IONES

Page 1

1


2


3


4


5


6


Άννα Αϊβαζόγλου

-Πως τη λένε, Λυκίνε, την πανέμορφη αυτή γυναίκα, που πριν λίγο πέρασε μπροστά μας; -Τ΄όνομά της δεν το ΄μαθα, Πολύστρατε. Το μόνο που ξέρω είναι πως κατάγεται από τη Σμύρνη. Για να σου την περιγράψω είμαι αναγκασμένος να επικαλεστώ τη βοήθεια όλων των καλλιτεχνών,παίρνοντας από τα αριστουργήματά τους ό,τι το καλύτερο. Μόνοι ικανοί γι αυτό θα ήσαν ο Απελλής και ο Ζεύξις, ο Παράσσιος και ο Φειδίας. «Λουκιανός» Χρήστος Σωκρ. Σολομωνίδης, «Μνήμη Σμύρνης», Αθήνα 1963

7


Δεκαετία΄60. Από αριστερά, Καίτη Αϊβαζόγλου, Ειρήνη Αϊβαζόγλου, Χρύσα Σκαλίδου

8


Δεκαετία ΄30. Δεξιά, Δέσποινα Αϊβαζόγλου, το γένος Μπουρονσούζογλου 9


1950. Αδελφές Αλεξανδρίδη. Από κάτω Ελισσάβετ, 3η Μαρία, 4η Πόπη

Δεκαετία ‘50. Στη μέση Μαρία Αλεξανδρίδου -Φωτάκη 10


1956. Μυρσίνη Αλεξανδρίδου

…Καμιά δεν φτάνει τη γυναίκα της Μικρασίας. Ούτε στην πάστρα ούτε στο νοικοκυριό. Όποια ώρα κι αν πας στο σπίτι της, αστράφτει. Ντρέπεσαι να μπεις μέσα. Φλουρί το σανιδένιο πάτωμα. Όλα πεντακάθαρα και όλα κεντημένα!… Και τι χάρη η περπατησιά της!…Τι νάζι το φέρσιμό της!…Ό,τι και να πούμε οι Μικρασιάτισσες είναι σκερτσόζες, όμορφες, αεράτες. Άμα παντρευτούν είναι οι καλύτερες σύζυγοι και μητέρες... Ιφιγένεια Χρυσοχόου, «Ξεριζωμένη Γενιά», εκδ. Φιλιππότη

11


Δεκαετία ‘50. Αριστερά, Πόπη Αλεξανδρίδου - Πετρούλια

1948. Μαρία Αλεξανδρίδου-Φωτάκη 12


Την Κυριακή το απόγευμα ο κεντρικός δρόμος του Συνοικισμού γίνεται αγνώριστος... Νέοι καλοντυμένοι κι ευπαρουσίαστοι,μ΄ ένα λουλούδι στ΄ αυτί ή στο χέρι, με την κουβέντα ή την έξυπνη απάντηση στα χείλη,με το χαμόγελο πάνε καθ΄ ομάδες πέρα δώθε στον δρόμο αυτόν τον κεντρικό, ανταλλάζοντας φωναχτά κουβέντες μ΄ άλλες παρέες ή πειράζοντας και γλυκοκοιτώντας, τις παρέες των κοριτσιών, που καλοστολισμένα, χαρωπά κι ελεύθερα πάνε κι αυτά απάνω-κάτω μέσα στο δρόμο.

1944. Ελισσάβετ Αλεξανδρίδου - Κοπάνου

«Η Νέα Ιωνία του΄33». Δημοσιογραφική έρευνα του Άθω Τριγκώνη για την εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή».Επιμέλεια Δημήτρης ΚωνσταντάραςΣταθαράς, εκδ. Πολιτιστική Εστία Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «ΙΩΝΕΣ».

13


1950. Nάτα Aνδρονικίδου - Σπυρίδου

14


1950. Δεξιά, Μαρία Ανδρονικίδου 15


Όλες αυτές νωρίς – νωρίς καλοπαντρευόντανε γιατί ήταν όμορφες, νόστιμες, κοκέτες. Είχανε το «γκέλ» (τουρκ. έλα) δηλαδή, το τραβηχτικό, μα ήταν και καλοαναθρεμμένες, νοικοκυράδες και χρυσοχέρες. Δημήτρης. Αρχιγένης, «Η ζωή στη Σμύρνη», Αθήνα 1981

1933. Παράσχω Αναγνωστοπούλου, Διαμάντω Αναγνωστοπούλου, Ευαγγελία Αναγνωστοπούλου - Γκαμέτη

Δεκαετία ΄40. Παναγιώτα Αναστασοπούλου - Χρύση 16


Τα «λουμίνια» ήταν τότε το κυρίως εργαλείο της περμανάντ…Ήταν δυό κομμάτια αλουμινίου και ανάμεσα βάζαμε ένα κομμάτι φανέλας με υγρό που έκανε την ενέργεια για να κατσαρώσει το μαλλί. Ύστερα το τυλίγαμε με εφημερίδες. Με πενσάκι, η κομμώτρια τα στερέωνε στα «φελά» που χώριζαν σε σειρές τα μαλλιά και εμπόδιζαν τα εγκαύματα του δέρματος. Γεωργία Καρακατσοπούλου Χαϊδούλη,«Καλλιπόλεως 29»

Χρυσάνθη Βακαλούμη

1951. Ελένη Βαλαχή-Γεωργιάδου 17


1950. Μαρίτσα Βαφέα-Σταματιάδου

Οι κουνιάδες της κι εκείνη μια φορά το μήνα θα μαζεύονταν στο κελάρι της θείας και θα δούλευαν στο πέτρινο μεγάλο γουδί την κρέμα που έβαζαν στο πρόσωπό τους και ήταν ίδιο σαν άσπρο και ατσαλάκωτο χαρτί χωρίς λεκέδες και ρυτίδες. Έκαναν αυτήν τη διαδικασία συνεταιρικά, για να είναι μικρότερος ο κόπος και να κρατιέται φρέσκια η κρέμα, αφού η συνταγή δεν περιελάμβανε κάποιο συντηρητικό. Αγόραζαν «ρεφενέ» τα υλικά. Τα θυμάμαι, γιατί τα αγόραζα συχνά. Ήταν βούτυρο «γλυκό», ροδόσταμο, πέτρα – κάποιο μεταλλικό στοιχείο, νομίζω υδράργυρος – αγορασμένη με το γραμμάριο απ΄ το φαρμακείο. Καμιά φορά διπλασίαζαν τη δόση και προμήθευαν τη μαγική πομάδα – με το αζημίωτο βέβαια – σε ΄κείνες τις γειτόνισσες και φίλες που «ζούλευαν» τη μούρη τους, μέσα σε μικρά πανέμορφα βαζάκια. Γεωργία Καρακατσοπούλου Χαϊδούλη, «Καλλιπόλεως 29»

18


1947. Αριστερά, Άννα Βεκλίδου

1940. Έλλη Βεκλίδου 19


Κωνσταντινούπολη 1912. Μαρίκα Βεκλίδου.

Σαν είδε ο Δημητρός μπροστά του τη Λωξάνδρα, φαρδύπλατη, μακρόσκελη, λεβέντισσα,γεροδεμένη δωρικιά κολόνα, να μπαίνει στην κάμαρα κρατώντας το δίσκο με το γλυκό στα χέρια της, άνοιξε η καρδιά του. Χάρηκε τα μαύρα της μαλλιά,το καλοφτιαγμένο της κρανίο και το γερό σαγόνι. Για φαντάσου! Όμορφη δεν ήταν, γιατί η όμορφη κοπέλα έπρεπε να έχει μέση δαχτυλίδι, πρόσωπο χλωμό και ώμους στρογγυλούς, όπως ήταν η Θεανώ. Και όμως γιατί ταράχτηκε έτσι ο Δημητρός; Γιατί είπε το «ναι» αμέσως χωρίς να βεβαιωθεί αν ήταν κατάλληλη να μεγαλώσει τα παιδιά του, αφού χατήρι των παιδιών παντρεύονταν; Κύριε ελέησον! Μαρία Ιορδανίδου, «Λωξάνδρα» Βιβλ. της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σία Α.Ε.

20


1950. Δεξιά, Αργυρώ Βογιατζή - Φαρμακίδου

1937. Αργυρώ Βογιατζή - Φαρμακίδου με την κόρη της Στέλλα 21


Όμορφο που ΄χε γίνει το Κατινάκι! Φαίνεται όλο το μπόι το ΄χε ρίξει τα χρόνια του δημοτικού και δεν ψήλωσε άλλο. Δεν ήταν ούτε ψηλή μα ούτε κοντούλα. Με κείνα τα μάτια που ομορφότερα δεν είχε παιδί στη Σμύρνη και τα σγουρά της τα μαλλιά έμοιαζε αγγελάκι κάποιας χριστουγεννιάτικης ζωγραφιάς. Άδικα προσπαθούσε να τα ισιώσει αυτά τα μαλλιά όπως ήταν ο συρμός. Της ξέφευγαν και ξεπετάγονταν σκανταλιάρικα, δαχτυλιδένια τσουλουφάκια, μια κάτω απ΄ τ΄ αυτί, μια στο μέτωπο, μια στα ροζ της μαγουλάκια. Θα στην κλέψουνε κυρ Μανώλη, λέγαν στον μπαμπά και πόσο καμάρωνε εκείνος!Ήξερε πως κανένα φόβο δεν είχε να του την κλέψουν με τέτοιο κέρβερο, τη μαμά.Ξεχείλιζε η ζωή απ΄το Κατινάκι. Πήγαινε να σκάσει μέσα στα στενά φουστάνια, ίδια πάντα ραμμένα με της Μαρίτσας. Οι δίδυμες κοιμόνταν ακόμα μαζί στο ίδιο κρεβάτι κι έστηναν αυτί τις νύχτες ν΄ακούσουν καντάδες... Ελένη Δικαίου,«Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά», εκδ. Ακρίτας

22

Δεκαετία ‘30. Ειρήνη Βογιατζή


1949. Κωστούλα Βογιατζή και τα μοδιστράκια της

1953. Κωστούλα Βογιατζή - Συρβανίδου και οι μοδιστρούλες της. 23


Δεκαετία ΄50. Αικατερίνη Πετροπούλου-Βουλγαρίδου

1940. Δήμητρα Πετροπούλου-Βουλγαρίδου

Δεκαετία ΄50. Μαρία Πετροπούλου - Βουλγαρίδου 24


1961. Στο κέντρο, Ντίνα και Μαρίτσα Γαρίτση, πίσω Αγγέλα Καμμένου-Καζανίδου, δεξιά Ειρήνη Αϊβαζόγλου - Τζουμάκα

1961. Μαρίτσα και Ντίνα Γαρίτση 25


Κομψευόμενοι νέοι, εναγωνίως περιμένουν το κρυφό χαιρετισμό της «εκλεκτής» των. Στο πλακόστρωτο αντηχούν της Σμυρνιοπούλας τα βήματα. Στον αγέρα θροούν τα πολύχρωμα φουστάνια της. Φθόγγοι και ήχοι, που ξεκινούν από τις μουσικές των πολυθόρυβων κέντρων, συμπλέκονται με τα κρυστάλλινα γέλια των ωραίων Σμυρναΐδων. Φύκια, που ξεχύνει ο μόνιμος από το πρωί ως τη δύση μπάτης, πλέκονται στα τραγουδημένα γοβάκια των κοριτσιών. Στο ατλάζι της θάλασσας, που παιχνιδίζει ο θεότρελλος ζέφυρος, λικνίζονται οι λευκές σαν κύκνοι βάρκες και καμαρωτά πλέουν τα βαποράκια του Κορδελλιού....Παντού αχολογά η ευθυμία και σφύζει η ζωή. Και σ΄όλα αυτά κατακλείς και κορωνίς, το τραγουδημένο ηλιοβασίλεμα...Κοιτάζω τη δύση, γράφει ο Flaubert. Ποτέ και πουθενά δεν ατένισα παρόμοιο θαυμαστό θέαμα... Χρήστος Σωκρ. Σολομωνίδη,«Της Σμύρνης», Αθήνα 1957

1960. Αθανασία Μωραΐτη - Γαρίτση

Δεκαετία΄60. Αναστασία Γίδου 26


1950. Αριστερά, Παρασκευή Γκίκα

1955. Περσεφόνη Γκίκα 27


…καλησπέρα έρωτα. Εδώ γεννήθηκες. Εδώ, στην καρδιά αυτού του κοριτσιού....Εδώ σαΐτεψες τα πρώιμα νιάτα. Εδώ η Γεωργίτσα, η Κατινίτσα, η Μαρίτσα, η Ελενίτσα.....Εδώ το χλιμίντρισμα της αναταραχής και της ορμής. Εδώ το μπουμπούκιασμα, το φούσκωμα. Εδώ οι πρώτοι καημοί για σένα, έρωτα. Τι τους νοιάζει αν το ρούχο είναι τριμμένο. Αν το παπούτσι τρύπιο. Αν το στομάχι γουργουρίζει απ΄ τα νεροζούμια ή αν είναι στουμπωμένο απ΄ το σκέτο ψωμί… Νυφοπάζαρο το βαφτίσανε οι μεγάλοι και νυφοπάζαρο το λέγανε όλοι. Μόλις σκοτείνιαζε άρχιζε το σεργιάνι...Μυρμηγκιάζουν τα νιάτα,καρφίτσα να ρίξεις, δε θα πέσει χάμω. Εδώ στο νυφοπάζαρο γνωρίστηκαν τα ζευγαράκια. Εδώ γεννήθηκε ο έρωτάς τους. Εδώ τα ζαχαρώματα,οι τζιλβέδες,τα γλυκοθωρίσματα. Εδώ οι τσαχπίνες, οι ναζιάρες, οι τσακίστρες,οι σκανταλιάρες, οι καμωματούδες. Κι ας είναι όλες χθεσινά μωρά. Κι ας ζήσαν όλα την κόλαση του ξεριζωμού. Κι ας ζουν το δράμα της προσφυγιάς. Ιφιγένεια Χρυσοχόου, «Ξεριζωμένη Γενιά», εκδ. Φιλιππότη

Χαρίκλεια και Αριστέα Δανού

28


...είναι γεγονός ότι τις θέαινες της Ιλιάδος, την καμωματού την Αφροδίτη, τη γόησσα Ήρα και τη σαγηνεύτρα Άρτεμη δεν τις είδαμε αλλού προσωποποιημένες, παρά μόνο στη Σμύρνη. Κώστας Αθάνατος

Χρ.Σολομωνίδης «Μνήμη Σμύρνης», Αθήνα 1963

Δεκαετία ΄20. Πολύμνια Δελή, Δέσποινα Μαστρογιάννη Λουκίδου και Μαριάνθη Μαστρογιάννη

29


«Τον είδα να περνοδιαβαίνει μπροστά μου ο γυναικείος κόσμος, τέλειος στη σωματική διάπλαση, τέλειος στην ομορφιά, υπερήφανος στο βάδισμα, τολμηρός στο λόγο, στην έκφραση του προσώπου, ολοζώντανος, στο βλέμμα οξύς κι είπα πως δεν είναι μόνο καταχτητής της καρδιάς των συνόμοιών μου Σμυρναίων, αλλά και αυτής της γης των... Αντρέας Καρκαβίσας,1892 Φάνης Κλεάνθης, «Η Ελληνική Σμύρνη», Εστία, Αθήνα «Σμύρνη», Θωμάς Κοροβίνης, «Μεταίχμιο»

Μυροφόρα Διαμαντή, το γένος Τουτουτζόγλου 30


1950. Ειρήνη Δοντά, Στέλλα Φαρμακίδου

Πολύ της μόδας ήταν στα ταγιέρ να έχουν πάνω δεξιά ένα μικρό τσεπάκι στο οποίο έμπαινε το ρολογάκι της κυρίας. Τα ρολόγια αυτά ήταν έργα τέχνης με διαμάντια, με ρουμπίνια, με σμάλτα. Στηρίζονταν από μια καδένα χρυσή μακριά, η οποία περνούσε στο λαιμό της κυρίας... Σε αυτές τις καδένες άλλες κυρίες περνούσαν είτε το ρεπίδι- τη βεντάλια -κι έκαναν αέρα χαριτωμένα, ή τα φασαμέν, διότι έπρεπε να μη φορούν γυαλιά, εάν είχαν δυσκολία στην όραση. Γιώργος Θ. Κατραμόπουλος, «Η Σμύρνη των Σμυρνιών», εκδ. Ωκεανίδα

31


Όχι μόνον πολύ ωραίες, αλλά και πολύ φιλάρεσκες. Πάντως, κύριο χαρακτηριστικό της ομορφιάς τους ήταν το ότι δεν ήσαν στέκες άσαρκες, αλλά με καμπύλες που έκαμαν εντύπωση και στον εξάδελφο του Παπαδιαμάντη, -τον έτερο Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερο, τον έξοχο πεζογράφο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη που (πολύ μεταγενέστερα βεβαίως) άφησε την Ακαδημία για να μπει σε μοναστήρι. Γράφει, λοιπόν, ο Μωραϊτίδης, παραβάλλοντας τις καλλίσωμες Σμυρναίες με τις λιγνές και στεγνές Αθηναίες: Όλαι αι νεάνιδες της Σμύρνης είναι ωραίαι, όλαι ανθηραί, όλαι δροσεραί. Ουδεμία «καλαμώδης» κηφισσιάς, ουδεμία «αυχμώδης» ιλισσιάς. «Φάνης Κλεάνθης, «Η ελληνική Σμύρνη», Εστία, Αθήνα. «Σμύρνη», Θωμάς Κοροβίνης, «Μεταίχμιο»

Δεκαετία ΄50. Κυριακή Ζέρβα- Στεφάνου 32


Δεκαετία΄50.Κυριακή Ζέρβα Στεφάνου

33


....άσταφταν τα νιάτα στα καστανά της μάτια ζητώντας απαιτητικά τα δικαιώματά τους, πάνω από καταστροφές και προσφυγιές και χαμένα όνειρα για δασκαλίκια. Φορούσε ένα φουστάνι κόκκινο, απ΄τα υφάσματα που μοίραζαν στους πρόσφυγες. Ίδιο πάντα με της Μαρίτσας. Μονάχα που εκείνης το ύφασμα είχε ένα μάτισμα στην πλάτη. Με τίποτα δεν υποχωρούσε το Κατινάκι-δεν έφτανε βλέπεις το ύφασμα-αναγκάστηκε στο τέλος να πάρει το ματισμένο φόρεμα η Μαρίτσα. Ελένη Δικαίου,«Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά»,εκδ. Ακρίτας

Δεκαετία ΄50. Σούλα Ζησάκου.

1949. Σούλα και Μαρία Ζησάκου. 34


1964. Οι αδελφές Ελένη και Τούλα Ζιώγα (κόρες της Βαγγελιώς Ιορδανίδου) και η μικρή Μαρία Νάνου (κόρη της Αναστασίας Ιορδανίδου)

35


Η Σμυρνιά έχει τάγια Ελληνική, σιλουέτα Ευρωπαϊκή, σκέρτσο Ανατολίτικο....Κοσμικές όλες τους και περιποιητικώτατες, αλέγρες,γλυκές, έξυπνες και προ πάντων λουσάτες... Το ιδιαίτερον γνώρισμα η κοκκεταρία... Κώστας Καραμούζης,«Περπατώντας η δόξα..., εταιρεία Τύπος, Αθήνα. «Σμύρνη», Θωμάς Κοροβίνης, «Μεταίχμιο»

1926. Μαρία Θεοδωρακόγλου, το γένος Βαφειάδη

36


1948. Αναστασία Ιορδανίδου - Νάνου.

1957. Οι αδελφές Ιορδανίδου Πιπίτσα (Μάλλια) και Αναστασία (Νάνου). 37


1956. Κατίνα Παπαδοπούλου - Ιορδανίδου με τις κόρες της Αναστασία και Πιπίτσα και την κουμπάρα της Μαρίτσα Καμπέρη.

38


Μια μέρα ο πατέρας ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Η Όλγα που μπήκε με τη φιλενάδα της τη Χρυσούλα δεν τον πήρανε χαμπάρι.. Είχανε πει αντίκρυ στον Αντρίκο να βάλει δυνατά τον φωνογράφο, για να μάθει η Όλγα τα βήματα του τσάρλεστον. Τραγουδούσε ο Άλ Τζόλσον:Who’s that coming down the street/Who’s that looking so petit/ Yes, sir, that’s my baby. Η Όλγα στήριξε τα χέρια της στην πλάτη μιας καρέκλας και μιμείται τη Χρυσούλα που χορεύει. Στριφογυρίζουν οι μύτες των ποδιών στο πάτωμα. Κάνουν μικρά, πηδηχτά βηματάκια. Σηκώνονται οι φτέρνες και χτυπιούνται στον αέρα. Τινάζονται οι σφιχτοδεμένοι γοφοί. Τραντάζεται ολόκληρο το σώμα. Ξεβιδώνουν, λες, σιγά-σιγά τα μέλη. Η αψάδα του πρώτου ξυπνήματος της νιότης ξεσπά σ΄ απότομα λακτίσματα, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Ξεδίνουν τα πρώτα λαχταρίσματα στον τρελό ρυθμό. Σπαρταρά η σάρκα στο αδιάκοπο σείσιμο. Μεθυσμένο ταρακουνιέται το κορμί. Ο πατέρας δεν πιστεύει στα μάτια του. Η απορία γίνεται οργή... Ιφιγένεια Χρυσοχόου, «Ξεριζωμένη Γενιά», εκδ. Φιλιππότη

1963. Δεξιά, Παρθενόπη Ιωαννίδου-Ηλιάδου. Αριστερά, Ιουλία Κωνσταντινίδου 39


Δεκαετία ΄20. Λαμπρινή Καγιάφα-Παρασκευά

40


1950. Αρχοντούλα Καϊάφα - Ροδίτου

1954. Αρχοντούλα Καϊάφα - Ροδίτου και η μικρή Ελένη Ροδίτου 41


Φανταστείτε ότι άλλαξα δέκα διαφορετικά φορέματα μέχρι να καταλήξω. Όχι εκείνο γιατί είναι βαρύ...όχι το άλλο γιατί δεν με κολακεύει, το τρίτο έτσι, το τέταρτο αλλιώς, στο δέκατο κατέληξα επιτέλους! Αμ, να ήταν μόνον αυτό;Μετά έπρεπε να ταιριάξω και τα παπούτσια, την τσάντα, το φουλάρι, να φτιάξω το μαλλί, να βαφτώ κομμάτι, αν κι εδώ που τα λέμε δεν το είχα ιδιαίτερη ανάγκη, καθώς το πρόσωπό μου φεγγοβολούσε, αλλά η γυναικεία αυταρέσκεια με οδήγησε και σε αυτό το μονοπάτι..Έπρεπε το απόγευμα η παρουσία μου να μην περάσει τουλάχιστον απαρατήρητη! Είμαι Πολίτισσα εγώ για, γι αυτό αισθανόμουν υποχρέωση απέναντι στην παράδοσή μας να είμαι μια κοκέτα!

Από αριστερά, Μαρίτσα Καζακίδου - Αλεξάνδρου, Πολυξένη Κουτσουμπέλια - Αλεξάνδρου. Κάτω, Θεοδώρα Χατζηδημητρίου Αλεξάνδρου.

42

Θοδωρής Δεύτος, «Είμαι Πολίτισσα, τζάνουμ!», εκδ. Ωκεανός.


Η μαμά σιχαινόταν το κακομοιριασμένο ύφος....ντυνόταν με ό,τι καλύτερο της είχε απομείνει. Χτένιζε τα μαλλιά ψηλά με τα φιλντισένια χτενάκια της κι αν ήταν κρύος ο καιρός, φόραγε από την καλή το περιβόητο λούτρινο μαντώ της. Στεκόταν στην ουρά με το κεφάλι ψηλά και να δεις που ποτέ κανείς δεν την έσπρωξε, κανείς δεν την είπε «κυρά μου». Ελένη Δικαίου,«Τα Κοριτσάκια με τα Ναυτικά», εκδ. Ακρίτας

1947. Ισμήνη Μωραΐτου- Καϊσερλή 43


1933. Τρίτη από δεξιά Θέκλα Χιώτη - Καμμένου, πρώτη από δεξιά η Θάλεια Μελισσουργού

44


1959. Αγγέλα Καμμένου - Καζανίδου

1956. Θέκλα Χιώτη - Καμμένου, Ασημίνα Καμμένου - Γκιώνη, Ουρανία Λεφάκη - Καμμένου 45


Δεκαετία του ‘30. Βασιλεία Κανδύλα

1955. Σοφία Καπετανίδου- Λουκίδου με τη Θελξινόη Λουκίδου και τον Δημήτρη Λουκίδη. 46


1955. Κασιανή Μανιώτου-Καρακατσάνη

1965. Μαρία Καρακατσάνη-Ζαχαρέλη 47


Γεωργία Καρακατσοπούλου-Χαϊδούλη

Ήταν η θεία «μπουκαλάκι για άρωμα», αδύνατη και μικροκαμωμένη. Όμως έκαψε καρδιές στα νιάτα της..... Ήξερα από πολύ μικρή, πως για να «στέκει» το φουστάνι της στο στήθος-επειδή δεν είχε- στερέωνε με παραμάνες δυο μικρά,στρογγυλά μαξιλαράκια μέσα από το μεσοφόρι της. Πέρναγε με «δαφνόκλαρο» καβουρνιασμένο τα φρύδια και την άκρη των ματιών, το πρόσωπο με κοπανισμένο ρύζι για πούδρα και με αβρωνιά- ένα φυτικό καλλυντικό-τα μάγουλα για να κοκκινίσουν. Επίσης στον κότσο της-για να είναι γεμάτος-χρησιμοποιούσε «μπουμπάρι». Στα «μπουμπάρια» ήταν ειδικός ο θείος Ηλίας, που τα έφτιαχνε -για όλο το «γυναικομάνι του σογιού»- με ευλύγιστο καλώδιο. Τύλιγε το καλώδιο επιδέξια με τις τρίχες που ευλαβικά φύλαγε η καθεμιά από το χτένι της στο πρωινό χτένισμα, για να μην παραλλάζει η απόχρωση από το δικό τους μαλλί και είναι ο κότσος ή και το «ρολό» σαχλαμάρα.

Γεωργία Καρακατσοπούλου- Χαϊδούλη,«Καλλιπόλεως 29»,εκδ.«Επικοινωνία»-Κ. Καρεκλίδου

48


1954. Ντίντα Στεργίου -Καρακατσοπούλου και Ευαγγελία Ανθούλη-Κίτσιου

49


1938. Ντίντα (Δήμητρα Στεργίου -Καρακατσοπούλου) 50


1965. Αδερφές Χρυσάνθη, Φιλίτσα, Νίτσα Καραμανλάκη και Μαρία Μανουηλίδου - Μωραϊτίδου

51


Όλες οι Ελληνίδες της Σμύρνης έχουν πάρει κάτι από το ανάλαφρο και γελαστό του ιωνικού κλίματος. Δεν είναι απλώς όμορφες, είναι εξαιρετικά ωραίες. Χρ.Σολομωνίδης «Μνήμη Σμύρνης», Αθήνα 1963

1925. Γιασεμή Καραμανλάκη 52


Αθηνά Ευαγγέλου Καραμπατζάκη

Χρυσάνθη Ευάγγελου Καραμπατζάκη 53


1961. Σμαράγδα Καρασμάνογλου

1956. Από αριστερά, Άννα Καρκαλά, Σεμίρα Βότσαρη, Σοφία Κοκκινάκη-Μαρίτση, Αθηνά Παναγούλη 54


1951. Βικτώρια Κιουλαφλή, το γένος Ξυδιά

Σμύρνη, 1920. Φωτεινή Κοκκινάκη, το γένος Φούσκη 55


1948. Λουκία Μεριγκρή-Κοίλια (σε πρώτο πλάνο)

1925. Μάρθα Θεοφίλου - Μεριγκρή 56


1947. Δεξιά, Άννα Κοκκινάκη - Καρκαλά

57


1964. Αριστερά, Χαρούλα Λιόλιου- Κοκκινάκη, δεξιά Άννα Κοκκινάκη- Καρκαλά

Δεκαετία του ‘50. Ζωή, Ελισσάβετ, Σπυριδούλα Κοπάνου και η μικρή Ελένη 58


Ζωή Κοπάνου

59


Τι όμορφες που ήταν εκείνες οι φούστες, οι μακριές, στον αργαλειό υφασμένες! Μ΄ άρεσε να τις βλέπω να τις φοράει η μητέρα μου, με τον φραμπαλά και μ΄ εκείνη την καλοδουλεμένη βελονιά στις ραφές... όμως αγόραζαν κι υφάσματα από τα εμπορικά που είχαμε στον Γέροντα. Βελούδα και τζανφέδες. Έραβαν εκείνες τις όμορφες μακριές, λοξές, τζανφεδένιες φούστες κι από πάνω τα χρυσοκέντητα βελούδινα μπολκιά. Και τι χρώματα! Βυσινιά, θαλασιά.. Τα φορούσαν όταν πήγαιναν στην εκκλησιά, στο γάμο, στις γιορτάδες... Οι νιες έβαζαν στο κεφάλι τους το μαχραμά. Ένα άσπρο μαντήλι με κλαδάκι, όταν πήγαιναν το καλοκαίρι για μπάνιο ή στην εξοχή. Τα μαλλιά τους είχαν πλεγμένα κοτσίδες ή τα έφτιαχναν κότσο... Κι εμείς που πηγαίναμε σχολείο κόβαμε μαλλιά τότε; Α πα, πα, πα!Κοτσίδες, φιογκάκι από δω, φιογκάκι από κει, μας έδενε τα μαλλιά η μητέρα. Κι εγώ κι οι αδερφές μου, μπροστά στον καθρέπτη καμαρώναμε... Ελένη Καρτσαγκούλη, «Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια». Δημοτική Βιβλιοθήκη Ν. Ιωνίας, Εκδόσεις Ώρες-1995

1950. Ευγενία Κυρμά, Φωφώ Γιοβάνη

60


1957. Ευγενία Κυρμά - Κοντούκου, Νίκη Κυρμά και ο μικρός Χαράλαμπος Κυρμάς 61


1963. Ευγενία Κυρμά - Κοντούκου και η κόρη της Πηνελόπη Κοντούκου

62


1935. Ιουλία Κωνσταντινίδου

Η κυρία μες την καρότσα, ήτανε ντυμένη με φιογκάκια, κορδελάκια, πλισεδάκια. Καθότανε με το πρόσωπο μισογυρισμένο προς τα εδώ, ακίνητη κάτω απ΄ το ανοιχτό λεμονί ομπρελίνο. Τα μεγάλα κουκλίστικα μάτια της, φουντουκιά με χρυσαφιές κουκκίδες λες και κοιτάζανε δίχως να βλέπουν τίποτα, δίχως τίποτα να αποτυπώνουν. Τα πράγματα του κόσμου περνούσανε πάνωθέ της δίχως να την αγγίζουν. Τίποτε δε σάλευε πάνω στο πρόσωπό της, τα ματόφυλλά της δεν παίξανε ούτε μία φορά.. Έδινε την εντύπωση της αυτάρκειας, της αυτοτέλειας όπως ταιριάζει να ΄ναι η απόλυτη ομορφιά. Δεν καμάρωνε, όχι δεν καμάρωνε. Ήτανε σα να κοίταζε μέσα σ΄ έναν καθρέφτη και να διαπίστωνε, ψυχρά, τη μοναδικότητά της, έχοντας συναίσθηση πως δεν υπάρχει τίποτα το ενδιαφέρον πέρ΄ από τον εαυτό της. Όχι εγωισμός ή αυταρέσκεια. Η ολοκλήρωση, το τέλειο που δεν έχει καμιά επιθυμία. Κοσμά Πολίτη, «Στου Χατζηφράγκου», «Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας», εκδ. Α. Καραβία

63


1928. Αριστερά, Δέσποινα Λαμπαδαρίου Κουφιδάκη

1933. Δέσποινα Λαμπαδαρίου 64


Στο Σεβντίκιοϊ σπάνια θα έβλεπες άσχημη γυναίκα. Οι περιηγητές που επισκέφτηκαν το χωριό σε παλαιότερες εποχές και γνώρισαν τις κοπέλες του έπλεξαν εγκώμια για την ομορφιά τους. Κατά τον Δούκα της Ραγούζης (1835) οι γυναίκες του Σεβντίκιοϊ ήταν γοητευτικές, μιας θαυμαστής ομορφιάς και είχαν μια εξαιρετική θελκτικότητα στους τρόπους των, τις παρομοιάζει δε με τις αρχαίες Ελληνίδες« των οποίων εκληρονόμησαν τα φυσικά χαρίσματα«. Νίκος Καραράς,«Το Σεβντίκιοϊ, λεβέντικο χωριό της Σμύρνης», εκδ. Ενώσεως Σμυρναίων

1950. Αντιγόνη Μαβίδου

1950. Αριστερά, Ελένη (Έλλη) Μαβίδου - Τσουχνικά. Δεξιά, Όλγα, Τσουχνικά - Αλτσιτσιάδου 65


Άννα Νταγρέ-Μανιαδάκη

1925. Αικατερίνη Μανουηλίδου -Καντόγλου 66


1960. Χρυσάνθη Μανουηλίδου με τις κόρες της Κατερίνα και Μαρία

1965. Κατερίνα και Μαίρη Μανουηλίδου 67


Δεκαετία του ‘20. Θάλεια Μελισσάκη - Αρώνη 68


Υπήρχαν άξιες γυναίκες και νιες κοπέλες πολύ προκομμένες που ύφαιναν και κεντούσαν πολύ ωραία ΄φάσματα στους αργαλειούς. Πολύχρωμα με πολύ ωραία σχέδια και μπορντούρες. Τα ρούχα που φοράγαμε μεις οι κοπέλες ήνταν διάφορα. Φορέματα ταφταδένια μα και ατλαζένια μεγάλα και φαρδιά. Όταν φόργαμε φούστα, από πάνου είχαμε μπούστο μαύρο γιομάτο μπορντούρες και κεντίδια. Μα είχαμ΄ και το γυαλιστερό, βυσσινί γιλέκο. Πολλές βολές βάζαμε ποδιές σε πολλά χρώματα. Μαντήλια με μονογράμματα και χρυσά σιρίτια, πουκαμίσες, καμιζόλες, μισοφόρια, μισόφουστες, μέστια πολύχρωμα πάνω από τις κάλτσες... Η γιαγιά πήρε μια ανάσα και άφησε ακόμη μια φορά τις σκέψεις της να περιπλανηθούν στα τόπια της. Το τούρκικο κράτος έδωσε κάποιες προθεσμίες να εγκαταλειφθεί η Ανατολική Θράκη όσο το δυνατόν ταχύτερα από τις διάφορες εθνικότητες. Κυρίως δε από το ελληνικό στοιχείο... Παντελής Μαντζαβίνος-Νίκη Ορυγώνη, «Το Χρυσάμπελο των Αναμνήσεων», εκδ. Ενάλιος

1961. Ουρανία Μελισσάκη- Μπουρμπούλια και Μανιατοπούλου. 69


1970. Δεξιά,Νίτσα Διευθυντού- Μεντεκίδου

70


1950. Αριστερά, Ελευθερία Μηλιώκα

1950. Κυριακή Μηλιώκα και Σούλα Σαχινίδη

71


1955. Κυριακή Μηλιώκα

Στέλλα Μιχαηλίδου 72


1939. Μαρίτσα Μοσχίδου, το γένος Βαλαγιώργη

Μίνα Χρυσάφη-Μουταφίδου με τις κόρες της, Μαίρη και Άντα Μουταφίδου. 73


1940. Βασιλική Κοντοπούλου - Σοϊλεμέζη και η κόρη της Δέσποινα Σοϊλεμέζη - Μωραϊτίδου

1959. Ιωάννα Τσακίρη - Μωραϊτίδου 74


1935. Μαρία Μπασματζή

1945. Μαρία Μπασματζή 75


1944. Μαρίτσα Σκυργιανού - Ξάνθη

Βουρλά, 1893. Σμαράγδα Τσίχλα - Ξάνθη 76


1951. Σεμίρα Βότσαρη, το γένος Ξυδιά

Η Σμαράγδα κι η Σοφία δεν έκαναν πια αυτή την εντύπωση, δεν φαινόνταν προσφυγοπούλες απ΄ αυτές που τόσα είχαν υποφέρει. Είχαν αφομοιωθεί πια με τις Αθηναίες φίλες τους... Και προσφυγοπούλες να ήτανγιατί ο σμυρναϊκός τύπος ήταν καθαρός και στις δύο-θα ΄φυγαν από κει πέρα πριν την καταστροφή. Και πρέπει να ΄ταν από καλύτερη οικογένεια-συμπέραναν οι άνθρωποι. Η ανατολίτικη ομορφιά τους είχε περισσότερη λεπτότητα κι ευγένεια....Η Σμαράγδα του έκανε ολοένα μεγαλύτερη εντύπωση και του άρεσε προπάντων όταν μιλούσε. Έβρισκε μια γοητεία στην ομιλία της, στη φωνή της και στην έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό της όταν άρθρωνε και την κοινότερη λέξη της. Ναι, το έκτακτο ήταν η ομιλία της. Καμιά Αθηναία, απ΄ όσες ήξερε ο Αντρέας, δεν μιλούσε έτσι μελωδικά κι εκφραστικά. Και καθόταν για να την ακούει... Γρηγόριος Ξενόπουλος,»Πρόσφυγες», εκδ. Αδελφοί Βλάσση

77


1960. Στο κέντρο Σεμίρα Ξυδιά- Βότσαρη. Αριστερά, δίπλα η Άννα Σκαμάγκα και η Ελένη Φούσκη. Από δεξιά Άννα φραγκούλη, Δέσποινα Ράπτη.

78


1952. Από αριστερά, Αθηνά Παναγούλη, Σεμίρα Βότσαρη, Αντιγόνη Χριστοδούλου, Βικτώρια Ξυδιά-Κιουλαφλή.

79


1946. Αδερφές Παναγιωτά. Λούλα, Κική, Ουρανία

1950. Τούλα Παναγιωτά 80


1948. Όρθιες η Λούλα και η Κική Παναγιωτά και καθιστές η Αναστασία Ιορδανίδου και η Ουρανία Παναγιωτά

Οι κυρίες και οι δεσποινίδες της υψηλής κοινωνίας του Αϊδινιού κάνουν τον περίπατό τους στη μοναδική αλέα του Σεκέρ Ογλού, ενώ οι άντρες κάθονται και καπνίζουν. Σε τούτο το βραδινό σεργιάνι τους δεν φορούν ακριβά ρούχα, είναι ασκεπείς και σχεδόν όλες λευκοντυμένες. Ωραία που είναι, ανάμεσα στα δέντρα,τα λευκά και λίγο χλωμά πρόσωπά τους, κάτω απ΄τα πλούσια μαύρα μαλλιά, σαν οι χρυσοκόκκινες ανταύγιες του λυκόφωτος σβήνουν και το φεγγάρι υψώνεται πάνω απ΄την ακρόπολη!! G. Deschamps, «στους δρόμους της Μικρασίας», εκδ. Τροχαλία

81


1960 .Όρθιες, δεξιά Φιφή Παναγιωτίδου και αριστερά Σοφία Σιδηροπούλου

1960. Φιφή Παναγιωτίδου 82


Δεκαετία΄60. Στέλλα Πανταζοπούλου - Μηνόγλου, Χρύσα Σκαλίδου και η μικρή Μαρία Ντόβα

Το απόγευμα στην πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού σημειώνεται ζωηρότατη κοσμική κίνησις. Γίνεται το σουλάτσο των κοριτσιών του Μπουρνόβα και μπορεί κανείς να καμαρώσει λογής-λογής ομορφιές, αναστήματα κυπαρισσένια, μάγουλα τριαντάφυλλα και μάτια αμύγδαλα και κόρες γαλάζιες, καστανές και κατάμαυρες. Γέλια αργυρά αντηχούν ανάμεσα στον κόσμο, πλεξίδες περιτυλίγουν αλαβάστρινους λαιμούς και πέφτουν σε χυτούς ώμους.

83


1952 .Βαρβάρα Παπαδοπούλου 84


1950. Όμορφες κυρίες ποντιακής καταγωγής από τη Ν. Ιωνία. Παπαδοπούλου Φωτεινή, Αναστασία Παναγιωτίδου, Ιωσηφίδου.

Η κάμαρά μας στο Συνοικισμό γέμιζε, συγυριζόταν, έπαιρνε άλλη όψη πιο χαρούμενη... Και ο μικρός ήταν ευτυχισμένος που τώρα έβλεπε και τη μάνα του να γελάει και να τραγουδάει πότε-πότε. Να βάζει τα καινούρια της φουστάνια που αγόρασαν, που πια δεν ήταν μαύρα και να φοράει και τα σκουλαρίκια της... Παναγιώτη Κατσιρέλου, «Στάση Μαυρομάτη»,εκδ. Δωρικός, Αθήνα 1983

85


1952. Μαρίτσα Χρύση-Παντελοπούλου

Λίτσα Παπαδάκη 86


Αι Σμυρναίαι! Αι γυναίκες της Ιωνίας εξ ων και η περίφημος Ασπασία η Μιλησία ήσαν αι ωραιότεραι των Ελληνίδων.

(Καλλιρόη Παρρέν)

1945. Μαρίτσα Παρασκευά και Μαλαματένια Κομούτση

1948. Μαρίτσα Παρασκευά 87


Δεκαετία΄60. Από αριστερά,Τασούλα Παρασκευά - Τουλουμτζή και Χρύσα Σκαλίδου 88


1970. Άννα Πετσιάβα - Παπανικολάου

Ευφροσύνη Πετσιάβα 89


...λαχτάρησα τη μάνα την αγκαλιά τα χάδια της, δεν ήταν άνθρωπος αυτή όχι αερικό ήταν, νεράιδα που καταδέχτηκε να ζήσει μαζί μας, πόσο ήθελα όταν θα μεγάλωνα να της μοιάσω, πάντα καλοντυμένη ήταν αυτή, πάντα με χαμόγελο, ίσως γι αυτό θέλησα να μάθω βιολί, ν΄ακολουθήσω το δρόμο το δικό της, χάρηκε σαν άκουσε την επιθυμία μου, έσκυψε με φίλησε, ήμουν δεν θα΄μουν τότε στα δέκα, όλα γύρω έμοιαζαν όπως όταν βγαίνει το πρωί ο ήλιος ......έδειχνε συγκινημένη έτοιμη να κλάψει, ακόμη τότε δεν ήξερα πως η μαμά ήταν από τη Σμύρνη... Κώστας Ακρίβος, «Καιρός για Θαύματα», εκδ. Κέδρος

90

Ελένη Πιπικάκη και Φωτεινή Χασάπη


Δέσποινα Πίσσαρη, το γένος Πασάογλου

91


1950. Μαγδαληνή Πολατίδου, Μαυροπόύλου

Επίσης κοκέτες και μακιγιαρισμένες έβγαιναν πάντα έξω και οι αδερφές Εύχαρις και Βίρζα. Και οι δυο από τη Σμύρνη, πολύ καλοβαλμένες και καλοντυμένες. Φορούσαν πάντα κορσέ που πρέπει να τις έσφιγγε τόσο πολύ, ώστε γινόταν αντιληπτό. Φορούσαν μάλιστα και ψηλά τακούνια που δυσκόλευαν το βάδισμά τους. Γεώργιος Δ. Αργυρόπουλος, «Σμύρνη -Πατήσια Παράλληλες Μνήμες»,εκδ. Ενώσεως Σμυρναίων. Αθήνα 2002

92


1953. Σούλα Ρουμελιώτου-Γλάρου, Κατίνα Ρουμελιώτου-Νιτσάκου και Δήμητρα Ρουμελιώτου -Βογιατζή

1952. Αριστερά, Βασιλεία Ρουμελιώτου -Σκαφίδα και δεξιά Κατίνα Ρουμελιώτου Νιτσάκου

93


1970. Ελένη Σαμαρά

Μικροί και μεγάλοι φορούσαν τα καλά τους. Με τις ώρες ετοιμάζονταν οι γυναίκες. Η καθεμιά θέλει να να είναι η πιο όμορφα ντυμένη. Να έχει την ωραιότερη χτενισιά. Να στολίσει τα μαλλιά της τα φουσκωμένα με μπουμπάρια με χτενάκια και γυαλιστερές πετρίτσες. Να φορέσει τα πιο ακριβά τζοβαϊρικά, να βγει στο πλευρό του αντρός της στην εκκλησιά, κι ύστερα να πάνε στον καφενέ ν΄ ακούσουν μουσική. Ιφιγένεια Χρυσοχόου, «Πυρπολημένη Γη», εκδ. Αλέξανδρος

94


Σαρλάρα 2021-11-07 11-07-2

Η ομορφιά των Ελληνίδων της Σμύρνης σε ζαλίζει. Τα μεγάλα μάτια τους βαθειά, κατακτητικά, περιγραμμένα με πλούσιους σκοτεινούς κύκλους.Τα μαλλιά τους μοιάζουν με έβενο. Οι μπούκλες τους αστράφτουν κάτω από τις λαμπερές ακτίνες του ήλιου. Kinglek Χρ. Σολομωνίδης «Μνήμη Σμύρνης», Αθήνα 1963

95


1930. Πάνω αριστερά, Φιφή Σαουλίδου.

96


Όταν περιδιαβαίνεις τις ελληνικές συνοικίες της Σμύρνης έχεις την εντύπωση πως βρίσκεσαι σε πινακοθήκη από ασύγκριτες ομορφιές. Οι Σμυρναίες είναι τω όντι άξιες της φήμης για την ομορφιά τους. Jean Michaud Χρ.Σολομωνίδης «Μνήμη Σμύρνης», Αθήνα 1963

1945. Ευδοξία και η μικρή Ελένη Σκαλίδη

97


Οι κατατομές των Ελληνίδων της Σμύρνης μοιάζουν πολύ με των αρχαίων. Οι περισσότερες είναι σπανίας καλλονής. Το κυριώτερο χαρακτηριστικό των είναι το ζωηρό χρώμα του δέρματός των, απότοκο του φλογερού σμυρναϊκού ήλιου, που χαρίζει στο σώμα δύναμη και προσδίδει ανώτερου βαθμού τελειότητα. Chandler Χρ.Σολομωνίδης «Μνήμη Σμύρνης», Αθήνα 1963

1945. Ευδοξία και η μικρή Ελένη Σκαλίδη

98


Από αριστερά, Χρύσα Σκαλίδου,Τασούλα Παρασκευά - Τουλουμτζή, Μαίρη Χατζόγλου - Μόμπιλου.

Είχαμε ράψει με την Κατίνα ίδιο παλτό. Είχα πάρει το ύφασμα απ΄του Μουρτζούκου, όπου δούλευα. Εκείνη την ημέρα θα τα φορούσαμε για πρώτη φορά. Έλεγα πότε θα έρθει η ώρα να ντυθούμε και να πάμε στο χορό. Όπου και να πηγαίναμε δεν βαφόμασταν, γιατί του θείου μου του άρεζε να πηγαίνουμε σοβαρά μαζί του.. Όπου μας πήγαινε περνούσαμε ωραία! Δέσποινα Δήμου,«Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωής μου«

99


Δεκαετία ΄60. Χρύσα Σκαλίδου - Γεωργαντζή

Εκείνη όμως που ήταν αχτύπητη στο ντύσιμο ήτανε η μαμά μας. Δεν ήταν μόνο πολύ όμορφη, αλλά είχε και καταπληκτικό γούστο. Ξεφύλλιζε περιοδικά μόδας, ύστερα φώναζε μια μοδίστρα στο σπίτι, τη Μόλι, και κλεινότανε μαζί της όλη μέρα στο δωμάτιο υπηρεσίας. Όλοι θαύμαζαν τη μαμά μας και νόμιζαν πως ραβότανε σε μεγάλους οίκους ραπτικής...Εκείνη την Κυριακή έβαλε ένα σκούρο μπλε παλτό με όρθιο γιακά στητό και στη μέση μαύρη δερμάτινη ζώνη με ασημένια αγκράφα, μαύρες γόβες, κι αυτές με μεγάλες ασημένιες αγκράφες. Είχε βάλει κι ένα μικρό καπέλο ίδιο χρώμα με το πανωφόρι και πίσω τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά της σχημάτιζαν ένα οχτώ. Μέσα στο τραμ όλοι γύριζαν και την κοίταζαν. Όταν πήγαμε στο θέατρο, καθώς περνούσαμε τον διάδρομο για να πάμε στις μπροστινές σειρές ένιωθα τα μάτια όλων να καρφώνονται πάνω της. Και μεις καμαρώναμε γιατί κανένα παιδί δεν είχε τόσο όμορφη και κομψή μαμά. Άλκη Ζέη,«Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο», εκδ. Μεταίχμιο.

100


1940. Σοφία Σιταρένιου-Κριθαρά και ο γιος της Δημήτρης

101


1970. Τζένη Στεργίου

102


Αριστερά, Κατίνα Στεφανίδου - Μεϊμάρογλου

103


Το βράδυ άνοιξε η μητέρα το χορό με καβαλιέρο τον Ταλαάτ Μπέη. Φορούσε μαύρο βελούδινο φουστάνι με ουρά, κεντημένο με ασημένιες παγιέτες. Τα μαλλιά της τα είχε ψηλά σηκωμένα, μ΄ έναν κότσο όλο μπούκλες, που τον συγκρατούσαν φανταχτερές σπανιόλικες χτένεςείχε πάντα τόση φαντασία στα χτενίσματά της η μητέρα μου!Στο λαιμό της έλαμπε το μπριγιαντένιο παντατίφ που της είχε δωρίσει ο πατέρας, όταν του γέννησε τον «διάδοχο». Τι ωραίος που ήταν έτσι ο χυτός λαιμός της! Εκεί μ΄ άρεσε ν΄ ακουμπώ τα χέρια μου, όταν είχα πυρετό για να δροσίζομαι. Έβλεπα όλα τα ανδρικά μάτια, και τα πιο άτονα, να ζωηρεύουν στη θέα της και να χοροπηδούν ευχαριστημένα. Ο πατέρας μου κορδωνόταν κι έστριβε διαρκώς το αλά Κάιζερ μουστάκι του γεμάτος περηφάνια, που το ξωτικό κείνο πουλί ανήκε σ΄αυτόν. Διδώ Σωτηρίου,«Οι νεκροί περιμένουν«, εκδ. Κέδρος

104

1950. Κάτω, Κρυσταλλία Τζαννέτου, Στέλλα Φαρμακίδου, Κωστούλα Βογιατζή. Πάνω, Ειρήνη Βογιατζή, Χρυσάνθη Βακαλούμη, Σοφία Βογιατζή


Κρυσταλλία Τζανέτου, Στέλλα Φαρμακίδου, Ειρήνη Βογιατζή, Σοφία Τζανέτου. Κάτω: Κωστούλα Βογιατζή και Τασούλα Τζανέτου.

105


Ευφροσύνη Τζανέτου- Εγγλέζου

Στη γιορτή των Φώτων, τον πρώτο λόγο τον είχαν οι γυναίκες. Αυτές ήταν που έβγαιναν σε επισκέψεις και ήταν μια μέρα που όλοι όσοι είχαν κοπέλες σε ηλικία γάμου καλοδέχονταν τα προξενιά. Ντύνονταν, στολίζονταν, έβαζαν τα χρυσαφικά τους, κουδούνιζαν οι μάπες-βέργες- στα χέρια μέχρι τον αγκώνα κι άστραφταν τα διαμαντικά στις καρφίτσες,στα σκουλαρίκια, στα περιδέραια. Φόραγαν ένα μακρύ κορδόνι, που το έπιαναν στον ώμο, στο οποίο πέρναγαν πεντόλιρα και κωνσταντινάτα και οι πεθερές συναγωνίζονταν ποιανής η νύφη θα ήταν η πιο στολισμένη. Φιλιώ Χαϊδεμένου, «Η Διαθήκη της Ιωνίας», εκδ. Λιβάνη

106


1965. Ευθυμία Τραπεζανίδου - Αντωνιάδου.

1935. Ελισσάβετ Ιωαννίδου - Τσαγκουλίδου 107


1935. Δέσποινα Τσαγκουλίδου-Χατζηαναστασίου

Δεκαετία ΄50. Ανθούλα Τσακίρη, Κωστούλα, Μαρία και Σοφία Χαλάτση 108


1935. Ζωή Τσαμάκη-Στεργίου 109


1965. Στέλλα Τσάμη - Εμμανουήλ

1966. Δεξιά, Στέλλα Τσάμη - Εμμανουήλ 110


1948.

111


1950. Κατερίνα Τσανικλίδου 112


Φωτεινή Τσικοντουρίδου-Ζαφειρούλη

113


Ευγενία Σαββοπούλου- Τσιλιγκίρογλου

Κατίνα Ναουμίδου- Τσιλιγκίρογλου 114


1938. Οι εξαδέρφες Καλλιόπη Τσιπνή, Διαμάντω Αναγνωστοπούλου, Ευαγγελία Αναγνωστοπούλου, Δέσποινα Τσιπνή

115


1948. Μυρσίνη Τσιπνή

116


1936. Κυριακούλα Γερονικόλα -Τσίχλα, και η εγγονή της Μαρίτσα Σκυργιανού

Αλησμόνητα Ελληνικά δειλινά των ημερών αυτών της χαράς του λυτρωμού. Ο ήλιος διαγράφει θαυμαστήν τοξοειδή καμπύλην υπεράνω του περιφήμου καμπαναριού της Αγίας Φωτεινής και καταλήγει καταπόρφυρος για να βουτήξει τον δίσκον του εις το ήρεμο ακρογιάλι του Κορδελιού. Αληθινό χάρμα είναι αυτήν την θείαν ώραν μια βόλτα στο «Και».Καλοκαιρινές ολόλευκες νύμφες πλανώνται γοργά στο πλακόστρωτον ωσάν να κινούνται με την ανοιξιάτικη πνοή που φυσάει απάνω εις το διαφανές μετάξινο ντεκολτέ. Η δύσις χρυσώνει μπροστά μας την αντικρυνήν ακτήν και ασημώνει πλάι το Μπουρνόβα με τα ξακουστά κορίτσια του. Ένας περίπατος στους μαχαλάδες υπόσχεται πολλά χαριτωμένα θεάματα. Οι «κοκκώνες» ανασηκώνουν ελαφρά το κουρτινάκι, και ο διαβάτης βλέπει περιέργως κατά μήκος του δρόμου, ατελείωτη σειρά από κοκκώνες, από παρατεταγμένα κλειστά μπαλκόνια και από μπερντεδάκια που σηκώνονται πονηρά διά ν΄αποκαλύψουν πίσω από το τζάμι τσαχπίνικα μάτια... Κώστας Καραμούζης,«Περπατώντας η δόξα..., εταιρεία Τύπος, Αθήνα. «Σμύρνη», Θωμάς Κοροβίνης, «Μεταίχμιο»

117


Νίτσα (Ευαγγελία) Τογκουσίδου

Αρετή και Μαρίκα Τογκουσίδη 118


1955. Στέλλα Φαρμακίδου, Μαρία Καραπαπαδάκη, Λιλή Μακαρονά

Θέλουν να την κατακτούν κάθε μέρα, σ΄ όλη τους τη ζωή, ως τα βαθιά γεράματα, με τον ίδιο τρόπο που κάθε μέρα θέλουν να μαγειρέψουν-γιατί δεν τους φτάνει ποτέ η τροφή του σώματος, είναι αναγκαίο το ίδιο και η τροφή της ψυχής. Έχουν τον τρόπο τους για να κρατούν τη φωτιά άσβεστη...Αυτός ο καινούριος τρόπος να ζει κανείς προσφέροντας διαρκώς τροφή σε μια πείνα που δε θέλει ποτέ να κοπάσει, αυτή η τρυφερότητα με τα απέραντα αποθέματα, η περιπάθεια που βρίσκεται διαρκώς στο διαπασών, η πρόκληση που δεν μοιάζει σαν πρόκληση, η συγκατάθεση που αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό για μια απροσδιόριστη άρνηση, όλα αυτά μαζί και κάτι γενικά το άπιαστο,το ακαθόριστο, σα σύννεφο που αλλάζει σχήματα χωρίς να αλλάζει ταυτότητα... Αυτό ήταν το μυστικό της Σμυρνιάς που το κουβάλησε ακέραιο μαζί με τους μποξάδες της στην Ελλάδα, για να μεταβάλει το ερωτικό μας κλίμα, να το πλουτίσει με μια ζεστασιά και μια ακτινοβολία που τη χρειαζόταν για να γίνει πιο αληθινό, πιο ανθρώπινο... Γιάννης Χατζίνης,»Η μοίρα μιας πολιτείας» (Σμύρνη 1919-1922), περ, Νέα Εστία,τομ 92, τευχ. 1091. «Σμύρνη», Θωμάς Κοροβίνης, «Μεταίχμιο»

119


1956. Στέλλα Φαρμακίδου-Μάμαλη

1955. Στέλλα Φαρμακίδου, Μαίρη Καρουκανίδου 120


1962. Στέλλα Φαρμακίδου - Μάμαλη και η μικρή Αργυρώ Μάμαλη-Κοπάνου

Πέρασε λοιπόν η Διδώ ένα μεσημέρι για να θαυμάσει ένα ταγιέρ που είχε χαρίσει η Τσούχλου στη μαμά. Όχι πως νοιαζότανε η θείτσα μας για τη μόδα, ντυνότανε με το δικό της τρόπο κι ανακάτευε τα χρώματα όπως της λάχαινε. Αν τα φορούσε κανείς άλλος, ίσως μοιάζανε αστεία, επάνω όμως στη Διδώ μια πορτοκαλιά πλεχτή ζακέτα λίγο ξεχειλωμένη κι από μέσα μια θαλασσιά μπλούζα με μαύρα σιρίτια και στο κεφάλι ένας μπερές λοξά βαλμένος, λες και τον διάλεγε επίτηδες με χρώμα που δεν ταίριαζε ποτέ μ΄ ό,τι φορούσε, της δίνανε μια ζεστασιά και μια ζωντάνια. Άσε πια τα χαϊμαλιά που κρεμούσε στο λαιμό της, χρυσά τούρκικα φλουριά, ασημένια μπρελόκ, ένα μακρύ κολιέ από αληθινά μαργαριτάρια γυρισμένο δυο βόλτες στο λαιμό της-ενθύμιο της θείας της που πέθανε και η Διδώ ζούσε μαζί της- κι ένα φτηνό κολιεδάκι με πολύχρωμες πέτρες που κάποια φίλη της το είχε χαρίσει. Όλα όμως της ταίριαζαν και την έκαναν μοναδική. Άλκη Ζέη,«Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο«, εκδ. Μεταίχμιο.

121


Μερσίνη Φατσή

Στυλιανή Φατσή 122


1955. Στο κέντρο, Θαλίτσα Φατσή

Όλες οι Ελληνίδες της Σμύρνης έχουν πάρει κάτι από το ανάλαφρο και γελαστό του ιωνικού κλίματος. Δεν είναι απλώς όμορφες, είναι εξαιρετικά ωραίες. Χρ.Σολομωνίδης «Μνήμη Σμύρνης», Αθήνα 1963

123


1945. Αριστερά, Άννα Φερτεκλίδου, το γένος Γαργαρέτα.

124


Δεκαετία ΄60. Στη μέση Άννα Φερτεκλίδου, δεξιά Μοσχούλα Πασά, το γένος Χριστοδούλου.

1945. Άννα Φερτεκλίδου, το γένος Γαργαρέτα 125


Βάσω Χασάπη-Πιπικάκη με την κόρη της Ελένη

126


Μαρία Χαρμάνη

127


1935. Ευαγγελία και Ηλέκτρα Χατζηγιαννακού

1938. Ευαγγελία Χατζηγιαννακού 128


1939. Καλλιόπη και Αγγελική Χατζηγιαννακού, Ευαγγελία Γκανή και η μικρή Σεβαστή

129


1931. Αγγελική Χατζηγιαννακού

130


1966. Αργυρώ Χατζηνανού, Νίκη Τουτουντζόγλου, Μαρία Ρίζου

131


Δεκαετία ΄60. Παναγιώτα Χατζηνανού

Δεκαετία΄50. Κυριακή Χατζηνανού 132


1958. Μαίρη Χριστοφόρου Μια γυναίκα τότε όσο πιο λευκό δέρμα είχε, τόσο πιο ωραία εθεωρείτο. Γι αυτό εκτός από τις πούδρες, εχρησιμοποίουν οι γυναίκες οι δικές μας και κάποιο μυστηριώδες κατασκεύασμα, το οποίο εφύλασσαν σε μία μποτίλια και το είχαν συνήθως στον ήλιο. Ήτο ο περίφημος σουρμάς. Επίσης εθεωρείτο προνόμιο μια γυναίκα να έχει μακριά μαλλιά. Μία από τις προνομιούχες τέτοιες ήταν η αδελφή μου η Σοφία, η οποία είχε ωραία πυρόξανθα, πλούσια και πολύ μακριά μαλλιά. Για παράδειγμα σας λέω μόνο ότι η κοτσίδα της έφτανε πολύ πιο κάτω από τη μέση της... Από φουρκέτες, μπήχτρες και εγκρέτες... βουνό υπήρχε στα σπίτια μας. Γιώργος Θ. Κατραμόπουλος, «Η Σμύρνη των Σμυρνιών» εκδ. Ωκεανίδα

133


χφγφδ

134


img132

135


136


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.