πρωθυπουργός, ο Χάρολντ Μακμίλαν (Harold Macmillan), μπορούσε να αποσπά την καταφατική, έστω και με σφιγμένα δόντια, απάντηση των περισσότερων εργατών, όταν δήλωνε ότι «ποτέ δεν περνούσαμε καλύτερα». Αυτό που προσπάθησα να αποδείξω είναι ότι για τον καπιταλισμό θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διασφαλίζει τον έλεγχό του μόνιμα, είτε με τη μια είτε με την άλλη μέθοδο. Η ίδια η ανήσυχη φύση του δεν αφήνει τη δυνατότητα σε όσους εκμεταλλεύεται να παραμένουν ικανοποιημένοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Όταν το αφηνιασμένο σύστημα μπατάρει από την οικονομική άνθηση στην ύφεση, όταν προσπαθεί να ανορθώσει τα κέρδη και να σβήσει τα χρέη για να επανέλθει στην άνθηση, παραδίδει στις φλόγες τις ελπίδες για μια εξασφαλισμένη ζωή, που το ίδιο είχε ενθαρρύνει στο παρελθόν. Επιμένει ότι η πλειοψηφία πρέπει να δουλεύει περισσότερο χρόνο για μικρότερα μεροκάματα, ότι ο κόσμος πρέπει να χάσει τις δουλειές του επειδή οι τραπεζίτες έχασαν τα μυαλά τους, ότι οι άνθρωποι πρέπει να αποδεχτούν ότι στα γηρατειά τους θα ζουν στη φτώχεια, ότι θα παραδώσουν το σπίτι τους στον κλητήρα που ήρθε να το κατασχέσει, ότι θα λιμοκτονήσουν καλλιεργώντας το χωράφι τους για να 466
Κρις Χάρμαν
πληρώνουν τον τοκογλύφο και τον έμπορο λιπασμάτων. Ο κόσμος θα αντιδράσει. Κάποιοι το έχουν κάνει ήδη καθώς γράφω αυτές τις γραμμές. Η τελευταία σύντομη περίοδος οικονομικής άνθησης βασισμένης στο χρηματοπιστωτικό τομέα από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά, συνοδεύτηκε από αυθόρμητες εξεγέρσεις σε μια σειρά χώρες, ενάντια στις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας. Οι πρώτοι μήνες της νέας ύφεσης σημαδεύτηκαν από διαδηλώσεις, απεργίες και ταραχές ενάντια στις επιπτώσεις της. Δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά. Όλα αυτά τα κινήματα προσφέρουν σε όσους συμμετέχουν τις συνθήκες όπου μπορούν να διδαχτούν από την ίδια τους την εμπειρία τις δυνατότητες της ταξικής πάλης ενάντια στο σύστημα. Η αλληλεπίδραση των κρίσεων που επανέρχονται κάθε τόσο οικονομικών, στρατιωτικών, οικολογικών - θα δημιουργεί ξανά και ξανά τις συνθήκες για ακόμα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια, ακόμα και αν ο καπιταλισμός καταφέρει με κάποιο τρόπο να βγει αλώβητος από την παρούσα κρίση. Είναι αναγκαίο να επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά ότι η πλουσιότερη κοινωνία στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι ΗΠΑ, στις τρεις δεκαετίες πριν το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης, κατάφερνε να λειτουργεί συμπιέζοντας το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων. Το ίδιο ίσχυε και για την Ιαπωνία από τις αρχές της δεκαετίες του '90 και μετά. Οι άρχουσες τάξεις της Δυτικής Ευρώπης θέλουν να μιμηθούν αυτό το παράδειγμα και οι όποιες επιτυχίες τους θα επηρεάσουν και κείνες τις άρχουσες τάξεις που διαχειρίζονται τη συσσώρευση κεφαλαίου στις νέες βιομηχανικές χώρες της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν διαλείμματα σε κάποια από τα μέρη του συστήματος, κατά τα οποία τα πράγματα θα μοιάζουν καλύτερα απ' ό,τι είναι σήμερα σε όσους ζουν σ" αυτά τα μέρη. Κάτι τέτοιο συνέβη από τα μέσα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, απ' τα μέσα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90, και μπορεί να συμβεί ξανά. Όμως, στον «αφηνιασμένο κόσμο» του καπιταλισμού στον 21ο αιώνα, τέτοια διαλείμματα δεν θα έχουν μεγάλη διάρκεια και οι κρίσεις που θα σημαδεύουν το ξαφνικό τέλος τους, μπορεί να πυροδοτούν τη δυσαρέσκεια σε γιγάντια κλίμακα. Ο Λένιν είχε διατυπώσει τις συνθήκες τις οποίες θεωρούσε απαραίΚαπιταλισμός Ζόμπι
467
τητες για να υπάρξει μια «προ-επαναστατική κρίση». Οι δυο απ' αυτές πρόκειται να εκδηλωθούν πολλές φορές στον αιώνα που βρίσκεται μπροστά μας. Η άρχουσα τάξη δεν θα μπορεί να διαχειρίζεται τα πράγματα με τον παλιό τρόπο. Και η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν θα ανέχεται να ζει με τον παλιό τρόπο. Στις δεκαετίες που έχουν περάσει από το τέλος της μακράς οικονομικής άνθησης, οι δυο αυτοί παράγοντες έχουν πυροδοτήσει μεγάλες κοινωνικές αναστατώσεις και ξεσηκωμούς: από το Ιράν το 1979 και την Πολωνία το 1980-81, μέχρι τη Ρωσία το 1989-91, την Ινδονησία το 1998, μέχρι την Αργεντινή και κατόπιν, μετά το 2001, τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Η κλιμάκωση της κρίσης τον Οκτώβρη του 2008 έκανε τον πρόεδρο της Γαλλίας, τον Σαρκοζί, να προειδοποιήσει τους ομοίους του για ένα «ευρωπαϊκό 1968». Ανεξάρτητα από το αν βραχυπρόθεσμα η προειδοποίησή του αποδειχθεί σωστή ή λάθος, στις δεκαετίες που έρχονται θα δούμε επανειλημμένα κοινωνικές αναταραχές τεράστιας κλίμακας. Όμως, εκείνο που απουσίαζε μέχρι τώρα ήταν το τρίτο στοιχείο στο οποίο επικέντρωνε ο Λένιν, το υποκειμενικό: ένα πολιτικό ρεύμα με την ικανότητα να κερδίζει μαζικά την υποστήριξη στην ιδέα της ριζικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας και που θα είναι έτοιμο σε κρίσιμες στιγμές να παίρνει την πρωτοβουλία και να οδηγεί τις μάζες στη μάχη για να επιβάλουν αυτή την αλλαγή. Η απουσία ενός τέτοιου ρεύματος είναι κι αυτή αποτέλεσμα αντικειμενικών διαδικασιών, κάποιες από τις οποίες περιγράφονται σε τούτο δω το βιβλίο. Το τελευταίο μεγάλο κύμα εξεγέρσεων ενάντια στο σύστημα, από τα τέλη της δεκαετίας του '60 μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '70, δεν κατάφερε να νικήσει.69 Η αναδιάρθρωση του συστήματος μέσω της κρίσης, αποδιοργάνωσε ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων που συμμετείχαν σε εκείνες τις ανταρσίες και έσπειρε την απογοήτευση στην αριστερά. Η απογοήτευση έγινε ακόμα βαθύτερη, μιας και το μεγαλύτερο τμήμα της αριστεράς παγκόσμια ταυτιζόταν με τις κοινωνίες του παλιού Ανατολικού μπλοκ, οι οποίες, στην πραγματικότητα, είχαν απορροφηθεί από τη δυναμική της ανταγωνιστικής συσσώρευσης και οι οποίες υπέφεραν περισσότερο από την κρίση της κρατικοκαπιταλιστικής φάσης του συστήματος. Έμοιαζε λες κι η αριστερά έπρεπε να ξεκινήσει από το μηδέν, όταν ήρθαν τα πρώτα σημάδια μιας νέας περιόδου ανταρσιών και εξεγέρσε468
Κρις Χάρμαν
ων, στην Τσιάπας του Μεξικού και στις γενικές απεργίες του δημόσιου τομέα στη Γαλλία το 1995, τις διαδηλώσεις ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση το 1999-2001 και το κίνημα ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ το 2002-3. Όμως, το να ξεκινήσει η αριστερά από την αρχή, σήμαινε και να μάθει από την αρχή. Ήταν χαρακτηριστικό ότι πολλοί αγωνιστές μιλούσαν για την ανάγκη να παλέψουμε ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ή το νεοφιλελευθερισμό, όχι ενάντια στον καπιταλισμό. Όμως, το ίδιο το αφηνιασμένο σύστημα δημιούργησε τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια ακόμα μετατόπιση. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, το ίδιο το μέγεθος της κρίσης ωθεί αυτούς που διαχειρίζονται το σύστημα να μιλάνε για τον καπιταλισμό και να παραδέχονται ότι ο Μαρξ είχε να πει κάποια πράγματα πολύ πριν τον Κέινς. Πολλοί από τη νέα γενιά αγωνιστών έχουν αρχίσει να μελετούν τα κείμενά του, και πολλοί από την παλιά γενιά ανακαλύπτουν ξαφνικά ότι έχουν ένα ακροατήριο να μεταδώσουν όσα είχαν μάθει στο παρελθόν. Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι ο υποκειμενικός παράγοντας θα ανταποκριθεί με επιτυχία και θα εξασφαλίσει ότι ο Καπιταλισμός δεν θα μπορέσει να βάλει φρένο στις νέες εξεγέρσεις. Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται εκείνοι που μελετούν τον καπιταλισμό να γίνουν συστατικό τμήμα του κινήματος εκείνων που υποφέρουν από τον καπιταλισμό. Εκείνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, είναι πως δίχως ένα τέτοιο κίνημα, ο κόσμος στα τέλη του αιώνα θα είναι ανυπόφορος για τη μεγάλη πλειοψηφία. Όπως το είχε θέσει ο Μαρξ: «Οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα εξηγούσαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».
Καπιταλισμός Ζόμπι
469
Σημειώσεις
Works, Volume 34 (London, Lawerence and Wishart, 1991), α 398.
Εισαγωγή
12.
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1848/communistmanifesto/chOl.htm
13.
Για μια π ε ρ ί λ η ψ η των διαφόρων προσπαθειών να μετρηθεί η ευτυχία, βλέπε Iain Ferguson, "Capitalism and Happiness", περιοδικό International Socialism, 2:117,2008.
Συλλεγμένα από τον Ένγκελς στη βάση χειρογράφων που ο Μαρξ άφησε σε ημιτελή κατάσταση.
14.
Τόμος που εκδόθηκε επίσης από τον Ένγκελς μετά το θάνατο του Μαρξ.
2.
Εφημερίδα Washington Οκτωβρίου 2008.
Times, 24
15.
3.
Εφημερίδα Washington Οκτωβρίου 2008.
Times, 24
Σήμερα διαθέσιμα υπό τους γενικούς τίτλους Grundrisse, Theories of Surplus Value και Notebooks for 1861-63.
4.
Αναφέρεται στην Εισαγωγή του βιβλίου του Randall Ε Parker, Economics of the Great Depression (Edward Elger, 2007), α χ.
16.
Αυτή είναι η βάση του ονομαζόμενου «προβλήματος του μετασχηματισμού».
5.
Όπως παραπάνω, σ. 95.
17.
Willem Buiter, εφημερίδα Financial Times, 17 Σεπτεμβρίου 2008.
6.
Συνέντευξη στον Randall Ε Parker, Economics of the Great Depression (Edward Elger, 2007), a. 95.
7.
A Marshall, The Principles of Economics, 8th e d i t i o n ( L o n d o n , 1936), σ. 368.
8.
loan Robinson, Further Contributions to Economics (Oxford, 1980), σ.2.
9.
Β λ έ π ε , για π α ρ ά δ ε ι γ μ α , Gillian Tett, "Curse of the Zombies Rises in Europe Amid an Eerie Calm", ε φ η μ ε ρ ί δ α Financial Times, 3 Απριλίου 2009.
1.
'
10.
11.
Karl Marx, Economic and Philosophical Manuscripts of 1844 [Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844], h t t p : / / w w w . m a r xists.org/archive/marx/works/1844 /manuscripts/labour.htm Κ Marx and F Engels,
Καπιταλισμός Ζόμπι
Collected
18. Ο Arun Kumar εισηγείται μια πολύ χρήσιμη περιγραφή του τρόπου με τον οποίο τα τυπικά στοιχεία σκιαγραφούν μια παραμορφωμένη αντίληψη για την Ινδία, στο άρθρο του «Flawed Macro Statistics», στο περιοδικό Alternative Economic Survey, India 2 0 0 5 - 2 0 0 6 (Delhi, Daanish, 2006).
Κεφάλαιο Πρώτο 1.
Συνήθως αναφέρονται από τους ανθρωπολόγους ως «κηποκαλλιεργητικές κοινωνίες».
2.
Adam Smith, The Wealth of Nations, Book One, Chapter 4, [σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα Χρήστου Βαλλιάνου, Ο Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο Πρώτο, κεφά471
λαιο Τέταρτο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα]. Τ ο βιβλίο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.econlib.org/library/Sm ith/smWN.html. Βλέπε επίσης και David Ricardo, On the Principles of Political Economy and Taxation (Cambridge, 1995), α 11. 3.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), σσ. 3536. [To Κεφάλαιο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Π. Μαυρομάτης]·
4.
Ωστόσο, αυτή η θέση έχει γίνει μερικώς αποδεκτή από μερικούς οικονομολόγους που διαφωνούν με το κύριο ρεύμα, οι οποίοι εντάσσονται στην ονομαζόμενη Αυστριακή Σχολή. Ο συντηρητικός θιασώτης της «ελεύθερης αγοράς» Φρίντριχ φον Χ ά γ ι ε κ , για π α ρ ά δ ε ι γ μ α , όταν πραγματεύεται τον επιχειρηματικό κύκλο, προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στη φυσική ιδιαιτερότητα των εμπορευμάτων τα οποία στοιχίζουν την (δια τιμή. Βλέπε, για παράδειγμα, το βιβλίο του Prices and Production (London, 1935).
5.
Επίγονοι του Πιέρο Σράφφα (18981983), ιταλού οικονομολόγου στο Π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο του Καίμπριτζ, ο οποίος δεν θεωρούσε ότι το δικό του σύστημα έχει ως σημείο αναφοράς τον Μαρξ, μολονότι υπάρχουν άνθρωποι, όπως ο Ίαν Στίντμαν (Ian S t e e d m a n ) , οι οποίοι χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τα κ ε ί μ ε ν α του Σράφφα υπό αυτή την προοπτική.
6.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν οι «Αναλυτικοί Μαρξιστές», όπως ο Γ.Α. Κοέν (G.A. C o h e n ) και ο Έρικ Όλιν Ράιτ (Eric Olin Wright). Β λ έ π ε , για π α ρ ά δ ε ι γ μ α , G Α
472
Cohen, "The Labour Theory of Value and the Concept of Exploitation", στο συλλογικό τόμο The Value Controversy (London, Verso, 1981), σσ. 202-223, που εκδόθηκε σε επιμέλεια του Ian Steedman (Ιαν Στίντμαν). 7.
Adam Smith, The Wealth of Nations, Book One, Chapter 5, [σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα Χρήστου Βαλλιάνου, Ο Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο Πρώτο, κεφάλαιο Πέμπτο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα]. Τ ο βιβλίο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.econIib.org/library/Sm ith/sm WN.html.
8.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), a. 39.
9.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), a. 39
10.
Μερικές μεταφράσεις στην αγγλική χρησιμοποιούν την αρχαϊκή λέξη "aliquot" [υποπολλαπλάσιο] αντί της λέξης "proportionate" |αναλογικό], δημιουργώντας επιπρόσθετες δυσκολίες στους νέους αναγνώστες του έργου του Μαρξ.
11.
Karl Marx, "Letter to Kugelman" ( « Ε π ι σ τ ο λ ή στον Κ ο ύ γ κ ε λ μ α ν » ) (11 July 1868), στον 43ο τόμο Karl Marx and Friedrich Engels, Collected Works ( N e w Y o r k , 1987). [Μαρξ-'Ενγκελς, Αλληλογραφία 1861-1869, εκδ. Μπάυρον, μετάφραση Λ. Αποστόλου],
12.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), σ. 75
13.
Η χρήση της λέξης «ενσωματωμένη» (embodied) μερικές φορές προκαλεί σύγχυση. Για τη διασάφησή της, β λ έ π ε G u g l i e l m o Carchedi, Κρις Χ ά ρ μ α ν
σιμο στη διεύθυνση www.marxists.org/archive/marx/works/1864 /econom ic/index.htm
Frontiers of Political Economy (London, Verso, 1991), σσ. 100-101. 14.
15.
Βλέπε επίσης το βιβλίο του 1.1. Rubin (Ι.Ι.Ρούμπιν), Essays on Marx's Theory of Value (Montreal, Black Rose, 1990), a. 71. Αυτή η θέση δεν είναι άμεσα προφανής από την π ε ρ ι γ ρ α φ ή τ ο υ Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο του Κε. φαλαίου, όπου αναλύει το εμπόρευμα απομονωμένο από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος στα οποία αναφέρεται σε άλλα σημεία του βιβλίου. Ο ανταγωνισμός θεωρείται δεδομένος, εφόσον η παραγωγή εμπορευμάτων προϋποθέτει την ανταγωνιστική πώληση εμπορευμάτων, αλλά σε αυτό το σημείο δεν αναπτύσσεται η περιγραφή των ευρύτερων συνεπειών του. Κατά τον ίδιο τρόπο, στο Ιδιο σ η μ ε ί ο δεν ασχολείται με το κεφάλαιο, μολονότι ο Μαρξ αργότερα τονίζει ότι μόνο στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας « η ιδιότητα του εμπορεύματος είναι το κυρίαρχο και καθοριστικό χαρακτηριστικό των προϊόντων της» (Capital, Volume Three, Moscow, Progress, 1974, σ. 857). Για π λ ή ρ η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων κεφαλαίων υποτάσσει το καθένα τους ξεχωριστά στο νόμο της αξίας, βλέπε Capital, V o l u m e T h r e e (Moscow, Progress, 1974), σελίδα 858· βλέπε και το χειρόγραφο του Μαρξ "Results of the Direct Production Process" («Αποτελέσματα της Αμεσης Παραγωγικής Διαδικασίας»] (στον 34ο τόμο των Κ Marx and F Engels, Collected Works, aa. 355466), κείμενο το οποίο είναι διαθέ-
Καπιταλισμός Ζόμπι
16.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961)
17.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), σσ. 72
18.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), σσ. 74
19. Τα στοιχεία για τις δυο χιλιάδες μεγαλύτερες επιχειρήσεις αντλήθηκαν από την ηλεκτρονική σελίδα , http://www.Forbes.com, "The Big Picture" 4 Σεπτεμβρίου 2008. 20.
Adam Smith, The Wealth of Nations, Book One, Chapter 8, [σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα του Χρήστου Βαλλιάνου, Ο Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο Πρώτο, κεφάλαιο Όγδοο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα].
21. Όπως παραπάνω 22. Ένα από τα σημεία στα οποία ο Μαρξ διαφώνησε με τον Φερντινάντ Λασσάλ (Ferdinand Lassalle), και τον οδήγησαν να γ ρ ά ψ ε ι το Μισθός, Τιμή και Κέρδος, ένα μικρό β ι β λ ί ο που απευθυνόταν σε ακροατήρια της εργατικής τάξης της Αγγλίας. [Μαρξ, Μισθός, Τιμή, Κέρδος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή) 23.
Karl Marx, Wage Labour and Capital [Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο]. Ελαφρώς παραλλαγμένη μετάφραση από αυτήν που χρησιμοποιώ εδώ μπορεί να αναζητηθεί στο http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/wage-labour/ch02.htm [Μαρξ, Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, μετάφραση Κώστας Πίττας] 473
24.
Karl Marx, Grundrisse (London, Penguin, 1973). To βιβλίο είναι διαθέσιμο και στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.marxists.org/archive/marx/works/1857/grundrisse/chl4.htm
[Μαρξ, Grundrisse, εκδ. Στοχαστής, μετάφραση Διονύσης Διβάρης) 25.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), a. 409
26.
Γι' αυτό, τα κεφάλαια που αφορούν στη μανιφακτούρα (χειροτεχνική βιομηχανία) και τα μηχανήματα, στο Κεφάλαιο εμπίπτουν στο μέρος εκείνο του βιβλίου που φέρει τον τίτλο «Η παραγωγή της Σχετικής Υ π ε ρ α ξ ί α ς » , Capital, (Moscow, Progress, 1961), Volume One, σσ. 336-504.
27.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), a. 411. Στο έργο του Μαρξ υπάρχει μια ήσσονος σημασίας αμφισημία σχετικά με το ζήτημα αν η εντατικοποίηση της εργασίας, χωρίς αλλαγή στις χρησιμοποιούμενες τεχνικές, σημαίνει «σχετική» ή «απόλυτη υπεραξία», στη βάση ενός χωρίου στη σελίδα 410, στο οποίο φαίνεται ότι σημαίνει τη δεύτερη, και π ο λ λ ο ί είναι ε κ ε ί ν ο ι που ε ρ μ η νεύουν κατ' αυτό τον τ ρ ό π ο τη σκέψη του Μαρξ. Τ ο ζήτημα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Προτιμώ την εναλλακτική επιλογή της «σχετικής υπεραξίας», εφόσον πάντοτε συνδυάζεται με την εισαγωγή μηχανημάτων, η οποία, όπως ο Μαρξ επανειλημμένα τονίζει, συνήθως μάλλον αυξάνει και δεν μειώνει το φόρτο εργασίας του εργάτη - και παράγει ένα διαφορετικό είδος αντίστασης από αυτό που παράγεται
474
από την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας. 28.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), σ. 410
29. Οπως παραπάνω, σ. 411 30.
Friedrich Engels, Socialism: Scientific and Utopian (Επιστημονικός και Ουτοπιστικός Σοσιαλισμός, μετάφραση Δήμητρα Κυρίλλου, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο], στο Marx, Engels and Lenin, The Essential Left ( L o n d o n , Unwin B o o k s , 1960), σ.130. Μεταξύ των μαρξιστών επικρατεί μερικές φορές σύγχυση σχετικά με αυτό το ζήτημα. Μερικοί φέρουν την αντίρρηση ότι ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να αποτελεί συστατικό στοιχείο του κεφαλαίου, από τη στιγμή που η μέθοδος του Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου συνίσταται στο να καταλήξει στους γενικούς νόμους του συστήματος, προχωρώντας αφαιρετικά και έχοντας ως αφετηρία τις συνέπειες που έχει ο ανταγωνισμός πάνω στην κατανομή της υπεραξίας μεταξύ των διαφόρων επιχειρηματικών μονάδων του συστήματος. Από αυτή την άποψη, ο ανταγωνισμός υποτίθεται ότι ανήκει στη σφαίρα της κατανομής της υπεραξίας και όχι στη σφαίρα της παραγωγής. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός αφορά σε επιχειρηματικές μονάδες οι οποίες φέρουν το χαρακτηριστικό ότι παράγουν και εμφανίζεται στη βάση του γεγονότος ότι οι σχέσεις μεταξύ τους δεν είναι σχεδιασμένες. Αυτό είναι το στοιχείο που επιβάλλει στην κάθε μία απ' αυτές τα γενικά χαρακτηριστικά του συστήματος που ο Μαρξ αναλύει στον πρώτο τόμο. Χωρίς τον ανταγωνισμό, δεν Κρις Χ ά ρ μ α ν
θα υπήρχε λόγος για κάθε επιμέρους μονάδα κεφαλαίου να υποτάσσεται στον νόμο της αξίας, ακόμα και αν μ ε ρ ι κ έ ς από τις αναγκαίες συνέπειες του ανταγωνισμού εκφράζονται στη σφαίρα της κατανομής. Όπως το θέτει ο Μαρξ, «ο ενδογενής νόμος [της αξίας] επιβάλλεται μόνο μέσω του ανταγωνισμού τους, της αμοιβαίας μεταξύ 'τους π ί ε σ η ς » . Είναι παράλογος, λοιπόν, ο ισχυρισμός που προβάλλεται από μερικούς θεωρητικούς, ότι η έννοια του κεφαλαίου δεν συμπεριλαμβάνει την έννοια των πολλών ανταγωνιζόμενων μεταξύ τους κεφαλαίων- η έννοια του κεφαλαίου προϋποθέτει την εμπορευματική παραγωγή. Είναι παρόμοιο με το να υποκαθιστά κανείς τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα κεφάλαια με τους πίνακες εισροών-εκροών που συνδέουν συγκεκριμένες βιομηχανίες μεταξύ τους και μετά να ισχυρίζεται ότι έχει ένα μοντέλο της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως κάνουν οι "Ρικαρντιανοί" επικριτές της θεωρίας του Μαρξ. 31.
Karl Marx, Capital. Volume One (Moscow, Progress, 1961)
32.
"Valorisation" είναι η γαλλική μετάφραση του γερμανικού όρου "Verwertung" που χρησιμοποιεί ο Μαρξ. Η λέξη στη γαλλική γλώσσα σημαίνει την επέκταση της αξίας κάποιου πράγματος (για παράδειγμα, του μεριδίου μιας εταιρείας). Όμως, κατά το Shorter Oxford English Dictionary (Third Edition), η γενική σημασία της λέξης στην αγγ λ ι κ ή γλώσσα είναι διαφορετική και αφορά απλώς στην «παγίωση της τιμής ή της αξίας ενός εμπορεύματος κλπ, ιδιαιτέρως από ένα
Καπιταλισμός Ζόμπι
συγκεντρωτικό, οργανωτικό σχήμα». Αυτή η χρήση της οδηγεί σε σύγχυση με την πολύ διαφορετική έννοια της «πραγμάτωσης» ["realisation"] (δηλαδή, του πορισμού της χρηματικής αξίας των εμπορευμάτων), που είναι και η σημασία με την οποία ο όρος valorisation χρησιμοποιείται στη μετάφραση των Grundrisse στην αγγλική γλώσσα από τον Martin Nicolaus. Όλα αυτά δημιουργούν σύγχυση στους νέους αναγνώστες των κειμένων του Μαρξ, όπως και ενθαρρύνουν μια σχολαστικά ακαδημαϊκή τάση πυκνών - και συχνά περίπου ακατάληπτων - παρουσιάσεων των αναλύσεων του Μαρξ. 33.
Karl Marx, Capital, Volume One (Moscow, Progress, 1961), σ. 751
34. Όπως παραπάνω, σ. 716 35.
Αυτή είναι μια άποψη που ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ (David Harvey) αφήνει να παρεισφρήσει στα βιβλία του The New Imperialism (Oxford, 2005) [Ο νέος ιμπεριαλισμός, εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Ε λ έ ν η Αστεριού] και A Short History of Neoliberalism (Oxford, 2007). \Νεοφάελευθερισμός, Ιστορία και παρόν, εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου].
Κεφάλαιο Δεύτερο 1.
I. Walras, Elements of Pure Economics (Λονδίνο, George Allen, 1954 [1889]), a. 242
2.
Όπως παραπάνω, σ. 372.
3.
A. Marshall, The Principles of Economics, σελ. 109. 475
4.
"Interview with Kenneth J Arrow", στο G R Feiwel (επιμ.), Joan Robinson and Modern Economic Theory (Λονδίνο, M c m i l l a n , 1989), σσ. 147-148.
5.
ΣΤΟ αγγλικό κείμενο η λέξη είναι "ophelimity"
6.
Irving Fischer, "Is 'Utility' the Most Suitable Term for the Concept it is Used to Denote?" American Economic Review, Volume 8 (1918), σσ. 335 - 337.
7.
Σειρά άρθρων τα οποία πραγματεύονται αυτό το πρόβλημα, όπως και την αποτυχία της οριακής σχολής να το αντιμετωπίσει, βλέπε J Eatwell, Μ Milgate και Ρ Newman (επιμ.), Capital Theory (Λονδίνο, σ. algrave, 1990). Τ ο άρθρο των L L Pasinetti και R Scazzieri, "Capital Theory: Paradoxes", σα. 136 - 147, παρουσιάζει μια χρήσιμη και σχετικά προσιτή περίληψη των επιχειρημάτων που έχουν διατυπωθεί. Βλέπε επίσης Joan Robinson, Economic Philosophy (Λονδίνο, Watts, 1962), σ. 60.
8.
Joan Robinson, Economic phy, a. 68.
9.
A. Marshall, The Principles of Economics, σ. 62.
10.
«Δυο σύνολα ασύμμετρων συλλογών διαφόρων αντικειμένων δεν μπορούν καθαυτές να συγκροτήσουν το υλικό μιας ποσοτικής ανάλυσης», Τζ Μ Κέινς, Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, τον Τόκου και του Χρήματος (μετάφραση Θανάσης Αθανασίου, Αθήνα, ΓΙαπαζήσης), σ. 39.
11.
476
Χρήματος (μετάφραση Θανάσης Αθανασίου, Αθήνα, Παπαζήσης), σ. 39. 12.
13. Τζ Μ Κέινς, Γενική Θεωρία Απασχόλησης, του Τόκου και Χρήματος, σ. 41.
της του
της του
14. Όπως παραπάνω, σσ. 213-214. 15.
Κ Μ α ρ ξ , Το Κεφάλαιο, Πρώτος, σ. 858.
16.
Πιθανή άνοδος στην τιμή των βασικών καταναλωτικών αγαθών θα αναγκάσει τους εργάτες να πληρώνουν περισσότερα και γι' αυτό οι καπιταλιστές θα αναγκάζονται να πληρώνουν υψηλότερες τιμές για την εργατική δύναμη που απασχολούν στη μορφή του μισθού. Βεβαίως, στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα από αυτά χωρίς ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφόρων καπιταλιστών, όπως και αγώνες μεταξύ εργατών και καπιταλιστών.
Philoso-
Τζ Μ Κέινς, Γενική Θεωρία Απασχόλησης, του Τόκου και
Μολονότι είναι μια εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο μισθός είναι το μέτρο της αξίας και όχι η εκδοχή του Ρ ι κ ά ρ ν τ ο , σύμφωνα με την οποία είναι η εργασία που έχει επιτελεσθεί.
Τόμος
17. Ολόκληρο το επιχείρημα σχετικά με τη θέση που παίρνει ο Μαρξ παρουσιάζεται με απλότητα και σε όλη του την έκταση στο βιβλίο του Andrew Kliman, Reclaiming Marx's Capital (Lexington Books, 2007), σσ. 149 - 175. 18.
Βλέπε το βιβλίο του Ian Steedman, Marx after Sraffa (Λονδίνο, New Left Books, 1977)· βλέπε επίσης Ian S t e e d m a n και ά λ λ ο ι . The Value Controversy, για μια σ η μ α ν τ ι κ ή πραγμάτευση του συγκεκριμένου θέματος· βλέπε επίσης, στην ίδια Κρις Χ ά ρ μ α ν
συλλογή, Geoff Hodgson, "Critique of Wright: Labour and Profits", σσ. 75 - 99. Για μια περιγραφή του Μαρξ από το κύριο ρεύμα οικονομολογική σκέψης, βλέπε Ρ A Samuelson, "Understanding the Marxian N o t i o n o f E x p l o i t a t i o n : A Summary of the So-Called Transformation Problem between Marxian Values and Competitive Prices", Journal of Economic Literature, 9:2 (1971), σα 399-431. 19.
1984). 25. Έχουν επεξεργασθεί τις «χρονικές», όπως έχουν γίνει γνωστές, ερμηνείες του Μαρξ. 26.
Για διάφορες παρουσιάσεις αυτού του επιχειρήματος, οι οποίες χρησιμοποιούν μαθηματικά παραδείγματα, βλέπε Carchedi, Frontiers of Political Economy, σα. 92-96· A Kliman, Reclaiming Marx's Capital, σσ. 151-152- Alan Freeman, "Marx without equilibrium", MPRA Paper no. 1207 (2007), το οποίο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://mpra.ub.uni-muenchen. de/1207/l/MPRA_1207.pdf
27.
Αυτή η ερμηνεία του Μαρξ σχετικά με το σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο θ έ μ α ε ί ν α ι γνωστή ως η «ερμηνεία του ενιαίου συστήματος». Μερικοί απ' αυτούς που επιμένουν σε αυτή τη θεωρία, δέχονται επίσης, όπως εγώ, τη χρονική ερμηνεία, και ο συνδυασμός των δυο είναι γνωστός με την πομπώδη (και κατά κάποιο τρόπο ενοχλητική) φράση «Η Χρονική Ερμηνεία Ενιαίου Σ υ σ τ ή μ α τ ο ς » ( T h e Temporal Single System Interpretation - TSSI).
28.
G Carchedi, Frontiers Economy, σσ. 96-97.
29.
Κ Μ α ρ ξ , To Κεφάλαιο, Πρώτος, σελ. 44.
30.
Αυτή είναι ουσιαστικά η περιγραφή όπως την παρουσιάζει ο Bob Rowthorn στο βιβλίο του Capitalism, Conflict and Inflation (Λονδίνο, Lawrence and Wishart, 1980), σσ. 231-249, χωρίς βεβαίως την αντ ί λ η ψ η που διατυπώνει ο Ρόουθορν για την επαγγελματική κατάρτιση ως εκπαιδευτική διαδικα-
Ben Fine, "Debating the "New" Imperialism", Historical Materialism, 14:4 (2006), σ. 135.
20. Όπως παραπάνω, σ. 154. 21.
Για μια πληρέστερη και εξαιρετικά σημαντική περιγραφή αυτής της κριτικής με μαθηματικές παραστάσεις, βλέπε Π Σουήζι, Η θεωρία της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης (μετάφραση Νικηφ. Σταματακης, Αθήνα, Gutenberg.), σσ. 115 και 123- β λ έ π ε ε π ί σ η ς G C a r c h e d i , Frontiers of Political Economy, σσ. 90-92- όπως και A Kliman, Reclaiming Marx's Capital, σσ. 45 - 46.
22.
Π Σουήζι, Η Θεωρία της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης, σσ. 115 και 128
23.
Miguel Angel Garcia, "Karl Marx and the Formation of the Average Rate of Profit", International Socialism, 2:5 (1979)· Anwar Shaikh, "Marx's Theory of Value and the Transformation Problem'", στο βιβ λ ί ο του Jesse Schwartz (επιμ.), The Subtle Anatomy of Capitalism (Σάντα Μόνικα, Goodyear, 1977).
24.
Αυτό είναι ένα ε π ι χ ε ί ρ η μ α που αποδέχθηκα και ανέλυσα λεπτομερειακός στο βιβλίο μου Explaining the Crisis (Λονδίνο, Bookmarks,
Καπιταλισμός Ζόμπι
of
Political Τόμος
477
σία που είναι κατά κύριο λόγο κρατική και γι' αυτό το λόγο, κατ' αυτόν, ε κ τ ό ς της κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή ς σφαίρας. Ο Καρτσέντι θεωρεί ότι η κατάρτιση επαυξάνει την αξία της εργατικής δύναμης, αλλά δεν εξηγεί πώς αυτή μεταβιβάζεται στο τελικό προϊόν (G Carchedi, Frontiers of Political Economy, aa. 130-133). Τόσο ο Αλφρέντο Σαάντ Φίλιο όσο και ο Π Χάρβεϊ απορρίπτουν αμφότεροι κατηγορηματικώς την ερμηνεία που παρουσιάζω σε αυτό το σημείο, επειδή «συγχωνεύει την εκπαίδευση και την κατάρτιση με την εναποθήκευση της εργασίας στα μηχανήματα και σε άλλα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου»- βλέπε Alfredo Saad Filho, The Value of Marx (Λονδίνο, Routledge, 2002), σ. 58. Για τον Χάρβεϋ, « η ειδικευμένη εργασία δημιουργεί περισσότερη αξία από την ανειδίκευτη μέσα στα ίδια χρονικά διαστήματα, επειδή είναι υλικά πιο παραγωγική και η υπόθεση ότι υπάρχει οποιαδήποτε αιτιακά προσδιορισμένη σχέση μεταξύ της αυξημένης υλικά ικανότητας για παραγωγή και της υλικής παραγωγικότητας της παραπανίσιας εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί η δεξιότητα, είναι άχρηστη»· βλέπε Ρ Harvey, " T h e Value Creating Capacity of Skilled Labour in Marxian Economics", Review of Radical Political Economy, 17: 1-2, στο οποίο αναφέρεται ο Αλφρέντο Σαάντ Φίλιο στο βιβλίο του The Value of Marx. Ωστόσο, αυτό που λαμβάνει ως δεδομένο ο Χάρβεϊ είναι ότι υπάρχει κάποιος τρόπος μέτρησης των διαφόρων υλικών ικανοτήτων παραγωγικότητας της εργασίας οι οποί478
ες μπορεί να παράγουν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους προϊόντα, δηλαδή ότι είναι δυνατή η εξίσωση της αξίας των εμπορευμάτων μέσω τ η ς σ ύ γ κ ρ ι σ η ς των αξιών χρήσης τους. Αυτή, όμως, η υπόθεση τον αφήνει απροστάτευτο ακριβώς ως προς την αντίρρηση του Μπαιμ-Μπάβερκ. 31.
G Carchedi, Frontiers Economy, a. 133.
of
Political
Κεφάλαιο Τρίτο 1.
J S Mill, Principles of Political Economy (London, 1911), σ. 339.
2.
Βλέπε L Walras, Elements of Pure Economics, a. 381. Για τον Jevons, βλέπε Eric Roll, A History of Economic Thought (London, Faber, 1962), a. 376.
3.
Anwar Shaikh, "An Introduction to the History of Crisis Theory", στο συλλογικό τόμο US Capitalism in Crisis (New York, Union of radical Political Economics, 1978, a. 221), που επιμελήθηκαν ο Bruce Steinberg κ.ά. T o κείμενο είναι διαθέσιμο και στην ιστοσελίδα http://homepage.newschool.edu/-AShaikh/crisis_theories.pdf
4.
Luca Pensieroso, "Real Business Cycle Models of the great Depression; A Critical Survey", Discussion Papers 2005005, Universte Catholique de Louvain, 2005, σσ. 3 - 4 . T o κείμενο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ires.ud.ac.be/DP/IRES _DP/2005-5.pdf- βλέπε επίσης Randall Ε Parker, Economics of the Κρις Χ ά ρ μ α ν
Great Depression, a. 29. 5.
Marx, Capital, 110-111.
Volume One, σσ.
6.
Όπως παραπάνω, σ. 111.
7.
Αυτό είναι για παράδειγμα το επιχείρημα του Pavel V Maksakovsky, The Capitalist Cycle (Leiden, Brill, 2004)
8.
Marx, Capital, 239-240
9.
Η πιο πρόσφατη επικρατούσα τέτοια εκδοχή είναι πιθανότατα αυτή που έχουν εκθέσει οι Αμερικάνοι ριζοσπάστες οικονομολόγοι Paul Baran και Paul Sweezy στο βιβλίο τους Monopoly Capital (London, σ. enguin 1968). [Μονοπωλιακός Καπιταλισμός, εκδ. Gutemberg, μεταφραση: Σ. Στεφανίδης]. Θεωρούν ότι το πρόβλημα του καπιταλισμού έγκειται σε ένα ογκούμενο «πλεόνασμα» το οποίο περικόπτει την αγοραστική δύναμη των μαζών και δημιουργεί μια μόνιμη τάση προς τη στασιμότητα. Μια κάπως παρόμοια θέση έχει διατυπώσει και ο Joseph Steindl, Maturity and Stagnation in American Capitalism (New York, Monthly Review, 1976). Για την κριτική που έχω ασκήσει σε αυτές τις θέσεις, βλέπε C Harman, Explaining the Crisis, σ. 148-154. Βλέπε επίσης Μ F Bleaney, Underconsumption Theories ( L o n d o n , Lawrence ans Wishart, 1976), Anwar Shaikh, "An Introduction to the History of Crisis Theory", a. 229-231.
list Cycle. 11.
Volume Three, a.
10. T o υπόλοιπο αυτού του υποκεφάλαιου είναι μια παράφραση της επιχειρηματολογίας του Maksakovsky στο βιβλίο του The CapitaΚαπιταλισμός Ζόμπι
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, στις γραμμές των ρεφορμιστών σοσιαλιστών επικρατούσαν οι ερμηνείες της ανάλυσης του Μαρξ που εξέταζαν την καπιταλιστική οικονομία απλά με όρους δυσαναλογίας ανάμεσα στα τμήματά της. Βλέπε Paul Sweezy, The Theory of Capitalist Development, a. 156. [H θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, εκδ. Gutemberg, μετάφραση: Ν. Σταματάκης],
12. Αυτή η παράγραφος είναι μια πολύ συμπυκνωμένη περίληψη των τεσσάρων πρώτων κ ε φ α λ α ί ω ν του Δ ε ύ τ ε ρ ο υ Τ ό μ ο υ του Κεφαλαίου του Μαρξ. 13.
Marx, Capital, Volume Two (Moscow, Progress, 1984), σ. 100.
14.
Marx, Capital, 432.
Volume Three, σ.
15.
Οπ.π.,σ.495.
16.
Βλέπε για παράδειγμα το άρθρο In Praise of Hyman Minsky", Guardian, 22 Αυγούστου 2007.
17.
Από το όνομα ενός ιταλοαμερικανού απατεώνα των αρχών της δεκαετίας του '20. Ο Τσαρλς Ντίκενς μας έχει αφήσει την π ε ρ ι γ ρ α φ ή μιας πρώιμης εκδοχής αυτού του κόλπου στο βιβλίο του Martin Chuzzlewit, γραμμένο το 1844-5.
18.
Marx, Capital, 383.
Volume Three, σ.
19.
Οπ.π.,σ.384.
20.
Οπ.π.,σ. 249.
21.
F A Hayek, Prices and Production (London, George Routledge, 1935), α 103-104.
22.
Βλέπε τα αποσπάσματα από τον 479
Lawson στο William Keegan, Mr Maudling's Gamble (London, Hodder & Stoughton, 1989), a. 55. 23.
L e o n T r o t s k y , " R e p o r t o n the World E c o n o m i c C r i s i s and the New Tasks of the Communist International", The First Five Years of the Communist International, Volume One (New York, σ. athfinder, 1972).
24.
W Keegan, The Spectre of Capitalism (London, Radious, 1992), σ. 79. Σ τ η σοσιαλιστική αριστερά, η μαρξιστική ανάλυση απορρίφθηκε τη δεκαετία του '70 από τους Andrew Glynn, Bob S u t c l i f e , John Harrison Paul Sweezy και άλλους. Για μια π λ ή ρ η παρουσίαση των απόψεων αυτών των «μαρξιστών» επικριτών του Μαρξ, βλέπε το βιβλίο μου Explaining the Crisis, σ. 20-30.
25.
Για παράδειγμα, όσοι αποδέχονται τις θεωρίες μονοπωλίου των Baran και Sweezy, το Σραφιανό και νεοΡικαρδιανό ρεύμα των Harrison, Steedman, Hodgson, Glyn και άλλων, όπως επίσης και επικριτές των Σραφιανών σαν τον Bob Rawthron.
26.
Marx, Capital, 236-237.
27.
Οπ.π.,σ.237.
Volume Three, a.
28.
Οπ.π.,σ.245.
29.
Βλέπε για παράδειγμα, John Stuart Mill, Principles of Political Economy, Book 4, κεφ. 4 και 5, διαθέσιμα και στην ιστοσελίδα h t t p : / / s o c serv2.socsci.memaster.ca/econ/ugem/3U3/mill/prin/book4/b k4ch04
30.
Eric Hobsbowm, Industry and Empire (London, a. enguin, 1971), α 75.
480
31.
Η απόρριψη της εξήγησης του Ρικάρντο από τον Μαρξ- καταρρίπτει πανηγυρικά τον ισχυρισμό του Robert Brenner ότι η θεωρία του Μαρξ στηρίζεται σε μια «μαλθουσιανού» τύπου πεποίθηση ότι: «πρέπει να αναμένεται πτώση της παραγωγικότητας». Βλέπε Rober Brenner, "The Economic of Global T u r b u l a n c e " , New Left Review, 1:229 (1998), α 11.
32.
M a r x , Capital, 612.
33.
Ο Μαρξ χρησιμοποιεί επίσης και μια άλλη έννοια, την «αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου»· για να περιγράψει το λόγο της επένδυσης σε μέσα και υλικά παραγωγής προς το κόστος της εργατικής δύναμης (ή με τη δική του ορολογία, το λόγο σταθερού προς μεταβλητό κεφάλαιο dv). Κατόπιν ο Μαρξ ορίζει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου ως την αξιακή σύνθεση «καθόσον καθορίζεται από την τεχνική σύνθεση». Ο Fred Moseley υποστηρίζει ότι με αυτό τον τρόπο οι αλλαγές στην οργανική σύνθεση διαχωρίζονται από τις αλλαγές που εκδηλώνονται στη τεχνική σύνθεση εξαιτίας των μετατροπών είτε στο κόστος των μέσων παραγωγής είτε της εργατικής δύναμης. Βλέπε Fred Moseley, The Falling Rate of Profit in the Postwar US Economy (London, Macmillan, 1991), σ. 3-6. Βλέπε επίσης τη συζήτηση στην ιστοσελίδα http://ricardo.ecn.wfu.edu/c ο t t r e I I / ope/archive/0211 /0092.html. Αντίθετα, ο Ben Fine και ο Lawrence Harris στο Rereading Capital (London, M a c m i l l a n 1979, σ. 5 8 - 6 0 ) υποστηρίζουν ότι η «αξιακή σύν-
V o l u m e O n e , σ.
Κρις Χ ά ρ μ α ν
θεση του κεφαλαίου είναι ο λόγος της τρέχουσας αξίας των μέσων και των υλικών παραγωγής προς την τρέχουσα αξία της εργατικής δύναμης που καταναλώνεται». Τ ο θέμα είναι ότι η τρέχουσα αξία του κεφ α λ α ί ο υ που κ α τ α ν α λ ώ τ α ι δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την αξία της αρχικής επένδυσης - και πράγματι αυτό είναι ένα ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω - και η αξία του καταναλωμένου κεφαλαίου θα τείνει να είναι μικρότερη από την αξία του επενδυμένου μιας και η αύξηση της παραγωγικότητας μειώνει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή κάθε μονάδας κεφαλαίου. 34.
I Steedman, Marx after Sraffa, 64, σύγκρινε επίσης ppl28-29.
35.
Andrew Glyn, "Capitalist Crisis and the Organic Composition", Bulletin of the Conference of Socialist Economists, 4 (1972), Andrew Glyn, "Productivity, O r g a n i c C o m p o s i t i o n and the Falling Rate of Profit: A Reply", Bulletin of the Conference of Socialist Economists, 6 (1973).
36.
S u s a n Himmelweit, " T h e Continuing Saga of the Falling Rate of Profit: A Reply to Mario Cogoy", Bulletin of the Conference of Socialist Economists, 9 (1974).
37.
Robert Brenner, The Economics of Global Turbulance (London, Verso,2006), υποσημείωση σ. 14-15.
38.
Gerard Dumenil and Dominique Levy, The Economics of the Profit Rate ( L o n d o n , E d w a r d Elgar, 1993).
39.
Ν Okishio, "Technical Changes and the Rate of Profit", Kobe Uni-
Καπιταλισμός Ζόμπι
versity Economic a. 85-99.
Review, 7 (1961),
40.
Για το επιχείρημα του Μαρξ συνοδευμένο με αριθμητικό παράδειγμα, βλέπε Capital, Volume One, σ. 316-317.
41.
Περισσότερα γι" αυτό το επιχείρημα με ένα απλό δικό μου αριθμητικό παράδειγμα, βλέπε Explaining the Crisis, σ. 29-30.
42.
Για μια πιο γ ε ν ι κ ή μ α θ η μ α τ ι κ ή απόδειξη αυτού του επιχειρήματος, βλέπε Ν Okishio, "A Formal Proof of Marx's T w o T h e o r e m s " , Kobe University Economic Review, 18 (1972), σ. 1-6
43.
Βλέπε για παράδειγμα τα επιχειρήματα των H o d g s o n , S t e e d m a n , Himmelweit, Glyn, Brenner, Dumenil και Levy.
44.
Αυτό το επισήμανε ο Robin Murray σε μια απάντηση σε απόπειρα του Glyn να χρησιμοποιήσει ένα «corn model» για να καταρρίψει τη θεωρία της πτωτικής τάσης του κέρδους. ( Β λ έ π ε Robin Murray, "Productivity, the Organic Composition and the Rate of Profit", Bulletin of the Conference of Socialist Economics, 6, 1973). Από τότε, τη θέση αυτή την έχει ενισχύσει η σχολή του ενιαίου χρονικού συστήματος των μαρξιστικών οικονομικών.
45.
Ο Robert Brenner αφού απορρίπτει, στηριζόμενος στην θέση του Okishio, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους του Μαρξ, παρουσιάζει μια δ ι κ ή του α ν ά λ υ σ η η οποία στηρίζεται ακριβώς στον τρόπο κατά τον οποίον καπιταλισ τ έ ς που σ τ ο π α ρ ε λ θ ό ν ε ί χ α ν επενδύσει πολύ πάγιο κεφάλαιο,
a.
481
παράγοντας μ' αυτό τον τρόπο δυσαναλογίες και υστέρηση της ενεργούς ζήτησης σε σχέση με το παγκόσμιο παραγόμενο προϊόν. Η σύγχυση δ η μ ι ο υ ρ γ ε ί τ α ι γ ι α τ ί ο Μαρξ δεν ολοκλήρωσε τον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου αλλά άφησε πίσω του ένα, αποσπασματικό σε πολλά σ η μ ε ί α , χ ε ι ρ ό γ ρ α φ ο , το οποίο προσπάθησε να βάλει σε κάποια σειρά οΈνγκελς. Είναι λοιπόν π ο λ ύ ε ύ κ ο λ ο για κάποιους να παίρνουν ένα απόσπασμα από μια σελίδα χωρίς να το συσχετίζουν με το τι γράφεται στις παρακάτω σελίδες.
βλέπουν τις τιμές τους να υπονομ ε ύ ο ν τ α ι και τα κ έ ρ δ η τους να απειλούνται από καπιταλιστές που έχουν επενδύσει πιο πρόσφατα σε πιο φθηνό και τεχνολογικά προηγμένο π ά γ ι ο κ ε φ ά λ α ι ο . Έχοντας αποδεχθεί το επιχείρημα του Okishio στη μια σελίδα, ο Brenner το καταρρίπτει στις επόμενες, χωρίς καν να το καταλαβαίνει. Βλέπε Robert Brenner, Economics of Global Turbulence, a. 14-15 και 28-29. 46.
Βλέπε Marx, Capital, Volume Three, σ. 231.
47.
Θα υπάρξουν και εξαιρετικές περιπτώσεις όταν θα κάνουν την εμφάνισή τους εντελώς νέες γραμμές παραγωγής με χαμηλές οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου αλλά με ένα επίπεδο παραγωγής και επένδυσης ικανό να απορροφά ένα μεγάλο μέρος της συσσωρευμένης υπεραξίας. Όμως, αυτές τις εξαιρέσεις σύντομα θα τις καθορίσει η τάση αύξησης της οργανικής σύνθεσης.
48.
Marx, Capital, Volume Three, σ. 241.
49.
Η εν λόγω ανάλυση του Μαρξ βρίσκεται στο Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου - Τ ρ ί τ ο ς τόμος, σ. 239-240 και 252. Από την εποχή του Μαρξ έχουν ξεσπάσει διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες μαρξιστικές σχολές, για το κατά πόσο η κρίση έχει την προέλευσή της στο ποσοστό του κέρδους ή στην δυσαναλογία ανάμεσα στους διαφορετικούς τομείς της παραγωγής και στο ποσοστό κέρδους. Ο Μαρξ, στα συγκεκριμένα α π ο σ π ά σ μ α τ α , θ ε ω ρ ε ί ότι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους συγκρούεται με την επιδίωξη του κεφαλαίου για αυτο-επέκταση,
482
50.
Rudolf Hilferding, Finance Capital (London, Routledge, 1981), a. 93 και 257.
51.
Ο Bauer απαντούσε στη θεωρία της Λούξεμπουργκ για την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος (στην οποία αναφερόμαστε στη συνέχεια) η οποία ήταν πολύ διαφορετική από του Grossman.
52.
Henryk Grossman, The Law of Accumulation and the Breakdown of the Capitalist System ( L o n d o n , Pluto, 1992), σ. 76. Βλέπε επίσης Rick Kuhn, Henryk Grossman and the Recovery of Marxism (Illinois, 2007) σ.224-234. Εν μέρει ο Γκρόσμαν στήριξε την επιχειρηματολογία του σε ένα απόσπασμα από τον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου (Volume Three, σ. 247) όπου ο Μαρξ γράφει ότι «ένα μέρος του κεφαλαίου θα έμενε ολότελα ή εν μέρει αδρανές (γιατί, για ν' αξιοποιηθεί γενικά, θα έπρεπε πρώτα να εκτοπίσει από τη θέση του το ήδη λειτουργούν κεφάλαιο) και το άλλο μ έ ρ ο ς , κάτω από τ η π ί ε σ η του Κρις Χ ά ρ μ α ν
αδρανούς ή ημιαπασχολούμενου κεφαλαίου, θα αξιοποιούνταν με χαμηλότερο ποσοστό κέρδους... Αυτή τη φορά η πτώση του ποσοστού κέρδους θα συνοδευόταν από μια απόλυτη μείωση του ποσοστού κέρδους, γιατί, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις μας, δεν θα μπορούσε η μάζα της χρησιμοποιούμενης εργατικής δύναμης να αυξηθεί και το ποσοστό της υπεραξίας ν' ανέβει, επομένως δεν θα μπορούσε να αυξηθεί κι η μάζα της υπεραξίας». 53.
Henryk Grossman, The Law of Accumulation and the Breakdown of the Capitalist System, a. 191
54.
Βλέπε Rick Kuhn, Henryk sman, a. 138-148
55.
Henryk Grossman, The Law of Accumulation and the Breakdown of the Capitalist System, a. 76. Επίσης, Rick Kuhn, Henryk Grossman and the Recovery of Marxism, a. 85.
Βλέπε )ohn Bellamy Foster, Marx's Ecology (New York, Monthly Review, 2000), Paul Burkett, Marx and Nature (Palgrave, 1999).
63.
M a r x , Capital, 506-508.
V o l u m e O n e , a.
64.
Marx, Capital, 792.
Volume Three, σ.
65.
Οπ.π.,σ.793.
66.
M a r x , Capital, 506-508.
V o l u m e O n e , σ.
67.
Marx, Capital, 793.
Volume Three, σ.
68.
F Engels, The Dialectics of Nature, στο M a r x και Engels, Collected Works, Volume 25, σ. 461. [Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση: Ευτύχης Μπιτσάκης].
69.
Οπ.π.,σ.462.
Gros-
56.
Marx, Capital, 241.
Volume Three, σ.
57.
Marx, Capital, 360.
Volume Three, σ.
58.
Οπ.π.,σ.356.
59.
Οπ.π.,σ.356.
60.
Για μια πολύ καλή παρουσίαση αυτού του επιχειρήματος, βλέπε Mike Kidron, "Marx's Theory of Value" στο Mike Kidron, Capitalism and Theory (London, Pluto 1974), a. 74-75.
61.
Κ Marx and F Engels, The German Ideology, στο Marx και Engels, Collected Works. Volume 5, σ. 52. [Η Γερμανική Ιδεολογία, εκδ. Gutenberg, μετάφραση: Γ. Κρητικός, Κ. Φιλίνης].
Καπιταλισμός Ζόμπι
62.
70.
Οπ.π.,σ.463.
71.
M a r x , Capital, 233.
72.
Marx and Engels, Communist nifesto.
73.
Υπήρξαν λιγοστές εξαιρέσεις στον 20ο αιώνα, με πιο διακριτή εκείνη του Joseph Schumpeter με το βιβλίο του Capitalism, Socialism and Democracy (London, Allen & Unwin, 1943), όμως σχεδόν σε κάθε περίπτωση χρωστούσαν μια μεγάλη πνευματική οφειλή στον Μαρξ για την ανάλυσή τους, ακόμα κι όταν προσπαθούσαν να προσαρμόσουν τα ευρήματά του με σκοπό τη δικαιολόγηση του καπιταλισμού και όχι την καταδίκη του.
74.
Γι' αυτό το λόγο, ο Μαρξ δεν περιγράφει τη λειτουργία του νόμου της αξίας μόνο στο α φ η ρ η μ έ ν ο
V o l u m e O n e , σ. Ma-
483
μοντέλο του Κεφαλαίου στον Πρώτο Τόμο, αλλά επίσης και τη λειτουργία του σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, μέσω της αλληλεπίδρασης των κεφαλαίων, στο κεφάλαιο με τίτλο «Σχέσεις Διανομής και Παραγωγικές Σχέσεις» στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου.
Κεφάλαιο Τέταρτο 1.
Αναφέρεται στο D Μ Gordon, "Up and Down the Long Roller Coaster", στο Bruce Steinberg και άλλοι (eds), US Capitalism in Crisis, a. 23.
2.
Βλέπε "Figure 2: Net Returns on Capital in the UK, 1855-1914", στο A J Arnold και S McCartney, "National Income Accounting and Sectoral Rates of Return on UK RiskBearing Capital, 1855-1914", Νοέμβρης 2003, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://business-school.exeter.ac.uk/acounting/papers/0302a. pdf
3.
Για μαρτυρίες αυτής της περιόδου βλέπε Gareth Stedman Jones, Outcast London (Harmondsworth, Penguin, 1991).
4.
Frederick Engels, "Preface to the English Edition" (1886) Marx, Capital, Volume One, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.marxists. org/archive/marx/works/1867cl/p6.htm
5.
Για λεπτομέρειες και πηγές, βλέπε Chris Harman, Explaining the Crisis, a. 52.
6.
Για τη Γερμανία, κοίτα G Bry, Wages in Germany 1871-194S (Prince-
484
ton 1960), σ. 74, A V Dessai, Real Wages in Germany (Oxford, Clarendon, 1968), σ. 15-16 και 35. 7.
Για μια λεπτομερή αποτύπωση της τάσης του εργάσιμου χρόνου στον 20ό αιώνα β λ έ π ε Β Κ Hunnicatt, Work Withoutt End (Philadelphia, Temple, 1988).
8.
Edward Bernstein, Evolutionary Socialism (London, ILP, 1909), σ. 80 και 83.
9.
Οπ.π, σ. 219.
10.
R Hilferding, Finance Capital, a. 304. [ Χ ρ η μ α τ ι σ τ ι κ ό Κεφάλαιο, εκδ. Γκοβόστης-Μπάυρον, μετάφραση Κ. Σκλάβος].
11.
Οπ.π, σ. 304.
12.
Οπ.π, σ. 325.
13.
Οπ.π, σ. 366.
14.
Οπ.π, σ. 235.
15.
Οπ.π, σσ. 289-290.
16.
Οπ.π σ.294.
17.
Οπ.π σ.294.
18.
Βλέπε William Smaldone, Rudolf Hilferding (Dietz, 2000), σ. 105.
19.
Μ Salvador!, Karl Kautsky and the Socialist Revolution, 1880-1938, (London, Verso, 1979), 171.
20.
Από Κ Kautsky, "Imperialism and the War", International Socialist Review (November 1914) διαθέσιμο σ τ η ν ι σ τ ο σ ε λ ί δ α w w w . m a r xists.org
21.
J A Hobson, Imperialism: A Study (New York, 1902), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.econlib. org/library/YPDBooks/Hobson/hb sn.html
22.
Για λεπτομέρειες βλέπε Barry Eichengreen, Globalised Finance (PrinΚρις Χ ά ρ μ α ν
ceton, 2008), σ. 34.
33. Οπ.π., σ. 69.
23. Norman Angell, The Great Illusion (Toronto, McClelland & Goodchild, 1910), a. 269, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://ia350610.us.archive.org/l/items/greatillusionstuOOangeuoft.pd 24. Nigel Harris, "A1 Praise War", International
Socialism 102 (2004).
25. Ellen Meiksins Wood, "Logics of Power", Historical
Materialism
14:4 (2006), α 23. 26. On.it, σ. 22. 27. Michael Hardt, "Folly of Our Masters of the Universe", Guardian, 18 Δεκέμβρη 2002. 28. Ν I Bukharin, Imperialism and Word Economy (London Merlin, 1972) [ Ι μ π ε ρ ι α λ ι σ μ ό ς και Παγκόσμια Οικονομία, με πρόλογο του
Λένιν και επίλογο του Κρις Χάρμαν, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, μετάφραση: Δημήτρης Ξύδης). διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.marxists.Org/archive/b ukharin/works/1917/imperial/index.htm 29.
V I Lenin, Imperialism the highest Stage of Capitalism (London 1933 [1916)). [Ιμπεριαλισμός, Ανώτατο Στάδιο τον Καπιταλισμού, εκδ.
Σύγχρονη Εποχή). Το βιβλίο του Λένιν δημοσιεύτηκε πριν από το βιβλίο του Μπουχάριν και είναι περισσότερο γνωστό. Όμως, στην πραγματικότητα, ο Μπουχάριν είχε γράψει το δικό του βιβλίο πρώτος. 30. Οπ.π, σ. 24. 31. Οπ.π., σ. 60. 32. Οπ.π., σ. 108. Καπιταλισμός Ζόμπι
34. Όπως προηγουμένως, κεφάλαιο έβδομο «Ο ιμπεριαλισμός ως ειδικό στάδιο του καπιταλισμού». 35. Ν I Μπουχάριν Ιμπεριαλισμός Παγκόσμια
Οικονομία,
και
Κεφάλαιο
Δέκατο, «Αναπαραγωγή των Διαδικασιών της Συγκέντρωσης και της Συγκεντρωποίησης του Κεφαλαίου σε Παγκόσμια Κλίμακα». 36. Ν I Bukharin, Economics Transformation
of the
Period (New York,
Bergman, 1971), a. 36. 37. Ν I Bukharin, Imperialism
and
World Economy, a. 124-127.
38. Nikolai Bukharin, Imperialism and the Accumulation of Capital, στο Rosa Luxemburg and Nikolai Bukharin, Imperialism
and the Accu-
mulation of Capital (Allen Lane, 1972), a. 267. 39. Βλέπε για παράδειγμα, Ellen Meiskins Wood, Logics of Power, a. 23. 40. Στοιχεία από το Η Feis, Europe: The Worlds Banker: 1879-1914. Περιλαμβάνονται στο άρθρο του Μ Kidron "Imperialism: The Highest Stage but One" International Socialism 9 (first series, 1962), a. 18. 41. Τα επιχειρήματα και τα στοιχεία στο Μ Barratt Brown, The Economics of Imperialism
(Harmond-
sworth, Penguin, 1974), a. 195. 42. Για μια από τις πρώτες διαπιστώσεις των προβλημάτων που παρουσιάζει μια τόσο «κατά γράμμα» ανάγνωση της θεωρίας του Λένιν, βλέπε Tony Cliff, "The Nature of Stalinist Russia" (1948), στο Τ Cliff, Marxist
Theory after Trotsky (Lon-
don, Bookmarks, 2003), a. 117. 485
43.
ανώτατο Κεφά-
(New York, Monthly Review, 1979).
λαιο Τρίτο, «Χρηματιστικό Κεφάλαιο και Χρηματιστική Ολιγαρχία». and
56. T o Διάγραμμα είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.econlib.org/library/Encl/GovernmentSpending.html
Word
57. Για μια δυνατή κριτική αυτής της άποψης, βλέπε Justin Rosenberg,
Β I Λένιν Ιμπεριαλισμός στάδιο τον καπιταλισμού,
44. Ν I Bukharin, Imperialism Word Economy, a. 114. 45.
1 Bukharin, Imperialism Economy, a. 256
and
The Empire of Civil Society (Verso,
1994).
46. Οπως παραπάνω, σελ.267. 47. Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (London, Routledge, 1963). [Η Συσσώρευση
του
Κεφά-
λαιου, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη] 48. Rosa Luxemburg, Accumulation Capital, An Anti-Critique
of
in Rosa
Luxemburg and Nikolai Bukharin, Imperialism and the of Capital, a. 74.
Accumulation
49. Ν I Bukharin, Imperialism and the Accumulation
of Capital, a. 180.
50.
Οπ.π.,σ.224.
51.
Γι' αυτό το θέμα βλέπε το Τρίτο Κεφάλαιο προηγουμένως
52. Henryk Grossman, The Law of Accumulation and the Breakdown of the Capitalist System, a. 98. 53. Τα στοιχεία από Colin Clarke, "Wages and Profits", Oxford Economic Papers, 30 (1978), a. 401.
54. Βλέπε "Figure 2: Net Returns on Capital in the UK, 1855-1914", στο A J Arnold και S McCartney, "National Income Accounting and Sectoral Rates of Return on UK RiskBearing Capital, 1855-1914". 55. Για μια πλήρη παρουσίαση των απόψεων που είχε διατυπώσει ο Μαρξ για το κράτος, βλέπε Hal Draper, Karl Marx's Theory of Revolution: State and Bureaucracy
486
58. Πρόκειται για ένα σημαντικό σημείο που επισήμανε ο Κόλιν Μπάρκερ (Colin Barker) πραγματευόμενος τις διάφορες εκδοχές των θεωριών για την «κεφαλαιακή προέλευση» του κράτους, στα άρθρα του: "The State as Capital" International
Socialism
1 (1978), "A
Note on the Theory of the Capitalist State", Capital and Class, 4 (1978). 59. Ο Μαρξ στα πρώτα τμήματα του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου, έκανε αφαίρεση από την ύπαρξη πολλών κεφαλαίων τα οποία ανταγωνίζονται μεταξύ τους, για να αποφύγει τη σύγχυση ανάμεσα στη γενική δυναμική του συστήματος και των μονάδων του με τις συνεχείς διακυμάνσεις που προκαλούνται από την αλληλεπίδραση των κεφαλαίων (π.χ. τις ταλαντώσεις των τιμών γύρω από τις αξίες τους). Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μαρξ θεωρούσε πως ο καπιταλισμός μπορεί να υπάρξει ως ένα και μοναδικό κεφάλαιο το οποίο δεν αντιμετωπίζει ανταγωνισμό. Με τον ίδιο τρόπο, μπορεί να είναι κάποιες φορές χρήσιμο να εξετάζονται τα αφηρημένα γνωρίσματα του καπιταλιστικού κράτους εν γένει, όμως, το συγκεκριμένο καπιταλιΚρις Χάρμαν
στικό κράτος δεν υπάρχει σε απομόνωση από τα άλλα κράτη και από την αλληλεπίδραση των κεφαλαίων. Ο Μαρξ είχε στο νου του αυτή τη διάκριση, και γι' αυτό στο αρχικό του πλάνο για το Κεφάλαιο, ο τόμος που θα ασχολιόταν με το κράτος ήταν προγραμματισμένος να κυκλοφορήσει μετά από τους τόμους που είχαν ως θέμα την αλληλεπίδραση των κεφαλαίων στη διαδικασία της κυκλοφορίας, την κατανομή της υπεραξίας ανάμεσα στα διαφορετικά κεφάλαια, το ποσοστό κέρδους κλπ.
σσ. 37-71. Για τις απόψεις κάποιων από τους βασικούς συγγραφείς που συμμετείχαν σε αυτές τις συζητήσεις, βλέπε Wolfgang Mueller & Christel Neusuess, "'The Welfare State Illusion and Contradictions between Wage Labour and Capital", Elmer Alvater, "Some Problems of State Interventionism", Joachim Hirsch, "The State Apparatus and Social Reproduction", στο John Holloway και Sol Piccioto
60. Ellen Meiksins Wood, Lope of Power, σ. 25. Ακόμα και ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ που αποδέχεται ότι υπάρχει οικονομική λογική στον ιμπεριαλισμό, σε ένα σημείο αναφέρεται στις «εδαφικές και καπιταλιστικές λογικές της εξουσίας»! σαν να ήταν κάτι το διαφορετικό η μια από την άλλη. Βλέπε David Har-
63. Πρόκειται για μια περίληψη της επιχειρηματολογίας της από τους Nachtwey και Brink, βασισμένη στη μελέτη της "Kapitalakkumulation im Weltzusammenhag" στο H-G Backhaus (ed), Gesellschaft,
vey, The New Imperialism, a. 29. [Ο Νέος Ιμπεριαλισμός, εκδ. Κα-
στανιώτη, μετάφραση:Ελένη Αστεριού]. 61. Βλέπε το άρθρο "Two Insights do not make a Theory", στο International Socialism, 100 (first series, 1977). 62. Τις περιορισμένες γνώσεις μου πάνω σε αυτές τις αντιπαραθέσεις τις χρωστάω σε μια ανακοίνωση που παρουσιάστηκε στη συνδιάσκεψη του περιοδικού Historical
Materia-
lism το Νοέμβρη του 2005 στο Λονδίνο. Βλέπε Oliver Nachtwey και T o b i a s ten Brink, "Lost in Transition-The German World Market Debate in the 1970s", Historical
Materialism,
Καπιταλισμός Ζόμπι
16:1 (2008)
(eds). State and Capital, A
Marxist
Debate (London, Edward Arnold, 1987).
Beitrage zur Marxschen
Theorie 1
(Frankfurt/Main, 1974). 64. Αυτή η περιγραφή των κρατών να διαπραγματεύονται για λογαριασμό των εθνικών καπιταλισμών, έρχεται σε αντίθεση με το επιχείρημά του ότι οι στρατιωτικές περιπέτειες του κράτους των ΗΠΑ δεν παίζουν κανένα οικονομικό ρόλο (κάτι που υποστήριξε για παράδειγμα στην παρέμβασή του στη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό το Νοέμβρη του 2007 στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου που οργανώνει η επιθεώρηση Historical
65.
Materialism).
Frederick Engels, "On the Decline of Nations and the Emergence of National States", in Marx and Engels, Collected Works, Volume 26, α 556-565.
66. V I Lenin, "The Right of Nations to 487
Pd.1998.pdf
Self Determination", in V Lenin Collected
Works, Volume 20 (Mo-
scow Progress Publishers, 1972), σ. 396 [7b δικαίωμα
των εθνών
στην
αυτοδιάθεση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή], διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://marxists.org/archive/lenin/works/1914/self-det/chOl.htm 67. Η Heide Gerstenberger, Impersonal Power: History and Theory
of
the Bourgeois State (Leiden, Brill, 2007) αναδεικνύει με μεγάλη σαφήνεια τη διαφορά ανάμεσα στο προ-καπιταλιστικό κράτος και το σύγχρονο κράτος, όμως συγχύζει τα πράγματα συμπεριλαμβάνοντας στην ίδια κατηγορία απολυταρχικά μαζί με πλήρως καπιταλιστικά κράτη όπως αυτά της Βρετανίας του 18ου αιώνα και του 19ου αιώνα κάτω από την ονομασία «Παλαιό Καθεστώς». Βλέπε την κριτική του Pepijn Brandon, International Socialism, 120 (2008).
68. Για μια κατά πολύ πληρέστερη ανάπτυξη αυτού του επιχειρήματος βλέπε το άρθρο μου "The State and Capitalism Today", International Socialism, 2:51 (1991), σ. 3-57, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.isj.org.uk/?id=234 69. Ο Δεύτερος Τόμος του Κεφαλαίου καθορίζει τη σχέση ανάμεσα σε αυτές τις τρεις μορφές από τη στιγμή που έχει εγκαθιδρυθεί ο παραγωγικός καπιταλισμός. 70. Neil Brenner, "Between Fixity and Motion: Accumulation, Territorial Organization and the Historical Geography of Spatial Scales", University of Chicago, 1998, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://sociology. as.nyu.edu/docs/IO/222/Brenner.E 488
71.
Για μια περιγραφή αυτή της πραγματικότητας βλέπε W Ruigrok και R van Tulder, The Lope of International Restructuring (London, Tay-
lor and Francis, 1995), σ. 164. 72. Για μια χρήσιμη παρουσίαση της φιλολογίας σχετικά με αυτά τα δίκτυα, βλέπε J Scott, Corporations, Classes and Capitalism
(London,
1985). 73. Costas Lapavitsas, "Relations of Power and Trust in Contemporary Finance", Historical
Materialism,
14:1 (2006), σ. 148. 74. Costas Lapavitsas, "Relations of Power and Trust in Contemporary Finance", a. 150. 75.
V I Lenin, Imperialism the highest Stage of Capitalism, σ. 60.
76. Claus Offe, Contradictions of the Welfare State (Hutchinson, 1984), σ. 49. 77. Antonio Gramsci, Selections from Prison Notebooks
(New York, In-
ternational Publishers, 1971), a. 170. 78. Αυτές οι συμμαχίες κάποιες φορές αποκαλούνται «μπλοκ εξουσίας». 79. Όλα τα αποσπάσματα από το πρώτο σχεδίασμα του Εμφυλίου Πολέμου στην Γαλλία από τον Μαρξ,
στο Marx and Engels Collected Works Volume 22, σ. 483, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.marxists.org/archive/rn arx/works/1871/civil-warfrance/drafts/chOl.htm 80. Αυτή η άποψη επιτρέπει στον Χάρβεϊ να θεωρεί τις ιδιωτικοποιήσεις ως μια μορφή «συσσώρευσης διά Κρις Χάρμαν
της αφαίρεσης» παραγωγικών δραστηριοτήτων που βρίσκονται «εκτός καπιταλισμού». Βλέπε David Harvey, The New Imperialism, a. 141. 81. Σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Βραζιλία, αυτό μπορεί να σημαίνει περισσότερο από το μισό της παραγωγικής επένδυσης. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, για μεγάλα χρονικά διαστήματα οι πολεμικές δαπάνες ήταν Ισες με τη συνολική παραγωγική επένδυση στην οικονομία. 82. Marx, Capital, Volume Three, σ. 862-863. 83. Karl Marx, "Transformation of Money into Capital", Manuscripts of 1861-63, in Marx and Engels, Collected
89.
Leon Trotsky, The First Five Years of the Communist International,
Volume One. 90. Marx, Capital, Volume One, σ. 78 [Στο Πρώτο Κεφάλαιο, στις σελίδες που αναλύει το φετιχιστικό χαρακτήρα της εμπορευματικής παραγωγής. Στμ] 91. Tony Cliff, The Nature of Stalinist Russia. Ο Κλιφ ανέπτυξε παραπέρα τα συμπεράσματα που έβγαζε ο Μπουχάριν στο Ιμπεριαλισμός και ΠαγκόσμΜ
Οικονομία.
Works, Volumes 30 and
33, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.marxists.org/archive/marx/works/1861 /economic/ch 19.htm 84.
gramme') Chapter Four διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.marxists.org/archive/kautsky/1892/erfurt/ch04.htm
R. Hilferding, Financial
Κεφάλαιο Πέμπτο 1.
Υπό αυτή την έννοια βλέπε τα σχόλια του Μαρξ για τον Σμιθ στο Karl Marx Theories of Surplus Value, Volume One (Moscow χχ), σ. 170 και 291.
2.
«Η παραγωγική και μη-παραγωγική εργασία σε όλο το απόσπασμα γίνεται αντιληπτή από την οπτική γωνία του κατόχου χρήματος, από την οπτική γωνία του καπιταλιστή, όχι από εκείνη του εργάτη». Οπ.π. σ. 155.
3.
ΟΠ.Π. σ. 156.
4.
Marx Capital Volume One, σ. 192.
Capital.
85. Αυτή για παράδειγμα είναι η θέση που υπονοεί ο Φρεντ Μόσλεϊ όταν στην ανάλυση του για το ποσοστό κέρδους στις ΗΠΑ εξαιρεί τον δημόσιο τομέα από τους υπολογισμούς του. Βλέπε 77te Falling Rate of Profit in the Post War States Economy.
United
86. Marx, Capital, Volume Two, α 97 87. Frederick Engels, Socialism Scientific and Utopian, crro Marx, Engels, Lenin, The Essential Left, a. 71-72. [Σοσιαλισμός,
Ουτοπικός
και Επι-
στημονικός, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, μετάφραση: Δήμητρα Κυρίλλου] 88. Karl Kautsky, The Class struggle (also known
as 'The Erfurt
Καπιταλισμός Ζόμπι
Pro-
5.
Guglielmo Carchedi Frontiers of Political Economy, a. 40
6.
Σύμφωνα με τον Ενρίκε Ντισέλ (Enrique Dussel) ο Μαρξ στα σημειωματάρια του υποστηρίζει ότι η «μη παραγωγική εργασία» θα 489
πραγματοποιεί «με ελάχιστες εξαιρέσεις, μόνο προσωπικές υπηρεσίες». Enrique Dussel, Towards An Unknown Marx (Routledge, 2001), σ. 69 7.
Marx, Theories
of Surplus
Value,
Volume One, σ. 170. [Θεωρίες για την υπεραξία, εκδ. Σύγχρονη Επο-
χή] 8. 9.
Marx, Capital, Volume Three, σ. 293 Jaques Bidet Exploring Marx
Capi-
tal (Leiden, Brill, 2007), σ. 104-121. 10. Marx, Capital, Volume Three, σ. 2% 11. Marx, Capital, 137.
Volume Two, σ.
12. Βλέπε Πίνακα F1 στο Anwar Shaikh and EA Tonak, Measuring the Wealth
of Nations
(Cambridge,
1994), a. 298-303. 13. Fred Moseley, The Falling Rate of Profit in the Post War United tes Economy, a. 126.
Sta-
14. Simon Mohun, "Distributive Shares in the US Economy, 19642001", Cambridge
Journal of Eco-
nomics 30:3 (2006), Figure 6. 15. Michael Kidron "Waste: US 1970", στο Capitalism
and Theory, a. 37-
39. 16. Alan Freeman "The Indeterminacy of Price-Value Correlations: A Comment on Papers by Simon Mohun and Anwar Shaikh", διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://mpra.ub.uni-muenchen.de/ 2040/01/MPRA_paper_2040.pdf 17. Guglielmo Carchedi, Frontiers of Political Economy, a. 83-84.
18. Michael Kidron, "Waste: US 1970", 490
α 56. 19.
Marx, Theories
of Surplus
Value,
Volume One, σ. 170. 20. Karl Marx, Grundrisse, a. 750-751. [Grundrisse, εκδ. Στοχαστής, μετάφραση: Δ. Διβάρης]. 21. Τα Grundrisse δεν είχαν κυκλοφορήσει στα αγγλικά μέχρι το 1973. 22. Michael Kidron, "International Capitalism", International
Socialism
20, (πρώτη περίοδος 1965), σ.10, διαθέσιμο στο http://www.marxists.org/archive/kidron/works/19 65/xx/intercap.htm. Ο Καρτσέντι, αναγνωρίζει τη διαφορετική επίπτωση της παραγωγής μη-αναπαραγώγιμων προϊόντων (τα οποία αποκαλεί «μη-βασικά» χρησιμοποιώντας την ορολογία των Ρικαρντιανών στους οποίους ασκεί κριτική) στη δυναμική της συσσώρευσης, χωρίς να καταλήγει ανοιχτά στα συμπεράσματα του Κίντρον για το ποσοστό κέρδους. «Τα μη-βασικά δεν μπορούν» γράφει, «να αποτελέσουν τον ιμάντα μεταβίβασης μέσω του οποίου αλλαγές στην αξία που σημειώθηκαν σε προηγούμενη διαδικασία παραγωγής μεταφέρονται στην επόμενη». G. Carchedi, Frontiers of Economy, σ. 83.
Political
23. Michael Kidron, Capitalism
and
Theory, a. 16.
24. Michael Kidron, "Capitalism: the latest stage" στο Nigel Harris and John Palmer, World Crisis (London, Hutchinson, 1971), ανατυπωμένο στο Capitalism
and
Theory
aa. 16-17. Για μια πιο εκτεταμένη ανάλυση αυτής της ιδέας, η οποία απαντάει και σε κάποιες κριτικές Κρις Χάρμαν
του Ερνεστ Μαντέλ (Ernest Mandel) βλέπε το βιβλίο μου Explaining the Crisis σα.39-40
και 159-
160. 25. Henryk Grossman, The Law of Accumulation, aa. 157-158. 26.
•
Τ S Ashton, The Industrial
Revolu-
tion (London, Oxford University Press, 1948), aa. 112-113. Τότε χρειάστηκε να του επιβάλουν τη δικιά τους εργασιακή πειθαρχία, τη μετρημένη με το ρολόι. Βλέπε ΕΡ Thompson "Time and Work-Discipline" στο Customs
in
Common
(London, a. enguin, 1993), a. 370400. 27. Για μια ανάπτυξη αυτού του επιχειρήματος με ιστορικές αναφορές βλέπε Suzanne de Brunhoff, The State, Capital and Economic
Policy
(London, Pluto, 1978), a. 10-19. 28. Βλέπε Lindsey German, Sex, Class and Socialism (London, Bookmarks, 1989), α 33-36. 29.
Τ Η Marshall, Social Policy (Lon-
don, Hutchinson, 1968), σ. 46-59. 30. Ann Rogers, "Back to the Workhouse", International
Socialism
59 (1993), σ. 11. 31. Hansard, Parliamentary Debates, 17th February, 1943, Col 1818. 32. Αναφέρεται στο Τ Η Marshall, Social Policy, a. 17.
33. Η πιο περιβόητη ήταν η επίθεση στην απασχόληση στον δημόσιο τομέα, στο βιβλίο των Robert Bacon and Walter Elis, Britain's Economic Problem: Too Few Producers
(New York, St Martin's 1976). 34. Ο όρος του Μαρξ στο Capital, Volume One, σ. 349. Καπιταλισμός Ζόμπι
35. Αν θεωρηθούν σταθερό κεφάλαιο, τότε θα πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη μορφή σταθερού κεφαλαίου μιας και θα μπορεί να σηκωθεί μόνη της και να φύγει από την εταιρεία για να απασχοληθεί αλλού. Σε κάποιες ερμηνείες, αυτή η παραδοχή οδηγεί στην άποψη ότι οι ειδικευμένοι εργάτες είναι κατά κάποιο τρόπο κάτοχοι του δικού τους «ανθρώπινου κεφαλαίου» και μέρος του μισθού τους θεωρείται ως «απόδοση» επ' αυτού του κεφαλαίου. Ωστόσο θα πρέπει να προσθέσουμε, ότι οι συζητήσεις πάνω σε αυτό το ζήτημα διατρέχουν τον κίνδυνο να εκτραπούν σε έναν καθαρό σχολαστικισμό αφού, σε κάθε περίπτωση, το κόστος της εκπαίδευσης προστίθεται στα συνολικά κόστη επένδυσης της εταιρείας. Την ίδια στιγμή, και εφόσον η εκπαίδευση γενικεύεται στο σύστημα συνολικά, αυξάνει τη μέση παραγωγικότητα της εργασίας και με αυτό τον τρόπο μειώνει την αξία σε σχέση με τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο ανά μονάδα προϊόντος - και κάνοντας αυτό, μειώνει και τα κέρδη που καταλήγουν στον ατομικό καπιταλιστή που έχει εφαρμόσει αυτή την εκπαίδευση. 36. Το πρόβλημα του «ελεύθερου καβαλάρη»: βλέπε, για παράδειγμα, Mary Ο' Mahoney, "Employment, Education and Human Capital", στο R Floud and Ρ Johnson, The Cambridge
Economic
History
of
Modern Britain, Volume Three (Cambridge 2004). 37. Υποθέτοντας ότι η εργασία που εκπαιδεύουν θα γίνει παραγωγική εργασία. 491
38. Βλέπε Richard Johnson, "Notes on the Schooling of the English Working Class 1780-1850" στο Roger Dale και άλλοι (eds). Schooling and Capitalism (London, Routledge & Kegan Paul, 1976), a. 44-54. Βλέπε επίσης Seven Shapin and Barry Barnes "Science, Education and Control", στον ίδιο τόμο, σ. 55-56. 39. Για μια πλήρη παρουσίαση των εξελίξεων στις κυριότερες βιομηχανικές χώρες της εποχής, βλέπε Chris M c G u f f i e , Working
in
Metal
(London, Merlin, 1985).
The Decline of American
5.
Maynard
^
Capita-
lism (London, Bodley Head, 1935), a. 27. Διαθέσιμο στο http://www.marxists.Org/archive/c orey/1934/decline/ch05.html Αναφέρεται στο R. Skidelsky, John Keynes, Volume 2 (Lon-
don, Macmillan, 1994), a. 341. W. Smaldone, Rudolf Hilferding,
a.
105. η
Βλέπε για παράδειγμα, Randall Ε Parker, Economics of the Great Depression, a. 14.
Για τη σύνοψη της Αυστριακής άποψης, βλέπε Randall Ε. Parker, Economics of the Great
Depression,
a. 9-10. Βλέπε επίσης F A Hayek,
Κεφάλαιο'Εκτο
Pure Theory of Capital
1.
Routledge and Keegan Paul, 1941)
2.
3.
Charles Kindleberger, The Word in Depression 1929-39 (London, Allen Lane, 1973) σ. 17. Βλέπε επίσης Albrecht Ritschl και Ulrich Woitek, "What Did Cause the Great Depression?", Institute for Emprirical Research Economics, University of Zurich Working Paper 50, 2000, σ. 13. Βλέπε τις εκτιμήσεις για το εθνικό εισόδημα στο Angus Maddison "Historical Statistics for the World Economy: 1-2003 AD", διαθέσιμο στο http://www.ggdc.net/maddison/Historical_Statistics/horizontal-file_03-2007.xls. Για μια πολύ πιο λεπτομερή παρουσίαση της επέκτασης της κρίσης με πηγές, βλέπε το βιβλίο μου Explaining the Crisis, σ. 55-62.
4.
492
Βλέπε τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο Fritz Sternberg, The Coming Crisis (London, Victor Gollancz, 1947), σ. 23, Lewis Corey,
(London,
σ. 408, και Profit, Interest and Inve-
stment (London, Routledge, 1939) σσ. 33,47-49, και 173. Για μια πολύ καλή έκθεση της θέσης του Χάγιεκ εκείνη την εποχή βλέπε John Stratchey, The Nature of Capitalist
Cri-
sis (London, Victor Gollancz, 1935) σσ. 56-82. Στοιχεία από Corey, The Decline of American
Capitalism.
Οι Ρόμπερτ
Μπρένερ (Robert Brenner) και Μαρκ Γ κλικ (Mark Glick), στο άρθρο τους «The Regulation Approach: Theory and History", New Left Review, 1:188 (1991) υποστηρίζουν ότι οι μισθοί είχαν ανέβει απότομα στα χρόνια πριν την Ύφεση, όμως το διάγραμμα το οποίο παρουσιάζουν από το βιβλίο του S Lebergott, Manpower
in Economics
Gro-
wth (New York, McGraw-Hill, 1964) υποδηλώνει απλά μια αύξηση ανάλογη με αυτή των στοιχείων του Κόρεϊ. Κρις Χάρμαν
10. Michael A Bernstein, The Great Depression (Cambridge 1987) a. 187. Προσθέτει ότι για τον πληθυσμό συνολικά αυξήθηκε 13%, και για το πλουσιότερο 1% του μηαγροτικοϋ πληθυσμού αυξήθηκε 63%. 11. Robert J Gordon "The 1920s and the 1990s in Mutual Reflection", . Paper Presented to Economic History Conference, Duke University, 26-27 March, 2004. 12. Alvin Hansen, Full Recovery or Stagnation (London, Adam and Charles Black, 1938), σ. 290-291. Τα στοιχεία του Χάνσεν αφορούν την περίοδο 1924-1929. 13. Simon Kuznets, Capital American
in the
Economy (OUP, 1961), σ.
92.
Corey, The Decline
of
15. Joseph Steindl, Maturity
an Sta-
in the American
Economy
American
Capitalism, σ. 172. Σύγκρινε επίσης Gillman, σ. 129-130. 22. Barry Eichengreen and Kris Mitchener, "The Great Depression as a Credit Boom Gone Wrong". 23. Βλέπε για παράδειγμα την ερμηνεία που έδωσε ο Πρεομπραζένσκι στο The Decline of Capitalism
(Μ
Ε Sharp, 1985), a. 137. 24. Βλέπε για παράδειγμα Robert J Gordon, "The 1920s and the 1990s in Mutual Reflection". 25. Charles Kindleberger, The Word in Depression 1929-39, a. 117.
26. Marx, Capital, Volume Three, a. 473. 27. Alvin Hansen, Economic
14. Joseph Gillman, The Falling Rate of Profit (London, Dennis Dobson, 1956), α 27. gnation
pdf?noframes=l. 21.
tion
Stabiliza-
in an Unbalanced
World
(Fairfield, Ν), A Μ Kelley, 1971 [1932]), σ.81. 28. Charles Kindleberger, The Word in Depression 1929-39, a. 117.
(London, Blackwell, 1953), σ. 155 και στη συνέχεια.
29. Milton Friedman and Anna Sch-
16. Alvin Hansen, Full Recovery or Sta-
1929-33 (Princeton University Press, 1965), a. 21.
gnation, a. 296.
17. Οπ.π., σ. 2 % και 298. 18. Υπολογισμοί στο Lewis Corey, The Decline
of American
Capitalism,
κεφ. 5. 19. Οπ.π., σ. 170.
Settlements,
Wor-
king Papers N o l 3 7 , September 2003. Διαθέσιμο στο http://www.bis.org/publ/workl37. Καπιταλισμός Ζόμπι
Great
Contraction
30. Η παράθεση αυτών των αντιφατικών επιχειρημάτων από τον Τζον Στράτσεϊ το 1935, διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον και σήμερα. Βλεπε John Stratchey, The Nature of Capitalist
20. Barry Eichengreen and Kris Mitchener, "The Great Depression as a Credit Boom Gone Wrong", Bank of International
w a r t z , The
Crisis, a. 39-119. Συ-
νεντεύξεις με παλιούς και νέους «ορθόδοξους» οικονομολόγους, στις οποίες καταθέτουν διαφορετικές ερμηνείες, στο δίτομο του Randall Ε Parker, Reflections on the Great Depression (Edward Elgar, 2002) και The Economics of the 493
Great 31.
σεων.
Depression.
J Μ Keynes, General Theory of Employment, Interest and Money, a.
32. Οπ.π, σ. 59. 33. Οπ.π., σσ. 161-162. 34. Οπ.π. σσ. 135-136 και 214. 35. Οπ.π. σ. 219. 36. Οπ.π., σ. 316. 37. Οπ.π. σ. 221. Για την εκδοχή της «οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου» από τον Κέινς και της τάσης της να «ελαττώνεται», βλέπε σσ. 135-136, 214, και ιδιαίτερα 314-324. Για μια σύγκριση της θέσης του Κέινς με του Μαρξ, βλέπε Lefteris Tsoulfidis, "Marx and Keynes on Profitability, Capital Accumulation and Economic Crisis" διαθέσιμο στο http://iss.gsnu.ac.kr/upfiles/haksuo/%5B02-2005%SDLefteris% 20Tsoulfidis.pdf 38. Η παραδοχή από τον Χάγιεκ ότι η παραγωγή έχει και φυσικό πέρα από τον αξιακό, χαρακτήρα, ξεχωρίζει τα κείμενά του από εκείνα των περισσότερων της οριακής νεοκλασικής σχολής. Επίσης, ομολογεί την σημασία που έπαιξε ο Μαρξ στην ανάπτυξη τέτοιων ιδεών. ΒλέProduc-
tion, σ. 103. To γεγονός του δίνει την δυνατότητα να διακρίνει σημεία που απουσιάζουν από την ανάλυση του Κέινς, παρά τα πολύ πιο αντιδραστικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει. Ο Χάγιεκ είναι υπερβολικά έντιμος σε σύγκριση με τους περισσότερους μαθητές του, οι οποίοι δεν μπορούν να χωνέψουν το αναπόφευκτο των κρί494
F A Hayek, Prices and
Production
στο Stratchey, The Nature of the Capitalist Crisis, a. 108.
164.
πε F Α Hayek, Prices and
39.
40. Βλέπε τους υπολογισμούς στο Joseph Gillman, The Falling Rate of Profit, Shane Mage "The Law of the Falling Rate of Profit: Its Place in the Marxian Theoretical System and its Relevance for the US Economy" (PhD thesis , Columbia University 1963, released through University Microfilms, Ann Arbor, Michigan), Gerard Dumenil and Dominique Levy, The Economics of the Profit Rate (Edward Elgar, 1993)p254. Ο Lewis Corey, The Decline of American
Capitalism
δί-
νει στοιχεία μόνο για την δεκαετία του '20. 41. Για την κερδοφορία πριν το 1914 βλέπε Tony Arnold and Sean McCartney, "National Income Accounting and Sectoral Rates of Return on UK Risk-Bearing Capital 1855-1914", Essex University Working Paper, November 2003, διαθέσιμο στο http://www.essex.ac.uk/ AFM/Research/working_papers/W P03-10.pdf. Για την κερδοφορία πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, βλέπε Ernest Henry Phelps Brown and Margaret Η Browne, A Century of Pay (London Macmillan, 1968) σσ. 412 and 414, πίνακες 137 και 138. 42. Theo Balderston, "The Beginning of the Repression in Germany 1927-30", Economic History
Review
36:3 (1985), α 406. 43. Οι υπολογισμοί από Joseph Gillman, The Falling Rate of Profit, a.
58, Shane Mage, "The Law of the Κρις Χάρμαν
Falling Rate of Profit", σ. 208 and Gerard Dumenil Dominique Levy, The Economics of the Profit Rate, a.
248 (διαγραμμα 14.2) 44. Όπως στο Κεφάλαιο του Μαρξ, Τόμος 3, Κεφάλαιο V. 45. Πρόκειται για μια εκδοχή της ανάλυσης του Γκρόσμαν που δείχνει με ποιον τρόπο ο καπιταλισμός οδηγείται σε όλο και πιο ακραίες κρίσεις και όχι σε μια αναπόφευκτη κατάρρευση. Βλέπε Rick Kuhn, Economic Crisis and Social
Revolu-
tion, School of Social Science, Australian National University, February 2004, a. 17. 46. Ε A Preobrazhensky, The Decline of Capitalism, σ. 33 και 29. Ωστόσο, ο Πρεομπραζένσκι παραμένει ασαφής ως προς τον τρόπο με τον οποίο το μονοπώλιο παρεμποδίζει την ανάκαμψη από την κρίση. Όπως πολλοί μαρξιστές οικονομολόγοι των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, δεν είχε δώσει αρκετή προσοχή στα αποσπάσματα όπου ο Μαρξ μιλάει για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. 47. Michael Bleaney, The Rise and Fall of Keynesian
Economics
(London:
Macmillan 1985), α 47. 48. Charles Kindleberger, The Word in Depression 1929-39, α 272.
49. Τα στοιχεία περιλαμβάνονται στο Fritz Sternberg, Capitalism and Socialism on Trial (London Victor Gollanz 1951), σ. 353, Arthur Schweitzer, Big Business In the
Third
Reich (Bloomington, US, Indiana University Press, 1964), σ. 336. 50. Arthur Schweitzer, Big Business In the Third Reich, σ. 335.
Καπιταλισμός Ζόμπι
51. Βλέπε Τέταρτο Κεφάλαιο. 52.
C. Harman, Explaining
the
Crisis,
53. Fritz Sternberg, Capitalism
and
a. 71. Socialism on Trial, a. 494-495.
54. A D Η Kaplan, The Liquidation of War Production (New York, McGraw Hill, 1944), σ. 91. 55. Οπ.π., σ. 3. 56. John Kenneth Galbraith, American Capitalism (Transaction, 1993), σ. 65. Οι περισσότεροι από τους «ορθόδοξους» οικονομολόγους των οποίων οι συνεντεύξεις περιλαμβάνονται στους δυο τόμους του Πάρκερ, υιοθετούν την άποψη ότι στην πραγματικότητα η ύφεση τέλειωσε μόνο μέσα στον πόλεμο. 57. Η άποψη του Πολ Σουήζι (Paul Sweezy) και του Πολ Μπάραν (Paul Baran) στις ΗΠΑ, της συντακτικής επιτροπής του New Left Review
στη Βρετανία, της αριστερής πτέρυγας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της μεγάλης πλειοψηφίας των ακαδημαϊκών μαρξιστών. 58. Αυτήν την άποψη την είχε διατυπώσει ο Τρότσκι στη δεκαετία του '30 και οι υποτιθέμενοι «ορθόδοξοι» τροτσκιστές συνέχισαν να την αποδέχονται μέχρι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 - και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και μετά την κατάρρευση. 59.
Μ. Reiman, The Birth of
Stalinism
(London, Taurus, 1987), σ. 37-38. Πρόκειται για μια περιγραφή της κρίσης που βασίζεται σε εσωτερικά ντοκουμέντα του καθεστώτος. 60. Οπ.π., σ. 89. 495
61.
Stalin, Problems of Leninism, στο Isaac Deutscher, Stalin (London, Oxford, 1961). a. 328.
62.
T o απόσπασμα του Στάλιν, στο Ε Η Carr and R W Davies, Foundations of a Planned Economy, Volume One (London, Macmillan, 1969), σ. 327.
63.
Ε A Preobrazhensky, The of Capitalism, a. 166.
64.
Lewis Corey, The Decline of American Capitalism, a. 484. Ο Κόρεϊ δεν απέκλειε από την ερμηνεία του για την παρακμή του αμερικάνικου καπιταλισμού και σύντομες περιόδ ο υ ς μ ε γ έ θ υ ν σ η ς , όμως γ ε ν ι κ ά πρόβλεπε μια περίοδο με λιγότερες «ανοδικές φάσεις» και πιο μακρόχρονες «υφέσεις». John Stratchey, The Nature of Capitalist Crisis, a. 375-376.
66.
Ε A Preobrazhensky, The of Capitalism, a. 159.
Decline
Leon Trotsky, The Death Agony of Capitalism and the Tasks of the Fourth International (1938), διαθέσιμο στο http://www.marxists.org/archive/tr otsky1938/tp/index.htm.
Κεφάλαιο'Εβδομο 1.
Χρησιμοποιώ τον όρο «Δυτικό» με την έννοια του «Δυτικού τύπου» σε α ν τ ι π α ρ ά θ ε σ η με τις χώρες του «Ανατολικού μπλοκ».
2.
Albert Fishlow, "Review of Handbook of Development Economics", Journal of Economic Literature, Volume XXIX (1991), σ. 1730
496
Τα δημοσιονομικά μέτρα συμπεριλαμβάνονταν στην «εργαλειοθήκη» του συμβατικού κεϊνσιανισμού παρ' όλο που ο ίδιος ο Κέινς είχε εκφράσει σκεπτικισμό για την αποτελεσματικότητά τους.
4.
J Μ Keynes, G e n e r a l T h e o r y of Employment, Interest and Money, σ. 135-136,214,219 and 375.
5.
Οπ.π. σ. 376.
6.
Οπ.π., σ. 378.
7.
Robert Skidelsky, John Keynes, Volume 2, α 60.
8.
Με τη γενική ονομασία «ορθόδοξος κεϊνσιανισμός» ή «μεταπολεμική σύνθεση».
9.
J Robinson, Further to Economics.
10.
J Stratchey, Contemporary Capitalism ( L o n d o n , Gollanz, 1956) σ. 235.
11.
Οπ.π., σ. 239
Decline
65.
67.
3.
Meynard
Contribution
12. T o πιο πρόσφατο είναι το Dan Atkinson και Larry Elliot, The Gods that Failed (Bodley Head, 2008). 13.
Βλέπε, για παράδειγμα, Will Hutton, The State We' re In f/onathan Cape, 1995).
14. Graham Turner, The Credit Crunch (Pluto, 2008). Ο Τ έ ρ ν ε ρ προσβλέπει σε ένα μείγμα των ιδεών του Κέινς και του προπολεμικού μονεταριστήΐρβινγκ Φίσερ. 15. G e r a r d Dumenil και D o m i n i q u e Levy, Capital Resurgent: Roots of the Neoliberal Revolution (Harvard University Press, 2004), σ. 186. 16.
David Harvey, A Brief History Neoliberalism, a. 10.
17.
R C Ο Matthews, "Why has Britain
of
Κρις Χ ά ρ μ α ν
had Full E m p l o y m e n t Since the War?", Economic Journal, September 1968, a. 556. 18.
Meghnad Desai, Testing Monetarism ( L o n d o n , F r a n c e s P i n t e r , 1981) σ. 76. Βλέπε επίσης Robert Brenner, The Economics of Global Turbulance, a. 94.
19.
Ton Notermans, "Social Democracy and External Constraints", in Κ R Cox (ed), Spaces of Globalization (Guildoford Press, 1997), a. 206.
20.
Michael Bleaney, The Rise and Fall ofKeynsian Economics (Macmillan, 1985), α 101.
21.
Ρ Aglietta, Theory of Capitalist Regulation (London, New Left Books, 1979), σ. 165.
22.
Robert Brenner and Mark Glick, "The Regulation Approach: Theory a n d H i s t o r y " , New Left Review 1:188 (2001). Για τη δικιά μου, παλαιότερη, κριτική της Σχολής της Ρύθμισης, β λ έ π ε Explaining the Crisis, σ. 143-146.
23.
Βλέπε Gerard Dumenil and Dominique Levy, The Economics of the Profit Rate, Figure 14.2, a. 248. Για μια σειρά υπολογισμούς του ποσοστού κέρδους βλέπε: Shane Mage ."The Law of the Falling Tendency of the Rate of Profit"; Joseph Gillman, The Falling Rate of Profit·, William Nordhaus, Brookings Papers on Economic Activity 5:1 (1974); Victor Perlo, " T h e New Propaganda of Declining Profit Shares and Inadequate Investment", Review Of Radical Political Economics, 8:3 (1976); Martin Feldstein and Lawrence S u m m e r s , "Is the Rate of Profit Falling?", Brookings
Καπιταλισμός Ζ ό μ π ι
Papers 1:1977, a. 216; Robert Brenner, The Economics of Global Turbulance; Fred Moseley, The Falling Rate of Profit in the Post War United States Economy, Anwar Shaikh and EA Tonak, Measuring the Wealth of Nations. Χρησιμοποιούνται διαφορετικοί τρόποι υπολογισμού και τα αποτελέσματα έχουν μικρές αποκλίσεις το ένα με το άλλο, με κάποια να αποτυπώνουν μια μακρά πτώση και κάποια μια μικρή βουτιά στα μέσα της δεκαετίας του '50. Όμως κανένας υπολογισμός δεν δείχνει πτώση στα επίπεδα των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ου εποχή ή του τέλους της δεκαετίας του 7 0 . 24.
Shane Mage, The Law of the Falling Rate of Profit, a. 228.
25.
M i c h a e l K i d r o n , "A P e r m a n e n t Arms Economy", International Socialism 28 (first series, 1967), διαθέσιμο στο http://www.marxists.Org/archive/k idron/works/1967/xx/permarms.ht m
26.
Για μια πιο λεπτομερή τοποθέτηση γύρω από τις θεωρίες των Μπάραν, Σουίζι και Στέϊντλ, βλέπε το Παράρτημα του βιβλίου μου Explaining the Crisis με τίτλο Other Theories of the Crisis".
27.
Michael Bleaney, The Rise and Fall ofKeynsian Economics, a. 104.
28.
Ο Mage υποστηρίζει ότι ανάμεσα στο 1946-60 αυξήθηκε κατά 45%. Βλέπε "The Law of the Falling Tendency of the Rate of Profit", σ. 229. Ο Γκίλμαν υποστηρίζει ότι ανάμεσα στο 1880 και το 1900 η αναλογία παγίου κεφαλαίου προς την απασχολούμενη εργασία υπερδι497
πλασιάστηκε, όμως ανάμεσα στο 1947 και γο 1952 αυξήθηκε κατά μόλις 8%. 29.
Michael Kidron, Western Capitalism Since the War (London, Weidenfeld and Nicolson, 1968). Για πιο πρώιμες εκδοχές μιας Θεωρίας «διαρκούς οικονομίας των όπλων», β λ έ π ε το άρθρο του Τ Ν Vance (γνωστός και ως Walter O a k e s ) στο Hal Draper (ed). The Permanent Arms Economy (Berkeley 1970).
30.
John Keneth Galbraith, The New Industrial State (Princeton 2007), σ. 284.
31.
Op.p., σσ. 33-34.
32.
Op.p., a. 2.
33.
Ε Alvater και άλλοι, "On the Analysis of Imperialism in the Metrpolitan C o u n t r i e s " , Bulletin of the Conference of Socialist Economists (Spring 1974).
34.
Κ Hartani, The Japanese Economic System (Lexington, 1976), σ. 135.
35.
Miyohai S h o n o h o r u , Structural Changes in Japan's Economic Development (Tokyo, Kinokuniya Bookstore Co, 1970), σ. 22.
36.
Robert Brenner, The Economics the Global Turbulence, σ. 94.
37.
Φράση που χρησιμοποιούσε ο Τόνι Κλιφ.
38.
Ο Κίντρον είχε υπολογίσει ότι αυτή η «επιδότηση» είχε ως αποτέλεσμα το 1971 τη μεταφορά αξίας στις ανεπτυγμένες χώρες ύψους 14 δις δολαρίων. Mike Kidron, Capitalism and Theory, σ. 106.
39.
498
Social Research, volume 70, number 2, 2003, http://homepage.newschool.edu/~AShaikh/welfare_state.pdf 40.
Για τη Βρετανία βλέπε για παράδειγμα Social Trends (1970), όπου στοιχειοθετείται ότι οι αυξανόμενες εκπαιδευτικές δαπάνες συγκεντρώνονταν σε αυτές τις περιοχές ενώ της πρωτοβάθμιας με δυσκολία αυξάνονταν σε ελάχιστο βαθμό.
41.
James O'Conor, The Fiscal Crisis of the State (Transaction Publishers 2001), α 138.
42.
Στοιχεία από Alex Nove, An Economic History of USSR (London, Allen Lane, 1970), α 387.
43.
Τα στοιχεία σε V Cao-Pina και S S Shatalin, Consuption Patterns in Eastern and Western Europe (Oxford, σ. ergamon, 1979), σ. 162.
44.
Στοιχεία από Alex Nove, An Economic History of USSR, a. 387. Οι πιο πρόσφατοι υπολογισμοί του Ανγκους Μάντελσον (Angus Mandelson) δείχνουν ότι το παραγόμενο προϊόν στην Ε Σ Σ Δ αυξήθηκε τρεις φορές ανάμεσα στο 1945 και το 1965, ελαφρά ταχύτερα δηλαδή από τα 19 κράτη τα οποία περιλαμβάνει στην Δυτική Ευρώπη και κατά 50% ταχύτερα από τις ΗΠΑ. http://www.ggdc.net/maddison/Hi storical_Statistics/horizontal-file_03-2007.xls
45.
Πράβδα, 24 Απρίλη 1970.
46.
Αυτή ήταν μια από τις βασικές ένννοιες που διατύπωσε ο Τόνι Κλιφ στο κείμενό του The Nature of Stalinist Russia που έχει ανατυπωθεί στο Marxist Theory after Trotsky,
of
Anwar Shaikh, "Who Pays for the 'Welfare' in the Welfare State?",
Κρις Χ ά ρ μ α ν
σ. 80-92. 47.
D W Conlkin, "Barriers to Technological Change in the USSR", Soviet Studies (1969), a. 359.
48.
Josef G o l d m a n και Karel Korba, Economic Growth in Czechoslovakia (White Plains, NY, International Arts and Sciences Press, 1969).
49.
Branko Horvat, "Business Cycles in Yugoslavia", Eastern European Economics, Volume X, 3-4 (1971).
50.
Raymond Hutchings, "Periodic Flunctuation in Soviet Industrial Growth Rates", Soviet Studies 20:3 (1969), σ. 331-352. Η ανισότητα από χρονιά σε χρονιά φαίνεται καθαρά στα στοιχεία του Μάντισον για το ΑΕΠ http://www.ggdc.net/ maddison/Historical_Statistics/horizontal-file_03-2007.xls
51.
F Sternberg, Capitalism lism on Trial, a. 538.
52.
Για λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς , β λ έ π ε C Harman, Class Struggles in Eastern Europe 194S-83 (London, Bookmarks, 1988), a. 42-49.
53.
New York Times, 5 Ιούλη 1950, αναφέρεται στο Τ Ν Vance, "The Permanent War Economy", New International, January-February 1951.
57.
Για μια συναρπαστική παρουσίαση του τρόπου με τον οποίον οι Μαλαισιανοί εθνικιστές χρησιμοποίησαν τις εθνοτικές ταραχές ενάντια στην Κινέζικη μειονότητα της χώρας για να προχωρήσουν σε ένα « π ρ α ξ ι κ ό π η μ α » το οποίο έ φ ε ρ ε ένα καθεστώς αφοσιωμένο στην «κρατικο-καπιταλιστική» ανάπτυξη των βιομηχανιών - K u a Kia Soong, "Racial Conflisct in Malaysia: Against the Official History", Race & Class 49 (2008), α 33-53.
58.
World Bank, World Development Report, 1991, α 33-34.
59.
Για συνόψεις αυτών των επιχειρημάτων, βλέπε I Roxborough, Theories of Underdevelopment (London, Macmilan, 1979), Chapter 3; Nigel Harris, The End of the Third World (Harmondsworth, Penguin, 1987) και R Prebisch, "Power Relations and Market Forces", στο Κ S Kim και D F Ruccio, Debt and Development in Latin America (Indiana, Notre Dame, 1985), σ. 9-31.
60.
I Roxborough, Theories of development, a. 27-32.
61.
A Gunther Frank, "The Development of Underdevelopment", Monthly Review, September 1966.
and Socia-
54.
Μ Kidron " I m p e r i a l i s m : Higher S t a g e but O n e " , στο Capitalism and Theory, a. 131.
55.
J Stopford and S Strange, Rival States, Rival Firms (Cambridge, 1991), σ. 16.
56.
Για μια συνοπτική ανάλυση του ρόλου του Ισραήλ ως εργαλείου του ιμπεριαλισμού, βλέπε John Rose, Israel, the Hijack State (London,
Καπιταλισμός Ζόμπι
B o o k m a r k s , 1986) διαθέσιμο σε η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή μορφή στο h t t p : / / www.marxists.de/middleast/rose/
Under-
62. Όπως υπογραμμίζει ο I Ρόξμποροου (Roxborough) ο Γκίντερ Φρανκ « δ ε ν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ήταν μαρξιστής», Theories of Underdevelopment, σ. 49. 63.
Ρ Baran, The Political Economy of Growth, ( H a r m o n d s w o r t h , Penguin, 1973), a. 399. 499
64.
Ρ Baran, The Politcal Economy Growth, a. 416.
65.
A Gunther Frank, Capitalism and Underdevelopment in Latin America ( H a r m o n d s w o r t h , P e n g u i n , 1971), a. 35-36.
66.
Παρά το γεγονός ότι ο Μπάραν ασκούσε κριτική σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της κυριαρχίας του Στάλιν, παρέθετε αποσπάσματα από κείμενα και ομιλίες του επιδοκιμάζοντά τα, και υιοθετούσε τους σταλινικούς ισχυρισμούς για την πορεία της αγροτικής παραγωγής και το βιοτικό επίπεδο στην Ρωσία που ήταν εντελώς ψευδείς. Βλέπε για παράδειγμα, σ. Baran, The Political Economy of Growth, σ. 441.
67.
Nigel Harris, " T h e Asian B o o m Economies", International Socialism 3(1978-79), σ. 3.
68.
Lenin, Imperialism, Export of Capital".
69.
Leon Trotsky, The Third International after Lenin, (New York, Pioneer, 1957), a. 18.
70.
Leon Trotsky, The Third International after Lenin, a. 209.
71.
Η σύγκριση των ρυθμών ανάπτυξης Αργεντινής και Ιταλίας στο Μ A Garcia, "Argentina: El Veintenio Desarrolista", στο Debate, 4 (1978), σ. 20.
76.
Bill Warren, "Imperialism and Capitalist Industrialization", New Left Review, 1:81 (1973).
77.
Οπ.π.
78.
Οπ.π.
79.
Οπ.π.
80.
Leon Trotsky, The Third tional After Lenin, a. 209.
"Argentina", Citta Future Anno 1 (Rome, xx), σ. 3.
73.
Στοιχεία από Geisa Maria Rocha, "Neo-Dependency in Brazil", New Left Review, 2:16 (2002).
74.
Economist, 29 Μάρτη 1986.
75.
Δ ε λ τ ί ο Τύπου που συνοψίζει μια
Interna-
Κεφάλαιο Όγδοο. 1.
κεφ. 4, " T h e
72.
500
έκθεση για λογαριασμό της Παγκόσμιας Τράπεζας από τον Μπένο Ν'Ντούλου (Benno Ndulu), facing the Challenges of African Growth, διαθέσιμο στο http://web.worldbank.org/WBSITE/EXTERNAL/C OUNTRIES/AFRICAEXT/O„cont e n t Μ D Κ: 2 1 1 2 1 8 6 9 - m e nuPK:258658~pagePK:2865106~pi PK:2865128-theSitePK:258644,00. html
of
Για λεπτομέρειες, βλέπε, για παράδειγμα, Robert Brenner, The Economics of Global Turbulence, o. 139 και 146. Για μια σύγχρονη των γεγονότων απόπειρα ανάλυσης του πληθωρισμού του 1970 βλέπε "Survey: The Economy", International Socialism 46 (first series, 1971).
2.
Guardian 26 Σεπτέμβρη 1983.
3.
]oahn Robinson, Further tions to Economics, a. 36.
4.
Στη Guardian
5.
Frederic Lee, "The Research Assesment Exercise, the State and the Dominance of Mainstream Economics in British Universities", Cambridge Journal of Economics, Volume 31:2 (2007).
6.
William Keegan, Mrs Thatcher's Economic Experiment (Harmondsworth, Penguin, 1984), α 126.
Vi,
Contribu-
15 Σεπτέμβρη 1994.
Κρις Χ ά ρ μ α ν
7.
William Keegan, Mr Maudling's Gamble (London, Hodder and Stoughon, 1989), σ. 144.
8.
Οπ.π.., σ. 103 και 127.
9.
Οπ.π., σ. 173.
10.
Βλέπε R W Garrison, "Is Milton Friedman a Keynesian?", στο Μ Skousen (ed), Dissent on Keynes (New York, σ. raeger, 1992), a. 131.
11.
Η Η Happe, στο Μ Skousen (ed), Dissent on Keynes, a. 209.
12.
| R Schumpeter, Capitalism Socialism and Democracy, a. 103.
13.
Ο Σουμπέτερ είχε προσπαθήσει να εξηγήσει τις διαφορετικές ταχύτητες σε διαφορετικά σημεία στην ιστορία του καπιταλισμού, αναφερόμενος στα «μακρά κύματα», τα οποία βασίζονταν στους διαφορετικούς ρυθμούς της καινοτομίας. Όμως, από την στιγμή που η καινοτομία εξαρτάται από τη συνολικότερη δυναμική του συστήματος, δεν μπορεί να αποτελέσει και την εξήγησή του. Για μια λ ε π τ ο μ ε ρ ή πραγμάτευση αυτών των θεμάτων, βλέπε Harman, Explaining the Crisis, a. 132-136.
14.
15.
T o n Nontermans, "Social Democracy and External Constraints", στο Kevin R Cox, Spaces of Globalisation. Συχνά οι εταιρείες θα κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να εμφανίσουν χαμηλότερα κέρδη στις κυβερνήσεις, για φορολογικούς λόγους, και στους εργάτες, για να δικαιολογήσουν τους χαμηλούς μισθούς. Αντιθέτως, συχνά παρουσιάζουν φουσκωμένα κέρδη στους μετόχους για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερες τιμές της μετοχής στο
Καπιταλισμός Ζόμπι
χρηματιστήριο και τη δυνατότητά τους να δανείζονται. 16.
Thomas Michl, "Why is the Rate of Profit still Falling?", Jerome Levy Economics Institute, Working Paper 7, September 1988.
17.
Anwar Shaikh και Ε Ahmet Tonak, Measuring the Wealth of Nations.
18.
Ufuk Tutan και ΑΙ Campbell, "The Post 1960 Rate of Profit in Germany", Working Paper 05/01, Izmir University of Economics, Turkey
19.
Edwin R Wolf, "What's Behind the Rise in Profitability in the US in the 1980s and 1990s", Cambridge Journal of Economics 27 (2003), a. 479499
20.
Piruz Alemi and Duncan Κ Foley, The Circuit of Capital, US Manufacturing and Non-financial Corporate Business Sectors, 1947-1993, September 1997, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://homepage.newsdominichool.edu/-foleyd/circap.pdf
21.
G e r a r d Dumenil και D o m i n i q u e Levy. The Real and Financial Componets of Profitability, 2005, σ. 11, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.jourdan.ens.fr/levy/dle 2004g.pdf
22.
Robert Brenner, The Economics Global Turbulence, a. 7.
23.
Fred Moseley, "The Rate of Profit and the Future of Capitalism", Review of Radical Political Economics (May 1997) διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.mtholyoke. edu/~fmoseley/RRPE.html
24.
Gerard Dumenil and Dominique Levy. "The Real and Financial Componets of Profitability'.
of
501
25.
Andrew Glyn και Bob Satellite, British Capitalism, Workers and the Profits Squeeze (Harmondsworth, Penguin, 1972).
37.
Οπ.π., σ. 11-12 and 55.
38.
Οπ.π., σ. 8.
39.
David Halberstam, The Best and the Brightest (London 1970), σ. 78.
40.
US Department of Commerce. Τα στοιχεία παρουσιάζονται στο Joseph Steindl, "Stagnation Theory and Policy", Cambridge Journal of Economics. Volume 3 (March 1973).
26.
Bob Rawthorne, "Late Capitalism", New Left Review, 1:98 (1976), σ.67.
27.
Ernest Mandel, Late Capitalism (London, New Left Books, 1975), a. 179.
28.
Martin Wolf, Fixing Global ce (Yale 2009) pxii.
Finan-
41.
29.
Για μια σύνοψη των αποδεικτικών στοιχείων, βλέπε Chris Harman, Explaining the Crisis, a. 123-124.
Για μια πιο λεπτομερή πραγμάτευση αυτού του θέματος, βλέπε Harman, Explaining the Crisis, σ. 137140.
42.
30.
Victor Perlo, "The New Propaganda of Declining Profit Shares and Inadequate Investment", a. 53-64. Για μια πρόσφατη δριμεία ανασκευή της άποψης ότι οι αυξήσεις στους μισθούς είναι η αιτία των πτωτικών ποσοστών κέρδους βλέπε Robert Brenner, The Economics of Global Turbulence, σ. 139.
31.
Μ Ν Baily, "Productivity and the Services of Capital and Labour", Brookings Papers on Economic Activity, 1981:1.
Ο Ρόμπερτ Μπρένερ επισημαίνει επανειλημμένα στο βιβλίο του Economics of the Global Turbulence τον τρόπο με τον οποίο η γερμανική και ιαπωνική βιομηχανία κατόρθωσαν να γίνουν κερδοφόρες εις βάρος της βιομηχανίας των ΗΠΑ, παρόλο που, όπως έχουμε δει παραπάνω, δεν συνδέει αυτή την περιγραφή με την ανάλυση του Μαρξ για τα πτωτικά ποσοστά κέρδους.
43.
Μ Ν Baily, "Productivity and the Services of Capital and Labour".
44.
T o επιχείρημα είναι του Μπέιλι, παρόλο που, φυσικά, δεν το παρουσιάζει με μαρξιστικούς όρους για το πώς η συγκεκριμένη εργασία στο εσωτερικό των ΗΠΑ πρέπει να αξιολογηθεί με βάση την αφηρημένη εργασία σε παγκόσμιο επίπεδο.
45.
Για τις ε ξ α ι ρ έ σ ε ι ς , β λ έ π ε T o n y Cliff, Russia: A Marxist Analysis (London, International Socialism, 1964) και C h r i s H a r m a n , " P r o spects for the Seventies: The Stalinist States", Internationa Socialism 42 (first series, 1970).
46.
E. Germain (Ernest Mandel) Quatrieme International, 14 (1956) 1-3
32.
Bank of England Quarterly tin, 1978, a. 517.
33.
Financial Times, 3 March 1977.
34.
Thomas Michl, "Why Is the Rate of Profit Still Falling?"
35.
Edwin Wolff, "What's Behind the Rise in Profitability in the US in the 1980s and 1990s?"
36.
Τα στοιχεία για το μη-οικιστικό επιχειρηματικό κεφάλαιο δίνονται στο Η Patrick a n d Η R o s o w s k i (eds), Asia's New Giant (Washington, Brooking Institution, 1976), σ. 112.
502
Bulle-
Κρις Χ ά ρ μ α ν
(δική μου μετάφραση ΚΧ). 47.
48.
Ernest Mandel, "The Generalised Recession of the International Capitalist Economy", Imprecor, 16-17 (1975). Βλέπε. Εισήγηση για το Προσχέδιο Κατευθύνσεων για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη, από τον τότε πρωθυπουργό της Ε Σ Σ Δ Ν Ριζκόφ, στο 27ο Σ υ ν έ δ ρ ι ο του ΚΚΣΕ, Μάρτης 1986.
49.
Abel A g a b e n g y a n , Πράβδα, Απρίλη 1988.
50.
J Knapp, Lloyds Bank Review, October 1968, σ. 9. Περιέχεται στο Chris Harman, "Prospects for the Seventies: the Stalinist States". Αυτά τα στοιχεία προέρχονταν από ε π ί σ η μ ε ς πηγές του ανατολικού μπλοκ της εποχής. Οι αμερικάνικοι υπολογισμοί έδειχναν ρυθμούς ανάπτυξης της ΕΣΣΔ που βρίσκονταν ανάμεσα στα 2/3 με 3 / 4 των σοβιετικών εκτιμήσεων, αλλά με την ίδια καθοδική τάση. Για άλλους υπολογισμούς και μια συζήτηση για τα διαφορετικά στοιχεία, βλέπε Β Kostinsky and Μ B e l i n das, "Official Soviet Gross National Product Accounting", στο CIA Directorate of Intelligence, Measuring Soviet GNP, Problems and Solutions, Washington 1990.
54.
Robert S Whitsell, "Why does the USSR Appear to be Allocatively Efficient", Soviet Studies, 42:2 (1990), σ. 259.
55.
V Selyunin, Sotsialistischeksaya Industria, 5 Γενάρη 1988, μεταφρασμένο στα αγγλικά στο Current Digest of the Soviet Press, 24 February 1988. Βλέπε επίσης A Zaichenko, "How to Divide the Pie", Moscow News 24, 1989. Επίσης τα στοιχεία από το Narodnoe Khoziiaistvo SSR, στο Mike Haynes, Russia: Class and Power 1917-2000 (London, Bookmarks, 2002).
56.
M a r x , Capital, 648-652.
57.
"An Open Letter to the Party", στα αγγλικά δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Jacek Kuron, Karol Motzalewski, A Revolutionary Socialist Manifesto (London, International Socialists, nd), σ. 34.
58.
Batara S i m a t u p a n g , Forward to The Polish Economic Crisis (London, Routledge, 1994).
59.
Batara Simatupang, The Polish Economic Crisis, a. 3.
5
51.
Finansy SSSR, 28/69
52.
T o σύντομο διήγημα του Σολζενίτσιν Για το Καλό της Υπόθεσης αποτυπώνει εκφραστικά την αίσθηση της απογοήτευσης και της πικρίας που προκαλούσε αυτή η κατάσταση σε όσους εργάζονταν παραγωγικά.
53.
Η Liebenstein "Allocative Ineffi-
Καπιταλισμός Ζ ό μ π ι
ciency v. "X-Inefficiency", American Economic Review, June 1960.
V o l u m e O n e , σ.
60. Όπως έγραψα το 1977, συνδυάζοντας τις αναλύσεις των Τόνι Κλιφ και Κουρόν-Μοτζαλέφσκι: «Η πολωνική κρίση εκφράζει κάτι πολύ μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο . Η εποχή κατά την οποία το κράτος ήταν σε θέση να προστατέψει τον εθνικό καπιταλισμό από τον άμεσο αντίκτυπο της παγκόσμιας κρίσης, πλησιάζει στο τέλος της... Η συζήτηση για τον 'κρατικό καπιταλισμό' πρέπει να δώσει τη θέση της στη συζήτηση 503
για το παγκόσμιο σύστημα του κρατικού καπιταλισμού. Ο κάθε ε θ ν ι κ ό ς κρατικός κ α π ι τ α λ ι σ μ ό ς παρασύρεται όλο και περισσότερο σε ένα χαοτικό, αποδιοργανωμένο, παγκόσμιο σύστημα στο οποίο η μόνη τάξη είναι αυτή που διαμορφώνει η κρίση και η καταστροφική μανία της ίδιας της παγκόσμιας αγοράς». Chris Harman, "Poland: Crisis of State Capitalism", International Socialism, 94 (first series, 1977). 61.
Chris Harman, Class Struggles Eastern Europe, a. 332.
62.
Ρεπορτάζ για τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ από τον Ν Βαλαβόϊ (D Valavoy) Πράβδα 19 Σεπτέμβρη 1988. Όλα τα άρθρα από τον σοβιετικό τύπο π ρ ο έ ρ χ ο ν τ α ι από την α ρ μ ό δ ι α υπηρεσία τύπου, εκτός αν επισημαίνεται άλλη πηγή.
in
63.
Πράβδα, 6 February 1989.
64.
Ρεπορτάζ της σοβιετικής τηλεόρασης για συνεδρίαση υπουργικού συμβουλίου στις 17 Γενάρη, BBC Monitoring Service, February 1989.
65.
Moscow News, 25 October 1989.
66.
Izvestia, 22 October 1988.
67.
Πράβδα 31 October 1989.
68.
I Adirim, "A Note on the Current Level, P a t t e r n a n d T r e n d s o f Unemployment in the USSR", Soviet Studies, 41:3 (1989).
69.
Trud, 12 January 1989.
70.
Toss, 25 October 1989.
71.
Τα στοιχεία του Μ ά ν τ ι σ ο ν δείχνουν ότι το Α.Ε.Π της Ιαπωνίας ξ ε π έ ρ α σ ε ε κ ε ί ν ο της Ε Σ Σ Δ το 1987. http://www.ggdc.net/maddi-
504
son/Historical_Statistics/horizontal-file_03-2007.xls 72.
Costa Kossis, "Miracle without an End?", International Socialism 54 (1992), σ. 119
73.
Σ τ ο ι χ ε ί α από Τ α κ έ σ ι Νακατάνι (Takeshi Nakatani) και Πίτερ Σκοτ (Peter Scott), Japanese Growth and Stagnation: A Keynesian Perspective, University of M a s s a c h u s e t t s Working Paper 2006-4, February 2006. http://www.unmass.edu/economics/publications/2006-04.pdf
74.
World Development Indicators Database, World Bank, 1 July 2007.
75.
C o s t a s Kossis, "Miracle Without End". Τα στοιχεία του Μάντισον δείχνουν ότι το 1992 βρισκόταν μόλις πάνω από το 40% των ΗΠΑ.
76.
Stefano Scarpetta, Andrea Bassanini, Dirk Pilat and Paul Schreyer, Economic Growth In The OECD Area: Recent Trends At The aggregate And Sectoral Level, Economics Department Working Papers No248, OECD/2000.
77.
Robert Brenner, The Economics Global Turbulence,a. 8.
78.
Στοιχεία από Arthur Alexander, Japan in the Context of Asia (Johns Hopkins University, 1998).
79.
C o s t a s Kossis, Miracle Without End?", a. 118.
80.
Arthur A l e x a n d e r , Japan Context of Asia, figure 2.
81.
Η παραγωγικότητα στη μεταποίηση, που θεωρείτο ο πιο αποτελεσματικός τομέας της οικονομίας, βρισκόταν, σύμφωνα με διάφορους υπολογισμούς, στο 75% με 80% της αντίστοιχης για τις ΗΠΑ.
in
of
the
Κρις Χ ά ρ μ α ν
82.
Rod Stevens, "The High Yen Crisis in Japan", Capital and Class, 34 (1988), a. 77.
94.
83.
On.it. pp76-77.
95.
84.
Karel van Wolferen, "Japan in the Age of Uncertainty", New Left Review, 1:200 (2003).
85.
Costas Lapavitsas, "Transition and Crisis in the Japanese Financial Sys t e m : An Analytical Overview", Capital & Class, 62(1997).
86.
Karel van Volferen, "Japan in the Age of Uncertainty".
87.
Τα στοιχεία από το άρθρο του Gavan McCormack, "Breaking Japan's Iron Triangle", New Left Review, 2:13 (2002).
88.
Δυστυχώς, κάποιοι αριστεροί σχολιαστές με μια όντως δικαιολογημένη απέχθεια για την ιαπωνική άρχουσα τάξη, επίσης υπονοούν ότι αν η προσέγγισή της στην ανταγωνιστικότητα ήταν πιο «δυτική», οι εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές. Β λ έ π ε για παράδειγμα, R Taggart Murphy, "Japan's Economic Crisis", New Left Review, 2:1 (2000).
89.
Fumio Hayashi and Edward C Prescott, "The 1990s in Japan: A Lost Decade", September 2001, http://www.minneapolisfed.org/research/prescott/papers/Japan.pdf
90.
On.n.
91.
Paul Krugman, "Japan's Trap", May 1998, h t t p : / / w e b . m i t . e d u / k r u g man/www/japtrap.html
Fumio Hayashi and Edward C Prescott, "The 1990s in Japan: A Lost Decade".
Για την περίπτωση της Ινδίας βλέπε, για παράδειγμα, Vivek Chibber, Locked in Place (Tulika Books and Princeton University Press, 2004), a. 252. Στην περίπτωση της Κίνας, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης ανάμεσα στο 1976 με 1978 ήταν ο μισός σε σύγκριση με εκείνον των αρχών της δεκαετίας του '50 και των μέσων της δεκαετίας του '60. Βλέπε Justin Yifu Lin, Fang Cai and Zhou Li, "PreReform Economic Development in China" στο Ross Garnaut και Yiping Huang, Growth Without Miracles (Oxford, 2001), a. 61. 96. Διάγραμμα Παγκόσμιας Τράπεζας, World Development Report 1991. 97. A de Janvry, "Social Disarticulation in Latin American History", στο Κ S Kim και D F Ruccio, Debt and Development in Latin America, σ. 49.
98.
D F Ruccio, "When Failure becomes Success: Class and the Debate over S t a b i l i s a t i o n a n d A d j u stment", World Development, 19:10 (1991), σ. 1320.
99.
A de lanvry, "Social Disarticulation in Latin American History", σ. 67.
100. Κ S Kim and D F Ruccio, Debt and Development in Latin America, a.
1.
92.
Richard Koo, T h e Holly Grail of Macroeconomics (Wiley 2008).
101. A Fishlow, "Revisiting the great Debt Crisis of 1982", Working Paper 37, Kelogg Institute, University of Notre Dame, May 1984, σ. 106.
93.
Gavan McCormack, "Breaking the Iron Triangle".
102. IMF, σχολιάζεται στο A Fishlow, "Revisiting the Great Debt Crisis of
Καπιταλισμός Ζόμπι
505
1982", σ. 108.
θέσιμη στην ιστοσελίδα http:/ /www.federalreserve.gov/BOARDDOCS/SPEECHES/2004/2004 0220/default.htm.
103. Στοιχεία στο A A Hoffman, Capital Accumulation
in Latin
America
(1992). 104. Έκθεση του ομίλου εταιρειών T e -
2.
Philip T h o r n t o n , Independent, Νοέμβρη 1999.
3.
Περίληψη στην Monthly Labor Review Online, μια έκδοση της αμερικάνικης κυβέρνησης, άρθρου του W M i c h a e l C o x και του Richard στην Ετήσια Έκθεση του παραρτήματος της Κεντρικής Τράπεζας στο Ντάλας, διαθέσιμο στην ιστοσελίδ α http://www.bls.gov/opub/mlr/2000 /06/precis.htm
4.
Σύμφωνα με ότι είχαν πει σε συζητήσεις-αντιπαραθέσεις μαζί μου, ο Dessai στο LSE και ο Minford στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ.
5.
Financial
chint, Ιούνης 2001, βλέπε www.techintgroup.com 105. Financial Times, 13 Ιούλη 1990. 106. UNCTAD
Handbook
of
Statistics.
2002. 107. ) Stopford και S Strange, Rival
Sta-
tes, Rival Firms, a. 8. 108. Romilly Greenhill και Ann Pettifor, έκθεση από το Jubilee Research at the N e w E c o n o m i c s F o u n d a t i o n (April 2002), διαθέσιμο στη σελίδα www.jubilee2000uk.org 109. " T r a d e M a k e s www.ustrade.org
US
Strong",
110. Μ C Penino και D Magalhaes Prates, "Financial Openness: T h e Experience of Argentina, Brazil and
6.
Βλέπε για παράδειγμα « Η Ύ φ ε σ η στις ΗΠΑ μπορεί να τελείωσε πριν καν αρχίσει», Financial Times, 1 Μάρτη 2002.
7.
Παγκόσμια Τράπεζα, World lopment Indicators.
8.
Για μια περαιτέρω συζήτηση αυτού του θέματος, βλέπε την απάντησή μου με τίτλο «Εσφαλμένες ερμηνείες και παρανοήσεις», στο σχόλιο του Jim Kincaid « Η Παγκόσμια Οικονομία -Ένα κριτικό σχόλιο» στο International Socialism 119 (2008)
9.
M a r c o Terrones και Roberto Cardarelli, "Global Balances, A Savings and Investment A c c o u n t " , World Economic Outlook, International Monetary Fund, 2005, Chapter T w o (Fig. 2.1) διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.imf.org/exter-
σ. 61.
112. IMF World Economic
Outlook
1996
http://www.imf.org/external/pubs/ ft/fandd/19961121pdf/demasi.pdf 113. Στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, β λ έ π ε http://lnweb90.worldbank.org/ECA/eca.nsf/General/1F 68871C993F5A5454852CDB0058A 048?OpenDocument
Κεφάλαιο Ένατο 1.
Ben Bernanke, Speech stern Economic
to the
Association,
Ea-
Wash-
ington DC, February 20, 2004, δια506
11 Σ ε π τ έ μ β ρ η
2001
Mexico", CEPAL Review 70 (2000), 111. Ο Π . Π . σ . 6 0 .
Times,
1
Deve-
Κρις Χ ά ρ μ α ν
nal/pubs/ft/weo/2005/02/pdf/chapter2.pdf 10.
David Kotz, " C o n t r a d i c t i o n s of Economic Growth in the Neoliberal Era", Review of Radical Political Economy, 40:2 (2008).
11.
Fred Moseley, "Is the US Economy Headed For a Hard Landing?" διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.mtholyoke.edu/~fmoseley/#working
•
18.
Stefano Sarpetta, Andrea Bassanini, Dirk Pilat και Paul Schreyer, "Economic Growth in the O E C D Area: Recent Trends at the Aggregate and Sectoral Level", OECD Economics Department Working Papers 248 (2000), α 26.
19.
Στοιχεία που παρέθεσε ο Ρόμπερτ Μπρένερ στο συνέδριο της επιθεώρησης Historical Materialism το 2007 στο Λονδίνο.
12.
Kerry A M a s t r o i a n n i ( e d ) . The 2006 Bankruptcy Yearbook and Almanac, Chapter 11, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.bankruptcydata. com/Ch 11 History.htm
20.
Πίνακας από Stefano Sarpetta, Andrea Bassanini, Dirk Pilat και Paul Schreyer, " E c o n o m i c Growth in the OECD Area: Recent Trends at the Aggregate and Sectoral Level".
13.
Joseph Stiglitz, The Roaring Ninenties: Why we are Paying the Price for the Greediest Decade in History (Harmondsworth, Penguin, 2004).
21.
Οπ.π., σ. 30.
22.
Για τις συζητήσεις στα πλαίσια του κυρίαρχου οικονομικού ρεύματος σχετικά με την απόσβεση λόγω της μηχανοργάνωσης, βλέπε Stracey Tevlin και Karl Whelan, "Explaining the Investment Boom of the 1990s", Journal of Money, Credit and Banking, 35 (2003). Για μια πιο παλιά συζήτηση σχετικά με τη μείωση του χρόνου ζωής του πάγιου κεφαλαίου και κατά συνέπεια των αυξημένων ρυθμών απόσβεσης, βλέπε Martin S Feldstein και Michael Rothschild, "Towards an Economic Theory of Replacement Inv e s t m e n t " , Econometrica , 42:3 (1974), σσ. 393-424. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν μια «σημαντική αλλ α γ ή στη μ έ σ η π ρ ο σ δ ο κ ώ μ ε ν η διάρκεια ζωής της νέας, μη-γεωργικής επένδυσης... από 19,8 χρόνια το 1929 σε 15,3 χρόνια το 1963».
23.
Η συνολική «δαπάνη» εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των εργοδοτικών εισφορών στα ταμεία υγείας και συντάξεων και το τεκ-
14.
Gareth Dale, Between State Capitalism and Globalisation (Peter Lang, 2004) σ. 327.
15.
R Honohan and D Klingebield, στο Charles G o o d h a r t και Dirk Schoenmaker, "Burden Sharing in a Banking Crisis in Europe", διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www. riksbank.com/pagefolders/26592/ 2006_2artikel3_sv.pdf
16.
Βλέπε την Έκθεση του Ο Ο Σ Α γι' αυτά τα ζητήματα με τίτλο "Government Policies Towards Financial Markets", Paris 19%, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα http://www. olis.oecd.org/olis/1996doc.nsf/3dce 6d82b533cf6ec125685d005300b4/a3 cde538b08dc983c12563a20050fa59/ $FlLE/ATTKJYQH/09E60677.doc
17.
Fred Magdoff, "The Explosion of Debt and Speculation", Monthly Review, 58:6 (2006), α 5.
Καπιταλισμός Ζόμπι
507
μαρτό εισόδημα εργασίας των αυτο-απασχολούμενων. Για τα στοιχεία βλέπε http://ocde.p4.siteinternet.com/publications/doifil e s / 8 1 2 0 0 7 1 3 l G 2 5 . x l s . Η χρήση αυτών των στοιχείων για τη σύγκριση των μεριδίων εργασίας διαφορετικών χωρών - αντί της σύγκρισης του μεριδίου εργασίας μιας χώρας σε διαφορετικές χρονικές σ τ ι γ μ έ ς , μπορεί να είναι κάπως προβληματική αφού άλλα στοιχεία υποδεικνύουν ένα πολύ υψηλότερο μερίδιο για τη συσσώρευση κεφαλαίου στην Ιαπωνία σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη. 24.
Chuck Collins, Chris Hartman and Holy Sklar, "Divided Decade: Economic Disparity at the Century's Turn", United for a Fair Economy, 15 December 1999.
25.
Βλέπε το γράφημα σε G Dumenil και D Levy, Capital Resurgent, a. 46.
26.
Στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, διαθέσιμα στην ιστοσελ Ι δ α www.ilo.org/public/english/burea u / i n f / p r / 1 9 9 9 / 2 9 . h t m . Τα στοιχεία διαφέρουν κατά πολύ από πηγή σε πηγή, ανάλογα με το πώς μετράται η μερική απασχόληση και από το αν λαμβάνονται υπόψη οι μετρήσεις για τον απλήρωτο χρόνο υπερεργασίας. Άλλα στοιχεία, βασισμένα σε εκθέσεις από επιχειρήσεις, δείχνουν μια μεγαλύτερη άνοδο απ' ό,τι δείχνουν τα στοιχεία της ΔΟΕ.
27.
BBC Report, 5 Σεπτέμβρη 2005.
28.
Anwar Shaikh, "Who Pays for the 'Welfare' in the Welfare State?"
508
29.
Ο Πίνακας από Duane Swank και Cathie Jo Martin, "Employers and the Welfare State", Comparative Political Studies, 34:8 (2001), σ. 917-918.
30.
Στοιχεία από το Υπουργείο Εργασίας των Η Π Α και τον Ο Ο Σ Α . Υπάρχουν μερικές αποκλίσεις από τα στοιχεία της ΔΟΕ για συγκεκριμένες χώρες, όμως ισχύει το ίδιο γενικό μοτίβο ανάμεσα στις χώρες.
31.
Η παραγωγικότητα ανά ε ρ γ ά τ η στη Γαλλία ήταν μόλις 70% εκείνης των ΗΠΑ, όμως, η παραγωγικότητα για κάθε ώρα δουλειάς ήταν 5% υψηλότερη. Στοιχεία για το 2000 από τη βάση δεδομένων A m e c o της EE που παραθέτει ο Olivier Blanchard, "European Growth over the C o m i n g Decade", September 2003, http://www.mit.edu/files/1779
32.
Λεπτομέρειες από Stefan Bornost, "Germany: the Rise of the Left", International Socialism, 108 (2005)
33.
Stephen Broadberry, "The Performance of Manufacturing", in Roderick Floud και Paul Johnson, The Cambridge Economic History of Modern Britain (Cambridge, 2004), a. 59, Office of National Statistics, Monthly Digest of Statistics, July 2007, Table 7.1.
34.
Για π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ε ς λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς β λ έ π ε Chris H a r m a n , " W h e r e is Capitalism Going-Part Two", International Socialism, 60 (1993), σ. 98-101.
35.
Chen Zhan, ε π ι μ ε λ η τ ή ς του The China Analyst, June 1997.
36.
Ching Kwan Lee, "'Made in China': Labor as a Political Force?" UniverΚρις Χ ά ρ μ α ν
sity of Montana, 2004, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.umt. edu/Mansfield/pdfs/2004LeePaper.pdf
45.
Από Jahangir Aziz και Steven Dunaway, "China's Rebalancing Act", Finance and Development (IMF), 44:3 (2007) διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.imf.org/external/pubs.ft /fandd/2007/09/aziz.htm
46.
Στοιχεία από Μ Hart Landsberg και Ρ Burkett, "China and the Dynamics of Transnational Accumulation", σ. 5.
47.
J Kynge, Financial πτέμβρη 2003
48.
Financial Times, 4 Φλεβάρη 2003.
49.
Financial Times, 18 Νοέμβρη 2003.
50.
Jonathan Anderson, "Solving China's Rebalancing Puzzle", Finance and Development (IMF), 44:3 (2007), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.imf.org/external/pubs/ ft/fandd/2007/09/anderson.htm
51.
Στοιχεία που δίνει ο Martin Wolf, στο Fixing Global Finance (Yale, 2008), σ. 165.
Ray Brooks, "Labour Market Performances", στο Eswar Prasad (ed), China's Growth and Integration in the World Economy (IMF, 2004).
52.
Steven Barnett και Ray B r o o k s , "What's Driving Investment in Chi n a ? " IMF Working Paper 2 6 5 (2006), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://ideas.repec.org/p/imf/imfwpa/06-265.html
Ο « δ ε υ τ ε ρ ο γ ε ν ή ς » τομέας περιλ α μ β ά ν ε ι τ ι ς κ α τ α σ κ ε υ έ ς , την ύδρευση, παραγωγή ενέργειας μαζί με τη μεταποίηση.
53.
Steven Barnett a n d Ray Brooks, "What's Driving Investment in China?", c . 5
54.
Phillip Anthony O'Hara, "A Chinese Social Structure of Accumulation for Capitalist Long-Wave Upswing?", Review of Radical Political Economics. 38 (2006), σσ. 397-404. Όμως, όπως ισχύει και με όλους τους υπολογισμούς για τα ποσοστά κέρδους, μπορούν να υπάρ-
Για ολόκληρη την ιστορία βλέπε τα φύλλα της εφημερίδας China Daily (Beijing) της δεύτερης βδομάδας του Αυγούστου 2005.
38.
C Guidi και W Chuntao, Survey of Chinese Peasants, αναφέρεται στο Yang Lian "Dark Side of the Chinese M o o n " , New Left Review, 2:32 (2005), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.newleftreview.net/NL R26606.shtml
40.
41.
Οπ.π.
37.
39.
ft/wp/2007/wp07181 44.
South China Post, αναφέρεται στο Μ Hart Landsberg and Ρ Burkett, " C h i n a a n d the D y n a m i c s o f Transnational Accumulation", ανακοίνωση στο συνέδριο με θέμα «Η Κορεάτικη Οικονομία: Μαρξιστικές προοπτικές» (The Korean Economy: Marxist Perspectives", Gyeongsang National University, )inju, South Korea, 20 May 2005, σ. 24.
42.
Οπ.π.
43.
Jahangir Aziz και Li Cui, "Explaining China's Low C o n s u m p t i o n : The Neglected Role of Household Income", IMF Working Paper 181 (2007), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.imf.org/external/pubs/
Καπιταλισμός Ζ ό μ π ι
Times, 23 Σε-
509
ζουν αμφιβολίες για την ακρίβεια των στατιστικών στις οποίες βασίζει τους δικούς του, ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι υπολογισμοί του δείχνουν πτώση του ποσοστού εκμετάλλευσης, κάτι το οποίο ταιριάζει με δυσκολία με το φθίνον μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ που δείχνουν οι υπολογισμοί στο Jahangir Aziz και Li Cui, "Explaining China's Low Consumption: T h e Neglected Role of Household Income". 55.
Jesus Felipe, Editha Lavina και Emma Xiaoquin Fan, "Diverging Patterns of Profitability, Investment and Growth in China and India during 1980-2003", World Development, 36:5 (2008), σ. 478.
56.
Zhang Yu και Zhao Feng, "The Rate of Surplus Value, the Composition of C a p i t a l , and the Rate of Profit in the Chinese Manufacturing Industry: 1978-2005", ανακοίνωση στο Δ ε ύ τ ε ρ ο Ετήσιο Συνέδριο του Διεθνούς Φόρουμ για την Σ υ γ κ ρ ι τ ι κ ή Πολιτική Οικονομία της Παγκοσμιοποίησης, 1-3 Σ ε πτέμβρη 2006, Renmin University of China, Beijing China.
57.
Αναφέρεται από τον J Kynge, Financial Times, 23 Σεπτέμβρη 2003. Βλέπε επίσης Steven Barnett, "Banking Sector Developments" στοΕswar Prasad (ed), China's Growth and Integration in the World Economy.
58.
Steven Barnett and Ray Brooks, "What's Driving Investment in China?", a. 17.
59.
Sebastian F Bruck, "China Risks Caution Overkill After Bear Prud e n c e " , Asia Times, 26 Μ ά ρ τ η
510
2008. 60.
Jahangir Aziz και Steven Dunaway, "China's Rebalancing Act".
61.
T h o m a s Lum και Dick Κ Nanto, " C h i n a ' s T r a d e with the United States and the World", CRS Report to Congress, January 2007, http://digitalcommons.ilr.cornell.e du/cgi/viewcontent.cgi?article= 1017&context=key_ workplace
62.
T o μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια παραγωγή υπολογίστηκε στο 10,9%, των ΗΠΑ στο 21,4%. Βλέπε Selim Elekdag και Subir Lall, "Global Growth E s t i m a t e s T r i m m e d After PPP Revisions", IMF Survey Magazine, 8 January 2008.
63.
Βλέπε Financial Times, 30 Απρίλη 2004, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.financialexpress.com
64.
Petia Topalova, "India: Is the Rising Tide Lifting All Boats?", IMF Working Paper, WP/08/54, March 2008, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.imf.org/external/pubs/ft/wp/ 2008/wp0854.pdf
65.
A Banerjee και Τ Piketty, "Top Indian Incomes, 1922-2000", World Bank Economic Review, 19:1, σσ. 120 στο Petia Topalova, "India: Is the Rising Tide Lifting All Boats?"
66.
Abhijit Sen and Himanshu, "Poverty and Inequality in India: Getting Closer to the Truth", Ideas, 5 December 2003, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.networkideas .org/themes/inequality/may2004/ie 05_Poverty_WC.htm. Στο περιοδικό Economic and Political Weekly έχει διεξαχθεί ένας μεγάλος διάλογος για το πώς πρέπει να ερμηνεύονται τα επίσημα στοιχεία. Κρις Χ ά ρ μ α ν
67.
Στοιχεία για το 1992 από Abhijit Sen, Force, 20 Απρίλη 2004.
68.
Abhijit Sen, Force, 20 Απρίλη 2004.
69.
S u k t i D a s g u p t a και Ajit S i n g h , "Manufacturing, Services And Premature De-Industrialization in Developing C o u n t r i e s " , C e n t r e for Business Research, University of Cambridge Working Paper No 327.
70.
71.
Minister of Labour and Employment, "India, Informal Sector In India, Approaches for Social Security". "Labour Shortage Threat to Indian Call Centre Growth", UNI 2006, http://www.unidocindia.org/images/Labour%20shortage%20%threat20to%20Indian%20call%20centre%20growth.pdf
ξ ά ρ τ η τ α από το Ν τ ι τ ρ ό ι τ . Αν υπήρχε οργάνωση της παραγωγής σε διεθνή κλίμακα αυτή αφορούσε εταιρείες με βάση τις μητροπόλεις που έλεγχαν την παραγωγή τροφίμων και πρώτων υλών στον Τρίτο Κόσμο, όπως έκαναν για παράδειγμα η Uniliver και η Rio Tinto Zinc. 5.
Financial T i m e s , Survey: Banking, 22 Μάη 1986.
6.
A Calderon και R Casilda, " T h e S p a n i s h Bank S t r a t e g y in Latin A m e r i c a " , CEPAL Review 70 (2000), a. 78-79.
7.
Οπ.π., σ. 79.
8.
U N C T A D , δελτίο τύπου, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www. unctad.org/Templates/webflyer.as p?docid=2426&intItemID=2079&l ang=l
9.
Για ένα από τα πιο έντονα παραδείγματα του πώς τέτοιες ανοησίες μπορούσαν να γίνουν της μόδας λίγο πριν την τελευταία παγκόσμια ύφεση, βλέπε το πολυδιαφημισμένο βιβλίο στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και γραμμένο από τον L e a d b e t t e r , Living on Thin Air (Harmondsworth, Penguin, 2000).
10.
Financial Times, 20 Ιούνη 1988.
Κεφάλαιο Δέκατο 1.
W T O [ΠΟΕ], Annual Reports 1998
και 2008. 2.
UNCTAD, Investment ber 1 (2007).
3.
U N C T A D , World Investment Report 2008 και International Monetary Fund [ΔΝΤ], World Economic Outlook, October 2008, Database: Countries.
4.
Brief, Num-
Πολυεθνικές εταιρείες (πχ η ITT,η Ford, η Coca-Cola) υπήρχαν και στην προπολεμική περίοδο. Όμως, κατά κανόνα, δεν βασίζονταν σε ενοποιημένη διεθνώς έρευνα και παραγωγή. Οπότε, για παράδειγμα η βρετανική θυγατρική μιας αμερικάνικης αυτοκινητοβιομηχανίας θα ανέπτυσσε και θα προωθούσε στην αγορά τα δικά της μοντέλα, ανε-
Καπιταλισμός Ζόμπι
World
11. Business Week, 14 Μάη 1990. 12.
V Forester, The Economic Horror (London Polity, 1999), σσ. 18-19.
13.
N a o m i Klein, No Logo (London, Flamingo, 2000), σ. 223. [Ναόμι Κλάιν, No Logo, εκδ. Λιβάνη, μετάφραση: Δ. Βούβαλη].
14.
)ohn Holloway, "Global C a p i t a l and the National State", στο Werner Bonefeld και John Holloway, Global Capital, National State and 511
the Politics of Money (St Martin's Press, 1995) a. 125. Σε κάποιο σημείο ο Χόλογουεϊ παραδέχεται ότι το παραγωγικό κεφάλαιο έχει μικρότερη κινητικότητα από το χρηματικό, όμως στη συνέχεια αγνοεί τις επιπτώσεις αυτής της διάκρισης στις σχέσεις ανάμεσα στα κεφάλαια και τα κράτη. 15.
Ομιλία στο Κογκρέσο, 6 Μ ά ρ τ η 1991.
16.
Ν Harris, The End of the Third World (Harmondsworth Penguin, 1987), σ. 202.
17.
Scott Lash και John Urry, The End of Organized Capitalism (London, σ. olity Press, 1987).
18.
19.
20.
512
Susanne de Brunhoff, "Which Europe Do W e N e e d N o w ? Which Can We Get?" στο Riccardo Bellofiore (ed), Global Money, Capital Restructuring, and the Changing Pattern of Labour (Chaltenham, Edward Elgar, 1999) a. 50. D Bryan " G l o b a l A c c u m u l a t i o n and Accounting For National Economic Identity", Review of Radical Political Economy 33 (2001), a. 5777. Alan Μ Rugman και Alain Verbeke, "Regional Multinationals and Triad Strategy", 2002, http://www.aueb.gr/deos/EIBA2002.files/PAPERS/C164.pdf. Για μια σημαντική ανάλυση των «βασικών ε τ α ι ρ ε ι ώ ν » , οι οποίες ασκούν τ η μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η ε π ι ρ ρ ο ή στις εθνικές οικονομίες, βλέπε Douglas van den Berghe, Alan Muller και Rob van Tulder, Erasmus (Scoreboard of Core Companies (Rotterdam, Erasmus, 2001).
21.
Gordon Piatt, "Cross-Border Mergers Show Rising Trend As Global Economy Expands", Global Finance, Δεκέμβρης 2004.
22.
Sydney Finkelstein, "Cross Border Mergers and Acquisitions", Dart m o u t h C o l l e g e , δ ι α θ έ σ ι μ ο στο http://mba.tuck.darmouth.edu/pages/faculty/syd.finkelstein/articles/Cross_Border.pdf.
23.
Tin Koechlin, " U S Multinational Corporations and the Mobility of Productive C a p i t a l , A Skeptical View", Review of Radical Political Economy, 38:3 (2006), σ. 375.
24.
Οπ.π., σ. 376.
25.
Οπ.π., σ. 374.
26.
Riccardo Bellofiore, "After Fordism, What? Capitalism at the End of the Century: Beyond the Myths",
a. 16. 27.
Tin Koechlin, " U S Multinational Corporations and the Mobility of Productive C a p i t a l , A Skeptical View", σ. 374.
28.
W Ruigrok και R van Tulder, The Logic of International Restructuring (London, Routledge, 1995).
29.
Μ Mann, "As the Twentieth Century Ages", New Left Review, 214 (1995), σ. 117.
30.
Mary Amiti και S h a n g - J i n Wei, "Service Offshoring, Productivity and Employment: Evidence from the United States", IMF Working Paper WP/OS/238, a. 20.
31.
Tin Koechlin, " U S Multinational Corporations and the Mobility of Productive C a p i t a l , A Skeptical View", σ. 378.
32.
Martin Neil Baily και Robert Ζ LaΚρις Χ ά ρ μ α ν
wrence, "What Happened to the Great US Job Machine? T h e Role of T r a d e and Offshoring" μελέτη προετοιμασμένη για το Brookings Panel on Economic Activity, 9-10, September 2004, a. 3.
44.
Dick Bryan, "The Internationalisation of Capital", Cambridge Journal of Economics, 19 (1995), σσ. 421440.
33.
A l a n Μ R u g m a n , The Regional Multinationals (Cambridge, 2005).
45.
34.
Alan Μ Rugman και Alain Verbeke, "Regional Multinationals and Triad Strategy".
35.
Michaela Grell, "The Impact of Foreign-Controlled Enterprises in the EU", Eurostat 2007, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/cache/ITY_OF FPUB/KS-SF-07-067/EN/KS-SF07-067-EN.PDF
36.
Georgios Ε Chortareas και Theodore Pelagidis, "Trade Flows: A Facet of Regionalism or Globalisation?", στο Cambridge Journal of Economics, 28 (2004), σ. 253-271.
Mark Ε Manyin, South Korea-US Economic Relations:Co-operation, Fricture and Future Prospects, CRS Report for Congress, July 2 0 0 4 , http://www.fas.org/man/crs/RL305 66.pdf Η Έκθεση περιέχει μια συναρπαστική απαρίθμηση συγκρούσεων ανάμεσα στις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ν. Κορέας, με την καθεμιά να προσπαθεί να προωθήσει τα συμφέροντα των εταιρειών που έχουν τη βάση τους στο δικό της εθνικό έδαφος.
46.
Αυτή είναι, επί της ουσίας, η θεωρία του William Robinson στο βιβλίο του The Theory of Global Capitalism, (John Hopkins, 2004).
47.
Marx, Capital, 248.
48.
Η K i s s i n g e r , Diplomacy (New York, Simon & Schuster, 1994), σ. 809 and 816.
49.
Weekly 1997.
50.
Project for the New American Century, Statement of Principle, 7 Ιούνη 1997.
51.
Fred Magdoff, " T h e Explosion of Debt and S p e c u l a t i o n " , a . 5. T o 2006, η ακαθάριστη συνολική επένδυση από εταιρείες που δεν ανήκαν στο γεωργικό τομέα ή στον τομέα κατασκευής κατοικιών, ανερχόταν σε 299 δις δολάρια κι οι στρατιωτικές δαπάνες σε 440 δις δολάρια.
37.
Οπ.π.
38.
Στοιχεία από UNCTAD, World Investment Report 2005, Annex, Table B3.
39.
Βλέπε "Pentagon Takes Initiative in War Against Chip Imports", Financial Times, 27 Γενάρη 1987.
40.
Financial 1990.
41.
Ανατύπωση άρθρου στην εφημερίδα International Herald Tribune, 17 Δεκέμβρη 1996.
Times,
12 Σ ε π τ έ μ β ρ η
42.
Robert Brenner, The Economics of Global Turbulence, σσ. 206-207.
43.
Για μια έξοχη ανάλυση της αργεντίνικης οικονομίας εκείνης της περιόδου βλέπε Claudio Katz, "El Giro de la Economia Argentina", Part One, διαθέσιμο στο
Καπιταλισμός Ζόμπι
http://www.ap0rrea.0rg/imprime/a 30832.html
Volume Three, a.
Standard,
7 Σεπτέμβρη
513
52.
Iraq Study Group Report 2006, διαθέσιμη στο http://www.usip.org/ isg/iraq_study_group_report/report/1206/index.html
Κεφάλαιο Ενδέκατο 1.
Gideon Rachman, Financial 29 Γενάρη 2007.
2.
C h r i s G i l e s , Financial Φλεβάρη 2008.
3.
Nouriel Roubini's Global EconoMonitor, 7 Σεπτέμβρη 2008, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.rgemonitor.com/blog/roubini/
4.
Financial Times, 29 Γενάρη 2009.
5.
Chris Giles, Financial Γενάρη 2009.
6.
Andrew Glyn, Capitalism ed (OUP, 2007), σ. 52.
7.
Τα στοιχεία είναι βασισμένα σε υπολογισμούς του Ρόμπερτ Μπρένερ. Άλλοι υπολογισμοί, όπως του Μάρτιν Γουλψ στους Financial Times (28 Γενάρη 2009) καταλήγουν σε ένα ποσοστό 40% για τα μέσα της δεκαετίας του 2000.
8.
Times,
Times,
Times,
5
11.
Robin Blackburn, Banking on Death, Or Investing in Life ( V e r s o , 2002), Age Shock: How Finance is Failing Us (Verso, 2007)
12.
Andrew Glyn, Capitalism ed, a. 69.
Unleash-
13.
Martin Wolf, Financial Γενάρη 2008.
Times, 15
14.
Στοιχεία στο Robert Brenner, The Economics of Globa\ Turbulence, a. 282.
15.
Ο Ponzi ήταν ένας Ιταλός μετανάστης στις ΗΠΑ που μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έστησε ένα τ έ τ ο ι ο κόλπο, όμως ο Κάρολος Ντίκενς είχε πολύ πριν περιγράψει το ίδιο κόλπο στο βιβλίο του Martin Chuzzlewit. Ενώ έγραφα αυτές τις γραμμές, ο Μπέρναρντ Μάντοφ (Bernard Madoff) στις ΗΠΑ ομολόγησε ότι είχε συγκεντρώσει 40 δις δολάρια σε μια αντίστοιχη « μ η χ α ν ή » , ενώ και ο σερ Ά λ ε ν Στάνφορντ (Sir Allen Stanford) κατηγορείται για μια παρόμοια απάτη.
16.
Chris Harman, "Where is Capitalism Going?", International Socialism 58 (1993).
17.
Michel Agletta, "A Comment and Some Tricky Questions", Economy and Society 39 (2000), σ. 156. Η συζήτηση ανάμεσα στον Αλλιέτα και τον Μπόιερ, ήταν ενδεικτική για το πώς η απόπειρα ερμηνείας της μακροπρόθεσμης τροχιάς του καπιταλισμού από τη Σχολή της Ρύθμισης χάνει το μπούσουλα. Για ένα σχόλιο πάνω σε αυτό, βλέπε Paul Teague, " T h e Regulation School", Economy and Society 39 (2000),
29
Unleash-
Michael Mah-hui Lim, παρέμβαση σε συνέδριο για τον Μίνσκι και την κρίση. Levy Institute Report, 18:3 (2008), σ. 6.
9.
Sebastian Barnes και Garry Young, "The Rise in US Household Debt: Asessing its Causes and Sustainability", Bank of England Working Paper 206 (2003) Διάγραμμα 4, σ. 13, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.demographia.com/dbusdebtratio-history.pdf
10.
World Bank, Global
514
Finance (2005).
Development
Κρις Χ ά ρ μ α ν
30.
σσ. 169-170. 18.
Για μια πλήρη εξήγηση, βλέπε Dick Bryan και Michael Rafferty, Capitalism with Derivatives (Palgrave, 2006), σ. 9.
19. T h o m a s Sablowski, "Rethinking the Relation of Industrial and Financial Capital", δημοσίευση στο συνέδριο της επιθεώρησης Historical Materialism, Δεκέμβρης 2006. 20.
" I m m e l t d o w n " , Economist, Απρίλη 2008.
21.
Financial 2001.
Times,
17
31. Financial Times, 22 Γενάρη 2008. 32.
Martin Wolf, Financial Αυγούστου 2007.
Times, 21
33.
Martin Wolf, Financial Γενάρη 2008.
Times, 22
34.
Marx, Capital, 458.
35.
Adair Turner, "The Financial Crisis and the Future of Financial Regulation", The Economist's Inaugural City Lecture, 21 Γενάρη 2009, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.fsa.gov.uk/pages/Library/Communication/Speeches/2009/012l_at.shtml
36.
Martin Wolf, "A week of Living Perilously", Financial Times, 22 Νοέμβρη 2008.
37.
Martin Wolf, Financial Νοέμβρη 2008.
6 Σεπτέμβρη
22. Όπως παραπάνω. 23. Όπως παραπάνω. 24.
Financial 2007.
25.
Ομιλία κατά τα εγκαίνια των γραφείων του Λονδίνου στο Canary Wharf το 2004.
26.
"Flow of Funds A c c o u n t s of the United States, Second Quarter 2007", Federal Reserve Statistical Release, a. 106, t a b l e R 1 0 2 , http://www.federalreserve.gov/RELEASES/zl /20070917/
27.
Times,
15 Σ ε π τ έ μ β ρ η
Marco Terrones και Roberto Cardarelli, "Global Balances, a Savings and Investment Account", World Economic Outlook, International Monetary Fund (2005), σ. 92.
28.
"Corporates are Driving the Global Saving Glut", JP Morgan Securities, 24 Ιούνη 2005.
29.
Dimitri Papadimitriou, Anwar Shaikh, Claudio dos Santos και Gennaro Zezza, "How Fragile is the US Economy?", Strategic Analysis, February 2005, The Levy Economics Institute of Bard College.
Καπιταλισμός Ζόμπι
Ομιλία στο συνέδριο της επιθεώρ η σ η ς Historical Materialism, Λονδίνο, Νοέμβρης 2007.
Volume Three, σ.
Times, 23
38.
Financial Times, 3 Φλεβάρη 2009.
39.
Financial Times, 7 Γενάρη 2009.
40.
Της σύνταξης, Financial Σεπτέμβρη 2008.
41.
Αναφέρεται στην ιστοσελίδα των Financial Times, 29 Γενάρη 2008.
42.
John Grapper, "Davos and the Spirit of Mutual Misunderstanding", Financial Times, 30 Γενάρη 2009.
43.
Τον άκουσα να μιλά στο SOAS του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στα τέλη του Γενάρη του 2008.
44.
Larry Elliot και Dan Atkinson, The Gods that Failed (Bodley Head, 2008)
Times, 16
45. Ήμουν συνεισηγητής με ένα ηγετικό στέλεχος του ATTAC σε μια εκ515
δήλωση που πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο του συνεδρίου της Εθνικής Ένωσης Φοιτητών (NUS) το 2000 στο Λονδίνο. Μου άσκησε κριτική επειδή αναφέρθηκα στον «αντικαπιταλισμό», επειδή υποτίθεται κανείς από τους δυο μας δεν δ ι έ θ ε τ ε μια « ε ν α λ λ α κ τ ι κ ή λ ύ σ η απέναντι στον καπιταλισμό». 46.
G e r a r d Dumenil kai D o m i n i q u e Levy, "Costs and Benefits of Neoliberalism: A C l a s s Analysis", στο Gerald A Epstein, Financialisation and the World Economy (Edward Elgar, 2005), α 17.
47.
James Crotty, "The Neoliberal Paradox: The Impact of Destructive Product Market Competition and ' M o d e r n ' Financial M a r k e t s on Nonfinancial Corporation Performance in the Neoliberal Era", στο Gerald Ε Epstein, Financialisation and the World Economy, a. 86.
48.
of Industrial and Financial Capital", Till van Treek, Reconsidering the Investment-Profit Nexus in Finance-Led Economies: an ARDLBased Approach, http://ideas.repec.org/ p/imk/wpaper/012007.html, Andrew Glyn, Capitalism Unleashed, σσ. 55-65. 55.
James Crotty, "The Neoliberal Paradox: T h e Impact of Destructive Product Market Competition and ' M o d e r n ' Financial M a r k e t s on Nonfinancial Corporation Performance in the Neoliberal Era", στο Gerald Ε Epstein, Financialisation and the World Economy, a. 91.
56.
Ανάπτυξε την επιχειρηματολογία του σε ένα συνέδριο για τον χρηματοοικονομικό τομέα και τη χρηματιστικοποίηση που πραγματοπ ο ι ή θ η κ ε το Μ ά η του 2008 στο S O A S του Π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο υ τ ο υ Λονδίνου και στο Marxism 2008 τον Ιούλη. Βλέπε τη δημοσίευση http://www.soas.ac.uk/economics/events/crisis/43939.pdf
57.
Η μοναδική αναφορά που κάνει ο Μαρξ σε «δευτερογενή εκμετάλλευση», είναι στο σημείο που γράφει ότι την « ε ρ γ α τ ι κ ή τάξη την εξαπατά» ο τοκογλύφος αλλά και ο «έμπορος λιανικής που πουλά τα μέσα δ ι α β ί ω σ η ς του ε ρ γ ά τ η » . Marx, Capital, Volume Three, σ. 5%.
58.
Η Σαμ Άσμαν (Sam Ashman) υπογράμμισε έντονα αυτό το σημείο κατά τη παρουσίαση της θ έ σ η ς από τον Λαπαβίτσα στο συνέδριο του SOAS για τη χρηματιστικοποίηση. Ο Λαπαβίτσας, επισήμανε, είχε μπερδέψει τα διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης τα οποία χρησιμο-
Francois Chesnais, La Mondialisation du Capital (Syros, 1997), σ. 289.
49. ΌΠ.Π. σ. 74. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Σεσνέ τα έχω μεταφράσει εγώ. 50. Όπ.π. σ. 297. 51.
Οπ.π. σ. 304.
52.
Peter Gowan, The Global (Verso 1999), σσ. 13-14.
53.
Will Hutton, The State We're In, (Jonathan C a p e , 1995). William Keegan, The Spectre of Capitalism (Radius, 1992).
54.
516
Gamble
Βλέπε για παράδειγμα, Engelbert S t o c k h a m m e r , "Financialisation and the Slowdown of Accumulation", Cambridge Journal of Economics, 28:5, σ. 719-774, Thomas Sablowski, "Rethinking the Relation
Κρις Χ ά ρ μ α ν
ποίησε ο Μαρξ για να αναλύσει τον καπιταλισμό. Πρέπει να προσθέσουμε ότι αν οδηγήσουμε το επιχείρημα του Ααπαβίτσα στη λογική του κατάληξη, τότε θα υπονόμευε την κεντρική σημασία που κατέχει στη μαρξιστική πολιτική οικονομία η εκμετάλλευση στο σημείο της παραγωγής, αφού υπάρχουν ένα σωρό πληρωμές που κάνουν οι καταναλωτές και που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «άμεση εκμετάλλευση»: φορολογία, νοίκια για σπίτι, τα τμήματα των αγορών που προστίθενται στα κέρδη των λιανεμπόρων και των χονδρεμπόρων, οι λογαριασμοί που πληρώνονται σε ιδιωτικές εταιρείες κοινής ωφέλειας (όπως οι τηλεπικοινωνίες, στμ], 59.
Sebastian Barnes and Garry Young, "The Rise in US Household Debt: Asessing its Causes and Sustainability". Bank of England Working Paper 206,2003.
60.
Dick Bryan και Michael Rafferty, Capitalism with Derivatives, a. 3233.
61.
Engelbert Stockhammer, "Financialisation and the Slowdown of Accumulation", σσ. 719-741.
62.
James Crotty, "The Neoliberal Paradox: The Impact of Destructive Product Market Competition and ' M o d e r n ' Financial M a r k e t s on Nonfinancial Corporation Performance in the Neoliberal Era", στο Gerald Ε Epstein, Financialisation and the World Economy, a. 82
63.
Robert Brenner, The Economics of Global Turbulence, a. 215. T o ποσό για τη Βρετανία ήταν πολύ υψηλότερο.
Καπιταλισμός Ζόμπι 518
64. Robert Mil ward, "The Service Economy", στο Roderick Floud and Paul Johnson, The Cambridge Modern Economic History of Britain, Volume Three, σ. 249. g j Gerard Dumenil an Dominique Levy, "The Neoliberal Counterrevolution" στο Alfredo saad Filho και Deborah Johnston (eds), Neoliberalism, A Critical Reader (Pluto, 2005), σ. 13. Robert Brenner, The Economics Global Turbulence, a. 186. 67.
Marx, Capital, 504.
of
Volume Three, σ.
68.
Μια καλή περιγραφή αυτής της στροφής έχει διατυπωθεί στο Robert W Parenteau, " T h e Late 1990s' US Bubble: Financialisation in the Extreme" στο Gerald A Eps t e i n , Financiliasation and the World Economy, a. 134. 59. Makato Itoh και Costas Lapavitsas, Political Economy of Money and Finance (Macmillan, 1999), σ. 60. Επισημαίνουν επίσης, ότι αυτό είναι σαφές από τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ πραγματεύεται το ζήτημα στο Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου, παρόλο που σε διάφορα σημεία του Τρίτου Τόμου, ο Μαρξ αποδίδει αυτές τις λειτουργίες σε άλλες ομάδες καπιταλιστών. T h o m a s Sablowski, "Rethinking 70, the Relation of Industrial and Financial Capital". 71. Συνέντευξη στην εκπομπή Today του BBC Radio Four, 23 Γενάρη 2009. h t t p : / / n e w s . b b c . c o . u k / t o day/hi/today/newsid_7846000/ 7846519 .stm 72.
Michel Husson, "Surfing the Long 517
Wave", Historical Materialism 5, (1999), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://hussonet.free.fr/surHng.pdf 73.
Αυτή ήταν η θέση του Engelbert Stockhammer, στο "Financialisation and the Slowdown of Accumulation" που επαναλήφθηκε στο άρθρο "Some Stylized Facts on the Finance-Dominated Accumulation Regime", crro Competition and Change, 12:2 (2008), a. 184-202. Ο Ν τ ι μ ε ν ί λ α ρ ν ή θ η κ ε τη σχέση με την κερδοφορία κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στο συνέδριο του SOAS για τη χρηματιστικοποίηση τον Μάη του 2008 και στη παρουσίαση της θέσης του στο συνέδριο της επιθεώρησης Historical Materialism τον Νοέμβρη του 2008.
74.
Gerard Dumenil και Dominique Levy, Capital Resurgent, a. 201.
75.
Ben Fine, "Debating the New Imperialism", Historical Materialism, 14:4 (2006), σ. 145.
76.
Ο Φρίντμαν είχε στηρίξει την αρχική ακαδημαϊκή φήμη του, σε μια μελέτη που ισχυριζόταν ότι έδειχνε πως η κρίση των αρχών της δεκαετίας του '30 οφειλόταν σε μια πολύ περιορισμένη προσφορά χρήματος. Όταν έφθασε η ώρα των κρίσεων στις δεκαετίας του '70 και του '80, έκανε στροφή 180 μοιρών και ισχυρίστηκε ότι η αιτία τους βρισκόταν στη μεγάλη προσφορά χρήματος. Η κρίση του Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 2008 ώθησε κάποιους από τους υ π ο σ τ η ρ ι κ τ έ ς του να στραφούν στην αρχική του μελέτη.
77.
518
George Soros, Financial Times, 29 January 2009. Βλέπε επίσης Martin Wolf, Financial Times, 27 Γενάρη 2009.
78. Έκθεση Σταθερότητας της Τράπεζας της Αγγλίας, Οκτώβρης 2008, εφημερίδα Guardian 28 Οκτώβρη 2008. Το Γενάρη του 2009 η εκτίμηση για τις ζημιές που είχαν προέλευση τις ΗΠΑ έφθανε τα 2,2 δις δολάρια (Financial Times, 29 Γενάρη 2009). 79.
Βλέπε τα διαγράμματα που συνοδεύουν το σχόλιο του Martin Wolf, "To Nationalise or not to Nationalise", Financial Times, 4 Μ ά ρ τ η 2009.
80.
Για παράδειγμα βλέπε το άρθρο του Wolfgang Muenchau στους Financial Times 24 Νοέμβρη 2008, του Jeffrey Sachs, 27 Γενάρη 2009 και του Samuel Brittan, 30 Γενάρη 2009.
81.
Paul Krugman, "Protectionism and Stimulus" διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://krugman.blogs.nytimes. c o m / 2 0 0 9 / 0 2 / 0 1 / protectionismand-stimulus-wonkish/
82.
Ο Nicolas Veron του think tank Bruge στους Financial Times, 5 Φλεβάρη 2009.
83.
Βλέπε Gillian Tett και Peter Thai Larsen, "Wary Lenders Add to Introspection", Financial Times, 30 Γενάρη 2009.
84.
Gideon Rachman, "Economics Upstages Diplomatic Drama", Financial Times, 30 Γενάρη 2009.
85.
John Gapper, "Davos and the Spirit of Mutual Misunderstanding".
86.
Peter Temin, "The Great Depress i o n " , στο S L E n g e r m a n & R Ε Gallman, The Cambridge Economic History of United States, Volume Three, The Twentieth Century (Cambridge, 2001), σ. 305.
87. Όπ.π. σελ. 306. Κρις Χ ά ρ μ α ν
Κεφάλαιο Δωδέκατο 1.
2.
3.
Charles Dikens, Hard Times (Harmondsworth, Penguin, 1969). [To. Ντίκενς, Τα δύσκολα χρόνια, εκδ. Ζαχαρόπουλος, μετάφραση: Γεωργία Αλεξίου). F E n g e l s , The Condition of the Working Class in England, στο Marx and Engels, Collected Works, Volume 4, σ. 343. [Ενγκελς, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, εκδ. Μπάυρον]. Για σύντομες ιστορίες της επιστήμης, β λ έ π ε John W Farley, " T h e Scientific Case for Modern Anthropogenic Global Warming", Monthly Review, July- August 2008, Jonathan Neale, Stop Global Warming Change the World (London, Bookmarks, 2008), σ. 17, Spencer Weart, "Timeline: T h e Discovery of Global Warming", http://www.aip.org/history/climate/timeline.htm
4.
James Hansen και άλλοι, "Target A t m o s p h e r i c C 0 2 " , αναφέρεται στο Minqi Li, "Climate Change, Limits to Growth, and the Imperative for S o c i a l i s m " , Monthly Review 60:3 (2008), σ. 52.
5.
George Monbiot, "Environmental Feedback: A Reply to Clive Hamilton", New Left Review, 2:45 (1997). Βλέπε επίσης Jonathan Neale, Stop Global Warming a. 24.
6.
Σ ύ ν ο ψ η συμπερασμάτων στην Guardian, 30 Οκτώβρη 2006.
7.
Jonathan Neale, Stop Global ming, a. 179.
8.
John Vital, Guardian,
2006. Καπιταλισμός Ζόμπι
9.
Βλέπε George Monbiot, 2 Δεκέμβρη 2008.
10.
Αναφέρεται από τον John Vital, Guardian, 20 Δεκέμβρη 2006.
11.
George Monbiot, Guardian, 2007.
8 Μάη
12. Clive Hamilton, "Building on Kyoto". 13. Στοιχεία από Jonathan Neale, Stop Global Warming σ. 71. 14. George Monbiot, "Environmental Feedback: A Reply to Clive Hamilton" (1997). 15. Ο Σ τ ε ρ ν , όπως αναφέρεται στο John Bellamy Foster, Brett Clark και Richard York, "Ecology: T h e M o m e n t of Truth", Monthly Review, 60:3 (2008), σ. 5. 16. Fiona Harvey, "Eco-Groups Fear an Opportunity Lost", Financial Times, 14 Μάρτη 2009. 17.
Guardian,
18.
Observer, 15 Φλεβάρη 2009.
19.
Marx, Capital, Volume One, Chapter 10, "The Working Day", Part 5, "The Struggle for the Working Day" διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.marxists.org/archiv e / m a r x / w o r k s / 1 8 6 7 - c l / c h 10. htm#Sl
11 Μάρτη 2009.
20.Όπ.π. 21. Όλα τα στοιχεία από Jonathan Neale, Stop Global Warming, aa. 2829,157. 22.
David Adam, "Climate Change Cau s i n g Birds to Lay E g g s Early", Guardian 15 Αυγούστου 2008.
23.
Για μια σύνοψη των διάφορων υπολογισμών για τη κορύφωση πετρελαίου, βλέπε Energy Watch Group,
War-
20 Δεκέμβρη
Guardian,
519
άποψη γύρω από το τι συμβαίνει, βλέπε Dale Allen Pfeiffer, "Eating Fossil Fuels", From the Wilderness, 2004, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα www.fromthewilderness.com/free/ ww3/ 100303_eating_oil.html
"Crude oil Supply Outlook", October 2007, EWG-Series No 3/2007. 24.
Οπ.π. σελ 44.
25. Όπ.π. σελ 18. 26.
John Bellamy Foster, "Peak Oil and Energy Imperialism", Monthly Review, 60:3 (2008)
27.
Report of the National Energy Policy Group, M a y 2 0 0 1 , a. 181, http://www.whitehouse.gov/energy/National-Energy-Policy.pdf
28.
John Bellamy Foster, "Peak Oil and Energy Imperialism".
29.
Είναι ανοικτό το ζήτημα το κατά πόσο η αύξηση της τιμής του πετ ρ ε λ α ί ο υ ήταν α π ο τ έ λ ε σ μ α του πλησιάσματος στην κορύφωση πετρελαίου. Κάποιοι αποδίδουν σ' αυτό την αύξηση, κάποιοι άλλοι εκτιμούν ότι τα μεγάλα πετρελαιοπαραγωγά κράτη δεν προχωρούσαν σε μεγαλύτερη εξόρυξη για να κρατήσουν ψηλά τις τιμές. Για μια άποψη που υποστήριζε ότι η αύξηση της τιμής οφειλόταν στον πόλεμο, την πολιτική αστάθεια, τα επιτόκια και την κερδοσκοπία, βλέπε Ismael Hossein-Zadeh, "Is there an Oil S h o r t a g e ? " , δ ι α θ έ σ ι μ ο στην ιστοσελίδα http://www.stateofnature.org/isThereAnOilShortage.ht ml
30.
31.
520
Βλέπε για παράδειγμα Robert Bailey, " T i m e to Put the Brakes on Biofuels", Guardian, 4 Ιούλη 2008, Jonathn Neale, Stop Global Warming, σα. 101-103. Βλέπε για παράδειγμα Javier Bias, "The End of Abundance: Food Panic Brings Calls for a Second 'Green Revolution'", Financial Times, 1 Ιούνη 2008. Για μια αποκαλυψιακή
32.
Εκείνη την περίοδο βάσιζαν τα επιχειρήματά τους στα ευρήματα του Liebing, του πρωτοπόρου της οργανικής χημείας, το έργο του οποίου είχαν μελετήσει τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς. Βλέπε John Bellamy Foster, Marx's Ecology (Monthly Review Press, 2000), aa. 147170.
33.
Shelley Feldman, Dev Nathan, Rajeswari Raina and Hong Yang, "International Assessment of Agricultural Knowledge, Science and Technology for Development. East and South Asia and Pacific: Summ a r y for D e c i s i o n M a k e r s " 1AASTD (2008), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα h t t p : / / w w w . a g a s s e s sment.org/docs/ESAP_SDM_2204 08_Final.pdf
34.
World Bank, "World Development Report 2008: Agriculture for Development" (2007), a. 7, διαθέσιμο στο http://go.worldbank.org/ZJIAOSUFUO
35.
Τον όρο τον διατύπωσε η Harriet Friedman, βλέπε, για παράδειγμα, "The Political Economy of Food", New Left Review, 2:197 (1993), σ. 29-57.
36.
Javier Bias, "The End of Abundance: Food Panic Brings Calls for a Second 'Green Revolution'".
37.
World Bank, 2007, "World Development Report 2008: Agriculture for Development", σ. 7, διαθέσιμο Κρις Χ ά ρ μ α ν
στην ιστοσελίδα http://go.worldbank.org/ZJIAOSUFUO
the Class Structure 1971), σ. 6
(Cambridge,
38.
Javier Bias, "The End of Abundance: Food Panic Brings Calls for a Second 'Green Revolution".
2.
C W r i g h t M i l l s , The Causes of World War Three (New York, Simon and Schuster, 1958).
39.
Για μια πιο εκτεταμένη ανάλυση της κρίσης και των πιθανών συνεπειών της, β λ έ π ε C a r l o Morelli, "Behind the World Food Crisis", International Socialism 119 (2008).
3.
40.
Javier B i a s , " w a r n i n g o f ' F o o d Crunch' with Prices to Rise", Financial Times, 26 Γενάρη 2009.
Herbert Marcuse, One Dimensional Man ( L o n d o n , Routledge & Kegan Paul, 1964).[0 μονοδιάστατος άνθρωπος, εκδ. Παπαζήση, μετάφραση: Μ π ά μ π η ς Λυκούδης] http://www.marxists.org/reference/archive/marcuse/works/one-dimensional-man/index.htm
41.
Εκθεση από το C h a t h a m House, αναφέρεται στους Financial Times, 26 Γενάρη 2009.
4.
42.
Βλέπε για παράδειγμα aditya Chakrabortty, "Secret Report: Biofuel Caused Food Crisis", Guardian, 4 Ιούνη 2008.
Ernesto L a d a u και Chantal Mouffe, Hegemony and Socialist Strategy: Towards a Radical Democratic Politics (London, Verso, 1985) a. 82.
5.
Μ H a r d t και A N e g r i , Empire (Harvard, 2001), σ. 53. [Αυτοκρατορία, εκδ. Scripta, μετάφραση: Ν. Καλαϊτζής].
6.
D Filmer, "Estimating the World at Work", B a c k g r o u n d Report for World Bank, World Development Report 199S ( W a s h i n g t o n DC, 1995), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.monarch.worldbank.org
7.
Βλέπε, για παράδειγμα, τους υπολογισμούς μου για το μέγεθος των νέων μεσαίων στρωμάτων στη Βρετανία, στο C h r i s H a r m a n , " T h e Working C l a s s After the Recession", International Socialism 33 (1986).
8.
UNDP World Development Report 2009, Table 21. Στοιχεία παρόμοια με του U N D P παρέχουν και τα Ετήσια Ημερολόγια της CIA. Δίνουν μια παρόμοια με του Φίλμερ γεωγραφική κατανομή της βιομηχανικής εργασίας, με περισσότε-
Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο 1.
Από τον Αλεξ Καλλίνικος στη στήλη που γράφει για την εφημερίδα Socialist Worker.
2.
Λεπτομέρειες της Έκθεσης δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά από τον Observer στις 22 Φ λ ε β ά ρ η 2004. Το πλήρες κείμενό της είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.stopesso.com/campaign/Pentagon.doc
Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο 1.
John Η Goldthorpe, David Lockwood, Frank Bechhofer και Jennifer Piatt, The Affluent Worker in
Καπιταλισμός Ζόμπι
521
9.
10.
11.
12.
ρους από 3 0 0 εκατομμύρια βιομηχανικούς εργάτες στις παλιές βιομηχανικές οικονομίες και ένα παρόμοιο σύνολο για τις οικονομίες των BRIC.
14.
" I n t r o d u c t i o n " σ τ ο R B a l d o z κ.ά. The Critical Study of Work: Labor, Technology and Global Production (Philadelphia, 2001), σ. 7.
15. Όπ.π., σελ. 127.
Στοιχεία από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, διαθέσιμα στην ιστοσελίδα http://www.federalreserve. gov/releases/G17/Revisions/ 2006121 l/tablela_rev.htm Τ ο υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ δίνει τα στοιχεία του Ο Η Ε για το 2006, στην ιστοσελίδα http://www. dol.gov/asp/media/reports/chartbook/2008-01/chart3_7.htm. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2004 στις ΗΠΑ αναλογούσε το 23,8% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και ουσιαστικά παραμένει το ίδιο ε δ ώ και δ υ ο δ ε κ α ε τ ί ε ς . Τ ο μ έ σ ο ετήσιο ποσοστό από το 1982 ήταν 24,6%, ενώ το 2004 το μερίδιο της Κ ί ν α ς β ρ ι σ κ ό τ α ν σ τ ο 9% και τ η ς Νοτίου Κορέας στο 4%. Αναφέρεται στην εφημερίδα International Herald Tribune, 6 Σεπτέμβρη 2005. Τ ο Ετήσιο Ημερολόγιο
16.
18.
ving in Britain
522
ιστοσελίδα
19. Όλα τα στοιχεία προέρχονται από το "Employed Persons by Occupation, Sex and Age", διαθέσιμο στην ιστοσελίδα ftp://ftp.bls.gov/pub/ special.requests/lf/aat9txt 20.
Manuel Castells, " T h e Network Society: From Knowledge to Policy", στο M a n u e l C a s t e l l s και G u s t a v o C a r d o s o (επιμ). The Network
Socie-
ty (Center for Transatlantic Relations, 2006), σ. 9. 21.
Bill D u n n , Global
Restructuring
and the Power of Labour
(Palgrave
Macmillan, 2004), σ 118 22.
Kate Bronfenbrenner, "Uneasy Terrain: T h e Impact of Capital Mobility on Workers, W a g e s a n d U n i o n O r g a n i s i n g " , The 1LR Collection
(2001), διαθέσιμο στην
ιστοσελίδα http://digitalcommons. ilr.cornell.edu/cgi/viewcontent.cgi? article= 1001&context=reports 23.
Raymond-Pierre Bodin, Wide-ranging F o r m s o f Work and Employ-
βιομηχανικού τομέα. Στοιχεία από το C Η Feistein, "Structural C h a n g e in the Developed C o u n t r i e s in the 20th Century", Oxford Review of Economic Policy, 15:4 (1999), table A l .
Table3.14,
2000, στην
http://www.statistics.gov.uk
ρες δ ί ν ε ι έναν α ρ ι θ μ ό σχεδόν δι-
13.
O f f i c e for N a t i o n a l Statistics, Liδιαθέσιμο
νο για τις παλιές βιομηχανικές χώ-
λία σε ένα ε υ ρ ύ τ ε ρ ο ο ρ ι σ μ ό τ ο υ
ΌΠ.Π., σελ. 127.
17. ΌΠ.Π., σελ. 127.
της CIA μό-
πλάσιο, βασιζόμενο χωρίς αμφιβο-
R Ε Rowthorn, "Where are the Advanced Economies Going?", στο G Μ H o d g s o n και άλλοι, Capitalism in Evolution (Chaltenham 2001), σ. 127.
ment in Europe, International
La-
bour Office report (2001). 24. 25.
Όπ.π. Robert Taylor, "Britain's World of Work: Myths and Realities", ESRC Κρις Χ ά ρ μ α ν
Future of Work Programme Seminar Series, 2002, http://www.esrc. ac.uk/ESRCInfoCentre/Images/fow _publication_3_tcm6-6057.pdf 26.
Τα στοιχεία προέρχονται από το Office for National Statistics, Social Trends 2001, a. 88. T o βιβλίο του Kevin Doogan, New Capitalism? The Transformation of Work (Polity 2008) δίνει μια παρόμοια εικόνα με αυτά τα στοιχεία.
27.
Πρόκειται για πολύ χοντροκομμένους υπολογισμούς, δεδομένων των δυσκολιών καταμέτρησης των εργαζομένων στους συχνά τεράστιους τομείς των εθνικών οικονομικών. Όμως, τόσο τα στοιχεία του ΦΙλμερ, όσο και του UNDP και της CIA υποδεικνύουν ένα παρόμοιο μοτίβο.
ου/εργασίας από μόλις 55% σε 60% από αυτό που θα ήταν διαφορετικά». Εδώ διαπράττει ένα τριπλό λάθος. Υποθέτει ότι όσοι εργάζονταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90 στην πρώην ΕΣΣΔ, την Κίνα και την Ινδία δεν ήταν κομμάτι του παγκόσμιου συστήματος, κι ότι το σύνολο του εργατικού δυναμικού αυτών των χωρών είναι εργάτες που προσλαμβάνονται μόλις τώρα από το κεφάλαιο. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο εργατικό δυναμικό συνολικά και τους μισθωτούς εργάτες. Τ ο 2001, το μη-γεωργικό εργατικό δυναμικό στις αναπτυσσόμενες και μεταβατικές οικονομίες ανερχόταν σε 1.135 εκατομμύρια (στοιχεία από Summary of Food and Agricultural Statistics, Food and Agriculture Organisation of the United Nations, Rome 2003, a. 12). Όμως, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι το σύνολο του μη-γεωργικού εργατικού δυναμικού είναι εργάτες. Η αναλογία των αυτοαπασχολούμενων σ' αυτό φτάνει το 32% στην Ασία, το 44% στη Λατινική Αμερική και το 48% στην Αφρική (Women an Men in the Informal Economy, ILO, 2002). Και μόνο ένα τμήμα όσων αναζητούν δουλειά ως μισθωτοί εργάτες κατορθώνουν να βρουν μια θέση στον επίσημο τομέα της σύγχρονης βιομηχανίας. Οι περισσότεροι απασχολούνται σε δουλειές με πολύ χαμηλή παραγωγικότητα, συχνά σε επιχειρήσεις με ένα-δυο εργαζόμενους.
28. Όλα τα στοιχεία είναι για το 2005, και προέρχονται από UNDP, Human Development Report 2009, Table 5. 29. Όταν δεν γίνεται αυτό αντιληπτό, τότε κάποιοι οδηγούνται σε ιδιαιτέρως υπερβολικές εκτιμήσεις για τη μεγέθυνση της εργατικής τάξης ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και της αστικοποίησης. Για παράδειγμα, σε μια συχνά αναφερόμενη εργασία, ο Richard Freeman αναφέρεται στον «επί της ουσίας διπλασιασμό του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού (δηλαδή των εργατών που παράγουν για τις διεθνείς αγορές) στη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, μέσω της εισόδου στην παγκόσμια οικονομία των Κινέζων, Ινδών, Ρώσων και άλλων εργατών». Η εν λόγω είσοδος έχει υποτίθεται αλλάξει «τον παγκόσμιο συντελεστή κεφαλαίΚαπιταλισμός Ζόμπι
30.
International Labour Office, African Employment Report 1990 (Addis Ababa, 1991), α 3.
31.
International Labour Office, Wo-
523
men and Men in the Informal nomy, 2002. 32.
1997, Chapter 2, α 14.
Eco42.
Β λ έ π ε για π α ρ ά δ ε ι γ μ α ) U n n i , "Gender and Informality in Labour Markets in South Asia", Economic and Political Weekly (Bombay), 30 Ιούνη 2001, Tables 19, 20, 22, σσ. 2375-2376. Υπάρχουν, βεβαίως, καταστάσεις κατά τις οποίες μια ξαφνική ζήτηση εργασίας μπορεί να καλυφθεί μόνο από τον ανεπίσημο τομέα, οδηγώντας σε επίπεδο μισθών υψηλότερο του επίσημου τομέα. Το ίδιο φαινόμενο ισχύει για παράδειγμα στη Βρετανία με την «κατ' αποκοπή» εργασία στην οικοδομή.
43.
Για μια παρουσίαση των λόγων που προτιμούν να προσλαμβάνουν σταθερή εργασία από τους ίδιους τους εργοδότες, βλέπε Η Steefkerk, "Thirty Years of Industrial Labour in South Gujarat: Trends and Significance", Economic and Political Weekly (Bombay), 30 Ιούνη 2001, σ. 2402.
44.
Paulo Singer, "Social Exclusion in Brazil", Chapter 2, table 10.
Βλέπε το Ένατο Κεφάλαιο για λεπτομέρειες. Βλέπε επίσης Ray Brooks, "Labour Market Performance and Prospects", στο Eswar Prasad (εττιμ) China's Growth and Integration in the World Economy (IMF 2004), a. 58, Table 8.5.
33. Ένα λάθος που κάνει για παράδειγμα ο Mike Davis στο β ι β λ ί ο του Planet of Slums (Verso, 2006). 34.
Στοιχεία από PRELAC Newsletter (Santiago, Chile), April 1992, diagram 3.
35.
Paolo Singer, Social Exclusion in Brazil (International Labour Office, 1997), Chapter 2, Table 7, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.ilo.org
36.
) Unni, "Gender and Informality in Labour M a r k e t s in S o u t h Asia", Economic and Political Weekly (Bombay), 30 Ιούνη 2001, σ. 2367.
37.
Ray Brooks, "Labour Market Perf o r m a n c e and Prospects", Eswar Prasad (επιμ), China's Growth and Integration into the World Economy. Για μια περαιτέρω ανάλυση του κινέζικου εργατικού δυναμικού, βλέπε Martin Hart-Landsberg και Paull Burkett, "China, Capitalist A c c u m u l a t i o n , a n d L a b o r " , Monthly Review, 59:1 (2007).
38.
UNDP, World Development 2009, Table 21.
39.
M a r x , Capital, 628.
46.
International Labour Organisation, African Employment Report 1990, a. 34.
47.
Rajar Majumder, "Wages and Employment in the Liberalised Regime: A Study of Indian Manufacturing Sector", 2006, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα h t t p : / / m p r a . u b . u n i muenchen.de/4851/
48.
Οπ.π.
49.
F Engels, "Letter to Bernstein, 22 August 1889", in Karl Marx and F Engels, Collected Works, Volume 48 (London 2001).
Report
V o l u m e O n e , σ.
40.
Οπ.π., σελ. 643.
41.
Ρ Singer, "Social Exclusion in Brazil", International Labour Office,
524
45. Όπ.π., σελ. 17.
Κρις Χ ά ρ μ α ν
50.
Mike Davis, Planet of Slums, σ. 36.
51.
L e o Z e i l i n g και C l a i r e C e r u t i , "Slums, Resistance and the African Working Class", International Socialism 117 (2008), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.isj.org.uk/ index.php4?id=398&issue= 117
52.
"lnformo de Desarrolo Humano en la Region del Altiplano, La Paz y Oruro", a. N U D Bolivia, 2003, αναφέρεται από τον Roberto S a e n z στο «Bolivia: Critica del Romanticismo Anticapoitalista" στο Socialismo ο Barbarie, 16 (2004). Η μετάφραση από μένα.
53.
Όπ.π.
54.
L e o Z e i l i n g και C l a i r e C e r u t i , "Slums, Resistence and the African Working Class".
55.
Από μια παμφλέτα για την απεργία γ ρ α μ μ έ ν η από δ υ ο Α ι γ υ π τ ί ο υ ς αγωνιστές, τον Mustafa Bassiouny και τον Omar Said, που έχει μεταφραστεί από την Anne Alexander για το International Socialism 118 (2008).
56.
Robin Cohen, Peter Gutkind και Phyllis Brazier, Peasants and Proletarians (Monthly Review Press, 1979).
57.
Η van Wersch, The Bombay Textile Strike 1982-1983 (OUP, 1992), σσ. 45-46, Meena Menon και Neera Adarkar, One Hundred Years One Hundred Voices (Kolcata, Seagull, 2004).
58.
59.
F Engels, The Peasant Question in France and Germany [1894], στο Κ Marx και F Engels Collected Works, Volume 27, a. 486 and 496. Adam David Morton, "Global Capitalism and the Peasantry in Me-
Καπιταλισμός Ζ ό μ π ι
xico", Review of Reasant 34:3-4 (2007), a. 441-473.
Studies,
60.
Για κριτική του «νεο-λαϊκισμού» βλέπε για παράδειγμα Terence J Byrnes, "Neo-Classical Neo-Populism 25 Years On: d£j& vu and d£j& passe, Towards a Critique", Journal of Agrarian Change, 4:1-2 (2004).
61.
Βλέπε για παράδειγμα Keith Griffin, Azizur Rahman Khan και Amy Ickowitz "Poverty and the Distribution of Land", Journal of Agrarian Change, 2:3 duly 2002).
62.
Hamza Alavi και Teodor Shanin, Εισαγωγή στο Karl Kautsky, The Agrarian Question, Volume 1 (Zwan 1988), a. xxxi-xxxii.
63.
Danyu Wang, "Stepping on T w o Boats: Urban Strategies of Chinese Peasants and Their Children" στο International Review of Social History 45 (2000), σ. 170.
64.
Οπ.π., σελ 170.
65.
S Rodwan και F Lee, Agrarian Change in Egypt (Beckenham, 1986).
66.
Για μια παρουσίαση της πρόσφατης έρευνας πάνω & αυτά τα ζητήματα, βλέπε Pauline Ε Peters, "Inequality and Social Conflict Over Land in Africa", Journal of Agrarian Change 4:3 (2004).
67.
Hamza Alavi, "Peasants and Revolution", Socialist Register 1965, a. 241-277, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://socialistregister.com/socialistregister.com/files/SR_1965_ Alavi.pdf
68.
Παρόλο που και τότε εξαιτίας της οικονομικής ανάπτυξης υπήρχε και ένας βαθμός συναίνεσης από πολύ πλατιά στρώματα του πληθυσμού. 525
69.
526
Για μια παρουσίαση εκείνου του κύματος εξέγερσης και μιας εξήγησης για την αποτυχία του, βλέπε Chris Harman, The Fire Last lime (London, Bookmarks, 1998).
Κρις Χ ά ρ μ α ν
Γλωσσάρι Ακαθάριστο
Προϊόν
ρησης σε μια άλλη χώρα. Η επέν-
(ΑΕΠ). Μέτρο της αξίας που έχει
Εγχώριο
δυση που δεν της δίνει αυτό το
στην αγορά το σύνολο των τελι-
ποσοστό ιδιοκτησίας ή ελέγχου
κών προϊόντων και υπηρεσιών
λέγεται επένδυση χαρτοφυλακίου.
που γίνονται μέσα στα πλαίσια
Αξία χ ρ ή σ η ς . Οι άμεσες χρήσιμες
των συνόρων ενός κράτους στη διάρκεια ενός χρόνου.
Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Το ίδιο με το ΑΕΠ, αλλά συμπεριλαμβάνοντας και τα καθαρά έσοδα από τις επενδύσεις στο εξωτερικό. Ανεπίσημος τομέας. Δουλειές όπου οι εργάτες δεν έχουν τυπικά εργασιακά δικαιώματα.
ιδιότητες ενός εμπορεύματος. Αξία. Το ποσό της αφηρημένης εργασίας που περιέχεται σε ένα εμπόρευμα. Προσδιορίζει την ανταλλακτική του αξία και, μετά από κάποια αναδιανομή της υπεραξίας ανάμεσα στους καπιταλιστές, την τιμή του.
Αξιακή σύνθεση τον κεφάλαιου. Ο
Α ν θ ρ ώ π ι ν ο κ ε φ ά λ α ι ο . Ό ρ ο ς που
λόγος του σταθερού κεφάλαιου
χρησιμοποιείται από τους οικονο-
προς το μ ε τ α β λ η τ ό κεφάλαιο.
μολόγους του κυρίαρχου ρεύμα-
Διαφέρει από την οργανική σύν-
τος για να περιγράψουν τις δεξιό-
θεση του κεφάλαιου, επειδή παίρ-
τητες που αποκτούν οι εργαζόμε-
νει υπόψη τις αλλαγές που οφεί-
νοι από την εκπαίδευση και την
λονται σε άλλους παράγοντες,
εξάσκηση. Ανταλλακτική αξία. Όρος που χρη-
καθώς και τις αλλαγές στην τεχνική σύνθεση.
σιμοποιήθηκε από τον Σμιθ, τον
Αξιοποίηση. Όρος που χρησιμοποιεί-
Ρικάρντο και τον Μαρξ για την
ται σε κάποιες μεταφράσεις του
αξία των εμπορευμάτων σε σχέση
Κεφάλαιου του Μαρξ για την αυ-
με άλλα ε μ π ο ρ ε ύ μ α τ α . Β λ έ π ε
τοεπέκταση του κεφάλαιου, βασι-
Αξία και Αξία χρήσης.
σμένος στη γαλλική μετάφραση
ΑΞΕ, Άμεση Ξένη Επένδυση. Επένδυση από μια επιχείρηση μιας χώ-
(valorisation) της γερμανικής λέξης Verwertung.
ρας, που της δίνει πάνω από το
Απαξίωση του κεφάλαιου. Μείωση
10% της ιδιοκτησίας μιας επιχεί-
της αξίας κτιρίων, μηχανολογικού
Καπιταλισμός Ζόμπι
527
εξοπλισμού κλπ, καθώς η τεχνική
19ου αιώνα, ένας από τους θεμε-
πρόοδος επιτρέπει την παραγωγή
λιωτές της νεοκλασικής οικονομι-
μεγαλύτερης ποσότητας μέσα σε ένα δεδομένο χρόνο εργασίας.
κής θεωρίας.
Βανς, Τ Ν. Αμερικανός οικονομολό-
Απόλυτη υπεραξία. Η α ύ ξ η σ η τ η ς
γος που ανάπτυξε τη θεωρία της
υ π ε ρ α ξ ί α ς , που σ υ μ β α ί ν ε ι ό τ α ν
«διαρκούς πολεμικής βιομηχα-
αυξάνονται οι ώρες εργασίας χω-
νίας» στις δ ε κ α ε τ ί ε ς του '40 και
ρίς π α ρ ά λ λ η λ η α ύ ξ η σ η τ ο υ μισθού.
του '50.
Βόλκερ, Πολ. Ε π ι κ ε φ α λ ή ς της Fed,
Αποπληθωρισμός. Πτώση των τιμών,
της Κ ε ν τ ρ ι κ ή ς Τ ρ ά π ε ζ α ς των
που συνήθως συνδέεται με τις συ-
ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του
νέπειες της οικονομικής κρίσης.
'70 και στη δεκαετία του '80. Η
Αυστριακή Σχολή. Μια εκδοχή της
α π ό τ ο μ η ά ν ο δ ο ς των ε π ι τ ο κ ί ω ν
αστικής οικονομικής θεωρίας που έχει την τάση να β λ έ π ε ι τις κρίσεις ως αναπόφευκτες, αλλά ανα-
στις Η Π Α το 1979 ο ν ο μ ά σ τ η κ ε σοκ ή πραξικόπημα Βόλκερ.
BRICS. Αρχικά για Βραζιλία, Ρωσία,
γκαίες για τη συνέχιση της οικο-
Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική.
ν ο μ ι κ ή ς α ν ά π τ υ ξ η ς . Κ ύ ρ ι ο ι εκ-
Γκαλμπρέιθ, Τζον Κένεθ. Αμερικα-
πρόσωποι της είναι ο Φ ρ ί ν τ ρ ι χ
νός οικονομολόγος των μεταπο-
φον Χάγιεκ και ο Γιόζεφ Σουμπέ-
λεμικών δεκαετιών, επικριτής της
τερ.
α σ ύ δ ο τ η ς , χωρίς π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ύ ς ,
Αυτάρκεια. Η απόπειρα να αποκοπεί
ελεύθερης αγοράς.
μια οικονομία από τους ε μ π ο ρ ι -
Γκρόσμαν, Χένρικ.
στριακός μαρξιστής ακτιβιστής
κόσμο.
και ο ι κ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ς του π ρ ώ τ ο υ
Αφηρημένη εργασία. Α υ τ ό
που
έχουν κοινό ό λ ε ς οι ξ ε χ ω ρ ι σ τ έ ς
μισού του 20ού αιώνα.
Δαπάνες παραγωγής. Έ ξ ο δ α π ο υ
πράξεις εργασίας στον καπιταλι-
π ρ έ π ε ι να κ ά ν ο υ ν τα κ ε φ ά λ α ι α
σ μ ό . Μ ε τ ρ ι έ τ α ι α ν ά λ ο γ α με το
για να είναι μέσα στο επιχειρημα-
ποσοστό που αποτελεί η κάθε μια
τικό παιχνίδι, αλλά που δεν επε-
τους στο συνολικό κοινωνικά
κτείνουν υλικά την παραγωγή εμ-
αναγκαίο χρόνο εργασίας που δα-
π ο ρ ε υ μ ά τ ω ν (για π α ρ ά δ ε ι γ μ α ,
πανάται στην οικονομία ως σύνο-
έξοδα για έλεγχο αγοράς, για δια-
λο.
φ ή μ ι σ η , προστασία των κτιρίων
Βαλράς, Λεόν. Γάλλος οικονομολόγος του τελευταίου μέρους του 528
Πολωνο-αυ-
κούς δ ε σ μ ο ύ ς με τ ο ν υ π ό λ ο ι π ο
και του εξοπλισμού τους).
Δασμοί. Φ ό ρ ο ι στις εισαγωγές, σχεΚρις Χ ά ρ μ α ν
διασμένοι να αυξήσουν την τ ι μ ή
Επίσημος τομέας. Ο τομέας της οι-
τ ο υ ς και να δ ι ε υ κ ο λ ύ ν ο υ ν έ τ σ ι
κ ο ν ο μ ί α ς π ο υ οι ε ρ γ α ζ ό μ ε ν ο ι
τ ο υ ς ν τ ό π ι ο υ ς κ α π ι τ α λ ι σ τ έ ς να
έχουν ν ό μ ι μ α δ ι κ α ι ώ μ α τ α απα-
κυριαρχήσουν στην αγορά.
σχόλησης.
Δημοσιονομικά μέτρα. Πολιτική φο-
Εργασιακή θεωρία της αξίας. Άπο-
ρολόγησης και δαπανών που ανα-
ψη που α ν α π τ ύ χ θ η κ ε από τον
λαμβάνουν οι κυβερνήσεις.
Μαρξ (στη βάση των ιδεών προ-
Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ). Οργανισμός στα πλαίσια του Ο Η Ε που ασχολείται με εργατικά θέματα.
ηγούμενων διανοητών, όπως ο Ρικάρντο και ο Σμιθ). Σύμφωνα με αυτήν υπάρχει ένα αντικειμενικό μέτρο της αξίας των προϊόντων, το ο π ο ί ο είναι τ ε λ ι κ ά υ π ε ύ θ υ ν ο
ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Δ ι ε θ ν ή ς ο ρ γ α ν ι σ μ ό ς που
για τον καθορισμό της τιμής τους.
κυριαρχείται από τις παλιές βιο-
αναγκαίος» χρόνος εργασίας που
μηχανικές χώρες (ειδικά α π ό τις
χρειάζεται για να παραχθούν - με
ΗΠΑ), ο οποίος, μαζί με την Παγ-
άλλα λόγια, ο χρόνος παραγωγής
Αυτό το μέτρο είναι ο «κοινωνικά
κόσμια Τράπεζα, δανείζει χρήμα-
που χρειάζεται στο σύστημα ως
τα σε χώρες με ο ι κ ο ν ο μ ι κ έ ς δυ-
σύνολο, χρησιμοποιώντας το επι-
σκολίες, με αντάλλαγμα την απο-
κρατούν επίπεδο τεχνικής, δεξιό-
δοχή από αυτές σκληρών ελέγχων
τητας και κόπου.
πάνω στις ασκούμενες πολιτικές τους.
Εμπόρευμα. Κάτι που αγοράζεται και πουλιέται στην αγορά.
Εμπορικό κεφάλαιο. Ε π έ ν δ υ σ η με σκοπό την πραγματοποίηση κέρδους από την αγορά και την πώ-
Εργατική δύναμη. Η ικανότητα για εργασία που αγοράζεται από τους καπιταλιστές με την ώρα, τη βδομάδα ή το μήνα όταν αυτοί προσλαμβάνουν εργάτες.
Ευρωζώνη. Σ υ ν α λ λ α γ μ α τ ι κ ή ένωση των 16 χωρών της EE που υιοθέ-
ληση προϊόντων μακριά από τον
τησαν το ευρώ ως κοινό νόμισμα.
τόπο παραγωγής τους.
Αυτή τη στιγμή συμπεριλαμβάνει
Εμπορικοί όροι. Ο ι σ χ ε τ ι κ έ ς τ ι μ έ ς των εξαγωγών μιας χώρας προς τις εισαγωγές της. Όταν βελτιώνονται οι εμπορικοί όροι σημαίνει ότι μια χώρα πρέπει να πληρώσει λιγότερο για τα προϊόντα που εισάγει. Καπιταλισμός Ζόμπι
την Αυστρία, το Βέλγιο, την Κύπρο, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, τη Μ ά λ τ α , την Ο λ λ α ν δ ί α , την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Ισπανία. 529
Ευρωχρήματα (Ευρωδολάρια). Τε-
ται για να αγοράσουν - με δανει-
ράστια δεξαμενή χρήματος μετα-
κά - μετοχές εταιρειών, με στόχο
φρασμένη σε δολάρια, αλλά κρα-
Κανόνας του χρυσού. Σύστημα σύμ-
αυξήθηκε στα τέλη της δεκαετίας
φωνα με το οποίο τα κράτη «έδε-
του '60 και τη δεκαετία του '70,
ναν» τα εθνικά τους νομίσματα σε
πέρα από τον έλεγχο των εθνικών
αντίστοιχες ποσότητες χρυσού
κυβερνήσεων.
Εφεδρικός στρατός εργασίας. Δεξαμενή ανέργων εργατών που χρησιμοποιείται από το κεφάλαιο για να κρατά χ α μ η λ ά τ ο υ ς μ ι σ θ ο ύ ς αυτών που έχουν δουλειά και που μπορεί να συρθεί στην παραγωγή όταν υπάρχει περιοδική επέκταση του κεφάλαιου.
Ηθική υποτίμηση του κεφάλαιου. Απώλεια της αξίας εργοστασίων και κεφαλαίων καθώς αυτά γίνονται ξ ε π ε ρ α σ μ έ ν α λ ό γ ω τ η ς ραγδαίας τεχνολογικής προόδου.
θεώρημα του Οκόσιο. Θεωρία που ισχυρίζεται ότι κ α τ α ρ ρ ί π τ ε ι την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους του Μαρξ.
Θεωρία της εξάρτησης. Μια θεωρία πολύ πλατιά διαδεδομένη στις δε-
και π λ ή ρ ω ν α ν τα μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς χρέη με αυτές. Τα κράτη έσπασαν αυτόν τον κανόνα στη διάρκεια του Πρώτου Π α γ κ ό σ μ ι ο υ Π ό λ ε μου και στο δ ι ά σ τ η μ α ανάμεσα στις αρχές της δεκαετίας του '30 μ έ χ ρ ι το τ έ λ ο ς τ ο υ Δ ε ύ τ ε ρ ο υ Παγκόσμιου Π ό λ ε μ ο υ . Λειτούργ η σ ε ξανά σε
τροποποιημένη
μ ο ρ φ ή μετά το 1945 και το σύστημα του Μ π ρ ε τ ό ν Γουντς, το οποίο κατέρρευσε το 1971.
Κάουτσκι, Καρλ. Από τους πιο σημαντικούς μαρξιστές των αρχών του 20ού αιώνα, αργότερα έγινε πολέμιος κάθε επαναστατικής προοπτικής.
Κεϊνσιανισμός. Ο ι κ ο ν ο μ ι κ ό δ ό γ μ α που στηρίζεται στις ιδέες του βρετανού ο ι κ ο ν ο μ ο λ ό γ ο υ των χρόνων τ ο υ μ ε σ ο π ο λ έ μ ο υ , Τ ζ . Μ .
καετίες του '50 και του '60, που
Κέινς. Υποστηρίζει ότι οι κυβερ-
υποστήριζε πως η εξάρτηση των
νήσεις μπορούν να α π ο τ ρ έ ψ ο υ ν
οικονομιών τ ο υ Τ ρ ί τ ο υ Κόσμου
τις κρίσεις και τις υφέσεις, δαπα-
από τις οικονομίες των αναπτυγ-
νώντας περισσότερα από όσα εί-
μένων χωρών εμπόδιζε την οικο-
ναι τα ε ι σ ο δ ή μ α τ α τους από τ η
νομική ανάπτυξη.
φορολογία (την επικαλούμενη
Ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια.
530
να βγάλουν κέρδος.
τημένη έξω από τις ΗΠΑ, η οποία
«επιδότηση του ελλείμματος»).
Επενδυτικό όχημα μέσω του οποί-
Κεφάλαια. Ό ρ ο ς που συχνά χρησι-
ου πλούσια άτομα συσπειρώνον-
μοποιείται για να περιγράψει ανΚρις Χ ά ρ μ α ν
ταγωνιστικές μονάδες του καπι-
μένως της αξίας - που είναι ενσω-
ταλιστικού συστήματος (ανεξάρ-
ματωμένη σε ένα εμπόρευμα.
τ η τ α α π ό τ ο αν π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α
Κοινωνικός μισθός. Όρος που χρησι-
ατομικούς ιδιοκτήτες, επιχειρήσεις ή
κράτη).
Kivxpov, Μάικ. Μ α ρ ξ ι σ τ ή ς οικονο-
μ ο π ο ι ή θ η κ ε για να π ε ρ ι γ ρ ά ψ ε ι την πρόνοια, την υγεία και άλλες κοινωνικές παροχές από το κρά-
μολόγος εγκατεστημένος στη
τος, που β ε λ τ ι ώ ν ο υ ν το β ι ο τ ι κ ό
Β ρ ε τ α ν ί α το δ ε ύ τ ε ρ ο μ ι σ ό τ ο υ
επίπεδο των εργατών.
2 0 ο ύ αιώνα, ο οποίος ανάπτυξε π ε ρ α ι τ έ ρ ω τη θ ε ω ρ ί α τ η ς δ ι α ρ κούς οικονομίας των εξοπλισμών, σ τ η ρ ι γ μ έ ν ο ς στις α ρ χ ι κ έ ς ι δ έ ε ς του Τ. Ν. Βανς και του Τόνι Κλιφ.
ΚΚΣΕ. Τ ο κυβερνών κόμμα στην παλιά Ε Σ Σ Δ . Οι γενικοί γραμματείς του
-
Στάλιν,
Χρουστσόψ,
Μπρέζνιεφ, Αντρόποφ, Τσερνιένκο και τ ε λ ι κ ά Γ κ ο ρ μ π α τ σ ό φ -
Κόρεϊ, Λιούις. Γνωστός επίσης ως Λιούις Φράινα, παλιό μ έ λ ο ς του Κομμουνιστικού Κόμματος ΗΠΑ, που έγραψε μια σοβαρή μαρξιστική α ν ά λ υ σ η της ύφεσης τ η ς δεκαετίας του '30.
Κυκλοφοριακό κεφάλαιο. Β λ έ π ε Πάγιο κεφάλαιο.
Λογιστικό χρήμα. Μ ο ρ φ ή χρήματος
ήταν οι αρχηγοί του κράτος της
που δεν έχει εσωτερική υλική
ΕΣΣΔ.
αξία, πέρα από την εγγύηση μιας
Κλιφ, Τόνι. Μ α ρ ξ ι σ τ ή ς γ ε ν ν η μ έ ν ο ς στην Π α λ α ι σ τ ί ν η που έζησε στη Β ρ ε τ α ν ί α στο δ ε ύ τ ε ρ ο μισό του 20ού αιώνα. Ανάπτυξε τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού και σε
κυβέρνησης, δηλαδή, συμβολικά αντικείμενα, όπως χαρτονομίσματα και νομίσματα από φτηνό μέταλλο. Χρησιμοποιείται ως όρος σ ε α ν τ ί θ ε σ η με το ν ο μ ι σ μ α τ ι κ ό
μια αρχική μορφή της τη θεωρία
μέσο που είναι κατασκευασμένο ή
της διαρκούς οικονομίας των εξο-
α ν τ α λ λ ά ξ ι μ ο από υλικό με δ ι κ ή
πλισμών.
Κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας. Ο χ ρ ό ν ο ς ε ρ γ α σ ί α ς π ο υ
του εσωτερική αξία, όπως ο χρυσός ή το ασήμι.
Λούξεμπουργκ, Ρόζα. Πολωνο-γερ-
χρειάζεται για την παραγωγή ενός
μανίδα μαρξίστρια, που ήταν
συγκεκριμένου προϊόντος, χρησι-
στην ηγεσία της ε π α ν α σ τ α τ ι κ ή ς
μοποιώντας τη μέση τεχνολογία
αντιπολίτευσης στη Γερμανία
που επικρατεί στην οικονομία και
ενάντια στον Πρώτο Παγκόσμιο
δ ο υ λ ε ύ ο ν τ α ς με μια μ έ σ η π ρ ο -
Πόλεμο. Δ ο λ ο φ ο ν ή θ η κ ε από αν-
σπάθεια. Καθορίζει το ποσό της
τ ε π α ν α σ τ ά τ ε ς το Γενάρη του
αφηρημένης εργασίας - και επο-
1919.
Καπιταλισμός Ζόμπι
531
Μακροοικονομικά. Α ν α φ έ ρ ο ν τ α ι
στές ή το κράτος πέρα κι ε κ τ ό ς
στην οικονομία ως σύνολο, σε αν-
απ' αυτές που είναι απαραίτητες
τίθεση με τις «μικροοικονομικές»
για την παραγωγή εμπορευμάτων
σχέσεις ανάμεσα στα μεμονωμένα
(συμπεριλαμβάνει τις δαπάνες για
στοιχεία μέσα σε αυτήν. Τα «μα-
την κ α τ α ν ά λ ω σ η τ η ς άρχουσας
κροοικονομικά» είναι κλάδος του
τ ά ξ η ς ή για τ ο υ ς π ρ ο σ ω π ι κ ο ύ ς
κυρίαρχου ρεύματος των οικονο-
της υπηρέτες ή για «δαπάνες πα-
μικών, που προσπαθεί να καθοδη-
ραγωγής» κλπ).
γήσει τις εθνικές οικονομίες.
Μάρσαλ, Άλφρεντ. Βρετανός οικο-
Μη παραγωγική κατανάλωση. Η χρήση των προϊόντων με τρόπους
νομολόγος στα τέλη του 19ου και
που δ ε ν ε ξ υ π η ρ ε τ ο ύ ν ο ύ τ ε τ η ν
τις αρχές του 20ού αιώνα, βασικός
παραγωγή νέων κτιρίων, μηχανη-
εκπρόσωπος της νεοκλασικής θε-
μάτων, πρώτων υλών κ λ π ( « μ έ -
ωρίας.
σων παραγωγής»), ούτε τις κατα-
Μεγάλη Ύφεση. Όρος που χρησιμοπ ο ι ή θ η κ ε για τις π ε ρ ι ό δ ο υ ς τ η ς κ ρ ί σ η ς των δ ε κ α ε τ ι ώ ν του 1870 και 1880 και ξανά αργότερα για την ύφεση της δεκαετίας του 1930.
Mercosur. Π ε ρ ι φ ε ρ ε ι α κ ή ε μ π ο ρ ι κ ή συμφωνία ανάμεσα σε μερικές χώ-
ναλωτικές ανάγκες των εργατών. Σ ε αυτή την κατηγορία ανήκει η χρήση προϊόντων για την κατανάλ ω σ η τ η ς ά ρ χ ο υ σ α ς τ ά ξ η ς , για διαφήμιση και για μάρκετινγκ, για εξοπλισμούς κλπ.
Μικροοικονομικά. Βλέπε Μακροοικονομικά.
ρες της Νότιας Αμερικής (Αργεν-
Μίνσκι, Χάιμαν. Μ η ορθόδοξος οι-
τινή, Βραζιλία, Παραγουάη, Ου-
κονομολόγος του κυρίαρχου ρεύ-
ρουγουάη).
Μερίδιο κέρδους. Η αναλογία του
ματος στα μέσα του 20ού αιώνα, ο οποίος αναγνώρισε το αναπόφευ-
συνολικού προϊόντος μιας επιχεί-
κτο των ανθήσεων και των υφέσε-
ρησης ή χώρας που πηγαίνει στα
ων στον καπιταλισμό.
κ έ ρ δ η , σε α ν τ ί θ ε σ η με τ ο υ ς μισθούς.
Μεταβλητό κεφάλαιο. Τ ο κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στην απασχόλ η σ η μ ι σ θ ω τ ή ς εργασίας. Παριστάνεται με το ν.
ΜΙΤΙ. Τ ο π α ν τ ο δ ύ ν α μ ο υ π ο υ ρ γ ε ί ο Εμπορίου και Βιομηχανίας της Ιαπωνίας.
Μονεταρισμός. Δόγμα που υποστηρίζει ότι οι κρίσεις δεν λύνονται όταν οι κυβερνήσεις αυξάνουν τις
Μη παραγωγικές δαπάνες. Δαπάνες
δ α π ά ν ε ς τ ο υ ς π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο απ'
που γίνονται από τους καπιταλι-
ό,τι τα έσοδά τους από τη ψορο-
532
Κρις Χ ά ρ μ α ν
λογία. Ισχυρίζεται ότι η αύξηση
γου του Μαρξ.
της προσφοράς χρήματος οδηγεί
Μπερνστάιν, Έντουαρντ. «Ρεβιζιονι-
απλά σε ψ η λ ό τ ε ρ ε ς τιμές. Μ ε το
στής» επικριτής του επαναστατι-
όνομα «ποσοτική θεωρία του χρή-
κού Μαρξισμού μέσα στο γερμα-
ματος», αποτέλεσε την ορθοδοξία
νικό σοσιαλιστικό κίνημα των αρ-
των α σ τ ι κ ώ ν ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν π ρ ι ν
χών του 20ού αιώνα.
την άνοδο του κεϊνσιανισμού τη δεκαετία του '30 και ξανάγινε ξανά της μόδας στα μέσα της δεκαετίας του 7 0 .
Μπορτκίεβιτς, ΛαντΙσλαους φον. Πολωνός οικονομολόγος των αρχών του 20ού αιώνα, που προχώρησε σε μια σοβαρή εξέταση του
Μονεταριστικά μέτρα. Ο ι προσπά-
έργου του Μαρξ, αλλά απέρριψε
θειες να ρυθμιστεί η οικονομία εμ-
κ ά π ο ι α α π ό τα κ ρ ί σ ι μ α σ η μ ε ί α
ποδίζοντας τον π λ η θ ω ρ ι σ μ ό και
του.
τις υφέσεις με την αυξομείωση από τις κ υ β ε ρ ν ή σ ε ι ς του κυκλοφορούντος χρήματος.
Μόχλευση. Δανεισμός που μεγεθύνει
Μπουχάριν, Νικολάι. Μ π ο λ σ ε β ί κ ο ς ηγέτης και θεωρητικός οικονομολόγος. Εκτελέστηκε από τον Στάλιν το 1938.
την α γ ο ρ α σ τ ι κ ή δ ύ ν α μ η μικρών
Μπρέτον Γουντς-. Τ ο π ο θ ε σ ί α όπου
πληρωμών σε μετρητά για μετο-
έλαβε χώρα το συνέδριο που κα-
χές, ιδιοκτησία και άλλα περιου-
θόρισε το μεταπολεμικό χρηματο-
σιακά στοιχεία.
οικονομικό σύστημα που βασιζό-
Μπάουερ, 'Οχτο. Αυστριακός μαρξι-
ταν στο χρυσό και στο δ ο λ ά ρ ι ο ,
στής του πρώτου τρίτου του 20ού
μέχρι την κατάρρευσή του το
αιώνα, που ακολούθησε μια πολι-
1971.
τική μεταρρύθμισης του καπιταλισμού.
Μπάραν, Πολ. Μαρξιστής θεωρητι-
N A I R U . Μ η επιταχυνόμενο πληθωριστικό ποσοστό α ν ε ρ γ ί α ς . Β λ έ π ε Φυσικό Ποσοστό Ανεργίας.
κός που υποστήριζε ότι η ανάπτυ-
Νέα Κλασική Σχολή. Σχολή των οι-
ξη στον Π α γ κ ό σ μ ι ο Ν ό τ ο ή τ α ν
κονομικών της ελεύθερης αγοράς
δυνατή μόνο σε ρήξη με τον καπι-
που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του
ταλισμό. Σ υ ν ε ρ γ ά τ η ς του Πολ
1980. Υποστηρίζει ότι μια οικονο-
Σουήζι.
μία της αγοράς θα β ρ ί σ κ ε τ α ι σε
Μπεμ-Μπάβερκ. Ένας από τους θε-
ισορροπία, εκτός κι αν γίνει αντι-
μελιωτές των οριακών οικονομι-
κείμενο εξωτερικών δυνάμεων ή
κών θεωριών, ο πιο γνωστός κα-
π α ρ έ μ β α σ η ς από το κράτος, τα
ταγεγραμμένος επικριτής του έρ-
μονοπώλια και τη συνδικαλιστική
Καπιταλισμός Ζόμπι
533
δράση.
Νεκρή εργασία. Ό ρ ο ς που χρησιμοποίησε ο Μαρξ για να περιγράψει
χώρες του παλιού Ανατολικού
τα εμπορεύματα που φτιάχτηκαν
μπλοκ πριν το 1989-91.
στο παρελθόν αλλά χρησιμοποι-
Νόμος τον Σαι. Υποτιθέμενος νόμος
ούνται σ τ η ν π α ρ α γ ω γ ή στο πα-
που υποστηρίζει πως δεν μπορεί
ρόν.
να υπάρξει υπερπαραγωγή αγα-
Νεοκλασικά οικονομικά. Κυρίαρχη σχολή των αστικών οικονομικών από τα τέλη του 19ου αιώνα. Θεωρεί ότι η αξία εξαρτάται από την
θών, ε π ε ι δ ή κάθε φορά που κάποιος πουλά κάτι, κάποιος άλλος το αγοράζει.
Νταβός. Τόπος αναψυχής στην Ελβε-
«οριακή» ικανοποίηση που παίρ-
τία, όπου μαζεύονται βιομήχανοι,
νουν οι άνθρωποι από τα αγαθά.
τραπεζίτες, υπουργοί και οικονο-
Δικαιολογεί το κέρδος ως το απο-
μολόγοι στα πλαίσια του Παγκό-
τέλεσμα της «οριακής παραγωγι-
σμιου Οικονομικού Φόρουμ.
κότητας του κεφάλαιου».
Νεοφιλελευθερισμός. « Φ ι λ ε λ ε ύ θ ε -
O P E C . Οργανισμός των χωρών εξαγ ω γ ώ ν π ε τ ρ ε λ α ί ο υ , ένα κ α ρ τ έ λ
ρ ο υ ς » έ λ ε γ α ν οι ο ι κ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ι
που σήμερα αποτελείται από δώ-
της η π ε ι ρ ω τ ι κ ή ς Ε υ ρ ώ π η ς τ ο υ ς
δεκα χ ώ ρ ε ς : Α λ γ ε ρ ί α , Α γ κ ό λ α ,
υποστηρικτές της ελεύθερης αγο-
Βενεζουέλα, Εκουαδόρ, Ηνωμένα
ράς, ε π ο μ έ ν ω ς ν ε ο φ ι λ ε λ ε υ θ ε ρ ι -
Αραβικά Εμιράτα, Ιράν, Ιράκ, Κα-
σμός είναι η επιστροφή στην
τάρ, Κουβέιτ, Λιβύη, Νιγηρία, Σα-
ε λ ε ύ θ ε ρ η αγορά. Από κομμάτια της αριστεράς ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις επιθέσεις στις συνθήκες ζωής των εργατών και στο κράτος πρόνοιας. Επίσης, μερικές φορές χρησιμοποιείται για να π ε ρ ι γ ρ ά ψ ε ι τ η ν π ε ρ ί ο δ ο από τα μέσα της δ ε κ α ε τ ί α ς του '70 μέχρι σήμερα. N I C s . Νέες Βιομηχανικές Χώρες από το 1 9 6 0 μ έ χ ρ ι τ η δ ε κ α ε τ ί α τ ο υ 1980, όπως η Νότια Κορέα, η Βραζιλία, η Ταϊβάν.
Νομενκλατούρα. Αυτοί που κατείχαν 534
υψηλές προνομιούχες θέσεις στο κ ρ ά τ ο ς και τ η β ι ο μ η χ α ν ί α σ τ ι ς
ουδική Αραβία.
Όγκος κερδών. Τ α συνολικά κέρδη ενός συγκεκριμένου καπιταλιστή. Μ ε τ ρ ι ο ύ ν τ α ι σε δ ο λ ά ρ ι α , ευρώ, στερλίνες ή άλλο νόμισμα.
ΟΟΣΑ. Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Οργανισμός των κατεστημένων βιομηχανικών χωρών με σημαντικό τομέα στις έρευνες.
Οργανική σύνθεση του κεφάλαιου. Ο λόγος της αξίας της επένδυσης σε κτίρια, μηχανές, πρώτες ύλες κλπ («μέσα παραγωγής») προς Κρις Χ ά ρ μ α ν
τ η ν αξία τ η ς δ α π ά ν η ς για τ η ν
λ ο ν τ ι κ έ ς α λ λ α γ έ ς των τιμών. Η
απασχόληση παραγωγικής εργα-
αγορά παραγώγων ( λ έ γ ε τ α ι συ-
σίας. Χρησιμοποιώντας μαρξιστι-
χνά κ α ι δ ε υ τ ε ρ ο γ ε ν ή ς α γ ο ρ ά )
κή ορολογία, αυτός είναι ο λόγος
αναπτύχθηκε ως ένα μέσο κερδο-
του σταθερού κεφάλαιου προς το
σκοπίας στα επιτόκια ή στις ισοτι-
μ ε τ α β λ η τ ό κεφάλαιο, ή civ. Βλέ-
μίες συναλλάγματος και μετά ως
πε, επίσης, Τεχνική σύνθεση του
μια μορφή χρηματιστικού τζόγου
κεφάλαιου.
πάνω στις α λ λ α γ έ ς των αγορών
Οργανωμένος τομέας. Ό ρ ο ς π ο υ χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ τ η ν Ινδία για
γενικότερα.
Παραγωγικές δαπάνες. Δ α π ά ν ε ς
τον ε π ί σ η μ ο τ ο μ έ α τ η ς ο ι κ ο ν ο -
που είναι απαραίτητες προκειμέ-
μίας, δηλαδή αυτόν όπου οι εργά-
νου να παραχθούν εμπορεύματα
τες έχουν νόμιμα εργασιακά δι-
και να δ η μ ι ο υ ρ γ η θ ε ί υ π ε ρ α ξ ί α
καιώματα.
( δ α π ά ν ε ς για μέσα και π ρ ώ τ ε ς
Οριακή θεωρία. Ένα άλλο όνομα για
ύλες παραγωγής από τη μια και
τ η ν ε ο κ λ α σ ι κ ή ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή θεω-
για τ ο υ ς μ ι σ θ ο ύ ς των ε ρ γ α τ ώ ν
ρία.
από την άλλη.
UNCTNAD. Οργανισμός ανάπτυξης
Παραγωγική εργασία. Εργασία που
του Ο Η Ε και σημαντική πηγή οι-
συνεισφέρει στη δημιουργία υπε-
κονομικών στατιστικών.
Πάγιο κεφάλαιο. Κεφάλαιο επενδυ-
ραξίας.
Παρέτο, Βιλφρέντο. Ιταλός νεοκλα-
μένο σε κτίρια και εξοπλισμό που
σικός οικονομολόγος στο
διαρκούν για α ρ κ ε τ ο ύ ς κύκλους
του 20ού αιώνα, που υποστήριξε
παραγωγής. Είναι σε αντίθεση με
την ά ν ο δ ο τ ο υ Μ ο υ σ ο λ ί ν ι σ τ η ν
το κυκλοφοριακό κεφάλαιο που
εξουσία.
επενδύεται σε πράγματα που χρη-
γύρισμα
Πετρελαϊκό σοκ. Α π ό τ ο μ η αύξηση
σιμοποιούνται σε κάθε ένα κύκλο
της τιμής του πετρελαίου, ειδικά
παραγωγής και πρέπει να αντικα-
ως α π ο τ έ λ ε σ μ α τ ο υ Α ρ α β ο ϊ σ -
τασταθούν για τον επόμενο, δη-
ραηλινού πολέμου το 1973.
λ α δ ή , π ρ ώ τ ε ς ύλες, ε ξ α ρ τ ή μ α τ α
Πιστωτική ασφυξία. Όταν "μπλοκά-
και εργατική δύναμη.
ρει" ο δανεισμός και οι αγοραπω-
Παγκόσμια Τράπεζα. Βλέπε Δ Ν Τ .
λησίες μέσα στο χρηματοπιστωτι-
Παράγωγα. Χ ρ η μ α τ ο ο ι κ ο ν ο μ ι κ έ ς
κό σύστημα και στην ευρύτερη οι-
σ υ μ β ά σ ε ι ς σ χ ε δ ι α σ μ έ ν ε ς για να
κονομία.
ε π ι τ ρ έ π ο υ ν στους ε π ε ν δ υ τ έ ς να
Πλασματικό κεφάλαιο. Πράγματα
εξασφαλίζονται απέναντι σε μελ-
ό π ω ς οι ε π ε ν δ ύ σ ε ι ς σε μ ε τ ο χ έ ς
Καπιταλισμός Ζόμπι
535
και σε κερδοσκοπία της γης, που
Πραγματοποίηση. Ό ρ ο ς που χρησι-
δεν αποτελούν μέρος της παρα-
μοποιήθηκε από τον Μαρξ για να
γ ω γ ι κ ή ς δ ι α δ ι κ α σ ί α ς , α λ λ ά οι
π ε ρ ι γ ρ ά ψ ε ι την π ε τ υ χ η μ έ ν η πώ-
οποίες προσφέρουν στους κατό-
λ η σ η π ρ ο ϊ ό ν τ ω ν , έ τ σ ι ώ σ τ ε να
χους τους ένα εισόδημα έξω από
επιτευχθεί κέρδος.
την υπεραξία.
ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Δ ι ε θ ν ή ς φ ο ρ έ α ς π ο υ στόχο έχει την προώθηση του ε λ ε ύ θ ε ρ ο υ εμπορίου με βάση τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Πρεομπραζένσκι, Ευγκένι. Ρώσος μπολσεβίκος ακτιβιστής και οικονομολόγος που εκτελέστηκε από τον Στάλιν το 1937.
Πρόβλημα μετασχηματισμού. Πρόβλημα που εμφανίζεται όταν γίνε-
Πολιτιστική Επανάσταση. Πολιτική
ται προσπάθεια να κινηθεί κανείς
α ν α τ α ρ α χ ή σ τ η ν Κίνα στα τ έ λ η
από τη μαρξιστική περιγραφή του
της δεκαετίας του '60 και στις αρ-
καπιταλισμού, με όρους αξίας
χές της δεκαετίας του 7 0 .
στις τιμές που πραγματικά πουλι-
Ποσοστό εκμετάλλευσης. Ο λ ό γ ο ς της υπεραξίας προς τους μισθούς (με την αυστηρή έννοια μόνο τους μισθούς των εργατών που παράγουν ε μ π ο ρ ε ύ μ α τ α ) . Μ π ο ρ ε ί να εκφραστεί και με έναν άλλο τρόπο, ως ο λ ό γ ο ς τ ο υ χρόνου που
ούνται και αγοράζονται τα αγαθά. Πολλοί οικονομολόγοι
έχουν
υποστηρίξει ότι είναι αδύνατο να λυθεί αυτό το πρόβλημα και επομένως πρέπει να εγκαταλειφθεί η μαρξιστική οικονομία.
Ραντιέρης. Παλιομοδίτικος όρος που
ξοδεύει ο εργάτης για την παρα-
περιγράφει κάποιον που ζει με ει-
γωγή υπεραξίας για τον καπιταλι-
σόδημα από νοίκια ή μερίσματα.
στή, προς το χρόνο που αυτός ή
Ρευστότητα. Η άμεση διαθεσιμότητα
αυτή ξοδεύει για την παραγωγή αγαθών που αντιστοιχούν στο β ι ο τ ι κ ό τ ο υ ε π ί π ε δ ο . Αποκαλείται, επίσης, ποσοστό υπεραξίας, δηλαδή ο λόγος της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο, και παριστάνεται με s/v.
μετρητών (ή περιουσιακών στοιχείων που μπορούν εύκολα να μετ α τ ρ α π ο ύ ν σε μ ε τ ρ η τ ά ) για την κ ά λ υ ψ η των δ ι ε κ δ ι κ ή σ ε ω ν π ο υ οφείλονται σε χρέη ή, στην περίπτωση των τραπεζών, σε αιτήματα αναλήψεων.
Ποσοστό κέρδους. Ο λόγος της υπε-
Ρικάρντο, Ντέιβιντ. Πολιτικός οικο-
ραξίας προς το κεφάλαιο που
ν ο μ ο λ ό γ ο ς των π ρ ώ τ ω ν δ ε κ α ε -
536
επενδύθηκε. Μετριέται ως ποσο-
τ ι ώ ν τ ο υ 1 9 ο υ αιώνα ο ο π ο ί ο ς
στό. Συμβολίζεται ως s/(c+v).
ανάπτυξε την εργασιακή θεωρία Κρις Χ ά ρ μ α ν
της αξίας και επηρέασε σημαντι-
ταλισμού των μέσων του 20ού αι-
κά τις ιδέες του Μαρξ.
ώνα το 1960 (Μονοπωλιακό Κε-
Ρόμπινσον, Τζόαν. Ρ ι ζ ο σ π ά σ τ ρ ι α
φάλαιο).
κεϊνσιανή οικονομολόγος των μέ-
Σουμπέτερ, Γ ι ό ζ ε φ . Αυστριακός οι-
σων του 20ού αιώνα, η οποία ήρθε
κ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ς του πρώτου μισού
σε ρήξη με τη νεοκλασική σχολή
του 20ού αιώνα. Υποστήριζε τον
αλλά απέρριπτε τη θεωρία της
καπιταλισμό, αλλά αρνιόταν την
αξίας του Μαρξ.
Ρύθμισης, θεωρητικοί. Γαλλική σχολ ή οικονομολόγων επηρεασμένων από το μαρξισμό, που χωρίζουν τον 2 0 ό αιώνα σε Φ ο ρ ν τ ι κ ή και μετα-Φορντική περίοδο.
Σάμιουελσον, Πολ. Ο βασικός εκλαϊκευτής της σύνθεσης των νεοκλασικών και των κεϊνσιανών ιδεών μέσα σ τ ο κ υ ρ ί α ρ χ ο ο ι κ ο ν ο μ ι κ ό ρεύμα. Υ π ή ρ ξ ε σ ύ μ β ο υ λ ο ς στην κυβέρνηση Κένεντι στις ΗΠΑ.
Σμιθ, Άνταμ. Ο πιο σημαντικός πολι-
ιδέα ότι αυτός αναπτύσσεται ομαλά. Επινόησε τη φράση «δημιουργική καταστροφή».
Σράφα, Πιέρο. Ο ι κ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ς του Κέμπριτζ που απέρριπτε βασικές έννοιες των ορθόδοξων αστικών ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν , δ η λ α δ ή της « ν ε ο κλασικής» οριακή σχολής. Οι ο π α δ ο ί τ ο υ ε ί χ α ν τ η ν τ ά σ η να στηρίζονται στον Ρικάρντο παρά στον Μαρξ και αρνούνταν τη θεωρία του Μ α ρ ξ για την πτωτική τάση του μ έ σ ο υ π ο σ ο σ τ ο ύ κέρδους. Συνήθως έβλεπαν ότι οι κρί-
τικός ο ι κ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ς του τελευ-
σεις ε μ φ α ν ί ζ ο ν τ α ν καθώς οι μι-
ταίου μ έ ρ ο υ ς του 18ου αιώνα.
σ θ ο ί έ τ ρ ω γ α ν κ ο μ μ ά τ ι α π ό τα
Διαστρεβλωμένες παρουσιάσεις
κέρδη.
των ιδεών του χρησιμοποιούν σή-
«νεο-Ρικαρντιανοί», αν και ο ίδιος
μερα οι απολογητές του καπιτα-
ο Σράφα θεωρούσε ότι ανήκε στη
λισμού, αλλά μια κριτική αντιμε-
μαρξιστική παράδοση.
τώπιση π ο λ λ ώ ν από τις α ν τ ι λ ή ψεις του επηρέασε εξαιρετικά τον Μαρξ.
Συχνά
αποκαλούνται
Σταθερό κεφάλαιο. Όρος του Μαρξ για μια κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή ε π έ ν δ υ σ η σε κ τ ί ρ ι α , μ η χ α ν ή μ α τ α , π ρ ώ τ ε ς
Σουήζι, Πολ. Αμερικανός οικονομο-
ύλες και εξαρτήματα (με άλλα λό-
λόγος που έγραψε μια ρηξικέλευ-
για, τα μέσα παραγωγής). Συμβο-
θ η εργασία για τ η ν ε ξ έ λ ι ξ η των
λίζεται με c.
μ α ρ ξ ι σ τ ι κ ώ ν ιδεών τ η δ ε κ α ε τ ί α
Στρατιωτικός κεϊνσιανισμός. Ό ρ ο ς
του '40 (Η θεωρία της καπιταλι-
που χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ή θ η κ ε για τις οι-
στικής ανάπτυξης) και μαζί με τον
κονομικές επιδράσεις των αυξα-
Μπάραν μια περιγραφή του καπι-
νόμενων στρατιωτικών δαπανών
Καπιταλισμός Ζόμπι
537
που πληρώθηκαν από το δημόσιο
να διευκολύνουν τις εξαγωγές των
χρέος επί π ρ ο ε δ ρ ί α ς Ρόναλντ
ΗΠΑ.
Ρέιγκαν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '80.
Σχετική υπεραξία. Αύξηση της υπεραξίας που ε π ι τ υ γ χ ά ν ε τ α ι ό τ α ν
Στράτσεί, Τζον. Ο πιο γνωστός κομι-
μειώνεται ο χρόνος που χρειάζον-
στής μαρξιστικών ερμηνειών της
ται οι εργάτες για να παράγουν το
ύφεσης της δεκαετίας του '30 στη
ισοδύναμο του μισθού τους, προ-
Βρετανία. Διετέλεσε υπουργός
κ α λ ώ ν τ α ς έ τ σ ι ένα μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο
του Εργατικού Κόμματος στα τέ-
μέρος του εργάσιμου χρόνου τους
λη της δεκαετίας του '40 και κεϊν-
που πηγαίνει στον καπιταλιστή.
σιανός α π ο λ ο γ η τ ή ς της δεξιάς
Σχήμα P o n z i . Ε π ε ν δ υ τ ι κ ό σ χ ή μ α -
π ο λ ι τ ι κ ή ς τ ο υ κ ό μ μ α τ ο ς τ η δεκαετία του '50.
απάτη που πληρώνει κέρδη στους παλιούς επενδυτές από τα χρήμα-
Συγκεκριμένη εργασία. Αναφέρεται
τα που μαζεύονται από τους νέ-
στα συγκεκριμένα χαρακτηριστι-
ους επενδυτές (κάτι σαν τις γνω-
κά κάθε πράξης εργασίας - αυτά
στές «πυραμίδες»).
που για παράδειγμα ξεχωρίζουν την εργασία ενός ξυλουργού από αυτή ενός οδηγού λεωφορείου.
Συγκεντροποίηση του κεφάλαιου.
Σχολή του Σικάγο. Οπαδοί του Μίλτον Φ ρ ί ν τ μ α ν και του μονεταρισμού.
Τεϊλορισμός. Τεχνική του λεγόμενου
Τάση του κεφαλαίου να περνά σε
«επιστημονικού μάνατζμεντ», βα-
όλο και λιγότερα χέρια, μέσω εξα-
σ ι σ μ έ ν η σ τ η μ ε λ έ τ η χ ρ ό ν ο υ και
γορών, συγχωνεύσεων κλπ, έτσι
κίνησης κάθε ξεχωριστής πράξης
ώστε το σύνολο του καπιταλιστι-
σε μια εργασία. Εξαπλώθηκε στη
κού σ υ σ τ ή μ α τ ο ς να ε ί ν α ι κάτω
βιομηχανία στις αρχές του 20ού
από τον έλεγχο λιγότερων αντα-
αιώνα.
γωνιστικών κεφαλαίων.
Συγκέντρωση τον κεφάλαιου. Αύξη-
φυσικός λ ό γ ο ς των κτιρίων, του
ση τ ο υ μ ε γ έ θ ο υ ς των α τ ο μ ι κ ώ ν
μηχανικού εξοπλισμού, των πρώ-
ανταγωνιστικών κεφαλαίων που
των υλών κ λ π ( « τ ω ν μέσων και
αποτελούν το καπιταλιστικό σύ-
υλικών παραγωγής») προς τη συ-
στημα.
νολική απασχολούμενη εργασία.
Συνθήκη της Πλάζα. Συμφωνία του
538
Τεχνική σύνθεση του κεφάλαιου. Ο
Όταν μετριέται αυτός ο λόγος σε
1985 από την Ιαπωνία και τη Γερ-
ό ρ ο υ ς αξίας κι όχι σε φ υ σ ι κ ο ύ ς
μανία να ε π ι τ ρ έ ψ ο υ ν την ανατί-
όρους, μετατρέπεται στην «οργα-
μηση των νομισμάτων τους ώστε
νική σύνθεση του κεφάλαιου». Κρις Χάρμαν
Τζέβονς, ΟυΙλιαμ. Βρετανός οικονο-
του βιομηχανικού καπιταλισμού,
μολόγος των δεκαετιών 1860-70,
δηλαδή η Βόρεια Αμερική, η Ευ-
ιδρυτής των νεοκλασικών οικονομικών.
Τίγρεις. Ό ρ ο ς που χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι
ρώπη και η Ιαπωνία.
Υπεραξία. Ό ρ ο ς του Μ α ρ ξ για την παραπάνω αξία που π α ρ ά γ ε τ α ι
για τις εκβιομηχανισμένες χώρες
από την εκμετάλλευση των εργα-
της Ανατολικής και Νοτιοανατο-
τών. Α π ο τ ε λ ε ί τ η β ά σ η για τ ο
λικής Ασίας.
κ έ ρ δ ο ς του α τ ο μ ι κ ο ύ κ α π ι τ α λ ι -
Τμήμα Δύο. Ο τομέας της οικονομίας που ασχολείται με την παραγωγή αγαθών που καταναλώνονται από ε ρ γ ά τ ε ς ( μ ε ρ ι κ έ ς φ ο ρ έ ς αποκαλούνται «αγαθά μισθών»).
Τμήμα Ένα. Ο τομέας της οικονομίας που ασχολείται με την παραγωγή εξοπλισμού και υλικών για παραπέρα παραγωγή (που αποκαλούνται από τους οικονομολόγους του κυρίαρχου ρεύματος «κεφαλαιουχικά αγαθά»).
στή, συν ό,τι αυτός πληρώνει σε άλλους με τη μορφή του ενοικίου, των τόκων και των φόρων (συν ό,τι δαπανά σε « μ η παραγωγικές δ ρ α σ τ η ρ ι ό τ η τ ε ς » ) . Παριστάνεται με s.
Υποκατανάλωσης, θεωρία. Θεωρία που αποδίδει την καπιταλιστική κρίση, όχι στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, αλλά στην υποτιθέμενη ανικανότητα του καπιταλισμού να προσφέρει μια αγορά για όλα τα αγαθά
Τμήμα Τρία. Ο τομέας της οικονο-
που παράγονται μέσα στο σύστη-
μίας που ασχολείται με την παρα-
μα. Τ η ν πρώτη εκδοχή της θεω-
γωγή αγαθών που δεν θα χρησι-
ρίας την προώθησαν οικονομολό-
μ ο π ο ι η θ ο ύ ν σαν μέσα και υλικά
γοι στις αρχές τ ο υ 19ου αιώνα,
παραγωγής, ούτε θα καταναλω-
όπως ο Σισμόντι, αλλά από τότε
θούν από εργάτες - με άλλα λό-
τ η ν α ν ά π τ υ ξ α ν και μ α ρ ξ ι σ τ έ ς
για ο τομέας που παράγει «προ-
(από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ μέ-
ϊόντα π ο λ υ τ ε λ ε ί α ς » για την άρ-
χ ρ ι τ ο υ ς Μ π ά ρ α ν - Σ ο υ ή ζ ι ) και
χουσα τ ά ξ η , ε ξ ο π λ ι σ μ ο ύ ς κ λ π .
κεϊνσιανοί.
Μ ε ρ ι κ έ ς φ ο ρ έ ς α ν α φ έ ρ ε τ α ι ως Τ μ ή μ α 2α.
Υποκατάσταση εισαγωγών. Προσπάθεια να επιταχυνθεί η εκβιο-
Τραστ. Ενώσεις βιομηχανικών συμφε-
μηχάνιση με το μπλοκάρισμα των
ρόντων που συνεργάζονται για να
εισαγωγών και την ε ξ α σ φ ά λ ι σ η
διαμορφώσουν τις αγορές και να
προστατευμένης αγοράς για τους
ανεβάσουν τις τιμές πώλησης.
ντόπιους καπιταλιστές.
Τριάδα. Οι τρεις κυριότερες περιοχές Καπιταλισμός Ζόμπι
Υποτίμηση του κεφάλαιου. Η μεί539
ωση της τ ι μ ή ς των κτιρίων, τ ο υ
πεδο ανεργίας που οι οικονομο-
μηχανικού εξοπλισμού κλπ στη
λόγοι της ελεύθερης αγοράς απο-
διάρκεια τ η ς π ε ρ ι ό δ ο υ λ ε ι τ ο υ ρ -
φάσισαν ότι είναι απαραίτητο για
γίας τους. Αυτή μπορεί να οφείλε-
να αποφεύγει ο καπιταλισμός την
ται στη φθορά ή στην «απαξίω-
επιτάχυνση του πληθωρισμού.
σ η » του κεφάλαιου. Βλέπε Απα-
Αποκαλείται και NAIRU.
ξίωση του κεφάλαιου.
Φερεγγυότητα. Η ι κ α ν ό τ η τ α των
Χάγιεκ, Φρίντριχ φον. Συντηρητικός οικονομολόγος που ήταν αντίθε-
ε π ι χ ε ι ρ ή σ ε ω ν ή των α τ ό μ ω ν να
τος στις α π ό π ε ι ρ ε ς του κράτους
πληρώσουν όλα τα χρέη τους με
να παρέμβει για να επηρεάσει τις
την π ρ ο ϋ π ό θ ε σ η ότι έχουν το
οικονομικές κρίσεις, υποστηρίζον-
χρόνο να μετατρέψουν σε ρευστό
τας ότι αυτό θα έκανε τα πράγμα-
τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Φίσερ, Ιρβινγκ. Κεντρικός νεοκλασικός οικονομολόγος των ΗΠΑ στο
τα χειρότερα. Μια από τις θαυμάστριές του ήταν η Θάτσερ.
Χάνσεν, Αλβιν. Αμερικανός οικονο-
πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα.
μολόγος του κυρίαρχου ρεύματος
Φορντισμός. Όρος που συχνά χρησι-
που στράφηκε στον κεϊνσιανισμό
μοποιείται για να περιγράψει τον κ α π ι τ α λ ι σ μ ό από το 1920 μέχρι
του '30.
τα μέσα τ η ς δ ε κ α ε τ ί α ς τ ο υ '70.
Χίλφερντινγκ, Ρούντολφ. Δημοσίευ-
Υπονοεί την υποτιθέμενη συνερ-
σε μια π ρ ω τ ο π ό ρ α ε ρ γ α σ ί α για
γασία ανάμεσα στις επιχειρήσεις
την επίδραση του χρηματιστικού
μαζικής παραγωγής με τα εργατι-
κεφάλαιου και των μονοπωλίων
κά σ υ ν δ ι κ ά τ α π ρ ο κ ε ι μ έ ν ο υ να
στον καπιταλισμό, αλλά υπηρέτη-
διατηρούνται σε σχετικά ανοδική
σε ως υπουργός οικονομικών στη
πορεία οι μισθοί.
Φρίντμαν, Μίλτον. Συντηρητικός οικονομολόγος της ελεύθερης αγο-
Δημοκρατία της Βαϊμάρης και ήρθ ε σε π λ ή ρ η σ ύ γ κ ρ ο υ σ η με τον επαναστατικό σοσιαλισμό.
ράς, που π ί σ τ ε υ ε ότι το κ ρ ά τ ο ς
Χόμπσον, Τζ. Α. Βρετανός φιλελεύ-
μπορούσε να σταματήσει τις κρί-
θερος οικονομολόγος των αρχών
σεις με το σωστό έλεγχο της προ-
του 20ού αιώνα, που υποστήριζε
σφοράς χρήματος. Ενέπνευσε τις
ότι ο ιμπεριαλισμός ταίριαζε στις
«μονεταριστικές» πολιτικές της
τράπεζες και σε όλο το χρηματι-
Μ ά ρ γ κ α ρ ε τ Θ ά τ σ ε ρ στις α ρ χ έ ς
κοοικονομικό κομμάτι, αλλά όχι
της δεκαετίας του '80.
και στον υπόλοιπο καπιταλισμό.
Φυσικό Ποσοστό Ανεργίας. Το επί540
λόγω της κρίσης της δεκαετίας
Χρηματική κεφάλαιο. Χρήματα που Κρις Χάρμαν
κρατούνται αποσκοπώντας στην αύξηση της αξίας τους, είτε ως μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, είτε δανείζοντας σε άλλους.
Χρηματιστικοποίηση (Financialisation). Αύξηση του χρηματοοικονομικού τομέα της οικονομίας και της ε π ι ρ ρ ο ή ς του. Συχνά ο όρος υπονοεί ότι είναι επιζήμια για το κεφάλαιο σε άλλους τομείς.
Χρηματοοικονομικό κεφάλαιο. Κεφάλαιο του χρηματοοικονομικού τομέα της οικονομίας, σε αντίθεση με τον π α ρ α γ ω γ ι κ ό τ ο μ έ α ή τον τομέα πωλήσεων. Συχνά χρησιμοποιείται για να υπονοήσει ότι οι χ ρ η μ α τ ι σ τ έ ς , τραπεζίτες, κ λ π είναι η πραγματική εξουσία στην οικονομία ως σύνολο.
Χρηματοδότηση ελλείμματος. Η μέθοδος με την οποία μια κυβέρνηση δανείζεται για να πληρώσει τις υπερβάσεις των δαπανών σε σχέση με τα έσοδα από τη φορολογία.
Χρόνος περιστροφής του κεφάλαιου. Ο χρόνος που μεσολαβεί από την έναρξη της διαδικασίας παραγωγής μέχρι την τελική πώληση των προϊόντων.
Χρυσή Εποχή. Όρος που χρησιμοποιείται μερικές φορές για να περιγράψει τη μακρά οικονομική άνθηση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καπιταλισμός Ζόμπι 542
Κρις Χάρμαν 1942-2009
Μισός αιώνας συμβολή στον επαναστατικό μαρξισμό Η δράση του Κρις Χάρμαν αγκαλιάζει όλη την περίοδο από το '60 μέχρι πρόσφατα. Ήταν παρών σε όλες τις μεγάλες καμπές και οι παρεμβάσεις του έπαιξαν ρόλο. Η Μαρία Στύλλου συνόψισε στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω No 78 αυτήν την πενηντάχρονη πορεία. Υπήρχαν 3 μεγάλα σημεία καμπής στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Το 1968, το 1973-74 και το 1989. Ο συνδυασμός και των τριών μαζί γκρέμισε το οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό οικοδόμημα του ψυχρού πολέμου.1 Δεν υπάρχει πιο συναρπαστική εικόνα από την ιστορία των τελευταίων 50 χρόνων και που ο Κρις Χάρμαν, όχι μόνο την περιγράφει, αλλά και παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα σ' αυτές τις εξελίξεις. Η προσπάθεια να γραφτεί ένα αφιέρωμα στον Κρις, είναι συνδυασμένη με τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την περίοδο από το 1960 μέχρι το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Δεν μπορεί κανένας να περιγράψει τις μεγάλες στιγμές έξω από τη μάχη του ίδιου του Κρις να συμμετέχει για να τα αλλάζει. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '60, τα γεγονότα στην Ελλάδα επιταχύνθηκαν. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ καταρρέει, κερδίζει τις εκλογές η Ένωση Κέντρου το 1964 και το καλοκαίρι του 1965 ξεσπάνε τα Ιουλιανό. Το κίνημα για 70 μέρες δίνει την πιο σκληρή μάχη ενάντια στο βασιλικό πραξικόπημα, ενάντια στην πολιτική τάξη που κυβερνούσε, ενάντια σε μια κυρίαρχη τάξη που προσπαθούσε να αποκτήσει τον έλεγχο των εξελίξεων. Από το 1960 μέχρι το φθινόπωρο του 1965, τα γεγονότα στην Ελλάδα ήταν το πρελούδιο του τι θα συνέβαινε τα επόμενα χρόνια σε όλο τον κόσμο. Η χρονιά του 1968 παρουσιάζεται σήμερα σαν φοιτητική και νεολαιίστικη εξέγερση. Είναι αλήθεια ότι στα Πανεπιστήμια και πριν το '68 Καπιταλισμός Ζόμπι
543
είχαν ξεκινήσει καταλήψεις, οι φοιτητές πρωτοστατούσαν στα πρώτα αντιπολεμικά συλλαλητήρια, στις ΗΠΑ οι «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία» κατέβαιναν στο Νότο και οργάνωναν τις κινητοποιήσεις ενάντια στις διακρίσεις των μαύρων. Στο Λονδίνο, στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (LSE), μια ομάδα επαναστατών βρέθηκε στο κέντρο της ανατρεπτικής ατμόσφαιρας. Καταλήψεις ενάντια στον καινούργιο Διευθυντή του LSE που υπηρετούσε πιο πριν στο ρατσιστικό καθεστώς της Ροδεσίας (σημερινής Ζιμπάμπουε), συμμετοχή στην κατάληψη της ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο μια βδομάδα μετά τις 21 Απρίλη του 1967, οργανωτικό κέντρο για το μεγάλο αντιπολεμικό συλλαλητήριο, με συμμετοχή διεθνών αντιπροσωπειών απ' όλη την Ευρώπη, τον Οκτώβρη του 1967. Η πολιτική συζήτηση μέσα σ' αυτές τις συνθήκες ήταν θηριώδης. Ο Κρις Χάρμαν και η ομάδα των Διεθνών Σοσιαλιστών (IS), που μέλος της ήταν ο Κρις, πρωτοστατούσαν σ' αυτήν τη συζήτηση. Σε μια νέα πολιτικοποίηση που διαμορφωνόταν εκείνη την περίοδο, ήταν βασικό το ξεκαθάρισμα για το σοσιαλισμό - για τη μελλοντική κοινωνία. Σε όλη την Ευρώπη η αριστερά υποστήριζε ότι σοσιαλισμός ήταν ο σταλινισμός του Ανατολικού μπλοκ. Αυτό ήταν απωθητικό για το νέο κόσμο. Φοιτητές από τις ΗΠΑ, από την Ελλάδα, τη Μαλαισία, την Καραϊβική και την Κένυα, καθημερινά συζητούσαν τι ήταν ο σοσιαλισμός και γιατί δεν τους κάλυπταν οι υπάρχουσες καταστάσεις που μιλούσαν για σοσιαλισμό: τα γκούλαγκ του Στάλιν, η πολιτική του Μάο ή η κυβέρνηση του εργατικού κόμματος με πρωθυπουργό τον Ουίλσον στη Βρετανία. Το άρθρο του Κρις Χάρμαν για το Πώς χάθηκε η Ρώσικη Επανάσταση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1967 στο περιοδικό International Socialism και ήταν συμβολή σ' αυτή τη συζήτηση. Συχνά ακούγεται ότι η άνοδος του σταλινισμού στη Ρωσία δεν μπορεί να θεωρηθεί «αντεπανάσταση» γιατί ήταν μια διαδικασία που προχώρησε βαθμιαία... Η γραφειοκρατία δεν υποχρεώθηκε να αποσπάσει την εξουσία από τους εργάτες μονομιάς. Ο αποδεκατισμός της εργατικής τάξης άφησε στα χέρια τους την εξουσία, σε όλα τα επίπεδα της ρώσικης κοινωνίας. Τα μέλη της γραφειοκρατίας είχαν στον έλεγχό τους και τη βιομηχανία και το στρατό και την αστυνομία. Δεν είχαν καν την ανάγκη ν' αποσπάσουν τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού για να τον ευθυ544
Κρις Χάρμαν
γραμμίσουν με τα οικονομικά τους συμφέροντα, όπως και η αστική τάξη το κατόρθωσε με επιτυχία σε διάφορες χώρες χωρίς να χρειαστεί μια βίαιη σύγκρουση.2 Το 1968 ήταν ένας χείμαρρος. Εκατομμύρια εργάτες κατέβηκαν σε απεργία και κατέλαβαν τα εργοστάσια στη Γαλλία. Στις ΗΠΑ οι μαύροι ξεσηκώθηκαν στις μεγαλύτερες πόλεις αμέσως μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ. Στην Πράγα οι φοιτητές, οι εργάτες και οι διανοούμενοι συγκρούστηκαν με τα ρώσικα τανκς, η φλόγα της εξέγερσης άναβε από τη μια χώρα στην άλλη. Τα πάντα γύρισαν πάνω-κάτω, ήταν ένας σεισμός που συντάραζε τον καπιταλισμό σε όλον τον κόσμο. Ο κόσμος άρχισε να πιάνει το νήμα με τις προηγούμενες επαναστάσεις, με το 1848, την Κομμούνα, τη Ρωσία του '17, τη Γερμανία του '18, τη Γαλλία και την Ισπανία του '36. Να πιστεύει ξανά ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, ότι ο Μαρξ ξαναγίνεται επίκαιρος όταν έγραφε ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας». Ο Κρις Χάρμαν το 1968 γράφει το άρθρο Κόμμα και Τάξη για να απαντήσει στις απόψεις που κυκλοφορούν ευρέως εκείνη την περίοδο ενάντια στα κόμματα και τις οργανώσεις. «Λίγα ζητήματα έχουν προκαλέσει περισσότερες διαμάχες μέσα στους μαρξιστικούς κύκλους απ' αυτό της σχέσης του κόμματος με την τάξη... Από γενιά σε γενιά οι ίδιες κατηγορίες ακούγονται, "γραφειοκράτες", "ελιτιστές", "υποκαθιστούν την εργατική τάξη" "αυταρχικοί"». Στο άρθρο αναπτύσσει όλα τα επιχειρήματα γιατί χρειάζεται ένα επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, που είναι διαφορετικό από τα σοσιαλδημοκρατικά και τα σταλινικά κόμματα που μέχρι το 1968 είχαν τον απόλυτο έλεγχο μέσα στην εργατική τάξη. «Τώρα ξανά χρειάζεται οι επαναστάτες μαρξιστές να φτιάξουν το δικό τους κόμμα που θα συμμετέχει στις καθημερινές μάχες των εργατών, που θα προσπαθεί να ανεβάσει την αυτοοργάνωση και θα συγκρούεται με τις ιδεολογικές και πρακτικές υποκλίσεις στην παλιά κοινωνία».3 Η παρέμβαση του Κρις στις δύο μεγάλες ιδεολογικές συζητήσεις του '68, ο Σοσιαλισμός και το επαναστατικό κόμμα, ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση της Διεθνιστικής Σοσιαλιστικής Τάσης. Σε όλη την Ευρώπη, τα Κομουνιστικά Κόμματα περνούσαν τεράστια κρίση λόγω της επέμβασης των ρώσικων τανκς στην εξεγερμένη Τσεχοσλοβακία και Καπιταλισμός Ζόμπι
545
δεν είχαν τίποτα να προσφέρουν στους εξεγερμένους νεολαίους. Από τη μια το ΚΚΕ υποστήριζε την επέμβαση με το επιχείρημα ότι η εξέγερση ήταν ιμπεριαλιστικός δάκτυλος και από την άλλη το ΚΚΕ εσωτερικού στήριζε τον Ευρωκομμουνισμό, ταυτιζόταν με το ΚΚ Ιταλίας που πρόδωσε το καυτό φθινόπωρο του '69 και πρότεινε την ταξική συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες και τους χριστιανοδημοκράτες.
Η δεκαετία του '70 Η κατάρρευση της οικονομικής σταθερότητας Η μακρά περίοδος ανάπτυξης έφτασε σε ένα απότομο τέλος το φθινόπωρο του 1973, καθώς οι δυτικές οικονομίες έμπαιναν ταυτόχρονα σε ύφεση για πρώτη φορά μετά το 1930, και η ανεργία διπλασιαζόταν.4 Ο καπιταλισμός στριμώχνεται από δύο πλευρές ταυτόχρονα. Και γι' αυτό η περίοδος έχει αναλογίες με τη σημερινή. Από τη μια, στριμώχνεται από την οικονομική κρίση και από την άλλη, από τις απεργίες και τις κοινωνικές εκρήξεις που συνεχίζουν μετά το '68. Στην Ιταλία, το εργατικό κίνημα μπήκε στο κέντρο των εξελίξεων μετά το «καυτό φθινόπωρο» του '69. Στην Ισπανία, οι εργάτες ανάγκασαν το καθεστώς του Φράνκο να προχωρήσει σε «δημοκρατικές» μεταρρυθμίσεις πριν το 1975, τη χρονιά που πέθανε ο Φράνκο. Στη Χιλή, για μια περίοδο υπήρχαν στοιχεία διπλής εξουσίας. Από τη μια η κυβέρνηση του Σαλβαντόρ Αλλιέντε και από την άλλη οι «κορντόνες», παρόμοιες με τα εργατικά συμβούλια το 1917 στη Ρωσία. Στην Πορτογαλία, καταρρέει η δικτατορία τον Απρίλη του 1974 και αυτό που ακολουθεί είναι καταλήψεις των ναυπηγείων, των τραπεζών, των μεγάλων αγροκτημάτων, ραδιοφωνικών σταθμών και εφημερίδων με ανοιχτό το ζήτημα της επανάστασης για ένα τουλάχιστον χρόνο. Στην Ελλάδα, το Πολυτεχνείο του '73 ήταν η βασική αιτία που ανατράπηκε η δικτατορία μετά από λίγους μήνες, τον Ιούλη του '74. Πώς γλίτωσαν οι καπιταλιστές από την μέγγενη της οικονομικής κρίσης και του κινήματος; Τα Κομμουνιστικά Κόμματα στη Δύση έδωσαν χέρι βοηθείας στα αφεντικά με την πολιτική του Ιστορικού Συμβι546
Κρις Χάρμαν
βασμού. Με πρώτο το PCI (Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας), που το ακολούθησαν στη συνέχεια τα υπόλοιπα ΚΚ (Ευρώπης και Λατινικής Αμερικής), προχώρησαν σε συνεργασίες ακόμα και με τη Χριστιανοδημοκρατία για να μπούνε στην κυβέρνηση. Ο Κρις Χάρμαν συνδέθηκε με την Επαναστατική Αριστερά της Πορτογαλίας και έγραψε ένα μεγάλο άρθρο για την Πορτογαλία στο περιοδικό International Socialism τον Οκτώβρη του 1974: «Στους πρώτους μήνες το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθεί να δικαιολογήσει τη στάση του, ότι οι εργάτες πρέπει να κατευθύνουν την πολιτική τους πάλη ενάντια στο φασισμό «σαν πρώτη προτεραιότητα» και να μην προβάλουν οικονομικές διεκδικήσεις. Το να διεκδικήσουν και να παλέψουν για όλα τα αιτήματά τους, επιχειρηματολογούσε, θα βάλει οικονομικές πιέσεις στις μικρές επιχειρήσεις και έτσι θα τις ρίξει στην αγκαλιά των μονοπωλίων. Η δύναμη των μονοπωλίων θα ανέβει και έτσι θα ανέβει και η ανεργία». Με το άρθρο αυτό ο Κρις προσπαθούσε να πείσει τα πιο μαχητικά κομμάτια που συμμετείχαν στην εξέγερση, αλλά δεν ανήκαν ούτε στο Σοσιαλιστικό ούτε στο Κομμουνιστικό κόμμα, να ξεκαθαρίσουν το ζήτημα της προοπτικής, να διδαχτούν από το παράδειγμα της Χιλής, και να δυναμώσουν περισσότερο τη σχέση τους με το εργατικό κίνημα. «Στην Πορτογαλία, οι διαμάχες μέσα στον στρατό και η πρόσφατη μνήμη του φασισμού στη συνείδηση του κόσμου, δυσκολεύει τη δυνατότητα του πραξικοπήματος. Αλλά μπορεί να συμβεί και στην Πορτογαλία επίσης. Εκτός εάν η εργατική τάξη αναπτύξει τις δικές της ανεξάρτητες μορφές οργάνωσης, που θα έχουν στην ηγεσία τους ένα συγκροτημένο επαναστατικό κόμμα».5 Το 1979 κυκλοφόρησε η μπροσούρα του Κρις Μαρξισμός, Θεωρία και Πράξη, που ανέλυε τη μαρξιστική θεωρία και την έκανε προσιτή για χιλιάδες ακτιβιστές που ήθελαν να μάθουν τι είναι μαρξισμός. Η εισαγωγή ξεκινάει ως εξής: Υπάρχει ένας πλατειά διαδεδομένος μύθος ότι ο μαρξισμός είναι δύσκολος. Έτσι δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι πολλοί σοσιαλιστές που εργάζονται 40 ώρες την εβδομάδα στα εργοστάσια, στα ορυχεία ή στα γραφεία παίρνουν σαν δεδομένο ότι ο μαρξισμός είναι κάτι που δεν θα έχουν ποτέ τον καιρό ή την ευκαιρία να κατανοήσουν. Στην πραγματικότητα οι βασικές ιδέες του μαρξιΚαπιταλισμός Ζόμπι
547
σμού είναι πολύ απλές. Εξηγούν, όπως δεν καταφέρνει να κάνει καμιά άλλη θεωρία, την κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε. Βοηθούν να καταλάβουμε έναν κόσμο που τσακίζεται από τις κρίσεις, τη φτώχεια που υπάρχει ανάμεσα στα πλούτη, τα πραξικοπήματα και τις στρατιωτικές δικτατορίες, τον τρόπο που καταπληκτικές εφευρέσεις μπορούν να ρίξουν εκατομμύρια εργάτες στην ανεργία, τις «δημοκρατίες» που χρησιμοποιούν βασανιστές και τις «σοσιαλιστικές» χώρες που απειλούν η μια την άλλη με πυρηνικούς πυραύλους.6
Η δεκαετία του 1980 Η κρίση και η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ Αυτές τις μέρες [Δεκέμβρης 2010] γίνεται η δίκη του Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία. Κατηγορείται γιατί στις 13 Δεκέμβρη του 1981, κήρυξε στρατιωτικό πραξικόπημα και έβγαλε την Αλληλεγγύη (Solidarnosc), το μεγαλύτερο εργατικό συνδικάτο της Ευρώπης, εκτός νόμου. Συνέλαβε την ηγεσία της και έστειλε στη φυλακή τους πρωταγωνιστές της. Στην Πολωνία, το καθεστώς κατάφερε να τσακίσει το φοιτητικό κίνημα το 1968, αλλά δεν είχε μπορέσει να κάνει το ίδιο με την Αλληλεγγύη. Για 16 μήνες από το καλοκαίρι του 1980, τα εργοστάσια ήταν κάτω από τον έλεγχο της Solidarnosc. Η Αλληλεγγύη δημιουργήθηκε μέσα από ένα συνέδριο αντιπροσώπων από 3.500 εργοστάσια και με μέλη που έφταναν τα 10 εκατομμύρια. Η απειλή ήταν μεγάλη ότι αυτό το κίνημα μπορούσε να απλωθεί σε όλο το Ανατολικό μπλοκ. Αυτή τη δύναμη προσπάθησε να σταματήσει το στρατιωτικό πραξικόπημα του Γιαρουζέλσκι με τη βοήθεια της Μόσχας. Το 1989 - μέσα σε 6 μήνες - κατάρρευσε το όλο οικοδόμημα του κρατικού καπιταλισμού σαν χάρτινος πύργος. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα στη Δύση βρέθηκαν στο κενό. Ο αριστερός κόσμος το ίδιο. Η Ουγγαρία του '56 και η Τσεχοσλοβακία του '68 προκάλεσαν ρωγμές και αποχωρήσεις από τα ΚΚ, αλλά ποτέ σε τέτοια διάσταση. Η σύγχυση ήταν τεράστια. Τα ερωτήματα μεγάλα. Το άρθρο του Κρις Χάρμαν με τίτλο Η καταιγίδα ξεκίνησε έδινε απαντήσεις. Υπάρχει μια μαρξιστική αντιμετώπιση για τα κράτη της Ανατολι548
Κρις Χάρμαν
κής Ευρώπης που μπορεί να εξηγήσει τις εξελίξεις. Αυτή είναι η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού... Η θεωρία στηρίζεται σε δύο αλληλοσυνδεόμενες πτυχές των Ανατολικών κρατών. Η πρώτη αναφέρεται στον κεντρικό ρόλο που έχει παίξει η συσσώρευση των μέσων παραγωγής στην οικονομική τους ανάπτυξη, και που αγνοείται από τις διαφορετικές θεωρίες που κυκλοφορούν γι' αυτές τις χώρες... Μόνο στον καπιταλισμό η συσσώρευση γίνεται - σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ - «ο Μωυσής και όλοι οι προφήτες»... Σύμφωνα με τον Μαρξ δεν μπορεί να υπάρχει αναγκαστική συσσώρευση στον σοσιαλισμό. Η αναγκαστική συσσώρευση είναι η ορατή έκφραση της αλλοτρίωσης, η κυριαρχία των προϊόντων της εργασίας πάνω στους εργάτες. Ο Σοσιαλισμός είναι το ξεπέρασμα αυτής της αλλοτρίωσης... ...Η εξέλιξη του καπιταλισμού του 20ού αιώνα οδήγησε στην παρέμβαση του κράτους για να μειώσει τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς στο μίνιμουμ. Αλλά όπως έλεγαν ο Λένιν και ο Μπουχάριν, αυτό δεν σταμάτησε τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα κεφάλαια, απλά τους ανέβασε σε ένα άλλο επίπεδο, στον ανταγωνισμό σε διεθνές επίπεδο. Τα σταλινικά κράτη ποτέ δεν ήταν ξεκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο... ο ανταγωνισμός δεν ήταν μόνο για τις διεθνείς αγορές. Η συμμετοχή στο στρατιωτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στο Ανατολικό μπλοκ και τη Δύση και την Κίνα ήταν πολύ μεγαλύτερος... Η επιτυχία σ' αυτόν τον τομέα εξαρτιόταν από το να κρατάνε κάτω τα μεροκάματα, να ανεβάζουν την παραγωγικότητα όσο μπορούσαν πιο σκληρά, και να χρησιμοποιούν τα κέρδη για να αυξήσουν το επίπεδο των επενδύσεων στα εργοστάσια καις τις νέες τεχνολογίες... Με άλλα λόγια, η κυρίαρχη τάξη στον κρατικό καπιταλισμό, κυνηγώντας τη συσσώρευση δημιούργησε την εργατική τάξη, τους «νεκροθάφτες της.7
Η μάχη ενάντια στην οπισθοχώρηση στη Δύση Οι εξελίξεις στο Ανατολικό μπλοκ ενίσχυσαν ένα ρεύμα υποχώρησης που είχε αρχίσει να υπάρχει μέσα στην αριστερά αλλά ιδιαίτερα μέσα στην επαναστατική αριστερά στη Δύση. Ο Μάης του '68 στη Γαλλία δεν κατάληξε σε επανάσταση. Το καυτό φθινόπωρο στην Ιταλία δυνάμωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Χριστιανοδημοκρατία και όχι την ΕπαΚαπιταλισμός Ζόμπι
549
ναστατική Αριστερά. Στην επιφάνεια όλες οι εξελίξεις μιας μεγάλης δεκαετίας έμοιαζε ότι χάθηκαν. Μια σειρά οργανώσεις και διανοούμενοι της Επαναστατικής Αριστεράς άρχισαν να συνεργάζονται με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Οι διανοούμενοι του Μάη έγιναν «μεταμοντέρνοι» απορρίπτοντας τις επαναστατικές ιδέες. Θεωρούσαν ότι οι απόψεις για την επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας καταλήγουν σε ολοκληρωτισμό. Πρωταγωνιστές στα κινήματα που δημιουργήθηκαν μετά το '68, των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, το αντιπολεμικό, το φοιτητικό, θεωρούσαν ότι μπορούσαν να συνεχίσουν όχι σαν κοινωνικά κινήματα ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση, αλλά σαν ομάδες «αυτοαναψοράς». Στη δεκαετία του '80 κυριάρχησε μαζί με τις θεωρίες του μεταμοντέρνου η θεωρία ότι «το πολιτικό είναι το προσωπικό». Ο Κρις Χάρμαν το 1979 έγραψε ένα άρθρο που κτύπησε το καμπανάκι για την κρίση της Επαναστατικής Αριστεράς στην Ευρώπη. Αυτό το άρθρο άνοιξε μεγάλη συζήτηση σε όλες τις επαναστατικές οργανώσεις. Το Νοέμβρη του 1979 έγινε μια διεθνής συνάντηση στη Γαλλία όπου το άρθρο λειτούργησε σαν βάση για τη συζήτηση. Στην Ευρώπη η επαναστατική αριστερά έχει μπει τα τελευταία δύο χρόνια σε γενικευμένη κρίση. Στη μια χώρα μετά την άλλη οι μεγαλύτερες οργανώσεις έχουν παραλύσει λόγω πολιτικής σύγχυσης. Αυτό τις οδηγεί στις περισσότερες φορές σε διασπάσεις και για κάποιες σε πλήρη διάλυση... Για να βγει από την κρίση χρειάζεται η επαναστατική αριστερά να προχωρήσει σε θεωρητική, πολιτική και οργανωτική ανασύνθεση. Θεωρητική: μια από τις χειρότερες αποτυχίες της επαναστατικής αριστεράς διεθνώς ήταν η αδυναμία της να χρησιμοποιήσει το μαρξισμό για να κατανοήσει τη δυναμική του σύγχρονου κόσμου... Πολιτική: η πολιτική είναι εκεί που αλληλοτέμνονται η θεωρία με την πράξη. Η απουσία μιας σοβαρής θεωρίας στην επαναστατική αριστερά (ή η υιοθέτηση μιας θεωρίας που τσιμπολογάει συχνά από τον Μαοϊσμό, τον Λαϊκισμό και τον Τριτοκοσμισμό και που πολλές φορές γίνεται πολύ μηχανιστική στην ερμηνεία γραπτών του Τρότσκι για το '30), συνοδεύεται από την τάση να ψάχνει για πολιτικά υποκατάστατα της εργατικής τάξης όταν αυτή βρίσκεται σε υποχώρηση... Η επαναστατική αριστερά διεθνώς ταλαντεύεται ανάμεσα σε 550
Κρις Χάρμαν
δύο λανθασμένες οργανωτικές αρχές: αυτή του νερωμένου Σταλινισμού (καμιά φορά ονομάζεται «Μαρξισμός-Λενινισμός», άλλοτε «Τροτσκισμός»...) και από την άλλη του ημιαναρχισμού "ό,τι βρέξει ας κατεβάσει"...8 Τριάντα χρόνια μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου, ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη χρησιμότητα του όχι μόνο για τότε, αλλά και για σήμερα.
Η δεκαετία του 1990 Η επιστροφή της Εργατικής Τάξης Ο 20ός αιώνας ξεκίνησε με τη μεγάλη φανφάρα για το αναπόφευκτο της προόδου, έτσι όπως συγκεκριμενοποιήθηκε στις προβλέψεις του Μπερνστάιν για ανάπτυξη της δημοκρατίας, μεγαλύτερη ισότητα και μεγαλύτερη ευημερία για όλον τον κόσμο. Αυτός ο μύθος κυριάρχησε ξανά στα μέσα του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του '60 στα γραπτά πολιτικών όπως ο Αντονι Κρόσλαντ, αναλυτών όπως ο Ντάνιελ Μπελ και οικονομολόγων όπως ο Πολ Σάμουελσον. Αυτός ο μύθος επέστρεψε ξανά το 1990, όταν ο Φράνσις Φουκουγιάμα προέβλεψε «το τέλος της ιστορίας» και επέμενε στα τέλη του 1990, παρέα με τον Αντονι Γκίντενς, ότι ο διαχωρισμός Αριστερά και Δεξιά ανήκει στο παρελθόν... Όμως η ζωή για την πλειοψηφία των ανθρώπων πάνω στη γη, σε διάφορες στιγμές του 20ού αιώνα, είναι από τις πιο τραγικές που έχει γνωρίσει η ιστορία...' Στη δεκαετία του '90, η οικονομική κρίση γυρίζει με πιο άγρια μορφή στη Δύση, οι λαοί στις χώρες του πρώην κρατικού καπιταλισμού βλέπουν την κατάρρευση των ελπίδων τους ότι η σύνδεση τους με την αγορά θα εξασφάλιζε μεγαλύτερη ευημερία και δημοκρατία για τους ίδιους, ο πόλεμος γυρίζει σε διάφορα σημεία του πλανήτη, η νίκη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού απέναντι στο Ανατολικό μπλοκ έχει πυροδοτήσει εθνικισμούς στα Βαλκάνια, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τον πόλεμο στον Κόλπο, τον εξοπλισμό του Ισραήλ με πυρηνικές βόμβες για να μπορέσει να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά σαν χωροφύλακας του ιμπεριαλισμού στην περιοχή των πετρελαίων. Καπιταλισμός Ζόμπι
551
Αυτή είναι μόνο μια μεριά της πραγματικότητας. Στη δεκαετία του '90 ξαναέρχεται στο προσκήνιο μια εργατική τάξη πολύ πιο αποφασισμένη να μην δεχτεί να καθορίζεται η ζωή της από τους καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς. Το 1995 κυκλοφορεί Η Οικονομία τον Τρελοκομείου. Η εισαγωγή ξεκινάει με την παρατήρηση ότι: Ακούμε συνέχεια ότι ο καπιταλισμός είναι το μόνο οικονομικό σύστημα που μπορεί να λειτουργήσει. Ωστόσο, για τους περισσότερους από εμάς, για την πλειονότητα από τα πέντε δισεκατομμύρια ανθρώπους του πλανήτη, η πραγματικότητα είναι ότι ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί προς όφελος μας... Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες και σχεδόν σε όλες τις Τριτοκοσμικές και τις «νέες βιομηχανικές» χώρες - εκτός απ' αυτές τις Απω Ανατολής - είναι χαμηλότεροι απ' ότι ήταν στα προηγούμενα 25 χρόνια. Σ' αυτήν την περίοδο τα ποσοστά ανεργίας έχουν ανέβει, κατά μέσο όρο... Συνολικά στον κόσμο, ο ΟΗΕ υπολογίζει ότι υπάρχουν ένα δισεκατομμύριο άνεργοι.10 Την ίδια χρονιά, το Δεκέμβρη του 1995, ξεσπάει η μεγαλύτερη εργατική απεργία στη Γαλλία. Το εργατικό κίνημα αρνείται να πληρώσει με περικοπές των μισθών, του ασφαλιστικού, της δουλειάς του και όλος ο δημόσιος τομέας παραλύει. Το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο η αναδίπλωση της κυβέρνησης του Ζυπέ και η ματαίωση της εφαρμογής των μέτρων, αλλά η κατάρρευσή της την επόμενη χρονιά. Το Σοσιαλιστικό κόμμα κερδίζει τις εκλογές την άνοιξη του 1997, παρ' όλα τα κακά χάλια που βρισκόταν. Τα γεγονότα του '90 έδειξαν πόσο λάθος ήταν η άποψη που ακουγόταν και από τα αριστερά ότι «ο Μαρξ έκανε λάθος όταν υποστήριζε ότι η εργατική τάξη είναι ιστορικά η τάξη που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό». Σε αντίθεση μ' αυτή την αντίληψη, το τέλος του 20ού αιώνα δείχνει την τεράστια ανάπτυξη και εξάπλωση της εργατικής τάξης σε όλον τον κόσμο. Στο τέλος του αιώνα, από το Μεξικό μέχρι τη Βομβάη, τη Σαγκάη, τη Σεούλ, απλώνεται μια νέα εργατική τάξη που επιβεβαιώνει την εικόνα του Μαρξ και του'Ενγκελς όταν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο περιγράφουν πώς ο καπιταλισμός γεννάει και τους νεκροθάφτες του. Οι εκτιμήσεις λένε ότι το 2015, το 49% του πληθυσμού στις υπό 552
Κρις Χάρμαν
ανάπτυξη χώρες και το 55% του πληθυσμού παγκόσμια θα ζούνε στις πόλεις, και ένας στους πέντε σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 750.000. Ακόμα και σε χώρες που ο κόσμος θεωρεί ότι είναι αγροτικές, ο κόσμος που ζει στις πόλεις είναι η πλειοψηφία: 78% στη Βραζιλία, 73% στο Μεξικό, 59% στον Ισημερινό και 56% στην Αλγερία. Ακόμα κι εκεί που δεν είναι πλειοψηφία, το ποσοστό είναι πολύ μεγάλο: 45% στην Αίγυπτο, 30% στην Κίνα, 34% στο Πακιστάν και 27% στην Ινδία."
Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα Οι πιο γνωστές εφημερίδες του καπιταλιστικού κόσμου, κάνοντας την αποτίμηση της πρώτης δεκαετίας, τη χαρακτηρίζουν ως μηδενική. Βαραίνει τόσο επάνω τους η κρίση που ξέσπασε το 2008, η αβεβαιότητα για το ποιο είναι το μέλλον του καπιταλισμού, η ήττα του αμερικάνικού ιμπεριαλισμού στο Ιράκ, το βάλτωμα του NATO και των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, που προσπαθούν να παρηγορηθούν με τις ελπίδες ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Εάν κρίνει κανένας από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα ήταν χειρότερη κι από την πρώτη. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε όχι στα πεδία των μαχών, αλλά στις πόλεις των ταξικών συγκρούσεων: στην Πετρούπολη, στη Μόσχα, στο Κίελο, στο Βερολίνο, στο Τορίνο, στη Βουδαπέστη. Αυτό το τέλος δεν μπορούν να το ξεχάσουν και τους φοβίζει και για το σήμερα. Πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο του Κρις Χάρμαν, το Zombie Capitalism, το καλοκαίρι του 2009, που κατά γενική ομολογία είναι σταθμός για το πώς δουλεύει ο καπιταλισμός και γιατί η σημερινή κρίση μπορεί να μην είναι η τερματική αλλά είναι η μεγαλύτερη που έχει γνωρίσει ο καπιταλισμός τα τελευταία 100 χρόνια, κυκλοφόρησε μια μικρή μπροσούρα γραμμένη από τον Κρις με τίτλο Επανάσταση στον 21ο αιώνα. Ξεκινάει με την εικόνα του τι κληρονομεί ο 20ός αιώνας στον 21ο. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση των δικτατοριών σε αποσύνθεση της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης το 1989-91 υποθετικά σταμάτησε την πάλη για Καπιταλισμός Ζόμπι
553
να αντικαταστήσουμε τον καπιταλισμό από κάτι καλύτερο. Παρ' όλα αυτά στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα έχει φανεί ένα νέο πνεύμα αντίστασης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ξεκίνησε ακριβώς πριν το ξεκίνημα του καινούργιου αιώνα με τις διαδηλώσεις γύρω από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου που συνεδρίασε στο Σηάτλ τον Νοέμβρη του 1999. Το σύνθημα «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» αντήχησε σε όλες τις ηπείρους με μεγαλύτερες και πιο μαχητικές διαδηλώσεις στην Πράγα, στη Μελβούρνη, στο Ντακάρ, στο Γκέτεμποργκ, στη Γένοβα. Η αντίσταση αυτή συνεχίστηκε στο μεγαλύτερο αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ, όπου στις 15 Φλεβάρη του 2003, δεκάδες εκατομμύρια κόσμου διαδήλωσαν στους δρόμους των μεγάλων πόλεων. Την ίδια περίοδο μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις στη Λατινική Αμερική ανάτρεψαν κυβερνήσεις από την Αργεντινή και τον Ισημερινό μέχρι τη Βολιβία και την Ουρουγουάη.12 Αυτή είναι η δύναμη που μπορεί να καθορίσει την ατζέντα του 21ου αιώνα. Το δίλημμα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα είναι ξανά σήμερα ανοιχτό σε όλον τον κόσμο, παντού όπου παλεύει και αντιστέκεται η εργατική τάξη. Η ιστορία του 20ού αιώνα έδειξε ότι η αντίσταση, τα κινήματα, οι μάχες είναι αποτελεσματικές εάν αποκρυσταλλωθούν σε επαναστατικές οργανώσεις αποφασισμένες να συγκρουστούν με το σύστημα σε όλες του τις πτυχές. Για τη νίκη της Γαλλικής Επανάστασης χρειάστηκε η οργάνωση των Ιακωβίνων. Για την εργατική τάξη της Ρωσίας το 1917 το μπολσεβίκικο κόμμα. Η εργατική τάξη σε όλο τον κόσμο θα χρειαστεί ξανά το επαναστατικό κόμμα μέσα στον 21ο αιώνα, εάν δεν θέλουμε η ανθρωπότητα σαν σύνολο να αντιμετωπίσει την καταστροφή. Αυτή η ανάγκη μπορεί να καλυφτεί μόνο εάν υπάρχουν άνθρωποι που θα βάλουν για τον εαυτό τους αυτό το καθήκον.13 Ο Ιρλανδός επαναστάτης James Connolly έγραψε ότι «Οι μόνοι αληθινοί προφήτες είναι αυτοί που χαράσσουν το μέλλον». Αυτή είναι η παρακαταθήκη που μας έχουν αφήσει τα γραπτά και η δράση του Κρις Χάρμαν τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Μαρία Στύλλου, Δεκέμβρης 2009
554
Κρις Χάρμαν
Βιβλία. - αναφορές 1.
C. Harman, A people's history of the world, εκδόσεις Bookmarks 1999. 2. C. Harman, «Πώς χάθηκε η Ρώσικη Επανάσταση», περιοδικό International Socialism, No 30, 1967. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί σε βιβλίο με τον ίδιο τίτλο που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Ιούνης 1998. 3. C. Harman, «Party and Class», International Socialism, No 35, χειμώνας 1968-69. 4. C. Harman, A people's history of the world, σελ. 580. 5. C. Harman, International Socialism, No 72, Οκτώβρης 1974, σελ. 7. 6. C. Harman, How Marxism works, Bookmarks. Ελληνική έκδοση: Κρις Χάρμαν, Μαρξισμός, θεωρία και πράξη, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Μάης 1991. 7. C. Harman, International Socialism (νέα σειρά), No 46, Ανοιξη 1990, σελ. 32. 8. C. Harman, International Socialism, No 4, Ανοιξη 1979, σελ. 49. 9. C. Harman, A people's history of the world, σελ. 605. 10. C. Harman, Η Οικονομία του Τρελοκομείου, καπιταλισμός και αγορά σήμερα, έκδοση Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 1996. 11. C. Harman, «Οι εργάτες του κόσμου», International Socialism, No 96, Φθινόπωρο 2002, σελ. 7. 12. C. Harman, Revolution in the 21st century. 13. C. Harman, A people's history of the world.
Καπιταλισμός Ζόμπι
555
Από τις εκδόσεις
μαρξιστικό βιβλιοπωλείο κυκλοφορούν τα βιβλία...
www.marxistiko.gr Φειδίου 14-16, τηλ.: 210 5247584
Η Οικονομία του Τρελοκομείου Καπιταλισμός και αγορά σήμερα
Είχαμε συνηθίσει να ακούμε από υπουργούς, οικονομολόγους, αναλυτές στα ΜΜΕ, ότι ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό σύστημα που μπορεί να δουλέψει. Μετά την ελεύθερη πτώση της παγκόσμιας οικονομίας το Σεπτέμβρη του 2008, μόνο ως αστείο ακούγεται. Έτσι κι αλλιώς για τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού του πλανήτη ο καπιταλισμός έχει αποτύχει. "Πετάξτε τον καπιταλισμό και βάλτε στη θέση του κάτι ομορφότερο", έγραφε το πλακάτ ενός διαδηλωτή σε μια από τις πρώτες κινητοποιήσεις που ακολούθησαν το Σιάτλ. "Κάτι" που να μη δημιουργεί εκατομύρια ανέργους, εκατομύρια πεινασμένους, εκατομύρια στα όρια της φτώχιας, την ώρα που ο πλούτος που παράγεται είναι μεγαλύτερος από ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ανθρώπινου είδους και μια μικρή μειοψηφία ζει μέσα στη χλιδή. Σε αυτό το βιβλίο ο Chris Harman εξηγεί που οφείλονται οι κρίσεις, ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις του καπιταλισμού, γιατί υπάρχει αυτή η παρανοϊκή σπατάλη. Και αναλύει την επικαιρότητα μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης για την έξοδο από το χάος της αγοράς.
Η Χαμένη Επανάσταση Γερμανία 1918-1923
Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Οι επαναστάσεις που χάνονται, γρήγορα λησμονούνται. Μια τέτοια επανάσταση ήταν αυτή που ξέσπασε στη Γερμανία πριν από 90 χρόνια, τον Νοέμβρη του 1918. Μέσα σε όλο το επαναστατικό κύμα που ακολούθησε το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, τα γεγονότα στη Γερμανία ήταν αυτά που ανάγκασαν τον πρωθυπουργό της Βρετανίας, Λόιντ Τζορτζ, να δηλώσει: "Οι μάζες αμφισβητούν όλη την υπάρχουσα πολιτική, κοινωνική και οικονομική τάξη πραγμάτων από τη μια άκρη της Ευρώπης μέχρι την άλλη".
Για πέντε συνεχή χρόνια, ανάμεσα στο 1918 και το 1923, μια ανεπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού πέρασε από αλλεπάλληλες κρίσεις που οδήγησαν σε μια παρατεταμένη επαναστατική κατάσταση και μεγάλες εργατικές εκρήξεις. Χωρίς μια βαθιά κατανόηση της ήττας της γερμανικής επανάστασης, δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη βαρβαρότητα που σάρωσε την Ευρώπη τη δεκαετία του 1930 και κατέληξε στο σφαγείο του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ναζιστική σβάστικα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία σαν έμβλημα στις στολές των αντεπαναστατικών ορδών του 1918-23 και πως η ήττα στη Γερμανία οδήγησε στην απομόνωση της ρώσικης επανάστασης, στρώνοντας έτσι το δρόμο για την επιβολή του σταλινισμού.
Α
ντιμέτωποι με τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2007, κάποιοι οικονομικοί σχολιαστές άρχισαν να μιλούν για «τράπεζες ζόμπι»: για χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που βρίσκονταν σε μια «απέθαντη» κατάσταση και είναι ανίκανοι να επιτελέσουν οποιαδήποτε θετική λειτουργία, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν απειλή για κάθε τι ζωντανό που υπάρχει στον πλανήτη. Όμως, όχι μόνο οι τράπεζες αλλά συνολικά ο καπιταλισμός στον 21ο αιώνα είναι ένα σύστημα ζόμπι: ένα νεκροζώντανο σύστημα, ανίκανο να ικανοποιήσει οποιαδήποτε ανθρώπινη ανάγκη και συναίσθημα, αλλά ικανό για απότομες εκρήξεις που σπέρνουν παντού το χάος και τη δυστυχία.
Ο Chris Harman δείχνει το γιατί η αντίληψη του Μαρξ για τον καπιταλισμό αποτελεί τη βάση για κάθε ερμηνεία του κόσμου, όπως αυτός αναδύθηκε και εξελίχθηκε τον τελευταίο ενάμιση αιώνα. Αποδεικνύει γιατί οι ρίζες της σημερινής οικονομικής κρίσης δεν βρίσκονται στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, αλλά πολύ βαθύτερα, στην κρίση κερδοφορίας που τριάντα χρόνια νεοφιλεύθερης επίθεσης δεν έχουν κατορθώσει να αντιστρέψουν. Επιχειρεί μια επιστροφή στον Μαρξ και καταπιάνεται με τις αντιρρήσεις και τις αμφισβητήσεις της θεωρίας του, τόσο από τους αντίπαλους της μαρξιστικής θεωρίας όσο και από αυτούς που τοποθετούσαν τον εαυτό τους μέσα στο μαρξιστικό στρατόπεδο. Στη συνέχεια, κάνει μια αναδρομή στην ιστορία του καπιταλισμού σε όλο τον περασμένο αιώνα. Το σύστημα πέρασε μέσα από τη μεγαλύτερη κρίση του στη δεκαετία του 1930, επιβίωσε και γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθησή του στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες πριν επιστρέψει ξανά στα κρισιακά φαινόμενα που το σημάδεψαν στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και κορυφώθηκαν πρόσφατα. Με αυτό το υπόβαθρο, ο συγγραφέας είναι σε θέση να αντιμετωπίσει στην τελευταία ενότητα του βιβλίου τη σημερινή φάση του καπιταλισμού σε ανοιχτό διάλογο με όλες τις απόψεις που αναπτύσσονται γύρω από την τρέχουσα συγκυρία, καταλήγοντας ότι η κοινωνική δύναμη που μπορεί να ανατρέψει και να δώσει τέλος στην εξουσία του κεφάλαιου είναι η παγκόσμια εργατική τάξη.
;αρξιστικό
βιβλιοπωλείο ISBN, 978-960-7967-58-9