Εννοιολογική οργάνωση της πόλης Κενά - Ερείπια - Αρχεία
διδάσκων Νικόλαος - Ίων Τερζόγλου (συντονιστής) σπουδαστής Μπουγιούκος Γεώργιος
ο ανταγωνισμός των αρχείων αστικό αρχείο - ψηφιακό αρχείο
Φεβρουάριος 2019
ο ανταγωνισμός των αρχείων
είσοδος στο αρχείο Την αφορμή αυτής της προσπάθειας, να προσεγγιστεί η έννοια του αρχείου και όλων των προκλήσεων που την συνοδεύουν, αποτέλεσαν οι παραδόσεις του Νικόλαου-Ίων Τερζόγλου στο μάθημά του με τίτλο “Εννοιολογική οργάνωση της πόλης: Κενά - Ερείπια - Αρχεία”, (την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2018 έως και τον Ιανουάριο του 2019) ο οποίος έκλεισε τις διαλέξεις του με την εναπόθεση ενός καίριου ερωτήματος για την σύγχρονη αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη: «Μπορεί, τελικά, η πόλη, ως αστικός χώρος να είναι το ζωντανό μετα-νεωτερικό αρχείο;»1. Η πρόκληση του ερωτήματος αυτού, συναθροιζόμενη σε μια γενικότερη αναζήτηση, γύρω από τον διαδίκτυο και τον ψηφιακό χώρο, ως αναδυόμενη χωρικότητα του 21ου αιώνα, δημιούργησε τους δύο πόλους της εν λόγω εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, η εργασία επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα που τέθηκε πιο πάνω και να εξετάσει την -επίσης αναδυόμενη- σχέση μεταξύ του αρχείου της πόλης και του διαδικτυακού αρχείου, κινούμενη με μια διερευνητική διάθεση, ανάμεσα στα μέλη της παρακάτω μαθηματικής εξίσωσης: [αρχείο της πόλης] = [αρχείο του διαδικτύου]. Παίρνοντας λοιπόν, την σκυτάλη από το νέο αυτό ερώτημα, κανείς θα όφειλε, πρώτα και κύρια, να αντιληφθεί τι συνιστά ένα αρχείο. Οι ορισμοί που μπορεί να συναντήσει, όποιος επιχειρήσει να αναζητήσει την έννοια του αρχείου στη βιβλιογραφία, προέρχονται από περισσότερα από ένα γνωστικά πεδία. Αρκετά πληθωρικός είναι ο ορισμός του Jacques Derrida, ο οποίος συλλαμβάνει ένα φροϋδικό “ασυνείδητο” αρχείο ενορ-
1. Το ερώτημα τοποθετείται όπως ακριβώς διατυπώθηκε από τον κο Τερζόγλου στην σειρά διαλέξεων του, στα πλαίσια του μεταπτυχιακού μαθήματος “Εννοιολογική οργάνωση της πόλης: Κενά - Ερείπια - Αρχεία”.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
μήσεων2. Παράλληλα, ο Michel Foucault επιχείρησε επίσης να προσεγγίσει την έννοια του αρχείου στα γραπτά του, δίνοντας όμως περισσότερο έμφαση στην, εξ’ αίματος, συγγένεια που έχει με την εξουσιαστική αρχή3. Ταυτόχρονα, υπάρχει πάντα και ο πιο κυριολεκτικός ορισμός -ή καλύτερα τεχνικός, μιας και οι προαναφερθέντες είναι απολύτως κυριολεκτικοί- που εννοεί το αρχείο, ως την συλλογή καταχωρήσεων, που αφορούν σε ένα, προς καταγραφή, πεδίο εξέτασης. Από την σύντομη αυτή παράθεση των ορισμών, αμέσως διαφαίνεται ένα κλασσικό χαρακτηριστικό που συνοδεύει τόσο αφηρημένες έννοιες, όπως το αρχείο. Το ερμηνευτικό φάσμα της έννοιας είναι ανάλογο της δυναμικής εξέλιξής της. Όσο εξελίσσονται τα αρχεία, εξελίσσονται και οι ορισμοί που προσπαθούν να τα πλαισιώσουν. Τελικά τι αποτελεί αρχείο; Μπορεί να πούμε ότι αρχείο είναι σήμερα όλα τα δεδομένα στο διαδίκτυο, ή μια προσωπική συλλογή από αποκόμματα εφημερίδων, ένα ερείπιο μέσα στην πόλη ή ακόμα τα ίχνη από τις σφαίρες μιας μακρινής σύρραξης, που έχουν γαντζωθεί στο επίχρισμα ενός παλιού κτίσματος. Μήπως όλα όσα αναφέραμε είναι έγγραφες στο αρχείο; Και αν όλα αυτά αποτελούν στοιχεία ενός κάποιου αρχείου, πώς δημιουργούνται, πώς χρησιμοποιούνται, από ποιους και για ποιο σκοπό; Πριν αναζητήσουμε τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά οφείλουμε να επανεξετάσουμε την ταυτότητα που τέθηκε προς απόδειξη. Γυρίζοντας και πάλι στο ερώτημα, όπως αυτό επανασυντέθηκε προηγουμένως, προκύπτει ένας ακόμα προβληματισμός. Μπορεί, άραγε να είναι δυσανάλογη μια τέτοια σύγκριση μεταξύ του αρχείου της πόλης και του αντίστοιχου του διαδικτύου εφόσον το διαδίκτυο δεν δύναται ακόμα να νοηθεί ως χώρος; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, η οποία μας επέτρεψε τουλάχιστον να επιχειρήσουμε την σύγκριση, δίνεται με την παραδοχή ότι ο ψηφιακός χώρος, που κυριαρχεί πλέον με την μορφή του διαδικτύου, αξιώνει χωρικά χαρακτηριστικά και, άρα, μπορεί να αποτελεί -σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον- ένα χωρικό μέγεθος. Στην περίπτωση που η παραδοχή αυτή ευσταθεί, μπορούμε με ασφάλεια να προχωρήσουμε στην επαλήθευση της ταυτότητας. Διαφορετικά, εικάζουμε ότι η παρούσα σύγκριση των αρχεί2. “Η Έννοια του Αρχείου”, Jacques Derrida, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, Εκκρεμές, Αθήνα, 1996, ιδιαίτερα σελ. 23 - 44. 3. “Η αρχαιολογία της γνώσης”, Michel Foucault, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, Εξάντας, Αθήνα, 1987, ιδιαίτερα σελ. 194 - 202.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
ων των δυο μεγεθών (πόλης και διαδικτύου) αποτελεί περισσότερο μια μελέτη που, τουλάχιστον, αφορά στο -όχι μακρινό- μέλλον. Επιπλέον, μέσα από την σύγκριση των δύο αρχείων, αναδύθηκε η σημασία μιας συνθήκης, η οποία ενυπάρχει σε όλα τα αρχεία, ως κατασκευές του ανθρώπου, ανεξαιρέτως: πρόκειται για την εμπειρία του αρχείου, ή την διαμονή στο αρχείο4. Αναζητώντας στην βιβλιογραφία, συναντήσαμε κάποιες αναφορές που άπτονται του ζητήματος της εμπειρίας του αρχείου, με ποιο χαρακτηριστική αυτή της Arlette Farge5 και του Αριστείδη Αντονά6. Η πρώτη εντύπωση, που αποκομίζει κάνεις ψάχνοντας γύρω από την έννοια και την εμπειρία του αρχείου, είναι ότι παρόλο που -έστω και ασυνείδητα στην αρχή- συνοδεύει τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορίας του, είναι λίγες οι μελέτες που έχουν ασχοληθεί αποκλειστικά με την δομή αλλά και την υφή του αρχείου, ως ανθρώπινης επινόησης, η οποία επηρεάζει και επηρεάζεται από τον δημιουργό της. Οι περισσότερες -αρκετά συναφείς προφανώς- μελέτες επικεντρώνονται στην μελέτη της μνήμης, συγγενικής έννοιας του αρχείου, που ενυπάρχει, ως βασικό συστατικό, και στην αρχειακή δομή. Άλλωστε η δημιουργία του αρχείου είναι μια μνημονική τεχνική. Δεν θα μπορούσε να μην φανεί, σε αυτό το σημείο, ο ενθουσιασμός που απορρέει, από την ευκαιρία που παρουσιάζεται, προκειμένου να υπάρξει μια συστηματική και συγκεντρωτική μελέτη, γύρω από την έννοια του αρχείου, η οποία θα εμβαθύνει τόσο στα ζητήματα της δομής και της επιρροής του, όσο και στη γενεαλογία του φαινομένου και την ιστορική του καταγραφή. Αυτό βέβαια, είναι προφανές ότι δεν είναι εφικτό, στα στενά πλαίσια μιας μεταπτυχιακής εργασίας. Περισσότερο η παρούσα εργασία αποτελεί ένα στιγμιότυπο μιας μεγαλύτερης και παράλληλης κίνησης προς την έννοια του αρχείου.
4. Βλ. “Ο διαμένων υπό επίβλεψη”, Αριστείδης Αντονάς, σε “Συμβιώσεις”, συλλογικό, επιμ. Ζήσης Κοτιώνης, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Καστανιώτη, 2015, Αθήνα, σελ. 154 165. 5. “Η Γεύση του Αρχείου”, Arlette Farge, μτφ. Ρίκα Μπενβενίστε, Νεφέλη, 2004. 6. Βλ. “Ο διαμένων υπό επίβλεψη”, Αριστείδης Αντονάς, σε “Συμβιώσεις”, συλλογικό, επιμ. Ζήσης Κοτιώνης, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Καστανιώτη, 2015, Αθήνα, σελ. 154 165.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
το φροϋδικό αρχείο Εκκινώντας την διαδικασία της επεξεργασίας της εξίσωσης, οφείλουμε πρώτα να σταθούμε στην έννοια του αρχείου, η οποία εμφανίζεται και στα δυο μέλη. Όπως προαναγγείλαμε, θα δανειστούμε -αρχικά- τον ορισμό του Jacques Derrida. Ο Γάλλος φιλόσοφος, το 1994, παρουσίασε μια διάλεξη με τίτλο “Archive Fever” (Πυρετός του Αρχείου), σε ένα συνέδριο που οργάνωσε το Μουσείο Freud στο Λονδίνο. Επρόκειτο για μια εργασία που (αρχικά δημοσιεύτηκε με τον τίτλο “Η Έννοια του Αρχείου: Μια Φροϋδική εντύπωση”) εστίασε στην αποδόμηση της μέχρι τότε ιδέας του αρχείου, διανοίγοντας ταυτόχρονα νέους ορίζοντες για την βαθύτερη κατανόηση της αντιφατικής φύσης της: τα αρχεία, κατά τον Derrida, μπορούν να είναι ταυτόχρονα δημόσια και ιδιωτικά, θεσμικά και συντηρητικά, παραδοσιακά και επαναστατικά7. Η βαθιά, όμως, ερμηνευτική τομή που πραγματοποιεί ο Γάλλος θεωρητικός έγκειται στην θεμελίωση της έννοιας του αρχείου πάνω σε έναν τόπο, ένα έρεισμα όπως το ονομάζει ο ίδιος, το οποίο μάλιστα είναι καταστατικά εξωτερικό. Όπως σημειώνει: “Δεν υπάρχει αρχείο χωρίς τόπο καταγραφής, χωρίς μια τεχνική επανάληψης και χωρίς μιαν ορισμένη εξωτερικότητα. Δεν υπάρχει αρχείο χωρίς έξωθεν.”8 Παρατηρείται εδώ η εξάρτηση της αρχειακής ενόρμησης από έναν εξωτερικό τόπο εγγραφής. Εάν προχωρήσουμε λίγο παρακάτω την σκέψη αυτή, θα διαπιστώσουμε την ανάδυση μιας χωρικής διαστάσης του αρχείου, ακριβώς επειδή πρόκειται για μια δραστηριότητα που εκτονώ7. “Η Έννοια του Αρχείου” Jacques Derrida, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, Εκκρεμές, Αθήνα, 1996, σελ. 23. 8. ο.π. σελ. 28.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
νεται σε έναν τόπο. Εμβολιάζοντας, τώρα, την παρατήρηση αυτή με την φαινομενολογική θεώρηση του τόπου του Heidegger, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο τόπος είναι ουσιαστικά ένας χώρος κατοικημένος, ένας χώρος επενδεδυμένος με νόημα, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε πώς, το αρχείο εφόσον παράγει νόημα, από την στιγμή που εγγράφεται σε ένα εξωτερικό έρεισμα, δηλαδή έναν χώρο που τον μετατρέπει σε τόπο, πλησιάζει το χαϊντεγκεριανό κατοικείν. Υποστηρίζοντας την σχέση μεταξύ αρχειακής ενόρμησης και κατοίκησης μπορούμε πλέον να υποθέσουμε την άρρηκτη σχέση που έχει η αρχιτεκτονική, ως δημιουργία χώρου, με την αρχειακή εγγραφή. Η αρχιτεκτονική πρακτική, λοιπόν, μπορεί να είναι υπό αυτό το πρίσμα, η δημιουργία αρχείου. Η παραδοχή αυτή μπορεί να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο. Μιλώντας ο Derrida για έναν τόπο εξωτερικό, στον οποίο καταγράφεται το αρχείο, παρουσιάζει ταυτόχρονα και την δεύτερη καταστατική ιδιότητα του αρχείου. Αναφερόμενος σε έναν ‘τόπο καταγραφής’, στην ουσία υπογραμμίζει την κειμενική διάσταση του αρχείου και αναδεικνύει την σημασία της καταγραφής-εγγραφής. Άρα το αρχείο συνίσταται σε εγγραφές σε έναν εξωτερικό τόπο. Ο όρος ‘εγγραφή’ χρησιμοποιείται στο σημείο αυτό σκόπιμα προκειμένου να τονίσει, μέσα από την ετυμολογική του ανάλυση την λογική της εγχάραξης. Η εγγραφή, ως εν - γραφή, καθιστά σαφή την διαδικασία που τελείται εδώ. Η εγγραφή, ως εγχάραξη σε έναν εξωτερικό τόπο, το έρεισμα, θυμίζει επίσης την έννοια της θεμελίωσης, όπως αυτή προτείνεται στα γραπτά του Heidegger. Η εγγραφή στο αρχείο, ως θεμελίωση νοήματος συμβαδίζει με το κατοικείν και το κτίζειν σε έναν χώρο, δημιουργώντας τόπο. Η αρχειακή λειτουργία λοιπόν, νοείται από τον Derrida ως η εγγραφή σε ένα κείμενο, θυμίζοντας την κειμενική θεώρηση της αρχιτεκτονικής και την άρρηκτη σχέση της με την γραφή. Πριν αφήσουμε την ανάλυση του ορισμού, που έδωσε ο Derrida στο αρχείο, για να εξετάσουμε υπό το πρίσμα αυτό τον χώρο της πόλης, θα αναφερθούμε στο τελευταίο και πιο σημαντικό συστατικό του. Πρόκειται για την εγγενή και διττή φύση της αρχειακής ενόρμησης. Χρησιμοποιώντας την θεωρία του Freud για τις δυνάμεις του Έρωτα και του Θανάτου, ή καλύτερα τις ενορμήσεις της συντήρησης και της καταστροφής που ενυπάρχουν σε όλα τα έμβια όντα, ο Derrida στήνει τον ορισμό του πάνω σε αυτή την αντίφαση, την οποία μάλιστα θα αποκαλέσει τόσο εύστοχα “Mal d’ Archive” (Άλγος του Αρχείου). Με αυτή την κίνηση, αποδίδεται με σαφή τρόπο η φύση της έννοιας του αρχείου. Πρόκειται, στην ουσία, για
ο ανταγωνισμός των αρχείων
μια ενόρμηση, εγγενώς αντιφατική, που προκύπτει από τη συνισταμένη των δυο διανυσματικά αντίθετων δυνάμεων - ενορμήσεων. Η αρχειακή ενόρμηση, από την μία, μέσω της ενόρμησης της καταστροφής, τείνει να επιστρέψει σε μια προγενέστερη κατάστασή της και τελικά να καταλήξει στην ηρεμία της άβιας ύλης, του θανάτου και της λήθης· από την άλλη, επιδρά προς την αντίθετη κατεύθυνση, η ενόρμηση της συντήρησης, η οποία καθυστερεί το τετελεσμένο αυτό γεγονός, οδηγώντας στην υπόμνηση και κατ’ επέκταση στην ζωή. Όπως θα σημειώσει ο Freud: “Έτσι, τούτοι οι ελιγμοί προς τον θάνατο, που τηρούνται πιστά από τις συντηρητικές ενορμήσεις, θα μας προσέφεραν σήμερα την εικόνα των φαινομένων της ζωής.”9 Το αντιφατικό αυτό δίπολο, είναι που ενεργοποιεί, δίνει περιεχόμενο στην αρχειακή ενόρμηση, η οποία μορφοποιείται μέσω του ερείσματος και των εγγραφών. Αυτή η αντίφαση, το “Άλγος του Αρχείου”, θα αποτελέσει το κριτήριο για την περαιτέρω απόδειξη, ότι η πόλη δεν είναι απλά ένα αρχείο, αλλά παραμένει ακόμα και σήμερα ένα ζωντανό αρχείο και ίσως το μοναδικό.
9. “Πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης”, Sigmund Freud, μτφ..Βασίλης Πατσογιάννης, Πλέθρον, Αθήνα, 2014, σελ. 65.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
το αρχείο της πόλης Στρέφοντας την προσοχή μας στον χώρο της πόλης, και αφού εξετάσαμε τον ορισμό που έδωσε ο Derrida για το αρχείο, θα ψάξουμε τα στοιχειά εκείνα που θα μας αποδείξουν την υπόθεση που κάναμε. Χρησιμοποιώντας την αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ αρχιτεκτονικής και γραφής, θέτουμε το ερώτημα: Με ποιο τρόπο η αρχιτεκτονική γράφει ή καλύτερα, μέσω ποιων αρχιτεκτονικών στοιχείων, μιλά η πόλη και -εν τέλει- δημιουργεί το αρχείο της; Μία από τις πολλές απαντήσεις που θα μπορούσε να έχει η ερώτηση αυτή είναι το σχήμα, που παρουσιάζει ο Νικόλαος - Ίων Τερζόγλου, στα πλαίσια του μαθήματός του και τις παραδόσεις του περί ιχνών - ερειπίων - μνημείων. Οι λέξεις ‘ίχνος’, ‘ερείπιο’, ‘μνημείο’ προδίδουν αμέσως την στενή τους σχέση με την έννοια της μνήμης και του αρχείου κατ’ επέκταση. Ξετυλίγοντας το σχήμα αυτό, θα ξεκινήσουμε από τα ερείπια, τηρώντας έτσι μια χρονολογική σειρά, η οποία προκύπτει από τα χρονικά διανύσματα που αναγνωρίζονται στις λέξεις. Πιο συγκεκριμένα, τα ερείπια, ως ιδεατός τύπος του επιστημονικού παραδείγματος της πρώιμης νεωτερικότητας, κυριάρχησαν ιστορικά κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα, αποτελώντας ένα είδος ατελών ολοτήτων. Στην μορφή ενός ερειπίου συμπυκνώνεται η αντιφατικότητα της αρχειακής ενόρμησης καθώς, από την μια εντοπίζεται το κέλευσμα της μνήμης ενός απωθημένου παρελθόντος και από την άλλη ο φυσικός κύκλος της ζωής, που οδηγεί αργά αλλά σταθερά στον θάνατο και την λήθη. Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι, ως ιδεολογική κατασκευή το ερείπιο υπενθυμίζει, και συντηρεί και άρα μας καλεί πάντα να στρέφουμε το βλέμμα προς το παρελθόν. Υπακούοντας στον χρονολογικό κανόνα που τέθηκε παραπάνω, σειρά έχουν τα ίχνη. Η διάσημη ρήση του Benjamin αντηχεί αμέσως στα
ο ανταγωνισμός των αρχείων
αυτιά μας: “Να κατοικείς σημαίνει να αφήνεις ίχνη”10. Πως θα μπορούσε να ερμηνευτεί αυτή η φράση του Γερμανού θεωρητικού, που ασχολήθηκε τόσο πολύ με την συστηματική μελέτη και καταγραφή της νεογέννητης τότε μητροπολιτικής συνθήκης; Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι τα ίχνη είναι απομεινάρια από ατομικές ή συλλογικές αφηγήσεις. Πρόκειται για έγγραφες που δεν έχουν σκοπό να αφηγηθούν τα γεγονότα που τα γέννησαν. Άρα οι έγγραφες αυτές είναι “εν δυνάμει” αφηγήσεις, δεν ενέχουν την πρόθεση της υπόμνησης και η ενεργοποίηση τους εξαρτάται αποκλειστικά από την ολοκληρωμένη πρόσληψη του παρατηρητή τους. Τα ίχνη παρουσιάζονται, διά της μερικής απουσίας τους, στο τώρα και υποδεικνύουν μια πράξη, κάτι που έχει γίνει και εκείνη την στίμη είναι και αυτό παρόν, εφόσον ανασυγκροτείται φαντασιακά. Γίνεται αντιληπτό εδώ ότι τα ίχνη αφορούν περισσότερο σε γεγονότα που δεν αποτελούν μεγάλες αφηγήσεις, άλλα περισσότερο εκφράζουν μια καθημερινότητα ένα παρόν, έστω και περασμένο, το οποίο δεν παρουσιάζεται από μονό του, άλλα περισσότερο αναπλάθεται -ίσως και διαφορετικά κάθε φορά- από τον αν-ιχνευτή του. Υπό αυτή τη λογική τα ίχνη είναι εγγραφές που διηγούνται ένα παρόν και τις περισσότερες φορές είναι ‘βαθιά χαραγμένες’ στο σώμα της πόλης, αναμένοντας την ενδεχόμενη ανακάλυψη - ενεργοποίηση τους από ένα υποκείμενο.
Ίχνη από την μάχη των Δεκεμβριανών, σε προσφυγική πολυκατοικία της Λ. Αλεξάνδρας. φωτογραφία: Λένα Βλασταρά
10. “Gessamelte Schriften V.1”, Walter Benjamin, μτφ. Edmund Jephcott, Harvard University Press, 1974
ο ανταγωνισμός των αρχείων
Ολοκληρώνοντας την χρονο-διανυσματική πορεία μας, φτάνουμε στα μνημεία, τα οποία αποτέλεσαν τον ιδεατό τύπο της εποχής της νεωτερικότητας (19ος αιώνας μέχρι και τα μέσα του 20ού). Εφόσον το μνημείο, αναπτύχθηκε ως μηχανισμός, στην εποχή του διαφωτισμού, δεν θα μπορούσε να μην γαλουχηθεί στο πνεύμα της ορθής λογικής, της επιστημονοποίησης της γνώσης, της εξιδανίκευσης και της συμμετρίας. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να θεωρήσουμε το μνημείο ως μια ιδεολογική επένδυση που σκοπό έχει να κατευθύνει, να εξυμνήσει και εν τέλει να εκπαιδεύσει με την αυστηρή έννοια του όρου. Διακρίνεται εδώ η οξεία αντίθεση ανάμεσα στα ερείπια και τα μνημεία, ως εγγραφές του κοινού αρχείου της πόλης. Όπως απεδείχθη προηγουμένως τα ερείπια στρέφονται προς το παρελθόν, καλώντας μας να το περισυλλέξουμε, μέσα από το σχήμα της αλληγορίας, ενώ στα μνημεία συμβαίνει το αντίστροφο: το βέλος του διανύσματος δείχνει προς το μέλλον προ-καλώντας μας, αυτή τη φορά, να υιοθετήσουμε ένα πρότυπο, ένα νέο κανόνα, ένα σύμβολο.
Walhalla 1830 - 1842, Leo Von Klenze, ανατολικά του Regensburg, Βαυαρία
ο ανταγωνισμός των αρχείων
Σε αυτό το σημείο θα χρησιμοποιήσουμε την θεωρία του αυστριακού ιστορικού Alois Riegl11, για την διάκριση δυο υποκατηγοριών των μνημείων: τα ηθελημένα και τα αθέλητα. Η διαφορά των δύο αυτών τύπων υποδεικνύει και την αρχειακή τους υφή. Τα ηθελημένα μνημεία δημιουργούνται εξαρχής με σκοπό να εκπαιδεύσουν και να λειτουργήσουν ως σύμβολα στον χώρο και σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για συνειδητές εγγραφές στο αρχείο. Ένα παράδειγμα ηθελημένου μνημείου αποτελεί η Walhalla του Leo Von Klenze. Ο Γερμανός αρχιτέκτονας, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπρόσωπους του νεοκλασικισμού, σχεδίασε την Walhalla μιμούμενος τον Παρθενώνα σε μορφή και περιεχόμενο, ως το υπέρτατο σύμβολο του γερμανικού πολιτισμού, που θα περιελάμβανε αναμνηστικές πλάκες και αγάλματα από επιφανείς Γερμανούς των γραμμάτων και των τεχνών. Εκεί μέσα, θα τονιζόταν κατ΄ επανάληψη, μέχρι να γίνει καθολικά γνωστό, το μεγαλείο του γερμανικού έθνους. Από την άλλη τα αθέλητα μνημεία είναι αυτά που εμείς, ως σύγχρονοί τους, δημιουργούμε εκ των υστέρων, επενδύοντας με νέο νόημα, τις ήδη υπάρχοντες εγγραφές του αρχείου. Η περίπτωση αυτή θεωρείται περισσότερο επιγραφή12 στο αρχείο, καθώς δεν εγχαράσσει στο σώμα (πόλη) του αρχείου άλλα περισσότερο επι-γράφει, στην επιφάνειά του, ένα νέο ιδεολογικό κανόνα, μετατρέποντας, με αυτό τον τρόπο, ένα ερείπιο ή ένα ίχνος σε μνημείο - σύμβολο. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μιας αντίστοιχης διαδικασίας μετατροπής ενός ερειπίου σε μνημείο αποτελεί ο ο ιερός βράχος και ο Παρθενώνας, ο οποίος θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγκεντρώνει γύρω του όλες τις προαναφερθείσες χωρικές καταστάσεις. Εκκινώντας ως ερείπιο της κλασικής αρχαιότητας, η Ακρόπολη ενσωματώνει κάθε νέα εγγραφή που συντελείται, όπως είναι τα λιθόκτιστα σπίτια και το οθωμανικό τζαμί που κτίστηκαν εκεί επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, και τα οποία αργότερα θα κατεδαφιστούν -χωρίς να αφήσουν κάποιο ίχνος στο αρχείο της πόλης- κάτω από την ισοπεδωτική επίδραση του μνημείου του
11. Alois Riegl, 1982. “The Modern Cult of Monuments: Its Character and Its Origin.” μτφ. K.W. Forster και D. Ghirardo, σε Oppositions. A Journal for Ideas and Criticism in Architecture 25: 21-51. 12. Ο όρος ‘επιγραφή’ παραπέμπει στην έννοια του tag στην οποία θα δοθεί εμφαση σε επόμενο κεφάλαιο.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
Παρθενώνα, του συμβόλου, από τότε κι έπειτα, της δημοκρατίας και της κλασικής αρχαιότητας. Μία τελευταία παρατήρηση, που αφορά στην διαδικασία των εγγραφών στο αστικό αρχείο, έχει να κάνει με τον τρόπο που κάθε φορά διανθίζεται το μωσαϊκό του αρχείου της πόλης. Σήμερα, κοιτώντας τον ιερό βράχο, μας παρουσιάζεται μονάχα ο παρθενώνας χωρίς τις διαγεγραμμένες έγγραφες της οθωμανικής συνοικίας, του τζαμιού ή του φραγκικού πύργου. Η μορφή αυτή, κατά την οποία μια επομένη έγγραφη επικαλύπτει τις προηγούμενες, διαγράφοντάς τες, ουσιαστικά, από το αρχείο της πόλης, ακολουθεί την λογική του παλίμψηστου. Αν όμως εστιάσουμε στην παρακαάτω εικόνα, όπου φαίνεται ο Παρθενώνας να συνυπάρχει με τα κτίσματα της οθωμανικής γειτονιάς και του τζαμιού, προκύπτει μια άλλη μορφή σύνταξης του αρχείου της πόλης, το λεγόμενο συμπίλημα. Και οι δύο μορφές του αρχείου συνυπάρχουν στην πόλη, ως αποτελέσματα των άπειρων εγγραφών που υφίσταται το αστικό αρχείο. Και οι δυο αυτές μορφές προέρχονται από το πεδίο της γραφής, υπενθυμίζοντας για άλλη μια φορά την στενή σχέση που έχει η αρχιτεκτονική με την γραφή και ο χώρος-τόπος με το αρχείο της πόλης.
Ο Παρθενώνας, το 1787, αποτελεί μέρος του αρχειακού συμπιλήματος. Διακρίνονται η τουρκική γειτονιά και το τζαμί, που κτίστηκε το 1687. Πηγή: Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, σε http://eng.travelogues.gr/item.php?view=48099 (ανακτ. 15/2/2019)
ο ανταγωνισμός των αρχείων
Κλείνοντας το κεφάλαιο της πόλης, κι εφόσον έχουμε πλέον μια πιο σαφή εικόνα για την σύνθεση του αρχείου της πόλης (ερείπια-ίχνη-μνημεία), επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα, δηλαδή το κατά πόσο η πόλη αποτελεί ένα είδος ζωντανού αρχείου. Στον ορισμό που χρησιμοποιούμε, θέσαμε ως βασική προϋπόθεση για να είναι ένα αρχείο ζωντανό, την κυριαρχία των δύο φροϋδικών ενορμήσεων, που είναι κατά τον Freud οι βασικές ενορμήσεις του ανθρώπου. Υποστηρίξαμε επιπλέον, κατά την ανάλυση των αρχειακών συστατικών της πόλης, ότι, τα ίχνη, τα ερείπια και τα μνημεία, έχουν κάποια χρονικά διανύσματα, τα οποία δίνουν το χρονικό τους στίγμα και, ταυτόχρονα, υποδεικνύουν τον τόπο αναφοράς τους. Στην πόλη, λοιπόν, συναντώνται και οι τρεις χρονικές διαστάσεις (παρελθόν -παρόν-μέλλον), μέσα από την αλληλοδιαπλοκή ιχνών, ερειπίων και μνημείων, κατασκευάζοντας, αυτό που αποκαλούμε αρχείο της πόλης· Το αρχείο αυτό, λόγω της απειρίας των αντιτιθέμενων εγγραφών του, οι οποίες κάθε φορά εκφράζουν -και απευθύνονται σε- διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές ομάδες, δεν μπορεί να είναι απολύτως ελεγχόμενο, δημιουργώντας συνεχώς συμπιλήματα και παλίμψηστα. Η τεταμένη, αυτή, ισορροπία, ανάμεσα στις αντικρουόμενες αρχειακές ενορμήσεις, και άρα στις αντικρουόμενες εγγραφές, διατηρεί -ακόμα- το αρχείο της πόλης ζωντανό. Στο αρχείο της πόλης υπάρχει χρονικότητα, εκφρασμένη σε όλες τις τις εκφάνσεις. Υπάρχει, επίσης, απειρία και εγγραφών-εγχαράξεων, που κάθε φορά θεμελιώνουν ένα συγκεκριμένο νόημα και το εκπέμπουν, η κάθε μία ξεχωριστά, με συγκεκριμένο τρόπο. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η πόλη αποτελεί τον τόπο που θα συμβούν όλα αυτά μαζί. Το αστικό τοπίο, ικανοποιεί την βασική προϋπόθεση που έθεσε ο Derrida για την δημιουργία κάθε αρχείου: αποτελεί έναν αρχειακό τόπο. Αυτό συντελείται από την στιγμή που ο -εν δυνάμει- κενός χώρος της πόλης εγγράφεται. Ο όρος κενός χρησιμοποιείται μεταφορικά, προκειμένου να τονίσει την ετοιμότητα του χώρου να παραλάβει νόημα, μέσω της γραφής και άρα να αποτελέσει τον αρχειακό τόπο. Προφανώς δεν υπονοείται εδώ ότι η πόλη θα μπορούσε να είναι -έστω και για μια στιγμή - ένας tabula rasa χώρος, αλλά περισσότερο προκρίνεται η εικόνα της πόλης ως ένα ανοικτό κείμενο, το ιδανικό έρεισμα, ο ιδανικός τόπος εγγραφής, στον οποίο ενσωματώνονται όλες οι αρχειακές εγγραφές ικανοποιώντας όλες τις συνθήκες που καθιστούν ένα αρχείο ενεργό και ζωντανό.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
το ψηφιακό αρχείο Προκειμένου να εξετάσουμε το διαδίκτυο και το ψηφιακό αρχείο, θα ξεκινήσουμε με τον ίδιο τρόπο, εφόσον εξετάζουμε την εξίσωση των δύο αρχείων. Η πολύπλοκη σχέση μεταξύ πραγματικού και δυνητικού, φυσικού και τεχνητού, απτού/υλικού και εικονικού χώρου, κατέχει πλέον σημαντική θέση στην αρχιτεκτονική έρευνα, με τα πορίσματα άλλοτε να είναι καταγγελτικά και άλλοτε μανιφεστιακά. Η παρούσα εργασία δεν θα επιχειρήσει να ανοίξει το εύρος του ερευνητικού φακού της, διαπραγματευόμενη τα παραπάνω δαιδαλώδη -αλλά πάντα κρίσιμα- ερωτήματα. Περισσότερο θα εστιάσει στην αρχειακή φύση του διαδικτύου, υιοθετώντας κάποιες βασικές παραδοχές για την οντολογία του ψηφιακού χώρου. Ο σκοπός, άλλωστε, είναι να συγκρίνουμε τα δυο αρχεία και από κει να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα, τα οποία, βέβαια, θα μπορούσαν, με τη σειρά τους, να τοποθετήσουν την συζήτηση υπό ευρύτερες προβληματικές που αφορούν στους δυο χώρους. Με τις προθέσεις μας, λοιπόν, σαφείς και ιεραρχημένες, ξαναθυμόμαστε τον ορισμό του φροϋδικού αρχείου, που χαρακτηρίζεται από τις δυο βασικές ενορμήσεις της καταστροφής και της συντήρησης, αποτελείται από έγγραφες και θεμελιώνεται σε ένα εξωτερικό έρεισμα. Εάν αναλογιστεί κανείς τα συστατικά του ψηφιακού αρχείου, κι έχοντας υπόψιν τον εξωτερικό τόπο εγγραφής του Derrida, ελλοχεύει ο κίνδυνος της παρερμηνείας, τον οποίο θέλουμε να επισημάνουμε με σαφή τρόπο, άλλα και να τον αποφύγουμε. Προφανώς, όταν κάποιος αναφέρεται σε έναν τόπο καταγραφής στο ψηφιακό αρχείο, ο οποίος μάλιστα θα είναι και εξωτερικός, θα μπορούσε κυριολεκτικά να εννοεί όλες, εκείνες, τις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, όπου φυλάσσονται σε ειδικές συνθήκες θερμοκρασίας και έλεγ-
ο ανταγωνισμός των αρχείων
χου οι λεγόμενοι servers των απανταχού διαδικτυακών σελίδων. Πρόκειται για ογκώδεις σειρές από τεράστια μηχανήματα που καταλαμβάνουν ολόκληρες αίθουσες, θυμίζοντας -παρ’ όλη την εξέλιξη της τεχνολογίας- τους πρώτους υπολογιστές που είχαν τεράστια μεγέθη και τα οποία καυχιόμαστε ότι έχουμε ξεπεράσει προ δεκαετιών. Αυτή η εικόνα άπαντα, κατά ένα κυριολεκτικό τρόπο, σε ένα εξωτερικό σύστημα καταγραφής, άλλα όχι τόσο πειστικά καθώς, στην απάντηση αυτή, έχει καταλήξει να ταυτίζεται η έννοια του τόπου καταγραφής, με ένα σύστημα καταγραφής, αν όχι με κάποιους σκληρούς δίσκους, πάνω στους οποίους “καίγονται”-εγγράφονται όλα τα δεδομένα που κατακλύζουν καθημερινά τον παγκόσμιο ιστό. Για να γίνει περισσότερο αντιληπτή η παρερμηνεία, θα επιχειρήσουμε να ξαναδιαβάσουμε τον ορισμό του Derrida: “Δεν υπάρχει αρχείο χωρίς τόπο καταγραφής, χωρίς μια τεχνική επανάληψης και χωρίς μιαν ορισμένη εξωτερικότητα. Δεν υπάρχει αρχείο χωρίς έξωθεν.” Η παρερμηνεία αφορά την λέξη ‘έξωθεν.” Υποστηρίζουμε ότι, χρησιμοποιώντας τη λέξη αυτή, ο Γάλλος στοχαστής, ήθελε να μιλήσει για ένα εξωτερικό πεδίο, έναν ανοικτό χώρο, εντός του οποίου εισέρχεται το υποκείμενο, ο θεσμός, μια ολόκληρη κοινωνικοπολιτική ομάδα, ή οτιδήποτε άλλο, και επιχειρεί την εγγραφή. Η διαδικασία αυτή, εφόσον τελείται σε έναν χώρο εξωτερικό για τον καθένα που εγγράφει, χαρακτηρίζεται από τυχαιότητα, ποικιλομορφία και ανομοιογένεια, καθώς ο χώρος αυτός συγκρούεται με κάποιον άλλο. Εφόσον το υποκείμενο εγγράψει στον χώρο, τότε τον μετατρέπει σε έναν τόπο, σε αρχείο. Πριν από την πράξη αυτή δεν μιλάμε για αρχείο, αλλά για χώρο ανοικτό προς εγγραφή. Επίσης, εφόσον κάποιος εγγράψει μετατρέποντας τον εξωτερικό χώρο, σε εξωτερικό τόπο καταγραφής, διαμένει προσωρινά σε αυτό τον τόπο, τον κατοικεί, μέχρι να εξέλθει αυτού, επηρεασμένος από αυτόν και τούτο επαναλαμβανόμενο εις το διηνεκές. Εν τέλει, τα αρχεία είναι κατοικήσιμα και αποτελούν τόπους άλλοτε γνωστούς και άλλοτε ανοίκειους, άλλα πάντοτε ανοικτούς και πεπερασμένους. Αυτό, επίσης, σημαίνει ότι υπάρχουν όρια που μας διαχωρίζουν από αυτό το έξωθεν και σηματοδοτούν το ‘μέσα’. Η διαφορά μεταξύ ‘μέσα’ και ‘έξω’, ίσως αντλεί και από την διαφορά που υπάρχει -και για τον Derrida- μεταξύ μνήμης - ανάμνησης (υποκείμενο) και υπόμνησης (αρχείο). Η μνήμη και η ανάμνηση, αφορούν στο εσωτερικό του υποκειμένου ενώ η υπόμνηση έρχεται από έξω. Αυτά τα χαρακτηριστικά προσδίδονται στο αρχείο με την χρήση του όρου ‘έξωθεν’.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
Έχει, λοιπόν, το διαδικτυακό αρχείο έναν εξωτερικό τόπο καταγραφής; Αν επιχειρήσει κάποιος να απαντήσει στο ερώτημα, όντας πιο προσεκτικός αυτή τη φορά, η απάντηση θα ήταν σαφώς διαφορετική: Στον λείο, χαοτικό, άκρως ορθολογικό, άπειρο, ομογενοποιημένο χώρο του ψηφιακού αρχείου του διαδικτύου δεν μπορεί να αναπτυχθεί μια εξωτερικότητα. Όσο και να κυριολεκτεί μια απάντηση που θα επικεντρώνονταν στην εξωτερικότητα των server του διαδικτύου, δεν παύει να είναι ατελής, παραπλανητική και κενή νοήματος. Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να αναφερθεί η προσπάθεια που γίνεται, όλο και πιο πειστικά, να αποδοθεί μέσω της εικονικής πραγματικότητας (virtual reality) ένας αισθητός ψηφιακός χώρος. Μια προσομοίωση του φυσικού χωρικού φάσματος, ίσως να μπορούσε να απαντήσει με πιο ουσιαστικό τρόπο στο ερώτημα γύρω από την εξωτερικότητα του διαδικτυακού αρχείου. Τα ερωτήματα που εγείρονται σε αυτή την περίπτωση, είναι άλλης τάξης και βρίσκονται έξω από τα όρια που προσπαθεί να καλύψει αυτή η εργασία. Εφόσον, λοιπόν το ψηφιακό αρχείο στερείται ενός ερείσματος, ενός εξωτερικού τόπου καταγραφής, τι συμβαίνει με τις δισεκατομμύρια καταγραφές (data) που βρίσκονται αποθηκευμένες σε αυτό; Είναι ή δεν είναι αρχειακές εγγραφές; Μένοντας πιστοί στο σχήμα αρχειακή ενόρμηση - εγγραφή - έρεισμα, η απάντηση θα έπρεπε να είναι αρνητική. Για άλλη μια φορά όμως οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί. Προφανώς, ελλείψει ερείσματος, δεν θα μπορούσαν τα διαδικτυακά δεδομένα να αποτελούν έγγραφες σε ένα αρχείο, και να εξισωθούν με αυτό τον τρόπο με τις έγγραφες του αρχείου της πόλης. Καταλυτική είναι, στο σημείο αυτό η συμβολή του Αριστείδη Αντονά, ο οποίος στο άρθρο του με τίτλο “Εκτάσεις της Αρχιτεκτονικής”, μας πληροφορεί για την θεωρία του Husserl αναφορικά με τις περιόδους γραφής και την ψηφιακή εποχή. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει: “Κατά τον Flusser, στον κόσμο της γραφής, μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιόδους. Η μια ονομάζεται περίοδος της εγγραφής, της γραφής δηλαδή που εγχαράσσεται βαθιά σε κάποιο υλικό, που έχει σχέση με το υλικό.”13 Αμέσως, θυμόμαστε τις εγγραφές του Derrida, και τις εγγραφές του αρχείου της πόλης. Και συνεχίζει: 13. Βλ. “Εκτάσεις της Αρχιτεκτονικής”, Αριστείδης Αντονάς, σε http://www.aristideantonas.com/tag/texts/link/metatectonics (ανακτ. 15/2/2019)
ο ανταγωνισμός των αρχείων
“Δεύτερη περίοδος της γραφής θα ήταν η περίοδος της επιγραφής ή του επιγράμματος και ο Flusser δεν εννοεί εδώ την επιγραφή, όπως την γνωρίζουμε από την ελληνική γλώσσα (με την έννοια της επιγραφής σε μάρμαρο), την εννοεί ως ελαφριά επί-θεση σε κάτι: κάτι ελαφρύ προβάλλεται ή διαμένει για λίγο πάνω σε κάποια επιφάνεια: αυτή είναι η ελαφρύτερη επί-θεση ενός κειμένου σε μια επιφάνεια. Η σκέψη του Flusser διαχωρίζει έτσι το βαθύ γράψιμο, (ισχυρά και αποφασιστικά χαραγμένο μέσα στο υλικό όπου λαμβάνει χώρα το γράψιμο) από τον φευγαλέο, ελαφρύ, σύγχρονο τρόπο γραφής.”14 Μπορούμε, λοιπόν, να απαντήσουμε στο ερώτημα μας, συντασσόμενοι πλήρως με την θεωρία του Husserl, λέγοντας ότι το διαδικτυακό αρχείο βρίθει από επιγραφές (tags)15. Αυτή η παραδοχή υπονοεί, βέβαια, ένα κάποιο έρεισμα αλλά, εφόσον η φύση των επιγραφών είναι τέτοια, το έρεισμα αυτό δεν πλησιάζει στον φυσικό, πραγματικό τόπο των εγγραφών της πόλης άλλα στον παραισθησιογόνο, διάφανο, καθηλωτικό, λείο, άπειρο και ιλιγγιωδώς κινούμενο χώρο μιας οθόνης. Η οθόνη είναι είναι το πεδίο εκδίπλωσης των δυνητικών κειμενικών επιγραφών. “Εκεί” δημιουργείται και επεκτείνεται το ψηφιακό αρχείο.
Η εικόνα είναι προϊόν προσωπικής επεξεργασίας
14. Βλ. “Εκτάσεις της Αρχιτεκτονικής”, Αριστείδης Αντονάς, σε http://www.aristideantonas.com/tag/texts/link/metatectonics (ανακτ. 15/2/2019) 15. ο.π.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
Προηγουμένως αναφερθήκαμε στην αδυναμία του ψηφιακού χώρου να συστήσει ένα συμπαγές εξωτερικό έρεισμα, για την ανάπτυξη του αρχείου του. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας την θεωρία του Husserl, αναφερθήκαμε στις επιγραφές του διαδικτύου και την ελαφρότητα που τις χαρακτηρίζει σε σχέση με τις εγγραφές του αρχείου της πόλης. Αυτό που απομένει είναι να διακρίνουμε την σχέση που έχει το διαδικτυακό αρχείο με τις δυο αρχειακές ενορμήσεις. Αναλογιζόμενοι, λοιπόν, την φύση της ψηφιακής επιγραφής (tag) και την επιπεδότητα του ερείσματος του διαδικτύου, ξεπροβάλλει ακόμα μια ιδιαιτερότητα του ψηφιακού αρχείου, την οποία παρατηρούμε με ενδιαφέρον. Λόγω της απειρίας των καταχωρήσεων - επιγραφών άλλα και της υφής τους, αποδεικνύεται μια θεμελιακή μεταβολή που άφορα στα οντολογικά χαρακτηριστικά του αρχείου. Πλέον η ποιότητα, και το νόημα κατ’ επέκταση, μιας ψηφιακής καταχώρησης, αρχίζει και τελειώνει έκτος του συμβάντος που περιγράφει. Το μεταδιαδικτυακό συμβάν συμπυκνώνεται στην ταχύτατη καταγραφή του, μέσα από τις πολλές και αλληλοεπικαλυπτόμενες επιγραφές του, και την προφορικότητα της λογικής του. Στο διαδικτυακό αρχείο κυριαρχεί η γεωμετρία της επιφάνειας -που χαρακτηρίζεται από την απουσία του βάθους, είναι άπειρη και μονοδιάστατη- και του παροντισμού, όπου τίποτα δεν φέρει ένα χρονικό διάνυσμα προκειμένου να υποδείξει προς μια κατεύθυνση, όπως συμβαίνει στο αρχείο της πόλης, διότι ούτως ή άλλως δεν υπάρχει πλέον αυτή η ανάγκη16. Ο χρόνος του μετα-αρχείου είναι καθαρά λογιστικός και δεν φέρει καμία υφή. Εκεί μέσα, κάθε καταχώρηση είναι καταδικασμένη να μην παλιώνει ποτέ, εγκλωβισμένη σε ένα αιώνιο παρόν, αιώνια ανοικτή προς περαιτέρω επεξεργασία. Σαν αποτέλεσμα, οι επιγραφές του ψηφιακού αρχείου δεν αποτελούν κειμενικές αφηγήσεις και δεν συγκροτούν μια εμπειρία του αρχείου, παρόμοια με αυτή του φυσικού χώρου. Ενόσω διαπιστώνουμε τις ποιότητες του ψηφιακού χώρου, καθίσταται σαφές και τι συμβαίνει με τις αρχειακές ενορμήσεις. Σε ένα ψηφιακό περιβάλλον που κυριαρχεί η απουσία της χρονικότητας και της αφηγηματικότητας, η ενόρμηση της επιστροφής, σε μια πρωτύτερη κατάσταση (ενόρμηση της καταστροφής), συντρίβεται με εκκωφαντικό τρόπο. Αμέσως η κατάσταση καθίσταται χαοτική, καθώς ο Freud μας πληροφορεί 16. Ἀνάγκη (Anánkē), βλ. “Η Έννοια του Αρχείου” Jacques Derrida, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, Εκκρεμές, Αθήνα, 1996, σελ. 27.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
ότι οι ενορμήσεις αυτές είναι αλληλοεξαρτώμενες17, προκειμένου να οδηγήσουν στο φαινόμενο της ζωής. Χωρίς την ενόρμηση της καταστροφής -και με την ενόρμηση της συντήρησης ανεξέλεγκτη- το ψηφιακό αρχείο δομείται πάνω στο αιώνιο παρόν. Επίσης -χωρίς την ενόρμηση της καταστροφής- η ενόρμηση της συντήρησης κενώνει από το νόημά της. Αυτή η καταστατική συνθήκη είναι που οδηγεί στην απώλεια του ειδικού βάρους κάθε εγγραφής -μετατρέποντας την σε επιγραφή- και διαφοροποιεί, εν συνεχεία, την εμπειρία του κάθε χρήστη του ψηφιακού αρχείου από την αντίστοιχη ενός χρήστη του αρχείου της πόλης . Στο διαδίκτυο προκρίνεται μια νέα εμπειρία του αρχείου, που διαφέρει ριζικά ως προς το φυσικό της ανάλογο. Αυτό που ο Αντονάς, ονομάζει ‘σύνδρομο του αρχείου’18, μοιάζει να αποτελεί μια νεοσύστατη εμπειρία, κατά την οποία η λογική του λήμματος κυριαρχεί κατά την νοητική ανασυγκρότηση του ψηφιακού κόσμου. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι, ενώ ανασυντίθεται νοητικά το ψηφιακό αρχείο με αυτή την νέα θεμελιακή μονάδα, η επίδραση αυτής της διαδικασίας είναι τόσο έντονη, που οδηγεί τον -κοινό- χρήστη των δύο αρχείων (πόλης-διαδικτύου) να την υιοθετήσει καθολικά. Το ‘σύνδρομο του αρχείου’ αφορά σε κάτι περισσότερο από το ντεριντιανό ‘αλγος του αρχείου’· ενώ ο Γάλλος θεωρητικός μίλησε για ένα εσωτερικά αντιφατικό αρχείο, ο Αντονάς κάνει λόγο για ένα απειλη-
17. “Πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης”, Sigmund Freud, μτφ..Βασίλης Πατσογιάννης, Πλέθρον, Αθήνα, 2014, ιδιαίτερα σελ. 58 - 70. 18. Παραθέτουμε: “Στην συνθήκη του διαδικτύου που επεκτείνει την αρχειακή λογική όσο ποτέ μέχρι σήμερα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα νέο σύνδρομο του αρχείου. Στην επικράτειά του τα λήμματα δεν παραπέμπουν σε κάτι εξω-αρχειακό αλλά σε ετερόκλητες καταχωρήσεις. Οι καταχωρήσεις δεν αναφέρονται άρρηκτα στο αναφερόμενο (ή σε μια διαδρομή προς την καταγωγή τους που δημιουργεί το mal d’archive του Derrida) αλλά αντιθέτως παγώνουν σε κάποια αυτοαναφορική ακινησία. Το πρωτότυπο, ο τόπος της καταγωγής, η μανία για την εγκαθίδρυσή του, παύουν τότε να φαίνονται ως κεντρικός προσανατολισμός της αρχειακής λογικής. Κάποιο άλλο σύνδρομο του αρχείου προκύπτει από αυτή την ακινησία του εκάστοτε λήμματος και από την ταυτόχρονη πολλαπλή συγκρότησή του. Η καταχώρηση δεν αντιστοιχεί πια σε ένα μοναδικό λήμμα. Η σημαντική διαδικτυακή έννοια του tag και ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο αναζητά κανείς καταχωρήσεις με tags και ονομάζει με tags τις δικές του καταχωρήσεις, παρουσιάζει εξαιρετικά το αρχειακό αυτό σύνδρομο, που θα μπορούσε να ονομαστεί και σύνδρομο του tag.”. Απόσπασμα από το “Εκτάσεις της Αρχιτεκτονικής”, Αριστείδης Αντονάς, σε http://www.aristideantonas.com/tag/texts/link/ metatectonics (ανακτ. 15/2/2019)
ο ανταγωνισμός των αρχείων
τικό ψηφιακό αρχείο, χωρίς εξωτερικό, που οδηγεί τον χρήστη του στον διανοητικό εγκλεισμό στην ψηφιακή πραγματικότητα. Η ελαφρότητα της επιγραφής και η καταχωρητική λογική των λημμάτων μεταφέρεται πλέον και στην αναλογική πραγματικότητα, δημιουργώντας σύγχυση στον χρήστη. Η νέα αυτή συνθήκη, επεκτείνει και το ιδιαίτερο έρεισμα του ψηφιακού αρχείου εις βάρος του αστικού-φυσικού, καταργώντας, εν τέλει, την όποια εξωτερικότητα είχε αυτό. Όταν η λογική περιήγησης και χρήσης του διαδικτυακού αρχείου -ή αλλιώς η επικράτειά του- επεκτείνεται στον φυσικό χώρο, τότε παύει η όποια εξωτερικότητα διατηρούσε. Όλα τείνουν να βρεθούν στο εσωτερικό της απείρως εκτεινόμενης “ψηφιακής επικράτειας”. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούμε τον ορό ‘τείνουν’, διαχωρίζοντας την θέση μας από τον Αντονά, ο οποίος θεωρεί δεδομένο το παραπάνω σενάριο.
Η εικόνα είναι προϊόν προσωπικής επεξεργασίας
ο ανταγωνισμός των αρχείων
Πριν περάσουμε στους πιθανούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αναβιώσει η εμπειρία του αστικού αρχείου, οφείλουμε κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με το διαδικτυακό αρχείο. Μέσα από την παράλληλη εξέταση των δυο αρχείων υπό το φως του ορισμού του φροϋδικού αρχείου, επιχειρήθηκε μια πρώτη σύγκρισή τους. Στο τέλος, λοιπόν, αυτής της διαδικασίας είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι, τηρούμενων των αναλογίων, τα δυο αρχεία (της πόλης και του διαδικτύου) δεν μπορούν να συσχετισθούν κάτω από μια κοινή λογική αλλά περισσότερο κυριαρχεί μια ανταγωιστική σχέση μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, ο ορισμός του Derrida φαίνεται να συντονίζεται με την δομή και την ύφη του αρχείου της πόλης, αλλά δεν είναι συμβατός, με το αντίστοιχο ψηφιακό. Στο σημείο αυτό, θα επιχειρήσουμε έναν ελιγμό προκειμένου να προσεγγίσουμε την φύση του διαδικτυακού αρχείου συνολικότερα, κρατώντας βέβαια τις ποιότητες που ανακύψαμε μέχρι τώρα. Ο δρόμος που ανοίγεται εδώ, περνάει μέσα από τα γραπτά της Arlette Farge -και κατ’ επέκταση του Michel Foucault, με τον οποίο συνεργάστηκε αρκετά- και το “Le Goût d’ Archive” (Η Γεύση του Αρχείου). “Για την Arlette Farge, το αρχείο γίνεται κατανοητό ως προϊόν της εξουσίας που του δίνει ζωή: το υλικό που περιέχει, όπως και οι σιωπές του, υπακούν σε σκοπιμότητες της εξουσίας που το παράγει”19. Το αρχείο, στην σκέψη της, παρουσιάζεται διαφορετικά από ό,τι μέχρι τώρα παρουσιάσαμε. Τέτοιοι τύποι αρχείων πρωτοεμφανίζονται με την ανάδυση των εθνικών κρατών του 18ου αιώνα και τα αστυνομικά-δικαστικά αρχεία που τηρούνταν. Στην ίδια γραμμή σκέψης κινείται και ο Αριστείδης Αντονάς, ο οποίος μιλά για τα μυστικά αρχεία των ολοκληρωτικών καθεστώτων, τα οποία άνοιξαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο20. Αυτό που υπονοείται ρητά εδώ είναι η σχέση που έχει το διαδικτυακό αρχείο με την επιβολή μιας εξουσίας, αλλά και η γενεαλογική σχέση με όλα τα προαναφερθέντα εξουσιαστικά αρχεία. Μήπως τελικά το διαδίκτυο είναι η μετεξέλιξη τους, ένα αρχείο των αρχείων ή το απόλυτο αρχείο21. Ενώ μια τέτοια παρατήρηση φαντά-
19. “Η Γεύση του Αρχείου”, Arlette Farge, μτφ. Ρίκα Μπενβενίστε, Νεφέλη, 2004, σελ. 14. 20. Βλ. “Ο διαμένων υπό επίβλεψη”, Αριστείδης Αντονάς, σε “Συμβιώσεις”, συλλογικό, επιμ. Ζήσης Κοτιώνης, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Καστανιώτη, 2015, Αθήνα, σελ. 154 165. 21. Με την χρήση του όρου ‘Απόλυτο Αρχείο’ αναφερόμαστε την δουλεία της Αμερικανίδας Katherine Hayles, η οποία αναφέρεται στο διαδίκτυο και την
ο ανταγωνισμός των αρχείων
ζει λογική, δεν θα ενδώσουμε στον πειρασμό να επεκταθούμε τώρα περισσότερο, αλλά θα συνοψίσουμε τα συμπεράσματά μας για το διαδικτυακό αρχείο. Το τελευταίο δεν μπορεί να περιγραφεί επαρκώς με το σχήμα του Derrida. Επεκτείνοντας την παρατήρηση αυτή, καταλήγουμε να κινούμαστε στην σκέψη που συνδέει το αρχείο με την εξουσία. Εκεί, φαίνεται πως το ψηφιακό αρχείο, έρχεται να αποτελέσει οργανική συνέχεια των προηγούμενες μορφές εξουσιαστικών αρχείων. Από την άλλη, το ιδιαίτερο αυτό αρχείο διατηρεί ένα εσωτερικό λεξιλόγιο, μια εσωτερική δομή, η οποία όχι μόνο διαφέρει από αυτή του αρχείου της πόλης, αλλά φαίνεται να την ανταγωνίζεται ακόμα και στο φυσικό πεδίο. Ο ανταγωνισμός αυτός εντοπίζεται: - στην χρήση των επιγραφών έναντι των αστικών εγγραφών - στην απουσία ενός συμπαγούς ερείσματος, το οποίο αποϋλοποιείται, μέσω της επικράτησης του ψηφιακού παραδείγματος, επιχειρώντας να εγκολπώσει το ίδιο το φυσικό-αστικό αρχείο - στην συγκρητική λογική των λημμάτων έναντι των ιχνών/ερειπίων/μνημείων
Η εικόνα είναι προϊόν προσωπικής επεξεργασίας
εξουσιαστική του φύση, σε μια διάλεξη που έδωσε με τίτλο “Katherine Hayles - A Theory of the Total Archive: Infinite Expansion, Infinite Compression, and Apparatuses of Control”, στο πανεπιστήμιο του Cambridge, στις 19/03/2015, βλ. https://www.youtube.com/ watch?v=LbA_M2F9j28 (ανακτ. 15/2/2019)
ο ανταγωνισμός των αρχείων
ανταγωνισμός αρχείων Ας αφουγκραστούμε την νέα πραγματικότητα: Η εμπειρία της διαμονής στο ψηφιακό αρχείο ανταγωνίζεται όλο και πιο έντονα την εμπειρία της διαμονής στο αρχείο της πόλης. Αντίστροφα: ενώ το αρχείο της πόλης αποτελεί ένα ζωντανό και ανοικτό κείμενο, που γράφεται από πολλούς συγγραφείς, η σημασία του για τον κάτοικο της πόλης φθίνει μέσα στην ολοένα επιταχυνόμενη πραγματικότητα του διαδικτυακού παραδείγματος. Απομακρυνόμενοι από την διττή αρχειακή ενόρμηση του ζωντανού αρχείου της πόλης, προσεγγίζουμε ιλιγγιωδώς την δυαδική ενόρμηση του διαδικτυακού-εξουσιαστικού αρχείου. Ξαναθυμόμαστε -και πάλι- την ρήση του Benjamin: “Να κατοικείς σημαίνει να αφήνεις ίχνη.” Διπλά σε αυτή την φράση, παραθέτουμε την ερώτηση του Αντονά: “Πώς όμως θα σταθεί κάνεις απέναντι σε εξουσίες που επιβάλλονται με τη χρήση του συνδρόμου του εγκλεισμού στο αρχείο, με τη χρήση δηλαδή της αόρατης παρουσίας που της επιτρέπει το σύνδρομο αυτό;”22 Μέσα στην ερώτηση αυτή στεκόμαστε στις λέξεις ‘αόρατη παρουσία’, καθώς εκεί πιστεύουμε ότι συμπυκνώνεται, πολύ εύστοχα, η ουσία της κατοίκησης του διαδικτυακού αρχείου. Ταυτόχρονα στην φράση αυτή ενυπάρχει και η υπόνοια μιας απάντησης. Αυτό που εννοείται εδώ είναι η ενίσχυση της παρουσίας, έτσι ώστε να γίνει ορατή, αφήνοντας ίχνη. Επειδή, όμως, κάτι τετοιο στο διαδίκτυο -το ψηφιακό αρχείο- δεν είναι εφικτό, για τους λόγους που προαναφερθήκαν, η πόλη -το αρχείο της πόλης- αποτελεί το πεδίο οπού θα υλοποιηθεί, ξανά, η παρουσία. Για να γίνει αυτό, πρέπει να δοθεί έμφαση -και πάλι- στις τακτικές που ωθούσαν μέχρι τώρα τους κάτοικους των αστικών κέντρων σε δυνα-
22. Βλ. “Ο διαμένων υπό επίβλεψη”, Αριστείδης Αντονάς, σε “Συμβιώσεις”, συλλογικό, επιμ. Ζήσης Κοτιώνης, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Καστανιώτη, 2015, Αθήνα, σελ. 164.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
μικές συμπεριφορές, και άρα δυναμικές εγγραφές. Μία από αυτές τις τακτικές ήταν παραδοσιακά η έννοια της αντιθετικής συμβίωσης, που εκλείπει όλο και περισσότερο από την εμπειρία στα αστικά κέντρα, και η οποία οφείλει να αποτελέσει ένα σύγχρονο αστικό διακύβευμα. Μέσα από τις αντιθετικές συμβιώσεις ικανοποιείται το σχήμα της θέσης που επιδέχεται την αντί-θεση και μαζί καταλήγουν στην σύνθεση, υπό το κέλευσμα της συν-κατοίκησης. Όταν εκλείπει αυτό το συστατικό, οι εγγραφές ατονούν και διαγράφονται εύκολα (ειδικά στην περίπτωση που ο έλεγχος του αρχείου είναι ζήτημα των λίγων). Αυτός είναι και ο λόγος που οι ψηφιακές έγγραφες του απόλυτου αρχείου είναι άνευρες και ανεπαίσθητες. Το ψηφιακό αρχείο, χαρακτηριζόμενο από μια τάση ομογενοποίησης, αποβάλλει συνειδητά κάθε αντίρροπη κίνηση, που θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποια ανατάραξη σε μια -κατά τα άλλα- πλασματική ηρεμία. Αυτό το πετυχαίνει με την λογική της θυλακωτής οργάνωσης. Δεν υπάρχει ένα κοινό πεδίο εγγραφών προκειμένου να συνυπάρξουν διαφορετικές δυναμικές. Στο διαδίκτυο, ο κάθε χρήστης οργανώνεται και ενεργοποιείται, συνήθως, σε ιστοσελίδες όπου συνυπάρχει με χρήστες που έχουν συγκλίνουσες τροχιές. Το αξιοσημείωτο μάλιστα είναι πως η εμπειρία αυτή, παρόλο που αποτελεί ένα είδος απομόνωσης, δεν γίνεται αντιληπτή ως τέτοια αλλά αντίθετα βιώνεται ευχάριστα. Σαν αποτέλεσμα, οτιδήποτε εγγράφεται, ή όπως αποδείξαμε επιγράφεται, σε αυτή την περίπτωση, καταλήγει να μην έχει κανένα φορτίο, να μην αλλάζει ποτέ την συνισταμένη των δυνάμεων του κάθε θύλακα, η οποία οφείλει πάση θυσία να είναι μηδέν. Το άθροισμα δε, όλων αυτών των συνισταμενών των ψηφιακών θυλάκων είναι ακόμα πιο εμφατικά μηδενικό. Μέσα από τις αντιθετικές συμβιώσεις αναδεικνύεται και η αξία της σύγκρουσης. Σύγκρουση με το έτερο και το ανοίκειο. Σύγκρουση με το απρόσμενο και, εν τέλει, σύγκρουση με το έξωθεν, το οποίο εκλείπει από την ψηφιακή εμπειρία. Η αντιθετική συμβίωση, πρώτα και κύρια, οφείλει να αποτελέσει ένα ατομικό ζήτημα. Στο αρχείο της πόλης, όπου τουλάχιστον προσφέρεται η δυνατότητα να βρεθεί κανείς απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή ετερότητας, οφείλει ο καθένας να σταθεί - κινηθεί προς το εξωτερικό του. Από την πλευρά της, όμως, η αρχιτεκτονική, ως γραφή του αρχείου της πόλης, οφείλει να τροφοδοτήσει τους κάτοικους της με το ανάλογο λεξιλόγιο. Αυτό σημαίνει ότι μια αρχιτεκτονική της σύγκρουσης είναι απαραίτητη. Μια τέτοια αρχιτεκτονική, που θα υπηρετεί την αξία των αντιθετικών συμβιώσεων, οφείλει να συστήσει πειραματικά κτιριολο-
ο ανταγωνισμός των αρχείων
γικά προγράμματα και σχέδια πόλεων. Από το σχεδιασμό μιας κατοικίας, ενός δημόσιο χώρου έως και μια πολεοδομικής κλίμακας επέμβαση, το νέο διακύβευμα για την αρχιτεκτονική θα πρέπει να τίθεται γύρω από τις αντιθετικές συμβιώσεις. Παράλληλα με αυτή την κατεύθυνση - αντλώντας και πάλι από το παρελθόν του αρχείου της πόλης- προτείνεται η επαναφορά της συνθήκης της χρονικότητας. Αντλούμε από το παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να παρατηρήσουμε τις κοινωνίες του παρελθόντος και τους τρόπους με τους οποίους η κάθε πράξη -η κάθε εγγραφή στο αρχείο της πόλης- ήταν διαποτισμένη από την συνθήκη της χρονικότητας: είχε ένα πολύ έντονο και δυναμικό παρόν, επειδή κοιτούσε το παρελθόν και ταυτόχρονα αναφερόταν στο μέλλον. Αυτή η πυκνότητα του χρόνου καθίσταται απαραίτητη. Είναι κοινό βίωμα, σήμερα, το γεγονός μιας επιταχυνόμενης καθημερινότητας, η οποία στεγνώνει τον χρόνο από το περιεχόμενο του. Επίσης είναι πλέον εμφανές ότι σε αυτή την ιλιγγιώδη κίνηση προς το εδώ και το τώρα, συμπιέζεται αφόρητα το νόημα κάθε πράξης στην ελάχιστη χρονική μονάδα: την στιγμή. Τίποτα δεν διαρκεί, αλλά παραμένει, και σε αυτό που διαρκεί δεν επιτρέπεται να παραμένει. Η φρενίτιδα, ως χαρακτηριστική συνθήκη της κατοίκησης των αστικών κέντρων οδηγεί σε αυτού του είδους τον παροντισμό, ο οποίος με την σειρά του καταστρέφει κάθε αφηγηματικότητα ως αντίρροπη κίνηση στην επιτάχυνση αυτή. Κάθε τι που αξιώνει μια αφήγηση, μια διάρκεια -και άρα μια φορτισμένη με νόημα εγγραφή στο αρχείο της πόλης- αναμετράται με την ισοπεδωτική ορμή της επιτάχυνσης. Η συνθήκη αυτή “ψηφιοποιεί” τον χρόνο, καθιστώντας τον μονάχα ένα λογιστικό μέγεθος, και απονευρώνει το αρχείο της πόλης, οδηγώντας προς την σιωπή και την επιβεβλημένη λήθη23. Προκειμένου, λοιπόν, να επανανοηματοδοτηθεί ο χρόνος και να επανευρεθεί η αφηγηματικότητα στην σύγχρονη κατοίκηση του αρχείου της πόλης, οφείλουμε να επιβραδύνουμε. Η επιβράδυνση είναι το συστατικό εκείνο, με το οποίο θα αποκαθηλωθεί ο σύγχρονος χρήστης των αρχείων από τον παροντισμό και θα εισάγει την αφηγηματικότητα στην
23. Η επιβεβλημένη λήθη δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια της λήθης γενικότερα. Η Λήθη είναι κομβική για το φροϋδικό αρχείο. Αυτό σημαίνει ότι όχι μονό δεν το υποδαυλίζει, αλλά αποτελεί ένα απαραίτητο συστατικό για την ισορροπία του. Μάλιστα ο Freud και ο Derrida, έχουν αναφερθεί πολλές φορές στα γραπτά τους στην άξια της λήθης.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
κατοίκηση του. Η επιβράδυνση που οδηγεί στην περισυλλογή μπορεί, φυσικά, να αντιταχθεί της επιτάχυνσης που οδηγεί στην απονεύρωση. Η επιβράδυνση θα στρέψει το βλέμμα από το παρόν στο παρελθόν και το μέλλον, ενισχύοντας το ίδιο το παρόν. Η τακτική αυτή οφείλει να είναι ατομική υπόθεση, όπως και οι αντιθετικές συμβιώσεις προηγουμένως. Από την άλλη, η αρχιτεκτονική μπορεί να ενισχύσει την τάση αυτή, με την δημιουργία χώρων που θα απομακρύνονται από την λογική της προσπέλασης και θα αναδεικνύουν την λογική της περιήγησης. Σε αυτό το παιχνίδι μπορεί να συμμετέχουν όλα τα συστατικά της αρχιτεκτονικής, δηλαδή όλοι οι κάνονες μιας χωρικής γραφής: η διάταξη των χώρων, τα υλικά, η αξιοποίηση των φυσικών στοιχείων, η ένταξη στο περιβάλλον, οι έννοιες που διαπλέκονται, οι αφηγήσεις που προτείνονται. Με τον τρόπο αυτό, μέσα από την αρχιτεκτονική μπορούν να δημιουργηθούν ιδανικά περιβάλλοντα για την ενεργοποίηση του χρήστη, που είναι ταυτόχρονα και κάτοικος του αρχείου της πόλης. Μέσω της αρχιτεκτονικής της επιβράδυνσης, δηλαδή την αρχιτεκτονική της περισυλλογής θα πυκνώσει ο χρόνος με νόημα, καθώς θα εξοπλιστεί ο χρήστης και ο χώρος με τα κατάλληλα εργαλεία για να πραγματοποιεί αλλά και να διαβάζει τις εγγραφές του αρχείου της πόλης. Αυτές με την σειρά τους θα επιτελούν τον σκοπό τους, αφηγούμενες ιστορίες, ενεργοποιώντας την μνήμη, υπενθυμίζοντας το παρελθόν και ταυτόχρονα υπογραμμίζοντας το μέλλον. Οι παραπάνω χωρικές πρακτικές δεν αποτελούν ολοκληρωμένες προτάσεις, όσο προτείνουν κατευθύνσεις, που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μια ποιοτικότερη και προθετική κατοίκηση του αρχείου της πόλης, η οποία θα το ενισχύσει απέναντι στην επεκτατική ορμή του διαδικτυακού αρχείου24. Κλείνοντας αυτή την μικρή κίνηση προς την εξερεύνηση των αρχείων της πόλης και του διαδικτύου, επισημαίνουμε την σημασία που έχει πλέον η ενεργητική κατοίκηση του αρχείου της πόλης. Ο σκοπός της ενεργητικής στάσης είναι η ενεργοποίηση του αστικού αρχείου, το οποίο φαίνεται να αφυδατώνεται όλο και περισσότερο. Η εξίσωση που στήθηκε στην αρχή αυτής της εργασίας, όχι μόνο δεν ικανοποιείται αλλά επιβεβαιώνει και κάποιες -διαισθητικές- σκέψεις που θεωρούσαν, εξ αρχής, τα δυο 24. Η φράση ‘ορμή του αρχείου’ εμφανίζεται στο “Ο διαμένων υπό επίβλεψη”, Αριστείδης Αντονάς, σε “Συμβιώσεις”, συλλογικό, επιμ. Ζήσης Κοτιώνης, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Καστανιώτη, 2015, Αθήνα, σελ. 162.
ο ανταγωνισμός των αρχείων
μέλη της αντίθετα και αντίρροπα. Κρατώντας, λοιπόν, τους ορισμούς που συναντήσαμε, τα συστατικά του αρχείου της πόλης, τις παρατηρήσεις για το αρχείο του διαδικτύου, την σχέση του με το αστικό του ανάλογο και τις χωρικές πρακτικές που προτείνονται, θα συνεχίσουμε να κινούμαστε διαλεκτικά εντός των δυο αρχείων, προκειμένου να ξεδιπλωθεί ο κομβικός ρόλος που έχουν στην ζωή μας και να ανοίξει ένας διάλογος γύρω από την κουλτούρα της χρήσης των αρχείων.
Αθήνα, Φεβρουάριος 2019