7
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΖΑΚ Μυθιστόρημα
Δημήτρης Βασιλειάδης
8
Ποταμούδια Καβάλας
«Η γειτονιά μου»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο 1 Πάτησε την πετούγια κι άνοιξε το γραφείο του. Η κοπέλα απ’ το διπλανό δωμάτιο της γραμματείας έβγαλε το κεφάλι της και τον κοίταξε σοβαρή και λυπημένη. - Τηλεφώνησε ο διοικητής ασφαλείας κύριε Φαρδή. Είπε ότι έρχεται να σας δει.
9
Έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι του και προχώρησε στο δωμάτιο κλείνοντας πίσω του προσεχτικά την πόρτα, λες και φοβόταν μη κάνει θόρυβο κι ενοχλήσει. Με αργά κουρασμένα βήματα πήγε και κάθισε, σωριάστηκε θα μπορού σε να πει κανείς, στην πολυθρόνα του γραφείου. Έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι του που βούιζε μ’ένα μονότονο σφυριχτό βουητό, που του τρυ πούσε το μυαλό και πήγαινε να τον τρελάνει. Άνοιξε το συρτάρι στο δεξί μέρος του γραφείου κι άρπαξε τρεις ασπιρί νες, που τις είχε έτσι χύμα ριγμένες εδώ και περισσότερο από ένα χρό νο. - Ας είναι καλά η Γαρουφαλίτσα μου που τις έριξε δω μέσα παρά τις αντιρρήσεις μου, μουρμούρισε. Τις πέταξε στο στόμα του κι ήπιε λίγο νερό, απ’ ένα ποτήρι που ξέχασε να το πάρει ο καφετζής απ’ την προηγούμενη βραδιά. Ακούμπησε τους αγκώνες του στο γραφείο και πίεσε με τα δυο χέρια τ’αυτιά του, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σταματήσει αυτό το καταραμένο βουητό. - Πρέπει να περάσουν τουλάχιστο δέκα λεπτά για να κάνουν τη δουλειά τους οι ασπιρίνες σκέφτηκε και σκώνοντας το κεφάλι κοίταξε ένα γύρο το ψηλοτάβανό και άνετο γραφείο. Με πολύ κόπο κατάφερε να χαμογελάσει. Πόσες μέρες, ακόμα και νύχτες, δε πέρασε κλεισμένος εδώ μέσα να με λετάει υποθέσεις; Πόσο, θυμάται, είχε χαρεί όταν πρωτομπήκε κι εγκα ταστάθηκε σα βασιλικός επίτροπος σ’ αυτό το γραφείο; Είχε κλείσει, μά λιστα είχε κλειδώσει κιόλας, την πόρτα και στρογγυλοκάθισε χαμογελα στός κι ευχαριστημένος στη δερμάτινη πολυθρόνα. Χάιδεψε το ξύλινο καλογυαλισμένο αρχοντικό γραφείο κι αιστάνθηκε σα να πετούσε. Επιτέλους. Έφτασε κει που ονειρευόταν. Ένοιωθε το ίδιο συναίσθημα σαν εκείνη την πρώτη φορά - μόλις είχαν έρθει απ’ το χωριό - που μαζί με τον Κώστα και τον Δημητρό είχαν ανέ βει ψηλά στον Κουλέ να δουν και να θαυμάσουν τον καινούριο τους τό πο. Έτσι όπως έβλεπε όλη την πόλη στα πόδια του και με το δυνατό αεράκι που φυσούσε κει πάνω ψηλά και του μπάτσιζε τα μούτρα δε μπόρεσε να κρατηθεί και φώναξε. - Μια μέρα θα είμαι πρώτος και δαχτυλοδειχτούμενος. - Πρώτος, μονολόγησε όπως σκυφτός και καμπουριασμένος πλησίασε το παράθυρο. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο, λασκάρισε τη γραβάτα του κι άνοιξε να πάρει λίγο αέρα καθώς ένοιωθε να τον πνίγει ένας βαρύς κόμπος στο λαιμό. Κι αυτό το απαίσιο βουητό μες το κεφάλι του, δε τον αφήνει ούτε λεπτό. - Κοντεύουν Χριστούγεννα κι ακόμα δε λέει να χειμωνιάσει, μουρμούρι σε χωρίς να ξέρει γιατί σκέφτηκε κάτι τέτοιο.
10
Κοίταξε κάτω στον κεντρικό δρόμο τον κόσμο που πηγαινοερχόταν, άλ λοι βιαστικοί να παν σε κάποια δουλειά, άλλοι σεργιανούσαν, άλλοι ψώ νιζαν στο μανάβικο που ήταν ακριβώς απέναντι. Είδε μια γυναικούλα που πλησίασε το μανάβη και κάτι του είπε. Εκείνος γύρισε προς το δρόμο κι έβαλε κατά τα συνήθεια του μια δυνατή φωνή, π’ ακούγονταν σα καμπάνα. - Πάαααρτε κόσμεεε τα καλά πορτοκααάλια. Κοίταξε γύρω του να δει αν τον βλέπουν και τον ακούν όλοι και συνέχι σε. - Πορτοκάλια θέλει η κυρία.... Πάρτε να φάτε να σας δει κι ο Θεός. Πάρε διάλεξε κυρά μου όποια τραβά η ψυχή σου. Πάααρτε κόοοσμε. Η γυναίκα έβαλε πεντέξι πορτοκάλια στην καμπάδικια από χασαπό χαρτο σακούλα που της έδωσε ο μανάβης, διαλέγοντάς και κοιτάζοντάς τα προσεχτικά ένα ένα και του την έδωσε για ζύγιασμα. Εκείνος την έ βαλε στο βαθύ τάσι της ζυγαριάς και στο άλλο έριξε με μια θεατρινίστικια κίνηση ένα δράμι. Κοίταξε με ύφος επιστήμονα τη ζυγαριά και πέταξε δί πλα στο δράμι μια μικρή πέτρα. Χαμογέλασε ικανοποιημένος. -Άντε και βαριά βαριά φώναξε. Άρπαξε τη σακούλα την ακούμπησε πισ’ απ’ τον πάγκο του κι έκανε κατά πως το συνήθιζε - το λογαριασμό με δυνατή φωνή κοιτώντας γύρω γύρω για να τον βλέπει και να τον ακούει όλος ο κόσμος. - Τρεις επτά σαράντα.... Έξω ντάρα μανέλα από δεκαπέντε σαράντα πέντε και δέκα ογδόντα πέντε..... Άντε δώσε κυρα μου ένα πενηντάρι και καλοφάγωτα τα πορτοκάλια σου. Έσκυψε τάχα να πάρει κάτι που του έπεσε, αλλά όπως σκώθηκε πήρε απ’ τον πάγκο του μια άλλη σακούλα που την είχε έτοιμη από πριν. Η γυναίκα πλήρωσε, έβαλε τα πορτοκάλια στο διχτάκι της κι έφυγε. - Βρε τον μπαγαπόντη τον κλέφτη, χαμογέλασε πικρά ο Φαρδής και κοίταξε με αντιπάθεια τον μανάβη. Εδώ κόσμος και ντουνιάς πεθαίνει κάθε μέρα, σπίτια κλείνουν, οι φυλακές κι οι εξορίες είναι γεμάτες κι αυτοί ασχολούνται με τις μικροκλεψιές και τις μικροαπάτες τους. 2 Παραδίπλα στο μπακάλικο του Μπατανία- κανένας δεν ήξερε να πει αν αυτό ήταν το επίθετό του ή το παρατσούκλι του - τρεις εργάτες είχαν βγάλει ένα τραπεζάκι στην άκρη του δρόμου και τα κουτσόπιναν γε λώντας και σιγοτραγουδώντας στα όρθια. Ο μπακάλης που κατά πως φαινόταν τα είχε κι ο ίδιος τσούξει λίγο, βγήκε για μια στιγμή απ’ το μαγα ζί μ’ένα τεράστιο γραμμόφωνο στην αγκαλιά του. Τ’ ακούμπησε πα στο τραπεζάκι κι άρπαξε το χωνί απ’ τα χέρια του μπακαλόγατου του βοηθού του, «του κρεμανταλά» π’ ακολούθησε με το εξάρτημα στα χέρια. Το το ποθέτησε στο γραμμόφωνο, έβγαλε απ’ το μικρό τσεπάκι του βρώμικου
11
ριγέ γιλέκου του μια βελόνα, σήκωσε το χέρι του ψηλά και την έδειξε στους πελάτες. - Ολοκαίνουρια. Σκέτος αθέρας. Έβαλε τη βελόνα στη θέση της, τοποθέτησε και την μεγάλη πλάκα που του’φερε ο βοηθός πάνω στο γραμμόφωνο κι άρχισε να το κουρντίζει σι γά σιγά και με τέμπο. - Το τελευταίο σουξέ για το χατίρι σας, έβαλε μια δυνατή φωνή π’ έκανε τους περαστικούς να σταθούν για να χαζέψουν. Το τελευταίο σουξέ, ξα ναφώναξε κι ακούμπησε τη βελόνα πάνω στην πλάκα. Ακούστηκε μια απαίσια στριγκιά κι ένα φριχτό σούρσιμο της βελόvας πάνω στη βακελίτικια πλάκα, π’ έκανε όλους ν’ ανατριχιάσουν και να τους σκωθεί η τρίχα. Ο Μπατανίας με μια σβέλτη για τα πάχυτά του κίνηση, άρπαξε το μπράτσο του γραμμόφωνου και το σήκωσε. Κοίταξε απολογητικά όλους και προσπάθησε με περίσσια προσοχή αυτή τη φορά να τοποθετήσει τη βελόνα ακριβώς στο ξεκίνημα του δίσκου για να μπει στις σωστές αυλακ ιές. Αυτή τη φορά έγιναν τα πράματα καλύτερα. Ένα μαλακό σούρσιμο α κούστηκε μαζί μ’ένα χαμηλό βόμβο π’ έβγαζε το μηχάνημα, καθώς τ’α τσαλένιο ελατήριο στο σπλάχνο του πάλευε να γυρίσει το δίσκο. Άξαφνα ξεχύθηκε στον αέρα το γλυκό τραγούδι που τον τελευταίο και ρό σιγοτραγουδιόταν απ’ όλο τον κόσμο. Πέφτουν οι σφαίρες σα το χαλααάζι κι ακουμπισμεεένος σ ένα δεντριιί ο τραυματίας αναστενααάζει και τη μανούλα του ζητάει για να δει. Στην παρέα μπήκαν κι άλλοι απ’ τα γύρω μαγαζιά κι από περαστικούς που βρέθηκαν φίλοι και γνωστοί με κάποιον απ’ αυτούς που τα πίναν. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχε στηθεί τρικούβερτο γλέντι. Ο μπακάλης άρχισε να φέρνει τις στροφές του στη μέση του δρόμου, ακολουθούμενος απ’ τα παλαμάκια και τα τραγούδια των υπόλοιπων. Η νοσοκόμα μόλις ακούει το παλικααάρι να την καλειιί τρεεέχει αμεεέσως τον αγκαλιααάζει και σα μανουυυλα του του δένει την πληγή.
12
Πάνω κει ξεμύτισε απ’ το στενάκι του ταχυδρομείου ο Μάκης ο «αρπαχ τός», το χαμαλάκι απ’ το πρακτορείο λεωφορείων που τον ξέραν όλοι και σαν «Μάκης ο ποιητής» Το παρατσούκλι «αρπαχτός» του το είχαν κολλήσει επειδή μόλις έφταν ε το λεωφορείο κι ο εισπράκτορας κατέβαζε απ’ τη σκάρα τα συ μπράγκαλα του κάθε επιβάτη, ο Μάκης σταμπάριζε κάποιον κουστου μαρισμένο με μεγάλη βαλίτσα κι ορμούσε κατευθείαν πάνω του. Άρπαζε τη βαλίτσα απ’ το χέρι τ’ανθρώπου - που σχεδόν πάντα διαμαρτυρόταν τον χτυπούσε φιλικά στην πλάτη, του έσκαγε κι ένα ζαχαρωμένο χαμόγε λο και τον ρωτούσε. - Για που πάει αφεντικό η βαλίτσα; Στις διαμαρτυρίες τους ο Μάκης δεν έδινε καμιά σημασία. - Να ζήσουμε θέλουμε κι εμείς αφεντικό. Κλέφτες θα γίνουμε; Ένα ψιλο πουρμπουάρ θα με δώσεις και θα σε πάω όπου θες τη βαλίτσα σου π’ είναι κι εκατό οκάδες η ρημάδα. Χαμάληδες είμαστε. Δεν είμαστε γρα φιάδες να καθόμαστε και να παίρνουμε το μιστό μας. Έσκυβε μετά στ’ αυτί του μουστερή και του’λεγε εμπιστευτικά. - Τώρα δω που τα λέμε αφεντικό, εγώ είμαι προσωρινά χαμάλης. Στην ουσία είμαι ποιητής και γράφω ένα σωρό ποιήματα και τραγουδάκια. Να κοίτα δω πέρα να δεις και μóvoς σου. Έχω γραμμένα τρία τέσσερα με το ίδιο μου το χέρι. Τραβούσε απ’ την κωλοτσέπη του μερικά μισοσκισμένα, θεοβρώμικα παλιόχαρτα και τα’βαζε μπροστά στη μύτη τ’ανθρώπου. - Σου κουβαλάω τη βαλίτσα να πας στο σπίτι σου και στη δουλειά σου ξεκούραστος και φρέσκος σα παλικαράκι, παίρνεις και τα ποιηματάκια μου χωρίς να πλερώσεις φράγκο, χώρια που κάνεις και μια άγια πράξη δίνοντας βοήθεια «στην ανώτερη τέχνη της ποίηση και της λογοτεχνίας» που λέει ο Περπερής. «Χειρ βοηθείας στην τέχνη» κατά πως το λέει. - Ξέρεις ποιος είν ο Περπερής αφεντικό; Όχι…., απαντούσε μόνος του. Ο Περπερής το λοιπόν αφεντικό είναι γραμματικός, δω σ αυτό το καπνο μάγαζο που βλέπεις μπροστά σου. Πολύ γραμματιζούμενος αυτός ο Περπερής αφεντικό και μου βγάζει τα καπέλο που λέμε, για τα ωραία μου ποιηματάκια. 3 Ο μπακάλης μόλις πήρε το μάτι του το Μάκη, έβαλε τη φωνή. - Για έλα δω ρε ξυπόλητε ποιητή της δεκάρας να με πεις αν μπορείς εσύ να γράψεις τέτοιο τραγουδάκι, π’ έχει μέσα του όλα τα ντέρτια του πολέμου και του φαντάρου; T’ ακούει άνθρωπος και σκώνεται η τρίχα του. Ο Μάκης τον κοίταξε λοξά σκώνοντας τ’αριστερό του φρύδι.
13
- Αυτά εγώ κυρ Μιλτιάδη μου δε καταδέχομαι ούτε να τ’ ακούσω, είπε και τίναξε περήφανα το κεφάλι του. Μπορεί να είμαι αγράμματος, αλλά κατά πως λέει ο Περπερής, έχω τάλαντο. Και το τάλαντο νικάει τα γράμ ματα. Κατάλαβες τώρα; Έξυσε το κουρεμένο του κεφάλι, έπιασε με τα δυο του δάχτυλα τη μύτη του και φύσηξε τη μύξα του κει καταμεσής του κόσμου, π’ είχε σταματήσ ει το γλέντι κι έκανε χάζι. - Έχω και τρία γράμματα, πιστολές δηλαδή, απ’ ανθρώπους που τους κουβάλησα τις βαλίτσες και τους χάρισα τραγουδάκια. Ο ένας μάλιστα εί ναι κοτζαμάν καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Σαλονίκης. Με παινεύουν με τα καλύτερα λόγια κυρ Μιλτιάδη, είπε και κορδώθηκε σα κούρκος. Ο μπακάλης σούφρωσε τα χείλια του, κούνησε τη χερούκλα του με ση μασία και είπε γυρίζοντας να τον δουν και να τον ακούσουν όλοι. - Τα πολλά λόγια «αρπαχτέ» είναι φτώχια. Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζ ανώγια και κατώγια, που λέμε. Ανέβα στο βαρέλι με το πετρέλαιο και πες μας αυτό το τελευταίο που σκάρωσες για τον ξάδερφο της γυναίκας μου το «Νάσο το μόρτη». Έχουν να λένε αυτοί που τ’άκουσαν ότι για το Νά σο είναι να πούμε γάντι. Άντε σάλτα στο βαρέλι και λέγε. Ο «ποιητής» δε χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Μ’ έναν πήδο βρέθηκε πα στο βαρέλι ολόρθος, μ’ ανοιχτά τα σκέλια για να κρατάει την ισορρο πία του, μια και το βαρέλι δε πατούσε καλά στο χωματένιο πεζοδρόμιο. Αφού ταχτοποιήθηκε με την ισορροπία, τους κοίταξε όλους με ύφος, σα που είδε να κάνει κείνος ο αχμάκης ο βουλευτής ο Βαρελής, όταν έβγαζε λόγο πριν απ’ τις εκλογές. Ο κόσμος που τώρα είχε πυκνώσει, άρχισε να χειροκροτάει και να φω νάζει χαχανίζοντας. - Πες τα Χρυσόστομε. - Εσένα θέλουμε. - Πες τα ντέρτια μας τραγουδιστά. Ο μπακάλης σήκωσε τα χέρια του κάνοντας δυνατά με σφιγμένα χείλια το γνωστό μακρόσυρτο σσσσσσσσς, που σήμαινε ότι όλοι έπρεπε να σωπάσουν. - Βγάλτε ρε σεις το σκασμό ν’ ακούσουμε, είπε τάχα αυστηρά. Σιγά σιγά οι φωνές και τα παλαμάκια σταμάτησαν κι ο Μπατανίας γύρι σε στο Μάκη και του’κανε νόημα ότι μπορούσε ν’αρχίσει. Εκείνος ξερόβηξε δυο φορές κι άρχισε ν’απαγγέλνει με την καθαρή λίγο τρυφερή σα γυναικεία φωνή του, με μια στάλα λυπητερό χρώμα μέσα της. Κάθε μέρα που περνούσες απ’ τη γειτονιά, τρίζανε τα καλντερίμια και τ’ανήλιαγα στενά.
14
Θαύμαζαν το λυγερό κορμί σου, τη λαφριά περπατησιά, νιές γριές και παντρεμένες, πιάνανε τα δυο τους στήθια κι αναστέναζαν βαθιά. Μόρτη σε φωνάζανε και καμάρωνες κρυφά, ήσουνα σα καλοκαίρι μες τη βαρυχειμωνιά. Αετός ψηλά πετούσες και κανέναν δε κοιτούσες, Νάσο μόρτη παιδαρά. Τα τσακίρικα σου μάτια, τα σγουρά σου τα μαλλιά φούντωναν βουνό μεράκια, τρέμανε πα στα κρεβάτια, νιές γριές και κοριτσάκια. Με την τελευταία λέξη, ο «αρπαχτός» έκανε μια βαθιά υπόκλιση κατά πως είχε δει ένα βράδυ σκαρφαλωμένος στο ντουβάρι του στρατιωτικού θεάτρου να κάνουν οι θεατρίνοι. Κοντά μισό λεπτό έπεσε βουβαμάρα στ’ ακροατήριο κι αμέσως μετά ένα μουρμουρητό γεμάτο συμπάθεια σκώθηκε απ’ τους καμιά πενηντα ριά π’ είχαν στο μεταξύ μαζευτεί και τον άκουσαν. Ένας γέρος με τρία τουλάχιστο παράταιρα μπαλώματα στο λειωμένο πανταλόνι του, άρχισε σιγά σιγά να χτυπάει παλαμάκια. Αμέσως σαν αυ τό να ήταν το σύνθημα που όλοι περίμεναν, άρχισαν να τον χειροκρο τάνε με γέλια και παινέματα. - Μπράβο παλικάρι μας. - Μπράβο λεβέντη μας. Κουτί του’ρχεται του Νάσου. - Θάμα τα ταίριασες του Νάσου μας του αλανιάρη. Ο Μιλτιάδης πλησίασε στο βαρέλι, άπλωσε με σεβασμό τη μαλλιαρή χερούκλα του και βοήθησε τον «ποιητή» να κατέβει. 4 Ο Φαρδής έκλεισε φαρμακωμένος το παράθυρο και με σερνάμενα βή ματα πήγε και ξανακάθισε στην πολυθρόνα του γραφείου του. - Καλύτερα να ήμουν ένας απ’ αυτούς τους ανώνυμους μεροκαματιά ρηδες, μουρμούρισε.
15
Σα βράδιαζε, κατάκοπος αλλά ευχαριστημένος όπως γινόταν ακόμα πριν από ένα κοντά χρόνο, θα πήγαινε στο σπίτι του. Η Γαρουφαλίτσα η κυρά του θα τον περίμενε στην πόρτα και θα τον υποδεχόταν με κείνο το δικό της τρόπο, έτσι όπως κρεμόταν στο λαιμό του και του’βαζε το κε φάλι στα στήθια της. - Σιγά και μας βλέπουν τα παιδιά, έλεγε και γελούσε ευτυχισμένος. Τον έβαζε να φάει και καθόταν δίπλα του στο τραπέζι, σχεδόν κολλημ ένη πάνω του, να τον ρωτάει ένα σωρό πράματα για τη δουλειά του και για το πως πέρασε τη μέρα του. Τα παιδιά αφού ερχόταν και τον φιλού σαν, πήγαιναν μέσα στο δωμάτιο τους να συνεχίσουν τα μαθήματά τους. - Μη ξεχνάτε μπακαλιάροι, τις έλεγε και τις χτυπούσε τρυφερά στον πι σινό, ότι μόλις τελειώστε τα μαθήματά σας θα ρθείτε δω να μου τα πείτε όλα χαρτί και καλαμάρι. Όποια πιάσω να κομπιάζει, θα την κρεμάσω απ’ τ’αυτιά. Φέρε Γαρουφαλίτσα τα καρφιά να τα έχω έτοιμα. Οι πιτσιρίκες έβαζαν τα γέλια και τις φωνές και τρέχαν να συνεχίσουν το διάβασμα. Η Γαρουφαλίτσα συνέχιζε ασταμάτητα τις ερωτήσεις. Ποιον είδε; Με ποιον μίλησε; Τι είπαν; Γιατί δουλεύει τόσο πολύ και κουράζεται; Κάθε βράδυ τέλειωνε με τα ίδια. - Εμείς Αντώνη μου σε θέλουμε δυνατό και γερό. Εσύ λεβέντη μου είσαι ο στύλος του σπιτιού μας. Η πισινή κολόνα όπως λέει ο πατέρας μου. Να το βάλεις καλά στο πολύξερο κεφάλι σου, ότι μόνο εμείς σ’ αγαπάμε και σε σκεφτόμαστε όλη μέρα.
Το χτύπημα στην πόρτα τον έβγαλε απ’ τα ονειροπολήματά του. - Εμπρός είπε ξέπνοα και κουρασμένα. Η πόρτα άνοιξε και στο έμπα της φάνηκε ο διοικητής της ασφάλειας κορδωμένος και γυαλισμένος σα μπρίκι, με τη μεγάλη του στολή κι ένα χαμόγελο που’δειχνε σα να’ταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κό σμο. - Κοπρίτη, σφύριξε μεσ απ’ τα δόντια του ο Φαρδής. - Τι τρέχει; τον ρώτησε δυνατά και τον κοίταξε καλά καλά από πάνου ίσα με κάτου. - Φεύγω, είπε με καμάρι ο διοικητής και σήκωσε τα χέρια του ψηλά. Πήρα προαγωγή και φεύγω αμέσως για τη Σαλονίκη. Μόλις πριν από μια ώρα πήραμε το σήμα απ’ την κεντρική διεύθυνση στην Αθήνα και δι ατάζουν μέχρι το βράδυ να βρίσκομαι στη διεύθυνση ασφαλείας της Θεσσαλονίκης. - Συγχαρητήρια, είπ’ ανόρεχτα ο βασιλικός επίτροπος. Και σ’ ανώτερα. - Ήρθα να σας ενημερώσω, πριν αναχωρήσω για ένα σοβαρό θέμα, είπε ο διοικητής σα να μη τον άκουσε καθόλου. Λοιπόν. Ο Καραβιάς μας τα είπε όλα. Όλο το ποίημα απ’ την αρχή ίσα με το τέλος. Να μη τα πο
16
λυλογώ, όλη τη νύχτα είχαμε τρεχάματα. Πιάσαμε όλο το δίκτυο και τους έχουμε μαντρωμένους στην ασφάλεια. Προβλέπω να έχετε πολύ δουλειά για ένα διάστημα. Εγώ φυσικά δε θα είμαι εδώ, αλλά ο υποδιοικητή που θα με αναπληρώσει είναι πολύ εντάξει και ζόρικος σα και μένα. Θα τα πάτε κύριε επίτροπε μια χαρά, ώσπου να’ρθει ο αντικαταστάτης μου. Δε του απάντησε. Σκώθηκε με κουρασμένο βήμα και ξαναπήγε στο πα ράθυρο. Ένοιωσε ανακατωσούρα το στομάχι του και τα μηνίγγια του να χτυπάνε δυνατά να σπάσουν. Αιστάνθηκε όλο του το αίμα ν’ ανεβαίνει στα μού τρα του, χωρίς να μπορεί να πει αν ήταν από οργή ή από σιχασιά. Η απότομη ζαλάδα που του’ρθε τον ανάγκασε ν’αρπαχτεί απ’ το ξύλινο περβάζι του παραθύρου. Μόλις γύρισε απ’ την εκτέλεση του παιδικού του φίλου κι ήρθε δω τώρα αυτός ο καραγκιόζης, να κοκορεύεται για τις επιτυχίες του. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που η μοίρα τον έφερε συνεργάτη μ’αυτά τ’απο βράσματα. Του’ρθε να δώσει ένα σάλτο απ’ το παράθυρο να γκρεμιστεί και να η συχάσει. Δε θα ήταν κι άσκημη ιδέα σκέφτηκε και του’κανε εντύπωση που ένοι ωσε αδιαφορία στη σκέψη του θανάτου. - Καταλαβαίνω ότι είστε σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση κύριε επί τροπε - συνέχισε ο διοικητής - εξ’ αιτίας του σημερινού συμβάντος. Ούτε θα σας ενοχλούσα καθόλου, αν δε λάβαινα αυτό το επείγον σήμα για την προαγωγή μου. Δίστασε για μια στιγμή. - Είναι και κάτι ακόμα, για το οποίο πρέπει να σας ενημερώσω πριν φύγω. Τέντωσε το κορμί του αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. Κοίταξε λοξά τον βασιλικό επίτροπο και σφύριξε μες απ’ τα σφιγμένα του δόντια. - Η υπηρεσία μας φρονεί ότι ο φάκελος του Καραβιά πρέπει να μπει στο αρχείο. Mας βοήθησε πολύ και πρέπει να τηρήσουμε τη συμφωνία που κάναμε μαζί του. Θα τον κρατήσουμε μερικές μέρες ακόμα για να διασταυρώσουμε τα στοιχεία μ’ όλα τα λουλούδια που πιάσαμε και μετά θα τον αφήσουμε να πάει σπίτι του. - Τον Καραβιά; ρώτησε με γουρλωμένα μάτια, γυρνώντας απότομα προς το μέρος του. Τον Καραβιά είπες; ξαναρώτησε τρελαμένος και τρέ μοντας σύγκορμος απ’ τα νεύρα του. Αυτός δεν είναι που μου λέγατε ότι είναι ο αρχηγός της παράνομης κομουνιστικής οργάνωσης και το μεγάλο ψάρι; Στείλαμε στο απόσπασμα το μικρό ψαράκι τον Δημητρό, αφήνο ντας τον καρχαρία; - Καταλαβαίνω την κατάσταση σας κύριε επίτροπε, είπε δήθεν με στε ναχώρια ο διοικητής, αλλά η εκτέλεση αυτή έλυσε τη γλώσσα του Καρα
17
βιά, που κατάλαβε ότι τ’αστεία τέλειωσαν και ότι αν δε μιλήσει τον περι μένει η ίδια τύχη. -Όρτσα ηλίθιε, έβγαλε μια πνιχτή φωνή ο επίτροπος μουντζώνοντας με μανία τα μούτρα του. Ποτέ δε φανταζόμουν ότι μπορούσα να πιαστώ τόσο βλάκας που να συμμετάσχω σε μια τέτοια συνομωσία και μια εν ψυχρώ δολοφονία. Φώναζε δυνατά κάνοντας άσχετες χειρονομίες. - Είμαι βέβαιος, συνέχισε έξαλλος, ότι συμφωνείς και συ μαζί μου πως η εκτέλεση του Δημητρού, είναι μια δολοφονία που τη σχεδιάσατε στα χαλκεία σας, για να εκβιάστε τον Καραβιά σε αποκαλύψεις. Κι εγώ ο ηλί θιος, ξαναμουτζώθηκε, συμμετείχα πιστεύοντας ότι κάνω το καθήκον μου. Ήμαρτον Θεέ μου. Εσείς είστε ποίο σχαμεροί κι απ’ τις βδέλλες. Ο ασφαλίτης σούφρωσε τα χείλια του κάνοντας μια κίνηση αδιαφορίας με τους ώμους, σα να’λεγε ότι τώρα τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. - Και δε σκέφτεστε ότι μπορεί να συνεχίσει τα ίδια ο Καραβιάς όταν θα είναι ελεύθερος; ρώτησε πνιγμένος από οργή ο Φαρδής, όχι γιατί τον ένοιαζε πια τι θα έκανε από δω και πέρα ο Καραβιάς, αλλά απ’ την αγω νία του να γαντζωθεί σ ένα στρίμωγμα του ασφαλίτη. - Αχ κύριε επίτροπε, αναστέναξε χαμογελώντας εκείνος. Είστε συγχω ρέστε με την έκφραση και το θάρρος, μακράν της πραγματικότητας. Σε λίγο καιρό κύριε επίτροπε ο Καραβιάς, θα παρακαλάει να τον είχαμε τε λειώσει στα βασανιστήρια ή να τον είχαμε στείλει στο απόσπασμα. Ούτε η γυναίκα του και τα παιδιά του θα τον θέλουν πια. Θα γυρίζει μόνος κι έρημος σα την άδικη κατάρα. Εγώ του είπα να τον βοηθήσω να πάει να εγκατασταθεί στην Αθήνα και ν’αρχίσει μια καινούρια ζωή, αλλά αρνήθη κε. Ζυγιάστηκε μπρος πίσω έτσι όπως στεκόταν σε στάση προσοχής με τα χέρια δεμένα πίσω. - Κακό του κεφαλιού του. Για τους προδότες δεν υπήρξε ποτέ στην ι στορία θέση. Τους χαφιέδες δε τους θέλουν ούτε οι δικοί τους, ούτε οι αντίπαλοι. Εμείς μια φορά κάναμε το καθήκον μας σαν υπηρεσία. Στεί λαμε εντολή στο καπνομάγαζο που δούλευε να τον ξαναπροσλάβουν. Τέλος πάντων, συνέχισε με το φιδίσιο χαμόγελό του. Για όλα θα σας ενη μερώσει με κάθε λεπτομέρεια ο υποδιοικητής, που θα σας επισκεφθεί σήμερα κιόλας. Εγώ πρέπει να σας αφήσω τώρα, για να προλάβω να μαζέψω τα πράγματά μου. Χαμογέλασε ίσως για πρώτη φορά ανθρώπινα και με κάποια υποψία ντροπαλοσύνης στη φωνή του συμπλήρωσε. - Πριν φύγω, θέλω με κάθε ειλικρίνεια να σας πω, ότι είμαι περήφαvoς που σας γνώρισα κι απόλυτα ευχαριστημένος απ’ την άψογη συνεργασ ία μας. Μέχρι το μεσημέρι, θα έλθει ο υποδιοικητής να υποβάλει τα σέβη του. Γεια σας και καλή αντάμωση.
18
Χαιρέτησε άψογα στρατιωτικά, έκανε μεταβολή και βγήκε απ’ το γρα φείο κλείνοντας αθόρυβα και με σεβασμό πίσω του την πόρτα. 5 Απέναντι στο μανάβικο γινότάν μια μικρή φασαρία. Η γυναικούλα που πριν λίγο είχε αγοράσει τα πορτοκάλια ήταν εκεί φωνάζοντας και χειρο νομώντας. - Εγώ καλέ τα έβαλα τα πορτοκάλια με τα δικά μου χέρια στη σακούλα. Τα κοίταξα και τα διάλεξα ένα ένα. Πως βρέθηκαν τα μισά σάπια; Απ τις φωνές της είχε μαζευτεί κόσμος. Άλλοι έπαιρναν το μέρος της γυναίκας κι άλλοι του μανάβη. - Ντροπή σου να κοροϊδεύεις τον κόσμο και να του πουλάς σαπίλες έ λεγε ένας και κουνούσε το δάχτυλό του στο μανάβη. - Να είχε τα μάτια της ανοιχτά πετάχτηκε ένας άλλος. Που ζει; Δεν ξέρει ότι αυτή η κοινωνία είναι για του ανοιχτομάτηδες; Άμα κοιμάσαι όρθιος τι θα σου κάνει κι ο άλλο; Τα σάπια και τα βρώμικα θα σου πασάρει. Μικρές όμορφες και γλυκές φασαρίες της καθημερινής ζωής σκέφτηκε περίλυπος ο Φαρδής. Ας ήταν ένας απ’ αυτούς κι ας ήταν ότι να’ναι. Ας ήταν ο μανάβης που κατακόκκινος από ντροπή ή από θυμό, δε μπορούσε να ξεχωρίσει, φώ ναζε και ορκιζόταν σ’όλα τα ιερά του κόσμου ότι δεν έκανε τίποτα το κα κό. Ας ήταν στη Θέση της γυναικούλας που με δάκρυα τώρα στα μάτια φώναζε ότι τα πορτοκάλια τα είχε πάρει για το άρρωστο παιδί της και δεν είχε λεφτά ν’αγοράσει άλλα. Ας ήταν και στη θέση αυτών των περασ τικών που είχαν μαζευτεί γύρω και λέγαν άλλος το κοντό του κι άλλος το μακρύ του. Ας ήταν ένας οποιοσδήποτε ανώνυμος που περπατούσε στο δρόμο χωρίς κανείς να του δίνει σημασία. Ας ήταν να ήταν οπουδή ποτε οποιοσδήποτε. Ας ήταν ακόμα και πεθαμένος. Ξανασκέφτηκε ότι θα μπορούσε να δώσει τώρα αμέσως ένα σάλτο και να βρεθεί με το κεφάλι στο σκληρό καλντερίμι. Ένα δυο δευτερόλεπτα θα έπαιρνε και μετά δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Ήταν πια σίγουρος ότι ο θάνατος όχι μόνο δε τον φόβιζε, αλλά είχε τρυπώσει και σαν ιδέα στο μυαλό του. Έπιασε πάλι με τα δυο χέρια το κεφάλι του και πίεσε με δύναμη τ’αυτιά του. - Τ’ αναθεματισμένο το βουητό δε λέει να μ’ αφήσει ούτε στιγμή μουρ μούρισε μ’απελπισία. Ξαφνικά τον κυρίευσε ένας αλλιώτικος φόβος. Αλήθεια. Πως θα πάει το βράδυ στο σπίτι του; Πως θα περάσει απ’ τη γειτονιά; Πως θ’ ανέβει τα σκαλοπάτια του σπιτιού του και πως θ’ αντικ ρίσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του;
19
Όχι πως η κατάσταση ήταν καλύτερη μέχρι χτες βράδυ. Κανείς πια από τότε που πιάστηκε απ’ την ασφάλεια ο Δημητρός δε του’λεγε ολόκληρη καλημέρα μόλις είδαν ότι αυτός ο ίδιος ανέλαβε την υπόθεση σα βασιλι κός επίτροπος και μάλιστα ζήτησε την καταδίκη του. Η γυναίκα του η Γαρουφαλιά γυρόφερνε αμίλητη σα το φάντασμα μέσα στο σπίτι άρρωστη απ’ τον καημό και τη ντροπή της. - Βασιλικός επίτροπος, δηλαδή κατήγορος, έλεγε ο κυρ Αριστείδης ο μπακάλης. Ακούς εκεί κατήγορος του παιδικού του φίλου; Σήμερα όμως τα πράματα ήταν τελείως διαφορετικά. Ήταν σίγουρος ότι μέχρι την τελευταία στιγμή όλοι περίμεναν το θαύμα. Όλοι στο βάθος της ψυχής τους, μαζί μ’ όλους και η γυναίκα του, πίστευαν ότι θα μπορούσε κάτι να κάνει για να σώσει τον Δημητρό απ’ την εκτέλεση. - Σήμερα τέλειωσαν όλα μουρμούρισε. Και για τον Δημητρό και για μέ να. 6 Η μέρα πέρασε χωρίς από κει και πέρα να καταλάβει ούτε τι έκανε ούτε σκεδόν που βρισκόταν. Ήρθε ο υποδιοικητής της ασφάλειας, ένας κο ντός φαλακρός ασχημάντρας και του’κανε ένα σωρό γαλιφιές και κολακ είες, που άλλοτε του συγκινούσαν. Σε κάποια στιγμή κατά το μεσημέρι, μπήκε η κοπέλα απ’ τη γραμματεία κι άφησε στο γραφείο του μια στοίβα με φακέλους. Την ώρα που έφευγε κοντοστάθηκε στην πόρτα και τον ρώτησε. - Μήπως δεν αιστάνεστε καλά κύριε επίτροπε; Θα θέλατε να ειδοποιήσ ω τη γυναίκα σας; Την κοίταξε σα χαμένος και της έκανε νόημα ότι δε θέλει τίποτα. Έμεινε στο γραφείο του μέχρι που σκοτείνιασε για τα καλά. Οι υπάλληλοι είχαν από ώρα φύγει για τα σπίτια τους κι ο δρόμος έξω είχε αρχίσει να ερη μώνει. Σκέφτηκε ότι θα’ταν καλύτερα να πάει σπίτι του από απόμερα και σκοτεινά δρομάκια για ν’ αποφύγει οποιαδήποτε συνάντηση. Να πάει στο σπίτι του να κρυφτεί. Να χωθεί στο κρεβάτι του και να σκε παστεί πάνω απ’ το κεφάλι με τις κουβέρτες, όπως έκανε μικρός όταν αι στανόταν φόβο και ντροπή για κάτι που είχε κάνει. Ντρεπόταν ακόμα και τη μάνα του που τον κοιτούσε βαθιά στα μάτια και καταλάβαινε τ’α πόκρυφα της ψυχής του. Κουκουλωνόταν με τις κουβέρτες και φανταζόταν ότι ήταν καλά κρυμ μένος στη σπηλιά της αλεπούς. Ένοιωθε μια σιγουριά και μια ασφάλεια, που του μαλάκωνε όλο του το κορμί. Έτσι γλυκά τον έπαιρνε ο ύπνος ως το πρωί που τον ξυπνούσε η μάνα του με χάδια και φιλιά, κουνώντας του συγχρόνως το δάχτυλο.
20
Μετά άρχιζε το τροπάριο της, με κείνον το δικό της τρόπο έκφρασης, που έδινε αφορμή σ’ όλους στη γειτονιά να κρυφογελούν μαζί της. Ό Α ριστείδης ο μπακάλης μάλιστα είχε να το λέει σ’ όλο του κόσμο. Μια μέρα που η μάνα του πήγε ν’αγοράσει μελιτζάνες τη ρώτησε. - Τι καλό θα μαγειρέψεις σήμερα κυρία Φαρδή; - Ιερέα λιπόθυμο, απάντησε σοβαρά σοβαρά η μάνα του. Ο κυρ Αρι στείδης τα’χασε. - Και τι φαγητό είν αυτό για να’χουμε καλό ρώτημα; - Αστοιχείωτε κύριε Αριστείδη που σε αποκαλούν καταχρηστικώς και φιλόσοφο. Εις την ελληνικήν με την οποίαν μετά μανίας πρέπει όλοι να εκφραζόμεθα, είναι το φαγητό που ο τουρκόφωνος λαός αποκαλεί ιμάμ μπαϊλντί. Του πετούσε λοιπόν τις κουβέρτες και κοιτάζοντάς τον τον μάλωνε με τον δικό της αυστηρό τρόπο, που όμως αυτός το καταλάβαινε καλά, ξε χείλιζε από αγάπη. - Είμαι πεπεισμένη ότι κάτι που διέλαθε της προσοχής μου εσχάρωσες εχτές με τους βλάσφημους αλήτες τους οποίους νυχθημερόν συνα στρέφεσαι. Αν σου υποβάλω ερωτήσεις είμαι βεβαία ότι θα αρνηθείς τα πάντα. Ότι και να συμβεί όμως «θα φτηναίνει κι αυτό», όπως λέγει ο χύ δην λαός. Κρυμμένος στη φωλιά της αλεπούς. Το ίδιο πρέπει να κάνει και σήμερα μόλις φτάσει στο σπίτι. Θα κρυφτεί στο κρεβάτι του και θα θυμηθεί τη φωλιά της αλεπούς. Είναι σίγουρος ότι όπως στα παιδικά του, αύριο θα ξυπνήσει χωρίς το μαρτύριο αυτό που του τρώει τα σωθικά, δίχως το φοβερό αυτό βουητό μέσα το κεφάλι του που του ανακατώνει το μυαλό και κοντεύει να τον τρελάνει. Κατέβηκε τα ξύλινα στενά σκαλοπάτια του κτιρίου και βγήκε στο δρόμο. Ο σκοπός τον χαιρέτισε με σεβασμό και του ευχήθηκε καληνύχτα. Προ χώρησε απ’ την άκρη του δρόμου αποφεύγοντας τα φώτα και τους α ραιούς διαβατές, που βιαστικά τραβούσαν για το σπίτι τους. Βράδιασε και το κρύο είχε αρχίσει να σφίγγει. Ένοιωθε τα πόδια του παγωμένα και τα χέρια του μουδιασμένα. Πολύ σωστά το σκέφτηκε. Καλύτερα να μη πάει για το σπίτι του απ’ τον συνηθισμένο δρόμο, γιατί ήταν φόβoς να συναντηθεί με κανέναν γνωστό ή γείτονα και να βρεθεί σε δύσκολη θέση τώρα που η υπόθεση της εκτέ λεσης του Δημητρού ήταν ακόμα στο μυαλό και στις κουβέντες ολλονών. Τυλίχτηκε όσο καλύτερα μπορούσε στο χοντρό μάλλινο παλτό του και σκύβοντας το κεφάλι προχώρησε απ’ τα σκοτεινά. Αν έβλεπε από μα κριά κάποιον που του’μοιαζε για γνωστός, θα κοιτούσε να τον αποφύγει οπωσδήποτε. . - Μάλλον εκείνος θα κάνει πως δε σε είδε, μονολόγησε πικρά.
21
Όπως πλησίαζε στο σπίτι, είδε από μακριά στο μπακάλικο του Αριστεί δη μια μικρή παρέα να κουβεντιάζει έντονα. Ήταν σίγουρο ότι λέγαν γι’ αυτόν. Άλλες φορές θα περνούσε από κοντά και θα προσπαθούσε να κολλήσει για μερικά λεπτά στην παρέα τους, αν και από χρόνια τώρα ή ξερε ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτος σε καμιά παρέα στη γειτονιά. Όταν πλησίαζε βρίσκαν ένας ένας μια δικαιολογία κι απομακρυνόταν βιαστικά. Στην αρχή καμωνόταν βέβαια ότι δεν το πρόσεχε, αλλά σιγά σιγά σα να είχε γίνει μια συμφωνία που ποτέ δεν κουβεντιάστηκε, έπαψε να τους πλησιάζει. Περνώντας μόνο από κοντά έλεγε μια δυνατή και χαρούμενη καλησπέρα, που του την ανταπέδιδαν το ίδιο χαρούμενα και δυνατά και τραβούσε για το σπίτι του. 7 Το καθήκον, είπε από μέσα του. Αυτό το άτιμο το καθήκον. Αυτή η α πάτη που λέγεται καθήκον φταίει για όλα. Ακούς εκεί να βγει σε λίγο ε λεύθερος ο Καραβιάς και να’χει εκτελεστεί σα το σκυλί ο Δημητρός; Ξαφνικά του ξανάρθαν στο μυαλό οι κουβέντες του διοικητή της α σφάλειας, ότι δηλαδή ο Δημητρός χρησιμοποιήθηκε σα δόλωμα για να φοβηθεί ο Καραβιάς και να τα ξεράσει όλα. Θυμήθηκε πόσο πεισματικά στη δίκη του Δημητρού επέμενε να κάνει στο ακέραιο το καθήκον του. Θυμήθηκε και τα καλά λόγια που είχαν γράψει οι εφημερίδες που τον χα ρακτήριζαν «άτεγκτο δημόσιο λειτουργό και παράδειγμα προς μίμηση». «Στυλοβάτη» τον είχε χαρακτηρίσει μια εφημερίδα κι αυτός κολα κευόταν κι αιστανόταν περήφανος. Πόσο γελοίος ένοιωθε τώρα; Η πρωτόγονη του αίσθηση για το καθήκον, χρησιμοποιήθηκε απ’ τους βρομιάρηδες σα δόλωμα για να καταλήξει αυτός αδελφοκτόνος, ενώ ε κείνοι παίρναν προαγωγές κι ευνοϊκές μεταθέσεις. Βγήκε απ’ την πίσω μεριά του σχολείου και βρέθηκε φάτσα με το σπίτι του. Στάθηκε σα μαρμαρωμένος και ξανακοίταξε προσεκτικά. Τι διάολο; Το σπίτι ήταν θεοσκότεινο. Κοιμήθηκε η γυναίκα του από τώρα; Του φά νηκε παράξενο, ενώ ένοιωσε να τον ζώνουν μαύρα φίδια. Το φως της εξώπορτας ήταν πάντα αναμμένο, ακόμα κι όταν αργούσε τόσο πολύ που η Γαρουφαλιά έπεφτε για ύπνο. Το φως αυτό - ακόμα κι όταν ήταν από νωρίς στο σπίτι, ακόμα και τις Κυριακές - ήταν δική του ευθύνη. Πριν πάει να κοιμηθεί ήταν στ’ άγραφα καθήκοντά του να κλειδώνει την εξώπορτα και να σβήνει το φως. Άνοιξε τη μικρή αυλόπορτα κι ανέβηκε προσεχτικά μέσα στο πηχτό σκοτάδι τις τσιμεντένιες σκάλες μέχρι την εξώπορτα. Αφουγκράστηκε για λίγο, αλλά δεν άκουσε μέσ’ απ’ το σπίτι τον παραμικρό θόρυβο. Υπέθε σε, πιάστηκε μάλλον από την ελπίδα, ότι τα παιδιά είχαν κοιμηθεί και η Γαρουφαλιά καθόταν στα σκοτεινά και τον περίμενε. Σκέφτηκε για μια
22
στιγμή να χτυπήσει το κουδούνι, όμως άλλαξε γνώμη γιατί μπορεί η γυ ναίκα του να είχε κοιμηθεί και δεν υπήρχε λόγος να την ξυπνήσει. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι, αφού δεν είχε καμιά όρεξη για κoυβέντες. Έβγαλε απ’ την τσέπη του παντελονιού την αρμαθιά με τα κλειδιά του και προσπάθησε να ξεχωρίσει το κλειδί της εξώπορτα. Βλαστήμησε κα θώς κόπηκε το θηλύκι του παντελονιού, που κρατούσε την αλυσίδα. «Πρέπει να μου το ράψει η Γαρουφαλίτσα το ταχύτερο», χαμογέλασε ανόρεχτα μες το σκοτάδι. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σαλόνι με κομμένα τα πόδια απ’ ένα κακό προαίσθημα. Αφουγκράστηκε, αλλά και πάλι δεν άκουσε το παρα μικρό. Άναψε το φως και κοίταξε ένα γύρο στο σαλόνι. Όλα τακτοποιη μένα κι όλα στη θέση τους. Έβγαλε το παλτό του και το κρέμασε στην κρεμάστρα πισ’ απ’ την πόρτα. Έκανε να πάει προς την κρεβατοκάμαρα και τότε είδε ένα χαρτί πάνω στο μεγάλο τραπέζι, που χρησίμευε και για τραπεζαρία. Το πήρε στο χέρι του και πριν αρχίσει να το διαβάζει, σαν αστραπή έσκισε το μυαλό του η ιδέα για το περιεχόμενό του. Το χαρτί έφυγε απ’ τα χέρια του, τα πόδια του λύθηκαν και σωριάστηκε βαρύς πάνω στην πολυθρόνα. Τα δάκρυα πετάχτηκαν ακράτητα απ’ τα μάτια του κι ένοιωσε να του ζεματάνε τα μάγουλα. Έκανε μια προσπάθεια και μάζεψε απ’ το πάτωμα το σημείωμα. Αντώνη Μέχρι την τελευταία στιγμή περίμενα το θαύμα. Περίμενα ότι θα έτρεχε στο σπίτι μας η Τασία θα μ’ αγκάλιαζε και θα με γέμιζε φιλιά και δάκρυα για τη σωτηρία του άντρα της. Δυστυχώς αντί για χαρμόσυνο μαντάτο, έμαθα σήμερα το πρωί το τρα γικό γεγονός ότι ο Δημητρός εκτελέστηκε. Δε ξέρω πως νοιώθεις εσύ. Είμαι σίγουρη ότι πονάς, αλλά εγώ θεωρώ και σένα, που τόσο πολύ σ αγάπησα και σε πόνεσα, το ίδιο υπεύθυνο όπως όλους αυτούς που βρίσκονται ψηλά κι αποφασίζουν για τη μοίρα μας και τη ζήση μας. Αν με είχες ακούσει Αντώνη μου όταν σε παρακαλούσα να τα παρατήσ εις και να ζήσουμε φτωχά ίσως, αλλά μονιασμένοι με τους γείτονες μας και τη συνείδηση μας, τώρα δε θα είχες φτάσει στο γκρεμό σέρνοντας μαζί στο χαμό σου και μένα και τα παιδιά μας. Μου είναι αδύνατον Αντώνη μου να μπορέσω να σε κοιτάξω ξανά στα μάτια. Πάω με τα παιδιά να μείνω με του δικούς μου. Η απόφαση μου να μη ξαναγυρίσω κοντά σου, είναι οριστική και τελεσίδικη.
Το κεφάλι του γύριζε και τ’αυτιά του βούιζαν καθώς έσκυψε μπροστά ν’αφήσει το σημείωμα πα στο τραπέζι. Ούτε τ’όνομά της δεν έβαλε από
23
κάτω, πρόλαβε να σκεφτεί πριν σωριαστεί με το κεφάλι στο κρύο πάτω μα. Όταν συνήλθε σύρθηκε με τα τέσσερα και με πολύ κόπο κατάφερε να καθίσει στην πολυθρόνα. Αιστανόταν τελείως εξαντλημένος, ενώ μες το κεφάλι του δυνάμωνε κείνο τ’απαίσιο βουητό. Έκανε μια προσπάθεια κι .έφτασε μέχρι του διακόπτη σβήνοντας το φως. Άκουσε απ’ τη μεριά του «παράδεισου» ένα σκυλί που γάβγιζε μέσα στην ησυχία. Κοίταξε το ρο λόι πάνω στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στο ντιβάνι, που τόσες ώρες περ νούσε καθισμένη η Γαρουφαλίτσα του. - Έντεκα, μουρμούρισε και χαμογέλασε με πίκρα. Άνοιξε τη βιτρίνα του μπουφέ και πήρε το μπουκάλι με το κονιάκ. Το σήκωσε και ήπιε λαίμαργα αν και ποτέ του σχεδόν δεν έπινε τέτοιο ποτό. Ένοιωσε το αίμα να κυλάει γρήγορα στις φλέβες του, αλλά κείνο το βου ητό στο κεφάλι του δεν έλεγε να σταματήσει. Το πιοτό του’φερε ένα απαίσιο ανακάτωμα στο στομάχι. Σχεδόν εικοσ τέσσερες ώρες δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα του. Έβγαλε ένα παρα πονιάρικο μουγκρητό σα πληγωμένο σκυλί κι έγειρε χωρίς να το θέλει μπροστά, πέφτοντας στα γόνατα. Μέσα στο θολωμένο μυαλό του, δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν ο θάνατος τ’ αγαπημένου του φίλου, ή το ότι τον εγκαταλείψει η γυναίκα του και τα παιδιά του που τον έκανε να σέρνεται σ’ αυτά τα χάλια. Όλα γύρω του γύριζαν ασταμάτητα. Ένα κύμα σκώθηκε απ’ το στομάχι του κι ο εμετός σχεδόν τον έπνιξε όπως ανέβηκε φαρμακερός και με ορ μή στο ξεραμένο του στόμα. Έγειρε μπροστά κι έπεσε με τα μούτρα α νήμπορος κι αναίσθητος πα στα ξερατά του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο 1 Ο Δημητράκης πέταξε στην άκρη το βιβλίο του και πλησίασε στο πα ράθυρο. - Ουφ κι αυτά τα Θρησκευτικά. Πολύ τα βαριέμαι, είπε δυνατά για να τ’ακούσει κιόλας. Κοίταξε με σιχασιά τη σπασμένη γωνιά απ’ το τζάμι που ήταν σκεπα σμένη μ’ένα κομμάτι εφημερίδας κολλημένης με αλευρόκολλα. Αυτό το πράμα δε του άρεζε καθόλου. Ντρεπόταν που είχαν τρία τέσσερα σπα σμένα τζάμια καλυμμένα μ’ εφημερίδες. Η αλήθεια είναι ότι δε μπορούσε να πει και πολλά, αφού αυτός ήταν ο δράστης. Ο πατέρας είπε ότι θα κοίταγαν να περάσουν καινούρια τζάμια το Πά σχα, γιατί τώρα δεν υπήρχαν λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες.
24
Έβαλε το δάχτυλο του κι έκανε μια τρύπα στην εφημερίδα. Η μάνα του σίγουρα θα το καταλάβαινε ότι αυτός την έκανε, αλλά λίγο τον ένοιαξε. Βγήκε έξω στο δρόμο, μάζεψε μια μικρή πέτρα και ξαναγύρισε στο δω μάτιο μπροστά στο παράθυρο. Μέτρησε την τρύπα στην εφημερίδα και την άνοιξε τόσο όσο να χωράει να περάσει από μέσα η πέτρα, που την πέταξε στο πάτωμα στην απέναντι μεριά κοντά στο ντιβάνι. Η μάνα του δε ξεγελιόταν από τέτοιες ματσαραγκιές. Θα φώναζε, θα τσίριζε για την τρύπα στην εφημερίδα, αλλά στο τέλος ήξερε καλά τι θα έλεγε. - Είμαι σίγουρη βρε σαματατζή ότι εσύ το έκανες, αλλά δε μπορώ να το αποδείξω. Κάθε μέρα θαρρείς και μας πετάνε πέτρες απ’ το δρόμο κι ό λες αυτές πετυχαίνουν τις εφημερίδες αντί για τα τζάμια. Άτιμη ράτσα. Είδε τον μπάρμπα Αργύρη που έμπαινε με το κάρο του καμαρωτός στην αγαπημένη αλάνα της συμμορίας τους, τον «παράδεισο» απ’ τη με ριά της πλατείας, κρατώντας τ’ άλογο απ’ τα χαλινάρια. Το κάρο ήταν γε μάτο ένα σωρό συμπράγκαλα, ενώ πίσω του περπατούσαν σκυφτές δυο γυναίκες πιασμένες αγκαζέ. - Τσόνκς, ακούστηκε η φωνή του μπάρμπα Αργύρη κι έκανε κράτει τ’άλογο στην άκρη της αλάνας. Κοίταξε καλά το μέρος ψάχνοντας να βρει από που θ’ ανέβαινε το μικρό ανηφοράκι, για να φτάσει κατά πως φαινόταν μπροστά στην αυλή της Νίτσας. Βρήκε το μέρος που του ταί ριαζε, έπιασε πάλι τ’άλογο απ’ τα χαλινάρια, το χάιδεψε και ξαφνικά έβα λε μια δυνατή φωνή. -Άντε λεβέντη μου. Άντε καμάρι μου. Άντε παλικάρι μου. Τράβηξε απότομα το χαλινάρι κι έτσι κρατώντας το σφιχτά έτρεξε μπροστά απ’ τ’άλογο ν’ανέβουν την ανηφοριά. Τ’άλογο προχώρησε στην αρχή με κάποιο ζόρι κουνώντας το κεφάλι του πάνω κάτω καθώς αγωνιζόταν να τραβήξει το βαρύ φορτίο. Λίγο ποίο πάνω όμως απ’ τα μισά της ανηφόρας, το κάρο σταμάτησε. Το άλογο τσιτώθηκε στα πισίνα του πόδια και προσπαθούσε με τα μπροστινά του να βρει μέρος να πα τήσει γερά. Το κάρο όμως ήταν ποίο βαρύ απ’ τις δυνάμεις του και τα μπροστινά του πόδια γλιστρούσαν στο καμπάδικο χώμα. - Έλα παλικάρι μου. Έλα λεβέντη μου, φώναζε ο μπάρμπα Αργύρης και το τραβούσε με δύναμη απ’ το χαλινάρι. Τ’ άλογο έκανε ακόμα μια προσπάθεια, αλλά γλίστρησε και γονάτισε στο ένα μπροστινό πόδι. Ο μπάρμπα Αργύρης που είδε ξαφνικά τα αίματα στο γόνατο του, έ βγαλε μια δυνατή φωνή σα να τον μαχαίρωναν. - Το καμάρι μου. Χτύπησε το καμάρι μου. Παράτησε τα γκέμια κι έτρεξε πίσω απ’ το κάρο. Έβαλε την πλάτη του κόντρα κι έσπρωχνε μ’ όση δύναμη είχε. - Δυο πέτρες, φώναξε στις γυναίκες που τα είχαν χαμένα. Φέρτε δυο μεγάλες πέτρες.
25
Η μια, η κοντή, έτρεξε αμέσως κι έφερε μια πέτρα. Βάλτη κάτω απ’ την πίσω ρόδα, φώναξε ο μπάρμπα Αργύρης. Έτσι μπράβο. Τώρα βρες ακόμα μια μεγαλύτερη. Σε λίγο μπήκε μια πέτρα και στην άλλη ρόδα. Ο μπάρμπα Αργύρης τράβηξε σιγά σιγά την πλάτη του απ’ το κάρο, πήγε μπροστά στ άλογο που ήταν ακόμα γονατισμένο τρέμοντας σύγκορμο κι άρχισε να το χαϊ δεύει τρυφερά και να του μιλάει στ αυτί. Μετά έπιασε πάλι τα γκέμια. -Έλα τώρα λεβέντη μου. Έλα σήκω πάνω και μη φοβάσαι. Τ’ άλογο φαινόταν φοβισμένο, αλλά σε μια στιγμή έδωσε ξαφνικά μια και σκώθηκε. Δοκίμασε το βάρος του κάρου κι όταν κατάλαβε ότι δε το έπαιρνε πίσω, στάθηκε ήρεμο και χαλαρωμένο. Ο μπάρμπα Αργύρης σφούγγισε με την ανάποδη του χεριού του τον ιδρώτα π’ έτρεχε απ’ το μέτωπό του, χτύπησε με την παλάμη του το λαι μό του ζώου και ξεφύσηξε ξαλαφρωμένος. Κοίταξε προσεχτικά το γόνα το τ’αλόγου του και χαμογέλασε. - Έλα μωρέ παλικάρι μου. Τίποτα δεν είναι. Μια γρατσουνιά μονάχα. Θα στο πασαλείψω με μπόλικο σπαθόλαδο, θα στο δέσω και μ’ένα ά σπρο καθαρό πανάκι και σε δυο τρεις μέρες ούτε που θα φαίνεται. Γύρισε μετά και κοίταξε γύρω του. - Που είναι μωρέ οι άντρες να βοηθήσουν λίγο να βγάλουμε τούτη την ανηφόρα; Δυο παλικάρια απ’ την πίσω γειτονιά που περνούσαν μπροστά απ’ το σπίτι του Δημητράκη, είδαν τον μπάρμπα Αργύρη κι έτρεξαν να βοηθή σουν. Έσπρωξαν όλοι μαζί με δύναμη και το κάρο ανέβηκε με μιας και στα μάτησε μπροστά στην αυλή της Νίτσας. - Καινούρια φρούτα στη γειτονιά, σκέφτηκε ο Δημητράκης και ξανάπια σε με βαριεστιμάρα το βιβλίο του. 2 Πόσο είχε αλλάξει η γειτονιά σε τόσο λίγο καιρό. Εκείνος ο ταξιτζής ο Μάνθος είχε πεθάνει, αλλά αυτό λίγο τον ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς δε τον χώνευε ούτε αυτός, ούτε κανένας άλλος στη γειτονιά. Μετά από λίγο είχε χαθεί κι η γυναίκα του. Εκείνος ο ανθυπασπιστής που είχε έρθει και καναδυό φορές στο σπίτι τους, είχε κι αυτός χαθεί και μαζί χάθηκε και το τζιπ του που το έβαζε στον «παράδεισο» δίπλα στο καρβουνιάρικο. Τελευταία είχε ακούσει ότι αρραβωνιάστηκε με τη Νίτσα, που ήταν τ’ομορφότερο κορίτσι όχι μόνο στη γειτονιά τους, αλλά και σ όλη την πόλη τους κατά πως πίστευε ο Δη μητράκης. Αυτός ο αρραβώνας του έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Ένα τόσο όμορφο κορίτσι σα τη Νίτσα, να πάρει κείνον τον βλογιοκομμένο, όπως τον έλεγε η μάνα του.
26
Τρέχαν το λοιπόν όλα τα παιδιά της συμμορίας να δουν και να θα μάσουν από κοντά το τζιπ, αν και κανείς τους δε χώνευε τον ανθυπα σπιστή. Ο Μύξας μάλιστα είχε δώσει και μια εξήγηση, εισπράττοντας το «ρεγάλο» της καρπαζιάς απ’ τον αρχηγό το Σπίνο. Είπε το λοιπόν ο Μύ ξας, ότι ο λόγος που κανείς δε χώνευε τον ανθυπασπιστή, ήταν ότι όλοι τους ήταν ερωτευμένοι με τη Νίτσα και ζήλευαν αυτόν που την είχε δικιά του. Σίγουρα τον ζηλεύουμε όλοι ρε βλάκα, πετάχτηκε ο Γκαβούλιας. Όχι όμως γιατί ζαμακώνει τη Νίτσα, αλλά γιατί αυτός ο βλογιάρης έχει μια τέ τοια τζιπάρα και κάνει όλο τον φιγουρατζή. Ο Αράπης που η μάνα του είχε φιλίες με τη Νίτσα, ανέβαινε με θάρρος στο τζιπ. Καθόταν στη θέση του οδηγού και κουνούσε εκείνο το μακρύ σίδερο που το λέγαν ταχύτητα. Γύριζε και το τιμόνι από δω κι από κει σα να οδηγούσε, κάνοντας με το στόμα του βουουν… βουουν όλη την ώρα. Μια μέρα που ήταν μόνοι οι δυο τους, το τζιπ άρχισε να τσουλάει προς τα πίσω. Ο Αράπης έβαλε τα κλάματα προσπαθώντας να το κρατήσει. Σε λίγο ακούμπησε στη μάντρα του καρβουνιάρικου και σταμάτησε. Το έβαλαν και οι δυο στα πόδια με μια τρομάρα που δε λέγεται. 3 θει του έφερνε, καιρό τα πουλ Ο στο θείοςσπίτι ο Δημητρός; τους. ΠάνΠου οι καραμέλες είναι ο θείος που Δημητρός; Έχειπάνε τόσοκαι να’ρμπουτζούκια, όπως ονομάτιζε η μάνα του με μια λέξη όλα τα γλυκά. «Λείπει σε ταξίδι ο Δημητρός», είπε η μάνα του μια μέρα που τη ρώτησε, αλλά δε την πίστεψε. Νομίζουν ότι μπορούν να τον κοροϊδέψουν. Αυτός είδε τόσες φορές τη γυναίκα του τη θεία Τασία να κλαίει και είναι σίγου ρος για το που είναι ο θείος Δημητρός. - Εμένα και να θέλουν δε μπορούν να με γελάσουν, σκέφτηκε. Ο θείος Δημητρός είναι στη φυλακή, αλλά μπορεί να τον έστειλαν και σε κείνες τις εξορίες που είχαν στείλει τον κυρ Αριστείδη τον μπακάλη και γύρισε μετά από λίγους μήνες σκελετωμένος και φαλακρός. Άκουσε μάλιστα τον κυρ Θάνο το φούρναρη να αφηγιέται μια μέρα, το πως ο κυρ Αριστείδης έμεινε φαλακρός. «Σε μια νύχτα πέσαν όλα του τα μαλλιά. Σόκι το λεν αυτό το πράμα οι γιατροί π’ ανασκαλεύουν την ψυχή τ’ ανθρώπου». - Καλό κι αυτό χαμογέλασε ο Δημητράκης. Για φαντάσου να ξεφυ τρώσει μια μέρα από καμιά γωνιά ο θείος ο Δημητρός και να είναι φαλα κρός, σα καλή ώρα ο κυρ Αριστείδης. Ε! ρε γέλια που θα κάνει. Μια φο ρά μάλιστα προσπάθησε να ρωτήσει τον μπακάλη, αλλά δε κατάλαβε και πολλά πράματα απ’ την απάντησή του. Ο Αριστείδης τον κοίταξε καλά καλά στα μάτια και με θλιμμένο ύφος του είπε κουνώντας το κεφάλι του.
27
- Κοίτα τα μαθήματά σου λεβέντη μου. Κοίτα να μάθεις γράμματα, γιατί τότε μόνο θα καταλάβεις που πήγε και γιατί ο θείος σου ο Δημητρός. Φυσικά θυμήθηκε τον θειο Φαρδή. Αυτός ήταν κοτζαμάν βασιλικός επί τροπος που τι πάει να πει αυτό, ο Δημητράκης δεν είχε ιδέα. Όποια ό μως και να’ταν η δουλειά π’ έκανε ο θείος Φαρδής, ήταν «επίσημος». Αυτό ήταν σίγουρα πολύ σπουδαίο. Θυμάται πως τη μέρα της παρέλα σης, όταν κάναν όλοι «στροφή κεφαλής» που λέμε, τον είδε να στέκεται καμαρωτός καμαρωτός ανάμεσα στους πρώτους πάνω στην εξέδρα των επισήμων. - Τι δουλειά κάνουν αυτοί οι επίσημοι, είχε ρωτήσει τον δάσκαλο του τον Βεργίδη μετά το τέλος της παρέλασης, αλλά η απάντηση που πήρε δε τον φώτισε και πολύ. - Επίσημοι είναι αυτοί π’ έχουν σπουδαίες θέσεις κι αποφασίζουν για όλα και για όλους μας. Επίσημος ο θείος Φαρδής, σκέφτηκε σουφρώνοντας τα χείλια του γε μάτος απορία. Κάτι πολύ σπουδαίο όπως είπε κι ο Βεργίδης κάνει για να στέκεται εκεί ψηλά και να γυρνάν όλοι στην παρέλαση να δουν τα μού τρα του. Αυτός σίγουρα μπορεί να βοηθήσει να βγει ο θείος Δημητρός απ’ τη φυλακή, ή τέλος πάντων απ’ αυτή την εξορία που λένε. Άμα έρθει ο κύριος Φαρδής καμιά μέρα στο σπίτι τους, θα τον παρακα λέσει να το φροντίσει. Ο πατέρας του είναι κοτζαμάν μάστορας στο καπνομάγαζο κι έχει ένα σωρό εργάτες που τους διατάζει, όμως ποτέ δε τον έβαλαν μαζί με τους επίσημους. - Αυτός ο Φαρδής πρέπει να είναι όσο δέκα τουλάχιστο μάστοροι σα τον μπαμπά, σκέφτηκε. Καλά λοιπόν που το θυμήθηκε. Αυτόν πρέπει να παρακαλέσει για τον θειο Δημητρό. Θυμάται ακόμα τ’όνειρο που είχε δει εκείνο το βράδυ, πως τάχα τον πιάσαν στο βουνό μαζί με τον ξάδερφο του εκείνοι οι βρώμικοι που παράσταιναν τους χωροφύλακες, οι Μάηδες όπως τους λέγαν και τους τρέμαν όλοι. Μόλις τους είπε ότι ο κύριος Φαρδής είναι θείος του, αμέσως όχι μόνο τους άφησαν να φύγουν, αλλά τους κάναν κι ένα σωρό τεμενάδες. Μάλιστα ο αρχηγός τους έστειλε έναν από δαύτους να τους συνοδέψει ίσα με το σπίτι τους. Όχι δηλαδή που ήταν ένα σκέτο όνειρο. Το είχε ζήσει τόσο έντονα, που ήταν σίγουρος ότι στ’ αλήθεια έτσι είχαν γίνει τα πράματα. - Πολύ σπουδαίος ο θείος Φαρδής, έκανε με θαυμασμό. Η αλήθεια είναι ότι τώρα τελευταία δε τον βλέπει καθόλου. Όχι μόνο δεν έρχεται στο σπίτι τους άλλο πια, αλλά χάθηκε κι απ’ τη γειτονιά. Ά κουσε να λένε ότι φεύγει απ’ την άγρια νύχτα για τη δουλειά του και γυρ νάει στο σπίτι του πολύ αργά μετά τα μεσάνυχτα. Ούτε και τη θεια Γα ρουφαλίτσα τη γυναίκα του βλέπει τώρα τελευταία. Εξαφανίστηκε κι αυ τή.
28
Για τα παιδιά του, ούτε που να γίνεται κουβέντα. Όλα τα παιδιά της γειτο νιάς τ’απόφευγαν σα να ήταν χτικιάρικα. Αναστέναξε και σούφρωσε με πείσμα τα χείλια του. - Κάτι πρέπει να κάνω, μουρμούρισε. Πρέπει να βρω τον θειο Φαρδή και να τον παρακαλέσω να κανονίσει να γυρίσει ο θείος Δημητρός από κει που τον έχουν στείλει οι χωροφύλακες ή οι Μάηδες. Άμα μου το κάνει αυτό το χατίρι, τότε θα τον συγχωρέσω για όλες τις φορές που ήρθε στο σπίτι μας χωρίς να με φέρει ούτε μια καραμέλα. 4 Τα παιχνίδια δεν είχαν πια την ίδια γλύκα. Από τότε που φίλιωσαν με τη συμμορία της πλατείας και σταμάτησε ο πετροπόλεμος κι οι φασαρίες του φαίνονται όλα σα νερόβραστα. Ο Γκεμετζές μάλιστα μια μέρα κόντε ψε να βάλει τα κλάματα. - Ούτε έναν δεν έχουμε τώρα να παίξουμε πετροπόλεμο. Σα τα κορί τσια γίναμε. Πέταξε μπουχτισμένος το βιβλίο στην άκρη. Πλησίασε πάλι στο παράθυρο και κοίταξε προς την κάτω γέφυρα. Είδε τον κυρ Αριστείδη που συμμάζευε το μπακάλικό του. Κάθε μέρα τέτοια περίπου ώρα επειδή ο ήλιος χτυπούσε φάτσα το μαγαζί, άρχιζε να μα ζεύει τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα που τα είχε όλη μέρα σε καφάσια και κοφίνια πάνω στο στενό πεζοδρόμιο μπροστά στο μπακάλικο. Ο Δημητράκης ήξερε όλη τη διαδικασία, γιατί ένα απόγεμα που περ νούσε από κει στάθηκε να χαζέψει. - Τι κοιτάς σα χάνος παλικαράκι μου; είπε ο κυρ Αριστείδης καλοσυ νάτος και χαμογελαστός όπως πάντα. Βάλε ένα χεράκι να τα μαζέψω πριν μου τα κάνει ο ήλιος άχυρα. Να πιάσε μερικά από κείνα κει τα κα φάσια που είναι σχεδόν άδεια και πήγαινε τα μέσα εκεί δίπλα στο βαρέλι με το λάδι. Ένα ένα και προσεκτικά να μη πάθει και σένα η μέση σου. Ο κυρ Αριστείδης είχε σχεδόν τελειώσει με το μάζεμα και πήγε όπως ακριβώς έκανε κάθε μέρα να ξεκρεμάσει μπροστά απ’ την πόρτα το συρ μάτινο καλάθι με τ’ αβγά. - Για φαντάσου να του πέσει καμιά μέρα το καλάθι, σκέφτηκε ο Δημη τράκης την ίδια στιγμή που όπως τσιτώθηκε ο κυρ Αριστείδης να πιάσει τ’ αβγά, ένοιωσε φαίνεται έναν απότομο πόνο στη μέση του που τον έκα νε να διπλωθεί σχεδόν στα δυο. Το καλάθι έφυγε απ’ το τσιγκέλι κι έσκα σε μαζί με τ’αβγά μπροστά στα πόδια του. Ο κυρ Αριστείδης έπιασε με τα δυο χέρια τα γοφιά του και σήκωσε σιγά σιγά το κορμί του. Ο κυρ Θάνος ο φούρναρης πετάχτηκε σαν ελατήριο κι έτρεξε να βοηθή σει μαζί με δυο περαστικούς απ’ τα λαζαίϊκα. Η κυρά Όλγα βγήκε φω νάζοντας και γελώντας απ’ το ψιλικατζίδικό της. - Γούρι είναι. Γούρι Αριστείδη μου. Πα να πει ότι όλα θ’ αβγατίσουν.
29
- Της μάνας σου το ροκοκό θ’ αβγατίσει και σένα ξεχαζομένη, φώναξε γελώντας ο Αριστείδης και κλώτσησε τη γάτα που είχε πάει και μύριζε τα σπασμένα αβγά. Άντε σύρε ρε πουλάκι μου είπε στον Γκαβούλια που πήγαινε κείνη την ώρα στο καφενείο τους, να πεις τη γυναίκα μου να πε ταχτεί μέχρι δω για να τα καθαρίσει. - Αυτό είναι που λένε ότι χάσαμε τ’αβγά και τα καλάθια, συμπλήρωσε αναποδογυρίζοντας ένα άδειο κοφίνι που μισοέκατσε πάνω του. Ο φούρναρης με την κυρά Όλγα και τους περαστικούς μάζεψαν όσα α βγά δεν είχαν σπάσει και τα βαλαν προσεχτικά σ’ ένα καφάσι. - Άστα πάνω στον πάγκο, είπε ο κυρ Αριστείδης στον φούρναρη και στρώσε σε παρακαλώ το πρόχειρο μας τραπεζάκι να πιούμε ένα ουζάκι να το γιορτάσουμε. Όσο θα περιμένουμε το γούρι και το τυχερό που λέει η Όλγα, ας μη καθόμαστε άπραγοι. Σε λίγα λεπτά μέσα σε χαρές και πανηγύρια στρώθηκε η λαδόκολλα. Έριξε πάνω της η κυρά Δέσποινα - που είχε στο μεταξύ φτάσει τρέχο ντας να δει τι συμβαίνει και να καθαρίσει τον τόπο - μερικές ελιές και αρ μυρές σαρδέλες. Έφερε και τον μαστραπά με το ρακί. - Ας πάει και το παλιάμπελο, είπε. Ο Αριστείδης μου να’ναι καλά και ας γίνουν όλα στάχτη και μπούρμπούλη. Ξαφνικά ο Δημητράκης πετάχτηκε μέχρι πάνω. Η καρδιά του άρχισε να χοροπηδάει καθώς είδε τον πατέρα του να ξεφυτρώνει απ’ το πουθε νά. Στάθηκε κοντά στους άλλους και πήρε στο χέρι του το ποτήρι με το ρακί που του τράταρε ο κυρ Αριστείδης. Είχε πέντε μέρες που έλειπε ο πατέρας. Γύριζε τα χωριά κι έκανε εκτι μήσεις, όπως έλεγε, στα καπνά. Τον είχε μάλιστα ρωτήσει πριν να φύγει τι σόι δουλειά ήταν αυτή κι ο πατέρας του το εξήγησε μ’ όλες τις λεπτομέρειες. - Μόλις μαζευτούν τα καπνά απ’ το χωράφι, τα μπουρλιάζουν. Δηλαδή τα περνάνε σε κλωστή και τα κρεμάν στον ήλιο να στεγνώσουν. Μόλις ξεραθούν τα βάζουν ένα πα στ’ άλλο και τα κάνουν παστάλια. Θυμάσαι τότε που σε πήρα στο μαγαζί μια Κυριακή και σ’ έδειξα τι είναι τα πα στάλια; Το θυμάσαι; Αυτά μετά τα κάνουν δέματα και πάμε εμείς και κοιτάμε τι ποιότητα είναι τα καπνά του καθενός. Κάνουμε αυτό που λέμε εκτίμηση της ποιότητας. - Και είναι πολλά αυτά καλέ μπαμπά; Πόσα καπνά κάντε στο καπνο μάγαζό σας; Δε μπορούσε να θυμηθεί καλά, αλλά σα να θυμάται ότι ο πατέρας του του απάντησε ότι το καπνομάγαζό τους έκανε κοντά ένα εκατομμύριο οκάδες το χρόνο. Μέρες ολόκληρες πάλευε να καταλάβει πόσο είναι ένα εκατομμύριο ο κάδες, αλλά δε το κατάφερνε. Έγραψε μάλιστα και σ’ ένα χαρτί τον αριθ μό και προσπάθησε να βγάλει κάποιο συμπέρασμα απ’ τα πολλά μηδε
30
νικά. Στο τέλος του φάνηκε τόσο μεγάλο το νούμερο, που σκέφτηκε ότι ή ο πατέρας του του είπε ψέματα ή αυτός άκουσε λάθος. Την είχε πατήσει πολλές φορές με τις κουβέντες του πατέρα του. Δε κα ταλάβαινε πότε του’λεγε κάποια πράματα στα σοβαρά και πότε τον κο ρόιδευε. Τις προάλλες είχε πάει μ’ όλη τη συμμορία στο στάδιο, όπου πάλευαν μέχρι θανάτου όπως έλεγαν, ο Καρπόζηλος μ’έναν Αράπη απ’ τη Βραζι λία. Φοβερός αγώνας η αλήθεια να λέγεται. Σήκωναν μια ο ένας μια ο άλλος τον αντίπαλό του στον αέρα και τον κοπάναγαν κάτω σα καρπούζι. Μετά πιανόταν με κάτι λαβές που θαρ ρείς θα έσπαγαν τα χέρια τους και τα πόδια τους, αλλά ο αντίπαλος κα τάφερνε πάντα να ξεφεύγει και να κάνει με τη σειρά του τα ίδια. Στο τέ λος έφυγαν όλοι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι, αφού ο έλληνας είχε κα ταφέρει να νικήσει τον Αράπη. Όταν περιέγραψε στον πατέρα του με το νι και με το σίγμα τον αγώνα και μάλιστα του παράστησε ένα σωρό λαβές, εκείνος του αφηγήθηκε με τη σειρά του έναν αγώνα που είχε δει μια φορά, όπου πάλευε ένα πραγ ματικό θηρίο που τον έλεγαν Γκουβαριάνι. Ήταν, είπε ο πατέρας, τόσο τεράστιος που έμοιαζε με δράκο απ’ τα παραμύθια. Ήταν λέει δυο μέτρα και είκοσι. Όταν το είπε στη συμμορία τον κοίταξαν όλοι μ’ ανοιχτό στόμα. - Πήχες; ρώτησε ο Γκαβούλιας. - Μέτρα ρε βλάκα, απάντησε ο Δημητράκης. Αφού σας λέω ότι ήταν τόσο μεγάλος, που ο αντίπαλος του ήταν σα μυρμήγκι μπροστά του. Εγώ κόντευα να κατουρηθώ και μόνο που τον είδα από μακριά. - Τον είδες με τα μάτια σου; ρώτησε δύσπιστος ο αρχηγός. - Ναι ρε. Φιλάω και σταυρό άμα θέλτε. Μαζί με τον πατέρα μου είχαμε πάει. Ο Σπίνος έστειλε τον Γκαβούλια να φέρει από το καφενείο τους ένα μέ τρο. Μόλις ήρθε το μέτρο, πήρε ο αρχηγός ένα κεραμίδι και σημάδεψε σ’ ένα σημείο πάνω στην τσιμεντένια πίστα για χορό που είχε μείνει από τότε που κείνος ο ανεπρόκοπος ο Ανέστης ο κουτσός, είχε κάνει τον «παράδεισο» εξοχικό κέντρο. Άπλωσε μετά το μέτρο δυο φορές και συ μπλήρωσε άλλα είκοσι εκατοστά. Έβαλε και κει μια γραμμή και τραβή χτηκε μακριά μαζί με τους άλλους για να καταλάβουν πόσο τέλος πά ντων ήταν αυτό το δυο μέτρα και είκοσι π’ έλεγε αυτός ο κοιμισμένος. Ξίνισε λίγο τα μούτρα του και μετά διάταξε τον Γκαβούλια. - Βάλε τα πόδια σου στη μια γραμμή και ξάπλωσε να δούμε μέχρι που φτάνεις. Όταν ο Γκαβούλιας ξάπλωσε, είδαν όλοι ότι χωρούσε σκεδόν ένας α κόμα σα κι αυτόν ανάμεσα στα σημάδια. - Επάνω του όλοι, έβαλε μια φωνή ο αρχηγός.
31
Πέσαν όλοι πάνω στον Δημητράκη και τον τάραξαν στις καρπαζιές. - Όλο τέτοια παραμύθια μας λες ρε κοιμισμένε, συμπλήρωσε ο αρχη γός. Υπάρχει ρε τέτοιος άνθρωπος; 5 Απ’ την κουζίνα ακούστηκε η φωνή τη μάνας του. - Τι κάνεις εκεί μέσα παιδί μου; Διαβάζεις ή χαζολογάς; Πολύ ήσυχος μου φαίνεσαι. Καμιά ματσαραγκιά σκαρώνεις πάλι; Έλα τώρα που τε λείωσα το σιδέρωμα, να μου πεις τα μαθήματά σου. Ο Δημητράκης πήγε βαριεστημένα στην κουζίνα και κάθισε στο τρα πέζι. -Άμα σε πω ένα καλό νέο τι θα με δώσεις; - Τίποτα, απάντησε η μάνα του. Κράτα το το μυστικό σου και φέρε γρή γορα τα θρησκευτικά να με τα πεις νεράκι. - Καλααά…. είπε ο Δημητράκης κι έκανε να ξαναγυρίσει στο δωμάτιο. Η μάνα του τον άρπαξε απ’ το χέρι. -Έλα δω πουλάκι μου. Αστεία το είπα. Όχι δηλαδή που είμαι περίεργη, αλλά είναι γρουσουζιά να κρατάμε μυστικά μέσα στο σπίτι. Άντε πες το και θα σε δώσω ένα φοντάν που περίσσεψε απ’ τη γιορτή σου. -Ήρθε ο μπαμπάς, είπε και την κοίταξε στα μάτια. Η μάνα του πετάχτηκε πάνω σα να την τσίμπησε μύγα. - Που καλέ….; Που τον είδες….; Που το ξέρεις εσύ….; ξεφώνησε κατα χαρούμενη. - Είναι μπροστά στον κυρ Αριστείδη και πίνουν ρακί. Η μάνα του έκανε να πεταχτεί στην εξώπορτα, αλλά κείνη τη στιγμή α κούστηκε ο πατέρας που έμπαινε στο σπίτι. -Ήρθα!! φώναξε κι αγκάλιασε τη γυναίκα του με το’να χέρι και σήκωσε τον Δημητράκη με τ’άλλο. Ήμουνα σ’ ένα χωριό εδώ κοντά και βρήκα ε κεί κείνον τον κοντακιανό τον Θόδωρο που είναι οδηγός στον νομομη χανικό. «Εγώ πάω απόψε με τ’αυτοκίνητο στο σπίτι μου και θα γυρίσω αύριο το πρωί» είπε «Δεν έρχεσαι και συ μαζί μου αντί να ξεροσταλιάζεις όλο τ’απόγεμα και το βράδυ στο καφενείο»; Και να’μαι τσουπ όπως με βλέπτε και σας βλέπω. - Και κάτι ακόμα που ξέχασα να σε πω μαμά, πετάχτηκε ο Δημητράκης. Δίπλα στης Νίτσας εκεί που καθόταν ο ταξιτζής, ήρθαν να μείνουν δυο γυναίκες. - Τι λες καλέ; έκανε μ’ ενδιαφέρον η μάνα του. Και που το ξέρεις εσύ; - Είδα απ’ το παράθυρο που φέρναν τα πράματα τους με το κάρο του μπάρμπα Αργύρη. Ο Σπίνος λέει ότι κείνο το σπίτι είναι στοιχειωμένο. Γι αυτό ο ταξιτζής με τη γυναίκα του που έμεναν εκεί ούτε παιδιά κάναν και τίναξαν και οι δυο τους τα πέταλα.
32
- Κοίτα τα μαθήματα σου κι άσε τις χαζομάρες, είπε αυστηρά η μάνα του. Ότι σε πουλάνε έξω μας τα φέρνεις στο σπίτι. Υπάρχουν βρε βλάκα στοιχειωμένα σπίτια; Αυτά είναι για τα παραμύθια. -Ώστε δεν υπάρχουν ε; Καλά θα το δεις, είπε χαμογελώντας με σημασ ία ο Δημητράκης. Ο Σπίνος που το λέει κάτι ξέρει. - Ε, βέβαια είπε ειρωνικά η μάνα του. Έτσι στα κουτουρού τον κάνατε αρχηγό σας; Ο πατέρας γέλασε. - Τι μας ενδιαφέρουν αυτά τώρα; Έχεις τίποτα καλό να φάμε απόψε Μαρία; Έτσι για να το γιορτάσουμε και λιγάκι. - Τίποτα δεν έχω, απάντησε η μάνα του στεναχωρημένη. Σήμερα ήταν τα εννιάμερα του Δημητρού κι έπρεπε να πάω. Να δεις την Τασία πως έγινε θα τη λυπηθείς. Πετσί και κόκαλο έμεινε. Γύρισα στο σπίτι και είχα ένα κόσμο ρούχα να σιδερώσω. Αν ήξερα πως θα’ρχόσουν δε θα σ’ ά φηνα έτσι. Λεφτούδια έφερες καθόλου; Όπως καταλαβαίνεις δεν υπάρχει τσεντέζι. -Έφερα. - Δώσε τότε στον προκομμένο μας να πάει στον Παναγιώτη να πάρει μισή οκά κιμά, να σας κάνω μια γενναία μακαρονάδα να μας δει κι ο θεός. Ο Δημητράκης ταράχτηκε. Εννιάμερα πα να πει ότι ο θείος Δημητρός είναι πεθαμένος. Ένοιωσε ένα δυνατό σφίξιμο στο στήθος. Τώρα ήταν τελείως σίγουρος ότι άδικα κοιτούσε κάθε τόσο απ’ το πα ράθυρο μπας και φανεί ο θείος Δημητρός να του φέρει και καμιά λιχου διά. Τώρα κατάλαβε τι εννοούσε η γιαγιά του όταν είπε ότι ο θείος Δημη τρός πήγε εκεί που μια μέρα θα πάμε όλοι, όταν μας αναπάψει ο θεός. Τους το είχε εξηγήσει κι ο κατηχητής τους όταν μια μέρα τους μιλούσε για την κόλαση και τον παράδεισο. - Μια μέρα, είχε πει, όλοι θα βρεθούμε μπροστά στον κριτή μας το Θεό κι εκείνος ανάλογα με τα καμώματά μας στη ζωή θα μας δείξει το δρόμο για την κόλαση ή τον παράδεισο. Συμπλήρωσε μάλιστα ότι η ζωή μετά το θάνατο μας είναι η βάση της θρησκείας μας. Όποιος δε πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή είπε, δε μπορεί να λέγεται χριστιανός. Μια μέρα μάλιστα που ήρθε η γιαγιά του στο σπίτι και λέγαν με τη μάνα του για κείνον τον Φακή όπως τον έλεγε η γιαγιά που δε τον χώνεψε πο τέ, την άκουσε που έλεγε την αγαπημένη της κουβέντα. - Εδώ πληρώνονται όλα Θεός φυλάξει Μαρία μου. Ούτε κόλαση ούτε παράδεισος υπάρχει. Κατά πως τα έλεγε ο κατηχητής τους, σκέφτηκε ο Δημητράκης, η γιαγιά του δεν είναι χριστιανή. Τι να σκεφτεί κανείς; Από τέτοιον μάπα τι να πε ριμένεις; Είναι και κατηχητής πανάθεμα τον που θα πει αυτός ο βλαμ μένο για τη γιαγιά του που είναι άγια γυναίκα. Να σκεφτεί κανείς ότι ακό
33
μα και σήμερα ο πατέρας του όταν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα πάει να τη χαιρετήσει, σκύβει και της φιλάει το χέρι. - Άντε βρε ανεπρόκοπε που ονειροπολάς πάλι, άκουσε τη μάνα του. Άντε τρέχα στον Παναγιώτη να φέρεις μισή οκά κιμά να σας κάνω με μα καρόνια να γιορτάσουμε και το ξαφνικό που μας έκανε ο μπαμπάς σου. Άντε γρήγορα πετάξου. Πήρε τα λεφτά και πήγε προς την εξώπορτα. Γύρισε απότομα να ρω τήσει αν πραγματικά ο θείος Δημητρός ήταν πεθαμένος, μ’ όλο που ήταν τελείως σίγουρος πια. Ήθελε να ρωτήσει μπας κι από θάμα άκουγε κάτι διαφορετικό. Είδε τους γονείς του αγκαλισμένους να φιλιούνται. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Θυμήθηκε την κουβέντα του κυρ Θάνου του φούρναρη μια μέρα που μιλούσε σε μια μαυροντυμένη γυναίκα που περίμενε να πάρει το φαγητό της απ’ το φούρνο. - Οι νεκροί με τους νεκρούς κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κυρά Ευ αγγελία. Άρχισε να τρέχει και να χοροπηδά κουτσό μια στο ένα μια στο άλλο πόδι και να ψιλοτραγουδάει τα λόγια του φούρναρη. - Οι νεκροί με τους νεκρούς κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο 1 Όρμησε με φούρια στην κουζίνα και πέταξε με σιχασιά την τσάντα του στο τραπέζι. - Εεέπ…. Σιγά. Πολύ φουριόζος μας μπήκες σήμερα, είπε χαμογε λώντας η μάνα του. Κοντεύεις να μας γκρεμίσεις το σπίτι. - Τέλειωσαν τα μαθήματα καλέ μαμά, είπε χοροπηδώντας ο Δημη τράκης. Μπορείς να το φανταστείς; Για δεκαπέντε μέρες δε πρόκειται να πατήσουμε στο σχολείο. Άρπαξε απ’ το φανάρι ένα κομμάτι μαύρο ψωμί και χύθηκε προς τα έξω. - Που πας βρε ανεπρόκοπε έτσι βιαστικός; Ξέχασες κιόλας τι είπαμε χτες βράδυ; Πρέπει να πας στο Δημητρό το χοντρό να φέρεις μερικά ψώνια. Το φανάρι είναι άδειο. Ένα τσαλί να σύρεις δε πρόκειται να σκα λώσει πουθενά. Κοντοστάθηκε στην πόρτα της κουζίνας απαγοητεμένος. - Μανία που την έχεις και συ καλέ μαμά να ψωνίζεις απ’ το χοντρό το Δημητρό. Εδώ δίπλα μας είναι ο κυρ Αριστείδης και μεις τρέχουμε ίσα με τον Αη Παύλο να πάρουμε μια οκά φασόλια. - Ο Δημητρός ο χοντρός είναι πατριώτης του πατέρα σου και πρέπει να τον υποστηρίξουμε, απάντησε η μάνα του και τον αγριοκοίταξε.
34
- Καλά καλά, απάντησε χαμογελώντας ο Δημητράκης. Δε γίνεται όμως καλέ μαμά να πάω τ’απόγεμα; Τώρα έχω δουλειά. - Τι δουλειές με φούντες έχετε απ’ το πρωί ίσα με το βράδυ μ’ αυτή τη συμμορία δε μπορώ να καταλάβω. Κάτι φαίνεται θα σκαρώντε πάλι. Να ξέρεις ότι άμα μπλεχτείς με τίποτα ματσαραγκιές κι αλητείες όπως τότε με κείνη την κακομοίρα που πετροβολούσατε το σπίτι της, θα σε κάνω τ’αλατιού. Ο Δημητράκης την κοίταξε με το στόμα δυο πιθαμές ανοιχτό. - Το ήξερες για κείνη τη γυναίκα μαμά; Το ήξερες κι έκανες την κoυτή που λέει κι ο μπαμπάς. Καλά λέει εκείνος ότι οι γυναικείες οι πονηριές γκρεμίζουν άρχοντες και βασιλιάδες. Εμείς μια φορά να ξέρεις είχαμε με τανιώσει που κάναμε κείνες τις βλακείες και τη συμπαθούσαμε μετά τη γυναίκα. Ξέρεις τι μας είπε όταν την είπαμε ότι είναι τρελή; «Δεν είμαι τρελή» είπε. «Φτωχιά μόνο είμαι». Είναι έτσι καλέ μαμά; Όποιος είναι φτωχός μπορεί να τον πάρουν και για τρελό; Η μάνα του τον κοίταξε καλά καλα και σούφρωσε τα χείλια της. - Άρχισες πάλι τις φιλοσοφίες με φαίνεται. Όλο τέτοια ρωτάς απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Και που θες να ξέρω να σ’ απαντήσω εγώ μια α γράμματη γυναίκα; - Καλά λέει ο μπαμπάς ότι στις πονηριές δε σε φτάνει κανένας. Οπότε σε συμφέρει λες ότι είσαι αγράμματη, είπε γελώντας και πετάχτηκε ν’ αποφύγει το βαρύ της χέρι. - Πρέπει να πάω γιατί θα μαζευτούμε όλη η συμμορία ν’αποφασίσουμε για τα κάλαντα. - Μη ξεχνάς μόνο ότι έχεις να πας στο μπακάλη. Μέχρι τις πέντε τ’α πόγεμα πρέπει να την έχεις τελειώσει αυτή τη δουλειά. Άντε τώρα στα τσακίδια και πρόσεξε αυτά που σε είπα. - Εντάξει φώναξε και βρισκόταν κιόλας στο δρόμο. Έτρεξε γρήγορα απ’ την πάνω γέφυρα και σε λιγότερο από ένα λεπτό βρισκόταν στο πηγάδι του «παράδεισου», όπου είχαν κιόλας μαζευτεί οι υπόλοιποι της συμμορίας. Ο Αρχηγός ο Σπίνος του κατέβασε μια. -Άντε ρε κοιμήση. Όλο τελευταίος και καταϊδρωμένος έρχεσαι. Γύρισε μετά και κοίταξε όλους. - Είμαστε όλοι εδώ εκτός απ’ τον Κεφάλα. Έτσι; - Δε θα’ρθει είπε ο Αράπης. Ο πατέρας του τον έχει τιμωρία γιατί χτες πήγε κι έβγαλε το μπουρί της σόμπας του Παρασκευά του κουρέα και κόντεψαν να πνιγούν στον καπνό. Να τους βλέπατε πως τρέχαν σα τα κουνάβια θα σκάγατε στα γέλια. Ο Παρασκευές βγήκε στο δρόμο με τα σώβρακα. - Στα κάλαντα όμως σίγουρα θα’ρθει συμπλήρωσε ο Μύξας. -Λοιπόν, είπε με σοβαρό ύφος ο αρχηγός. Σκέφτηκα να χωριστούμε δυο δυο και να ξεκινήσουμε όλοι μαζί αφού πρώτα χωρίσουμε τα μέρη
35
που θα πάει η κάθε δυάδα. Ότι λεφτά μαζέψουμε, θα τα βάλουμε για ν’α γοράσουμε μπάλα. Εντάξει; - Και τα κουλούρια; Τα μελομακάρονα και τα φρούτα που θα μας δίνουν τι θα τα κάνουμε; ρώτησε και ξερογλείφτηκε ο Γκαβούλιας. - Του καθενός είναι δικά του ρε μάπα, απάντησε τσαντισμένος ο αρχη γός - Εγώ δε θέλω έτσι, πετάχτηκε ο Αράπης. Εμένα δε με δίνουν τίποτα. Με βλέπουν μαύρο μαύρο και με περνάνε για γύφτο. Πέρσι που πήγα να πω τα κάλαντα ένα μπασταρδάκι δω πιο πάνω απ’ το σχολείο που πάει στη Δευτέρα, βγήκε στο παράθυρο και φώναζε. «Καλάθια πανέρια ντου ντού». Ο αρχηγός προβληματίστηκε. - Και τι λες να κάνουμε ρε συ; Μπας και φταίμε μεις που είσαι σα μαυ ροτσούκαλο που λέει κι ο Βεργίδης; Να σε βάψουμε με στουπέτσι για να γίνεις άσπρος; Όλοι βαλαν τα γέλια κι άρχισαν να κάνουν πως πασαλείβουν τον Αρά πη. - Να τα μαζέψουμε όλα και στο τέλος να τα μοιράσουμε ίσια, πρότεινε ο μικρός Καραβουζούνας. - Εντάξει είπε ο αρχηγός. Αυτό είναι και το καλύτερο. Να μοιραστούμε τώρα δυο δυο για να είμαστε έτοιμοι. Έχουμε μέρες ακόμα, αλλά μπορεί να χρειαστεί να κάνουμε και μερικές πρόβες. Λοιπόν. Οι Καραβουζούνη δες μαζί. Το Σκιάχτρο με το Παρτάλι, ο Λίγδης με τον Γκεμετζέ, ο Βλάχος με τον Γίγα, ο Μύξας με τον Κεφάλα κι ο Αράπης με το Κοιμήση το Δη μητράκη. Αλήθεια ρε σεις, έκανε απορημένος και κοίταξε το μικρό Καρα βουζούνα. Εκείνος εκεί ο γίγας χάθηκε τελείως. Εσύ ρε θα ξέρεις γιατί κάθεστε στο ίδιο θρανίο. - Ντρέπεται να βγει έξω, είπε χαρούμενος ο μικρός Καραβουζούνας που του δινόταν η ευκαιρία να δώσει σοβαρές πληροφορίες, γιατί μια γάτα του’κανε τα μούτρα μπλε μαρέν. Όλη μέρα η μάνα του τον βάζει σπαθόλαδο και κεραλοιφή. Στα κάλαντα όμως θά’ρθει. - Ωραία είπε ο Σπίνος κι έτριψε φχαριστημένος τα χέρια του. - Και συ ρε Σπίνο τι θα κάνεις; ρώτησε ο Μύξας. - Εγώ ρε βλάκα θα κάθομαι εδώ και θα με φέρνετε τα λεφτά να τα με τράω και τα γλυκά να τα προσέχω μη μας τα φαν οι γάτες. - Εγώ δε συμφωνώ έτσι που χωριστήκαμε, είπε μουτρωμένος ο Δημητ ράκης. Αφού ο Αράπης είπε ότι δε του δίνουν τίποτα γιατί τον περνάν για γύφτο, εγώ με γύφτο δε πάω να πω τα κάλαντα. Ο Αράπης έβαλε τα κλάματα. Δε φτάνει που μ’ έφαγες τη σειρά στην παρέλαση, με λες και γύφτο από πάνου. Ούτε γω πάω μ’ αυτόν τον κοιμισμένο.
36
- Τώρα χωριστήκαμε, τους αγριοκοίταξε και τους δυο ο αρχηγός. Αν αρχίσει ο καθένας να λέει τις βλακείες του, τότε δε πρόκειται να πούμε κάλαντα ούτε του χρόνου. Τελεία και παύλα, που λέει κι ο Αντωνίου. - Καλά ρε βλάκες. Εμένα με ξεχάσατε; Κοτζαμάν Γκαβούλιας εδώ. Ο αρχηγός σασίρντισε για μια στιγμή, αλλ’ αμέσως καμώθηκε ότι το εί χε κατά νου. - Εσύ θα κάτσεις δω πέρα να με βοηθάς, είπε γελώντας. Εσύ θα είσαι ο λογιστής που λέμε. - Ακόμα έχουμε ένα σωρό μέρες μέχρι τα κάλαντα, πετάχτηκε ο Λίγδης. Εγώ λέω να κουβεντιάσουμε για τη μπάλα. Τι την θέλουμε τη μπάλα ρε Σπίνο; Μπάλα έχει ο Δημητράκης. Ο Κεφάλας με είπε μια μέρα ότι η νουνά του του δίνει κάθε Χριστούγεννα μια μπάλα. Καλύτερα με τα λε φτά που θα μαζέψουμε απ’ τα κάλαντα ν’αγοράσουμε φανέλες για την ομάδα. -Άντε σκάσε και συ ρε βλάκα που όλο λες κοτσάνες, τον αγριοκοίταξε ο Γκαβούλιας. Φτάνουν ρε συ τα λεφτά να πάρουμε φανέλες για όλους; Πάντως - γύρισε στον αρχηγό - εγώ λέω ότι έχει δίκιο ο Λίγδης. Πρώτη φορά λέει ρε παιδιά κάτι που να μην είναι βλακεία. Από τότε που ήρθε στη συμμορία μας, όλο χαζομάρες αμολάει. Γύρισε στο Δημητράκη. - Εσένα ρε κοιμισμένε θα σε δώσει φέτος μπάλα η νουνά σου; - Κάθε Χριστούγεννα με δίνει. Φέτος είπε ότι θα με κάνει κι ένα ζευγάρι μπότες. Αλλά σένα τι σε νοιάζει ρε. Όλο με τη δική μου μπάλα θέλτε να παίζτε κι όταν τρυπάει απ’ τις ακακίες και ξεφουσκώνει, όλοι κάντε το κο ροΐδο και τρέχω μόνο μου να τη μπαλώσω. Ο αρχηγός έδειξε προβληματισμένος. - Καλά λέει ο Γκαβούλιας, είπε στο τέλος. Μπάλα έχουμε. Αφού ρε βλάκες ένα μέλος της συμμορίας έχει μπάλα, είναι σα να έχουμε όλοι. Η μπάλα είναι ολλονών το ίδιο. Αυτό θα πει συμμορία. Αφού δε θα πάρου με μπάλα, τότε τι θα τα κάνουμε τα λεφτά απ’ τα κάλαντα; - Να τα πάρουμε κρινάκια απ’ την κυρά Όλγα, πετάχτηκε ο Δημη τράκης. - Σκάσε ρε και συ όλο με τα κρινάκια σου. Απ’ τ’ αυτιά σου κοντεύουν να φυτρώσουν, τον αποπήρε ο μεγάλος Καραβουζούνας. - Η κυρία Ευτέρπη μας είπε ότι κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα πρέπει να κάνουμε μια καλή πράξη. Εγώ σκέφτηκα να βάλουμε κουτσουλιές στην τσέπη του κατηχητή μας, πετάχτηκε πάνου ο Αράπης σκώνοντας το δάχτυλό σα να’ταν στην τάξη. Όλοι γέλασαν καθώς ο αρχηγός έδινε το σύνθημα να πέσουν όλοι ε πάνω του και να τον ταράξουν στις καρπαζιές. - Έχει κανείς άλλος να μας πει καμιά καλή πράξη να κάνουμε; ρώτησε ο αρχηγός και τους κοίταξε γελώντας ειρωνικά όλους.
37
Ο Μύξας σκώθηκε και πήγε πεντέξι μέτρα μακριά έτοιμος να το βάλει στα πόδια, γιατί άμα έλεγε χαζομάρα ο αρχηγός θα έδινε το σύνθημα για το καρπάζωμα. - Εγώ σκέφτηκα μια καλή πράξη είπε. Ν’ αγοράσουμε σαπούνι και να πλύνουμε τον Μπαλή τον καρβουνιάρη, που είναι πιο μαύρος κι απ’ τα κάρβουνα. Ο θείος μου λέει ότι τελευταία φορά που πλύθηκε ήταν όταν απολύθηκε από φαντάρος μετά τον πρώτο πόλεμο. Όλοι γέλασαν. Ο αρχηγός που δε μπορούσε να τον φτάσει γιατί ο Μύξας ήταν ο ποίο γρήγορος, αποφάσισε να τον συγχωρέσει. - Ρε σεις έβαλε μια μικρή φωνή. Ο Φλάμπουρας δεν είναι κείνος που κάθεται μόνος του στο πέρα πεζούλι της πλατείας; Μεγάλο σεβντά έχει κι αυτός μου φαίνεται. Αγαπάει την Αντιγόνη και σεκλετίζεται όλη μέρα. Τώρα μάλιστα π’ εχτέλεσαν οι χωροφύλακες τον πατέρα της, κοντεύει να λιώσει ο καημένος ο Φλάμπουρας. -Ήταν θείος μου ο πατέρας της, πετάχτηκε περήφανος ο Δημητράκης. Ο καλύτερος μου θείος. Ο θείος Δημητρός. - Καλά που είπες για την Αντιγόνη, πετάχτηκε με τη σειρά του ο Γκα βούλιας κοιτάζοντας με ζήλια τον Δημητράκη που έδωσε μια τόσο σπου δαία πληροφορία. Έvας χτες στο καφενείο μας, έλεγε ότι περνάνε πολύ άσκημες μέρες. Τον πατέρα της τον σκότωσαν οι χωροφύλακες και μεί ναν μόνοι με τη μάνα της και τον αδερφό της. Δεν έχουν ούτε ψωμί να φάνε. -Έτσι είναι, είπε ο Δημητράκης. Προχτές το βράδυ ήρθε στο σπίτι μας η μάνα της και ζήτησε δανεικά λεφτά απ’ το πατέρα μου, για να μπο ρέσει να ψωνίσει όπως είπε καναδυό πράματα απ’ το μπακάλη, να μη πεθάνουν τα παιδιά της απ’ την πείνα. Έτσι είπε ρε σεις. Μα τον θεό σας λέω. - Και τι έγινε ρε; Την έδωσε λεφτά ο πατέρας σου; - Κάτι λίγα, απάντησε ο Δημητράκης στεναχωρημένος. Δεν είχε κι αυ τός. «Έλα πάλι Τασία, της είπε, μόλις πάρω το δώρο για τα Χριστούγεν να. Πάνε και στον πατριώτη μας το Δημητρό το χοντρό και ψώνισε μερι κά πράματα στο λογαριασμό μου». Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χωρίς να πουν κουβέντα συμφώνησ αν για το που θα δίναν τα λεφτά απ’ τα κάλαντα. Ο αρχηγός είπε σοβα ρά. - Πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας να μαζευτούν όσα περισσότερα μπορούμε. Και τα κουλούρια και τα φρούτα που θα σας δίνουν, δε θα τα πειράξτε καθόλου. Όλα εδώ θα τα φέρνετε. Ύστερα από λίγο ένας ένα έφυγαν όλοι. Έμειναν μόνοι τους ο Δημητ ράκης με τον Αράπη. - Τα ξέρεις ρε συ τα κάλαντα; ρώτησε ο Αράπης. - Τα ξέρω είπε μουτρωμένος ο Δημητράκης.
38
- Για πέστα τότε. Ο Δημητράκης σκώθηκε όρθιος, πήρε πόζα, ξερόβηξε κι άρχισε. -Χριστοός γενααάται σηηηήμερον εεεεέν Βηθλεέμ τη πόλη οι ουρανοιιιί αγάλονταιιί Χαιιί.... Ο Αράπης τον έκοψε. -Έτσι δεν είναι ρε βλάκα τα κάλαντα. Αλλιώς είναι. - Και πως είναι δηλαδή; ρώτησε έκπληκτος ο Δημητράκης. Ο Αράπης τσίτωσε το λιγνό κορμί του κι άρχισε να τραγουδάει με τη σειρά του. - Χριστουγενναααά πρωτουγενναααά πρωωώτη πρωτηηή γιορτή του χροοόνου που εγεννηηήθη ο Χρι.... - Κάλαντα είν αυτά ρε κωθώνι, πετάχτηκε και τον έκοψε με τη σειρά του ο Δημητράκης. Με τέτοια κάλαντα που λες ούτε μια δραχμή θα μας δώ σουν. Να στα πω εγώ μερικές φορές να τα μάθεις. - Εσύ να μάθεις τα δικά μου, αγρίεψε ο Αράπης. - Αυτά είναι φαίνεται τα γύφτικα κάλαντα. Να πας στα γύφτικα να τα πεις. Αφού δε θέλεις να μάθεις τα σωστά κάλαντα, τότε φεύγω και θα πω αύριο στο Σπίνο να με βάλει με άλλον. - Αι σιχτίρ κι ακόμα παραπέρα, είπε ο Αράπης κι έφυγε κι αυτός για το σπίτι του. 2 Την παραμονή πρωί πρωί ήταν παρόντες στο πηγάδι «απαξάπαντες», κατά πως συνήθιζε να λέει η κυρία Ευτέρπη. Το κρύο ήταν τσουχτερό κι όλοι χοροπηδούσαν και σφιγγόταν στα τριμμένα τους σακάκια. Το κέφι όμως ήταν μεγάλο. Μέσα στα γέλια και τις χαρές ούτε ο Αράπης ούτε ο Δημητράκης τόλμησαν να πουν το πρόβλημα τους στον αρχηγό. Εκείνος χώρισε τις περιοχές που θα πήγαινε το κάθε ζευγάρι και τους τόνισε. - Θα σημειώντε στο μυαλό σας ποια σπίτια δίνουν καλό χαρτζιλίκι κι όταν έρχεστε εδώ να φέρνετε τα λεφτά κι ότι άλλο σας τρατάρουν, θα μου το λέτε για να στέλνω από πίσω και τους άλλους. Καταλάβατε; Ο Δημητράκης με τον Αράπη είχαν την περιοχή γύρω απ’ την πλατεία. - Πάμε ν’αρχίσουμε απ’ την κυρά Σοφούλα τη δασκάλα μας, πρότεινε με κρεμασμένα μούτρα ο Αράπης. - Καλύτερα να πάμε στ’ αλλά τα σπίτια πρώτα και τελευταία να πάμε στην κυρία Σοφούλα, αντιπρότεινε ο Δημητράκης. Στάθηκαν μπροστά στο καρβουνιάρικο για να μη τους βλέπει ο αρχη γός κι άρχισαν να μαλώνουν. -Όλο το δικό σου θέλεις να γίνεται, έβαλε τις φωνές ο Αράπης. Πρώτα πρέπει να πάμε στην κυρά Σοφουλα. Δασκάλα μας είναι ρε μάπα στο κάτω κάτω.
39
- Τι να μας δώσει ρε βλάκα αυτή; Το πολύ πολύ να μας δώσει καμιά συμβουλή να πλένουμε τ’αυτιά μας. Ούτε ένα μανταρίνι πρόκειται να μας δώσει. Αυτή ρε συ απ’ την τσιγκουνιά της ξεραίνει και το σκατό της. Έτσι δε μας είπε ο Φλάμπουρας που την έχει θεία; Ο Αράπης κούνησε το κεφάλι του σημάδι ότι συμφωνούσε. - Τέλος πάντων είπε. Από ποίο σπίτι λες να ξεκινήσουμε; - Από κείνο κει το κίτρινο που είναι πισ’ απ’ το σχολείο. - Εκεί δε πάω είπε κι έκανε ένα βήμα πίσω ο Αράπης. Πάνε μόνος σου άμα θέλεις. Εκεί ήταν που με είπαν γύφτο. -Έλα ρε Αράπη, τον παρακάλεσε ο Δημητράκης. Θα βραδιαστούμε και δε θα κάνουμε τίποτα. Ποιος σε είπε γύφτο σε κείνο το σπίτι; -Ένα κοριτσάκι που πάει στη δευτέρα. Σας το είπα. -Α! Λες για κείνο το κοριτσάκι που το λένε Φούλα, έκανε τάχα έκπληκ τος ο Δημητράκη. Εκείνο ρε έχει καιρό που έφυγε απ’ εκείνο το σπίτι. Πήγαν και μένουν στον Αη Γιάννη. - Είσαι σίγουρος; - Αλήθεια σε λέω. - Καλά, είπε μετά από σκέψη ο Αράπης. Αν με λες όμως ψέματα, θα σε βάλω να φας χώμα. Μόλις ξεκίνησαν, ο Δημητράκης σταμάτησε και κοίταξε έκπληκτος τον Αράπη. - Καλά ρε βλάκα. Πως περπατάς έτσι σα να πηδάς πουρνάρια; -Έφυγε η σόλα απ’ το παπούτσι μου. Σήκωνε το δεξί του πόδι ψηλά και μετά το κατέβαζε απότομα για να μπορέσει να πατήσει πάνω στη σόλα που σχεδόν κρεμόταν. - Τώρα έγινε αυτό; - Από χτες ήταν λίγο, αλλά τώρα άνοιξε σα τριαντάφυλλο. - Και γιατί ρε βλάκα δε πήγες από χτες στον τσαγκάρη να το φτιάξεις; Έτσι που είσαι δε θα προλάβουμε όλα τα σπίτια. - Πως ρε έξυπνε να πάω στον τσαγκάρη, είπε σφίγγοντας τα χείλια του ο Αράπης. Ο τσαγκάρης θέλει λεφτά. Ο καρβουνιάρης που καθόταν πάνω στην πλάστιγγα και τους έβλεπε που κοιτούσαν τα παπούτσια και κουβέντιαζαν, άνοιξε την πόρτα και προχώρησε δυο βήματα προς το μέρος τους. Έπιασε τον Αράπη απ’ τον ώμο και τον γύρισε να τον βλέπει στα μούτρα. Κοίταξε το δεξί του πα πούτσι και κούνησε το χέρι του. - Άντεεε άντεεεεε.... Αυτό πρέπει να το συμμαζέψουμε γιατί σε λίγο θα σε φύγει όλη η σόλα. Περίμενε δω μια στιγμή. Μπήκε στο καρβουνιάρικο και τράβηξε ένα κομμάτι σύρμα απ’ αυτά που έδενε τα τσουβάλια με τα κάρβουνα. - Βαλε το πόδι σου εδώ πα στην πέτρα, διέταξε τον Αράπη. Εκείνος έκανε κατά πως του είπε κι ο καρβουνιάρης με επιδέξιες κινή σεις έδεσε τη σόλα με το παπούτσι πα στο πόδι του.
40
- Άντε στο καλό είπε. Αυτό θα κρατήσει μερικές ώρες. Μετά όμως θα πρέπει να το πας στον τσαγκάρη. Ο Δημητράκης έκατσε σκεφτικός στο πεζούλι. - Εγώ λέω, είπε στον Αράπη, να κρατήσουμε μερικά λεφτά απ’ τα κάλα ντα και να πας στον τσαγκάρη να φτιάξεις το παπούτσι σου. Εγώ να φι λήσω σταυρό δε πρόκειται να το πω ούτε στο Σπίνο ούτε σε κανέναν. -Όχι, είπε με πείσμα ο Αράπης. Όπως λέει ο πατέρας μου η συμφωνία χαλάει το νόμο. Τα λεφτά απ’ τα κάλαντα συμφωνήσαμε τι θα τα κάνου με. Δοκίμασε το παπούτσι του κι έμοιασε ικανοποιημένος. Πήδηξε λίγο κουτσό στο δεξί του πόδι και είπε στο Δημητράκη. - Πολύ εντάξει είναι. Άντε πάμε τώρα σ’ αυτή την αγαπητικιά σου τη Φούλα να της πούμε τα κάλαντα που νομίζεις ότι επειδή είσαι καλός μα θητής είσαι κι ο μοναδικός έξυπνος. Ένα κοροΐδο και μισό είσαι. Έτρεξαν χαρούμενοι και στάθηκαν μπροστά στην πόρτα του κίτρινου σπιτιού. - Τα έμαθες τα σωστά τα κάλαντα; ρώτησε ο Δημητράκης. - Εσύ έπρεπε να μάθεις τα δικά μου, είπε με πείσμα ο Αράπης. Μείναν εκεί να κοιτάζονται έτοιμοι ν’αρπαχτούν σα τα κοκόρια. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μια ηλικιωμένη κυρία έκανε την εμφάνισή της. - Σας είδα απ’ το παράθυρο και ήρθα να σας ανοίξω να μας πείτε τα κάλαντα. Άντε λοιπόν πείτε τα. Είστε οι πρώτοι που έρχεστε στην πόρτα μας. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μ’ απελπισία. -Άντε λοιπόν επέμενε η κυρία. Πιάστηκαν κι άρχισαν να τραβάει ο ένας το μανίκι τ’αλλουνού. - Ξεκίνα πρώτος εσύ είπε ο Αράπης. - Καλύτερα πρώτος εσύ που έχεις και άριστα στην ωδική. Αηδόνι δε σε λέει η κυρία Σοφουλα; - Και οι δυο μαζί για να μη μαλώντε, πρότεινε η κυρία. Να τώρα θα ση κώσω τα χέρια μου και μόλις τα κατεβάσω θ’ αρχίστε και οι δυο μαζί. Σή κωσε τα χέρια της και τα κατέβασε χαμογελώντας φιλικά. Έμεινε να τους κοιτάει αποσβολωμένη καθώς άρχισαν να τραγουδάνε. Μετά έβαλε τα γέλια. - Καλέ εσείς τραγουδάτε ο καθένας τα δικά του κάλαντα. Τρελαθήκατε; Σα χάβρα των ιουδαίων ακούγεστε. Φούλα… Φούλα… έβαλε μια φωνή γυρνώντας προς τα μέσα. Έλα να γελάσεις. Είναι εδώ δυο παιδιά και τραγουδούν διαφορετικά κάλαντα. Η Φουλα έβγαλε το κεφάλι της πισ’ απ’ το κλειστό φύλο της πόρτας. - Καλέ Δημητράκη έβαλε μια χαρούμενη φωνή. Αυτή είναι η γιαγιά μου που σ’ έλεγα. - Πάμε να φύγουμε, είπε ο Αράπης εκνευρισμένος.
41
- Ελάτε μέσα να σας κεράσουμε, πρότεινε η Φουλα. Δε θα σας φάμε καλέ. Γιαγιά αυτός είναι που σ’ έλεγα που με πήγε σε κείνο το σύρμα που τίναζε. Να έρθουνε καλέ λίγο μέσα; - Βεβαίως, είπε με τη γλυκιά κι ευγενική της φωνή η γιαγιά κι έκανε τό πο να περάσουν. Ελάτε μέσα. Ο Αράπης πισωπάτησε - Εγώ δε μπαίνω που να με κάνουν χρυσό, είπε στο Δημητράκη. Πάμε να φύγουμε γιατί δε θα προλάβουμε και θα μας βάλει τις φωνές ο Σπί νος. Η κυρία κατάλαβε ότι θα ήταν μάταιο να επιμείνει. - Φέρε στα παιδιά από ένα πορτοκάλι κι από ένα μήλο, είπε στη Φουλα και βάζοντας το χέρι της στην τσέπη της ρόμπας της τους έδωσε κι απ’ ένα καλό χαρτζιλίκι. Ο Αράπη πήρε τα χρήματα κι απομακρύνθηκε χωρίς να περιμένει τα φρούτα. Η Φουλα έφερε τα μήλα και τα πορτοκάλια και τα έδωσε στον Δημητράκη. - Σου έφερα και μερικά χαρούπια, είπε γελώντας. Για το φίλο σου το μαυροτσούκαλο είναι ότι πρέπει. Ο Δημητράκης την κοίταξε με πίκρα και πέταξε τα ξυλοκέρατα στο δρό μο. - Άλλος μαύρος μέσα κι άλλος μαύρος έξω, είπε τα λόγια π’ άκουσε μια μέρα απ’ του θείο Δημητρό και γύρισε απότομα την πλάτη του. Η γιαγιά έκλεισε στεναχωρημένη την πόρτα κι ο Δημητράκης άκουσε την ώρα που κατέβαινε τα σκαλιά τη φωνή της Φούλας. Καλάθια… πανέρια… ντουντού. Έπιασε τον Αράπη απ’ το μπράτσο. Πάμε του είπε. Μη δίνεις σημασία. Αν δεν ήταν για κείνο που συμφω νήσαμε, θα τους τα πέταγα και τα μήλα και τα πορτοκάλια τους στα μού τρα. Πάμε να πάρουμε με τη σειρά τα σπίτια γύρω απ’ την πλατεία. Πιάστηκαν αγκαζέ κι άρχισαν να τρέχουν χοροπηδώντας χαρούμενα. - Πάμε πρώτα στον κυρ Μάρκο τον παπλωματά, πρότεινε ο Αράπης. Σα μάγος είναι. Ούτε που προλαβαίνεις να δεις τα χέρια του. Και τι ό μορφα που τα ράβει ο άτιμος. Θυμάσαι τότε που κάναμε στο κατηχητικό για τα δώδεκα βαγγέλια; Τόσα ρε δεν είναι; - Δε ξέρω, απάντησε ο Δημητράκης. - Τότε γιατί ρε συ ορκίζονται στα δώδεκα βαγγέλια; - Τέλος πάντων. Όσα κι αν είναι. Τι έγινε; Εγώ δε θυμάμαι τίποτα, γιατί μπορεί να ήμαν άρρωστος και να μην ήρθα κείνη τη μέρα. - Ρώτησε ο κατηχητής το παρτάλι να του πει ποιος ήταν ο βαγγελιστής ο Μάρκος και κείνος πετάχτηκε απάνω σα το λάστιχο και είπε. - Ο παπλωματάς κοντά στο σπίτι μας κύριε. Ο Δημητράκης ξεράθηκε στα γέλια.
42
Φτάσαν μπροστά στο παπλωματάδικο και στάθηκαν μπροστά στην α νοιχτή πόρτα. Ο κυρ Μάρκος είχε πάνω στον πάγκο του ένα πάπλωμα και το έραβε. Γύρισε και τους κοίταξε χαμογελώντας. - Άντε πείτε τα, αλλά μη περιμέντε ν’αφήσω ούτε στιγμή τη δουλειά μου. Ο έλληνας κάνει πάντα τη δουλεία του μόνο όταν φτάσει τ’αβγό στον κώλο που λέμε. Όλο το καλοκαίρι έχουν τα παπλώματά τους στη ναφθαλίνη και τώρα στα κρύα που τα χρειάζονται, τα φέρνουν για σιγύρι σμα. Ο Δημητράκης είχε έρθει πολλές φορές στο παπλωματάδικο του κυρ Μάρκου. Πολύ του άρεσε να τον βλέπει να δουλεύει. Αφού σκέφτηκε κιόλας ότι άμα μεγαλώσει θα μπορούσε να γίνει κι αυτός παπλωματάς. Περισσότερο του άρεζε να τον βλέπει όταν τίναζε το μπαμπάκι. Κρε μούσε από μια βέργα που λύγιζε και η αντοχή της ήταν λες μετρημένη, να κρατάει ίσα ίσα το βάρος από κείνο το τεράστιο τόξο που ο κυρ Μάρ κος το κρατούσε με τ’αριστερό του χέρι με τρόπο που να το κατευθύνει στ’ ατίναχτο μπαμπάκι. Μετά έπιανε με το δεξί του χέρι ένα μεγάλο γου δοχέρι και μ’αυτό χτυπούσε τη χορδή του τόξου. Το βαμβάκι τιναζόταν στον τοίχο μαλακό κι αφράτο σα χιόνι. Έτσι που χτυπούσε τη χορδή, ακουγόταν και κάτι σα μουσική. Ο κυρ Μάρκος τραγουδούσε κιόλας σα να έπαιζε κιθάρα. Η γιαγιά του όταν ήταν πιο μικρός του’λεγε και μια αστεία ιστορία μ’έναν παπλωματά και το τσιράκι του. Είχαν πάει λέει σε μια γριά για να της φτιάξουν το πάπλωμα. Έτσι που τίνάζε το μπαμπάκι ο βοηθός, άρχισε να τραγουδάει μαζί με τη μουσική π’ έβγαζε η χορδή. - Μάστορ μάστορ μάστορ μπακ; Κι ο μάστορας τ’απαντούσε. - Μπέμ μπακάρεμ, σέντα μπακ; - Τι γλώσσα είν αυτή γιαγιά ρώτησε. -Τούρκικα γιαβρούμ. - Και τι θα πουν αυτά που λέγαν; Η γιαγιά του έβαλε τα γέλια. -Έτσι πως δούλευε το τσιράκι είδε το βρακί της γριάς και γι αυτό άρχι σε να τραγουδάει. - Μάστορα μάστορα μάστορα βλέπεις; Κι ο μάστορας απάντησε. - Εγώ βλέπω. Εσύ βλέπεις; Ο Δημητράκης θυμάται ότι κόντευε να πεθάνει στα γέλια. Από τότε ό μως είχε μεγαλώσει και δε του φαινόταν τόσο αστείο. Ίσως να έφταιγε και ότι η γιαγιά του του’λεγε κάθε φορά την ίδια ιστορία. Είπαν τα κάλαντα στον κυρ Μάρκο και πήραν το μπαχτσίσι τους. Πή γαν στο διπλανό σπίτι, αλλά κανείς δε τους άνοιξε. Στο παραπέρα όμως
43
όταν ρώτησαν απ’ έξω αν μπορούσαν να τα πουν, ακούστηκε μια ευγενι κιά φωνή από κάποιον που κατάλαβαν ότι ήταν γεροντάκι. - Να τα πείτε παιδάκια μου. Να τα πείτε. Ο Αράπης άρχισε να τραγουδάει τα κάλαντα με την ωραία και γλυκιά του φωνή. Είχαν συνεννοηθεί ότι θα έλεγαν τα κάλαντα μια ο ένας και μια ο άλλος, αφού δε τα κατάφεραν να συμφωνήσουν για το ποια κάλα ντα ήταν τα σωστά. Στο τέλος αποφάσισαν να τα λένε σε κάθε σπίτι με τη σειρά. Μόλις ο Αράπης τελείωσε, άνοιξε η πόρτα και φάνηκε μπροστά τους ένα ηλικιωμένο αντρόγυνο που τους χαμογελούσε. - Ελάτε… ελάτε… να μας τα πείτε και μέσα στο σπίτι, είπε ο κύριος και προχώρησε με τη γυναίκα του. Μπαίνοντας μέσα άρχισαν να σπρώχνονται με σημασία. - Εδώ θα μας χαρτζιλικώσουν για τα καλά είπε ο Αράπης. Ξαναείπε τα κάλαντα όσο ποιό δυνατά μπορούσε και με την καλύτερη του φωνή. - Εσύ γιατί δε λες τα κάλαντα; ρώτησε η κυρία τον Δημητράκη. Ο Δημητράκης χαμογέλασε κι έδειξε με το δάχτυλό τον λαιμό του. -Α!! το καημένο, είπε κείνη. Πιάστηκε ο λαιμός του το πουλάκι μου. Δε πειράζει παιδί μου. Και μόνο η παρουσία σου μας γεμίζει χαρά μέρες που είναι. Ελάτε τώρα εδώ κοντά να τα πείτε και μπροστά στα εικονί σματα του Χριστού και της Παναγίας. Απ’ τις σπρωξιές με σημασία που έδινε ο ένας στον άλλο, ο Δημη τράκης παραπάτησε και κόντεψε να πέσει κάτω. Ο Αράπης ξανάπε τα κάλαντα μπροστά στο κονοστάσι. -Έτη πολλά και του χρόν τελείωσε. - Και του χρόνου παιδιά, είπε ο κύριος. Γεροί να’μαστε να μας ξανάρθε τε. Στο καλό και καλή φώτιση. Κοντοστάθηκαν για μια στιγμή αμήχανοι και μετά βγήκαν μουτρωμένοι σα τις βρεμένες γάτες. - Ουυυ… να χαθείτε ραμολημέντα, είπε πικραμένος ο Αράπης μόλις έ κλεισε πίσω τους η πόρτα. Ούτε μια τρύπια δεκάρα δε δώσαν. Είναι και κείνου του πλούσιου του λαδέμπορα οι γονείς, π’ έχουν ένα σεντούκι λί ρες. Ο Μάρκος ο παπλωματάς που τους είδε κατακόκκινους απ’ τα νεύρα τους, έβαλε τα γέλια. -Άμα ρε βλάκες οι πλούσιοι δίναν τα λεφτά τους σε μπαχτσίσια, δε θα ’ταν πλούσιοι. Πλούτια και φιλότιμο μαζί δε πάνε. 3 Πλησίαζε μεσημέρι όταν κόντευαν πια να τελειώσουν. Είχαν πάει πε ντέξι φορές στο πηγάδι για να παραδώσουν λεφτά και τραταρίσματα. Ο
44
Σπίνος ήταν όλο νεύρα. Από λεφτά κάτι γινόταν. Από γλυκά και φρούτα όμως τα πράματα πήγαιναν πολύ άσκημα. Ο Δημητράκης μαζί με τον Αράπη είχαν κάνει την καλύτερη δουλειά και είχαν μαζέψει τα περισσότε ρα. Περισσότερα ακόμα κι απ’ τους Καραβουζούνηδες, που είχαν πάει στα σπίτια γύρω απ’ τον «παράδεισο». - Τελειώσαμε είπε ο Αράπης. - Μόνο ο κυρ Αριστείδης μας έμεινε, απάντησε ο Δημητράκης. Το πρωί πριν ακόμα να ξεκινήσουν ο Δημητράκης είχε παρακαλέσει το Σπίνο, να τους αφήσει να πάνε αυτοί για τα κάλαντα στον κυρ Αριστείδη, παρ όλο που δεν ήταν στην περιοχή τους. - Εμένα με ξέρει καλύτερα απ’ όλους και με συμπαθάει είπε. Ο Σπίνος είχε φανεί σκεπτικός. - Τότε ρε είπε, ο καθένας θα ζητάει να πάει στην περιοχή τ’αλλουνού και θα γίνουμε στο τέλος κουλουβάχατα. - Ο Κοιμήσης έχει δίκιο, πετάχτηκε ο Γκεμετζές. Κι εγώ έχω τη θεια μου τη Βασιλική που μένει στην πλατεία. Άμα πάω να της πω εγώ τα κάλα ντα θα μου δώσει καλό χαρτζιλίκι. - Εντάξει συμφώνησε ο αρχηγός. Όποιος έχει συγγενείς σ’ αλλονών πε ριοχές, τότε να πηγαίνει εκείνος. Στον κυρ Αριστείδη να πάει ο Κοιμήσης με τον Αράπη. Όταν, μεσημέρι πια, φτάσαν στην πόρτα του μπακάλικου ο κυρ Αρι στείδης πετάχτηκε πισ’ απ’ τον πάγκο του. - Άντε βρε άτιμα. Κοντεύω να σκάσω απ’ το πρωί. Ήρθαν ένα σωρό παιδιά κι είπαν τα κάλαντα. Κι απ’ τα λαζαίϊκα ήρθαν κι απ’ του Αη Γιάν νη κι απ’ του Αη Παύλο. Ακόμα κι απ’ τη Δεξαμενή ήρθαν. Τι διάολο, σκέφτηκα. Που είναι οι συμμορίτες μας; Κοντεύατε να με σκάστε και μένα και τη γυναίκα μου. Άντε τώρα με το καλό μπάτε μέσα και πείτε τα καμιά δεκαριά φορές να το φχαριστηθούμε. Μπήκαν μέσα κι ο Αράπης άρχισε τα κάλαντα. Ο κυρ Αριστείδης για μια στιγμή τον έκοψε. - Μόνος σου τραγουδάς ρε συ; Εσύ Δημητράκη γιατί δε λες τα κάλαντα; - Ξέρουμε διαφορετικά κάλαντα ο καθένας κυρ Αριστείδη και για να μη γινόμαστε όπως μας είπε μια κυρία γαύροι των σπουδαίων, σκεφτήκαμε να τα λέει μια ο ένας και μια ο άλλος. Τώρα είναι η σειρά του Αράπη. - Χάβρα των ιουδαίων, τόνισε γελώντας ο κυρ Αριστείδης. Όσον αφορά τα κάλαντα θα σας δώσω κι εγώ μια λύση. Ο Αράπης θα τα πει στην κυ ρά Δέσποινα κι εσύ σε μένα. Εντάξει; - Εντάξει είπαν και οι δυο κι άρχισαν να τραγουδάν στη μια γωνιά ο έ νας με τον κυρ Αριστείδη και στην άλλη ο άλλος στην κυρά Δέσποινα. ……Έτη πολλά και του χρον τελείωσαν σκεδόν μαζί. - Και του χρόνου να είμαστε όλοι γεροί και ν’ακούσουμε πάλι τα κάλα ντα από σας τους ίδιους. Δώσε Δέσποινα στα παιδιά το χαρτζιλίκι τους
45
που το έχω βάλει απ’ το πρωί κάτω απ’ τις λαδόκολλες και κόφτους κι από ένα μεγάλο κομμάτι χαλβά. Ο Δημητράκης άπλωσε το χέρι του και πήρε το μπαχτσίσι, ενώ τα σά λια του άρχισαν να τρέχουν όπως έβλεπε την κυρά Δέσποινα να κóβει τον χαλβά. Άπλωσε το χέρι του και πήρε την κομματάρα που του έδωσε η κυρά Δέσποινα, που με το άλλο της χέρι έδωσε ένα κομμάτι και στον Αράπη. - Δε θέλω χαλβά εγώ, είπε κείνος. Όλοι μαζί κι ο Δημητράκης τον κοίταξαν μ’ απορία. - Δε θέλεις χαλβά; ρώτησε ξαφνιασμένος ο κυρ Αριστείδης. Απ’ το πρωί έχω τρατάρει πάνω από δυο οκάδες χαλβά κι όλοι οι πιτσιρίκοι χο ροπηδάν απ’ τη χαρά τους. Τρέχουν παρακάτω κι όποιον συναντήσουν τον στέλνουν να μας πει τα κάλαντα. Μάλιστα πολλοί με ρωτούσαν αν γίνεται το χαρτζιλίκι τους να τους το δώσω κι αυτό σε χαλβά. - Εγώ μια φορά χαλβά δε θέλω, επέμεινε ο Αράπης. - Εντάξει πουλάκι μου, είπε ο κυρ Αριστείδης. Πες μας τι θέλεις να στο δώσουμε. Μήπως προτιμάς να σε δώσω μπισκότα και λουκούμι να κά νεις μπισκοτολούκουμο; - Όχι, απάντησε και πάλι ο Αράπης. Αφού θέλτε να με τρατάρτε κάτι, τότε να με δώστε μακαρόνια. Ο Δημητράκης κατάλαβε κι έδωσε ανόρεχτα το χαλβά του πίσω. - Κι εγώ μακαρόνια θέλω, είπε. Ο κυρ Αριστείδης κι η γυναίκα του κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με στόματα δυο πήχες ανοιχτά. - Ήμαρτον Θεέ μου, είπε τέλος ο κυρ Αριστείδης. Μαγέρικο θ’ ανοίξτε και θέλτε μακαρόνια για τα κάλαντα; Σε λίγο θα με ζητήστε και καμιά ρέ γκα. -Άμα θέλτε δώστε μας και μια ρέγκα, πετάχτηκε ο Αράπης. - Θα με πείτε ρε τι τρέχει, αγρίεψε τάχα ο κυρ Αριστείδης. Παλαβώσατε σήμερα; Ο Δημητράκης κοιτάχτηκε με τον Αράπη και κείνος του έκανε νόημα ότι μπορούσε να εξηγήσει στον μπακάλη. - Είπαμε με τη συμμορία, άρχισε ο Δημητράκης στρίβοντας τα χέρια του επειδή ντρεπόταν να το πει, ότι με τα λεφτά που θα μαζεύαμε απ’ τα κάλαντα ν’αγοράσουμε μπάλα. Όμως εμένα η νουνά μου με δίνει κάθε Χριστούγεννα μια μπάλα. Σασιρντίσαμε και δε μπορούσαμε να αποφα σίσουμε τι θ’αγοράσουμε. Πετάχτηκε τότε ένας και είπε να τα δώσουμε τα λεφτά και τα τραταρίσματα στη θεια μου την Τασία, που τώρα που σκότωσαν το θειο μου το Δημητρό κι έμεινε μόνη της με τα δυο παιδιά, άσκημα τα βγάζει πέρα. Μάλιστα ο μπαμπάς μου λέει ότι και πέντε μερο κάματα που χρωστούσαν τον θειο Δημητρό πριν να τον πιάσουν οι χω ροφύλακες, τώρα δε θέλουν να τα δώσουν στη γυναίκα του.
46
Ο Αριστείδης γύρισε και κοίταξε στη μεριά που ήταν η γυναίκα του. Ε κείνη είχε κάτσει σ’ ένα σκαμνί, έβαλε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της και κουνώντας το κορμί της δεξά ζερβά έκλαιγε μ’ αναφιλητά. - Που έχεις κείνο το δίχτυ που ξέχασε κάποιος την περασμένη βδο μάδα; ρώτησε ο Αριστείδης και τα παιδιά κατάλαβαν ότι είχε βουρκώσει για τα καλά. Έλα τώρα. Σήκω πάνω, πάρε το δίχτυ που σε λέω και γέμι σε το. Τίγκα μέχρι πάνω να το γεμίσεις. Άκουσες τι σ’ είπα; Έβαλαν στο δίχτυ απ’ όλα τα καλά. Και τυρί και βούτυρο για μαγείρεμα και μακαρόνια και ρύζι κι ένα σωρό άλλα πράματα που το δίχτυ φούσκω σε και τσίτωσε σα του Καράογλου την κοιλιά. Πήραν το δίχτυ κρατώντας το απ’ τη μια ο ένας κι απ’ την άλλη ο άλ λος γιατί ήταν πολύ βαρύ και καταχαρούμενοι τράβηξαν για το πηγάδι. Όλοι είχαν επιστρέψει και μόλις τους είδαν να’ρχονται με το παραφουσ κωμένο δίχτυ, βαλαν τις φωνές και τα χειροκροτήματα. Ο δάσκαλος τους ο Αντωνίου που περνούσε κείνη την ώρα, στάθηκε και κοίταξε μ’ απορία την κούτα που ήταν γεμάτη μ’ένα σωρό γλυκά και φρούτα και το γεμάτο δίχτυ. - Τι θα τα κάντε ρε σεις όλ’ αυτά; Μπακάλικο θ’ ανοίξτε; - Θα τα δώσουμε για να κάνουμε μια καλή πράξη όπως μας είπε η κυ ρία Ευτέρπη η διευθύντρια, απάντησε για λογαριασμό όλων ο αρχηγός - Μπράβο παιδιά, είπε καμαρώνοντας σα να είχε κάνει κι αυτός κάτι. Να τα στείλτε σήμερα κιόλας στους Μάηδες που μας φυλάνε απ’ τους φαύλους κομουνιστές, όπως πολύ καλά σας είχε εξηγήσει τότε εκείνος ο εθνικός μας ποιητής ο κύριος Παυλής. Θα φροντίσω τ’ απόγεμα που περνάει το τζιπ και πάει πάνω στα φυλάκια, να τα πάρουν μαζί τους και να τα μοιράσουν. Θα πω ότι θα τους περιμέντε εδώ. - Οχι πετάχτηκε με μανία ο Σπίνος. Δικά μας είναι και θα τα κάνουμε ότι θέλουμε. Με τον κόπο μας τα μαζέψαμε και θα τα δώσουμε όπου θέ λουμε μεις. - Η αυθάδεια προς δάσκαλον τιμωρείται αυστηρά, τόνισε ο Αντωνίου. Αν δε τα δώστε κει που σας είπα, τότε μόλις ανοίξει το σχολείο μετά τις γιορτές θα τα πούμε με τη διευθύντρια. Εγώ μια φορά είπα και λάλησα, συμπλήρωσε κουνώντας το δάχτυλο κι απομακρύνθηκε βιαστικά. - Που να λαλήσει κόκορας στον τάφο σου, είπε αρκετά δυνατά ο Κε φάλας. - Πάρε αυτό είπε με τη σειρά του ο αρχηγός κι έδειξε με τα δυο του χέ ρια ανάμεσα στα σκέλια του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο - Τον βλέπεις αυτόν τον ψηλό τον αχμάκη που στέκεται κει κάτω απ’ την κακαβιά δίπλα στο καρβουνιάρικο; Που κοιτάς καλέ; Χάζεψες τελείω
47
ς με φαίνεται. Εκεί…. Εκεί που σε δείχνω κοίτα. Στο έμπα του «παράδει σου» χριστιανή μου, είπε η Χαρίκλεια σουβλίζοντας με το δάχτυλό της τη Μαρία στο μπράτσο. - Αυτός εκεί ο κρεμανταλάς λες; - Ναι. Αυτός με το ψιλό το μουστακάκι. - Εγώ βρε Χαρίκλεια στο Θεό σου, δε βλέπω καλά καλά αυτόν και θα δω από τόσο μακριά το μουστακάκι του; Τέλος πάντων. Τι είν αυτός; Η Χαρίκλεια χαμογέλασε ευχαριστημένη όπως κάθε φορά που μπορού σε να δώσει πληροφορίες και υλικό για κουτσομπολιό. - Τον λένε Μιχάλη. Εγώ τον βάφτισα κιόλας. Μιχαλάκης ο τρίχας. - Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός; έκανε απορημένη η Μαρία. Πρώτη φορά τον βλέπω. Από δω πάντως ή από κοντινή γειτονιά δεν είναι. Η Χαρίκλεια κούνησε το χέρι της. - Άντεεε άντεεεεε.... Εσύ κοπέλα μου έχεις μαύρα μεσάνυχτα. Αυτός καλέ έχει τώρα μια βδομάδα που ξεροσταλιάζει εδώ στη γειτονιά μας. Έρχεται γι αυτή την ξανθιά που μετακόμισε μαζί με την αδερφή της στης μακαρίτισσας της Μαρίκας. Είναι λέεί τρελά ερωτευμένος με την Εύα, έ τσι τη λένε τη λεγάμενη, αλλά εκείνη ούτε θέλει να τον ξέρει. - Και γιατί; απόρησε η Μαρία. Αυτός είναι κούκλος. Λίγος της πέφτει της ξιπασμένης; Είναι και μεγαλοκοπέλα απ’ ότι καταλαβαίνω. Η Χαρίκλεια χαμογέλασε πονηρά. - Εσύ παιδί μου είσαι πισ’ απ’ τον κόσμο. Άμα μια γυναίκα και μάλιστα όπως λες μεγαλοκοπέλα δε θέλει ούτε να τον δει έναν τέτοιο παλήκαρο, τότε... - ... Κάποιος άλλος είναι στη μέση, συμπλήρωσε η Μαρία. Κοντά στο νου κι η γνώση. - Πουλιά στον αέρα πιάνεις Μαρία μου. - Μια φορά είναι πολύ όμορφη, συνέχισε η Μαρία κάνοντας πως δεν άκουσε το ειρωνικό σχόλιο της γειτόνισσας της. Και για να’χουμε καλό ρώτημα ποιος είναι ο λεγάμενος που πήρε τα πρωτεία; - Κανείς δε ξέρει ακριβώς, είπε με μυστηριώδες ύφος η Χαρίκλεια. - Ούτε συ ξέρεις; ρώτησε δύσπιστα η Μαρία. - Εγώ Μαρία μου κάτι έμαθα, αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρη. Αυτές οι δυο αδερφές μέναν πρώτα πισ’ απ’ το στάδιο, όπου έχω μια μακρινή συγγένισσα και πατριώτισά μου σμυρνιά. Πήγα το λοιπόν και τη ρώτησα. Μέσες άκρες ήξερε κι αυτή, γιατί το σπίτι τους ήταν λίγο μακριά απ’ το δικό τους. Λέει ότι αυτή είν ερωτεμένη δι’ αλληλογραφίας που λέμε, μ’ έναν αμερικάνο που τον λένε Τζακ και τον περιμένει να’ρθει να την πάρει στην Αμερική. Σκεδόν κάθε μήνα της στέλνει γράμματα και της υπόσχε ται ότι όπου να’ναι τακτοποιεί τις υποθέσεις του κι έρχεται. Αυτό το βιολί όμως κρατάει χρόνια τώρα κι ο γαμπρός δε φαίνεται. Αυτή το’δεσε κό μπο ότι θα ξεφυτρώσει μια των ημερών ο αμερικάνος και πέφτει σκώνε ται με το μυαλό της σ’ αυτόν. Κοντεύει λέει να της στρίψει.
48
Αυτός ο Μιχαλάκης ο τρίχας χρόνια τώρα τρέχει από πίσω της. Ξερο στάλιαζε στην παλιά γειτονιά της και τώρα που άλλαξε σπίτι να’τος εδώ στη δική μας τη γειτονιά. - Μακάρι βρε Χαρίκλεια να ερχόταν καvένας αμερικάνος να μας έπαιρνε και μας να γλιτώναμε απ’ τη φτώχια και την κακομοιριά, είπε γελώντας η Μαρία. - Τώρα που μπαγιατέψαμε Μαρία μου, ούτε μαύρος απ’ την Αφρική έρ χεται να μας πάρει, είπε η Χαρίκλεια κι έξυσε την κοιλιά της κατά πως το συνήθιζε. - ....Αφού δεν έρχεται κανείς να μας πάρει, ας μας στέλναν τουλάχιστο κάνα δέμα να βλέπαμε και μεις Θεού πρόσωπο, την έκοψε η Μαρία. Ο Δημητράκης έβαλε το κεφάλι του απ’ την πόρτα. - Πως είπες ότι τον λένε αυτόν τον αμερικάνο θεια Χαρίκλεια; ρώτησε. -Τζακ τον λένε παιδί μου. Η μάνα του πετάχτηκε όρθια και τον άρπαξε απ’ το χέρι. - Αντί να διαβάζεις βρε κακορίζικε, κάθεσαι και κρυφακούς. Γι αυτό από πρώτος μαθητής θα καταντήσεις τελευταίος. Άντε στρώσου να δια βάσεις γιατί θα μείνεις στο τέλος ξύλο απελέκητο. Κρίμα τα όνειρα που έχω για σένα. Εσύ παιδί μου μόνο για κουτσομπολιά ενδιαφέρεσαι. Τι σε χρειάζονται εσένα αυτά; -Όλα τα παιδιά ρωτάν να μάθουν για τις δυο χαριτωμένες. Έτσι τις λέ με εμείς. - Πάνε πουλί μου να διαβάσεις. Τα κουτσομπολιά δεν έχουν τέλος. Α κόμα είσαι μικρός. Έχεις καιρό για τέτοια όταν μεγαλώσεις, συμπλήρωσε η Χαρίκλεια. - …Που λες Μαρία συνέχισε μόλις έφυγε το παιδί, ο Μιχαλάκης ο τρί χας λιώνει για χάρη της κι αυτή το μυαλό της στον αμερικάνο. Πήγε μάλι στα μια μέρα στο παλιό τους το σπίτι, όταν ακόμα ζούσε η μάνα τους και τη ζήτησε. Η μάνα της την παρακαλούσε ν’αφήσει τ’άπιαστα όνειρα με τον αμερικάνο και να πάρει τον Μιχάλη, για να δει κι η οικογένεια της μια άσπρη μέρα που κοντεύει να τους φάει η φτώχεια. Ούτε που ν’ακουσει η λεγάμενη. - Η τον Τζακ ή κανέναν. Είπε και μουλάρωσε. Η άλλη η αδερφή της - Σταματούλα τη λένε - έχει καταντήσει υπηρέτριά της. Αυτή κοιτάει όλο το σπίτι, γιατί η ωραία μας δε καταδέχεται ούτε το μαντήλι της να πλύνει. Αφού βλέπεις ότι κι απ’ το σπίτι της σπάνια βγαί νει. Όλη μέρα μπροστά στον καθρέφτη φκιασιδώνεται κι ονειροπαίρνε ται. -Ήμαρτον Θεέ μου, έκανε η Μαρία και σταυροκοπήθηκε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο
49
1 Κοντά δεκαπέντε μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα, είχε παραιτηθεί απ’ την υπηρεσία του. Δεν ήταν δα κι εύκολη υπόθεση για τον κυρ Μαργαρί τη ν’αφήσει τη σιγουριά της δημόσιας υπηρεσίας που ήταν αγκιστρω μένος τόσα χρόνια και να πάει να βουτήξει στα βαθιά και - πρέπει να τ’ο μολογήσει - βρώμικα νερά του εμπορίου. Απ’ εδώ και κάμποσο καιρό θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους συνεργάτες της ασφάλειας και των μυστικών υπηρεσιών. Αυτός δεν ήταν ένας κοινός ρουφιάνος που γύριζε από σπίτι σε σπίτι κι από καφενείο σε καφενείο για να ψαρέψει κουβέντες και να δίνει πληροφορίες για τον κα θένα. Είχε γίνει κώλος και βρακί, όπως λέγαν όλοι στη γειτονιά, με τον βουλευτή και μεγάλο παράγοντα τον κύριο Βαρελή κι αυτός με τη σειρά του του άνοιγε διάπλατα τους δρόμους της επιτυχίας. Μετά τη μεγάλη του βοήθεια για τη σύλληψη του Καραβιά και του Δημητρού, που έγινε χάρη στις δικές του πληροφορίες, ο Βαρελής τον κάλεσε στο γραφείο του. -Ήρθε η ώρα, του είπε, να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μ’ έχεις δώσει στις εκλογές, αλλά και για τη βοήθεια που δίνεις στις υπηρεσίες ασφαλείας για την ολοκλήρωση του εθνικού μας στόχου. Εγώ μπορώ να σε βοηθήσω να γίνεις όχι μόνο επώνυμος και σπουδαί ος, αλλά και οικονομικά δυνατός. Φυσικά τα οικονομικά θα μοιράζονται στα τρία. - Στα τρία; απόρησε ο Μαργαρίτης. Ο βουλευτής τον κοίταζε καλά καλά στα μάτια σα να το σκεφτόταν ακό μα. - Ναι είπε τέλος. Ο Σάϊκογλου εσύ και φυσικά κι εγώ που δε μπορώ να φαίνομαι. Τον κοίταξε για λίγο ξανά στα μάτια σα να τον ζύγιαζε και του είπε απότομα. Μάλλον θα πρέπει να παραιτηθείς απ’ την υπηρεσία σου για να μπορέσεις ν’αφοσιωθείς στη νέα σου δουλειά. Φυσικά είχε αντιρρήσεις, τουλάχιστον όσον αφορά την παραίτηση του απ’ την υπηρεσία. Αφήνει κανείς σήμερα μια σίγουρη θέση στο δημόσιο; Κι αν αποτύχουν στα πλάνα τους που ούτε καν τα γνωρίζει, τι θα κάνει; Θα μείνει κι αυτός κι οικογένεια του στους πέντε δρόμους. Είπε τις σκέψεις του στον βουλευτή. Εκείνος γέλασε. - Αυτή η δουλειά είναι ποίο σίγουρη κι απ’ το δημόσιο, του είπε. Σ’ έ ναν, το πολύ δυο χρόνια, θα’χεις τόσα λεφτά και τέτοια περιουσία, που δε θα χρειάζεται αν δε το θέλεις να ξαναδουλέψεις στη ζωή σου. Είναι δω στο διπλανό γραφείο ο Σάϊκογλου και θα στα εξηγήσει αμέσως ο ί διος. Χτύπησε τα χέρια του και στον γραμματέα που έβαλε το κεφάλι του απ’ την πόρτα, έδωσε εντολή να στείλει μέσα τον άλλο, όπως του είπε, φιλο ξενούμενο, που περίμενε στο διπλανό γραφείο.
50
Όταν ο Σάϊκογλου μπήκε μέσα, ο Μαργαρίτης σκώθηκε μηχανικά απ’ την καρέκλα του. - Καλημέρα σας κύριε Φιλήμων, είπε με σεβασμό. Ο Φιλήμων Σάϊκογλου είχε έρθει, νέος τότε, μαζί με τους γονείς του απ’ τη Μικρασία μετά την καταστροφή. Έξυπνος και φιλόδοξος, αλλά και χω ρίς κανέναν ηθικό φραγμό, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια απ’ ένα ξυ πόλυτο προσφυγόπουλο να γίνει το πρώτο όνομα στην πόλη τους. Τα πρώτα χρόνια δούλευε σα χαμάλης στην αγορά τ’ Αη Νικόλα. Ήταν πάντα πρόθυμος κι ευγενικός και κατάφερε να γίνει υπάλληλος στο με γάλο μαγαζί του Καβούνη. Στην αρχή έτρεχε όπου τον έστελναν για θε λήματα και χαμαλίκια, αλλά σιγά σιγά κατάφερε να γίνει ο πρώτος ανά μεσα στους τέσσερις υπαλλήλους του μαγαζιού. Απ’ την αρχή που πάτησε το πόδι του κει μέσα, έβαλε στο μάτι την κό ρη τ’αφεντικου τη Ροδιά, που η αλήθεια ήταν ότι δε βλεπόταν. Κοντή, χαμηλοκώλα κι άσκημη, δε μπορούσε η κακομοίρα να συγκινήσει κα νέναν. Όταν ο Φιλήμων που ήταν κι αρκετά καλοβαλμένος της τα’ριξε έπεσε σαν ώριμο φρούτο. Σύντομα αρραβωνιάσθηκαν κι ακόμα ποίο σύντομα παντρεύτηκαν. Και δε πέρασαν περισσότερο από πέντε χρόνια που ο Φιλήμων βρέθηκε να είναι το ένα και μοναδικό αφεντικό του μαγα ζιού. Ο πατέρας της Ροδιάς αποτραβήχτηκε σιγά σιγά απ’ το μαγαζί και τ’άφησε όλα προίκα στο γαμπρό του. Τη μέρα που κατέβασαν την παλιά ταμπέλα του μαγαζιού κι ανέβασαν την καινούρια, δε θα την ξεχάσει πο τέ. ΕΔΩΔΙΜΑ- ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ ΦΙΛΗΜΩΝ ΣΑΪΚΟΓΛΟΥ - Τι χαμπάρια; ρώτησε τον Μαργαρίτη ικανοποιημένος απ’ τον σεβασ μό που του έδειχνε. Ο κύριος βουλευτής μας, το τόνισε με σημασία αυτό το μας, είπε τα καλύτερα λόγια για σένα. Είσαι λέει ο κατάλληλος άνθρω πος με τον οποίο μπορούμε να συνεργαστούμε. Εκείνο που χρειάζεται σ’ αυτή τη δουλειά π’ ανοίγεται τώρα μπροστά μας, είναι η υπευθυνότη τα. - Ακόμα δε ξέρω για ποια και τι είδους δουλειά πρόκειται, είπε ο Μαρ γαρίτης με κάποια ανησυχία. Ο κύριος βουλευτής μου είπε ότι θα μ’ εξη γήστε σεις. - ΜΑΣ, τόνισε και του κούνησε χαμογελώντας το δάχτυλο ο Σάΐκογλου. Ο βουλευτής ΜΑΣ, ξανατόνισε το μας. Εμείς οι πολύ δικοί του έτσι τον λέμε. - Βεβαίως και ήταν παράληψη από μέρους μου, δικαιολογήθηκε ο Μαρ γαρίτης. - Λοιπόν, είπε και κάρφωσε τα μάτια του στα δικά του ο κύριος Φιλήμ ων, η Ούντρα μπαίνει για τα καλά στο παιχνίδι. Χιλιάδες τόνοι τρόφιμα
51
και ρούχα θα σταλούν απ’ την Αμερική για να μοιραστούν στο λαό. Τη διακίνηση όλων αυτών θα την αναλάβουν σε κάθε νομό άνθρωποι που είναι γνωστοί και ικανοί έμποροι και πατριώτες. Όσον αφορά τον ρουχισμό, είναι άλλοι που θ’ αναλάβουν. Εμείς με τη βοήθεια φυσικά τον βουλευτή μας, θ’ αναλάβουμε τη διακίνηση των τρο φίμων. Θ’αναλάβουμε δηλαδή τη διανομή της βοήθειας και γι’ αυτό το πράμα θα πληρωθούμε απ’ την κυβέρνηση. - Και είναι τόσο πολλά αυτά π’ αξίζει τον κόπο να παραιτηθώ απ’ την υπηρεσία μου; ρώτησε ο Μαργαρίτης κοιτάζοντας λοξά τον βουλευτή. Εκείνος του χαμογέλασε με σημασία. - Αυτά είναι τα ψίχουλα, είπε. Άκου τώρα και τα παρακάτω. Ο Σαΐκογλου ξερόβηξε. Τράβηξε απ’ την τσέπη του γιλέκου του το χρυ σό ρολόι με τη χρυσή αλυσίδα, το κοίταξε και συνέχισε. -Όπως σε είπα - δε σκοτιζόταν καθόλου να του μιλήσει στον πληθυντι κό - πρόκειται για πολύ μεγάλες ποσότητες, απ’ τις οποίες τα μισά ή α κόμα και τα περισσότερα θα τα διοχετεύσουμε στην αγορά για λογαριασ μό μας. Να σε πω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις. Σ’όλα τα σχολεία αρχίζει ένα πρόγραμμα πρωινής διατροφής για όλους τους μαθητές. Θα πίνουν το γάλα τους και θα τρώνε κι απ’ ένα σταφι δόμωμο. Το γάλα σε σκόνη θα το προμηθεύουμε εμείς και φυσικά θα δικαιολογού με πάνω απ’ το διπλάσιο, ενώ στους φούρνους θα προμηθεύουμε τη σταφίδα και τ’αλεύρι. Εκεί είναι που υπάρχει ανεξέλεγκτο πεδίο που λέμε. Θα παίρνουμε για παράδειγμα εκατό τσουβάλια σταφίδα πρώτης ποιότητας και θα δίνουμε για τα σταφιδόψωμα δέκα και μάλιστα όλα δεύτερης ποιότητας που θ’ αγοράζουμε απ’ το εμπόριο. Και μια και είπαμε παράδειγμα για τη σταφίδα, θα ήθελα να ρωτήσω τον βουλευτή μας αν του είναι δυνατόν ν’ασχοληθεί λίγο και μ’αυτό το θέμα. Ο Βαρελής σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε απορημένα. Ο Σαΐκογλου χαμήλωσε τη ματιά του παίρνοντας ύφος μαζεμένο, σα δαρμένος σκύλος. - Θα ήταν καλό να εξασφαλίσουμε μια σύμβαση με το στρατό, είπε δει λά, ώστε να πουλάμε κατ’ ευθείαν εκεί όλη τη σταφίδα που θα μας μένει. Θα είναι μεγάλες ποσότητες κι είναι δύσκολο ν’απορροφηθούν απ’ το εμπόριο. γε. Ο βουλευτής άνοιξέ χαμογελώντας τα χέρια του σε μια κίνηση σα να’λεΑυτό που ζητάς είναι παιχνιδάκι. - Σε δυο μέρες θα σου έχω έτοιμη τη σύμβαση τόνισε. - Σκέψου τώρα, συνέχισε ο Σαΐκογλου γυρνώντας και πάλι στον Μαρ γαρίτη, τι έχει να γίνει με τα βούτυρα, τα τυριά κι ένα σωρό άλλα τρόφ....
52
Δε πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, όταν η πόρτα χτύπησε δια κριτικά κι έβαλε μέσα το κεφάλι του ο γραμματέας του βουλευτή. - Είναι ώρα για το βενζινάδικο κύριε βουλευτά, είπε σοβαρά. -Α!!... ήρθε κιόλας η ώρα, απόρησε ο βουλευτής. Κατέβα εσύ να δεις τι γίνεται και σε πέντε λεπτά είμαι κάτω. Βάλτους και σε μια σειρά. Δες απ’ έξω έξω και τα ζητήματα τους, ώστε να μπορείς να με ενημερώνεις. Ο γραμματέας έκλεισε πίσω του την πόρτα κι ο βουλευτής γύρισε στον Μαργαρίτη. - Από δω και πέρα θα’χεις επαφή μόνο με τον κύριο Σαϊκογλου. Είσαι σύμφωνος σε όλα; - Ναι, είπε με κάποιο δισταγμό ο Μαργαρίτης. Το μόνο που ακόμα - με όλο το σεβασμό κύριε βουλευτά μας - δε κατάλαβα, είναι πως έγινε και διαλέξατε μένα που δεν έχω καμιά σχέση μ’ αυτές τις δουλειές! - Πολύ μπερδεμένα τα πράματα κύριε Μαργαρίτη, απάντησε βαριεστη μένα και με κουρασμένο ύφος ο βουλευτής. Τα έχω εξηγήσει με λεπτομ έρειες στον κύριο Σάϊκογλου, που θα στα εξηγήσει τώρα με τη σειρά του. Εγώ πρέπει να βιαστώ γιατί με περιμένουν κάτω στο βενζινάδικο. Το βενζινάδικο βρισκόταν κάτω ακριβώς απ’ το γραφείο του βουλευτή, όπου κάθε Πέμπτη μαζευόταν ένα σωρό κόσμος για τα μικρορουσφέτια. Είχε ένα μαύρο τηλέφωνο καρφωμένο στον καταπράσινο τοίχο, δεξιά όπως έμπαινε κανείς. Ο βουλευτής έπαιρνε θέση μπροστά στο τηλέφωνο με το’να χέρι ακου μπισμένο στον τοίχο και με πρόσωπο προς την είσοδο του μαγαζιού. Απ’ εκεί μπροστά του άρχιζε η ουρά κι έφτανε μέχρι έξω το πεζοδρόμιο. Ο γραμματέας στεκόταν δίπλα του μ’ένα σημειωματάριο και μόλις έ παιρνε εντολή σημείωνε το αίτημα που έπρεπε να το δούνε με την ησυχ ία τους. Τα περισσότερα όμως αιτήματα, σχεδόν όλα θα μπορούσε να πει κανείς, λυνόταν εκεί επί τόπου τηλεφωνικά. Ερχόταν να πούμε κάποιος κι έλεγε. - Χτες μ’ έγραψε η αστυνομία κυρ βουλευτή για μια τιποτένια παράβασ η. Ήταν λέει ακάθαρτο το μαγαζί μου. Ο βουλευτής του χαμογελούσε κι άρπαζε το τηλέφωνο. - Αυτό μας έλειπε τώρα, έλεγε στον άνθρωπο. Ν’ αφήνουν τους αριστε ρούς και να πιάνουν τους δικούς μας ανθρώπους. Μιλούσε, τι μιλούσε δηλαδή εντολές έδινε στον υπεύθυνο αξιωματικό της αστυνομίας και μετά έλεγε στον άνθρωπο δυνατά για να τον ακούν κι οι υπόλοιποι. - Εντάξει. Πήγαινε στο καλό και να θυμάσαι πάντα ότι όσο είμαι γω εδώ δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν. Κοίταζε δεξά ζερβά μην είναι κοντά καμιά γυναίκα, έσκυβε στ’ αυτί του κι έλεγε τάχα εμπιστευτικά, αλλά αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν τουλάχιστο οι επόμενοι δυο τρεις που περίμεναν τη σειρά τους.
53
- Ο βουλευτής σου όπως βλέπεις γαμάει και δέρνει. Εκείνο βέβαια που δε τους έλεγε ήταν ότι είχε συνεννοηθεί με τον διοι κητή να γράφουν τα όργανα κάθε μέρα όσο γινόταν ποίο πολλούς, ώστε να τρέχουν σ’ αυτόν για «την επίλυση του προβλήματός τους», όπως δι αφήμιζε κάθε Δευτέρα στην τοπική εφημερίδα. Μάλιστα επειδή οι κλήσεις ήταν κάθε μέρα και περισσότερες, ο διοικη τής του είχε προτείνει να μη τηλεφωνάει καθόλου, αλλά να σημειώνει ο γραμματέας τα ονόματα και να του τα δίνει μια φορά τη βδομάδα. Ο βουλευτής γέλασε. - Άμα σκεφτόμουν κι εγώ σα και σένα, δε θα ήμουν βουλευτής ούτε στον ύπνο μου. Εκείνο κύριε διοικητά μου που μετράει στους ψηφο φόρους είναι η προσωπική επαφή κι εξυπηρέτηση. Κι απ’ το απόσπα σμα ακόμα να τους σώσεις, δε πρόκειται να το εκτιμήσουν αν δε σε δουν με τα μάτια τους και δε σ’ ακούσουν με τ’αυτιά τους να δίνεις τη διαταγή για λογαριασμό τους. 2 Ο Σάϊκογλου πήρε βαθιά αναπνοή και κοίταξε ξανά το ρολόι του. - Ο κύριος βουλευτής μας μ’ εξήγησε τις εντολές π’ έχουν απ’ την κυ βέρνηση. Εγώ δε τα καταλαβαίνω καλά αυτά τα πράματα, αλλά θα στα πω κατά πως περίπου με τα είπε. Αν κάνω και κάνα λάθος, μόλις γυρί σει μας τα εξηγεί καλύτερα. Η κυβέρνηση το λοιπόν λέει, ότι το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα εί ναι ότι - όπως μου το είπε στο λέω - δεν έχουμε μεσαία τάξη. Τώρα τι πράμα είν αυτή η μεσαία τάξη και τι μας χρειάζεται ακριβώς, δε ξέρω να σε πω. Μια φορά λένε ότι αν είχαμε και δω αυτούς τους μεσαίους, μέ σους, μεσιανούς, όπως διάολο θες πέστους τέλος πάντων, δε θα είχαμε ούτε κομουνιστές ούτε φασαρίες και κατσαπλιάδες στα βουνά. Τέτοιους μεσαίους που λες θέλει να φτιάξει η κυβέρνηση και θα βοηθή σει πολλούς σα και σένα να γίνετε τέτοιοι. Εγώ μια φορά κατά πως μ’ ε ξήγησε ο κύριος βουλευτής μας, είμαι σ’ αυτή την τάξη. Τρεις ώρες μ’ ε ξηγούσε και τα μόνα που κατάλαβα είν αυτά που σ’ είπα. Πάρε λόγια πάντα στο παζάρι που έλεγε κι ο μακαρίτης ο πεθερός μου. Κατάλαβες εσύ τίποτα; - Όχι και πολλά, αλλά αρκετά, είπε χαρούμενος και χτύπησε τα δάχτυ λα του ο Μαργαρίτης. Μ’ έφεξε που λέμε. Μ’ έφεξε η αμερικάνικη βοή θεια. Πολλά λοιπόν μπορεί να μη κατάλαβα, όμως στο νόημα μπήκα. Αφού κύριε Φιλήμων είσαι συ σ’ αυτή την κατά πως τη λένε μεσαία τάξη, τότε θα γίνω κι εγώ ένας από σας. - Άσκολσουν, γέλασε ο Σάϊκογλου. Το ζουμί το βρήκες. 3
54
Η δουλειά προχώρησε πολύ γρήγορα. Ο Σάϊκογλου καθόταν στην τε ράστια αποθήκη του, όπου κάθε μέρα έφταναν φορτηγά του Στράτου και ξεφόρτωναν όλα τα καλά του Θεού. Υπήρχαν κι ελεγκτές που τάχα κατα μετρούσαν τις ποσότητες, αλλά ήταν κι αυτοί στο κόλπο και κάναν τα στραβά μάτια με τα γερά χαρτζιλίκια π’ άρπαζαν απ’ τον Σάϊκογλου, για να φεύγουν το βράδυ τα περισσότερα προϊόντα απ’ την πίσω πόρτα της αποθήκης. Μερικές εφημερίδες είχαν γράψει για ένα «εν δυνάμει τεράστιο σκάνδα λο», αφού όλα τα είδη της αμερικάνικης βοήθειας κυκλοφορούσαν σε αφθονία στο εμπόριο. Έγιναν μερικές δηλώσεις απ’ τους αρμόδιους και τελικά το πράμα πέρασε στην καθημερινότητα χωρίς να εντυπωσιάζει κανέναν. Ο βουλευτής μάλιστα, τον άκουσε ο Μαργαρίτης με τα ίδια του τ’ αυτιά, σ’ ένα λόγο του στο εργατικό κέντρο, κόντευε να λιποθυμήσει απ’ τις φωνές. - Το μεγαλύτερο αίσχος, φώναζε, του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η μεγάλη μας σύμμαχος, η μεγάλη Αμερική, μας αποστέλει πάσης μορφής βοήθειαν δια τα παιδιά μας κι αυτή η βοήθεια καταλήγει στα θυλάκια, έ τσι ακριβώς το είπε, των αναίσχυντων καιροσκόπων που λυμαίνονται την πατρίδα μας. Να είστε σίγουροι ότι θα τους εντοπίσουμε και θα τους τιμωρήσουμε παραδειγματικά. Ο Μαργαρίτης ασχολούνταν με τη διανομή. Μ’ ένα φορτηγό έτρεχε από γειτονιά σε γειτονιά, από σχολειό σε σχολειό, από χωριό σε χωριό και μοίραζε ότι σάπιο κι άχρηστο του φόρτωναν στο φορτηγό. Είχε και μια άλλη ευθύνη. Ο Σάϊκογλου το τόνισε ιδιαίτερα, ότι σ’ αυτό ο Μαργαρίτης αποδείχτηκε ο πλέον κατάλληλος. Να κανονίζει μ’ αυτούς που παραλάμβαναν τα είδη, να υπογράφουν για πολύ μεγαλύτερες πο σότητες. Οι εντολές που είχε ήταν ξεκάθαρες. Ποτέ δε θα τους λάδωνε με λεφτά, αλλά μόνο με καμιά μικροποσότητα απ’ τα τρόφιμα. Ένα κουτί κίτρινο τυρί, ένα κουτί μαργαρίνη, σκόνη γάλα και κάτι τέτοια μικροδωράκια. - Λίγα πράματα, πολλές φοβέρες κι υπονοούμενα χρειάζονται, είπε ο Φιλήμων. Αν αρχίσουμε να τους δίνουμε με τη σέσουλα, θ’ ανοίξει η όρε ξη τους και θα ζητάν κάθε μέρα περισσότερα. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες ο Μαργαρίτης πήρε και τα πρώτα του χρή ματα. - Πάρε μια προκαταβολή για ζέσταμα, του είπε χαμογελώντας πονηρά ο κύριος Φιλήμων και του’δωσε ένα δεματάκι τυλιγμένο μ’ εφημερίδα και δεμένο προσεκτικά με σπάγκο. Πήρε το δεματάκι και τράβηξε όπως ήταν κατάκοπος για το σπίτι του. Η γυναίκα του τον περίμενε όπως κάθε βράδυ πισ’ απ’ την πόρτα, με το
55
τραπέζι έτοιμο στρωμένο να φάει και να κοιμηθεί αμέσως, γιατί σκω νόταν κάθε πρωί απ’ τα χαράματα. - Πολύ περίεργη δουλειά είν’ αυτή αντρούλη μου. Παράτησες μια χαρά δουλειά στο δημόσιο κι άρχισες να τρέχεις από δω κι από κει. Να δούμε τι πουλιά θα μας βγάλει στο τέλος αυτή η ιστορία. Ανέβηκε με κουρασμένο βήμα τις σκάλες. Η πόρτα άνοιξε πριν καν φτάσει στο κεφαλόσκαλο. - Καλώς τον κύρη μας, είπε η γυναίκα του. Έλα να φας και να ησυχ άσεις. Έκανα κρέας με μελιτζάνες που σ’ αρέσουν. Ο Μαργαρίτης χωρίς να μιλήσει, προχώρησε μ’ ένα πονηρό γεμάτο υπονοούμενα χαμόγελο στο δωμάτιο κι ακούμπησε το δεματάκι πάνω στο τραπέζι. - Τα πρώτα μας λεφτά απ’ την καινούρια δουλειά γυναίκα, είπε και χάι δεψε με το δεματάκι τα γένια του. Πήρε ένα μαχαίρι, έκοψε τον σπάγκο κι άνοιξε την εφημερίδα. Έμειναν κι οι δυο να κοιτάν μ’ ανοιχτό στόμα τα λεφτά που ξεχύθηκαν πάνω στο τραπέζι. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο 1 Η Νίτσα τράβηξε λίγο το κουρτινάκι απ’ τη μπαλκονόπορτα και κοίταξε με περιέργεια στην αυλή. - Καλώς τα δεχτήκαμε, μουρμούρισε. Άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. Ακούμπησε με σταυρωμένα χέρια στα κάγκελα έτσι που το στήθος της ξεχείλιζε πλούσιο και φώναξε χαρούμε να. - Καλώς τις καινούριες μας γειτόνισσες. Βλέπω ότι νοικιάσατε το σπίτι της Μαρίκας. Θεός σχωρέστην. Από που είστε κορίτσια; - Από δω είμαστε, είπε χαμογελώντας η ξανθιά. Μέναμε πισ’ απ’ το στάδιο, αλλά τώρα που πέθανε η μάνα μας μας πήραν και το σπίτι. Με γάλη ιστορία. Θα την πούμε καμιά μέρα όταν γνωριστούμε καλύτερα. Εί μαστε αδερφές. Εμένα με λένε Εύα και την αδερφή μου Σταματούλα. Έκανε μια χαριτωμένη θεατρινίστικια κίνηση με το λεπτό κάτασπρο χέρι της δείχνοντας την αδερφή της. - Εγώ είμαι η Νίτσα. Καλώς ήρθατε στην αυλή μας και μόλις τακτοποιη θείτε, ορίστε για καφέ. Καλέ τι λέω; Μήπως θέλτε να βάλω ένα χεράκι να σας βοηθήσω; Τι σόι αδερφές είν αυτές; διερωτήθηκε η Νίτσα. Όχι μόνο δε μοιάζαν, αλλά μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ακριβώς το αντίθετο. Η Εύα ήταν ψηλή κι αεράτη με ωραίο καλοντυμένο σώμα. Τα μαλλιά της ξανθά, κομμένα στο ύψος της ρίζας του λαιμού της, είχαν μια όμορ
56
φη χρυσαφένια ανταύγεια έτσι όπως τα χάιδευε ο πρωινός χειμωνιάτικος ήλιος. Κάθε τόσο έφερνε το χέρι της στο μέτωπο και με τα μακριά λευκά της δάχτυλα με τα κατακόκκινα βαμμένα νύχια, περνούσε σα με χτένα τα μαλλιά της. Το έκανε, ομολόγησε μέσα της η Νίτσα με τόση χάρη, που σκέφτηκε ότι αν ήταν άντρας θα την ερωτευόταν μόνο και μόνο απ’ αυτή της την κίνηση. Είχε ένα μόνιμο γλυκό χαμόγελο φιλικό και χαρούμενο. Όλο της το πα ρουσιαστικό απόπνεε μια ακαταμάχητη γοητεία, μια αρχοντιά κι έναν ερωτισμό που συμπληρωνόταν από τα ζουμερά, βαμμένα έντονα κόκκι να κατά πως ήταν η μόδα, χείλια της. - Σαν αυτές τις γαλλίδες θεατρίνες που βλέπουμε στο σινεμά, σκέφτηκε η Νίτσα. Καθόταν πάνω σ’ ένα μαύρο μπαούλο και παρακολουθούσε την αδερ φή της που μπαινόβγαινε βιαστικά μεταφέροντας μέσα στο σπίτι τα πράματά τους. Η Σταματουλα αντίθετα με την Εύα, ήταν κοντούλα και χοντρούλα με μαύρα μαλλιά δεμένα σε κότσο και λεπτά σφιχτά χείλια. Όταν χαμογε λούσε θαρρείς και κατέβαλε προσπάθεια να το κάνει, έτσι που το χα μόγελο της έμοιαζε περισσότερο με γκριμάτσα. - Δε χρειάζεται να μπείτε στον κόπο δεσποινίς Νίτσα, απάντησε η Στα ματουλα την ώρα που φορτωνόταν ένα τεράστιο μπόγο. Χτες φέραμε όλα μας τα έπιπλα με το κάρο ενός γείτονα, που μας βοήθησε κιόλας ο καημένός να τα τακτοποιήσουμε στη θέση τους. Το μεγάλο το ζόρι έφυ γε. Σήμερα έχουμε να τακτοποιήσουμε μόνο τα ρούχα μας. Η Εύα γύρισε πλάγια και προς τα πάνω το κεφάλι της και κοίταξε τη Νί τσα. Είχε τα μάτια της μισόκλειστα καθώς τη χτυπούσε ο ήλιος στο πρό σωπο. Τα χρυσαφιά της μαλλιά έπεσαν μπροστά και σκέπασαν το μισό της πρόσωπο. - Η ομορφιά αυτής της γυναίκας είναι το κάτι άλλο, σκέφτηκε ή Νίτσα. Η ίδια ήταν πολύ όμορφη και της το λέγαν όλες οι γυναίκες με ζήλια και όλοι οι άντρες με τα πειράγματα τους. Αυτή όμως η γυναίκα έπρεπε να το παραδεχτεί, ήταν σα βγαλμένη από παραμύθι. Κάτι σα τις αρχαίες θεές όπως τις φανταζόταν μικρή που διάβαζε τα βιβλία της μυθολογίας του πατέρα της. - Μπορεί βοήθεια να μη χρειαζόμαστε, αλλά εγώ τουλάχιστο χρειάζομαι παρέα ώσπου να τακτοποιήσει η Σταματουλα το σπίτι. Ελάτε δεσποινίς Νίτσα να καθίσουμε και να γνωριστούμε καλύτερα. - Θα’ρθω αν με υποσχεθείτε και οι δυο σας ότι θα με μιλάτε στον ενικό και χωρίς εκείνο το εκνευριστικό «δεσποινίς». - Εντάξει, συμφώνησε η Σταματουλα. Έτσι κι αλλιώς όλα μόνη μου πρέπει να τα κάνω. Η αρχόντισσα από δω θα κάθεται πάνω στο μπαού λο ώσπου να τελειώσω εγώ το χαμαλίκι και να μπει μέσα ν’αρχίσει τις
57
παρατηρήσεις. Κατέβα Νίτσα να της κανείς τουλάχιστο λίγη παρέα γιατί σε λίγο θ’ αρχίσει να βαριέται. Πήγε κοντά στην αδερφή της και τη χάιδεψε τρυφερά στα μαλλιά. - Αστεία τα λέω όλ’ αυτά Εύα μου, είπε κι άρπαξε από κάτω ένα κασόνι γεμάτο μ’ένα σωρό μικροπράματα και μπιμπελό. Σε καμιά ώρα θα’χω τε λειώσει και θα μείνει μόνο να στρώσουμε τα κρεβάτια μας. - Καλημέρα κι από κοντά είπε στη Νίτσα που πλησίασε. Εγώ στο λέω από τώρα Νίτσα, γιατί έτσι κι αλλιώς θα το δεις κι από μόνη σου, είμαι ο χαμάλης του σπιτιού μας. Εγώ μαγειρεύω, εγώ πλένω, εγώ σιδερώνω, εγώ καθαρίζω, εγώ τέλος πάντων κάνω ότι αγγαρεία χρειάζεται ένα σπί τι. Η νεράιδα από δω το μόνο που κάνει είναι να τρώει να πίνει και να κοιμάται. Α! συγνώμη, έκανε με περίσσια ειρωνεία. Ξέχασα να πω ότι περιμένει και τον Τζακ. - Ποιον Τζακ, έκανε απορημένη η Νίτσα. -Άμα δε ξέρεις τον Τζακ, τότε είσαι πίσω απ’ τον κόσμο Νίτσα μου, εί πε γελώντας η Σταματούλα. Θα τα πούμε κάποια μέρα. Όλα με τη σειρά τους. - Να ξέρεις πάντως ότι την Εύα την αγαπάω ποίο πολύ απ’ ότι αγάπα γα τη σχωρεμένη τη μάνα μας. Μην ακούς που μιλάω έτσι. Είναι ο χαρα κτήρας μου τέτοιος. - Φαίνεται ότι είστε αγαπημένες αδερφές, είπε η Νίτσα. απ’ ότι καταλαβ αίνω είστε μόνες σας. - Ο πατέρας, πήρε το λόγο η Εύα, πέθανε πριν πολλά χρόνια. Η Στα ματούλα που είναι η μεγαλύτερη απ’ τις δυο μας, ήταν δέκα περίπου χρόνων. Κι εγώ κοντά στα εννιά. Δεκαοκτώ μήνες έχουμε διαφορά. - Ο πατέρας είχε κάνει μια μεγάλη δουλειά με καπνά, συμπλήρωσε η Σταματούλα και τα έστειλε με το καράβι για την Αγγλία. Το καράβι όμως φουντάρισε και πάει καταστράφηκε οικονομικά ο άνθρωπος και μαζί του και μεις. Την ιστορία αυτή μας την έλεγε όταν ήμασταν μικρές δυο και τρεις φορές τη μέρα η μάνα μας. «Εμείς ήμασταν κάποτε καπνέμποροι έλεγε. Μη κοιτάτε πως καταντήσαμε τώρα». Με τα πες πες η νεράιδα μας από δω το πίστεψε ότι είναι κόρη καπνέμπορα και πήρε αυτό το αρι στοκρατικό ύφος που βλέπεις. Με την ψωροσύνταξη της μακαρίτισσας της μάνας μας τα βολεύουμε. Φτωχοί, αλλά σπουδαίοι κι αριστοκράτες, έκανε κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της ειρωνικά. Αγκάλιασε απότομα την Εύα και τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. - Σε λίγο θα με μάθει κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη η Νίτσα. Θα δει πόσο αθυρόστομη είμαι και θα φρίξει. Γύρισε στη Νίτσα. - Η Εύα μια φορά μ’ έχει συνηθίσει τόσο πολύ, που αν καμιά μέρα δεν έχω όρεξη για γκρίνιες στεναχωριέται. «Τι έπαθες πουλάκι μου σήμερα και δε κελαηδάς;» με ρωτάει. «Άρρωστη είσαι;» Άντε τώρα γιατί πιάσαμε την πάρλα και θα βραδιαστούμε. Εγώ πάντως σε προειδοποίησα Νίτσα
58
μου. Όταν είναι να τρατάρης καφέ στην Εύα, θα πρέπει να βάλεις το κα λύτερο σου σερβίτσιο. Αλλιώς δε πρόκειται να τον πιει το Θεό μπάρμπα να’χεις. Ξανάρπαξε το κασόνι που το είχε ακουμπήσει πάνω στο μπαούλο δί πλα στην αδερφή της και μπήκε στο σπίτι. Η Νίτσα έκατσε δίπλα στην Εύα και της χαμογέλασε. Τέντωσε τα μα κριά της πόδια και προσπάθησε να τα συγκρίνει με τα δικά της. Σίγουρα έχει ποίο μακριά πόδια από μένα, σκέφτηκε κι ένοιωσε το γυ ναικείο της εγωισμό λίγο πληγωμένο. - Ωραίος τύπος η αδερφή σου, είπε τέλος. Μ’αρέσουν πολύ αυτοί οι άνθρωποι που τα λεν όλα έξω απ’ τα δόντια. Ανοιχτό γράμμα π’ έλεγε ο πατέρας μου. - Είναι πολύ καλή, είπε η Εύα. Αν δεν είχα τη Σταματουλα δε ξέρω κι εγώ τι θα γινόμουν. Έτσι όπως τα λέει είναι τα πράματα. Εγώ δεν είμαι ικανή όχι να καθαρίσω και να πλένω, αλλά ούτε ένα αυγό να βράσω. Εσύ πως τα καταφέρνεις; Μόνη σου είσαι και συ; - Μόνη κι έρημη, απάντησε χαμογελώντας πικρά η Νίτσα. Έχω όμως μια καλή σύνταξη απ’ τον πατέρα μου που πέθανε στο τέλος του πο λέμου και τα βολεύω μια χαρά. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, π’ έλεγε ο καημέvoς ο μπαμπακούλης μου. Έβηξε μαλακά για να καθαρίσει το λαιμό της απ’ τον κόμπο που την έπνιξε στη θύμηση του πατέρα της. - Τέλος πάντων. Αυτός ο Τζακ που λέγατε πριν ποιος είναι; Περίεργο όνομα. - Είναι ο αρραβωνιαστικός μου, απάντησε σιγανά η Εύα λες και φο βόταν μη την ακούσει κανείς, ενώ η Νίτσα διέκρινε μια μικρή περηφάνια στη φωνή της. Περίμενε να σου δείξω φωτογραφία. Πετάχτηκε με το ανάλαφρο και λικνιστικό της περπάτημα στο σπίτι και γύρισε σε μισό λεπτό κρατώντας στα χέρια της μια μικρή ασημοκαπνισ μένη κορνιζούλα με μια φωτογραφία. -Ο Τζακ, είπε. Η Νίτσα κοίταξε προσεκτικά τη φωτογραφία. Ήταν ένας άντρας καστανός προς το ξανθό με κοντοκουρεμένα μαλλιά. Παρ όλο που στη φωτογραφία φαινόταν μόνο το πάνω μέρος του κορ μιού του, έδειχνε να είναι ψηλός μ’ αθλητική κορμοστασιά. - Ωραίο παλικάρι, είπε. Πρέπει να είναι και ψηλός. - Πολύ ψηλός, απάντησε αυτάρεσκα η Εύα. Αυτός καλέ είναι πέντε πή χες άνθρωπος. - Και που είναι τώρα και δεν είναι μαζί σου; ρώτησε η Νίτσα. - Καλέ είναι αμερικάνος. Στην Αμερική είναι. Θα’ρθει να παντρευτούμε θει και να με γλιτώσω απ’ αυτή την ψωροκώσταινα. Θα’ρκαι η Σταματουλα πάρει μαζί του μαζίναμου. Γέλασε.
59
- Που να την αφήσω κι αυτή την κακομοίρα. Άσε που παρ όλο που λένε ότι εκεί στην Αμερική όλα τα πράματα είναι εύκολα και οι δουλειές του σπιτιού είναι παιχνιδάκι, εγώ χρειάζομαι μαζί μου τη Σταματουλα να με βοηθάει. Να φανταστείς ότι ο Τζακ μου έγραψε ότι εκεί δε μαγειρεύουν στα σπίτια τους. Όλοι τρώνε στα εστιατόρια και στα καφενεία τους. - Η Αμερική είναι για μερικοί, που λέει η κυράΌλγα είπε σκεφτική η Νί τσα. Θα’ρθει σύντομα ο αρραβωνιαστικός σου Εύα; - Καλέ από στιγμή σε στιγμή μπορεί να φτάσει. Και τώρα που μιλάμε μπορεί να έρχεται και να φανεί καλή ώρα έτσι που μιλάμε απ’ τη γωνιά του δρόμου. -Α πολύ ωραία, έβαλε μια τσιριχτή φωνούλα η Νίτσα. Απ’ ότι κατάλαβα πολύ σύντομα θα φάμε κουφέτα. Η Σταματουλα βγήκε στο κατώφλι ακουμπώντας τα χέρια της με την ανάποδη των καρπών στα γοφιά της. - Την κόκκινη Πέμπτη θα φάτε κουφέτα, είπε και κούνησε το κεφάλι της με σημασία. Εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη άμα έρθει ποτέ αυτός ο Τζακ. Όλο έρχεται κι όλο στο δρόμο είναι. Άντε τώρα να δούμε πως θα βάλουμε μέσα τούτο το μπαούλο που είναι βαρύ σα σίδερο. Όλα τα προικιά μας εδώ μέσα είναι στοιβαγμένα. Η Νίτσα δεν έδωσε σημασία στα λόγια της. Είδε με την άκρη του ματιού της την Εύα που πικράθηκε. Τη χάιδεψε στην πλάτη και της είπε χαρού μενα. - Έλα βρε Εύα. Μη στεναχωριέσαι κοπέλα μου. Εγώ είμαι σίγουρη ότι όπου να’ναι μια απ’ αυτές τις μέρες τσουπ σα φάντης μπαστούνι θα ξε μυτίσει ο αρραβωνιαστικός σου. Πότε αρραβωνιαστήκατε; Η Εύα έδειξε να δυσανασχετεί με την ερώτηση. Στραβομουτσούνιασε ελαφρά κι απάντησε με βραχνή ψιθυριστή φωνή σα να ντρεπόταν. - Δεν αρραβωνιαστήκαμε ακριβώς. Λογοδωθήκαμε θα μπορούσε να πει κανείς. - Το ίδιο είναι Εύα μου. Κι εγώ με τον δικό μου έτσι είμαστε. Μια μέρα ήρθε δω στο σπίτι την ώρα που έφευγε για να πάει με τα τάγματα της χωροφυλακής στις μάχες και δώσαμε λόγο ότι μόλις τελειώσει αυτό το κακό θα παντρευτούμε. Είναι ανθυπασπιστής της χωροφυλακής και πι στεύει ότι ώσπου να τελειώσει αυτός ο καταραμένο ο συμμοριτοπόλεμος θα’χει φτάσει τουλάχιστο μέχρι το βαθμό του υπολοχαγού. Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι που λέμε. Σούφρωσε τα χείλια της στεναχωρημένη. - Ας είναι καλά εκεί π’ είναι. Ας είναι ζωντανός μέχρι το τέλος, ας γυρί σει γερός κι ας είναι κι απλός φαντάρος. Πέρασε με τη γλώσσα τα στεγνά κατακόκκινα της χείλια και ρώτησε χα σκογελώντας. - Εσείς Εύα μου πως τα κανονίσατε; Η Εύα αναψοκοκκίνισε σα μαθητριούλα.
60
- Μ’ έγραψε γράμμα καλέ Νίτσα και με λέει ότι θά’ρθει να με πάρει στην Αμερική. Τι είν αυτό; Δεν είναι λογοδόσιμο; - Ναι βέβαια δε λέω, είπε η Νίτσα κι έμεινε για μερικές στιγμές σκεφτική. Μάλιστα τώρα που το σκέφτομαι είναι και γραπτό, ενώ εμένα είναι μόνο στα λόγια, είπε και γέλασε. Γιατί όμως δε λογοδοθήκατε ή δεν αρραβω νιαστήκατε όταν ήταν εδώ; -Δεν ήταν ποτέ εδώ, είπε στεναχωρημένη η Εύα. Με την αλληλογραφία γνωριστήκαμε και με την αλληλογραφία επικοινωνούμε. - Από πότε; ρώτησε περίεργη η Νίτσα. - Εδώ και κοντά τρία χρόνια. - Γαμπρός με τα χαιρετίσματα, πετάχτηκε η Σταματουλα μέσ’ απ’ το πα ράθυρο που παρακολουθούσε όλη τη συζήτηση. - Θα’ρθει είπε με πείσμα η Εύα και της ΝίτσαΣ της φάνηκε ότι τα μάτια της γυάλισαν παράξενα. Κάθε βράδυ τον βλέπω στον ύπνο μου που έρ χεται και με παίρνει στην αγκαλιά του κι έτσι όπως με κρατάει δίνει μια και πετάμε ψηλά. Ώσπου να το καταλάβω Νίτσα μου, τσουπ βρισκόμα στε στην Αμερική. - Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζ’ ανώγια και κατώγια, πετάχτηκε πάλι η Σταματουλα. Η Νίτσα έμεινε για λίγο σκεφτική. - Απ τη φωτογραφία και τα γράμματα τον αγάπησες τον Τζακ Εύα; Η Εύα συνέχισε σα να μη είχε ακούσει ούτε το σχόλιο της αδερφής της, ούτε και την ερώτηση της Νίτσας. Μισόκλεισε τα μάτια της και γύρισε κοι τάζοντας μακριά προς τη μεριά της σχολικής πλατείας. Το πρόσωπο της πήρε μια ονειροπόλα έκφραση σα να’βλεπε εκεί μακριά που κοιτούσε να’ρχεται αυτός που με τόση λαχτάρα περίμενε. - Θα’ρθει να με πάρει μαζί του να γλιτώσω απ’ αυτή τη μιζέρια. Θέλω να φύγω από δω Νίτσα. Δε με χωράει ο τόπος. Άλλο τίποτα δεν έχω στο μυαλό μου απ’ το πρωί ίσα με το βράδυ. Ο Τζακ θά’ρθει. Θα’ρθει σίγου ρα, είπε με πείσμα και χτύπησε το πόδι της στο νοτισμένο χώμα. - Πρέπει να κουβαλήσουμε μέσα το μπαούλο, είπε η Σταματουλα απ’ το κατώφλι της πόρτας κοιτάζοντας σκεφτική την αδερφή της. - Μια στιγμή, είπε η Νίτσα και πήγε στο άνοιγμα της αυλής. Έβαλε μια φωνή προς τον «παράδεισο» όπου παίζαν μπάλα πεντέξι ξυ πόλητα πιτσιρίκια. - Σπίνο…. Βρε Σπίνο…. φώναξε. Εδώ… εδώ…. Εγώ η Νίτσα σε φω νάζω. Έλα μια στιγμή να σε πω. . Ο Σπίνος παράτησε το παιχνίδι μουτρωμένος και πλησίασε. - Τι με θέλεις, είπε βαριεστημένα. - Πάρε μια στιγμή τους μαντραχαλάδες σου κι ελάτε να κουβαλήστε ένα μπαούλο, τον παρακάλεσε. Εύα λεπτό είναι μόνο. - Ο μπαμπάς μου με λέει να μη κουβαλάω βαριά πράματα, γιατί μπορεί να με πέσουν τα τέτοια μου, είπε ο Σπίνος γελώντας.
61
Η Νίτσα έβαλε κι αυτή τα γέλια. - Άντε ρε που έγινες άνθρωπος κι έχεις και τέτοια. Πάρε τώρα τους συμμορίτες σου κι ελάτε μια στιγμή. Άντε λεβέντη μου. Δείξε δω στις και νούριες γειτόνισσές μας τι σπουδαίος αρχηγός είσαι. Θα σας δώσω και καραμέλες. - Αν είναι για καραμέλες τότε εντάξει, είπε ο Σπίνος και ξερογλείφτηκε. Σε δευτερόλεπτα ήρθε όλη η συμμορία. Άρπαξαν το μπαούλο και το κουβάλησαν μέσα. - Δως τις καραμέλες να φεύγουμε, άπλωσε το χέρι του ο Σπίνος. - Πάρτε χρήματα ν’ αγοράστε, είπε η Εύα κι έβγαλε λεφτά απ’ την τσέ πη της. Τα παιδιά μόλις τότε την πρόσεξαν. - Παναγιά μου. Τι γυναίκα είν αυτή; έκανε με θαυμασμό ο Γκαβούλιας. Σα τη γυναίκα τον ταρζάν είναι. Πολύ όμορφη είσαι θεία. - Ευχαριστώ, είπε η Εύα χαμογελώντας Τα παιδιά στάθηκαν όλα μαζεμένα και την κοιτούσαν που έμπαινε στο σπίτι με το νωχελικό και λικνιστικό της περπάτημα. - Πω πω πράμα π’ έχω σήμερα. Έχω πράμα που σαλεύει, φώναξε ο Αράπης καθώς τα παιδιά έτρεξαν προς τον «παράδεισο». -Όλα φρέσκα και λαχταριστά….. Δως και μένα μπάρμπα, συμπλήρωσε ο Βλάχος. - Σα να μοιάζει λίγο με ψώνιο, είπε ο Γκαβούλιας στον αρχηγό. - Και που το κατάλαβες ρε σοφή κεφαλή εσύ; Στον ύπνο σου το είδες; Ο Σπίνος έκανε νόημα σ’ όλους ότι πάνε για το ψιλικατζίδικο της κυρά Όλγας να ξαργυρώσουν το χαρτζιλίκι που εισπράξαν για τον κόπο τους. Άρχισε να τρέχει μπροστά χοροπηδώντας σαν αγριοκάτσικο. - Μετά όλοι στο πηγάδι για τα κουστομπολιά, έδωσε διαταγή. Είχε γίνει κάτι σα καθημερινή συνήθεια τώρα τελευταία. Μετά το παιχνί δι και πριν να σκοτεινιάσει και πάνε όλοι στα σπίτια τους, μαζεύονταν στο πηγάδι κι άρχιζαν τα κουτσομπολιά και τις φιλοσοφίες. Οι φωνές και τα γέλια τους ακουγόταν σ’ όλη τη γειτονιά, καθώς πιάναν στο στόμα τους όλους. Πως περπατούσε ο ένας, πως κοίταζε ο άλλος, πως έπεσε και σακάτεψε τη μύτη του ο μπάρμπα Γιάννης που γύριζε μεθυσμένος στο σπίτι του, πως νιαούριζε σα γάτα η κυρά Όλγα η ψιλικατζού όταν μι λούσε. - Σα ψωραλέα γάτα κάνει όταν μιλάει, είπε ένα βραδάκι ο Γκεμετζές κι από τότε της έμεινε το παρατσούκλι. Μάλιστα ο Αράπης είπε ότι κείνη τη μέρα είχαν κάνει μάθημα για τη γάτα κι ο Βεργίδης τους είπε ότι η γάτα δε λέγεται γάτα αλλά γαλλίδα. Ο αρχηγός τον άρπαξε απ’ το γιακά. - Σιγά ρε μη την πούνε και γερμανίδα. Εμείς τώρα που θέλουμε να λέμε την κυρά Όλγα ψωρόγατα, πως θα τη φωνάζουμε δηλαδή; Ψωρογαλλίδ α;
62
Ο Αράπης αγανάκτησε. - Μίλα και συ ρε κοιμισμένε, είπε στο Δημητράκη. Σήμερα δε το κάναμε; - Οχι γαλλίδα ρε βλάκα. Γαλή τη λένε τη γάτα. - Ανάθεμα την ώρα που ζήτησα τη γνώμη σου, είπε αγανακτισμένος ο Αράπης. Ούτε μια φορά ρε παλιοκοιμισμένε δε με υποστήριξες. - Τέλος πάντων, είπε ο αρχηγός και τον άφησε. Εμάς δε μας ενδιαφέρει από που είναι η γάτα του Βεργίδη. Ας είναι γαλλίδα, ας είναι ισπανίδα ας είναι ότι διάολο θέλει. Εμείς τις γάτες τις λέμε γάτες και την κυρα Όλγα τη λέμε ψωρόγατα. 2 - Από που ξεφύτρωσαν αυτές οι δυο; ρώτησε ο αρχηγός όταν μαζεύτη καν όλοι στο πηγάδι μασουλώντας τις καραμέλες. - Ποιες; ρώτησε ο Γκαβούλιας. - Οι παπιές ρε βλάκα, τον αποπήρε ο Σπίνος. Αυτές ρε που τους κου βαλήσαμε το μπαούλο. - Οι δυο χαριτωμένες, συμπλήρωσε ο μεγάλος Καραβουζούνας και γέ λασαν όλοι. - Εγώ ξέρω, πετάχτηκε ο Δημητράκης περήφανος. - Από που τα ξέρεις ρε κοιμισμένε; ρώτησε ο αρχηγός. - Τ’ άκουσα απ’ τη θεια μου την Χαρίκλεια που τα’λεγε στη μάνα μου. Έμεναν είπε πισ’ απ’ το στάδιο. Από κει ήρθαν εδώ. Να πω και τ’άλλα που ξέρω; -Άντε ρε βλάκα και μας γκάστρωσες, πετάχτηκε ο Κεφάλας. - Αυτή η ξανθιά, συνέχισε ο Δημητράκης, έκανε μια μέρα βόλτα στο λι μάνι κι έπεσε στη θάλασσα. Τότε βούτηξε απ’ ένα καράβι ένας αμερι κάνος, ένας παλήκαρος μέχρι κει πάνω και την έβγαλε έξω. Από κείνο το καράβι τ’άσπρο που πήγαμε και είδαμε όλοι μαζί ένα Σάββατο μετά το κατηχητικό. Θυμάστε; - Καλά εκείνο το καράβι ήταν Σουηδικό μας είχες πει εσύ. Δε μας είπες ρε ότι άκουσες κάτι μεγάλους που λέγαν ότι το καράβι εκείνο ήταν απ’ τη Σουηδία; Ο Δημητράκης τα’χασε για μια στιγμή. Έτσι πάθαινε πάντα. Ξεκινούσε να βάζει σάλτσα σ’ αυτά που έλεγε και στο τέλος τα μπέρδευε τόσο πολύ, που αλλού ξεκινούσε κι αλλού κα τέληγε. -Ήταν μισό σουηδικό και μισό αμερικάνικο είπε τέλος. Ο Σπίνος φάνηκε προβληματισμένος. - Πάλι χαζομάρες μας λες φαίνεται. Γίνεται ρε. γύρισε σε όλους, ένα κα ράβι να είναι μισό αμερικάνικο και μισό σουηδικό; - Γίνεται, πετάχτηκε ο Δημητράκης με πείσμα. Ο μπάρμπα Νότης πως μαλώνει κάθε μέρα με την αδερφή του την Ευλαμπία για κείνο το σπίτι
63
που το έχουν από μισό; Πως γίνεται σπίτι από μισό και καράβι μισιακό να μη γίνεται; - Τέλος πάντων, είπε δύσπιστα ο αρχηγός. Και τι έγινε παρακάτω; Ο Δημητράκης ξερόβηξε ευχαριστημένος που ξεπεράστηκε το πρόβλη μα με την ψεματάρα του. - Ο αμερικάνος την έβγαλε απ’ τη θάλασσα κι αυτή τον αγάπησε τόσο πολύ, που είπε από τότε. Ή αυτόν θα πάρω, ή κανέναν. - Και γιατί ρε μάπα δε τον πήρε να τελειώναμε τώρα και να μην είχαμε να κουβεντιάζουμε γι αυτή την καρακάξα. - Αφού ρε το καράβι έφυγε την άλλη μέρα, συνέχισε ο Δημητράκης. Ο αμερικάνος είπε ότι θά’ρθει να την πάρει κι αυτή κάθεται τώρα και τον περιμένει. Είναι και κάτι ακόμα. Κοίταξε ένα γύρω όλους για να βεβαιωθεί ότι ενδιαφέρονταν να συνεχί σει. - Έναν ψηλό με το μουστάκι σα του Εροφλύν, τον είδατε που τριγυρν άει εδώ γύρω τώρα τελευταία; Αυτόν τον λένε Μιχαλάκης ο τρίχας. Αυτός έρχεται δω γι’ αυτή την ξανθιά, αλλ’ αυτή θέλει τον αμερικάνο και κα νέναν άλλον. - Εσύ ρε τον έχεις δει αυτόν τον τρίχα; ρώτησε ο αρχηγός. - Όχι, είπε για μια φορά την αλήθεια ο Δημητράκης. Δε τον είδα, αλλά ξέρω ότι υπάρχει γιατί η θεία η Χαρίκλεια είναι άσσος σ’ αυτά. Άμα είναι για κουτσομπολιά τίποτα δε της ξεφεύγει. Ο πατέρας μου λέει ότι τέτοια διαόλου κάλτσα σμυρνιά, δεν έχει ξαναδεί στη ζωή του. Τέλος πάντων κατάληξε, αυτή θέλει να ξέρει μόνο τον αμερικάνο και κανέναν άλλον. - Εμείς περιμένουνε δέμα απ’ την Αμερική, πετάχτηκε ξαφνικά ο Μύξας. Η μάνα μου το περιμένει πως και πως. Άμα έρθει το δέμα, τότε θα δείτε όλοι σας ρε κωθώνια. Με χρυσά κουτάλια θα τρώμε. Στέλνουν και ρούχα και φαγητά και καραμέλες και σοκολάτες κι απ’ όλα. Ο πατέρας μου λέει ότι άμα αρχίσουν να στέλνουν, τότε δε σταματάνε ποτέ. Θα σωθούμε λέει. - Κι εμείς περιμένουμε να μας στείλουν δέμα απ’ την Αερική, είπε με τη σειρά του ο Γκεμετζές. Η μάνα μου έστειλε κοντά είκοσι γράμματα και περιμένουμε. Το ίδιο λέει και η δικιά μου η μάνα. Όταν αρχίσουν να έρ χονται τα δέματα, κάνεις την τύχη σου. Είναι σα να κερδίζεις κάθε τόσο το λαχείο. - Εμένα ο πατέρας μου παίρνει λαχεία. Αν του πέσει το λαχείο τότε να δεις ποιος γίνεται πλούσιος απ’ τη μια μέρα στην άλλη, πετάχτηκε με τη σειρά του ο Κεφάλας. - Τα δέματα είναι σίγουρο κέρδος ρε βλάκα, είπε ο Αράπης ρίχνοντάς του ένα φάσκελο. Το λαχείο ούτε ξέρεις αν θα σε πέσει, ούτε και πόσα θα κερδίσεις.
64
- Η μάνα μου έχει μια φιληνάδα που κάθεται κοντά στη γιαγιά μου, είπε ο Δημητράκης, που παίρνει απ’ την Αμερική και δέματα και λεφτά. Toυς στέλνουν απ’ τα δικά τους τα λεφτά. Αμερικάνικες δραχμές να πούμε που είναι ακριβά. Όταν χαλάνε αυτά τα λεφτά στην τράπεζα, τους δίνουν ένα σωρό δραχμές. Εγώ είδα κιόλας τέτοια λεφτά. Μου τα’δειξε η φιλη νάδα της μάνα μου όταν είχαμε πάει μια μέρα επίσκεψη. Πράσινα είναι. - Και γιατί ρε βλάκα άμα αυτά τα λεφτά είναι ποίο ακριβά δε κάνουμε και μεις εδώ στην Ελλάδα τέτοια να περνάμε μπέικα; - Δε ξέρω, απάντησε μετά από λίγη σκέψη ο Δημητράκης. Ίσως γιατί άμα είχαμε κι εμείς τα ίδια λεφτά θα ήμασταν και μεις πλούσιοι σα τους αμερικάνους. - Δυο πλούσιοι μαζί δε χωράνε, πετάχτηκε ο Αράπης. Το λέει ο θείος μου. Άμα είναι δυο πλούσιοι λέει, ο ένας θα φάει τα λεφτά τ’αλλουνού και θα μείνουν στο τέλος ένας πλούσιος κι ένας φτωχός που θα δουλεύει για τον πλούσιο. Καταλάβατε ρε κωθώνια της δεκάρας; - Άρπα μια για να γίνεις κι εσύ ο πλούσιος της καρπαζιάς, γέλασε ο αρ χηγός και του κατέβασε μια. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο 1 Στο υπόγειο του σχολείου είχε στηθεί ολόκληρο εστιατόριο. Μεγάλα ξύ λινα τραπέζια στη σειρά, με ξύλινους πάγκους δεξιά κι αριστερά όπου καθόταν κάθε πρωί τα παιδιά και τρώγαν το πρωινό τους, μέρος κι αυτό της αμερικάνικης βοήθειας. Η αμερικάνικη βοήθεια ήταν «ευλογία θεού», τους είπε τις προάλλες η κυρία Ευτέρπη η διευθύντρια, όταν αμέσως μετά την πρωινή προσευχή κάλεσε όλα τα παιδιά να περάσουν με τη σειρά απ’ ένα τραπέζι που είχε στηθεί μπροστά στα σκαλοπάτια του πάνω πατώματος, για να πάρουν ο καθένας τους απ’ ένα δεματάκι, δώρο όπως είπε η διευθύντρια, απ’ τους μαθητές της Αμερικής που έμαθαν για τη φτώχεια μας και τα βάσα να που μας φόρτωσε αυτός ο καταραμένος ο συμμοριτοπόλεμος κι απο φάσισαν να μας βοηθήσουν. Τι σπουδαία πράματα δεν είχε μέσα αυτό το δεματάκι. Είχε δυο όμορφα κίτρινα μολύβια με μια κόκκινη σβύστρα στο πίσω μέρος π’ έκανε όλα τα παιδιά να ξετρελαθούν. Είχε ακόμα έναν πλατύ κί τρινο χάρακα με χαραγμένα εκτός απ’ τα χιλιοστά και τα εκατοστά και κάτι άλλες χαρακιές απ’ την άλλη μεριά, που δε ταίριαζαν με τα δικά μας. Ο Βεργίδης τους είπε ότι αυτά ήταν αμερικάνικα μέτρα και τα λέ γαν ίντσες. Είχε ακόμα το δεματάκι του καθενός και δυο πανέμορφα τε τράδια, ένα της αντιγραφής κι ένα της αριθμητικής, καθώς κι ένα τριγον άκι κι έναν διαβήτη για να κάνουν σχέδια. Υπήρχε ακόμα μια οδο
65
ντόβουρτσα και μια οδοντόκρεμα για να πλένουν όλοι κάθε πρωί τα δό ντια τους. - Ας βάζαν και μερικές οδοντογλυφίδες για να καθαρίζτε τα δόντια σας απ’ τα πολλά τα κρέατα που τρώτε, σχολίασε σιγανά και πικρόχολα ο Βεργίδης. Να φάμε δεν έχουμε ραπανάκια για την όρεξη μας στέλνουν. Τα παιδιά όμως ήταν όλο χαρά. Ώσπου να συνέλθουν απ’ το Θείο αυ τό δώρο, άκουσαν την κυρία Ευτέρπη να τους λέει και για «το πρωινό ρόφημα». Από τη Δευτέρα το πρωί τους είπε, θα’ρχεστε στο σχολείο μι σή ώρα πριν το κουδούνι και θα τρώτε πρωινό στην αίθουσα του υπο γείου εκεί που είναι η αποθήκη. Εκτός απ’ το γάλα που θα μπορείτε να πιείτε όσο τραβάει η όρεξή σας, θα παίρνει ο καθένας κι απ’ ένα σταφι δόψωμο. Η κυρά Μαρίνα η επιστάτρια ερχόταν πρωί πρωί, απ’ το χάραμα ακόμα κι άναβε το χτιστό καζάνι που το είχε από βραδύς γεμίσει πάνω απ’ τη μέση με νερό. Μόλις το νερό ζεσταινόταν, έπαιρνε μ’ ένα φαράσι που το είχε επί τούτου και από μια μεγάλη χάρτινη σακούλα μ’ αμερικάνικα γράμματα πάνω της, έριχνε στο καζάνι μερικές φτυαριές γάλα σκόνη. Η μόνη της δουλειά από κει και πέρα ήταν να το νεκατώνει σιγά σιγά ώ σπου να βράσει. Στην αρχή ούτε τ’ανακάτωμα χρειαζόταν να κάνει αφού νωρίς νωρίς κατέφταναν ένα σωρό μουστερήδες που την παρακα λούσαν να τους αφήσει να το νεκατώνουν αυτοί με τη μεγάλη ξύλινη κου τάλα. Όταν το γάλα έπαιρνε βράση έδινε το σύνθημα στα παιδιά που στέκονταν στριμωγμένα και πεινασμένα στην πόρτα. - Ορμάτε έλεγε. Πάρτε τους μαστραπάδες σας και στη σειρά. Με αλαλαγμούς και ξεφωνητά τρέχαν κι άρπαζαν τα κύπελλα που ήταν αραδιασμένα δεξιά όπως έμπαιναν στην αίθουσα σ’ ένα ράφι και στέκο νταν στη σειρά. Η κυρά Μαρίνα άρπαζε την κουτάλα, την βουτούσε βαθιά ανακάτωνε μια τελευταία φορά και με τ’αριστερό της χέρι κουνούσε το δάχτυλο. - Οποίος ρίξει μια σταγόνα στο πάτωμα, θα τον βάλω να την γλύψει. Έχω κοψομεσιαστεί να σφουγγαρίζω κάθε βράδυ. Την ώρα ακριβώς που άρχιζε η κυρά Μαρίνα τη διανομή, εκείνη ακριβ ώς την ώρα λες κι ήταν κρυμμένος πίσω απ’ την πόρτα, έμπαινε μέσα ο Λαλάκης ο βοηθός του κυρ Θάνου του φούρναρη, κρατώντας δυο χάρτι να κιβώτια με ζεστά σταφιδόψωμα. Γρήγορος σαν αστραπή έβαζε απ’ ένα σταφιδόψωμο στην κάθε θέση και όσα περίσσευαν, γιατί πάντα υπήρχε κι ένα μικρό υπόλοιπο, τα στοί βαζε με προσοχή σ’ ένα μικρό ραφάκι δίπλα ακριβώς απ’ την κυρά Μα ρίνα. - Καλημέρα έλεγε τότε μόνο. Η κυρά Μαρίνα έκανε κείνη την ώρα τα παράπονα της. -Χτες βρήκε ένα παιδί ένα σπάγκο μέσα στο σταφιδόψωμό του.
66
- Θα είναι απ’ το δέσιμο τ’αλευροτσούβαλου. Δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο. - Το σπουδαίο είναι, αυτό το έλεγε κάθε μέρα η κυρά Μαρίνα, ότι οι σταφίδες συνέχεια λιγοστεύουν. Στην αρχή τα σταφιδόψωμα ήταν γε μάτα σταφίδες και τώρα κοντεύουν τα παιδιά να γίνουν αρχαιολόγοι σκα λίζοντας για να βρουν καμιά ψωραλέα σταφιδούλα. Εγώ μια φορά το α νάφερα στη διευθύντρια. - Κάθε μέρα το ίδιο με λες κυρά Μαρίνα. Το λέω και γω στον κυρ Θάνο αλλά δε γίνεται τίποτα. Κάποιοι λέει απ’ αυτούς τους πονηρούς που βά ζουν χέρι την αμερικάνικη βοήθεια, βάζουν χέρι και στη σταφίδα. Τόση μας δίνουν τόση βάζουμε. Η συμμορία είχε το δικό της τραπέζι. Όποιοι έρχονταν πρώτοι δεν έπι ναν ούτε γάλα ούτε επιτρεπόταν να πειράξουν τα σταφιδόψωμα τους. Ο αρχηγός ήταν ξεκάθαρος σ’ αυτό. - Θα μαζευόμαστε και θα περιμένουμε να’ρθουν όλοι και μετά θα τρώμε όλοι μαζί. Έτσι κάνουν οι σωστές συμμορίες. Σήμερα θα’ρχόταν η διευθύντρια για επιθεώρηση. Ο Σπίνος το έμαθε την προηγούμενη μέρα απ’ την κυρά Μαρίνα. -Έλα δω βρε αρχηγέ των αλητών, τον φώναξε στο τελευταίο διάλειμμα. Αύριο το πρωί στο ρόφημα θά’ρθει η κυρία Ευτέρπη για επιθεώρηση. - Τι θα κάνει δηλαδή; ρώτησε κείνος περίεργος. - Θα κοιτάξει αν όλα γίνονται κατά πως πρέπει. Αν το γάλα είναι καλό και αρκετό, αν τα σταφιδόψωμα φτάνουν και είναι καλά, αν είναι καθαρά κι αν όλοι τρώτε με τάξη και ησυχία. Κοίταξε λοιπόν να μη κάντε τις φα σαρίες που κάντε κάθε μέρα και κυνηγιέστε με τα σταφιδόψωμα, γιατί μαύρο φίδι που σας έφαγε κακομοίρη. Στην αρχή κοντεύατε να φάτε και μένα. Αν ήταν δυνατόν να τρωτέ από δέκα σταφιδόψωμα. Και τώρα τα πετάτε ο ένας πάνω στον άλλον. Στο λαιμό θα σας σταθούν βρε αχάρι στοι. Άλλος δεν έχει βούκα ψωμί να φάει και σεις πετάτε κιουζελίμ σταφι δόψωμα. Τέλος πάντων. Αύριο σας θέλω να είστε σα παναγίτσες. Κα τάλαβες; - Κατάλαβα, είπε γελώντας ο Σπίνος. 2 Όταν μπήκε ο Σπίνος στην αίθουσα, όλη η συμμορία ήταν καθισμένη στο τραπέζι και τον περίμενε. Εκείνος έκανε ένα γύρω στο τραπέζι σαν αρχηγός που επιθεωρούσε τους φαντάρους του και τράβηξε κατ’ ευθείαν στο παρακάτω τραπέζι. - Έλα ρε Μπούλη να κάτσεις μια φορά μαζί μας. Τι διάολο. Όλο με τα μωρά και τα κορίτσια κάθεσαι. Ο Μπούλης τον κοίταξε έκπληκτος. - Καλά είμαι κι εδώ, μουρμούρισε ανήσυχος.
67
Ο Αρχηγός αγρίεψε. - Τι…; Δε μας καταδέχεσαι; - Πως καλέ, έκανε φοβισμένος ο Μπούλης. Να έρχομαι κιόλας. Σκώθηκε σαστισμένος και πήγε στο τραπέζι της συμμορίας. Ο αρχηγός τον έβαλε να κάτσει στην κορυφή του τραπεζιού. - Από σήμερα, είπε σ όλους, θα έχουμε κάθε μέρα κι από έναν φιλοξεν ούμενο. Αρχίζουμε σήμερα με τον Μπούλη το Μαργαρίτη... Κείνη την ώρα μπήκε μέσα η διευθύντρια. Έριξε μια ματιά στην αίθου σα και ρώτησε ανήσυχη την επιστάτρια. - Τι συμβαίνει Μαρίνα; Πολύ ησυχία βλέπω. Αυτοί εκεί οι φασαριατζήδ ες πως κάθονται έτσι σα τις παναγιές - Τους προειδοποίησα ότι άμα κάνουν φασαρία, θα τους σπάσω τα πλευρά με την κουτάλα είπε χαμογελώντας η κυρά Μαρίνα. Κι ο άγιος φοβέρα θέλει κυρα Ευτέρπη μου. Ο Κεφάλας μπήκε στην αίθουσα κουτσαίνοντας. - Τι έπαθες και κουτσαίνεις εσύ βρε τενεκέ, τον ρώτησε η διευθύντρια. Που γκρεμοτσακίστηκες πάλι; - Πουθενά κυρία. Κουτσαίνω γιατί με φεύγει το παπούτσι. Έχασα το κορδόνι μου. Μέσα στην ησυχία ακούστηκε η φωνή του αρχηγού. - Πως θα φάμε ρε σεις έτσι αδιάβαστοι. Βρε αλήτες στα σπίτια σας τρώτε χωρίς να κάντε την προσευχή σας; - Εμείς πάντα κάνουμε προσευχή πριν φάμε, είπε ο Αράπης χαμογε λώντας πονηρά. - Κι εμείς το ίδιο, είπε ο Γκαβούλιας δίνοντας μια αγκωνιά στο Βλάχο που καθόταν δίπλα του. - Εσείς οι υπόλοιποι; ρώτησε ο αρχηγός. - Ναι, είπαν όλοι με μια φωνή. - Κάτι τρέχει εδώ, γύρισε η διευθύντρια στην επιστάτρια και πλησίασε στο τραπέζι. -Άντε ρε Μπούλη να πεις το πάτερ ημών που είσαι και άσσος στο κα τηχητικό, τον σούβλισε με το δάχτυλό του ο Σπίνος. Ο Μπούλης κοκκίνισε. - Δε το ξέρω, είπε σιγανά. -Άντε ρε συ που δε το ξέρεις. Εσύ είσαι ο καλύτερος στα θρησκευτικά. Άντε. Σήκω πάνω και πες το πάτερ ημών. Ο Μπούλης κοίταξε μ’ απελπισία προς τη μεριά της διευθύντριας που εκείνη την ώρα επιθεωρούσε απ’ τ’ανοιχτό πορτάκι την αποθηκούλα που βρισκόταν στο βάθος της αίθουσας. Όταν είδε ότι από κει δε μπορούσε να περιμένει βοήθεια, γύρισε απελ πισμένος προς την κυρα Μαρίνα που με την κουτάλα στο χέρι τον κοίτα ζε χαμογελώντας ειρωνικά.
68
- Μαθητής της έκτης και να μη ξέρει το πάτερ ημών, κούνησε απειλητικ ά την κουτάλα η κυρα Μαρίνα. Καλά σας κάνει ο κύριος Αντωνίου και σας τσακίζει στο ξύλο. Άχρηστα τομάρια θα βγείτε στην κοινωνία. Ακούς εκεί να μη ξέρει το πάτερ ημών ο ανεπρόκοπος. - Τέλος πάντων, είπε κατακόκκινος ο Μπούλης κι άρχισε μ’έναν βαθύ αναστεναγμό. - Πάτερ ημών…. Σταμάτησε και πήρε βαθιά αναπνοή. - Πάνω στους ουρανούς. Ξανασταμάτησε. - Μουρ...Μουρ... μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικα κι έγινε ακόμα ποίο κόκκινος. - Αφού ρε συ δε το ξέρω, είπε ιδρωμένος και κοίταξε μ’ απελπισία το Σπίνο. - Αμήν, φώναξε ο Σπίνος και του κατέβασε μια σβερκιά. Μια χαρά το εί πες ρε μάπα. Ούτε ο κατηχητής που σ’ έχει μη στάξει και μη βρέξει θα το’λεγε καλύτερα. Ο Μπούλης κάθισε ξεφυσώντας στη θέση του και κοίταξε κλεφτά τη δι ευθύντρια. - Φάε τώρα το σταφιδόψωμο σου να ψυχοπιαστείς, του είπε ο αρχηγός και του δώσε το σταφιδόμωμο. Μια χαρά το είπες. Ο Μπούλης δάγκασε με μανία. - Παναγιά μου τέτοια κωλόπαιδα σκέφτηκε. Όλο ρεζίλι τον κάνουν. Όπως τράβηξε το σταφιδόψωμο απ’ το στόμα του ένοιωσε με φρίκη ότι αυτό ήταν σα κολλημένο με το κομμάτι που είχε στο στόμα του. Τράβηξε με προσοχή και είδε ένα κομμάτι σκοινί να τεντώνεται. - Τι ειν αυτό; απόρησε κοιτάζοντας με περιέργεια ο αρχηγός. - Το κορδόνι μου, πετάχτηκε πάνω φωνάζοντας ο Κεφάλας. Το κορδόνι μου που το έχασα και το βρήκα στο στόμα του Μπούλη. Τα χάχανα και τα ξεφωνητά των παιδιών δεν έλεγαν να σταματήσουν καθώς ο Μπούλης έτρεχε στις τουαλέτες να φτύσει και να πλύνει το στό μα του. - Κορδονάτη μας έρχεται τώρα η αμερικάνικια βοήθεια, ξεφώνισε ο Γκα βούλιας τρέχοντας πίσω απ’ τον Μπούλη. Ή διευθύντρια δε μπόρεσε να κρατήσει ένα κρυφό χαμόγελο. Η επι στάτρια είχε κάτσει σε ένα σκαμνί και κρατούσε την κοιλιά της απ’ τα γέ λια. - Αυτά δεν είναι παιδιά. Αυτοί είναι σατανάδες μεταμφιεσμένοι. - Τσακιστείτε γρήγορα έξω και θα τα πούμε μετά την προσευχή, έβαλε τις φωνές η κυρία Ευτέρπη. Όλα τα παιδιά έτρεξαν κατατρομαγμένα στην έξοδο. Όταν έφυγε και το τελευταίο παιδί, η διευθύντρια έβαλε τα γέλια.
69
- Να πεις τον κυρ Θάνο το φούρναρη, κούνησε το δάχτυλο στην επι στάτρια, ότι άλλη φορά δε θ’ ανεχτώ τέτοιες συνομωσίες. Σίγουρα αυτός έβαλε το κορδόνι στο σταφιδόμωμο σε συνεννόηση μ’ αυτούς τους αλή τες τους δικούς μας. - Αλήτες, ξαλήτες είπε η επιστάτρια, αυτοί μια φορά δίνουν ζωή στο σχολειό μας. Πανάθεμα τα τα άτιμα. Ολόκληρο θέατρο σκάρωσαν. Τε μπέληδες αλλά έξυπνοι. Απ’ έξω ακουγόταν οι δυνατές φωνές του Μπούλη. -Στον μπαμπά μου. Θα το πω στο μπαμπά μου να σε κανονίσει ρε πα λιο Σπίνο και σένα και τον μπαμπά σου, όπως κανόνισε και το μπαμπά της Αντιγόνης. Μαργαρίτη με λεν εμένα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο Ο Φλάμπουρας μπήκε στην τάξη και τράβηξε κατ ευθείαν για το τελευ ταίο θρανίο της μεσαίας σειράς που ήταν και η θέση του, χωρίς να μιλή σει ούτε να χαιρετήσει κανέναν. - Με γεια τα καινούρια, του είπε η Ανθή όπως πέρασε από δίπλα της. Σήμερα ένοιωθε άλλος άνθρωπος. Θαρρείς και μεγάλωσε κοντά δέκα χρόνια με το καινούριο του μακρύ παντελόνι. Η αλήθεια ήταν ότι τον ενοχλούσε και τον φαγούριζε στα καλάμια και στα μπούτια του. Μάλιστα μόλις το φόρεσε σήμερα το πρωί, νόμισε ότι καλά καλά δε θα μπορούσε καν να περπατήσει. Σκέφτηκε για μια στιγμή να το βγάλει και να ξαναφορέσει τα κοντά του παντελόνια με τα όποια ένοιωθε τόσο άνετα. - Έτσι θα νοιώθω στα πόδια μου συνέχεια; ρώτησε τον ράφτη από βραδύς που είχε πάει με τον πατέρα του να το παραλάβουν. - Το ίδιο και χειρότερα, είπε με φιλοσοφικό ύφος ο ράφτης. Το ίδιο και χειρότερα. Μακρύ παντελόνι πα να πει ότι μεγάλωσες πια κι ότι από δω και πέρα μόνο βάσανα θα’χεις και τίποτ’ άλλο. Σιγά σιγά φεύγουν τα παι δικά χρόνια κι αρχίζουν τα μεγάλα ντέρτια. - Θα το συνηθίσεις σε καναδυό μέρες, είπε ο πατέρας του λιγόλογος όπως πάντα. Έκατσε στο θρανίο του μόνος όπως από την αρχή της χρονιάς, αφού κανείς ιδιαίτερα τώρα τελευταία, δεν ήθελε να κάθεται μαζί του. Είχε α γριέψει τόσο πολύ, που με το παραμικρό τους άρπαζε όλους στο ξύλο. Στην αρχή τα είχε μόνο με τον Μπούλη και του είχε κάνει όπως έλεγε ο Σπίνος τη ζωή πατίνι, αλλά σιγά σιγά άρχισε να τσακώνεται και με τους άλλους. - Σε μίλησε κανένας εσένα ρε βλαμμένο, ήταν η αγριοφωνάρα και το απειλητικό βλέμμα που αντιμετώπιζε όποιος τολμούσε να του μιλήσει. Άντε πάρε δρόμο μη σε κάνω τα μούτρα σα του καραγκιόζη.
70
Τέντωσε τα πόδια του ίσια κατ’ απ’ το θρανίο γιατί του φαινόταν αδύνα το να τα λυγίσει. - Σα να με βαλαν τα πόδια στα σίδερα, σκέφτηκε. Κοίταξε προς τη μεριά της Αντιγόνης δεξιά του δυο θρανία μπροστά κι αιστάνθηκε να τον πνίγει μια λύπηση κι ένας θυμός μαζί. Για φαντάσου σκέφτηκε, από τη μια στιγμή στην άλλη να χάνεις τον πατέρα σου. Κι αν αρρώσταινε όπως γινόταν με τόσο κόσμο και πέθαινε απ’ την αρρώστια του, τότε το κακό το έπαιρνες απόφαση ακόμα προτού έρθει ο θάνατος. Να σ’ αρπάζουν όμως τον πατέρα μέσ’ απ’ το σπίτι και να τον σκο τώνουν σα να’ναι σκυλί, αυτό δε μπορεί να τ’αντέξει κανείς. Η Αντιγόνη από την μέρα που εκτέλεσαν τον πατέρας της, είχε αλλάξει την μπλε της πόδια. Φορούσε τώρα μαύρη, χωρίς το άσπρο της γιακα δάκι. Τα μαλλιά της τα μάζευε τώρα πίσω και τα έδενε με μια πλατιά μαύρη κορδέλα. Ο Φλάμπουρας δε μπορούσε να δει όλο της το πρόσωπο, παρά μόνο το αριστερό μέρος που ήταν χλωμό και τραβηγμένο, όπως εξ’ άλλου και όλο της το πρόσωπο. Ήξερε ότι τα μάτια της ήταν κατακόκκινα απ’ το κλάμα. Πέρασε κοντά ένας μήνας και η Αντιγόνη έκλαιγε κάθε μέρα, σχεδόν όλες τις ώρες. - Ο Μαργαρίτης φταίει, σκέφτηκε για μια ακόμα φορά. Γι αυτό όχι μόνο ήταν σίγουρος, αλλά σχεδόν το είχε παραδεχτεί κι από μόνος του ο Μπούλης τη μέρα που έπιασαν τον πατέρα της Αντιγόνης. -Όλο το κακό το έκανε αυτός ο άτιμος ρουφιάνος ο πατέρας του Μπού λη, μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα σφιγμένα του δόντια. Ο ίδιος ο Μπούλης μπορεί να μη φταίει, αλλά αν του συμβεί κάνα μεγάλο κακό, τότε ο πα τέρας του θα πονέσει τόσο, όσο τουλάχιστο η Αντιγόνη. Να μάθει τι θα πει πόνος ο παλιάνθρωπος. Στην αρχή το σκέφτηκε σα κάτι αστείο. Είδε με τη φαντασία του τον ε αυτό του να κρατάει απ’ το λαιμό τον Μπούλη που τον παρακαλούσε με τα μάτια, αφού δε μπορούσε να μιλήσει, ν’ αφήσει τ’ αστεία γιατί θα τον έπνιγε. Όσο όμως αυτός του έσφιγγε το λαιμό να τον πνίξει, τόσο τα μά τια του Μπούλη παίρναν μια έκφραση τρόμου και παρακαλετού. Σιγά σι γά όμως και όπως το σκεφτόταν περισσότερο, άρχισε να του αρέσει η ιδέα. - Αυτόν θα τον πνίξω και θα τον πετάξω στο λάκκο, είπε για μια ακόμα φορά μέσα του. - Που χαζεύεις ρε Γλυνίδη; χτύπησε τη βέργα του πάνω στην έδρα ο Βεργίδης. Ούτε χαμπάρι πήρες μου φαίνεται για το μάθημα που κάνου με. Που πετάει το μυαλό σου; -Στο Μπούλη, είπε και χαμογέλασε. - Μεγάλη αγάπη τον έχεις φαίνεται. Γι αυτό και τον έχεις ταράξει στις καρπαζιές. Ο πατέρας του ήρθε κι έκανε παράπονα.
71
Ο Φλάμπουρας κοίταξε με μίσος προς τη μεριά του Μπούλη. Την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι για το διάλειμμα, ο Βεργίδης σή κωσε ψηλά τη βέργα που κρατούσε και ρώτησε. - Πόσοι από σας σκοπεύουν να δώσουν εξετάσεις στο γυμνάσιο; Όσοι το είχαν σκοπό, τρία τέσσερα κορίτσια κι αλλά τόσα σχεδόν α γόρια, σήκωσαν το χέρι τους. Ο Φλάμπουρας είδε την Αντιγόνη που σή κωσε κι αυτή χέρι. - Εσύ ρε Γλυνίδη δε θα πας στο γυμνάσιο; - Οχι είπε ο Φλάμπουρας. Άλλαξα γνώμη. Η Αντιγόνη γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε με τα κατακόκκινα μά τια της. Ο Φλάμπουρας σκώθηκε αμέσως επάνω. -Στ’ αστεία το’πα κύριε. - Άντε τώρα στο διάλειμμα’ είπε ο Βεργίδης και κούνησε με σημασία το κεφάλι του κοιτώντας επίμονα στα μάτια την Αντιγόνη. Την ώρα που τα παιδιά ξεχύνονταν έξω απ’ την αίθουσα, ο Φλάμπου ρας είδε τη σβύστρα της Αντιγόνης που έπεσε στο πάτωμα. Έκανε να σκύψει να την πάρει, αλλά πρόλαβε ο Μπούλης απ’ την άλλη άκρη, που μ’ ένα σάλτο σύρθηκε στο πάτωμα κι άρπαξε τη σβυστρα. Σκώθηκε πά νω και της την έδωσε με μια κωμικιά θεατρινίστικια κίνηση. - Η σβύστρα σου είπε. Σ’ έπεσε η σβύστρα. Ορίστε. Την κοίταξε στα μάτια λυπημένος. - Ευχαριστώ του είπε το κορίτσι. Είσαι πολύ καλός κι ευγενικός. Ο Μπούλης άρχισε ξαφνικά να κλαίει με λυγμούς. - Δε φταίω γω, έλεγε μέσ απ’ τ’αναφιλητά του. Δε φταίω γω. Εγώ δεν έκανα κανένα κακό. Εγώ είμαι παιδί και θέλω να είμαι φίλος μ’ όλα τα παιδιά και να παίζω μ’ όλους, αλλά κανείς δε θέλει να παίζει μαζί μου. - Το ξέρω είπε με λυπημένο ύφος η Αντιγόνη. Ο Φλάμπουρας τα είχε χαμένα. Κοιτούσε μια το Μπούλη και μια την Αντιγόνη. Έπιασε τον Μπούλη απ’ το μπράτσο και τον τράβηξε μαζί του. - Πάμε του είπε φιλικά. Πάμε έξω να παίξουμε. Από δω και πέρα όποιος σ’ ενοχλήσει θα’χει να κάνει μαζί μου. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο 1 Ο Δημητράκης άκουσε τον Γκαβούλια που τον φώναζε απ’ έξω. Βγήκε στο παράθυρο και κοίταξε το δρόμο, αλλά δεν είδε κανέναν και ξανα μπήκε μέσα. - Κι όμως ήταν ο Γκαβούλιας που φώναζε, σκέφτηκε. Η φωνή του Γκα βούλια ξανακούστηκε. - Σαλεπτσηηής. Σάμαλι ζεστό και μαλλί της γριάς έχωωωω.
72
Του Δημητράκη άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια. Έτρεξε απ’ την πίσω πόρτα του σπιτιού τους κι άρπαξε τον Γκαβούλια απ’ το σβέρκο, έτσι όπως ήταν κρυμμένος στη γωνία στο στενάκι. - Σε τσάκωσα είπε. - Άντε ρε κοιμήση. Βγες καμιά φορά απ’ το σπίτι σου, είπε ο Γκαβού λιας. Μ’ έστειλε ο Σπίνος να σε πω ότι μόλις σκοτεινιάσει θα πάμε για καντάδα. Ο Δημητράκης τα’χασε. - Τι καντάδα και τρίχες ρε; Εμείς είμαστε μικρά παιδιά. Γυναίκες θ’ αρχί σουμε να κυνηγάμε από τώρα; Εγώ μια φορά θα πω στο Σπίνο ότι δεν έρχουμαι, γιατί μου μυρίζεται ξύλο μετά μουσικής. Που θα κάνουμε κα ντάδα; - Αφού δε θα’ρθεις τότε τι σε νοιάζει; - Πες ρε Γκαβούλια σε παρακαλώ. Θα σου δώσω και μια μπίλια. - Για μια μπίλια δε προδόνω. - Μια σβούρα τότε, είπε παρακαλετά ο Δημητράκης. Εκείνη την κόκκινη την ωραία που με κέρδισες χτες θέλω. - Εντάξει. - Φέρτη πρώτα. Ο Δημητράκης έτρεξε μέσα στο σπίτι σα το σίφουνα και στο λεπτό γύρι σε πίσω με τη σβούρα. - Πάρτη και λέγε. Ο Γκαβούλιας έβαλε τη σβούρα στην τσέπη του και ξαφνικά το’βαλε στα πόδια. - Δε ξέρω φώναξε. Ο Σπίνος δε με είπε που θα κάνουμε καντάδα. Άμα σ’ ενδιαφέρει να μάθεις, θα μαζευτούμε όλοι σε καμιά ώρα στο πηγάδι. Ευχαριστώ για τη σβούρα. - Χαλάλι σου, είπε ο Δημητράκης. Έτσι κι αλλιώς αύριο που θα παίξου μεθα στην κερδίσω πάλι. Όλες οι σβούρες που έχω ρε κωθώνι από σέ να τις έχω κερδίσει. Δε προλαβαίνεις να κλέβεις λεφτά απ’ το καφενείο σας, για ν’ αγοράζεις σβούρες. Θα πάω και στον πατέρα σου να τις δεί ξω. Δεκατρείς σβούρες σε κέρδισα. Ο Γκαβούλιας γύρισε σιγά σιγά πίσω. - Να πάρε τη σβούρα ρε προδότη. Αν πας ρε και το πεις στον πατέρα μου θα με κρεμάσει ανάποδα. Τέτοιος προδότης είσαι. Σα το Μαργαρίτη και τον Ανέστη τον κουτσό θα καταντήσεις όταν μεγαλώσεις. Χαφιέ θα σε λένε όλοι και όταν περνάς θα το βάζουν στα πόδια για να μη σε πουν καλημέρα. Άκουσες τι λένε για του Μαργαρίτη τον πατέρα του Μπούλη; Λένε ότι αυτός πρόδωσε το πατέρα της Αντιγόνης στον χωροφύλακες και τον ντουφέκισαν. Έτσι θα καταντήσεις και συ μια μέρα. - Προδότης είμαι γω ή εσύ είσαι κλέφτης που μ’ είπες ψέματα και μ’ έ κλεψες τη σβούρα.
73
- Είσαι προδότης, γιατί είπες ότι θα πας να πεις στον πατέρα μου ότι του κλέβω λεφτά απ’ το καφενείο μας. - Είπα ότι θα πάω, αλλά δε πήγα ακόμα. Όταν πάω και του το πω τότε θα είμαι προδότης ενώ εσύ μ’ έκλεψες τη σβούρα και είσαι κλέφταρος σα τον Καράογλου τον λαδέμπορο. Άρπα τη τώρα για να μάθεις που θα με πεις εμένα Μαργαρίτη. - Ναι αλλά στην έδωσα πίσω ρε κοιμήση. - Πάρτη πίσω. Στη χαρίζω είπε με ύφος ο Δημητράκης. Περίμενε να σου φέρω και το καζίλι. Χωρίς καζίλι τι να την κάνεις τη σβούρα. 2 Δεν είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει ακόμα όταν η συμμορία μαζεύτηκε στο πηγάδι. Ο Σπίνος τους κοίταξε όλους καλά καλά σα να τους μετρούσε. - Λείπουν μόνο τα λουλούδια απ’ την πλατεία, είπε τέλος. Αυτοί από τότε που τους παράτησε ο Φλάμπουρας κρύφτηκαν στα φουστάνια της μάνας τους. Τέλος πάντων. Απόψε θα παίξουμε τους κανταδόρους. Όλοι τον κοίταξαν απορημένοι εξόν απ’ τον Γκαβούλια και το Δημη τράκη, που ήξεραν για τ’αποψινό παιχνίδι. - Που θα κάνουμε καντάδα; ρώτησε ο Βλάχος. - Στης μάνας σου το ροκοκό, απάντησε ο Σπίνος. Αυτό είναι μυστικό ρεχαζέ. - Εγώ λέω να πούμε το πέρα στους πέρα κάμπους, πετάχτηκε ο μικρός Καραβουζούνας. -Τον μπάρμπα Γιάννη να πούμε καλύτερα, πρότεινε ο Κεφάλας. - Εγώ δε το ξέρω καλά αυτό το τραγούδι, είπε με παράπονο ο Μύξας. Το τραγουδάει ο πατέρα μου όταν πίνει κρασί με τους φίλους του και λέ νε κάτι στιχάκια που φαίνεται ότι είναι πονηρά, γιατί με διώχνουν όταν τα τραγουδάνε. - Θα σκάστε ρε επιτέλους, είπε αγριεμένος ο αρχηγός. Έχω κάνει εγώ δικά μου στιχάκια. Θα σας τα πω τώρα να τα μάθτε όλοι και μετά θα πά με για καντάδα. - Εσύ έδειξε τον Αράπη θα παίζεις ακορντεόν. Ο Αράπης μούτρωσε. - Εγώ δεν έχω ακορντεόν. Ο αρχηγός τον άρπαξε απ’ το λαιμό. - Και μήπως ξέρεις ρε ψοφίμι να παίζεις ακορντεόν; -Όχι, είπε φοβισμένος ο Αράπης. - Ε τότε ρε βλάκα αφού δε ξέρεις να παίζεις, τι σε νοιάζει άμα έχεις ή δεν έχεις; -Άσε κάτω το λαιμό μου ρε Σπίνο. Καινούρια μόδα κι αυτό. Ως τώρα με τάραζες στις σφαλιάρες, τώρα μ’ αρπάζεις απ’ το λαιμό. Είδες που το εί
74
πες και μόνος σου; Γίνεται ρε να παίζω ακορντεόν που ούτε έχω ούτε ξέρω να παίζω; - Στα ψέματα ρε βλάκα θα παίζεις, μαλάκωσε ο αρχηγός. Κατάλαβες; - Θα κουνάω μόνο τα χέρια μου δηλαδή; Άμα είναι έτσι ξέρω να παίζω απ’ όλα. Ξέρω να παίζω και ραδιόφωνο, είπε ο Αράπης και πετάχτηκε ν’αποφύγει τη καρπαζιά του αρχηγού. - Εσύ είπε ο Σπίνος του Μύξα θα παίζεις βιολί. - Εμένα δε μ’ αρέσει το βιολί, είπε ο Μύξας. Θα με κοροϊδεύουν σα τον κυρ Απόστολο τον καλλιτέχνη. Να με δώσεις καλύτερα μια κιθάρα. - Πάρτη, είπε γελώντας ο αρχηγός και του κατέβασε κι αυτουνού μια. Κόντεψε να σκοτεινιάσει όταν τελικά μοιράστηκαν όλα τα όργανα και μάθαν όλοι τους το στιχάκι που είχε σκαρώσει ο αρχηγός. Όλοι είχαν καταλάβει που θα γινόταν η καντάδα. Ο αρχηγός προχώρη σε μπροστά κι έφτασε στην πάνω δεξιά άκρη της αλάνας. Κοίταξε να βε βαιωθεί ότι δε τους βλέπει κανείς, ανέβηκε το μικρό ανάχωμα και βρέθη κε με τη συμμορία πίσω του, μπροστά στην αυλή της Νίτσας. -Όπως είπαμε και με τη σειρά που σας έβαλα, είπε χαμηλόφωνα κι αυ στηρά. Μπήκαν όλοι στη σειρά τους κι άρχισαν με το σύνθημα του αρχηγού να τσιροκοπάνε σα γάτες που τις σφάζουν, ενώ καμώνονταν ότι έπαιζαν και τα όργανα που είχε πάρει ο καθένας. Τζααάκσοον Τζααάκσοον, που είσαι τζαάκσον, Τζααάκσοον Τζααάκσοον σε καρτερωωώ. Εεελαα έεελα για να με πάρεις. Εεελαα Τζαάκσον γιατιί σ’αγαπωωωωωωώ. να Άρχισαν χοροπηδάνε σα τα καρτάλια γύρω γύρω, επαναλαμβάνο ντας το στιχάκι. - Εεεελα Τζακσοοον απ’ την Αμέρικα, φώναζε δυνατά και γελούσε ο Αράπης. - Φέρε μας κι αμερικάνικια βοήθεια, συμπλήρωσε ο Γκεμετζές. - Εεελα παιδί μου και σε περιμένει η ωραία του Πέραν, τσίριξε ο Γκα βούλιας. Ο Κεφάλας τράβηξε απ’ το μανίκι τον Δημητράκη, την ώρα που ετοιμα ζόταν κι αυτός να φωνάξει. - Ρε συ, είπε. Μήπως είναι χαζομάρες αυτές που κάνουμε; Αμαρτία εί ναι ρε συ να κοροϊδεύουμε την κοπέλα. Ο Σπίνος τον άκουσε και πήγε κοντά του. - Άμα μετανιώσατε εσείς τα φλώρια, να πάτε στο πηγάδι και να μας πε ριμέντε ώσπου να τελειώσουμε το παιχνίδι. Από αύριο να πάτε να κάντε παρέα με το Μπούλη. Απ’ το μπαλκόνι της Νίτσας ακούστηκε η βραχνή φωνή της.
75
- Είναι σκοτεινά και δε σας βλέπω, αλλά ξέρω καλά ποιοι είστε. Τα λου λούδια του «παράδεισου» είσαστε. Έννοια σας και θα σας τακτοποιήσω αύριο. Πρωί πρωί θα’ρθω στο σχολείο. Κείνη τη στιγμή ακούστηκε πίσω τους άγρια η φωνή του παιδονόμου. - Εσένα μια φορά σ’ άρπαξα. Για να δούμε και ποιοι άλλοι τριγυρνάνε μαθητές πράμα τέτοια ώρα και χαλάνε τον κόσμο! Ο Βλάχος έκλαιγε και προσπαθούσε ν’απαγκιστρωθεί απ’ το δυνατό πιάσιμο του παιδονόμου, ενώ οι άλλοι το’βαλαν στα πόδια σα λαγοί. - Άσε με κυρ Δανιήλ, παρακαλούσε ο Βλάχος. Άσε με σε παρακαλώ. Εγώ ούτε κουβέντα είπα. Μόνο κλαρίνο έπαιζα. Μπορείς να τραγουδήσ εις άμα φυσάς το κλαρίνο; - Άντε τσακίσου γρήγορα να πας στο σπίτι σου κι αύριο τα λέμε με τη διευθύντρια. Άντε κι άργησα για τα βραδινά μου σκονάκια. Άφησε το Βλάχο που έφυγε σα σίφουνας και πλησίασε στην αυλή. - Τι τραγουδούσαν αυτά τα ζωντόβολα; ρώτησε τη Νίτσα. - Εμένα κορόιδευαν, άκουσε μια φωνή απ’ το παράθυρο δεξιά του, αλ λά δε μπορούσε να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Εμένα κορόιδευαν δεν πειράζει όμως κύριε. Παιδιά είναι. - Παιδιά ναι, είπε ο παιδονόμος, αλλά είναι και μαθητές. Απαγορεύεται να βρίσκονται τέτοια ώρα έξω κι ακόμα περισσότερο να ενοχλούν τον κόσμο. Γύρισε προ το μπαλκόνι της Νίτσας. - Δεσποινίς Νίτσα. Εσείς θα ξέρετε καλά ποιοι ήταν. Άσε που αυτός που άρπαξα απ’ το γιακά αύριο πρωί πρωί θα τα πει χαρτί και καλαμάρι μόλις τον τσακώσει απ’ το σβέρκο η κυρία Ευτέρπη. - Πάει τώρα τελείωσε, είπε η φωνή απ’ το παράθυρο δεξιά του. Εξ’ άλ λου εμένα πείραζαν και δε θέλω να τιμωρηθεί κανείς. - Πολύ σωστά λέει η Εύα, είπε με τη σειρά τη η Νίτσα. Η λαχτάρα που πήραν είναι αρκετή για να μη το ξανακάνουν. - Εγώ μια φορά πρέπει να το αναφέρω αύριο το πρωί, για να είμαι ε ντάξει με τη δουλειά μου. Αν δε το αναφέρω και το μάθει η διευθύντρια κάηκα. -Άμα το αναφέρεις, είπε κοφτά η Νίτσα, θα πάω κατ’ ευθείαν στην επι θεώρηση και θα καταγγείλω ότι κάθε βράδυ μεθοκοπάς αντί να κοιτάς τη δουλειά σου. Άντε τράβα τώρα να πιεις τα ρακιά σου κι άσε τις εξυ πνάδες. Ο παιδονόμος δεν είπε κουβέντα. Γύρισε και πήρε το κατηφοράκι με σκυμμένο το κεφάλι. - Ανάθεμά το ρακί που μ’ έκανε σκλάβο του και ρεντίκολο σ’ όλο τον κόσμο, μουρμούρισε και δάκρυσε ο παλιός αυστηρός δάσκαλος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο
76
1 Παράτησε απότομα το παιχνίδι κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι του. - Που πας ρε κοιμισμένε του φώναξε ο Σπίνος. Χέστηκες πάλι και τρέ χεις σα να σεβαλαν νέφτι; - Έχω δουλειά, απάντησε ο Δημητράκης που είχε κιόλας φτάσει μπρο στά στο σπίτι τους απ’ την άλλη μεριά του λάκκου. Δοκίμασε την εξώπορτα και είδε με μεγάλη χαρά ότι ήταν κλειδωμένη. - Ωραία σκέφτηκε. Η μαμά δεν είναι μέσα. Την είχε ακούσει πρωί πρωί που συνεννοούνταν απ’ το παράθυρο με τη θεια Χαρίκλεια για να πάνε στην αγορά. - Στου Καπόνη έχει κάτι ρετάλια μούρλια, είχε πει η θεια Χαρίκλεια. Σχε δόν τζάμπα. Να πεταχτούμε βρε Μαρία να προλάβουμε καναδυό κομ μάτια. Είναι ευκαιρία. Πήγε γύρω απ’ το σπίτι και σκαρφάλωσε στο πεζούλι που ήταν ακρι βώς κατ’ απ’ το παράθυρο της κουζίνας. Για ν’ανοίξει τα παντζούρια και το παράθυρο ήταν γι αυτόν παιχνιδάκι. Έβαζε ένα ξυλαράκι που είχε κρυμμένο και τίναζε την «κόντρα» όπως την έλεγε ο πατέρας του, που κρατούσε σφαλιστά τα παντζούρια. Το παράθυρο ήταν πολύ ποιό εύκολο. Έβαζε το χέρι του μέσ’ απ’ το σπασμένο τζάμι, γυρνούσε τις «πεταλούδες» και σήκωνε το συρταρωτό παράθυρο. Η μάνα του που τον είδε μια μέρα ξαφνικά μέσα στο κλειδωμένο σπίτι, έβαλε τις φωνές. - Πως μπήκες μέσα στο σπίτι βρε γρουσούζη; Ο Δημητράκης έκανε πως δε καταλαβαίνει. - Ήμουν στο αποχωρητήριο καλέ μαμά όταν έφυγες και με κλείδωσες μέσα. Η μάνα του τον άρπαξε απ’ τ’αυτί και του το’στριψε δυνατά. - Θα με βγάλεις και τρελή από πάνω αχαΐρευτε. Αφού την ώρα που έ φευγα σε είδα που έπαιζες με τ’άλλα χαμίνια στον «παράδεισο». Λέγε γρήγορα πως μπήκες στο σπίτι, γιατί θα σε κάνω τ’αλατιού. Το βράδυ θα το πω και στον πατέρα σου για να κάνει καλά μαζί σου. Λέγε γρήγορα πως μπήκες στο σπίτι. -Άσε καλέ μαμά τ’αυτί μου που κοντεύεις να μου το ξηλώσεις και θα σε πω. - Λέγε γρήγορα. - Μπήκα απ’ τη μικρή μας αυλή. Σκαρφάλωσα στη δαμασκηνιά, ανέβη κα στο ντουβάρι και πήδηξα στην αυλή. - Και πως μπήκες στην κουζίνα που είχα κλειστή την πόρτα της; Ο Δημητράκης κατάλαβε ότι τώρα μπορούσε να την μπερδέψει μια χα ρά. Όταν είχε μπει απ’ το παράθυρο της κουζίνας είχε ανοίξει την πόρτα με το κλειδί που ήταν επάνω.
77
- Πως είναι κλειστή η πόρτα καλέ μαμά; Δοκίμασε την να δεις και μόνη σου. Η μάνα του κοίταξε δύσπιστα μια κείνον και μια την πόρτα. - Ξέρω καλά ότι την κλείδωσα πριν φύγω, είπε με μια μικρή αμφιβολία στη φωνή της. . -Άσε τ’αυτί μου να σε δείξω, είπε ο Δημητράκης. Μόλις η μάνα του χαλάρωσε το σφίξιμο πετάχτηκε κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. - Ορίστε είπε θριαμβευτικά και γελώντας. Εκείνη έμεινε σαστισμένη να τον κοιτάει. - Είμαι σίγουρη, είπε στο τέλος, ότι έκλεισα και την πόρτα της κουζίνας φεύγοντας. Αλλά τι να σε κάνω που από δω μου τα φέρνεις από κει μου τα φέρνεις, στο τέλος με σασιρντίζεις και δε ξέρω τι να πιστέψω και τι να κάνω. Τον τράβηξε απ’ το χέρι και τον έκατσε στην αγκαλιά της. Τον χάιδεψε τρυφερά κι άρχισε τις γαλιφιές της. - Όλοι οι φίλοι σου πουλάκι μου σε φωνάζουν κοιμήση, αλλά κανείς δε ξέρει τι παλικαράκι έχω γω. Καλέ εσύ πεταλώνεις ψύλλους. Τετραπέρατ ο παιδί είσαι. Αφού κι η δασκάλα σου που την είδα χτες, αυτό ακριβώς μου’λεγε. «Σπίρτο μοναχό είναι ο γιος σου Μαρία. Να τον χαίρεσαι». Α κούς; Ακούω να λες. Τέτοιο τετραπέρατο παιδί και να μη μπορεί να μπει σε κλειδωμένο σπί τι; Εσένα καλέ και σε φυλακή να σε κλειδώσουν μπορείς να μπαινοβγαί νεις σα τον αέρα, χωρίς να σε παίρνει χαμπάρι κανένας. Τώρα που το σκέφτηκα καλύτερα, μπορώ να πω ότι έκανες πολύ καλά που μπήκες απ’ την πίσω αυλή. Μπορεί καμιά φορά να είναι μεγάλη α νάγκη όπως εκείνη τη μέρα που χέστηκες πάνω σου και να μην είναι κα νείς εδώ. Να έχω μόνο το μυαλό μου να μη κλειδώνω φεύγοντας την πόρτα της κουζίνας. Τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. -Έτσι δεν είναι γιόκα μου; Ο Δημητράκης κορδώθηκε όλος περηφάνια. - Άντε καλέ που την έπαθες σαν αγράμματη που λέει κι ο μπαμπάς. Ποια πόρτα κουζίνας και ποια δαμασκηνιά. Απ’ το παράθυρο μπήκα. - Σοβαρά πουλί μου έκανε γελώντας η μάνα του. Καλά είπα γω ότι είσαι σπίρτο μοναχό. Τον φίλησε ακόμα μια φορά. - Και πως το έκανες αυτό βρε θηρίο; Ο Δημητράκης πήγε μαζί της στο παράθυρο και της εξήγησε όλες τις λεπτομέρειες. Μόλις τελείωσε η μάνα του τον ξανάρπαξε απ’ τ’αυτί. - Τρελή κόντεψες να με βγάλεις αλητήριε. Το βράδυ θα τα πεις με τον πατέρα σου. Εγώ μια φορά σκώνω τα χέρια μου. Δε μπορώ να τα βγά λω πέρα μαζί σου. Ας κανονίσει εκείνος την πορεία του.
78
- Μη το πεις στο μπαμπά, έκανε παρακλητικά. Σου δίνω το λόγο μου ότι δε θα ξαναμπώ απ’ το παράθυρο. - Αλήθεια το λες; ρώτησε η μάνα του και τον κοίταξε με υποψία στα μά τια. - Αλήθεια. - Φίλα σταυρό τότε. Ο Δημητράκης έκανε με τα δάχτυλα του το σχήμα του σταυρού και τα φίλησε. Η μάνα του τον κοίταξε δύσπιστα. - Φιλάς και σταυρό, έκανε στραβομουτσουνιάζοντας. Δε ντρέπεσαι κιό λα. Εσύ παιδί μου είσαι έτσι κι αλλιώς αντίχριστος. Ολόκληρη μπαγα ποντιά σκαρφίστηκες για να φεύγεις κάθε Κυριακή απ’ την εκκλησία τάχα πως σε πειράζει το θυμίαμα. Τον ξανάρπαξε απ’ τ’αυτί. - Να το ξέρεις ότι μια μέρα θα πω στη διευθύντρια σας, ότι όλη αυτή η ιστορία με το θυμίαμα που σε φέρνει τάχα εμετό, είναι μπαγαποντιά. Φι λάς και σταυρό αχαΐρευτε. Τέτοιος γρουσούζης και αντίχριστος είσαι. Τον πήρε πάλι στην αγκαλιά της και τον χάιδεψε τρυφερά. - Μη τα παίρνεις αγόρι μου και τοις μετρητοίς ότι λέω. Κι εγώ κι ο πα τέρας σου ξεχνάμε κάθε μέρα ότι τέλος πάντων είσαι μικρό παιδί. Άντε τώρα άμα τελείωσες τα μαθήματα σου, τρέχα να παίξεις αλλά να ξέρεις ότι αν ξαναμπείς στο σπίτι όταν είναι κλειδωμένο, μαύρο φίδι που σ’ έ φαγε. 2 Έκανε το γύρο του σπιτιού και σκαρφάλωσε στο παράθυρο της κουζίν ας. Κοίταξε γύρω του μη τον βλέπει κανείς, άνοιξε γρήγορα γρήγορα και σαλτάρισε μέσα. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν ότι όταν θα ξανάφευγε απ’ το πα ράθυρο, δε θα μπορούσε να βάλει την «κόντρα» στο παντζούρι. Το πα ράθυρο ήταν εύκολη υπόθεση γιατί μπορούσε να το κλείσει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που τ’άνοιξε. Με το παντζούρι όμως τα πράματα ήταν σκούρα. Ο μόνος τρόπος ήταν να’χει το νου του πότε θα γύριζε η μάνα του, για να μπει μαζί της στο σπίτι και να τρέξει κατ’ ευθείαν να βάλει την «κόντρα», όσο εκείνη πήγαινε να ξεντυθεί. Εύκολο πράμα είν’ η αλήθεια, αλλά έπρεπε να’χει συνέχεια το μυαλό του εκεί. Ο αρχηγός τσαντιζόταν. - Που έχεις το μυαλό σου ρε κοιμισμένε; Μπήκε στο καλό δωμάτιο και πλησίασε όλος λαχτάρα το μπουφέ. Κοί ταξε στο πάνω μέρος να δει πίσ’ απ’ το τζάμι το ωραίο βάζο με το γλυκό το βύσσινο και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Το βάζο δεν ήταν στη θέση του. - Καλά να πάθεις, σκέφτηκε. Να μάθεις να μαρτυράς τα μυστικά σου όταν σε καλοπιάνει η μάνα σου.
79
Είχε βρει ένα σπουδαίο κόλπο για να βάζει χέρι το γλυκό. Το τζάμι του μπουφέ τους ήταν ραγισμένο στη μια του γωνία και είχε καταφέρει κου νώντας το πολλή ώρα να λασκάρει το σπασμένο κομμάτι. Μετά μπόρεσε και το έβγαλε απ’ τη θέση του αρπάζοντας με λαχτάρα το βάζο. Έφαγε όσο γλυκό μπορούσε και μετά, αφού έβαλε το βάζο στη θέση του, έβαλε προσεκτικά και τη σπασμένη γωνία του τζαμιού. Κοίταξε καλά καλά και διαπίστωσε ότι δε φαινόταν καθόλου. Ένοιωσε χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Για κοντά μια βδομάδα δεν είχε κανένα πρόβλημα, ώσπου μια μέρα ήρθε επίσκεψη εκείνη η καταραμένη η χοντροκαλιόπη που τα μυαλά της ήταν όλο στα τραταρίσματα κι η μάνα του ανακάλυψε ότι το βάζο από κει που ήταν γεμάτο, έφτασε σχεδόν στον πάτο. Κοίταξε καλά καλά το βάζο, κοίταξε κι από κάτω μη τυχόν είχε σπάσει και χύθηκε το γλυκό, κοίταξε γεμάτη περιέργεια το ράφι που ήταν πεντακάθαρο κι έβαλε απότομα τις φωνές. - Θα σε σκοτώσω βρε αχαΐρευτε. Θα σε ξεπουπουλιάσω σα την κότα. Αλίμονο σου αν σε πιάσω στα χέρια μου. Ευτυχώς ο Δημητράκης εκείνη την ώρα ήταν στο σχολείο. Έτσι όταν γύρισε η μεγάλη μπόρα είχε περάσει. Στην αρχή αρνήθηκε με πείσμα, παρ όλο το ξύλο που έφαγε, ότι είχε σχέση με την εξαφάνιση του γλυκού. Η μάνα του χειρονομούσε και φώναζε. - Ρεζίλι θα γίνω καμιά μέρα εξ’ αιτίας σου κοπρόσκυλο. Όλα τα κλει δώνω και τα μανταλώνω κι όλο το βρωμόχερό σου το βρίσκω μέσα. Πες μου αμέσως πως έβαλες το καταραμένο σου χέρι μέσα στο μπουφέ. Ο Δημητράκης έκλαιγε και διαμαρτυρόταν. - Πως γίνεται καλέ μαμά ν’ανοίξω τον μπουφέ που εσύ κουβαλάς το κλειδί μέρα νύχτα πάνω σου; - Αυτό απορώ κι εγώ! Πες με αμέσως τι ματσαραγκιά σκάρωσες. Στο τέλος εφάρμοσε τη γνωστή της τακτική με τι γαλιφιές και τα καλοπ ιάσματα, τα χάδια και τα φιλιά. -Έλα ματάκια μου να σε χαρώ. Πέμε πως το έκανες για να με φύγει και μένα την κακομοίρα η απορία. Δε με λυπάσαι; Θα πεθάνω με τον καημό. Πως άνοιξες αγόρι μου; Μπας κι έχεις κάνα δεύτερο κλειδί; Τέλος πά ντων μη με λες τίποτα αφού δε θέλεις. Έλα να σε σκουπίσω τα ωραία σου ματάκια και ξικ ολσούν που λένε οι τούρκοι. Για ένα βάζο γλυκό θα κάνουμε έτσι; Πάντως εγώ ξέρω πως το έκανες, αλλά δε στο λέω. - Πως το έκανα δηλαδή που μας παριστάνεις και την έξυπνη; - Τι πως; Πως άνοιξες κι έφαγες το γλυκό; - Ναι. - Είδες λοιπόν μπαγαπόντη που στο τέλος το μαρτύρησες; Το βράδυ που θά’ρθει ο πατέρας σου θα τα πούμε. Θα του πω να τον κεράσω ένα
80
γλυκάκι και να δούμε τα μούτρα που θα κάνει όταν θ’ ανακαλύψω τάχα ότι το βάζο είναι άδειο. - Ο μπαμπάς δε τρώει γλυκό, είπε ο Δημητράκης ανήσυχος. - Το ξέρω. Εγώ όμως θα επιμείνω και θα δούμε. Αν πάντως θέλεις να μη του πω τίποτα, να μ’ εξηγήσεις πως τα κατάφερες κι άνοιξες το κλει δωμένο ντουλάπι. Ο Δημητράκης πλησίασε τον μπουφέ, έβγαλε το κομμάτι το τζάμι και το ξανάβαλε στη θέση του. Η μάνα του έμεινε σα κεραυνοχτυπημένη. - Εσένα βρε παιδί μου τζάμπα σε στέλνουμε στο σχολείο. Λωποδύτης να πας να γίνεις. 3 - Καλά να πάθεις ξανασκέφτηκε. Να μάθεις άλλη φορά να μαρτυράς τα μυστικά σου με τις γαλιφιές της μάνας σου. Ανέβηκε σε μια καρέκλα και κοίταξε στο πάνω μέρος του μπουφέ μή πως είνάι εκεί το κλειδί. Τζίφος. Πήγε στην κουζίνα και κοίταξε προσεκτικά σ’ όλα τα ράφια και σ’ όλα τα μέρη που ήξερε ότι η μάνα του έκρυβε διαφορά πράματα. Τζίφος κι εδώ. Γύρισε στο δωμάτιο και στάθηκε μπροστά στο μπουφέ απελπισμένος. - Τόση φασαρία για το τίποτα, μουρμούρισε. Πήγε ν’ανοίξει το ντουλάπι στο κάτω μέρος του μπουφέ κι είδε ότι ήταν κλειδωμένο. Χαμογέλασε ευχαριστημένος. - Εδώ μου είσαι πουλάκι μου. Έψαξε να βρει το κλειδί στα συρτάρια, αλλά δε το βρήκε. Έτσι όπως σκάλιζε το δεξιό συρτάρι σήκωσε το χρωματιστό γυαλιστερό χαρτί που άπλωνε η μάνα του στον πάτο, για να δει κι από κει κάτου. Τζίφος κι ε δώ. Μόνο ένα διπλωμένο άσπρο χαρτί υπήρχε. Χωρίς καν να ξέρει γιατί, αλλά περισσότερο επειδή κατάλαβε ότι το είχε κρύψει η μάνα του, το πήρε στα χέρια του και το ξεδίπλωσε. Σα ποίημα έμοιαζε. Γραμμένο με μελανί μολύβι σα κι αυτό που χρησι μοποιούσε ο κυρ Αριστείδης και κάθε τόσο το’βαζε στο στόμα του και το σάλιωνε. Σίγουρα είναι του κυρ Αριστείδη. Ορίστε και τ’όνομα του στο τέλος φαρδύ πλατύ και μάλιστα με κεφαλαία γράμματα. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΜΠΑΧΡΑΜΗΣ - Δε παρατάς τα ποιήματα και τα χαζά τώρα και ψάξε να δεις πως θα βρεις το γλυκό, είπε και πέταξε το χαρτί πα στο τραπέζι. Γύρισε πάλι στο συρτάρι, αλλά και πάλι άλλαξε γνώμη. Πήρε ξανά το χαρτί στα χέρια του και προσπάθησε να διαβάσει. Δυσκολεύτηκε πολύ και του πήρε κοντά δέκα λεπτά. Στο τέλος τα κατάφερε.
81
Τόσο μακριά, τόσο κοντά Την παλιά φωτογραφία βλέπω και αναπολώ. Τόσα χρόνια τόσοι αγώνες, όνειρο απατηλό, τόση πίκρα κι αγωνία. Χρόνια δύσκολα, σκληρά, στη μικρή μας κοινωνία, στ’ όραμα τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά. Μπρος στον ξεβαμμένο τοίχο το απόσπασμα κοιτάς. Σα και πριν στο καφενείο στέκεις όρθιος και μιλάς. Θάνατος στο βασιλιά, οι αφέντες στα κελιά, μόρφωση για τα παιδιά και ψωμί στην εργατιά. Οι ξωμάχοι στα παλάτια. Πυρ ακούστηκε σκληρά. Έπεσες, δάκρυσαν και σβήσανε, τα φλογερά σου μάτια. Δε κρατώ φωτογραφία. Μέσα μου στη φαντασία, σε κοιτώ κι αναμετρώ. Τόσες μάχες, τόση αγωνία στ’ όνειρο τ’απατηλό. Χρόνια δίσεχτα πικρά, στη μικρή μας κοινωνία. Απ’ το θάνατο μακριά κι όμως τόσο είσαι κοντά - Μαύρα γράμματα σ’ άσπρο χαρτί, μουρμούρισε. Τίποτα δε κατάλαβε. Να το δώσω στο Σπίνο να το διαβάσει και να με το εξηγήσει, σκέφτηκε κι έβαλε το χαρτί στην τσέπη του. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Τράβηξε κι έβγαλε τελείως το συρτάρι κι έχωσε το χέρι του στην τρυπά. Θεέ και κύριε τι ήταν αυτό που έπιανε το χέρι του; Τράβηξε έξω το βάζο και το κοίταξε με λαχτάρα. Πήγε στην κουζίνα και το έβαλε πάνω στο τραπέζι. Άρπαξε απ’ το συρ ταράκι του τραπεζιού ένα μικρό κουταλάκι και ξεκαπάκωσε το βάζο. - Μια κουταλίτσα μόνο θα φάω, σκέφτηκε και βούτηξε το κουτάλι στο γλυκό.
82
Έφαγε δυο κουταλιές και πλατάγισε τα χείλια του. Ακόμα μια και τε λειώσαμε. Έφαγε άλλες δυο κουταλιές και κοίταξε το βάζο στο φως. Του φάνηκε ότι το γλυκό δεν είχε κατέβει καθόλου. Έφαγε άλλες τρεις κουταλιές και ξανακοίταξε το βάζο στο φως. - Περίεργο πράμα σκέφτηκε. Αυτό είναι γλυκό που τρως τρως και δε λι γοστεύει καθόλου. Μια κουταλιά ακόμα και το βάζω στη θέση του. Έφα γε άλλες δυο κουταλιές και πήγε στο νεροχύτη να πλύνει το κουταλάκι. Το έβαλε στη θέση του και ξανακοίταξε το βάζο στο φως. Θεέ και κύριε. Το γλυκό έφτασε σχεδόν στον πάτο. Πως μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Τη μια στιγμή το βάζο να είναι γεμάτο και την άλλη να φαίνεται άδειο; Τον έπιασε απελπισία. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να πετάξει τώρα που θα βγει έξω το βά ζο στο λάκκο κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αν δε λύγιζε στο ξύλο, τις απειλές και τις γαλιφιές της μάνας του, κανείς δε θα μπορούσε να μάθει τι έγινε. Η μάνα του βέβαια θα ήταν σίγουρη ότι αυτός ήταν ο δράστης, αλλά αν δε το μαρτυρούσε ο ίδιος στο τέλος θα τη γλίτωνε μ’ένα γερο ξύλο και τίποτα παραπάνω. Απότομα του ήρθε μια άλλη καλύτερη ιδέα. Γέμισε απ’ τη στάμνα ένα ποτήρι νερό και το έριξε μέσα στο γλυκό. Ξα νακοίταξε το βάζο. Το γλυκό ήταν τώρα σχεδόν το ίδιο όπως και πριν να το περιποιηθεί, μόνο που το νερό στεκόταν από πάνω και φαινόταν καθαρά. Ξαναπήρε το κουταλάκι κι άρχισε να το νεκατώνει ώσπου κοιτάζοντας το στο φως είδε ότι όλο το χρώμα του ήταν ίδιο, αν και πολύ ποιό φωτει νό. Πήρε το βάζο και το έβαλε προσεκτικά στο ντουλάπι απ’ τ’άνοιγμα του συρταριού. Έβαλε το συρτάρι στη θέση του κι ετοιμάστηκε να γυρίσει στον «παράδεισο» και στα παιχνίδια με τους φίλους του. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε καθώς άκουσε να γυρίζει το κλειδί στην ε ξώπορτα κι άκουσε τη φωνή της μάνας του. - Έλα μέσα βρε Χαρίκλεια να πιούμε ένα καφεδάκι να γιορτάσουμε και τα ρετάλια. Ο Δημητράκης τα’χασε. Έτρεξε για μια στιγμή προς την κουζίνα για να προλάβει να βάλει την κόντρα στο παντζούρι, αλλά αμέσως κατάλαβε ότι δε πρόφταινε. Έκανε μια απότομη στροφή και χώθηκε κατατρομαγμένος κάτω απ’ το κρεβάτι των γονιών του. Άκουσε τη μάνα του και την θεια Χαρίκλεια που αστειεύονταν και κου τσομπόλευαν ότι είχαν δει και συναντήσει στην αγορά και προσπαθούσε να μη κάνει τον παραμικρό θόρυβο. - Έτοιμο το καφεδάκι, άκουσε σε μια στιγμή τη χαρούμενη φωνή της μάνας τόν. Κάτσε Χαρίκλεια μου να σε τρατάρω και μια κουταλιά από
83
κείνο το καταπληκτικό βύσσινο που έχω να το γιορτάσουμε όπως πρέ πει. Ο Δημητράκης ένιωσε να κατουριέται απ’ το φόβο του. - Δεν είν’ ανάγκη μωρέ Μαρία, άκουσε τη θεια Χαρίκλεια. Μη μπαίνεις στον κόπο τώρα. - Τι λες καλέ; Κόπος είναι να βάλω δυο κουταλιές στα πιατάκια; Ένα λε πτό μόνο να πάω στο μπουφέ να τα ετοιμάσω. Ο Δημητράκης άκουσε το θόρυβο που έκανε το σκουριασμένο κλειδί καθώς η μάνα του άνοιγε το ντουλάπι. Άρχισε να παρακαλάει το Χριστό να κάνει το θαύμα του και να γίνει το γλυκό όπως ήταν. Πως έκανε τόσα ψωμιά και τόσα ψάρια να χορτάσει ένα σωρό κόσμος σε κείνο το γάμο; Τώρα είναι τόσο μπερδεμένος απ’ την τρομάρα του, που δε θυμάται κα λά, αλλά σα να θυμάται ότι ο Χριστός έκανε και μερικά βαρέλια κρασί. - Τι κρασί και πράσιν’ άλογα Χριστούλη μου, μουρμούρισε και τον πήρε βουβό το κλάμα. Λίγο γλυκάκι μόνο Χριστούλη μου κάνε κι εγώ άμα ξα νακάνω το κόλπο με το θυμίαμα στην εκκλησία, να με φτύσουν σαράντα διάολοι. Δε πέρασαν ούτε δέκα δευτερόλεπτα π’ άκουσε τη μάνα του ν’απορεί. - Για έλα δω βρε Χαρίκλεια. Έλα να δεις κάτι. Πως έγινε έτσι το γλυκό μου σα σούπα; Η Χαρίκλεια πήγε στο δωμάτιο. - Για να δω; έκανε απορημένη. Περίεργο. Αυτό μοιάζει με νερομπλούκι. Απότομα άκουσε τη μάνα του να βγάζει μια δυνατή τσιρίδα. - Αυτός…. Αυτός ο αλητήριος. Αυτό το κέρατο το βερνικωμένο. Πού ντος ο αφιλότιμος να τον πετάξω στο λάκκο να ησυχάσω κι εγώ κι αυτός και όλοι μας. Την άκουσε π’ άνοιξε το παράθυρο κι έβαλε μια φωνή σα στριγκιά απέ ναντι στον «παράδεισο». - Βρε συ Γκαβούλια, φώναξε. Που είναι κείνος ο προκομμένος ο δικός μου; - Ήρθε στο σπίτι σας πριν από μισή ώρα, άκουσε την απάντηση του Γκαβούλια. Εδώ μια φορά μαζί μας δεν είναι. Την άκουσε που αγκομαχούσε απ’ τα νεύρα και τη μανία της. - Πα πα πα Χαρίκλεια μου. Αυτό δεν είναι παιδί. Αυτός είναι σκέτος διάολος. Πως βρε χριστιανή μου έβαλε χέρι στο βάζο με το γλυκό που έχω κλειδωμένο το ντουλάπι και το κλειδί μέρα νύχτα πάνω μου; Α! αυτή η φορά είναι και η τελευταία του. Άμα δε του σπάσω τα πλευρά να μη με λεν Μαρία. - Εμένα θα με φάει η περιέργεια τι έκανε με το γλυκό, είπε η Χαρίκλεια. Λες να το έφαγε και να έριξε μέσα νερό; - Ότι και να έριξε μέσα, ακόμα και κεζάπ, το ίδιο κάνει. Το γλυκό μου μια φορά χάλασε τελείως.
84
Άκουσε τη μάνα του που έκλαιγε απ’ τη στεναχώρια και την απελπισιά της και μετάνιωσε πικρά. Έτσι γινόταν πάντα. Έκανε καλά καλά σα κύ ριος τις ζημιές του και μετά όταν έβλεπε τη μάνα του στεναχωρημένη με τάνιωνε σα το σκυλί. - Τι να τις κάνω τις μετάνοιες σου τώρα που με γέμισες φαρμάκι; του ’λεγε εκείνη. Ξαφνικά την άκουσε που πετάχτηκε πάνω κι έβαλε μια τσιρίδα. -Χαρίκλειααα. Αυτό το κοπρόσκυλο είναι δω μέσα στο σπίτι. Εδώ μέσα είναι κρυμμένος. -Άστο τώρα το παιδί, είπε η Χαρίκλεια. Παιδί είναι. - Εσύ τα λες αυτά Χαρίκλεια μου που κρέμασες το γιο σου μια ολόκληρ η μέρα στη συκιά σας; Αλλά έτσι είναι. Εκατό ξυλιές σε ξένο κώλο τι εί ναι; Την άκουσε που πήγε στην κουζίνα κι έψαχνε. - Εδώ μέσα είναι ο κερατάς. Μια φορά στο υπόγειο δε πήγε γιατί η πόρτα της κουζίνας είναι κλεισμένη από μέσα: Βγες βρε αχαΐρευτε όπου κρύβεσαι. Βγες να με δεις κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. - Εγώ φεύγω Μαρία, είπε η Χαρίκλεια. Πρέπει να πάω να μαγειρέψω. Θα’ρθει ο άντρας μου το μεσημέρι και μαύρο φίδι που μ’ έφαγε αν δε βρει το πιάτο του έτοιμο στρωμένο στο τραπέζι. Άντε καλά ξεμπερδέματ α με τον κανακάρη σου. Ο Δημητράκης την άκουσε που κατέβαινε τις σκάλες κι άνοιξε την ε ξώπορτα. - Δε σε ξεπροβοδίζω Χαρίκλεια, άκουσε τη φωνή της μάνας του, γιατί θα με ξεφύγει αυτός ο ναμκιόρης. Θα τα πούμε τ’απόγεμα. Ο Δημητράκης άρχισε να τρέμει σα το ψάρι. Όσο ήταν στο σπίτι τους η θεια Χαρίκλεια έλπιζε ότι μπορεί αν τον εύρισκε η μάνα του να τον προ στατέψει. Το είχε κάνει πολλές φορές και γι αυτό την αγαπούσε πολύ. Όσες φορές άκουγε τις φωνές του όταν η μάνα του τον κυνηγούσε με τη σκούπα, έτρεχε και τον έκρυβε στην αγκαλιά της. Εύα βράδυ μάλιστα που τον είχε περιλάβει ο πατέρας του, κατάφερε να τον ξεφύγει και πη δώντας απ’ την πίσω αυλή βρέθηκε κατ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο της θειας Χαρίκλειας. Εκείνη που είχε ακούσει τις φωνές λες και τον περίμε νε. Τον άρπαξε σα να’ταν καρυδότσουφλο και τον τράβηξε μέσα χωρίς να πάρουν χαμπάρι οι δικοί του. Πόσο το χάρηκε κείνη τη βραδιά. Σιγά σιγά κόπασαν οι φωνές του μπαμπά κι άρχισαν ν’ανησυχούν. Toυς άκουγε καθαρά που τα λέγαν μεταξύ τους. Ένα μικρό στενάκι ούτε πέντε πήχες, χώριζε τα δυο σπίτια. . πήγε αυτό το - Που τώρα άτιμο, άκουσε τη μάνα του. - Να πας να τον βρεις στον διαόλου τη μάνα που πήγε το μπάσταρδο, απάντησε θυμωμένος ο πατέρας του.
85
- Και συ χριστιανέ μου ήταν ανάγκη να τον δείρεις τόσο. Χίλια νοήματα σ’ έκανα να κάνεις λίγο μπράκ, αλλά συ που να καταλάβεις; Ο πατέρας φαίνεται ότι άναψε και κόρωσε γιατί έβαλε πάλι τις φωνές. - Τι να πει κανείς με σένα ρε παιδί μου. Από πονηριές και τίποτ’ άλλο. Έρχομαι στο σπίτι πεθαμένος απ’ την κούραση και το πρώτο που κάνεις είναι να με βάζεις στα φυτίλια. «Ο γιος σου έκανε κείνο. Ο γιος σου έκανε τ’άλλο. Δε τον αντέχω και θα με τρελάνει» όλο τέτοια λες και με κορώνεις κι όταν τον περιλάβω κάνεις την καλή και την ανήξερη. Αι σιχτίρ και συ κι ακόμα παραπέρα. Ύστερα από κοντά μισή ώρα είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τα καλά. - Που είναι τώρα αυτός ο πεζεβέγκης. Η ώρα είναι δέκα. - Πάμε να τον ψάξουμε, άκουσε τη μάνα του και βγήκαν και οι δυο στο δρόμο φωνάζοντας δυνατά τ’όνομά του. Ηθεια Χαρίκλεια κόντευε να κατουρηθεί απ’ τα γέλια. -Άντε τώρα του είπε. Σάλτα απ’ τον ίδιο δρόμο που ήρθες και πήγαινε και κάτσε σα κύριος στην κουζίνα. Μόλις έρθουν να κάνεις τον κουτό σα να ήσουνα όλη την ώρα εκεί. Θα πέσουν και οι δυο κάτω απ’ τη χαρά τους, γιατί ρε βλάκα σ’ αγαπάνε παρά πολύ και να το ξέρεις αυτό από μένα. Φταίει η άτιμη η ζωή κι η φτώχεια παιδί μου που δε μας αφήνει να δείξουμε την αγάπη μας, ακόμα και στα παιδιά μας. Όλη μέρα αγωνία για το αύριο και το φανάρι να είναι πάντα αδειανό. Εκείνο το βράδυ ο Δημητράκης κοιμήθηκε ανάμεσα στον πατέρα του και τη μάνα του. 4 Καλά όλα κείνα. Τώρα τι γίνεται; Η θεια Χαρίκλεια έφυγε και η μάνα του άρχισε πάλι το ψάξιμο. - Ανάθεμα σε άτιμε. Που θα πας και δε θα σε βρω. Ξαφνικά άκουσε το στριφτό κουδούνι της εξώπορτας. Είδε, όπως ήταν κάτω απ’ το κρεβάτι, τα πόδια της μάνας του στο μικρό σαλονάκι να κο ντοστέκεται ναι να μουρμουρίζει. - Ποιος να’ναι άραγε; Την κατάλαβε που πήγε από την άλλη μεριά και τράβηξε το κορδόνι που είχε βάλει πριν μερικές μέρες ο πατέρας του για ν’ανοίγουν την ε ξώπορτα, χωρίς να χρειάζεται να κατεβούν τα πεντέξι σκαλιά. Την άκου σε που βλαστημούσε. - Πανάθεμα το κι αυτό το ρημάδι. Όσες φορές το τράβηξα τζίφος. Ξανα τράβηξε με δύναμη κι ο Δημητράκης άκουσε την πόρτα π’ άνοιξε. - Καλώς την. Καλώς την, άκουσε τη μάνα του να φωνάζει έκπληκτη. Καλώς τη Γαρουφαλίτσα μου. Έλα μέσα κορίτσι μου. Έλα να μου τα πεις. Μεγάλες μπόρες και φασαρίες πέσαν στο κεφάλι σου. Κάθισε κορί τσι μου εδώ στο σαλονάκι.
86
- Καλλίτερα ίσως να πάμε μέσα στην κουζίνα Μαρία, άκουσε τη θεια Γαρουφαλιά. - Εδώ θα κάτσουμε, είπε η μάνα του σα να έδινε διαταγές. Στην κουζίνα έχω κλείσει και πόρτες και παράθυρα και κάθομαι δω για να τσακώσω τον κανακάρη μου που είναι κάπου εδώ κρυμμένος. Άμα ξεφύγει και πε ράσουν κάνα δυο ώρες θα μου φύγουν τα νεύρα και θα τη γλιτώσει φτη νά ο άτιμος. Τέλος πάντων. Αυτά είναι λεπτομέρειες μπρος τα δικά σου. Για λέγε… Έφυγες μαζί με τα παιδιά απ’ το σπίτι και πήγες στη μάνα σου. Το σκέφτηκες καλά; Οι ελπίδες του ότι θα τη γλίτωνε μεγάλωσαν όταν τις είδε που κάθισαν αντικριστά στο μικρό σαλονάκι. «Όσο να’ναι θα περάσει λίγη ώρα και ή μάνα του θα καλμάρει λιγάκι» σκέφτηκε. Κατάλαβε τη θεια Γαρουφαλίτσα που άρχισε να κλαίει. - Θυμάσαι; είπε. Θυμάσαι Μαρία όταν γνώρισα τον Αντώνη; Στους εφτά ουρανούς πετούσα. Στα σύννεφα βρισκόμουν. Τι έρωτας ήταν εκείνος Μαρία μου; Απ’ το πρωί ίσα με το βράδυ άλλο δεν είχα στο μυαλό μου παρά μόνο τον Αντώνη. Άλλο δεν ήθελα παρά να είμαι όλη τη μέρα κι όλη την ώρα μαζί του. Τρέλα μ’ ερχόταν και μόνο που μ’ άφηνε για να πάει να συνεχίσει τις σπουδές του στη Σαλονίκη. Τι καλός και γλυκός που ήταν; Θυμάσαι Μαρία μου; Μπορεί από τότε να μη τον πολυσυμπα θούσαν εδώ στη γειτονιά, αλλά όποιος τον γνώριζε λίγο καλύτερα τον αγαπούσε για τον καλό του χαρακτήρα και την ευγένειά του. - Το ξέρω. Όλα αυτά τα ξέρω πολύ καλά κι ακόμα καλύτερα από σένα, τη διέκοψε η μάνα του. Μη ξεχνάς ότι εμείς με τον Κώστα ήμασταν νιό παντροι όταν τον γνώρισες και κάναμε παρέα. Όταν, το θυμάμαι σα να’ναι τώρα, βγήκατε το πρώτο σας ραντεβού, ήρθε πετώντας απ’ τη χαρά του. Mας πήρε μαζί με τον Δημητρό και την Τασία και μας πήγε στα «ΚΑΝΑΡΙΑ» να το γλεντήσουμε. Το τι χαρές έκανε δε περιγράφο νται. Ήταν τόσο ερωτευμένος, που νόμιζα ότι θα πλαντάξει. -Έτσι και με μένα κι ακόμα περισσότερο, είπε η Γαρουφαλίτσα και δυ νάμωσε το κλάμα της. Σιγά σιγά όμως Μαρία έγινε άλλος άνθρωπος. Ούτε γω, ούτε και σεις πιστεύω τον αναγνωρίζτε άλλο πια. Το καθήκον λέει όλη την ώρα, που ανάθεμα και το καθήκον και το καλό του. Έφυγα μαζί με τα παιδιά απ’ το σπίτι Μαρία μου και δε σκοπεύω να ξα ναγυρίσω. Μου είναι αδύνατο να κοιμηθώ στο ίδιο κρεβάτι με τον Α ντώνη. Μου είναι αδύνατο να μείνω ακόμα και στο ίδιο σπίτι κι ας είναι να κοιμόμαστε χωριστά. Δε μας δένει πια τίποτα. Σαν αέρας έφυγε από μέσα μου η αγάπη που του είχα. - Ώστε τέτοιος είν’ ο άτιμος ο έρωτας, σκέφτηκε ο Δημητράκης. Αέρας κοπανιστός είναι. Γι’αυτό φαίνεται όπως άκουσε κάτι μεγάλους να λένε μια φορά οι ερωτευμένοι όλη την ώρα αναστενάζουν. Θα είναι σίγουρα
87
αυτός ο αέρας που τους ζορίζει και τους κάνει να ξεφυσάνε όλη την ώρα για να μη πλαντάξουν. Κάτι σα την ατμομηχανή θα είναι, που το κάναν μάθημα τώρα τελευταία και η κυρία Ευτέρπη έκανε με το στόμα της τσουφ τσουφ τσουφ και με το χέρι της έδειχνε πως τρέχει το τρένο με τη δύναμη του ατμού. -Άμα δε φύγει ο ατμός για να κινήσει το τρένο, είπε, τότε θα σκάσει το καζάνι και θα γίνει θρύψαλα. -Ή αέρας, ή ατμομηχανή θα είναι ο έρωτας, αποφάσισε στο τέλος. - .....Μια πλύστρα ήρθε καναδυό φορές στο σπίτι μου, άκουσε τη θεία Γαρουφαλιά που συνέχισε και τον παρακάλεσα να την προστατέψει από κάτι ασήμαντες ιστορίες που είχε όπως αποδείχτηκε τελικά κι αυτός όχι μόνο δε τη βοήθησε, αλλά είμαι σίγουρη ότι τη χαντάκωσε ακόμα περισ σότερο. Να μη στα πολυλογώ η γυναικούλα πέθανε στην ασφάλεια μετά από ποιος ξέρει πόσα βασανιστήρια. Τη Νίτσα τρόμαξα να τη γλιτώσω απ’ τα νύχια του αν κι ακόμα δεν είμαι σίγουρη ότι τελικά θα γλιτώσει. Να μη πω και για του Αριστείδη για τον οποίο δε κούνησε ούτε το δαχτυλάκι του. Αυτός Μαρία μου δεν είναι πια άνθρωπος. Τον καλύτερο του φίλο τον καταδίκασε. Τον Δημητρό Μαρία μου, που τώρα μόλις με θύμισες ότι ήσασταν οι πρώτοι που ήρθε να σας αναγγείλει το πρώτο μας ραντεβού. Το Δημητρό που από μικρά παιδάκια ήρθαν μαζί απ’ το χωριό και μείναν κοντά τριάντα χρόνια μαζί και με τον άντρα σου, φίλοι αχώριστοι. Αντί να κινήσει γη κι ουρανό για να τον σώσει, αυτός για κείνο τ’αναθεματισμένο καθήκον που λέει, ζήτησε το θάνατό του. Είναι δυνατόν να μείνεις μ’ έ ναν τέτοιο άνθρωπο Μαρία μου στο ίδιο σπίτι; Η μάνα του έκλαιγε κι εκείνη. - Κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός Γαρουφαλίτσα. Κι εμάς όλους μας πίκρανε πολύ. Τι μας πίκρανε λέω. Μια μαχαιριά στην καρδιά μας έμπηξε. Ο Ά ντρας μου ούτε που θέλει να τον δει άλλο στα μάτια του. «Ακούς εκεί λέ ει. Αυτός είναι φονιάς και μεις τον είχαμε μη στάξει και μη βρέξει». Να φανταστείς Γαρουφαλιά μου ότι ο Κώστας μου φοβάται ότι θά’ρθει κι η σειρά του. Μια φορά άτιμος, εκατό φορές άτιμος λέει. Μια φορά φονιάς εκατό φορές φονιάς. Η θεια Γαρουφαλίτσα σκώθηκε. - Έτσι όπως τα λες είναι Μαρία. Εγώ μια φορά την απόφαση μου την πήρα και δε πρόκειται να την αλλάξω. Πάρε καλέ μια μέρα τα παιδιά κι ελάτε στης μάνα μου να παίξουν λίγο και τα δικά μου που έμειναν μόνα κι έρημα. Μόνα. Κατάμονα μείναν τα πουλάκια μου. Χρόνια τώρα πλη ρώνουν κι αυτά τα καημένα τα καμώματα και το «καθήκον» του πατέρα τους. Ο Δημητράκης την είδε που σκώθηκε και έστρωσε το φουστάνι της. - Πρέπει να βιαστώ λίγο, είπε. Πάω στο γραφείο ενός μηχανικού που θέλει μια υπάλληλο. Πρέπει να δουλέψω Μαρία για να ταΐσω τα παιδιά
88
μου. Τόσα χρόνια κοντά στον Αντώνη έμεινα ξύλο απελέκητο. Πως να βρω δουλειά που δε ξέρω να κάνω τίποτ’ άλλο απ’ το να μαγειρεύω και να καθαρίζω; Τέλος πάντων. Να δούμε. Αυτός ο μηχανικός είναι φίλος του θειου μου του Αθηνόδωρου και είπε ότι για τη δουλειά που με θέλει δε χρειάζονται σπουδαία πράματα. Θέλει μια γραμματέα ίσα ίσα ν’ απα ντάει στο τηλέφωνο και να κρατάει λίγες σημειώσεις. Είναι κι ένας άλλος υπάλληλος εκεί μέσα, αλλά τρέχει μαζί με τ’αφεντικό στα έργα που κά νουν και μένει το γραφείο χωρίς άνθρωπο. Τώρα μάλιστα που κάνουν το δρόμο προς το Παλιό, λείπουν σχεδόν όλη μέρα. Άντε πες με καλή επι τυχία. - Καλή επιτυχία, είπε η μάνα του και την αγκάλιασε. Τις άκουσε που κατέβηκαν τις σκάλες ως την εξώπορτα και είπαν ακό μα μερικές κουβέντες που δε μπορούσε ν’ακουσει. Άκουσε όμως την εξώπορτα που έκλεισε και τη μάνα του π’ έβαλε μια ειρωνικιά φωνή. - Και τώρα οι δυο μας πουλάκι μου. Βγες όπου κι αν κρύβεσαι γιατί να ξέρεις ότι χειροτερεύεις τη θέση σου. Και στου βοδιού το κέρατο να κρυ φτείς θα σε βρω. Αφού έψαξε σ’ όλο το υπόλοιπο σπίτι, ήρθε κι έσκυψε να δει κάτω απ’ το κρεβάτι. Ο Δημητράκης έβαλε τα κλάματα όπως είδε τα μάτια της μάνας του να τον κοιτάνε απορημένα, αλλά κατακόκκινα από θυμό. - Νάτο…., έβαλε μια μικρή τσιρίδα γεμάτη ικανοποίηση η μάνα του. Το βρήκα το πουλάκι μου. Που είσαι Χαρίκλεια να τον δεις και να τον καμα ρώσεις. Σα το κουνέλι κατ’ απ’ το κρεβάτι χώθηκε ο ματσαράγκας. Στά σου να κλειδώσω εδώ την πόρτα να μη το σκάσεις και πάω να φέρω το πλαστήρι, γιατί έτσι δε σε φτάνω να σε αρπάξω άτιμη ράτσα. Σε λίγο γύρισε με το πλαστήρι και βάλθηκε να σουβλίζει για να τον φτάσει. Το πλαστήρι όμως αποδείχτηκε πολύ μικρό για το τεράστιο κρε βάτι. - Βγες γρήγορα έξω, τον διέταξε. Σούβλισε με το πλαστήρι κατ’ απ’ το κρεβάτι. - Βγες βρε ανεπρόκοπε από κει κάτω, γιατί θα σ’ αφήσω εκεί όλη μέρα ώσπου να’ρθει ο πατέρας σου. Ο Δημητράκης μουρτζόκλαιγε. - Άμα βγω θα με δείρεις, είπε μέσ’ απ’ τα κλάματά του. Καλύτερα να περιμένω ώσπου να’ρθει ο μπαμπάς. Αυτός δε νοιάζεται καθόλου για το γλυκό. - Δε νοιάζεται γιατί όταν έρχεται άνθρωπος στο σπίτι και δεν έχουμε να τον τρατάρουμε κάτι εγώ γίνουμε ρεζίλι, είπε ποιο μαλακά τώρα η μάνα του. Όλες οι ευθύνες από μένα περνάνε. - Άμα άκουγες το μπαμπά που λέει να μη φτιάχνεις γλυκό, τώρα δε θα το είχα φάει και δε θα είχαμε φασαρίες. Καλύτερα να μη ξαναφτιάξεις.
89
Πολύ καλά λέει ο μπαμπάς όταν λες ότι θα φτιάξεις γλυκό. «Κέρνα λέει τους ανθρώπους μια ρετσίνα να τους δει κι ο Θεός». Η μάνα του έβαλε τα γέλια. - Καλά λένε ότι το μήλο κατ’ απ’ τη μηλιά θα πέσει. Ίδιος ο πατέρας σου θα γίνεις που όλο με τη ρετσίνα και το ρακί έχει να κάνει. Το ρετσινόσπι το θα μας πουν σε λίγο. - Θα του πω το βράδυ ότι τον λες μεθύστακα να δούμε τις εξυπνάδες σου και σένα. - Είπα εγώ βρε παιδί μου ότι ο πατέρας σου είναι μεθύστακας; Άντε τώρα βγες από κει κάτω. Δε μπορώ να κάθομαι εδώ όλη μέρα. Έχω και δουλειές να κάνω. Έλα βγες και δε θα σε πειράξω. -Δε σε πιστεύω, είπε πεισματικά ο Δημητράκης. Έτσι λες πάντα και με τά μ’ αρπάζεις απ’ τ’αυτί. Δε βγαίνω. Θα κάτσω εδώ ώσπου να’ρθει ο μπαμπάς για να του πω ότι τον είπες μεθύστακα και ότι πήγες με τη θεια Χαρίκλεια στην αγορά και πήρατε ένα σωρό φουστάνια. Μόνο όταν ο μπαμπάς σε ζητάει να του δώσεις κανένα φράγκο, όλο δεν έχω λες. - Βγες από κει κάτω βρε παιδί μου, άρχισε να παρακαλάει η μάνα του και πες το βράδυ στον πατέρα σου ότι σε καπνίσει. - Θα με δείρεις. - Οχι σου λέω βρε παιδί μου. Πάει τώρα πέρασε. Έπρεπε να σε πιάσω κείνη την ώρα που ήμουνα τούρκος απ’ τη φούρκα μου. Έβγα πουλάκι μου και δε θα σε δείρω. Να βγάλε λίγο το κεφάλι σου να δεις που φιλάω σταυρό. Ο Δημητράκης γέλασε δυνατά. Πολύ καλά πήγαιναν τα πράματα και ήταν σπουδαία η ιδέα του να κρυφτεί κατ απ’ το κρεβάτι. Αυτή είναι η κα λύτερη κρυψώνα για τέτοιες περιπτώσεις. - Ο σταυρός που φιλάς θα είναι σαν εκείνον που φιλάω εγώ, είπε γε λώντας. Δε σε πιστεύω. Θα πω και τις άλλες τις ματσαραγκιές που κά νεις στο μπαμπά. Η μάνα του άρχισε να το διασκεδάζει. - Αυτή τη λέξη ματσαραγκιές την έμαθες από μένα. Ξέρεις τι θα πει; - Ναι, απάντησε θριαμβευτικά ο Δημητράκης. Θα πει πονηριές. Εσύ μου το είπες κι αυτό. - Και τι πονηριές κάνω γω στον πατέρα σου βρε παιδί μου; - Τον κλέβεις στο λογαριασμό. - Ποιο λογαριασμό βρε αχαΐρευτε τον κλέβω, μπουρίνιασε και πάλι η μάνα του. Άμα δε σε κονταίνω μια πιθαμή, να μη με λεν Μαρία. Ο Δημητράκης είχε μια ξαφνική ιδέα. - Θα σε δώσω κι ένα χαρτί που βρήκα στο συρτάρι. - Τι χαρτί βρε άτιμε, έκανε παραξενεμένη η μάνα του. Τι διάολο χαρτί είν’ αυτό που τσαμπουνάς; -Ένα χαρτί που γράφει ένα ποίημα ο κυρ Αριστείδης.
90
- Το χαρτί…. Το χαρτί…., έβαλε μια απελπισμένη φωνή η μάνα του. Δώσε γρήγορα το χαρτί. Θα καταστραφούμε πουλάκι μου αν πέσει σε κανενός τα χέρια, άρχισε να τον παρακαλάει. Φυλακή θα πάει κι ο πα τέρας σου κι εγώ. Έλα πουλάκι μου να σε χαρώ. Δώσε με το χαρτί. Ένα ποιηματάκι είναι π’ έγραψε ο Αριστείδης για το θείο Δημητρό. Ούτε καν ο Αριστείδης το έγραψε. Το έγραψε κείνος ο ξεχαζομένος ο «αρπαχτός» που τον φωνάζουν και «ποιητή» και το πήρε τόσο πάνω του, που λέει ότι «θα γκρεμίσει τους τοίχους της απάνθρωπης εξουσίας» με τα ποιή ματά του. Έτσι όπως στο λέω. Κάτι τέτοιες βλακείες λέει κι ο Αριστείδης τον ακούει μ’ ανοιχτό το στό μα. Ποιο χαζός κι απ’ τα σπανάκια είν’ ο άνθρωπος. Ποια μέρα θα τον μπαγλαρώσουν κι αυτόν και θα τον στήσουν στα έξη μέτρα, ένας Θεός το ξέρει. Εγώ μια φορά δε κατάλαβα τίποτα απ’ αυτό το ποίημα. Εγώ ξέ ρω μόνο κείνο που λέει στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη και μ’ αρέσει παρά πολύ. Αυτό το ποίημα το έγραψε ο «αρπαχτός» για το θείο Δημη τρό κι’ επειδή ήξερε ότι με τον πατέρα σου ήταν παιδικοί φίλοι, το’δωσε στον Αριστείδη - ανάθεμα την ώρα- να μας το δώσει. Κατάλαβες παιδί μου; συμπλήρωσε παρακαλετά και κατακόκκινη απ’ το φόβο της. Σκούπισε το ιδρωμένο απ’ την αγωνία μέτωπό της. - Αχ αναστέναξε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, καλά έλεγα γω να το κάψω, αλλά που να μ’ αφήσει ο πατέρας σου με τ’αγύριστο κεφάλι του. Ο Δημητράκης για πρώτη φορά την άκουγε να μιλάει με τόση βιασύνη και τόση αγωνία. Κατάλαβε ότι τα πράματα ήταν πραγματικά πολύ σκού ρα. Φοβήθηκε τόσο πολύ, π’ ένοιωσε το κεφάλι του να μουδιάζει και τα πόδια του να τρέμουν, παρ’ όλο που ήταν ξαπλωμένος. Ένα δυνατό σούβλισμα στο στομάχι σα να τον τρυπούσαν με καρφί, τον έκανε να βγάλει ένα υπόκωφο μουγκρητό σα παράπονο πληγωμένου σκυλιού. Μια φορά ακόμα είχε νοιώσει τον ίδιο φόβο όταν είδε στ’ όνειρό του, ότι τον πιάσαν οι Μάηδες και τον βασάνιζαν. Εκείνο όμως ήταν όνειρο και τον άφησε μόνο μια πικρή γεύση στο στόμα όταν με το καλό ξύπνησε. Προσπάθησε να καταλάβει τι πήγαινε να πει κείνο το «....θα γκρεμίσει τους τοίχους της απάνθρωπης εξουσίας με τα ποιήματά του», αλλά δε κατάλαβε τίποτα. Πως διάολο θα γκρεμίσουν τα ντουβάρια με τα χαρτιά και τα λόγια; Μυστήρια πράματα. Έβγαλε το χαρτί απ’ την τσέπη του και όπως ήταν διπλωμένο το πέταξ ε προς τη μάνα του. Την άκουσε π’ αναστέναξε μ’ ανακουφιση. - Άντε βγες τώρα από κει κάτου. Παρατράβηξε πια αυτό το σημερινό. Βγες και να με πεις τι λογιώ κλεψιές κάνω στον πατέρα σου. Πότε έγινε αυτό; Απ τη χαρά της και την ανακούφιση, μπέρδευε τα λόγια της. Ο Δημη τράκης αιστάνθηκε μια γλυκιά ζεστασιά να τρέχει μέσα του απ’ το κεφάλι
91
ίσα με τ’ ακροδάχτυλά του. Η γλυκιά σπιτικιά σιγουριά ξαναγύρισε και του μαλάκωσε την καρδιά και το μυαλό. Χαμογέλασε ξαλαφρωμένος, ενώ ένα ζεστό δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του. -Ήλιος και βροχή σκέφτηκε. Σαν ήλιος και βροχή. - Κάθε φορά που ο μπαμπάς σε ζητάει λεφτά, του λες ότι δεν έχεις και μετά αυτός θυμώνει και σε λέει να καθίσεις κάτω και να του δώσεις λογα ριασμό τι έκανες τα λεφτά. - Ε και λοιπόν; . - Εσύ του λες ένα σωρό ψέματα για να σου περισσεύουν λεφτά και να κάνεις κουλουράκια και γλυκά να τα τρατάρεις στις φιληνάδες σου. Όλο ψέματα του λες. Προχτές που σε ζήτησε λογαριασμό, άκουσα που του είπες ότι πήρες μια οκά ζάχαρη που έκανε επτά δραχμές. - Και λοιπόν; Έκανε απορημένη η μάνα του. - Αφού εμένα είχες στείλει να πάρω ζάχαρη. Ήταν μισή οκά και η οκά κάνει τέσσερις δραχμές. Τον πιάνεις τον καημένο στον ύπνο, επειδή ο μπαμπάς δε ξέρει ούτε πόση ζάχαρη αγοράσαμε, ούτε και πόσο κάνει η οκά. - Εσύ παιδί μου είσαι η προσωποποίηση του σατανά, είπε προβλημα τισμένη η μάνα του. Τέτοιους λογαριασμούς ξέρεις να τους κάνεις, αλλά τα λεφτά που σε δίνω κάθε τρεις και μία στη ζούλα απ’ τον πατέρα σου, δε ξέρεις να τα λογαριάσεις. Δε με λες για να’χουμε καλό ρώτημα! Χτες σ’ έδωσα λεφτά να πάρεις κουλούρι; - Ναι. - Προχτές σ’ έστειλα και πήρες γάλα και σας έκανα κρέμα που σ’ α ρέσει; - Ναι. - Σ’ έδωσα και την προηγούμενη βδομάδα λεφτά κι αγόρασες ταρζάν. Πλήρωσα και τα κρινάκια που χωρίς να ρωτήσεις κανέναν πήγες κι αγό ρασε βερεσέ απ’ την Όλγα; - Ναι. - Ε! Λοιπόν; Από που νομίζεις ότι είναι αυτά τα λεφτά; Μήπως σπέρνω και φυτρώνουν; Άντε αν έχεις κώλο πες το στον πατέρα σου ότι του κά νω τέτοιους λογαριασμούς και θα δεις άλλη φορά τα χατίρια σου απ’ την ανάποδη. - Τι λες καλέ μαμά; Τι ξέρει ο μπαμπάς από κείνο που λες κάθε φορά που μαλώντε για τα λεφτά; Τι ξέρει ο μπαμπάς από επιχείρηση; -Από διαχείριση θες να πεις. - Απ’ αυτό. Ο μπαμπάς το μόνο που ξέρει να λέει είναι να μη ξοδεύου με λεφτά. Τσιγκούνης είναι. - Άμα είχαμε δε θα ήταν. Και μήπως αυτά που τσιγκουνεύεται τα τρώει στις ταβέρνες. Δουλειά και σπίτι ξέρει μόνο ο καημένος. Αν πάει και κα νένα βραδάκι με κανέναν φίλο να πιει καμιά ρετσίνα, του κάνω μετά τη ζωή δύσκολη.
92
-Όλο «σιδηρόδρομος» τον βάζεις να λέει. Τον αγαπάς πολύ καλέ μαμά το μπαμπά; - Και βέβαια βρε βλάκα τον αγαπάω. Με έρωτα παντρευτήκαμε. Έλα τώρα. Βγες από κάτω απ’ το κρεβάτι να σου δείξω τη φωτογραφία μας που είμαστε νιόπαντροι. Λεβέντης ο πατέρας σου. - Και συ μαμά είσαι πολύ όμορφη σε κείνη τη φωτογραφία. Μου την έ δειξες εκατό φορές, αλλά δε τη χορταίνω. Να τη δούμε και τώρα, αλλά θα μου δείξεις και τις δικές μου τις φωτογραφίες που είμαι μωράκι και φαίνεται το βρακί μου. - Εντάξει. Άντε βγες τώρα από κει κάτω. - Άμα περίσσεψαν μαμά κι αλλά λεφτά απ’ τη ζάχαρη, θα μου πάρεις κι ένα ταρζάν ακόμα; . Έχω κι δει έχω δει μαλαγάνες στη ζωή μου, αλλά εσύ περνάς κάθε όριο. Άντε βγες και θα σε πάρω και ταρζάν. - Γιατί καλέ μαμά εμείς δεν έχουμε ποτέ λεφτά που να μας φτάνουν; Μήπως είν αυτός ο εξουσίας που λέει ο «αρπαχτός» που τα μοιράζει; - Σσσσσσσσς…, έκανε η μάνα του βάζοντας το δάχτυλο μπροστά στο στόμα της. Ο Δημητράκης κορδοκύλισε στο πάτωμα και βρέθηκε μπροστά στα πόδια της. Εκείνη έσκυψε και τον σήκωσε σφίγγοντάς τον δυνατά στην αγκαλιά της. - Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη...... άρχισε ν’απαγγέλλει κάνοντας βήματα σα σε παρέλαση. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο 1 Η Γαρουφαλίτσα σταμάτησε μπροστά στη μικρή στοά και κοίταξε για μια ακόμα φορά το χαρτάκι που κρατούσε στα χέρια της. - Ομονοίας 24 διάβασε και κοίταξε ψηλά στο σκαλιστό διάζωμα της στοάς τον αριθμό που ήταν γραμμένος με άσπρα μεγάλα γράμματα πά νω στη μπλε εμαγιέ ταμπελίτσα. «Εδώ είμαστε λοιπόν», μουρμούρισε και κοίταξε μέσα στο μικρό ζαχαροπλαστείο αριστερά στην είσοδο της στοάς. Έβαλε το κεφάλι της απ’ την πόρτα και ρώτησε τον ζαχαροπλάστη π’ ανακάτευε σε μια τεράστια τσίγκινη λεκάνη το ζυμάρι, για να ετοιμάσει λουκουμάδες. - Το γραφείο του κυρίου Χρυσαφίδη ψάχνω. - Τρίτη είσοδος δεξιά όπως θα μπείτε στη στοά, στο δεύτερο πάτωμα. Ταμπέλα δεν έχει κάτω στην είσοδο, αλλά έχει επάνω στην πόρτα του
93
γραφείου του, είπε χωρίς να σκώσει το κεφάλι του και δίχως να σταμα τήσει ν’ανακατώνει. Η Γαρουφαλίτσα προχώρησε κι έφτασε μπροστά στη τρίτη είσοδο ό πως της είπε ο ζαχαροπλάστης. Κοίταξε τις απότομες και στενές ξύλινες σκάλες, έφτιαξε όσο μπορούσε το μάλλινο καλό της φουστανάκι, πήρε βαθιά ανάσα κι ανέβηκε με τρεμάμενα πόδια τη σκάλα. - Ας με προσλάβει προσευχήθηκε από μέσα της και δε θέλω τίποτ’ άλ λο. Έφτασε στο δεύτερο πάτωμα. Κοίταξε πρώτα την πόρτα αριστερά της και διάβασε τ’όνομα ενός δικηγόρου. Κοίταξε και την άλλη πόρτα στα δε ξιά και διάβασε σε μια καλογραμμένη και λίγο μεγάλη, όπως της φάνηκε, ταμπέλα. ΧΡΥΣΑΦΙΔΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΥΧΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Την ώρα ακριβώς που σήκωνε το χέρι της να χτυπήσει, η πόρτα άνοιξε απότομα και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μ’έναν κύριο ψηλό και λε πτό. - Παρακαλώ, είπε κείνος ξαφνιασμένος. Πάνω που απ’ ότι κατάλαβα ήσασταν έτοιμη να χτυπήστε την πόρτα μας. - Ναι, είπε η Γαρουφαλιά μουδιασμένη. Εσείς είστε ο κύριος Χρυσαφί δης; Τον κύριο Χρυσαφίδη ψάχνω. - Όχι κυρία μου, είπε ο άντρα χαμογελώντας. Υπάλληλος είμαι. Μια στιγμή να πω στον κύριο Χρυσαφίδη ότι είστε εδώ. Πως λέγεστε αν επι τρέπεται; - Η ανιψιά του κυρίου Αθηνόδωρου να πείτε. - Περάστε. Περάστε αμέσως, είπε ο άντρας. Για όποιον έρχεται απ’ τον κύριο Αθηνόδωρο, ο κύριος Εύθυμης έχει πάντα χρόνο και διάθεση. Πε ράστε, ξανάπε και τραβήχτηκε στην άκρη να της χάνει χώρο να περάσει. Καθίστε μια στιγμή εδώ στην πολυθρόνα να τελειώσει μια συνάντηση που έχει με έναν κύριο, κι αμέσως θα μιλήστε μαζί του. Ούτε πέντε λε πτά θα κάνει. Κάπου θαρρείς και τον ήξερε αυτόν τον άνθρωπο. Η Γαρουφαλιά τον κοίταξε κλεφτά, αλλά προσεχτικά. Ήταν ψηλός και λεπτός, με σπαστά κάστανα μαλλιά, λεπτό ψαλιδισμένο μουστακάκι κι ωραία βελούδινα μά τια. - Κάπου τον έχω ξαναδεί, μουρμούρισε περισσότερο από αμηχανία παρά από περιέργεια. Η πόρτα απ’ το μέσα δωμάτιο άνοιξε ξαφνικά και βγήκαν δυο χοντροί άντρες κοντά στα πενηνταπέντε. Ο δεύτερος ήταν μάλλον ο κύριο Χρυ σαφίδης, αφού φαινόταν ότι συνόδευε τον άλλο κύριο που πήγαινε μπροστά σοβαρός και κορδωμένος.
94
- Έτσι όπως τα είπαμε Φιλήμων, είπε ο κύριος Χρυσαφίδης χαμογε λώντας και χτυπώντας φιλικά στην πλάτη τον άλλο κύριο. Άμα κάνει ο καθένας μας τη δουλειά του σωστά και χωρίς πολλά σου μου και λόγια του αέρα, θ’ ανοίξουμε ωραίες και προσοδοφόρες δουλειές. -Άσκολσουν. Έτσι ακριβώς είναι, είπε ο Φιλήμων πλαταγίζοντας ελαφ ριά τα χοντροκομμένα του χείλια κι άνοιξε την πόρτα. Θα τα πούμε με θαύριο μαζί με το πρόσωπο. Ο κύριος Χρυσαφίδης έκλεισε την πόρτα κι έτριψε ικανοποιημένος τα χέρια του. - Ωραίες δουλειές ρε Μιχάλη, είπε. ξεκούραστα λεφτά. Μπα…, γύρισε απότομα και κοίταξε τη Γαρουφαλιά που είχε σκωθεί απ’ την πολυ θρόνα. Τι έχουμε δω πέρα; Μια ωραιότατη κυρία. - Είναι η ανιψιά του κυρίου Αθηνόδωρου, είπε ο Μιχάλης. Εσάς θέλει. -Α! βέβαια, απάντησε τ’ αφεντικό και χτύπησε με δύναμη τα χέρια του. Ο θείος σας κυρία Γαρουφαλιά, έτσι δεν είναι τ’όνομα σας; - Ναι έγνεψε μουδιασμένα η Γαρουφαλίτσα. - Ο Θείος σας λοιπόν με πήρε στο τηλέφωνο και με παρακάλεσε να σας δώσω μια δουλειά. Είπε ότι έχετε κάποια προβλήματα και ότι επεί γεστε να δουλέψτε, είπε με στόμφο κι άνοιξε τα χέρια του σα να υποδε χόταν κάποιον. Αθηνόδωρος είν’ αυτός. Μπορείς να μη του κάνεις το χα τίρι; Αν θέλτε κυρία μου, μπορείτε να αρχίστε και τώρα αμέσως. Αν όχι, ελάτε αύριο στις οκτώ. Ο κύριος Μιχάλης, που πρέπει να το τονίσω είναι ανεκτίμητος συνεργάτης, θα σας ενημερώσει για τη δουλειά που θα κά ντε. Δεν είναι και τίποτα ιδιαίτερα δύσκολο, αλλά είναι σπουδαίο. Κυρίως όταν λείπουμε και οι δυο μας, πρέπει κάποιος να μένει στο γραφείο για να μη μένει άδειο κι έρημο. Να υπάρχει τουλάχιστον κάποιος ν’ απαντά στο τηλέφωνο. - θ’ αρχίσω τώρα αμέσως, είπε η Γαρουφαλίτσα που απ’ τη χαρά της ήθελε να ορμήξει πάνω του και να τον αγκαλιάσει σφιχτά. - Πολύ καλά, συνέχισε ο κύριος Χρυσαφίδης. Από δω και πέρα θα με λέτε και μένα με το μικρό μου όνομα. Κύριος Ευθύμης. Το κύριος είναι να ξέρετε απαραίτητο τουλάχιστον άμα είναι άλλοι μπροστά. Εσύ Μι χάλη, έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και τον έπιασε μαλακά απ’ το μπράτσο, άσε κείνη τη δουλειά που σ’ έστειλα για τ’απογεματάκι. Δείξε τώρα στην κυρία Γαρουφαλιά τα κατατόπια του γραφείου μας, εξήγησε της τι θα θέλαμε να ξέρει για να μπορεί ν’απαντάει στο τηλέφωνο και να δέχεται όσους περνούν απ’ το γραφείο μας. Δείξε τη σε παρακαλώ, είπε και γέλασε καλοσυνάτα σκύβοντας ελαφρά απ’ το παράθυρο, πως πα ραγγέλνουμε τον καφέ μας παραθυράτο. Έβαλε τα χέρια του χωνί μπροστά στο στόμα του και χαμογελώντας πάντα έκανε πως φωνάζει κάτω προς την είσοδο της στοάς. Κοίταξε το ρολόι που φορούσε ανάποδα στην από μέσα μεριά του δε ξιού του καρπού.
95
- Πω πω πως πέρασε η ώρα, έβγαλε κάτι σα πνιχτό μουγκρητό. Πρέπει να φύγω αμέσως για το έργο. Θα τα πούμε αύριο το πρωί με την ησυχία μας κυρία Γαρουφαλιά. Έβγαλε τα γυαλιά που φορούσε και τα’βαλε σε μια θήκη. Απ’ το τσε πάκι του σακακιού του τράβηξε επιδεικτικά ένα καρό μεταξωτό μαντήλι και σκούπισε με προσοχή τα μάτια του. - Καλώς ήλθατε στο γραφείο μας κυρία Γαρουφαλιά, είπε σκοπεύοντάς την με το δάχτυλο σα να την πυροβολούσε. Με μια απότομη και σβέλτη για τον όγκο του και τις οκάδες του κίνηση, άρπαξε το παλτό του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Μόλις έκλεισε η πόρτα ο Μιχάλης σκώθηκε απ’ το γραφείο του και με μια υπερβολικιά και μισοαστεία κίνηση της έδειξε ένα άδειο γραφείο ακρι βώς μπροστά απ’ το δικό του. -Αυτό εδώ θα είναι το γραφείο σας κυρία Γαρουφαλιά. Καθίστε σας πα ρακαλώ να σας δείξω πως λειτουργεί το τηλέφωνο και πως το συνδέετε με το τηλέφωνο του κυρίου Χρυσαφίδη. Να. Κοιτάξτε, συνέχισε μόλις η Γαρουφαλιά έκατσε στη βαριά γυριστή καρέκλα του γραφείου. Όταν θέ λουν τον κύριο Εύθυμη, πατάτε αυτό εδώ το άσπρο κουμπί και φωνάζτε στον κύριο Εύθυμη ότι έχει τηλέφωνο. Εκείνος σηκώνει το ακουστικό και τότε κλείντε σεις το δικό σας. Πολύ απλό δεν είναι; Έσκυψε από πάνω της για ν’ανοίξει το συρτάρι μπροστά της κι ένοιωσε την ελαφριά μεθυστική μυρουδιά του χαμομηλιού να τον συνεπαίρνει. Ωραία γυναίκα σκέφτηκε. Πραγματικά πολύ ωραία γυναίκα. Κι αυτή η γλυκιά μυρουδιά του χαμομηλιού είν αλήθεια ότι τον αναστάτωσε. - Καλέ κύριε Μιχάλη, έκανε η Γαρουφαλιά έκπληκτη, αυτή η καρέκλα κορδοκυλάει. Έσπρωξε με τα πόδια της και η βαριά ξύλινη καρέκλα κινήθηκε προς τα πίσω. - Ωραία είναι, έκανε πηδώντας επάνω και κοιτάζοντας με παιδικό ενδια φέρον το κάθισμα απ’ όλες τις μεριές. Ο Μιχάλης χαμογέλασε και την κοίταξε στα μάτια. Πόσο χρόνων να εί ναι άραγε, διερωτήθηκε; Όσο και να’ναι είναι πάντως πολύ χαριτωμένη. - Το κάθισμα έχει ρόδες για να μπορεί κανείς να το μετακινήσει ή να με τακινηθεί ο ίδιος χωρίς να σηκωθεί. Αν πατήστε αυτόν το μοχλό, τότε μπορείτε να γυρίστε απ’ όποια μεριά θέλτε. Πάτησε ο ίδιος το μοχλό και γύρισε την καρέκλα τα πίσω μπρος. Η Γαρουφαλίτσα ξετρελάθηκε. Πόσα χρόνια έχει να περάσει έτσι ευ χάριστα με τόσο απλά πράματα; Τόσα χρόνια όλο σοβαρότητες και προ βλήματα. Μια πηδηξιά απ’ το σπίτι της και τη φυλακή της θα μπορούσε να πει και βρισκόταν σ’ έναν άλλο κόσμο που γελούσε και χαιρόταν με πράματα απλά. Άσε που απ’ τη στιγμή που της είπε ο κύριος Χρυσαφί δης ότι προσλαμβάνεται ένοιωσε αμέσως σα ν’άρχιζε η ζωή της απ’ την
96
αρχή. Από σήμερα άρχιζε δουλειά και μπορούσε να είναι, όπως λέει η μάνα της, αυτεξούσια του εαυτού της. Τόσα χρόνια μαγείρευε, καθάριζε και καθόταν στο παράθυρο να περι μένει τον άντρα της που ερχόταν κουρασμένος και της έπρηζε το κεφάλι με τα δικά του. Όσες φορές προσπάθησε να πει τη γνώμη της ή είχε δια φορετική άποψη, βρήκε και τον μπελά της. Τσούλησε την καρέκλα προς τη μέση του γραφείου κι έστριψε με τόση δύναμη, που έφερε τουλάχιστον τέσσερις στροφές. Γέλασε και χτύπησε τα χέρια της με χαρά. - Όμορφα που είναι καλέ κύριε Μιχάλη. Να είστε σίγουρος ότι θα σας βοηθήσω παρά πολύ εδώ στο γραφείο. Να με δίνετε όση δουλειά θέλτε. Έχω τόση όρεξη και διάθεση, που θα τα βγάλω πέρα. Να είστε σίγου ρος. Τον κοίταξε σοβαρά και τον ρώτησε. - Κάπου σας ξέρω κύριε Μιχάλη. Κάπου σας έχω ξαναδεί. Απ’ την πρώτη στιγμή που μπήκα στο γραφείο, ήμουν σίγουρη ότι σας έχω ξα ναδεί. Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα απορίας και περιέργειας. - Εγώ δε θυμάμαι να έχουμε ξανασυναντηθεί ποτέ πριν κυρία Γαρουφ αλιά. Που μέντε αν επιτρέπεται; - Δίπλα στο δεύτερο δημοτικό σχολείο, στο τέρμα αυτού του δρόμου. Επί της Ομονοίας μένω κι εγώ, αλλά ψηλά στο τέρμα της. - Ποιο πάνω απ’ τη γέφυρα; ρώτησε ο Μιχάλης και την κοίταξε ερευνη τικά μπας και την αναγνωρίσει έστω και τώρα. Αν μέντε εκεί, τότε θα με είδατε που έρχομαι στη γειτονιά σας κάθε βράδυ και στέκομαι στην κα καβιά απ’ την άλλη μεριά του καρβουνιάρικου. Είμαι ερωτευμένος, είπε και κατακοκκίνισε, με μια γειτόνισσα σας κυρία Γαρουφαλιά. Πολλά χρό νια τώρα. - Και ποια είν αυτή η τυχερή κύριε Μιχάλη; -Ίσως δε την ξέρτε. Έχει έρθει τώρα τελευταία στη γειτονιά σας. Είμαι απογοητευμένος γιατί από μένα προτιμάει ένα φάντασμα. Έναν αμερι κάνο που δε τον είδε ποτέ, αλλά της μπήκε στο μυαλό ότι θα’ρθει να την παντρευτεί και να την πάρει μαζί του στην Αερική. Περιμένει λέει να’ρθει ο Τζακ, που αμφιβάλω ακόμα κι αν είναι σίγουρη ότι τον λένε έτσι. Τι να σας τα λέω τώρα! Σ αυτή τη χώρα όλοι κάτι περιμένουν να τους αλλάξει τη μίζερη ζωή τους. Άλλοι ονειρεύονται να φύγουν σ’ άλλους τόπους, άλ λοι περιμένουν το λαχείο, άλλοι το δέμα απ’ την Αμερική και τέλος πά ντων όλοι κάποιον Τζακ περιμένουν. Έμεινε για λίγο σκεφτικός κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Φάνηκε μετανοιωμένος που ξανοίχτηκε τόσο πολύ σε μια άγνωστη γυναίκα. - Θαρρείς κι έφαγα γλιστρίδα πρωί πρωί, είπε τέλος με μια ελαφριά πί κρα στη φωνή του. Αλλά, γύρισε απότομα προς το μέρος της, αφού σας τα είπα όλα, ας σας πω και τ’όνομά της. Εύα τη λένε την κοπέλα.
97
- Δε τη γνωρίζω, αν κι έχω ακούσει για την κοπέλα που περιμένει τον αμερικάνο, είπε η Γαρουφαλίτσα. Χαμογέλασε ντροπαλά. - Σας έχω δει και σας εκεί μια φορά κι άκουσα να σας κουτσομπολεύ ουν. Είχα κι εγώ ένα ατύχημα και απομακρύνθηκα λίγο απ’ τη γειτονιά. Μένω τώρα με τους γονείς μου πίσω απ’ το σχολείο. Ο Μιχάλης ξανάσκυψε πάνω της και τράβηξε το συρτάρι. Έβγαλε από μέσα ένα μικρό δεματάκι χαρτιά διπλωμένα στη μέση και τ’άνοιξε πάνω στο γραφείο. Αυτή η μυρουδιά του χαμομηλιού κυριολεκτικά τον μεθούσε. Περίεργο πράμα σκέφτηκε. Ως τώρα είχε μυρίσει ένα σωρό κολόνιες και πατσου λιά, όμως πρώτη φορά συναντούσε γυναίκα που να μοσχοβολάει αυτή τη γλυκιά, την απαλή μυρουδιά του χαμομηλιού. - Εδώ είναι τ’απαραίτητα τηλέφωνα του γραφείου. Όταν σας ζητάει ο κύριος Χρυσαφίδης να πάρτε κάποιον στο τηλέφωνο, θ’ ανοίγετε αυτές τις σελίδες και θα βρίσκετε το όνομα και το τηλέφωνο του. Είναι όλα με αλφαβητική σειρά. Κοίταξε το εκκρεμές στον απέναντι τοίχο. Με τα λόγια όμως πέρασε η ώρα, σφύριξε απαλά. Ούτε κατάλαβα ποτέ πήγε μία η ώρα. Τώρα θα φύγουμε για μεσημέρι, αλλά εγώ δε θα πάω στο σπίτι. Θα πάω στο έργο και θα γυρίσω αργά. Επομένως και σεις δε χρειάζεται να έρθετε τ’απόγεμα αλλά, από αύριο θα σας δώσει ο κύριος Χρυσαφίδης κλειδιά και θα’ρχεστε στο γραφείο είτε είμαστε εδώ, είτε όχι. Βγήκε απ’ την έξω μεριά του γραφείου της και στάθηκε μπροστά της. - Καλό μεσημέρι κι αύριο το πρωί στις οκτώ. Χάρηκα παρά πολύ κυρία Γαρουφαλιά. Ελπίζω να σας αρέσει εδώ: και να μείντε πολλά πολλά χρόνια, είπε κι έκανε μια κάπως κωμική υπόκλιση. 2 Η Γαρουφαλίτσα κατέβηκε τα στενά ξύλινα σκαλοπάτια και βγήκε στη στοά. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νοιώσει τόσο ευτυχισμένη. Για πρώτη φορά αιστανόταν ελεύθερη. Πετούσε απ’ τη χαρά της τόσο, που έβαλε το κεφάλι της μέσα απ’ την πόρτα του ζαχαροπλαστείου και κοίταξε με χα μόγελο το ζαχαροπλάστη. - Καλέ, είπε. Ξέρτε ότι έπιασα δουλειά στου κυρίου Χρυσαφίδη κι ότι από σήμερα είμαστε γείτονες; Δώστε με και μερικούς λουκουμάδες να πάω στα παιδιά μου να το γιορτάσουμε. Ο ζαχαροπλάστης έπιασε μια λαδόκολλα και με ανέκφραστο ύφος άρ χισε να βάζει λουκουμάδες. - Πόσους θέλτε; ρώτησε βλοσυρά. - Βαλε με μια ντουζίνα. -Δυο μερίδες δηλαδή.
98
- Κάντες τρεις σε παρακαλώ. - Εσείς δεν είστε η γυναίκα του Φαρδή του βασιλικού επιτρόπου; ρώτη σε ξαφνικά και την κοίταξε με σουφρωμένα χείλια. - Γιατί ρωτάτε, σοβάρεψε απότομα η Γαρουφαλιά. - Γιατί μ’ έστειλε δυο χρόνια εξορία χωρίς κανένα λόγο. Σακατεμένος γύρισα από κει. Γυναίκα του δεν είστε; - Ήμουν, απάντησε κι άρπαξε χαρούμενη τους λουκουμάδες απο ρώντας και η ίδια με το θάρρος της. Ήμουν κι εγώ σαν και σας στην εξο ρία, αλλά πολλά περισσότερα χρόνια. Ίσως σας φαίνεται περίεργο, αλλά υπάρχουν λογιώ λογιώ εξορίες και μερικές είναι πολύ χειρότερες απ’ αυ τή που πήγατε σεις. Πλήρωσε και βγήκε στο δρόμο ελεύθερη κι αεράτη. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο -Ένα όνειρο. Ένα ψεύτικο όνειρο είν’ αυτό που ζούμε Εύα μου, είπε η Σταματούλα όπως έστρωνε το μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Πήγε στο φανάρι κι έβγαλε από μέσα ένα πιάτο φασόλια. - Είναι η τρίτη φορά που στα σερβίρω. Ελπίζω να μη χρειαστεί να τα ξαναβάλω στο φανάρι. Φάε κάτι σε παρακαλώ. Έβαλε το πιάτο μπροστά στην αδερφή της και συνέχισε. - Δε λέω. Όλοι έχουν τα όνειρα τους. Όλοι ζουν και περιμένουν να τους τύχει κάτι. Εδώ υπάρχουν άνθρωποι που περπατάν όλη μέρα με σκυφτό κεφάλι, παρακαλώντας κι ελπίζοντας εκεί που περπατούν να βρουν λεφτά. Άλλοι λεν ένα σωρό ψέματα και φαντασίες για δήθεν κλη ρονομιές και τυχερά που τους έρχονται, μόνο και μόνο για να τους έχουν οι άλλοι σ’ εκτίμηση. Όλοι τέλος πάντων ζούμε σε κάποιο ψέμα. Σε κά ποιο όνειρο. Χτύπησε τα δάχτυλά της καθώς θυμήθηκε ξαφνικά κάτι σημαντικό που είχε ξεχάσει να της το αναφέρει. - Θυμάσαι του κυρ Αλέκο που ερχόταν στο σπίτι μας όταν ήμασταν παιδιά; Ε, λοιπόν τον είδα τις προάλλες γέρο και φουκαρά σε τέτοια χά λια που του λυπήθηκα. - Τι κάνεις κυρ Αλέκο, τον ρώτησα. Πως τα βολεύεις - Χάλια. Μαύρα χάλια με λέει. Αλλά που θα πάει θα γυρίσει μια μέρα ο τροχός και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Όλο και κάποια κληρονομιά θα μας πέσει, να δούμε Θεού πρόσωπο. - Και καλά κυρ Αλέκο τον ρώτησα, εσύ απ’ ότι θυμάμαι δεν είχες κα νέναν σ’ αυτό του κόσμο. Όλοι οι δικοί σου έλεγες ότι σκοτώθηκαν στη μικρασιατική καταστροφή. Το θυμάμαι που έλεγες χαρακτηριστικά ότι οι
99
τούρκοι τους πέρασαν όλους λεπίδι. Ακόμα και τώρα που θυμάμαι έτσι όπως το έλεγες, ανατριχιάζω. Από που περιμένεις κληρονομιά; - Από πουθενά, είπε και γέλασε. Όλοι κάτι περιμένουν σ’ αυτόν του κό σμο. Εγώ τι διάολο στο πηγάδι κατούρησα; Περιμένω λοιπόν και γω την κληρονομιά από κάποιον που δεν υπάρχει. Να φανταστείς ότι όλοι όπως και συ, ξέρουν ότι δεν έχω κανέναν στον κόσμο, αλλά καμώνονται ότι με πιστεύουν όπως καμώνομαι ότι τους πιστεύω κι εγώ όταν μου λεν για τις κληρονομιές που περιμένουν αυτοί. Το μόνο παιδί μου που μας απόμει νε είναι ένα όνειρο. Ένα όνειρο που στην απελπισιά μας πιστεύουμε ότι θα βγει αληθινό. - Φοβάμαι Εύα μου μη καταντήσουμε και μεις έτσι, είπε και χάιδεψε τα μεταξένια μαλλιά της αδερφής της. Η Εύα έπιασε το πιρούνι και σκάλισε ανόρεχτα το πιάτο της. - Δεν έχω όρεξη, είπε με την καθαρή θλιμμένη φωνή της. Δε πεινάω. Η Σταματουλα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα της. Της χάιδεψε απαλά το χέρι όπως συνήθιζε όταν ήταν να της πει κάτι που φοβόταν ότι μπορεί να την πληγώσει. - Εύα μου. είπε παρακαλεστικά. Μήπως πρέπει να δεις και την άλλη με ριά - Ποια άλλη μεριά, ρώτησε βαριεστημένα. - Να... λέω... δηλαδή αν τυχόν και δε το’χει σκοπό να’ρθει ο Τζακ μή πως θα’πρεπε να δούμε και το θέμα του Μιχάλη Η Εύα πετάχτηκε πάνω σα να την δάγκωσε φίδι. - Ποτέ, τσίριξε. Αυτό δε πρόκειται να γίνει ποτέ. Ο Τζακ θα’ρθει σίγουρ α. Στο τελευταίο του γράμμα αυτό δε μ’ έγραφε; Το έχω διαβάσει πενή ντα φορές. Απ’ έξω το’μαθα. Το μούτρο της κoκκίνησε κι η φωνή της τρεμούλιασε απ’ τον κόμπο που της ανέβαινε στο λαιμό να την πνίξει. Τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω κοιτάζοντας την αδερφή της με μια απελπισία φωλιασμένη βαθιά στα γαλανά της μάτια. - Θα’ρθει Σταματούλα μου. Πε με ότι κι εσύ το πιστεύεις ότι θα’ρθει α δελφούλα μου. Απότομα το ύφος της άλλαξε. Άρπαξε την αδερφή της απ’ το μπράτσο και την έσφιξε τόσο δυνατά, που τα νύχια της μπήκαν στο κρέας της Στα ματούλας. Εκείνη άφησε μια μικρή τσιρίδα και τράβηξε απότομα το χέρι της. - Τρελάθηκες Εύα μου; Μ’ έγδαρες κορίτσι μου. Η Εύα πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο και μ’ ένα βήμα έφτασε τ’ αριστε ρό συρτάρι του παλιού κομοδίνου, όπου φύλαγε τα γράμματα του Τζακ. Έπιασε το φάκελο που ήταν πάνω πάνω και τράβηξε με μανία το γράμ μα από μέσα.
100
Έσκυψε απότομα πάνω απ’ το κεφάλι της αδερφής της, άπλωσε το γράμμα πα στο τραπέζι και χτυπώντας το δυνατά με την παλάμη της σχεδόν τσίριξε. - Εδώ. Να εδώ είναι γραμμένα. Βγάλε τα στραβά σου να διαβάσεις. Τα μάτια της αγρίεψαν και γυάλισαν σα μάτια τρελής, ενώ απ’ το στόμα της έτρεχαν σάλια π’ έσταζαν πα στο τραπέζι. Η Σταματούλα έκλαιγε βουβά με το πρόσωπό χωμένο στις χούφτες της. Η τσιριχτή φωνή της Εύας ακουγόταν δίπλα στ’ αυτί της σα γρατζούνισμα στην καρδιά και το μυαλό της. - Τι λέει εδώ σε παρακαλώ......Τελειώνω τώρα σύντομα κάτι δουλειές που θα μας βοηθήσουν να ζήσουμε άνετα κι έρχομαι στην Ελλάδα να παντρευτούμε. Μάλιστα παρακάτω γράφει ότι θα πάρουμε και σένα μαζί μας, γιατί δε θέλει να μας χωρίσει. Τ’ ακούς, τσίριξε τώρα στη διαπασών. Τ’ ακούω να λες. Η Σταματούλα σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη της παλάμης της, ίσιωσε τα μαλλιά της στα πλαγιά, κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της και είπε με ήρεμη φωνή. - Πολύ καλά τα ξέρω όλα αυτά κορίτσι μου, αλλά αυτό το γράμμα το πήρε πριν από έξη μήνες. Από τότε ο καλός σου ούτε φωνή, ούτε ακρό αση. - Πέντε μήνες και δώδεκα μέρες, τόνισε με πείσμα η Εύα και γέμισαν τα μάτια της δάκρυα. Η Σταματούλα την αγκάλιασε απ’ τους ώμους. - Έλα τώρα, έκανε τάχα χαρούμενη. Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω. Τη γνώμη μου είπα μόνο. Αδερφή σου είμαι στο κάτω κάτω. Η Εύα έκανε δυο τρεμάμενα βήματα και σωριάστηκε με τα μούτρα πά νω στο ντιβάνι. Άρχισε να κλαίει, ενώ το κορμί της τρανταζόταν απ’ τ’ αναφιλητά. Η Σταματούλα πήγε και κάθισε δίπλα της. Της χάιδεψε τρυ φερά την πλάτη και της μίλησε γλυκά. - Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ και πόσο νοιάζουμαι για σένα Εύα μου. Ακριβ ώς γι’αυτό κορίτσι μου θέλω και πρέπει να σε πω τη γνώμη μου. Πήρε βαθιά ανάσα σαν αναστεναγμό. - Η άποψή μου είναι να του γράψεις ένα τελευταίο γράμμα και να του λες ότι αν σε πέντε έξη μήνες δεν έρθει, τότε θ’ αναγκαστείς να κοιτάξεις και συ το μέλλον σου. Τα χρόνια περνούν και στο τέλος θα μείνεις στο ράφι. Εγώ τέλος πάντων το πήρα απόφαση ότι κανείς δε γυρνάει να με κοιτάξει. Εσύ όμως θα είναι κρίμα να μείνεις χωρίς άντρα κι οικογένεια. Στο κάτω κάτω κι εγώ κάτι τέτοιο περιμένω. Να Παντρευτείς εσύ, να κά νεις οικογένεια κι εγώ θα σας υπηρετώ όλους σα σκλάβα. - Και τι θ’ αλλάξει στη ζωή μας Σταματούλα, γύρισε απότομα ανάσκελα και κοίταξε την αδερφή της με κατακόκκινα μάτια. Ο ίδιος μικρός κι άχα ρος κόσμος μας. Η ίδια κακομοιριά.
101
Γύρισε με το πλευρό προς το παράθυρο, στηρίχτηκε στον αριστερό της αγκώνα και κοίταξε μ’ ανυπομονησία έξω. - Κι αυτός ο ταχυδρόμος θαρρείς και περνάει όποια ώρα του καπνίσει. Η Σταματούλα σκώθηκε απ’ της θέση της και κοίταξε κι αυτή με ύφος λυπημένο απ’ το παράθυρο. - Ο ταχυδρόμος δε φταίει σε τίποτα, είπε βαριεστημένα. Αν έχουμε γράμμα θα μας το φέρει σίγουρα. Στο κάτω κάτω μόνο απ’ τον Τζακ πε ριμένουμε κάθε μέρα. Δεν υπάρχει και κανένας άλλος που να μας θυ μάται. Φάνηκε για μια στιγμή αναποφάσιστη. - Χτες πήραμε ένα γράμμα, έκανε απότομα. - Από ποιον, πετάχτηκε με λαχτάρα η Εύα. - Απ τον Μιχάλη, είπε με πίκρα η Σταματούλα. Συνάντησα τον ταχυ δρόμο την ώρα που πήγαινα στον μπακάλη και μου το’δωσε. Δε σου εί πα τίποτα, γιατί φοβήθηκα ότι θα στεναχωριόσουν. Το έχω εδώ στην τσέπη μου. Θέλεις να το διαβάσουμε -Όχι, είπε κοφτά η Εύα. - Δε θέλεις γιατί φοβάσαι ότι μπορεί να δεις κάποια ώρα τα πράματα διαφορετικά και να χάσεις τ’ όνειρο που ζεις. Αν δεχόσουνα να παντρευ τείς το Μιχάλη, τότε θ’ αναγκαζόσουν να πατήσεις στη γη και να μη πε τάς άλλο πια στις φαντασιώσεις σου. - Πέταξέ το, είπε με μανία η Εύα. Δε θέλω να ξέρω τίποτα γι’αυτόν τον Μιχάλη. Εγώ αγαπάω τον Τζακ και κανέναν άλλο. - Το φάντασμα του Τζακ αγαπάς Εύα μου. Ένα φάντασμα που πίστε ψες ότι θα βγει αληθινό. Η Εύα ξανάβαλε τα κλάματα. Τώρα τελευταία η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη. Έβαζε τα κλάματα με το τίποτα. Εκείνο όμως που κυριολεκτικά κατατρόμαξε τη Σταματού λα, ήταν αυτό το τελευταίο της ξέσπασμα πριν από λίγο. -Έλα τώρα, της είπε. Μη κάνεις έτσι. Συνέχεια κλαις και θα χαλάσεις τα ωραία σου ματάκια. Δε σε είπα δα και καμπούρα! Σε ρώτησα άμα θες να διαβάσουμε το γράμμα. Άμα δε θες το πετάω και πάει τελείωσε. Γύρισε πάλι στο παράθυρο και βλέποντας τη Νίτσα π’ έβγαινε απ’ το σπίτι της πετάχτηκε τάχα χαρούμενη - Θέλεις Εύα μου να βγούμε μια βολτίτσα που είναι και τόσο καλή μέρα; Έχεις μια βδομάδα να βγεις απ’ το σπίτι. Η Νίτσα μας είπε ότι όποια μέ ρα θέλουμε, μπορούμε να βγούμε παρέα. Να τη φωνάξω; -Όχι, είπε μελαγχολικά η Εύα. Δε θέλω να πάω πουθενά. Η Νίτσα στάθηκε μπροστά στο παράθυρο τους. Καλημέρα στα κορίτσια, είπε χαρούμενα. Πάω την καθημερινή μου βόλτα. Πρώτα στην κυρά Όλγα, μετά στον κυρ Αριστείδη τον μπακάλη και μετά ότι άλλο βρεθεί. «Ότι άλλο προκύψει», που έλεγε συνέχεια ο πατέρας μου.
102
Ελάτε καλέ και σεις μαζί μου, παρακάλεσε. Είναι ευκαιρία να γνωρίστε και κάναν άνθρωπο στη γειτονιά. - Εγώ θέλω να’ρθω, είπε γελώντας η Σταματούλα. Η κοντέσα μας όμως δε λέει να το κουνήσει από δω μέσα. Άντε καλέ Εύα. Έλα να πάμε με της Νίτσα. -Δεν έχω διάθεση να πάω πουθενά, απάντησε κείνη. - Κάνε ένα καφέ, έκλεισε η Νίτσα το μάτι στη Σταματούλα κι εγώ θα την πείσω να’ρθει μαζί μας. Μπήκε στο σπίτι και κάθισε δίπλα στην Εύα. - Τίποτα δε γίνεται με το να κάθεσαι όλη μέρα κλεισμένη στα τέσσερα ντουβάρια της, είπε. Και γω λογοδοσμένη είμαι, αλλά δε κάνω έτσι. Και τη βολτίτσα μου και τις επισκεψούλες μου κι όλα ότι χρειάζεται ο άνθρω πος για να μη μένει κλεισμένος και τρελαθεί. Εσύ παιδί μου στο τέλος σί γουρα θα την ψωνίσεις έτσι που κάνεις. Στο κάτω κάτω το μοναστήρι να ’ναι καλά κι από άντρες βρίσκεις όσους θέλεις. Με την ομορφιά που έχεις εσύ - κούνησε πέρα δώθε το χέρι της για να δείξει ότι απ’ αυτό το είδος ήταν γεμάτος ο τόπος - εκατό τη μέρα μπορείς να βρεις. - Εγώ είμαι αρραβωνιασμένη με του Τζακ, επέμενε η Εύα. - Με γεια σου με χαρά σου κοπέλα μου. Σου είπε καμιά φορά ο Τζακ να μένεις κλεισμένη στο σπίτι και να τον περιμένεις; Όχι. Απάντησε μόνη της. Έλα λοιπόν να πάμε μια βολτίτσα και θα δεις από μόνη σου πως θα αλλάξουν τα κέφια σου. Τι κάθεσαι και μαραζώνεις δω μέσα κιουζελίμ κορίτσι - Τέλος πάντων, είπε χαμογελώντας δύσπιστα η Εύα και σκώθηκε να ετοιμαστεί. Πάμε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο 1 Ο Αριστείδης στεκόταν μπροστά στην πόρτα του μπακάλικου και κοι τούσε αφηρημένα το λάκκο που με δύναμη κατέβαζε τα θολά νερά του, μετά τη χτεσινή ολοήμερη νεροποντή. - Κοντέψαμε να βουλιάξουμε χτες ρε γυναίκα, είπε στη Δέσποινα που σκούπιζε μες το μαγαζί. Μια τέτοια σαν τη χτεσινή νεροποντή μας έπια σε μια μέρα κει πέρα στην εξορία κι ακόμα θαρρείς κι αιστάνομαι τα κό καλά μου μουσκεμένα. Είχαν περάσει σχεδόν πέντε μήνες από τότε που γύρισε, αλλά ακόμα δεν είχε συνεφέρει καλά καλά. Βέβαια είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει τον παλιό του εαυτό με τα καλαμπούρια και τις φιλοσοφίες του, αλλά λίγο νε ρόβραστα, όπως έλεγε η κυράΌλγα απέναντι.
103
- Τι να σου κάνει ο άνθρωπος, είχε πει μια μέρα στο Θάνο το φούρναρ η. Άλλο πια πολιτικά δε κουβεντιάζει και τ’ αστεία, οι φιλοσοφίες και τα πειράγματα χωρίς να έχουν ανάμεσό τους και πολιτικά, είναι σα το φαγη τό χωρίς αλάτι. Άσε που με φαίνεται σα να την ψώνισε και λιγάκι εδώ που τα λέμε Θάνο μου. Όταν δεν έχει δουλειά, που σκεδόν καθόλου δεν έχει τώρα πια, φωνάζει κείνον τον τρελάρα τον «ποιητή» ή «αρπαχτό» ή πως διάολο τον κοροϊδεύουν όλοι και κoυβεντιάζουν με τις ώρες για στι χάκια κι ένα σωρό άλλες μπούρδες. Κάθονται πισ’ απ’ του πάγκο και γράφουν ποιήματα π’ είναι λέει λιακάδα και γαλήνεμα της ψυχής τ’ αν θρώπου. Στοχασιά το λεν και κοιτάζουν με τις ώρες το ταβάνι. Άκου το λοιπόν να δεις κατάντια. Τώρα στα γεράματα να γράφει λέει ποιήματα και στιχάκια. 2 - Έλα έλα γυναίκα να δεις δυο ψηλές και μια κοντή στη μέση, γύρισε προς τα μέσα ο Αριστείδης. Η Νίτσα με τις δυο αδερφές. Η κοντή στη μέση και οι δυο ψηλές μια στην κάθε μεριά. Σαν ανάποδη αλατιέρα. Η κυρά Δέσποινα άφησε τη σκούπα και χωρίς ν’ αφήσει το φαράσι έβα λε τα δυο της χέρια με τους καρπούς στα νεφρά της και πλησίασε στην πόρτα δίπλα στον άντρα της. - Κοντεύουν να με πέσουν τα νεφρά, είπε. Σκούπισμα και λάτρα στο σπίτι, σκούπισμα και λάτρα εδώ. Βάλε καμιά φωνή στην κόρη σου που αντί να δώσει ένα χεράκι κάθεται όλη μέρα μπροστά στον καθρέφτη και φτιασιδώνεται. - Οι γαμπροί σήμερα γυναίκα δε ψάχνουν να βρουν κορίτσια που να’ναι νοικοκυρές. Όμορφες μόνο ζητάν. - Και προίκα ζητάν, συμπλήρωσε η Δέσποινα. Αυτή μια φορά η ξανθιά απ’ τις δυό αδερφές, είναι Πανέμορφη. Κι η Νίτσα είναι έμορφη, δε λέω, αλλά αυτή η ξανθιά είναι δέκα κάτια παραπάνω. Σαν αυτές που βλέπου με στο σινεμά Αριστείδη μου, τόνισε με σημασία και τον κοίταξε λοξά. - Και που τις ξέρει εσύ αυτές του σινεμά ρε γυναίκα; Πότε πήγες στο σι νεμά; - Αυτό λέω και γω Αριστείδη μου. Τις είδα στο σινεμά που μου υπόσχε σαι ότι θα με πας κάποια μέρα κι ακόμα δεν είδα ούτε τι χρώμια έχει. - Τέλος πάντων, είπε γελώντας ο Αριστείδης. Μια των ημερών θα σε πάρω αλά μπρατσέτα και θα σε πάω να δεις εκείνον εκεί τον νερόβρα στο με το λεπτό το μουστακάκι που πέφτουν λέει όλες οι γυναίκες σα να τις βρήκε νταμπλάς. Δε ξέρω πως τον λένε αν και μου είπε τ’ όνομά του η κόρη μας. Είναι τόσο μπερδεμένο, που μ’ όλο π’ έκανα μια ώρα πρό βα και το’λεγα από μέσα μου, δε κατάφερα να το μάθω. - Γκρέτα Γκάρμπο τον λένε Αριστείδη μου.
104
- Όνομα να σου πετύχει κι αυτός ο άτιμος, έκανε σκεφτικός ο Αριστεί δης. Καλώς μας τα κορίτσια, φώναξε καθώς πλησίαζαν. Τι χαμπάρια. Σας άρεσε η γειτονιά μας; είπε γυρνώντας στην Εύα. Η Εύα χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε. Η Σταματούλα πετάχτηκε στη θέση της. - Πολύ ωραία είναι η γειτονιά σας κυρ Αριστείδη. Καλέ τι λέω, συμπλή ρωσε βάζοντας ντροπαλά της χούφτα της μπροστά στο στόμα. Η γειτο νιά μας θέλω να πω. Και μεις εδώ μένουμε τώρα. - Καλώς ήρθατε, είπε μ’ επίσημο ύφος ο Αριστείδης. Να σας κεράσουμε κάτι μια κι ήρθατε στην πόρτα μας; - Καλέ άντρα, πετάχτηκε η Δέσποινα. Τέτοια πράματα δε τα ρωτάνε. Έτοιμο το’χω κιόλας. Δε θα πείτε όχι κορίτσια. Από ένα γλυκάκι σύκο θα σας προσφέρω για το καλωσορίσατε και πάτε μετά στη δουλειά σας. - Θα μου δώσεις και μένα ρώτησε πονηρά η Νίτσα. - Φυσικά βρε καμάρι μου. - Είδες που λένε ότι κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό. Κοντά στις καινούριες θα τραταριστώ και γω. - Λάθος παροιμία, είπε γελώντας ο Αριστείδης. Ποιο πολύ ταιριάζει το κοντά στο βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα. - Να μου ζήσεις κυρ Αριστείδη με τις ωραίες σου φιλοσοφίες. Αυτός εί ναι ο φιλόσοφος μας, είπε γυρνώντας στα κορίτσια. Μπήκαν μέσα στο μαγαζί κι η Δέσποινα τους πρόσφερε το γλυκό. - Εσύ κοπέλα μου θαρρείς και ήπιες τ’ αμίλητο νερό, είπε στην Εύα. Καλέ Νίτσα δε μιλάει αυτό το κορίτσι το πανέμορφο; - Πολύ λίγα λέει, είπε αναστενάζοντας η Νίτσα. Είναι αρραβωνιασμένη μ’ έναν αμερικάνο και... - Τον Τζακ, είπαν με μια φωνή η Δέσποινα κι ο άντρας της. - Που το ξέρτε καλέσεις, ρώτησε έκπληκτη η Νίτσα. - Η φήμη του καθενός πάει πριν απ’ αυτόν Νίτσα μου, είπε ο Αριστείδ ης. Εδώ όλοι στη γειτονιά ξέρουν για του αμερικάνο, πριν ακόμα καλά καλά έρθουν τα κορίτσια. Ακόμα και για κείνον τον ψηλό τον καστανό που ξημεροβραδιάζεται στον «παράδεισο» ξέρουμε. Φαίνεται καλό παι δί. Μιχάλη τον λένε. Η Εύα έκανε δυο βήματα προς τα πίσω σαν να τη χτύπησαν στα μού τρα και κοίταξε με μίσος τον Αριστείδη. - Αν σας αρέσει, πάρτε τον για λογαριασμό σας, είπε άγρια. Εγώ είμαι αρραβωνιασμένη. Δεύτερος δε μου χρειάζεται. Ο Κυρ Αριστείδης τα’χασε. Κοίταξε με της σειρά τη γυναίκα του, τη Νί τσα και τη Σταματούλα. Η Νίτσα του’κανε ένα νόημα σα να του’λεγε να μη συνεχίσει. - Εγώ έτσι γι’αστείο είπα μια κουβέντα, είπε κείνος χαζογελώντας.
105
Η Εύα τον κοίταξε καλά καλά στα μάτια και ξαφνικά άρχισε να γελάει δυνατά μ’ έναν παράξενο κι ακαταλαβίστικο τρόπο. Απ’ τα μάτια της έ τρεχαν δάκρυα και το κορμί της ταρακουνιόταν απ’ τα χαχανητά. Οι άλ λοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σα χαμένοι. - Τι έπαθες κορίτσι μου, είπε ανήσυχη η Σταματούλα και της έπιασε το χέρι. Η Εύα σταμάτησε απότομα τα γέλια και κοίταξε την αδερφή της με μά τια που γυάλιζαν σαν από πυρετό. Έφερε το χέρι της στο μέτωπο της σα να προσπαθούσε να προφυλαχτεί από κάτι. - Και συ μαζί τους είσαι, έβγαλε ξαφνικά μια δυνατή φωνή. Και συ συ νωμοτείς μαζί τους. Γι’αυτό ήθελες να μου διαβάσεις εκείνο το γράμμα σήμερα. Το στόμα της άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει χωρίς να βγάζει φωνή. - Λίγο νερό. Λίγο νερό κυρά Δέσποινα, φώναξε η Νίτσα και προσπάθη σε να πιάσει απ’ της μέση την Eύα για να την βάλει να κάτσει σ’ ένα σκα μνάκι που ήταν πίσω της. Εκείνη τινάχτηκε προς τα πίσω και κατεβάζον τας με δύναμη το χέρι της έδωσε, μπορεί και κατά λάθος, έναν δυνατό μπάτσο στη Νίτσα που παραπάτησε να πέσει. Το στόμα της τώρα έβγαζε κάτι άσπρα σάλια σαν αφρούς. - Με ζηλεύετε όλοι σας, ξαναβρήκε απότομα της λαλιά της. Με ζηλεύετε γιατί είμαι όμορφη και γιατί θα παντρευτώ αμερικάνο. ζηλεύετε και θέλτε να Παντρευτώ αυτόν του φουκαρά, για να μείνω εδώ μαζί σας φουκα ριάρα κι εγώ για όλη μου της ζωή. Τέτοιο χατίρι όμως δε θα σας το κά νω. Όπου να’ναι έρχεται ο αρραβωνιαστικός μου και θα με πάρει μακριά απ’ της μιζέρια σας κι απ’ τη φουκαρωσύνη σας. Μακριά απ’ τα κουτσο μπολιά σας και τις μικροπρέπειές σας. Μακριά απ’ αυτόν τον κο πρόλακκο που σέρνεστε μέσα του σα τα σκουλήκια..... Προσπάθησε να συνεχίσει, αλλά δεν έβγαινε και πάλι φωνή απ’ το στόμα της, παρά μόνο κάτι σιγανές μακρόσυρτες τσιρίδες σα χτυπημένο σκυλί π’ αλυχτάει - Καλά…. Καλά κοπέλα μου. Μην συγχύζεσαι τώρα για μια άστοχη κου βέντα π’ είπε ο άντρας μου. Και ποιος δε θέλει το καλό σου; Μακάρι να γίνουν όλα κατά πως τα επιθυμείς, είπε ανήσυχη απ’ το ξέσπασμά της η κυρά Δέσποινα. Η Νίτσα κρατούσε το μάγουλο της και κοιτούσε την Εύα με έκπληξη. - Σίγουρα θα τρελαθεί, σκέφτηκε. Αυτός ο αμερικάνος της μπήκε τόσο βαθιά στο μυαλό, που στο τέλος θα της το σαλέψει. Η Σταματούλα έκλαιγε και παρακαλούσε την αδερφή της να ηρεμήσει. Να πιει ένα ποτήρι νερό π’ είχε στο μεταξύ φέρει η κυρά Δέσποινα. - Ησύχασε… Ησύχασε Εύα μου. Όλοι το καλό σου θέλουν. Τι στην ευ χή σ’ έπιασε και κάνεις έτσι; Και βέβαια θά’ρθει ο Τζακ. Θα’ρθει και θα μας πάρει και τις δυο εκεί που όλος ο κόσμος περνάει καλά κι ενδιαφ
106
έρονται μόνο για τα δικά τους και δε δίνουν δεκάρα για το τι κάνει ο άλ λος. Έτσι δεν είναι κορίτσι μου; Η Εύα κάθισε με προσοχή στο σκαμνάκι, έκρυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της κι άρχισε να κλαίει βουβά. - Αφήστε με στην ησυχία μου και στον πόνο μου, μουρμούρισε. Κα νέναν δεν ενοχλώ. Η Σταματούλα την πήρε ήρεμα απ’ το μπράτσο και τη σήκωσε με προ σοχή. -Έλα πάμε, της είπε. Πάμε στο σπίτι μας και στο δικό μας κόσμο. Πάμε να περιμένουμε κι εμείς σαν όλους το δικό μας Τζακ. Κοίταξε λοξά τους άλλους και συνέχισε χαμογελώντας πικρά. - Ο δικός μας Τζακ είναι τουλάχιστο πραγματικός. Είναι όνειρο δε λέω, αλλά είναι όνειρο ζωντανό. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο 1 Ο ταχυδρόμος ο Ερμής σταμάτησε μπροστά στην είσοδο της αυλής και κοίταξε προς το μπαλκόνι της Νίτσας. - Ερμής όνομα και πράμα, είχε πει μια μέρα ο κυρ Αριστείδης. Με το όνομα απόκτησε και το επάγγελμα. Ένας Ερμής μόνο ταχυδρόμος θα μπορούσε να γίνει, έλεγε κι εξηγούσε σ’ όλους ποιος ήταν ο Ερμής και τι ρόλο έπαιζε ανάμεσα στον θεούς του Ολύμπου. - Ήταν και λίγο κλεφταράκος εκείνος ο Ερμής, συμπλήρωνε γελώντας. Ο δικός μας όμως ο Ερμής είναι σκέτο διαμάντι. - Δεσποινίς Νίτσα, φώναξε δυνατά με της βαριά μπάσα φωνή του. Δε σποινίς Νίτσα. Γράμμα και γραφή σε φέρνω. Η Νίτσα βγήκε στο μπαλκόνι της γελώντας ευχαριστημένη. Σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της και προσπάθησε να στρώσει λίγο με την ανάποδη του δεξιού χεριού τα μαλλιά της, που πέφταν στο πρόσωπό της. - Καλό γράμμα Ερμή μου, ρώτησε. - Μπαρούτι μυρίζει, απάντησε ο Ερμής κλίνοντας το μάτι. Θα κατεβείς να το πάρεις ή θα χρειαστεί να’ρθω γω επάνω, είπε και γέλασε με ύφος τάχα πονηρό. Η Νίτσα γέλασε και κείνη. - Έλα πάνω αν έχεις κότσια φουκαρά μου, είπε γελώντας και του κού νησε το δάχτυλο απειλητικά. Μη ξεχνάς ότι διαθέτουμε άντρα μπαρουτο καπνισμένο. - Για μένα δεν έχεις κανένα γράμμα; ρώτησε ανοίγοντας το παράθυρο της η Εύα. Περιμένω εδώ και καιρό απ’ την Αμερική. Μήπως τυχόν χά θηκε στο δρόμο;
107
- Δε χάνονται τα γράμματα κυρά μου, είπε σίγουρος για την υπηρεσία του ο Ερμής. Όποιου του στέλνουν γράμμα το παίρνει. Ορίστε για πα ράδειγμα η δεσποινίς Νίτσα. Απ’ τον πόλεμο της στέλνει ο καλός της γράμμα και το παίρνει. Κάθε βδομάδα τσουπ να’σου το γραμματάκι μας. Έτσι δεν είναι δεσποινίς Νίτσα; Η Νίτσα κοίταξε προς το μέρος της δαγκώνοντας το κατωχείλι της - Τέλος πάντων, είπε στον ταχυδρόμο. Άσε το γράμμα μπροστά στην πόρτα και θα κατέβω να το πάρω. Ο Ερμής άφησε το γράμμα και κίνησε το ανηφορικό στενάκι βάζοντας κατά το συνήθειο του τη φωνή. - Κυρά Χρυσάνθη, κυρά Χρυσάνθη γράμμα και γραφή απ’ το γιο σου. Η Νίτσα κατέβηκε βιαστικά κουτρουβαλώντας σχεδόν της σκάλα, αλλά σταμάτησε μπροστά στην ξώπορτα. Πήρε βαθιά ανάσα να ηρεμίσει, έ στρωσε για μια ακόμα φορά τα μαλλιά της, άνοιξε την πόρτα και βγήκε με ύφος τάχα αδιάφορο. Κοίταξε χαμογελώντας πρώτα προς την πλατεία και μετά τον «παρά δεισο» ίσα με την κάτω γέφυρα, που ήταν το μπακάλικο, ο φούρνος και το ψιλικατζίδικο της κυρα Όλγα. Με την άκρη του ματιού της κοίταξε δίπλα στο παράθυρο των κορι τσιών. Η Εύα στεκόταν ακίνητη πίσω απ’ της κλειστή κουρτίνα και παρα κολουθούσε προσεχτικά τις κινήσεις της. Δε βιάστηκε. Έσκυψε και μάζεψε μερικά ξερά φύλλα μπροστά απ’ την πόρτα και μετά σιγά σιγά με ύφος αδιάφορο σα να μάζευε ένα ακόμα φυλλαράκι από κάτω, έσκυψε και πήρε το γράμμα πάνω απ’ την πέτρα που το είχε ακουμπήσει ο ταχυδρόμος. Κοίταξε κρυφά κρυφά το φάκελο γυρνώντας τον προς πίσω και τον έβαλε στην τσέπη της ποδιάς της μαζί με τα φύλλα π’ είχε μαζέψει από κάτω. Ανέβηκε νωχελικά τα δυο σκαλοπάτια της ξώπορτας. Μπήκε μέσα κλεί νοντάς την πίσω της μαλάκα και χωρίς βιασύνη. Άρπαξε το γράμμα με λαχτάρα. Έσκισε όπως όπως το φάκελο και πριν καλά καλά ξεδιπλώσει το πυκνογραμμένο χαρτί, άρχισε να διαβάζει. Αγαπημένη μου Νίτσα. Είμαι τόσο καιρό μακριά σου, αλλά το αγαπημένο σου πρόσωπο δε φεύγει μπροστά απ’ τα μάτια μου ούτε μέρα ούτε νύχτα. Παράξενο πρά μα μα την αλήθεια ο άνθρωπος. Είναι ώρες που νοιώθω φοβερή ε πιθυμία να βρεθώ κοντά σου κι άλλες πάλι που ησυχάζω με τη σιγουριά ότι είσαι κει και με περιμένεις. Το συζητάω πολλές φορές εδώ με τον συ νάδελφο τον Καραβαγγέλη, για τον οποίο σε έγραψα τόσες φορές, που είμαι σίγουρος ότι είναι σα να τον γνώρισες από κοντά. Εκείνο που δεν ξέρεις είναι ότι έχει κι αυτός μια κοπέλα στην πατρίδα του, που απ’ ότι με τα λέει, είναι το ίδιο ωραία και αεράτη όπως εσύ.
108
Εγώ Νίτσα μου κάνω πως τον πιστεύω, αλλά όταν μένω μόνος μου κρυφογελάω. Που να βρεθεί Νίτσα μου κοπέλα σα και σένα; Ενώ εγώ του έδειξα τη φωτογραφία που μ’ έστειλες, αυτός επιμένει αλ λά δεν έχει φωτογραφία απ’ το δικό του κορίτσι να με δείξει. Της γράφει όμως κάτι φλογερά κι ωραία γράμματα, που μένω με το στόμα ανοιχτό. Ούτε μπορείς να φανταστείς τι ωραία που γράφει. Θα γίνει λέει δημοσιο γράφος όταν με το καλό τελειώσει ο συμμοριτοπόλεμος. Πολλές φορές με ρώτησε αν θέλω να μου γράφει και τα δικά μου γράμ ματα, αλλά εγώ δε θέλω ούτε να το σκεφτώ. Πρώτα πρώτα του είπα, η Νίτσα θα το καταλάβει με την πρώτη ματιά ότι δεν είναι γραμμένο από μένα. Στο κάτω κάτω ότι γράφω είναι δικό μου και μέσ’ απ’ την καρδιά μου. Αυτό είναι που έχει σημασία κι όχι τα στολίδια. Τώρα που σε γράφω για τον Καραβαγγέλη, πέρασε ξαφνικά απ’ το μυαλό μου μια σκέψη. Ρε μπας και δεν υπάρχει κοπέλα και γράφει εκείν α τα φλογερά τα γράμματα που μας τα διαβάζει κιόλας φωναχτά, για να κάνει το κομμάτι του; Τώρα που το καλοσκέφτομαι, μάλλον έτσι είναι για τί ποτέ δε τον είδα να δίνει γράμμα στον ταχυδρόμο. Κάθε φορά που τον ρωτάω αν θέλει να δώσω μαζί με το δικό μου και το δικό του στον ταχυ δρόμο μας, απαντάει ότι πρέπει πρώτα να το ξαναδεί και να το ρετου σάρει. Δε ξέρω τι είναι αυτό το πράμα, αλλά υποψιάζομαι ότι είναι κάτι σα να το σιδερώσει και να το σινιάρει να πούμε. Αν ξέρεις εσύ τι πα να πει αυτό το ρετουσάρει, γράψτο μου στο γράμμα σου. Νίτσα μου. Ίσως να μη μπορώ να γράψω τα όμορφα γράμματα που γράφει ο Κα ραβαγγέλης, αλλά τη λέξη Σ’ΑΓΑΠΩ και ότι δε μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, μπορώ να στη γράψω με τέτοια φλόγα, που είμαι σίγουρος ότι όχι μόνο θα το πιστέψεις, αλλά θα νοιώσεις και τ’ αεράκι απ’ τα φιλιά που σε στέλνω. θ’ ακούσεις και τ’ όνομα σου που το ψιθυρίζω ατέλειωτες φορές κάθε μέρα. Τώρα σε λίγες μέρες Νίτσα μου, τελειώνουμε κάτι εκκαθαριστικές επι χειρήσεις κι έχω ελπίδες ότι θα πάρω μερικές μέρες άδεια. Αν τα κατα φέρω, σύντομα θα βρεθούμε. Σ’ ΑΓΑΠΩ, Σ’ ΑΓΑΠΩ, Σ’ ΑΓΑΠΩ. Στο τέλος είχε σχεδιάσει μια καρδιά π’ έμοιαζε περισσότερο με μπαλόνι κι είχε γράψει μέσα τ’ αρχικά απ’ τα ονόματά τους. Η Νίτσα χαμογέλασε ευτυχισμένη κι έβαλε προσεχτικά το γράμμα ξανά στην τσέπη της ποδιάς της. Το μεσημεράκι, όπως συνήθιζε όταν έπαιρνε τα γράμματά του, θα ξάπλωνε στο κρεβάτι της και θα το διάβαζε σιγά σι γά τουλάχιστο καμιά δεκαριά φορές.
109
- Λέει ότι δε ξέρει να γράφει. Αυτός παιδί μου είνάι σκέτος συγγραφέας, χαμογέλασε η Νίτσα. Τα γράφει τόσο ωραία π’ ανατριχιάζει ακόμα κι αν έχει διαβάσει το γράμμα του πάνω από είκοσι φορές. Ένοιωσε μέσα της μια ζεστασιά. Τη ζεστασιά που της έδινε η σιγουριά ότι είχε δίπλα της, κι ας ήταν τόσο μακριά, τον άνθρωπό της. Τον άν θρωπο που την αγαπούσε και τη σκεφτόταν. Τη σιγουριά του έρωτα. Συ νήλθε απότομα απ’ τ’ ονειροπάρσιμό της και κοίταξε χαμηλά προς το σπίτι των κοριτσιών. Πρόλαβε να δει το χλωμό πρόσωπο της Εύας, να κοιτάζει με ζήλια προς τη μεριά της. Έvας ακαθόριστος φόβoς της έσφιξε την καρδιά καθώς πήγαινε προς την κουζίνα να ετοιμάσει το φαγητό της. - Δε μου καλοφαίνεται η κατάστασή της, σκέφτηκε. Δε πρόλαβε καλά καλά ν’ ανοίξει το φανάρι της, όταν άκουσε να χτυ πάει η ξώπορτα. - Ποίος να’ναι άραγε, μουρμούρισε. Δε περιμένω κανέναν. Κατέβηκε γρήγορα γρήγορα τις σκάλε γεμάτη περιέργεια, άνοιξε την πόρτα κι αντίκρισε μπροστά της αναμαλλιασμένη και κλαμένη τη Σταμα τούλα. - Τι τρέχει, ρώτησε ανήσυχη. - Μπορώ να μπω, ρώτησε η Σταματούλα σα να μην άκουσε. -Έλα μέσα, την τράβηξε απ’ το χέρι η Νίτσα. Τι τρέχει, ξαναρώτησε σί γουρη για την απάντηση. - Φοβάμαι για την αδερφή μου, είπε η Σταματούλα και την πήραν τα κλάματα. Χτες είδες τι έγινε στο μπακάλικο. Όταν ήρθαμε στο σπίτι άρχι σε να παραμιλάει και να λέει ένα σωρό ασυναρτησίες. Ότι θα βρει ένα τρόπο να πάει μόνη της στην Αμερική για να συναντήσει του Τζακ, ότι θα πάει και κολυμπώντας ακόμα άμα χρειαστεί, ότι όλοι της ζηλεύουν και θέλουν το κακό της κι ότι άμα δεν έρθει ο Τζακ να την πάρει, τότε ή θα πάρει τα βουνά ή θα πέσει να σκοτωθεί. Όλο το βράδυ βασανιζόταν και παραμιλούσε στον ύπνο της και σήμερα έχει πυρετό. Σκώθηκε πριν λίγο π’ άκουσε τη φωνή του ταχυδρόμου, αλλά ξανάπεσε στο ντιβάνι χειρότερα. Δε ξέρω τι να κάνω Νίτσα. Κο ντεύω να τρελαθώ. Πρέπει ίσως να φωνάξω έναν γιατρό να τη δει αλλά δε ξέρω κανέναν εδώ που ήρθαμε. - Είναι δω κοντά ο γιατρός ο Χατζηθανάσης, είπε πρόθυμα η Νίτσα. Μια στιγμή να ντυθώ και να πάω να τον ειδοποιήσω. - Θα’ρθω και γω μαζί σου, είπε η Σταματούλα. - Εδώ κοντά είναι παιδί μου. Μια δρασκελιά δρόμος. Κάτω ακριβώς απ’ την πλατεία είναι το σπίτι του που είναι και ιατρείο. Έδειξε με το δάχτυλο της. - Να εκεί που βλέπεις την τελευταία ακακία. Εσύ καλύτερα να μείνεις κοντά στην Εύα ώσπου να’ρθει ο γιατρός.
110
Ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και σε πέντε λεπτά είχε κιόλας πάρει το δρόμο για το σπίτι του γιατρού. - Κρίμα το κορίτσι, μουρμούρισε. Θα τρελαθεί στα σίγουρα απ’ ένα ό νειρο. Κρίμα στα νιάτα της και την ομορφιά της. 2 Ο γιατρός ο Χατζηθανάσης στεκόταν όρθιος στο μπαλκόνι του με τα χέρια σταυρωμένα στην πλάτη και παρατηρούσε τα παιδιά που έπαιζαν με τρεχάματα και φωνές στην πλατεία, προσπαθώντας όπως χρόνια τώρα το συνήθιζε, να δει αν κάποιο παιδί έλειπε απ’ το σχολείο. - Άμα λείπουν απ’ το σχολείο πα να πει ότι είναι άρρωστα, μουρμούρι σε για χιλιοστή ίσως φορά. Το μάτι του πήρε της Νίτσα που ερχόταν βιαστικά προς το μέρος του κουνώντας το χέρι της. - Τι συμβαίνει και τρέχεις σα να σε τσίμπησε μύγα, τη ρώτησε όταν έ φτασε κάτω απ’ το μπαλκόνι του. - Μπορείτε να ρθείτε μια στιγμή εκεί δίπλα στο σπίτι μου γιατρέ, είπε η Νίτσα αγκομαχώντας. Είναι ανάγκη να δείτε μια κοπέλα που είναι άρρω στη. Έχει και ψηλό πυρετό. - Ποια είναι αυτή η κοπέλα, ρώτησε ο Χατζηθανάσης χωρίς να κουνηθεί απ’ το μέρος του. - Εύα της λένε, απάντησε βιαστικά η Νίτσα. Ίσως δε την ξέρετε γιατρέ γιατί πιάσαν εδώ και λίγο καιρό το σπίτι δίπλα σε μένα. Εκείνο καλέ που έμενε ο μακαρίτης ταξιτζής με τη μακαρίτισσα της γυναίκα του. - Ποια απ’ τις δυο είναι, ξαναρώτησε ο γιατρός. Η κοντή και μελαχρινή, ή η άλλη η ξανθιά; - Η ξανθιά, είπε η Νίτσα μ’ ένα ξάφνιασμα στη φωνή της. Τις ξέρετε βλέπω γιατρέ. - Όλα τα μαθαίνει κανείς όταν γυρνάει όπως εγώ από σπίτι σε σπίτι, τόνισε με σημασία ο γιατρός και μπήκε μέσα. Σχεδόν αμέσως φάνηκε στην εξώπορτα με το μικρό φθαρμένο ιατρικό τσαντάκι του στα χέρια. - Πάμε, είπε και ακολούθησε τη Νίτσα π’ άρχισε να τρέχει μπροστά. - Περίμενε μια στιγμή, φώναξε πίσω της ο Χατζηθανάσης. Αγώνες δρό μου θα κάνουμε; Σιγά σιγά και με το μαλακό. Πες μου εν τω μεταξύ τι τρέχει. -Έχει πυρετό και παραμιλάει, απάντησε η Νίτσα. Ο Χατζηθανάσης σταμάτησε στη μέση του δρόμου. - Δε με λες; Είναι αυτή που έπαθε χτες μια κρίση στο μπακάλικο; - Ναι. Που το ξέρεις εσύ γιατρέ; - Τα κακά νέα και οι αρρώστιες μαθαίνονται αμέσως, είπε κείνος σκε φτικός.
111
3 Η Σταματούλα τους άνοιξε κι έκανε τόπο να μπουν μέσα. - Περάστε γιατρέ. Συγνώμη που σας ξεσηκώσαμε έτσι πρωινιάτικα, αλ λά ανησυχώ για την αδερφή μου, είπε ψιθυριστά. Πάντα συμπεριφε ρόταν λίγο περίεργα, αλλά τώρα τα πράματα φαίνεται ότι είναι Ποιο σο βαρά. Έχει και πυρετό. - Καλά καλά, είπε ο Χατζηθανάσης και προχώρησε στο δωμάτιο. Η Εύα καθόταν στην ψάθινη καρέκλα μπροστά στο τραπέζι. Τύλιγε και ξανατύλιγε στο δάχτυλο της την άκρη απ’ ένα σάλι που της είχε ρίξει η Σταματούλα στην πλάτη, κοιτάζοντας επίμονα το μουσαμαδένιο τραπε ζομάντιλο με μια αρρωστημένη προσήλωση. - Πως πάμε; ρώτησε με χαρούμενο ύφος ο γιατρός. Η Εύα δεν αντέδρασε καθόλου. Ο γιατρός γύρισε στη Σταματούλα και την κοίταξε με σημασία. - Βάλατε θερμόμετρο - Ναι γιατρέ, απάντησε πρόθυμα εκείνη. Πριν από μισή ώρα περίπου και είχε τριάντα εννιά και τρία. Πρέπει να σας πω ότι έχει τρεις μέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Ο γιατρός τράβηξε μια καρέκλα κι έκατσε δίπλα στην Εύα. Την έπιασε μαλάκα απ’ το σαγόνι και την κοίταξε για αρκετή ώρα στα μάτια. Η Εύα τον κοίταζε κι αυτή, αλλά φαινόταν σα να μη τον βλέπει. Ο γιατρός γύρι σε προς της Νίτσα και σήκωσε τους ωμούς του. - Εγώ, είπε στεναχωρημένα, είμαι παθολόγος. Η περίπτωση της κο πέλας χρειάζεται συνάδελφο άλλης ειδικότητας. Είναι οι αρρώστιες της εποχής αυτές. Θες ο πόλεμος, θες η φτώχεια και η ανασφάλεια, θες τώ ρα ο εμφύλιος κοντεύει να ξεκάνει ολλονών μας τα μυαλά. Για την κο πέλα μας εδώ, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να της βάλω μια ένε ση που θα της βοηθήσει να συνεφέρει και να της γράψω κι ένα ορεκτικό. Γιατί πρέπει να τρώει και μάλιστα καλά, τόνισε σηκώνοντας ψηλά το δά χτυλό του. Άμα ο άνθρωπος δε τρώει, φθείρονται τα νεύρα του. Πόσο μάλλον όταν είναι ήδη πειραγμένα. Η Σταματούλα άρχισε να κλαίει βουβά. - Είναι δύσκολα τα πράματα γιατρέ; ρώτησε με αγωνία. - Κάτι τη βασανίζει και την κάνει.... - Τζακ.... Τζακ....Τζακ...Τζακ, ακούστηκε να επαναλαμβάνει μονότονα και ψιθυριστά η Εύα. Ο Γιατρός έβγαλε μια σύριγγα απ’ την τσάντα του και την έδωσε στην Σταματούλα που κοιτούσε με λαχτάρα την αδερφή της. - Δέκα λεπτά βράσιμο, διέταξε και κοίταξε την Νίτσα σουφρώνοντας τα χείλια του. Με την ένεση που θα της κάνω θα ησυχάσει και θα κοιμηθεί. Αν όμως δείτε ότι η κατάσταση της συνεχίζει να είναι η ίδια μετά από κά
112
να δυο μέρες, τότε θα πρέπει να την πάτε σε νευρολόγο και τέτοιο θα βρείτε μόνο στη Σαλονίκη. - Ας ευχηθούμε ότι αύριο θα είναι καλύτερα γιατρέ, είπε μ’ αμφιβολία η Νίτσα. Ο γιατρός έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μπλοκάκι κι έγραψε κάτι. - Ορίστε κι ένα ορεκτικό που κατά της γνώμη μου είναι το καλύτερο φάρμακο. Πρέπει να τρώει καλά και πολλές φορές τη μέρα. Έβγαλε απ’ της τσάντα του μια αμπούλα, την κοίταξε στο φως του πα ραθύρου, την χτύπησε με το νύχι του μεσαίου του δάχτυλου και μ’ ένα μικροσκοπικό μαχαιράκι έκοψε την κορυφή της. Η Σταματουλα έφερε κεί νη την ώρα τη βρασμένη σύριγγα κρατώντας την σ’ ένα καθαρό πανί. Ο γιατρός την πήρε και με μια κίνηση που έδειχνε ότι θα είχε βάλει χιλιάδες ενέσεις, ρούφηξε με της σύριγγα το φάρμακο απ’ την αμπούλα. -Έτοιμοι; ρώτησε. Στον πισινό. Η Σταματούλα έπιασε απ’ τους ώμους την αδερφή της που εξακολου θούσε το ίδιο μονότονα να επαναλαμβάνει τ’ όνομα του Τζακ και τη σή κωσε απ’ την καρέκλα. Τη βοήθησε να ξαπλώσει μπρούμυτα στο ντιβάνι και με μια απότομη κίνηση της σήκωσε τα ρούχα. Η Εύα μόλις ένοιωσε το τσίμπημα, έβγαλε ένά μικρό αναστεναγμό κι άρχισε απότομα να σπαρταράει σα ψάρι και να φωνάζει αγκομαχώντας. - Ο Τζακ.... Θα’ρθει ο Τζακ.... Θα’ρθει να με γλιτώσει απ’ τα χέρια σας κι απ’ τα βασανιστήρια που με κάντε..... Θα’ρθει να με σώσει γιατί μ’ α γαπάει και τον αγαπάω. Στην Αμερική...... Στην Αμερική θα με πάρει να ζήσω σαν αρχόντισσα...... Εδώ είναι..... Συνέχισε να μουρμουρίζει κάτι ακαταλαβίστικα, ενώ την έπαιρνε ο ύ πνος. Ο γιατρός κούνησε λυπημένα το κεφάλι του. - Η κατάσταση της είναι άσχημη, είπε και δρασκέλησε το κατώφλι. Δε με χρωστάτε τίποτα, συμπλήρωσε καθώς είδε τις δυο γυναίκες να κοι τάζονται μεταξύ τους. Η Σταματούλα έκατσε στο κατώφλι μ’ ανοιχτά τα σκέλια κι έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι της. - Τι θα γίνει το χάλι μας Νίτσα, είπε σχεδόν ψιθυριστά. Τρέλα της έχει κολλήσει μ’ αυτόν του Τζακ που ούτε ποτέ της τον είδε, ούτε και ποτέ της μάλλον θα δει. Από κάτι σαν αστείο ξεκίνησαν όλα. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της και κοίταξε λοξά τη Νίτσα που στε κόταν αμήχανη, όρθια δίπλα της. - Όπως όλος ο κόσμος, συνέχισε, έτσι και μεις ψάχναμε να βρούμε μια διεύθυνση στην Αμερική να στείλουμε γράμμα μπας και παίρναμε κα νένα δέμα. Αφού είδαμε κι αποείδαμε, στο τέλος πιάσαμε μια κούτα από γάλατα και γράψαμε σ’ αυτή της διεύθυνση. Να σκεφτείς ότι γελούσαμε με την καρδιά μας. «Για φαντάσου, λέγαμε να μας απαντήσουν όλοι όσοι δούλευαν σ’ εκείνο το εργοστάσιο και να μας στείλουν από ένα δέμα; Θα
113
τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια μας». Χαζά κι απόχαζα δηλαδή Νί τσα μου. Γράψαμε, ανάθεμα την ώρα, το γράμμα όπου περιγράφαμε την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην πατρίδα μας, καθώς και τα δικά μας τα χάλια και παρακαλούσαμε αν τους είναι εύκολο να μας βοηθήσουν με τίποτα ρούχα που τους περίσσευαν ή τίποτα τρόφιμα αν ήταν δυνατόν. Πέρασαν πάνω από επτά μήνες κι απάντηση δε πήραμε. Το είχαμε κιό λας ξεχάσει, όταν μια μέρα ξαφνικά έρχεται ένα γράμμα απ’ αυτόν τον Τζακ, που χωρίς να μας λέει πως έπεσε το γράμμα μας στα χέρια του, έλεγε πόσο πολύ αγαπάει την Ελλάδα και ότι θα’θελε να παντρευτεί ελ ληνίδα. Στην αρχή γελούσαμε. Κοιτά να δεις, έλεγε η Εύα. Δέμα περιμέναμε και γαμπρός μας ξεφύτρωσε. Πήγαμε όμως στον Καλλέργη και η Εύα έβγα λε μια φωτογραφία. Τι να σου τα λέω τώρα Νίτσα μου. Είναι που είναι πανέμορφη η άτιμη, έτυχε κι αυτή η φωτογραφία να βγει τόσο καλή, που λες και σε μιλούσε. Να μη στα πολυλογώ, έστειλε κι αυτός μια δική του φωτογραφία και σι γά σιγά άρχισε η αλληλογραφία όλο και πιο πυκνή. Σε κάθε γράμμα του ο λεγάμενος έγραφε ότι από μέρα σε μέρα ετοιμάζεται να ξεκινήσει και να’ρθει να την παντρευτεί. Έβαζε όμως πάντα του όρο, ότι θα έπρεπε η Εύα να τον ακολουθήσει μετά το γάμο τους στην Αμερική και μας πε ριέγραφε πως και τι λογιώ είν η ζωή εκεί πέρα. Η Σταματούλα αναστέναξε και σκούπισε τα μάτια της. - Μαύρη η ώρα Νίτσα μου, έκανε μ’ απελπισία. Τέλος πάντων. Που λες σιγά σιγά η αδερφή μου θαμπώθηκε τόσο πολύ, που δεν έβλεπε μπρο στά της τίποτ’ άλλο απ’ την Αμερική και την άνετη ζωή που θα περνούσε κει πέρα. Έναν κόσμο σα στα παραμύθια που μας έλεγε η γιαγιά μας έφτιαξε στο μυαλό της. Αφού να φανταστείς Νίτσα μου, έφτασα στο ση μείο να πιστεύω ότι δεν είναι ερωτευμένη με του Τζακ, αλλά με την Αμε ρική. Τι να πω κι εγώ η κακομοίρα. Τα έχω τελείως χαμένα. Τέλος πά ντων τα χρόνια πέρασαν κι αυτός όχι μόνο δεν ήρθε, αλλά τα γράμματά του άρχισαν ν’ αραιώνουν κιόλας. Έχει τώρα έξη μήνες που δεν ακού στηκε και φοβάμαι ότι δε πρόκειται να’ρθει ποτέ. Κούνησε το κεφάλι της, αφήνοντας ακόμα έναν βαθύ αναστεναγμό. Στην αρχή προσπάθησα να την πείσω να κοιτάξει λίγο αυτόν τον Μι χάλη, που ο άνθρωπος ξημεροβραδιάζεται εξ’ απ’ την πόρτα μας, αλλά δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει. Τώρα είναι μάλλον αργά. Τώρα έχει πάθει τέ τοια ψύχωση μ’ αυτόν του Τζακ ή με την Αμερική, όπως θες δες το, που θα προτιμούσε να πεθάνει παρά έστω ν’ ακούσει κουβέντα γι’αυτόν τον Μιχάλη. - Κι εγώ δε πιστεύω ότι θά’ρθει κανένας Τζακ απ’ την Αμερική, είπε σκεφτική η Νίτσα. Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται. Από μέσα ακούστηκε η βαριά πληγωμένη ανάσα της Εύας, ανάκατη μ’ ένα παραπονιάρικο παραμιλητό.
114
- Τζακ..: Τζακ....Τζακ.....Τζακ..... ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο Ο Θάνος ο φούρναρης έσπρωξε με το πόδι τον βοηθό του τον Λαλάκη που κοιμόταν του καλού καιρού πα στ’ αλευροτσούβαλα. - Άντε σήκω, του είπε με το πατρικό αλλά σκληρό του ύφος. Κοντεύει τέσσερις. Ρίξε λίγο νερό στα μούτρα σου κι έλα να ετοιμάσουμε τα σταφι δόψωμα. Σε καμιά ώρα θα’ρθουν τα παλικάρια μας να πλάσουν τα ψω μιά. Φέρε και μερικά ξυλά να ρίξουμε στο φούρνο. Ο Λαλάκης πετάχτηκε όπως πάντα πρόθυμος και πανέτοιμος. Πήρε το λάστιχο του νερού που το χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για να ρίχνουν το νερό μες τη μεγάλη σκάφη όταν ζύμωναν, έβγαλε το κεφάλι του απ’ το παράθυρο κι άρχισε να περιχιέται με το κρύο νερό. - Θα πουντιάσεις βρε κερατά, έβαλε τις φωνές τ’ αφεντικό του. Θα που ντιάσεις και θα μ’ αφήσεις μόνο μου να παλεύω μ’ αυτά τα καταραμένα τα σταφιδόψωμα π’ ανάθεμα την ώρα που πήραμε τη δουλειά. Χωρίς κέρδος κέρατα. Ο Λαλάκης τίναξε το κεφάλι του δυο τρεις φορές απότομα για να φύ γουν τα νερά, βγάζοντας και μια μικρή κραυγή έτσι όπως τιναζόταν τα χείλια του δεξά κι αριστερά. - Μπουου…. Πάγωσα. Άρπαξε την πετσέτα που κρεμόταν στο καρφί πισ’ απ’ την πόρτα κι άρ χισε να σκουπίζει με δύναμη το κεφάλι του. - Από μικρό παιδί ο πατέρας μου μ’ έβγαζε κάθε πρωί στην αυλή και με περίχυνε στο κεφάλι με κρύο νερό. Έκανα χρόνια να συνηθίσω αυτό το μαρτύριο, αλλά τώρα δε μπορώ να πάρω ούτε τα πόδια μου αν δε περι χυθώ κάθε πρωί με κρύο νερό. Να πάω τώρα να φέρω ξυλά; - Όχι ακόμα, απάντησε μετά από λίγη σκέψη ο Θάνος. Αργήσαμε και πρέπει να ετοιμάσουμε τα σταφιδόψωμα. Φέρε τις τάβλες και στρώσε πάνω τα πανιά. Έλα να τα πιάσουμε μαζί για να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Άρχισαν να πλάθουν το έτοιμο ζυμάρι στη μικρή σκάφη. - Με το Λαλάκης… Λαλάκης, όλοι ξεγελιούνται και νομίζουν ότι ακόμα είσαι μικρός. Πόσο είσαι; Εικοσπέντε; Εικοσιέξι; - Είκοσι οκτώ είμαι μάστορα. Το Μάρτη που μας έρχεται τα κλείνω και μπαίνω στα είκοσι εννιά. - Με το καλό και με μια καλή κοπέλα, είπε κοιτώντας τον λοξά ο Θάνος. Εγώ μια φορά κοπέλα δε βλέπω στον ορίζοντα. Άμα θες ρε μπουνταλά να παντρευτείς, τότε πρέπει να ξεμυτίσεις και λίγο. Που θα βρεις ρε συ της νύφη; Εδώ πάνου στο πατάρι που είσαι μέρα νύχτα - Εγώ αφεντικό σταμπάρισα μια κοπέλα, αλλά δε ξέρω αν με θέλει.
115
- Που να το ξέρεις ρε όρνιο να σε πει κανένας, αν δε τη ρωτήσεις; Εγώ την Ευταλία τη γυναίκα μου, ξέρεις ρε πως την πήρα; - Οχι. Που θες να ξέρω αφεντικό. Εσύ στο κάτω κάτω όταν παντρεύτη κες είχες μαζί με το αδερφό σου το φούρνο. Δακτυλοδεικτούμενοι ήσα σταν. Ενώ εγώ ο φουκαράς, ένας φουρναρόγατος είμαι και τίποτα παρα πάνω. - Άσε ρε Λαλάκη τις κλάψες και κοίταξε να βολευτείς με καμιά κοπέλα να δεις θεού πρόσωπο. Να βρείτε κι ένα σπίτι να τακτοποιηθείτε σα νοι κοκυραίοι, να μας αδειάσεις και μας το πατάρι που μας το’κανες κρεβα τοκάμαρα. Τέλος πάντων. Έλεγα το λοιπόν και με διέκοψες, για το πως παντρεύτηκα την Ευταλία. Πάμε τώρα κάτω με τις τάβλες να τα φουρνί σουμε τα ρημάδια και στα λέω όση ώρα θα φουρνίζεις. Ο Λαλάκης πέταξε απ’ της χαρά του. - Θα μ’ αφήσεις αφεντικό να φουρνίσω; - Ναι ρε συ Λαλάκη. Πολύ καιρό σε κράτησα μακριά απ’ το φούρνο, αλ λά όπως καταλαβαίνεις σε λίγο θα με πάρουν και μένα τα χρόνια. Βα ρέθηκα τα φούρνισε ξεφούρνισε τριάντα χρόνια τώρα. Το κουβέντιασα και με τον αδερφό μου κι είπαμε να μάθεις καλά τη δουλειά, ν’ απαλλα γώ κι εγώ από τούτη τη σκοτούρα να βοηθήσω λίγο τον αδερφό μου στον πάγκο που κι αυτός έχει κουραστεί να σερβίρει απ’ το πρωί ίσα με το βράδυ. Σε κάνα δυο μήνες νομίζω ότι μπορώ να σε κάνω ξεφτέρι. Ε! θα κάψεις και μερικά ψωμιά σαν όλους μας, όσο να μάθεις να μιλάς με τα ψωμιά. Ο Λαλάκης τον κοίταξε λοξά. - Να μιλάω με τα ψωμιά είπες αφεντικό; ρώτησε δειλά επειδή δεν ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει καλά. - Ναι ρε Λαλάκη. Τα ψωμιά μιλάνε. Τι λέω μιλάνε. Φωνάζουν πες καλύ τερα. Εεεεε λένε. Εμείς εδώ αριστερά στο βάθος γίναμε κιόλας. Άντε ξε φούρνισε μας, γιατί δεν αντέχουμε άλλο. Μετά βάζουν τις φωνές τ’ άλλα και μετά τ’ άλλα, ώσπου να τα ξεφουρνίσω όλα. Κατάλαβες; - Κατάλαβα, είπε ο Λαλάκης κι άρχισε ν’ αναποδογυρίζει τα σταφι δόψωμα με τη βοήθεια του πανιού απ’ τις τάβλες στο χέρι του και να τα βάζει με της σειρά πάνω στο τεράστιο αλευρωμένο ξυλόφτυαρο που κρατούσε έτοιμο να φουρνίσει ο Θάvoς. - Δε θα μ’ αφήσεις να φουρνίσω αφεντικό; Ο Θάvoς τον κοίταξε δίβουλος σα να το σκεφτόταν ακόμα. - Άσε προς το παρόν ρε Λαλάκη να τα ξαναπώ ακόμα μια φορά με τον αδερφό μου. Οι βιαστικές αποφάσεις φέρουν μπελάδες. - Εντάξει αφεντικό, είπε σκεφτικό το τσιράκι. Αναστέναξε με τρόπο και πήρε πάλι το χαρούμενό του ύφος. - Λοιπόν; Πως παντρεύτηκες την κυρά σου μάστορα; - Μεγάλη ιστορία ρε συ Λαλάκη. Φέρε τώρα τα ξυλά που λέγαμε και με τά θα σου τα πω.
116
- Αμάν αφεντικό με γκάστρωσες. Έχεις μια ώρα τώρα που θα μου πεις την ιστορία, αλλά ακόμα περιμένω. Πάω για τα ξυλά και μόλις γυρίσω θα μου τα πεις όλα χαρτί και καλαμάρι. Μ’ ενδιαφέρει σε λέω αφεντικό, γιατί έχω κι εγώ μια κοπέλα στο μυαλό μου και δε ξέρω πως θα τα φέρω βόλ τα να της μιλήσω. Κοντοστάθηκε μια στιγμή πριν τρέξει για τα ξυλά. - Δε ρώτησες αφεντικό ποια είναι η κοπέλα που μ’ ενδιαφέρει; Ο Θάνος τον κοίταξε. - Δεν είν τα Σάββατα μακριά κι οι Κυριακές αλάργα Λαλάκη. Θα φτηναί νει κι αυτό. Έτσι που σε βλέπω καψουρεμένο, σίγουρα θα μαθευτεί πολύ γρήγορα. Πρώτα όμως η δουλειά και μετά τα κουτσομπολιά. Άντε τώρα τρέχα για τα ξυλά και τα ξαναλέμε. Ο Λαλάκης έφυγε σα σίφουνας κι ώσπου ν’ ανοίξει και να ρίξει μια μα τιά στο φούρνο ο Θάvoς, είχε κιόλας γυρίσει. -Άντε λέγε αφεντικό, έκανε ανυπόμονα. - Λοιπόν που λες Λαλάκη, είχα σταμπάρει την Ευταλίτσα και γυρόφερν α στο σπίτι της έτσι όπως κάνουν όλοι οι άντρες π’ ενδιαφέρονται για μια γυναίκα από την εποχή τ’ Αδάμ και της Eύας. Η λεγάμενη όμως ούτε που γύριζε να με κοιτάξει. Ποιος ξέρει που αλλού είχε στο μυαλό της. Χρυσή την έκανα τόσα χρόνια π’ είμαστε παντρεμένοι να με πει, αλλά δε μπόρεσα να πάρω ούτε κουβέντα. Μια μέρα που λες που την είχαμε πάρει από πίσω μαζί με τον αδερφό μου, αποφάσισα να την πλησιάσω και να της μιλήσω. Ακόμα και τώρα που το φέρνω στο μυαλό μου τρέμουν τα ποδάρια μου. Φαντάζεσαι πως ήμουνα κείνη την ώρα. Αν με φύσαγες θα’πεφτα και δε θα ξανασκω νόμουν. Το κάθε πόδι μου το ένοιωθα σα να’ταν εκατό οκάδες. Χώρια που τρέμαν και με το ζόρι κρατιόμουν όρθιος. Πλησίασα από πίσω που λες Λαλάκη και μαζεύοντας όλο μου το κουράγιο, μπόρεσα να βγάλω δυο κουβέντες. - Με συγχωρείτε δεσποινίς, κατάφερα να πω. Η Ευταλίτσα σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος μου. Εγώ πήρα θάρ ρος κι έκανα να συνεχίσω. - Θα’θελα..... Δε πρόλαβα που λες να πω παρακάτω. Σκώνει το χέρι της και μ’ α στράφτει ένα μπάτσο, που είδα του ουρανό σφοντύλι. Ακόμα και σήμερα δε μπορώ να καταλάβω που τη βρήκε τόση δύναμη κείνο το σαμιαμίδι. Τέλος πάντων έμεινα σαν άγαλμα. Μόλις συνήφερα έτρεξα πάλι από πί σω της, αλλά είχε κιόλας φτάσει μπροστά στην πόρτα της. Η μάνα της που την περίμενε κρεμασμένη στο παράθυρο, πετάχτηκε έξω κι έτρεξε κατά πάνω μου. Σκώνει που λες Λαλάκη κι αυτή το χέρι της και με κατεβάζει έναν μπάτσο κι αυτή, που κόντεψα να πέσω κάτω.
117
Πήρα λοιπόν και γω το δρόμο για το σπίτι σα τη βρεμένη γάτα. Είπα να πάω να πέσω απ’ τα βράχια να σκοτωθώ μα την αλήθεια. Ρεζίλι των σκυλιών είχα γίνει. Ο Λαλάκης γούρλωσε τα μάτια του. - Πολλούς μπάτσους έφαγες αφεντικό. - Όλο το βράδυ που λες Λαλάκη, συνέχισε ο Θάvoς, δε μπόρεσα να κλείσω μάτι. Την άλλη μέρα, ήταν Κυριακή θυμάμαι, πρωί πρωί να’σου ο Θάνος πάλι στο σπίτι της. Χτύπησα την πόρτα τους κι άνοιξε η μάνα της. Σα με είδε μπροστά της κόντεψε να πάθει αποπληξία. «Τι θέλεις εδώ πάλι; Δε σ’ έφτασαν οι μπάτσοι π’ έφαγες χτες;» με κοίταξε άγρια. Εγώ που λες Λαλάκη, ούτε που της έδωσα σημασία. Μπήκα στο σπίτι και τράβηξα κατ ευθείαν στην κουζίνα όπου καθόταν ο πατέρας της με τις πυτζάμες ακόμα ο άνθρωπος. - Εσύ κυρ Ανέστη τον ρώτησα, τι γνώμη έχεις για όλ’ αυτά; Σίγουρα θα σε τα είπε η γυναίκα σου. - Ναι, είπ’ εκείνος και χαμογέλασε. Τι έγινε βρε παιδί μου; - Εγώ, του είπα, έπιασα την κόρη σου να της μιλήσω με τον καλύτερο τρόπο. Και τι ήθελα να της πω σε παρακαλώ; Ήθελα μόνο να πω ότι την αγαπάω και θέλω όταν έρθουν βολικά τα πράματα να παντρευτούμε και να κάνουμε σπιτικό. Είναι τίποτα κακό σ’ αυτό το πράμα κυρ Ανέστη; Μήπως πήγα να τη δείρω ή να τη μαλώσω; Αγάπη ήθελα να πασάρω και καλό σκοπό. Έφαγα έναν μπάτσο που ζαλίστηκα κυρ Ανέστη μου. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά έφαγα ακόμα μια απ’ τη γυναίκα σου. - Και τι θέλεις τώρα από μένα, με ρώτησε ο κυρ Ανέστης γελώντας φιλι κά. Σ’ άρεσαν οι μπάτσοι κ ήρθες να μάσεις κι άλλους - Να σε πω μόνο αυτά που είπα, απάντησα. Εκείνος φώναξε την Ευταλίτσα, που καθώς φαίνεται ήταν χωμένη πισ’ απ’ την πόρτα κρυφακούγοντας και της ρώτησε τάχα αυστηρά. - Γιατί βρε κορίτσι μου χτύπησες το παιδί; Σε φέρθηκε τίποτα άσκημα; Σε πρόσβαλε μήπως; -Όχι, είπε η Ευταλίτσα και κοκκίνισε. - Ε τότε λοιπόν; Επέμενε ο πατέρας της. - Άμα είχε καλό σκοπό καλέ μπαμπά, ας ερχόταν εδώ να με ζητήσει. Έτσι κάνουν τα σωστά τα παλικάρια. Αυτός έχει εδώ και δυο μήνες που τρέχει από πίσω μου. Ούτε στο μπακάλη μπορώ να πάω χωρίς να μ’ α κολουθάει. -Άμα ερχόταν δηλαδή στο σπίτι και σε ζητούσε, θα συμφωνούσες; - Ναι, είπε η Ευταλίτσα κόκκινη σα το παντζάρι. Εμένα μου φάνηκε Λαλάκη ότι αυτό το ναι, ήταν σα ν’ άνοιγε η πόρτα του παράδεισου. Τα είχα χάσει τόσο πολύ, που πρέπει να έγινα κίτρινος σα το λεμόνι.
118
-Έλα ρε γυναίκα, είπε γελώντας δυνατά ο κυρ Ανέστης. Ψήσε μας απ’ ένα καφεδάκι να συνηφέρει το παλικάρι. Τι διάολο; Γαμπρός μας θα γί νει. Έτσι θα τον αφήσουμε που κοντεύει να πέσει κάτω; - Να μη στα πολυλογώ Λαλάκη, την άλλη Κυριακή αρραβωνιαστήκαμε και σε δυο μήνες, ανήμερα τ’Αι Νικόλα παντρευτήκαμε. - Μπράβο ρε συ αφεντικό, είπε με θαυμασμό ο Λαλάκης. Πολύ κου ράγιο είχες. Εγώ δε θα τολμούσα να κάνω κάτι τέτοιο ούτε γι’αστείο. - Εκείνο που νομίζεις ότι το δικαιούσαι, πρέπει ν’ αγωνίζεσαι να το πά ρεις, είπε με ύφος φιλόσοφου ο Θάvος. - Δε με ρώτησες όμως αφεντικό ποια είναι η κοπέλα π’ έχω στο μυαλό μου; - Την ξέρω, είπε κι έκλεισε το μάτι ο φούρναρης. Ο Λαλάκης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. - Και που το ξέρεις εσύ αφεντικό; - Μου το είπε κείνη η σμυρνιά η Χαρίκλεια. Σίγουρα πράματα. Αυτή δεν υπάρχει κάτι που να’χει γίνει και να μη το ξέρει. Είναι τέτοια διαόλου κάλ τσα, που ξέρει ακόμα κι όσα έχεις στο μυαλό σου. Τον κοίταξε πονηρά με μισόκλειστα μάτια. - Είναι κείνη η μια απ’ τις καινουργιοφερμένες. Η Σταματούλα. - Μπράβο! γούρλωσε τα μάτια του ο Λαλάκης. Ο κόσμος το’χει τούμπα νο και γω κρυφό καμάρι. Ο φούρναρης άνοιξε το φούρνο κι άρπαξε το φτυάρι. - Τα σταφιδόψωμα φωνάζουν ότι είναι έτοιμα, είπε και γέλασε με την καρδιά του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16ο 1 Ο Μιχάλης έφτασε στο έμπα του «παράδεισου» απ’ της μεριά της πλα τείας. Πήγε και στάθηκε κατ’ απ’ την κακαβιά στην άλλη πλευρά του καρ βουνιάρικου. Με αργές κινήσεις έβγαλ’ απ’ την τσέπη του ένα πλακέ πακέτο τσιγάρα νούμερο πέντε, τράβηξε ένα και το χτύπησε πεντέξι φορές πάνω στο πακέτο. - Είναι το τρίτο πακέτο για σήμερα, χαμογέλασε με πίκρα. Άναψε το τσιγάρο και τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά. - Αυτή η γυναίκα θα σε φάει τα σωθικά, είπε αναστενάζοντας και ξεφυ σώντας τον καπνό απ’ τα ρουθούνια του. Τόσα χρόνια τώρα τρέχεις από πίσω της Μιχαλάκη βλάκα και τίποτα δε κατάφερες. Μετάνιωσε αμέσως που σκέφτηκε μ’ αυτόν του τρόπο. Ας είναι καλά η Εύα του κι αυτός δε θέλει τίποτ’ άλλο παρά μόνο να ξεροσταλιάζει δω
119
κατ απ’ την κακαβιά, με την ελπίδα να μπορέσει να τη δει έστω και για μια στιγμή. Έστω και μια φευγαλέα ματιά να μπορεί να της ρίξει, έστω ακόμα να ξέρει ότι είναι κει μες το δωμάτιο της κι ας μη της βλέπει κα θόλου. Μόνο να ξέρει ότι είναι κει. Μυστήριο πράμα ο έρωτας, σκέφτηκε για χιλιοστή ίσως φορά. Όλη μέ ρα μα κι όλη νύχτα άλλο τίποτα δεν έχει στο μυαλό του, παρά μόνο την Εύα. Απ’ το πρωί που σκώνεται απ’ το κρεβάτι, όλη μέρα στη δουλειά του, όταν πίνει τον καφέ του, όταν τρώει, όταν περπατάει κι ακόμα Ποιο πολύ όταν στέκεται όπως τώρα καλή ώρα έξω απ’ το σπίτι της, άλλο δεν έχει στο μυαλό του παρά μόνο αυτή. Κι αργά το βράδυ, όταν πέφτει να κοιμηθεί, καταπιάνεται να σχεδιάζει τι θα κάνει την άλλη μέρα. Έτσι τον βρίσκει το ξημέρωμα ώσπου να τον πάρει ο ύπνος. Σχέδια ολόκληρα καταστρώνει. Πως τάχα της σταματάει στο δρόμο και της λέει για του έρωτά του, ενώ η Εύα πέφτει με πάθος στην αγκαλιά του. Τα λόγια τα έχει αλλάξει αμέτρητες φορές είν’ η αλήθεια στα τόσα χρόνια που τρέχει από πίσω της. Κάθε φορά τα συμπληρώνει, τα σου λουπώνει καλύτερα, τα συμμαζεύει, προσθέτει κι άλλα απ’ αυτά που βλέπει κι ακούει στο σινεμά ή διαβάζει σε κάποιο περιοδικό. Τα λέει μό νος του ψιθυριστά μες την τουαλέτα και δυνατά στο σαλόνι τους όταν δεν είναι κανείς άλλος στο σπίτι. Κι όλα αυτά για το τίποτα. Οι μέρες κυλούν ίδιες κι απαράλλαχτες να ξε ροσταλιάζει έξω απ’ το σπίτι της κι αυτή να μη του δίνει σημασία. Περι μένει λέει αυτόν του αμερικάνο που όλο θα’ρθει κι όλο στο δρόμο βρί σκεται. Ας είναι κι έτσι. Ας μην έρθει ποτέ. Καλύτερα να τον περιμένει μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Καλύτερα να ξεροσταλιάζει κι αυτός στη γειτονιά της μέχρι που να βγει η ψυχή του, παρά να ξεφυτρώσει ένα πρωινό ο αμερικάνος και να του την πάρει. Όσο μπορεί να ελπίζει είν’ ευτυχισμένο. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Είδε στην άλλη άκρη του παράδεισου εκεί που φαίνεται ότι ήταν ένα σφραγισμένο πηγάδι, ένα τσούρμο παιδιά. Είναι τώρα κοντά δυο βδομάδες που γυροφέρνει σ’ αυτή την καινούρια γειτονιά της Εύας και τα παιδιά φαίνεται ότι τον γνωρίζουν και τον σχο λιάζουν. Γελούν και τον δείχνουν με το δάχτυλο όταν νομίζουν ότι δε τα βλέπει. Λίγο τον νοιάζει αν γίνεται ρεντίκολο των παιδιών. Τα ίδια γι νόταν και στην άλλη γειτονιά. Στο τέλος είχε καταφέρει να γίνει φίλος με τα πιτσιρίκια και περνούσε τις ώρες του λέγοντάς τους ιστορίες και πα ραμύθια. Καμιά φορά έστελνε - το είχε κάνει ίσως και δέκα φορές - κά ποιο παιδί μ’ ένα σημείωμα να το πάει στη Εύα. Πάντα όμως απογοη τευόταν. Το παιδί γυρνούσε πίσω στεναχωρημένο και λυπημένο για να του επιστρέψει το σημείωμα. - Ούτε την πόρτα μ’ άνοιξε κυρ Μιχάλη. Ρώτησε από μέσα ποιος είναι κι όταν της είπα ότι έχω ένα γράμμα γι’ αυτήν, ρώτησε από που είναι.
120
Μόλις της είπα απ’ τον κυρ Μιχάλη, άλλο δε μίλησε αλλά ούτε κι άνοιξε την πόρτα να το πάρει. Ίσως τα κατάφερνε κι εδώ στον «παράδεισο» να γίνει φίλος με τα παι διά για να περνάει λίγο τις ατέλειωτες ώρες του. Για φιλίες με τους με γάλους ούτε συζήτηση. Αυτοί μόνο να τον κοροϊδεύουν ξέρουν και να γε λούν από πίσω του με κακία. Άσε που απ’ ότι πήρε τ’ αυτί του, οι γυναί κες του έβγαλαν και παρατσούκλι. Μιχαλάκης «ο τρίχας» τον λένε. Εν τω μεταξύ οι φωνές και τα γέλια των παιδιών είχαν δυναμώσει. Κάτι του φάνηκε σα να τραγουδούσαν και χόρευαν πηδώντας σα τα καρτάλια. Ένας, που ήταν ο Ποιο ψηλός και φαίνεται ότι ήταν ο αρχηγός, κουνού σε πέρα δώθε τα καλαμένια του χέρια και κάπου κάπου έριχνε καμιά σβουριχτή σε κάποιο απ’ τα παιδιά που στέκονταν σε μια σειρά και κου νούσαν κι αυτά με περίεργο τρόπο τα χέρια τους. Προσπάθησε να καταλάβει αν ήταν κανένα από τα γνωστά παιχνίδια, αλλά δε βρήκε να ταιριάζει με κανένα. Ούτε με το περνά περνά η μέλισ σα ταίριαζε, ούτε με το παντρολόγημα που θυμάται πόσο του άρεζε όταν ήταν μικρός. - Σας δίνουμ’ έναν ναύτη που όλο μύγες χάφτει. - Αυτόνε τόνε θέλουμε γκέο παγγαίο. Αυτόνε τόνε θέλουμε φράγγισα βαγγέλω. Ούτε τα λόγια θυμάται καλά καλά, αν και το παιχνίδι το παίζει με το μυαλό του ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, κάθε βράδυ πριν τον πάρει ο ύπνος. Παρατάσσονται οι δυο ομάδες αντίκρυ η μια στην άλλη κι αρχίζει το παιχνίδι. Η ομάδα του πιασμένη απ’ τα χέρια τρέχει χοροπηδώντας προς την ομάδα που είναι η Εύα και τραγουδάνε δυνατά όλοι μαζί. - Σας δίνουμε το Μιχααάλη που είναι ένα χααάλι. Η καρδιά του χτυπάει να σπάσει όσο περιμένει την απάντηση απ’ την άλλη μεριά, όπου μαζεμένοι όλοι συζητάν για την απάντηση που θα δώ σουν. Πιάνονται μετά κι αυτοί απ’ τα χέρια και τρέχοντας και χοροπη δώντας ξεφωνίζουν με κάποια, πρέπει να το παραδεχτεί, κακία. - Αυτός είν’ για τα μούτρα σας και για τα παιδιααά σας. 2 Άκουσε ένα μικρό θόρυβο πίσω του και γύρισε να κοιτάξει. Ένας νεα ρός στεκόταν πεντέξι μέτρα μακριά του. Δε θα’ταν πάνω από εικοσι πέντε το πολύ εικοσιεπτά χρονών. Μελαχρινός με κοντά κουρεμένα μαλ λιά. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι που τα μπατζάκια του θα ήταν σχε δόν τέσσερα δάχτυλα Ποιο κοντά κι άφηναν να φαίνονται οι γυμνοί του αστράγαλοι. φορούσε άσπρα λαστιχένια παπούτσια «αλυσίδα», που φαινόταν ότι μόλις τα είχε βάψει με στουπέτσι και δεν είχαν προλάβει καλά καλά να στεγνώσουν. Στα γόνατα του είχε από ένα μεγάλο καφετιό
121
μπάλωμα που έμοιαζαν σαν επιγονατίδες. Φορούσε και μια κακοραμμ ένη χασεδένια πουκαμίσα που έδειχνε από μακριά ότι είχε ραφτεί από αλευροτσούβαλο. Ο νεαρός του χαμογέλασε και πλησίασε δισταχτικά. - Είστε ο κυρ Μιχαλάκης αν κατάλαβα καλά, είπε ντροπαλά. - Ναι. Εγώ είμαι, απάντησε ξαφνιασμένος ο Μιχάλης. Ο νεαρός έδειχνε ότι ήθελε ν’ ανοίξει κουβέντα, αλλά δεν τα κατάφερνε καλά. Ο Μιχάλης του έδωσε θάρρος. - Εσένα πως σε λένε; - Λαλάκη με λένε, απάντησε χαμογελώντας με το ζόρι. Δουλεύω εδώ δίπλα στο φούρνο του κυρ Θάνου. Έχει το φούρνο μισιακό με τον αδερ φό του, που του λένε και κείνον Μιχάλη. Πήρε βαθιά αναπνοή και συνέχισε μιλώντας γρήγορα και με κομμένη την ανάσα, σα να’θελε να τα πει όλα μαζί για να ξεμπερδεύει. - .....Ξέρω τι ζητάς εδώ στη γειτονιά μας, γιατί όλοι το συζητάνε κάθε μέρα. Έρχεσαι γι’αυτή την όμορφη την κοπέλα που ήρθε με την αδερφή της τώρα τελευταία στη γειτονιά μας. Οι γυναίκες εδώ σε βγάλαν και πα ρατσούκλι, πρόσθεσε σκύβοντας ντροπαλά το κεφάλι του. - Μιχαλάκης «ο τρίχας» με λένε. Ο Λαλάκης έδειξε ν’ απορεί. - Το έμαθες κιόλας; Εδώ σ’ αυτή της γειτονιά, στο λέω να το ξέρεις, τί ποτα δε μένει μυστικό πάνω από μια μέρα. Ακόμα στο μυαλό σου δε προλαβαίνεις να βάλεις κάτι και το ξέρουν όλοι καλύτερα από σένα τον ίδιο. Να φανταστής ότι εγώ έβαλα μια κοπέλα στο μυαλό μου, που να σε πω και την καθαρή αλήθεια έχω καλό σκοπό και θέλω να την παντρευτώ κι ώσπου να πεις τρία βούιξε όλ’ η γειτονιά. Ο Μιχάλης άρχισε να το διασκεδάζει. - Και ποια είν αυτή η κοπέλα; ρώτησε. - Δε μπορώ να σε πω, απάντησε ο Λαλάκης και γύρισε αλλού το κεφάλι του. - Καλά βρε αδερφέ, έκανε απορημένο ο Μιχάλης. Όλη η γειτονιά το ξέ ρει και συ φοβάσαι μη το μάθει ένας ακόμα; Ίσα ίσα που εγώ δεν είμαι απ’ τη γειτονιά σας και το Ποιο πιθανό είναι να μη την ξέρω την κοπέλα. - Την ξέρεις, είπε απότομα ο Λαλάκης. Την ξέρεις πολύ καλά και μάλι στα Ποιο καλά κι απ’ όλους εδώ. Να στο πω όμως για να μη σεκλετίζεσ αι. Είναι η Σταματούλα, η αδερφή της δικιάς σου. Μακάρι να μην είναι ψηλομύτα σα κι αυτήν και να μπορέσω να κάνω κάτι. θα με βοηθήστε κυρ Μιχάλη μου; - Βεβαίως και θα σε βοηθήσω Λαλάκη. Εμένα όμως να δούμε ποιος θα με βοηθήσει; - Τ’ αφεντικό μου, είπε διστακτικά ο Λαλάκης, με είπε την ιστορία για το πως παντρεύτηκε της γυναίκα του. Στην αρχή λέει όταν την κορτάριζε κείνη δε του’δινε καθόλου σημασία. Όταν στο τέλος είδε κι απόειδε ο χρι
122
στιανός, την πλησίασε να της μιλήσει και να της πει το ντέρτι της καρδιάς του. Η Ευταλίτσα, έτσι της λένε της γυναίκα του, γύρισε τότε και του ’στραψε μια στα μούτρα, που είδε ο χριστιανός όλα τ’ αστέρια τ’ ουρα νού. Και σα να μην έφτανε ο μπάτσος που’φαγε και το σεκλέτι που’χε στην καρδιά του, ήρθε από πάνου η μάνα της και του κοπάνησε άλλη μια. Αυτός όμως κυρ Μιχαλάκη μου δε το’βαλε κάτω. Όλη νύχτα το’πλεξε στο κεφάλι του και πρωί πρωί πάει στο σπίτι της παραπονούμενος. Εγώ λέει δεν έκανα κανένα κακό. Αγάπη έδωσα και σφαλιάρα άρπαξα. Είναι πράματα αυτά κυρ Ανέστη μου, έτσι λέγαν θεός σχωρέστον τον πατέρα της Ευταλίτσας, πολιτισμένοι άνθρωποι να μην ορίζουμε το χέρι μας; Να μη στα πολυλογώ, η κακομοιριά κι η αγαθοσύνη που πούλησε έ πιασε τόπο και γρήγορα γρήγορα βαλαν την κουλούρα. Βέβαια τον ή θελε κι η Ευταλίτσα για να λέμε και του στραβού το δίκιο. Να κάτι τέτοιο λέω να κάνεις και συ. Η αλήθεια είναι πως τα κορίτσια δεν έχουν ούτε πατέρα ούτε μάνα για να πα να ζητήσεις την καλή σου, αλλά κάποιο περίπου ίδιο τρόπο με του κυρ Θάνο, όλο και θα βρεις. Εγώ μια φορά όταν έρθει η ώρα, θα στείλω του κυρ Θάνο να τη ζητήσει. Ο Μιχαλάκης χαμογέλασε. - Μακάρι Λαλάκη να σ’ έρθουν βολικά τα πράματα και να τα καταφέρεις όλα κατά πως τα σχεδιάζεις και τα ονειρεύεσαι. Δε ξέρω για τη Σταμα τούλα, αλλά η Εύα δεν είναι γυναίκα για τέτοια καμώματα σα του αφεντι κού σου. Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβoς από τρεχαλητά, καθώς τα παιδιά τρέχαν το ανηφοράκι προς την αυλή της Εύας. Είχε σκοτεινιάσει αρκετά και δε μπορούσε να διακρίνει καλά. Ξαναγύρισε προς τον Λαλάκη όταν τ’ αυτιά του έπιασαν κάτι τραγουδιστές αγριοφωνάρες. Γύρισε το κεφάλι του προς τα κει και προσπάθησε να δει, αλλά ήταν αδύνατο να διακρίνει μες το σκοτάδι το παραμικρό. Οι πιτσιρίκοι αφού έκαναν κάποια πρόβα καθώς φαίνεται, άρχισαν όλοι μαζί να γκαρίζουν. Τζααάκσοον Τζααάκσοον, που είσαι Τζαάκσον Τζααάκσοον Τζααάκσοον σε καρτερωωώ. Έεελαα έεελα για να με πάρεις, έεελα Τζαάκσον γιατί σ’ αγαπωωώ...... Του ήρθε κάτι σα λιποθυμιά. Κατάλαβε ότι το αίμα του ανέβαινε στο κε φάλι του κι όλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω του. Ένοιωσε τα πόδια του να τρέμουν και την καρδιά του να χτυπάει τόσο γρήγορα, που θαρρούσε πως θα πεταγόταν απ’ το στόμα του. - Μη χειρότερα, μουρμούρισε κι απότομα φούντωσε από οργή.
123
Τα κωλόπαιδα, τα μπάσταρδα, τα άτιμα τα παιδιά. Είχαν πάρει καθώς φαίνεται την αγαπημένη του Εύα στο ψιλό. Με το ζόρι κρατήθηκε να μη τρέξει να τ’ αρπάξει απ’ το λαιμό και να τα πετάξει σα που πέταγαν τα γατιά στο λάκκο. Ο Λαλάκης τον κατάλαβε που άλλαξε δέκα χρώματα Τον έπιασε μαλακ ά απ’ το μπράτσο. - Μη βαρυγκωμάς κυρ Μιχαλάκη μου, του είπε φιλικά. Παιδιά είναι και δε πρέπει να τα παρεξηγείς. Εδώ οι μεγάλοι δείχνουν κάθε μέρα τα δό ντια τους και την κακία τους. Στα παιδιά θα σκαλώσουμε τώρα; Έλα πά με μέχρι δω δίπλα στον κυρ Αριστείδη να πιούμε ένα ρακί παρέα. Εμείς, είπε και γέλασε, μη ξεχνάς ότι θα γίνουμε μια μέρα μπατζανάκια. Άντε πάμε να γνωρίσεις και τον Αριστείδη τον φιλόσοφο. Ακολούθησε με βαριά βήματα τον Λαλάκη, καθώς ένοιωθε τη γλυφάδα στο στόμα του απ’ ένα χοντρό δάκρυ που κύλισ’ απ’ τα μάτια του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17ο 1 Ο Ανέστης ο κουτσός έσπρωξε με δύναμη την πόρτα του καφενείου και μπήκε μέσα. Χουχούλισε τα χέρια του κοιτάζοντας γύρω γύρω αγριεμ ένος. - Ποιο πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα απ’ ότι κάνει έξω, είπε. Ρε σπαγκορ αμμένε Θανάση καφετζή της δεκάρας με τρία καρβουνάκια στο μαγκάλι προσπαθείς να ζεστάνεις όλο αυτό το ρουμάνι Βαλε ρε καμιά σόμπα να μπορούμε και μεις να ζεστάνουμε το κοκαλάκι μας. - Ας είσαι καλά απάντήσε ο καφετζής, που είσαι όλη μέρα δω μέσα. Το φράγκο σου όμως μια φορά στις δέκα το βλέπουμε. Εσύ που’σαι στα πράματα, κανόνισε να μας δώσουν απ’ την Ούντρα τίποτα ξυλά ν’ ανά ψουμε και σόμπα. Το Αλεκάκι ο νερουλάς που καθόταν στο τραπέζι δίπλα στο μαγκάλι, πετάχτηκε στην κουβέντα. - Ξύλα δε δίνουν κυρ Θανάση απ’ την Ούντρα. Ρούχα δίνουν και ζεστά παλτά. Ο Ανέστης π’ έχει το μέσο, μπορεί να πάρει για την πάρτη του, να πάρει και κανένα για μας. - Σιγά μη του δώσουν παλτό, είπ’ ο καφετζής γελώντας ειρωνικά. Στο κάτω κάτω παλτά της Ούντρας υπάρχουν όσα θέλεις. Πάνε με τα λεφτά σου στον Αη Νικόλα κι αγόρασε. Έτσι δεν είναι Ανέστη; Τώρα πως τα καταφέρνουν κι από τζάμπα που πρέπει να’ναι για τον κόσμο, να τα πουλάν στα μαγαζιά, μόνο ένας θεός το ξέρει. Εσύ Ανέστη που είσαι στα πράματα ξέρεις τίποτα;
124
- Τη μαύρη μου την τύφλα ξέρω, είπε κείνος και κάθισε βαρύς δίπλα στο Αλεκάκι. - Κερνάς ρε συ ένα καφέ; - Και βέβαια κερνάω, είπε χαρούμενο το Αλεκάκι. Πρώτα γιατί πήρα σή μερα το μιστό μου, αλλά περισσότερο γιατί η γυναίκα μου με είπε σήμε ρα το πρωί ότι περιμένει παιδί. Δεμένο πράμα. Σίγουρο. Έχει πάει και στο γιατρό κι είναι όλα κατά πως πρέπει. - Μπράβο ρε Αλεκάκι, είπε ο Ανέστης με κάποια ζήλια. Τη δουλίτσα σου την έχεις, τη γυναικούλα σου την όμορφη την έχεις, την ησυχία σου την έχεις. Τι να πούμε και μεις π’ ανοίξαμε μαγαζί κι αντί να δούμε θεού πρόσωπο μείναμε στον άσσο και δεν έχουμε ούτε καφέ να πιούμε. Α κόμα κι οι ρουφιανιές, είπε και γέλασε σα να’λεγε αστείο και κείνες μαύρο χάλι - Κεσάτια Ανέστη μου, κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του ο καφετζής. Έχεις φαίνεται κεσάτια. Δε μείναν πια άνθρωποι να τους ρουφιανέψεις. Τον Καραβιά τον πιάσατε και τον ξεπουπουλήσατε. Το Δημητρό τον στείλατε στ’ απόσπασμα, τον Αριστείδη τον πήρατε και τον φέρατε πίσω σακατεμένο, τον τσαγκάρη τον έχετε στα ξερονήσια. Δεν έμεινε δα και κανένας στη γειτονιά για να ρουφιανέψεις. Άδειασε η αποθήκη απ’ ε μπόρεμα, είπε και χαχάνισε με το γνωστό του τρόπο που εξαγρίωνε τον Ανέστη. - Πως δεν έμεινε ρε; Έμεινε ένα λαβράκι που θα το καθαρίσω εγώ μóvoς μου. - Κάντο είπ’ ο καφετζής κι ίσως έτσι να σε δώσουν κάνα παλτό της Ού ντρα. Έτοιμος ο καφές σου. Τον έδωσε στο γιο του να του τον πάει. Εκείνος έριξε κατά λάθος το ποτήρι με το νερό μέσα στο δίσκο. - Ου..! να χαθείς ανίκανε, του έβαλε τις φωνές ο πατέρας του. Καλά σε φωνάζουν τα παιδιά Γκαβούλια. Στραβωμάρα κι άγιος ο θεός. Το μυαλό σου όλο στα παιχνίδια είναι. Άντε τσακίσου γρήγορα απ’ εδώ να μη σε βλέπω μπροστά μου. Ο Γκαβούλιας όρμησε στην πόρτα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πολύ καλό το κόλπο που βρήκε για να φεύγει απ’ το μαγαζί και να τρέ χει στον «παράδεισο» για παιχνίδια. Από τότε που βρήκε το κόλπο, έχει σπάσει δυο ποτήρια που τα πλήρωσε με μια γερή καρπαζιά απ’ τον πα τέρα του, αλλά αυτό δε τον πείραξε καθόλου. Μια πάνω μια κάτω, δεν έχει και τόση σημασία. Κοντοστάθηκε στην πόρτα ακούγοντας τον Ανέστη που είχε σκωθεί όρ θιος κι έκανε τον καμπόσο. -Έχω ραντεβού με τον Καραβιά. Ο Γκαβούλιας έκανε στροφή. Πήγε πισ’ απ’ τον πάγκο και πήρε την πα τσαβούρα. Ο πατέρας του τον κοιτούσε έκπληκτος.
125
- Μήπως δε κατάλαβες καλά παιδί μου; Σε είπα να φύγεις να πας να παίξεις με την υπόλοιπη αληταρία. Σταυροκοπήθηκε καθώς είδε το γιο του να καθαρίζει με το πατσαβούρι τα τραπέζια. - Σα πολύ προκομμένος με μοιάζεις σήμερα. Μήπως έχεις πυρετό παι δί μου; Κάθε μέρα σε παρακαλάω να κάνεις καμιά δουλειά και συ κάνεις μόνο ζημιές. Για κούνα λίγο το κεφάλι σου να δω άμα είσαι καλά. - Δεν είναι κανείς ακόμα στον «παράδεισο», είπε ο μικρός και συνέχισε να σκουπίζει τα τραπέζια. - .....Υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο λαβράκι εδώ στη γειτονιά, συνέχισε ο Ανέστης. Είναι αυτή η καριόλα η Νίτσα. Πήγαν πριν από λίγο καιρό να της βουτήξουν γιατί είχε κρύψει ένα βράδυ σπίτι της τον Καραβιά που ξε θεωθήκαμε να το ψάχνουμε στο λάκκο όλη νύχτα, αλλά είχε μεγάλο δό ντι τότε. Είχε κολλητό της το βασιλικό επίτροπο και τη γυναίκα του. Αυ τός όμως τώρα έμεινε ρέστος, γιατί τον παράτησε η γυναίκα του και δεν έχει όρεξη ούτε τον κώλο του να σφουγγίσει. - Καλά ρε Ανέστη, είπ’ ο καφετζής απορημένος, τον Καραβιά τον είχαν για απόσπασμα και τη γλίτωσε τελευταία στιγμή επειδή τα ξέρασε όλα. Κι αυτά που ήξερε κι αυτά που δεν ήξερε. Ότι είχε να πει το είπε. Άδεια σε ο φουκαράς. Εξόν απ’ αυτό, τόνισε με σημασία, ο Καραβιάς είναι τώ ρα λεύτερος και δεν είναι υποχρεωμένος να δίνει πληροφορίες και ρα πόρτο σε κάτι κοπούκια σα και σένα. Ο Ανέστης ξερόβηξε. Σήκωσε ψηλά το δάχτυλό του σα να έβγαζε λόγο. - Έτσι νομίζεις εσύ αγράμματε. Τον βγάλαν απ’ τη φυλακή, αλλά πάλι στην ουσία εκεί τον έχουν. Κάθε μέρα πρέπει να περνάει απ’ την ασφά λεια και να δίνει λογαριασμό. Ανοίγουν αυτοί έναν έναν τους φακέλους και τον ρωτάν για το ένα και για το άλλο κι αυτός τα λέει όλα χαρτί και καλαμάρι. Ακόμα και ψέματα σκαρφίζεται ο μπαγάσας μη τυχόν τον βου τήξουν πάλι και τον στείλουν καμιά εξορία ανάμεσα στα παλιά του τα συντρόφια. Γι’αυτή την καριόλα όμως της Νίτσα, δεν υπήρχε φάκελος επειδή ή δε της κάναν για χατίρι του βασιλικού επίτροπου, ή τον είχε βουτήξει ο ί διος. Τι να σε λέω τώρα. Άγιο είχε μέχρι τώρα. Πέθανε και κείνος ο Μάν θος, καλή του ώρα, που την είχε στο μάτι και θα τη χόρευε στο ταψί, έ φυγε και ο διοικητής και δεν υπήρχε τίποτα. Εγώ όμως κει που καθόμουν προχτές το βράδυ και μάλωνα με της γυ ναίκα μου για τα ίδια πράματα που μαλώνουμε κάθε μέρα, μου ήρθε στο μυαλό μια κουβέντα που με είπε μια μέρα ο Μάνθος. -Αυτηνής της πουτάνας θα της χώσω ένα παλούκι, που θα της βγει απ’ το στόμα. Τα πάρε δώσε της με τον Καραβιά, θα τα φτύσει αίμα. Κατάλα βες Θανάση μου; συνέχισε ικανοποιημένος σα να’ταν ο μεγάλος ντε τέκτιβ. Μια καλή τέτοια δουλειά να με βγει και γίνομαι κι εγώ σα το Μαρ γαρίτη.
126
Έξυσε το κεφάλι του με μανία. - Αυτόν του παλιόπουστα το Μαργαρίτη, που από σύντροφος έγινε με γάλος και τρανός και παίζει με το χρήμα. Αφού ρε Θανάση το κράτος άνοιξε το δρόμο γι’ αυτόν, γιατί να μη τον ανοίξει και για μένα π’ είμαι απ’ αρχής δικός τους άνθρωπος; Ο καφετζής κούνησε το κεφάλι του κι έψαξε για το γιο του. - Πάει το σκατό. Την κοπάνησε χωρίς ούτε να τον πάρω χαμπάρι. Τέ λος πάντων, γύρισε στον Ανέστη, απ’ ότι κατάλαβα πας να κάψεις κά ποιου φταίει δε φταίει, αρκεί να κονομήσεις. Κούνια που σε κούναγε ρε βλάκα που θαρρείς ότι σε λογαριάζουν για τίποτ’ άλλο εξόν από υπηρέτη τους. Ο Μαργαρίτης ρε ανόητε, είναι μορφωμένος. Εσύ είσαι Ποιο α γράμματος κι απ’ τα μούσμουλα. - Αγράμματος, ξαγράμματος δε ξέρω. Εγώ ξέρω ότι ο καινούριος διοι κητής της ασφάλειας, είπε ότι η υπηρεσία θα βοηθήσει όλους εμάς που σταθήκαμε χρόνια τώρα στο πλάι της, να κονομήσουμε και να γίνουμε άνθρωποι που καταντήσαμε όλοι αμακαδόροι του κερατά. Πρέπει όμως να κάνουμε σωστά της δουλειά μας, για να μπορέσει να χτυπηθεί αυτό έτσι που στο λέω μας το είπε Θανάση - το τέρας της αναρχίας. Μόλις καθαρίσουμε με τους κατσαπλιάδες, θα φάμε με χρυσά κουτάλια. - Άντε ρε μάπα, πήρε να θυμώνει ο καφετζής. θα φάνε αυτοί σα το Μαργαρίτη και τον Σαϊκογλου να χορτάσουν τις κοιλάρες τους και θα μεί νει υπόλοιπο για κάτι κορόιδα σα και σένα. Μ’ αυτό το πλευρό να κοι μάσαι. Στο τέλος σε σένα θα μείνει μόνο το κουτάλι στο χέρι να το βά λεις εκεί που ξέρεις. -Έτσι λες ε; Θα το δεις και θ’ ανοίξεις τα στραβά σου δυο πιθαμές. Ό ταν θα περνάει ρε ο Ανέστης απ’ έξω, θα πετιέστε όλοι και θα κάντε τε μενάδες. Τι λες και συ ρε Αλεκάκι που κάθεσαι και δεν ανοίγεις το στόμα σου; Το Αλεκάκι ταράχτηκε. Πολύ τους είχε από φόβο αυτούς τους χαφιέδες της ασφάλειας, αν και τον φόβο του αυτόν τον κάλυπτε αρκετά καλά με μια τάχα αυθόρμητη προθυμία π’ έδειχνε για να εξυπηρετεί όλο του κόσμο. Εκείνος ο μακαρίτης ο Μάνθος τον είχε κάνει σχεδόν υπηρέτη του. Οχι πως του’δινε τίποτα εντολές ή του μιλούσε άσκημα. Και να’θελε να το κάνει δε προλάβαινε. Το Αλεκάκι μόλις έβλεπε σκονισμένο ή βρώμικο το ταξί του Μάνθου, έτρεχε με τον κουβά και την πατσαβούρα να το γυαλί σει. Ο Μάνθος απ’ της μεριά του όταν κατέβαινε με το ταξί για την αγορά κι έβλεπε στο δρόμο το Αλεκάκι, το έπαιρνε μαζί του χωρίς να τον χρε ώνει. Πολλές φορές μάλιστα το Αλεκάκι κρυφοκοιτούσε απ’ το παράθυρο και μόλις έβλεπε το Μάνθο να ανεβαίνει στο ταξί, πετιόταν έξω στο δρόμο και καμωνόταν ότι είχε επείγουσα δουλειά στην αγορά.
127
Τι το ήθελε τώρα να ρωτήσει τη γνώμη του ο Ανέστης; Αυτός δε μπερ δευόταν ποτέ στις κουβέντες. Μόλις άνοιγε καμιά συζήτηση για πολιτικά, σκωνόταν με της δικαιολογία ότι είχε να πάει σ’ ένα μερεμέτι και την κο πανούσε. Σήμερα όμως κάτι σα να τον κράτησε δεμένο στην καρέκλα του. Όση ώρα μιλούσε ο Ανέστης με τον καφετζή, αυτός σκεφτόταν κι απορούσε γιατί δε σκωνόταν να φύγει. - Τον Καραβιά, σκέφτηκε. Θέλεις να δεις πως είναι, ή καλύτερα πως έ χει καταντήσει ο Καραβιάς. Από μικρός τον θαύμαζε τον Καραβιά. Ερχόταν τακτικά στο σπίτι τους και στήναν ολόκληρες κουβέντες με τον μακαρίτη τον πατέρα του. Ο Κα ραβιάς είχε ένα δικό του τρόπο να κουβεντιάζει και να φέρνει την κου βέντα έτσι γλυκά κι όμορφα εκεί που ήθελε. Δε σήκωνε ποτέ τη φωνή του και ήταν πάντα χαμογελαστός. Άφηνε τον συνομιλητή του να μιλήσει και μετά, αφού πρώτα του έδινε δίκιο για τα λεγόμενα του, άρχιζε με τη βαθιά μπάσα φωνή του, να λέει τα δικά του. Το Αλεκάκι ξετρελαινόταν απ’ τον τρόπο που μιλούσε κι απ’ τον τρόπο που κατάφερνε να αποστομώνει τον άλλον, χωρίς ποτέ να τον προ σβάλει και χωρίς ποτέ να υψώνει της φωνή του. - Σπουδαίος άνθρωπος, έλεγε ο πατέρας του. Πάντα με τα νερά σου, αλλά στο τέλος σε φέρνει εκεί που θέλει αυτός μ’ ένα τρόπο που πας ευ χαρίστως. Με την ερώτηση του Ανέστη τινάχτηκε σκεδόν απ’ την καρέκλα του. - Δεν άκουσα τι λέγατε με τον Θανάση, είπε στεναχωρημένα. Το μυαλό μου το είχα αλλού. Λέξη δεν άκουσα. -Όλο δεν ακούς και δε βλέπεις εσύ, είπε με κάποιο υπονοούμενο ο Α νέστης. Σκέφτηκε για λίγο κοιτάζοντάς τον κατάματα. - ... Και καλά κάνεις εδώ που τα λέμε Αλεκάκι. Οι καιροί είναι πονηροί. Εδώ βέβαια που τα λέμε, αν όλοι κράταγαν το στόμα τους κλειστό, εμείς που είμαστε άνθρωποι της ασφάλειας θα μέναμε άχρηστοι. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε χαμογελώντας. - Μην ακούς αυτόν τον ακαμάτη το Θανάση που με μιλάει έτσι. Αυτός είναι συγγενής μου και τ’ αγαπημένο μικρανήψι της μάνας μου. Γι’αυτό έχει ένα στόμα μεγαλύτερο απ’ το να μη πω τι. Η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά σα να την έσπρωχνε μικρό παιδί. Στο άνοιγμ α της φάνηκε μουδιασμένος και ζαρωμένος, τουλάχιστο γερασμέvoς κα τά δέκα χρόνια όπως εκτίμησε το Αλεκάκι, ο Καραβιάς. - Καλησπέρα, είπεξέπνοα. - Καλώς τη μας την πέρδικα, έβαλε χαρούμενη φωνή ο Ανέστης. Έλα κάτσε δω κοντά στο μαγκάλι. Σκώθηκε και του πρόσφερε την καρέκλα του.
128
Ο Καραβιάς έκατσε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει ούτε τον καφετζή, ούτε το Αλεκάκι. - Κάτι με θες, είπε αδιάφορα. - Εδώ μπροστά στους άλλους δε μπορούμε να τα πούμε, είπε ο Ανέ στης. Θέλω να σε ρωτήσω μερικά πράματα απ’ τα παλιά σου τα συντρο φικά. Εδώ μας ακούνε. - Το ίδιο είναι, είπε ο Καραβιάς με μια κουρασμένη γκριμάτσα. Όλοι τώρα έτσι κι αλλιώς ξέρουν. Πες με τι θέλεις να τελειώνουμε. Ο Ανέστης δείλιασε λίγο, αλλά στο τέλος το πήρε απόφαση. - Θέλω να με πεις τι ξέρεις για της Νίτσα. Ο Καραβιάς χωρίς καν να ζητήσει κάποιες λεπτομέρειες για το τι ακριβ ώς ήθελε να μάθει απ’ αυτόν, άρχισε να μιλάει σα να’λεγε ένα παραμύθι. Το Αλεκάκι πρόσεξε ότι η φωνή του ήταν το ίδιο βαθιά κι ευχάριστη όπως παλιά, μόνο που ο τρόπος που μιλούσε τώρα δεν είχε της ζεστα σιά που τόσο τον συγκινούσε. - Απ την κατοχή και πριν ακόμα, είχαμε επαφή με τον πατέρα της. Ήταν ένας εξαιρετικός πατριώτης που στη διάρκεια της κατοχής μας βοήθησε πολύ. Σ’ αυτό είχαμε και τη βοήθεια της κόρης του της Νίτσας. Εκείνος δυστυχώς πέθανε νωρίς αλλά το έργο του, με άλλο τρόπο φυσικά, τον συνέχισε η Νίτσα. Και με τους Βούλγαρους μας έδινε ένα σωρό χρήσιμες πληροφορίες και με τους Άγγλους αργότερα. Ένα βράδυ, λίγο καιρό πριν με πιάσουν, είχα κρυφτεί καναδυό ώρες στο σπίτι της. Χτύπησα την πόρτα της άγρια νύχτα και δε μπόρεσε να κάνει διαφορετικά, παρά να μ’ αφήσει να μείνω για λίγο. Με το ξημέρωμα έφυγα. Γι’αυτό το πράμα έμαθα αργότερα απ’ το Δημητρό, ήταν να την πάρουν για ανάκριση, αλλά την έσωσε ο Φαρδής ο βασιλικός επίτροπος. Αυτά ξέρω, είπε και τέντωσε το κορμί του σα να είχε μόλις αφήσει εκατό οκά δες τσουβάλι απ’ την πλάτη του. Ο Ανέστης έτριψε τα χέρια του να τα ζεστάνει. - Δε μπορείς να πεις ότι έμεινες κρυμμένος στο σπίτι της καναδυό μέ ρες αντί για καναδυό ώρες; - Εντάξει, είπε ο Καραβιάς σαν υπνωτισμένος. - Αύριο κατά τις δέκα θα σε συναντήσω στην ασφάλεια να τα πούμε με τον διοικητή. Τρελάθηκα. Κατουρήθηκα απ’ τη χαρά μου. Να’σαι καλά ρε Καραβιά με τις ωραίες σου ιστορίες. Είπε και πετάχτηκε στην πίσω αυλή για κατούρημα. Ο Καραβιάς σκώθηκε απ’ την καρέκλα του χωρίς ούτε να χαιρετίσει. Καμπουριασμένος, κολυμπώντας μες το παμπάλαιο παλτό του που σερ νόταν κάτω, άνοιξε με τον ίδιο δειλό τρόπο την πόρτα και πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Το Αλεκάκι κοίταξε με σημασία τον καφετζή και βγήκε κι αυτός με της σειρά του να πάει στο μερεμέτι που ποτέ δε πήγαινε.
129
2 Ο Γκαβούλιας έφυγε βολίδα απ’ το καφενείο και σε μισό λεπτό έφτασε αγκομαχώντας στο πηγάδι. Βρήκε τον αρχηγό, τον Μύξα, τον Δημητράκη τον κοιμήση, τον Γκεμετζέ και τον Κεφάλα. - Αυτός ο ρουφιάνος ο κουτσός έβαλε τη Νίτσα στο μάτι, είπε κι έκατσε ανάμεσα στο Μύξα και στον Γκεμετζέ. - Και τι μας νοιάζει εμάς ρε βλάκα τι κάνουν αυτοί; Δεν είπαμε ότι δε θα μπερδευόμαστε στο τι κάνουν οι μεγάλοι; Ας βγάλουν τα μάτια τους με ταξύ τους, είπε αγριεμένος ο αρχηγός. Ο Γκαβούλιας τον κοίταξε έκπληκτος. - Καλά ρε Σπίνο, είπε κοιτώντας και τους άλλους. Ολόκληρο βράδυ δε κουβεντιάζαμε όταν μας έπιασε ο παιδονόμος που κάναμε κείνη την κα ντάδα και μας έσωσε απ’ το κάρφωμα του η Νίτσα Το ξέχασες κιόλας; Δε λέγαμε ότι η Νίτσα μας φέρθηκε ντερμπεντέρικα σα κανονικός άντρας κι ότι από δω και πέρα θα της δώνουμε τη βοήθεία μας, όποτε τη χρειά ζεται; Μιλάτε ρε και σεις μούμιες, γύρισε και τους κοίταξε ξανά όλους. Δεν είπαμε ρε ότι θα την υποστηρίζουμε όπως κάνουν οι τρεις σωματο φύλακες; Εσύ ρε Σπίνο είπες για τους τρεις σωματοφύλακες. Την πάπια κάνεις τώρα; Εσύ δεν είπες ότι θα προσέχουμε της Νίτσα όπως οι τρεις σωματοφύλακες το βασιλιά και τη βασίλισσα; - Η αλήθεια να λέγεται, πετάχτηκε ο Μύξας. Αυτά τα είπαμε. Όλοι συμφώνησαν ένας ένας. - Αυτό ρε βλάκες είναι αλλιώτικο. Άμα κυνηγούσε κανένας τη Νίτσα ή τέλος πάντων πήγαινε να της κάνει κακό, εμείς όπως δώσαμε όρκο σα τους τρεις σωματοφύλακες θα έπρεπε να πάμε να τη γλιτώσουμε. Αυτό είναι όμως άλλο πράμα. Αυτό είναι πολιτικά. - Το ίδιο είναι ρε σεις, επέμενε ο Γκαβούλιας αγανακτισμένος. Εσείς ρε είσαστε φλώρια όλοι σας. Μόνο ο Αράπης είν εντάξει. Μόνο κείνος κατα λαβαίνει όταν του μιλάω. Δεν είναι το ίδιο να σε κυνηγάν να σε σκο τώσουν ή να σ’ αρπάζουν και να σε βάζουν στη φυλακή χωρίς να’χεις κάνει τίποτα; - Εσύ ρε βλάκα που τα ξέρεις όλα και μας τα λες τόσο ωραία, πες μας τότε με το ξύπνιο το μυαλό σου τι πρέπει να κάνουμε. Ο Ανέστης θα το πει στους χωροφύλακες και θα’ρθουν εκείνοι να την πιάσουν. Εμείς ρε πολυξερίδη τι μπορούμε να κάνουμε; Ο Γκαβούλιας έξυσε αμήχανος το κασιδιασμένο του κεφάλι. - Να την πάρουμε και να την κρύψουμε στη σπηλιά, πετάχτηκε ο Δημη τράκης. Άμα κάτσει φρόνιμα, δε πρόκειται να της βρει κανείς. Μπορούμε από λίγο ο καθένας να της πηγαίνουμε να τρώει. Άμα το πούμε και στον κυρ Αριστείδη, μπορεί να στέλνει κι αυτός φαγητά. Αυτό δεν έκανε ρε
130
σεις τα Χριστούγεννα; Δε μας γέμισε μια διχτάρα ίσα με κει πάνω; Έτσι δεν είναι; Σήκωσαν όλοι τις βρώμικες χερούκλες τους και περίμεναν το σύνθημα του αρχηγού για να τις κατεβάσουν στο σβέρκο του Δημητράκη. Ο αρχη γός σουλατσάρισε για λίγο σκεφτικός και μετά είπε. - Σωστά τα είπε ο κοιμήσης. Μόνο που πρέπει να τη ρωτήσουμε πρώ τα. Άμα δε θέλει η ίδια, τότε πως θα την κρατήσουμε μέσα στη σπηλιά; Θα τη δέσουμε; Τον κοίταξαν όλοι προβληματισμένοι. Ο Αράπης που είχε έρθει πριν μερικά λεπτά κι είχε ακούσει ένα μέρος απ’ τη συζήτηση, κούνησε το χέ ρι του. - Τίποτα δε μπορούμε να κάνουμε, είπε τέλος. Άλλος κόσμος αυτός που έχουν οι μεγάλοι. Σα τους πέρσες τους βάρβαρους, που μας έλεγε ο Βεργίδης. Είναι μόνο για ν’ αρπάξουν, να κάψουν και να καταστρέψουν. - Να σκεφτεί κανείς ότι άμα μεγαλώσουμε, θα γίνουμε σα τα μούτρα τους, έκλεισε την κουβέντα ο αρχηγός. 3 Όταν ύστερα από δυο μέρες ήρθαν δυο χωροφύλακες και πήραν μαζί τους τη Νίτσα, έτυχε να είναι όλοι οι συμμορίτες μαζεμένοι στον «πα ράδεισο» παίζοντας μακριές γαϊδούρες. Σταμάτησαν το παιχνίδι τους και κοίταζαν περίλυποι τη Νίτσα που φο βισμένη κι αναψοκοκκινισμένη, ακολουθούσε τους χωροφύλακες κρα τώντας μια μικρή βαλιτσούλα κι ένα μπόγο παραμάσχαλα. Ο Γκαβούλ ιας, σα να του είχε αναθέσει κανείς να κάνει τον αντιπρόσωπο, έτρεξε κοντά της και τη ρώτησε. - Που σε παν αυτοί Νίτσα; Εκείνη γονάτισε και τον αγκάλιασε να τον φιλήσει. Ο γκαβούλιας κα τάλαβε ότι κάτι του’βαζε η Νίτσα στην τσέπη, ενώ την ίδια στιγμή του ψι θύριζε στ’ αυτί. - Αυτό το γράμμα σε παρακαλώ να φροντίστε να φτάσει στη διεύθυνση που γράφει πάνω. Τον φίλησε και σκώθηκε. Ο γκαβούλιας της έκλεισε το μάτι. - Εμείς να ξέρεις Νίτσα, είμαστε με το μέρος σου και σ’ αγαπάμε. Ο ασφαλίτη τον άρπαξε με της χερούκλα του απ’ το σβέρκο και τον πέ ταξε μακριά σα πατσαβούρι. - Αϊ τσακίσου από δω μπάσταρδε, είπε κι έκανε μια κίνηση σα να’θελε να τον ξαναρπάξει. Έπιασε τη Νίτσα απ’ το μπράτσο και την τράβηξε με δύναμη. -Άσε τα πολλά λόγια και τα σάλια και πάμε, της είπε και την αγριοκοίτ αξε.
131
Ο Γκαβούλιας έτρεξε κοντά στους άλλους κι άνοιξε με λαχτάρα το γράμμα. Ο αρχηγός του τ’ άρπαξε απ’ το χέρι κι άρχισε να διαβάζει. Μανόλη Η ασφάλεια μ’ έπιασε και δε ξέρω που θα με στείλουν και τι θα με κά νουν. Δεν έχω καθόλου χρόνο να σε γράψω, γιατί ο χωροφύλακας είναι δω μέσα στο σπίτι και με παρακολουθεί να μαζεύω τα πράματα μου. Τις λίγες αυτές γραμμές στις γράφω μέσα στην τουαλέτα. Φοβάμαι πολύ Μανόλη μου. Βοήθησέ με Σ’ αγαπώ Νίτσα Ο αρχηγός γύρισε το χαρτί απ’ την άλλη μεριά και διάβασε τη διεύθυνση, χωρίς όμως να καταλάβει και πολλά πράματα. - Να το βάλουμε ρε σ’ ένα φάκελο και να το δώσουμε στον ταχυδρόμο τον Ερμή, πρότεινε ο Κεφάλας. - Ναι αλλά γραμματόσημο; ρώτησε ο Αράπης. - Δε χρειάζεται ρε μάπα. Η διεύθυνση είναι φανταρίστικια. Και μένα που ο μεγάλος μου αδερφός είναι φαντάρος, του στέλνουμε γράμματα χωρίς γραμματόσημο. Μόνο ένα φάκελο χρειαζόμαστε και να γράψουμε απ’ έξω αυτή της διεύθυνση. Το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Η λογοκρισία δε το άφησε να περάσει. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18ο 1 Η Σταματούλα κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη και πήρε τη χτένα να χτενίσει λίγο τα μαλλιά της. Έριξε μια ματιά στην αδερφή της που κοι μόταν από χτες το βράδυ μετά την ένεση που της έκανε ο γιατρός. Τι κοιμόταν δηλαδή; Όλη νύχτα αγκομαχούσε από εφιάλτες. Κάτι, ή κά ποιοι την κυνηγούσαν, ή τέλος πάντων προσπαθούσαν να της κάνουν κακό κι εκείνη στριφογύριζε στα μουσκεμένα απ’ τον ιδρώτα στρωσίδια της. - Τζακ.....Τζακ....Τζακ, φώναζε όλη νύχτα σα να ζητούσε βοήθεια. Η Σταματούλα πηγαινοερχόταν με μια βρεμένη πετσέτα και της δρόσιζε το μέτωπο που έκαιγε σα να’ταν πυρωμένο σίδερο. Τη χάιδευε, της μι
132
λούσε, τη φιλούσε κι έκλαιγε σχεδόν όλη νύχτα παν’ απ’ το κεφάλι της για το κακό που τις βρήκε. Τώρα το πρωί, απ’ το ξημέρωμα ακόμα, η Εύα είχε ησυχάσει και κοι μόταν σα πουλάκι. Οι εφιάλτες που τη βασάνιζαν την άφησαν και φαίνε ται πως κάποιο καλό όνειρο ήρθε στη θέση τους και την έκανε να χαμο γελάει με κείνο το πλατύ αγγελικό της χαμόγελο. - Αχ!! αναστέναζε η Σταματούλα. Και μόνο μ’ αυτό σου το χαμόγελο θα μπορούσες να’χεις όλους τους άντρες στα πόδια σου. Εσύ όμως κακομ οίρα μου κόλλησες σα το μουλάρι σ’ ένα φάντασμα. Καλά έλεγε η μάνα μας ότι από μικρή ήσουν ψυχανεμισμένη. Πρέπει τώρα που κοιμάται ακόμα, να πάω να ψωνίσω καναδυό πρά ματα, σκέφτηκε και χαμογέλασε στη σκέψη ότι θα περάσει απ’ το φούρ νο. Πάνε τώρα τόσες μέρες που κατάλαβε ότι κείνος ο βοηθός του κυρ Θά νου ενδιαφέρεται γι’αυτήν. Λαλάκη έμαθε πως τον λένε, αλλά δε τόλμησε να ρωτήσει Ποιο είναι το κανονικό του όνομα. Μάλλον θα τον βάφτισαν Αλέξαντρο. Άμα γνωριστούν καλύτερα και προχωρήσουν λίγο τα πράμα τα, τότε θα τον απαγορέψει να δέχεται να τον φωνάζουν Λαλάκη. - Ακούς εκεί κοτζαμάν γάιδαρος της παντρειάς και να τον λένε Λαλάκη; Χαμογέλασε με τη σκέψη ότι αποκτούσε από τώρα δικαιώματα πάνω του. - Ακόμα δε τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε, μουρμούρισε. Ποτέ μέχρι τώρα είν’ η αλήθεια δε σκέφτηκε ότι μπορεί να βρεθεί άν θρωπος που να ενδιαφερθεί γι’αυτήν. Από μικρό κοριτσάκι ζούσε πισ’ απ’ την αδερφή της κι έτσι τα είχε κανονίσει η σχωρεμένη η μάνα τους. - Πρέπει και τώρα, αλλά ακόμα περισσότερο όταν κλείσω τα μάτια μου, να στέκεσαι σα το φύλακα άγγελο κοντά της. Αυτή είναι λίγο παραπάνω ευαίσθητη. Αν δεν την προσέχει κάποιος, θα χαθεί. Πρώτη φορά, τώρα αυτές τις μέρες, πρόσεξε ότι ένα παλικάρι την κοι τούσε με διαφορετικό τρόπο. Δεν ήξερε από τέτοια, αλλά χωρίς να το κα ταλάβει ένοιωσε μέσα της μια αναστάτωση που δε την είχε ξανανιώσει μέχρι τώρα. - Κοίτα τι έπαθα απ’ το τίποτα, σκέφτηκε. Της φάνηκε ότι όλο της το αίμα ανέβηκε στα μούτρα της και το χέρι της πήγε ασυναίσθητα, έτσι τελείως από μόνο του, στο στήθος της. Χτενί στηκε για πρώτη φορά εδώ και χρόνια προσεχτικά. Έριξε μια τελευταία ματιά στην αδερφή της που συνέχιζε να κοιμάται και να χαμογελάει. Τσίτωσε το κορμί της και κοιτάχτηκε προσεκτικά στον καθρέφτη γυρνώντας μπρος πίσω, αλλά δεν έμεινε πολύ ευχαριστημένη. Λίγο μπόι σε λείπει σίγουρα Σταματούλα αλλ’ αυτό διορθώνεται, είπε και φόρεσε τις κόκκινες γόβες της Eύας. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη, όμως και πάλι δεν έμεινε ευχαριστη μένη. Ξεκρέμασε απ’ τη ντουλάπα μια άσπρη μάλλινη μπλούζα και μια
133
βυσσινιά φούστα της Εύας και τα φόρεσε. Κοιτάχτηκε για μια ακόμα φο ρά στον καθρέφτη και χαμογέλασε ευχαριστημένη. Άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε έξω αεράτη και χαρούμενη. Κατεβαίνοντας το δρόμο δίπλα στο λάκκο άκουγε τα τακούνια απ’ τις κόκκινες γόβες να χτυπάν δυνατά πα στο τσιμεντένιο πεζούλι κι ένοιωσε για δεύτερη φορά ότι είναι γυναίκα. Αυτός ο ρυθμικός ήχος που έβγαζαν τα τακούνια της έτσι πως περπατούσε, αυτό το τοκ...τοκ... τοκ πάνω στο τσιμέντο γέμιζε το στήθος της μ’ ένα φούντωμα, μια έξαψη, ένα φούσκω μα θα έλεγε, που της φαινόταν σα να περπατούσε σ’ έναν φανταστικό κόσμο. Σα να πετούσε κι όλοι στέκοντάν και την κοιτούσαν με θαυμα σμό. Ένα γλυκό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της. - Επιτέλους ένοιωσες και συ για πρώτη φορά γυναίκα, μουρμούρισε μέσα στον ενθουσιασμό της. Άργησες μερικά χρόνια, αλλά τελικά το κα τάφερες. Οχι βέβαια πως είχε κάνει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Μόνο του ήρθε. Με μια ματιά που δεν ήταν σα τις άλλες ματιές που της είχαν ρίξει κατά καιρούς οι άντρες και που μοιάζαν περισσότερο με ματιές συμπόνιας. Ο Λαλάκης, το καταλαβαίνει τώρα ακόμα καλύτερα, την κοίταξε διαφο ρετικά. Ερωτικά την κοίταξε όπως είχε διαβάσει μια μέρα σ’ ένα περιοδι κό. Και τι σήμαινε ερωτικό δε μπορούσε να το ξεκαθαρίσει ακριβώς. Υ ποψιαζόταν ότι κι ο Λαλάκης θα ένιωθε το ίδιο όπως αυτή και θα ήθελε και κείνος ακριβώς το ίδιο. Να πιαστούν απ’ το χέρι και να κοιτάζονται στα μάτια. Αυτό είν’ ο έρωτας κι είναι και πολύ ωραίο μάλιστα. Αυτό το φούντωμα στο στήθος είναι, που ας είναι να μη περάσει ποτέ. -Αχ θεέ μου, είπε ασυναίσθητα και σταυροκοπήθηκε από μέσα της κα θώς έσπρωχνε την πόρτα του φουρνάρικου. - Καλώς το καινούριο μας το κορίτσι, έβαλε μια χαρούμενη φωνή ο Θάvoς και πετάχτηκε από μέσα. Άσε, είπε στον αδερφό του. Το κορίτσι θα το σερβίρω εγώ. Τι επιθυμείτε δεσποινίς; Μισό μαύρο και μισό άσπρο. - Αμέσως. Άρπαξε το μαχαίρι κι ένα μαύρο ψωμί κι έκανε να το κόψει. Απότομα σα να θυμήθηκε κάτι, γύρισε το κεφάλι του προς το πατάρι κι έβαλε μια φωνή. - Ρε συ Λαλάκή, δε φέρνεις εν’ από κείνα τα ξεροψημένα που κρατάμε για τους καλούς κι αγαπητούς πελάτες; Άντε φέρε ένα μαύρο κι ένα ά σπρο να περιποιηθούμε εδώ την καινούρια μας γειτόνισσα. Ο Λαλάκης κατακόκκινος και τρέμοντας κατέβηκε σχεδόν κουτρουβα λώντας την απότομη σκάλα με τα δυο ψωμιά παραμάσχαλα. Κάτι φαίνε ται είδε κάτω στο πάτωμα κι έσκυψε να το μαζέψει. Ζάρωσε κει κάτω πισ’ απ’ τον πάγκο και κοίταζε τ’ αφεντικό του σα δαρμένος σκύλος. Ε
134
κείνος τον κλωτσούσε με το πόδι του και του’κανε νόημα να σκωθεί. Στο τέλος είδε κι απόειδε ότι ο Λαλάκης δε το’χε σκοπό κι έβαλε τις φωνές. -Άντε σήκω από κει κάτω καημένε. Σήκω να πεις μια καλημέρα στο κο ρίτσι. Τι κρύφτηκες λες και θα σε φάνε; Ο Λαλάκης έβγαλε το κεφάλι του και σκώθηκε σιγά σιγά. Κρατούσε και με τα δυο του χέρια σφιχτά τον πάγκο, γιατί έτσι που τρέμαν τα πόδια του σίγουρα θα έπεφτε κάτω φαρδύς πλατύς αν δε κρα τιόταν γερά από κάπου. Κοίταξε ψευτοχαμογελώντας της Σταματούλα και με άπνοη φωνή κα τάφερε να πει. - Καλημέρα σας δεσποινίς.... Τι κάντε; - Πολύ καλά ευχαριστώ, είπε θαρραλέα εκείνη απορώντας και με τον ίδιο της τον εαυτό. Σε άλλη περίπτωση μπορεί και να το έβαζε στα πόδια, αλλά τώρα αι στανόταν μια χαρά. Ήταν σίγουρη ότι αυτό το τοκ...τοκ...τοκ απ’ τα κόκ κινα γοβάκια π’ ακόμα τ’ άκουγε μέσα της, ήταν αυτό που τη γέμιζε θάρ ρος κι αυτοπεποίθηση. - Ρε τι σου κάνει ένα ζευγάρι γοβάκια, σκέφτηκε. Πήρε τα ψωμιά που της έδωσε ο κυρ Θάvoς και γυρνώντας στον Λα λάκη είπε. - Ευχαριστώ πολύ Αλέξαντρε. Ο Λαλάκης σκεδόν λιποθύμησε. Πρώτη φορά στα τόσα χρόνια κάποιος τον έλεγε με το καλό του όνομα. Κοίταξε τ’ αφεντικό του μ’ αμηχανία. Ε κείνος του’κλεισε το μάτι με σημασία και είπε χαμογελώντας. - Από δω και πέρα τη δεσποινίδα θα τη σερβίρουμε απ’ τα κρατημένα τα ψωμιά. Δεν είναι μόνο καλή πελάτισσα, αλλά είναι και δικός μας άν θρωπος. Γύρισε στη Σταματούλα και ρώτησε. -Έτσι δεν είναι δεσποινίς; Εκείνη τίναξε με σκέρτσο το κεφάλι της, έκανε μια στροφή επί τόπου προς την πόρτα και γυρνώντας με χάρη το κεφάλι της προς τα πίσω α πάντησε. -Έτσι ακριβώς κυρ Θάνο μου. 2 Όταν η Σταματούλα γύρισε χαρούμενη στο σπίτι, βρήκε την αδερφή της καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη να χτενίζεται. - Έχω Εύα μου συνταρακτικά νέα. Που να στα λέω. Εκεί στο φούρνο που πήγα...:. Σταμάτησε απότομα. Κάτι δε πάει καλά, σκέφτηκε.
135
Η αδερφή της στεκόταν ακίνητη και χτένιζε αργά και μονότονα μόνο της μια μεριά του κεφαλιού της. Ούτε καν είχε καταλάβει τη Σταματούλα που μπήκε. - Εύα, είπε δισταχτικά εκείνη. Είσαι καλά; Δεν της απάντησε. Πήρε το κραγιόν της κι άρχισε να βάφεται. Τι να βά φεται δηλαδή που αυτή πασαλειβόταν. Απότομα σκώθηκε απ’ της θέση της και γύρισε προς της Σταματούλα. - Έμαθα, είπε και γέλασε δυνατά, ότι έρχεται ο Τζακ. Θα πάω στο λι μάνι να τον υποδεχτώ. Επιτέλους ήρθε να μας πάρει. Άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε έξω. Αχτένιστη και βαμμένη σα καρνα βάλι, πήρε τον κατήφορο για την αγορά. Η Σταματούλα έτρεξε ξωπίσω της παρακαλώντας την. - Γύρνα πίσω κορίτσι μου. Που πας τέτοια χάλια; Ποιος σε είπε ότι ήρθε ο Τζακ; Απάντηση δεν έπαιρνε όσο κι αν μιλούσε όσο κι αν παρακαλούσε. Η Εύα συνέχιζε το δρόμο της για το λιμάνι με την Σταματούλα πίσω της να κλαίει και να παρακαλάει. Όπως πήγαιναν ο κόσμος τις έκανε χάζι και τις κορόιδευε. -Άλλος για το λεμπέτ, άλλος για το τρελάδικο, φώναξε κάποιος ενώ ένα σωρό αργόσχολοι άρχισαν να τις ακολουθούν και να τις κοροϊδεύουν. Από κείνη τη μέρα και κάθε πρωί η Εύα ξεκινούσε απ’ το σπίτι της και κατέβαινε στο λιμάνι να περιμένει τον αγαπημένο της Τζακ. Τις πρώτες μέρες πήγαινε μαζί της κι η Σταματουλα παρακαλώντας τη σ’ όλο το δρόμο να προσπαθήσει να συνέλθει. Αφού στραβώθηκαν τα μάτια της απ’ το κλάμα, στο τέλος είδε κι απόει δε ότι το πράμα δεν έπαιρνε γιατρειά και προσπάθησε να είναι όσο γίνε ται Ποιο καλή κι ευγενικιά μαζί της. Κάθε μέρα που περνούσε, τόσο περισσότερο η Εύα εγκατέλειπε τον εαυτό της. Έφευγε όλο και Ποιο νωρίς το πρωί τελείως αχτένιστη και α ναμαλλιασμένη μ’ ένα φουστάνι σα μακριά πουκαμίσα και γυρνούσε όλο και Ποιο αργά το βράδυ σε άθλια κατάσταση. Είχε αδυνατίσει πολύ και έχασε την ομορφιά και της λάμψη της. Τις πρώτες πέντε δέκα μέρες κάθε πρωί που ξεκινούσε, την έπαιρναν από πίσω ένα σωρό παιδιά κι αργόσχολοι και της συνόδευαν κοροϊδεύο ντάς τη μέχρι το λιμάνι. Εκεί καθόταν σ’ έναν βράχο, πάνω σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν στην άκρη του λιμανιού και στύλωνε τα μάτια της πέρα μακριά στο πέλαγο. Κρατουσε σφιχτά στα χέρια της τη φωτογραφία του Τζακ κοιτώντας προ σεκτικά όλα τα καράβια που έμπαιναν στο λιμάνι. Μεγάλα, μικρά, ψαρο κάικα, ακόμα και βάρκες, προσπαθώντας να δει κάποιον που να μοιάζει στη φωτογραφία.
136
Ο Μιχαλάκης άφηνε στην αρχή ακόμα τη δουλειά του κι έτρεχε να την προστατέψει όσο μπορούσε, τουλάχιστο απ’ τις βρισιές και τις κοροϊδίες της μαρίδας που την ακολουθούσε. Την πρώτη μάλιστα μέρα πιάστηκε στο ξύλο μ’ έναν αλητήριο που έτρεχε πίσω της και κάθε τόσο τη χού φτωνε. Θα ήταν η έκτη ή η έβδομη μέρα της στο λιμάνι, όταν ο Μιχαλάκης το πήρε απόφαση. Πλησίασε και στάθηκε μπροστά της κοντά στα τρία μέ τρα. - Εύα, της είπε. Κοντεύεις να χάσεις τελείως τα λογικά σου. Εγώ ξέρεις ότι σ’ αγαπώ όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο και θέλω να σε βοηθήσω. Πες μου μια λέξη. Πες μου μόνο ότι δέχεσαι να με παντρευτείς κι εγώ δε θα κάνω τίποτ’ άλλο στη ζωή μου, παρά μόνο να σε βοηθήσω να ξεχάσεις και να τα ξεπεράσεις όλα. Είμαι ετοιμ....... Δε συνέχισε. Δε μπόρεσε να συνεχίσει, γιατί κατάλαβε ότι η Εύα ούτε τον άκουγε ούτε τον έβλεπε. Τον κοιτούσε βέβαια, αλλά ήταν σίγουρος ότι έβλεπε από μέσα του, σα να’ταν διαφανής. Τα καράβια και τις βάρκες που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι πίσω του, έβλεπε μόνο. Το κρύο, η βροχή κι ο χειμωνιάτικος ήλιος, έσκαψαν γρήγορα το απε ριποίητο πρόσωπο της. Ο κόσμος της έδωσε το παρατσούκλι της και ξέ νοιασε από δαύτη. «Τρελή του λιμανιού» τη βάφτισε ο μπαλαούρος ο χαμάλης π’ είχε την πιάτσα του στο λιμάνι, ούτε εκατό μέτρα από κει που καθόταν η Εύα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19ο 1 Σκάλισε με μανία τα βιβλία και τα τετράδια του ξετρελαμένος απ’ τα νεύρα και την απελπισιά του. - Στο διάολο, είπε δυνατά. Που στο διάολο το έβαλα; Λες να το βρήκε πουθενά η μαμά και το πέταξε; Το καλοσκέφτηκε για μια στιγμή και το απέκλεισε. Ίσα ίσα που αυτή του είχε δώσει τη διεύθυνση και του είχε επιμείνει να γράψει. Πάει κοντά ενάμιση μήνας που την ώρα που έκανε τα μαθήματά του, γύρισε η μανά του από μια επίσκεψη που είχε πάει και μπήκε χαρούμενη στην κουζίνα. - Βρε ναμκιόρ, του είπε γελώντας, αν ήξερες τι έχω δω μέσα στην τσέ πη μου, θα πηδούσες μέχρι το ταβάνι. - Τι έχεις καλέ μαμά, πετάχτηκε χαρούμενος. Γλυκό που σε κέρασαν εκεί που ήσουν; - Οχι. - Μήπως τότε μ’ αγόρασες κρινάκια;
137
- Οχι. - Ταρζάν μήπως; -Άντε στη χαρίζω, είπε η μάνα του και τον φίλησε. Σ’ έχω κάτι που θα τρελαθείς. Έχω μια διεύθυνση απ’ ένα παιδί στην Αμερική να του γρά ψεις γράμμα. Γράψε ότι είμαστε φτωχοί μπας και μας στείλει κανένα δέ μα με τίποτα ρούχα. Όλος ο κόσμος αυτό περιμένει. Γράμμα και δέμα απ’ την Αμερική. Είναι μάλιστα μερικοί που πληρώνουν όσο όσο για μια διεύθυνση. - Και συ που τη βρήκες καλέ μαμά; ρώτησε καταχαρούμενος και κρε μάστηκε στο λαιμό της. Αυτό είναι το καλύτερο δώρο. Πλήρωσες; - Μου την έδωσε η Λαζαρίδου που είμαστε φιληνάδες από μικρά κορί τσια. Πάρτη τώρα να γράψεις κι ο θεός βοηθός. 2 Θα σκάσει τώρα που δε βρίσκει το αντίγραφο απ’ το γράμμα. Το έχει διαβάσει είν’ η αλήθεια ίσα μ’ εκατό φορές και μπορεί να το ξαναγράψει γιατί το θυμάται απ’ έξω κι ανακατωτά. Όχι πως θυμάται τι γράφει ακριβώς σ’ αυτή την παράξενη γλώσσα με τ’ αλαμπουρνέζικα γράμματα, αλλά έχει μάθει πολύ καλά όλες κείνες τις παράξενες γραμμούλες με τις ουρίτσες, όπως τις έκανε ο μπάρμπα Γιάν νης που του έγραψε το γράμμα. Δε ξέρει τι λεν οι λέξεις ακριβώς, αλλά μπορεί να σχεδιάσει όλα τα γράμματά τους. Δίπλα σ’ εκείνα τα παράξενα γράμματα είχε γράψει μ’ ελληνικά τις ίδιες λέξεις, όπως ακριβώς του τα έλεγε και του τα ξηγούσε με πολύ υπομονή είν η αλήθεια, ο μπάρμπα Γιάννης. Έτσι π’ αναποδογύριζε τα βιβλία και τα τετράδια, έπεσε το γράμμα απ’ το τετράδιο της αντιγραφής. Το ξεδίπλωσε με λαχτάρα και το κοίταξε κα λά καλά όπως το είχε κάνει τόσες φορές ως τώρα. Ι is Dimitrakis (Άι ιζΔημητράκης) Ι lov is amerika big gκeek smol (ΆιλάβιζΑμέρικα μπίγκ γκρίκ σμόλ) Money is nο
(Μάνεί ιζνο)
Mαry kristmas υρ αn hour
(Μαίρη κρίστμας απ’ εν άουαρ)
- Τι έγραψες μπάρμπα Γιάννη, είχε ρωτήσει. Ο μπάρμπα Γιάννης έβγαλε τα σακατεμένα του γυαλιά που απορούσες πως κατάφερνε και τα στήριζε μπροστά στα μάτια του, τον κοίταξε σοβα ρά και του είπε.
138
- Εδώ παλικαράκι μου τα γράψαμε όλα. Και κείνα που λέγονται και κεί να που δε λέγονται. Άκου τώρα να δεις τι ωραία του τα λέμε του φίλου σου κει πέρα στην Αμερική. Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει τάχα με μεγάλη προσοχή. - Εμένα που με βλέπεις είμαι ο Δημητράκης και πάω στην τρίτη τάξη. Τρίτη δε πας; ρώτησε για να σιγουρευτεί ο μπάρμπα Γιάννης. - Ναι, έγνεψε χαρούμενος ο Δημητράκης. Ο μπάρμπα Γιάννης συνέχισε με καμάρι. - Είμαστε όλοι καλά και το αυτό επιθυμούμε και για σας εκεί πέρα. Σταμάτησε για μια στιγμή να πάρει αναπνοή ή ίσως για να μπορέσει να κάνει σωστά τη μετάφραση. - Εμείς εδώ, συνέχισε, στη μικρή Ελλάδα αγαπάμε τη μεγάλη Αμερική κι ευχόμαστε ο θεός να σας έχει καλά για να μπορείτε να μας βοηθάτε μια κι είμαστε φτωχοί. Καλά Χριστούγεννα κι ευτυχές το νέο έτος. Έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο με την ανάποδη του χεριού. - Σ’ άρεσε; ρώτησε. Ο Δημητράκης δε φάνηκε ευχαριστημένος. - Που τα γράφει όλα αυτά που με λες μπάρμπα Γιάννη; ρώτησε. Εδώ στη γλώσσα τους δεν είναι ούτε δυο αράδες. Ο μπάρμπα Γιάννης αγρίεψε. - Εσύ ρε παιδί μου με φαίνεται ότι είσαι πολύ χοντροκέφαλος. Στ’ αμε ρικάνικα ρε συ δε χρειάζονται οι πολλές κουβέντες και τα πολλά λόγια. Με τρεις γραμμές λες ένα ολόκληρο φύλο στα δικά μας. Να πάρε για πα ράδειγμα αυτή της γραμμούλα εδώ, είπε και του’δειξε το πρώτο γράμμα. Είναι κατά πως το βλέπεις μια γραμμούλα από πάνω προς τα κάτω. Σα το δικό μας το γιώτα το κεφαλαίο δηλαδή. Ε, λοιπόν ξέρεις τι θα πει αυτό το ένα γραμματάκι - Τι θα πει μπάρμπα Γιάννη; - Θα πει «εγώ». Κατάλαβες τώρα. Ένα γράμμα δικό τους τρία δικά μας. Υπάρχουν και γράμματα δικά τους που είναι όσο δέκα δικά μας. - Πω, πω έκανε ο Δημητράκης. Καλέ θειο αυτοί με πέντε λόγια θα λένε ολόκληρο παραμύθι. - Μπράβο. Γεια στο στόμα σου λεβέντη μου. Ο μπάρμπα Γιάννης έξυσε αμήχανα το κεφάλι του. - Δε θυμάμαι αν στο είπα, αλλά έγραψα ότι είσαι και φτωχαδάκι μπας και σε στείλει κανένα δέμα. - Μπράβο μπάρμπα Γιάννη. Για το δέμα στέλνω το γράμμα. Ε ρε και να’ρθει καμιά δεματάρα να σωθούμε. Από τη μέρα που έστειλε το γράμμα, ούτε ύπνος του κολλούσε. Όλη μέρα στο σχολείο την ώρα που διάβαζε, στο σπίτι, αλλά ακόμα και στα
139
παιχνίδια το μυαλό του ήταν στο δέμα με τα χίλια καλά που θα’ρχονταν απ’ την Αμερική. Ούτε στον ύπνο του έβρισκε ησυχία. Κάθε βράδυ σχεδόν έβλεπε το ίδιο όνειρο, ότι τάχα ερχόταν ο ταχυδρόμος μ’ ένα τεράστιο δέμα που το κoυ βαλούσε με πολύ κόπο στην πλάτη του. - Ελάτε. Πάρτε το από πάνω μου, έλεγε μόλις έφτανε στην πόρτα τους. Ξεμεσιάστηκα να το κουβαλάω απ’ την Αμερική μέχρι εδώ. Σίδερα έχει μέσα το άτιμο κι είναι τόσο βαρύ κι ασήκωτο - Καλέ λεφτά έχει μέσα, πετιόταν η μάνα του. Έχει απ’ τ’ αμερικάνικα τα πράσινα φλουριά. Σωθήκαμε καλέ. Τίποτα δε θα μας λείψει από δω και μπρος. Το φανάρι μας θα είναι πάντα γεμάτο και θ’ αγοράζουμε μόνο χάσικο ψωμί. Θα πάρουμε και παγωνιέρα. Ωραίο ήταν τ’ όνειρο δε μπορεί να πει κι ας το’βλεπε το ίδιο κι απαράλ λαχτο κάθε βράδυ. Αλλά τι να το κάνεις που ήταν μόνο όνειρο; Κάθε μέρα μόλις ερχόταν απ’ το σχολείο το πρώτο πράμα που ρωτού σε τη μάνα του ήταν αν έφτασε το δέμα του. Τόσο πολύ το είχε βάλει στο μυαλό του και τέτοια ήταν η λαχτάρα του, που ήταν σίγουρος ότι θα’ρχονταν. Το είχε μάλιστα πει και στη συμμο ρία, αν και στην αρχή το κρατούσε μυστικό. -Έγραψα γράμμα στην Αμερική σ’ ένα παιδί, είπε μια μέρα. - Γράμμα περιμένεις; τον ρώτησε ο Γκαβούλιας. Ο Δημητράκης ξαφνιάστηκε. - Τι γράμμα ρε βλάκα. Τι να το κάνω το γράμμα. Όποιος γράφει στην Αμερική περιμένει δέμα. 3 Ούτε δέμα ούτε γράμμα, του απαντούσε κάθε μέρα που τη ρωτούσε απογοητευμένη η μάνα του. Κάλπικη διεύθυνση μας έδωσε πανάθεμά την που είναι και σαράντα χρόνια φιληνάδα. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε, αλλά τίποτα. Έχει αρχίσει ν’ απο γοητεύεται. Ξανακοίταξε το γράμμα κι έστυψε για μια ακόμα φορά το κε φάλι του μπας και καταλάβει τι γράφαν αυτά τ’ ακαταλαβίστικα. Να πάει να ρωτήσει τον κυρ Αριστείδη. Αυτός ξέρει ένα σωρό πράματα. Μπορεί να ξέρει κι απ’ αυτά. - Για στάσου ρε βλάκα, πετάχτηκε πάνω χαρούμενος. Φτου να πάρει ο διάολος. Πως δε το σκέφτηκε μέχρι τώρα; Βέβαια. Έτσι είναι βέβαια, είπε μόνος του γελώντας. Ο πάππους ρε βλάκα σε είπε ότι όταν πήγε στην Αμερική, έκανε ένα μήνα να πάει κι ένα μήνα για να γυρίσει. Άντε πες ότι πήραν οι άνθρωποι το γράμμα σου τώρα. Ε, δε θέλουν και λίγο καιρό να το διαβάσουν και να ετοιμάσουν το δέμα; Τι διάολο χωρίς να ξέρουν ότι θα τους στείλεις γράμμα αυτοί θα είχαν έτοιμο ολόκληρο δέμα; Και μετά δε θέλει άλλον ένα μήνα να’ρθει από κει μέχρι δω; Βαλε και ένα σωρό
140
βλακείες και καθυστερήσεις όπως άκουσε μια μέρα τον φούρναρη να παραπονιέται στον Ερμή τον ταχυδρόμο. Ουυυ…. Ουυυ…. Κοντά άλλο τόσο καιρό θα κάνει να’ρθει η δεματάρα του. Μόνο μη κάνει κάνα λάθος ο ταχυδρόμος και το πάει σε κανέναν άλλον και τρέχα τότε συ να βρεις άκρη, όπως τότε που τους είχαν μοιράσει στο σχολείο κίτρινο τυρί και βούτυρο αμερικάνικο σε κάτι μεγάλα ντενεκε δένια κουτιά που τα λέγαν κονσέρβες και δικαιούνταν κάθε δυο παιδιά κι απ’ ένα τέτοιο κουτί. Τα πήρε παραμάσχαλα ένας συμμαθητή του απ’ τα λαζαίϊκα που ήταν να τα μοιράσει μαζί του κι έγινε άφαντος. Ο Δημητράκης πήγε με κλάματα στη διευθύντρια και το ανάφερε. Την άλλη μέρα ο συμμαθητή του έκανε τον χαζό. - Εγώ κυρία τ’ άφησα εκεί έξω στο πεζούλι γιατί νόμισα ότι θα τα πάρει αυτός και θα πάμε να τα μοιράσουμε στο σπίτι τους. Αλλά αυτός ο κοιμι σμένος τα παράτησε και τώρα παν χάθηκαν . Έφαγα και ξύλο απ’ τον πατέρα μου. 4 Ο Αράπης έσπαζε πλάκα μαζί του. - Τoυς έγραψες ρε μάπα στο γράμμα σου τι θέλεις να σε στείλουν; -Όχι, είπε μουδιασμένος. - Ε, τότε μπορεί να την πατήσεις σα τον Παρασκευά τον κουρέα, που τον στείλαν ίσα με είκοσι παρδαλές γραβάτες κι άλλα τόσα μακριά σώ βρακα γιατί λέει ότι εκεί κάνει πολύ κρύο και πρέπει τα σώβρακα τους να είναι μέχρι τις πατούσες τους. Ποίος σ’ έγραψε ρε συ το γράμμα; - Ο μπάρμπα Γιάννης. - Καλά ρε συ, πετάχτηκε ο Κεφάλας. Βρήκες ώρα που ήταν ξεμέθυστος για να σε γράψει γράμμα; Ο Δημητράκης πολύ στεναχωριόταν μ’ όλ’ αυτά. Τώρα όμως που είχε κάνει μια χαρά το λογαριασμό του με τις μέρες, ήταν σίγουρος ότι το δέ μα ήταν στο δρόμο. Με τη σκέψη του τον έπαιρνε το βράδυ ο ύπνος. - Ας είναι τυχερό μας αυτό το γράμμα να είναι αιτία να δούμε και μεις μια άσπρη μέρα. Να γυρίσει ρε παιδί μου και για μας ο τροχός, έλεγε η μάνα του. Κάθε μέρα θα σε κάνω απ’ ένα βάζο γλυκό να το τρως μόνος σου μέχρι να σκάσεις και κάθε Κυριακή θα κάνουμε αρνάκι με ρύζι στο φούρνο. - Αρνάκι με ρύζι στο φούρνο. Πως την είχε πατήσει έτσι σα τον αγράμμ ατο; Όσο ζει δε πρόκειται να το ξεχάσει. Ίσως να φταίει ο θειος Πελοπί δας. Τι ίσως, που αυτός φταίει στα σίγουρα. Τόσο χρονώ έγινε και δε βρήκε μια γυναίκα να παντρευτεί. Τώρα π’ έγινε σαν τον πατέρα του, βρήκε μια χήρα απ’ το νησί απέναντι για να κάνει σπίτι και οικογένεια.
141
Το θυμάται πολύ καλά ο Δημητράκης το περσινό του πάθημα. Ήταν του Κωνσταντίνου και Ελένης κι ο θείος Πελοπίδας του ζήτησε να πάει μαζί του στο νησί, όπου θα πήγαινε να ζητήσει απ’ τους δικούς της τη γυναίκα. - Γιορτάζει ο μπαμπάς μεθαύριο, είπε ο Δημητράκης με το μυαλό του στο καλό φαγητό που σίγουρα θα είχαν κείνη της μέρα μια κι η γιορτή έπεφτε Κυριακή. - Θα φύγουμε την Παρασκευή τ’ απόγεμα και θα είμαστε πίσω το Σάβ βατο το βράδυ. θα γλιτώσεις και το Σαββατιάτικο σχολείο. Το Σάββατο όμως είχε πιάσει τρικυμία κι οι βάρκες δε μπορούσαν να τους πάνε στο καΐκι. Το ίδιο και την άλλη μέρα και μόνο της Δευτέρα κα τάφεραν να μπουν στο καΐκι και να γυρίσουν. Μόλις έφτασε στο σπίτι, η μάνα του έβαλε τα γέλια. - Άτυχος είσαι κακομοίρη μου. Χτες στη γιορτή του μπαμπά είχαμε αρ νάκι με ρύζι στο φούρνο. Ο Θάνος το πέτυχε τόσο που ήταν να γλύφεις τα δάχτυλά σου. Αρνάκι με ρύζι στο φούρνο. Ο Δημητράκης έβαλε τα κλάματα. Δεν είχε φάει ποτέ του τέτοιο φαγητό, αλλά καταλάβαινε ότι ήταν το καλύτερο απ’ όλα αφού όταν παίζαν με της συμμορία το να’χαμε τι να’χαμε, ένα παι χνίδι όπου ο καθένας με της σειρά έπαιρνε το λόγο κι αφού έβαζε ένα καλό φαγητό στο μυαλό του έλεγε. - Να’χαμε, τι να’χαμε; Λέγαν όλοι με τη σειρά ένα φαγητό κι όποιος έβρισκε εκείνο που είχε βάλει στο νου του αυτός που έκανε τη μάνα κέρδιζε και καμωνόταν πως το έτρωγε με μεγάλη όρεξη. Το καλύτερο φαγητό που χαιρόταν να το βρίσκουν και να το τρων έστω και στα ψέματα όλοι, ήταν το αρνάκι στο φούρνο. Είχε γίνει μάλιστα κι ολόκληρη φασαρία. Ο Γκαβούλιας με το Βλάχο είχαν μαλώσει και δε μι λούσαν για μέρες για το αν ήταν καλύτερο τ’ αρνάκι με πατάτες, ή με ρύ ζι. Ο Δημητράκης πάντως το ήθελε με ρύζι. - Μια των ημερών θα το κάνουμε κι αυτό το ρημάδι τ’ αρνάκι με ρύζι στο φούρνο, να σε φύγει το ντέρτι του’λεγε η μάνα του. Και τώρα - αχ αυτός ο άτιμος ο θείος Πελοπίδας με τα γαμπρίσματα του - έγινε το φαγητό κι αυτός δεν ήταν εδώ να φάει. Η θεια του, που όπως λέγαν είχε τον τρόπο της και απ’ όλα τα καλά στο σπίτι της, προσπάθησε να τον παρηγορήσει. θεις να άλλη σε φιλέψουμε. Κυριακή θα κάνω εγώ αρνάκι με ρύζι στο φούρνο και να’ρ- Την Την Κυριακή όταν πήγε στη θεια του εκείνη είχε αλλάξει γνώμη κι έκανε κοτόπουλο με πατάτες τηγανητές. Δε μπορεί να πει. Και το κοτόπουλο ήταν φαγητό να σε τρέχουν τα σάλια, αλλά τ’ αρνάκι με ρύζι στο φούρνο κρεμάστηκε στη μύτη του.
142
- Άμα έρθει δέμα απ’ την Αμερική και φλουριά δικά τους όπως τα λες μαμά θα με κάνεις αρνάκι με ρύζι στο φούρνο; - Κάθε μέρα αρνάκι με ρύζι θα τρώμε παλικάρι μου. Αφού σε λέω ότι θα τρώμε με χρυσά κουτάλια. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20ο 1 Αυτή η εφημερίδα των Αθηνών είχε τώρα τελευταία λυσσάξει να γράφει κάθε μέρα πύρινα άρθρα και να καταγγέλλει την κατασπατάληση όπως έγραφε της αμερικάνικης βοήθειας. «Η βοήθεια που μας στέλνει η μεγάλη μας φίλη χώρα δε φτάνει, έγραφε χτες στο τελευταίο της άρθρο, ούτε στα χέρια κι ακόμα περισσότερο στα στομάχια του λαού. Άρπαγες και κομπιναδόροι, κατά την λαϊκήν έκφρασιν, έχουν επιπέσει μετά ληστρικής μανίας επί της βοηθείας ως ύαιναι επί πτώματος. Η κυ βέρνησης οφείλει να ερευνήσει ενδελεχώς το θέμα και να οδηγήσει εις τας φυλακάς όλους αυτούς τους κυρίους που καταχρώνται της εμπιστο σύνης ήαν επέδειξεν προς αυτούς η πολιτεία». Ο Μαργαρίτης όταν τα διάβασε είν αλήθεια ότι ανησύχησε. Ήξερε πολύ καλά αυτός από πρώτο χέρι, τι γινόταν. Έπιασε ένα πρωινό τον Σαϊκο γλου πριν ξεκινήσει με το φορτηγό και τον ρώτησε. - Μπαρούτι μου μυρίζει κύριε Φιλήμων. Λέτε να μας πιάσει και μας κα μιά τσιμπίδα; Εκείνος γέλασε με τον ανοιχτόκαρδό του τρόπο. - Άντε βρε μπουνταλά. Μη φοβάσαι. Το κόλπο είναι μεγάλο και γίνεται σ’ όλη της χώρα. Εδώ εμείς είμαστε μόνο τα μικρά τα ποντικάκια. Μπο ρούν σε παρακαλώ τα ποντικάκια να φαν όλη την αποθήκη με το στάρι; Γέλασε δυνατά με το πετυχημένο του παράδειγμα. - Μην ανησυχείς συνέχισε και τον χτύπησε προστατευτικά στον ώμο. Φαίνεται ότι αυτοί εκεί στην εφημερίδα μυρίστηκαν ψητό και φωνάζουν για ν’ αρπάξουν κι αυτοί κάνα ξεροκόμματο. Θα το πάρουν και θα βγά λουν το σκασμό. Στο κάτω κάτω εμείς έχουμε γερό προστάτη. Έχουμε το βουλευτή μας. Ο Μαργαρίτης ησύχασε, αλλά οι μέρες περνούσαν κι η εφημερίδα συ νέχιζε το χαβά της. «... Οι άνθρωποι αυτοί που νέμονται την βοήθειαν της μεγάλης μας προ στάτιδος της Αμερικής, είναι χειρότεροι των κομουνιστών και του κομου νιστικού κινδύνου και πρέπει πάραυτα να συλληφθούν και να δώσουν λόγο εις την δικαιοσύνην, ως προδόται και εχθροί του έθνους και του λαού. Μόνον θάνατος αξίζει εις αυτούς τους απάτριδες...».
143
Ο Μαργαρίτης περίμενε την άλλη μέρα το πρωί τον Σαϊκογλου, μετά που φόρτωσε, μπροστά στην αποθήκη. - Τον κύριο Φιλήμονα περιμέντε; τον ρώτησε το παιδί που βγήκε να σκουπίσει το πεζοδρόμιο. - Ναι. - Δεν είναι δω, είπε χαρούμενο το παιδί που του δινόταν η ευκαιρία να δώσει πληροφορία. Έφυγε χτες βράδυ σε ταξίδι. - Και πότε θα γυρίσει; ρώτησε ανήσυχος ο Μαργαρίτης. - Δεν ξέρω. Που θες να ξέρω γω κύριος; Ύστερα από τρεις μέρες ο Σαΐκογλου δεν είχε φανεί ακόμα. Ο Μαργαρί της καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Κάθε πρωί ρωτούσε το παιδί αν γύ ρισε ή αν έμαθε τίποτα για το πότε θα επιστρέψει, αλλά έπαιρνε την ίδια απάντηση. - Δε ξέρω. Άμα μάθω θα σε πω. Σήμερα όμως τέταρτη μέρα που λείπει ο Σαϊκογλου και το πράγμα έ φτασε στο απροχώρητο. Κατεβαίνοντας να πάει στη δουλειά του, έκανε το γύρο και πέρασε μπροστά απ’ το μπακάλικο και το φούρνο. Όχι πως το’κανε επίτηδες ή είχε καμιά προαίσθηση, αλλά συνήθιζε κάθε τόσο να περνάει απ’ την «πιάτσα της γειτονιάς» όπως την έλεγε και να μετράει τη γνώμη που είχαν γι’αυτόν οι γείτονες. Είν αλήθεια ότι από παλιά είχε μέσα του το σαράκι της πολιτικής, αλλά δεν έβλεπε πως μπορούσε να πραγματοποιήσει το κρυφό του όνειρο. Ούτε από κανένα τζάκι προερχόταν, αλλά ούτε και τ’ απαραίτητα χρήμα τα είχε για να μπορέσει να ανταγωνιστεί τους πολιτικάντηδες του νομού που ξόδευαν ένα σωρό λεφτά για ν’ αγοράζουν τις ψήφους. Γι’αυτό και από νωρίς είχε φροντίσει να ενταχθεί στο επαναστατικό κίνημα, όπως αρεσκόταν τότε να το αποκαλεί, όπου η ταπεινή του καταγωγή αποτε λούσε αβάντα για πολιτική καριέρα. Όταν όμως τα πράματα ζόρισαν και η νίκη άρχισε να φαίνεται σα μακρι νό όνειρο, τότε άλλαξε στρατόπεδο. Όλα τώρα τελευταία του ερχόταν βολικά. Τα λεφτά τα μάζευε με το τσουβάλι, ας είναι καλά ο βουλευτής κι ο Σάϊκογλου. Είχε κιόλας μαζέψει μερικά μασούρια λίρες που τις φύλαγε καλά κρυμμένες η γυναίκα του. Κάθε τρεις και μία που ερχόταν απ’ τον σαράφη με το μασούρι τις λίρες στην τσέπη, τις έδινε στη γυναίκα του και της έλεγε. - Πάρε κι αυτές Αντρονίκη και κρύψτες μαζί με τις άλλες. Αυτές όλες οι λίρες είναι για ιερό σκοπό. Μια μέρα θα βάλω υποψηφιότητα και θα γίνω βουλευτής για να μπω στο μάτι ολλονών. Περνούσε λοιπόν κάθε τόσο απ’ την «πιάτσα της γειτονιάς» και προ σπαθούσε να δει που βρισκόταν οι μετοχές του. Η αλήθεια είναι ότι τώρα τελευταία, από της σύλληψη του Δημητρού κι έπειτα, την καλημέρα στη γειτονιά του την έλεγαν με μισό στόμα. Όλοι υποψιαζόταν ότι αυτός βοήθησε την ασφάλεια να τον πιάσουν αλλά το
144
μυστικό απ’ την υπηρεσία κρατήθηκε τόσο καλά, που κανείς δε μπορού σε να είναι απόλυτα σίγουρος. Πάντως θεωρούσε βέβαιο, ότι όταν ερ χόταν η ώρα να πολιτευτεί, με λίγες λίρες θα κατάφερνε να διώξει και το τελευταίο ίχνος υποψίας από πάνω του. - Τα λεφτά κουμαντάρουν και κάνουν τη γη να γυρίζει, έλεγε και κα μάρωνε με την φιλοσοφία του. - Καλημέρα Αριστείδη, είπε στο μπακάλη που έβγαζε τα τσουβάλια και τα καφάσια πρωί πρωί έξω απ’ το μαγαζί. Τι χαμπάρια; - Τα χαμπάρια είναι ότι κάθε μέρα το ίδιο βιολί, απάντησε ο Αριστείδης. Σα τα πρόβατα είναι κι αυτά. Κάθε πρωί έξω όλα και το βράδυ άντε πάλι όλα μέσα. Ζωή είν αυτή κυρ Μαργαρίτη μου; Ο Μαργαρίτης χαμογέλασε ευχαριστημένος. Έχει τώρα κάνα δυο βδο μάδες που τον μπακάλη δεν τον λέει κυρ Αριστείδη, όπως χρόνια τώρα το έκανε, αλλά σκέτο Αριστείδη και με χαρά του βλέπει ότι εκείνος εξακο λουθεί να τον λέει κυρ Μαργαρίτη. - Τον έφερα καπάκι, είχε πει πριν λίγες μέρες στη γυναίκα του. Έτσι κα βαλάς κάποιον και σε σέβεται. Να πάρε παράδειγμα εμένα και τον κύριο Σάϊκογλου. Αφού και τώρα που μιλάω μαζί σου, δε μπορώ να τον πω σκέτο Σάϊκογλου. Εγώ λοιπόν με το κύριε κάθε μέρα κι εκείνος μ’ απα ντάει στον ενικό και σκέτο Μαργαρίτη. Που θα με πάει όμως; Θα’ρθει κι αυτουνού η σειρά να τον φέρω από κάτω. Πλησιάζει η μέρα Αντρονίκη μου που όλοι θα με βλέπουν και θα τα κάνουν επάνω τους και σένα θα σε κάνουν τεμενάδες. Πως παν οι δουλειές κυρ Μαργαρίτη, είπε ο Αριστείδης και ίσιωσε της μέση του. Αυτή η μέση μου θα με πεθάνει, παραπονέθηκε κάνοντας μια γκριμάτσα. Παράτησες κιουζελίμ δουλειά στο δημόσιο και πιάστηκες με τα εμπόρια κυρ Μαργαρίτη. Που έμπλεξες εσύ με πράματα που δε τα ξέρεις; Κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω σουφρώνοντας τα χείλια του. - Πρόσεξε μη πάθεις καμιά ζημιά μ’ αυτούς τους απατεώνες σα τον Σά ϊκογλου που έμπλεξες. Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους κυρ Μαργαρίτη μου. - Ο Σάϊκογλου είναι μια χαρά κύριος, διαμαρτυρήθηκε χλιαρά. Είναι αυ τοδημιούργητος, ικανός άνθρωπος και καπάτσος. Να φανταστείς ότι όλα τα προβλέπει με τόση λεπτομέρεια, που ενώ λείπει εδώ και κοντά μια βδομάδα η δουλειά τρέχει ρολόι. Τα είπε όλ’ αυτά κάπως μουδιασμένα. - Που λείπει; απόρησε ο Αριστείδης. - Είναι σε ταξίδι για τις δουλειές, απάντησε μόνο γιατί ντράπηκε να πει ότι δεν ήξερε που βρισκόταν ο συνεταίρος του. - Σε ταξίδι ε, έκανε σκεφτικός ο Αριστείδης. Και καλά αφού είναι σε ταξί δι, πως τον είδα εγώ προχτές Κυριακή στο Κουτσούκ Ορμάν που πήγα
145
με μια βόλτα, να τρώει και να πίνει του σκασμού με τον βουλευτή τον Βα ρελή; Τρώγαν και πίναν με τις γυναίκες τους και χαχάνιζαν σα τα βόδια. Κάτσε να στο σιγουρέψει κι η γυναίκα μου. Γύρισε προς τα μέσα του μαγαζιού και φώναξε. -Έλα δω μια στιγμή βρε Δέσποινα. Εκείνη πετάχτηκε έξω και χαιρέτισε το Μαργαρίτη. - Δεν είδαμε βρε Δέσποινα το Σάϊκογλου μαζί με τον βουλευτή να τρων και να πίνουν την Κυριακή στο κουτσούκ ορμάν; - Ναι, απάντησε η γυναίκα. Και μάλιστα εσύ με τους έδειξες και είπες ότι κείνος ο Σαϊκογλου, είναι τώρα συνεταιράκι με τον κυρ Μαργαρίτη. Καλέ τι έχει αυτός κι έγινε άσπρος σα το πανί, έβαλε ξαφνικά μια μικρή τσιρίδα κοιτώντας τον Μαργαρίτη. Εκείνος ακούμπησε με το’να χέρι σ’ ένα καφάσι για να μη σωριαστεί κάτω. - Τίποτα, είπε τραυλίζοντας. Μια ξαφνική ζαλάδα ένοιωσα. Δώσμου ένα ποτήρι νερό και θα με περάσει. Η κυρά Δέσποινα έτρεξε μέσ’ το μαγαζί να φέρει το νερό. Ο Αριστείδης τον κοίταξε καλά καλά στα μάτια και κούνησε με σημασία το κεφάλι του. - Κατάλαβα, είπε τέλος. Το ταξίδι του Σάϊκογλου είναι παραμυθένιο. Ήπιε το νερό που του’φερε η Δέσποινα κι αιστάνθηκε λίγο καλύτερα. - Πρέπει να πηγαίνω είπε και κίνησε τον κατήφορο. Ο Αριστείδης κι η γυναίκα του πρόσεξαν τα μπατζάκια του που κου νιόταν καθώς έτρεμαν τα γόνατα του. - Με στραβό αν κοιμηθείς, αλλήθωρος θα ξυπνήσεις, είπε ο Αριστείδης. Όχι βέβαια πως αυτός είναι καλύτερο κουμάσι, αλλά έμπλεξε με με γάλους καρχαρίες. Με διπλωματούχους επιστήμονες της απάτης έμπλε ξε. Απ’ ότι βλέπω είναι να τον κλαιν οι ρέγκες. 2 Ο Μαργαρίτης τράβηξε κατ’ ευθείαν για το γραφείο του βουλευτή. Πρέπει να ξεκαθαρίσει τα πράματα γιατί δε του φαίνονται καθόλου κα λά. Ο βουλευτής βέβαια του το είχε ξεκαθαρίσει απ’ την πρώτη στιγμή, ότι για οποιοδήποτε λόγο που είχε σχέση με τις δουλείες, θα συνεννοού νταν με τον Σάϊκογλου. Τον ίδιο δεν έπρεπε να τον ενοχλήσει ποτέ και με τίποτα. Τώρα όμως τα πιάνα άλλαξαν κι ο Σάϊκογλου είχε εξαφανιστεί, τάχα πως έλειπε σε ταξίδι. - Βρώμα η δουλειά, μονολόγησε και τον έπιασε πάλι πανικός. Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. - Είστε καλά; τον ρώτησε ένας άγνωστος που πέρασε δίπλα του. Θέλτε να σας βοηθήσω -Όχι, έγνεψε με το κεφάλι και συνέχισε το δρόμο του.
146
Έφτασε στο γραφείο και κοίταξε με προσοχή την ταμπελίτσα στο δεξί μέρος της εισόδου.
Βαρελής Θεόδωρος ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ Ανέβηκε με προσοχή τη στενή ξύλινη σκάλα και μπήκε στο γραφείο του γραμματέα. - Καλημέρα, είπε με σιγανή φωνή. Ο γραμματέας σήκωσε τα μάτια του απ’ τα χαρτιά που είχε μπροστά του και τον κοίταξε αδιάφορα. - Ορίστε, είπε. Τι μπορώ να κάνω για σας; - Είμαι ο Μαργαρίτης. Δε με θυμάστε, έκανε έκπληκτος για την υποδοχ ή. Τόσες φορές έχω έρθει εδώ κι έχουμε μιλήσει. - Δε σας θυμάμαι δυστυχώς, έκανε με δυσφορία ο γραμματέας. Τόσοι άνθρωποι περνούν από δω κάθε μέρα. Δε μπορώ να τους θυμάμαι ό λους. Τέλος πάντων. Πείτε μου σύντομα τι θέλτε, γιατί έχω πολύ δου λειά. Ο Μαργαρίτης επέμενε. - Δε ξέρω πόσοι έρχονται εδώ κάθε μέρα, αλλά εγώ έχω έλθει δυο τρεις φορές με τον κύριο Σάϊκογλου και μιλήσαμε με τον κύριο βουλευτή πάνω από μια ώρα. Την τελευταία φορά μάλιστα, τόνισε καταχαρούμενος που το θυμήθηκε, είχαμε πάει και φάγαμε στο Κεντρικό. Μάλιστα ήσασταν και σεις μαζί και καθίσατε δίπλα μου στο τραπέζι. Δε θυμάστε; Ο γραμματέας σούφρωσε τα χείλια του και σήκωσε τους ώμους του σε μια κίνηση απορίας. - Είναι μέσα ο κύριος βουλευτής; ρώτησε ο Μαργαρίτης. - Μέσα είναι, αλλά είναι παρά πολύ απασχολημένος. Ετοιμάζει το λόγο που θα εκφωνήσει την Κυριακή εδώ έξω στην κεντρική πλατεία. Δε μπο ρεί να δεχτεί κανέναν. - Πείτε του σας παρακαλώ ότι είναι δω ο κύριος Μαργαρίτης. - Δυστυχώς έχω εντολή να μη τον ενοχλήσω καθόλου. - Πείτε του μόνο ότι είμαι δω και τίποτ’ άλλο. Ίσως να με ορίσει ραντε βού για άλλη ώρα. Ο γραμματέα σκώθηκε βαριεστημένα απ’ της θέση του και ρίχνοντας του μια ματιά σα να’βλεπε ζητιάνο, προχώρησε προς το γραφείο του βουλευτή. Άνοιξε και μπήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ο Μαργαρίτης τινάχτηκε δεξά μη τυχόν και τον δει ο βουλευτής έτσι κα θώς μισάνοιξε η πόρτα, αλλά δε τα κατάφερε. Η πόρτα άνοιξε μόνο τόσο όσο να χωθεί μέσα ο γραμματέας κι έκλεισε πίσω απ’ την πλάτη του στη στιγμή. - Α, ρε κωλόπαιδο, είπε μεσ’ απ’ τα δόντια του ο Μαργαρίτης. Μόλις δω τον βουλευτή, θα σε στολίσω για τα καλά. Άκου τώρα να δεις πράματα.
147
Έvας κοτζαμάν βουλευτής να’χει για γραμματέα του αυτό το παρτάλι. Αυτόν τον γελοίο. Ο γραμματέας δεν έκανε ούτε καλά καλά δέκα δευτερόλεπτα. Βγήκε με το ίδιο κουρασμένο και βαριεστημένο ύφος. - Δυστυχώς δε γίνεται τίποτα, είπε. - Του είπατε ότι είναι έξω ο κύριος Μαργαρίτης; - Το είπα. - Και; - Τι και βρε χριστιανέ μου; Δε ξέρω ποιος είν αυτός μου είπε, αλλά ό ποιος και να’ναι πες του να’ρθει μαζί με τους άλλους στο βενζινάδικο. Στις έντεκα λοιπόν αν θέλτε να δείτε τον κύριο βουλευτή, να μπείτε στη σειρά μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο κάτω στο βενζινάδικο. Κατέβηκε τις σκάλες σα ζαλισμένη κότα και βγήκε στο δρόμο. Ο κό σμος πηγαινοερχόταν βιαστικά με τα χέρια στις τσέπες και τους γιακάδες σηκωμένους γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο Μαργαρίτη δεν ένοιωθε το κρύο καθόλου. Ίσα ίσα που ήταν ιδρωμένος κι ήθελε να πετάξει από πά νω του το καινούριο καμηλό παλτό του. - Να χέσω και τα παλτά σου και το φελέκι σου μαλάκα που πιάστηκες σα τον ποντικό στη φάκα, μουρμούρισε. Δε σ’ έφτανε η δουλίτσα σου και το δημόσιο, παρά μ’ ήθελες εμπόρια και μεγαλεία. Σκατά να φας και συ και οι φιλοδοξίες σου να γίνεις πολιτικός. Φάε τώρα την πολιτική με το κουτάλι, για να μάθεις άλλη φορά να ζητάς μεγαλεία. Πλησίασε στο περί πτερο να πάρει τσιγάρα και είδε την αθηναϊκή εφημερίδα να κρέμεται, με τα τεράστια της γράμματα στην πρώτη σελίδα. ΟΙ ΛΗΣΤΑΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ . ΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΥΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙ ΜΕΤΩΠΙΣΟΥΝ ΣΑΝ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΑΝ ΠΡΟΔΟΤΑΣ. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι ο περιπτεράς τον κοίταξε με σημασία σα να ήταν καταζητούμενος και τον αναγνώρισε. Πήρε τα τσιγάρα κι άναψε αμέσως ένα. Τώρα του φάνηκε ότι όλοι τον κοίταζαν σα να τον ανα γνώριζαν. Ένα παιδί μάλιστα που πουλούσε κουλούρια τον πλησίασε κι έβαλε τον ταμπλά μπροστά του. - Πάρε ένα κουλούρι κύριος. Ζεστά και τραγανά είναι. Πήρε ένα κουλούρι και πλήρωσε. - Να σε πω κάτι, είπ’ ο κουλουρτζής και γέλασε. Κρέμεται η ζώνη απ’ το παλτό σας και σέρνεται στο δρόμο. Κοίταξε προς τα πίσω και είδε της ζώνη του να κρέμεται. Τη μάζεψε κι αναστέναξε μ’ ανακουφιση. Γι’αυτό φαίνεται τον κοιτούσε ο κόσμος τόση ώρα κι αυτός νόμιζε πως είχαν καταλάβει ότι γι’αυτόν έγραφε η εφημερί δα.
148
- Ευχαριστώ, είπε στον κουλουρτζή και προχώρησε να πάει στο σπίτι του. Τώρα τα κατάλαβε όλα. Μόλις ζόρισε η κατάσταση, ο βουλευτής κι ο Σάϊκογλου βγάζαν την ουρά τους απ’ έξω και σίγουρα θα τα φόρτωναν όλα σ’ αυτόν. Με ποιο τρόπο δεν ήξερε να πει, αλλά ήταν σίγουρος πια ότι αυτοί ήταν τέτοιοι ξεδιάντροποι απατεώνες, που θα κατάφερναν όχι μό νο να βγουν περιστέρια, αλλά θα βγαίναν και ήρωες από πάνω. -Όπως έστρωσες κοιμήσου, είπε στον εαυτό του. Να χέσω και τις λίρες και τα πλούτια τους. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21ο 1 Η προετοιμασία για τη συγκέντρωση όπου θα μιλούσε ο βουλευτής Βα ρελής την Κυριακή τ’ απόγεμα, είχε αρχίσει απ’ τη Δευτέρα ακόμα. Ένα αυτοκίνητο μ’ ένα μεγάφωνο δεμένο πάνω στη σκεπή του, γυρνούσε ο λημερίς σ’ όλες τις γειτονιές και το διαλαλούσε. «Την Κυριακή στις πέντε τ’ απόγεμα όλοι, άντρες γυναίκες και παιδιά, στην κεντρική πλατεία για ν’ ακούσουμε τον βουλευτή μας κύριο Βαρελή που θα μιλήσει και θα ενημερώσει το λαό για το φλέγον ζήτημα της κατα λήστευσης και της αρπαγής της αμερικανικής βοηθείας. Όλοι στην πλατεία την Κυριακή στις πέντε τ’ απόγεμα. Να διατρανώσουμε μαζί με τον βουλευτή μας την αγάπη μας για τη με γάλη μας φίλη την Αμερική. Να καταδικάσουμε όλους αυτούς που στέρη σαν απ’ το λαό τη βοήθεια που μας παρήσχε η μεγάλη αυτή φίλη χώρα και σωτήρας μας. Τη χώρα που μας γλίτωσε απ’ τα νύχια του Στάλιν. Κανείς δε πρέπει να λείψει απ’ τη μεγάλη αυτή συγκέντρωση». Το Σάββατο, μια μέρα πριν απ’ τη συγκέντρωση, πισ’ απ’ τ’ αυτοκίνητο με το μεγάφωνο, πήγαιναν και δυο χωροφύλακες που έδιναν συμβουλή σ’ όλους τους μαγαζάτορες, ότι ήταν προς το συμφέρον τους να πάρουν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και να πάνε οικογενειακά ν’ ακού σουν το λόγο τον βουλευτή. Νωρίς ακόμα την Κυριακή το πρωί όλη η συμμορία μαζεύτηκε στο πη γάδι. Ο αρχηγός ήταν λίγο κατσούφης, γιατί τις είχε μαζέψει πρωί πρωί απ’ τον πατέρα του, αλλά κατάφερε να χαμογελάσει ικανοποιημένος, ό ταν είδε να καταφτάσουν όλοι. - Ακούσατε ρε τι είπε χτες η διευθύντρια; Τον κοίταξαν όλοι, αλλά κανείς δεν απάντησε.
149
- Δε μας είπε ρε μάπες ότι πρέπει να πάμε σήμερα όλοι σ’ αυτή την κω λοσυγκέντρωση; Να πάμε όμως από μόνοι μας κι όχι με το σχολείο σα που πηγαίνουμε κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία. - Για να φαίνεται αφόρετη μας είπε, πετάχτηκε ο Γκαβούλιας. - Αφόρετο είναι το κεφάλι σου το κλούβιο ρε βλάκα, του είπε με σιχασιά ο αρχηγός. Πως το είπε ρε Αράπη; - Αφρούρητη, είπε με σιγουριά εκείνος. Ο αρχηγός τα χρειάστηκε. Ο ίδιος το είχε ξεχάσει, αλλά πάντα χρησιμο ποιούσε το ίδιο κόλπο. Άμα δεν ήξερε ή δε θυμόταν κάτι, ρωτούσε όλους έναν έναν. Στο τέλος κάποιος έλεγε το σωστό κι έκανε ο αρχηγός τον έ ξυπνο. - Α ρε κωθώνια που δε ξέρτε που παν τα τέσσερα. - Εσύ ρε κοιμισμένε; ρώτησε τον Δημητράκη. Είσαι και το χαϊδεμένο παιδί της κυρίας Ευτέρπης. Δε μας λες πως το είπε; - Ναι, είπε ο Δημητράκη περήφανος. Αφρούρητη την είπε. - Μπράβο ρε κοιμήση. Τι θα κάναμε χωρίς εσένα. Είπε λοιπόν η διευ θύντρια να πάμε από μόνοι μας ή με τους γονείς μας για να φαίνεται η συγκέντρωση ότι είναι αφρούρητη. Κοίταξε λοξά τον Δημητράκη. - Είσαι σίγουρος ρε ότι έτσι το είπε; Δε ταιριάζει ρε με τα υπόλοιπα λό για. Έκανε να συνεχίσει την κουβέντα του, αλλά πάλι μετάνιωσε. -Δε πας εσύ ρε Κεφάλα να ρωτήσεις τον κυρ Αριστείδη που τον βλέπω με τα κυριακάτικά του μπροστά στο μπακάλικο; Άντε τρέχα να τον ρωτή σεις γιατί θα σκάσω. - Τι να τον ρωτήσω ρε Σπίνο; Που ξέρει αυτός την κουβέντα που ας εί πε η διευθύντρια; Εμείς που ήμασταν εκεί και δε ξέρουμε. Ουρανοκατ έβατη θα του’ρθει του κυρ Αριστείδη; - Πήγαινε ρε βλάκα και μη λες πολλά πολλά τώρα μη βγάλω πάνω σου το μπερντάχι π’ έφαγα απ’ τον πατέρα μου πρωινιάτικα. Πες του αυτά όλα που μας είπε η κυρία Ευτέρπη, ότι δηλαδή δε πρέπει να πάμε όλο το σχολείο με της σειρά, αλλά να πάμε από μόνοι μας για να φαίνεται ότι η συγκέντρωση είναι από τέτοια. Αυτός ρε θα το βρει με την πρώτη. Φι λόσοφο δε τον λέμε όλοι; Ο Κεφάλας έφυγε σα το σίφουνα. Ο αρχηγός συνέχισε. -Το γαμώτο είναι ότι πρέπει να πάμε θέλουμε δε θέλουμε. Μια Κυριακή έχουμε να παίξουμε και Κυριακή διάλεξε αυτός ο βλάκας να κάνει συ γκέντρωση. Τέλος πάντων. Αφού πρέπει να πάμε με το ζόρι, να κοι τάξουμε να περάσουμε όσο γίνεται καλύτερα. - Να είμαστε ακριβώς κατ’ απ’ το μπαλκόνι που θα μιλάει και να φω νάζουμε ζήτω όταν λέει κοτσάνες ενώ θα γελάμε όταν λέει σοβαρά, πε τάχτηκε ο λίγδης.
150
- Άρπα τη ρε να μη στη χρωστάω, του κατέβασε μια ο αρχηγός. Αφού ρε αυτός μόνο κοτσάνες λέει. θα ξελαρυγγιστούμε να φωνάζουμε ζήτω. Ο Κεφάλας ήρθε τρέχοντας όπως είχε φύγει. - Εντάξει είπε. Τον ρώτησα. - Το ήξερε; ρώτησε ο αρχηγός. - Αμέσως το βρήκε ο άτιμος, έκανε με θαυμασμό ο Κεφάλας. - Ε!! και πως είναι, ξαναρώτησε μ’ ανυπομονησία ο Σπίνος. Άντε ρε Κε φάλα και μας έβγαλες την πίστη. Ο Κεφάλα έξυσε το τετράγωνο κεφάλι του, χαμογέλασε χαζά, κοίταξε μ’ απογοητευμένο ύφος όλους γύρω γύρω και είπε με μισή φωνή. -Το ξέχασα ρε πως το είπε. Όλοι έβαλαν τα γέλια κι ο αρχηγό έφριξε. Τράβα και ξαναρώτα ρε τενεκέ. Καλά κάνει ο Αντωνίου και σε σαπίζει στο ξύλο. Τέτοιο ντουβάρι που είσαι τι να κάνει ο άνθρωπος; Άντε τράβα κι αν δε μπορείς να το θυμηθείς, πες του να στο γράψει. Ο Κεφάλας ξανάφυγε με κατεβασμένα αυτιά. - Τι λέγαμε; ρώτησε ο αρχηγός. - Λέγαμε τ’ απόγεμα που θα πάμε στη συγκέντρωση, να κάνουμε καμιά καλή πλάκα για να περάσουμε καλά αφού μας φάγαν την Κυριακή μας, είπε ο Αράπης. Εγώ λέω να πάμε και να σταθούμε στους στύλους που είναι τα μεγάφωνα και να κόψουμε το σύρμα για να μιλάει αυτός ο βλά κας στον αέρα. - Τρελός παπάς σε βάφτισε με φαίνεται, απάντησε ο αρχηγός. Άμα ρε μας πιάσουν να κάνουμε κάτι τέτοιο, θα μας κρεμάσουν ανάποδα. Ξέ ρεις τι είναι αυτός που θα μιλάει; -Όχι. - Ούτε γω, αλλά είναι πολύ σπουδαίος. Άμα θέλει αυτός σε πάει φυλακ ή κι άμα είσαι φυλακή μπορεί να σε βγάλει. Κατάλαβες τώρα; Ο Κεφάλας ξαναγύρισε κουνώντας ένα κομμάτι από χαρτοσακούλα στο χέρι. - Εδώ το έχω, είπε χαρούμενος. Ο Αράπης του το άρπαξε απ’ το χέρι κι άρχισε να χοροπηδάει σα το κατσίκι. - Εγώ θα το διαβάσω. - Άντε, διάβαστο επιτέλους να τελειώνουμε. Θα βραδιαστούμε ρε σεις μ’ αυτά τα χαζά, αγρίεψε ο αρχηγός. . με το Ο Αράπης κοίταξε προσοχή χαρτί, το γύρισε δεξά ζερβά το έφερε κοντά στα μάτια του και πήρε βαθιά ανάσα. -Α και ύψιλον αβ, άρχισε να το συλλαβίζει αφού τα βρήκε μπαστούνια. - Αφ, τον διόρθωσε ο Κεφάλας. - Τι αφ ρε και το κέρατο σου. Από που το έβγαλες; -Αφ ρε βλάκα. Άλφα ύψιλον αφ. Όπως λέμε αυτός. - Αβ, επέμενε ο Αράπης. Πως λέμε αυγό;
151
Ο αρχηγός άρπαξε το χαρτί απ’ το χέρι του Αράπη και το διάβασε. - Αυ-θό-ρμη- τη, συλλάβισε. - Και τι πα να πει αυτό, ρώτησε ο Δημητράκης. - Θα πει ρε βλάκα που μας κάνεις όλο τον έξυπνο, από μόνη της. Δη λαδή θα πάμε από μόνοι μας στη συγκέντρωση, χωρίς να μας στέλνει κανείς με το ζόρι. Να κοίταξε τώρα. Αυθόρμητα ρίχνω μια σβερκιά στον Αράπη, είπε και του κατέβασε μια. Με υποχρέωσε κανείς να το κάνω; - Αφού ρε η συγκέντρωση είναι τέτοια που λες και δεν είναι με το ζόρι τότε να μη πάμε, είπε ο Αράπης κρατώντας το σβέρκο του. - Ξανασκύψε, είπ’ ο αρχηγός. Εσύ ρε παιδί μου πεθαίνεις για καρπαζ ιές. Άμα ήταν όλα έτσι που μας τα λένε, θα περνούσαμε ρε ζωή χαρι σάμενη. Δε βλέπεις που η κυρία Ευτέρπη μας φωνάζει τις περισσότερες φορές κοντά της όλο ζάχαρη. Έλα πουλάκι μου να σε περιποιηθώ λι γάκι, λέει. Και τι είναι η περιποίηση της; Ένα γερο μπερντάχι. - Πριν που λέγαμε για κείνα τα αφ και μαφ, μίλησε κάποιος για αυγό. Λοιπόν σκέφτηκα τι να κάνουμε απόψε στην «αυθόρμητη», είπε χαρού μενος ο Γκεμετζές. - Στη συγκέντρωση θες να πεις ρε βλάκα, τον έκοψε ο αρχηγός. - Το ίδιο είναι ρε Σπίνο. Τόση ώρα αυτό δε λέγατε; Λοιπόν εγώ λέω να πάμε και να πετάξουμε κλούβια αυγά. - Τρελάθηκες ρε συ; Άμα μας πιάσουν μαύρο φίδι που μας έφαγε. Κι έπειτα ρε συ που θα βρούμε τ’ αυγά και μάλιστα τα κλούβια; - Εγώ ξέρω, είπε ο Γκεμετζές. Βρήκα εδώ στο λάκκο μια κότα που ξενο γεννάει και κλωσάει τώρα καμιά δεκαριά αυγά. Κοντεύουν να σκάσουν και είναι τόσο κλούβια, που άμα ρίξεις ένα εδώ κάτω θα βρωμάει όλος ο «παράδεισος» για δέκα μέρες. - Έχω μια ιδέα, πετάχτηκε ο Γκαβούλιας. Άμα τα πετάξουμε θα μας πιάσουν. Έτσι δεν είναι; - Ναι, κούνησε το κεφάλι ο αρχηγός. - Άμα όμως, συνέχισε ο Γκαβούλιας, τα βάλουμε κάτω στο δρόμο να τα πατήσουν αυτοί που είναι μαζεμένοι εκεί μπροστά και φωνάζουν ζήτω, τότε δε θα μας πάρει χαμπάρι κανείς. - Μπράβο ρε Γκαβούλια εγκέφαλε, έκανε με θαυμασμό ο αρχηγός. 2 Τ’ απόγεμα, καμιά ώρα πριν απ’ τη συγκέντρωση, ξεκίνησαν όλοι μαζί με τ’ αυγά στις τσέπες για την αγορά. Με γέλια και χαρές φωνάζοντας όλοι μαζί ζήτω η «αυθόρμητη», έφτασαν στην πλατεία. Ο αρχηγός πήγε κάτω απ’ το μπαλκόνι που θα μιλούσαν κι άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο. - Να εδώ ρε θα στεκόμαστε. Κάτω απ’ το μπαλκόνι, είπε συνωμοτικά. Όταν αρχίσει να μιλάει αυτός ο βλάκας, θα πάμε όλοι προς τα πίσω και
152
θα μπούμε ανάμεσα σ’ αυτούς που στέκονται και φωνάζουν ζήτω και χειροκροτάν. Όλοι αυτοί λέει ο πατέρας μου είναι πληρωμένοι. Τoυς δί νουν λεφτά για να ξελαρυγγίζονται οι μαλάκες. Καταλάβατε; Έτσι λοιπόν όπως θα περάσουμε ανάμεσά τους συνέχισε, θ’ αφήσουμε με τρόπο τ’ αυγά κάτω στο καλντερίμι και θα προχωρήσουμε σα κύριοι. Αυτοί έχουν τα μάτια τους γυρισμένα μόνο σ’ αυτόν που μιλάει και δε βλέπουν που παν τα πόδια τους. Μόλις πατήσουν τ’ αυγά θα γίνει της τρελής. Εμείς θα είμαστε ως τότε στην άλλη άκρη μπροστά στην τράπε ζα. Κείνη την ώρα κάτι άλλα παιδιά που έτρεχαν κι έπαιζαν, πέσαν πάνω στον Αράπη και τον έριξαν κάτω. Εκείνος έμεινε για λίγο ακίνητος, με μια έκφραση απορίας και χαζομάρας στα μάτια του. Μια απαίσια μυρουδιά ξεχύθηκε στον αέρα κι όλοι γύρω πιάναν τις μύ τες τους και φτύναν καταγής. -Ψοφίμι μυρίζει ρε σεις, είπε κάποιος που περνούσε ανύποπτος. - Σα κουνάβι μυρίζει ρε σεις αυτός ο πιτσιρίκος π’ είναι ξαπλωμένος κά τω, είπε ένας άλλος. Ρε συ μικρέ σκατά έχεις στον κόρφο σου; Ο Αράπης πετάχτηκε απότομα από κάτω κι άρχισε να τρέχει προς τη γειτονιά με βρισιές και με κλάματα. Ο αρχηγός που κρατούσε την κοιλιά του απ’ τα γέλια, τους μάζεψε με νοήματα κοντά του και τους είπε ότι παρ’ όλο που είχε γίνει αυτό το ατύ χημα με τον Αράπη, το σχέδιο δεν άλλαζε καθόλου. - «Η αυθόρμητη» δε μας νοιάζει εμάς. Αφού μας κουβάλησαν εδώ με το ζόρι, θα κάνουμε και μεις την πλάκα μας για να περάσουμε ωραία. 3 Η πλατεία λες και είχε φκιαχτεί επί τούτου για να βγάζουν λόγους οι πο λιτικοί. Εκεί ήταν το μεγάλο κίτρινο κτήριο του επιμελητηρίου με το ευρύ χωρο μπαλκόνι, απ’ όπου βγαίναν και μιλούσαν απ’ τα μεγάφωνα. Μπροστά ακριβώς απ’ το κτήριο περνούσε ο κεντρικός δρόμος κι α μέσως άρχιζε η μεγάλη πλατεία όπου μαζευόταν ο κόσμος κι άκουγε. Μπροστά απ’ το μπαλκόνι στο δρόμο δε στεκόταν κανείς γιατί δε μπο ρούσε να δει καλά αυτόν που μιλούσε. Απ’ το κράσπεδο της πλατείας και πέρα όμως, όλοι είχαν φάτσα τον ομιλητή. Η προετοιμασία είχε γίνει με πολύ προσοχή. Το μικρόφωνο ήταν στη θέση του στο μπαλκόνι και τέσσερα μεγάφωνα – χωνιά, είχαν κρεμαστεί σε τέσσερις στύλους στις τέσσαρες γωνιές της πλατείας. Ένας ξερακιαν ός έπιανε όλη την ώρα το μικρόφωνο κι έλεγε ένα δυο, ένα δυο, αλλά ε κείνα τσίριζαν σα δαιμονισμένα. Κάποια στιγμή τα κατάφεραν κάτι ηλε κτρολόγοι και τα μεγάφωνα σταμάτησαν να τσιρίζουν, ενώ ακούστηκε καθαρά η φωνή του ξερακιανού. -Ένα, δυο, ένα, δυο.
153
Ο Μαργαρίτης με τα μάτια πρησμένα απ’ την αϋπνία που τον ταλαιπω ρούσε τις τελευταίες μέρες, στεκόταν μπροστά στο γυαλοπωλίο του Τζα μπάζη κι είχε τα μάτια του συνέχεια κολλημένα στο μπαλκόνι. Κόσμος πολύς είχε φτάσει κι έκανε βόλτες στην πλατεία ώσπου να ξεκι νήσει η ομιλία. Πολλοί, φαινόταν απ’ τα ρούχα τους, είχαν έρθει απ’ τα γύρω χωριά. Φορούσαν όλοι τσόχινα ρούχα με άσπρο πουκάμισο, που όπως λέγαν τους τα είχε κάνει δώρο ο βουλευτής τις τελευταίες εκλογές. Παπούτσια όμως καθώς φαινόταν δε τους είχε αγοράσει και οι περισσ ότεροι Φορούσαν κάτι ξεσκισμένα σαράβαλα στα πόδια τους που βγαί ναν τα δάχτυλα του απ’ έξω. Μερικοί Φορούσαν τσαρούχια κι όταν περ νούσαv από κοντά σου βρώμαγαν χαλασμένα τυριά. Οι περισσότεροι Φορούσαν τραγιάσκα στο κεφάλι τους, αλλά ο Μαργα ρίτης δε μπορούσε να πει αν ήταν κι αυτές δώρο του βουλευτή. - Μάλλον όχι σκέφτηκε, αφού οι τραγιάσκες είναι διαφορετικές, ενώ τα τσόχινα κοστούμια ήταν όλα ίδια σα να ήταν στολές απ’ ορφανοτροφείο. Είχε ακούσει τι τελευταίες μέρες ότι ο Σάϊκογλου ανέλαβε να μεταφέρει κόσμο απ’ τα γύρω χωριά, για να’χει σίγουρη επιτυχία η συγκέντρωση. Έκανε συμφωνία με τα φορτηγά της Σ.Π.Α που γυρνούσαν απ’ το πρωί τα χωριά και με τις συμβουλές των χωροφυλάκων, φόρτωσαν τους χω ριάτες και τους έφεραν στη συγκέντρωση. Η ώρα της ομιλίας έφτασε σχεδόν κι ο κόσμος άρχισε να πλησιάζει σιγά σιγά στο μπροστινό μέρος της πλατείας. Πρώτοι πρώτοι στεκόταν και ήταν πάνω από δυο χιλιάδες όπως τους υπολόγισε ο Μαργαρίτης, οι χωριάτες π’ άνοιξαν μάλιστα κι ένα τεράστιο πανί που έγραφε με μεγάλα μπλε γράμματα.
Στο πλευρό ΣΟΥ βουλευτή ΜΑΣ Αυτό το μεγάλο ΣΟΥ και ΜΑΣ ήξερε ο Μαργαρίτη πολύ καλά, ότι ήταν εφεύρημα του Σάϊκογλου. Του το είχε τονίσει εξ’ άλλου τόσες φορές. - Ο βουλευτής ΜΑΣ, πρέπει να λέμε Μαργαρίτη και μάλιστα να το τονί ζουμε όσο περισσότερο γίνετάι αυτό το ΜΑΣ. Πως λέμε ο πατέρας ΜΑΣ; Έτσι ακριβώς. Το ίδιο πράμα είναι. Ο Σάϊκογλου ήταν όπως έδειχναν τα πράματα στα μέσα και στα έξω. Είχε μάλιστα βγει και καναδυό φορές στο μπαλκόνι να επιθεωρήσει τη συγκέντρωση κι έδειξε ευχαριστημένος. Κάθε φορά που έβγαινε οι χω ριάτες από κάτω σήκωναν τα χέρια και τον φώναζαν. - Ιδώ είμαστι κυρ Φελήμων. Ήρταμι ουλ μαζί απ’ του χουριό ν’ ακουσμι τουν βουλιευτή ΜΑΣ. Εκείνος τους κουνούσε φιλικά το χέρι και χαμογελούσε φχαριστημένος. - Παλιοκαθίκι, κούνησε απελπισμένος το κεφάλι του ο Μαργαρίτης. Έφαγε τον κόσμο να τον βρει τις τελευταίε δυο μέρες για να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει και πόσο έχουν ζορίσει τα πράματα.
154
Η αλήθεια είναι ότι μετά την επίσκεψη στο γραφείο του βουλευτή και τη συμπεριφορά του γραμματέα του, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι τη λέζα θα την πλήρωνε αυτός. Στο βάθος της ψυχής του όμως έλπιζε, ότι μπορεί τα πράματα να μην ήταν έτσι ακριβώς. Του φαινόταν άδικο τώρα που εί χε φτάσει τόσο κοντά στ όνειρο του, να γκρεμίζονται όλα έτσι ξαφνικά. Η γυναίκα του προσπαθούσε να του δώσει κουράγιο. - Αφού βρε χριστιανέ μου τις ματσαραγκιές τις κάνεις μαζί τους. Άντε ο βουλευτής δε φαίνεται. Ο Σάϊκογλου όμως; Όλος ο κόσμος το ξέρει ότι μαζί νταλαβερίζεστε. Δε φοβάται αυτός ότι άμα σε καλέσουν για ανάκρι ση, θα βρεθεί κι ο ίδιος μπλεγμένος; Έπαιρνε λίγο θάρρος απ’ τα φρόνιμα και λογικά λόγια της γυναίκας του, αλλά δε περνούσε ούτε καλά καλά μια ώρα και τον έπιανε πάλι η μαύρη απελπισία. Για να εξαφανιστεί έτσι ο Σάϊκογλου και να τον αφήσει μόνο του στα κρύα του λουτρού σκεφτόταν, τα έχει κανονίσει έτσι που να τη βγάλει κα θαρή. Ξαφνικά βγήκε στο μπαλκόνι ο γραμματέας και στάθηκε τσιτωμένος μπροστά στο μικρόφωνο. Από πίσω του βγήκε ο Σάϊκογλου χαιρετώντας με σηκωμένο το δεξί του χέρι και στάθηκε δίπλα στο γραμματέα. Από την πλατεία ο συγκεντρωμένος κόσμος που τώρα είχε πυκνώσει παρά πολύ, χειροκροτούσε με μανία και φώναζε συνθήματα. Ο γραμματ έας σήκωσε τα χέρια του και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να τους κάνει να ησυχάσουν. Έπιασε το μικρόφωνο με τη χούφτα του, το έγειρε λίγο στα δεξά σα να προσπαθούσε να στηριχτεί πάνω στο κο ντάρι του μικρόφωνου, κοίταξε γύρω γύρω τον κόσμο κι άφησε απότομα δυνατή φωνή π’ έκανε τα μεγάφωνα για μια στιγμή να τσιρίξουν. - Και τώρα φίλοι μας..... Σταμάτησε απ’ τα χειροκροτήματα και τις ζητωκραυγές. - ….Ο βουλευτή ΜΑΣ...... Ξανασταμάτησε γιατί από κάτω γινόταν πανζουρλισμός. - ..... Ο δικός μας άνθρωπος..... Το διαμάντι του νομού μας..... που τό σους αγώνες έχει κάνει για τα συμφέροντά σας..... Ο άμεμπτος...... Ο τί μιος..... Ο καθαρός..... Ο κατάλευκος σα περιστέρι.... Ο δικός μας άν θρωπος.......Ο κύριος.... Βαρελής.......Έμπηξε μια στριγκιά φωνή, ενώ ο κόσμος από κάτω τσιροκοπούσε σα δαιμονισμένος. Μόλις κόπασαν λίγο οι ζητωκραυγές, συνέχισε. - ......Θα σας μιλήσει για τις τελευταίες εξελίξεις και ιδιαίτερα για την τρομερή ληστεία που γίνεται στην αμερικανική βοήθεια, που τόσο α πλόχερα μας προσφέρει η μεγάλη μας φίλη χώρα, η Αμερική…. - ….Όλοι μαζί να υποδεχτούμε τον άνθρωπο ΜΑΣ.... Τον προστάτη ΜΑΣ.... Τον βουλευτή.... ΜΑΣ...., είπε με τόση δύναμη, που κόντευε να πνιγεί.
155
Ο βουλευτής ξεπρόβαλε στη μπαλκονόπορτα με σκωμένα τα δυο του χέρια χαιρετώντας δεξά και ζερβά. Από κάτω γινόταν μεγάλο πανηγύρι λες κι ανταγωνιζόταν ο καθένας τον διπλανό του σε φωνές και χειροκροτήματα. Ο Σάϊκογλου έτσι όπως στεκόταν δίπλα στον βουλευτή, έσκυψε και κάτι του ψιθύρισε στ αυτί. Εκείνος όλο χαμόγελα έσκυψε μπροστά και κοίταξε κάτω στο δρόμο μπροστά απ’ το μπαλκόνι. Είδε καμιά πεντέξι, έτσι τα λογάριασε, πιτσιρίκια που σα ξετρελαμένα πηδούσαν χαιρετούσαν και φώναζαν. Τους κούνησε φιλικά το χέρι και κείνα κάναν ακόμα ποίο πολύ σα δαι μονισμένα. - Πατριώτες, ακούστηκε με δυσκολία η βραχνή φωνή του βουλευτή. Πα τριώτες…. Περίμενε λίγο να κοπάσουν κι άλλο οι φωνές και οι ζητωκραυγές και ξανάρχισε. - Πατριώτες…. Ξανασταμάτησε. - Πατριώτες, φώναξε τώρα ποίο δυνατά...... Πριν να σας πω οτιδήποτε θέλω να δείτε..... Να δείτε από όνοι σας αυτά τα παιδιά που στέκονται κάτω απ’ το μπαλκόνι μας, για ν’ ακούσουν της φωνή της πατρίδας μας..... Για ν’ ακούσουν της φωνή της αλήθειας και της τιμιότητας...... Τα παιδιά αυτά, το μέλλον της πατρίδας μας, είναι που με γεμίζουν θάρρος και κουράγιο να συνεχίσω το δύσκολο έργο μου....... Έσκυψε πάλι απ’ το μπαλκόνι και χαιρετώντας τα, φώναξε στο μι κρόφωνο. - Σας ευχαριστώ πολύ παιδιά...... Σας ευχαριστώ απ’ τα βάθη της ψυ χής μου...... - Για μας έλεγε ρε τόση ώρα, απόρησε ο Κεφάλας και του κούνησε το χέρι. Τελείως χαζός είναι ρε συ αυτός ο μάπας. Όλος ο κόσμος που ήταν στριμωγμένος στην αρχή της πλατείας τους κοίταζε χαμογελώντας και τους χειροκροτούσε. - Θα τρελαθούμε ρε με φαίνεται, είπε ο Γκαβούλιας που δε είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν. Τι μας κοιτάν έτσι σα τους χάνους αυτοί ρε Σπίνο - Σκάσε ρε μάπα, απάντησε ο αρχηγός. Μη μιλάς και χειροκρότα. Πάνω στο μπαλκόνι ο βουλευτής χτυπιόταν σα το ψάρι. - Τώρα που οι εθνικές δυνάμεις καταγάγουν τη μια νίκη μετά την άλλη απέναντι στον καταχθόνιο εχθρό. Τώρα που ο στρατός μας κατατροπώνει σ’ όλα τα μέτωπα τους αδίστα χτους και ξενόδουλους υπηρέτες του Στάλιν. Τώρα που χαράζει οριστικά και αμετάκλητα η μέρα της ελευθέριας για την πατρίδα μας. Τώρα που οι ερυθρές ορδές του Ζαχαριάδη αποδεκατίζονται......
156
Σταμάτησε και κοίταξε το πλήθος που ζητωκραύγαζε με μανία. Περίμε νε λίγο να κοπάσουν οι φωνές και συνέχισε. - Τώρα ο εχθρός παίζει το τελευταίο του χαρτί. Βάζει το βρώμικο, σιχαμερό του χέρι στην τσέπη σου λαέ, για να σ’ α ποστερήσει και το τελευταίο ψίχουλο. Καταληστεύει ότι με τόση γαλα ντομία σε προσφέρει ο φίλος και σύμμαχος αμερικανικός λαός. Αρπάζει την αμερικανική βοήθεια για να την προσφέρει στις πεινασμένες μάζες των προαιωνίων εχθρών μας, των σλάβων. Ξανασταμάτησε για να δεχτεί τις επευφημίες του πλήθους που τώρα παραληρούσε. - Και με ποίο πονηρό τρόπο το καταφέρνει αυτό, διερωτήθηκε και συ νέχισε. Μ’ έναν πολύ απλό και καταχθόνιο τρόπο. Χρησιμοποιώντας τους πα λιούς συντρόφους τους, τους παλιούς κομουνιστές που δήθεν είχαν ανα νήψει και συνεργάζονταν με τις εθνικές δυνάμεις, καταφέρνοντας να ει σχωρήσουν στην διακίνηση και διανομή της αμερικανικής βοηθείας για να επιτελέσουν το βρωμερό τους έργο. Σταμάτησε πάλι και κοίταξε το πλήθος που παρακολουθούσε τώρα βουβό. - Έχουν όμως γνώσιν οι φύλακες, τσίριξε και θαρρείς και θα πάθαινε αποπληξία. Τους έχουμε εντοπίσει και θα πέσει άγριος και δυνατός ο πέλεκυς της δικαιοσύνης πάνω στα σιχαμερά τους κεφάλια. Ο θάνατος είναι το ελάχιστο τίμημα γι’αυτους που παρίσταναν τους με τανοημένους και η πατρίδα τους πίστεψε και τους εμπιστεύθηκε να φυ λάξουν κι αυτοί μαζί με όλους τους εθνικόφρονες τις Θερμοπύλες της πατρίδας μας. Ο Μαργαρίτης δε χρειαζόταν ν’ ακούσει άλλα. Κατάλαβε ότι ήρθε το τέ λος. Γύρισε κι έστριψε στο στενάκι δίπλα στο χρωματοπωλείο και κα μπουριασμένος με συρνάμενο βήμα ξεκίνησε για το σπίτι του. Πίσω του άκουσε το πλήθος που ωρυόταν. - Θάνατος στους κλεφτές. Θάνατος στους απατεώνες. Θάνατος στα πουλημένα τομάρια του Στάλιν. 4 Ο Σάϊκογλου που στεκόταν ακριβώς δίπλα στον βουλευτή και καμάρω νε σα το γύφτικο σκεπάρνι, είδε ξαφνικά τον κόσμο στην αρχή της πλα τείας εκεί μπροστά απέναντι απ’ το μπαλκόνι, να σπρώχνεται και να τσα λαπατιέται. Στην προσπάθεια τους να τραβηχτούν προς τι άκρες σπρώ χναν ο ένας τον άλλον και φώναζαν δυνατά μ’ αποτέλεσμα να γίνεται με γάλη φασαρία, π’ ανάγκασε τον βουλευτή να σταματήσει το λόγο του και
157
να κοιτάζει μ’ απορία μια το πλήθος που σπρωχνόταν και μια τον Σάϊκο γλου. - Τι συμβαίνει; ρώτησε. Ο Σάϊκογλου σήκωσε τους ώμους του. - Δε ξέρω, είπε. Κάτι περίεργο συμβαίνει. Εν τω μεταξύ ο κόσμος είχε τραβηχτεί στα πλάγια και πίσω, έτσι που ένα τεράστιο γυμνό μισοφέγγαρο είχε σχηματιστεί στο μπροστινό μέρος της συγκέντρωσης. Έvας χωροφύλακας ήρθε τρέχοντας κι αγκομαχώντας στο μπαλκόνι και ψιθύρισε στ’ αυτί του Σάϊκογλου. - Μια φοβερή βρώμα αναδύεται κύριε Σαϊκογλου απ εδώ π’ απομα κρύνθηκε ο κόσμος, είπε κι έδειξε με το δάχτυλο. Ο βουλευτής τ’ άκουσε και κοκκίνισε σα παπαρούνα μέχρι τις ρίζες των μαλλιών του. Άρπαξε με τρομερή μανία το μικρόφωνο κι έβγαλε μια φω νή σα βρυχηθμό λιονταριού. - Κι εδώ…. Ακόμα και δω πατριώτες. Οι αδίστακτοι κομουνιστές με τα. σαμποτάζ τους προσπαθούν να χαλάσουν την ειρηνική μας συγκέντρω ση και να εμποδίσουν ν’ ακουστεί η αλήθεια ... και...και....η..... Τα χείλια του τρεμόπαιξαν πανιασμένα, βγάζοντας ακαταλαβίστικα μουγκρητά. Τα μάτια του γύρισαν τ’ ανάποδα και σωριάστηκε λιπόθυ μος, μαύρος πια απ’ το κακó του, πα στις κρύες πλάκες του μπαλκονιού. Το πλήθος από κάτω ούρλιαζε. - Θάνατος στους προδότες. Θάνατος στους κλέφτες. Θάνατος στους πουλημένους. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22ο 1 Όλη της νύχτα έμεινε άγρυπνος. Ούτε καν να ξαπλώσει μπορούσε. Τα στρωσίδια τον έπνιγαν και το πάπλωμα το ένοιωθε πάνω του σα να’ταν διακόσες οκάδες. Το κεφάλι του πονούσε και τ’ αυτιά του βούιζαν. Δε του’φταναν οι μπελάδες που είχε στο κεφάλι του, είχε και την Αντρο νίκη που πηγαινοερχόταν με κείνο το συρνάμενο εκνευριστικό κι αθόρυ βο της βήμα να του φτιάνει χαμομήλια και τσάγια για να τον ηρεμήσει. Ως τα τώρα τον θαύμαζε και τον καμάρωνε για την καπατσοσύνη του να γυρνάει κατά πως γυρνούσαν οι καταστάσεις, για το πως μυριζόταν από νωρίς αυτά που θ’ ακολουθούσαν και ν’ αλλάζει ρότα απ’ τους πρώ τους. Τώρα τελευταία μάλιστα, από τότε που έμπλεξε με τον Σαϊκογλου, ήταν όλο γέλια και κομπλιμέντα.
158
- Εσύ άντρα μου έπρεπε, στο είπα και παλιά, να γίνεις πολιτικός. Τύ φλα να’χουν οι υπουργοί και οι πρωθυπουργοί. Εσύ όλους τους κάνεις μια χαψιά. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή που της είπε ότι θα παραιτηθεί απ’ την υπηρεσία του κατατρόμαξε κι είχε πολλές αντιρρήσεις, αλλά μόλις άρχι σαν να έρχονται τα μασούρια με τι λίρες τα ξέχασε όλα κι ήταν όλο θαυ μασμό. - Σε λίγο θα είμαστε πλούσιοι και δε θα’χουμε ανάγκη κανέναν. Πολύ καλά έκανες που παράτησες την υπηρεσία κι ασχολήθηκες μ’ αυτόν τον σοβαρό άνθρωπο τον Σάϊκογλου, που ο θεός να μας κόβει μέρες και να του δίνει χρόνια. Σα να τραβήξαμε τον πρώτο αριθμό του λαχείου Από στολε. Τώρα όμως δεν έλεγε τα ίδια. Θυμήθηκε τις αντιρρήσεις που είχε για την παραίτησή του και μουρμού ριζε ασταμάτητα έτσι όπως πηγαινοερχόταν στην κουζίνα. - Μια χαρά ήμασταν. Τι τα θέλαμε τα πλούτια και τα μεγαλεία; Λύσσα ξες να γίνεις μεγάλος και τρανός. Τώρα πάει καταστραφήκαμε. Έτσι που δε μας χωνεύει και δε μας λογαριάζει κανείς, θα μείνουμε δω μέσα φτω χοί κι άμοιροι σα τους χλεμπονιάρηδες. Για μια στιγμή σκέφτηκε να την αρπάξει απ’ το μαλλί και να την σα βουρντίσει κατ’ απ’ τα σκαλιά έξω στο δρόμο, αλλά συγκρατήθηκε. - Εδώ καράβια χάνονται και συ ρε γυναίκα έχεις της ψωλής το χαβά. Εγώ πάω για το απόσπασμα κι ο καημός ο δικός σου είναι η φτώχια και τα λόγια του κόσμου. Τι να σε πει κανείς; Άντε τράβα στο κρεβάτι σου κι άσε με στα ντέρτια μου. 2 Πρωί πρωί, όπως ακριβώς το περίμενε, χτύπησε το κουδούνι απ’ το κάτω μέρος της σκάλας. Άνοιξε το παράθυρο κι είδε τον χωροφύλακα που κοιτούσε προ τα πάνω στην εξώπορτα του. - Εμένα ζητάτε, ρώτησε κι ένοιωσε γελοίος. Όλη νύχτα έκλωθε στο μυαλό του πως έρχεται ο χωροφύλακας να τον πάρει για την ασφάλεια και τώρα που τον είδε μπροστά του ρωτούσε σα τον βλάκα αν έψαχνε αυτόν. - Ο κύριος Μαργαρίτης Απόστολος; - Ναι εγώ είμαι. Μια στιγμή να ντυθώ και κατεβαίνω αμέσως. Που θα πάμε; - Τι σημασία έχει ρε συ, αγρίεψε ο χωροφύλακας. Μήπως έχει τίποτα διαφορετικά ντυσίματα για την κάθε υπηρεσία; Άντε κουνήσου γιατί δε θα σε περιμένω ίσα με το βράδυ. Έκλεισε το παράθυρο και κάθισε για μερικά δευτερόλεπτα στο ντιβάνι να συγκεντρωθεί. Δες εκεί πως κατάντησε απ’ της μια στιγμή στην άλλη.
159
Δες εκεί πως του μιλούσε αυτός ο σχαμερός χωροφύλακας, που μέχρι τα χτες του έκανε τεμενάδες. Δε λέει. Τα πράματα είναι ζόρικα, αλλά έχει κι αυτός χαρτιά στα χέρια του. Μπορεί ν’ ανοίξει το στόμα του και να τους μπλέξει όλους. Πρέπει να χειριστεί το θέμα με τρόπο που να τους αναγκάσει να τον βοηθήσου για να γλιτώσουν και οι ίδιοι απ’ τις καταγγελίες του. Μέχρι χτες τ’ απόγεμα που πήγε στη συγκέντρωση, ήταν αισιόδοξος. Όταν όμως άκουσε τον βουλευτή, κατάλαβε αμέσως που θα το πήγαιναν κι ανησύχησε πολύ σοβαρά. Εκείνο πάντως που τον έκανε να αιστανθεί τελείως χαμένος, ήταν τα σούρτα φέρτα του Σάϊκογλου. Για να’ναι αυτός κολητάρι πα να πει ότι τα έχουν σχεδιάσει στην εντέλεια και δε φοβού νται κανέναν. Όταν αργότερα έμαθε και για το σαμποτάζ που έκαναν οι κομουνιστές στη συγκέντρωση, κόντεψε να του’ρθει κόλπος. - Θα τους πάρω ότι και να γίνει μαζί μου στα βαθιά, σκέφτηκε κι άρχισε να φοράει τα ρούχα που του’φερε η γυναίκα του, που δεν είχε σταματή σει ούτε στιγμή να μουρμουρίζει. Ο χωροφύλακα ξαναχτύπησε την ώρα ακριβώς π’ άνοιγε την εξώπορτ α. Τον θυμόταν πολύ καλά αυτόν τον νεαρό. Είχε περάσει μια μέρα μαζί με τον προϊστάμενο του έλεγχου απ’ την αποθήκη του Σάϊκογλου για να κάνουν τάχα «τον καθιερωμένο τυπικό έλεγχο», όπως είπε ο προϊστάμε νος στον Σάϊκογλου. - Τελείως τυπικά κύριε Σάϊκογλου. Τελείως τυπικά. Όλοι ξέρουμε ότι εί στε το διαμάντι της αγοράς. Έτσι πως κόντευε μεσημεράκι, ο Σάϊκογλου έστειλε το παιδί να παραγ γείλει ούζα με μεζέδες απ’ το σαλαμτζίδικο. Για μια στιγμή εκεί που τα κουτσόπιναν και τρώγαν τους παστουρμάδες και τα σαλάμια τους, ο Σάϊκογλου γύρισε και τον παρακάλεσε. - Μπορείτε κύριε Μαργαρίτη να συνοδέψτε το όργανο να ρίξει μια ματιά στην αποθήκη; Όχι μόνο να τρώμε και να πίνουμε, πλατάγισε τα χείλια του και γέλασε δυνατά, αλλά να κάνουμε και το καθήκον μας. Έτσι δεν είναι κύριε προϊστάμενε -Έτσι ακριβώς, είπε κείνος κι έκλεισε το μάτι στον Σαΐκογλου. Αυτόν λοιπόν τον χωροφύλακα που τώρα τον περίμενε στην είσοδο του σπιτιού του, είχε πάρει να ξεναγήσει τότε στην αποθήκη σύμφωνα με την επιθυμία του Σάϊκογλου. Τότε περπατούσε δίπλα του σα λακές όλο χαμόγελα κι ευγένειες, ενώ τώρα κάνει πως δε τον θυμάται. Αμνησία φαίνεται τους χτύπησε όλους ξαφνικά. Μάλιστα μόλις γύρισαν πίσω στο γραφείο κείνη της μέρα της ξενάγη σης στην αποθήκη, ο προϊστάμενος σκώθηκε πάνω κι έδωσε το σύνθη μα. - Πάμε Διονύση. Μόλις έφυγαν ο Σάϊκογλου γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας.
160
- Δε πιστεύω να φαντάστηκες ότι σ’ έστειλα μαζί του στην αποθήκη για κανένα έλεγχο. Να τον απομακρύνω απ’ εδώ ήθελα για να χαρτζιλικώσω τον προϊστάμενο. 3 Ο νεαρός χωροφύλακας τον έπιασε απ’ το μπράτσο. - Πάμε ρε, του είπε. Κοντεύει να μεσημεριάσει. Όλος ο κόσμος το’χει τούμπανο απ’ τα ξημερώματα ότι σε γραπώσαμε και συ κοιμάσαι στο σπιτάκι σου του καλού καιρού. Φτάνοντας στα σκαλιά της ασφάλειας είδε κάτω στο μπακαλικάκι τα σαΐνια των βασανιστηρίων τον Μηνά και τον Τραντάφυλλο, που είχαν αρχίσει κιόλας πρωί πρωί τα ούζα. Ο Μηνάς μάλιστα τον κοίταξε με προ σοχή και κούνησε με σημασία το κεφάλι του. Ο Μαργαρίτης ένοιωθε α κόμα την ανατριχίλα απ’ τη ματιά του όταν έμπαινε στο γραφείο του αξι ωματικού υπηρεσίας. -Άστον και φύγε, είπε κείνος στον χωροφύλακα που του έφερε. Ο χωροφύλακας χαιρέτησε κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. - Εδώ είμαστε το λοιπόν πουλάκι μου, έκανε ειρωνικά ο αξιώτικος υπη ρεσίας κι άνοιξε την τοπική εφημερίδα ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ, που είχε πάνω στο γραφείο του. Εδώ δες ρε κουμάσι τι γράφει και τι ρεζίλι γίναμε εξ’ αιτίας σου. Έβαλε το βρώμικο δάχτυλο του κι έδειξε τον μεγάλο τίτλο. ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ ΕΠΙ ΤΕΛΟΥΣ ........ Για σένα λέει ρε, είπε αγριεμένος ο αξιωματικός υπηρεσίας. Απ’ τις πέ ντε το πρωί που κυκλοφόρησε η εφημερίδα το γράφει και μεις σε είχαμε να κοιμάσαι στο σπιτάκι σου στην αγκαλιά της γυναίκας σου. Βγάλ’ τα στραβά σου και διάβασε να δεις τι γράφει εδώ κάτω απ’ τα μεγάλα τα γράμματα, είπε κι έσπρωξε την εφημερίδα προς το μέρος του. Ο Μαργαρίτης προσπάθησε να διαβάσει, αλλά ήταν τόσο συγχυσμένος και φοβισμένος, που το μόνο που κατάφερε ήταν να ξεχωρίσει τ’ όνομα του στην τρίτη ή την τέταρτη αράδα. - Τα είδες τα καμώματά σου; συνέχισε ο άλλος κουνώντας το χέρι του. Εδώ λέει, χτύπησε δυνατά την εφημερίδα με την παλάμη του, ότι σε συ νομωσία με τους κομουνιστές αρπάζατε τα τρόφιμα και τα στέλνατε στον Στάλιν. Σήκωσε τους ώμους του μ’ απορία. - Τι να πει κανείς ρε με σας; Είν ανάγκη να τα στέλνετε να τα τρων οι Ρώσοι; Εμείς ρε τι είμαστε δω πέρα; Μασέλες και τσέπες δεν έχουμε; Τέλος πάντων. Εδώ τώρα θα μας τα πεις όλα με το νι και με το σίγμα. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε και με ύφος ειρωνικό συνέχισε.
161
- ....Εγώ εδώ που τα λέμε δε σε πίστεψα ποτέ, ότι άλλαξες μυαλά. Το ’λεγα πάντα και συμφωνούσε μαζί μου κι ο παλιός μας διοικητής, ότι ε σείς οι τάχα μετανοιωμένοι έχετε εντολή απ’ το κόμμα να θυσιάζτε κάναν κακομοίρη για να μπαίντε στα κόλπα. Εμείς... Δε πρόλαβε να συνεχίσει, γιατί άνοιξε η πόρτα κι ένας αξιωματικός έβα λε το κεφάλι του μέσα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο και χαιρέτισε με σεβασμό. - Διαταγάς, έβαλε μια φωνή. - Αυτόν εδώ να του βάλτε χειροπέδες και να τον πάτε συνοδεία στον βασιλικό επίτροπο με το τζιπ τώρα αμέσως. Στον βοηθό του βασιλικού επιτρόπου για την ακρίβεια. Κατεβαίνοντας τις σκάλες είναι δυο φωτο γράφοι από εφημερίδες, που περιμένουν να τον φωτογραφήσουν. Κα τάλαβες; - Μάλιστα κύριε υποδιοικητά, ξαναχαιρέτησε ο άλλος. Η πόρτα έκλεισε κι ο αξιωματικός υπηρεσίας άνοιξε το συρτάρι στα δε ξά του γραφείου του, βγάζοντας ένα ζευγάρι χειροπέδες. Τις κράτησε απ’ την μια άκρη και τις κούνησε μπροστά στα μούτρα του Μαργαρίτη. -Άντε πάλι. Τυχερός είσαι. Θα τη βγάλεις μόνο με χειροπέδες. Φυσικά πρέπει να κελαηδήσεις στον βασιλικό επίτροπο, γιατί αλλιώς θα σε στεί λει πακέτο πίσω σε μας και θα φτύσεις το γάλα της μάνας σου. Κοίταξε κακομοίρη να τα πεις όλα, γιατί αν σε στείλουν πίσω εδώ, κάηκες. Άνοιξε την πόρτα ναι μίλησε σε κάποιον. Σε λίγο μπήκε μέσα ο χωρο φύλακας που τον είχε φέρει, μαζί μ’ ένα ακόμα επίσης νεαρό. Του έβα λαν τις χειροπέδες, τον έπιασαν απ’ τα μπράτσα ο καθένας απ’ τη μεριά του και κοίταξαν τον προϊστάμενο τους. - Εμπρός μαρς, είπε κείνος. Έπιασε μαλακά τον έναν απ’ το μπράτσο και σκώνοντας το βρώμικο δάχτυλό του μπροστά στα μούτρα του του επέστησε την προσοχή. - Τώρα που θα κατεβαίντε τις σκάλες θα σας πάρουν φωτογραφία για τις εφημερίδες. Να είστε χαμογελαστοί κι άνετοι για να κάνουμε καλή ε ντύπωση σαν υπηρεσία που μας βλέπουν όλοι σα Γιανκούλες. Αυτός εδώ να’χει προτεταμένα τα χέρια του να φαίνονται καθαρά οι χειροπέδες. Άντε γρήγορα γιατί περιμένει ο καινούριος βοηθός του βασιλικού επι τρόπου. Έκανε μια γκριμάτσα δυσφορίας. - Αυτός ο καινούριος είναι πολύ ζόρικος, γιατί έχει λένε γερό μπάρμπα στην κορώνη. Στην ουσία αυτός πια κάνει κουμάντο. Λογαριασμό δε δί νει σε κανέναν. Αυτόν πρέπει να τον έχουμε με το γλυκό όπως λέει ο δι οικητής μας, γιατί έχει τέτοιο δόντι που μπορεί να μας πετάξει όλους εκεί που δε το βρίσκεις ούτε στον χάρτη. Κατεβαίνοντας τις εξωτερικές σκάλες της ασφάλειας οι χωροφυλακές κοντοστάθηκαν για μια στιγμή, έτσι όπως είδαν μπροστά τους τους δυο φωτογράφους.
162
- Οχι εκεί, είπε ο ένας. Κατεβείτε κάτω που έχει ποίο πολύ φως και σταθείτε εδώ δίπλα στο τζιπ. Κατέβηκαν τα υπόλοιπα σκαλιά και στάθηκαν δίπλα ακριβώς απ’ τ’ αυ τοκίνητο. Οι δυο χωροφύλακες έφτιαξαν τα καπέλα τους, τέντωσαν προς τα κάτω τα χιτώνιά τους και κορδώθηκαν έτοιμοι για τις φωτογραφίες. Ο Μαργαρίτης ήταν ένα όρθιο πτώμα με κατεβασμένο, σχεδόν να κρέμεται, το κεφάλι. - Σήκωσε ρε συ το κεφάλι σου να φαίνονται τα μούτρα σου, είπε ο άλ λος φωτογράφος. Ο Μαργαρίτη τσιτώθηκε μηχανικά, σήκωσε όσο μπορούσε το κεφάλι του και κοίταξε σα χαμένος τους φωτογράφους. -Έτσι μπράβο. Έτσι σε θέλω πουλάκι μου, είπε πάλι εκείνος κι ο Μαρ γαρίτης άκουσε μερικά απανωτά κλικ που έκαναν οι μηχανές τους. Όταν τον οδήγησαν στο γραφείο του βασιλικού επιτρόπου, ήταν κυριο λεκτικά ένα ράκος. Ήταν σίγουρος ότι αν δε τον κρατούσαν σφιχτά απ’ τα δυο του μπράτσα οι χωροφύλακες θα σωριαζόταν κάτω. Ο βοηθός του βασιλικού επιτρόπου ανακάτευε ένα σωρό από χαρτιά πάνω στο γραφείο του κι έκανε τουλάχιστο πέντε λεπτά να σκώσει το κε φάλι του και να τον κοιτάξει έτσι όπως στεκόταν μπροστά στο γραφείο του όρθιος, ανάμεσα στους δυο χωροφύλακες. Ήταν καινούριος στον τόπο τους κι είχε κιόλας αποκτήσει τη φήμη του. Ήταν λέγαν σκληρός και τυπικός. Κοίταξε τον Μαργαρίτη από πάνω μέχρι κάτω με μισόκλειστα μάτια, λες και ήθελε να τον γραδάρει για να βγάλει συμπέρασμα κι απόφαση απ’ την πρώτη στιγμή. . - Βγάλτε του τις χειροπέδες, είπε στους χωροφύλακες και περιμέντε έξω στο διάδρομο. Εκείνοι έκαναν κατά πως τους είπε και βγήκαν απ’ την πόρτα χαιρε τώντας. - Καθίστε κύριε Μαργαρίτη, του’δειξε την πολυθρόνα στ’ αριστερά του γραφείου του. Καθίστε και προσπαθήστε να είστε ήρεμος. Έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας. Ο Μαργαρίτης έκατσε στην πολυθρόνα και προσπάθησε μές’ απ’ το θολωμένο του μυαλό να βγάλει κάποια συμπεράσματα για το ποιόν του βασιλικού επιτρόπου. - Πολύ ζόρικος φαίνεται, είπε από μέσα του. Ήταν κοντός και γεροδεμένος, με κοντοκουρεμένα αμερικάνικης κοψιάς μαλλιά, σοβαρός και αυστηρός. Τράβηξε από μια στοίβα φακέλους έναν κόκκινο, τον άνοιξε και ξεφύλλισε με ύφος συνοφρυωμένο τα χαρτιά που ήταν μέσα.
163
Αφού τα μελέτησε για περισσότερο από δέκα λεπτά, έκλεισε τον φάκελ ο, σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο γραφείο και κοίταξε τον Μαργαρίτη έντονα στα μάτια. - Ανεπίσημα, είπε και σούφρωσε τα χείλια του. Εντελώς ανεπίσημα κύ ριε Μαργαρίτη. Ξέρετε γιατί κατηγορείστε; - Το υποθέτω. - Για ποίο πράμα λοιπόν; - Μάλλον για την διακίνηση της αμερικάνικης βοηθείας που κάνουμε μαζί με τον κύριο Σάϊκογλου. Σήμερα γράφει η τοπική εφημερίδα ότι έχω συλληφθεί γι’αυτό το λόγο. Πιστεύω ότι το διαβάσατε. Ο βασιλικός επίτροπος πήρε απ’ το τραπεζάκι που ήταν δίπλα του μια εφημερίδα, τη σήκωσε ψηλά και του την έδειξε χωρίς να πει τίποτα. - Δε ξέρω ούτε καν τι γράφει, αλλά υποθέτω απ’ τα μισόλογα που μου λέγαν στην ασφάλεια, ότι μάλλον με χρεώνουν κάποια κατάχρηση. Ο επίτροπος τον κοίταξε ακόμα ποίο έντονα. Κάτι πήγε να πει, αλλά άλλαξε γνώμή. Πάτησε ένα κουπί στο δεξί μέρος του γραφείου του και σχεδόν αμέσως ακούστηκε ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα. - Εμπρός, είπε ο επίτροπος με την κάπως γυναικεία φωνή του. Η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε μια κοπέλα με κατάμαυρα κο ντοκουρεμένα σαν αγορίστικα μαλλιά κι έντονα βαμμένα κόκκινα χείλια. Ο Μαργαρίτης τη γνώρισε αμέσως. Ήταν η μεγάλη κόρη της κυρά Βά σως που έμεναν πίσω απ’ το σπίτι του σχεδόν κολλητά, αλλά δεν είχαν καθόλου καλές σχέσεις. Για να περάσει η γυναίκα του η Αντρονίκη απ’ την πίσω πόρτα του σπιτιού τους, έπρεπε να περάσει από την αυλή της κυρά Βάσως. Χρόνια τώρα είχε σκωθεί ένας ατέλειωτος καυγάς ανάμεσα στις γυναί κες. Η αλήθεια ήταν ότι ο ίδιος ο Μαργαρίτης δεν είχε μπει ποτέ του στις φασαρίες, αλλά για να πει κανείς και του στραβού το δίκιο η Αντρον ίκη, όχι γιατί ήταν γυναίκα του, είχε το δίκιο με το μέρος της. Στη δική τους μικρή αυλή είχαν ένα μεγάλο σιδερένιο βαρέλι, που η Α ντρονίκη φρόντιζε να το γεμίζει νερό όλη της βδομάδα για να το έχει για την πλύση που έβαζε κάθε Τετάρτη. Για να φέρει όμως το νερό με τον ντενεκέ απ’ της δημοτική βρύση που ήταν απέναντι απ’ το σπίτι της κυρά Βάσως, έπρεπε να περάσει απ’ την αυλή της και να μπει στη δική του απ’ την πίσω αυλόπορτα. Αλλιώς έπρεπε να κάνει ένα πολύ μεγάλο κύ κλο, που με το βάρος του ντενεκέ ήταν πολύ μεγάλος κόπος και κοψομε σιαζόταν. Άκου τώρα χαζά και λεπτομέρειες που κάθεται και σκέπτεται. Εδώ τον έχουν τυλιγμένο σε μια κόλα χαρτί κι αυτός σκέφτεται την κυρά Βάσω και τις μπουγάδες, μόνο και μόνο γιατί τυχαίνει η κόρη τής να δουλεύει εδώ. Η αλήθεια είναι ότι καταντράπηκε όταν είδε το κορίτσι, γιατί είχε ακούσει πολλές φορές τη γυναίκα του, όταν καυγάδιζε με την κυρά Βάσω, να της πουλάει μούρη.
164
- Εμείς σύντομα θα βάλουμε νερό στο σπίτι και θα σκάσεις απ’ το κακό σου παλιοβρόμα. - Να βάλτε και να το χαίρεστε, είχε απαντήσει μια μέρα η κυρά Βάσω. Τα λεφτά της ρουφιανιάς δε κρύβονται. Βάλτε και νερό βάλτε κι ένα πα λούκι στον κώλο σας, γιατί τέτοιο μόνο σας αξίζει και σένα και τον ρου φιάνο τον άντρα σου π’ έκλεισε ένα σωρό σπίτια. Η κοπέλα τον κοίταξε χωρίς να δείξει έκπληξη και χωρίς να φανεί καν ότι τον αναγνωρίζει. - Ορίστε, είπε απευθυνόμενη στον επίτροπο. - Ελάτε να καθίστε στη γραφομηχανή δεσποινίς Ελευθερία. Θα πάρου με κατάθεση απ’ τον κύριο Μαργαρίτη. - Μια στιγμή να πάρω μια καινούρια μελανοταινία κι έρχομαι αμέσως, είπε η κοπέλα και βγήκε κάνοντας στροφή με μια χαριτωμένη κίνηση. Ο επίτροπος ξαναγύρισε τα ερευνητικά του μάτια στον Μαργαρίτη που καθόταν μαζεμένος, σχεδόν κουλουριασμένος, στην πολυθρόνα του. - Είστε έτοιμος να ομολογήστε κύριε Μαργαρίτη; ρώτησε. - Να ομολογήσω τι; έκανε μια κίνηση να τιναχτεί απ’ τη θέση του. -Ότι καταχραστήκατε τα τρόφιμα της αμερικανικής βοήθειας. - Εγώ κύριε επίτροπε δε καταχράστηκα τίποτα. Παραιτήθηκα απ’ τη δουλειά μου στο δημόσιο, για να κάνω μια άλλη δουλειά που μου πρό τειναν. Γι’αυτή μου τη δουλειά πληρωνόμουν. - Καλά καλά, τον έκοψε ο επίτροπος. Θα τα πούμε με της σειρά και θα τα γράψουμε. Η Ελευθερία μπήκε στο γραφείο και για μεγάλη του έκπληξη αυτή τη φορά τον χαιρέτισε φιλικά. - Καλημέρα κυρ Μαργαρίτη, είπε. Και γυρνώντας προς τον επίτροπο συνέχισε. - ....Είμαστε γείτονες κύριε επίτροπε. Τα σπίτια ας είναι κολλητά, αλλά η μάνα μου με τη γυναίκα του κυρ Μαργαρίτη δεν έχουν ησυχασμό. Όλη μέρα καυγαδίζουν και βρίζονται. Για να πω την αλήθεια η μάνα μου δεν έχει δίκιο, αλλά είναι μάνα μου και σε μένα δε πέφτει λόγος. Χαμογέλασε λίγο ντροπαλά, σα να ήταν να κάνει μια σοβαρή εξομο λόγηση. - Εκείνο που μ’ έχει κάνει εντύπωση, είναι ότι παρ όλο που η γυναίκα του κυρ Μαργαρίτη έχει δίκιο και αυτό το ξέρει όλη η γειτονιά, ο ίδιος δε βγήκε ποτέ να πει έστω και μια κουβέντα. - Κοντεύεις να μας πεις την ιστορία της ζωής σου δεσποινίς Ελευθερία, είπε με μια υποψία χαμόγελου ο επίτροπος. Καθίστε τώρα παρακαλώ στη γραφομηχανή και δε θα γράψτε τίποτα, αν δε σας πω και δε σας υπαγορέψω εγώ. Ο Μαργαρίτης ένοιωσε σα ξαλαφρωμένος. Η συμπεριφορά και τα λόγια της κοπέλας μπήκαν μέσα του σα βάλσαμο και τον ξαναζωντάνεψαν.
165
- Μ’ ακούτε κύριε Μαργαρίτη, τον ρώτησε ο επίτροπος βλέποντάς τον αφηρημένο. Πείτε μου το όνομα σας, το επώνυμο και το πατρώνυμο. Εσείς δεσποινίς, γύρισε στην κοπέλα, αυτά όλα τα στοιχεία του κατηγο ρουμένου θα τα γράψτε. - Μαργαρίτης Απόστολος του Αντωνίου. - Και που μένετε κύριε Μαργαρίτη; - Οδός Σελήνης αριθμός επτά. - Τι δουλειά κάνετε; - Έως πρόσφατα δημόσιος υπάλληλος. Εδώ και έξη μήνες ασχολού μαι με την διακίνηση τροφίμων. - Ελεύθερος επαγγελματίας επομένως. Σημειώστε το έτσι δεσποινίς. Ξαναστράφηκε στον Μαργαρίτη. - Οικογενειακή κατάσταση; - Παντρεμένος με δυο κόρες εικοσιπέντε και εικοσιτριών χρόνων, που μένουν εδώ και πέντε μήνες στη Σαλονίκη στην αδερφή μου. Έχω κι ένα στερνοπούλι αγοράκι, που είναι στην έκτη του δημοτικού. Ο επίτροπος σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο γραφείο κι έσκυψε το σώμα του προς το μέρος του. - Οι κατηγορίες εναντίον σας, είναι δυο κύριε Μαργαρίτη. Κατηγορείστε πρώτον διότι ομού μετ’ άλλων αντεθνικώς δρώντων κομουνιστών κατα χραστήκατε τρόφιμα που ανήκαν στον ελληνικό λαό, με προφανή σκο πόν να τα στείλετε στο παραπέτασμα ή στους συμμορίτας που δρουν ενόπλως εις τα βουνά. Η κατηγορία είναι της κατάχρησης και της προδο σίας και επιφέρει την ποινήν του θανάτου. Πήρε βαθιά αναπνοή και συνέχισε. - Και δεύτερον..... Σταμάτησε και τον κοίταξε ερευνητικά. - Κατηγορείστε ότι ομού και πάλιν μετά των κομουνιστών, προκαλέσατε αναστάτωσην και πανικόν εις μιαν ειρηνικήν εκδήλωσην, όπου ομιλούσε ο εκπρόσωπος του νομού εις την βουλήν, βουλευτής κύριος Βαρελής. Κατηγορείστε δηλαδή για σαμποτάζ, που με της σειρά του επιφέρει την ποινήν της ισοβίου καθείρξεως. Ξεφύσηξε δυνατά θέλοντας να του δείξει ότι τα πράματα ήταν πολύ σκούρα. - Τι έχετε να πείτε σχετικά με την πρώτη κατηγορία; Εσείς δεσποινίς, στράφηκε στη γραμματέα, μη γράψτε όπως σας είπα τίποτε ακόμη. Τον Μαργαρίτη τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Τρελός είν’ αυτός σκέφτηκε. Που τα βρήκε όλ’ αυτά και τα ξεφούρνισε; Πριν ανοίξει το στόμα του, αποφάσισε ότι θα ήταν ανώφελο ν’ αναφέρει για τον βουλευτή και την πρώτη του συνάντηση με τον Σάϊκογλου στο γραφείο του. Σίγουρα δε θα βοηθούσε σε τίποτα και το πιθανότερο ήταν να βρεθεί ακόμα ποίο μπλεγμένος.
166
- Όπως σας είπα και πριν, είπε με κουρασμένη φωνή, εγώ ήμουν υ πάλληλος. Παραιτήθηκα διότι γνώρισα τον κύριο Σάϊκογλου, ο οποίος μ’ έπεισε να κάνουμε μαζί τη δουλειά που ο ίδιος είχε αναλάβει απ’ το κρά τος. Δηλαδή της διακίνηση των τροφίμων της αμερικάνικης βοήθειας. - Και γιατί παρακαλώ διάλεξε εσάς έναν υπάλληλο και δε στράφηκε σ’ έναν από τους τόσους εμπόρους που έχει η αγορά; Γιατί εσάς; - Γιατί, όπως με είπε, είναι πολιτική της κυβέρνησης να δημιουργηθεί μια μεσαία τάξη και να χτυπηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο ο κομουνισμός, μια για πάντα. Ο επίτροπος γούρλωσε τα μάτια του. - Τι παραμύθια ειν αυτά; απόρησε. -Έχει τη λογική του, είπε με κάποια αμφιβολία ο Μαργαρίτης. - Ωραία. Και λοιπόν; - Εγώ, συνέχισε κουρασμένα ο Μαργαρίτης, ανέλαβα το χαμαλίκι θα λέγαμε. Ανέλαβα της διακίνηση των τροφίμων. Κάθε μέρα πρωί πρωί πήγαινα στην αποθήκη του κυρίου Σάϊκογλου που είναι ακριβώς πισ’ απ’ τον Αι Νικόλα και παραλάμβανα το φορτηγό με τα τρόφιμα που ήταν κιόλα φορτωμένο. Σύμφωνα με το πρόγραμμα που μου δίναν, πήγαινα στα χωριά και πα ρέδιδα στις κοινότητες. Επίσης παρέδιδα και σ’ όλους τους φούρνους εδώ στην πόλη. Κυρίως άλευρα, γάλα σκόνη, κονσέρβες με αμερικάνικο τυρί, βούτηρα σε κονσέρβες και σταφίδες. Πολλές φορές κάναμε πέντε κι έξη δρομολόγια της μέρα, Κυριακή καθημερνή. - Και παραδίδατε όλες τις ποσότητες; Παραδίδατε όσες ποσότητες έ γραφαν τα χαρτιά σας; Ο Μαργαρίτης κόμπιασε. -Όχι, είπε τέλος. - Και γιατί παρακαλώ; επέμενε ο επίτροπος. - Γιατί ο κύριος Σάϊκογλου απ’ την αρχή μου το είχε ξεκαθαρίσει. Άσχε τα με τα έγγραφα, εγώ θα παρέδιδα μόνο το σαράντα τα εκατό των πο σοτήτων. Ήταν πανεύκολο να βγάλω με το μυαλό μου τις ποσότητες που έπρεπε να παραδώσω. - Και οι παραλήπτες υπέγραφαν για όλη την ποσότητα που ανέφεραν τα έγγραφα. Έτσι δεν είναι; - Ακριβώς. - Και τα υπογεγραμμένα έγγραφα τι τα κάνατε; - Τα επέστρεφα στον κύριο Σάϊκογλου. Όλη τη διαχείριση την είχε αυ τός. Εγώ όπως σας είπα έκανα μόνο το χαμαλίκι. - Και πληρωνόσασταν καλά γι’αυτό το χαμαλίκι όπως το λέτε, συνέχισε ο επίτροπος με έντονη ειρωνεία στη φωνή του. - Πολύ καλά, απάντησε μουδιασμένα ο Μαργαρίτης που άρχισε να υ ποψιάζεται που ακριβώς στόχευαν οι ερωτήσεις. Μπορώ να πω ηγεμον ικά.
167
- Το ξέρουμε, είπε με ειρωνικό χαμόγελο ο επίτροπος. Πήραμε κατάθε ση απ’ τον σαράφη που έκανες τις λίρες και μας είπε ότι μέσα σε λιγότε ρο από έξη μήνες κάνατε κοντά εξακόσες λίρες. Αφού κι ο ίδιος απόρησε που τα βρίσκατε τόσα λεφτά. Αλλά να σας ρωτήσω και κάτι ακόμα που μου φαίνεται τρομερά περί εργο. Για μια τέτοια χαμαλίστικη δουλειά όπως της λέτε, γιατί πήρε ο κύ ριος Σάϊκογλου συνεταίρο στην προκείμενη περίπτωση εσάς και δε προ σέλαβε έναν υπάλληλο; - Σας είπα, κούνησε το κεφάλι του απελπισμένα ο Μαργαρίτης. Πείστη κα σε κείνα τα περί μεσαίας τάξης που σας ανέφερα πριν. Ο επίτροπος αναστέναξε για πρώτη φορά. - Φωνάξαμε εδώ πριν δυο μέρες τον κύριο Σάϊκογλου και τον ρωτήσαμ ε για όλ αυτά. Mας έδειξε με προθυμία όλα του τα χαρτιά που τα είχε με τη σειρά και τακτοποιημένα άριστα, μπορώ να πω. Είχε όλες τις εκθέσεις των ελεγκτών που έκαναν τον έλεγχο στην αποθήκη του κάθε βδομάδα. Είχε όλα με τη σειρά και με τάξη τα έγγραφα των παραλαβών, καθώς και τα έγγραφα των παραδόσεων καθημερινά σε σας. Όλα συμφωνούν στο δράμι. Όσα παραλάμβανε, τόσα παρέδιδε σε σας. Εσείς έχετε κάποια χαρτιά, ή κάποιες μαρτυρίες γι’ αυτά που λέτε; - Χαρτιά όχι, απάντησε πανικοβλημένος. Μάρτυρες όμως ναι. Όλοι αυ τοί στους οποίους παρέδιδα εγώ. - Αυτών η μαρτυρία είναι εις βάρος σας κύριε Μαργαρίτη, είπε ο επί τροπος δείχνοντας τον με το δάχτυλο. Μερικούς απ’ αυτούς τους ρω τήσαμε ήδη και λένε ότι παραλάμβαναν ότι τους δίνατε και υπέγραφαν άλλοι με σταυρό, γιατί είναι αγράμματοι άνθρωποι κι άλλοι γιατί τους α πειλούσατε. Επικαλούνται μάλιστα και τη μαρτυρία του οδηγού του φορ τηγού, ο οποίος και μας επιβεβαίωσε όλα τα περί των απειλών σας. Τώρα καταλάβαινε ο Μαργαρίτης γιατί οι περισσότεροι υπέγραφαν με το σημάδι του σταυρού. Του είχε κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση αυτό το πράμα, που το είχε πει και στη γυναίκα του ένα βράδυ. - Ρε Αντρονίκη, πως είναι δυνατόν να πάει μπροστά αυτός ο τόπος. Όλη μέρα γυρίζω στην πόλη και στα χωριά και νταλαβερίζομαι μ’ εκατον τάδες ανθρώπους. Αυτοί που ξέρουν πέντε κολλυβογράμματα είναι με τρημένοι στα δάχτυλα. Οι περισσότεροι με σταυρό βάζουν την υπογραφ ή τους. Τώρα καταλάβαινε πολύ καλά. Ή το κάναν επίτηδες γιατί πονηρεύο νταν ότι μπορεί κάποια μέρα να μπλέξουν αφού έπρεπε να υπογράφουν για πολύ μεγαλύτερες ποσότητες απ’ όσες παραλάμβαναν, ή κάποιος τους είχε δασκαλέψει πισ’ απ’ την πλάτη του. - Αυτός ο ρουφιάνος ο οδηγός, σκέφτηκε. Ο οδηγός του φορτηγού που όπως καμάρωνε να λέει ο Σάϊκογλου «ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης
168
του». Μια μέρα μάλιστα που ο οδηγός δεν ήρθε γιατί ήταν άρρωστος, αναβλήθηκε για κείνη τη μέρα η διανομή. Πόσο καλά και καθαρά τα’βλεπε τώρα όλ’ αυτά. Είχε τυφλωθεί απ’ το εύκολο χρήμα και τις φιλοδοξίες του και δε μπορούσε να δει τη μηχανή που του είχαν στήσει. - Δε μπορώ ν’ αποδείξω τίποτα, είπε απελπισμένα. Μου την έστησαν τόσο αριστοτεχνικά, που είμαι σαν τον ποντικό στη φάκα. Δε ξέρω τίποτ’ άλλο να πω. - Να μας πείτε κάποια ονόματα απ’ τους κομουνιστές που σας καθοδη γούσαν και τι έγιναν τα τρόφιμα που καταχραστήκατε. - Κανείς άλλος δε με καθοδήγησε πέρα απ’ τον κύριο Σάϊκογλου. Όλα αυτά που μου λέτε είναι παραμύθια για γέλια. Συγνώμη βέβαια που σας τα λέω έτσι, αλλά δε φταίτε σεις. Αυτά γράφουν οι εφημερίδες, αυτά δια βάζουν όλοι. - Επιμένετε ότι δεν έχετε τίποτ’ άλλο να μου πείτε; - Ναι είπε με πείσμα. Επιμένω. Ο επίτροπος γύρισε στην κοπέλα κι άρχισε να της υπαγορεύει αργά αργά όσα είχε συμπεράνει απ’ της συνομιλία του με τον Μαργαρίτη. Ό ταν τελείωσε, ζήτησε απ’ τη γραμματέα τις δυο πυκνογραμμένες σελίδες και τις διάβασε δυνατά. - Συμφωνείτε ότι αυτή είναι η κατάθεση σας για την πρώτη κατηγορία; τον ρώτησε. - Ναι ναι, είπε βαριεστημένα ο Μαργαρίτης. Πάνω κάτω αυτά είναι. - Ουσιαστικά αρνείσθε τα πάντα, τόνισε με σημασία ο επίτροπος. Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράματα και δεν έχετε τίποτ’ άλλο να προσθέστε, υπογράψτε παρακαλώ την κατάθεση σας εδώ κάτω ακριβώς, είπε και του πρότεινε τα χαρτιά. Πολύ ωραία ευχαριστώ πολύ. Και τώρα ας πάμε στην δεύτερη κατηγορία. Μια στιγμή όμως πρώτα. Έσκυψε προς το μέρος του και μίλησε ψιθυριστά για να μην τον ακούσει η κοπέλα. - Πρέπει να πάω προς νερού μου. Μήπως έχετε και σεις ανάγκη; -Όχι, είπε με πικρό χαμόγελο ο Μαργαρίτης. Εμένα μου κόπηκαν που λένε τα ύπατα. Έτσι που έμπλεξα ακόμα και πάνω μου να κατουρηθώ χαμπάρι δε πρόκειται να πάρω. Ο επίτροπος βγήκε με γρήγορα βήματα απ’ το γραφείο. - Εγώ σας πιστεύω, είπε αναπάντεχα και χαμηλόφωνα η γραμματέας. - Ευχαριστώ πολύ Ελευθερία, απάντησε ξαφνιασμένος. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ δεν είμαι καλό κουμάσι που λένε, αλλά έμπλεξα με μεγάλους απατεώνες και μπαγαπόντηδες. - Ξέρετε κύριε Μαργαρίτη ότι η μάνα μου είναι δεύτερη ξαδέρφη, ήταν θέλω να πω, με τον Δημητρό τον Γούλιο που τον εκτέλεσαν πριν τα Χρι στούγεννα; - Οχι. Δεν το ήξερα Ελευθερία, είπε μουδιασμένα.
169
- Η μάνα μου λέει ότι εσείς τον προδώσατε και φταίτε που τον έπιασαν και τον εκτέλεσαν. Γι’αυτό δε θέλει, ούτε να σας βλέπει, ούτε να σας α κούει. Κόμπιασε λίγο, ενώ ένα αχνό λυπημένο χαμόγελο φάνηκε στην άκρη των ματιών της. - Σήμερα όμως το πρωί, συνέχισε το ίδιο χαμηλόφωνα, είδε τη γυναίκα σας κλαμένη και τη ρώτησε τι τρέχει, γιατί είχε από μέρες διαδοθεί ότι ήσασταν μπλεγμένος. Μόλις έμαθε ότι σας πήρε η ασφάλεια, τη λυπήθη κε τόσο, που της είπε ότι από δω και μπρος μπορεί ελευθέρα να περνάει απ’ την αυλή μας. Ο Μαργαρίτης κοίταξε την κοπέλα έκπληκτος. Για φαντάσου. Η κυρά Βάσω τον θεωρεί υπεύθυνο για την εκτέλεση του ξαδέρφου της, αλλά μόλις είδε το σπίτι του να ερημώνει τον λυπήθηκε. Κοίτα τώρα να δεις που είναι η ανθρωπιά. Δίπλα στην πόρτα του ήταν τόσα χρόνια κι αυτός ψάχνει να τη βρει στα λεφτά στην πολιτική, στον Σαΐκογλου και στο κακό του συναπάντημα. Σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό του η Ζωϊτσα, που τον κοιτούσε στην αρχή στα μάτια περι μένοντας απ’ αυτόν που κάποτε τον έβλεπε σα θεό της, μια μικρή βοή θεια. Κι αυτός; Τι έκανε αυτός; Την παράδωσε στην ασφάλεια και στο θάνατο, μόνο και μόνο για να τα κάνει πλακάκια μ’ αυτούς που τον έχουν τώρα έτοιμο για κρεμάλα. Πάτησε πα στ’ αδύνατο κορμί της, για να μπο ρέσει να σκαρφαλώσει ποίο ψηλά. Εκεί που βρίσκοντάι οι διάφοροι Σάϊ κογλου. Αμέτρητες είναι οι ρουφιανιές π’ έχει κάνει κι άλλα τόσα τα σπίτια π’ έ κλεισε ακόμα απ’ την εποχή π’ ανήκε στο «επαναστατικό κίνημα», αλλά η Ζωΐτσα δεν έφυγε ούτε μια στιγμή απ’ το μυαλό του κι απ’ τον ύπνο του. Ένα αδύναμο κυνηγημένο κι άκακο πλάσμα που το παράδωσε στα θηρία για να χορτάσουν την πείνα τους, να χορτάσει κι αυτός τη δίψα του για μεγαλεία. - Ευχαριστώ πολύ Ελευθερία, είπε μόνο. Ο επίτροπος μπήκε χαμογελαστός και ξαλαφρωμένος. Ξανάκατσε στο γραφείο του και πήρε πάλι την ίδια στάση με τα χέρια σταυρωμένα και το σώμα γερμένο μπροστά, προς της μεριά του Μαργαρίτη. - Να’ρθουμε τώρα και στη δεύτερη κατηγορία σχετικά με το σαμποτάζ στη συγκέντρωση του βουλευτού κυρίου Βαρελή. Τι έχετε να πείτε γι’αυ τήν την κατηγορίαν; Ο Μαργαρίτης έκανε μια γκριμάτσα δυσφορίας. - Αυτά είναι αστεία πράγματα, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, κύριε ε πίτροπε. Τι σχέση μπορώ να έχω εγώ μ’ αυτό το θέμα; - Το επιτελείο του κυρίου βουλευτού επιμένει, ότι επειδή εσείς ο ίδιος ήσασταν ο άμεσα θιγόμενος απ’ τον λόγο που εκφώνησε ο κύριος βου λευτής, συνάγεται ότι συμμετείχατε στην οργάνωση και εκτέλεση της α
170
ποτρόπαιας αυτής πράξης, σε συνεργασία με φίλους σας συμμορίτες, που και αυτοί κατηγγέλθησαν ανοιχτά από τον ομιλούντα. - Εγώ κύριε επίτροπε πήγα να παρακολουθήσω την ομιλία, γιατί από μέρες με είχαν ζώσει τα φίδια ότι κάτι σκάρωνε ο Σάϊκογλου. Μια βδο μάδα τον έψαχνα και μου λέγαν ότι λείπει σε ταξίδια ενώ αυτός δεν είχε κουνήσει ούτε ρούπι απ’ την πόλη. Αυτό το έμαθα τυχαία απ’ έναν γείτονά μου, που τον είχε πάρει το μάτι του στο Κουτσουκ Ορμάν. Στεκόμουν μπροστά στο γυαλοπωλίο του Τζαμπάζη, αν ξέρετε που ακριβώς βρίσκεται και με τις πρώτες κουβέντες π’ άκουσα απ’ τον λόγο του κυρίου βουλευτή, κατάλαβα ότι θα κατέληγα εδώ που είμαι τώρα και θα πλήρωνα εγώ τις χοντρές κλεψιές του Σαϊκογλου. Μετά από πέντε λεπτά, αφού άκουσα τα μαύρα μαντάτα που μ’ αφο ρούσαν, σκώθηκα και πήρα το δρόμο για το σπίτι μου απ’ το στενό της τράπεζας της Ελλάδος. Όταν συνέβη αυτό που λέτε «κομουνιστικό σα μποτάζ», εγώ δεν βρισκόμουν καν στη συγκέντρωση. Το έμαθα αργά το βράδυ από έναν ξάδελφό μου που πέρασε απ’ το σπίτι. - Πως τον λένε αυτόν τον εξάδελφό σας; ρώτησε μ’ ενδιαφέρον ο επίτ ροπος. - Λάμπρο. - Λάμπρο τι; - Λάμπρο Ασβεστά. Ο επίτροπος σημείωσε με προσοχή τ’ όνομα σ’ ένα χαρτί που είχε μπροστά του. - Αυτά έχετε μόνο να πείτε σχετικά; Το ότι απομακρυνθήκατε νωρίς από μια ομιλία που σας αφορούσε, είναι ένας επιπλέον λόγος που εντεί νει τις υποψίες εις βάρος σας, τόνισε με σημασία. - Κουραφέξαλα, είπε αγανακτισμένος ο Μαργαρίτης κι απόρησε κι ο ί διος που βρήκε το θάρρος να ξεστομίσει μια τέτοια κουβέντα. - Κουραφέξαλα είν αυτά που λέω, είπε συνοφρυωμένος κι εκνευρι σμένος ο επίτροπος. Κουραφέξαλα ε; Θα δούμε όταν φτάσεις στο δικα στήριο και αντιμετωπίσεις την εσχάτη των ποινών, αν θα λες τα ίδια. Το ένα δε ξέρεις - το είχε γυρίσει τώρα στον ενικό - το άλλο δε ξέρεις και την μαύρη σου την τύφλα. Ξέρουμε όλοι εδώ πολύ καλά τι ρόλο παίζει ο καθένας σας. Κάντε πρώτα τους μετανοιωμένους εχθρούς της πατρίδας και μόλις βρείτε ευ καιρία μπήγεται το μαχαίρι στην πλάτη της αδούλωτης και περήφανης Ελλάδος, την όποια σείς και οι όμοιοί σας - τον έδειξε με το δάχτυλο μόνο με φαρμάκι και προδοσία την ποτίζετε. Είμαστε βέβαιοι ότι τα κλοπιμαία τα στείλατε να χορτάστε τους Βουλ γάρους και τους άλλους σλάβoυς, για να έχετε την εύνοια του στυγερού δολοφόνου Στάλιν. Αντί να μετανιώσεις και να ζητήσεις συγνώμη για το κακούργημα σου, προσπαθείς να εμπλέξεις στα άνομα σχέδια σας, αν
171
θρώπους άμεμπτους. Προσπαθείς να σπιλώσεις ανθρώπους έντιμους και με αδαμάντινο χαρακτήρα, όπως τον κύριο Σάϊκογλου, που αντι στέκονται σθεναρά και με πατριωτικό πείσμα στα προδοτικά σας σχέδια. Τώρα ήταν κατακόκκινος σαν αστακός. - Πες μου αμέσως τι έκανες εσύ και το σινάφι σου τα τρόφιμα του ελλη νικού λαού που καταληστέψατε. Πες μου που τα πήγατε. Ο Μαργαρίτης πετάχτηκε σαν ελατήριο απ’ τη θέση του. Κόντευε να τρελαθεί με τον παραλογισμό αυτού του βλάκα. Σαν κύμα ανέβηκε απ’ τα σωθικά του ένας πρωτόγνωρος και πρωτόγονος θυμός. Έσκυψε προς το μέρος του, τον κοίταξε καλά στα άτια και του φώναξε με μανία και με μια άσκημη γκριμάτσα στα μούτρα. - Στο μουνί της μάνας σου τα πήγαμε τα τρόφιμα, γελοίε καραγκιόζη. 4 Το δικαστήριο έγινε σε τρείς μήνες περίπου. Ο Μαργαρίτης παρά το ξύλο και τα βασανιστήρια στην ασφάλεια, παρά την περιποίηση του χτα ποδιού απ’ τον Μήνα και τον Τραντάφυλλο, παρά τα καλοπιάσματα και τις απειλές, δε δέχτηκε να συνεργαστεί και να μπλέξει ένα σωρό αν θρώπους, όπως του ζητούσαν απ’ την ασφάλεια. Σ’ ότι του λέγαν και σ’ ότι τον ρωτούσαν, απαντούσε στο ίδιο μοτίβο. - Δε ξέρω τίποτ’ άλλο, εξόν απ’ αυτά που είπα στον βασιλικό επίτροπο και τα υπόγραψα κιόλας. Στην αρχή προσπάθησαν να μπλέξουν και κείνον τον κακομοίρη τον Λάμπρο τον ξάδερφό του. Βρήκαν ότι όταν ήταν ακόμα νέος, έκανε πα ρέα με κάποιον Αθανασούλα με τ’ όνομα, π’ αργότερα πήγε στο βουνό να πολεμήσει τους γερμανούς κατακτητές, αλλά παρ όλο το ξύλο που του’ριξαν, δε μπόρεσαν να βρουν άκρη. Τι να πει ο φουκαράς που δεν ήξερε τίποτα. Προσπάθησαν να τον πείσουν να πει ένα σωρό ψεύτικες κατηγορίες κατά του Μαργαρίτη, αλλά τίποτα δε κολλούσε. Ακόμα και τον Καραβιά επιστράτεψαν, όμως και κει τζίφος. Στο τέλος ο βασιλικός επίτροπος έ βγαλε στο στρατοδικείο ένα λόγο άρες μάρες κουκουνάρες, λέγοντας ότι μπορεί να μην υπήρχαν απτές αποδείξεις για το έγκλημα που αυτός ή ταν σίγουρος ότι είχε συντελεστεί, όπως και για την εν γένει - έτσι ακρι βώς το είπε - συνεργασία του κατηγορουμένου με τις δυνάμεις του σκό τους, αλλά υπήρχαν σαφέστατες ενδείξεις απ’ τις οποίες αυτός ο ίδιος είχε πεισθεί. Για το θέμα του σαμποτάζ της συγκέντρωσης είχαν προς στιγμήν βρει μια άκρη, αλλά δε μπόρεσαν να πιάσουν το νήμα. Ένας απ’ τους αμέ τρητους χαφιέδες της ασφάλειας έδωσε την πληροφορία, ότι λίγο πριν αρχίσει η συγκέντρωσή είχε δει ένα σκούρο μελαχρινό παιδί που έπεσε
172
στο δρόμο, να βγάζει μια απαίσια μυρουδιά από πάνω του, ίδια με κείνη που χάλασε τη συγκέντρωση. Λύσσαξαν να ψάχνουν οι ασφαλίτες, αλλά δε κατάφεραν να βρουν αυ τό το παιδί. Υποψιάστηκαν μήπως ήταν ο γιος του Μαργαρίτη ο Μπού λης όμως ο χαφιές επέμενε μέχρι το τέλος, ότι δεν ήταν αυτός. - Τούτος είναι ασπροκέφαλος. Κείνος που λέω γω ήταν σα μαυροτσού καλο. Ο βασιλικός επίτροπος ζήτησε μια παραδειγματική ποινή με δεδομένη της δύσκολη κατάσταση που ακόμα, παρά τις καθημερινές νίκες του στρατού, περνούσε η χώρα. - ... Πρέπει να τιμωρήσουμε παραδειγματικά έστω και χωρίς τη σιγου ριά των απτών στοιχείων, για να τονώσουμε το φρόνημα του λαού και την αγάπη του, την αφοσίωσή του, την εμπιστοσύνη του, στη μεγάλη χώρα που μας συμπαραστέκεται και μας βοηθάει. - Ζητώ την καταδίκη του κατηγορουμένου σε ισόβια κάθειρξη. Οι στρατοδίκες όμως, που στα χέρια τους, έτσι πίστευε ο Μαργαρίτης, είχαν φτάσει οι εξακόσιες σαράντα λίρες που είχε προλάβει να βάλει στην άκρη, είχαν λίγο διαφορετική γνώμη. Πολύ καλά το είχε σκεφτεί. Είχε ακούσει πολλές φορές γι’ ανθρώπους που δικαζόταν κι αντιμετώπιζαν βαριές ποινές και πολλές φορές το α πόσπασμα, ότι όποιος έχει λίρες τη βγάζει καθαρή ότι κι αν έχει κάνει και για ότι αλήθεια ή ψέματα τον κατηγορούσαν. Είχε λοιπόν ειδοποιήσει τη γυναίκα του να παραδώσει όλες τις λίρες, που ούτε καν ήξερε πόσες ακριβώς ήταν αλλά τις υπολόγιζε εκεί κοντά στις εξακόσες, στο δικηγόρο του τον κυρ Μαλιούφα τον κωλοπετσωμένο όπως τον έλεγαν, γιατί κατάφερνε με τα λαδώματα και τις γνωριμίες του να βγάζει όσους ήταν για εκτέλεση με ισόβια και όσους ήταν για ισόβια με πέντε χρόνια. Ο κυρ Μαλιούφας τον είχε βεβαιώσει ότι πήρε απ’ τη γυναίκα του τις λί ρες, που ήταν ακριβώς εξακόσιες σαράντα. Κράτησε για τον εαυτό του τις εκατόν σαράντα και τις υπόλοιπες.... - Τις έδωσα σε καλά χέρια. Όταν ο Μαργαρίτης άκουσε τον βασιλικό επίτροπο να μιλάει και να προτείνει ισόβια, ανησύχησε και κοίταξε με σημασία το γέρο δικηγόρο. Εκείνος χαμογέλασε σκύβοντας προς το μέρος του. -Άστον αυτόν το βλάκα να ξελαρυγγίζεται, ψιθύρισε. Όταν τον κάλεσαν να σκωθεί για να του ανακοινώσουν την απόφαση του στρατοδικείου, έτρεμε σύγκορμος. Κρατήθηκε μάλιστα προς στιγμήν απ’ την άκρη του πάγκου. Ο πρόεδρος αφού είπε ένα σωρό πράματα που ο Μαργαρίτης απ’ την ταραχή του ούτε άκουγε ούτε καταλάβαινε, κατέληξε. - .... Καταδικάζομεν κατά το ως άνω σκεπτικόν τον κατηγορούμενον εις πενταετή φυλάκισην και εντελόμεθα τον άμεσον εγκλεισμόν του εις
173
τας φυλακάς. Γύρισε ανακουφισμένος και κοίταξε τον δικηγόρο του. - Το λάδωμα των δικαστών είναι το ποίο αποτελεσματικό δικαστήριο, είπε χαμηλόφωνα. - Αυτό δα έλειπε να λαδώνουμε και τους καραβανάδες, απάντησε ο δι κηγόρος το ίδιο χαμηλόφωνα. - Τότε; Ρώτησε γεμάτος απορία ο Μαργαρίτης. - Τον βουλευτή τον Βαρελή ρε βλάκα. Μέσω του Σάϊκογλου. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23ο 1 Η κυρία Ευτέρπη η διευθύντρια, βγήκε μετά τους δασκάλους και στάθη κε όπως πάντα στη μέση του ψηλότερου σκαλιού στην είσοδο του σχο λείου. Κοίταξε κατά περίεργο για τις συνήθειές της τρόπο μ’ ένα πλατύ χαμόγελο όλα τα παιδιά, απ’ την πρώτη ίσα με την έκτη. Ο Γκαβούλιας έσπρωξε με τον αγκώνα του τον Δημητράκη που κοιτού σε τη διευθύντρια σα χαμένος. - Αυτό είν’ απ’ τ’ άγραφα ρε συ, είπε χαμηλόφωνα. Ώρα είναι τώρα να μας τρατάρει και κανένα γλυκό. Σορόπι τρέχει απ’ τα χείλια της. Ο Κεφάλας σταύρωσε τρεις φορές το στήθος του έτσί όπως έβλεπε να κάνει η μάνα του. - Για δες ρε συ που ξέρει και να γελάει η κυρία Ευτέρπη, είπε ψθυριστά και κοίταξε μ’ απορία κι έκπληξη προς το μέρος της έκτης, για να δει την αντίδραση του αρχηγού. Ο Σπίνος στεκόταν ακίνητος στη σειρά του δίπλα στον Φλάμπουρα. Εί χαν και οι δυο ανοίξει ένα στόμα δυο πιθαμές. - Καλημέρα παιδιά, είπε η διευθύντρια εξακολουθώντας να χαμογελάει. Σήμερα είμαι χαρούμενη, γιατί έχω να σας αναγγείλω ένα ευχάριστο για μένα γεγονός, αλλά που αφορά όλους μας. Χτες το μεσημέρι μου ήρθε η απάντηση στην αίτηση που είχα κάνει στο υπουργείο και σε λίγες μέρες, μπορώ από τώρα να το ανακοινώσω, βγαίνω στη σύνταξη. Είμαι χαρούμενη διότι μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας θα ξεκουρασ τώ, άλλ’ απ’ την άλλη είμαι πολύ στεναχωρημένη επειδή θα αποχωρισ τώ τους καλούς μου συναδέλφους, που τόσους αγώνες έχουμε κάνει μα ζί για να σας δώσουμε τα πρώτα εφόδια στη της ζωή, αλλά και κυρίως γιατί θα αποχωριστώ εσάς που είστε ότι πολυτιμότερο έχω στον κόσμο, αφού ξέρτε ότι ο Θεός δε μ’ έδωσε δικά μου παιδιά. Ο Δημητράκης πρόσεξε ότι το χαμόγελο χάθηκε απ’ το πρόσωπο της και μάλιστα βούρκωσε.
174
- Πολλές φορές, συνέχισε η διευθύντρια με σπασμένη φωνή, ήμουν αυ στηρή μαζί σας αλλά και με τους συναδέλφους μου, στην προσπάθειά μου να κάνω πάντα όσο το δυνατόν καλύτερα και επιμελέστερα το καθή κον μου. Μπορεί μερικές φορές να ήμουν άδικη με κάποιους, αλλά μόνο από αν θρώπινα λάθη κι όχι σκόπιμα. Εξ’ άλλου οι δύσκολες εποχές που διανύ ουμε, ο πόλεμος, η κατοχή και τώρα ο συμμοριτοπόλεμος, αναγκάζουν πολλές φορές όλους μας να κάνουμε κάποιους συμβιβασμούς πέρα κι’έξω απ’ τις αρχές μας και το αίσθημα της δικαιοσύνης, που όπως αμέ τρητες φορές σας τόνισα, πρέπει ν’ αποτελεί της λυδία λίθο σε κάθε μας πράξη. - Άρχισε πάλι τις ελληνικούρες, έσπρωξε ο Γκαβούλιας τον Αράπη. Ποια είναι ρε συ αυτή η πως την είπε, η αλυσίδα; - Σκάσε ρε βλάκα, απάντησε με μια αγκωνιά ο Αράπης. Τι αλυσίδα και κουραφέξαλα; Για μια πέτρα μιλάει. - Μήπως ρε την κατάπιε αυτή την πέτρα και την πιάσαν τα χαμόγελα και οι γλύκες; Οι δάσκαλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους σα χαμένοι. Η διευθύντρια είχε καταφέρει να τους είχε αιφνιδιάσει όλους, αφού δε τους είχε ενημερώσει ούτε για την αίτηση που είχε κάνει, αλλά ούτε και για την απάντηση που είχε πάρει από την προηγούμενη μέρα. - Θέλω ακόμα - μια και που σε λίγες μέρες θα σταματήσω να έχω τις αρμοδιότητες της διευθύντριας - να σα αναγγείλω ότι αίρεται η ποινή του Γλυνίδη και μεθαύριο που θα είναι η παρέλαση της 25ης Μαρτίου θα είναι ο σημαιοφόρος του σχολείου μας. Η τιμωρία του Γλυνίδη ήταν μια απ’ αυτές τις αποφάσεις που όπως προανέφερα ήταν άδικες. Ελπίζω έτσι να αποκαθίστανται τα πράγματα και παρακαλώ τους συναδέλφους μου να δεχτούν αυτή μου την τελευταία απόφαση. Όλοι κούνησαν συγκινημένοι το κεφάλι τους την ώρα π’ ακουγόταν το πνιχτό κλάμα του Μπούλη. - Ούτε μια φορά μπόρεσα να κρατήσω της σημαία, είπε μέσ’ τ’αναφιλητά του. Κρίμα και τ’ άσπρα γάντια π’ αγόρασα. Ο Φλάμπουρας τον έπιασε μαλάκα απ’ το μπράτσο. - Έλα ρε, του είπε φιλικά. Μη κάνεις έτσι. Τι σόι άντρας είσαι συ; Μια σου και μια μου. Ο Μπούλης τον κοίταξε μ’ απελπισία. Έβαλε το δάχτυλο στον κρόταφό του και είπε. - Είναι γιατί ο μπαμπάς μου πήγε φυλακή. Γι’αυτό με πήραν τη σημαία. Μετά σκέφτηκε λίγο και χαμογελώντας μέσ’ απ’ τα δάκρυά του συνέχισε. - Εξ αιτίας του μπαμπά μου έγινα σημαιοφόρος, εξ αιτίας του μπαμπά μου με παίρνουν τώρα τη σημαία. Ο Σπίνος έδωσε μια αγκωνιά στο Φλάμπουρα. -Έλα. Και σημαιοφόρος ο μάγκας ο Γλυνίδης!
175
Ο Βεργίδης πήγε και στάθηκε μπροστά στη διευθύντρια δυο σκαλο πάτια πιο κάτω. - Η αναγγελία της αποχώρησης της αγαπημένης μας διευθύντριας μας συγκλόνισε όλους, είπε συγκινημένος. Το ελάχιστο που της οφείλουμε είναι μια αποχαιρετιστήρια γιορτή. Προτείνω, κόμπιασε απ’ έναν λυγμό, αυτή η αποχαιρετιστήρια γιορτή να γίνει την Πέμπτη. Ελπίζω η αγαπητή μας διευθύντρια ν’ αποδεχθεί αυτή μας την πρόταση. Κοίταξε την κυρία Ευτέρπη που συμφώνησε μ’ ένα νεύμα. Η διευθύντρια ξαναπήρε το λόγο. - Αύριο είναι παραμονή και θα έχουμε τη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Ελ πίζω και πιστεύω ότι όλοι όσοι έχετε ποιήματα και όσοι συμμετέχετε στο έργο για το Σούλι, θα βάλτε τα δυνατά σας για να κάνουμε την καλύτερη γιορτή που έχει κάνει το σχολείο μας μέχρι σήμερα. Επίσης μεθαύριο στην παρέλαση, θέλω να είστε το καλύτερο σχολείο. Τότε και μόνο τότε θ’ αποχωρήσω με χαρά και υπερηφάνεια. - Και τώρα όλοι στις τάξεις σας για το μάθημα, είπε αυστηρά για να μη ξεχνάει και το χούι της. 2 Η γιορτή είχε πραγματικά πολύ μεγάλη επιτυχία. Αυτή τη φορά δεν ήρ θαν μόνο οι γονείς, αλλά σχεδόν όλ’ η γειτονιά που είχε στο μεταξύ μάθει τα καθέκαστα και ήρθε να τιμήσει την κυρία Ευτέρπη που υπήρξε δα σκάλα σ’ ολλονών τα παιδιά. Όλοι οι μαθητές έβαλαν τα δυνατά τους και ξεπέρασαν πραγματικά τον εαυτό τους, αλλά και οι μεγάλοι δε πήγαν πίσω σε επευφημίες και χειρο κροτήματα. Ο Δημητράκης είδε στην πρώτη σειρά καθισμένο τον κυρ Αριστείδη, ο οποίος μάλιστα όταν η διευθύντρια βγήκε πρώτη πρώτη στη σκηνή για να χαιρετίσει και να πει τα καθιερωμένα λόγια για τη μεγάλη γιορτή, σκώθηκε πάνω και πήρε από μόνος του το λόγο γυρνώντας προς τους γονείς. - Είμαστε δω, είπε, για να τιμήσουμε τα παιδιά και τους δασκάλους. Εί μαστε δω για να τιμήσουμε την πραγματικά μεγάλη και υπεράνθρωπη προσπάθεια που γίνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα σ’ αυτό το σχολείο, που όλοι το γνωρίζουμε ότι αποτελεί κόσμημα για την πόλη μας, όχι μόνο σα κατασκευή και σα κτήριο, αλλά και σα μια πραγματική κυψέλη μάθησης και προόδου. Σταμάτησε μια στιγμή κοιτάζοντας ένα γύρο σ’ όλη την αίθουσα για να δει την εντύπωση που έκαναν τα λόγια του, χαμογέλασε ικανοποιημένος και συνέχισε.
176
- Στυλοβάτης αυτής της προσπάθειας κι επιτυχίας είναι η αγαπητή μας διευθύντρια κυρία Ευτέρπη, που ανέθρεψε κι έμαθε γράμματα σ’ ολλο νών μας τα παιδιά. Αφοσιωμένη καθημερινά στο καθήκον της αποτελούσε για τα παιδιά, αλλά ακόμα και για μας τους μεγάλους, φωτεινό παράδειγμα πίστης και αγάπης στα ιδεώδη και τα ιδανικά της πατρίδας μας. Τώρα που τα χρόνια την αναγκάζουν να εγκαταλείψει τις Θερμοπύλες που με τόση αυταπάρνηση ως τώρα κρατούσε και υπερασπιζόταν, πι στεύω ότι σαν ελάχιστο φόρο τιμής τη χρωστάμε ένα ζεστό χειροκρότη μα κι ένα μεγάλο ζήτω. Όλοι πετάχτηκαν πάνω σαν ελατήρια χειροκροτώντας και φωνάζοντας εύγε και ζήτω. Η διευθύντρια που δε περίμενε αυτή την εξέλιξη, στεκόταν πάνω στη σκηνή σα μαρμαρωμένη. - Ευχαριστώ. Ευχαριστώ όλους σας, μπόρεσε μόνο να πει και λύθηκε σ’ ασυγκράτητους λυγμούς. 3 Η παρέλαση την άλλη μέρα ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο για τον Δη μητράκη. Ο Βεργίδης, απ’ τις πρόβες ακόμα για να είναι ακριβοδίκαιος όπως είπε, έβαλε τον Αράπη στην τελευταία τριάδα και τον Δημητράκη τελευταίο μαζί με τον Μπούλη, που αυτός έτσι κι αλλιώς ήταν ο πιο κο ντός απ’ όλους. Ο Αράπης χαχάνιζε όλες τις μέρες με τέτοιο εκνευριστικό τρόπο, που ο Δημητράκης με το ζόρι κρατιόταν να μη του σπάσει το κεφάλι. - Για να μάθεις να με κάνεις τον έξυπνο κοιμήση, είπε σε μια στιγμή ει ρωνικά ο Αράπης. Ενώ ήμουν ποίο ψηλός από σένα, στην παρέλαση της εικοστής ογδόης σε χαρίστηκαν και σ’ έβαλαν πριν από μένα. Αλλά τώρα φάτην για να μάθεις. Κάτσε τώρα τελευταίος μαζί μα τον Μπούλη. Στο τέλος ο Μπούλης δε μπόρεσε να πάρει μέρος στην παρέλαση κι ο Δημητράκης έμεινε τελευταίο και μόνος. Καλύτερα έτσι. Δεν έφτανε που κόντευε να λυσσάξει απ’ το κακό του, αλλά είχε και κεί νον τον Μπούλη που όλη της βδομάδα στις πρόβες μυξόκλαιγε και κατα ριόταν την άτιμη την τύχη του, που από σημαιοφόρος βρέθηκε τελευταί ος. Στην τελευταία δοκιμαστική παρέλαση ο Δημητράκης δε κρατιόταν απ’ τα νεύρα του και ξέσπασε πρώτα στο Μπούλη και μετά στον Αράπη που όλη την ώρα γελούσε ειρωνικά κατ’ απ’ τα μουστάκια του. -Άντε σκάσε ρε και συ, είπε τρέμοντας απ’ τα νεύρα του. Ξαφνικά ο Μπούλης έφυγε απ’ τη σειρά του και χωρίς να δώσει σημασ ία στις φωνές του Βεργίδη πήγε και κάθισε στο πεζούλι στην άκρη της
177
πλατείας, προς το δρόμο του λάκκου. Έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι του κι άρχισε να τρέμει σα το ψάρι. Ο δάσκαλος τον κοίταξε για μια στιγμή παραξενεμένος και ξαφνικά τι νάχτηκε προς το μέρος του, την ώρα ακριβώς που ο Μπούλης έπεφτε ξερός κι ακίνητος ευτυχώς απ’ τη μέσα μεριά του πεζουλιού, που ήταν μόλις μερικούς πόντους ψηλό. Όλοι μείναν μαρμαρωμένοι να τον κοιτάν με γουρλωμένα μάτια. - Ρε συ, είπε ο Σπίνος, σα του Νάσου του σάρατζη έπαθε αυτός. Μάνα μου θα κολλήσουμε όλοι. Ο Βεργίδης τον γύρισε ανάσκελα έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος με την κοιλιά κι άρχισε να του δίνει χαστούκια για να τον συνεφέρει, ενώ φώναζ εμ’ αγωνία. - Ελάτε ένας μεγάλος εδώ να με βοηθήσει να τον κουβαλήσουμε στον γιατρό τον Χατζηθανάση απέναντι. Έλα γρήγορα εδώ ρε Χαραλαμπίδη φώναξε μ’ αγωνία το Σπίνο, που τον πήρε πρώτον το μάτι του. Έλα δω ρε κρεμανταλά. Ο Σπίνος μουρμούριζε κατατρομαγμένος κάτι ακαταλαβίστικα κι έδειχνε τους αφρούς π’ έβγαζε απ’ το στόμα του ο Μπούλης. Ο Φλάμπουρας, έτσι όπως ήταν πρώτος στη σειρά, γύρισε απότομα κι έριξε με τα δυο του χέρια ένα φάσκελο σ’ όλους. -Όρτσα ρε μάπες να μη σας τα χρωστάω. Όλοι μαζί δε κάντε έναν σω στό άντρα. Έτρεξε αμέσως και προσπάθησε να πιάσει τον Μπούλη απ’ τα πόδια για να τον κουβαλήσουν μαζί με το δάσκαλο στο γιατρό. Δε πρόλαβε καλά καλά να τον πιάσει κι έφτασε τρέχοντας ο Χατζηθανάσης, που απ’ το μπαλκόνι του τα είδε όλα. - Έλα γιατρέ. Έλα, είπε με φωνή που έτρεμε ο Βεργίδης. Ευτυχώς και είσαι τόσο κοντά. Καλά το λες, χαμογέλασε κάνοντας μια γκριμάτσα, ότι είσαι ο μπαλκονάτος γιατρός. Ο Θεός να σ’ έχει καλά. Ο γιατρός κοίταξε με προσοχή μερικά δευτερόλεπτα, που στα παιδιά και τον δάσκαλο φάνηκαν ώρα ατέλειωτη, τον Μπούλη που ήταν ξαπλω μένος. Κρατούσε το σαγόνι του χουφτωμένο όπως συνήθιζε όταν παρα τηρούσε τον ασθενή του. Έτσι έκανε πάντα. - Πρώτα πρέπει ο γιατρός να βλέπει με προσοχή τα εξωτερικά ση μάδια, έλεγε. Τις περισσότερες φορές τα εξωτερικά σημάδια είναι κείνα που μας μιλάν καθαρά για την αρρώστια. Έσκυψε απότομα κι έβαλε τα δυο του δάχτυλα με δύναμη μέσα στο στόμα του Μπούλη και κάτι ανασκάλευε κει μέσα. - Ευτυχώς, είπε μ’ ανακουφιση. Μέχρι δω καλά. Μπορούσε να είχε γυ ρίσει η γλώσσα του προς τα μέσα και να είχε πνιγεί μέχρι τώρα. Τα παιδιά είχαν πλησιάσει κατατρομαγμένα και κάναν ένα κύκλο γύρω απ’ τον Μπούλη, το γιατρό και τον Βεργίδη.
178
- Εγώ λέω ότι έχει σάρα, επέμενε ο Σπίνος. Ίδια με το Νάσο το σάρατζη κάνει. Ο γιατρός με της βοήθεια του Βεργίδη σήκωσαν με προσοχή τον Μπούλη και τον έβαλαν πάνω στο πεζούλι. Ο Βεργίδης διέταξε τον Φλά μπουρα να καθίσει απ’ την εξωτερική μεριά του πεζουλιού για να τον κρατάει κόντρα, αφού ήταν φόβος να κυλήσει και να πέσει στο δρόμο. - Τι έχει γιατρέ, ρώτησε ανήσυχος ο Βεργίδης. - Επιληψία έχει, απάντησε κείνος απλά σα να μιλούσε για κρυολόγημα. Το έχει ξαναπάθει; -Όχι, απάντησε ο δάσκαλος χωρίς να είναι τελείως σίγουρος και κοίτα ξε τα παιδιά ερωτηματικά. -Όχι, είπαν σχεδόν όλα με μια φωνή. Ο Φλάμπουρας που στήριζε με το σώμα του τον Μπούλη να μη πέσει, άπλωσε το χέρι του και τον χάιδεψε στο κεφάλι. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε την Αντιγόνη, που του φάνηκε ότι χαμογελούσε και του έκανε νόημα πως έκανε το σωστό. Ο Μπούλης δεν ήρθε στο σχολείο για τρεις μέρες. Την τέταρτη μέρα που εμφανίστηκε, είδαν όλοι ότι είχε αδυνατίσει και ήταν πολύ χλωμός. Έκατσε μόνος του στο θρανίο γιατί ο Λουλούδας που καθόταν μαζί του είχε μετακομίσει. Ο Μπούλης έδειξε σα να μην το πρόσεξε καν. Κοίταζε μόνο αφηρημένα και μονότονα τον τοίχο πάνω απ’ τον πίνακα. Μόνος κι έρημος ο φουκαράς σα τον χτικιάρη, φυλακισμένος στη μοναξιά του σα τον πατέρα του. 4 Η μέρα του αποχαιρετισμού της διευθύντριας έφτασε. Όλα τα παιδιά ήρθαν με τα καλά τους στην κανονική ώρα, αλλά χωρίς βιβλία. Όταν χτύ πησε το κουδούνι, έτρεξαν και παρατάχτηκαν μπροστά στις σκάλες ό πως κάθε μέρα και ξεχαζομένα όπως ήταν απ’ τα παιχνίδια περίμεναν να δουν της διευθύντρια σα κάθε μέρα να εμφανίζεται στο κεφαλόσκαλο σοβαρή και αυστηρή. Βγήκε κείνος ο αχώνευτος ο Αντωνίου και τους είπε ότι η συγκέντρωση θα γινόταν μέσα στο σχολείο κι έπρεπε να περάσουν όλοι με τάξη στο διάδρομο, όπως κάναν τις μέρες που έβρεχε. - Εσείς ρε είστε μεγάλοι μάπες, είπε ο Γκαβούλιας στον Δημητράκη, τον Αράπη και τον Κεφάλα, που έδειχναν από μακριά ότι ήταν λυπημένοι και στεναχωρημένοι. Εσείς ρε κορόιδα είστε έτοιμοι να βάλτε τα κλάματα γιατί μας αδειάζει της γωνιά αυτή που μας έχει χρόνια ταράξει στο ξύλο και την τιμωρία. Καλά λέει ο πατέρας μου ότι ο καθένας αγαπάει το βα σανιστή του. Αυτή ρε σεις δεν είναι άνθρωπος. Αυτή δεν έχει καρδιά μέ σα της. Σα μηχανή που δέρνει είναι.
179
Μπήκαν όλοι μέσα και παρατάχτηκαν στη σειρά τους μπροστά στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο γραφείο των δασκάλων και στο πάνω πάτωμα. Ο Αντωνίου πήρε τη θέση του στη μέση της σκάλας κι έδωσε τα πα ραγγέλματα. Προσοχηηή… Ημηανάπαυσηη…. Προσοχηηηή... Μη κουνηθεί κανείς. Ούτε βλέφαρο θέλω να δω να κουνιέται. - Αϊ στο διάολο και συ καραγκιόζη, είπε με μανία ο Κεφάλας που έτρω γε της χρονιάς του απ’ τον Αντωνίου σχεδόν κάθε μέρα. Ακόμα και σήμε ρα που μας φεύγει η κυρά Ευτέρπη, αυτός παριστάνει τον καμπόσο. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε κι έκανε την εμφάνισή του ο Βεργίδης. Κατέβηκε μερικά σκαλιά και στάθηκε δίπλα στον Αντωνίου. Κοίταξε με περιέργεια τα παιδιά που στεκόταν ακίνητα κι έδωσε παράγγελμα. - Ημιανάπαυση. Ανάπαυση. Χαλαρώστε. Κοίταξε λοξά τον Αντωνίου και είπε σουφρώνοντας τα χείλια του. - Δε χρειάζεται να είμαστε τόσο αυστηροί σήμερα μέρα που είναι. Η πόρτα του γραφείου ξανάνοιξε και βγήκαν όλοι οι δάσκαλοι κι οι δα σκάλες παίρνοντας της θέση τους στα σκαλιά. Πίσω απ’ όλους φάνηκε η κυρία Ευτέρπη που φαινόταν κλαμένη. Στάθηκε όπως πάντα στο κεφαλ όσκαλο κοιτάζοντας όλα τα παιδιά με μάτια θλιμμένα γεμάτα καλοσύνη κι αγάπη. Ο Βεργίδης έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα διπλωμένο χαρτί. Τράβηξε τα γυαλιά του απ’ το τσεπάκι του σακακιού του, ξεδίπλωσε το χαρτί, ξε ρόβηξε μ’ έναν παράξενο τρόπο και με δυνατή συγκινημένη φωνή άρχι σε. Αγαπημένη μας κυρία Ευτέρπη...... Σταμάτησε να καθαρίσει πάλι της φωνή του και να κοιτάξει όλα τα παι διά πάνω απ’ τα γυαλιά του. Αγαπημένη μας διευθύντρια.... Ξέσπασε αμέσως σε ασυγκράτητους λυγμούς γυρνώντας το κεφάλι του προς τα πίσω. Τα παιδιά κοίταξαν για μια στιγμή αποσβολωμένα και σαν τα δάκρυα του Βεργίδη να ήταν σύνθημα, άρχισαν όλα μαζί ένα ασυ γκράτητο κλάμα που παρέσυρε κι όλους τους δάσκαλους, ακόμα κι αυ τόν τον Αντωνίου. Ο Βεργίδης έκανε καναδυό ακόμα προσπάθειες να συνεχίσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να ξεσκώσει ακόμα ποίο δυνατά κλάματα απ’ τα παιδιά. Αυτό που γινόταν δεν είχε προηγούμενο. Πολλά παιδιά και περισσότερ ο τα κορίτσια, τρανταζόταν απ’ τους λυγμούς ενώ προσπαθούσαν να σκουπίσουν τα δάκρυα και τις μύξες τους π’ έτρεχαν ασταμάτητα μ’ ότι είχε ο καθένας. Όσοι είχαν μαντήλια τα κατάφερναν καλούτσικα. Οι πε ρισσότεροι όμως σκούπιζαν δάκρυα και μύξες με τα μανίκια τους.
180
Ο Δημητράκης με τον Κεφάλα και τον Αράπη κόντευαν να βαλα ντώσουν. Κλάμα και των γονέων π’ έλεγε ο πατέρας του. Ο μόνος πίσω τους που δεν έκλαιγε αλλά συνέχεια μουρμούριζε κάτι ακαταλαβίστικα, ήταν ο Γκαβούλιας. Ο Δημητράκης γύρισε κοιτάζοντας τον γεμάτος απορία κι έσκυψε προς το μέρος του ν’ ακούσει τα μουρ μουρητά του. - Ουστ.... ουστ....ουστ τον άκουσε να επαναλαμβάνει συνέχεια. Δε θα είχαν περάσει ούτε πέντε μέρες καλά καλά, όταν ο Δημητράκης μαζί με τον Γκαβούλια κάναν τις συνηθισμένες τους εξερευνήσεις στο λάκκο κοντά στην κάτω γέφυρα. Ο κυρ Αριστείδης που τους πήρε το μά τι του τους φώναξε. - Βρε παλικαράκια. Δεν έρχεστε μια στιγμή να με βοηθήστε να βάλω μέσα τα τελάρα και τα κοφίνια μου; Άντε ρε παλιόφιλε Δημητράκη και θα με τρελάνει η μέση μου. Άντε και θα σας δώσω απ’ ένα κομμάτι άσπρο χαλβά φρέσκο φρέσκο που τον παρέλαβα σήμερα. Πετάχτηκαν σα σίφουνες. Σκαρφάλωσαν τη γέφυρα και βρέθηκαν αμέ σως μπροστά στο μπακάλικο. -Άντε να σε βοηθήσουμε κυρ Αριστείδη και δε θέλουμε χαλβά. Απ’ ευ χαρίστηση θα το κάνουμε. Κι όποια φορά μας βλέπεις, να μας φωνάζεις να σε βοηθάμε, είπε ο Δημητράκης. - Εσύ να μιλάς μόνο για τον εαυτό σου, πετάχτηκε ο Γκαβούλιας. Εγώ το χαλβά μου τον θέλω. Κείνη την ώρα βγήκε μέσα απ’ το μπακάλικο η κυρία Ευτέρπη. Τους κοίταξε χαμογελαστή και τους χάιδεψε στο μάγουλο. Ο Γκαβούλιας έτρε με και κόντευε να βάλει τα κλάματα. - Τι έχεις παιδί μου; τον ρώτησε η κυρία Ευτέρπη. - Φοβήθηκα, είπε ο Γκαβούλιας δισταχτικά. Δε ξέρω γιατί, αλλά φοβήθ ηκα. Η κυρία Ευτέρπη έκανε μια γκριμάτσα απορίας. - Βιάζομαι, είπε τέλος. Ήρθα να πάρω μερικά φρούτα να τα πάω στο νοσοκομείο π’ έχω άρρωστο τον άντρα μου τον Φιλώτα. Το στήριγμα μου. Το καμάρι μου. Ο Γκαβούλιας την κοίταξε έκπληκτος σα να την έβλεπε πρώτη φορά. Κοίταξε τον Δημητράκη και ξανά την κυρία Ευτέρπη που είχε γυρίσει κι έφευγε. - Ρε συ, είπε σα χαμένος στο Δημητράκη. Μοιάζει να είναι κι αυτή άν θρωπος. Δε την είδες που κόντευε να βάλει τα κλάματα για τον άντρα της; - Κυρία, φώναξε ξαφνικά κι έκανε ασυναίσθητα δυο βήματα προς το μέρος της. Κυρία! Να ξέρτε ότι σας αγαπάω όπως κι όλα τα παιδιά. - Το ξέρω παιδί μου, απάντησε κείνη και συνέχισε το δρόμο της τσιτωμ ένη και ξανανιωμένη.
181
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24ο Ο Λαλάκης πετάχτηκε σαν ελατήριο απ’ το γιατάκι του. Έριξε μια ματιά απ’ το πίσω παράθυρο του φούρνου π’ έβλεπε στο λάκκο και πισ’ απ’ το μπακάλικο του κυρ Αριστείδη. Άρπαξε το λάστιχο, άνοιξε της βρύση και βγάζοντας το κεφάλι του έξω απ’ το παράθυρο άρ χισε να περιχιέται με το παγωμένο νερό. Όταν τελείωσε έκλεισε τη βρύ ση κι άρχισε να σκουπίζει το βρεμένο του κεφάλι με την πετσέτα. - Νύχτα είν ακόμα, σκέφτηκε χαμογελώντας ευτυχισμένος, αλλά τέτοια μέρα δε ξανάγινε. Κοίταξε το μεγάλο ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο. Όπου να’ναι έρχεται τ’ αφεντικό και δε πρέπει να τον βρει να κοιμάται. Τύλιξε τα στρωσίδια του και τα σκέπασε μ’ ένα καθαρό αλευροτσούβα λο που το είχε επί τούτου γι’αυτή της δουλειά. Είναι λίγος καιρός τώρα, από τότε π’ ένοιωσε κείνη την πρώτη λαχτάρα για της Σταματούλα, που δε κοιμάται κατάχαμα πα στα τσουβάλια αλλά σ’ ένα στρώμα που τ’ αγόρασε με τις λίγες του οικονομίες. - Τώρα ρε Λαλάκη που κοντεύεις να γίνεις μάστορας, κανονικός φούρ ναρης δηλαδή, είπε στον εαυτό του, πρέπει να μπεις και σε μια τάξη Πήγε λοιπόν κι αγόρασε ένα στρώμα για να μη κοιμάται κατάχαμα σα το γουρούνι όπως του’λεγε τ’ αφεντικό του, που μια μέρα άνοιξε ολόκλη ρη κουβέντα για το τι κατά της γνώμη του πρέπει να κάνει και κατά πως θα πρέπει να ρεγουλάρει το μέλλον του. - Το αύριο Λαλάκη θέλει τη ρέγουλά του. Κάνεις τα σχέδια σου, κάνεις τα πλάνα σου, τραβάς τις γραμμές σου και βαδίζεις σύμφωνα μ’ αυτά. Γι’αυτό λένε ότι όπως έστρωσες θα κοιμηθείς. Πα να πει δηλαδή αυτό, ότι κατά πως έκανες τα σχέδια σου θα βρεις τα μελλούμενα. Τέλος πά ντων. Η πολλή φιλοσοφία βλάφτει. Κατάλαβες πάντως τι θέλω να πω. Και μια και μιλάμε για το πως στρώνεις και πως κοιμάσαι, έχω να σου πω ότι αυτό το στρώμα π’ αγόρασες είναι έτσι πως να το πούμε, προ σωρινό. Πρέπει να κοιτάξεις να βρεις ένα σπιτάκι να νοικιάσεις, για να μείνεις και συ σαν άνθρωπος. Αύριο μεθαύριο θα παντρευτείς κιόλας. Που θα την πας ρε συ της γυναίκα σου; Στο πατάρι του φούρνου θα τη φέρεις να την κοιμήσεις; Ξανακοίταξε το ρολόι. Αργεί τ’ αφεντικό σήμερα. - Άντε κυρ Θάνο μου, είπε γελώντας. Έλα κι έχω να σου πω νέα που θα πέσεις κάτω. Έλα ν’ ακούσεις και ν’ απορήσεις με τα καμώματα του μάστορά σου. Άκουσε κει που μονολογούσε το κλειδί της εξώπορτα να γυρίζει. Αμέ σως σκεδόν άνοιξε η πόρτα κι είδε απ’ το μικρό παραθυράκι π’ είχαν για
182
να επικοινωνεί το ζυμωτήριο με το φούρνο, τον κυρ Θάνο να μπαίνει χα μογελαστός και καλόκεφος. -Άμα σκώνεσαι κάθε μέρα απ’ τ’ άγρια μεσάνυχτα συνηθίζει ο οργανισ μός σου κι αιστάνεσαι μια χαρά. Όταν ξυπνάν οι άλλοι, τότε εσύ είσαι πια κουρασμένος αφού έχεις κάνει σκεδόν ένα μεροκάματο. Μια φορά αφηγιόταν είχα γνωρίσει έναν που δούλευε τριάντα πέντε χρόνια νυχτοφύλακας. «Αχ» έλεγε. «Πότε επιτέλους θα πάρω τη σύντα ξή μου να κοιμηθώ κι εγώ ο κακομοίρης σαν όλους τους ανθρώπους;» Τέλος πάντων τον αξίωσε ο Θεός και βγήκε μιαν ωραίαν πρωϊαν που λέει σε κάθε δεύτερη κουβέντα του ο παπα Κώστας, στη σύνταξη. Εκείνη τη μέρα δε κοιμήθηκε καθόλου. Σκουντουφλούσε ίσα με το βράδυ για να πάει σα κάθε σωστός άνθρωπος στο κρεβάτι του. Σα νύχτωσε όμως τσί τωσαν τα μάτια του και ζωήρεψε το κορμί του. Αφού πάλεψε όλη νύχτα με τα στρωσίδια του, τον πήρε ο ύπνος το πρωί σα κάθε μέρα εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Ούτε κανένα άλλο βράδυ κατάφερε να κοιμηθεί. Όλη μέρα κοιμάται και το βράδυ γυρνάει όλη την πόλη σα την άδικη κατάρα. «Παλιά μας τέχνη κόσκινο», λέει. «Κάνω και τον νυχτοφύλακα σ’ ο λόκληρη την πόλη τώρα και μάλιστα χωρίς κανένα διάφορο». Ο Λαλάκη έπεσε με τα μούτρα πάνω στη σκάφη κι έκανε πως ζυμώνει με μανία τα σταφιδόψωμα. Ο Θάvoς ανέβηκε την απότομη ξύλινη σκάλα προσεχτικά και κοντοστάθηκε μπροστά στην πόρτα του παταριού. - Εεεεπ έβαλε μια φωνή. Πολύ φουριόζος και δουλευταράς σήμερα Λα λάκη. Ούτε γύρισες να με δεις. Ούτε καλημέρα με είπες. - Δε σε πήρα χαμπάρι αφεντικό, έκανε τάχα ξαφνιασμένος ο Λαλάκης. Σήμερα έχω πολλά ντέρτια στο κεφάλι μου. - Πολλά ντέρτια ε, τον κοίταξε δύσπιστα τ’ αφεντικό του. Κι από που για να’χουμε καλό ρώτημα είν’ αυτά τα τόσο μεγάλα και σοβαρά ντέρτια; Βγάλε ρε συ, αγρίεψε τάχα, τη μούρη σου απ’ της σκάφη και λέγε γρήγο ρα. Άντε γιατί θα μας πάρει η ώρα. Ο Λαλάκης σήκωσε όρθιο το κορμί του και πήρε να κοιτάει τα ζυμαρια σμένα χέρια του σα να τα’βλεπε πρώτη φορά. - Τελειωμένα πράματα αφεντικό, είπε και γέλασε με τον αγαθό του τρόπο. - Λέγε ρε συ γρήγορα και θα με βγάλεις την ψυχή. Ο Λαλάκης έγειρε το κεφάλι του στα πλάγια και τον κοίταξε μ’ ορθάνοι χτα μάτια. - Αυτά τα πράματα π’ έχω να σε πω αφεντικό θέλουν ώρα. Δε λέγονται στο άψε - σβήσε. Ας πιάσουμε δουλειά και τα λέμε σιγά σιγά και με την ησυχία μας. Ο κυρ Θάνος πέταξε με μιας το σακάκι του, έβγαλε το παντελόνι του και φόρεσε το άλλο της δουλειάς. Έβαλε και τη μακριά μπλε ποδιά του και πήρε θέση μπροστά στη σκάφη δίπλα στον Λαλάκη.
183
- Δε με λες; Έχει και ξόμπλια δηλαδή η υπόθεση; Για ποίο πράμα πρόκειται; Ο Λαλάκης πήρε βαθιά ανάσα και κάνοντας τον αδιάφορο το ξεστόμισε. - Εντάξει αφεντικό με το κορίτσι. Τελειωμένα πράματα. - Με τη Σταματούλα ρε μπαγάσα; Για λέγε. Για λέγε. Πότε έγιναν πρά ματα και θάματα κι εγώ δε πήρα χαμπάρι; Καλά το λένε πως σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός τυφλά να’χει ο πεθερός. Τα είπατε ρε συ; - Χτες το πρωί, είπε ο Λαλάκης περήφανος που οι κουβέντες και τα κα μώματα του έκαναν τόση εντύπωση στ αφεντικό του. Την ώρα που είχες πάει απέναντι για να παραλάβεις το φορτηγό με τα ξύλα, ήρθε η Σταμα τούλα να πάρει ψωμί. Εκείνη την ώρα για καλή μου τύχη, έλειπε κι ο α δερφό σου π’ είχε πάει προς νερού του στον απόπατο κι έτρεξα εγώ να σερβίρω. Το κορίτσι με κοίταξε καλά καλά και ρώτησε. «Γιατί τρέμεις έτσι σα το ψάρι Λαλάκη;». «Για το ίδιο που τρέμεις και συ», της απάντησα. Καλά δεν είπα αφεντι κό; - Πολύ καλά. πολύ καλά. Για προχώρα παρακάτω. - Πετάχτηκα δω πάνω και πήρα απ’ τα καλά τα ψωμιά όπως είπες να κάνω. Καλά δεν έκανα αφεντικό; - Πολύ καλά. Πολύ καλά έκανες. Άντε τώρα παρακάτω. - Έτοιμα για φούρνισμα είναι τα σταφιδόψωμα αφεντικό. Τι καθόμαστε και τα κοιτάμε; Πάμε κάτω να τα φουρνίσουμε και τα λέμε στο μεταξύ. Ο κυρ Θάvoς έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας. - Μου φαίνεται θα με φας όλη τη μέρα, είπε. Τέλος πάντων. Πάμε τους ταμπλάδες κάτω και την ώρα που φουρνίζω, θα μελες τα καθέκαστα. - Δε θα μ’ αφήσεις ακόμα να φουρνίσω αφεντικό, είπε λίγο ανήσυχος ο Λαλάκης. Πάνε τόσες μέρες που με υποσχέθηκες.... -Άσε ρε Λαλάκη που βιάζεσαι τόσο πολύ, τον διέκοψε ο Θάνος και τον κοίταξε με σημασία. Πες με πρώτα τι είπατε και τι συμφωνήσατε με το κορίτσί και μετά τα βρίσκουμε όλα με την ησυχία μας. Δε μας κυνηγάει δα και κανένας. Άρπα τώρα τις τάβλες και πάμε κάτω. Κατέβηκαν και στάθηκαν μπροστά στο φούρνο που ήταν αναμμένος από δω και τρεις ώρες. Το άναμα του φούρνου ήταν η τελευταία δουλειά αυτουνού που έπιανε τη μαγιά και σκέπαζε της ζύμη να φουσκώσει. Άναβε το φούρνο να είναι έτοιμος πρωί πρωί για τα σταφιδόψωμα και για το ψωμί αργότερα και σχολνούσε. Ο Λαλάκης έσφιξε τα χείλια του στεναχωρημένος. Ιδιαίτερα σήμερα πο λύ θα’θελε ν’ αλλάξει πόστο με τ’ αφεντικό του. Από την ώρα π’ έπεσε να κοιμηθεί δε μπόρεσε να κλείσει μάτι να φαντάζεται το πως θα κυλού σε η δουλειά σήμερα το πρωί. Μάλιστα για μια στιγμή, μπορεί και μόνο για πέντε λεπτά, τον πήρε φαίνεται ο ύπνος κι είδε το καλύτερο όνειρο της ζωής του. Ο κυρ Θάvoς έπιανε τάχα τα σταφιδόψωμα και τα ψωμιά
184
που ήταν για φούρνισμα με μια επιδέξια κίνηση, τινάζοντας τ’ αλευρωμ ένο πανί και τα έβαζε πάνω στο μεγάλο ξύλινο φτυάρι που κρατούσε έ τοιμο ο Λαλάκη. Αυτός με τη σειρά του έσερνε το φτυάρι μέσα στον πυ ρωμένο φούρνο κι αφού διάλεγε το μέρος με τα σουσούμια που του είχε εξηγήσει τ’ αφεντικό του, με μια επιδέξια απότομη κίνηση άφηνε τα ψω μιά πα στις καυτές πλάκες. Είχε λέει αρκετές μέρες τώρα που ο κυρ Θάνος τον εμπιστεύτηκε αυτή της δουλειά κι ο Λαλάκης τα καταφέρνει μια χαρά. τ’ αφεντικό χαίρεται και γελάει μαζί του καθώς τον βλέπει να γίνεται κάθε μέρα καλύτερος. - Μπράβο ρε Λαλάκη, του λέει και τον χτυπάει φιλικά στον ώμο. Μάστο ρας με τα όλα σου κοντεύεις να γίνεις. - Λέγε τώρα τα καθέκαστα, είπε ο Θάνος πιάνοντας το μεγάλο φτυάρι. - Σιγά σιγά αφεντικό. Το καλό το πράμα πρέπει πρώτα να μεστώσει. Τι βιάζεσαι; Μέχρι το μεσημέρι εδώ θα είμαστε. Ο κυρ Θάvoς τον κοίταξε και δε πίστευε σ’ αυτά που άκουγαν τ’ αυτιά του. - Εσένα ρε Λαλάκη μέχρι τα σήμερα δε προλάβαινε κανείς να σε πει κα λημέρα και το στόμα σου πήγαινε ροδάνι. Αναπνοή δε προλάβαινες να πάρεις. - Το λοιπόν, είπε ζυγιάζοντας τις κουβέντες του ο Λαλάκης, για να μη τα πολυλογούμε της είπα ότι θα’θελα να βρεθούμε και να τα πούμε τα τέτι. - Τι πα να πει αυτό; -Ότι και να πει, αυτή μια φορά το κατάλαβε. - Ε.., πε με και μένα ρε μάπα να καταλάβω κι εγώ. - Να βρεθούμε και να τα πούμε οι δυο μας μονάχοι. Κάτι τέτοιο θα πει αυτό το τατέτι. - Τέλος πάντων. Δε την έχω ξανακούσει αυτή την κουβέντα. Τούρκικα είναι; - Γαλλικιά είναι αφεντικό, είπε και τον κοίταξε επιτιμητικά ο Λαλάκης. Στην αρχή το λοιπόν πήγε να κάνει τα νάζια που κάνουν όλες οι γυναί κες, αλλά εγώ τα είχα σκεφτεί όλα με τις λεπτομέρειες και στο τέλος την κατάφερα να πει το ναι και δώσαμε ραντεβού για χτες το βράδυ στις μπανιέρες, εκεί π’ έχει ένα χάλασμα σχεδόν μέσα στη θάλασσα. Καλά δεν έκανα αφεντικό; - Καλάθια και πανέρια. Καλά. Πολύ καλά. Λέγε τελικά τι έγινε. - Το λοιπόν βρεθήκαμε κει στα σκοτεινά και τα είπαμε τατέτι. Είπα εγώ ότι τη συμπαθώ και ότι θέλω να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογ ένεια, ότι θα’θελα να πάω να τη ζητήσω κατά πως πρέπει απ’ τους δικούς της, ότι από καιρό τώρα την έχω καθημερνά στο μυαλό μου κι άλλα ένα σωρό που τα’λεγα και τρέμαν τα ποδάρια μου. Καλά δεν έκανα αφεντικό; - Πολύ καλά. Πολύ καλά. Παρακάτω τώρα.
185
- Είπε το κορίτσι ότι δεν έχει κανέναν στον κόσμο παρά μόνο κείνη την ξεχαζομένη την αδερφή της, την τρελή του λιμανιού αφεντικό. - Ναι, έκανε με το κεφάλι ο κυρ Θάνος. - Και γω της είπα, δεν έχω κανέναν άλλον στον κόσμο. Και οι δυο μόνοι μας είμαστε και δε δίνουμε λογαριασμό σε κανένα. Οπότε τ’ αποφασί σουμε μεις, κάνουμε δικό μας σπιτικό. Καλά δεν είπα αφεντικό; - ... Καλαααά.... Τέλος πάντων καλά, απάντησε σκεφτικό τ’ αφεντικό. - Και πως θα ζήσουμε βρε Λαλάκη; με ρώτησε. Εγώ παίρνω τη σύντα ξη της μάνας μας που δε φτάνει ούτε για αντίδωρο που λέμε, άλλα κι αυ τή θα μου την κόψουν μόλις παντρευτώ. Δε πειράζει όμως και τόσο γιατί θα την πάρει η αδερφή μου. Αλλά όπως σε είπα είναι μια σύνταξη της πείνας. Εσύ απ’ ότι έμαθα κοιμάσαι στο πατάρι του φούρνου κι από με ροκάματο εισ’ ακόμα τσιράκι. - Τ’ αφεντικό μου τώρα όπου να’ναι θα με προβιβάσει, της είπα γω. Θα με κάνει φούρναρη και θα με δίνει μεροκάματο τεχνίτη. Καλά δεν είπα αφεντικό; - Ε…, όχι κι έτσι ρε Λαλάκη. Όχι και μεροκάματο μαστορικό ακόμα δεν έσκασες απ’ τ’ αυγό σου. Εδώ εσύ περνάς σα βασιλιάς. Τρως πίνεις κοι μάσαι, έχεις και το χαρτζιλικάκι σου. Τώρα αν θες εσύ να παντρευτείς και να κάνεις και καμιά δεκαριά κουτσούβελα, το μαγαζί δεν είναι υποχρεω μένο να ταΐζει το δικό σου το λόχο. Ο Λαλάκης χλόμιασε και τον κοίταξε σα χαμένος. - Νόμιζα ότι εσύ, ποίο πολύ ίσως κι από μένα, ήθελες ν’ αποκατασταθ ώ. Εσύ δε με ρωτούσες όλη την ώρα και μ’ έδινες θάρρος να την πλη σιάσω; - Ν’ αποκατασταθείς ρε Λαλάκη. Αυτό εντάξει. Όχι όμως και να μας πάρεις το μαγαζί. - Και με ήθελες αφεντικό να κάνω τον μάστορα και να με πλερώνεις για τσιράκι; Που να τη βρω εγώ αφεντικό την πλούσια κοπέλα που θα με ταΐζει και θα με ντύνει για να είμαι δω στη δούλεψη σου μόνο για ένα ψωμοτύρι και μια γωνιά στο πατάρι να κοιμάμαι πα στα τσουβάλια; Κοίταξε τ’ αφεντικό του σα χαμένος κατακόκκινος από θυμό κι αγα νάχτηση. - Τα σταφιδόψωμα φωνάζουν ότι έγιναν, έβαλε μια τσιριχτή φωνή. Άρ πα το φτυάρι και ξεφούρνισε τα, είπε και του’ριξε το κοντάρι του φτυα ριού στα μούτρα. Ανέβηκε στο πατάρι και μάζεψε τα λιγοστά του πράματα. Ένα παντε λόνι που το φορούσε για καλό κι ήταν κοντά μισή πιθαμή παν’ απ’ τους αστράγαλους του, ένα πουκάμισο της κακίας ώρας κι ένα ζευγάρι πα πούτσια «αλυσίδα» φρεσκοβαμμένα με στουπέτσι. Τα έβαλε σ’ ένα χα σεδένιο τορβά και χωρίς να πει κουβέντα κατέβηκε απ’ το πατάρι, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε απ’ το φούρνο ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς σα τσιράκι.
186
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25ο 1 Η Σταματούλα βγήκε απ’ το σπίτι με τον ντενεκέ τα σκουπίδια στο χέρι και τράβηξε δίπλα απ’ τον «παράδεισο» για την πάνω γέφυρα. Πέταξε τα σκουπίδια στο λάκκο και κρυφοκοίταξε κατά τη μεριά του φούρνου. Ο Λαλάκης σίγουρα φουρνίζει τώρα, σκέφτηκε κι ένοιωσε μέσα της μια γλυκιά ανατριχίλα σα και κείνη π’ ένοιωσε χτες βράδυ, όταν ο Λαλάκης άπλωσε και της έπιασε το χέρι. - Θα κάνω ότι περνάει απ’ το χέρι μου Σταματούλα, της είπε και της έσφιξε με δύναμη τα δάχτυλα. Θα κάνω ότι περνάει απ’ το χέρι μου για να παντρευτούμε το δυνατό ποίο γρήγορα. Έχω καλά αφεντικά κι απ’ ότι καταλαβαίνω βασίζονται πολύ σε μένα. Αφού για να καταλάβεις, ο κυρ Θάνος μ’ έμαθε όλα τα μυστικά της δουλειάς και μπορώ να δουλεύω και χωρίς να είναι αυτός εκεί. Όλα τα έμαθα Σταματούλα. Και τα μυστικά του ψωμιού τα ξέρω όλα και τα μυστικά του φούρνου. Μάλιστα σκέφτηκα να του ζητήσω μερικά λεφτά για να μπορέσουμε να παντρευτούμε και να μου τα κρατάει απ’ το βδομαδιάτικό μου λίγα λίγα, αφού έτσι κι αλλιώς εί μαι σίγουρος, ότι θα παίρνω καλό μεροκάματο. Έδειξε για μια στιγμή ότι κάτι τον βασάνιζε. - Κάτι ακόμα έχεις να μου πεις Λαλάκη; Δε πειράζει όμως. Άστο για την άλλη φορά. Μου είπες τόσα πολλά σε μια βραδιά και μάλιστα στο πρώτο ραντεβού, που όταν ξαναβρεθούμε δε θα’χουμε τι να πούμε. - Όχι όχι, είπε ο Λαλάκης. Αυτό πρέπει να το κoυβεντιάσουμε τώρα. Εκτός κι αν δε θέλεις να παντρευτούμε. Άμα δεν ήθελα βρε κουτεντέ, είπε η Σταματούλα με χάρη, θα ερχόμουν στο φούρνο κάθε μέρα την ώρα π’ έβλεπα ότι κάποιο απ’ τ’ αφεντικά σου δεν ήταν εκεί, ή θα δεχόμουν να έρθω δω στα μαύρα τα χαλάσματα; Και βέβαια θέλω. - Τότε, είπε ο Λαλάκης χαρούμενος, το μόνο μας πρόβλημα είναι το σπίτι. Τ’ αφεντικό μου όπως σε είπα είμαι σίγουρος ότι θα με δώσει χρή ματα για το γάμο. Όμως που να βρεθούν τόσα λεφτά να νοικιάσουμε σπίτι και να πάρουμε τ’ απαραίτητα έπιπλα; - Αυτό είναι εύκολο να λυθεί Λαλάκη. Μπορούμε να μείνουμε στο δικό μου. Νοικιασμένο το’χουμε, αλλά έχει και τα επιπλάκια του και όλα τα χρειαζούμενα συμπράγκαλα. Στο ένα δωμάτιο θα μένουμε εμείς οι δυο και στο άλλο η αδερφή μου, που όπως ξέρεις έχει ένα σοβαρό πρόβλη μα. Βέβαια διπλό κρεβάτι δεν υπάρχει. Εκτός απ’ το κρεβάτι που κοι μάται η αδερφή μου, υπάρχει ακόμα ένα μονό. Αλλά τι μας νοιάζουν αυ
187
τές οι λεπτομέρειες. Εμείς θα στρώνουμε κάτω και θα κοιμόμαστε του καλού καιρού. 2 Γύρισε στο σπίτι κι άρχισε να συγυρίζει περισσότερο από καθημερινή συνήθεια κι όχι γιατί έκανε καμιά δουλειά της προκοπής. Άσε που εδώ που τα λέμε δεν είχε και τίποτα να συγυρίσει. Η Εύα χαμένη στον κόσμο της, καθισμένη όλη μέρα στο λιμάνι ερχόταν μετά που νύχτωνε. Έβαζε δυο πιρουνιές απ’ ότι είχε μαγειρέψει η Σταματούλα κι έπεφτε στο κρε βάτι τόσο ξεθεωμένη, που έλεγες δε θα ξανασκωθεί. Πρωί πρωί όμως πετιόταν πάνω σα να είχε δει κακό όνειρο και χωρίς να βάλει τίποτα στο στόμα της, χωρίς ούτε καν να πλυθεί ή να χτενιστεί, έπαιρνε το δρόμο για το λιμάνι μ’ ότι καιρό κι αν έκανε. Με τα χάχανα και τα πειράγματα του κόσμου πίσω της. Στην αρχή η Σταματούλα πήγαινε μαζί της και προσπαθούσε να της συνεφέρει και να της δώσει να καταλάβει ότι γινόταν περίγελος του κό σμου. Έκλαιγε και την παρακαλούσε να σταματήσει αυτά τα καμώματα και να πάνε μαζί να δούνε ένα γιατρό που τους είχε στο μεταξύ συστήσει ο Χατζηθανάσης. - Σάλεψες κορίτσι μου, της έλεγε. Σάλεψε το μυαλό σου μ’ αυτόν τον καταραμένο το Τζακ. Είδε κι απόειδε ότι δε γίνεται τίποτα και σιγά σιγά το πήρε σα μια καθη μερινή ρουτίνα. Σταμάτησε να πηγαίνει μαζί της και φρόντιζε μόνο να την κρατάει καθαρή. Απόρησε ακόμα και με τον εαυτό της και το είπε στη Νίτσα ένα πρωινό. - Μεγάλο κέρατο είναι Νίτσα μου ο άνθρωπος. Όλα τα συνηθίζει και μα θαίνει να ζει με τη δυστυχία του. Αν μ’ έλεγε κάποιος πριν από λίγο και ρό, ότι η αδερφή μου θα καταντήσει έτσι, θα μ’ ερχόταν τρέλα και συμ φόρηση. Κι όμως Νίτσα μου. Για δες τι είμαστε οι άνθρωποι. Τώρα το συνήθισα. Η κατάντια της αδερφή μου με φαίνεται σα να ήταν ίδια κι α παράλλαχτη χρόνια τώρα. Άνοιξε τη ντουλάπα και κοίταξε τα ωραία φορέματα της Eύας. Πραγμα τική κοκέτα ήταν πάντα. Η ίδια δεν ενδιαφερόταν ποτέ για το ντύσιμο της παρά μόνο χαιρόταν να βλέπει ντυμένη και πανέμορφη την Εύα και να την υπηρετεί. Μια φορά μάλιστα που ζήτησε να φορέσει ένα ρούχο της, εκείνη έβαλε τις φωνές σα να ήταν να της πάρει το πετσί της. - Ποτέ μη σε περάσει απ’ το μυαλό να φορέσεις δικό μου φόρεμα, της είπε θυμωμένη. Δεν είναι για τα μούτρα σου. Όχι μόνο δεν είχε θυμώσει απ’ της συμπεριφορά της, αλλά τη θεώρησε και λογική, αφού είχε ανατραφεί απ’ τη μάνα τους σαν υπηρέτρια του σπιτιού και ιδιαίτερα της Εύας.
188
Έβαλε το χέρι της μέσα στη ντουλάπα και χάιδεψε με ηδονή τα κρεμασ μένα γουστόζικα ρούχα, ενώ μια σκέψη έσκισε απότομα το μυαλό της. Θα μπορούσε να διαλέξει όποιο φόρεμα της άρεζε. Να βαφτεί με τα κραγιόν και τις πούδρες της Εύας, να βάλει κείνα τα ωραία κόκκινα γο βάκια και να πάει έτσι αλλαγμένη απ’ της ρίζα να κάνει την εμφάνιση της στο φούρνο. Να την δει ρε παιδί μου και κείνος ο καψερός ο Λαλάκης να χαρεί η ψυχή του, που τη βλέπει κάθε μέρα με τα ίδια και τα ίδια π’ έ χουν καταντήσει πάνω της σα τσουβάλια. Ξανάνιωσε εκείνο το φούντωμα ν’ ανεβαίνει απότομα από μέσα της και να της ζεσταίνει γλυκά τα στήθια. Για πρώτη φορά από τότε που θυμάται τον εαυτό της της ήρθε το τραγούδι π’ άκουγε να το τραγουδάει ο πα τέρας της εκείνα τα χρόνια. Σε ηγάπον σε είχον θεάν μου.... Παρακάτω δεν ήξερε, αλλά συνέχισε να μουρμουρίζει το σκοπό χωρίς τα λόγια. - Ωραίο πράμα ο έρωτας, σκέφτηκε. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, αλ λάζει ο άνθρωπος και γίνεται χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Για δες ρε παιδί μου τι πράματα στερήθηκε τόσα χρόνια. Απόψε πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσει με την Εύα, έστω κι αν εκείνη την κοιτάει στα μάτια χωρίς να φαίνεται ότι καταλαβαίνει το παραμικρό. Πρέπει να της πει ότι βρέθηκε ένα παιδί που θέλει να την παντρευτεί κι ότι του έχει κιόλας πει το ναι. Να της πει ότι θα μείνουν εδώ στο σπίτι και θα είναι έτσι δίπλα της να τη φροντίζει όπως πάντα. Θα της τα πει όλα και μάλιστα θα προσπαθήσει να της δώσει να καταλάβει ότι αιστάνεται και νοιώθει για πρώτη φορά σα γυναίκα. θα της πει πως νοιώθει τα στή θια της να φουσκώνουν και πως ανατριχιάζει μόλις φέρει στο μυαλό της το άγγισμα του Λαλάκη. Βρήκα τον δικό μου Τζακ, θα της πει. Του καθενός ο Τζακ είναι κοντά του. Δίπλα του. Ίσως και στη διπλανή πόρτα. Ο Τζακ του καθενός μας Εύα μου, θα της πει, είναι μες το μυαλό μας. Αν τον ανακαλύψεις, πάει τέλειωσε. Βρήκες αυτό που ψάχνουν όλοι. - Σπουδαίες φιλοσοφίες ξεσκάλισες, σκέφτηκε και τράβηξε απ’ την κρε μάστρα το καλό, σε ανοιχτό κόκκινο χρώμα μάλλινο καλό φουστανάκι της Eύας. Το κρέμασε μπροστά της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. - Μούρλια είναι, είπε και γέλασε ευχαριστημένη. Οχι βέβαια που θα με πάει όπως της Εύας, αλλά εδώ που τα λέμε θα τρώγεσαι και συ λιγάκι Σταματούλα. Πέταξε με βιασύνη τα παλιόρουχα που φορούσε και γέμισε με νερό τη λεκάνη που είχαν στην κουζίνα. Πλύθηκε καλά καλά με το κρύο νερό, σκουπίστηκε με την καλή τους της λουτροπετσέτα - προίκα της μάνας της - και φόρεσε το φόρεμα.
189
- Κούκλα, είπε κι έφερε μια στροφή κοιτάζοντας ευχαριστημένη τον εαυ τό της στον καθρέφτη. Οχι βέβαια κουκλάρα, αλλά σινιαρισμένη τέλος πάντων. Τώρα που θα φορέσει τα κόκκινα γοβάκια, θα δείξει ακόμα περισσότερ ο. Και φυσικά να μη ξεχάσει πηγαίνοντας στο φούρνο να πάει απ’ την απέναντι μεριά και να κατέβει από το τσιμεντένιο πεζούλι του λάκκου, ν’ ακούσει ξανά εκείνο το μεθυστικό τοκ.. τοκ.. τοκ… που κάνουν τα τακού νια πα στο σκληρό τσιμέντο. - Μια στιγμή, μονολόγησε. Παραλίγο να το ξεχάσει. Πρέπει να χτενιστεί, να βαφεί και να αρωματιστεί κιόλας. Πως θα πάει έτσι σα καρναβάλι απ’ τη μια ντυμένη στην πένα στο καντίνι κι απ’ την άλλη άβαφη και κατσια σμένη; Έκατσε στο μικρό σκαμνάκι μπροστά στον καθρέφτη που η Εύα το έλε γε μπουντουάρ περνώντας καθισμένη κει μπροστά ώρες ολόκληρες. Κοιτάχτηκε προσεχτικά στον καθρέφτη. - Δεν είσαι και για πέταμα, μίλησε στον εαυτό της απέναντι. Καλούτσι κια είσαι μωρέ. Τρώγεσαι. Άνοιξε το βαζάκι με την κρέμα κι αφού γέμισε τη χούφτα της άρχισε να πασαλείβεται όπως είχε τόσες φορές δει να κάνει η αδερφή της. Στην αρχή ένοιωσε μια αηδία απ’ το γλιστερό κατασκεύασμα, αλλά σιγά σιγά όσο εκείνο απορροφιόταν απ’ το μούτρο της, αιστάνθηκε σα να της τσι τώθηκε το δέρμα. Κοίταξε πάλι στον καθρέφτη και χαμογέλασε. Άρπαξε το κουτί με την πούδρα κι άρχισε να πασπαλίζεται με δύναμη τινάζοντας πούδρες ένα γύρο και γεμίζοντας το τραπεζάκι μπροστά της. Ξανακοίτα ξε τα μούτρα της στον καθρέφτη και σφύριξε ικανοποιημένη. - Και τώρα είπε, αρχίζουν τα δύσκολα. Κοίταξε τα τρία διαφορετικά κραγιόν που ήταν στημένα όρθια στον ά κρη του μικρού τραπεζιού και διάλεξε το ποίο έντονα κόκκινο. Πήρε κι άρχισε να βάφεται όσο ποίο προσεχτικά μπορούσε. Δεν ήταν δα κι εύκολο πράμα. Ποτέ της δεν είχε βάλει κραγιόν στα χείλια της, εξόν από κείνη της φορά που μικρή θα’ταν δε θα’ταν δέκα χρονώ, είχε πάρει ένα κραγιόν π’ έφερε ο πατέρα της απ’ της Γαλλία όπου είχε πάει ταξίδι και χώθηκε στο αποχωρτήριο για να κάνει ότι έβλεπε να κάνει με το κρα γιόν η μάνα της. Γέλασε που θυμήθηκε τα παιδικά της. Τι ωραία χρόνια ήταν τότε! Ο πατέρας, όπως έλεγε η μάνα τους, ήταν δαχτυλοδεικτούμενος και σεβαστός έμπορος στην πόλη τους. Ανάθεμα όμως εκείνο το καράβι με τα καπνά π’ έστελνε στο εξωτερικό και βούλια ξε. Απ’ τη μια μέρα στην άλλη, από πλούσιοι και βολεμένοι, βρέθηκαv φτωχοί και άμοιροι. Και πάνω σ’ όλα πέθανε σε δυο μήνες ο πατέρας. Έσκασε απ’ το κακό του ο άνθρωπος, όπως έλεγε η μάνα της κι έμειναν τρεις γυναίκες μόνες σα τα πρόβατα χωρίς τσομπάνη. Έβαλε το κραγιόν με όση προσοχή γινόταν. Τόσο προσεχτικά, που της πήρε κοντά δέκα λεπτά να βάψει το πάνω χείλι κι άλλα τόσα για το κά
190
τω. Κοίταξε ξανά το μούτρο της στον καθρέφτη, πήρε ένα μαντήλι απ’ το συρτάρι και σκούπισε το κραγιόν που είχε ξεφύγει στις άκρες. Έγλειψε μετά τα χείλια της κατά πως είχε δει να κάνει η αδερφή της. Πετάχτηκε πάνω και φόρεσε τα γοβάκια. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, προχώρησε και άνοιξε την εξώπορτα. Πάτησε στις πέτρινες πλάκες της αυλής, σίγουρη και δυνατή. Όλος ο κόσμος δικός της. Όλος ο κόσμος στα πόδια της. Πέρασε απ’ την πάνω γέφυρα και κατηφόρισε τον τσιμεντένιο διάδρομο στη άκρη του λάκκου, ακούγοντας το χτύπημα των τακουνιών της σα τον ποίο χαρούμενο ήχο π’ άκουσε ποτέ της. Έφτασε μπροστά στο φούρνο κι άνοιξε την πόρτα αναψοκοκκινισμένη και χαρούμενη. - Καλημέρα, είπε στον κυρ Μιχάλη τον αδερφό του κυρ Θάνου π’ ήταν στο σερβίρισα όπως πάντα. Μισό μαύρο. Ο κυρ Μιχάλη πήρε ένα μισό που είχε μπροστά του και της το’δωσε. Η Σταματούλα ξαφνιάστηκε απ’ το σοβαρό του ύφος κι απ’ το γεγονός ότι δε φώναξε τον Λαλάκη να πασάρει απ’ το πατάρι το ψωμί για τους κα λούς πελάτες, όπως έλεγαν. Οχι δηλαδή που ήταν τίποτε διαφορετικό, σα παντεσπάνι να πούμε, αλλά αυτή η διάκριση που της κάναν τη γέμιζε με χαρά και περηφάνια. Αισθανόταν κι αυτή για πρώτη φορά στη ζωή της ότι την πρόσεχαν κι ότι κάποιοι τη θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο. Ο Λαλάκης μια μέρα της είχε πει το μυστικό. Τίποτα δεν ήταν διαφορετικό μ’ αυτά τα ψωμιά. Είναι να πούμε ένα κόλπο του κυρ Μιχάλη, για να καλοπιάνει τους πελάτες. Δεν είχε δώσει καμιά σημασία στα λόγια του είν η αλήθεια, γιατί αυτή λίγο νοιαζόταν αν ήταν το ίδιο ή διαφορετικό το ψωμί που της έδιναν. Εκείνο που την ευχαριστούσε μόνο ήταν ότι έδειχναν να της φέρονται δι αφορετικά απ’ τους άλλους. - Δεν είναι δω ο Λαλάκης, ρώτησε κάπως ανήσυχη. -Όχι, απάντησε ξερά ο κυρ Μιχάλης. Μάζεψε τα πράματα του κι έφυγε απ’ το φούρνο. - Και που πήγε κυρ Μιχάλη; ρώτησε μ’ αγωνία. Δε σας είπε τίποτα; Χτες το βράδυ τα μιλήσαμε και ήταν τόσο ευχαριστημένος από σας, που μόνο μέλι δεν έσταζε το στόμα του όταν έλεγε για τ’ αφεντικά του. Δε σας είπε τίποτα; - Κάτι είπε στον αδερφό μου, ότι λέει βρήκε την κοπέλα που έψαχνε και σκεφτόταν να παντρευτεί. Τι είπαν ακριβώς με το Θάνο και γιατί έφυγε, δε ξέρω να σε πω. - Αυτή η κοπέλα που έλεγε ότι θα παντρευτεί κυρ Μιχάλη, είπε άγρια κι επιθετικά η Σταματουλα, είμαι γω κυρ Μιχάλη και μη κάνεις τον ανήξερο, γιατί θα βάλω τις φωνές να θα μαζευτεί όλη η γειτονιά.
191
Απόρησε κι η ίδια με το θάρρος της και τις βαριές κoυβέντες που ξε στόμισε. Μια ζωή δούλα και παρακατιανή, αλλά ως εδώ και μη παρέκει. Ο θυμός που σκώθηκε από μέσα της φούντωσε σα κύμα και ήταν λες έτοιμη να ορμήσει και να του βγάλει τα μάτια. - Μίλα κυρ Μιχάλη και μη με κοιτάς έτσι σαν αγαθιάρης. Πες με παστρι κά και γρήγορα τι έγινε κι έφυγε ο Λαλάκης; Τι έφυγε δηλαδή που είμαι σίγουρη ότι τον διώξατε κακήν κακώς. - Δε ξέρω, είπε απολογητικά και μουδιασμένα ο κυρ Μιχάλης. Αύριο να ρωτήσεις τον αδερφό μου. Αυτός ξέρει όλες τις λεπτομέρειες. Η Σταματούλα άνοιξε απότομα την πόρτα και πετάχτηκε τρέχοντας στο ψιλικατζίδικο της κυράΌλγας απέναντι. Μπήκε μέσα σα σίφουνας και με κομμένη ανάσα ρώτησε. - Τι έγινε με τον Λαλάκη κυράΌλγα; Εκείνη στριφογύρισε αμήχανη στην ετοιμόρροπη καρέκλα της, την κοί ταξε περίλυπη και κούνησε το χέρι της σα να’λεγε, άστα να πάνε. - Τον είδα το πρωί π’ έφευγε μ’ έναν τορβά με τα πράματα του και μάλι στα τον φώναξα να τον ρωτήσω για που με το καλό πάει πρωί πρωί κι αφήνει τη δουλειά του. Γιατί κοπέλα μου, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ο Λαλάκης ποτέ δεν άφηνε της δουλειά του. Τόσα χρόνια σα τον σκλάβο δουλεύει και ποτέ απ’ ότι ξέρω δεν είχε την παραμικρή απαίτη ση. Ίσως να φταίει αυτό ακριβώς, είπε με φιλοσοφημένο ύφος η κυρά Όλγα. Όσο ποίο πατημένο σ’ έχουν και δε διαμαρτύρεσαι, άλλο τόσο σε πατάνε. Αυτά είναι λόγια σοφά που τα’λεγε ο μακαρίτης ο άντρας μου. - Και που θα τον βρω τώρα κυρά Όλγα, έκανε μ’ απελπισία και με δά κρυα στα μάτια η Σταματούλα. Ξέρεις κυρά Όλγα μου, συνέχισε με χα μηλή κι άχρωμη φωνή σα να προσευχόταν, ότι θα παντρευόμασταν με τον Λαλάκη; Το ξέρεις; -Όλα τα ξέρω κι εγώ κι όλη η γειτονιά κορίτσι μου και μάλιστα το συζη τούσαμε και το χαιρόμασταν, γιατί όλοι μας αγαπάμε τον Λαλάκη και σκεφτόμαστε και σένα κορίτσι μου που είσαι ορφανό κι έχεις ένα τέτοιο σεβντά με την αδερφή σου. Για να σε πω την αλήθεια οι φουρναραίοι μας είναι καλοί νοικοκυραίοι, αλλά λίγο σφιχτοί και μίζεροι. Ο άνθρωπος ο τσιγκούνης κορίτσι μου χαλάει τη φιλία του και την ανθρωπιά του για μια δεκάρα. Κάτσε. Κάτσε βρε πουλάκι μου να σε κεράσω ένα καφεδάκι και τα λέμε με την ησυχία μας. Μέτρησε απ’ ένα μπουκάλι δυο φλιτζανάκια του καφέ νερό και τα’ριξε στο μπρίκι που το είχε πάντα έτοιμο δίπλα της. Έβαλε το μπρίκι πάνω στη σόμπα κι έριξε μέσα δυο κουταλιές ζάχαρη, μια κουταλιά καφέ και μια καβουρντισμένο ρεβίθι. - Τον καφέ πρέπει να τον βάζεις στο κρύο το νερό μαζί με της ζάχαρη, είπε χαρούμενα. Και πρέπει να τον αφήσεις να φουσκώσει τρεις φορές αν θες να γίνει καϊμακλίδικος και θεριακλήδικος.
192
Η Σταματούλα ούτε που την άκουγε. Είχε καθίσει σε μια καρέκλα α πέναντι απ’ την κυρά Όλγα κι έκλαιγε με το κεφάλι χωμένο στα σκέλια της. - Έλα τώρα! Μη κάνεις έτσι βρε κουτή. Γαμπρό έτοιμο τον έχουμε και θα μας ξεφύγει; Που θα πάει κι αυτός ο έρμος που δεν έχει στον ήλιο μοίρα; Και στης μάνας του το ροκοκό να κρυφτεί, εμείς μια φορά θα τον βρούμε και θα του χώσουμε την κουλούρα σα τ’ αγκάθινο στεφάνι του Χριστού μας. Έτσι μπράβο. Να σε δω να χαμογελάς λιγάκι. Έτσι μπρά βο. Δώσμε τώρα το χεράκι σου που τρέμει σα το έρμο το πουλάκι και θα σε πω δυο πράματα που θα τα βάλουν όλα στη θέση τους και θα τα φέ ρουν βολικά. Η Σταματούλα άπλωσε το χέρι της κι έπιασε τα ζεστά και παχουλάχέ ρια της κυράΌλγας. - Άκου τώρα να δεις τι θα κάνουμε, είπε κείνη. Εσύ θα πάρεις τους δρόμους και θα ψάχνεις να βρεις τον Λαλάκη. Και δυο και τρεις και εικο στρείς μέρες αν χρειαστεί, εσύ θα γυρνάς όλη μέρα την πόλη και θα τον ψάχνεις ώσπου να τον βρεις. Λίγο βέβαια σα την αδερφή σου θα κατα ντήσεις, αλλά τι να κάνουμε; Άμα λοιπόν τον βρεις δε πρόκειται να μας ξεφύγει με τίποτα. Έχω κάτι χρηματάκια κρατημένα για την .κηδεία μου, αλλά απ’ ότι βλέπω δε πρό κειται να τα τινάξω τόσο γρήγορα. Εκτός και πάθω, είπε και γέλασε με την καρδιά της, καμιά ζημιά σα το γάιδαρο του μπάρμπα Γιορδάνη που πάτησε το καλώδιο π’ είχε πέσει εκεί δίπλα στη βρύση και γύρισε του μπανιασμένος τα πάνου κάτου. Μ’ αυτά τα λεφτουδάκια συνέχισε, θα μπορέστε να σταθείτε λίγο καιρό όσο ο Λαλάκης θα ψάχνει για δουλειά κι όταν με το καλό βρει τη δουλί τσα του, τότε σιγά σιγά μ’ επιστρέφτε τα λεφτάκια μου. Εντάξει κορίτσι μου; Έτσι μπράβο. Με το χαμόγελο κι όλα θα πάνε μια χαρά. Η Σταματούλα πετάχτηκε χαρούμενη πάνω, αγκάλιασε σφιχτά και φίλη σε την κυράΌλγα. - Φεύγω, είπε χαρούμενη. Πάω ν’ αρχίσω το ψαχτήρι αμέσως. Έστειλε ένα φιλάκι με το χέρι της και πετάχτηκε έξω να πάει στο σπίτι της ν’ αλλάξει. Ξαφνικά έκανε μια απότομη στροφή, άνοιξε την πόρτα του φούρνου κι έβαλε μέσα το κεφάλι της. - Φτου σας, είπε κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα στα μούτρα του σα στισμένου κυρ Μιχάλη. 3 Στο σπίτι φόρεσε τα χιλιοφορεμένα της ρούχα και πήρε αμέσως το δρόμο.
193
Ώρες γυρνούσε σα την άδικη κατάρα, αλλά δε στάθηκε τυχερή. Η αλήθ εια είναι ότι ντρεπόταν να ρωτήσει ένα σωρό γνωστούς που συνάντησε στο δρόμο της. Για τους γνωστούς απ’ την παλιά της γειτονιά δε γινόταν λόγος, γιατί εκείνοι ούτε που τον ήξεραν τον Λαλάκη. Στο τέλος, ύστερα από κοντά οκτώ ώρες περπάτημα, γύρισε στο σπίτι και κάθισε κατάκοπη στο ντιβάνι της κουζίνας να πάρει μια ανάσα. Σχεδόν αμέσως άκουσε την πετούγια της εξώπορτας και είδε την Εύα να μπαίνει με το ίδιο γνω στό της χαμένο ύφος. -Ήρθες Εύα κορίτσι μου, είπε. Η Εύα δεν απάντησε. Ούτε καν γύρισε προς το μέρος της. Πήγε σακά θε βράδυ κι έκατσε στην ίδια θέση στο τραπέζι, όπου η Σταματούλα της σερβίριζε το φαγητό της. Η Σταματούλα σκώθηκε και κάθισε στην καρέκλα απέναντι απ’ την αδερφή της. -Έχω νέα να σου πω Εύα. Η Εύα την κοίταξε όπως κάθε βράδυ όταν η Σταματούλα της μιλούσε για την κατάσταση της και προσπαθούσε να την κάνει να συνεφέρει από κείνον τον παράξενο λήθαργο. Στύλωνε τα μάτια πάνω της και την κοι τούσε χωρίς καθόλου να τη βλέπει. Αφού μιλούσε για λίγη ώρα η Σταμα τούλα, καταλάβαινε ότι τα’λεγε όλα στον αέρα. Σηκωνόταν τότε απ’ της θέση της κι έπιανε την αδερφή της απ’ τον ώμο με πολύ προσοχή, λες και κρατούσε μωρό. -Έλα να σε κάνω το μπάνιο σου κοριτσάκι μου. Έλα να σε πλύνω και να σε βάλω για ύπνο. Αύριο πρέπει να είσαι στην ώρα σου πάλι στο λι μάνι. Αύριο μπορεί να είναι η τυχερή μας μέρα. Αύριο μπορεί να’ρθει και να πάρουν τέλος τα βάσανά σου. Και τότε, μόνο τότε, έβλεπε στο πρόσωπο της ένα αδιόρατο χαμόγελο που την έκανε να μοιάζει ζωντανή. - Θέλω να σε πω και για τα δικά μου απόψε Εύα, είπε και την κοίταξε όσο ποίο έντονα μπορούσε. Μακάρι να με καταλάβαινες, συνέχισε με κάποια απελπισία. Τέλος πάντων. Εγώ θα στο πω κι αν καταλάβεις ή όχι ο Θεός κι η ψυχή σου. - Βρήκα ένα παλικάρι που θέλει να παντρευτούμε. Του είπα το ναι και ήμασταν έτοιμοι να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες, αλλά απ’ ότι φαίνεται μάλωσε με τ’ αφεντικό του κι έφυγε. Ξεθεώθηκα όλη μέρα σήμερα να γυρνάω την πόλη και να ψάχνω. Το ίδιο θα κάνω κι αύριο και κάθε μέρα ώσπου να τον βρω. Το γνώριμο αδιόρατο χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της Eύας. - Κατάλαβα τι θέλεις να πεις, κούνησε το κεφάλι της η Σταματούλα. Σα τον Τζακ. Ο καθένας μας έχει έναν Τζακ που τον ψάχνει. Έβγαλε απ’ το φανάρι ένα πιάτο φαγητό και το’βαλε μπροστά στην α δερφή της.
194
- Φάε κορίτσι μου, της είπε σα κάθε βράδυ. Φάε λιγάκι να στυλωθείς γιατί αυτές τις μέρες να είσαι σίγουρη ότι θά’ρθει ο Τζακ. Ο δικός μου Λαλάκης φτάνει και για τι δυο μας. Τζακ με λοφίο, είπε και χαμογέλασε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26ο 1 Ο Μιχάλης τράβηξε το συρμάτινο έλασμα και το μπουκάλι της πορτο καλάδας έβγαλε ένα τσιριχτό ήχο. Η Γαρουφαλιά στο γραφείο της τι νάχτηκε απότομα κι έκανε με το σώμα της μια κίνηση που έδειχνε ότι ανατρίχιασε. - Αχ! είπε. Ανατριχιάζω όταν ακούω αυτόν τον ήχο που βγάζουν τα αε ριούχα ποτά όταν τ’ ανοίγουν. Λες και σέρνεται ένα μαχαίρι εδώ κάτω απ’ το στήθος μου. Γύρισε στην καρέκλα της κι έδειξε στον Μιχάλη που ακριβώς ήταν. - Να εδώ. Έτσι όπως έπιασε ψηλά το στομάχι της, το στήθος της πετάχτηκε μπροστά όμορφο γεμάτο και λαχταριστό. Ο Μιχάλης έμεινε να το κοιτάει σαν αποχαυνωμένος. Μια λιγούρα ανέβηκε από μέσα του και το μούτρο του έγινε κατακόκκινο. Από τη μέρα που έπιασε κανονικά δουλειά η Γαρουφαλιά στο γραφείο τους, ο Μιχάλης δε κάνει σχεδόν άλλη δουλειά απ’ το να την παρατηρεί έτσι όπως κάθεται στο γραφείο της ακριβώς μπροστά του. Όλη μέρα ό ταν είναι στο γραφείο - και το τελευταίο διάστημα όλο βρίσκει προφάσεις για να μη πηγαίνει έξω στο έργο - δε κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να κοιτάει και να προσέχει όλες τις λεπτομέρειες σε κάθε της κίνηση και κάθε της χούι. Λεπτή κι όμορφη, λέει κάθε τόσο από μέσα του. Βλέπει την πλάτη της που του φαίνεται σαν εκείνη τη φωτογραφία από ένα αρχαίο άγαλμα στη βιβλιοθήκη τους, που το’χε και το κοίταζε μικρός και κάθε τόσο έτρεχε στην τουαλέτα να χαϊδευτεί στ’ απόκρυφά του ό πως του’δειξε ο συμμαθητής του ο Μανούρης μια μέρα που την κο πάνησαν απ’ το σχολείο και πήγαν στο βουνό. Έτσι ακριβώς ήταν η πλάτη της Γαρουφαλιάς. Πρόσεχε τα ωραία πυκνά, σκούρα καστανά μαλλιά της, που έπεφταν σα ποταμός στο πλάι έτσι πως ήταν η μόδα τον τελευταίο καιρό. Αφού χόρταινε να τη βλέπει ώρες από πίσω και να προσέχει και την τε λευταία λεπτομέρεια, έβρισκε πρόφαση ότι τάχα χρειαζόταν έναν αριθμό τηλεφώνου. Η Γαρουφαλιά έβγαζε το μάτσο με τα χαρτιά απ’ το συρτάρι της κι έ γραφε το τηλέφωνο σ’ ένα χαρτάκι. Γύριζε μετά στην καρέκλα της, την
195
έσερνε λίγο κι έφτανε απ’ την άλλη μεριά του γραφείου του φάτσα με τον Μιχάλη. Αυτό γινόταν κοντά πέντε φορές τη μέρα και κάθε φορά του χα μογελούσε με κείνο το γλυκόπικρο της χαμόγελο. - Ορίστε κύριε Μιχάλη, έλεγε και τον κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Όχι πως ήταν τίποτα ιδιαίτερα όμορφη γυναίκα. Ίσως άμα πρόσεχε κα νείς όλες τις λεπτομέρειες του προσώπου της και του σώματος της μια μια, να την έβρισκε και λίγο ασχημούλα. Όμως έτσι που την έβλεπε κα νείς με μιας ολόκληρη, δε μπορούσε να μη παραδεχτεί ότι ήταν μια λα χταριστή και χαριτωμένη γυναίκα. Μια μέρα, θυμάται, που ήρθε σπίτι της εκείνη η άσκημη η ξαδέρφη του η Αλεξάντρα και λέγαν με τη μάνα του για κάτι κληρονομικά τους, εκείνος καθόταν στην πολυθρόνα απέναντι της και καμωνόταν πως διάβαζε ένα περιοδικό. Το μάτι του όμως γαρίδα κρυφοκοίταγε τα μπούτια της ξαδέρ φης του. - Από μπούτια σκέφτηκε είναι να τα πιεις στο ποτήρι. Τα μούτρα της όμως, όπως και να το δεις το πράμα, δε τρώγονται με τίποτα. Την παρατήρησε προσεχτικά κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δε μπο ρούσε να πει βλέποντας τα χαρακτηριστικά της ένα ένα ότι είχε τίποτα εξόφθαλμα άσχημο επάνω της, εξόν από το μέτωπο της που ήταν λίγο στενό και τραβηγμένο προς τα πίσω αλλά το κάλυπτε αρκετά καλά με μια φράντζα που την άφηνε να πέφτει μπροστά σαν αφέλεια. Η μύτη της ήταν αρκετά καλοφτιαγμένη. Τα χείλια της, αν και λίγο πα χιά, άμα τα κοιτούσες από μόνα τους σ’ ερχόταν η επιθυμία να τα ρου φήξεις.Τα μάτια της αμυγδαλωτά σκούρα μαύρα. Τα φρύδια της καλλί γραμμα και παχιά. Για το σώμα της δε γινόταν κουβέντα. Ψηλή λεπτή με ωραία στητά στή θια και φυσικά τ’ απίθανα μπούτια της που ο Μιχάλης δε χρειαζόταν και πολύ κόπο να τα κρυφοκοιτάξει, αφού η Αλεξάντρα δεν έχανε ευκαιρία να του τα μοστράρει. Όλα της ένα ένα καλά κι όμορφα, αλλά στο σύνολο της μάλλον άσκημη, σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ξανακοίταξε πάνω απ’ το περιοδικό. Η ξαδέρφη του τον κρυφοκοίταξε ανοίγοντας λίγο τα πόδια της, έτσι που να μπορεί να καλοβλέπει. Ξέρει τι έχει στο σακούλι της και το μοστράρει όσο γίνεται, σκέφτηκε ο Μιχάλης νιώθοντας μια λαχτάρα να φουσκώνει μέσα του. Για μια στιγμή που η μάνα του πήγε στην κουζίνα να δει το φαγητό, η Αλεξάντρα σκώθηκε και κάθισε στην καρέκλα μπροστά του. Τον κοίταξε με μισόκλέιστα μάτια και τράβηξε σιγά σιγά λίγο το φουστάνι της προς τα πάνω. Ο Μιχάλης κόντεψε να λιποθυμήσει. Τα μάτια του υγρά και γουρλω μένα δε μπορούσε να τα πάρει απ’ τα στρογγυλά και κάτασπρα μπούτια της. Άφησε να του πέσει το περιοδικό που κρατούσε κι έκανε μια αόρι
196
στη και διστακτική κίνηση με το δεξί του χέρι σα να’θελε να πιαστεί από κάπου. - Πιάσε, του είπε η Αλεξάντρα ξεφυσώντας. Πιάσε όσο θέλεις κι όσο βαθιά θέλεις. Άνοιξε λίγο τα πόδια της κι ο Μιχάλης έσυρε πάνω τους τρέμοντας το χέρι του, χαϊδεύοντας για πρώτη του φορά γυναικεία μπούτια. 2 Προσπάθησε πολλές φορές να βρει τι ήταν εκείνο ακριβώς που είχε η Γαρουφαλιά, που τον έκανε να της λαχταράει τόσο πολύ. Αυτή η ελαφριά χλομάδα που είχε στο πρόσωπο, μαζί με κείνο το αχνό λυπημένο και πικρό χαμόγελο, της έδιναν ένα σουσούμι σα κείνο που έβλεπε στις γυναίκες του σινεμά, ενώ εκείνη η μεθυστική μυρουδιά του χαμομηλιού που έβγαινε λες μέσ’ απ’ τα σωθικά της, τον έκανε να χάνει τα λογικά του. - Για δες τι σκαρώνει η φύση, είπε από μέσα του. Την Εύα βέβαια δε την έβγαζε απ’ το μυαλό του. Η σκέψη της του είχε γίνει κάτι σαν ένα κομμάτι απ’ τον εαυτό του. Σαν ένα κομμάτι του μυα λού του, πες καλύτερα. Χρόνια τώρα άλλο τίποτα δε σκεφτόταν απ’ το πρωί ίσα με το βράδυ παρά μόνο εκείνη και δε έκανε καμιά σκέψη, κα νένα όνειρο που να μην ήταν και η Εύα μέσα. Ακόμα και με την ξαδέρφη του την Αλεξάντρα, όταν μια μέρα κυλίστηκε στο πάτωμα του σπιτιού τους κι έζησε για πρώτη του φορά τον έρωτα, όλη την ώρα την Εύα είχε στο μυαλό του. Τόσο που η ξαδέρφη του σταμάτησε μια στιγμή και τον ρώτησε. - Εμένα φιλάς ρε βλάκα η καμιά άλλη; Τελευταία όμως τσάκωσε πολλές φορές τον εαυτό του να ξεχνάει εν διάμεσα της μέρας την Εύα και να τη φέρνει το ίδιο έντονα στο μυαλό του μόνο τα βράδια όταν από συνήθεια πια πήγαινε και στηνόταν στο ί διο μέρος κατ’ απ’ την κακαβιά κοντά στο σπίτι της. Έχει όμως καναδυό μέρες τώρα, που κι αυτό το σταμάτησε. Μόλις έμαθε ότι πια το μυαλό της σάλεψε κι ότι κάθε μέρα πήγαινε και καθόταν σε κείνη της μεγάλη πέτρα στο λιμάνι κοιτώντας τα καράβια και τις βάρκες που μπαινόβγαιναν, πήγε να τη δει και προσπάθησε να της μιλήσει. Δε κατάφερε τίποτα παραπάνω απ’ το να πληγωθεί απ’ τη συ μπεριφορά της ακόμα περισσότερο. Θα ξανάρθω και θα ξανάρθω και θα ξανάρθω, είπε κείνη της μέρα με πείσμα. Μπορεί σιγά σιγά ν’ απαγοητευτεί και να το καταλάβει ότι αυτός ο καταραμένος ο Τζακ δε πρόκειται να φανεί. Ξαναπήγε λοιπόν ένα πρωινό, αφού είχε πει στη Γαρουφαλιά ότι πάει να δει αν ήρθαν κάτι λεφτά στην τράπεζα.
197
Και μόνο που την είδε σε κείνα τα χάλια, κόντεψε να βάλει τα κλάματα. Ο έρωτας του. Ο μεγάλος του έρωτας καθόταν εκεί πάνω σε μια κρύα πέτρα απόμακρη και χαμένη να κοιτάει με τα ξέπνοα πεθαμένα της μά τια την είσοδο του λιμανιού. Πήγε και στάθηκε μπροστά της, αλλά κατάλαβε ότι και πάλι, παρ’ όλο που τον κοιτούσε, στην ουσία δε τον έβλεπε. - Εύα της είπε. Ίσως δεν είναι ακόμα αργά. Ξέρεις ότι από χρόνια δεν έχω τίποτ’ άλλο στο μυαλό μου, παρά όνο εσένα. Μπορώ ακόμα και τώ ρα να σε βοηθήσω να ξεπεράσεις αυτό το κακό που σε βρήκε και να ζή σουμε μαζί. Τα είπε για δεύτερη τώρα φορά, αλλά μέσα του ήξερε ότι άλλο πια δε το πίστευε. Σα μια υποχρέωση που είχε από χρόνια κι έπρεπε να σταθεί σαν άντρας στο λόγο του. Σα να ζητούσε μια απάντηση που έπαψε να τη θέλει. Το μυαλό του πετούσε αλλού. Μια μέρα που δεν είχαν στο γραφείο τίποτα το σπουδαίο να κάνουν, προσπάθησε να πιάσει λίγο ποίο φιλικιά κουβέντα με τη Γαρουφαλιά και τη ρώτησε λίγο απ’ έξω απ’ έξω για τα προσωπικά της, αν και είχε από πριν φροντίσει να τα μάθει όλα. Ένα μεσημέρι που τα κουτσόπινε με τ’ αφεντικό σ’ ένα έρημο ταβερ νάκι κοντά στο έργο, τον είχε ρωτήσει τάχα αδιάφορα. - Αυτή η Γαρουφαλιά σα καλοστεκούμενη μοιάζει. Τι ζόρι έχει κι έρχεται να δουλέψει - Ο Χρυσαφίδης λίγο ήθελε να πάρει φορά και να του τα πει όλα με το νι και με το σίγμα, έτσι όπως τα είχε μάθει απ’ τον θειο της τον Αθηνό δωρο. Φοβάμαι, κατέληξε, μη τυχόν βρω στο τέλος και γω κανένα μπελά, γιατί αυτός ο βασιλικός επίτροπος, ο άντρας της δηλαδή, δε το’χει τίποτα να με τυλίξει και μένα σε μια κόλα χαρτί κι άντε τρέχα μετά να ξεμπλέξεις. Η Γαρουφαλιά απέφυγε με τρόπο τις ερωτήσεις του κι ο Μιχάλης δε τόλμησε ούτε τότε να συνεχίσει, αλλά ούτε και καμιά άλλη μέρα να τη ρωτήσει για προσωπικά της θέματα παρ όλο που τώρα πια, ήταν στο γραφείο κοντά ένα μήνα κι είχε αποκτήσει μαζί της μια οικειότητα. Το μόνο που κατάφερε να μάθει ήταν ότι παντρεύτηκε πολύ μικρή. - Μόλις είχα κλείσει τα δεκαοκτώ μου χρόνια, του είπε με κείνο το πικρό της χαμόγελο. Κατάλαβες; Καλά λένε ότι ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου. Ο Μιχάλης δε κατάλαβε που ακριβώς κολλούσε αυτό, αλλά έκανε ένα γρήγορο υπολογισμό στο μυαλό του σε σχέση με την ηλικία των παιδιών της, για τα όποια δε σταματούσε να μιλάει όλη μέρα. Λογάριασε λοιπόν ότι είχαν περίπου την ίδια ηλικία.
198
Άδειασε το μπουκάλι της πορτοκαλάδας στο ποτήρι, την κοίταξε ακόμα μια φορά όπως είχε γυρισμένη την πλάτη της και ρούφηξε μια γουλίτσα απ’ τον καφέ του. - Την πορτοκαλάδα σας κυρία Γαρουφαλιά, είπε κι άπλωσε προς το μέρος της το ποτήρι. Η Γαρουφαλιά γύρισε με δύναμη την καρέκλα της και την τσούλησε κο ντά στο γραφείο του. Άπλωσε το χέρι της να πάρει το ποτήρι ακου μπώντας με το μικρό της δάχτυλο το δάχτυλο του Μιχάλη. - Έτσι σα το τίποτα. Σαν ένα αεράκι. Ένα ίσως χιλιοστό του δευτερο λέπτου που θαρρείς και σταμάτησε ο χρόνος. Σαν ένα αιώνιο χάδι, σα μια ατέλειωτη ηδονή. Μια ζωή σ’ ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου. Ο Μιχάλη κοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών του. Κάπου είχε δια βάσει, αλλά τώρα όλα ήταν μπερδεμένα στο μυαλό του, ότι κάποια έντο μα γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα σε λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα - δεν ήταν και πολύ σίγουρος είν η αλήθεια - και ότι αυτά τα δευτερόλεπτα που ζουν είναι να πούμε μια μαζωμένη ζωή, μεγάλη σα τ’ ανθρώπου. Τόσο έντονα το έζησε αυτό τ’ άγγισμα με τ’ ακροδάχτυλό της. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27ο 1 Θα ήταν η δέκατη ή η ενδέκατη μέρα που η Σταματούλα γυρνούσε στους δρόμους ψάχνοντας. Και που δεν είχε πάει. Ακόμα κι έξω απ’ την πόλη περιπλανήθηκε και κόντευε να φτάσει μέχρι ένα κοντινό χωριό. - Που θα με πάει, μονολογούσε. Δε μπορεί ν’ άνοιξε η γη και να τον κα τάπιε. Αργά ή γρήγορα θα πέσει στο δρόμο μου. - Στο κάτω κάτω, της είπε η κυρά Όλγα όπου πήγαινε σκεδόν κάθε βράδυ να δώσει αναφορά και να πάρεί θάρρος για τηv επόμενη μέρα, η πόλη μας είναι μικρή. Δεν είναι δα και σα κείνα τα τέρατα στην Αμερική που λένε ότι έχουν όσο κόσμο έχει όλη η Ελλάδα μας! Άκου να δεις πράματα να φρίξει το μυαλό τ’ ανθρώπου. Μια ολόκληρη χώρα καλέ πως γίνεται να χωράει μέσα σε μια πόλη; Εγώ εδώ που τα λέμε κορίτσι μου ούτε που τα πιστεύω αυτά τα χαζά, αλλά καμώνουμαι πως τα τρώω όταν με τα λέει ο Αριστείδης. Μια φορά που φάνηκα λίγο δισταχτική όταν μ’ έλεγε πάλι για κάτι δρόμους και κάτι σιδηρόδρομους που τάχα έχουν εκεί, θύμωσε και με είπε. «Που να κα ταλάβεις εσύ Όλγα από ψιλά γράμματα τέτοιο ντουρντουβάκι που είσαι Όλος ο κόσμος σου είναι όσος το ψιλικατζίδικό σου».
199
Να φανταστείς Σταματούλα, συνέχισε γελώντας με την καρδιά της, ότι ο Αριστείδης λέει για την Αμερική τέτοιες κοτσάνες που τις άκουσε απ’ έ ναν ναυτικό εκεί στην εξορία που ήταν κι είχε πατήσει πολλές φορές εκεί στην Αμερική, ότι έχει κάτι σταθμούς του τρένου που χωράει όλος ο κό σμος της πόλης μας εκεί μέσα. Πάρε λόγια και πάντα στο παζάρι, π’ έλεγε ο μακαρίτης ο άντρας μου, Θεός σχωρέστον. Αμ’ τ’ άλλο που μ’ είπε; Αυτό λέει το βαπόρι που δούλευε κείνος ο ναυ τικός το λέγαν μ’ ένα περίεργο όνομα που καλά καλά δε το θυμάμαι. Πε ρικεάνιο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων το λένε και κουβαλούσε κόσμο απ’ την Ουγρώπη ίσα με την Αμερική. Αυτό λέει το βαπόρι ήταν τεράστιο. Από δω ίσα με τον Αη Παύλο να πούμε και μέσα χώραγαν να κοιμηθούν να φαν και να πιουν χιλιάδες κόσμος. Ανείπωτα πράματα που λες κορίτσι μου. Πολύ της άρεζε της Σταματούλας να γυρνάει το βράδυ κουρασμένη κι απελπισμένη απ’ την ολημερήσια της γύρα κι αφού πήγαινε πρώτα στο σπίτι να ετοιμάσει για την αδερφή της, έτρεχε στην κυράΌλγα να της πει πρώτα τα καθέκαστα. Το που πήγε δηλαδή και τι είδε όλη μέρα. Η κυρά Όλγα χαμογελούσε. Της χάιδευε το χέρι και της έλεγε κάθε βράδυ τις ίδιες, απαράλλαχτες σχεδόν, κουβέντες. - Θα τον βρούμε. Που θα μας πάει ο πεζεβέγκης Εδώ κάπου είναι και γυρνάει σα την άδικη κατάρα. Αύριο να είσαι σίγουρη ότι θα τον πετύ χεις. Έβαλα κι εγώ λυτούς και δεμένους να έχουν το νου τους κι άμα τον δούνε να τον πιάσουν απ’ τ’ αυτί και να μου τον φέρουν σέρνοντας εδώ σε μένα. Σήμερα είπα και στον τάδε να’χει το νου του. Έλεγε ένα όνομα απ’ της γειτονιά, αλλά η Σταματούλα ήταν σίγουρη ότι της έλεγε ψέματα. Μια μέρα μάλιστα της ξέφυγε της κυρά Όλγα και είπε ότι θα ήταν άσκημο να μαθευτεί απ’ τον κόσμο, γιατί όλοι τους τόσο δα ήθελαν για να την πάρουν στο κορόιδεμα σα και την αδερφή της. Της Σταματούλας όμως αυτά τα ψέματα τη γέμιζαν χαρά και ανακουφι ση. Μετά απ’ τις παρηγοριές και τα καθησυχάσματα η κυρά Όλγας, άρχιζε τις αφηγήσεις της. Μια ιστορίες απ’ την πατρίδα στη Μικρασία, μια ιστορ ίες απ’ τον μακαρίτη τον άντρα της που τον αγαπούσε και τον έβλεπε σα θεό της και που όταν αρρώστησε και πέθανε ξαφνικά απ’ το κακό το μά τι, παρακαλούσε μέρα νύχτα να την πάρει ο Θεός κι εκείνη να ησυχάσει, π’ έμεινε μόνη χωρίς τον προστάτη της. «Ο μοναδικός μου άνθρωπος στον κόσμο», έλεγε. «Παιδία δε μ’ αξίωσε ο Θεός να κάνω». Τον πατέρα της τον είδε την ώρα που πνιγόταν και η σκηνή αυτή δεν έφυγε από τότε ούτε στιγμή απ’ τα μάτια της. Είχε καταφέρει να τους πάει με μια βάρκα ίσα με τ’ αγγλικό το παπόρι. Η Όλγα, εικοσάχρονη τότε, κρατούσε απ’ ένα σκοινί του καραβιού για να μη φύγει η βάρκα, ενώ ο πατέρας της βάζοντας την πλάτη του κατάφερε
200
ν’ ανεβάσει τη μάνα της. Έπειτα κρατώντας ο ίδιος το σκοινί γονάτισε πάλι. Η Όλγα πάτησε στην πλάτη του κι όπως ο πατέρα της σκώθηκε μπόρεσε ν’ αρπαχτεί από κάτι σίδερα του καραβιού σα κάγκελα. Εκείνος με το φόβο ότι η Όλγα θα πέσει, παράτησε για μια στιγμή το σκοινί και την έσπρωξε προς τα πάνω. Με της δύναμη π’ έβαλε, έφυγε η βάρκα προς τα πίσω κι ο ίδιος δε κα τάφερε να κρατηθεί κι έπεσε στη θάλασσα. Η Όλγα με τη μάνα της τρε λάθηκαν να τσιρίζουν και να παρακαλάν να τον βοηθήσει κάποιος, γιατί ο χριστιανός δεν ήξερε να κολυμπάει. Τον έβλεπαν ανήμπορες να θα λασσοχτυπιέται και να πνίγεται, χωρίς να μπορούν να τον βοηθήσουν. Γύρω τους γινόταν χαμός. Άντρες και γυναίκες προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στο καράβι, ενώ οι ναύτες του βαποριού τρέχαν απ’ τη μια άκρη στην άλλη και πέταγαν όποιον πιάναν στα χέρια τους πίσω στη θάλασσα. Ήταν μάλιστα και μερικοί που χτύπαγαν μ’ ότι κρατούσε ο κα θέvας, τα χέρια αυτονών που σκαρφάλωναν. Αυτή δε το είδε, αλλά είχαν να λένε ότι κάποιοι ναύτες κρατούσαν τσεκούρια κι έκοβαν τα χέρια αυ τών που προσπαθούσαν ν’ ανέβουν. Αυτή την ιστορία την είχε πει στη Σταματούλα τουλάχιστον τρεις φορές, αλλά κάθε φορά η Σταματούλα ανατρίχιαζε και δάκρυζε σα να την άκου γε πρώτη φορά. Άλλες φορές άρχιζε την ιστορία για το πως έχασε τη μάνα της, που πέ θανε απ’ το βάσανό της γιατί μέρα - νύχτα έβλεπε μπροστά της ολο ζώντανο τον άντρα της να χτυπιέται με τα νερά και να χάνεται. Στο τέλος ούτε έτρωγε ούτε έπινε, παρά μόνο καθόταν και τον μοιρολογούσε. Όταν τα βλέφαρα της Σταματούλας βάραιναν και μισόκλειναν, η κυρά Όλγα σταματούσε τις κουβέντες σ’ όποιο σημείο κι αν βρισκόταν και της έλεγε. - Άντε τώρα να πας στο σπιτάκι σου να ξεκουραστείς γιατί αύριο πάλι έχεις να κάνεις ατέλειωτα δρομολόγια. Να σβήσω κι εγώ τη λάμπα που το πετρέλαιο έγινε ποίο ακριβό απ’ το λάδι. Να κοιμηθώ μια στάλα που πιάστηκαν τα μεριά μου όλη μέρα καθισμένη σ’ αυτή της σαραβαλια σμένη καρέκλα. 2 Εκείνο το πρωινό το λοιπόν, είχε πάρει σα κάθε μέρα τους δρόμους κι αφού γύρισε για μια ακόμα φορά όλα τα σοκάκια και τα στενοσόκακα τ’ Αη Νικόλα, βγήκε στον κεντρικό δρόμο κι άρχισε να χαζεύει τις βιτρίνες. Τις τελευταίες μέρες, μετά τις πρώτες βόλτες, την έπιανε μια απελπισία. Τι διάολο. Άνοιξε η γη και τον κατάπιε; Θα είχε όλο αυτό το διάστημα αλωνίσει τουλάχιστο δέκα φορές όλη την πόλη, αλλά ούτε ίχνος του Λαλάκη. Να’ταν και καμιά εύκολη πόλη πήγαι
201
νε κι ερχόταν. Όμως εδώ ήταν όλο ανηφοριές και καλντερίμια που της έβγαζαν την ψυχή. - Η κούραση σε φέρνει απόγνωση, της έλεγε η κυρά Όλγα. Εσύ όμως μη το βάζεις κάτω. Όλη αυτή η απελπισιά που αιστάνεσαι είναι απ’ την κούραση. Πάνω που αιστάνθηκε μια ζαλάδα και φοβήθηκε ότι θα σωριαστεί κά τω, έπιασε μια απότομη νεροποντή. Η Σταματούλα βάζοντας τα δυνατά της χώθηκε τρέχοντας σ’ ένα ζαχαροπλαστειάκι. -Έπαθες τίποτα κοπέλα μου; ρώτησε κοιτάζοντάς τη καλά καλά ο ζα χαροπλάστης που στεκόταν πισ’ απ’ τον πάγκο του σεργιανώντας έξω το δρόμο και τους ανθρώπους π’ έτρεχαν να φυλαχτούν απ’ τη βροχή. Θέλεις να σε βοηθήσω σε τίποτα. Εσύ παιδί μου είσαι σα πεθαμένη. Έλα πάρε ένα ποτήρι νερό να συνηφέρεις. Πήρε ένα ποτήρι απ’ αυτά που είχε γεμάτα κι έτοιμα σ’ ένα δίσκο και της το έδωσε. Η Σταματούλα το ήπιε λαίμαργα. Συνήφερε λίγο και κάθισε βαριά σε μια καρέκλα. - Με συγχωρείτε είπε. Μ’ ήρθε έτσι στα ξαφνικά μια ζαλάδα κι έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου. -Από δω είσαι; ρώτησε ο ζαχαροπλάστης κοιτάζοντάς τη με προσοχή. - Ναι, απάντησε η Σταματουλα που είχε τώρα έρθει τελείως στα συγκα λά της. Εδώ γεννήθηκα κι από δω δε ξεμάκρυνα ούτε ρούπι μέχρι τα σή μερα. - Να σε κεράσω κάτι να ψυχοπιαστείς λίγο; πρότεινε ο ζαχαροπλάστης - Όχι ευχαριστώ. Αυτή η ζαλάδα μ’ έφερε κι ανακατωσούρα. Καλύτερα αν έχτε την καλοσύνη ένα ακόμα ποτήρι νερό. - Απόστολο με λένε, είπε χαμογελώντας καλοσυνάτα και δίνοντας της το νερό. - Εμένα Σταματούλα και...... - Τιιιι..; πετάχτηκε σα σίφουνας πισ’ απ’ τον πάγκο και την άρπαξε απ’ το χέρι. Σταματούλα είπες κορίτσι μου; - Ναι, απάντησε ξαφνιασμένη απ’ την αντίδραση του κυρ Απόστολου. Συμβαίνει τίποτα; - Μόνο βουνό με βουνό δε σμίγει που λένε κοπέλα μου. Έκατσε στην καρέκλα δίπλα της και κοιτάζοντας την προσεχτικά στα μάτια για να βλέπει την αντίδρασή της, της είπε σιγανά τονίζοντας μια μια τι λέξεις. - Είμαι.... θείος..... του.....Λαλάκη...... Η Σταματούλα τινάχτηκε πάνου σα να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Απ’ τα μάτια της πετάχτηκαν δυο χοντρά δάκρυα κι αρπάχτηκε απ’ τον ώμο του κυρ Απόστολου για να μη σωριαστεί στο πάτωμα. - Που είναι ο Λαλάκης; ψιθύρισε ξεψυχισμένα. Ο κυρ Απόστολος ανακάθισε στην καρέκλα του στεναχωρημένος.
202
- Καλύτερα να στα πω απ’ την αρχή κορίτσι μου, είπε και της χάιδεψε πατρικά το χέρι. - .....Όπως ξέρεις ο Λαλάκης σκώθηκε ένα πρωί πριν από κοντά δεκα πέντε μέρες κι έφυγε απ’ το φούρνο που δούλευε, γιατί κατάλαβε ότι εκεί τον θελαν μόνο για δούλο. Ήρθε κατ’ ευτείαν εδώ σε μένα και με τα είπε όλα με το νι και με το σίγ μα. Με είπε ότι είχατε γνωριστεί και μάλιστα ότι τα συμφωνήσατε μέχρι και το γάμο... - Ναι, είπε ξέπνοα η Σταματούλα. - ....Δε τον πείραξε που λες κοπέλα μου τόσο πολύ που έχασε τη δου λειά του, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τον ξεφορτώθηκαν τ’ αφεντικά του για τους οποίους έτρεφε πολύ μεγάλη εχτίμηση. Απ’ αυτούς περίμενε όχι μόνο να είναι καλοί μαζί του, αλλά περίμενε και οικονομική βοήθεια στην μεγάλη απόφαση που πήρε να παντρευτεί και ν’ ανοίξει δικό του σπιτικό. Ήταν τόσο σίγουρος λέει για τ’ αφεντικά του, που στα είχε πει και σένα. Έτσι το λοιπόν που ήρθαν τα πράματα καλύτερα λέει να πέθαινε, παρά να γυρνούσε πίσω στο φούρνο. - Όλ’ αυτά καλά, τον έκοψε η Σταματούλα που χοροπηδούσε απ’ την αγωνία στην καρέκλα της. Τώρα που είναι κυρ Απόστολε; Απ’ τη δουλειά του καλά έκανε κι έφυγε. Εμένα όμως γιατί με παράτησε; Εγώ τι του έ φταιξα κυρ Απόστολέμου; - Ντρεπόταν να σε δει και να σε μιλήσει κορίτσι μου. Έτσι πάντως με είπε. «Ντρέπομαι θειο. Ντρέπομαι να τη δω στα μάτια. Τριάντα χρονώ κοντεύω κι ένα μεροκάματο να στήσω μαζί της ένα φτωχόσπιτο δεν έ χω». - Καλά καλά όλ αυτά, είπε μ’ αγωνία η Σταματούλα. Τώρα όμως που εί ναι; Θα πάω να τον βρω εγώ. - Μια στιγμή ακόμα και θα στα εξηγήσω όλα, είπε στεναχωρημένος ο κυρ Απόστολος. - ....αφού το λοιπόν με τα είπε όλ αυτά, με παρακάλεσε να τον στείλω στον αδερφό μου στην Αθήνα π’ έχει γραφείο μετανάστευσης για να τον βοηθήσει να φύγει στην Αυστραλία. «Εκεί είπε δεν είναι σα και δω που σ’ εκμεταλλεύονται και σε θέλουν για σκλάβο. Θα πάω στην Αυστραλία να δουλέψω σκληρά και να’ρθω μετά πίσω να Παντρευτώ τη Σταματού λα και να κάνω σπίτι και φαμίλια». Φεύγοντας κορίτσι μου με παρακάλεσε να σε ειδοποιήσω γι’αυτή του την απόφαση, αλλά με όρκισε να το κάνω μετά που θα μπαρκάριζε για τα ξένα. Χτες μ’ έκανε τηλεφωνική κλήση ο αδερφός μου και με είπε ότι ο Λαλάκης πήγε στην ευχή του θεού. Σήμερα το λοιπόν σκόπευα να’ρθω στη γειτονιά σου και να σε ψάξω για να σε πω τα καθέκαστα. Αυτή της στιγμή που μιλάμε ο Λαλάκης είναι στο καράβι και ταξιδεύει. Η Σταματούλα σήκωσε τα κλαμένα της μάτια και τον κοίταξε.
203
- Πάει κι αυτός ο Τζακ, ψιθύρισε με κόπο. - Ποιος Τζακ; ρώτησε ο ζαχαροπλάστης σουφρώνοντας τα φρύδια του. - Ο Τζακ του κάθε φτωχού κυρ Απόστολε, απάντησε η Σταματούλα και σκώθηκε. Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε να φωνάζει τον ζαχαροπλάστη. - Κυρ Απόστολε, κυρ Απόστολε. Ο ζαχαροπλάστης έβγαλε το κεφάλι του απ’ την πλαϊνή πόρτα και κοί ταξε ψηλά. - Ορίστε, είπε. -Έναν καφέ για τον κύριο Χρυσαφίδη και μια γκαζόζα, είπε η γυναικεία φωνή. - Αμέσως κυρία Γαρουφαλιά, απάντησε πρόθυμα ο ζαχαροπλάστης και πήγε πισ’ απ’ τον πάγκο του. Η Σταματούλα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε ψηλά στ’ ανοιχτό πα ράθυρο την όμορφη γυναίκα που έδωσε την παραγγελία. Δίπλα της φάνηκε χαμογελαστός και κεφάτος ο Μιχαλάκης. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28ο Εκείνη τη μέρα έπεσε πολύ δουλειά στο γραφείο. Όταν έφτασε το πρωί στην ώρα της η Γαρουφαλίτσα, βρήκε τ’ αφεντικό της να είναι στο γρα φείο του πάνω από μια ώρα, όπως της είπε. Μάλιστα όταν έβαλε το κλει δί της ν’ ανοίξει και κατάλαβε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή κατατρομοκρατή θηκε γιατί νόμισε για μια στιγμή ότι φεύγοντας το προηγούμενο βράδυ είχε ξεχάσει να κλειδώσει. - Καλημέρα κύριε Χρυσαφίδη, είπε όταν μπήκε με φούρια στο γραφείο του αναψοκοκκινισμένη απ’ τη λαχτάρα. Δεν ήξερα ότι είστε δω και τρό μαξα γιατί νόμισα ότι είχα ξεχάσει να κλειδώσω από χτες. Εκείνος χαμογέλασε και την καθησύχασε. Την παρακάλεσε μόνο να κλείσει την πόρτα του, γιατί είχε κάτι πολύ επείγον και πολύ ενδιαφέρον να μελετήσει. Ο Μιχάλης που ήρθε σχεδόν από πίσω της, δεν έδειξε καμιά έκπληξη που βρήκε τ’ αφεντικό για πρώτη φορά να είναι στο γραφείο πριν απ’ αυ τόν. Μπήκε μέσα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Κοντά τρεις ώρες συνεργάζονταν κλεισμένοι οι δυο τους. Η Γαρουφαλιά προσπάθησε ν’ αρπάξει μερικές κουβέντες μπας και βγάλει κάποιο συ μπέρασμα για τα σοβαρά πράματα που όπως φαίνεται κουβεντιάζονταν κει μέσα, αλλά δε κατάφερε ν’ ακούσει το παραμικρό. Όχι πως την ενδιέφερε να μάθει κάτι από περιέργεια, αλλά περισσότερ ο γιατί ήθελε να ξέρει όσο γίνεται καλύτερα τις δουλειές του γραφείου, για να μπορεί να είναι πιο χρήσιμη στη δουλειά της.
204
- Ας είναι καλά ο θείος Αθηνόδωρος κι ακόμα καλύτερα ο κύριος Χρυ σαφίδης που έχω αυτή της δουλειά μουρμούρισε και πετάχτηκε πάνω καθώς άκουσε τη βαριά φωνή του κυρίου Χρυσαφίδη να την καλεί. - Πάρε με σε παρακαλώ στο τηλέφωνο τον κύριο Σάϊκογλου, της είπε μόλις έβαλε το κεφάλι της απ’ την πόρτα. Πρόλαβε και είδε το Μιχάλη να κοιτάει κάτι μεγάλα χαρτιά με γραμμές και σχέδια. Ούτε που χρειαζόταν να κοιτάξει τον κατάλογο με τα τηλέφωνα, γιατί τώρα τελευταία τ’ αφεντικό της τηλεφωνούσε στον Σάϊκογλου κάθε τρεις και μία. Το είχε πια μάθει το τηλέφωνο του Σάϊκογλου απ’ έξω κι ανακα τωτά. Όταν ο Μιχάλης βγήκε απ’ το γραφείο τ’ αφεντικού, σκέφτηκε να τον ρωτήσει αμέσως για το τι τρέχει, αλλά το μετάνιωσε βλέποντας τον βια στικό να παίρνει κάτι χαρτιά απ’ το γραφείο του και να φεύγει. Ξαναγύρι σε μετά από λίγο και ξανάφυγε πάλι βιαστικός. - Για που έτσι φουριόζος, πρόλαβε και τον ρώτησε. - Αργότερα, απάντησε κείνος χαμηλόφωνα και συνωμοτικά. Βιάζομαι τώρα. Αργότερα θα σ’ εξηγήσω. Κατά τις δώδεκα ήρθε ο Σάϊκογλου και μάλιστα τους έφερε και μερικά γλυκά. Κλείστηκαν πάλι οι τρεις τους στο γραφείο του κυρίου Χρυσαφίδη για πάνω από μια ώρα, ενώ το τηλέφωνο πήρε φωτιά. Κάθε τρεις και μία η ίδια αντρική φωνή έπαιρνε στο τηλέφωνο και ζητούσε να μιλήσει με τον κύριο Σάϊκογλου. Για μια στιγμή έβγαλε ο Μιχάλης το κεφάλι του απ’ την πόρτα και της ζήτησε να πάρει στο τηλέφωνο το γραφείο του βουλευτή του κυρίου Βα ρελή. Έψαξε στον κατάλογο της και βρήκε το τηλέφωνο. Πήρε τον αριθμό κι άκουσε την ίδια αντρική φωνή π’ άκουγε στα προηγούμενα τηλεφωνήμα τα που δέχτηκε ο κύριος Σάϊκογλου. - Τον κύριο βουλευτή παρακαλώ, είπε. - Δεν είναι δω, απάντησε ο άντρας. Τι τον θέλετε; Μπορείτε να το πείτε σε μένα. Είμαι ο γραμματέας του. - Ο κύριος Σάϊκογλου τον ζητάει απ’ το γραφείο του κυρίου Χρυσαφίδη. -Α! ναι ναι, έκανε λαχανιασμένος εκείνος. Εδώ είναι. Μια στιγμή να σας τον δώσω. - Εμπρός, άκουσε της φωνή του βουλευτή και χωρίς καν να του απα ντήσει τον σύνδεσε με το μέσα γραφείο. Κατά τις δυο βγήκαν και οι τρεις χαμογελαστοί, με τον Σάϊκογλου μπρο στά και του κύριο Χρυσαφίδη να τον ξεπροβοδίζει μ’ ένα σωρό χαμόγε λα και ρεβεράντζες. - Επειδή μπορεί να σας χρειαστώ κυρία Γαρουφαλιά και για το απόγευ μα, θα σας παρακαλούσα αν είναι δυνατόν να πάτε να φάτε εδώ κοντά
205
στο εστιατόριο μαζί με τον Μιχάλη. Να του πείτε να τα βάλει στο λογα ριασμό μου. Εντάξει; Της χαμογέλασε φιλικά. - Μπράβο σας κυρία Γαρουφαλιά, είπε με μια δόση θαυμασμού στη φωνή του. Σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα καταφέρατε να μας είστε απαραίτητη. Της ήρθε να πεταχτεί πάνω και να του σκάσει ένα φιλί στη φαλάκρα, που ν’ ακουστεί ίσα με τον Αη Σίλα. Ακoύς εκεί απαραίτητη; Άντε πες για να μην είμαστε και υπερβολικοί πως είναι ρε παιδί μου σκέτα χρειαζού μενη. Ακούς εκεί κουβέντα που σου πετάει στα καλά του καθουμένου και σ’ ανεβάζει στα ουράνια Ακoύς εκεί να’χει γίνει τόσο χρονώ και ν’ α κούει για πρώτη φορά ότι τη θεωρούν τόσο σπουδαία που να τους είναι κι απαραίτητη! Απ’ τα παιδικά της χρόνια επειδή ήταν κι αρρωστιάρα, ένοιωθε ότι ήταν κάτι σα βάρος σ’ όλους, ακόμα και στους γονείς της. - Άντε βρε πουλάκι μου να γίνεις καλά να δούμε και μεις μια στάλαχα ρά, να γλιτώσουμε κι απ’ τα έξοδα για τα φάρμακα. Ευτυχώς έχουμε κι αυτόν τον γιατρό τον Χατζηθανάση που σε πορεύει τζάμπα. Αλλιώς ζή τω που καήκαμε. Παντρεύτηκε, άνοιξε δικό της σπιτικό, έκανε παιδιά κι απ’ το πρωί ίσα με το βράδυ άλλο δεν είχε να κάνει, παρά να καθαρίζει να μαγειρεύει και να σιδερώνει. Κανείς δε πρόσεξε ποτέ τι έκανε. Όλοι θαρρείς και τη δου λειά της και τον κόπο της τον έβλεπαν σα κάτι άχρηστο, που είτε γινόταν είτε όχι δεν ίδρωνε κανενός τ’ αυτί. Ακούς εκεί απαραίτητη. Απαραίτητη βρε αδερφέ. Κοντολογίς πα να πει χρήσιμη. Να λοιπόν που μέσα σε τόσο λίγο διάστημα κατάφερε να γίνει χρήσιμη κι απαραίτητη - Άντε πάτε τώρα γιατί κοντεύει δυόμισι και θα’θελα να είστε πίσω στο γραφείο κατά τις τρεις και μισή, την έβγαλε απ’ τις σκέψεις της ο κύριος Χρυσαφίδης. Στο μαγέρικο ο Μιχάλης της τα εξήγησε όλα με κάθε λεπτομέρεια. Πρό κειται, είπε, για μια μεγάλη δουλειά. Για μια πολύ μεγάλη δουλειά που τ’ αφεντικό τους τη στήνει μαζί με τον Σαΐκογλου που είναι στα μέσα και στα έξω και μπορεί, όπως το ξέρουν κι οι πέτρες ακόμα, να επηρεάσει καταστάσεις. Είναι ένα έργο που για να γίνει πρέπει τ’ αφεντικό τους να συνεταιριστεί με τον Σαΐκογλου. Τα λεφτά που χρειάζονται είναι πολλά και μόvoς του ο κύριος Χρυσαφίδης δε θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα οικονομικά. Ο Σαΐκογλου είναι ένα πραγματικό τρωκτικό, είπε ο Μιχάλης κι έσκυψε προς το μέρος της για να μη τον ακούσει κανείς άλλος. Βρίσκει δουλειές, ότι λογιώ δουλειές να’ναι, από εμπόρια μέχρι τεχνικά έργα και τις αρ πάζει με τη βοήθεια του βουλευτή του Βαρελή με τον οποίο έχουν χρόνια τώρα που τα κάνουν πλακάκια. Ο Σάϊκογλου δεν είναι μόνο τρωκτικό,
206
αλλά είναι μαζί και γάτα. Αρπάζει όλες τις δουλειές, αλλά ο ίδιος δε φαί νεται πουθενά. Γι’αυτό θέλει τ’ αφεντικό μας. Άμα ήθελε ο Σάϊκογλου και τα λεφτά έχει κι ένα μάτσο μηχανικούς βρίσκει για να κάνει μόνος του το έργο. Αυτός όμως θέλει να κρύβεται από πίσω και να τσακώνει το παρα δάκι ζεστό, χωρίς να κινδυνεύει ότι κι να συμβεί. Το βραδάκι κατά τις επτά θα’ρθει συμβολαιογράφος στο γραφείο μας για να κάνουν με τ’ αφεντικό μας .το εταιρικό. - Συμβολαιογράφος στο γραφείο μας; Καλέ, είπε η Γαρουφαλιά, ο κό σμος πάει στο συμβολαιογράφο. Δεν έρχεται κείνος σε σένα. - Ο Σάϊκογλου θέλει να γίνουν όλα με άκρα μυστικότητα, δήλωσε ο Μι χάλης. Και για να επανέλθουμε σ’ αυτά που σ’ έλεγα ζήτησε στο εταιρικό που θα υπογράψουν ν’ αναφέρεται, ότι αυτός είναι μόνο χρηματοδότης και τίποτα παραπάνω. Χρηματοδότης που θα πάρει το πενήντα τοις εκα τό απ’ τα κέρδη αλλά δε θα’χει καμιά ευθύνη για το έργο, γιατί αυτός δεν είναι μηχανικός. Κατάλαβες τώρα; Έχει τώρα μερικές μέρες και συγκεκριμένα από την περασμένη Πέμπ τη, που της μιλάει στον ενικό. Στην αρχή είν’ αλήθεια κόμπιασε λίγο κι αμέσως το διόρθωσε, αλλά από κει και πέρα της μιλάει στον ενικό και μάλιστα με το χαϊδευτικό της. Δε της λέει κυρία Γαρουφαλιά, αλλά σκέτο Γαρουφαλίτσα. - Και τι έργο είν αυτό που είναι τόσο σπουδαίο; ρώτησε. - Πολύ μεγάλο σε είπα, απάντησε ο Μιχάλης με κάποιο δισταγμό για το αν έπρεπε να της δώσει κι άλλες λεπτομέρειες. Στο τέλος τ’ αποφάσισε και δείχνοντας με το δάχτυλο προς της μεριά του λιμανιού, σχεδόν ψιθύ ρισε. - Πρόκειται ν’ αποξηρανθεί ένα μεγάλο κομμάτι θάλασσας. Από πέρα απ’ τον παιδικό σταθμό ίσα με της ρίζα της μικρής προβλήτας. Ένα έργο που θα κοστίσει παρά πολλά λεφτά και όπως καταλαβαίνεις όσο ποίο μεγάλο είναι το κόστος, τόσο ποίο πολλά μένουν σ’ αυτόν που τα διαχει ρίζεται. Κατάλαβες τώρα; Πρόσεξε μόνο σε παρακαλώ, τόνισε και την κοίταξε στα μάτια, μη σε ξεφύγει καμιά κουβέντα πουθενά ώσπου να υπογραφούν τουλάχιστο οι συμβάσεις για το έργο. - Καλέ τι είν αυτά που λες, πετάχτηκε η Γαρουφαλιά. Σε ποιόν να τα πω; Μήπως βλέπω και κανέναν εξόν από σας στο γραφείο και τη μάνα μου με τα παιδιά στο σπίτι; Και να θέλω να τα πω δεν έχω που. Καλέ Μιχάλη έκανε μ’ απορία, εκείνο που δε κατάλαβα είναι σε τι χρειά ζεται αυτό το έργο για να ξοδευτούν ένας κόσμος λεφτά; - Σε τίποτα, είπ’ ο Μιχάλης και σήκωσε αδιάφορα τους ωμούς του. Δε σε είπα για τον Σάϊκογλου ότι είναι τρωκτικό; Αν δε βρίσκει δουλειές για καπάρωμα, τότε με τη βοήθεια του βουλευτή του Βαρελή που είναι κώ λος και βρακί, τις δημιουργούν. Αν τώρα αυτές οι δουλειές είναι χρήσιμες ή όχι, λίγο τους ενδιαφέρει. Αυτούς τους νοιάζει μόνο να γεμίζουν την
207
τσέπη τους. Ο Σάϊκογλου μάλιστα έχει και μια δικιά του θεωρία που τον άκουσα να τη λέει στ αφεντικό μας σήμερα. - Το χρήμα λέει πρέπει να κυκλοφορεί. Άμα περνάει από τσέπη σε τσέπη όλο και κάτι μένει στον καθένα. Κάνε το λοιπόν δουλείες και έργα κι ας είναι εντελώς άχρηστα. Αρκεί να πέφτει παραδάκι και ν’ αλλάζει χέ ρια. Άλλοι θα κλέψουν και θα έχουν μπόλικα να ξοδεύουν, άλλοι θα δου λέψουν και θα έχουν λεφτά για τον μπακάλη, το μανάβη, τον κουρέα, που κι αυτοί με της σειρά τους θα τα δώσουν σε άλλους κι έτσι πάει το πράμα αλυσίδα. Άσε που αυτοί που κλέβουν τα πολλά τα βάζουν στην τράπεζα, που με της σειρά της χρηματοδοτεί άλλα έργα κι εμπόρια και τελειωμό ο κύκλος αυτός δεν έχει. - Να σκεφτείς, έλεγε ο Σαϊκογλου, ότι ο ανιψιός του που σπουδάζει στο Λονδίνο οικονομικά, γύρισε κι έλεγε τα ίδια αλλά μ’ άλλα λόγια. Τα βρήκε όλα τούτα τα σοφά λέει ένας προφεσόρος εκεί στην Αγγλία Κέηνς ή κά πως έτσι τέλος πάντων τον λένε και τα πασάρει για σπουδαία. Την τύ φλα του, είπ’ ο Σαΐκογλου. Εδώ αυτά τα παίζει από γεννησιμιού του στα δάχτυλα ο κάθε αγράμματος έμπορας και χρειαζόμασταν αυτόν τον ξε πλυμένο άγγλο να μας τα πει; - Αυτά κύριε Μιχάλη είναι κλεψιές κι απάτες, είπε σκεφτική η Γαρουφαλ ιά. - Μάλλον έτσι είναι, είπε κείνος σχεδόν ειρωνικά και κούνησε πέρα δώ θε το κεφάλι του. Ο λύκος που λέμε στην αναμπουμπούλα χαίρεται. Τώ ρα μ’ αυτή την ανώμαλη κατάσταση που υπάρχει στη χώρα, βρήκαν ευ καιρία όλοι αυτοί οι μπαγαπόντηδες και μαδάνε απ’ όπου βρουν. Άσε που άμα μας ακούσει κανένας που τα κριτικάρουμε θα βρεθούμε στην ασφάλεια κι άντε να ξεμπλέξεις μετά. Άστα καλύτερα Γαρουφαλίτσα, για τί θα βρούμε το μπελά μας από πάνω. Άντε πάμε πίσω να δούμε τι δου λειά έχουμε. Φώναξε το γκαρσόνι και του είπε να τα γράψει στο λογαριασμό του α φεντικού τους. Έβγαλε απ’ την τσέπη του και του άφησε ένα μικρό πουρμπουάρ. - Δεν ήταν ανάγκη κυρ Μιχάλη, είπε το γκαρσόνι. Εδώ κοτζαμάν εκα τομμυριούχος τ’ αφεντικό σου που παίζει με τις λίρες σα κομπολόι και δεν αφήνει ποτέ ούτε δεκάρα. Καλά λένε πως ο φτωχός είναι και κου βαρντάς. Τα σούρτα φέρτα του Σάϊκογλου, του συμβολαιογράφου κι άλλων δυο τριών που ούτε ακουστά καν τους είχε η Γαρουφαλιά και που δε της μοιάζαν για καλά κουμάσια, κράτησαν μέχρι αργά. Σε κάποια στιγμή ήρ θε ένας νεαρός κουστουμαρισμένος με κοντό σταυρωτό σακάκι και με οκάδες μπριγιόλ στα μαλλιά, τόσο που η Γαρουφαλιά μόλις τον είδε γέ λασε και είπε στο Μιχάλη. - Σα λαδωμένος πόντικας είναι.
208
- Οχι μόνο λαδωμένος στα μαλλιά, αλλά και στις χούφτες και στις τσέ πες, απάντησε κείνος. Είναι ο γραμματέας του βουλευτή του Βαρελή και είν’ αυτός που κινεί τα νήματα σ’ όλες τις βρομοδουλειές. Κατά τις δέκα τ’ αφεντικό τους βγήκε απ’ το γραφείο του χαμογελαστός Τεντώθηκε βγάζοντας ένα μικρό αναστεναγμό ανακούφισης και είπε χα ρούμενα. - Ε! ρε μέρα κι αυτή να σου πετύχει. Πέθανα απ’ το πρωί και κοντά σε μένα και σεις. Αλλά τελειώσαμε και βάλαμε μια μεγάλη δουλειά στ’ αυ λάκι. Η πολύ πλούσιος θα γίνω, ή στη φυλακή θα καταλήξω. Γέλασε τρανταχτά και συμπλήρωσε. - Θα σας έκανα το τραπέζι απόψε, αλλά είμαστε όλοι ξεθεωμένοι. Μια άλλη φορά θα φάμε, θα πιούμε και θα τα σπάσουμε. Άντε πάμε για τα σπίτια μας τώρα κι αύριο τα ξαναλέμε. - Καληνύχτα σας είπε κα τράβηξε την πόρτα πίσω του. Όλα καλά είπε ο Μιχάλης. Μια χαρά ήρθαν τα πράματα. Μ’ αυτά τα σημερινά εξασφαλίσαμε τη δουλειά μας για χρόνια. Είδες παιδί μου τι σου κάνουν οι απατές; Τρων αυτοί, γλύφουμε και μεις ένα κοκαλάκι ίσα ίσα να έχουμε το μεροκάματό μας. Άσε που χαιρόμαστε ποίο πολύ απ’ αυτούς. Άντε κλείδωσε σε παρακαλώ και πάμε να σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι σου, γιατί μια όμορφη γυναίκα δεν επιτρέπεται να περπατά μόνη της τέτοια ώρα. Άσε που σίγουρα θα φοβάσαι και τα σκοτάδια. - Ναι είπε η Γαρουφαλιά. Που το ξέρεις; Ο Μιχάλης γέλασε κι άνοιξε την πόρτα κάνοντας μέρος να βγει η Γα ρουφαλιά. Κλείδωσαν και πήραν το δρόμο για το σπίτι της. Σ’ όλο το δρόμο δεν άλλαξαν σχεδόν κουβέντα. Ο Μιχάλης περπατού σε πολύ κοντά της, σχεδόν κολλημένος πάνω της, απολαμβάνοντας τη γλυκιά μυρουδιά του χαμομηλιού π’ έβγαινε απ’ το κορμί της. Μόνο σε κάποιο σημείο του δρόμου την έπιασε μαλακά απ’ το μπρά τσο και τη γύρισε προς το μέρος του. - Καταλαβαίνεις και δε χρειάζεται να σου εκφράσω τα αισθήματά μου για σένα, είπε μ’ ένα κόμπο στο λαιμό. Δεν τον άφησε να συνεχίσει. Τον κοίταξε με κείνο το πικρό της χαμόγε λο. - Μιχάλη είμαι παντρεμένη και με δυο παιδιά. Δεν είναι για μένα αυτά τα καμώματα. - Μα δε μένεις άλλο πια με τον άντρα σου, της είπε έκπληκτος. - Μπορεί όχι Μιχάλη, αλλά δεν έχουμε χωρίσει ακόμα. Τον χάιδεψε φιλικά στο μάγουλο, έβαλε ένα δυνατό γέλιο και τον άφησε να την πιάσει αγκαζέ. - Φίλοί. Μόνο φίλοι, του είπε.
209
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29ο Κάθισε στο γραφείο του και κοίταξε αδιάφορα τα χαρτιά του που ήταν σκόρπια απλωμένα. Ακούμπησε τους αγκώνες του πάνω στο γραφείο κι έπιασε με τις δυο χούφτες το κεφάλι του. Αυτό το βουητό δε λέει να τον αφήσει από κείνη την τραγική μέρα που του’ρθαν όλα τα πάνου κάτου. Πόσες φορές από τότε, μπορεί και χιλιάδες, δε τα έκλωσε ξανά και ξα νά στο μυαλό του και πόσες φορές δεν είχε καταλήξει ότι κι αυτός σαν όλο τον κόσμο ήταν θύμα μιας εχθρικής κοινωνίας π’ ανασκάλευε το μί σος κι απόπλενε απ’ τον άνθρωπο την αγάπη τη φιλία και τον σεβασμό. Ακόμα και στην εκκλησία που τώρα τελευταία πήγαινε να βρει καταφύ γιο, τον έπιανε απελπισιά όταν άκουγε τον θεολόγο απ’ τον άμβωνα να μιλάει με τον ίδιο φανατισμένο τρόπο που γράφαν καθημερινά οι εφημε ρίδες. Θάνατος. Θάνατος. Παντού θάνατος και μίσος. Σκώθηκε απ’ το γραφείο του κι άρχισε να βολτάρει μέσα στο μεγάλο και ψηλοτάβανο δωμάτιο. Αδύνατο να το χωρέσει το μυαλό του. Πως κα τάντησε έτσι; Μια πηδηξιά, μια αναπνοή απ’ της χαρά και την ευτυχία βρισκόταν, αλλά δε μπόρεσε να τα φέρει βόλτα κατά πως θα’πρεπε. Μια ανάσα απ’ τον παράδεισο ήταν κι αυτός έπεσε στην κόλαση. Κι αυτό το διαολεμένο βουητό στ’ αυτιά του δε λέει να τον αφήσει ούτε στιγμή. Ακόμα και τα βράδια που κοιμάται, τι κοιμάται δηλαδή που πέ φτει και σκώνεται μέσα στους εφιάλτες, ακόμα και μέσα σ’ αυτόν τον κουραστικό του ύπνο το βουητό δεν τον αφήνει. - Δεν είναι στ’ αυτιά σου αλλά μες το κεφάλι σου, του είπε ένας γιατρός στη Σαλονίκη. Αν γυρνούσε η γυναίκα σου και τα παιδιά σου που όπως με τα είπες σ’ άφησαν έρμο, τότε μπορεί σιγά σιγά να ξαναβρείς τον εαυ τό σου και να σου περάσει. Η Γαρουφαλιά. Που είσαι αγάπη μου; Που είσαι γλυκιά μου; μονολόγησε και κοίταξε ασυναίσθητα γύρω του μη τυχόν και τον άκουσε κανείς. Είχε πια βραδιάσει και τα γραφεία είχαν ερημώσει. Μόνο το μονότονο περπάτημα του φρουρού ακουγόταν απ’ έξω, καθώς βολτάριζε μπροστά στην είσοδο. Τελευταία απ’ όλους είχε φύγει η γραμματέας του και όπως κάθε βράδυ χτύπησε μαλακά την πόρτα του και ρώτησε αν της επιτρέπει να φύγει. - Ναι, της είπε. Να πας στο σπίτι σου και στο καλό. - Εσείς θα μείνετε ακόμα εδώ; τον ρώτησε το κορίτσι. Θέλτε να σας α νάψω το φως - Όχι, απάντησε λυπημένα. Προτιμώ να μείνω στα σκοτεινά. Θα μείνω ακόμα λίγο. Που να πάω εξ’ άλλου
210
Πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω τον έρημο δρόμο. Κάτι λίγοι ακόμα καθυστερημένοι από ποίος ξέρει τι, πήγαιναν βιαστικοί για τα σπί τια τους. Κι αυτό το βουητό στ’ αυτιά του ή τέλος πάντων στο κεφάλι του, δε λέει να τον αφήσει ούτε στιγμή. - Η Γαρουφαλίτσα, μουρμούρισε. Που είναι άραγε τώρα η Γαρουφαλί τσα; Θα’χει σίγουρα βάλει τα παιδιά στο κρεβάτι τους και θα τα είπε ό πως έκανε ο ίδιος παλιά ένα παραμύθι ώσπου να τα πάρει ο ύπνος. Αχ αυτά τα παραμύθια. Πόσες φορές τον φώναζαν τα γλυκά του τα κοριτσάκια να τους πει ένα παραμύθι για να κοιμηθούν; - Έλα, έλα μπαμπά να μας πεις για την Πελαγίτσα, φώναζε η μεγάλη και η μικρή χοροπηδούσε πα στο κρεβάτι απ’ της χαρά της. Έλα μπα μπακούλη μας να μας πεις για την Πελαγίτσα. Το παραμύθι της Πελαγίτσας δεν τέλειωνε ποτέ. Το είχε βγάλει απ’ το μυαλό του και κάθε βράδυ συνέχιζε από κει που είχε σταματήσει την προηγούμενη. - Που είχαμε σταματήσει παιδιά; Εκείνα μάλωναν για λίγο για το αν ήταν σε κείνο ή σε άλλο σημείο και κάποια στιγμή κατέληγαν. - Εκεί μπαμπά που η Πελαγίτσα ανέβηκε στα κεραμίδια, είδε μακριά τη θάλασσα και νόμισε ότι είχε πέσει μέσα όλο το λουλάκι του κυρ Αριστείδ η. Άνοιξε το ντουλαπάκι του γραφείου του κι έβγαλε από μέσα ένα μπου κάλι κονιάκ. Γέμισε ένα ποτήρι μέχρι της μέση και πιο πάνω και το κα τέβασε σχεδόν μονορούφι. Από κείνο το βράδυ που βρήκε το σπίτι του άδειο, πίνει κάθε μέρα και πιο πολύ. Στην αρχή έπινε μόνο τα βράδια, αλλά σιγά σιγά άρχισε να πί νει και τα μεσημέρια. Τώρα τελευταία μάλιστα άρχισε να πίνει απ’ το πρωί ακόμα. Έχει και μια δικαιολογία για το πιοτό. Όταν ο βοηθός του, με πολλή ευγένεια είν η αλήθεια, του επέστησε την προσοχή στην καταστρεπτική συνήθεια του αλκοόλ, απάντησε ότι γι’ αυ τόν ήταν κάτι σα φάρμακο για κείνο τ’ αναθεματισμένο βουητό π’ έχει στ’ αυτιά του. - Γαρουφαλιά μου, ξανάπε και παραλίγο να τον πάρουν τα κλάματα. Πόσες φορές δεν είχε κλάψει όταν τα βράδια μπαίνοντας στο σπίτι του το έβρισκε άδειο κι έρημο. Καθόταν επίτηδες πολλές φορές ως αργά στο γραφείο του, έχοντας κά τι σα προαίσθημα ότι μόλις πάει σπίτι κι ανοίξει την πόρτα, ξαφνικά θ’ ανάψουν όλα τα φώτα και θα πεταχτούν μπροστά του η Γαρουφαλιά με τα παιδιά και με χαρούμενες φωνές θα του πουν ότι όλα ήταν ένα αστείο, μια φάρσα που του φτιάξαν για να δουν πόσο τους αγαπάει. Στο τέλος
211
έμενε μόνος του να κάθεται στο σαλόνι πολλές φορές ίσα με τα ξημε ρώματα, με το μπουκάλι το κονιάκ στην αγκαλιά. Γαρουφαλιά μου. Τρεις φορές προσπάθησε με μήνυμα που της έστειλε, να την πείσει ότι αυτό που έγινε μπορεί να διορθωθεί και ότι είναι καταστροφή για τα παι διά να μένουν μακριά απ’ το σπίτι τους κι απ’ τον πατέρα τους. Αφού άφησε μερικές μέρες να περάσουν μια και ήταν σε κακά χάλια, πήγε στο σπίτι της πεθεράς του. Τους βρήκε όλους μαζί να κάθονται στο τραπέζι και να τρώνε. Ούτε που του είπαν να κάτσει να τον φιλέψουν. Θυμήθηκε μικρό παιδί όταν παίζαν ένα παιχνίδι που το λέγαν «όλλ’ α ντάμα κι ο ψωριάρς αχώρια». Σαν ήταν η σειρά του να κάνει τον ψω ριάρη, τον πείραζε τόσο πολύ, που όλο εύρισκε αφορμή να κάνει φασα ρία και να χαλάει το παιχνίδι. Μόνο η Γαρουφαλιά σκώθηκε απ’ το τραπέζι και τον πήγε στη μικρή πίσω αυλή. Ότι κι αν της είπε, όσο κι αν την παρακάλεσε, δε κατάφερε τίποτα. Η Γαρουφαλιά ήταν ανένδοτη και αποφασισμένη. Αν θέλει μπορεί να πάρει διαζύγιο, του είπε. Έχεις τα μέσα και μπορείς να το κάνεις πολύ γρηγο ρότερα απ’ όλους. Εγώ δεν έχω καμιά απαίτηση και δε ζητάω τίποτα. Δουλεύω τώρα και τα φέρνω βόλτα μόνη μου. - Ολλ’ αντάμα κι ο ψωριάρς αχώρια, μονολόγησε Προσπάθησε από τότε άλλες δυο φορές, αλλά δε κατάφερε τίποτα πε ρισσότερο. Στο τέλος είδε κι απόειδε, πήγε και βρήκε της Μαρία και τον Κώστα που απ’ την εκτέλεση του Δημητρού κι δω ούτε του μιλούσαν, ούτε τον χαιρε τούσαν. Είχε ακούσει μάλιστα ότι ο Κώστας είπε σε κάποιον, πως μετά τον Δημητρό περίμενε και τη δική του σειρά απ’ αυτό το φίδι, που κοντά πενήντα χρόνια είχαν και ζέσταιναν στον κόρφο τους. Έβαλε το λοιπόν το κεφάλι κάτω και πήγε να τους παρακαλέσει να με σολαβήσουν. Μόνο που δε τον πήραν με τις πέτρες. - Μεγάλο θράσος το’χεις Αντώνη. Δε πας καλύτερα να παρακαλέσεις της χήρα του Δημητρού να σε βοηθήσει να ξαναβρείς της γυναίκα σου; Μπορείτε να κάντε κι ανταλλαγή. Να σε φέρεί αυτή της γυναίκα σου και να της φέρεις εσύ πίσω τον άντρα της. - Ολλ’ αντάμα κι ο ψωριάρς αχώρια. Ζαλίστηκε. Απ’ το πιοτό θα είναι φαίνεται. Τώρα τελευταία ζαλίζεται πο λύ εύκολα. Με το λίγο που θα πιει νοιώθει αμέσως να βαραίνει το κεφάλι του. Έτσι είναι λένε. Με τον καιρό το πιοτό χαλάει το σκώτι και φτάνει μόνο ένα ποτηράκι για να μεθύσει κανείς. Πλησίασε ξανά στο παράθυρο. Είχε περάσει δέκα η ώρα και ο δρόμος έξω ήταν ευτελώς έρημος. Είδε ένα ζευγάρι που ανέβαινε σιγά σιγά προς τα πάνω και θυμήθηκε τις ατέλειωτες βόλτες που έκαναν με τη Γα
212
ρουφαλίτσα του το διάστημα που ήταν αρραβωνιασμένοι. Πόσο του άρε ζε να περπατάει μαζί της αργά το βράδυ όταν ήταν ησυχία κι όλος ο κό σμος στα σπίτια του. - Για σκέψου της έλεγε. «Να είχαν πραγματικά εξαφανιστεί όλοι και να ήμασταν μόνοι μας στον κόσμο». Μετά άρχιζαν ο καθένας με της σειρά του να λέει τι θα κάναν άμα γινόταν κάτι τέτοιο. - Θα πηγαίναμε σ’ ένα παλάτι και θα μέναμε εκεί, έλεγε η Γαρουφαλιά. - Θα παίρναμε ένα αυτοκίνητο και θα ταξιδεύαμε απ’ τη μια άκρη του κόσμου μέχρι την άλλη, έλεγε κείνος. - Και που θα βρίσκαμε καλέ Αντώνη μου τα λεφτά; ρωτούσε η Γαρουφ αλιά. Εκείνος έσκαζε στα γέλια. - Τι να τα κάναμε τα λεφτά κοριτσάκι μου; Αφού μόνοι μας θα είμαστε στον κόσμο. Όλα ότι βλέπεις και δε βλέπεις θα είναι δικά μας. Ωραίες μέρες, ωραία όνειρα. Το ζευγάρι είχε σχεδόν φτάσει απέναντί του. Περπατούσαν πολύ σιγά και πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Για μια στιγμή ο άντρας σταμάτησε. Έπιασε τη γυναίκα απ’ το μπράτσο και τη γύρισε προς το μέρος του. Εκείνη κάτι του είπε, τον χάιδεψε στο μάγουλο κι έβαλε ένα δυνατό γέλι ο. Ο άντρας την έπιασε αγκαζέ και συνέχισαν το δρόμο τους. Ο Φαρδής έβγαλε ξαφνικά ένα μουγκρητό σα πληγωμένο ζώο. - Η Γαρουφαλίτσα, βγήκε σα βρυχηθμός απ’ τα χείλια του. Η Γαρουφα λιά μου είναι. Η Γαρουφαλίτσα του μ’ έναν άλλον. Ούτε κατάλαβε πως βρέθηκε να περπατάει σα χαμένος στο δρόμο. Κο ντά μια ώρα περπατούσε χωρίς να ξέρει ούτε που βρίσκεται ούτε που πάει. Στο τέλος κατάκοπος κι απελπισμένος βρέθηκε μπροστά στο σπίτι του. Πως θα περάσει απόψε την ατέλειωτη νύχτα; Θυμήθηκε ότι του’λειψε ο αχώριστος τώρα τελευταία φίλος του το ποτό. Κοίταξε γύρω του τη σκοτεινή κι έρημη γειτονιά. Μόνο στο μπακάλικο του Αριστείδη αντιφέγγιζε ένα μικρό φως από γκαζόλαμπα. Κατηφόρισε γρήγορα προς τα κει. Στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος μπροστά στην κλειστή πόρτα, άλλα η ανάγκη του για το αλκοόλ ήταν τόση, που αμέσως σχεδόν τ’ αποφάσισε. Έσπρωξε τη σα ραβαλιασμένη πόρτα και μπήκε με δειλό βήμα στο μαγαζί. Ο Αριστείδης καθόταν μόνος του πισ’ απ’ τον πάγκο κι έκανε τους λο γαριασμούς του. Σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε απορημένος. - Σουμάρω τα βερεσέδια, είπε βαριεστημένα. Το μαγαζί είναι κλειστό από δω και δυο ώρες, άλλα τέλος πάντων. Σε τι μπορώ να σ’ εξυπηρετ ήσω; ρώτησε με αρκετή δόση ειρωνείας στη φωνή του.
213
-Ένα μπουκάλι κονιάκ, είπ’ ο Φαρδής και πλησίασε δίπλα στον πάγκο. Φαίνεται πάντως, συμπλήρωσε δισταχτικά, ότι δεν είμαι άλλο πια ευ πρόσδεκτος στο μαγαζί σου Αριστείδη. - Ποτέ δεν ήσουν, απάντησε σκληρά εκείνος και τον κοίταξε περιφρονη τικά. Μια όμως κι ήρθε η κουβέντα κι είμαστε μόνοι μας, να σε πω το για τί δεν είσαι ευπρόσδεκτος όχι μόνο στο μαγαζί μου, αλλά και σ’ όλα τ’ άλλα μαγαζιά, και σ’ όλη της γειτονιά. - Τα ξέρω όλα, είπε κουρασμένα ο Φαρδής. Ούτε εσένα βοήθησα να γλιτώσεις την εξορία, ούτε και κανέναν άλλον γείτονα. Φυσικά το χειρότε ρο, το επιστέγασμα που λέμε αυτής της συμπεριφοράς μου, είναι ότι δέ χτηκα να γίνω ο κατήγορος του παιδικού μου φίλου του Δημητρού. Έγι να αφορμή να καταδικαστεί και να εκτελεστεί. Ο Αριστείδης τον κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του με μισόκλειστα μάτια. -Αφερίμ είπε. Αν και αργά το κατάλαβες τουλάχιστο. Ο Φαρδής ένοιωσε μια ανατριχίλα να του διαπερνά το κορμί. Έφερε στο μυαλό του τις τελευταίες στιγμές του Δημητρού, που μέσα στο πρωι νό αγιάζι μπροστά στ’ απόσπασμα σήκωσε το γιακά του σακακιού του. Ασυναίσθητα έβαλε τα δυο του χέρια κάτω απ’ τα πέτα του παλτού του και σήκωσε κι αυτός το γιακά του. Έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι του, πήγε να πει κάτι, αλλά το με τάνιωσε. - Πες το, είπε σκληρά ο Αριστείδης. Πες κάτι. Βρες έστω και μια ανόητη δικαιολογία. Πες κάτι που να πάρει ο διάολος. Ο Φαρδής έξυσε αμήχανα τ’ αυτί του φέρνοντας με τρόπο το χέρι του στ’ αριστερό του μάτι για να σκουπίσει ένα δάκρυ. - Οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία, είπε τέλος. Κι εγώ και συ και όλοι μας Αριστείδη είμαστε μέρος του συστήματος που δε μας θέλει μονια σμένους. Κάποιοι κερδίζουν απ’ αυτό το μίσος. Όσο ανόητο κι αν ακού γεται, πίστευα αληθινά. Το πίστευα μέχρι τα μύχια της καρδιάς μου ότι έκανα το καθήκον μου, έτσι όπως έπρεπε να το κάνω. Πίστευα ακράδα ντα ότι οι συναισθηματισμοί σ’ αυτόν τον αγώνα σ’ αυτή τη μάχη δεν έ χουν θέση. Τώρα το κατάλαβα, αλλά είναι αργά. Ο νικητής ποτέ δε σέβε ται τον ηττημένο κι ο ηττημένος δε δένει ποτέ με το νικητή. Είναι βέβαια αργά για να επανορθώσω, συμπλήρωσε και σκούπισε και τ’ άλλο του μάτι. Ο Αριστείδης σκώθηκε ανόρεχτα απ’ τη σαραβαλιασμένη καρέκλα του και περνώντας δίπλα του πήγε μέσα στην μικρή αποθηκούλα στο πίσω μέρος του μπακάλικου, να φέρει το κονιάκ. Έτσι όπως σκώθηκε απότομα απ’ την καρέκλα του έριξε κάτω ένα γραμμένο χαρτί π’ ήταν ακουμπισμένο στην άκρη του πάγκου. Ο Φαρδής έσκυψε και το μάζεψε. Έκανε να το βάλει πάλι πάνω στον πάγκο, αλλά του τράβηξαν την προσοχή τα γράμματα π’ ήταν γραμμένα
214
σα ποίημα. Έφερε το χαρτί κοντά στη λάμπα για να το διαβάσει, αλλά κείνη την ώρα ήρθε με το μπουκάλι στο χέρι ο Αριστείδης. - Πάρτο του είπε απλά. Το έγραψε ένας νεαρός που είναι χαμαλάκι στα λεωφορεία. Για τα δικά σου καμώματα γράφει. Ο Φαρδής δίπλωσε το χαρτί και το’βαλε στην τσέπη του. Πλήρωσε το ποτό και τράβηξε χωρίς να καληνυχτίσει για το σπίτι του.
Άνοιξε την πόρτα και κάθισε βαριά στην πολυθρόνα δίχως καν ν’ α νάψει το φως. Άρπαξε με λαχτάρα το μπουκάλι με το κονιάκ, το ξεβίδωσε και το έφερε στο στόμα του. Ήπιε λαίμαργα αλλά τ’ αναθεματισμένο βουητό στ’ αυτιά του όχι μόνο δεν έλεγε να σταματήσει, αλλά αντίθετα δυνάμωνε. Η απελπισιά και ο πόνος ανέβαινε μέσ’ απ’ τα σωθικά του να τον πνί ξει. Η Γαρουφαλίτσα του περπατούσε χαρούμενη κι ανέμελη μ’ έναν άλλον, ενώ αυτός πνιγόταν στον καημό και το βάσανό του. - Ζωή άχρηστη και χαμένη πια, μονολόγησε και τον πήραν ποτάμι τα δάκρυα. Ζωή άχρηστη και χαμένη. Σκώθηκε κι άνοιξε το παράθυρο να τον χτυπήσει το κρύο νυχτερινό α γιάζι μήπως και συνεφέρει, αλλά ούτε αυτό του έκανε καλό. Το βουητό. Αυτό το βουητό μέσ’ το κεφάλι του είναι που τον βασανίζει αφόρητα. Η φωνή της συνείδησης σου, του είχε πει ο παπα Κώστας ό ταν μες την απελπισιά του πήγε να εξομολογηθεί για να δοκιμάσει μπας και βρει μια ανακούφιση, μια γιατρειά από κει. Όταν τα είπε όλα με λε πτομέρειες στον εξομολογητή, εκείνος κούνησε το κεφάλι του σα να’ταν ο ίδιος στη μεγάλη απελπισιά και του είπε με τη γλυκιά γεροντική του φωνή. Ο Θεός να σε βοηθήσει όχι γι’αυτά που έκανες, αλλά γι’αυτά που δεν έκανες παιδί μου. Ο Θεός να σε βοηθήσει γιατί δε πάλεψες μ’ όλη της δύναμη που μας δίνει ο Θεός να σώσεις το φίλο σου. - ....έκανες λες το καθήκον σου σύμφωνα με τους νόμους των αν θρώπων. Ο Θεός όμως παιδί μου μας έχει δώσει τους δικούς του κα νόνες που βασίζονται στην αγάπη και στη συμπόνια. Το καθήκον που μας βάζει ο Θεός, είναι διαφορετικό απ’ το καθήκον που μας βάζουν οι άνθρωποι. Είναι, το ξέρω, δύσκολο ν’ ακολουθήσει κανείς το καθήκον που μας ορίζει Εκείνος, αλλά όταν το κανείς είσαι σε αρμονία με το εαυ τό σου και τη συνείδησή σου. Θυμήθηκε το χαρτί που του’δωσε ο Αριστείδης. Το έβγαλε απ’ την τσέ πη του, άναψε το πορτατίφ στο τραπεζάκι δίπλα κι έσκυψε να διαβάσει. Μπρος στον ξεβαμμένο τοίχο, το απόσπασμα κοιτάς. Σα και πριν στο καφενείο στέκεις όρθιος και μιλάς.
215
Θάνατος στο βασιλιά, οι αφέντες στα κελιά, μόρφωση για τα παιδιά και ψωμί στην εργατιά. Οι ξωμάχοι στα παλάτια. Πυρ ακούστηκε σκληρά. Έπεσες, δάκρυσαν και σβήσανε τα φλογερά σου μάτια. Ο Δημητρός, η Γαρουφαλίτσα του, ο Κώστας. Ολλ’ αντάμα κι ο μωριάρς αχώρια. Το βουητό στο κεφάλι του. Αυτό τ’ αναθεματισμένο βουητό. Προχώρησε με κόπο. Βγήκε απ’ την πίσω πόρτα και κατέβηκε τις σκά λες μέχρι την πίσω αυλή. Άνοιξε το πλυσταριό και ψαχούλεψε στα σκο τεινά στο περβάζι πάνω απ’ την πόρτα. Βρήκε το κερί και το κουτί τα σπίρτα που η Γαρουφαλίτσα έκρυβε κει για ώρα ανάγκης. Άναψε το κερί και προχώρησε μέσα στο πλυσταριό. Δάκρυα πετάχτηκάν ξανά απ’ τα μάτια του καθώς είδε πεταμένα σε μια γωνιά τα δυο σκαμνάκια, το ένα κόκκινο και τ’ άλλο πράσινο, που κα θόταν τα κοριτσάκια του όταν ακόμα ήταν μικρά. Τι μέρες; Τι αξέχαστες κι ευτυχισμένες μέρες ήταν εκείνες όταν καθόταν στην πολυθρόνα του και διάβαζε τάχατες την εφημερίδα, ενώ έριχνε κρυ φές ματιές στα μωρά του που καθισμένα το καθένα στο σκαμνάκι του το πράσινο της Αννούλας και το κόκκινο της Θωμαής κι άνοιγαν τα στομα τάκια τους σα τα μικρά πουλάκια. Η Γαρουφαλίτσα γονατισμένη μπροστά τους τα κοιτούσε με λαχτάρα κι ανακάτευε το φαγητό τους χτυπώντας με θόρυβο το κουτάλι στο πιάτο. - Έλα, έλεγε γελώντας. Μια κουταλιά η πρασινούλα. Να και μια ποίο μεγάλη για την κοκκινούλα. Αξέχαστες κι ευτυχισμένες μέρες. Βρήκε το σκοινί τ’ απλώματος σ’ ένα παλιό ντουλάπι και το δίπλωσε σε τέσσερα κάτια. Πέρασε το σκοινί στο δοκάρι της σκεπής κι έκανε μια θη λιά. Στάθηκε για μια στιγμή δίβουλος για το ποίο σκαμνί θα χρησιμοποιού σε και τελικά κατέληξε στο κόκκινο. Το έστησε στη μέση, ανέβηκε πάνω και πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του. - Το τέλος που μου αξίζει μουρμούρισε, ενώ το κεφάλι του κόντευε να σπάσει απ’ το βουητό και τον κεφαλόπονο. Έγειρε μπροστά και το σκα μνί έφυγε απ’ τα πόδια του αναποδογυρίζοντας. Η θηλιά σφίχτηκε δυνα τά γύρω απ’ το λαιμό του, ενώ έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να πιαστεί από κάπου. Τα πόδια του κλώτσησαν ασυναίσθητα τον αέρα μερικές φορές. Η γλώσσα του πετάχτηκε ύστερ’ από λίγο έξω απ’ το στόμα του πρησμένη και μελανιασμένη. Η χούφτα του άνοιξε κι από μέσα έπεσε ένα τσαλακωμένο άσπρο χαρ τί, με μερικούς ανορθόγραφους στίχους.
216
Κάτι σαν αναστεναγμός. Σα παραπονιάρικο κλάμα βγήκε απ’ τ’ ανοιχτό του στόμα, έτσι πως έβγαινε η ψυχή του. Όλλ’ αντάμα κι ο ψωριάρς αχώρια. Κι ησύχασε για πάντα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30ο Η Σταματούλα βγήκε απ’ το ζαχαροπλαστείο του κυρ Απόστολου και προχώρησε ίσια στον κεντρικό δρόμο που θα την έβγαζε ακριβώς στη γειτονιά και στο σπίτι της. Δεν ένοιωθε ούτε πόνο, ούτε λύπη, παρά μόνο ένα μεγάλο ένα ατέ λειωτο κενό μέσα της. Αν έβαζε με το μυαλό της πριν να μάθει τα καθέκαστα για το φευγιό του Λαλάκη, για το πως θ’ αντιδρούσε αν μάθαινε ότι δε θα τον ξανάβρισκε, ήταν σίγουρη ότι θα έκλαιγε και θα χτυπιόταν μέρες ατέλειωτες. Αυτό το κενό όμως π’ ένοίωθε μες τo κορμί της και μέσα στο κεφάλι της, είναι κατά πως το καταλαβαίνει διαφορετικό απ’ τον πόνο που σε φέρνει κλάματα κι απελπισιά. Είναι πολύ χειρότερο. Σταμάτησε για μια στιγμή στη μέση του δρόμου και προσπάθησε να συγκεντρωθεί, να καταλάβει που βρίσκεται και που θα πάει. Μια ηλικιωμένη κυρία στάθηκε δίπλα της και την κοίταξε με προσοχή. - Φαίνεσαι άρρωστη κορίτσι μου, της είπε με γλυκιά φωνή και την έπια σε μαλάκα απ’ το μπράτσο. Η Σταματούλα την κοίταξε για μια στιγμή αποχαυνωμένη και καταβάλ λοντας μεγάλη προσπάθεια απάντησε. -Όχι… όχι. Μια μικρή περαστική ζαλάδα μόνο. Ευχαριστώ πολύ. Ένα διάλειμμα. Ένα μικρό διάλειμμα στην άχαρη ζωή της. Ένα ξέφωτο μέσα στα τόσα χρόνια που είναι η παρακατιανή. Κανείς μέχρι τώρα δε τη λογάριαζε ούτε την υπολόγιζε για τίποτ’ άλλο, παρά σα μια που λες κι ήταν ταμένη μόνο για να υπηρετεί και να στέκεται πισ’ απ’ τους άλλους. Το σπουδαίο είναι ότι και η ίδια είχε με τον καιρό αποδεχτεί αυτόν το ρόλο και μάλιστα ήταν σίγουρη ότι όχι μόνο της άρεζε, αλλά ένοιωθε κι ευτυχισμένη. Κι ήρθε ξαφνικά ένα παλικαράκι. Ένα απλό παιδί. Ένας φουρναρόγατ ος. Μ’ ένα απλό άγγισμα του χεριού του, με δυο τρεις ζεστές πρωτόγνω ρες γι’αυτήν κουβέντες και μ’ ένα βουνό όνειρα, γύρισαν όλα τα πάνου κάτου κι είδε για πρώτη φορά την άλλη μεριά της ζωής. Της γλυκιάς ζωής του έρωτα και της χαράς για το αύριο.
217
Και τώρα; Τελείωσε και πάει αυτό το μικρό διάλειμμα, αυτή η μικρή πα ρένθεση. Δεν έχει παρά να γυρίσει απ’ αύριο, από τώρα πες καλύτερα, στη ζωή χωρίς όνειρα κι ελπίδες που ζούσε μέχρι τα τώρα. Να ζήσει όπως ζούσε και να περιμένει το Λαλάκη. Γιατί είναι σίγουρη. Απόλυτα σίγουρη ότι ο Λαλάκης θα γυρίσει μια μέρα. Η Σταματούλα ξέ ρει ότι όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτή θα τον περιμένει. - Ο Τζακ έρχεται πάντα. Στο μυαλό μας, στη φαντασία μας, στα όνειρά μας ο Τζακ έρχεται πάντα, είπε αρκετά δυνατά και κάποιοι γύρισαν και την κοίταξαν περίεργα. Αυτή η γλυκιά αίσθηση της προσμονής της μαλάκωσε όλο της το κορμί και το μυαλό. Από δω και πέρα δε θα ήταν πια μια μικρή κι ασήμαντη γυ ναικούλα. - Εγώ περιμένω τον αρραβωνιαστικό μου που θα’ρθει να παντρευτού με, θα’λεγε και θα καμάρωνε. Ήταν πια απομεσήμερο όταν έφτασε στη γειτονιά κι άνοιξε την πόρτα του ψιλικατζίδικου. - Καλώς το κορίτσι μας, είπε χαρούμενη η κυρα Όλγα. Καλώς τα μάτια μας τα δυο. Κάτι σα νωρίς μας γύρισες σήμερα. Κάτσε λίγο να ξαπο στάσεις και μου τα λες μετά ένα ένα με της σειρά. Η Σταματούλα κάθισε απέναντι της κι έπιασε το παχουλό χεράκι της κυρα Όλγας, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε μέρα. - Κάτσε να σε πω πρώτα εγώ τα νέα, είπε και κούνησε πέρα δώθε το ελεύθερό της χέρι η ψιλικατζού. Εδώ γίναν αυτές τις μέρες πράματα και θάματα. Εσύ δε τα έμαθες, γιατί λείπεις όλη μέρα απ’ τη γειτονιά κι εγώ έτσι ξεχαζομένη που είμαι πιάνω κάθε βράδυ κείνες τις δικές μου τις πα λιέ ιστορίες και ξεχνάω να στα πω. Τι να πει κανείς κορίτσι μου; Το μυαλό τ’ ανθρώπου κουρκουτιάζει όσο περνάν τα χρόνια. Σκουριάζει κι αυτό σα τα κότσια μας. Το λοιπόν που λες, συνέχισε και την κοίταξε χαμογελαστή στα μάτια, κράτα την αναπνοή σου για τα ευχάριστα που θ’ ακούσης. Η Σταματούλα καμώθηκε ότι έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον. - Από ώρα σε ώρα, είπε απότομα η κυρα Όλγα, περιμένουμε να γυρίσει η Νίτσα. Ούτε ξέρω που την είχαν μπουτρουμιασμένη, αλλά προχτές έγι ναν δω πέρα μεγάλες φασαρίες. Ήρθε που λες σείσου κουνήσου ο αρραβωνιαστικός της π’ είναι στη χωροφυλακή και πολεμάει στα βουνά τους συμμορίτες, να δει ο καψε ρός το κορίτσι του. Μ’ ένα σιρίτι είχε φύγει και με δυο άστρα στον ώμο γύρισε. Είχε που λες βάλει και τα καλά του. Τη μεγάλη στολή που είπε ο Αρισ τείδης. Με κάτι λουριά ζωσμένος και κάτι γυαλάδες πάνω του να σε φεύ γει το καφάσι.
218
Μόλις το λοιπόν άκουσε ότι τη Νίτσα την έπιασε η ασφάλεια, κόντεψε να τρελαθεί ο άνθρωπος. Έτρεχε πάνου κάτου και φώναζε κι απειλούσε θεούς και δαιμόνους. Κάποιος φαίνεται, εγώ νομίζω ότι το’κανε το Αλεκάκι ο νερουλάς, του σφύριξε ότι για το κακό που ήβρε τη Νίτσα, φταίει κείνο το χαμένο το παρτάλι ο Ανέστης ο κουτσός. Τρέχει που λες ο αξιωματικός μας, Μανόλη τον λένε, στο καφενείο του Θανάση κι αρπάζει τον Ανέστη απ’ το γιακά σα να’νταν ένα πούπουλο και τον κάνει τ’ αλατιού που λέμε. Τέτοιο ξύλο σε λέω μα την αλήθεια, δεν έχω ξαναδεί. Εκείνος έκλαιγε και παρακαλούσε αυτούς που είχαν μαζευτεί γύρω και βλέπαν, να τον βοηθήσουν. Αλλά όχι μόνο κανείς δεν έμπαινε σε τέτοιο κόπο, παρά απ’ τα μούτρα τους το’βλεπες ότι παρακάλαγαν να του τσα κίσει κι άλλο τα πλευρά. Στο τέλος τον άρπαξε απ’ το γιακά και σκεδόν σέρνοντας τον τράβηξε για την ασφάλεια. Όταν γύρισε μετά από καναδυό ώρες μπήκε στον Αριστείδη και τίναξε δυο απανωτά ρακιά. - Εντάξει, είπε. Τέλειωσαν όλα. Η Νίτσα μου θα είναι δω τ’ αργότερο μεθαύριο τ’ απόγεμα. Κάθεται τώρα μόνος κει στην αυλή σας και την περιμένει. Άμα βγεις απ’ το μαγαζί και κοιτάξεις από τη γωνιά θα τον δεις που κάθεται στα σκαλο πάτια της. Έτριψε τα χέρια της φχαριστημένη. - Αυτόν το ρουφιάνο τον Ανέστη δε τον χώνεψα ποτέ μου Σταματούλα. Ακούς εκεί να ζει κλείνοντας σπίτια ο πεζεβέγκης; Καλά τον έκανε και τον σάπισε στο ξύλο ο αρραβωνιαστικός της Νίτσας. Πολύ το φχαριστήθηκα. Εδώ είν ο παράδεισος, εδώ κι η κόλαση. Τέλος πάντων. Για πε με τώρα και τα δικά σου. Που πήγες και τι έκανες σήμερα Η Σταματούλα πήρε βαθιά ανάσα και σήκωσε τάχα αδιάφορα τους ώ μους της. - Μια απ’ τα ίδια κυρα Όλγα. Ούτε σήμερα έγινε τίποτα το σπουδαίο. Γύρισα και πάλι όλη την αγορά και όλη την παραλία, αλλά και πάλι τζί φος. Ούτε ίχνος του Λαλάκη. Εγώ όμως κυρα Όλγα όπως τα’χουμε πει τόσες φορές, δεν απαγοητεύουμαι. Κι ένας μήνας κι ένας χρόνος και δέ κα χρόνια να περάσουν, εγώ θα ψάχνω να τον βρω. -Έτσι μπράβο κορίτσι μου. Έτσι σε θέλω. Και το περίμενε έχει τη γλυ κά του π’ έλεγε ο μακαρίτης. Πρέπει να πηγαίνω τώρα κυρα Όλγα, γιατί όπου να’ναι θα’ρθει η Εύα. Πρέπει να ζεστάνω νερό γιατί είν’ η μέρα που της λούζω. - Βγήκε απ’ το ψιλικατζίδικο και τράβηξε με κουρασμένα βήματα για το σπίτι της χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει τον Αριστείδη και τη γυναίκα του που στεκόταν στην πόρτα του μπακάλικου τους και τη χαιρέτησαν φιλικά.
219
Ανοίγοντας την πόρτα της, γύρισε και καλησπέρισε τον αξιωματικό που καθόταν στα σκαλάκια της Νίτσας. Πλύθηκε, συμμάζεψε λίγο το σπίτι, έβαλε στη γκαζιέρα νερό να ζεσταί νεται κι έκατσε σε μια καρέκλα στο τραπέζι να ξαποστάσει λίγο. Μέσα της φούντωσε ξαφνικά η απελπισία. Έπιασε το κεφάλι της με τα δυο χέ ρια κι άρχισε να κλαίει βουβά μόνη κι ανήμπορη. Σε λίγο άκουσε την εξώπορτα ν’ ανοίγει. -Ήρθε η Εύα, μουρμούρισε και σκώθηκε σκουπίζοντας βιαστικά τα μά τια της. Η αδερφή της μπήκε στο δωμάτιο σα κάθε μέρα χαμένη στον κόσμο της και στ’ άρρωστο μυαλό της. Πήγε κατ’ ευθείαν και κάθισε στην κα ρέκλα που καθόταν κάθε μέρα, απέναντι απ’ το παράθυρο. Η Σταματούλα είδε το τζιπ της αστυνομίας π’ ερχόταν απ’ την πάνω γέφυρα και πρόσεξε τη Νίτσα δίπλα στον οδηγό. Με μια απότομη στρο φή το τζιπ σταμάτησε μπροστά στην αυλή τους. Η Νίτσα κλαίγοντας και γε λώντας έτρεξε προς τον αρραβωνιαστικό της, που και κείνος έτρεξε κατά πάνω της. Αντάμωσαν κει ακριβώς μπροστά στο παράθυρο τους. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή στα μάτια κι απότομα αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Τόσο σφιχτά που λες δε θα χώριζαν ποτέ. Η Σταματούλα πήγε πισ’ απ’ την αδερφή της και την αγκάλιασε απ’ τους ώμους. Έσκυψε ακουμπώντας το μάγουλο της στο κρύο κι αδιάφο ρο μάγουλο της αδερφής της, ενώ την πήραν ποτάμι τα δάκρυα. Έμει ναν έτσι εκεί ώρα πολλή, σκούρη δεμένη φιγούρα μες την απελπισιά και το μισοσκόταδο. Απέναντι, πισ’ απ’ τον Αη Σίλα, ο ήλιος έκανε μια τελευταία απελπι σμένη προσπάθεια να φωτίσει τον κόσμο και τους ανθρώπους. Δε τα κα τάφερε. Ανήμπορος να σταθεί, βούλιαξε κατακόκκινος, βουτηγμένος στο αίμα. ΤΕΛΟΣ