Ο ΤΟΠΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ Δ. Π. Μ. Σ. “ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ - ΧΩΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ” ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ Περί του Τόπου: Ερμηνευτικά Πρίσματα διδάσκοντες Νικόλαος - Ίων Τερζόγλου Γιώργος Ξηροπαΐδης (συντονιστής) σπουδαστές Ευσταθίου Κωνσταντίνος Μπουγιούκος Γεώργιος Ιούνιος 2019
πρόλογος Πριν ξεκινήσουμε να αρθρώνουμε τη σκέψη μας και τα επιχειρήματα της εργασίας, θα ήταν καλό να καταστήσουμε σαφή τη θέση μας, το πρόβλημα που πραγματευόμαστε αλλά και τον τρόπο με τον οποίο το προσεγγίζουμε. Αρχικά, ξεκινάμε από ένα άγχος απέναντι στην έννοια του τόπου, όπως αυτή προσεγγίζεται σαν μία κάποια επιστροφή στις χαμένες ρίζες, ή ακόμα σαν μια ολική άρνηση της οικουμενικότητας. Το άγχος για το οποίο μιλάμε εδώ εδράζεται, βέβαια, στο γεγονός ότι η έννοια του τόπου μας ενδιαφέρει στο βαθμό που κατανοούμε την ανεπάρκεια μιας ολοκληρωτικής ανασυγκρότησης του κόσμου μέσω του ορθολογισμού. Έτσι, μέσω μιας πιο ουσιαστικής -αν και πρωταρχικής- γνωριμίας με την έννοια του τόπου, αλλά και με τη γενική προσέγγιση της φαινομενολογίας, έννοιες οι οποίες είχαν για μας καταστεί απόμακρες, μέσα από την παραμορφωτική δύναμη της υπερβολικής τους κατανάλωσης, φάνηκαν τώρα προσιτές και φώτισαν ζητήματα, τα οποία όπως φάνηκε μας απασχολούσαν καιρό τώρα. Υπό τη σκοπιά αυτή σαν κεντρικό επίδικο της εργασίας θα μπορούσε εδώ να προταθεί η απόπειρα να προσεγγιστεί ο τόπος, και μάλιστα αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μια αρχιτεκτονική του τόπου, πέρα από τα στερεότυπα που μας έκρυβαν την εγγενή του δυναμική. Αυτό που φάνηκε να μας εντυπωσιάζει, στην προσέγγιση που γνωρίσαμε στο μάθημα, είναι ότι υπάρχει ένας τρόπος να μιλάμε -και μάλιστα να καταλαβαινόμαστε- χωρίς να υποκύπτουμε σε μια αφελή κανονιστική λογική. Είναι η πίστη ότι η επικοινωνία μας δεν εξαρτάται από τα εργαλεία που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε και ότι ένα ολόκληρο έδαφός το οποίο ήταν για μας καιρό απροσπέλαστο μέσα στην αδυναμία του να εκφραστεί φωτίζεται τώρα με μια υπόσχεση επικοινωνίας. Ένας τέτοιου είδους προβληματισμός φαίνεται να κινεί τη σκέψη του Vesely στο Architecture in the Age of Divided Representation, όπως αυτή περιγράφεται στην εισαγωγή. Με την παρήγορη διατύπωση ότι οι προβληματισμοί που εκτίθενται στο βιβλίο πηγάζουν από το σχεδιαστήριο και από συζητήσεις πάνω σε σκίτσα, ο Vesely θέτει ένα κεντρικό επίδικο. Η θεώρηση της αρχιτεκτονικής είτε ως εργαλειακή διαδικασία είτε ως υποκειμενική πρακτική δημιουργικής αυτοέκφρασης -ή οποία όντας πλέον καταναλωτικό αγαθό αποκτά και πάλι εργαλειακό χαρακτήρα- δεν είναι ικανοποιητική. Από κοινού μοιράζονται μια γενική τάση ιδιώτευσης και μια συνεχή απόσταση από τον πραγματικό κόσμο. Σε αυτήν τη διατύπωση εμείς διαβάσαμε τόσο ένα αίτημα εκκοινωνισμού της αρχιτεκτονικής, όσο και μια υπόσχεση ότι ο εκκοινωνισμός αυτός δε θα επιτευχθεί μέσω μιας ορθολογικής ανασυγκρότησής της. Διαβάζοντας -κάπως χοντροκομμένα ίσως- τη διατύπωση αυτή σαν μια τάση αντι-ορθολογικού κοινωνισμού, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το θέμα του βιβλίου φάνηκε να μας αφορά σημαντικά. Με κεντρικό ανάγνωσμα λοιπόν το βιβλίο του Vesely, αλλά και με την παράλληλη ανάγνωση άλλων κειμένων θα επιχειρήσουμε να ερευνήσουμε αυτήν ακριβώς την τάση, για μια αρχιτεκτονική ομιλούσα και κοινωνική η οποία εκτείνεται πέρα από τα στενά όρια του ορθολογισμού προσπαθώντας να κρατήσουμε τον τόπο στο κέντρο της σκέψης μας. Παράλληλα, κάτι άλλο που φάνηκε να μας υποδεικνύει έναν αντίστοιχο δρόμο είναι η σκέψη του Foucault γύρω από τα νοσοκομεία, η οποία νομίζουμε ότι μοιράζεται κάποια στοιχεία με την προσέγγιση που περιγράφεται εδώ, στο βαθμό που φωτίζει και αναδεικνύει τον αμφίβολο χαρακτήρα βασικών στοιχείων της σύγχρονης ζωής τα οποία, έχοντας περάσει στη σφαίρα του αυτονόητου, διεκδικούν το ακαταλόγιστο. Για να γίνουμε πιο σαφείς: η σκέψη του Foucault μας ενδιαφέρει στο βαθμό που συναντά την παραπάνω προσέγγιση και στο βαθμό που έχουμε έρθει σε επαφή με τη σκληρότητα και τη μονομέρεια τόσο του νοσοκομείου, όσο και του γιατρού, και στο βαθμό που μας αναγνωρίζει το δικαίωμα να το λέμε.
*στο κείμενο παρεμβάλλονται αναλύσεις αρχιτεκτονικών παραδειγμάτων 3
προσεγγίζοντας τον τόπο Αναζητώντας ένα σημείο εκκίνησης για τον συλλογισμό μας θα στραφούμε λοιπόν στις σκέψεις του Foucault γύρω από τις μεταλλάξεις της ιατρικής και του νοσοκομείου, κατά τον 18ο αιώνα, γιατί ίσως φωτίζουν μια αρκετά πρώιμη πρακτική σύγκρουση της αρχιτεκτονικής με μια αφηρημένη ορθολογική θεώρηση της -η οποία δε θα μπορούσε να μην ενδιαφέρει μια εργασία για τον τόπο- αλλά και γιατί μας ασκεί μια δικαιολογημένη έλξη η νηφαλιότητά και η διαύγεια με την οποία αντιμετωπίζουν ένα θέμα, που συνηθίζει να μένει ανέγγιχτο μέσα στην προστατευτική σφαίρα του αυτονόητου. Θα ήταν δύσκολο στα πλαίσια αυτής της εργασίας να σταθούμε με αδιαφορία απέναντι στη φράση “μηχανή που θεραπεύει”, όσο αυτή αναφέρεται σε κάποιο κτίριο. Δεν θα επιδοθούμε σε μια αναλυτική παρουσίαση των σκέψεων αυτών, αλλά θα εστιάσουμε σε κάποια επεισόδια εκδήλωσής τους, τα οποία θα μας φανούν χρήσιμα για να αρθρώσουμε το συλλογισμό μας. Όπως μας ενημερώνει ο Foucault1, οι πρώτες ανησυχίες για το νοσοκομείο εκδηλώθηκαν μέσα από τις εμπειρικές έρευνες των Howard και Tenon, οι οποίες σταματούν να αντιλαμβάνονται το νοσοκομείο σαν αρχιτεκτονική μορφή, εστιάζοντας σε φονξιοναλιστικές περιγραφές και εμπειρικές αναλύσεις, οι οποίες -όπως ο ίδιος ο Foucault επισημαίνει- δεν περιέχουν την παραμικρή πληροφορία για την αρχιτεκτονική μορφή του νοσοκομείου. Για να καταλάβουμε το ριζοσπαστικό χαρακτήρα μιας τέτοιας θεώρησης πρέπει να φανταστούμε το νοσοκομείο όπως υπήρχε πριν από αυτή, το νοσοκομείο, δηλαδή, σαν ένα χώρο αποκλεισμού, που πιο συχνά επισκεπτόταν κανείς για να πεθάνει, αλλά και το νοσοκομείο σαν ένα σημαντικό αστικό κτίριο, ένα νοσοκομείο που είχε ελάχιστη επαφή με την ιατρική πρακτική. Ιχνηλατώντας τη μετάλλαξη αυτή ο Foucault διαπιστώνει ότι, εν μέρει, εδραιώνεται σε μια αντίστοιχη μετάλλαξη που συμβαίνει, αυτή τη φορά, στην ίδια την ιατρική πρακτική. Η εξέταση του γιατρού, από μια τοπική αναμέτρηση με τα συμπτώματα του ασθενούς, γίνεται μια οργανωμένη επιστημονική διαδικασία. Οι ασθένειες ταξινομούνται και ορίζονται πλέον γενικά, η συμπεριφορά των ασθενών καταγράφεται σε μητρώα και τα αποτελέσματα των ιατρικών επεμβάσεων οργανώνονται σε στατιστικές έρευνες. Η εξέταση του γιατρού δεν είναι πλέον μια μοναδική τοπική αναμέτρηση, αλλά μόνο μια ειδική περίπτωση μιας μάχης που δίνει τώρα μια οργανωμένη επιστήμη. Το ίδιο το νοσοκομείο οργανώνεται, τώρα, σαν το πεδίο αυτής της μάχης, αποκτώντας έναν ιδιαίτερα συγκεκριμένο λειτουργικό ρόλο. Η χωροθέτησή του στην πόλη είναι μια ειδική παράγραφος ενός γενικού πολεοδομικού σχεδίου εξυγίανσης, η εσωτερική του διάρθρωση ορίζεται από τον ηλιασμό και τον αερισμό των ασθενών, η ζωή στο εσωτερικό του είναι πλέον λεπτομερώς προγραμματισμένη και καταγράφεται σε καταλόγους και μητρώα. Όμως, δεν επιχειρούμε εδώ ούτε μια μελέτη της ιατρικής, ούτε και μια ειδική θεματοποίηση του αρχιτεκτονικού τύπου του νοσοκομείου. Αυτό που πραγματικά μας ενδιαφέρει σε αυτές τις έρευνες είναι από τη μία ο νέος τεχνολογικός χαρακτήρας της ιατρικής και από την άλλη η ενική θεώρηση του νοσοκομείου σαν το λειτουργικό εργαλείο της. Όπως ο ίδιος ο Foucault επισημαίνει, το νοσοκομείο θα είναι από δω και στο εξής μια “μηχανή που θεραπεύει”2 και η ίδια η νοσοκομειακή αρχιτεκτονική θα είναι πλέον μια από τις πολλές ενέργειες που συγκροτούν την ιατρική πρακτική. Η μετάλλαξη του νοσοκομείου αφορά, λοιπόν, όπως ο ίδιος ο Foucault μας συστήνει στον τίτλο, την ενσωμάτωσή του στη μοντέρνα τεχνολογία. Είναι σαφές ότι το νοσοκομείο, από ένας χώρος αστικού αποκλεισμού, γίνεται τώρα τεχνολογικό αντικείμενο. Κρατώντας αυτό θα στραφούμε, τώρα, στον Heidegger και στο κείμενό του “το ερώτημα για την τεχνική”. Στο κείμενο αυτό ο Heidegger αναζητώντας την ουσία της τεχνικής καταλήγει σε μια ιδιαίτερα περιεκτική διαπίστωση: το αντικείμενο παραμορφώνεται υπό το βάρος της τεχνολογικής διερ1. Michel Foucault, “The Incorporation of the Hospital into Modern Technology,” μτφ. Edgar Knowlton Jr., William J. King, and Stuart Elden, στο Space, Knowledge and Power: Foucault and Geography (Routledge, 2016). 2. ο.π. 4
γασίας, η οποία μας καλεί προκλητικά να το αντιληφθούμε σαν διαθέσιμο απόθεμα (standing reserve). Υπό την επιρροή αυτή το τεχνολογικό αντικείμενο χάνει την ίδια του την υπόσταση σαν αντικείμενο και στέκεται απέναντί μας σαν ένα ενεργό απόθεμα ενέργειας. Αυτή την παραμορφωτική δύναμη που η σύγχρονη τεχνολογία ασκεί τόσο στα αντικείμενα όσο και στην ίδια τη φύση, ίσως ακόμα και στον άνθρωπο που λειτουργεί στο εσωτερικό της, ο Heidegger την ονομάζει πλαισιοθέτηση. Όμως δε θα επεκταθούμε εδώ σε μια παρουσίαση του κειμένου. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μια αποκοπή του αντικειμένου από τον πραγματικό κόσμο και μια διάλυσή του, κατά την εμφάνισή του στο εσωτερικό της τεχνολογίας ως ενεργό απόθεμα. Αυτή η διαπίστωση φαίνεται να ρίχνει περισσότερο φως στη μετάλλαξη του νοσοκομείου, από τη σκοπιά που μας αφορά, περιγράφοντάς την σαν μια ολική αποκοπή του από το βιωμένο κόσμο της πόλης και μια διάλυση της κτιριακής του υπόστασης. Κάτι τέτοιο είναι εμφανές στην πορεία των διαγωνισμών για το εκ νέου χτίσιμο του Hotel Dieu του Παρισιού μετά την πυρκαγιά του 1772, όπου οι προτάσεις των αρχιτεκτόνων παραμερίστηκαν από τις αναλύσεις κάποιων εμπειρογνωμόνων της υγείας σχετικά με την θεραπευτική αποτελεσματικότητα του νοσοκομείου. Η φράση “μηχανή που θεραπεύει” έχει αποκτήσει πλέον για μας μια διπλή σημασία. Από τη μια σηματοδοτεί την αυστηρά αφηρημένη αντιμετώπιση του νοσοκομείου σαν ενεργό απόθεμα -ας πούμε κάπως καταχρηστικά απόθεμα ίασης ή υγείας- και από την άλλη μας πληροφορεί για τον τεχνολογικό χαρακτήρα αυτής της αντιμετώπισης. Το νοσοκομείο -ακόμα και στα σχέδια των τομών του- δεν αναπαριστάται, τώρα, σαν ολοκληρωμένο κτίριο, αλλά σαν υλικό υπόβαθρο κίνησης του φωτός και του αέρα, που έχουν ανάγκη οι ασθενείς. Είναι ξεκάθαρο ότι η αναπαράσταση της πραγματικότητας του νοσοκομείου εγκαταλείπει εφεξής την βαριά πραγματικότητα του θανάτου ή της δυστυχίας που κατοικεί στο εσωτερικό του και αυτονομείται σαν μια αφηρημένη περιγραφή μιας μηχανής. Αυτή η αυτονόμηση της αναπαράστασης κατέχει ένα κεντρικό ρόλο στην ανάλυση του Vesely και ανάγεται σε μια γενικευμένη τάση της αρχιτεκτονικής, η οποία εντείνεται συνεχώς με το χρόνο και έχει τις ρίζες της στην αναγέννηση και στην εμφάνιση της προοπτικής. O Vesely, αφού εξιστορεί τη σταδιακή αυτονόμηση της αναπαράστασης, αναγνωρίζει μια αποφασιστική εξέλιξή της, κατά το διαφωτισμό, όπου επισημαίνει τον καταλυτικό ρόλο της επιστημονικής επανάστασης στην αντικατάσταση της παραδοσιακής κοσμοθεωρίας, από μια νέα αφηρημένη και μαθηματική ανασυγκρότηση του κόσμου. Έτσι, η μετάλλαξη του νοσοκομείου που περιγράψαμε φαίνεται τώρα να εμφανίζεται ως σύμπτωμα μιας συνολικής μετάλλαξης της αρχιτεκτονικής. Αυτό, όμως, που έχει ιδιαίτερη αξία στη σκέψη του Vesely είναι ότι δεν αρκείται σε μια ανάδειξη της στενότητας μιας ορθολογικής εργαλειακής αναπαράστασης και της αδυναμίας της να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα. Ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου, προσπαθεί να καταστήσει σαφές ότι μια θεώρηση, η οποία κινείται -φαινομενικά τουλάχιστον- στην αντίθετη κατεύθυνση και ανάγει την αρχιτεκτονική σε μια υποκειμενική διαδικασία, δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκής. Ο Vesely δίνει ιδιαίτερη σημασία στον επικοινωνιακό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτή η πολυπόθητη έννοια της χωρικότητας, την οποία τόσο συχνά συναντάμε στα αρχιτεκτονικά κείμενα, συγκροτείται σαν άρθρωση του ανθρώπου, και του σώματός του, με το σώμα του κτιρίου ανοίγοντας ένα σαφές μέτωπο σε απριορισμούς, που την θέλουν να εκπηγάζει μονομερώς είτε από το ανθρώπινο σώμα, είτε από την οργάνωση της αρχιτεκτονικής κατασκευής. Για τον Vesely οι δύο αυτές προσεγγίσεις -η ορθολογική εργαλειακότητα από τη μία και η υποκειμενική αυτοέκφραση από την άλλη- εκλαμβάνονται σαν δύο εκφάνσεις της ίδιας τάσης. Μιας τάσης για αυτονόμηση της αρχιτεκτονικής αναπαράστασης, για μια συνεχή απομάκρυνση της αρχιτεκτονικής από το βιωμένο πραγματικό κόσμο, η οποία ανακλάται στην εμφανή αδυναμία της να επικοινωνεί και να ενσωματώνει νοήματα παρά τα ανεπτυγμένα της εργαλεία3. Επιστρέφοντας, για ακόμη μια, φορά στα νοσοκομεία, θα σταθούμε σε μια άλλη μετάλλαξη, σχεδόν δυο αιώνες μετά από αυτήν που παρακολουθήσαμε πριν. Εστιάζοντας στη μετα3. Dalibor Vesely, Architecture in the Age of Divided Representation : The Question of Creativity in the Shadow 5
πολεμική Ευρώπη, o Foucault αναγνωρίζει μια ακόμα σημαντική στιγμή για την εξέλιξη της ιατρικής σε μια έμφαση στο δικαίωμα στην υγεία, η οποία σηματοδοτείται από την ανάδυση του κράτους πρόνοιας. Έτσι, η ιατρική εξέταση από τη μία γίνεται μέρος πολλών τεχνοκρατικών διαδικασιών, όπως η εύρεση εργασίας -με το απαραίτητο δελτίο υγείας- και από την άλλη υποκειμενοποιείται και γίνεται ατομικό δικαίωμα, με την ανάδυση αυτού που, σκόπιμα, αποκαλεί δικαίωμα στην αρρώστια. Στην περίπτωση αυτή ο Foucault αναγνωρίζει την έντονη ανάπτυξη δικαιωμάτων που σχετίζονται με την υγεία, τη διαμόρφωση μιας ιδέας του κράτους στην υπηρεσία του υγιούς ατόμου, αλλά και την στιβαρή πλέον εδραίωση μιας σύνδεσης της υγείας με τη μακροοικονομία. Η ιατρική, βιώνοντας μια εκρηκτική εξέλιξη, ανάγεται σε κεντρικό θέμα του πολιτικού λόγου, αλλά και σε βασική λειτουργία της κρατικής μηχανής. Το παράδοξο είναι ότι η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε μια μακρόχρονη περίοδο στασιμότητας, με μια παράλληλη άνοδο στην κατανάλωση των υπηρεσιών υγείας. Η ιατρική γίνεται πλέον καταναλωτικό αγαθό, με την κλινικοποίηση ασήμαντων περιστατικών και την ασφυκτική πύκνωση των ανέσεων γύρω από την περίθαλψη. Η κατανάλωση της ιατρικής, ενώ αναγνωρίζεται ως δείκτης ποιότητας ζωής, δε φαίνεται να παράγει ικανοποιητικά αποτελέσματα στον τομέα της υγείας. Η κλινική γιγαντώνεται, ως καταναλωτική υπηρεσία, απομακρυνόμενη, όλο και περισσότερο, από τον αρχικό κεντρικό της ρόλο ως διαδικασία θεραπείας. Πλάι στις μηχανές που θεραπεύουν, που αφορούν κυρίως τις κρατικές παροχές, εμφανίζονται τώρα κάποιες άλλες ιδιωτικές μηχανές, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λειτουργία τους είναι να φροντίζουν. Η ιατρική περίθαλψη υποκειμενοποιείται και συχνά ανάγεται σε ατομικιστική φροντίδα, με κλινικές που θυμίζουν πολυτελή ξενοδοχεία και επιτελούν ελάχιστες και απλές θεραπευτικές εργασίες. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και στην περίπτωση των νοσοκομείων εμφανίζεται ένας φαινομενικά αντίθετος πόλος, όμως, όπως και πάλι ενημερωνόμαστε από τον ίδιο τον Foucault, δε μιλάμε εδώ για μια αναπάντεχη ρήξη, αλλά για έναν φυσικό αναδιπλασιασμό, που είναι αναμενόμενος, αν παρακολουθήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο η ιατρική επιστημονικοποιήθηκε και αναπτύχθηκε, αλλά και την ευκολία με την οποία αποδεσμεύτηκε από διάφορα επιστημολογικά εμπόδια. Όπως και στην αρχιτεκτονική έτσι κι εδώ, ο υποκειμενικός χαρακτήρας δεν αντιτίθεται, αλλά αποτελεί μέρος της ίδιας τάσης που γέννησε την αφηρημένη και αντικειμενική εκδοχή του. Μιας τάσης για αυτονόμηση που, στην περίπτωση της ιατρικής, αρχικά ξέχασε τα πάντα για τον άνθρωπο, εκτός από τη φυσιολογική βιολογική του λειτουργικότητα, και στη συνέχεια ξέχασε ακόμα κι αυτήν, προσπαθώντας -ψευδαισθητικά- να τον λυτρώσει από τη θλιβερή διαπίστωση ότι τον βλέπει σαν ένα απλό σωρό από κόκαλα, μύες και όργανα. Τόσο οι σκέψεις του Vesely, όσο και του Foucault μας αποκαλύπτουν τον ψευδαισθητικό χαρακτήρα ενός πολέμου, ο οποίος αποκρύπτει το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές που συμμετέχουν είναι από κοινού ενσωματωμένες σε μια συνεχή τάση απομάκρυνσης από την πραγματικότητα, σε μια συνεχή τάση για αυτονόμηση. Δεν προσπαθούμε να εξομοιώσουμε τις δύο πλευρές. Θα ήταν παράλογο να ταυτίσει κανείς τη δημόσια παροχή υγείας με τις ιδιωτικές πολυκλινικές. Θα ήταν εξίσου παράλογο να υποστηρίξει κανείς μια θέση, η οποία ταυτίζει τον άκαμπτο και αφελή φονξιοναλισμό ενός χοντροκομμένου μεταπολεμικού μοντερνισμού, που συναντά κανείς σε προγράμματα μαζικής κατοίκησης ανά τον κόσμο, με τις εξάρσεις αυτοέκφρασης των σταρ αρχιτεκτόνων στις διάφορες μητροπόλεις. Είναι, όμως, εξίσου παράλογο να μην αναγνωρίσει κανείς, και στις δύο αυτές τάσεις, μια κοινή κατεύθυνση απομάκρυνσης από τον πραγματικό κόσμο. Μια κατεύθυνση, η οποία συμπυκνώνεται με σαφήνεια, τόσο στις αυτοσχέδιες απόπειρες οικειοποίησης αυτών των άκαμπτων μηχανών κατοίκησης, όσο και στην τρομακτική αδυναμία συγκρότησης ενός συνόλου -που θα μπορούσαμε να αποκαλούμε πόληαπό τους μεγάλους αρχιτέκτονες της εποχής μας. Είναι σαφές ότι, και στις δύο περιπτώσεις, μιλάμε για μια ορατή ασυμβατότητα. Είναι επίσης σαφές, στο βαθμό τουλάχιστον που κατανοούμε τις σκέψεις του Vesely, ότι η ασυμβατότητα αυτή δεν είναι προϊόν κακής πρόβλεψης, αλλά μια εγγενής αδυναμία των προσσεγγίσεων της αρχιτεκτονική από τη μία ως εργαλείοποιημένη ορθολογική διαδικασία και από την άλλη of Production (London, England: MIT Press, 2004), σελ.53-59. 6
ως μέσο ατομικής έκφρασης. Αυτό που επιχειρούμε λοιπόν, είναι η υιοθέτηση μιας θέσης, η οποία προβληματίζεται πάνω σε αυτήν ακριβώς την ασυμβατότητα όχι ως αστοχία αλλά ως εγγενές χαρακτηριστικό μιας προσέγγισης αναγκασμένης σε μια βίαιη ταλάντωση μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού, η οποία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον κοινό μας κόσμο. Μια θέση η οποία βασίζεται, εν πολλοίς, στις διατυπώσεις του Vesely και η οποία αναγνωρίζει στις δύο αυτές τάσεις μια κοινή ροπή για μια αλόγιστη απομάκρυνση από την πραγματικότητα, για μια συνεχή καλλιέργεια απόστασης από τον κόσμο που ζούμε, τον κόσμο της κοινής βιωμένης μας εμπειρίας. Το ζήτημα της απόστασης είναι κεντρικό στη σκέψη του Vesely. Αν αναλογιστούμε, επίσης, το αίτημα που διατυπώνεται στην εισαγωγή του βιβλίου, τότε το ζήτημα αυτό διαβάζεται ως ένα ζήτημα επαφής -όχι με τη γη ως έδαφος ή χώμα ή με τον κόσμο ως μεταφυσική οντότητα αλλά- με την ίδια την κοινωνία και τον κόσμο, όπως διαμορφώνεται από την καθημερινή της δραστηριότητα. Σε αυτό το θέμα της απόστασης θα επιμείνουμε, προσπαθώντας να το φωτίσουμε, μέσα από τη σκέψη του Martin Heidegger. Στο κείμενό του με τίτλο “Τhe Τhing”, ο Heidegger ξεκινά με έναν βασικό προβληματισμό: οι κατακτήσεις της εποχής μας φαίνεται, υπό μία έννοια, να καταργούν την απόσταση4. Μπορούμε με πρωτοφανή ταχύτητα να ταξιδέψουμε ανά τον κόσμο, μπορούμε να παρακολουθούμε -πλέον και σε ζωντανή μετάδοση- οτιδήποτε συμβαίνει στα πιο απομακρυσμένα μέρη της γης. Οι γεωγραφικές αποστάσεις φαίνεται να έχουν ως ένα βαθμό εκμηδενιστεί χωρίς όμως αυτό να καλλιεργεί εγγύτητα. O Heidegger το διατυπώνει ρητά: η εγγύτητα δεν είναι σε καμία περίπτωση ζήτημα φυσικής απόστασης. Για να προσεγγίσει την εγγύτητα αναρωτιέται τι είναι αυτό που είναι κοντά μας και κατευθείαν στρέφεται στο πράγμα -με την έννοια ότι κοντά μας είναι πρωτίστως τα πράγματά μας- το οποίο αποτελεί και κεντρικό θέμα του κειμένου. Δε θα αναλύσουμε εδώ ολόκληρη τη σκέψη του Heidegger γύρω από το πράγμα. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι κάποια βασικά σημεία, τα οποία φαίνεται να μας διευκολύνουν να προχωρήσουμε το συλλογισμό μας. Έτσι, η ουσία του πράγματος φαίνεται να συνίσταται στην ικανότητά του να συγκεντρώνει και να περιέχει το τετραμερές. Υπό αυτό το πρίσμα το πράγμα φαίνεται να ιδρύει -ως ένα βαθμό- τόπο. Άλλο ένα στοιχείο που μας ενδιαφέρει είναι μια διάκριση που κάνει ανάμεσα στο πράγμα και το αντικείμενο, αλλά και μια προσέγγιση του πράγματος, η οποία δεν αφορά την αυστηρή υλική του υπόσταση, αλλά την πράξη ως μέσο νοηματοδότησης. Έτσι μια κανάτα -που χρησιμοποιεί ως παράδειγμα- δεν συνίσταται στα τοιχώματα και τον πάτο της αλλά στο κενό που θα υποδεχτεί, θα συγκρατήσει το κρασί ή το νερό μας5. Μέσα από την πράξη αυτή νοηματοδοτούμε και προσεγγίζουμε την κανάτα ως πράγμα και αυτή η πράξη δεν μπορεί να αναχθεί σε μια απλή λειτουργία. Ο Heidegger στέκεται στο σημείο αυτό για να μας εξηγήσει ότι για μια επιστημονική ανάλυση το γέμισμα της κανάτας είναι απλά μια αντικατάσταση του αέρα με υγρό, όμως μια τέτοια προσέγγιση δε φαίνεται να μας ενδιαφέρει. Ο Heidegger επιχειρεί να προσδώσει στη χρήση της κανάτας μια λογική επιτέλεσης που θυμίζει τελετή. Έτσι το γέμισμα και η αποθήκευση της κανάτας βρίσκουν, πρωτίστως το νόημά τους στην έκχυση του υγρού η οποία δεν είναι μια απλή εκροή ή ένα άδειασμα, αλλά ένα δώρο που μας προσφέρεται· είναι μια ουσιαστική προσφορά. Τελειώνοντας, κάτι άλλο που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι, επιχειρώντας μια ετυμολογική αναζήτηση της προέλευσης της λέξης στα λατινικά και στα αρχαία ελληνικά6 ο Heidegger φαίνεται να προσεγγίζει το πράγμα ως κάτι που αφορά τον κόσμο, κάτι που γεννά συζητήσεις, σαν ένα κοινό ενδιαφέρον, κάτι που δημιουργεί σχέσεις και συνάφειες. Εν τέλει, αυτό που μας απασχολεί στην παραπάνω ανάλυση είναι η άποψη ότι η εγγύτητα αλλά και ο τόπος -στο βαθμό που αυτός συντελείται στο πράγμα- δεν είναι ζήτημα απόστασης, η άποψη, δηλαδή, ότι ο τόπος δεν είναι χωρική υπόθεση, αλλά περισσότερο ζήτημα σχέσεων. Από την άλλη μας ενδιαφέρει ότι, για τον Heidegger, η άρθρωση των σχέσεων αυτών 4. Martin Heidegger. “The Thing.” στο Poetry, Language, Thought, μτφ. Albert Hofstadter, 163-184. New York: Harper & Row, 1971. 5. ο.π. 6. ο.π. 7
γίνεται μέσω της πράξης, είναι δηλαδή επιτελεστική. Μια πρόταση, λοιπόν, να προσεγγίσουμε τον τόπο τροπικά σαν άρθρωση σχέσεων και δεσμών αλλά και μια πρώτη περιγραφή αυτών των δεσμών μέσα από την πράξη και την επιτέλεση. Έχοντας ξεκινήσει από τις εισαγωγικές διατυπώσεις του Vesely, αλλά και από το πρακτικό παράδειγμα των νοσοκομείων, όπως μας το παρουσιάζει o Foucault, αναγνωρίσαμε μια τάση για απομάκρυνση από τον πραγματικό κόσμο, προσπαθώντας κάπως να αποσαφηνίσουμε τη χειραφέτηση και την αυτονόμηση της αναπαράστασης, όπως τη διαβάζουμε στο Vesely, η οποία αποκαλύπτει τον κοινό χαρακτήρα δυο τάσεων -της αυτοέκφρασης και της εργαλειακότητας- που συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε ως σκληρές αντιθέσεις. Εστιάζοντας, στη συνέχεια, στην θέση του Heidegger για την εγγύτητα, είδαμε να αναδύεται η έννοια του τόπου ως τρόπος, μέσω μιας προσέγγισης που εστιάζει στην άρθρωση σχέσεων, στη συνάφεια και στον κοινό χαρακτήρα, η οποία, όπως θα δούμε παρακάτω, μας γυρίζει και πάλι πίσω στις αναλύσεις του Vesely. Δεδομένων όλων αυτών, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η κατεύθυνση της σκέψης μας επικεντρώνεται, πλέον ξεκάθαρα, στον προβληματισμό περί τόπου. Με αυτήν την κατεύθυνση κατά νου θα επιχειρήσουμε τώρα να γυρίσουμε στο έργο του Vesely, όπου οι αναλύσεις του Heidegger φαίνεται να είναι -έστω και υπόρρητα- παρούσες. Αφού λοιπόν μας εξηγήσει τι εννοεί με τον όρο “διχασμένη” αλλά και “αυτονομημένη αναπαράσταση”7, ο Vesely καταστρώνει ένα σύνολο εννοιών και αναλύσεων, οι οποίες μιλούν για το ακριβώς αντίθετο: για έναν τρόπο άρθρωσης του χώρου σαν μια αλληλουχία αναλογιών και αρθρώσεων, που ξεκινούν από την πιο άμεση ενσώματη εμπειρία για να καταλήξουν, χωρίς ασυνέχεια, σε έναν αφηρημένο υπερβατικό κόσμο, εστιάζοντας ιδιαίτερα στον επικοινωνιακό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής, ο οποίος δεν προσεγγίζεται εδώ μέσω της σημειωτικής, αλλά σε επαφή με το σύνολο των αισθήσεων. Το κείμενο του Vesely είναι πολύ αναλυτικό και δε θα ήταν δυνατό να παρουσιαστεί επαρκώς, εδώ ώστόσο θα σταθούμε σε ένα παράδειγμα που δίνει μια βάση για να εξηγήσουμε αυτήν την ενότητα και στη συνέχεια θα εστιάσουμε σε κάποια συγκεκριμένα σημεία. Προκειμένου να εξηγήσει την φύση του επικοινωνιακού χώρου, αλλά και την συνοχή από τη συμβολική άρθρωση μέχρι την ενσώματη εμπειρία, ο Vesely παρουσιάζει τον καθεδρικό ναό της Chartres8. Με κεντρικό θέμα την τελική κρίση, η εικονογραφία στα βιτρό και τα γλυπτά του ναού, η οργάνωση και η χωροθέτηση της σύνθεσης, αλλά και η πορεία του φωτός μέσα από τα γυάλινα πετάσματα φαίνεται να ακολουθούν μια ενιαία λογική. Έτσι, από μια αυστηρά διανοητική διαδικασία, όπως η οργάνωση της κάτοψης σε σχήμα σταυρού ή η πορεία του επισκέπτη από τη δύση προς την ανατολή, το υπερβατικό νόημα φαίνεται να διολισθαίνει στην εξιστόρηση των ανάγλυφων αναπαραστάσεων και να φτάνει μέχρι την αυστηρά σωματικοποιημένη εμπειρία του φωτός, όπως αυτή συμπυκνώνεται κατά το ηλιοβασίλεμα, όπου το φως διαπερνά το ρόδακα της εισόδου, ζεσταίνοντας την πλάτη και εμφανίζοντας την κατάφωτη εικόνα της δευτέρας παρουσίας. Δεν έχει σημασία εδώ να σταθούμε ιδιαίτερα στις λεπτομέρειες του παραδείγματος. Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι η ενότητα που περιγράφει ο Vesely δε μιλά ούτε για την πρωτοκαθεδρία των άμεσων αισθήσεων, αλλά ούτε για μια αυστηρή νοησιαρχία. Αντίθετα, αυτό που συστήνεται μέσω αυτού του παραδείγματος είναι μια ενιαία λογική επικοινωνίας, η οποία κινείται συνεκτικά, από τα πιο υψηλά διανοητικά επίπεδα συμβολισμού, μέχρι την ενσώματη εμπειρία. Βέβαια, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε στην περίπτωση αυτή είναι ο κεντρικός ρόλος της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, ο οποίος αποτελεί την κοινή βάση για να αρθρωθούν οι σχέσεις αυτές. Ο Vesely αντιλαμβάνεται με σαφήνεια ότι κάτι τέτοιο ανήκει στο παρελθόν και αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στις στρατηγικές που προτείνει για την ανάκτηση του επικοινωνιακού χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής, όπως θα δούμε παρακάτω. Μέσα από αυτό το παράδειγμα προσπαθούμε να δώσουμε μια γενική -έστω και επιγραμματι7. Αναφερόμαστε στους όρους “divided representation” και “emancipated representation”, οι οποίοι εμφανίζονται στο: Dalibor Vesely, Architecture in the Age of Divided Representation : The Question of Creativity in the Shadow of Production (London, England: MIT Press, 2004). 8. Dalibor Vesely, Architecture in the Age of Divided Representation : The Question of Creativity in the Shadow of Production (London, England: MIT Press, 2004), σελ. 83-87. 8
κή- άποψη της θεώρησης του Vesely, όμως τώρα θα εστιάσουμε σε κάποια συγκεκριμένα σημεία που μας απασχολούν. Αρχικά, θα σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το σύγχρονο φονξιοναλισμό. Σύμφωνα με το Vesely, ο φονξιοναλισμός εκφράζεται συχνά με μια αφελή και χοντροκομμένη μετάφραση της ανθρώπινης πράξης σε στενά καθορισμένες λειτουργίες, με τρόπο τέτοιο που η πρακτική -δηλαδή το ξετύλιγμα της πράξης στο χώρο- υποβιβάζεται σε μια απλή τεχνική. Εδώ ο Vesely, αφού πρώτα περιγράψει διάφορους τρόπους να προσεγγίσουμε την πράξη σαν κατάσταση, κάνει μια παρατήρηση ιδιαίτερα διαυγή: το βασικό πρόβλημα του φονξιοναλισμού είναι ο βιαστικός και αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο μεταφράζει την πρακτική ζωή. Αυτή η κριτική του φονξιοναλισμού θίγει τη σχέση που έχει με αυτό που -ο ίδιος διατείνεταιότι υπηρετεί.
Y2K house / 1998 / OMA - Casa da Musica / 1999 / OMA Παρατηρώντας αυτά τα δυο κτίρια των OMA, είναι σαφές ότι μιλάμε για το ίδιο, σχεδόν, κτίριο σε διαφορετική κλίμακα. Εδώ αξίζει να σταθούμε στο σημείο, στο οποίο εδραιώνεται αυτή η ομοιότητα. Με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια αναπαραγωγή της ίδιας μορφής, με καθαρά φορμαλιστικό χαρακτήρα. Η αλήθεια είναι ότι η εξωτερική μορφή των κτιρίων μοιάζει αρκετά. Ωστόσο, αν το δει κανείς λίγο πιο προσεκτικά, τα δύο κτίρια δεν εγγράφονται ακριβώς στο ίδιο στερεό. Είναι, λοιπόν, κάπως δύσκολο να επικαλεστούμε εδώ μια επίκληση στην αυταξία του στερεού και αυτό είναι ορατό και από τα κείμενα περιγραφής. Στην περίπτωση της κατοικίας, το εξωτερικό σχήμα της μορφής δεν αναφέρεται καν στο κείμενο, ενώ στην περίπτωση του συναυλιακού χώρου η εξωτερική μορφή αναφέρεται μόνο στο βαθμό που αποτελεί αυτόνομο αντικείμενο και δεν υπακούει στο μέτωπο της πλατείας, που βρίσκεται μπροστά του. Εγκαταλείποντας, λοιπόν, κάποια μεταφυσική του στερεού, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αυτή η ομοιότητα οφείλεται σε κάποιο προσωπικό στιλ των OMA, όμως και πάλι ένας τέτοιος ισχυρισμός θα πέσει γρήγορα στο κενό, αν ανατρέξει κανείς στο έργο τους για να διαπιστώσει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Το μόνο κτίριο που θα μπορούσε κανείς να πει ότι μοιάζει -υπό την έννοια ότι είναι και πάλι ένα στερεό που προκύπτει, σχετικά τυχαία, από τριγωνισμούς- είναι η βιβλιοθήκη του Seattle, η οποία όμως δεν αρκεί για να ισχυριστούμε ότι υπάρχει η καλλιέργεια ενός προσωπικού ύφους, ειδικά αν υπολογίσει κανείς ότι στα 5 χρόνια που παρεμβάλλονται, οι OMA έχουν σχεδιάσει πολλά κτίρια που δεν έχουν καμία μορφολογική συνάφεια με το παράδειγμά μας. Επίσης, θα ήταν δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι δυο τόσο ίδια κτίρια μοιάζουν με την έννοια ότι εγγράφονται σε μια λογική πολυπρισματικής φόρμας. Όλη αυτή η εισαγωγή δε γίνεται τόσο με την έννοια της απόδειξης, αλλά με την έννοια ότι ο ισχυρισμός μας είναι εύλογος στο βαθμό που είναι ο επικρατέστερος, αν υποθέσουμε ότι οι δύο παραπάνω είναι πιθανό να σφάλουν. Κοιτώντας, λοιπόν, λίγο καλύτερα τα κτίρια, αυτό που παρατηρεί κανείς είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε έναν καθαρό πρίσμα, που ανοίγεται στη θέα και γύρω του μια στερεή κλειστή σχετικά μάζα. Από την άλλη, διαβάζοντας κανείς τα κείμενα τους, η παρατήρη9
ση αυτή αποκτά περισσότερη βαρύτητα. Από τη μία έχουμε ένα σπίτι που στρέφεται προς τη θέα, με έναν συλλογικό κεντρικό χώρο, ο οποίος περιτριγυρίζεται από τα ιδιωτικά δωμάτια και τους βοηθητικούς χώρους και από την άλλη μια αίθουσα συναυλιών με ένα μεγάλο κεντρικό αμφιθέατρο, με φόντο τη θέα της πόλης, το οποίο περιτριγυρίζεται από μια πυκνή άρθρωση διαφόρων χώρων, που υποστηρίζουν την κεντρική λειτουργία, όπως βοηθητικοί χώροι, αλλά και χώροι μαθημάτων προβών κλπ. Τελικά αυτό που φαίνεται, λοιπόν, να συγκροτεί την όλη σύλληψη του κτιρίου, αλλά και την ομοιότητα των δυο κτιρίων μεταξύ τους, είναι η συγκέντρωση ιδιωτικών αυτόνομων χώρων γύρω από μια κεντρική πολυσυλλεκτική αίθουσα, που στρέφεται στην θέα.
Αυτή η σύλληψη, η οποία αρθρώνεται σαν ένα είδος χώρου ή καλύτερα ένα είδος άρθρωσης μεταξύ χώρων, φαίνεται να αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της σύνθεσης. Μια σύνθεση, η οποία αρθρώνεται σαν μια τυπική σχέση και η οποία απέχει τόσο από μια καθαρά φορμαλιστική και πόσο μάλλον από μια λειτουργιστική. Βλέπουμε λοιπόν μια έμφαση στην πράξη, με την έννοια της συγκέντρωσης γύρω από ένα θέαμα και της δυνατότητας αυτονόμησης για περιφερειακές ιδιωτικές λειτουργίες, η οποία δεν επιχειρεί μια αφηρημένη αναγωγή σε λειτουργία αλλά εστιάζει στο βασικό στοιχείο της συγκέντρωσης και της αυτονόμησης αλλά και σε ένα διπλό βάθος με μια κλειστή μάζα στην οποία κανείς κοιμάται, πλένεται ή κάνει πρόβα και μάθημα και έναν ανοιχτό χώρο στον οποίο συναντά την οικογένειά του, υποδέχεται κάποιον επισκέπτη ή δίνει παράσταση μπροστά σε 1300 θεατές. Μια τέτοια εσωτερική κριτική στον φονξιοναλισμό εντοπίζουμε και στον Adorno, ο οποίος αναγνωρίζει τον ψευδαισθητικό χαρακτήρα που έχει μια θεώρηση της σκοπιμότητας ως αυτοσκοπού9. Από τη μία επισημαίνει ότι αυτό που είναι σκόπιμο ορίζεται από τις συμβάσεις της κοινωνίας, οι οποίες συχνά δεν υπόκεινται σε έναν ορθολογικό έλεγχο, αφού αποτελούν έναν απροσπέλαστο εσωτερικό πυρήνα. Έτσι μια αυστηρά αντικειμενική θεώρηση του σκόπιμου θα ήταν μια πράξη επιβολής μιας κοινωνίας πάνω στους υπηκόους της. Μια τέτοια αυτοαναφορική θεώρηση της λειτουργίας θα κατέληγε σε έναν ανελέητο δεσποτισμό. Αυτό είναι εμφανές και στο παράδειγμα του καθεδρικού ναού, όπως στήνεται πάνω στην χριστιανική πίστη. Μπορεί από την σκοπιά που το βλέπουμε να μην μας άφορα ιδιαίτερα, όμως είναι σαφές ότι όλο το οικοδόμημα των αρθρώσεων δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς την κοινή βάση της χριστιανικής κοσμοθεωρίας. Όμως, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι να κάνουμε επίθεση στον φονξιοναλισμό. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η διαπίστωση ότι ένας αυστηρός και αντικειμενικός φονξιοναλισμός είναι κατά βάση αντιλειτουργικός. Σε αυτό το σημείο, δεν μας ενδιαφέρει να ασχοληθούμε με το δίπολο λειτουργίας μορ9. Theodor Adorno. Ο φονξιοναλισμός σήμερα. μτφ. Αντώνης Οικονόμου. επιμ. Σπύρος Νάσαινας. μικρόκοσμος. Αθήνα, Ελλάδα: Πλέθρον, 2017. 10
φής, επειδή φαίνεται να ασπαζόμαστε την κριτική του φονξιοναλισμού από τον Vesely και τον Adorno. Αντί αυτού, θα επικαλεστούμε την -άδικη κατά τον Adorno- επίθεση του Loos στον διάκοσμο. Για τον Loos ο διάκοσμος, ως μορφή χωρίς σκοπό, χωρίς λειτουργία, ήταν ένα στοιχείο που ανήκε αποκλειστικά στην τέχνη, και άρα όχι στην αρχιτεκτονική πρακτική, η οποία πάντα υπηρετούσε ένα σκοπό. Η πιο ψύχραιμη ματιά του Adorno, φαίνεται να εξισορροπεί την κατάσταση σε αυτή την τεταμένη σχέση μεταξύ μορφής και λειτουργίας. Πιο συγκεκριμένα ο Adorno υποστηρίζει πως ο διάκοσμος, ως το ελεύθερο σκοπού δεν διαχωρίζεται απόλυτα από το σκόπιμο, και δεν διαφέρει από αυτό ως προς τον προορισμό του, ο οποίος είναι να επικοινωνήσει. Υπό την οπτική του Adorno, ο διάκοσμος στον οποίο επιτέθηκε ο Loos, ήταν μια μορφή προορισμένη να συμβολίζει, που απλώς είχε χάσει την ικανότητα της να επικοινωνεί τα νοήματά της. Κρατώντας την θέση του Adorno για τον διάκοσμο -και επεκτείνοντας τον στοχασμό του συνολικά πάνω στις μορφές- αναρωτιόμαστε πως θα μπορούσε η μορφή αυτή -και η κάθε μορφή- να επανακτήσει την αρχική της λειτουργία, δηλαδή να παράξει νοήματα.
United Nations HQ / 1952 / Harrison & Abramovitz (συμμ. Le Corbusier / Niemayer) “Αυτό το μεγάλο επίμηκες πρίσμα από ατσάλι και αλουμίνιο και γυαλί, λιγότερο κτίριο και περισσότερο γιγάντιος καθρέφτης που αντικατοπτρίζει το αστικό τοπίο τού Μανχάταν, είναι από μιαν άποψη ένα από τα τελειότερα επιτεύγματα της σύγχρονης τέχνης: εύθραυστο σαν ιστός αράχνης, κρυστάλλινο σαν φύλλο πάγου, γεωμετρικό σαν κυψέλη. Στο οικοδόμημα αυτό δούλεψαν κατά διαστήματα περίπου είκοσι από τα καλύτερα μυαλά αρχιτεκτόνων και μηχανικών του καιρού μας. Αλλά δυστυχώς το πνεύμα, που κυβερνούσε το σχέδιο αυτό, ήταν ένα αρχιτεκτονικό δόγμα υπερβολικά στενό και επιφανειακό, για να κατορθώσει να λύσει το πρόβλημα του κτιρίου. Η ίδια η απόφαση να κάνουν δεσπόζον οικοδόμημα του κτιρίου της Γραμματείας σ’ αυτό το κτιριακό συγκρότημα αποκαλύπτει εξ’ αρχής είτε μιαν απόλυτη αδιαφορία για τον συμβολισμό είτε μια πολύ στραβή ανάγνωση της φύσης και του πεπρωμένου των Ηνωμένων Εθνών. […] Σε σχέση με το κτίριο τής Γενικής Συνέλευσης, η συντριπτική υπεροχή τής Γραμματείας είναι γελοία -εκτός κι αν οι αρχιτέκτονες συνέλαβαν αυτόν ακριβώς τον κυνικό τρόπο για να εκφράσουν το γεγονός ότι η επανάσταση των διευθυντών, που περιέγραφε ο Μπέρναμ, όντως συνέβη και ότι οι πραγματικές αποφάσεις λαμβάνονται από την Γραμματεία, από την γραφειοκρατία. […] Για να δημιουργήσουν το καθαρά αφηρημένο αισθητικό αποτέλεσμα μιας άσπαστης μαρμάρινης πλάκας στο βορινό και στο νότιο άκρο του κτιρίου -και κατά σύμπτωση να δώσουν τεράστια παράθυρα στα αποχωρητήρια γυναικών, για λόγους που κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει- έχει θυσιαστεί περίπου το ένα τέταρτο της περιμέτρου του 11
κτιρίου, που θα μπορούσε πιθανόν να χρησιμοποιηθεί για να δίνει φυσικό φωτισμό στα γραφεία. Και ποιο είναι το λειτουργικό αποτέλεσμα; Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλές γραμματείς, αντί να εργάζονται υπό ιδεώδεις συνθήκες, όπως θα έπρεπε σ’ ένα τέτοιο κτίριο, δουλεύουν μέσα σε σκοτεινά εσωτερικά κουβούκλια χωρίς ηλιακό φως, χωρίς αέρα, χωρίς θέα: πλεονεκτήματα, που πιθανόν θα τα απολάμβαναν αν είχαν γίνει επαρκώς σεβαστές οι λειτουργικές θεωρήσεις. Ασφαλώς ήταν απρεπές χονδροειδές σφάλμα να δώσεις τέτοιος χώρους εργασίας στα μέλη ενός οργανισμού, που επιχειρεί να βελτιώσει τις συνθήκες του εργάτη σε παγκόσμια κλίμακα. Σ’ ένα τέτοιο κτίριο, κακές συνθήκες εργασίας σημαίνουν κακό συμβολισμό. […] Κοντολογίς, οι βάσιμες λειτουργικές απαιτήσεις του κτιρίου της Γραμματείας θυσιάστηκαν για να δοθεί αισθητική καθαρότητα σ’ ένα σύμβολο που δεν είναι σύμβολο έκτος αν δεχτούμε αυτόν τον ουρανοξύστη σαν εύγλωττο άλλα αθέλητο σύμβολο της γενικής διαστρέβλωσης των άξιων, που επέρχεται σ΄ έναν αποσυντιθέμενο πολιτισμό.” Lewis Mumford, Τέχνη και Τεχνική Εδώ θα κάνουμε μια δεύτερη στάση στη σκέψη του Vesely, η οποία είναι μια πρώτη προσέγγιση του προβληματισμού αυτού. Μιλώντας για την επικοινωνιακή φύση του χώρου, ο Vesely εισάγει την έννοια της φυσιογνωμίας10. Όπως μας εξηγεί η φυσιογνωμία είναι μια μορφή οπτικής εκδήλωσης της χωρικότητας, η οποία λειτουργώντας σε συνέχεια με τον προσανατολισμό και την τοπολογία παράγει τη χωρική εμπειρία. Προκειμένου να καταλάβουμε καλύτερα την έννοια αυτή, ας την προσεγγίσουμε ανεξάρτητα. Η φυσιογνωμία είναι μια πρακτική εξαγωγής συμπερασμάτων για το χαρακτήρα ή την προσωπικότητα ενός ατόμου από την εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Το ενδιαφέρον σχετικά με τη θεωρία αυτή είναι ότι αναγνωρίζει ένα είδος μορφολογικής ειλικρίνειας, υποστηρίζοντας ότι τα βαθιά χαρακτηριστικά μιας προσωπικότητας -ή γενικότερα ενός πράγματος- εκδηλώνονται στη μορφή της. Από τη σκοπιά αυτή μπορούμε να καταλάβουμε, λίγο πιο καθαρά, τι εννοεί ο Vesely λέγοντάς μας ότι η φυσιογνωμία είναι οπτική ιδιότητα του χώρου. Όμως, το ενδιαφέρον με τη θεωρία της φυσιογνωμίας είναι ότι παρότι αποτελεί ψευδοεπιστήμη, αποτέλεσε για καιρό ένα από τα βασικά εργαλεία της εγκληματολογίας και της ψυχολογίας, και οδήγησε στην επιστημονική εδραίωση διαφόρων ρατσιστικών θεωριών κατά τον 19ο αιώνα. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε βέβαια για μια στερεοτυπική θεώρηση της φυσιογνωμίας -υπό την έννοια ότι η σχέση της μορφής με τη βαθιά δομή της είναι σταθερή και απαράλλαχτη- η οποία δεν έχει καμία σχέση με την προσέγγιση του Vesely, όμως θα μας φανεί χρήσιμη παρακάτω. Ο Vesely από την μία αναγνωρίζει, στην ανάδυση της φυσιογνωμίας, την ενσώματη εμπειρία, η οποία την επηρεάζει, και από την άλλη εισάγει την έννοια της ενσώματης μνήμης11, η οποία δείχνει ακριβώς την εξάρτησή της από τις καταστάσεις, ιδρύοντας μια ακόμη μεγαλύτερη απόσταση από το στερεότυπο. Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται η μνήμη εδώ είναι ενδεικτικός: για το Vesely η μνήμη δεν είναι κάτι το σταθερό, δεν είναι η άρθρωση μιας σχέσης του παρελθόντος με την εμπειρία μας. Χρησιμοποιώντας για παράδειγμα τη φράση “το κτίριο μου φέρνει μνήμες” διερωτάται: “τι είναι αυτό που έλειπε; οι μνήμες ή το κτίριο;” Εδώ δανείζεται τη σκέψη του Merlau-Ponty για να μας εξηγήσει ότι, όταν την αντιμετωπίζουμε σαν κάτι σταθερό και απομονωμένο στο κεφάλι μας, επικαλούμαστε τη μνήμη προϋποθέτοντας αυτό που πρόκειται να εξηγήσουμε. Έτσι, η πραγματικότητα είναι ότι στην παραπάνω ερώτηση, η απάντηση που δίνεται είναι ότι “έλειπε και το σπίτι και οι μνήμες, και έτσι δε μπορώ να τις επικαλεστώ”. Για να το θέσουμε πιο απλά, η μνήμη είναι στην πραγματικότητα η εσωτερική διά10. Αναφερόμαστε στον όρο “physiognomy” ο οποίος εμφανίζεται στο: Dalibor Vesely, Architecture in the Age of Divided Representation : The Question of Creativity in the Shadow of Production (London, England: MIT Press, 2004) 11. Αναφερόμαστε στον όρο “embodied memory”, ο.π. 12
σταση του βιωμένου κόσμου και η ικανότητα να τον κατανοούμε και δε μπορεί να απομονωθεί, παρά μόνο να θεωρηθεί ταυτόχρονα -και σε συνέχεια- με την εμπειρία. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η φυσιογνωμία είναι με τη σειρά της τοπική και διαμορφώνεται συνεχώς από την εμπειρία και ως εκ τούτου το ίδιο και η χωρικότητα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον εδώ είναι ότι όλες αυτές οι έννοιες που συγκροτούν τη χωρικότητα, ανάγονται πάντα στη βιωμένη ενσώματη εμπειρία, αναδεικνύοντας μια ανάδυση του χώρου μέσα από την εμβίωση. Σε αυτό το σημείο θα στραφούμε για λίγο στον Neil Leach, που φαίνεται να παρέχει μια βοηθητική θεωρία, η οποία εκκινεί από έναν προβληματισμό πάνω στην τοπικιστική αρχιτεκτονική12. Ξεκινώντας από τον κριτικό τοπικισμό και τον Frampton, ο Leach αναγνωρίζει μια προσκόλληση στη φόρμα και για να διαφύγει από την προσκόλληση αυτή εστιάζει στην έννοια της ταυτότητας, ως βασικό επίδικο του τοπικισμού - στο βαθμό που διατείνεται μια αντίθεση στον καπιταλιστικό οικουμενισμό. Αφού προτείνει μια θεώρηση του έθνους ως αφήγημα και της κουλτούρας σαν discourse γύρω από αυτό, προχωρά για να διακρίνει μια ένταση ανάμεσα στο αφήγημα και το αντικείμενο της κουλτούρας. Δε θα αναπτύξουμε εδώ ολόκληρο το επιχείρημα του Leach, αλλά θα σταθούμε στον παραλληλισμό που κάνει με τη θεωρία της Judith Batler για την ταυτότητα. Η Batler προσεγγίζει την ταυτότητα μέσα από την επιτέλεση13. Για παράδειγμα, η ταυτότητα του άνδρα προκύπτει από τη στάση του υποκειμένου απέναντι στο ενεργό πρότυπο ανδρισμού. Υπό την έννοια αυτή, το υποκείμενο είναι άνδρας, στο βαθμό που γίνεται άνδρας, κατασκευάζει δηλαδή μια δική του ανδρική ταυτότητα, μέσω της μίμησης και της επίκλησης των προτύπων που του παρέχονται. Έτσι, κανείς αποκτά μια ταυτότητα υποδυόμενος τα πρότυπα που την ορίζουν, με τρόπο που μπορεί να κυμαίνεται από έναν απλό κομφορμισμό, μέχρι μια σκληρή αντίθεση στα επιβαλλόμενα πρότυπα. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι μια άρνηση της αυθεντικότητας, η οποία αναδεικνύει τον επιτελεστικό χαρακτήρα της ταυτότητας. Γυρίζοντας, τώρα, πίσω στην αρχιτεκτονική ο Leach καταπιάνεται με τη σχέση της μορφής με τα νοήματά της. Υιοθετώντας μια επιτελεστική λογική, η μορφή νοηματοδοτείται μέσω των πράξεων που φιλοξενεί, και υπό αυτή την έννοια δεν φέρει a priori νοήματα, αλλά λειτουργεί ως σκηνή για το ξετύλιγμα της πράξης. Οι μνήμες των πράξεων ακολουθούν τις μορφές σαν φαντάσματα φέρνοντάς μας κοντά στις διατυπώσεις του Vesely για τη σχέση της μνήμης με τη φυσιογνωμία -το νόημα της μορφής. Ο Leach επισημαίνει την τάση των ανθρώπων να νοηματοδοτούν χώρους μέσα από καθορισμένες πράξεις, δηλαδή τελετές. Εδώ, γυρίζοντας στο παράδειγμα του καθεδρικού ναού της Chartres, μπορούμε να καταλάβουμε την κομβική σημασία της θρησκευτικής τελετουργίας στη νοηματοδότηση του χώρου. Η πράξη της λειτουργίας, μέσα από τη συνεχή επιτέλεσή της, φαίνεται να καθιστά την εκκλησία σχεδόν ταυτόσημη με τα υπερβατικά νοήματα που φέρει. Έτσι, το παράδειγμα του Vesely φαίνεται να εμπλουτίζεται, εδώ, με μια ακόμα πτυχή, η οποία σε καμία περίπτωση δεν έρχεται σε αντίθεση με τις γενικότερες διατυπώσεις του. Παρ’ όλα αυτά ο Leach, ξεκινώντας από την προσκόλληση του τοπικισμού στη μορφή, αναδεικνύει -μέσω του επιχειρήματος της επιτελεστικής νοηματοδότησής της- τον φαύλο χαρακτήρα μιας τέτοιας στάσης. Αν ο τοπικισμός στρέφεται στη μορφή ως a priori φορέα νοημάτων, αγνοεί τη δύναμη της πράξης ως διαδικασίας νοηματοδότησης και αναγνωρίζει, με τον τρόπο αυτό, μια σταθερή φυσιογνωμία του χώρου. Υπό το φως όσων είπαμε παραπάνω, η στάση αυτή φαίνεται να εδραιώνεται σε στερεότυπα και μας αποκαλύπτει -όπως και στην περίπτωση της φυσιογνωμίας- τον επικίνδυνα συντηρητικό χαρακτήρα της. Αν επιστρέψουμε, τώρα, στις σκέψεις του Heidegger για την τεχνολογία, θα διαπιστώσουμε άλλη μια διάσταση του τεχνολογικού αντικειμένου. Η ουσία της τεχνικής βρίσκεται για τον Heidegger στην πλαισιοθέτηση, δηλαδή στην ιδιότητα της τεχνολογίας να προκαλεί τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει το αντικείμενο σαν ενεργό απόθεμα. Όπως επισημαίνει με ένα παράδειγμα για το αεροπλάνο, είναι σαφές ότι από τη σκοπιά της τεχνολογίας, το αεροπλάνο μας ενδιαφέρει, στο βαθμό που μας πηγαίνει στον προορισμό μας και όχι σαν ένα αυτόνομο 12. Neil Leach. “Belonging.” AA Files, No. 49 (Spring 2003) 49, no. Spring 2003 (2003): 76-82. Ημερ. ανακτ. 10/06/2019. http://www.jstor.org/stable/29544753 . 13. ο.π. 13
αντικείμενο, που στέκεται στο διάδρομο απογείωσης. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η τεχνολογία, προκαλώντας μας να δούμε το αντικείμενο σαν ενεργό απόθεμα, δεν μας αφήνει χώρο να έχουμε οποιαδήποτε σκέψη που θα μπορούσε να οδηγήσει στην φυσιογνωμία, να έχουμε δηλαδή έναν αναστοχασμό πάνω στη μορφή του, με βάση την εμπειρία μας. Υπό την έννοια αυτή το τεχνολογικό αντικείμενο είναι μη-επικοινωνιακό, όντας αποκομμένο από κάθε είδους άρθρωση.
Dymaxion House / 1930 / Buckminster Fuller - Villa Savoye / 1928-1931 / Le CorbusierΠάνω σε αυτό το παραδοσιακό γήπεδο ύψωσε ένα από τα λιγότερο παραδοσιακά κτίρια της καριέρας του, πλούσιο σε εικόνες της δεκαετίας του 1920. […] η καμπύλη αυτού του τοίχου στην πιο απομακρυσμένη πλευρά από το δρόμο υπαγορεύτηκε, ισχυρίζεται ο Le Corbusier, από την ελάχιστη ακτίνα στροφής ενός αυτοκινήτου. […] Αυτό φαίνεται να μην είναι τίποτε άλλο από μια τυπική, κατά Corbusier, αντιστροφή της πίστας δοκιμών στη στέγη βιομηχανίας Fiat του Matte-Trucco, κάτω από το κτίριο αντί πάνω από αυτό, για να δημιουργήσει την κατάλληλη συγκινησιακή προσέγγιση στην κατοικία μιας πλήρως αυτοκινούμενης μετα-Φουτουριστικής οικογένειας.[…] Κανένα μονοδιάστατο κριτήριο όπως ο φονξιοναλισμός, δε θα μπορούσε ποτέ να εξυπηρετήσει την ερμηνεία των μορφών και των επιφανειών αυτών των κτιρίων, και αφετέρου για να κατανοήσουμε ότι τα εν λόγω κτίρια είναι πλούσια σε συσχετισμούς και συμβολικές αξίες τρέχουσες στην εποχή τους. […] Η θέση τους ως αριστουργήματα εδράζεται, όπως γίνεται με τα περισσότερα αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής, στην ευστοχία και την αυθεντία με την οποία εκφράζουν μια άποψη των ανθρώπων σε σχέση με το περιβάλλον τους.
Έτσι οι ευκολίες για το μαγείρεμα πήγαν στο δωμάτιο που λεγόταν “κουζίνα” ακόμη καιχωρίςτοφούρνογκαζιούταπλυντήριασ’έναδωμάτιοπουακόμητοσκεφτόμαστε ως“πλυσταριό”,μετηνπαλιάέννοια,τογραμμόφωνοστο“δωμάτιομουσικής”,ηηλεκτρική σκούπα στην “ντουλάπα για τις σκούπες”, και ούτω καθεξής. Στην εκδοχή του Fuller,αυτόςοεξοπλισμόςαντιμετωπίζεταιωςπιοομοιογενής,ωςπροςτοότιείναιμηχανικός, και όχι διαφοροποιημένος εξαιτίας λειτουργικών αναγκών που προέκυψαν 14
με την πάροδο του χρόνου, και γι’ αυτόν το λόγο συμπεριλαμβάνεται στον κεντρικό κορμό της κατοικίας, απ’ όπου διανέμονται οι σχετικές παροχές - θέρμανση, φωτισμός, μουσική, καθαριότητα, διατροφή, εξαερισμός - στον περιβάλλοντα χώρο ζωής. Ενδεχομένως αυτό που μέχρι τώρα νοούσαμε ως αρχιτεκτονική, και ότι αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ως τεχνολογία, είναι ασύμβατοι επιστημονικοί κλάδοι. Reyner Banham, Θεωρία και Σχεδιασμός την Πρώτη Μηχανική Εποχή Υπό το πρίσμα αυτής της διατύπωσης επιστρέφουμε στον Vesely, για να διαβάσουμε, διαφορετικά τώρα, την έννοια του θραύσματος. Ειδωμένη με αυτόν τον τρόπο, η τεχνολογία -αν μη τι άλλο- παράγει θραύσματα, αντικείμενα δηλαδή τα οποία στερούνται οποιασδήποτε νοηματοδότησης, άρα και δυνατότητας άρθρωσης σχέσης με τον κόσμο και τον άνθρωπο, πέρα από τη λειτουργία τους σαν ενεργό απόθεμα. Έτσι, δε μας φαίνεται καθόλου τυχαία η ανάδυση του θραύσματος, σαν αυτόνομη μονάδα, κατά το μπαρόκ, αν αναλογιστούμε την επιστημονική επανάσταση και την σχέση της με την τεχνική, όπως την υποθέτει ο Heidegger.
Cineroleum / 2010 / ASSEMBLE Το Cineroleum είναι ένα συνοικιακό σινεμά που κατασκευάζεται στο στέγαστρο ενός κλειστού βενζινάδικου στο Λονδίνο. Σχεδιάζεται από τους ASSEMBLE και κατασκευάζεται από τους ίδιους με τη βοήθεια εθελοντών από τη γύρω περιοχή. Όπως διαβάζουμε στο κείμενό τους, η σύνθεση αποτελεί έναν αυτοσχεδιασμό πάνω στην παροικμασμένη πλέον εικονογραφία της χρυσής εποχής του κινηματογράφου με τις μικροπολυτέλειες που το συνοδεύουν. Στην ουσία η σύνθεση αποτελείται κατά βάση από μια ξύλινη εξέδρα για τις πτυσσόμενες καρέκλες του σινεμά και μια κουρτίνα φτιαγμένη από μονωτική μεμβράνη, η οποία ανοίγει με το πέρας της προβολής αφήνοντας τον κόσμο να ξεχυθεί ελεύθερα από το στέγαστρο. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην περίπτωση αυτή είναι ο ιδιαίτερα ευαίσθητός χειρισμός του εγκαταλελειμμένου στέγαστρου με την κουρτίνα, που δημιουργεί μια περίεργη αίσθηση του εσωτερικού, αλλά και καταργεί στην πραγματικότητα το κτίριο με το που τελειώνει η προβολή, ιδρύοντας μια ουσιαστική βαθιά σχέση με το λειτουργικό πρόγραμμα, θεωρημένο όχι απλά σαν προβολή, αλλά ως κοινωνικό δρώμενο. Ένα 15
τυπικό, λοιπόν, στέγαστρο βενζινάδικου γίνεται ένα μέρος για συγκέντρωση των κατοίκων και προβολή ταινιών και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η πρόταση δε φέρει σε καμία περίπτωση την εικόνα του ελάχιστου ή του αναγκαίου· γεγονός που οφείλεται από τη μία σε μια προσεκτική προτυποποίηση της δουλειάς από τουςASSEMBLE, σε βαθμό που να γίνεται διαχειρίσιμη από ανειδίκευτους εθελοντές, αλλά και από την πρωτοφανή συμβατότητα της κουρτίνας με τη μορφή του στέγαστρου και τέλος σε μια μετάφραση του προγράμματος μέσα από τις καταστάσεις, που συγκροτούν αυτό που κάπως χοντρά θα συμπυκνώναμε στη φράση “πάω σινεμά”. Μια τυπική αστική εμπειρία, η οποία δύναται μέσα από τον ριζικά κοινό χαρακτήρα της να μετατρέψει ένα τεχνολογικό απομεινάρι σε πυρήνα της συνοικιακής καθημερινότητας Γυρίζοντας όμως στον Leach, βλέπουμε ότι αναγνωρίζει μια ιδιαίτερη δυναμική σε αυτού του είδους την επιτελεστική νοηματοδότηση. Κλείνοντας το κείμενο, ο Leach επισημαίνει μια δυνατότητα διεκδίκησης, που παρέχει αυτή η θεώρηση. Είναι σαφές ότι υπάρχει και εδώ μια δυνατότητα κομφορμισμού, της αναπαραγωγής δηλαδή των αναμενόμενων πράξεων στις μορφές που συνηθίζουν αυτές να συμβαίνουν. Το ενδιαφέρον όμως εδώ είναι ότι ο αρχιτέκτονας δεν είναι αναγκαίο να ενδώσει σε μια φυσική τάση κομφορμισμού. Τίθεται, λοιπόν, εδώ μια διεκδίκηση μορφών, μέσα από την προβλεπόμενη επιτέλεση, η οποία αναμετράται με τις δυνητικές ικανότητες που έχει μια μορφή να “παραλαμβάνει” πράξεις και η οποία φαίνεται να μας παρηγορεί κάπως για την τεχνολογική διάλυση του αντικειμένου. Μέσα από αυτήν την οπτική, μπορούμε να διαβάσουμε τώρα την ανάλυση του Vesely για την επανένταξη του θραύσματος14 σαν μια διεκδικητική ενέργεια. Οι διατυπώσεις του Vesely για την ευρετική δύναμη του θραύσματος, αλλά και για την αναλογική του δυνατότητα, φαίνεται να φωτίζονται ιδιαίτερα από μια τέτοια θεώρηση. Έτσι, η τεχνολογική ενικοποίηση και διάλυση του αντικειμένου, η οποία είναι ορατή τόσο στο Vesely, όσο και στον Heidegger, φαίνεται να μην δημιουργεί το αναπόφευκτο αδιέξοδο που μπορεί κάποιος να φανταζόταν. Αν η επέλαση της τεχνολογίας παράγει απονοηματοδοτημένα αντικείμενα, αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε καταδικασμένοι σε έναν ανόητο κόσμο.
Tour Eiffel / 1889 / Gustave Eiffel Η επερχόμενη παγκόσμια έκθεση του 1889 στο Παρίσι θα σηματοδοτούσε τα 100 χρόνια από την γαλλική επανάσταση. Για τον λόγο αυτό, αντί για κάποιο μνημείο με αναφορά στην επανάσταση, είχε ξεκινήσει ήδη από το 1887 , ένας διαγωνισμός με στόχο την κατάρριψη ενός τεχνολογικού ρεκόρ: την ανέγερση ενός πύργου ύψους 300 μέτρων. Τελικά μετά από δύο χρόνια και δύο μήνες, ο πύργος του Gustave Eiffel ολοκληρώθηκε, δηλώνοντας με τον πιο ευθύ και πειστικό τρόπο το όραμα του Γαλλικού κράτους για τον επερχόμενο αιώνα. Ένα γαλλικό κράτος με λαμπρό τεχνολο14. Αναφερόμαστε στο κεφάλαιο “Rehabilitation of the fragments” στο: Dalibor Vesely, Architecture in the Age of Divided Representation : The Question of Creativity in the Shadow of Production (London, England: MIT Press, 2004), σελ. 336-373 16
γικό μέλλον. Οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες, άλλα και μια νέα κοσμοαντίληψη εδραιωμένη στην ορθολογικότητα βρίσκουν στον πύργο την τέλεια έκφραση τους. ΑυτόδενίσχυσεκαιγιατονλαότουΠαρισίου,τουοποίουοιαντιδράσειςκυμανθήκαν ανάμεσα στην αμηχανία για το ανοίκειο αυτό θέαμα, που υπερκάλυπτε την πανάγια των Παρισίων, και την οργή για την προσβολή της πλούσιας καλλιτεχνικής και πολιτισμικής τους παράδοσης από την βάρβαρη και ψυχρή τεχνολογία. Χαρακτηριστικές, της δημιουργηθείσας αναταραχής, είναι οι επιστολές διαμαρτυρίας που έστειλαν οι καλλιτέχνες του Παρισιού, στον δημιουργό του πύργου, ο οποίος πίστευε πως το κατασκεύασμα του θα αποκτούσε την δική του ομορφιά, βασισμένη στην δύναμή του. Έναν αιώνα και πλέον μετά, μπορούμε με άνεση να υποστηρίξουμε πως και οι δυο πλευρές της διαμάχης αυτής φαίνεται να μην μπορούσαν να αντιδράσουν ψύχραιμα, πέρα από τους φόβους ή τις ελπίδες τους. Από την μια η δικαιολογημένη -έως ένα βαθμό- ανησυχία των διανοούμενων του Παρισιού, δεν πίστεψε στην δυνατότητα που έχει μια κοινωνία να αφομοιώνει και να οικειοποιείται τέτοιου είδους κινήσεις, πόσο μάλλον μια κίνηση που της απηύθυνε τον λόγο επιθετικά και άμεσα. Από την άλλη, η πιστή στην αυτονομία μιας μορφής, όσα νοήματα κι αν φέρει αυτή, δεν μπορεί να διεκδικεί με βεβαιότητα το μέλλον της. Τελικά, ο Πύργος του Άιφελ, από αφηρημένο έκτρωμα ή αυτόνομο τεχνολογικό κατόρθωμα μέσα σε λίγες μόλις δεκαετίες έγινε εθνικό σύμβολο αποτελώντας πλέον κοινό τόπο για τους Παριζιάνους και βρίσκοντας την θέση του στο συλλογικό υποσυνείδητο. Άλλωστε ο ίδιος ο Vesely επισημαίνει ότι, παρά την όποια εσωτερική του λογική, οποιοδήποτε προϊόν της αρχιτεκτονικής είναι εκτεθειμένο στον πραγματικό βιωμένο κόσμο και την παραμορφωτική του επιρροή. Στην ουσία το πρόβλημα που εντοπίζει ο Vesely στην εσωτερική κλειστή λογική μιας αναπαράστασης είναι ότι τα κτίρια -και οι αρχιτέκτονες τους- αγνοούν τη φυσιογνωμία, την οποία αναπόφευκτα θα αποκτήσουν, μέσα από τη συμμετοχή στον πραγματικό κόσμο. Επιστρέφοντας στο παράδειγμα του νοσοκομείου, είναι αυτή η αναπόφευκτη πραγματικότητα που αναδύεται φυσικά, όταν κάποιος που έχασε έναν δικό του άνθρωπο σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου αυτού, θα σταματήσει μια στιγμή καθώς περνάει απ’ έξω και θα κοιτάξει με θλίψη αυτό το κτίριο-μηχανή που, με τον αυστηρό ορθολογισμό του, θα ορκιζόταν πως κάτι τέτοιο δεν το περίμενε με τίποτα. Έχοντας κατά νου τις παραπάνω σκέψεις, μπορούμε να καταλάβουμε τη βαθιά αδυναμία μιας άρνησης της τεχνολογίας. Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να εστιάσουμε σε μια ένταση ανάμεσα στο πραγματικό και το πιθανό/δυνητικό όπως προτείνεται από τον Vesely15. Η εσωτερική λογική ενός αντικειμένου, αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτό αρθρώνεται ως ενδεχομενικότητα και δεν είναι ταυτόσημη με την εμπράγματη λειτουργία του. Το αντικείμενο, μέσα από τη συμμετοχή του στον κόσμο, αποκτά τότε τον πραγματικό χαρακτήρα του. Ο Heidegger μας εξηγεί ότι η ουσία της τεχνικής έγκειται στην πλαισιοθέτηση, η οποία δεν έχει τίποτα το τεχνικό. Υπό την έννοια αυτή, μια ταύτιση του τεχνολογικού αντικειμένου με την θραυσματική τεχνικιστική λογική του είναι μια επιφανειακή και επί της ουσίας τεχνική σκέψη. Το αντικείμενο που αρθρώνεται σε απόσταση από τον πραγματικό κόσμο έχει ανάγκη το καταφατικό μας νεύμα για να κυριαρχήσει πάνω στη βιωμένη εμπειρία μας και μια τέτοια ταύτιση ισοδυναμεί με αυτήν ακριβώς την υποτακτική κίνηση. Είναι εμφανές ότι ένας τοπικισμός που επιμένει στη φόρμα -και πόσο μάλλον ένας τοπικισμός που αρνείται τις μορφές που παράγει η τεχνολογία, ως τεχνικιστικές- είναι επί της ουσίας τεχνικιστικός, αφού για να μεταφράσει την κατά τα άλλα εύλογη αντίθεση του σε μια υιοθέτηση μιας άλλης φόρμας, έχει ήδη αποποιηθεί των μορφών που η τεχνολογία γεννά, με 15. Αναφερόμαστε στο κεφάλαιο “Towards a Poetics of Architecture” στο: Dalibor Vesely, Architecture in the Age of Divided Representation : The Question of Creativity in the Shadow of Production (London, England: MIT Press, 2004), σελ. 374-407. 17
την πεποίθηση ότι καταφέρνουν αυτό που διατείνονται ότι κάνουν, με τη βαθιά δηλαδή πίστη ότι -οργανωμένες σε ένα κλειστό σύστημα- καταφέρνουν να διαφύγουν της πραγματικότητας και να διατηρήσουν τον εργαλειακό τους χαρακτήρα. Αυτό που θέλουμε να πούμε εδώ είναι ότι ο τοπικισμός, ειδωμένος από αυτή τη σκοπιά, δεν είναι μόνο επικίνδυνα συντηρητικός, αλλά φλερτάρει και με μια επί της ουσίας τεχνικιστική λογική. Αν σκεφτούμε στο σημείο αυτό και την νοηματοδοτική δύναμη της πράξης, ένας φορμαλιστικός τοπικισμός μπορεί να ερμηνευτεί και ως μια τεχνικοποίηση της παραδοσιακής φόρμας, μια εγκόλπωσή της, δηλαδή στην οικουμενιστική πραγματικότητα. Φιλοξενώντας μικροαστικούς καβγάδες, πολυεθνικές επενδύσεις και τουριστικές επιδρομές, κλιματιζόμενες και προατατευμένες από συναγερμούς, οι μορφές που ο τοπικισμός δανείζεται φαίνεται να καθίστανται -αν μη τι άλλο- ευάλωτες στην επεκτατική τάση της ορθολογικής τεχνολογίας, κάνοντάς τον να πλησιάζει με μια τακτική τεχνολογικού επεκτατισμού. Κλείνοντας, θα στραφούμε για μια τελευταία φορά στο Vessely, ο οποίος μας συστήνει την έννοια του βιωμένου κόσμου. Όπως μας εξηγεί ο κόσμος της εμπειρίας που περιγράψαμε παραπάνω, υπάρχει με τη μορφή ενός σκοτεινού υποβάθρου, το οποίο η αρχιτεκτονική επιμένει να παραβλέπει. Μια προσπάθεια γεφύρωσης της αρχιτεκτονικής με την πραγματικότητα, θα ήταν η ανάδυση αυτού του κόσμου σαν κεντρικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής σκέψης. Ακόμα, η κρυμμένη δυναμική του θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ισχυρό μέσο νοηματοδότησης. Η διεκδίκηση των μορφών μέσω της επιτελεστικότητας, που περιγράψαμε παραπάνω, θα έπρεπε να στραφεί με προσοχή στον κρυμμένο αυτόν κόσμο επιχειρώντας να ανασύρει την λανθάνουσα δυναμική του.
Fondazione PRADA / 2008 2018 / OMA Πρόκειται για ένα κτιριακό σύμπλεγμα στα προάστια του Μιλάνου, που λειτουργεί σαν ενιαίος εκθεσιακός χώρος για τη συλλογή έργων της Prada. Η υφιστάμενη κατάσταση αφορούσε ένα συγκρότημα βιομηχανικών κτιρίων, από τα οποία κάποια κατεδαφίστηκαν και κάποια εντάχθηκαν στην καινούργια σύνθεση. Στο κείμενό τους οι OMA βλέπουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη συνθήκη έκθεσης της τέχνης σε ποικιλία κτιρίων -κυρίως βιομηχανικών- που δεν προορίζονται για εκθεσιακοί χώροι ενώ περιγράφουν την πρότασή τους σαν μια προσπάθεια επέκτασης της κτιριακής ποικιλίας που συνάντησαν στο οικόπεδο. Στην περίπτωση αυτή δε μας ενδιαφέρει το σύνολο 18
της συνθετικής λογικής, αλλά μια μεμονωμένη πράξη, η οποία στη συνθήκη της πρότασης αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πριν εστιάσουμε πρέπει να σκεφτούμε από τη μία μια ισχυρή αν και άρρητη πρόθεση branding και από την άλλη το γεγονός ότι μιλάμε για έναν χώρο έκθεσης έργων από μια εταιρία, που δραστηριοποιείται στο χώρο της μόδας. Τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο ο χώρος έχει έντονη επισκεψιμότητα από τουρίστες. Έτσι, λοιπόν, θα εστιάσουμε στο κτίριο το οποίο καλύφθηκε με φύλλα χρυσoύ και ονομάζεται haunted building. Αυτό που μας φαίνεται ενδιαφέρον στην παρέμβαση αυτή είναι ότι δείχνει μια πρωτοφανή ευαισθησία απέναντι σε κάτι που η αρχιτεκτονική φαίνεται συχνά να παραβλέπει εν είδει εξιδανίκευσης ή ενός αφελούς δονκιχωτισμού. Αυτό στο οποίο αναφερόμαστε, είναι πέρα από την αίσθηση του πολύτιμου και του ξεχωριστού που είναι εμφανής: μια αναγνώριση της έκθεσης σαν ένα τουριστικό προορισμό αλλά και μια αναγνώριση της τουριστικής εμμονής με την αυτοφωτογράφιση. Όλα αυτά βέβαια είναι δικές μας εικασίες, αλλά συνάδουν αν όχι με τις προθέσεις των OMA, σίγουρα με την πραγματικότητα του κτιρίου. Σε αυτήν την κίνηση εμείς λοιπόν θα αναγνωρίσουμε μια παραχώρηση σε έναν κόσμο που η αρχιτεκτονική συνηθίζει να γυρνάει την πλάτη, έναν κόσμο που δεν επισκέπτεται τις εκθέσεις από καθαρό ενδιαφέρον για την τέχνη, αλλά περισσότερο εν είδει αξιοθέατου, έναν κόσμος ο οποίος ανυπομονεί να βρει το επόμενο σκηνικό για φωτογράφιση και ο οποίος είναι -αν όχι ιδανικός- σίγουρα υπαρκτός. Αυτός είναι ένας κόσμος που συνηθίζει να αποτελεί ένα σκοτεινό υπόβαθρο για τον πουριτανισμό της αρχιτεκτονικής, αλλά περιμένει με ενθουσιασμό να δεχτεί και να παραμορφώσει τα καινούργια της προϊόντα. “Οι ζωντανοί άνθρωποι, ακόμη και οι πιο καθυστερημένοι και εγκλωβισμένοι σε συμβάσεις, έχουν δικαίωμα στην ικανοποίηση των -έστω και ψευδών- αναγκών τους. […] Ακόμα και στην ψευδή ανάγκη των ανθρωπινών όντων, ζει μια δόση ελευθερίας·” Theodor Adorno, Ο φονξιοναλισμός σήμερα Όσο η αρχιτεκτονική επιμένει να αναπαράγει έννοιες υπό τη μορφή στερεοτύπου, όσο επιμένει να φαντάζεται ιδανικούς χρήστες, όσο επιμένει να πιστεύει τις εικόνες που η ίδια κατασκευάζει για τον εαυτό της, τόσο η απόσταση της από τον κόσμο θα μεγαλώνει και τόσο αυτή θα αναγκάζεται σε μια βίαιη αμφιταλάντευση ανάμεσα σε μια κενή γελοιότητα και μια παραγεμισμένη από νόημα αδιάφορη σοβαρότητα.
19
ο τόπος που έρχεται Κλείνοντας, οριστικά τώρα, θα ξεφύγουμε λίγο από την ροή του επιχειρήματος, για να κάνουμε κάποιες απόπειρες προσέγγισης, ίσως λίγο πιο παράτολμες, αλλά σίγουρα ειλικρινείς σχετικά με τους προβληματισμούς που θέσαμε ήδη από την εισαγωγή. Μιλάμε εδώ για ορισμένα πράγματα που κινούνται μόνιμα πάνω από τους προβληματισμούς μας σαν άρρητες υποθέσεις. Πράγματα που, παρά τον απροσπέλαστο χαρακτήρα τους, καθόρισαν σε τέτοιο βαθμό της σκέψη μας, που μια παράληψή τους θα μεταφραζόταν ως αφέλεια. Ο λόγος που κάνουμε αυτή την εισαγωγή είναι σαφής: μέσα στον απροσπέλαστο χαρακτήρα τους φαίνεται να κρύβουν με επιμονή κάποιες αλήθειες για αυτά που σκεφτόμαστε, που ίσως νοηματοδοτούν και τη μέχρι τώρα πορεία της σκέψης μας. Όμως, αυτός ο απροσπέλαστος χαρακτήρας είναι που κάνει την εμφάνισή του σαν ένα σοβαρό ρίσκο, κάθε φορά που προσπαθεί κανείς να τον υπερβεί. Το ρίσκο, λοιπόν, που θα πάρουμε εδώ είναι να μιλήσουμε για κάτι που ίσως δεν ελέγχουμε σε ικανοποιητικό βαθμό, είναι όμως ένα ρίσκο που αξίζει τον κόπο, όταν αυτό το κάτι είναι παρόν στη σκέψη μας, έστω και απατηλά. Αρχικά, όλη η απόπειρα εδραιώνεται στην πίστη ότι μπορεί από την οπτική του Heidegger να ανοιχτεί μια δίοδος προς το οποιοδήποτε του Agamben16 και από την άλλη ότι αυτό το οποιοδήποτε μας παρέχει μια έστω και φευγαλέα εικόνα αυτού που ο Heidegger εκφράζει ως τεχνολογική σωτηρία. Όμως, θα ξεκινήσουμε ακολουθώντας αρχικά τη σκέψη του Heidegger. Στο ερώτημα για την τεχνική17, ο Heidegger επισημαίνει με πολύ εύστοχο τρόπο την επιρροή της τεχνολογίας πάνω στο αντικείμενο, με ένα τρόπο που φαντάζει κάπως τρομακτικός. Το ενδιαφέρον, όμως, στο κείμενο είναι ότι, ενώ υποδεικνύει τον κίνδυνο που επιφυλάσσει για τον άνθρωπο η επέλαση της τεχνολογίας, αναζητά σε αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο μια μορφή σωτηρίας, παίρνοντας σαφή απόσταση από μια τεχνοφοβική λογική. Ψάχνοντας, λοιπόν, το σωτήριο μέσα στον κόσμο της τεχνολογίας ο Heidegger μας δίνει έναν ορισμό για το σώζω. Το να σώζω σημαίνει για τον Heidegger “να εισκομίζω στην ουσία, προκειμένου να την κάνω να εμφανίζεται με προσίδιο σ’ αυτήν τρόπο”. Αυτός ο ορισμός παρέχει μια πρώτη δυνατότητα για το συσχετισμό μας. Ο Agamben προσεγγίζει με τον ίδιο τρόπο τη σωτηρία, ενώ στη συνέχεια καταπιάνεται με αυτό το “είναι τοιουτοτρόπως”, την εμφάνιση, δηλαδή, του είναι-ως-είναι. Εδώ ο Agamben μας εξηγεί ότι το ενδιαφέρον σε αυτή την εμφάνιση είναι ότι δε μας φέρνει κοντά στο αντικείμενο, αλλά αντιθέτως μια εμφάνιση του είναι-ως-είναι παρουσιάζει μια ορατή αδυναμία να οριστεί το είναι ως το ένα ή το άλλο, να οριστεί, δηλαδή, το είναι εντός του κόσμου προσλαμβάνοντας χαρακτηριστικά. Υπό την έννοια αυτή, αυτός ο τρόπος του να εμφανίζεται κάτι είναι ένας τρόπος εμφάνισης εκτός του κόσμου. Όπως ρητά επισημαίνει ο Agamben, το πως είναι ο κόσμος είναι εκτός κόσμου. Ο Heidegger φαίνεται να το αναγνωρίζει αυτό, εξηγώντας μας πως η σωτηρία που μας υπόσχεται μέσω της τεχνικής είναι αυτή που φέρνει τον άνθρωπο “σε ένα τέτοιο που από μόνος του δε μπορεί ούτε να εφεύρει ούτε ακόμα λιγότερο να κατασκευάσει.” Και συνεχίζει “ Γιατί κάτι τέτοιο όπως είναι ο άνθρωπος, αποκλειστικά και μόνο από και διά του εαυτού του, δεν υπάρχει” Ψηλαφίζοντας, λοιπόν, αυτή τη σωτηρία, όπως την αντιλαμβάνεται o Heidegger, έχει σημασία να δούμε ότι προσδίδει στον άνθρωπο ένα ρόλο: να συμμετέχει στο αποκαλύπτειν ως απαραίτητος για το ιδιοσυμβάν της αποκάλυψης. Είναι, λοιπόν, αυτή η πρόκληση της πλαισιοθέτησης που φέρνει τον άνθρωπο σε συνάφεια με αυτό που διαρκεί, που συνεχίζει να υπάρχει. Ο άνθρωπος, υπό αυτή την έννοια, λαμβάνει έναν κομβικό ρόλο που δεν είναι άλλος από τη διαφύλαξη της αλήθειας. Είναι, λοιπόν, μέσω αυτής της πρόκλησης που ο άνθρωπος γίνεται σημαντικός για τον κόσμο με έναν τρόπο πρωτοφανή. Θα μπορούσαμε, όπως κατανοούμε αυτήν την πρόταση, να εστιάσουμε στην πρόκληση 16. Giorgio Agamben. Η κοινότητα που έρχεται. Μτφ.-Επιμ. Θάνος Ζαρταλούδης. Αθήνα, Ελλάδα: Ίνδικτος, 2007. 17. Martin Heidegger. “Το ερώτημα για την τεχνική.” Εισ.-Μτφ-Σχόλια Δημήτρης Τζωρτζόπουλος. Στο Περί Πολιτικής Περί Αλήθειας Περί Τεχνικής, 160-208. Φιλοσόφων Έργα. Αθήνα, Ελλάδα: Ηριδανός, 2011. 20
του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τον κόσμο πέρα από την ασφάλεια του αντικειμένου. Μια πρόκληση, η οποία κρύβει από τη μία τον κίνδυνο του να διαβάζει κανείς τα πάντα ως ενεργό απόθεμα, αλλά από την άλλη παρέχει μια δίοδο για μια αποκάλυψη πέρα από την κλειστότητα του ενός ή του άλλου χαρακτηριστικού. Αυτό είναι που εμείς καταλαβαίνουμε από τις διατυπώσεις του Heidegger. Αυτή η έκθεση του ανθρώπου στην εξωτερικότητα του είναι-ως-είναι, που αδυνατεί να χωρέσει στην ασφάλεια της γλώσσας και της λογικής και φλερτάρει με μια εξωκοσμική, όπως μας λέει ο Agamben, αποκάλυψη. Ανακεφαλαιώνοντας, αυτό που εμείς τουλάχιστον καταλαβαίνουμε από το κείμενο του Heidegger είναι ότι πέρα από την αποκάλυψή του κόσμου ως ενεργό απόθεμα, αυτό που η τεχνική προκαλεί είναι μια διάλυση του αντικειμένου, μια αδυναμία προσέγγισης του κόσμου με τα γνωστά μας εργαλεία, η οποία -στο βαθμό που ο κόσμος της τεχνολογίας δεν είναι ο κόσμος που ξέρουμε και στον οποίο είμαστε δεμένοι, αλλά ένας καινούργιος τεχνητός κόσμος- μας δίνει τη δυνατότητα για μια επαφή με ένα ριζικό εξωτερικό.
KAIT Workshop / 2008 / Junya Ishigami + Associates Το κτίριο αυτό του Ishigami είναι η εμφάνιση μιας ελεύθερης κάτοψης στο βαθμό που αυτή έχει απωλέσει την ορθολογική της οργάνωση. Για να καταλάβουμε τη σύνθεση αυτή όπως μας ενδιαφέρει εδώ πρέπει να αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο ένας χώρος με ελευθερα υποστηλώματα σε κάναβο αρθρώνεται μπροστά μας με μια οργάνωση και το βαθμό στον οποίο η οργάνωση αυτή ειναι παρούσα στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το χώρο και κινούμαστε στο εσωτερικό του. Ακόμα και η προφανής ορθογώνια διάταξη των τοίχων παρέχει μια πρώτη νοητική επαφή με το κτίριο η οποία ως ένα βαθμό παρακάμπτει την επιτόπια προσαρμογή στο βαθμό που αυτή κρίνεται περιττή σε ένα κτίριο που μπορεί να διαβαστεί ως ορθολογική κατασκευή. Το ενδιαφέρον με το κτίριο αυτό του Ishigami είναι οτι εξετάζει τα όρια με έναν τρόπο της έννοιας του κτιρίου ξεκινώντας από μια κλασική ορθολογική τυπολογία ελεύθερης κίνησης και διάταξης για να μας φέρει αντιμέτωπους με τον κανονιστικό της χαρακτήρα μέσα από την εκκωφαντική απουσία του. Επιχειρώντας αυτή τη μετάβαση οι χειρισμοί του Ishigami είναι οριακοί με την έννοια τόσο της δουλειάς πάνω σε ένα αυστηρό πρότυπο όσο και με το οτι εγκαταλείποντας, ας πούμε, την ορθογώνια διάταξη δεν φολισθαίνει στην αναζήτηση νέων μορφών αλλά διαφεύγει στο βαθμό που εκφράζει την ίδια τη διαφύγή, με έναν τρόπο δηλαδή οπού το τελικό σχήμα να μπορεί να περιγραφεί μόνο σαν παραμορφωμένο τετράγωνο. Από την άλλη η τάση αυτή για αναμέτρηση με την ίδια τη βαθειά δομή της ελεύθερης κάτοψης προ21
σεγγίζεται μέσα από τις δυνατότητες της τεχνολογίας κατασευάζοντας έναν χώρο αυστηρά τεχνητό, στιλπνό και άσπρο, ενώ μια προωθημένη χρήση του γυαλιού στο περιμετρικό όριο το εξαφανίζει σχεδόν από το οπτικό πεδίο. Τοποθετημένο σε ένα δάσος το πανεπιστημιακό αυτό εργαστήριο φαίνεται παρά τήν αυστηρά τεχνολογική του μορφή να λειτουργεί σε πλήρη συνέχεια με το περιβάλλον του τόσο στο θέμα της πορείας και της χωρικής οργάνωσης με τα άτακτα οργανωμένα υποστηλώματα όσο και στον τρόπο με τον οποίο θα έρθει κανείς σε επαφή με το φώς από τις σχισμές της οροφής χωρίς όμως να επιδίδεται σε μια μορφολογική μίμιση οργανικών σχημάτων και μορφών. Τελικά το ίδιο το κτίριο, φαίνεται να συλλαμβάνεται ολόκληρο σαν δάσος, στο οποίο μπορεί κανείς να δουλέψει ή να διαβάσει· ένα δάσος άσπρο, στιλπνό και ριζικά τεχνολογικό, το οποίο, όμως, πάνω απ’ όλα είναι δάσος. Το κτίρίο αυτό του Ishigami είναι μια μετρημένη αντιπαράθεση με την εργαλειακή αρχιτεκτονική η οποία καταδεικνύει και εκθέτει τα βαθιά της χαρακτηριστικά χωρίς υπερβολικές κινήσεις και εξάρσεις ατομικότητας η οποία καταδεικνύει συν τοις άλλοις τον απελευθερωτικό ρόλο της τεχνολογίας όσο την αντιμετωπίζουμε κατάματα και της αρνούμαστε με επιμονή το καταφατικό νεύμα που τόσο επιτακτικά μας ζητά. Με τον τρόπο αυτό ερχόμαστε κοντά στην έννοια του εξωτερικού για να στραφούμε τώρα στον Agamben. Πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι όλη αυτή η απόπειρα ανάγνωσης του Heidegger έρχεται για να δικαιολογήσει, με κάποιο τρόπο, την πίστη μας ότι μια τέτοια προοπτική ενός κόσμου που έχει απωλέσει τα ορθολογικά του κλασικά εργαλεία για να προχωρήσει σε μια ριζική εξωτερικότητα, είναι μια σκέψη που φωτίζει το κείμενο του Heidegger με τη βοήθεια των διατυπώσεων του Agamben, βοηθώντας μας να καταλάβουμε και τους δύο. Έτσι, θα στραφούμε τώρα στο οποιοδήποτε, όπως αυτό αναλύεται από τον Agamben. Το οποιοδήποτε δεν παρουσιάζεται λοιπόν ως αδιάφορο, αλλά ως αυτό που δεν ορίζεται από το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό του αλλά είναι-ως-είναι σα μια ριζική μοναδικότητα. Επισημαίνοντας την ετυμολογική σχέση του με την επιθυμία, παρέχει μια διατύπωση πιο προσιτή: το οποιοδήποτε ορίζεται ως το αγαπήσιμο, ως αυτό που δεν εκτιμώ για το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό του, αλλά δέχομαι -ως έχει- και αδυνατώ να το αναλύσω σε ιδιότητες. Εδώ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο Agamben προσεγγίζει το οποιοδήποτε ον, σαν μια δίοδο προς την εξωτερικότητα -μια δίοδος η οποία, όπως τη φωτίσαμε παραπάνω, είναι κάπως κατανοητή. Το ζήτημα στο σημείο αυτό είναι το πώς ο Agamben προσεγγίζει το εξωτερικό. Δε μιλάμε εδώ για μια μετάβαση από μια περιοχή σε μια άλλη -εξωτερική- αλλά για μια αίσθηση της εξωτερικότητας υπό τη μορφή μιας κατωφλιακής συνθήκης, είναι η ίδια η εμπειρία του ορίου. Ο Agamben μας γυρίζει πίσω στις εικασίες μας για το Heidegger, μας εξηγεί ότι αυτή ακριβώς η εμπειρία, η εμπειρία του είναι-εντός-μιας-εξωτερικότητας, ‘‘είναι το δώρο που λαμβάνει η μοναδικότητα από τα άδεια χέρια της ανθρωπότητας’’18.
22 18. Giorgio Agamben. Η κοινότητα που έρχεται. Μτφ.-Επιμ. Θάνος Ζαρταλούδης. Αθήνα, Ελλάδα: Ίνδικτος, 2007, σελ. 112
23
βιβλιογραφία - Adorno Theodor. Ο φονξιοναλισμός σήμερα. μτφ. Αντώνης Οικονόμου. επιμ. Σπύρος Νάσαινας. μικρόκοσμος. Αθήνα, Ελλάδα: Πλέθρον, 2017. - Agamben Giorgio. Βεβηλώσεις. Μτφ. - Σημ. Παναγιώτης Τσιαμούρας. Αθήνα, Ελλάδα: Άγρα, 2006. - Agamben Giorgio. Η κοινότητα που έρχεται. Μτφ.-Επιμ. Θάνος Ζαρταλούδης. Αθήνα, Ελλάδα: Ίνδικτος, 2007. - Banham Reyner. Θεωρία και Σχεδιασμός στην Πρώτη Μηχανική Εποχή. Μτφ. Ιωάννης Λιακατάς. Επιμ. Αναστασία Πεχλιβανίδου-Λιακατά. Αθήνα, Ελλάδα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., 2008. - Colquhoun Alan. “The Concept of Regionalism.” Στο Postcolonial Space(s), 147-155. New York: Princeton Architectural Press, 1997. - Feyerabend Paul. Ανορθολογικότητα ή Ποιος φοβάται τον αράπη;. Μτφ. Γιώργος Παπαδόπουλος. μικρόκοσμος. Αθήνα, Ελλάδα: Πλέθρον, 2018. - Foucault Michel. “The Crisis of Medicine or the Crisis of Antimedicine?” Μτφ. Edgar C. Knowlton Jr., William J. King, και Clare O’ Farrell. Foucault Studies 1 (December 2004): 5-19. Ημερ. ανακτ. 12/06/2019. https://rauli.cbs.dk/index.php/foucault-studies/article/view/562/607. - Foucault Michel. “The Incorporation of the Hospital into Modern Technology.” Μτφ. Edgar C. Knowlton Jr., William J. King, και Stuart Elden. Στο Space, Knowledge and Power: Foucault and Geography. Routledge, 2016. - Foucault Michel. “The Birth of Social Medicine.” Μτφ. Robert Hurley και άλλοι. Στο Essential Works of Foucault 1954-1984: Power, επιμ. James D. Faubion, 134-57. New Press, 2000. - Heidegger Martin. “The Thing.” στο Poetry, Language, Thought, μτφ. Albert Hofstadter, 163-184. New York: Harper & Row, 1971. - Heidegger Martin. “Το ερώτημα για την τεχνική.” Εισ.-Μτφ-Σχόλια Δημήτρης Τζωρτζόπουλος. Στο Περί Πολιτικής Περί Αλήθειας Περί Τεχνικής, 160-208. Φιλοσόφων Έργα. Αθήνα, Ελλάδα: Ηριδανός, 2011. - Leach Neil. “Belonging.” AA Files, No. 49 (Spring 2003) 49, no. Spring 2003 (2003): 76-82. Ημερ. ανακτ. 10/06/2019. http://www.jstor.org/stable/29544753 . - Leach Neil. Camouflage. Vol. 126. Lotus International. Cambridge, Massachusetts: MIT Press, 2006 - Leoni Giovanni. Álvaro Siza. Μτφ. Clarice Zdanski. Minimum | Essential Architecture Library. Italy: Motta Architettura, 2009. - Mumford Lewis. Τέχνη και Τεχνική. Μτφ. Βασίλης Τομανάς. Σκόπελος, Ελλάδα: Νησίδες, 1997. - Vesely Dalibor. Architecture in the Age of Divided Representation : The Question of Creativity in the Shadow of Production. Massachusetts, USA: MIT Press, 2004.
24