SEAM CITY ΜΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ Οι πρώτες σκέψεις αναπτύχθηκαν με αφετηρία το νερό ως φυσικό στοιχείο, την πόλη σαν οργανισμό, την ιστορικότητα αυτής, αλλά και τη μνήμη, ορατή και αόρατη, που ενυπάρχει σε μια πόλη,- ποιότητες που συνθέτουν τον κοινωνικό, τον οικονομικό, και τον πολιτισμικό χαρακτήρα μιας πόλης. Ο χρήστης μιας πόλης είτε περαστικός είτε μόνιμος, περιπλανώμενος σε αυτήν βιώνει διαφορετικές εμπειρίες ανάλογα με τη διαδρομή που επιλέγει να ακολουθήσει. Στόχος λοιπόν, αυτής της εργασίας είναι η δημιουργία μιας διαδρομής που θα λειτουργει σαν μια ραφή της πόλης. Μια διαδρομή που κατα το δυνατό θα συμπυκνώνει τις διαφορετικές εμπειρίες που μια πόλη μπορεί να προσφέρει στο χρήστη της, εξομαλύνοντας τη μεταβαση στις εναλλαγές τους. Και ταυτόχρονα μια χάραξη για το νερό όπου αυτό ταξιδεύει μέσα στην πόλη, αναζωογονώντας κάποια από τα ιστορικά και πολιτισμικά μνημεία της, σε μια προσπάθεια ζεύξης και ανάδειξης των διαφορετικών της ποιοτήτων.
Όσον αφορά την αστική γεωγραφία της Πάτρας ένα κεντρικό χαρακτηριστικό, είναι η διαίρεσή της στην Άνω και Κάτω πόλη, που συνδέονται μεταξύ τους με σκάλες. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη φυσική γεωγραφία της περιοχής και του μοντέλου ανθρώπινης κατοίκησης. Η Κάτω πόλη, η οποία περιλαμβάνει τον αστικό πυρήνα του 19ου αιώνα και το λιμάνι, βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και απλώνεται μεταξύ των εκβολών των ποταμών Γλαύκου και Χαράδρου, και είναι χτισμένη πάνω σε ένα αρχικά ποταμογενές και ελώδες έδαφος, ενώ η Άνω πόλη καλύπτει την περιοχή των παλαιότερων οικισμών, γύρω από το φρούριο, πάνω στις δυτικότερες υπώρειες του Παναχαικού όρους (1,962 μ) πριν τον Πατραικό κόλπο.
Κατά τη μελέτη της Πάτρας, προσπάθησα να εντοπίσω τις πυκνώσεις γεωκοινωνικών και γεωπολιτικών ποιοτήτων ανά χρονικότητες στην ιστορία της Πάτρας. Αναλυτικότερα, από την προιστορική περίοδο ακόμα, οι περιοχές που επιλέγονταν από τους ανθρώπους για να κατοικηθούν ήταν περιοχές δίπλα σε λίμνες, ποταμούς, πηγές, αλλά κυρίως σε περιοχές που αντίκρυζαν τη θάλασσα. Παρόμοια στη ρωμαική εποχή, το νερό εμφανίζεται σαν το σημαντικότερο στοιχείο της πόλης της Πάτρας. Συγκεκριμένα, η επιλογή της Πάτρας για τη δημιουργία της Ρωμαικής αποικίας, οφείλεται στην επίκαιρη παραθαλάσσια θέση της, η οποία πληρούσε τις προυποθέσεις για την κατασκευή του λιμανιού που αποτέλεσε εμπορικό σταθμό από την περίοδο της σύγχρονης αρχαιότητας ως τις μέρες μας.
Αντιμετωπίζοντας τις ποιότητες αυτές, σαν δίπολα που συναντιούνται σε ένα σκληρό όριο, αναδύθηκαν τρία σημεία ενδιαφέροντος.
λεκάνες απορροής
Θέλοντας να προσδιορίσω με αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο το κάθε σημείο/πυκνωτή ξεχωριστά, έγινε μια προσπάθεια ερμηνείας των χαρακτηριστικών της κάθε χρονικότητας με χωρικούς, υλικούς και κινησιολογικούς ορισμούς. Μέσα από αυτούς τους 3 πυκνωτές, διαμορφώνεται η χάραξη και η διεύθυνση της διαδρομής αλλά όχι η κατεύθυνση. Οι πυκνωτές δεν ορίζονται ως αφετηρίες, σταθμοί ή τερματισμοί, δε γίνονται αυτοσκοπός, αλλά ένα κομμάτι της πόλης που αντανακλά σημαντικές χρονικότητες και ποιότητες αυτής.
Στον προβλήτα υπάρχει μια είσοδος προς στη διαδρομή η οποία περνά υπέργεια την οδό Όθωνος Αμαλίας και ενώνει τη θάλασσα με τον πεζόδρομο που διαμορφώνεται στην Άστιγγος. Ο πεζόδρομος αυτός συνεχίζει μέχρι την οδό Κορίνθου και την πλατεία Πυροσβεστείου.
Σημείο ανάπαυσης πριν την υπόγεια διάβαση της οδού Κορίνθου, πλαισιωμένο από μια τεχνητή λίμνη, σε παραλληλισμό με την Αχερουσία λίμνη, τον ποταμό Αχέροντα και την κατάβαση στον Άδη.
Συνεχίζοντας προς τα ανατολικά, η κλίση του εδάφους αυξάνεται με μεγαλύτερο ρυθμό, και ο πεζόδρομος συνεχίζει μεχρι το σημείο που η πόλη συναντά το βουνό. Στόχος σε αυτό το σημείο της διαδρομής ήταν να δημιουργηθεί μια αμφίσημη εμπειρία για το χρήστη όπου το όριο μεταξύ του βουνού και της πόλης δεν είναι σαφές, ενώ το νερό αρχίζει και διακλαδώνεται όπως συμβαίνει στις φυσικές χαράξεις του, μετά από μεγάλες υψομετρικές διαφορές.
Την είσοδο στο βουνό ακουθεί ένας μεγάλος διάδρομος, ο οποίος εκτείνεται παράλληλα με μια υδατοδεξαμενή που συλλέγει το βρόχινο νερό, από το οποίο τροφοδοτείται το ρυάκι της διαδρομής, και καταλήγει στον τελευταίο πυκνωτή, κοντά στη θέση του Ρωμαικού Υδραγωγείου.
Μέσα από αυτούς τους τρείς πυκνωτές λοιπόν, στόχος ήταν να αναδυθεί μια νέα εμπειρία της πόλης, σχεδιασμένη μέσα από την ιστορικότητα και τη μνήμη της πόλης, με εργαλείο το κυρίαρχο φυσικό στοιχείο του νερού. Έτσι επαναπροσδιορίζεται η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον και την πόλη μέσα από τα ίδια τα υποκείμενα, με κάθε τι, ορατό και αόρατο που συνεχώς επηρρεάζει αυτή τη σχέση, ακόμα και ως πιθανότητα ανάμνησης.