1
2
ΜΕΡOΣ ΠΡΩΤΟ 1 Ο Δημητράκης καθόταν στις σκάλες της εξώπορτάς τους κι έπαιζε μ’ένα τενε κεδένιο μπουκάλι μπίρας, από κείνα που πετούσαν οι Άγγλοι όταν διασκέδαζαν στην ταράτσα του σχολείου. Το σχολείο της γειτονιάς τους το είχαν πάρει οι Άγγλοι στρατιώτες μετά την απελευθέρωση και το χρησιμοποιούσαν σαν αρχηγείο. Σχεδόν κάθε βράδυ, στην ταράτσα του, είχαν μουσική και χόρευαν μέχρι τα ξημερώματα. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς μαζεύονταν από κάτω και περίμεναν τα άδεια τενε κεδένια μπουκαλάκια της μπίρας, που κάπου κάπου έπεφταν από την ταράτσα. Τότε δινόταν μια μικρή μάχη ανάμεσα στα παιδιά για το πολύτιμο αντικείμενο. Οι Άγγλοι, είχαν τώρα σχεδόν δυο χρόνια που έφυγαν. O Δημητράκης χάρηκε και λυπήθηκε μαζί που έφευγαν. Χάρηκε γιατί άδειασαν το σχολείο τους, ακρι βώς τότε που ήταν στην ηλικία, τυχερός είν η αλήθεια, που θα άρχιζε στην πρώτη τάξη. Στεναχωρέθηκε όμως κιόλας, γιατί θα σταματούσε το καθημερινό κυνηγητό πίσω απ’τον Τζώνη, έτσι φώναζαν όλους χωρίς εξαίρεση τους Άγγλους στρατιώτες, παρακαλώντας τον για ένα κομμάτι σοκολάτα. «Τζώνη τσοκολάτ, τσοκολάτ». Εκείνοι, ανάλογα με τα κέφια τους, πότε τους έβαζαν τις φωνές με κείνη την παράξενη και ακαταλαβίστικη γλώσσα τους και πότε χαμογελαστοί, αυτό γι νόταν πιο σπάνια, στέκονταν και τους μοίραζαν μικρά κομματάκια σοκολάτα πού έκρυβαν σε μια απ’τις μπροστινές τσέπες του μπουφάν τους. Τους συμπαθούσε τους Τζώνηδες, γιατί με τα καμώματά τους δίναν ένα διαφο ρετικό χρώμα στη γειτονιά τους. Μαύροι κι άσπροι Τζώνηδες, γλεντούσαν κάθε βράδυ και τη μέρα έτρεχαν σαν τρελοί με τα μικρά τους φορτηγά. Εκείνος ειδι κά ο τρελο Τζώνης, όπως τον φώναζαν τα παιδιά, έτρεχε με το αυτοκίνητο πραγματικά σαν τρελός. Οι μεγάλοι έλεγαν ότι δε θα φάει μόνο αυτός το κεφάλι του, αλλά θα πάρει στο λαιμό του και κάνα παιδί. Μια Κυριακή πρωί την ώρα που βγήκε απ’το σπίτι για να παίξει, άκουσε φωνές και φασαρία ακριβώς στον πίσω μαχαλά. Τρέχανε αι μεγάλοι από πόρτα σε πόρτα και ζητούσαν να βγουν στο δρόμο όλοι οι άντρες, να βοηθήσουν. Ρώτησε να μάθει τι τρέχει. Ο κυρ-Αριστείδης ο μπακάλης, που τον φώναζαν και φιλόσοφο, στεκόταν στο παράθυρο του σπιτιού του με το σώβρακο και κουνούσε το κεφάλι του με ση μασία.
3
«Κοντεύουν να φαν τα λυσσακά τους παιδί με οι αναθεματισμένοι». «Τι εγινε κυρ-Αριστειδη;» Ρώτησε. «Τι να γίνει παιδι μου. Αυτός ο αγγλος ο τρελαρας πού έχει το φορτηγάκι των τριών τετάρτων, ανέβηκε με τ’αυτοκίνητό του απ’το δρόμο του σανατόριου στον Προφήτη Ηλία. Έπεσε σε μια λακκούβα και δεν μπορεί να γυρίσει πίσω». «Και τι θα γίνει τώρα κυρ-Αριστείδη;» «Λέει ότι θα κατεβεί ο τρελός απ’τα σκαλοπάτια. Απ’τον Προφήτη μέχρι εδώ που είναι πλατύσκαλο, κάτι γίνεται. Όταν όμως φτάσει εδώ μπροστά, πως θα το γυρίσει τ’αμάξι». Πράγματι εκεί που κατέληγαν τα φαρδιά σκαλοπάτια ήταν ένα μικρό πλατωμα, που με το ζόρι θα χωρούσε το φορτηγάκι του τρελο Τζωνη. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν στενά τοιμεντένια σκαλοπάτια με τσιμεντένιο πεζούλι στις άκρες, απ’όπου κατέβαινε κανεις στο δρόμο. Με χίλια βάσανα θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το πλάτωμα. Το μεγάλο προβλημα όμως ήταν πώς θα γύριζε το βαρύ σι δερένιο φορτηγό δεξιά ή αριστερα, για να μπορέσει να κατέβει στο δρόμο. Σε λίγο φάνηκε το αμαξι που κατέβαινε προσεκτικά. Ο Τζώνης ήταν λουσμένος στον ιδρώτα και κατακόκκινος. Έφτασε στο πλάτωμα, τράβηξε το χειρόφρενο και κατέβηκε. Κοίταξε παρακλητικά τους άντρες της γειτονίας που είχαν μαζευ τεί, περιμένοντας τη βοήθειά τους. Ο μπαρμπα Γιαννης που δουλευε στους αγγλους και καμώνονταν ότι ηξερε φαρσι τη γλωσσα, γυρισε και τους κοίταξε ολους. «Αντε ρε παιδια να βάλουμε ένα χεράκι να βοηθήσαυμε το χριστιανό». Δεν κουνήθηκε κανείς. Ο κυρ-Αριστείδης, που είχε στο μεταξύ βρακωθει, βγήκε κι αυτός απ’το σπίτι του και είπε στον μπάρμπα Γιάννη. «Εντάξει. Πες του ότι θα τον βοηθήσουμε, αλλά θα υποσχεθεί ότι δεν θα τρέχει στους δρόμους σαν τρελός». Ο μπαρμπα Γιάννης γύρισε στον Τζώνη και τον κοίταξε τάχα αυστηρα. «No βζιτ ,βζιτ», είπε κάνοντας ζικ ζακ με όρθια την ανοιχτή του παλάμη. «Μικρά παιντιά, πίκολο, καπούτ». Έκανε με την παλάμη του χαμηλά και προς τα κάτω για να καταλάβει ο Τζώνης ότι του έλεγε για τα παιδιά. «Γεια σου ρε μπαρμπα Γιάννη με τις ξένες γλώσσες σου», πέταξε γελώντας το Αλεκάκι ο νερουλάς. «Τις βάζεις και ωραία στολίδια». Ο Τζώνης κατάλαβε τα ακαταλαβίστικα του μπαρμπα Γιάννη και γέλασε κι αυ τός με την καρδιά του. Όταν ετρεχε με μεγάλη ταχυτητα στα καλντερίμια της πόλης, εβλεπε να του ριχνουν χιλιαδες φασκελα. Αυτός όμως το διασκεδαζε. Κατεβαζε το παραθυρο, εβγαζε το χέρι του και εκανε μια χαρακτηριστηκη χειρονομια με το μεγάλο δαχτυλο προς τα πάνω. «Μουντζιος», ελεγε. «Όλο ελληνος μουντζιος». Τώρα όμως εβλεπε ότι οι μουντζες μπορουσαν να γίνουν πράξη. Εβαλε το χέρι στην καρδια κανοντας μια μικρη υποκλιση.
4
«Οκει», είπε. «Εγκω εισαι αυριο καλό παιντι». Όλοι γελασαν ευχαριστημενοι. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορουσαν να τον αφησουν χωρίς βοηθεια. Ανθρωποι καλοι, μεροκαματιαρηδες, ετοιμοι πάντα να συγχωρήσουν και να βοηθησουν και τον εχθρό τους. Τον Τζωνη μπορει να τον έβριζαν αλημερίς, αλλά κατά βάθος τον συμπαθούσαν γιατί ηταν πάντα χαμογε λαστός και καλοσυνάτος. «Ξανθός και όμορφος σαν άγγελος», έλεγε η Ευανθία. Ετρεξαν μερικοί και φέραν χοντρά καδρόνια και όλοι μαζί βάλθηκαν να στρί ψουν το φρεναρισμένο φορτηγάκι στα δεξιά. Πήρε πάνω από δυο ώρες, αλλά στο τέλος τα κατάφεραν. Ο τρελο Τζωνης ανέβηκε και καθισε στο τιμονι. Κοιταξε τα στενα σκαλοπατια που έπρεπε να κατεβει για να βγει στο δρόμο. Εμεινε για λίγο ακινητος σα να προσευχοταν, εβαλε μπρος τη μηχανη κι αρχισε σιγα σιγα να κατεβαίνει ποντο ποντο. Οι αριστερες του ροδες πατουσαν μόνο οι μισες στο τσιμεντενιο πεζουλι και ήταν κινδυνος με το λίγο που θα ξεφευγε κάποια ροδα ή θα εσπαζε κανένα κομματι τσιμέντου απ’το βαρος, να αναποδογυρισει το φορτηγακι και να πλακωσει τον οδηγο του. Οι αντρες βαζανε κόντρα με τα καδρόνια, κινδυνευοντας κι αυτοι να πλακωθουν. «Χωρίς κέρδoς κέρατα», σχολίασε ο κυρ-Αριστείδης αγκομαχώντας και ξεφυσωντας απ’το ζορι. Mετά από πολύ κόπο και μεγάλο κίνδυνο, έφτασε το αμάξι στο δρόμο. Ο Τζώνης κατέβηκε, γονάτισε, έβγαλε απ’την μπροστινή τσέπη τoυ στρατωτικού του μπουφάν κάτι σαν εικόνα ή φωτογραφία και την κράτησε σφιχτά στο στή θος του. Γέρνοντας λίγο μπροστά το σώμα του, άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Η κυρά Ευανθία του έφερε ένα δροσερό ποτήρι νερό. Το ήπιε λαίμαργα, ση κώθηκε όρθιος και γυρίζοντας στους άντρες που τον βοήθησαν, έκανε μια βα θιά και μεγαλόπρεπη υπόκλιση. Εκείνοι του την ανταπέδωσαν γελώντας και κουνώντας φιλικά το χέρι. Από κείνη τη μέρα, ο τρελό Τζώνης ήταν στο οδήγημα τύπος και υπογραμμός. Τόσο που ο κυρ-Αριστείδης είπε. «Από λαγός, έγινε σάλιαγκας». Σάλιαγκα τον φώναζαν μέχρι τη μέρα που μαζί με τους άλλους πήρε το δρόμο για την πατρίδα του. «Καλή τους ώρα», είπε η Ευανθία κι έριξε πίσω τους ένα κουβά νερό. «Ώσπου να στεγνώσει, να μας ξανάρθατε».
2 «Ουφ». Ηταν κοντά στα μέσα του Σεπτέμβρη και η ζέστη εξακολουθούσε σαν να’ταν κατακαλόκαιρο. Σε λίγο άρχισε να δροσίζει, καθώς ο ήλιος έπεφτε κι ένα αλαφρύ δροσερό αεράκι άρχισε να κατεβαίνει μέσ’απ’τον λάκκο που περνούσε μπροστά απ’το
5
σπίτι τους, κουβαλώντας μαζί του και μια γλυκιά μυρουδιά, ανάκατη πεύκου και βρεγμένου χώματος. Πολύ του άρεσε να κάθεται τα απογεύματα μπροστά στην πόρτα τους και να βλέπει τον κόσμο να περνά. Να βλέπει τους γείτονες που γύριζαν απ’τη δουλειά τους και να τους καλησπερίζει, όπως τώρα που πέρασε ο Μπέμπης που κάθεται με τη χήρα μάνα του και την αδελφή του στο στενάκι, πίσω απ’το σπίτι τους. «Καλησπέρα», είπε. «Καλησπέρα», απάντησε ο Δημητράκης κι ένιωσε περήφανος, που τον χαιρε τούσε ο Μπέμπης. που όπως άκουσε τη μάνα του χτες, σε ένα μήνα πάει φα ντάρος. Το μέρος όπου ήταν το σπίτι τους του άρεσε πολύ. Μπροστά τους περνούσε ο δρόμος για τις πάνω γειτονιές και τον προφήτη Ηλία και αμέσως μετά τον δρόμο ήταν ο λάκκος με τα χιλιάδες παιχνίδια και τις ατέλειωτες εξερευνήσεις. Προς τα πάνω και προς τα κάτω, σε απόσταση όχι παραπάνω από τριάντα σαράντα μέτρα, είχε τις δυο σιδερένιες γέφυρες για να περνάνε απέναντι ο κόσμος, τα κάρα και τα λιγοστά αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν. Εκεί ήταν και η μεγάλη αλάνα ο Παράδεισος, όπου έπαιζε όλη μέρα με τους φίλους του. Είδε να κατηφορίζουν απ’την πάνω γειτονιά, ο Γιάννης ο μέγκλας, μαζί με τον Θοδωρή τη μισοριξιά, φορτωμένοι τα πατίνια τους. Αυτοί οι δυο είχαν τα καλύτερα πατίνια. Βαμμένα με διάφορα χρώματα από μπογιές που ποιος ξέρει πού τις έβρισκαν, με ωραία, πάντα καθαρά και γρασαρισμένα ρουλεμάν και με κασελάκι κάτω απ’το κάθισμα, που έκρυβε μέσα του ένα σωρό πρωτόγονα εργαλεία. Ένα σπασμένο κομμάτι σιδεροπρίονο, κάποιο άχρηστο μαχαιράκι που χρησιμοποιούνταν σαν κατσαβίδι, ένα κομμάτι σίδερο για σφυράκι και ένα σωρό άλλα μικροπράγματα που έκαναν όλα τα παι διά να τους ζηλεύουν. Αλλά το καλύτερο αντικείμενο που κρυβόταν μέσα στα κασελάκια τους ήταν ένα κομμάτι κατιφές, από μια παλιά κουρτίνα που είχαν αρπάξει απ’το Βουλγάρικο διοικητήριο, μετά την αποχώρησή και μ’αυτό κα θάριζαν και γυάλιζαν τα πατίνια τους κάθε μέρα μπροστά σ’όλα τα παιδιά, που τα έκανε να σκάνε από ζήλια. Εδώ μπροστά στο σπίτι του Δημητράκη ήταν και το πιο κατάλληλο μέρος για πατινάδα. Η άκρη του δρόμου, που ήταν και το τοίχωμα του λάκκου, ήταν στρωμένη με τσιμέντο από την πάνω μέχρι την κάτω γέφυρα και όπως ο δρόμος ήταν κατηφορικός, μπορούσαν με τα πατίνια ν’αναπτύξουν ταχύτητα. ΄Ηταν βέβαια και λίγο επικίνδυνα, αφού πολλά παιδιά είχαν πέσει στο λάκκο από στραβοτιμονιές, αλλά αυτός ο κίνδυνος έκανε την πατινάδα πολύ πιο ευ χάριστη. Ο Δημητράκης θυμήθηκε πως πέρασε το μισό περσινό του καλοκαίρι καθι σμένος μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του, με το δεξί του πόδι φασκιωμένο «Πατινάδα με ήθέλες πεζεβέγκη. Οποιος πηδάει πολλά παλούκια...» Είπε με σημασία ο πατέρας του.
6
Έφτασαν ο Μέγκλας με τη Μισοριξιά στην πάνω γέφυρα κι άρχισαν με το γυάλισμα. Αφού το έκαναν προσεκτικά και σιγά σιγά, ώστε να δουν όλοι και να θαυμάσουν τα όμορφα πατίνια τους, άρχισαν τις βόλτες. Ο Δημητράκης θαύμαζε και ζήλευε την επιδεξιότητά τους και τα σκέρτσα τους. Ο θόρυβος όμως που έκαναν τα ρουλεμάν πάνω στο τσιμέντο, ξύπνησε τον μπαρμπα Γιάννη, που κοιμόταν του καλού καιρού απ’το μεσημεριάτικο μεθύσι του, για να είναι έτοιμος για το βραδινό μπεκρούλιασμα. Βγήκε στο παράθυρο κι έβαλε τις φωνές. «Αι στο διάολο κωλόπαιδα. Δεν πάτε καλύτερα στη μάνα σας, μην πάει κάνας άλλος;» Μάζεψαν γρήγορα γρήγορα τα πατίνια τους, τα φορτώθηκαν στον ώμο και τράβηξαν για την πάνω γειτονιά. «Αι σιχτίρ μπεκροκανάτα», άκουσε τον Μέγκλα να λέει ανάμεσ’απ’τα δόντια του. Όπου να πάμε με τα πατίνια μας, κάποιος είναι κει για να μας διώξει. Όλα αυτά τα κάρα και τ’αυτοκίνητα που ξεσηκώνουν τσν κόσμο, δεν τους πει ράζουν;» «Ετσι δεν είναι ρε φίλε;» ρώτησε τον Δημητράκη. «Ετσι είναι», απάντησε αυτός, περήφανος που του ζήτησαν τη γνώμη του. «Ουυυ», έκανε αποδοκιμαστικά προς τα παράθυρο του μπαρμπα Γιάννη η Μι σοριξιά κι έφυγαν τρέχοντας με τα πατίνια στην πλάτη. Ο ηλιος είχε δύσει πισω απ’τον Αη Σύλλα και η γειτονια αρχισε να παίρνει ζωή. Ειδε απέναντι στον «παράδεισο» τον Μάνθο τον ταξιτζη με τη γυναίκα του την κυρα Μαρικα, να ανηφορίζουν για το σπίτι τους. Ο Δημητρακης δεν ηξερε γιατι, αλλά δεν τους συμπαθουσε καθόλου. Ο Μάνθος ήταν πάντα βλοσυρος κι αγριεμενος. Ποτέ δεν χαιρετουσε και δεν ελεγε έναν καλό λογο στα παιδια. Έλεγαν ότι τη γυναίκα του ο Μάνθος την περιμάζεψε απ’το δρόμο του χωριού της, ένα βράδυ που είχε πάει κούρσα στα μέρη τους. Έλεγαν ακόμα ότι οι γο νείς της είχαν πριν χρόνια σκοτωθεί όπως ψάρευαν με δυναμίτη και ο θείος της που την πήρε στην προστασία του, την πήγαινε στις κοντινές πόλεις και τα χω ριά να ζητιανεύει. Όταν ήταν στο σπίτι τη χρησιμοποιούσε και για τις “ορέξεις” του, όπως είπε η μάνα του, αλλά ο Δημητράκης δεν καταλάβαινε τι πήγαινε να πει αυτό. Μπροστά πήγαινε ο κυρ-Μάνθος, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω και σε απόστα ση πέντε έξι μέτρων ακολουθούσε η Μαρίκα, με το ζεμπίλι και το δίχτυ γεμάτα ψώνια. Ο κυρ-Αριστείδης έλεγε ότι τα μόνα πραγματικά ψώνια που κουβαλούσε ήταν δυο τρία πράγματα που φαίνονταν στο δίχτυ, ενώ στο ζεμπίλι ο Μάνθος έβαζε πέτρες, για να νομίζει ο κόσμος ότι είχε τον τρόπο του και ψώνιζε απ’όλα τα καλά. «Κρατάει έτσι σε φόρμα και τη Μαρίκα», γελούσε με σημασία ο κυρΑριστείδης. Τα καπνομάγαζα είχαν σχολάσει και οι καπνεργάτες ανηφόριζαν κουρασμένοι για τα σπίτια τους. Παρά την κούρασή τους, στα πρόσωπά τους φαινόταν μια
7
ανακούφιση γιατί απόψε ήταν Σάββατο. Απόψε θα πήγαιναν όλοι με τις γυναί κες τους στην αγορά για ψώνια και αύριο Κυριακή, μπορούσαν να κοιμηθούν λίγο παραπάνω. Το Σαββατόβραδο, το περίμενε με μεγάλη λαχτάρα κι ο Δημητράκης. Ο πα τέρας ερχόταν κουρασμένος αλλά χαμογελαστός, με το βδομαδιάτικό του στην τσέπη. Κρατούσε το χαρτζιλίκι του για τη βδομάδα και όλα τα υπόλοιπα τα έδι νε στη μάνα του, που ήταν και ο διαχειριστής του σπιτιού. Αυτή ψώνιζε, αυτή φρόντιζε για όλα τα μικροέξοδα του σπιτιού, αυτή κανόνιζε τα σχολικά βιβλία και τετράδια, αυτή κουμαντάριζε το σπίτι. Ικανή γυναίκα και άξια νοικοκυρά, έβγαζε απ’τη μύγα ξίγκι, όπως έλεγε ο πατέρας. Με τα λίγα λεφτά, κατάφερνε πάντα να μην λείπει σχεδόν τίποτε απ’το φτωχικό τους τραπέζι. Η μεγάλη της ικανότητα όμως ήταν να δίνει στον έξω κόσμο την εικόνα ότι στο σπίτι τους περνούσαν βασιλικά. Τα ψώνια του σπιτιού τα έκανε από ένα μακροσυγγενή του πατέρα, τον κυρ-Δημητρό τον χοντρό, που είχε το μπακάλικό του μακριά απ’τη γειτονιά, έτσι που κάνεις να μην ξέρει τι ψώνιζε. Κάθε Σάββατο απόγεμα έστελνε τον Δημητράκη στον κυρ-Δημητρό κι αγόραζε πενήντα δράμια φρέσκο βούτυρο. Το βούτυρο αυτό έφτανε για όλη τη βδομάδα. Κάθε απόγεμα, έκοβε δυο φέτες μαύρο ιμωμί, έβαζε λάδι και ρίγανη και αφού του τις τάιζε, πότε με τα παρακάλια και πότε με τις απειλές, του άλειφε και μια φέτα με φρέσκο βού τυρο και τον έστελνε έξω να παίξει. «Πήγαινε έξω να το φας, για να σε βλέπουν». Απέναντι, στο ανηφοράκι μετά τον «παράδεισο», ήταν το σπίτι της κυρίας Ευ τέρπης, της διευθύντριας του σχολείου. Σαν μικρό αρχοντικό με μεγάλη βεράντα σκεπασμένη με κληματαριά, δέσποζε σ’όλη τη γειτονιά, έτσι όπως ήταν χτισμένο σε ψηλό σημείο. Είχε καθίσει μια φορά στη βεράντα, περιμένοντας να αδειάσει η κυρία Ευτέρπη το πανεράκι με τα φρέσκα καρύδια που της έστειλε η μάνα του. Κάθε χρόνο ήταν στο πρόγραμμα. Είχαν μια μεγάλη καρυδιά στην πίσω αυλή του σπιτιού τους και μόλις καλοπρασίνιζαν τα καρύδια, τον έστελνε η μάνα του να σκαρφα λώσει και να κόψει τα καλύτερα. Έπαιρνε μετά ένα πολύ όμορφο χρωματιστό μικρό πανεράκι που είχε φυλαγμένο για τέτοιες περιπτώσεις, το έστρωνε μ’ένα χρυσοκέντητο πετσετάκι κι έβαζε μέσα, προσεκτικά και με τάξη, τα καρύδια. Μετά φώναζε τον Δημητράκη. «Πάρτο και πήγαινέ το προσεκτικά στην κυρία Ευτέρπης, να κάνει γλυκό». Μια φορά τον έβαλαν να καθίσει στη βεράντα και τον τρατάρισαν και γλυκό του κουταλιού, τριαντάφυλλο. Τι ωραία που ήταν στη βεράντα της κυρίας Ευτέρπης. Αριστερά του ήταν ο «παράδεισος» και ο λάκκος. Μπορούσε να δει μέχρι το κάτω βρυσάκι, όπου έτρεχαν να πιουν και να δροσιστούν, λαχταρισμένοι για νερό όταν έπαιζαν μπάλα. Άμα σήκωνες τα μάτια σου εκεί κατά τα αριστερά, έβλεπες τον προφήτη Ηλία, πανέμορφο και μοναδικό, να κρέμεται πάνω στο βράχο. Λίγο δεξιά ήταν το σχολείο, το Β΄ δημοτικό της Β΄ περιφέρειας, ένα όμορφο και γερό κίτρινο κτί
8
ριο, που ήταν και το καμάρι της γειτονιάς. Μπροστά στο σχολείο απλωνόταν η μεγάλη πλατεία, όπου έπαιζαν τα παιδιά στα διαλείμματα. Η πλατεία ήταν και το επίσημο στέκι της συμμορίας του Φλάμπουρα. Αν και απ’τον «παράδεισο» τη χώριζε μόνο ένας δρόμος, ήταν μια άλλη, μακρι νή θα έλεγε γειτονιά. Η γειτονιά του Δημητράκη ήταν ο «παράδεισος» και με τα παιδιά της πλατείας είχαν μεγάλες διαφορές, που συχνά πυκνά προσπαθούσαν να τις λύσουν με άγριο πετροπόλεμο. Είδε την κυρία Ευτέρπη στην αυλόπορτα του μικρού της κήπου, να μιλάει με την κυρά Μαρίνα την επιστάτρια. Κανόνιζαν φαίνεται για τον καθαρισμό του σχολείου, που σε μερικές μέρες θά’νοιγε για τη νέα σχολική χρονιά. Η κυρά Μαρίνα ήταν επιστάτρια και καθαρίστρια του σχολείου πολλά χρόνια πριν απ’τον πόλεμο και ήταν ίσως η μοναδική που μπορούσε να φέρει βόλτα και να καθαρίσει μόνη της το τεράστιο αυτό κτίριο. Ο Δημητράκης είχε πάει ένα απόγευμα και είδε την κυρά Μαρίνα που καθάριζε το σχολείο. Μάλιστα όταν τον είδε, του ζήτησε να τη βοηθήσει για λίγο. Η καθαρίστρια έριχνε βρεγμένο πριονίδι στις τάξεις και στους τεράστίους διαδρόμους και μετά με μια μεγάλη σκούπα, το μάζευε σε σωρούς. Εκεί ερχόταν η βοήθεια του Δημητράκη. Μ’ένα μεγάλο φαράσι που του έδωσε η κυρά Μαρίνα, μάζευε τους σωρούς το πριονίδι σ’έναν κουβά και πήγαινε και τον άδειαζε έξω απ’το σχολείο, σ’ένα σημείο που από μέρες είχε σχηματιστεί ένα μικρό βουναλάκι. «Γιατί το ρίχνεις το πριονίδι κυρά Μαρίνα;» ρώτησε. «Για να μην σηκώνεται σκόνη και γιά να παίρνει και γυαλάδα το πάτωμα», του απάντησε. Ξανακοίταξε τη διευθύντρια με συμπάθεια. Γυναίκα ψηλή και δυνατή, χοντροκόκαλη, με ολόασπρα μαλλιά που τα τύλιγε ρολό πίσω απ’το σβέρκο της, είχε τη φήμη της πολύ αυστηρής, αλλά δίκαιης δασκάλας και της καλύτερης διευθύ ντριας σ’όλη την πόλη. Ξυλοκοπούσε τα παιδιά καθημερινά, αλλά κατάφερνε να τα κάνει να πιστεύουν ότι ήταν μόνο για το καλό τους. Στον ξυλοδαρμό είχε και τη συμπαράσταση των γονιών. Πριν από μερικές μέρες ο Δημητράκης πήγε με τη μάνα του για να γραφτεί στην τετάρτη τάξη. Μεγάλωσε πια. Παλικαράκι ολόκληρο, όπως έλεγε η γιαγιά του. Κοτζαμάν μαντράχαλος, συμπλήρωνε η μάνα του και καμάρωνε χαϊδεύοντάς τον στο κεφάλι. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε πάει μαζί με τη μάνα του στο σχολείο για να γραφτεί στην πρώτη τάξη. Οι Άγγλοι δεν είχαν αδειάσει ακόμη τελείως το σχολείο τους και οι εγγραφές γίνονταν στο υπόγειο. Μπήκαν στο μικρό δωματιάκι που στην πόρτα, σ’ένα πρόχειρα κολλημένο χαρτί, έγραφε “ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ” Ο Δημητράκης κόντεψε να τα κάνει επάνω του. Είχε δει τόσες πολλές φορές τη διευθύντρια και μάλιστα είχε πάει και στο σπίτι της. Του φερνόταν πάντα φιλι
9
κά και με χαμόγελο. Όμως τώρα, φαινόταν σαν άλλος άνθρωπος. Σοβαρή, με τα γυαλιά της χαμηλωμένα στη μύτη, τον κοίταζε αυστηρά. «Τέλος τα παιχνίδια και οι αλητείες», είπε. «Από Δευτέρα σχολείο. Από σένα περιμένω να είσαι ο καλύτερος μαθητής». Η μάνα του κοκκίνισε, ξερόβηξε, έσκυψε πάνω απ’το τραπέζι και της είπε. «Ξύλο κυρία Ευτέρπη. Να τον δέρνετε συνέχεια για να γίνει άνθρωπος». Κρυος ιδρώτας τον έλουσε. Στα παιδικά του μάτια η διευθύντρια πήρε δια στάσεις άγριου γίγαντα, που θαρρείς από στιγμή σε στιγμή θα τον άρπαζε να τον τσαλαπατήσει και να τον καταπιεί. Τα μεγαλύτερα παιδιά, που πήγαιναν στο σχολείο πριν τον πόλεμο, είχαν να λένε ότι όλοι οι δάσκαλοι έδερναν. Αυτηνής όμως το ξύλο είναι γλυκό. Είναι, έλεγαν και γελούσαν, σα να σε δέρνει η μάνα σου και μετά σε χάίδεύει και σε φιλά, και συ τα ξεχνάς όλα και πέφτεις στην αγκαλιά της. Της είχαν βγάλει και το παρατσούκλι της. Είχε ακούσει ότι της το κόλλησε ο Δανιήλ ο παιδονόμος που είχε πιο πολύ απ’όλους το φόβο της, γιατί αντί να γυ ρίζει το βράδυ τη γειτονιά και να παρακολουθεί αν κανένα παιδί ήταν έξω απ’το σπίτι του μόλις νύχτωνε, αυτός μπεκρόπινε στο μπακάλικο του καπε τάνιου. Πώς το είχε φέρει στο μυαλό του κανείς δεν ήξερε, αλλά ούτε και ο ίδιος. Κάπου είχε διαβάσει για κάποιον αρχαίο που γελούσε με περίεργο τρόπο και την βάφτισε Σαρδόνια. Μ’αυτόν τον τρόπο πάτσιζε ο παιδονόμος τις καθημερι νές προσβολές και τα ειρωνικά σχόλια της διευθύντριας. «Αφησε και λίγο ήσυχο το πενηνταράκι κύριε Δανιήλ και κοίταξε να κάνεις λίγο τη δουλειά σου. Θέλεις να σε διώξω και να χάσεις το ψωμί των παιδιών σου;» Κάθε μέρα το ίδιο βιολί. Ο παιδονόμος υποσχόταν ότι από κείνη τη μέρα και μετά, θα ήταν ο καλύτερος παιδονόμος του κόσμου. Όταν όμως ερχόταν το βραδάκι τα ξεχνούσε όλα. Το ρακί τον τραβούσε σα μαγνήτης. Προσπαθούσε ο φουκαράς να αντισταθεί, αλλά τα πόδια του όπως έλεγε, θαρρείς και τον πήγαι ναν μόνα τους στο στέκι. Να πιει ένα μόνο και να φύγει να πάει στη δουλειά του, γιατί η σαρδόνια τον είχε στο μάτι και δεν θα τη γλίτωνε. Στο τέλος το πήρε απόφαση ότι δεν γινόταν τίποτε και κάθε πρωί πήγαινε στη διευθύντρια από μόνος του με σκυμμένο το κεφάλι. Άκουγε τα ίδια κι έφευγε με τις ίδιες υποσχέσεις. Απορροφημένος ο Δημητράκης στις σκέψεις του, ούτε που κατάλαβε ότι πυκνά σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ουρανό. Αστραπές και βροντές έσκιζαν τον ουρα νό και μια σκοτεινιά πλάκωσε απότομα. Ξαφνικά χοντρές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν και πριν καλά καλά το καταλάβει, άνοιξε ο ουρανός σε μια φοβερή νε ροποντή. Η λαμαρίνα που σκέπαζε το πάνω μέρος της εξώπορτάς τους, τον προστάτευε απ’την μπόρα. Πολύ του άρεσαν αυτές οι καταιγίδες και ο θόρυβος που έκανε η βροχή πάνω στην τενεκεδένια σκεπή του πλυσταριού. Ο λάκκος άρχισε σιγά σιγά να βγάζει
10
το γνωστό μουγκρητό του, καθώς τα νερά της δυνατής βροχής απ’τον κουλέ, άρχισαν να μαζεύονται και να κυλούν με ορμή προς τα κάτω. Ο χαλασμός δεν κράτησε παραπάνω από δέκα λεπτά. Το ίδιο ξαφνικά που άρχισε έτσι ξαφνικά σταμάτησε, αφήνοντας πίσω του μια γλυκιά δροσιά. Ο ουρανός καθάρισε αμέσως και οι άνθρωποι που είχαν χωθεί όπου έβρισκαν για να προστατευτούν, ξεπρόβαλαν σιγά σιγά και άρχισαν να περπατούν με προσοχή αποφεύγοντας τις λάσπες. Η γλυκιά φωνή της ξαδέρφης του της Στέλλας, ακούστηκε απ’το διπλανό σπίτι. Ένας λύκος καπετάνος απ’τη Σύρα, στο καράβι τριγυρνά κάθε βραδιά και θυμάται μια μικρούλα ζωντοχήρα, που του άναψε φουρτούνα στην καρδιά. Τι όμορφα που τραγουδούσε αλήθεια; Αυτό το τραγουδάκι το έλεγε ίσαμε πενήντα φορές τη μέρα, αλλά το τραγουδούσε τόσο ωραία, που ο Δημητράκης παρακαλούσε να το τραγουδούσε άλλες τόσες. Στην κάτω γέφυρα φάνηκε, όπως ερχόταν από την αγορά, ξυπόλυτος και με γυ ρισμένα τα μπατζάκια του ο Παράσχος ο κωλομπαράς της γειτονιάς και πιο διάσημος κωλομπαράς σ’όλη την πόλη. Είχε τουλάχιστον το καλό ότι δεν πλησίαζε ποτέ τα παιδιά της γειτονιάς. Εμενε κι αυτός εδώ μαζί με τους γονείς και τ’αδέρφια του και δεν ήθελε, όπως έλεγε, να τους εκθέσει. Τον είδε που πλησίασε το Στρατή, έναν καινουριοφερμένο στη γειτονιά τους και στην πόλη. Ο Στρατής είχε κάνει την εμφάνισή του εδώ κι ένα μήνα περίπου και προ σπάθησε να κολλήσει στην παρέα τους. «Να έρθω στην παρέα σας;» Ήρθε και ρώτησε ένα απόγεμα. Ο Μύξας είπε ότι μπορεί να ήταν χαφιές από τη συμμορία της πλατείας και ότι δεν θα’πρεπε να μιλάνε μπροστά του, γιατί θα κάρφωνε τα λημέρια τους και θα τους πλάκωναν κάνα βραδάκι με τις πέτρες να τους λιανίσουν. Ο Αράπης είπε ότι μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν. «Να είναι ρε πάντα από κάτω όταν παίζουμε μακριές γάίδούρες». Ο αρχηγός, ο Σπίνος, τον κοίταξε μ’ενδιαφέρον. «Μπράβο ρε Αράπη, καλά που το σκέφτηκες. Όταν η ομάδα που είμαι κι εγώ είναι από πάνω, ο Στρατής θα κάνει τη μάνα και όταν είμαστε από κάτω, θα κάνω γω τη μάνα και το πουλάκι με θα μπαίνει στη μέση της γάίδούρας. Έτσι για να ψήνεται και λίγο». Μετά μίλησαν για το αν θα κάναν τον καινουριοφερμένο μέλος της συμμορίας. Πριν προλάβουν να πούνε τη γνώμη τους, ο Σπίνος ξεκαθάρισε. «Δε θα φάμε μέρες μ’αυτόν τον τσόγλανο. Δεκαπέντε μέρες δοκιμαστικό μέλος, που θα πει ότι κάθε μέρα που θα έρχεται και για δεκαπέντε μέρες, θα σκύβει και θα του δίνουμε ο καθένας από ένα κοκ στο κεφάλι».
11
Ο Στρατής άκουσε με χαρά την απόφαση. Σκέφτηκε ότι δεκαπέντε μέρες ήταν αυτές και όσο να’ναι θα περνούσαν γρήγορα. Εν τω μεταξύ, αν και θα έτρωγε κάθε μέρα τουλάχιστον πέντε κοκ, θα συμμετείχε στα παιχνίδια Άντεξε μόνο δυο μέρες. Το κοκ ήταν μια διαδικασία που κανείς δεν θα μπορούσε ν’αντέξει. Το θύμα στεκόταν σε στάση προσοχής και έσκυβε μπροστά το σώμα, ώστε το πάνω μέρος του κεφαλιού του να είναι φάτσα σ’αυτόν που θα χτυπούσε. Εκείνος έκα νε το χέρι του γροθιά, αφήνοντας το μεσαίο δάχτυλο να εξέχει. Με μια γρήγορη κίνηση έφερνε το χέρι του από πάνω προς τα κάτω, ώστε να χτυπήσει με το κότσι του στο κεφάλι. Αν το κοκ ήταν πετυχημένο, που σχεδόν πάντα ήταν, προκαλούσε δυνατό πόνο. Παρά τα παρακάλια του Στρατή ν’αλλάξει η απόφαση, δεν έγινε τίποτε και τε λικά έμεινε μόνος του. Τώρα τον είχε πλησιάσει και μιλούσε μαζί του ο Παράσχος. Δεν ήξερε ο Δημητράκης τι κουβέντιαζαν, αλλά όλοι γνώριζαν στη γειτονιά ότι όποιο παιδί πλησίαζε ο Παράσχος και το μιλούσε, κατέληγε στην ψαρόβαρκά του για... βαρκάδα. Ένιωσε μια λύπη και μια δυσφορία. Αν του είχαν φερθεί λίγο πιο φιλικά του Στρατή, ίσως δεν θα κινδύνευε τώρα να πέσει στα χέρια του κωλομπαρά.
3 Απ’το δρόμο που πήγαινε για τα λαζαίϊκα, είδε να κατηφορίζει η “τρελή”. Φαί νεται πως κάτι ή κάποιον αναζητούσε, γιατί κοίταζε γύρω της και κάπου κάπου κοντοστεκόταν. Ο Δημητράκης ήταν βέβαιος ότι δεν θα τολμούσε να ρωτήσει κανέναν, γιατί ήξερε ότι ήταν μια γυναίκα φοβισμένη που δεν τολμούσε να μι λήσει με τους ανθρώπους . «Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν της δίνει σημασία», σκέφτηκε. Πριν μερικές μέρες έγινε κάτι που πολύ τον τάραξε και τον έβαλε σε βαθιές σκέψεις. Ο Τάσσος, που ηταν δυο χρόνια μεγαλύτερος και που δεν ήταν της παρέας τους, ήρθε τρέχοντας και είπε ότι ανακάλυψε μια “τρελή” που μένει λίγο πιο κάτω. Εγινε αμέσως συμβούλιο της συμμορίας κι αποφασίστηκε νια πάνε όλοι μαζί, εκείνο κιόλας το βράδυ. Δεν ήξεραν τι ακριβώς θα έκαναν. Ηξεραν όμως ότι οι τρελοί και οι ανάπηροι δεν είχαν θέση στη μικρη τους κοινωνία κι έπρεπε με κάποιο τρόπο να κυνη γιούνται. Να. Πάρε παραδειγμα τον Νάσο, που όπως λεγαν οι μεγάλοι, είχε σάρα. Δεν ήξερε τι ήταν αυτη η αρρωστια. Τον είχαν δει κάνα δυο φορές, να πέφτει κατω εκεί που περπατούσε και να βγάζει σάλια και αφρους απ’το στόμα του, ενώ το κορμί του τιναζοταν και σπαρταρουσε. Αυτό κρατούσε κάνα τέταρτο με είκοσι λεπτά και μετά ο Νάσος σηκωνόταν σιγά σιγά, τίναζε τα ρούχα του από τα χώματα, και συνέχιζε για το σπίτι του. Τα παιδιά δεν τον πλησίαζαν και δεν του μιλούσαν ποτέ. Απ’ότι άκουγαν απ’τους μεγάλους, ήταν κίνδυνος να κολ-
12
λήσουν τη φοβερή αυτή αρρώστια, που ήταν πιο δύσκολη κι επικίνδυνη ακόμα και απ’το χτικιό. Πήγαν λοιπόν το ίδιο βραδάκι την ώρα ακριβώς που σουρούπωνε και ο Τάσος τους έδειξε το σπίτι της “τρελής”. ΄Ηταν ένα μικρό καμαράκι κάτω από την εξωτερική σκάλα ενός διώροφου σπι τιού. Η μοναδική πόρτα της φτωχιάς κάμαρης ήταν και η εξώπορτα. Αφού έγινε μια πρώτη κουβέντα για το πώς και τι θα έκαναν για να τυρανήσουν την “τρε λή”, ο Παύλος ο Κεφάλας άρπαξε μια κοτρόνα και την πέταξε πάνω στην πόρ τα. Η πόρτα κουνήθηκε συθέμελα, αλλά άντεξε. Αμέσως άρχισαν να πέφτουν βροχή τα κοτρόνια και σε κάποιο σημείο η πόρτα φάνηκε να κάνει μια τρύπα. Ο Σπίνος έδωσε το σύνθημα και όλοι έφυγαν τρέχοντας. Την άλλη μέρα την ίδια σχεδόν ώρα, ξαναπήγαν. Στο μεταξύ το πρωι έγινε σύ σκεψη και όλοι κατέληξαν ότι η τρομάρα που θα είχε πάρει η “τρελή” την προηγούμενη βραδιά απ’το πετροβόλημα, θα ήταν τόση, που θα είχε απολωλαθεί τελείως. Την τρίτη βραδιά όμως συνέβη κάτι, που κανείς τους δεν το περίμενε. Μολις έπεσε η πρώτη κοτρόνα, η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της φάνηκε η “τρελή”. Εκτός απ’τον Τάσο που την αναγνωρισε, κανείς άλλος δεν την είχε δει μέχρι κείνη τη στιγμή. Μικροκαμωμένη και αδύνατη, με κουρελιασμένα ρουχα, φαινόταν πως είχε κλάψει πολύ. Ζαρωμένη απ’το φόβο της είπε με ξεψυχισμένη φωνή. «Παιδιά μου, μπορώ να σας μιλήσω για λίγο;» Έκαναν να το βάλουν στα πόδια, αλλά συγκρατήθηκαν. Η γυναίκα πλησίασε και ρώτησε. «Γιατί, παιδάκια μου, πετάτε πέτρες στο σπίτι μου;» Ο Τάσος πήρε το λόγο. «Μας είπαν ότι είσαι τρελή». Εκείνη τέντωσε λίγο το κορμί της, ποιος ξέρει πόσες ώρες έμεινε κουλουριασμένη μέσα στο δωματιάκι της απο τον φοβο, χαμογέλασε λυπημένα και είπε. «Όχι παιδάκια μου. Δεν είμαι καθόλου τρελή. Φτωχιά μόνο είμαι. Άντε στα σπίτία σας και στους γονείς σας κι αφήστε με μένα στη φτωχεια μου και στην ερημιά μου». Έφυγαν με τα κεφάλια κάτω. Ο αρχηγός ένιωσε τέτοια ντροπή για τη συμμορία του, που σ’όλο το δρόμο κλοτσούσε ότι έβρισκε μπροστά του. «Τι διάολο συμμορία έχουμε ρε μαλάκες να τυρανάμε μια κακομοίρα; Εμείς από αρώστιες του νου δε ξέρουμε. Ξέρουμε όμως απ’ την αρώστια της φτώχιας» Στο τέλος αφού καθένας είπε τα λύπητερά του, αποφασίστηκε να δώσουν όλοι από ένα κοκ στον Τάσο και το θέμα τέλειωσε εκεί. Τις επόμενες μέρες η “τρελή”, λες και το πετροβολητό έγινε αφορμή, άρχισε να έρχεται στη γειτονιά. Τα παιδιά εξακολουθούσαν μεταξύ τους να την λένε “τρε λή”, αλλά την κοίταζαν με συμπάθεια και καμιά φορά, αν έριχνε το φοβισμένο μάτι της επάνω τους, τη χαιρετούσαν κιόλας.
13
Η “τρελή” περνούσε τώρα το δρόμο μπροστά του, αλλά δεν έβλεπε προς το μέρος του. Κοίταζε στο λάκκο που κατέβαζε με ορμή τα βρόχινα νερά. Όταν έφτασε μπροστά απ’το σπίτι τους, σταμάτησε για λίγο αναποφάσιστη και μετά γύρισε δειλά προς το μέρος του. «Καλό μου παιδάκι» είπε, «μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» Ο Δημητράκης αιστάνθηκε άσχημα. Καιρός ήταν τώρα να τον αναγνωρίσει και να βάλει τις φωνές. Θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα αν άκουγε τα καμώματά του η μάνα του, που μαγείρευε στην κουζίνα. Απάντησε με όσο χαμηλότερη φωνή γινόταν. «Ορίστε;» «Μήπως παιδάκι μου ξέρεις πού είναι το σπίτι του κυρίου Φαρδή;» Τον κύριο Φαρδή τον ήξερε καλά, γιατί ήταν πολύ καλός φίλος του πατέρα του. Μάλιστα ήξερε πως ήταν και απ’το ίδιο χωριό. Ένα χωριό κοντά στη θάλασσα, στη Θράκη. Είχε πάει κι αυτός μια φορά όταν ήταν τριών χρόνων, αλλά δεν θυ μόταν σχεδόν τίποτα, έξω από την πέτρινη βρύση στο κέντρο του χωριού και τον τεράστιο πλάτανο δίπλα στη βρύση. Ο κύριος Φαρδής ερχόταν πολύ τακτι κά στο σπίτι τους. Μερικές φορές και κάθε βράδυ. Πηγαίνοντας για το σπίτι του, σταματούσε στο δικό τους να πει μια καλησπέρα. Η μάνα του είχε πάντα κάτι στο φανάρι και μόλις ο πατέρας έλεγε, «κάτσε Αντώνη να πιούμε μια ρε τσίνα», η μάνα του τα είχε κιόλας στρωμένα στο τραπέζι. Η γυναίκα του η κυρία Γαρουφαλίτσα διαμαρτυρόταν συνεχως γιατί ο άντρας της αργούσε να πάει σπίτι και είχε, όπως έλεγε, το αναθεματισμένο χούι, να θέλει να τον περιμένουν κι αυτή και τα παιδιά για να φάνε όλοι μαζί. «Δεν ξέρω πού ακριβώς είναι το σπίτι του», απάντησε κοκκινίζοντας για το ψέμα πού είπε. Κείνη την ώρα έβγαλε το κεφάλι της απ’το παράθυρο η μάνα του. «Ποιον ζητάτε;», ρώτησε. «Το σπίτι του κυρίου Φαρδή», απάντησε η “τρελή”. «Είναι κοντά στο σχολείο, πάνω από την πλατεία. Ρωτήστε εκεί και θα σας το δείξουν. Από δω δεν φαίνεται». «Ευχαριστώ πολύ κυρά μου. Να χαίρεστε το καλό σας το παιδάκι». Ο μικρός ανακουφίστηκε. Η “τρελή” δεν τον είχε γνωρίσει. Του έκανε ένα νεύ μα αποχαιρετισμού και κίνησε να φύγει. Ξαφνικά κοντοστάθηκε. «Πώς εσύ παιδάκι μου έμπλεξες με κείνους τους αλήτες που πετούν πέτρες στα ξένα σπίτια;» Ο Δημητράκης κοκκίνισε μέχρι τ’αυτιά. Δεν τον ένοιαζαν και πολύ τα λόγια της, ούτε ίδρωνε τ’αυτί του για την προσβολή. Το μόνο που φοβόταν ήταν μην ακούσει η μάνα του, γιατί το ξύλο που θα έτρωγε και απ’αυτήν και απ’τον πα τέρα, θα το θυμόταν σ’όλη του τη ζωή. Η μάνα του ξαναφάνηκε στο παράθυρο. «Ο κύριος Φαρδής θα περάσει από δω σε καμιά ώρα. Μήπως θέλετε να του πω κάτι;»
14
«Όχι κυρία μου. Τη γυναίκα του ζητάω. Έμαθα ότι θέλουν πλύστρα για μια φορά τη βδομάδα και ίσως θα δέχονταν να κάνω εγώ αυτή τη δουλειά». «Βέβαια…, βέβαια. Άκουσα χτες την κυρία Φαρδή που έλεγε ότι χρειάζεται πλύστρα». «Ευχαριστώ πολύ κυρία. Και πάλι να χαίρεστε το καλό σας το παιδάκι». «Καλάθια και πανέρια. Ορθιο παλούκι και κοπρόσκυλο είναι», απάντησε εκνευρισμένη. Ο μπακάλης, εδώ κάτω στη γέφυρα, μου είπε ότι μια απ’αυτές τις μέρες πήγαν κάτι παιδιά και πετούσαν πέτρες στο σπίτι μιας γυναίκας που μένει μόνη της. Τον ρωτάω αν ήταν αυτός και η αλήτικη παρέα του, αλλά λέει όχι και ορκίζεται. Πού θα πάει όμως; Θα μάθω. Κι αν είναι αλήθεια θα τον συ γυρίσω κι εγώ κι ο πατέρας του». «Πάει τέλειωσε. Ήρθε το τέλος του κόσμου», σκέφτηκε ο Δημητράκης. Η γυναίκα γύρισε, τον κοίταξε καλά και είπε στη μάνα του. «Καλέ κυρία τι λέτε; Αυτό το παιδί είναι ένας άγγελος». Όπως την είδε να απομακρύνεται, σκέφτηκε να τρέξει και να τη ρίξει με μια σπρωξιά μέσα στο λάκκο. Ακούς εκεί η καρακάξα να τον προσβάλει με τέτοιο τρόπο; Καλύτερα να το έλεγε στη μάνα του κι ότι γινόταν. Μήπως ήταν η πρώτη φορά που θα έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του; ο θείος Πελοπίδας που ερχόταν σχεδόν κάθε Κυριακή πρωί στο σπίτι τους, μόλις έμπαινε, φώναζε. «Δημητράκη, χόρτασες ξύλο αυτή τη βδομάδα; Μια φορά να ξέρεις ότι το ξύλο σε παχαίνει και σε ομορφαίνει».
4 Πριν μερικές μέρες είχε δει τον ασφαλίτη τον ανθυπασπιστή να φτάνει στον πα ράδεισο με το τζιπ του. Άλλο καθίκι κι αυτό. Όποια άτιμη πέτρα και να σήκω νες, θα τον έβρισκες από κάτω. Είχε ερθει μάλιστα μια φορά στο σπίτι τους και ζήτησε να μιλήσει με τον πα τέρα του. Ήθελε λέει, μερικές πληροφορίες για το τι γινόταν στο σαλόνι επε ξεργασίας, στο καπνομάγαζο. «Τι γίνεται με τους κουκουέδες εκεί;» Τον άκουσε να ρωτάει. Ο πατέρας του στριφογύρισε στην καρέκλα ανήσυχος. «Δεν έχει κομμουνιστές στο σαλόνι μας», είπε. «Αφού ξέρεις ότι η κατάσταση αυτών που θα πιασουν δουλειά κάθε χρόνο, περνάει πρώτα από την ασφάλεια. Η ασφάλεια αποφασίζει τελικά ποιοι θα δουλέψουν». «Καλά… Καλά», είπε εκείνος. «Αν όμως πάρει τ’αυτί σου ή το μάτι σου κάτι, ελπίζω να με ενημερώσεις. Πρέπει κύριε Κώστα να έχω κι εγώ μερικές πληρο φορίες. Απ’αυτες εξαρτάται το μέλλον μου και η εξέλιξή μου». Όταν επιτέλους έφυγε, ο πατέρας έβγαλε έναν αναστεναγμό και είπε στη μάνα του. «Τον πεζεβέγκη. Θέλει να κάνει όλο τον κόσμο σα τα μούτρα του». Κατέβηκε απ’το τζιπ κι άρχισε να κόβει βόλτες σαν να περίμενε κάποιον.
15
Σε λίγο ήρθε από την άλλη μεριά ο Ανέστης ο κουτσός, που κατά πώς φάνηκε, ήταν αυτός που περίμενε ο ασφαλίτης. Μίλησαν κάνα δεκάλεπτο δείχνοντας δεξά και ζερβά ένα γύρω τον «παράδεισο» και χώρισαν. Ο Ανέστης ο κουτσός φαινόταν καταχαρούμενος και τράβηξε ντουγρού για το καφενείο του Μπλέτσα, όπου μπεκρόπινε και χαρτόπαιζε όλη μέρα. Δεν πέρασαν πέντε λε πτά και ήρθε τρέχοντας ο Παναγιώτης ο Γκαβούλιας, ο μεγάλος γιος του Μπλέτσα. «Δημητράκη», φώναξε. «Πάμε να βρούμε γρήγορα τον Σπίνο. Απ’ότι δείχνουν τα πράματα, θα μας φάνε την αλάνα μας. Θέλουν να δώσουν τον παράδεισο στον κουτσό, να τον κάνει εξοχικό κέντρο». Τρέξανε μαζί ψάχνοντας για τον αρχηγό. Αυτός θα ήξερε σίγουρα τι έπρεπε να κάνουν. Τον βρήκαν στο λάκκο, δίπλα στο βρυσάκι, να παίζει με μικρά βατραχάκια. «Άκουσα μόλις τώρα» είπε λαχανιασμένα ο Γκαβούλιας, «τον Ανέστη τον κου τσό, τον ρουφιάνο ρε, να λέει ότι τα συμφώνησε με την ασφάλεια και θα κάνει τον «παράδεισο» εξοχικό κέντρο». Ο αρχηγός έμεινε ξερός. Τι διάολο μπελάς είναι και τούτος πάλι; Αν χάναν τον «παράδεισο», θα έμενε αρχηγός χωρίς στέκι και χωρίς λημέρι. Έξυσε το κουρεμένο του κεφάλι, σκέφτηκε για λίγο, και μετά είπε. «Να καλέσουμε όλη τη συμμορία για να δούμε τι μπορουμε να κάνουμε». Κατά τις επτά το βραδάκι, μαζευτηκαν ολοι σχεδόν στον «παράδεισο» και έκα τσαν στο πεζούλι του πηγαδιού. Ο Σπίνος πήρε το λόγο. «Όπως άκουσε ο Γκαβούλιας στο καφενείο τους, ο Ανέστης το καρφί πήρε άδεια απ’την ασφαλεια και θα κάνει τον παράδεισο εξοχικό κέντρο. Mας πε τάνε δηλαδή απ’την αλάνα μας και αν θέλουμε μέρος για να παίζουμε, θα πρεπει να πάμε στην πλατεία και να καταλάβουμε ένα κομμάτι με πετροπόλεμο. Τι λέτε;» «Εκεί δε γίνεται τιποτα», είπε ο Μύξας. «Είναι πολλοί περισσότεροι κι έξω απ’αυτό, είναι με το μέρος τους και η κυρά Σοφούλα η δασκάλα, που ο αρχηγός ο Φλάμπουρας, την έχει θεία. Εγώ λέω να βρούμε έναν τρόπο να μη γίνει αυτό το μαγαζί εδώ». «Οτι φτιάχνουν τη μέρα, να’ρχόμαστε το βράδυ και να το γκρεμίζουμε», είπε ο Κεφάλας. «Γινεται ρε βλάκα αυτό;», είπε ξινίζοντας τα μούτρα του ο αρχηγός. «Θα αμο λήσουν μυστικούς τα βράδια και θα μας τσακώσουν σαν κουνέλια». Λίγο πιο κει καθόταν ο Στρατής δήθεν αδιάφορος, αλλά με το αυτί του τεντω μένο και το μάτι του γαρίδα. Δεν είχε γίνει μέλος της συμμορίας γιατί δεν άντε ξε τη δοκιμασία. Τελευταία όμως πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Αν και κανείς δεν του μιλούσε και κανείς δεν του απαντούσε σ’ότι έλεγε, δεν τον διώχναν. «Μπορώ να πω κάτι που θέλω», είπε λαχανιασμένα από την αγωνία, μη τυχόν και τους προκαλέσει. Ο Γκαβούλιας πετάχτηκε όρθιος και πήγε προς το μέρος του. «Σε μίλησε κανένας εσένα ρε βλήμα ή θέλεις να σε πλακώσω στις γρηγορες;»
16
«Άστον ρε Παναγιώτη να πει τη γνώμη του μπας και πει καμία σοφία. Δε βλέπεις που το δικό μας το μυαλό στέρεψε απ’τα βάσανα; Λέγε ρε μπούφο». «Αφού όλοι έχουμε σφεντόνες και ξέρουμε καλό σημάδι, να σπάμε τις λάμπες απ’τα φώτα τους, όπως κάνουμε και με τα φώτα του δρόμου», είπε ο Στρατής και πλησίασε κοντά στην παρέα. «Καλά, τα κοκ δεν τα αντέχεις» είπε ο αρχηγός, «αλλά με τις μαλακίες που λες, κάτσε να φας από μια φάπα». Ο Στρατής κατάλαβε ότι αυτό θα ήταν και το τέλος της μοναξιάς του. ΄Ηταν ευ καιρία με μια σφαλιάρα απ’τον καθένα, να γίνει μέλος της παρέας. Έσκυψε με χαμόγελο το κεφάλι και δέχτηκε τη βροχή από καρπαζιές. «Ο πατέρας μου» πετάχτηκε ο Βλάχος, «είπε μια γνώμη που αν σας την πω, φο βάμαι θα με μαυρίστε». «Πες την κι ότι γίνει, έγινε». «Λέει να φερθούμε σαν παιδιά. Μόλις ετοιμάσουν το εξοχικό κι αρχίσουν να έρχονται οι μουστερήδες, εμείς να παίζουμε μπάλα εδώ δίπλα ακριβώς και να χαλάμε τον κόσμο στις φωνές και τη σκόνη. Μια δυο θα φύγουν οι πελάτες και δεν θα ξανάρθουν. Ο κουτσός θα το κλείσει και θα μείνουν σε μας κι ένα σωρό πράγματα να παίζουμε». Έγινε ησυχία για ένα λεπτό περίπου και ξαφνικά πετάχτηκαν όλοι πάνω κι άρχι σαν να χοροπηδούν απ’τη χαρά τους. «Nα σε φιλήσω ρε Βλάχο», είπε και τον αγκάλιασε ο Κεφάλας. «Εγώ θα φέρω καρβουνόσκονη απ’το καρβουνιάρικο, να την απλώσουμε εκεί που θα παίζουμε για να τους κάνουμε όλους μαύρους». Είχε τώρα σκοτεινιάσει για τα καλά και όλοι ετοιμάζονταν να μαζευτούν στα σπίτια τους. Ξαφνικά ο Γκεμετζές γύρισε στο Στρατή. «Σ’έβαλε ρε συ ο Παράσχος στη βάρκα;» Εκείνος ταράχτηκε και τα’χασε. Πήγε κάτι να πει, αλλά δε βγήκε φωνή απ’το στόμα του. Με μιας έπεσαν όλοι πάνω του. «Είναι αλήθεια ρε;» «Τι σ’έκανε ρε συκιά; σε ξεκώλιασε;» «Δεν ντρέπεσαι ρε λουλού που θέλεις να γίνεις και μέλος της συμμορίας;» Ο φουκαράς δεν ήξερε τι να πει. Τραύλιζε κάτι ακαταλαβίστικα. Στο τέλος ο αρχηγός έκατσε δίπλα του και τον πήρε με το καλό. «Έλα. Πες μας τι έγινε και μεις δε θα το πούμε πουθενά». Ο Στρατής ησύχασε λίγο και σταμάτησε να τρέμει. «Τίποτα…, μόνο μια βόλτα πήγα με τη βάρκα». «Φίλα σταυρό». Ο Στρατής σταύρωσε τα δυο του δάχτυλα και τα φίλησε. Ξαφνικά άγριο έπεσε το χέρι του αρχηγού στο σβέρκο του. «Να ρε χαμούρα. Για να μάθεις να βρίζεις και τα θεία. Άκου φιλάει και σταυρό η συκιά. Είναι ρε δυνατόν να μπεις στη βάρκα του Παράσχου και να βγεις παρ θένος; Για τενεκέδες μας πέρασες;»
17
Ο Στρατής πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος και το’βαλε στα πόδια. Την άλλη μέρα το πρωί όλη η γειτονιά βούιζε για το πάθημά του. Ο πατέρας του, ένας κα λός κι ευγενικός άνθρωπος, δημόσιος υπάλληλος που μόλις είχε έρθει με με τάθεση, αναγκάστηκε να τα μαζέψει άρον άρον και να φύγει πάλι με μετάθεση, για άγνωστο τόπο». Κανείς ποτέ δεν άκουσε ή έμαθε τίποτα για τον Στρατή. Ο Γκεμετζές, που απο κάλυψε το μυστικό του, ορκιζόταν ότι δεν ήξερε τίποτα και ότι έτσι για σαματά το είπε και το άτιμο έπιασε.
5 Ξαφνικά, μπροστά στο μπακάλικο του κυρ-Αριστείδη, ο Δημητράκης είδε τον πατέρα του που ερχόταν απ’το καπνομάγαζο. Ο κυρ-Αριστείδης τον υποδέχτη κε με ένα ποτηράκι στο χέρι. Τον τρατάρισε ένα ρακί που ο πατέρας του το πήρε και χαμογελώντας και το τίναξε μια και κάτω. Απ το μπακάλικό του κυρ-Αριστείδη δεν ψώνιζαν ποτέ, παρά μόνο αν χρεια ζόταν η μάνα κάτι έκτακτο την ώρα που έστηνε το φαγητό. «Πάρε λεφτά και πήγαινε να πάρεις ένα ζευγάρι αβγά και δυο λεμόνια να κάνω αβγολέμονο». Αν δεν είχε λεφτά δεν τον έστελνε ποτέ. Δεν ήθελε να χρωστάει στη γειτονιά έξω απ’τον Θάνο το φούρναρη, που κάθε μέρα τα έγραφε στην τσέτουλα και πληρωνόταν κάθε Σάββατο. Ο κυρ-Αριστείδης ποτέ δε διαμαρτυρήθηκε που δεν κάναν τα ψώνια της εβδο μάδας απ’το μπακάλικό του. Ήταν άνθρωπος με κατανόηση και έξυπνος. Δεν τον φώναζαν δα και τυχαία φιλόσοφο. Ήξερε το χούι του πατέρα του, να αγο ράζει μόνο από συντοπίτες του. Και από τέτοιους δόξα τω Θεώ ήταν γεμάτη η πόλη τους. Απ’όλα τα επαγγέλματα έβρισκες. Ο Δημητρός ο χοντρός ο μπακάλης, ο Παναγιώτης ο γκρινιάρης ο κρεοπώλης, ο Γαλημύτης με το καφενείο του στο λιμάνι, που στο καφενείο του περνούσε τα καλοκαίρια κάθε Σάββατο βράδυ, τις δυο καλύτερές του ώρες. Μόλις σχολνούσε απ’το αλατάδικο του θείου του όπου δούλευε έτρεχε, με το βδομαδιάτικό στο χέρι, στο καφενείο του Γαλημύτη όπου συναντιόταν η οικο γένεια. Έδινε τα λεφτα, σαράντα δραχμές ολες κι ολες, στη μάνα του και περί μενε το κέρασμά του. Τελευταίος ερχόταν ο θείος Πελοπίδας, αδερφός της μάνας του. Μόλις έφτανε, πάντα χαμογελαστός, τον χάιδευε στην πλάτη. «Ο στύλος του σπιτιού σας», έλεγε στη μάνα του. «το καλύτερο παιδί». «Καλάθια και πανέρια», απαντούσε χαμογελώντας η μάνα του. Ο πατέρας χτυπούσε τότε τα χέρια του κι ο Γαλημύτης που κρυφοκοίταζε μέσα απ’το τζάμι, πετιόταν με μιας. «Καλώς τα πατριωτάκια. Τι χαμπέρια;» «Χαμπέρια τίποτα», έλεγε πάντα ο πατέρας. «Δουλειά και άγιος ο Θεός. Για σένα είν η ζωή. Πουλάς καφέ που φαρμακώνεις τον κόσμο και πληρώνεσαι κι από πάνω».
18
«Ας είσαι καλά εσύ, που έρχεσαι μια φορά τη βδομάδα. Να τα πει αυτά ο Πελο πίδας που όλη μέρα είναι δω και πίνει τσάγια και καφέδες, μάλιστα. Παίζει τάβλι, παίζει πικέτο κι αφήνει και κάνα φράγκο στο μαγαζί». «Και πόσα λεφτά σ’αφήνει κάθε βδομάδα;» ρώτησε ένα βράδυ ο πατέρας. «Αυτός δικά του; Τίποτα. Τι κάνει κι όλο κερδίζει δεν ξέρω. Πάντως κατα νάλωση με την παρουσία του γίνεται. Τέλος πάντων. Τι θα πάρτε και πες με αν το πουλάς εκείνο το κτηματάκι στα τσαϊρια». «Δυο πορτοκαλάδες για τη Μαρία και το παιδί, μια σόδα για τον Πελοπίδα κι ένα ρακί για μένα. Το κτηματάκι στα τσαϊρια δεν το πουλάω. Με ρώτησες πε νήντα φορές και πενήντα φορές σ’απάντησα όχι». «Εγώ θα σε ρωτάω κάθε φορά που θα σε βλέπω. Μπορεί καμία φορά να σε βρω μπόσικο». Αυτές οι συνομιλίες, περίπου οι ίδιες κουβέντες κάθε φορά, πολύ του άρεσαν. Ακουγε τις συζητήσεις και τα πειράγματα των μεγάλων κι αισθάνονταν σα να ψήλωνε μια πιθαμή. Τα παιδιά δεν έκανε να συναναστρέφονται με τους μεγάλους. Κάθε φορά πoυ είχαν επισκέψεις στο σπίτι, τον έστελναν έξω να παίξει ή να πάει στη Βουργάρα να φέρει τουρσί ή τίποτα ούζο απ’το καρβουνιάρικο του κυρ Μύτα, που είχε έλεγαν το καλύτερο. Διπλοκαζανιασμένο είκοσι τέσσερα γράδα. Ο θείος Πελοπίδας έπινε πάντα σόδα. Και τι δεν θα’δινε να παραγγείλει κι αυ τός μια φορά, να καταλάβουν όλοι ότι μεγάλωσε πια και πίνει ποτά σαν τους μεγάλους. Το είπε στη μάνα του ένα Σάββατο, αλλά εκείνη τον κοίταξε λοξά. «Μου φαίνεται χάζεψες παιδί μου. Αυτό είναι τελείως άνοστο. Δεν είναι για παιδιά». Ότι και να’ταν, αυτός ήθελε να το πιει. Αφού δεν ήταν κατάλληλο για παιδιά τόσο το καλύτερο. Αυτός θα το’πινε και θα βλέπανε οι δικοί του πως δεν ήταν πια παιδί. Το επόμενο Σάββατο ξαναζήτησε σόδα αντί για πορτοκαλάδα. Η μάνα του τον αγριοκοίταξε, ενώ ο θείος Πελοπίδας πετάχτηκε και είπε. «Αφήστε το παιδί να δοκιμάσει». Του έφεραν τη σόδα, έβαλε στο ποτήρι του και ήπιε μια γουλιά. Θεέ μεγαλοδυναμε. Τι πράμα ήταν αυτό; Κόντεψε να ξεράσει με τη μία. Ούτε να κάνει τον παλικαρά για λίγο μπόρεσε. Τι πράμα σιχαμερό ήταν αυτό; Πώς το έπινε ο θείος; Εκείνος ήταν όλο χαμόγελα. «Όποιος δοκιμάζει μαθαίνει κι όποιος θέλει να μάθει, παθαίνει». Εκείνο που ενοχλούσε τον Δημητράκη ηταν ότι το βδομαδιάτικό του του φαι νόταν πολύ μικρό. Θα ήθελε να έπαιρνε πολύ περισσότερα, ακόμα και πιο πολ λά απ’τον πατέρα του και να’ρχονταν, έτσι όπως καλή ώρα τα Σάββατα στο Γαλημύτη και να τους έλεγε. «Ορίστε. Πάρτε να ψωνισετε ότι τραβάει η ψυχή σας». Πολλές φορές μάλιστα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του με κλειστά τα μάτια, φα νταζόταν πως δούλευε κάπου κι έπαιρνε πολλά λεφτά. Τόσα πολλά, που ο πα
19
τέρας του χρειαζόταν να δουλεύει μόνο για να περνά την ώρα του και αν δεν είχε δουλειά να έλεγε. «Μπερεκέτι. Έχω γιο που βγάζει λεφτά με ουρά». Η μάνα του πάλι, θα ήταν συνέχεια χαρούμενη και θα τους έφτιαχνε κάθε μέρα μπουλμπουτζούκια, όπως συνήθιζε να λέει τα γλυκά και τις κρέμες. Στεναχω ριόταν πολύ όταν την άκουγε να λέει. «Λεφτά…, λεφτά. Ποτέ δεν είχα τόσα που να χορτάσω. Όλο τσίμα τσίμα. Τρα βάς από δω, κονταίνει από κει. Όταν πεθάνω δεν θέλω ούτε λουλούδια, ούτε στεφάνια. Λεφτά να ρίξετε στον τάφο μου». Όταν όμως έφερνε ο Δημητράκης το Σάββατο τις σαράντα δραχμές του βδομαδιάτικού του, χαμογελούσε, τον χάιδευε κι έλεγε. «Να’σαι καλά παιδί μου. Με τα λεφτά σου μπορούμε να πάρουμε απόψε κρέας». Και βουρ για τον Παναγιώτη το χασάπη. Κι απόψε ήταν Σάββατο, αλλά δεν θα μαζεύονταν στο Γαλημύτη μια και ο ιδιος είχε δυο μέρες τώρα που σταμάτησε τη δουλειά στο αλατάδικο. Σε λίγες μέρες και μάλιστα την Πέμπτη που ερχόταν, άνοιγαν τα σχολεία, και η μάνα του είχε πει. «Πρέπει να παίξει και λίγο το παιδί. Ολόκληρο το καλοκαίρι δουλεύει». Η μάνα του έλεγε στη γειτονιά ότι ο γιος της πήγαινε στη δουλειά για να μην γυρίζει στα σοκάκια και αλητεύει. Η αλήθεια όμως ήταν ότι το σπίτι χρειαζόταν το βδομαδιάτικό του, για να πληρωθούν τα έξοδα του σχολείου μια και το με ροκάματο του πατέρα με το ζόρι έφτανε για τη βόλεψη του σπιτιού. Η φωνή της μάνας του ακούστηκε από την κουζίνα. «Έλα αγόρι με να πας στη Βουργάρα να φέρεις λάχανο τουρσί και μια οκά ρε τσίνα». Αυτό το βασανιστήριο το περνούσε τακτικά. Του δίναν μια κούπα μεγάλη και ανοιχτή και του έλεγαν. «Πες της να σου βάλει μπόλικο ζουμί και ρετσίνα όχι απ’τα κατακάθια». Η Βουργάρα είχε το μπακάλικό της αρκετά μακριά κι ο δρόμος ήταν ανώμαλος. Έπρεπε λοιπόν να κρατάει την κούπα με τα δυο του χέρια και να προσέχει να μη χυθεί το ζουμί, ενώ με τα δάχτυλά του από κάτω από την κούπα κρατούσε το μπουκάλι με τη ρετσίνα. Ώσπου να γυρίσει, έκανε τουλάχιστον δέκα στάσεις και πάλι όταν έφτανε σπίτι ήταν πεθαμένος απ’την κούραση. «Φαίνεται πως κάποιοι θα’ρθουν απόψε στο σπίτι», σκέφτηκε. Θα αρχίσουν να μιλάνε εκείνα τα ακαταλαβίστικα πολιτικά, που τίποτε δεν κα ταλάβαινε, αλλά που πολύ του άρεσε ν’ακούει να συζητάνε. Σκεφτόταν ότι όταν μεγαλώσει θα μιλάει κι αυτός έτσι και θα χρησιμοποιεί τέτοιες ωραίες λέξεις που τώρα δεν τις ήξερε. Πάντως μια φράση του θείου Σπύρου, σίγουρα θα τη χρησιμοποιούσε. Την είχε μάθει καλά από τώρα και μάλιστα είχε κάνει και πολλές πρόβες μπρο στά στον καθρέφτη. Έπαιρνε το κατάλληλο ύφος και προβάριζε. Μάλιστα έλεγε κάποια μέρα να ρωτήσει τη δασκάλα του τι ακριβώς πήγαινε να πει αυτή η
20
φράση, αλλά φοβόταν ότι η κυρία Ευτέρπη δεν θα την ήξερε και θα την έφερνε σε δύσκολη θέση. Ο θείος Σπύρος πάντως πρέπει να ήξερε καλά τη σημασία της, αφού πάντα ξεκινούσε να μιλάει μ’αυτή τη φράση. «Σε κάθε δε ενεί περίπτωσης». Τι όμορφες κουβέντες. Πότε θα τέλειωνε το σχολείο να τα ξέρει όλ’αυτά και άλλα πολλά περισσότερα; Να τους μιλάει όλους και να μένουν με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά στο μπακάλικο είχαν τώρα μαζευτεί κι άλλοι τρεις τέσσερις καπνερ γάτες, γείτονες και φίλοι. Ο κυρ-Αριστείδης έβγαλε το σκαμνί, που πάντα είχε πρόχειρο για τέτοιες περιπτώσεις, το ακούμπησε πάνω σε τρία καφάσια που ήταν στημένα και έκανε το γνωστό του πρόχειρο τραπεζάκι. Έβαλε μια λαδόκολλα και πάνου της έριξε μερικές ελιές, λίγες παστές σαρ δέλες, μερικές βούκες ψωμί και ένα πενηνταράκι. Όπως ψιλόπιναν και κουβέντιαζαν, αυτός παρατηρούσε και χαίρονταν τον πα τέρα του. Ηταν ο πιο ψηλός και ο πιο ντούρος. Όλοι τον ήξεραν σαν τον Κώστα τον ψηλό, τον φαλακρό. Τον εκτιμούσαν και τον υπολήπτονταν στη γειτονιά γιατί δεν είχε πολλά πάρε δώσε με κανέναν, παρά μόνο με συγγενείς του και πατριώτες του. Όλους τους άλλους τους κρατούσε σε κάποια απόσταση. Τον είδε που στεκόταν στη μέση της μικρής συντροφιάς και κουβέντιαζε. Μουχαμπέτ το έλεγε αυτό ο πατέρας και εννοούσε κουβέντα όχι σοβαρή, αλλά έτσι για να περνά η ώρα. Ήξερε που σε λίγο θα τους άφηνε να συνεχίσουν μόνοι τους και θα γύριζε στο σπίτι. Η μάνα του δεν άρεσε να έρχεται στο σπίτι πιωμένος. Αν καμιά φορά έπινε λίγο παραπάνω, μόλις ερχόταν στο σπίτι η κυρά Μαρία τον κοιτούσε καλά καλά από πάνου ως κάτου και στραβομουτσούνιαζε με έναν δικό της τρόπο. «Πουφ. Μυρίζεις ρακίλες». «Ένα ρακί ήπιαμε στου Τσαρούχα με τον Ηρακλή και τον Θωμά». «Πες σιδηρόδρομος». Εκείνος ήξερε από χρόνια τώρα το δοκιμαστικό της μέθης του, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να το περάσει. Κάθε φορά που ερχόταν λίγο πιωμένος στο σπίτι, έκανε σ’όλη τη διαδρομή πρόβες. «Σιδηόδρομος, σιδηρόρδομος, σιδεορδομος», προσπαθούσε. Στο τέλος του είχε γίνει του καημένου εφιάλτης. Είτε πιωμένος, είτε χωρίς να βάλει ούτε νερό στο στόμα του, δεν μπορούσε να το πει. «Ούτε σε σιδεόρδομο πρόκειται ν’ανέβω ποτέ στη ζωή μου», έλεγε. Στη μικρή συντροφιά προστέθηκε σε λίγο και ο κύριος Φαρδής, ο σπουδα σμένος φίλος και πατριώτης του πατέρα. Η μάνα του Δημητράκη έλεγε ότι ήταν ο πιο προκομμένος απ’όλους τους. Είχε κι αυτός ξεκινήσει με τους δικούς του, μικρός ακόμα, απ’το άχαρο και φτωχό χωριό τους κι εγκαταστάθηκαν σ’αυτόν τον τόπο, την ίδια εποχή με τον πατέρα με τον οποίο ήταν συνομήλικοι. Η μάνα του Φαρδή, έλεγαν ότι κρατούσε από τζάκι και την κορόιδευαν για τον παράξε νο τρόπο που μιλούσε. Καθαρεύουσα το έλεγαν.
21
«Αντώνη», έλεγε. «Θέσε πασσάλους εις την θαρμάστραν». Μάλιστα ο κυρ-Αριστείδης γελούσε όταν αφηγούνταν πώς μια μέρα, πριν χρόνια, η κυρία Φαρδή είχε πάει να ψωνίσει. «Τι καλό φαγητό θα μαγειρέψεις σήμερα κυρία Φαρδή;» ρώτησε. «Ιερέα λιπόθυμο κυριε Αριστείδη», απάντησε εκείνη. Εκείνος την κοίταξε απορημένος. «Τι είν αυτό κυρά Αναστασία;» «Αυτό που ο λαός Αριστείδη με τη βάρβαρή του γλώσσα, το λέει ιμάμ μπαιλντί». Παρά την ακαταλαβίστικη γλώσσα που χρησιμαποιούσε και παρά το αριστοκρατιλίκι που πουλούσε, ήταν μια καλή, άξια και καταδεχτική γυναίκα. «Κωλοπετσωμένη γυναίκα», έλεγε η μάνα του στο Δημητράκη. «Το γιο της είπε θα τον σπουδάσει και το έκανε». «Ο υιός μου δεν θα γίνει ταπεινός εργάτης. Θα γίνει μέγας και τρανός και με μόρφωσην». Έβγαλε το γυμνάσιο με χίλιους κόπους και στερήσεις στη μικρή τους πόλη και αμέσως έφυγε για τη Σαλονίκη, να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο δικηγόρος. Πεισματάρης και ικανός τα κατάφερε και μια μέρα γύρισε πίσω με το δίπλωμα στο χέρι. Μέσα σε λίγα χρόνια, κατάφερε να γίνει ένα απ’το πρώτα ονόματα και τώρα η γριά μάνα του καμάρωνε ότι ήταν ο πιο δακτυλοδεικτούμενος στην πόλη τους. Ο Δημητράκης δεν ήξερε τι δουλειά έκανε ο κύριος Φαρδής. Είχε ακουστά ότι ήταν βασιλικός επίτροπος, αλλά τι δουλειές είχε με το βασιλιά, δεν μπορούσε να καταλάβει. Όταν ρώτησε τον πατέρα του εκείνος του είπε. «Είσαι μικρός ακόμα. Και να σου εξηγήσω δε θα καταλάβεις. Είναι εισαγγε λέας στο στρατοδικείο». Φυσικά δεν κατάλαβε. Τον κύριο Φαρδή, παρ όλο που ήταν στενός φίλος του πατέρα, δεν τον συμπα θούσε και πολύ. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο, αλλά του φαινόταν σαν άνθρωπος που δεν κολλούσε στη γειτονιά. Ενώ όλοι αστειεύονταν και χαιρε τιόταν φιλικά, μαζί του ήταν όλοι κουμπωμένοι και τον χαιρετούσαν μ’έναν τρόπο που έδειχνε σεβασμό και φόβο μαζί. Ο ίδιος προσπαθούσε να είναι όσο γίνονταν πιο απλός και φιλικός και πολλά βραδια σταματουσε στου κυρΑριστείδη να πιει ένα ρακί μαζί με τους γείτονες Μόλις πλησίαζε όλοι κουμπονονταν και άλαζαν συζητηση. «Τον ζηλεύουν όλοι γιατί είναι ο μόνος σπουδασμένος», έλεγε η μάνα του Δημητράκη. «Αν και ακούω τώρα τελευταία πράματα και θάματα γι αυτον. Λενε οτι από τότε που έγινε βασιλικος επίτροπος, άλαξε ρότα. Δεν είναι και τόσο καλό κουμάσι. Πάντως να βάλεις καλά στο μυαλό σου, ότι και τον κώλο σου στο τσιμέντο να χτυπάς, θα σπουδάσεις. Ότι έκανε η Φάρδαινα, θα το κάνω κι εγώ. Τα μέσα δεν τα’χουμε, αλλά θα ξεράνω και το σκατό μας για να σπου δάσεις και να γίνεις άνθρωπος».
22
Του φαινόταν περίεργο που μερικούς ανθρώπους τους φώναζαν όλοι με το μι κρό τους όνομα, ενώ άλλους με το επιθετο. Προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση γιατι τον κυρ-Αριστείδη τον φώναζαν όλοι Αριστείδη, ή και Αρίστο, τον φούρ ναρη Θάνο, τον μανάβη που περνούσε με το γάιδαρο Θόδωρο, ενώ τον Φαρδή δεν τον φώναζε κανείς με το μικρό του όνομα. Ακόμα και ο πατέρας του και η μάνα του, κύριε Φαρδή ή σκέτα Φαρδή τον φώναζαν, αλλά ποτέ Αντώνη. Εκείνος διαμαρτυρόταν. «Αντώνη να με λέτε. Δεν μπορείτε να με πείτε Αντώνη; Εγω πώς σας φωνάζω με τα μικρά σας ονόματα;» Τον έλεγαν μια δυο φορές Αντώνη και μετά γύριζαν στο Φαρδής. Στο τέλος απελπίστηκε κι ο ίδιος και δεν έλεγε πια τίποτε. Ο Θάνος ο φούρναρης είπε μια μέρα. «Αυτός ανήκει σ’άλλο κόσμο. Μένει εδώ, αλλά είναι αλλού. Ούτε τσέτουλα, σαν όλο τον κόσμο θέλει να έχει. Πληρώνει κάθε μέρα τα ψωμιά που παίρνει. Αλλοιώτικος άνθρωπος. Είχε πριν χρόνια παντρευτεί τη Γαρουφαλίτσα, την πιο όμορφη κοπέλα της γει τονιάς και είχε τώρα δυο κόρες. Είχε κάνει δεσμό μαζί της ακόμα από φοιτητής, όταν ερχόταν τις γιορτές στο σπίτι του. Η Γαρουφαλίτσα δούλευε στην Ασπασία τη ράφτρα και κάποια μέρα που πήγε στη Φάρδαινα για πρόβα, βρήκε κει μόνο του τον Αντώνη. «Η μαμά θα γυρίσει σε λίγο», της είπε. «Πετάχτηκε μέχρι το φούρνο. Ούτε πέντε λεπτά θα κάνει. Μπορείς αν θέλεις να περιμένεις εδω στο σαλόνι. Κάθι σε». Η Γαρουφαλίτσα κάθισε μαζεμένη κοιτάζοντας το πάτωμα. Πρώτη φορα έμενε σ’ένα δωμάτιο μόνη της μ’ένα παλικάρι. Έσφιξε με αμηχανία πάνω της το φορεμα που κρατούσε. «Αν είναι να καθυστερήσει πολύ, να πάω πίσω και ξανάρχομαι», είπε ξέπνοα. «Όχι δεσποινίς Γαρουφαλίτσα», απάντησε ο Φαρδης. «Σου ειπα ότι δε θα κάνει πάνω από πέντε λεπτά. Και μια και είμαστε μόνοι μας εδώ και δεν έχουμε πολυ χρόνο, θα ήθελα να σου πω ότι από καιρο σε προσέχω και έχω καλο σκοπό. Θα ήθελα να συναντηθούμε μια μερα κάπου και να τα πούμε, αν φυσικά δεν έχεις και συ αντιρηση». Το κορίτσι κοκκίνισε σα παπαρούνα. Οχι πως δεν το ήθελε, αλλά της ήρθε τόσο απότομα, που της έφυγε το φόρεμα απ’την αγκαλιά της. Προσπάθησε να πει κάτι απ’αυτά που διάβαζε στα περιοδικά, αλλά τίποτα δεν της ερχόταν. Άρχισε να τρέμει και σε λίγο έβαλε τα κλάματα. Ο Φαρδής πε τάχτηκε πάνω τρομαγμένος. «Αν σ’έθιξα ή σε στεναχώρησα σου ζήτω συγνώμη», είπε και της έπιασε τρυ φερά το χέρι. «Από καιρό το σκεφτόμουν και φαίνεται ότι το ξεφούρνισα πολύ άγαρμπα». Πήγε γρήγορα στην κουζίνα και γύρισε μ’ένα ποτήρι νερό.
23
«Πιες λίγο νεράκι να συνέλθεις. Εσύ παιδί μου κόντεψες να λιποθυμήσεις. Συ γνώμη για μια ακόμα φορά και σου υπόσχομαι να μη σε ξαναενοχλήσω». Η Γαρουφαλίτσα ήπιε όλο το νερό και αιστάνθηκε πολύ καλύτερα. Τον κοίταξε με θάρρος στα μάτια και του χαμογέλασε. «Δεν είμαστε καλά κύριος. Να το επαναλάβεις και να το ξαναεπαναλάβεις μάλιστα». Ακούστηκαν τα βήματα της μάνας του π’ανέβαινε τη σκάλα. «Το Σάββατο τ’απόγεμα στις έξι πίσ’απ’το ορφανοτροφείο», πρόλαβε να πει πριν η μάνα του ανοίξει την πόρτα. Η Γαρουφαλίτσα του έδειξε με τα δάχτυλα πέντε. Από κει και πέρα τα πράματα πήραν το δρόμο τους. Οι γονείς της Γαρουφαλίτσας, αγράμματοι καπνεργάτες κι οι δυο, θεώρησαν μεγάλη τιμή και τύχη να δουν την κόρη τους στεφανωμένη μ’έναν επιστήμονα και σπουδαίο άνθρωπο. «Μεγάλη τύχη για το κορίτσι μας», έλεγε η μάνα της. «Να ξεκολλήσει απ’τη φτώχεια και την κακομοιριά». Η Φάρδαινα όμως είχε άλλη γνώμη. «Δεν θυσιάστηκα εγώ να σπουδάσω τον υιόν μου, δια να με τον πάρουν οι αστοιχείωτοι», έλεγε. «Καλύτερα νεκρή παρά αυτός ο γάμος». Η Γαρουφαλίτσα σαν τ’άκουγε αυτά δε μιλούσε. Ηξερε κι αυτή ότι δεν ήταν εύκολο να ταιριάσει με τον Αντώνη. Εκείνος ήταν ολόκληρος δικηγόρος, ενώ αυτή μόλις που είχε πάει στη δευτέρα γυμνασίου. Τον Φαρδή όμως δεν τον ένοιαζε καθολου. Αγαπούσε τη Γαρουφαλίτσα με πάθος και δεν είχε σκοπό να την αφήσει με τίποτα. Με τη μάνα του είχε τσακω θεί για τα καλά και στο τέλος της το ξεκαθάρισε. «Αν δε σου κάνει η Γαρουφαλίτσα για νύφη, τότε φεύγω απ’το σπίτι και κάνε κουμάντο μόνη σου και όπως νομίζεις καλύτερα». Φωνές, φασαρίες, καβγάδες, αλλά στο τέλος, «έρως ανήκατε μάχαν», είπε ο κυρ-Αριστείδης και οι γάμοι έγιναν στην Παναγία, που ήταν άλλη άκρη της πόλης. Αυτό ήταν και ο τελευταίος όρος που έβαλε η Φάρδαινα. «Έτσι για την τιμή των όπλων», συμπλήρωσε ο φιλόσοφος μπακάλης. Τίποτα όμως δεν άλλαξε για τη γειτονιά. Η Γαρουφαλίτσα ήταν πάντα το δικό τους παιδί, το παιδί της γειτονιάς, το παιδί του κυρ-Σταύρου και της Λευκής κι έτσι την δέχονταν όλοι. Για τον Φαρδή τίποτα δεν άλλαξε. Σαν ξένο τον είχαν και πριν και μετά το γάμο του. «Μόνο σεντόνια και παπλώματα πήρε προίκα», είπε η κυρά Όλγα που είχε το μαγαζάκι με τα ψιλικά και τα ζαχαρωτά. «Ούτε μ’έναν φίλο δε προικίστηκε». Τα χρόνια που κύλησαν άφησαν στο Φαρδή μια πίκρα και μια μελαγχολία. «Είναι σα να αιστάνεσαι ξένος στο σπίτι σου», έλεγε στον πατέρα του Δημη τράκη. «Να βράσω και τα πτυχία και τις δουλειές. Καλύτερα καπνεργάτης παρά ξεκομμένος και μόνος». «Μου φαίνεται» είπε ο πατέρας, «ότι δε φταίει που είσαι επιστήμονας. Όλοι το εκτιμούν αυτό και αιστάνονται περήφανοι που η γειτονιά μας έχει άνθρωπο
24
σπουδασμένο. Εμείς οι πατριώτες σου, το λέμε όπου βρεθούμε κι όπου στα θούμε. Αλλού μου φαίνεται είναι το κακό». «Τι είναι ρε Κώστα, τι συμβαίνει άραγε; Μήπως δεν πήρα κορίτσι απ’τη γειτο νιά; Μήπως δε μεγαλώσανε εδώ τα παιδιά μου; Μήπως δεν πήγαν στο ίδιο σχο λειό με των αλλωνών; Τι σκατά ήθελαν να κάνω;» Ο πατέρας σούφρωσε λίγο τα χείλια του. «Τι να σου πω», είπε. «Μου φαίνεται ότι η δουλειά σου δεν είναι και τόσο αρε στή. Οι καιροί εδώ και χρόνια είναι δύσκολοι. Πόλεμος, κατοχή και τώρα εμφύλιος. Σε φοβούνται Φαρδή. Τα πράματα κάθε μέρα αγριεύουν και πε ρισσότερο. Δεν ξέρω πού θα βγει αυτό, αλλά απελευθέρωση περιμέναμε μετά τον πόλεμο και σε χειρότερα μπλέξαμε». «Για όλα φταίν οι συμμορίτες», τόνισε ο Φαρδής. «Αν δεν αφανιστούν οι κομ μουνιστές απ’την Ελλάδα, δεν πρόκειται να δούμε προκοπή. Θα τους τσακίσου με, για να δει άσπρη μέρα ο τόπος».
6 Απ’ το ψιλικατζίδικο της κυράΌλγας απέναντι απ’το μπακάλικο βγήκε ο Δημητρός. Πέρασε μπροστά απ’τη μικρή συντροφιά που κουτσόπινε, τους χαιρέτισε φιλι κά και συνέχισε την ανηφόρα. «Τι διάολο. Δε μας καταδέχεσαι απόψε;» Φώναξε πίσω του ο κυρ-Αριστείδης. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του. «Ερχομαι σε πέντε λεπτά», είπε. Ο Δημητρός ήταν πρώτος ξάδερφος του πατέρα. Πολύ τον αγαπούσε ο Δημητράκης. Ακόμα και στα πιο μαύρα χρόνια της κατοχής που δεν υπήρχε ούτε ψίχα, αυτός κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι τους όλο και κάτι του έφερ νε. Τις πιο πολλές φορές ένα κομμάτι ζάχαρη. Θυμάται όμως ότι μια φορά του έφερε κι ένα γλυκό από ζαχαροπλαστείο και μια άλλη ένα μπαλόνι. ΄Ηταν λίγο πιο κοντός απ’τον πατέρα του, με πλούσια, σγουρά, καστανόξανθα μαλλιά. Πάντα χαμογελαστός και ευγενικός, δεν έλεγε ποτέ κακιά κουβέντα για κανέναν. Είχε πάντα έναν καλό λόγο για όλους. Του Δημητράκη του άρεσε ν’ακουει το Δημητρό να μιλάει. Όχι πως καταλάβαι νε πολλά πράματα, αφού σχεδόν κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι, μιλούσαν με τον πατέρα μόνο πολιτικά. Καταλάβαινε ότι διαφωνούσαν, αλλά δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα. Οι κουβέντες τους πάντως ήταν ήρεμες και κρατούσαν πολλη ώρα. Καμιά φορά πετιόταν η μάνα του. «Αφήστε όλη την ώρα τα πολιτικά και πείτε και καμιά κουβέντα της προκοπής». Οι οικογένειές τους είχαν έρθει απ’το χωριό μαζί και έτσι έμειναν από παιδιά σ’όλη τους τη ζωή αχώριστοι. Ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει κακή κουβέντα μετα ξύ τους. Ηταν πάντα αγαπημένοι και δεμένοι με μια φιλία ήρεμη, ήσυχη, χωρίς μεγάλα λόγια και χωρίς εξάρσεις.
25
Ο πατέρας έλεγε. «Στη ζωή του ο άνθρωπος κάνει ατέλειωτες γνωριμίες. Φίλους πραγματικους όμως και όχι φιλίες στο γόνατο, κάνει μόνο δυο, το πολύ τρεις. Φίλος πα να πει, παραπάνω από συγγενής, παραπάνω από αδελφός. Όποτε τον χρειαστείς, σε όποια ανάγκη, είναι δίπλα σου έστω κι αv σε χωρίζουν βουνά και θάλασσες». Μαζί λοιπόν στο χωριό μικρά παιδιά, μαζί και στο νέο τόπο που κατέληξαν οι δικοί τους. Γείτονες, καπνεργάτες και οι δυο, παντρεύτηκαν σχεδόν την ίδια εποχή και κρατούσαν γερά δεμένη τη φιλία τους. Ο Δημητρός είχε κι αυτός δυο παιδιά, την Αντιγόνη και τον Γωργάκη που ήταν σχεδόν συνομήλικα με του φίλου του. Καμάρωναν και οι δυο για την επιτυχία. «Χρειάζεται μαστοριά για να σημαδέψεις κορίτσι και αγόρι», έλεγε ο πατέρας. Ο Φαρδής είχε αντιρρήσεις. «Εμείς έχουμε δυο κορίτσια να μας κοιτάξουν μεθαύριο. Εσείς να δούμε τι σκα τά θα φάτε;» Σε λίγο ο πατέρας, αφού τους χαιρέτισε, ξεκίνησε για το σπίτι. Εφτασε, αμέσως σχεδόν μπροστά στην πόρτα που καθόταν ο Δημητράκης, πάτησε με το δεξί του πόδι στο πεζουλάκι κι έσκυψε μπροστά να’ρθει το πρόσωπο του στο ύψος του παιδιού. «Τι γίνεται μικρέ;», είπε με τη βαριά και καθαρή του φωνή. «Τι κάθεσαι μόνος σου; Δεν έχεις παρέα σήμερα;» «Πήγαν όλα τα παιδιά να δουν καραγκιόζη στον Σπίνο, αλλά αυτός έβαλε εισι τήριο ένα πενηντάρι και η μαμά δεν έχει να με δώσει». «Γι αυτό στεναχωριέσαι, λεβέντη μου; Σήμερα Σάββατο πληρωθήκαμε. Πάρε ένα κατοστάρικο και τρέχα. Αλλά να’ρθεις πριν σκοτεινιάσει για καλά, γιατί τώρα έλεγαν ότι ο παιδονόμος ο Δανιήλ έπιασε κιόλας δουλειά. Δεν θέλω να μας κάνουν παράπονα». Αρπαξε τα λεφτά κι έγινε καπνός για το σπίτι του Σπίνου. Ο αρχηγός κάθε τόσο οργάνωνε παράσταση καραγκιόζη στη μικρή αυλή πίσω απ’το σπίτι τους. Μ’αυτά και μ’αυτά κρατούσε την αρχηγία. Τα αδέλφια, οι Καραμουζαίοι, προσπαθούσαν κάθε χρόνο να γίνουν αυτοί αρχηγοί αλλά δεν τα κατάφερναν. Ο αρχηγός έβγαινε με εκλογές στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς και σαν από άγραφο νόμο, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αμφισβητήσει την αρχηγία του για όλο το χρόνο. Από τότε που θυμάται ο Δημητράκης, πάντα αρ χηγός ήταν ο Σπίνος. Μια μέρα πριν αρχίσουν τα σχολεία μαζεύονταν όλοι στον «παράδεισο», εκεί κατά το σούρουπο για να μην χάνονται και τα παιχνίδια της μέρας με τις βαρε τές εκλογές, κι άρχιζε η διαδικασία. Όλοι στέκονταν ένα σμάρι. Οσοι δήλωναν ότι ενδιαφέρονταν να γίνουν αρχη γοί, βγαίναν μπροστά. Οι υποψήφιοι ήταν πάντα οι ίδιοι. Ο Σπίνος και ο μεγα λύτερος απ’τους Καραμουζαίους. Ο Καραβουζούνας όπως τον φώναζαν. Όλα τα παιδιά πήγαιναν τότε και στοιχίζονταν πίσω απ’αυτόν, που το καθένα προτιμούσε για αρχηγό. Οι υποψηφιοι αρχηγοί δεν είχαν το δικαίωμα να γυρί
26
σουν να δουν τι γίνεται πίσω τους, γιατί έτσι θα επηρέαζαν τα παιδιά που θα ντρέπονταν να διαλέξουν μεριά, μια και όλοι ήταν πολύ κολλητοί φίλοι. Αφού στήνονταν όλοι κατά το γούστο τους και φώναζαν έτοιμοι, γύριζαν να με τρήσουν πόσοι στέκονται πίσω τους. Όποιος είχε τους περισσότερους, ήταν αυ τόματα ο αρχηγός για όλη τη χρονιά. βέβαια ποτέ δε χρειάστηκε να μετρηθούν πόσοι ήταν πίσω απ’τον κάθένα, αφού το αποτέλεσμα φαινόταν αμέσως καθα ρά. Πίσω απ’τον Καραβουζούνα ήταν πάντα μόνο ο αδερφός του, ενώ όλοι οι άλλοι πίσω απ’τον Σπίνο. Ο Σπίνος λοιπόν έστηνε κάθε τόσο σκηνή καραγκιόζη στην αυλή του. Όχι πως δινόταν και καμιά σωστή παράσταση, αλλά τα γέλια τους ακούγονταν σ’όλη τη γειτονιά. Ο Σπίνος που έκανε τις φωνές, έφευγε απ’το κείμενο κι έλεγε δικές του χαζομάρες, ενώ ο Μπίλης που κουνούσε τις φιγούρες άρχιζε κι αυτός τα δικά του, βάζοντας όλους τους πpωταγωνιστές να μαλώνουν μεταξύ τους και να γίνονται ένα κουβάρι. Τότε λοιπόν και πάνω στο μαλλιοτράβηγμα, ακουγόταν απ’τον Σπίνο η φωνή του καραγκιόζη. «Αγλάϊτσα μου, σπλάχνο μου, τζιέρι μου, καρδούλα μου, ζωή μου. Έλα αγάπη με να σε φιλήσω στα όμορφά σου τα χειλάκια». Το τι γινόταν δεν περιγράφεται. Φωνές, γέλια, αλαλαγμοί, γέμιζαν τη μικρή αυλή. Τότε έβγαινε ο Σπίνος, έκανε μια υπόκλιση και φώναζε. «Μαμά η παράσταση τέλειωσε. Χτύπα το κουδούνι». Όλοι ξέρανε πια τι ήταν το κουδούνι. Ένας κουβάς κρύο νερό, που η μάνα του τους πετούσε γελώντας απ’το μπαλκόνι πάνω στα κεφάλια τους. Όλοι ήξεραν για το κουδούνι, αλλά μέχρι κείνη την ώρα κανείς δεν κουνιόταν απ’τη θέση του. ΄Ηταν κι αυτό μέρος της παράστασης. Μόλις λοιπόν ακουγόταν το χτύπα μάνα το κουδούνι, έτρεχαν όλοι αλαφια σμένοι, να φύγουν απ’τη στενή εξώπορτα της αυλής. Φρακάριζαν στην πόρτα και γίνονταν όλοι παπιά. Η παράσταση δεν κρατούσε ποτέ πάνω από μισή ώρα. Απόψε κράτησε πολύ παραπάνω, γιατί ο Σπίνος τους τράταρε και από πέντε κρινάκια, τις νόστιμες εκείνες μαλακές καραμέλες γάλακτος, που τόσο του άρεσαν. Τώρα κατάλαβε γιατί είχαν βάλει και εισιτήριο. Με τα δικά τους λεφτά ο Σπίνος τους κερνούσε κιόλας. Αυτό όμως ούτε που το σκεφτόταν κανείς. Έτσι κι αλλιώς, αν ζητούσε απ’τον πατέρα του λεφτά για καραμέλες, δεν θα του έδινε. Ενώ τώρα με τη δι καιολογία του εισιτηρίου, έπαιρνε και τα αγαπημένα του κρινάκια. Σε δυο τρεις μέρες που θα παίρναν απόφαση για τον αρχηγό της νέας χρονιάς, πάλι πίσω απ’τον Σπίνο θα πήγαινε να στηθεί. Του άξιζε. Είχε σκοτεινιάσει πια όταν γύρισε στο σπίτι. Η μάνα του κι ο πατέρας του ήταν, όπως πάντα στην κουζίνα. Η κουζίνα ήταν κάτι και σαν καθιστικό, όπου περνούσαν σχεδόν όλο το διάστη μα που βρίσκονταν στο σπίτι. Το σπίτι τους του άρεζε παρά πολύ. Πριν μπεις από την εξώπορτα, είχε δυο τρία σκαλοπάτια από μωσαϊκό. Έμπαινες μέσα και είχε πάλι πέντε σκαλοπάτια,
27
αλλά από ξύλο, που σε έφερναν σ’ένα μικρό σαλονάκι. Δεξιά ήταν πρώτα ένα δωμάτιο, που η μάνα του το είχε για επισημο σαλόνι και έβλεπε με δυο παράθυ ρα στο δρόμο. Είχε και δυο ντιβάνια, που το βράδυ του έστρωναν στο ένα να κοιμηθεί. Δίπλα ήταν το δωμάτιο κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Απ το μικρό εξωτερικό σαλονάκι, περνούσες μια σκοτεινή αποθήκη και έφτα νες στην κουζίνα που έβλεπε σε μια ξέφραγη πίσω αυλή, με μια μεγάλη καρυ διά, μια δαμασκηνιά και μια κυδωνιά. Εκείνο όμως που ήταν το στολίδι της πίσω αυλής, ήταν η πασχαλιά που, όταν άνθιζε μοσχοβόλούσε όλη η γειτονιά. Η μάνα του έλεγε για την προκοπή της πασχαλιάς ότι οι ρίζες της έφταναν δί πλα στο βόθρο της κυρά Βασιλικής, που την έκανε να φουντώνει και να μοσχοβολά. Άλλο και τούτο το βάσανο με τον βόθρο της κυρά Βασιλικής. Ήταν το μόνο σπίτι στη γειτονιά που δεν είχε αποχέτευση. Κάθε τόσο λοιπόν, αργά το βράδυ, η Βασιλική με τα δυο της παιδιά άδειαζαν το βόθρο με κουβάδες. Το τι γίνο νταν από τις μυρουδιές δε λέγεται. Ο πατέρας έκλεινε καλοκαιριάτικα τα πα ράθυρα. «Ανοιξαν πάλι το κουτί με το θυμίαμα». Δεξιά απ’την κουζίνα έβγαινες σ’ένα μικρό ξύλινο μπαλκονάκι, όπου ήταν και η τουαλέτα. Από μια σκάλα κατέβαινες κάτω σε μια πολύ μικρή αυλίτσα, όπου ήταν και η πίσω πόρτα του σπιτιού. Από τη μικρή αυτή αυλίτσα έμπαινες στο υπόγειο, που ήταν κάτω απ’την κουζίνα και που χρησίμευε για πλυσταριό. Σ’αυτό το υπόγειο στην κατοχή, ο πατέρας με τον θείο του, έφτιαχναν σαπού νια. Είχαν λέει γίνει τόσο ικανοί, που το σαπούνι τους έγινε περιζήτητο στα χωριά, όπου η μάνα του με τη θεία του πήγαιναν με τα πόδια να το ανταλλάξουν με στάρι και καλαμπόκι. Ο πατέρας ήταν λεπτολόγος και μ’ότι καταπιανόταν το έκανε πολύ καλά. Ο Δημητράκης θυμόταν αχνά πώς έκανε ο πατέρας το σαπού νι. Ο θείος του είχε αναλάβει να βρίσκει τα υλικά. Δεν ήξερε τι υλικά ήταν αυτά. το μόνο που ήξερε ήταν ότι η καυστική ποτάσα και ο τρόπος που την προσθετέ στο μίγμα ο πατέρας του, ήταν βασικό στοιχείο της καλής ποιότητας του σα πουνιού. Πρέπει να ήταν έτσι ακριβώς, γιατί θυμόνταν πως την δούλευε ο πα τέρας του. Αφού έκανε το μίγμα, έβαζε το καζανάκι κάτω απ’το μουσλούκι, όπως έλεγε στα τούρκικα το καζανάκι με τη μικρή βρύση στη βάση του και που είχε μέσα διαλυμένη την καυστική ποτάσα. Άνοιγε πολύ λίγο τη βρυσούλα και το άφηνε να τρέχει μέσα οτο μείγμα που το ανακάτευε γρήγορα και συνέχεια. Κάθε τόσο έκλεινε το βρυσάκι, αλλά χωρις να σταματάει να νεκατώνει. Μετά το ξανάνοιγε και το ξανάκλεινε, όπως αυτός καταλάβαινε ότι έπρεπε να γίνει. Η δουλειά αυτή κρατούσε πολλή ώρα και φαίνεται ότι ήταν και κουραστική, γιατί ο πατέρας ίδρωνε και ξεφυσούσε. Ο θείος του έλεγε κάθε μέρα.
28
«Τι κουράζεσαι ρε Κώστα άδικα; Ρίχτα όλα μέσα, αρκεί στο τέλος να πήξει και να μοιάζει με σαπούνι. Μήπως αυτοί που το παίρνουν καταλαβαίνουν από σα πούνια;» Ο πατέρας θύμωνε. «Τι λες καημένε», του έλεγε. «Επειδή δεν καταλαβαίνουν θα τους δώσουμε και σκουπίδια». Αφού τέλειωνε κι αυτή η διαδικασία, έριχνε το υγρό σαπούνι μέσα σ’εναν τα μπλά, που τον είχε χωρίσει σε μικρά τετράγωνα καλούπια. Έβαζε τον ταμπλά στο βάθος στο υπόγειο και τον σκέπαζε προσεκτικά με μια τσοπάνικη κάπα. Την άλλη μέρα το σαπούνι ήταν έτοιμο. Ο πατέρας σε όλες του τις δουλειές ήθελε να είναι τέλειος. Έτσι έφτασε στο συ μπέρασμα ότι ένα καλό σαπουνι έπρεπε να έχει και τη σφραγιδα του που να βε βαιώνει ότι ήταν πρώτο πράμα. Έκανε λοιπόν και μια κάλπικη σφραγίδα και την κοτσάριζε στα σαπούνια. «Λευκός σάπων Μυτιλήνης. Ποιότης Α. Α». Έγραφε η σφραγίδα. Η μάνα του, μαζί με τη θεία του, έπαιρναν σ’ένα σακί δυο φορές τη βδομάδα τα σαπούνια και ξεκινούσαν για τα χωριά. Για να αποφύγουν τα βουργάρικα φυ λάκια και τα μπλόκα, αναγκάζονταν να πηγαίνουν πάνω απ’το βουνό, που δεν ήταν και μικρό. Πέντε και βάλε ώρες έκαναν να φτάσουν στο πιο κοντινό χωριό κι αφού έδιναν το σαπούνι και γέμιζαν τους τορβάδες τους με στάρι και καλαμπόκι, παίρναν τον ίδιο δρόμο της επιστροφής. Μια μέρα όμως οι Βούργαροι έπιασαν το θείο του με μια πλάκα σαπούνι, που ο χριστιανός το είχε πάρει για το σπίτι του. Βρήκαν ότι το σαπούνι ήταν λαθραίο και τον έκλεισαν στη φυλακή. Η θεία έκλαιγε και έλεγε ότι τον είχαν για τουφέκισμα, αλλά στο τέλος τον άφησαν γιατί δεν μπόρεσαν να βρουν άκρη. Η κατασκευή σαπουνιού κόπηκε με το μαχαίρι.
7 Όταν μπήκε στην κουζίνα, βρήκε τη μάνα του να τηγανίζει κεφτεδάκια στην γκαζιέρα. Είχε βγάλει μερικά και τα σέρβιρε στον πατέρα, που καθόταν στο τραπέζι και με το πάσο του έστριβε τσιγάρο κι έπινε τη ρετσίνα του, με τον τρόπο που μόνο αυτός ήξερε να πίνει. Σήκωνε πολύ αργά το ποτήρι του, το έφερνε στα χείλια του και έβαζε στο στόμα του μια μικρή γουλιά που την κα τάπινε αργά, πλαταγίζοντας ελαφρά τα χείλια του. «Κάθισε να φας, του είπε η μάνα του». Θρονιάστηκε στο τραπέζι, απέναντι απ’τον πατέρα του. Κάποιον σκέφτηκε πε ρίμεναν και γι αυτό είχαν ετοιμάσει κεφτεδάκια που ήταν το καλύτερό του φα γητό. Απ έξω ακούστηκε η δυνατή και βραχνή φωνή του Ρόκου. «Ροοουφιάν Τσαααφοοούλια…». Ο πατέρας κοίταξε το ρολόι του. «Στην ώρα του ο Ρόκος».
29
Κάθε βράδυ την ίδια σχεδόν ώρα, σ’όλη τη γειτονιά αντηχούσε η βραχνή και δυνατή φωνή του Ρόκου. Μέχρι την κάτω γέφυρα ερχόταν μεθυσμένος, αλλά χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Μόλις έπαιρνε τον ανήφορο για το σπίτι του, στον προφήτη Ηλία, λες και τον τσιμπούσε μύγα. Στεκόταν μια στιγμή, ζυγιαζόταν στα πόδια του, τέντωνε το κορμί του προς τα πίσω σαν ντελάλης κι έβγαζε μια φοβερή φωνή. «Ροοουφιάν…. Τσαααφοοούλια…». Αναζυγιάζονταν στα πόδια του και ξεκινούσε τον ανήφορο με το σώμα του να γέρνει μπροστά και φωνάζοντας κάθε δέκα περίπου μέτρα την ίδια βρισιά, το ίδιο δυνατά αλλά δίχως να σταματάει, μέχρι που έφτανε στο σπίτι του, δίπλα ακριβώς στου Τσαφούλια. Έβγαινε η γυναίκα του να τον περιμαζέψει. «Έλα», του’λεγε γλυκά. «Έλα μέσα να ξαπλώσεις, να ησυχάσεις. Δεν κου ράστηκες μάτια μου κάθε βράδυ τα ίδια;» Ο Ρόκος αγκάλιαζε τη γυναίκα του και πήγαινε μέσα ήρεμος σαν αρνάκι. Έβγαζε απ’την τσέπη του ένα σωρό λεφτά και τ’άφηνε πάνω στο τραπέζι. Τα εδειχνε με το δάχτυλο κι έλεγε με τη μεθυσμένη του φωνή. «Γυναίκα πάρε χρήματα να κάνεις κουμάντο. Τα μεροκάματα, μεροκάματα και η διασκέδαση, διασκέδασή». Γελούσε δυνατά κι έπεφτε έτσι πως ήταν με τα ρούχα στο κρεβάτι Η γυναίκα του είχε μάθει τόσο καλά την τέχνη, που σε δυο λεπτά τον ξέντυνε και του φόρούσε τις πιτζάμες του. «Καλόν ύπνο λεβέντη μου», του ευχόταν. «Το πρωί όπως κάθε μέρα στις πέντε». Οτι ήθελαν ας έλεγαν για τα μεθύσια του και τον αλκοολισμό του. Αυτός μια φορά, σηκωνόταν κάθε πρωί απ’τις πέντε τα ξημερώματα καί πήγαινε στη δου λειά του. Σα το σκυλί δούλευε όλη μέρα, χωρίς να βάζει στάλα ποτό στο στόμα του. Αλλά τα βράδυ, όλοι το ξέρανε και όλοι τα συγχωρουσαν, έτρωγε καλά και τίναζε μισή οκά ρετσίνα Πολλές φορές είχε ρωτήσει να μάθει ο Δημητράκης το λογο που έκανε τον Ρόκο να βλαστημάει μεθυσμένος κάθε βράδυ τον Τσαφούλια, αλλά δεν πήρε ποτέ σωστή απάντηση. Σκέφτηκε να ξαναδοκιμάσει. «Ο Τσαφούλιας μπαμπά δεν είναι εκείνος π’έχει το μανάβικο κοντά στον Αη Παυλο;» «Nαi παιδί μου αυτός είναι», απάντησε ανόρεχτα ο πατέρας του. «Και γιατί τον βρίζει κάθε βράδυ ο Ρόκος;» «Δεν ξέρω παιδί μου. Τα σπίτια τους είναι κολλητά. Δίπλα δίπλα. Αλλά δεν έχουν διαφορές ούτε στο οικόπεδο, ούτε πουθενά αλλου. ΄Evας θεός ξέρει τι του’ρχεται μες στο μεθύσι του και τα βάζει με τον Τσαφούλια. Τέλος πάντων. Όλοι το συνήθισαν και κανένας δε δίνει σημασία στις βρισιές του. Από αλκοολικό άνθρωπo τι να περιμένεις;» «Τι είναι ο αλκοολικός;», ρώτησε με περιέργεια ο Δημητράκης.
30
Ο πατέρας του ξίνισε τα μούτρα του, όπως συνήθιζε όταν μιλούσε για ανθρώπι νες αδυναμίες. «Αυτοί οι άνθρωποι παιδί μου, δεν μπορούν άμα δεν πιουν πιοτό. Mε τον καιρό χαλάει το σκώτι τους και φτάνει ένα μικρό ποτηράκι, για να γίνουν τυφλα στο μεθυσι». «Και ο Τσαφούλιας γιατί δεν πάει στην αστυνομία να κάνει παράπονα;», επέμεινε ο Δημητράκης. «Τι να σου κάνει παιδί μαυ και η αστυνομία; Τον φώναξαν πολλές φορές και τον έκαναν συστάσεις. Υπόσχεται κάθε φορά ότι δε θα το ξανακάνει, αλλά το ίδιο βράδυ μόλις μεθύσει, αρχίζει το ίδιο βιολί». Πετάχτηκε η μητέρα του. «Αυτά που λένε είναι παραμύθια της χαλιμάς Κώστα. Ο Ρόκος όταν ήταν νέος, αγαπούσε μια κοπέλα, αλλά στα τέλος ο πατέρας της την έδωσε στον Τσαφούλια, που είχε στρωμένη δουλειά με το μανάβικο. Ο Ρόκος το πήρε επί πόνου κι εξαφανίστηκε μερικά χρόνια. Όταν γύρισε ήταν παντρεμένος και εγκαταστάθηκε στο πατρικό του σπίτι. Εκεί καλέ που μένει και τώρα. Mε τα χρόνια του’γινε το πιοτό συνήθεια και φαίνεται ότι μόλις τα κοπανήσει, θυ μάται τα νιάτα του και την κοπελιά π’έχασε απ’τον Τσαφούλια». «Και πού είναι αυτή η γυναικα τώρα μαμά;», ρώτησε μ’ενδιαφέρον ο Δημητράκης. «Πέθανε παιδι μου. Πέθανε φυματικιά, ακόμα πριν να γυρίσει ο Ρόκος από κει που είχε χαθεί. Το κοριτσι φαινεται ότι ήταν φυματικό πριν ακόμα παντρευτει. Αντι να σχωρνάει τα πεθαμένα του πατέρα της που δεν του την έδωσε, ο βλάκας ο Ρόκος κάνει και καραγκιοζλίκια. Τι να πει κανεις; Στo τέλος κι ο Τσαφούλιας είδε ότι έχει συμφέρον απ’αυτό το θέατρο και δε μιλάει. Λένε ότι οι δουλειές του μανάβικού του ανέβηκαν πολύ από τότε που άρχισε να τον βρί ζει μ’αυτόν τον τρόπο ο Ρόκος. Μέχρι τότε δεν πήγαινε και πολυ καλά κι ετοι μαζόταν να πουλήσει το μαγαζί και να φύγει με όλη την οικογένειά του στην Αυστραλία. Τώρα είναι μια χαρά κι ετοιμάζεται να πάρει και το διπλανό». Απο μακριά, κόντευε να φτάσει πια στα σπίτι του, ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του Ρόκου «Ροοουφιάν…. Τσαααφοοούλια…..» Ο Δημητράκης παρατήρησε τον πατέρα του. Παρ όλο που του χαμογελούσε φαινόταν στεναχωρημένος. Δεν γελιόταν αυτός. Ηξερε τον πατέρα του πολύ καλά και καταλάβαινε πότε τον απασχολούσαν σκοτούρες. «Τι γίνεται μπαμπά;», ρώτησε. «Τι να γίνει παιδί μου; Κουρασμένος απ’τη δουλειά είμαι. Τώρα που κοντεύει να κλείσει το καπνομάγαζο, μας στείλαν καπνά Κατερίνης, που είναι δύσκολα στην επεξεργασία». «Και πότε κλείνει;» ρώτησε με λαχτάρα ο μικρός. «Σε δεκαπέντε με είκοσι μέρες και φοβάμαι ότι φέτος δε θα με στείλουν στις αγορές. Θα μείνω για πολύ καιρό άνεργος. «Δεν πειράζει μπαμπά, θα με βοηθάς στα μαθήματά μου».
31
«Τι λες βρε παιδί μου; Και τι θα τρώμε; Πέτρες;» Χτύπησε το στριφτό κουδούνι της εξώπορτας τους. Ο Δημητράκης πετάχτηκε να τρέξει. «Κάθισε κάτω να φας το φαγητο σου», του είπε η μάνα του. «Θ’ανοίξω εγώ». Πήγε στην εξώπορτα και στη στιγμή γύρισε. «Κώστα είναι έξω και σε ζητάει κείνος ο χαμένος ο ανθυπασπιστής». «Τι θέλει πάλι αυτό το ρεμάλι;», είπε στενάχωρα ο πατέρας. «Πες του να έλθει μέσα να δούμε τι θέλει και με τριγυρνά συνέχεια όλον αυτό τον καιρό». Σε λίγο η μάνα του τον πέρασε στην κουζίνα. Εκείνος στάθηκε μπροστά στο τραπέζι που καθόταν ο πατέρας, χαμογέλασε αμήχανα και είπε. «Κώστα, μπορούμε να τα πούμε για λίγο ιδιαίτερα;» «Μίλα ελεύτερα. Εδώ είναι μόνο η γυναίκα μου και το παιδί μου». Ο μικρός κατάλαβε ότι ο πατέρας ήθελε να τον ξεφορτωθεί όσο γινόταν πιο γρήγορα. Δεν ήθελε ποτέ οι μεγάλοι να συζητούν μπροστά στα παιδιά. Όταν έπρεπε να κουβεντιάσουν κάτι οπωσδήποτε, γύριζε και τον κοίταζε με σημασία σα να του λεγε. «Άντε στο σαλόνι και θα σε φωνάξω όταν τελειώσουμε». Καθόλου δεν του άρεσε να τον δωχνουν απ’τις συζητήσεις τους. Πίστευε ότι είχε μεγαλώσει αρκετά και μπορούσε να παρακολουθεί τις κουβέντες τους και να μαθαίνει ένα σωρό πράγματα. Μια όμως κι ο πατέρας δεν έκανε καμιά κίνη ση να του δώσει να καταλάβει ότι έπρεπε να φύγει απ’την κουζίνα, σήμαινε ότι δεν ήθελε πολλές κουβέντες μ’αυτόν τον πεζεβέγκη, όπως τον αποκαλούσε. Ο ανθυπασπιστής κοίταξε μια το μικρό και μια τη μάνα του, ανάπνευσε βαθιά, τράβηξε μια καρέκλα κι έκατσε απέναντι απ’τον πατέρα. Εκείνος ούτε που τον ρώτησε να τον κεράσει ρετσίνα. «Έχω κάτι σημαντικό να συζητήσω μαζί σου», είπε ο ανθυπασπιστής». «Έτσι υποθέτω κι εγώ. Για να’ρθεις τέτοια ώρα και Σάββατο μέρα, κάτι σοβαρό θα τρέχει». «Όχι και τόσο σοβαρό», κούνησε με σημασία πέρα δώθε το κεφάλι του σου φρώνοντας τα χείλια του. «Μια ενημέρωση θέλω να σου κάνω». Ο πατέρας έδειξε πολύ ανήσυχος. «Τι ενημέρωση να με κάνεις εμένα. Δεν θέλω παρτίδες με την ασφάλεια». «Θέλω Κώστα να σου πω κάτι, που θα σε βοηθήσει να μην τυχόν μπλέξεις». Για πρώτη φορά ο μικρός είδε τον πατέρα του να γεμίζει το ποτήρε του ρετσινα και να το κατεβάζει μονορούφι. «Είσαι με τα καλά σου Μανόλη; Τι να μπλέξω λες και παραμύθια διάφορα;» «Θέλω να σε ενημερώσω Κώστα, ότι στο σαλόνι σου στο καπνομάγαζο βάλαμε έναν δικό μας άνθρωπο να παρακολουθεί τους πατητές, τους στοιβαδόρους και όλους όσους μπαινοβγαίνουν εκεί μέσα. Εχουμε ένα καλό μάτι, που μας δίνει πληροφορίες για όλα. Είναι ο Νάκος. Χτες μας έδωσε την πληροφορία ότι ο Γκέκας στο διάλειμμα, την ώρα του κολατσιού και όπως ήταν όλοι καθισμένοι ένα γύρω, είπε ότι όλη τη νύχτα άκουγε σοβιετικά αεροπλάνα να περνούν από πάνω. ΄Ηταν τόσο παραστατικός μάλιστα, που όλοι φάνηκε πως τον πίστεψαν».
32
«Ωστε ο Νάκος;», είπε ο πατέρας με σημασία. «Το ξέρω». Ο ανθυπασπιστής πετάχτηκε μέχρι πάνου. «Και πού το ξέρεις εσύ Κώστα μου;» «Δεν το ξέρω μόνο εγώ. Όλοι το ξέρουν. Μάλιστα ξέρουν ότι και ο Γκέκας εί ναι άνθρωπός σας κι αυτά με τα σοβιετικά αεροπλάνα που πετούν πάνω απ’το κεφάλι μας κάθε βράδυ, τα λέει για να δείτε ποιοι θα τσιμπήσουν». Ο άλλος έχασε το χρώμα του, «Για όνομα του Θεού», ψέλλισε. «Αν είναι δυνατόν; Εγώ ερχόμουν να σου πω αν γίνεται να βοηθήσεις το Νάκο». «Ακου να δεις Μανόλη. Λυπάμαι πολύ που σoυ πέρασε απ’το μυαλό κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πώς δουλεύετε, αλλά εγώ δεν κάνω για δουλειές καταδότη και ρουφιάνου. Κοιτάω τη δουλειά μου και την οικογένειά μου και τίποτ άλλο». «Τέλος πάντων», είπε κείνος και σηκώθηκε χωρίς να έχει ξεπεράσει ακόμα τη σαστιμάρα του. «Πρέπει να φύγω τώρα. Αντε καληνύχτα και θα τα ξαναπούμε. Καληνύχτα σας κυρία Μαρία». Η μάνα του τον συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα. Μόλις επέστρεψε πίσω στην κουζίνα, γύρισε κι έδωσε μια μεγαλόπρεπη μούντζα προς το μέρος του. «Α να χαθείς σκουπίδι», είπε. «Ρουφιάνοι, ούτε για τον έναν, ούτε για τον άλ λον θα γινουμε στην οικογένειά μας». Ο πατέρας ήταν εκνευρισμένος. «Θα ξανάρθει ο πεζεβέγκης. Να δεις που το’βαλε αμέτι μουχαμέτι να με μπλέξει». Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της κουζίνας και μπήκε μέσα ο Δημητρός με τη γυναί κα του την Τασία. «Αφήσατε την ξώπορτα ανοιχτή και μπήκαμε σα νοικοκυραίοι». «Επίτηδες την άφησα ανοιχτη», είπε η Μαρία. «Σας περιμέναμε και μόλις ξε προβόδισα κείνη τη χολέρα τον ανθυπασπιστή». «Α…, εδώ ήταν αυτός ο ασφαλίτης», έκανε ο Δημητρός. «Και τι ήθελε;» «Τίποτα σοβαρό. Καθίστε». Ο Δημητρός, που απ’την ώρα που μπήκε είχε το ένα χέρι του πίσ’απ’την πλάτη του, πλησίασε το Δημητράκη και του’βαλε μπροστά στα μούτρα του μια σοκο λάτα. Εκείνος πετάχτηκε πάνω με φόρα κι άρπαξε το αναπάντεχο κέρασμα «Αvτε παλι. Βρήκες τη χαρά σου», είπε ο πατέρας. «Σοκολάτες δωστου και πάρτου την ψυχή». Η μάνα του έβαλε το πιάτο με το κεφτεδάκια στη μέση του τραπεζιού. «Φάτε τώρα που’ναι ζεστοί». Η Τασία άπλωσε και πηρε έναν με το χέρι «Τα κειφτέδια σου» είπε, «Είναι τα καλύτερα, Πρέπει μια μέρα να μου πεις πως τα φτιάχνεις». Η Τασια ήταν πολύ όμορφη και με φινέτσα, αν και ήταν λιγο στρουμπουλη. Ψήλη, άσπρη άσπρη, με κατάμαυρα πυκνά μαλλιά, πάντα περιποιημένη, περπατουσε στη γειτονιά και γινόταν χαμός από τ’αναστενάγματα.
33
«Α ρε τύχη ο Δημητρός, Τέτοια φρεγάδα δεν βρίσκεις σ’όλη τη Μακεδονια». Ποιό πολύ απ’ολους αναστέναζε ο Μάνθος ο ταξιτζής. «Αχ ρε παλιοζωή», έλεγε. «Σε άλλους πέφτει το καϊμάκι και σ’άλλους ο κατιμάς». Μεγάλο σεβντά είχε o Μάνθος με την Τασία. Δεν άφηνε ευκαιρία να μην της πετάξει ένα λόγο με υπονοούμενο. Τελευταία μάλιστα το είχε παρακάνει. Περνούσε έξω απ’το σπίτι τους και ζητούσε το Δημητρό πάντα όμως σε ώρες που ήξερε πως δεν ήταν στο σπίτι. Πλησίαζε στο παράθυρο και χτυπούσε το τζάμι με το δάχτυλο. «Τι θέλεις πάλι;», ρωτούσε η Τασία ανοίγοντας το παράθυρο. «Τον Δημητρό θέλω». «Τι τον θέλεις χριστιανέ μου. Αφού ξέρεις ότι τέτοια ώρα είναι στη δουλειά». Ο Μάνθος μισόκλεινε τα μάτια του λιγωμένα, την κοίτούσε από πάνου ως κάτου, αναστέναζε και της έλεγε πάντα το ίδιο. «Φεύγει στη δουλειά κι αφήνει μόνη της τέτοια γυναίκα. Εγώ παιδί με αν σ’είχα, δε θα σ’άφηνα ούτε λεπτό. Μαζί σου στο σπίτι, μαζί σου και στο ταξί κι όποιου του αρέσει με παίρνει κούρσα». «Άντε να χαθείς ανόητε», του έλεγε εκείνη θυμωμένα. «Πάνε στη γυναίκα σου και άσε τις ξένες γυναίκες». «Τι να το κάνω κείνο το παρτάλι Τασούλα μου». Η Τασία δεν είχε πει τίποτα στο Δημητρό. Τα πειράγματα του Μάνθου τα θεω ρούσε ανάξια λόγου. Από την άλλη μεριά φοβόταν κιόλας, μην πάει ο Δημητρός και του ζητήσει το λόγο. Όπως ήταν και νευρικός, μπορεί να πιάνο νταν στα χέρια. «Λοιπόν Κώστα. Τι χαμπάρια;», ρώτησε τον πατέρα. «Δύσκολα τα πράματα, Δημητρό. Το μαγαζί κλείνει σε κάνα δυο βδομάδες κι απ ότι βλέπω δε θα με πάρουν φέτος στις αγορές. Πώς θα βγει ο χειμώνας, ένας θεός το ξέρει. Αν περιμένουμε μόνο απ’το έκτακτο βοήθημα που δίνει το εργα τικό κέντρο κάθε χρόνο, ζήτω που καήκαμε. Θα πέσει πείνα και των γονέων που λέμε». «Εσύ να τα βλέπεις Κώστα μου», είπε χαμογελωντας ο Δημητρός. «Σ’εκμεταλλεύονται και πλουτίζουν και όταν δεν σε χρειάζονται, σε πετάνε στην άκρη σα σκουπίδι. Ούτε που τους νοιάζει πώς θα τα βγάλεις πέρα με δυο παιδιά στο σχο λείο. Ξέρεις ότι τ’αφεντικό σου αγόρασε το κότερο του βασιλιά;» «Ποιο κότερο; Εκείνο με τις δυο δεκαεξάρες μηχανές, που είναι αραγμένο κο ντά στην προβλήτα;» «Ακριβώς εκείνο Κώστα μου. Απ’τον δικό μας τον ιδρώτα βγαίνουν όλα τούτα». «Δεν αφήνεις και μια φορά την κατήχηση απ’έξω, ρε Δημητρό. Τώρα σε λίγο θα με πεις ότι υπάρχει μια χώρα όπου περνούν όλοι μπέικα. Ετσι δεν είναι;» «Καλά καλά. Κορόιδευε συ». «Τι να σου πω καημένε», έκανε με ειρωνεία ο πατέρας. «Στη λαοκρατία κάνατε το Ντόκο λιμενάρχη. Πιο χαμένο κορμί απ’αυτόν, δεν υπάρχει. Μπεκρής, χασι
34
κλής, ρεμάλι σκέτο. Επειδή λέει ότι είναι κομμουνιστής, θα τον κάνουν στο τέλος και πρωθυπουργό». «Εμένα ούτε που με νοιάζει τι κάνουν οι κομμουνιστές», είπε ο Δημητρός. «Εγώ απλά βλέπω την αδικία και τη σχολιάζω». «Κάποιοι απ’αυτούς λένε έξυπνα κι ωραία πράματα» συνέχισε ο πατέρας, «δεν έχεις τι να τους απαντήσεις. Τις προάλλες στο μαγαζί ο Σίμος, τον ξέρεις το Σίμο έτσι;» Ο Δημητρός κούνησε το κεφάλι του προς τα κάτω. «Ε, λοιπόν αυτός κοκορευόταν τις προάλλες ότι όταν ντύνεται το χειμώνα με το γαμπριάτικο του κοστούμι και φοραει την παρτεσού με τη μαντίλα του, το αφε ντικό δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του. Πετάχτηκε τότε ο Λουλούδας και του λέει. Ξέρεις ρε συ όρνιο, τι πα να πει να μη φοριέται σολιασμένο παπούτσι». Ξαφνικά ο πατέρας γύρισε και κοίταξε το Δημητράκη. «Καλά εσύ τι στρώθηκες εδώ σα μεγάλος; Σε λίγο θα πάρεις μέρος και στη συ ζήτηση. Δεν είναι κουβέντες για παιδιά αυτές. Ασε που όσο λιγότερα απ’αυτά ξέρεις στις πονηρές μας μέρες, τόσο το καλύτερο». Ο Δημητρός κοίταξε το παιδί χαμογελώντας. «Δημητράκη. Πάνε στον Θάνο το φούρναρη παιδί μου και πες του να σου δώσει μισή οκά σελειπονούς». «Τι είν αυτό;», ρώτησε ο μικρός. «Μισή οκά σελειπονούς και μια οκά σηκωβάρα», συμπλήρωσε ο πατέρας του. «Αυτός ξέρει και θα σου δώσει. Πες του να μη σου δώσει σκάρτο πράμα, αλλά το καλύτερο». Ο Δημητράκης έφυγε σα σφεντόνα, για να γυρίσει γρήγορα και να προλάβει τη συζήτηση. Έφτασε λαχανιασμένος στο φούρνο. Ο Θάνος στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Επεσε σχεδόν πάνω του με τη φόρα που είχε. «Πού πας τόσο φουριόζος λεβέντη μας;» «Είπε ο πατέρας μου να με δώσεις μισή οκά σελειπονούς και μια οκά σηκωβάρα. Nα είναι καλό πράμα καί να το γράψεις στο λογαριασμό μας». Ο φούρναρης γέλασε με την καρδιά του. «Πες του πατέρα σου ότι το σελειπονούς το αγόρασε όλο ο ξάδερφός του ο Δημητρός που πέρασε πριν λίγο για το σπίτι σας και το σηκωβάρα το δωσαμε όλο στη διευθύντριά σας την κυρία Ευτέρπη, για να έχει να σας μοιράζει από λίγο στον καθένα σας, όλο το χρόνο». Τότε κατάλαβε με μιας τι ήταν αυτό που τον έστειλαν να αγοράσει. Ήθελαν να τον ξεφορτωθούν, για να μπορέσουν να συζητήσουν μόνοι τους. Αυτό τον ενο χλούσε, αλλά από την άλλη μεριά το καταλάβαινε κιόλας, γιατί τους το έλεγε και η δασκάλα τους στο σχολείο. «Τα παιδιά πρέπει να κοιτούν τα μαθήματα τους και να μην μπερδεύονται στις υποθέσεις και στις κουβέντες των μεγάλων». Γύρισε στο σπίτι με το πάσο του. Μόλις έφτασε στην ξώπορτα είδε τον κύριο Φαρδή να έρχεται από την άλλη μεριά του δρόμου. Τώρα θα συμπληρωνόταν
35
το καρέ, όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του. Ένιωσε λίγο ανήσυχος. Αυτές οι συζητήσεις ανάμεσα στους τρεις τους δεν γίνονται τώρα τελευταία όπως παλιά με γέλια και πειράγματα. Τα πράγματα γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο σοβαρά. Ο κύριος Φαρδής με τον θείο Δημητρό μιλούν έντονα και θυμωμένα και στο τέλος όταν χωρίζουν είναι κρύοι και στεναχωρημένοι. «Φανατίζονται εύκολα», έλεγε ο πατέρας. «Να δούμε πού θα καταλήξει αυτή τους η κόντρα. Σε λίγο από γκαρδιακοί φίλοι, θ’ρπαχτούν και θα σκοτωθούν μεταξύ τους. Ο θεός να βάλει το χέρι του». Ο Δημητράκης δεν ήξερε σε τι πράμα ακριβώς διαφωνούσαν και θύμωναν. Αυτός πίστευε οτι ο Δημητρός είχε δίκιο, αν και καταλάβαινε ότι το δίκιο του το έδινε γιατί τον αγαπούσε, ενώ τον Φαρδή τον έβλεπε κρύο και απόμακρο. Το είχε μάλιστα συζητήσει και με τα παιδιά. «Αφού ρε μάπα χαμπάρι δεν έχεις από αυτά που συζητάνε. Πώς μπορείς να πεις ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι;» Είπε ο Κεφάλας. «Aσε τους μαλάκες να βγάλουν τα μάτια τους. Εμείς παίζουμε πετροπόλεμο με τη συμμορία της πλα τείας, ανοίγουν τα κεφάλια μας σα γαρούφαλα και την άλλη μέρα καθόμαστε στο ίδιο θρανίο και βοηθάμε ο ένας τον άλλο όταν μας ρωτήσει κάτι η δασκάλα που δεν ξέρουμε ν’απαντήσουμε. Μετά παίζουμε στα διαλείμματα μαζί, σα να μη πρόκειται το ίδιο βράδυ να σκοτωθούμε πάλι με τις πέτρες». «Καλά σου λέει ρε», πετάχτηκε ο αράπης. «Αυτοί οι μεγάλοι αρπάζονται και σκοτώνει ο ένας τον άλλον. Αν έρχονταν να παίξουν μαζί μας πετροπόλεμο, την άλλη μέρα ούτε γάτα ούτε ζημιά». Κοίταξε τον Φαρδή από πάνου ως κάτου και πρόσεξε ότι όπως πάντα, δεν κρα τούσε τίποτα στα χέρια του. «Αμαρτία το’χει αυτός ο άνθρωπος να με φέρει έστω και μια καραμέλα». Ο Φαρδής τον χάιδεψε στο κεφάλι. «Πώς είσαι Δημητράκη; Πώς πάει το σχολείο; Είναι ο μπαμπάς κι η μαμά σου μέσα;» «Τα σχολεία κύριε Φαρδή αρχίζουν την Πέμπτη. Ο μπαμπάς κι η μαμά είναι στην κουζίνα. Είναι και ο θείος Δημητρός με τη γυναίκα του εδώ». «Α…», έκανε εκείνος. «Ακόμα καλύτερα». Μπήκαν στο σπίτι μαζί και τράβηξαν κατ’ευθείαν στην κουζίνα. Ο Δημητράκης ήταν όλο νεύρα. Αυτοί οι άτιμοι οι μεγάλοι χαιδεύουν τα παιδιά στο κεφάλι, κάτι που τον νευρί αζε παρά πολύ. Αμ οι γιαγιάδες του και οι θειες του που έσκυβαν και τον φι λούσαν μέσα στ’αυτί; Αυτό τι ήταν πάλι; Του ερχόταν να τις δώσει μια σπρωξιά να τις ρίξει κάτω, αλλά αποφάσισε ότι καλύτερα θα ήταν να τις αποφεύγει. Το είχε πει και στη μάνα του. «Δε μ’αρέσει να με ρουφάν τ’αφτί. Ούτε να με χάίδεύουν στο κεφάλι σα τη γάτα μας». Η μάνα του γέλασε και είπε ότι έτσι γίνεται με τα παιδιά. Επειδή είναι μικρά, οι μεγάλοι σκύβουν για να τα φιλήσουν.
36
«Ας μη σκύβουν καθόλου κι ας μη με φιλούν. Έτσι κι αλλιώς με γεμίζουν σάλια». Η μάνα του τον κοίταξε άγρια. «Ακου να σου πω», του είπε. «Δεν μπορούμε ν’απαγορέψουμε τους συγγενείς να σας αγαπάνε. Κι αν δε σ’αρέσει, να κάνεις το κορόιδο και να μη μιλάς. Κα τάλαβες;» Μόλις μπήκαν με τον Φαρδή στην κουζίνα, σταμάτησαν αμέσως οι κουβέντες που ακούγονταν. «Καλώς το Φαρδή», είπε ο πατέρας. «Κάτσε να πιεις μια ρετσίνα. Έχει και καλό μεζέ. Κεφτέδες της Μαρίας. Πρώτο πράμα». «Μήπως διέκοψα καμιά σοβαρή συζήτηση;» Ρώτησε εκείνος και κοίταξε με ειρωνικό χαμόγελο τον Δημητρό. «Σίγουρα θα λέγατε για τους κατσαπλιάδες που πήραν τα βουνά και θέλουν, αυτοί οι αγράμματοι και αστοιχείωτοι, να μας κυ βερνήσουν με τις μεθόδους του Στάλιν». «Κάθισε ρε σαχλαμάρα», είπε ο Δημητρός. «Θα πούμε πρώτα γι αυτούς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς στην κατοχή. Θα πούμε και για τους βουργαρογραμμένους, που μας κυβερνάνε». «Σιγά μην αφήσουμε τους ξενόφερτους υπηρέτες του Στάλιν να κυβερνήσουν αυτή τη χώρα». «Καλά, δεν υπάρχουν έλληνες να κυβερνήσουν τον τόπο;», ρώτησε κάνοντας τον αγαθό ο πατέρας. «Πρέπει πάντα κάποιος άλλος να κάνει εδώ κουμάντο;» Σήκωσε το ποτήρι του. «Αντε εις υγείαν και να ξέρετε ότι το μόνο που μένει στον άνθρωπο, είναι η φι λία και η συγγένεια. Όλα τ’άλλα είναι περαστικά. Δεν είν ανάγκη να συμφωνεί τε για το ποιος θα μας κυβερνήσει», είπε και γέλασε καλοσυνάτα. «Τα γούστα του καθενός είναι διαφορετικά. Άλλος αρέσει τα φασόλια κι άλλος τις φακές». «Τέλος πάντων», είπε ο Φαρδής. «Φιλοσοφίες της δεκάρας». «Δε μας λες εσύ τις δικές σου Φαρδή; Εμείς τόσα γράμματα ξέρουμε, τόσα λέμε». «Εντάξει. Δεν ήθελα να σε προσβάλω Κώστα. Έτσι το είπα για πλάκα. Κάτι άλλο ήθελα να σε ρωτήσω και γι αυτό ήρθα. Άκουσα ότι ο Καραβιάς εξαφανί στηκε και μάλλον πήγε στο βουνό. Ξέρεις τίποτα;» Ο πατέρας τον κοίταξε. «Ξέρω μόνο ότι δεν ήρθε σήμερα στη δουλειά κι έχω το φάκελο με το βδομα διάτικό του, να το πάω στη γυναίκα του. Υπέθεσα ότι ήταν άρρωστος». «Τι άρρωστος, χριστιανέ μου; Αυτός παράτησε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και τράβηξε στο βουνό να σώσει λέει την πατρίδα, αλλά δεν είμαι και τε λείως σίγουρος». «Και τι σε κόφτει εσένα ρε Φαρδή;», ρώτησε ο Κώστας. «Κοίτα τη δουλειά σου κι άσε τους άλλους να δουν κι αυτοί το χάλι τους». «Στο βουνό πήγε σίγουρα», είπε ο Δημητρός. «Και πώς το ξέρεις εσύ;»
37
«Αφού μένει ακριβώς απέναντι από μένα. Ούτε δέκα μέτρα μας χωρίζουν. Χτες βράδυ ήρθε στο σπίτι και με είπε ότι το πήρε απόφαση. Δεν αντέχει άλλο να έχει την ασφάλεια κάθε λεπτό δίπλα του. Αυτός που ήταν όλα τα χρόνια της κα τοχής στο βουνό και πολέμησε. Πήραν το πάνω χέρι οι Βουλγαρογραμμένοι, είπε. Και μια που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να ζήσει την οικογένειά του και πριν τον πιάσουν και τον στείλουν εξορία, γιατί έτσι κι αλλιώς θα το κάνουν σύντομα, καλύτερα να πάει στο βουνό. Εσένα όμως Φαρδή, όπως είπε κι ο Κώστας, τι σε νοιάζει;» «Τα πράματα Δημητρό μου δυσκόλεψαν παρά πολύ. Μας ήρθε εντολή στην υπηρεσία, σε συνεργασία με την ασφάλεια, να κάνουμε φάκελο για τον καθένα που είναι στο βουνό. Η ασφάλεια βέβαια έχει φακελο για όλους. Για σένα, για τον Κώστα, για μένα. Γι’αυτούς όμως που είναι συμμορίτες θα έχουμε και στην υπηρεσία μου φάκελο, γιατί άσχετα με το αν κάνουν κάτι σοβαρό ή όχι και μόνο που είναι με τους κατσαπλιάδες, είναι υπόδικοι και θα δικαστούν. Και η ποινή μπορει να είναι και εκτέλεση». «Δημητρό», συνέχισε μ’ένα κόμπο στο λαιμό. «Θέλω vα προσέχεις. Αυτό σε λέω μόνο. Από δω και πέρα δεν θα έχει έλεος. Όποιος φάει ταν άλλον. Ξέρεις πόσο σ’αγαπώ, όσο κι αv δεν συμφωνούμε και μαλώνουμε και πόσο σε λογα ριάζω σα φίλο. Όμως σε θερμοπαρακαλώ, κάτσε λίγο στ’αβγά σου να περάσει η μεγάλη μπόρα. Ασε τις προπαγάνδες κατά μέρος». Οι γυναίκες που είχαν τραβηχτεί σε μια άκρη κι έλεγαν τα δικά τους, ακούγοντας τα τελευταία λόγια του Φαρδή, γύρισαν προς το μέρος τους κατατρομαγμένες. «Τι είναι; Τι συμβαίνει;», ρώτησε η Τασία. «Δημητρό σκέψου λίγο το παιδιά». «Δεν τρέχει τίποτα ρε γυναίκα. Ο Φαρδής θέλει να μας τρομάξει λίγο. Εξάλλου, εμείς δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Ούτε τα βουνά πρόκειται να πάρω, ούτε και καμιά σχέση με το κόμμα έχω. Απλά βλέπω τις αδικίες που γίνονται και τις κατακρίνω». «Και δεν μπορείς να σταματήσεις αυτή, την πώς την είπε ο Φαρδης, για να μη πάθουμε καμιά ζημιά και να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας;» συνέχισε η Τασια. «Πες του το χρυσόστομη», πετάχτηκε ο Φαρδής. «Αυτό του λέω και γω. Την πάπια ώσπου να περάσει η μπόρα». Ο Δημητρός ήπιε μια γουλιά ρετσίνα. «Μη στεναχωριέσαι φίλε μου», είπε. «Δεν πρόκειται να σε εκθέσω. Εντάξει; Γι αυτό δεν ενδιαφέρεσαι;» «Για να πω και την πάσα αλήθεια, με εκθέτει λίγο στην υπηρεσία μoυ και την ασφάλεια η στάση σου. Τις προάλλες, ο διοικητης της ασφάλειας με έλεγε ότι αυτός ο φίλος και συγγενης σας, κύριε βασιλικέ επίτροπε, έχει ένα στόμα μεγα λύτερο απ’τον κώλο του. Ας το μαζέψει λίγο, γιατί καμιά μέρα θα τον μαζέψου με εμείς, με την άδεια σας φυσικά, και θα τον κάνουμε ίσα μ’ένα άλογο». Tη Μαρία την πήραν τα δάκρυα.
38
«Καλέ τι πράματα είν αυτά π’ακούω; Τα πραματα πανε απ’το κακο στο χειροτερο. Ουτε στην κατοχη συνεβαιναν αυτά. Τωρα εχουμε και σκοτωμους μεταξυ μας από πανου. Ήμαρτον Θεέ μου. Κώστα εσυ μην ανακατώνεσαι». «Εγώ δεν ανακατώνομαι», απάντησε ο πατέρας. «Αυτοί μ’ανακατώνουν όλη μέρα. Δεν είδες που ήρθε νωρίτερα κείνος ο ανθυπασπιστής και με ζήτησε να κάνω το ρουφιάνο; Κι εγώ τι του απάντησα; Κοντολογίς να μ’αφήσει ήσυχο και να μη με μπλέκει με τέτοιες ιστορίες. Ε, λοιπόν σου λέω ότι τώρα το έχει μετα φέρει στην ασφάλεια. Αρνηση προς συνεργασία με τις εθνικές δυνάμεις το χα ρακτηρίζουν. Έτσι δεν είναι Φαρδή;» Ο Φαρδής ξερόβηξε στεναχωρημένος. «Είπα πριν ότι τα πράματα δυσκόλεψαν πολύ. Όλοι πρέπει λέει να πάρουν θέση στο εθνικό πρόβλημα και να συμβάλουν στην εξόντωση των συμμοριτών. Βέβαια θα υπάρξουν και υπερβολές και κοντά στο ξερό θα καούν και μερικά χλωρά. Αυτό όμως είναι αναπόφευκτο». «Τι μας λες καλέ;», πετάχτηκε η Μαρία. «Το λες μ’έναν τρόπο, σα να είναι ν’αφανιστούν και μερικά σκυλιά κατά λάθος. Ξέρεις τι έλεγε ο πατέρας μου οταν μας ήρθε το χαμπέρι ότι ο αδερφός με σκοτώθηκε σιη μάχη του Σκρα; Πολλοί πήγαν στον πόλεμο, μα οι περισσότεροι γύρισαν. Λίγoι άφησαν τα κουφάρια τους εκεί. Γιατί όμως αυτός; Γιατί ο δικός μας ο γιος; Δεν είναι άδικο; Κατάλα βες κυρ-Φαρδή με τι πα να πει αυτό; Το άδικο στον έναν είναι κείνο που μένει και που πονά και μετράει περισσότερο, παρά η χαρά για τους χίλιους. Άσε λοι πόν το χλωρό και το κοντό και το μακρύ και πες καθαρά τι θέλεις από μας». «Νομίζω ότι μίλησα καθαρά», είπε ο Φαρδής κοκκινίζοντας. «Πρέπει όλοι vα πάρουν θέση και μεριά. Όποιος δε συμπαραστέκεται και δε βοηθά με κάθε τρόπο τις εθνικές δυνάμεις, τότε θεωρείται ότι είναι με τους συμμορίτες. Αυτές είναι οι εντολές που έχουμε, αυτά σας λέω για να φυλαχτείτε και να ρυθμίσετε τη θέση σας». «Δηλαδή πα να πει ότι είχε δίκιο ο Καραβιάς που την κοπάνησε. Κάτι φαίνεται ότι μυρίστηκε κι από δω πάν κι οι άλλοι». «Αυτές τις μέρες είναι βέβαιο ότι θα τον επιαναν», είπε με σιγουριά ο Φαρδής. «Θα τον έστελναν κατευθείαν στην εξορία». Ο πατέρας, κοίταζε το ποτήρι του με τη ρετσίνα σκεπτικός και λυπημένος. Εκανε να πει κάτι, το μετάνιωσε, μετά το αποφάσισε. «Δηλαδή μ’άλλα λόγια Φαρδή, ή ρουφιάνος και καταδότης, ή στο βουνό. Άλλος δρόμος, κατά πώς το λες, δεν υπάρχει». «Δυστυχώς οχι Κώστα μου». «Καλέ» έβαλε τις φωνές η Μαρία, «Θα μας, βάλουν τώρα σε καλουπι; Δε θέλουμε καλέ τίποτα. Την ησυχία μας θέλουμε. Ούτε πολλά ούτε λίγα. Το με ροκάματό μας και τα παιδιά μας». «Είναι και κάτι ακόμα», είπε σκεφτικος ο Φαρδής «Τι; Έλα… Ξαμόλατο κι αυτό να τελειώνουμε», του είπε ειρωνικά ο Δημητρός».
39
Ο Φαρδής πήρε βαθιά αναπνοή, τους κοίταξε όλους μια γύρα και φάνηκε να δι στάζει. «Έλα», είπε ο πατέρας. «Πέστο να τελειώνουμε». Ο Φαρδής έδειχνε πολύ στεναχωρημένος. Ασχημο δρόμο έπαιρνε η συζήτηση. Αυτός, ναι ήταν αντικομμουνιστής και ορκισμένος εχθρός τους. Σ’αυτό είχε βοηθήσει και η μάνα του, που όπως έλεγαν ήταν απ’τα μέρη της Ρωσίας και κα ταγόταν μάλιστα από πλούσια και αριστοκρατικιά οικογένεια με πολλά λεφτά και τεράστιες εκτάσεις. Στο σπίτι τους, ήθελαν ακόμα να πουν, ότι είχαν δυο φορές περισσότερους υπηρέτες απ’όσα ήταν τα μέλη της οικογένειάς τους χώρια οι κουλάκοι, οι δούλοι δηλαδή, που δούλευαν στα ατέλειωτα χωράφια τους. Με την επανάσταση οι δούλοι τους ξεσηκώθηκαν και το πρώτο πράμα που κάναν, ήταν να σκοτώσουν τον πατέρα της. Μετά μάζεψαν όλη την οικογένεια στο τεράστιο σαλόνι και τους είπαν ότι το σπίτι κατάσχεται και ότι έπρεπε να σηκωθούν και να φύγουν στο καλό. Όπου θέλουν ας πάνε. Ο θείος της με τις ξαδέρφες της είπε ότι προτιμούσε να πάει στη Μόσχα, ενώ η μάνα του πήρε απ’το χέρι αυτόν και την αδελφή του και πήραν με το πόδια το δρόμο. «Θα πάμε στην Ελλάδα», τους είπε. «Με κάποιο τρόπο θα φτάσουμε στην Ελ λάδα». Με χίλια βάσανα κατάφεραν τελικά κι έφτασαν στο Μπακού κι αφού ταλαιπω ρήθηκαν εκεί πάνω από ένα μήνα, κατάφεραν τελικά να μπουν σ’ένα καράβι που τους έβγαλε στην Αλεξαντρούπολη. Από κει πάλι με το πόδια, έφτασαν στο χωριό απ’όπου καταγόταν ο πατέρας της. Είχε ένα φοβερό μίσος γι αυτούς τους επαναστάτες που σκότωσαν μπροστά στα μάτια της τον αγαπημένο της πατέρα. Τους πήραν όλα τους τα καλά και τα υπάρχοντά και την έστειλαν, με δυο μικρά παιδιά, στους πέντε δρόμους. Το μεγαλύτερο κακό όμως ηταν ότι έχασε και τον άντρα της. Ελειπε σε μακρι νό ταξίδι όταν έγιναν το γεγονότα και από τότε τον έχασε. Ούτε ήξερε τι έγινε. Χρόνια περίμενε μπας και εμφανιστεί, αλλά τίποτα. Αυτό το μίσος για κείνους που σκότωσαν τον πατέρα της κι ορφάνεψαν τα παι διά της, το φύτεψε βαθιά μέσα στο γιο της κι ορκίστηκε κρυφά ότι μ’αυτόν θα φρόντιζε να τους εκδικηθεί όσο περισσότερο μπορούσε. Από μωρό παιδί, αντί για παραμύθια, του έλεγε την ιστορία του αφανισμού τους. Και σα να μην έφτα ναν όλα αυτά, αρρώστησε και η μικρότερη αδελφή του ένα χρόνο μετά τον ερ χομό τους στην Ελλάδα, και πέθανε. Πολύ. Παρά πολύ την αγαπούσε τη μικρή τη Λευτεριά κι ένιωσε τελείως μόνος κι έρημος με το θάνατό της. Η μάνα του, σχεδόν κάθε βράδυ σαν ήτανε παιδί, μοιρολογούσε μια τον πατέρα της, μια τον άντρα της και μια την κόρη της. «Μην λησμονήσεις ποτέ», του’λεγε. «Θα ζούσαμε τώρα όλοι ανέτως και θα εί χαμε κοντά μας τον παππού σου, τον πατέρα σου και την αδελφήν σου. Όλα μας τα γκρέμισαν οι κομμουνιστές. Αυτοί μας κατάστρεψαν, αυτοί μας πήραν τα πάντα».
40
Αν από μικρό τον έβλεπε να κάνει παρέα με κανένα παιδί που οι γονείς του ήταν αριστεροί, τον ξέκοβε αμέσως. «Με αυτόν δε θα κάνεις άλλο παρέα. Δεν είναι από καλό σπίτι». Όταν τολμούσε να αντισταθεί και της έλεγε ότι ήταν δικός του λογαριασμός με ποιους θα κάνει παρέα και ότι τα παιδιά πρέπει να ταιριάζουν στα παιχνίδια και όχι στις ιδέες των γονιών τους, γινόταν έξω φρενών. «Εσύ αγωνίζεσαι να με πεθάνεις», του’λεγε. Αν δε σταματήσεις αυτές σου τις παρέες, σου το λέγω ότι θα πέσω από τον προφήτη Ηλία και θα σκοτωθώ». Και για τη γυναίκα του τη Γαρουφαλίτσα είχε τις υποψίες της. Οι γονείς της δε μιλούσαν ποτέ και κοντολογίς κανείς δεν ήξερε από πολιτικά τι καπνό φουμάριζαν. Το μόνο στοιχείο που είχε εναντίον τους, ήταν πως και οι δυο ήταν κα πνεργάτες και καπνεργάτης σήμαινε κομμουνιστής, ή κρυφοκομμουνιστής, ή τέλος πάντων φίλος τους. Στην αρχή της φάνηκε εύκολη υπόθεση να τον ξε κόψει απ’τη Γαρουφαλίτσα. «Αγνώστου πολιτικής ηθικής», τη χαρακτήρισε και του ζήτησε να ξεκόψει αμέσως. «Ο καθείς με την τύχην του και με τας προσπαθείας του. Ο πτωχός με τον πτωχόν και ο πλούσιος μετά του πλουσίου. Ο εγγράμματος με τους ομοίους του και ο αγράμματος με τους δικούς του». Εκεί όμως δεν της πέρασε. Η Φάρδαινα η κομμουνιστοφάγαινα, που την έλεγε ο κυρ-Αριστείδης με το ιδιαίτερό του χαμόγελο, την έφαγε κι έκατσε. «Οτι θέλεις κάνε μάνα», της είπε όταν για μια ακόμα φορά απείλησε ότι θα πέσει να σκοτωθεί. «Εγω πάντως τη Γαρουφαλίτσα θα την πάρω κι ας είναι και με τους κομμουνιστές και με το διάολο ακόμα». Εκεί μιλούσε η καρδιά και ο έρωτας. Κατά τα υπόλοιπα είχε ριζωθεί βαθιά μέσα του η απέχθεια για τους κομμουνιστές και όσους τους υποστήριζαν, μα ως τώρα δεν του είχε δοθεί η δυνατότητα να εκδηλωσει τις απόψεις του και την αντίθεσή του. Ο Δημητρός, που στα κατάστιχα του μυαλού του κυρ-Αριστείδη ήταν καταχω ρημένος με το χαρακτηρισμό προοδευτικός, τον προβλημάτιζε λίγο, αλλά του φαινόταν αδύνατο να έρθει σε ρήξη μαζί του. Τι διάολο. Από παιδιά ήταν σαν ένα σώμα και μια ψυχή. Μάλιστα είχαν δεθεί, μαζί και με τον Κώστα, με όρκο αίματος. Ότι δηλαδή θα είναι για πάντα, για ότι κι αν συμβεί, φίλοι και θα υπε ρασπίζονται ο ένας τον άλλο. Είχαν κάνει από μια χαρακιά στο αριστερό τους χέρι, αυτό ήταν το κατάλληλο είχε πει ο Κώστας γιατί ήταν το χέρι της καρδιάς κι ένωσαν τα αίματά τους. Οσο κι αν φαίνονταν απλοϊκό και μ’όλο που είχαν περάσει τόσα χρόνια, με γάλωσαν και γίναν οικογενειάρχες, ένιωθε αυτόν τον παλιό παιδικό όρκο να τον κρατάει δεμένο μαζί τους, με την ίδια πρωτόγονη δύναμη της παιδικής τους φιλίας. Αιστανόταν πως ήταν δεμένος με δυο ανθρώπους για πάντα και πως τί ποτα δε χωρούσε ανάμεσα τους. Πως τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να τους χωρίσει.
41
Οι φίλοι του, οι παιδικοί του φίλοι, θα ήταν όσο ζούσε η σιγουριά του, η ασφάλειά του, το αποκούμπι του αν χρειαζόταν. Μερικές φορές όταν έκανε αυ τές τις σκέψεις, θύμωνε με τον εαυτό του. «Τι διάολο», σκεφτόταν. «Αιχμάλωτος από ένα παιδικό παιχνίδι; Είναι ελεύθε ρος να διαλέξει τους φίλους του και τους εχθρούς του τώρα που έγινε άντρας κι έκανε μάλιστα οικογένεια. Τι περίεργο αίστημα ήταν αυτό που τον έκανε μερι κές φορές να νιώθει πιο δεμένος μαζί τους, παρά με τη μάνα του κι ακόμα ακόμα και με τη γυναίκα του και τα παιδιά του;» Πόσες φορές προσπάθησε να το πολεμήσει. Όχι γιατί τον ενοχλούσε ο πρω τόγονος αυτός δεσμός μαζι τους, αλλά γιατί ήθελε να δείξει στον εαυτό του ότι ήταν δυνατός χαρακτήρας και μπορούσε να κόψει, αν ήθελε, κάθε τι που τον έδενε με το παρελθόν και με αιστήματα που μπορούσε και θα έπρεπε να τα ρεγουλάρει. Περίεργο όμως που δεν τα κατάφερνε. Σχεδόν κάθε βράδυ που γύριζε απ’τη δουλειά του για το σπίτι, όσο κουρασμένος κι αν ήταν, τα πόδια του τον έφερ ναν από μόνα τους στην πόρτα του Κώστα. Στο σπίτι του Δημητρού πήγαινε σπάνια, γιατί δεν ήταν στο δρόμο του. ΄Ηξερε όμως ότι στο σπίτι του Κώστα, ενια φορές στις δέκα, θα συναντούσε και τον Δημητρό. Κάθε φορά περνούσε δήθεν τυχαία. Μια να ρωτήσει αν τάχα είχαν κάνα νέο απ’το χωριό, μια για να τους δώσει τάχα μια πληροφορία ή να τους φέρει, όπως έλεγε, συνταρακτικά νέα που στο τέλος αποδεικνύοvτav πως μόνο συνταρακτι κά δεν ήταν. Ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη του. Κοκκίνισε, καθώς ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό νου. «Γιατί ήρθαν έτσι τα πράματα;» σκέφτηκε. «Μια χαpά ηταv ως τα τώρα. Είχαν περάσει κατοχή, που τους έδεσε ακόμα περισσότερο. Ουτε μια πικρή κουβέντα άλλαξαv μεταξύ τους τόσα χρόνια». Γέλασε, αλλά ο κόμπος απ’το λαιμό του δεν έλενε να τον αφήσει. Ήθελε και έπρεπε να τους πει κάτι σημαντικο, αλλά φοβόταν ότι θα το το παίρναν ανάπο δα. Το καταλάβαινε από την αντίδρασή τους στη συζήτηση, που προσεκτικά είχε ξεκινησει απόψε και την είχε ακόμα πιο προσεχτικά προετοιμάσει απ’ τ’απόγεμα. «Πρέπει να κάνω πρώτα μια εισαγωγη» είπε στον εαυτό του όταν καθόταν μόνος του στο γραφείο και διάβαζε κείνο το έγγραφο απ’το υπουργείο δημόσιας τάξης. Ηταν απόρρητο, αλλά λίγο τον ένοιαζε. Ετσι κι αλλιώς όλα τα έγγραφα του υπουργείου ήταν απόρρητα, αλλά τα μυστικά τους δεν κρατούσαν πάνω από εικοσιτέσσερες ώρες αφου οι εντολές έπρεπε να υλοποιηθούν άμεσα ή πάραυτα όπως αναφερόταν στο τέλος κάθε εγγράφου. Εκείνο μόνο που τον ενοχλούσε πιο πολυ και τον έκανε έξω φρενών, ήταν που οι εχθροί του εθνους, όπως όλοι στο σινάφι του αποκαλούσαν τους κομμουνι στές, μαθαιναν το περιεχόμενο των εγγράφων που λάβαινε, πριν ακόμα κι απ’ αυτόν τον ίδίο. Είχε μάλιστα στείλει και αναφορά σχετικά με το θέμα.
42
«Οι εχθροί της πατρίδος» έγραφε, «έχουν προσβάσεις, αίτινες τους καθιστούν γνώστας των προς ημάς αποστελλομένων διαταγών και εντολών, με αποτέλε σμα να λαμβάνουν εγκαίρως τα μέτρα εκείνα, άτινα καθιστούν τας υφ’υμών εντολάς και διαταγάς ανενεργούς και περιορισμένης ενίοτε αποτελεσματικότη τος». Απάντηση βέβαια στην αναφορά του αυτή δεν έλαβε και το απέδωσε στο γεγο νός ότι ο κομμουνιστικός δάκτυλος το εξαφάνισε, ή το χαντάκωσε κάπου σε κάποιο συρτάρι του υπουργείου. «Τοσο πολύ σπουδαίο είναι αυτό που θα μας πεις ρε Φαρδή;» είπε ο Κώστας κοιτάζοντάς τον καλά καλά στα μάτια. «Σταμάτα να στριφογυρίζεις στην κα ρέκλα σου και να ιδρώνεις σα μαθητής και πες μας γρήγορα τι έχεις να πεις». Εβγαλε το ρολόι απ’το τσεπάκι του και κοίταξε την ώρα. «Δέκα και μισή», είπε σηκώνοντας τα φρυδια του. «Μικρέ, ώρα για ύπνο». Ο Δημητράκης είχε από πολλή ώρα νιώσει τα βλέφαρά ηου να βαραίνουν, όμως η κουβέντα του φαινόταν τόσο ενδιαφέρουσα, που θα’δινε και όλες τις μπίλιες του, μόνο να μπορούσε να την ακούσει μέχρι τo τέλος. Είχε ζαρώσει σε μια γωνιά της κουζίνας, με την ελπίδα ότι θα τον ξεχάσουν. Εξάλλου ήταν η πρώτη φορά που έμεινε σε μια συζήτηση τόσο πολύ και είχε αρχίσει να πιστεύει ότι από δω και στο εξής ο πατέρας θα σκεφτόταν ότι είχε μεγαλώσει αρκετά, για να μένει μαζί τους και να παρακολουθεί το τι λέγανε. «Δε νυστάζω ακόμα μπαμπά», είπε και τσίτωσε τα μάτια του. «Ούτε που ακούω τι κουβεντιάζετε. Εγώ σκέφτομαι τα παιχνίδια και τους φίλους μου». «Δεν τ’αφήνεις αυτά που ξέρεις βρε μπαγαπόντη, χαμογέλασε καλοσυνάτα ο πατέρας του. Άντε μπρος για ύπνο. Δεν είναι αυτές οι συζητήσεις για παιδιά της ηλικίας σου». «Άστον…. Ας κάτσει», πετάχτηκε ο Δημητρός. «Έτσι κι αλλιώς σε λίγες μέρες θα τα ξέρουν όλα τα παιδιά. Συνάντησα σήμερα τη διευθύντρια, την κυρία Ευ τέρπη, και με είπε ότι τους ήρθε εντολή απ’το υπουργείο παιδείας και θρησκευ μάτων, να εντείνουν την προπαγάνδα στους κατά των κουμμουνιστοσυμμοριτών. Φαίνεται ότι σκέφτονται να βάλουν κι ένα καινούριο μάθημα, που θα το λεν εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση».. Χαμογέλασε πικρά και συνέχισε. «Τι θέλουν και μπερδεύουν τα μικρά βλα στάρια σε τέτοιες προπαγάνδες; Τι θα γίνουν αυτά σα μεγαλώσουν; Άστον λοι πόν να ακούσει και ότι μάθει έμαθε». Του ήρθε να σηκωθεί και να τον φιλήσει τον θείο Δημητρό. Μάλιστα θα έπρεπε να φιλήσει και τον κύριο Φαρδή, που έγνεψε ότι κι αυτός δεν είχε αντίρρηση να μείνει μαζί τους. Εκείνο που δεν κατάλαβε απ’όσα είπε ο Δημητρός, ήταν γι αυτή την πώς την είπε, που θα έκαναν στο σχολείο. Τι πράμα μπορεί να ήταν αυτό; Κάτι σαν παι χνίδι του έμοιαζε. Ήθελε να ρωτήσει κάποιον, αλλά δεν τολμούσε. Πλησίασε με τρόπο τη μάνα του που ζαρωμένη και φοβισμένη σε μια γωνιά πα ρακολουθούσε μαζί με την Τασία τη συζήτηση και κάθε τόσο κουνούσε το κε φάλι της κι αναστέναζε.
43
«Τι είν αυτό το προπαγάντα, ή όπως το είπε ο θείος, μαμά;» «Ούτε γω ξέρω παιδί μου. Καινούριες λέξεις είν αυτές, αλλά δε μ’ακούγονται να χουν καλή ένοια. Θα δούμε τι θα μας γεννήσουν αυτά τα καινούρια λεξικά». Ο Φαρδής πήρε έναν κεφτέ και τον έβαλε ολόκληρο στo στόμα του. Έτσι κέρδι ζε μερικές στιγμές, αφού με μπουκωμένο στόμα δεν μπορούσε να μιλήσει. «Άντε ρε Φαρδή μας γκάστρωσες», είπε ο Δημητρός σηκώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό. «Θα φάμε όλη τη νύχτα και το σπουδαίο δε θα μας το πεις». «Καλά ντε τι βιάζεσαι; Γυναίκα είσαι; Περίμενε λίγο να σκεφτώ, μη σας ξεφουρνίσω και πράματα που δεν είναι ακριβώς όπως θα γίνουν και μας κάνεις μετά ρεζίλι στο καφενείο στους φίλους σου τους κουκουέδες». «Έτσι που το λες φίλε μου, είναι σα να πιστεύεις ότι κι εγώ είμαι ένας απ’αυτούς. Σου είπα πολλές φορές ότι με το κόμμα δεν έχω καμιά παρτίδα. Όσο γι αυτούς τους φίλους μου στο καφενείο που λες, είναι όλοι γείτονες από χρόνια και τίποτ άλλο. Οι μόνοι μου πραματικοί φίλοι, το ξέρεις πολύ καλά, είστε σεις οι δυο. Τίποτ άλλο δεν έχω να σου πω». Του Δημητράκη του φάνηκε ότι ο Φαρδής βούρκωσε. «Έλα Χριστέ και Πανα γιά», σκέφτηκε. Συγκινιέται κι αυτός ο άνθρωπος; Τι θα δει ακόμα; Ξαφνικά ένιωσε ότι ο Φαρδής ήταν ένας σπουδαίος και μεγάλος άνθρωπος, που τον είχε παρεξηγήσει. Ίσως γιατί δεν ήταν ικανός να δείξει την καλοσύνη και την αγάπη που είχε μέσα του. Απορούσε πάντα πώς ο πατέρας του είχε για καλό του φίλο έναν τέτοιο κρυόκωλο και μουρτζούφλη άνθρωπο. Τώρα κατάλαβε ότι ο Φαρδής δεν ήταν αυτός που νόμισε. Ήταν ο χαρακτήρας του που τον έκανε να φαίνεται τόσο απλησίαστος και κρύος. «Θα σας το πω με λίγα λόγια κι ότι βρέξει ας κατεβάσει», είπε αποφασιστικά. «Λοιπόν. Ηρθε μια εντολή απ’το υπουργείο ότι θα δημιουργηθούν ομάδες απ’όλους τους πολίτες, που θα έχουν όπλα και θα είναι σαν ένα είδος λαικού στρατού, για την αντιμετώπιση των συμμοριτών. Είναι υποχρεωμένοι να πάρουν μέρος σ’αυτές τις ομάδες όλοι ανεξαιρέτως και φυσικά κι εσείς. Θα γί νουν φυλάκια στα υψώματα γύρω απ’την πόλη και θα βρίσκονται εκεί αυτές οι ομάδες, σε βάρδιες, όλο το εικοστετράωρο. Στα χωριά έχουν συγκροτηθεί εδώ και λίγο καιρό και είναι γνωστά σαν το σώματα των μάϊδων. Μπορεί να τα έχε τε ακουστά». Ο πατέρας χλόμιασε. «Μωρέ τρελοί είν αυτοί;» είπε. «Θ’αφήσουμε τα παιδιά μας και την οικογένειά μας και θα τρέχουμε στα βουνά; Και το μεροκάματο; Με το μεροκάματο τι θα γίνει; ποιος θα ταισει τα τέσσερα στόματα; Ο στρατός τι κάνει; Κάθονται και τρώνε μόνο;» Ο Φαρδής σούφρωσε τα χείλια του, σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του το ιδρωμένο του μέτωπο, έσκυψε μπροστά και σα να φοβόταν μη τον ακούσει κανείς, είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Στρατός και τρίχες. Αυτοί παν να κάνουν μια μάχη με τους συμμορίτες και οι μισοί λακίζουν με τους κομμουνιστές, ενώ οι άλλοι μισοί το βάζουν στα πόδια. Πού να βασιστεί κανείς σ’αυτά τα ρεμάλια;»
44
«Και καλά», είπε ο Δημητρός. «Αυτοί οι κατά πώς τους είπες μάϊδες, τι καλύτε ρο θα κάνουν; Κι αυτοί μπορεί να το βάλουν στα πόδια, ή να πάνε με τους αντάρτες». Ο Φαρδής χαμογέλασε με σημασία. «Δεν είναι τόσο εύκολο. Αμερικανικές μέθοδοι είν αυτές. Φαίνεται πως οι σο φές κεφαλές στην Ουάσινγκτον τα σκέφτηκαν καλά τα πράματα. Λένε ότι έχουν ολόκληρα επιτελεία με ειδικούς επιστήμονες, όπου συμμετέχουν και με γάλοι ψυχολόγοι. Λένε λοιπόν, πως αυτοί που υποχρεωτικά θα συμμετάσχουν σ’αυτή την πολιτοφυλακή, δεν πρόκειται να λακίσουν ή να δειλιάσουν, γιατί έχουν πίσω τους τις οικογένειές τους. Είναι σα να λέμε, οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους, όμηροι». «Μη χειρότερα» είπε ο Δημητρός, «τι άλλo θα’κούσουμε και τι άλλο θα δουν τα μάτια μας. Ούτε οι Βούργαροι στην κατοχή σκέφτηκαν τέτοιες μπαγαπο ντιές. Και δε με λες; Τι θα γίνει δηλαδή με την οικογένειά του αν κάποιος την κοπανίσει με τους αντάρτες, ή δε δείχνει προθυμία να πολεμήσει; Στο κάτω κάτω, τι τον νοιάζει το φτωχό και τον μεροκαματιάρη; Όποιος και να νικήσει, αυτός στο μεροκάματο και στη φτώχεια του θα μείνει». «Φαίνεται φίλε με ότι δεν κατάλαβες το πνεύμα αυτής της ματσαραγκιάς», πήρε το λόγο ο πατέρας. «Τα παιδιά θα είναι σαν ορφανά, η γυναίκα δε θα βρίσκει δουλειά για να τα θρέψει - ξέρεις δα ότι για να δουλέψει κάποιος πρέπει να έχει πρώτ’απ’όλα την έγκριση της ασφάλειας - και θα ζητάει απ’τoν άντρα της να κάτσει στ’αβγά του και να κοιτάει τη δουλειά του και τίποτ άλλο». «Ακόμα χειρότερα», συμπλήρωσε ο Φαρδής. «Τα παιδιά θα τα στέλνουν στο ορφανοτροφείο και η γυναίκα του, αν τα μασάει λίγο και δεν παίρνει καθαρή θέση κατά των προδοτών του έθνους, θα παίρνει το δρόμο για την αναμόρφωση στην εξορία. Τα παιδιά στο ορφανοτροφείο θα μαθαίνουν απ’το πρωί ίσαμε το βράδυ ότι ο πατέρας τους είναι ένας προδότης της πατρίδας και αν κάποτε συ ναντηθούν, μπορεί να τον μισούν τόσο, που να θέλουν και να τον σκοτώσουν ακόμα. Όλα αυτά όμως θα με πείτε, μπορεί να μη τα σκεφτεί κανείς από μόνος του. Ποιες δηλαδή επιπτώσεις θα έχει η τυχόν απόφασή του, να πάει με τους συμμορίτες, ή να μην αγωνισθεί με πάθος εναντίον τους. Ε, λοιπόν το σκέφτη καν κι αυτό, καλή τους ώρα, τα κεφάλια της Αμερικής, γιατί από εκεί έρχονται όλες αυτές οι ιδέες και η εντολή σχηματισμού ενόπλων τμημάτων πολιτών όπως καθορίζει το σχετικό έγγραφο. Λέει ότι θα’ρχίσουν με τρεις η τέσσερις το πολύ συγκεντρώσεις, που θα γίνουν με επιλογή και καθοδήγηση της ασφάλειας. Εκεί θα τους εξηγηθούν όλα αυτά. Μετά θα τους αφήσουν μερικές μέρες ήσυ χους για να το συζητήσουν με τις γυναίκες τους και με τους φίλους τους, ώστε να δουv σε όλη του τη διάσταση το κακό που θα τους βρει αν δεν είναι υπάκουοι στους αξιωματικούς που θα τους διοικούν και μαχητικοί απέναντι στον εχθρό». «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», φιλοσόφησε σκεπτικός ο πατέρας. «Έτσι που μας τα λες, μας έχουν μαντρωμένους έτσι κι αλλιώς. Να αρνηθεί κανείς δε γίνε ται. Μπορούμε όμως να δηλώσουμε ότι είμαστε άρρωστοι».
45
«Πολύ δύσκολο Κώστα μου. Πρέπει να περάσει κανείς από ειδική επιτροπή. Από γιατρούς που τους έχει επιλέξει η ασφάλεια και δεν πρόκειται να χαρι στούν σε κανένα. Και πραγματικά άρρωστος να είσαι, θα σε βγάλουν ικανό. Τέτοιες εντολές έχουν». «Σιγά μη στάξει η ουρά του γαιδαρου», πετάχτηκε ο Δημητρός. Όσοι έχουν να λαδώσουν, θα τη γλιτώσουν. Μήπως το σανατόριο δεν είναι γεμάτο ψευτοφυματικούς; Όλα παιδιά πλουσίων είναι. Και να σου πω και κάτι ακόμα; Αυτοί είναι που θα έπρεπε να πολεμούν με φανατισμό, χωρις να έχουν οι ανώτεροί τους το φόβο ότι θα την κοπανήσουν με τους αντάρτες, ή θα το βάλουν στα πόδια. Αυτοί έχουν να υπερασπιστούν τα πλούτη τους και τις περιουσίες τους. Πάλι ο λαουτζίκος θα πληρώσει το μάρμαρο. Αυτός θα πρέπει να ταλαιπωρηθεί, να ματώσει ή και να σκοτωθεί, για να χαίρονται οι άλλοι τα λεφτά τους. Σα δεν ντρεπόμαστε λέω γω». Η μάνα του γύρισε και κοίταξε τον Δημητράκη. «Άντε», του είπε. «Πάμε να σε βάλω να κοιμηθείς. Αρκετά άκουσες κι έμαθες. Πάμε τώρα να τα δεις και στον ύπνο σου». Τον πήρε απ’το χέρι και τον πήγε στο κρεβάτι του. «Είναι σοβαρά τα πράματα μαμα;» «Τι να σου πω πουλάκι μου. Κι εγώ χαμένα τα’χω. Ο μπαμπάς σου βέβαια δεν είναι μπερδεμένος μ’αυτά, όμως έτσι που πάμε ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπλέκεται και ποιος όχι. Δεν άκουσες τον Φαρδή που είπε ότι κοντά στα ξερά θα καoύν και μερικά χλωρά; Ε λοιπόν αυτό πα να πει ότι κανείς από σήμερα δε θα κοι μάται ησυχος. Ανάθεμά τους, παιδί μου. Ανάθεμά τους όλους». Τον σκέπασε, τον φίλησε κι έφυγε αφήνοντας μισόκλειστη την πόρτα Μόλις μπήκε στην κουζίνα, άκουσε τον άντρα της που έλεγε. «Και τέλος πάντων ρε Φαρδή, τώρα τι κάνουμε; Πώς θα γλιτωσουμε απ’αυτόν τον μπελά; Εσύ σίγουρα μπορείς να βοηθήσεις». «Ασφαλώς και θα βοηθήσω. Θα φροντίσω να μην πάτε στα φυλάκια, αλλά να μείνετε μέσα δω στην πόλη να κάντε καμιά περιπολία κάπου κάπου κι αν γίνε ται, να δω αν μπορέσω, να σας γλιτώσω κι απ’αυτό. Τέλος πάντων. Θα δω τι μπορώ να κάνω». «Φχαριστώ». Ο Δημητρός γύρισε στον Κώστα.» «Τι ώρα είναι;», ρώτησε. Εκείνος κοίταξε το ρολόι του. «Έντεκα ακριβώς», είπε με βαριά φωνή. «Άντε Τασία πάμε σπίτι. Θα ξημερωθούμε αν συνεχίσουμε». Ο Φαρδής είχε κιόλας σηκωθεί απ’την καρέκλα του. «Εγώ πάω», είπε. «Ελπίζω να μη σας στεναχώρησα και πολύ με τα νέα μου». «Μας έκανες την καρδιά περιβόλι», απάντησε ο Κώστας. «Αλλά τι φταις και συ; με σένα ή και χωρίς εσένα, αυτά θα γίνονταν. Τουλάχιστον μπορούμε να έχουμε και τη βοήθειά σου. Άντε καληνύχτα και χαιρετίσματα στη Γαρουφαλιά».
46
Η Μαρία τους ξεπροβόδισε όλους και κλείδωσε την εξώπορτα. Γυρισε στην κουζίνα και είδε τον άντρα της να κλείνει τα παντζούρια και τα παράθυρα της κουζίνας. «Τι σ’έπιασε κι αμπαρώνεις; Ζέστη έχει ακόμα». «Από δω και πέρα, ότι λέμε θα μένει μέσα στο σπίτι. Όταν μιλάμε, ότι κι αν λέμε, θα κλείνετε τα παράθυρα και τα παντζούρια. Το παιδί δεν θ ακούει ότι συζητιέται, παρά μόνο ότι αφορά το σχολείο του. Παιδί είναι, ποιος ξέρει; Μπο ρεί να μεταφέρει κουβέντες έξω, και να βρούμε κάνα μπελά στο κεφάλι μας». Πρώτη φορά τον έβλεπε σ’αυτή την κατάσταση. Φαινόταν φοβισμένος. «Ελα καλέ. Μπόρα είναι κι αυτή και θα περάσει». «Πενήντα χρόνια θα κάνει να περάσει αυτή η μπόρα γυναίκα», απάντησε προ φητικά.
8 Ο Δημητράκης ένιωσε να τον κουνά κάποιος με δύναμη και ξύπνησε. Είδε πάνω του σκυμμένη τη μάνα του. «Τι έχεις πουλί με και φωνάζεις στον ύπνο σου;» Hταν λουσμένος στον ιδρώτα κι αιστανόταν τα πόδια του κομμένα. Τι όνειρο ήταν κι αυτό που είδε; Κόντεψε να κατουρηθεί πάνω του. Τι κόντεψε δηλαδή, που κατουρήθηκε. Ειδε λέει, πως ήταν μόνος του στον «παράδεισο» κι έπαιζε με κάτι μπίλιες, που του είχε δώσει πριν λίγες μέρες η νουνά του. Σε μια άκρη είδε να στέκεται ο Φαρδής και να μιλάει στα κρυφά με τον ανθυπασπιστή. Μ’όλο που δεν άκουγε καθόλου τις κουβέντες τους, ήταν σίγουρος ότι κάτι έλεγαν για τον πατέρα του. Δεν τον ένοιαξε και πολύ, γιατί ήταν σίγουρος ότι ο πατέρας ήταν τόσο δυνα τός, που μπορούσε να τα βάλει με όσους ήθελες. Και με ολόκληρο στρατό θα μπορούσε να τα βάλει και να νικήσει. Ξαφνικά δίπλα του ξεφύτρωσε ο ξάδερφός του ο Λαλάκης. «Πάμε ρε στ’αμπέλι του παππού μου να φάμε σταφύλια; «Και πού είναι τ’αμπέλι του παππού σου;», ρώτησε. «Εκεί, πίσω απ’το σανατόριο. Άντε πάμε να δεις τι ωραία και γλυκά σταφύλια έχει. Εμάς μας έφερε ένα καλάθι και το φάγαμε σε δυο μέρες». Δίστασε για λίγο. «Άντε πάμε», είπε στο τέλος. Ξεκίνησαν ν’ανεβαίνουν τον κουλέ, αλλά μόλις πέρασαν την ακρόπολη και μπήκαν στο δάσος, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Περίεργα πράματα. Τα πεύκα ήταν όλα μαύρα κι έσταζαν ένα μαύρο ζουμί, που κολλούσε πάνω του και δεν έβγαινε όσο κι αν το έτριβε και το σκούπιζε. Περπατούσε με προσοχή, κάνοντας ζικ-ζακ και έχοντας τα μάτια του συνέχεια ψηλά, προσπαθώντας να αποφεύγει τις μαύρες σταγόνες που έπεφταν. Ήταν δύσκολο και κουραστικό. Κείνες οι άτιμες οι σταγόνες, λες και τον έβαζαν σημάδι. Λες και τον κυνηγού σαν. Είχε γίνει κατάμαυρος. Ένιωθε κουρασμένος και φοβισμένος. «Τι θα πω στη μάνα μου όταν με δει σε τέτοια χάλια;» Σκέφτηκε.
47
Το μαρτύριό του τέλειωσε όταν βγήκαν απ’το δάσος κοντά στο σανατόριο. Έκατσε σ’ένα βράχο να ξεκουραστεί λίγο. «Είναι μακριά ακόμα ρε Λαλάκη τ’αμπέλι του παππού σου;» «Όχι ρε. Να σε λίγο φτάνουμε». Ξεκίνησαν πάλι τον ανήφορο. Του φάνηκε ότι περπατούσαν ώρες, ή και μέρες πολλές, αλλά τ’αμπέλι δε φαινόταν πουθενά. Σ’όλο το δρόμο κάτι γινόταν και ο τόπος άλλαζε σιγά σιγά. Η όμορφη πλαγιά με τ’αμπέλια, είχε γίνει τώρα μια ρε ματιά με κατσάβραχα, αγκάθια και τσουκνίδες, που τους πλήγωναν τα πόδια. Τα παπούτσια τους είχαν σκιστεί και περπατούσαν σχεδόν ξυπόλυτοι με ματω μένα πόδια, πεθαμένοι απ’την κούραση. Ξαφνικά ο Λαλάκης έβαλε μια φωνή. «Τ αμπέλι του παππού μου. Νάτο». Αυτό που του έδειχνε ο φίλος του και που έβλεπε μπροστά του, σίγουρα δεν ήταν αμπέλι. Ένα χωράφι γεμάτο τσουκνίδες ήταν, που από περίεργο τρόπο, ήταν όλες φορτωμένες με σταφύλια. «Ούτε να μπούμε γίνεται, ούτε και να κόψουμε μπορούμε», είπε ο Λαλάκης. «Άντε πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε κιόλας. Τι βάσανο ήταν κι αυτό;» Πάνω που ξεκινούσαν για το γυρισμό, άκουσαν πίσω τους κάτι σα ποδοβολητό από άλογο. Γύρισαν και τι να δουν. Έναν τεράστιο άνθρωπο ντυμένο φαντάρο, με μακριά κατάμαυρα γένια. Τα μαλλιά του, μαύρα σαν κορακίστικα, κρεμόταν ανακατεμένα πάνω στους ώμους του και κύκλωναν το πρόσωπό του. Κάτι το περίεργο είχαν αυτά του τα μαλλιά. Πρόσεξε καλύτερα και είδε ότι ήταν μαύρα αγκαθωτά σύρματα, που κλείνανε γύρω γύρω τα μούτρα του. «Τι ζητάτε σεις εδώ πάνω;», είπε με μια βαριά και άγρια φωνή που τους έκανε να μισοκατουρηθούν πάνω τους. Ο Λαλάκης έβαλε τα κλάματα. «Ήρθαμε στ’αμπέλι του παππού μου να φάμε σταφύλια», είπε μέσ’ απ’ τα κλάματά του. «Σταφύλια ε!!!», έκανε με τη φοβερή του φωνή εκείνος. «Για ελάτε μαζί μου». Με δυο δρασκελιές ανέβηκε έναν απότομο βράχο. Εκείνοι προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν πίσω του, αλλά δεν τα κατάφερναν. Γλιστρούσαν συνέχεια κι έπεφταν πίσω. Τα χέρια τους είχαν γδαρθεί και τα γόνατά τους γέμισαν αίματα. Αδύνατο ν’ανέβουν. Ο φοβερός εκείνος άντρας έσκυψε απ’το βράχο, τους άρπαξε και τους δυο από το σβέρκο και τους τίναξε πάνω. «Άντε προχωράτε σκατάδες. Μη λοξοδρομήσει κανένας, γιατί σας έφαγα και τους δυο». Περπάτησαν για λίγο και ξαφνικά βρέθήκαν μπροστά σε μια σπηλιά. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η σπηλιά; Απόρησαν και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Αυτή εί ναι η σπηλιά της συμμορίας στα βράχια του προφήτη Ηλία. Είναι το λημέρι τους. Εκεί που πήγαιναν όλοι μαζί και έκαναν τα σχέδιά τους για τον πόλεμο που θα ξεκινήσουν να κυριέψουν όλο τον κόσμο.
48
Τους έσπρωξε μέσα στη σπηλιά με τέτοια δύναμη, που βρέθηκαν πεσμένοι κάτω γονατιστοί. Ένιωσε στη μύτη του τη βαριά μυρουδιά της κρασιού, του κάτουρου και της βρόμας. Του ήρθε ζαλάδα και λιποθυμιά. Σήκωσε τα μάτια του και είδε γύρω γύρω ξαπλωμένους στο ένα πλευρό με το’να χέρι να στηρίζει το κεφάλι τους, πέντε έξι ίδιους σαν αυτόν που τους κουβάλησε. «Θα το πω στο θείο μου», είπε χωρίς να είναι καθόλου σίγουρος για το απο τέλεσμα. «Και ποιος είναι αυτός ο σπουδαίος;», ρώτησε αυτός που ήταν ξαπλωμένος στη μέση και φαινόταν να είναι ο αρχηγός. «Ο κύριος Φαρδής», είπε και φοβήθηκε ότι θα λιποθυμήσει. Ο Αρχηγός πετάχτηκε ξαφνικά πάνω σαν ελατήριο. «Ποιος Φαρδής ρε ζωντόβολο; Ο βασιλικός επίτροπος;» «Ναι αυτός». Πήρε λίγο θάρρος. «Είναι ξάδελφος πρώτος του πατέρα μου». «Και γιατί παιδάκι με δε μας το λες τόση ώρα και μας φέρνεις σε τόσο δύσκολη θέση; Έλα δω Γαρέπη», φώναξε. «Πάρε τα παιδιά και συνόδεψέ τα μέχρι το σπίτι τους. Άντε λεβέντες με το καλό και να μη ξεχνάτε πως ότι έγινε, έγινε από δικό σας λάθος. Άμα λέγατε απ’την αρχή ότι είσαστε συγγενείς του κυρίου Φαρδή, όλα θα ταχτοποιούνταν αμέσως». Το χέρι της μάνας του χάιδευε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Είδες κακό όνειρο πουλάκι μου;», τον ρώτησε. «Ναι μαμά. Είδα στον ύπνο με ότι κάτι κακοί, που έλεγαν ότι ήταν μάϊδες, με δείρανε και ήθελαν να με στείλουν στη φυλακή. Ευτυχώς που σκέφτηκα και τους είπα ότι ο κύριος Φαρδής είναι θείος μου και με άφησαν». «Ας είναι καλά ο θείος Φαρδής παιδί μου να σε προστατεύει, έστω και στον ύπνο σου. Άντε τώρα κοιμήσου και τα λέμε αύριο με το καλό». Τον σκέπασε και τον φίλησε. Ο ύπνος τον πήρε αμέσως, μέσα στη σιγουριά και την ασφάλεια του σπιτιού τους.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 1 Σήμερα αρχίζουν τα σχολεία. Η μάνα του ήρθε και τον ξύπνησε πρωί πρωί. Τι τον ξύπνησε δηλαδή; Μήπως κοιμήθηκε της προκοπής όλη νύχτα; Ξυπνούσε κάθε μισή ώρα και κοίταζε απ’το παράθυρο αν είχε ξημερώσει. Τέτοια λαχτάρα είχε για το σχολείο, που ακόμα κι η μάνα του το κατάλαβε.
49
«Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε», είπε χαμογελώντας. «Εσύ παιδάκι μου δεν κοιμήθηκες όλη νύχτα. Τα ματάκια σου είναι πρησμένα. Τόση λαχτάρα για το σχολείο δεν την περίμενα. Να δούμε πόσο θα κρατήσει. Σήκω τώρα να ντυθείς και να φας κάτι». «Τι να φάω; Δεν πεινάω καθόλου. Κάθε πρωί το ίδιο. Τσάι με ελιές και ψωμί». «Αυτά έχουμε παιδί μου, αυτά τρώμε. Εσύ να λες στους φίλους σου ότι έφαγες παντεσπάνι. Αν το πεις πολλές φορές, στο τέλος θα το πιστέψεις κι ο ίδιος. Εί ναι σα να το έφαγες κιόλας. Πάντως είτε φας, είτε μείνεις νηστικός, το κουδού νι του σχολείου θα χτυπήσει στην ώρα του. Σήκω λοιπόν να φας κι άσε τις βια σύνες». «Καλά μαμά…. Αλλά καλέ μαμά δεν μπορούμε για την Κυριακή να πάρουμε χάσικο ψωμί; Το βαρέθήκα το μαύρο». «Εντάξει» του είπε εκείνη. «Το Σάββατο θα πάρουμε ένα άσπρο ψωμί και θα είναι μόνο για σένα. Αλλά κοίταξε μην κάνεις σα την άλλη φορά που πήραμε άσπρο ψωμί και έτρωγες το μαύρο με το άσπρο, σα να’τανε ψωμοτύρι. Το θυ μάσαι;» Η γλυκιά φωνή της Στέλλας ακούστηκε από δίπλα. Καπετάνιε, καπετάνιε χαμογέλα, η αγάπη είναι φουρτούνα που περνά, μην αφήνεις την καρδιά σου μια κοπέλα, σαν καράβι τώρα να την κυβερνααά. «Το πρωινό μας ραδιόφωνο», σχολίασε η μάνα του. «Τι ωραία που τραγουδάει η Στέλλα. Χαίρεσαι να την ακούς πρωί πρωί». Ο Δημητράκης χαμογέλασε πονηρά. «Άκου μαμά τον παρακάτω στοίχο. Είναι ο καλύτερος». Η μάνα του άνοιξε το διπλανό παράθυρο. «Άντε βρε Στέλλα. Πες και το παρακάτω να σηκωθεί ο κανακάρης μας απ’το κρεβάτι». Ακούστηκε το γέλιο της κι αμέσως το τραγούδι. Στη ζωή μας μια γυναίκα δε μας φτάνει, καπετάνιε, τη ζωή για να χαρείς, ρίξε άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι, και καινούρια αγάπη κοίταξε να βρεεεις. Φόρεσε το καλό κυριακάτικό του παντελόνι, το άσπρο πουκαμισάκι και τα καλά του παπούτσια κι όλος χαρά ξεκίνησε για το σχολείο. Η μάνα του τον ξε προβόδισε ως την ξώπορτα. «Άντε καλή χρονιά», είπε και τον σταύρωσε. «Σαν κόντης είσαι ντυμένος. Κοί ταξε αμέσως μετά τον αγιασμό να’ρθεις πίσω ν’αλλάξεις. Μην αρχίσεις την μπάλα και χαλάσεις τα καινούρια σου παπούτσια».
50
Στην πλατεία του σχολείου χαλούσε ο κόσμος. Οι συμμορίες είχαν πιάσει τις ίδιες γωνιές όπως και την προηγούμενη σχολική χρονιά και τα έλεγαν μεταξύ τους. Ο Σπίνος μάζεψε γύρω του τους δικούς του. «Ακούστε καλά ρε κωθώνια. Φέτος δεν έχει να μας φάει κανένας. Ούτε στα μα θήματα, ούτε και στα παιχνίδια. Εντάξει; Καταλάβαμε;» Ο Δημητράκης είδε τους δασκάλους και τις δασκάλες τους να έρχονται ντυ μένοι όλοι με τα κυριακάτικα τους ρούχα, σοβαροί κι αμίλητοι. Η κυρά Μαρίνα η επιστάτρια, βγήκε στην είσοδο του σχολείου και χτύπησε την κουδούνα. «Άντε με το καλό και φέτος», είπε. Όλα τα παιδιά τρέξανε με φωνές και χοροπηδήματα, να πάρουν τις θέσεις τους κατά τάξη, όπως ήξεραν. Τα μόνα που γύριζαν σα χαζά και δεν ήξεραν πού να σταθούν ήταν τα μικρούλια, που έρχονταν για πρώτη χρονιά και δε γνώριζαν τη διάταξη. Από τα δεξιά, όπως έβλεπαν οι δάσκαλοι που στέκονταν στις σκάλες του σχο λείου, η πρώτη τάξη και προς τ’αριστερά οι υπόλοιπες. «Στoιχηθείτε και ησυχία», φώναξε ο κύριος Αντωνίου με τη βροντερή του φωνή. Η κυρά Μαρίνα έφερε μια έδρα, δηλαδή ένα τραπέζι και πάνω του άπλωσε ένα άσπρο κεντημένο τραπεζομάντιλο. Πίσω της ήρθε η Χρυσούλα της έκτης τάξης, μια κοπελίτσα δεκαπέντε χρονώ, που είχε χάσει χρονιές από την κατοχή, με μια γαβάθα μισογεμάτη νερό. Οι δάσκαλοι, με επικεφαλής τη διευθύντρια την κυρία Ευτέρπη και τον παπα-Κώστα, βγήκαν από το γραφείο τους. «Προοοσοχηηή. Ημιανααάπαυση. Προοοσοχηηή». Φώναξε ο Αντωνίου. Οι δάσκαλοι με τον παπά-Κώστα στη μέση, παρατάχτηκαν στο κεφαλόσκαλο. «Ησυχία όλοι», είπε αυστηρά η διευθύντρια. «Δεν θέλω κατά την διάρκειαν του αγιασμού να κουνιέται έστω και βλέφαρο». Κοίταξε προς τα πρωτάκια. Εκείνα τα καημένα δεν ήξεραν πού και πώς έπρεπε να σταθούν. Κουνιόνταν κι άλλαζαν θέση συνέχεια, κρυφογελούσαν και μιλούσαν μεταξύ τους. Πού να κα ταλάβουν ότι τα πράματα γίναν σοβαρά. Αυτά άκουγαν αγιασμός και νόμιζαν ότι θα είναι μια γιορτή. Κάτι σα θέατρο, όπου θα παίρναν μέρος κι αυτά, με τραγούδια και παιχνίδια. Η κυρία Ευτέρπη γύρισε στην κυρία Σοφούλα. «Εσείς κυρία Σοφούλα δεν είστε η δασκάλα της πρώτης; Βάλτε τους λοιπόν στη σειρά και φροντίστε να κάνουν απόλυτη ησυχία». «Μάλιστα κυρία διευθύντρια», είπε εκείνη ζεματισμένη και κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες. «Έπεσε η πρώτη σφαλιάρα κιόλας», ακούστηκε πίσω απ’το Δημητράκη να σχο λιάζει ο Κεφάλας. Ο παπά-Κώστας άρχισε να ψέλνει. Ούτε που καταλάβαινε κανείς τι έλεγε.
51
«Μακάρι να τελειώσει γρήγορα, να πάμε στη σπηλιά. Ο Σπίνος είπε αμέσως μετά τον αγιασμό να μαζευτούμε όλοι εκεί», τους πληροφόρησε χαμηλόφωνα ο Γκαβούλιας. «Τ’ακούσατε όλοι;» Όταν τέλειωσε ο παπά-Κώστας τις ψαλμουδιές κι αφού είχε ανακατέψει μ’ένα μάτσο βασιλικό το νερό στη γαβάθα, το σταύρωσε τρεις φορές και κάλεσε με ένα νεύμα τη διευθύντρια να πλησιάσει. Τίναξε με τον βασιλικό λίγο από τον αγιασμό στο μέτωπό της. «Καλή χρονιά και όλοι με υγεία και προκοπή», είπε. «Ευχαριστούμε», απάντησε κείνη φιλώντας του με σεβασμό το χέρι. Όλοι οι δάσκαλοι και οι δασκάλες πλησίασαν ένας ένας και δέχτηκαν τον αγια σμό. Μετά ο παπά-Κώστας γύρισε προς τα παιδιά και ψέλνοντας, άρχισε να τινάζει με τον βασιλικό το αγιασμένο νερό προς το μέρος τους. Μετά έβγαλε ένα μικρό λόγο. «Καλή πρόοδο σε όλους», είπε. «Κάθε πρωί που ξυπνάτε, να φχαριστάτε το Θεό που ξημέρωσε μια ακόμα μέρα και σας βρήκε γερούς. Να έρχεστε διαβα σμένοι και με χαρά στο σχολείο, για να γίνετε άνθρωποι χρήσιμοι στην κοινω νία». Ο Δημητράκης ένιωσε κουρασμένος. Τα ίδια λόγια ακριβώς τα είχε ακούσει και τις προηγούμενες χρονιές. «Άντε και τα ξέρουμε καλά όλα αυτά», ψιθύρισε μόνος του. Ο παπά-Κώστας συνέχισε. «Η κοινωνία σήμερα περνάει σκληρή δοκιμασία. Από μας και κυρίως από σας τα παιδιά, εξαρτάται αν θα καλυτερέψει και αν ο κοινωνικός ιστός θα βλαστή σει και θα ανθήσει, ή θα μαραζώσει και μαζί μ’αυτόν και η κοινωνία μας. Και πάλι καλή πρόοδο και καλή προκοπή». «Τι μιστός που βλαστάνει και πράσιν’ άλογα είν αυτά που λέει ο μάπας ο πα πάς;», αμόλησε μ’ένα γελάκι ο Γκαβούλιας. Η κυρία Σοφούλα που είχε μετακινηθεί από τα πρωτάκια προς τη μεριά τους, τον άκουσε. «Βγάλε το σκασμό» του είπε, «μη σου αστράψω μια και βλαστήσει το κλούβιο σου το κεφάλι». Ο παπά-Κώστας τέλειωσε με τα δικά του. Πήρε τα πράματά του κι αφού χαι ρέτισε έναν έναν τους δασκάλους, πήρε το δρόμο για το σχολείο τ’Αη Γιάννη, όπου τον περίμεναν κι εκεί για τον αγιασμό. Ο κύριος Βεργίδης έτρεξε βιαστικά στο γραφείο και γύρισε σχεδόν αμέσως, με τη σημαία του σχολείου. «Προοοσοχηηή», έδωσε το παράγγελμα ο Αντωνίου μόλις η σημαία φάνηκε στην πόρτα. «Γλυνήδης Γεώργιος», φώναξε η διευθύντρια. Αμέσως πετάχτηκε απ’τη γραμμή της έκτης, ο ψηλός ο Φλάμπουρας. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και πήρε απ’τα χέρια του Βεργίδη τη σημαία. Η διευθύντρια του έδειξε το σημείο, μπροστά απ’τους δασκάλους, όπου έπρεπε να σταθεί. «Γεωργούλας Παναγιώτης».
52
Από την πέμπτη πετάχτηκε ο Τρεμούλας δίβουλος και σαστισμένος. Έτρεξε κα τακόκκινος σαν το παντζάρι και πήρε θέση δίπλα στο σημαιοφόρο. «Όχι από κει. Από τα δεξιά του σημαιοφόρου», έδωσε εντολή η διευθύντρια. Ο Τρεμούλας τα είχε χαμένα και δεν κατάλαβε. Το μόνο που δεν περίμενε, ήταν να τον κάνουν παραστάτη. Κανονικά έπρεπε να είναι ο Καραβιάς, γιατί αυτός ήταν ο καλύτερος μαθητής όχι μόνο τη χρονιά που πέρασε, αλλά και όλες τις προηγούμενες. Ο Τρεμούλας πήγε και στάθηκε πίσω απ’τον σημαιοφόρο. «Όχι εκεί βρε ανόητε», αγανάκτησε η κυρία Ευτέρπη. «Εδώ θα σταθείς», είπε. Τον άρπαξε με τη χερούκλα της και τον πέταξε σχεδόν δίπλα στο σημαιοφόρο. «Παραστάτης κατά λάθος. Τι να περιμένει κανείς!» συμπλήρωσε και κοίταξε με σημασία τους συναδέλφους της. Ο Τρεμούλας έτρεμε τώρα σα το φύλλο. «Δεν το ήξερα κυρία. Δεν το περίμενα. Ο Καραβιάς είναι ο καλύτερος απ’όλους μας. Πού να φανταστώ εγώ ότι θα διαλέγατε μένα». «Κεφαλά Χαρίκλεια». Αυτή το ήξερε και το περίμενε. Πετάχτηκε αμέσως και στάθηκε από την άλλη μεριά της σημαίας. Ο Δημητράκης κοκκίνισε. Ήξερε ότι τώρα θα φώναζε το δικό του όνομα. Κάθε χρόνο, απ’την πρώτη τάξη, ήταν ο καλύτερος μαθητής και πάντα παραστάτης. «Άντε η σειρά σου», τον έσπρωξε από πίσω ο Κεφάλας. Άκουσε τ’όνομά του κι έτρεξε αμέσως στις σκάλες. Η κυρία Ευτέρπη περ νώντας δίπλα της, τον χάιδεψε στην πλάτη. Ήταν η δασκάλα του από τότε που άρχισε το σχολείο. Κάθε χρονιά που ανέβαινε στις σκάλες δίπλα στη σημαία, ένα πράμα που τον εντυπωσίαζε παρά πολύ, ήταν που έβλεπε έτσι από ψηλά όλους τους μαθητές παραταγμένους στη σειρά. Και μόνο γι αυτό άξιζε να γίνει κανείς δάσκαλος. Ίσως να γινόταν κι ο ίδιος σα μεγάλωνε. Είδε τον φουκαρά τον Καραβιά στη σειρά της πέμπτης να κλαίει μ’αναφιλητά. Δυο κορίτσια κι ένα αγόρι της τάξης του προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν, αλλά κείνος τραβιόταν από κοντά τους και προσπαθούσε σπρώχνοντας τ’άλλα παιδιά, να πλησιάσει στην πρώτη σειρά. Κάποια στιγμή ήρθε μπροστά, κοίταξε κατάματα τη διευθύντρια και μες απ’τα κλάματά του, ακούστηκε να λέει με λυγμούς. «Αυτό είν αδικία κυρία. Εγώ δικαιούμαι να είμαι παραστάτης απ’την πέμπτη». Η κυρία Ευτέρπη ξεφύσηξε, σα να’ταν βάρος μεγάλο που την πλάκωνε το στή θος. «Το ξέρω παιδί μου, αλλά δεν μπορούμε ούτε γω, ούτε και οι άλλοι συνάδελφοί μου να κάνουμε τίποτα. Άλλοι το αποφάσισαν αυτό». «Ποιοι άλλοι», ξεθάρρεψε ο Καραβιάς. «Εσείς δεν είστε οι δάσκαλοί μου;» «Ναι παιδί μου εμείς είμαστε και ξέρεις ότι όλοι σ’αγαπάμε, αλλά έχουμε κι εμείς προϊσταμένους. Έχουμε την επιθεώρηση που μας στέλνει εντολές και εί μαστε υποχρεωμένοι να τις σεβαστούμε. Λυπάμαι πολύ που γίναν έτσι τα πράματα».
53
Στο κάτω μέρος της πλατείας είχαν μαζευτεί κάμποσες μανάδες, οι περισσότε ρες από τα πρωτάκια, που τα είχαν φέρει οι ίδιες και περίμεναν με το τελείωμα του αγιασμού να τα πάρουν. Ανάμεσά τους είδε και τη μάνα του, δίπλα στη μάνα του Καραβιά να χαμογε λάει ευχαριστημένη. Ο γιος της έβγαινε, για τρίτη χρονιά στη σειρά, ο καλύτε ρος μαθητής στην τάξη του. Ίσια μπροστά του πίσ’ απ’ τα παιδιά, στο πεζούλι της πλατείας κάτω απ’την ακακία, καθόταν και κοίταζε προς το μέρος τους ο ανθυπασπιστής. Τι ζητούσε αυτός ο άχαρος εδώ, σκέφτηκε. Παιδιά στο σχολείο δεν είχε, ούτε και καθόλου παιδιά είχε αξιωθεί να κάνει. «Ακόμα δε βρέθηκε η τρελή που θα παντρευτεί αυτό τ’αλάνι», είχε πει η μη τέρα του. «Αν δεν έχεις σ’αυτή την ηλικία οικογένεια και παιδιά, γυρνάς όλη μέρα να χαλάσεις τις οικογένειες των αλλωνών». Γύρισε να ξαναδεί τη μάνα του. Δεν ήταν στο ίδιο μέρος που την είχε δει πριν. Είχε φύγει δίπλα απ’την Καραβιά και πήγε από την άλλη μεριά. Μιλούσε με μια μάνα απ’τα λαζαίϊκα. «Περίεργο», σκέφτηκε. «Η μαμά τους λαζούς δεν τους έχει και μεγάλη συ μπάθεια». Η κυρία Ευτέρπη αφού φώναξε ακόμα δυο ονόματα, κατέβηκε τα τρία σκαλιά που τη χώριζαν απ’τους παραστάτες και στάθηκε μπροστά από τη σημαία. «Αρχίζει μια καινούρια χρονιά», είπε. «Δάσκαλοι και μαθητές πρέπει να κάνουν και φέτος το καθήκον τους, ώστε το σχολείο μας να είναι και πάλι το πρώτο στη σχολική μας περιφέρεια. Ιδιαίτερα αυτή τη χρονιά που είναι χρονιά δοκιμασίας για την πατρίδα μας». Του Δημητράκη του φάνηκε πως κοίταζε προς τη μεριά του ανθυπασπιστή. Η διευθύντρια συνέχισε. «Όλοι ξέρουμε ότι ο εθνικός στρατός πολεμάει να αποκαταστήσει την τάξη, γιατί απάτριδες θέλουν να βυθίσουν τη χώρα μας στο χάος. Εμείς πρέπει ν’αντισταθούμε μέχρι το τέλος και να βοηθήσουμε στη νίκη των εθνικών δυνάμεων. Οι δάσκαλοι κυρίως, αλλά και σεις τα παιδιά, μπορείτε αποφασιστικά να συμ βάλλετε σ’αυτή τη νίκη, που είναι νίκη των υγιώς σκεπτομένων Ελλήνων. Για να γίνει αυτό» συνέχισε, «Θα πρέπει να γνωρίσετε καλά τον εχθρό, που είναι διαφορετικός από τον εχθρό της κατοχής. Βρίσκεται ανάμεσα μας και προσπα θεί με άνομα μέσα, να υποδουλώσει τη χώρα μας σε ξένα συμφέροντα. Οι δάσκαλοι όλοι επωμίζονται την ευθύνη της ενημέρωσης των μαθητών πάνω στο φλέγον αυτό θέμα». Είδε τον ανθυπασπιστή να της κάνει ένα νεύμα, σα να της έλεγε. «Πολύ καλά». Η κυρία Ευτέρπη συνέχισε. «Αύριο μαθήματα κανονικά. Θα έλθετε με όλα σας τα βιβλία και θα σας δοθεί το πρόγραμμα. Θα φέρετε όλοι από εκατό δραχμές, διότι την Παρασκευή και σύμφωνα με τις οδηγίες του υπουργείου, θα μας επισκεφθεί ο εθνικός ποιητής κύριος Παυλής, ο οποίος θα μας ενημερώσει για την κατάσταση και θα μας δια
54
βάσει ποιήματά του. Αύριο δεν δικαιολογείται να έλθει κανείς ακούρευτος. Εν χρω κεκαρμένοι όλοι ανεξαιρέτως. Τους ζυγούς λύσατε. Εμπρός μαρς». Όταν ο Δημητράκης έφτασε στη σπηλιά, ήταν όλη η παρέα μαζεμένη από ώρα. «Άντε ρε βλάκα. Όλο τελευταίος έρχεσαι», τον παρατήρησε ο αρχηγός. «Φαίνε ται ότι πήραν τα μυαλά σου αέρα, επειδή είσαι παραστάτης. Ας μη σε χάιδευε σαν κανακάρη η κυρία Ευτέρπη και θα βλέπαμε αν θα’σουν καλύτερος απ’τον Γκαβούλια». Όλοι γέλασαν, γιατί ο μόνος που δε στεκόταν σε σύγκριση με κανέναν ήταν ακριβώς αυτός. Ο αρχηγός τους είπε να καθίσουν κάτω και στάθηκε μπροστά τους. «Τον «παράδεισο» τον χάσαμε για τα καλά», είπε. «Όπως τα είχαμε πει, παίξα με μια δυο φορές μπάλα εκεί δίπλα και κάναμε όση σκόνη μπορούσαμε, αλλά αντί να διώξουμε τους πελάτες, φάγαμε και το ξύλο της χρονιάς μας απ’τον κουτσό. Πήγε μάλιστα και βρήκε τον πατέρα μου και του είπε ότι αν με ξανα πιάσει εκεί κοντά, θα του στείλει τ’αυτιά μου πεσκέσι». «Να πούμε ρε τι έγινε με τον Καραβιά», είπε ο Αράπης που ήταν και συμμαθη τές. «Αυτοί ρε είναι τελείως μαλάκες». «Πρώτα να δούμε τα δικά μας και μετά λέμε για τους άλλους», αρπάχτηκε τσα ντισμένος ο αρχηγός. Λοιπόν. Τα είπα λίγο με το Φλάμπουρα που είναι κι αρχη γός απ’τη συμμορία της πλατείας και μείναμε σύμφωνοι να βρεθούμε τρεις απ’αυτούς και τρεις από μας, να δούμε τι μπορεί να γίνει. Από μας, λέω να εί μαι εγώ, ο Μύξας κι ο Αράπης. Σύμφωνοι;» «Εντάξει», είπαν όλοι, εκτός από το μεγάλο τον Καραβουζούνα. «Τι σκατά υπαρχηγός είμαι που δεν πάω πουθενά;» διαμαρτυρήθηκε, αλλά κα νείς δεν τον έδωσε σημασία. «Άντε. Πάμε να φύγουμε και το απόγεμα εμείς οι τρεις θα τα πούμε μαζί τους. Το σούρουπο να βρεθούμε όλοι στο βρυσάκι, να ξηγήσουμε τι στο διάολο τον πατέρα κάναμε». Ο Αράπης πετάχτηκε πάνω. «Πού πάτε ρε; Δεν είπαμε ότι θα μιλήσουμε και για τον Καραβιά; Εμένα είναι φίλος μου και καθόμαστε στο ίδιο θρανίο». «Και τι ξέρουμε μεις ρε να πούμε; Μπορεί να είπε καμιά μεγάλη βρισιά και τον άκουσε κάνας δάσκαλος. Δεν είδες που η διευθύντρια είπε ότι παραπονέθηκαν από την επιθεώρηση;» είπε ο Βλάχος. «Άσε μας ρε εξυπνάκια και συ», θύμωσε ο Αράπης. «Ούτε έβρισε, ούτε τίποτα. Αφού σας λέω ότι καθόμαστε στο ίδιο θρανίο και ξέρω. Είναι πάντα φρόνιμος, γιατί λέει έχουν τον πατέρα του στο μάτι οι χωροφύλακες κι αν δεν είναι τσίλι κος σα μαθητής, μπορεί να έχει τα ίδια ντράβαλα». «Και γιατί έχει φασαρίες με τους χωροφύλακες ο πατέρας του;» ρώτησε ο Γκεμετζές. «Μήπως έκανε τίποτα;» «Δε συμφωνεί με τους χωροφύλακες στα πολιτικά νομίζω. Πού να ξέρω τι γί νεται. Εμένα με νοιάζει η αδικία που έγινε. Ο πατέρας μου λέει, ότι αν κάνεις το κορόιδο όταν αδικείται ο διπλανός σου, γλήγορα θα έρθει κι η σειρά σου».
55
«Το κάνουν αυτό γιατί ο πατέρας του έφυγε στο βουνό. Το άκουσα που το’λεγε ένας σπουδαίος σ’αυτά», είπε ο Δημητράκης. «Και τι πήγε να κάνει στο βουνό; Ραδίκια θα μαζέψει;» ρώτησε ο Μύξας. «Κακό είναι να πας στο βουνό; Εμείς ρε πάμε κάθε μέρα. Όλο βλακείες λες ρε κορόιδο». «Αυτό που σας λέω είναι σίγουρο», είπε ο Δημητράκης. «Πήγε στο βουνό ο πα τέρας του, για να γίνει και κατσαπλιάς και συμμορίτης». «Κι άλλη συμμορία;», έκανε σκεφτικός ο μικρός Καραβουζούνας. «Λες να’ρθουν εδώ με τη συμμορία τους και να χουμε κι αυτουνούς στο κεφάλι μας πέρα απ’τη συμμορία της πλατείας;» «Και καλά ρε συ εξυπνάκια, που τα ξέρεις όλα», είπε ο Βλάχος γυρνώντας στο Δημητράκη. «Συμμορίτες είναι κι αυτοί σα και μας. Συμμορία δεν έχουμε και μεις; Πα να πει ότι είμαστε συμμορίτες. Εμείς όμως ρε είμαστε παιδιά. Τι τις θέλουν τις συμμορίες οι μεγάλοι; Εμ το άλλο, πώς το είπες, κατσαπλιάδες. Τι πα να πει αυτό;» «Δεν ξέρω». Ο αρχηγός δε μιλούσε καθόλου. Όλη την ώρα άκουγε προσεχτικά, ξύνοντας το κουρεμένο του κεφάλι. «Το βρήκα μάγκες τι θα κάνουμε. Ακούστε και θα δείτε τι μυαλό έχει ο Σπίνος. Λοιπόν σήμερα που είπα δυο λόγια με τον Φλάμπουρα, κατάλαβα ότι δύσκολα θα μας αφήσουν να κάνουμε το δικό μας στέκι στην πλατεία. Είναι πιο πολλοί και πιο μεγάλοι και με πετροπόλεμο δεν τα βγάζουμε πέρα». «Και πως τα καταφέρναμε ρε συ ως τα τώρα;», ρώτησε ο Βλάχος. «Καλά ρε όρνιο, τόσο δε σε κόφτει», είπε θυμωμένα ο αρχηγός. Ως τώρα πολε μούσαμε ταμπουρωμένοι, ενώ τώρα αν θέλουμε μέρος από την πλατεία, πρέπει να το πάρουμε και να το κρατήσουμε. Το ίδιο είναι; Τέλος πάντων», συνέχισε. «Σκέφτηκα τώρα που λέγαμε για τον Καραβιά να τους πούμε τ’απόγεμα ότι ο πατέρας του Καραβιά έκανε δικιά του συμμορία και θα’ρθει με τους δικούς του να τους πετάξει έξω απ’την πλατεία. Θα τους πούμε ότι πρέπει να μας αφήσουν ένα κομμάτι, για να το φυλάμε εμείς». «Και θα σε πιστέψει ρε Σπίνο;» έκανε ύποπτα ο Βλάχος. «Ξέρω γω τι σκατά θα κάνει; Εγώ θα προσπαθήσω κι ότι βγει. Είδαν κι αυτοί τι έγινε στον αγιασμό με τον Καραβιά και μπορεί να το φάει με την πρώτη».
2 Ο Σπίνος με το Μύξα και τον Αράπη προχώρησαν και μπήκαν στην πλατεία. Ο Φλάμπουρας, μαζί με το Λεωνίδα το παρτάλι και τον Θωμά το σκιάχτρο, στέκονταν στα σίδερα στην κάτω άκρη της πλατείας και καμώνονταν πως κάναν γυμναστική. Ο Σπίνος με τους δικούς του πλησίασε. «Γεια», είπε βαριά κι ανόρεχτα. «Γεια χαρά», απάντησε ο Λεωνίδας.
56
«Βγάλε το σκασμό ρε τρίχα», τον αγριοκοίταξε ο Φλάμπουρας. «Εγώ μιλάω μόνο και σεις ακούτε. Κωθώνια». Ο Σπίνος κλότσησε μια μικρή πέτρα με το ξυπόλυτο πόδι του. «Όπως είδατε» είπε, «το στέκι μας τον «παράδεισο», τον κάναν εξοχικό κέντρο και μας πέταξαν από κει. Ξέρετε και σεις τα καμώματα των μεγάλων. Ότι θέλουν τ’αρπάζουν, ότι θέλουν κάνουν και λογαριασμό δε δίνουν σε κανένα μας. Είδατε τι έγινε με τον Καραβιά σήμερα στον αγιασμό; Τον βγάλανε από παραστάτη σα να’ταν σκουπίδι. Είπαμε λοιπόν και μεις να έχουμε ένα μέρος εδώ στην πλατεία, που να είναι το στέκι μας. Στο κάτω κάτω η πλατεία είναι τόσο μεγάλη, που μας χωράει όλους και περισσεύει». «Εντάξει», είπε αναπάντεχα ο Φλάμπουρας. «Εδώ τα σίδερα θα είναι δικά μας, όπως και το κάτω το γήπεδο, το καλό. Εσείς να μαζεύεστε στην πάνω γωνιά προς το δρόμο και να παίζετε μπάλα στο πάνω γήπεδο». «Αυτό είν όλο βράχια», γκρίνιαξε ο Αράπης. «Αυτό, κι αν σας αρέσει», έκανε με κακία ο Φλάμπουρας. «Έρχεστε δω ζη τώντας και θέλετε και τα καλύτερα». Ο Σπίνος τον κοίταξε καλά καλά. «Ότι ήρθαμε ζητώντας, δεν πα να πει ότι θα μας πάρετε και τα σώβρακα. Τη φασαρία και τις πέτρες θέλουμε να γλιτώσουμε. Καλό και για σας και για μας». «Αν θέλετε, ελάτε και πάρτε όποιο μέρος μπορείτε. Αλλά θα σας πετάξουμε στο λάκκο», τόνισε με σημασία το Σκιάχτρο. «Ρε δε σας είπα να βγάλτε το σκασμό», τον άρπαξε απ’το λαιμό ο αρχηγός του. «Εσείς θα μιλάτε ή εγώ; Εσείς θα κάντε κουμάντο τώρα;» Γύρισε στον Σπίνο και με όμορφο τρόπο είπε. «Η θεία μου η δασκάλα είπε ότι η πλατεία είναι του σχολείου και δεν ανήκει σε κανέναν. Μπορούν λεύτερα να παίζουν εδώ όλα τα παιδιά. Κάτι τέτοια λέει αυτή η καρακάξα και θα μ’αναγκάσει καμιά μέρα να της κατεβάσω όλα τα τζάμια στο ρημάδι το σπίτι της. Τέλος πάντων. Δεν είναι μόνο αυτό. Και μεις φέτος μείναμε λίγοι. Έφυγαν τρεις από τους δικούς μας στο γυμνάσιο και τώρα κάνουν τους μεγάλους και τους σοβαρούς. Ούτε ένα δίτερμα δεν φτάνουμε να παίξουμε. Εγώ λέω αντί για πετροπόλεμο, να παίζουμε μπάλα και να βγάζουμε τα μάτια μας εκεί. Εμείς την ομάδα μας την λέμε Τζένη. Εσείς πώς τη λέτε τη δική σας;» «Κοριτσίστικο όνομα έχετε ρε στην ομάδα σας;», είπε και γέλασε ο Σπίνος. «Και τι μ’αυτό;», είπε ξινισμένος ο Φλάμπουρας. «Δική μας είναι η ομάδα, όπως θέλουμε τη λέμε. Εσείς πώς τη λέτε τη δική σας;» «Δεν έχουμε όνομα. Πρέπει και μεις να την κάνουμε κορίτσι;» «Όχι ρε μάπα. Όπως θέλτε πείτε την». «Ωραία», έκανε χαρούμενος ο Σπίνος. «Εμείς τη δικιά μας θα τη λέμε, τι θα τη λέμε δηλαδή, πάντα τη λέγαμε παράδεισος». «Λοιπόν τελειώσαμε», είπε ο Φλάμπουρας και κρεμάστηκε από ένα σίδερο. «Έχετε κώλο για ένα ματς αύριο τ’απόγεμα, που δεν έχει και σχολείο.» «Αμέ», απάντησε ο Σπίνος. «Αύριο θα σας ξεσκίσουμε».
57
«Κράτα την όρεξή σου για την πεντάρα που θα φάτε», πετάχτηκε στη μέση ο Λεωνίδας. «Τελειώσαμε για τώρα», είπε ο Φλάμπουρας και πήγε κι έκατσε μόνος του στο πεζούλι, στην άκρη της πλατείας προς το δρόμο του λάκκου. Το Σκιάχτρο τον πλησίασε. «Ρε αρχηγέ τι έπαθες; Κοντέψαμε να τους δώσουμε και την αδερφή μας». «Άντε πάρε και το Λεωνίδα», αγρίεψε ο αρχηγός «και στα κομμάτια να πάτε. Τι θα την κάνουμε ρε όλη αυτή την πλατεία μόνοι μας; Τρεις κι ο κούκος μείναμε. Άντε μη σας πλακώσω στις γρήγορες». Ο Λεωνίδας και το Σκιάχτρο το βαλαν σχεδόν στα πόδια. Τον ήξεραν καλά τον αρχηγό τους σαν ήταν στις πλερέζες του, όπως τώρα. Μπορεί να σηκωνόταν πάνω και να τους τουλούμιαζε. «Στο διάολο κι η πλατεία και η συμμορία και όλοι οι μαλάκες», μουρμούρισε όλο τσαντίλα ο Φλάμπουρας όταν έμεινε μόνος του. Τι τα θέλει όλα αυτά; Αυ τός τώρα μεγάλωσε. Μπορεί να πήγαινε ακόμα στην έκτη δημοτικού, αλλά ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος, αφού είχε χάσει δυο χρονιές σχολείο εξαιτίας της κατοχής. Το τελευταίο διάστημα κάτι γινόταν μέσα του. Μια ζεσταινόταν, μια κρύωνε, μια τον έπιαναν τα νεύρα του και ήθελε να τους σκοτώσει όλους όσους έβλεπε μπροστά του. Άλλες ώρες τον έπιανε μια μελαγχολία, που νόμιζε πως θα κρεπάρει. Αιστανόταν μέσα του σαν καζάνι που βράζει. Χτες έσπασε και δυο πιάτα, γιατί δεν τον άρεσε το φαγητό. Η μάνα του, για μεγάλη του έκπληξη δεν τον μάλωσε, παρά τον χάιδεψε και είπε. «Δεν πειράζει αγόρι μου. Αυτά είναι της ηλικίας». Ο Σπίνος κόντεψε να πέσει ανάσκελα, όταν άκουσε ότι την ομάδα τους τη έλε γαν Τζένη. Πού να ξέρει αυτό το ντουρτντουβάκι τι σημαίνει γι αυτόν αυτό τ’όνομα. Μόνο αυτός κι η Τζένη το’ξεραν. Και ποια ήταν η Τζένη; Πάλι κανείς άλλος εξόν από τους δυο τους δεν το ήξερε. Πολύ τσαντιζόταν όταν άκουγε να τον φωνάζουν Φλάμπουρα. Είχε πολλά σπυ ράκια στα μούτρα κι αυτό τον έκανε να ντρέπεται και να γίνεται κακός με όλους. Έτσι του είχαν βγάλει και το παρατσούκλι του. «Όλο σηκωμένο φλάμπουρο για καβγά έχεις Γλυνίδη», του είπε μια μέρα η κυ ρία Ευτέρπη που τον έπιασε να τσακώνεται. Τ’αγόρια στην τάξη τον έτρεμαν και τα κορίτσια ούτε που του μιλούσαν κα θόλου και μάλιστα τον απόφευγαν, μ’έναν τρόπο που τον πλήγωνε. Ένα πρωι νό, στην αρχή του καλοκαιριού που καθόταν σ’αυτό ακριβώς το πεζούλι και προσπαθούσε να σκοτώσει την ώρα του παίζοντας μόνος του τρίλιζα, είδε την Αντιγόνη τη συμμαθήτρια του, που περνούσε σχεδόν δίπλα του στο δρόμο. «Τι σ’έκανε μωρή ο Μπούλης;» Εκείνη κοντοστάθηκε, γύρισε προς το μέρος του και πλησίασε. «Τι μ’έκανε;» ρώτησε. «Κουταβάκι έχεις στην κοιλιά σου;», της είπε με κακία.
58
«Καλά, δεν ντρέπεσαι βρε Γιώργο να με λες τέτοια λόγια; Τι σ’έκανα;» «Άντε μωρή ψηλομύτα που θα με κάνεις και την αγαθή. Τι Γιώργο και τρίχες. Αφού Φλάμπουρα με φωνάζετε όλες». «Εγώ δε σου λέω ποτέ έτσι», είπε με κλάματα το κορίτσι. Κι αν θέλεις, ρώτα να μάθεις». «Καλά ντε. Δε σε είπαμε καμπούρα και μυξοκλαίς. Άντε στο σπίτι σου να φας το αβγουλάκι σου πρώτα και μετά να μιλάς». «Όχι», πεισμάτωσε κείνη. «Θέλω να με πεις τι σ’έκανα και με προσβάλεις». Εκείνος κοίταξε με προσοχή τα ξυπόλυτα και βρόμικα πόδια του. «Δε μ’αρέσει τ’όνομά σου», είπε για να πει κάτι. «Ακούς εκεί Αντιγόνη. Όνομα είν αυτό;» «Εσύ μπορείς να με φωνάζεις Τζένη», του είπε κοκκινίζοντας. «Διάβασα σ’ένα περιοδικό ότι μπορείς ν’αλλάξεις το όνομά σου και να το κάνεις πιο μικρό και πιο όμορφο. Όλοι οι ηθοποιοί αυτό κάνουν, για να θυμάται πάντα ο κόσμος τ’όνομά τους. Εγώ διάλεξα το Τζένη. Δεν είναι όμορφο;» «Τρίχες κατσαρές κι αγγούρια καλυβιώτικα», ξίνισε τα μούτρα του. «Δεν το είπα σε κανέναν. Ούτε στην καλύτερή μου φίλη, γιατί φοβάμαι ότι η μαμά μου θα θυμώσει που άλλαξα το όνομα της γιαγιάς. Εσύ μόνο το ξέρεις και σε παρακαλώ να το κρατήσεις μυστικό. Άμα με λες μ’αυτό τ’όνομα, να μην εί ναι κανείς κοντά και σ’ακούσει. Δε με λες; του χρόνου θα πας στο γυμνάσιο;» «Εσύ θα πας;» «Και βέβαια», είπε το κορίτσι. «Σε ρωτάω γιατί αν θα πας και συ, δε θα είμαστε πια συμμαθητές. Εσύ θα είσαι στο αρρένων και γω στο θηλέων». «Πάνε όπου θες και άσε με ήσυχο», της είπε βαριεστημένα. Εκείνη έκανε μια απότομη στροφή κι απομακρύνθηκε λέγοντας. «Ξύλο απελέκητο θα μείνεις αν δεν πας στο γυμνάσιο». Από κείνη την ώρα ο Φλάμπουρας έχασε την ησυχία του. Κάτι τον βασάνιζε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι πράμα ήταν. Το ίδιο απόγεμα μάζεψε όλα τα σαΐνια του. «Την ομάδα μας από δω και μπρος θα τη λέμε Τζένη. Το πιάνετε;» Οι άλλοι έφριξαν. «Καλά, εμείς την ομάδα τη λέμε Κεραυνό. Γιατί ν’αλλάξουμε το όνομα;», ρώτησε ο Λίγδης. «Θα τρελαθούμε όλοι μου φαίνεται», είπε το Σκιάχτρο. «Γυναικείο όνομα θα δώσουμε στην ομάδα; θα μας πάρουν ρε όλοι στο ψιλό. Γκόμενα είν’ η ομάδα;» Ο αρχηγός τους κοίταξε ένα γύρω ειρωνικά. «Τέτοια τούβλα που είστε, πού να καταλάβετε από τέτοια. Ρε σεις, όλοι οι ηθο ποιοί κονταίνουν κι αλλάζουν τα ονόματά τους, για να τα λέει εύκολα ο κόσμος και να μην τα ξεχνάει. Πώς θα γίνουμε μεγάλη ομάδα αν δε μας μάθει πρώτα ο κόσμος; Και για να μας μάθει, πρέπει να έχουμε όνομα μικρό και όμορφο». «Σιγά να μη την πούμε και Χαρίκλεια που λεν και την αδερφή μου», πετάχτηκε πάλι ο Λίγδης. «Ρε σεις πάμε να φύγουμε. Αυτός τρελάθηκε για τα καλά».
59
«Εσείς δεν καταλαβαίνετε από γράμματα», θύμωσε ο αρχηγός. «Ρε βλάκες και τη γυναίκα του Ταρζάν έτσι δεν τη λένε; Τζένη δεν τη λένε;» «Τζέην τη λένε». «Το ίδιο είναι ρε βλάκα. Τζένη τη βαφτίσανε και μετά όταν γνώρισε τον Ταρ ζάν το άλλαξε λίγο για να του γυαλίσει. Τι σας λέω τόση ώρα; Όποιου δεν του αρέσει, ας πάει να βρει άλλη ομάδα να παίζει. Εμείς την ομάδα μας θα τη λέμε από τώρα Τζένη». «Κι αν μας ρωτάνε σε ποια ομάδα παίζουμε, τι θα λέμε; Ότι παίζουμε στην Τζένη;» είπε ο Γύπας που ήταν και το καλύτερο μπακ. «Θα μας πούνε. Όχι ρε που παίζετε κούκλες, αλλά που παίζετε ποδόσφαιρο». Με την καρπαζιά του αρχηγού στο σβέρκο του Γύπα τέλειωσαν και τα βαφτίσια της ομάδας.
3 Ο κυρ-Τάκης, παλιός και καλός αθλητής που τώρα τον είχαν βάλει φύλακα στο στάδιο, πέρασε από κοντά του. «Ρε Γλυνίδη», του φώναξε. «Γιατί δεν έρχεσαι ρε στο στάδιο; Θα γινόσουν ο καλύτερος τετρακοσάρης. Στο λέω να το ξέρεις. Τι τα παράτησες ρε; Έλα και θα σε κάνω πρώτο στα Βαλκάνια». Κούνησε το κεφάλι του και το χέρι του με σημασία. «Αχ κατάλαβα…, Κατάλαβα…. Το φυστάνι είναι που καίει τους αθλητές. Αν δεν ήταν αυτό το άτιμο το φυστάνι, θα γέμιζε η Ελλάδα ολυμπιονίκες». Ο Φλάμπουρας ούτε που του απάντησε. «Δε μας αφήνεις και συ», σκέφτηκε. «Εδώ καράβια χάνονται κι αυτός με τα αθλητικά του. Και τι προκοπή είδε αυτός με τον αθλητισμό; Μόνος κι έρημος σε μια παράγκα, χωρίς γυναίκα και παιδιά, παρέα με τα κύπελλά του». Άλλο ήταν το ντέρτι αυτουνού τώρα. Το είχε συζητήσει και με τον πατέρα του, κάνα δυο μέρες μετά τις κουβέντες που άλλαξε κείνο το πρωινό με την Τζένη. Ωραίο όνομα αλήθεια. Στην αρχή του φάνηκε χαζοόνομα. Άκου κει να τη λένε Τζένη; Σιγά σιγά όμως, όπως το έλεγε μέσα του, άρχισε να του αρέσει και όταν, όπως λογάριασε, το είπε καμιά χίλιες φορές, πίστεψε ότι δεν υπάρχει κα λύτερο όνομα απ’αυτό. Αμ το μικρό μυστικό πού το βάζεις; Τι μικρό δηλαδή. Πολύ μεγάλο. Τεράστιο. Σκέφτηκε ότι η άξια του μυστικού είναι μεγαλύτερη, όσο λιγότεροι το γνωρίζουν κι αυτό ήταν κάτι που το ήξεραν μόνο οι δυο τους στον κόσμο. Άρα ήταν το πιο μεγάλο και το σημαντικότερο μυστικό σ’όλο τον κόσμο. Καλά με τ’όνομα και το μυστικό. Λυμένα τα πράματα. Το άλλο που του είπε καθαρά και ξάστερα ότι θα ήθελε να πάει κι αυτός στο γυμνάσιο; Μέχρι τώρα ούτε που είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο. Στο γυμνάσιο πήγαιναν τα φλώρια και τα πλουσιόπαιδα. Αυτός τι δουλειά είχε στα ψηλά σαλόνια; Από κείνη τη μέρα άρχισε να το σκέφτεται και σιγά σιγά κατέληξε ότι δε θα’ταν άσκημα να πάει στο γυμνάσιο. Μέχρι τότε ήταν αποφασισμένο ότι θα γι νόταν ότι κι ο πατέρας του. Χαμάλης στην ένωση φορτοεκφορτωτών. Δουλειά
60
σίγουρη, που θα τη ζήλευαν όλοι γιατί η ένωση ήταν κλειστό σωματείο και για να μπει κανείς έπρεπε να έχει ή μεγάλο μέσο, ή να είναι παιδί μέλους της ένω σης. Θα μπορούσε ίσως να δουλεύει εκεί στα γραφεία της ένωσης όσο είναι ακόμα μικρός και δεν μπορεί να σηκώσει μεγάλα βάρη και να πηγαίνει και στο γυ μνάσιο, για να μην επιβαρύνει πολύ τους δικούς του. Το είπε λοιπόν στον πατέρα του ένα βραδάκι, που έκατσαν να φάνε. «Η διευθύντρια, που την είδα χτες στο φούρνο, με ρώτησε αν του χρόνου θα πάω στο γυμνάσιο», είπε ψέματα. Η μάνα του πετάχτηκε σα να την χτύπησε κεραυνός. «Τι γυμνάσιο και κουροφέξαλα λέει αυτή; Ρωτάει πως θα το φέρουμε βόλτα αυτό το σπίτι; Αυτή παίρνει τον παχιό το μιστό της και νομίζει ότι για όλους έτσι είναι. Εμείς περιμένουμε πώς και πώς, να τελειώσεις το δημοτικό για να πας και συ να δουλέψεις, να μπει και λίγο κρεατάκι σ’αυτό το σπίτι που κοντεύ ουν να φυτρώσουν φασολιές και ρεβιθιές απ’ τ’αυτιά μας….Άντε χριστιανέ μου. τέλειωνε καμιά φορά και συ το φαγητό σου. Ώρες έχεις που τρως», είπε γυρίζοντας στον πατέρα του. Εκείνος δε γύρισε ούτε να την κοιτάξει. Έτρωγε το φαγητό του αργά αργά όπως πάντα και το κατάπινε αφού το μασούσε πολύ καλά. «Ο άνθρωπος πρέπει να τρώει με τέμπο», είπε. «Δεν είναι ζώο. Έχουμε δυο άτομα στην ένωση που πάσχουν από έλκος και είναι να τους λυπάσαι. Μερικές φορές διπλώνονται στα δυο. Πρέπει όμως να δουλέψουν γιατί το ταμείο μας δεν αναγνωρίζει το έλκος για λόγο αναπηρίας». «Εμένα δε με το βγάζεις απ’το μυαλό ότι αυτά τα ξεσηκώματα για γυμνάσια και μπούρδες, στα βάζει στο κεφάλι σου ή θεία σου η Σοφούλα», συνέχισε η μάνα του σαν να μην άκουσε καθόλου τον άντρα της. «Δε σου είπε όμως πώς σπούδασε αυτή κι έγινε δασκάλα. Εμείς, εφτά παιδιά, δουλεύαμε απ’το πρωί ίσαμε τη νύχτα στα χωράφια, για να πηγαίνει αυτή στην ακαδημία στην Αλε ξανδρούπολη. Κι όταν ακόμα πήγαινε στο γυμνάσιο στην πόλη, εγώ πήγαινα κάθε Σάββατο φορτωμένη μ’όλα της τα χρειαζούμενα για τη βδομάδα. Τρεις ώρες με τα πόδια. Κι όταν ερχόταν τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαί ρι, να μείνει μαζί μας, πάλι ο πατέρα μας δεν την άφηνε να κάνει δουλειά. «Αφήστε την αυτή», έλεγε. «Θα γίνει δασκάλα και θα μάθει στα παιδιά σας γράμματα». Ο πατέρας του ξίνισε τα μούτρα του. «Αυτά ρε γυναίκα τα έχουμε ακούσει πεντακόσιες φορές. Άστα τώρα. Πάν και πέρασαν. Με τα σημερινά να καταπιανόμαστε». Γύρισε στο γιο του. «Να πας παιδί με στο γυμνάσιο. Να πας να γίνεις άνθρωπος χρήσιμος και μορ φωμένος. Να μην καταντήσεις χαμάλης σα και μένα που δε με λογαριάζει κα νείς. Όσο ζούμε και μπορούμε κι εγώ κι η μάνα σου κι ας γκρινιάζει αυτή λίγο, δε θα σ’αφήσουμε από τίποτα. Φτωχικά πράματα βέβαια, αλλά θα έχεις τη βοή
61
θεια μας όσο γίνεται. Και να σου πω και κάτι; Μεγάλη χαρά μου’δωσες που το αποφάσισες μόνος σου και σίγουρα θα τα πας και καλά». «Άντε γρουσούζη», είπε η μάνα του από τη γωνιά που έπλενε τα πιάτα και κα τάλαβε που είχε ένα κόμπο στο λαιμό. «Θα τους βγάλουμε τα μάτια όλους. Κι απ’την αδερφή μου τη Σοφούλα ανώτερος να γίνεις. Γιατρός να γίνεις». Όλα καλά και άγια του πήγαιναν, αλλά δεν ένιωθε ευχαριστημένος. Κάτι τον έτρωγε μέσα του. Κάτι του λείπει. Πήγαινε κι ερχόταν κάθε μέρα, γύ ριζε από δω και από κει και στο τέλος στο ίδιο σημείο και στο ίδιο πεζούλι ερ χόταν να καθίσει. Ούτε στον εαυτό του βέβαια τολμούσε να το μολογήσει ότι περίμενε μπας και ξαναπεράσει η Αντιγόνη. Η Τζένη, όπως μόνο αυτός μπορούσε να τη λέει. Πέρασε από τότε ένας μήνας και την είδε μόνο δυο τρεις φορές από μακριά. Μάλιστα έκανε και τον αδιάφορο, για να μη νομίσει ότι την έχει καμιά ανάγκη και φανταστεί ότι τρέχει κι από πίσω της. Αυτό μας έλειπε τώρα, να τρέχουμε και πίσ’ απ’ τα φυστάνια που λέει κι ο κυρ-Τάκης ο γυμναστής. Περίμενε βέβαια πώς και πώς ν’ανοίξουν τα σχολεία. Στον αγιασμό, όταν στεκόταν στις σκάλες με τη σημαία και κόρδωνε σα γύφτι κο σκεπάρνι, όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του, το μόνο που σκεφτόταν ήταν η εντύπωση που σίγουρα της έκανε. Σε μια στιγμή μάλιστα, μετά το τέλος του αγιασμού πάνω που είχαν αρχίσει τον τσακωμό με τη συμμορία του παράδεισου, πέρασε φεύγοντας για το σπίτι της από δίπλα του και την άκουσε που του ψιθύρισε. «Συγχαρητήρια Γλυνίδη και σ’ανώτερα. Επιτρέπεται όμως καλέ εσύ, κοτζάμ σημαιοφόρος, να τσακώνεσαι;» Πες τώρα ότι δεν έχει δίκιο το κορίτσι. Ποιος θα τ’ακούσει και δε θα φρίξει; Αυτός, ο διαλεχτός του σχολείου, να κάθεται και να παίζει πετροπόλεμο και να δέρνεται με τα παιδιά της κάθε συμμορίας. Αυτός είναι σημαιοφόρος και αρχη γός. Πρέπει να συμπεριφέρεται σ’όλους με καλοσύνη και κατανόηση, σαν πραγματικός άντρας. Την άλλη μέρα παρατάχτηκαν στο κάτω γήπεδο οι ομάδες της Τζένης και του παράδεισου. Οι δυο αρχηγοί βάλανε πόδια, όπως γινόταν πάντα, για να δια λέξουν εστίες. Κέρδισε ο Σπίνος και διάλεξε την εστία που ήταν προς το μπαξέ του Θωμόπουλου, γιατί από την άλλη μεριά όταν γινόταν η επίθεση, το μέρος ήταν ανώμαλο και δυσκολεύονταν να βάλουν γκολ. Στο ημιχρόνιο θ’άλλαζαν βέβαια, αλλά όλοι καταλάβαιναν ότι εκείνοι που θα έβαζαν πρώτοι γκολ, θα εί χαν και το πάνω χέρι στον αγώνα. Ήταν ακόμα νωρίς όταν άρχισε το παιχνίδι. Οι αντίπαλοι πέφτανε πάνω στην μπάλα και στους αντιπάλους τους με τέτοια μανία, που νόμιζε κανείς ότι ήταν μια μάχη ζωής και θανάτου ανάμεσα σε αντιπάλους που μισιούνταν θανάσιμα. Σκόνη και κουρνιαχτός σκώνονταν σε κάθε σύγκρουση και τα γόνατα και οι αστράγαλοι ολωνών ήταν μες στα αίματα. Ο ιδρώτας που κυλούσε απ’τα σώματά τους, μαζί με τη σκόνη, γινόταν λάσπη πάνω τους. Σα τα γουρούνια κυ-
62
λιόνταν κι αγκομαχούσαν, χτυπιούνταν, βρίζονταν, κυνηγούσαν την μπάλα με μίσος, έπεφταν και ξανασηκώνονταν. Κόντευε να σουρουπώσει κι αυτοί ακόμα συνέχιζαν τον αγώνα. Απ’ την αρχή είχαν συνεννοηθεί ότι το ματς θα τέλειωνε όταν κάποια από τις ομάδες έφτανε τα τρία γκολ. Τώρα το αποτέλεσμα ήταν δυο-δυο και όποιος έβαζε τέρμα θα ήταν ο νικητής. Ο αγώνας έγινε ακόμα πιο άγριος. Λες και συγκρούονταν θεριά με ξωτικά. Έτοιμοι να σφαχτούν ορμούσαν ο ένας πάνω στον άλλο, με τρομερό πάθος. «Εδώ σ’αυτό τ’αλώνι, σ’αυτό το γήπεδο θ αφήστε τα κόκαλά σας», σφύριξε ανάμεσα από τα δόντια του ο Φλάμπουρας στον Σπίνο και του’δωσε μια κλο τσιά στο καλάμι. Εκείνος μούγκρισε απ’τον πόνο. «Χρόνια μάς κάντε τον κόκορα, αλλά τώρα ήρθε η ώρα. Εδώ θα γίνει ο τάφος σας», απάντησε και όρμησε με περισσότερο μίσος επάνω του. Σουρούπωσε για τα καλά κι αυτοί συνέχιζαν τον αγώνα τους. Πολλών χρόνων διαφορές λύνονταν μ’αυτό το παιχνίδι και κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να τα παρατήσει. «Η τώρα ή ποτέ», μούγκρισε ο ένας αρχηγός. «Ή εμείς ή αυτοί», είπε μες απ’τα δόντια του ο άλλος. Είχαν μαζευτεί γύρω τους παρά πολλά παιδιά του σχολείου και παρακολουθού σαν τη φοβερή μάχη. Ανάμεσά τους, πήρε για μια μόνο στιγμή το μάτι του Φλάμπουρα, την Αντιγόνη. Του φάνηκε σα στεναχωρημένη. Απότομα γύρισαν τα μυαλά του ανάποδα. Άρπαξε τον Σπίνο απ’το γιακά και του σφύριξε. «Καλά ρε βλάκα. Αφού την πλατεία τη χωρίσαμε. Τι θέλουμε τώρα και ματω νόμαστε; Είναι τίποτ’άλλο να μοιράσουμε; Στο κάτω κάτω η πλατεία είναι και μεγάλη κι ένα σωρό παιχνίδια έχει για όλους μας». Είχαν σταθεί στη μέση του γηπέδου. Γύρω τους τα αλλά παιδιά είχαν σταματή σει το παιχνίδι και τους κοιτούσαν με απορία. «Πάμε όλοι στο βρυσάκι για νερό;» είπε ξαφνικά ο Σπίνος. Αυτό ήταν. Πάει και τέλειωσε. Όλοι γέλασαν χαρούμενοι. Το μίσος που είχαν μεταξύ τους μέχρι πριν από λίγο χάθηκε με μιας, σαν ένα δροσερό αεράκι που φυσάει και διώχνει τα ντέρτια. Όλοι ήξεραν ότι το βρυσάκι ήταν από πάντα στην περιοχή της συμμορίας του παράδεισου. Εκείνο το βράδυ όλα τα παιδιά πέσαν χαρούμενα στο κρεβάτι τους και κοιμή θηκαν σαν τα κούτσουρα.
4 Ο Δημητράκης φόρεσε και σήμερα τα καλά του. Παρασκευή ήταν και δε θα εί χαν μάθημα σήμερα. Θα ερχόταν κείνος ο εθνικός ποιητής που τους είχε πει η κυρία Ευτέρπη τη μέρα του αγιασμού. Είχαν δώσει όλοι και από εκατό δραχμές για τα έξοδά του, όπως τους είπε χτες που μπήκε στην τάξη, την ώρα που είχαν μάθημα με τον κύριο Βεργίδη.
63
«Ήρθα να σας θυμίσω ότι αύριο θα είναι μαζί μας ο εθνικός μας ποιητής κύριος Παυλής και να σας πω επίσης ότι αυτό π’ακούστηκε ότι δήθεν ο κύριος Παυλής γυρνάει από σχολείο σε σχολείο και πλουτίζει με τα κατοστάρικα των μαθητών, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Τα χρήματα αυτά είναι για ένα βιβλιαράκι με τα ποιήματά του, που θα μοιράσει σε όλους». Σήκωσε ψηλά και τους έδειξε ένα κακομοιριασμένο μικρό και λεπτό βιβλιαράκι που κρατούσε στο χέρι της. «Αυτό δεν κάνει ούτε δυο δραχμές», είπε μ’απορία ο κύριος Βεργίδης που ήταν, όπως έλεγε ο κυρ-Αριστείδης, τσεκουράτος και δε χάριζε κάστανα σε κα νέναν. Η διευθύντρια του έριξε μια λοξή ματιά. «Τα σχόλιά σας κύριε Βεργίδη στο γραφείο. Όχι μπρος στους μαθητάς». Στράφηκε ξανά προς τα παιδιά. «Λοιπόν. Αύριο όλοι με τα καλά σας, για ν’ακούσουμε τον κύριο Παυλή τον εθνικό μας ποιητή», τόνισε και κοίταξε με σημασία τον Βεργίδη. Εκείνος άναψε και κόρωσε. «Σιγά μη ζωντάνεψε ο Σολωμός ή ο Παλαμάς», είπε με σφιγμένα χείλια. «Έτσι αναφέρεται στο έγγραφο του υπουργείου κύριε Βεργίδη. Πώς θέλετε να τον ονομάσω εγώ;» «Ποιητή εκ του προχείρου. Αυτός ο χαρακτηρισμός θα’ταν ο καλύτερος. Απ’το βιβλιαράκι του που έριξα μια ματιά... αλλά τέλος πάντων. Δε με πέφτει λόγος». Το κουδούνι πήρε φωτιά στα χέρια της επιστάτριας. Έτρεξαν όλοι αμέσως και μπήκαν στη σειρά τους με μεγάλη τάξη. Η διευθύντρια στεκόταν κιόλας στα σκαλιά και φαινόταν απ’τα μούτρα της ότι δε σήκωνε και πολλά σήμερα. Πέρασαν μια-μια τάξη στο διάδρομο του σχολείου, εκεί που έκανε ένα άνοιγμα, μπροστά δηλαδή στις σκάλες που πήγαιναν στις πάνω τάξεις και στις βρύσες, όπου έπιναν στα διαλείμματα νερό τα παιδιά. Εκεί έκαναν και την πρωινή προσευχή πριν μπουν στις αίθουσες για μάθημα, τις μέρες που έβρεχε. Γι αυτό και η κάθε τάξη ήξερε από πριν το σημείο που έπρεπε να πάει να σταθεί. Όλα τα παιδιά έβλεπαν προς τις σκάλες του πάνω πατώματος. Το γραφείο της διευ θύντριας και των δασκάλων ήταν εκεί στη μέση της σκάλας. Σε λίγο βγήκαν από το γραφείο όλοι οι δάσκαλοι και στάθηκαν στα κάτω σκα λοπάτια. Από πίσω τους βγήκε η διευθύντρια συνοδεύοντας έναν άντρα, λεπτό και ψηλό, με μακριά μαλλιά πίσω στο σβέρκο του. Τα μάτια του μαύρα και γυαλιστερά, έμοιαζαν με τα μάτια του Νάσου του επιληπτικού που όλοι τον νόμιζαν τρελό. «Κοίτα τα μαλλιά του», μουρμούρισε ο Κεφάλας. «Σαν καλλιτέχνης είναι». «Σαν τον κυρ-Απόστολο τον βιολιτζή», είπε ο Δημητράκης. Μ’αυτόν τον κυρ-Απόστολο που έπαιζε βιολί, τα είχε ο Θάνος ο φούρναρης. «Όταν τον ρωτάει κανείς τι δουλειά κάνει» έλεγε ο Θάνος, «απαντάει ότι είναι καλλιτέχνης. Ακου καλλιτέχνης και τρίχες. Με το βιολί θέλει να βγάλει το ψωμί
64
της οικογένειάς του. Αν είναι δυνατόν! Ούτε να κουρευτεί του περισσεύουν και του έφτασαν τα μαλλιά του μέχρι το λαιμό». «Άσε μας ρε Θάνο με τις εξυπνάδες σου», τον απόπαιρνε ο Αριστείδης. «Καλ λιτέχνης πα να πει άνθρωπος ανώτερος, με ευαισθησίες και χαρίσματα». «Όλα αυτά καλά και άγια, αλλά ας πληρώσει και κανένα ψωμί που η τσέτουλά του κοντεύει να φτάσει τρεις πήχες. Τις προάλλες τον ρώτησα αν ήθελε να με βοηθήσει με τα ξύλα του φούρνου, όχι δηλαδή που θα έκανε και καμιά δουλειά, αλλά έτσι είπα να του σβήσω το χρέος, γιατί λυπάμαι τη γυναίκα του και το παιδί του που ντρέπονται να’ρθουν να πάρουν ψωμί. Και τι μ’απάντησε, αν αγαπάς το Θεό σου; Καλύτερα να πεθάνω, παρά να κουβαλάω ξύλα. Εγώ είμαι καλλιτέχνης. Ακούς; Ακούω να λες». Η διευθύντρια τους κοίταξε καλά καλά όλους, σα να τους έλεγε ότι θα πάρει ο διάολος τη μάνα και τον πατέρα όποιου δεν είναι φρόνιμος και δε δείξει προσο χή και συμπάθεια στον ποιητή. «Από δω ο εθνικός ποιητής ο κύριος Παυλής» είπε, «που θα μας απαγγείλει και θα μας τραγουδήσει τα ωραία του ποιήματα. Το υπουργείο, εκτιμώντας την ανάγκη πολιτιστικών εκδηλώσεων και επαφής της μαθητιώσης νεολαίας με αν θρώπους της τέχνης και του λόγου, μας έκανε την τιμή να μας στείλει έναν από τους καλύτερους σύγχρονους ποιητάς και λογίους. Παρακαλώ, ένα θερμό χει ροκρότημα». Όλα τα παιδιά και οι δάσκαλοι χειροκρότησαν δυνατά, εκτός από τον κύριο Βεργίδη που στεκόταν ακίνητος και ανέκφραστος. Ο ποιητής τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω, χαμογέλασε ικανοποιημένος και έφερε μισή στροφή την κιθάρα στην πλάτη του που την είχε κρεμασμένη μ’ένα πολύχρωμο κορδόνι. «Όχι», φώναξε δυνατά κι απότομα. «Όχι εδώ. Θα ήθελα να σταθώ ανάμεσα στα παιδιά, στο μέλλον της πατρίδος μας. Να σταθώ δίπλα τους και να τους μετα δώσω τη φλόγα της καρδιάς μου και να πάρω απ’την αγνότητα και την ελπίδα που συμβολίζουν. Να ευχαριστήσω κι εσάς για τα καλά σας λόγια κυρία διευ θύντρια, καθώς και εσάς σεβαστοί δάσκαλοι του αιώνιου ελληνικού πνεύματος και να σας βεβαιώσω, ότι θα καταβάλλω κάθε προσπάθεια να φανώ αντάξιος των προσδοκιών σας και των προσδοκιών της πατρίδος. Παρακαλώ να μου δώστε μια καρέκλα, να την τοποθετήσω ανάμεσα στα παιδιά και από κει πάνω να προχωρήσω στη μικρή, αλλά πιστεύω τόσο σημαντική μας παράσταση». «Μου φαίνεται μεγάλο ψώνιο αυτός ο τύπος», ψιθύρισε ο Γκαβούλιας. Ο ποιητής άρπαξε μια ψάθινη καρέκλα που του έφεραν απ’το γραφείο και μ’ένα σάλτο βρέθηκε όρθιος πάνω της, ανάμεσα στα παιδία. Σήκωσε ψηλά με το χέρι του το ίδιο βιβλιαράκι που τους είχε δείξει η διευθύντρια την προηγού μενη μέρα. «Εδώ είναι γραμμένα όλα μου τα ποιήματα, που θα μείνουν κληρονομιά στους Έλληνες για πάντα. Εδώ βρίσκονται οι εθνικές σκέψεις από τις οποίες πρέπει να εμφορείται κάθε Έλλην και ιδιαίτερα κάθε μικρό Ελληνόπουλο. Μίαν ημέρα εσείς και οι απόγονοί σας, θα στήσετε ανδριάντα σε όλους εμάς που αγωνι-
65
ζόμαστε για την ελευθερία αυτού του τόπου και τη διατήρηση της εθνικής μας κληρονομιάς, που κάποιοι απάτριδες με τις αναρχικές ιδέες τους και τις προδο τικές τους θέσεις, θέλουν να ξεπουλήσουν. Εμείς, αντιστεκόμαστε σ’αυτά τα σχέδια και τις ξενόφερτες αυτές ιδέες. Αντιστεκόμαστε όλοι μαζί. Έτσι;» «Έτσι», μουρμούρισαν μερικά παιδιά. «Αντιστεκόμαστε ναι ή όχι;» φώναξε δυνατά εκείνος. «Ναι», απάντησαν τα παιδιά. «Δεν σας άκουσα καλά», επέμεινε ο ποιητής. «Νααααί», φώναξαν τα παιδιά με όση δύναμη είχαν. «Όλοι μαζί λοιπόν να το διατρανώσουμε, να τ’ακούσουν και στη Μόσχα. Αντι-στε-κό-μα-στε», φώναξε δυνατά την κάθε συλλαβή. «Όλοι μαζί τώρα» «Α-ντι-στε-κο-μα-στε», φώναξαν μαζί του τα παιδιά. «Ποιο δυνατά ν’ακουστεί και κει πέρα μακριά στους κομουνιστές ντόπιους και ξένους». «Α-ντι-στε-κό-μα-στε», τσίριξαν αφιονισμένοι όλοι μαζί. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και τα κούνησε πέρα δώθε σα καλάμια. Έκλεισε τα μάτια του κι έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω. «Σας ευχαριστώ παιδιά μου», είπε με βραχνή και ήρεμη φωνή. «Σε κανένα σχο λείο, από τα εκατοντάδες που επισκέφτηκα σ’όλη την Ελλάδα, δεν το φώναξαν τόσο δυνατά, με τόσο πάθος και με τέτοια πίστη, όσο εσείς». Ξαφνικά τινάχτηκε μπροστά και με τα μάτια του να πετούν φωτιές, φώναξε. «Και τώρα μια τελευταία φορά όσο πιο δυνατά γίνεται. Όλοι μαζί. Α-Ντι-Στε-Κό-Μα-Στε». «Αντιστεκόμαστεεεεεε», έβγαλαν όση φωνή είχαν μέσα τους τα παιδιά και τους φάνηκε πως απ’τη δύναμή της κουνήθηκαν και τα ντουβάρια του σχολείου. Ο Δημητράκης ήταν σίγουρος ότι τους άκουσε και η μάνα του στο σπίτι. Ο ποιητής άρπαξε την κιθάρα που κουνιόταν πέρα δώθε όπως κουνιόταν κι ο ίδιος σα φιγούρα του καραγκιόζη. «Και τώρα παιδιά, θα μάθουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί το καλύτερό μου ποίημα, που το μελοποίησα μόλις πριν από λίγες μέρες για το χατίρι το δικό σας. Θα σας το πω μια φορά, μετά θα το λέμε μαζί στίχο στίχο για να το μάθετε. Μετά θα το τραγουδήσουμε όλοι μαζί. Εντάξει;» «Εντάξει», φώναξαν όλα αλλοπαρμένα. Εκείνος άρχισε να απαγγέλλει με προσοχή τονίζοντας μία-μία τις λέξεις, σα να’θελε να τονίσει τη μεγάλη τους σημασία. Σαν το μυρμήγκι, έχουμε σώμα, καρδιά, ψυχή σαν το θεριό. Την Ιταλία, τη Γερμανία, μεις ρίξαμε μες στο γκρεμό.
66
Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε γύρω του να δει τι εντύπωση έκαναν οι στίχοι του. Τα παιδιά νόμισαν ότι τέλειωσε και πήραν να χειροκροτούν με μανία. Εκείνος έκανε με το χέρι του να σταματήσουν και συνέχισε. Σ’όλο τον κόσμο, ελευθερία, η λεβεντιά μας έδωσε. Κι από τον Χίτλερ και Μουσολίνι όλα τα έθνη έσωσε. Άρχισε αμέσως να το τραγουδάει με τη συνοδεία της κιθάρας του. Όταν τέλειω σε κι αυτό είπε. Και τώρα παιδιά θα το μάθατε όλοι στίχο-στίχο. Αφού έμαθαν καλά τα λόγια, άρχισαν και να το τραγουδούν. Σε μισή ώρα όλο το σχολείο δονούνταν απ’το τραγούδι. Ο Παυλής ανεβασμένος στην καρέκλα του, είχε αφήσει την κιθάρα και ενθουσιασμένος κουνούσε τα χέρια του δίνο ντας τον ρυθμό και τραγουδώντας μαζί τους. Τα παιδιά είχαν ενθουσιαστεί τόσο πολύ, που κρέμονταν κυριολεκτικά απ’τα χείλια του. «Όλα τα έθνη έσωσεεεεεεε», τέλειωσε αυτός αργά το τραγούδι. «Εντάξει παιδιά το μάθαμε όλοι καλά. Θα το τραγουδήσουμε πάλι στο τέλος της γιορτής μας. Πρέπει όμως να ξέρετε, είπε με ένταση, ότι εμείς που σώσαμε όλα τα έθνη όπως λέει και το τραγουδάκι μας, κινδυνεύουμε να υποδουλωθούμε σε ιδέες που εί ναι ξένες προς το ελληνικό πνεύμα και την ελληνική παράδοση. Οι κομμουνι στές θέλουν να βεβηλώσουν αυτό το πνεύμα. Θέλουν να υποτάξουν τον ανε ξάρτητο και αγέρωχο λαό μας». Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα και μετά με μια φωνή, που περισσότερο έμοιαζε με βρυχηθμό λιονταριού παρά μ’ανθρώπινη φωνή, φώναξε. «Έξω οι βάρβαροι». «Έξωωωω......» φώναξαν όλοι οι μαθητές με δύναμη. «Έξω οι απάτριδες», συνέχισε ο ποιητής. «Έξωωωωω.....», φώναξαν ακόμα πιο δυνατά τα παιδιά. «Θάνατος στους ξενόφερτους». «Θάαανατοοοος», φώναξαν με μίσος και σε κατάσταση υστερίας οι μαθητές. Ο Βεργίδης γύρισε κι άρχισε ν’ανεβαίνει αργά αργά τις σκάλες για το γραφείο. Περνώντας, μπροστά απ’τη διευθύντρια, κοντοστάθηκε και της έριξε μια ματιά. Μπήκε στο γραφείο και κλείνοντας την πόρτα μουρμούρισε. «Α, να χαθείς φανατισμένε αγύρτη». Μέρες πολλές μετά τη γιορτή τα παιδιά του σχολείου συζητούσαν παρέες πα ρέες για τον μεγάλο αυτόν ήρωα. Στα μάτια τους έμοιαζε μ’ένα θεριό, που μπο ρούσε να τα βάλει με όλους τους εχθρούς της πατρίδας τους και να τους κατα σπαράξει. Ο κυρ-Αριστείδης, που είχε ακούσει από το μπακάλικό του τις κραυ γές και τα τραγούδια τους, ρώτησε τ’άλλο πρωί τον Δημητράκη.
67
«Καλά. Για νεοσύλλεκτους σας πέρασαν αυτοί οι ανόητοι, μαθητές πράμα;» Μετά από μια βδομάδα περίπου, ο Γκαβούλιας τους έφερε μια σπουδαία πληρο φορία. «Ο Παυλής μάγκες, τίναξε τα πέταλα». «Και πού το ξέρεις εσύ ρε στραβάδι που δεν ξέρεις από πούθε κατουράει η κότα; Πώς έγινε;», ρώτησε και του κάθισε μια σβερκιά ο αρχηγός. «Τι βαράς ρε συ; Ο πατέρας μου το’πε. Πολεμούσε είπε με τους συμμορίτες και σκότωνε αβέρτα από δαύτους. Τους είχε κάνει με τα κρεμμυδάκια. Γέμισε όλο το βουνό με τα πτώματά τους, αλλά αυτοί ήταν πολλοί κι αυτός μονάχος του. Πάνω σ’όλα του τέλειωσαν και οι σφαίρες. Ψάχνοντας εκεί βρήκε ένα τηγάνι κι άρχισε να χτυπάει μ’αυτό, ντονκ, ντονκ στα κεφάλια τους. Καθάρισε και μ’αυτό καμιά πενηνταριά ακόμα, αλλά του’σπασε το τηγάνι και τον σκότωσαν». Όλοι μείνανε με το στόμα ανοιχτό. Ακου πράματα. Έναν ήρωα σαν τον Ηρακλή που μάθανε πέρσι στη μυθολογία γνώρισαν κι αυτός πάει σκοτώθηκε ώσπου να πεις κύμινο. Έτσι φαίνεται είναι σήμερα οι ήρωες. Αλλιώτικοι από τους παλιούς. «Εκείνοι έτρεχαν από τόπο σε τόπο και σκότωναν πουλιά και βόδια, για να γλιτώσουν τους ανθρώπους απ’τους μπελάδες, ενώ τώρα είναι όποιον πάρει ο χάρος. Οι ήρωες σκοτώνουν τους ανθρώπους και οι άνθρωποι θέλουν να καθα ρίσουν τον ήρωα», είπε ο αρχηγός που κόντευε να βάλει τα κλάματα. Ο Κεφάλας ήταν σκεφτικός. «Και πού τα ξέρει όλ’αυτά ο πατέρας σου ρε συ;» «Ήταν εκεί κοντά και τα είδε με τα μάτια του». Ο Κεφάλας επέμενε. «Καλά ρε χαμένε. Εγώ είδα τον πατέρα σου χτες που έφευγε απ’το καφενείο για το σπίτι. Πότε βρέθηκε στα βουνά που λες ότι τα είδε όλ’αυτά;» «Εσύ είσαι πολύ χαζός με φαίνεται», είπε ο Γκαβούλιας. «Πάει κι έρχεται σαν το πουλί ρε μάπα. Ούτε κι γω μπορώ να ξέρω πού βρίσκεται. Το πρωί πολεμάει τους συμμορίτες στο βουνό και το απόγεμα είναι στο καφενείο. Μετά πάει πάλι στο βουνό και το βράδυ αργά, όταν κοιμάμαι, έρχεται στο σπίτι και κοιμάται κι αυτός. Κατάλαβες ρε μπουμπούνα;» Τον κοίταξαν όλοι με μισό μάτι. «Τι είν αυτά που μας λες ρε; Τι είναι ο πατέρας σου; Αεροπλάνο;» «Άμα δε με πιστεύετε, να πάτε να ρωτήστε στο καφενείο τον ίδιο. Είναι τώρα εκεί». «Εφόσον μας λες ότι το είπε ο πατέρας σου, τότε εντάξει», είπε ο Σπίνος. «Οι πατεράδες δε λένε ποτέ ψέματα». Ένα βράδυ μετά από καναδυό μέρες, ο Δημητράκης ρώτησε τον πατέρα του την ώρα που κάθισαν στο τραπέζι να φάνε. «Πριν μερικές μέρες ήρθε στο σχολείο μας μπαμπά ένας ποιητής και μας μίλη σε. Μας έμαθε και τραγούδια μάλιστα. Ο Γκαβούλιας μας είπε προχτές ότι ο πατέρας του του είπε ότι σκοτώθηκε. Λες να ναι αλήθεια;» Ο πατέρας του χαμογέλασε.
68
«Ποιος δηλαδή να σκοτώθηκε; Ο πατέρας του Γκαβούλια; Πριν από λίγο τον είδα στο καφενείο τους». «Όχι καλέ μπαμπά. Τα μπέρδεψα λίγο. Για τον ποιητή ρωτάω». «Και πού να ξέρω γω παιδί μου», είπε κείνος βαριεστημένα. «Τόσος κόσμος πε θαίνει κάθε μέρα. Μπορεί να μας άφησε χρόνους κι αυτός». «Μπορεί όμως να είναι και ζωντανός. Έτσι;» «Και ζωντανός και πεθαμένος μαζί, λίγο δύσκολο είναι. Τέλος πάντων. Πες μου εσύ τι τον θέλεις; Ζωντανό ή πεθαμένο;» «Ζωντανό». «Ε, τότε ζωντανός είναι και ζει και βασιλεύει». «Μπορεί κανείς μπαμπά να σκοτωθεί στον πόλεμο, δηλαδή όχι να σκοτωθεί κα νονικά, αλλά να τον πάρουν για πεθαμένο και μετά να σηκωθεί και να είναι εντάξει;» «Αυτό βέβαια. Μπορεί να γίνει στα σίγουρα. Εδώ διάβαζα χτες σε ένα περιοδι κό, δεν ξέρω πόσοι, που οι Γερμανοί τους στήσανε σε διάφορα εκτελεστικά αποσπάσματα να τους τουφεκίσουν, έπεσαν κάτω, έκαναν τους πεθαμένους και τη γλίτωσαν». Την άλλη μέρα μόλις μαζεύτηκαν όλοι, ο Δημητράκης είπε περήφανος. «Λοιπόν μάγκες θα σας πω τώρα κάτι, που θα πέστε ανάσκελα». «Σιγά τα σπουδαία νέα που θα μας πεις ρε. Εσύ κοιμάσαι όρθιος και ξενοδοχείο πληρώνεις», του είπε ο Μύξας. «Καλά. Κάτσε ν’ακούσεις πρώτα και μετά θα φας τις μύξες σου». «Άντε λέγε. Μας γκάστρωσες», είπε ο Σπίνος. «Θέλουμε να παίξουμε και μπάλα. Θα μας πάρει νύχτα». «Λοιπόν», πήρε βαθιά αναπνοή ο Δημητράκης. «Ο Παυλής ζει και βασιλεύει». Όλοι απόμειναν αποσβολωμένοι να τον κοιτάζουν. «Θα τρελαθούμε όλοι μου φαίνεται», πετάχτηκε πρώτος από τη σαστιμάρα ο Αράπης. «Τη μια μέρα πεθαίνει και την άλλη ζει;» «Παράξενο σου φαίνεται ρε μάπα; Τον κοίταξε λοξά ο αρχηγός. Το παλικαράκι ρε συ στο σινεμά πως από κει που νομίζουμε ότι πέθανε, νάτος τσουπ πάλι με την κοπέλα του;» «Καλά λες», άλλαξε γνώμη ο Αράπης. «Και με το Ζορό το ίδιο δε γίνεται. Που ο δικός μας ο Παυλής που είναι και δέκα φορές πιο παλικαράς απ’το Ζορό. Έτσι;» «Έτσι και καλύτερα έγινε», συμπλήρωσε ο Δημητράκης. «Νόμιζαν ότι είναι σκοτωμένος και φύγαν, αλλά αυτός είχε φάει μια ξώπετση μόνο και μόλις οι άλλοι εξαφανίστηκαν, σκώθηκε και το βαλε στα πόδια». «Και συ πού τα ξέρεις αυτά ρε;», ρώτησε προβληματισμένος ο Γκαβούλιας. «Μου το’πε ο πατέρας μου, που τον είδε και μίλησε μαζί του στη Σαλονίκη». «Και πότε πήγε ο πατέρας σου στη Σαλονίκη; Στ’όνειρό του ταξιδεύει;» επέμε νε ο Γκαβούλιας. «Πάει κι έρχεται όπου θέλει σα σαΐτα. Πιο έξυπνος είν ο δικός σου που πάει σα το πουλί απ’εδώ κι απ’εκεί; Πάμε αν θες να τον ρωτήσουμε. Είναι στο σπίτι
69
τώρα. Να τον ρωτήσουμε αν μπορεί να γίνει αυτό. Να νομίζουν δηλαδή οι άλ λοι ότι εσύ είσαι πεθαμένος, ενώ εσύ κάνεις μόνο τον ψόφιο κοριό κι όταν φύ γουν να πεταχτείς πάνω και να τη σκαπουλάρεις». «Εντάξει», είπε ο αρχηγός. «Εμάς τώρα τι μας συμφέρει. Να ζει ή να πέθανε;» Πέσαν όλοι σε συλλογή. «Ότι είχαμε να πούμε γι αυτόν το’παμε», είπε ο μικρός Καραβουζούνας. «Ας τον πούμε πεθαμένο να τελειώσουμε. Μόνο τα παιχνίδια δεν τελειώνουν και δεν πεθαίνουν ποτέ. Τι θα γίνει τώρα; Θα παίξουμε μπάλα; Αρκετά μας τα έπρηξε αυτός ο τέτοιος, πώς τον λέμε, με την κιθάρα».
5 Η τρελή μάζεψε όσο θάρρος της είχε απομείνει απ’τη φτώχεια και τη στέρηση και ξεκίνησε για το σπίτι του κυρίου Φαρδή. Εδώ και δεκαπέντε μέρες, από τη μέρα που το πρωτοαποφάσισε, προσπαθεί να βρει το κουράγιο να χτυπήσει την πόρτα τους. Την πρώτη φορά που ξεκίνησε να πάει να ζητήσει τη δουλειά της πλύστρας, βρήκε το σπίτι εύκολα. Όταν έφτασε κοντά στο σπίτι και παρ όλο που ήταν σί γουρη ότι ήταν εκείνο, πώς της ήρθε και ρώτησε έναν μανάβη που περνούσε κείνη την ώρα με το γάιδαρό του. «Καλέ. Αυτό δεν είναι το σπίτι του κυρίου Φαρδή;» «Ναι κυρά μου. Αυτός ο μούλος ο βασιλικός επίτροπος εδώ μένει που να του κοπούν τα ύπατα του αχρείου». «Βασιλικός επίτροπος είν ο κύριος Φαρδής;», λαχτάρισε η γυναίκα. «Ναι πανάθεμα το γονιό του και μάλιστα απ’τους χειρότερους. Δε λυπάται κα νέναν. Μήτε παιδιά, μήτε γέρους, μήτε τον κακό του τον καιρό. Όποιος πέσει στα χέρια του, κατευθείαν πασαπόρτι για τις εξορίες. Έναν αδερφό και μια αδερφή μου τους έκλεισε τα σπίτια και τρέχω τώρα και δε φτάνω να ταΐσω τα παιδιά και τη γυναίκα του αδερφού μου και τους γονιούς μου, πέρα απ’την οι κογένεια τη δική μου. Ανάθεμα τη φύτρα του του χαραμοφάη». Η γυναικούλα σασίρντισε και πισωπάτησε. «Εδώ μόνο μπελά θα βρω», σκέφτηκε. Μετά ρώτησε το μανάβη. «Καλέ εσύ τα λες έτσι χύμα; Δε φοβάσαι μη το μάθει και βρεις και συ τον μπε λά σου, όπως και τ’αδέρφια σου;» «Τι να φοβηθώ χριστιανή μου; Ο βρεγμένος τη βροχή τη φοβάται; Απηύδησα τόσο πολύ, που ούτε που με νοιάζει τι θ’απογίνω. Ούτε λάχανο πουλάω στη γυ ναίκα του. Θα με πεις τι φταίει κι αυτή η κακομοίρα; Αλλά έτσι είναι. Να μάθουν τι πα να πει αδικία και περιφρόνηση. Την αδερφή μου την πήραν εξορία γιατί έμενε στο ίδιο σπίτι με τον αδερφό μου, δηλαδή στο σπίτι των γονιών μας. Αν μπορούσαν και τον πατέρα και τη μάνα μας θα παίρναν, αλλά τι να τα κάνουν τα δυο χούφταλα; Ήρθε λοιπόν που λες τις προάλλες η κυρά αυτού του κάλπη, και ζήτησε μια οκά ντομάτες. Δεν έχει κυρά μου, της είπα πάνω που κοίταζε το κοφίνι με τις ντομάτες που’ταν σχεδόν γιομάτο. Δε δίνω στο σπίτι σου ούτε αγιασμό. Εκείνη κατάλαβε φαίνεται κι ούτε ρώτησε το γιατί. Όπου
70
πάει τα ίδια σκατά τρώει και το έμαθε το μάθημα της απ’έξω. Λυπάμαι που σε πήρα το κεφάλι κυρά μου, αλλά κάπου κάπου πρέπει να τα λέω κι εγώ για να ξεσκάω. Εσύ τι δουλειά έχεις μ’αυτά τα μούτρα;» «Τίποτα δεν έχω. Μόνο, να, έλεγα να ζητήσω να τους πλένω τα ρούχα. Τι να κάνω η έρμη. Είμαι τελείως μονάχη μου και κάτι πρέπει να κάνω για να ζήσω». «Η δουλειά ντροπή δεν έχει», την έκοψε ο μανάβης. «Άντε τράβα και μακάρι να σου δώσουν να φας ένα κομμάτι ψωμί. Άντε γεια σου και χάρηκα που τα εί παμε». «Έλα, ντεεε», φώναξε το γάιδαρο του κι απομακρύνθηκε. Η τρελή δεν τόλμησε να χτυπήσει την πόρτα. Φοβήθηκε ότι μεγάλος μπελάς θα την έβρισκε μ’αυτόν τον άνθρωπο. Είχε κι αυτή τα προβλήματά της με τα πολι τικά. Είχε τον άντρα της στο βουνό, αλλά το κρατούσε καλά το μυστικό της μέχρι τα τώρα, γιατί ήρθε απ’το χωριό μόνη της εδώ κι ένα χρόνο, ενώ ο άντρας της ήταν στο βουνό απ’την κατοχή ακόμα και πέρασε στο δεύτερο αντάρτικο δίχως σταματημό και δίχως να έρθει ούτε μια μέρα να τη δει. Της έστελνε όμως τακτικά νέα του και κάτι ψιλοχρήματα που δεν έφταναν ούτε για ένα πιάτο φα γητό. Ήξερε καλά σε ποια κατάσταση ήταν, της έγραψε μια φορά σ’ένα σημείωμα. Τα μάθαινε, λέει, απ’τον σύνδεσμό τους, αλλά της ζητούσε να κάνει υπομονή και όλα θ’αλλάξουν σύντομα. Η νίκη έρχεται όπου να’ναι και θα σμίξουν ξανά οι δυο τους, να κοιτάξουν κι αυτοί να κάνουν ένα σπιτικό σαν όλους τους αν θρώπους. «Παραλίγο στο σπίτι του φιδιού», μουρμούρισε και γύρισε πίσω. Είχαν περάσει δεκαπέντε σχεδόν μέρες από τότε κι άρχισε πάλι να το σκέπτε ται. Να πάει να χτυπήσει την πόρτα τους κι ότι γίνει ας γίνει. Μια μέρα μάλιστα που την κάλεσε η διευθύντρια του σχολείου η κυρία Ευτέρπη να πλένει, τη ρώτησε. «Καλέ κυρά Ζωή, γιατί δε ρωτάς δω δίπλα την κυρία Φαρδή; Νομίζω ότι θέλει μια γυναίκα, για μια φορά τη βδομάδα. Μόλις τελειώσουμε σύρε και ρώτα». «Αλήθεια;;, έκανε την ανήξερη εκείνη και μετά ρώτησε τάχα αδιάφορα. «Και δε βρίσκει πλύστρα; Τώρα οι πλύστρες γίναν πιο πολλές απ’τις νοικοκυ ρές». «Πες το ψέματα», χαμογέλασε η κυρία Ευτέρπη. Σήμερα όμως το αποφάσισε. Θα πήγαινε κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Στο στόμα του λύκου ήξερε ότι πηγαίνει, αλλά μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ανάθεμα την ανάγκη και το καπνεργατηλίκι που ήταν κλειστό επάγγελμα και δεν μπο ρούσε να πάει κι αυτή να δουλέψει, όπως όλοι εκεί στη γειτονιά. Το στέκι των καπνεργατών τη λέγαν τη γειτονιά, γιατί σχεδόν όλοι, άντρες και γυναίκες, δού λευαν στα καπνομάγαζα. Έφτασε τρέμοντας και χτύπησε το κουδούνι. Η Γαρουφαλίτσα συγύριζε στο σαλόνι που ήταν και το πρώτο δωμάτιο όπως έμπαινες από την ξώπορτα. Πήγε κι άνοιξε. Είδε μπροστά της μια γυναικούλα
71
αδύνατη και μικροκαμωμένη, μ’αχτένιστα μαλλιά, χλωμή και κακομοιρια σμένη. «Παρακαλώ», είπε. Η γυναικούλα φάνηκε σα να έχασε και τη λαλιά της. Δε μίλησε κανονικά, παρά μόνο κάτι σα να τραύλισε που η Γαρουφαλίτσα δεν το κατάλαβε. «Ήρθατε για να ζητήσετε βοήθεια;», τη ρώτησε. «Όχι», κούνησε κείνη αρνητικά το κεφάλι της και βάζοντας όλα της τα δυνατά, κατάφερε να πει. «Έμαθα ότι ζητάτε πλύστρα και ήρθα να σας πω ότι κάνω αυτή τη δουλειά». Η Γαρουφαλίτσα πετάχτηκε μέχρι πάνω απ’τη χαρά της. Άρπαξε τη γυναικούλα απ’το χέρι και την τράβηξε μέσα στο σαλόνι. «Έλα καλή μου», της είπε. «Απ’ τον ουρανό σε γύρευα και στη γη σε βρήκα. Έλα, γιατί αύριο πρέπει να βάλουμε πλύση και κοντεύω να τρελαθώ. Θέλεις καφεδάκι; Πώς σε λένε;» «Ζωή». «Ζωή τι;» Τα’χασε. Απόφευγε πάντα να λέει το παρόνομά της, που ήταν του άντρα της. Σκέφτηκε μια στιγμή και είπε. «Ζωή καλέ. Καλύτερα να με λέτε με το μικρό μου όνομα. Πιο εύκολα». «Εντάξει…. Σύμφωνοι», δέχτηκε η Γαρουφαλίτσα. «Σίγουρα δε θα περάσεις μέσα να πιούμε ένα καφεδάκι και να τα πούμε;» «Με μεγάλη μου ευχαρίστηση, αλλά έχω να πάω να τελειώσω μια δουλειά γιατί όπως κατάλαβα αύριο θα είμαι εδώ σε σας. Αύριο το πρωί λοιπόν. Τι ώρα θέλε τε να έρθω; Στις οκτώ είναι καλή ώρα;» «Ναι στις οκτώ είναι ότι πρέπει». «Αντίο λοιπόν για σήμερα». «Στο καλό». Η Ζωή έφυγε για το σπίτι της. Τι σπίτι δηλαδή. Μια κάμαρη κάτω απ’την εξω τερική σκάλα του σπιτιού του κυρ-Μαργαρίτη, που ας είναι καλά ο πατέρας της δε χρειαζόταν να πληρώνει κι ενοίκιο. «Δε χρειάζεται να πλερώνεις Ζωίτσα», της είπε ο κυρ-Μαργαρίτης όταν από ευ γένεια τον ρώτησε στην αρχή πόσο ήταν το ενοίκιο. «Δικό σου είναι, βάλτο φω τιά και κάψτο, που λέει ο λόγος. Όσοι είναι στον αγώνα για μια καλύτερη κοι νωνία, πρέπει να βοηθάνε τους άλλους π’έχουν ανάγκη και προπαντός να χουνε τιμή και λόγο. Αυτά που είπαμε με τον πατέρα σου τότε κι ας είναι τώρα πεθα μένος καλή του ώρα, είναι για μένα νόμος. Εγώ που με βλέπεις έφαγα τα χρόνια μου στον αγώνα για μια τίμια και σωστή κοινωνία». Τώρα τελευταία όμως ο κυρ-Μαργαρίτης κάπως τα μασούσε. Ένα πιάτο φαγη τό που κάπου κάπου της έδινε η γυναίκα του κόπηκε και μια μέρα που τον είδε στο δρόμο, τη χαιρέτισε λίγο κρύα και της είπε τάχα αστεία τάχα σοβαρά. «Άντε βρε Ζωίτσα να βρεις και συ μια δουλειά της προκοπής. Να πας σ’ένα αν θρώπινο σπίτι, να ζήσεις και συ σαν άνθρωπος τέλος πάντων».
72
Αιστανόταν χαρούμενη γιατί τώρα θα είχε μια δουλίτσα έστω για μια φορά τη βδομάδα. Αλλά πού ξέρεις; Μπορεί να έβρισκε και κανένα ακόμα σπίτι, για να μπορεί να τα φέρει βόλτα. Ένιωθε όμως κι ένα σφίξιμο στο στομάχι της . «Μου φαίνεται τον μπελά σου ψάχνεις Ζωίτσα», μουρμούρισε. Τελευταία τα πράματα είχαν ζορίσει παρά πολύ. Τα μηνύματα απ’τον άντρα της είχαν αραιώσει. Σχεδόν σταμάτησαν και ο σύνδεσμος που της τα’φερνε είχε χα θεί. Μπορεί και να τον πιάσαν, σκέφτηκε. Κάθε μέρα άκουγε πως πιάσαν τον ένα και τον άλλον και τους στέλναν στην εξορία ή στη φυλακή. Είχε ακούσει κιόλας ότι άρχισαν εκτελέσεις και ότι όποιον κάθιζαν στο σκαμνί και δήλωνε ότι ήταν κομμουνιστής, τον στέλναν κατ ευθείαν στο απόσπασμα. Μάλιστα αυ τός ο Φαρδής λέγαν ότι τον θάνατο τον είχε για ψωμοτύρι. Στο δικαστήριο φαινόταν σαν να κοιμάται. Ότι κι αν λέγαν κει μέσα αυτόν δεν τον ενδιέφερε. Τα συμπεράσματά του τα είχε βγάλει διαβάζοντας το φάκελο της ασφάλειας. Έλεγε μερικές κουβέντες στην αγόρευσή του για τα μάτια και κα τέληγε σχεδόν πάντα. «... Ως εκ τούτου, ζητώ κύριοι δικαστές την παραδειγματικήν τιμωρίαν του κα τηγορουμένου ως εχθρού της πατρίδος και των ιδανικών της. Δις εις θάνατον». Και σχεδόν πάντα αυτή ήταν και η απόφαση των δικαστών. Τι δικαστών δηλα δή; Στρατιωτικών πες καλύτερα μια και δίκαζαν τα στρατοδικεία, οι οποίοι τον έτρεμαν αφού μπορούσαν από μια στιγμή στην άλλη από δικαστές, να βρεθούν δικαζόμενοι αν οι αποφάσεις τους δεν ήταν σύμφωνες με τις επιθυμίες της ασφάλειας και του βασιλικού επιτρόπου. «Συνοδοιπόρος το καθίκι. Να τον κάτσουμε στο σκαμνί να μάθει». Έφερε για λίγο στο μυαλό της τη γυναίκα που της άνοιξε. Τη γυναίκα του δη λαδή. «Άγγελος πραγματικός», σκέφτηκε. «Τι ζεστή γυναίκα; Αυτή σίγουρα δε θα της έκανε κακό. Μπορεί να την προστάτευε κιόλας αν έφταναν τα πράματα σε τέτοιο σημείο που να κινδυνεύει». Γιατί κάτι προαισθανόταν. Κάποιος μπελάς θα την έβρισκε. Πριν μπει στην καμαρούλα της συνάντησε τον κυρ-Μαργαρίτη. Της φάνηκε σαν να την περίμενε κι έκοβε βόλτες στον κήπο του, τάχα πως κοιτάει τα λου λούδια. «Τσσ…, τσσ…», έκανε. «Κοντεύουν να μαραθούν όλα. Κανείς δεν τα ποτίζει αν δεν το φροντίσω εγώ. Τι γίνεται Ζωή; «Καλά κυρ-Μαργαρίτη μου», απάντησε και τη ζώσαν λίγο τα φίδια. «Και μια που σε είδα...» είπε κείνος, θα χρειαστούμε την κάμαρη για το χει μώνα. Λέμε να βάλουμε τα ξύλα μας μέσα. Πέρσι όλο το χειμώνα τα είχαμε στην αυλή και βράχηκαν τόσο, που όλο το χειμώνα στραβωθήκαμε απ’την κάπνα». «Και γω πού θα πάω κυρ-Μαργαρίτη μου;», ρώτησε ανήσυχη. «Μήπως έχω τον τρόπο μου και δεν το ξέρω; Η κάμαρη αυτή είναι δική μου και το ξέρεις καλά. Ο πατέρας μου σε πλήρωσε και την αγόρασε, μόνο που δεν κάνατε συμ βόλαιο γιατί εσύ τον είπες τότε «Τι τα θέλουμε τα χαρτιά, Παναγιώτη. Τόσα χρόνια γνωριμία, θα τα χαλάσουμε για πενταροδεκάρες;» Το θυμάσαι κυ-
73
ρ-Μαργαρίτη μου; Ήμουν κι εγώ μπροστά. Τότε όμως καιγόσουνα ν’αγοράσεις το σπίτι και ζητούσες δανεικά απ’τον πατέρα μου, γιατί δε σ’έφταναν τα λεφτά σου και συμφωνήσατε αντί να του επιστρέψεις τα δανεικά, να κρατήσουμε για μένα αυτή την καμαρούλα. Τα ξέχασες;» Την κοίταξε καλά στα μάτια. «Η κατάσταση άλλαξε από τότε πολύ Ζωίτσα. Τα θυμάμαι όλα αυτά που λες, αλλά θα σου μιλήσω καθαρά. Η κάμαρη είναι δική σου και μπορείς να την κάνεις ότι θέλεις. Να μένεις εδώ όμως εσύ, δε γίνεται. Παστρικά πράματα σου μιλάω. Η ασφάλεια ζητάει απ’όλους να δηλώσουν τα άτομα της οικογένειάς τους και πού βρίσκεται ο καθένας, όπως και όποια άτομα φιλοξενεί κανείς, ή τέλος πάντων μένουν στο σπίτι του. Τι να δηλώσω και τι να πω για σένα Ζωί τσα; Ο κόσμος δεν ξέρει για σένα τίποτα, εγώ όμως ξέρω πολύ καλά και για σένα και για τον άντρα σου. Έχω οικογένεια και ανύπαντρες κόρες Ζωίτσα. Τι θα απογίνουν αν πάθω καμιά ζημιά; Είμαι κρατικός υπάλληλος και η τύχη μου κρέμεται από μια κλωστή». «Τι να σου πω κυρ-Μαργαρίτη μου;» τον κοίταξε με πίκρα. «Όταν ερχόσουν στο χωριό στο σπίτι μας κείνα τα χρόνια, νόμιζα ότι έμπαινε μέσα ένας τρομε ρός άνθρωπος. Έτσι σ’έβλεπα με τα παιδικά μου μάτια. Και τι ωραία που μι λούσες όταν καθόσουν και τα λέγατε με τον πατέρα μου. Σπουδαίος άνθρωπος, έλεγα μέσα μου. Τέτοιοι άνθρωποι θ’αλλάξουν τον τόπο. Ο τόπος άλλαξε πραγ ματικά κι εγώ από αρχοντοπούλα και καμάρι των δικών μου, έγινα πλύστρα. Ο κάθε κυρ-Μαργαρίτης όμως τη βολεύει κι έτσι κι αλλιώς και πάντα είναι από πάνω. Έχεις όμως, να σου το πω κι αυτό, δίκιο να φοβάσαι. Θα κοιτάξω να βρω κάπου αλλού να μείνω». «Ευχαριστώ Ζωίτσα», είπε εκείνος με σκυμμένο κεφάλι. «Θα σου δίνω κι ένα ενοίκιο κάθε μήνα για την κάμαρη». Η Ζωή μπήκε στο καμαράκι της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ένιωθε τα πόδια της κομμένα και το στόμα της φαρμάκι. Ποτάμι της ήρθαν τα δάκρυα κι άρχισε να κλαίει μ’αναφιλητά. Πώς ήρθε η ζωή έτσι τα πάνου κάτου; Πριν μόλις μερικά χρόνια ήταν το πρώτο κορίτσι στο χωριό και το καμάρι του πατέρα της. Βροχή οι προξενιές κάθε μέρα, όχι μόνο από το χωριό αλλά κι από τα διπλανά χωριά. Μάλιστα μια φορά ο κυρ-Μαργαρίτης της έκανε προξενιό μ’έναν συνάδελφό του, που δού λευε στην ίδια υπηρεσία και μάλιστα στο διπλανό γραφείο και τον ήξερε, είπε, πολύ καλά. «Παιδί μάλαμα. Τύχη βουνό Παναγιώτη για την κορούλα σου. Μοναχογιός και με σπίτι δικό του. Είναι και μόνιμος. Τι καλύτερο;» Δεν έγινε όμως το προξενιό, όπως δε γινόταν και με κανένα άλλο, γιατί η Ζωί τσα είχε μυαλά μόνο για το Γιάννη. «Τι του βρήκες αυτουνού του φουκαρά», της έλεγε η μάνα της που είχε κατα λάβει το μυστικό της. Να’ταν και κανένας άντρακλας, κανένας σπουδαίος, νι σάφι. Αυτός κορίτσι μου είναι φτνούλης ντιπ». Ο πατέρας της όταν το’μαθε έγινε θηρίο.
74
«Τόσα προξενιά. Τόσα παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά παιδί μου και συ διάλε ξες αυτόν; Σκέψου το λιγάκι ακόμα. Είναι καιρός μπροστά μας». Στο τέλος, σαν όλους τους πατεράδες, έδωσε με κρύα καρδιά τη συγκατάθεσή του και παντρεύτηκαν τ’Αη Νικόλα του 39 όταν η Ζωίτσα είχε κλείσει τα εικο σιτέσσερα της. Ο Γιάννης ήρθε κι έμεινε μαζί τους σώγαμπρος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ούτε σπίτι ούτε γονείς. Ως τα τότε έμενε στο σπίτι της παντρεμένης του αδερφής και αιστανόταν να είναι βάρος. Ο πατέρας της και η μάνα της γρήγορα τον συμπάθησαν γιατί ήταν φιλότιμος και περήφανος και δεν ήθελε να τρώει χαράμι. Έπεσε με τα μούτρα στα χω ράφια του πατέρα της και τ’αποτέλεσμα φάνηκε απ’την πρώτη κιόλας χρονιά. «Ις Αλλάχ», έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης στο καφενείο. «Αυτός δεν είναι γαμπρός. Αυτός είναι μια μηχανή που γεννοβολάει. Να δείτε που σε μερικά χρόνια θα εί ναι ο πρώτος νοικοκύρης σ’όλη την περιοχή μας. Η μαγιά του’λειπε του παι διού για να δείξει το μπόι του και την καπατσοσύνη του». Δεν πέρασε όμως ούτε χρόνος καλά καλά απ’τη μέρα που παντρεύτηκαν και κηρύχτηκε ο πόλεμος. Ο Γιάννης έφυγε φαντάρος στην Αλβανία κι από τότε ούτε που τον ξανάδε. Ούτε κατάλαβε η Ζωίτσα τι έγινε ακριβώς. Μετά την κα τάρρευση κι ενώ όλα τα παιδιά του χωριού γύρισαν στα σπίτια τους, ο Γιάννης δεν έλεγε να φανεί. Οι μέρες περνούσαν κι η Ζωίτσα κόντευε να τρελαθεί. Ώσπου μια μέρα ήρθε κάποιος άγνωστος στο σπίτι και της έφερε ένα σημείωμα απ’το Γιάννη της. «Είμαι καλά» της έγραφε, «αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να έρθω κοντά σου. Μετά την κατάρρευση, μαζί με τον Λουκά, ένα φίλο που δέθηκα στενά στον πόλεμο και πέρασα δύσκολες ώρες μαζί του, πήγαμε απ’το χωριό του κοντά στα Τρίκαλα. Θα έμενα εκεί μερικές μέρες να συνειφέρω και μετά θα έπαιρνα το δρόμο με τα πόδια και μ’ότι άλλο μέσο έβρισκα, να έλθω στο χωριό. Στο τέλος δεν μπόρεσα να φύγω. Μαζί με κάτι άλλους που γνώρισα εκεί και που ήταν μπασμένοι στα πράματα, περπατήσαμε μέρες πολλές και φτάσαμε σε κάτι απάτητα βουνά εδώ που είμαι τώρα, στην Πίνδο. Αποφασίσαμε να κάνουμε αντίσταση και σύντομα μόλις καταφέρουν οι σύμμαχοι, μαζί με τη μικρή τη δική μας τη βοήθεια και λευτερώσουμε τον τόπο μας, θα γυρίσω. Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράματα. Ας κάνει λίγο υπομονή ο πατέρας σου να περάσει αυτή η μπόρα και μόλις γυρίσω, τον υπόσχομαι να βγάλω διπλά και τριπλά γεννήμα τα». Τον πατέρα της όμως τον έπιασαν ύστερα από λίγο καιρό όμηρο οι Βούργαροι για ένα σαμποτάζ που έγινε στην περιοχή τους και πριν καλά καλά το κατα λάβουν, τον τουφέκισαν μαζί με άλλους τρεις στην πλατεία. Ύστερα από τρεις μήνες πήγε κι η μάνα της. Τα χωράφια μείναν χέρσα και το σπίτι ερήμωσε. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθαν κάποιοι με δικαστικές αποφάσεις και της τα πήραν όλα, γιατί λέει ο πατέρας της είχε ένα απλήρωτο χρέος. Τότε θυμήθηκε τον κυρ-Μαργαρίτη και τη συμφωνία που είχε κάνει με τον πα τέρα της για κείνο το καμαράκι κάτω απ’τη σκάλα.
75
Η αλήθεια είναι ότι ο κυρ-Μαργαρίτης της φέρθηκε στην αρχή πολύ καλά. Ούτε χρειάστηκε να πουν καμιά κουβέντα για την κάμαρη και τα δικαιώματά της. Την καθάρισε αμέσως και της είπε. «Η κάμαρή σου Ζωίτσα είναι έτοιμη. Εγώ όμως θα ήθελα να μη μείνεις μόνη σου εδώ κάτω στα σκοτεινά και την υγρασία, αλλά να έρθεις να μείνεις μαζί μας πάνω. Έχουμε μέρος μπόλικο και θα κάνετε παρέα με την Αθηνά. Απο φάσισε και πράξε κατά πώς θέλεις». Προτίμησε να μείνει μόνη στο καμαράκι της, παρόλο που ήταν ανήλιαγο και σκοτεινό, γιατί μέσα της έλπίζε πως κάποια στιγμή θα εμφανίζονταν ο άντρας της, ο αγαπημένος της Γιάννης και θα είχαν αυτό έστω το φτωχικό να μείνουν μαζί και να δουν τι θ απογίνει το χάλι τους. Τα χρόνια όμως πέρασαν κι ο Γιάννης, έξω από μερικά σημειώματα που την γέμιζαν ελπίδα, δεν φαινόταν. Στα μέσα της κατοχής έχασε πια σχεδόν κάθε ελ πίδα ότι θα τον ξανάβλεπε. Με το τέλος του πολέμου όμως, σκέφτηκε ότι τώρα πια τέλειωσαν τα ψέματα. Ο Γιάννης δεν είχε κανένα λόγο να μη γυρίσει κοντά της. Στεκόταν ώρες ολόκληρες στην πόρτα και περίμενε να φανεί. Το ίδιο και τα βράδια. Στεκόταν με σβηστή τη λάμπα στο παραθυράκι, δίπλα στην πόρτα και κοίταζε το σκοτεινό δρόμο. «Λες να μη το βρίσκει, ή να προσπερνά ψάχνοντας;», μονολογούσε. Ο Γιάννης δεν ήρθε. Μια μέρα πήρε ένα σημείωμά του που έλεγε ότι ήταν ζω ντανός και καλά στην υγεία του, αλλά δεν μπορούσε να έρθει προς το παρόν. «Τώρα είναι ο μεγάλος, ο πραγματικός αγώνας», έγραφε. Την άλλη μέρα πρωί πρωί ήταν στο σπίτι. Η Γαρουφαλίτσα που την άνοιξε ήταν χαρούμενη κι ευγενικιά. «Έχω ανάψει το καζάνι από δω και μισή ώρα περίπου, αλλά το νερό δε ζε στάθηκε ακόμα, γιατί τα ξύλα ήταν υγρά κι άργησαν ν’ανάψουν. Έλα μέσα να πιούμε ένα καφεδάκι και μετά πάμε να σου δείξω το πλυσταριό». «Ε, τώρα να μην σας ανησυχώ κυρία», είπε η Ζωή. «Έλα καλέ που θα μας ανησυχήσεις. Τι είν αυτά που λες. Ο άντρας μου έχει μισή ώρα που έφυγε για το γραφείο του και τα παιδιά είναι έτοιμα να πάνε στο σχολείο. Έλα μέσα. Μην ντρέπεσαι». Αφού ήπιαν τον καφέ τους, κατέβηκαν στην αυλή στο πλυσταριό. Της Ζωής της έκανε εντύπωση που η Γαρουφαλίτσα μιλούσε για το’να και τ’άλλο αστα μάτητα. Δεν της έδινε την εντύπωση της πολυλογούς, αλλά να, σα να χε να μιλήσει μ’ανθρώπους πολύ καιρό και της ερχόταν να τα πει όλα μαζωμένα. «Να και το πλυσταριό μας», έκανε χαρούμενη η Γαρουφαλίτσα. «Να και το κα ζάνι που όπως φαίνεται ζεστάθηκε. Έριξα μέσα τα άσπρα, έριξα και αλισίβα. Ορίστε και το σαπούνι, ορίστε και το λουλάκι. Είμαστε εντάξει; Μόλις τε λειώσεις με τα άσπρα, φώναξέ με να σε βοηθήσω να τ’απλώσουμε και μετά πιάνεις τα σκούρα. Χρειάζεσαι τίποτ’άλλο;» «Όχι».
76
«Τότε να πάω επάνω να συμμαζέψω λίγο και τα ξαναλέμε». Οι ώρες πέρασαν γρήγορα μέχρι τ’απομεσήμερο. Η Γαρουφαλίτσα κατέβαινε κάθε τόσο, μια να ρωτάει αν της λείπει τίποτα, μια να τη βοηθήσει στο άπλωμα ή στο μάζεμα, μια να της πάει έναν καφέ. «Άντε», της είπε μια στιγμή. «Μεσημέριασε. Κοντεύει τρεις η ώρα. Έλα πάνω να φας κάτι και συνεχίζεις μετά. Άσε που δεν έμεινε και τίποτα. Μόνο ένα συ γύρίσμα το πλυσταριό χρειάζεται. Έλα πάμε πάνω». Την έβαλε να κάτσει στην κουζίνα και της σέρβιρε φαγητό. Μακαρόνια με κιμά, φέτα και ντοματοσαλάτα. Έκατσε δίπλα της. «Θα σου μιλήσω καθαρά Ζωή», είπε και κοκκίνισε. «Τώρα σε λίγο θα έρθει ο άντρας μου και είμαι σίγουρη ότι θα σε κάνει ένα σωρό ερωτήσεις. Σε παρακα λώ μη τον παρεξηγήσεις. Είναι η δουλειά του τέτοια. Άχαρη.» Ξαφνικά έβαλε τα κλάματα. «Σ’ευχαριστώ Ζωή που ήρθες να με βοηθήσεις. Έχω πρόβλημα μεγάλο. Κανείς δεν έρχεται κοντά μου, κανείς δε νοιάζεται για μας. Όλοι μας αποφεύγουν σα να’μαστε χτικιάρηδες. Τα παιδιά μου δεν έχουν φίλους να παίξουν και στο σχο λείο κάθονται μόνα τους στο θρανίο, γιατί τ’άλλα παιδιά δεν θέλουν να κάτσουν μαζί τους. Τις προάλλες άκουσα ένα παιδί, εδώ στη γειτονιά, να λέει για τη μεγάλη μου κόρη ότι αυτηνής ο πατέρας σκοτώνει ανθρώπους και πίνει το αίμα τους. Κανείς Ζωή δε χτυπάει πια την πόρτα μας, ούτε καν ζητιάνος να ζητήσει μια βοήθεια. Δεν ξέρω τι θα γίνει το χάλι μας. Εσύ δεν ξέρω από πού είσαι και τι κάνεις ή έκανες στη ζωή σου. Ούτε που με νοιάζει καθόλου. Ο άντρας μου όμως νοιάζεται πολύ κι αν δε νοιαστεί ο ίδιος, θα το κάνει η ασφάλεια για λογαριασμό του. Αν έχεις κάτι να κρύψεις, σε παρακαλώ να μου το πεις να το ξέρω και να δω εγώ πώς θα τα φέρω βόλτα». Σκούπισε τα μάτια της με ένα άσπρο μαντιλάκι που έβγαλε από το μανίκι της ρόμπας της. «Πες μου σε παρακαλώ». Η Ζωή τα είχε χαμένα. Τι να σκεφτεί και τι να πει; Εδώ υπάρχει πόνος και δυ στυχία ίδια κι όμοια με τη δική της. Κοίτα ντέρτια π’έχει ο κόσμος. Αυτοί έχουν και λεφτά και ωραίο σπίτι και θέση μεγάλη έχει ο άντρας της και τα όμορφα τα παιδάκια τους έχουν, αλλά τους δέρνει μαύρη δυστυχία. Τη λυπήθηκε τη Γα ρουφαλίτσα. «Κυρία Γαρουφαλίτσα, θα σας πω όλη την αλήθεια γιατί και γω δεν αντέχω άλλο. Μου’ρχεται να πέσω στη θάλασσα να πνιγώ να γλιτώσω για τα καλά. Δεν έχει σημασία ούτε από πού είμαι, ούτε τι κάνω. Ένα είναι το σοβαρό και το φο βερό». Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Το κάτω της χείλι λες κι έσταξε φαρμάκι. «Ο άντρας μου είναι αντάρτης. Δεν ξέρω ούτε πού βρίσκεται, ούτε τι κάνει. Δεν ξέρω αν είναι ζωντανός ή σκοτωμένος. Έχω να μάθω νέα του μήνες ολόκληρους». Η Γαρουφαλίτσα κόντεψε να λιποθυμήσει. «Πάει. Θα μας φάει και τις δυο το μαύρο σκοτάδι αν το μάθει ο Φαρδής».
77
Σκέφτηκε λίγο. «Μπορείς καλή μου να του τα πεις όλα και να του πεις ότι αφού σ’εγκατέλειψε ο άντρας σου, που ούτε ξέρεις αν ζει ή πέθανε, τον απαρνιέσαι κι αυτόν και τις ιδέες του. Έτσι ακούω ότι γίνεται τώρα τελευταία. Πάει η μάνα ή ο πατέρας και δηλώνουν ότι απαρνιούνται τα παιδιά τους που είναι στο βουνό, ή οι γυναίκες τους άντρες τους ή τα παιδιά τους γονείς τους κι όλα τακτοποιούνται». Η Ζωή την κοίταξε με δυσπιστία. «Έτσι κυρία Γαρουφαλίτσα θα κάνατε εσείς για τον άντρα σας και τον πατέρα σας; Εγώ τις ιδέες του δεν τις ξέρω. Δεν πρόλαβα ούτε να τις μάθω, ούτε να τις καταλάβω. Τον άντρα μου όμως, που με τη σκέψη του πέρασα τόσες ατέλειω τες νύχτες, δεν μπορώ και δεν πρόκειται να τον απαρνηθώ, μακάρι να με ρίξουν στην κόλαση και τα σκυλιά. Όσο δεν είμαι σίγουρη ότι χάθηκε ή σκοτώθηκε, θα είμαι γι αυτόν η γυναίκα του που θα τον στέκεται και θα τον βοηθάει». «Τι γράμματα ξέρεις, Ζωή; «Πήγα μέχρι τετάρτη γυμνασίου». «Μπράβο σου. Γι αυτό τα λες τόσο καλά. Έχεις δίκιο να υπερασπίζεσαι τον άντρα σου. Πριν με ρώτησες τι θα έκανα εγώ. Ε, λοιπόν την απάντηση την έχεις εδώ μέσα. Έμεινα χωρίς φίλους, χωρίς έναν άνθρωπο που να μπορώ να πω τον πόνο μου, κανείς δε με μιλάει και δε με βλέπει με συμπάθεια και τούτο για τον άντρα μου και μόνο. Πόσες φορές δεν τον παρακάλεσα να παραιτηθεί από βα σιλικός επίτροπος και ν’ανοίξει ένα δικηγορικό γραφείο. Αδύνατον λέει. Τι θέλεις δηλαδή από κατήγορος να πάω να γίνω υπερασπιστής; Και πώς θα ζή σουμε ώσπου να βρω τους πρώτους πελάτες; Βρε καλέ μου του λέω, με τον κόσμο και τη γειτονιά φιλιασμένοι κι ας τρώμε σκέτο ψωμί. Δεν μπόρεσα να τον πείσω και τραβάω ότι τραβάω εξαιτίας του. Αλλά όπως είπες και συ, άντρας μου είναι και θα μείνω κοντά του ότι κι αν γίνει. Πάρε τώρα τα λεφτά σου και πήγαινε στο καλό. Την άλλη Πέμπτη μην ξεχάσεις. Θα σε περιμένω όπως σήμερα την ίδια ώρα. Άντε στο καλό και τα λέμε την άλλη βδομάδα. Εγώ θα του πω ότι ήρθε η παλιά μας πλύστρα και μας έπλενε. Φύγε τώρα μην έρθει ξαφνικά και σε βρει εδώ, γιατί θ αρχίσει τις ερωτήσεις και καήκαμε».
6 Το μεγάφωνο του εξοχικού κέντρου ο παράδεισος, σκαρφαλωμένο πάνω στον πλάτανο δίπλα στο πηγάδι, χαλούσε τον κόσμο κυριακάτικα μεσημέρι με τα φτηνά λαϊκά τραγουδάκια. Στο σπίτι του Φαρδή μόλις είχαν αποφάγει. Τα παιδιά πήγαν στο μέσα δωμάτιο να κάνουν τα αυριανά τους μαθήματα και η Γαρουφαλίτσα μάζευε το τραπέζι. Ο Φαρδής πήρε στα χέρια του την εφημερίδα. «Θα διαβάσω λίγο και μετά θα ξαπλώσω», είπε στη γυναίκα του. «Ελπίζω αυ τοί οι ρουφιάνοι να σταματήσουν τα τραγούδια, να μπορέσω να κοιμηθώ λι γάκι. Πτώμα είμαι». «Έχω έτοιμα στρωμένα μέσα Αντώνη μου. Όποτε θέλεις μπορείς να πας να ξα πλώσεις. Πολύ κουράζεσαι τελευταία και δε φτάνει μόνο που φεύγεις απ’
78
τ’άγρια μεσάνυχτα και γυρίζεις αργά τ’απόγεμα, φέρνεις κι ένα σωρό φακέλους και δουλειά στο σπίτι». «Τι να κάνω βρε Γαρουφαλίτσα», είπε κείνος με ένα ύφος ηρωικό. «Το καθή κον είναι που μ’αναγκάζει να δουλεύω σκληρά. Οι υποθέσεις βουνό και κάθε μέρα γίνονται ακόμα περισσότερες. Σαν τη λερναία ύδρα έχουν καταντήσει. Μόλις καλέσει κάποιον για ανάκριση η ασφάλεια και του ανοίξει φάκελο, άλ λοι δέκα ακολουθούν. Κατάλαβες τώρα. Με ποιον έκανε παρέα; Κλήση σε ανάκριση και φάκελο. Από κει άλλος κι άλλος και πάει κορδόνι και τελειωμό δεν έχει. Τέλος πάντων δεν ξέρω πού θα καταλήξει αυτό, αλλά εγώ δεν αντέχω άλλο». «Ξέρεις κάτι Αντώνη μου», είπε δειλά. «Πολύ άσχημα πράματα λέει για σένα ο κόσμος. Εγώ βέβαια δεν τα πιστεύω, αλλά.....» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Ο Φαρδής πετάχτηκε πάνω κόκκινος απ’το θυμό του. «Και τι λένε δηλαδή; Έφτασε η προπαγάνδα τους και η συκοφαντία τους μέχρι το σπίτι μου; Αυτοί που τα λένε αυτά είναι εχθροί του έθνους και της πατρίδας». «Καλά Αντώνη μου», είπε φοβισμένη. «Μια κουβέντα είπα». «Και τι ακριβώς λένε για μένα δηλαδή; Η Γαρουφαλίτσα δίστασε. «Ας τ’αφήσουμε τώρα Κυριακάτικα. Πήγαινε να ξαπλώσεις και τα λέμε άλλη ώρα». Ο Φαρδήc κούνησε το κεφάλι του με σημασία. «Τέλος πάντων» είπε. «Ότι και να λένε, να ξέρουν ότι θα με βρουν μπροστά τους αντιμέτωπο». Πήρε στα χέρια του την εφημερίδα. Παντού νίκες και θρίαμβοι του εθνικού στρατού, παντού ο εχθρός κατατροπωνόταν, αλλά, υπήρχε κι αυτό το αλλά, ο εχθρός είχε πολλές δυνάμεις και εφεδρείες και προπάντων είχε διαβρώσει τη διοίκηση και τη στρατιωτική δικαιοσύνη…., «η οποία δεν επιτελούσε το έργον της εις το ακέραιον και διά τούτο η πατρίς ευρίσκετο ακόμη εις μεγάλον κίνδυνον. Όφειλαν όλαι αι πατρωτικαί δυνάμεις να συσπειρωθούν εις μιαν τελικήν επίθεσην κατά του ξενόδουλου εχθρού. Ουδείς δικαιούται να ολιγωρήσει», κα τέληγε η εφημερίδα, «διότι ολιγωρία σημαίνει προδοσία και για τους προδότας μία απάντησης μόνον υπάρχει. Θάνατος». Ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. Ο Φαρδής κοίταξε προς τα κει απορη μένος. «Ποιος είναι μεσημεριάτικα», μουρμούρισε. «Σπίτια δεν έχει ο κόσμος να φάει και να ησυχάσει μέρα που είναι;» Η Γαρουφαλίτσα σήκωσε λίγο το κουρτινάκι απ’το παράθυρο της κουζίνας και είδε τους επισκέπτες. «Καλώς τα δέχτηκες», είπε ξινά. «Τα δυο ρεμάλια είν απ’έξω. Κείνος α ταξι τζής ο Μάνθος και κείνος ο βλογιοκομμένος ο ανθυπασπιστής».
79
«Καλά…, καλά. Το ξέρω ότι δε χωνεύεις κανέναν από τους συνεργάτες μου, αλλά προσπάθησε τουλάχιστον να μην το δείξεις και μπροστά τους. Άνοιξε τους σε παρακαλώ». Μπαίνοντας ο ανθυπασπιστής έκανε μια μικρή υπόκλιση και κοίταξε με χα μόγελο τον Φαρδή. «Τα σέβη μου κύριε Φαρδή και μας συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας. Καθόμασταν ομως με το Μάνθο στο κεντράκι εδώ και τα λέγαμε όπως κάθε Κυριακή μεσημέρι, οπότε είπαμε να’ρθουμε να σας ενημερώσουμε για κάτι που είναι πολύ σοβαρό και σας ενδιαφέρει». «Θα πάρετε κάτι;» ρώτησε η Γαρουφαλίτσα. «Όχι», κούνησαν και οι δυο αρνητικά το κεφάλι τους. «Μόλις φάγαμε και ήπιαμε το σκασμό», είπε ο Μάνθος. «Ίσως ένα κρύο νεράκι μόνο». «Για πείτε μου τι τρέχει;» ρώτησε ο Φαρδής. Εκείνοι φάνηκε να διστάζουν. Ο ταξιτζής είπε με χαμηλή φωνή για να μην τον ακούσει η Γαρουφαλιτσα. «Θα θέλαμε να μιλήσουμε ιδιαίτερα, κύριε βασιλικέ επίτροπε», του έκανε ένα νόημα, δείχνοντας με το κεφάλι προς τη μεριά της Γαρουφαλίτσας. «Καλά, πολύ καλά», είπε ο Φαρδής. «Πάμε μέσα στο γραφείο μου». Μπήκαν κι ο ανθυπασπιστής έκλεισε προσεκτικά την πόρτα. «Δε θα σας απασχολήσουμε πολύ κύριε Φαρδή», είπε. «Είναι όμως δυο θέματα που κρίναμε ότι πρέπει να σας ενημερώσουμε πριν από την ασφάλεια, γιατί αφορούν εσάς τον ίδιο προσωπικά». Ο Φαρδής τον κοίταξε απορημένος. Ήξερε πολύ καλά τι κοπρόσκυλα ήταν και οι δυο τους, τι βρόμικα παιχνίδια μπορούσαν να παίξουν και τι παγίδες μπορού σαν να στήσουν. Ήταν σίγουρος ότι είχαν διαβάσει το σημερινό κυριακάτικο άρθρο της εφημερίδας με τις μπηχτές για τη δικαιοσύνη και σίγουρα ήρθαν να ψαρέψουν σε θολά νερά. Αυτός όμως ήταν άμεμπτος. Έκανε τη δουλειά του με τέτοιο ζήλο, που είχε πάρει και συγχαρητήρια από τους ανωτέρους του. Μια μέρα μάλιστα του τηλεφώνησε κι ο ίδιος ο υπουργός για να του πει ότι σ’ανθρώπους και πατριώτες σαν κι αυτόν στηριζόταν το έθνος για την επιβίωση του. «Για λέγε». Ο ανθυπασπιστής ξερόβηξε. «Είναι μια γυναίκα», είπε και στριφογύρισε στην καρέκλα του, «που έρχεται στο σπίτι σας και πλένει κάθε Πέμπτη». «Το ξέρω. Είναι η πλύστρα που έχουμε εδώ και χρόνια». «Όχι», συνέχισε ο ανθυπασπιστής. «Καινούρια είναι και μάλιστα μπουμπούκι. Ο άντρας της είναι συμμορίτης στο βουνό». Ο Φαρδής ένιωσε μια ελαφριά ζαλάδα. «Και πού τα ξέρετε όλα αυτά εσείς;», ρώτησε. «Την είδαμε δυο Πέμπτες τώρα να φεύγει από δω. Ρωτήσαμε και μάθαμε», συ μπλήρωσε ο Μάνθος. «Τις λεπτομέρειες και το ποιόν της, μας τις είπε κείνος ο παλιός “σύντροφος” ο Μαργαρίτης. Μένει σε μια κάμαρη στο σπίτι του».
80
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του να τον πνίξει. Ακούς εκεί να του πει ψέματα η γυναίκα του. Ποτέ δεν το φανταζόταν. Θυμάται πολύ καλά που γκρίνιαζε γιατί δεν έβρισκε βοήθεια να πλένει τα ρούχα. Μια μέρα που γύρισε απ’τη δουλειά του και μύρισε φρεσκοπλυμένα, τη ρώτησε αν κατάφερε να βρει γυναίκα. «Αχ, Αντώνη μου, ήρθε η Παναγιώτα. Η παλιά μας πλύστρα» του είχε πει. «Εντάξει. Κατάλαβα», είπε κι έκανε μια γκριμάτσα. «Θα το κοιτάξω το θέμα». «Εμείς τι να κάνουμε; Θα ενημερώσουμε την ασφάλεια γι αυτή τη σουρλουλού;» ρώτησε ο ταξιτζής. Ο Φαρδής κατάλαβε ότι τα λόγια του έκρυβαν έναν πονηρό υπαινιγμό. «Θα έλεγα» είπε, «να περιμένετε καναδυό μέρες να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει και πώς βρέθηκε αυτή εδώ. Μετά κάντε τη δουλειά σας». Ο ανθυπασπιστής ξερόβηξε πάλι. «Ξέρετε. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να ενημερώνουμε την ασφάλεια για το κάθε τι που πέφτει στην αντίληψή μας και μάλιστα αμέσως. Τώρα βέβαια αφού μας το ζητάτε εσείς, θα το κρατήσουμε μερικές μέρες αλλά θα σας παρακαλέσω αν μπερδευτούν τα πράματα να έχουμε την κάλυψή σας». «Ναι…, βέβαια…, φυσικά», είπε ο Φαρδής. «Άλλο τίποτε έχετε;» «Ναι, κύριε επίτροπε και ίσως είναι σοβαρό. Εσείς θα κρίνετε. Ο Μάνθος θα σας ενημερώσει, γιατί αυτός παρακολουθεί από κοντά και κάθε μέρα το θέμα». Ο ταξιτζής φούσκωσε σα το παγόνι. Πολύ του άρεσε να τον παινεύουν για τα καμώματά του. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να τον υπολογίζουν και να τον σέβο νται σαν άνθρωπο και σα νοικοκύρη. Ίσως να έφταιγε και κείνη η σκατόφατσα η γυναίκα του που δεν ήξερε ούτε να μιλήσει ούτε να φερθεί. Η Βουβο-Μαρίκα λέγαν όλοι και περισσότερο τη λυπούνταν, παρά την κορόιδευαν. Ας είν’ καλά όμως ο πόλεμος και τώρα η αναμπουμπούλα και ο εμφύλιος. Μόλις ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν οι Βούργαροι, ήταν από τους πρώτους που πήγαν και βουργαρογράφτηκαν. Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, κρύφτηκε ένα μικρό διάστημα, γιατί αν τον πιάναν θα τον κάθιζαν στο σκαμνί σα συνεργάτη των κατακτητών. Σύντομα όμως άλλαξαν τα πράματα και τώρα ήταν και πάλι στο φόρτε του. Μπορεί λοιπόν να μην τον είχαν σε υπόληψη, αλλά τον φόβο του τον είχαν σίγουρα. Ακόμα κι ο Αριστείδης ο μπακάλης, τώρα τελευταία τον κερνούσε ρακί. Είχε κι αυτός βάλει την ουρά στα σκέλια και μάζεψε και το στόμα του. «Πολλά λες Αριστείδη», του είπε μια μέρα. «Πολλά λες και δε θα σου βγει σε καλό. Φαντάζεσαι ότι κοιμόμαστε και δε μαθαίνουμε τι γίνεται;» Ο Αριστείδης πετάχτηκε μέχρι πάνω. «Και ποιος είσαι συ ρε Μάνθο που μας τα λες αυτά και μας απειλείς κι από πάνω; Έχεις καμιά ιδιότητα και δεν το ξέρουμε;» «Το κορόιδο κάνεις κυρ-Αριστείδη μου; Εγώ είμαι το νούμερο ένα της ασφάλειας στη γειτονιά. Καμώνεστε που δεν το ξέρετε; Αφού ρουφιάνο μ’ανεβάζτε, ρουφιάνο με κατεβάζτε. Ας τα πούμε λοιπόν ανοιχτά κι ας μη κρυβόμα στε. Μάζεψε το στόμα σου, γιατί θα πας για καθαρό αέρα σε κάνα ξερονήσι και
81
θα κλαίει η οικογένειά σου. Για το καλό σου στα λέω. Αν θέλεις μ’ακούς, αν θέλεις κάνε του κεφαλιού σου». Ο Αριστείδης δε μίλησε. Από κείνη τη μέρα όμως είχε ζαρώσει και σ’όποιον άνοιγε πολιτική κουβέντα στο μαγαζί του έλεγε. «Εδώ είναι μαγαζί. Είναι η δουλειά μου. Τα σχόλια και οι κομματικές και πολι τικές συζητήσεις, έξω απ’ εδώ». «Θέλω να σας πω», πήρε το λόγο ο Μάνθος απευθυνόμενος στον Φαρδή, ότι κείνος ο φίλος σας ο Δημητρός, δε μου μοιάζει να έχει καταλάβει το πνεύμα της εποχής. Πολλά λέει και οι παρέες του και οι κινήσεις του είναι πονηρές». «Τι είν αυτά που λες χριστιανέ μου», πετάχτηκε ο Φαρδής. «Είναι ο χαρακτή ρας του έτσι. Από μικρό παιδί όλο αντιρρήσεις ήταν στο κάθε τι. Είναι καθαρός κι εντάξει. Σας το βεβαιώνω εγώ». «Πολύ καλά», είπε ο ανθυπασπιστής χαμογελώντας πονηρά και σηκώθηκε. «Εμείς αν έχουμε νεότερα, για όποιο απ’τα δυο θέματα, θα σας ενημερώσουμε αμέσως. Καλησπέρα σας». Άκουσε τις τυπικές κουβέντες που λέγαν στην εξώπορτα με τη γυναίκα του που τους ξεπροβόδιζε. Κοίταξε στ’αριστερά του τη στοίβα τους φακέλους πάνω στο γραφείο κι ένιωσε μια δυσφορία. Δεν είχε όρεξη ούτε να ξαπλώσει να κοιμηθεί, ούτε να δουλέψει. «Βρε τα καθίκια», μουρμούρισε. Το τελευταίο διάστημα είχε καταλάβει ότι η ασφάλεια έπαιρνε το πάνω χέρι. Πάντα βέβαια στεκόταν στο πλευρό του και τον βοηθούσε στη δουλειά του, αλλά διακριτικά και χωρίς παρεμβάσεις. Του έδιναν τις πληροφορίες που είχαν για την κάθε περίπτωση. Ποιος τους είχε ενημερώσει; Ποιοι ήταν οι πληροφο ριοδότες της σε κάθε υπόθεση και τελικά τον άφηναν ν’αποφασίσει μόνος του για την πρόταση που θα έκανε στο δικαστήριο. Τώρα τελευταία όμως είχαν πα ρατήσει τις τυπικότητες και ωμά, χωρίς περιστροφές, του έλεγαν την απόφαση που επιθυμούσε η ασφάλεια για την κάθε περίπτωση. Και τα δικαστήρια είχαν αλλάξει συμπεριφορά. Οι δίκες γινόταν με γρήγορη και συνοπτική διαδικασία και οι αποφάσεις ήταν σύμφωνες με τις επιθυμίες της ασφάλειας, άσχετα αν σε μερικές περιπτώσεις η πρότασή του ήταν διαφορετική Δις ή τρεις εις θάνατον ήταν η συνηθισμένη ποινή εδώ και τρεις βδομάδες περί που. Ξανάφερε στο μυαλό του το άρθρο της εφημερίδας. «Είναι φανερό» σκέφτηκε, ότι η κυβέρνηση θέλει ακόμα πιο σκληρή αντιμετώπιση του θέματος και το μή νυμα το είχαν πάρει στην ασφάλεια πολύ πριν απ’αυτόν. «Τι ήθελαν αυτοί», ρώτησε μπαίνοντας στο γραφείο η γυναίκα του. Την κοίταξε με σημασία. «Τι να’θελαν Γαρουφαλιά μου. Για την Παναγιώτα την πλύστρα μ’έφεραν χα μπέρια». Εκείνη κατάλαβε αμέσως ότι τον είχαν ενημερώσει για τη Ζωή. «Βρε τα καθάρ ματα» σκέφτηκε, «Και στο αποχωρητήριο του κοσμάκη θα μπουν να μάθουν αν τα κάνει σκληρά ή μαλακά».
82
«Θα σε είπαν σίγουρα για την καινούρια την πλύστρα μου», είπε. «Ναι και με κάνει κατάπληξη, που όχι μόνο δε μ’ενημέρωσες, αλλά από πάνω με είπες και ψέματα. Αλλά όπως αντιλαμβάνεσαι ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, που έλεγαν οι αρχαίοι». «Φαίνεται ότι και κείνοι με τέτοια καθίκια σαν αυτούς τους δυο θα νταλαβερίζονταν», αντιμίλησε. «Και τώρα, για να χουμε καλό ρώτημα, τι θα γίνει; Μην τολμήσετε να πειράξετε τη γυναίκα, γιατί μαύρο φίδι που σας έφαγε. Τι έκανε η γυναίκα; Πείραξε κανέναν; Στ’αβγά της κάθεται». Ο Φαρδής σηκώθηκε όρθιος. «Καλή ή κακή δεν έχει καμιά σημασία. Ο άντρας της είναι συμμορίτης στο βουνό και οι εντολές είναι καθαρές. Η υπόθεση της θα πάρει το δρόμο της». Η Γαρουφαλίτσα έμεινε άναυδη. «Πιο δρόμο καλέ θα πάρει; Τι είν αυτά που λες; Κοτζαμάν βασιλικός επίτροπος και λες τέτοια πράματα. Φωτιά θα πέσει να μας κάψει. Δεν μπορείς ν’αφήσεις σε ησυχία μια γυναικούλα που δεν μπερδεύεται πουθενά; Να κάνω και γω τη δουλειά μου, που με δυο παιδιά στο σχολείο κοντεύω να πεθάνω;» «Δυστυχώς γυναίκα δε γίνεται. Και δε γίνεται για δυο λόγους. Πρώτο γιατί οι εντολές είναι ξεκάθαρες και δεύτερο, να διάβασε δω», έδειξε την εφημερίδα, «ζητούν από μας να είμαστε πιο σκληροί. Αν το διαβάσεις προσεκτικά φαίνεται και μια απειλή. Να πάρεις πάλι την Παναγιώτα για το πλύσιμο». «Ποια Παναγιώτα χριστιανέ μου; Πάρτο χαμπάρι. Κανείς δεν μπαίνει στο σπίτι μας, κανείς δε μας συμπαθεί, εξόν από κάτι τέτοια υποκείμενα σαν αυτά που ήταν εδώ. Κανείς δε νοιάζεται αν ζούμε ή πεθάναμε, εκτός απ’τον Κώστα και τον Δημητρό. Κανένα παιδί δεν παίζει με τα παιδιά μας. Ως τώρα δε σου’λεγα τίποτα, αλλά ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Βαρέθηκα να με κοιτάζει όλος ο κόσμος με μισό μάτι», είπε με υψωμένη φωνή. «Και κάτι ακόμα. Είναι η πρώτη φορά που σου αντιμιλάω, αλλά να ξέρεις ότι αν κάνετε κακό στη γυναίκα αυτή θα πάρω τα παιδιά και θα σε παρατήσω. Να κάνεις σπιτικό με αυτά τα χαμίνια». Την κοίταξε στεναχωρημένος. Πρώτη φορά του μιλούσε με τέτοιο απότομο τρόπο. Κι άλλες φορές είχαν λογοφέρει, αλλά τώρα του φαινόταν ότι ήταν αποφασι σμένη να το τραβήξει στα άκρα. «Και τι υποχρεώσεις έχεις εσύ βρε γυναίκα σ’αυτή την πώς τη λένε;» «Ζωή τη λένε». «Ωραία και τι σου είναι; Της γούνας σου μανίκι;» «Α, έτσι ε; Πρέπει κάτι να μου είναι. Ε, λοιπόν δε μου είναι τίποτα και εδώ ήρθε μόνο δυο φορές. Είναι όμως και ο μόνος άνθρωπος που πέρασε το κα τώφλι μας τον τελευταίο καιρό, ξέροντας τι μέρος του λόγου είναι ο νοικοκύρης του». Είχε κοκκινίσει απ’τα νεύρα της. Τώρα θα έλεγε ότι της ερχόταν στο στόμα. Βαρέθηκε πια να παρασταίνει την ανήξερη και την αδιάφορη.
83
«Και πάν απ’όλα, της έδωσα και το λόγο μου ότι θα την προστατέψω, αν στο σινάφι το δικό σας ξέρετε τι θα πει να κρατάς το λόγο σου και τη φιλία σου». Ο Φαρδής σηκώθηκε απότομα απ’τη θέση του. Την πλησίασε και με μια απότο μη κίνηση της έδωσε έναν μπάτσο, που την έκανε να παραπατήσει «Έκανες τι έκανες, με είπες ψέματα, με βρίζεις κι από πάνω», μούγκρισε. «Ζη τάς και τα ρέστα τώρα. Κάτσε φρόνημα γιατί θα σε τουλουμιάσω και θα μας ακούσουν και τα παιδιά. Ακου κει θράσος να με κατηγορεί ότι δεν έχω μπέσα; Και τι θέλεις να κάνω; Εγώ δημιούργησα όλη αυτή την κατάσταση; Και στο κάτω κάτω τις ιδέες μου υπερασπίζομαι». Η Γαρουφαλίτσα έκλαιγε μαζεμένη στο ντιβάνι. «Σε παρακαλώ Αντώνη μου», μουρμούρισε. «Κάνε μου αυτή τη μικρή χάρη για το χατίρι των παιδιών μας. Σε παρακαλώ. Αλλιώς δε θα χω μούτρα να βγω απ’το σπίτι». «Λυπάμαι γυναίκα, αλλά δε γίνεται τίποτα. Δεν μπορώ να παρέμβω γιατί μπο ρεί να ξεσπάσει κανένας μπελάς στο δικό μας το κεφάλι». Είπε και βγήκε απ’το γραφείο αφήνοντάς την στα κλάματα και στην απελπισιά της.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ 1 Το κουδούνι του σχολείου χτύπησε χαρμόσυνα για το σχόλασμα. Έτσι τουλάχι στον το άκουγε να χτυπάει ο Δημητράκης κάθε Σάββατο μεσημέρι. Σάββατο λοιπόν σήμερα και το απόγεμα δεν έχει σχολείο. Ένα μικρό μπελά έχει μόνο κάθε Σάββατο απόγεμα. Να πάει στο κατηχητικό στον Άγιο Παύλο, που ήταν υποχρεωτικό. Ο Αλέκος ο κατηχητής έπαιρνε απουσίες και τη Δευτέρα το πρωί ενημέρωνε τη διευθύντριά τους. Το κατηχητικό του φαινόταν πολύ βαρετό και περισσότερο όταν τους έβαζε ο κατηχητής να γράψουν στα μικρά τούς βιβλιαράκια, που τους είχε μοιράσει γι αυτό το λόγο, το δίδαγμα και το ρητό που έβγαινε απ’το μάθημα που τους είχε κάνει. Όπως βγήκε απ’το σχολείο, κοίταξε προς τη μεριά του παράδεισου. «Κάτι γίνεται κει πέρα», είπε μέσα του και βιάστηκε να τρέξει. Ένα μεγάλο φορτηγό ήταν αραγμένο στη μέση, δίπλα στην τσιμεντένια πίστα που είχαν φτιάξει για να χορεύουν τα ζευγαράκια και το φόρτωναν με τα τρα πέζια, τις καρέκλες και τα άλλα συμπράγκαλα του μαγαζιού. Ο Γκαβούλιας μαζί με τον Μύξα, που είχαν φτάσει πρώτοι απ’όλους, γλεντούσαν κιόλας τη λευτέρωση της αγαπημένης τους αλάνας, χοροπηδώντας πάνω στην πίστα. Έτρεξε κι ο Δημητράκης κι άρχισε να χοροπηδάει κι αυτός. Επιτέλους. Ο πα ράδεισος, το στέκι τους, ο αγαπημένος τόπος των παιχνιδιών τους, έμενε ελεύ θερος. «Έτσι είναι φαίνεται πάντα», σκέφτηκε. «Οι μεγάλοι κάνουν του κεφα
84
λιού τους χωρίς να λογαριάζουν τα παιδιά, αλλά στο τέλος ο Θεός που, όπως λέει ο κατηχητής τους τα βλέπει όλα, καθαρίζει τα πράματα και βάζει τάξη». Το μαγαζί δεν πήγε απ’την αρχή καθόλου καλά και όπως είχε ακούσει απ’τον θείο Δημητρό μια μέρα στο σπίτι τους, ο Ανέστης ο κουτσός είχε χάσει όλα του τα λεφτά. «Μπορεί απ’τις ρουφιανιές και τις πουστιές να κάνει κανείς περιουσία Κώστα μου;» είπε ο Δημητρός στον πατέρα του. «ποιος θα πάει ν’αφήσει πέντε δε κάρες σ’αυτόν τον αισχρό που δε φοβάται ούτε τη μάνα του να καταγγείλει και να ρουφιανέψει;» Ο Ανέστης πηγαινοερχόταν και βοηθούσε τους δυο φορτηγατζήδες που φόρτω ναν με πολλή προσοχή τα σιδερένια στρογγυλά τραπεζάκια και τις πράσινες ψάθινες καρέκλες. Δυο άλλοι κουβαλούσαν απ’το μαγαζί διάφορα πράματα κουζίνας μέσα σε κάτι ξύλινα κασόνια και τα φόρτωναν κι αυτά στο φορτηγό. Ο Ανέστης δούλευε κι έβριζε. «Σ αυτή την κωλογειτονιά που έμπλεξα, τι προκοπή να δει κανείς; Όλα τα κομμούνια της γης εδώ μαζεύτηκαν. Ούτε μια γκαζόζα δεν ήρθε κανείς να πάρει». Ο ποιο ηλικιωμένος απ’τους δυο που ήταν με το φορτηγό και φαίνεται πως ήταν ο οδηγός, τον κοίταξε καλά καλά και είπε. «Ρε φίλε, αν δε σε θέλ’ η γειτονιά σου δε σε θέλ’ ο κόσμος όλος. Τι το ψάχνεις τώρα; Είν’ αργά. Έπρεπε να τα σκεφτείς αυτά όταν τ’άνοιγες το μαγαζί. Περί μενες απ’τους ασφαλίτες να καζαντίσεις; Αυτοί λεβέντη μου είναι μόνο απ’το πάρε. Στα μαγεριά πάν και τρώνε και δεν πλερώνουν μία. Στα μπουγατσάδικα και τα πατσατζίδικα τα ίδια. Πού να τολμήσουν οι άνθρωποι να τους ζητήσουνε λεφτά; Τους κάνουν μάλιστα και τεμενάδες. Αφού φάνε και πιουν του σκα σμού, πάνε και το σινεμαδάκι τους, τζάμπα κι αυτό. Άστα να πάν φίλε. Και συ τι περίμενες για να χουμε καλό ρώτημα; Να κρατήσεις μαγαζί με τους αμακαδόρους;» Η μετακόμιση, τι μετακόμιση δηλαδή αφού ο Ανέστης δεν άνοιγε καινούριο μαγαζί, θα τέλειωνε την ίδια εκείνη μέρα. Έπαιρνε όλα κείνα τα πράματα και τα στοίβαζε στη μικρή τους αυλή. Οι φωνές της γυναίκας του ακούστηκαν σ’όλη τη γειτονιά. «Δε φτάνει βρε ανεπρόκοπε που ξόδεψες ότι είχαμε και δεν είχαμε, παρά με κουβάλησες κι όλη αυτή τη σαβούρα στο σπίτι. Πάρ’ τα παρτάλια απ’ εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται, γιατί θα τα πετάξω στο λάκκο». Το απόγεμα που γύρισε όλη η συμμορία απ’το κατηχητικό, στο εξοχικό δεν είχε μείνει τίποτα, παρά μόνο το μικρό κτίσμα που το χρησιμοποιούσαν για κουζίνα και αποθήκη και τα ασπρισμένα με ασβέστη ντουβαράκια που είχαν χτίσει γύρω γύρω στην αλάνα. Αυτά ήταν καλά και χρήσιμα γιατί θα γλίτωναν το τρεχιό κάθε τρεις και μία στο λάκκο, για να φέρουν πίσω την μπάλα. Και το μικρό χτίσμα ήταν καλό. Μπορούσαν να το κάνουν καλύβα τους και να μαζεύονται κει μέσα όταν έβρεχε. Το μόνο άσκημο ήταν η τσιμεντένια πίστα
85
στη μέση της αλάνας, που σίγουρα θα τους ήταν εμπόδιο στα παιχνίδια και πιο πολύ όταν θα έπαιζαν ποδόσφαιρο. «Τι γκρινιάζετε ρε βλάκες», τους είπε ο Σπίνος όταν μαζεύτηκαν όλοι. «Έναν του χάριζαν ένα γάιδαρο, τον κοιτούσε και στα δόντια. Ξεκουμπίστηκε ο κου τσός και τώρα έχουμε πάλι τον «παράδεισο» ολόδικό μας. Τι σκατά θέλτε άλλο;» «Και τι θα κάνουμε τώρα με τη συμμορία της πλατείας; Θ’αρχίσουμε πάλι τον πετροπόλεμο;» ρώτησε ο Μύξας. Ο αρχηγός τον κοίταξε απορημένος. «Τι πετροπόλεμος και τρίχες ρε συ; Αυτά πάν τέλειωσαν τώρα. Ούτε αυτοί έχουν όρεξη, ούτε μεις. Έτσι δεν είναι; Να κανονίσουμε μαζί τούς, μια να πη γαίνουμε εμείς εκεί και μια να έρχονται αυτοί σε μας. Εγώ πάντως τώρα με τον Φλάμπουρα έπιασα φιλία και δεν μπορώ να την πατήσω». «Ούτε γω με τον Λίγδη», πετάχτηκε ο Δημητράκης. «Καθόμαστε τώρα και στο ίδιο θρανίο. Αλλάξαμε και χαλκομανίες». «Πολλά λέτε και περνάει η ώρα», είπε με ανυπομονησία ο Γκεμετζές. «Θα βρα διάσει και μεις ακόμα θα λέμε κουβέντες. Πότε θα παίξουμε ποδόσφαιρο;» Από τη μεριά της πλατείας φάνηκε να έρχεται ο Φλάμπουρας με τους δικούς του. «Τι έγινε ρε σεις», φώναξε χαρούμενα μόλις πλησίασαν. «Ξεκουμπίστηκαν αυ τοί οι χερχελέδες;» «Εμείς ρε Φλάμπουρα» πήρε το λόγο ο Σπίνος, «είπαμε να μην αρχίσουμε πάλι τα παλιά, μια και γίναμε τώρα φίλοι. Να έρχεστε και σεις εδώ, να’ρχόμαστε και μεις σε σας και είμαστε μια χαρά. Τι λες;» «Έτσι λέμε εμείς» πετάχτηκε ο Μύξας, «αλλά να μη γίνουμε και κορίτσια. Να κανονίσουμε να παίζουμε και κανένα πετροπόλεμο κάπου κάπου. Έτσι για ν’ανάβουν τα αίματα δηλαδή. Τι σκατά άντρες είμαστε;» «Ν’αγιάσει το στόμα σου ρε Μύξα», μπήκε στη μέση ο Λεωνίδας το σκιάχτρο. «Κοντεύουμε να γίνουμε λαπάδες. Μόνο τα φουστάνια μας λείπουν». «Από μας εντάξει», είπε ο Σπίνος. «Κι από μας», συμφώνησε ο Φλάμπουρας. «Μπορώ να ρωτήσω» συνέχισε, «Αν κανείς από σας ειδοποίησε τον παιδονόμο χτες βράδυ ότι ήμασταν μετά που σκοτείνιασε πίσ’απ’το σχολείο και παίζαμε χαρτιά; ήρθε στα ξαφνικά αυτός ο ρουφιάνος και μας έπιασε στα πράσα εκεί πίσω που σα σκοτεινιάζει, ούτε η ασφάλεια να σε ψάχνει δε σε βρίσκει. Είναι κανείς από σας που μας κάρφωσε;» Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απορημένοι. «Είναι ρε κανείς από μας καρφί και δεν το ξέρουμε;» ρώτησε ο Σπίνος. «Αν το’κανε κανείς από τη συμμορία μας, να βγει με θάρρος και να το πει τώρα αμέσως, γιατί αν μάθουμε ποιος τό’κανε θα του βγάλουμε τα παντελόνια. Αυτές τις ρουφιανιές τις κάνουν ρε οι μεγάλοι για να τη βγάλουν όσο πιο ζάχαρη μπο ρούν». Γύρισε μετά στον Φλάμπουρα.
86
«Άντε ρε και συ. Ούτε που να το βάζεις στο μυαλό σου ότι ένας από τους δι κούς μου είναι χαφιές». «Θα μάθω ποιος είναι», είπε σίγουρος ο Φλάμπουρας. «Θα πιάσω στις γαλιφιές τη θεία με τη δασκάλα την κυρά Σοφούλα και θα με πει. Και μια και μι λάμε για τη θεία μου. Με ρώτησε να μάθω ποιος έδεσε κονσερβοκούτι στην ουρά της γάτας της». «Εγώ ξέρω», είπε ο Γκαβούλιας. «Πολύ καλά την έκανε την ψωρόγατα τη γαμημένη, που κλαψουράει κάθε τόσο για γάτο και δε μ’αφήνει να διαβάσω», είπε γελώντας ο Σπίνος. «Και πότε διαβάζεις ρε τενεκέ που σε λέει κι ο Βεργίδης;» ρώτησε ο Μύξας. «Όταν νιαουρίζουν οι γάτες μ’έρχεται όρεξη για διάβασμα. Αλλά επειδή νιαου ρίζουν, δεν μπορώ να διαβάσω». Ο Φλάμπουρας ξαναρώτησε. «Ποιος έδεσε τη γάτα;» «Δεν το λέω», είπε μετανιωμένος ο Γκαβούλιας. «Δεν προδώνω με τίποτα, γιατί αν το μάθει η διευθύντρια θα τον κάνει τόπι στο ξύλο. Μετά θα τον τραβήξει ένα γερό μπερντάχι κι η μάνα του και στο τέλος θα τον κάνει λιώμα κι ο πα τέρας του». «Πες το», διέταξε ο Σπίνος. «Το Σκιάχτρο είναι. Αυτός έδεσε τη γάτα. Τον είδα απ’το πίσω παράθυρο του καφενείου μας». Ο Φλάμπουρας γύρισε και κοίταξε τον υπαρχηγό του θυμωμένος. Σήκωσε το χέρι του και του κατέβασε μια σφαλιάρα, που κόντεψε να τον πετάξει κάτω. «Να ρε ζωντόβολο να μάθεις. Πολύ καλά την έκανες την κωλόγατα. Αλλά γιατί ρε δε μου το είπες και κάθομαι δω και ρωτάω σα το χάνο;» «Φοβήθηκα γιατί είναι θεία σου και θα θύμωνες. Άλλη γάτα ήθελα να δέσω και άλλη έδεσα. Άμα έχουν ίδιο χρώμα όλες ίδιες είναι οι ρουφιάνες. Θα το πεις στη θεία σου;» «Τρελός είσαι ρε Σκιάχτρο; Για μια κωλόγατα θα σε βάλουμε σε τέτοιους μπε λάδες; Δεν πα να ψοφήσουν όλες οι γάτες του κόσμου καλύτερα», είπε και τον κοίταξε μετανιωμένος για τη σφαλιάρα. «Ούτε γω, ούτε κανένας άλλος θα μαρ τυρήσει. Έτσι;» Όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους ότι συμφωνούσαν. «Μπέσα για μπέσα;» «Ναι», συμφώνησαν όλοι. «Φιλήστε σταυρό». Έκαναν όλοι με τα δάχτυλα το σημάδι του σταυρού και το φίλησαν. Ο Ανέστης ο κουτσός μπήκε στην αλάνα και τους πλησίασε. «Εγώ την πάτησα με το μαγαζί που άνοιξα και σεις βρήκατε την άγια χαρά σας κωλόπαιδα», είπε και πήγε στην αποθηκούλα. Φορτώθηκε ένα τραπέζι ξύλινο και μουρμουρίζοντας τράβηξε για το σπίτι του. «Μόνο να μην καταντήσουμε σα κι αυτόν τον μπαγλαμά, που φοβάται κανείς να του πει καλημέρα», είπε ο Φλάμπουρας. «Καβαλάει το βράδυ τις μάντρες
87
των σπιτιών ν’ακούσει τι λένε οι νοικοκυραίοι. Ένα βράδυ, άκουσα τη μάνα μου που το’λεγε στον πατέρα μου, πήδηξε στην αυλή του μπάρμπα Αργύρη που έχει το κάρο, γιατί άκουσε μουρμουρητά και κρυφές φωνές. Το άλογο του μπαρμπα-Αργύρη χλιμίντρισε κι αυτός, που κανόνιζε τη γυναίκα του, βγήκε στο παράθυρο και είδε τον Ανέστη. «Τι κάνεις εδώ μέσα βρε ανεπρόκοπε; Σανό ήρθες να φας, ή μαθήματα να πάρεις πως γαμάνε οι άντρες;» «Άντε βάλτε πόδια ο Σπίνος με τον Φλάμπουρα να μοιραστούμε και να παίξου με μπάλα. Φιλόσοφοι θα καταντήσουμε με τις πολλές κουβέντες», είπε ο Γκαβούλιας Δεν πρόλαβαν καν ν’αρχίσουν όταν φωνές και φασαρίες ακούστηκαν απ’το μπακάλικο του κυρ-Αριστείδη. Ήταν η γυναίκα του που έκλαιγε και φώναζε δυ νατά. «Αφήστε καλέ τον άντρα μου. Τι σας έκανε α χριστιανός; Τη δουλειά του και την οικογένεια του κοιτάει και τίποτ’άλλο. Πού θα τον πάτε βρε αχαΐρευτοι. Τι σας έκανε; Αυτός ούτε μύγα δε σκοτώνει. Αχ και συ άμυαλε. Κουκούτσι μυαλό δεν έχεις. Πόσες φορές σου είπα να μη μιλάς. Βούλωστο και λίγο. Πες και κα μιά φορά δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα». Τρέξαν όλα τα παιδιά μπροστά στο μπακάλικο. Ο Δημητράκης είδε τη μάνα του που βγήκε στο παράθυρο. Μπροστά στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Όλγας είχαν μαζευτεί τρία τέσσερα άτο μα και κοιτούσαν φοβισμένα. «Τι έγινε;» ρώτησε ένας που μόλις ήρθε. «Τι να γίνει» είπε η κυρα-Όλγα. «Ότι γίνεται κάθε μέρα. Πιάνουν όποιον βρουν μπροστά τους. Τώρα είναι η σειρά του Αριστείδη μας, αύριο μπορεί να είναι η δική μου ή η δική σου σειρά». «Εγώ δεν μπερδεύομαι κυρα-Όλγα». «Γιατί;», απάντησε κείνη. «Μήπως μπερδεύεται ο Αριστείδης; Τα λέει μόνο με τον δικό του τρόπο και γι’αυτό τον λέμε και φιλόσοφο. Προχτές είπε για τον Ανέστη που έκανε εξοχικό τον «παράδεισο» και δεν έκανε καλά καλά ούτε σεφτέ. Που πάει είπε, ο βλάκας σε δουλειές που δε τις ξέρει; Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κώλους. Ο Ανέστης που τό’μαθε, είπε ότι θα τον βάλει αυτόν τον ίδιο σε χασεδένιο βρακί να τον θυμάται». Ο Δημητράκης αδιαφόρησε για τις φωνές της μάνας του που του ζητούσε να πάει στο σπίτι αμέσως και κοίταξε προσεκτικά μέσα στο μπακάλικο. Ο κυρ-Αριστείδης στεκόταν στη μέση του μαγαζιού και κοιτούσε δεξιά αριστε ρά σα χαμένος. Απ’ τη μια τον κρατούσε ένας χωροφύλακας απ’το μπράτσο κι απ’την άλλη τον τραβούσε η γυναίκα του. «Αφήστε τον καλέ. Δεν έκανε τίποτα. Σας ορκίζομαι». Ένας δεύτερος χωροφύλακας προσπαθούσε με καλό τρόπο να την ησυχάσει. «Δεν είναι τίποτα κυρά μου. Μερικές ερωτήσεις θα του κάνουν στην ασφάλεια και μέχρι το βραδάκι θα είναι στο σπίτι του. Εμείς πάντως ότι και να γίνει, πρέπει να τον πάρουμε μαζί μας στην ασφάλεια. Αυτές είναι οι διαταγές που έχουμε».
88
Εκείνη επέμενε. «Τι ερωτήσεις καλό μου παιδί με λες τώρα; Τα ξέρουμε καλά. Όποιος περάσει το κατώφλι της ασφάλειας, δεν τον βλέπει το σπίτι του ξανά. Ή εξορία, ή απόσπασμα θα πάει». Ο κυρ-Αριστείδης στεκόταν ανάμεσα τους σαστισμένος. Κοιτούσε μια τον χω ροφύλακα που τον κρατούσε και μια τη γυναίκα του που τον τραβούσε και έτρεχαν τα μάτια του ποτάμι. «Κάποιο λάθος θα έγινε», είπε στο δεύτερο χωροφύλακα που προσπαθούσε να καθησυχάσει τη γυναίκα του. «Σίγουρα πρόκειται για λάθος. Τι γράφει το χαρτί σας;» «Αριστείδης Μπαχράμης του Αντωνίου». «Εγώ είμαι, πράγματι». «Ε τότε ελάτε μαζί μας φρόνιμα, για να μην αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσου με βία. Πείτε και τη γυναίκα σας να ησυχάσει, γιατί μαζεύτηκε κόσμος και εκτί θεται η υπηρεσία μας». Ο κυρ-Αριστείδης ξέσπασε ξαφνικά. Το πήρε φαίνεται απόφαση ότι δε γινόταν τίποτα. «Ποια υπηρεσία σας εκτίθεται με λέτε τώρα. Εκτίθεται από τις διαμαρτυρίες τις δικές μας, ή απ’τις αυθαιρεσίες τις δικές σας που δεν αφήνετε άνθρωπο σε χλω ρό κλαδί;» «Δεν είναι κύριε Μπαχράμη δική μας δουλειά να μιλάμε και να σχολιάζουμε τι κάνει η υπηρεσία και τι αποφάσεις παίρνει. Εμείς έχουμε μια διαταγή εδώ, που λέει να σας οδηγήσουμε στην ασφάλεια. Ορίστε κοιτάξτε και μόνος σας», είπε και του έδειξε με το δάχτυλο το χαρτί που κρατούσε. «Αριστείδης Μπαχράμης του Αντωνίου», διάβασε. «Να οδηγηθεί εις το τμήμα ασφάλειας δια τα περαι τέρω». «Και ποια είναι τα περαιτέρω;» ρώτησε ο κυρ-Αριστείδης. «Τίποτα το σπουδαίο χριστιανέ μου», άλλαξε τρόπους ο χωροφύλακας. «Μερι κές ερωτήσεις θα σε κάνουν και θα πας στο σπίτι σου. Άντε τώρα μάστα γρήγο ρα και πάμε, γιατί φάγαμε την ώρα μας κι έχουμε πολλά λουλούδια σα του λόγου σου να μάσουμε. Άντε και συ κυρά μου άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας. Στο κάτω κάτω χειροτερεύεις τη θέση του άντρα σου», είπε κορδωμένος θέλοντας να δείξει ότι ήταν κι αυτός εξουσία. «Άντε πάμε». «Μια στιγμή καλέ ακόμα», τσίριξε η γυναίκα του και πετάχτηκε στην πόρτα. «Καλέ Γαρουφαλίτσα», είπε κλαίγοντας στη Γαρουφαλίτσα που κείνη την ώρα ήρθε στο μπακάλικο να ψωνίσει. «Πιάνουν τον Αριστείδη μου καλέ. Βοήθησέ μας. Εσύ έχεις το μέσο. Σώσε μας γλυκιά μου. Τι θα γίνουμε κι εγώ και τα παι διά μου αν πάρουν τον άντρα μου; Τι θα γίνει το μαγαζί;» Η Γαρουφαλίτσα τα’χασε. Ας άνοιγε καλύτερα η γη να την καταπιεί. Έβλεπε τη γυναίκα που την κοιτούσε σα να παρακαλούσε το Χριστό για βοήθεια και λύγι σαν τα πόδια της. «Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω», τραύλισε. «Το μεσημέρί που θα’ρθει ο Αντώνης θα του το πω και πιστεύω ότι θα το φροντίσει. Μην κλαις τώρα. Κάτι θα γίνει».
89
Ο ένας χωροφύλακας, που φαίνεται ότι ήταν και επικεφαλής, πλησίασε. «Ποια είναι η κυρία;» ρώτησε. «Καλέ είναι η κυρία Φαρδή η γυναίκα του βασιλικού επιτρόπου», απάντησε με την ελπίδα πως κάτι θα γινόταν η γυναίκα του κυρ-Αριστείδη. Ο χωροφύλακας κοίταξε απορημένος. «Είστε η γυναίκα του κυρίου Φαρδή;» ρώτησε. «Μάλιστα», απάντησε η Γαρουφαλίτσα. «Μπορώ να σας πω κάτι ιδιαίτερα;» Πήγε μαζί της στην άκρη του δρόμου. «Πιστεύω να γνωρίζετε κυρία μου ότι όλες οι προσαγωγές γίνονται με την έγκριση του κυρίου βασιλικού επιτρόπου». Όλα γύρισαν γύρω της. Έριξε σα χαμένη μια ματιά στον κόσμο που είχε μαζευ τεί και κοιτούσε. «Χτες έπιασαν δυο καπνεργάτες απ’την πάνω γειτονιά, προχτές έπιασαν τον τσαγκάρη, σήμερα είναι η σειρά μου και αύριο ίσως να’ναι η σειρά του πατέρα σου», της είπε ο Αριστείδης που φαίνεται πως το πήρε απόφαση και βγήκε απ’το μαγαζί. Η Γαρουφαλίτσα πήγε κάτι να του πει. Τα χείλια της κουνήθηκαν, αλλά η φωνή της δε βγήκε. Είδε τη μάνα της που έτρεχε προς το μέρος της. Λύθηκαν τα πόδια της και σωριάστηκε καταγής, πα στο βρεμένο χώμα.
2 Η Γαρουφαλίτσα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι της με τα μάτια ανοι χτά και κοιτούσε σα χαμένη το ταβάνι. Σάλια έτρεχαν πάνω στο μαξιλάρι απ’ τ’ανοιχτό της στόμα. Φαινόταν ότι δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ ότι γινόταν γύρω της. Στην άκρη του κρεβατιού καθισμένη η μάνα της βουβόκλαιγε και της έτριβε τα χέρια με οινόπνευμα. «Έλα καλή μου. Μίλησέ με. Τι κακό είν αυτό που μας βρήκε Θεέ μου», κου νούσε το αναμαλλιασμένο κεφάλι της δεξά και ζερβά. «Μίλα με κοριτσάκι μου καλό. Πες κάτι». Μόλις είχε πέσει λιπόθυμη οι δυο χωροφύλακες παράτησαν τον κυρ-Αριστείδη. Είχαν καιρό να τον βουτήξουν αργότερα. Έπεσαν πάνω στη Γαρουφαλίτσα προσπαθώντας να τη συνεφέρουν. Κατάφεραν να την κάνουν ν’ανοίξει τα μάτια της, αλλά περίεργο πράμα, δε μι λούσε και δε φαινόταν να καταλαβαίνει τι γινόταν γύρω της. Σα σακί άδειο έμοιαζε. Τη ζαλώθηκε ο ένας και την πήγαν στο σπίτι. Την απίθωσαν στο κρε βάτι της και έφυγαν να πάν πίσω στου Αριστείδη. Μαζί με τη μάνα της έφτασαν στο σπίτι και η Μαρία με την Τασία, να δουν τι συμβαίνει και να βοηθήσουν όσο μπορούσαν. Σε λίγο έφτασε αγκομαχώντας κι ο Φαρδής με το ταξί του Μάνθου. «Έρχεται ο γιατρός ο Χατζηθανάσης. Τον ειδοποίησα» είπε μόλις μπήκε. «Τι έγινε; Τι έπα θε η Γαρουφαλίτσα;»
90
Η Μαρία που είχε δει όλα όσα έγιναν από το παράθυρό της, πετάχτηκε να του εξηγήσει. «Ήρθαν να πιάσουν τον κυρ-Αριστείδη και πάνου πού θα τον παίρνανε, ήρθε η Γαρουφαλιά. Η γυναίκα του Αριστείδη έτρεξε κοντά της και την παρακάλεσε να τη βοηθήσει ν’αφήσουν τον άντρα της. Ο χωροφύλακας κάτι της είπε στα κρυφά και τότε έπεσε η Γαρουφαλιά κάτω και λιποθύμησε. Από την ώρα που άνοιξε τα μάτια της είναι σ’αυτή την κατάσταση που τη βλέπεις». «Και τι της είπε ο χωροφύλακας που την τάραξε τόσο πολύ;», ρώτησε εκείνος. «Πού να ξέρω μάτια μου τι της είπε; Ρώτησα όλους όσους ήταν κοντά, αλλά κανείς δεν ξέρει να με πει». Ο Γιατρός ο ΧατζηΘανάσης μπήκε κείνη την ώρα και χαιρέτισε όλους. «Τι έχουμε;» ρώτησε σοβαρά. «Μια στιγμή γιατρέ και έρχομαι κοντά σου», είπε ο Φαρδής. «Σε παρακαλώ να μη την εξετάσεις, αν δεν είμαι κι εγώ κοντά». Στράφηκε στo Μάνθο που στεκόταν σα το σκυλί δίπλα στην πόρτα. «Τρέχα» του είπε στην ασφάλεια και φέρε δω γρήγορα το όργανο που μίλησε με τη γυναίκα μου πριν λιποθυμήσει. «Ποιος από τους δυο είναι;» «Τι ποιος ρε βλάκα; Δυο ήταν όλοι κι όλοι. Ρώτα ποιος απ’τους δυο μίλησε με τη Γαρουφαλίτσα πριν πέσει και φέρτον εδώ αμέσως. Άντε τσακίσου γρήγορα». Μετά γύρισε στο γιατρό. «Εντάξει», του είπε. «Πάμε μέσα να τη δεις γιατρέ». Μπήκαν σχεδόν όλοί στο δωμάτιο. Ο γιατρός κοίταξε καλά καλά τη Γαρουφα λίτσα. Από μικρό. Ακόμα στο βυζί της μάνας της, τη φρόντιζε. Έτσι έκανε και με όλα τα παιδιά στη γειτονιά, αλλά και με τους μεγάλους. Καθόταν σχεδόν όλη μέρα στο μπαλκόνι του σπιτιού του απέναντι απ’την πλατεία και παρακο λουθούσε όλους. Ο μπαλκονάτος γιατρός έλεγε για τον εαυτό του. Και τι άλλο να έκανε; Δουλειά στα ταμεία τα ασφαλιστικά δεν του δίναν, γιατί είχε έλεγαν φάκελο στην ασφάλεια. Στο σπίτι του είχε και το ιατρείο του, αλλά ποιος να πα τήσει; Οι άνθρωποι δεν είχαν λεφτά για το καθημερινό τους, θα είχαν για το γιατρό;» Στην αρχή κάποιοι τον επισκέπτονταν ή τον καλούσαν καμιά φορά τη νύχτα στο σπίτι όταν κανείς αρρώσταινε, αλλά επειδή δεν είχαν να τον πληρώσουν, τον παρακαλούσαν να τα γράψει κάπου και μόλις ευκολύνονταν θα τον ξο φλούσαν. «Γιατρός με τσέτουλα», είχε σχολιάσει ο κυρ-Αριστείδης που τον είδε να γυρ νάει πρωί πρωί από μια επίσκεψη. «Κάτσε να σε κεράσω ένα καφεδάκι γιατρέ να πάν τα φαρμάκια κάτω. Σε φτωχή και δύσκολη γειτονιά βρέθηκες». «Το ξέρω και δε με πειράζει», απάντησε κείνος. «Όπως εγώ, έτσι κι ο πατέρας μου ήταν γιατρός και οικονομικά δεν είδε προκοπή. Να γιατρεύεις. Όχι να πλουτίζεις, μου έλεγε. Αυτή είναι η δουλειά και ο προορισμός του γιατρού». «Κάποτε είχες σύμβαση με το ταμείο των καπνεργατών. Τι έγινε και σταμάτη σες; Λένε ότι η ασφάλεια σε σταμάτησε. Αλήθεια είναι;»
91
«Διαδόσεις αγαπητέ μου. Όχι πως η ασφάλεια μ’έχει με καλό μάτι, αλλά εγώ βλέπεις δεν είμαι καπνεργάτης που είναι το πλήθος, αλλά γιατρός που είμαστε λίγοι και καμιά φορά μας χρειάζονται. Άμα γίνουμε και μεις πολλοί όπως οι κα πνεργάτες ή οι μπακάληδες» είπε και χαμογέλασε, «τότε θα μας στέλνουν και μας στην εξορία». Σιγά σιγά οι φουκαράδες αφού δεν είχαν να τον πληρώσουν κι αφού ακόμα πε ρισσότερο δεν μπορούσαν να του ξοφλήσουν τα παλιά, σταμάτησαν και να πη γαίνουν στο γιατρείο του, ή να τον φωνάζουν στα σπίτια. «Ντρέπονται και να με δουν», έλεγε στη γυναίκα του. «Παρόλο που τους λέω κάθε μέρα να μη το σκέπτονται καθόλου το θέμα της πληρωμής. Δόξα τω Θεώ, έχουμε κι εδώ μερικές οικογένειες που έχουν τον τρόπο τους που πληρώνουν και για τους άλλους». Μια και δεν είχε δουλειά λοιπόν, καθόταν ατέλειωτες ώρες στο μπαλκόνι και παρακολουθούσε τα παιδιά που παίζαν στα διαλείμματα του σχολείου. Δεν τα ήξερε με τα ονόματά τους, αλλά μετά από τόσα χρόνια γνώριζε το καθένα απ’τα σουσούμια του. Μάλιστα ήξερε και σε ποια τάξη πήγαινε το καθένα. Όταν λοιπόν κάποιο απουσίαζε, αυτός το παρατηρούσε αμέσως. «Έλα δω εσύ», φώναζε κάποιον. «Στην πέμπτη δεν πας;» «Ναι γιατρέ». «Ένα κορίτσι μελαχρινό με κοντές κοτσίδες και με μια πάνινη πράσινη σάκα, τι έγινε; Γιατί δεν ήρθε στο σχολείο σήμερα;» «Την Πηνελόπη θα λέτε.» «Έτσι τη λένε; Λοιπόν μήπως είναι άρρωστη;» «Έτσι είπε η δασκάλα μας». «Και πού μένει παιδί μου;» «Πίσω απ’ της κυρίας Ευτέρπης». Το απόγευμα έπαιρνε την τσαντούλα του με τα ακουστικά και τα άλλα για τις πρώτες βοήθειες που είχε μέσα και πήγαινε στο σπίτι της άρρωστης. «Καλησπέρα σας», έλεγε στους γονείς της. Ήρθα να δω την Πηνελόπη, που έμαθα ότι είναι άρρωστη. Μη σκέπτεστε για λεφτά, με πληρώνει το σχολείο». Όλοι βέβαια ήξεραν πολύ καλά ότι κανένα σχολείο δεν τον πλήρωνε, αλλά όλοι καμώνονταν ότι το πίστευαν, για να μη τον στεναχωρέσουν. Απ’το μπαλκόνι του δεν παρακολουθούσε μόνο τα παιδιά του σχολείου, αλλά και όλους τους μεγάλους που καθημερινά περνούσαν απ’το δρόμο. «Πέτρο, πού είναι κείνος ο ξάδερφος σου ο Γιάννης; Μέρες έχω να τον δω». «Βρήκε μια δουλίτσα έξ’ απ’ την πόλη που φτιάνουν ένα καινούριο δρόμο. Εί ναι πολύ καλός στον κασμά και το φτυάρι και τον προτιμάνε». Άμα τύχαινε να του πει κάποιος ότι αυτός για τον όποιο ρωτούσε, χάθηκε γιατί ήταν άρρωστος, γινόταν έξω φρενών. «Το βλέπετε κει πάνω το σανατόριο; Εκεί θα πάτε όλοι σας αν δεν προλάβετε τις πλευρίτιδες». Κι έτρεχε με το τσαντάκι του.
92
Τη Γαρουφαλίτσα την είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Από μικρό παιδάκι την έβλεπε να παίζει στα διαλείμματα, αδύνατη και ευαίσθητη, αλλά χαριτωμένη και πάντα χαμογελαστή. «Αυτό το κοριτσάκι είναι μες στην καρδιά μου», έλεγε της γυναίκας του. «Ένα τέτοιο παιδί θα ήθελα αν είχαμε αξιωθεί να κάνουμε». Κάθε τρεις και μία, που τον έβρισκες πού τον έχανες, στο σπίτι της Γαρουφαλίτσας. Δε χρειαζόταν και πολύ, αφού το παιδί ήταν τακτικά άρρωστο. Πότε απ’τα λαι μά του, πότε πονούσε η κοιλίτσα του και πότε ανέβαζε ανεξήγητο ψηλό πυρετό. «Θα μας πάθει καμιά φυματίωση», έλεγε στη μάνα της. «Είναι πολύ αδύνατη. Να την ταΐζετε καλά και να την προσέχετε. Πρέπει κάθε μέρα να της κάντε ένα χτυπητό αβγό για να δυναμώσει». Στο τέλος αναγκάστηκε να πληρώνει και τ’αβγό και τη ζάχαρη. Έμεινε τώρα να την κοιτάει καλά καλά. Πώς πέρασαν τα χρόνια; Εκείνο το μι κρό, το μυξιάρικο και αδύνατο κοριτσάκι, είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα με οικο γένεια και παιδιά. Σούφρωσε τα χείλια του και κούνησε το κεφάλι του λυπη μένος. «Δε θα την εξετάσεις γιατρέ;», ρώτησε ο Φαρδής. «Δε χρειάζεται», είπε κείνος θλιμμένα. «Φαίνεται από πρώτη ματιά. Έχει υπο στεί ισχυρό σοκ. Θα της κάνω μια ένεση και θα συνέλθει γρήγορα, αλλά θα πρέπει να την πάτε σε μια κλινική για μερικές μέρες». Η μάνα της γύρισε προς το μέρος του με απόγνωση. «Τι ειν’ αυτό τα σόκι γιατρέ μου; Κάνε κάτι να της περάσει. Σα νεκρό μ’ανοιχτά μάτια είναι το κορίτσι μου. Εσύ πάντα τη φρόντιζες. Θυμάσαι τότε, στην τελευταία τάξη του δημοτικού ήταν θαρρώ, που είχε ανεβάσει πυρετό σαράντα και πάνω και λέγαμε πως το χάναμε το παιδί; Εσύ έλεγες πως ήταν πολύ άσχη μη η κατάσταση της, αλλά στο τέλος τα κατάφερες και μας το έσωσες». «Άλλο κείνο κι άλλο αυτό. Τούτο είναι σα να λέμε πως κουνήθηκε η ψυχή της συθέμελα. Θέλει πολλή προσοχή από δω και πέρα. Άλλο ένα τέτοιο σοκ και θα είναι για το ψυχιατρείο. Τι έγινε ακριβώς; Μπορεί κανείς να με πει;» «Κάτι της είπε ένας χωροφύλακας που την τάραξε πολύ», πετάχτηκε η Τασία. «Έχει όμως καιρό τώρα που παραπονιέται ότι δεν αιστάνεται καλά. Και μεις το έχουμε καταλάβει. Τον τελευταίο καιρό κάτι σοβαρό τη βασάνιζε». Ο Χατζηθανάσης κούνησε το κεφάλι του, δείχνοντας ότι κατάλαβε ακριβώς. Έβγαλε απ’την τσαντούλα του μια σύριγγα και ζήτησε να τη βράσουν για δέκα λεπτά. Ο Φαρδής βγήκε στη βεράντα κι άναψε ένα τσιγάρο. Το είχε κόψει εδώ και και ρό, αλλά τώρα το είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε τι. Ρούφηξε βαθιά. Τι ταμπλάς είν αυτός που τον βρήκε; Αιστάνθηκε ότι κουνιόταν όλη η βεράντα κατ’ απ’ τα πόδια του. Ήταν σίγουρος ότι το πρόβλημα της Γαρουφαλίτσας του ήταν σοβαρό. Είχε δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην ασφάλεια σε αν θρώπους που μετά από την ανάκριση και την απομόνωση, φτάνανε σε μια κα τάσταση ίδια με της γυναίκας του. «Πάει κι αυτός», έλεγαν οι ασφαλίτες. «Σάλεψε για τα καλά».
93
Στην αρχή τον ενοχλούσε παρά πολύ η κατάσταση αυτή. «Δεν είναι απαραίτητο να μετέρχεστε τόσο βάναυσα μέτρα για να αποσπάσετε ομολογίες απ’τους κρατουμένους», είπε μια μέρα στον διοικητή της ασφάλειας. «Η υπηρεσία θέλει γρήγορες δουλειές» απάντησε κείνος, «και οι γρήγορες δου λειές σ’αυτές τις περιπτώσεις, γίνονται μόνο με το φόβο, το ξύλο και την απο μόνωση. Μερικοί ψυχανεμισμένοι δεν το αντέχουν και χάνονται, αλλά όπως λέμε, κοντά στο ξερό θα καεί και κάνα χλωρό. Αν θέλετε κύριε επίτροπε, ελάτε να δείτε από κοντά και μόνος σας. Έχουν εντολή όλοι αυτοί από το κόμμα τους, να κρατάν το στόμα τους διπλαμπαρωμένο. Ε, με κάποιο τρόπο πρέπει και μεις να τους το ανοίξουμε». Σιγά σιγά συνήθισε κι αυτός στις μεθόδους της ασφάλειας και μάλιστα μια φορά που τον ρώτησε στ’αστεία στα σοβαρά ο Δημητρός, αν είναι σωστό και δίκαιο να φέρονται στην ασφάλεια με τέτοιο βάναυσο τρόπο, απάντησε. «Δημητρό, τι να σου πω. Ο σκοπός αγιάζεί τα μέσα». Τον διοικητή της ασφάλειας δεν τον ρωτούσε πια όπως παλιά όταν του έφερνε κάποιον φάκελο έτοιμο, αν ο κατηγορούμενος ομολόγησε αβίαστα. «Ομολόγησε μετά από γερό μπερντάχι;», ρωτούσε. «Όσο του χρειαζόταν για να ομολογήσει και το γάλα της μάνας του». Ο ταξιτζής φάνηκε απ’το δρόμο μαζί με τον χωροφύλακα. Ο Φαρδής έκανε νόημα στον Μάνθο να φύγει. «Δεν σε χρειάζομαι άλλο προς το παρόν. Πήγαινε στο καφενείο και κάτσε εκεί. Όταν σε χρειαστώ θα στείλω να σε φωνάξουν». «Σα τον λύκο κι αυτός, στην αναμπουμπούλα χαίρεται», μουρμούρισε. Ο ταξιτζής χαμογέλασε ευχαριστημένος. «Εντάξει κύριε επίτροπε. Όποια ώρα με χρειαστείτε, ή στο καφενείο ή στο σπίτι θα είμαι». Καλά τη βόλεψε τώρα τελευταία. Τόσα χρόνια πληροφοριοδότης, όπως αρέσκονταν να αποκαλεί τον εαυτό του με καμάρι, το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να εξασφαλίσει μία άδεια ταξί και να δουλεύει απ’το πρωί ίσα με το βράδυ κι από το βράδυ ίσα με το πρωί για να τα φέρει βόλτα. Ήταν βλέπεις κι αυτοί οι καταραμένοι οι αριστεροί που προτιμούσαν να παν με τα πόδια εκατό χιλιόμετρα, παρά να ναυλώσουν αυτόν. Πριν ένα μήνα ο Παρασκευάς ο κου ρέας θα πήγαινε το γιο του, που είχε βγάλει το πόδί του, σε πρακτικό σ’ένα χω ριό. Προτίμησε να πάει με τα πόδια μέχρι την παραλία και να φέρει ταξί, παρά να πάρει τον Μάνθο που είχε αραγμένο το δικό του ακριβώς έξω απ’το κουρείο. «Το δικό μας το αμάξι δεν κάνει για την αφεντιά σου Παρασκευά;» ρώτησε και τον αγριοκοίταξε. «Όχι», απάντησε ξερά ο κουρέας και μπήκε στο άλλο ταξί. «Θα σε συγυρίσω και σένα», σφύριξε μέσ απ’τα δόντια του ο Μάνθος. Όταν γραπώσανε, όπως του άρεσε να λέει, τον Αριστείδη, δεν μπόρεσε να είναι παρών για να χαρεί τα κατορθώματά του. Φοβήθηκε ότι αν τον έβλεπαν εκεί, θα πέφτανε πάνω του όλοι οι γείτονες να τον φάνε. Όχι βέβαια που θα τολμού σε κανείς να σηκώσει χέρι πάνω του. Τώρα πια είχαν πάρει όλοι το φόβο του
94
και δεν τολμούσαν να κοντράρουν ή και να ανοίξουν το στόμα τους. Πάνε οι μέρες που του μιλούσαν σα να’ταν σκύλος. «Άντε ρε ρουφιάνε, παρτάλι, που δεν ντρέπεσαι να ανοίγεις και το στόμα σου». Τώρα είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους. «Καλύτερα να σε φοβούνται παρά να σε υποτιμάνε», του είπε μια μέρα ο αξιω ματικός της ασφάλειας που ήταν ο σύνδεσμός του. Έμαθε βέβαια αμέσως και με λεπτομέρειες τι έγινε μπροστά στο μπακάλικο, αλλά δεν αιστάνθηκε υπεύθυνος για τίποτα. Ούτε καν για τη Γαρουφαλίτσα. «Αυτό ήταν ένα απρόβλεπτο γεγονός» είπε μέσα του, όπως είχε ακούσει να λένε στην ασφάλεια για τις περιπτώσεις που κάποιος τους άφηνε χρόνους κατά την ανάκριση, ή σάλευαν τα λογικά του. «Ας καθόταν κι αυτή η κλώσα στο σπίτι της», κατέληξε. Εδώ και μια βδομάδα τη βόλευε μια χαρά. Του είχαν αναθέσει, αυτός και το ταξί του να είναι στη διάθεση του βασιλικού επιτρόπου. «Έχε και τα μάτια σου λίγο ανοιχτά», του είπε ο αξιωματικός της ασφάλειας που τον ενημέρωσε. «Η κατάσταση είναι τέτοια που δε μπορείς να έχεις εμπι στοσύνη ούτε τον κώλο σου». Ο χωροφύλακας ανέβηκε στη βεράντα, χαιρέτισε στρατιωτικά και στάθηκε με σεβασμό προσοχή μπροστά στον επίτροπο. «Στας διαταγάς σας κύριε επίτροπε», είπε δυνατά. Ο Φαρδής τον κοίταξε καλά. «Εσύ μ’έναν συνάδελφό σου πήγατε στον Αριστείδη τον Μπαχράμη για προσα γωγή;» «Μάλιστα κύριε επίτροπε». «Χρησιμοποιήσατε βία μήπως;» «Όχι κύριε επίτροπε. Καθόλου. Με πολύ κόσμιο τρόπο προσπαθήσαμε να εξη γήσουμε στον κύριο Μπαχράμη ότι έπρεπε να μας ακολουθήσει. Εκείνος δεν έφερε καμιά αντίρρηση, αλλά φαίνεται ότι τα είχε τόσο χαμένα που δεν είχε και τη δύναμη να αντιδράσει. Η γυναίκα του έκλαιγε, φώναζε και παρακαλούσε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα δυσάρεστο κλίμα και να μαζευτεί κόσμος». «Καλά…, καλά. Αυτά δε μ’ενδιαφέρουν. Τι έγινε όταν ήρθε η γυναίκα μου;» «Η γυναίκα του Μπαχράμη έτρεξε κοντά της και ζήτησε τη βοήθειά της. Εγώ δε γνώριζα την κυρία σας και πλησίασα να ρωτήσω ποια είναι. Από ότι φαι νόταν, από τα λεγόμενα του Μπαχράμη και της γυναίκας του, πίστευαν ότι κάποιο λάθος είχε γίνει και ζητούσαν από την κυρία σας να μεσολαβήσει σε σας. Κατάλαβα ότι η κυρία σας συμμεριζόταν αυτή την άποψη και φοβήθηκα ότι θα βγαίνατε εσείς προσωπικά εκτεθειμένος». «Δηλαδή; Πώς θα έβγαινα εκτεθειμένος εγώ;» «Θα δημιουργούνταν η εντύπωση στους γείτονές σας, ότι μπορούσατε να απο σοβήσετε τη σύλληψη του Μπαχράμη, που τελικά όμως δε θα κάνατε, αφού ήσασταν εν γνώσει της σύλληψης και την είχατε εγκρίνει. Αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή ήσασταν και σεις γνώστης της προσαγωγής του Μπαχράμη, επεσήμανα
95
στην κυρία σας κι εκείνη λιποθύμησε και έπεσε. Τη συνεφέραμε όσο γινόταν και τη μεταφέραμε με το συνάδελφο και κάποιους γείτονες εδώ στο σπίτι σας». Ο Φαρδής έπιασε με το χέρι το μέτωπο του. «Φαίνεσαι μορφωμένο παιδί», του είπε. «Τι έχεις τελειώσει;» «Δεν τέλειωσα ακόμη κύριε επίτροπε. Είμαι στο τελευταίο έτος της νομικής και κατατάχθηκα στη χωροφυλακή. Ελπίζω να βρω το χρόνο να διαβάσω, ώστε να μπορέσω του χρόνου να πάρω το πτυχίο μου». «Και γιατί κατατάχτηκες στη χωροφυλακή;» «Αφ’ ενός διότι οι δικοί μου δεν έχουν τα οικονομικά μέσα να με βοηθήσουν, αλλά και διότι θέλω να κάνω καριέρα σαν τη δική σας, κύρίε επίτροπε». Ο επίτροπος τον κοίταξε λυπημένα. «Ευχαριστώ πολύ παιδί μου. Μπορείς να πηγαίνεις». Τα μηνίγγια του χτυπούσαν και το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Σε ποιον να πει τον πόνο του και την κατάντια του; Δικαιολογίες είχε μπόλικες αλλά η ου σία ήταν μία. Η ευθύνη του για το κατάντημα της γυναίκας του ήταν μεγάλη. Βέβαια η ενημέρωσή του για τις συλλήψεις και τις προσαγωγές ήταν εντελώς τυπική από δω και έναν μήνα περίπου και θα γινόταν έστω κι αν ο ίδιος είχε αντίρρηση. Στην περίπτωση του Αριστείδη είχε αντιδράσει κάπως χαλαρά είν η αλήθεια, αλλά ο διοικητής της ασφάλειας του είπε ότι η προσαγωγή θα γινόταν οπωσδήποτε. «Τις αντιρρήσεις σας και τις απόψεις σας σε θέματα συλλήψεων και προσαγω γών. παρακαλώ να τις απευθύνετε γραπτά στην κεντρική υπηρεσία στην Αθήνα. Εμείς εντολές και έλεγχο δεχόμαστε μόνο από κει. Αν εκείνοι θέλουν, μπορούν παίρνοντας την αναφορά σας να μας δώσουν εντολή». «Και γιατί θέλετε να πιάστε τον Μπαχράμη;», ζήτησε να μάθει. «Έχουμε πληροφορίες ότι κινείται αντεθνικώς κύριε επίτροπε». «Από ποιον έχετε αυτές τις πληροφορίες; Εγώ που μένω στη γειτονιά δεν έχω αντιληφθεί το παραμικρό. Παλαιότερα είν η αλήθεια μιλούσε λίγο ανοιχτά και κριτικάριζε, αλλά τελευταία στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». «Για κείνη την παλαιότερη συμπεριφορά του θα τον ρωτήσουμε να μάθουμε μήπως ήταν συνδεδεμένος από παλιά και τώρα με τη γραμμή που έχει δοθεί από τα κόμμα, κάνουν την πάπια για να περάσει η μπόρα και μετά να ξανασκώσουν κεφάλι. Οι εντολές είναι σαφείς. Όχι μόνο οι οργανωμένοι αλλά και οι συνοδοιπόροί, οι συμπαθούντες δηλαδή, θα τσακιστούν με την ίδια δύναμη. Και μια και ρωτήσατε για το ποιος μας έδωσε για τον περί ου ο λόγος πληροφο ρίες, σας ενημερώνω ότι είναι ο Μάνθος ο ταξιτζής, που εδώ και λίγες μέρες εί ναι στην υπηρεσία σας». «Για δες πού φτάσαμε», σκέφτηκε όταν έφυγε ο διοικητής της ασφάλειας. «Οι ρουφιάνοι να αποφασίζουν και να έχουν περισσότερη δύναμη κι απ’αυτόν τον ίδιο. Πού θα πάει αυτή η κατάσταση;», συλλογίστηκε. Κόντευε να καταντήσει πιόνι της χωροφυλακής. Θα καθόταν να γράψει μια λεπτομερή αναφορά στο υπουργείο.
96
«Αλλά πάλι» σκέφτηκε, «μπορεί έτσι να πρέπει να προχωρήσουν τα πράματα. Είχαν μέχρι τώρα δοκιμαστεί όλες οι τακτικές, αλλά ο εχθρός συνεχώς δυνάμω νε. Έτσι -τουλάχιστον αναφέρονταν σ’όλα τα έγγραφα το τελευταίο διάστημα και μάλιστα τονίζονταν ότι η δικαστική εξουσία δεν ήταν αρκετά σκληρή και δεν τιμωρούσε παραδειγματικά. Αναφέρονταν ακόμα, ότι κάποιοι που είχαν συλληφθεί και αθωώθηκαν απ’τα δικαστήρια είχαν πάει στο βουνό ή συνελή φθησαν αργότερα για παράνομη δράση μέσα στις πόλεις, όπου έπαιζαν το ρόλο του συνδέσμου, δίνοντας πληροφορίες στους συμμορίτες. «Θεωρώμεν όθεν», κατέληγε το έγγραφο που είχε λάβει πριν δυο μέρες από το υπουργείο, «ότι αι προτάσεις των τμημάτων ασφαλείας πρέπει απαραιτήτως να γίνονται πιστευταί και κατά το πλείστον αποδεκταί, στην διαμόρφωσην των προτάσεων των απανταχού βασιλικών επιτρόπων και τις αποφάσεις των δικα στικών σωμάτων» Έπρεπε να δεχτεί τα γεγονότα και τις εξελίξεις όπως αυτές διαμορφώνονταν. Στο κάτω κάτω και αυτός ο ίδιος, από νέος ακόμα, ήθελε ν’αγωνιστεί εναντίον κάθε αριστερής ιδεολογίας και μάλιστα όπως είχε υποσχεθεί στη μάνα του, θα γίνει μια μέρα διώκτης με όλα τα μέσα, κατά των δολοφόνων της οικογένειάς τους. Είδε τη μάνα του που ανέβαινε τις σκάλες και πλησίασε στο κεφαλόσκαλο να την υποδεχτεί. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνη. «Έχει πρόβλημα υγείας η Γαρουφαλίτσα μαμά». Ο γιατρός βγήκε και χαιρέτησε. «Πρέπει να μεταφερθεί επειγόντως σε κλινική», είπε. «Ας φωνάξουμε ένα ταξί». Ο Φαρδης στράφηκε στον χωροφύλακα που στεκόταν παράμερα. «Πήγαινε σε παρακαλώ» του είπε, «να ειδοποιήσεις τον Μάνθο. Τον γνωρίζεις φαντάζομαι» «Βεβαίως», απάντησε εκείνος πρόθυμα. «Θα τον βρεις ή στο καφενείο εδώ παρακάτω μετά τη γέφυρα, ή στο σπίτι του εκεί αριστερά σε κείνη τη μεγάλη αυλή που σου δείχνω.» Ο χωροφύλακας έφυγε τρέχοντας. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά γύρισε με το ταξί και οι γυναίκες με πολλή προσο χή κρατώντας την από τις μασχάλες, κατέβασαν τη Γαρουφαλίτσα απ’τις σκάλες. Φαίνεται ότι η ένεση του Χατζηθανάση ήταν θαυματουργή. Η Γαρου φαλίτσα φαινόταν ακόμα σα χαμένη, σα ζαλισμένη, αλλά μπορούσε και σιγοπερπατούσε. Το χρώμα της, που πριν από λίγο ήταν κίτρινο σα το λεμόνι, είχε κάπως φκιάξει. Όταν πέρασε μπροστά απ’τον άντρα της, φάνηκε σα κάτι να λαμπύρισε στα πε θαμένα της μάτια. Σα να είδε κάτι που το γνώρισε. Σα να τον είδε ξαφνικά μπροστά της ύστερα από παρά πολλά χρόνια.
97
Όταν έμεινε μόνος του ο Φαρδής προσπάθησε να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. «Μην πανικοβάλλεσαι», σκέφτηκε. «Να δούμε πρώτα τι θα πουν οι γιατροί και μετά βλέπουμε». Προς το παρόν το πρόβλημα ήταν τι θα γίνει με τα παιδιά, που ευτυχώς σήμερα αμέσως μετά το σχολείο, πήγαν στη μάνα του. Ξέχασε να τη ρωτήσει τι τα είπε που τα άφησε μόνα τους. Τέλος πάντων. Ας μείνουν απόψε στη γιαγιά τους και αύριο με το καλό βλέπουμε. Ένιωσε απότομα τη σιγουριά ότι αυτός ο ίδιος είναι ο φταίχτης. «Και τώρα τι γίνεται ρε βλάκα Φαρδή;» μίλησε δυνατά στον εαυτό του. Αυτός ο ίδιος αισθάνονταν δυνατός σα βράχος. Όσες πιέσεις κι αν δέχονταν, όσα ταρακουνήματα κι αν του κάνανε, δεν καταλάβαινε τίποτα. Ψυχικά ένιωθε σιδερένιος κι ανίκητος, όσες φουρτούνες κι αν πέφτανε πάνω του. Η καημένη η Γαρουφαλίτσα όμως ήταν σαν το γυμνό κλαδάκι. Ψυχανεμιζόταν, έκλαιγε και στεναχωριόταν όλη μέρα. «Τι θα γίνουμε Αντώνη μου αν πάθεις κάτι; Εγώ δεν είμαι σε θέση να μεγα λώσω μόνη με τα παιδιά. Ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος, μας βρήκε τούτη η φαγωμάρα και μετά απ’αυτό θα ξεφυτρώσει κάτι άλλο και μια μπουκιά γλυκό ψωμί δεν πρόκειται να φάμε. Πολλοί μας μακαρίζουν κι εγώ αιστάνομαι σα να’μαι η πιο ξεκρέμαστη απ’όλους». Ο Δημητρός με τον Κώστα φάνηκαν ν’ανεβαίνουν το μικρό ανηφοράκι προς το μέρος του. Στάθηκαν κάτω απ’το σπίτι και τον κοιτούσαν απορημένοι. «Τι έγινε ρε Φαρδή; Τι τρέχει με τη Γαρουφαλίτσα;» ρώτησε ο Κώστας. «Ελάτε πάνω καλύτερα. Τι στέκεστε κει κάτω και σας ακούει όλη η γειτονιά;» Ανέβηκαν στη βεράντα. «Τώρα τη σκέπτεσαι τη γειτονιά βρε μάπα», είπε ο Δημητρός. «Όταν έστειλες τα μπασκίνια να πιάσουν τον Αριστείδη δεν τη σκέφτηκες; Όλοι λένε ότι χωρίς την έγκριση τη δική σου δε γίνεται καμιά σύλληψη. Και τι σύλληψη δηλαδή; Τον μεγάλο ινστρούχτορα λες και πιάσατε. Έναν φουκαρά μπακαλόγατο, που έτσι κι αλλιώς από το φόβο του έχει εδώ και πολύ καιρό καταπιεί τη γλώσσα του. Πάν οι φιλοσοφίες του, πάν κι οι παχιές κουβέντες. Και γιατί, για να χουμε καλό ρώτημα, έδωσες εντολή να τον πιάσουν; Εσύ ξέρεις πολύ καλά ότι δεν εί ναι ανακατωμένος». Ο Φαρδής έσφιξε τα χείλια του και κοίταξε αφηρημένα προς τον «παράδεισο». Είδε τα παιδιά της γειτονιάς που έπαιζαν αμέριμνα. «Δεν έχουν τα πουλάκια μου ιδέα για τα παιχνίδια που παίζουν οι μεγάλοι», σκέφτηκε. «Δεν εξαρτάται και πολύ από μένα Δημητρό», είπε τέλος. «Θα σας το πω εσάς που είστε φίλοι από τα παιδικά μας. Είτε υπογράψω είτε όχι η προσαγωγή θα γίνει. Η ασφάλεια έχει το πάνω χέρι και κάνει τις ενέργειές της με βάση τις πλη ροφορίες που παίρνει απ’τους καταδότες της». «Δηλαδή;» απόρησε ο Δημητρός, «Ο Μάνθος και ο κουτσός ο Ανέστης αποφα σίζουν εδώ στη γειτονιά μας για την τύχη μας; Όποιον έχουν αυτοί στο μάτι μπορούν να τον στείλουν στην εξορία ακόμα και στο απόσπασμα; Δε μας τα
98
λες καλά φίλε μου. Αυτοί οι δυο είναι τόσο χαμένα κορμιά, που δε θ’αφήσουν ούτε γάτα απείραχτη. Και μια κι είναι τα πράματα έτσι όπως τα λες, γιατί δεν τους δίνεις μια μούντζα και να τα παρατήσεις;» «Τι να παρατήσω ρε Δημητρό; Αυτή είν η δουλειά μου. Εσύ μπορείς να παρα τήσεις το καπνομάγαζο;» «Έλα Χριστέ και Παναγιά», αγανάκτησε ο Δημητρός. «Το ίδιο πράμα είναι;» «Τέλος πάντων. Ίσως το παράδειγμα δεν ήταν το σωστό. Πάντως μια είν’η αλή θεια. Μπορεί να παραβλέπω πολλές, ίσως όλες τις παρατυπίες και τις αδικίες που γίνονται, αλλά ξέρεις και τις πολιτικές με απόψεις. Γι αυτές παλεύω κι εγώ με τον τρόπο μου. Εσένα μπορεί να μη σε νοιάζει ποιος θα βγει νικητής απ’αυτό το μακελειό, εμένα όμως με νοιάζει και με κόφτει. Έχω αποδεχτεί ότι ο σκο πός αγιάζει τα μέσα». «Καλό τέλος», είπε ο Κώστας ειρωνικά. «Πάμε τώρα Δημητρό να δούμε τη Γαρουφαλίτσα στην κλινική και τα λέτε οι δυο σας άλλη φορά. Αυτές οι κου βέντες δεν έχουν τελειωμό». Ο Δημητρός κοίταξε τον Φαρδή έντονα. Ας μη συμμεριζόταν τις πολιτικές του θέσεις που τις θεωρούσε εξτρεμιστικές. Ήταν σίγουρος ότι τη δουλειά του την αγαπούσε και την έκανε με μεράκι και φανατισμό. Ο Δημητρός πάντα έβρισκε έναν τρόπο να τον δικαιολογεί στο καφενείο και στη γειτονιά. «Τι να κάνει κι αυτός ο φουκαράς», έλεγε. «Τον αφήνουν νομίζετε σε χλωρό κλαδί; θα δείτε που θα έρθει μια μέρα που θα τον χρειαστούμε και θα μας δώσει τη βοήθειά του». «Κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι με φαίνεται», είπε ο τσαγκάρης που τώρα βρίσκο νταν στην εξορία. Φανατισμένο σκυλί, κακό σκυλί». Τον αγαπούσε όμως. Από μικρά παιδιά μοιράζονταν τις χαρές και τις λύπες. Τον θαύμαζε κιόλας, γιατί ήταν ο μόνος απ’τους τρεις τους που μέσα απ’τη φτώχεια και τη μιζέρια κατάφερε να σπουδάσει. Απ’το δημοτικό ήταν ο καλύ τερος μαθητής κι ο Δημητρός καμάρωνε που τον είχε κολλητό φίλο. Καθόταν μάλιστα και τα έξι χρόνια του δημοτικού οι τρεις τους μαζί, στο ίδιο θρανίο. «Η αγία Τροίας», έλεγε ο δάσκαλος τους. Πόσο θα ήθελε να μην είχαν μεσολαβήσει όλα τούτα που έφεραν τους αν θρώπους αντιμέτωπους μέσα στον ίδιο τους τον τόπο. Πόσο μονιασμένοι ήταν όλοι τους στην κατοχή κι ας είχαν το μπαμπούλα πάνω στο κεφάλι τους. Και η απελευθέρωση. Τι χαρές ήταν εκείνες τον πρώτο καιρό; Όλοι ένιωθαν σα να είχαν ξαναγεννη θεί. Τι όμορφα ήταν όταν κάθε Κυριακή ανέβαιναν στη σιδερένια καρότσα του φορτηγού του Καπαντώνη για να πάνε εκδρομή; Πήγαιναν κοντά στην Καλαμίτσα έξω απ’την πόλη τους, κάθονταν κάτω απ’τον μεγάλο βράχο και στρώναν τις πετσέτες και τα φαγητά. Ο Κώστας πήγαινε μέσα στο μπαχτσέ που είχε πηγάδι και κατέβαζε με τον κουβά τα μπουκάλια με τη ρετσίνα για να κρυώσουν.
99
Ώσπου να γίνει αυτό, έπιναν το ουζάκι τους τσιμπολογώντας λίγο. Το μεσημεράκι γινόταν το τρικούβερτο γλέντι. Έφερνε ο Κώστας τις ρετσίνες και άρχιζε το πραγματικό φαγοπότι. Η Τασία που τραγουδούσε όμορφα άρχιζε κάποια στιγμή να τραγουδάει μετά από χίλια παρακάλια. Εκείνη έκανε πάντα τη δύσκολη. «Καλά χριστιανοί μου. Θα’ρθει και κείνο από μόνο του. Νομίζεις ότι έτσι ανοί γεις το στόμα σου και τραγουδάς; Θέλει κέφι κι όρεξη. Άσε να πιω κάνα ποτη ράκι πρώτα να έρθω στα κέφια μου και μετά θα λέτε αμάν να σταματήσω». Ωραίες μέρες που χάθηκαν για πάντα. Πάει και η Αγια Τροίας, πάνε και οι εκ δρομές με το φορτηγό του Καπαντώνη. «Σελειπονούς», του είπε και κατέβηκε τη σκάλα πίσ’ απ’ τον Κώστα.
3 Η Ζωίτσα καθόταν, κουλουριασμένη σχεδόν, στο ξεφτισμένο της ντιβανάκι που ήταν και το κρεβάτι της, προσπαθώντας να καρικώσει τις κάλτσες της. Τι να καρικώσει η άμοιρη που στις κάλτσες είχαν μείνει σχεδόν μόνο τα μαντα ρίσματα. Ήταν πολύ πρωί. Ακόμα δεν είχε φέξει καλά καλά. Όλη νύχτα έμενε σχεδόν άυπνη ανακλώθωντας στο μυαλό της τα προβλήματα και τους φόβους της. Τρελή την είχαν πει τα παιδιά και όπως έβλεπε τα πράματα, σύντομα θα τα δι καίωνε. Δεν έβλεπε πουθενά διέξοδο. Καλύτερα να ερχόταν η ασφάλεια να την πιάσει, να τελειώσει τουλάχιστον αυτό το μαρτύριό της να περιμένει κάθε μέρα πότε θα χτυπήσει η πόρτα να εμφανιστεί ο χωροφύλακας. Σηκωνόταν απ’το κρεβάτι της πολύ πρωί, πριν ακόμα φέξει και συγύριζε τη μι κρή της κάμαρη. Δεν είχε βέβαια και πολλά να κάνει, αφού όλη της η επίπλωση ήταν εκείνο το μικρό ντιβάνι-κρεβάτι, ένα μπουρό με τρία συρτάρια που ήταν σχεδόν τελείως άδεια, ένας καλός καθρέφτης με ξύλο καρυδιάς που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα στην πόρτα και ένα μεγάλο ρολόι διαφήμιση της νεστλέ, που κρεμόταν κι αυτό στον τοίχο απέναντι απ’το κρεβάτι της. Ο καθρέφτης και το ρολόι ήταν τα μόνα πράματα που είχε απ’το σπίτι του πα τέρα της. Η μοναδική της κληρονομιά. Αν δεν ήταν η μέρα που είχε προγραμματισμένη πλύση σε κάποιο σπίτι, κα θόταν όλη μέρα κλεισμένη μέσα. Μπορεί κάποια κυρία να έστελνε να τη ζητή σει ξαφνικά για μπουγάδα, ή να κανονίσουν για την άλλη μέρα. Απόφευγε σαν ο διάολος το λιβάνι να βρίσκεται έξω απ’την κάμαρή της. «Οι άνθρωποι είναι περίεργοι και σε τέτοιους καιρούς γίνονται και πολύ κακοί», σκεφτόταν. «Καλύτερα να μη με βλέπουν και να μη ρωτάνε για μένα». «Αύριο είναι Πέμπτη», μίλησε μόνη της. «Είναι η μέρα της κυρίας Γαρουφαλίτσας». Τώρα τελευταία όλο παραμιλούσε, γελούσε μόνη της, μάλωνε με τον εαυτό της κι έστηνε ολόκληρες σκηνές. Καλύτερα έτσι. Τουλάχιστο φέρνεις την κουβέντα όπου θες εσύ, ξεχωρίζεις και τιμάς τους καλούς και βάζεις στη θέση τους, ακόμα και τιμωρείς τους κακούς. Όπως και να ναι, τα λες σε όλους χύμα και
100
τσουβαλάτα, χωρίς να φοβάσαι ούτε το χωροφύλακα, ούτε τον κάθε κύριο Μαργαρίτη που τελευταία σα να την αποφεύγει, ή σαν κάτι να της κρύβει. Του είχε υποσχεθεί ότι θα φύγει απ’την κάμαρη, αλλά πέρασαν τόσες μέρες και είχε αρχίσει να χάνει την ελπίδα ότι θα έβρισκε κάπου να χώσει το κεφάλι της. Ήθελε πάντα να έχει συνέπεια στο λόγο της, έστω κι αν την υπόσχεση την έδω σε στον κύριο Μαργαρίτη σε μια στιγμή που θέλησε να φανεί περήφανη. Όπου είχε ρωτήσει ή δε θα της φτάνανε να πληρώσει το νοίκι, έστω και μ’αυτά που είχε υποσχεθεί πως θα της δίνει ο Μαργαρίτης, ή το ίδιο πρόβλημα μ’αυτόν είχαν και οι άλλοι. Ότι δηλαδή έπρεπε πάση θυσία να τη δηλώσουν στην ασφάλεια. Όταν αναφερόταν σ’αυτό, η Ζωίτσα έδειχνε τάχα αδιάφορη. «Καλά αυτό το θέμα είναι το πιο απλό. Δεν έχω νταλαβέρια με την ασφάλεια. το μόνο πρόβλημα είναι...;» , μάσουσε κάποια δικαιολογία και έφευγε τάχα αδιάφορη. Η πόρτα χτύπησε ξαφνικά και η Ζωίτσα πετάχτηκε έντρομη. Έτσι τιναζόταν κάθε φορά που χτυπούσε κάποιος την πόρτα της. Ένιωθε ένα δυνατό σφίξιμο στο στομάχι της και μια παραλυσία σ’όλο της το κορμί. «Θα’ναι κάνα παιδί που ήρθε να με ειδοποιήσει για πλύσιμο;» σκέφτηκε και σηκώθηκε απ’το ντιβανάκι της. «Ποιος είναι;» ρώτησε με αδύναμη φωνή. Όποιος ήταν απ’έξω, φαίνεται πως δεν άκουσε και ξαναχτύπησε πάλι δυνατά. «Ποιος είναι», μάζεψε όλη τη δύναμή της και το κουράγιο της. «Εγώ είμαι Ζωίτσα, ο Μαργαρίτης. Άνοιξε σε παρακαλώ». Άνοιξε την πόρτα. «Μπορώ να περάσω μια στιγμή;» ρώτησε κείνος. «Με συγχωρείς που σ’ανησυ χώ τόσο πρωί, αλλά ξέρω ότι είσαι πάντα νωρίς στο πόδι». «Πέρνα κυρ-Μαργαρίτη», του απάντησε και παραμέρισε να περάσει μέσα. Ο κυρ-Μαργαρίτης μόλις μπήκε στη φτωχική της κάμαρη, στάθηκε στη μέση ζαρωμένος σα τη βρεμένη γάτα. «Ξέρεις Ζωίτσα μου. Ανησυχεί και η γυναίκα μου τώρα. Είχαμε συνεννοηθεί ότι θα άδειαζες το καμαράκι. Πέρασαν τόσες μέρες και ήθελα να σε ρωτήσω αν βρήκες τίποτε». «Όχι», απάντησε εκείνη ξερά. «Εύκολο το’χεις; Όλοι λένε ότι έχουν το ίδιο πρόβλημα που λες πως έχεις και συ. Πρέπει να ενημερώσουν την ασφάλεια. Στο κάτω κάτω σου υποσχέθηκα ότι θα φύγω, αλλά φυσικά όταν βρω δωμάτιο αλλού. Ως τα τότε καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ να μείνω και στο δρόμο». Ο Μαργαρίτης έδειξε στεναχωρημένος. «Δεν ξέρω τι θα κάνεις» είπε, «αλλά μέχρι την Κυριακή πρέπει να κουβαληθείς από δω. Σου είπα ότι δεν μπορώ να βάλω σε κίνδυνο την οικογένειά μου. Πριν δυο μέρες ένας συνεργάτης της ασφάλειας, ένας ταξιτζής, με ψιλορωτούσε για σένα. Ήξερε λέει ότι πας και πλένεις στο σπίτι του βασιλικού επιτρόπου και ήθελε να μάθει τι μέρος του λόγου είσαι και από πού βαστάει η σκούφια σου. Την έχεις δηλώσει; με ρώτησε. Εγώ του είπα ότι δεν το έκανα, γιατί αυτές τις
101
μέρες πρόκειται να αφήσεις την κάμαρη και ότι δεν υπήρχε λόγος να δηλώσω κάποιον που έτσι κι αλλιώς σε κάνα δυο μέρες φεύγει». «Μήπως κυρ-Μαργαρίτη μου του είπες και τίποτ’άλλο για μένα;» ρώτησε ανή συχη. «Είσαι ο μοναδικός που ξέρει και για μένα και για τον άντρα μου». «Όχι Ζωίτσα μου, τίποτα δεν είπα. Σ’ορκίζομαι στα παιδιά μου. Να μη προ λάβω να βγω από δω μέσα. Σε τι άλλο να σου ορκιστώ;» Γύρισε προς την πόρτα. «Εγώ φεύγω τώρα μη με δει και κάνα μάτι και όπως είπαμε. Μέχρι την Κυρια κή». Η Ζωίτσα έκλεισε πίσω της την πόρτα και έπεσε με κλάματα στο ντιβανάκι της. Αύριο ήταν Πέμπτη και θα πήγαινε στην κυρία Γαρουφαλίτσα. Αυτή ήταν η τε λευταία της ελπίδα. Αν είχε μιλήσει, ή αν κατάφερνε να την πείσει να μιλήσει στον άντρα της, μπορεί να έκαναν πως δεν την προσέχουν, πως δεν την βλέπουν και να την αφήσουν στην ησυχία της. Η πόρτα ξαναχτύπησε πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η Ζωίτσα πετάχτηκε το ίδιο τρομαγμένη, με το ίδιο δάγκωμα στο στομάχι όπως κάθε φορά. Κάτι ακόμα θα ξέχασε να της πει ο κυρ-Μαργαρίτης. Έστρωσε λίγο το λιωμένο φουστανάκι της κι άνοιξε την πόρτα. Με τρόμο είδε μπροστά της ένα χωροφύλακα, που την κοίταζε ειρωνικά μα σώντας μαστίχα. «Η κυρία Ζωή;» ρώτησε. «Μάλιστα», αποκρίθηκε. «Επώνυμο;» «Γιατί ρωτάτε;» είπε δειλά. «Συμβαίνει τίποτε;» «Άσε τα πολλά τα λόγια κυρά μου και πες μου το επώνυμό σου. Εξυπνάδες με πουλάς τώρα, ή μπας και θέλεις να γυρίσω το φύλλο και να σου αστράψω κα μιά πρωί πρωί. Άντε και δεν έχω όρεξη για τέτοια εκτός γραφείου». «Παππούλη», είπε τρομαγμένη του πατέρα της το επώνυμο. «Πού είναι η ταυτότητά σου;» ρώτησε καχύποπτα εκείνος. «Καλέ» του χαμογέλασε, «την έχω στο χωριό. Ξέχασα να την πάρω μαζί μου τώρα που ήρθα για λίγες μέρες εδώ. Αλήθεια σας λέω. Αν θέλετε ρωτήστε και τον κύριο Μαργαρίτη που με φιλοξενεί». Ο χωροφύλακας έκανε μια γκριμάτσα σα να ήθελε να δείξει ότι τέτοια παραμύ θια δεν τα τρώει. «Τι να ρωτήσω χριστιανή μου. Άλλοι ρώτησαν και μάθανε τι μέρος του λόγου είσαι. Άντε τώρα έλα με το καλό στην ασφάλεια και τα λέμε εκεί με την ησυχία μας. Εκεί τελειώνουν για όλους τα ψέματα και λένε την αλήθεια». «Καλά, καλά», είπε κείνη φοβισμένη και σαστισμένη. «Σας παρακαλώ μη φω νάζετε μόνο και ανησυχούμε τον κόσμο. Είναι πολύ πρωί ακόμα. Μια στιγμή να χτενίσω λίγο τα μαλλιά μου κι έρχομαι». Ο χωροφύλακας τέντωσε το κορμί του προς τα πίσω, άνοιξε τα χέρια του σε μια κίνηση έκπληξης και σαστιμάρας.
102
Για δες μάγκα μου κόσμος που υπάρχει. Εδώ πάνε στα βάσανα και τον αφανι σμό κι αυτοί σκέφτονται τον κόσμο που κοιμάται και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Μωρέ τρελοί είστε όλοι σεις; «Άντε τώρα μη με καθυστερείς. Άσε τα χτενίσματα και τις μαλακίες. Έτσι κι αλλιώς εκεί που πας θα σε ξεμαλλιάσουν. Ούτε την πόρτα καν χρειάζεται να κλείσεις, γιατί απ’ότι καταλαβαίνω οπουδήποτε θα πας, εκτός από το να γυρίσεις πίσω εδώ. Άσε που ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του κοιτάν απ’το παράθυρο πότε θα σε πάρω για να ορμήσουν στην κάμαρη». «Ο κυρ-Μαργαρίτης;» ρώτησε μουδιασμένη, αν και δεν την ξάφνιασε καθόλου. «Αμ ποιος κυρά μου; ο παπιός; Αυτός είναι παράδειγμα ανθρώπου που είδε τα λάθη του, ήρθε σε μας και δήλωσε μετάνοια. Κελαηδάει και καμιά φορά άμα χρειάζεται». Τράβηξε την πόρτα πίσω της και ξεκίνησε μαζί του για το τμήμα ασφαλείας. Περίεργο πράμα. Μέχρι τώρα κατουριόταν απ’το φόβο της στη σκέψη και μόνο ότι θα χτυπούσε η πόρτα της και θ αντίκριζε τον χωροφύλακα που θα της ζη τούσε να τον ακολουθήσει. Και τώρα που ήρθε η ώρα που με τόση αγωνία περί μενε, τώρα που έγινε αυτό που τόσο πολύ την τρόμαζε, δεν ένιωθε κανένα φόβο. Θα μπορούσε να πει ότι αισθανόταν και χαρούμενη. Επιτέλους τέλειωσε αυτή η αγωνία για το τι θα γίνει, για το τι θα ξημερώσει. Από δω και πέρα τα πράματα θα παίρνανε το δρόμο τους. Θα την ανέκριναν, δηλαδή θα της έκαναν μερικές ερωτήσεις για τους δικούς της και για τον άντρα της. Ε, δεν είχε και πολλά να πει. Οι δικοί της πέθαναν και τον άντρα της είχε να τον δει τουλάχιστον έξι χρόνια. Ούτε ξέρει πού βρίσκεται, ούτε καν αν ζει ή πέθανε. Αφού θα βλέπανε ότι ήταν λάθος τους μεγάλο που την κουβάλησαν μέχρι εκεί, θα την άφηναν ελεύθερη να πάει στο σπιτάκι της. Έτσι είναι και καλά το σκέφτηκε. Από κει και πέρα δε θα είχε να φοβηθεί τίποτα. Θα μπορούσε να κρατήσει και το καμαράκι της. Τσίτωσε το κορμί της κι ακολούθησε τον χωροφύλακα στα στενά σκαλιά π’ανέβαζαν στην ασφάλεια. Με το που μπήκε στο δωμάτιο που έγραφε απ’έξω με πρόχειρα γράμματα, αξιωματικός υπηρεσίας, κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να βγει τόσο εύκολα από κει μέσα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας, ένας κοντός και χοντρός με κοντοκουρεμένα μαλλιά, την κοίταξε άγρια. «Καλώς το πουλάκι μας», είπε. «Πού μας κρυβόσουν τόσο καιρό λουλούδι μου;» Η Ζωίτσα τον κοίταξε μόνο και δεν του απάντησε. Τι να του έλεγε εξάλλου; ότι ήταν εδώ κοντά, ούτε διακόσια μέτρα απ’την ασφάλεια;» Κείνος σκάλισε μερικά χαρτιά που είχε πάνω στο βρόμικο κι ακατάστατο γρα φείο του, σηκώθηκε αργά, έκανε το γύρο του και στάθηκε μπροστά της. Την κοίταξε χαμογελαστός και απότομα της έδωσε έναν μπάτσο με όλη του τη δύ ναμη.
103
«Πάρε μια προκαταβολή για να μάθεις ν’απαντάς σ’ότι σε ρωτάνε», μούγκρισε. «Εδώ θα τα πεις όλα παλιοβρόμα κι αυτά που ξέρεις κι αυτά που δεν ξέρεις». Τ αυτιά της βούιζαν και το κεφάλι της πονούσε απ’το δυνατό χτύπημα. Θυμή θηκε έναν μικροκαμωμένο φουκαρά που της είχε φέρει νέα απ’τον άντρα της πριν από πολύ καιρό. Κάθισε να σε τρατάρω ένα καφεδάκι, να με τα πεις με την ησυχία σου, του είχε πει. Εκείνος έκατσε, μόνο για πέντε λεπτά όπως είπε, αλλά τελικά έμεινε πάνω από μια ώρα και της είπε διάφορες ιστορίες από την αντί σταση, από τους αγώνες που έκανε ο λαός να διώξει τους καταχτητές, από τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις. «Το πιο δύσκολο είναι οι ανακρίσεις και τα βασανιστήρια», της είπε. Η εκτέλε ση δεν είναι τίποτα. Ούτε που καταλαβαίνεις καλά καλά πού σε πάνε και τι θα γίνει. Απ’ τα βασανιστήρια έχεις φτάσει σε τέτοια κατάσταση, που η εκτέλεση είναι σα λυτρωμός. Στην αρχή τρέμεις σαν το φύλλο μέχρι να φας την πρώτη. Μετά κάτι γίνεται μέσα σου και φουντώνεις. Σου φεύγει όλος ο φόβος και λες μέσα σου. Α… αυτό είναι; Σιγά τα λάχανα. Βαράτε όσο θέλτε». «Δεν έκανα τίποτα κακό, δεν πείραξα κανέναν και δεν έχω να πω τίποτα», απάντησε με θάρρος στον αξιωματικό υπηρεσίας. Εκείνος ακούμπησε με τον πισινό του στο γραφείο, σταύρωσε τα χέρια του και είπε με ειρωνικό χαμόγελο. «Δε θέλουμε να μας πεις γλύκα μου τα μυστικά σου. Αυτά θα μας τα πεις αρ γότερα. Εμείς θέλουμε τώρα να μας πεις δυο τρία πράματα, που έτσι κι αλλιώς τα ξέρουμε». «Και τι με ρωτάτε αφού τα ξέρτε;» «Θέλουμε να τα επιβεβαιώσουμε», της είπε και πήρε ένα γλυκανάλατο ύφος. «Με συγχωρείς που σε χτύπησα προηγούμενα. Συγνώμη. Από συνήθεια το έκα να γιατί έρχονται δω μέσα κάθε καρυδιάς καρύδια. Από σωματέμπορους, μέχρι χασικλήδες και αναγκαζόμαστε να τους φερθούμε όπως τους αξίζει. Λυπάμαι αληθινά που σε χτύπησα. Μένεις μόνη σου ή με τον άντρα σου στου Μαργαρί τη;» «Αφού ο κυρ-Μαργαρίτης σας τα είπε όλα. Τι με ρωτάτε;» «Μπορείς ν’απαντήσεις στην ερώτηση; Άσε αν και τι μας είπε ο Μαργαρίτης. Εγώ σένα ρωτάω. Λοιπόν μένεις μόνη σου ή με τον άντρα σου;» «Μόνη με μένω». «Και φυσικά μπορείς να μας πεις πού είναι ο άντρας σου και δε μένει μαζί σου. Έχετε χωρίσει μήπως;» «Όχι», απάντησε. «Ούτε χωρίσαμε, αλλά ούτε και μαζί είμαστε εδώ και χρόνια. Ούτε και ξέρω πού βρίσκεται και τι κάνει». «Καλά. Δεν ξέρεις ότι ο άντρας σου είναι συμμορίτης;» «Ξέρω ότι είναι στο βουνό από την κατοχή ακόμα». Ο αξιωματικός υπηρεσίας ξερόβηξε. «Και όλα αυτά τα χρόνια δεν τον είδες καθόλου; Ούτε και νέα του είχες;»
104
«Μέχρι πριν από κάνα χρόνο με έστελνε κάποια είδησή του. Ότι είναι καλά ότι περιμένει να τελειώσουν οι περιπέτειες για να γυρίσει στο σπίτι και να ζήσει κι αυτός σαν άνθρωπος». Τα είπε κι ένωσε ότι θα ήταν καλύτερα να καταπιεί τη γλώσσα της. «Μπράβο κυρά μου. Πολύ καλά πάμε. Σύντομα, ίσως και μέχρι το βράδυ, θα πας στο σπιτάκι σου να γλιτώσουμε και μεις και συ. Για πες με όμως. Με ποιον σ’έστελνε χαιρετίσματα ο άντρας σου μέχρι πριν ένα χρόνο; Σίγουρα δε σ’έστελνε γράμμα με το ταχυδρομείο. Με κάποιο άτομο, με κάποιο σύνδεσμο σου’στελνε τα χαιρετίσματα. Ε, λοιπόν πες μας ποιος είν αυτός και τελειώσαμε». Η Ζωίτσα δαγκάθηκε. Τώρα σκέφτηκε, πες καημένη ότι θέλεις. Αυτοί πάντως δεν πρόκειται να σε πιστέψουν. Αυτό κι αν ήταν βλακεία. Να πει ότι ο άντρας της, έστω και πριν πολύ καιρό, της είχε στείλει νέα του. Και να τον ήξερε αυτόν τον άνθρωπο, που όλο κι όλο την είχε επισκεφτεί τρεις φορές, δεν θα τον μαρ τυρούσε. Τώρα δώσ’τους να καταλάβουν ότι δεν τον είχε ξαναδεί, ούτε και ποτέ τον ρώτησε από πού ήταν, ή πού έμενε. «Δεν ξέρω τίποτε για τον άνθρωπο που με έφερε νέα απ’τον άντρα μου. Ούτε καν τ’όνομά του. Και να το ήξερα όμως σίγουρα δε θα σας το έλεγα». «Καλά, πολύ καλά μέχρι εδώ. Πάμε τώρα λίγο παρακάτω. Ο άνθρωπος αυτός ήρθε, σε είπε δυο πράματα κι έφυγε. Δεν έκατσε ποτέ να τον κεράσεις έναν καφέ;» «Όχι. Ποτέ. Ήταν πάντα βιαστικός». «Περίεργο», είπε ο ασφαλίτης. «Εμείς μάθαμε ότι μια φορά έμεινε για κοντά μια ώρα και τα λέγατε. Έτσι δεν είναι;» Η Ζωίτσα κατάλαβε αμέσως ότι ο κυρ-Μαργαρίτης, που τόσο τον εκτιμούσε και τον συμπαθούσε παλιά, την παρακολουθούσε απ’την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στην κάμαρη και τώρα είχε ανταλλάξει αυτές τις πληροφο ρίες με την ησυχία του. «Μια φορά ναι», είπε τέλος. «Και τι κουβεντιάσατε;» «Τίποτα σπουδαίο. Ούτε θυμάμαι πια τι λέγαμε». «Μήπως σου ζήτησε τίποτα πληροφορίες;» «Τι πληροφορίες; Εγώ ζούσα κλειδωμένη στην κάμαρή μου. Κανέναν δεν ξέρω έξω απ’τον κυρ-Μαργαρίτη». «Πήγες ομως μερικές φορές και έπλυνες στο σπίτι του κυρίου Φαρδή, του βασι λικού επιτρόπου. Σωστά;» «Ναι πήγα», είπε στεναχωρημένη η γυναίκα. «Πήγα να κάνω κάνα μεροκάματο να μπορέσω να ζήσω». «Από μόνη σου πήγες μωρή σκρόφα» άλλαξε ύφος, «ή σ’έστειλε το κόμμα να μαζέψεις τίποτα πληροφορίες; Πολλά ψου ψου είχες με τη γυναίκα του. Είναι κι αυτή στο κόλπο;»
105
«Τι είν αυτά που λέτε καλέ;» έκανε έντρομη. «Με την κυρία Γαρουφαλίτσα ίσα που αλλάξαμε δυο τρεις κουβέντες πάνω στην πλύση. Τι κουβέντες είν αυτές; Φωτιά να σας κάψει αλήτες», ξέσπασε. «Ούτε ιερό ούτε όσιο έχετε». Ο αξιωματικός υπηρεσίας έβαλε μια φωνή. «Τραντάφυλλε»! Η πόρτα άνοιξε στη στιγμή κι ένας αγριάνθρωπος, αξύριστος και βρόμικος που μύριζε άσκημα ρακί, φάνηκε στο άνοιγμά της. «Στις διαταγές σου αρχηγέ», έκανε μια κωμική κίνηση σαν υπόκλιση. «Έχουμε καινούριο φρούτο;» «Λοιπόν άκου Τραντάφυλλε τι θέλω από σένα», είπε ο αξιωματικός υπηρεσίας. «Η κυρία από δω που μας κάνει την παρθένα, έχει τον άντρα της κατσαπλιά στο βουνό. Έχουμε από πληροφορίες συμπεράνει ότι ετούτη εδώ εί ναι σύνδεσμος που συγκεντρώνει και στέλνει πληροφορίες. Πρέπει να συνδέεται με ολόκληρο δίκτυο που μεταξύ άλλων, την έστειλε να δου λέψει σαν πλύστρα στο σπίτι του βασιλικού επιτρόπου. Ξέρουμε ότι ο κύ ριος βασιλικός επίτροπος παίρνει δουλειά του γραφείου του και στο σπίτι. Πιστεύω ότι στόχος τους ήταν να μπορέσουν να φτάσουν σ’αυτά τα έγ γραφα. Δεν ξέρουμε και το ρόλο της γυναίκας του βασιλικού επιτρόπου σ’όλη αυτή τη συνωμοσία. Όλα αυτά θέλω να τα μάθεις με το νι και με το σίγμα και μάλιστα μέχρι το αργότερο αύριο το πρωί, που θα έρθω στο γρα φείο μου. Η υπόθεση είναι πολύ επείγουσα. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα πολύ καλά», είπε ο βρομιάρης. «Μέχρι αύριο θα έχει κελαηδήσει το πουλί μας. Μείνε ήσυχος αρχηγέ. Όλα θα τα πει». Μετά γύρισε στη Ζωίτσα και κάνοντας την ίδια κωμική υπόκλιση που έκανε όταν μπήκε στο γραφείο, της είπε. «Από δω κυρία καριόλα. Περάστε στα ενδότερα, που λέει κι ο διοικητής μας». Την άρπαξε με μια γρήγορη κίνηση απ’τα μαλλιά και σέρνοντάς τη, την έβγαλε απ’το γραφείο στο διάδρομο κι από κει σ’ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, στην πίσω μεριά του κτιρίου. Ο πόνος που ένιωθε απ’το τράβηγμα των μαλλιών της, την έκανε να τσιρίζει και να παρακαλά απεγνωσμένα. Μόλις την έσυρε μέσα στο δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα πίσω του, κάθισε κάπου και της είπε. «Απ εδώ κυρά καθίκι, βγαίνει κανείς με δυο τρόπους. Η πεθαμένος αν δε μιλή σει, ή για το στρατοδικείο αν τα πει όλα καθαρά και ξάστερα, οπότε έχει μια μικρή πιθανότητα να τη γλιτώσει. Κατάλαβες;» Γύρισε το κεφάλι της προς τα πάνω και είδε μέσα στο μουντό φωτισμό ότι το δωμάτιο ήταν σχεδόν άδειο και γυμνό, έξω από ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι στη μέση και δυο καρέκλες. Ο Τραντάφυλλος καθόταν στη μια απ’αυτές. Δεν του απάντησε. Εκείνος σηκώθηκε αργά από τη θέση του και όπως ήταν πεσμένη μπρούμυτα, την άρπαξε πάλι απ’τα μαλλιά, τη σήκωσε πάνω και την κόλλησε με τα μούτρα στον γυμνό τοίχο. Έχωσε τ’άλλο, το ελεύθερο χέρι του από πίσω ανάμεσα στα σκέλια της και μούγκρισε.
106
«Πες ποιοι είναι οι συνεργάτες σου συνωμότισσα σκρόφα. Πάρτο χαμπάρι ότι θα σε ξεκωλιάσουμε εδώ μέσα. Μόλις κουραστώ ή βαρεθώ εγώ, έρχεται ο Μη νάς που είναι πιο άγριος και πιο ανώμαλος από μένα. Πες λοιπόν όσο πιο γρή γορα γίνεται ότι ξέρεις, να γλιτώσουμε απ’τον μπελά σου. Λέγε». «Τι να πει; Ότι και να έλεγε καταλάβαινε ότι δε θα την πίστευε κανείς. «Μίλα πουτάνα του κερατά», είπε στ’αυτί της ο βασανιστής κι ένωσε τη βρόμα της ανάσας του να της γυρίζει τα σκότια. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε κάποιος. Ο Τραντάφυλλος χαλάρωσε το χέρι του. «Βρε καλώς το Μηνά» είπε. «Λίγο νωρίς δε μας ήρθες; Άσε να φάμε και μεις λίγο ψαχνό μια φορά ρε Μηνά. Μόλις μυρίστηκες φουστάνι έφτασες σαν αε ροπλάνο». Ο Μηνάς γέλασε. «Δική σου η καρακάξα και κάντην ότι θέλεις. Εμένα έστειλε ο διοικητής και με φώναξε, γιατί λέει ότι το σκατό αυτό είναι πολύ σημαντικό για να ξεσκεπάσουν μια πολύ σοβαρή συνωμοσία. Χέσε μέσα δηλαδή. Όλο συνωμοσίες πιάνουν κι όλο σαν τα μανιτάρια ξεφυτρώνουν οι αντίχριστοι. Κάτσε να τη δω στα μού τρα». Ο Τραντάφυλλος, όπως την κρατούσε απ’τα μαλλιά, την έφερε στροφή προς το μέρος του με τέτοια δύναμη, που την έκανε να ξεφωνίσει απ’τον πόνο». «Μίλησε καθόλου; Είπε τίποτα;» ρώτησε ο Μηνάς. «Ούτε μιλάει ούτε λαλάει. Έχουμε διορία μέχρι το πρωί. Ε, ως τότε θα την έχουμε ξεδοντιάσει για τα καλά». Με μια απότομη κίνηση την πέταξε σαν τσόφλι πάνω στο τραπέζι. Ο Μηνάς πλησίασε και την κοίταξε προσεκτικά από πάνω ως κάτω. Σήκωσε το φουστάνι της έτσι όπως ήταν πεσμένη με τα μούτρα πάνω στο τραπέζί, πλατάγισε τα χο ντρά του χείλια και είπε. «Εδώ που τα λέμε ρε Τραντάφυλλε, ωραία μπουτάκια έχει η καριόλα. Ζουμερούλα είναι η άτιμη. Μόνος θα τη φας ρε μόρτη; Άσε και σε μας κάνα κοκαλάκι». «Καλά ντε δε θα τα χαλάσουμε στη μοιρασιά. Πρώτα όμως να δούμε τη δου λειά μας. Να μας πει πρώτα το ποίημα και μετά την περνάμε κι από ένα μανίκι». Η Ζωίτσα ξαπλωμένη έτσι μπρούμυτα πάνω στο τραπέζι, ένιωθε τα βρόμικα χέρια τους που την πασπάτευαν. Της ήταν αδύνατο να κινηθεί, όχι μόνο γιατί αυτό το σχαμάδι ο Τραντάφυλλος την κρατούσε συνέχεια σφιχτά από τα μαλ λιά, αλλά και γιατί αισθανόταν μια παραλυσία σ’όλο της το κορμί. Προσπαθού σε να σκεφτεί αν ήταν από το φόβο της, ή απ’την ντροπή που την έπνιγε καθώς τους άκουγε να λένε τις ανομολόγητες αισχρολογίες τους και να κάνουν πάνω της πρόστυχες χειρονομίες. Θυμήθηκε μια μέρα στο χωριό, ήταν δεν ήταν δεκάξι χρόνων. Οι γονείς της έλειπαν στο χωράφι και κείνη μόνη της στο σπίτι τραγουδούσε και συμμάζευε, όταν μπήκε από την πόρτα της αυλής ο Αντώνης, ένας δεύτερος ξάδερφος του πατέρα της. Ήταν μεθυσμένος και εκτός εαυτού. Την άρπαξε ξαφνικά και την
107
πέταξε στον καναπέ. Δε θα σου κάνω τίποτα της είπε. Μη φωνάξεις. Μόνο θα σε χαϊδέψω λίγο. Θυμάται που είχε νιώσει την ίδια παραλυσία με τώρα. Ήθελε να πεταχτεί πάνω και να το βάλει στα πόδια, αλλά κανένα κομμάτι του κορμιού της δεν την άκουγε. Ήθελε να βάλει τις φωνές να την ακούσει η Κούλα, η γειτόνισσά τους, αλλά δεν έβγαινε φωνή από μέσα της. Έμεινε κει ξαπλωμένη να τον κοιτάζει με τρόμο, καθώς εκείνος την πασπάτευε και της έλεγε μεθυσμένα γλυκόλογα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν της έκανε τίποτ’άλλο απ’αυτό που είπε. Τη χάιδεψε σιγά σιγά και ώρα πολλή στ’απόκρυφά της και μετά σηκώθηκε και έφυγε απ’την ίδια πόρτα που είχε έρθει, δίχως να πει κουβέντα. Όπως τότε, έτσι και τώρα διερωτήθηκε αν ο άνθρωπος μπορούσε να πεθάνει από ντροπή ή σιχασιά. «Σωστά τα λες», συμφώνησε ο Μηνάς. «Πρώτα η δουλειά. Πιάσε λοιπόν πρώτος μεροκάματο. Ή θέλεις ν’αρχίσουμε μαζί για να τελειώσουμε και πιο γρήγορα;» Καλύτερα μαζί. Πέσανε κι οι δυο απάνου της σαν τα όρνια κι άρχισαν να τη βρίζουν και να τη χτυπάνε με τέτοια μανία, που θαρρείς ήταν έτοιμοι να την κατασπαράξουν. «Σιγά ρε φίλε», είπε σε μια στιγμή ο Μηνάς. «Τη βαράς με τόση μανία που θα μας μείνει στα χέρια το κωλογύναικο». «Άστη να μαλακώσει καλά για να τρώγεται πιο εύκολα», απάντησε κείνος. Σαν το χταπόδι που λέγαμε για κείνον τον πούστη που περιποιηθήκαμε προ χτές. «Πρώτα ένα γερό μπερντάχι για να μαλακώσουν τα κόκαλα και τα κρέατα και μετά ένα καλό σγούρισμα για να γίνει μπαμπάκι. Κείνον το φουκαρά προχτές κόντεψα να τον λυπηθώ. Είχαν μείνει όλα τα μαλλιά του στα χέρια μου απ’το σγούρισμα». Την άρπαξαν κι οι δυο απ’τις μασχάλες και την έκατσαν πα στο τραπέζι. «Έλα κυρά μου. Πες μας τα τώρα να τελειώνουμε», της είπε ο Μηνάς και κόλ λησε τη βρομερή του φάτσα στα μούτρα της. Θέλεις να σε κάνουμε την περι ποίηση του χταποδιού; Πες μερικά πράματα. Ας είναι και ψέματα. Είναι αμαρ τία να σε στραπατσάρουμε νέα γυναίκα που είσαι. Δεν ξέρεις κανένα στη γειτο νιά σου που να μη τον χωνεύεις ή να ξέρεις ότι είναι τακίμι σου στα πολιτικά; Να μας πεις τ’όνομά του και μερικά σουσούμια και κουβέντες του κι από κει και πέρα άστον σε μας, να τραβήξει των παθών του τον τάραχο». Η Ζωίτσα πονούσε τώρα σ’όλο της το κορμί. Ήταν σαν ένα άδειο σακί, που αν δεν την κράταγαν από τις μασχάλες έτσι πως τη βάλανε καθιστή στο τραπέζι, θα σωριαζόταν κατευθείαν κάτω στο πάτωμα. Παρ όλα αυτά χαμογέλασε από μέσα της. «Τώρα» σκέφτηκε, «πρέπει να ξεφουρνίσω το όνομα αυτού του κερατά του Μαργαρίτη». Δεν άνοιξε το στόμα της, δεν είπε τίποτα. «Ρε μπας κι είναι βλαμμένη και δεν καταλαβαίνει τι της λέμε;» απόρησε ο Μη νάς, «για μπας κι είναι, πώς τους λένε κείνους που ούτε ακούνε ούτε μιλάνε».
108
«Κουφάλογα», είπε χαρούμενος ο Τραντάφυλλος. «Κουφάλογο είσαι και φαίνεσαι ρε τρίχα. Που ούτε μιλάει ούτε ακούει σου λέω». «Τέλος πάντων ας τους λεν όπως θέλουν. Αυτή μια φορά και ακούει και μιλάει. Την άκουσα το πρωί στο γραφείο. Ξέρεις τι σκέπτονται όλοι αυτοί οι ρουφιάνοι κι οι γυναίκες τους; Με το’λεγε ένας από δαύτους στην αρχή π’ανέλαβα υπηρε σία. Μας υποτιμάν, έλεγε. Μας θεωρούν ότι είμαστε άχρηστα τομάρια. Ναι μα τω Θεώ έτσι μας είπε. Που δε μας λογαριάζει και δε μας υπολογίζει κανείς και γι αυτό λέει καταντήσαμε βασανιστές». «Τι βασανιστές ρε κόπανε» του είπα, «εμείς κρατάμε τα σύνορα της πατρίδας μας πιο γερά κι απ’αυτούς που πολεμάν με τα όπλα. Εκείνοι σκοτώνουν δέκα και μεις κανέναν, αλλά η δική μας η δουλειά είναι δέκα φορές πιο ζουμερή απ’ εκεινών. Ε, τώρα αν γίνει και κανένα ατύχημα δε χάλασε κι ο κόσμος». «Και τι έγινε μετά;» ζήτησε να μάθει ο Τραντάφυλλος. «Τι να γίνει ρε συ. Τον έκανα στο τέλος κομματάκια. Ο πούστης όμως δε μίλη σε. Με κοιτούσε μόνο με κείνη την κρύα τη ματιά που με τρέλαινε. Κομμάτια σου λέω τον έκανα, να τον μαζεύουν με το κουταλάκι. Τέλος πάντων. Πιάσε τώρα συ το μαλάκωμα αυτής της πουτάνας και μετά αναλαμβάνω εγώ το σγούρισμα». Κόντευε να βραδιάσει κι ακόμα τη βασάνιζαν. Περισσότερο από πέντε ώρες τη χτυπούσαν σαν το χταπόδι να μαλακώσει όπως έλεγαν και μετά την έσερναν απ’τα μαλλιά γύρω γύρω στο πάτωμα, για το σγούρισμα. Ούτε ένιωθε, ούτε καταλάβαινε πόνο. Είχε αφεθεί στη μοίρα της και δεχόταν τα χτυπήματα σα κάτι το φυσικό, σα κάτι που ήταν συνέχεια της άχαρης και πονε μένης ζωής της. Το πράμα για τους δυο παλικαράδες είχε σοβαρέψει τώρα πολύ. Λουσμένοι στον ιδρώτα βλέπανε ότι αυτή η μικροκαμωμένη γυναικούλα, δεν έδειχνε ότι θ’ανοίξει το στόμα της και θα βγαίνανε εκτεθειμένοι στην υπηρεσία τους. Αυ τοί ήταν τα πρώτα χέρια σ’αυτή τη δουλειά και να μην μπορούν να λυγίσουν αυτό το σαμιαμίδι; Εκείνο που τους έκανε τρελούς από μανία, ήταν ότι δεν άνοιγε πια το στόμα της καθόλου. Ούτε να διαμαρτυρηθεί, ούτε να βγάλει φωνή απ’τον πόνο, αλλά ούτε καν ν’αναστενάξει ή να κλάψει. «Ρε τι σκληρή πουτάνα είν αυτή;» είπε σε μια στιγμή ο Μηνάς. «Εμείς τη βασα νίζουμε, ή αυτή εμάς;» Είχαν, εκτός απ’την τακτική του χταποδιού, δοκιμάσει όλα τα κόλπα που ήξε ραν. Από καλοπιάσματα, μέχρι χτυπήματα στα πόδια. Αυτή τίποτα. Ούτε μιλιά ούτε λαλιά. Παρά τους πόνους που είχε σ’όλο της το κορμί, η Ζωίτσα μπορούσε ακόμα να σκέπτεται. Βέβαια, το ότι δε μιλούσε οφειλόταν στο ότι δεν ήξερε τίποτα να τους πει, ούτε και καταλάβαινε τι ακριβώς θελαν απ’αυτήν. Ήξερε πολύ καλά ότι άδικα τη βασάνιζαν. Κάποιες στιγμές πέρασε απ’το μυαλό της ότι κι αυτοί το ήξεραν, αλλά ήθελαν μέσ’ απ’ τους βασανισμούς και τις ψεύτικες ομολογίες,
109
να μπλέκουν όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, για να μπορούν να κρατούν τον κόσμο σε μια τρομοκρατία. Ξαφνικά αιστάνθηκε μια ζαλάδα την ώρα που την είχαν καθισμένη στο τραπέζι και την καλόπιαναν να τους μιλήσει. Έγειρε στο πλάι και μπροστά και σω ριάστηκε με γδούπο στο ξύλινο πάτωμα, πριν προλάβουν να την κρατήσουν. Έβγαλε έναν μικρό παραπονιάρικο αναστεναγμό, τρεμόπαιξε λίγο τα βλέφαρα της κι απόμεινε εκεί στο βρόμικο πάτωμα, ακίνητη και πεθαμένη.
4 Η Γαρουφαλίτσα συμμάζεψε το τραπέζι όπου είχαν φάει τα παιδιά και κάθισε στο ντιβάνι δίπλα στο παράθυρο. Πήρε το ψαλίδι κι άρχισε να κόβει κάτι παλιόρουχα και άχρηστα ρετάλια σε λουρίδες. Κόντευε να μαζέψει τόσα, που ήταν αρκετά για μια μικρή κουρελού που χρειαζόταν για την πόρτα τους. Ας εί ναι καλά η Βασιλική με τον αργαλειό της, που κατάφερνε να κάνει αυτή όλη την κουρελαρία υπέροχες κουρελούδες. Αναστέναξε βαθιά. Δεν αιστανόταν καθόλου καλά απ’ τη-μέρα που έπεσε λιπόθυμη έξω απ’το μπα κάλικο του Αριστείδη. Ένα κενό ένιωσε εκεί ανάμεσα στο στομάχι και το στή θος της καθώς λιποθυμούσε και κείνο το κενό δεν την άφησε από κείνη τη μέρα. Από τότε δε βγήκε απ’το σπίτι καθόλου. Όχι γιατί ντρεπόταν για τα σχόλια του κόσμου, που όπως άκουσε απ’τη μάνα της ήταν περισσότερο θετικά γι αυτήν, αλλά γιατί δεν είχε όρεξη για τίποτα. «Χρειάζεται μερικές μέρες ησυχία και ξεκούραση. Να αποφεύγει τις κουβέντες και τις συγκινήσεις», είπε η μάνα της μια μέρα που συνάντησε τη Μαρία. «Ο γιατρός λέει ηρεμία και τίποτ’άλλο». Άφησε για λίγο το ψαλίδι και κοίταξε απ’το παράθυρο κάτω χαμηλά στον «πα ράδεισο». Όλα τα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν αμέριμνα. «Τι ωραία τα παιδικά χρόνια», σκέφτηκε. «Ούτε βάσανα, ούτε στεναχώριες παρά μόνο παιχνίδια». Της φάνηκε ότι είχαν περάσει αιώνες από τότε που ήταν παιδί κι έπαιζε σ’αυτή την ίδια αλάνα. Μέχρι πριν λίγες μέρες ακόμα, νόμιζε πώς τα παιδικά της χρόνια ήταν μόλις χτες και ξαφνικά έφυγαν και χάθηκαν στο βάθος του μυαλού της, σαν κάτι παρά πολύ μακρινές και αόριστες αναμνήσεις. Καταλάβαινε πως κάτι σοβαρό της συνέβαινε, αλλά αδιαφορούσε εντελώς. Ακόμα και για τα ίδια της τα παιδιά δεν ένιωθε την ίδια φλόγα και την ίδια λα χτάρα όπως πριν. Πίεζε τον εαυτό της να τα αγκαλιάσει, να τα χαϊδέψει, ακόμα και να ετοιμάσει το φαγητό τους. Μια μελαγχολία είχε απλωθεί στο πρόσωπό της και σ’όλο της το σώμα και τις κινήσεις της. Ο γιατρός ο Χατζηθανάσης που πέρασε και την είδε ένα πρωί, της είπε σοβαρά. «Κορίτσι μου Γαρουφαλίτσα, ένα μόνο σου λέω. Πρόσεχε. Πρόσεχε πολύ, γιατί είσαι ένα βήμα από το τρελοκομείο. Άλλο ένα τέτοιο σοκ και θα καταρρεύσεις τελείως. Πρόσεχε γλυκιά μου. Μην τα παίρνεις όλα πάνω σου. Πες και κανένα
110
δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα. Καταλαβαίνω ότι είσαι ευαίσθητη και φιλότι μη. Η μπας και φαντάστηκες ότι δεν ξέρω τι αντιμετωπίζεις εξαιτίας της θέσης του άντρα σου; Τ’ακούω όλα όσα λέγονται και γίνονται στη γειτονιά. Είναι αλήθεια ότι αυτό που έγινε με τον Αριστείδη, ήταν πολύ χοντρό και σου ήρθε σαν ταμπλάς στο κεφάλι. Ξέρω απ’τη δουλειά μου τι πα να πει να περιμένουν από σένα και συ να μην μπορείς να κάνεις τίποτα, παρά να σηκώνεις ψηλά τα χέρια. Πόσες φορές δε μ’έτυχε να βλέπω ανθρώπους να πεθαίνουν και να μη μπορώ να κάνω το παραμικρό. Βλέπεις, όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά και η επι στήμη έχει τα όριά της. Δώσε όμως στους συγγενείς του πεθαμένου να κατα λάβουν. Νομίζουν όταν κινδυνεύει ο δικός τους ο άνθρωπος ότι εγώ μπορώ ν’αναστήσω και νεκρούς. Πρέπει Γαρουφαλίτσα να βγάλεις όλες τις στενάχωρες σκέψεις απ’το μυαλό σου και να το ρίξεις και λίγο στην τρελή. Μόνη σου εσύ, δεν μπορείς να στρώσεις τον κόσμο». Ε, μα αυτό είναι σίγουρο. Πού να μπορεί να φτάσει το δικό της τ’αδύναμο χε ράκι μέχρι κει που υπάρχουν άνθρωποι και να τους βοηθήσει. Εδώ αυτή η κα κόμοιρη, ούτε τον κυρ-Αριστείδη δεν κατάφερε να γλιτώσει απ’τον χωροφύλα κα. Πολύ καλά τα λέει ο γιατρός. Να βγάλει λέει απ’το μυαλό της όλες τις στε ναχώριες και να το ρίξει λίγο έξω. Πολύ ωραία όλ’αυτά. Σήμερα όμως είναι Πέμπτη και η Ζωίτσα δε φάνηκε για την πλύση. Απ’το πρωί το μάτι της είναι στο δρόμο. «Λες να την έχουν πιάσει κι αυτή;», αναρωτήθηκε κάποια στιγμή. «Αποκλείεται», απάντησε μόνη της στην απορία. Ο Αντώνης της θα της έκανε αυτό το μοναδικό χατίρι, που με τόση επιμονή του ζήτησε. Ίσως κάτι να της έτυχε και να φανεί αύριο ή από Δευτέρα. Δε χάθηκε δα κι ο κόσμος αν καθυ στερήσει η πλύση για λίγες μέρες. Τα’λεγε στον εαυτό της, αλλά δεν ησύχαζε καθόλου. Ένιωσε πιο έντονο το κενό στο στήθος της. Πρέπει να ρωτήσει τον άντρα της τώρα σε λίγο που θά’ρθει. Αυτός σίγουρα θα ξέρει. Εξάλλου το είχε πει κι ο χωροφύλακας. Καμιά προσαγωγή δε γίνεται που δεν είναι υπ’όψιν του κυρίου βασιλικού επιτρόπου. Τον είδε που ανέβαινε το ανηφορικό καλντερίμι για το σπίτι τους, βαρύς και κουρασμένος. Όσοι τον χαιρετούσαν το έκαναν ανόρεχτα σαν από υποχρέωση, σαν από φόβο. Εκείνος έκανε πως δεν έδινε και πολλή σημασία, αλλά η Γαρου φαλίτσα ήξερε ότι αυτή η συμπεριφορά του κόσμου τον πονούσε πολύ. Σηκώθηκε ανόρεχτα κι άρχισε να ετοιμάζει το τραπέζι. Όταν ο Φαρδής μπήκε στο σπίτι, η Γαρουφαλίτσα κατάλαβε ότι κάτι πολύ βαρύ τον πλάκωνε. Έμοιαζε σα χαμένος. «Καλησπέρα», της είπε. «Πώς είσαι σήμερα;» «Καλά, πολύ καλά», απάντησε. «Δεν είχα και τίποτα να κάνω. Σήμερα περίμε να τη γυναίκα που μας πλένει, αλλά δε φάνηκε. Κάτι φαίνεται θα της έτυχε». Ο Φαρδής έπεσε βαριά στην καρέκλα του. «Φοβάμαι πως δε θα ξανάρθει Γαρουφαλίτσα. Την έχουν πάρει στην ασφάλεια. Έγινε ένα ατύχημα. Η καρδιά της δεν άντεξε στην ανάκριση και έπαθε καρδια κή προσβολή».
111
Τον κοίταξε κουρασμένα. Το κενό στο στήθος της μεγάλωσε και κόντεψε να την πνίξει. Χλόμιασε και κρατήθηκε απ’το τραπέζι. Ευτυχώς δεν την πρόσεξε που παραπάτησε και λίγο έλειψε να πέσει. «Είσαι καλά Γαρουφαλιά μου;» «Και;» ρώτησε. «Τι έγινε με τη γυναίκα;» «Λυπάμαι που θα σε στεναχωρήσω Γαρουφαλιά μου, αλλά όπως είπε κι ο για τρός που την είδε, είχε πολύ αδύνατη καρδιά που δεν άντεξε μια απλή ανάκρι ση». «Μια απλή ανάκριση είπες;» Τον κοίταξε εχθρικά. «Έχω ακούσει ένα σωρό γι αυτές τις ανακρίσεις. Και τώρα πού είναι η κακομοίρα; Την πήγαν τουλάχιστο στο νοσοκομείο;» «Λυπάμαι Γαρουφαλιά μου, αλλά δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Η γυναίκα πέθανε πριν καν προλάβουν να της δώσουν τις πρώτες βοήθειες». Δεν είπε τίποτα. Σέρνοντας τα πόδια της πήγε και κάθισε ξανά στο ντιβάνι δί πλα στο παράθυρο κι άρχισε να κόβει λουρίδες τα κουρέλια της. Ο Φαρδής ήταν χλωμός σαν πεθαμένος. Καταλάβαινε πολύ καλά ότι αυτό ήταν ένα ακόμα χτύπημα στην ταραγμένη ψυχή της γυναίκας του. Έβλεπε την καταστροφή που ερχόταν και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Έβλεπε να χάνεται η γυναίκα του, ενώ αυτός ήταν ανήμπορος να τη βοηθήσει. «Ανήμπορος ή ανίκανος;» μονολόγησε. Η Γαρουφαλίτσα παράτησε για μια στιγμή το ψαλίδι και ρώτησε. «Ποιος ήταν ο λόγος που την πήραν στην ασφάλεια; Επειδή ο άντρας της είναι στο βουνό; Αυτή έχει χρόνια να τον δει και να τον ακούσει. Είναι αυτός λόγος να τραβάν τον κόσμο στις ανακρίσεις;» «Ακου γυναίκα», είπε με βραχνή φωνή. «Είπαν ότι η Ζωή ήταν σύνδεσμος και συμμετείχε μάλιστα σε οργανωμένη ομάδα, που δρούσε με στόχο τη συλλογή πληροφοριών. Με είπαν ακόμα ότι με εντολή της οργάνωσής της ήρθε και δού λεψε στο σπίτι μας». «Για να μαζέψει κι από δω πληροφορίες;» ρώτησε με ειρωνεία. «Τι πληροφορί ες να πάρει από το σπίτι μας καημένε Αντώνη; Εγώ δεν ξέρω πού πάν τα τέσ σερα, αφού ποτέ δεν κουβεντιάζεις τις δουλειές σου μαζί μου. Όσο για τους φα κέλους που κουβαλάς εδώ στο σπίτι, απ’ότι καταλαβαίνω μάλλον νεκροσέντουκα είναι. Μυρίζουν εκτελέσεις και θάνατο». Του ήρθε το αίμα στο κεφάλι. Πολύ θα ήθελε να μην ήταν άρρωστη και να της έδινε ένα χέρι ξύλο, να μάθει να σέβεται και λίγο τον άντρα της. Ακούς εκεί να τον προσβάλει μ’αυτόν τον τρόπο για το χατίρι μιας άγνωστης πλύστρας, που όλο κι όλο ήρθε στο σπίτι τους δυο ή τρεις φορές; Κατάπιε το θυμό του και τη ρώτησε. «Και πού την ήξερες εσύ Γαρουφαλιά με αυτή τη γυναίκα και τραβάς τόσο πολύ τα κομμάτια της; Της γούνας σου μανίκι ήταν;» «Τίποτα δεν με ήταν και καθόλου δεν την ήξερα αν θες να μάθεις. Μόνο που, πώς να στο δώσω να καταλάβεις, τη συμπάθησα. Ένιωσα τον πόνο της, μπήκα στο πετσί της, που λέμε. Ζήτησε τη βοήθειά μου και κατάλαβα ότι ήταν άνθρω-
112
πος που τη χρειαζόταν. Ίδια κι απαράλλαχτα όπως ο Αριστείδης. Εσύ Αντώνη μου δυστυχώς δεν μπορείς να τα καταλάβεις αυτά. Για σένα υπάρχει μόνο αθώος ή ένοχος. Τίποτ’ άλλο. Σαν ένα σακί βλέπεις τον άνθρωπο. Ούτε τα μυα λά του, ούτε την ψυχή του, ούτε τους φόβους του βλέπεις. Κουράστηκα Αντώνη μου να σε βλέπω να χάνεσαι». Πριν προλάβει να της απαντήσει άκουσε να χτυπάει η πόρτα τους. «Κάθισε συ» είπε. «Θ ανοίξω εγώ». Ο άνθρωπος που στεκόταν μπροστά στην πόρτα, φαινόταν από μακριά ότι ερ χόταν από χωριό. Φορούσε ένα μαύρο τσόχινο κοστούμι και άσπρο καθαρό πουκάμισο. Τα μούτρα του ήταν ηλιοκαμένα απ’την καλοκαιρινή δουλειά στο χωράφι. Είχε παχύ ψαρό μουστάκι και μια τραγιάσκα βαλμένη λίγο στραβά στο κεφάλι του. «Καλησπέρα και με το συμπάθιο», είπε. «Θέλου να ρουτήσ για τη Ζουίτσα». «Ζωίτσα;» Δεν μένει καμιά Ζωίτσα εδώ». «Με το συμπάθιο», είπε πάλι ο άνθρωπος. «Ήρτα απ’του χουριό να τ’φέρω μα ντάτο κι δεν τ’βρήκα στου σπίτνατς. Ρώτσα κι έμαθα ότι δλέβ ιδώ σι σας. Είνι λέει η πλύστρα σας». «Α, τώρα κατάλαβα. Πέρνα μέσα». Μπήκε μέσα στο σαλόνι, στάθηκε στη μέση, έβγαλε την τραγιάσκα του και κορδώθηκε με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά. Ο Φαρδής κοίταξε στεναχωρημένος τη γυναίκα του που είχε σηκωθεί απ’τη θέση της και παρατηρούσε μ’ενδιαφέρον τον άνθρωπο. «Καθίστε παρακαλώ», του είπε και τράβηξε μια καρέκλα προς το μέρος του. Καθίστε». Εκείνος έκατσε με προσοχή στην άκρη της καρέκλας, λες και δεν ήθελε να τσα λακώσει το κοστούμι του. «Τι άβολα πράματα είν τούτες οι καρέκλες», σκέφτηκε. «Απ’το πρωί που έφτα σε απ’το χωριό, όπου πάει σε τέτοια παλούκια τον βάζουν να κάτσει. Είδε τη γυναίκα που τον κοίταζε θλιμμένη κι ένιωσε με την πρωτόγονη ψυχή του συ μπάθεια. Της χαμογέλασε φιλικά. «Μι του συμπάθιο κυρά μ, μπουρώ να κάτσω σταυροπόδ κει πάνου στου μιντέρ;» «Παρακαλώ», είπε η Γαρουφαλιά και του χαμογέλασε. Ο άνθρωπος βολεύτηκε σταυροπόδι πάνω στο ντιβάνι. «Ψάχνου να βρου τη μικρανιψιάμ τη Ζουίτσα και μι είπαν ότι κάθ Πέμπτ έρχιτι δω σι σας κι πλεν». «Ναι αλλά σήμερα δεν ήρθε», δαγκώθηκε η Γαρουφαλιά. «Τι θέλετε να της πεί τε, αν επιτρέπεται, κύριε…» «Πουλημέρ μί λεν. Πουλημέρς Πουλημέρς», γέλασε. «Ίδιου όνουμα και παρόνουμα». Ο Φαρδής σκέφτηκε ότι θα ήταν ανώφελο να τον ενημερώσει για τις περι πέτειες και το τέλος της γυναίκας. Ήταν σίγουρος ότι και η Γαρουφαλίτσα σκε φτόταν το ίδιο.
113
«Αν θέλετε» είπε, «μπορείτε να μας πείτε για ποιο λόγο τη ψάχνετε και μεις θα της το πούμε μόλις τη δούμε. Εκτός κι αν είναι κάποιο μυστικό». «Ντιπ μυστκό δεν ειν. Ήρτα μόνε να τν’ειπώ ότι ου άντρατς εχ σκουτουθεί απ’ιδώ κι ένα χρόνου πα στου βουνό, σα πέρα στα Τρίκαλα που λεν του μέρους ικεί» «Ο άντρας της είναι σκοτωμένος εδώ κι ένα χρόνο;» Ρώτησε μουδιασμένα ο Φαρδης. «Και πως το μάθατε εσείς μετά από τόσο καιρό;» «Αυτούνα έχνε οι πουλέμ κι οι φαγουμάρες. Ένα άλλου μικρανήψμ ήνταν μαζί κι τουν είδι μι τα ίδιατ τα μάτια π’απόθανε από μια βουλίδα στου κεφάλ του. Αυτόν τουν πιάσαν μιτά κι τουν ρίξαν στα βάσανα. Μαρτύρσι ούλους κι τουν αφήκαν ναρτ στου χουριό. Ετς τα μάθαμι. Να τα πείτε ναν τα ξερ κι να μην τουν περιμέν. Ας παένου όμως τώρα να φτας στν’ώραμ στου χουριό π’εχ ένα σουρό δλιές μι τα καπνά». Σηκώθηκε, φόρεσε την τραγιάσκα του και πήγε προς την πόρτα. «Στου χουριό ήντουν το καλύτερο κουρίτς μας. Πουλά κισάτια τούβραν του έρ μου κι έφτασι κουντά στουν γκριμό. Αμα να ξέρτε. Του καλό του σπίτ μι τα γιρά θιμέλια δεν λυγάει πουτέ. Του καλό του κρίτς καλό θα μεν πάντα». Είπε, δρασκέλισε το κατώφλι και πήρε το δρόμο χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Η Γαρουφαλίτσα πήγε και κάθισε στο μέρος της και πήρε πάλι το ψαλίδι. «Τώρα;» είπε. «Τι έχεις να πεις τώρα εσύ και το σινάφι σου; Πιάσατε τη γυναί κα και γίνατε αιτία να πεθάνει, μόνο και μόνο επειδή ο άντρας της ήταν στο βουνό, που τελικά δεν ήταν, γιατί είχε από καιρό σκοτωθεί. Φωτιά θα πέσει στα κεφάλια σας». Ο Φαρδής δεν απάντησε. Έσκυψε το κεφάλι και με αργά, σχεδόν σερνάμενα βήματα, πήγε και κλείστηκε στο γραφείο του.
5 Η Μαρίκα άπλωνε στο σύρμα τα τελευταία ρούχα. Είχε κοψομεσιαστεί χτες όλη τη μέρα να πλένει και το απογευματάκι που ο καιρός ήταν ότι πρέπει για άπλωμα, της έσπασε δυο φορές τα σκοινί τ’απλώματος. Τη δεύτερη φορά έβαλε τα κλάματα. «Άντε φτου κι απ’την αρχή Νίτσα μου», είπε στη γειτόνισσά της που πήγε να της δώσει ένα χέρι. «Ξανά μανά ξέπλυμα και άπλωμα. Έχουν πέσει τα νεφρά μου». Σήκωσε τα χέρια της ψηλά προς τον ουρανό, μετά έφτυσε κάτω και συνέχισε. «Φτου σου βρε άτιμη κοινωνία. Πότε θα γίνουμε κι εμείς πλούσιοι να παίρνου με πλύστρα», «Το σκοινί σου είναι σάπιο Μαρίκα μου και θα κόβεται συνέχεια. Άσε τα ρού χα στο πανέρι και πες το Μάνθο να σου περάσει ένα σύρμα. Το πρωί σε βοη θάω κι γω να τα απλώσεις. Όσο για το άλλο που είπες, για το πότε θα γίνουμε πλούσιοι για να παίρνουμε πλύστρες, έχω να σου πω ότι εγώ το πήρα απόφαση ότι δε γίνεται τίποτα. Τι να στα λέω τώρα. Τα ξέρεις καλύτερα από μένα. Και με τους Βούργαρους τα είχα καλά και με τους Άγγλους και τώρα με τους ασφα
114
λίτες, αλλά προκοπή δεν είδα. Έλεγα στην αρχή ότι μόνο τα κορόιδα κάνουν τους πατριώτες και μένουν στο τέλος ξεκρέμαστοι. Άμα είσαι πλούσιος Μαρίκα μου τα λεφτά σου αβγατίζουν, ενώ άμα είσαι φτωχός τα λίγα σου γίνονται ακόμα λιγότερα. Εγώ Μαρίκα ούτε την ομορφιά μου κατάφερα να κουμαντάρω σωστά και τώρα περνούν σιγά σιγά τα χρόνια μικραίνει η αξία της. Κατάλαβες;» «Δεν τ’αφήνεις αυτά που ξέρεις κορίτσι μου», είπε η Μαρίκα σηκώνοντας με κόπο τη μέση της «Τι ανάγκη έχεις εσύ; Έχεις την παχιά σύνταξη απ’τον μακα ρίτη τον πατέρα σου, είσαι κι ένα μοναχό τομάρι. Εμένα μια φορά ο Μάνθος μου να το ξέρεις, θα πιάσει μια μέρα την καλή». Η Νίτσα γέλασε. «Και πώς ρε Μαρίκα θα την πιάσει την καλή; Τα από τέτοια του θα πιάσει. Με τις ρουφιανιές και τα καρφώματα γίνεται κανείς πλούσιος; Αλλά και να έπιανε όπως λες το χρήμα, τι καλό θα έβλεπες του λόγου σου; Ίσα ίσα που θα ήταν για σένα χειρότερα. Θα σε παράτουσε ρε βλάκα. Τώρα που δεν έχει φράγκο και σε πλακώνει στο ξύλο τρεις φορές τη μέρα. Όταν πιάσει την καλή, θα προσλάβει και υπάλληλους να σε δέρνουν». Καλά τα έλεγε χτες η Νίτσα, αλλά σήμερα πού να φανεί για να βοηθήσει στο άπλωμα. Την άκουσε που γύρισε πολύ αργά στο σπίτι της, μαζί με κείνον τον ανθυπασπιστή. Εκείνος παρακαλούσε να τον αφήσει να μπει, αλλά η Νίτσα δε δεχόταν με τίπο τα. «Περίεργο», σκέφτηκε η Μαρίκα. «Αυτή χρόνια τώρα μπάζει στο σπίτι της όλους με όσους βγαίνει έξω. Και ο ανθυπασπιστής έχει περάσει το κατώφλι της κάνα δυο φορές. Τι έπαθε τώρα; Πρέπει να μην ξεχάσει να τη ρωτήσει. Ας είναι καλά πάντως η κοπέλα πού έχει κι η Μαρίκα έναν άνθρωπο ν’αλλάξει μερικές κουβέντες. Καμιά γυναίκα στη γειτονιά δεν την κάνει παρέα και σχεδόν ούτε τη χαιρετάνε. «Κάποια μέρα όχι μόνο θα σε χαιρετάνε Μαρίκα, αλλά και τεμενάδες θα σου κάνουν», της είπε μια μέρα που ήταν στις καλές του ο Μάνθος. Με τη Νίτσα όμως, που όπως έλεγαν ήταν του σκοινιού και του παλουκιού, εί χαν όλοι τους καλές σχέσεις. «Η κοπέλα είναι μόνη απ’τα εικοσιτρία της», έλεγε ο Αριστείδης. «Τι να σου κάνει μόνο του ένα κορίτσι; Βάλε κι από πάνου ότι είναι πανέμορφη, έξυπνη και καπάτσα και θα καταλάβεις». «Και πόσοι πέρασαν απ’το κρεβάτι της Αριστείδη;» «Πού να ξέρω ρε παιδιά. Λογιστής της είμαι; Πάντως το κατώφλι της το πέρα σαν πολλοί. Σχεδόν όλες οι εθνικότητες. Τα παραμέσα δεν τα ξέρω». «Καλημέρα», ακούστηκε η κελαηδιστή φωνή της Νίτσας από το μπαλκόνι. «Καλημέρα κούκλα μου», ανταπέδωσε η Μαρίκα. Παρακοιμήθηκες σήμερα και δεν πρόφτασες να με βοηθήσεις. Κοίτα σύρμα που με πέρασε ο Μάνθος... Σφα χτό να κρεμάσεις θα το κρατήσει».
115
Έβγαλε το μανταλάκι από το στόμα της που την έκανε να μιλάει τσεβδά και δυ νατά και είπε χαμηλόφωνα. «Έλα κάτω Νίτσα να σε ρωτήσω για τα χτεσινοβραδινά». «Ρώτα». «Έλα κάτω μην ακούει όλη η γειτονιά. Σ’έχουν που σ’έχουν στο μάτι, μη τους δίνεις κι αφορμές χωρίς λόγο». «Άσε με ρε Μαρίκα με τις χαζομάρες σου πρωινιάτικα. Όλο τι λέει ο κόσμος για μένα με τσαμπουνάς. Τι λέει για σένα και τον δικό σου, δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις. Όσο για μένα, μόνη μου είμαι και λογαριασμό για το τι κάνω, δε δίνω σε κανέναν. Μπροστά μου πάντως δε λένε κουβέντα. Άσε με τώρα και βιάζομαί να ντυθώ και να πάω μέχρι την Τασία. Με περιμένει για καφέ. Τα λέμε το μεσημεράκι». «Βρε το άτιμο το κορίτσι», μουρμούρισε η Μαρίκα. «Αέρα που τον έχει. Μπράβο της». Θυμήθηκε, στην αρχή που είχαν πιάσει αυτό το σπίτι, τον άντρα της που κορτάριζε ανοιχτά με τη Νίτσα. Η Μαρίκα φοβόταν μήπως και μπλέξει μαζί της και χαλάσει το σπίτι της. Τότε δεν είχε πάρε δώσε με τη Νίτσα και φυσικά, μια και ήταν όμορφη σαν πραγματική κούκλα και μπαινόβγαιναν Βούργαροι, Άγγλοι μαύροι κι άσπροι στο σπίτι της, περίμενε ότι κι ο δικός της ο προκομμένος θα περνούσε την πόρτα της. Αλλά για μεγάλη της χαρά τίποτα δεν έγινε. Έτσι που ήταν δίπλα δίπλα τα μπαλκόνια τους, ο Μάνθος φρόντιζε να βρίσκε ται στο μπαλκόνι τους κάθε φορά που η Νίτσα βρισκόταν στο δικό της. Της πετούσε λοιπόν μερικά υπονοούμενα και γλυκοκουβέντες. «Ωραία μέρα σήμερα δεσποινίς Νίτσα και σεις ακόμα ωραιότερη. Πως περάσα τε τη νύχτα σας; Κοιμηθήκατε καλά;» Μια μέρα που η Νιτσα ήταν στα μπουρίνια της, τον έκοψε απότομα. «Δε μου λες ταξιτζή της δεκάρας, όλο τα μούτρα σου θα βλέπω και τις σάχλες σου θ’ακούω κάθε φορά που βγαίνω στο μπαλκόνι μου; Άντε βρε ανόητε κοίτα τη γυναίκα σου που την έχεις σα γαϊδούρι και σταμάτα να πετιέσαι στο μπαλ κόνι κάθε τρεις και μια για να μου λες βλακείες. Χαρά στα μούτρα του κορτάκια». Ο Μάνθος κατάπιε τη γλώσσα του. Κοκκίνισε, πρασίνισε, φούσκωσε, ξεφού σκωσε και με κόπο κατάφερε ν’αρθρώσει μερικά λόγια. «Με συγχωρείτε….Δηλαδή συγνώμη….θέλω δηλαδή να πω ότι δεν έγινε τίπο τα εξεπίτηδες». Η Μαρίκα που τ’άκουσε όλα, αιστάνθηκε ευγνωμοσύνη γι αυτή την κοπέλα. Όχι τόσο γιατί δεν καταδέχτηκε τον άντρα της, όσο γιατί τον έβαλε στη θέση του και του είπε όλα εκείνα που πολύ θα ήθελε χρόνια τώρα να του τα πει η ίδια. Η Νίτσα κατέβηκε και πέρασε από μπροστά της καλοντυμένη, δροσερή και αε ράτη.
116
«Κάτσε δω σκλαβάκι ν’απλώνεις τα σώβρακα του τσιλιμπούρδη σου. Εγώ πάω για το καφεδάκι μου στην Τασία και μετά πάω στο Αττικό. Παίζει ένα καινού ριο ελληνικό, μούρλια. Χαμένοι άγγελοι το λένε. Να πάρεις τον προκομμένο σου ένα βραδάκι και να πας να το δεις. Λένε ότι όποιος το βλέπει, στραβώνεται στο κλάμα. «Δεν πάω σινεμά» είπε κοκκινίζοντας η Μαρίκα, «γιατί δεν ξέρω να διαβάζω τα γράμματα». Η Νίτσα έβαλε τρανταχτά γέλια. «Καλέ, χάζεψες τελείως; Είσαι με τα καλά σου; Τι να διαβάσεις ανόητη; Αφού σου λέω ότι το έργο είναι ελληνικό. Μιλάνε όπως μιλάμε τώρα εγώ και συ». «Ναι Νίτσα μου, αλλά πώς θα τα διαβάζω αυτά που λένε;» «Ήμαρτον Θεέ μου», σήκωσε τα χέρια ψηλά η κοπέλα. «Καλέ σου λέω ότι μι λάνε ελληνικά. Πώς να στο πω αλλιώς;» Ή Μαρίκα σάστισε για τα καλά. «Δηλαδή» ρώτησε δειλά, «όταν κουνάν το στόμα τους ακούγεται όπως τα λέμε εσύ και γω;» «Ναι ρε Μαρίκα. Άντε πάρε φωτιά, γιατί ο δικός σου σ’αποβλάκωσε τελείως απ’το ξύλο και το χαμαλίκι. Άντε γεια και καλό ξεμπέρδεμα με το σιδέρωμα». Κατέβηκε με προσοχή το χωμάτινο μονοπάτι και μπήκε στον «παράδεισο». Όλα τα παιδιά ήταν στο σχολείο και η αλάνα έρημη. Τη διέσχισε, πέρασε απέναντι στο δρόμο από την πάνω γέφυρα και κατηφόρισε απ’το τσιμεντένιο πεζούλι του λάκκου προς το ψιλικατζίδικο της κυρα-Όλγας. Μπήκε μέσα χαμο γελαστή. «Καλώς το κορίτσι μας, το λουλούδι της γειτονιάς μας», φώναξε χαρούμενα η Όλγα. «Πώς τα πας Ολγάκι μου; Έχεις καθόλου νέα απ’τον κυρ-Αριστείδη;» «Τι νέα να έχουμε κορίτσι μου; Απ’ότι με λέει η γυναίκα του ψάχνουν να βρουν μια ρετσινιά να του κολλήσουν, για να τον στείλουν στην εξορία. Είχε λέει με γάλο στόμα και δεν το κρατούσε. Η γυναίκα του λέει ότι τον είπανε, ούτε κα τάλαβα πώς το είπε, αλλά με το εξήγησε. Ότι δηλαδή είναι μαζί με τους συμμο ρίτες, αλλά δεν είναι και ένα μ’αυτούς». «Συνοδοιπόρο μήπως; Αυτή είναι η μοντέρνα κουβέντα σήμερα» «Α, γεια στο στόμα σου. Έτσι το είπε. Όλους λέει που τους χαρακτηρίζουν έτσι γλιτώνουν τουλάχιστο την εκτέλεση. Τους στέλνουν σ’ένα ξερονήσι. Να κάτι σα το δικό μας το φιδονήσι. Εξορία». «Και πότε θα τον δικάσουν κυρά Όλγα; Ξέρει τίποτα η γυναίκα του;» «Λέει που δε θα τον δικάσουν καθόλου, γιατί λένε δε χρειάζεται κάτι τέτοιο. Θα τον στείλουν εκεί στο νησί για να του αλλάξουν μυαλά και να καταλάβει το λάθος του. Τι να σου πω κορίτσι μου; Εγώ η αγράμματη δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα ψιλά τα γράμματα. Φοβάμαι και να μιλήσω, μη βρω και γω κάναν μπε λά στο κεφάλι μου».
117
«Κρίμα τον άνθρωπο και την οικογένειά του», κούνησε λυπημένα το κεφάλι της η Νίτσα. «Οι αληταράδες πήραν το πάνω χέρι και βασανίζουν τον κο σμάκη». Η κυρά Όλγα έριξε μια φοβισμένη ματιά γύρω της. «Καλέ Νιτσάκι, μη μιλάς έτσι σε παρακαλώ. Και τα ντουβάρια σήμερα έχουν αυτιά. Έτσι την πάτησε κι ο Αριστείδης. Αστειευόταν και κορόιδευε και στο τέλος βρέθηκε κι ο ίδιος στο πηγάδι». «Τέλος πάντων κυρά Όλγα. Δος μου τώρα δέκα κρινάκια και μια σοκολατίτσα. Πάω επίσκεψη στην Τασία». Μόλις βγήκε απ’το ψιλικατζίδικο, άκουσε τον φούρναρη. «Καλημέρα στα μάτια μου τα δυο. Πώς τα πάμε Νιτσάκι; Έχουμε κανένα και νούριο έρωτα;» είπε χωρατεύοντας. «Όχι Θάνο, τίποτα. Ξεραΐλα που λέμε». «Ε, τα χόρτασες τώρα εσύ αυτά». «Ποια αυτά χόρτασα Θάνο;» «Μην παρεξηγιέσαι Νιτσάκι μου. Αστεία το είπα». «Άντε καλημέρα», είπε κείνη χαμογελαστή. Πέρασε απ’την κάτω γέφυρα πάλι απέναντι, βγήκε στην πλατεία και κατηφόρι σε δίπλα από την άλλη μεριά του λάκκου για το σπίτι της Τασίας. Δε χρειάστη κε να χτυπήσει καν την πόρτα. Η Τασία που έκανε δουλειές και είχε το παράθυ ρο ανοιχτό, την είδε και της άνοιξε την πόρτα. «Πέρνα μέσα κούκλα μου και στρώσου στον καναπέ. Το καφεδάκι έτοιμο σε δυο λεπτά». Μπήκε στην κουζίνα να τον ετοιμάσει. Η Νίτσα έβγαλε το σακάκι που φορούσε και θρονιάστηκε αναπαυτικά στο ντιβάνι. «Πώς είναι τα παιδιά;», ρώτησε δυνατά να την ακούσει η Τασία στην κουζίνα. «Μια χαρά είναι. Προχτές με φώναξε η διευθύντρια στο σχολείο και μου έδωσε συγχαρητήρια για την Αντιγόνη μου. Μέχρι στιγμής είπε, είναι η καλύτερη στην τάξη της και πιστεύει ότι θα συνεχίσει έτσι μέχρι το τέλος. Ο μικρός μας μόνο, δεν τα πάει και τόσο καλά στην αριθμητική. Πρέπει να διαβάσει λίγο πε ρισσότερο. Τι να κάνεις Νίτσα μου. Παιδιά θα πει βάσανα. Ορίστε και το καφε δάκι σου έτοιμο. Μισό καφές και μισό ρεβίθι». «Δε μου λες Τασία, έρχεται καθόλου απ’ εδώ εκείνος ο σιχαμερός ο Μάνθος ο διπλανός μου;» «Άσε Νίτσα μου κι έχω μεγάλο πρόβλημα μ’αυτόν. Με τριγυρνάει χρόνια τώρα, αλλά το τελευταίο διάστημα έχει γίνει στενός κορσές ο αλητήριος. Δεν τολμάω να βγω απ’την πόρτα μου και νάτος τσουπ σα φάντης μπροστά μου. Με λέει ένα σωρό σαλιαρίσματα και χαζά. Δεν έχω πει τίποτα στο Δημητρό, γιατί ξέρεις πόσο νευρικός είναι και μπορεί να τον πιάσει και να γίνει κάνα κακό». Η Νίτσα έμεινε για λίγο σκεφτική. «Και δε σκοπεύεις να το πεις στον άντρα σου;»
118
«Τι να σου πω βρε Νίτσα μου; Οι καιροί είναι πονηροί κι αυτός ο αναθεματι σμένος είναι ρουφιάνος. Φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ μη μας ανάψει καμιά φωτιά στο σπίτι και τι θα γίνουμε, ένας Θεός μονάχα το ξέρει». «Κάτι πάνω σ’αυτό ήθελα να σου πω Τασία.» «Για λέγε». «Χτες βράδυ βγήκα με τον ανθυπασπιστή και κουβέντα στην κουβέντα, με είπε ότι μαζί με το Μάνθο παρακολουθούν τον Δημητρό. Κάτι λέει μπήκαν ψύλλοι στ’αυτιά του Μάνθου, επειδή ήταν κολλητός με τον Καραβιά. Σ’ενημερώνω για να φυλάγεστε. Αυτός ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται μου είπε, αλλά εκείνος ο διπλα νός μου το έχει βάλει αμέτι μουχαμέτι να κλείσει τον Δημητρό στα σιδερά. Εί μαι σχεδόν σίγουρη ότι ο ανθυπασπιστής μου τα είπε ολ’ αυτά για να σας τα με ταφέρω». Η Τασία στριφογύρισε στην καρέκλα της κι έβαλε απότομα τα κλάματα. «Από τη μέρα Νίτσα μου που έπιασαν τον Αριστείδη και είδα ότι η φιληνάδα μου η Γαρουφαλίτσα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον βοηθήσει, κόπη καν τα ύπατά μου. Ξέρεις τώρα και τον Δημητρό. Άσε ρε γυναίκα λέει, που φο βάσαι σα μαθήτρια. Κανέναν δεν πειράξαμε και τίποτα δεν έχουν να μας κατη γορήσουν. Εγώ όμως φοβάμαι πολύ Νίτσα, γιατί όπως καταλαβαίνεις όποιον βάλουνε στο μάτι τον καταστρέφουν κι αυτόν και φυσικά και την οικογένειά του. Απ όλο αυτό το σκατοσινάφι λέει ο άντρας μου, μόνο ο Φαρδής ξεχωρίζει γιατί αυτός ότι και να ναι στα πολιτικά, είναι άνθρωπος. Ναι Δημητρό μου του λέω, αλλά τον Αριστείδη τον άφησε επί ξύλου κρεμάμενο Η γυναίκα του κόντε ψε να πεθάνει κι εκείνος δυάρα δεν έδωσε. Πού είναι ο Αριστείδης τώρα; Στα μπουντρούμια είναι Δημητρό μου και η οικογένειά του υποφέρει». «Και να σου πω και τ’άλλο το πιο σπουδαίο», είπε η Νίτσα. «Στο μπακάλικό τους άρχισαν ν’αποφεύγουν να πάνε να ψωνίσουν, γιατί λένε ότι αφού τον έπια σαν, πα να πει ότι κάτι ξέρουν αυτοί. Τον μπελά μας ψάχνουμε; με είπε προχτές ο Λάμπρος της Μίνας, που τον είδα να ψωνίζει απ’τον Τσολάκη το βουργαρογραμμένο. Θες Νίτσα να μας βάλουν κι εμάς στο μάτι;» «Ο Δημητρός» είπε η Τασία, «απεναντίας μας είπε να σταματήσουμε να ψωνί ζουμε απ’τον Δημητρό το χοντρό τον πατριώτη του και να πηγαίνουμε μόνο στου Αριστείδη, για να τον υποστηρίξουμε και να τον βοηθήσουμε λέει. Είπε και του Κώστα να κάνει το ίδιο, αλλά κείνος αρνήθηκε. Δεν αλλάζω απ’τον πα τριώτη μου, είπε. Μήπως εκείνος έχει λιγότερη ανάγκη; Δυο μεγαλοκόρες έχει και γαμπρός δε φαίνεται ούτε για δείγμα». Η Νίτσα σηκώθηκε. «Φεύγω Τασία μου. Πάω σινεμά να δω ένα πολύ καλό ελληνικό. Κάθε τι που θα μαθαίνω, θα έρχομαι να στο λέω. Πες τον Δημητρό ότι πέρασα και ότι όλα εντάξει. Έτσι να του πεις». «Ποια όλα είναι εντάξει που κοντεύω να πεθάνω απ’το φόβο μου. Μάτι δεν κλείνω όλο το βράδυ να γυροφέρνω στο κεφάλι μου το κακό που μπορεί από ώρα σε ώρα να μας βρει. ποια όλα είναι εντάξει;»
119
«Εσύ πέστου αυτό που σου λέω κι αυτός θα καταλάβει. Γεια σου τώρα και θα τα πούμε γρήγορα». «Για στάσου μια στιγμή», μπήκε μπροστά της η Τασία. «Τι είν αυτό που θα κα ταλάβει; Συνθηματικά μιλάς; Τι είν αυτό που θα καταλάβει ο άντρας μου και δεν μπορώ να το καταλάβω εγώ; Για μίλα παστρικά». «Δεν είναι τίποτα ρε Τασία», είπε κείνη ξαφνιασμένη απ’την αντίδρασή της. «Άρχισες και συ τις ζήλιες τώρα;» «Ποιες ζήλιες και τρίχες βρε Νίτσα; Μακάρι να σε καβαλίκευε να ήμουνα και γω ήσυχη, αλλά μου φαίνεται ότι κάτι άλλο είναι στη μέση. Κάτσε κάτω να σου ψήσω έναν καφέ ακόμα και να με τα πεις με το νι και με το σίγμα. Σινεμά μπο ρείς να πας κι αύριο. Η δουλειά σ’έφαγε μήπως»; «Ορίστε κάθομαι, για να δεις ότι δεν συμβαίνει τίποτα». «Κι άμα δε συμβαίνει τίποτα, τότε γιατί είπες να πω του Δημητρού ότι όλα είν εντάξει; Μίλα σου λέω», αγρίεψε τάχα. «Μίλα Νίτσα σε παρακαλώ». «Α, μα εσύ δεν τρώγεσαι Τασία. Κάτι μου ζήτησε να μάθω και τό’μαθα. Τίποτ’ άλλο». «Και τι είν αυτό το κάτι;» επέμενε η Τασία. «Έχει μήπως να κάνει με τα πολιτι κά; Κάτι μου κρύβετε εσείς οι δυο και θα μ’έρθει καμιά μέρα κανένας ταμπλάς, που δε θα ξέρω από πού ήρθε. Πες μου σε παρακαλώ να ξέρω κι εγώ τι με περι μένει εμένα και τα παιδιά μου! Και για να χουμε καλό ρώτημα βρε Νίτσα, από που κι ως πού εσύ με τα πολιτικά; Απ’ότι ξέρουμε όλοι εδώ γύρω, το μόνο που σ’ενδιέφερε πάντα ήταν οι παρέες με τους άντρες κι η καλοπέρασή σου». «Τι εννοείς Τασία όταν λες ότι μ’ενδιέφεραν πάντα μόνο οι άντρες;», είπε και την κοίταξε με μισό μάτι. Πες το καθαρά». «Από το σπίτι σου Νίτσα» είπε τονίζοντας τις λέξεις, «πέρασαν που λέμε όλες οι φυλές του Ισραήλ. Το μισό κατώφλι σου είναι φαγωμένο από τα σούρτα φέρτα. Πώς ξαφνικά απόκτησες πολιτικές σχέσεις με τον άντρα μου; Με κάνει εντύπωση». «Το κατώφλι μου Τασία μπορεί να το πέρασαν όπως είπες, όλες οι φυλές του Ισραήλ. Ρώτα όμως αν κανείς απ’αυτές τις φυλές, πέρασε κι απ’το κρεβάτι μου. Ρώτα να μάθεις αν έπιασε κανείς κάτι παραπάνω απ’το χέρι μου. Και μια και τό’φερε η κουβέντα κι επειδή δεν αντέχω άλλο να κρυφομιλάνε όλοι πίσ’απ’την πλάτη μου και πουτάνα να με ανεβάζουν, πόρνη να με κατεβάζουν, μάθε ότι με τους Βούργαρους είχα πάρε δώσε για να μαθαίνω μυστικά και με τους Άγγλους το ίδιο. Και τώρα με τους ασφαλίτες για τον ίδιο λόγο». Η Τασία έμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένη. Ούτε που της είχε περάσει από το μυαλό ποτέ ότι η Νίτσα έκανε παρέες με όποιους ήταν καπάκι, για να μαζεύ ει πληροφορίες και όχι για να καλοπερνάει. «Στο τέλος αφού θα περάσει απ’όλους, θα πάρει και τον καλύτερο», έλεγε ο γα λατάς. «Έτσι είναι όλες αυτές. Χαϊδεύει ο ένας κι ο άλλος και στο τέλος χραπ κάνουν μια και στεφανώνονται το καλύτερο παλικάρι, ενώ τα δικά μας τα κορί τσια που δεν τα βλέπει ούτε ήλιος, κάθονται και μαραζώνουν. Αδικία απ’το Θεό».
120
Η Τασία θυμήθηκε κείνο το βράδυ, άγρια μεσάνυχτα, που πετάχτηκαν απ’τα κρεβάτια τους απ’τις φωνές μιας γυναίκας που ζητούσε βοήθεια μέσ’ απ’ το λάκκο. Όταν έτρεξαν οι άντρες να δουν τι τρέχει, είδαν τη Νίτσα μέσα στα αίματα από δυο, ευτυχώς επιπόλαιες μαχαιριές, που είχε φάει από έναν μαύρο σαν τηγάνι Αφρικανό του αγγλικού στρατού. Η Τασία την έβαλε στο σπίτι και την περιποιήθηκε. «Πού βρέθηκες μέσα στο λάκκο τέτοια ώρα μ’αυτόν τον άραπα;» τη ρώτησε. «Θα σε σκοτώσουν καμιά ώρα και θα πας τζάμπα και βερεσέ κορίτσι σα τα κρύα τα νερά. Μαζέψου και λίγο». «Αραπάς, ξεαραπάς» είπε η Νίτσα, είναι ο υπεύθυνος του επισιτισμού σ’όλη την πόλη. Πώς νομίζεις, αν δεν το ξέρεις Τασία, ότι καλότρωτε και καλοπερ νάτε και σεις κι ένα σωρό κόσμος στη γειτονιά;» «Η πουτανιά έχει και τους κινδύνους της», είπε την άλλη μέρα ο γαλατάς. Σ όλη τη γειτονιά έγινε τέτοιο σούσουρο και κουβεντιάστηκε τόσο πολύ το πάθημα της Νίτσας, που από κείνη τη μέρα όποιος είχε καλό φαγητό στο σπίτι έλεγε. «Περάστε να σας κάνουμε το τραπέζι. Έχουμε τ’αράπη το φαγητό». Από κείνη τη νύχτα πάντως, Πολλά φτωχά σπίτια κλάψανε που χάσαν τις καλο σύνες που τους έκανε ο αράπης επισιτιστής, μέσω της Νίτσας. Η Τασία συνήλθε απ’τη σαστιμάρα της. «Και σε ποιον, για να χουμε καλό ρώτημα, εμπιστεύεσαι αυτά τα μυστικά που λες ότι πάντα μάθαινες;» «Αφού θες να τα μάθεις όλα και να κάνεις την έξυπνη, λοιπόν κοντά στο νου κι η γνώση. Στον Δημητρό». «Στον άντρα μου καλέ;» «Αν ο Δημητρός είναι άντρα σου, τότε ναι». Η Τασία έκατσε στην καρέκλα για να μη σωριαστεί κάτω. «Και από πότε κρατάει αυτό το βιολί Νίτσα;» «Από την κατοχή. Και τώρα που τα ξέρεις όλα, σε συμβουλεύω να κάνεις κανο νικά το κορόιδο και να μη μιλήσεις ούτε και στον άντρα σου. Άστον καλύτερα να νομίζει όπως μέχρι τώρα, ότι δεν ξέρεις τίποτα. Και που το’μαθες δηλαδή τι κατάλαβες; Για μένα είτε το ξέρεις είτε όχι καρφί δε με καίγεται, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να βγάλεις αχνά, αφού κινδυνεύει να πάρει φωτιά το σπίτι σου. Φαγώθηκες μωρέ Τασία». Η Τασία κοιτούσε σα χαμένη. Η Νίτσα άνοιξε την πόρτα και βγήκε προσεκτικά στο καλντερίμι. Τέντωσε το ωραίο κορμί της κι ένιωσε στο πρόσωπό της το γλυκό και καθαρό βουνίσιο αεράκι που κατέβαζε ο λάκκος. Τίναξε τα πλούσια μαύρα, σπαστά μαλλιά της προς τα πίσω και κίνησε να πα να δει το έργο Χα μένοι Άγγελοι.
6
121
Ο Φλάμπουρας μάζεψε τους υπαρχηγούς του, το παρτάλι και το σκιάχτρο, στην πλατεία κοντά στα σίδερα και ξεκίνησαν για τον «παράδεισο». Ο Σπίνος τον είχε πει απ’το πρωί στο σχολείο ότι θα έπρεπε το απόγεμα να βρεθούν με τους δικούς τους και να λύσουν κάποιες διαφορές που φάνηκαν ανάμεσα στις δυο συμμορίες. Το στόμα του έβγαζε φωτιές και τα χείλια του ήταν τουμπανιασμένα από το πρωί, όταν στο πρώτο διάλειμμα βρέθηκαν με τον Σπίνο για να κανονίσουν για την αποψινή συνάντηση. «Να ρθείτε σε μας», είπε στον Σπίνο. «Καλύτερα να’ρθετε σεις στον «παράδεισο»», πρότεινε κείνος. «Όχι ρε. Με τίποτα». «Να κάνουμε κορόνα γράμματα», πρότεινε ο Σπίνος. «Ούτε να το σκέφτεσαι», απάντησε ο Φλάμπουρας. «Την τελευταία φορά ήρθα με εμείς. Και για να ξέρεις, έχουμε έρθει στο στέκι σας πολύ περισσότερες φο ρές, από ότι εσείς σε μας». Στο τέλος συμφώνησαν με την πρόταση του Σπίνου ότι όποιος έτρωγε πρώτος ξύλο απ’την κυρία Ευτέρπη, θα ήταν και ο χαμένος και θα πήγαινε στο ραντε βού, στο στέκι τ’αλλουνού. «Σύμφωνοι;» ρώτησε ο Σπίνος που είδε τη διευθύντρια να πλησιάζει πίσω απ’τον Φλάμπουρα. «Τέλος πάντων ρε μαλάκα», δέχτηκε ο Φλάμπουρας κι άρπαξε απ’την κυρία Ευτέρπη την πρώτη σβουριχτή. «Χρυσούλα», φώναξε γεμάτη νεύρα κι αγανάκτηση. «Γρήγορα στο σπίτι και φέρε δυο τσούσκες». Τα παιδιά του σχολείου είχαν μαζευτεί και κρυφογελούσαν με το πάθημα του σημαιοφόρου, που στεκόταν μπροστά στη διευθύντρια σα βρεγμένη γάτα. Εκεί νη τον γράπωσε απ’το γιακά του τριμμένου του σακακιού και τον τίναξε δυο τρεις φορές. «Στο γραφείο. Γρήγορα στο γραφείο, για να σου μάθω να λες τέτοια λόγια. Πού τα’μαθες αυτά τα λόγια βρε χαμένε;» Παρακαλούσε ν’ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Όχι πως τον ένοιαζε η τιμωρία, ούτε και που έγινε περίγελος όλου του σχολείου έτσι που του φερνόταν η διευ θύντρια. Περισσότερο λύσσουσε απ’το κακό του για το θλιμμένο βλέμμα που του’ριχνε η Αντιγόνη. Ήταν σίγουρος και για το τι σκεφτόταν ακόμα. Του το είχε πει μια μέρα, την ώρα που έμπαιναν στην τάξη. «Όλο τσακώνεσαι βρε Γλυνίδη, Εσύ είσαι μεγάλος τώρα. Θα πας και στο γυ μνάσιο του χρόνου. Σοβαρέψου λίγο καημένε». Τα πόδια του έτρεμαν και το κεφάλι του βούιζε. Μάζεψε όση δύναμη του απόμεινε. «Κυρία», είπε με αδύναμη φωνή. «Αυτός με είπε πρώτος». «Σαν τι σου είπε δηλαδή;» «Αυτό που του είπα εγώ. Την ίδια λέξη την είπε πρώτος αυτός σε μένα». Ο Σπίνος πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος.
122
«Ψέματα κυρία. Ψέματα. Λέει ψέματα». Ανάμεσα απ’τα παιδιά πετάχτηκε η Αντιγόνη. «Δεν ντρέπεσαι βρε Χαραλαμπίδη να λες τέτοια πράματα; Εγώ σ’άκουσα με τ’αυτιά μου». Ο Σπίνος τα’χασε για τα καλά. Κοίταξε ένα γύρω τα παιδιά ψάχνοντας για σύμ μαχο. «Ορκίζομαι κυρία. Ορκίζομαι». «Κι εγώ ορκίζομαι σ’ότι έχω ιερό ότι τον άκουσα με τα ίδια με τ’αυτιά κυρία», είπε με πείσμα η Αντιγόνη. Η διευθύντρια τα’χασε για μια στιγμή, αλλά αμέσως συνήλθε. «Και οι δυο στο γραφείο. Εμπρός μαρς. Στο κάτω κάτω για να γίνει φασαρία και ειπωθούν βρισιές, χρειάζονται δυο. Ένας δε φτάνει. Σα να το’ξερα και ζήτη σα απ’τη Χρυσούλα να φέρει δυο τσούσκες». «Α, ρε πούστη Σπίνο», σφύριξε μέσ απ’τα δόντια του ο Φλάμπουρας. «Πήγες να με ρίξεις, αλλά τώρα φάτη και συ. Καθίκι». Όλα τα παιδιά έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν τους είδαν να βγαίνουν απ’το γραφείο της διευθύντριας μετά την περιποίηση. Μπροστά πήγαινε ο Σπίνος κλαίγοντας και κρατώντας με τη χούφτα το στόμα του και πίσω του χαμογελα στός και άνετος ο Φλάμπουρας. «Ρε Γλυνίδη, γλυκό του κουταλιού σε κέρασε κει μέσα και πας έτσι καμαρωτός κι ευτυχισμένος»; τον πείραξε ο Βεργίδης. Έτσι πως γίνανε τα πράματα μακάρι να έτρωγε τέτοια τιμωρία κάθε μέρα. Τι κάθε μέρα, κάθε ώρα καλύτερα να λες. Και αυτή η κυρία Ευτέρπη, πρέπει να πει την αλήθεια, είναι μια άριστη δασκάλα και πολύ καλή γυναίκα. Ε, μπορεί καμιά φορά να είναι αυστηρή και να τους βασανίζει, αλλά τι να κάνει κι αυτή η χριστιανή όταν έχει στο κεφάλι της λουλούδια σαν κι αυτόν. Το στόμα του το ένιωθε σα μια μεγάλη ανοιχτή πληγή και τα χείλια του δεν τα καταλάβαινε καθόλου, αλλά μέσα του αιστανόταν σα να πετούσε. Ακούς εκεί να πεταχτεί αμέσως και να τον υποστηρίξει; Εδώ παιδί με είναι σα να σε περιχάνε με σερμπέτι, σα να σε λούζουν με μοσχοσάπουνα. Πασάς στα Γιάννενα, που λέει κι ο πατέρας του. Έφερνε στο μυαλό του ξανά και ξανά τη σκηνή και τρελαινόταν. Κανείς μέχρι τώρα, έξω απ’τη μάνα του και τον πατέρα του δεν τον είχε σταθεί στο παραμι κρό. Και με τον τελευταίο κατεργάρη να τσακωνόταν στη γειτονιά, όλοι λέγαν ότι έφταιγε αυτός. «Τι να περιμένεις απ’αυτόν τον αληταρά», έλεγαν και μάλωναν τα παιδιά τους όταν τα έβλεπαν, όχι να κάνουν παρέα, αλλά μόνο ν’αλλάζουν δυο τρεις κου βέντες μαζί του. Τώρα όμως να πα να πνιγούν όλοι. Έχει ένα υποστηριχτή που λέει και ψέματα μπροστά στη διευθύντρια για να τον βοηθήσει. «Α, ρε μάγκα ωραία που’ναι η ζωή», βγήκε σαν γρύλισμα απ’τα πρησμένα του χείλια.
123
«Τι είπες;», τον ρώτησε το Σκιάχτρο. Δεν του απάντησε. Και να ήθελε δεν μπορούσε, αλλά μέσα του σκέφτηκε ότι ήταν καιρός να ξεκόψει απ’αυτά τα σαμιαμίδια. Καλοί και άγιοι και φίλοι γκαρδιακοί ήταν. Τόσα χρόνια τον τιμούσαν και τον υπάκουαν σαν αρχηγό, αλλά τώρα μεγάλωσε και δε σηκώνει να κάνει παρέα μαζί τους Μεγάλωσε. Πόσα χρόνια μεγάλωσε σήμερα; Ούτε κι αυτός ήξερε να λογα ριάσει. Μπορεί ένα χρόνο, μπορεί και πενήντα. Για δε ρε φίλε τι σου κάνει ένας υποστηριχτής. Τόσες τσούσκες, τόσες κλοτσοπατινάδες κι αυτός ήταν όλο χα ρές και πανηγύρια. Όταν τέλειωσαν τα μαθήματα τον πλησίασε η Αντιγόνη. «Πως σε κάναν έτσι φουκαρά. Σα χιμπατζής έγινες». «Εσύ κοπέλα μου μπορείς να μου πεις γιατί είπες ψέματα;», τη ρώτησε τάχα αγριεμένος. «Εγώ;» έκανε το κορίτσι με το ποιο αθώο ύφος του κόσμου. «Πότε καλέ είπα ψέματα;» «Αχού. Αυτή θα με τρελάνει. Εσύ δεν είπες ότι άκουσες το Σπίνο μα με λέει αυ τός πρώτος με κείνη την πρόστυχια κουβέντα;» «Το είπα βέβαια», είπε με πονηρό χαμόγελο. «Έτσι άκουσα έτσι είπα. Άμα είπα ψέματα εγώ, τότε είπες και συ. Εσύ δεν είπες ότι αυτός σ’έβρισε πρώτος; Πρόσεξε μόνο μη το μαρτυρήσεις, γιατί θα βγουν και τα δικά σου ψέματα». Καλά έλεγε ο πατέρας του ότι με τις γυναίκες ούτε ο διάολος μπορεί να τα βγάλει πέρα. «Εγώ μωρή να μαρτυρήσω; Καλύτερα να πεθάνω. Για κουραμπιέ με πέρασες; Είμαστε και άντρες δηλαδή». «Τώρα Γλυνίδη» είπε δειλά το κορίτσι, «έχουμε ακόμα ένα μεγάλο μυστικό οι δυο μας». «Σαν ποιο;» «Ότι βρε βλάκα, είπαμε και οι δυο ψέματα στην κυρία Ευτέρπη. Αν το μάθει θα μας σκοτώσει. Θα μας κάψει ζωντανούς. Εγώ μια φορά βασίζομαι σε σένα. Εσύ;» Γύρισε απότομα μ’ένα κοροϊδευτικό γέλιο κι έφυγε γρήγορα. Ο Φλάμπουρας κουτούλησε το κεφάλι του στο ντουβάρι, για να δει αν είναι ξύ πνιος ή ονειρεύεται. Μέρα κι αυτή να σου λάχει. Ξεκίνησε με τα χειρότερα και τελείωσε με τα καλύτερα. Σαν το έργο με τον Ταρζάν που είχε δει μια φορά στο Αττικό. Έτρεχε ο Ταρζάν μέσα στις ζούγκλες και τα ποτάμια, πάλευε με λιο ντάρια και τίγρεις, με κροκόδειλους και αραπάδες, για να βρει το κορίτσι του την Τζέην που του την είχανε αρπάξει. Όταν στο τέλος τη βρήκε την αγκάλιασε και τη φίλησε τόσο φανερά μπροστά σ’όλο τον κόσμο, που άρχισαν όλοι να χτυπάνε τα πόδια τους με μανία στο πάτωμα. «Χασάπη όλο», φώναζαν. «Α… ρε αγράμματοι, αστοιχείωτοι τενεκέδες», είπε ο μυταράς που στεκόταν στην πόρτα και έκοβε τα εισιτήρια. «Αυτό είναι ρε που λένε οι αμερικάνοι το χάπι δεν. Πα να πει μ’άλλα λόγια ότι τελειώσαμε όμορφα κι ωραία».
124
«Και τι είν αυτό το χάπι που μας λες ρε μυταρόλα;» ρώτησε ένας. «Αυτό πα να πει ότι μέχρι δω και μη παρέκει. Φιλάκια και τέρμα. Δεν, ρε μάπες. Τι θα πει δεν; Τέρμα και δεν έχει άλλο. Τι άλλο να σε δείξει ρε φίλε. Να την ξεβρακώνει κιόλας; Άντε τώρα να φεύγουν οι πρωινοί που είδαν το έργο τρεις φορές, για να’ρθει και κάνας άλλος να δει τα φιλάκια. Έτσι κι αλλιώς το κολλητήρι γίνεται μετά τις εννιά. Τότε έρχεται κι η γυναίκα ταυ γιατρού, τότε κι η άλλη η ξανθούλα που πήρε κείνον το νερόβραστο τον Αμερικάνο». «Και χάπι δεν», φώναξε ο Μανόλης το λουστράκι και γέλασαν όλοι με την καρ διά τους. Ο Φλάμπουρας με τους δικούς του προχώρησε στον «παράδεισο» και είδε τον Σπίνο με τα πρωτοπαλίκαρά του, τον Γκαβούλια και το Μύξα να τους περι μένουν καθισμένοι στο πηγάδι. «Μεγάλη πουστιά αυτή που έκανες», είπε ο Σπίνος. «Γιατί ρε είπες ψέματα;» «Κι εσύ γιατί μ’έστησες τέτοια κομπίνα; Καλύτερα να πέταγα μια πέτρα να σπάσω κάνα τζάμι για την πλάκα μου και να τις μαζέψω, παρά να φάω και ξύλο και τσούσκα μαζί. Οπότε λέω. Πάρε μια ψεματάρα κυρά μου και γράπωσε κι αυτόν μαζί». «Και τι κέρδισες εσύ απ’αυτό ρε; Πιο γλυκιά είν η τσούσκα άμα την τρώει κι άλλος μαζί με σένα;» «Ε…», είπε ο Φλάμπουρας. «Όσο να ναι παρηγοριέσαι». «Πάντως» συνέχισε ο Σπίνος, «αυτό που έκανα εγώ ήταν μαγκιά, ενώ αυτό που έκανες εσύ, είναι πουστιά. Εντάξει;» «Έτσι είναι», πετάχτηκε ο Μύξας. «Άλλο έξυπνος κι άλλο ρουφιάνος». «Και να ρωτήσω και κάτι ακόμα ρε Φλάμπουρα», είπε. Ο Σπίνος. «Τι σου είναι αυτή η πουτανίτσα η Αντιγόνη, που είπε κείνη τη μαλακία ότι τάχα μ’άκουσε με τα ίδια της τ’αυτιά να σε βρίζω; Από πού κι ως πού αυτό το σκατό πήρε το μέρος σου, σα να’ταν αδερφή σου; Μια φορά εγώ θα την τακτοποιήσω έτσι, που να με θυμάται». «Και τι θα της κάνεις ρε Σπίνο;», Γέλασε ειρωνικά ο άλλος. «Ντα θα την κάνεις; Τέλος πάντων ας τ’αφήσουμε αυτά. Λοιπόν; Κοντεύει να σκοτεινιάσει και σε λίγο θα βγει το φάντασμα ο Δανιήλ ο παιδονόμος και θα έχουμε αύριο τα ίδια ντράβαλα και χειρότερα με την κυρία Ευτέρπη. Σκέφτηκα», συνέχισε «ότι μια και τόσο καιρό παίζουμε όλοι μαζί, θα ήταν καλύτερα να ενώναμε και τις συμμορίες μας». Οι υπαρχηγοί άνοιξαν ένα στόμα δυο πιθαμές «Τι λέει αυτός ο μάπας ρε Σπίνο», έβαλε τις φωνές ο Γκαβούλιας. Πού το είδε γραμμένο να ενώνονται δυο συμμορίες; Μπακάλικο είναι». Το Σκιάχτρο κοίταξε απορημένο τον αρχηγό του. «Σοβαρά τα λες αυτά ρε συ; Μπορεί να παίζουμε μαζί τώρα, αλλά δε γίναμε και κολλητοί. Μ’αυτούς ρε θα κάνουμε συμμορία. Αυτοί είναι λαπάδες». Ο Μύξας τον αγριοκοίταξε.
125
«Θες τώρα να σου δείξω ποιος είναι λαπάς;», είπε και τον άρπαξε απ’το λαιμό. «Θες να σε βάλω να φας χώμα;» Ο Σπίνος μπήκε στη μέση και τους χώρισε. «Σταματήστε ρε κωθώνια να δέρνεστε. Εγώ τα έχω μιλήσει με τον Φλάμπουρα και συμφωνήσαμε να κάνουμε μια συμμορία όλοι μαζί. Το μόνο που δεν κουβε ντιάσαμε είναί για το ποιος θα είναι ο αρχηγός, αφού όταν οι δυο συμμορίες θα γίνουν μια τότε θα περισσεύει ένας αρχηγός. Άμα δε συμφωνήσουμε, τ’αφήνουμε τα πράματα όπως έχουν». «Εγώ δε συμφωνώ να γίνω ένα μ’αυτούς», είπε με πείσμα ο Μύξας. «Δεν τους γουστάρω με τίποτα». «Και τότε γιατί παίζεις μαζί τους;», τον ρώτησε ο αρχηγός του. «Το ίδιο πράμα είναι να παίζεις και το ίδιο να είσαι στην ίδια συμμορία; Στην ίδια συμμορία πα να πει ότι ξέρουν οι άλλοι όλα τα μυστικά σου και συ ξέρεις όλα τα δικά τους. Θυμάσαι που είχαμε πάει όλη η παρέα και είδαμε κείνο το έργο με τις αμερικάνικες συμμορίες;» «Ποιο έργο είδατε ρε ψεύτη; Εκείνο που λες ήταν ακατάλληλο. Σ’αφήνει ο πορ τιέρης να μπεις μέσα;» «Νάτο. Το είδες;», γύρισε όλος χαρά ο Μύξας στον αρχηγό του «Τι σ’έλεγα εγώ; Αν γίνουμε μια συμμορία, πρέπει να τους πούμε και το μυστικό να βλέπουνε τα ακατάλληλα έργα». Το παρτάλι τους κοίταξε όλους απορημένος. Μετά γύρισε στα Μύξα. «Λες για τα Διονύσια έτσι; Σιγά το μυστικό. Αυτό ρε το ξέρουν κι οι κότες». «Για πέστο μας ρε έξυπνε εσύ». «Δίνετε στον Μπάμπουρα το λούστρο από μίση δραχμή, κόβει εισιτήριο που εί ναι μεγάλος, πάει και σας ανοίγει το παράθυρο της τουαλέτας κι από κει μπου κάρετε όλοι. Αυτό ρε βλάκα το κάνουμε μεις από τότε που γεννηθήκαμε». «Αυτό μπορεί να έτυχε να το ακούστε», είπε μουδιασμένος ο Μύξας. «Εγώ μια φορά ήθελα να πω για το έργο. Οι συμμορίτες προτίμησαν να πεθάνουν για να κρατήσει ο καθένας το μέρος του να το εκμεταλλεύεται, παρά να κάνουν συμ φωνίες.» «Θα’φήστε καμία φορά τα χαζά και να δούμε τι θα γίνει με το θέμα μας; Εγώ είμαι σύμφωνος», είπε με πείσμα ο Σπίνος. «Ε… τότε τι μας ρωτάς εμάς;», έκανε πικραμένα ο Γκαβούλιας. «Ποιος λοιπόν θα είναι αρχηγός. Αυτός ή εσύ;» «Αυτό ρε μάπα θα κουβεντιάσουμε. Πως το λένε οι μεγάλοι αυτό;» Σκέφτηκε λίγο. «Ναι ρε. Διαπραγματεύσεις το λένε. Που μαζεύονταν όλοι αυτοί οι μεγάλοι στον πόλεμο και τα έλεγαν μεταξύ τους κι αποφασίζαν στο τέλος τι θα γίνει και τι θα κάνουν όλοι μαζί, μ’όλο που ο ένας ήθελε να φάει ζωντανό τον άλλον. Αυτοί ρε τα βρίσκανε μεταξύ τους κι εμείς δεν μπορούμε;» «Αρχηγός λέω γω με το δικό με το μυαλό, πρέπει να είναι κείνος που’ναι μεγα λύτερος», πρότεινε το Σκιάχτρο. Ο Γκαβούλιας γέλασε με χαχανητά.
126
«Να μη λες με το δικό μου το μυαλό, να λες με το κλούβιο μου το μυαλό. Επει δή ξέρεις ότι ο δικός σου είναι μεγαλύτερος, πετάς την κοτσάνα σου. Άμα ρε ο δικός σου ήταν ο πιο χοντρός, τότε θα έλεγες ότι με το δικό σου το μυαλό πρέπει να είναι αρχηγός ο πιο χοντρός». «Ο Νάσος ο τρελός να γίνει αρχηγός», πετάχτηκε ο Μύξας. Όλοι έβαλαν τα γέλια. «Μπράβο ρε Μύξα ποιητή», είπε ο Σπίνος. Σκύψε. Ο Μύξας έσκυψε το κεφάλι κι έφαγε από μια σβερκιά απ’τον καθένα. «Εγώ πριν έρθω εδώ το σκέφτηκα πολύ τα πράμα, γιατί είναι και δύσκολο να το λύσουμε», πήρε το λόγο ο Σπίνος. «Είπα ότι θα μπορούσαμε να είμαστε αρχη γοί και οι δυο». «Συμμορία με δυο αρχηγούς γίνεται ρε σεις;» πήρε το λόγο ο Γκαβούλιας. «Ποιον θ’ ακούμε τότε; Εμείς θα κάνουμε ότι μας λέει ο Σπίνος και οι άλλοι ότι τους λέει ο Φλάμπουρας. Θα γίνουμε της πουτάνας το κάγκελο». «Σκάσε ρε κολοκύθα που όλο βιάζεσαι να πεις τη μαλακία σου. Άσε πρώτα να τελειώσω και μετά λες τις χαζομάρες σου», συνέχισε ο Σπίνος. «Λοιπόν έλεγα ότι θα μπορούσαμε να είμαστε αρχηγοί και οι δυο, αλλά όχι μαζί. Ένα μήνα αρ χηγός ο ένας κι ένα μήνα ο άλλος». Ο Μύξας τον κοίταξε σα να τον έβλεπε πρώτη φορά. «Τι μαλακίες είν αυτές που μας λες αρχηγέ; Δηλαδή πα να πει ότι όταν θα είναι αρχηγός ο Φλάμπουρας, εμείς θα κάνουμε ότι μας λέει; Κι αν μας πει να του δώσουμε τη σπηλιά εμείς θα το κάνουμε;» «Ρε βλάκα, πώς θα κάνει κάτι τέτοιο, αφού ξέρει ότι τον άλλο μήνα θα είμαι αρχηγός εγώ και θα πάρω τη σπηλιά πίσω. Τόσο ντουρντουβάκι είσαι; Αφού σου λέω ότι τα σκέφτηκα όλα πολύ καλά και είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Τι συμμορίες είν αυτές ρε συ; Εμείς με πέντε άτομα κι αυτοί με έξι; Ενώ άμα ενωθούμε θα είμαστε πολλοί και θα είμαστε κι ατρόμητοι. Ποια άλλη συμμορία μπορεί να μας κουνηθεί; Τόσα χρόνια που κυνηγιόμασταν με τις πέτρες τι καταλάβαμε; Ενώ άμα είχαμε κάνει μια συμμορία από πολύ καιρό, σήμερα θα είχαμε πλακώσει και τα κωλόπαιδα απ’τα λαζαίϊκα. Έτσι δεν είναι ρε Φλάμπουρα;» «Έτσι είναι όπως τα είπε ο Σπίνος. Εμένα μια φορά δε μ’ενδιαφέρει να είμαι αρχηγός. Ο πατέρας μου λέει ότι μεγάλωσα πια και πρέπει ν’αλλάξω ρότα και να σοβαρευτώ. Παράγγειλα κιόλας μακρύ πανταλόνι». «Κι από πότε ρε αρχηγέ» πετάχτηκε το Σκιάχτρο, «ακούς τι σου λέει ο πατέρας σου; Ήμαρτον Παναγιά μου. Θα μας τρελάνουν αυτοί. Ρε σεις έτσι λαπάς γίνε ται όποιος μεγαλώσει; Έτσι θα γίνω κι εγώ; Καλύτερα ρε να πάω να πνιγώ στο βαθάκι, παρά να καταντήσω έτσι. Εμείς ρε σε θέλουμε αρχηγό μέχρι που να πε θάνουμε». Ο αρχηγός του σβούριξε μια, που κόντεψε να τον ρίξει κάτω. «Πάρτη αυτή για να μάθεις να λες μαλακίες», είπε. «Και να ξέρεις ακόμα ότι εγώ του χρόνου θα πάω στο γυμνάσιο. Έχεις ακούσει ρε βλάκα κανέναν που
127
πηγαίνει στο γυμνάσιο να είναι και σε συμμορία; Πρώτα πρώτα δεν ταιριάζουν οι ώρες και έπειτα έχει και πολλά μαθήματα στο γυμνάσιο». «Κοίτα ρε πώς αλλάζει και πώς χαλάει η ζωή», φιλοσόφησε ο Γκαβούλιας. «Έτσι θα γίνεται κάθε φορά ρε σεις; Όλα θ αλλάζουν κάθε τρεις και μια;» «Αυτός είναι τρελός», πετάχτηκε ο Μύξας. «Τι νομίζεις δηλαδή ότι όταν μεγα λώσουμε και κάνουμε παιδιά, ακόμα συμμορία θα έχουμε;» «Και γιατί να μην έχουμε τη συμμορία μας κι όταν μεγαλώσουμε; Αντί τότε να τρέχουμε στο λάκκο και να πιάνουμε βατράχους, ή να κυνηγάμε γάτες, θα πη γαίνουμε στις ταβέρνες και θα πίνουμε ρακί και θα γλεντάμε. Θα είμαστε όλοι μαζί πάλι. Πα να πει θα είμαστε συμμορία». «Η συμμορία της ταβέρνας δηλαδή», γέλασε το παρτάλι που δεν είχε ανοίξει μέχρι τότε το στόμα του. Ή καλύτερα, η μεθυσμένη συμμορία». «Τι κοροϊδεύεις ρε βλάκα;», αγρίεψε ο Γκαβούλιας. Ότι σε κατεβάσει το ξερό σου το κεφάλι λες. Καλά έκανες και δεν άνοιγες το στόμα σου μέχρι τώρα. Και δε με λες ρε κύριε που κοροϊδεύεις, άμα είμαστε μεγάλοι και τα πίνουμε στην ταβέρνα και γίνει παρεξήγηση με άλλη παρέα, όπως γίνεται κάθε μέρα, τότε ποιανού μέρος θα πάρεις; Τ’αλλουνού; Όχι μίλα ρε. Πες κάτι τέτοιο αν σου βα στάει;» «Καλά σου λέει ρε βλάκα», συμφώνησε το Σκιάχτρο. Καλύτερα βούλωστο παρά να λες τέτοιες αηδίες. Δεν είδες ρε συ το Ρομπέν των δασών στο έργο; Συμμορίτες είναι και κείνοι, αλλά δεν παίζουν με τις γάτες. Κάθονται σε μια τα βέρνα και πίνουν και περιμένουν εκείνον τον βασιλιά τους να’ρθει και να τον κάνουν αφεντικό. Καλή συμμορία δε λέω, αλλά πολύ λαπάδες ρε παιδιά. Έχουν αρχηγό πρώτο και κείνοι με το ζόρι ψάχνουν αυτόν τον άλλο, που τους είχε πα ρατήσει. Έτσι είναι φαίνεται οι εγγλέζοι συμμορίτες». «Άντε πάμε να σπάσουμε τώρα γιατί νύχτωσε», έδωσε το σύνθημα ο Σπίνος. «Αύριο που είναι Σάββατο και δεν έχει σχολείο, μετά το κατηχητικό να βρεθού με όλοι στο λάκκο κοντά στο βρυσάκι και να παίξουμε τους συμμορίτες και τους χωροφύλακες». «Ποιους συμμορίτες ρε Σπίνο;» ρώτησε ο Γκαβούλιας. «Αυτούς ρε που είναι στο βουνό και πολεμάν να χαλάσουν την Ελλάδα. Αυτοί δεν είναι συμμορίτες σαν και μας, αυτοί είναι αντίχριστοι. Μας το είπαν και στο σχολείο. Αλλά πού να πάρεις χαμπάρι εσύ ρε κωθώνι που κοιμάσαι όρθιος». «Αφού είναι τέτοιοι ρε Σπίνο» αντιμίλησε ο Γκαβούλιας, «τότε γιατί να μας λεν και μας το ίδιο; Αντίχριστοι είμαστε μεις; Ίσα ίσα που πάμε στο κατηχητικό κάθε Σάββατο και στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Ν’αλλάξουμε όνομα». «Κάτι είπες τώρα βλάκα. Όλο χαρά πας και στην εκκλησία και στο κατηχητικό. Άμα ρε δεν μας στέλνανε με το ζόρι, θα πήγαινες;» Ο Γκαβούλιας σκέφτηκε λίγο. «Τι να πήγαινα να κάνω ρε στο κατηχητικό; Να με λένε ένα σωρό αηδίες για το δίδαγμα και το ρητό. Αυτά είναι για τον Μπούλη, που όλη μέρα είναι στα φου στάνια της μάνας του. Για ρώτα αύριο τον κατηχητή αν μπορούμε να’χουμε συμμορία και θα δεις».
128
«Για στάσου ρε», είπε το Σκιάχτρο. «Μπορούμε να λέμε ότι είμαστε συμμορί τες ίδιοι μ’αυτούς που είναι βρομιάρηδες κι αντίχριστοι; Ποιοι είναι οι καλοί ρε Σπίνο;» «Οι χωροφύλακες είναι ρε βλάκα και οι φαντάροι. Δεν το άκουσες που το είπε κι ο Παυλής; Ο εθνικός στρατός» λέει, «πάει να τους λιώσει για να γλιτώσουμε από δαύτους μια ώρα αρχύτερα». «Κι άμα είναι τέτοιοι» ρώτησε ο Γκαβούλιας, «τότε τι ζητάει μαζί τους ο Καρα βιάς; Αυτός ρε είναι ο καλύτερος άνθρωπος. Μια μέρα με αγόρασε και καρα μέλες απ’την κυρά Όλγα. Και κείνο το καραβιούδι που δεν το έβγαλαν παρα στάτη στο σχολείο, λέει ο πατέρας μου ότι το κάναν γιατί ο Καραβιάς είναι με τους συμμορίτες. Και τι φταίει το παιδί του;» «Μήπως εσύ ρε Γκαβούλια είσαι καλύτερος απ’τους δασκάλους; Εσύ γιατί δεν τον κάνεις παρέα;» «Πού να ξέρω ρε συ. Ο πατέρας μου μια λέει το’να και μια τ’άλλο. Τα έχει κι αυτός χαμένα μ’όλα αυτά. Μια λέει ότι ο Καραβιάς είναι ο καλύτερος στη γει τονιά και μια με λέει να μην κάνω παρέα με το γιο του, γιατί κάνει τζιζ. Άμα μάθει ότι σας τα λέω αυτά τα πράματα θα με κοντύνει μια πιθαμή απ’το ξύλο. Εγώ μια φορά θέλω από δω και πέρα να είμαστε εθνικός στρατός κι όχι συμμο ρίτες». «Και αύριο ρε που θα παίξουμε τους χωροφύλακες και τους συμμορίτες» ρώτη σε ο αρχηγός, «ποιος θα κάνει τους συμμορίτες;» «Τότε θα είναι ρε συ στα ψέματα και δεν πιάνει», απάντησε ο Γκαβούλιας. «Εγώ μια φορά θέλω να είμαι ο Παυλής με την κιθάρα. Θα φέρω κι ένα παλιό τηγάνι που έχει η γιαγιά μου, να πολεμάω μ’αυτό». «Φέρε συ το τηγάνι και θα δεις ποιος είναι ο Παυλής», γέλασε ο Σπίνος. «Άντε τώρα γεια και τα λέμε αύριο», είπε και κίνησε για το σπίτι του. «Άντε γεια», είπαν όλοι και σκόρπισαν.
7 Μόλις τελείωσε το κατηχητικό ξεχύθηκαν όλοι στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Ο Δημητράκης απ’το πρωί στο σχολείο είχε μάθει τα καθέκαστα. Οι συμμορίες θα ενώνονταν και θα είχαν έναν αρχηγό, τον Σπίνο, αφού ο Φλάμπουρας είπε ότι τώρα πια που μεγάλωσε, θέλει σιγά σιγά να τους αφήσει. «Άλλη χαζομάρα κι αυτή. Παρατάν ρε την αρχηγία έτσι στα καλά του καθου μένου;», ρώτησε ο Μύξας που του είπε όλα τα καθέκαστα για τη χτεσινή συ νάντηση. «Καλά λέει ο Μύξας», σκέφτηκε. Αλλά τι τον νοιάζει τώρα αυτόν αν ο Φλάμπουρας τα παράτησε; Κείνο που έχει σημασία είναι το καινούριο παιχνίδι, που είπε ο Μύξας ότι θα παίξουν απόψε. «Ρε μάπα. Ξέρεις τι θα παίξουμε απόψε μετά το κατηχητικό;» «Όχι».
129
«Άντε ντε βρες το που μας κάνεις τον έξυπνο. Τι καλός μαθητής και κουραφέξαλα είσαι, άμα δεν μπορείς να βρεις αυτό;» «Τρελός παπάς σε βάφτισε με φαίνεται. Καλός μαθητής μπορεί να είμαι, αλλά δεν είμαι και μάγος. Θα πεις ρε τώρα τι είν αυτό το παιχνίδι;» «Εντάξει», είπε ο Μύξας σκύβοντας στ’αυτί του. «Αλλά να μη το μάθει κανείς άλλος, εξόν από τον Γκαβούλια, το Παρτάλι και το Σκιάχτρο που ήταν εκεί και το ξέρουν. Θα παίξουμε τους χωροφύλακες και τους συμμορίτες». Από κείνη την ώρα δεν είχε μυαλό ούτε για μάθημα ούτε για τίποτα. Περίμενε πώς και πώς να περάσουν οι ώρες. Στο κατηχητικό ο κατηχητής που τον είδε αφηρημένο, τον ρώτησε ξαφνικά. «Για πες μας Δημητράκη το δίδαγμα από την παραβολή του καλού Σαμαρείτη». «Έπεσ’ απ’ το γάιδαρό του», ψιθύρισε πίσω του ο Κεφάλας. «Ο γάιδαρος κύριε», είπε σαστισμένος ο Δημητράκης που δεν είχε πάρει καν χαμπάρι τι τον ρώτησε. «Ποιος γάιδαρος και πράσιν’ άλογα βρε τενεκέ που είσαι σ’άλλους τόπους». Ο Σπίνος πετάχτηκε όρθιος. «Να πω εγώ κύριε;» «Για λέγε Χαραλαμπίδη να βγάλεις ασπροπρόσωπη τη γειτονιά μας», είπε ο κα τηχητής. «Αυτός ο Σαμαρείτης είχε ένα γάιδαρο και τον φόρτωσε διάφορα πράματα, για να κάνει τον έμπορα. Να σα να πούμε ντομάτες, αγγουράκια, μελιτζάνες και τα τέτοια και πήγε ν’αράξει έξω απ’την εκκλησία να τα πουλήσει. Σα τον είδε ο Χριστός να κάνει τέτοια χαζά έξω απ’την εκκλησία, φρύαξε. Ρε μπαγαπόντη του λέει, εδώ ήρθες να πουλήσεις ζαρζαβατικά; Εδώ είναι το σπίτι του Θεού βρε ξόανο. Αρπάζει το λοιπόν ο Χριστός έτσι πως ήτανε στις φούρκες του, ένα μαστίγιο σαν του Ζορό και τον αρχίζει στις γρήγορες. Πάρε κι αυτή πάρε και τούτη και πού σε πονά και πού σε σφάζει». «Κάτσε κάτω βλακέντιε», τσίριξε σχεδόν νευριασμένος ο κατηχητής. Γύρισε στα υπόλοιπα παιδιά και ρώτησε. «Ήταν κανείς εδώ τόση ώρα που εξηγούσα την παραβολή, για να μας πει τι κα τάλαβε;» Κανείς δεν κουνήθηκε. Ο κατηχητής νευρίασε. «Τι ερχόσαστε εδώ τότε κάθε Σάββατο αφού δε μαθαίνετε ούτε πού πάν τα τέσ σερα;» Ο Φλάμπουρας σήκωσε το χέρι του. «Έλα», είπε ανακουφισμένος ο κατηχητής. «Πες μας Γλυνίδη τι κατάλαβες απ’την παραβολή;» «Δεν κατάλαβα τίποτα κύριε. Ήθελα μόνο να πω ότι δεν ερχόμαστε εμείς μόνοι μας εδώ στο κατηχητικό. Με το ζόρι μας στέλνουν από το σχολείο». Ο κατηχητής χλόμιασε. «Δηλαδή» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή, «θα προτιμούσατε να μην ήσασταν εδώ; Δεν σας ενδιαφέρει ο λόγος του Θεού; Προτιμάτε να αλητεύετε παρά να έρχεστε στο κατηχητικό, όπου θα μάθετε πώς να γίνετε καλοί χριστιανοί και
130
χρήσιμοι πολίτες στην κοινωνία…; Όλοι ;» ρώτησε κοιτάζοντας όλους ένα γύρο, «έχετε την ίδια άποψη με τον Γλυνίδη;» Βουβαμάρα έπεσε. Κανείς δεν άνοιξε το στόμα του. Ο κατηχητής συνέχισε. «Ίσως το ότι ήσασταν αφηρημένοι σήμερα, να είναι εντελώς συμπτωματικό. Πιστεύω ότι σχεδόν όλοι σας έρχεστε με χαρά στο κατηχητικό. Ίσως ο Γλυνίδης να παίρνει άλλες αρχές απ’το σπίτι του. Θα πρέπει να το εξετάσω. Τι δου λειά κάνει ο πατέρας σου Γλυνίδη;» «Φορτοεκφορτωτής κύριε». «Χαμάλης δηλαδή;» «Ναι κύριε, χαμάλης». «Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο πατέρας σου δεν εμφορείται από εθνικάς και χρι στιανικάς ιδέας Γλυνίδη». Ο Φλάμπουρας τινάχτηκε μέχρι πάνω. «Δεν ξέρω τι είν αυτό που είπατε κύριε, αλλά ο πατέρας με είναι μια χαρά άν θρωπος. Δουλεύει όλη μέρα χαμάλης και το μεροκάματό του το φέρνει κάθε βράδυ και το δίνει στη μάνα μου, να κάνει κουμάντο να φάμε και να ντυθούμε. Κανέναν δεν πειράζει και με κανέναν ποτέ δε μάλωσε». «Σε παροτρύνει όμως να έλθεις στο κατηχητικό και να πας στην εκκλησία;» Στράφηκε στον Μπούλη το χοντρό. «Εσένα σε παροτρύνουν οι γονείς σου παιδί μου να έλθεις εδώ;» Ο Μπούλης έβαλε τα κλάματα. «Όχι…, όχι κύριε. Ποτέ δεν έκαναν οι δικοί με κάτι τέτοιο. Ίσα ίσα που η μάνα μου μου λέει να έρχομαι στο κατηχητικό κάθε Σάββατο». Ο κατηχητής αγανάκτησε. «Αυτό σου λέω και γω βρε τούβλο. Σου λέει λοιπόν η μάνα σου να έρχεσαι στο κατηχητικό;» Ο μπούλης δεν μπορούσε να σταματήσει τα κλάματα. «Ναι κύριε…, σας ορκίζομαι. Το άλλο όμως, το πώς το είπατε, δεν το κάνουν». «Καλά, καλά. Άντε πάτε τώρα στην ευχή του Θεού και όσον αφορά τον Γλυνί δη θα κάνω μια συζήτηση με τη διευθύντριά σας, για να μάθω το ποιόν των δι κών σου». Ο Δημητράκης άκουσε καθαρά τον Φλάμπουρα να λέει μες απ’τα δόντια του, την ώρα που σηκωνόταν. «Αι σιχτίρ από κει βλάκα, φλώρε, που θα πεις εσύ νερουλιασμένε για τον πα τέρα μου». Έτρεξαν όλοι κάτω και μαζεύτηκαν μπροστά στην εκκλησία. «Άντε» είπε ο Δημητράκης, «δε θα πάμε να παίξουμε τους χωροφύλακες και τους συμμορίτες;» «Καλά ρε και συ. Σα τη χήρα στο κρεβάτι κάνεις», τον έβαλε χέρι ο αρχηγός. «Λέω να πάμε πρώτα μια βόλτα στο λιμάνι, να δούμε ένα πολύ μεγάλο καράβι που ήρθε χτες. Ο αδερφός μου, που με το είπε, λέει ότι είναι το μεγαλύτερο που έχει δει. Άντε πάμε. Άντε προχωράτε κωθώνια».
131
Όταν έφτασαν στο λιμάνι, ο Δημητράκης έμεινε μ’ανοιχτό το στόμα. Θεέ μου τι ήταν αυτό το πανέμορφο και τεράστιο άσπρο καράβι; Στεκόταν αραγμένο, ακί νητο στο μόλο και φάνταζε σα νύφη φρεσκοντυμένη και χαμογελαστή. «Από πού είναι;» ρώτησε κάποιους μεγάλους που στέκονταν κι αυτοί και το χάζευαν. «Απ τη Σουηδία», είπε ένας. Πού να είναι άραγε αυτή η χώρα η πώς την είπε αυτός ο κύριος; Το βράδυ δεν πρέπει να ξεχάσει να ρωτήσει τον πατέρα του γι αυτή τη χώρα. Μια χώρα που έχει τέτοια καράβια, δεν μπορεί, θα είναι όλη άσπρη και καθαρή. Θα είναι σαν ένα όνειρο. Κάτι σαν τον παράδεισο που έλεγαν στα θρησκευτικά. Και τι ωραία θα ήταν να μπορούσε να τρυπώσει σ’αυτό το κάτασπρο καράβι και να ταξιδέψει μακριά! Να περάσει θάλασσες κι ωκεανούς και να βρεθεί σ’αυτή την όμορφη χώρα. Μόλις θα έφταναν στο λιμάνι της, θα πετιόνταν απ’την κρυψώνα του και θα έλεγε. «Εγώ σας συμπάθησα χωρίς καν να σας ξέρω. Θέλω να μείνω εδώ μαζί σας». Εκείνοι, ντυμένοι όλοι στ’ άσπρα, θα του χαμογελούσαν. «Και βέβαια παιδάκι μας μπορείς να μείνεις εδώ στον τόπο μας, στη χώρα των ονείρων σου. Εδώ οι άνθρωποι δε σκοτώνονται μεταξύ τους, οι δάσκαλοι δε δέρνουν τους μαθητές, ούτε Παυλή έχουμε δω, ούτε συμμορίτες και χωροφύλα κες. Είναι ο τόπος όπως τον ονειρεύεται ένα παιδί. Εσύ ήσουνα τυχερός και θαρραλέος και έφτασες μέχρι εδώ. Τ’άλλα παιδάκια και οι φίλοι σου δε θα φτάσουν ποτέ». «Ξύπνα ρε. Πάλι κοιμάσαι όρθιος», ένιωσε την αγκωνιά του Κεφάλα. «Να μπορούσαμε ρε Κεφάλα να μπούμε σ’αυτό το καράβι να μας πάει σ’όλο τον κόσμο και στο τέλος να φτάσουμε σ’αυτή τη χώρα, την πώς την είπαν δεν ξέρω». «Άσπρη χώρα θα τη λένε ρε βλάκα». «Πού το ξέρεις εσύ ότι είναι άσπρη χώρα;» «Εσύ πού το ξέρεις;» «Το ονειρεύτηκα τώρα δα που μ’έσπρωξες». «Κι εγώ το ίδιο. Τι! Μόνο συ ονειρεύεσαι όρθιος;» «Ρε συ Κεφάλα», είπε δισταχτικά ο Δημητράκης. «Είσαι όταν μεγαλώσουμε να φύγουμε μ’ένα τέτοιο καράβι και να πάμε να γυρίσουμε όλο τον κόσμο;» «Είμαι ρε και παραείμαι. Μικρό είναι το μέρος εδώ. Ούτε που χωράμε, ούτε που να κλάσουμε μπορούμε χωρίς να μας σφαλιαρώσουν. Δε θα το πούμε όμως σε κανέναν, για να μην ξεκινήσουν όλοι και στο τέλος γίνουμε πολλοί εκεί στον κόσμο που θα πάμε». «Ο κόσμος ρε Κεφάλα είναι πολύ μεγάλος. Είναι ατέλειωτος λέει ο πατέρας μου. Μάλιστα δεν λέει ο κόσμος, λέει ο ντουνιάς. Αλλά απ’ότι καταλαβαίνω εί ναι το ίδιο πράμα. Όσο λέει και να πηγαίνεις τέλος δε βρίσκεις». «Δεν ξέρω ρε φίλε τόσο πολλά. Το μόνο που ξέρω είναι ότι σ’αυτόν τον κόσμο που θα πάμε, να μην είναι κει ο Αντωνίου που μ’έχει βάλει στο μάτι και με τα-
132
ράζει κάθε μέρα με τη βέργα. Ας είναι όσοι θέλεις εκεί που να μη χωράμε να κουνηθούμε. Μόνο αυτός να μην είναι». Εκείνο το βράδυ ο Δημητράκης έβλεπε στον ύπνο του όλη νύχτα τ’άσπρο κα ράβι που τον έπαιρνε μαζί του σ’άγνωστα μέρη, σε όμορφα νησιά, σ’απέραντες παραλίες. Ας ήταν να μην ξημέρωνε. Να μην τέλειωνε τ’όνειρο.
8 Ο ανθυπασπιστής σταμάτησε το στρατιωτικό τζιπ στην άκρη στον «παράδεισο». Κατέβηκε χαμογελαστός κι ευχαριστημένος. Όλα του πήγαιναν ρολόι τον τε λευταίο καιρό. Η υπηρεσία που είχε εκτιμήσει τον αγώνα και τις προσπάθειές του, του είχε δώσει κατάδικό του τζιπ, να μπορεί ελεύτερα και γρήγορα να με τακινείται. Κοίταξε λίγο ψηλά προς το σπίτι της Νίτσας και αναστέναξε ευχαριστημένος. «Αχ Νίτσα…, Νίτσα….», μονολόγησε. «Δική μου. Θα γίνεις δική μου. Η γυναί κα μου». Όχι πως είχε καταφέρει μέχρι τώρα τίποτα με το κορίτσι, αλλά ήταν σίγουρος ότι η Νίτσα τον συμπαθούσε και όπου να’ναι θα του άνοιγε την αγκαλιά της. Βέβαια δεν είχε και τόσο καθαρό παρελθόν. Όλοι στη γειτονιά την αγαπούσαν, αλλά από πίσω της την κουτσομπόλευαν. «Η Νίτσα δε χαλάει κανενός χατίρι», έλεγαν. Αυτός όμως τα είχε βρει δύσκολα τα πράματα. Όσες προσπάθειες έκανε μέχρι τώρα, δεν είχαν κανένα σοβαρό αποτέλεσμα. Στις τόσες φορές που βγήκε μαζί της δεν κατάφερε παρά μόνο να της πιάσει το χέρι και να τη χαϊδέψει λίγο στην πλάτη. Στην αρχή του φάνηκε περίεργο. «Τι διάολο κοπέλα είν αυτή; Τόσους άντρες γνώρισε και σε μένα βρήκε να κάνει τη δύσκολη;» Μετά άλλαξε γνώμη. Σκέφτηκε ότι όλοι όσους γνώρισε, ήταν μάλλον έρωτες της στιγμής, ενώ αυτόν, ήταν σίγουρος, τον έβλεπε διαφορετικά. Σα κάτι μόνι μο και σταθερό. Σα σιγουριά για το μέλλον. Αυτός μια φορά το είχε πάρει απόφαση. Θα τη ζητούσε να παντρευτούν. Είχε νοικιάσει ένα ωραίο σπιτάκι με κήπο και το είχε επιπλώσει με γούστο. Σ’αυτό τον βοήθησε και ένας συνάδελφος στην ασφάλεια, που έλεγε ότι μόλις τέλειωνε αυτή η κατάσταση και ομαλοποιούνταν τα πράματα, θα πήγαινε στον αδερφό του στην Αμερική να σπουδάσει μια καινούρια επιστήμη. Διακοσμητής θα γινόταν έλεγε. «Και τι είν αυτό ρε βλάμη»; τον ρώτησε ο Σωτήρης ο Πειραιώτης. «Βάζεις το κάθε πράμα στη σωστή του θέση, για να το βλέπει ο άλλος και να του αρέσει», εξήγησε όσο πιο απλά μπορούσε. «Πάρε παράδειγμα ένα μαγαζί που πουλάει υφάσματα. Αν τα βάλει όμορφα στη βιτρίνα του, προκαλεί το εν διαφέρον του αγοραστή να τα αγοράσει. Κατάλαβες;»
133
«Κι άμα δεν έχει φράγκο στην τσέπη του αυτός ο τέτοιος, ο που θέλει να ψωνί σει, τι γίνεται τότε; Ρε συ παλικάρι δεν αφήνεις τις σάλτσες και τα φούμαρα; Το παραδάκι είναι που τα κάνει όλα. Αν έχω παραδάκι τότε πάω σ’αυτόν με την καλή βιτρίνα. Αν είμαι ρέστος, πάω στον πιο φτηνό. Εσύ τι λες κυρ-ανθυπασπιστή μου;» Είχε λοιπόν τώρα το σπιτάκι του έτοιμο και επιπλωμένο, είχε το τζιπάκι του, είχε τη δουλίτσα του, το μόνο που του’λειπε ήταν ένα ωραίο κορίτσι δίπλα του που θα συμπλήρωνε την επιτυχία του. Η Νίτσα ήταν ότι έπρεπε. Όμορφη και κοκέτα, ήταν το κρυφό όνειρο όλων των αντρών όχι μόνο στη γειτονιά, αλλά ίσως και σ’όλη την πόλη». Βέβαια θα υπήρχαν και τα μισόλογα που θα είχαν σχέση με το παρελθόν της Νίτσας, αλλά ούτε που τον ένοιαζε καθόλου. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν τόλμα γε να πει ανοιχτά οτιδήποτε μπορούσε να τον θίξει. Άμα τέλειωνε αυτός ο πόλε μος, τότε θα έφευγε να πάει στον τόπο του στη Θεσσαλία, όπου κανείς δεν ήξε ρε ούτε τη Νίτσα, ούτε αν είχε και τι λογιών παρελθόν. Πήρε απ’ τ’αυτοκίνητο τον υπηρεσιακό φάκελο που είχε μαζί του και κίνησε αργά και νωχελικά ν’ανεβαίνει το ανηφοράκι για το σπίτι της. Δε βιαζόταν κα θόλου αν και ήξερε ότι ήταν μια από τις πιο σημαντικές ώρες της ζωής του. Ήθελε να απολαύσει και το τελευταίο δευτερόλεπτο, πριν μπει ζωντανός στον «παράδεισο». «Νίτσα θέλω να σε παντρευτώ», θα της έλεγε. Θέλω να σε κάνω ευτυχισμένη». Μπήκε στην αυλή κι έπεσε πάνω στο Μάνθο, την ώρα που τον ξεπροβόδιζε η Μαρίκα. «Εμείς εδώ είμαστε μια αυλή και δεν καταφέραμε τίποτα με τη μορφονιά», του είπε αστειευόμενος. «Και συ μας έφτασες απ’ του διαόλου τη μάνα και μας πή ρες το κορίτσι. Για δες ρε αδικίες που γίνονται σ’αυτόν τον κόσμο». «Άσε ρε Μάνθο τα φούμαρα και πες με αν είναι το κορίτσι μέσα». «Και βέβαια είναι μέσα. Από τότε που βγαίνει μαζί σου, δεν το κουνάει απ’την κάμαρή της. Μέρα νύχτα κλειδωμένη, εξόν από τις μέρες που έρχεσαι συ και τη βγάζεις βόλτα. Έτσι δεν είναι Μαρίκα;» «Ναι», κούνησε το κεφάλι της εκείνη. «Έτσι είναι. Το μάγεψες το κορίτσι μας». Ο ανθυπασπιστής χαμογέλασε ευχαριστημένος. «Τι την έχουμε καλέ την ομορφιά μας; Για να τη διαθέτουμε». Προχώρησε και χτύπησε την πόρτα. Ο Μάνθος κοντοστάθηκε να δει το καλω σόρίσμα. «Ρε το μάπα», είπε στη Μαρίκα. «Παρασταίνει και το γόη ο κόπανος. Δεν κοι τάει τα μούτρα του λίγο στον καθρέφτη, που είναι σαν ξεπουπουλιασμένη κότα. Τα γκομενλίκια τον μάραναν το ρουφιάνο». Ο ανθυπασπιστής ξαναχτύπησε. «Είσαι σίγουρος ρε Μάνθο ότι είναι μέσα;» «Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Περίμενε ντε και λίγο. Φαγούρα σ’έπιασε; Μπορεί να ντύνεται για να σε προϋπαντήσει κατά πως πρέπει. Να βάλει τα ρού χα της υποδοχής όπως κάνει με όλους».
134
Ο ανθυπασπιστής κοκκίνισε σα το παντζάρι. «Ακου να σου πω», είπε στο Μάνθο κουνώντας του το δάχτυλο. «Από δω και πέρα δε θέλω ν’ακούσω το παραμικρό υπονοούμενο για τη Νίτσα. Κατάλαβες;» Ο Μάνθος δεν το’βαλε κάτω. «Σιγά μη στάξ’ η ουρά του γαιδάρου δηλαδή». Ο ανθυπασπιστής βγήκε απ’τα ρούχα του. Έκανε μερικά βήματα προς τον Μάν θο και τον άρπαξε απ’το μανίκι. «Χόρτασ’ η ψείρα βλέπω κι ανέβηκε στο γιακά. Από ρουφιάνος μας έγινες κι αφεντικό τώρα. Μάσε τη γλώσσα σου, γιατί θα στη μαζέψω εγώ. Κοπρίτη». «Ότι είμαι είσαι», είπε ειρωνικά ο Μάνθος. Η Μαρίκα που κατάλαβε ότι τα πράματα έπαιρναν άσχημο δρόμο, προσπάθησε να τα βολέψει. «Ελατέ καλέ τώρα που θα μαλώστε για το πράμα της Νίτσας». Ο ανθυπασπιστής γύρισε προς το μέρος της. «Πάψε και συ μωρή αγράμματη που λες όλο μαλακίες». Γύρίσε πάλι στο Μάνθο. «Εγώ βρε καραγκιόζη, είμαι επαγγελματίας αστυνομικός και κάνω τη δουλειά μου. Εσένα ποιος σε διόρισε; Μόνος σου και με τα παρακάλια έρχεσαι και μας τα λες όλα. Αλλά έννοια σου και θα σε τακτοποιήσω. Θα σε κάνω να με βλέπεις και ν’αλλάζεις δρόμο. Χαφιέ της δεκάρας». Ο Μάνθος τίναξε απότομα το χέρι του για να ελευθερωθεί απ’το πιάσιμο. Έτσι που το τράβηξε απότομα, βρήκε με την ανάποδη της παλάμης του το μούτρο του ανθυπασπιστή. Εκείνος κοίταξε για μια στιγμή έκπληκτος και αμέσως τράβηξε το πιστόλι του απ’την κωλότσεπη. «Τώρα θα σε σκοτώσω σα το σκυλί γομάρι», φώναξε. Η Μαρίκα τσίριζε σα δαιμονισμένη. «Μη…, μη σε παρακαλώ. Άφησε κάτω το πιστόλι. Δεν έγινε δα και τίποτα και φτάσατε στο σκοτωμό. Λυπήσου εμένα κύριε ανθυπασπιστή μου». Ο Μάνθος είχε χλομιάσει σαν πεθαμένος. «Καλά…, καλά», ψέλλισε. «Δε θα ξανανοίξω το στόμα μου. Εσύ βρε αδερφέ έτοιμος για σκοτωμούς είσαι με το παραμικρό. Τέλος πάντων», άπλωσε το χέρι του. «Νερό κι αλάτι». Ο ανθυπασπιστής τον κοίταξε προσεχτικά στα μάτια. Ήθελε να του δώσει το χέρι να περάσει αυτή η παρεξήγηση που άρχισε σχεδόν απ’το τίποτα, αλλά ήξε ρε πολύ καλά με τι φίδι κολοβό είχε να κάνει και δεν το αποτόλμησε. «Δε σου δίνω το χέρι», είπε σφίγγοντας τα χείλια του. «Εσύ είσαι άτιμη πάστα και δεν μπορώ να σου γυρίσω πλάτη. Εσύ είσαι ικανός να πουλήσεις την ίδια σου τη μάνα και θα στεναχωρηθείς να μου τη φέρεις εμένα; Από δω και πέρα να ξέρεις ότι θα έχεις να κάνεις μαζί μου και με κανέναν άλλον. Τις αναφορές σου στην ασφάλεια θα τις κάνεις μόνο σε μένα». «Και ο σύνδεσμος μου στην ασφάλεια;», ρώτησε ο Μάνθος. «Τι θα κάνει; Θα παρεξηγηθεί».
135
«Αυτό θα το κανονίσω εγώ. Τις ρουφιανιές σου από δω και πέρα θα τις κάνεις μόνο σε μένα. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα, αλλά μη φωνάζεις και μας ακούει ο κόσμος». «Ποιος κόσμος βρε ανισόρροπε. Όσο ξέρουν όλοι ότι εγώ είμαι ασφαλίτης, άλλο τόσο ξέρουν και για σένα ότι είσαι το καρφί. Για μυστικός περνιέσαι μή πως;» Η Μαρίκα μπήκε μ’ένα κρύο χαμόγελο ανάμεσά τους. «Άντε τώρα. Ότι έγινε έγινε. Καλύτερα να σταματήστε εδώ και την άλλη φορά που θα είστε ήρεμοι, τα συζητάτε. Άντε στο καλό να πας Μάνθο. Θα χάσεις το δρομολόγιο σήμερα που έχεις ρεπό απ’τον κύριο βασιλικό επίτροπο και λέγαμε να βγάλεις κανένα φράγκο, να πάρουμε κείνη τη ρημάδα την ντουλάπα που κρεμάμε τα ρούχα μας στα καρφιά. Άντε στο καλό και τρατάρω εγώ ένα καφε δάκι στον κύριο ανθυπασπιστή, να καλμάρει κι αυτός λίγο». Έκλεισε το μάτι στον άντρα της. «Έχει δίκιο καλέ κι αυτός. Κοτζαμάν ανθυπασπιστής είναι και του μίλησες έτσι;» «Αι σιχτίρ και συ από δω οχιά», σφύριξε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Μάνθος. «Ως τα τώρα έβγαζες το σκασμό και τώρα π’άκουσες πέντε κουβέντες κι απειλές εναντίον μου, ξεθάρρεψες κι άνοιξες και συ το στόμα σου. Έννοια σου και θα σε τακτοποιήσω το βράδυ που θα γυρίσω». Έφυγε προς τα κάτω με το βαρύ χαρακτηριστικό, βλάχικο βήμα του. Ο ανθυπα σπιστής μάζεψε τον υπηρεσιακό του φάκελο που τον είχε ακουμπήσει στο πε ζούλι της πόρτας της Νίτσας, τίναξε από συνήθεια τα ρούχα του, έσφιξε και τα κτοποίησε τη γραβάτα του και ξαναχτύπησε την πόρτα, περισσότερο για να δεί ξει σ’αυτούς που είχαν μαζευτεί από τη φασαρία, το λόγο για τον οποίο βρι σκόταν αυτή την ώρα εκεί. Φυσικά δεν πίστευε ότι η Νίτσα ήταν στο σπίτι, αφού με τόση φασαρία δεν φάνηκε ούτε στην πόρτα ούτε στο μπαλκόνι. «Μπορεί να πήγε να ψωνίσει», σκέφτηκε. Γύρισε και πήρε τον κατήφορο για το τζιπ. Μια τόσο ωραία μέρα, με τόσα όνει ρα και του την χάλασε αυτός ο αλήτης. Κόντευε να βγει απ’τα ρούχα του. Ακούς εκεί να κάνει τέτοια αισχρά υπονοούμενα για την κοπέλα που αγαπούσε και που σκόπευε να παντρευτεί; Πολύ καλά έκανε που τον έβαλε στη θέση του. Μέσα του όμως αισθανόταν μια ανησυχία, γιατί ήξερε πολύ καλά τι κουμάσι ήταν αυτός ο Μάνθος. Δεν το είχε σε τίποτα να μπλέξει τη Νίτσα σε τίποτα ιστορίες έτσι μόνο και μόνο για να τον εκδικηθεί. Πρέπει το ταχύτερο να πάρει τα μέτρα του. Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Πρέπει τώρα αμέσως να πάει στην υπηρεσία και να μιλήσει με τον διοικητή, πριν πάει αυτός ο πούστης και τα πει όπως θέλει. Εκείνο που τον στεναχωρεί είναι ότι τράβηξε το υπηρεσιακό του πιστόλι και τον απείλησε. Είναι σίγουρος ότι αυτό δε θ’αρέσει στο διοικητή και αν είναι και στις κακές του, μπορεί να διατάξει και καμιά ένορκη διοικητική εξέταση. Η αλήθεια είναι ότι αυτόν το ρουφιάνο το Μάνθο όλοι τον σιχαίνονταν στην υπη
136
ρεσία, αλλά και όλοι τον θεωρούσαν σαν τον πιο αποτελεσματικό τους πληρο φοριοδότη. Άρχισε ν’αμφιβάλει αν θα καθάριζε εύκολα απ’ αυτή την υπόθεση. Κάτι πρέπει να σκεφτεί. Κάτι πρέπει να κάνει, γιατί δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. Αυτοί που δεν τον έχουν με καλό μάτι στην υπηρεσία επειδή είχε τελευταία πολλές επιτυχίες, θα βρουν ευκαιρία να του βάλουν το μαχαίρι στο λαιμό. Έκατσε μέσα στο ξέσκεπο τζιπ στη θέση του οδηγού, έβαλε τ’αριστερό του πόδι απ’την εξωτερική μεριά τ’αυτοκινήτου και βάλθηκε να σκέπτεται. «Ζόρικα είσαι Μανόλη», είπε στον εαυτό του. «Αυτός ο πούστης θα σε φέρει στα στενά. Ξέρεις τι είναι να πάθεις καμιά νίλα και ν’αφήσεις τα ωραία σου γραφεία και τις βόλτες σου, το σπιτάκι σου με τον κήπο, τα κεντράκια σου με τη Νίτσα και να πας στα σώματα που πολεμάνε στα βουνά; Κάνε ότι είναι να κάνεις το γρηγορότερο». Σκέφτηκε λίγο ακόμα και μετά χαμογέλασε ευχαριστημένος. «Μπράβο ρε ντερβίση Μανόλη», έδωσε σχαρίκια στον εαυτό του. Έβαλε μπρος και κίνησε σφυρίζοντας ευχαριστημένος για την υπηρεσία του.
9 Η Γαρουφαλίτσα έριξε μια κουρασμένη ματιά απ’το παράθυρό της κάτω στον «παράδεισο». Είδε τα παιδιά να τρέχουν και να κυνηγιούνται με χοντρές βέρ γες, που έκοβαν από το λάκκο. Ένας, ο πιο ψηλός, κρατούσε ένα παλιό τηγάνι και κάθε τόσο έκανε πως χτυπάει κάποιον φωνάζοντας. «Άρπα την κατσαπλιά». Αυτός που έτρωγε την τηγανιά έπεφτε κάτω και παρίστανε τον πεθαμένο. Σιγά σιγά πέθαιναν όλοι και έμεινε αυτός με το τηγάνι στη μέση, να παρασταίνει το νικητή. Μετά ζωντάνευαν οι σκοτωμένοι κι άρχιζε πάλι το παιχνίδι με κάποιον άλλον τώρα να κρατάει το τηγάνι. Της Γαρουφαλίτσας της φάνηκε πολύ παράξενο. Δεν έμοιαζε με κανένα απ’τα παιχνίδια που η ίδια ήξερε, ή σαν ένα σωρό άλλα που έβλεπε απ’το παράθυρό της να παίζουν τα παιδιά. Είχε ειδοποιήσει το γιατρό και τον περίμενε να φανεί από στιγμή σε στιγμή. Τον καλούσε τουλάχιστο δυο φορές τη βδομάδα, όχι τόσο για να την εξετάσει και να της δώσει κανένα φάρμακο, που ο ίδιος τα χαρακτήριζε άχρηστα σκουπί δια, αλλά περισσότερο για να κουβεντιάσει μαζί του. Ένιωθε μεγάλη χαρά και ανακούφιση κάθε φορά που συζητούσε με το γιατρό. Τι ωραίος άνθρωπος και πόσο καλός και πονόψυχος. Όλοι στη γειτονιά είχανε να λένε για τον μπαλκονάτο γιατρό, που πολλές φορές έκανε διάγνωση και από το μπαλκόνι. «Κάτσε κουκουλωμένος δυο τρεις μέρες στο σπίτι σου, πιες και μερικά τσάγια με λεμόνι και θα γίνεις περδίκι. Ένα κρυωματάκι είναι». Ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. Η Γαρουφαλίτσα τινάχτηκε πάνω σα να τη χτύπησε ρεύμα. Από τότε που λιποθύμησε μπροστά στο μπακάλικο του
137
κυρ-Αριστείδη, αφαιρείται συνέχεια και με τον παραμικρό θόρυβο πετιέται πάνω λαχταρισμένη. Πήγε κι άνοιξε την ξώπορτα. Ο γιατρός μπήκε μέσα χαρούμενος. «Τι κάνει το κορίτσι μας; Πώς είσαι Γαρουφαλίτσα σήμερα;» «Τα ίδια είμαι γιατρέ. Οι κομμάρες και το μούδιασμα στα χέρια δε λένε να μ’αφήσουν. Καλά που είναι ακόμα νέα η μάνα μου και φορτώθηκε τα παιδιά. Κάθε βράδυ έρχεται και μας μαγειρεύει και μας καθαρίζει. Ας είναι καλά η καημένη». «Έτσι είναι οι μάνες παιδί μου. Μέχρι να βγει η ψυχή τους είναι υπηρέτριες στα παιδιά τους. Ο κύριος Φαρδής πώς είναι;» «Είναι κι αυτός πολύ στεναχωρημένος με την κατάστασή μου. Λέει ότι πρέπει να πάω αλλαγή για να ξεφύγω λίγο». Ο γιατρός έπιασε το πιγούνι του σκεφτικός. «Καλή η σκέψη, αλλά φοβάμαι ότι δε θα βοηθήσει και πολύ. Το πρόβλημα σου είναι ότι δεν μπορείς να βγάλεις απ’το μυαλό σου κάποιες σκηνές και απογοη τεύσεις που έζησες. Αυτό δεν έχει σχέση με τον τόπο που μένεις. Είναι μέσα στο μυαλό σου και όπου να πας θα το κουβαλάς μαζί σου. Εκείνο που εγώ θα συνιστούσα είναι να βρεις μια απασχόληση που να σ’αρέσει και να σε απορρο φάει όλη μέρα. Να μη σου μένει καιρός να ανακλώθεις στο μυαλό σου τα ίδια και τα ίδια. Να απασχολήσεις μ’άλλα λόγια το μυαλό σου με κάτι που σ’ενδιαφέρει. Κατάλαβες Γαρουφαλιά μου;» Η Γαρουφαλίτσα χαμογέλασε με πίκρα. «Μου το είπες και την προηγούμενη φορά αυτό γιατρέ, αλλά ο άντρας μου είναι ανένδοτος. Κάτσε στο σπίτι σου είπε, και κοίταξε να ηρεμήσεις για να γίνεις καλά. Εξάλλου τι δουλειά μπορείς να κάνεις; Δεν πιστεύω να θες να πας στα καπνομάγαζα;» «Καλά βρε Γαρουφαλίτσα» ρώτησε ο γιατρός, «φιλενάδες δεν έχεις; Επι σκέψεις δεν πας; Δεν έρχεται καμιά στο σπίτι σου και κάθεσαι όλη μέρα κλει σμένη μέσα;» «Τι να σου πω γιατρέ. Οι μόνες φίλες που μ’απέμειναν είναι η Μαρία και η Τα σία. Όλες οι άλλες γυναίκες, αλλά και οι άντρες τους, μ’αποφεύγουν γιατί φο βούνται μην μπλέξουν. Εδώ μια γυναικούλα του Θεού πέρασε απ’το σπίτι μου σαν πλύστρα και τη βάλανε στο μάτι. Ξέρεις τι έγινε αυτή η γυναίκα γιατρέ;» «Όχι», είπε ο γιατρός με περιέργεια. «Πέθανε στην ασφάλεια που την πήγαν για ανάκριση. Λένε ότι πέθανε απ’την καρδιά της στα καλά καθούμενα, αλλά εγώ δεν τους πιστεύω. Αν δεν ερχόταν να δουλέψει στο σπίτι μου, μπορεί να ζούσε και να ήταν και μια χαρά η γυναί κα. Και το πιο σπουδαίο είναι ότι την πήραν για ανάκριση, επειδή ο άντρας της ήταν στο βουνό ενώ εκείνος είχε σκοτωθεί εδώ κι ένα χρόνο. Μετά τη λαχτάρα που τράβηξα με τον Αριστείδη, αυτό ήταν ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα, γιατί είχα παρακαλέσει τον άντρα μου να τη βοηθήσει αυτή τη γυναίκα». Ο γιατρός έσκυψε το κεφάλι του όπως χαρακτηριστικά έκανε όταν σκεφτόταν.
138
«Μου τα είπες κι άλλες φορές. Πάνε όμως πέρασαν αυτά. Κοίταξε να τα ξε χάσεις. Και για να γίνει αυτό φρόντισε να βρεις μια απασχόληση, ή καμιά φιλε νάδα που να τα λες και να ξεδίνεις». «Η Μαρία και η Τασία δουλεύουν όλη μέρα στο καπνομάγαζο και όταν γυρ νάνε στο σπίτι τους έχουν να δουν τα παιδιά τους και τον άντρα τους. Να μαγει ρέψουν, να πλύνουν, να σιδερώσουν. Δε λέω, οι γυναίκες κάνουν και με το πα ραπάνω ότι μπορούν για μένα, αλλά ο χρόνος τους είναι λίγος. Μόνο η Νίτσα εδώ δίπλα, στην αυλή του Καλκάνη καλέ», συμπλήρωσε όταν είδε ότι ο γιατρός δεν κατάλαβε για ποια του μιλούσε. «Μόνο αυτή είναι ελεύθερη όλη μέρα, αλλά αν έκανα παρέα μ’αυτή ο Φαρδής θα με σκότωνε». Ο γιατρός την κοίταξε σκεφτικός. «Απ τ’ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα», είπε. «Αν δεν υπάρχει άλλη, τότε μ’αυτή. Σκέψου το και πάρε απόφαση τι θα κάνεις. Έτσι πάντως κλεισμένη εδώ μέσα, είναι σα ν’αυτοκτονείς». «Και σα δεν έπρεπε να είχα αυτοκτονήσει ως τα τώρα γιατρέ; Δεν έχω όμως τόσο θάρρος. Θα έπρεπε ίσως ο Θεός να φτιάξει έτσι τους ανθρώπους, που να πεθαίνουν όταν η ντροπή ξεπερνά τα όρια». «Μη λες ανοησίες», είπε ο γιατρός και άνοιξε την πόρτα. «Φεύγω τώρα και θα έρθω την άλλη βδομάδα για να δω τι έκανες. Μη στείλεις να με ειδοποιήσεις εν τω μεταξύ, παρ εκτός και είναι πολύ σοβαρή ανάγκη. Και από το γιατρό πρέπει να ξεκόψεις σιγά σιγά». Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κατέβηκε τις σκάλες σκεφτικός. Η Γαρουφαλίτσα ξανακοίταξε απ’το παράθυρο. Κάποια φασαρία γινόταν στην αυλή του Καλκάνη. Ο ανθυπασπιστής έξαλλος φώναζε και απειλούσε αυτό το υποκείμενο τον Μάνθο τον ταξιτζή. Όχι πως ο ανθυπασπιστής ήταν κανένα κα λύτερο κουμάσι, αλλά τουλάχιστο είχε με το μέρος του το ότι ήταν επαγγελμα τίας κι ακόμα ότι είχε πολεμήσει στον πόλεμο στην Αλβανία και μετά στη Μέση ανατολή. Ενώ για τον άλλο κανείς δεν ήξερε πού κρύφτηκε στον πόλε μο. Με την κατοχή πρώτος έδωσε το παρών σα συνεργάτης των Βουργάρων. Κατάλαβε ότι μάλωναν με αφορμή τη Νίτσα, που φαίνεται ότι δεν ήταν σπίτι της. Κοίταξε στην κάτω γέφυρα στο μπακάλικο του Αριστείδη μήπως τη δει εκεί να ψωνίζει. Αν την έβλεπε ίσως θα έπρεπε να την ειδοποιήσει με κάποιο τρόπο, να μην πλησιάσει προς το σπίτι της και τη ρεζιλέψουν με τις φωνές και τις βρισιές τους. Τα παιδιά παράτησαν το παιχνίδι τους και πλησίασαν κοντά στη φασαρία. Κάτι έλεγαν μεταξύ τους κρυφά κρυφά και γελούσαν. Σίγουρα θα γελούσαν με τα χάλια των μεγάλων. Μετά από λίγο βαρέθηκαν φαίνεται ν’ακούν τα ίδια. Από τέτοιους καβγάδες ήταν χορτάτοι. Γύρισαν στο παιχνίδι τους και άλλο πια δεν έδωσαν σημασία. Ξαφνικά είδε τη Νίτσα να βγαίνει απ’το ψιλικατζίδικο της κυρά Όλγας και να πηγαίνει προς το μπακάλικο. Άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στον «παράδει σο» και φώναξε.
139
«Δημητράκη…… Δημητράκη». Ο Δημητράκης σήκωσε ενοχλημένος το κεφάλι του που κάποιος τον αποσπού σε απ’το παιχνίδι. Την κοίταξε και ρώτησε. «Εμένα φωνάζετε κυρία Γαρουφαλίτσα;» «Ναι αγόρι μου. Πήγαινε σε παρακαλώ στο μπακάλικο του κυρ-Αριστείδη. Εί ναι εκεί η Νίτσα. Πες της πριν πάει στο σπίτι της, την παρακαλώ να περάσει από δω. Είναι μεγάλη ανάγκη να της πεις. Να έρθει οπωσδήποτε. Εντάξει;» «Κατάλαβα», είπε ο Δημητράκης και κίνησε δυσαρεστημένος. Τον είδε που πήγε και στάθηκε έξω απ’το μπακάλικο και περίμενε τη Νίτσα να τελειώσει και να βγει έξω. Απόρησε για μια στιγμή γιατί δεν μπήκε το παιδί μέσα να της πει την παραγγελιά, αλλά αμέσως κατάλαβε. Από τότε που στείλα νε τον κυρ-Αριστείδη στην εξορία, το μπακάλικο ερήμωσε. Με κάποια δικαιο λογία, πολλοί πελάτες άλλαξαν μπακάλη. Ακόμα και τα παιδιά επηρεάστηκαν τόσο πολύ απ’τα σχόλια, που κι αυτά δεν έβαζαν το πόδι τους μέσα. Είχε ακού σει μια μέρα κάποιο να λέει. «Άμα ρε σεις μπει κανένας στο μπακάλικο του κυ ρ-Αριστείδη και τον δει ο Μάνθος ο ταξιτζής, ζήτω που κάηκε». Ένιωσε πιο έντονο το κενό κάτ’ απ’ το στήθος της. Η Νίτσα βγήκε απ’το μπακάλικο. Ο μικρός την πλησίασε και μίλησε μαζί της. Εκείνη σήκωσε τα μάτια της απορημένη και κοίταξε έντονα προς το σπίτι, προ σπαθώντας θαρρείς από τόση απόσταση να διακρίνει τη Γαρουφαλίτσα πίσ’ απ’ τις κουρτίνες. Χάιδεψε το Δημητράκη στο μάγουλο και κίνησε την ανηφορίτσα. Σε πέντε λεπτά ανέβαινε τις σκάλες του σπιτιού της. Η Γαρουφαλίτσα που την περίμενε, άνοιξε αμέσως την ξώπορτα. «Καλημέρα», της είπε. «Πέρασε μέσα». Η Νίτσα δίστασε για μια στιγμή. «Καλημέρα», είπε. «Είναι τίποτα σοβαρό;» Η Γαρουφαλίτσα την έπιασε απ’το χέρι και την τράβηξε μέσα. «Έχουν στήσει καβγά στην αυλή σου ο ανθυπασπιστής με το Μάνθο κι απ’ότι κατάλαβα έχει να κάνει με σένα. Σε είδα που έβγαινες απ’ της Όλγας και είπα να σε ειδοποιήσω να μην πας κατά κει, για να μη βρεθείς σε δύσκολη θέση και σε προσβάλουν». Η Νίτσα έδειξε απορημένη. Περίεργο. Αυτή η ψηλομύτα, η απλησίαστη, η γυ ναίκα του βασιλικού επιτρόπου να ενδιαφέρεται γι αυτήν και μάλιστα να την καλεί και στο σπίτι της. Η Νίτσα ήξερε πολύ καλά τι έλεγαν πίσ’απ’την πλάτη της και σε ποια εκτίμηση την είχαν. Μπορεί όλοι να την συμπαθούσαν και να μιλούσαν μαζί της στο δρόμο, αλλά καμιά δεν άνοιγε την πόρτα της να τη βάλει μέσα. Κάποτε η κυρά Όλγα της είπε γελώντας. «Ποια βρε κορίτσι μου να σε βάλει στο σπίτι της, που φοβάται ότι θα της φύγει ο άντρας της την άλλη μέρα;» Η Νίτσα όμως ήξερε ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος. Ήξερε ότι τη θεωρούσαν πρόστυχη και σε τέτοιες δεν άνοιγαν τα σπίτια τους. Ελευθερίων ηθών, τη χα ρακτήρισε δήθεν αστειευόμενος μια μέρα ο κυρ-Αριστείδης.
140
Όταν το’μαθε πήγε και του ζήτησε το λόγο. «Αστεία το πα κοπέλα μου», είπε ο Αριστείδης κοκκινίζοντας. «Να, κάτι σαν αυτά που λέω συχνά, που δεν τα καταλαβαίνει ο κόσμος. Γι αυτό και με βγάλα νε Αριστείδης ο φιλόσοφος». «Και μπακάλης μπορείς να είσαι κυρ-Αριστείδη μου και φιλόσοφος, αλλά να μη φιλοσοφείς εις βάρος μου. Μάζεψε πρώτα την κόρη σου που κάθε τρεις και μία πάει βόλτα στο δασάκι και μετά ασχολήσου με μένα». Του Αριστείδη κόντεψε να του’ρθει ταμπλάς. «Η κόρη μου», ψέλλισε. «Πού πάει η κόρη μου;» «Εκεί π’άκουσες. Μάσε λοιπόν τη γλώσσα σου, γιατί θα τα βγάλω και τα δικά σας τα άπλυτα στη γειτονιά. Άντε καλημέρα και περαστικά». «Και γιατί ενδιαφέρεστε για μένα κυρία Γαρουφαλιτσα; Ως τα τώρα ούτε καλη μέρα με λέγατε». Η Γαρουφαλίτσα έκατσε λυπημένη κι ανήμπορη στην καρέκλα. «Έχεις δίκιο», είπε. «Συνέβηκαν όμως διάφορα και άρχισα να βλέπω αλλιώς τα πράματα. Σε παρακαλώ μόνο, άφησε τα τυπικά και μίλα με σα φίλη. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο αλλά...» Έβαλε ξαφνικά τα κλάματα. Η Νίτσα τρόμαξε. Την πλησίασε και την αγκάλιασε απ’τους ώμους. «Τι έγινε;» ρώτησε γλυκά. «Τι σου συμβαίνει Γαρουφαλιά;» Από μικρή στο σχολείο τη θυμόταν πολύ καλά, αν και δεν ήταν στην ίδια τάξη. Η Γαρουφαλίτσα ήταν δυο τάξεις μεγαλύτερη, αλλά η Νίτσα την πρόσεχε πάντα γιατί ήταν η μόνη όμορφη που μπορούσε λίγο να την ανταγωνιστεί. Έπειτα είχε κείνο το θλιμμένο ύφος, που έκανε όλους να την προσέχουν και να την έχουν μη στάξει και μη βρέξει. Η Νιτσα εκνευριζόταν όταν έβλεπε το για τρό τον Χατζηθανάση να ενδιαφέρεται κάθε μέρα για τη Γαρουφαλίτσα. Μια μέρα που η Νίτσα έκανε την άρρωστη και ήρθε ο γιατρός στο σπίτι τους, τον ρώτησε. «Κύριε γιατρέ, μπορείτε να με πείτε τι έχει η Γαρουφαλίτσα και όλοι τρέχουν από πίσω της; Το μέλι έχει;» «Αυτό είναι που ήθελες παιδί μου να ρωτήσεις και καμώνεσαι την άρρωστη; Δεν ξέρω λοιπόν για τους άλλους, αλλά μπορώ να πω για τον εαυτό μου. Η Γα ρουφαλίτσα είναι αυτό που εμείς οι γιατροί λέμε φιλάσθενη. Δηλαδή αρρωσταί νει εύκολα. Ε, καταλαβαίνεις τώρα ότι σα γιατρός, εφόσον ασχολούμαι τακτικά μαζί της, είναι φυσικό και λογικό να τη συμπαθώ λίγο παραπάνω. Αυτό βέβαια δεν πα να πει ότι εσένα και τα αλλά τα παιδιά δεν τα αγαπώ, αλλά να έτσι, μια σταλίτσα παραπάνω τη Γαρουφαλιά». Η Γαρουφαλίτσα ένιωσε τη ζεστασιά της φωνής και το άδολο ενδιαφέρον της Νίτσας. «Από τη μέρα που συνέβη κείνο το περιστατικό με τον Αριστείδη που τον παίρναν οι χωροφύλακες, κάτι έχει σπάσει μέσα μου. Δεν μπορώ ούτε να κοιμηθώ, ούτε να ησυχάσω. Ένας κόμπος, ένα κενό είναι δω μέσα στο στομάχι μου, στο
141
στήθος μου. Δεν μπορώ να πω πού ακριβώς, αλλά με κουράζει και με βασανί ζει. Δεν έχω όρεξη και διάθεση να κάνω τίποτα, ή να πάω πουθενά. Με τρώει σα σκουλήκι τα σωθικά αυτό το πράμα». «Κάνε ένα καφεδάκι να πιούμε και τα λέμε με την ησυχία μας», έκανε χαρού μενα η Νίτσα. «Μια φορά να ξέρεις ότι όλα περνάνε και ξεχνιούνται». «Νίτσα μου δεν έχω το κουράγιο ούτε καφέ να ψήσω. Κάνε μου σε παρακαλώ τη χάρη να τον κάνεις εσύ. Εγώ πάντως δε θα πιω. Μου το απαγορεύει ο για τρός». «Ε τότε ας μην πω κι εγώ. Εξάλλου ήπια πριν από καμιά ώρα. Ποιος γιατρός; Ο Χατζηθανάσης σε κοιτάει;» «Ναι», είπε κουρασμένα η Γαρουφαλιά. «Ας είναι καλά ο άνθρωπος που ποτέ δε μ’αφήνει». «Από μικρή σ’έχει περί πολλού ο γιατρός Γαρουφαλιά. Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι παρακαλούσε να αρρωσταίνεις για ν’ασχολείται μαζί σου. Μια φορά μάλιστα μου πέρασε απ’το μυαλό ότι σου έδινε φάρμακα ν’αρρωσταίνεις κι όχι για να γίνεσαι καλά». Γέλασε δυνατά με τα παιδιάτικά της και συνέχισε. «Μήπως θα έπρεπε να δεις και κάναν άλλο γιατρό Γαρουφαλιά; Έμαθα ότι ήρθε ένας πολύ καλός γιατρός, που λένε ότι κάνει θάματα. Θα μάθω το όνομά του και πού έχει το γιατρείο του και θα σου πω. Σύμφωνοι;» Η Γαρουφαλίτσα δεν ήθελε να συμφωνήσει. Της φαινόταν αδιανόητο να πάει και να εξεταστεί από άλλον γιατρό. Ένιωθε σα να άλλαζε πατέρα ή και μάνα ακόμα. Δεν θέλησε όμως να χαλάσει το χατίρι της Νίτσας. «Σύμφωνοι», είπε. «Άκουσα και για μια πλύστρα που είχες και που την πήραν στην ασφάλεια όπου και πέθανε», ενδιαφέρθηκε να μάθει η Νίτσα. «Τι έγινε μ’αυτή τη γυναί κα; Είναι έτσι που τα λένε;» «Έτσι και χειρότερα Νίτσα μου. Αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτό, ίσως θα είχα ξεπεράσει το θέμα του Αριστείδη. Ήρθε όμως αυτό με τη Ζωίτσα, έτσι τη λέγα νε, και παραλίγο να μ’αποτελειώσει. Αν συμβεί κάτι ανάλογο, τότε να είσαι σί γουρη ότι θα με κλάψτε». «Έλα καλέ με τα μακάβριά σου», γέλασε η Νίτσα. «Εδώ στα βουνά αδερφός μ’αδερφό σκοτώνονται και συ πιάνεσαι από λεπτομέρειες». «Λεπτομέρειες είν αυτά Νίτσα μου; Αυτοί οι αδερφοί που είπες ότι αλληλοσκο τώνονται στα βουνά, έχουν πρώτα φάει τα παραμύθια που τους πουλάνε οι δι κοί τους και έχει μισήσει ο ένας αδερφός τον άλλο μέχρι θανάτου. Εγώ όμως μιλάω για ανθρώπους που τους αγαπάω και που πίστευα ότι μ’αγαπούσαν κι αυτοί. Μόνο καλό ήθελα να τους κάνω». «Ναι δίκιο έχεις. Έτσι είναι ακριβώς όπως τα λες. Με συγχωρείς που προηγού μενα για να σε παρηγορήσω είπα τις χαζομάρες μου». Κοίταξε απ’το παράθυρο.
142
«Η αυλή μας βλέπω καθάρισε απ’τις βρομούσες. Καιρός να πηγαίνω. Χάρηκα που τα είπαμε ύστερα από τόσα χρόνια». «Κι εγώ χάρηκα Νίτσα μου. Σε παρακαλώ μόνο να έρχεσαι να με βλέπεις τακτι κά. Είμαι δω μέσα μόνη μου όλη μέρα κλεισμένη. Θα έρθεις αύριο;» «Θα έρθω σίγουρα», χαμογέλασε η Νίτσα και κίνησε για το σπίτι της.
10 Ο ανθυπασπιστής σταμάτησε το τζιπ έξω απ’την ασφάλεια. Κατέβηκε, τε ντώθηκε και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Τράβηξε κατ ευθείαν στο γραφείο του διοικητή. «Εμπρός», ακούστηκε από μέσα μόλις χτύπησε την πόρτα. Έστρωσε λίγο τη στολή του, τακτοποίησε το καπέλο του και μπήκε. Στάθηκε προσοχή και χαιρέτισε. «Καλημέρα σας κύριε διοικητά». «Καλημέρα», είπε κείνος λίγο ξαφνιασμένος. «Δεν έχεις υπηρεσία σήμερα;» «Όχι κύριε διοικητά. Είμαι ελεύθερος υπηρεσίας, αν και δω που τα λέμε» χαμο γέλασε, «εμείς δεν είμαστε ελεύθεροι ποτέ. Όπως λέτε κι εσείς η περίοδος είναι τόσο δύσκολη, που πρέπει να είμαστε εν γρηγόρσει είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο». «Μπράβο παιδί μου», τον παίνεψε ο διοικητής. «Αν όλοι έκαναν το καθήκον τους σαν και σένα, σήμερα δε θα χρειαζόταν να χύνεται τόσο αγνό αίμα. Κάτι με ήθελες όμως;» «Μάλιστα κύριε διοικητά. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα που σήμερα, εντελώς συμπτωματικά, εντόπισα. Για να σας πω την όλη αλήθεια, γιατί σας βλέπω σαν πατέρα μου και δεν μπορώ να σας παραπλανήσω, πήγαινα σήμερα να ζητήσω σε γάμο μια κοπέλα και...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει και ο διοικητής γελώντας τον έκοψε. «Δεν πιστεύω να ψάχνεις στο γραφείο μου για κουμπάρο;» «Όχι κύριε διοικητά, αν και κάτι τέτοιο θα με τιμούσε ιδιαιτέρως. Ούτε την πρόταση μπόρεσα να κάνω, αλλά ούτε και να παντρευτώ τη συγκεκριμένη κο πέλα πρόκειται». «Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η κυρία που σ’έβαλε σε τόσα προβλήματα;» ρώτησε ο διοικητής. «Μια κοπέλα, που οφείλω να ομολογήσω είναι και πολύ όμορφη. Μένει στην ίδια αυλή με τον Μάνθο τον ταξιτζή που είναι πληροφοριοδότης μας». «Θα λες τη Νίτσα», χαμογέλασε. «Πες το λοιπόν απ’την αρχή να τελειώνουμε». «Δεν ήξερα ότι τη γνωρίζετε κύριε διοικητά», είπε μουδιασμένος. «Είναι φαίνε ται πασίγνωστη». «Τη γνωρίζω και αρκετά καλά μάλιστα, αφού έχω βγει μαζί της κάνα δυο φο ρές». Ο ανθυπασπιστής έμεινε έκπληκτος. «Με συγχωρείτε», είπε. «Φαίνεται ότι μόνο εμένα δε μ’άφησε να κάνω τίποτα κύριε διοικητά».
143
«Ούτε μένα Μανόλη. Φαίνεται ότι με την κοπέλα αυτή πολλοί πλησιάζουν και κανένας δεν πίνει. Τέλος πάντων. Ποιο είναι αυτό που θες τελικά να πεις;» «Όπως σας είπα κύριε διοικητά, πριν από λίγο πήγα να τη βρω και ήμουνα έτοι μος να τη ζητήσω να με παντρευτεί. Εδώ πρέπει να σας πω ότι από καιρό είχα υποψίες για τη συγκεκριμένη, αλλά δεν έδινα και πολλή σημασία στις πληρο φορίες, γιατί όπως προανέφερα ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Ελπίζω να με συγχωρήσετε γι αυτή μου την αμέλεια, κύριε διοικητά». Ο διοικητής τον λοξοκοίταξε σα να μη πίστευε σ’αυτά που άκουγε. «Είσαι με τα καλά σου χριστιανέ μου», ρώτησε στο τέλος. «Σε λίγο όπως πάμε θα βγάλτε ύποπτο και μένα. Τέλος πάντων. Προχώρα». «Μάλιστα. Τις πληροφορίες για την κοπέλα τις είχα από πρόσωπο, που δεν το θεωρούσα αξιόπιστο και με το δεδομένο ότι ο περί ου ο λόγος ήθελε να συ νάψει σχέσεις μαζί της, υπέθεσα ότι προσπαθούσε να στρέψει υποψίες εναντίον της για λόγους εκδίκησης, επειδή δεν του έδωσε σημασία και μάλιστα τον πρόσβαλε μπροστά στη γυναίκα του και τους γειτόνους του». «Και ποιος είν αυτός για να χουμε καλό ρώτημα; «Ο Μάνθος ο ταξιτζής». «Ο δικός μας Μάνθος δηλαδή. Ο πληροφοριοδότης μας. Αυτός που τον έχουμε με το ταξί του να εξυπηρετεί τον βασιλικό επίτροπο;» «Ακριβώς κύριε διοικητά». «Λοιπόν;» ρώτησε κάνοντας τον απορημένο ο διοικητής. «Τελικά κατάλαβα ότι όλη αυτή η ιστορία ήταν μια καλοστημένη συνωμοσία, για να καλυφτούν οι δυο ένοχοι». Ο διοικητής, σούφρωσε με δυσφορία το μούτρο του. «Ποιοι δυο ρε παιδί μου; Πες τα καθαρά και με τη σειρά να σε καταλάβω. Άντε γρήγορα όμως, γιατί δεν έχω και πολύ χρόνο μπροστά μου». «Λοιπόν» πήρε βαθιά ανάσα ο ανθυπασπιστής, «έχω τη σοβαρή υποψία ότι η και σε σας γνωστή κυρία Νίτσα, είναι σύνδεσμος των συμμοριτών. Αλλά και ο Μάνθος είναι διπλός. Αυτοί οι δυο συνεργάζονται κύριε διοικητά εις βάρος της εθνικής παράταξης και θα τους αποκαλύψω σύντομα». Ο διοικητής έβαλε τα γέλια. «Ή τρελός είσαι παιδί μου, ή τρελός παπάς σε βάφτισε». Έπειτα σοβάρεψε απότομα και του έβαλε τις φωνές. «Για τελείως βλάκα με πέρασες φαίνεται ρε ανόητε που έρχεσαι δω μέσα και με πουλάς ότι παραμύθι σου κατέβει. Νομίζεις ότι λάχανα τρώμε δω μέσα. Ε, λοι πόν μάθε ότι πριν από σένα, ήρθε δω μέσα αυτός ο πληροφοριοδότης ο ταξιτζής και μου τα είπε τελείως διαφορετικά». Σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό, κοίταξε προς τα πάνω και είπε. «Εσείς ρε για το μουνί θα χαλάστε την υπηρεσία. Καρκίνος έχετε καταντήσει. Πήρατε λόγω της κατάστασης εξουσίες και πήραν τα μυαλά σας τόσο αέρα που θέλτε να μας γαμήστε στο τέλος και τις μάνες. Άντε χάσου από μπροστά μου και συ, όπως διαολόστειλα και τον άλλον. Και να το ξέρεις ότι θα στείλω αναφορά να πας στα τάγματα επιχειρήσεων. Αι σιχτίρ τώρα».
144
Ο ανθυπασπιστής έτρεμε σύγκορμος. Πολύ λάθος είχε υπολογίσει τα πράματα και τώρα είχε μπλέξει χειρότερα. Πριν προλάβει ν’ανοίξει το στόμα του, ο διοι κητής συνέχισε. «Για έναν επιπλέον λόγο θέλω να σε διώξω από δω μέσα. Τράβηξες το πιστόλι σου, μπροστά στον κόσμο. Έτσι δεν είναι;» «Μάλιστα κύριε διοικητά», είπε με ύφος απολογητικό. «Αυτό ήταν αστοχασιά από μέρους μου». «Ακου να δεις φίλε μου», έκανε ο διοικητής και χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο γραφείο. «Πας να ζητήσεις το χέρι της κοπέλας που υποθέτω ότι την αγα πάς και πολύ. Αλλιώς τι ζόρι έχεις να τη ζητήσεις σε γάμο; Πιάνεσαι σε καβγά με άνθρωπο δικό μας εξαιτίας της κοπέλας και μετά, για να καλύψεις τις βρο μιές σου, έρχεσαι δω πέρα να ρουφιανέψεις την παρ ολίγον γυναίκα σου. Ρε πού καταντήσαμε; Έχεις και τον ανώτερο βαθμό του υπαξιωματικού και θέλεις να μπεις και στο ένδοξο σώμα των αξιωματικών Να μπεις ρε, αλλά να πας να πολεμήσεις πάνω στο βουνό και να πάρεις τα γαλόνια με το αίμα σου, όπως τα πήραμε και μεις. Αι στα τσακίδια τώρα». Στάθηκε προσοχή και χαιρέτισε όσο πιο άψογα το επέτρεπε η ψυχολογική του κατάσταση. Πισωπάτησε και βγήκε τρέμοντας απ’το γραφείο. Πήγε στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας κι έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα. «Τι έπαθες ρε Μανόλη; Εσύ παιδί με είσαι σαν πεθαμένος. Σε είδα που πήγες στο διοικητή. Τι έγινε; σε τρατάρισε κάνα σιχτίρ πιλάφ;» «Έκανα μια μεγάλη μαλακία ρε συ, και για να τη διορθώσω, έκανα μια πιο με γάλη. Είδες αυτό το καθίκι το Μάνθο να έρχεται εδώ;» «Ναι. ήταν εδώ πριν μισή ώρα και τα έλεγαν μέσα με το διοικητή. Όταν έφευγε δεν τον είδα και σε καλύτερη κατάσταση από σένα. Τι έγινε ρε χαμούρες; Γιατί το αγριέψατε τόσο πολύ τ’αφεντικό;» «Τίποτα το σπουδαίο», είπε κοιτάζοντάς τον ο ανθυπασπιστής. «Το έξυπνο πουλί απ’τα δυο ποδάρια πιάνεται, έλεγε ο πατέρας μου». Σηκώθηκε το ίδιο βαριά όπως είχε κάτσει και βγήκε σκυφτός και τσακισμένος έξω. Πήγε στο μπακαλικάκι που βρισκόταν κάτω ακριβώς απ’την ασφάλεια και πα ράγγειλε ένα ούζο. «Δε φταις εσύ ρε Μανόλη», είπε στον εαυτό του. «Οι καιροί είναι πονηροί και η δουλειά σου τέτοια, που γίνεσαι θέλεις δε θέλεις ίδιος με τα σκατά». Έριξε μεμιάς το ρακί στο λαιμό του και παράγγειλε ένα ακόμα. «Πολλά ντέρτια βλέπω σήμερα», είπε ο μπακάλης. Δεν του απάντησε. Τι να πει σ’έναν άνθρωπο που κάθε μέρα άκουγε τις φωνές και τα ουρλιαχτά αυτών που βασανίζονταν πάνω απ’το κεφάλι του και τάχα αστειευόμενος έλεγε. «Βρε αδερφέ, αν καμιά μέρα δεν έχει βασανισμούς και δεν ακούσω κραυγές και κλάματα, δε με κολλάει ύπνος το βράδυ. Τόσο το συνήθισε ο οργανισμός μου». Τι ήθελε κι έμπλεξε σ’αυτό το σκατοεπάγγελμα; Να είναι δουλειά σου να κυνη γάς ανθρώπους, που ούτε τους ξέρεις, αλλά ούτε που θα τους συναντούσες
145
ποτέ αν δεν ήταν η κατάσταση τέτοια και η αλληλοσφαγή στο φόρτε της. Να κυνηγάς ανθρώπους σα να’ναι αγρίμια. Μάλιστα τελευταία του φάνηκε ότι του άρεσε να βλέπει γυναίκες κλαμένες και παιδιά μαραμένα να τον παρακαλάνε να χαριστεί στον άντρα τους ή τον πατέρα τους. Κάνα δυο φορές πήρε μέρος και σε ανάκριση με βασανισμούς και του φάνηκε ότι κι αυτό είναι μια συνήθεια, που αν την αποκτήσεις, μπορεί να σ’αρέσει στο τέλος. «Να κυνηγάς αγρίμια», χαμογέλασε. Θυμήθηκε τον πατέρα του στο χωριό, όταν ακόμα ήταν αμούστακο παιδί. Παιδάριο τον έλεγε ο πατέρας του. Πα να πει ούτε παιδί, αλλά ούτε και άντρας σω στός. Τον έπαιρνε καμιά φορά μαζί του στο κυνήγι. Από το βράδυ δεν του κολλούσε ύπνος. Όλη νύχτα στριφογύριζε στα στρωσίδια του και περίμενε πότε θα έρθει η ροδαυγή, όπως την έλεγε ο πατέρας, που είχε τελειώσει το σχολαρχείο στην Πόλη και μιλούσε παρά πολύ όμορφα. «Για το κυνήγι ξεκινάς τη ροδαυγή», έλεγε. «Είναι ακριβώς μια στιγμούλα πριν σκάσει το πρώτο φως. Ακριβώς στο σημείο π’αλλάζει η νύχτα με τη μέρα». Ξεκινούσαν το λοιπόν, αυτός χαρούμενος κι ο πατέρας σοβαρός όπως πάντα και μόλις φτάνανε στο βουνό, άρχιζε να χαράζει. Στέκονταν στο ίδιο ξέφωτο πάντα. Ο πατέρας του άναβε ένα τσιγάρο και του έκανε κάθε φορά το ίδιο μάθημα. «Για να μπορείς παιδί με να έρχεσαι μαζί μου στο κυνήγι, πρέπει να έχεις κάποιες αρχές, που εγώ τις θεωρώ απαραίτητες. Όχι μόνο για το κυνήγι, αλλά και για την όλη συμπεριφορά τ’ανθρώπου στη ζωή. Και πρώτ’ απ’ όλα δε θα χτυπήσεις ποτέ ανήμπορο ζώο, αλλά ούτε και όταν παίζει ή είναι αφηρημένο. Θα πρέπει πρώτα να καταλάβει, όχι μόνο ότι είσαι κει κοντά του, αλλά και ότι σκοπεύεις να το σκοτώσεις». «Ναι αλλά τότε θα κάνει ο λαγός μια φουρτ και θα εξαφανιστεί πατέρα». «Εσύ παιδί μου κρατάς όπλο και μπορείς να σκοτώσεις μ’αυτό. Εκείνο το καη μένο έχει μόνο τα ποδαράκια του. Αυτή είναι η άμυνά του και πρέπει να τη σε βαστείς. Και στη ζωή το ίδιο είναι. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να αμυν θεί όταν κινδυνεύει». «Καλύτερα στο βουνό με το όπλο ατό χέρι», μονολόγησε. Εκεί τουλάχιστο έχεις έναν οπλισμένο απέναντί σου και κοιτάς να τον φας, πριν σε φάει εκείνος. Α, ρε μακαρίτη πατέρα να’σουν από καμιά μεριά να καμαρώσεις την κατάντια του κανακάρη σου. Λαγός και κυνηγός μαζί κατάντησε. Λύκος και πρόβατο». Ήπιε το τρίτο ούζο, πλήρωσε και έφυγε χωρίς καν να χαιρετίσει τον σιχαμερό μπακάλη.
11 Όταν έφυγε η Νίτσα απ’το σπίτι της, η Τασία έμεινε για λίγο σκεφτική. Κόντευε να τρελαθεί μ’αυτά που της είπε η κοπέλα. Ακούς εκεί να γίνονται τέτοια φοβερά πράματα κατ απ’τη μύτη της κι αυτή σα τον χάνο να μην έχει ιδέα; Τον αγαπούσε και τον σεβόταν τον άντρα της, αλλά μέχρι δω και μη πα
146
ρέκει. Ο ευλογημένος δε σκέφτηκε ότι έχει δυο μικρά παιδιά και πάει να κατα στρέψει το σπίτι και την οικογένειά του; Έτσι που είναι η κατάσταση τώρα, τί ποτα δεν το’χαν να τον πιάσουν μια μέρα και να τον στείλουν στην εξορία και τρέχα συ καημένη να συντηρήσεις το σπίτι και να μεγαλώσεις τα παιδιά. «Πολλές αστοχασιές κάνεις Δημητρό μου και δε θα μας βγει σε καλό», μονο λόγησε. Την έπιασε μια θλίψη και μια ανησυχία. Το σπίτι δεν τη χωρούσε. Αν τον είχε τώρα μπροστά της, θα του τα έλεγε χύμα και τσουβαλάτα. Αλλά ο άντρας της δε θα’ρχόταν στο σπίτι πριν απ’το βράδυ. Σκέφθηκε να πάει στην αδερφή της να τα κουβεντιάσει μαζί της, αλλά αμέσως μετάνιωσε. Αυτή καλέ φοβάται και τον ίσκιο της ακόμα. Και την καλημέρα θα της έκοβε προκειμένου να αποδεί ξει, αν συνέβαινε κάτι ,ότι δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους. «Στη Γαρουφαλίτσα», σκέφτηκε. «Θα πάω στη Γαρουφαλίτσα να της τα πω και να δούμε σε περίπτωση που έρθουν ανάποδα τα πράματα, αν μπορεί να βοηθή σει. Τι διάολο; Η γυναίκα αυτουνού που είχε όλη την εξουσία ήταν και μπορού σε να το κάνει. Βέβαια οι άντρες τους ήταν παιδικοί φίλοι και αγαπημένοι, πα ρόλο που δε συμφωνούσαν στα πολιτικά, αλλά οι γυναίκες μπορούν πάντα με τον δικό τους τρόπο να επηρεάσουν καλύτερα. Οι άντρες είναι εγωιστές» είπε στον εαυτό της «και μπορούν απ’τον εγωισμό τους να καταστρέψουν ακόμα και ότι αγαπούν περισσότερο. Ενώ οι γυναίκες είναι διαφορετικές. Θέλουν αυτά που έχουν και χαίρονται να τα κρατούν και όχι να τα σκορπούν στους τέσσερις ανέμους μόνο για μια πίκα». Η Γαρουφαλίτσα όμως ήταν σε κακή κατάσταση, εξαιτίας του περιστατικού του Αριστείδη και μετά εκείνης της πλύστρας. «Είναι και αυτό ακόμα μια απόδειξη για το πόσο ευαίσθητες είναι οι γυναίκες», σκέφτηκε. Του Φαρδή, της φάνηκε ότι δεν ίδρωσε τ’αυτί, ούτε για τη μια ούτε για την άλλη περίπτωση. «Τι μπορώ να κάνω», είπε μια μέρα. «Ο καθένας με τα καμώματά του. Εγώ έχω μια δουλειά κι ένα καθήκον και πρέπει να τα εκτελώ με τη μεγαλύτερη δυνατή σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Ας κοιτάξουν και οι άλλοι τη δουλειά τους κι ας μην μπερδεύονται κει που δεν τους σπέρνουν. Ο Αριστείδης είναι μπακάλης και καλά θα έκανε να κοίταζε το μπακάλικό του και την οικογένειά του. Ήθελές τα και παθές τα, που λέει και η παροιμία». Ο Δημητρός που τον άκουγε σιωπηλός, ρώτησε με χαμηλή φωνή. «Και σένα ρε Φαρδή, για να χουμε καλό ρώτημα, τι σ’ενδιαφέρει;» «Αν δεν κατάλαβες μέχρι τώρα, θα πρέπει να σε φωτίσω», απάντησε ο Φαρδής. Η δουλειά μου είναι διώκτης των συμμοριτών. Οποίος είναι μαζί τους, ή όποιος έχει συμπάθειες μαζί τους και τις εκφράζει, είμαι υποχρεωμένος σύμφωνα με το νόμο, να τον οδηγώ στο δικαστήριο και να τιμωρείται. Κατάλαβες φίλε μου; Αυτός είναι ο νόμος και εφαρμόζεται πάνω σ’όλους. Και τη Γαρουφαλίτσα μου να φέρουν με αποδείξεις στο δικαστήριο, είμαι υποχρεωμένος να ζητήσω την καταδίκη της».
147
«Σελειπονούς», είπε ο Κώστας που παρακολουθούσε την κουβέντα, θυμίζοντάς τους το παιδικό τους παιχνίδι στο χωριό. Να σου πω κάτι Φαρδή; Νομίζω ότι με τη φόρα που πήρες, μπορεί να πάθουμε και μεις καμιά δουλειά και να το φυ σάμε και να μην κρυώνει. Όποιος ρουφιάνος σας θέλει, μπορεί να μας στείλει την ασφάλεια στο σπίτι και άντε καθάρισε μετά. Από σένα έτσι κι αλλιώς κατά πώς σε ακούω, δεν μπορούμε να περιμένουμε καμιά βοήθεια. Ίσα ίσα. Απ’ότι ψιλοκαταλαβαίνω, μπορεί το ότι είμαστε φίλοι να είναι και σε βάρος μας. Έτσι δεν είναι; Όλο και θα χρειαστεί, ότι στον αγώνα σου αυτόν που λες ότι κάνεις, να θελήσεις να δείξεις ότι δε χαρίζεσαι, ούτε και στους παιδικούς σου φίλους». Ο Φαρδής έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός. «Ελπίζω να μη χρειαστεί να βρεθώ μπροστά σου τέτοιο δίλημμα. Αυτό μόνο έχω να πω». Τι την έπιασε τώρα και βιάζεται να πει τον πόνο της και το παράπονό της σε κάποιον. Το καλύτερο θα ήταν να περιμένει το βράδυ που θα΄ρθει ο άντρας της και να τον πιάσει που λέει ο λόγος απ’το λαιμό. Είχε σκεφτεί και τι θα του έλεγε. Τα είπε μερικές φορές δυνατά μόνη της μες στο δωμάτιο και τα έμαθε απ’έξω κι ανακατωτά. «Για έλα δω εσύ κύριε που κάνεις παντού τον έξυπνο και δε σκέπτεσαι την οικογένειά σου και τα παιδιά σου; Κάτσε κάτω να μου εξηγήσεις με το νι και με το σίγμα, τι είν αυτά που μου είπε η Νίτσα;» Εκείνος θ’απορούσε και θα ρωτούσε τάχα αδιάφορος. «Και τι σου είπε ρε γυναίκα η Νίτσα για να χουμε καλό ρώτημα;» «Ώστε έτσι ε;» θα έβαζε τις φωνές. «Κάνεις και τον ανήξερο από πάνω. Είπε λοιπόν η Νίτσα, ότι σου φέρνει κάποιες πληροφορίες. Για ποιο πράμα ακριβώς δεν κατάλαβα, ούτε μου εξήγησε τι τις κάνεις εσύ αυτές τις πληροφορίες. Σί γουρα μια φορά, όλα τούτα τα καμώματα δεν είναι για καλό μας. Θα μας βάλεις καμιά φωτιά με τις αστοχασιές σου, που θα το φυσάμε και δε θα κρυώνει. Μάζεψε Δημητρό τα μυαλά στο κεφάλι σου ώσπου να μεγαλώσουν τα παιδιά κι από κει κάνε όσο θέλεις του κεφαλιού σου». Αναπήδησε. «Α… μάλιστα. Αυτό πρέπει να κάνει. Πώς δεν το είχε σκεφτεί μέχρι τώρα; Όλα αυτά θα του τα πει μπροστά σε άλλους. Μάλιστα. Θα τον πάρει μόλις έρθει το βράδυ και θα πάνε στον Κώστα και τη Μαρία και θα του τα πει εκεί μπροστά τους». «Καλά. Θα σε τακτοποιήσω εγώ απόψε», μονολόγησε. Το σπίτι όμως τώρα δεν τη χωρούσε. Ένιωθε να την λούζει ιδρώτας. Κάπου πρέπει να πάει να τα πει για να ξεσπάσει, γιατί αλλιώς μπορεί να σκάσει απ’το κακό της μέχρι το βράδυ. Πίεσε τον εαυτό της να συγκρατηθεί. Αυτά δεν είναι θέματα που τα συζητάς με όποιον κι όποιον και μάλιστα σε μια εποχή σαν αυτή. Καλύτερα να μείνει στο σπίτι της και να μην πει σε κανέναν το παραμι κρό. Μετάνιωσε που άφησε τη Νίτσα να φύγει. Ακούς εκεί το σκατό. Μετά απ’τη φωτιά που της έβαλε, ξεκίνησε σείσου κουνήσου σα να μη συνέβαινε τίποτα, να πάει σινεμά. Χαρά στο κουράγιο της.
148
Αλλά και τι φταίει το κορίτσι. Αυτή μια ψυχή μόνη είναι. Ούτε παιδιά ούτε σκυλιά έχει να σκεφτεί. Αυτεξούσια του εαυτού της, που λέει και η πεθερά της. Ούτε να δουλέψει είχε ανάγκη, αλλά ούτε και να παντρευτεί, αφού θα έχανε την παχιά σύνταξη που έπαιρνε μετά το θάνατο του πατέρα της. Μόνη στον κόσμο, δεν είχε να σκεφτεί κανέναν. Ούτε κανένας να τη σκεφτεί, αν έμπλεκε σε τίπο τα ιστορίες. Ο Δημητρός όμως; Αυτός μάτια με έχει οικογένεια και παιδιά και δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια και το μέλλον τους. «Θα σε συγυρίσω απόψε», αναμονολόγησε. Πήρε τα φλιτζάνια του καφέ στο νεροχύτη και όπως ήταν σκυμμένη, ένιωσε μια ελαφριά ζαλάδα. Κρατήθηκε από το νεροχύτη για να μην πέσει. Μέσα της κα ταλάβαινε ότι δε θα τελείωνε εύκολα αυτή η ιστορία. Ως τα τώρα δεν ανησυ χούσε καθόλου, γιατί δεν ήξερε τίποτα. Τώρα όμως που έμαθε για τα καμώματα του άντρα της, της μπήκε έντονα η ιδέα ότι θα είχαν άσχημα μπλεξίματα. Δεν ήταν δα και χαζή. Έβλεπε κάθε μέρα πώς άρπαζαν τον κοσμάκη μέσ’ απ’ τα σπίτια του για ψύλλου πήδημα και χάνονταν ή στην εξορία ή στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έκανε και τη σκέψη ότι άμα μιλούσε με το Δημητρό και τον έπει θε να σταματήσει κάθε ανάμειξη, ίσως να υπήρχε περίπτωση να μην αποκαλυ φτεί τίποτα, ότι τέλος πάντων μπορεί να ήταν αυτό. «Αχ βρε Δημητρό μου άμυαλε», μουρμούρισε και πέρασε το βρεγμένο της χέρι πάνω στο μέτωπό της που έκαιγε. «Αχ Δημητρό μου…, Δημητρό μου». Τα είχε σκεφτεί όλα και είχε προετοιμάσει στην εντέλεια όσα θα του’λεγε, αλλά ήταν στο βάθος σίγουρη ότι στο τέλος ούτε θα τον συγύριζε, ούτε θα τον τακτο ποιούσε όπως τα είχε σκεφτεί. Το πιο πιθανό ήταν ότι θα έβαζε τα κλάματα και θα τον παρακαλούσε να της πει πόσο μπλεγμένος ήταν. Αυτός, ήταν σίγουρη, θα την καθησύχαζε όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Θα την αγκάλιαζε τρυ φερά και με το τρανταχτό του γέλιο θα της έλεγε. «Τασούλα μου, κορίτσι μου, σου είπα τόσες φορές να μην ανησυχείς για τίπο τα. Μπορεί να μπαίνω στο ρουθούνι πολλών μ’αυτά που λέω, αλλά και δεν έχω να φοβηθώ γιατί όπως ξέρεις από χαρακτήρα είμαι», εδώ θα γελούσε πιο δυνα τά, «τόσο ανάποδος που κανένας δε με θέλει στην οργάνωσή του και γω δε θέλω καμιά οργάνωση. Ξέρεις δα εσύ τώρα τι στρυφνός που είμαι». Αυτά τα ίδια λόγια τα είχε ακούσει πολλές φορές και τα είχε μάθει σχεδόν απ’έξω. Κάθε φορά που μάθαινε ότι κάποιον πιάσανε, τον ρωτούσε. «Δεν πιστεύω Δημητρό μου να έχεις και συ τίποτα μπλεξίματα και να χτυπή σουν καμιά μέρα και τη δική μας την πόρτα;» Την καθησύχαζε και τον πίστευε. Πάντα τον πίστευε το Δημητρό της. Έκατσε σε μια καρέκλα στην κουζίνα να της φύγει λίγο η ζαλάδα, πριν αρχίσει να συμ μαζεύει. «Με τη δουλειά περνάει και η ώρα. Φεύγουν και τα ντέρτια γυναίκα», της έλεγε γελώντας. Πλένε συ. Καθάριζε και μαγείρευε όλη μέρα και θα’ρχομαι γω το βράδυ να τρώω, να ντύνομαι στα καθαρά, να βγαίνω τη βόλτα με και γυρ νώντας στο σπίτι αργά να σε τραβάω και κανένα μανίκι».
149
«Α, να χαθείς πρόστυχε», του τραβούσε το μάγουλο. «Αλλά τι να περιμένει κα νείς από σένα. Το σόι του Μπαλαφούρ δεν είσαι; Για τρελόσογο σας είχαν στο χωριό. Με τα είπε όλα η πεθερά μου, με όλες τις λεπτομέρειες. Ότι τράβηξε απ’το τρελόσογο του πατέρα σου, τα έδωσε σε κατάρες στον πεθερό της. Γι αυτό λέει είναι πάνω από εκατό και ζει και βασιλεύει και πάει και στα χωράφια κάπου κάπου. Φαίνεται ότι οι κατάρες της τον θρέφουν». Πολύ τον αγαπούσε το Δημητρό της. Θυμήθηκε την εποχή που γνωρίστηκαν. «Α, ρε Δημητρό μου», είπε μέσα της. «Τι ωραίες εποχές ήταν εκείνες;» Περνούσε τάχα ανήξερος και ανίδεος από το δρόμο τους, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο σπίτι της. Ας ήταν να την έβλεπε λίγο, να της μιλήσει μια στάλα και θα ένιωθε σαν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Εκείνη, ανεβασμένη σε μια καρέκλα πίσω απ’την ξώπορτα, τραβούσε λίγο, να μια στάλα, το μικρό κουρτινάκι στο τζάμι στο πάνω μέρος της ξώπορτας και τον έβλεπε να στέκεται τάχα αδιάφορος κάτω από τη λάμπα του δρόμου. Κάποιο Σάββατο βράδυ που την έστειλε η μάνα της στο γιαουρτσή, την πλησία σε ο Δημητρός και της είπε ότι θέλει να της μιλήσει. Ποτέ όσο ζει δε θα ξεχάσει την ανατριχίλα και τη ζεστασιά συνάμα που ένιωσε στο κορμί της, όταν κα τάλαβε ότι την ακολουθούσε και την πλησίαζε να της μιλήσει. Όταν άκουσε τη φωνή του, λύθηκαν τα γόνατά της και κόντεψε να σωριαστεί κάτω. «Για ποια με περάσατε κύριε»; ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. Εκείνος δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση, όπως της εξομολογήθηκε αργότερα. Έτρεμαν κι αυτουνού τα πόδια και δεν μπορούσε λέει να βρει τα λόγια, που τόσο καλά είχε προετοιμάσει για να της πει. «Θέλω μόνο να σας μιλήσω». Στάθηκε απότομα στη μέση του κατασκότεινου δρόμου. Σκοτάδι πήχτρα που να μη βλέπεις ούτε τη μύτη σου. Μάζεψε όλο της το θάρρος, ότι δηλαδή της είχε απομείνει. «Ορίστε. Πείτε τι έχετε να πείτε». «Από τη γειτονιά σας ξέρετε δεσποινίς» είπε ψελλίζοντας, «δεν περνάω κάθε μέρα τυχαία». «Και πού να ξέρω γω ότι περνάτε απ’τη γειτονιά μου κάθε μέρα;» ρώτησε κεί νη τάχα απορημένη. «Υπολόγιζα ότι το είχατε προσέξει και μάλιστα ότι θα σας έκανε εντύπωση ότι περνάω ειδικά για σας. Είστε σίγουρη ότι δε με είδατε ποτέ; Ούτε μέρα ούτε νύ χτα;» «Και να σας είδα, μπορεί να μη σας πρόσεξα», είπε η Τασία προκλητικά. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρούμε και να καταγράφουμε όλους όσους περνούν μπροστά απ’το σπίτι μας». Τον άκουσε που γέλασε πνιχτά. «Δεν τ’αφήνουμε αυτά Τασία», είπε με τη βροντερή φωνή του και να δούμε πώς θα τα κανονίσουμε παρακάτω. Για το βράδυ δεν έχω ιδέα τι γίνεται, αλλά τις μέρες έχω δει το κουρτινάκι της ξώπορτάς σας να ανεβοκατεβαίνει και είμαι σίγουρος ότι δεν είναι η γιαγιά σου».
150
Ευτυχώς που ήταν τόσο σκοτεινά και δεν την πρόσεξε που κοκκίνισε σαν παν τζάρι. «Έχω δουλειά», είπε. «Πάω ατό γιαουρτσίδικο. Αυτά που λέτε με προσβάλουν και δε θέλω να με ξανασταματήστε και να με μιλήστε. Καταλάβατε;» «Πολύ καλά», είπε ο Δημητρός. «Σε υπόσχομαι ότι μια βδομάδα δεν πρόκειται να σου μιλήσω. Το άλλο Σάββατο όμως, θα σε περιμένω εδώ στο ίδιο σημείο. Εντάξει;» «Αφήστε με. Σας είπα δε θέλω να με ξαναμιλήστε». «Εντάξει για το άλλο Σάββατο»; επέμενε εκείνος. «Εντάξει, απάντησε με χαμηλή φωνή και έκανε να τρέξει. Ξαφνικά σαν κάτι να θυμήθηκε, γύρισε απότομα και χωρίς καν να τον βλέπει απ’το μαύρο σκοτάδι, του είπε με νάζι. «Και μην ξεχνάς ότι τώρα που ξέρεις για το κουρτινάκι μου, να περνάς κάθε μέρα και πολλές φορές μάλιστα». Όταν γύρισε στο σπίτι την περίμενε η μάνα της στην πόρτα. «Άργησες καλέ κορίτσι μου Τασία», τη μάλωσε με τη γλυκιά, τρυφερή της φωνή. «Τέλειωσαν τα γιαούρτια του εκείνη τη στιγμή και πήγε κάτω στο υπόγειο να φέρει», δικαιολογήθηκε. Η μάνα της γέλασε πονηρά «Τα γιαούρτια φταίνε που άργησες κοπελούδα μου, ή εκείνος ο λιμοκοντόρος ο σγουρομάλλης, που χάλασε πέντε ζευγάρια σόλες να πηγαινοέρχεται στο δρόμο μας;» «Και πού ξέρεις εσύ τέτοια πράματα καλέ μαμά;» απόρησε η Τασία. «Εγώ καλέ σ’ορκίζομαι ότι δεν έχω ιδέα. «Περίεργο. Εμείς εδώ όλες οι γυναίκες στη γειτονιά τον βαφτίσαμε κιόλας. Λι μοκοντόρο τον βγάλαμε. Εσύ μια φορά ούτε τον είδες ποτέ, ούτε που τον πρόσεξες. Τι σου είπε;» «Πότε καλέ μαμά;» «Τώρα βρε κόρη μου που πήγες για γιαούρτι. Φαίνεται σοβαρό παιδί και έχει και δουλειά. Είναι καπνεργάτης. Δουλειά σίγουρη σε κλειστό επάγγελμα». «Καλέ εσείς όλα τα ξέρετε», κοκκίνισε για μια ακόμα φορά. Σε λίγο θα με πεις και πώς λένε τους δικούς του». «Νίκο και Χαρίκλεια», είπε ατάραχη η μάνα της. «Καλό παιδί και καλό σπίτι. Τράβα τώρα να φας και να κοιμηθείς, γιατί το πρωί έχουμε να βάλουμε πλύση. το βαρέλι το γέμισες νερό;» «Ναι», απάντησε χαρούμενη και την αγκάλιασε σφιχτά. «Άντε και όνειρα γλυκά παιδί μου». Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε, αλλά ότι έγινε και ότι ειπώθηκε κείνη τη βρα διά της έμεινε στο μυαλό με όλες τις λεπτομέρειες. Τα αφηγιόταν καμιά φορά στην Αντιγόνη της, που κρεμόταν απ’το στόμα της και την παρακαλούσε. «Πες τα μου ακόμα μια φορά μαμά. Όλα με κάθε λεπτομέρεια. Τι έγινε μετά; Πήγες και κοιμήθηκες. Και μετά;»
151
«Τι μετά βρε πουλί μου; Άλλη φορά όταν μεγαλώσεις λίγο ακόμα, θα σου πω και πώς βλεπόμασταν με τον πατέρα σου ώσπου να’ρθει η μέρα που παντρευτή καμε». «Και η γιαγιά; Πού τα ήξερε όλα αυτά που έγιναν το πρώτο βράδυ που σου μί λησε ο μπαμπάς; Εσύ λες ότι ήταν σκοτάδι πίσσα. Πού τα είδε όλα εκείνα η γιαγιά;» «Οι μανάδες παιδί με τα ξέρουν όλα. Όταν κάποτε γίνεις και συ μάνα θα δεις που θα τα ξέρεις όλα. Οι πατεράδες κι οι μανάδες βλέπουν πίσ’ απ’ τα ντουβάρια παιδί μου». Η Αντιγόνη ρωτούσε μετά τον πατέρα της. «Πες μου και συ καλέ μπαμπά. Πώς γνωριστήκατε με τη μαμά». Εκείνος την κοιτούσε με το γλυκό του χαμόγελο, περνούσε το χέρι του ανάμεσα απ’τα πυκνά σγουρά μαλλιά του, έπαιρνε πόζα κατακτητή και της έλεγε. «Ήρθε που λες κοριτσάκι μου μια μέρα η μάνα σου σείσου κουνήσου και με βρίσκει στο καφενείο που έπαιζα πικέτο. «Κανείς δε με δίνει σημασία» με λέει, «και ψάχνω κορόιδο να στεφανωθώ». «Κι εμένα βρήκες κυρά μου;» ρώτησα. «Δεν υπάρχουν άλλοι άντρες;» «Άντρες» με λέει, «υπάρχουν πολλοί. Τα κορόιδα έχουν τελειώσει». «Τι να κάνω και γω παιδί μου, τη λυπήθηκα. Ας πάει και το παλιάμπελο είπα και πήγα και τη στεφανώθηκα. Αυτά είναι τα πράματα με καθαρές κουβέντες».
12 Οι ώρες δεν περνούσαν. Σχόλασαν τα παιδιά απ’τα πρωινά μαθήματα και ήρ θαν στο σπίτι χαρούμενα. «Για το απόγεμα έχω μόνο γεωγραφία να διαβάσω μαμά», είπε ο μικρός. «Βάλε με να φάω και μόλις κάνω τη γεωγραφία μου, να πάω έξω να παίξω». Η Αντιγόνη κάτι κατάλαβε όταν είδε τα μούτρα της μάνας της. «Έχεις τίποτα καλέ μαμά; Σα στεναχωρημένη μου μοιάζεις». Η Τασία της χαμογέλασε. «Δεν έχω τίποτα κόρη μου. Λίγο πονοκέφαλο μόνο, αλλά θα με περάσει. Ζαλί στηκα και λιγάκι. Θα με περάσει μη στεναχωριέσαι». Η Αντιγόνη δεν την πίστεψε. Μέχρι που να φύγει για το απογευματινό της μάθημα, τη ρωτούσε συνέχεια. «Κάτι έχεις και μου το κρύβεις μαμά. Ποτέ δε σε είδα έτσι». Κατά τις εφτά η ώρα ήρθε επιτέλους ο Δημητρός. Τον περίμενε πίσ’απ’την πόρτα, λες και θα τον έβλεπε για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό. «Έλα Δημητρό μου και σε περιμένω απ’το πρωί με αγωνία. Κουρασμένος φαί νεσαι. Κάτσε να σε βάλω να φας και να με πεις πώς πέρασες τη μέρα σου». «Συμβαίνει τίποτα γυναίκα;», ρώτησε και την κοίταξε λοξά. «Όχι πασά μου. Τι να συμβαίνει; Όλη μέρα κλεισμένη δω μέσα, είπα αμάν να δω άνθρωπο και ν’αλλάξω μια κουβέντα. Κάτσε να σε βγάλω τα παπούτσια να ξεκουραστούν τα ποδαράκια σου».
152
Μέσα της αγανακτούσε που δεν είχε τη δύναμη να κάτσει κάτω και να του τα πει έξω απ’τα δόντια. Όχι πως την αγρίεψε ποτέ ή τη μάλωσε, αλλά να, έτσι από μόνη της, αιστανόταν ότι δεν είναι σωστό να τον στεναχωρεί όταν έρχεται κουρασμένος απ’τη δουλειά του. «Τον αγαπάς κακομοίρα όπως την πρώτη μέρα και γι αυτό δε θέλεις να τον κα κοκαρδίσεις», μουρμούρισε στον εαυτό της. «Ότι και να γίνει, άντρας σου είναι και πρέπει να τον σταθείς». «Η αξία της καπάτσας γυναίκας φαίνεται στις δύσκολες ώρες που περνάει το αντρόγυνο», της έλεγε η μάνα της κάθε τόσο. «Οι άντρες παιδί με είναι εγωι στές και μπορούν να τα χαλάσουν όλα για ένα γινάτι». «Απόψε λέω να πάμε μια βολτίτσα στον Κώστα και τη Μαρία, Δημητρό μου. Να ξεσκάσω και γω λιγάκι. Τι λες; Να πάμε; Μήπως είσαι πολύ κουρασμένος;» «Ότι θέλει το κορίτσι μας», απάντησε κείνος χαρούμενα. «Άσε μη βάζεις να φάω. Να πάρουμε το φαγητό μας και να πάμε να φάμε μαζί τους. Πού είναι ο μικρός να πάει να τους πει να μας περιμένουν για να φάμε μαζί. Τι φαγητό έκα νες σήμερα;» «Το σκέφτηκα από το πρωί Δημητρό μου να πάμε κι έφτιαξα μια μικρή πίτα. Καλά δεν το σκέφτηκα;» «Εντάξει Τασία μου, είσαι ντερμπεντέρισσα. Άντε στείλε το μικρό να τους ειδοποιήσει ώσπου να πλυθώ λίγο που βρομάω καπνά». «Εσύ μόνο μυρίζεις καπνά Δημητρό μου; Όλη η γειτονιά μυρίζει». «Γειτονιά καπνεργατών είναι, ρε γυναίκα. Τι ήθελες να μυρίζει; Αβγοτάραχο;» Η βραδιά τους πέρασε πολύ ευχάριστα. Οι άντρες φάγανε και ήπιαν τη ρετσίνα τους κουβεντιάζοντας για τα καπνά, τη δουλειά κι ένα σωρό αλλά πράματα. Της Τασίας της έκανε εντύπωση ότι δε μίλησαν καθόλου για πολιτικά. Μόνο σε μια στιγμή που ο Δημητρός είπε κάτι «... για την πολιτική κατάσταση όπως δια μορφώνεται σήμερα...», δεν πρόλαβε να τελειώσει και τον έκοψε ο Κώστας. «Ας τ’αφήσουμε αυτά Δημητρό προς το παρόν. Αρκετά τραβάω όλη μέρα στο μαγαζί με τους ρουφιάνους. Δεν ξέρει κανείς και πώς να φυλαχτεί. Αυτοί παιδί μου είναι ικανοί για να γίνουν αρεστοί στ’αφεντικά τους, να σε κλείσουν το σπίτι χωρίς λόγο». «Πες του τα Κώστα μου», πετάχτηκε η Τασία. «Πες του σε παρακαλώ να προ σέχει». Ο Δημητρός έβαλε τα γέλια και κει σταμάτησε η κουβέντα για ...τη διαμορφού μενη κατάσταση, όπως συνήθιζε να λέει. Δεν μπόρεσε; Δεν τόλμησε; Ούτε η ίδια ήξερε να πει γιατί τέλος πάντων δεν άνοιξε το στόμα της να πει ότι σχεδίαζε απ’το πρωί και ότι είχε ακούσει απ’τη Νίτσα. Ούτε στη Μαρία είπε τίποτα, παρ όλο που όλο το βράδυ τα έλεγαν μετα ξύ τους. Στο τέλος καληνύχτισαν και έφυγαν για το σπίτι τους. «Άντε Τασία μου, πάμε για το κονάκι μας. Η ώρα», κοίταξε το ρολόι του Κώστα που ήταν αφημένο πάνω στο τραπέζι, «είναι κιόλας δέκα και αύριο έχουμε πάλι την πρωινή μας γυμναστική. Εγερτήριο στις έξι και δουλειά στις
153
εφτά. Α, και καλά που το θυμήθηκα. Αύριο το μεσημέρι μη με περιμένεις για φαγητό. Να με ετοιμάσεις το πρωί το κατσαρολάκι μου, να πάρω μαζί μου κάτι για το μεσημέρι». «Πρώτα Δημητρό μου ερχόσουν κάθε μεσημέρι στο σπίτι, έτρωγες και ξεκου ραζόσουν καμιά ώρα πριν πας στη δουλειά ξανά. Τώρα έχεις κοντά δέκα μέρες που δεν πατάς τα μεσημέρια στο σπίτι». «Καλά… καλά…. Άρχισες την γκρίνια πάλι; Μια ζωντοχήρα βρήκα και περ νάω καλά τα μεσημέρια μου», είπε και γέλασε με τον ανοιχτόκαρδο τρόπο του. «Άντε πάμε τώρα». Κείνο το βράδυ η Τασία δεν έκλεισε μάτι.
13 Η κυρία Ευτέρπη βγήκε στο κεφαλόσκαλο του σχολείου για την πρωινή προ σευχή. Έριξε μια άγρια ματιά γύρω γύρω σ’όλους τους μαθητές κι έκανε νόημα στον Βεργίδη. «Ποιος έχει σειρά για την προσευχή;», φώναξε. Ένα κοριτσάκι από την πέμπτη πετάχτηκε σβέλτα κι ανέβηκε τα μισά σκαλιά. Γύρισε προς τα παιδιά κι άρχισε να λέει την προσευχή. Βασιλεύ ουράνιε παράκλητε το πνεύμα της αληθείας... Όταν τελείωσε, κατέβηκε γρήγορα γρήγορα τις σκάλες λες και φοβόταν μη την αρπάξει απ’τα μαλλιά η διευθύντρια. Τόσο αγριεμένη φαινόταν αυτό το πρωινό. Όλα τα παιδιά είχαν καταλάβει ότι σε λίγο θα άρχιζαν να πέφτουν κεραυνοί και ο καθένας, απ’τα μεγάλα αγόρια τουλάχιστο, προσπαθούσε να σκεφτεί τι είχε κάνει από χτες μέχρι σήμερα, που θα μπορούσε να είχε εξαγριώσει την κυρία Ευτέρπη. Ο καθένας φοβόταν μήπως ήταν αυτός που θα πλήρωνε τα σπασμένα. Ο Δημητράκης άκουσε πίσω του τον Μύξα. «Έκανες τίποτα ρε βλάκα;» «Όχι», είπε ο Δημητράκης χωρίς να είναι και τελείως σίγουρος. Πώς μπορούσε να είναι κανείς σίγουρος αφού για το τίποτα και για ψύλλου πήδημα, έπεφτε βαρύ το χέρι και η τιμωρία της διευθύντριας; Μια μέρα μάλιστα τον είχε τιμω ρήσει, γιατί λέει τον είδε να κάθεται στο πεζούλι της κάτω γέφυρας. «Εκάθητο ασκόπως. Ένας μαθητής οφείλει να ασχολείται με τα μαθήματά του και όχι να κάθεται στις γέφυρες και να χαζεύει σα τον χάχα», είπε μετά το τέλος της πρωινής προσευχής, αφού τον ανέβασε στις σκάλες για να τον βλέπουν όλοι. Τον άρπαξε απ’ τ’αφτί και τον πήγε σέρνοντας σχεδόν στο γραφείο της. «Στάσου προσοχή», τον διέταξε. Ο Δημητράκης ήξερε καλά τη διαδικασία και δεν είχε εξάλλου τα κότσια να προβάλει αντίσταση. Του πάτησε το πόδι για να μην μπορεί να φύγει, του έπια σε τ’αριστερό χέρι απ’την άκρη των δαχτύλων κι άρχισε να τον χτυπά με τον χάρακα πάνω στα κότσια, στην ανάποδη της παλάμης του.
154
«Ούτε γω έκανα τίποτα» είπε ο μύξας, «αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι έχει στο μυαλό της αυτή η στρίγγλα». Στα μουλωχτά όλοι άρχισαν να ρωτούν ο ένας τον άλλον αν είχαν κάνει κάτι που είχε εξαγριώσει τη διευθύντρια. Εκείνη πηγαινοέρχονταν στο κεφαλόσκαλο και κρυφομιλούσε με τους δα σκάλους. Σε μια στιγμή σταμάτησε απότομα και φώναξε δυνατά. «Γλυνίδης. Έλα πάνω αμέσως». Ο Φλάμπουρας κόντεψε να πέσει κάτω απ’το ξάφνιασμά του. «Εμένα φωνάξατε κυρία;» «Γιατί ρωτάς; Ξέρεις κανέναν άλλο Γλυνίδη;» «Όχι κυρία», είπε και κινήθηκε προς τις σκάλες. Ανέβηκε και στάθηκε προσοχή χλωμός και φοβισμένος, δίπλα στη διευθύντρια. Εκείνη τον έπιασε απ’ τ’αυτί και απευθύνθηκε προς τους μαθητές. «Συνήθως, όταν κάνει κανείς κάτι μεμπτό, τον ανεβάζω εδώ πάνω δίπλα μου, για να τον βλέπετε όλοι και λέμε σ’όλους σας τα παράπτωμά του, για να παραδειγματίζεστε και να αποφεύγετε να κάνετε τα ίδια Η περίπτωσης όμως του Γλυνίδη είναι τόσο σοβαρή, που δεν μπορούμε από δω πάνω και μπροστά σε όλους τους μαθητές να το ανακοινώσουμε. Θα κάνουμε τις σχετικές ανακρίσεις στο γραφείο και θα βρούμε την αλήθεια. Πολύ φοβάμαι ότι είναι κι άλλοι μαθη τές μπερδεμένοι στην υπόθεση και ξέρουν καλά οι ίδιοι για ποιο θέμα πρόκει ται. Γι’αυτό θα τους παρακαλέσω, χωρίς να τους καλέσουμε, να έρθουν στο γραφείο μόνοι τους και να μας πουν ότι ξέρουν. Περάστε τώρα στις τάξεις σας». Πήρε τον Φλάμπουρα όπως τον κρατούσε απ’ τ’αυτί και τον πήγε στο γραφείο. Όλοι κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους. Κανείς δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Για ποιο θέμα θα γινόταν ανακρίσεις όπως είπε η διευθύντρια; «Τι είναι ρε Σπίνο αυτές οι αναφρίσεις, ή πως διάολο τις είπε αυτή η καρακάξα;» ρώτησε ο Γκαβούλιας. «Καλά σας λέω όλους ρε χαϊβάνια ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι εντάξει. Ο πατέρας μου ρε σεις λέει ότι αυτή θα’πρεπε να φυλάει φυλακισμένους κι όχι να είναι και διευθύντρια του σχολείου μας. Εσείς όμως ντουρντουβάκια, πού να καταλάβετε; Αυτή μας σακατεύει στο ξύλο και σεις λέτε ότι είναι η καλύτερη στον κόσμο». «Θα ρωτάνε όλους έναν έναν να τους πει τι ξέρει, ώσπου να βγάλουν άκρη», απάντησε ο Σπίνος. «Τίποτα δεν ξέρεις ρε;» «Για ποιο πράμα θα μας ρωτάνε ρε Σπίνο; Για της μάνας τους το ροκοκό;» «Πού να ξέρω κι εγώ ρε συ; Περίμενε πρώτα να σε φωνάξουν και μετά όταν πας μέσα θα σε ρωτήσουν τι ξέρεις για το τάδε πράμα. Τότε θα καταλάβεις για τί πρόκειται κι αν ξέρεις κάτι το λες και πας στο καλό. Αν δεν ξέρεις, λες δεν είδα και δεν άκουσα και πάλι πας σπίτι σου. Όπως γίνεται στα έργα ρε βλάκα. Τον πιάνει τον άλλον η αστυνομία και τον ρωτάει να μάθει για κείνον που σκότωσε. Άμα δεν ξέρει τίποτα, λέει ότι εγώ κύριέ μου δεν ήμουν εκεί που λέτε σεις και τέλειωσε. Συγνώμη του λένε και τον πάνε κιόλας στο σπίτι του με τ’αυτοκίνητο της αστυνομίας. Κατάλαβες;»
155
«Δηλαδή άμα τους πω ότι δεν ξέρω τίποτα, η κυρία Ευτέρπη θα με ζητήσει συ γνώμη;» απόρησε ο Κεφάλας. «Όρτσα ρε», τον μούντζωσε με τα δυο χέρια ο αρχηγός. «Αμερική είναι δω;» Ο Βεργίδης μπήκε στην τάξη κρατώντας απ’το χέρι τον Σπίνο, που τον έφερνε απ’την έκτη. Σήκωσε το δάχτυλό του κι έδειξε. «Εσύ, εσύ και συ», έδειξε τον Δημητράκη, τον Γκαβούλια και τον Μύξα. «Όλα τα μπουμπούκια, στο γραφείο αμέσως». Και οι τρεις κοκκίνισαν και τα΄χασαν. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κατουρημένοι απ’το φόβο τους. «Τι κάναμε κύριε;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο Μύξας. «Πάτε γρήγορα στο γραφείο και θα μάθετε. Εμπρός μαρς μαζί μου», είπε και κίνησε πρώτος. Όταν μπήκαν στο γραφείο ήταν και οι τέσσερις κίτρινοι σα τα λεμόνια. Στρι μώχτηκαν κοντά κοντά και κοίταξαν γύρω τους σα χαμένοι. Ο Φλάμπουρας ήταν όρθιος σε μια άκρη του γραφείου κοντά στην μπαλκονόπορτα, με το κε φάλι κατεβασμένο και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του. Τα καλαμένια γυμνά του πόδια έτρεμαν και φαινόταν σα να ήταν έτοιμος να πέσει και να μη σηκω θεί. Η κυρία Ευτέρπη γύρισε προς το μέρος του. «Αν κάποιος απ’αυτούς μας επιβεβαιώσει ότι τα είπες αυτά τα λόγια, τότε τι έχεις να πεις; Εγώ μια φορά είμαι σίγουρη ότι τα είπες και θα βρω τον τρόπο να σε τσακώσω». Ο Φλάμπουρας δε μίλησε. Άρχισε μόνο να κλαίει σιγά, με το κεφάλι χαμηλω μένο και τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. «Για πλησιάστε σεις οι τέσσερις εδώ κοντά», συνέχισε κοιτάζοντάς τους. «Δε με λέτε; Ποιος από σας άκουσε τον Γλυνίδη να μιλάει και να λέει κακά πράμα τα για τη Χρυσούλα;» Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απορημένοι και δε μίλησαν. «Εσύ; Ξέρεις τίποτα που είσαι και αρχηγός;» ρώτησε πρώτα τον Σπίνο. «Σας ορκίζομαι κυρία», έβαλε κείνος τα κλάματα. «Δεν ξέρω τίποτα». «Εσύ; Ξέρεις τίποτα εσύ; Ο άλλος ξέρει τίποτα; Ο τρίτος; Τίποτα κι αυτός; Κα νένας σας δεν άκουσε τίποτα. Έτσι δεν είναι; Εντάξει λοιπόν. Φέρε συ ο τελευ ταίος τον χάρακα απ’το γραφείο κει πίσω». Και οι τέσσερις κλαίγαν μ’αναφιλητά. Για μια στιγμή ο Γκαβούλιας σήκωσε το κεφάλι του και είπε. «Εγώ κυρία σας είπα, ότι δεν ξέρω τίποτα. Όμως και να ήξερα δε θα μιλούσα. Ο πατέρας μου λέει ότι είναι δικαίωμά μου και κανείς δεν μπορεί να με τιμωρή σει. Με είπε ότι αν καμιά φορά με χτυπήστε, τότε να σας πω ότι δε σας δίνει το δικαίωμα να με χτυπάτε και να του το πω μόλις πάω σπίτι». Η διευθύντρια τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, έτοιμη να τον φάει. «Κανέναν σας δεν πρόκειται να δείρω τελικά, αν και έχω γραμμένα στα παλιά μου παπούτσια τι λέει ο πατέρας σου. Εδώ είναι σχολείο να του πεις και όχι κα φενείο σαν το δικό του, όπου όλη μέρα χαρτοπαίζουν και μπεκρουλιάζουν. Εδώ είναι σχολείο και πρέπει να υπάρχει τάξις, πειθαρχία και τιμωρία. Αν δεν
156
του αρέσει, ας σε κρατήσει στο καφενείο. Έτσι κι αλλιώς τίποτα δε μαθαίνεις εδώ που έρχεσαι. Είσαι ξύλο απελέκητο. Τελευταίος μαθητής στην τάξη, αλλά από γλώσσα πρώτος και καλύτερος. Και κάτι ακόμα. Πες του πατέρα σου ότι αυτά που ήξερε στη λαοκρατία να τα ξεχάσει, γιατί τα πράματα άλλαξαν και θα βρεθεί καμιά μέρα με τη θηλιά στο λαιμό. Άντε τώρα τσακιστείτε όλοι στην τάξη σας και θα τα ξαναπούμε. Εσύ Γλυνίδη μείνε κει που είσαι». Βγήκαν και οι τρεις έξω το ίδιο χλωμοί και φοβισμένοι, όπως όταν μπήκαν. «Μπράβο ρε Γκαβούλια», είπε ο αρχηγός και του έριξε μια σβουριχτή. «Πολύ καλά της τα είπες». «Έχει το θάρρος απ’τον πατέρα του», είπε ο Δημητράκης. «Και μένα αν με έδι νε θάρρος ο πατέρας μου, θα της τα΄λεγα έξω απ’τα δόντια. Ξέρτε ρε παιδιά γιατί φοβάμαι μη με δείρει η κυρία Ευτέρπη; Όχι γιατί πονάει, αλλά γιατί μόλις πάω δαρμένος στο σπίτι η μάνα μου το καταλαβαίνει και με ρωτάει αν έφαγα ξύλο απ’τη διευθύντρια. Καημό το χω να με ρωτήσει μια μέρα, όχι αν έφαγα ξύλο, αλλά γιατί το έφαγα. Ε, λέει για να σε δείρει αυτή η άγια γυναίκα, πα να πει ότι κάτι πολύ σοβαρό έκανες πάλι. Και μ’αρχίζει στις γρήγορες. Και δε φτάνει αυτό. Μόλις έρθει ο πατέρας μου, του τα λέει και με τραβάει και κείνος ένα μπερντάχι». «Και με μένα σχεδόν το ίδιο γίνεται», είπε ο Σπίνος. «Ξέρει τώρα κανείς γιατί πράμα μας ρωτούσε;» Κανείς δε μίλησε. «Ε λοιπόν κι εγώ ξέρω και σεις ξέρτε, αλλά δεν καταλάβατε για ποιο πράμα σας ρωτούσε. Απ’το φόβο σας κατουρηθήκατε και δεν καταλαβαίνατε τίποτα. Θυ μάστε τη μέρα που γυρίζαμε όλοι μαζί απ’το λιμάνι πού είχαμε πάει να δούμε κείνο το άσπρο καράβι; Ε, δε θυμάστε που ερχόμασταν μέσ’ απ’ το λάκκο και κει, όταν φτάσαμε πίσω απ’ του Αρμένη το καπνομάγαζο, ο Φλάμπουρας μας είπε ότι εκεί ανάμεσα σε δυο ντουβαράκια είχε δει τη Χρυσούλα να κάνει κακά πράματα μ’έναν μεγάλο; Το Θυμάστε;» «Ε, ναι. Και τι έγινε μ’αυτό ρε Σπίνο; Και μήπως κάνουμε και τίποτ’άλλο απ’το να κουβεντιάζουμε για κορίτσια;» είπε ο Μύξας. «Βρε βλάκα εμείς μπορεί να μιλάμε για όλα τα κορίτσια του κόσμου, αλλά δεν το μαθαίνει κανένας ότι μιλάμε για την κόρη του ή την αδερφή του. Κάποιος το είπε φαίνεται στη Χρυσούλα κι αυτή στην κυρία Ευτέρπη και μαύρο φίδι που τον έφαγε τον Φλάμπουρα. Το κακό είναι ότι τώρα γίναμε φίλοι και μια συμμο ρία. Τον λυπάμαι τον κακομοίρη. Ο Βεργίδης άνοιξε την πόρτα της τάξης που έκανε μάθημα κι έβαλε τις φωνές. «Άντε βρε ανεπρόκοποι στο μάθημά σας. Τι αράξατε κει πέρα και ψιλοκουβεντιάζετε; Ευκαιρία βρήκατε με φαίνεται», είπε και μπήκε πάλι μέσα στην τάξη του να συνεχίσει το μάθημα. Κείνη την ώρα φάνηκε ο Φλάμπουρας που κατέβαινε κλαίγοντας τη σκάλα. «Ρε συ Φλάμπουρα», τον έπιασε απ’το χέρι ο Σπίνος «Τι έγινε ρε συ; Τι σου εί παν; Είναι μήπως για κείνο που μας είπες για τη Χρυσούλα όταν γυρίζαμε απ’το λιμάνι;»
157
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του σημάδι ότι έτσι ήταν. «Δεν με νοιάζει τι θα με κάνουν και πόσο ξύλο θα φάω», είπε μεσ’ απ’ τα κλάματά του. «Εκείνο που μ’ενδιαφέρει είναι να μάθω ποιος πήγε και με κάρ φωσε. Ποιος είναι ο ρουφιάνος ανάμεσά μας. Καταλάβατε;» Οι άλλοι σάστισαν τελείως. Αυτό δεν το είχαν σκεφθεί καθόλου. Ήταν όμως αλήθεια. Πως έφτασε στ’αυτιά της διευθύντριας; «Από μας δεν τρέχει τίποτα», είπε με σιγουριά ο Γκαβούλιας. «Τα δικά σου τα λουλούδια να κοιτάξεις πρώτα». Το κουδούνι χτύπησε διάλειμμα και ο Βεργίδης πετάχτηκε απ’την τάξη του. «Αυτός είναι ο μόνος που είναι καλός και δε δέρνει», είπε ο Φλάμπουρας. «Ναι αλλά η μάνα μου λέει ότι άμα δεν είναι αυστηρός, θα τον καβαλήσουμε και θα τον κάνουμε ότι θέλουμε. Τι γράμματα θα μάθουμε τότε;» είπε ο Δημη τράκης. «Εγώ δεν ξέρω αν το ξύλο πάει μαζί με τα γράμματα», τον κοίταξε ο Μύξας. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Βεργίδης είν’ εντάξει και μας μιλάει με τον κα λύτερο τρόπο». Το κουδούνι ξαναχτύπησε και πήγαν όλοι στις τάξεις τους φουσκωμένοι σαν παγόνια. Ξέρανε ότι όλα τα παιδιά τους ζήλευαν, γιατί αυτοί ήξεραν για την υπόθεση.
14 Την άλλη μέρα μετά την πρωινή προσευχή, η διευθύντρια πήρε τη θέση της στο κέντρο του κεφαλόσκαλου. «Έχω να σας ενημερώσω για μια σοβαρή απόφαση», είπε. «Για κάτι πολύ σο βαρό που συνέβη αυτές τις μέρες και το οποίο δεν μπορούμε να σας το ανακοι νώσουμε. Το συμβούλιο των δασκάλων με πλειοψηφία, αποφάσισε να τιμωρή σει το μαθητή της έκτης τάξης Γλυνίδη Γεώργιο, με αυστηρή επίπληξη. Φυσικά του αφαιρείται το δικαίωμα να είναι σημαιοφόρος και από σήμερα σημαιο φόρος του σχολείου μας θεωρείται ο Μαργαρίτης». Ο Φλάμπουρας γύρισε λίγο μπροστά και δεξιά και κοίταξε λυπημένα την Αντι γόνη. Τον κοίταξε και κείνη σα να του λέγε. «Εγώ βρε χαζέ δε σε συμπαθώ γιατί κρατάς τη σημαία. Σε συμπαθώ γιατί... και γω δεν ξέρω γιατί». Κατάλαβε ακριβώς απ’τα μάτια της τι του’λεγε. Χαμογέλασε και σήκωσε ψηλά το κεφάλι. Είδε τον Βεργίδη που έκοβε βόλτες στο κεφαλόσκαλο σα θηρίο σε κλουβί. Αυτός μια φορά φαινόταν από μακριά ότι δεν ήταν σύμφωνος με την απόφαση. Ίσως ήταν και ο μοναδικός που δε συμφωνούσε. Ότι του πήραν τη σημαία τον πείραξε είν’η αλήθεια παρά πολύ. Ήταν ο καλύτε ρος μαθητής με μεγάλη διαφορά απ’όλους τους άλλους. Μ’όλο που είχε μεγάλες δυσκολίες στο σπίτι εξαιτίας της φτώχειας, αυτός κα τάφερνε να διαβάζει και να είναι ο καλύτερος. Βέβαια ήταν και δυο χρόνια με γαλύτερος απ’ τ’άλλα παιδιά κι αυτό έπαιζε μεγάλο ρόλο, όπως έλεγε ο Βεργί δης.
158
«Πιο πηγμένο το μυαλό όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος» έλεγε, «αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι έχεις και κοφτερό, ξουράφι μυαλό. Αν ήσουνα και λίγο φρόνι μος, τότε θα ήσουν υπόδειγμα μαθητή. Στο γυμνάσιο θα στρώσεις». «Μη στεναχωριέσαι», του είπε στο διάλειμμα η Αντιγόνη όταν όλη η τάξη τους μαζεύτηκε γύρω του και προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. «Εμείς ξέρουμε ποιος πρέπει να κρατάει τη σημαία. Και που θα την έχει ο Μαργαρίτης, θα είναι σα να κρατάει ένα πανί και τίποτα παραπάνω. Αυτός καλέ είναι καλός, μόνο στη ζωγραφική». Ακούς εκεί σημαιοφόρος ο Μαργαρίτης; Ο πατέρας του έλεγε για τον πατέρα του Μαργαρίτη ότι ήταν ένας άνθρωπος της ευκαιρίας. «Ευκαιριατζής, παιδί μου. Όποτε τον σύφερνε ήταν αριστερός και πούλουσε ιδεολογία. Στη λαοκρατία ήταν αυτός που έλυνε κι έδενε. Για να τον δεις και να του ζητήσεις μια μικρή χάρη σα γείτονας, έπρεπε να περάσεις από σαράντα κύ ματα. Τώρα πάει και ρουφιανεύει τους παλιούς του φίλους και είναι κολλητός και πάλι με την εξουσία. Δεν πειράζει όμως. Υπάρχει και Θεός και θα δεις κι αυτουνού και όλων των άλλων του σιναφιού του το τέλος». «Δε φταίει παιδί μου» συμπλήρωσε η μάνα του, «που έκανες μια αταξία. Αν το νόμιζα σοβαρό, ξέρεις ότι πρώτη εγώ θα σε είχα κάνει μαύρο στο ξύλο. Αυτή η διευθύντριά σας, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ήθελε να κάνει σημαιοφόρο το γιο του Μαργαρίτη κι έψαχνε φαίνεται αφορμή. Σημαιοφόρο έκαναν τον μπαμπά και όχι το γιο». Η Θεία του πάντως η Σοφούλα, όχι μόνο συμφώνησε αλλά πρότεινε και πιο αυ στηρή ποινή. Ήρθε μάλιστα το ίδιο βράδυ στο σπίτι τους και τα είπε με τους δι κούς του. «Η πράξη του είναι ακατονόμαστη», είπε. «Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν κατά την άποψή μου πολύ μικρή. Εγώ μια φορά, παρά το γεγονός ότι είναι ανι ψιός μου, ζήτησα αυστηρότερη ποινή». «Και τι το τόσο σπουδαίο έκανε για να μας τα λες τόσο σοβαρά;» έκανε τον ανήξερο ο πατέρας του. «Διέσυρε καλέ το όνομα μιας κοπέλας». «Και πόσο χρονώ είν’η κοπέλα;», ξαναρώτησε ο πατέρας. «Δεκατριών. Αλλά δεν έχει καμιά σημασία αγαπητέ μου γαμπρέ. Το καλό όνο μα μιας γυναίκας είναι και το καλύτερό της προικιό. Έτσι δεν είναι;» «Και συ που το’χεις αυτό το προικιό, γιατί έμεινες ξερή απ’άντρα; Καλύτερα να σ’είχαν πει και καμιά κουβέντα παραπάνω και να είχες τώρα οικογένεια και παιδιά. Δε θα’σνα και τόσο σκληρή τότε. Με κατάλαβες τι θέλω να πω; Άντε σύρε να σου τραβήξ’κανείς κάναν ζεστό, να δεις που θα τα δεις διαφορετικά τα πράματα. Όλα τα παιδιά, ότι κι αν λεν, θα τα βλέπς σαν αγγελούδια».
15 Ο σκουριασμένος μεντεσές έτριξε, καθώς ο πατέρας του έκλεινε τα παντζούρια της κουζίνας τους. Ο Δημητράκης, που καθόταν στο τραπέζι και έκανε τα μα-
159
θήματά του, ένιωσε να τον τρυπά η ανατριχίλα. Κοίταξε τον πατέρα του που έκλεινε και το παράθυρο. «Θα σκάσουμε καλέ μπαμπά», είπε με παράπονο. «Έχει ζέστη. Είναι σαν καλο καίρι ακόμα». «Είναι το μικρό καλοκαιράκι αυτή την εποχή. Τ’Αη Δημητριάτικο που λέμε». «Και γιατί κλείνεις τα παράθυρα τότε;» Ο πατέρας χαμογέλασε με πίκρα. «Πάνε παιδί μου οι μέρες που μιλούσαμε και λέγαμε ότι θέλαμε και λογαρια σμό δε δίναμε σε κανέναν. Όχι πως ήταν και πολύς αυτός ο καιρός δηλαδή. Κάτι μέρες μετρημένες, αμέσως μετά την απελευθέρωση ήταν. Κάθε καλό πράμα παιδί μου κρατάει λίγο. Σήμερα ζόρισαν πολύ τα πράγματα και πρέπει να φυλαγόμαστε κι απ’τον ίσκιο μας ακόμα. Δεν είδες τι έπαθε ο Αριστείδης;» Τον κοίταξε με σημασία και του κούνησε το δάχτυλο. «Εσύ να προσεχείς στο σχολείο τις παρέες σου και τα λόγια σου. Ότι ακούς εδώ μέσα στο σπίτι να μη το κουβεντιάζεις προς τα έξω, γιατί εσύ είσαι μικρός και δεν καταλαβαίνεις από πολιτικά». Ο Δημητράκης τον κοίταξε με σημασία. «Πολιτικά είναι δηλαδή να κλείνουμε τις πόρτες και τα παράθυρα;» Ο πατέρας του έκανε πως δεν κατάλαβε το ειρωνικό σχόλιο. «Άκουσα ότι κάτι έγινε στο σχολείο με τον γιο του Γλυνιδη. Ήσουν μήπως μπερδεμένος κι συ και κείνη η σκατοπαρέα σου;». «Μας έκανε και μας η διευθύντρια από κείνη την ανάκριση», κορδώθηκε περή φανος. «λοιπόν;» «Τι λοιπόν καλέ μπαμπά. Με μας δεν έγινε τίποτα. Μας ρώτησε μόνο η κυρία Ευτέρπη αν ξέραμε και μεις είπαμε όχι». «Ξέρατε ή δεν ξέρατε;» «Και να ξέρουμε, εμείς λέμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα. Όποιος γίνεται καρφί, δεν τον παίζουμε ποτέ ξανά». «Και τι έγινε μ’αυτόν τον Γλυνίδη;», ρώτησε ο πατέρας μ’ενδιαφέρον. «Ξέρεις ότι γνωρίζω τον πατέρα του από την κατοχή που έκανα τα σαπούνια». «Η διευθύντρια είπε ότι τον τιμώρησαν με κάτι που κανείς δεν κατάλαβε τι ήταν, γιατί δεν τον είπε πήγαινε στο σπίτι σου και να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, αλλά είπε ότι τον τιμωρούν με κάτι άλλο. Στραμπούλιξη το είπε ή κάτι τέτοιο. Το χειρότερο όμως είναι ότι του πήραν τη σημαία. Ο Σπίνος λέει ότι αν κάνω και γω τίποτε βλακείες, θα με βγάλουν από παραστάτη και στην έκτη δε θα με δώσουν τη σημαία». «Ήταν σημαιοφόρος δηλαδή ο Γλυνίδης και τον άλλαξαν;» «Ναι», απάντησε με στεναχωρημένο ύφος ο Δημητράκης. «Για το τίποτα καλέ μπαμπά. Τι έκανε το παιδί; Μια κουβέντα μας είπε, που ούτε που τον πιστέψα με και του πήραν τη σημαία και την έδωσαν στον Μπούλη το χοντρό. Τον Μαργαρίτη».
160
«Α, έτσι πες τα ντε», χαμογέλασε με σημασία ο πατέρας. «Λες για το γιο του Μαργαρίτη, που μένουν δίπλα στου Λόλα. Έτσι;» «Ναι. Και να πω ακόμα ότι ο πατέρας του Γλυνίδη λέει ότι ψάχνανε αφορμή να δώσουν τη σημαία στον μπούλη. Κανείς από μας δεν κατάλαβε όμως γιατί να το κάνει αυτό η διευθύντρια. Τι τη νοιάζει αυτήν καλέ μπαμπά για τον Μπούλη, που είναι και τούβλο στα μαθήματα; Μόνο ωραίες κούρσες ξέρει να ζωγραφί ζει». «Πολιτική παιδί μου…, πολιτική», είπε σκεφτικός ο πατέρας. «Η διευθύντριά σας προσπαθεί να κάνει μερικά πράματα που θ’αρέσουν σε κάποιους, που είναι παραπάνω απ’αυτήν. Κατάλαβες τώρα τι είναι η πολιτική στις μέρες μας;» Η μάνα του που άπλωνε κάτι ρούχα στη μικρή βεράντα, μπήκε μέσα χαρούμε νη. «Τι λέτε καλέ σεις οι δυο τόση ώρα; Μυστικό συμβούλιο έχετε; Πέστε και μένα να μάθω. Απόψε αγόρι μου θα σου κάνω τηγανίτες». Ο Δημητράκης πήδησε απ’τη χαρά του. Αγκάλιασε τη μάνα του και τη φίλησε. «Πολιτική είναι κι αυτό», είπε η μάνα του ρίχνοντάς του μια πονηρή ματιά. Είχε ακούσει όλη τη συζήτησή τους και έκανε την ανήξερη. «Αχ εσύ πολιτικάντη μου μικρέ», είπε και τον φίλησε.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ 1 Πλησίαζε η γιορτή της 28ης Οκτωβρίου και ο Δημητράκης ήταν μέσα στη χαρά. Είχαν τη γιορτή στο σχολείο, που πάντα η κυρία Ευτέρπη του έδινε να πει κάποιο ποίημα. Φέτος τα πράματα είχαν δυσκολέψει λίγο, γιατί του έδωσε το τραγούδι του ναύτη όπου δεν τα πήγαινε και καλά, γιατί από φωνή ήταν άστα να πάνε. «Τα βατράχια πιο καλά τραγουδάνε ρε παιδί μου», έλεγε η κυρία Σοφούλα που είχε κάθε χρόνο την ευθύνη για τη γιορτή. «Έλα ξανά». είμαι εγώ ο ναύτης του Αιγαίου, κρεβάτι έχω τα βαθιά νερά. Και για την ε την ένδοξη πατρίδα, ειμ’όλος φλόγα και καρδιά. Η κυρία Σοφούλα βούλωνε τ’αυτιά της γελώντας. «Εσύ θα πρέπει να πας στον πόλεμο μ’αυτή τη φωνή. Θα σκορπίσουν οι εχθροί στα τέσσερα σημεία έτσι κι αρχίσεις να τραγουδάς». Τραγουδούσε αυτή για να του δείξει πώς πρέπει. «Άντε πάλι. Προσπάθησε λίγο παραπάνω». Οι συμμορίτες μαζεύονταν έξω απ’το παράθυρο όταν έκανε πρόβες και βγάζανε φοβερές κραυγές. «Ακούς που σε κοροϊδεύουν;», του έλεγε η κυρία Σοφούλα.
161
Στο τέλος το είπε μια χαρά και σκάσανε όλοι απ’το κακό τους. Τη μέρα της γιορτής στηνόταν ολόκληρο θέατρο στο σχολείο. Οι Άγγλοι είχαν ενώσει τις τρεις πάνω αίθουσες με πόρτες που δίπλωναν και άνοιγαν. Όλος ο τοίχος ανάμεσα στην τετάρτη και την πέμπτη άνοιγε τελείως και γινόταν μια μεγάλη αίθουσα σα το σινεμά. Στον τοίχο ανάμεσα στην πέμπτη και την έκτη, σχηματιζόταν ένα μεγάλο άνοιγμα στη μέση και κει ανάμεσα, βάζοντας τρία μεγάλα τραπέζια, φτιάχνανε μια πολύ ωραία σκηνή σα σε κανονικό θέατρο. Έβαζαν ακόμα και κουρτίνες που τις ανοιγόκλεινε ο Βεργίδης κάθε φορά που έπρεπε ν’ανοίξει ή να κλείσει η σκηνή. Τη μέρα της γιορτής μαζεύτηκαν όλοι από πριν στα αποχωρητήρια του σχολεί ου, για να συνεννοηθούν όπως είπε ο Σπίνος. «Ο μόνος που έχει ποίημα να πει είσαι συ», είπε στο Δημητράκη. «Όλοι οι άλ λοι είμαστε φαίνεται τόσο τούβλα, που δε μας βάζουν ούτε στη χορωδία. Είπα ότι θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε από πριν και να κάνουμε μεγάλη φασα ρία όταν θα πεις αυτόν το ναύτη». «Τι φασαρία να κάνουμε ρε Σπίνο;» ρώτησε ο Μύξας. «Αν κάνουμε το παραμι κρό, θα μας πετάξουν με τις κλοτσιές έξω». «Ρε βλάκα, όταν λέω φασαρία θέλω να πω να χειροκροτήσουμε όσο πιο δυνατά μπορούμε όλοι μαζί καινα φωνάζουμε μπράβο. Αυτό επιτρέπεται ρε. Δεν είναι κακό». «Έτσι εντάξει», συμφώνησε κι ο Γκαβούλιας. Ο Βεργίδης τους είδε απ’το παράθυρο του γραφείου και τους φώναξε. «Βρε κωθώνια τι μηχανή στήντε πάλι μαζεμένοι όλοι;» «Τίποτα κύριε. Μα τω Θεώ», μίλησε ο αρχηγός. Ο Βεργίδης τους κοίταξε όλους καλά καλά και μετά φώναξε τον Αράπη. «Έλα δω επάνω εσύ μαυροκακανιασμένε». Ο Αράπης έφυγε για το γραφείο σα σίφουνας. Σε πέντε λεπτά γύρισε πίσω κα ταχαρούμενος. «Εμένα ρε με δώσανε το καλύτερο ποίημα να πω. Όχι δηλαδή να πω, αλλά ο Βεργίδης με είπε να είμαι κει και να ανοιγοκλείνω την κουρτίνα. Εύκολο είναι είπε. Θα μου το δείξει πριν αρχίσουν. Τραβάς το ένα κορδόνι και κλείνει, τρα βάς το άλλο κι ανοίγει». «Καλά, αυτός τι θα κάνει άμα ανοιγοκλείνεις εσύ αυτές τις κουρτίνες;» ρώτησε ο Βλάχος. «Κάτι πολύ σοβαρό τρέχει και θα φύγει λίγο πριν από την παράσταση». Όλοι ζήλεψαν τη μεγάλη τύχη του Αράπη. Η γιορτή είχε μεγάλη επιτυχία. Οι συμμορίτες ζητωκραύγασαν σα μανιασμένοι όταν τελείωσε ο Δημητράκης και η διευθύντρια έδωσε συγχαρητήρια σε όλους για την επιτυχία. Λίγο μόνο εκεί στο τέλος έγιναν μερικά παρατράγουδα, όταν ο Αράπης που είχε πάρει το ρόλο του πολύ στα σοβαρά, τράβηξε με τόση δύναμη την κουρτίνα που έπεσε στο κεφάλι του Μπούλη, την ώρα που έλεγε το ποίημά του. «Επίτηδες το’κανες ρε ζωντόβολο», του κούνησε το δάχτυλο η κυρία Σοφούλα.
162
Ο Μπούλης ήταν απαρηγόρητος κι έκλαιγε ασταμάτητα. Η μάνα του και ο πα τέρας του απειλούσαν ότι θα πάνε στην επιθεώρηση να κάνουν παράπονα. «Και στο γκραν πάπα να πάτε άμα σας αρέσει», είπε η διευθύντρια που με το ζόρι έκρυβε την ευχαρίστησή της. Ο Φλάμπουρας έδωσε συγχαρητήρια στον αράπη. «Μπράβο ρε σκυλάραπα», του είπε. «Καλύτερα αυτό που του’κανες παρά να έτρωγε σαράντα φάπες. Ρεζίλι έγινε το κωλόπαιδο». Την άλλη μέρα θα είχαν παρέλαση και ο Βεργίδης είχε κανονίσει να’ρθουν τ’απόγεμα και να κάνουν μια τελευταία πρόβα. «Πρέπει, όπως σε κάθε παρέλαση, το σχολείο μας να έρθει πρώτο», τους είπε και ζήτησε να μπουν στη σειρά τους. Ο Αράπης πλησίασε το Δημητράκη. «Να μετρηθούμε και πάλι», του είπε. Είχαν ως τότε μετρηθεί εφτά φορές και μια έβγαινε ο ένας και μια ο άλλος ψη λότερος. Ήταν δώδεκα τριάδες και στο τέλος περίσσευε ένας, που θα ήταν μόνος του τελευταίος. Την πρώτη φορά μετρήθηκαν και βγήκε ψηλότερος ο Δημητράκης, που μπήκε μαζί με τους άλλους δυο στην τελευταία τριάδα. Ο Αράπης πήγε μόνος του τελευταίος, αλλά δεν το χώνεψε καθόλου. «Αφού ρε Σπίνο είμαι ψηλότερος απ’αυτόν το ζουμπά», διαμαρτυρήθηκε στον αρχηγό. «Εκείνος τους έβαλε δίπλα δίπλα πάνω στην παλιά πίστα του παράδεισου, και τον δικαίωσε. «Φως φανάρι», είπε. «Ο Αράπης είναι πιο ψηλός». Την άλλη μέρα τους ξαναφώναξε να τους μετρήσει. Ο Αράπης διαμαρτυρήθη κε. «Αφού ρε μας μέτρησες χτες. Ψήλωσε κανένας από χτες μέχρι σήμερα;» Ο αρχηγός τον σβέρκωσε. «Ρε μάπα, ξέχασες ότι χτες σας μέτρησα με τα παπούτσια; Ε, αυτό δεν είναι σωστό. Ξυπόλυτους πρέπει να σας μετρήσω». Τώρα ο Δημητράκης βρέθηκε ψηλότερος και καταχαρούμενος. Ο Αράπης μούτρωσε. «Θα μας μετρήσεις και αύριο», είπε στον Αρχηγό. «Αυτός όλα δικά του τα θέλει. Αφού ρε είσαι παραστάτης. Να πας με τα άλλα τα φλώρια δίπλα στη ση μαία». «Παραστάτες για την παρέλαση βάζουν μόνο της έκτης», δήλωσε ο Δημη τράκης. «Εγώ μια φορά τελευταίος και μόνος στην παρέλαση δεν πάω. Αφού όμως εί μαι πιο ψηλός από σένα, τότε να μείνεις εσύ». Είχε φτάσει η παραμονή της παρέλασης κι ακόμα δεν κατέληξαν ποιος ήταν πιο ψηλός και ποιος ήταν πιο κοντός. Την τελευταία φορά είχε βγει ψηλότερος ο Δημητράκης, αλλά τώρα ο Αράπης ήθελε να ξαναμετρηθούν. Ο αρχηγός τα χρειάστηκε και κείνος.
163
«Τι να κάνω ρε σεις που είστε και οι δυο ζουμπάδες. Να το ρίξουμε κορόνα γράμματα. Εντάξει;» «Εντάξει», συμφώνησε ο Αράπης. «Εγώ δε συμφωνώ γιατί χτες, τελευταία φορά που μετρηθήκαμε, ήμουν ψη λότερος». «Άλλη μέρα σήμερα ρε βλάκα, άλλο μπόι». «Μπείτε γρήγορα στη σειρά σας και μη χαζολογάτε», έβαλε τις φωνές ο Βεργίδης. Τι φανταστήκατε; Ότι ήρθαμε δω πέρα να παίξουμε; Γενική πρόβα πα να πει ότι θα κάνουμε κανονική παρέλαση μόνοι μας, ακριβώς όπως θα την κάνου με αύριο μαζί μ’όλα τ’άλλα τα σχολεία. Στοιχηθείτε. Ε, σεις οι δυο εκεί κάτω στο τέλος, γιατί σπρώχνεστε;» Ο Δημητράκης με τον Αράπη είχαν αρχίσει τις αγκωνιές. Σπρώχνοντας προ σπαθούσε να μπει ο ένας μπροστά στον άλλον. «Με σπρώχνει κύριε», έβαλε τις φωνές ο Αράπης. «Αυτός με σπρώχνει», διαμαρτυρήθηκε ο Δημητράκης. Ο Βεργίδης ήρθε κοντά. «Τέλος πάντων ο ένας σπρώχνει τον άλλον. Γιατί;» «Για το ποιος θα είναι τελευταίος κύριε», είπε ο Αράπης. Ο δάσκαλος τους κοίταξε καλά καλά. «Αφού και οι δυο είσαστε σα πινέζες ρε. Και οι δυο τελευταίοι είστε». «Ναι κύριε» είπε ο Δημητράκης, «αλλά μαλώνουμε για το ποιος θα είναι ο τε λευταίος απ’τους τελευταίους». «Κανένας βρε μπουμπουνοκέφαλοι. Αφού ο Γιαννακούλιας είναι άρρωστος και δε θα’ρθει στην παρέλαση. Οπότε οι τριάδες είναι ακριβώς. Άντε λοιπόν μπάτε στη σειρά σας, μην πέσει βαρύς ο πέλεκυς της τιμωρίας». «Τζάμπα μαλώναμε και μετριόμασταν τόσες μέρες», μουρμούρισε ο Αράπης και τσίτωσε το λιγνό του κορμί σε στάση προσοχής. «Ημιανάπαυσηηη. Προοοσοχηηή», ακούστηκε το παράγγελμα του Βεργίδη. «Εμπροοοός μαρς». Την άλλη μέρα μαζεύτηκαν όλοι πρωί πρωί μπροστά στο σχολείο ντυμένοι για την παρέλαση. Τα κορίτσια μπλε φούστα και άσπρο πουκαμισάκι και τ’αγόρια μπλε παντελόνι με άσπρο πουκαμισάκι. Η διευθύντρια βγήκε όπως κάθε μέρα, στο κεφαλόσκαλο. «Θα πάτε τώρα για την παρέλαση με τον κύριο Βεργίδη», είπε. «Θέλω να είστε, όπως κάθε φορά στις παρελάσεις, πρώτοι. Το σχολείο μας είναι το καλύτερο στη δεύτερη περιφέρεια και σεις έχετε την υποχρέωση να το αποδείξετε». Ο Βεργίδης πήρε το λόγο και αφού βεβαίωσε τη διευθύντρια ότι όλοι θα έκαναν το καθήκον τους, είπε ότι θα πήγαιναν όλοι μαζί αλλά όχι με σειρά, στον κήπο της δημαρχίας απ’όπου θα ξεκινούσε η παρέλαση. Ο Μπούλης ήταν στην πένα. Εκτός απ’τα εντελώς καινούρια ρούχα που φορού σε είχε και ένα ζευγάρι άσπρα γάντια, που θα τα φορούσε όταν θα κράτουσε τη σημαία στην παρέλαση. «Σαν παγωτατζής είναι», είπε ο Κεφάλας.
164
Πήρε απ’τη διευθύντρια τη σημαία τυλιγμένη όπως ήταν στο κοντάρι και κρα τώντας το από τη μέση, ξεκίνησε πρώτος και καμαρωτός. Δίπλα του καμαρώνο ντας κι αυτή, περπάτουσε η ξαδέρφη του η Ανθή και πίσω του ακριβώς πήγαι νε η Αντιγόνη και ακολουθούσαν όλα τα παιδιά ένα μπουλούκι. Μόλις έφτασαν μπροστά από τη βρύση, είδαν ξαφνικά όλοι τον Μπούλη να πέφτει φαρδύς πλα τύς πάνω στις λάσπες. Του ήρθε τόσο απότομα, που έμεινε κει ξαπλωμένος μπρούμυτα κι ακίνητος για πολλή ώρα. Όλοι τα’χασαν και στέκονταν μαρμα ρωμένοι. Ο δάσκαλος συνήλθε πρώτος κι έτρεξε κοντά του. Τον έπιασε απ’τις μασχάλες και τον σήκωσε. «Τι έγινε παιδί μου», είπε και γέλασε που τον είδε σε τέτοια χάλια. Μεμιάς όλοι ξέσπασαν σε χάχανα κι ο Μπούλης έβαλε τα κλάματα. «Πώς έπεσες βρε παιδί μου;», ρώτησε ο Βεργίδης. «Δε βλέπεις μπροστά σου;» «Δεν ξέρω κύριε», απάντησε κείνος μέσ’ απ’ τα αναφιλητά του. «Χωρίς να το καταλάβω, σκόνταψα κι έπεσα. Τι θα κάνω τώρα;» «Τρέχα στο σπίτι σου» του είπε ο δάσκαλος, «να σε καθαρίσει η μάνα σου κι έλα μετά να μας βρεις στο πάρκο της δημαρχίας. Άντε τρέχα γρήγορα». Ο Φλάμπουρας π’ερχόταν τελευταίος, κοίταξε την Αντιγόνη στα μάτια κι απ’το σπινθήρισμά τους κατάλαβε». «Είδες τι καριόλες είναι οι γυναίκες;», του ψιθύρισε στ’αυτί ο Σπίνος. Στο πάρκο μπροστά στη δημαρχία γινόταν χαλασμός. Όλα τα σχολεία της πρώτης και δεύτερης περιφέρειας ήταν μαζωμένα εκεί. «Προσοχή μη χάσουμε κανένα κοιμισμένο», φώναξε ο Βεργίδης. «Όλοι εδώ κοντά μου. Βλέπτε κείνο το κυπαρίσσι εκεί κάτω; Εκεί θα μαζευτούμε εμείς. Οποίος χαθεί θα μας ψάξει δίπλα στο κυπαρίσσι». Όπως κατέβαιναν τις σκάλες, ο Αντωνιάδης της πέμπτης στραβοπάτησε και στραμπούλιξε το πόδι του. «Δεν μπορώ να περπατήσω», είπε στον Βεργίδη που έτρεξε ανήσυχος κοντά του. «Και τι θα γίνει τώρα;» διερωτήθηκε ο δάσκαλος. «Κουτσός και παρέλαση δε γίνεται. Κάτσε εδώ στις σκάλες και μη το κουνήσεις καθόλου. Αν σου περάσει, έλα εκεί κάτω στο κυπαρίσσι να μας βρεις. Αλλιώς πρέπει να γυρίσεις στο σπί τι. Μπορείς καθόλου να περπατήσεις;» Εκείνος δοκίμασε κουτσαίνοντας. «Πολύ δύσκολα κύριε». «Βρε μπελάς που με βρήκε σήμερα», έβαλε τις φωνές ο δάσκαλος. «Όλα ανάποδα έρχονται ρε παιδί μου. Λες και μας ματιάσανε. Τέλος πάντων. Οι γο νείς σου πού είναι τώρα;» «Πήγαν στην παρέλαση για να με δουν», απάντησε ο μικρός ξεσπώντας σε κλάματα. «Κι άμα δε σε δουν θα τρελαθούν οι άνθρωποι. Μπορείς να πας σιγά σιγά μέχρι το σπίτι σου κι εγώ θα χω το νου μου. Αν δω τη μάνα σου ή τον πατέρα σου όπως θα περνάμε, θα τους πω τι έγινε». Κατέβηκαν τις σκάλες και πήγαν κοντά στο κυπαρίσσι.
165
Ο Σπίνος έκανε ένα μικρό γύρο για επιθεώρηση. Γύρισε αμέσως χαρούμενος. «Εδώ δίπλα ρε σεις» είπε στη συμμορία, «είναι στρατός με όπλα. Πάμε να δού με;» Έτρεξαν χαρούμενοι όλοι προς την παραλία. Εκείνη την ώρα ένας - λοχαγός ήταν τους είπε ο Φλάμπουρας - έβαλε τη σφυρίχτρα στο στόμα του κι άρχισε να σφυρίζει σα δαιμονισμένος. Φαντάροι πετιόνταν απ’ όλες τις γωνιές κι έτρε χαν να μπουν στη σειρά τους. Ο λοχαγός έβγαλε τη σφυρίχτρα απ’το στόμα του του και άρχισε να φωνάζει κάτι ακαταλαβίστικα. Οι φαντάροι πιάνανε τα όπλα τους και τα πετούσαν πάνω στον ώμο τους. Μετά πάλι κάτω και μετά πάλι στον ώμο και ξεκίνησαν σα σε παρέλαση. Δεν πήγαν πάνω από δέκα βήματα κι ακούστηκε πάλι ένα βροντερό παράγγελ μα απ’το λοχαγό. Ξαφνικά όλοι οι φαντάροι άρχισαν να τραγουδούν. Σόφια, Σόφια είναι τ’όνειρο μας και θα’ρθει μια μέρα, έφτασε. Που το τιμημένο λάβαρο μας, στα βουνά της Σόφιας, επάνω θα στηθεί. Μετά άλλαζαν κάτι και άρχιζαν ξανά. Μόσχα, Μόσχα είναι τ’όνειρο μας, και θα’ρθει μια μέρα, έφτασε. Που το τιμημένο λάβαρο μας, στα βουνά της Μόσχας, επάνω θα στηθεί. «Πού είναι ρε σεις αυτή η Σόφια»; ρώτησε ο Βλάχος. «Εγώ ξέρω ρε πού είναι η Μόσχα», πετάχτηκε ο Αράπης. «Ο παππούς μου είν’ από κει. Είναι λέει παρά πολύ μακριά». «Η Σόφια είναι στη Βουργαρία», είπε σοβαρά ο Γκαβούλιας. «Και πού το ξέρεις εσύ ρε κωθώνι, που δεν ξέρεις ούτε πώς λεν τη μάνα σου;» «Δεν ξέρω ε», έκανε τσαντισμένος ο Γκαβούλιας. «Μάθε τώρα ότι στο καφε νείο μας την κατοχή ερχόταν ένας Βούργαρος, που ο πατέρας με λέει ότι ήταν απ’τη Σόφια». Έκλεισε το να μάτι και έφερε το δάχτυλο στο κεφάλι. «Βούργαρος, απ’τη Σόφια, που πα να πει ότι η Σόφια είναι στη....» Σταμάτησε. «Βουργαρία», φώναξε ο Σπίνος και του κατέβασε μια. «Μπράβο ρε Γκαβούλια. Είσαι πραγματικό ξεφτέρι». «Πού είναι πιο μακριά κύριε»; ρώτησε το Βεργίδη ο Αράπης. «Στη Σόφια ή στη Μόσχα;» «Η Μόσχα είναι παρά πολύ μακριά», απάντησε κείνος. «Εκδρομή θα πας στη Μόσχα ρε μαυροτήγανο;»
166
Ο Αράπης έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός. Ο Σπίνος σήκωσε το χέρι του έτοι μο για καρπαζιά. «Πες το», είπε. «Πες καμιά χαζομάρα πάλι και θα δεις αστράκια». «Έλεγα» είπε λίγο μουδιασμένος ο Αράπης, «ότι θα πάνε που θα πάνε οι φα ντάροι μας κάπου. Ας πάνε τουλάχιστο εκεί που είναι μακρύτερα όπως έκανε κι ο Μεγαλέξαντρος». Ο Βεργίδης έβαλε τις φωνές. «Μαζευτείτε όλοι γρήγορα. Όλοι αμέσως στη σειρά σας. Αρχίζει η παρέλαση βρε τούβλα. Στη σειρά σας αμέσως. Προσοχηηή. Ημιανάπαυσηηηη. Προοοοσοχηηηηή». «Να μας δίναν ρε σεις απ’ ένα δίκοχο και ένα όπλο και να πηγαίναμε εκεί που θα πάν οι φαντάροι, αντί να κάνουμε παρέλαση και τέτοιες βλακείες», μουρ μούρισε ο Μύξας. «Με το δίκοχο θα πας ρε συ μέχρι εκεί; Δεν άκουσες που είπε ο δάσκαλος ότι είναι πολύ μακριά; Στον πόλεμο πρέπει να φοράς κράνος για να μη κρυώνει το κεφάλι σου», τον έκοψε ο Δημητράκης. «Τι λε ρε βλάκα; Το κράνος το φοράνε για να μη τους βαράνε με τις σφαίρες στο κεφάλι», απάντησε κείνος. Η παρέλαση ξεκίνησε. Ο Βεργίδης έτρεχε μπρος πίσω, κάνοντας έναν τελευ ταίο έλεγχο. «Βάλε συ ρε καλύτερα το πουκάμισο…. Ε, εσύ εκεί... Μάσε λίγο τα βρακιά σου. Ρεζίλι θα γίνουμε. Αμάν», έβαλε ξαφνικά μια άγρια φωνή. «Η σημαία ρε σεις. Δεν έχουμε σημαιοφόρο. Πού είν αυτός ο μαμμόθρεφτος ο Μπούλης…; Έλα δω ρε Γλυνίδη. Πάρε συ τη σημαία και αν στο μεταξύ φανεί αυτός ο χα μένος, του τη δίνεις». Αμέσως μετά άλλαξε γνώμη. «Όχι.., όχι… κάτσε συ στη σειρά σου. Είσαι τιμωρημένος. Έλα δω συ αρχιαλήτη», είπε κι έδειξε τον Σπίνο. «Άρπα τη σημαία και πήγαινε στη θέση του ση μαιοφόρου». Ο Σπίνος τα’χασε τελείως, αλλά δεν υπήρχε χρόνος για κουβέντες. Ο Βεργίδης τον άρπαξε απ’τον ώμο και τον έσπρωξε με δύναμη μπροστά. «Γρήγορα κοιμισμένε. Πήγαινε κει που σ’είπα». Ο Σπίνος πήγε μπροστά, πήρε τη σημαία και την κοιτούσε έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ο δάσκαλος πήγε κοντά του και τον βοήθησε να τη σηκώσει και να την κρατήσει όρθια. Ξαφνικά είδε ότι στο τέλος της σειράς γινόταν μια φασα ρία. Έτρεξε κοντά και είδε το Δημητράκη και τον Αράπη έτοιμους να πιαστούν στο ξύλο. «Τι τρέχει πάλι εδώ κάτω; Όλα τώρα τα θυμηθήκατε; Όλα ανάποδα έρχονται σήμερα ρε παιδί μου. Τι θέλτε και μαλώντε πάλι εσείς;» «Θέλει να με πάρει τη σειρά», διαμαρτυρήθηκε ο Δημητράκης. «Τελευταία φορά που μετρηθήκαμε ήμουν ψηλότερος και πρέπει να είμαι εγώ στην τελευ ταία τριάδα κι αυτός μόνος του από πίσω». Ο δάσκαλος τα’χασε.
167
«Ρε τενεκέδες», μούγκρισε. «Δεν το είχαμε λύσει αυτό το πρόβλημα πριν να ξε κινήσουμε απ’το σχολείο;» «Ναι κύριε» είπε ο Αράπης, «αλλά έφυγε ο Αντωνιάδης, έφυγε κι ο Σπίνος για σημαιοφόρος και μείναμε πάλι στα ίδια». «Λοιπόν. Κορόνα γράμματα θα το κάνουμε, γιατί θα σας πάρει ο διάολος και τους δυο», είπε έξαλλος ο Βεργίδης. Έβγαλε απ’την τσέπη του ένα νόμισμα και το έστριψε. «Κορόνα», πετάχτηκε ο Δημητράκης. Ο Βεργίδης σήκωσε το χέρι του και έδειξε το νόμισμα. «Κορόνα», είπε. «Μπαίνει αυτός στην τελευταία τριάδα και συ μένεις τελευταί ος. Άντε γιατί πολύ με ταλαιπωρήσατε και θα τις μαζέψτε στο τέλος». Η μουσική ακούστηκε από μακριά να παίζει εμβατήρια. Τα σχολεία της πρώτης περιφέρειας είχαν φύγει απ’το πάρκο και άρχιζε η δεύτερη περιφέρεια που το σχολείο τους ήταν δεύτερο στη σειρά. Ξεκίνησαν στην αρχή λίγο άτακτα και μετά από λίγο μπήκαν στον κεντρικό δρόμο, όπου ήταν μαζεμένος ο κόσμος. Η μουσική δεν ακουγόταν ακόμα καλά και προχωρούσαν με ρυθμό που τους έδινε ο Βεργίδης με τη σφυρίχτρα του. Όσο πλησίαζαν, τόσο περισσότερο άκουγαν τη μουσική και καταλάβαιναν ότι κάνουν παρέλαση. «Ένα, ένα, ένα τ’αριστερό. Ένα, δυο, εν, δυο». Έδινε ακόμα το ρυθμό ο δάσκαλος. Πλησίαζαν στην πλατεία όπου ήταν οι επίσημοι. Η μπάντα του στρατού ακου γόταν τώρα λες κι έπαιζε μες στο κεφάλι τους. Όλοι αισθάνονταν περήφανοι και δυνατοί, παρασυρμένοι από τη δυνατή πατριωτική μουσική. Μόνο ο Αράπης ο καημένος εκεί στο τέλος έσερνε με δυσκολία τα πόδια του γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια και τις μουσικές και τα πατριωτικά. Όταν πέρασαν μάλιστα μπροστά απ’τους επίσημους, δεν έκανε καν τον κόπο να κάνει στροφή κεφαλής, που με τόση επιμέλεια τους είχε δείξει πώς γίνεται ο Βεργίδης. Ο Δημητράκης γυρνώντας το κεφάλι του στους επίσημους, είδε στην πρώτη σειρά να στέκεται ο φίλος του πατέρα του, ο κύριος Φαρδής. «Σπουδαίος είναι αυτός», μουρμούρισε. Φτάσανε τελικά μπροστά στο δικαστήριο, όπου ήταν και το τέλος της παρέλα σης. Ο Βεργίδης τους μάζεψε γύρω του και τους έδωσε συγχαρητήρια για την καλή τους εμφάνιση. «Σίγουρα θα μας χαρακτηρίσουν το πρώτο σχολείο της παρέλασης», είπε. «Μπράβο σε όλους. Τώρα μπορείτε να πάτε στα σπίτια σας, ή να πάτε να παρα κολουθήστε την υπόλοιπη παρέλαση. Τους ζυγούς λύσατε». Ο Αράπης ήταν για κλάματα. Γκρίνιαζε και κλοτσούσε πετραδάκια. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. «Σιγά να μη βγούμε και πρώτοι», είπε με κακία. «Σ’όλα τα σχολεία τα ίδια τους λένε. Πέρσι μάλωσα με το ξαδερφάκι μου που πάει στο σχολείο της δεξαμενής, γιατί και σ’αυτούς είχαν πει οι δάσκαλοι ότι ήρθαν πρώτοι στην παρέλαση».
168
«Να πάμε ρε σεις γρήγορα, να δούμε που θα περνάει ο στρατός και τα τανκς», πρότεινε ο Μύξας. Έτρεξαν όλοι στην πλατεία απέναντι απ’τους επισήμους. Εκεί ήταν και το κα λύτερο μέρος αφού εκεί βρίσκονταν και οι επίσημοι. Εκεί ήταν στημένη και η μουσική του στρατού. Μπροστά λοιπόν στους επισήμους όλα τα τμήματα, όπως και το δικό τους, έβαζαν τα δυνατά τους να είναι όσο γίνεται πιο καλοί. Τρύπωσαν ανάμεσα απ’τους μεγάλους που στέκονταν και παρακολουθούσαν και βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, γονατιστοί για να μην ενοχλούν. «Είδες ρε τον Μπραφ τον κολλητηρτζή πίσω μας; Έβαλε μπροστά μια χοντρή και την πασπατεύει σα κατηφές», είπε γελώντας ο Μύξας στον Αράπη. «Εθνική γιορτή σου λέει ο άλλος. Η γιορτή των κολλητηρτζήδων δε λένε καλύτερα». Τώρα περνούσε ο στρατός. «Αυτοί είναι ρε που θα μας πάνε κει μακριά στο πώς το λένε κείνο το μέρος; Αυτοί, δυο δυο, δεν κάνουν ένα σωστό άνθρωπο», είπε γελώντας ο Σπίνος. Όλοι μαζί άρχισαν να γελάνε και να χειροκροτούν. Όταν περνούσαν τα τανκς έγινε χαλασμός. Καλογυαλισμένα, περνούσαν με τρομερό θόρυβο, χαμηλώνοντας την κάνη τους μπροστά στους επισήμους. Από πίσω έρχονταν κανόνια και κάτι μεγάλα φορτηγά, που σου πιανόταν η ανάσα μόλις τα κοιτούσες. «Έτσι όπως είναι αν τραβήξουν ντουγρού, φτάνουν σίγουρα μέχρι κείνο το μέρος που λέγαμε», άνοιξε για πρώτη φορά το στόμα του ο Αράπης. «Με τόσα φοβερά κανόνια και τανκς, Ποιος ρε σεις μπορεί να τους σταματήσει;» Όλοι συμφώνησαν πως έτσι ήταν. Σε λίγο η παρέλαση τελείωσε και ο κόσμος άρχισε να φεύγει για τα σπίτια του. Είδαν τον Μπραφ λιγωμένο και βρεγμένο, να κοιτάει τη χοντρή που απομακρυ νόταν με το παιδί της. «Ε ρε κόσμε και ντουνιά τα πάθια σου», τον άκουσαν να μουρμουρίζει όταν πέρασαν δίπλα του.
2 Η Νίτσα σκάλισε ανόρεχτα το φαγητό της στο πιάτο. Δεν είχε καθόλου όρεξη. Πάτησε με το δάχτυλό της ένα ψίχουλο απ’το τραπεζομάντιλο και το’βαλε στο στόμα της. Σηκώθηκε αργά απ’το τραπέζι, τύλιξε το ψωμί στην πετσέτα και μαζί με το πιάτο το φαγητό, που δεν το είχε αγγίξει καθόλου, τα έβαλε με προ σοχή στο φανάρι. Δεν είχε πια καθόλου επαφές και αυτό άρχισε να τη στεναχωρεί. Ο ανθυπασπι στής ήταν η καλύτερη περίπτωση το τελευταίο διάστημα, αλλά τώρα χάθηκε σα να άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Από τη μέρα που έγινε εκείνη η φασαρία με το Μάνθο στην αυλή τους, δεν έδωσε σημεία ζωής. Ίσως θα’πρεπε να τον ψάξει. Να πάει στην υπηρεσία του και να τον αναζητήσει. Να του πει ότι δεν ευθύνεται αυτή που έγινε η φασαρία και ότι τον καταλαβαίνει πολύ καλά που υπερασπίστηκε την τιμή της και το δι καίωμα του να διαλέγει την κοπέλα που θα έκανε παρέα, χωρίς να μπερδεύο-
169
νται οι άλλοι. Έπρεπε να βρει τρόπο να τον ξαναφέρει μαζί με τους υπηρεσια κούς του φακέλους στο σπίτι της. Το κόλπο της ήταν πολύ απλό. Αφού καθόταν και συζητούσαν για λίγο, τον παρακαλούσε να πάει να της πάρει κάτι. Πότε τσι γάρα, που η ίδια δεν κάπνιζε, αλλά που έπρεπε να υπάρχουν στο σπίτι για να μπορεί να τον κερνάει κι αυτόν και όσους γείτονες περνούσαν την πόρτα της, πότε για εφημερίδα για να διαβάσουν μαζί τα νέα και να τα συζητήσουν και πότε για κανένα λεμόνι που της χρειαζόταν για τη σούπα που του ετοίμαζε. Μόλις έβγαινε αυτός απ’το σπίτι, άρπαζε τον υπηρεσιακό φάκελο και τον ξε σκόνιζε καθισμένη δίπλα στο παράθυρο, για να μπορεί να παρακολουθεί μη γυ ρίσει και την τσακώσει στα πράσα. Είχε μάθει πολλά απ’τους φακέλους και είχε φροντίσει να ενημερώσει ώστε να σωθούν ένα σωρό άνθρωποι, που η ασφάλεια ήταν έτοιμη να τους αρπάξει. «Τελευταία φαίνεται ότι υπάρχει κάποια διαρροή στην υπηρεσία», της είπε μια μέρα ο ανθυπασπιστής. «Τους περισσότερους που πάμε να συλλάβουμε, την έχουν κοπανήσει απ’την προηγούμενη. Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά γίνονται γνωστοί και οι πληροφοριοδότες μας και μ’αυτό τον τρόπο καίγονται». «Εγώ μια φορά δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όλ’αυτά», σχολίασε η Νίτσα. «Μου φαίνονται τόσο ακαταλαβίστικα, όσο και η αριθμητική που ποτέ μου δεν την κατάλαβα. Τι πα να πει καίγονται οι αυτοί οι πώς τους είπες;» «Πληροφοριοδότες κοριτσάκι μου», γέλασε κείνος. «Όταν πιάνουμε κάποιον επειδή έχουμε υποψίες ότι συνδέεται με τον εχτρό, τον περνάμε από ανάκριση. Δηλαδή τον ρωτάμε ένα σωρό πράματα. Για το αν ξέρει τον τάδε ή τον δείνα, αν έλαβε μέρος σε κείνη ή την άλλη εκδήλωση κατά την κατοχή, ή και πριν τον πόλεμο για το αν ψήφισε ή όχι και ένα σωρό άλλα. Εμείς πολλές φορές, από πληροφορίες, ξέρουμε αρκετά γι αυτόν αλλά δεν του λέμε τίποτα. Μόλις λοιπόν τον πιάσουμε σ’ένα ψεματάκι, τρώει το πρώτο ξύλο και απ’το φόβο του αρχίζει όπως λέμε να κελαηδάει. Μπλέκει κι άλλους, απ’τους οποίους μαζεύουμε κι άλλα στοιχεία και έτσι ξετυλίγεται ολόκληρο κουβάρι. Από έναν που θα σπάσει και θα μας δώσει κάποιες πληροφορίες, όσο ασήμαντες και να είναι, βγάζουμε ένα σωρό λαγούς. Τώρα τελευταία όμως, μόλις μάθουμε για κάποιον ή κάποιους και πάμε να τους πάρουμε για να βγάλουμε μια συνέχεια, έχουν εξα φανιστεί και μάλιστα μαθαίνεται και ποιος μας έδωσε την αρχική πληροφορία. Κατάλαβες τώρα;» «Όχι», είπε κουρασμένα η Νίτσα. «Ούτε κατάλαβα ούτε θέλω να καταλάβω. Πολύ μπερδεμένα με φαίνονται. Θέλεις να πεις ότι κάποιος μέσ’ απ’ την υπηρε σία σας δίνει πληροφορίες για τις συλλήψεις που θα κάντε και από ποιον έχετε αυτές τις πληροφορίες;» «Ακριβώς. Σκέτη σπίθα είσαι», γέλασε κείνος και την κοίταξε με σημασία. Έκατσε όπως το συνήθιζε, στην ψάθινη καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και κοί ταξε αφηρημένα στον «παράδεισο» τα παιδιά που έπαιζαν αμέριμνα. «Η αλήθεια να λέγεται», μουρμούρισε. «Η αλήθεια να λέγεται». Δεν του φέρθηκε και τόσο καλά. Σα γυναίκα είχε καταλάβει ότι δεν ήταν στην πραγματικότητα αυτός που φαινόταν, δηλαδή ο σκληρός και επαγγελματίας
170
ασφαλίτης. Όσες φορές συναντήθηκε μαζί του, κατάλαβε ότι είχε να κάνει μ’ένα μικρό κι ευαίσθητο παιδί. Στην αρχή της άρεσε, γιατί έτσι μπορούσε να παίρνει πιο εύκολα τις πληροφορίες που χρειαζόταν. «Είναι και λίγο αγαθός», σκέφτηκε την πρώτη φορά που πήγαν βόλτα μαζί. Με τον καιρό, ακούγοντας τις ιστορίες του κυρίως απ’τα παιδικά του χρόνια, άρχισε να τον συμπαθεί. Της έλεγε για το χωριό του και τους δικούς του. Ιδίως για τον πατέρα του, που είχε τελειώσει το σχολαρχείο στην Πόλη και ήξερε, όπως έλεγε, τόσα γράμματα όσα όλοι οι άνθρωποι της περιοχής τους μαζί. Το έλεγε και γελούσε για το αστείο. «Όλοι έρχονταν να τον συμβουλευτούν. Να τους γράψει τα γράμματά τους και να διαβάσει τις απαντήσεις που έπαιρναν. Ήξερε και αρκετά καλά τα γαλλικά και φυσικά μιλούσε φαρσί τα τούρκικα. Σπουδαίος άνθρωπος Νίτσα μου». Για κάθε γράμμα που έγραφε ή διάβαζε, όταν τον ρωτούσαν πόσο κάνει ο κόπος του, έδειχνε ένα μεγάλο τενεκεδένιο κουτί που είχε πάνω στο περβάζι του τζακιού και έλεγε. «Βάλτε σε κείνο τον κουμπαρά ότι θέλτε και ότι έχετε ευχαρίστηση. Είναι για καλό κι άγιο σκοπό». Όταν λοιπόν ο κανακάρης του, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί, τελείωσε το γυ μνάσιο, του έδωσε ένα σακούλι με λεφτά και του είπε. «Άντε γιε μου τράβα στην Αθήνα να γίνεις γιατρός». Πρώτη φορά τον άκουγε να του μιλάει για σπουδές και μάλιστα για να γίνει γιατρός. «Και γιατί γιατρός καλέ πατέρα;» ρώτησε. «Ήταν παιδί μου το κρυφό μου όνειρο. Γιατρός ήθελα να γίνω, αλλά δε στάθη κε δυνατό. Οι ξεριζωμοί και οι διώξεις δε μ’άφησαν να εκπληρώσω τ’όνειρό μου. Θέλω όσο τίποτα στον κόσμο να το πραγματοποιήσεις εσύ για λογαριασμό μου. Όταν με το καλό τελειώσεις κι έρθεις εδώ στο χωριό, θα νιώθω σα να είμαι εγώ ο γιατρός. Πάρε κι αυτά τα χρήματα και πάνε στο καλό. Θα σου φτάσουν τουλάχιστο για ένα χρόνο. Μετά σου στέλνω κι άλλα». Ρώτησε τι λεφτά ήταν αυτά, ένα σωρό ψιλά μέσα σ’ένα σακούλι κι έμαθε ότι ήταν τα χρήματα του κουμπαρά πάνω στο τζάκι. «Θέλω παιδί μου» του είπε ο πατέρας του όταν τον ξεπροβόδιζε, «να γίνεις για τρός και να’ρθεις στο χωριό. Να μείνεις εδώ μαζί με μας και να γιατρεύεις τους χωριανούς σου. Από λεφτά βέβαια δεν έχεις να περιμένεις και πολλά, αλλά πι στεύω ότι θα σου φτάνουν και σένα όπως έφτασαν και σε μένα. Χιλιάδες γράμ ματα έγραψα και αλλά τόσα διάβασα και ζήσαμε μ’αυτόν τον κουμπαρά και οι τρεις μας. Περίσσεψαν και για τις σπουδές σου. Ε…, έτσι πιστεύω ότι με τον ίδιο κουμπαρά, θα μπορέσεις να ζήσεις και συ». Τον πρώτο χρόνο τα πήγε καλά. Μετά άρχισαν τα παρατράγουδα. Έμπλεξε με κάποιους συμφοιτητές του αθηναίους κι έμαθε τα χαρτιά. Μέσα σε δυο μέρες πέταξαν όλα του τα χρήματα. Όλα όσα ο πατέρας του χρόνια τώρα μάζευε. Έψαξε να βρει καμιά δουλειά να μπορέσει να τα φέρει βόλτα, αλλά στάθηκε αδύνατο. Πάνω σ’όλα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Σταμάτησε οριστικά το πα
171
νεπιστήμιο και προσπάθησε να κρατηθεί στη ζωή. Στο χωριό, όπου δε θα είχε πρόβλημα επιβίωσης, δε θέλησε να πάει. Με διάφορες δικαιολογίες ανέβαλε την επιστροφή του, κάθε φορά που ο πατέρας του του έστελνε παραγγελιά να γυρίσει. «Έλα παιδί μου κοντά μας, ωσότου να περάσει η μπόρα και μετά συνεχίζεις τις σπουδές σου», του έγραφε σε σημειώματα που τα έστελνε με χωριανούς του. Ο ίδιος είχε σοβαρά προβλήματα με την υγεία του και δεν μπορούσε να πάει μόνος του να τον αρπάξει απ’το σβέρκο, όπως του’γραφε και να τον πάει καρο τσάκι πίσω στο χωριό. «Στο τέλος, λίγο πριν την απελευθέρωση, ο πατέρας πέθανε», είπε στη Νίτσα ένα βράδυ που καθόταν στην σ’ένα εξοχικό και τα κουτσοπίναν. «Και τι έκανες μετά;», ρώτησε η Νίτσα. «Τι να κάνω κορίτσι μου καλό; Όπως με σπρώξανε τα πράματα πήγα. Ήταν δύ σκολο να τα βγάλω πέρα. Δεν έβρισκα μια σταθερή δουλειά και στο τέλος ανα γκάστηκα να καταταγώ εθελοντής στη χωροφυλακή. Αν ζούσε ο πατέρας μου, δε θα τολμούσα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο. Χόρτασα πόλεμο. Μέχρι και στην έρημο της Μέσης Ανατολής πολέμησα. Έτσι έφτασα μέχρι εδώ και μόλις τε λειώσει ο συμμοριτοπόλεμος, σκοπεύω να πάω στη σχολή για να γίνω αξιωμα τικός καριέρας. Ούτε για γιατρός, ούτε για τίποτ’άλλο υπάρχει χρόνος τώρα». «Σ’αρέσει αυτό που κάνεις τώρα;» ρώτησε δειλά η Νίτσα. «Για να πω την αλήθεια Νίτσα μου, αν με έλεγαν να πάω στο χωριό να καλ λιεργήσω τα λίγα χωραφάκια του πατέρα μου, θα το προτιμούσα χίλιες φορές. Στο χωριό όμως περιμένουν μόλις πάω να εμφανιστεί ο γιατρός. Όχι ο χωροφύ λακας». «Η αλήθεια να λέγεται», ξαναμουρμούρισε η Νίτσα. Τι στο καλό την έπιασαν τώρα οι συναισθηματισμοί και μελαγχόλησε. Το απόγεμα πρέπει οπωσδήποτε να πάει στην υπηρεσία του και να μάθει πού βρί σκεται και γιατί χάθηκε τόσες μέρες. Δεν ξέρει και το σπίτι του να πάει να τον ζητήσει εκεί. «Α…,», πετάχτηκε απ’την καρέκλα της. Πώς δεν το σκέφτηκε ως τώρα; Μπο ρεί καλέ να ρωτήσει το Μάνθο. Αυτός σίγουρα θα ξέρει, αλλά είναι τόσο κακορίζικος που το πιθανότερο είναι να της πει τίποτα αρλούμπες, μόνο και μόνο για να την ειρωνευτεί. Ξέρει ότι δεν τον συμπαθεί τον ανθυπασπιστή και δε χάνει ευκαιρία να τον κακολογήσει. Χτες ακόμα που συναντήθηκαν στην αυλόπορτα, της πέταξε τάχα στ’αστεία. «Τι τον θες αυτόν τον καραβανά τον βρομοποδαρά; Αυτός είναι μάτια μου σα κουρεμένο γίδι. Αφήνεις παιδιά σαν και μας στα κρύα του λουτρού και ασχο λείσαι με βλάκες και ανεπρόκοπους σαν και τούτον». Καλύτερα να μη ρωτήσει τον Μάνθο. Αυτός είναι ικανός για όλα. Ίσως πιο καλά είναι να ρωτήσει απ’έξω απ’ έξω τη Μαρίκα. Και πάλι άλλαξε γνώμη. Όσο πιο μακριά γίνεται απ’αυτούς τους ανθρώπους.
172
Έκανε να σηκωθεί απ’την καρέκλα της και τότε είδε το τζιπ να μπαίνει στον «παράδεισο». «Καλώς τα μάτια μας», μουρμούρισε χαμογελώντας. Πετάχτηκε στο σαλονάκι της να φρεσκαριστεί λίγο, ενώ χίλιες σκέψεις περνού σαν απ’το μυαλό της. Ίσως θα πρέπει να σταματήσει αυτό το επικίνδυνο παιχνί δι. Τα πολιτικά δεν την ενδιέφεραν καθόλου, ούτε μπορούσε να πει ότι είχε κα μιά ιδιαίτερη συμπάθεια σ’αυτούς που βοηθούσε τόσα χρόνια και τους έδινε ένα σωρό πληροφορίες, με κίνδυνο να την πιάσουν και να πληρώσει ακριβά την, όπως την έλεγε, αμυαλοσύνη της. Μπήκε στην κατοχή στην αντίσταση, γιατί έτσι καταλάβαινε ότι ήταν η υποχρέωση κάθε Έλληνα, αλλά και γιατί ο πατέρας της, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, συνεργαζόταν με διάφορες αντι στασιακές ομάδες. Εκείνος δεν ξεχώριζε ούτε ποιος ήταν, ούτε ποια ιδεολογία ή πολιτικό πιστεύω είχε ο καθένας. Αντίσταση στους κατακτητές να κάνει και όποιος θέλει ας είναι, έλεγε. Έτσι με τον καιρό μπήκε και η Νίτσα στη λογική της αντίστασης και οι διασυν δέσεις της με διάφορα άτομα συνεχίστηκαν και μετά την αποχώρηση των κατα κτητών, έτσι σα να λέμε από συνήθεια. Το θεωρούσε πια σαν μια ρουτίνα, σαν κάτι που είναι απαραίτητο στη ζωή. Να μαζεύει πληροφορίες και να τις διοχε τεύει στους παλιούς κρυφούς της φίλους. Πολλές φορές σκέφτηκε ότι αυτό πρέπει να σταματήσει, αλλά όταν το ανέφερε σε κάνα δυο απ’τους φίλους αυτούς, έδειξαν να μην την καταλαβαίνουν. «Και τι θα έλεγε Νίτσα ο πατέρας σου, αν σ’άκουγε αυτή τη στιγμή;» Έτσι μ’αυτόν τον τρόπο ανανέωναν τη συνεργασία τους. Ο Καραβιάς μάλιστα, μια μέρα πριν πάρει τα βουνά, της είχε πει. «Είσαι ότι πολυτιμότερο έχουμε στον τομέα της πληροφόρησης. Δεν έχετε, ούτε συ ούτε ο μακαρίτης ο πατέρας σου εκδηλωθεί ποτέ και δεν μπορεί να σας υποψιαστεί κανείς. Είσαι Νίτσα μου ανεκτίμητη και όταν θα’ρθει η ώρα, θα σε ανταμείψουμε. Να είσαι σίγουρη γι αυτό». «Τι να με ανταμείψτε εμένα», αντέδρασε. «Εμένα μ’εξασφάλισε ο πατέρας μου για όλη μου τη ζωή. Δεν έχω καμιά ανάγκη από αμοιβές. Το μόνο που μπορεί να συμβεί καμιά μέρα, είναι να με βουτήξουν και μένα και να με αμπαρώσουν σε κάνα υπόγειο. Άσε λοιπόν τις κουβέντες κύριε Καραβιά και κοιτάξτε να βρείτε κάναν άλλο να σας κάνει τα χατίρια. Στο κάτω κάτω, ούτε γω ούτε ο πα τέρας μου, είχαμε ποτέ καμιά σχέση με την ιδεολογία σας». «Πρέπει να σταματήσεις», είπε στον εαυτό της. «Και μάλιστα αμέσως». Τώρα τελευταία εξάλλου, η κατάσταση άρχισε να γίνεται πολύ επικίνδυνη. Δεν είχε τώρα εξορίες και φυλακές. Οι Θανατικές ποινές και οι εκτελέσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη. Πετάχτηκε κατατρομαγμένη όταν άκουσε το τακ τακ της πόρτας. Δεν κατάλαβε γιατί τρόμαξε, αφού ήξερε ποιος ήταν. Φαίνεται τα νεύρα της δεν είναι σε καλή κατάσταση. Όλα όσα γίνανε το τελευταίο διάστημα, η κουβέντα με την Τασία, η επίσκεψη στο σπίτι της Γαρουφαλίτσας, ο καβγάς στην αυλή της, την έκαναν
173
να χάσει κείνο το ανέμελο και χαρούμενο της ύφος. Ώρες ολόκληρες έμενε σκε φτική, κλεισμένη στο σπίτι της. Κατέβηκε τη σκάλα και άνοιξε την πόρτα. Άπλωσε το χέρι της, τον έπιασε απ’το μανίκι και τον τράβηξε μέσα. «Έλα κάθισε να μου τα πεις με λεπτομέρειες», του είπε και τον οδήγησε στο πάνω πάτωμα στο μικρό της σαλονάκι. «Τα έμαθα βέβαια, αλλά θα ήθελα να με τα πεις και συ». «Τι να σου πω Νίτσα μου; Η αλήθεια είναι ότι ντρέπομαι που σε βλέπω». «Έλα καλέ», τον έδωσε θάρρος με το γέλιο της. «Για έναν καβγαδάκι κάνεις έτσι; Και στο κάτω κάτω δεν υπάρχει μεγαλύτερο κάθαρμα απ’αυτόν τον Μάνθο. Νομίζω ότι αν δεν είχαν το φόβο του, επειδή ξέρουν ότι είναι ρουφιάνος όλοι εδώ στη γειτονιά, θα τον φτύνανε στο δρόμο. Τέλος πάντων. Πες μου τι έγινε». «Ο καβγάς Νίτσα δεν έχει και μεγάλη σημασία. Θα μπορούσα να παραδεχτώ ότι από αστοχασιά έμπλεξα, αν και μιλούσε παρά πολύ υποτιμητικά για σένα και το θεώρησα πρέπον να τον βάλω στη θέση του. Όμως έκανα και κάτι χει ρότερο, το όποιο δεν υπάρχει κανένας λόγος να σου το πω μια και φεύγω». «Φεύγεις; Και πού πας για να χουμε καλό ρώτημα;» «Μου δώσανε φύλλο πορείας για μάχιμη μονάδα. Το σκέφτηκα παρά πολύ πριν έρθω να σ’αποχαιρετίσω Νίτσα, αλλά στο τέλος θεώρησα ότι έπρεπε να το κάνω. Στο κάτω κάτω τόσες φορές μιλήσαμε. Και να σου πω και την πάσα αλή θεια, ποτέ και σε κανέναν δε μίλησα με τόση ειλικρίνεια με όση μίλησα σε σένα». «Φεύγεις», έκανε σκεπτική η Νίτσα. «Εκεί που θα πας κινδυνεύεις να σκοτω θείς. Έτσι δεν είναι; Και τι ήταν αυτό το σπουδαίο που έκανες εκτός απ’τον κα βγά με το Μάνθο;» «Είναι κάτι που μόνο που το σκέπτομαι, με πιάνει σιχασιά για τον εαυτό μου. Δεν ξέρω αν θα το ξεπεράσω ποτέ, αλλά να ξέρεις ότι ποτέ ξανά στη ζωή μου δεν πρόκειται να κάνω τέτοια ατιμία». Έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Και να σκεφτεί κανείς ότι η μέρα είχε ξεκινήσει με τα καλύτερα σημάδια. Ερ χόμουνα να σε δω και είχα να κουβεντιάσω μαζί σου πολλά και ωραία πράμα τα, αλλά βρέθηκε αυτό το ρεμάλι πρωί πρωί στη μέση και τα χάλασε όλα». «Ωραία μέχρι δω», είπε απορημένη η Νίτσα. «Τι έγινε μετά που είναι τόσο φο βερό;» Ο ανθυπασπιστής έμεινε δίβουλος. Απ’ τη μια μεριά ήθελε να της τα πει όλα. Να της εξομολογηθεί βρε αδερφέ τα πρόστυχα καμώματά του και να ζητήσει, τώρα που πάει σε πόλεμο, να τον συγχωρέσει. Απ’ την άλλη πάλι; Πώς να πει ότι πήγε, για να σώσει το τομάρι του, να μπλέξει αυτή την ίδια με τα ψέματά του. Καλά που τον κατάλαβε ο διοικητής του, ο άγιος αυτός άνθρωπος και δεν τον άφησε να πέσει τόσο χαμηλά. Και να σκεφτεί κανείς ότι απ’ αρχής ερχόταν εδώ να τη ζητήσει να τον παντρευτεί».
174
«Θα σου πω τι έγινε», είπε στο τέλος. «Αλλά πριν θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι και σε παρακαλώ να με απαντήσεις με ειλικρίνεια. Εντάξει;» Η Νίτσα κούνησε το κεφάλι της, σημάδι ότι συμφωνούσε. «Θα ήθελα να μου πεις» κόμπιασε, «αν θα δεχόσουν να με παντρευτείς. Έτσι από περιέργεια και μόνο θέλω να μάθω. Η αλήθεια είναι ότι τη μέρα της φασα ρίας ερχόμουνα να σε ζητήσω αυτό ακριβώς. Σκέψου λοιπόν ότι παρ’ όλα τα αισθήματά μου για σένα, πήγα να σε ρουφιανέψω για να σώσω το τομάρι μου. Τι να σώσω δηλαδή; Εδώ που τα λέμε όλα έγιναν για να γλιτώσω μια ένορκη διοικητική εξέταση, αν γινόταν κι αυτή. Σκέφτηκα πολύ αυτές τις μέρες και κα τάλαβα ότι όταν πάρει τον άνθρωπο ο κατήφορος, δεν έχει σταματημό αν δεν του τύχει κάτι που να τον τινάξει και να τον ξυπνήσει». Κοίταξε λυπημένα απ’το παράθυρο. Πόσες βόλτες δεν είχε κάνει σ’αυτή τη γει τονιά ελπίζοντας πάντα να συναντήσει τη Νίτσα; Έψαχνε πάντα αφορμές να επισκέπτεται, για λόγους τάχα υπηρεσιακούς, το μέρος και φρόντιζε να της ρί χνει και μερικές ματιές με σημασία. Στο τέλος κατάφερε να την πλησιάσει και μάλιστα να κλείσει ραντεβού μαζί της, πολύ ευκολότερα απ’ όσο υπολόγιζε. «Δεν απάντησες στην ερώτησή μου Νίτσα». «Για το αν θα δεχόμουνα την πρότασή σου;» «Ναι». «Τη μέρα εκείνη, θα σε έδιωχνα κακήν κακώς». «Πολύ καλά θα έκανες. Μπορεί να λένε ένα σωρό λόγια για σένα, αλλά εγώ κα ταλαβαίνω ότι είσαι ένα διαμάντι». Κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να φύγω», είπε πικραμένα. «Πρέπει να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Το απόγεμα φεύγω. «Για περίμενε μια στιγμή», είπε αποφασιστικά η Νίτσα. «Με ρώτησες αν θα δε χόμουνα να παντρευτούμε αν με το έλεγες κείνη τη μέρα και σου απάντησα όχι. Ε, τελειώσαμε λοιπόν; Δε θα ξαναρωτήσεις;» Εκείνος τα’χασε και παραπάτησε για μια στιγμή έτσι όπως είχε μόλις σηκωθεί απ’την καρέκλα του. «Σε ρωτάω και τώρα», είπε με φωνή που έτρεμε. «Δέχομαι», πετάχτηκε η Νίτσα και τον αγκάλιασε σφιχτά απ’το λαιμό. «Δέχο μαι» ξανάπε και τον φίλησε τρυφερά στο στόμα. Τραβήχτηκε μετά λίγο προς τα πίσω έχοντας τα χέρια της στους ώμους του. «Είμαι είκοσι εφτά χρόνων Μανόλη και είσαι να ξέρεις, ο πρώτος άντρας που φιλάω. Όσο για τα λόγια του κόσμου μη δίνεις καθόλου σημασία. Μαζί τους θα τα πάρουν». «Από την κόλαση στον παράδεισο βρέθηκα με μιας Νίτσα μου», είπε τραυλίζοντας. Εκείνη του χαμογέλασε και τον έπιασε τρυφερά απ’το χέρι. Τον έβαλε να καθί σει δίπλα της στο ντιβάνι. «Κι εγώ σ’εκμεταλλεύτηκα Μανόλη και μετάνιωσα πικρά γι αυτό. Εγώ ήμουνα η διαρροή στην υπηρεσία σου. Κατάλαβες;»
175
«Όχι», έκανε σα χαμένος. «Δεν κατάλαβα». «Όταν ερχόσουν εδώ, διάβαζα τους υπηρεσιακούς φακέλους που κουβαλούσες πάντοτε μαζί σου». «Α, αυτό το ξέρω πολύ καλά», είπε γελώντας ο Μανόλης. «Είχα βάλει πολλές φορές σημάδια στα χαρτιά». «Και γιατί δε με κατάγγειλες»; «Δεν ξέρω. Ίσως ήθελα να σου δώσω την ευκαιρία να βοηθήσεις κάποιους αν θρώπους, ή ίσως και να ήθελα εγώ ο ίδιος να βοηθηθούν. Μπορεί να έχω κάνει ένα σωρό ανοησίες και βλακείες στη ζωή μου, αλλά στο βάθος παραμένω όπως με ήθελε ο πατέρας μου. Ας τ’αφήσουμε αυτά όμως Νίτσα κι ας σκεφτούμε λίγο τι θα κάνουμε από δω και πέρα. Δεν έχω πολύ χρόνο. Ως πριν από λίγο, σκεφτόμουν ότι πάω στο χαμό. Ήθελα είν’η αλήθεια να πάω και να μην ξανα γυρίσω, αλλά τώρα έχω μόνο ένα πράμα στο μυαλό μου. Να γυρίσω ζωντανός. Και κάτι ακόμα Νίτσα. Όταν με το καλό τελειώσει αυτή η φαγωμάρα, όπως και να τελειώσει, θα παραιτηθώ και θα πάω στο χωριό μου να καλλιεργήσω τα λίγα χωραφάκια του πατέρα μου. Σ’αυτή την υπηρεσία, σ’αυτό το βούρκο δε θέλω να μείνω ούτε μια μέρα παραπάνω. Στο διάολο και τα αξωματιλίκια και η υπη ρεσία και όλοι τους εκεί μέσα. Και τώρα αν μπορούσα φυσικά, θα τα βροντού σα και θα έφευγα. Τι λες; θα μπορούσες να’ρθεις μαζί μου να ζήσουμε στο χω ριό;» «Όπου θέλεις κι αγαπάς Μανόλη μου», του απάντησε με σκέρτσο. «Εσύ να έχεις στο μυαλό σου εκεί που θα πας να με γράφεις, αν γίνεται και κάθε μέρα. Εγώ θα σου απαντάω σε όλα τα γράμματά σου». Γέλασε χαριτωμένα. «Ένα γράφεις, σε ένα σου απαντάω. Πενήντα γράφεις, σε πενήντα σου απα ντάω. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι», απάντησε και κίνησε για την ξώπορτα. «Ούτε μπορώ να το πι στέψω Νίτσα. Μάλλον θα πρέπει να βλογάω αυτό το υποκείμενο τον Μάνθο, που έγινε αιτία να μη σε συναντήσω κείνη τη μέρα και φάω τη χυλόπιτα. Ακου να δεις σε ποια χέρια κρεμάστηκε η μοίρα μου». Τη φίλησε στο μάγουλο και βγήκε χαρούμενος κι ευτυχισμένος απ’το σπίτι. Βιαζόταν θαρρείς να φύγει, σα να φοβόταν μη γίνει κάτι και χαλάσει τ’όνειρο που ζούσε. Από μικρό παιδί το είχε αυτό το κουσούρι όπως το έλεγε η μάνα του. Όταν ένιωθε πραγματικά χαρούμενος κι ευτυχισμένος, να πηγαίνει και να κλείνεται μόνος του σ’ένα δωμάτιο, για να ευχαριστιέται μόνος του τη ζεστασιά που ένιωθε σ’όλο του το κορμί. Έτσι και τώρα. Βιαζόταν να πάει στο σπίτι του, να μαζέψει τα πράματά του και να ονειροπολήσει για λίγη ώρα μόνος του ωσότου να’ρθει η ώρα να φύγει. Καθώς πήγαινε προς το τζιπ, είδε το Μάνθο να βγαίνει απ’το καρβουνιάρικο και τον χαιρέτισε φιλικά. Εκείνος ξαφνιάστηκε και ταράχτηκε. «Για πού με το καλό τόσο βιαστικός;» ρώτησε. «Έχω φύλλο πορείας για μάχιμη μονάδα» απάντησε, «και βιάζομαι να προ φτάσω το λεωφορείο. Άντε γεια».
176
«Γεια σου», είπε σκεφτικός ο Μάνθος και κοίταξε με απορία προς το μπαλκόνι της Νίτσας. Δεν την είδε, αλλά κατάλαβε ότι ήταν πίσ’απ’την κουρτίνα. «Παλιοπουτάνα», μουρμούρισε. «Κάτι βάλσαμο τον έδωσες τον κερατά και φεύγει για πόλεμο, σα να πηγαίνει σε γάμο. Εγώ έφαγα τα λυσσακά μου για να τον πατήσω κάτω, να τον στείλω στην κόλαση και συ τον πήρες και τον ανάστησες. Θα σε τακτοποιήσω και σένα παλιοκαριόλα».
3 Ο Μάνθος έσπρωξε με τον αγκώνα του τη Μαρίκα. «Άντε σήκω μωρή να φκιάξεις κάνα καφέ, γιατί έχω μεγάλο δρομολόγιο σήμε ρα». Η Μαρίκα πετάχτηκε τρομαγμένη απ’το κρεβάτι της και μισοκοιμισμένη ακόμα, προσπάθησε να καταλάβει τι γίνεται. «Είναι πολύ πρωί ακόμα Μαθιό μου», μουρμούρισε. «Είναι τίποτα σοβαρό; Όλη νύχτα σ’άκουγα που βογκούσες και μίλουσες στον ύπνο σου». «Αυτή η καλτάκα η διπλανή μας δε μ’άφησε να κοιμηθώ. Κάποιο ύπουλο παι χνίδι παίζει και ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά θα έχουμε κακά ξεμπερδέμα τα με δαύτη. Θέλω από σένα να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και να παρακολου θείς ποιοι μπαινοβγαίνουν στο σπίτι της όλη μέρα. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα Μαθιό μου». «Άντε τώρα ξεκόλλα απ’το κρεβάτι και τσακίσου να φτιάξεις αυτόν τον καφέ που σου παράγγειλα εδώ και μισή ώρα. Άντε που να σε πάρει και να σε ση κώσει χαμένη. Κουνήσου». Η Μαρίκα πετάχτηκε έντρομη απ’το κρεβάτι της κι έτρεξε στην κουζίνα. Χρόνια τώρα, από τη μέρα που την παντρεύτηκε με το ζόρι είν’η αλήθεια αφού είχε μείνει έγκυος, υπομένει την περιφρόνησή του. Πολλές φορές της το έχει πει. Σήμερα άρχισε πάλι το ίδιο τροπάρι απ’την αρχή. «Σε παντρεύτηκα γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Αν θέλεις μπορείς να μένεις μαζί μου σα δούλα. Αν πάλι δε σ’αρέσει, πάνε πίσω στο χωριό σου και στον θείο σου. Έτσι κι αλλιώς ούτε ένα παιδί αξιώθηκες να με κάνεις. Σε πα ντρεύτηκα γιατί μ’έμεινες έγκυος και κείνο το γέννησες πεθαμένο». Πρώτη φορά ύστερ από τόσα χρόνια την πατούσε εκεί ακριβώς που πονούσε περισσότερο. Τόσα χρόνια υπομένει κοντά του μύριους ξεφτελισμούς, γιατί θε ωρούσε τον εαυτό της τον μοναδικό υπεύθυνο για το ότι δεν αξιώθηκε να κάνει ένα παιδί. Σα δούλα το λοιπόν από το πρωί, σκουπίζει, πλένει και μαγειρεύει ίσαμε αργά τη νύχτα. Στην αρχή βιαζόταν να τελειώσει νωρίς, με την ελπίδα ότι θα την πάρει μαζί του κάνα βραδάκι στη βόλτα που έβγαινε, αλλά σιγά σιγά κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο δεν περνούσε ούτε γι αστείο απ’το μυαλό του Μάνθου. Έτσι άρχισε να κανονίζει τις δουλειές της ώστε να τελειώνουν αργά τη νύχτα, αφού ούτε και καμιά φιληνάδα είχε να πάει και να περάσει λίγες ώρες. Ο μόνος άνθρωπος που
177
τη μιλούσε και τη χαιρετούσε, που άλλαζε τέλος πάντων μια φιλική κουβέντα μαζί της, ήταν η Νίτσα. Την έπιασε φόβος και στεναχώρια στη σκέψη ότι κάτι κακό ετοίμαζε για το κορίτσι αυτός ο κατεργάρης. Ετοίμασε τον καφέ και τον σερβίρισε στο τραπέζι της κουζίνας. «Έτοιμος ο καφές σου», του φώναξε και κάθισε στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Ο Μάνθος μπήκε στην κουζίνα και πήγε κατ’ευθείαν στο νεροχύτη, για να πλύ νει τα μούτρα του. Η Μαρίκα πετάχτηκε πάνω και έτρεξε κοντά του με το προσόψι στα χέρια. «Χτες ήταν εδώ εκείνος ο ανθυπασπιστής. Έτσι δεν είναι;» είπε ο Μάνθος. «Ναι. Εδώ ήτανε Μαθιό μου», απάντησε η Μαρίκα λίγο τρομαγμένη. «Και μάλιστα έκατσε αρκετή ώρα». «Δε μου το είπες όμως. Καλά που τον είδα την ώρα που έφευγε. Σου το λέω και στο τονίζω μια για πάντα. Θα με λες ποιοι μπαινοβγαίνουν στο σπίτι της, όσο κι αν σου φαίνεται ασήμαντο. Κατάλαβες;» «Ναι Μαθιό μου. Θα έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα. Και ζητιάνος να χτυπήσει την πόρτα της, εγώ θα στο πω». Ήπιε στα γρήγορα τον καφέ του και κίνησε να φύγει. «Το μεσημέρι δε θα’ρθω», είπε. «Θα λείψω ίσως και το βράδυ. Θα πάμε με τον επίτροπο στη Σαλονίκη σε ένα μεγάλο συμβούλιο, που θα είναι ένα σωρό σπου δαίοι απ’την Αθήνα. Αν προλάβουμε θα γυρίσουμε απόψε. Αν όχι θα μείνουμε στη Σαλονίκη και θα γυρίσουμε αύριο». «Να πας στο καλό Μαθιό μου και να προσέχεις στο δρόμο. Άκουσα ότι οι συμ μορίτες έχουν πιάσει μερικά πόστα στο και φοβάμαι μη σας τύχει κάνα κακό». «Πάμε ρε Μαρίκα από άλλο δρόμο που είναι πολύ πιο μακριά, αλλά είναι λεύ τερος. Γι αυτό και δεν είναι σίγουρο ότι θα γυρίσουμε απόψε. Τέλος πάντων άστα αυτά. Δεν είναι για σένα. Εσύ κοίτα το σπίτι και τίποτ’άλλο». Τον ξεπροβόδισε μέχρι την ξώπορτα και τον σταύρωσε από συνήθεια και όχι γιατί το ένιωθε σαν ανάγκη, όπως στην αρχή που παντρεύτηκαν. Τότε έτρεμε η ψυχή της κάθε πρωί που τον έβλεπε να φεύγει απ’το σπίτι. Όσο έκανε τις δου λειές του σπιτιού, είχε συνέχεια το μάτι της στο παράθυρο να τον δει να έρχεται κάθε μεσημέρι. Για το βράδυ δε γινόταν λόγος. Ερχόταν τις περισσότερες φο ρές μεθυσμένος και νευριασμένος. Άρχιζε τη φασαρία με το που έμπαινε στο σπίτι. Όταν ήταν πιωμένος πάντα κάτι τον πείραζε. Η Μαρίκα ήταν υποχρεωμένη να τον περιμένει όποια ώρα και να γύριζε, για να τον βάλει να φάει. Μια φορά, στην αρχή, είχε βάλει το φαγητό του στο πιάτο, το σκέπασε με ένα άλλο πιάτο και πήγε να ξαπλώσει ξεθεωμένη όπως ήταν απ’την κούραση. Την άρπαξε απ’τα μαλλιά έτσι όπως κοιμόταν και την έσυρε μέχρι την κουζίνα. «Εδώ θα κάθεσαι μωρή πουτάνα και θα με περιμένεις ώσπου να’ρθω. Μην ξα ναγίνει να έρθω και σε βρω να κοιμάσαι, θα σε στείλω από κει που ήρθες, αφού σου κάνω πρώτα τη μούρη να μην τη γνωρίζεις. Από τότε κάθεται κάθε βράδυ στη μεριά της στο τραπέζι και τον περιμένει να έρθει απ’την ταβέρνα. Στην αρχή της φαινόταν περίεργο που ερχόταν από τα
178
βέρνα όπου είχε φάει και είχε πιει, αλλά ήθελε οπωσδήποτε να φάει και στο σπίτι πριν να κοιμηθεί. Δεν έτρωγε και τίποτα σπουδαία. Δυο πιρουνιές έβαζε στο στόμα του και σηκωνόταν, έτοιμος πάντα για φασαρία. «Πολύ ζεστό ήταν το φαγητό. Σου είπα εκατό χιλιάδες φορές ότι όταν είναι πολύ ζεστό το φαγητό, δεν μπορώ να το φάω». Άλλες φορές πάλι θύμωνε για το αντίθετο. «Παγωμένο είναι μωρή το φαγητό που να σε πάρει και να σε σηκώσει». Όταν πρωτοπαντρεύτηκαν πίστευε ότι όλη αυτή η φασαρία για το βραδινό του δε γινόταν γιατί πεινούσε, αφού έτσι κι αλλιώς δεν έτρωγε σχεδόν καθόλου, αλλά γιατί την ήθελε κοντά του το βράδυ όταν ερχόταν στο σπίτι. Σιγά σιγά κα τάλαβε ότι το μόνο που ήθελε ήταν να τη βασανίζει και τίποτα παραπάνω. «Άντε στα τσακίδια», βλαστήμησε μετά το σταύρωμα. «Μακάρι να σε πιάσουν και να σε κόψουν κομματάκια να με τα στείλουν πεσκέσι». Μέχρι πριν από λίγο καιρό ούτε που περνούσε απ’το μυαλό της ότι μπορούσε να ζήσει έστω και μια μέρα χωρίς τον Μάνθο. Της φαινόταν ότι αν πάθαινε κάτι κακό, θα άνοιγε η γη να την καταπιεί. Χωρίς τον άντρα της ένιωθε ορφανή κι ανήμπορη. Μια μέρα όμως τώρα τελευταία, η Νίτσα που άκουγε κάθε μέρα σχεδόν τα κλάματά της απ’το καθημερινό ξυλοκόπημα, τη φώναξε για καφέ και τη ρώτη σε. «Πού θα πάει αυτή η δουλειά βρε Μαρίκα; Κάθε μέρα και χειροτερεύει η κα τάσταση. Κοντεύει να σε σπάει στο ξύλο πρωί, μεσημέρι και βράδυ». «Τι να κάνω Νιτσάκι μου που δεν έχω πού να πάω; Από τότε που παντρεύτηκα δεν έφαγα μια βούκα γλυκό ψωμί. Αλλά και χωρίς το Μάνθο είμαι ένα τίποτα. Μήπως είδες καμιά στη γειτονιά να με μπάζει το σπίτι της; Είδες να έχω καμιά φιληνάδα; Αν δεν ήσουνα και συ ν’αλλάξω μια κουβέντα, θα είχα τρελαθεί». «Μα το ότι δε σε βάζει ο κόσμος στο σπίτι του, είναι βρε Μαρίκα γιατί ξέρουν τον άντρα σου και τα καμώματά του, τις σχέσεις του με την ασφάλεια και φο βούνται ότι και συ το ίδιο βιολί βαράς. Δεν είδες τι έγινε με τον Αριστείδη τον μπακάλη μας; Όλος ο κόσμος ξέρει ότι ο άντρα σου πήγε και τον ρουφιάνεψε, χωρίς ο Αριστείδης να έχει καμιά ανάμειξη σε οτιδήποτε. Ούτε σε προστατεύει, ούτε σε φροντίζει, ούτε τίποτα. Μόνο κακό σου κάνει. Έχει μια δούλα τζάμπα και κάνει και το κέφι του που σε δέρνει κάθε μέρα. Δούλα μπορείς να γίνεις και σε άλλο σπίτι και να σε έχουν και στα όπα όπα. Τι τον θέλεις αυτόν τον ανε πρόκοπο;» Στην αρχή όλα τούτα που της είπε η Νίτσα της φάνηκαν φοβερά. Ούτε που να τα σκεφτεί ήθελε. Σιγά σιγά όμως άρχισε να καταλαβαίνει ότι είχε δίκιο η κο πέλα. Με τον καιρό η αγάπη, αν ήταν αγάπη αυτό το αίσθημα που ένιωθε για τον άντρα της, έγινε αδιαφορία και σε στιγμές ακόμα και μίσος. Ο φόβος όμως την κρατούσε δεμένη. Ούτε που να το φανταστεί μπορούσε ότι θα παράκουγε τις εντολές του και θα έκανε του κεφαλιού της. Τώρα όμως τα πράματα είχαν
179
σοβαρέψει για τα καλά. Της ζήτησε να παρακολουθεί τη Νίτσα, τον μόνο άν θρωπο που της έδειχνε συμπάθεια. Τον είδε που ανέβηκε στο ταξί του που το είχε αφημένο μπροστά στο καρβουνιάρικο και έφυγε. Σήκωσε τα μάτια στο μπαλκόνι της Νίτσας. Ίσως να κοιμάται ακόμα. Έκανε να μπει στο σπίτι της, αλλά το μετάνιωσε. «Νίτσα», έβαλε μια φωνή. Σε λιγότερο από μισό λεπτό η Νίτσα φάνηκε στο παράθυρο της κρεβατοκάμα ρας της με το νυχτικό. «Έλα να πιούμε καφέ», φώναξε η Μαρίκα. «Έχω να σου πω και νέα». Η Νίτσα έγνεψε με το κεφάλι και τραβήχτηκε απ’το παράθυρο. Η Μαρίκα μπήκε στην κουζίνα της και πήρε να ετοιμάζει το μεσημεριάτικο φα γητό. Έτσι άρχιζε κάθε μέρα. Έστηνε το φαγητό και το άφηνε να βράζει στην γκαζιέρα, ενώ αυτή ασχολούνταν με το σκούπισμα, το πλύσιμο και το σιδέρω μα. Ξαφνικά μετάνιωσε. Τι χρειάζεται το μαγείρεμα αφού δε θα’ρθει το μεση μέρι κι ίσως ούτε το βράδυ; Καλύτερα να τ’αφήσει και να μαγειρέψει κάτι τ’απόγεμα, γιατί μπορεί το βράδυ να εμφανιστεί και να έχει κακά ξεμπερδέματα. Κοίταξε απ’το παράθυρο και είδε τη Νίτσα να κατεβαίνει τις σκάλες του σπι τιού της. Έτρεξε και άνοιξε την πόρτα. «Καλώς τη γόησσά μας», είπε χαμογελαστή. «Καλώς το καμάρι μας». Η Νίτσα ανταπέδωσε το χαμόγελο. Κάτι της φάνηκε ότι δεν πήγαινε καλά. Όχι πως ήταν η πρώτη φορά που θα ερχόταν στης Μαρίκας για καφέ, αλλά πάντα συνέβαινε να τη φωνάζει η Μαρίκα όταν την έβλεπε να πηγαίνει κατά τις έντε κα η ώρα για ψώνια. «Περάστε κι απ’το φτωχικό μας για κάνα καφεδάκι κυρία Νίτσα. Πολύ ακατάδεχτη μας γίνατε τελευταία». Είχε γίνει κάτι σα συνήθεια. Αυτός ο τρόπος πρόσκλησης επαναλαμβανόταν την ίδια ώρα και σχεδόν με τα ίδια λόγια, δυο και τρεις ίσως φορές τη βδομάδα. Σήμερα όμως για πρώτη φορά η Μαρίκα τη φώναξε πρωί πρωί και μάλιστα πρόσθεσε ότι είχε να της μιλήσει. «Τι έχουμε σήμερα και με φώναξες πρωινιάτικα;», ρώτησε μόλις μπήκε στην κουζίνα. «Δεν έχω και πολλή ώρα, γιατί πρέπει να πάω σήμερα και στη Γαρουφαλίτσα». Η Μαρίκα την κοίταξε καλά καλά. «Πιες με την ησυχία σου τον καφέ σου», είπε και της τον τρατάρισε. «Κάτσε». Η Νίτσα έκατσε στην ψάθινη καρέκλα και την κοίταξε με απορία. Ρούφηξε μια γουλιά, χτύπησε με τα μακριά της νύχια ταμπούρλο στο τραπέζι, αναστέναξε και είπε. «Άντε χριστιανή μου. Κοντεύεις να με βγάλεις το λάδι. Κάτι σοβαρό έχεις να με πεις για να με καλέσεις τόσο νωρίς. Άντε λέγε το να ξεμπερδεύουμε». «Δεν ξέρω αν είναι σοβαρό», είπε η Μαρίκα. «Ο προκομμένος μου είπε να σε παρακολουθώ και να του λέω ποιοι μπαινοβγαίνουν στο σπίτι σου. Να σε ρωτή σω και κάτι ακόμα με την ευκαιρία; Μ’αυτόν τον ανθυπασπιστή τι νταλαβέρια
180
έχεις και λύσσαξε ο δικός μου; Θέλει να τον σουβλίσει ζωντανό αν μπορεί και να είσαι σίγουρη ότι θα προσπαθήσει να το κάνει». «Ο Μανόλης» είπε σκεπτική η Νίτσα, «πάει σε μάχιμη μονάδα και ποιος ξέρει αν θα γυρίσει ζωντανός. Πριν φύγει όμως λογοδοθήκαμε. Είσαι η πρώτη που τ’ακούει». «Και πότε έγινε μάτια μου; Χαμπάρι δεν πήρα», πετάχτηκε μέχρι πάνου η Μα ρίκα. «Χτες που σίγουρα, αφού με παρακολουθείς, ξέρεις ότι ήταν επάνω και τα είπα με μεταξύ μας. Θα σε παρακαλέσω μόνο να μην πεις τίποτα του δικού σου. Εντάξει;» «Και το ρωτάς μάτια μου. Άχνα δεν πρόκειται να βγάλω. Εγώ μια φορά ήθελα να σε προειδοποιήσω ότι και σένα και τον φίλο σου, σας έχει βάλει πολύ στο μάτι ο Μάνθος και είμαι σίγουρη ότι δε θα σας βγει σε καλό. Τον ξέρεις δα ότι είναι και κακός και πεισματάρης. Ότι βάλει στο μυαλό του, θα σκάσει αν δεν το πετύχει. Φυλάξου κοριτσάκι μου. Αν έχεις τίποτα να κρύψεις, κρύφτο καλά και πες σ’όλους να αποφεύγουν να έρχονται στο σπίτι σου». «Σ’ευχαριστώ πολύ», είπε η Νίτσα και την αγκάλιασε. Ήπιε την τελευταία γου λιά και κίνησε για την εξώπορτα. «Κάθισε καλέ λίγο», την παρακάλεσε η Μαρίκα. «Μια μέρα έχω και γω που εί μαι λεύτερη και ξεσηκώθηκες να φύγεις πριν καλά καλά ζεστάνεις την καρέκλα σου. Τι νταλαβέρια έχεις με τη γυναίκα αυτού του επίτροπου;» «Γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά» είπε η Νίτσα, «αλλά δεν είχαμε και πολλά πάρε δώσε. Πριν από μερικές μέρες με φώναξε στο σπίτι της και με είπε για τον καβγά που έγινε δω μέσα στην αυλή με τον Μανόλη και τον προκομμένο σου. Αν δε με φώναζε, θα ερχόμουν εδώ και θα’πεφτα μέσα στη φασαρία, οπότε θα άναβαν περισσότερο τα αίματα και θα γινόμουν και ρεζίλι. Όχι δηλαδή που δεν έγινα, αλλά περιορίστηκε λίγο το κακό. Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να τη γνω ρίσω καλύτερα και να σου πω και κάτι; Τη συμπάθησα και ξαναπήγα στο σπίτι ακόμα μια φορά. Τώρα είναι η τρίτη που πάω. Είναι λίγο άρρωστη η καημένη. Έχουν πειραχτεί τα νεύρα της από τη μέρα, θα το θυμάσαι βέβαια, που έπιασαν τον κυρ-Αριστείδη. Την προηγούμενη φορά που ήμουν σπίτι της, μιλήσαμε λίγο και για σένα». «Τι είπατε για μένα;», έκανε έντρομη η Μαρίκα. «Της είπα τι τραβάς μ’αυτόν τον βάρβαρο τον άντρα σου και σε λυπήθηκε». «Μια μέρα» με είπε, «πάρε μαζί σου κι αυτή την κακόμοιρη κι ελάτε για να χα ρεί κι αυτή λίγο. Κανείς δεν τη μιλάει και κανείς δε θέλει να την ξέρει». «Ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου», είπε καταχαρούμενη η Μαρίκα. «Μια άλλη φορά να με ειδοποιήσεις αποβραδίς, να κάνω κι ένα πιάτο χαλβά σιμιγδαλένιο να της πάμε. Σε παρακαλώ μόνο πολύ, μη της πεις τίποτα για τη δουλειά που μ’ανάθεσε ο άντρας μου, γιατί μπορεί να φτάσει στ’αυτιά του δικού μου. Ο Μαθιός είναι ξέρεις οδηγός στον επίτροπο». «Μείνε ήσυχη», απάντησε η Νίτσα και βγήκε.
181
4 Ο χωροφύλακας πήγαινε μπροστά μ’ένα πακέτο Ματσάγγου στα χέρια κι από πίσω ακολουθούσαν ένα τσούρμο, τα παιδιά της γειτονιάς. «Μακριά… Μακριά όλοι σας», φώναζε κάθε τόσο ο χωροφύλακας. «Σας το είπα εκατό φορές ότι αυτά που κρατάω είναι δηλητήρια και είναι πολύ επικίν δυνα. Προσέξτε μην τυχόν και πιάστε καμιά απ’αυτές τις φόλες, γιατί θα σας κλαιν οι μανάδες σας». Τα παιδιά τρομαγμένα έκαναν κάνα δυο βήματα προς τα πίσω, αλλά και πάλι πλησίαζαν για να δουν τι πράμα ήταν αυτές οι φόλες και σε τι θα χρησίμευαν. «Λες να έχει φίδια μέσα στο κουτί»; απόρησε ο Μύξας. «Πού να χωρέσουν ρε στραβάδι τα φίδια σ’ένα κουτί τσιγάρα»; του απάντησε ο Αράπης. «Εμένα μ’εξήγησε ο παππούς μου τι είναι οι φόλες». Ο Δημητράκης τον κοίταξε ειρωνικά. «Και πού ήξερε ρε ο παππούς σου ότι θα’ρθει χωροφύλακας εδώ με φόλες, για να σου εξηγήσει τι είν αυτές;» «Άμα δεν ξέρεις ρε βλάκα να μη μιλάς», θύμωσε ο Αράπης. «Και για να ξέρεις, ο παππούς μου έμαθε ότι θα σκοτώσουν ένα σωρό σκυλιά και τα σκυλιά, λέει, τα σκοτώνουν με φόλες. Παίρνουν δηλαδή μικρά κομμάτια κρέας ή τζιγέρι που αρέσουν στα σκυλιά και το δηλητηριάζουν. Μετά το δίνουν να το φάνε και τινάζουν τα πέταλα. Ο παππούς μου μου τα είπε αυτά για να έχω το νου μου. Άμα έρθουν με τέτοιες φόλες, να κρύψω τη Λίζα μας. Κατάλαβες τώρα μπουμπούνα;» «Καλά λες ρε βλάκα», πετάχτηκε ξαφνιασμένος ο Σπίνος. «Τι το έκανες το σκυλί σας;» Ο Αράπης τον κοίταξε χαμογελώντας. «Για χαζό μ’έχεις ρε Σπίνο; Έβγαλα τις κότες απ’το κοτέτσι κι έβαλα μέσα τη Λίζα. Κατάλαβες μυαλό; Αν θέλτε κωθώνια σάς πουλάω λίγο». Ο χωροφύλακας τους έκανε ακόμα μια φορά παρατήρηση να στέκονται μακριά. Είχε καταλάβει ότι ήταν αδύνατο ν’απαλλαγεί απ’αυτούς και φρόντιζε να τους κρατάει όσο γίνεται σε απόσταση. Όπου να’ταν θα έπαιρνε να σουρουπώνει και τέλειωνε η υπηρεσία του. Μέχρι τώρα είχε καθαρίσει δεκαεφτά σκυλιά και αν φόλιαζε αλλά τρία, θα είχε καλύψει το πλάνο που του έδωσε ο προϊστάμενος του. «Ούτε να τα λυπάστε, ούτε και να χαζολογάτε. Έχουμε εντολή απ’την υπηρεσία να καθαρίσουμε όλα τ’αδέσποτα και θα το κάνουμε. Έχει γεμίσει ο τόπος και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, λέει η διαταγή, να έχουμε επιδημία λύσσας. Του λάχιστο είκοσι θα καθαρίζετε σε κάθε βάρδια». Είδε, σα λαχείο του φάνηκε, τρία σκυλιά στην άκρη του λάκκου κοντά στην πάνω γέφυρα να τρέχουν και να χοροπηδάν αμέριμνα. «Καλώς τα πουλάκια μου», μουρμούρισε. «Εσάς καθαρίζω και πάω σπίτι μου». Στην αρχή που βγήκε απ’την υπηρεσία σήμερα το πρωί με το κουτί στα χέρια, του φάνηκε πολύ δύσκολο. Τι του φταίγαν τα καημένα τα σκυλιά και ποιον πεί
182
ραζαν; Θυμόταν και τον δικό τους τον κοπρίτη, που πέρασε μαζί του τα παιδικά του χρόνια ώσπου πέθανε γέρος κι ανήμπορος. «Σαν άνθρωπος πέθανε αυτό το σκυλί», είχε πει ο πατέρας του συγκινημένος. Θυμόταν πόσο είχε κλάψει και πόσο πολύ του κόστισε ο αποχωρισμός αυτός. «Θα το συνηθίσεις», του είπε ο συνάδελφός του που έβγαινε για τρίτη μέρα. «Και γω την πρώτη μέρα αισθανόμουν τόσο άσχημα, που μ’ερχόταν εμετός. Τη δεύτερη μέρα όχι μόνο δεν καταλάβαινα τίποτα, αλλά μπορώ να σου πω ότι άρ χισα να το διασκεδάζω κιόλας. Πιο πολύ μ’αρέσει να ξετρυπώνω σκύλους που τ’αφεντικά τους θέλουν να τους σώσουν και τους κρύβουν». «Και τ’αφεντικά τους τι κάνουν;» ρώτησε δειλά. «Δεν αντιδράνε;» «Τι να αντιδράσουν καημένε; Εδώ τους παίρνουμε τους γονιούς ή τα παιδιά τους κάθε μέρα μέσ’ απ’τα χέρια τους, που ξέρουν ότι μπορεί και να μη τους ξαναδούν και δεν κάνουν τίποτα. Μόνο κοιτάνε και φέρνουν τον μπόγο με τα πράματά τους, που τον έχουν έτοιμο από πριν. Είδες αλήθεια πώς κοιτάνε». «Ναι. Έχω πάει πολλές φορές για συλλήψεις. Στις αρχές φώναζαν και διαμαρ τύρονταν οι γυναίκες και τα παιδιά. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και οι συλλή ψεις γίνονταν περισσότερες, λες και το συνήθισαν κι άρχισαν μόνο να κοιτάνε με κείνο το περίλυπο ύφος, που σε δένει κόμπο την καρδιά. Εγώ είμαι της γνώμης ότι καλύτερα θα ήταν να φώναζαν, να κλαίγανε και να ορμούσαν πάνω μας, παρά να μας κοιτάνε μ’αυτόν τον τρόπο». Πλησίασε τα σκυλιά με προφύλαξη. Πέταξε προς το μέρος τους μια φόλα και είδε με χαρά ότι το πιο μικρό και πιο ζωηρό, την άρπαξε σχεδόν στον αέρα και άρχισε να τη μασουλάει λαίμαργα. Τ’άλλα δυο πήγαν κοντά του και κοιτούσαν περίεργα να καταλάβουν από πού είχε έρθει η νοστιμιά. Κατάλαβαν και πλησί ασαν δειλά τον χωροφύλακα. Αυτός τους πέταξε από μια φόλα που την άρπα ξαν κι έτρεξαν κοντά στον σύντροφό τους, για ν’αρχίσουν και πάλι τα παιχνί δια. Δεν πέρασαν πάνω από πέντε λεπτά και τα παιδιά είδαν τα σκυλιά να κατρακυλάν, ανήμπορα να σταθούν στα πόδια τους, κάτω στο λάκκο. Εκεί κατ’ απ’ τη γέφυρα ύστερ από λίγο απόμειναν ακίνητα. Τα παιδιά κοιτούσαν τα σκυλιά που πέθαιναν μ’ενδιαφέρον. Τις πρώτες στιγ μές, όταν τα είδαν να τρεκλίζουν και να γυροφέρνουν σα χαμένα, γύριζαν αλ λού το κεφάλι. Δεν άντεχαν να δουν το θάνατο, που τον έβλεπαν για πρώτη φορά στη ζωή τους. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να προσέχουν και τις λεπτομέρειες και να σχολιάζουν κιόλας τον τρόπο που πέθαιναν. «Κοίτα πώς τινάζει τα πόδια του εκείνος ο κανελής;» «Εκείνο…., εκείνο κοιτάτε που σέρνεται με την κοιλιά». Ξαφνικά ο Αράπης ένιωσε κάτι να του γαργαλάει το ξυπόλυτο πόδι του. Κλότσησε προς τα πίσω χωρίς να γυρίσει για να μη χάσει το θέαμα και ένιωσε σα να ακούμπησε σε κάτι υγρό. Κατάλαβε αμέσως και γύρισε κατατρομαγ μένος. «Λίζα…», τσίριξε. «Πώς βρέθηκες εδώ; Φύγε γρήγορα γιατί θα σε φαρμα κώσουν», είπε και έσπρωξε με τα δυο του χέρια το σκυλί.
183
Εκείνο δεν κατάλαβε κι άρχισε να χοροπηδάει γύρω του χαρούμενο. Ο χωροφύλακας το είδε και πλησίασε. «Τι σκυλί είν αυτό;», ρώτησε αυστηρά. «Δικό μου είναι», είπε παρακαλεστικά ο Αράπης. «Μη το σκοτώστε σας παρα καλώ. Η Λίζα είναι πολύ καλό σκυλάκι και δεν πειράζει κανέναν. Έτσι δεν εί ναι ρε παιδιά; Μιλάτε και σεις ρε», παρακάλεσε κοιτώντας τους όλους με δα κρυσμένα μάτια. Ο Σπίνος άρπαξε στην αγκαλιά του τη Λίζα κι άρχισε να τρέχει. Δεν μπόρεσε να πάει για πολύ και το χαϊβάνι που δεν καταλάβαινε, τινάχτηκε απ’ τα χέρια του αγριεμένο που το έπαιρναν απ’ τ’αφεντικό του. Στάθηκε σαστισμένο μπρο στά στην πόρτα του Μάνθου του ταξιτζή και κοιτούσε με περιέργεια τον Αράπη, που του φώναζε να φύγει. Ο χωροφύλακας πλησίασε και του πέταξε την τελευταία φόλα που είχε το κουτί του. «Αυτό θα πει τύχη», μουρμούρισε. «Τελευταία και τυχερή». Κάποιος έκανε λάθος στο μέτρημα κι αντί για είκοσι, έβαλε εικοσιμιά φόλες στο κουτί του. Τα παιδιά έκαναν να πλησιάσουν και να διώξουν το σκυλί, αλλά ο χωροφύλα κας μπήκε μπροστά τους. «Μακριά…. Είπα μακριά όλοι σας», φώναξε θυμωμένος. Ο Αράπης έκλαιγε και παρακαλούσε τη Λίζα να φύγει. «Λίζα…, Λιζάκι μου φύγε. Μην το τρως. Ξου…, ξου….Ουστ». Το σκυλί κοιτούσε απορημένο μια τ’αφεντικό του, μια τον χωροφύλακα και μια το λαχταριστό κομματάκι το κρέας, μην ξέροντας τι να κάνει. Στο τέλος πλησί ασε τη φόλα και έκανε να την αρπάξει. Ο Αράπης πήρε πάνω στην απελπισία του μια πέτρα και την πέταξε. Το σκυλί πετάχτηκε τρομαγμένο μερικά μέτρα πιο κει, αλλά ξαναγύρισε. Μύρι σε με προσοχή το κρέας και άρχισε να το γλείφει. Τα παιδιά κοιτούσαν μαρμα ρωμένα. Η Λίζα έγλειψε μερικές φορές και μετά σα κάτι να κατάλαβε, γύρισε κι απομα κρύνθηκε σιγά σιγά. «Το’φαγε;» ρώτησε ο χωροφύλακας που εκείνη την ώρα προσπαθούσε ν’απομακρύνει τα παιδιά. «Ναι», φώναξαν όλα μαζί. «Ε, τότε φεύγω και γω», είπε και τύλιξε με προσοχή το κουτάκι του σε μια λαδόκολλα που έβγαλε απ’την τσέπη του. Τα παιδιά ακολούθησαν τη Λίζα που πήγε και ξάπλωσε έξω απ’το σπίτι του Αράπη. Τεντώθηκε τεμπέλικα και ξαφνικά κάτι ένιωσε, ποιος ξέρει τι, και πε τάχτηκε πάνω. Κοίταξε τ’αφεντικό της που τρομαγμένο δεν τολμούσε ούτε να πλησιάσει. «Μην πας κοντά ρε βλάκα», είπε ο Σπίνος. «Μπορεί να δηλητηριαστείς απ’τα σάλια της».
184
Η Λίζα άρχισε τώρα να κυλιέται πάνω στο χώμα και να βγάζει αφρούς απ’το στόμα της, μαζί με μικρά μουγκρητά. Σε λίγο έμεινε ασάλευτη κοιτάζοντας, έτσι πως ήταν ξαπλωμένη, μ’απορία τα παιδιά. Έμεινε έτσι κοντά δέκα λεπτά. Ο Αράπης έκλαιγε απαρηγόρητος και παρακαλούσε να πεθάνει μια ώρα αρχύ τερα, για να μη βασανίζεται. «Και που το γλείφουν πεθαίνουν. Με το είπε ο παππούς μου», έκανε ανάμεσα στ’αναφιλητά του. Ξαφνικά είδαν όλοι τη Λίζα να σηκώνεται με κόπο και τρεκλίζοντας να πηγαί νει κατά το βρυσάκι του λάκκου. Ήπιε αχόρταγα νερό και κίνησε πάλι, με πιο σταθερό περπάτημα, για το σπίτι. Τινάχτηκε καλά καλά και ξάπλωσε στη συνη θισμένη της θέση απ’τη μέσα μεριά της αυλόπορτας. Τα παιδιά άρχισαν να χο ροπηδάνε απ’τη χαρά τους. Ο αράπης έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε. «Τη γλίτωσες καμάρι μου», φώναζε. «Σκατά στην ψυχή τους που πήγαν να σε σκοτώσουν. Μακάρι να ψοφήσουν κι αυτοί και τα παιδιά τους». Η Μαρίκα παρακολούθησε όλη τη σκηνή μέσ’ απ’ το παράθυρο της κουζίνας της. Όταν είδε τα παιδιά ν’απομακρύνονται ακολουθώντας το σκυλί στο σπίτι του αράπη, πήρε ένα κομμάτι χαρτί, βγήκε έξω και μάζεψε τη φόλα.
5 Στην κηδεία του Μάνθου του ταξιτζή δεν πήγε και πολύς κόσμος. Εκτός απ’την κυρά Όλγα και τον γιαουρτσή το Θεολόγη, δεν πάτησε κανείς. «Όπως διαλέξεις να ζήσεις έτσι και πεθαίνεις», σχολίασε ο Δημητρός. Η Μαρίκα χτυπιόνταν και τσιροκοπούσε πάνω στο φέρετρο. «Πού’σαι Μάνθο μου, καμάρι μου. Που μ’άφησες μόνη κι έρημη την κακομοί ρα». Η Νίτσα προσπαθούσε να την παρηγορήσει. «Έλα καημένη Μαρίκα» της έλεγε ψιθυριστά, «ήταν γραφτό να πάει ο άνθρω πος. Εδώ που τα λέμε, δε χάλασε κι ο κόσμος. Μόνη σου θα περνάς καλύτερα». Ο Θάνατος του Μάνθου είχε πέσει σαν κεραυνός. Κανείς δεν το περίμενε να πάει από καρδιά όπως είπε ο γιατρός που τον είδε, αυτός που ποτέ του δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα. «Σκέτος ταύρος είμαι», έλεγε για τον εαυτό του και καμάρωνε. «Ούτε συνάχι με πιάνει». Εκείνη τη μέρα είχε πάει μια κούρσα σ’ένα κοντινό χωριό για να κερδίσει κάνα έξτρα φράγκο, μια και ο επίτροπος δεν τον χρειαζόταν. Αυτή ήταν εξάλλου και η συμφωνία που είχε κάνει. Το ταξί στη διάθεση του επιτρόπου κάθε μέρα, αλλά όποιες μέρες δεν τον χρειαζόταν, θα μπορούσε να κάνει και μερικά δρο μολόγια για να κονομήσει κάτι παραπάνω από κείνα που του δίναν για το ναύλωμα του ταξί του απ’την υπηρεσία. Πήγε λοιπόν τον άνθρωπο στο χωριό του και κείνος θεώρησε πρέπον να τον τρατάρει ένα ρακί με λίγο μεζέ στο καφενείο. Μετά κέρασε ο Μάνθος, μετά
185
πάλι ο άλλος και στο τέλος χάσανε το λογαριασμό όταν κόλλησαν στην παρέα τους και μερικοί ακόμα απ’το χωριό. Σκασμένος στο φαγητό και μισομεθυσμένος πήρε το ταξί του, απομεσήμερο ήταν, και ξεκίνησε να γυρίσει πίσω. Μόλις βγήκε απ’το χωριό ένιωσε έντονη δίψα. «Αυτά παθαίνει κανείς άμα τρώει ένα σωρό αρμυρά», σκέφτηκε κι έβγαλε απ’το ντουλαπάκι το παγούρι πού είχε καβάντζα, πάντα γεμάτο με νερό, που του έβαζε η Μαρίκα για ώρα ανάγκης. «Για το δρόμο Μαθιό μου. Άμα πας κάνα μεγάλο δρομολόγιο και διψάσεις στο δρόμο, να έχεις μαζί σου για να πιεις». «Σκατά στα μούτρα της της καλτάκας», μουρμούρισε όπως έφερε στο μυαλό του τη γυναίκα του. «Σκατά στα μούτρα της και στο χαΐρι της τη ρουφιάνα κι ανάθεμα την ώρα που βρέθηκε μπροστά μου. Σε μένα έτυχε αυτό το λαχείο ανάθεμά την;» Ήπιε λίγο νερό έτσι όπως κρατούσε μ’ένα χέρι το τιμόνι και με το άλλο το πα γούρι. Πολύ καμάρωνε να τον βλέπουν να οδηγεί μ’ένα χέρι και με το άλλο να κρατάει κάτι που έτρωγε ή έπινε. Ακόμα και τώρα που δεν τον έβλεπε κανένας, αυτός αιστανόταν θαυμάσια και περήφανος για τον εαυτό του, που κατάφερνε να οδηγάει έτσι άνετα στο στενό χωματόδρομο. Ήπιε μια γερή γουλιά ακόμα, αλλά αντί να ξεδιψάσει δίψασε πε ρισσότερο. «Αναθεματισμένα αρμυρά», αγανάκτησε. Ωραία να τα τρως, αλλά θέλεις κι έναν κουβά νερό μετά για να ξεδιψάσεις». Απότομα ένιωσε μια μικρή αδιαθεσία και κάπως σα να κοβόταν η αναπνοή του. Σταμάτησε το ταξί κάτω απ’ ένα δέντρο και ήπιε λαίμαργα το υπόλοιπο νερό. Εκεί τον βρήκαν τεζαρισμένο ύστερα από καναδυό ώρες μια οικογένεια που γύ ριζε απ’το χωράφι της. Ειδοποίησαν τη χωροφυλακή στο διπλανό χωριό κι ήρ θαν και τον πήραν. Όταν τον έφερναν σπίτι η Μαρίκα ήταν πίσω απ’την κουρτίνα της κουζίνας της και περίμενε, έτσι όπως περίμενε το χαμπέρι του εδώ και μια βδομάδα από τότε που αποφάσισε να τον ξεκάνει μια και καλή και να γλιτώσει από δαύτον. Μόλις είδε να τον φέρνουν, πετάχτηκε έξω. Έτρεξε κι έπεσε πάνω στο πτώμα του κλαίγοντας με σπαραγμούς. «Καμάρι μου…, λεβέντη μου…., μοναδικέ με άντρα», φώναζε κι έπεφτε μισο λιπόθυμη κάτω. Η Νίτσα που τα είδε όλα απ’το μπαλκόνι της, έτρεξε κάτω να τη βοηθήσει. «Έλα μην κάνεις έτσι χριστιανή μου. Βέβαια άντρας σου ήταν, αλλά δεν περ νούσες και τόσο καλά μαζί του. Ηρέμησε λίγο». «Αχ Νιτσα μου» της είπε σιγά να μην την ακούσουν οι άλλοι. «Από τη μια με ριά χαίρομαι που γλίτωσα επιτέλους απ’αυτό το θηρίο κι από την άλλη αιστάνομαι δυο φορές πιο ορφανή, από τότε που με μάζεψε ο Μάνθος απ’το δρόμο».
186
«Ανακοπή καρδιάς», είπε με ύφος ο γιατρός που έστειλε η ασφάλεια για να εξε τάσει το πτώμα. «Φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού». Ο διοικητής της ασφάλειας όμως ήταν άπιστος Θωμάς. «Πολλά είδαν τα μάτια μας γιατρέ. Καλύτερα να του γίνει νεκροψία για να σι γουρευτούμε». Η νεκροψία έδειξε ότι πραγματικά είχε πεθάνει από ανακοπή καρδιάς, αλλά αυτό προκλήθηκε από κάτι που τον είχε δηλητηριάσει προηγούμενα. Η ασφάλεια έστειλε κάνα δυο άντρες στο χωριό για να μάθουν τι ακριβώς είχε γί νει από την ώρα που έφτασε εκεί με το ταξί του». «Να πάτε να δείτε μην τυχόν είναι κάνας κομμουνιστικός δάκτυλος» είπε ο διοικητής, «Αν και το χωριό είναι γνωστό ότι εμφορείται από εθνικά ιδεώδη». Οι ασφαλίτες δεν μπόρεσαν να βρουν άκρη. Όλοι που κάθισαν στην παρέα, εί χαν φάει και είχαν πιει τα ίδια πράματα και δεν είχαν νιώσει το παραμικρό. Όλοι ήταν μια χαρά και όλοι εθνικόφρονες μέχρι το κόκαλο. Ο διοικητής άκουσε την αναφορά λίγο σκεφτικός και μετά γύρισε και τους είπε. «Κάντε και μια έρευνα στη γειτονιά του, έτσι για τα μάτια και τελειώσαμε. Στο κάτω κάτω δεν ήταν και κάνας σπουδαίος. Ένας ρουφιάνος ήταν και τίποτα πα ραπάνω. Σαν κι αυτόν, τώρα που αρχίσαμε να παίρνουμε τα πάνω μας, είναι τρεις στον παρά. Όπως είπαμε. Μια έρευνα κάνα δυο μέρες στη γειτονιά του, γιατί θ’αρχίσει να ψιλορωτάει ο βασιλικός επίτροπος που τον είχε κι αυτόν και το ταξί του στην υπηρεσία του». Ένα πρωινό, δε θα είχε περάσει ούτε καλά καλά μια βδομάδα απ’την κηδεία, βγαίνοντας η Νίτσα απ’το σπίτι της για να πάει να ψωνίσει άκουσε τη Μαρίκα να τη φωνάζει. «Έλα μέσα κορίτσι μου να τα πούμε λιγάκι. Τώρα που έμεινα μόνη έχω περισ σότερη ανάγκη από παρέα». Η Νίτσα μπήκε στο σπίτι και κάθισε μαζί της στην κουζίνα. «Θέλεις ένα καφεδάκι να στον ψήσω μάνι μάνι»; ρώτησε η Μαρίκα. Η Νίτσα την κοίταξε με σημασία. «Πολύ θα το’θελα Μαρίκα μου, αλλά όπως βλέπεις κάθε μέρα τέτοια ώρα πάω να ψωνίσω. Όχι που έχω και τίποτα να πάρω. Στο κάτω κάτω μια μόνη ψυχή εί μαι αλλά να, είναι κάτι σαν καθημερινή βόλτα. Πάω πρώτα απ’την κυρά Όλγα και μαθαίνω τα νέα της γειτονιάς, μετά απ’το μπακάλικο του κυρ-Αριστείδη και μετά περνάω πότε απ’την Τασία και πότε τώρα τελευταία, απ’τη Γαρουφαλίτσα. Αλήθεια αυτοί εκεί στου κυρ-Αριστείδη, η γυναίκα του δηλαδή και η κόρη του και πεθαμένο τον βλαστημάνε και τον καταριούνται τον μακαρίτη. Αυτός λένε τον έστειλε στην εξορία και του έλαχε ο θάνατος που του άξιζε. «Ελπίζω μόνο να βασανίστηκε πολύ, με είπε χτες η γυναίκα του». «Η αλήθεια είναι» συμφώνησε η Μαρίκα, «ότι όποιον έβαζε στο μάτι ο Μάνθος, κοιτούσε να τον καταστρέψει. Τον Αριστείδη αυτός τον κάρφωσε και μάλι στα μ’ένα σωρό ψέματα. Τώρα είχε στο μάτι εσένα και τον ανθυπασπιστή». Κοίταξε τη Νίτσα με αγάπη.
187
«Νίτσα μου, μόνο σε σένα το λέω. Καλύτερα που πέθανε και δεν πρόλαβε να σου κάνει κακό. Ξέρεις πόσο σ’αγαπάω. Δοξάζω το Θεό που τον πρόλαβε ο θάνατος». Η Νίτσα την κοίταξε σκεφτική. «Γι αυτό τον φαρμάκωσες Μαρίκα μου;» Η Μαρίκα τινάχτηκε πάνω. Το μούτρο της έγινε με μιας κάτασπρο. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Τι είν αυτά που λες Νίτσα μου; Πώς σου πέρασε απ’το μυαλό κάτι τέτοιο; Μπορεί να είχα φτάσει στο σημείο να τον μισώ το Μαθιό, αλλά ποτέ δε θα μπο ρούσα να ξεχάσω το καλό που μ’έκανε όταν με περιμάζεψε. Αυτός ήταν και ο μοναδικός δικός μου άνθρωπος που είχα στον κόσμο. Πώς σου πέρασε απ’το μυαλό κάτι τέτοιο;» Η Νίτσα γέλασε καλοσυνάτα. «Ξέρω πολύ καλά τι λέω Μαρίκα μου και για μένα πολύ καλά έκανες και τον ξεπάστρεψες. Και να σου πω και κάτι ακόμα που δεν ξέρεις; Απ’ την πρώτη στιγμή έπρεπε να το καταλάβω ότι θα τον φαρμακώσεις και θα μπορούσα να το αποτρέψω. Αφού δεν το’κανα είμαι κι εγώ υπεύθυνη για το θάνατό του. Σου το λέω αυτό για να ξέρεις ότι ποτέ δεν πρόκειται να σε μαρτυρήσω. Μόνο που θα με φάει η περιέργεια για το πώς το’κανες». Η Μαρίκα συνήλθε λίγο και αναστέναξε. «Θα στα πω όλα Νίτσα μου και κάνε όπως καταλαβαίνεις. Εσύ ξέρεις πιο πολύ απ’όλους τι τραβούσα μ’αυτόν τον άνθρωπο. Ομως τα υπέμενα όλα και από πάνω ήμουν και ευχαριστημένη μπορώ να πω. Μ’όλο που είχα φτάσει στο ση μείο να τον μισώ και να τον σιχαίνομαι, καθόμουν με τις ώρες καμιά φορά στο παράθυρο να τον περιμένω να’ρθει. Να περιμένω το βασανιστή μου με χαρά. Κατάλαβες; Τι είν η ψυχή τ’ανθρώπου Νίτσα μου; Κανείς δεν μπορεί να το κα ταλάβει. Όταν όμως με είπε να σε παρακολουθώ και κατάλαβα ότι θα σ’έκανε μεγάλο κακό, ήταν σα να μ’έμπηξε μια μαχαιριά στην καρδιά. Γιατί εσύ είσαι κορίτσι μου ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα και που με στάθηκες με το δικό σου τρόπο. Η καλημέρα σου κάθε πρωί, μια απλή καλημέρα, ήταν ότι πιο πολύτιμο μπορεί να δώσει κανείς σ’έναν άνθρωπο. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Μια καλημέρα που την πετάμε έτσι για τα μάτια, μπορεί για τον άλλον να είναι ένα βάλσαμο. Από κείνη τη μέρα αποφάσισα ότι πρέπει να λείψει, πριν να προλάβει να σου κάνει κακό. Τώρα που στα είπα όλα Νίτσα μου, σε παρακαλώ να με πεις και συ πώς το κατάλαβες». «Σε είδα τη μέρα που μάζεψες τη φόλα. Από τότε που τα είπα ένα χεράκι με τον μακαρίτη, ξέρεις ότι δε βγαίνω πια στο μπαλκόνι αλλά στέκομαι και κοιτάω πίσ’απ’την κουρτίνα. Μ’αρέσει αυτό το παιχνίδι. Εγώ τα βλέπω όλα και όλους, ενώ κανείς δε με βλέπει. Σε είδα το λοιπόν που μόλις έφυγε ο χωροφύλακας και τα παιδιά, πήγες και μάζεψες τη φόλα. Και για να χουμε καλό ρώτημα, τι την έκανες;» «Την έβρασα σε λίγο νερό, για ν’αφήσει το φαρμάκι της».
188
«Και μετά;» «Μετά το νερό αυτό το ανακάτωσα με το νερό που έβαζα στο παγούρι του Μαθιού. Μια βδομάδα έκανε να το χρειαστεί και να το πιει και μάλιστα φοβήθηκα μη τυχόν και το πετάξει γιατί πάλιωσε. Αλλά ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη αγα πάει και το νοικοκύρη. Του έτυχε αυτή ή η κούρσα και πήγαν όλα όπως έπρεπε να πάνε. Και να στο πω Νιτσα μου, δε θα το πιστέψεις. Για σένα το έκανα και για τίποτε άλλο. Αυτά που τραβούσα εγώ δεν είχαν πια σημασία, αφού σ’εξήγησα ότι είχα συνηθίσει τόσο πολύ στη συμπεριφορά του, που μ’άρεσε θαρρείς κιόλας. Δε θέλω Νίτσα μου να μου έχεις καμιά υποχρέωση επειδή θανάτωσα τον άντρα μου για να σε προφυλάξω. Μόνο την καλημέρα σου θέλω, όπως με την έλεγες κάθε μέρα. Τίποτ’ άλλο». Έμεινε για λίγες στιγμές βουβή και σκεφτική. «Το ταξί μου ζήτησαν να το πουλήσω αλλά δε θέλω. Ο Λευτέρης, ένας συ νάδελφος του μακαρίτη, με είπε ότι ξέρει ένα καλό παιδί που θέλει να το νοι κιάσει με το μήνα. Τα λεφτά που δίνει είναι αρκετά για να περνάω πασαλίδικα, αλλά εσύ ξέρεις ότι χρειάζομαι πολύ λίγα για να περάσω. Σκέφτηκα να το νοι κιάσω σ’αυτό το παιδί και τα μισά χρήματα που θα παίρνω κάθε μήνα, να τα δίνω στην οικογένεια του κυρ-Αριστείδη που απ’ότι μαθαίνω, το μπακάλικό τους πάει απ’το κακό στο χειρότερο από τότε που ο άνθρωπος πήγε εξορία. Τι λες και συ;» «Πολύ καλά το σκέφτηκες», είπε η Νίτσα και σηκώθηκε. «Μπράβο σου. Πάω τώρα τη βόλτα μου και να μείνεις ήσυχη ότι δε θα μάθει ποτέ κανείς τίποτα». «Ούτε στον αρραβωνιαστικό σου πρέπει να το πεις Νίτσα μου. Έτσι δεν είναι;» «Ε, κοντά στο νου κι η γνώση», έκανε με χαμόγελο η Νίτσα. «Με την ευκαιρία Νίτσα μου, πήρες κάνα γράμμα του;» «Ναι. Χτες πήρα και με λέει ότι είναι καλά και με σκέφτεται. Το φαντάζεσαι Μαρίκα; Εγώ κι ο Μανόλης. Ούτε που θα με περνούσε απ’το μυαλό μου πριν λίγο καιρό». Έφυγε απ’ της Μαρίκας με χίλιες σκέψεις να τη βασανίζουν. Όταν είδε τη Μαρίκα να μαζεύει τη φόλα, ούτε καν φαντάστηκε ότι θα τη χρη σιμοποιούσε για να ξεκάνει τον άντρα της. Ήξερε βέβαια πολύ καλά ότι τον μι σούσε, αλλά δεν ήταν δυνατόν να περάσει έστω και για αστείο απ’το μυαλό της, ότι θα τον καθάριζε και μάλιστα με τέτοιο φοβερό τρόπο. Είχε ρωτήσει απ’έξω απ’ έξω το φαρμακοποιό, που της είπε ότι οι φόλες που δίναν στα σκυ λιά πρέπει να περιείχαν στρυχνίνη, που φέρνει πολύ βασανιστικό θάνατο. Στην αρχή σκέφτηκε ότι η Μαρίκα είδε που το σκυλί του αράπη δεν έφαγε τη φόλα, και πήγε να τη μαζέψει για να μη πέσει στα χέρια κανενός παιδιού. Όταν όμως είδε να κουβαλάν τον Μάνθο νεκρό, κατάλαβε αμέσως σε τι χρησί μεψε η φόλα. «Για σκέψου» μονολόγησε, «πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν βρεθεί σ’αδιέξοδο;» Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι η Μαρίκα καθάρισε τον άντρα της για χατίρι της, όπως είπε. Με την πρώτη ευκαιρία πρέπει να ενημερώσει το
189
Μανόλη. «Όχι.., όχι…,» σκέφτηκε πάλι. «Ο Μανόλης θα κάνει πολύ καιρό να πάρει άδεια και τέτοια πράματα δε γράφονται σε γράμμα, τώρα μάλιστα που διαβάζονται όλα τα γράμματα πριν φτάσουν στον παραλήπτη». Σε κάποιον όμως πρέπει να το πει για να πάρει και μια γνώμη ακόμα. Η αλήθεια είναι ότι φοβόταν. Ένας που κάνει ένα έγκλημα, δεν το χει και σε πολύ να κάνει ακόμα ένα. Σκέφτηκε την Τασία, αλλά της φάνηκε δύσκολο αφού η Τασία είχε τα δικά της προβλήματα και τους φόβους της μη τυχόν και βουτήξουν τον άντρα της καμιά μέρα. «Τη Γαρουφαλίτσα», μονολόγησε. Με τη Γαρουφαλίτσα μπορούσε να τα κου βεντιάσει άφοβα. Χαιρέτισε την κυράΌλγα που της κούνησε το χέρι μέσ’ απ’ το ψιλικατζίδικο και γύρισε να πάει στο σπίτι της Γαρουφαλίτσας. «Έλα και για μια καλημέρα κοπέλα μου. Δε δαγκώνουμε», φώναξε η κυρά Όλγα. «Έλα μέσα ένα λεπτό μόνο». Η Νίτσα μπήκε και της χάιδεψε τρυφερά το παχουλό χεράκι που είχε ακουμπι σμένο στον πάγκο. «Σα δεκαοκτάχρονο κοριτσάκι είσαι Ολγίτσα. Φτου να μη σε βασκάνω». «Βέβαια», γέλασε κείνη. «Δεκαοκτώ απ’την ανάποδη κοντεύω. Τέλος πάντων. Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά. Μπορεί να βρεθεί και το φάρμακο, οι γέροι να γίνονται ξανά νέοι και τότε να σας δω όλες που κάντε τις μορφονιές. Μόλις ξαναγίνω νέα και βάλω τα καλά μου, κρατάτε τους άντρες σας και τα παλικάρια σας…. Αλήθεια βρε Νιτσάκι. Έμαθα ότι τα’φτιαξες με κείνον τον ανθυπασπι στή. Για να πω τη μαύρη αλήθεια κανέναν από δαύτους δε χωνεύω. Ίσως άμα τους γνωρίσεις από κοντά να είναι διαφορετικοί. Έτσι είναι;» «Περίπου έτσι», κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της η Νίτσα. «Η αλήθεια είναι ότι αυτή η δουλειά τους κάνει σκληρούς κι απάνθρωπους. Μόνο αν τους συμβεί κάτι πολύ φοβερό μπορεί να ξυπνήσουν, αλλά τότε κινδυνεύουν όχι μόνο να τους πετάξουν απ’την υπηρεσία και να μείνουν στους πέντε δρόμους, αλλά και να τους τιμωρήσουν άσχημα». «Καλά… καλά. Εσύ ξέρεις καλύτερα, συμφώνησε η κυράΌλγα. Κι απ’ το’να στ’ άλλο τώρα. Βλέπω ότι πας τακτικά στη Γαρουφαλίτσα τώρα τελευταία. Μή πως θα μπορούσες, απ’έξω απ’ έξω να δεις άμα μπορεί να κάνει τίποτα για τον φουκαρά τον Αριστείδη; Ή γυναίκα του η Δέσποινα είναι σχεδόν όλη μέρα εδώ σε μένα και βαλαντώνει στο κλάμα. Κάνε κάτι αν μπορείς κορίτσι μου και θα σ’έχουν εικόνα όλοι τους». «Θα προσπαθήσω όσο μπορώ Όλγα μου, αν και φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Θυμάσαι πολύ καλα τι έγινε τη μέρα που παίρναν τον κυρ Αριστείδη;» «Πολύ καλά το θυμάμαι κορίτσι μου. Κάνε συ μια προσπάθεια και θα το βρεις απ’το Θεό. Αυτή η γειτόνισσά σου η Μαρίκα, πώς τα πορεύει τώρα που έχασε τον άντρα της; Όλοι λένε ότι τελικά αυτή τον έφαγε, αλλά πώς; Κανείς δεν ξέρει να πει».
190
Η Νίτσα πήγε προς την πόρτα του ψιλικατζίδικου. «Ο κόσμος δουλειά δεν έχει, με τους άλλους ασχολείται. Τα στόματα του κόσμου, έλεγε ο πατέρας μου, δεν είναι τσουβάλια να τα ράψεις. Τέλος πάντων. Άντε καλημέρα και θα δούμε αν γίνεται τίποτα με τον κυρ-Αριστείδη». Πήρε την ανηφορίτσα και σε λίγο βρέθηκε μπροστά στην πόρτα της Γαρουφαλίτσας. Η πόρτα άνοιξε πριν προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι. «Καλώς τη Νίτσα. Πέρνα μέσα κορίτσι μου. Κρεμασμένη στο παράθυρο σε πε ριμένω απ’την ώρα που σε είδα να βγαίνεις απ’το σπίτι σου. Τι λέγατε τόση ώρα με τη χήρα και μετά με την κυρά Όλγα;» Η Νίτσα κούνησε δεξά ζερβά το κεφάλι της. «Τι να σου πω βρε παιδί μου. Όλος ο κόσμος έχεί τα βάσανά του και ψάχνει κάποιον να τα πει. Ν’αρχίσω απ’την κυρά Όλγα πρώτα, που είναι και κάτι που με παρακάλεσε να σου πω. Αν μπορείς λέει να κάνεις κάτι για τον κυρ-Αριστεί δη. Πέρασε τόσος καιρός και μπορεί τα πράματα να έχουν αλλάξει». Η Γαρουφαλίτσα μελαγχόλησε απότομα. Δάκρυα κύλησαν απ’τα μάτια της. «Έχει κλονιστεί η υγεία μου μ’αυτό το θέμα. Το ξέρτε καλά όλοι σας. Και μόνο που το φέρνω στο μυαλό μου, μ’έρχεται να τρελαθώ. Με τον άντρα μου δεν μπόρεσα να το κουβεντιάσω από κείνη τη μέρα. Αποφεύγει, γιατί δεν μπορεί λέει να κάνει τίποτα. Εγώ, να σου πω την πάσα αλήθεια Νίτσα, δεν τον πιστεύω κι ας με ορκίζεται. Τι να πω περισσότερο. Έχασα την εμπιστοσύνη μου στον άντρα μου». «Λυπάμαι καλέ Γαρουφαλιά που σε στεναχωρώ, αλλά όλοι ξέρουμε και ο κύ ριος Φαρδής επίσης, ότι τον κυρ-Αριστείδη τον έστειλε κει που βρίσκεται ο μα καρίτης ο Μάνθος. Αυτός τώρα πάει πέθανε και ίσως ο θάνατος του να βοηθάει την υπόθεση του Αριστείδη. Εσύ τι λες;» Η Γαρουφαλιά έμεινε για μερικές στιγμές σκεφτική. «Αυτό ίσως βοηθάει», είπε. «Θα ξαναμιλήσω με τον άντρα μου το μεσημέρι, αν και ξέρω από τώρα τι θα με πει. Ότι δεν περνάει απ’το χέρι του. Θα σου απα ντήσω αύριο. Περίεργος μια φορά ο θάνατος αυτουνού του ταξιτζή. Μόνο γλέντι που δε στήσανε για το θάνατό του. Δε νομίζω ότι πέρα απ’τη γυναίκα του, υπήρχε και κάνας άλλος που τον χώνευε αυτόν τον αλιτήριο, Θεός σχωρέστον. Πήγε είπαν από ανακοπή καρδιάς, αλλά προηγούμενα κάποιος τον είχε τρατάρει μια δόση δηλητήριο. Αυτό ήταν λένε και η αιτία της ανακοπής. Η αστυνομία, απ’ότι ακούω απ’τον άντρα μου, έκανε μια ερευνά για τα μάτια και τα παράτησε. Δε με κάνει και μεγάλη εντύπωση που κάποιος τον φαρμάκωσε, γιατί δε νομίζω ότι υπάρχει κανείς σ’αυτόν τον κόσμο που δε θα ήθελε να το κάνει με χαρά. Ίσως ακόμα κι η γυναίκα του». «Η γυναίκα του τον φαρμάκωσε», είπε απότομα η Νίτσα. Η Γαρουφαλιά πετάχτηκε απ’τη θέση της. «Τι λες καλέ; Τι πράματα είν αυτά που με λες; Είναι δυνατόν να τον φαρμάκω σε αυτή; Εκείνος πέθανε τόσα χιλιόμετρα από δω». «Κι όμως», είπε σοβαρά η Νίτσα. «Ήθελα να το κουβεντιάσω με κάποιον και σκέφτηκα σένα. Ένα τέτοιο φοβερό μυστικό δεν μπορώ να το κρατήσω μόνη
191
μου. Και εκτός απ’αυτό δεν ξέρω τι να κάνω. Η Μαρίκα ξέρει ότι το ξέρω και φοβάμαι μην τυχόν και βρεθεί σ’αδιέξοδο και φαρμακώσει καμιά μέρα και μένα. Μ’όλο που δεν το πιστεύω Γαρουφαλιά μου, στο βάθος φοβάμαι. Ήθελα να με πεις και συ τη γνώμη σου». Η Γαρουφαλίτσα τα είχε ακόμα χαμένα. «Δεν ξέρω Νίτσα μου. Δεν ξέρω τι να σου πω. Θέλεις να συμβουλευτώ τον άντρα μου;» Ύστερα από τρεις μέρες, δυο άντρες της ασφάλειας χτύπησαν την πόρτα της Μαρίκας. «Ελατέ μαζί μας στην ασφάλεια», της είπαν. «Ο διοικητής σας θέλει». Η Μαρίκα κατάλαβε. Την ώρα που έβγαινε απ’το σπίτι της με τη συνοδεία του ασφαλίτη, γύρισε και κοίταξε στο μπαλκόνι της Νίτσας. Ήξερε ότι ήταν πίσω απ’την κουρτίνα. «Γιατί Νίτσα μου; Γιατί;» έβγαλε μια κραυγή σαν πληγωμένο ζώο. «Για σένα το’κανα». Στο γραφείο του ο διοικητής την κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του. «Θα σε ανακρίνουμε για το θάνατο του άντρα σου» είπε. Η Μαρίκα πλησίασε στ’ανοιχτό παράθυρο και απότομα έδωσε ένα σάλτο και πήδηξε στο δρόμο. Ο μπακάλης από κάτω πετάχτηκε έξω ακούγοντας τον γνώριμο γδούπο. Κάθε τόσο και κάποιος πηδούσε απ’τα παράθυρα της ασφάλειας. Πολλοί έλεγαν ότι τους πετούσαν, όταν τους έμεναν στα χέρια απ’τα βασανιστήρια. Πλησίασε κοντά και αμέσως κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν πεθαμένη. Κοίταξε προς το παράθυρο του διοικητή και φώναξε. «Τελειωμένη είναι κυρ-διοικητά. Ζωή σε μας».
6 Η Νίτσα τινάχτηκε στον ύπνο της απ’το χτύπημα στην πόρτα. Της φάνηκε για μια στιγμή ότι ήταν στο όνειρο που έβλεπε, πως τάχα πάλευε να κοιμηθεί αλλά κάποιος σα να κάρφωνε κάτι κι αυτός ο μονότονος χτύπος της τριβελούσε το μυαλό. Κοίταξε το χρυσό ρολόι τσέπης, απομεινάρι απ’τον πατέρα της, που το χε πάντα στην καρέκλα δίπλα της όταν κοιμόταν, ακριβώς όπως έκανε κι ο πα τέρας της. «Τρεις η ώρα», μουρμούρισε μισονυσταγμένη. «Ποιος καρφώνει τέτοια ώρα;» Ο χτύπος ξανακούστηκε τώρα καθαρά. Σίγουρα δεν ήταν χτύπος από κάρφωμα, αλλά κάτι σα ξύσιμο, σα σύρσιμο. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι της και κοίταξε απ’το παράθυρο. Δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα. Η νύχτα ήταν τόσο σκοτεινή, που ήταν αδύ νατο να διακρίνει έστω και σε απόσταση ενός μέτρου. Είχε τώρα ξυπνήσει για τα καλά και ανακάθισε στο κρεβάτι της απορημένη. Σκέφτηκε να σηκώσει λίγο το χαμηλωμένο φιτίλι της γκαζόλαμπας, αλλά το μετάνιωσε. «Κάτι τρέχει», σκέφτηκε κι έμεινε εντελώς ακίνητη με τ’αυτιά τεντωμένα για να πιάσει και τον παραμικρό θόρυβο. «Μήπως χτύπησε κανείς την πόρτα της;»
192
Η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ότι είχε ακούσει κάποιον πραγματικό χτύπο, ή ήταν μόνο ένα όνειρο. Άρχισε να αιστάνεται έναν δυνατό φόβο που την παράλυσε ολόκληρη. Αν χτυπάει πραγματικά κάποιος την πόρτα, είναι μόνο για κακό τέτοια ώρα. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν τα κατάφε ρε. Το κορμί της το ένιωθε σα να’ταν χίλιες οκάδες και τα πόδια της ήταν αδύ νατο να τα κουνήσει. Έμενε καθιστή στο κρεβάτι σα μαρμαρωμένη και προ σπαθούσε να σκεφτεί, αλλά κι αυτό ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Το μυαλό της ήταν μουδιασμένο και το κεφάλι βαρύ σα που είχε νιώσει τότε μικρή, που έπεσε απ’το υπόστεγο του πλυσταριού τους και χτύπησε στο κεφάλι. Απότομα κάτι σαν αναλαμπή πέρασε απ’το μυαλό της. «Καλέ μπας κι είν ο Μανόλης που ήρθε με άδεια;» Με μιας λευτερώθηκε όλο της το κορμί απ’ τ’άτιμο εκείνο μούδιασμα και πε τάχτηκε σαν ελατήριο απ’το κρεβάτι της. Άρπαξε τη γκαζόλαμπα, που ούτε σκέφτηκε να σηκώσει το φιτίλι της και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Ακού μπησε με λαχτάρα τ’αυτί της στη μεγάλη ξύλινη ξώπορτα. Τώρα άκουσε καθαρά που κάποιος χτυπούσε πολύ προσεχτικά, με την ανάποδη του χεριού του. «Ποιος είναι;» ρώτησε με λαχτάρα. «Άνοιξε Νίτσα», άκουσε μια βαριά αντρική φωνή που της φάνηκε γνωστή αλλά που σίγουρα δεν ήταν του Μανόλη. «Ποιος είναι;» Ξαναρώτησε. «Άνοιξε Νίτσα και μη φοβάσαι», είπε ξανά η βαριά φωνή. «Φίλος είμαι. Φίλος του πατέρα σου». Με μιας άστραψε το μυαλό της. Η φωνή αυτή, που από μικρό παιδί την εντυπω σίαζε γιατί ήταν τόσο καθαρή, βαθιά και δυνατή, ανήκε στον Καραβιά. Κόντε ψε να λιποθυμήσει απ’τη λαχτάρα της. Τι ζητούσε αυτός μέσα στ’ άγρια με σάνυχτα να της χτυπάει την πόρτα; Ξεμαντάλωσε με προσοχή για να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο και πήγε ν’ανοίξει την πόρτα. «Σβήσε πρώτα το φως και μετά άνοιξε την πόρτα», είπε ψιθυριστά ο Καραβιάς. Πήρε τη λάμπα και την έκρυψε πίσ’ απ’ τη σκάλα, έτσι που έμεινε τελείως στα σκοτεινά. Δε χρειαζόταν λάμπα για να φτάσει στην πόρτα. Σ’αυτό το σπίτι γεν νήθηκε και μεγάλωσε τόσα χρόνια και ήξερε και την παραμικρή ανωμαλία σε κάθε γωνιά. Μικρή συνήθιζε να κλείνει τα μάτια της και να περιφέρεται σ’όλο το σπίτι και στο πάνω και στο κάτω πάτωμα. Πήγε στην πόρτα, άρπαξε την πετούγια κι άνοιξε. Κοίταξε στο πηχτό σκοτάδι αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει τί ποτα. Ένιωσε το χέρι του Καραβιά να την σπρώχνει ελαφρά προς τα μέσα και πισωπάτησε. Τον κατάλαβε που μπήκε μαζί της κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. «Πού έχεις τη λάμπα;», τη ρώτησε. «Εδώ είναι. Πίσω απ’τη σκάλα», είπε η Νίτσα με τρεμάμενη φωνή. Ο φόβος που είχε νιώσει πριν να σηκωθεί απ’το κρεβάτι της και να κατεβεί κάτω ν’ανοίξει, ήρθε πάλι δυνατός. Τα χέρια της και τα πόδια της άρχισαν να
193
τρέμουν και φοβήθηκε ότι θα σωριαστεί σαν άδειο τσουβάλι πάνω στις κρύες πέτρινες πλάκες. Αρπάχτηκε απ’την κουπαστή της σκάλας για να κρατηθεί όρθια. «Τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα κύριε Καραβιά;», ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. «Πώς βρέθηκες εδώ;» «Ήρθα να κρυφτώ μερικές ώρες», είπε κείνος με έναν τόνο στη φωνή του σα να του φαινόταν περίεργο που τον ρωτούσε. «Πάντα, όταν ακόμα ζούσε ο πατέρας σου, ερχόμασταν εδώ όταν ήταν μεγάλη ανάγκη να κρυφτούμε. Βέβαια εσύ ήσουν μικρή και δε μας έπαιρνες χαμπάρι, γιατί κοιμόσουν. Στη δικτατορία προπολεμικά, αυτό το σπίτι ήταν το τελευταίο στέκι αν μας κυνηγούσαν απ’όλα τ’άλλα». Ξερόβηξε μες στο σκοτάδι και συνέχισε ακόμα πιο απορημένος. «Ο Δημητρός μου είπε ότι συνεχίζεις όπως πριν. Συμβαίνει τίποτα;» «Έτσι ήταν», απάντησε αποφασιστικά η Νίτσα. «Ομως τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει εδώ και λίγο καιρό. Δυστυχώς πρέπει να κοιτάξω και τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να τρέχω μια ζωή από πίσω σας. Βρήκα ένα παλικάρι και λογοδόθηκα. Αυτός όμως είναι απ’ τ’άλλο στρατόπεδο. Τον ξέρεις καλά, γιατί γυ ρόφερνε δω στη γειτονιά ακόμα πριν πάρεις το δρόμο για το βουνό. Είναι ανθυ πασπιστής και τώρα έχει πάρει μετάθεση σε μάχιμη μονάδα». «Για τον Μανόλη λες;», ρώτησε μαλακά ο Καραβιάς. «Τον ξέρω πολύ καλά. Μπορώ να πω κιόλας ότι είναι πολύ καλό παιδί κι έχει βοηθήσει πολλούς από μας όταν υπηρετούσε στην ασφάλεια. Μας κόστισε ακριβά που τον απομάκρυ ναν από δω. Δεν είναι και τόσο απ’την άλλη πλευρά που νομίζεις. Τέλος πάντων. Καταλαβαίνω άτι η κατάσταση έσφιξε πολύ και φοβάσαι. Είναι λογικό κι ανθρώπινο αλλά μια και ήρθα, θα μου επιτρέψεις να μείνω εδώ κρυμμένος μερικές ώρες και το πρωί φεύγω». Σήκωσε τη λάμπα κοντά στο πρόσωπό της και την κοίταξε στα μάτια. «Δεν πρόκειται να σ’ενοχλήσω άλλη φορά Νιτσα. Μη φοβάσαι. Απλά απόψε ήρθα σε μεγάλη ανάγκη και χτύπησα την πόρτα σου. Πήγα να κρυφτώ στο λάκ κο, αλλά κάτι μυρίστηκαν οι χαφιέδεc και πέσαν μέσα να ψάχνουν σπιθαμή σπιθαμή. Τρόμαξα να ξεφύγω». Δάκρυα κύλησαν απ’τα μάτια της Νίτσας. Φίλοι γκαρδιακοί με τον αξέχαστο πατέρα της. Μετάνιωσε πικρά που του μίλησε έτσι. «Δεν πειράζει κύριε Καραβιά. Έτσι τα είπα, γιατί αγριεύτηκα μέσα στον ύπνο μου και φοβήθηκα πολύ όταν κατάλαβα ότι κάποιος χτυπάει την πόρτα μου τέτοια ώρα. Οι εποχές δεν είναι δα και οι καλύτερες». «Έχεις δίκιο κορίτσι μου», είπε κείνος και της χάιδεψε πατρικά το χέρι. «Για να σου πω όμως και την καθαρή αλήθεια, έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να ξανα χτυπήσει την πόρτα σου κανείς από μας. Άφησε σε παρακαλώ μόνο την πόρτα ξεκλείδωτη και πάνε να κοιμηθείς. Εγώ θα μείνω εδώ και πριν χαράξει θα φύγω, χωρίς να με πάρει μάτι». «Να σου φέρω κάτι να κάτσεις και να σκεπαστείς τουλάχιστο», πρότεινε η Νί τσα.
194
«Δε χρειάζεται κοπέλα μου. Έτσι κι αλλιώς κάνει ζέστη και ύπνος δεν πρόκει ται να με πιάσει. Αυτή η καρέκλα π’έχεις εδώ κάτω απ’τη σκάλα, με φτάνει και με περισσεύει. Άντε καληνύχτα και όνειρα γλυκά». «Καληνύχτα κύριε Καραβιά». Στάθηκε αδύνατο να κοιμηθεί. Όλη την υπόλοιπη νύχτα γυρόφερνε στο μυαλό της τη νυχτερινή επίσκεψη και κόντευε να τρελαθεί. Τι θα γινόταν αν την ώρα π’έφευγε ο Καραβιάς απ’το σπίτι της τον έπαιρνε το μάτι της ασφάλειας, που όπως φαίνεται τον έψαχνε όλη νύχτα;» Λίγο πριν ξημερώσει, τον κατάλαβε που άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Ο θόρυβος ήταν ελάχιστος αλλά η Νίτσα βρισκόταν σε τέτοια υπερένταση που μπορούσε ν’ακούσει και το περπάτημά της γάτας ακόμα. Αφουγκράστηκε για μερικά λε πτά μην τυχόν κι ακούσει φασαρία ή φωνές ή ακόμα και πυροβολισμούς, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα. «Έφυγε με το καλό», μουρμούρισε κι έπεσε απότομα σ’έναν βαθύ, ατέλειωτο ύπνο, μ’εφιάλτες και περίεργα όνειρα. Τι όνειρο κι αυτό που είδε Θεέ μου; Στεκόταν λέει σε μια ατέλειωτη ουρά έξω απ’ ένα καπνομάγαζο και περίμενε υπομονετικά μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο να έρθει η σειρά της και να μπει μέσα, να διαλέξει κάτι απ’τα ωραία πράματα που μοίραζαν. Έβλεπε στην αρχή της ουράς, εκεί στην είσοδο, αυτούς που έβγαιναν με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους φορτωμένους μ’ένα σωρό ωραία πράματα στην αγκαλιά. Ρούχα πο λύχρωμα, παπούτσια, καπέλα και ένα σωρό άλλα ωραία πράματα για το νοικο κυριό. Παρόλο που τόσος κόσμος έβγαινε φορτωμένος, η ουρά θαρρείς και δε μίκραι νε καθόλου. Της φαινόταν ότι εδώ και πολλές ώρες βρισκόταν στο ίδιο σημείο και το κρύο είχε αρχίσει να της μουδιάζει τα πόδια. Ακούμπησε με το χέρι της ελαφρά αυτόν που στεκόταν ακριβώς μπροστά της. «Συγνώμη κύριε», είπε. Ο άλλος γύρισε απότομα. «Ο κύριος Καραβιάς», ξεφώνισε χαρούμενη μόλις τον αντίκρισε. Εκείνος την κοίταξε αδιάφορος σα να την έβλεπε για πρώτη φορά. «Παρακαλώ», είπε. «Κύριε Καραβιά δε με γνωρίσατε; Είμαι η Νίτσα», είπε μουδιασμένη απ’το πα γερό του ύφος. «Δε λέγομαι Καραβιάς», απάντησε εκείνος. «Τέλος πάντων. Δεν έχει σημασία. Τι Θέλτε να ρωτήστε;» «Βλέπετε να τελειώνει καμιά φορά η ουρά και να φτάσουμε κι εμείς στην είσο δο; Έτσι που τα βλέπω τα πράματα μάλλον θα φάμε όλη τη μέρα μας εδώ και στο τέλος θα φύγουμε άπρακτοι». Ο κύριος που ήταν, αλλά δεν ήταν ο Καραβιάς, γέλασε. «Μη στεναχωριέσαι δεσποινίς. Οι περισσότεροι απ’αυτούς που είναι μπροστά μας είναι πεθαμένοι».
195
«Τι;» ξεφώνισε. «Και πώς ήρθαν εδώ και στέκονται στη σειρά; Εσείς κύριε που είστε ολόιδιος με τον φίλο του πατέρα μου, είστε ζωντανός ή νεκρός;» «Φυσικά και είμαι νεκρός», απάντησε εκείνος. «Σκοτώθηκα μόλις χτες τα ξημε ρώματα, την ώρα που έφευγα απ’ ένα σπίτι που ζήτησα καταφύγιο αλλά δε με θέλανε». Η Νίτσα έκρυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της κι άρχισε να κλαίει μ’αναφιλητά. Περίεργο πράμα όμως. Δάκρυα δεν έτρεχαν καθόλου απ’τα μάτια της και πα ρόλο που έκλαιγε, δεν αιστανόταν μέσα της κανένα πόνο και καμιά λύπη. Κα τέβασε τα χέρια της απ’το πρόσωπό της και είδε ότι όλοι είχαν εξαφανιστεί και στεκόταν τώρα μόνη μπροστά στην κλειστή πόρτα της αποθήκης. Η σιδερένια πόρτα άνοιξε σιγά σιγά μ’έναν απαίσιο τριγμό και στο άνοιγμά της φάνηκε η Γαρουφαλίτσα. Η Νίτσα τινάχτηκε προς τα πίσω. «Γαρουφαλιά εσύ; Τι ζητάς εδώ πέρα;» Εκείνη φάνηκε, όπως και ο Καραβιάς προηγούμενα, να μην την ξέρει καθόλου. «Περάστε», είπε. «Περάστε να διαλέξτε ότι θέλετε». Μπήκε μέσα στην αποθήκη φοβισμένη, σέρνοντας σχεδόν τα πόδια της. Είδε μπροστά της δυο μεγάλους και φαρδιούς διαδρόμους που έφταναν μέχρι το τέλος της αποθήκης. Δεξιά και ζερβά στον κάθε διάδρομο υπήρχαν μεγάλα κασόνια γεμάτα με κάτι περίεργα χαρτιά. Περπάτησε και τους δυο διαδρόμους, αλλά δε βρήκε τίποτ’άλλο από αυτά τα χαρτιά. Ρώτησε τη Γαρουφαλίτσα που περπατούσε δίπλα της. «Εγώ είδα τον κόσμο που έβγαινε από δω μέσα, να κρατάει ρούχα και παπού τσια. Εδώ τώρα έχει μόνο αυτά τα χαρτιά. Τι χαρτιά είν αυτά;» «Αγγελτήρια θανάτου», απάντησε η Γαρουφαλιά. «Μόνο αυτά μας μείνανε. Μπορείς να πάρεις ένα. Όποιο σ’αρέσει». Έσκυψε σε μια κάσα και τράβηξε ένα. «Καραβιάς Αντρέας», διάβασε και λιποθύμησε. Ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα. Κόντευε μεσημέρι κι ένας ολόλαμπρος ήλιος έμπαινε απ’τις χαραμάδες, των κλειστών παντζουριών. Tο γουργουρητό του λάκκου που κατέβαζε τα λιγοστά νερά ακουγόταν καθαρά και τα πουλιά πάνω στη μουριά, δίπλα στο σπίτι της μακαρίτισσας της Μαρίκας, ξεφώνιζαν ξετρε λαμένα απ’τη γλυκιά τη μέρα. Ανακάθισε στο κρεβάτί της και προσπάθησε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη νύχτα. Στο μυαλό της ήταν μπερδεμένα, το όνειρο που είδε κι ο νυ χτερινός ερχομός του Καραβιά. «Θα σαλέψει το μυαλό σου», μουρμούρισε και κράτησε με τα δυο της χέρια το κεφάλι της. Προσπάθησε να συγκεντρώσει τη σκέψη της στον Καραβιά. Στο μυαλό της άρ χισαν να ξεκαθαρίζουν οι λεπτομέρειες κι ένιωσε σίγουρη ότι ο Καραβιάς είχε πράγματι έρθει στο σπίτι της μέσα στη νύχτα. «Αυτό δεν ήταν όνειρο», συνέχισε να μιλάει στον εαυτό της. Θυμήθηκε ότι τον είχε διώξει με άπρεπο τρόπο και μετάνιωσε. «Πού να πήγε ο καημένος»,
196
σκέφτηκε. Θα μπορούσε να τον είχε κρατήσει μερικές μέρες στο σπίτι της κρυμμένο, ώσπου να περάσει η μπόρα. Σίγουρα, αφού οι ασφαλίτες ξέρανε ότι βρισκόταν εκεί γύρω, θα είχαν στήσει καρτέρι όλη νύχτα και θα υπήρχε με γάλος κίνδυνος να τον πιάσουν. Ενώ αν έμενε, όχι πολύ, αλλά μόνο δυο τρεις μέρες κρυμμένος στο σπίτι της, θα μπορούσε μετά να φύγει χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς. Αλλά κι αυτός ο βλογημένος τι την ήθελε τόση ευαισθησία; Μόλις του είπε μια κουβέντα, αμέσως συμφώνησε χωρίς καμιά διαμαρτυρία να σηκωθεί και να φύγει. Ήταν σίγουρη ότι φέρθηκε άσχημα σ’έναν καλό φίλο του πατέρα της, αλλά τι να κάνει κι αυτή η καημένη; Με τέτοια λαχτάρα που τράβηξε μέσα στη νύχτα, δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί λογικά. Τώρα που ήταν μέρα, έβλεπε τα πράματα καθαρότερα. Θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της όταν της έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να παίρνει αποφάσεις τη νύχτα. «Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπ’ η μέρα και γελάει», έλεγε. «Σκέψου το βράδυ και πάρε απόφαση το πρωί». Έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια καθώς ένιωσε να την πλημμυρίζει ένας πρωτόγονος φόβος κι ένα τρέμουλο απ’τα νύχια της μέχρι την κορυφή. «Σήκω πάνω και μην αφήνεις τον εαυτό σου», φώναξε δυνατά. Πετάχτηκε όρθια κι άνοιξε το παράθυρο. Ο δροσερός αέρας, αν και κόντευε μεσημεράκι, που τη χτύπησε στο πρόσωπο της έφερε ανακούφιση. Κοίταξε δεξιά προς τα πάνω στο στενό και είδε τη Χρυσάνθη στο μπαλκόνι της. «Ας πάω στη Χρυσάνθη» σκέφτηκε, «να με ξηγήσει τ’όνειρο». Όχι βέβαια πως πίστευε σε κάτι τέτοια, αλλά η Χρυσάνθη τα έλεγε μ’έναν δικό της τρόπο έτσι που σε ανακούφιζε απ’τα άσκημα όνειρα. Η ονειροκρίτρα των κακών, έλεγαν στη γειτονιά. Όλες πήγαιναν σ’αυτή όταν ήθελαν να τους ξηγή σει τα άσχημα όνειρα που είχαν δει, γιατί με διάφορες γαλιφιές και όμορφες κουβέντες τις έφτιαχνε το κέφι. Μετά έφτιαχνε κι έναν καφέ και τις έλεγε και το φλιτζάνι. «Όλα καλά», κατέληγε. «και γάμους βλέπω και χαρές και πολλά λεφτά και όλες τις πόρτες ανοιχτές που θα περάστε μ’όλη την οικογένεια. Τι θέλτε και τρώγε στε με τα ρούχα σας; Όλα καλά θα πάνε». Ντύθηκε γρήγορα και πρόχειρα, χτένισε λίγο τα μαλλιά της και βγήκε απ’το σπίτι. Η Χρυσάνθη που την είδε ν’ανηφορίζει, την περίμενε στο μπαλκόνι της. «Έλα πάνω καλή μου», της είπε χαρούμενα. «Πολύ χλωμή με μοιάζεις σήμερα. Κάτι πολύ κακό θα ονειρεύτηκες. Έλα πάνω να κάτσουμε στη βεραντούλα μας και να τα πούμε με την ησυχία μας. Καλέ τι καιρός είν αυτός Νοέμβριο μήνα; Σαν καλοκαιράκι είναι». Η Νίτσα ανέβηκε σχεδόν με κόπο τα σκαλιά. Τα πόδια της έτρεμαν ακόμα απ’τη νυχτερινή περιπέτεια και τ’όνειρο το μπερδεμένο. «Κάτσε στην πολυθρόνα», είπε η Χρυσάνθη και την κοίταξε καλά καλά στα μάτια. «Τελείως κομμένη είσαι. Είναι τίποτα σοβαρό που σε βασανίζει;»
197
«Ένα παράξενο όνειρο που είδα απόψε μ’έχει αναστατώσει, κυρά Χρυσάνθη. Μ’έκοψε τα πόδια». Ούτε για μια στιγμή της πέρασε φυσικά απ’το μυαλό να πει κάτι και για τη νυ χτερινή επίσκεψη του Καραβιά. «Μόνο τ’όνειρο» χαμογέλασε πονηρά η Χρυσάνθη, «ή και το παλικάρι;» «Δεν υπάρχει κανένα παλικάρι κυρά Χρυσάνθη». «Ο κόσμος το’χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι», είπε γελώντας η Χρυσάνθη. «Όλοι ξέρουν βρε κουτή για τον ανθυπασπιστή. Τέλος πάντων πες με τ’όνειρό σου με το νι και με το σίγμα». Της αφηγήθηκε τ’όνειρο μ’όλες τις λεπτομέρειες. Όταν τελείωσε, πρόσεξε ότι η Χρυσάνθη δε γέλασε όπως συνήθιζε να κάνει αμέσως μετά την αφήγηση των ονείρων. «Καλέ Νίτσα μου, που ήσουνα απ’το πρωί; Κοιμόσουν;» «Κοιμόμουν», είπε ανήσυχη. «Σίγουρα δε θα ξέρεις τότε ότι τον Καραβιά τον χτύπησαν τα ξημερώματα στο λάκκο. Δεν ξέρει κανείς αν απλά τον έπιασαν, ή τον χτύπησαν και τον τραυ μάτισαν ή ακόμα και αν τον σκότωσαν. Ποια ώρα περίπου είδες τ’όνειρο;» «Τα ξημερώματα», απάντησε η Νίτσα κι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Είδες κορίτσι μου τι είναι τα όνειρα;», είπε κουνώντας το κεφάλι της η Χρυ σάνθη με τη σιγουριά του σοφού, που ξέρει την εξήγηση. «Τον είδες στον ύπνο σου την ώρα που κινδύνευε. Τον είχες βάλει με το μυαλό σου νωρίτερα;» «Όχι», απάντησε ψέματα η Νίτσα. «Δεν είχα και πολλά πάρε δώσε με τον ίδιο και με την οικογένειά του από τότε που πέθανε ο πατέρας μου. Ευχαριστώ πάντως, κυρά Χρυσάνθη. Καλύτερα να πάω να μάθω αν ζει ή αν πέθανε. Το χρωστάω στο μακαρίτη τον πατέρα μου, με τον όποιο ήταν καλοί φίλοι». «Κάτσε βρε κορίτσι μου να σου ψήσω κι έναν καφέ να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Να σου πω και για τον δικό σου και για τα μελλούμενά σας». «Όχι κυρά Χρυσάνθη. Όχι τώρα. Καλύτερα μια άλλη φορά», είπε και σηκώθη κε. «Σου χρωστάω μια επίσκεψη να μου τα πεις όλα απ’το φλιτζάνι». «Στο καλό κορίτσι μου», ευχήθηκε η Χρυσάνθη καθώς την έβλεπε να κατεβαί νει τις σκάλες. «Στο καλό και να προσέχεις. Αυτό μας λέει τ’όνειρό σου». Η Χρυσάνθη για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία της σαν ονειροκρίτρα και κα φετζού, έκανε μια κακή πρόβλεψη.
7 Η Γαρουφαλίτσα καθόταν στο ντιβάνι δίπλα στο παράθυρο, όπως το συνήθιζε τελευταία και κοίταζε χωρίς να βλέπει καν, τα παιδιά που παίζανε στον «πα ράδεισο» και τον κόσμο που πηγαινοέρχονταν στα σπίτια του. Στην αρχή κρατούσε και κάτι στα χέρια της. Πότε καρίκωνε, πότε έκοβε λουρί δες παλιά ρούχα για να τα κάνει κουρελούδες, πότε κέντουσε και πότε μπάλω νε. Τώρα τελευταία όμως δεν είχε όρεξη για τίποτε. Όλη μέρα σχεδόν καθόταν δίπλα στο παράθυρο και ονειροπολούσε. Το μόνο που κάπου κάπου πρόσεχε, ήταν τα παιδιά που έπαιζαν.
198
Πόσο θα ήθελε να ήταν παιδί και πάλι. Αν και από μικρή ήταν φιλάσθενη, εν τούτοις θυμόταν με λαχτάρα τα λιγοστά παιχνίδια που είχε παίξει, αλλά περισσότερο θυμόταν την αθωότητα και την κα λοσύνη των παιδικών της χρόνων. Εφερνε με το μυαλό της τα προπολεμικά χρόνια κι ένιωθε μέσα της μια λύπη. Τι ωραία χρόνια αλήθεια. Οι άνθρωποι λες κι ήταν τελείως διαφορετικοί. Γλεντούσαν, τραγουδούσαν, μιλούσαν κι αστειεύονταν μεταξύ τους. Με τον πόλεμο κι ακόμα περισσότερο τώρα με τον εμφύλιο, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. . «Κι όμως είναι οι ίδιοι άνθρωποι», έλεγε στον εαυτό της. «Πως έγιναν όλοι έτσι ανήμερα θηρία;» «Τα συμφέροντα. Τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα», έλεγε ο γιατρός ο Χατζηθανάσης, αλλά δεν της εξηγούσε τι ήταν και πώς τα κατάφερναν έτσι αυτά τα συμφέροντα. Μια μέρα που του ζήτησε επίμονα να της εξηγήσει, εκείνος γέλασε. «Τι να σου πω και τι να σ’εξηγήσω Γαρουφαλιά μου. Εδώ βλέπεις να σκοτώνο νται οι άνθρωποι για μια πήχη γη. Για φαντάσου τι μπορούν να κάνουν άμα πρόκειται για ολόκληρες βιομηχανίες και αμύθητα πλούτη. Δε χρειάζεται να τα σκαλίζεις τώρα αυτά. Καλά έμεινες μακριά μέχρι τώρα. Κάτσε λοιπόν στ’αβγά σου και μη ρωτάς πολλά πολλά, για να μην πάθεις στο τέλος ότι και ο Αριστεί δης, που το μόνο του σφάλμα ήταν ότι ήξερε και καταλάβαινε κι αυτό το πλή ρωσε ακριβά. Ούτε σε κόμμα ήταν, ούτε σε καμία οργάνωση». Είδε τη Νίτσα που πήγαινε προς το ψιλικατζίδικο της κυρά Όλγας. Είχε να τη δει απ’τη μέρα που ήρθε σπίτι της και της είπε κείνα τα τρομερά για τη Μαρίκα, που είχε φαρμακώσει τον άντρα της. Η αλήθεια ήταν ότι παραξενεύτηκε όταν ύστερα από κάνα δυο μέρες έπιασαν τη Μαρίκα, όμως δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Τι διάολο; Εδώ έφτασε στ’αυτιά τα δικά της και δε θα έφτανε στ’αυτιά της ασφάλειας; Αυτοί είχαν μάτια κι αυτιά και κατ’ απ’ το πάπλωμα των νοικοκυραίων. Σκέφτηκε ότι αν η Νίτσα γυρνώντας για το σπίτι της, περνούσε απ’τον δικό τους δρόμο, θ’άνοιγε το παράθυρο και θα τη φώναζε. Την είδε ύστερ από λίγο να βγαίνει απ’το ψιλικατζίδικο κι αφού χαιρέτισε δεξά ζερβά όλους, πήρε το ανηφοράκι. Σε λίγο έφτασε κοντά στο σπίτι. Η Γαρουφαλίτσα άνοιξε το παράθυρό της και τη φώναξε. «Σε σένα ερχόμουν», απάντησε η Νίτσα. «Θες ένα καφεδάκι;», ρώτησε η Γαρουφαλιά μόλις η Νίτσα μπήκε μέσα. «Όχι Γαρουφαλιά μου», είπε κείνη. Με κέρασε η κυράΌλγα. Η Γαρουφαλίτσα γέλασε. «Να ξέρεις ότι από δω πάνω σε κατασκοπεύω. Σε βλέπω απ’την ώρα που βγαί νεις απ’το σπίτι σου, στην κυράΌλγα που πας, στο φούρναρη, στον μπακάλη. Όλα τα βλέπω». «Παρατηρητήριο κανονικό έχεις στήσει δηλαδή», είπε γελώντας η Νίτσα. «Κι από το δικό μου το σπίτι τα βλέπω όλα. Μη νομίζεις ότι έχεις το μονοπώλιο.
199
Με την ευκαιρία να σε ρωτήσω Γαρουφαλιά μου. Έκανες τίποτα για τον Αρι στείδη; ΗΌλγα πάλι με ρωτούσε τώρα». Η Γαρουφαλιά έδειξε λίγο στεναχωρημένη. «Μίλησα με τον άντρα μου και υποσχέθηκε ότι θα κάνει ότι περνάει απ’το χέρι του να βοηθήσει. Όταν έχω νεότερα θα σου πω». «Ευχαριστώ», είπε με κάποια ικανοποίηση η Νίτσα. «Και τώρα απ’ το’να στ’ άλλο. Άκουσα ότι κάτι έγινε απόψε με τον Καραβιά. Άλλος λέει ότι τον πιάσα νε, άλλος ότι τον τραυματίσανε, άλλος ότι τον σκότωσαν. Βγήκα ένα γύρω να μάθω. Τι γύρω δηλαδή, στην Όλγα πήγα μόνο γιατί αυτή ξέρει όσα ξέρουν όλοι οι άλλοι μαζί, αλλά κι αυτή δεν έχει ιδέα. Έλεγα μήπως εσύ άκουσες τίποτα. Όσο να’ναι γείτονας τόσα χρόνια και μάλιστα πολύ φίλος του πατέρα μου». «Τίποτα δεν ξέρω», απάντησε η Γαρουφαλίτσα. «Τώρα πρώτη φορά τ’ακούω από σένα. Το μεσημέρι που θα’ρθει ο άντρας μου θα τον ρωτήσω και θα σου πω τ’απόγεμα. Πώς βρέθηκε όμως αυτός εδώ; Όλοι ξέραμε ότι ήταν στο βουνό και μάλιστα μακριά απ’την περιοχή μας. Τέλος πάντων θα μάθω και θα σου πω. Πέρνα συ μια βόλτα από δω κατά τις πέντε που θα χει φύγει ο Αντώνης και τα λέμε. Σε είδα που πήγες και στη Χρυσάνθη. Τι έχουμε; Αισθηματικά;» «Α, τίποτα σοβαρό Γαρουφαλιά. Ένα μπερδεμένο όνειρο είδα και πήγα έτσι για πλάκα περισσότερο. Ας πηγαίνω όμως τώρα και τα λέμε τ’απόγεμα». Κόντευε η ώρα που ερχόταν ο άντρας της. Σηκώθηκε ανόρεχτα κι άρχισε να στρώνει το τραπέζι. Ούτε που να μαγειρέψει είχε όρεξη τώρα τελευταία. Ο άντρας της καθόταν στο τραπέζι χωρίς να διαμαρτύρεται κι έτρωγε ότι του’βαζε μπροστά του. Μια δυο φορές μόνο τη ρώτησε. «Αφού δεν μπορείς να κάνεις τις δουλειές του σπιτιού αλλά ούτε και να μαγει ρέψεις, δε θα’ταν λογικό να πάρουμε μια κοπέλα από ένα χωριό να σε βοηθάει; Θα έχεις και παρέα που είσαι μόνη σου όλη μέρα κλεισμένη στους τέσσερους τοίχους». Αρνήθηκε, όχι τόσο γιατί δε χρειαζόταν πράγματι μια βοήθεια και παρέα όπως πολύ σωστά το είπε ο Αντώνης, αλλά περισσότερο γιατί έτσι θα αιστανόταν τε λείως άχρηστη. «Με τον καιρό θα περάσει αυτή η κατάθλιψη», της έλεγε ο Χατζηθανάσης. Κάνε όμως και μερικές βόλτες, βγες λίγο απ’το σπίτι σου. Τι κάθεσαι όλη μέρα δω μέσα και μαραζώνεις;» Στην αρχή έκανε μερικές προσπάθειες και κατέβηκε μέχρι την αγορά, αλλά της φαινόταν ότι όλοι την πρόσεχαν και τη σχολίαζαν. Μια μέρα στο στενό τ’Αη Νικόλα που βρέθηκε για να αγοράσει μερικά γλυκά, άκουσε μέσα στο ζαχαρο πλαστείο έναν που την κοιτούσε καλά καλά να λέει στο διπλανό του, κρυφά είν η αλήθεια, αλλά αυτή τ’άκουσε καθαρά. «Αυτή είναι η γυναίκα εκεινού του χασάπη, που δεν έχει αφήσει σπίτι για σπίτι να μη το βάψει στα μαύρα». Έφυγε τρέχοντας τρομοκρατημένη για το σπίτι της κι από κείνη τη μέρα δε θέλησε να βγει ούτε στη γειτονιά, παρά μόνο καθόταν στο ντιβάνι δίπλα στο
200
παράθυρο και κοιτούσε θλιμμένη. Ο κόσμος παρά τα μεγάλα του προβλήματα και την αβάσταχτη φτώχεια του, ερχόταν στιγμές που ξεχνιόταν κι έδειχνε χα ρούμενος. Ένα βράδυ μάλιστα, δεν ήταν καν τ’ Αη Γιαννιού, τα παιδιά άναψαν μια μεγάλη φωτιά απ’ ένα σωρό παλιόξυλα πού είχαν περισσέψει απ’την επι χείρηση του Ανέστη του κουτσού και πηδούσαν από πάνω της, όταν άρχισαν να μαζεύονται και μερικοί μεγάλοι. Πρώτα οι πατεράδες των παιδιών και μετά οι περαστικοί απ’τις πάνω γειτονιές. Σε λίγο άρχισαν να έρχονται και οι μανάδες, κρατώντας πιάτα με ότι μεζέδες μπορούσαν να κουβαλήσουν απ’το φτωχικό τους φανάρι. Ο Θάνος ο φούρναρης έφερε ένα σωρό ψωμιά και η κυρά Δέσποι να του Αριστείδη έφερε τσίπουρο και τυρί. «Έτσι ρε παιδιά, στην υγεία του Αριστείδη. Για να σκάσουν οι οχτροί μας», είπε και της φάνηκε της Γαρουφαλίτσας, που έβλεπε μέσ’ απ’το παράθυρό της, ότι κοίταξε προς το σπίτι τους. «Φωτιά σα τ’Αη Γιαννιού να πέσει και να τους κάψει όλους όσους θέλησαν να μας κλείσουν το σπίτι. Σε λίγο, ούτε κατάλαβε πώς, στήθηκε ολόκληρο γλέντι. Ο άντρας της προσπάθησε να την πείσει να κα τεβούν κι αυτοί στον «παράδεισο» και να γλεντήσουν μαζί με τον κόσμο, αλλά στάθηκε αδύνατο. «Δεν μπορώ Αντώνη. Πάνε μόνος σου. Να σου ετοιμάσω και κάτι να πας και συ; Λίγο μεζέ». «Ούτε γω θα πάω Γαρουφαλιά μου. Θα το’κανα για το χατίρι σου και μόνο. Νομίζω ότι δε με συμπαθούν και πολύ και μάλλον θα τους χαλάσω τη δια σκέδαση άμα πάω. Ποτέ, είν η αλήθεια, δεν ήμουνα αγαπητός στη γειτονιά εξαιτίας ίσως και της μάνας μου που πουλούσε αριστοκρατηλίκι και δε μ’άφηνε να συναναστρέφομαι και πολύ πολύ με τον κόσμο και τα παιδιά του. Να φαντα στείς ότι μ’είχε απαγορέψει, ακόμα και με τον Κώστα και τον Δημητρό να κάνω παρέα, αλλά στο τέλος, όσον αφορά αυτούς τους δυο, υποχώρησε γιατί έμεινα τελείως μόνος μου. Τώρα πια καταλαβαίνω ότι δε με θέλουν καθόλου. Με το ζόρι και με σφιγμένα δόντια με λένε μια ξερή καλημέρα και μου γυρνάν την πλάτη. Μια μέρα που ήταν τρεις μαζεμένοι και μιλούσαν με τον Θάνο το φούρναρη, πλησίασα κι εγώ κοντά αλλά αμέσως άλλαξαν κουβέντα και σε λίγο καληνύχτισαν και έφυγαν. Κοντά σε μένα τραβάς και συ Γαρουφαλιά μου τα ίδια και είναι για σένα ακόμα χειρότερα, γιατί είσαι πολύ ευαίσθητη και τα παίρνεις όλα επί πόνου». Όταν μπήκε στο σπίτι ο άντρας της, τη βρήκε να σκέπτεται όλα αυτά. «Καλησπέρα Γαρουφαλιά μου. Πώς πάμε σήμερα;» είπε τα ίδια που έλεγε κάθε μέρα. «Κάπως καλύτερα», απάντησε ανόρεχτα. «Ήρθε και η Νίτσα σήμερα κι όσο να’ναι, άλλαξα μερικές κουβέντες μ’έναν άνθρωπο. Με ρώτησε αν ξέρω τίποτα για τον Καραβιά και της είπα ότι θα σε ρωτήσω και θα της πω». «Η Νίτσα ε…», έκανε σκεφτικός. «Και γιατί ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τον Καραβιά;»
201
«Καλέ. Εσύ φαίνεται ότι ζεις πίσ’απ’το φεγγάρι χριστιανέ μου. Σ’αυτή τη γειτο νιά μεγάλωσες και έζησες και δεν ξέρεις ότι ο πατέρας της Νίτσας και ο Καρα βιάς ήταν οι καλύτεροι φίλοι». «Γι’αυτό μόνο ενδιαφέρεται για τον Καραβιά;», συνέχισε δύσπιστος. Η Γαρουφαλιά πήρε να νευριάζει. Τώρα τελευταία είχε γίνει πολύ νευρικιά και με το παραμικρό σηκωνόταν επάνω, έτοιμη για καβγά. Ο Χατζηθανάσης είπε ότι αυτό ήταν το καλύτερο σημάδι εδώ και καιρό, γιατί σήμαινε ότι είχε αρχίσει να ξεφεύγει απ’ αυτή την άρρωστη αδιαφορία που είχε απ’τη μέρα που έπαθε κείνο το πατατράκ και ότι σιγά σιγά θ’αποκτούσε τα ενδιαφέροντά της και θα γινόταν όπως και πριν. «Δε σταματάς Αντώνη τις πονηριές και να μιλήσεις καθαρά. Κάτι θέλεις να πεις, αλλά όπως κάνεις πάντα το φέρνεις γύρω γύρω. Λέγε λοιπόν τι τρέχει και μη με τα λες μασημένα». «Εντάξει», είπε κείνος μ’ένα χαμόγελο που’δειχνε όλη του την αγάπη. «Θα σου πω, αν και δε μου επιτρέπεται κι ο Θεός βοηθός. Λοιπόν. Τον Καραβιά δεν τον πιάσαν, αλλά ξέρουν ότι χτες τη νύχτα κρυβόταν κάπου εδώ κοντά. Στην αρχή τον εντόπισαν στο λάκκο, αλλά κατάφερε και ξέφυγε και κρύφτηκε σε κάποιο σπίτι. Το σπίτι αυτό πιστεύει η ασφάλεια ότι ήταν το σπίτι της φιληνάδας σου της Νίτσας». Το φιληνάδα το είπε με έναν ειρωνικό τόνο, που έκανε τη Γαρουφαλιά να νευ ριάσει ακόμα περισσότερο. «Είναι σίγουροι;», ρώτησε απότομα. «Αυτοί χριστιανέ μου είναι σε θέση να μπλέξουν όλο τον κόσμο. Και πώς το ξέρουν ότι ήταν κρυμμένος στης Νιτσας;» «Δεν το ξέρουν ακόμα, αλλά σίγουρα θα το μάθουν». Η Γαρουφαλιά πετάχτηκε πάνω. «Απ’ότι καταλαβαίνω, θα πάρουν τη Νίτσα για ανάκριση. Καλά δεν κατάλαβα;» «Έτσι είναι», είπε κείνος κοιτάζοντάς την στα μάτια. «Αν τον έκρυψε στo σπίτι της, έναν καταζητούμενο σαν κι αυτόν, τότε η θέση της είναι πολύ δύσκολη». «Κι αν υποθέσουμε ότι της χτύπησε την πόρτα ένας τόσο καλός φίλος του πα τέρα της, τι έπρεπε να κάνει; Να τον διώξει κακήν κακώς μες στα μαύρα τα με σάνυχτα; Εσύ αυτό θα’κανες;» «Σύμφωνα με το νόμο Γαρουφαλιά μου, έπρεπε να τον αφήσει απ’έξω και να ειδοποιήσει με κάποιο τρόπο την αστυνομία ή αν έμπαινε αυτός μέσα κρυφά ή με τη βία, πάλι έπρεπε με κάποιο τρόπο να ειδοποιήσει. Αν τον κράτησε στο σπίτι της έστω και για λίγη ώρα, χωρίς να ενημερώσει την ασφάλεια, θεωρείται απόκρυψη εγκληματία και τιμωρείται και με εκτέλεση ακόμα. Αυτό λέει ο νόμος». «Εσύ Αντώνη μου» τον κοίταξε με σημασία, «Αν σου χτυπούσε ένας φίλος σου μες στη νύχτα και σου ζητούσε βοήθεια, αυτό θα έκανες; Θα τον έδιωχνες ή ακόμα χειρότερα θα τον έβαζες μέσα κι αμέσως θα ειδοποιούσες την ασφάλεια;» Ο Φαρδής γέλασε ειρωνικά.
202
«Το ερώτημά σου είναι εντελώς θεωρητικό και δεν είναι δυνατόν να σ’απαντήσω. Ποιος θα ερχόταν στη δική μας την πόρτα να ζητήσει βοήθεια;» «Αυτό ακριβώς», έκανε η Γαρουφαλιά με σημασία. «Αυτό ακριβώς…. Κανείς». Στάθηκε όρθια από πάνω του και τον κοίταξε με μια ματιά ανάμεικτη πίκρα και μίσος. «Έχουμε καταντήσει, εσύ δηλαδή και κοντά σε σένα και γω, ο φόβος και ο τρόμος. Οποίος μας πλησιάζει καίγεται. Η Ζωίτσα πάει χάθηκε. Η Μαρίκα, τώρα άρχισα να πιστεύω ότι πιάστηκε επειδή σ’ εμπιστεύτηκα το μυστικό της. Θυμάσαι που σε είχα πει ότι μάλλον αυτή είχε φαρμακώσει τον άντρα της; Πή γες και το πρόλαβες και πάει κι αυτή. Τώρα βάλατε στο μάτι τη Νίτσα, τη μο ναδική που έρχεται και με βλέπει. Κανένας άλλος δε με καταδέχεται. Ακόμα και η Μαρία και η Τασία έχουν να περάσουν απ’το σπίτι μας πάνω από δέκα μέρες, με τη δικαιολογία ότι δεν έχουν ώρα ούτε να κατουρήσουν». Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε κουνώντας του το δάχτυλο. «Αλίμονο αν πάθει τίποτα κακό η Νίτσα. Θα σας βάλω όλους φωτιά και θα σας κάψω. Έτσι κι αλλιώς είμαι ένα βήμα απ’την τρέλα. Τουλάχιστον να πάρω και μερικά καθάρματα σαν αυτούς που συνεργάζεσαι». Ο Φαρδής την κοίταξε και δεν απάντησε. Μάζεψε την τσάντα του κι έφυγε για τη δουλειά του χωρίς για πρώτη φορά, να την αποχαιρετήσει.
8 Ο Αράπης κατηφόρισε προς τον «παράδεισο» σέρνοντας τ’αγαπημένο του σκυ λί απ’ ένα χιλιοδεμένο σκοινί. Το ζώο μαθημένο μέχρι τότε να γυρνά λεύτερο και ρέμπελο, αντιστεκόταν με πείσμα. «Έλα Λίζα μου, έλα κορίτσι μου», σταματούσε και την παρακαλούσε κάθε τόσο. «Πάρτο απόφαση ότι δε σ’αφήνω λυμένη ξανά, το Θεό μπάρμπα να’χεις. Τέτοια λαχτάρα που τράβηξα τις προάλλες δεν πρόκειται να ξαναπεράσω. Κα λύτερα δεμένη και ζωντανή». Όταν έφτασε στο πηγάδι, όλη η συμμορία ήταν μαζεμένη. Βαλαν τη Λίζα στη μέση κι άρχισαν να παίζουν μαζί της. Το σκυλί όμως δε φαινόταν να έχει όπως άλλες φορές πολλή όρεξη για παιχνίδια. Καθόταν ανάμεσα στα παιδιά και τα κοιτούσε αδιάφορη «Λύστο ρε το σκυλί να παίξουμε λιγάκι», πρότεινε ο Μύξας. «Άντε ρε Αράπη», είπε κι ο Βλάχος. «Αυτό έτσι που’νε δεμένο μοιάζει σα να το χουνε μπουρτίσει». «Θα φύγει. Κι άμα πέσει πάλι πάνω στον χωροφύλακα με τις φόλες, θα το χάσω», είπε μουτρωμένος ο Αράπης. Ο Σπίνος έβγαλε κρυφά απ’την κωλότσεπή του μια λάμα που την είχε βρει μια μέρα στο λάκκο και με μια απότομη κίνηση έκοψε το σκοινί. Το σκυλί κατάλαβε αμέσως ότι κάποιος το λευτέρωσε και πετάχτηκε σαν βολί δα πάνω απ’τα παιδιά κι εξαφανίστηκε τρέχοντας προς το σπίτι του. «Τι έκανες ρε βλάκα», έβαλε τις φωνές ο Αράπης. Τώρα δεν πρόκειται να την ξαναπιάσω με τίποτα. Αν φάει καμιά φόλα να ξέρεις ότι θα είσαι συ υπεύθυνος.
203
«Υπευθυνοανεύθυνος ρε μάπα», είπε χαχανίζοντας ο αρχηγός και του κατέβασε μια σβουριχτή. «Τι είσαι συ ρε που θα κρατάς δεμένο το σκυλί; Η ασφάλεια εί σαι; Μόνο αυτοί ρε βλάκα πιάνουν τους ανθρώπους και τους δένουν σα να’ναι ζώα. Κατάλαβες ρε βλάκα; Σαν κι αυτούς θέλεις να καταντήσεις που δεν τους έχει σε υπόληψη κανένας;» «Καλύτερα ρε συ» είπε ο Βλάχος, «να είναι το σκυλί ελεύθερο και ας κινδυνεύ ει ν’αρπάξει φόλα, παρά να είναι δεμένο μέρα νύχτα. Τέτοια ζωή τι να την κάνει; Σκυλίσια ζωή, που λέει κι ο πατέρας μου για τα τσοπανόσκυλά μας». Έβαλε τρανταχτά γέλια, ενώ οι κατεβατές έπεφταν απ’όλους βροχή στο κουρε μένο του κεφάλι. «Σταματήστε τις σαχλαμάρες τώρα», έβαλε τις φωνές ο αρχηγός. «Φέρατε όλοι τις σφεντόνες σας; Λοιπόν πριν να πάμε για κυνήγι κοντά στο σανατόριο και όσο θα περιμένουμε κείνα τα φλώρια του Φλάμπουρα, καλά θα κάναμε να εξα σκηθούμε λίγο. Ένας ένας θα σημαδεύει ότι πουλί βλέπει. Εκείνος που θα χτυ πήσει κάποιο, θα πάρει και το ρεγάλο». «Ποιο είναι το ρεγάλο;» ρώτησε ο Αράπης. «Πάρτη για να μη στη χρωστάω», του κατέβασε μια ο αρχηγός. «Ρε συ τόσα χρόνια συμμορίτης και δεν έμαθες ακόμα ποιο είναι το ρεγάλο; Μια σφαλιάρα απ’όλους είναι. Κωθώνι». Ο αρχηγός πήγε στην κρυψώνα που έκρυβαν τις πέτρες για τις σφεντόνες και πήρε με τις δυο του χούφτες. Όταν δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν, γυρνούσαν μέσα στο λάκκο κι έψα χναν για πέτρες, που έπρεπε να είναι μικρές και όσα γινόταν πιο στρογγυλές. Τις έκρυβαν στη μικρή κουφάλα του πλάτανου, δίπλα στα πηγάδι και όταν ήταν η μέρα του κυνηγιού, όπως την έλεγε ο αρχηγός, μοιράζονταν τις πέτρες και πή γαιναν στο βουνό για πουλιά. Ο Αράπης είδε ένα σπουργίτι πάνω στη μουριά. «Να βαρέσω;» ρώτησε τον Σπίνο. «Βάρα». Τέντωσε τη σφεντόνα του και σημάδεψε. Ακούστηκε ο θόρυβος από τα φύλλα της μουριάς που σκίζονταν καθώς τα χτύπησε η πέτρα. Το σπουργίτι πέταξε τρομαγμένο. «Ου να χαθείς ανίκανε», είπε α αρχηγός. «Είσαι κι ο καλύτερος στο σημάδι». Στη μουριά πηγαινοέρχονταν δεκάδες σπουργίτια και με τη σειρά τους όλοι ση μάδευαν, αλλά κανένας δε χτυπούσε ούτε φτερό. Ο αρχηγός που δεν έριχνε, αλλά παρακολουθούσε σα στρατηγός τα στρατεύματα του στη μάχη, άρχισε να νευριάζει. Άρπαξε τη σφεντόνα του και σημάδεψε μια μικρή δεκοχτούρα, που φάνηκε πάνω στην κακκαβιά ακριβώς στο χείλος του λάκκου. «Εδώ κοιτάτε να μάθτε μαλάκες», είπε και αμόλησε την πέτρα. Η δεκοχτούρα έμεινε ακίνητη στη θέση της.
204
Ακούστηκε ο θόρυβος ενός τζαμιού απ’την απέναντι μεριά του λάκκου που έσπαζε και σε δευτερόλεπτα είδαν τον μπάρμπα-Γιάννη να πετιέται έξαλλος απ’το παράθυρό του. «Κωλόπαιδα. Θα σας σκίσω στα δυο άμα σας πιάσω. Είναί το τρίτο τζάμι που με σπάτε σ’ένα μήνα. Ααχ… εσένα βρε μαυροτσούκαλε. Δε θα σε πιάσω μια μέρα στα χέρια μου; Θα σε κάνω να μη σε γνωρίζ’ η μάνα σου. Και σένα ρε Σπίνο που παρασταίνεις τον αρχηγό. Θα σε σουβλίσω άμα σε πιάσω». Άδικα φώναζε όμως. Όλοι είχαν εξαφανιστεί. Ο μπάρμπα-Γιάννης, έξαλλος απ’τα νεύρα του, φόρεσε γρήγορα το παντελόνι του και ξυπόλυτος έκανε το γύρο απ’την πάνω γέφυρα και βρέθηκε στον «παράδεισο». Κείνη την ώρα έφταναν καμαρωτοί καμαρωτοί το Παρτάλι με το Σκιάχτρο. Κοίταξαν με περιέργεια τον μπάρμπα-Γιάννη που έβριζε και χειρονομούσε. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους φοβισμένοι κι έκαναν να το βάλουν καλού κακού στα πόδια. Ο μπάρμπα-Γιάννης, με μια γρήγορη κίνηση τους άρπαξε και τους δυο από το σβέρκο, τον έναν με το δεξί και τον άλλον με τ’αριστερό και τους σαβούρντισε κάτω σα να’ταν κουρέλια. «Θα σας πετσοκόψω μπάσταρδα», φώναζε και τους τραβούσε με δύναμη τ’αυτιά. Θα πληρώστε για όλα τα σπασμένα τζάμια εσείς οι δυο». Οι δυο πιτσιρίκοι έκλαιγαν κατατρομαγμένοι κι ανάμεσα στα κλάματά τους διαμαρτύρονταν. «Δεν κάναμε τίποτα μπάρμπα. Εμείς μόλις τώρα ήρθαμε». Ο μπάρμπα-Γιάννης δεν τους άφηνε. «Κι αυτά τι είναι που βγαίνουν απ’την κωλότσεπή σας; Σφεντόνες δεν είναι;» Εκείνα βάλανε πιο δυνατά τα κλάματα. «Εμείς» είπε κλαίγοντας το Παρτάλι, «είμαστε καλά παιδιά θείο, Μόνο στο βουνό πετάμε με τη σφεντόνα. Να φιλήσω και σταυρό θείο». Ο μπάρμπα-Γιάννης τα κοίταξε όπως ήταν πεσμένα κάτω στο χώμα και τα λυ πήθηκε. «Άντε ρε μπαγάσηδες», είπε. «Άντε πάτε στο καλό και άμα σας ξαναδώ με σφε ντόνες Θα... Θα... πάω στη διευθύντριά σας στο σχολείο», κατέληξε με τις απει λές του. Σε λίγο, μόλις έφυγε ο μπάρμπα-Γιάννης, μαζεύτηκαν όλοι μαζί στο πηγάδι. Το Παρτάλι και το Σκιάχτρο διαμαρτύρονταν . «Σπάσατε σεις το τζάμι και την πληρώσαμε μεις απ’αυτόν τον αγριάνθρωπο. Κοντέψαμε να μείνουμε απ’το φόβο μας. Άμα ήσασταν εντάξει, θα βγαίνατε να πείτε ότι εσείς το σπάσατε». «Το ήξερε ρε μάπα ότι δεν ήσασταν εσείς, αλλά εσάς έπιασε, εσείς την πλη ρώσατε», είπε ο Δημητράκης. Ξέχασες που εμείς πληρώσαμε τη νύφη για τα κοτρονάκια που παίζατε και σπάσατε την πόρτα της κυρά Σοφούλας. Έπιασαν εμένα και τον Μύξα και παραλίγο να μας διώξουν απ’το σχολείο. Εμείς είπαμε που δεν το κάναμε, αλλά δε μαρτυρήσαμε». Μέσα σε γέλια και χαρές, πήραν το δρόμο μέσ’ απ’το λάκκο για το βουνό.
205
«Χτύπησε κανένας σουσουράδα καμιά φορά»; ρώτησε ο αρχηγός. Κανείς δεν απάντησε. «Έλεγα κι εγώ», συνέχισε ο Σπίνος. «Τώρα θα πει κανείς ότι σκότωσε σουσου ράδα και θα τον έκανα τ’αλατιού. Αυτές ρε οι άτιμες οι σουσουράδες και σε εκατό μέτρα να πλησιάσεις, σε παίρνουν χαμπάρι και την κοπανάνε. Μυστήρια πουλιά πανάθεμά τα». «Ίδιες σαν τις γυναίκες», φώναξε χαρούμενος σα να’κανε κατόρθωμα ο Κε φάλας. «Γι αυτό τις λένε κι αυτές σουσουράδες. Αφού το βλέπουμε και στα έργα. Όλο κόλπα κάνουν στο παλικαράκι και μόλις τις αρπάξει και τις φιλήσει, γίνονται σαν κότες. Εγώ μια φορά εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι τι γίνεται με το φίλημα». «Τρίχες», είπε ο Αράπης. «Τίποτα δε γίνεται. Βρομιές των μεγάλων είναι κι αυτά». Ο Κεφάλας δε συμφώνησε. «Πώς ρε δε γίνεται τίποτα; Αφού σου λέω ότι στο έργο εκείνο με τον Εροφλύν, μόλις την έπιασε και τη φίλησε, η κοπέλα που μέχρι τότε έκανε τη σπουδαία, έμεινε άγαλμα. Μια φορά εγώ προσπάθησα να το δοκιμάσω με τη μικρή μου την αδερφή κι ακόμα φτύνει το άτιμο. Μάλλον κάνα κόλπο είναι που θα το μάθουμε όταν μεγαλώσουμε». «Τι να μάθουμε ρε συ; Εδώ είναι φως φανάρι. Άμα μια γυναίκα δε σε θέλει, την αρπάζεις με το ζόρι και τη φιλάς. Εκεί τελειώνουν όλα. Μένει έτσι ξερή και εί ναι δική σου για ολόκληρη τη ζωή». Με τα λόγια έφτασαν στο δάσος κοντά στο σανατόριο. «Εδώ είναι όλοι για κλάματα», είπε ο Γκαβούλιας. «Σήμερα ζουν κι αύριο από δω πάν κι οι άλλοι». «Σιγά μην είναι άρρωστοι ρε βλάκα», πετάχτηκε ο Μύξας. «Εδώ ρε λέει ο θείος μου έρχονται και κρύβονται όλοι όσοι δε θέλουν να πολεμήσουν. Παίρνουν ένα χαρτί από γιατρό ότι τάχα είναι χτικιάρηδες κι έρχονται κι αράζουν, ώσπου να τελειώσουν τα ζόρικα. Όλοι λέει οι πλούσιοι έχουν τον τρόπο τους για να μην πηγαίνουν τα παιδιά τους και σκοτώνονται. Μόνο οι φτωχοί πολεμάνε. Οι πλούσιοι τη βγάζουν στη ζάχαρη». «Εγώ δε σκοτώνω πουλί», είπε ξαφνικά και χωρίς λόγο ο Αράπης. «Και γιατί;», απόρησε ο αρχηγός. «Από τη μέρα που παραλίγο να με φαρμακώσουν τη Λίζα, δε θέλω ούτε να το βάζω στο μυαλό μου ότι μπορώ να σκοτώσω ακόμα κι ένα μυρμήγκι. Γι αυτό και δε χτύπησα το σπουργίτι κάτω στον «παράδεισο». «Εδώ ρε βλάκα σκοτώνουν τους ανθρώπους σα να’ναι μύγες και συ για ένα πουλάκι κάνεις έτσι;» «Έτσι. Και δεν αλλάζω ότι και να με κάντε», απάντησε αποφασιστικά ο Αράπης. «Καλά λέει ρε σεις», πετάχτηκε κι ο Μύξας. «Επειδή δηλαδή αυτοί οι βλάκες οι μεγάλοι σκοτώνονται μεταξύ τους, πρέπει και μεις να κάνουμε το ίδιο;» «Ούτε γω σκοτώνω πουλί», είπε ο Δημητράκης.
206
«Καλά και σένα μύγα σε τσίμπησε»; ρώτησε έκπληκτος ο αρχηγός. «Μύγα δε με τσίμπησε, αλλά με τσίμπησε ο Κλούβιος», είπε με σημασία ο Δη μητράκης. Πριν μερικές μέρες πήγαμε με τον Κλούβιο, εκείνον το σπυριάρη ρε που πάει στην έκτη, με τις σφεντόνες στο δασάκι πίσ’ απ’ τη δεξαμενή. Για μια στιγμή βλέπω στην κορφή σ’ένα μεγάλο πεύκο, μια φωλιά από δεκοχτούρες με τα τρία μικρά τους. Μόλις τα έδειξα στον Κλούβιο, ετοίμασε τη σφεντόνα να τα σκοτώσει. Άστα ρε συ, του λέω, μωράκια είναι τα καημένα. Μ’όλο που τον κυ νηγούσα γύρω γύρω απ’το πεύκο, κατάφερε το καθίκι και τα σκότωσε και τα τρία τα μικρά. Εγώ μια φορά να το ξέρτε, σα τον Κλούβιο δε γίνουμε». «Τότε τι διάολο ήρθαμε να κάνουμε δω πάνου;», γκρίνιασε ο αρχηγός. «Πάμε τότε μέχρι τον κουλέ;» «Εγώ δεν έρχομαι», είπε ο Δημητράκης. «Θα μας πιάσουν οι Μάϊδες». Ο αρχηγός κλότσησε απ’τα νεύρα του ένα πουρνάρι. «Δεν καταλαβαίνω τι σκατά συμμορία είμαστε. Ούτε ένα πουλί δεν μπορούμε να σκοτώσουμε και μεις σχεδιάζαμε να πάμε να κλέψουμε λουκούμια από κείνο το καφενείο». «Αυτό είναι άλλο πράμα», πετάχτηκε ο Αράπης. «Το καφενείο είναι στο καπνο μάγαζο που δουλεύει η μάνα μου και την Κυριακή είναι τελείως έρημο. Μπο ρούμε να πάμε αύριο σαν κύριοι και να φάμε όσα λουκούμια θέλουμε. Έχει τόσα πολλά που ακόμα και λουκουμοπόλεμο μπορούμε να παίξουμε». «Τι;», έκανε έκπληκτος ο κεφάλας. «Είναι ανοιχτό κι όποιος θέλει μπαίνει μέσα και τρώει λουκούμια;» «Όχι ρε βλάκα. Καλά σε λένε Κεφάλα. Ώσπου να καταλάβεις, ξημέρωσε. Θα πάμε ρε βλάκα απ’την αμμουδιά και θα ανοίξουμε το κιοπέγκι». «Είναι ξεκλείδωτο;» ρώτησε ο Δημητράκης. «Άλλος κοιμήσης», αγανάκτησε ο Αράπης. «Φυσικά είναι ρε σεις κλειδωμένο, αλλά άμα το τραβήξουμε με δύναμη θα φύγει το λουκέτο. Μπαίνουμε μέσα και τρώμε όλα τα λουκούμια. Μόνο που πρέπει να προσέχουμε να μη σπάσουμε. κανένα ποτήρι ή τα φλιτζάνια του ανθρώπου». Όλοι τον κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια. Ως τώρα είχαν κάνει ένα σωρό μικροκλεψιές, όπως στης κυρά Όλγας το ψιλικατζίδικο, όπου πήγαιναν όλοι μαζί. Έvας κρατούσε τα λεφτά και ψώνιζε κάτι. Έκανε να δώσει τα λεφτά στην κυρα Όλγα, αλλά κατά λάθος δήθεν έπεφταν τα χρήματα κάτω απ’τον πάγκο. Όταν η κυρά Όλγα έσκυβε να μαζέψει τα λεφτά, γέμιζαν όλοι τις τσέπες τους μ’ότι έπιανε το χέρι τους. Μερικές φορές είχαν υποψιαστεί ότι η κυρά Όλγα το καταλάβαινε το κόλπο τους, αλλά καμωνόταν την κουτή και τους άφηνε να την κλέβουν. «Το κάναμε ρε σεις τόσες φορές, που και τούβλο να ήταν θα το είχε καταλάβει», είπε μια μέρα μετά από μια επιδρομή στο ψιλικατζίδικο ο αρχηγός. «Δε βλέπτε πώς μας κοιτάει και γελάει πριν να σκύψει για τα λεφτά;» Αυτό που τους έλεγε ομως τώρα ο Αράπης να κάνουν, φαινόταν σ’όλους πολύ διαφορετικό.
207
«Εγώ μια φορά δεν έρχομαι», είπε ο Κεφάλας. «Αν μας πιάσουν, ο πατέρας μου θα με κρεμάσει ανάποδα». «Ούτε γω έρχομαι», είπε κι ο Δημητράκης, και συμφώνησαν μαζί του όλοι ένας ένας. «Τότε θα πάω εγώ μαζί με τον Αράπη», είπε αποφασιστικά ο αρχηγός. «Θα φάμε καλά καλά όσα μπορούμε και θα γεμίσουμε και τις τσέπες μας, για να δώσουμε και στα άλλα τα παιδιά. Θα κάνουμε ρε βλάκες όπως κάνει ο Ρομπέν των δασών. Εκείνος δεν κλέβει και τα μοιράζει μετά στους φτωχούς; Έτσι κάνει ρε κωθώνια», απάντησε μόνος του. «Και όλοι τον χειροκροτάμε και χτυπάμε τα πόδια μας απ’τη χαρά μας. Όποιος κλέβει και τα μοιράζει, τότε δεν είναι κλέφτης». Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους. Αυτά που έλεγε ο αρχηγός ήταν πολύ σωστά. «Καλά μας λέει ρε», είπε το Σκιάχτρο και βιάστηκε να συμφωνήσει μαζί του και το Παρτάλι. «Άμα μοιράζεις τα κλεμμένα γίνεσαι ήρωας, όχι κλέφτης». «Ναι αλλά εμείς δε θα τα μοιράσουμε όλα. Θα φάμε κι ένα σωρό λουκούμια. έτσι δεν είναι;» είπε δύσπιστα ο Κεφάλας. Ο αρχηγός ξεθάρρεψε. «Γιατί ρε βλάκα να μη φάμε; Μήπως ο Ρομπέν των δασών τι κάνει; Πού τα βρίσκει και τρώνε και πίνουν με τη συμμορία του; Κρατάν όσα τους χρειάζο νται και μετά μοιράζουν στους φτωχούς τα υπόλοιπα. Ε, αυτό θα κάνουμε και μεις». «Κι άμα μας πιάσουν;», ρώτησε ο Μύξας. Ο αρχηγός σκούπισε ικανοποιημένος τη μύτη του με την ανάποδη του χεριού του. «Μπορεί να μας πούνε και μπράβο ρε βλάκες. Και παράσημο ακόμα μπορεί να μας δώσουν. Τι έγινε τώρα; Θα ρθείτε να πάμε όλοι μαζί;» Όλοι συμφώνησαν. Πήραν τον κατήφορο για τη γειτονιά τους σκεφτικοί κι αμί λητοι. «Εγώ μια φορά φοβάμαι», έκανε μια τελευταία προσπάθεια ο Κεφάλας μόλις έφτασαν στον «παράδεισο» και κάθισαν στο πεζούλι του πηγαδιού. Θα μαθευ τεί σίγουρα γιατί τα παιδιά που θα τους δώσουμε τα λουκούμια θα το πουν στους δικούς τους κι από κει άντε να βρεις άκρη. Εγώ λέω αντί να τα μοιράσου με, καλύτερα θα ήταν να τα πουλήσουμε». «Τρελός είσαι ρε βλάκα», πετάχτηκε ο Αράπης. «Άμα κάνουμε κάτι τέτοιο, τότε θα μας πάνε φυλακή. Πού ακούστηκε να πουλάμε κλεμμένα λουκούμια; Αυτό είναι κλεψιά». «Καλά σου λέει ρε», πετάχτηκε θυμωμένος ο αρχηγός. «Εμείς θα κάνουμε Ρο μπέν των δασών. Όχι σα την Ούντρα». «Τι κάνει η Ούντρα δηλαδή;», ρώτησε ο Μύξας. «Ο κυρ-Αριστείδης άκουσα που έλεγε μια μέρα ότι μας δίνουν απ’τα κλεμμένα και μας χρεώνουν κι από πάνω, για να τα πληρώσουμε αργότερα και μάλιστα με πανωπροίκι. Να ρε, σαν εκείνα τα κίτρινα τα τυριά και το κίτρινο το βούτυ ρο πού μας μοιράζουν καμιά φορά απ’το σχολείο. Ο θείος μου ο Νικηφόρος
208
είπε μάλιστα ότι για κάτι τέτοιες κουβέντες που έλεγε ο κυρ-Αριστείδης, έφαγε το κεφάλι του». «Μήπως αυτοί είναι που φέρνουν και το μουρουνέλαιο που μας αναγκάζουν να πίνουμε κάθε πρωί;» έκανε με μια γκριμάτσα αηδίας ο Δημητράκης. «Εμένα μια φορά μ’αρέσει και το τυρί το αμερικάνικο και το βούτυρο», πε τάχτηκε το Παρτάλι. αύριο κιόλας θα μας μοιράσουν τυρί και βούτυρο στο σχο λείο». «Κι εμένα μ’αρέσει το αμερικάνικο το τυρί», είπε ο Δημητράκης. «Και καλά πού το θυμήθηκα. Η κυρία Ευτέρπη έλεγε χτες στη μάνα μου που τη συνάντη σε στην κυράΌλγα, ότι απ’την άλλη βδομάδα θα μας δίνει η αμερικάνικη βοή θεια πρωινό στο σχολείο. Θα πίνουμε γάλα όσο θέλουμε και θα μας δίνουν κι από ένα σταφιδόψωμο». «Κάθε μέρα θα τρώμε σταφιδόψωμο;» Τον κοίταξαν όλοι με γουρλωμένα μάτια. «Από πότε θ αρχίσει αυτό;», ρώτησε ο αρχηγός. «Την άλλη βδομάδα», απάντησε περήφανος ο Δημητράκης. «Ε…. τότε λέω» είπε μασώντας τα λόγια του ο αρχηγός, «θα ήταν καλύτερα να μη βιαστούμε για τα λουκούμια. Καλύτερα να περιμένουμε μερικές μέρες. Άμα ρε μαλάκες μας δίνουν απ’ ένα σταφιδόψωμο κάθε μέρα, τότε τι τα θέλουμε τα λουκούμια; Άσε που τα κορίτσια δε θα τα τρώνε και πολύ, βάλε και κανένα που θα αρπάζουμε στη ζούλα, θα τρώμε σταφιδόψωμο όλη μέρα». «Εμένα δε μ’αρέσουν τα σταφιδόψωμα», έκανε απογοητευμένος ο Αράπης. «Εμένα μ’αρέσουν τα λουκούμια». «Αφού είναι έτσι» γέλασε ο Μύξας, «τότε γιατί όταν πέρσι το Πάσχα πουλού σες κουλούρια και σταφιδόψωμα, σε σταμάτησε ο πατέρας σου;» Όλοι γέλασαν γιατί ήξεραν ότι η προσπάθεια του Αράπη να γίνει επαγγελματί ας, είχε καταλήξει άδοξα επειδή ένα πουλούσε και τρία έτρωγε ο ίδιος. Όταν ο πατέρας του πήγε στο τέλος της εβδομάδας στον Θάνο το φούρναρη να δουν λογαριασμό και να εισπράξει το πρώτο βδομαδιάτικο του γιου του, κόντεψε να πέσει ξερός όταν άκουσε τον φούρναρη να του λέει ότι όχι μόνο δεν είχε να παίρνει τίποτα, αλλά χρωστούσε κι από πάνω». «Αυτά τα σταφιδόψωμα ρε σεις», είπε σκεφτικός ο Γκαβούλιας που μέχρι κείνη την ώρα δεν είχε βγάλει αχνά, «θα είναι και πιο νόστιμα απ’τα δικά μας, που εί ναι από μαύρο αλεύρι. Στην Αμερική όλα τα ψωμιά και τα σταφιδόψωμα είναι χάσικα. Μαύρο ψωμί ούτε που το βάζουν στο στόμα τους οι Αμερικάνοι». «Εμείς παίρνουμε χάσικο ψωμί τα Χριστούγεννα και το Πάσχα», είπε ο Δημη τράκης. «Πολύ νόστιμο είναι το άτιμο». «Εμείς πήραμε μόνο μια φορά και ήταν τόσο νόστιμο, που το έτρωγα μαζί με το μαύρο όπως τρώμε το τυρί με το ψωμί», είπε ο Μύξας. «Άμα ρε σεις μεγα λώσουμε να πάμε στην Αμερική, να τρώμε όσο άσπρο ψωμί τραβάει η όρεξή μας. Εδώ μαύρισαν τα άντερά μας να τρώμε όλο μαύρο. Η μάνα μου, για να με κοροϊδέψει η έξυπνη, λέει ότι το άσπρο ψωμί είναι σα παντεσπάνι και δεν τρώγεται με το φαγητό. Λες ρε τα σταφιδόψωμα να έρχονται απ’την Αμερική
209
και να είναι χάσικα; Αμάν να σε φιλήσω κυρία Ευτέρπη μου για τα ωραία που μας ετοιμάζεις». «Άντε ρε βλάκα» έφερε αντίρρηση ο Γκαβούλιας, «που θα φέρουν σταφιδόψω μα απ’την Αμερική. Ξέρεις πόσο μακριά ειν’ η Αμερική; Πιο μακριά κι απ’την Αθήνα. Σιγά μη φέρουν σταφιδόψωμα από κει». «Και πόσο μακριά είναι ρε συ η Αμερική που κάνεις και τον έξυπνο; Με τ’αεροπλάνο είναι μια πηδηξιά δρόμος. Με τον αραμπά νομίζεις ότι θα τα στείλουν;» «Μια φορά εγώ ξέρω ότι η Αμερική είναι πολύ, παρά πολύ μακριά», είπε ο Δη μητράκης με ύφος πολύξερο. «Ο παππούς μου είχε πάει μια φορά κι έμεινε κει δυο χρόνια. Ο ακαμάτης, λέει η γιαγιά, την άφησε με τρία παιδιά κι ένα στην κοιλιά και πήγε στην Αμερική να κάνει κάρβουνα. Όταν γύρισε είχε μόνο δυο ντούμπλες. Φτωχός πήγε φουκαράς γύρισε, που λέει η γιαγιά». «Εσύ γιατί δεν τον ρώτησες ρε μάπα άμα έχει μόνο χάσικο ψωμί εκεί πέρα;», ρώτησε ο Αράπης «Όχι. Δε ρώτησα», απάντησε ο Δημητράκης. «Πού να το σκεφτόμουν ρε βλάκα. Τώρα κάναμε κουβέντα για το χάσικο το ψωμί και θα τον ρωτήσω μετά. Είπε ότι έκανε κοντά ένα μήνα να φτάσει στην Αμερική και άλλο τόσο να γυρί σει». Όλοι τον κοίταξαν έκπληκτοι. «Τόσο μακριά είναι;», απόρησε το Σκιάχτρο. «Μια φορά όσο μακριά και να εί ναι, εγώ όταν μεγαλώσω θα πάω να μείνω στην Αμερική. Έχει και κάτι μεγάλα σπίτια που είναι χίλιες φορές πια ψηλά απ’τα δικά μας. Για φαντάσου να μένα με κει πάνου και να βλέπαμε κάτω στο δρόμο. Θα φαίνεται σα να είσαι μέσα σ’αεροπλάνο». «Στο αεροπλάνο μπορεί να φοβηθείς τόσο πολύ, που να κατουρηθείς πάνω σου» «Εγώ δε φοβάμαι τίποτα, είμαι ατρόμητος», είπε κορδώνοντας το κορμί του με αστείο τρόπο ο Γκαβούλιας. «Μπορώ καινα πηδήξω απ’ τ’αεροπλάνο. Να γίνω ο Σεζάμ». «Άντε ρε αχμάκη που μας κάνεις τον έξυπνο», του ρίξε μια ο αρχηγός. «Εσύ ρε τρέμεις να πηδήξεις απ’την κάτω γέφυρα που δεν είναι ούτε τρία μέτρα. Από αεροπλάνο θα πηδήξεις;» Ο Γκαβούλιας επέμενε. «Πολύ τον έξυπνο μας παριστάνεις ρε Σπίνο. Έτσι σκέτος θα πηδήξω; Με το αλεξίπτωτο ρε βλάκα. Είδα σ’ένα έργο που πηδούσαν όλοι οι Αμερικάνοι στρα τιώτες με τα αλεξίπτωτα πάνω στους Γιαπωνέζους και τους πετσόκοψαν. Να δεις ρε πώς τους σκοτώνανε. Χιλιάδες οι Γιαπωνέζοι στρωματσάδα κάτω. Ίσως θα ρίξουν τα σταφιδόψωμα με τ’αλεξίπτωτο». Βροχή έπεσαν πάνω του οι σφαλιάρες. «Όλο βλακείες λες ρε», του είπε ξινίζοντας τα μούτρα ο αρχηγός. Κείνη την ώρα ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από ψηλά και όλοι γύρισαν να κοιτάξουν κατά τον ουρανό.
210
«Κατά φωνή και γάιδαρος», πετάχτηκε χαρούμενος ο αρχηγός. «Ένα αερο πλάνο». Το αεροπλάνο έκανε μερικούς γύρους κι άρχισε να πετάει χιλιάδες προκηρύ ξεις. Τις παρακολουθούσαν που έπεφταν κι όταν έφτασαν κοντά στη γη άρχισαν να πηδάνε χαρούμενοι και να τις αρπάζουν στον αέρα. Μαζεύτηκαν γύρω απ’τον αρχηγό που άρχισε να διαβάζει μια απ’τις προκηρύξεις. Ο Εθνικός Στρατός σημειώνει αλλεπάλληλες νίκες κατά των ξενόδουλων και ξε νόφερτων κομμουνιστών. ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΖΗΤΩ ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ Σαν το μυρμήγκι έχουμε σώμα, καρδιά ψυχή σαν το θεριό. Την Ιταλία, τη Γερμανία, μεις ρίξαμε μες μες στο γκρεμό. «Ρε σεις, ο Παυλής είναι μέσα στ’αεροπλάνο και πετάει τις προκηρύξεις», φώναξε ο Αράπης. Μεμιάς όλοι άρχισαν να φωνάζουν και να πηδούν χαιρετώντας χαρούμενα. «Εγώ λέω θα ήταν καλύτερα αντί για προκηρύξεις να πετούσαν χάσικα σταφι δόψωμα», είπε σκεφτικός ο Γκαβούλιας.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΤΟ 1 Ο Δημητράκης σήκωσε το κεφάλι του απ’το βιβλίο της ιστορίας που διάβαζε. «Το ξέρεις καλέ μαμά ότι ο δικός μας ο Μεγαλέξαντρος έφτασε μέχρι την άκρη του κόσμου; Μέχρι την Ινδία έφτασε». «Το ξέρω», απάντησε η μάνα του. «Άμα καλέ μαμά δεν πέθαινε μικρός, σήμερα η Ελλάδα μας θα έφτανε μέχρι κει κάτω. Ου...ου...» έκανε κουνώντας το χέρι του. «Θα πηγαίναμε, θα πηγαίναμε και δε θα φτάναμε ποτέ στο τέλος». Είδε ότι η μάνα του δεν έδειχνε καθόλου ενθουσιασμένη και συνέχισε. «Γιατί καλέ μαμά; Δε θα’ταν καλύτερα να έφτανε η Ελλάδα μας μέχρι την Ιν δία;» Η Μαρία κούνησε το κεφάλι της. «Και τώρα που δεν είναι τόσο μεγάλη και είναι μικρή, εμείς σε παρακαλώ τι όφελος έχουμε; Μήπως πάμε και πουθενά αλλού απ’τον τόπο μας; Μόνο προ σφυγιές και πολέμους ξέρουμε. Τι να το κάνω το μεγάλη και μικρή; Για μας η Ελλάδα είναι το μικρό μας το σπίτι, η γειτονιά μας και το καπνομάγαζο που δουλεύουμε. Τι έκανες;», Συνέχισε. «Τελείωσες τα μαθήματα σου; Σε λίγο θα
211
’ρθει ο πατέρας σου να δούμε τι νέα μας φέρνει. Αυτός είναι αν θες να μάθεις ο Μεγαλέξαντρος. Να δεις τι πολέμους κάνει για το μεροκάματο» είπε γελώντας, «Κανένας Μεγαλέξαντρος στον κόσμο δεν τον φτάνει. Κάθε μέρα και μια μάχη που άμα χαθεί, τότε θα μείνει άδειο και το τραπέζι μας. Παρακάλα, τώρα σε λίγο που θα’ρθει, να μας φέρει χαρούμενα νέα γιατί αλλιώς κλάψε με μάνα κλάψε με». Ήταν η πρώτη φορά, που έστω και μ’αυτόν τον τρόπο, η μάνα του του μιλούσε για τα προβλήματά τους. Η αλήθεια ήταν ότι σα να φοβήθηκε λίγο. Μέχρι τώρα ούτε ήξερε, ούτε και που τον ένοιαζε καθόλου πού έβρισκαν τα λεφτά, πώς στρωνόταν το τραπέζι, πώς πληρωνόταν το νοίκι. Αυτός ήξερε μόνο το σχολείο και τα παιχνίδια. Μερικές φορές υποψιαζόταν ότι τα οικονομικά δεν ήταν καλά, γιατί έβλεπε τη μάνα του να στεναχωριέται όταν περνούσε ο κυρ-Λάμπρος με τη μεγάλη χαρτο νένια του κούτα και δεν είχε να του πληρώσει τα χρωστούμενα. «Την άλλη βδομάδα κυρ-Λάμπρο μου. Δεν μπόρεσα να κρατήσω αυτή τη βδο μάδα τα δικά σου. Δύσκολα τα πράματα κυρ-Λάμπρο μου». Ο κυρ-Λάμπρος περνούσε κάθε Παρασκευή φορτωμένος με μια τεράστια κούτα που είχε μέσα ένα σωρό πράματα. Κάλτσες, κασκορσέδες, μαντίλια, μπλούζες, πουκάμισα κι ένα σωρό άλλα χρειαζούμενα πράματα. Ο Δημητράκης απορούσε κάθε φορά που τον έβλεπε, πού βρίσκει αυτό το μικροκαμωμένο γεροντάκι τη δύναμη να κουβαλάει μια τέτοια μεγάλη και βαριά κούτα. Γυρνούσε προσεκτικά την πλάτη του και την απίθωνε στα σκαλοπάτια του σπι τιού τους. Τέντωνε το κορμί του κάνοντας μια γκριμάτσα που έδειχνε ότι πο νούσε κι έτριβε με το χέρι του τον ώμο. «Αυτό το σκοινί με κόβει τα κρέατα», έλεγε κάθε φορά. «Μια μέρα θ’αξιωθώ να πάρω ένα καλό λουρί, για να γλιτώσω απ’αυτό το παλιόσκοινο που με κόβει σα μαχαίρι». Η μάνα του, είτε ήθελε να αγοράσει κάτι είτε όχι, έβγαινε στην πόρτα κι ανα κάτευε όλη την πραμάτεια του κυρ-Λάμπρου. «Για να δούμε τι έχουμε δω μέσα στο μαγικό κουτί;» ρωτούσε κι άρχιζε να σκαλίζει. «Αχ κυρ-Λάμπρο μου. Μακάρι να είχα λεφτά ν’αγοράζω ολόκληρη την κούτα σου κάθε Παρασκευή που περνάς. Πάρε τώρα τη δόση τη σημερινή και να σε δω που τα σβήνεις απ’την τσέτουλά σου. Έτσι μπράβο. Άντε στο καλό και καλή πούληση. Την άλλη Παρασκευή, αν με το καλό βρούμε τίποτα λεφτά στο δρόμο, θα σ’αγοράσω όλη την κούτα ότι κι αν έχει μέσα. Πού θα πάει, θα γυρίσει και για μας ο τροχός μια μέρα». Έτσι που ήταν αφημένος στις σκέψεις του ο Δημητράκης, ούτε κατάλαβε που ήρθε ο πατέρας του. Τον είδε ξαφνικά μπροστά του χαρούμενο. «Εντάξει Μαρία», είπε γελώντας. «Τα καταφέραμε κι αυτή τη φορά. Απ’ την άλλη βδομάδα που κλείνει το μαγαζί, θα πάω στα χωριά για εκτιμήσεις στα κα πνά που θ’αγοράσουμε. Μόνο δυο μέρες θα κάτσω».
212
«Μπράβο βρε Κώστα μου», είπε βουρκωμένη η μάνα του. «Μ’έφαγε η αγωνία όλη μέρα. Και συ βρε βλογημένε δεν μπορούσες να με στείλεις μια ειδοποίηση να ησυχάσω παρά κάθομαι δω μέσα όλη μέρα και βράζω στο ζουμί μου». «Κι εμένα μ’έφαγε η αγωνία όλη μέρα», απάντησε ο πατέρας. «Ο διευθυντής έλειπε απ’το πρωί. Είχε πάει με τ’αφεντικό για ψάρεμα και ήρθε μόλις πριν από μια ώρα. Άσε που ήταν όλο νεύρα, γιατί δεν έπιασαν ούτε λέπι. Εμείς καιγόμα στε κι αυτοί κοιτάν την καλοπέρασή τους. Όταν του παραπονέθηκα ότι μ’άφησαν ξεκρέμαστο μέχρι τελευταία στιγμή, θύμωσε κιόλας. Αντί με είπε να ευχαριστάς το Θεό και τ’αφεντικά που έχεις μια δουλειά και τρως ψωμί, εσύ παρα πονιέσαι κι από πάνω. Τι να του πεις αυτουνού του βλάκα ρε γυναίκα; Είκοσι χρόνια τους δουλεύω, σα να ήτανε δικιά μου δουλειά. Ούτε μια μέρα έλειψα όλα αυτά τα χρόνια. Άρρωστος ξάρρωστος εγώ εκεί. Πρώτος το πρωί, τελευταί ος το βράδυ». «Και τι του είπες του βλάκα;», ρώτησε επιθετικά η μάνα του. «Τι να του πω; Ζήτησα και συγνώμη από πάνω. Έτσι και πεις καμιά κουβέντα παραπάνω, μένεις άνεργος για κάνα δυο μήνες. Κάνε λοιπόν το κορόιδο κι άστους να λένε». «Πολύ καλά έκανες και δεν του τα έδωσες στο χέρι», είπε μετά από λίγη σκέψη η μάνα του. Ο Δημητράκης κατάλαβε ότι δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένη. Πολύ θα ήθελε να ήταν αυτή στη θέση του πατέρα, να του τα πει εκείνου του διευθυντή έξω απ’τα δόντια. «Ας μην είχε πεθάνει το μεγάλο τ’αφεντικό που μας βοηθούσε και μας στήριζε και θα του’λεγα εγώ αυτουνού του αλήτη», είπε στο τέλος. «Αλλά βλέπεις, τώρα που πέθανε ο Μαρωνίτης, χορεύουν αυτοί σα τα ποντίκια. Ευτυχώς που πριν πεθάνει σ’έκανε μάστορα στην επεξεργασία και παίρνεις λίγο μεροκάματο παραπάνω. Έχεις όμως ένα σωρό ευθύνες. Έτσι δεν είναι;» «Αυτά δεν έχουν τέλος», είπε ο πατέρας. «Τέλος πάντων. Τώρα π’ερχόμουνα συνάντησα το Δημητρό και είπε ότι θα πάρει την Τασία και θα έρθουν για λίγο. έχουμε καθόλου ρετσίνα;» Του Δημητράκη του κόπηκαν τα ύπατα. Καιρός είναι να τον στείλουν στη Βουργάρα για τουρσί και ρετσίνα. Καλύτερα να τον σκότωναν. «Τέλειωσα τα μαθήματά μου», είπε δειλά. «Μπορώ να πάω λίγο έξω;» «Έξω σκοτείνιασε βρε παιδί μου», πρόλαβε ο πατέρας του. «Άμα σε πάρει το μάτι του Δανιήλ, θα σε πάει αύριο πρωί πρωί στην κυρά Ευτέρπη». «Ούτε στη Βουργάρα για τουρσί και ρετσίνα μπορώ να πάω τότε», έκανε με λα χτάρα ο Δημητράκης. Η μάνα του γέλασε. «Όχι πουλί μου. Δε χρειάζεται να στεναχωριέσαι. Έχουμε και ρετσίνα και τουρ σί απ’το Σάββατο. Κάτσε αν θέλεις μέσα στο σαλόνι και παίξε με τις μπίλιες σου». Γύρισε στον πατέρα και άρχισε την γκρίνια.
213
«Μόνο για τη ρετσίνα ενδιαφέρεσαι χριστιανέ μου. Το ρετσινόσπιτο θα μας πουν σε λίγο. Άμα σε πούνε να ψωνίσεις κάτι την ώρα που έρχεσαι, κάνεις που δεν ακούς. Άμα σε ρωτάω τα πρωινά τι θα μαγειρέψουμε, όλο το ίδιο λες. Πα τάτες». «Καλά… καλά», απάντησε ο πατέρας. «Πάλι την γκρίνια άρχισες; Να σου πω τώρα και κάτι ευχάριστο να σταματήσεις το γκιρ γκιρ. Έμαθες ότι γύρισε ο Αριστείδης;» Ο Δημητράκης πετάχτηκε πρώτος επάνω. «Αλήθεια μπαμπά; Είναι τώρα στο μπακάλικο; Να πάω λίγο κρυφά κρυφά να τον δω;», είπε παρακλητικά. «Πάνε, αλλά προσοχή μη σε δει ο παιδονόμος. Άντε απ’την άκρη κι απ’τα σκο τεινά». Η καρδιά του χτυπούσε καθώς έβγαινε απ’το σπίτι και περπάτησε άκρη άκρη μες στο σκοτάδι για την κάτω γέφυρα, όπου ήταν και το μπακάλικο. Πολύ τον αγαπούσε και τον σεβόταν τον κυρ-Αριστείδη. Πάντα γελαστός και χαρούμενος του έλεγε ένα σωρό φιλοσοφίες που ο Δημητράκης ούτε που τις καταλάβαινε, αλλά του φαινόταν σπουδαία πράματα και του άρεσαν. Γι αυτό εξάλλου τον έλεγαν και φιλόσοφο. Ο Δημητράκης στεναχωριόταν και ντρεπόταν όταν καμιά φορά τον έστελνε η μάνα του να ψωνίσει μερικά ψιλοπράματα απ’το μπακάλικό του. Ο κυρ-Αριστείδης όμως δεν παραπονιόταν ποτέ και πάντα του φερνόταν ευγενικά. «Οι γονείς σου» του είπε μια μέρα που είχε πάει να αγοράσει ένα ζευγάρι αβγά, «έχουν τον κυρ-Δημητρό χωριανό και θέλουν να τον βοηθήσουν, που έχει και κείνος δυο ανύπαντρες κόρες που κακά τα ψέματα, δε βλέπονται. Όλοι παιδί μου έτσι κάνουν. Δεν είναι να παρεξηγείς κανέναν. Να πάρε παράδειγμα και μένα. Ψωνίζω για το μαγαζί νομίζεις απ’ όλες τις αποθήκες;» . Έφτασε στη γωνιά του ψιλικατζίδικου της κυρά Όλγας και κάθισε στο μικρό τσιμεντένιο πεζούλι με τα μάτια καρφωμένα μέσα στο μπακάλικο. Καταλάβαι νε ότι ο κυρ-Αριστείδης ήταν μέσα, αλλά ήταν μάλλον πίσ’ απ’ τον πάγκο του και δεν μπορούσε να τον δει. Σε μια στιγμή, θα είχαν περάσει περίπου τα πέντε λεπτά, είδε έναν πελάτη φαλακρό κι αδύνατο σα σκελετό, να βγαίνει απ’το μπα κάλικο και να στέκεται μπροστά στην πόρτα. «Ξου από κει» μουρμούρισε ο Δημητράκης, γιατί έτσι που στεκόταν αυτός εκεί σα το στειλιάρι, του έκρυβε και το υπόλοιπο μισό του μαγαζιού. «Φύγε από κει γρουσούζη», ξαναμουρμούρισε. «Το στειλιάρι έμενε ακίνητο στη θέση του και κοιτούσε πάνω κάτω τον έρημο δρόμο. Ο Δημητράκης βαρέθηκε. «Δεν πειράζει. Καλύτερα αύριο το πρωί», σκέφτηκε και γύρισε σπίτι. Ο Δημητρός με την Τασία είχαν έρθει όταν μπήκε στην κουζίνα. Τον αγκάλια σαν και τον φίλησαν όπως πάντα κι ο Δημητρός του δώσε ένα κομμάτι ζάχαρη. Και μόνο γι αυτό ο Δημητράκης τον αγαπούσε. Κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι τους, όλο και κάτι κρατούσε στο χέρι του. Πότε μια καραμέλα, πότε μια
214
μικρή σοκολάτα, πότε ένα κύβο ζάχαρη και καμιά φορά, αν ήταν στα πλούτη του όπως έλεγε, έφερνε και καμιά πάστα. «Είδες τον Αριστείδη;», ρώτησε τον πατέρα του. «Όχι» απάντησε εκείνος, «αλλά έμαθα ότι γύρισε απ’την εξορία. Πώς τον άφη σαν τόσο γρήγορα άραγε;» Ο Δημητρός σούφρωσε τα μούτρα του. «Υπέγραψε. Άμα υπογράψεις ότι καταδικάζεις τον κομμουνισμό, τι να σε κάνουν να σε κρατούν; Σε στέλνουν σπίτι σου και σε χρησιμοποιούν όπου σε χρειάζονται. Υπογραψίας δηλαδή», έκανε με σιχασιά. «Υπογραψίας», σκέφτηκε ο Δημητράκης. «Τι διάολο πράμα είναι κι αυτό;» Αυτοί οι μεγάλοι λένε όλο λέξεις που δεν τις καταλαβαίνει. Μια φορά ότι και να ναι, δεν είναι καλό πράμα. Σαν άσκημη βρισιά ακούγεται. Πρέπει να τη θυ μάται για να βρίσει κάποιον. «Άντε ρε υπογραψία», θα του πει και θα μείνουν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Μοιάζει με φοβερή βρισιά, ή παρατσούκλι τέλος πάντων έτσι που την είπε ο θείος Δημητρός. Έκανε και μερικές πρόβες με το μυαλό του. «Άντε από κει ρε βλάκα υπογρα ψία…. Ένας υπογραψίας και μισός είσαι ρε…. Ου να χαθείς από κει υπογρα ψία… Αυτό μάλλον το τελευταίο του φάνηκε το καλύτερο και χαμογέλασε. Αυτό πρέπει να το πει στον Μπούλη. Αυτός είναι που μοιάζει με τέτοιον. Ο Κώστας κοίταξε λοξά το Δημητρό. «Πρώτο και καλύτερο Δημητρό, ο Αριστείδης ούτε ήταν ούτε και είναι κομμου νιστής. Τι να υπογράψει δηλαδή. Ότι αποκηρύσσει εκείνο που δεν είναι; Και γιατί να μην το κάνει ευχαρίστως;» «Δε συμφωνώ μαζί σου Κώστα», τόνισε ο Δημητρός και τον κοίταξε στα μάτια. «Θα μας υποχρεώσουν να υπογράψουμε ότι θέλουν αυτοί; Εσύ θα το’κανες;» «Βεβαίως και αμέσως», είπε γελώντας ο πατέρας του. «Ούτε που θα προλάβουν να μου το ζητήσουν. Θ’αφήσω έρημη την οικογένεια και τα παιδιά για κάτι που δεν το πιστεύω; Αυτό για μένα είναι αδιανόητο. Τέλος πάντων. Εσύ τον είδες τον Αριστείδη; Πώς είναι; Είναι καλά;» «Άμα τον δεις θα καταλάβεις». «Τι έχει καλέ;», πετάχτηκε η μάνα του. «Τίποτα το σπουδαίο», είπε ειρωνικά ο Δημητρός. «Μόνο που αδυνάτισε καμιά εικοσαριά οκάδες και έγινε σα σκιάχτρο. Άσε που του πέσαν όλα τα μαλλιά». Ο Δημητράκης ταράχτηκε. «Θείο Δημητρό», φώναξε. «Τον είδα πριν από λίγο στην πόρτα του μαγαζιού του, αλλά δεν τον γνώρισα. Είδα έναν φαλακρό κι αδύνατο που δεν έμοιαζε τον κυρ-Αριστείδη. Είσαι σίγουρος θείο ότι είναι έτσι που είπες ο κυρ-Αριστείδης;» «Αυτός είχε τόσο πυκνά και σπαστά μαλλιά, που έφταναν για τρεις», είπε η Τα σία. «Ήταν και λίγο γεματούλης. Αφού μια φορά με έκανε ολόκληρη θεωρία». «Ο άνθρωπος, Τασία μου» είπε, «πρέπει να έχει πάντα καβάτζα τρεις με τέσσε ρις οκάδες, για μια γριπούλα που θα τον πιάσει ξαφνικά».
215
«Μέσα σε τόσο λίγο διάστημα, όπως λες Δημητρό» πετάχτηκε η μάνα του, «έχασε τόσες οκάδες; Για φαντάσου τι τράβηξε ο άνθρωπος. Του Χριστού τα πάθη θα τράβηξε». «Και καλά με τ’αδυνάτισμα. Με τα μαλλιά του τι έγινε;» ρώτησε ο πατέρας. Μπορεί να πέσουν τα μαλλιά τ’ανθρώπου σε μερικές βδομάδες; Εγώ που είμαι φαλακρός, ξέρω ότι με φεύγουν τα μαλλιά εδώ και δέκα χρόνια και παραπάνω. έτσι δεν είναι Μαρία;» «Έτσι είναι», είπε κείνη. «Εγώ νόμιζα μπαμπά ότι από πάντα ήσουνα φαλακρός. Είχες ποτέ μαλλιά;» ρώτησε ο Δημητράκης γελώντας. «Άντε ρε σαμιαμίδι που μας έγινες κολοκυθιά στράβωσες και την ουρά σου», είπε γελώντας ο πατέρας του. «Δεν ξέρω πως έπεσαν τα μαλλιά του Αριστείδη», συνέχισε ο Δημητρός. «Τον ρώτησα αλλά δε μ’απάντησε. Κούνησε μόνο πάνω κάτω το κεφάλι του». «Άμα είναι έτσι» είπε αστειευόμενος ο πατέρας, «τότε εγώ είμαι ότι πρέπει για την εξορία. Μαλλιά δεν έχω να χάσω ούτε τρίχα. Οι κυράδες από δω καλά είναι να πάνε κι αυτές για λίγο, να χάσουν καμιά δεκαπενταριά οκάδες που έχει πα ραπανίσιες η καθεμιά». «Ουφ… Κρυάδες», είπε η Τασία. «Όταν μας πήρατε δε μας ζυγίσατε. Δε μας πήρατε με την οκά. Με το κομμάτι μας πήρατε». Ο Δημητράκης κοιτούσε σαστισμένος γύρω του. Ούτε άκουγε πια τι λέγανε. Το δικό του το μυαλό είχε σταματήσει στα μαλλιά του κυρ-Αριστείδη. Ακούς εκεί να τον βλέπει από δέκα μέτρα απόσταση και να μη τον γνωρίζει; «Αδύνατον», σκέφτηκε. «Κάποιο λάθος γίνεται δω πέρα». «Είσαι σίγουρος θείο Δημητρό ότι αυτός που λες ήταν ο κυρ-Αριστείδης;» «Αφού σου λέω ότι μίλησα μαζί του. Τι μίλησα δηλαδή, εγώ μιλούσα κι αυτός μόνο με κοίταζε. Στο τέλος μόνο, την ώρα που έφευγα, με είπε ότι καλά θα κάνουμε όλοι να τον αφήσουμε ήσυχο, να κοιτάξει την οικογένειά του και τη δουλειά του. Εμείς τι σ’ενοχλήσαμε; τον ρώτησα. Δε θέλω κουβέντες και παρ τίδες με κανέναν, απάντησε. Τις κουβέντες τις πλήρωσα με το παραπάνω. Μου φαίνεται ότι σάλεψε και λιγάκι», συμπλήρωσε ο Δημητρός. Του Δημητράκη του έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση όλα τούτα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να γίνεται έτσι μέσα σε λίγες βδομάδες ένας άνθρωπος, που να μη τον γνωρίζουν. Εκείνο που τον έκανε περισσότερο εντύ πωση ήταν ότι ο κυρ-Αριστείδης είχε χάσει ολότελα τα μαλλιά του. Όλη τη νύ χτα έβλεπε εφιάλτες, πως τάχα τον παίρνανε χωροφύλακες και του τραβούσαν τα μαλλιά με τέτοια δύναμη, που μέναν τούφες τούφες στα χέρια τους. Το πρωί πετάχτηκε νωρίς νωρίς απ’το κρεβάτι του. «Ουφ…. Ας είναι καλά πού τους αναγκάζουν απ’το σχολείο να κουρεύουνται σίρριζα σα τα γίδια». «Πώς έτσι πρωινός»; τον ρώτησε η μάνα του. «Τις άλλες μέρες τρομάζω να σε σηκώσω απ’το κρεβάτι. Τι τρέχει; Στο μεροκάματο θα πας;»
216
«Θέλω να δω από κοντά τον κυρ-Αριστείδη», είπε και κοίταξε απ’το παράθυρο. «Είναι αλήθεια ότι ήταν αυτός καλέ μαμά όπως μας το είπε ο θείος Δημητρός; Εγώ μα την αλήθεια τον είδα και δεν τον γνώρισα καθόλου. Ήταν όμως σκοτει νά και μπορεί να μην έβλεπα και τόσο καλά. Τώρα που θα πηγαίνω σχολείο, θα περάσω μπροστά απ’το μπακάλικο και θα τον δω». Σκέφτηκε λίγο και μετά ρώτησε τη μάνα του παρακαλετά. «Μήπως χρειάζεσαι τίποτα να ψωνίσεις μαμά; Κανένα αβγό ή κάνα λεμόνι;» «Όχι. Δε χρειάζομαι τίποτα απολύτως», είπε απότομα η μάνα του. «Να τ’αφήσεις αυτά και να πας κατευθείαν στο σχολείο σου. Δε φτάνει που ο άν θρωπος τράβηξε του Χριστού τα πάθη, θα γίνει τώρα και θέαμα. Κάτσε στ’αβγά σου και μη χώνεις τη μύτη σου εκεί που δε σε σπέρνουν». Ας λέει ότι θέλει η μάνα του. Αυτός ήταν αποφασισμένος να δει σήμερα το πρωί τον κυρ-Αριστείδη, ο κόσμος να χαλάσει. Έτσι κι αλλιώς ο δρόμος για το σχολείο του ήταν μπροστά απ’το μπακάλικο. Τόσα χρόνια απ’αυτόν το δρόμο πήγαινε σχολείο και δεν είχε κανένα λόγο ν’αλλάξει σήμερα. Όχι μόνο θα περ νούσε μπροστά απ’το μπακάλικο, αλλά μόλις τον έβλεπε θα τον χαιρετούσε και θα προσπαθούσε να του μιλήσει κιόλας. Άρπαξε την τσάντα του και βγήκε στο δρόμο. Πριν απ’τη γέφυρα, σταμάτησε να δέσει τάχα το κορδόνι του και κρυ φοκοίταξε προς το μπακάλικο. Είδε ν’ανακατώνει με τη σέσουλα το σακί με τα φασόλια, ο ίδιος φαλακρός κι αδύνατος άνθρωπος, που είδε αποβραδίς μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού. Πλησίασε διστακτικά και ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. «Εσείς είστε κυρ-Αριστείδη»; Εκείνος, έτσι όπως ήταν σκυμμένος πάνω απ’το τσουβάλι, γύρισε το κεφάλι του, τον κοίταξε λοξά και του χαμογέλασε μ’ένα πικρό και θλιμμένο χαμόγελο. «Δε με γνώρισες Δημητράκη», είπε με την μπάσα και βραχνή του φωνή. Ο Δημητράκης ήταν τελείως σίγουρος τώρα. Η φωνή του κυρ-Αριστείδη ήταν το μόνο που δεν είχε αλλάξει. Ο Αριστείδης συνέχισε. «Εδώ αγόρι μου δε με γνώρισε η γυναίκα μου και η κόρη μου. Πώς είναι δυνα τόν να με γνωρίσεις εσύ;» Ξαφνικά θυμήθηκε τον παλιό χωρατατζίδικο τρόπο του και με την κίνηση που συνήθιζε να κάνει με το χέρι, του είπε. «Η γυναίκα μου μ’έβαλε σε εξετάσεις. Δεν είσαι συ ο Αριστείδης μου», είπε. «Άλλον μας έστειλαν πίσω. Για πες με πώς λέγαμε το σκύλο μας που ψόφησε πριν από τρία χρόνια; Πώς έλεγαν τον πατέρα μου και τη μάνα μου; Από ποιο χωριό είναι η κυρά Όλγα;» Μετά κοίταξε τον Δημητράκη λίγο πονηρά και είπε αναστενάζοντας. «Χωρατεύω παιδί μου. Είναι δυνατόν να μη με γνωρίσει η Δέσποινα, που είμα στε παντρεμένοι είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια. Και το κεφάλι να με κόβανε, αυτή θα με γνώριζε απ’την ανάσα μου. Άντε στο καλό τώρα και καλό σχολείο. Πώς πάνε τα μαθήματα;»
217
«Καλά. Πολύ καλά», απάντησε ο Δημητράκης και τον κοιτούσε ακόμα δύσπι στα από πάνω ως κάτω. «Είσαι πάντα ο καλύτερος μαθητής;» «Είμαι, κυρ-Αριστείδη». Κοίταξε προς το σχολείο και είδε ότι το κουδούνι δεν είχε χτυπήσει ακόμα. «Να ρωτήσω κάτι κυρ-Αριστείδη;». «Μια ερώτηση θα κάνεις και μετά κατ’ ευθείαν στο σχολείο. Άμα χτυπήσει το κουδούνι και δεν είσαι στην προσευχή, ξέρεις τι θα γίνει με την κυρία Ευτέρπη. Θα σου μαυρίσει τα πόδια και τα χέρια. Άντε. Ρώτα λοιπόν». «Πώς έπεσαν έτσι όλα τα μαλλιά σου, κυρ-Αριστείδη. Όλα τα καταλαβαίνω, αυτό όμως μ’έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση». «Αυτή είναι ολόκληρη ιστορία και δεν είναι για παιδιά. Εδώ που τα λέμε ούτε για τους μεγάλους είναι. Άντε τώρα στο σχολείο σου και κοιτάξτε όλοι σας να μάθτε γράμματα, μπας και γλιτώσει ο τόπος απ’τους αμόρφωτους που την κυ βερνάνε. Άντε στο καλό τώρα. Όσα είπα μαζί σου, δεν τα είπα από προχτές το βράδυ που γύρισα». Το κουδούνι ακούστηκε κι ο Δημητράκης έτρεξε να προλάβει την προσευχή. Μπήκε βιαστικά στη σειρά του, ακριβώς τη στιγμή που έβγαινε η κυρά Ευτέρ πη στο πλατύσκαλο κι έριχνε άγρια τη ματιά της ένα γύρο. «Προσοχή», διέταξε ο Βεργίδης. «Ημιανάπαυση», ξανάδωσε εντολή. «Προσο χή. Ποιος έχει σειρά για προσευχή να βγει αμέσως επάνω. Τι περιμέντε βρε τενεκέδες. Οποίος είναι η μέρα του να πει την προσευχή, το ξέρει και ανεβαίνει στη σκάλα πριν ακόμα βγουν οι δάσκαλοι. Αν εκείνος είναι άρρωστος και λεί πει, τότε έχει σειρά ο επόμενος και ούτω καθ’ εξής. Ποιος είναι για σήμερα;» Κανείς δεν κουνήθηκε. Το λόγο πήρε αγριεμένη η κυρά Ευτέρπη. «Αν νομίζετε ότι θα βραδιαστούμε δω πέρα, είστε γελασμένοι. Ποιος είπε προ σευχή χτες;» Ο Λάμπρος ο βούτας σήκωσε φοβισμένος το χέρι του. «Εγώ την είπα κυρία», είπε ξεψυχισμένα απ’το φόβο του. Η κυρία Ευτέρπη κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Επομένως» είπε με μια υποψία στη φωνή της, «σήμερα είναι η σειρά του Κα ραβιά. Γιατί παιδί μου δεν είσαι εδώ πάνω για να πεις την προσευχή;» «Δε θέλω να πω προσευχή», είπε αποφασιστικά ο Καραβιάς. «Αφού με βγάλατε από παραστάτη χωρίς λόγο, τότε να με βγάλετε κι από την προσευχή». Η κυρία Ευτέρπη για πρώτη φορά δεν έβαλε τις φωνές και δεν απείλησε όπως έκανε πάντα σ’όσους, καθώς η ίδια έλεγε, αυθαδίαζαν. «Το να αρνείσαι να κάνεις κάτι που σε διατάζουν οι δάσκαλοι σου όταν είσαι μαθητής» έλεγε, «εί ναι αναίδεια και αυθάδεια και τιμωρείται πολύ αυστηρά». «Ο επόμενος να’ρθει πάνω για την προσευχή», είπε μόνο. Όταν ο Δημητράκης πήγαινε στην τάξη του πήρε το μάτι του τον Μπούλη, που έπινε νερό στις βρύσες. Πήγε δίπλα του και καμώθηκε πως έπινε κι αυτός. «Ου…, να χαθείς από κει υπογραψία», είπε ξαφνικά στον Μπούλη.
218
«Τι;», ρώτησε εκείνος σαστισμένος. «Υπογραψία», ξανάπε με σιχασιά ο Δημητράκης. Ο Μπούλης τον κοίταξε ξαφνιασμένος κι έβαλε τα κλάματα. Ο Βεργίδης π’ανέβαινε κείνη την ώρα τις σκάλες για το γραφείο, τους είδε και ξανακατέβηκε. «Τι μαλώντε σεις οι δυο εδώ πέρα;», ρώτησε αυστηρά. «Εσύ ρε μαμμόθρεφτε, γιατί κλαις;» «Με έβρισε κύριε. Χωρίς να τον κάνω τίποτα και χωρίς να του πω ούτε το πα ραμικρό. Ήρθε εδώ που έπινα νερό και μ’έβρισε». «Τι βρισιά σε είπε;» ρώτησε ο Βεργίδης και κοίταξε άγρια τον Δημητράκη. «Μια πολύ μεγάλη βρισιά», απάντησε ο Μπούλης και σκούπισε τα μάτια του. Ο Βεργίδης άρπαξε τον Δημητράκη απ’ τ’αυτί και τον τράβηξε προς τη σκάλα. «Για πάμε στο γραφείο να δούμε πώς βρίζεις εσύ», είπε. «Έλα και συ χοντρέ μαζί μου». Τον κρατούσε ακόμα απ’ τ’αυτί όταν στάθηκε μπροστά στο γραφείο της διευ θύντριας. Εκείνη έβγαλε τα γυαλιά της, ανασήκωσε τα φρύδια της και τους κοί ταξε με τη σειρά. Πρώτα τον Μπούλη και μετά το Δημητράκη, που ήταν έτοι μος να κατουρηθεί επάνω του. Το ήξερε πολύ καλά αυτό το βλέμμα κι αυτό το ύφος της κυρίας Ευτέρπης. «Τι έκαναν πάλι αυτοί οι δυο;» ρώτησε το Βεργίδη. «Αυτός» είπε κείνος κι έδειξε τον Δημητράκη, «έβρισε αυτόν», κι έδειξε τον Μπούλη. «Τους πήρα χαμπάρι που μαλώναν στις βρύσες και τους έφερα εδώ». «Εγώ δε μάλωσα καθόλου κυρία», άρχισε πάλι τα κλάματα ο Μπούλης. «Εγώ έπινα νερό και ήρθε αυτός και χωρίς να τον κάνω τίποτα, άρχισε να με βρίζει με τα χειρότερα λόγια». Όλοι οι δάσκαλοι που ήταν στο γραφείο πλησίασαν ν’ακούσουν. «Και τι σου είπε όταν σ’έβρισε παιδί μου;» ρώτησε στοργικά η κυρία Ευτέρπη. «Με είπε μια πολύ μεγάλη βρισιά κυρία». «Ναι βρε παιδί μου. Κατάλαβα ότι σου είπε μεγάλη βρισιά, αλλά θέλω να μάθω τι ακριβώς σου είπε». Μετά γύρισε στο Δημητράκη. «Εσένα θα σε τακτοποιήσω. Σου χρωστάω ένα γερό ξύλο μετά μουσικής. Τε λευταία πολύ το έχεις ρίξει στις αλητείες. Νομίζεις ότι δε σε βλέπω και σένα και τους άλλους συμμορίτες απ’το σπίτι μου; Να ακούσουμε τώρα με τι λόγια τον έβρισες και πού τα έμαθες αυτά». Ο Δημητράκης δε μιλούσε. Τι τις ήθελε τις φασαρίες πρωί πρωί; Είδε τον Μπούλη να κρυφογελάει. Είχε πάρει θάρρος το κωλόπαιδο, απ’τα λόγια και τις απειλές της διευθύντριας. Του ήρθε να του ξαναπετάξει στα μούτρα τη φοβερή βρισιά. «Μίλα βρε παιδί μου», επέμενε η διευθύντρια. «Κοντεύουμε να φάμε τη μισή πρώτη ώρα. Πες μας τώρα αμέσως τι τον είπες. Και πρώτα απ’όλα, γιατί τον έβρισες στα καλά καθούμενα». «Γιατί είναι αχώνευτος και γιατί πήρε και τη σημαία που δεν τη δικαιούται».
219
Η διευθύντρια αγρίεψε ακόμα πιο πολύ. Σηκώθηκε απ’τη θέση της, έφερε γύρα το γραφείο της κι άρπαξε το Δημητράκη απ’ τ’αυτί. Του το’στριψε με τέτοια δύναμη που οι φωνές του ακούστηκαν μέχρι απέναντι στο γαλατάδικο. Έτσι που του’στριψε τ’αυτί με δύναμη, τον ανάγκασε να σηκωθεί στις μύτες των πο διών του και να φέρει μισή στροφή. Είδε απ’ τ’ανοιχτό παράθυρο τις δυο δίδυ μες κόρες του γαλατά, να δείχνουν προς το μέρος του και να χαχανίζουν. «Αι στο διάολο και σεις», μουρμούρισε. «Το αν πήρε ή όχι τη σημαία», έβαλε τα μούτρα της μπροστά στα δικά του η διευθύντρια, «δεν είναι δικός σου λογαριασμός. Όσο για το αν είναι αχώνευτος ή όχι δε μας ενδιαφέρει. Εμάς εδώ σα δασκάλους, μας ενδιαφέρει να είστε σώφρονες και να μη βρίζετε. Κατάλαβες; Πες μας τώρα τι ακριβώς του είπες, γιατί όχι μόνο θα φας της χρονιάς σου, αλλά θα ειδοποιήσω και τη μητέρα σου να σε περιποιηθεί κι αυτή με τη σειρά της. Άντε λέγε και βραδιάσαμε». Ο Δημητράκης συγκέντρωσε όσο θάρρος του είχε απομείνει και είπε δυνατά και με στόμφο. «Τον είπα υπογραψία». «Τι τον είπες;», έκανε απορημένη η κυρία Ευτέρπη. «Υπογραψία τον είπα», έκανε δισταχτικά τώρα ο Δημητράκης. Οι δάσκαλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι έβαλαν αμέσως τα γέλια. Η κυρία Ευ τέρπη δεν μπόρεσε να κρατηθεί και χαμογέλασε. «Έτσι σου είπε;», ρώτησε τον Μπούλη που δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα. «Ναι κυρία», απάντησε με μανία. «Αυτός εδώ ήρθε και με είπε έτσι ακριβώς». «Για πέστο και συ ν’ακούσω», άρχισε να το διασκεδάζει η διευθύντρια. «Δεν ξέρω να το πω κυρία. Μια φορά πάντως, είναι πολύ σοβαρή βρισιά. Αυτός είναι μέλος της συμμορίας κι αυτοί όλοι βρίζουν απ’το πρωί ίσαμε το βράδυ. Εγώ μια φορά τέτοια βρισιά πρώτη φορά την ακούω και ούτε ξέρω κυρία τι θα πει...» «Τον κακό σου τον καιρό και τον ανάποδο σημαίνει. Παλιοβλάκα. Άντε τσακι στείτε από μπροστά μου και συ κι αυτός. Η μάλλον φύγε συ», είπε στον Μπού λη. «Εσύ μείνε δω να σε ρωτήσω κάτι ακόμα», είπε στο Δημητράκη. «Δε μου λες», είπε μόλις σιγουρεύτηκε ότι η πόρτα έκλεισε πίσω απ’τον Μπού λη, «πού την άκουσες αυτή τη λέξη;» «Από έναν θείο μου», απάντησε χωρίς ακόμα να είναι σίγουρος ότι δεν ήταν πρόστυχη λέξη. «Την είπε κυρία μ’έναν τρόπο σα να έφτυνε κάποιον. Εγώ δεν ξέρω πώς με ήρθε και χωρίς να καταλαβαίνω τι θα πει αυτή η λέξη, κατάλαβα ότι ταιριάζει στον Μπούλη». Η κυρία Ευτέρπη χαμογέλασε. «Ταιριάζει…. Άντε πήγαινε στην τάξη σου και άλλη φορά να μη λες λέξεις που δεν ξέρεις τη σημασία τους». Το κουδούνι είχε χτυπήσει για διάλειμμα και βρήκε όλη τη συμμορία να τον πε ριμένει στο διάδρομο, μπροστά στις σκάλες. Είχαν κιόλας μάθει ότι ο Δημη τράκης είχε βρίσει άσχημα τον Μπούλη, αλλά δεν ήξεραν τι βρισιά είχε πει σε κείνον το βλάκα τον γιουβαρλάκια, όπως τον έλεγε ο αρχηγός. Ο Αράπης μάλι
220
στα είχε πει ότι ο Δημητράκης τον είχε χτυπήσει κιόλας έτσι όπως ήταν σκυμ μένος στη βρύση και τον είχαν πάρει τα σορόπια. Όταν είδαν τον Μπούλη να βγαίνει απ’το γραφείο χωρίς αίματα, έπεσαν πάνω στον Αράπη. «Πού είναι ρε βλάκα τα αίματα που μας έλεγες;», τον άρπαξε απ’το γιακά ο Μύξας. «Έτσι που μας τα είπες, νόμιζα ότι θα του είχε φύγει και κάνα δόντι». «Αι στο διάολο παραμυθά», συμπλήρωσε ο Κεφάλας. Κείνη την ώρα βγήκε ο Δημητράκης απ’το γραφείο και στάθηκε κορδωμένος και περήφανος μπροστά στην πόρτα. Τους κοίταξε όλους που ήταν στημένοι κάτω και χαμογέλασε. «Όχι που θα μας κάνει τώρα και ο Μπούλης τον κόκορα», είπε. «Έλα κάτω ρε κοίμηση να μας τα πεις πριν χτυπήσει το κουδούνι, που με στάθηκες εκεί σα να περιμένεις και χειροκρότημα», βρυχήθηκε ο αρχηγός. «Έλα κάτω να μας τα πεις. Και πρώτα πρώτα τον κοπάνησες καμιά γερή;» «Δεν πρόλαβα», είπε ο Δημητράκης κατεβαίνοντας τις σκάλες κι αμέσως με τάνιωσε που δεν έβαλε και λίγη σάλτσα. «Μας πρόλαβε ο κύριος Βεργίδης την ώρα που τον είχα έτοιμο να του σπάσω τα μούτρα». Μαζεύτηκαν γύρω του κι άρχισαν να τον ρωτάνε όλοι μαζί, για το πώς και τι έγινε. «Σκάστε», είπε απότομα ο αρχηγός. «Θα τον ρωτάω εγώ, για να προλάβει να μας τα πει όλα». Μετά γύρισε στο Δημητράκη. «Τον έβρισες τουλάχιστο καλά, ή τον είπες μόνο τίποτα βλάκα; Τι τον είπες;» «Δε θυμάμαι», έκανε τον κουτό. «Τι δε θυμάμαι λες ρε βλάκα; Πες μας τώρα τι τον είπες, πριν να χτυπήσει το κουδούνι… Έλα», αγρίεψε ξαφνικά. «Εγώ δεν είμαι ο αρχηγός; Σε διατάζω να μας πεις». «Τον είπα υπογραψία». Βουβαμάρα έπεσε στη συμμορία. Ο Αράπης έκανε να βάλει τα γέλια, αλλά επειδή δεν καταλάβαινε τι πα να πει αυτό το επιγραψίας, κοίταξε τους άλλους ερωτηματικά. «Πώς ρε το είπες αυτό το πώς το είπες;» «Υπογραψίας», ξανάπε δειλά ο Δημητράκης. «Και τι θα πει αυτό ρε; Έτσι βρίζουν κάτι ρεμάλια σαν αυτόν τον Μπούλη; Τι θα πει αυτή η βρισιά;» «Δεν ξέρω», είπε ο Δημητράκης. «Ούτε η κυρία Ευτέρπη μ’εξήγησε τι θα πει. Εκείνο που ξέρω εγώ, είναι ότι είναι κάτι πολύ άσχημο. Όποιος είναι τέτοιος, γίνεται πετσί και κόκαλο και του πέφτουν όλα τα μαλλιά». Χτύπησε το κουδούνι κι έφυγαν όλοι προβληματισμένοι για τις τάξεις τους.
2 Ο Αριστείδης ξεκλείδωσε κι άνοιξε την πόρτα του μπακάλικου. «Σήκωσε συ τα κεπέγκια κι εγώ θα βγάλω έξω τα πράματα», είπε στη γυναίκα του. «Άναψε μετά και το μαγκάλι, γιατί ο καιρός έσφιξε λίγο και παγώνουν τα πόδια μου όπως στέκομαι όλη μέρα πίσ’ απ’ τον πάγκο. Κάνε κι έναν καφέ, τι
221
καφέ δηλαδή το ρεβίθι θέλω να πω. Δεν καταλαβαίνω γιατί ακόμα το καβουρ ντισμένο ρεβίθι το λέμε καφέ». «Εμείς μια φορά για καφέ το πίνουμε», είπε και χαμογέλασε η Δέσποινα. Καλη μέρα Όλγα», φώναξε προς τα ψιλικατζίδικο απέναντι. «Καλημέρα», απάντησε εκείνη ανοίγοντας λίγο το παραθυράκι του μαγαζιού της. «Εμείς Αριστείδη δεν ειδωθήκαμε καθόλου από προχτές που γύρισες. Κόπιασε κι απ’το φτωχικό μας να μας τα πεις». «Μια άλλη ώρα Όλγα. Τώρα πρέπει να στρώσω το μαγαζί». Κουβάλησε έξω τα τελάρα με τα ζαρζαβατικά και τα τακτοποίησε το καθένα στη θέση του. Έβγαλε και το καλάθι με τ’αβγά και το κρέμασε στο τσιγκέλι, δί πλα στην πόρτα. «Άντε ρε γυναίκα πάρε λίγο φρέσκο ψωμί απ’τον Θάνο να φάμε. Όσο έχουμε το μπακάλικο έχουμε απ’όλα. Και βούτυρο και τυρί κι όλα τ’αγαθά. Μόνο που δεν ξέρουμε έτσι που πάν τα πράματα, πόσο καιρό θα το έχουμε το ρημάδι, που δεν πατάει ψυχή πια». «Εγώ φταίω γι αυτό», είπε στεναχωρημένη η Δέσποινα. «Όλον αυτό τον καιρό που έλειπες, δεν μπορούσα να τα φέρω καλά βόλτα». Ο Αριστείδης χαμογέλασε με το καινούριο του πικρό χαμόγελο. «Δε φταις καθόλου εσύ γυναίκα. Ο κακός μας κι ο ανάποδος καιρός φταίει. Μήπως, φταις εσύ που μόλις με στείλανε εξορία, χάθηκαν όλοι απ’το μαγαζί λες και ήμασταν ψωριάρηδες;» «Δυστυχώς έτσι είναι ο κόσμος Αριστείδη μου. Ας είναι καλά ο Δημητρός, που όχι μόνο δε σταμάτησε να ψωνίζει απ’το μαγαζί μας, αλλά έλεγε και σ’όλους να έρχονται σε μας γιατί λέει τώρα έχουμε ανάγκη από συμπαράσταση. Ας εί ναι καλά ο άνθρωπος». Ο Αριστείδης άφησε κάτω το τελάρο με τις μελιτζάνες, έπιασε με τα δυο του χέρια τη μέση του και σήκωσε σιγά σιγά το κορμί του όρθιο, «Με σφάζει η μέση μου», είπε. «Εκεί κοιμόμασταν πάνω στα χώματα και στις υγρασίες. Είναι δυνατόν να μη πλευριτώσει κανείς; Πάντως να είσαι σίγουρη γυναίκα ότι τώρα που γύρισα, θα χάσουμε και τον Δημητρό από πελάτη». Η Δέσποινα τον κοίταξε με απορία. «Είσαι με τα καλά σου χριστιανέ; Ο Δημητρός μας στάθηκε όλον αυτό τον και ρό. Τα καλύτερα λόγια έλεγε για σένα. Ήρωα σε ανέβαζε, ήρωα σε κατέβαζε. Δεν το περίμενα ποτέ απ’τον Αριστείδη να’ναι τόσο δυνατός, έλεγε μια μέρα. Ρώτα και την Όλγα που ήταν μπροστά. Λιοντάρι έκρυβε μέσα του ο Αριστεί δης, είπε. Με μια υπογραφή μπορούσε να μείνει στο σπίτι του και στη δουλειά του, αλλά αυτός προτίμησε να κρατήσει την περηφάνια του. Εμένα Αριστείδη μου, η αλήθεια να λέγεται, δε μ’άρεσε όλο αυτό το πείσμα σου αλλά εσύ ξέρεις καλύτερα. Τι είναι στο κάτω κάτω μια υπογραφή;» «Τίποτα δεν είναι», απάντησε ο Αριστείδης και κούνησε το κεφάλι του. «Τίπο τα και όμως όλα. Τέλος πάντων. Σου έλεγα ότι θα χάσουμε τώρα και τον Δημη τρό από πελάτη, γιατί αυτός είναι, όπως τον ξέρεις τόσα χρόνια, πεισματάρης και πιστεύει ότι κανένας που λέει και είναι δημοκράτης, δεν πρέπει να υπο-
222
γράψει. Θυμάμαι που τα λέγαμε ένα βραδάκι πριν με πιάσουν. Τώρα σε βάζουν να υπογράψεις ότι αποκηρύσσεις το ένα και τ’άλλο Αριστείδη μου και αύριο, μεθαύριο, θα σε βάλουν να υπογράψεις ότι είσαι μ’αυτούς τους δοσίλογους και τους Βουργαρογραμμένους. Πήγαινε τώρα να πάρεις ένα ζεστό ψωμί να φάμε με βούτυρο που τ’αποθύμησα όσο τίποτ’άλλο και τα λέμε μετά. Πες τον Θάνο ότι όταν τελειώσει το ξεφούρνισμα, να έρθει να τα πούμε λίγο. Αυτόν τον πεθύ μησα πιο πολύ απ’όλους, παρά το ότι δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά. Από μα κριά βλέπεις γυναίκα τους ανθρώπους αλλιώς». «Κατά φωνή» είπε η Δέσποινα χαρούμενη, που είδε τον φούρναρη να μπαίνει στο μαγαζί. «Ότι σε μνημονεύαμε Θάνο». «Ελπίζω για καλό», είπε κείνος και τους κοίταξε με τον γνωστό του ερευνητικό τρόπο. «Και τι λέγατε για μένα για να χουμε καλό ρώτημα;» «Έλεγα» απάντησε ο Αριστείδης, «ότι τους ανθρώπους τους εκτιμάς μόνο άμα είσαι μακριά τους». «Μόλις ξεφούρνισα και ήρθα να με πεις τα νέα σου Αριστείδη. Από προχτές που ήρθες δεν προκάναμε να τα πούμε. Σ’έβλεπα κι έτσι σκεφτικό και είπα άσε να περάσουν μερικές μέρες, να συνεφέρει ο άνθρωπος και μετά τα λέμε. Πρέπει να πέρασες πολύ δύσκολες ώρες για να γίνεις έτσι σαν Άγιος Φανούριος». «Δε θέλω ούτε να τα θυμάμαι Θάνο. Ούτε στον εχτρό σου τέτοια βάσανα. Στο τέλος δεν άντεξα άλλο και υπόγραψα να γλιτώσω». «Πολύ καλά έκανες», είπε ο φούρναρης και τον έπιασε απ’το μπράτσο. «Αυτό αν θέλεις τη γνώμη μου, έπρεπε να το κάνεις απ’την πρώτη στιγμή και να γλί τωνες όλα αυτά που πέρασες. Και πρέπει να ήταν πολλά και φοβερά, αφού ρε Αριστείδη μέσα σε λίγες βδομάδες έχασες όλα σου τα μαλλιά». «Τα μαλλιά μου τα’χασα όχι σε βδομάδες, αλλά μέσα σε μια νύχτα», είπε με στόμφο ο Αριστείδης. Άμα σου πω πώς έγινε δε θα το πιστέψεις. Και μένα ακόμα με μοιάζει απίστευτο». «Σε μια βραδιά είπες», έκανε απορημένος ο Θάνος. «Πώς είναι δυνατόν ρε Αρι στείδη; Ούτε το είδα ούτε το άκουσα ποτέ κάτι τέτοιο». «Θυμάσαι τη μέρα που ήρθαν εκείνοι οι δυο ασφαλίτες και με πήραν; Ε, λοιπόν στην αρχή το κατάλαβες σίγουρα και συ, έτρεμα απ’το φόβο μου και κοίταγα από πού να πιαστώ, να μην πάω στην ασφάλεια. Παρακαλούσα ν’άνοιγε η γη να με καταπιεί, παρά να πάω μαζί τους. Και δεν ήταν μόνο ο φόβος, αλλά ντρε πόμουνα κιόλας τον κόσμο που είχε μαζευτεί κι έκανε χάζι. Μου φαινόταν σα να ήμουν εγκληματίας κι ήρθαν και με πιάσανε. Εκείνος ο αλήτης, ο ρουφιάνος, ο ταξιτζής, σκατά στην ψυχή του, μου το είχε τάξει ότι θα μ’έστελνε στην εξο ρία. Είδες όμως τι είναι Θάνο μου η θεία δίκη, που λέμε; Εγώ, παρά τα χάλια που κατάντησα είμαι ζωντανός, ενώ εκείνος είναι δυο μέτρα κάτ’ απ’ το χώμα. Τέλος πάντων. Στο δρόμο όπως πηγαίναμε για την ασφάλεια, ξεθάρρεψα κι άρ χισα να τα λέω χύμα και τσουβαλάτα. Τι μας τα λες εμάς κύριε, έλεγαν τα δυο παιδιά που με είχαν πάρει. Τώρα που θα πάμε στην ασφάλεια, πες τα στον διοι κητή να πιάσουν και τόπο.
223
Όταν φτάσαμε στο τμήμα και με πήγαν στον διοικητή, δεν κρατιόμουνα. Σα δεν ντρέπεστε του είπα να πιάντε ανθρώπους νοικοκυραίους που δεν κάναν το πα ραμικρό, επειδή το θέλουν κάποιοι ανυπόληπτοι ρουφιάνοι. Και με ποια κατη γορία με πιάσατε να με πάτε στα δικαστήρια; Με καμιά, μ’απάντησε. Δε χρειάζεται να σε πάμε σε δικαστήριο. Μπορούμε έτσι πως είσαι, να σε τσουβαλιάσουμε και να σε στείλουμε σ’ένα ξερονήσι για διακοπές. Για να μην έχεις όμως τέτοια τραβήγματα, θα μας υπογράψεις μια δήλωση κατά του κομμουνι σμού και θα πας στο σπίτι σου και στη δουλειά σου. Φυσικά θα κλείσεις και το βρομόστομά σου, που απ’ότι ξέρουμε το ανοίγεις μόνο για να κάνεις κριτική στην εθνική κυβέρνηση. Τι να σου πω, Θάνο μου. Αιστάνθηκα σα να με βάλανε κάτω να με γαμήσουν. Ένιωσα τόσο ξευτελισμένος, που αν η ξεφτίλα ήταν αι τία θανάτου, εγώ θα πέθαινα εκεί επί τόπου. Πεισμάτωσα λοιπόν τόσο πολύ, που άνοιξα το στόμα με και δεν ήξερα κι εγώ τι έλεγα. Του είπα και για την εθνική τους κυβέρνηση που κυβερνάει με τους δοσίλογους και τους χαφιέδες, του είπα και για τον βασιλιά τους που κακοχρόνο να χει, του είπα και χίλια δυο για τον ίδιο και τα τσιράκια του. Στο τέλος ήμουνα εκτός εαυτού. Ίσως και να τρελάθηκα προς στιγμήν. Ζήτω ο Βενιζέλος, φώναξα καμιά δεκαριά φορές, ώσπου μ’άρπαξαν και με κλείδωσαν σ’ένα θεοσκότεινο, μουχλιασμένο κελί. Δεν είχε μέσα κει, ούτε μια καρέκλα να κάτσεις, ούτε κρεβάτι να ξαπλώσεις. Κάθισα στο χωματένιο πάτωμα σε μια γωνιά και με μιας συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Ένιωσα, να και τώρα που στα λέω το ίδιο σχεδόν αιστάνομαι, μια ανατριχίλα απ’τα δάχτυλα του ποδιού μου ν’ανεβαίνει σιγά σιγά σ’όλο μου το κορμί, μέχρι την κορυφή του κεφαλιού μου και κατάλαβα όλες τις τρίχες μου να σηκώνονται όρθιες σαν του σκαντζόχοιρου. Πέρασα το χέρι πάνω στο κε φάλι μου και κατάλαβα ότι όλα μου τα μαλλιά είχαν μείνει στο χέρι. Μετά φαί νεται ότι με πήρε ο ύπνος εκεί πεσμένος πως ήμουν πάνω στο πάτωμα σα το ζώο. Όταν το πρωί άνοιξαν την πόρτα, δεν πίστευαν και οι ίδιοι οι ασφαλίτες σ’αυτό π έβλεπαν. Ακούς Θάνο μου; Ακούω να λες». «Για δες τι παθαίνει ο άνθρωπος στα καλά του καθουμένου», έκανε ο Θάνος. «Απίστευτα πράματα μα τω Θεώ». «Ένας γιατρός» συνέχισε ο Αριστείδης, «που γνώρισα στην εξορία, μου έλεγε ότι μπορεί να πέσουν σε μια στιγμή όλα τα μαλλιά του ανθρώπου, από ένα ισχυρό σοκ όπως το είπε. Όσο Θάνο μου καταλαβαίνεις εσύ άλλο τόσο καταλα βαίνω κι εγώ».
3 Η Γαρουφαλίτσα ξεπροβόδισε τη μάνα της. Ας είναι καλά η γυναίκα που παρά την ηλικία της, ερχόταν κάθε μέρα να τη μαγειρέψει και να τη βοηθήσει στο συγύρισμα του σπιτιού. Είχε καταφέρει και την παλιά τους πλύστρα, την Πανα γιώτα, να την πείσει να έρχεται μία φορά κάθε δέκα μέρες κι έτσι δεν της έμενε σχεδόν τίποτα να κάνει όλη μέρα, εξόν από το να στρώνει τα μεσημέρια και τα βράδια το τραπέζι και να πλένει τα λιγοστά πιάτα. Η ίδια τον τελευταίο καιρό δεν καθόταν στο τραπέζι με τον άντρα της.
224
«Δε θα φας πάλι;» ρωτούσε εκείνος. «Όχι Αντώνη μου. Δεν πεινάω σήμερα». «Το ίδιο λες κάθε μέρα Γαρουφαλιά. Έχεις αδυνατίσει παρά πολύ και φοβάμαι μην πάθεις και κανένα άλλο κακό. Το φαγητό είναι απαραίτητο για την υγεία τ’ανθρώπου». Μόλις έφυγε η μάνα της πήγε και κάθισε στη γνωστή της θέση στο ντιβάνι δί πλα στο παράθυρο και κοίταξε προς το σπίτι της Νίτσας. Έριξε μια ματιά στο ρολόι στον τοίχο. «Κοντεύει δέκα κι ακόμα δε φάνηκε η Νίτσα», μουρμούρισε. «Λες να κοιμάται ακόμα;» Κοίταξε στο δρόμο στις δυο γέφυρες, το ψιλικατζίδικο και το μπακάλικο. Η Νί τσα δε φαινόταν πουθενά. «Μάλλον κοιμάται ακόμα», είπε. Ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα. Τόσες φορές είχε έρθει η Νίτσα στο σπίτι της. Ας πήγαινε κι αυτή μια φορά στο δικό της. Μπορούσε να πάει κι έτσι όπως ήταν, με τη ρόμπα της και με τα πασουμάκια της. Ούτε πενήντα μέτρα μακριά δεν ήταν το σπίτι. Έριξε μια τελευταία ματιά απ’το παράθυρο και σούφρωσε τα φρύδια της. Ένας νεαρός που κάπου τον είχε ξαναδεί, χτυπούσε την πόρτα της Νίτσας. Κοίταξε καλά και τον αναγνώρισε. Ήταν ο ασφαλίτης που τη μετέφερε στο σπίτι όταν λιποθύμησε έξω απ’το μπακάλικο του κυρ-Αριστείδη. Της ήρθε να βάλει τις τσιρίδες. Τον είχε παρακαλέσει τόσο πολύ τον άντρα της, να φροντίσει ν’αφήσουν ήσυχη τη Νίτσα που την ένιωθε σα τη μοναδική της φιλενάδα, αλλά αυτός φαίνεται αδιαφόρησε τελείως. Σ’όλους έλεγε ότι στις πε ριπτώσεις που η ασφάλεια είχε πληροφορίες για κάποιον, αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Αυτή όμως ήξερε ότι αν πραγματικά το ήθελε, μπορούσε να βοηθήσει και με το παραπάνω. Απέφευγε όμως να μπει στις δουλειές της ασφάλειας, γιατί στο βάθος τους έτρεμε. «Αυτοί δεν το’χουν σε τίποτα να με κάνουν να χάσω και τη δουλειά μου», της είπε μια μέρα. Είδε την πόρτα της Νίτσας ν’ανοίγει και τον νεαρό να μιλάει με κάποιον στο άνοιγμα της. Η πόρτα ξανάκλεισε κι ο ασφαλίτης άρχισε να κόβει βόλτες στην αυλή. Σε λίγο η πόρτα ξανάνοιξε και είδε τη Νίτσα να βγαίνει ντυμένη πρόχει ρα. Κάτι είπε πάλι με τον νεαρό και ξεκίνησαν μαζί. Κατέβηκαν στον «παράδει σο» και προχώρησαν προς τη μεριά της πλατείας. «Σίγουρα την πάει στην ασφάλεια», σκέφτηκε η Γαρουφαλίτσα και πριν καλά καλά το σκεφτεί, άνοιξε το παράθυρο και φώναξε. «Νίτσααα». Εκείνη στάθηκε και κοίταξε γύρω της. Ο συνοδός της σταμάτησε και κείνος και κοίταξε προς τη μεριά π’ερχόταν η φωνή. Είδε τη Γαρουφαλίτσα και τη γνώρι σε αμέσως. Έκανε μια μικρή υπόκλιση προς το μέρος της και έδειξε με το δάχτυλο στη Νίτσα το παράθυρο της Γαρουφαλιάς. «Νίτσα. Έλα επάνω που σε θέλω», ξαναφώναξε η Γαρουφαλιά.
225
Η Νίτσα σάστισε για μια στιγμή. Κοίταξε απορημένη το συνοδό της, κάτι είπαν μεταξύ τους και πήραν μαζί τ’ανηφοράκι. Έφτασαν κάτω απ’το παράθυρο της Γαρουφαλίτσας. «Καλημέρα Γαρουφαλιά», φώναξε η Νίτσα κάνοντας τη χαρούμενη. Η Γαρουφαλιά πρόσεξε ότι ήταν πολύ χλωμή και κλαμένη. Άνοιξε περισσότερο το παράθυρό της και είπε με σταθερή και δυνατή φωνή. «Έλα επάνω Νίτσα που σε θέλω». «Στο γυρισμό», είπε άτονα η Νίτσα. «Θα πάω σε μια δουλειά με τον κύριο και στο γυρισμό θα έρθω να τα πούμε. Στο υπόσχομαι». «Ξέρω πολύ καλά σε τι δουλειά πηγαίνεις με τον κύριο. Έλα επάνω αμέσως που σε θέλω». Ο νεαρός βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Δεν ήξερε κι αυτός τι να κάνει και πώς να φερθεί. Η εντολή ήταν να ...προσάγει την περί ου ο λόγος στην ασφάλεια για ανάκριση. «Πρέπει να επιστρέψω το ταχύτερο στην υπηρεσία μου κυρία Φαρδή», είπε με σεβασμό. Έχω κιόλας αργήσει. Η Γαρουφαλίτσα ούτε που του έδωσε σημασία. «Έλα επάνω που σε θέλω βρε Νίτσα. Ο κύριος ας περιμένει πέντε λεπτά». Η Νίτσα κοίταξε τον ασφαλίτη σα να του ζητούσε την άδειά. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, δείχνοντας ότι μπορούσε ν’ανέβει στο σπίτι. «Σε περιμένω εδώ», είπε. Σε πέντε λεπτά να είσαι δω πέρα για να πάμε στην υπηρεσία», τόνισε με σημασία τις λέξεις. Η Νίτσα ανέβηκε τις σκάλες με πόδια που έτρεμαν. Τόσες μέρες, από τη νύχτα που μπήκε στο σπίτι της ο Καραβιάς, δεν είχε μπορέσει να κλείσει μάτι. Η αγω νία της όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Περίμενε ότι θα έρχονταν από στιγμή σε στιγμή να τη συλλάβουν και να την πάνε για ανάκριση. Η Γαρουφαλιά άνοιξε την πόρτα και την τράβηξε μέσα στο σαλόνι. «Κάθισε», της είπε. «Δεν έχω και πολλή ώρα», απάντησε η Νίτσα. «Πέντε λεπτά μόνο μπορώ να κάτσω». «Μπορείς να κάτσεις εδώ και σαράντα χρόνια αν θέλεις», είπε αποφασιστικά η Γαρουφαλίτσα και πήγε πάλι προς το παράθυρο. Το άνοιξε και είπε στον νεαρό ασφαλίτη που περίμενε από κάτω. «Άντε νεαρέ μου. Πάνε στη δουλειά σου και στην υπηρεσία σου. Η κοπέλα θα μείνει εδώ μαζί μου. Δώσε χαιρετίσματα στο διοικητή σου. Άμα θέλει ας κο πιάσει ο ίδιος να την πάρει. Πες του σε παρακαλώ αν έρθει, να μην ξεχάσει να πάρει και τον άντρα μου μαζί. Δυο άντρες μπορεί να τα βγάλουν πέρα καλύτε ρα». Ο νεαρός άρχισε να διαμαρτύρεται, αλλά η Γαρουφαλιά τον έκανε νόημα με την ανάποδη της παλάμης της να φύγει κι έκλεισε με δύναμη το παράθυρο «Αι σιχτίρ και συ και ο διοικητής σου και ο βασιλικός σου επίτροπος», είπε με κάποιο μίσος στη φωνή της. «Κάτσε δω Νίτσα και μη φοβάσαι κανέναν. Μου φαίνεται ότι κάτι τέτοιο με χρειαζόταν για να γίνω πάλι καλά. Αν είχα το θάρ
226
ρος που έχω τώρα, θα είχα σώσει και τον Αριστείδη και κείνη την κακόμοιρη τη Ζωιτσα. Αντί να λιποθυμάω σαν την κότα, έπρεπε να τους αρπάξω και να τους φέρω εδώ μέσα στο σπίτι μου κι όποιος τολμάει ας έρθει να με ζητήσει το λόγο. Τα παλιοκαθάρματα». Ήπιε λίγο νερό και συνέχισε. «Τον είδες τον καημένο τον Αριστείδη πώς έγινε; Ούτε η μάνα του, αν ζούσε η φουκαριάρα, θα τον γνώριζε. Τα ίδια θα σου κάνουν και σένα Νίτσα. Αυτοί εί ναι κακορίζικοι σου λέω. Άμα ο άνθρωπος μάθει να βασανίζει και να σκοτώνει, γίνεται χειρότερος κι απ’τα θεριά. Εγώ βλέπω τον Αντώνη μου και δεν τον ανα γνωρίζω. Έχει ζητήσει τόσες πολλές θανατικές καταδίκες, που πια δεν τον νοιάζει αν είναι ένας πάνω ή ένας λιγότερος. Θαρρείς και στεναχωριέται κάθε φορά που, δεν ξέρω για ποιο λόγο, είναι υποχρεωμένος να ζητήσει άλλη ποινή εκτός από θάνατο». Η Νίτσα τα είχε χάσει. Κοιτούσε τη Γαρουφαλιά και δεν πίστευε στα μάτια της και στ’αυτιά της. «Δώσμου με ένα ποτήρι νερό σε παρακαλώ Γαρουφαλιά», είπε. «Στέγνωσε το στόμα μου απ’την αγωνία και τον εκνευρισμό που έχω όλες αυτές τις μέρες. Δεν ξέρεις τι είναι να κάθεσαι στο σπίτι σου και να περιμένεις πότε θα χτυπήσει η πόρτα να σε πάρουν. Κόντεψα να τρελαθώ. Αφού να φανταστείς, σήμερα που ήρθε αυτός εδώ για να με πάρει μαζί του στην ασφάλεια, θες πίστεψέ το θες όχι, τον είδα με ανακούφιση. Επιτέλους σκέφτηκα. Τελείωσε το μαρτύριο. Από δω και πέρα ας γίνει ότι είναι να γίνει, αλλά αυτό το βασανιστήριο της αναμονής δεν το αντέχω άλλο». Ήπιε το ποτήρι το νερό που της έδωσε η Γαρουφαλίτσα μονορούφι. «Ίσως» συ νέχισε, «θα ήταν καλύτερα να σηκωθώ τώρα αμέσως και να πάω μόνη μου στην ασφάλεια. Εσύ τι λες;» «Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι και να μη λες ανοησίες», απάντησε η Γαρουφα λίτσα. «Αυτά τα κόλπα τα ξέρουν αυτοί πολύ καλά. Επίτηδες σ’αφήνουν μερι κές μέρες να βράσεις στο ζουμί σου όπως λένε και μετά ξέρουν ότι είσαι έτοιμη να τους πεις ακόμα και πράματα που δεν ξέρεις ή δεν έχεις κάνει. Ξέρεις τι κωλοφωτιές είν’ αυτοί κορίτσι μου; Και στο αποχωρητήριό σου έχουν μάτια κι αυ τιά». Πήρε μια βαθιά αναπνοή σαν αναστεναγμό. «Ξέρουν πολύ καλά ότι ο Καραβιάς ήταν εκείνο το βράδυ στο σπίτι σου. Διέδωσαν λοιπόν την άλλη μέρα ότι τον πιάσανε, οπότε εσύ έβαλες στο μυαλό σου ότι αν τον ρίξουν στα βασανιστήρια μπορεί να το μαρτυρήσει. Από κείνη την ώρα άρχισες να φοβάσαι και ήσουνα έτοιμη να παραδεχτείς ότι σου ζητού σαν, αρκεί να γλίτωνες απ’ αυτή την αβεβαιότητα». Η Νίτσα δεν άντεξε κι άρχισε να κλαίει μ’αναφιλητά. Το κορμί της τραντα ζόταν απ’τους λυγμούς. Η Γαρουφαλιά πλησίασε και τη χάιδεψε στα μαλλιά. «Κλάψε, κορίτσι μου. Κλάψε όσο μπορείς περισσότερο, για να σου φύγει το βάρος. Αν και γω είχα κλάψει εκείνη τη μέρα, δε θα είχα όλα αυτά τα προβλή ματα με τα νεύρα μου, αλλά βλέπεις ήθελα να κρατήσω και το τουπέ μου. Η γυ
227
ναίκα του βασιλικού επιτρόπου σου λέει ο άλλος. Επιτρέπεται να κλαίει μπρο στά στον κόσμο; Ας είσαι καλά όμως Νίτσα μ’αυτό το σημερινό το δικό σου, ξύπνησε μέσα μου το πείσμα που με είχε εγκαταλείψει και είχα αφήσει εντελώς τον εαυτό μου στη μοίρα του. Εγώ στο λέω και βάλτο καλά στο μυαλό σου. Δε θ’αφήσω να σε πάρουν στην ασφάλεια. Θα στον κάνω τον Φαρδή τ’αλατιού. Αρκετά κατάπια μέχρι σήμερα. Έλα τώρα μαζί μου στην κουζίνα, να μαγει ρέψουμε ένα καλό φαγητό που αρέσει στον Φαρδή, για να τον καλοπιάσουμε πρώτα λιγάκι. Έλα μωρέ», πήρε ένα γλυκό ύφος σα να νανούριζε μωρό. «Είναι πολύ καλός κατά βάθος ο καημένος. Θα του μαγειρέψουμε πράσα αβγολέμονο, που τρελαίνεται». «Να βάλουμε και σέλινο μέσα», πρότεινε η Νίτσα. «Πάει…; Δεν πάει μου φαίνεται καλή μου. Το σέλινο πάει με τα πράσα, όταν τα κάνεις με σάλτσα». «Τέλος πάντων», είπε γελώντας η Νίτσα. «Εσύ ξέρεις τι αρέσει στον άντρα σου. Πράσα λοιπόν με αβγολέμονο και δίχως σέλινο». Αυτές οι κοινές, οι απλές κουβέντες την έκαναν να νιώθει ευτυχισμένη. «Είναι πολύ απλά και εύκολα τα πράματα Γαρουφαλιά μου. Τι θέλει ο άνθρω πος; Μια καλή συντροφιά θέλει και να μιλάει για την καθημερινή του ζωή. Να κάτι σαν κι αυτό που κάνουμε τώρα. Αρτζι μπούρτζι που λέμε και πράσα αβγο λέμονο». Γέλασαν με την ψυχή τους και οι δυο. «Να σου πω την αμαρτία μου Νίτσα, χρόνια έχω να περάσω τόσο ωραία».
4 Ο Φαρδής δε χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί του και μπή κε στο καθιστικό. Οι δυο γυναίκες που τον είδαν ξαφνικά μπροστά τους, ξαφνιάστηκαν σαν παι διά που τα πιάνουν όταν κάνουν ζημιά. Η Γαρουφαλιά συνήλθε πρώτη. «Δε χτύπησες Αντώνη μου», είπε παριστάνοντας τη χαρούμενη. «Είναι η πρώτη φορά που ξέρεις ότι είμαι στο σπίτι κι ανοίγεις με το δικό σου το κλειδί». «Καλησπέρα κύριε Φαρδή», είπε μουδιασμένη η Νίτσα. «Φοβάμαι ότι είστε θυ μωμένος μαζί μου. Η Γαρουφαλιά θα σας εξηγήσει». «Πριν να του εξηγήσω οτιδήποτε, θα του πω ότι του μαγειρέψαμε πράσα αβγο λέμονο». Γέλασε. «Κατά πως λένε, ο άντρας απ’το στομάχι πιάνεται. Η μάνα μου λέει ότι πριν να ξετρελαθεί μαζί μου και να με παντρευτεί, αγάπησε τις πί τες της, Θυμάσαι Αντώνη πώς έτρεχες στο σπίτι μας κάθε φορά που η μάνα μου έκανε κρεατόπιτα;» Ο Φαρδής κοίταξε τη γυναίκα του. Από τότε που είχε πάθει εκείνη τη ζημιά με τα νεύρα της έξω απ’ του κυρ-Αριστείδη έχει να τη δει να μιλάει τόσο πολύ και να δείχνει μουδιασμένη μεν, αλλά χαρούμενη. «Έχω ευχάριστα νέα να σας πω», είπε σοβαρά. «Λεβέντη μου…, άντρα μου…», πετάχτηκε η Γαρουφαλιά και κρεμάστηκε στο λαιμό του.
228
Ο Φαρδής σκέφτηκε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με τη Γαρουφαλίτσα. Αυτή την κίνηση να πετιέται πάνω και να κρέμεται στο λαιμό του, που τόσο πολύ τη συνήθιζε τα πρώτα χρόνια του έρωτά τους, είχε να την κάνει τουλάχιστον τρία χρόνια. . «Ήμαρτον Θεέ μου», μονολόγησε. «Ξανάνιωσε και ξαναζωντάνεψε η Γαρου φαλίτσα μου». Ακούμπησε την τσάντα του στο τραπέζι κι έβγαλε από μέσα ένα χαρτί. «Ορίστε», είπε και το έδωσε στη Νίτσα. «Μ’αυτό το χαρτί είσαι εντάξει. Όχι μόνο δε θα σε ενοχλήσει κανείς, αλλά κι αν καμιά φορά σε σταματήσουν που θενά, το δείχνεις και φεύγεις. Έχει την υπογραφή και του διοικητού της ασφάλειας και τη δική μου». Η Νίτσα άρπαξε με λαχταρά το χαρτί που της έδωσε, τ’ακούμπησε στο στήθος της κι έκλεισε τα μάτια της για μερικές στιγμές ευτυχισμένη. Μετά όρμησε απότομα, τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο. «Πολλά φιλιά πέφτουν σήμερα», είπε χαρούμενος. «Κάτσε να σε σκουπίσω το κραγιόν της Νίτσας Αντωνάκη μου». Πήρε την πετσέτα απ’το τραπέζι, τη σάλιωσε και τον σκούπισε με νάζι η Γαρουφαλιά. Η Νίτσα ξεδίπλωσε το χαρτί κι άρχισε να το διαβάζει από μέσα της. Απότομα χλόμιασε και άρχισαν να τρέμουν τα χέρια της. «Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό το χαρτί κύριε Φαρδή», είπε κι έπεσε βαριά σε μια καρέκλα. «Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ». Η Γαρουφαλίτσα πάγωσε. Κοίταξε μια τη Νιτσα και μια τον άντρα της. «Για να δω και γω», είπε. «Μου φαίνεται ότι πήγαν τζάμπα και τα φιλιά και τα πράσα αβγολέμονο. Για δώσε δω να διαβάσω κορίτσι μου». Πήρε το χαρτί από τα χέρια της Νίτσας που έτρεμαν και πριν το διαβάσει κοίτα ξε για μια ακόμα φορά με σημασία τον άντρα της, που φαινόταν ξαφνιασμένος και αμήχανος, απ’την τροπή που έπαιρνε το θέμα. «Με το παρόν» διάβασε η Γαρουφαλιά, «γνωστοποιούμε εις πάντα ενδιαφε ρόμενο ότι η φέρουσα τυγχάνει συνεργάτης της Εθνικής Ασφαλείας και δέον να αντιμετωπίζεται ως τοιαύτη». Δηλαδή; έκανε έκπληκτη. «Δηλαδή» είπε με λυπημένο ύφος η Νίτσα, «για να μου τη χαρίσουν, πρέπει να γίνω συνεργάτης της ασφάλειας». «Μόνο κατ’ όνομα συνεργάτης κοπέλα μου», πετάχτηκε με την ελπίδα ότι θα διορθώσει τα πράματα ο Φαρδής. Κανείς δε σε υποχρεώνει να συνεργαστείς με την ασφάλεια. «Δηλαδή θα έχει ένα τέτοιο χαρτί που θα λέει ότι είναι συνεργάτης της ασφάλειας, αλλά δε θα συνεργάζεται;», ρώτησε η Γαρουφαλιά. «Μου φαίνεται ότι τα’χασες εντελώς Αντώνη μου. Πώς είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο;» Σταμάτησε για μια στιγμή και απότομα έβαλε το δάχτυλό της στον κρόταφο και συνέχισε. «Ααα…, τώρα κατάλαβα το κόλπο σας. Πρώτα φέρνετε κάποιον σε αδιέξοδο χωρίς λόγο και μετά του λέτε ότι θα του τη χαρίστε, άμα συνεργαστεί μαζί σας.
229
Έτσι δεν είναι; Πάρε λοιπόν αυτό το παλιόχαρτο και να πας να το τρίψεις στη μούρη αυτουνού του ασφαλίτη διοικητή. Η Νίτσα θα μείνε εδώ μαζί μου κι όποιος θέλει κι έχει τα κότσια ας έρθει να την πάρει». «Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να δεχτώ κάτι τέτοιο κύριε Φαρδή», είπε λυπη μένα η Νίτσα. Ο Φαρδής τα είχε κυριολεκτικά χάσει. Πρώτη φορά έβλεπε τη γυναίκα του να είναι τόσο σκληρή και επιθετική μαζί του. «Είναι ή όχι αλήθεια ότι φιλοξένησες ένα βράδυ τον φυγόδικο Καραβιά;», ρώτησε με τρόπο σα να έκανε ανάκριση τη Νίτσα. «Είναι αλήθεια ότι ήρθε στο σπίτι μου μέσα στη νύχτα και δεν είχα το θάρρος ούτε και τη διάθεση να τον διώξω. Και τη δική σας πόρτα να χτυπούσε μες στη νύχτα κάποιος που τον κυνηγάνε να τον σκοτώσουν κύριε Φαρδή, πιστεύω ότι θα τον ανοίγατε». «Μάλλον όχι», απάντησε ξερά εκείνος. «Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν περι μένω να σκέπτονται και να ενεργούν όλοι όπως εγώ». Πήρε το χαρτί απ’τα χέρια της γυναίκας του που το κρατούσε ακόμα και το έσκισε σε πολλά κομμάτια. «Και τώρα, αν κατάλαβα καλά, έχουμε να φάμε πράσα αβγολέμονο», είπε με χαμόγελο. Κάτσε να φας μαζί μας Νίτσα και θα τα τακτοποιήσω όλα εγώ. Θέλω μόνο να με υποσχεθείς ότι δε θα φιλοξενήσεις άλλη φορά τέτοια υποκείμενα σαν τον Καραβιά. Αυτό τη σκυλί κρύβεται κάπου εδώ στη γειτονιά μας. Αν πάρει τίποτα τ’αυτί σου για το πού κρύβεται, στείλτου τα χαιρετίσματά μου να σηκωθεί και να εξαφανιστεί από δω, γιατί θα κλείσει σπίτια και θα κάψει οικο γένειες. Όπως εσύ, ίσως είναι κι άλλοι που δεν τους πάει η καρδιά να του κλεί σουν την πόρτα». «Εγώ λέω να της δώσεις τώρα ένα χαρτί με τη δική σου υπογραφή, για να πάει στο σπίτι της. Αλλιώς δεν την αφήνω να φύγει», είπε αποφασιστικά η Γαρουφαλιά. Τον κάζο που έπαθα με κείνη την κακομοίρα τη Ζωίτσα, δεν πρόκειται να τον ξαναπάθω. Κατάλαβες Αντώνη μου;» «Καλά βρε γυναίκα. Πώς κάνεις έτσι. Είπαμε να σου περάσει αυτή η μελαγχο λία, αλλά όχι να μας τραβάς κι απ’τη μύτη», είπε και γέλασε βγάζοντας απ’την τσάντα του ένα από τα επίσημα λευκά χαρτιά που κουβαλούσε πάντα μαζί του. Κάθισε στην καρέκλα και ρώτησε τις δυο γυναίκες που σκύψανε πάνω απ’το κεφάλι του. «Ορίστε λοιπόν. Τι θέλτε να γράφει αυτό το ρημάδι το χαρτί;» «Εσύ ξέρεις καλύτερα από μας», απάντησε η Γαρουφαλιά κι έκλεισε χαμογε λώντας το μάτι στη Νίτσα. «Γράψε ότι δεν έκανε τίποτα το κορίτσι. Στάσου βρε άντρα μια στιγμή», ξεφώνισε καθώς τον είδε έτοιμο να γράψει. «Πώς είναι δυ νατόν να γράψουμε ότι δεν έκανε τίποτα, όταν πραγματικά δεν έκανε τίποτα; Όποιος δει ένα τέτοιο χαρτί, θα σκεφτεί ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Είναι σα να δίνεις μια βεβαίωση σ’έναν βλάκα, που να βεβαιώνεις ότι δεν είναι βλάκας. Όποιος το διαβάσει θα καταλάβει αμέσως ότι περί τέτοιου πρόκειται». Σήκωσε τα χέρια της ψηλά σα να παρακαλούσε το Θεό για βοήθεια.
230
«Κοίτα πώς μας καταντήσατε», συνέχισε. «Οι αθώοι να χρειάζονται χαρτί για να δείξουν την αθωότητά τους και μ’αυτό το χαρτί να αποδεικνύεται ότι είναι ύποπτοι. Άστο το χαρτί Αντώνη. Χειρότερα είναι». «Μπορώ να γράψω» είπε ο Φαρδής συγκαταβατικά, «ότι την ανέκρινα εγώ ο ίδιος προσωπικά αλλά ουδέν προέκυψε εκ της ανακρίσεως. Καλά δεν είναι έτσι;» «Ναι», είπε η Νιτσα που είχε πελαγώσει. «Όχι», είπε η Γαρουφαλιά με πείσμα. «Ο καθένας Αντώνη μου και ο τελευταίος βλάκας ακόμα, θα ρωτούσε ποιο ήταν το αντικείμενο της ανάκρισης. Αρα κάτι συμβαίνει με το κορίτσι. Όχι ούτε αυτό κάνει». «Μπορούμε να φάμε και τα λέμε μετά όλα αυτά», είπε απηυδισμένος ο Φαρδής. «Κοντεύω να πεθάνω απ’την πείνα». «Ναι. Ας φάμε πρώτα», είπε η Νίτσα που τον λυπήθηκε. «Όχι», είπε με τη σειρά της η Γαρουφαλιά. «Πρώτα θα ξεκαθαρίσουμε το θέμα και μετά το πεπόνι. Θυμάστε το μάθημα στο αναγνωστικό στην πρώτη του δη μοτικού όταν μαθαίναμε το γράμμα θήτα; Θ...Θ...Θύμωσε η Θυμιώ γιατί ήθελε πεπόνι και η μαμά της είπε. Πρώτα φαγητό και ύστερα πεπόνι. Έτσι και συ Αντώνη μου», είπε και γέλασε δυνατά. «Πρώτα θα μας λύσεις το πρόβλημα και ύστερα πράσα αβγολέμονο». «Δεν ξέρω τι άλλο να προτείνω», είπε κείνος βαριεστημένα. «Πείτε ή μάλλον πες εσύ που παριστάνεις τον αρχηγό και το σοφό βρε γυναίκα. Τι θέλεις να κάνω;» Η Γαρουφαλιά κοίταξε τη Νίτσα με σημασία. «Θα φάμε», είπε και μετά θα πάρεις τη Νίτσα και θα πάτε μαζί στον διοικητή της ασφάλειας. Η μάλλον θα έρθω και γω μαζί σας. Θέλω να του δείξεις εκεί μπροστά μου, ποιος είναι ανώτερος και ποιανού ο λόγος είναι βαρύτερος». «Εντάξει Γαρουφαλιά μου», είπε χαμογελώντας. «Από γατί έγινες τίγρης. Άντε βάλε να φάμε αυτά τα πράσα πανάθεμά τα επιτέλους».
5 Ο Φλάμπουρας άκουγε τον εξάψαλμο της μάνας του έτσι όπως ήταν ξαπλω μένος ανάσκελα με τα χέρια για προσκεφάλι στο μικρό ντιβανάκι της κουζίνας και ξίνισε τα μούτρα του. «Άσε με κάτω ρε μάνα που μαζεύτηκες από πάνω μου και με ψέλνεις με τις ώρες. Τι θέλεις και γκρινιάζεις;» «Εγώ βρε αχαΐρευτε γκρινιάζω, ή εσύ που τεμπελιάζεις έτσι ξαπλωμένος όλη μέρα; Πότε βρε ακαμάτη θα διαβάσεις τα μαθήματά σου; Μου θέλεις και γυ μνάσιο κακό χρόνο να’χεις τεμπέλαρε. Σήκω πάνω να διαβάσεις γιατί θα πάρω τη σκούπα». Ο Φλάμπουρας σηκώθηκε βαριεστημένα. «Σου είπα ρε μάνα ότι δεν έχουμε τίποτα να διαβάσουμε για αύριο, γιατί θα έρ θουν απ’τον Ερυθρό Σταυρό να μας κάνουν όλους εμβόλιο».
231
«Βγες τότε έξω από δω και πήγαινε να παίξεις με τ’άλλα τα τσογλάνια. Τι μου κάθεσαι παλικάρι πράμα μες στο σπίτι κι ονειροπαίρνεσαι. Άντε ξου από δω». «Καλά… καλά», έκανε ο Φλάμπουρας αγανακτισμένος. «Αλλά δε θα πάω να παίξω. Δε μ’αρέσει να παίζω άλλο πια. Φαίνεται ότι σοβάρεψα όπως με είπε και η διευθύντριά μας. Θα πάω μια βόλτα να δω το γυμνάσιο». «Εσύ παιδί μου», είπε ειρωνικά η μάνα του, «φαίνεται ότι νομίζεις πως το γυ μνάσιο το τελειώνει κανείς άμα κοιτάζει το κτίριο κάθε μέρα. Μέχρι τώρα θα πήγες να το δεις καμιά πενηνταριά φορές. Έτσι;» «Μπορεί και παραπάνω», απάντησε νευριασμένα. «Εσένα δε σου πέφτεί λόγος. Κοίτα τη δουλειά σου και τα μαγειρέματά σου κι άσε με μένα». «Βρε άντε ξου από δω. Πάνε όπου θες, αλλά φύγε απ’τα πόδια μου μέσα». «Άντε γεια», είπε το παιδί και κίνησε για την πόρτα. «Έλα δω λεβέντη μου. Έλα δω παλικάρι μου», φώναξε ξοπίσω η μάνα του. «Έλα δω να σου δώσω και λίγο χαρτζιλικάκι. Ολόκληρο παλικαράκι έγι νες και δεν επιτρέπεται να περπατάς στην πόλη μ’άδειες τσέπες. Έλα δω να σε φιλήσω κιόλας, που πανάθεμά σε, δε σε φτάνω παραπάνω απ’τον αφαλό σου. Ξέρεις βρε ανεπρόκοπε τι είναι ο αφαλός;» Της έδειξε με το δάχτυλό του το δεξί του μάτι. «Εδώ ακριβώς είναι». «Να τέτοιος ντεψίζης και γρουσούζης είσαι. Με κοροϊδεύεις ε; Απ’τον αφαλό βρε σε απόκοψαν από μένα. Ακόμα τον έχω φυλαγμένο στο κονοστάσι. Άντε πάρε το χαρτζιλικάκι και δρόμο από δω. Και πού’σαι. Άλλαξες δρόμο τελευ ταία κι όλο απ’το δρόμο του λάκκου πας για κάτω. Κάτι συμβαίνει σε κείνον τον δρόμο», είπε και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Εγώ βρε κάτι εξυ πνάκηδες σαν και σένα τους μασάω». Ο Φλάμπουρας κοκκίνισε μέχρι τη ρίζα των κουρεμένων μαλλιών του. «Πα νάθεμά σε παλιόγρια», σκέφτηκε. «Σ’όλα μέσα είσαι. Αγράμματη σου λέει ο άλλος. Αυτή παιδί με καλυβώνει ψύλλο». Σαλτάρισε έξω και ξεκίνησε να διασχίσει την πλατεία. Πάντα πήγαινε στην αγορά απ’το δρόμο της βρύσης που ήταν και ο πιο κοντινός στο σπίτι του, αλλά τώρα τελευταία διέσχιζε την πλατεία κι έπαιρνε το δρόμο δίπλα στο λάκκο, για να περάσει μπροστά απ’το σπίτι της Αντιγόνης. Πολλές φορές σκέφτηκε ποιο ήταν τέλος πάντων το κέρδος του απ’αυτό το δρομολόγιο, αφού κάθε φορά που περνούσε μπροστά απ’το σπίτι της έκανε τον αδιάφορο και μάλιστα κοιτούσε απ’την άλλη μεριά, δήθεν ότι κάτι σημαντικό είχε εντοπίσει μέσα στο λάκκο. Ποτέ δεν κοίταξε προς τα σπίτι της. Ποτέ από τις αμέτρητες φορές που πέρασε δεν την είδε. Ήταν όμως βέβαιος ότι τον έβλεπε αυτή. Μια μέρα μάλιστα, σχε δόν τού το είπε. «Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει τώρα τελευταία ο λάκκος Γιώργο. Είναι ίσως επειδή μεγάλωσαν τα βατραχάκια». Σήμερα όμως δεν μπορεί να περάσει από το δρόμο της. Είναι σίγουρο ότι η μάνα του τον παρακολουθεί πισ’ απ’ το παράθυρο. Να πάει απ’το δρόμο της βρύσης που πήγαινε πάντα. Ευτυχώς που το γυμνάσιο ήταν στην άλλη άκρη της
232
πόλης και όταν με το καλό θα γινόταν μαθητής γυμνασίου, θα μπορούσε να περνάει κάθε μέρα μπροστά απ’το σπίτι της. «Πρέπει όμως πρώτα να περάσεις στις εξετάσεις για να μπεις στο γυμνάσιο», του είπε μια μέρα η θεία του η Σοφούλα. «Και φυσικά θα περάσω», απάντησε πειραγμένος. «Στο κάτω κάτω είμαι ο κα λύτερος μαθητής στην τάξη μου». «Το ξέρω», είπε η θεία του. «Αλλά είμαστε στην αρχή ακόμα της χρονιάς κι απ’ότι με λέει η πείρα μου, οι ερωτευμένοι δεν είναι για πολύ καλοί μαθητές». Ξεκαρδίστηκε στα γέλια και συνέχισε. «Έρωτες και γράμματα, δεν πάνε ποτέ μαζί». Ο Φλάμπουρας ντράπηκε τόσο πολύ, που έβαλε τα κλάματα. «Αυτό δεν είναι αλήθεια», τραύλισε. «Είναι και το ξέρουν όλοι», επέμενε εκείνη, του Φλάμπουρα του ανέβηκε ξαφνικά το αίμα στο κεφάλι. «Δε με παρατάς βρε θεία με τα κηρύγματά σου», είπε επιθετικά. «Στο κάτω κάτω κι έτσι να είναι, τι σε πειράζει εσένα και όλους τους άλλους π’ενδιαφέρονται; Ας είχες έρωτες και συ κι ας μη μάθαινες γράμματα. Θα είχες όμως άντρα και παιδιά και δε θ’ασχολιόσουνα τώρα με μένα». «Καλά…, καλά παιδί μου», είπε κείνη πικραμένη και την κατάλαβε που βούρ κωσε. Προσπάθησε να πάει απ’τον παλιό δρόμο, αλλά δεν τα κατάφερε. Τα πόδια του λες και τον πήγαιναν από μόνα τους τον οδηγούσαν απ’το δρόμο του σπιτιού της. Δεν πάει στα κομμάτια κι η μάνα του που βλέπει απ’το παράθυρο κι όλος ο κόσμος. Έτσι θέλει, έτσι κάνει. Και στο κάτω κάτω τι θα πει δρόμος της; Δικός της είναι ο δρόμος; Είναι κυρά μου ολωνών και καθένας περπατάει σ’όποιον δρόμο του αρέσει και του γουστάρει. Αν δε σ’αρέσουν αυτοί που περνάνε απ’έξω, κλείσε τα παντζούρια σου, κλείσε τις κουρτίνες σου, κλείσε και τα στραβά σου και μη βλέπεις. Εγώ απ’αυτόν το δρόμο θέλω να περνάω κι άμα σ’αρέσει». Πριν ακόμα στρίψει τη γωνιά της Μάλαμας και βγει στο δρόμο της, κατάλαβε ότι κάτι γινόταν εκεί. Ανάκατες φωνές και κατάρες ακούγονταν μαζί με κλάμα τα. Έστριψε τη γωνιά και είδε ένα σωρό κόσμο μαζεμένο μπροστά στο σπίτι της Αντιγόνης. Πλησίασε σαν ζεματισμένος και είδε τη μάνα της πεσμένη στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, να κλαίει και να καταριέται. Έψαξε αναστατω μένος πίσ’ απ’ τις πλάτες αυτών που είχαν μαζευτεί και χάζευαν, να δει πού βρίσκεται η Αντιγόνη αλλά δεν την έβλεπε πουθενά. Ξαφνικά την είδε να κάθεται σκυμμένη στα σκαλοπάτια με το κεφάλι μέσα στα χέρια της και να κλαίει. Του ήρθε να ορμήσει μέσ’ απ’ τον κόσμο και να πάει να κάτσει δίπλα της, να της χαϊδέψει το κεφάλι και να προσπαθήσει να την πα ρηγορήσει. Δεν ήξερε καν τι θα μπορούσε να της πει. Ούτε ήξερε τι είχε συμβεί και γιατί έκλαιγε κι αυτή κι η μάνα της. Είδε το συμμαθητή τους το Μαργαρίτη λίγο πιο κει και τον πλησίασε. «Τι έγινε δω πέρα ρε Μπούλη;» ρώτησε με αγωνία.
233
Ο Μπούλης έδειξε περισσότερο περήφανος που ήξερε, παρά στεναχωρημένος για το τι γινόταν μπροστά του. «Ήρθαν ρε Φλάμπουρα ένα σωρό χωροφύλακες και γράπωσαν τον πατέρα της Αντιγόνης κι έναν ακόμα που δεν ξέρω ποιος ήταν. Έγινε της τρελής εδώ πέρα. Έχασες που δεν ήσουν. Πήγαν να φύγουν απ’την αυλή από πίσω, αλλά οι χωρο φύλακες είχαν περικυκλώσει το σπίτι και τους πιάσαν». Ο Φλάμπουρας του έδωσε μια αγκωνιά στο στομάχι, που τον έκανε να διπλωθεί στα δυο. «Εδώ ρε βλάκα άλλος χάνει τον πατέρα του κι εσύ διασκεδάζεις;» είπε και τον κοίταξε αγριεμένος. «Άντε τράβα από δω μη σου δώσω τα δόντια στη χούφτα». Ο Μπούλης το’βαλε σχεδόν στα πόδια τρομαγμένος. «Καλά να πάθουν», είπε καθώς έφευγε. «Να μάθουν να μην ανακατεύονται όπου δεν τους σπέρνουν». Ο Φλάμπουρας τον έφτασε με δυο πηδηξιές και τον γράπωσε απ’το γιακά. «Εσένα ρε ο πατέρας σου δεν ήταν παλιά με τους κομμουνιστές; Το ξέρω πολύ καλά, γιατί μου το είπε η μάνα μου που της έκανε λέει κατήχηση ο δικός σου. Τον πατέρα σου ήθελα να ξέρω γιατί δεν τον πιάνουν;» «Γιατί άλλαξε μυαλά και είναι τώρα με τους χωροφύλακες. Κι άμα με δείρεις, θα το πω στον μπαμπά μου και θα στείλει τους χωροφύλακες να πιάσουν και τον δικό σου». «Ο μπαμπάς σου ρε συ έστειλε τους χωροφύλακες εδώ;» ρώτησε και τον κοίτα ξε με μίσος ο Φλάμπουρας. Τώρα κατάλαβα», είπε και τον έπιασε πιο σφιχτά απ’το γιακά. «Ο πατέρας σου έκανε τη ρουφιανιά κι έστειλε σένα να δεις άμα πραγματικά τους πιάσαν». Τον έδωσε μια σπρωξιά που παραλίγο να τον πετάξει μέσα στο λάκκο. «Α, να χαθείς από δω κωλόπαιδο». Ο Μπούλης σηκώθηκε και τίναξε το χώμα απ’τα ρούχα του. «Να μάθει κι αυτό το σκατό, να με βάζει τρικλοποδιά και να πέφτω με τη ση μαία στις λάσπες», είπε και εξαφανίστηκε τρέχοντας για το σπίτι του. «Καλά λέει ο πατέρας μου», μουρμούρισε ο Φλάμπουρας. «Η ζωή είναι για τους ντολμέδες». Καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα κι όσο καθόταν εδώ τόσο χειρότερα. Ένιωθε μέσα του, εκεί ακριβώς πάνω απ’το στομάχι, ένα κενό που τον βασάνιζε αφόρητα. Σκέφτηκε να πάει πάνω ατό βουνό. Να καθίσει σ’έναν βράχο μόνος του και να βάλει τα κλάματα. Όχι τόσο γιατί πονούσε για το κακό που βρήκε την Αντιγόνη, αλλά περισσότερο από λύσσα, γιατί δεν μπο ρούσε να κάνει κάτι να τη βοηθήσει. Γύρισε πίσω, πέρασε δίπλα απ’την πλα τεία, διέσχισε τον κεντρικό δρόμο και βρέθηκε στον «παράδεισο». Είδε τον Σπίνο και τη συμμορία μαζεμένους στο πηγάδι και πλησίασε. «Τι έχεις ρε συ Φλάμπουρα κι είσαι σαν πατημένο σύκο;» τον ρώτησε ο Σπίνος «Τίποτα», απάντησε με μισό στόμα. «Τι τίποτα μας λες ρε βλάκα», πετάχτηκε ο Γκαβούλιας. «Αφού εσύ ρε είσαι έτοιμος να πέσεις κάτω».
234
«Ήρθαν οι χωροφύλακες» είπε μετά από ένα δισταγμό, «και έπιασαν τον πα τέρα της Αντιγόνης». «Αααα…», έκανε με σημασία ο Σπίνος. «Της Αντιγόνης τον πατέρα πιάσανε». Ο Φλάμπουρας εκνευρίστηκε, αλλά προτίμησε να μη δώσει συνέχεια. Ο Δημη τράκης πήρε δρόμο κι άρχισε να τρέχει για το σπίτι του. «Πού πας ρε συ», του φώναξε ο Σπίνος. «Χέστηκες και τρέχεις έτσι;» «Πάω να το πω στη μάνα μου», είπε κείνος όπως έτρεχε. «Ο πατέρας της Αντι γόνης είναι ρε βλάκα θείος μου». Βρήκε τη μάνα του στην πίσω αυλή να μιλάει με τη διπλανή τους. «Οι χωροφύλακες» είπε να κομμένη ανάσα, «πήγαν και πήραν το θείο Δημητρό». Η μάνα του τα’χασε. «Τι είπες; Πού το έμαθες;» «Το είπε τώρα μόλις ο Φλάμπουρας, που το είδε με τα μάτια του. Είπε ότι ρίξα νε και πιστολιές και μπορεί και να τον σκότωσαν». «Α να χαθείς φαντασμένε με τα παραμύθια σου», είπε σασιρντισμένη η μάνα του. Αν είχαν πέσει πυροβολισμοί θα το είχαμε ακούσει όλοι εδώ. Μια πηδηξιά δρόμος είναι. Πάω να κατεβάσω το φαγητό και τρέχω να δω την Τασία. Βρε κακό που τη βρήκε την κακομοίρα; Και να δεις που το μελετούσε καιρό τώρα. Άντε συ» γύρισε στο Δημητράκη, «πήγαινε να παίξεις και μην ανακατώνεσαι σε τέτοια πράματα». Ο Δημητράκης γύρισε πίσω στην παρέα του. Η κουβέντα είχε ανάψει για τα καλά. Πρόλαβε την ώρα που ο Γκαβούλιας έλεγε ότι κοντεύει ν’αδειάσει η γει τονιά. «Κάθε μέρα ρε σεις» είπε, «πιάνουν και κάποιον. Μόνο γυναίκες έμειναν πια δω πέρα. Αφού ο πατέρας μου λέει ότι άμα δε μάθουν οι γυναίκες να πηγαίνουν στα καφενεία, θα το κλείσει το μαγαζί. Όλοι σχεδόν οι πελάτες μας είναι ή στην ασφάλεια ή στην εξορία». «Καιρός να πάει κι ο πατέρας σου στην εξορία, να τους φτιάχνει καφέδες», είπε ο Μύξας και σκάσανε όλοι στα γέλια. «Εσύ ρε έξυπνε που κοροϊδεύεις» είπε ο Δημητράκης, «τι θα έκανες άμα έρχο νταν και παίρνανε τον πατέρα σου; Μπορεί ρε να μείνει το σπίτι χωρίς πατέρα;» «Ο Ντράβαλος ρε που πέθανε ο πατέρας του», απάντησε ο Μύξας, «πώς τη βγάζει;» «Εγώ ξέρω», πετάχτηκε ο Κεφάλας. «Η μάνα του ήρθε μια μέρα στο σπίτι μας κι άκουσα να λέει στη δικιά μου ότι κοντεύει να τρελαθεί απ’τη μέρα που πέθα νε ο άντρας της. Και το παιδί είπε, βλέπει κάθε νύχτα εφιάλτες κι άλλες τέτοιες χαζομάρες. Εγώ όταν λείπει σε ταξίδι ο πατέρας μου γιατί δε βλέπω εφιάλτες; Πιο καλά περνάω, γιατί κοιμάμαι στο μεγάλο κρεβάτι με τη μαμά μου». «Το ίδιο είναι να πάει σε ταξίδι ο πατέρας σου και το ίδιο είναι να πεθάνει;» «Βέβαια είναι το ίδιο», επέμενε ο Κεφάλας. «έτσι δεν το είπε και η κυρία Ευ τέρπη, όταν μας είπε ότι πέθανε ο πατέρας του Ντράβαλου. Ταξίδι χωρίς επι στροφή είπε ότι πήγε».
235
Τον κοίταξαν όλοι προβληματισμένοι. «Τι μας νοιάζει εμάς ποιος ζει και ποιος πέθανε ρε σεις», είπε ο Βλάχος που ως τότε έτρωγε τα νύχια του. «Εμείς έχουμε να παίξουμε μπάλα. Γι αυτό δε μαζευ τήκαμε;» «Πάρτα να μη στα χρωστάω», του δώσε μια γερή μούντζα ο αρχηγός. «Εδώ ρε συ έχουμε ολόκληρη φιλοσοφία και συ μιλάς για μπάλα;» «Εντάξει», είπε ο Βλάχος. «Άμα βρείτε άκρη πείτε και σε μένα». Ο Φλάμπουρας καθόταν στην άκρη και δε μιλούσε. Εκείνο το κενό πάνω απ’το στομάχι του θαρρείς και μεγάλωνε συνέχεια και κόντευε να τον πνίξει. Πήρε βαθιά αναπνοή, αλλά δεν ένιωσε καμιά ανακούφιση. Το μυαλό του γυρνούσε συνέχεια στην Αντιγόνη. Την έβλεπε συνέχεια μπροστά του, καθισμένη στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι του σπιτιού της να κρατά μ’απόγνωση το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Ούτε να πλησιάσει και να την πει μια κουβέντα για να την πα ρηγορήσει τόλμησε. Στο διάολο και οι ντροπές του και ο εγωισμός του. Αυτή, ήταν σίγουρος, αν του είχε συμβεί κάτι τέτοιο θα ερχόταν κοντά του και θα του έλεγε μια κουβέντα να τον ανακουφίσει, ενώ αυτός όχι μόνο δεν τόλμησε, αλλά έφυγε από κει σα τον κλέφτη. «Πάω να φύγω», είπε. «Έτσι κι αλλιώς όλο βλακείες λέτε. «Αν βλέπατε την Αντιγόνη πώς έκλαιγε και τη μάνα της πώς χτυπιόταν και καταριόταν, δε θα λέγατε όλες αυτές τις χαζομάρες. Μακριά απ’τον κώλο μας, που λέει κι η μάνα μου, εκατό ξυλιές τι είναι;» «Και τι μπορούμε να κάνουμε μεις για όλα αυτά; Εμείς είμαστε παιδιά», σήκω σε τα χέρια του ο Σπίνος. «Οι μεγάλοι παλεύουν όλοι να βγάλουν ο ένας το μάτι τ’αλλουνού κι άμα πούμε τίποτα, μας λένε να βγάλουμε το σκασμό». «Να πω κάτι;» πετάχτηκε ο Γκαβούλιας. «Άμα όμως είναι χαζομάρα να μην πέστε όλοι πάνω με και με ταράξτε στη σφαλιάρα». «Αυτός είναι ο νόμος», γέλασε ο αρχηγός. «Όποιος λέει μεγάλη βλακεία, αρ πάζει και το ρεγάλο του». «Τότε δε λέω τίποτα». «Έλα πες το», παρακάλεσε ο αρχηγός και θα δούμε μετά. «Αν είναι πολύ με γάλη η βλακεία που θα πεις, τότε δε γίνεται τίποτα. Θα φας τις σβερκιές σου. Άμα είναι μικρή βλακεία τότε εντάξει». Ο Γκαβούλιας σηκώθηκε και πήγε μερικά μέτρα πιο πέρα. «Θα το πω από δω κι αν είναι να τις μαζέψω, θα το βάλω στα πόδια. Λοιπόν. Θέλω να πω, θυμάστε τον Παυλή; Σαν το μυρμήγκι και τα τέτοια ρε που λέγαμε ότι πέθανε και μετά λέγαμε ότι ζούσε κι έτσι;» «Ναι», είπε ο αρχηγός για λογαριασμό όλων. «Ε…», συνέχισε ο Γκαβούλιας. «Πριν από μερικές μέρες δεν πέρασε από πάνω μας με τ’αεροπλάνο και πέτουσε εκείνες τις προκηρύξεις; Εκείνος ρε σεις είναι πολύ δυνατός και τα καταφέρνει όλα». «Λοιπόν;», ρώτησε με ανυπομονησία ο αρχηγός.
236
«Να πάμε λέω γω να τον βρούμε και να τον πούμε να βοηθήσει τον πατέρα της Αντιγόνης. Να τον πάρει με τ’αεροπλάνο του και να τον πάει σ’ένα μακρινό μέρος που να μην τον κυνηγάνε». «Να τον πάει στη Σουηδία», πετάχτηκε ο Δημητράκης. «Εκεί ρε απ’όπου ήταν εκείνο το άσπρο το βαπόρι. Πολύ καλά πρέπει να είναι εκεί. Αφού και γω θέλω να πάω». «Πού είναι ρε συ αυτό το μέρος;», ρώτησε ο Μύξας. «Είναι πολύ μακριά;» «Ο πατέρας μου μου είπε ότι είναι πιο μακριά κι από την Αθήνα. Με τ’αεροπλάνο όμως, είσαι κει σ’ένα λεπτό». «Όλη μέρα γι αυτό θα μιλάμε; Άντε βάλτε πόδια να παίξουμε και καμιά μπάλα. Άντε ρε Σπίνο βάλε πόδια με τον αδερφό μου», είπε ο μικρός Καραβουζούνας. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά όλος ο παράδεισος αντηχούσε απ’τα γέλια και τις φωνές των παιδιών. Ο Φλάμπουρας σηκώθηκε και χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανένας, έφυγε σκυφτός και λυπημένος για το σπίτι του.
6 «Τέλειωνε τα μαθήματά σου και μη χαζολογάς. Τώρα τελευταία τα έχείς φορ τώσει στον κόκορα μου φαίνεται. Αυτές τις μέρες θα πάω στο σχολείο να ρωτή σω για τα καμώματά σου κι αλίμονο αν με πει η κυρία Ευτέρπη ότι δεν τα πας καλά. Μαύρο φίδι που σ’έφαγε κακομοίρη μου. Το μυαλό σου όλο στην μπάλα και στις αλητείες είναι». «Δεν ειν’ τα Σάββατα μακριά κι οι Κυριακές αλάργα», συμπλήρωσε ο πατέρας του. «Όταν πας Μαρία στο σχολείο, θα τα μάθουμε όλα. Και μένα μου φαίνεται ότι τώρα τελευταία δεν τα πάει και τόσο καλά». «Καλέ πού το είδες αυτό το χάλι; Ώσπου να κάτσει να διαβάσει, αμέσως ση κώνεται και λέει τέλειωσα. Σχολείο είν αυτό, ή πάτε μόνο να περάστε την ώρα σας;» «Εγώ μια φορά πάω διαβασμένος στο σχολείο», δήλωσε ο Δημητράκης. «Μόνο η Άννα η Γρηγοριάδου είναι το ίδιο καλή με μένα. Να πας να ρωτήσεις όπου θέλεις και μετά να μιλάς», είπε στη μάνα του κι έκλεισε με θόρυβο το βιβλίο της γεωγραφίας που είχε μπροστά του. «Βάλτον να φάει», είπε ο πατέρας. «Εμείς θα πάμε μια επίσκεψη και θα γυρί σουμε νωρίς», είπε γυρνώντας στο Δημητράκη». «Και που θα πάτε για να’χουμε καλό ρώτημα;» «Θα πάμε στου Φαρδή, που έχουμε να κουβεντιάσουμε κάτι σοβαρό» . «Για τον θείο Δημητρό;» Οι γονείς του κοιτάχτηκαν με σημασία. «Και τι μπορεί να κάνει ο κύριος Φαρδής για τον θειο Δημητρό;» τον ρώτησε η μάνα του. «Όλα μπορεί να τα κάνει καλέ μαμά. Αυτός είναι αρχηγός στους χωροφύλακες. Άμα θέλει τους λέει να τον αφήσουν κι έρχεται αμέσως ο θείος Δημητρός στο
237
σπίτι του. Το ξέρω πολύ καλά γιατί μια μέρα που μ’έπίασαν οι Μάϊδες, μόλις είπα ότι είναι θείος μου τα έκαναν όλοι επάνω τους και μ’άφησαν να φύγω». «Καλέ τρελάθηκες;», έβαλε τις φωνές η μάνα του. «Καλέ μ’αυτή τη φαντασία που έχεις, στο τέλος θα βρούμε και τον μπελά μας». Μαλάκωσε λίγο, πήγε κοντά και του χάιδεψε το κεφάλι. «Εκείνο πουλάκι μου, ήταν όνειρο που είδες. Δε θυμάσαι που με το αφηγήθη κες το πρωί και σε βρήκα και κατουρημένο; Φάε τώρα και βγάλε λίγο το σκα σμό. Όλη μέρα μόνο συ ακούγεσαι. Τι είναι το ένα; Πως είναι το άλλο; γιατί αυτό; Γιατί εκείνο; Όλο ρωτάς κι όλο τον έξυπνο παριστάνεις». Έβαλε μπροστά του πατάτες γιαχνί που του άρεσαν και ψωμί. «Θέλεις κι ελιές;», τον ρώτησε. «Όχι. Να ρθείτε γρήγορα πίσω, γιατί φοβάμαι μόνος μου». «Το παλικάρι της φακής», έκανε γελώντας η μάνα του. «Όλη μέρα μας κάνεις τον καμπόσο, αλλά άμα είναι να μείνεις λίγο μόνος σου τα κάνεις επάνω σου. Άντε Κώστα πάμε». Όταν η Γαρουφαλίτσα άνοιξε την πόρτα και τους είδε μπροστά της, κατάλαβε αμέσως και το λόγο της βραδινής τους επίσκεψης. «Καλώς τους», είπε. «Πώς ήταν αυτό το ξαφνικό;» Ο Φαρδής που καθόταν στην πολυθρόνα του και διάβαζε εφημερίδα, σηκώθηκε και πήγε κοντά τους. «Περάστε…, περάστε…», έκανε χαρούμενα. «Χρόνια και ζαμάνια έχουμε να σας δούμε στο σπίτι μας. Καθίστε». Έβγαλε τα γυαλιά του και τους κοίταξε καλά καλά και τους δυο. «Σίγουρα ήρθατε για το Δημητρό. Έτσι δεν είναι;», είπε χωρίς περιστροφές. Η περίπτωσή του πάντως είναι απ’τις χειρότερες. Σίγουρα θα ξέρετε τι ακριβώς έγινε». «Ναι», είπε η Μαρία. «Πήγα απ’το σπίτι τους και μου τα είπε η Τασία με λε πτομέρειες». «Ναι», κούνησε το κεφάλι του κι ο Κώστας. «Ότι είναι από χρόνια σύνδεσμος των συμμοριτών, το ξέρετε»; ρώτησε ο Φαρ δής. «Και ότι εκτός από πληροφορίες που τους έδινε, τους χαλούσε και λίρες, που τους έστελνε ο Στάλιν; Ξέρετε ότι όλο αυτό το διάστημα είχε επαφή με τον Καραβιά όταν ήταν στο βουνό και ότι τον έκρυβε στο σπίτι του εδώ και δέκα μέρες περίπου; Εμείς ξέραμε ότι ο Καραβιάς γυρνούσε δω γύρω και κρυβόταν σε κάποιο σπίτι. Ήταν θέμα χρόνου να τον πιάσουμε». «Και πώς βρήκατε, αν επιτρέπεται, που κρυβόταν;», ρώτησε ο Κώστας. «Θεία φώτιση σας ήρθε;» «Είχαμε από δω και δυο τρεις μέρες πληροφορίες ότι κατά πάσα πιθανότητα κρυβόταν στο σπίτι του Δημητρού. Έγινε παρακολούθηση κανονική και σήμε ρα με έφοδο τους έπιασαν και τους δυο».
238
Η Μαρία μπόρεσε να διακρίνει μια υπερηφάνεια στη φωνή του. Για δες σκέφτηκε. Αυτός ο βλάκας το’χει περί πολλού ότι έπιασε τον καλύτερό του φίλο. «Και γιατί Αντώνη μου αντί να γίνουν όλα αυτά, δεν έστελνες ένα μήνυμα με μένα ή με κάποιον άλλον στο Δημητρό; Μπορούσε ο άνθρωπος να γλιτώσει, αν έφευγε απ’το σπίτι του ο Καραβιάς. Τώρα καταλαβαίνω κι εγώ κι όλος ο κόσμος ότι τα πράματα στένεψαν παρά πολύ. Κώλος και βρακί ήσασταν τόσα χρόνια Αντώνη. Δεν του χρωστούσες μια τέτοια μικρή βοήθεια;» Ο Φαρδής την κοίταξε μ’ένα βλέμμα που η Μαρία κατάλαβε ότι θύμωσε. «Τον έχω προειδοποιήσει πολλές φορές Μαρία», είπε. «Και στο σπίτι σας, αν θυμάσαι, ήρθα ένα βράδυ και έγινε ολόκληρη συζήτηση. Κι άλλες πολλές φο ρές του είχα επιστήσει την προσοχή. Πόσες φορές δεν του είπα να κάθεται στ’αβγά του και να κοιτάει τη δουλειά του και την οικογένειά του. Δε μ’άκουγε όμως και να τ’αποτελέσματα». «Τέλος πάντων μ’αυτά δε βγάζουμε άκρη», είπε συγκαταβατικά ο Κώστας. «Τώρα τι γίνεται. Μπορείς να με πεις;» «Θα περάσει απ’το στρατοδικείο και θα τιμωρηθεί», απάντησε ψυχρά ο Φαρ δής». «Καλά. Ότι θα τιμωρηθεί αυτό το καταλαβαίνει ο καθένας», χαμογέλασε ο Κώστας. «Να πέσει τουλάχιστον λίγο στα μαλακά. Τι ποινή προβλέπεται σ’αυτές τις περιπτώσεις;» Εκείνη την ώρα μπήκε στο σαλόνι η Γαρουφαλίτσα κρατώντας το δίσκο με γλυ κό του κουταλιού και ποτήρια με κρύο νερό. «Είναι σύκο», είπε χαρούμενα. «Ξέρω ότι της Μαρίας τουλάχιστο της αρέσει πολύ. Εσένα Αντώνη ξέχασα να σε ρωτήσω. Μήπως θέλεις και συ;» «Όχι. Ευχαριστώ πολύ», απάντησε κείνος. «Τι το ήθελες το γλυκό τέτοια ώρα βρε γυναίκα. Καλύτερα να παίρναμε ένα ουζάκι με λίγο μεζέ. Άντε φέρε από ένα για μένα και τον Κώστα». «Εντάξει», είπε ο Κώστας. «Θα έπινα ένα ούζο ευχαρίστως». Στράφηκε μετά στον Φαρδή. «Λοιπόν;», ρώτησε. «Σ’αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μόνο μια ποινή, που δε χρειάζεται ούτε να την αναφέρω. Εν πάση περιπτώσει είναι αυτό που λέμε η εσχάτη των ποινών. Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει κανείς την εκτέλεση σε μια τέτοια περίπτωση, εί ναι να συνεργαστεί με τις αρχές ασφάλειας και να δώσει ότι ονόματα έχει και όποιες άλλες πληροφορίες ξέρει». Ο Κώστας στριφογύρισε στην καρέκλα του στεναχωρημένος. Η Μαρία στα μάτησε μπροστά στο στόμα της το κουταλάκι με το σύκο. Ξανάβαλε το γλυκό στο πιατάκι και ρώτησε τον Φαρδή. «Δηλαδή, αν δε συνεργαστεί με την ασφάλεια πάει για τουφέκι;» «Έτσι ακριβώς είναι Μαρία», απάντησε ο Φαρδής. «Τότε εκτελέστε τον από τώρα να ησυχάσει κι αυτός, να ησυχάστε και σεις. Εγώ που τον ξέρω τον Δημητρό τα μισά μόνο χρόνια απ’ότι εσείς, σου λέω ότι
239
αυτός δεν πρόκειται να μιλήσει ακόμα κι αν τον κρεμάστε σαράντα μέρες ανάποδα». Ήρθε η Γαρουφαλιά κι ακούμπησε το δίσκο με τα ούζα και το μεζέ στο τρα πέζι. «Άντε πιείτε πρώτα το ουζάκι σας και τα λέμε. Τι λέγατε ως τώρα για να μάθω και γω; Για το Δημητρό λέγατε;», ρώτησε τη Μαρία. «Ε, καλά τώρα. Τι τα έχουμε τα μέσα και τα γαλόνια;» Κοίταξε χαμογελώντας τον άντρα της και συνέχισε. «Ο Αντώνης θα κάνει ότι περνά απ’το χέρι του για τον καλύτερο του φίλο. Έτσι δεν είναι Αντώνη μου; Άντε καλέ», έκανε με νάζι. «Τι το σκέφτεστε τώρα; Ε, θα κάτσει λίγο στη φυλακή και μετά από λίγο καιρό θα φροντίσει ο Αντώνης μου να πάει στο σπίτι του και στα παιδιά του. Μπορεί να τον ωφελήσει και λι γάκι η φυλακή. Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες. Έτσι δεν είναι Μαρία;» «Τα πράματα δεν είναι ούτε τόσο εύκολα, ούτε τόσο απλά Γαρουφαλιά», είπε ο Φαρδής. «Είναι μεγάλη και σοβαρή υπόθεση». «Τι σοβαρή καλέ και κουραφέξαλα με λες;» Τα ίδια έλεγες και για τη Νίτσα και στο τέλος κατάπιατε τη γλώσσα σας όλοι εσείς οι έξυπνοι. Θυμάσαι τι τον έκα να τον διοικητή στην ασφάλεια που πήγαμε; Παρά πέντε τον έκανα. Κόντεψε να πνιγεί στα σάλια του ο γελοίος». Πήρε το δεύτερο γλυκό και το έκανε μια μπουκιά. «Ο Δημητρός δηλαδή τι έκανε παραπάνω απ’τη Νίτσα; Φιλοξένησε κι αυτός όπως και κείνη τον Καραβιά στο σπίτι του. Σπουδαία τα λάχανα». Γύρισε στον Κώστα και τη Μαρία και ρώτησε. «Ξέρτε τι έγινε με τη Νίτσα;» «Τι;», ρώτησε η Μαρία. Toυς είπε όλη την ιστορία, από την αρχή μέχρι το τέλος. «Δεν είναι καθόλου έτσι απλά τα πράματα Γαρουφαλιά μου. Για την υπόθεση του Δημητρού ήρθαν μεγάλα κεφάλια απ’τη Σαλονίκη. Μάλλον για την υπόθε ση Καραβιά έπρεπε να πω, γιατί ο Καραβιάς θεωρείται σπουδαίο στέλεχος. Κο ντά σ’αυτόν θα την πληρώσει φοβάμαι κι ο Δημητρός». Όταν μετά από καμιά ώρα έφυγαν για το σπίτι τους, ήταν και οι δυο σκεπτικοί. Αμίλητοι έφτασαν στην πόρτα τους. Την ώρα που ο Κώστας ξεκλείδωνε, είπε. «Μάλλον δύσκολη η κατάσταση Μαρία. Εσύ τι λες;» «Μη μιλάς τώρα για να μη σ’ακούσει το παιδί», είπε εκείνη και μπήκε μαζί του στην κουζίνα. «Άντε μικρέ για ύπνο», πρόσταξε τον Δημητράκη. «Τι έγινε με το θείο Δημητρό;» ρώτησε νυσταγμένα. «Εσένα να μη σε νοιάζει και να κοιτάς μόνο τα μαθήματά σου και τίποτ’άλλο», τον αποπήρε η μάνα του. «Εμπρός μαρς τώρα για ύπνο». «Τώρα που λείπατε ήρθε η θεία Τασία μαμά». «Τι;», έκανε έκπληκτη η μάνα του. «Δεν την είπες βρε ακαμάτη ότι ήμασταν στου Φαρδή;» «Το είπα».
240
«Και;» «Είπε ότι δε θέλει να έρθει στο σπίτι του, αλλά θα πάει αύριο να τον βρει στο γραφείο του. Δεν είναι λέει σε καλή κατάσταση. Όλη την ώρα έκλαιγε μαμά. Πολύ τη λυπήθηκα». «Είναι να μη κλαίει παιδί μου», είπε σκεφτική η μάνα του. «Βλέπει το σπίτι της και την οικογένειά της να διαλύεται. Λίγο το χεις; Άντε πουλάκι μου. Έλα τώρα να σε βάλω στο κρεβάτι σου». «Εγώ τον αγαπώ πολύ το θείο το Δημητρό», είπε στη μάνα του πριν τον πάρει ο ύπνος. «Είναι πολύ καλός».
7 Τρίτη. Ήταν Τρίτη. Γι αυτό ήταν εντελώς σίγουρος ο Δημητρός, όταν άκουσε την πόρτα του κελιού του ν’ανοίγει. «Έλα μαζί μου πουλάκι μου», άκουσε τον Μηνά το βασανιστή που στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Έλα που σε θέλουν τα μεγάλα κεφάλια στο γραφείο του διοικητή. Άμα τελειώσεις από κει, θα σε περιλάβω εγώ μαζί με τον Τραντάφυλλο. Αυτοί οι βλάκες νομίζουν ότι θα σε πάρουν λόγια με το γλυκό και με το κυριλίκι». Γέλασε δυνατά και βρομοκόπησε ο τόπος ρακίλα. «Εμείς ρε πέντε μέρες τώρα, μόνο σουβλιστό που δε σε κάναμε και δεν έβγαλες αχνά, θα τα καταφέρουν τώρα αυτοί οι γραφιάδες με τα καλοπιάσματα. Άντε κουνήσου. Μάσε τα βρακιά σου και ξεκίνα». Τον έπιασε γερά απ’το μπράτσο και τον τράβηξε στο διάδρομο. Άνοιξε την πόρτα του διοικητή και τον έσπρωξε με δύναμη μέσα. «Εδώ είναι το λουλούδι μας», είπε. «Σας τον παραδίνω. Μόλις τελειώστε μου τον ξανακάντε πάσα». Γέλασε πάλι με την εξυπνάδα του κι έκλεισε την πόρτα. Στο γραφείο καθόταν ο βασιλικός επίτροπος και δίπλα του όρθιος ο διοικητής της ασφάλειας. «Δημητρό», είπε ο Φαρδής με ύφος επίσημο. «Η περίπτωσή σου είναι από τις ποιο δύσκολες. Έκρυβες στο σπίτι σου έναν απ’τους πιο επικίνδυνους κακο ποιούς που κυνηγούσαμε να πιάσουμε. Από άλλες πληροφορίες που έχουμε ξέρουμε ότι οι συμμορίτες σε χρησιμοποιούσαν σαν σύνδεσμό τους για πληρο φορίες και για να τους βοηθάς ν’αλλάζουν λίρες. Αυτό το τελευταίο το ξέρουμε απ’τον σαράφη, που πήγαινες και τις χάλαγες. Για να μπορέσουμε με τον κύριο διοικητή από δω να σε βοηθήσουμε, πρέπει να μας τα πεις όλα όσα ξέρεις.» «Κι αφού θέλτε να με βοηθήστε», έκανε γελώντας ειρωνικά ο Δημητρός, «τότε γιατί τόσες μέρες με βασανίζουν στα κρατητήρια. Για να σας το ξεκόψω απ’την αρχή, σας λέω ότι αφού πιάσατε τον μεγαλύτερο κακοποιό τον Καραβιά, αφού μάθατε κι ένα σωρό λεπτομέρειες απ’τον σαράφη, τότε τα ξέρετε όλα και δε χρειάζεται να σας πω τίποτα». «Σε βασάνισαν;», ρώτησε ο Φαρδής και κοίταξε λοξά τον διοικητή που χαμο γελούσε αμήχανα».
241
«Όχι ακριβώς κύριε επίτροπε», είπε εκείνος. «Ώσπου να μάθω τις σχέσεις σας -το τόνισε ιδιαίτερα αυτό - και να δώσω σχετική εντολή, είχε φάει μερικές. Τί ποτα το σπουδαίο». «Τις σχέσεις μου με τον υπόδικο τις ξέρεις από πολύ καιρό κύριε διοικητά και ξέρεις επίσης πολύ καλά ότι οι σχέσεις μας δεν είναι πολιτικές, όπως ίσως υπο νοείς», είπε εκνευρισμένος ο Φαρδής. «Έχουμε φιλικές σχέσεις από μικρά παι διά. Μήπως εσύ δεν έχεις παιδικούς φίλους που είναι τώρα στο αντίθετο στρα τόπεδο;» «Όχι», είπε ξερά ο διοικητής. «Πρώτα διότι μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο και δεύτερο διότι, αν είχα και κανέναν τέτοιο που λέτε, θα τον είχα καταδώσει εγώ ο ίδιος και με την παραμικρή υποψία». Ο Φαρδής κατάλαβε το καρφί, αλλά προτίμησε να μη συνεχίσει αυτή τη συζή τηση. Ο καραβανάς αυτός ήθελε να του πει μ’άλλα λόγια ότι αφού τόσο καιρό ήξερε ότι η ασφάλεια είχε στο μάτι τον Δημητρό, έπρεπε να συμβάλλει και ο ίδιος στη σύλληψή του. Η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο διάστημα τον απέφευγε, με τη δικαιολογία ότι είχε πολλή δουλειά. Στο κάτω κάτω δεν ήταν δική του υπόθεση να παρακολου θεί και να καταδίδει όποιον η ασφάλεια είχε υποψίες ότι κινούνταν παρανόμως, όπως συνήθιζε να λέει ο διοικητής. Μήπως υπήρχε και κανένας εκτός από τους καταδότες του, που κατά τον καραβανά αυτόν δεν ήταν ύποπτος; Εδώ τη Νίτσα, για ένα τίποτα και τρόμαξε να τη γλιτώσει απ’τα χέρια του. Γύρισε ξανά στο Δημητρό που τους κοιτούσε κουρασμένα. «Θέλουμε Δημητρό να συνεργαστείς με τις αρχές ασφαλείας και μεις θα κάνου με ότι είναι δυνατόν να πας το συντομότερο στο σπίτι σου και στα παιδιά σου. Αυτό είπα και στη γυναίκα σου που ήρθε και με είδε πρωί πρωί στο γραφείο μου. Ας συνεργαστεί μαζί μας Τασία της είπα και να είσαι σίγουρη ότι σύντομα θα έρθει στο σπίτι». «Και τι απάντησε η Τασία;» ρώτησε με άχρωμη φωνή ο Δημητρός. «Συμφώνησε απόλυτα μαζί μου. Και έχει δίκιο η γυναίκα σου Δημητρό. Πώς θα τα βγάλω πέρα μόνη μου; Είπε. Ούτε μόνη μου μπορώ να κουμαντάρω τα παιδιά, αλλά και οικονομικά πώς θα τα καταφέρω, ένας Θεός μόνο ξέρει αν δε γυρίσει στο σπίτι σύντομα ο άντρας μου. Οι γυναίκες Δημητρό μου έχουν ποιο πρακτικό μυαλό από μας τους άντρες». «Και τι ακριβώς ζητάτε από μένα;», ρώτησε ο Δημητρός. «Να μας πεις ότι ξέρεις με λεπτομέρειες και μετά από ένα διάστημα, θα βρούμε μεις έναν τρόπο να σ’αφήσουμε χωρίς να σε υποψιαστούν, για να μας δίνεις ότι πληροφορίες θα μπορείς να μαθαίνεις», είπε ο διοικητής. «Η περίπτωσή σου έτσι κι αλλιώς είναι πολύ σοβαρή, όπως τόνισε κι ο κύριος βασιλικός επίτρο πος. Αντιμετωπίζεις σχεδόν σίγουρα την ποινή της εκτέλεσης. Έτσι δεν είναι, κύριε επίτροπε;» «Έτσι ακριβώς», απάντησε κείνος μ’έναν αναστεναγμό. Κοίταξε το Δημητρό σοβαρά στα μάτια και συνέχισε.
242
«Ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να αποφασίσεις κάτι τέτοιο, γιατί γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον από τα παιδικά μας χρόνια και ξέρω τι λογιών χαρακτήρας εί σαι. Σε παρακαλώ Δημητρό μου, πάρε τη σωστή απόφαση να γλιτώσεις και συ, να γλιτώσω κι εγώ που είμαι αλλιώς υποχρεωμένος να σε φέρω στο δικαστήριο εγώ ο ίδιος και να ζητήσω την τιμωρία σου, σύμφωνα με το νόμο». «Δε γίνεται», είπε ο Δημητρός. «Ποιο πράμα είναι που δε γίνεται;» ρώτησε με αγωνία ο Φαρδής. «Αυτό που ζητάτε. Να συνεργαστώ μαζί σας. Να γίνω χαφιές και όργανό σας δηλαδή». Ο διοικητής έδειξε να εκνευρίστηκε φοβερά απ’τα λόγια του. Ακούς εκεί ένας τέτοιος βλάκας να μιλάει υποτιμητικά για την υπηρεσία και τους ανθρώπους της. Ας μην ήταν στη μέση αυτός ο καραγκιόζης ο βασιλικός επίτροπος και θα τον έκανε αυτόν τον αναιδέστατο πιο ψιλό κι απ’το τσιγαρόχαρτο. Είχε στο πα ρελθόν αντιμετωπίσει κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις, όταν του τηλεφωνούσαν διάφοροι γαλονάδες και υπουργοί, που είτε είχαν αρπάξει χιλιάδες λίρες, ή εν διαφέρονταν για κάποιους συγγενείς τους. Όταν λοιπόν τους έπαιρνε με το καλό και καταλάβαιναν ότι κάποιος μεγάλος έδειχνε ενδιαφέρον, τότε στύλω ναν τα πόδια και παράσταιναν τον καμπόσο. Στο τέλος όμως, όταν τους έδειχνε και το πραγματικό πρόσωπο της υπηρεσίας, όλοι ή σχεδόν όλοι, συμφωνούσαν να συνεργαστούν. «Αν τον έστελνα μέσα και τον μαλάκωναν λίγο ακόμα ο Τραντάφυλλος με τον Μηνά θα σου’λεγα εγώ αν συμφωνεί ή όχι», σφύριξε μέσ’ απ’τα δόντια του». «Πολύ καλά», είπε δυνατά αυτή τη φορά. «Με μας δεν μπορείς να συνεργα στείς. Με τους συμμορίτες πώς συνεργάστηκες;» «Καλά σου λέει ρε παιδί μου ο άνθρωπος; Με τους κατσαπλιάδες πως τα βρή κες και με τις αρχές ασφαλείας δε δέχεσαι;», πήρε το λόγο ο Φαρδης. «Εκείνοι δε με υποχρέωσαν σε τίποτα», απάντησε ο Δημητρός. «Μόνος μου αποφάσισα και μόνος μου έκανα ότι έκανα για να τους βοηθήσω». «Ναι αλλά στο τέλος κάηκες απ’ αυτή σου την αποκοτιά». «Ήξερα απ’την αρχή τις συνέπειες αν με πιάστε. Τέλος πάντων», είπε κουρα σμένα. «Ότι θέλτε κάντε κι ότι θέλτε πείτε. Αυτό που ζητάτε δε γίνεται με τίπο τα». Ο Φαρδής τον κοίταξε απελπισμένα. «Έλα βρε Δημητρό», παρακάλεσε. «Σκέψου λίγο τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου». «Αυτούς σκέφτομαι όλη μέρα», απάντησε εκείνος. «Ούτε στιγμή δεν τους βγάζω απ’το μυαλό μου. Και τώρα που με μιλάτε και σας μιλάω, αυτούς σκέφτομαι». «Ωραία…, πολύ ωραία», έκανε μια τελευταία προσπάθεια ο Φαρδής. «Κάνε ότι σου ζητάμε για χάρη τους». «Αν κάνω κάτι τέτοιο» είπε με πίκρα ο Δημητρός, «τότε να είσαι σίγουρος ότι δε θα μπορέσω να ζήσω μαζί τους ούτε για μια ώρα. Θα πρέπει ή να σκοτωθώ ή
243
να τους αφήσω και να φύγω μακριά, οπότε το αποτέλεσμα είναι το ίδίο. Η απάντησή μου είναι οριστική». Ο Φαρδής έκανε μια κίνηση απελπισίας και απογοήτευσης. Κοίταξε τον διοικη τή και είπε. «Έκανα ότι μπορούσα να κάνω. Πιστεύω ότι έκανα το καθήκον μου και σαν λειτουργός, αλλά και σαν φίλος. Άλλο τίποτα δεν μπορώ να κάνω. Λυπάμαι πολύ». Ο διοικητής χωρίς να πει κουβέντα, πάτησε ένα κουμπί και στην πόρτα φάνηκε ο Μηνάς. «Πάρτε τον από δω», είπε ξερά. «Τη γνωστή περιποίηση;», ρώτησε ο βασανιστής. «Ναι», απάντησε στον ίδιο τόνο ο διοικητής. Ο Φαρδής μάζεψε τα χαρτιά του, ενώ ένα δάκρυ κύλησε απ’τα μάτια του τη στιγμή που παίρνανε τον παλιό του φίλο.
8 Το στρατοδικείο έγινε πολύ σύντομα. Ούτε δεκαπέντε μέρες πέρασαν από τη μέρα που έγινε αυτή η συνάντηση στο γραφείο του διοικητή. Παρ όλα τα βασα νιστήρια, ο Δημητρός δεν άνοιξε το στόμα του να πει το παραμικρό. Οι εφημερίδες έγραψαν ότι ο βασιλικός επίτροπος ήταν πραγματικός καταπέλ της, παρ όλο που δικαζόταν ένας παιδικός του φίλος. Είχαν να λένε για το ήθος αυτού του δημόσιου λειτουργού, που δε δίστασε να ζητήσει για τον ίδιο τον παιδικό του φίλο και γείτονα, την εσχάτη των ποινών. Η καταδίκη του Δημητρού σε θάνατο έσκασε σα βόμβα στη γειτονιά. Όλοι εί χαν κάτι να πουν, κάτι είχαν να σχολιάσουν. Η γιαγιά του Δημητράκη είπε μια μέρα στη μάνα του, πως ο Δημητρός τρελάθηκε. «Έτσι λένε καλέ όλοι. Αυτός τρελάθηκε ντιπ. Κι αυτός ο Φακής που είναι στα μέσα και στα έξω, τι έκανε;» «Φαρδή τον λένε μαμά». «Εγώ πάντα Φακή τον έλεγα, γιατί ποτέ δεν τον χώνεψα. Από κείνη την ξιπα σμένη τη μάνα τι κουμάσι θαρρείς και θα έβγαινε; Κατά μάνα κατά κύρη που λένε. Δεν μπορούσε να σώσει το παλικάρι μας, που πήγε ο ανεπρόκοπος και τον δίκασε ο ίδιος; Α…. να χαθεί ο βρομιάρης. Εγώ φοβάμαι και για τον Κώστα μας. Μην κάντε παρέα μ’αυτόν Μαρία. Αυτός μπορεί να κάψει και τη μάνα του σε λέω. Είναι φανατικός όπως κι εκείνη». Ο Αριστείδης είπε ότι στο τέλος δε θα αφήσουν κανέναν και θα μαγαρίσουν όλες τις οικογένειες. Στο σχολείο όλα τα παιδιά, δασκαλεμένα απ’τους γονείς τους, απέφευγαν και την Αντιγόνη και τον μικρό της αδερφό. Εκείνη εξακολουθούσε, παρά το κακό που τη βρήκε, να είναι η καλύτερη μαθήτρια αλλά τώρα πια δεν έβγαινε έξω στα διαλείμματα. Καθόταν μέσα στην τάξη κι έκλαιγε. Ακόμα και η καλύτερη της φιληνάδα, η Αντωνία η χοντρή, άρχισε με διάφορες δικαιολογίες να την αποφεύγει. Ο
244
Φλάμπουρας που την έβλεπε σ’αυτά τα χάλια, κόντευε να τρελαθεί. Μια μέρα, σ’ένα διάλειμμα που είχαν φύγει όλοι απ’την τάξη, την πλησίασε έτσι όπως ήταν σκυμμένη στα δυο της μπράτσα πάνω στο θρανίο κι έκλαιγε. «Ορίστε», είπε και έβγαλε ένα μαραμένο κόκκινο τριαντάφυλλο απ’την τσέπη του. Μαράθηκε γιατί το κουβαλάω στην τσέπη απ’το πρωί που το έκοψα απ’την αυλή μας. Ήθελα να το φέρω δροσερό και φρέσκο όπως ήταν, αλλά στο τέλος ντράπηκα και το έβαλα στην τσέπη». Σήκωσε τα κατακόκκινα απ’το κλάμα μάτια της και τον κοίταξε τρυφερά. «Δεν πειράζει Γιώργο». «Θέλω να σου πω ότι όλοι είναι κλώσες. Από τη μέρα που έμαθαν για τον πα τέρα σου, όλοι κάνουν το κορόιδο.» «Δεν πειράζει Γιώργο», ξανάπε η Αντιγόνη. «Εγώ» επέμενε αυτός, «θέλω να σε κάνω παρέα και να σε βοηθήσω αν μπορώ. Κι ο πατέρας μου, που είναι ένας αγράμματος χαμάλης, με λέει κι αυτός τα ίδια». «Τι σου λέει δηλαδή ο πατέρας σου Γιώργο;» ρώτησε η Αντιγόνη. «Μου λέει ότι ο άνθρωπος χρειάζεται την αγάπη μας και τη βοήθειά μας, όταν την έχει ανάγκη. Όταν δηλαδή βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Με είπε να σε κάνω παρέα. Εγώ δε φοβάμαι όπως οι άλλοι. Εγώ πώς να στο πω δηλαδή. Ντρέπομαι». «Δεν πειράζει Γιώργο», ξανάπε εκείνη. «Αν δεν είχαμε κάνει εκείνα τα σχέδια για το γυμνάσιο, ίσως να μην ντρε πόμουν τόσο πολύ», συνέχισε ο Φλάμπουρας. «Να ξέρεις μια φορά ότι εγώ θα πάω στο γυμνάσιο και θα το τελειώσω με άριστα». Το κουδούνι χτύπησε και τα παιδιά όρμησαν μέσα. «Τι κάνουν δω μέσα μόνα τους τα πουλάκια μου», πέταξε τη σπόντα του ο Μπούλης. «Συνωμοσίες οργανώνουμε;» Ο Φλάμπουρας του έριξε μια σβουριχτή με τέτοια δύναμη, που τον έριξε κάτω. «Κοπρίτη και συ κι όλο σου το σόϊ», είπε και πήγε και κάθισε στο θρανίο του πίσω απ’τον μπούλη. «Αν δεν βγάλεις το σκασμό», του είπε την ώρα που ο Βεργίδης έμπαινε στην τάξη, «θα σε κάνω με τα κρεμμυδάκια. Χοντρομπαλά».
9 Η Τασία γύρισε με κλάματα όλες τις πόρτες και φίλησε ένα σωρό κατουρη μένες ποδιές. Μέχρι και στην Αθήνα πήγε για να δει τον υπουργό, αλλά η απάντηση παντού ήταν η ίδια. «Δυστυχώς κυρία μου, τώρα δε γίνεται τίποτα». Η καταδίκη του Δημητρού ήταν το τελευταίο χτύπημα για τη γειτονιά. Όλα σχεδόν ερήμωσαν και οι άνθρωποι που πρώτα κουβέντιαζαν και αστειεύονταν όταν συναντιόνταν στο δρόμο, τώρα προσπερνούσαν ο ένας τον άλλον με μια ξερή καλησπέρα και κλείνονταν νωρίς στα σπίτια τους. «Φοβούνται και να κλάσουν ακόμα», άκουσε μια μέρα ο Δημητράκης τον Θάνο το φούρναρη να λέει στην κυράΌλγα. «Λες και το κλάσιμο είναι πιστολιά».
245
Μόνο ο παράδεισος αντηχούσε όλη μέρα από τις φωνές και τα χαρούμενα ξε φωνητά των παιδιών. Μερικές φορές όταν μαζεύονταν στο πηγάδι τα συζητούσαν, αλλά και πάλι μετά από λίγη ώρα παρασυρμένα απ’το παιχνίδι τους τα ξεχνούσαν όλα. «Κρίμα που δεν μπορέσαμε να βρούμε τον Παυλή να μας βοηθήσει για τον πα τέρα της Αντιγόνης», είπε ένα απόγεμα ο μεγάλος ο Καραβουζούνας. «Κρίμα», είπαν όλοι και μοιράστηκαν σε ομάδες για να παίξουν μακριές γαϊδούρες. Ο Κώστας κι η Μαρία προσπάθησαν να συμπαρασταθούν όσο ήταν δυνατόν την Τασία, αλλά ο φόβος που είχε απλωθεί ήταν τέτοιος, που φοβόνταν και οι ίδιοι. Ξαναπήγαν ένα βράδυ στο σπίτι του Φαρδή και τον παρακάλεσαν σχεδόν γονατιστοί να βοηθήσει να σωθεί ο Δημητρός. «Δυο παιδιά έχει», είπε η Μαρία. «Τι θ’απογίνουν αυτά;» Ο Φαρδής απάντησε με τον ίδιο τρόπο που απαντούσε σ’όλους όσους του μι λούσαν για το ίδιο θέμα. «Εγώ έκανα ότι περνούσε απ’το χέρι μου. Απ’το αγύριστο το κεφάλι του θα πάει». Η Γαρουφαλίτσα προσπάθησε με κλάματα στην αρχή και με απειλές ότι θα τον εγκαταλείψει και θα φύγει αργότερα, να τον πείσει να κάνει ξανά μια προ σπάθεια να σώσει το Δημητρό. «Τα λένε όλοι που δεν ξέρουν, τα λες και συ που είσαι δω μέσα όλη μέρα και ξέρεις ότι τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ακόμα και την ώρα του δικαστηρί ου αν έλεγε ότι μετανιώνει και ότι θα προσπαθήσει να επανορθώσει, θα μπο ρούσα να τον γλιτώσω. Αυτός όμως τι να πούμε τώρα; Έκανε σαν αφιονισμένος. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν κάτι οι δικαστές, αυτός έβγαζε λόγους για τη δημοκρατία και για τα δικαιώματα του ανθρώπου».
10 Ήταν μια από τις τελευταίες μέρες του Νοέμβρη πολύ νωρίς, την ώρα που ξη μέρωνε, όταν ήρθαν να τον πάρουν απ’το κελί του. «Έλα πάμε», του είπε ο φύλακας. «ήρθε εντολή». Ο Δημητρός σηκώθηκε απ’το στρώμα, προσπάθησε να χτενίσει με τα χέρια του τα σγουρά πυκνά του μαλλιά και χαμογέλασε. Οι άλλοι μελλοθάνατοι μαζεύτη καν στα κάγκελα των κελιών τους και προσπαθούσαν να του δώσουν κουράγιο, όπως έκαναν κάθε φορά που έπαιρναν κάποιον για εκτέλεση. Προχώρησε στη τός στο διάδρομο και βγήκε στην αυλή μαζί με το φύλακα. Το πρωινό αγιάζι του περόνιασε τα κόκαλα. «Υγρασία. Έχει πάντα υγρασία τέτοιο καιρό», είπε στο συνοδό του και σήκωσε το γιακά του φθαρμένου του σακακιού. Του έκανε εντύπωση ότι δεν του είχαν δέσει τα χέρια, όπως έκαναν με όλους τους άλλους. Ρώτησε το φύλακα. «Είναι εντολή του βασιλικού επιτρόπου», είπε κείνος. «Να μη σου δέσουμε ούτε τα χέρια, αλλά ούτε και τα μάτια άμα δεν το θέλεις ο ίδιος».
246
Είδε τους στρατιώτες στη σειρά με τα όπλα παραπόδα, που περίμεναν να εκτε λέσουν μια ρουτίνα. Πήγε με τη συνοδεία του φύλακα και στάθηκε απέναντί τους, μπροστά απ’τον ξεβαμμένο τοίχο. «Θα πρέπει να τον ασπρίσουν», σκέφτηκε. «Είσαι καλά;» ρώτησε ο φύλακας. «Είσαι εντάξει; Εδώ ακριβώς θα πρέπει να σταθείς». Άκουσε τη φωνή του αξιωματικού που έδινε το παράγγελμα. «Εππιίι… σκοποοοόν». Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε στο γραφείο του διοικητή της φυλακής απέναντι. Είδε τον Φαρδή που τον κοίταζε μ’απελπισία. Του χαμογέλασε κι έσφιξε το σακάκι του πάνω στο σκελετωμένο κορμί του. «Αυτή η υγρασία πάντα με πείραζε» σκέφτηκε, ενώ ακουγόταν η τελευταία δια ταγή του αξιωματικού. «Πυυυύρ». Έπεσε στα γόνατα κι έγειρε σιγά σιγά μπροστά, ώσπου το μάγουλό του ξύστη κε πάνω στο παγωμένο χώμα. «Σελειπονούς», μουρμούρισε και βγήκ’ η ψυχή του. ΤΕΛΟΣ