ΕΝΑΣ ΑΛΛιΩΤ!ΚΟΣ
ΚΟΣΜΟΣ
(Ταξίδι στο Σινσινόιτι)
Μυθιστόρημα
Δημητρης Βασιλειάδης
Είπες «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτη. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτη κι ειν' η καρδιά μου - σαν νεκρός - θαμμένη. Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μενει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαυρα της ζωης μου βλέπω εδω, που τόσα χρόνια περασα και ρημαξα και χάλασα».
Από το ποίημα του Κ. Καβάφη “Η ΠΟΛΙΣ”
ΚΕΦΑΛΑίΟ
Το
ΊΞγειρε το σωμα του λίγο μπροστά, έβαλε τ' αριστερό του χέρι γείσο παν απ' τα μάτια του και κόλλησε το μούτρο του στο νοτισμένο τζάμι προσπαθωντας να δει μέσα στο καφενείο. Μάζεψε την άκρη απ' το ξεφτισμένο μανίκι του σακακιού του στη χούφτα τ' αριστερού του χεριού και σκούπισε το τζάμι με προσοχη. Γέλασε με τον ξαφνικό φόβο που τον έκανε να κοιτάξει τρομαγμένος γύρω του, σουβλίζοντάς τον να του τρυπησει θαρρείς την καρδιά ΊΞνοιωσε κείνον τον ίδιο βαρύ κόμπο στο πάνω μέρος του στομαχιού του. 'Ενας κόμπος π' έδενε και του'κοβε την αναπνοη απ' όταν ήταν ακόμα μικρό παιδί, καθως η μάνα του ορμούσε με κείνη τη λυγαρίσια βέργα και του βίτσιζε την ανάποδη του χεριού κάθε φορά π' έπιανε να κάνει κάτι με τ' αριστερό
«Ζερβοκουτάλα», έβαζε μια δυνατη φωνη σα στριγκιά. «Με ποιο χέρι βρε αντίχριστε κάνουμε το σταυρό μας,... Με το δεξιό τον κάνουμε», απαντούσε η ίδια. «Το ζερβό το χέρι είναι τ' αντίχριστου πανάθεμα τη φύτρα σου π' ένας Θεός ξέρει ποιον έμοιασες». Τα ίδια κι ακόμα χειρότερα αντιμετωπιζε στο σχολείο απ' τον παπά Κωστα, τον έναν και μοναδικό δάσκαλο του “μονοθέσιου δημοτικού σχολείου” του χωριού τους. Ίδια σα της μάνας του βέργα από λυγαριά κρατούσε και κείνος που του βίτσιζε κάθε τόσο όχι μόνο στο χέρι αλλά και στα κωλιά. Για να γλιτωσει απ' αυτό το βάσανο του καθημερνού ξυλοδαρμού τουλάχιστο απ' τη μάνα του, έτρεχε βολίδα για το σπίτι μόλις
Η
σχολνουσε κι έκανε προσεχτικα και με τ αριστερό όλα του τα μαθήματα Σαν την ακουγε να μπαινει απ' την αυλόπορτα γυρνώντας απ' το χωραφι, μαζευε γρήγορα γρήγορα τα βιβλια και τα τετραδια και τα'βαζε στην πανινη σακα του Μόλις έμπαινε η μανα του στο δωματιο, ξανανοιγε τη σακα κι εβγαζε με τέμπο ένα ένα τα βιβλια . «Αντε να διαβασεις και μια σταλα αχαιρευτε που περιμένεις πότε θ' ακουσεις τα βήματα μου για να βγαλεις τα βιβλια σου. Αντε γιατι θα μεινεις σα και μας ξυλο απελέκητο να δουλευεις στα χωραφια όλη μερα και προκοπή να μη βλέπεις». Καθόταν υστερα διπλα του στο τραπεζι και τον έπιανε τρυφερα απ' τον ωμο με κεινον τον δικό της τρόπο που του χουφτωνε θαρρεις τήν ψυχή. «Θελω σα μεγαλωσεις να γινεις ανθρωπος περισπουδαστος και δαχτυλοδειχτουμενος». Μ' αυτό τ' αναγκαστικό διπλό διαβασμα, καταφερε να τελειωσει μ' αριστα όχι μόνο το δημοτικό αλλα και το γυμνασιο. Κανεις, εξόν απ' τον ιδιο και τον φιλόλογο καθηγητή του στο γυμνασιο, δεν ήξερε ότι καταφερνε να γραφει το ιδιο καλα και με τα δυο του χερια. «Ας ειν καλα η αγια βιτσα που την έβαλα στο κονοστασι. Ας ειν καλα η αγια βιτσα π' έμαθες να δουλευεις και να γραφεις με το καλό το χέρι», έλεγε καθε τόσο ανήξερη η μανα του καμαρωνο ντας. «Αν δεν ήμουν εγω παιδι μου, τωρα θα ήσουν ζερβοκουταλας να σε κοροιδευουν όλοι». Και παλι δε μπόρεσε να δει καλα μέσα στο καφενειο, παρα μόνο καποιες αχνές φιγούρες. ΊΞσπρωξε προσεχτικα την πόρτα π' έτριξε μ' ένα παραπονιαρικο αργόσυρτο γκρινιασμα και σταθηκε δισταχτικα στο ανοιγμα της σα να φοβόταν μη κανει θόρυβο και τον αντιληφτουν. Έφερε ένα γυρο τη ματια του γεματη περιέργεια ανακατη μ' ένα λαφριό φόβο στο βρωμικο και γεματο καπνα καφενειο και πατησε με τρεμαμενο πόδι τ' ανωμαλο χωματένιο πατωμα. Η πόρτα τραβηγμένη απ' το σκουριασμένο ελατήριο στο πανω μέρος της, έκλεισε με παταγο πισω του. Κοιταξε τους θαμωνες που καθονταν σε τρεις παρεουλες στα τέσσερα όλα κι όλα τραπεζακια του σκοτεινου και κακομοιρικου καφενειου, προσπαθωντας μέσ' απ' την καπνα των τσιγαρων π' έπεφτε βαρια και πυκνή να ξεχωρισει τον πατέρα του. ιΞνοχλημένοι απ' τον θόρυβο της πόρτας και το φως της μέρας που χυθηκε με βαρβαρότητα στο μισοσκότεινο μπουντρουμι, γυρισαν όλοι και στυλωσαν δυσαρεστημένοι τα ματια τους πανω του.
- Καλώς το Βασιλάκη, πετάχτηκε πισ' απ' τον σαραβαλιασμένο πάγκο στο βάθος ο χοντρός, φαλακρός και πάντα λιγδιασμένος απ' την κορφή ισα με τα νυχια, καφετζής. - Καλημέρα, ειπε δειλά. Τον πατερα μου ψάχνω. Ο καφετζής χαμογέλασε σουφρώνοντας τα χειλια του, ενώ ένας απ' το πρώτο τραπεζι π' έπαιζε ξερή μ' άλλους τρεις γέλασε δυνατά. - Πήρε πρωι πρωι τα σκονάκια του κι έφυγε να πάει λεει μια βολτα να τον χτυπήσει λιγο ο καθαρός αερας να συνηφέρει. - Για να μπορει ν' αρχισει το δευτερο γυρο, συμπλήρωσε ο διπλανός του. Αν δε κάνει τρια μεθυσια τη μερα, δε μπορει λεει να βρει νοημα στη ζωή. Πάντως άμα κάτσεις δω να σε κεράσουμε ένα καφε, ωσπου να τον πιεις θα'χει γυρισει για τα μεσημεριανά του. Ολοι άφησαν τα χαρτιά τους κοιτώντας τον ειρωνικά. Ο Βασιλης κατακόκκινος από ντροπή, έκανε τρομαγμένος ένα βήμα πισω προς την πορτα έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Όμως αμεσως άλλαξε γνώμη. - Μια γκαζόζα, παράγγειλε στον καφετζή με δυνατή κι αποτομη κοφτή φωνή, πηγαινοντας με βήμα σταθερό κι αντρικειο στ' άδειο τραπεζι δεξιά. Δε δεχομαι το κέρασμα κανενος. Εγώ πληρώνω, συμπλήρωσε υφώνοντας το δάχτυλο. 'Ενας ψηλός ξερακιανός με λεπτό φαλιδισμένο μουστακάκι που φορουσε σκουρο μπλε κοστουμι κι άσπρο καθαρό πουκάμισο, αταιριαστα κει μέσα στο βρωμερό καφενειο, έριξε το τσιγάρο του στο νοτισμένο χωμάτινο πάτωμα π' ήταν γεμάτο αποτσιγαρα γυρω απ' τα τραπέζια. Το πάτησε στριφτά με μανια, σφιγγοντας τα λεπτά ξασπρισμένα χειλια του. Σκώθηκε αποφασιστικά απ' τη θεση του πετώντας στη άκρη τα χαρτιά που κρατουσε και παρά τις διαμαρτυριες των άλλων προχώρησε στο τραπεζι που κάθισε ο Βασιλης. - Καλημέρα, του'πε μουδιασμένα και στάθηκε διβουλος μπροστά του. Τι χαμπάρια; - Καλά θειο Χαράλαμπε. Οσο καλά μπορει να γινει με τα τόσα προβλήματα που πέσαν στο κεφάλι μου. Κάθισε θειο, ειπε ανόρεχτα κι εδειξε με το χερι του τη διπλανή καρέκλα. ιΞιν' ανάγκη να βρω τον μπαμπά μου, συμπλήρωσε απολογητικά σα να
φοβόταν μη τον παρεξηγήσουν που αμουστακος ακόμα μπήκε στο καφενειο. Ο Χαράλαμπος έκατσε με προσοχή στην ξεχαρβαλωμένη φάθινη καρέκλα διπλα του κι απλώνοντας το χέρι γράπωσε τα δάχτυλα του Βασιλη που τα ειχε γαντζωμένα στην άκρη του τραπεζιου, λες και προσπαθουσε να κρατηθει από κάπου. Του τα'σφιξε δυνατά και τον κοιταξε βαθιά στα μάτια τόσο έντονα, που τον ανάγκασε να γυρισει το κεφάλι του προς το μικρό σα φεγγιτη παράθυρο.
- Θα τον παρει το ματι μου τον μπαμπα όταν έρθει, δικιολογήθηκε. Ετσι δεν ειναι θειο;
- κι αν δε τον δεις, σιγουρα θ' ακουσεις τις μεθυσμένες φωνες του, ειπε κουνωντας το κεφαλι του ο Χαραλαμπος. Άσκημη κατασταση παιδι μου. Άσκημη για όλους μας αλλ' ακομα περισσοτερο για σενα και την κακομοιρα τη μανα σου. Τελος παντων, συνεχισε σφιγγοντας του ακομα ποιο πολυ τα δαχτυλα. Θελω να μιλήσω μαζι σου και νομιζω ότι ειναι η καλυτερη ευκαιρια Ο Βασιλης τον κοιταξε λοξα ξινιζοντας λαφρια τα μουτρα του. - Τι να πουμε μαζι θειο; Οι δυο μας δεν έχουμε ουτε διαφορες ουτε προηγουμενα. Σκωθηκε απ' την καρέκλα του και με δυο βήματα κόλλησε το μουτρο του στο μικρό παραθυρο. Κοιταξε δεξα ζερβα με προσοχή και ξαναγυρισε στην καρέκλα του. - Οτι έχετε τα πειτε, να τα πειτε με τον πατέρα μου και τη μανα μου θειο. - Ξέρω, ειπε με μαλακή και πατρικια φωνή ο Χαραλαμπος, οτι εσυ κι μανα σου με ριχνετε μεγαλο φταιξιμο για την καταντια του πατέρα σου εξ αιτιας της διαφορας π' ειχαμε με τα κληρονομικα μας τα χωραφια. Αδερφή μου ειναι δε λέω, αλλα θέλω τωρα που μεγαλωσες κι έγινες ολακερος αντρας να μαθεις κι απ' τη δικια μου τη μερια πως έχουν τα πραματα. Άμα θέλεις μ' ακους, αμα θέλεις οχι. Από σένα εξαρτιέται. Παντως να ξέρεις οτι αυτα που λέει ο πατέρας σου ότι ταχα το'ριξε στο πιοτό απ' τον καημό του για την αδικια π' έγινε σε βαρος σας απ' την κληρονομια, ειναι μασλατια και τιποτ' αλλο. Παντα έπινε πολυ και σαν όλους π' αγαπουν το πιοτό έφτασε καποια στιγμή στο τελευταιο σκαλι. Μιλουσε με χαμηλή φωνή σκυμμένος προς τη μερια του Βασιλη σαρωνοντας με τα μικρα ποντικισια ματια του το νεανικό μουτρο τ' ανιφιου του, ριχνοντας όμως καπου καπου και μια κλεφτή ματια γυρω του για να σιγουρευτει ότι δε τον ακουν οι αλλοι π' ειχαν στο μεταξυ παρατήσει την τραπουλα και τέντωσαν τ' αυτια τους ν' αρπαζουν κουβέντες. - Δεν έχουν σημασια αυτα τωρα θειε Χαραλαμπε, ειπε κανοντας μια λαφρια γκριματσα ο Βασιλης. Οτι έγινε έγινε. Εγω δεν ειχα γεννηθει ακόμα όταν χωρισατε τα τσανακια σας που λέμε. Να σε πω και την αλήθεια η μανα μου το'χει καημό που κοντα εικοσι Η χρόνια δεν ειπατε ουτε καλημέρα αδέρφια πραμα. «Αμαρτια απ το Θεό» λέει, «να χωριζει κανεις απ' τους πιο κοντινους του ανθρωπους για τα ρημαδια τα χωματα». - Να στα πω κι απ' τη δική μου τη μερια πως έχουν τα πραματα; ρωτησε μ' αγωνια ο θειος του σκουπιζοντας με την αναποδη του χεριου του το μέτωπό του. Να στα πω; - Δεν έχουν τωρα καμια σημασια κεινα τα παλια θειο, απαντησε βαριεστημένα ο Βασιλης. Οτι έγινε, έγινε.
Ο θείος του έσκυψε ακόμα πιο πολύ προς το μέρος του και χαμήλωσε ακόμα περισσότερο τη φωνη του. - Να σε πω; ξαναρωτησε με κάποια αγωνία κοιτωντας λοξά προς την πόρτα του καφενείου. Να στα πω πριν έρθει ο πατέρας σου και κάνει φασαρία άμα με δει να μιλάω μαζί σου. - Τέλος πάντων. Πε με τα αφού επιμένεις τόσο, χαμογέλασε ο Βασίλης. Πε με τα αλλά γλήγορα σε παρακαλω. Ο Χαράλαμπος αναστέναξε μ' ανακούφιση και τον ξανάρπαξε με πιότερη μανία απ' τα δάχτυλα σα να πάλευε μ' αυτό το σφίξιμο να πάρει ο ίδιος κουράγιο και δύναμη. Πήρε μια βαθιά ανάσα ενω η φωνη του έγινε τωρα βραχνή και λυπητερή. - Οταν έφτασε η ωρα να παντρευτεί η μάνα σου εγω αν' η αληθεια είχα αντίρρηση να πάρει τον πατέρα σου, γιατί από κείνα ακόμα τα χρόνια μέθαγε κάθε τόσο κι έκανε ένα σωρό φασαρίες στο χωριό. 'Ηταν όμως για να λέμε και του στραβού το δίκιο λεβένταρος και παλικάρι πρωτο που το θελαν για γαμπρό τους όλα τα σπίτια.
«Θα στρωσει», έλεγε ο πατέρας μας όταν του αράδιαζα τις αντιρρήσεις μου. «Άμα μπει στη δουλειά και τα βάσανα θα στρωσει. Ολοι στρωνουν άμα κάνουν φαμελιά και κουτσούβελα» Πήρε βαθιά ανάσα και βάλθηκε για μερικά δευτερόλεπτα να σκαλίζει με το δεξί του δάχτυλο μια φλοίδα του τραπεζιού. - Μέναμε σ' αυτό το ίδιο το σπίτι που κάθεστε και τωρα - συνέχισε φέρνοντας το μούτρο του ακόμα ποιο κοντά στο μούτρο του Βασίλη - π' ήταν ένα απ' τα καλύτερα του χωριού γιατί, όπως πολύ καλά το ξέρεις, ο παππούς σου ήταν απ' τους καλύτερους νοικοκυραίους. Το ίδιο κι ακόμα περισσότερο η μάνα μας, που την ξέραν όλοι στο χωριό σαν την Ελένη την “παστρικοθοδωρα”. Ολη μέρα στα χωράφια, αλλά το σπίτι μας έλαμπε πάντα από καθαριότητα και τάξη. Από κείνη πήρε η μάνα σου, συμπλήρωσε χαμογελωντας. Τέλος πάντων, εξόν απ' το σπίτι είχαμε και κείνα τα χωράφια στο Καρσί που τα χωματα τους ήταν τόσο κάλπικα, που δεν έπιανε τίποτα. Οτι και να'σπερνες δε μεγάλωνε πάνω από μια πιθαμή. Μόνο κάτι αγριελιές ήταν εκεί στη μια άκρη που ο παππούς πήγαινε κάθε τόσο τρεις ωρες με τα πόδια και τις μπόλιαζε μια μια. Οχι βέβαια γιατί πίστευε ότι μπορεί να γίνουν τίποτα ελιές και να κάνουν καρπό, αλλά έτσι απ' την αγάπη π' έχει ο κάθε αγρότης για το χωράφι του. Κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω με σημασία. Να σε πω και κάτι ακόμα που το ξέρουν μόνο όσοι έχουν άγονα κομμάτια; Ε, λοιπόν τ' άγονα χωράφια είναι σα τα καθυστερημένα τα παιδιά που τα λυπάται ο γονιός και τα προσέχει περσότερο απ' τ' άλλα του τα παιδιά τα κανονικά. Κατάλαβες; Κατάλαβα, έγνεφε με το κεφάλι ο Βασίλης και τον κοίταξε μ' ενδιαφέρον. Σα παραμύθι με τα λες θειο. Καλά λέει η μάνα μου ότι
ήσουν γεννημένος παραμυθας. Ολοι έχουν να λεν στο χωριό για τον τρόπο π' αφηγιέσαι και τα ποιο απλα πραματα, που να κρέμεται κανεις απ' τα χειλια σου. Πολυ μ' αρέσει να σ' ακουω. - Τέλος παντων, συνέχισε μ' ένα χαμόγελο ικανοποιησης ο θειος του. Δεν έχουμε και πολυ χρόνο για ιστοριες γιατι μπορει να μας προλαβει ο πατέρας σου και να μας κόψει στα μισα. Για να μη τα πολυλογω, ο πατέρας μας πρότεινε στο γαμπρό να του δωσει προικα κεινα τα χωραφια στο Καρσι. Εκεινος εναντιωθηκε και ζήτησε το σπιτι π' ειχε εδω που τα λέμε και τη δεκαπλασια, ισως και παραπανω, αξια απ' τα χωραφια. Οχι δηλαδή που πειραζε τους γονιους μας να δωσουν προικα το σπιτι, αλλα το πρόβλημα ήταν ότι έμενα κι εγω μαζι τους κι ο καθένας καταλαβαινε ότι δε μπορουσαμε να στριμωχτου με τόσα ατομα σε δυο δωματια και μια κουζινα. Μέχρι τότε κοιμόμασταν στο ένα δωματιο οι γονεις μας και στ' αλλο εγω με τη μανα σου. Οι νιόπαντροι όμως θελαν το δικό τους δωματιο, οπότε εγω περισσευα. Ασε π' όταν καναν και παιδια, όπως καλή ωρα εσένα, η κατασταση θα γινόταν ανυπόφορη. Ο πατέρας μας πρότεινε στο γαμπρό να πληρωσει όλα τα έξοδα και να σουλουπωσει ένα μικρό κι ερειπωμένο σπιτακι π' ειχαν οι δικοι του στη μια ακρη της αυλής τους. «Ίσα με να βρει δηλαδή και το παλικαρι μας το καταλληλο κοριτσι να στεφανωθει και τότε μετα χαρας να'ρθετε να μεινουμε όλοι μαζι να σας μεγαλωσουμε και τα παιδουδια που θα φτιαξτε με το καλό» του ειπε. Ο Χαραλαμπος ξεροκαταπιε με δυσκολια σαν ένας χοντρός κόμπος να του έφραζε το λαιμό. - Ο πατέρας σου όμως μουλαρωσε για τα καλα, συνέχισε. 'Ηθελε το σπιτι προικα ατακα κι επι τόπου που λέμε και δε το συζητουσε. Ο όρος π' έβαλε ήταν να σκωθω και να φυγω απ' το πατρικό και μαλιστα αμέσως, γιατι όπως ειπε βιαζονταν να παντρευτει και να κανει δικια του οικογένεια.
«Αυτα τ' αχρηστα τα χωραφια στο Καρσι ας τα λουστει ο Χαραλαμπος», πατησε πόδι. «Εγω θέλω προικα το σπιτι». Αναγκαστηκα να φυγω αρον αρον κι αφου δε γινόταν να μεινω στο χωριό γιατι δεν ειχα πια ουτε κεραμιδι να βαλω από κατω το κεφαλι μου, πήρα το δρόμο για τη Σαλονικη. Νοικιασα ένα δωματιο σε μια οικογένεια σε μια απόμακρη γειτονια που τη λένε Τουμπα κι έπιασα δουλεια, εικοσιπέντε χρονω γαιδαρος, τσιρακι σ' ένα μηχανουργειο στο Βαρδόιρη. Να σκεφτεις ότι απ' το σπιτι π' έμενα ήθελα πανω από μια ωρα να φτασω με τα πόδια στη δουλεια, αλλα για το γυρισμό ήθελα πανω από μιαμιση ωρα έτσι κατακοπος π' ήμουν. Βέβαια μπορουσα να παιρνω το λεωφορειο, όμως τα λεφτα που έπαιρνα απ' τη δουλεια ήταν το χαρτζιλικι που παιρνουν τα τσιρακια και δε μ' έφτανε ουτε
να φάω να χορτάσω σαν άνθρωπος. Σκεδόν κάθε βράδυ ξάπλωνα να κοιμηθώ νηστικός. Ειχα βέβαια κάτι λιγα χρήματα που μ' έδωσε ο πατέρας μου όταν έφυγα απ' το σπιτι για να πορευτώ στην αρχή, αλλά με ειχε πιάσει τέτοια τρομάρα απ' την ανασφάλεια της μεγαλουπολης, που τα κρατουσα καλά κρυμμένα για μια ώρα μεγάλης ανάγκης. Και θα σε πω παρακάτω πως πιάσαν τόπο αυτά τα λεφτά. 'Ενα βραδάκι, Κυριακή ήταν θυμάμαι, έτσι όπως περιπλανιόμουν σα την άδικη κατάρα στους δρόμους αφου δεν ειχα ουτε δραχμή να κάτσω σ' ένα καφενειο ή σε κάνα ζαχαροπλαστειο σαν άν θρωπος, μπερδουκλώθηκε που λες ένας νεαρός, στα δικά μου κοντά χρόνια σε μια πέτρα κι αρπάχτηκε από πάνω μου να κρατηθει. Κοιτα τώρα Βασιλάκη να δεις πως τα φέρνει η μοιρα τ' ανθρώπου. - Τσόρτσοπ ειπα και γελάσαμε. 'Επιασα που λες κουβέντα μαζι του κι αμέσως γιναμε φιλοι. Από κεινη την ώρα και μέχρι που χώρισαν οι δρόμοι μας, αυτό ήταν τ' όνομά του. Ξέχασα το κανονικό του και κάθε φορά που τον φέρνω στο μυαλό μου τον θυμάμαι με κεινο τ' όνομα που του έδωσα κεινη τη βραδιά. Γιάννης ο Τσόρτσοπ. Πολλές φορές τον έψαξα από τότε αλλά δε κατάφερα να τον βρω. Πέρσι το καλοκαιρι έμαθα ότι ειναι χρόνια τώρα π' εγκαταστάθηκε στ' Αγρινι. Τέλος πάντων, κουνησε χαμογελώντας το χέρι του, πετιέμαι κι εγώ απ' το'να στ' άλλο σα τον παπατρέχα. Καθισαμε το λοιπόν σ' ένα γαλατάδικο και με κέρασε, το θυμάμαι σα σήμερα γιατι ήταν η πρώτη φορά που δοκιμαζα κάτι τέτοιο, ένα καιμάκι. Κουβέντα στην κουβέντα, έμαθα ότι μετά από μερικές μέρες θα περνουσε από μια επιτροπή που θα επιλέγαν λέει τριάντα άτομα να τους πάρουν μετανάστες στη Σουηδια για να δουλέψουν σ' ένα εργοστάσιο που φτιάχνει φορτηγά αυτοκινητα κι ένα σωρό άλλα μηχανήματα.
«Δεν έρχεσαι και συ να περάσεις απ' αυτή την επιτροπή;» με πρότεινε. «Αφου δουλευεις σε μηχανουργειο τότε σιγουρα πιάνουν τα χέρια σου. Τέτοιες ειδικότητες θέλουν. Εγώ έχω πολλές ελπιδες γιατι δουλευω λαμαρινάς σε γκαράζ» Χάρηκα τόσο πολυ Βασιλη, που κεινη τη νυχτα δεν έκλεισα μάτι. Ξυπνητός ονειρευομαν ισα με το πρωι το μεγάλο κεινο εργοστάσιο π' όπως με ειπε ο Τσόρτσοπ ! δουλευαν λέει χιλιάδες άνθρωποι. Η Η Οταν όμως πήρα μια ώρα άδεια απ τ αφεντικό μου την άλλη μέρα και πετάχτηκα να κάνω την αιτηση, κόντεψα να πάθω αποπληξια που λέμε σαν έμαθα ότι οι μουστερήδες ξεπερνουσαν τους χιλιους. Για να μη τα πολυλογώ, μετά από μια βδομάδα περάσαμε μια πρώτη κρισάρα απ' την επιτροπή π' ήταν όλοι απ' τη Σουηδια κι ειχαν μαζι τους έναν έλληνα που μιλουσε φαρσι τη γλώσσα τους και μας βοηθουσε ν' απαντήσουμε στα ρωτήματά τους. Καλό παιδι
που με βοήθησε όχι μόνο τότε, αλλα κι αργότερα όταν με το καλό φτασαμε στη Σουηδια και τακτοποιηθήκαμε στη δουλεια. Με την πρωτη “συνέντευξη”, όπως λέγαν κεινη την ανακριση που μας καναν και ρωτουσαν ένα σωρό πραματα, έκοψαν σκεδόν τους μισους και μας ξανακαλεσαν τους υπόλοιπους για ένα δευτερο κοσκινισμα. Απ' αυτή τη δευτερη δόση έκοψαν ξανα τους μισους και μειναμε κοντα τρακόσα ατομα που θα μας ξέταζαν ξανα και ξανα ωσπου να μεινουν μόνο οι τριαντα που τους ήταν οι χρειαζουμενοι. Εδω πρέπει να σε πω ότι τόσο πολυ το ειχα πιστέψει από μέσα μου ότι θα με παιρναν σ' αυτους τους τριαντα, που παρατησα και τη δουλεια στο μηχανουργειο και καθόμαν νηστικός όλη μέρα στο σπιτι εξόν απ' τις ωρες π' έπρεπε να περασω μαζι με τους αλλους απ' την επιτροπή. «Η θα πεθανω, ή θα φτασω σ' αυτή τη χωρα τη Σουηδια», σκεφτόμαν μέρα νυχτα. Ξανα λοιπόν - τριτη φορα - στην επιτροπή για να μεινουμε στο τέλος εκατό, απ' τους οποιους ειπαν ότι σ' ένα τελευταιο ξεσκαρταρισμα θα διαλεγαν τους τριαντα τυχερους. Ξέχασα να σε πω ότι όσο κραταγε αυτή η ιστορια, κοντα δεκαπέντε μέρες στο συνολο, βρισκόμασταν καθε βραδακι με τον Τσόρτσοπ και καθόμασταν σκεδόν μέχρι τα μεσανυχτα σ' ένα παγκακι στο παρκο απέναντι απ' το λευκό πυργο να κανουμε ένα σωρό όνειρα για τη νέα μας πατριδα όπως τη λέγαμε και που με τα πες πες την ειχαμε κιόλας αγαπήσει, χωρις να ξέρουμε το παραμικρό γι' αυτήν παρα μόνο φαντασιες μεσ' απ' τα όνειρα μας. Ουτε που καλα καλα ξέραμε να τη βρουμε στο χαρτη. Ο Τσόρτσοπ όμως που λες, αναμεσα σ' όλες αυτές τις κουβέντες μας έβαζε καθε λιγο και λιγακι και μια γειτονοπουλα του, την Λουκια όπως τη λέγανε, και που την αγαπουσε λέει πολυ. Γιιότερο ακόμα κι απ' τη μανα του, όπως έλεγε και χαμογελουσε κρυφα σα να με μπιστευόταν το μεγαλυτερο μυστικό του κόσμου. Την περιγραφε κιόλας. Τα'λεγε με τέτοιο παθος και τόσο περιγραφικα, που μου φαινόταν ότι αμα τη συναντουσα στο δρόμο θα τη γνωριζα με το πρωτο. Μικροκαμωμένη και λεπτή, με μαυρα καταμαυρα σπαστα μαλλια που χυνονταν ποταμι στους λεπτους της ωμους και κατι κατακόκκινα χειλια γεματα και ζουμερα μ' ένα μικρό στραβωμα στη δεξια τους μερια, που της έδιναν μια χαρουμενη και συναμα ειρωνικια γκριματσα να σε τρελαινει. Εκεινο όμως που πιότερο παλαβωνε τον Τσόρτσοπ ήταν τα ματια της. Ολο γι' αυτα μιλουσε και τα περιγραφε με τέτοια λεπτομέρεια που νόμιζα πως με κοιταζαν και μένα. Μαυρα καταμαυρα, λέει, σα ζουγραφισμένα από μεγαλο ζωγραφο που χρόνια παλευε να πετυχει τουτο το καθαρό και γυαλιστερό μαυρο χρωμα. Δυο ματια με μεγαλες και γυριστές, καταμαυρες κι αυτές, βλεφαριδες, π' όλη την ωρα τρεμόπαιζαν
χαρούμενα και σε συνδυασμό με κείνο το λαφριό στράβωμα στα χείλια δίναν στο μούτρο της μια έξυπνη και συνάμα γλυκιά ομορφιά. Μια ομορφιά αλοιωτικια και περίεργη. Τελικά - απ' το'να στ' άλλο πετιέμαι όλη την ωρα - σα μείναμε οι εκατό μουστερήδες και περιμέναμε να ξεσκαρτάρουν τους πενήντα κι από κει μια τελευταία φορά για τους τελευταίους τριάντα, δεν έγινε τίποτ' άλλο απ' το να μας μαζέψουν τους εκατό π' απομείναμε μετά την τρίτη διαλογή σε μια μεγάλη σάλα, για ν' ανακοινωσουν τα ονόματα στα οποία είπαν ότι είχαν στο μεταξύ καταλήξει. Η λαχτάρα που τράβηξα κείνη τη μέρα Βασίλη δε περιγράφεται. Η ζωή τ' ανθρωπου, η μοίρα του, η τύχη του, το κισμέτ του που λένε οι μεμέτιδες, όπως θες πες το τέλος πάντων, εξαρτιέται από κάποιες μικρές λεπτομέρειες που μετράν στη ζήση μας και κανονίζουν την πορεία της. Κείνη τη μέρα το λοιπόν η νοικοκυρά μου ξεχάστηκε κι άργησε να με ξυπνήσει. Μισοντυμένος και λαχταρισμένος έτρεξα να προλάβω τη μάζωξη και πήρα μάλιστα για πρωτη φορά το λεωφορείο αλλά έφτασα κοντά δέκα λεπτά καθυστερημένος. Ο πρόεδρος της επιτροπής που καθόταν στη μέση απ' τους άλλους δυο κι ανακάτευε τα χαρτιά π' είχε μπροστά του, κατέβασε τα γυαλιά που φορούσε στην άκρη της μύτης του και με κοίταξε καλά καλά την ωρα που έμπαινα, σουφρωνοντας μάλιστα με σημασία τα χείλια του. Είχε τέτοια ησυχία κει μέσα που και καρφίτσα να'πεφτε που λέμε θ' ακούγονταν σα να πέφτει μπόμπα. Κάτι είπε στη γλωσσα τους στο διερμηνέα και κείνος τα μετάφρασε δυνατά ν' ακούν όλοι. «Πως λέγεσαι,» με ρωτησε.
«Χαράλαμπος Αντωνιάδης» απάντησα και τρέμαν τα χέρια μου και τα ποδάρια μου που κόντευα να σωριαστω σαν άδειο τσουβάλι στο πάτωμα. Ο ξασπρουλιάρης ο πρόεδρος της επιτροπής ξαναμίλησε με τον διερμηνέα και κείνος μετάφρασε.
«Πρέπει να ξέρεις ότι στη χωρα μας η συνέπεια είναι τ' άλφα και το ωμέγα. Οποιος δεν είναι συνεπής, δεν έχει θέση στην κοινωνία μας». Κάπως έτσι τέλος πάντων τα είπε Βασίλη. Κατάλαβα που λες ότι όλα είχαν χαθεί. Παν τα όνειρα παν και τα πλάνα που φτιάχναμε μαζί με τον Τσόρτσοπ.
«Χαμένος για χαμένος είσαι Χαράλαμπε» σκέφτηκα, «πες τους τα τουλάχιστο απ' την καλή να σε θυμούνται κιόλας». «Αμα δεν ήταν για τη φτωχεια μας και τη λαχτάρα μας για μια καλύτερη ζωή», είπα. «Αμα η πατρίδα μας μπορούσε να μας θρέψει κατά πως πρέπει σ' ανθρωπους, θα χέζαμε όλοι δω μέσα
και τις συνέπειές σας και τα αλφα σας και τα ωμέγα σας. Αι σιχτιρ π' ήρθατε δω σα ιεροξεταστές να μας ξεσκαρταρτε λες κι ειμαστε βόδια για σφαξιμο». Ο διερμηνέας τα μεταφρασε, αλλα κατα πως έμαθα αργότερα αφησε απ' έξω τις πολυ βαριές κουβέντες. Ο πρόεδρος με κοιταξε ξανα για ωρα πολλή κι έσκυψε στα χαρτια του. Κατι έγραψε κατι έσβησε κι αμέσως αρχισε να διαβαζει τα ονόματα αυτων π' ειχαν εγκριθει. Οταν ξεπέρασαν τα εικοσι ονόματα ειχα απελπιστει τόσο, που κινησα απαγοητεμένος για την πόρτα. Ειχαν φωναξει και τον εικοστό όγδοο όταν βρισκόμαν στο κεφαλόσκαλο. Και ξαφνικα μετα το εικοστό ένατο όνομα, ακουστηκε το δικό μου. Τελευταιο και τυχερό που λέμε. Οτι και να σε πω τωρα Βασιλη, ειναι αδυνατο να σε περιγραψω τη Η χαρα π ένοιωσα κεινη τη στιγμή. Καθισα στο κεφαλόσκαλο, έβαλα τα μουτρα μου αναμεσα στα γόνατα μου κι αρχισα να κλαιω σα το μικρό παιδι. Δεν ειναι και λιγο πραμα να βλέπεις ξαφνικα τα ονειρατα σου να βγαινουν αληθινα; Δεκαπέντε μόνο μέρες καναμε τα όνειρα μαζι με τον Τσόρτσοπ, αλλα ήταν τόσο έντονα που κεινη τη στιγμή με φανηκαν σαν όνειρα μιας ολόκληρης ζωής. Οταν συνήφερα λιγακι ειδα από πανω μου τον φιλο μου να με κοιταει περιλυπος. Εαφνιαστηκα για μια στιγμή που τον ειδα έτσι μουτρωμένο αφου ειχα ακουσει να φωναζουν τ' όνομα του απ' τα πρωτα. Γιεταχτηκα όμως πανω, τον αγκαλιασα κι αρχισα απ' τη χαρα μου να στριφογυριζω μαζι του σα τρελός. Εκεινος σταματησε απότομα, με κοιταξε καλα καλα και χωρις να πει κουβέντα κατέβηκε τρέχοντας τις σκαλες. Ο Χαραλαμπος σκουπισε με την αναποδη του χεριου του τα βουρκωμένα στις θυμησες ματια του και συνέχισε. - Δε τον ειδα αλλο, παρα μόνο μετα από λιγες μέρες όταν μαζευτήκαμε με τα μπαγκαζια μας και τα διαβατήρια στα χέρια στο σταθμό του τρένου, όπου κεινος ο διερμηνέας που σ' έλεγα φώναζε τα ονόματα μας ένα ένα και μπαιναμε στο βαγόνι και στη θέση του ο καθένας. Ο Τσόρτσοπ δε με πλησιασε καν. 'Ηταν όλη την ωρα ξέμακρα απ' όλους μας, μουτρωμένος κι αμιλητος μαζι με μια μαυροφορεμένη γυναικα που καταλαβα ότι ήταν η μανα του και μια μικροκαμωμένη κοπελιτσα π' απ' τα σουσουμια της τη γνωρισα αμέσως. 'Ηταν η γειτονοπουλα του η Αουκια. Η γλυκια κοπελιτσα που με τόσο παθος με περιγραφε. Οταν φώναξε ο διερμηνέας τ' όνομα του προχώρησε προς το βαγόνι μ' έναν τρόπο σα να τον πήγαιναν στην κρεμαλα. Γιατησε στο πρώτο σκαλι του βαγονιου και την ώρα π' έκανε ν' ανέβει το δευτερο σταματησε απότομα γυριζοντας το κεφαλι του να δει κατα πως λογαριασα, για τελευταια φορα τη μαυροντυμένη τη μανα του που στέκονταν παραμερα κι έκλαιγε.
Το κοριτσι ειχε πιαστει, ειχε γαντζωθει να πω καλυτερα, πάνω στη γριά. Τα ωραια της μάτια ήταν κατακόκκινα και τρέχαν ασταμάτητα δάκρυα π' άδικα προσπαθουσε να τα συ μμαζέψει μ' ένα μουσκεμένο άσπρο μαντηλάκι. Και ξαφνικά ο Τσόρτσοπ χωρις να βγάλει κουβέντα, έκανε μεταβολή. Προχώρησε προς τις γυναικες κρατώντας την ξεχαρβαλωμένη βαλιτσα του στο'να χέρι, έπιασε με τ' άλλο αγκαζέ τη μικρή και γυρνώντας προς τα μας κι έβαλε γελώντας, χαχανιζοντας μάλιστα, δυνατή φωνή. «Στο καλό και καλό ταξιδι παλικάρια. Εγώ τη βρήκα τη Σουηδια. Εδώ διπλα μου ειναι», ειπε κι έδειξε μ' ένα νευμα το κοριτσι π' άρχισε να χοροπηδάει, να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει.
«Καλή προκοπή σ' όλους σας» συνέχισε ο Τσόρτσοπ και μας γυρισε την πλάτη. Πάλι ξεστράτισα την κουβέντα μου, έκανε μια κινηση με τα χέρια του ο Χαράλαμπος σα να τον έπιασε μεγάλη απελπισιά. Τέλος πάντων ότι και να κάνει ο άνθρωπος απ' το χουι του και τη συνήθεια του δε μπορει να ξεφυγει ουτε ρουπι. Παραμυθάς ειναι το παρατσουκλι μου και παραμυθάς θα μεινω. Θα στα πω λοιπόν με την αράδα όπως μ' έρχονται στο στόμα κι άμα έρθει ο πατέρας σου και μας κόψει στη μέση τότε ξανασυναντιόμαστε κι αποτελειώνου με. Κοιταξε τον Βασιλη επιμονα στα μάτια. - Συμφωνοι; ρώτησε. Ο Βασιλης δεν απάντησε. Σκώθηκε πάλι και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. - Πολυ ζέστη θα κάνει και σήμερα, ειπε. Από τόσο πρωι ο ήλιος άρχισε να καιει. Αχνιζει όλος ο τόπος έξω. Ουτε που μπορει κανεις να δει ισα μπροστά του μέχρι το μπακάλικο του Περόνια. Γυρισε και κάθισε στην καρέκλα του. - Λοιπόν, ρώτησε τον Χαράλαμπο. Τι έλεγες; - Σε ρώτησα αν εισαι συ μφωνος να ξαναβρεθου με αν δε προλάβουμε να τα πουμε όλα μέχρι να'ρθει ο πατέρας σου. - Συμφωνοι, απάντησε ο Βασιλης. Θα'χες τελειώσει ως τα τώρα θειο μ' αυτά π' έχεις να με πεις, αλλά την τραβάς κατά τα συνήθεια σου την κουβέντα. Ολο την ξεστρατιζεις. 'Εχω ακουσει πολλά για τον τρόπο π' αφηγιέσαι αλλά δε το περιμενα κι έτσι! Ο Χαράλαμπος ανακάθισε στην καρέκλα του ευχαριστημένος και χαμογελαστός. - Μια κι ανάφερες τον Περόνια να σε πω μια ιστορια με τον γιο του να ξεραθεις στα γέλια. Μια παρένθεση να πουμε στην κουβέντα μας για να κυλάει ευχάριστα. - Καλά, καλά, χαμογέλασε αμήχανα κι ανήσυχος απ' τη λογοδιάρροια του θειου του ο Βασιλης και κοιταξε προς την πόρτα.
Το ποιο σωστό θα'ταν να μ'έλεγες, ότι τέλος παντων έχεις να με πεις, μια κι έξω. - Μη βιαζεσαι μπρε τζανουμ ανοιξε σα σε ξαφνιασμα ο Χαραλαμπος τα χέρια του. Ετσι κι αλλιως έχω βαλει κατι τις στο νου μου, που αν έρθουν τα πραματα κατα πως τα λογαριασα τωρα μόλις, θα'χουμε να τα λέμε με την ησυχια μας χρόνια ολόκληρα. Τέλος παντων αυτα δεν ειναι τωρα του παρόντος. Το καθένα με τη σειρα του κι η σειρα ειναι τωρα στον γιο του Περόνια π' ήμασταν στην ιδια ταξη κεινα τα χρόνια. Πήρε βαθια ανασα κι αρχισε να γελαει γι' αυτα που ξεκινησε να διηγιέται. -Με τον γιο του Περόνια λοιπόν ειμαστε συνομήλικοι και πηγαιναμε στην ιδια ταξη. Ο παπα Κωστας π' ήταν δασκαλος από κεινα τα δικα μας τα χρόνια και τα δικα σου τα κατοπινα, Θεός σχωρέστον, μας έβαλε μια μέρα να γραψουμε μια έκθεση σα που το'χε στο πρόγραμμα καθε Τέταρτη. Κόντευαν Χριστουγεννα κι έτσι όπως γυρισε προς το παραθυρο ειδε τ' αφρατο χιόνι π' έπεφτε από βραδυς και του'ρθε με μιας η ιδέα. Το θέμα λοιπόν της έκθεσης ήταν ακριβως αυτό. “Το πρωτο χιόνι”. Την αλλη μέρα ο παπα - Κωστας μπήκε στην ταξη ανεμιζοντας ένα τετραδιο σα να κρατουσε λαφυρο απ' τον πόλεμο.
«Εχω δω την καλυτερη έκθεση που γραφτηκε ποτέ», ειπε. «Ειναι μια έκθεση που θα μεινει στην ιστορια. Κι αυτό το ιστορικό κειμενο καταφερε να το γραψει ένας συμμαθητής σας, για τον οποιο πρέπει να ειμαστε περήφανοι όλοι». Εμεις τον κοιταζαμε σα χαμένοι κι από μέσα μας παρακαλουσε ο καθένας μας να κραταει το δικό του τετραδιο. Ο παπα - Κωστας αφου παινεψε για πολυ ωρα ακόμα τον συγγραφέα, στο τέλος ανοιξε το τετραδιο, έβαλε τα γυαλια του χαμηλα στη μυτη του κατα πως το συνήθιζε και μας κοιταξε από πανω τους αγριεμένος. «Θα σας διαβασω τωρα το ιστορικό αυτό κειμενο και θα παρακαλέσω. Τι λέω θα παρακαλέσω», κουνησε με δυναμη το κεφαλι του. «Σασιρντισα ο φουκαρας. Εντολή δινω σ' αυτόν που το'γραψε να το αντιγραψει στο σπιτι του έντεκα φορές για να παρει ο καθένας σας κι απ' ένα αντιγραφο». Το έχω ακόμα το αντιγραφο εκεινο ειπε με περηφανια ο Χαραλαμπος κι απ' τις πολλές φορές - ισως και χιλιες - που το διαβασα το'μαθα απ' έξω κι ανακατωτα. Ήταν του Γιαννη του Πε ρόνια και το κουβαλαω από τότε - εικοσπέντε και βαλε χρόνια συνεχως μαζι μου. Εβγαλε μ' αργές κινήσεις το πορτοφόλι του απ' την κωλότσεπη και σκαλισε αναμεσα σε κατι χαρτια π' ήταν προσεχτικα στοιβαγμένα σε μια θηκουλα. Τραβηξε ένα κιτρινισμένο και μισοσκισμένο στις διπλωσεις του χαρτι, το ανοιξε με προσοχή πανω στο τραπέζι
αφού πρωτα κοίταξε καλά καλά μη τυχόν κι υπάρχουν νερά κι έσκυψε να διαβάσει. - Διάβαστο μόνος σου, είπε ξαφνικά στον Βασίλη κι έσπρωξε το χαρτί προς τη μεριά του. Εχει ποιο πολύ γούστο άμα το διαβάζεις παρα απ' ότι όταν τ' ακούς. Ο Βασίλης έσκυψε γελωντας παρασυρμένος απ' το γέλιο του θειου του κι άρχισε να διαβάζει δυνατά. - Σσσσς, έκανε ο Χαράλαμπος. Διάβαζε σιγανά. Δε χρειάζεται να μας ακούν οι άλλοι. Ο Βασίλης έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του ότι συμφωνούσε κι άρχισε να διαβάζει χαμηλόφωνα.
«Του πρωτοβρόχι» Από βραδύς είχεν ξαστεριάν Του προυί σκόνητι η μάναμ' νά πά νά χέσι. Ανοίγι ντπόρτα ! Οπ! Χιόνι Σκοθήκαμι κι εμείς να κατρήσουμι. Τι κάντς άι ικεί; Δεν βλέπς που κατράς; Πάει τού χιόνι είπε η αδερφόζμ. Ύστερα πήγα στού παραθύρ κι έγλυπα του χιόνι Αυτό ήταν τού πρότο χιόνι στού χουριό μ. Του πρωτοβρόχι πού λέμι Γιάννης Περόνιας
2 Να μη τα πολυλογω - συνέχισε ο Χαράλαμπος μέσ' απ' τα πνιχτά του γέλια - μετά από πόσες μέρες ταξίδι, πέρασαν τόσα χρόνια και δε τα θυμάμαι καλά, φτάσαμε στον προορισμό μας αργά το βράδυ μιας Πέμπτης κι αφού μας έβαλαν να φάμε ένα δικό τους φαγητό που δε τρωγονταν, ένα κρέας με μαρμελάδα και πατάτες, μας έστειλαν να κοιμηθούμε στα δωμάτιά μας δυο δυο. Την άλλη μέρα, όπως είχε κανονιστεί, θα πιάναμε δουλειά κατά τις εννιά. Δηλαδή δυο ωρες αργότερα απ' την κανονική ωρα. Τα παρακάτω τα ξέρεις Βασίλη. Είμαι τωρα δεκαπέντε και βάλε χρόνια εκεί και να σε πω την αλήθεια δεν έχω παράπονο. Μόνο που να, κάθε τόσο με πιάνει η νοσταλγία για το χωριό και την πατρίδα κι έρχομαι κάθε χρόνο στην άδειά μου π' είναι ένας ολάκερος μήνας. Αν με ρωτήσεις τι έρχομαι και σπαταλω την άδεια και την ξεκούρασή μου εδω σ' αυτόν τον άχαρο ξερότοπο, δε μπορω να στο ξηγήσω. Η πατρίδα είναι κατά πως το καταλαβαίνω
ένας μαγνήτης ριζωμένος βαθια στην ψυχή τ' ανθρώπου, που τον τραβαει με δυναμη να τον φέρει κοντα της. Βέβαια, γέλασε, καθε χρόνο π' έρχομαι και βλέπω τα χαλια π' έχουμε δω με πιανει τέτοια αγαναχτηση που λέω ότι τώρα παει τέλειωσε και δε πρόκειται να πατήσω ξανα το ποδαρι μου σ' αυτή την ξεχασμένη κι απ' τον Θεό λακκούβα. Τέλος παντων τα ιδια λέω καθε χρόνο και ριχνω φεύγοντας μαυρη πέτρα πισω μου, αλλα την αλλη χρονια παλι εδώ ειμαι. Ο Νακος, ένας πολύ ωραιος τύπος που δουλεύαμε μαζι και μοιραζόμασταν στην αρχή το ιδιο δωματιο, υποστήριζε ότι εμεις πια στην ξενιτια μπασταρδέψαμε. «Στην Ελλαδα δε μπορουμε και στην ξενιτια δε κανουμε. Παντού δυσκολα κι αχαρα ειναι για μας», έλεγε Ο Βασιλης δε μιλούσε καθόλου. Κοιτούσε όλη την ώρα ανήσυχος την πόρτα και καθε τόσο σκωνόταν κι έριχνε ξανα και ξανα απ' το παραθυρο τη ματια του στο λασπωμένο χωματόδρομο π' έφτανε απ' το μπακαλικακι του Γιερόνια καρφι ισια μπροστα στην πόρτα του καφενειου. Ο Χαραλαμπος ανακαθισε στην ψαθινη σαραβαλιασμένη καρέκλα του κι έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό. - Ουτε μια καρέκλα της προκοπής να κατσει ανθρωπος υπαρχει σ' αυτόν τον φουκαρατζιδικο τόπο. Τέλος παντων. Μια μέρα μπορει κι εμεις εδώ ν' αποκτήσουμε τα καλα της Σουηδιας, αν και πολύ αμφιβολο με μοιαζει. Γύρισε απότομα προς τον καφετζή κι έδωσε εντολή χτυπώντας με δυναμη παλαμακια. - Φέρε ακόμα μια γκαζόζα και έναν μέτριο για μένα. 'Η μαλλον, αλλαξε γνώμη, φέρε μας δυο γκαζόζες. Να φανταστεις, συνέχισε να μιλαει στον Βασιλη με την ιδια χαμηλή φωνή, ότι παρ' όλο που απόκτησα στα ξαφνικα μπόλικα λεφτα εδώ στην Ελλαδα δε λέω να παρατήσω την ξενιτια και να γυρισω. 'ισα ισα θαρρεις και πιότερο κολλαω σε κεινα τα μέρη. Σταματησε να μιλαει καθώς ο καφετζής έφερε τα πιοτα και τ' ακούμπησε με προσοχή στο τραπέζι που κουνιόταν σα βαρκα έτσι όπως πατούσαν τα σαραβαλιασμένα ποδαρια του στ'ανώμαλο χωματένιο πατωμα. 'Εβγαλε απ την τσέπη του ένα αδειο μπακέτο από τσιγαρα νούμερο πέντε, έκοψε με προσοχή τον πατο του γύρω γύρω και τον διπλωσε στα τέσσερα. Σκύβοντας με κόπο απ' τα παχυτα του, έβαλε το διπλωμένο χαρτόνι κατω απ' το'να πόδι του τραπεζιού. Σκώθηκε πανω και το ταρακούνησε με την τριχωτή βρώμικια χερούκλα του. - Τώρα στέκεται καλύτερα, ειπε με μια υποψια χαμόγελου. 'Εκανε ν' απομακρυνθει, αλλα κοντοσταθηκε. - Μπουρ, μπουρ τόση ώρα εδώ στην ακρη ειναι ν' απορει κανεις τι μυστικα έχτε οι δυο σας. Γιέτε και σε μας να φωτιστούμε λιγακι!
...Κατάλαβα - κουνησε με σημασια πέρα δώθε το κεφάλι του σουφρώνοντας και τα χοντρά του χειλια - ότι θα σ' έπρηξε Βασιλάκη να σε λέει γι' αυτήν τη Σουηδια και για το'να και τ' άλλο της κι όλα της τα καλά και τα όμορφα. Ε! κάτσε λοιπόν τότε χριστιανέ μου εκει στον τόπο που σ' αρέσει κι άσε μας εμάς στη φτώχια μας και την κακομοιριά μας. Δε με λες κυρ Χαράλαμπε, του'κλεισε χαμογελώντας πονηρά το μάτι, έχει εκει καφενεια σα και σε μας να περνάς τις ώρες σου; - Οχι, απάντησε λαφριά πειραγμένος ο Χαράλαμπος. Καφενεια σα και τα δικά μας, τα τεμπελχανια πες τα καλυτερα, δεν υπάρχουν εκει. - Ειδες το λοιπόν; χτυπησε με τη βρώμικια δαχτυλα του το τραπέζι ο καφετζής. Να το ξέρεις από μένα που γεννήθηκα μέσα στα καφενεια, ότι και το τεμπελικι ειναι χρειαζουμενο στον άνθρωπο. Ειναι μια ρέγουλα στη ζωή. Ξεδινει να πουμε ο άντρας και ξεφευγει απ' τα ντέρτια και τις σκοτουρες του σπιτιου και τις γκρινιες της γυναικας. - Κάνε τη δουλεια σου Πρόδρομε κι άσε μας εμάς, τον αγριοκοιταξε ο Χαράλαμπος. Κει που δε σε σπέρνουν να μη φυτρώνεις. Ο καφετζής χασκογέλασε αμήχανα και γυρισε να φυγει. -. . . .. Πάρτο το παιδι μαζι σου, ειπε γυρνώντας την πλάτη του. Πάρτο μαζι σου κει πέρα στην ξενιτιά να σωθει που μαραζώνει κάθε μέρα παλικαράκι πράμα. Αυτά όλα που σ' ειπα ειναι λόγια του αέρα που λέμε. Ειναι για μας που βολευτήκαμε στη φτώχια μας και τη φουκαροσυνη μας. - Καλά σε λένε ρε Χαράλαμπε, πετάχτηκε ένας απ' το διπλανό τραπέζι. Τι διάολο; Οτι και να'γινε με τα σόγια σας, ο Βασιλάκης δε φταιει σε τιποτα. Αιμα σου ειναι στο κάτω κάτω. Ο Χαράλαμπος του'ριξε μια λοξή ματιά χωρις να πει τιποτα. Μετά γυρισε ξανά στον Βασιλη. - Να σε πω τώρα κι αυτά που σ' ενδιαφέρουν; ρώτησε βιαστικά κοιτώντας ανήσυχα προς την πόρτα. Να στα πω στα γρήγορα μην έρτει ο πατέρας σου και με δει να μιλάω μαζι σου γιατι θα γινει μεγάλη φασαρια. 'Εβαλε γκαζόζα στα ποτήρια τους, άφησε έναν μικρό αναστεναγμό και συνέχισε πιάνοντας πάλι τα δάχτυλα του Βασιλη. - Ειχα δεν ειχα το λοιπόν ένα χρόνο στη Σουηδια, παιρνω ξαφνικά μια μέρα ένα γράμμα απ' ένα δικηγόρο της Σαλονικης όπου μ' έλεγε ότι εκει π' ειχα κεινο το κληρονομικό κι άχρηστο χωράφι στο Καρσι, θα χτιζονταν ένα μεγάλο αμερικάνικο εργοστάσιο και θα γινόταν αναγκαστική απαλλοτριωση σε μερικές χιλιάδες στρέμματα. Τα εκατόν πενήντα απ' αυτά που βρισκονταν στη μέση - στην καρδιά που λέμε της έκτασης - ήταν τα δικά μου. Το ποιο βαρβάτο και χρήσιμο κομμάτι με τη μεγαλυτερη αξια. Μ' έγραφε μάλιστα και μια τιμή για το κάθε στρέμμα, π' άμα το
πολλαπλασιασα με το εκατόν πενήντα έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τα λεφτα ήταν πολλα. Οταν ο πατέρας σου το'μαθε, έπιασε με τη σειρα του και μ' έστειλε ένα γραμμα με το οποιο, ουτε λιγο ουτε πολυ, ζητουσε τα μισα. Τ' απαντησα ότι όταν ήταν να διαλέξει, ή μαλλον όταν του πρότεινε ο πατέρας μου τα χωραφια, αυτός αντέδρασε και πήρε με το ζόρι και το νταηλικι το σπιτι ενώ εμένα με πέταξε στο δρόμο σα το σκυλι. Ειδες πως τα φέρνει ο Θεός τα πραματα Βασιλη; Να σε πω τωρα ότι όσα χρόνια κι αν περασουν, ότι και να γινει, δε πρόκειται να σχωρέσω ουτε τον πατέρα σου ουτε τη μανα σου. Ο Βασιλης ειδε π' έτρεμε δυνατα το κατωχειλι του σταζοντας θαρρεις κομματια κομματια μια πρωτόγνωρη γι' αυτόν πικρα. Μέχρι τα τωρα γνώριζε την πικρα που χαραζει μόνιμα στα μουτρα των ανθρωπων η φτώχια κι η ανημπορια. Τωρα για πρωτη φορα έβλεπε την πικρα της αδικιας. Ξαφνικα η πόρτα ανοιξε μ' έναν δυνατό θόρυβο και στο έμπα της σταθηκε μ' ανοιχτα τα σκέλια ο πατέρας του. Ζυγιασε το μεθυσμένο κορμι του μπρος πισω φέρνοντας μια αγριεμένη ματια σ' όλο το καφενειο. Το σακακι του τριμμένο και ξηλωμένο απ' όλες τις μεριές έπλεε πανω στο σκελετωμένο κορμι του. Το πανταλόνι του γεματο χώματα και λεκέδες κρέμονταν κι αυτό χαμηλα στα κοκαλιαρικα γοφια του, ενώ ένας μεγαλος λεκές
ξεχώριζε κει μπροστα στ' αχαμνα, σημαδι ότι ειχε κατουρήσει πανω του. Ο Βασιλης κοιταξε με λυπηση το βρώμικο κι αξυριστο μουτρο του κι έκανε να παει προς το μέρος του αλλα δε πρόλαβε ουτε καλα καλα να σκωθει απ' την καρέκλα. Τον πήρε το θολωμένο ματι του πατέρα του π' έβγαλε μια αγρια μακρόσυρτη και βραχνιασμένη φωνή. - Κωλόπαιδο του κερατα.... Άτιμη ρατσα της μανας σου... Τι ζητας να κουβεντιαζεις με τουτον τον κερχανατζή. Ο Χαραλαμπος σκώθηκε και γυρισε στο τραπέζι που καθόταν πριν, ενώ όλοι κοιταζαν χαμογελώντας ειρωνικα τον παλιό λεβέντη του χωριου που κρατιόταν απ' το μπασκι της ανοιχτής πόρτα για να μη σωριαστει καταγής. Ο Βασιλης πεταχτηκε σα σαι-τα και τον αρπαξε απ' τις μασχαλες τη στιγμή π' όπως του φανηκε έγερνε να πέσει. - Κουνιέται σα βαρκα γιαλό αλλα δε πέφτει, γέλασε καποιος. Ο πατέρας του προσπαθησε να τον σπρώξει αλλα δεν ειχε δυναμη ουτε να σταθει καλα καλα στα πόδια του. -Ελα μπαμπα να παμε στο σπιτι, του'πε μαλακα. Ειναι μια δουλεια που πρέπει να τελειώσουμε. Μας ειδοποιησαν να παμε να καψου με τα καπνα μας. Πρέπει να'ρθεις ο ιδιος για να υπογραψεις. Ελα παμε.
- Βουφιάν κι αυτοί, έβαλε ξανά τις φωνές εκείνος. Τι άλλο από καπνό να φυτέψεις σ' αυτόν τον βρομότοπο; Εσπρωξε τον Βασίλη κι έκανε δυο βήματα προς τα μέσα. Αρπαξε μια καρέκλα και προσπάθησε να κάτσει. Ο Βασίλης πρόλαβε και τον κράτησε την ωρα π' έπεφτε. - Τι κάθεσαι ρε συ και μιλάς μ' αυτόν τον ρουφιάνο τον αδερφό της προκομμένης της μάνας σου; Εκατομμυριούχος έγινε ο πούστης και θα τα βάλει τα λεφτά στον κωλο του. Τα λεφτά απ' το δικό σου το δίκιο. Ο Χαράλαμπος σκωθηκε και κίνησε προς την πόρτα στα μουλωχτά. Τον πήρε όμως το μάτι του γαμπρού του που σκωθηκε απ' την καρέκλα κι έκανε να πάει κατά πάνω του. Δε τα κατάφερε. Επεσε βαρύς κι ανήμπορος στο πάτωμα να κλαίει και να γελάει συνάμα. - Φύγε..., έβγαλε μια πνιχτή σα μαχαιρωμένος φωνή. Φύγε στα τσακίδια ρουφιάν του κέρατά. Τράβα να φας και να σκάσεις το βιός της αδερφής σου. Να τα περιδρομιάσεις και να σκάσεις χλεμπονιάρη. Ο Χαράλαμπος πισωγύρισε. Πλησίασε τον Βασίλη που στεκόταν σκυφτός και καταντροπιασμένος με κρεμασμένα χέρια και με μάτια δακρυσμένα παν' απ' τον πατέρα του, κοιτωντας τον με λύπηση ανάκατη με σιχασιά. - Με σένα αγόρι μου δεν έχω τίποτα του ψιθύρισε στ' αυτί. Θέλω πριν να φύγω την άλλη βδομάδα, να βρεθούμε και να ξαναμιλήσουμε. - Εντάξει, απάντησε πνιχτά ο Βασίλης και τον κοίταξε με σημασία. Εντάξει. Η Εσκυψε απότομα, έπιασε τον πατέρα του απ τις μασχάλες και σα πούπουλο τον κάθισε ξανά στην καρέκλα. Ο Χαράλαμπος άνοιξε την πόρτα και βγήκε στητός αλλά στεναχωρεμένος και κατακόκκινος απ' τα νεύρα και τη ντροπή του για το κατάντημα του γαμπρού του. - Ουστ..., ουστ..., πετάχτηκε κείνος απ' την καρέκλα του σκωνοντας και το χέρι του σα ν' απειλούσε να χτυπήσει κάποιον μπροστά του. Ουστ και στα κομμάτια ρουφιάν του κέρατά.
3 Ο Βασίλης κάθισε στο πρόχειρο ντιβάνι με το πολύχρωμο τσούλι κατ' απ' την κληματαριά μπροστά στο σπίτι τους, που αν κι εγκαταλειμμένο από χρόνια εξακολουθούσε να κρατάει κάτι απ' την παλιά αίγλη της καλής και γερής του κατασκευής. Κάποτε ήταν το καλύτερο σπίτι του χωριού και ίσως το πιο ανοιχτόκαρδο και χαρούμενο. Εδω γεννήθηκε και μεγάλωσε μαζί με τον παππού και τη γιαγιά του που τον είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Εδω σ' αυτή την αυλή έτρεχε πάγου κάτου άτακτος και
ζωηρός όπως ήταν, με τη γιαγια ξωπισω του να διαμαρτύρεται για τις καταστροφές π' έκανε στα φυτό και τα λουλούδια, ενώ ο παππούς του από πισω γελούσε χαρούμενος και την καθησύχαζε. - Αστο το παιδι να παιξει. Αύριο θα τον σιόξω τον κήπο. Θα τον κόνω πόλι του κουτιού. Του κουτιού, σκέφτηκε. Η αγαπημένη κουβέντα του παππού. Ολα έπρεπε να'ναι σε τόξη, όλα έπρεπε να'ναι τακτοποιημένα και στη σειρό τους. Ολα έπρεπε να'ναι του κουτιού. Ξόπλωσε στο ντιβόνι κι έφερε το χέρι του μπροστό στα μότια του όπως συνήθιζε να κόνει από μικρός κόθε φορό π' ονειροπολούσε. 'Εφερε στο μυαλό του τα ευτυχισμένα παιδικό χρόνια στην τρυφερή αγκαλιό του παππού και της γιαγιός. «Θυμόσαι Βασιλόκη τον μπαμπό σου και τη μαμό σου όταν παντρεύονταν; Αλλο πιο όμορφο και ταιριαστό ζευγόρι δεν ήταν σ' ολόκληρη την Ελλόδα. ψηλός, γεροδεμένος, περήφανος και λεβέντης σα το ισιο κυπαρισσι ο πατέρας σου, πανέμορφη σα νερόιδα η μόνα σου π' όλα τα παλικόρια, όχι μονόχα του χωριού αλλό και σ' όλη την γύρω περιοχή την ειχαν στ' όνειρό τους και την έγνοια τους. Βουνό μας έρχονταν τα προξενιό αλλό η μόνα σου διόλεξε τον πατέρα σου». «Τι χαζό ειναι καλέ αυτό που λες του παιδιού;» πεταγόταν στη μέση η γιαγιό του. «Που να ξέρει αυτό απ' το γόμο των γονιών του που γεννήθηκε ανόμισο χρόνο μετό; Πας με φαινεται να το σασιρντισεις το μωρό. Μια φορό, κακό τα ψέματα, ακόμα έχουν να το λένε ότι ήταν ο καλύτερος γόμος π' έγινε ποτέ στο χωριό. Τι γλέντι ήταν εκεινο; Τι μουζικές που παιζαν τρεις μέρες να γλεντόει όλο το χωριό; Τι φαγιό και τι κέφι ήταν εκεινο; Θυμόσαι καλέ τον Αναστόση της Αντριανής π ήπιε όλο κεινο το τσιπουρο που το'χαμε για εντριβή; Μια νταμιτζόνα ολόκληρη ήπιε ο χριστιανός». Ομορφα χρόνια σκέφτηκε και κόντεψαν να τον πόρουν τα κλόματα. Ο πατέρας του ήταν ένας χαρούμενος γλεντζές, που σαν έμπαινε στο σπιτι το γέμιζε χαρό κι αστεια, αν και πόντα ήταν λιγο πολύ πιωμένος. Ειχε ωραιο παρόστημα κι έναν αέρα αρχοντικό που γέμιζε τον τόπο όπου κι αν βρισκόταν, χώρια απ' το ότι τραγουδούσε τόσο γλυκό π' όλοι στο χωριό τους καλούσαν στα σπιτια τους στις γιορτές και στις χαρές τους. Η μόνα του, πόντα λιγομιλητη και χαμογελαστή αν και με μια μόνιμη πικρα στα χειλια, πήγαινε πόντα μαζι του παρ' όλο π' όλη μέρα σκοτώνονταν να δουλεύει υπομονετικό στα χωρόφια, πιο όντρας απ' τους όντρες. Ο πατέρας δεν ειχε καμιό όρεξη για δουλειό. Σκωνόταν αργό το πρωι πόντα χαρούμενος και γελαστός κόνοντας τα πλόνα του για την καλοπέραση της μέρας.
«Σήμερα στο μαγαζι του Περόνια θα γινει τρικούβερτο γλέντι», έλεγε στον Βασιλόκη και τον έπαιρνε τρυφερό στην αγκαλιό του.
Η γιαγιά, με σουφρωμένα χειλια, του'φερνε ένα ποτηράκι ρακι όπως κάθε πρωι για να σάξει το στομάχι του, όπως έλεγε. «Τουτος ο αναθεματισμένος ο Περόνιας θα μας κλεισει μια μέρα το σπιτι. Εγώ θα πεθάνω αλλά να θυμάστε αυτά που σας λέω». Ο πατέρας του δε της έδινε σημασια παρά άρχιζε να κάνει στο Βασιλάκη “το μάθημα της μέρας” όπως το'λεγε. «Οι άντρες αγόρι μου δεν ειναι πλασμένοι για δουλειά. Γι' αυτό κι ο Θεός έκοψε απ' τα παιδια του ένα κομμάτι κι έκανε τη γυναικα για να'χει κάποιον να δουλευει και να τον υπηρετει». Γελουσε δυνατά με κεινον τον χαρουμενο κι ανοιχτόκαρδο τρόπο του. «Η γυναικα πρώτη στη δουλειά κι ο άντρας πρώτος στο γλέντι. Κατάλαβες; Φαντάζεσαι να δουλευαν οι άντρες και να γλεντουσαν οι γυναικες; Θα γυρνουσε ο κόσμος τα πάνου κάτου». Με τον καιρό ο πατέρας άρχισε να πινει όλο και πιο πολυ. Ολο και πιο συχνά ήταν τόσο μεθυσμένος, που τον κουβαλουσαν στο σπιτι σε κακά χάλια. Ολα τα λεφτά του σπιτιου πήγαιναν πια στο πιοτό ενώ η μάνα του άρχισε να κατσιάζει απ' τη σκληρή δουλειά και τη στεναχώρια. Τον πατέρα του πάψαν σιγά σιγά να τον καλουν στα σπιτια και τις γιορτές τους, γιατι όπως λέγαν έπινε πολυ και γινόταν “δυσάρεστος”. Αυτό το “δυσάρεστος” στην αρχή ο Βασιλης δε το καταλάβαινε, ώσπου μια μέρα που ο πατέρας του ήρθε στο σπιτι αργά το βράδυ σκνιπα στο μεθυσι κι άρχισε να μαλώνει με τη μάνα του γιατι δεν ειχε να του δώσει λεφτά να πάει στου Περόνια να συνεχισει. Στο τέλος σήκωσε το χέρι του και της άστραψε έναν μπάτσο, που την πέταξε στην άλλη άκρη της κουζινας. Ο παππους πετάχτηκε πάνω και του άρπαξε το χέρι μ' όση δυναμη κρατουσαν τα κότσια του και του'πε με την όπως πάντα ήρεμη και σταθερή φωνή του.
«Ανέστη, μη γινεσαι δυσάρεστος». Αυτή η κουβέντα του'μεινε τόσο δυνατά καρφωμένη στο μυαλό, π' άμα την άκουγε τον έπιανε κάτι σα πανικός. Ίδρωνε, κοκκινιζε, λυγιζαν τα γόνατά του και χανόταν το μυαλό του. Κάτι σα σουβλιά περνουσε το στομάχι και τα σωθικά του κι αιστάνονταν τον κόσμο να γυριζει και να χάνεται γυρω του. Μέσα σε μια κουβέντα όλα τα κακά κι οι πικρες του ντουνιά. «Ποτέ στη ζωή σου μη γινεις δυσάρεστος», ψιθυρισε έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος κι ένοιωσε τον πανικό να φουντώνει μέσα του και να του γιομιζει τα στήθια. Ο παππους του πέθανε κοντά ένα χρόνο μετά. 'Εσβησε, όπως ειπε η γιαγιά, απ' τον καημό του μετά από κεινο το επεισόδιο. 'Ετσι πως καθόταν στην αγαπημένη του θέση στο μιντέρι διπλα στο παράθυρο, έγειρε κει το κεφάλι του πάνω στο
τζαμι σα να τον πήρε ο υπνος κι έσβησε σα το πουλι με μια πονεμένη χλομαδα στο μουτρο του. Χωρις ουτε έναν αναστεναγμό. Πέντε μήνες αργότερα τους αφησε κι η γιαγια π' αρρώστησε απ' τον καημό της, όχι μόνο γιατι έχασε τον αντρα της, αλλα και γιατι στο σπιτι τα πραματα χειροτέρευαν με μεγαλη γληγοραδα λες κι ο παππους ήταν εκεινος που μέχρι τότε κρατουσε κουτσα στραβα το μπαλαντσο. Οι φασαριες και οι καυγαδες δυναμωναν καθημερνα, μια κι ο πατέρας ζητουσε όλο και περισσότερα λεφτα για το πιοτι. Στο χωριό ειχε πια καταντήσει περιγελος και κοροιδια ολονών. 4 Ο Βασιλης ανακαθισε στο ντιβανι και ξαναφερε στο μυαλό του τα λόγια π' ειχε να πει στη μανα του τώρα που θα γυρνουσε όπου να'ναι απ' το χωραφι. Άπό χτες το βραδυ που ξαναμιλησε με τον θειο Χαραλαμπο, φέρνει και ξαναφέρνει στο μυαλό του τον τρόπο με τον οποιο θ' αναγγειλει στη μανα του τα καινουρια του σχέδια.
«Ποια καινουρια;» χαμογέλασε. Μήπως ειχε τιποτα σχέδια μέχρι τα σήμερα; Πρώτη φορα τώρα π' έγινε δεκαεννια χρονώ κανει σχέδια για το μέλλον του. Πρώτη φορα μπήκε και σφήνωσε στο μυαλό του η σκέψη ότι πρέπει να φυγει όσο γινεται πιο γρήγορα απ' το χωριό, αν δε θέλει να βαλτώσει και να παλευει μια ζωή στη μιζέρια. Εδώ κι ένα χρόνο που τέλειωσε με χιλια βασανα και ταλαιπώριες αλλα με αριστα το γυμνασιο, δε κανει τιποτ' αλλο παρα να τρέχει πισω απ' τον μεθυσμένο πατέρα του και να φροντιζει τ' ανυπαρκτα οικονομικα της οικογένειας. «Κατι καλυτερο θα βγει πουλακι μου αν αναλαβεις εσυ», τον έδινε θαρρος η μανα του. «Ο πατέρας σου, το βλέπεις και μόνος σου, δε μπορει πια να προσφέρει το παραμικρό. Εσυ θα τα καταφέρεις μια χαρα. Κοτζαμαν γυ μνασιο τέλειωσες». Το γυμνασιο, μιαμιση ώρα δρόμο με τα πόδια ως την κοντινότερη κωμόπολη, το τέλειωσε βγαζοντας που λέει ο λόγος μαζι και την ψυχή του παππου του π' επέμενε τόσο πολυ που τις περισσότερες φορές για να τον δώνει κουραγιο περπατουσε μαζι του όλη αυτή τη διαδρομή.
«Άμα τελειώσεις το γυμνασιο παιδι μου, βανεις ένα χρυσό δαχτυλιδι στο χέρι σου. Μπορεις να πας στη Σαλονικη και να βρεις δουλεια με κλειστα ματια. Άσε που γινεσαι ανθρωπος γραμματισμένος και σε σέβονται όλοι. Άνθρωπος αγραμματος χειρότερος απ' ένα κουτσουρο ειναι. Παρε για παραδειγμα εμας που μειναμε κολλημένοι στα χωραφια και τη λασπη». Άκουσε την ξυλινη αυλόπορτα π' ανοιξε με τον τρόπο π' εδώ και καιρό ανοιγει μ' ένα σήκωμα, αφου οι μεντεοέδες της σκουριασαν
και σκίστηκαν. Είδε τη μάνα του π' έμπαινε με το κουρασμένο κι αργό της βήμα και κόντεψε να βάλει τα κλάματα. Πως κατάντησε έτσι γριά στα σαράντα της μόλις χρόνια η φουκαριάρα η μάνα του; Ετσι όπως τον είδε εκείνη όρθιο ξαφνικά μπροστά της, αναπέταξε η καρδιά της και το μούτρο της φωτισε ξανανιωμένο. - Παλικάρι μου, είπε και κρεμάστηκε στο λαιμό του. Παλικάρι μου γλυκό. Ψυχή της ψυχής μου. Τζιέρι μου που ψήλωσες και δε σε φτάνω να σ' αγκαλιάσω. Ελα κάτσε δω δίπλα μου στο ντιβάνι να με πεις τα νέα. Τι έγινε με τα καπνά μας; Πότε θα μας δωσουν την αποζημίωση; - Εντάξει. Τελειωσαμε μ' αυτόν το μπελά, απάντησε σκεφτικός. - Πότε θα πάρουμε την αποζημίωση αγόρι μου; ρωτησε ξανά κοιτάζοντας τον στα μάτια. - Θα μας ειδοποιήσουν, απάντησε αδιάφορα κοιτάζοντας μακριά. Θα μας ειδοποιήσουν. - Εμείς τωρα αγόρι μου μάθαμε να ζούμε χωρίς λεφτά. Σα του Ναστρεδίν χότζα το γάιδαρο γίναμε κι ωσπου να μάθουμε να μη τρωμε θα ψοφήσουμε σα και κείνον. Την ξέρεις αγόρι μου την ιστορία με τον γάιδαρο του χότζα; - Την ξέρω πολύ καλά, απάντησε ανόρεχτα. Με την έλεγε ο παππούς σκεδόν κάθε μέρα. Η μάνα του τον έπιασε με τις δυο της χούφτες το κεφάλι και του το γύρισε προς το μέρος της. Τον κοίταξε στα μάτια ωρα πολλή και τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο. - Κάτι έχεις εσύ που σε βασανίζει και θέλεις να με το πεις. Πέστο λοιπόν να τελειωνου με. Οσο κι αν είχε σκεφτεί ωρες ολόκληρες από χτες το βράδυ για το πως θα της μιλούσε. Οσο κι αν είχε αποστηθίσει τα λόγια αλλάζοντας τα εκατό φορές. Οσο κι αν μέτρησε και ξαναμέτρησε τις κουβέντες του για να μη την σταναχωρέσει και την πληγωσει. Οσο κι αν είχε δοκιμάσει μπροστά στον καθρέφτη τον τρόπο με τον οποίο θα της μιλούσε και το ύφος με το οποίο θα της τα'λεγε, τωρα ένοιωθε σασιρντισμένος κι ανήμπορος. - Μίλησα με τον θείο Χαράλαμπο τον αδερφό σου, κατάφερε μόνο να μουρμουρίσει. - Ναι...! έκανε με αγωνία η μάνα του. Και τι είπατε....; - Του ζήτησα να με πάρει εκεί στη Σουηδία που βρίσκεται και με είπε ότι θα το κάνει με μεγάλη χαρά. Θέλει όμως οπωσδήποτε τη δικιά σου έγκριση. Τινάχτηκε απότομα πάνω και στάθηκε μπροστά στη μάνα του που καθισμένη στο ντιβάνι τον κοιτούσε κατατρομαγμένη με τη δεξιά της χούφτα να κρατά σφαλιστό το στόμα της. Ετσι που την είδε φοβισμένη κι απελπισμένη τη λυπήθηκε. Για μια στιγμή, για μια
μόνο στιγμή, λιποψύχησε αλλά αμέσως συνήφερε και συνέχισε αποφασιστικα.
- Θέλω μαμό να φύγω και να πόω μαζι του, αν και το σκέφτηκα πολύ να σας αφήσω μόνους σας. Ο μπαμπός ειναι σε πολύ κακό χόλι κι απ' ότι καταλαβαινω έφτασε σε σημειο που δεν έχει πια γι' αυτόν γυρισμό. Η μόνα του τον έπιασε απ' το χέρι και τον τρόβηξε μαλακό να κότσει πόλι διπλα της. 'Εβαλε το πρόσωπο της στις χούφτες της, έγειρε το κεφόλι της πόνω στα γόνατό της έτσι όπως καθόταν ζαρωμένη κι όρχισε να κλαιει πνιχτό μ' έναν τρόπο σα να'βγαζε από μέσα της το παρόπονο μιας ζωής. 'Ενα πνιχτό και πονεμένο κλόμα σα μοιρολόι. - Να πας παιδι μου, ειπε μετό από λιγο μέσ' απ' τα κλόματό της. Να πας στην ευχή και ξέχασε μας εμός. Εμεις πια ειμαστε χαμένοι έτσι κι αλλιώς. Τρόβα συ παιδι μου να σωθεις. Τρόβα να γλιτώσεις.
5 Ο πατέρας του δε ξεμέθυσε ούτε μια στιγμή τις επόμενες μέρες για να μπορέσει να τον ενημερώσει για τη μεγόλη απόφαση που πήρε να ξενιτευτει. Με τη βοήθεια της μόνας του ετοιμόστηκε σκεδόν στα κρυφό, γιατι ήταν κινδυνος αν έπαιρνε μυρουδιό ο πατέρας του να κόνει τέτοια φασαρια στον Χαρόλαμπο, που να τον ανόγκαζε να μετανιώσει. Το'πε εξόλλου στο καφενειο μετό που τους έπιασε να μιλούν αναμεταξύ τους. «Αυτός ο ρουφιόνος ο κουνιόδος μου ο Χαρόλαμπος, αφού μ' έφαγε το δικιο και την περιουσια μου θέλει φαινεται τώρα να με φόει και το παιδι. Χιλια κομμότια θα τον κόνω τον πεζεβέγκη». Οχι πως τον ένοιαζε αυτό καθ' αυτό το φευγιό του γιου του, αλλό ακόμα και μέσ' απ' το θολωμένο απ' το πιοτό μυαλό του καταλόβαινε ότι αν τους παρατούσε κόποια μέρα ο Βασιλης, ήταν χαμένος κι αυτός κι η γυναικα του. Ο Βασιλης ήταν το μοναδικό τους πια στήριγμα. Το δέσιμό τους με τη ζωή. Η ετοιμασια για το ταξιδι του δεν ήταν και τιποτα το σπουδαιο. Ολα του τα πρόματα μαζεύτηκαν σε πέντε λεπτό και μπήκαν σ' έναν χασεδένιο τορβό που τον ειχε από νέος ο παππούς του όταν πήγαινε σε κεινα τα χωρόφια στο Καρσι να μπολιόσει τις αγριελιές. Πήρε όμως κοντό μια βδομόδα να βγόλει το διαβατήριό του, που ας ειναι καλό ο θειος Χαρόλαμπος, ανόλαβε και τις διαδικασιες και τα έξοδα. Ολα ήταν ταχτοποιημένα κι έτοιμα απ' την προηγούμενη το μεσημέρι. Από κεινη την ώρα και μέχρι αργό το βρόδυ δε σταμότησε ούτε λεπτό να κουβεντιόζει με τη μόνα του. Αιγομιλητη και κόπως απόμακρη σ' όλη της τη ζωή, λες κι όλλαξε με μιας. Τριγυρνούσε όλο τ' απόγεμα μέσα στο σπιτι και του
μιλουσε ασταμάτητα για χιλια πράματα, θαρρεις και το'χε πάρει απόφαση ότι ήταν η τελευταια φορά που τον ειχε κοντά της. Τη φχαριστιόταν ο Βασιλης αυτή την κουβέντα και τ' ασταμάτητο παραμιλητό της μάνας του. Μερικές φορές μάλιστα σκέφτηκε να τα παρατήσει και να μεινει κοντά της που τον ειχε τόση ανάγκη, αλλά αμέσως απόδιωχνε αυτές τις σκέψεις. Για μια στιγμή της το'πε κιόλας. «Μ' έρχεται να μετανιώσω μαμά που σ' αφήνω μόνη». Εκεινη τινάχτηκε σα να τη δάγκασε φιδι. Κρεμάστηκε στο λαιμό του και τον κοιταξε με τα βουρκωμένα της μάτια γεμάτα λαχτάρα νεκατωμένη με τρόμο. «Να φυγεις», ειπε με βραχνή ψιθυριστή φωνή. «Να φυγεις και να μη κοιτάξεις ουτε πισω σου που λέμε. Οπου και να πας, όσο άσκημα και να'ναι κει, σιγουρα θα'ναι παράδεισος άμα το μετρήσεις με τη δικιά μας κόλαση εδώ». Σκουπισε τα μάτια της με την ποδιά της και χαμογέλασε με κόπο.
«Σα προκόψεις εκει που πας Βασιλη μου να'ρθεις να με πάρεις κι εμένα. Να ζήσω πουλάκι μου, ας ειναι και για λιγες μόνο μέρες, σαν άνθρωπος. Οχι..., Οχι..., έβαλε απότομα μια φωνή κρατώντας με τα δυο της χέρια το στόμα της. Που θ' αφήσω τον πατέρα σου σε τέτοια χάλια π' έφτασε ο βλογημένος;» Κάθισε στην καρέκλα κοιτώντας επιμονα το σανιδένιο πάτωμα και κουνησε πέρα δώθε το κεφάλι της.
«Πέρασα πολυ ωραιες μέρες με τον πατέρα σου τα πρώτα χρόνια. Πόσο τον αγαπουσα και τον καμάρωνα δε λέγεται. Ακόμα ειναι μέσα μου μεγάλο κομμάτι από κεινη την αγάπη Βασιλη μου. Μακάρι να γινεις μεγάλος και τρανός και να σε καμαρώνω, αλλά τον άντρα μου δε πρόκειται να τον αφήσω για όλα τα καλά του κόσμου».
Β Παρασκευή πρωι, ξημέρωμα ακόμα, ένοιωσε τη μάνα του που τον έσπρωξε να ξυπνήσει. - Σήκω, του'πε. 'Ηρθε η ώρα. Σκώθηκε απ' το κρεβάτι και την κοιταξε που προσπαθουσε να κρυψει τα μουτρα της για να μη δει ότι ήταν κλαμένη και ξενυχτισμένη. Ντυθηκε, πήρε ένα κομμάτι μαυρο ψωμι και μερικές ελιές απ' το φανάρι και τα καταβρόχθισε γρήγορα γρήγορα. - Τι ώρα ειναι; ρώτησε τη μάνα του που στεκόταν όρθια διπλα στο παράθυρο και πρόσεχε την κάθε του κινηση προσπαθώντας λες ν' αποτυπώσει τα τελευταια του σουσουμια, να τα'χει φυλαχτό τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη. - Τι ειπες; ρώτησε. - Την ώρα. Δες την ώρα και πε με.
Γυρισε προς το παραθυρο, έγειρε σκυβοντας λαφρια προς τ' αριστερα το κορμι της και κοιταξε στο καμπαναριό της εκκλησιας. - Εξη παρα δέκα λέει το ρολόι. Άς ειναι καλα ο Γιαννης της Ευανθιας που ξενιτευτηκε στην Άμερική πριν χρόνια και μας έκανε χαρισμα το καμπαναριό και το ρολόι. Άς ειναι καλα ο ανθρωπος που μας ξεστραβωσε και ξέρουμε τουλαχιστο την ώρα. Άμα προκόψεις εκει που πας γιε μου να κανεις και συ ένα τέτοιο καλό για το χωριό να μας θυμανται όλοι. - Θα προκόψω μανα, ειπε και την έπιασε δυνατα απ' το μπρατσο. Άισθανομαι δυνατός κι αποφασισμένος. Θέλω να ξέρεις ότι δε φοβαμαι τιποτα. - Μια πέρδικα παινέθηκε ι πως δε φοβαται κυνηγό. ι Κι ο κυνηγός σαν τ' ακουσε ι εβγήκε νυχτα στα βουνα ι τα βρόχια του να στήσει. - Τι μουρμουριζεις μαμα; - Τιποτα λεβέντη μου. Οποιος γερναει παραμιλαει. Παλι μ' έπιασε λογοδιαρροια. Τιναξε λιγο το κεφαλι της σα να'θελε να βαλει στη σειρα τα μυαλα της. - Σε δέκα λεπτακια σε περιμένει ο Χαραλαμπος να ξεκινήστε. Να τον πεις να προσέχει στο δρόμο. Τόσα και τόσα γινονται καθε μέρα. Άμα τα καταφέρεις αγόρι μου και μπορέσεις μια μέρα να'ρθεις μ' ένα τέτοιο αυτοκινητο σα του Χαραλαμπου, θα με πας ένα ταξιδακι μέχρι τη Σαλονικη. Τι αυτοκινητο ειν' αυτό τζανουμ π' έχει ο Χαραλαμπος; - Βόλβο ειναι καλέ. Άπ' τα καλυτερα ειναι. Το φτιαχνουν εκει στη Σουηδια. - Τσ..., το... έκανε με θαμασμό η μανα του. Σπουδαιοι ειναι παιδι μου αυτοι εκει. Ολόκληρα αυτοκινητα φτιαχνουν κι εμεις εδώ δεν ειμαστε αξιοι να φτιαξουμε μια καρφιτσα. Άς ειν καλα ο ήλιος που μας δινει γεννήματα κι έχουμε να φαμε. - Οσα ειπες αυτές τις τελευταιες μέρες μαμα δε τα ειπες σ' όλη σου τη ζωή, χαμογέλασε και την αγκαλιασε απ' τους ώμους. Άντε παμε τώρα γιατι περναει η ώρα κι ο θειος Χαραλαμπος ειπε ότι θα με περιμένει έτοιμος στις έξη ακριβώς έξω απ' το σπιτι του. Άμα δεν εμφανιστώ μέχρι τις έξη και τέταρτο πα να πει ότι αλλαξα γνώμη και θα φυγει μόνος του. Η μανα του γυρισε απότομα και τον αγκαλιασε σφιχτα απ' το λαιμό φιλώντας τον σ' όλο το πρόσωπο με παθος. - Δε θα'ρθω στου Χαραλαμπου ειπε. Δε μπορώ να τον αντικρισω στα μουτρα μετα από τόσα χρόνια. - Καλα, ειπε ο Βασιλης και την έσπρωξε μαλακα. Πήγε προς την κρεβατοκαμαρα κι ανοιξε με προσοχή την πόρτα. Ειδε τον πατέρα του που κοιμόταν ανασκελα ροχαλιζοντας δυνατα. Κουνησε το χέρι του σα σε αποχαιρετισμό, ενώ δε μπόρεσε να κρατήσει ένα δακρυ που κυλησε απ' τα ματια του. - Γεια σου μπαμπα, ειπε πνιχτα.
Οπως συνεννοηθήκαμε, γύρισε στη μάνα του. Να του πεις ότι έφυγα με δική μου θέληση για τη Σαλονίκη. Εντάξει; Με τίποτα δε θέλω να του πεις ότι ξενιτεύτηκα και μάλιστα με τον θείο Χαράλαμπο. Θα τον πονέσει πολύ να το μάθει. Σύμφωνοι; Ζαλωθηκε τον τορβά του, σιγουρεύτηκε ότι έχει το διαβατήριό του στη μέσα τσέπη του σακακιού του και κοίταξε χαμογελωντας τα μανίκια που κόντευαν να φτάσουν στους αγκωνες του. Ανοιξε την ξωπορτα και βγήκε χωρίς να πει άλλη κουβέντα, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ακουσε μόνο, την ωρα π' έβγαινε απ' την αυλόπορτα, το σούρσιμο απ' το νερό π' έριχνε η μάνα του στο καταπόδι του κι άκουσε την πνιχτή στο κλάμα φωνή της. - Ί σα με να στεγνωσει να'ναι πίσω τ' αγόρι μου.
ΚΕΦΑΛΑΤΟ 2ο
5
Ο Δημήτρης άνοιξε τα μάτια του ξυπνωντας απ έναν βαθύ αλλά ευχάριστο ύπνο και κοίταξε το ξεχαρβαλωμένο και φουσκωμένο ταβάνι. Χασμουρήθηκε φχαριστημένος, γύρισε μαχμουρλίδικα στο πλάι και χαμογέλασε ξανακλείνοντας τα μάτια με την ελπίδα να συνεχίσει τ' όνειρο που τόσο ζωντανά έβλεπε μόλις τωρα. Ήταν λέει μικρός. Στις πρωτες τάξεις του δημοτικού πρέπει να ήταν 5 στ όνειρό του. Εβγαινε τάχα απ' το σπίτι τους, όχι αυτό που μένουν τωρα μαζί με τον παππού και τη γιαγιά του αλλά τ' άλλο, το “καλό” τους το σπίτι όπως ακόμα το λέει, που μέναν όταν ήταν ακόμα στο δημοτικό. Εκεί δίπλα στο λάκκο απέναντι απ' την αλάνα των παιδικων του παιχνιδιων τον “παράδεισο”. 'Ηταν ένα από κείνα τα όμορφα καλοκαιρινά πρωινά που προμηνούσαν μια ζεστή αλλά ευχάριστη μέρα γεμάτη παιχνίδια με τους φίλους του κι ατέλειωτες εξερευνήσεις μέσα στο λάκκο, που σαν έσφιγγε κατά το μεσημεράκι η ζεστή χωνονταν στα πάντα ανεξερεύνητα και δροσερά σωθικά του. Κοίταξε απέναντι στον παράδεισο κι είδε όλη τη “συμμορία” μαζεμένη στο χτιστό πεζούλι του πηγαδιού να κάθονται 5 αραδιασμένοι και να κοιτάν στα μάτια τον αρχηγό το σπίνο, π όρθιος μπροστά έδινε τις εντολές του και κανόνιζε τα παιχνίδια και
τα πραγραμμα της μέρας Ο Δημήτρης ήταν πάντα αργοπορημένος γιατί τον καθυστερούσε η μάνα του, που θαρρείς το'κανε επίτηδες μόλις τον έβλεπε να χοροπηδάει απ' τη λαχτάρα του να τρέξει στους φίλους του και τα παιχνίδια.
«Περιμενε», του κουνούσε αυστηρό το δόχτυλο. «Ακόμα καλό καλό δε ξημέρωσε. Καν και χορτόσεις μ' αυτό τα παιχνιδια και με την αλητοπαρέα της συμμοριας. Κότσε πρώτα να φας». «Εφαγα καλέ μαμό». Τον κοιτούσε από πόνω ισα με κότω σαν αξωματικός π' επιθεωρει φαντόρο, ζύγιαζε μερικό δευτερόλεπτα τις κουβέντες της και ξαμολούσε τις μαγικές, ιδιες κόθε μέρα, λέξεις. «Αντε στα τσακιδια κι όχι πολλές πολλές αλητειες». Αυτή η αργοπορια νευριαζε τον αρχηγό που κόθε φορό π' έφτανε στην παρέα τον φιλοδωρούσε με μια σβουριχτή, όπως έλεγε την ξώφαλτση καρπαζιό στο πισω μέρος του κεφαλιού.
«Πόλι τελευταιος και καταιδρωμένος ρε κοιμήση;» τον παρατηρούσε. 'Ηταν εκει όλοι τους. Ο αρόπης, ο κεφόλας, ο γκεμετζές, ο βλόχος,
οι καραβουζούνιδες, ο μύξας, το παρτόλι, ο γιγας κι ο γκαβούλιας π' ήταν απ' όλους ο καλύτερός του φιλος. Ο Δημήτρης έκανε να τρέξει προς το μέρος τους, αλλό θαρρεις και κόπως κολλημένα ήταν τα πόδια του ή μόλλον τα κουνούσε κι έτρεχε όμως ο ιδιος δε κουνιόταν απ' τη θέση του. Κουρασμένος και πνιγμένος στον ιδρώτα προσπαθούσε μ' αγωνια να φτόσει στο πηγόδι και στη συμμορια αλλό δεν μπορούσε να κουνηθει ρούπι απ' τον τόπο του. Προσπόθησε λαχταρισμένος να τους φωνόξει. Να τον δουν ότι ειναι κει και μπορούν να τον λογαριόζουν στο παιχνιδι, όμως καταλόβαινε ότι όσο και να φώναζε ή δε τον όκουγαν ή δεν έβγαινε φωνή απ' το στόμα του. Τον έπιασε πανικός κι έβαλε τα κλόματα την ώρα ακριβώς π' ειδε να βγαινει από πισω η μόνα του που του χαμογελούσε μ' αγόπη.
«Αντε πουλόκι μου», ειπε τη συνηθισμένη της κουβέντα κόθε φορό π' ήταν τρυφερή μαζι του. «Τρόβα να παιξεις με τους φιλους σου. Δε βλέπεις ότι όλη η συμμορια σε κοιτόζει και σε περιμένει;» Τον όγγιξε μαλακό στην πλότη και τότε λύθηκαν αμέσως κεινα τα μόγια που τον κρατούσαν δεμένο κι ακινητο. Αρχισε να τρέχει μ' όλη του τη δύναμη να προλόβει τα παιχνιδια. Ο αρχηγός πιστός στη συνήθειό του, του κατέβασε τη γνωστή σβουριχτή και συνέχισε να μιλόει και να εξηγει, ότι όσο ειναι ακόμα πρωι κι έχει δροσιό θα παιξουν ποδόσφαιρο. Πιο ύστερα που θ' αρχισει να σφιγγει η ζεστή θα μπουν στο λόκκο π' έχει πόντα δροσιό κι εξερευνώντας και παιζοντας θα πόνε ισα με κότω το στρατιωτικό θέατρο.
«Κι από κει γραμμή στην Καλαμιτσα για μπόνιο» κατόληξε. «Καταλόβατε ρε κωθώνια;» «Εγώ λέω ν' αφήσουμε το ποδόσφαιρο και να μπούμε από τώρα στο λόκκο», πετόχτηκε ο αρόπης. «Η Καλαμιτσα ειναι μακριό και θ' αργήσουμε. Ο μπαμπός μου ειπε ότι όμα δε βρισκομαι στο σπιτι κόθε μεσημέρι τ' αργότερο στις μια η ώρα θα με κόνει τ' αλατιού».
«Κι εμεις συμφώνου με με τον αράπη», ειπαν οι καραβουζουνιδες μ' ένα στόμα. «Οσοι συ μφωνουν με τον αράπη να σκώσουν τα χέρια τους», πρότεινε ο αρχηγός. Ολοι σκεδόν σήκωσαν τα χέρια τους κι αμέσως ο σπινος κινησε μπροστά με τη συμμορια ξωπισω του. Κατέβηκαν στο λάκκο απ' τη μουριά π' ήταν μόλις πεντέξι μέτρα απ' το πηγάδι και πήραν με γέλια και φωνές τον κατήφορο. Εκει, πάνω στο καλυτερο μπορει να πει, ξυπνησε με την παιδική 5 λαχτάρα να του ριγά όλο του το κορμι και με τη γλυκιά αιστηση π ένοιωθε ακόμα μέσα του από κεινο τ' άγγισμα της μάνας του, που τον λευτέρωσε απ' τα περιεργα δεσμά που τον κρατουσαν ακινητο κι ανήμπορο. «Σημαδιακό τ' όνειρο», μουρμουρισε χαμογελώντας ευχαριστημένος. 5
Σήμερα ειναι η μέρα που θα φυγει επιτέλους απ αυτόν τον “κοπρόλακκο" όπως αποκαλει την πόλη τους ο Τζένος ο °μαρξιστής' κατά πως ειναι γνωστός σ' όλους. «Ορθόδοξος μαρξιστής», συμπληρώνει πάντα ο Τζένος. «Η πόλη μας έλεγε ειναι σαν ένας τεράστιος κοπρόλακκος, όπου μέσα του σερνόμαστε σα τα σκουλήκια. Βάλαν και στην κορφή του βουνου, την Καμήλα, έναν τεράστιο σταυρό κι ειναι σα να μας έθαψαν. Να δουμε πότε και πως θα γλιτώσουμε από τουτη την κακομοιριά». Εδώ στη μικρή τους επαρχιακή πόλη δε γινόταν τιποτα. Ολα θαρρεις κι ειχαν μεινει ακινητα εδώ και δεκάδες, ισως ακόμα κι εκατοντάδες χρόνια τώρα. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου ο ενθουσιασμός του κόσμου έδειξε ότι κάτι πήγαινε ν' αλλάξει, όμως ο εμφυλιος και οι διωγμοι που τον ακολουθησαν ανάγκασαν όλους να μαζευτουν στο καβουκι τους και να κοιτάν το σπιτι τους και τη δουλειά τους, αν ειχαν κάποια, γιατι η ανεργια ήταν ένας επιπλέον λόγος να κλεινουν τα στόματα όσων ειχαν κάτι να πουν. Ολοι έδειχναν να συ μφωνουν με τον Τζένο, εκτός απ' τον Βαγγέλη τον «καβαφικό» όπως τον φώναζαν, γιατι γυρνουσε όλη μέρα και ιδιαιτερα τα βράδια μ' ένα βιβλιο με τα ποιήματα του Καβάφη παραμάσχαλα. Οταν σουρουπωνε για τα καλά, μαζευονταν όλη η παρέα στο γνωστό τους στέκι το ζαχαροπλαστειο του Λευτέρη και μόλις τέλειωναν οι κουβέντες, οι φαντασιες και τα παινέματα ολονών για τις γυναικες και τις κατακτήσεις τους, ο Βαγγέλης άνοιγε το βιβλιο και πότε με το καλό πότε με το ζόρι, τους διάβαζε κάποιο ποιημα που από πριν ειχε διαλέξει και ζητουσε να το κουβεντιάσουν.
«Αιγη φιλολογική ώρα ρε παιδιά», έλεγε μουδιασμένα κοιτώντας λοξά το Τζένο.
Ο Τζένος γινόταν θηριο. «Άυτα ειναι ψυχανεμισματα και κουβέντες του αέρα», κοκκινιζε απ' τα νευρα του. «Άποπροσανατολιζουν τους ανθρώπους απ' τα πραματικα τους προβλήματα. Ο ιδρώτας για το ψωμι κι ο αγώνας του εργατη να σταθει αυτός κι η οικογένεια στη ζωή, ειναι τα μόνα π' έχουν αξια κι ειναι τα μόνα π' αξιζει τον κόπο να τα κουβεντιαζουμε. Το φτιαξιμο μιας καλυτερης και δικαιότερης κοινωνιας πρέπει να μας απασχολει κι όχι αυτές οι καβαφικές μπουρδες». Χτες βραδυ όμως, τελευταια βραδια π' ήταν με την παρέα ο Δημήτρης για να τους αποχαιρετισει, ο Τζένος τους ξαφνιασε όλους. Ο Βαγγέλης πιστός στη συνήθεια του ανοιξε σε καποια στιγμή το βιβλιο του και διαβασε κατω απ' τις έντονες διαμαρτυριες του Τζένου ένα ποιημα, π' όπως ειπε το'χε διαλέξει ειδικα για το φευγιό του φιλου τους. Μόλις τέλειωσε ειδαν όλοι έκπληκτοι τον Τζένο να κανει νόημα στον Βαγγέλη να το ξαναδιαβασει. Εκεινος αλλο που δεν ήθελε. Βολευτηκε όσο πιο αναπαυτικα γινόταν στη σκληρή ξυλινη κι αβολη καρέκλα του και διαβασε, για πρώτη ισως φορα χωρις τις διαμαρτυριες και τις φωνές του Τζένου, με τέμπο κι όμορφη απαγγελια το ποιημα. Χωρις ττερισκεψην, χωρις λυττην, χωρις αιδώ Μεγαλα κι υψηλα τριγυρω μου έκτισαν τειχη. Και καθομαι κι απελπιζομαι τώρα εδώ. Άλλο δε σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τυχη Διότι πραγματα πολλα έξω να καμω ειχον. Ά όταν έκτιζαν τα τειχη ττώς να μην προσέξω. αλλα δεν ακουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Άνετταισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
«Άνεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω», μουρμουρισε εκστασιασμένος ο Τζένος. Άυτό το βραδυ δε θα το ξεχασει ο Δημήτρης όσα χρόνια κι αν περασουν. 'Ηταν, το καταλαβαινε καλα, η τελευταια βραδια με την
5
παρέα του και η κουβέντα π ακολούθησε για το ποίημα και τη σημασία του ήταν το καλύτερο κατευόδιο στο ταξίδι της ζωής του π' άρχιζε την άλλη μέρα. Τεντωθηκε τεμπέλικα και κοίταξε το μεγάλο ρολόι - διαφήμιση της Νεστλέ - κρεμασμένο απέναντί του ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Πολλές φορές ρωτησε τη γιαγιά του πως βρέθηκε στο σπίτι τους αυτό το τεράστιο ντενεκεδένιο ρολόι αλλά καθαρή απάντηση δε πήρε. Μάλλον, υπέθεσε στο τέλος, το'χε βουτήξει ο παππούς κατά την αποχωρηση των άγγλων όταν άφηναν φεύγοντας ένα σωρό πράματα που δε μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους. Ο Δημήτρης θυμάται ότι κι ο ίδιος κατάφερε να συρθεί κάτω απ' τα συρματοπλέγματα δω παρακάτω στην καπναποθήκη που χρόνια την είχαν επιταγμένη οι Αγγλοι και να πάρει ένα σιδερένιο κουτί με δυο στόμια που κανείς δε μπόρεσε να εξηγήσει σε τι χρησίμευε. Η μάνα του όμως κατάφερε να βρει ένα πολύ καλό τρόπο να παγωνει τη ρετσίνα κάθε Κυριακή μεσημέρι, όταν το'βαζε μέσα στον γκαζοτενεκέ όπου έριχνε κομμάτια πάγο και τον χρησιμο ποιούσε σα παγωνιέρα.
«Εννιά η ωρα», ψιθύρισε χαμογελαστός και ξανατεντωθηκε ευχαριστημένος αλλά και λίγο ανήσυχος. Φεύγει βέβαια σήμερα. Αυτό είναι σίγουρο και το ξέρουν όλοι 5 συγγενείς και φίλοι που τους αποχαιρέτισε από χτες. Φεύγει τ απομεσήμερο απ' το σπίτι του για τη Σαλονίκη όμως από κει και κει τα πράματα δεν είναι ξεκαθαρισμένα για τη συνέχεια του ταξιδιού του. Τα λεφτά που κατάφερε να συγκεντρωσει δε φτάνουν για το ταξίδι αν και του κάνει εντύπωση ότι η ανησυχία του είναι λίγο πολύ «ξωπετση» όπως λέει η μάνα του. Ανησυχεί βέβαια, η αλήθεια να λέγεται, αλλά η ανησυχία του αυτή συνοδεύεται κι από μια ατράνταχτη σιγουριά ότι τελικά θα τα καταφέρει. «Τα νιάτα. Αχ αυτό τα νιάτα», είπε κουνωντας το κεφάλι του ο θειος Πελοπίδας π' είχε πάει προχτές να τον αποχαιρετίσει κι αυτόν με τη σειρά του. «Τα νιάτα καβαλάν βουνά και φαράγγια παιδί μου. Περνάν ποτάμια και θάλασσες. Τα νιάτα είναι ορμή κι αισιοδοξία κι αυτά τα δυο είναι τα καλύτερα εφόδια τ' ανθρωπου».
«Βέβαια», κούνησε το κεφάλι του, «χρειάζονται και τα λεφτά αλλά δυστυχως δε μπορω να σε βοηθήσω ούτε με μια δεκάρα τσακιστή. Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος που λέγαν και οι αρχαίοι ημων πρόγονοι. Λεφτά λοιπόν δεν έχω να σε δωσω αλλά μπορω να σε δωσω όσες συμβουλές τραβάει ο οργανισμός σου. Τζάμπα είναι. Θες μερικές ανιψιέ;» Ίσως είναι η πρωτη φορά εδω και χρόνια που ξυπνάει τόσο αργά κι αυτό οφείλεται στο ότι όλο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνος να γυροφέρνει στο μυαλό του το μεγάλο ταξίδι, π' έφτασε επιτέλους η ωρα να το πραγματοποιήσει.
Φεύγει. Φεύγει για την ξενιτιό και όπως ειπε στους φιλους του που βρέθηκαν όλοι μαζι για να τον αποχαιρετισουν χτες βρόδυ, φεύγει και ριχνει μαύρη πέτρα πισω του. Οχι σα κεινον τον ξόδερφο του τον Αλέκο που πήγε μετανόστης στη Γερμανια και πόνω στο μήνα γύρισε πισω γιατι λέει δεν έβρισκε φασουλόδα να φόει. «Καλό λέει το παιδι», σχολιασε ειρωνικό η μόνα του. «Αφού όλη του τη ζωή ο φουκαρός μόνο φασόλια, ρεβιθια και φακές έτρωγε. Δε θα θέλει τουλόχιστο πέντε χρόνια να συνηθισει το μέσα του στο κρέας;» «Φύγε και μη κοιτόξεις πισω σου τον κοπρόλακκο», σχολιασε πικρόχολα ο Τζένος όταν τελευταιον απ' όλους τον αγκόλιασε χτες βρόδυ. «Κόνε ότι σε περνόει απ' το χέρι να βγεις απ' αυτό τα τειχη που λέει και το ποιημα. Μακόρι να μπορούσα κι εγώ να πόρω μια τέτοια απόφαση αλλό δυστυχώς εγώ δεν έχω τον τυχοδιώκτη μέσα μου». Ίσως αυτή η ακατανικητη δύναμη που νοιώθει να του τριβελιζει το μυαλό και να του ανασκαλεύει τα σωθικό του, ισως αυτή η δύναμη μέσα του που τον σπρώχνει στο φευγιό, ισως η λαχτόρα του να γνωρισει όλλους ανθρώπους κι όλλες κοινωνιες, ισως τα ονειροπολήματα κι οι φαντασιώσεις του τόσα χρόνια για το μεγόλο ταξιδι της ζωής, ισως η λαχτόρα του για το όγνωστο και τ' αναπόντεχο, ισως η ελπιδα μιας προκοπής διαφορετικής απ' αυτή που προσφέρει ο τόπος του, ισως η αγόπη του για την περιπέτεια, ισως όλα αυτό μαζι καθώς και το μυρμήγκιασμα που νοιώθει μέσα του κόθε φορό π' ονειρεύεται το μεγόλο ταξιδι, να μην ειναι τιποτ' όλλο παρό τυχοδιωκτισμός. Ειναι όμως ένα γλυκό κι ευχόριστο συναισθημα. 'Ενα ζωντανό όνειρο. 'Ενα περπότημα στα σύννεφα. Η ανακόλυψη του ξέφωτου σ' ένα σκούρο κι όγριο δόσος. Ο κόσμος όλος του φαινεται πως μοιόζει με το λόκκο και τις ατέλειωτες εξερευνήσεις των παιδικών του χρόνων. 'Ενας τερόστιος λόκκος που δεν έχει αρχή και τέλος. 'Ενας λόκκος που η εξερεύνησή του δε τελειώνει ποτέ. Που χόνεσαι μες στα σωθικό του αλλοπαρμένος να βρισκεις καινούριες σπηλιές, ατέλειωτα ενδιαφέροντα κι απρόσμενα αδιέξοδα. Να τρομόζεις. Να τρομόζεις που δε βρισκεις το τέλος του, που δε ξέρεις την αρχή του. Απλωσε το χέρι του κι όνοιξε το ραδιόφωνο π' ήταν στην εταζέρα παν' απ' το κεφόλι του κι ακούστηκε χαρούμενη η φωνή της τραγουδιστριας. Να με παιρνανε τα σύννεφα Οι όνεμοι, τα κύματα. Να με πόνε σ' ένα έρημο νησι....
Περιεργο μα την αλήθεια, σκέφτηκε. Φευγει για την ξενιτιά και ποιος ξέρει αν και πότε θα ξαναγυρισει αλλά δε τον στεναχωρει ουτε ότι εγκαταλειπει την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε και που έχει αμέτρητες αναμνήσεις, ουτε ότι αφήνει πισω του κλαμένη τη μάνα του και στεναχωρημένο τον πατέρα του π' έμαθε ο καημένος απ' τις τόσες κακουχιες που πέρασε στη ζωή του να κρυβει βαθιά τον πόνο του. Το μόνο που τον στεναχωρει, αυτό κι αν ειναι περιεργο, ειναι π' αφήνει πισω του τουτο το ραδιόφωνο που τον κρατουσε συντροφιά τις ατέλειωτες ώρες της ανήσυχης εφηβειας του. Χαμογέλασε έτσι όπως έφερε στο μυαλό του το πώς αγοράστηκε αυτό το ραδιόφωνο. Γερμανικό, μάρκας τελεφουνκεν παρακαλώ. Το καπνεργατιλικι ήταν από προπολεμικά ακόμα κλειστό επάγγελμα αλλά η κυβέρνηση εδώ και περιπου πέντε χρόνια αποφάσισε να το κάνει ελευθερο. Ο λόγος, λέγαν, ήταν για να μπο ρέσουν να βρουν δουλειά κι άλλοι άνθρωποι για να μειωθει η ανεργια. Ο Δημήτρης όμως άκουσε μια μέρα στο καπνομάγαζο όπου δουλευε όλα τα καλοκαιρια που δεν ειχε σχολειο, τον μπάρμπα Θωμά να λέει ότι το επάγγελμα το κάνουν ελευθερο για να πέσουν τα μεροκάματα και να κερδισουν πιο πολλά οι καπνέμποροι. «Οσο το επάγγελμα ειναι κλειστό, έχουμε γερό συνδικάτο που φροντιζει να πιάνουμε ένα καλό μεροκάματο. Ασε που και τ' ασφαλιστικό μας ταμειο το Τ.Α.Κ ειναι απ' τα καλυτερα και ισως το καλυτερο απ' όλα τα ασφαλιστικά ταμεια». Ο μπάρμπα Θωμάς ειχε σιγουρα δικιο σκέφτηκε για μια ακόμα φορά ο Δημήτρης, αφου στη συνέχεια αποδειχτηκε του λόγου του τ' αληθές. Και τα μεροκάματα πέσαν και τ' ασφαλιστικό τους ταμειο διαλυθηκε. Με την απελευθέρωση του επαγγέλματος η κυβέρνηση αποφάσισε, αφου όλοι οι καπνεργάτες θα απολυονταν, να τους δοθει μια αποζημιωση.
«Για να χρυσώσουν λιγο το χάπι» όπως σχολιασε ο μπάρμπα Θωμάς. Ο πατέρας του, π' ήταν μάστορας στην επεξεργασια, έδειχνε όλον αυτό τον καιρό στεναχωρημένος αλλά δε το σχολιασε καθόλου. Μόνο μια μέρα που ο Δημήτρης τον ρωτουσε επιμονα να μάθει τι θ' απογινουν τώρα που μένει άνεργος, του απάντησε. «Μάλλον θα μας απολυσουν όλους τους παλιους καπνεργάτες και στη συνέχεια θα μας ξαναπροσλάβουν με φτηνότερα μεροκάματα. Πως θα κάνουν αλλιώς τη δουλειά τους οι καπνέμποροι; Οι καινουριοι δεν έχουν ιδέα από καπνά, ουτε από ξεφυλλισμα ουτε από επεξεργασια. Ειναι τόσο στραβάδια, π' ουτε τις ποιότητες θα ξέρουν να ξεχωρισουν ουτε και να τα δουλέψουν». 'Ετσι κι έγινε στο τέλος.
Ο πατέρας του μόλις πήρε την αποζημιωση έτρεξε σ' έναν σαραφη κι έκανε όλα τα λεφτα λιρες.
«Η λιρα ειναι σιγουρια παιδι μου», ειπε όταν ο Δημήτρης τον ρώτησε. «Άν δεν ήταν έτσι τότε γιατι οι πλουσιοι κανουν όλα τους τα λεφτα λιρες; Δεν ακους που λένε ότι ο ταδε έχει λιρα με ουρα;» Μόλις όμως τον ξαναπήραν αμέσως σκεδόν στη δουλεια, πήγε και χαλασε μερικές για ν' αγορασει ένα καινουριο κρεβατι κι ένα στρώμα που η μανα του παραπονιόταν ότι το κρεβατι τους ειχε καταντήσει..... «σα κεινες τις κουνιες π' έχουν να κοιμουνται στη ζουγκλα». Ύστερα από δυο μέρες του ζήτησε, αφου τώρα έτσι κι αλλιώς δεν έμεινε χωρις μεροκαματο, ν' αγορασουν και ένα σαλονακι. Ενα μικρό στρογγυλό τραπεζακι δηλαδή και τέσσερις καρέκλες, μια κι αυτό π' ειχαν καταντησε παλιατζουρα και ντρέπονταν όταν στις ονομαστικές τους γιορτές έρχονταν ένα σωρό κόσμος να τους πει τα χρόνια πολλα και να κεραστει το κλασικό φονταν με το λικέρ. Ο πατέρας πήγε παλι στον σαραφη και ξαναχαλασε μερικές λιρες για να γινει κι αυτό, το τελευταιο όπως ειπε, χατιρι της γυναικας του. Την ώρα όμως που βγαιναν απ' το σαραφικο το ματι της μανας του έπεσε στην απέναντι βιτρινα όπου στη μέση ακριβώς βρισκόταν τοποθετημένο και στολισμένο με κατι χαρτινες χρωματιστές κορδέλες σα γιρλαντες, ένα πανέμορφο ραδιόφωνο. Γυρισε και κοιταξε τον αντρα της.
«Τι λες και συ Κώστα;» Εκεινος χωρις ν' απαντήσει έκανε στροφή. Ξαναμπήκε στον σαραφη και χαλασε τις υπόλοιπες λιρες.
«Του φτωχου οι λιρες», σχολιασε, «ειναι για μια νυχτα. Εκανα κι εγώ ο κακομοιρης μερικές λιρες και σε μια βδομαδα τις ξαναχαλασα, ισα ισα για το διαφορο του σαραφη». Ετσι αγοραστηκε το ραδιόφωνο. Για χατιρι δικό του όπως έλεγε η μανα του.
2 Άυτή η εκπομπή του αρεζε πολυ και την ακουγε σκεδόν καθημερνα. Άρχιζε νωρις το πρωι, ισα ισα μόλις ξυπνουσε και το πρώτο πραμα πριν σκωθει να ετοιμαστει για το σχολειο ήταν ν' ανοιξει το ραδιόφωνο για ν' ακουσει αυτή την εκπομπή.
«Χαρου μενο ξεκινημα» την ονόμαζαν και παιζαν ένα σωρό ελαφρα όπως τα λέγαν ελληνικα τραγουδια, που τα περισσότερα τα ειχε μαθει απ' έξω και τα σιγοτραγουδουσε. Χαμογέλασε και του'ρθε να χωθει κατω απ' τα στρωσιδια του από ντροπή σαν έφερε στο μυαλό του τα καμώματα του τον πρώτο καιρό π' ήρθε το ραδιόφωνο στο σπιτι. Καθόταν με τις ώρες και προσπαθουσε να πιασει ιταλικα τραγουδια στα βραχέα, π' ήταν τότε στη μόδα. ιδιαιτερα κεινος ο
ιταλός τραγουδιστής που τον λέγαν Λουτσιάνο Ταγιόλι τον είχε γοητέψει απ' τη μέρα που τον άκουσε σ' ένα ιταλικό κινηματογραφικό έργο να τραγουδάει με τη γλυκιά, ρομαντικιά και λίγο σα γυναικεία φωνή του. Μάταια ο Γιωργος, βοηθός του πατέρα του που τραγουδούσε στη δημοτική χορωδία, στραβομουτσούνιαζε.
«Αυτά είναι χαζοτράγουδα καημένε», του'λεγε. «Φωνή αν' αυτή π' έχει αυτός ο πως τον είπες ο ιταλός ο Λουτσιάνο Καριόλη;» «Μαργιόλη», τον διόρθωσε ο Δημήτρης. «Με μπέρδεψες στο τέλος και μένα με τις προστυχοκουβέντες σου. Ταγιόλι τον λεν τον άνθρωπο».
«Τέλος πάντων», χαμογέλασε ο Γιωργος. «Οπως και να τον λεν η φωνή του είναι για ονειροπαρμένα κοριτσάκια. Η μπάσα φωνή βρε μπουνταλά είναι κι αντρικειά και φυσικά πιο μελωδική». Βέβαια το επιχείρημα δεν έπεισε τον Δημήτρη αλλά ούτε η γνωμη του Γιωργου είχε καμιά σημασία. Εκείνο π' είχε σημασία ήταν η παρεξήγηση κάθε βράδυ με τον πατέρα του. Ο χριστιανός ερχόταν κατάκοπος απ' την δουλειά και την ωρα που καθόταν να φάει ήθελε ν' ακούσει λίγη μουσική.
«Να κατεβεί λίγο ευχάριστα το φαγητό ρε γυναίκα». Εκείνη την ωρα είχε τελειωσει ο Δημήτρης τα μαθήματα του αν ήταν πρωινός ή γύριζε απ' το σχολείο αν ήταν απογευματινός. Καθόταν το λοιπόν μπροστά στο ραδιόφωνο κι άρχιζε να ψάχνει με μανία για ιταλικούς σταθμούς. «Ασε βρε παιδάκι μου ν' ακούσουμε κανένα ελληνικό τραγούδι που το καταλαβαίνουμε», αγανακτούσε ο πατέρας του. «Ανάθεμα την ωρα που τ' αγόρασα αυτό το ρημάδι. Απ' την πρωτη μέρα που το'φερα έπεσες πάνω του και δε μας αφήνεις να το χαρούμε κι εμείς μια στάλα». Στο τέλος, αφού δε τα'βγαζε πέρα, παρατούσε εκνευρισμένος το φαγητό του στη μέση και τραβούσε για το μπακάλικο του κυρ Αριστείδη, όπου κάθε βράδυ σκεδόν μαζεύονταν γείτονες ή συνάδελφοι απ' το καπνομάγαζο και τα κουτσόπιναν συζητωντας.
«Είδες τι έκανες πάλι αναθεματισμένε», έβαζε τη φωνή η μάνα του. «Εγω με τον τρόπο μου τον ανάγκασα ν' αγοράσει το ραδιόφωνο για να ξεκόψει λίγο απ' το καπηλειό αλλά λογάριασα χωρίς τον ξενοδόχο». Μετά από λίγο καιρό άλλαξαν τα γούστα του Δημήτρη, όμως και πάλι δε τα πάει ραδιοφωνικά καλά με τον πατέρα του. Βέβαια αυτό τα τραγούδια π'ακούει κάθε πρωί είναι στο γούστο του πατέρα του όμως ο άνθρωπος τέτοια ωρα είναι στη δουλειά του. Το βράδυ π' έρχεται κουρασμένος όπως πάντα και θέλει ν' ακούσει λίγη μουσική, ο Δημήτρης - π' έχει τωρα τα καινούρια του γούστα - κάθεται μπροστά στο ραδιόφωνο κι ακούει θεατρικά έργα, συζητήσεις και γενικά «εκπομπές ποιότητας», όπως τις λέει ο Τζένος.
«Τι ειχες Γιόννη, τ' ειχα πόντα», σχολιόζει ο πατέρας του και φεύγει για το μπακόλικο του κυρ Αριστειδη.
3 Απ' το'να στ' όλλο πετιέσαι κι εσύ ολόιδιος σα τη γιαγιό σου μουρμούρισε, καθώς έφερε ξανό στο μυαλό του τα παιδικό του χρόνια, τη "συμμορια" τους και την αγαπημένη τους αλόνα τον “παρόδεισο". Περιεργο πρόμα να του'ρχονται όλα τα περασμένα στο κεφόλι του σήμερα τελευταια μέρα πριν απ' το μεγόλο ταξιδι για την ξενιτιό. Μέχρι χτες βρόδυ δεν έκανε παρό μόνο όνειρα και φαντασιες για το μέρος που θα πήγαινε ν' αρχισει μια καινούρια ζωή μακριό απ' τους δικούς του κι απ' τον τόπο του. Η αλήθεια ειναι ότι αυτό δε τον στεναχωρούσε καθόλου. Ί σα ισα π' όλα τα'βλεπε και τα φανταζόταν όμορφα κι ευχόριστα κει στη Σουηδια που πήγαινε. Μια όσπρη χώρα. Μια λευκή, κατόλευκη χώρα με καθαρούς και φιλόξενους ανθρώπους. Δε μπορει να πει ακριβώς γιατι το όσπρο ειναι δεμένο με το καθαρό, το αγνό και τ' αμόλυντο, ούτε γιατι τέλος πόντων το'χει συνδέσει τόσο πολύ με τη Σουηδια. Για ένα ειναι όμως σιγουρος. Το λευκό ειναι κρύο και σκληρό χρώμα. Αμέτρητες φορές το τελευταιο διόστημα προσπόθησε να της αλλόξει χρώμα χωρις να τα καταφέρει. Σκέφτηκε όλα σκεδόν τα χρώματα της ιριδας, όμως από μέσα του καταλόβαινε ότι κανένα δεν έδενε μ' αυτή τη χώρα. Το ειπε μόλιστα και στον Τζένο και ζήτησε τη βοήθειό του στην επιλογή του χρώματος.
«Ασπρο», ειπε κι εκεινος με σιγουριό μόλις τον ρώτησε ποιο κατό τη γνώμη του χρώμα θα ταιριαζε στη Σουηδια. Το συζήτησαν πολλή ώρα και στο τέλος κατόληξαν σ' ένα συμπέρασμα που τους ξόφνιασε. «Στο μυαλό ολονών μας φαινεται ότι κόθε χώρα έχει και το δικό της χρώμα», σχολιασε στο τέλος ο Τζένος. «Τη Γερμανια τι χρώμα τη βόζεις;» «Μαύρο», απόντησε αμέσως ο Δημήτρης. «Την Αγγλια;»
«Πρόσινο». «Τη Γαλλια;» «Πολύχρωμη μ' έντονα χαρούμενα χρώματα». Από κεινη τη μέρα προσπαθούσε να βόλει τα χρώματα της Γαλλιας στη Σουηδια αλλό στόθηκε αδύνατο. «Μια μικρή αλλαγή μέσ' το μυαλό ειναι», σκεφτόταν. «Ενα μικρό κλικ στον εγκέφαλο και τιποτα παραπόνω. Παιρνεις το πινέλο και βόφεις τη χώρα που σ' ενδιαφέρει μ' οποιο χρώμα σε καπνισει». Στόθηκε όμως των αδυνότων αδύνατο ν' αλλόξει τ' όσπρο και σκληρό χρώμα της Σουηδιας.
«Ίσως φταιει π' όταν σκεφτόμαστε τη Σουηδια φέρνουμε στο μυαλό μας τα χιόνια», του ψιθυρισε στ' αυτι ο Τζένος χτες βράδυ τη στιγμή που τον αγκάλιασε να τον αποχαιρετισει. «Εχει το χρώμα του κρυου και της παγωνιάς» Σήμερα όμως το μυαλό του δε λέει να ξεκολλήσει απ' τις αναμνήσεις. «Ειναι σα την ώρα του θανάτου μακριά από δω», του'πε πριν λιγες μέρες η γιαγιά του. «Τα ξέρω πολυ καλά εγώ π' ειμαι τρεις φορές πρόσφυγας. Κάθε φορά π' ήταν να πάρουμε το δρόμο της προσφυγιάς, περνουσαν απ' το κεφάλι μου όλα όσα έζησα στον τόπο απ' όπου ξεσπιτωνόμασταν για να πάρουμε ξανά το δρόμο, που δε ξέραμε που θα μας βγάλει και τι λογιώ ανθρώπους θ' απαντήσουμε. Σα το θάνατο ειναι το ξεσπιτωμα τ' ανθρώπου παιδι
μου. Οταν κοντέψει η ώρα μας, περνά ολόκληρη η ζωή μας μπροστα στα ματια μας». «Εγώ το μόνο που θέλω ειναι να φυγω από δω και να ριξω μαυρη πέτρα πισω μου», της απάντηση με θράσος. «Ουτε που με νοιάζει τι αφήνω πισω μου και τι θα βρω μπροστά μου». Σήμερα όμως που τα παιδικά χρόνια ξαναγυρισαν ζωντανά στο μυαλό του, φάνηκε καθαρά πόσο δικιο ειχε η γιαγιά. Η "συμμορια" σκόρπισε εδώ και τόσα χρόνια παρ' όλες τις υποσχέσεις και τους όρκους που διναν ότι μέχρι να πεθάνουν θα μεινουν ενωμένοι και δεμένοι συμμοριτες. Κανεις δε θα μπορουσε να τους χωρισει μέχρι τα βαθιά τους γηρατειά - αυτά ήταν λόγια του αρχηγου - επειδή η παιδικιά φιλιά ειναι ποιο γερή κι απ' τ' ατσάλι. Ποιο γερή και στέρεα κι απ' αυτόν ακόμα τον έρωτα. Πρώτος άλλαξε ρότα ο αρχηγός ο σπινος που μαζι με τον μεγάλο καραβουζουνα ήταν οι μεγαλυτεροι. Μόλις τέλειωσαν το δημοτικό φόρεσαν και οι δυο τους μακριά πανταλόνια κι εξαφανιστηκαν απ' τον “παράδεισο”, αφου βάφτισαν αρχηγό το μικρό καραβουζουνα. Ο σπινος πήγε στο γυμνάσιο ενώ ο μεγάλος καραβουζουνας που δε «τα'παιρνε» τα γράμματα, πήγε τσιράκι να μάθει την τέχνη του τενεκετζή κοντά σ' έναν θειο του, αδερφό της χήρας μάνας του. Τα πράματα άλλαξαν αμέσως αλλά κατάφεραν έστω και με τα δόντια που λένε, να κρατήσουν τη συμμορια τους ενωμένη. Την άλλη χρονιά τέλειωσαν το σχολειο ο βλάχος, ο μυξας, το παρτάλι κι ο γιγας π' εξαφανιστηκαν με τη σειρά τους. Μειναν μόνοι κι έρημοι που λέμε μόνο ο ιδιος που τον φώναζαν όλοι Δημητράκης ο κοιμήσης, ο γκεμετζές, ο γκαβουλιας ο αράπης κι ο κεφάλας που πια πήγαιναν στην έκτη. Αυτή ήταν κι η τελευταια χρονιά με τα «υπολειμματα της συμμοριας» όπως ειπε ο κυρ Αριστειδης ο μπακάλης που τον φώναζαν και φιλόσοφο. «Η τελευταια φουρνιά ειστε πουλάκι μου», του'πε μια μέρα που πήγε να πάρει ένα ζευγάρι αυγά. «Θα'λεγα καλυτερα ότι ειστε οι
τελευταιοι αθώοι συμμοριτες παιδι μου. Ο εμφυλιος αφησε τέτοιες πληγές στις ψυχές μας, που δε μειναν πια ουτε παιδια μ' αθωότητα». Την αλλη χρονια που τελειωσαν κι αυτοι το δημοτικό σκόρπισαν κι αυτα τα τελευταια «υπολειμματα της συ μμοριας». Ο Δημητρακης κι ο κεφαλας πήγαν σε διαφορετικα γυμνασια, ο βλαχος εξαφανιστηκε - καποιος ειπε ότι τον πήρε ο πατέρας του στα πρόβατα - ο γκαβουλιας μπήκε να δουλευει κανονικα κι ολημερις στο καφενειο του πατέρα του, ο γκεμετζές πήγε σε νυχτερινό γυμνασιο ενώ ο αραπης έφυγε μαζι με την οικογένεια του π' εγκατασταθηκε μόνιμα στη Σαλονικη. Ενοιωσε ένα σφιξιμο στο στομαχι καθώς έφερε τ' αγνα κι αθώα εκεινα χρόνια στο μυαλό του. Εκτός απ' τον γκαβουλια που τον έβλεπε καπου καπου και π' ήταν από τότε οι πιο κολλητοι κι αγαπημένοι, τους αλλους όλους ελαχιστα τους συναντουσε και μαλιστα, θαρρεις κι ειχαν προηγουμενα, μόλις και μετα βιας λέγαν δυο τρεις τυπικές κουβέντες στα όρθια και χώριζαν αμέσως. Άργότερα ο πατέρας του γκαβουλια πέθανε ή μαλλον σκοτώθηκε πέφτοντας μεθυσμένος απ' τη γέφυρα μπροστα στο μπακαλικο του κυρ Άριστειδη και το καφενειο έκλεισε αφου ο γκαβουλιας ήταν ακόμα πολυ μικρός για να μπορέσει να το κρατήσει. Μετα από λιγο καιρό ακουστηκε ότι πήρε το δρόμο της ξενιτιας όπως έκαναν χιλιαδες νέοι κεινη την εποχή.
«Καινουρια προσφυγια», ειπε η γιαγια του π' ειχε χορτασει από προσφυγές. «Ολα τα σπιτια χανουν τους αντρες τους και σε λιγο θα χασουν και τις γυναικες, αφου οι αντρες θα τις τραβήξουν κι αυτές εκει που ζουν και δουλευουν. Θα δεις παιδι μου ότι μια μέρα θα μεινουν σ' αυτόν τον τόπο μόνο γέροι και γριές». Ξαφνικα όμως μια μέρα, ήταν μέρα Τριτη και το θυμαται πολυ καλα γιατι αυτή η μέρα ειναι απ' τις σημαντικότερες της ζωής του, γυρνώντας το μεσημέρι απ' το σχολειο με το που πατησε το κατώφλι, ειδε μ' έκπληξη τη μανα του να τον περιμένει γεματη χαμόγελα. Στεκόταν κει στη μέση της στενής σαλας κουνώντας κατ' απ' τη μυτη του ένα γραμμα.
«Μαντεψε βρε ναμκιόρ», του'πε και τον χαιδεψε κρυβοντας το γραμμα πιο' απ' την πλατη της. Ο Δημήτρης έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Για μένα ειναι;» ρώτησε. «Για σένα βέβαια», απαντησε η μανα του και του'βαλε το γραμμα μπροστα στα μουτρα του. «Ολόκληρο γραμμα για σένα απ' τον γκαβουλια τον φιλο σου». Άρπαξε το γραμμα με λαχταρα και κοιταξε για μια στιγμή τα ξένα γραμματα με τ' όνομα του αποστολέα και το παραξενο γραμματόσημο. Άφησε την τσαντα του πανω στο μπουρό και
ξανακοίταξε τον φάκελο κι απ' τις δυο μεριές σα να μη πίστευε στα μάτια του. «Πρωτη φορά παίρνω δικό μου γράμμα», κοίταξε σασιρντισμένος τη μάνα του.
«Κάποτε θα γινόταν κι αυτό», χαμογέλασε εκείνη. «Ανοιξτο τωρα να το διαβάσουμε γιατί με τρωει η αγωνία κι η περιέργεια. Λες να πρόκοψε κει που πήγε αυτός ο γκαβούλιας;» Ο Δημήτρης έσκισε βιαστικά κι αποφασιστικά τον φάκελο κι άρχισε να διαβάζει τα ορνιθοσκαλίσματα του γκαβούλια. Κοιμήση Σκεδόν αμέσως μετά που πέθανε ο μπαμπάς μου κλείσαμε το καφενείο και την κοπάνισα για δω τη Σουηδία απ' όπου σε γράφω. Ί-Ίταν εδω ένας ξάδερφος της μάνας μου και με πήρε κοντά του. Θα με ρωτήσεις τωρα πως και με ήρθε έτσι στα ξαφνικά η όρεξη να σε γράψω γράμμα π' έξη χρόνια στο σχολείο δεν έγραψα με τη θέληση μου ούτε μια αράδα. Αμα ήξερες πόσο διαφορετική είναι η ζωή εδω θα με καταλάβαινες Ο κόσμος εδω πάει κάθε μέρα στη δουλειά του κι όταν τελειωνουν παν όλοι και κλείνονται στα σπίτια τους. Μόλις πάρει να σκοτεινιάζει δε βλέπεις ούτε σκύλο που λέμε στο δρόμο. Κλείνομαι το λοιπόν κι εγω μέσα και δεν έχω τι να κάνω. Επιασα που λες χαρτί και μολύβι να σε γράψω και σε παρακαλω να μ' απαντήσεις για να'χω κι εγω ν' ασχολούμαι με κάτι. Γκαβούλιας εδω μ' αγάπη Από κείνη τη μέρα άλλαξαν τρία ή τέσσερα γράμματα, δε θυμάται ακριβως πόσα, όπου στο τελευταίο ο Δημήτρης του ζήτησε να τον βοηθήσει να πάει κι αυτός εκεί.
«Εχω δυο μήνες» του'γραφε, «που τέλειωσα το γυμνάσιο και δουλεύω όπως κάθε καλοκαίρι στο καπνομάγαζο. Οπως καταλαβαίνεις εδω δεν υπάρχει τρόπος να προχωρήσει και να προκόψει κανείς. Αμα έρθω εκεί, ίσως μπορέσω να δουλέψω και να σπουδάσω. Εδω όλες οι πόρτες είναι κλειστές. Ο μπαμπάς δουλεύει μόνο επτά μήνες το χρόνο και τα οικονομικά δεν επι τρέπουν όχι σπουδές αλλά ούτε χαρτζιλίκι καλά καλά». Ο γκαβούλιας του απάντησε αμέσως δείχνοντας μεγάλη χαρά για την απόφαση του. «Θα στο πρότεινα εγω όμως ήθελα η πρόταση και η απόφαση να'ναι δική σου για να μη έχω μπελάδες άμα καμιά μέρα μετανιωσεις». Ετσι αποφασίστηκε το λοιπόν να μεταναστέψει στη Σουηδία, αν και στην αρχή η μάνα του είχε κάποιες αντιρρήσεις.
«Καλύτερα να πήγαινες στη Γερμανια παιδι μου», του'πε. «Πολύ μακριό ειν' αυτή η Σουηδια. Θα ντρέπομαι να το πω στον κόσμο». Στο τέλος κούνησε λυπημένη το κεφόλι της. «Να πας παιδι μου. Να πας με την ευχή μου μπας και δεις καλύτερες μέρες. Εδώ δεν έχει ούτε μέλλον ούτε προκοπή». Ο πατέρας του δε μιλούσε καθόλου. Ο Δημήτρης τον έπιασε μερικές φορές να κόθεται μόνος του μπροστό στο παρόθυρο σκεφτικός και να καπνιζει το'να τσιγόρο πόνω στ' όλλο. 4 Σήμερα λοιπόν ήρθε η μέρα του φευγιού του. Τ' απόγευμα, στις τέσσερις η ώρα για την ακριβεια, θα πόρει το λεωφορειο για τη Σαλονικη όπου θα μεινει στη θεια του κι απ' αύριο θα δει πως θα τα βολέψει με το ταξιδι, αφού τα λεφτό π' έχει συγκεντρώσει μέχρι τα τώρα δε του φτόνουν για τα εισιτήρια του τρένου. Τα πρόματό του ήταν έτοιμα. Η βαλιτσα του, μια πρόσινη από πιεσμένο χαρτόνι και πλαστικό καλύμματα στις γωνιες, ήταν ταχτοποιημένη και γεμότη με τα λιγα του ρούχα και μερικό τρόφιμα. «Για να'χει κότι να φόει το παιδι ώσπου να συνηθισει τα φαγητό τους εκει», ειπε η γιαγιό του. «Ελιές, τυρι, λόδι και κότι τέτοια του'βαλα για να μη χαλόσουν τόσες μέρες ταξιδι. Το τυρι τ' αρμύρισα κιόλας με μπόλικο αλότι». Το εισιτήριο ειχε υποσχεθει πριν από καιρό ότι θα το πλήρωνε η θεια του στη Σαλονικη, αλλό την τελευταια φορό π' ήρθε να τους δει ειπε ότι δε θα μπορέσει να'ναι συνεπής με την υπόσχεσή της.
«Δε θα μπορέσω ν' ανταποκριθώ στην υπόσχεση που σ' έδωσα», του ειπε. «Ήταν να πόρουμε κότι αναδρομικό απ' την υπηρεσια, όμως τώρα λεν ότι θα μας τα δώσουν του χρόνου. Στο λέω από τώρα για να κανονισεις πορεια σου. Το μόνο που μπορώ να κόνω ειναι να σε φιλοξενήσω όσες μέρες χρειαστει μέχρι να καταφέρεις να τα βολέψεις και να πας στην ευχή του Θεού». Ο Δημήτρης π' ήξερε πόσο σπαγκοραμμένη ήταν, δε μιλησε από φόβο μη χόσει και τη φιλοξενια. «Μόνο το παλτό της, εν' απ' τα πέντε π' έχει, κόνει τα διπλα λεφτό απ το εισιτήριο που σε υποσχέθηκε», ειπε πικραμένη η μόνα του. «Πως θα βρεις πουλόκι μου τόσα λεφτό στη Σαλονικη που εξόν απ' τη θεια σου δε ξέρουμε κανέναν; Τόσοι όνθρωποι εδώ στον δικό μας τόπο μ' ένα σωρό γνωστούς και συγγενεις και δε μπορούμε να βρούμε όλλες δυο ψωροχιλιόδες». Ο πατέρας του σήκωσε τα χέρια ψηλό και του το ξέκοψε νωρις νωρις. «Να πας στον καλό αλλό δεν υπόρχουν λεφτό για εισιτήριο και για τα εκατό δολόρια που πρέπει υποχρεωτικό να'χεις μαζι σου. Εγώ το μόνο που μπορώ να σε βοηθήσω ειναι να πληρώσω για το
διαβατήριο σου, το εισιτήριο για τη Σαλονικη και λιγα χρήματα για να'χεις να πορευτεις όσο να μπεις στο τρένο και να πας στο καλό». 'Εκανε ένα γυρο στους συγγενεις και κατάφερε να μαζέψει μερικά χρήματα, π' έφταναν ισα ισα για τα εκατό δολάρια π' έπρεπε υποχρεωτικά να'χει μαζι του για να του επιτρέψουν να περάσει τα συνορα. Ειχε μάλιστα ακουσει πως πολλους που δεν ειχαν την απαραιτητη σφραγιδα της τράπεζας της Ελλάδος στο διαβατήριό τους και που βεβαιώνονταν ότι ειχαν μαζι τους τα εκατό δολάρια, τους ειχαν γυρισει άρον άρον απ' τα συνορα. «Πως θα βγεις στο δρόμο χωρις λεφτά πουλάκι μου;» ανησυχουσε καθημερνά η μάνα του. «Εσυ έχεις ισα ισα τα λεφτά για το συνάλλαγμα. Τι θα κάνεις για το εισιτήριο; Ολη νυχτα εισιτήρια βλέπω στον υπνο μου. Κάμαρες ολόκληρες γεμάτες με εισιτήρια που μπαινω μέσα και τα σκαλιζω ένα ένα. Ολα γράφουν πάνω τους Γερμανια, Αμερική, Αγγλια, Γαλλια κι όλες τις χώρες του κόσμου αλλά κανένα δε βρισκω που να γράφει Σουηδια». Ο Δημήτρης όμως ειχε στο μεταξυ καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο. Αφου χτυπησε όλες τις πόρτες γνωστές κι άγνωστες. Αφου φιλησε και κατουρημένες ποδιές που λένε, ειδε ότι δε μπορουσε να βρει ουτε μια δραχμή επιπλέον. Κατάλαβε τότε ότι έπρεπε να βρει τρόπο να τα καταφέρει με κάποια «ματσαραγκιά» όπως αποκαλουσε η μάνα του όλες τις αθώες μικροαπάτες.
«Ματσαραγκιές, δηλαδή καταφερτζιδικα πράματα, επιτρέπεται να κάνεις» του'λεγε. «Οχι όμως απάτες. Οι ματσαραγκιές επιτρέπονται. Ειναι για να βολευεται ο κάθε φουκαράς και να βρισκει διέξοδο στα προβλήματά του». Χωρις ποτέ να τη ρωτήσει ή να κουβεντιάσει μαζι της τη διαφορά ανάμεσα στις ματσαραγκιές και τις απάτες, καταλάβαινε ότι οι ματσαραγκιές ήταν κάποιοι έξυπνοι ελιγμοι με τους οποιους χωρις να ζημιώσει κανεις, καταφέρνει ο άνθρωπος να βγει από μια δυσκολη κατάσταση.
«Μια ματσαραγκιά χρειάζεσαι», ειπε στον εαυτό του και τράβηξε γραμμή για τον Παναγιώτη τον ποδηλατά, π' ειχε τη φήμη ότι ήταν μανα σε κατι τετοια.
«Βρήκα πως θα τα καταφέρω», ειπε στο τέλος χαμογελώντας στη μάνα του. «Πως αγόρι μου;» ρώτησε λαχταρισμένη εκεινη. «Πε με και μένα να ησυχάσω».
«Με ματσαραγκιά», απάντησε χαμογελώντας. «Με βοήθησε ο Παναγιώτης ο ποδηλατάς».
«Αι» έκανε η μάνα του και στραβομουτσουνιασε. «Ο Παναγιώτης και το σοι του ειναι μάνες στις απάτες. Από ματσαραγκιές έχουν μαυρα μεσάνυχτα. Ξέρω γω τι σε λέω».
5
Πέταξε με δυναμη τα στρωσιδια και τιναχτηκε όρθιος, δυνατός κι ενθουσιασμένος. - Γιουυυυχουυυυ έβαλε μια δυνατή φωνή όπως ακουσε να φωναζουν σ' ένα αμερικανικο έργο, εφτα νυφες για εφτα αδέρφια, π' ειδε με τους φιλους του τώρα τελευταια. Η πόρτα ανοιξε σιγα σιγα και με προσοχή. Η μανα του έβαλε το κεφαλι της μέσα και του χαμογέλασε. Ο Δημήτρης πρόσεξε τα πρησμένα απ' το κλαμα ματια της και τη λυπήθηκε αλλα δεν ειπε τιποτα. Δεν ειναι τώρα ώρα για συναισθηματισμους σκέφτηκε και γυρισε προς το παραθυρο για να μη δει η μανα του τα ελαφρια βουρκωμένα του ματια. -Ελα στην κουζινα να φας κατι του'πε κεινη χαμογελώντας με το ζόρι. Για τελευταια φορα πριν φυγεις, έλα να κατσω διπλα σου όπως τόσα χρόνια π' έτρωγες το πρωινό σου πριν φυγεις για το σχολειο. Ο Δημήτρης της χαιδεψε ανόρεχτα το μαγουλο. - Παμε της ειπε και τραβηξε μπροστα κατεβαινοντας τις ξυλινες σκαλες για την κουζινα τους π' ήταν στο κατω μέρος του σπιτιου, στο ημιυπόγειο. Άυτό μαλιστα. Άυτό το πρωινό διπλα στη μανα του ειναι κατι ειναι που θα το σκέφτεται. Θα του λειψει πολυ στην ξενιτια.
«Περιεργα πραματα σου συμβαινουν» μονολόγησε σιγανα κανοντας μια γκριματσα αποριας. Άκους εκει να του λειψει το πρωινό; Ποτέ πριν δε το'χε σκεφτει και περισσότερο δε το'χε εκτιμήσει αυτό το πρωινό με τη μανα του διπλα να τον ρωταει για χιλια δυο πραματα, χωρις ποτέ να τον συ μβουλευει με κεινον τον εκνευριστικό τρόπο π' έκανε η γιαγια του. Τον ρωτουσε για το σχολειο, για τις παρέες του, για το τι ειδε και τι ακουσε έξω που γυρναει. «Εμεις παιδι μου στο καπνομαγαζο όλο τα ιδια και τα ιδια. Τα ιδια μουτρα καθε μέρα, οι ιδιες κουβέντες, τα ιδια παραπονα απ' όλες τις γυναικες πως δε τα βγαζουν πέρα στα οικονομικα. Η αλήθεια ειναι ότι όλοι, όπως κι εμεις φυσικα, δυσκολα τα φέρνουν βόλτα. Οχι για τιποτα πολυτέλειες αλλα για τις απαραιτητες αναγκες. Ομως τι να σε ζαλιζω τώρα εσένα παιδι μου. Εσυ εισαι νέος κι έχεις όλη τη ζωή μπροστα σου να φτιαξεις κατι καλυτερο και να ξεφυγεις απ' τη φτώχεια και τη στέρηση. Άπ' αυτό το ατιμο το τσιμα
τσιμα της δραχμής. Άυτα π' ακους να λένε ότι τα λεφτα δε κανουν την ευτυχια, ειναι κουβέντες και λόγια τ' αέρα που τα λεν οι πλουσιοι για να παραμυθιαζουν τους φτωχους. Άκουσα μια μέρα τον Νικο τον στοιβαδόρο να καυχιέται ότι όταν τον χειμώνα φοραει το μπλε του γαμπριατικο κουστουμι με τα λουστρινένια παπουτσια και το παλτό του με τη μεταξωτή ασπρη μαντιλα, τότε λέει τυφλα να'χει τ' αφεντικό με τα τρια αυτοκινητα και το βασιλικό κότερο. Άκους κουβέντες ο ανόητος; Άκουω να λες. Ο μπαρμπα Θωμας
όμως που περνούσε κείνη την ωρα από δίπλα του, του'δωσε πληρωμένη απάντηση».
«Εσύ ρε βλάκα» του'πε, «δε ξέρεις τι θα πει να μη φοριέται σολιασμένο παπούτσι». «Ακουσες παιδί μου; Μέσα σε δυο κουβέντες όλη η αλήθεια. Ετσι γελιούνται οι φουκαράδες και νομίζουν ότι είναι κι αυτοί σπουδαίοι. Τέλος πάντων, εμείς τωρα πάει. Κολλήσαμε. Γίναμε ένα με τον καπνό. Αφού και τα ρούχα μας, τα στρωσίδια μας, το σπίτι μας, ακόμα κι ολόκληρη η γειτονία μας, καπνό μυρίζουν. Κάθε τόπος λένε πως έχει τη δικιά του μυρουδιά. Ο Μάκης της Αναστασίας που ζει στην Αμερική κι ήρθε πέρσι το καλοκαίρι έναν ολάκερο μήνα να δει τους δικούς του, έλεγε στα σοβαρά ότι όλη η Αμερική μυρίζει τσίχλες. Ακούς; Ακου εκεί να μυρίζει λέει όλος ο τόπος τσίχλες! Αχ βρε πουλάκι μου να μας αξίωνε ο Θεός ν' ανακαλύψουμε μια χωρα που να μυρίζει λεφτά, ας ήταν και στην άκρη της γης. Με τα πόδια θα πήγαινα και με σένα φορτωμένο στην πλάτη μου». Κάθε πρωί χρόνια ολόκληρα το ίδιο πρωινό, όπως ακριβως και σήμερα τελευταία μέρα στο σπίτι. Τσάι, ψωμί και μαύρες παστές ελιές. Ο Δημήτρης έκατσε στο τραπέζι λίγο ανόρεχτος. Η μάνα του τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε όπως κάθε πρωί δίπλα του, αν και σήμερα ήρθε και κόλλησε σκεδόν πάνω του. - Ολα είναι έτοιμα, του'πε. Δε μπορω βέβαια να κρύψω την ανησυχία μου για το πως θα τα καταφέρεις με τα λεφτά που δε σε φτάνουν αλλά εγω σ' έχω εμπιστοσύνη κι είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις παιδί μου. Μόνο να μας γράφεις τακτικά για να μαθαίνουμε νέα σου κι ότι είσαι καλά και προκόβεις. Αυτό μόνο και τίποτ' άλλο. Σκούπισε ένα δάκρυ και συμπλήρωσε δισταχτικά. - Να σπουδάσεις παιδί μου. Ευχή και κατάρα σε δίνω να κάνεις ότι περνά απ' το χέρι σου. Να σκίσεις βουνά που λέμε και να τα καταφέρεις. Μη μ' ακούς εμένα την ανόητη π' όλη την ωρα μιλάω για λεφτά. Ο νηστικός που λέμε καρβέλια ονειρεύεται. Η μόρφωση όμως παιδί μου αν' ανωτερη κι απ' τα λεφτά κι απ' την καλοπέραση. Να ξέρεις πόσο χαίρομαι όταν ακούω τον αδερφό μου τον Πελοπίδα να μιλάει. Ολοι κρέμονται απ' το στόμα του και τον κοιτάν σα χάνοι. Οχι δηλαδή πως έχει τίποτα σπουδαία μόρφωση σα να πούμε γιατρός ή δικηγόρος αλλά ξέρει πέντε γράμματα παραπάνω από μας τους υπόλοιπους, γιατί πάντα τον άρεζε να διαβάζει ότι έπεφτε στα χέρια του. Δεν έφαγες, πετάχτηκε ξαφνικά με υπερβολική και λίγο φτιαχτή ανησυχία, μετρωντας τα κουκούτσια απ' τις ελιές όπως κάθε πρωί. Μόνο οκτω βούκες έφαγες. Ο Δημήτρης σκωθηκε απότομα απ' το τραπέζι. - Πάω μια βόλτα είπε.
- Για πού παιδι μου; απόρησε η μόνα του. Τ' απόγεμα φεύγεις και θα κανουμε ισως χρόνια να σε δούμε. Κατσε λιγο να σε χορτόσω... - Εδώ γύρω στην παλιό μας γειτονια, την έκοψε λιγο απότομα. Θα κανω μια βόλτα στον “παραδεισο”. Κοντοστόθηκε στις σκαλες. - Να σε πω την αλήθεια μαμα, ποτέ δε τη συμπόθησα τη γειτονια της πλατειας π' ήρθαμε μετα που δε μπορέσαμε ν' αγορόσου με το παλιό μας σπιτι στον “παραδεισο”. Αλήθεια! Πόσο πουλιόταν τότε το σπιτι μαμα; - Δεκατρεις χιλιαδες, απαντησε στεναχωρημένη η μόνα του. Ανόθεμα τη ζωή και τη προκοπή μας που δεν ειχαμε δεκατρεις ψωροχιλιόδες ν' αγορόσου με γκιουζελιμ σπιταρόνα π' ήμασταν μια χαρα βολεμένοι κι ανεξόρτητοι. - Δεκατρεις χιλιαδες ειναι όμως πολλα λεφτα, έκανε σκεφτικός ο Δημήτρης. Εγώ δουλεύω τα καλοκαιρια στο καπνομόγαζο ολόκληρη μέρα για σαρόντα τρεις δραχμές. Πόσο παιρνει με ροκαματο ο μπαμπός π' ειναι και μόστορας; - Εξήντα δυο, απαντησε η μόνα του κουνώντας πέρα δώθε το κεφαλι της. Αντε με τέτοια λεφτα να μαζέψεις δεκατρεις χιλιαδες. Ούτε να δανειστού με βρήκαμε παιδι μου. Τέλος πόντων, χαμογέλασε με πικρα. Αναγκαστήκαμε να μετακομισουμε εδώ στης γιαγιός. Δε μπορώ να πω ότι ειχαμε ποτέ κανένα πρόβλημα αλλα να, πώς να το πω, αισθανομαι σα να ειμαι σε ξένο σπιτι. Σα φιλοξενούμενη νοιώθω όλ' αυτό τα χρόνια. Νότο λοιπόν, χτύπησε τις παλόμες της και τις έφερε ενωμένες διπλα στο σαγόνι της κατα πως συνήθιζε Τον κοιταξε λοξα χαμογελώντας. Νότο λοιπόν που καταλήξαμε και παλι στα λεφτα. Βλέπεις ότι αμα έχεις λεφτα εισαι ανεξόρτητος κι “ευταξούσιος" που λέει η γιαγια σου. Αμα ειχαμε τότε τις δεκατρεις εκεινες ψωροχιλιόδες, σήμερα θα'μασταν αφέντες στο δικό μας το σπιτι. Τέλος πόντων. Σε ζαλισα με την πολυλογια μου. Αντε τραβα τώρα να δεις τα παιδικό σου λημέρια και μη ξεχασεις να εισαι πισω τ' αργότερο στις δυο, γιατι ο μπαμπός θα παρει αδεια απ' τη δουλεια του και θα'ρθει στις δυο και τέταρτο να μας παρει με το ταξι για το πρακτορειο της Σαλονικης. - Θα ειμαι πισω στην ώρα μου, απαντησε ο Δημήτρης κι ανέβηκε τις σκαλες. Που ειναι η γιαγια; γύρισε και ρώτησε μόλις πατησε το κεφαλόσκαλο. - Πήγε στην εκκλησια ν' ανόψει ένα κερι για το καλό κατευόδιο, απαντησε η μόνα του και γέλασε. Πρέπει να επιστρατέψουμε όλες τις «μεγαλες δυναμεις» που λέμε. 'Εχεις ακούσει για τις «μεγαλες δυναμεις;»; Αμερική, Αγγλια και Ρωσια βαλαν κατω ολόκληρη Γερμανια π' ήταν παντοδύναμη κι ανικητη. Φαντασου τώρα πόσο
μεγαλη δύναμη ειν' ο Θεός. Η γιαγια θα φέρει και μύρο να σε μυρωσει.
5
5
Ο Δημήτρης βγήκε απ το σπιτι π ήταν σκεδόν στη μέση της μεγάλης πλατειας του σχολειου π' απλώνονταν μπροστά στο σπιτι τους. Το μεγάλο κιτρινο κι επιβλητικό δημοτικό σχολειο φάνταζε αρχοντικό και μεγαλόπρεπο, ακριβώς απέναντι τους στο πάνω μέρος της πλατειας. Πήρε το δρόμο γυρω γυρω απ' τα δεξιά. Ουτε καλά καλά στα εκατό μέτρα βρισκόταν ο κεντρικός δρόμος που δεξιά πήγαινε ισα κάτω στο κέντρο της πόλης κι αριστερά τραβουσε προς τα πάνω για τα λαζαιικα. Ο κεντρικός δρόμος, η οδός ομονοιας όπως λεγόταν, ήταν ο μεγαλυτερος και κεντρικότερος δρόμος της πόλης, αν και δω πάνω στη γειτονια τους ήταν στα τελευταια του και γινόταν στενός και πολυ ανηφορικός.
«Εδώ ειν' η ουρά του και τα ξεψυχισματά του», έλεγε ο Αριστειδης ο μπακάλης π' ειχε το μπακάλικο «...επι της κεντρικής αρτηριας της πόλεως» όπως τόνιζε γελώντας. «Μόνο π' εδώ μοιάζει με το ποτάμι που ξεκινάει μεγαλόπρεπο και φουριόζο και καταλήγει ψωραλέος βουρκος». Σε κεινο όμως το σημειο που ο δρόμος περνουσε διπλα απ' την πλατεια και μερικά μόλις μέτρα απ' το σχολειο, αποκτουσε μια ιδέα απ' τη μεγαλοπρέπειά του. Φάρδαινε απότομα και το καλντεριμι του ήταν καλοστρωμένο, στέρεο και καλοδεμένο για ν' αντέχει στα ορμητικά νερά που κατέβαιναν με δυναμη απ' τα λαζαιικα κάθε φορά π' έπιανε νεροποντή. Κοντά στα εικοσι μέτρα πλάτος ειχε αν υπολόγιζε κανεις και το πλάτος του χωματένιου δρόμου που πήγαινε γυρω γυρω απ' την πλατεια και περνουσε μπροστά απ' το σπιτι τους. Αυτό λοιπόν το πλάτωμα ήταν και το συνορο που χώριζε τις δυο γειτονιές. Του “παράδεισου" και της “πλατειας”, με τις δυο αντιπαλες συ μμοριες που καθημερνά σκοτώνονταν στον πετροπόλεμο αν και την άλλη μέρα στο σχολειο καθόταν στο ιδιο θρανιο και ήταν οι καλυτεροι φιλοι. Μόλις περνουσες τον δρόμο έφτανες μπροστά στο καρβουνιάρικο του Μπαλή π' ήταν στ' αριστερά, ενώ στα δεξιά ήταν η μεγάλη κακαβιά. Προχωρώντας καμιά δεκαριά μέτρα ακόμα έμπαινες στην αλάνα του “παράδεισου". Δεξιά στην αλάνα περνουσε ο λάκκος που κατέβαινε απ' τον Κουλέ κι έφτανε το τέλος του κάτω στο λιμάνι, κατεβάζοντας μαζι του κάθε π' έβρεχε ένα σωρό χώματα και σκουπιδια. Ο «μεγάλος σκουπιδιάρης» όπως αλλιώς και μάλλον χαιδευτικά τον αποκαλουσαν, γιατι όλοι πετουσαν κει μέσα τα σκουπιδια τους. Ερχόταν λοιπόν και γέμιζε κεινο το σημειο του λιμανιου και βρωμουσε σαν απόπατος όταν κάναν τη βόλτα τους ο κόσμος στην παραλια. Κάθε τόσο όμως ερχόταν μια μεγάλη «φαγάνα», όπως ονομάτιζαν κεινο το πλεουμενο π' ειχε στον πάτο του κάτι τεράστια μαχαιρια όπως λέγαν τουλάχιστο όλοι, για να το
καθαρισει και να βαθυνει κεινη τη μερια του λιμανιου. Εσκαβε λοιπόν με τα μαχαιρια της η «φαγανα» τη λασπη και την πετουσε με μια τεραστια σιδερένια σωλήνα απ' την αλλη μερια έξω απ' το λιμανι, μπροστα στα καπνομαγαζα που σιγα σιγα κεινο το μέρος ειχε γινει από θαλασσα στερια. «Με σκοπό το κανουν» κουνουσε με σημασια το κεφαλι του ο μπαρμπα Θωμας στο καπνομαγαζο. «Κανουν τη θαλασσα στερια για ν' αρπαξουν οι επιτήδειοι παραθαλασσια οικόπεδα στα κεντρικα της πόλης». Ο λακκος όμως για τα παιδια ήταν ένας τεραστιος κι ατελειωτος χώρος για παιχνιδια κι εξερευνήσεις. Άμέτρητες ώρες χαρουμενων παιχνιδιών ειχε περασει μαζι με τη “συμμορια" κει μέσα, π' όταν έβρεχε γινονταν αγριος και φοβερός σα θυμωμένος δρακος κατεβαζοντας με φοβερό μουγκρητό τα θολωμένα νερα του, ενώ όταν δεν έβρεχε και ιδιαιτερα το καλοκαιρι, ήταν γλυκός και ήρεμος «σα το γατι τους» π' έλεγε ο πατέρας του. Στο πανω μέρος του “παραδεισου", η μερια δηλαδή π' ήταν προς το βουνό και τον προφήτη Ηλια, ήταν μια γέφυρα κοντα στα έξη με εφτα μέτρα που την λέγαν 'πανω γέφυρα' ενώ στην κατω μερια ήταν η 'κατω γέφυρα', π' ήταν κομματι του κεντρικου δρόμου της πο ης. Εκει, στο έμπα της κατω γέφυρας, ήταν θα'λεγε κανεις η πιατσα της γειτονιας. Εκει ήταν το μπακαλικο του κυρ Άριστειδη του φιλόσοφου, εκει ήταν το φουρναρικο του κυρ Θανου και του αδερφου του του Μιχαλη, εκει ήταν το ψιλικατζιδικο της κυρα Ολγας, εκει και το καφενειο του πατέρα του γκαβουλια. Ο Δημήτρης πήγε και σταθηκε στο πανω μέρος της αλανας ώστε να'χει φατσα την πιατσα και κυριως το μπακαλικο του κυρ Άριστειδη που παντα τον αγαπουσε και τον ξεχώριζε απ' όλους τους αλλους στη γειτονια. Στο βαθος, κοντα στα εκατό μέτρα στα δεξια, έβλεπε τον τεραστιο όγκο της φατσας και της μιας πλευρας του σχολειου. «Του δευτερου δημοτικου της δευτερης περιφέρειας», π' ήταν το καμαρι της γειτονιας και που το'χαν επιταξει οι αγγλοι μετα τον πόλεμο ακριβώς γιατι ήταν πολυ καλό και γερό κτιριο. Τώρα βέβαια έχει πολλα χρόνια που οι αγγλοι πήγαν «στα τσακιδια» όπως λέγαν με κρυφή αγανακτηση οι περισσότεροι. Μαλιστα ο Δημήτρης ακουσε μια μέρα τον κυρ Άριστειδη π' ειπε.
«Μας φέραν καλα καλα όλες τις καταστροφές του κόσμου, μας φόρτωσαν κι έναν εμφυλιο και παν τώρα στην πατριδα τους να μας σεργιανουν πως κομματιαζόμαστε αναμεταξυ μας». Πιο δω, παλι στα δεξια και στο υψος του έμπα του “παραδεισου", έβλεπε το πανέμορφο σπιτι της κυριας Ευτέρπης της διευθυντριας και δασκαλας του, με τις αμέτρητες τρανταφυλιές και τη μεγαλη
κληματαριά να σκεπάζει ολόκληρη την τεράστια βεράντα. Η κυρία Ευτέρπη που τόσο την αγαπούσε και που τόσο τον επηρέασε “στην σκέψην και στον χαρακτήραν” όπως έλεγε η ίδια όταν τους μιλούσε για τον επηρεασμό του δασκάλου στην παιδική ψυχή και “την διαμόρφωσην του χαρακτήρος των”. Η κυρία Ευτέρπη με το βαρύ χέρι και τη χρυσή σα των μανάδων τους καρδιά, όπως τη χαρακτήρισε μια μέρα χαμογελωντας ο κυρ Θάνος ο φούρναρης. Η κυρία Ευτέρπη που όλα τα παιδιά, την έβλεπαν με τα παιδικά τους μάτια σαν έναν ακλόνητο βράχο. Σα την προσωποποίηση της δύναμης και τ' αλύγιστου χαρακτήρα. Γυναίκα απλησίαστη και μοναχική που το μόνο π' ήξερε ήταν το «καθήκον του δασκάλου» όπως με περηφάνια τόνιζε σε κάθε ευκαιρία και σε κάθε λόγο που έβγαζε απ' τα σκαλιά του σχολείου. Σκληρή κι απόκοσμη που ο κόσμος της ήταν μόνο το σχολείο και το σπίτι. Παιδιά δικά της δεν την αξίωσε ο Θεός όπως έλεγε να κάνει και ζούσε με τον άντρα της, μόνοι οι δυο τους κι απομονωμένοι χωρίς πολλά πάρε δωσε με τη γειτονιά. Είναι τωρα ένας χρόνος που ο Δημήτρης τη συνάντησε τυχαία μετά από τόσα χρόνια που βγήκε στη σύνταξη, όταν ο ίδιος ήταν στην πέμπτη τάξη του δημοτικού και την καλημέρισε συνεσταλμένα κι ίσως λίγο φοβισμένα. Εκείνη στάθηκε απότομα. Τον κοίταξε καλά στα μάτια και με μια κίνηση που δε την φαντάζονταν ούτε στα όνειρά του, τον άρπαξε απ' τους ωμους και τον φίλησε στο μάγουλο. Η κυρία Ευτέρπη τον αγκάλιασε και τον φίλησε! Κόντεψε να πέσει κάτω απ' την έκπληξη όταν μάλιστα την είδε δακρυσμένη να λέει αναστενάζοντας.
«Αγόρι μου, έχασα τον Λεωνίδα μου. Εχασα τον άντρα μου. Εχασα τον μοναδικό μου σύντροφο. Εμεινα μόνη κι ανήμπορη». Μια αποκάλυψη. Μια άλλη διάσταση του κόσμου. Ο πόνος που λυγίζει την πέτρα. Στη μέση της αλάνας, είδε και του'ρθαν γέλια, την τσιμεντένια πίστα π' έμεινε από τότε που κείνος ο ρουφιάνος ο Ανέστης ο κουτσός με τ' ασφαλίτικά του μέσα, πήγε να φτιάξει στην αλάνα τους εξοχικό κέντρο. Γρήγορα όμως τα μάζεψε και πήγε στο σπίτι του να μαλωνει με τη γυναίκα του και να κλαίει την άτιμη τη μοίρα του που τον έριξε έξω. Ο Δημήτρης θυμάται ότι η “συμμορία” είχε βάλει τα δυνατά της για να τον διωξει απ' τον αγαπημένο τόπο των καθημερνων τους παιχνιδιων και μάλιστα έστησαν με το φευγιό του ολόκληρο πανηγύρι για να γιορτάσουν τη νίκη τους. Ο αρχηγός τους μάζεψε στο πηγάδι κι έβγαλε ολόκληρο λόγο. «Κοπιάσαμε αλλά τα καταφέραμε, είπε. Οι μεγάλοι δε θέλουν ποτέ ν' αφήσουν τόπο για τα παιδιά και το μόνο π' έχουν στο μυαλό τους είναι να τα διωχνουν απ' τους χωρους που παίζουν και να
χτιζουν σπιτια και μαγαζια για να κερδιζουν λεφτα. Μόνο τα λεφτα και τα κέρδη τους ενδιαφέρουν. Εμεις όταν μεγαλώσουμε δε πρέπει να γινουμε σα τα μούτρα τους. Ζήτω ο παραδεισος». Τώρα βέβαια που πέρασαν από τότε κοντα δέκα χρόνια, αναγνωριζει ότι το διώξιμο του Ανέστη του κουτσού απ' την αλόνα τους το καταφεραν οι μεγαλοι της γειτονιας, που χωρις να συνεννοηθούν και χωρις να πουν τιποτα αναμεταξύ τους, δε πλησιασαν το μαγαζι του ούτε για μια γκαζόζα. Πήγε και καθισε στο πεζούλι του σφραγισμένου πηγαδιού, εκει που κατακοποι απ' τα ολοήμερα παιχνιδια μαζεύονταν μόλις έπαιρνε να σκοτεινιαζει και στήναν ολόκληρες συζητήσεις για τα χιλια δυο πραματα της γειτονιας. Εκει που σχολιαζαν και κορόιδευαν όλους. Απ' τον μπαρμπα Γιαννη π' όλη μέρα ήταν μεθυσμένος μέχρι «τις δυο χαριτωμένες» που περιμεναν τον Τζακ τον αμερικανο να τις παρει στην Αμερική. Εκει π' ήταν ο τόπος συγκέντρωσης της “συμμοριας", πριν αποφασισουν για το παιχνιδι που θα παιζαν και χωριστούν σε ομαδες. Μπαλα, μακριές γαιδούρες, ξυλικ τσομακ, κυνηγητό, κρυφτό κι ένα σωρό αλλα παιχνιδια όπως οι μπιλιες, τα τζιτζιλια κι οι σβούρες. Ολο τέτοια αγοριστικα παιχνιδια, γιατι κοριτσι δε πατούσε στην αλόνα τους. Τους αλλους - στη γειτονια της πλατειας - οι συμμοριτες τους κορόιδευαν γιατι παιζαν κουτσό και περνα περνα η μέλισσα με τα κοριτσια. «Αντε βαλτε ρε και φουστανια, γιατι έτσι κι αλλιώς δε σας ξεχωριζου με απ' τα κοριτσια» τους φώναζαν όταν πολλές φορές έκαναν επιδρομές για να τους κουλαντρισουν κι αρχιζε ο αγριος πετροπόλεμος. Εδώ στο πηγαδι όπου μαζεύονταν τα βραδακια πριν παν για τα σπιτια τους, έρχονταν καμια φορα κι ο Παρασχος, ο κωλομπαρας της γειτονιας και τους έλεγε κεινα τα πονηρό ανέκδοτα που τους έκανε να ξεκαρδιζονται στα γέλια και να τ' αφηγιούνται κρυφό την αλλη μέρα στο σχολειο. Μια φορα μαλιστα ο Δημήτρης που δεν ειχε καταλαβει ένα τέτοιο ανέκδοτο αλλα που πρέπει να ήταν φαινεται πολύ αστειο γιατι όλοι κόντεψαν να πέσουν κατω απ' τα γέλια, το'πε και στον πατέρα του.
«Τι εισαι;» τον ρώτησε. «Μεταξας ή Με τα κουνας». Οσα χρόνια και να περασουν δε θα ξεχασει ποτέ την έκπληξη στο μούτρο του πατέρα του και το ξύλο που τον φόρτωσε στη συνέχεια. Του φανηκε για μια στιγμή ότι όλη η "συμμορια" ήρθε και καθισε γύρω γύρω στο πεζούλι του πηγαδιού σα κεινα τα όμορφα χρόνια, με τον αρχηγό τους το σπινο όρθιο μπροστα να τους κοιτόζει με το χαμογελαστό και λιγο ειρωνικό του ύφος και να προσπαθει μ' ερωτήσεις να κανει καποιον να πει τη χαζομαρα του κι αμέσως να
δώσει το συνθημα να πέσουν όλοι πάνω του να τον ταράξουν στις καρπαζιές. Συνήφερε για μια στιγμή απ' τα ονειροπαρσιματά του και κοιταξε γυρω του με αγωνια. Πόση ώρα κάθεται άραγε δω και ονειροπολει τα περασμένα; Πετάχτηκε πάνου με το φόβο ότι μπορει να χάσει το λεωφορειο για τη Σαλονικη. - Μήπως έχετε ώρα, φώναξε σ' έναν χοντρό κυριο που κατέβαινε το δρόμο απ' την άλλη μεριά του λάκκου. Εκεινος σταμάτησε περήφανος γιατι του δινόταν η ευκαιρια να δειξει ότι έχει ρολόι και ξεκουμπωσε με αργές κινήσεις το σακάκι του. 'Εβαλε τα δυο του δάχτυλα στο δεξι τσεπάκι του γιλέκου του και ρώτησε πριν τραβήξει το ρολόι. - Του μάστρο Κώστα ο γιος δεν εισαι; - Ναι..., ναι... απάντησε ανήσυχος ο Δημήτρης. Ο πατέρας μου με περιμένει με το ταξι για να με πάει στο πρακτορειο της Σαλονικης, επειδή θα φυγω για το εξωτερικό. Πειτε με σας παρακαλώ τι ώρα ειναι, γιατι φοβάμαι ότι άργησα. - Και για που με το καλό θα πας παλικάρι μου; ρώτησε ο χοντρός και δεν έλεγε να βγάλει το ρολόι απ' την τσέπη του. - Για τη Σουηδια θειο, απάντησε ο Δημήτρης σκασμένος απ' τα νευρα του. - Για πολυ μακριά το'βαλες λεβέντη μου. Και τι πας να κάνεις εκει πέρα; Δε κάθεσαι καλυτερα στ' αυγά σου λέω γω που σας έπιασε όλους κωλοσφιξιμο ν' αδειάστε αυτόν τον τόπο. Δες και σας βαλαν νέφτι και τρέχτε στις Γερμανιες και τις Σουηδιες και γω δε ξέρω που στου διαόλου τη μάνα. Απ' τον τόπο σου και πιο καλά δεν ειναι πουθενά. Οπου και να φτάστε με τα σουσουμια αυτου του τόπου θα ζειτε. Απ' τη μοιρα του και τη γωνιά του δε ξεκολλάει κα νεις ποτέ. 'Εχει τουλάχιστο μεροκάματο εκει που θα πας; - Τέλος πάντων όρεξη για φιλοσοφιες έχεις θειο. Ως να με πεις την ώρα, θα χάσω και το ταξι και το λεωφορειο και τη Σουηδια και τ' αυγά με τα καλάθια, μουρμουρισε αγανακτισμένος κι έκανε μεταβολή τρέχοντας. - Καλά.., καλά... Θα με θυμηθεις μια μέρα, τον άκουσε να φωνάζει πισω του. Σε δυο λεπτά ήταν μπροστά στο σπιτι όπου οι δικοι του ειχαν φορτώσει τη βαλιτσα του στο ταξι και τον περιμεναν μ' αγωνια. - Αντε πουλάκι μου, ειπε κόκκινη απ τη λαχτάρα της η μάνα του. Η ώρα ειναι και μισή. 'ισα ισα που προλαβαινουμε. Ο πατέρας του όπως πάντα δε μιλησε καθόλου. Τον έκανε μόνο ένα νόημα με το χέρι σα χαιρετισμό και μπήκε πρώτος στο ταξι διπλα στον οδηγό.
«Αυτός ειναι ο τρόπος του για να δειξει ότι βιαζόμαστε», σκέφτηκε ο Δημήτρης και τον κοιταξε μ' αγάπη.
Ορμησε στη γιαγια του που στεκόταν διπλα στο ταξι πατώντας κατα τα συνήθεια της μια στο ένα μια στ' αλλο πόδι σα να'κανε σημειωτόν, κρατώντας προσεχτικα με τα δυο χέρια τον μεγαλο τους μπακιρένιο τεντζερέ γεματο με νερό. Τη φιλησε στα δυο μαγουλα που τα'νοιωσε ότι ήταν φλογομένα και νοτισμένα απ' τα δακρυα. - Τι το κρατας το νερό γιαγια; τη ρώτησε γελώντας. - Άυτα ειναι δικές μας συνήθειες αγόρι μου. Εσεις οι νέοι τα κοροιδευτε τώρα αλλα μεις περασαμε μια ζωή μ' αυτα τ' απλα πραματα που μας κρατησαν ζωντανές τις ελπιδες μας. Άντε πανε τώρα στο καλό και στην ευχή του Θεου. Ο Δημήτρης μπήκε μαζι με τη μανα του στην πισω θέση του ταξι που ξεκινησε αμέσως. Γυρισε μια στιγμή να χαιρετισει με το χέρι για μια τελευταια φορα τη γιαγια του και την ειδε π' αδειαζε τον τεντζερέ με το νερό στον χωματένιο δρόμο. - Τι ειν' αυτα τα χαζα που κανει η γιαγια; ρώτησε απορώντας τη μανα του. Εκεινη σκουπισε για εκατοστή ισως φορα τα ματια της και τον κοιταξε λυπημένα. - Πα να πει αγόρι μου ότι τ' αγαπημένο μας πρόσωπο που φευγει να'χει γυρισει ως να στεγνώσει το νερό. θ Με το π' έφτασε στη Σαλονικη του φανηκε ότι από τώρα αρχισε η ξενιτια του κι ότι από τώρα πρέπει ν' αρχισει να φροντιζει μόνος του τον εαυτό του. Σαν έφτασε το λεωφορειο στο πρακτορειο, έψαξε να δει αν ήταν εκει η θεια του να τον περιμένει σαν τόσος κόσμος που περιμενε τους δικους του, αλλα δε την πήρε το ματι του πουθενα. Άς ειναι καλα η μανα του που πριν απ' την αναχώρηση του λεωφορειου κι ενώ έκλαιγε και τον αποχαιρετουσε, του εξήγησε πως θα πήγαινε στο σπιτι της θειας του αν δε την έβρισκε να τον περιμένει στο πρακτορειο.
«Ειναι μυστήρια αυτή», του ειπε. «Ολο λαχανιασμένη και με την Η
ψυχή στο στόμα τρέχει. Άσε που μπορει να ξεχασει ότι πας, παρ όλο που την έκανα τηλεφωνική κλήση χτες βραδυ και της έδωσα ακριβώς και την ώρα που ξεκινας αλλα και την ώρα που φτανεις στη Σαλονικη». Ζαλώθηκε λοιπόν τη βαλιτσα του και προχώρησε ισια κι αμέσως δεξια στον πρώτο δρόμο απ' όπου θα'φτανε μετα από καμια τρακοσαρια μέτρα στον πιο κεντρικό δρόμο της Σαλονικης, την Εγνατια όπως τη λέγανε, για να παρει το λεωφορειο που γραφει πανω του ΧΆΡιΆΆΟΥ.
Ολα τούτα τελικά δε χρειάσθηκαν γιατί μόλις έστριψε τον πρωτο δρόμο και πήρε τον κατήφορο, συνάντησε τη θεία του π' έρχονταν τρέχοντας να τον προλάβει. -Ελα πάμε, του'πε με τον κρύο της τρόπο και τράβηξε μπροστά για τη στάση του λεωφορείου. Ολη νύχτα δεν έκλεισε μάτι να γυροφέρνει στο μυαλό του τι θα'κανε την άλλη μέρα και πως θα δούλευε το σχέδιο για να τα καταφέρει με τα λειψά του χρήματα, κατά πως τον είχε συμ βουλέψει ο Παναγιωτης ο ποδηλατάς. Η λαχτάρα και η αγωνία που τον έζωναν του'φεραν ένα σφίξιμο και μια λιγούρα στο στομάχι, ενω ένα βάρος στο στήθος του'κοβε την αναπνοή. Τα πόδια του τα'νοιωθε σα ξύλα ενω τα χέρια του, περίεργο μα την αλήθεια, λες και βγάζαν φλόγες. Σκωθηκε απ' τις έξη το πρωί και στεκόταν δυο ωρες όρθιος στο παράθυρο, περιμένοντας να ξυπνήσει η θεία του. Μυστήρια γυναίκα αν' η αλήθεια. Από μικρό παιδάκι ακόμα καταλάβαινε ότι δε τον συμπαθούσε, όπως δε συ μπαθούσε και τον πατέρα του. Πολλές φορές ρωτησε τη μάνα του να μάθει το λόγο γι' αυτή της τη συμπεριφορά αλλά πάντα έπαιρνε την ίδια απάντηση. «Τι λες καλέ τέτοια χαζά; Ο τύπος της. Ο χαρακτήρας της που λέμε είναι τέτοιος, που δε την αφήνει να εκδηλωσει την αγάπη της. Ακόμα και μένα π' είμαι αδερφή της με φέρεται κρύα». Αυτός όμως δε τα'τρωγε κάτι τέτοια. Ήταν σίγουρος ότι η θεία του δε συμπαθούσε καθόλου τους άντρες, για τους οποίους δεν είχε ποτέ να πει μια καλή κουβέντα. Για όλους έλεγε ότι ήταν ψεύτες, υποκριτές κι ένας θεός ξέρει τι άλλο. Το εξήγησε στη μάνα του πριν από μια βδομάδα, όταν σιγουρεύτηκε για τα καλά ότι δε θα του πλήρωνε το εισιτήριό. Εκείνη στραβομουτσούνιασε δυσαρεστημένη, έκανε να του ξαναπεί τα ίδια π' άκουγε τόσα χρόνια για τη θεία του όμως άλλαξε ξαφνικά γνωμη.
«Τωρα μεγάλωσες και μπορω να σε πω μερικά πράματα που δε μπορούσα να στα μπιστευτω όσο ήσουνα παιδί. Η θεία σου είχε μια πολύ σοβαρή απογοήτεψη από κάποιον που γνωρισε πριν από χρόνια κι έφτασαν μια ανάσα απ' το γάμο. Μια βδομάδα όμως απ' το γάμο τους κι ενω όλα ήταν έτοιμα και κατά πως πρέπει, ο λεγάμενος την κοπάνησε κι έμεινε η θεία σου μόνη κι εκτεθειμένη. Μη κοιτάς τωρα π' έγιναν όλα πρόχειρα και πρόστυχα που ο κάθε μπαγαπόντης υπόσχεται και ξευπόσχεται γάμο στα κορίτσια του κόσμου. Εκείνα τα χρόνια άμα εγκαταλείπαν τις γυναίκες και μάλιστα πριν από το γάμο, ήταν καλύτερα ν' άνοιγε η γη να τις καταπιεί. Η θεία σου το λοιπόν αναγκάστηκε να πάρει τα μάτια της και να φύγει στη Σαλονίκη, γιατί εδω δεν είχε μούτρα να σταθεί.
Πέρασαν κοντα τριαντα πέντε χρόνια από τότε αλλα κεινο το πατατρακ π' έπαθε ραγισε την καρδια και τσακισε την ψυχή της. Την έσπρωξε όχι μοναχα να μη συμπαθει τους αντρες αλλα πως να στο πω να το καταλαβεις. Αιστανεται ένα λογιώ περιφρόνηση και μια σιχασια για τους σερνικούς. Τι να στα λέω τώρα παιδι μου παλιογκαιρισια πραματα. Τώρα παν αυτα. Πέρασαν μαζι με τα νιατα μας. Η ζωή τώρα ειναι για σας τους νέους μ' αλλιώτικα ξεκινήματα». 7 Οση ώρα περιμενε κολλημένος στο παραθυρο να σκωθει η θεια του, έφερνε ξανα και ξανα στο μυαλό του τα λόγια της μόνας του κι ένοιωσε μια συμπαθεια και μια λύπηση γι' αυτή τη γυναικα π' αδικήθηκε κι έζησε μόνη της την περιφρόνηση των ανθρώπων μια ολόκληρη ζωή, για κατι που σε τιποτα δεν έφταιξε. «Αδικο. Ειναι αδικο να χαραμιζεται η ζωή τ' ανθρώπου με τέτοιο τρόπο», μουρμούρισε. «Αυτα τα πραματα πρέπει ν' αλλαξουν. Ίσως εκει που παω οι ανθρωποι να σκέφτονται αλλιώς και να μην ασχολιούνται με τα προσωπικα του καθενός». Η θεια του σκώθηκε και του ετοιμασε ένα καλό πρωινό με γαλα, χασικο ψωμι, βούτυρο και κασέρι και τον φώναξε να κοπιασει. - 'Ελα να φας που σε καταλαβα ότι εισαι όρθιος κι αυπνος ώρες ολόκληρες, του φώναξε απ' την κουζινα. Οταν ο Δημήτρης ειδε όλες κεινες τις νοστιμιές αραδιασμένες στο τραπέζι τα'χασε. - Αυτα δε τα τρώμε θεια στο σπιτι μας ούτε το Πασχα. 'Επεσε με τα μούτρα και σκεδόν τα καταβρόχθισε όλα. Μόλις τέλειωσε, χορτατος και μ' αλλαγμένη διαθεση, πήγε μέσα στο δωματιο όπου η θεια του μαζευε το κρεβατι. - Φεύγω ειπε. Παω κατω στην αγορα να κανονισω για το φευγιό μου. - 'Εχεις σκεφτει πως θα τα καταφέρεις; τον ρώτησε και τον κοιταξε στα ματια. Απ' ότι ξέρω δε σε φτόνουν τα λεφτα. - 'Εχω ένα σχέδιο π' ελπιζω να πιασει, απαντησε. Μου το'πε ο Παναγιώτης ο ποδηλατας. Τον ξέρεις; Η θεια του στραβομουτσούνιασε τόσο έντονα που τον έκανε ν' απορήσει. - Καποτε τον ήξερα πολύ καλα κι αυτόν κι όλους τους αλητήριους τους συγγενεις του, απαντησε και σκούπισε ένα δακρυ. Ί-ιταν οικογενειακοι μας φιλοι. Δε σε ειπε τιποτα η μανα σου; Ο Δημήτρης δε καταλαβε γιατι αλλα σα σφήνα του καρφώθηκε στο μυαλό ότι ο Παναγιώτης ο ποδηλατας ήταν ο αντρας π' ειχε αφήσει στα κρύα του λουτρού τη θεια του λιγο πριν το γαμο τους. - Αφού ήταν οικογενειακός σας φιλος θεια, γιατι τότε μιλας έτσι γι' αυτόν; Τι σας έκανε;
- Τιποτα, απάντησε εκνευρισμένη. Δε σ' αφορά εσένα. Αντε τράβα τώρα να δεις τι θα κάνεις και πόσο θα σε βοηθήσουν οι συμβουλές αυτηνής της άτιμης φυτρας. Ο Δημήτρης την ειδε σε τέτοια χάλια απ' την αγανάκτηση, που φοβήθηκε μη πάθει αποπληξια. Χωρις να πει άλλη κουβέντα άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Πήρε το τραμ και ζήτησε απ' τον εισπράκτορα να του πει που να κατεβει για να πάει στην τράπεζα της Ελλάδος. - Ειναι στην οδό Τσιμισκή αν δε κάνω λάθος, ειπε στον εισπράκτορα για να παραστήσει και λιγο τον πρωτευουσιάνο. - Εκει ειναι, απάντησε βαριεστημένα εκεινος. Κάτσε δω κοντά και θα σε πω μόλις φτάσουμε να κατέβεις. Σ' όλη τη διαδρομή ο Δημήτρης κοιταζε με περιέργεια τον κόσμο π' έτρεχε όλη την ώρα βιαστικός, λες κι όλοι ήταν καθυστερημένοι από μια πολυ επειγουσα δουλειά και τρέχαν να την προκάνουν. Αλλοι φώναζαν δυνατά και βριζαν άσκημα, ενώ άλλοι ορμουσαν και σκαρφάλωναν στο τραμ να κρέμονται σα τα σταφυλια στις πόρτες και στο πισω μέρος, έτοιμοι να πέσουν και να τσακιστουν. Εκει στο πισω μέρος του βαγονιου πρόσεξε ένα σκοινι που κρεμόταν και που η πάνω του άκρη ήταν δεμένη σε μια μακριά σιδερένια βέργα. Η βέργα ακουμπουσε και σέρνονταν πάνω σ' ένα χοντρό συρμα που στέκονταν θαρρεις ξεκρέμαστο από πάνου κι ακολουθουσε τις γραμμές. Πάνω που τα παρατηρουσε όλ' αυτά, του'βαλε μια φωνή ο εισπράκτορας. - Εδώ θα κατεβεις εσυ μικρέ. Να εκει, έσκυψε κοιτάζοντας και δειχνοντας με το δάχτυλο απ' τ' απέναντι παράθυρο του βαγονιου. Εκεινο κει το παλιό αρχοντικό κτιριο με τις κολόνες μπροστά, ειναι η τράπεζα της Ελλάδος. Ο Δημήτρης πετάχτηκε ξαφνιασμένος και κατέβηκε άρον άρον. Κοιταξε απέναντι και δεξιά το κτιριο της τράπεζας, σκουπιζοντας στο πανταλόνι του για μια ακόμα φορά τα ιδρωμένα του χέρια. - Εδώ ειμαστε, χασκογέλασε αμήχανα. Τραβά τώρα κι ο Θεός βοηθός. Πέρασε με προσοχή στ' απέναντι πεζοδρόμιο γιατι τ' αυτοκινητα ήταν τόσα πολλά, π' ήταν κινδυνος να τον κόψει κανένα. Βρέθηκε ακριβώς μπροστά στο ταξιδιωτικό γραφειο, όπως του τα ειχε περιγράψει ο Αποστόλης π' ήταν παρόν όταν κουβέντιαζε το πρόβλημα του με τον Παναγιώτη τον ποδηλατά. «Σαράντα, βια πενήντα μέτρα απ' την τράπεζα της Ελλάδος», του'πε, «ειναι ένα πρακτορειο μετανάστεψης. Εκει μπορεις να κόψης το εισιτήριό σου, αφου κάνεις κατά γράμμα όλ' αυτά που σε συμβουλεψε ο Παναγιώτης». Στάθηκε μια στιγμή στη μικρή βιτρινα του πρακτορειου και κοιταξε τον μεγάλο χάρτη της Ευρώπης π' ήταν κρεμασμένος στη μέση.
Κοιταξε ψηλα κι αριστερα πανω απ' εκει π' ήταν η Ελλαδα κι ειδε με ωραια χρώματα τη Γερμανια. Με χαραγμένους τους δρόμους της και τις σιδηροδρομικές γραμμές της, με τα βουνα της σε διαφορες αποχρώσεις του καφέ αναλογα με τον όγκο και το υψος τους, με τις πόλεις σημειωμένες με μεγαλες και μικρές βουλες συμφωνα με το μέγεθός τους, με τις πεδιαδες, τις λιμνες και τα ποταμια της σε διαφορα χρώματα. Πιο πανω ήταν η Δανια, χρωματισμένη κι αυτή σα τη Γερμανια αλλα με λιγο ξεθωριασμένα χρώματα και με πολυ λιγότερες λεπτομέρειες. Κοιταξε λιγο βορειοανατολικα απ' τη Δανια κι ειδε ένα κατασπρο ζουγραφισμα με νταντελωτές γραμμές π' έδιναν το σχήμα. Πέρα πέρα, πανω σ' αυτό το λοξό προς τ' ανατολικα μακριναρι, ήταν γραμμένη μια μόνο λέξη με χοντρα καταμαυρα γραμματα. Άοξα
γραμμένη ακολουθουσε το σχήμα, κανοντας μια μικρή κοιλια στη μεση. εονι-ιΔιλ Μπήκε στο πρακτορειο μουδιασμένος και στον ανθρωπο που τον ρώτησε χαμογελαστός σε τι μπορουσε να τον εξυπηρετήσει, ειπε δισταχτικα. - Θέλω να ταξιδέψω για τη Σουηδια αλλα απ' ότι ειδα στο χαρτη π' έχτε στη βιτρινα, μαλλον δε βγαζετε εισιτήρια για κει. - Τι λες λεβέντη μου, απαντησε σκασμένος στα γέλια ο ανθρωπος. Δεν ειδες φαινεται τη μεγαλη ταμπέλα έξω που λέει με μεγαλα μπλε γραμματα ότι διαθέτουμε εισιτήρια για όλο τον κόσμο. Πες με σε ποια πόλη της Σουηδιας θες να πας και θα το τακτοποιήσω αμέσως. - Ειναι μια μικρή πόλη που ισως να μη την ξέρτε, ειπε κοκκινιζοντας ελαφρια ο Δημήτρης. Άλβεστα τη λένε. - Φυσικα και δε την ξέρω, απαντησε ο κυριος. Δεν ειναι δα δυνατόν να ξέρουμε όλες τις μικρές πόλεις και τα χωρια σε καθε χώρα σ' όλο τον κόσμο. Εδώ όμως, ειπε και χτυπησε με την παλαμη του ένα χοντρό ισα με τρεις οκαδες βιβλιο π' ειχε μπροστα του πανω στον παγκο, ειναι όλα γραμμένα και μαλιστα με λεπτομέρειες. Εχουμε και λέμε λοιπόν, σαλιωσε το δαχτυλο και ξεφυλλισε το τεραστιο βιβλιο, Σουηδια... Σουηδια...Σουηδια... Νατη η Σουηδια μας, ειπε ικανοποιημένος και ξανασαλιωσε το δαχτυλο. Εδώ ειναι γραμμένες με αλφαβητική σειρα όλες οι πόλεις και τα χωρια της. Άλβεστα ειπες; Κοιταξε χαμογελώντας ικανοποιημένος τον Δημήτρη στα ματια. - Πως το'πες αυτό το μέρος; - Άλβεστα, απαντησε ο Δημήτρης χαρουμενος λες και του'πεσε το λαχειο. Άλβεστα τη λένε την πόλη.
Ο άνθρωπος σάλιωσε για μια ακόμα φορά το δάχτυλά του, γύρισε μπρος πίσω δυο τρεις σελίδες κι έσυρε από πάγου προς τα κάτου το σαλιωμέγο δάχτυλά του ακολουθωγτας κάποιες αράδες. - Α.. α.. α.. α.. Αλβεστα λοιπόν. Νάτη κι αυτή. Από κει περνάει το τρένο που πάει για την πρωτεύουσα τη Στοκχόλμη. Εχει σταθμό. Σιδηροδρομικός κάμπος που λέμε. - Πόσο κάνει το εισιτήριο; ρωτησε χαρούμενος ο Δημήτρης. Εκείνος έκανε τον λογαριασμό του στην πίσω μεριά ενός παλιού ψηφοδελτίου και του είπε την τιμή. - Κοντά σαράντα πέντε δολάρια, σχολίασε ο Δημήτρης. Ο ταξιδιωτικός πράκτορας τον κοίταξε με περιέργεια. - Μόνο σε δραχμές μπορεί να πληρωθεί το εισιτήριο. Απαγορεύεται να παίρνουμε συνάλλαγμα. - Καλά, καλά, τον καθησύχασε ο Δημήτρης. Μπορείτε να με πείτε πότε μπορω ν' αναχωρήσω το ταχύτερο; - Και σήμερα αν θέλεις λεβέντη μου αλλά και όποια άλλη μέρα θέλεις. Κάθε μέρα φεύγει τρένο στις έξη το βραδάκι. Πας πρωτα μια κι έξω στη Γερμανία. Στο Μόναχο συγκεκριμένα. Εκεί αλλάζεις τρένο μέχρι την Κοπεγχάγη π' είναι η πρωτεύουσα της Δανίας κι από κει μ' άλλο τρένο σίφουνας γι αυτή την Αλβεστα. Για περίμενε μια στιγμή, ξανακοίταξε με προσοχή τα χαρτιά του. Τι μέρα έχουμε σήμερα, μουρμούρισε περισσότερο για να τ' ακούσει ο ίδιος. Δευτέρα και....και...και... ξανάσυρε το δάχτυλά του στο χοντρό βιβλίο, σήμερα λοιπόν το τρένο που φεύγει δε πάει μέσω Μονάχου αλλά μέσο Βιέννης. Το ίδιο πράμα ακριβως είναι, συμπλήρωσε ικανοποιημένος σα να'λυσε το μεγαλύτερο μαθηματικό πρόβλημα. - Θ' αλλάξω τόσα τρένα; ρωτησε ανήσυχος ο Δημήτρης. - Δεν είναι τίποτα παλικάρι μου. Τα'χουν κανονίσει τόσο όμορφα κει έξω, που και να θέλεις να χαθείς δε μπορείς. Σα το πρόβατο σε πανε. - Τότε θέλω να φύγω απόψε κιόλας, είπε ανακουφισμένος ο Δημήτρης. Πότε μπορω να πάρω το εισιτήριο μου; - Σε μια ωρα. - Εντάξει. Λοιπόν σε μια ωρα θα είμαι δω να το πάρω, είπε και βγήκε βιαστικά απ' το πρακτορείο.
«Τωρα αρχίζουν τα δύσκολα» σκέφτηκε καθως ανέβαινε τα μαρμάρινα σκαλιά της τράπεζας της Ελλάδος. Μπήκε στην τεράστια ψηλοτάβανη αίθουσα και για μια στιγμή τα'χασε. Κόσμος πολύς στριμωχνονταν μπροστά στους μαρμάρινους πάγκους πιο' απ' τους οποίους βλοσυροί υπάλληλοι περισσότερο έβαζαν τις φωνές στον κόσμο και λιγότερο δούλευαν. Βωτησε έναν με μια σκούρα μπλε στολή και πηλίκιο που περιφέρονταν κει μέσα που θα πήγαινε να εξυπηρετηθεί. Εκείνος με μια ευγένεια και προθυμία που τον κατέπληξε τον πήρε απ' το
χέρι και τον οδήγησε σ' ένα σημειο του παγκου που δεν ειχε ουρα. Σήκωσε ένα καπακι κι έκανε τόπο να τον αφήσει να περασει απ' τη μέσα μερια. Τον κρατησε μια στιγμή απ' το χέρι και του'πε κοιταζοντας τον στα ματια. - Καταλαβα παλικαρι μου ότι πας να ξενιτευτεις. 'Εχω κι εγώ ένα γιο που μας έφυγε για την Γερμανια εδώ κι ένα μήνα. Κοντεύουμε να τρελαθούμε κι εγώ αλλα ακόμα περισσότερο η φουκαριαρα η γυναικα μου. «Ενα παιδι μας αξιωσε ο Θεός να κανουμε Ανασταση» με λέει «και κεινο μας το πήρε η ξενιτια. Ανόθεμα τον τόπο μας που δε μπορει να τρέψει τα παιδια του» 'Ελα τώρα πουλακι, μου που ποιος ξέρει τι μαύρα δακρυα ριχνουν οι δικοι σου, να σε βοηθήσω να τελειώσεις, γιατι αλλιώς μπορει να φας εδώ μέσα ισα με δυο μέρες. Από πού εισαι νέε μου; Επαρχιοτακι με μοιαζεις. Ο Δημήτρης ειπε με περηφανια το όνομα της πόλης τους, γιατι με το επαρχιοτακι π' ειπε ο κύριος του φανηκε ότι τον πέρασε για χωριατη. - Κι οι γονεις σου; Πως το πήραν οι γονεις σου παλικαρι μου. Για μια στιγμή τα'χασε. 'Εφερε το χέρι του στο μέτωπο του και προσπόθησε να βαλει με το μυαλό του τα συναιστήματα της μόνας και του πατέρα του. Μέχρι τα τώρα δεν ειχε παει καθόλου το μυαλό του σε κατι τέτοιο. Απ' την ώρα π' αποφασισε να ξενιτευτει, ούτε του πέρασε καποια στιγμή απ' το νου του να ρωτήσει και τη γνώμη τους. Το μόνο π' έκανε και που τον ένοιαζε ήταν να τους ανακοινώσει την απόφασή του σα κατι π' ήταν εντελώς δική του υπόθεση κι αφορούσε αυτόν και μόνο. Σα να ήταν μόνος στον κόσμο. Σα να φύτρωσε στο δέντρο π' έλεγε η μανα του όταν ήθελε να εξηγήσει ότι ο ανθρω πος πρέπει να μετραει σε καθε απόφασή του και τους γύρω του. - Δε ξέρω, απαντησε. Τώρα που το σκέφτομαι δε μπορώ να καταλαβω γιατι ήταν στεναχωρεμένοι αντι να'ναι χαρούμενοι. Εγώ φεύγω για τα καλύτερα. Για καλύτερο μέλλον και προκοπή φεύγω θειο. - Θα το καταλαβεις όταν μια μέρα γινεις κι εσύ γονιός, κούνησε κεινος το κεφαλι του. 'Ελα τώρα μαζι μου να σε βοηθήσω να τελειώνεις μια ώρα αρχύτερα. Πλησιασε κρατώντας τον απ' το χέρι έναν υπαλληλο που νεκατωνε κατι χαρτια στο γραφειο του. - Μπορεις να εξυπηρετήσεις τον ανιψιό μου κύριε Θαναση; τον ρώτησε. - Κι αλλος ανιψιός κυρ Αναστόση; ρώτησε κεινος χαμογελαστός. Καθε μέρα με φέρνεις και δυο τρεις. Αφού χτες έβαλα με το νου μου ότι πρέπει να'σασταν καμια πενηνταρια αδέρφια στην οικογένεια σας για να'χεις τόσα ανιψια.
- Τέλος πάντων, απάντησε σκασμένος στα γέλια ο κυρ Αναστάσης. Αυτός πάντως απ' ότι καταλαβαινω ειναι ο τελευταιος ανιψιός της μέρας. Κάνε μας κι αυτή τη χάρη λεβέντη μου. - Μετά χαράς κυρ Αναστάση ειπε κεινος κι έδειξε μια καρέκλα διπλα στο γραφειο του. Κάθισε παιδι μου, ειπε φιλικά στον Δημήτρη. Εδώ ειναι το ιδιαιτερο γραφειο εξυπηρέτησης των ανιψιών του κυρ Αναστάση. 'Εχεις το διαβατήριό σου; - Ναι απάντησε ο Δημήτρης κι έβγαλε το διαβατήριό απ' τη μέσα τσέπη του σακακιου του. Ο κυριος Θανάσης έγραψε ένα σωρό χαρτιά και κάθε τόσο τον έβαζε να υπογράψει στο ένα και στ' άλλο. Στο τέλος του'δωσε ένα μάτσο απ' αυτά τα χαρτιά. - Πάρτα και πάνε σ' ένα απ' τα ταμεια. Θα δώσεις τα χρήματα και θα σε δώσουν εκατό δολάρια. Κράτα μαζι με τα χαρτιά και το διαβατήριο. Ο Δημήτρης πήγε στο ταμειο και σε κοντά μιση ώρα ειχε τελειώσει. Πήρε τα δολάρια και το διαβατήριό του όπου ο ταμιας στην τελευταια σελιδα ειχε κολλήσει μια μεγάλη σφραγιδα που βεβαιωνε ότι, «ο φέρων το παρόν διαβατήριον ειναι κάτοχος εκατό δολαριων Αμερικής» Και ξανά μανά τα δυσκολα, σκέφτηκε. Κοιταξε γυρω να δει αν ήταν εκει κοντά ο κυρ Αναστάσης ο κλητήρας, όπως κατάλαβε ότι ήταν η δουλειά του και με ανακουφιση ειδε ότι έλειπε απ' την αιθουσα. 'Εκανε έναν γυρο στην τεράστια σάλα και κατέληξε στ' απέναντι ταμειο. Ξεχώρισε πενήντα δολάρια και τα'δωσε για ξαργυρωμα. Ο ταμιας έκανε το λογαριασμό και του'δωσε τις ανάλογες δραχμές. Ο Δημήτρης κινησε προς την έξοδο με την αιστηση ότι όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω του. Κοιταζε προσεχτικά γυρω του σιγουρος ότι ειχαν πάρει χαμπάρι τη ματσαραγκιά του και τον παρακολουθουσαν. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή καταιδρωμένος απ' την αγωνια ψάχνοντας τον κυρ Αναστάση τον κλητήρα, όχι για να τον ευχαριστήσει αλλά για να ζητήσει τη βοήθειά του απ' αυτους που σιγουρα θα τρέχαν πισω του να τον συλλάβουν. Δε τον ειδε πουθενά και συνέχισε με τρεμάμενα πόδια προς την έξοδο κοιτάζοντας διαρκώς λοξά και προς τα πισω. - Ακόμα δέκα βήματα, μουρμουρισε έτοιμος να λιποθυμήσει. Ακόμα επτά...ακόμα πέντε...ακόμα δυο...ακόμα ένα... Αρπαξε με μανια το μπρουντζινο χερουλι της πόρτας κι έσπρωξε με δυναμη προς τα έξω. - Απ, εσυ μικρέ στην πόρτα. Που πας έτσι φουριόζος και κοπανιστός να ξεφυγεις; Ακουσε μια δυνατή φωνή πισω του. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και τα γόνατά του λυγισαν αλλά κατάφερε να σταθει όρθιος. Γυρισε να δει τον χωροφυλακα π' ήταν σιγουρος ότι έτρεξε να τον σβερκώσει. Κριμα, σκέφτηκε καθώς τον
εγκαταλειπαν κι οι τελευταιες του δυναμεις κρατώντας σφιχτα το πόμολο της πόρτας την ώρα π' έπεφτε. - Επ, τι συμβαινει λεβέντη μου; ακουσε παλι την ιδια φωνή πισω του τη στιγμή π' ένα χέρι τον αρπαζε απ' το μπρατσο. Τι έχεις παιδι μου; Δε φτανει που φευγεις χωρις να πεις ένα ευχαριστώ, κανεις πως δεν ακους κιόλας που σε φωναζω. Ο Δημήτρης γυρισε απότομα αναγνωριζοντας τη φωνή του κυρ Άνασταση του κλητήρα. - Συγνώμη, ειπε με τρεμαμενη φωνή. Σας έψαξα αλλα δε σας ειδα. Εκεινος τον πήρε απ' το μπρατσο και τον οδήγησε σ' ένα μικρό καμαρακι διπλα στην εισοδο. - Κατσε μια στιγμή εδώ να σε τραταρω ένα ποτήρι κρυο νερό να συνηφέρεις και μετα πας στη δουλεια σου. Τον έβαλε ένα ποτήρι νερό από μια γυαλινη κανατα και του το'δωσε. - Κατσε, ξαναπε και τον έσπρωξε μαλακα στην καρέκλα π' ήταν πισω του. Τραβηξε κι αυτός μια καρέκλα και καθισε ακριβώς μπροστα του. Τον κοιταξε χαμογελώντας στα ματια και κουνησε πέρα δώθε το κεφαλι του. - Ξέρω τι έκανες, ειπε μετα από μεγαλη σιωπή. Ξέρω τη ματσαραγκια π' έκανες. - Που την ξέρτε σεις αυτή την κουβέντα; πεταχτηκε έκπληκτος ο Δημήτρης. - Άυτό μόνο; απαντησε ο κυρ Άναστασης. Να σε πω ότι ξέρω και ποιος σε συ μβουλεψε; - Ποιος; ρώτησε δυσπιστα ο Δημήτρης. - Ο Παναγιώτης ο ποδηλατας, απαντησε ο κλητήρας και τον χαιδεψε στ' αριστερό μπρατσο. Ο Δημήτρης ανοιξε ένα στόμα δυο πιθαμές. - Πως ειναι δυνατόν; ειπε και γουρλωσε τα ματια του. Άπό που κι ως που; - Συγγενής μου ειναι ο Παναγιώτης, τόνισε μια μια τις λέξεις ο κυρ Άναστασης. Πρώτος μου ξαδερφος. Με πήρε στο τηλέφωνο πριν μερικές μέρες και με ρώτησε πως μπορει να βγει κανεις απ' τη χώρα αμα δε του φτανουν τα λεφτα. Σε περιμενα να ξεφυτρώσεις εδώ για να σε βοηθήσω και με το πρώτο που σ' ειδα καταλαβα ότι εσυ εισαι ο «περι ου ο λόγος» που λέμε. Ο Δημήτρης ανακαθισε στην καρέκλα του και τον κοιταξε καλα καλα μη πιστευοντας στ' αυτια του. - Ουτε να το φανταστώ μπορουσα, ειπε με χαμηλή κι αχρωμη φωνή. Ουτε στ' όνειρό μπορει να ζήσει κανεις κατι τέτοιο. -Εχεις και μια θεια εδώ στη Σαλονικη, συνέχισε ο κυρ Άναστασης σα να μη τον ακουσε καθόλου. - Ναι. Τη θεια Ευγενια.
- Παραλίγο θα'μασταν κι εμείς οι δυο συγγενείς λεβέντη μου, τον χτύπησε ο Ανάστασης στο γόνατο. Παρά τρίχα που λέμε. - Εσύ είσαι κείνος.....;
- Ναι, κατένευσε κουνωντας το κεφάλι του ο κλητήρας και του Δημήτρη του φάνηκε ότι γέρασε απότομα τουλάχιστο κατά δέκα χρόνια. Αντε τωρα να πας στο καλό και περασμένα ξεχασμένα. Στη ζωή, να το ξέρεις αυτό από μένα, πότε δεν έρχονται τα πράματα κατά πως τα σκεδιάζεις. Να πας στο καλό και καλή προκοπή, είπε και σκωθηκε απότομα. Καλή προκοπή ξανάπε και χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος που στριμωχνονταν στη μεγάλη αίθουσα. Βγήκε τρέχοντας απ' την τράπεζα και τράβηξε κατ' ευθείαν για το πρακτορείο. Το εισιτήριο του ήταν έτοιμο. Πλήρωσε και το'βαλε βαθιά στη μέσα τσέπη του σακακιού του. Βγήκε σκεδόν πετωντας απ' το μαγαζί. Τωρα είχε κι εισιτήριο και σφραγίδα στο διαβατήριό που βεβαίωνε ότι ήταν «κάτοχος εκατό δολαρίων Αμερικής». Παράνομος βέβαια, αν παρανομία μπορούσε να χαρακτηριστεί μια τόσο απλή “ματσαραγκιά” αλλά χαρούμενος κι ευτυχισμένος. - Καλημέρα σας, είπε σ' έναν άγνωστο κύριο που περίμενε στη στάση. Καλό μου ταξίδι. Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε σαστισμένος κάνοντας το σταυρό του. - Ί-Ίμαρτογ Θεέ μου, είπε. Γέμισε ο τόπος ψωνια και ξεβιδωμένους. Στο καλό και με τη νίκη νεαρέ μου. Στον πόλεμο πας; - Στη Σουηδία. Το ίδιο πράμα είναι. Ο άνθρωπος ξανασταυροκοπήθηκε. -Εχουν πόλεμο βρε μπουνταλά στη Σουηδία; Αυτοί εκεί ούτε ντουφεκιά ρίξαν σ' ολόκληρο δεύτερο παγκόσμιο. Στις έξη τ' απόγεμα καθισμένος στο τρένο περιμένει την αναχωρησή και κουνάει το χέρι στη θεία του π' είναι κει να τον αποχαιρετήσει.
Του φάνηκε σα να γλύκανε λίγα.
ςςςςςςς
ΚΕΦΑΛΑΊΟ δ”
Ο κύριος Αλέκος Θεοδωρίδης, εργοστασιάρχης όπως αποκαλούσε τον εαυτό του, έστρωσε με το χέρι τα πυκνά του μαλλιά π' είχαν αρχίσει να γκριζάρουν λίγο στους κροτάφους και ν' αραιωνουν στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού.
[ Σχόλιο [ΠΠ.]
Μερικές φορές μαλιστα συστηνόταν και σα βιομήχανος αλλα οι φιλοι και οι γνωστοι του τον αποκαλούσαν απλα μουντζούρη και γελούσαν ειρωνικό και με καποια κακεντρέχεια πισ' απ' την πλατη του. Μπροστα βέβαια του καναν μόνο κομπλιμέντα και τεμεναδες, γιατι εδώ που τα λέμε ο κυρ Αλέκος όχι μόνο ειχε τον τρόπο του, τις γνωριμιες του και τα πολιτικό μέσα, αλλα φύσαγε και το παραδακι. 'Ενα μεγαλο υπόγειο ειχε κει στην πλατεια του Βαρδαρη με δυο πρέσες και κατασκεύαζε αλουμινένιες κατσαρόλες. Ας ειναι όμως καλα τα μέσα, οι γνωριμιες και τα λαδώματα που πήρε εδώ και δυο χρόνια απ' την κυβέρνηση κεινη τη μεγαλη, την ατέλειωτη όπως λέγαν όλοι παραγγελια, να κατασκευαζει καραβανες για το στρατό. Η αλήθεια ειναι ότι το υποψιαζονταν - μαλιστα η γυναικα του μια μέρα που τσακώθηκαν για τα καλα του το ειπε καταμουτρα - ότι τον κουτσομπόλευαν και τον ειρωνεύονταν στα κρυφό, αλλα μπροστα του δειχναν τη δουλοπρέπεια τους γιατι γλύφαν κι αυτοι κα'να κοκαλακι.
«Για όλους έχει ο μπαξές», γελούσε ειρωνικό ο κυρ Αλέκος που ειχε τις δικές του ατρανταχτες οικονομικές θεωριες.
«Αν δε μοιρασεις» έλεγε, «δε μαζεύεις» Οσο για το χρυσωρυχειο, όπως αποκαλούσε την παραγγελια του στρατού για τις καραβανες, υπήρξε ειν' η αλήθεια ένα σοβαρό πρόβλημα στην αρχή μ' έναν αλλον κατασκευαστή που κι αυτός ειχε όπως λέγαν όλοι τις διασυνδέσεις του σ' ανώτερα κυβερνητικό κλιμακια. Το θέμα ξεπεραστηκε μ' έναν «έξυπνο ελιγμό» του Αλέκου που εφαρμοσε κατα γραμμα τη συμβουλή του διευθυντή της εθνικής τραπεζας, π' εδώ και μερικα χρόνια συνεργαζονται και κανουν μαζι τις λοβιτούρες τους. Πρότεινε λοιπόν στον ανταγωνιστή του να συνεργαστούν και να του παραχωρήσει εικοσι πόντους απ' τη "βιομηχανια" του, όπως με πεισμα αποκαλούσε το υπόγειο και να τον κανει διευθυντή μ' ένα γερό μιστό, με τη συμφωνια όμως να μη παταει πότε το ποδαρι του στο “εργοστασιο" Κούνησε το βαρύ και χοντρό κορμι του στην πολυθρόνα για να κατσει πιο αναπαυτικα και συνέχισε την ιστορια που διηγιόταν στους αλλους της παρέας που σύχναζαν όπως καθε βραδυ στο “Αριστον", απέναντι απ' το λευκό πύργο. Μπαινει το λοιπόν ο Αριστος ένα πρωινό στο χώρο που δουλεύει η γυναικα του μαζι με τις αλλες που καθαριζουν και γυαλιζουν τις καραβανες και τη βλέπει αναστατωμένη και κλαμένη.
«Τι τρέχει κοριτσι μου;» τη ρωταει ανήσυχος και σκύβει πανω της. «Γιατι κλαις καρδια μου;» Η Αντρομαχη, έτσι λένε τη γυναικα του, βαζει ακόμα πιο δυνατα κλόματα.
«Πε με ματια μου τι τρέχει; Πε με τι σε συμβαινει; Σε μαλωσε κανεις; Σε πρόσβαλε κανεις;»
Εκεινη που λέτε δεν απαντάει, παρά μόνο κλαιει και χτυπιέται. Με τα πολλά και με τα τόσα παρακάλια του άντρα της, γυρνάει προς την άλλη μεριά και δειχνει με το δάχτυλό της τον Λουκά τον τελώνη όπως τον φωνάζουμε όλοι και που δουλευει εκει μαζι με τις γυναικες. «Αυτός εκει Αριστο μου», λέει και ξαναπνιγεται στο κλάμα.
«Τι έκανε αυτός εκει ο απτάλης μάτια μου;» τη ρωτάει μ' αγωνια ο Αριστος και ριχνει άγριες ματιές στο Λουκά. «Τι σ' έκαμε αυτός καρδιά μου να του φάω τα τζιγέρια;»
«Να», κρυφογελάει φχαριστημένη εκεινη. «Με ειπε κάτι που με πρόσβαλε». «Τι σε ειπε ακριβώς πολάκιμ; Σ' έβρισε;»
«Με ειπε Αριστο μου ότι μ' έχει γραμμένη εκει... Ξέρεις εσυ που». - Φέρε ρε Μιχάλη έναν ακόμα βαρυ γλυκό να πάνε κάτω τα φαρμάκια, ξεφυσηξε ο Λαυρέντης κόβοντας στη μέση την αφήγηση του κυρ Αλέκου και σήκωσε το χέρι του κάνοντας νόημα στο γκαρσόνι που περνουσε μπροστά τους. - Αντε ρε Αλέκο με τις ατέλειωτες ιστοριες σου, διαμαρτυρήθηκε ο απόστρατος ταγματάρχης, ο καραβανάς όπως τον φώναζαν όλοι, γιατι ειχε ξεκινήσει από “τυφεκιοφόρος" στον πρώτο παγκόσμιο και σιγά σιγά κατάφερε να φτάσει μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Τον στρατό τον αγάπησε πιο πολυ κι απ' την ιδια τη μάνα του και γι' αυτό έμεινε μόνος σα το κουτσουρο χωρις γυναικα και παιδιά, χωρις σπιτι κι οικογένεια. 'Ενα σκέτο ρεμάλι που λέγαν μεταξυ τους οι άλλοι της παρέας. - Μας έβγαλες την ψυχή βρ' αδερφέ. Μια ώρα ειναι που λες λες και τελειωμό δεν έχει αυτή η ιστορια. Οχι που δεν ειναι όμορφη αλλά πως να το κάνουμε ρε Αλέκο; Για να λέει κανεις μεγάλες ιστοριες πρέπει να'ναι από φυση του παραμυθάς σα τον Λαυρέντη μας από δω που τεντώνει τ' αυτιά του να μη χάσει ουτε λέξη. Βάνει μετά τις σάλτσες της και τα μπαχαρικά της και την αφηγιέται ώρες ολόκληρες. - Γιατι βιάζεσαι; τον αποπήρε ο Λαυρέντης. 'Εχεις να πας πουθενά; Κάθε βράδυ δε καθόμαστε δω μέχρι τις έντεκα; Ακόμα, κοιταξε το ρολόι του χεριου του, ειναι δέκα παρά πέντε. - Εγώ φευγω, απάντησε λιγο χολωμένος ο απόστρατος. Απόψε έχω μια επειγουσα συνέλευση που πρέπει να πάω οπωσδήποτε. Με πήρε το πρωι ο διοικητής της ασφάλειας και με ειπε ότι πρέπει να βρεθουμε απόψε όλοι όσοι έχουμε χρέος και τιμή για την πατριδα και το έθνος. Θα γινει λέει μια οργάνωση ν' αντιμετωπισου με τους κομουνιστές π' άρχισαν να σκώνουν πάλι κεφάλι. - Στο καλό και με τη νικη, ειπε κοροιδευτικά ο Αλέκος ενώ οι άλλοι κοιταζαν τον “καραβανά" μ' απορια.
- Με καλει το καθήκον προς την πατριδα, ειπε με στόμφο ο απόστρατος και σταθηκε σε μια κωμική σταση προσοχής κανοντας και μια μικρή υπόκλιση. - Κοιταξτε μη τους φατε όλους τους κομουνιστές, ειπε ειρωνικα ο Χαριλαος, εργοστασιαρχης κι αυτός αλλα μόνο στα χαρτια. Άυτουνου η ειδικότητα ήταν τα δανικα κι αγυριστα απ' τις τραπεζες. Οι «παγωμένες πιστώσεις» όπως τις αποκαλουσαν όλοι, για να στήσει δουλειές κι εργοστασια.
«Να χτυπηθει το τέρας της ανεργιας»,όπως αρέσκονταν να λέει στην παρέα σκεδόν καθε βραδυ.
«Το μόνο τέρας που χτυπας ειναι το τέρας της κονομισιας» σχολιαζε ο Τριανταφυλλος διευθυντής στο κεντρικό καταστημα της Εθνικής τραπεζας. «Η μαλλον μ' αυτό το τέρας κοιμασαι αγκαλια. Οσο για τον στρατηγό το μόνο π' έχω να πω ειναι αυτό που λέει ο λαός. Ο διαολος δουλεια δεν ειχε τα παιδια του γαμαγε. Με τους παρακρατικους π' έμπλεξε στο τέλος θα φαει το κεφαλι του ο βλακας». - Άμα τους φανε όλους τους κομουνιστές, συνέχισε ο Χαριλαος, τότε θα φανε στο τέλος κι εμας. Στο φόβο των κομουνιστών βασιζόμαστε για να κονομαμε. Ετσι δεν ειναι ρε Άλέκο; -Ετσι ακριβώς, απαντησε κεινος και σουφρωσε μ' ικανοποιηση τα χειλια του. Ετσι ακριβώς. Που να το καταλαβουν όμως αυτοι οι καραβαναδες σα τον στρατηγό που φτιαχνουν ένα σωρό παραστρατιωτικές οργανώσεις για να χτυπήσουν ταχα τον κουμουνισμό, αλλα που στην ουσια χτυπαν τα δικα μας τα συμφέροντα. Να με θυμηθειτε ότι μια μέρα θα σκοτώσουν κανέναν αυτοι οι μαχαιροβγαλτες και θα βρουμε όλοι το μπελα μας. Κατι μαλιστα πήρε τ' αυτι μου ότι σκεδιαζουν να καθαρισουν έναν σπουδαιο της αριστερας. - Εδώ στη Σαλονικη; ρώτησε ανήσυχος ο Τριανταφυλλος. - Ναι. Και μαλιστα βουλευτή. - Μήπως ρε ειν' αυτός π' έρχεται εδώ αυτές τις μέρες; πεταχτηκε ο Χαριλαος. Άυτός που ξεσκώνει τον κόσμο με κατι πορειες ειρήνης που τις λένε; Με διαφευγει και τ' όνομα του. - Λαμπρακη τον λένε, πεταχτηκε ο Λαυρέντης. Άυτα όμως καλυτερα να μη τα κουβεντιαζουμε γιατι τα πραματα έχουν αλλαξει τα τελευταια χρόνια. Παει κι ο συμμοριτοπόλεμος όπου καθένας αρπαζε μια κουμπουρα και καθαριζε τον διπλανό του χωρις να δινει λόγο σε κανέναν, πανε οι εξοριες, πανε και οι εκτελέσεις που ο «πασα εις» όπως λέει η πεθερα μου μπορουσε να ρουφιανευει ατιμώρητα. Σήμερα τσικ να κανεις σ' αρπαζουν οι εφημεριδες και σε σβήνουν μια κι έξω. Ξέρτε τι ρουφιανοι ειν' αυτοι οι δημοσιογραφοι; Ολοι κρυπτοκουμουνιστές κι αναρχικοι ειναι. Γυρισε στον Άλέκο και του'κλεισε το ματι.
- Θα τελειωσεις καμιά φορά κείνη την ιστορία π' άρχισες; έκανε τάχα τον αγαναχτισμένος. Κάθε τρεις κουβέντες αλάζτε θέμα. Αντε και μας γκάστρωσες. - Ναι..., ναι..., καλά λες. Που είχα μείνει;
- Εκεί που η γυναίκα είπε στον άντρα της τον Αρίστο ότι κείνος κει ο άλλος, της είπε ότι την έχει γραμμένη στα τέτοια του. - .. . Αρπάζει που λέτε, συνέχισε ο Αλέκος, μια μεγάλη σανίδα ο Αρίστος και τρέχει θυμωμένος κατά πάνω στον Λουκά τον τελωνη.
«Σβήσε ρε», του λέει κατακόκκινος σα ντομάτα. «Σβήσε ρε τη γυναίκα μου από κει που την έγραψες».
«Οχι», απαντάει με πείσμα ο Λουκάς. Ο Αρίστος είναι εκτός εαυτού.
«Σβήσε ρε σε λέω τη γυναίκα μου από κει που την έχεις γραμμένη», φωνάζει απειλητικά λες κι είναι έτοιμος να τον κατασπαράξει.
«Οχι», απαντάει και πάλι ο Λουκάς. «Και μάλιστα σε γράφω κι εσένα εκεί δίπλα στη γυναίκα σου». Ο Αρίστος μένει με το στόμα ανοιχτό σα χάχας. Γυρίζει με γρήγορα βήματα και με ύφος νικητή πίσω στη γυναίκα του και της λέει. «Τι να σε κάνω μάτια μου; Αυτός τζάνουμ είναι παλαβός για δέσιμο. Οχι μόνο δε σε σβήνει αλλά έγραψε κι εμένα εκεί. Είδες όμως τι όμορφα τα κατάφερα; Αφού θα βρίσκομαι κι εγω
γραμμένος εκεί δίπλα σου, δεν έχεις να φοβάσαι γιαβρούμ τιποτα».
2 Ο Λάκης πάτησε την καλογυαλισμένη μπρούντζινη πετούγια του “Αριστον” κι έσπρωξε την πόρτα με τον αέρα του πλουσιόπαιδου της πόλης και της εφηβικής ορμής. Κοίταξε προς τη γωνιά όπου καθόταν πάντα ο πατέρας του με την καθημερνή του παρέα και χαμογέλασε. - Θα τα κάνει πάνω του το κορόιδο, μουρμούρισε στη σκέψη για τα μούτρα που θα'κανε ο πατέρας του μόλις του ανακοίνωνε την απόφαση που πήρε μόλις σήμερα αλλά που από καιρό τωρα γυρόφερνε στο μυαλό του. Ο Αλέκος είχε γυρισμένη την πλάτη του προς την είσοδο και δε πήρε χαμπάρι το έμπα του γιου του. Ο διευθυντής της τράπεζας π' ήταν φάτσα, τον έσπρωξε με το πόδι κάτω απ' το τραπέζι. - Ο κανακάρης σου Αλέκο, έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του. Μόλις μπήκε. Ο Αλέκος γύρισε το σβέρκο του κι είδε το γιο του που στεκόταν στην είσοδο του μαγαζιού κοιτωντας προς το μέρος τους. - Καλως το παλικάρι μου, πετάχτηκε πάνω χαρούμενος. Καλως το λεβέντη μου τον φοιτητή της νομικής, συμπλήρωσε περήφανος κοιτάζοντας έναν έναν την παρέα. Ελα λεβέντη μου, έβαλε μια
φωνή απλώνοντας το δεξι του χέρι προς το μέρος του σα να'θελε να του πιασει το χέρι από τόση απόσταση. 'Ελα να σε συγχαρούν οι φιλοι μου που χαρηκαν για την επιτυχια σου στις εξετασεις. Τέρμα σε τέσσερα χρόνια οι νομικοι σύμβουλοι και οι δικηγορακοι της δεκαρας, ειπε με περηφανια στους αλλους. Ο Λακης τα καταφερε μια χαρα και πέρασε στις εξετασεις στο πανεπιστήμιο. Σε τέσσερα χρόνια θα'χουμε δικό μας δικηγόρο. Αποκλειστικό δικηγόρο των επιχειρήσεων Αλέκος Αντωνιαδης και Υιός. 'Ελα πασα μου κοντα να σε συγχαρούν οι φιλοι μου, ξαναγύρισε στο γιο του π' εξακολουθούσε να στέκεται ακινητος κι αγέλαστος στην εισοδο. Ο Λακης φανηκε για μια στιγμή σα να δυσανασχετούσε αλλα μόνο για μια στιγμή, έτσι που κανεις δε το καταλαβε. Χαμογέλασε καπως ντροπαλα και πλησιασε στο τραπέζι. - Κατσε να σε κερασουμε κατι παλικαρι μου, ειπε χαρούμενος ο πατέρας του όσο οι αλλοι του διναν με χειραψιες ένας ένας τα συγχαρητήρια τους για την επιτυχια του. Κατσε να σε κερασου με. - Ευχαριστώ πολύ, απαντησε συνεσταλμένα ο Λακης. Ήρθα μόνο να μιλήσουμε λιγο. Ειναι επειγον. Ο πατέρας του τον κοιταξε λοξα με μια διαχυτη ανησυχια στα μούτρα του. - Τι βιασύνη υπαρχει παιδι μου. Μπορούσαμε να μιλήσουμε στο σπιτι. Θες να παμε στο σπιτι τώρα αμέσως; Ειναι τιποτα σοβαρό; Πρώτη φορα μου ζητας να μιλήσουμε. - Αυτό ακριβώς, απαντησε με λιγο θρασος ο Λακης κοιταζοντας με σημασια τους αλλους. Ακριβώς αυτό. Πρώτη φορα. Σούφρωσε τα χειλια του γέρνοντας το κεφαλι του πλαγια σε μια σταση αναιδειας αλλα κι αναμφισβήτητης σιγουριας. - Δε συναντιόμαστε και ποτέ μπαμπα για να κουβεντιασουμε, ειπε και τον ακούμπησε χαμογελώντας στην πλατη. Απ' το ξημέρωμα φεύγεις για τη δουλεια σου και γυρνας πολύ αργα το βραδυ που κι αν ακόμα ειναι να κουβεντιασουμε μερικα πραματα εισαι τόσο κουρασμένος, που δεν έχεις καμια όρεξη για κουβέντες όπως λες. Ακόμα κι η μαμα όταν θέλει να σε δει, εδώ στο “Αριστον" έρχεται. Τις τελευταιες κουβέντες τις ειπε με τέτοια κακια και ειρωνεια, που οι αλλοι γύρισαν και κοιταξαν με φανερή περιέργεια μια αυτόν και μια τον πατέρα του, π' ειχε γινει κατακόκκινος από οργή. Καταφερε όμως, με πολύ κόπο ειν' η αλήθεια, να ψευτοχαμογελασει. - Υπερβολές ειπε και του'σφιξε με σημασια το χέρι. Υπερβολές. Κοιταξε λιγο σαστισμένος τους φιλους του και στραφηκε παλι στο γιο του αποφασισμένος ν' αντιμετωπισει αυτή την απρόσμενη επιθεσή του. - 'Ετσι πρέπει να δουλεύω για να'χετε λεφτα να τα σπαταλατε με τον τρόπο που τα σπαταλατε εσύ κι η μανα σου, απαντησε οργισμένος στην πρόκληση του γιου του. Ολη μέρα απαιτήσεις και
μ' απλωμένο το χέρι ειστε και οι δυο σας, συμπλήρωσε ριχνοντας μια απολογητική ματιά στην παρέα. Πάνε πρώτα να βγάλεις μια δική σου δεκάρα να δεις πως βγαινει και μετά τα λέμε. - Αυτό ακριβώς, απάντησε ο Λάκης. Γι' αυτό θέλω να κουβεντιάσουμε. - Πάμε σε κεινο το τραπέζι στη γωνιά να με πεις τι θέλεις. Αρκετά γιναμε νουμερο δω μπροστά σ' όλους. 'Επιασε εκνευρισμένος απ' το μπράτσο το Λάκη και τον τράβηξε λιγο βιαια προς το τραπέζι της απέναντι γωνιάς. Τον έσπρωξε ελαφριά να καθισει στην πολυθρόνα κι έκατσε απέναντι του ακουμπώντας τους αγκώνες του πάνω στο χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι γέρνοντας το σώμα του μπροστά έτσι που το μουτρο του κόντεψε να κολλήσει στο μουτρο του Λάκη. Τον κοιταξε έντονα στα μάτια και σφυριξε μέσ' απ' τα δόντια του σα να'δινε διαταγή. - Εσυ εισαι πολυ μικρός ακόμα να με κάνεις ρεζιλι μπροστά στους φιλους μου. Λέγε τώρα π' ειμαστε μόνοι τι ειν' αυτό το τόσο σοβαρό που δε μπορουσε να περιμένει. - Φευγω για τη Σουηδια, ειπε ο Λάκης απότομα σα να φοβόταν ότι θα μετάνιωνε να το πει. Ίσως ήταν ο φόβος αυτός π' από παιδι ένοιωθε κάθε φορά π' έκανε προσπάθεια να μιλήσει με τον πατέρα του, που πάντα τον αντιμετώπιζε με κεινον τον δικό του - τον μοναδικό θα μπορουσε να πει - τρόπο και τον έκανε ν' αιστάνεται πάντα μικρός κι ανικανος. Ίσως να ήταν αυτός ο λόγος που του μιλησε τόσο άπρεπα κι επιθετικά μπροστά στους φιλους του. Μέσ' απ' την επιθετικότητα πάλευε να ξεπεράσει τους φόβους του. Να πάρει θάρρος. Να στραγγισει το φόβο του μέσ' απ' τη φτιαχτή σκληράδα του και τ' αγέρωχο ειρωνικό υφος. Να σταθει σαν ισος με ισο απέναντι στον δυναμικό και σκληρό πατέρα του, που τον σκεπάζει με τη σκιά του απ' τα παιδικά του χρόνια. Ο Αλέκος έμεινε σα κεραυνοχτυπημένος, μ' ένα χαζό χαμόγελο στο μουτρο του. Αμέσως όμως συνήφερε και χαμογέλασε συγκαταβατικά. - Και που ειναι το πρόβλημα ρε παιδι μου και μ' ανησυχησες σα να'ταν κάτι σοβαρό; Πε με μόνο πόσο καιρό θα λειψεις και πόσα λεφτά σε χρειάζονται. Στο κάτω κάτω το δικαιουσαι ένα ταξιδάκι μετά από μια τέτοια επιτυχια. Ασε π' άμα αρχισουν τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο δε θα'χεις καιρό ουτε για κατουρημα που λέμε. Πότε με το καλό σκοπευεις να ταξιδέψεις; Ο Λάκης στριφογυρισε στο κάθισμα του, τραβήχτηκε προς τα πισω, έβγαλε απ' την τσέπη του σακακιου του ένα πακέτο άσσο φιλτρο κι έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του πατέρα του. - Καπνιζεις; ρώτησε κεινος φανερά περιεργος κι απογοητεμένος. Δε το ήξερα. Τέλος πάντων, κουνησε πέρα δώθε το χέρι του. Ας
παει κι αυτό βαρια βαρια μαζι με τ' αλλα. Πολυ απότομα αλλαξες. Μέχρι τα χτες ήσουν παιδι και θαρρεις απ' τη μια μέρα στην αλλη αλλαξες απ' τη ριζα. Για λέγε λοιπόν. Θα λειψεις πανω από δέκα μέρες π' αρχιζουν τα μαθήματα; Δε με ειπες πότε σκοπευεις να ταξιδέψεις. Ο Λακης ζυγιασε τις κουβέντες του και τις ξεστόμισε αργα αργα κοιτώντας τον στα ματια. - Δε πρόκειται για ταξιδι μπαμπα αλλα για φευγιό. Φευγω μεθαυριο και σκοπευω να μεινω εκει για τα καλα. Ο Άλέκος τιναχτηκε πανω σα να τον δαγκασε οχια. - Τι λες παιδι μου; Τι πραματα ειν' αυτα; Πως μπορεις να παρατήσεις σπουδές και σπιτι και να πας σ' έναν τόπο που δε ξέρεις κανέναν; Με κοροιδευεις με φαινεται. - Οχι, απαντησε μετα από μια μικρή διακοπή ο Λακης. Ειναι κατι που το γυροφέρνω από καιρό στο μυαλό μου και που τελικα τ' αποφασισα. - Και με το πανεπιστήμιο; Τι θα γινει με το πανεπιστήμιο; - Τα παραταω. - Η μανα σου τα ξέρει αυτα σου τα καμώματα; - Της τα ειπα τ' απόγεμα. Εκλαιγε συνέχεια αλλα στο τέλος ειπε να παω στο καλό και στην ευχή του Θεου. «Μακαρι να μπορουσα κι εγώ να κανω ένα τέτοιο σαλτο σα και σένα» με ειπε. «Μακαρι να μπορουσα να γλιτώσω κι εγώ απ' αυτή τη μιζερη ζωή π' όλο για λεφτα και περιουσιες μιλαμε μέσα σ' αυτό το σπιτι». Τα τελευταια λόγια τα ειπε κοιταζοντας τον πατέρα του με καποια σκληραδα, ισως και με μια δόση μισους. 'Ηταν σιγουρος ότι τον πλήγωνε βαθια εκει ακριβώς που πονουσε περισσότερο. Στην περηφανια του ότι τα ειχε καταφέρει να κανει ένα σωρό λεφτα και στη χαρα π' ένοιωθε να τα δινει στη γυναικα του και στο μοναχογιό του να τα σκορπαν απερισκεπτα. Ο Άλέκος ξαπλωσε πισω στην πολυθρόνα του απαγοητεμένος κι εξουθενωμένος. Σα κεραυνός τον χτυπησε, όχι τόσο τα λόγια του γιου του αυτα καθ' αυτα, αλλα η έχτρα π' έβλεπε ν' αναπηδαει μέσ' απ' τις σκληρές του κουβέντες. Ουτε που μπορουσε μέχρι τα τώρα να το φανταστει, ουτε μπορουσε να περασει απ' το μυαλό του ότι, αντε ο γιος του π' ήταν ακόμα δεκαεννια χρονώ κι ειχε τα μυαλα του παν' απ' το κεφαλι αλλα η γυναικα του που μέχρι σήμερα μόνο παινεμους και καλα λόγια ειχε να λέει σ' όλους. «Άς ειναι καλα ο Άλέκος μου», τελειωνε παντα όταν κουβέντιαζε γι' αυτόν. «Ο Θεός να τον έχει γερό. Άπ' το μηδέν ξεκινησε και σήμερα ειναι απ' τους πιο καλοστεκουμενος. Τιποτα δε μας λειπει. Και του πουλιου το γαλα που λέμε». Άπ' το μηδέν. Τι ξέρει κι αυτή κι όλο της το ισναφι με κεφαλή τον μεγαλοπιασμένο τον πατέρα της που κληρονόμησε ένα σωρό λιρες και οικόπεδα μέσα στην πόλη και δε χρειαστηκε να δουλέψει κανεις τους ποτέ; Τι ξέρει αυτή τι ειναι ν' αρχιζεις απ' το μηδέν που
δε γυρνούσε να τον κοιτάξει όσο ήταν φουκαράς και ξημεροβραδιαζόταν έξω απ' το σπίτι της; Τι ξέρει αυτή τι είναι το μηδέν που δέχτηκε να τον παντρευτεί μόνο όταν έγινε απ' τα πιο γερά πορτοφόλια στην πόλη; Ενας λεβέντης ήταν. Ενα ομορφόπαιδο ψηλό και λυγερόκορμο με κατάμαυρα πανέξυπνα κι ανήσυχα μάτια σα δυο στρογγυλές γυαλιστερές ελιές. Ενας παλήκαρος με πυκνά σπαστά μαλλιά και δασιά φρύδια που σκέπαζαν τα μάτια του και του δίναν άγρια κι αντρίκεια θωριά. Ενας «γόης» όπως τον αποκαλούσε η μάνα του κάθε Κυριακή που τον επιθεωρούσε πριν βγει με τα καλά του στη βόλτα. Ενας περιζήτητος γαμπρός σ' όλη την Καλαμαριά. Μόνο όταν έγινε οικονομικά σπουδαίος κι όλοι μιλούσαν για τα λεφτά του και την καπατσοσύνη του, τότε μόνο εκτίμησε το παράστημα και την ομορφιά του η γυναίκα του. Απ' το μηδέν. Ναι απ' το απόλυτο μηδέν, σκέφτηκε μ' ένα βούρκωμα που του'φερε ένα πνίξιμο στο λαιμό κι ένα φούσκωμα στο στήθος, αδιαφορωντας για την παρουσία του γιου του που τον κοίταζε στα μάτια και σίγουρα κατά πως κατάλαβε έψαχνε τι άλλο να πει για να τον πληγωσει περισσότερο. Απ' το μηδέν. Απ' το μηδέν και ποιο κάτω ακόμα. Ετσι ακριβως ήταν τα πράματα όταν πέντε χρονω πάνω κάτω ήρθε με τους γονιούς του και τις δυο του αδερφές απ' την πατρίδα τους τον Πόντο μετά τον ξεριζωμό κι εγκαταστάθηκαν στην Καλαμαριά. Κυνηγημένοι και τσακισμένοι χωθηκαν να βρουν καταφύγιο μέσα σε κείνη τη θάλασσα από λάσπες, μύγες και κουνούπια, πιότερο να παλεύουν με την ελονοσία και λιγότερο με την αγωνία για ένα κομμάτι ψωμί. Απ' αυτή τη ρημάδα την ελονοσία έχασε τη μεγάλη του την αδερφή την Αργυρω, π' είχαν κοντά δωδεκα χρόνια διαφορά και που την αγαπούσε περισσότερο απ' τη μάνα του γιατί αυτή τον φρόντιζε και τον μεγάλωνε από μωρό. Ο πεθαμός της, ένα μόλις χρόνο μετά π' εγκαταστάθηκαν στον καινούριο τους τόπο, του άφησε βαθιά πληγή μέσα του. Μια πληγή που δεν έκλεισε ποτέ. Ποιο πολύ γιατί πίστευε ότι η αδερφή του πήγε άδικα των αδίκων όπως έλεγε η μάνα του κάθε φορά που την έφερνε στο μυαλό της και τη μοιρολογούσε. «Τα λεφτά. Τ' άτιμα τα λεφτά σκότωσαν το κορίτσι μας», έλεγε. «Αν είχαμε λίγα χρήματα θα φέρναμε γιατρό με το πρωτο που την πιάσαν οι Θέρμες κι ίσως το κορίτσι μας να γλίτωνε. Τα λεφτά. Τα ρημάδια τα λεφτά δίνουν και παίρνουν ζωές. Δες τα παιδιά των πλούσιων στην πόλη για να καταλάβεις. Ολα ροδοκόκκινα και παχουλά, ενω τα δικά μας αδύνατα και χλεμπονιάρικα». Οταν έγινε δεκαπέντε χρονω, ένας μακρινός του θείος απ' τη μεριά της μάνας του τον πήρε απ' το χέρι και τον πήγε να δουλέψει στο γαλβανιστήριο του Μπαρούτη, σ' ένα τεράστιο καταβρωμικο
5
υπόγειο στον Βαρδαρη. Εκει ακριβώς στο ιδιο υπόγειο π έχει σήμερα τη δικια του επιχειρηση. Στη δουλεια πηγαινοερχόταν με τα πόδια. 'Επαιρνε πρωι πρωι το δρόμο, απ' το ξημέρωμα ακόμα, με το σι φερ τας στο χέρι όπου η μανα του του'βαζε το φαγητό για το μεσημέρι. Απ' την ακροθαλασσια έφτανε στο λιμανι κι από κει δεξια γραμμή για το γαλβανιστήριο. Πανω από μιαμιση ώρα έκανε να φτασει κι αλλο τόσο να γυρισει. Παντα πρόθυμος κι ακούραστος στη δουλεια, ξεχώρισε γρήγορα απ' όλους. Μια μέρα τ' αφεντικό μαζεψε «όλους τους μουτζούριδές του» κατα πως αρέσκονταν ν' αποκαλει τους εργατες του - στο μεσημεριανό διαλειμμα και τους ειπε ότι απ' την αλλη μέρα μαστορας στη θέση του μαστρ' Απόστολου π' έφευγε στη σύνταξη, θα'ταν ο Αλέκος. Ήταν τότε μόλις εικοσι χρονώ. Δυνατός, γεματος ζωή και θέληση για δουλεια και προκοπή. Δε πέρασαν περισσότερο από τρια χρόνια και τ' αφεντικό του, π'
ήταν μεγαλος στα χρόνια κι ακληρος,'τον φώναξε μέσα σε κεινη τη βρωμερη παραγκα -το "παρατηρητήριο" οπως τ' αποκαλούσε π ειχε στημενη στη μεση της υπογας και τη χρησιμοποιουσε για γραφειο. Τον ρώτησε σοβαρα σοβαρα κοιτώντας τον στα ματια, αν ήθελε να τον κανει συνεταιρο του. «Εμένα με πήραν τα χρόνια και δεν έχω ούτε παιδια ούτε ανιψια ούτε και κανέναν αλλον να μπει στο ποδαρι μου. Σκέφτηκα το λοιπόν για να μη παει χαμένη μια τέτοια δουλεια π' έφαγα όλη μου τη ζωή να τη στήσω, να σε κανω αμα κι εσύ εισαι σύμφωνος, συνεταιρο με σαρόντα τα εκατό. Κι όταν με το καλό ή με το ζόρι κλεισω τα ματια μου, να κληρονομήσεις και τη δουλεια και το σπιτι μου στην πανω πόλη. Θέλεις να το κανουμε έτσι Αλέκο μου;» Αντι ν' απαντήσει, έσκυψε δακρυσμένος και του φιλησε το χέρι με σεβασμό.
«Θέλω μόνο», συνέχισε τ' αφεντικό του συγκινημένο, «αμα τυχόν πέσω ανήμπορος απ' τα γηρατεια ή απ' αρρώστια στο κρεβατι, να με φροντισεις. Οχι δηλαδή τιποτα σπουδαιες φασαριες αλλα απ' το μερτικό μου να πληρώνεις μια γυναικα να με πορεύει». «Αυτα βέβαια», συμπλήρωσε πικραμένος, «λέγονται και συμφωνιούνται αλλα στο τέλος ποτέ δε γινονται. Βλέπεις Αλέκο μου ότι κεινος που παιρνει την περιουσια, ξεχναει γλήγορα. Εδώ βλέπουμε καθημερνα ακόμα και τα παιδια να παραταν στο έλεος τους γονιούς τους».
«Εσένα μια φορα σ' έχω εμπιστοσύνη», ειπε και τον έδειξε με το δαχτυλο. «Αύριο το πρωι να'ρθεις με τα καλα σου να παμε στο συμβολαιογραφο να τα κανουμε αυτα που λέμε και στα χαρτια».
Ολα έγιναν κατά πως ειχε πει ο Μπαρουτης, μόνο που ο Αλέκος δε χρειάστηκε να τον γηροκομήσει. Μια μέρα, οκτώ μήνες κοντά μετά απ' τη συμφωνια τους, τ' αφεντικό του περδουκλώθηκε κι έπεσε μέσ' την μπανιέρα π' έριχναν τα μέταλλα για γαλβάνισμα. Ο Αλέκος υποψιάστηκε ότι τον έσπρωξε ο Μανόλης π' ήταν ο παλιότερος κει μέσα και το'χε πάρει επι πόνου που ο Μπαρουτης έκανε μάστορα και μετά κληρονόμο του αυτό τ' αμουστακο, όπως έλεγε, παιδαρέλι. Σα να μην έφτανε όλη αυτή η αναπάντεχη κληρονομιά με δουλειά στρωμένη π' άφηνε ένα σωρό κέρδη, αλλά όταν μετά την κηδεια του Μπαρουτη πήγε στο σπιτι, που κι αυτό ήταν στην κληρονομιά, σκαλιζοντας τα συρτάρια βρήκε σε μια άκρη κάτω από κάτι παλιόρουχα, ένα σωρό από λιρες σε μασουρια. Τρεις χιλιάδες τρακόσες εικοσι επτά, τις μέτρησε μια μια. Με τις λιρες έφτιαξε το σπιτι π' ειχε αρχισει να ερημώνει. Το'κανε ένα απ' τα καλυτερα στην πόλη και του περισσεψαν περισσότερες απ' τις μισές. 'Εμενε ακόμα με τους δικους του στην Καλαμαριά και πηγαινοέρχονταν όπως πριν με τα πόδια στο γαλβανιστήριο, χωρις να μπορει να εξηγήσει γιατι το'κανε αυτό. Ίσως ντρεπόταν να χωρισει απ' τους δικους του, ισως και να ντρεπόταν να κάνει τον μεγαλοπιασμένο και τον πλουσιο. Μια μέρα έπιασε κουβέντα με τη μάνα του και της ειπε απ' έξω έξω ότι θα μπορουσαν ισως να μετακομισουν όλοι μαζι στο καινουριο σπιτι του στην πόλη. Η μάνα του τ' απέκλεισε ορθά κοφτά.
«Δε ξαναξεριζόνουμαι ουτε για πέντε μέτρα» του'πε, «....παρά μόνο άμα ειναι να γυρισου με πισω στην πατριδα». 'Ενα βράδυ που γυρνουσε στο σπιτι κουρασμένος, ταλαιπωρημένος και βρεμένος απ' τη δυνατή βροχή π' έπεφτε απ' το πρωι, κόλλησαν τα ποδάρια του στις λάσπες τόσο γερά που του φυγαν τα παπουτσια απ' τα πόδια. - Γαμώ και τα τσαμουρια και το καλό τους, έβρισε θυμωμένος και μάζεψε κεινο το ιδιο βράδυ τα πράματά του, τα φόρτωσε στο κάρο του Θανασσουλη που τον σήκωσε άρον άρον απ' το κρεβάτι του και μετακόμισε στο καινουριο του σπιτι. Το μόνο που τον στεναχώρησε απ' τη μετακόμιση ήταν ότι αλλάζοντας σπιτι, άλλαξε και το πρωινό δρομολόγιο απ' την παραλια που περνουσε μπροστά απ' το σπιτι της Ελένης και κά που κάπου έρχονταν έτσι βολικά που την έβλεπε. Οχι πολλά πράματα δηλαδή, παρά μόνο καμιά εικοσαριά φορές όλα αυτά τα χρόνια που πηγαινοερχόταν στη δουλειά του και περνουσε μπροστά απ' τ' αρχοντικό τους. Κάθε Κυριακή όμως που δε δουλευε, στολιζονταν με τα καλά του ρουχα και περνουσε όλη τη μέρα του σ' ένα καφενεδάκι, την παράγκα του Νικου του μάγερα όπως ήταν γνωστό, στριμωγμένο
αναμεσα σ' ένα διπλανό αρχοντικό και μια μαντρα για παλιοσιδερα. Η Ελένη, έτσι το καταλαβε, δε γυρισε ουτε μια φορα να τον κοιταξει. Άυτός όμως ήταν σιγουρος ότι τον ειχε παρει χαμπαρι γιατι μια Κυριακή πρωι κει που καθόταν κι έπινε ανόρεχτα τον καφέ του, ήρθε ο πατέρας της και του'κανε παρατηρήσεις.
«Πολυ τριγυρνας στο σπιτι μας νεαρέ», του'πε. «Άν ειναι για την υπηρέτρια μας ενταξει. Άλλα αμα κουβαλιέσαι δω για την κόρη μου, τότε μαθε ότι λαθος πόρτα χτυπησες. Το κοριτσι μας δεν ειναι για τα μουτρα σου». Δεν ένοιωσε ουτε ντροπή, ουτε προσβολή απ' τα λόγια του. Εξ' αλλου, φτωχοι διωγμένοι και κατατρεγμένοι όλοι οι προσφυγές ειχαν συνηθισει στις προσβολές. Μόνο πεισμωσε κι έβαλε με το μυαλό του ότι αυτός ο ξιπασμένος παλιόγερος κι η ψηλομυτα η κόρη του θα'ρχονταν μια μέρα στα νερα του. Οι δουλειές πήγαιναν ρολόι. Άυτός δεν ήταν σα τον Μπαρουτη να μένει κλεισμένος απ' το πρωι ισα με το βραδυ στην υπόγα. Άρχισε να ξανοιγεται και να κανει γνωριμιες. Άρχισε να συχναζει σε μέρη όπου συχναζαν αυτοι π' όλοι τους αποκαλουσαν «η καλή κοινωνια». Ετσι γνώρισε ένα βραδυ στο “Άριστον" τον διευθυντή της εθνικής τραπεζας που τον ειχε δει μια δυο φορές όταν πήγε να εισπραξει κατι εμβασματα. Άυτός του ανοιξε το δρόμο για νέες γνωριμιες και γρήγορα καταλαβε ότι με τα λαδώματα μπορουσε να παιρνει ένα σωρό δουλειές απ' το κρατος και το στρατό, π' ειχαν μεγαλο διαφορο και μόνο απ' το γεγονός ότι οι παραγγελιές ήταν τεραστιες. Ετσι σιγα σιγα παρατησε τα γαλβανισματα κι αρχισε ν' ασχολειται με τ' αλου μινι, π' ήταν ποια το μέταλλο της εποχής. Το χρήμα ήρθε γρήγορα κι αφθονο. Σε λιγο θεωρουνταν ένας απ' τους πιασμένους λεφταδες στην πόλη κι απόχτησε, όπως όλοι λέγαν με καποια κακεντρέχεια, λιρα με ουρα. Κει πανω έστειλε προξενια στην Ελένη. Οι δικοι της κριναν φαινεται ότι το κοριτσι τους τώρα πια ήταν για τα μουτρα του κι ειπαν το ναι αν κι ο Άλέκος υποψιαζονταν ότι ο πραγματικός λόγος ήταν που ο πατέρας της, μεγαλος κουμαρτζής, ειχε με τα χρόνια ξεπουπουλιαστει τόσο που η μόνη περιουσια που τ' απόμεινε ήταν ο τουπές και τ' αριστοκρατηλικι, που η αλήθεια να λέγεται το πουλουσε ακριβα και με μεγαλη τέχνη. - Που πεταει το μυαλό σου μπαμπα; τον έβγαλε απ' τις σκέψεις του ο Λακης. Άφηρημένος με φαινεσαι. - Ειπες ότι μας αφήνεις και φευγεις παιδι μου, απαντησε κουρασμένα κι ότι ειναι συμφωνη κι η ξιπασμένη η μανα σου. Παρατας το πανεπιστήμιο να πας στην ξενιτια να βρεις το δικό σου δρόμο απ' ότι καταλαβα.
Τέντωσε τα πόδια του κατ' απ' το τραπέζι σα να'θελε να φτάσει τα πόδια του γιου του. Επιασε με τη δεξιά χούφτα του τη μούρη του κατά πως το συνήθιζε όταν ήταν να σκεφτεί, αλλά δε βρήκε τίποτα να πει ή να κάνει. Σήκωσε μόνο τους ωμους του σε μια κίνηση απελπισιάς κι απαγοήτεψης. -Εχεις τίποτα παράπονα από μένα; τον ρωτησε απότομα. Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δε θυμάμαι να μ' είπες ποτέ τίποτα. Βέβαια μερικές φορές καυγαδίσαμε όπως και με τη μάνα σου όμως αυτά συμβαίνουν σ' όλα τα σπίτια. Δε ξέρω τι να πω και τι να κάνω. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά σα να ζητούσε βοήθεια απ' τον ουρανό. Ίσως, συνέχισε κοιτάζοντας τον στα μάτια, έχεις παράπονα γιατί έλειπα συνέχεια απ' το σπίτι καθημερνές και Κυριακές. Το'κανα όχι μόνο για να μη σας λείψει τίποτα αλλά για να'χτε και πολλά παραπάνω απ' όσα χρειάζεστε. Πέρασα τέτοια φτωχεια και πείνα στη ζωή μου, π' ήθελα να τα'χετε σεις μπόλικα. Ετσι γίνεται πάντα με τον πατέρα, συμπλήρωσε με φιλοσοφικό ύφος. Αμα τον έχει κανείς κοντά του δε τον εκτιμάει, ενω όταν είναι μακριά τον κατηγορούν όλοι. Είδε μ' έκπληξη μια σπίθα γλύκας στα μάτια του γιου του, όμως τα λόγια του βγήκαν σκληρά απ' τα σφιγμένα του χείλια. - Εσύ νομίζεις ότι έκανες ότι έπρεπε να κάνεις μπαμπά, όμως δεν είναι αυτό που ζητάει ένα παιδί απ' τον πατέρα του. Ίσως αν ήσουν κοντά μας να ήμασταν φτωχότεροι αλλά πιο ευχαριστημένοι και πιο δεμένοι. Ούτε κι εγω, αναστέναξε κάνοντας μια αόριστη κίνηση με το χέρι του, μπορω να πω τι ακριβως φταίει που δε μπορω και δε θέλω να μείνω μαζί σας. Το μυαλό μου είναι όχι γενικά το φευγιό αλλά η φυγή μου απ' το σπίτι κι απ' αυτή την πόλη. Δε ξέρω τι ακριβως ψάχνω και που θα το βρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάτι ακαθόριστο με σπρωχνει μακριά από σας. Κατάλαβες; - Οχι παιδί μου. Δε κατάλαβα τίποτα, άλλ' απ' ότι φαίνεται δε πρόκειται ν' αλλάξεις μυαλά. Εχεις τουλάχιστον κάποιον που θα σε περιμένει εκεί ή πας τελείως ξεκάρφωτος; - Είναι ο Περικλής εκεί πατέρα. Εδω κι ένα χρόνο βρίσκεται στη Σουηδία. Εχουμε αλληλογραφία. - Ποιος Περικλής; ρωτησε ανόρεχτα ο πατέρας του. Ο συμμαθητής σου στο γυμνάσιο; - Αυτός. - Αυτός, έκανε μ' αγανάκτηση ανάμεικτη μ' απογοήτευση ο πατέρας του, έχει ίσως κάθε λόγο να πάρει το δρόμο της ξενιτιάς. Παιδί εργάτη είναι και σίγουρα, αν κι άριστος μαθητής απ' ότι θυμάμαι, δεν έχουν οι δικοί του τη δυνατότητα να τον σπουδάσουν. Εσύ όμως; Εσύ τα'χεις όλα. Γιατί να φύγεις στα καλά του καθουμένου; Τι σ' έπιασε παιδί μου; έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τον αλλάξει μυαλά.
5
Τ αποφασισα πατέρα ειπε απότομα, σα να μην τον ειχε καν ακούσει. Εκεινος σήκωσε απελπισμένος τα χέρια ανήμπορος κι απελπισμένος σα να ζητούσε να πιαστει από καπου. - Μόλις τέλος παντων φτασεις εκει που με το καλό θέλεις να πας ειπε με σβησμένη φωνή, να με στειλεις τη διεύθυνσή σου για να σου στέλνω λεφτα. 'Εχω αρκετα για ώρα αναγκης σε μια τραπεζα στην Αυστρια και μπορώ να δώσω εντολή να σε στέλνουν καθε μήνα όσα χρειαζεσαι για να ζεις ανετα. - Τα λεφτα δεν ειναι το παν πατέρα. Εγώ... - Τα λεφτα δεν ειναι το παν τον έκοψε απότομα αλλα ξέρατε να τα ροκανιζτε μια χαρα κι εσύ κι η ξεπεσμένη αριστοκρατισσα η μανα σου. Τα λεφτα σιγουρα δεν ειναι το παν, ειχε τώρα γινει κατακόκκινος από θυμό, αλλα ποτέ δεν ειπατε μέχρι τώρα ακριβώς αυτό. Οτι δηλαδή δεν ειναι το παν. Εγώ που μεγαλωσα στη φτώχεια έμαθα τ' αντιθετο. Οτι δηλαδή τα λεφτα ειναι ακριβώς το παν. 5 'Επιασε με τ ακροδαχτυλα του το τραπεζακι με τόση δύναμη που του Λακη του φανηκε ότι καπου ήθελε να ξεσπασει. - Ρώτα τη μανα σου να σε πει. Αυτή ξέρει καλύτερα απ' όλους για τα λεφτα και την αξια τους. Τέλος παντων, ειπε ξεφυσώντας αγαναχτισμένος ενώ έκανε μεγαλη προσπαθεια να φανει όσο γινόταν πιο ήρεμος. Αφού τ' αποφασισες ειμαι σιγουρος ότι δε πρόκειται ν' αλλαξεις μυαλό. Σε ξέρω τι πεισματαρης εισαι. Από μένα μπορεις ελεύθερα να ζητήσεις και να ζητας παντα ότι θέλεις. Οσο για χρήματα τα ειπαμε. Σκώθηκε και μ' αργα καπως κουρασμένα βήματα, πήγε στο τραπέζι της παρέας του. - Ξέχασα να σας κερασω για την επιτυχια του γιου μου στο πανεπιστήμιο, ειπε εύθυμα και καθισε βαρια στην καρέκλα του. Οτι θέλτε, όπου θέλτε κι οπότε θέλτε.
Ο Λακης σκώθηκε απ' την καρέκλα του, έκανε με το χέρι του ένα νεύμα χαιρετισμού σ' όλους και βγήκε έξω στο βραδινό αγιαζι. 'Ενοιωσε τη βραδινή υγρασια της Σαλονικης να του τρυπαει τα κόκαλα. Σήκωσε, περισσότερο μηχανικό παρα για να προστατευτει τον γιακα του σακακιού του και κινησε σκυφτός με βουρκωμένα ματια για το σπιτι. - Να'ξερες μπαμπα πόσο σ' αγαπώ ψιθύρισε και ταχυνε το βήμα του.
κιεφΑλλιο 4"
Ο Αργυρης έριξε μια προσεχτική ματιά στη βιτρινα του μοναδικου κρεοπωλειου του χωριου, κοιτώντας συνοφρυωμένος τα κρέατα, τα λουκάνικα και τα σνιτσελ π' ήταν όλα αραδιασμένα με τάξη σε μεγάλες ανοξειδωτες πιατέλες. Σάββατο σήμερα και όπως κάθε Σάββατο απόγεμα μετά τη δουλειά του, περνάει απ' το κρεοπωλειο να ψωνισει «το κρεατικό της Κυριακής» όπως λέει γελώντας.
«Να φάμε και κανένα κρεατικό να ψυχοπιαστουμε, για να'χουμε κουράγιο να βγάλουμε τη βδομάδα σε τουτο το κάτεργο που μας έριξε η μοιρα μας». Το εργοστάσιο Γ. ΜΟι_ι_ΕΒ ΟΝΕ) ΟΟ που δουλευει χρόνια τώρα εδώ σ' αυτό το χωριό έξω απ' την Κολωνια, κατασκευάζει πήλινους σωλήνες όλων των διαμετρημάτων για αποχετευσεις. Η δουλειά δεν ειναι μόνο δυσκολη και βαριά αλλά έχουν ν' αντιμετωπισουν και κεινη τη φοβερή ζέστη όταν ανοιγουν οι φουρνοι για να βγάλουν τις ψημένες σωλήνες. «Το Νταχάου μπορει να το'κλεισαν οι συ μμαχοι με το τέλος του πολέμου» λέει ο Αργυρης, «αλλά το δικό μας Νταχάου συνεχιζει να'ναι στο φόρτε του. Και το χειρότερο απ' όλα ειναι ότι τώρα τελευταια, εμεις οι 'Ελληνες που καταστραφήκαμε απ' τους ναζιδες, αφήνουμε την πατριδα μας κι ερχόμαστε δω να δουλέψουμε να ορθοποδήσει η χώρα που μας κατάστρεψε». Ξανακοιταξε τη βιτρινα του κρεοπωλειου και σταμπάρισε έναν τυπο λουκάνικου που πάντα ήθελε να τ' αγοράσει αλλά πάντα άλλαζε γνώμη την τελευταια στιγμή.
«Αυτή τη φορά θα το πάρω ο κόσμος να χαλάσει», ειπε αποφασισμένος κι έσπρωξε την εξώπορτα του μαγαζιου. Το κουδουνάκι, π' ειχαν όλα σκεδόν τα μαγαζιά πάνω απ' την εισοδό τους για να προειδοποιει τον μαγαζάτορα ότι κάποιος μπήκε, κουδουνισε χαρουμενα. Μια ξανθιά σαρανταπεντάρα ρο δοκόκκινη και παχουλή π' ήταν πισ' απ' τον πάγκο, πετάχτηκε με
ψευτικο χαμόγελο'προς το μέρος του βάζοντας μια δυνατή μακροσυρτη φωνη. - Παρακαλωωωωωώ Ο Αργυρης έδειξε με το δάχτυλό του το τεράστιο λουκάνικο π' ήταν κουλουριασμένο σε μια μεγάλη πιατέλα στη βιτρινα κι έκανε με τις παλάμες του ένα άνοιγμα για να της δειξει πόσο περιπου ήταν το κομμάτι π' ήθελε. - Ευχαριστωωωωωώ, έβαλε πάλι τις φωνές εκεινη. Πήρε από ένα ιδιο λουκάνικο π' ειχε πισ' απ' τον πάγκο, έκοψε το κομμάτι που της έδειξε ο Αργυρης και τσιροκοπώντας όλη την ώρα ευχαριστώ και παρακαλώ, το τυλιξε, το ζυγιασε και του το'δωσε. Ο Αργυρης πλήρωσε και διχως να'χει πει κουβέντα απ' την ώρα που μπήκε, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο ακουγοντας πισω του το χαρουμενο κελάηδισμα απ' το κουδουνάκι της πόρτας.
- Παλιοπουτανα, σφυριξε μέσ' απ' τα δόντια του. Οι ιδιοι ανθρωποι έρχονται παντα καπακι μ' όλες τις καταστασεις . Πανε τώρα πανω από δεκαπέντε χρόνια που τέλειωσε ο πόλεμος και κοντα δεκαοκτώ από τη μέρα π' ήρθε όμηρος απ' την Ελλαδα κι ακόμα αιστανεται ότι έχει ανοιχτους λογαριασμους μ' αυτή τη ρουφιανα τη χοντρομπαλου. Γέλασε στη θυμήσή του κοροιδιστικου τρόπου με τον οποιο τον πιασαν τότε στην Άθήνα οι γερμανοι και τον έκλεισαν στις φυλακές ως τη μέρα που τον φόρτωσαν μαζι με εκατονταδες αλλους σα τα γουρουνια τον έναν πανω στον αλλον και τους έστειλαν να δουλέψουν στα διαφορα εργοστασια της Γερμανιας. Τον Άργυρη Γ] μοιρα του τον έριξε μαζι μ' αλλους τέσσερις εδώ σ' αυτό το χωριό και σ' αυτό το εργοστασιο. Το πώς τον πιασαν κεινη τη μέρα στην Άθήνα δε το λέει σε κανέναν. Σ' όλους λέει ότι έκανε ένα σαμποταζ με την οργανωση στην οποια ανήκε και ότι οι γερμανοι τον πιασαν από ρουφιανια καποιου μέσα απ' την ιδια την οργανωση. Η αλήθεια βέβαια δεν ήταν αυτή, αν και όπως το σκέφτηκε αργότερα ήταν χαζομαρα του να πει ψέματα. Ο λόγος που τον έπιασαν και τον έριξαν στις φυλακές κι αργότερα στην ομηρια, ήταν πολυ ποιο απλός και δεν ειχε ουσιαστική σχέση με σαμποταζ 'ισα ισα που μερικοι π' ακουγαν την ψευτικια «ήρωική» του αφήγηση, τον κοιταζαν με δυσπιστια. Ο Θόδωρος μαλιστα, π' έχει έρθει τώρα τελευταια με το μεγαλο κυ μα της μεταναστεψης που φουσκωσε σα θαλασσα τα τελευταια δυο τρια χρόνια κι έπαιρνε στο διαβα του τα νιατα της Ελλαδας, τον κοιταξε έκπληκτος. - Για τέτοιες δουλειές λοιπόν, για σαμποταζ δηλαδή, οι γερμανοι λοιπόν δε χαριζαν καστανα. Επεφτε λοιπόν ντουφέκι κι αγιος ο Θεός. Εχει από χρόνια μετανιώσει γι' αυτό του το ψέμα αλλα τώρα ειν' αργα να τ' αλλαξει. Του'χε φανει γελοιο να πει ότι δεν ήταν αντιστασιακός αλλα ένας σαλταδόρος και μαλιστα απειρος, αφου ήταν Γ] πρώτη και τελευταια φορα που σαλταρισε σ' ένα γερμανικό φορτηγό για ν' αρπαξει μερικα τρόφιμα και να γαληνέψει την πεινα του και τήν πεινα των δικών του. Για μια στιγμή ο οδηγός φρεναρισε απότομα κι ο Άργυρης που δε πιανόταν από πουθενα τιναχτηκε με το κεφαλι μπροστα τρυπώντας την τέντα στην πλατη του κουβουκλιου, για να βρεθει στην αγκαλια του συνοδηγου. Άυτή Γ] ρουφιανα Γ] χασαπισα, Γ] Ντιτε όπως ειναι τ' όνομα τής, ηταν επικεφαλής της «επιτροπής υποδοχής», όταν έφτασε όμηρος μαζι με τους αλλους τέσσερις σ' αυτό το μικρό αλλα γεματο απ' εργοστασια σωληνουργιας χωριό. «Επιτροπή τρομοκρατιας», σφυριξε μέσ' απ' τα δόντια του χαμογελώντας ειρωνικα διπλα του ο Γιαννης ο γόής.
Τη θυμάται σα να'ναι τωρα έτσι όπως στεκόταν στητή μπροστά απ' τους άλλους με το περιβραχιόνιο του ναζιστικού κόμματος στο μπράτσο, νέα κι όμορφη αν και χοντρούλα από τότε, να τους κοιτάζει με κείνο το σκληρό κι ειρωνικό της χαμόγελο βγαλμένο θαρρείς από παραμύθι με την κακιά μάγισσα. «Δουλειά... Σκληρή δουλειά και μόνο δουλειά», είπε με την δυνατή τσιριχτή της φωνή έτσι ακριβως όπως φωναζε και τωρα τα ευχαριστω και τα παρακαλω στο χασαπιό της, κοιτάζοντας λοξά το Μήτσο π' ήταν ο μεταφραστής και που βρισκόταν εδω από προπολεμικά ακόμα. Δεν έμεινε φχαριστημένη απ' το ύφος του και του ζήτησε φαίνεται να τους τα πει με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο ύφος που τα'λεγε η ίδια. «..για να καταλάβουν όλοι τους ότι εδω π' ήρθαν ήταν αιχμάλωτοι κι ότι έπρεπε να το βάλουν καλά στο μυαλό τους πως για να φέρει σε πέρας η Γερμανία το μεγάλο έργο αναγέννησης της Ευρωπης π' ανάλαβε, θα'πρεπε να κρατήσει ψηλά την παραγωγή της».
«Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Με τη θέληση σας ή με το ζόρι, θα δουλέψτε σκληρά για να κερδισθεί η μάχη της παραγωγής», κατάληξε και χτύπησε με πείσμα και δύναμη τα μπούτια της με την λεπτή βέργα που κρατούσε στο δεξί της χέρι. Ο Γιάννης απ' τη Λάρισα π' ήταν γνωστός και σαν ο «γόης του κάμπου», της έσκασε ένα ζαχαρωμένο λίγο χαζοχαρούμενο κι αμήχανο χαμόγελο κλείνοντάς της το μάτι, σε μια προσπάθεια να τραβήξει τη συμπάθειά της.
«Μάνα μου οι μπουτάρες σου», σφύριξε σιγανά μέσ' απ' τα δόντια του. Η Ντίτε έκανε δυο βήματα μπροστά και στάθηκε ακριβως μπροστά του. Τον κοίταξε κατάματα με κείνο το σκληρό φιδίσιο της βλέμμα και ξαφνικά σήκωσε τη βέργα και του κατέβασε ένα δυνατό χτύπημα στα μούτρα. Τα αίματα γέμισαν το πρόσωπο του Γιάννη π' εξακολούθησε να την κοιτάζει με το ίδιο χαζοχαρούμενο αλλά παγωμένο πια χαμόγελο. Αυτό το χτύπημα του άφησε μια λοξή χαρακιά από πάγου ίσα με κάτου στ' αριστερό του μάγουλο, που τον έκανε θηρίο κάθε φορά που το κοίταζε στον καθρέφτη των λουτρων του εργοστασίου, όπου πήγαιναν μετά την εξαντλητική δουλειά της μέρας να κάνουν το μπάνιο τους.
«Θα με το πλερωσει μια μέρα η πουτάνα που με χάλασε τη μόστρα», έλεγε. «Θα με το πλερωσει ακριβά η χαμούρα του κέρατά». Με το που πήρε ο πόλεμος τα κάτω για τη Γερμανία κι άρχισαν εκείνοι οι τρομεροί βομβαρδισμοί και η επέλαση των συμμάχων, η Ντίτε άλλαξε αμέσως ρότα. Εβγαλε το περιβραχιόνιο του ναζιστικού κόμματος και φόρεσε ένα άλλο, άσπρο αυτό, μ' έναν
κόκκινο σταυρό και παρασταινε την ψυχόπονη τρέχοντας από χαλασμα σε χαλασμα στα βομβαρδισμένα σπιτια κι εργοστασια. Ο Γιαννης που την ειχε συνέχεια στο κατόπι, καταφερε ένα βραδυ να την ξεμοναχιασει σ' ένα παρατημένο αγροτόσπιτο έξω απ' τον οικισμό όπου ήταν πριν τ' αρχηγειο του κόμματος. Η Ντιτε ειχε παει σα τον κλέφτη μέσα στη νύχτα ν' αρπαξει καποια χρυσαφικα π' ειχαν κρυμμένα κατω από μια σανιδα στο πατωμα. Πεταχτηκε απότομα μπροστα της μέσ' το σκοταδι και με μια σπρωξια την πέταξε κατω πέφτοντας σαν αγριο και πληγωμένο θεριό πανω της. «Να και το κανονικό, να και το γαλλικό, να και το τούρκικο», έλεγε
την αλλη μέρα. «Σουρωτήρι την έκανα την πουτανα. Στο τέλος της χαρακωσα με μαχαιρι και στα δυο τα μπούτια, για να'χει να με θυμαται και μένα και το σημαδι που μ' έκανε στα μούτρα». Ο Αργύρης περιμενε να δει τι θα γινει την αλλη μέρα και τους μπελαδες που θα φορτωνόταν ο Γιαννης. Του το'πε μαλιστα και του ιδιου. - Να δούμε τώρα ρε γόη πως θα καθαρισεις μ' αυτή τη μαλακια π' έκανες. Μπορει οι ναζιδες να χασαν το παιχνιδι αλλα ο λύκος κι αν εγέρασε που λέμε, ούτε τα χούγια του αλλαξε ούτε την κεφαλή του. Αμα σε καταγγειλει θα βρεις το μπελα σου και τώρα όπως και πριν. Η Ντιτε, αντιθετα μ' ότι περιμεναν όλοι όσοι μαθαν τα κατορθώματα του Γιαννη, όχι μόνο δε πήγε να τον καταγγειλει αλλα απ' την αλλη μέρα αρχισε να τρέχει ξοπισω του. Εκεινος ούτε π' ήθελε να τη βλέπει στα ματια του. Σχολιασε μαλιστα και τα καμώματα της κοροιδεύοντας. «Της καλ' αρεσε της ρουφιανας το κοκό. 'Επρεπε να ειχα μαζι μου και κεινη τη βιτσα που με χτύπησε, να της τη βαλω κει που πρέπει. Τότε να'βλεπες τι σκέρτσα και τι γλύκες θα μ' έκανε». Σιγα σιγα όμως μαλακωσε κι ύστερα απ' ένα χρόνο σπιτώθηκε μαζι της και τώρα ειναι όλη μέρα αραχτός, να “τον ακονιζει" όπως λέει, για να περιποιέται τη «φραου Ντιτε» που τη ζαμακώνει παντα με το ιδιο μισος όπως κεινη τη βραδια στ' αγροτόσπιτο του κόμματος.
2 Ο Αργύρης προχώρησε προς το σπιτι του με σκυμμένο κεφαλι. Αυτό το σκύψιμο του κεφαλιού το'χει συνήθεια από τη μέρα π' έφτασε εδώ. «Ειναι», λέει χαμογελώντας, «απ' την αντιπαθεια για να μη πω το μισος π' έχω γι' αυτούς τους φονιαδες, π' ούτε να τους βλέπω θέλω». Δεν ειναι μόνο η ομηρια και η σκλαβια του τόσα χρόνια. Ειναι και το γεγονός ότι αμέσως μετα το τέλειωμα του πολέμου καταλαβε ότι γι' αυτόν αρχιζε μια δεύτερη, αλλιώτικη αυτή τη φορα, ομηρια.
Διαπιστωσε γρήγορα ότι δε μπορουσε σαν όλους τους άλλους να γυρισει πισω στο σπιτι του στην Ελλάδα. Δυο τρια γράμματα π' έστειλε γυρισαν πισω με τη σημειωση ότι ο παραλήπτης ήταν άγνωστος και τότε στράφηκε προς τον ερυθρό σταυρό να μάθει τι τρέχει. Από κει έμαθε ότι ο πατέρας κι η μάνα του δε ζουσαν πια και με τον καιρό έμαθε και κάποιες λεπτομέρειες απ' αφηγήσεις κάποιων γνωστών που συνάντησε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κολωνιας, όπου πήγαινε κάθε Κυριακή απόγεμα να δει πατριώτες π' άλλοι φευγαν κι άλλοι έρχονταν. 'Εμαθε λοιπόν ότι οι δικοι του πήγαν σα τα σκυλιά στ' αμπέλι από ένα μπλόκο που κάναν οι γερμανοι στη γειτονια τους. Γι' άλλους κάναν το μπλόκο κι άλλους φάγαν στο τέλος, ειπε ο Λουκάς ένα γειτονόπουλο που ελάχιστα το γνώριζε στην Ελλάδα αλλά π' ένοιωσε τέτοια χαρά όταν τον συνάντησε στο σταθμό, σα να ξανάβρισκε μετά από χρόνια ένα πολυ αγαπημένο πρόσωπο.
«Αθώοι την πλήρωσαν Αργυρη μου», κατάληξε ο Λουκάς. «Αυτά κι αλλά χειρότερα έχει ο πόλεμος κι εσυ τα ξέρεις καλυτερα απ' όλους». Ο μοναδικός του συγγενής πέρα απ' τους γονιους του, ο αδερφός του πατέρα του ο καπετάν Αντρέας με τ' όνομα, σκοτώθηκε κι αυτός σε μια μάχη με τους γερμανους κοντά στην Αμφιλοχια. «Οι φονιάδες, λέει ο Αργυρης, με ξεκλήρισαν για τα καλά. Με φάγαν όλη την οικογένεια». Πάνε τώρα τόσα χρόνια που τέλειωσε ο πόλεμος κι ο Αργυρης ειναι ακόμα εδώ και δουλευει στο ιδιο εργοστάσιο, ανάμεσα σ' ανθρώπους που τους μισει και τους σιχαινεται. Ειναι τόσο βαθιά η πληγή π' άνοιξε μέσα του, που τα βράδια ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ονειρευεται ξυπνιος ότι τάχατες ανακαλυπτει ένα τρομερό όπλο και τους αφανιζει όλους απ' τη ριζα. «Ομηρος και σκλάβος στον πόλεμο, όμηρος και σκλάβος στην ειρήνη», λέει πικρόχολα στον Θόδωρο που δουλευει διπλα του. «Δεν ειναι δα όλοι οι γερμανοι το λοιπόν έτσι», λέει δισταχτικά ο Θόδωρος. «Εμένα για παράδειγμα λοιπόν η νοικοκυρά μου και τα τρια της παλικάρια μ' έχουν μη στάξει και μη βρέξει. Κάθε μέρα η γυναικα με φέρνει λοιπόν ένα πιάτο απ' ότι έχει μαγειρέψει. Καλοι άνθρωποι ρε Αργυρη. Καλοι και κακοι λοιπόν ειναι σ' όλο τον κόσμο. Και στην Ελλάδα και παντου τα ιδια ειναι. Σάμπως δεν ειχαμε κι εκει λοιπόν ένα σωρό ρουφιάνους και δοσιλογους;» Ο Αργυρης γινόταν θηριο ν' ακουει τέτοιες κουβέντες.
«Ασπρος σκυλος μαυρος σκυλος, όλοι σκυλοι ειναι, έλεγε με μανια».
3
Το μεσημέρι της Κυριακής το λουκανικο που με ιδιαιτερη φροντιδα ετοιμασε ο Άργυρης, έγινε τόσο νόστιμο που ο Θόδωρος έφαγε τρεις μεριδες. - Γεια στα χέρια σου λοιπόν ρε Άργυρη, ειπε και κατέβασε την υπόλοιπη μπυρα π' ειχε το ποτήρι του. Άλλα κι αυτό το ρημαδι λοιπόν το λουκανι κο ήταν ότι καλυτερο έφαγα ένα χρόνο λοιπόν τώρα στη Γερμανια. Ειδες, συνέχισε χαμογελώντας κατ' απ' τα μουστακια του, ότι κι οι γερμανοι λοιπόν φτιαχνουν μερικα νόστιμα πραματα; Ο Άργυρης στραβομουτσουνιασε κι ετοιμαστηκε να βαλει παλι τις φωνές για τους ανήθικους και κρυόκωλους, όπως τους αποκαλουσε, γερμανους, αλλα τελευταια στιγμή μετανιωσε κι αλλαξε κουβέντα. - Άπ' εδώ κι ένα χρόνο π' ήρθες ρε Θόδωρε, έχεις ζαμακώσει καμια; - Οχι, έκανε με το κεφαλι ο Θόδωρος. Άλλα, ειπε δειχνοντας τον Άργυρη με το δαχτυλο, να το ξέρεις λοιπόν ότι όπου να'ναι θα βολευτώ. Ειναι απέναντι απ' το σπιτι που μένω λοιπόν μια, π' όλη μέρα ειναι στο παραθυρο και με μοστραρει τα βυζα της. Εχει το λοιπόν ρε Άργυρη κατι βυζους να σε φευγει το καφασι. Παντρεμένη ειναι κι ο αντρας της λοιπόν δουλευει εκει σε μας. Σέρνει που λέμε Άργυρη μου. Σέρνει τόσο πολυ, π' ειναι λοιπόν σα να την έχω κιόλας από κατω. Να το θυμηθεις ότι καποιο βραδυ τώρα λοιπόν στα κοντα που ο αντρας της θα'ναι νυχτερινή βαρδια, θα κανω λοιπόν το σαλτο. - Καταλαβα ποια λες, ειπε χαμογελώντας ο Άργυρης. Ειναι μια με μακρια και σπαστα μαλλια και καθαρα γαλανα ματια. Την κοκκινομαλλα δε λες; - Ναι ρε Άργυρη, ειπε αγκομαχώντας ο Θόδωρος. Που την ξέρεις λοιπόν αδερφέ; -Εχει ξεκουρασει πολλα κουρασμένα παλικαρια αυτή, απαντησε με λιγη κακια ο Άργυρης. Σ' αυτόν τον τομέα εγώ έχω να πω ότι στον πόλεμο την περνουσαμε μπέικα, γιατι όλοι οι αντρες ήταν στον πόλεμο κι οι γυναικες τους στήναν κώλο όπου υπήρχε σερνικός. Μετα τον πόλεμο τα πραματα δυσκόλεψαν λιγο, αλλα και παλι δε μπορώ να'χω παραπονο. Η λειψαντρια που λέει ο Γιαννης ειναι φανερή. Ομως Θόδωρε μου, ανοιξε τα χέρια του για να δειξει σα να'ταν σ' αδιέξοδο, ποτέ δε μπόρεσα να το φχαριστηθώ. Να τ' απολαψω που λέμε. Ολη την ώρα έχω στο μυαλό μου ότι ειναι γερμανιδες και μου γυρναν τα σκότια. Ειναι ρε Θόδωρε σα να με ζαμακώνουν αυτές κι όχι τ' αναποδο. Άντε.... Άντε σήκω, πεταχτηκε έντρομος πανω κοιτώντας το ξυπνητήρι διπλα στο κρεβατι του. Άντε σήκω να παμε την Κυριακατικη βόλτα μας στο σταθμό.
Ξαφνικά θυμήθηκε κάτι κι άλλαξε γνωμη. :ανάκατσε στην καρέκλα του, κοίταξε γελωντας τον Θόδωρο στα μάτια και του'πε κομπιάζοντας. - Ρε συ Θόδωρε, να σε ρωτήσω κάτι; Μ' όλο το θάρρος δηλαδή σα φίλοι και κολλητοί π' είμαστε. - Να με ρωτήσεις λοιπόν ότι τραβά η ψυχή σου, απάντησε ο Θόδωρος κοιτωντας τον με μια στάλα έκπληξης κι απορίας στα ματια. Ο Αργύρης ξερόβηξε να καθαρίσει πρωτα το λαιμό του. - Πριν δυο βδομάδες που σέργιανούσα όπως κάθε Κυριακή στο σταθμό κι έπιανα κουβέντα κατά τα χούγια μου μ' όποιους έπιανε τ' αφτί μου να μιλάν ελληνικά, συνάντησα και κάποιον απ' τα δικά σας τα μέρη. Σταμάτησε να πάρει μια βαθιά ανάσα σα να μετάνιωσε π' άνοιξε αυτή τη συζήτηση και ρωτησε δισταχτικά τον φίλο του που τον είδε να στριφογυρίζει ανήσυχος στην καρέκλα του. - Να συνεχίσω ρε Θόδωρε; Ναι, έγνεψε με το κεφάλι εκείνος κι απότομα άλλαξε διάθεση γελωντας με την καρδιά του. - Πες ρε Αργύρη. Πες λοιπόν ότι έχεις να πεις αν και ξέρω καλά που θες λοιπόν να καταλήξεις. Αντε λέγε λοιπόν χωρίς να κομπιάζεις. - Βρήκα που λες, άρχισε να μιλάει γρήγορα και με το θάρρος που του'δωσε ο Θόδωρος, κείνο το πατριωτάκι σου που σ' έλεγα. Κοντοχωριανοί είπε ότι είστε. Κουβέντα στην κουβέντα του'πα για σένα κι ότι είμαστε φίλοι. Είπα και τ' όνομά σου και το χωριό σου. - Λοιπόν..; Λοιπόν..; ρωτησε γελωντας συνέχεια ο Θόδωρος. Ο Αργύρης κόμπιασε και πάλι. - Να ρε Θόδωρε, το ξεφούρνισε γρήγορα γρήγορα. Μόλις κατάλαβε για ποιον έλεγα, πετάχτηκε γελωντας και μ' είπε. - Α! ρε χριστιανέ μου. Ετσι πε με. Για τον Πον τον Σιγσινάτι με μιλάς τόση ωρα. Ετσι τον ξέρουμε μεις στα μέρη μας γιατί σε κάθε κουβέντα του βάζει μέσα και δυο τρία λοιπόν. Οσο για το Σιγσινάτι, ρωτα τον να σε πει ο ίδιος. Κατάλαβα ρε Θόδωρε ότι αυτό είναι το παρατσούκλι σου αλλά ήθελα να σε ρωτήσω, με το συμπάθιο δηλαδή, τι σοι παρατσούκλι ειν' αυτό; Θα με φάει δυο βδομάδες τωρα η απορία. - Το Πον με το'βγαλαν, είπε αποφασιστικά ο Θόδωρος, επειδή κατά πως λοιπόν και συ τ' ακούς όλη την ωρα απ' το στόμα μου, λέω συνέχεια αυτό το καταραμένο το λοιπόν που δε φεύγει με τίποτα απ' το στόμα μου. Τέλος πάντων. Παλιά συνήθεια δεύτερη φύση, π' έλεγε λοιπόν ο δάσκαλος στο χωριό μας. - Και τ' άλλο; Το Σιγσινάτι τι πα να πει; ρωτησε πνιγμένος στην απορία ο Αργύρης. Τι είναι το Σιγσινάτι; -Ενας τόπος είναι λοιπόν Αργύρη μου.
'
'
5
5
Και που ειναι ρε Θοδωρε αυτός ο τόπος με τ ωραιο όνομα π έγινε και παρατσούκλι; - Στην Αμερική Αργύρη μου. Στην Αμερική λοιπόν ειναι. Αυτόν λοιπόν τον τόπο που δε τον ειδα ποτέ μου, τον ερωτεύτηκα απ' τα γραμματα και τις περιγραφές του ξαδέρφου μου π' ήταν το λοιπόν να με κανει πρόσκληση να παω λοιπόν και του λόγου μου εκει αλλα που στο τέλος με ξέχασε κι έμεινα λοιπόν με τ' όνειρο. Μια μέρα όμως, στο λέω και να το βαλεις λοιπόν καλα στο μυαλό σου, θα παω να δω από κοντα αυτό το βλογημένο μέρος. Δε θα πεθανω λοιπόν ήσυχος Αργύρη μου, αμα δε φτασω στο Σινσινατι. 'Ενα με την ψυχή μου και τα ονειρατα μου έγινε ρε Αργύρη. Ξυπνητός το Σινσινατι ονειρεύουμαι. Κοιμισμένος λοιπόν παλι το ιδιο. - Καλό όνειρο, ειπε σκεφτικός μετα από κανα δυο λεπτα βουβαμαρας ο Αργύρης. Ολοι μας στα ιδια ειμαστε. Κι εγώ μήπως ρε Θόδωρε σα και σένα δε ψαχνω όλη μου τη ζωή για έναν τέτοιο τόπο σα το δικό σου το Σινσινατι; Τέλος παντων, αναστέναξε και
σκώθηκε βαρια απ' τη καρέκλα του. Σήκω να παμε την Κυριακατική μας βόλτα στο σταθμό και στο δρόμο τα λέμε. 4 Χρόνια τώρα, με διαφορετική παρέα ή ακόμα και μόνος του, έπαιρνε καθε Κυριακή απόγεμα το τοπικό τρένο και πήγαινε τη βόλτα του στην Κολωνια. 'Εκανε μερικές τσαρκες στους κεντρικούς δρόμους σεργιανώντας τις βιτρινες και τα βομβαρδισμένα ερειπια π' ήταν ακόμα πολλα, ιδιαιτερα κει γύρω απ' τον σιδηροδρομικό σταθμό, για να καταλήξει στο τέλος στην τεραστια αιθουσα αναμονής. Ο σιδηροδρομικός σταθμός ήταν θα'λεγε κανεις η μεγαλη του χαρα κι απόλαυση. Από τότε που τέλειωσε ο πόλεμος κι ειναι λεύτερος να παει όπου θέλει χωρις το ειδικό πασαπόρτι, έρχεται εδώ στο σταθμό καθε Κυριακή αργα τ' απομεσήμερο να σεργιανισει. Αφού πρώτα κανει τις βόλτες του στο κέντρο της πόλης, καταλήγει εδώ στο σταθμό π' ειναι η τελευταια και σπουδαιότερη κυριακατικη επισκεψη σ' αυτή την όμορφη μεγαλούπολη. Αργα το βραδακι κατα τις εννια με δέκα η ώρα, αναλογα τις παρέες που βρισκει, παιρνει παλι το τοπικό τρένο της επιστροφής για το σπιτι του. Εδώ στο σταθμό συναντησε και γνώρισε ένα σωρό πατριώτες. Τώρα τελευταια όμως αρχισαν να'ρχονται τόσοι πολλοι, που έπαψε πια να'χει το ιδιο γούστο. Πριν ένα χρόνο ακόμα γυρνούσε κοντα μισή ώρα στην τεραστια ψηλοταβανη αιθουσα αναμονής ώσπου ν' ακούσει καποιους να μιλαν ελληνικα, για να χαιρετισει και να πιασει κουβέντα μαζι τους με τον γνωστό χαιρετισμό.
«Γεια σας πατριώτες».
Τώρα τελευταια όμως ο σταθμός γέμισε έλληνες που φτάνουν καθημερνά καραβάνια ολόκληρα και °χάθηκε', όπως λέει κάθε
φορά στο Θόδωρο, «η λαχτάρα και η γλυκα της συνάντησης με πατριωτακια». - Πρώτα γυρνουσες μιση ώρα γυρω γυρω για ν' ακουσεις μια ελληνικιά κουβέντα και τώρα γυρνάς μιση ώρα για ν' ακουσεις γερμανικά, ειπε πικρόχολα στο Θόδωρο την ώρα που φορουσε την γκαμπαρντινα του. Οπου βρεθεις κι όπου σταθεις στο σταθμό ακους ιταλιάνικα κι ελληνικά. Δεν ειναι όπως πριν ρε Θόδωρε που λαχταρουσες κι αγκομαχουσες να βρεις έναν πατριώτη ν' αλλάξεις δυο κουβέντες. Τον βαρέθηκα πια το σταθμό. - Τότε γιατι εξακολουθάς λοιπόν να πηγαινεις και να σέρνεις λοιπόν και μένα μαζι σου ρε Αργυρη; απόρησε ο Θόδωρος. Δε καθόμαστε λοιπόν στ' αυγά μας να ξεκουραστουμε λιγάκι που απ' αυριο αρχιζει λοιπόν πάλι το μεροκάματο κι οι περιοριες; Ο Αργυρης τον κοιταξε καλά καλά σα να τον έβλεπε πρώτη φορά. - Χαζός εισαι ρε Θόδωρε; Μπορει ρε συ ν' αλλάξει χουγια ο άνθρωπος απ' τη μια μέρα στην άλλη; Τα χουγια Θόδωρε. Ξέρεις τι ειναι τα χουγια τ' ανθρώπου; - Ξέρω. Ειναι κει λοιπόν που κολλάει ο άνθρωπος και ξεκολλημό δεν έχει. - Ασκολσουν που λεν κι οι τουρκοι Θόδωρε. Πολυ όμορφα το ξήγησες. Δες τώρα λοιπόν ένα παράδειγμα από μένα για να το καταλάβεις ακόμα καλυτερα. Ειμαι δω σ' αυτόν τον τόπο και σ' αυτή τη χώρα πάνω από εικοσι χρόνια και με πνιγει η έχτρα και το δηλητήριο. Λες κι ειμαι κλειδωμένος στα σιδερα και δε μπορώ να πάρω τα ποδάρια μου να πάω αλλου. Στο Βέλγιο να πουμε ή στην Ολλανδια ή και στη Γαλλια ακόμα. Καλά έλεγε ο παππους μου π' ειχε γυρισει όλο τον ντουνιά κεινα τα χρόνια. Και στην Αιγυπτο ειχε πάει και στη Ρωσια και στην Γαλλια, ακόμα και μέχρι την Αμερική έφτασε η χάρη του.
«Ο άνθρωπος» μ' έλεγε, «μαθαινει να ζει με τα βάσανα και τους βασανιστές του. Μαθαινει να ζει με κεινα π' ήξερε. Ακόμα κι όταν στεριώσει κάπου, ζει και περνάει με τα χουγια π' έμαθε στον τόπο του. Τον τόπο του τον κουβαλάει καθένας μαζι του όπου και να πάει, όσους και να γνωρισει, όσα μέρη και να δει. Ξεκολλημό ο άνθρωπος απ' τη γωνιά του δεν έχει. Θαρρεις και την κουβαλάει μαζι του. Θαρρεις και την έχει μέσα του.» 'Εσκυψε προς το μέρος του Θόδωρου και σα να φοβόταν μη τον ακουσει κανεις συμπλήρωσε ψιθυριστά. - Τώρα όμως τ' αποφάσισα Θόδωρε. Ξεροκατάπιε λες και κάτι τον έπνιξε. Ξερόβηξε να καθαρισει το λαιμό του, κοιταξε γυρω του συνωμοτικά κι ειπε με το ιδιο ψιθυριστό τρόπο. - Πριν από κοντά ένα μήνα γνώρισα στο σταθμό ένα παλικάρι απ' τη Δράμα, π' ειναι κι αυτό όμηρος εδώ από κεινα τα χρόνια.
Δουλευει σ' ένα εργοστασιο κλωστουφαντουργιας που κανουν δηλαδή κλωστές και νήματα. Ειναι απ' την αλλη μερια της Κολωνιας. Ενα εργοστασιο που δουλευουν λέει σαραντα χιλιαδες νοματαιοι. Εγώ βέβαια δε τον πιστευω ότι ειναι τόσο μεγαλο, αλλα αυτό δεν έχει σημασια. Τα ειπαμε το λοιπόν με λεπτομέρειες. Συ μφωνει κι αυτός ότι εδώ δεν ειναι ζωή αυτή που κανουμε κι ότι, σα και μένα, δε τους παει καθόλου τους γερμαναραδες. Με ειπε το λοιπόν - να'το το κόλλησα κι εγώ αυτό το καταραμένο το λοιπόν - ότι έχει ένα ξαδερφακι που πήρε κι αυτό το δρόμο της ξενιτιας, αλλ' αντι να'ρθει εδώ τραβηξε πιο βόρεια κι ειναι τώρα στη Σουηδια. Με πρότεινε να παμε κι εμεις εκει όπου λέει οι ανθρωποι, όπως του τα περιγραφει το ξαδερφακι του στα λέω, ειναι αλλιώτικοι. Ειναι λέει ευγενικοι και δε σε ξεχωριζουν αμα εισαι ξένος και λιγο σκουρος σα και μας. Ο Αργυρης αναστέναξε σα να ξομολογήθηκε ένα βαρυ μυστικό. - Τι να σε πω ρε Θόδωρε; Εμαθα τόσο πολυ να ζω με το μισος και την έχτρα που κουβαλαω μέσα μου, που δε τολμώ να κανω μόνος ένα τέτοιο βήμα. Εμαθα να ζω εδώ σ' αυτή τη «γωνια» όπως σ' έλεγα πριν τα λόγια του παππου μου, που φοβαμαι ότι όπου πια και να παω, θα κουβαλώ μέσα μου τη Γερμανια. Ψαχνω από τότε καθε Κυριακή να τον τρακαρω στο σταθμό να συνεννοηθουμε, αμα ειναι ρε Θόδωρε να κανω το σαλτο μαζι του. Μόνος μου, κατα πως σ' έλεγα προηγουμενα, με φαινεται απιθανο να τολμήσω μια τέτοια αλλαγή στη ζωή και στα χουγια μου. Καταλαβες; - Καταλαβα, απαντησε ο Θόδωρος και σκώθηκε. Άντε παμε λοιπόν να βρουμε το φιλο σου που θα σε παρει λοιπόν από δω να γλιτώσεις. Ο Αργυρης φόρεσε την μπλε του καμπαρτινα και τη σκουρα ρεπου μπλικα με τον στενό γεισο, πήρε και την καινουρια πτυσσόμενη ομπρέλα του κι ανοιξε την πόρτα κανοντας μια αστεια υπόκλιση. - Περιπεραστε παρακαλώ κυριε Θόδωρε. Περιπεραστε στο τρένο που σας παει τσιφ για Σουηδια.
5 Ουτε κεινη αλλα ουτε και τις επόμενες τρεις Κυριακές καταφερε να συναντήσει το «παιδι απ' τη Δραμα», όπως πια το αποκαλουσε στις καθημερινές του κουβέντες με το Θόδωρο. Αυτή η συναντηση και η προσδοκια του φευγιου του για τη Σουηδια, του'γινε σιγα σιγα μια ψυχωση. Άλλο τιποτα δε συζητουσε όλη μέρα, παρα μόνο πως τελικα την Κυριακή π' ερχόταν θα τον συναντουσε και θα κανόνιζε μαζι του τις λεπτομέρειες του ταξιδιου. Ο Θόδωρος στο τέλος αγανακτησε.
«Πες λοιπόν ρε παιδί μου και κάτι άλλο. Απ' το πρωί ίσα με το βράδυ με πρήζεις λοιπόν το κεφάλι μ' αυτό το παιδί απ' τη Δράμα.
Οτι και να σε πω, εσύ συνέχεια εκεί τη γυρίζεις λοιπόν την κουβέντα. Στο κάτω κάτω κοτζαμάν άντρας είσαι! Σαράντα λοιπόν και βάλε. Πάρε άμα θες το τρένο και πάνε λοιπόν όπου τραβά η ψυχή σου». Ο Αργύρης το καταλάβαινε πολύ καλά ότι ο Θόδωρος είχε δίκιο όπως το ίδιο καλά καταλάβαινε ότι κάτι πολύ δυνατό, μια αόρατη θαρρείς δύναμη, τον κρατούσε δεμένο χεροπόδαρα εδω σ' αυτόν τον καταραμένο τόπο και δε τον άφηνε να ξεφύγει. «Ίσως είναι ότι έμαθα στην κακομοιριά μου και δε μπορω να ξεφύγω απ' τα ίδια μου τα δεσμά», σκεφτόταν και του'ρχοταν δάκρυα στη σκέψη ότι μπορούσε να χάσει τ' όνειρο που ξαφνικά φύτρωσε μπροστά του και του αναστάτωσε τη μίζερη ζωή. «Ίσως να'ναι αυτό τ' άσβεστο μίσος που τρέφει για τους γερμανούς που τον κρατάει δεμένο σ' αυτόν τον τόπο. Ίσως είναι αυτό το μίσος που του κόβει τα πόδια και τα φτερά και δε τον αφήνει ν' απαγκι στρωθεί απ' τα δεσμά και τη φυλακή του. Ίσως είναι ο καιρός της ομηρίας του κι ο τρόμος π' έζησε κείνα τα χρόνια, που τ' αφαίρεσαν κάθε δύναμη από μέσα του και τον κρατάει όμηρο πια
της ταραγμένης ιιιμκής ταμ Εκείνο πάντως για το οποίο είναι απόλυτα σίγουρος είναι ότι το φαρμάκι που στάζει κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή στην ψυχή του, τον κάνει σκεδόν μισάνθρωπο. Του το λέει κι ο Θόδωρος. «Πως μπορείς λοιπόν ρε Αργύρη να ζεις με τόσο φαρμάκι μέσα σου; Εσύ κοντεύεις λοιπόν να τρελαθείς τελείως. Δες και λίγο λοιπόν την καλή μεριά της ζωής. Κείνα τα χρόνια πέρασαν και κείνα σου τα βάσανα έχει λοιπόν δεκαπέντε και πάνω χρόνια που φύγαν. Κάνε λοιπόν έναν λογαριασμό κι άστα πίσω σου να γαληνέψεις λοιπόν μια στάλα». Επαιρνε φόρα ο Θόδωρος ελπίζοντας ότι θα του βάλει λίγο μυαλό όπως έλεγε. «Εδω ρε Αργύρη στην Ελλάδα περάσαμε λοιπόν μετά τον πόλεμο ολάκερο εμφύλιο και καταματωθήκαμε λοιπόν όλοι. Αδέρφια αλληλοσκοτωθηκαν κι άλλες χιλιάδες οικογένειες σκόρπισαν λοιπόν στο παραπέτασμα και στα έχτελεστικά αποσπάσματα και τωρα λοιπόν, μετά από δωδεκα δεκατρία χρόνια, κοντεύουν λοιπόν να φιλιωσουν όλοι. Τ' ακούει, τα βλέπει, τα καταλαβαίνει αλλά δε μπορεί να τα ρίξει μέσα του βάλσαμο να γαληνέψει την ταραγμένη του ψυχή. Ατέλειωτες ωρες ξαπλωμένος στο κρεβάτι στο μοναχικό του δωμάτιο, κοιτάει το ταβάνι και τ' αναλογίζεται όλ' αυτά. Μερικές φορές μάλιστα το παίρνει απόφαση ότι πρέπει ν' αλλάξει και να γίνει κι αυτός σαν όλους τους ανθρωπους, αλλά μόλις βγάλει την
5
αλλη μέρα το πόδι του έξω απ το κατώφλι ξαναφουντώνει μέσα του, θαρρεις ακόμα ποιο δυνατό, το μισος. Το πραμα έφτασε πια στ' απροχώρητο. Το καταλαβαινει από μόνος του ότι δε θ' αργήσει η μέρα που θα τρελαθει τελειως. Γι αυτό αρπαχτηκε απ' αυτό το «παιδι της Δραμας» και περιμένει πως και πως, βδομαδες τώρα, να βρει μαζι του τη διέξοδο π' αναζηταει. «Αστον λοιπόν αυτόν τον δραμινό επιτέλους», τον συμβουλεύει ο Θόδωρος. «Βούτα ρε συ Αργύρη λοιπόν το τρένο και τραβα για κει π' ονειρεύεσαι ότι θα τελειώσουν λοιπόν τα βασανα σου. Τι έχεις να χασεις στο κατω κατω; Αμα τα βρεις μπαστούνια ξαναγυρνας λοιπόν εδώ, π' έτσι κι αλλιώς λοιπόν ξεκολλημό δεν έχεις». Σωστές κουβέντες αλλα δύσκολο να κανει το σαλτο. Μπορει να'χει καταντήσει σα κεινους, όπως ακουσε ν' αφηγιέται στο σταθμό ένας καινούριος π' ήρθε πριν ένα μήνα. «Ενα σωρό ανθρωποι π' ειναι στις φυλακές στην Ελλαδα από προπολεμικα ακόμα και που ξαναμπήκαν στις φυλακές και τις εξοριες στον εμφύλιο, έχουν συνηθισει τόσο πολύ κει μέσα, που φοβανται μη τυχόν και καμια φορα τους αφήσουν λεύτερους γιατι δεν έχουν που να πανε και τι να κανουν. Οι δικοι τους, ή πέθαναν ή πήραν το δρόμο της προσφυγιας για τις κομουνιστικές χώρες και μειναν αυτοι οι φουκαραδες μόνοι και ξεκρέμαστοι στον κόσμο».
«Πασχουν από ιδρυματισμό», τόνισε με έμφαση ο γιατρός ο Γιαννούλης απ' τη Λαμια που τον συνανταει κι αυτόν ταχτικα στο σταθμό της Κολωνιας. Οχι πως ειναι σωστός γιατρός ακόμα, αλλα έχει μόνο ένα χρόνο να τελειώσει κι όλοι τον θεωρούν πια και τον φωναζουν γιατρό. Κανει λένε τη 'διατριβή' του. Τώρα τι πραμα ειν' αυτή η 'διατριβή' κανεις τους δε καταλαβαινει. 'Εχει λένε σχέση με τα ψυχικό μπερδέματα π' έχουν οι 'Ελληνες μεταναστες σε τούτη τη χώρα, π' ειν' αλλιώτικη απ' τη δική τους κι οι ανθρωποι της ειναι τελειως διαφορετικοι κι αυτοι. Τον Αργύρη τον έχει σταμπαρει ο Γιαννούλης από δω και πολύ καιρό κι όλο τον γυροφέρνει και τον ρωταει ένα σωρό πραματα που τον εκνευριζουν. Η αλήθεια ειναι ότι ο Αργύρης φοβαται σα το διαολο το λιβανι να του ξανοιχτει μη τυχόν αυτός ο τρελειατρος, όπως τον λέει ο Θόδωρος, καταφέρει να διαβασει τα βαθια της ψυχής του. Από κεινη όμως την κουβέντα του γιατρού. Απ' αυτό π' ειπε για τους φυλακισμένους. Αυτόν τον τέλος παντων «ιδρυματισμό», ανοιξε θαρρεις ένα παραθυρο στο μυαλό του. Αυτό ειναι σκέφτηκε. Τι σημασια έχει αμα ειναι μέσα σου φωλιασμένο το μισος για καποιον ή για καποιους; Σημασια έχει να μπορεις να φύγεις και να τ' αφήσεις όλ' αυτα πισω σου. Να φύγεις μακρια τους. Να δραπετέψεις βρ' αδερφέ. Σ' αυτό συμφωνει κι ο Θόδωρος.
«Ετσι ειναι λοιπόν ρε Αργυρη. Πες πως έχεις λοιπόν έναν φιλο που δε τον γουστάρεις. Τι κάνεις το λοιπόν; Γυρνάς τη πλάτη σου και βρισκεις άλλον που ταιριάζουν λοιπόν τα χνώτα σου. Εδώ χωριζουν λοιπόν αντρόγυνα γιατι δε μπορουν να ζήσουν άλλο πια μαζι κι εσυ λες ότι δε μπορεις να ξεκουμπιστεις λοιπόν από δω να ησυχάσεις. Καλά. Πολυ καλά λοιπόν το εξήγησε ο τρελογιατρός. Αυτό ειναι ρε παιδι μου. Εσυ πάσχεις λοιπόν απ' αυτό το πώς το'πε για τους εξορισμένους λοιπόν και τους φυλακισμένους. Φοβάσαι λοιπόν να βγεις έξω απ' τα σιδερά σου σ' έναν κόσμο που σ' ειναι λοιπόν άγνωστος». ιδρυματισμός. Σιγά σιγά σιγουρευτηκε ότι αυτό ειναι το κλειδι και η εξήγηση αυτου του ψυχανεμισματος που τον βασανιζει και τον κρατάει δεμένο κι αγέλαστο. Τη μέρα π' άκουσε τη λέξη απ' τον τρελειατρο, την έλεγε μέσα του συνέχεια κοντά πέντε ώρες ώσπου να φτάσει στο σπιτι του και να τη γράψει με μεγάλα κεφαλαια γράμματα σ' ένα μακρόστενο άσπρο χαρτι που το κόλλησε στον τοιχο απέναντι απ το κρεβάτι του.
ιΔι>νινιΑτιεινιοε
Από κεινη τη μέρα η κουβέντα αυτή έγινε κλειδι παρηγοριάς στην άχαρη ζωή του. Τώρα ήξερε τέλος πάντων ότι κάπως ονοματιζονταν αυτό το ντέρτι π' έχει χρόνια τώρα μέσα του και τον βασανιζει. «Αμα ξέρεις την αρρώστια, τότε μπορεις και να τη γιάνεις», σκεφτόταν. Τώρα μπορουσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον κρατουσε δεμένο και δυστυχισμένο σ' αυτόν τον τόπο που δε τον ήθελε και δε τον αγαπουσε καθόλου. Τώρα μπορουσε να καταλάβει ότι απ' αυτόν εξαρτιόταν η γιατρειά του. Τώρα ήξερε καλά ότι μπορουσε επιτέλους να πάρει απόφαση και να σπάσει αυτόν τον άχαρο δεσμό που τον κρατουσε σφιχτοδεμένο μ' αυτή τη χώρα και τους ανθρώπους του. Τώρα άρχισε να σκέπτεται και να σχεδιάζει τον τρόπο με τον οποιο θα δραπέτευε απ' αυτή τη φυλακή χωρις σιδερα, π' ήταν μανταλωμένος τόσα χρόνια τώρα. Την άλλη Κυριακή τ' απόγεμα δεν έκανε τις συνηθισμένες του βόλτες στους κεντρικους δρόμους της Κολωνιας. Ανέβηκε πρώτα τ' ατέλειωτα σκαλοπάτια της εκκλησιας, της ΒΟΜ όπως την έλεγαν και ήταν ακριβώς εκει μπροστά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Απ' την κορφή της κοιταξε μακριά ως εκει π' έφτανε το μάτι του την απέραντη πόλη π' απλωνόταν μπροστά του και φώναξε μ' όλη τη
5
δυναμη π ειχε στα πλεμόνια του να παρει τη φωνή του ο αέρας και να την παει όσο μακρια γινόταν. - Ειμαι λευτερος... Ειμαι λευτερος... Πήγε μετα στο σταθμό και ρώτησε πόσο κανει το εισιτήριο για τη Στοκχόλμη και καθε πότε έχει τρένο. Οταν γυρισε πισω στο χωριό, έτρεξε κατ' ευθειαν να βρει τον Θόδωρο.
«Φευγω», του'πε χαρουμενος. «Τ' αποφασισα επιτέλους. Λευτερώθηκα Θόδωρε. Μέσα στη βδομαδα φευγω». «Να πας λοιπόν στο καλό και στην ευχή του Θεου», τον αγκαλιασε έκπληκτος αλλα και στεναχωρημένος ο Θόδωρος. «Να πας στο καλό. Να σε πω λοιπόν όμως και την πασα αλήθεια; Το'λεγα και δε το πιστευα. Ειχα απογοητευτει λοιπόν ότι τελικα θα τ' αποφασιζες. Να πας λοιπόν στο καλό». Την αλλη μέρα πρωι πρωι πήγε στο εργοστασιο και δήλωσε παραιτηση. Στον επιστατη του π' έδειξε στεναχωρεμένος και τον ρώτησε, απαντησε ψέματα ότι φευγει για την πατριδα.
«Χόρτασα Γερμανια», του'πε γελώντας. Την Τριτη πήρε την εκκαθαριση του. Ξαναπήγε στο σταθμό κι έβγαλε το εισιτήριο κι αγόρασε μια ολοκαινουρια μεγαλη βαλιτσα απ' ένα μαγαζι εκει διπλα στον κεντρικό δρόμο της Κολωνιας. Στουπωσε μέσα όλα του τα υπαρχοντα που δεν ήταν παραπανω απ' όσο έπαιρνε η βαλιτσα, και γυρισε μετα ν' αποχαιρετισει όλους του έλληνες που ζουσαν στο χωριό πηγαινοντας από σπιτι σε σπιτι. Δεν ήταν δα και πολλοι. Δυο, εκτός απ' τον Γιαννη τον «γόη», π' ειχαν ξεμεινει απ' την ομηρια κι αλλοι τέσσερις, μαζι με τον Θόδωρο, π' ειχαν έρθει το τελευταιο διαστημα. Ολοι έδειχναν χαρουμενοι π' επιτέλους βρήκε το δρόμο του. Το Σαββατο το πρωι τον βρήκε ξαγρυπνισμένο. Ολη νυχτα δεν έκλεισε ματι να σκέφτεται το ταξιδι και το νέο τόπο που θα'βρισκε μπροστα του. Με τη φαντασια του ειχε φτιαξει έναν σωστό παραδεισο. Μια χώρα που θα'ταν κατι αλλιώτικο, κατι τελειως διαφορετικό. Μια χώρα ντυμένη απ' τη μια ισα με την αλλη ακρη στ' ασπρα. Εναν κόσμο αγνό σα το λευκό το χρώμα του. Μερικές στιγμές ειν' η αλήθεια λιποψυχησε και σκέφτηκε να τα παρατήσει όλα και να μεινει εδώ, που τέλος παντων έχει μαθει να ζει και να κινιέται. Τ' αγνωστο τον τρόμαζε και τον αναγκαζε να σκέπτεται τη σιγουρια που του πρόσφερε η φυλακή του, όπου τέλος παντων ήξερε ότι ήταν κι αυτός «καποιος» αν και οι περισσότεροι όχι μόνο το δειχναν αλλα και το μουρμουριζαν πισω απ' την πλατη του, ότι ήταν “λοξός". - Λοξός αλλα παντως «καποιος», μουρμουρισε και σκώθηκε απ' το κρεβαπ. Ειδε το γραμμένο χαρτι απέναντι στον τοιχο και ξαναπήρε θαρρος.
!ΔΡΥΜΑΤ!ΣΜΟΣ Διάβασε δυνατά και χαμογέλασε. Το ξεκόλλησε απ' τον τοίχο, το δίπλωσε προσεχτικά και το'βαλε στην από μέσα τσέπη του σακακιού του π' ήταν περασμένο στην πλάτη της καρέκλας. «Εσύ θα ταξιδέψεις μαζί μου στη Σουηδία», μουρμούρισε. Ντύθηκε με τα καλά του ρούχα, φόρεσε τη μπλε του καμπαρτίνα και το ρεπουμπλικάκι του, άρπαξε τη βαλίτσα αποφασιστικά και κατέβηκε τις σκάλες. Χτύπησε στο ισόγειο την πόρτα της νοικοκυράς του για να της δωσει το τελευταίο μισό ενοίκιο που χρωστούσε. -Ελα μέσα του'πε με το πάντα ανήσυχο και βιαστικά της ύφος χαμογελωντας εκείνη. Ελα μέσα να σε κεράσω κάτι που φεύγεις απ' το σπίτι μας μετά από τόσα χρόνια. Τον έμπασε στην κουζίνα κι ετοιμάστηκε να του προσφέρει καφέ. Γύρισε το μάτι του και κοίταξε τον τοίχο δεξιά εκεί π' έκανε ένα γούβωμα. Είδε τη μεγάλη φωτογραφία του Χίτλερ κορνιζαρισμένη σε μια χρυσόχρωμη κορνίζα. - Εμείς πάντα σ' αγαπούσαμε και σε προσέχαμε σα τα μάτια μας Αργύρη, είπε η νοικοκυρά του ακολουθωγτας κάπως ανήσυχη το βλέμμα του. Ελπίζω ότι κι αυτός ο Θόδωρος που μας σύστησες και που θα πιάσει το δωμάτιο από αύριο, θα'ναι το ίδιο καλός και νοικοκύρης σα και σένα. Τον αγκάλιασε απ' το κεφάλι έτσι όπως κάθισε στην καρέκλα να πιει τον καφέ που του τράταρε και τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο. - Να ξέρεις ότι αν, όπου κι αν πας με την ευχή του Θεού τα βρεις δύσκολα, μπορείς να γυρίσεις εδω σε μας. Το δωμάτιό σου, η γωνιά σου, θα σε περιμένει πάντα. Μια πικράδα γέμισε το στόμα του που τον έκανε να καταπιεί με δυσκολία. Χωρίς άλλη κουβέντα σκωθηκε απ' την καρέκλα του κι άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα. Ξανάρπαξε με δύναμη τη βαλίτσα του και βγήκε στο δρόμο. Με σταθερό βήμα τράβηξε για το τοπικό τρένο που θα τον πήγαινε στο σταθμό της Κολωνίας, να φύγει για πάντα απ' το μεγάλο ψέμα και την υποκρισία.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο δ"
Φέρε δω το γράμμα μωρέ Καλλιόπη. Τι το γυροφέρνεις τόση ωρα στα χέρια σου αφού δεν είσαι σε θέση να το διαβάσεις; Μια ωρα τωρα το κρατάς και το κοιτάς απ' όλες τις μεριές αλλά για σένα
ειναι μόνο μαύρα γραμματα σ' ασπρο χαρτι. Φέρτο δω να το διαβασω δυνατα ν' ακούς και συ. Η Καλλιόπη του'δωσε το γραμμα μ' έναν μορφασμό δυσαρέσκειας. - Παρτο κυρ γραμματιζούμενε. Παρτο και διαβαστο σιγα σιγα να το καταλαβαινω. Αναστέναξε ξεφυσώντας πιότερο από νεύρα και λιγότερο από στεναχώρια. - Τι να σε κανω καημένε π' έμεινα αγραμματη και ξύλο απελέκητο να δουλεύω στα ξένα χωραφια. Δεν ήμουνα δα σα και σένα, το παιδι του μεγαλοπιασμένου του πατέρα σου με τα τρακόσα πρόβατα, να πηγαινω σχολειο. Ο Λευτέρης την κοιταξε λοξα ξεφυσώντας με τη σειρα του στην προσπαθεια να δώσει τόπο στην οργή. - Αρχισες παλι πρωι πρωι έτοιμη για καυγα; Τι τα θέλεις αυτα τα παλιογκαιρισια και τα νεκατώνεις ξανα μανα όλη την ώρα; Οτι και να'ταν ο πατέρας μου ή ο πατέρας σου, ένα ειναι το γεγονός σήμερα. Χωραφια δεν υπαρχουν, ζώα δεν υπαρχουν, δουλεια δεν υπαρχει, λεφτα δεν υπαρχουν και το φαναρι ειναι αδειο. Κοιταξε το γραμμα κι ετοιμόστηκε ν' αρχισει το διαβασμα. - Μια στιγμή, τον έκοψε η γυναικα του μαλακωμένη. Μια στιγμή να ριξω μια ματια στα παιδια κι αρχιζεις μετα. 'Εκανε δυο βήματα ανοιγοντας προσεχτικα την πόρτα του δωματιου. Τραβήχτηκε λιγο στη μπαντα για να μπορει να δει κι εκεινος τα δυο τους παιδια που κοιμόταν ανέμελα καταχαμα πα σ' ένα τσούλι. - Δες τα τα πουλακια μου πως κοιμανται του καλού καιρού. Ξαναγύρισε στο τραπέζι της κουζινας και καθισε παλι απέναντι του. Βολεύτηκε όσο καλύτερα μπορούσε στην ψαθινη σαραβαλιασμένη καρέκλα που δε γινονταν να σταθει στα ισια της στο χωματένιο πατωμα, σταύρωσε τα μπρατσα της πα στο τραπέζι με το μουσαμαδένιο τραπεζομαντιλο και τον κοιταξε μ' ελπιδα και λαχτόρα στα ματια. - Και τώρα διαβαζε καθαρα και δυνατα, έδωσε χαμογελώντας διαταγή στον αντρα της. Αυτό τον τρόπο να μιλαει κοφτό σα να'δινε διαταγές τον ειχε κληρονομήσει απ' τον πατέρα της, όπως τον φέρνει στο μυαλό της τότε π' ήταν νέος και δυνατός. 'Ετσι απότομα και κοφτό μιλούσε κι εκεινος. Κοιτούσε τον αλλον με τα ματια μισόκλειστα και τα πυκνό μαύρα του φρύδια κατεβασμένα σα να'ταν να τον αρπαξει με τις δυνατές του χερούκλες του κι έβγαζε μια βραχνή μπασα φωνή σα βρυχηθμό λιονταριού. - Το λοιπόν;
Οταν ήταν να μιλήσει, αρχιζε παντα με το λοιπόν και συνέχιζε να το λέει τόσο συχνα, που στο τέλος από λοιπόν ακουγόταν μόνο τα τελευταια τρια γραμματα. Γι' αυτό στο χωριό τον ειχαν βγαλει σαν όλους, το παρατσούκλι του.
Θόδωρος ο Πον. Ο Θόδωρος ειχε κι έναν συνομήλικο πρωτοξάδερφο, απ' αδερφό του πατέρα του, π' έμεναν οικογενειακά στη Σαλονικη. Μ' αυτόν τον ξάδερφό του ο Θόδωρος, από μικρός ακόμα ειχε πάρε δώσε, αφου φιλοξενουνταν στο σπιτι τους όταν στη χάξη και στη φέξη κατέβαιναν με τον πατέρα του στη Σαλονικη για να μιλήσουν με τους κρεατέμπορους και τους χασάπηδες για τα λιγα πρόβατα π' ειχαν για πουλημα. Αυτός λοιπόν ο πρωτοξάδερφός του, ο Νικος ο γκαζιάς όπως τον φώναζαν, ήταν για τον Θόδωρο καμάρι και περηφάνια όχι μόνο γιατι ήταν πρωτευουσιάνος που λέμε, αλλά και γιατι ήταν έξυπνος, καπάτσος και καταφερτζής. Ο Θόδωρος τον θαυ μαζε και τον ζήλευε μαζι. Μετά από κάθε ταξιδι στη Σαλονικη άλλο δεν έκανε μήνες ολόκληρους, παρά να συζητάει και ν' αφηγιέται στους φιλους του στο χωριό για τον ξάδερφό του, το σπιτι τους, τη Σαλονικη και τα καμώματά τους στους δρόμους και στην αγορά - πιάτσα την έλεγε - όπου γυρνουσαν όλη μέρα και σεργιανουσαν ένα σωρό πράματα που στο χωριό ουτε μπορουσαν να τα φανταστουν.
«Ξέρτε ρε κωθώνια τι ειν' ο Βαρδάρς; Που να ξέρτε όμως που δε κουνήσατε απ' το χωριό ουτε έναν πήχη. Ειναι μια μεγάλη - ισα μ' όλο το χωριό κι ακόμα μεγαλυτερη πλατεια - που βρισκεις ότι τραβάει η ψυχή σου. Και του πουλιου το γάλα που λέμε». Σ' όλες του τις αφηγήσεις ο ξάδερφος, που κανεις δε τον ειχε δει πότε, ήταν ο ήρωας και πρωταγωνιστής. Αυτός π' όλα τα ήξερε, όλα τα μπορουσε κι όλα τα κατάφερνε. 'Ετσι σιγά σιγά τον έβαλε στα όνειρά του και στις καθημερνές του σκέψεις σα μια διέξοδο, σαν ένα παράθυρο στον άγνωστο κι όμορφο κόσμο που τον φαντάζονταν πολυχρωμο, όμορφο, πλουσιο, φιλικό και δικαιο.
Απαγοητευτηκε ειν' η αλήθεια όταν έμαθε ότι λιγο πριν τον πόλεμο ο Νικος τα κατάφερε να φυγει, να την κοπανισει όπως έλεγε ο πατέρας του, για την Αμερική όπου η μάνα του ειχε από πολλά χρόνια έναν δικό της ξάδερφο. Ο Νικος όμως μπορει να έφυγε για την άλλη άκρη του κόσμου, αλλά δεν έφευγε ποτέ απ' το μυαλό κι απ' τα όνειρα του Θόδωρου. Αμέσως μετά τον πόλεμο πήρε ξαφνικά μια μέρα ένα γράμμα απ' την Αμερική και κόντεψε να κατουρηθει πάνω του απ' τη χαρά του. Ί-ιταν φυσικά απ' τον ξάδερφο που του'γραφε ένα σωρό ωραια πράματα για τον τόπο που ζουσε και του περιγραφε με τα καλυτερα λόγια την καθημερνή του ζωή και τα καμώματά του. Ζουσε, έγραφε, σ' ένα πανέμορφο μέρος που τ' όνομα του ήταν Σινσινάτι και π' έμοιαζε με κάτι όμορφες καρτ ποσταλ που βλέπαν κρεμασμένες στα περιπτερα της Σαλονικης όταν βγαιναν μαζι βόλτα στην Τσιμισκή.
Ειχε λοιπόν αυτό το Σινσινατι πανέμορφα χτιρια και φαρδιους δρόμους - όλους με ασφαλτο - καλους κι ευγενικους ανθρώπους, δουλειές μπόλικες και καλοπληρωμένες , «....που να'χεις βρ' αδερφέ παντα λεφτα στην τσέπη σου για να μη λιγουρευεσαι έξω απ' το λουκου ματζιδικο όπως γινόταν εκει στην πατριδα». Στο δευτερο γραμμα ο Νικος του'στειλε και μια φωτογραφια όπου φαινόταν καθαρα ο ιδιος να στέκεται στην ακρη ενός τεραστιου κεντρικου δρόμου μ' ένα σωρό καταστήματα δεξα κι αριστερα και μια πολυ μεγαλη ασπρη, ξυλινη φαινόταν, πανέμορφη εκκλησια στο βαθος στημένη σ' ένα υψωματακι με μπόλικια πρασιναδα και δέντρα γυρω της. «... παντρευτηκα Θοδωρή, του'γραφε αναμεσα στ' αλλα, και μένω με τη γυναικα μου που περιμένει και το πρώτο μας παιδι σε μια βιλα μέσα στο δασος, κοντα σ' ένα τεραστιο παρκο με χιλιαδες στρέμματα γεματο ποταμακια και ξέφωτα. Εκει μαζευεται μιλιουνια ο κόσμος κι αναμεσα ένα σωρό έλληνες καθε π' έχουμε λευτερο χρόνο να φαμε και να διασκεδασουμε....» Ο Πον αρχισε σιγα σιγα να μιλαει στο καφενειο για τις προκοπές του ξαδέρφου του και να μεγαλοπιανεται. Ειπε μαλιστα ότι κι αυτός σε λιγο, μόλις του κανει πρόσκληση ο ξαδερφος του, θα παρει το δρόμο γι' αυτό το πανέμορφο και βλογημένο τόπο το Σινσινατι. Οταν ο Νικος στο τριτο γραμμα μετα από μερικους μήνες του'στειλε και φωτογραφιες όπου σε μια στέκονταν κορδωμένος με τη γυναικα του και το μωρό τους μπροστα στο τεραστιο και πραγματικα πανέμορφο σπιτι τους, ο Πον ξεσαλωσε τελειως με τα παινέματα για τον ξαδερφο του και τα κοκορέματα ότι πλησιαζει η μέρα που θα τους πει τ' αντιο και θα φυγει με τη σειρα του για την Αμερική. «Σινσινατι ρε μαπες το λεν αυτό και δεν ειναι παιξε γέλασε. Ολα ειναι όμορφα και σε ταξη, καθαρα και περιποιημένα. Άσε π' η ζωή ειναι μπέικια. Βγαλτε τα στραβα σας να δειτε σε τι σπιτι μένει ο ξαδερφός μου. Σα παλατι του βασιλια δεν ειναι ρε σεις;» Δεν ήξερε να πει αν ήταν οι φωτογραφιες που του'στειλε ο Νικος ή οι περιγραφές που με μαεστρια ειν' αλήθεια έκανε στα γραμματα του ή ακόμα, αυτό μαλλον ήταν και το πιο πιθανό, τ' όνομα Σινσινατι που τον αρεζε τόσο πολυ και π' ακόμα και στο υπνο του φανταζόταν να το γραφει με γραμματα κεφαλαια, με γραμματα μικρα, πλαγιαστα, καλλιγραφικα και μ' όλων των λογιώ τους τρόπους. «Σινσινατι.., Σινσινατι..,» παραμιλουσε όλη την ώρα όταν βρισκόταν μόνος, ενώ όταν ήταν στο καφενειο αλλο δε μιλουσε παρα μόνο γι' αυτό. Τον καημό και το ντέρτι του για το μεγαλο ταξιδι.
«Οπου να'ναι μη τον ειδατε τον Θόδωρο», έλεγε καθε μέρα μπαινοντας στο καφενειο. «Φευγω για Σινσινατι». Το'λεγε και ζαχαρωνε το στόμα του.
Ο ξάδερφός όμως όχι μόνο δε του'κανε την πολυπόθητη πρόσκληση, αλλά σταμάτησε απότομα και να του γράφει. Μάταια ο φουκαράς ο Θόδωρος έστελνε απανωτά γράμματα παρακαλωντας τον να του απαντήσει επιτέλους και να του κάνει κείνη τη χάρη που του'ταξε να τον καλέσει κοντά του να ζήσει κι αυτός στα πλούτια και την καλοπέραση.
«Από μόνος το υποσχέθηκες», του'γραφε στο τελευταίο του γράμμα. «Κανείς δε σε ζόρισε. Και στο λέω να το ξέρεις είναι κρίμα απ' το Θεό γιατί με ξεσήκωσες τα μυαλά κι άλλο δε βάζω μέρα νύχτα στο μυαλό μου παρά το Σιγσινάτι μας». Οταν είδε κι απόειδε ότι απάντηση δε παίρνει, πήγε στη Σαλονίκη να βρει τον θείο του π' είχε δέκα χρόνια να τον επισκεφτεί για να μάθει τι διάολο τρέχει τέλος πάντων και τον ξέχασε έτσι απότομα ο ξάδερφός. Να μάθει μη τυχόν και του συμβαίνει τίποτα κακό, αν και δε μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό του ότι οι άνθρωποι που ζουν σ' έναν τέτοιο όμορφο τόπο με τόσο ωραίο όνομα μπορούν να πάθουν το παραμικρό. Εκεί στη Σαλονίκη έμαθε ότι η θεία του είχε πεθάνει εδω και δυο χρόνια κι ότι ο θείος του πούλησε το σπίτι και πήγε να μείνει κοντά στο γιο του στην Αμερική.
«Εφυγε κι ο γέρος για το Σινσινάτι», του'πε ένας ηλικιωμένος γείτονας. «Ωραίο μέρος μα την αλήθεια», αναστέναξε παραπονιάρικα. «Με το'δειξε σ' ένα σωρό φωτογραφίες. Αλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις με τα μάτια σου παλικάρι μου. Μακάρι να μπορούσαμε να πάμε κι εμείς στον όμορφο αυτό τόπο. Εξήντα χρονω έφτασα εγω που με βλέπεις και ζηλεύω την τύχη τους». «Αχ», αναστέναξε απ' τα φυλλοκάρδια του. «Ας μπορούσα κι εγω να μπω αύριο σ' ένα καράβι και να πάω κατά κείνα τα μέρια. Να δω, να ζήσω, να χαρω τις ομορφιές τους όσο μ' απομένει κι απ' έκει να πεθάνω φχαριστημένος όταν πια βαρέθω να ζω κι αποφασίσω μόνος μου το θάνατο».
«Να το ξέρτε όλοι σας από μένα», είπε μια μέρα ο Πον στο καφενείο, «ότι εκεί και που πεθαίνουν οι άνθρωποι, πεθαίνουν
όταν βαρέθούν να ζουν» Ολοι τον κοίταξαν μ' ένα τρόπο π' έδειχνε ότι κανείς πια δε πίστευε ότι στέκει στα καλά του.
«πάει... Σε πήρε το ποτάμι ρε Πον», πετάχτηκε απ' τη γωνιά που καθόταν ο Αντρέας ο Βαλαβάνης. «Την ψωνισες για τα καλά μ' αυτό το ρημάδι το Σινσινάτι». Οταν έμαθε και το φευγιό του θειου του, του φάνηκε για μια στιγμή - για μια μόνο στιγμή - σα να γύρισε ο κόσμος τα πάγου κάτου. Ξαφνιάστηκε όμως κι ο ίδιος με τον εαυτό του όταν διαπίστωσε ότι το κόψιμο κάθε επαφής πια με τον ξάδερφό του, δε του κόστισε και πολύ. Απογοητεύτηκε βέβαια αλλά η ελπίδα και η σιγουριά ότι μια μέρα θα φτάσει στ' όμορφο Σιγσινάτι, δε τον άφησαν ούτε στιγμή. Ίσως στο κάτω κατω να μη τον ενδιέφερε αυτό καθ' αυτό το ταξίδι.
Ίσως να ήταν μόνο αυτή η ελπιδα κι η λαχτόρα του να φτασει σ' έναν κόσμο αλλιώτικο. Σ' έναν κόσμο που γέμιζε τα όνειρα του και την καθημερνή του σκέψη. Μπήκε τόσο βαθια μες τη ζωή του και στα όνειρα του, π' αλλο πια τιποτα δε κουβέντιαζε στο καφενειο. Η ψυχή του, το μυαλό του κι όλη η ζήση του δέθηκε με το Σινσινατι. «Οτι και να γινει, εγώ να το ξέρτε, μια μέρα θα φτασω. Μια των ημερών θα παω στο Σινσινατι. Ειν' ο προορισμός μου και το τέρμα μου».
«Μια ψύχωση», όπως ειπε μια μέρα ο δασκαλος του χωριού και κανεις δε καταλαβε τι ήθελε να πει. «το σύνδρομο του Οδυσσέα π' έχει ο καθένας μας μέσα του». «Βρε μανια που τον έπιασε τον Πον μ' αυτό το Σινσινατι», έλεγε ένα πρωινό στον κουμπαρο του ο Λαλος ο καφετζής, την ώρα που ο Θόδωρος έμπαινε στο καφενειο. «Καλώς τον Σινσινατι», τον καλωσόρισε γελώντας. 'Ετσι του'μεινε του Θόδωρου και τ' αλλο του παρατσούκλι. Πον ο Σινσινατι.
2 Θα διαβασεις επιτέλους το γραμμα; έβαλε τις φωνές η Καλλιόπη βλέποντας τον αντρα της να κοιταει το γραμμα αφηρημένα. Αντε και κοντεύεις να με βγαλεις την ψυχή. Μακαρι να ήξερα να διαβαζω να μην έχω την αναγκη σου. Ο Λευτέρης της έριξε μια κουρασμένη ματια, ισιωσε πανω στο τραπέζι το τσαλακωμένο γραμμα κι αρχισε να διαβαζει. Αγαπημένα μου παιδια κι εγγόνια. Ειναι λοιπόν τώρα κοντα ένας χρόνος που βρισκομαι δω στη Γερμανια κι ειναι λοιπόν, αμα μετραω καλα, το τριτο γραμμα που σας στέλνω χωρις να'χω παρει λοιπόν ακόμα απόκριση. Ελπιζω να εισαστε λοιπόν καλα και σεις και τα μωρα κι όλα τα συμπεθέρια ΝΟΚ Δε θυμαμαι αν σας τα'γραψα αλλα εδώ τα πραματα ειναι το λοιπόν αλλιώτικα. Δουλεια λοιπόν κι αγιος ο Θεός που λέμε, απ' το πρωι μέχρι το βραδυ. Εδώ λοιπόν σ' αυτόν τον τόπο που βρισκομαι, ειναι μια μικρούλα πόλη, ένα χωριό να πω καλύτερα, διπλα σε μια μεγαλη που τ' όνομα της ειναι λοιπόν Κολωνια και που το μέρος ειναι γεματο μ' εργοστασια που κανουν λοιπόν σωλήνες για απόπατους. Τι διαολο τις κανουν και που τις πανε λοιπόν τόσες χιλιαδες σωλήνες, δε ξέρω. Πολύ σκατό φαινεται λοιπόν ότι υπαρχει στον κόσμο. Εμας μια φορα το εργοστασιό μας δουλεύει λοιπόν μέρα
νυχτα σε τρεις βάρδιες κι όρεξη να'χει κανεις να κάνει λοιπόν περιοριες ακόμα και τις Κυριακές. Εγώ λοιπόν δουλευω όσο αντέχει το κορμι μου. Προχτές που τα λογαριάζαμε με κάποιον Γιάννη, π' ειναι παντρεμένος λοιπόν εδώ και χρόνια με μια χασάπισα, υπολογισαμε ότι δουλευω μέσες άκρες δώδεκα ώρες τη μέρα, εξόν λοιπόν απ' τις Κυριακές που πρέπει να ξεκουράζουμε και μια στάλα. 'Εχω μαζέψει λοιπόν μερικά χρηματάκια απ' τα δικά τους εδώ, π' όταν τα γυρνάω σε δικά μας ειναι λοιπόν ένα καλουτσικο κεμέρι. Για να σας πω και την πασά αλήθεια, άλλαξα λοιπόν γνώμη και δε το'χω σκοπό να γυρισω. Μ' αρέσει λοιπόν εδώ γιατι ξέρει κανεις ότι έχει την καθημερνή του δουλειά και την πόρεψή του, αφου κάθε Παρασκευή παιρνουμε λοιπόν το βδομαδιάτικό μας κι ειμαστε το λοιπόν ανεξάρτητοι κι αυτεξουσιοι. Λογαριάζω ότι σε κάνα χρόνο θα τα βολέψω λοιπόν έτσι όμορφα που να μπορέστε και σεις να ρθειτε εδώ πάνω, κατά πως σας το'γραψα απ' το πρώτο γράμμα, να δειτε και του λόγου σας μια στάλα προκοπή... - Εδώ, σταμάτησε το διάβασμα ο Λευτέρης γελώντας, γράφει δυο ολόκληρες αράδες ο πατέρας σου, χωρις ουτε ένα λοιπόν. - Αντε παρακάτω... Διάβαζε κι άσε τα σχόλια για τον πατέρα μου. Δε κοιτάς λιγο τον θειο σου τον μάγερα στη Σαλονικη που δε μπορει λένε να πει το ρο και στο μαυροπινακα που γράφει κάθε μέρα για τα φαγητά που σερβιρει το μαγέρικό του, γράφει μακαόνια αντι για μακαρόνια. Τον άκουσα μια μέρα π' ήρθε στο χωριό και τον πειραζε ο Κυριάκος τ' Ανάργυρου π' ειπε ότι «Εδώ ρε παιδι μου αυτό τ' άτιμο το ρο δε μπορώ να το πω, πως ειναι δυνατό να το γράψω;» Ο Λευτέρης συνέχισε γελώντας το διάβασμα
«....Εδώ λοιπόν γνώρισα έναν περιεργο άνθρωπο, Αργυρη τον λένε, π' ήταν δω σ' αυτό το μέρος απ' την εποχή λοιπόν της κατοχής που τον φέραν σαν όμηρο. Μυστήριος άνθρωπος με χιλια δυο το λοιπόν κουσουρια και ψυχανεμισματα. Αυτός λοιπόν ο Αργυρης σκώθηκε δω και κοντά ένα μήνα τώρα και πήρε τους δρόμους να πάει λοιπόν σε μια άλλη χώρα π' ειναι λέει καντάρια καλυτερη από τουτη δω. Μ' έστειλε κιόλας γράμμα και με γράφει ότι βολευτηκε λοιπόν μια χαρά και ότι κει ειναι κατά πως τα φαντάζονταν κι ακόμα καλυτερα. Αλλος τόπος, άλλοι άνθρωποι Θόδωρε με γράφει. Οπότε λοιπόν θέλεις μπορεις να πάρεις το τρένο και να κοπιάσεις κι συ εδώ. Μπορει και να το κάνω άμα σιγουρευτώ ότι τα πράματα λοιπόν ειναι έτσι ακριβώς. Σκέφτομαι μάλιστα να πάρω μερικές μέρες άδεια και να πάω μια βόλτα να δω λοιπόν με τα ιδια μου τα μάτια. Αν ειναι έτσι που τα λέει, να τα μαζέψω λοιπόν τότε από δω για τα καλυτερα.
Οπως και να'ναι σε καναν μήνα λοιπόν θα ξέρω. Εσεις, όπως τα ειπαμε. Σ' ένα χρόνο κοντα θα εισαστε λοιπόν έτοιμοι αφου κανονιστε τα παιδια να μεινουν με τον συμπέθερο και τη συ μπεθέρα. Ειτε δω λοιπόν ειτε σ' αυτό τον αλλο τόπο που τον λένε Σουηδια, εγώ μια φορα θα σας ανοιξω το δρόμο να μπορέστε λοιπόν να βρειτε ένα μεροκαματο και να περισσέψτε λεφτα για να μπορέστε λοιπόν μετα να γυριστε πισω στα παιδια σας αρχοντες και βολεμένοι. Αυτα και σας φιλώ λοιπόν όλους σταυρωτα και πιο πολυ τα μωρα. Χαιρετισματα στα συ μπεθέρια. Χόρτασε να γραφει λοιπόν, κρατησε με κόπο τα γέλια του ο Λευτέρης. Εχει και μια μουτζουρα από κατω που ο Πον τη λέει υπογραφή. - Τι τα θέλει τώρα τα σουρτα φέρτα ο χριστιανός απ' έναν τόπο σ' αλλον, έκανε δυσαρεστημένη η Καλλιόπη. Ας καθόταν στ' αυγα του ώσπου να μπορέσουμε να παμε κι από κει ας κανει ότι του κατέβει. Πραματα ειν' αυτα Λευτέρη να γυρνα ανθρωπος σαραντα πέντε χρονώ και βαλε με μια βαλιτσα στο χέρι; - Μακαρι να μπορουσαμε να φυγουμε αυριο κιόλας, ειπε κουνώντας σκεφτικός το κεφαλι του ο αντρας της κι έριξε μια κλεφτή ματια στα παιδια που κοιμόταν. Πρέπει όμως, αναστέναξε δειχνοντας με τα ματια του προς το δωματιο των παιδιών, να περασει κανας χρόνος τουλαχιστο ακόμα για να ξεπεταχτουν λιγακι τα παιδια και να μπορουν οι δικοι μου να τα κανουν κουμαντο. Γέρασαν κι αυτοι οι φουκαραδες. Δεν έχουν πια δυναμεις να κανακευουν δυο μωρα. - Ουτε καλα καλα ένας χρόνος Λευτέρη. Για λογαριασε τα καλα. Δέκα μήνες ειν' ακόμα για να παει η Ανθουλα μας στο σχολειο. Αυτό δε βαλαν σαν όρο οι δικοι σου; «Να'ναι το'να παιδι στο σχολειο τη μισή μέρα, για να μη τα'χω και τα δυο στα πόδια μου γρια γυναικα. Τ' απόγεμα π' έρχεται ο παππους τους απ' τα χωραφια όλα βολευονται μια χαρα. Την αλλη χρονια που θα παει κι ο Θοδωρακης σχολειο, τα πραματα θα' ναι ακόμα πιο ευκολα και βολικα». Αυτα δεν ειναι τα λόγια της μανας σου; Ετσι δεν ειναι Λευτέρη; Σε δέκα μήνες το λοιπόν θα'μαστε έτοιμοι, αν κι από τώρα ραγιζει η καρδια μου που θ' αφήσω μόνα τους τα πουλακια μου.
3 Στους τρεις μήνες απανω πήραν ξανα γραμμα απ' τον Πον που τους έγραφε ότι ειχε στο μεταξυ αλλαξει δυο γραμματα με κεινον το φιλο του τον Αργυρη κι ότι πειστηκε πως τα πραματα ήταν πολυ καλυτερα κει στη Σουηδια.
«Το πήρα λοιπόν πια οριστικά απόφαση να κάνω κι αυτή την κουτουράδα στη ζωή μου και ν' αλλάξω λοιπόν για μια ακόμα φορά τόπο». «.....Αμα τα καταφέρω να μαζέψω λοιπόν αρκετά λεφτά εκεί κατά πως το ελπίζω, τότε δε με μένει λοιπόν τίποτ' άλλο απ' το να κάνω κείνο το ταξίδι που πάντα ονειρεύομαν κι ας είναι ν' αφήσω λοιπόν εκεί τα κοκαλάκια μου. Πρέπει με κάθε τρόπο λοιπόν να πάω σε κείνο το μέρος το Σιγσινάτι. Το ξέρω ότι θα με κοροιδεύτε λοιπόν όπως όλοι στο χωριό γι' αυτή μου την παλαβομάρα, αλλά να ξέρτε ότι χωρίς αυτό τ' όνειρο ζωή και χαρά λοιπόν για μένα δεν υπάρχει. Πέφτω σκωνουμαι, το μυαλό μου λοιπόν κι ο λογισμός μου είναι να φτάσω μια μέρα στο Σιγσινάτι. Τον άλλο μήνα, παίρνω τα μπογαλάκια μου και πάω λοιπόν κοντά στον Αργύρη. Αυτός μένει, λέει, σ' ένα σπίτι που το λένε λοιπόν παράγκα, αλλά παράγκα να δείτε και να τρίβτε λοιπόν τα μάτια σας. Είναι δέκα δωμάτια με όλα τα κομφόρια που λέμε κι έχουν λοιπόν μια μεγάλη κουζίνα και τρία λουτρά που τα χρησιμοποιούν λοιπόν όλοι όσοι μένουν εκεί. Φοβερά πράματα. Αλλο να σας τα λέω λοιπόν κι άλλο να τ' ακούτε όπως με τα εξήγησε ο Αργύρης που με έκανε λοιπόν κλήση και μιλήσαμε κοντά μίση ωρα στο τηλέφωνο, γιατί εγω δε τα κατάφερα να πάω να τα δω και να τα κρίνω λοιπόν από μόνος μου. Να βάλεις λοιπόν με το μυαλό σου με είπε, ότι έξω έχει δυο μέτρα χιόνι και πολλούς βαθμούς κάτω απ' το μηδέν και μεις είμαστε λοιπόν μέσα με τα φαγελάκια. Αμα είναι λοιπόν οι παράγκες τους έτσι, καταλαβαίντε πως είναι τα σπίτια τους». Είχε και μια αράδα κάτω απ' την υπογραφή του π' έλεγε. «Αυτό το ρημάδι το λοιπόν δε λέω να το κόψω ούτε στα λόγια αλλά ούτε και στα γραφτά». Το τρίτο γράμμα απ' τον Πον ήρθε στα μέσα του καλοκαιριού απ' τη Σουηδία και τους έγραφε ότι όλα ήταν έτοιμα κι ότι τους έστελνε λεφτά για τα εισιτήρια τους κι όλα τ' απαραίτητα έξοδα. Από κει και μέχρι να'ρθει η ωρα του ταξιδιού, ούτε ο Λευτέρης ούτε η Καλλιόπη κατάφεραν να κοιμηθούν ύπνο σωστό. Απ' τη μια μεριά η αγωνία για το σάλτο π' ετοιμάζονταν να κάνουν οικογένειάρχες άνθρωποι κι απ' την άλλη να τους τρωει η έγνοια που θ' άφηναν πίσω τα παιδιά τους. Η Καλλιόπη μάλιστα το'χε μετανιωσει αλλά δε τολμούσε να πει και πολλά πολλά, αφού δεν έβλεπε άλλη λύση.
«Χωρίς χωράφια στο χωριό, είναι σα να'σαι ξυπόλυτος και ξεβράκωτος», έλεγε πάντα. «Εδω αυτοί π' έχουν δικά τους χωράφια δε βλέπουν προκοπή και παίρνουν το δρόμο για την ξενι τιά. Οχι εμείς π' είμαστε άκληροι και δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα!»
5
Ο Λευτέρης ήταν κι αυτός ανήσυχος. Πούλησε τη γελαδα τους π ήταν η μοναδικια τους περιουσια εξόν απ' το μικρό, αβολο και μισογκρεμισμένο τους σπιτι και τα λεφτα τα φύλαγε να τα δώσει στους γονιούς του για ν' αντιμετωπισουν τα πρώτα έξοδα ώσπου να καταφέρουν να βολευτούν εκει που πήγαιναν και ν' αρχισουν να τους στέλνουν απ' το περισεμα τους. «Τώρα ειμαστε μπρος γκρεμός και πισω ρέμα γυναικα», ειπε.
«Αμα δε τα καταφέρουμε κει που παμε, ειναι να βρούμε μια βαθια θαλασσα να βουτήξουμε. Να πνιγουμε να παμε στο διαολο να ησυχασουμε κι εμεις κι ο κόσμος γύρω μας. Εδώ μια φορα δε μπορούμε να ξαναγυρισουμε μ' αδειανα χέρια», τόνισε και της κούνησε σαν απειλητικό το δαχτυλό. «Μια γελαδα ήταν όλη η περιουσια μας και τη δώσαμε».
«Εχει θαλασσες κει που παμε;» ρώτησε σασιρντισμένη η Καλλιόπη.
«Οχι», απαντησε γελώντας ο Λευτέρης. «Πρέπει να γυρισουμε δω πισω στην Ελλαδα για να πνιγούμε. Αλλα μη φοβασαι ρε γυναικα», γέλασε ανοιχτόκαρδα για να της δώκει θαρρος. «Ολα θα παν καλα και βολικό. Αφού κι ο πρωθυπουργός, ακουσα που το συζητούσαν στο καφενειο, ειπε ότι ο ξενιτεμός ειναι ευλογια Θεού. Για να το λέει αυτό κοτζαμαν πρωθυπουργός, κατι ξέρει». Τη μέρα π' αρχιζαν τα σχολεια και γινόταν ο αγιασμός, ήταν η μέρα π' ειχαν ορισει για το φευγιό τους. 'Ετσι ειχε επιμεινει η Καλλιόπη.
«Δεν αντέχω αλλο ούτε μια ώρα», ειπε. «Ενα βασανιστήριο ειν' αυτό το πραμα να μετρας μέρα με τη μέρα πως έρχεται η ώρα να παρατήσεις τα παιδια σου και να ξενιτευτεις. Οσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο». «Μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα», συμφωνούσε ο Λευτέρης. Τα παιδια δεν ήξεραν τιποτα. Το σκέφτηκαν πολλές φορές αν έπρεπε να τα μιλήσουν, αλλα ο Λευτέρης επέμενε ότι ήταν πολύ μικρα ακόμα να καταλαβουν και μπορει να τους έκανε περισσότερο κακό παρα καλό.
«Και θα φύγουμε σα τους κλέφτες δηλαδή;» μούτρωνε η Καλλιόπη. «Εχω συνεννοηθει με τη μανα μου βρε γυναικα να τους πει ότι πήγαμε ισα με τη Σαλονικη κι ότι την αλλη μέρα ή την παρ' αλλη θα γυρισουμε. Παιδια ειναι. Τι να σε πω; Ξεχνιούνται γρήγορα». Ειναι τώρα δεκαπέντε μέρες που πήραν το γραμμα του Πον απ' τη Σουηδια και τους γραφει ότι μπορούν να ξεκινήσουν οπότε τους κανει κέφι. Αυτός έχει κανονισει τα παντα κι από σπιτι κι από δουλεια. «Οπότε θέλτε καλώς να οριστε....» Σήμερα λοιπόν, μέρα αγιασμού στα σχολεια, ο Λευτέρης με την Καλλιόπη ξοπισω του ανέβαιναν στο τρένο στο σταθμό της Σαλονικης για το μεγαλο ταξιδι, αφήνοντας πισω τα παιδια τους.
'Ενας μικρόκοσμος, κομμένος στα δυο.
κιεφΑλλιο 8ο
Ο Δημήτρης ξυπνησε από ένα κάπως βιαιο σπρώξιμο στον ώμο. Κοιτάζοντας σα χαμένος γυρω του προσπάθησε να καταλάβει που βρισκεται. Ειδε, σα σε όνειρο, τον καλοντυμένο κυριο με τη στολή του εισπράκτορα που τον ειχε σπρώξει, να του χαμογελάει κρυα και να προχωράει παρακάτω ξυπνώντας άλλους δυο τρεις. Ακουσε το μονότονο χτυπο που κάναν σε κανονικά διαστήματα οι ρόδες του τρένου πα στις ράγες και συνειδητοποιησε επιτέλους που βρισκόταν. Ο εισπράκτορας ξαναγυρισε κοντά του με σοβαρό υφος. Ανοιγοντας την παλάμη του σε μια μεγαλόπρεπη μουντζα, του'δωσε να καταλάβει ότι σε πέντε λεπτά έφτανε στον προορισμό του και ότι πρέπει να ετοιμαστει. Κοιταξε έξω απ' το παράθυρο αλλά δε μπόρεσε να διακρινει τιποτα. 'Ενα απέραντο σκοτάδι σα τειχος απλώνονταν μπροστά του, που γινόταν ακόμα εντονότερο απ' τον δυνατό φωτισμό στο εσωτερικό του βαγονιου. «Φτάσαμε», σκέφτηκε μ' ένα σφιξιμο στο στομάχι. Γυρισε και κοιταξε την ηλικιωμένη κυρια που καθόταν διπλα του και με την οποια ειχε κουβεντιάσει πάνω από μια ώρα όταν επιβιβάστηκε στην Κοπεγχάγη αλλάζοντας τρένο. - Καλημέρα, του'πε στ' αγγλικά η κυρια χαμογελώντας του ευγενικά. Σε πέντε λεπτά φτάνουμε στο σταθμό π' ειναι να κατεβειτε. Καλή συνέχεια, όπως λέμε εμεις εδώ στη Σουηδια. Αυτή η κυρια ήταν η πρώτη του ανθρώπινη επαφή, η πρώτη του γνωριμια στον τόπο π' έφτανε για να εγκατασταθει για ποιος ξέρει πόσα χρόνια. Ίσως και για ολόκληρη την υπόλοιπή του ζωή. Του'κανε τρομερή εντυπωση όχι μόνο ο ευγενικός και ήρεμος τρόπος που μιλουσε αλλά και η φιλική διάθεση με την οποια τον άκουγε κι έδειχνε να τον πιστευει σ' ότι κι αν της ξεφουρνιζε, που κακά τα ψέματα ήταν τα μισά και βαλε παραμυθια της Χαλιμάς. Της ειπε ότι αποκλειστικός σκοπός του ερχομου του στη χώρα τους ήταν οι σπουδές, ότι ο πατέρας του ήταν εργοστασιάρχης και θα του'στελνε κάθε μήνα χρήματα, ότι έμεναν στη Σαλονικη σ' ένα πανέμορφο σπιτι με υπηρέτρια, ότι όταν τελειωνε με το καλό τις σπουδές του θα γυρνουσε πισω ν' αναλάβει το εργοστάσιο του πατέρα του κι άλλες ένα σωρό ψευτιές και φαντασιες. Οταν πια, αποκαμωμένος απ' τις τόσες μέρες ταξιδι, γυρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά να κοιμηθει μια στάλα τ'
ανασκαλεψε στο μυαλό του και προσπαθησε, μέσα στα τρια τέσσερα λεπτα π' έκανε να τον παρει ο υπνος, να δώσει μια εξήγηση για το λόγο π' έλεγε όλ' αυτα τα παραμυθια. φταιει ισως ότι στην Ελλαδα αμα εισαι φτωχός δεν εισαι τιποτα ήταν η πρώτη σκέψη π' έκανε. Ολα τα μετραμε με τα χρήματα εκει.
«Σε λογαριαζουν μόνο με την τσέπη σου και το ντυσιμό σου», θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα του καθώς τον έπαιρνε ο υπνος. Η γυναικα τον ακουγε χαμογελαστή και κουνουσε όλη την ώρα επιδοκιμαστικα το κεφαλι της.
«Καλή επιτυχια», του'λεγε καθε τόσο. Η ιδια δεν ειχε προλαβει να του πει και πολλα πραματα για τον εαυτό της. Τέτοια ήταν η λογοδιαρροια και η βιασυνη του Δημήτρη να της πει όσα περισσότερα ψέματα προλαβαινε, που και στον ιδιο ακόμα έκανε εντυπωση πόσο παραμυθας ήταν. Η γυναικα το μόνο που πρόλαβε να πει ήταν ότι εργαζόταν σε μια κρατική ή δημοτική υπηρεσια, ότι ειχε παει να δει την κόρη της π' ήταν παντρεμένη κι εγκαταστημένη στη Δανια και τώρα επέστρεφε στο σπιτι της. Τ' αλλο που τον εντυπωσιασε ήταν το τρένο ή μαλλον το βαγόνι που μπήκε όταν αλλαξε στην πρωτευουσα της Δανιας. Αυτό δηλαδή με το οποιο έφτανε τώρα στον προορισμό του. Μόλις μπήκε και βρήκε τη θέση του καθισε ή μαλλον ξαπλωσε στην ανετη και πεντακαθαρη πολυθρόνα με το κατασπρο προσκεφαλι και κοιταξε γυρω του το καταπληκτικό βαγόνι π' ήταν τελειως διαφορετικό απ' τα τόσα π' ειχε αλλαξει απ' όταν έφυγε απ' τη Σαλονικη. Ο Σταθμός της Σαλονικης του'χε κανει μεγαλη εντυπωση. Οχι φυσικα αδικα, αφου ήταν η πρώτη φορα π' έβλεπε σιδηροδρομικό σταθμό, αλλα και γιατι όπως λέγαν ήταν ο καλυτερος και πιο συγχρονος σταθμός των Βαλκανιων. Δεν ήξερε βέβαια τι λογιώ ήταν οι αλλοι σταθμοι στα Βαλκανια όμως γρήγορα καταλαβε όταν πέρασε απ' τα Σκόπια αλλα κι απ' το Βελιγραδι, ότι δε χρειαζόταν και πολυ για να'ναι ο σταθμός της Σαλονικης ο πρώτος και καλυτε ρος των Βαλκανιων. Μπήκε στο κουπέ, έτσι λέγαν όλοι τα χωρισματα των βαγονιών και καθισε στην αριθμημένη του θέση αφου τακτοποιησε τη βαλιτσα του στο μέρος των αποσκευών παν' απ' το κεφαλι του. Σε λιγο το τρένο ξεκινησε μ' εν' απότομο τρανταγμα κι ο Δημήτρης χαμογέλασε ευτυχισμένος κανοντας το σταυρό του. «Καλό ταξιδι και καλή τυχη», ευχήθηκε από μέσα του στον εαυτό του. Το ταξιδι μέσ' απ' τη Γιουγκοσλαβια κρατησε ατέλειωτες ώρες, ισως και δυο ολόκληρες μέρες μ' απιστευτες ταλαιπωριες κι αμέτρητους ανθρώπους που μπαινόβγαιναν στο κουπέ τους από σταθμό σε σταθμό κρατώντας καλαθια, μπόγους, κοτόπουλα ακόμα και κατσικες.
5
Κάποια στιγμή μέτρησε στο κουπέ τους π ήταν για έξη νοματαίους, να στοιβάζονται ένας πα στον άλλο έντεκα άτομα. Ας είναι καλά κείνος ο νεαρός και πάντα χαμογελαστός λοχαγός του στρατού που μπήκε απ' τα Σκόπια μ' ένα μαντολίνο στο χέρι και δε σταμάτησε τα τραγούδια, τα γέλια και τ' αστεία ίσα με το Βελιγράδι π' έφτασαν την άλλη μέρα. Ο Δημήτρης δε καταλάβαινε γρι απ' τη γλωσσα τους αλλά του'κανε εντύπωση π' όλοι γελούσαν και τραγουδούσαν σα να'ταν σε πανηγύρι. Το τρένο, σε κακά χάλια από καθαριότητα και στριμωξίδι, κινούνταν τόσο αργά και με τόσες πολλές στάσεις, που του φάνηκε ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν η μεγαλύτερη χωρα στον κόσμο. Στο Βελιγράδι ο λοχαγός πήρε απ' το χέρι μια κοπελίτσα π' όλη την ωρα π' αυτός έπαιζε το μαντολίνο του και τραγουδούσε τον κοιτούσε γλυκά κι έγερνε τάχα κουρασμένη στον ωμο του. Τους χαιρέτισε όλους έναν έναν με χειραψία, χαιρέτησε και στρατιωτικά όλους μαζί, είπε και με δυνατή φωνή κάτι για τον Τίτο που ο διπλανός του εξήγησε με παντομίμες μετά ότι είπε “ζήτω ο Τίτο" και κατέβηκε κρατωντας την κοπελίτσα απ' το χέρι. Ολ' αυτά έγιναν μέσα σε γέλια κι ευχάριστη ατμόσφαιρα σαν αυτή η συντροφιά απ' ανθρωπους π' άλλαζαν από σταθμό σε σταθμό, να ήταν γείτονες ή συγγενείς. Κάτι σα τις βραδιές που γιόρταζε ο πατέρας του'μοιασε, π' έρχονταν ένα σωρό κόσμος στο σπίτι τους κι απ' τα τυπικά και τις ευχές σύντομα περνούσαν με τη βοήθεια και της ρετσίνας στα γέλια και το γλέντι. Οταν μετά από τις ατέλειωτες ωρες ταξιδιού στη Γιουγκοσλαβία μπήκαν στην Αυστρία κι άλλαξε η μηχανή στο τρένο, τα πράματα κύλησαν πολύ πιο γρήγορα. Σαν έφτασαν δε στο σταθμό της Βιέννης όπου ο Δημήτρης θ' άλλαζε για πρωτη φορά τρένο, κατάλαβε ότι το να'χει η Σαλονίκη τον καλύτερο σταθμό των Βαλκανίων ήταν μάλλον μια κοροϊδία για τον κόσμο που δεν είχε βγει παραέξω. Απ' τη Βιέννη και μετά τα τρένα ήταν τελείως διαφορετικά. Καθαρά, με τον καθένα στη θέση του, με λίγες ενδιάμεσες στάσεις και με μεγάλη ταχύτητα. Στην πρωτεύουσα της Δανίας έκανε την τελευταία αλλαγή και μπήκε σε τρένο σουηδικό που του'κανε τη μεγαλύτερη εντύπωση γιατί ήταν τελείως διαφορετικό απ' όλα τα τρένα π' είχε μπει μέχρι κείνη την ωρα. Τα βαγόνια δεν ήταν με κουπέ αλλά ήταν σα λεωφορεία με τις θέσεις τους, τις άνετες πολυθρόνες πες καλύτερα, αραδιασμένες στη σειρά. «Αλλιωτικα τρένα, αλλιωτικος κόσμος», μουρμούρισε ο Δημήτρης σκεφτικός. Το'χε προσέξει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τόσες μέρες τωρα, ότι όσο πιο βόρεια προχωρούσε τόσο άλλαζε το τοπίο. Η βλάστηση γινόταν πιο πυκνή και το πράσινο πιο σκούρο.
5
Μαζι όμως με το περιβαλλον αλλαζαν, δεμένα θαρρεις με τ αλλιώτικο περιβαλλον και οι ανθρωποι. «Αλλιώτικοι. Πολύ αλλιώτικοι», σκεφτόταν.
Με το γέλιο και τον αυθορμητισμό σε σταγονόμετρο, μιλούσαν λιγο κι έδειχναν μια επιδεικτική ευγένεια που ο Δημήτρης ήταν σιγουρος ότι ήταν φτιαχτή και ψεύτικια.
2 Σκώθηκε γρήγορα απ' τη θέση του χαμογελώντας νυσταγμένα στον εισπρακτορα που στεκόταν εκει διπλα του και τον παρακολουθούσε με το ιδιο παντα σκληρό βλέμμα και το κρύο υπηρεσιακό χαμόγελο. Αρπαξε τη φτηνή βαλιτσα του απ' το χώρο των αποσκευών παν' απ' τη θέση του, αποχαιρέτισε την κυρια διπλα του με χειραψια και βγήκε με δυο δρασκελιές στην πισω ακρη του βαγονιού π' ήταν η έξοδος. Δυο ακόμα επιβατες που θα κατέβαιναν μαζι του στον ιδιο σταθμό ήρθαν και σταθηκαν αγουροξυπνημένοι κι αυτοι, στη σειρα πισω του. Ξαφνικό το τρένο έκοψε ταχύτητα και σε λιγότερο από μισό λεπτό ακούστηκε ο ανατριχιαστικός ήχος που κανουν τα σιδερα σα σούρνονται το'να πα στ' αλλο. Το τρένο σταματησε λιγακι απότομα μ' ένα μακρόσυρτο τσιριγμα που τον έκανε να χασει την ισορροπια του και να παει μπρος πισω πέφτοντας πανω στον εισπρακτορα π' ήρθε και σταθηκε μπροστα του έτοιμος να τους ανοιξει την πόρτα. Εκεινος τον κοιταξε λοξα, μ' εχθρικό βλέμμα όπως του φανηκε του Δημήτρη, αλλα μέσα στη χαρα του π' έφτασε επιτέλους στον προορισμό του δεν έδωσε ιδιαιτερη σημασια. - Από πού εισαι; ρώτησε στ' αγγλικα με κοφτή ξερή φωνή και το ψεύτικό του χαμόγελο. - Απ' την Ελλαδα, απαντησε ξαφνιασμένος ο Δημήτρης. - Και τι έρχεσαι να κανεις εδώ; ξαναρώτησε με τον ιδιο απότομο τρόπο. - Να δουλέψω και να σπουδασω, ειπε την αλήθεια. Το τρένο σταματησε τελειως μ' ένα τελευταιο ταρακούνημα. Ο εισπρακτορας πατησε σκύβοντας με δύναμη την πετούγια κι έσπρωξε τη πόρτα προς τα έξω. Ί σιωσε το κορμι του κι έκανε στην ακρη να κατεβούν, αποχαιρετώντας τους μ' ένα λαφριό νεύμα του κεφαλιού. - Βώτησες αν σας χρειαζόμαστε εδώ; ακουσε πισω του αμυδρα τη φωνή του εισπρακτορα την ώρα που πατούσε το σκαλοπατι. Μόλις βρέθηκε στην τσιμεντένια αποβαθρα ένοιωσε το φοβερό κρύο να του κόβει την ανασα. Αφησε τη βαλιτσα κατω και σήκωσε το γιακα του φτηνιαρικου και κοντού παλτού του προσπαθώντας
5
να προφυλαχτει όσο καλυτερα μπορουσε απ την αβάσταχτη
ψυχρα Η πόρτα του βαγονιου έκλεισε μ' έναν δυνατό θόρυβο. Μια σφυριχτρα ακουστηκε απ' το τέλος του συρμου και το τρένο άρχισε να κινιέται αργά αργά. Πρόλαβε να δει την κυρια που καθόταν διπλα του να του κουνάει με συμπάθεια το χέρι. Σήκωσε κι αυτός το δικό του αν και το τρένο ειχε πια χαθει στο βάθος του σταθμου μέσα στην παγωμένη κι αφιλόξενη νυχτα. Οι άλλοι δυο επιβάτες ειχαν στο μεταξυ εξαφανιστει με γρήγορα βήματα χωρις ουτε να γυρισουν να τον κοιτάξουν. Ξανάρθαν στο μυαλό του οι κουβέντες και ο τρόπος του εισπράκτορα και φουσκωσε μέσα του μια στάλα απαγοήτεψης κι ένας κόμπος αμφιβολιας. Οχι πως του ειπε τιποτα βαριές κουβέντες, αλλά ο τρόπος που τον ρώτησε έμοιαζε σα να τον κατηγορουσε για τον ερχομό του. 'Ενοιωσε, κάπως αόριστα ειν' η αλήθεια, σα να μην ήταν ευπρόσδεκτος σ' αυτόν τον τόπο. Θυμήθηκε ξανά την ευγενικιά κυρια που καθόταν διπλα του ακουγοντάς τον με τόση ευγένεια και κατανόηση και χαμογέλασε. Ίσως τον παρεξήγησε χωρις λόγο τον εισπράκτορα. Ίσως το υφος κι ο τρόπος του να'ναι αποτέλεσμα της δουλειάς του αφου συναντάει ο χριστιανός εδώ που τα λέμε κάθε καρυδιάς καρυδι, κάθε ράτσα και κάθε φάτσα. Ίσως και να φταιει το φοβερό κρυο που τον κάνει να τρέμει και να μη σκέφτεται ψυχραιμα. Ίσως η κουραση απ' τις τόσες μέρες ταξιδι τον κάνει ευέξαπτο κι έτοιμο να παρεξηγήσει τις ποιο απλές κουβέντες. Ίσως...! Χιλια ισως αλλά ο κόμπος της αμφιβολιας δε λέει να φυγει από μέσα του. Σήκωσε το κεφάλι του και διάβασε τη μεγάλη στενόμακρη, άσπρη με μαυρα γράμματα και μαυρο πλαισιο, ταμπέλα που φωτιζονταν δυνατά από τρεις μεγάλες, πεντακοσάρες τις υπολόγισε λάμπες, καρφωμένες στο σκέπαστρο της πλατφόρμας. λι.νιεστλ 'Ενοιωσε σα να το ήξερε καλά αυτό το μέρος. Σα να ζουσε χρόνια εδώ, σα να ήταν ο δικός του τόπος. Και πώς να μην ήταν έτσι; Μήνες τώρα π' ειχε αλληλογραφια με τον γκαβουλια αλλά ακόμα πιο έντονα σ' όλο το ταξιδι, άλλο δεν έκανε μ' όποιον έπιανε κουβέντα να του λέει με λαχταρά ότι πάει εκει σ' αυτό το μέρος. Παραλλήλισε μάλιστα για μια στιγμή τον εαυτό του με τον Οδυσσέα, που περνουσε βάσανα, πειρασμους κι εμπόδια, για να φτάσει στο σπιτι του και τους δικους του στην !θάκη. «Κάθε έλληνας κρυβει μέσα του τον Οδυσσέα», θυμήθηκε τα λόγια του φιλόλογου του Κανταρτζή στο γυμνάσιο, όταν με πάθος τους
αναλυε το πνευμα και την ουσια της μεγαλυτερης κι ωραιότερης όπως έλεγε - περιπέτειας στα παγκόσμια φιλολογικα χρονικα. Αυτό ειναι, σκέφτηκε. «Το ταξιδι του Οδυσσέα που κανει καθε ανθρωπος στη ζωή του. Άλλοι με περσότερα κι αλλοι με λιγότερα βασανα κι εμπόδια». «Το ταξιδι τ' Οδυσσέα», μουρμουρισε έτσι όπως στεκόταν παγωμένος κι ακινητος στην έρημη πλατφόρμα ενός αγνωστου τόπου που με τη φαντασια του τον ειχε φτιαξει ζεστό κι όμορφο σα κουρνιασμα πουλιου, σαν ελπιδα και βαλσαμο στην προσπαθεια του να βρει αποκουμπι σε μια μουντή και μονότονη ζωή, σα μια διέξοδο στη λαχταρα του τυχοδιώκτη που κουβαλαει βαθια μέσα του. Το κρυο, αν και δε φυσουσε καθόλου κι όλα ήταν ακινητα και παγωμένα, του'φερνε κατι σα λιποθυμια κι ένα βαρος στο κεφαλι που του χαλαρωνε το κορμι και τον έκανε να νοιώθει μια διαθεση να ξαπλώσει κει πανω στην παγωμένη πλατφόρμα να κοιμηθει. Εφερε το χέρι του στο μέτωπο και το κρατησε εκει αρκετή ώρα για να ζεστανει το κεφαλι του που το'νοιωθε μουδιασμένο. Ετσι που σήκωσε τα ματια του ειδε το ρολόι στην εισοδο του καταφωτου και περιποιημένου σταθμου. - Τρεις παρα τέταρτο, μουρμουρισε. Πανε μέσα γιατι θα πεθανεις απ' το κρυο φουκαρα. Άρπαξε με βιαση τη βαλιτσα του με χέρι π' έτρεμε απ' την παγωνια και προχώρησε όσο πιο γρήγορα μπορουσε προς το σταθμό. Εσπρωξε την πόρτα αλλα του φανηκε σα φρακαρισμένη. - Με τόσο κρυο πώς να μη φρακαρει η πόρτα; Εδώ παγώνει ακόμα και το κατουρο, σκέφτηκε κανοντας μια γκριματσα σα χαμόγελο. Ξανασμπρωξε πιο δυνατα αλλα η πόρτα αντισταθηκε με την ιδια επιμονή και παλι. Εκανε δυο βήματα στο πλαι βαζοντας το χέρι του γεισωμα παν απ' τα ματια του και κοιταξε μέσα στην υπερβολικα ειν' η αλήθεια, φωτισμένη αιθουσα. Κοιταξε προς όλες τις μεριές αλλα δεν ειδε κανέναν. Χτυπησε το τζαμι, σιγανα στην αρχή και πιο δυνατα στη συνέχεια, ενώ ένα ριγος τρυπησε πέρα πέρα το κορμι του καθώς έβαλε με το μυαλό του ότι ο σταθμός μπορει να ήταν κλειστός. Κοιταξε μέσα στην απελπισια του μια ταμπελιτσα π' ήταν καρφωμένη στην εισοδο και προσπαθησε να διαβασει τ' αλαμπουρνέζικα γραμματα με τις δυο τελιτσες πανω απ' το όμικρον και μια βουλα παν' απ' το αλφα με κατι αριθμους διπλα αλλα δε μπόρεσε να βγαλει συμπέρασμα. Ξαναπροσπαθησε να διαβασει τα γραμματα μήπως ταιριαζαν με τ' αγγλικα που κουτσα στραβα ήξερε αλλα και παλι δε καταφερε τιποτα. Άφησε κατω τη βαλιτσα του κι αρχισε να τρέχει πέρα δώθε κατα μήκος της αιθουσας για να ζεσταθει μια σταλα, ριχνοντας ματιές
στα πλαινά του σταθμού μπας κι ανακάλυπτε καμιά άλλη είσοδο ή καμιά ζεστή γωνιά ή ακόμα και κάποιον φύλακα. Ξανασταμάτησε μπροστά στην ταμπελίτσα της εισόδου κι απότομα κατάλαβε όχι τις λέξεις αλλά τους αριθμούς. Εκανε ένα γρήγορο συνδυασμό κι ανακάλυψε ότι σήμερα που ξημέρωνε Κυριακή ο σταθμός θ' άνοιγε στις οκτω και μισή. Πήγε να τρελαθεί. Του φάνηκε ότι μ' αυτό το ντύσιμο δε θ' άντεχε ούτε μια ωρα σ' αυτό το ψοφόκρυο. Εκατσε προσεχτικά πάνω στη βαλίτσα του ενω του'ρθε να βάλει τα κλάματα παραδομένος στην απελπισία. Αυτός φταίει. Αυτός με τ' αγύριστο κεφάλι του όπως λέει η μάνα του. Αυτός είναι που δε παίρνει από λόγια και συμβουλές και μάλιστα κορόιδεύει κιόλας. - Οι συμβουλές, λέει, δίνονται ή πολύ νωρίς ή πολύ αργά. Ποτέ δε δίνονται στην ωρα τους. Ο γκαβούλιας τον είχε γράψει ότι μόλις έφτανε στην Κοπεγχάγη και πριν μπει στο τρένο για την Αλβεστα, να του στείλει ένα τηλεγράφημα για να τον περιμένει στο σταθμό μια και δεν ήταν βέβαιος πότε ακριβως θα'φευγε απ' την Ελλάδα αλλά και πόσο τέλος πάντων θα κρατούσε το ταξίδι του με τις τόσες καθυστερήσεις κι εμπόδια της Γιουγκοσλαβίας.
«....Αλλά κι αυτό να το ξέρουμε», του'γραφε, «ποτέ δε ξέρεις τι άλλο απρόσμενο μπορεί να συναντήσεις σ' ένα τόσο μεγάλο ταξίδι. Γι' αυτό μόλις φτάσεις στη Δανία, στείλε ένα τηλεγράφημα με την ωρα που φτάνεις για να σε περιμένω....» Του'γραφε μάλιστα ότι εδω όλα γίνονται στην ωρα τους και με το πρόγραμμά τους. «. ..Την ωρα π' είναι στο πρόγραμμα, την ωρα κείνη φτάνει το τρένο. Ούτε λεπτό μπροστά ούτε λεπτό πίσω». Ο Δημήτρης τα'γραψε όλ' αυτά στα παλιά του τα παπούτσια, αν και η πραγματική αλήθεια ήταν ότι κατά βάθος ήθελε να κάνει του γκαβούλια μια μικρούλα έκπληξη. Είχε μάλιστα φτιάξει στο μυαλό του και στην αχαλίνωτη φαντασία του ολόκληρο παραμύθι γύρω απ' αυτό. Θα'βλεπε τάχα τον γκαβούλια να κάθεται με παρέα σ' ένα καφενείο ή ζαχαροπλαστείο ή ότι τέλος πάντων στέκια έχουν εδω και θα πήγαινε από πίσω να του κλείσει τα μάτια. Εκείνος θα'κανε μερικές προσπάθειες να βρει ποιος είναι και ξαφνικά ο Δημήτρης θα πετιόταν μπροστά του να τον ξαφνιάσει, έτσι όπως έκανε όταν μικροί παίζαν κρυφτό στον “παράδεισο”. Μόνο ο Δημήτρης ήξερε από τότε πόσο φοβητσιάρης ήταν ο γκαβούλιας. Κρύβονταν λοιπόν εκεί κοντά όταν τα “φυλούσε", όπως λέγαν γι' αυτόν π' έκανε τη 'μάνα' ο γκαβούλιας, για να πεταχτεί ξαφνικά μπροστά του και να του κόψει τη χολή. - Φάτην τωρα παλιοβλάκα για να μάθεις να κάνεις τον έξυπνο, είπε δυνατά και μούντζωσε τα μούτρα του. Φάτην για να μάθεις να
πουλας εξυπναδες. Εδώ μέσα σ' αυτή την παγωνια θ' αφήσεις τα κοκαλακια σου. Τον έπιασε μαύρη απελπισια. Μέτρησε τις ώρες και καταλαβε ότι ώσπου ν' ανοιξει ο σταθμός σε πέντε ώρες, θα τα ειχε στα σιγουρα τιναξει τα πέταλα απ' το κρύο. Ξαφνικό η λύση έσκισε το μυαλό του σαν αστραπή. Πως μπορούσε να'ναι τόσο βλακας που να μη το σκεφτει ως τώρα; Στέκεται δω μέσα στην αβασταχτη παγωνια κι αντι να κατσει να βαλει το μυαλό του να δουλέψει, αυτός βριζει και καταριέται από μέσα του σταθμαρχες και καφετζήδες π' έκλεισαν και πήγαν στο σπιτι τους να κοιμηθούν σα νοικοκυραιοι. 'Ενοιωσε τόσο ευτυχισμένος, που αν τους ειχε τώρα μπροστα του μπορει να τους αγκαλιαζε να τους τραταρει κι ένα φιλι. - Τι σε φταινε οι ανθρωποι αμα εσύ δεν έχεις κουκούτσι μυαλό; Εδώ έχει στην τσέπη του σακακιού του τη διεύθυνση του γκαβούλια κι αυτός καθεται και βασανιζεται σα το μαλακα. Τα πραματα ειναι πολύ απλα. Παιρνει ένα ταξι, δειχνει στον οδηγό τη διεύθυνση και τον παει κατ' ευθειαν στο σπιτι του φιλου του. Το ότι δεν έχει δικα τους λεφτα δεν ειναι δα και κανένα σπουδαιο πρόβλημα. Μπορει ο ταξιτζής να περιμένει ώσπου να ξυπνήσει τον γκαβούλια και να του ζητήσει λεφτα για να πληρώσει το ταξι. Απλα κι εύκολα πραματα. Βέβαια θα χασει την ευχαριστηση να πεταχτει ξαφνικα μπροστα του και να τον ξαφνιασει όπως τα ειχε σκεφτει και καταστρώσει αλλα τέτοια ώρα τέτοια λόγια που λέμε. Αφού ήρθαν έτσι αναποδα τα πραματα, καλό ειναι να δει πρώτα απ' όλα πως θα γλιτώσει απ' αυτό το βασανισμό κι αυτή την καταραμένη παγωνια. Οχι πως δε του'χε περασει, αόριστα ειν' η αλήθεια, μια καποια τέτοια λύση απ' το μυαλό πριν ακόμα ξεκινήσει το τρένο απ' την Κοπεγχαγη. Υπολόγισε βέβαια την ώρα που θα'φτανε στην Αλβεστα αλλα δεν αφησε το μυαλό του να προχωρήσει παρα περα. - Δε χαθηκε βρε αδερφέ ο κόσμος, σκέφτονταν όταν ανέβαινε στο τρένο στην Κοπεγχαγη. Προκειμένου να μη χασει τη χαρα της έκπληξης π' ειχε σχεδιασει να κανει στον γκαβούλια, ας κατσει να περιμένει στο σταθμό της Αλβεστας και μερικές ώρες ώσπου να ξημερώσει. Το κρύο όμως δε το'βαλε στους λογαριασμούς του ούτε στιγμή Αρπαξε χαρούμενος τη βαλιτσα του και προχώρησε κανοντας το γύρο του σταθμού, έτσι ώστε βγήκε απ' την αλλη μερια π' ήταν η κεντρική του εισοδος. Βρέθηκε φατσα με το χωριό ή τέλος παντων την κωμόπολη π' απλώνονταν μπροστα του. Ομορφη, καθαρή και καταφωτη. Εκει μπροστα απ' την εισοδο του σταθμού ανοιγονταν ένας πολύ φαρδύς και μικρός δρόμος γύρο στα εικοσι με τριαντα μόλις μέτρα,
που στο τέρμα του συναντουσε έναν κάθετο κεντρικό δρόμο λουσμένο κι αυτόν στα φώτα. - Τόσα φώτα; απόρησε. Αυτοι εδώ κάναν τη νυχτα μέρα. Η απελπισια του δάγκασε πάλι το μυαλό και την καρδιά. - Φώτα πολλά και δυνατά σκέφτηκε, ταξι όμως δε βλέπω πουθενά. Ουτε ταξι, ουτε αυτοκινητο, ουτε καν ζωντανή ψυχή φαινεται στον οριζοντα. Η απελπισια ξαναφουντωσε μέσα του καθώς ένοιωσε ξαφνικά έντονη και την αισθηση της πεινας να του τρυπάει το στομάχι. Τα χέρια του κρέμασαν απ' τους ώμους του ανήμπορα σα δυο κομμάτια ξυλα, ενώ τα πόδια του ήταν τόσο παγωμένα και μουδιασμένα που του φαινόταν σα να πατουσε σε σπασμένα γυαλιά. 'Ενα δάκρυ κόλησε απ' τα μάτια του χωρις να μπορει να ξεχωρισει αν ήταν απ' το κρυο ή απ' τη στεναχώρια και το σφιξιμο της καρδιάς του. Παράτησε τη βαλιτσα του κι άρχισε να τρέχει μπροστά απ' την εισοδο του σταθμου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ζεσταθει λιγο για να μπορέσει να σταθει στα πόδια του και να προχωρήσει προς τα κει στα δεξιά, π' έβλεπε κάτι σα πλατεια. - Κάποιος θα'ναι κει μονολόγησε. Εκει θα'ναι ισως η κεντρική τους πλατεια. Συνήφερε κάπως. Αρπαξε πάλι τη βαλιτσα του, που αν και δεν ειχε τιποτα σπουδαια πράματα μέσα, τη σήκωσε με μεγάλο κόπο. Χαμογέλασε σα θυμήθηκε την ώρα που η μάνα του ετοιμασε τη βαλιτσα. Δοκιμασε το βάρος της κι ειπε ότι ήταν λαφριά σα πουπουλο κι ότι του ευχονταν, όταν με το καλό γυριζε, να'ρχονταν με πολλές κι ασήκωτες βαλιτσες. 'Εκανε κουράγιο και προχώρησε όσο πιο σταθερά και γρήγορα μπορουσε. Βγήκε τσαλαπατώντας σα μεθυσμένος στον κεντρικό δρόμο κι αμέσως δεξιά κάνοντας τον γυρο ενός μικρου πάρκου π' έμπαινε ανάμεσα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά, βρέθηκε στην πλατεια, ακριβώς όπως τα'χε υπολογισει. Η ερημιά ήταν κι εδώ όπως παντου η ιδια κι ο φωτισμός το ιδιο έντονος. - 'Ετσι πρέπει να'ναι η κόλαση, σκέφτηκε μέσα στην απελπισιά του. 'Ετσι πρέπει να'ναι. Λένε βέβαια ότι στην κόλαση υπάρχει τρομερή ζέστη και κάτι καζάνια με πισσα που βράζουν. Εκει μέσα σε πετάνε κάτι μαυροι διάολοι με σουβλερά αυτιά και μακριές ουρές να καιγεσαι και να βασανιζεσαι. Αυτά όμως πρέπει να'ναι παραμυθια για μικρά παιδιά. Αν τα βάλεις ανάποδα τα πράματα, θα μπορουσε η κόλαση να'ναι κι έτσι όπως εδώ. Ολο χιόνια και πάγους να βασανιζεσαι το ιδιο και χειρότερα.
Καλυτερα στη ζεστή κόλαση παρα στην παγωμένη, αποφασισε στο τέλος. Άφησε σε μια ακρη τη βαλιτσα του κι αρχισε να τρέχει γυρω γυρω απ' την πλατεια κοιταζοντας τα μαγαζια π' ήταν ολόγυρα, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να'χει κατι ν' απασχολει το μυαλό του με το τι λογιώ μαγαζι ήταν το καθένα και να ξεχναει την παγωνια που όσο πήγαινε και γινόταν πιο ανυπόφορη. Αυτό εδώ πρέπει να'ναι ζαχαροπλαστειο, γιατι στη βιτρινα του βλέπει κατι περιεργα κατασκευασματα που μοιαζουν με τουρτες. Το διπλανό πρέπει να'ναι μπακαλικο με τόσες κονσέρβες π' ειναι αραδιασμένες στη βιτρινα του. Αυτό τ' αλλο πουλαει ρουχα, εκεινο παπουτσια, το παραπέρα δε μπορει να καταλαβει ακριβώς τι πουλαει και μαλιστα χρειαστηκε να σταματήσει για λιγο κοιτώντας ένα σωρό κουτια ντενεκεδένια και πολλές πιπες π' ήταν αρα διασμένες πανω σ' ένα κατακόκκινο υφασμα. Καπνοπωλειο ειναι, καταληξε. Διπλα στο καπνοπωλειο ειναι το χασαπιό που το καταλαβε αμέσως γιατι ειδε σαλαμια να κρέμονται και μια μηχανή π' αφου την ξέτασε για λιγο, καταλαβε ότι ήταν μηχανή του κιμα αν και δεν έμοιαζε πολυ με τη μηχανή του Παναγιώτη του χασαπη τους. Μια τραπεζα, ένα καταστημα μ' αμέτρητα φωτιστικα να κρέμονται απ' το ταβανι κι εν' αρωματοπωλειο μ' εκατονταδες μπουκαλακια σ' όμορφα κουτια. Το τελευταιο όσο κι αν προσπαθησε δε μπόρεσε να καταλαβει τι διαολο πουλουσε. Την ταμπέλα του ήταν ευκολο να τη διαβασει αλλα δε μπορουσε να το καταταξει σε καμια γνωστή κατηγορια μαγαζιών. Τι λογιώ αποθήκη ήταν αυτή τόσο καθαρή και τακτοποιημένη; Κοιταξε την ταμπέλα πολλές φορές έτσι όπως έτρεχε γυρω γυρω προσπαθώντας να κανει καποιους συνδυασμους με τ' αγγλικα π' ήξερε για να βγαλει συμπέρασμα.
«ΑΡΡΟΤΕΚ», διαβασε για δέκατη ισως φορα και του'ρθε στο μυαλό ο παλιός του καθηγητής στο γυμνασιο π' επέμενε ότι η βαση στις ινδοευρωπαικές γλώσσες ειναι η ελληνική. «Γι' αυτό» έλεγε, «χιλιαδες λέξεις δικές μας τις έχουν παρει αγγλοι, γαλλοι και γερμανοι και τις χρησιμοποιουν στο δικό τους το λεξιλόγιο». Φως φαναρι λοιπόν ότι ειναι απ' την ελληνική λέξη αποθήκη Στο δευτερο γυρω π' έκανε τρέχοντας τα μέτρησε κιόλας. Δέκα τον αριθμό. Στον επόμενο γυρω αρχισε να τα ονοματιζει έτσι όπως περνουσε τρέχοντας από μπροστα τους. - Ζαχαροπλαστειο, μπακαλικο, ρουχαδικο, παπουτσαδικο, καπνοπωλειο, χασαπικο, τραπεζα, φωτιστικα, αρώματα, αποθήκη. - Σταθμός, έβαλε και το σταθμό απ' τον τριτο γυρο. Ζαχαροπλαστειο, μπακαλικο, ρουχαδικο, παπουτσαδικο, καπνοπωλειο, χασαπικο, τραπεζα, φωτιστικα, αρώματα, αποθήκη.
Στον έκτο γύρο άρχισε να ζεσταίνεται λιγάκι αλλά ένοιωσε να κουράζεται. Ασε π' άρχισε να τον πονάει κι ο λαιμός του έτσι όπως κατάπινε λαχανιασμένος τον παγωμένο αέρα. Σταμάτησε απότομα μπροστά στο καπνοπωλείο όταν ξαφνικά του'ρθε στο μυαλό μια ιδέα. - Τόσο βλάκας; διερωτήθηκε δυνατά. Τόσο βλάκας; Αλλά που να σε μείνει μυαλό που κοντεύεις να γίνεις καταψυγμένος; Τόση ωρα τρέχεις βρε μαλάκα και μετράς τα μαγαζιά αλλά δε σε κόφτει μια στάλα. Αστυνομία βρε....! Αστυνομία... Κάπου κοντά πρέπει να'ναι η Αστυνομία. Αυτοί δε μπορεί να κοιμούνται. Τι διάολο αστυνομία θα'ταν εξ' αλλού. Κοιμάται βρε ηλίθιε η αστυνομία; μάλωσε για μια ακόμα φορά τον εαυτό του. - Και πως να τη λένε την Αστυνομία σ' αυτή την παράξενη γλωσσα άραγε; ρωτησε φωναχτά απαγοητεμένος και πάλι. Αρχισε, έτσι καθως έτρεχε, να κοιτάζει όσο πιο βαθιά γινόταν στους πέντε δρόμους π' άρχιζαν αχτινωτά απ' την πλατεία, μήπως δει καμιά φωτεινή ταμπέλα που να του δωσει σημάδι ότι εκεί ήταν η αστυνομία. Τζίφος. Τίποτα δε φαινόταν να ταιριάζει με κάτι τέτοιο, αλλά επέμενε. Ετρέχε τωρα καμιά πενηνταριά μέτρα μέσα στους δρόμους κι έκανε το γύρο του κάθε τετράγωνου ωστε να επιστρέφει και πάλι στην πλατεία. Ξαφνικά στο βάθος ενός μικρού δρόμου την ωρα ακριβως π' ετοιμάζονταν να στρίψει, είδε έξω απ' ένα θεοσκότεινο κτίσμα έναν τετράγωνο γαλακτερό γλόμπο με κάτι να γράφει πάνω στις δυο του πλευρές, έτσι όπως τον έβλεπε από πλάγια. Πλησίασε πιο κοντά και διάβασε τα μαύρα γράμματα. ΡΟ!.!8 Αυτό στα σίγουρα πα να πει αστυνομία. Ετσι που το διαβάζει ακούγεται ακριβως όπως και η λέξη αστυνομία στ' αγγλικά. Πλησίασε με γρήγορα βήματα και τα μηνίγγια του να χτυπάν τόσο δυνατά, που θαρρούσε πως τ' άκουγε μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας. Κόλλησε το μούτρο του στο παγωμένο τζάμι στο σκοτεινό παράθυρο κι από μια χαραμάδα π' άφηναν οι τραβηγμένες κουρτίνες είδε έναν νέο άντρα με σκούρα στολή καθισμένο μπροστά σ' ένα γραφείο να κοιμάται του καλού καιρού με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο γραφείο. Στάθηκε για μια στιγμή δίβουλος αν θα'πρεπε να τον ξυπνήσει. Μήπως ο χριστιανός θύμωνε κι έβαζε τις φωνές; Τι τον ένοιαζε τον χωροφύλακα άμα ο ίδιος ήταν τόσο βλάκας και δεν έκανε κατά πως πρέπει τη δουλειά του μ' αποτέλεσμα να μείνει τωρα αμανάτι μέσα σ' αυτή την παγωνιά; Εγω σου λέει κύριος είμαι δω για να φυλάω τους νοικοκυραίους που κανονίζουν τις δουλειές τους και
παν στα ζεστα τους τα σπιτια να κοιμηθούν και να ησυχασουν. Δεν ειμαι δω για τον καθε κακομοιρη έλληνα π' αποφασισε να'ρθει ξεβρακωτος κι απρογραμματιστος στον τόπο μας. Ασε που αν ήταν στην Ελλαδα και πήγαινε να ξυπνήσει χωροφύλακα, έτσι όπως καλή ώρα σκέφτεται να κανει σ' αυτόν εδώ, θα'βρισκε τον μπελα του και θα βρισκόταν μπλεγμένος, ισως ακόμα και με τα πολιτικό. Θυμαται, ώρα που βρήκε κι αυτός ν' ανασκαλεύει τέτοιες θύμησες, τον θειο του τον Τακη που τον έπιασε ένα βραδυ η ασφαλεια γιατι γυρνούσε ο ανθρωπος αργα μετα τα μεσανυχτα στο σπιτι του από μια επισκεψη στον ξαδερφό του. Ειχαν να κουβεντιασουν κατι κληρονομικό και με τα πες πες και με καναδυό ρετσινες που κατέβασαν πέρασε η ώρα. Τρόμαξε ο ανθρωπος να γλιτώσει απ' τα νύχια τους κι απ' τις ανακρισεις. - Εδώ δεν ειναι Ελλαδα, σκέφτηκε ο Δημήτρης. Στο κατω κατω ας γινει ότι θέλει. Προκειμένου να πεθανει σα το σκυλι δω μέσα σ' αυτό το πολικό κρύο, καλύτερα να τον κλεισουν στη ζεστή φυλακή. Προχώρησε αποφασιστικό και χτύπησε δυνατα την πόρτα. Ακουσε από μέσα το σούρσιμο μιας καρέκλας κι αμέσως μετα μια φωνή που σ' ακαταλαβιστικια γλώσσα ρωτούσε κατι. Ο Δημήτρης υπολόγισε ότι ο χωροφύλακας σιγουρα ρωτούσε να μαθει ποιος ήταν που χτυπούσε τέτοια ώρα την πόρτα. Πριν προλαβει ν' απαντήσει η πόρτα ανοιξε διαπλατα κι ο χωροφύλακας τον κοιταξε αγουροξυπνημένος. - Θέλω τη βοήθεια σας, ειπε ξεψυχισμένα ο Δημήτρης στ' αγγλικα. Ο αστυνομικός τον έπιασε μαλακα απ' το χέρι και τον τραβηξε μέσα. Τον έβαλε να καθισει στην καρέκλα μπροστα στο γραφειο που πριν λιγο κοιμόταν ο ιδιος και χωρις ακόμα να πει έστω και μια κουβέντα, πήγε σ' ένα διπλανό δωματιο και γύρισε αμέσως μ' ένα τεραστιο φλιτζανι καφέ. Τ' ακούμπησε μπροστα του και του χαμογέλασε. Ο Δημήτρης έτρεμε σα το ψαρι. Με το ζόρι κρατιόταν στην καρέκλα του αρπαγμένος με το'να χέρι απ' την ακρη του γραφειου για να μη σωριαστει στο πατωμα. Η απότομη αλλαγή της θερμοκρασιας του'φερνε ένα ριγος π' έκανε τα δόντια του να χτυπαν και το κροταλισμα τους ν' ακούγεται παραταιρα κι ανατριχιαστικό σ' αυτό το ήσυχο δωματιο. - Εισαι ώρα έξω στο κρύο; ρώτησε στ' αγγλικα ο αστυνομικός σκύβοντας μ' ενδιαφέρον πανω του. Απόψε κανει πολύ κρύο. Πλησιασε το παραθυρο και κοιταξε ένα θερμόμετρο π' ήταν καρφωμένο όρθιο στη εξωτερική μερια. - Δεκαοκτώ βαθμούς κατω απ' το μηδέν, ειπε και χαμογέλασε. - Απ' τις τρεις παρα τέταρτο π' έφτασα με το τρένο, απαντησε ο Δημήτρης ενώ τα δόντια του σταματησαν τώρα να χτυπαν κι ένα
5
κόρωμα γέμισε το κορμι του π έκανε τα μάγουλα του κυριολεκτικά ν' ανάψουν και να κοκκινισουν σα φλογομένα. - Από που εισαι; ρώτησε ο αστυνομικός. - Απ' την Ελλάδα απάντησε μαζεμένα. 'Εχω έναν φιλο εδώ κι ήρθα να τον βρω, συνέχισε απολογητικά σα να'χε κάνει σοβαρή παρανομια. - Καλά, καλά, απάντησε ο αστυνομικός. Πιες τον καφέ σου κι όταν συνέλθεις τα λέμε με την ησυχια μας. Μέχρι το πρωι συζητουσαν για ένα σωρό πράματα. Ο Δημήτρης ρωτουσε συνέχεια να μάθει απ' τον θαυμάσιο αυτόν άνθρωπο όσα περισσότερα μπορουσε για τη νέα του πατριδα, αν και βαθιά μέσα του ένοιωθε μεγάλη δυσπιστια για το κατά πόσο μπορουσε να'χει εμπιστοσυνη σ' έναν χωροφυλακα.
«Οτι και να'ναι χωροφυλακας ειναι», σκεφτόταν. «Αυτους δε μπορει να τους έχει κανεις εμπιστοσυνη και να τους ξανοιγεται». Ο αστυνομικός τον ρωτουσε με τη σειρά του να μάθει όσα περισσότερα γινόταν για την Ελλάδα, επειδή λέει ότι απ' το σχολειο ακόμα μάθανε ένα σωρό πράματα γι' αυτή την ωραια χώρα με τον αρχαιο της πολιτισμό, π' ήταν το καμάρι όλης της Ευρώπης. Ο Δημήτρης, αν και κουμπωμένος απέναντι του, κατάλαβε ότι ο φουκαράς νόμιζε πως στην Ελλάδα τα πράματα ήταν όπως την αρχαια εποχή και οι έλληνες κυκλοφορουσαν ολημερις με τις χλαμυδες και κουβέντιαζαν για τη δημοκρατια. Πήρε το λοιπόν κι αυτός φόρα και τον γέμισε, ουτε κι αυτός ξέρει γιατι, μ' ένα σωρό ψέματα και παραμυθια για τον ιδιο και τη ζωή στην πατριδα. Η αλήθεια ειναι ότι για μια στιγμή σκέφτηκε ότι το παρακάνει.
«Ώρες ειναι να ρωτήσει ο χριστιανός γιατι αφου όλα ήταν τόσο όμορφα κι ευχάριστα εκει στην πατριδα τους δε καθόταν όλοι στ' αυγά τους, παρά παιρναν τους δρόμους της ξενιτιάς». Του επεσήμανε βέβαια, ότι μόνο τώρα τον τελευταιο μήνα ειχαν έρθει στο χωριό τους τέσσερις έλληνες κι απ' ότι υπολόγιζε πρέπει να'χουν έρθει τους τελευταιους έξη μήνες πάνω από πενήντα στη γυρω περιοχή και ιδιαιτερα σε κάποια μέρη π' ειχε μεγάλα εργοστασια. Δε φάνηκε όμως να βρισκει τιποτα το περιεργο σ' αυτό. - Εδώ στη δική μας μικρή πόλη δεν έχει και πολλές δουλειές, κατάληξε . Ειναι μόνο ένα μικρό εργοστάσιο που κατασκευάζει φωτιστικά κι ένα χυτήριο στο οποιο δουλευουν όλοι οι έλληνες. Εκει του'πε χαρουμενα ότι δουλευε κι ο γκαβουλιας τον οποιο μάλιστα τον ήξερε πολυ καλά, φυσικά με το κανονικό του όνομα κι όχι με το παρατσουκλι του. - Πριν δυο μέρες ήταν εδώ ο φιλος σου για να σφραγισουμε στο διαβατήριό του την άδεια παραμονής κι εργασιας. Εγώ, συνέχισε παιδιάστικα περήφανος, ειχα συμπληρώσει τα χαρτιά του όταν ήρθε πριν από μήνες. Απ' ότι καταλαβαινω τόνισε γελώντας και
δειχνοντας τον με το δαχτυλο και τα δικα σου χαρτια εγώ θα τα συμπληρώσω. Πήρε υφος συμπαθειας σμιγοντας τα φρυδια του. - Λογαριαζω ότι κι εσυ στο χυτήριο θα δουλέψεις τουλαχιστο προσωρινα, ώσπου να δεις τι θα κανεις. Σκοπευεις να μεινεις για τα καλα εδώ; τον ρώτησε στο τέλος. Ο Δημήτρης απαντησε με τα γνωστα του ψέματα. Θα'μενε ταχα να δουλέψει ένα διαστημα γιατι απ' την Ελλαδα δεν επιτρέπονταν να του στέλνουν χρήματα σε συναλλαγμα, αν και οι δικοι του τα ειχαν με το τσουβαλι. - Δε χρειαζεται βέβαια να δουλέψω ειπε, αλλα ειμαι υποχρεωμένος να το κανω γιατι με τους παραξενους νόμους π' έχουμε εκει στην πατριδα, ο πατέρας μου δε μπορει να με στειλει ουτε δεκαρα. Ο αστυνομικός δε φαινόταν να δυσπιστει ή ν' απορει μ' ότι κι αν του ξεφουρνιζε, παρα μόνο τον κοιτουσε φιλικα και κουνουσε όλη την ώρα επιδοκιμαστικα το κεφαλι του. «Μυστήριοι ανθρωποι», σκέφτηκε για μια στιγμή και θυμήθηκε την κυρια που καθόταν διπλα του στο τρένο και πιστευε και κεινη η κακομοιρα όλα του τα παραμυθια και τις ψευτιές. Και καλα αυτή. Μια ηλικιωμένη κυρια ήταν και δε την ένοιαζε στο κατω κατω αν αυτα που της έλεγε ήταν βγαλμένα απ' το μυαλό του. Αυτός όμως τι σοι αστυνομικός ειναι π' ανοιγει μόνο το στόμα του σα τον χαχα σ' ότι του ξεφουρνιζει; Μέχρι που ξημέρωσε, τι ξημέρωσε δηλαδή π' ακόμα ήταν μαυρη νυχτα αν και το ρολόι έδειχνε οκτώ, αλλαξε πανω από δέκα φορές γνώμη. Τη μια σκεφτόταν ότι ο ανθρωπος τον ψαρευε γιατι ήταν πονηρός σα τους χωροφυλακες στην Ελλαδα. Την αλλη ότι ήταν ευγενικός και καμώνονταν ότι τον πιστευει. Την τριτη ότι ήταν αγαθός ή τέλος παντων απονήρευτος που λέμε. Στο τέλος σασιρντισε που δε καταφερνε να καταλήξει καπου. Σε μια στιγμή που ο χωροφυλακας πήγε στο διπλανό δωματιο να ξαναγεμισει τις φυλτζανες με καφέ, αρπαξε ένα κομματι χαρτι κι ένα μολυβι απ' το γραφειο κι έγραψε βιαστικα. Πονηρός
Ευγενικός
αγαθός Εκανε στα γρήγορα το παιδικό παιχνιδι α μπέμπα μπλομ και βγήκε το ευγενικός. «Αυτό ειναι και τιποτ' αλλο», καταληξε. «Ο ανθρωπος ειναι ευγενικός». Για μια στιγμή που του'πε ότι ανησυχει για τη βαλιτσα του που την ειχε παρατημένη στην πλατεια, εκεινος δεν έδειξε ν' ανησυχει καθόλου.
- Δεν υπάρχει κίνδυνος, είπε ήρεμα. Κανείς δε πρόκειται να την πειράξει. Οταν έλθουν με το καλό οι συνάδελφοί μου το πρωί, θα σε πάω με τ' αυτοκίνητο στο σπίτι του φίλου σου και στο δρόμο θα περάσουμε να πάρουμε τη βαλίτσα. Ο Δημήτρης εξακολουθούσε ν' ανησυχεί όχι γιατί είχε και τίποτα σπουδαία πράματα μέσα αλλά ήταν τα μοναδικά, αν κι ελάχιστα, ρούχα π' είχε. Είπε για μια στιγμή να πεταχτεί τωρα που πια ζεστάθηκε για τα καλά να την πάρει, όμως ο αστυνομικός είχε αντίρρηση. - Μη φοβάσαι, τον καθησύχασε. Και δέκα μέρες να την αφήσεις εκεί, κανείς δε πρόκειται να την πειράξει. Κατά τις οκτω και μισή ήρθαν δυο συνάδελφοί του με πολιτικά. Ο αστυνομικός, Λάρσον του'χε πει ότι τον έλεγαν, έκανε τις συστάσεις με ευγένεια και τοπικότητα σα να τους παρουσίαζε ένα πολύ σπουδαίο πρόσωπο. Εκείνοι του'σφιξαν φιλικά το χέρι κάνοντας μάλιστα και μια μικρή υπόκλιση με το κεφάλι. Ο αστυνομικός, ο δικός του όπως αποφάσισε να το λέει από δω και πέρα, σκωθηκε και φόρεσε ένα ζεστό με γούνινο γιακά υπηρεσιακό μπουφάν. Αλλαξε τα σκαρπίνια που φορούσε με κάτι χοντρές μαύρες μπότες και τον κοίταξε ερωτηματικά. - Πάμε; τον ρωτησε. Αποχαιρέτησε τους άλλους δυο που του'καναν και πάλι χειραψία. Μπήκε μαζί με τον φίλο του στο περιπολικό π' ήταν αραγμένο στο πίσω μέρος της αστυνομίας, πέρασαν απ' την πλατειά να πάρουν τη βαλίτσα που δεν είχε μετακινηθεί απ' τη θέση που την άφησε ούτε πόντο και σε δέκα λεφτά ήταν έξω απ' το σπίτι, π' όπως του'πε ο αστυνομικός έμενε ο γκαβούλιας. - Τι λογιω αποθήκη ειν' αυτό το μαγαζί; ρωτησε την ωρα που κάναν το γύρο της πλατείας. Πολύ καθαρή και τακτοποιημένη με μοιάζει. Ο χωροφύλακας γέλασε και τον έπιασε μαλακά απ' τον ωμο. - Πως σε κατέβηκε κάτι τέτοιο; ρωτησε. Από πού κι ως που αποθήκη. Ο Δημήτρης του εξήγησε μέσες άκρες τη θεωρία του καθηγητή του απ' το γυμνάσιο περί της ινδοευρωπαικής γλωσσας και την επίδραση των ελληνικων στη διαμόρφωση του λεξιλογίου στις υπόλοιπες ευρωπαικές γλωσσες. Αποτέκ, του'πε, μοιάζει ίδια με τη λέξη αποθήκη στα ελληνικά. Μπορεί να'ναι κατά πως τα λες, απάντησε ο άλλος συνεχίζοντας να γελάει. Οταν όμως με το καλό μάθεις σουηδικά, θα μάθεις ότι αποτέκ στη γλωσσα μας θα πει φαρμακείο.
3 - Φτάσαμε, είπε ο Λάρσον κάνοντας στροφή αριστερά και φρενάροντας μπροστά στην είσοδο μιας περιποιημένης τρίπατης
οικοδομής. Στον πρώτο όροφο, η δεύτερη πόρτα δεξια όπως ανεβαινεις τις σκαλες. Ο Δημήτρης κατέβηκε μ' ένα περιεργο χτυποκαρδι απ' τ' αυτοκινητο. Πήρε τη βαλιτσα του απ' το πισω καθισμα και σταθηκε στο πεζοδρόμιο και λιγο μπροστα απ' τ' αυτοκινητο σκώνοντας το χέρι του σ' έναν φιλικό χαιρετισμό. - Αντιο και σας ευχαριστώ πολύ, ειπε. Θα τα ξαναπούμε σιγουρα πολύ σύντομα. Ο αστυνομικός τον χαιρέτισε κουνώντας με τη σειρα του το χέρι. - Καλώς ήρθες στη Σουηδια του ευχήθηκε και κανοντας στροφή επιτόπου αναπτυξε ταχύτητα και χαθηκε στο βαθος του κεντρικού δρόμου. Ο Δημήτρης έμεινε να κοιταει τ' αυτοκινητο π' απομακρύνονταν μ' ένα περιεργο συναισθημα λύπησης ανακατου μ' ενθουσιασμό. - Α μπέμπα μπλομ, ευγενικός κι ανθρώπινος, μουρμούρισε χαρούμενος. 'Ετσι ευγενικοι κι ανθρώπινοι πρέπει να'ναι όλοι οι ανθρωποι σ' αυτή τη χώρα. Αστραπιαια πέρασε απ' το μυαλό του η συμπεριφορα και η σκληραδα του εισπρακτορα στο τρένο και του χαλασε ελαφρα τη διαθεση. «Αυτός με φαινεται θα μεινει να ζει και να κινειται στο υποσυνήδητό σου όσα χρόνια και να μεινεις σ' αυτή τη χώρα», σκέφτηκε τη στιγμή π' έσπρωχνε την ξώπορτα. Ύστερα από τρια λεπτα βρέθηκε αγκαλιασμένος σφιχτό με τον παιδικό του φιλο. - Μυστήριο, έλεγε μόνο όλη την ώρα. Μυστήριο. - Τι ειναι το μυστήριο; απόρησε για μια στιγμή ο γκαβούλιας. - Μυστήριοι ανθρωποι ρε γκαβούλια. Μυστήριοι χωροφύλακες, μυστήρια ερημια παντού, μυστήρια ταξη και καθαριότητα, μυστήριος λαός σ' όλα του. Σα τους χαχες ανοιγουν το στόμα τους σ' όποια κοτσανα και να τους αμολήσεις. Θαρρεις την πονηρια και το ψέμα τα'χουν διαγραψει απ' τη ζωή τους. Και φώτα... Πολλα φώτα ρε γκαβούλια - Ολα τους καλα, απαντησε λιγο σκεφτικός ο γκαβούλιας αλλα λιγο κρυόκωλοι αδερφέ μου. Δύσκολα να δέσει το χνώτο μας με το δικό τους. Ο Δημήτρης ειχε αντιρρηση αλλα τ' αφησε να περασει γιατι η νύστα ειχε αρχισει να τον βασανιζει για τα καλα. Ο γκαβούλιας το καταλαβε κι έστρωσε εν' απ' τα δυο κρεβατια π' ήταν στο δωματιο. - Αντε πέσε να κοιμηθεις τώρα και τα λέμε με την ησυχια μας τ' απόγεμα που θα ξυπνήσεις. Μπορεις να μεινεις εδώ μαζι μου και να δουλέψεις απ' αύριο κιόλας αμα θες στο χυτήριο που δουλεύω κι εγώ. Τους μιλησα κι ειπαν ότι μπορεις να πιασεις δουλεια αμέσως. Με το καλημέρα που λέμε. Αντε τώρα αμα θέλεις κανε ένα μπανιο να ξαλαφρώσεις και πέσε να κοιμηθεις.
- Καλυτερα όταν ξυπνήσω, ειπε μαζεμένος ο Δημήτρης αν και δε λουστηκα από τότε π' έφυγα απ' την Σαλονικη. Που να ζεσταινεις νερό τώρα και να βάζεις σκάφες και τα τέτοια. Ο γκαβουλιας έβαλε τα γέλια. - Εκει μέσα, έδειξε μια πόρτα, ειναι η τουαλέτα. Τ' αποχωρτήριο που λέμε. Εκει μέσα έχει και ντους με δυο κάνουλες. Ανοιγεις τη μια κάνουλα που τρέχει κρυο νερό, ανοιγεις την άλλη που τρέχει ζεστό, τα κανονιζεις να μπερδευτουν κατά πόσο ζεστό ή κρυο θέλεις το νεράκι σου και μπαινεις από κάτω. Από κει και πέρα το μόνο που χρειάζεται ειναι να ξέρεις να λουστεις, ειπε και τον κοιταξε χαμογελώντας με τον γνωστό ειρωνικό του τρόπο. Ξέρεις; - Αντε ρε βλαμμένε που δε ξέρω να λουστώ. Για ποιον με πέρασες; Για τον Μπαλή τον καρβουνιάρη; Λιγώθηκαν στα γέλια στη θυμηση του καρβουνιάρη της γειτονιάς τους π' ειχε λέγαν να λουστει απ' τη μέρα που γυρισε απ' τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τον πήγαν υποχρεωτικά στ' απολυμαντήρια γιατι απ' την ψώρα και το ξυσιμο γέμισε όλο του το κορμι πληγές. Μετά το λουσιμο τον πασπάλισαν παντου και με μια άσπρη σκόνη για να ψοφήσουν οι ψειρες που κάναν παρέλαση πάνω του. Ο γκαβουλιας ειχε λιγωθει απ' τα γέλια. - Να φανταστεις κοιμήση ότι οι άγγλοι π' ήρθαν μετά τον δευτερο πόλεμο και έμεναν στο σχολειο μας, μια μέρα που τον ειδαν έτσι μαυρο μαυρο τον πέρασαν για έναν απ' τους δικους τους στρατιώτες τους αφρικάνους. Τέλος πάντων πάρε τώρα σαπουνι, να και μια πετσέτα να σκουπιστεις κι έλα να σε δειξω πως δουλευουν τα μαραφέτια στο μπάνιο. 'Ελα γιατι δε θέλει και πολυ αυτοι εδώ οι ξανθόψειρες να σε πάρουν και σένα για μαυρο απ' την Αφρική. Ξέρεις πως μας λεν εμάς τους μελαχρινους εδώ; - Οχι, απάντησε ο Δημήτρης και τον κοιταξε με περιέργεια. Υποθέτω ότι μας λεν έλληνες αφου έλληνες ειμαστε. - Μαυροκέφαλους μας λεν όλους εμάς τους μελαχρινους απ' όποια χώρα κι αν ειμαστε. 'Ελληνες, ιταλοι, τουρκοι, ισπανοι, όλους Μαυροκέφαλους μας λεν με μια κουβέντα. Αντε τώρα επιτέλους να κανεις τα λουτρά σου για να μη σε πουν κι αράπη στο τέλος. Προχώρησε στο μπάνιο και του'δειξε πως δουλευουν οι κάνουλες του ντους. Ο Δημήτρης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. - Τη στριβεις αριστερά ανοιγει, τη στριβεις δεξιά και κλεινει. Η αριστερή κάνουλα π' έχει το κόκκινο σημάδι στη μέση ειναι το ζεστό και η δεξιά με τη μπλε βουλα στη μέση ειναι το κρυο. Πρόσεξε μη τα μπερδέψεις και ζεματιστεις σα κοτόπουλο. - Μπράβο πρόοδος, ειπε με θαυμασμό κάνοντας και τσ, τσ, τσ, με το στόμα του ο Δημήτρης. Ακου τώρα να τρέχει το ζεστό νερό κατά πως το θέλεις; Αυτοι ρε γκαβουλια ειναι πενήντα ή κι εκατό χρόνια μπροστά από μας.
5
Κατακοκκινισε απ τη ντροπή του σαν έβαλε με το μυαλό του τις ψευτιές που πουλησε στην κυρια στο τρένο και στον αστυνομικό πριν λιγες ώρες. - Πω.., πω..., με πιστευαν και με κοιτουσαν μ' ανοιχτό το στόμα οι ανθρωποι, μουρμουρισε. - Ποιοι σε κοιτουσαν μ' ανοιχτό το στόμα ρε κοιμήση; ρώτησε ο γκαβουλιας και τον κοιταξε περιεργα. Αυτοι έτσι κι αλλιώς χαχες ειναι. - Μυστήριος λαός, ειπε για μια ακόμα φορα ο Δημήτρης και μπήκε στο μπανιο. Αλλιώτικος κόσμος. 4 Κοντα τρεις μήνες έμεινε στο μικρό και ήσυχο αυτό μέρος. Την αλλη μέρα κιόλας απ' τον ερχομό του, όπως ακριβώς του'χε εξηγήσει ο γκαβουλιας, έπιασε δουλεια στο χυτήριο όπου δουλευαν και οι υπόλοιποι έλληνες εξόν απ' τον Τασο π' ήταν ο πιο παλιός απ' όλους. Ειχε δεκαοκτώ μήνες π' ήρθε και θεωρουσε, δικαια όπως έκρινε ο Δημήτρης, ότι ήταν σα να πουμε στο στρατό η παλια σειρα π' έπρεπε να τον σέβονται και να τον λογαριαζουν όλοι. Η δουλεια που του αναθεσαν στο χυτήριο ήταν σκληρή αλλα αυτό δε τον ενοχλουσε καθόλου. Οχι μόνο γιατι ήταν νέος και γερός αλλα και γιατι ήταν μαθημένος στη σκληρή δουλεια αφου από δεκατεσσαρω χρονώ δουλευε ισα κι όμοια με τους μεγαλους στο καπνομαγαζο, όπου ήταν μαστορας ο πατέρας του. Το πόστο του θεωρουνταν ένα απ' τα πιο δυσκολα και η δουλεια απ' τις πιο ζόρικες γιατι συνδυαζε μεγαλο σωματικό κόπο, καπνα και φοβερό θόρυβο. 'Ηταν ολημερις χωμένος μέσα σ' ένα τουνελ από λαμαρινα, όπου κατέληγαν τα βαγονέτα που πανω τους ειχαν τα σιδερένια καλουπια με το συμπιεσμένο χώμα και τα καυτα χυτα στα σωθικα του. Επειδή όμως το χυτήριο και τα συστήματα ήταν παμπαλαια, έπρεπε να πηγαινει στην αρχή του τουνελ μ' ένα μακρυ σιδερο γυρισμένο στην ακρη σα μακρυ τσιγκέλι και να τραβαει με κόπο κι αγκομαχητό τα βαγονέτα κοντα στα επτα μέτρα, για να τα φέρει διπλα στο °ξεφόρτωμα' όπως λέγαν τη διαδικασια ξεχωρισμου του χυτου απ' το καλουπι του. Αυτό το τραβηγμα των βαγονέτων ήταν πραγματικα ξεθεωτικό. Οι σιδερένιες γραμμές πανω στις οποιες κινουνταν τα βαγονέτα ήταν μισοσπασμένες και σε πολλα σημεια βουλιαγμένες μέσα στο χώμα. Επρεπε να τραβαει μ' όση δυναμη ειχε για να φέρει τα βαγονακια κοντα σε κεινο το τεραστιο σιδερένιο κόσκινο που κουνιόταν μηχανικα πέρα δώθε συνέχεια. Οταν έφερνε το βαγονέτο μπροστα στο κόσκινο, έπιανε μ' ένα ηλεκτρικό ανεβατορακι ολόκληρο το καλουπι απ' τα δυο πιασιματα
του στις άκρες και το σήκωνε. Μ' ένα σπρωξιμο το'φέρνε πάνω απ' το κόσκινο. Το κατέβαζε μετά προσεχτικά και τ' άφηνε πάνω στο σιδερένιο κόσκινο που δε σταματούσε να κουνιέται πέρα δωθε όλη την ωρα, μ' αρκετά μεγάλη ταχύτητα. Και τότε άρχιζε ο χαμός απ' το φοβερό θόρυβο καθως χόρευαν πάνω στο κόσκινο το χυτό, π' ήταν ακόμα κόκκινο κι έβγαζε δυνατή ζέστη και τα σιδερένια πλαίσια π' ήταν αυτά π' έκαναν τον φοβερότερο θόρυβο. Μετά έπιανε με τ' ανεβατοράκι το χυτό και το'βαζε πάνω σ' ένα άλλο βαγονάκι απ' την άλλη μεριά, για να το πάρουν αυτοί που το καθάριζαν, το'τριβαν και τελικά το'βαφαν για να'ναι έτοιμο να σταλεί στον προορισμό του. Η δουλειά δεν ήταν μόνο κουραστική αλλά είχε άγχος κι εκνευρισμό αφού τα βαγονάκια με τα χυτά έφταναν συνέχεια στο τούνελ του το'να πίσω απ' τ' άλλο. «Αντί να κυνηγάς εσύ τη δουλειά, σε κυνηγάει από πίσω αυτή» έλεγε ο Νίκος π' είχε δουλέψει σ' αυτό το πόστο έξη ολόκληρους μήνες. Η ζωή π' έκανε, όχι μόνο αυτός αλλά κι όλοι οι άλλοι, ήταν κάθε μέρα η ίδια και το ίδιο μονότονη. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η μονοτονία και οι ίδιες κουβέντες και συζητήσεις, άρχισε μετά απ' ένα διάστημα να τον ενοχλεί. Οι πιο παλιοί λέγαν και δεν είχαν άδικο, ότι ήξερε κανείς ακριβως τι έχει να κάνει την κάθε μέρα ακόμα και για μετά από είκοσι χρόνια. - Σίγουρη αλλά μονότονη ζωή χωρίς αλλαγές κι απρόβλεπτα, είπε μια μέρα ο Τάσος στο ζαχαροπλαστείο όπου σύχναζαν κάθε βράδυ μετά τη δουλειά για να τα πούνε λιγάκι με την ησυχία τους και να περάσει η ωρα ωσπου να πάνε νωρίς νωρίς για ύπνο, γιατί το πρωί έπιαναν δουλειά απ' τις έξη ακόμα. Και πάλι καλά εμείς, συνέχισε ο Τάσος, που βρισκόμαστε δω στο ζαχαροπλαστείο κι αλλάζουμε μερικές κουβέντες. Οι Σουηδοί κλείνονται στα σπίτια τους αμέσως μετά τη δουλειά και ξεμυτάν μόνο το πρωί για να παν και πάλι στη δουλειά τους. Ζωή ειν' αυτή Πλ αδερφέ; Ο Νίκος διαφωνησε μαζί του όπως πάντα. - Οτι και να πω, έβαλε τις φωνές αγαναχτισμένος ο Τάσος, αυτός θα διαφωνήσει. Αρρωστια είναι αυτή ρε παιδί μου. Μήνες τωρα δε βρήκε μια κουβέντα μου σωστή. Ο Νίκος κοκκίνισε απ' τα νεύρα του. - Εσύ ρε κορόιδο που σε τάιζε ο πατέρας σου γιατί ήσουν ένας τεμπέλης και δε καταδέχοσαν να πας στο χωράφι, δε ξέρεις τι θα πει ανεργία και τι είναι να βάζεις κάθε μέρα το χέρι σου στην τσέπη κι αντί για λεφτά να πιάνεις τ' από τέτοια σου. Ο απλός ο κοσμάκης, ο λαουτζίκος που λέμε, ο εργάτης ρε κορόιδο της δεκάρας, το μόνο που χρειάζεται είναι ένα σίγουρο μεροκάματο και μια εξασφάλιση για τα γηρατειά του. Αλλά που να τα καταλάβεις
αυτα τα ψιλό γραμματα εσύ π' έγινες εικοσπέντε χρονώ για να πρωτοπιασεις δουλεια. Ασε π' ακόμα μεγαλοπιανεσαι και μας πουλας ένα σωρό μασλατια. Ποιος ξέρει με τι βρομοδουλειές μπερδεύεσαι που καμια μέρα θα σε γραπώσουν και θα σε στειλουν πεσκέσι στον πατέρα σου να σ' έχει καμαρι να σε χαιρεται. - Και να ζει αυτός ο κοσμακης που λες σα τα πρόβατα με τα ιδια και τα ιδια καθε μέρα, έκλεισε τη μικρή κόντρα ο Τασος. Ο Τασος ήταν ο μόνος απ' όλους που δε δούλεψε ποτέ στο χυτήριο. Κανεις δεν ήξερε πως τα καταφερνε να ζει και μαλιστα να βρισκεται παντα με μπόλικα λεφτα στην τσέπη. Ολη μέρα έτρεχε βιαστικός από δω κι από κει παντα τρομερό απασχολημένος και μ' ολόκληρα πλόνα καθε βραδυ στο ζαχαροπλαστειο για τα χιλια δυο π' ειχα να τρέξει και να προλαβει την αλλη μέρα. Κανεις δεν ήξερα με τι ασχολιόταν αν και τον ρώτησαν πολλές φορές. Εκεινος απαντούσε παντα με την αγαπημένη του φραση. «Ξύνω κοιλιές και κανω φαναρια». «Το μόνο που κανεις ειναι να μη πλερώνεις ποτέ τον καφέ σου», απαντούσε χαιρέκακα ο Νικος. «Καθε βραδυ βρισκεις κι ένα κορόιδο να σε κερναει». Το καλύτερο απ' όλα όμως σ' αυτή τη χώρα, όπως πιστευε ο Δημήτρης και το κουβέντιαζαν σκεδόν καθε μέρα με τον γκαβούλια, ήταν αυτό το παρασκευοσαββατοκύριακο όπως το λέγαν. «Να σταματας τη δουλεια σου την Παρασκευή το μεσημέρι και να ξαναπηγαινεις τη Δευτέρα, ειναι ότι καλύτερο», έλεγε ο γκαβούλιας. «Στην Ελλαδα έχει ο εργαζόμενος μόνο μια Κυριακή να ξεκουραστει και να διασκεδασει, ενώ εδώ έχει σκεδόν τρεις ολόκληρες μέρες». Τις Παρασκευές το βραδυ, αν και κουρασμένοι, έμεναν λιγο αργα αφού την αλλη μέρα δε δούλευαν και τις περισσότερες φορές μετα το ζαχαροπλαστειο, που έκλεινε όπως καθε μέρα στις δέκα η ώρα, πήγαιναν σε καποιουνού το σπιτι και καναν παρέα μερικές φορές ισα με τα μεσανυχτα. «Με τα κοτόπουλα θέλουν να μας βαζουν να κοιμόμαστε», έλεγε ειρωνικό κατω απ' τ' αγριο βλέμμα του Νικου, ο Τασος. «Στο τέλος θα γινουμε κι εμεις κοτόπουλα». «Πουλ... πουλ... πουλ...» έκανε τριβοντας τα δαχτυλα του μπροστα στα μούτρα του Νικου. «Αμα δε σ' αρέσει εδώ ο δρόμος ειναι ανοιχτός και τα σκυλια δεμένα», έβαζε τις φωνές ο Νικος έτοιμος να του φαει τα δαχτυλα. «Αλλα τι να περιμένει κανεις απ' έναν τεμπέλη σα και σένα; Τεμπέλης στην Ελλαδα, τεμπέλης κι εδώ». Ο Δημήτρης ειχε εντυπωσιαστει απ' τις επιδόσεις του Τασου στα σουηδικό. Μια Παρασκευή βραδακι π' ήταν μόνοι οι δυο τους στο ζαχαροπλαστειο και γνώρισαν δυο πανέμορφα κοριτσακια, ο
Τάσος άλλαξε μια στιγμή μερικές κουβέντες μαζι τους κι αμέσως του'δωσε το συνθημα.
«Πάμε σινεμά με τα κοριτσια». Ο Δημήτρης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ακους εκει αγράμματος άνθρωπος να μάθει απ' έξω κι ανακατωτά τη γλώσσα μέσα σ' ενάμιση χρόνο. «Εσυ ρε Τάσο τα μιλάς φαρσι τα σουηδικά. Πότε ρε μπαγάσα πρόλαβες να τα μάθεις;» Ο Τάσος τον κοιταξε για μια στιγμή με κεινο το υφος υπεροχής με τη λοξή ματιά και τα μισόκλειστα μάτια που τρέλαινε τον Νικο. «Και τι νόμιζες ρε κορόιδο; 'Ενα με τους γυφτους και με τους Νικους θα γινόμαστε τώρα;» Ο Δημήτρης κατάφερε να συγκρατήσει τα λόγια π' ειπε ο Τάσος στα κοριτσια που συμφώνησαν όπως αποδειχτηκε να πάνε όλοι μαζι στο σινεμά. Μάλιστα βρήκε μια ευκαιρια προτου ξεκινήσουν να τα γράψει με λατινικά γράμματα σ' ένα χαρτοπετσετάκι του ζαχαροπλαστειου.
«Να τα μάθω αργότερα απ' έξω και να κάνω κι εγώ έτσι όμορφες προτάσεις στα κοριτσια, σκέφτηκε». Αργότερα όταν έμαθε σουηδικά, γελουσε με την χαζομάρα του.
«Κοιτα να δεις» σκεφτόταν, «πόσο χαζός μπορει να πιαστει ο άνθρωπος και να θαυμάζει κάποιον όταν ο ιδιος δε ξέρει γρι από γλώσσα». Αλαμπουρνέζικα που λέμε.
«Εσυ, εγώ, σινεμά;» ειχε πει ο Τάσος κι έδειξε με το δάχτυλό του και τον Δημήτρη.
5 Το Σάββατο ήταν η μέρα της «μεγάλης εξόδου».
«Σα την έξοδο στο Μεσολόγγι», έλεγε και γελουσε Παναγιώτης ο κοντός που και γι' αυτόν ακόμα ειχε "φαι" σ' αυτή τη χώρα όπως σχολιασε ένα βράδυ ο Νικος.
«Σα πατημένη ντομάτα ειναι ο Παναγιώτης και βγάζει και γκόμενες ο τσόγλανος. Πουλιέται κι αυτός για λατινος εραστής πανάθεμά τον π' ειναι ένα κι εξήντα με σκωμένα τα χέρια. Μας ξεφτιλιζει τη φυλή ο μπαγάσας».
«Για όλους έχει ο μπαχτσές», απάντησε γελώντας ο Παναγιώτης. «Και για τους κοντους και για τους ψηλους και για τους αχμάκηδες σα και σένα». Το Σάββατο λοιπόν ήταν η μέρα για το “χοροπηδάδικο" όπως ονομάτιζαν τα κέντρα διασκέδασης που πήγαιναν να χορέψουν και να χτυπήσουν καμιά γκόμενα, απ' τις οποιες δόξα τω Θεό υπήρχε μπόλικο πράμα και μάλιστα ευκολο.
Ο Δημήτρης, όπως ο γκαβουλιας και οι υπόλοιποι, σε καθε Σαββατιατικη έξοδο τα καταφέρνει και βρισκει διαφορετικό κοριτσι και μαλιστα το ιδιο βραδυ να το φέρνει και στο κρεβατι του. «Εδώ ειναι η χώρα της σεξουαλικής απελευτέρωσης που λέμε», κοκορευεται ακόμα κι ο Παναγιώτης ο κοντός που κατα πως λέει χαρακτηριστικα ο Τασος, «....αν δεν ειχε έρθει στη Σουηδια θα την έβγαζε μια ζωή στη μαλακια». Στην αρχή του Δημήτρη του'κανε μεγαλη εντυπωση και δε μπορουσε να το χωνέψει πως ήταν δυνατόν μικρα κοριτσια δεκαπέντε και δεκαξι χρονώ να ξενυχταν μακρια απ' το σπιτι τους χωρις, όπως με σιγουρια λέγαν, ν' αντιμετωπιζουν προβλήματα απ' τους δικους τους. Αυτή δε η μια φορα κι έξω απ' την πόρτα όπως έλεγε γελώντας ο γκαβουλιας, δε μπορει να μη το παραδεχτει τον αρεσε παρα πολυ. Την αλλη μέρα στο ζαχαροπλαστειο τα λέγαν μεταξυ τους και κοκορευονταν ο καθένας για τα δικα του καμώματα και τις δικές του επιτυχιες. Σιγα σιγα όμως ο Δημήτρης αρχισε να νοιώθει περιεργα. - Εμένα αρχισε να με κουραζει ν' αλλαζω κοριτσι καθε Σαββατο, πεταχτηκε μια Κυριακή που ο Νικος κοκορευονταν για τ' απιθανο κοριτσι π' ειχε χτυπήσει την προηγουμενη βραδια και που, η αλήθεια να λέγεται, αποτελουσε εδώ και καιρό την μεγαλη επιθυμια ολονών τους. - Της πέταξα τα ματια έξω, φουσκωσε σα κουρκος. Ο Δημήτρης του'ριξε μια ματια ζήλιας αλλα και σιχασιας για τον τρόπο που παινευονταν. - Βαρέθηκα να παριστανω την κρεβατομηχανή, αν καταλαβαιντε τι εννοώ δηλαδή. Εγώ θα προτιμουσα μια σχέση που να'χει διαρκεια. Στο τέλος με φαινεται ότι δε τα πηδαμε μεις τα κοριτσια αλλα αυτα πηδαν εμας. - Άντε.., αντε..., πεταχτηκε ενοχλημένος ο Τασος. Αυτός ο φιλος σου που μας κουβαλησες ρε Κιμωνα, ειπε στο γκαβουλια, θα μας χαλασει την πιατσα. Γυρισε στον Δημήτρη και τον ρώτησε κοιταζοντας τον λοξα. - Για καντο μας λιανα ρε συ αυτό π' ειπες που μας κανεις όλη την ώρα τον μη μου απτου με τους καλους τους τρόπους και τις ηθικές κουβέντες. Ο Δημήτρης πειραχτηκε απ' τα λόγια του αλλα έκανε πως δε καταλαβαινει. - Πριν από δυο Σαββατα, έχω και τον Κιμωνα μαρτυρα, έβγαλα ένα κοριτσι, εκεινη την κοντοκουρεμένη π' έχει τα μαλλια της κομμένα σαν αγόρι. Λένα τη λένε και μ' αρεζε παρα πολυ. Μετα που καναμε ότι καναμε και την ώρα π' ήταν να φυγει ξημερώματα για να παει στο σπιτι της, τη ρώτησα αν θα βλεπόμασταν την αλλη μέρα ή τ' αλλο τέλος παντων Σαββατο να παμε μαζι να χορέψουμε. Να παμε δηλαδή σα ζευγαρι.
- Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι, σχολίασε ο Νίκος με μια δόση μελαγχολίας στη φωνή του. Αυτές ρε συ είναι σχέσεις μιας χρήσης. Σα το τσιγάρο να πούμε. Το καπνίζεις και το πετάς. Τωρα ποιος απ' τους δυο είναι τ' αποτσίγαρο, είπε και κοίταξε με σημασία τον Τάσο, εξαρτιέται να πούμε. - Ε, λοιπόν, συνέχισε ο Δημήτρης, έκατσε κει δίπλα στο κρεβάτι πέντε λεπτά και μου τα εξήγησε όλα. Μ' είπε ότι όπως συζητάμε μεις γι' αυτές, έτσι συζητάν την άλλη μέρα κι αυτές για μας. Είπε ακόμα ότι αυτό που κάνουμε δεν είναι έρωτας, αλλά μια απλή σεξουαλική πράξη π' είναι ανάγκη να γίνει και για μας και γι αυτές. Είναι λέει κάτι τι σα παιχνίδι και να μη τρέφω ελπίδες ότι ο δεσμός μας μπορεί να γίνει μόνιμος ή τέλος πάντων να'χει κάποια διάρκεια. Εμένα, κατάληξε ο Δημήτρης, τι να σας πω. Πέσαν τα μούτρα μου γιατί ένοιωσα σα να με χρησιμοποιεί κάποιος για να περάσει μερικές ωρες ωραία και δε δίνει δεκάρα για τα αιστήματά μου. Σαν άδειο σακί ένοιωσα. - Τρίχες, πετάχτηκε κάνοντας μια χειρονομία αηδίας ο Τάσος. - Σωστός, τον έκοψε μ' ένα άγριο κοίταγμα ο Νίκος. Πολύ ωραία τα λέει ο Δημητρός. Για σένα όμως ρε Τάσο που το μυαλό σου είναι μόνο στο κάτω κεφάλι, αυτά είναι ψιλά γράμματα. Ο Τάσος για πρωτη φορά δε του απάντησε. Στο πρόσωπό του απλωθηκε μια λαφριό χλομάδα και στο μάτι του χαράχτηκε μια αδιόρατη μελαγχολία.
θ Μια Δευτέρα πρωί που μπήκε λίγο καθυστερημένος στο χυτήριο να πιάσει δουλειά, είδε μ' έκπληξη σβηστά το καζάνι π' έλιωναν τα μέταλλα και τις μηχανές του πιεσμένου αέρα που κάναν τα χωματένια καλούπια, έρημες κι εγκαταλειμμένες. Σε λίγο τον πλησίασε ο επιστάτης, ένα καλό κι ευγενικό παιδί και τον ενημέρωσε ότι οι παραγγελίες του χυτηρίου είχαν εκτελεστεί και προς το παρόν δεν υπήρχαν καινούριες. - Πήγαινε, του'πε στεναχωρεμένος, έξω στην αυλή π' είναι μαζεμένοι οι άλλοι και καθαρίζουν. Αφού δεν έχει δουλειά ας βάλουμε τουλάχιστο λίγη τάξη σ' αυτόν το σκουπιδότοπο. Του Δημήτρη του φάνηκε πως η φωνή του ράγισε και τα μάτια του βούρκωσαν. Την άλλη μέρα του'δωσε μια σκούπα να σκουπίσει όλο το εσωτερικό του χυτηρίου. - Τι να καθαρίσει κανείς μέσα σ' αυτό το χάος της βρωμιάς ρε γκαβούλια; είπε στο φίλο του. Εστιατόριο ειν' εδω; Την τέταρτη μέρα τον φωναξαν στα γραφεία. Εκεί είχε πατήσει το πόδι του μόνο την πρωτη μέρα π' έπιασε δουλειά για να συμπληρωσουν τα χαρτιά του και που σ' αντίθεση με το χυτήριο,
όπως ειπε μια μέρα ο Νικος, ήταν πεντακαθαρα και περιποιημένα σα νοσοκομειο,.
«Να πέσει γαλα στο πατωμα να το γλειψεις», συμπλήρωσε ο Παναγιώτης ο κοντός. Τον οδήγησαν λοιπόν σ' ένα γραφειο όπου καθόταν και γυρόφερνε σε μια πολυθρόνα κεινος ο κύριος που τον ειχε υποδεχτει την πρώτη μέρα και τον βοήθησε να συμπληρώσει τα χαρτια του. Φαινόταν πολύ ανήσυχος κι όλη την ώρα ξεφυσούσε και έξυνε μ' ένα μολύβι το κεφαλι του. - Ειμαστε, του'πε κομπιαζοντας, παρα πολύ ευχαριστημένοι απ' τη δουλεια σου και την προθυ μια που δειχνεις απ' την πρώτη μέρα π' ήρθες στο χυτήριό μας. Πήρε βαθια αναπνοή και συνέχισε με καποια δυσκολια. Τώρα τελευταια οι δουλειές μας δε πανε καλα. Δεν έχουμε καινούριες παραγγελιες και με μεγαλη μου λύπη πρέπει να σε πω ότι θ' απολύσουμε προσωπικό. Δυστυχώς θέλω να ξέρεις, ειπε απότομα σα να βιαζονταν να το πει όσο γινόταν πιο γρήγορα και να ξεμπερδεύει, αρχιζουμε από σήμερα με σένα π' εισαι κι ο τελευταιος που προσλαβαμε. Κατι πήγε να πει ο Δημήτρης αλλα κεινος τον έκοψε με μια φιλική κινηση σκώνοντας αργα την παλαμη του. - Οπως σε τόνισα, ειμαστε απόλυτα ευχαριστημένοι από σένα κι απ' τη δουλεια σου. Ολες οι αναφορές του προισταμένου σου σε δινουν αριστα, όπως εξ' αλλού και για όλους τους αλλους έλληνες που δουλεύουν εδώ σε μας. Θέλουμε όμως, ξεφύσηξε και παλι, να ειμαστε τιμιοι στις σχέσεις μας. Εσύ προσλήφτηκες τελευταιος, εσύ πρέπει ν' απολυθεις πριν απ' οποιονδήποτε αλλον. Μετα, αναλογα με τις δουλειές θα απολυθει εκεινος που προσλήφθηκε πριν από σένα και τα λοιπό. - Μαλλον θ' απολυθούν με τη σειρα όλοι οι έλληνες και κεινος ο Φιλανδός, παρατήρησε ο Δημήτρης. Αυτοι ειναι οι τελευταιοι που προσλήφτηκαν. - Σιγουρα δε μπορούμε ν' απολύσουμε ανθρώπους που δουλεύουν εδώ σε μας δέκα, εικοσι, ακόμα κι εικοσιπέντε χρόνια. Εσεις τι θα κανατε;
- Ακριβώς το ιδιο, απαντησε αποφασιστικό ο Δημήτρης και σκώθηκε. Πότε σταματαω; - Την Παρασκευή τελευταια μέρα. Θα πληρωθεις ότι έχεις να παιρνεις και θα σε δώσουμε μια πολύ καλή συστατική επιστολή να τη χρησιμοποιήσεις όπου πας να πιασεις δουλεια. Οι συστατικές επιστολές ειναι απαραιτητες εδώ στη Σουηδια. - Ευχαριστώ για όλα, ειπε ο Δημήτρης. Ο αλλος του'δωσε το χέρι σε μια ζεστή χειραψια. - Στο καλό και καλή τύχη, του'πε. Ο Δημήτρης ανοιξε την πόρτα αλλα σα να θυμήθηκε κατι γύρισε απότομα και του'πε.
- Μπορώ να πω ότι με διευκολυντε με την απόλυση. Ειχα σκοπό να μετακομισω στη Στοκχόλμη για να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο. Τώρα ειμαι ελευθερος να φυγω από Δευτέρα κιό λας. - Καλή τυχη, ξανάπε χαμογελώντας ο άλλος. Σε μια βδομάδα ακριβώς από κεινη τη μέρα, ανεβασμένος και πάλι στο τρένο αποχαιρετουσε τον γκαβουλια που στεκόταν στην αποβάθρα και τον κοιταζε λυπημένος. Απ' το τελευταιο βαγόνι ακουστηκε η γνωστή σφυριχτρα του εισπράκτορα και το τρένο ξεκινησε αργά. 'Ενα ταξιδι ακόμα. 'Ενα ακόμα πιο δυσκολο ταξιδι, αφου εκει που πάει δεν υπάρχει κανεις να τον περιμένει κι αφήνει πισω του τον μοναδικό του φιλο σ' αυτή την άγνωστη γι' αυτόν ακόμα χώρα.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο ?ο
Ο Βασιλης κάθισε όσο πιο αναπαυτικά μπορουσε στη θέση του συνοδηγου και περιμενε τον θειο Χαράλαμπο να τακτοποιήσει τις αποσκευές του στο πορτ μπαγάζ του μπεζ, καινουριου, φρεσκοπλυμένου και γυαλισμένου βόλβο, για να ξεκινήσουν το μεγάλο ταξιδι για τη Σουηδια. - Κοντά πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα, ειπε ο Χαράλαμπος και κουνησε χαμογελαστός το κεφάλι του. Κανεις δεν ήταν εκει να τους αποχαιρετήσει, αφου ο θειος Χαράλαμπος τους μόνους ζωντανους συγγενεις π' ειχε ήταν η μάνα του Βασιλη π' αρνήθηκε να'ρθει στην αναχώρησή τους και ο πατέρας που κοιμόταν μεθυσμένος. Ο Χαράλαμπος, αφου έλεγξε τα μπαγκάζια τους με περισσή σχολαστικότητα, θρονιάστηκε στη θέση του οδηγου. Κουνήθηκε λιγο να τακτοποιήσει όσο καλυτερα γινονταν τον κώλο του και γυρισε τη μιζα. Τ' αμάξι πήρε μπρος μ' ένα γλυκό και μαλακό μουγκρισμα κι άρχισε να δουλευει ήσυχα και σκεδόν αθόρυβα. 'Εριξε μια ματιά στον Βασιλη που παρακολουθουσε όλες του τις κινήσεις μ' ενδιαφέρον κι ειπε χαμογελώντας και κάνοντας το σταυρό του. - Με την ευχή του Θεου ξεκινάμε ανιψιέ. Πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα. Τα πήρες όλα μαζι σου; Το διαβατήριο σου το'χεις; - Ναι απάντησε ο Βασιλης αλλά καλου κακου κοιταξε στην από μέσα τσέπη του σακακιου του. Εδώ ειναι. Φρέσκο κι ολοκαινουργιο.
Ο Χαραλαμπος ξανακανε το σταυρό του και σπρώχνοντας προς τα μπροστα τον λεβιέ των ταχυτήτων, ξεκινησαν σιγα σιγα τον χωματόδρομο. Σε πέντε λεπτα βρισκόταν στον κεντρικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο και με μεγαλη τώρα ταχυτητα πήραν το δρόμο της Σαλονικης. Το ταξιδι θα ήταν μεγαλο και κουραστικό αλλα αυτό λιγο ενδιέφερε τον Βασιλη. Αυτόν τον ένοιαζε να φυγει μια ώρα αρχυτερα απ' αυτή την κόλαση που ζουσε τα τελευταια χρόνια και ιδιαιτερα από τη μέρα που πέθανε ο παππους του. Ας ειν' καλα ο θειος Χαραλαμπος, έκανε από μέσα του τον σταυρό του, που του ανοιγει έναν καινουριο δρόμο στη ζωή. Μπορει να μην έμοιαζε απ' αρχής ευκολος συμφωνα με τα λεγόμενα του θειου του οπωσδήποτε όμως τον φανταζονταν πολυ καλυτερο και με καλυτερες προυποθέσεις απ' αυτές π' έβλεπε μπροστα του μέχρι τα τώρα. «Μη φανταστεις ότι εκει ειναι σκέτος παραδεισος», του'πε την προηγουμενη μέρα ο Χαραλαμπος. «Χρειαζεται σκληρή δουλεια κι όσο να'ναι αλλος κόσμος, αλλοι ανθρωποι, αλλη νοοτροπια. Οι σουηδοι καναν τη Σουηδια στα δικα τους μέτρα, τα δικα τους γουστα και το δικό τους τρόπο που σκέπτονται. Δε καναν τη χώρα τους να ταιριαζει στα γουστα και τη νοοτροπια του έλληνα, του ιταλου ή του γιουγκοσλαβου. Εκει παν' απ' όλα δεν έχει θέση για τους τεμπέληδες. Οποιος έχει στόχους και παλευει», καταληξε ο Χαραλαμπος, «βοηθιέται μ' όλα τα μέσα να τα φέρει βόλτα και να πετυχει».
«Θα δουλέψω», υποσχέθηκε ο Βασιλης. «Θα δουλέψω σκληρα. Τουλαχιστο δε θα παλευω μέρα νυχτα στο βρόντο όπως εδώ». Στα συνορα παρουσιαστηκε πρόβλημα γιατι ο Βασιλης δεν ειχε στο διαβατήριο του την απαραιτητη σφραγιδα απ' την τραπεζα της Ελλαδος ότι ειχε μαζι του «τα εκ των διαταξεων προβλεπόμενα εκατό δολαρια», όπως με έμφαση τόνισε ο χωροφυλακας. Ο θειος Χαραλαμπος εξήγησε μ' υπομονή στον προκλητικό αστυνομικό, του έδειξε μαλιστα και την αναλογη σφραγιδα στο διαβατήριό του, ότι ήταν μόνιμος κατοικος Σουηδιας και ότι επιστρέφοντας απ' την αδεια του παιρνει μαζι και τον ανιψιό του. Οσο για χρήματα, κανένα πρόβλημα. Εβγαλε απ' την τσέπη του κι έδειξε ένα ματσο σουηδικα κατοσταρικα, λέγοντας ότι τα μισα απ' αυτα ήταν τουλαχιστο δέκα φορές περισσότερα απ' όσα χρειαζόταν ο ανιψιός του. - Ναι αλλα, ειπε ο χωροφυλακας, ειναι δικα σας κι όχι δικα του. Αυτός πρέπει να'χει τα δικα του χρήματα. Ετσι λένε οι εντολές π' έχουμε.
«Οριστε του δινω τα μισα», ειπε χωρις να μπορει να κρυψει την αγανακτηση του ο Χαραλαμπος. «Παρτα Βασιλη και βαλτα στην τσέπη σου».
«Οχι», είπε ο χωροφύλακας με πείσμα. «Αυτά τα χρήματα είναι δικά σας». «Μα θα μπορούσα να του τα είχα δωσει από πριν», είπε αγαναχτισμένος ο Χαράλαμπος. «Αυτά τα πράματα είναι παράλογα».
«Οχι» ξανάπε με περισσότερο πείσμα ο χωροφύλακας. «Εξάλλου λείπει η σφραγίδα της τράπεζας απ' το διαβατήριό του». Στο τέλος ένας προιστάμενος με δυο άστρα στον ωμο έδωσε μια χαζή μεν αλλά τέλος πάντων λύση. Τους έστειλε κει δίπλα σ' ένα μικρό κατάστημα της εθνικής τράπεζας, όπου ο Χαράλαμπος άλλαξε τ' ανάλογα σουηδικά μ' εκατό δολάρια. Με τα δολάρια στο χέρι ο Βασίλης πέρασε τα σύνορα δίνοντας έτσι την τυπική και γραφειοκρατική δικιολογία στους χωροφύλακες ότι έκαναν το καθήκον τους.
«Δεν είναι βέβαια σφραγισμένο απ' την τράπεζα Ελλάδος όπως λέει ο νόμος», είπε ο προιστάμενος βάζοντας το σουηδικό κατοστάρικο που του πάσαρε ο Χαράλαμπος στην τσέπη του, «αλλά τέλος πάντων δε χάλασε κι ο κόσμος. Αλλιως έπρεπε να σας στείλω πίσω στη Σαλονίκη. . .. Αντε τωρα να πάτε στο καλό και καλό ταξίδι». Οταν μπήκαν στ' αυτοκίνητο ο θείος του έβριζε συνέχεια Θεούς και δαίμονες. - Δε πρόκειται να ξαναπατήσω σ' αυτή τη χωρα, έλεγε ανάμεσα στις βρισιές του. Ποτέ ξανά. Είδες ρε Βασίλη; είπε αφήνοντας για μια στιγμή το τιμόνι για να σκωσει τα χέρια του ψηλά δείχνοντας την αγανάχτησή του. Είδες πως είχε σα κουτάλα ανοιγμένο το χέρι του ο πεζεβέγκης; Κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος και κοίταξε τον Βασίλη σουφρωνοντας τα χείλια του. -Ετσι λέω κάθε χρόνο και την άλλη χρονιά δυο μήνες πριν απ' την άδειά μου δεν έχω τίποτα στο μυαλό μου παρά μόνο την ωρα που θα ξεκινήσω για την Ελλάδα. Αίσχος αλλά και μεγάλος βραχνάς αυτή η πατρίδα Βασίλη μου. Απ' τις τόσες φορές π' είχε κάνει ο θείος του αυτό το δρομολόγιο, ήξερε όλα τα κόλπα απ' έξω κι ανακατωτά. Μόλις πέρασαν τα Γιουγκοσλάβικα σύνορα, πολύ εύκολα ειν' η αλήθεια μ' ένα μικρό φιλοδωρημα, ο Χαράλαμπος έκανε τ' αμάξι στην άκρη. Εβγαλε απ' την τσέπη του μερικά γερμανικά δεκάρικα που τα είχε φαίνεται φυλαγμένα ειδικά για κάποιο σκοπό κι έβαλε από ένα σε κάθε τσέπη του σακακιού και του πουκαμίσου του. - Τι κόλπα ειν' αυτά που κάνεις θείο; ρωτησε γελωντας ο Βασίλης. - Θα δεις, απάντησε σοβαρά εκείνος και ξεκίνησε. Δε θα είχαν πάει ούτε καλά καλά πενήντα χιλιόμετρα στον εθνικό δρόμο π' ήταν όλο λακκούβες και τ' αυτοκίνητο ήταν αδύνατο να τρέξει πάνω από εξήντα χιλιόμετρα, όταν πετάχτηκε μπροστά τους ένας αστυνομικός ή τέλος πάντων ένας με μια μπλε στολή κι
ασπρο παγωτατζιδικο καπέλο, κρατώντας στο χέρι του μια μικρή πινακιδα π' έγραφε °ετορ'. Ο Χαραλαμπος σταματησε διπλα του και κατέβασε το τζαμι. - Πασπόρτ, διέταξε αυστηρα εκεινος. Ο Χαραλαμπος του'δωσε το διαβατήριο του και περιμενε. Ο
«χωροφύλακας» ξεφύλλισε αδιαφορα το διαβατήριο και με νοήματα τους έδωσε να καταλαβουν ότι έτρεχαν με πανω από εκατό χιλιόμετρα. Ο Χαραλαμπος ειπε «ντα..., ντα...» κουνώντας το κεφαλι του, ενώ έβγαλε από μια τσέπη ένα γερμανικό δεκαρικο και του το'δωσε. Ο «χωροφύλακας» χαμογέλασε ευχαριστημένος, έδωσε πισω το διαβατήριο, τραβήχτηκε λιγο στην ακρη και χαιρέτισε στρατιωτικό. - Καλό ταξιντι, ευχήθηκε με σπασμένα ελληνικα. Αυτό το ιδιο σκηνικό επαναλήφτηκε πεντέξι φορές, εξόν απ' τα βενζιναδικα που τους χρέωναν τη διπλή ποσότητα απ' όση έπαιρνε το ρεζερβουαρ τ' αυτοκινήτου. Βραδιασε, ξημέρωσε και κόντευε μεσημέρι όταν βγήκαν απ' τη Γιουγκοσλαβια και μπήκαν στην Αυστρια. Ο Χαραλαμπος ήταν κατακοπος ύστερα από τόσες ώρες ασταματητης οδήγησης χωρις ύπνο αλλα καταφερνε και διατηρούσε το κέφι του. Του το'χε εξηγήσει απ' την αρχή και πριν ακόμα φτασουν στα ελληνικα σύνορα, ότι καθε χρόνο έκανε την ιδια διαδρομή και στο έλα και στην επιστροφή με τον ιδιο τρόπο. Με μια από τη Στοκχόλμη ισα με την Βιέννη, δυο μέρες αραγμα σ' ένα ωραιο πανδοχειο έξω απ' την πρωτεύουσα της Αυστριας με μπόλικο ύπνο π' έφτανε και τις δεκαπέντε ώρες σερι και μετα με μια μέχρι το χωριό. Το ιδιο τ' αναποδα και στην επιστροφή. - Σε τέσσαρες ώρες το πολύ θα ειμαστε σε κεινο το πανδοχειο που π σ' έλεγα και θα μεινουμε απόψε κι αύριο όλη μέρα. Μεθαύριο πρωι πρωι ξαναπαιρνουμε το δρόμο γραμμή και με μια ανασα για τη Στοκχόλμη, του'πε μόλις πέρασαν τα σύνορα της Αυστριας. Ο Βασιλης ήταν τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος π' ένας Θεός μόνο ξέρει με τι ζόρι κρατιόταν να μη τον παρει ο ύπνος και σταματήσει να κουβεντιόζει με τον θειο του. Ο Χαραλαμπος τον ειχε παρακαλέσει απ' την αρχή ακόμα του ταξιδιού τους. - Να με μιλας όλη την ώρα για να μη με παρει ο ύπνος και γκρεμιστούμε πουθενα. Παρ' όλη την κούραση του πρόσεξε ότι μπαινοντας στην Αυστρια έμπαινε σ' έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο απ' ότι η Ελλαδα και η Γιουγκοσλαβια. - Σα μέρα με τη νύχτα ειναι θειο Χαραλαμπε. Εδώ ειναι αλλος κόσμος, αλλος πολιτισμός. Ακόμα και τα μούτρα τους, αν κι αγέλαστα, ειναι ευγενικό και μας μιλαν απ' ότι καταλαβα με το σεις και με το σας.
- Εκει ειναι Βαλκάνια, ειπε τονιζοντας τις λέξεις του ο Χαράλαμπος. Εδώ ειναι Ευρώπη. Ήταν βραδάκι όταν ο Χαράλαμπος σταμάτησε τ' αυτοκινητο μπροστά σ' ένα μικρό αλλά πανέμορφο πανδοχειο χωμένο μέσα στο πράσινο και τα δέντρα. Κατέβηκε γρήγορα γρήγορα απ' τ' αυτοκινητο, ισιωσε μ' έναν αναστεναγμό το κουρασμένο κορμι του και τιναξε με δυναμη μερικές φορές το δεξι του πόδι. - Ουτε που το νοιώθω ειπε τόσες ώρες συνέχεια να πατάω το γκάζι. Ο Βασιλης ήταν τόσο κουρασμένος που ουτε κατάλαβε πως πήγαν στην υποδοχή, πως πήραν το κλειδι τους και πως ανέβηκε τις λιγοστές σκάλες ισα με το πρώτο πάτωμα π' ήταν το δωμάτιό τους. Δε πρόλαβε καλά καλά να περάσει την πόρτα κι έπεσε ξερός έτσι όπως ήταν με τα ρουχα, στο κρεβάτι. Ο υπνος τον πήρε στο δευτερόλεπτο. 'Ενας υπνος βαθυς, βαράς, άγριος, με χιλια δυο όνειρα κι εφιάλτες. Σε κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του κι ειδε τον θειο του που στεκόταν μπροστά στο παράθυρο μ' ένα ποτήρι στο χέρι. Πετάχτηκε πάνω έντρομος. - Τι ώρα ειναι θειο;
- Τέσσερις τ' απόγεμα, απάντησε χαμογελώντας εκεινος. - Μόνο τέσσερις; ρώτησε μισοκοιμισμένος ακόμα ο Βασιλης. - Ναι αλλά την άλλη μέρα, γέλασε δυνατά ο θειος του. Κοιμάσαι από χτες βράδυ. Κοντευεις τις δεκαεπτά ώρες υπνο. Αμα θες κοιμήσου κι άλλο γιατι αυριο πρωι πρωι φευγουμε και θα'χουμε άλλο ένα τέτοιο δρομολόγιο. Ο Βασιλης χουζουρεψε για μερικά λεπτά και ξανακοιμήθηκε. Την άλλη μέρα πρωι πρωι, απ' τις επτά ακόμα, κάθισαν να πάρουν το πρωινό τους πριν ξεκινήσουν. Πρωινό με του πουλιου το γάλα και μ' έναν καφέ π' έμοιαζε με μαυροζουμι και σερβιρονταν σε μεγάλες κουπες σα να'ταν τσάι. Περιεργος καφές σκέφτηκε ο Βασιλης που τον βρήκε πολυ νόστιμο όταν έβαλε τέσσερις κουταλιές ζάχαρη και μπόλικο πηχτό γάλα απ' ένα μικρό κανατάκι. Τα σαλάμια, το κασέρι και το γελαδινό βουτυρο μαζι με κεινα τ' αφράτα μικρά ψωμάκια, ήταν μια πραγματική απόλαυση. - Την ταράτσωσα ειπε μόλις τελειωσε. 'Ετσι τρώνε θειο στην Ευρώπη; ρώτησε με το φόβο ότι μπορει να'λεγε καμιά χαζομάρα. - Το πρωινό, απάντησε σοβαρά ο θειος του, ειναι το πιο βασικό φαγητό της μέρας. Αμα τρως ένα καλό πρωινό κρατιέσαι δυνατός κι ορεξάτος όλη μέρα.
2 Ξεκινησαν και πάλι διασχιζοντας ωραιους δρόμους ανάμεσα σε δάση κι απέραντα λιβάδια στις πλαγιές των βουνών.
Ολ' αυτα έκαναν φοβερή εντυπωση στον Βασιλη που δε μπορουσε να μη κανει τη συγκριση με τους ξεροτοπους της πατριδας του ή τέλος παντων του καμπισιου χωριου του. Μπορει κι εμεις στην Ελλαδα, σκέφτηκε, να'χουμε όμορφα καταπρασινα βουνα κι ατέλειωτα λιβαδια αλλα αυτός δε τα ειχε δει ποτέ, αφου ποτέ δεν ειχε απομακρυνθει απ' το χωριο του. Οι μεγαλυτεροι ειχαν να λένε και να περιγραφουν πανέμορφα μέρη που τα ειδαν στη διαρκεια του πολέμου, αλλα κι αργοτερα όσοι ειχαν παει φανταροι. Περιμενε κι αυτός με τη σειρα του, με καποια βιασυνη κι ανυπομονησια ειν' η αλήθεια, όταν καταταγόταν και υπηρετουσε τη θητεια του να γυρισει ένα σωρο μέρη και να σεργιανισει αυτα τα πανέμορφα μέρη της πατριδας του. Αυτο το θέμα της στρατευσης ήταν που τον απασχολουσε απο τώρα, αν και για να βγαλει το διαβατήριο του χρειαστηκε να παρει βεβαιωση απ' τη στρατολογια οτι η κλαση του θα καλουνταν μετα απο δυο χρονια και να υπογραψει υπευθυνη δήλωση οτι τη συγκεκριμένη ημερομηνια θα εμφανιζόταν για καταταξη. - Τι θα γινει θειο αν δε γυρισω στην ώρα μου να καταταγώ; - Θα σε κηρυξουν πρώτα ανεπιλεκτο, αν δεν εμφανιστει στην επιλογή κι ανυποτακτο αν δεν εμφανιστεις την ώρα που στρατευεται η κλαση σου. Απο κει και πέρα οι πορτες της Ελλαδας ειναι κλειστές για σένα. Ο Βασιλης έπεσε σε βαθια συλλογή. Αυτος έκανε ένα σωρο ονειρα για το πώς θα δουλευε σκληρα, θα μαζευε οσα περισσοτερα λεφτα μπορουσε, θ' αγοραζε ένα ωραιο αυτοκινητο σα του θειου του κι ακομα καλυτερο και θα ερχοταν ένα καλοκαιρι στο χωριο να δειξει την προκοπή του στη μανα του και σ' ολους τους χωριανους που θα τον μακαριζαν και θα τον ζήλευαν έτσι οπως έκαναν και για τον θειο Χαραλαμπο. Σ' αυτές του τις φαντασιώσεις, που δε τον αφησαν ουτε στιγμή απ' τη μέρα που ο θειος Χαραλαμπος του προτεινε να τον παρει μαζι του και μέσες ακρες του παρουσιασε με τα καλυτερα λογια τη νέα του πατριδα, ξεχωριστή θέση ειχε για τον πατέρα του που τον φανταζονταν ελευθερο απ' το καταραμένο πιοτο, λεβέντη και χωρατατζή οπως παλια να τον υποδέχεται μ' ανοιχτή αγκαλια. Θα τον έβαζε στ' αυτοκινητο και θα τον γυρνουσε σ' ολη την Ελλαδα να δει και να χορτασει οτι σ' ολη του τη ζωή ονειρευονταν. Θα του'φευγε το παραπονο οτι θα πέθαινε σα το κουταβι με τα ματια κλειστα χωρις να'χει δει ουτε τι ειναι πιο' απο κεινο το βουνο, οπως έλεγε κι έδειχνε με το χέρι καπου μακρια. Πέρασαν χωρις σταματημο ολη τη Γερμανια με κεινους τους τεραστιους δρομους που μπορουσε να τρέχει κανεις με τ' αυτοκινητο οσο γρήγορα τραβουσε η ορεξη του. - Αυτοι οι δρομοι έγιναν απ' τον Χιτλερ, του εξήγησε σε μια στιγμή ο Χαραλαμπος. Σκατα στα κοκαλα του τον ρουφιανο που τυλιξε ολο τον κοσμο στα μαυρα. Ο Τακης του Λεμονή οπως και ο
ξάδερφός του, Τάκης κι αυτός, εχτελέστηκαν γιατί λέει ήταν σε μια οργανωση, ούτε ξέρει κανείς πως τη λέγαν, που πολεμούσε το στρατό κατοχής. Ακούς; Ακούω να λες. Να σε σκοτωνουν γιατί θέλεις να διωξεις τους κατακτητές της πατρίδας σου. Να σε πω την αλήθεια Βασίλη, ένας λόγος που από παλια αποφασισα να κάνω όλο το δρομολόγιο μέχρι την Ελλάδα και πίσω σε δυο δόσεις είναι ότι δε θέλω να σταματάω στη Γερμανία ούτε για κατούρημα που λέμε. Ούτε να τους βλέπω θέλω, ούτε να τους ακούω. Σταματησε για λίγο και ξαφνικα σα να τον τσίμπησε μύγα, άρχισε να λέει κάτι εντελως ακαταλαβίστικες λέξεις μ' έναν βάρβαρο κι επιθετικό τρόπο. Ο Βασίλης τον κοίταζε σα χαμένος. - Επαθες τίποτα θειο; ρωτησε κοιτάζοντας τον ανήσυχος. - Οχι βρε μπουνταλά, γέλασε ο Χαράλαμπος. Τη γλωσσα τους μιλαω π' είναι τόσο βάρβαρη, ν' αγριεύεσαι και μόνο που την ακους. Λοιπόν, πήρε φόρα, την πρωτη φορα π' ήρθα με αδεια στο χωριό δεν είχα δικό μου αυτοκίνητο και κατέβηκα μ' έναν φίλο που δουλεύαμε στο ίδιο εργοστάσιο και π' είναι απ' τη Σαλονίκη. Γιωργος ο Σαλονικιός τον ξέρουν όλοι κει πανω. Παντρεμένος λοιπόν ο ανθρωπος με μια σουηδέζα είχε και δυο μικρα κοριτσάκια, οκτω και δέκα χρονω. Αυτός το λοιπόν ο Γιωργος ο Σαλονικιός βρέθηκε στη Σουηδία από προπολεμικά ακόμα, όταν έμεινε ξέμπαρκος απ' ένα σαπιοκαραβο. Η σουηδική αστυνομία που τον βούτηξε, ήταν έτοιμη να τον κανει μπακέτο και να τον στείλει πίσω στην Ελλαδα. Να τον απελασει όπως λέμε. Μπήκαν όμως στη μέση κατι σουηδικές ανθρωπιστικές οργανωσεις και το πραμα καθυστέρησε κοντα ένα χρόνο. Πανω κει αρχισε ο πόλεμος και φυσικα δεν ήταν δυνατό να τον απελασουν στην Ελλάδα γιατί στο μεταξύ είχε αρχίσει εκεί σε μας ο πόλεμος με την !ταλία. Τυχερός λοιπόν ο Γιωργης που του βγήκε σε καλό ο πόλεμος, έμεινε λεύτερος. Μετα από λίγο βρήκε δουλεια, βρήκε και τη σουηδέζα του, παντρεύτηκε κι έγινε φαμελιαρχης. Επειδή όμως η Σουηδία κρατούσε στον πόλεμο ουδέτερη σταση, ο Γιωργος ο Σαλονικιός ούτε είδε ούτε καταλαβε όπως έλεγε κατι απ' τις βαρβαρότητες π' έκαναν οι γερμανοί σ' όλη την Ευρωπη. Οταν μαλιστα άκουγε ή διάβαζε πουθενα για τις απανθρωπιές τους στον πόλεμο, όχι μόνο δε τα πίστευε αλλά επέμενε από πανω ότι συκοφαντούσαν τους γερμανούς επειδή χασαν τον πόλεμο. - Ο χαμένος συκοφαντιέται παντα απ' τον νικητή, έλεγε Στο δρόμο τους έλεγα έγω τα αιστήματά μου για τους γερμανούς και τ' ασκημα χρόνια της κατοχής στο χωριό κι εκείνοι γελούσαν και μ' έλεγαν φανατικό κι ανόητο. - Τρεις συγγενείς απ' το σοι της μάνας μου έχτέλεσαν οι ρουφιανοι οι ναζίδες επέμενα έγω, αλλ' αυτοί το χαβά τους. Καταλαβες εσύ
5
Βασιλη για ποιους έλεγα. Για τους δυο Τακηδες π ειπα προηγούμενα και τον Νικήτα της Βαγγελιώς. - Καταλαβα, κούνησε το κεφαλι του ο Βασιλης. Λοιπόν; Τα δικα τους που λες αυτοι. Να επιμένουν ότι τους λέω ψευτιές σαν και τα παραμύθια για τους εβραιους που τους καναν ταχα οι γερμανοι σαπούνι. Να μη στα πολυλογώ, κουβέντα στην κουβέντα κοντέψαμε να χαλαστούμε με τους ανθρώπους να επιμένω γω στα δικα μου και κεινοι στα δικα τους. 5 Μπήκαμε που λες με το καλό καποτε στη Γερμανια και πανω π ειχαμε κανει καμια κατοσταρια χιλιόμετρα σταματήσαμε σ' ένα βενζιναδικο. Εκει, στην ακρη της αλανας γύρω απ' το βενζιναδικο, ήταν ένα μικρό κιόσκι που πουλούσε λουκανικα, αναψυκτικό και παγωτα. Τα δυο του κοριτσακια δέκα κι οκτώ χρονώ όπως σε ειπα, ζήτησαν απ' τον πατέρα τους να τους αγορασει παγωτό. Εκεινος τους έδωσε χρήματα ν' αγορασουν μόνες τους και μεις μπήκαμε στην καφετέρια να πιούμε έναν καφέ να συνηφέρου με γιατι ειχαμε κανει κοντα οχτακόσα χιλιόμετρα μονορούφι, αν και οδηγούσε μια ο Γιώργος και μια η γυναικα του. Αν ειχα παντρευτει κι εγώ μια σουηδέζα ρε Βασιλη, δε θα χρειαζόταν τώρα να ξεθεώνου με στο τιμόνι. Τέλος παντων πετιέμαι απ' το'να στ' αλλο σα τον παπατρέχα αλλα δω που τα λέμε δεν έχουμε και τιποτα καλύτερο να κανουμε. 'Εχουμε ακόμα ατέλειωτες ώρες ταξιδι και καλό ειναι να κανουμε μουχαμπέτι που λεν οι τούρκοι. Περναει ποιο εύκολα η ώρα. - Τι ειν' αυτό το μουχαμπέτι θειο; ρώτησε ο Βασιλης περισσότερο για να μιλήσει κι αυτός. - Μουχαμπέτι ειναι η λαφριό κουβέντα Βασιλη. Οχι τιποτα σοβαρές συζητήσεις δηλαδή αλλα κατι να λέμε για να περνα η ώρα. Κατι σα το κουτσομπολιό που λέμε. 'Ελεγα λοιπόν για τα κοριτσακια του Γιώργου του Σαλονικιού που πήγαν να παρουν παγωτό από κεινο το κιόσκι στο βενζιναδικο. Πανω κει που πιναμε τον καφέ μας στη μικρή καφετέρια π' ήταν κολλητα με το βενζιναδικο, ακούσαμε φωνές και τρέξαμε να δούμε τι συμβαινει. Τα κοριτσακια ειχαν μαζευτει κλαιγοντας σε μια γωνια και κοιταζαν με τρόμο μια χοντρή γερμανιδα μ' ασπρη μπλούζα που τα μαλωνε με δυνατές κι αγριες φωνές στη γλώσσα της, που δεν ειναι δα κι ότι πιο ευχαριστο να την ακούει κανεις αμα δε τη γνωριζει. Μπορεις να φανταστεις τι έγινε; ρώτησε γελώντας ο Χαραλαμπος και χωρις να περιμένει την απαντηση του, συνέχισε. Τα παιδακια πήραν το παγωτό τους σε χωνακι, πλήρωσαν και γυρνώντας να φύγουν της μικρής της έπεσε το παγωτό στο τσιμέντο. Η γερμανιδα πετόχτηκε από μέσα και το'πιασε δυνατα απ' το χέρι την ώρα που το κακόμοιρο έκανε να τρέξει
απογοητευμένο στον πατέρα του και τη μάνα του. Με άγριες φωνές και τραβώντας το δυνατά απ' το χέρι του'δειχνε ότι έπρεπε να μαζέψει από κάτω το παγωτό με το χέρι του και να πάει να το πετάξει σ' έναν τενεκέ πιο κει. Το μικρό, που φυσικά δε καταλάβαινε τις αγριοφωνάρες της γερμανιδας, ειχε πέσει στην αγκαλιά της αδερφής της κι έκλαιγαν και τα δυο κατατρομαγμένα να σε ραγιζεται η καρδιά. Να μη τα πολυλογώ, όταν ειδαν τον πατέρα να διαμαρτυρεται έντονα και ν' απειλει θεους και δαιμόνους και μένα με τη μάνα τους που τρέξαμε να βοηθήσουμε τα μωρά, τρέξαν με τη σειρά τους τ' αφεντικά και οι υπάλληλοι απ' το βενζινάδικο και μάλιστα φέραν μαζι τους ένα μεγάλο άγριο λυκόσκυλο, π' απειλουσαν να τ' αμολήσουν κατά πάνω μας. Η γυναικα του φιλου μου η σουηδέζα π' ήξερε μερικά γερμανικά, μας ειπε μετά πως λέγαν ότι ο Χιτλερ δε πέθανε κι ότι όπου να'ναι η Γερμανια θα ξανασκωθει ν' αφανισει εβραιους, τσιγγάνους κι όλους εμάς τους μαυροκέφαλους π' ήμασταν βρομιάρηδες, άχρηστοι και τεμπέληδες. Μάλιστα η γερμανιδα σε μια στιγμή την έφτυσε γιατι λέει αυτή, μια ξανθιά και βόρεια, καταδέχτηκε να παντρευτει μ' έναν αμφιβολης φυλής ξένο. Από κει και πέρα φάγαμε χωρις να σταματήσουμε πουθενά παρά μόνο για βενζινα και χωρις να κατεβει κανεις μας απ' τ' αυτοκινητο. - Κατάλαβες Βασιλη; τέλειωσε την αφήγησή του ο Χαράλαμπος. Κατάλαβα να λες. Ο Βασιλης δεν απάντησε. 'Εφερε ένα γυρο το μάτι του στο πανέμορφο καταπράσινο τοπιο με τα δασωμένα βουνά στο βάθος. Πρόσεξε τα γόνιμα, από μαυρο καμπάδικο χώμα οργωμένα χωράφια δεξά κι αριστερά του δρόμου και το μικρό κουκλιστικο χωριουδάκι που λαμποκοπουσε πεντακάθαρο και συμμαζεμένο κάτω απ' τον πρωινό φτινοποριάτικο ήλιο. Αναστέναξε κρυφά μέσα του. - Τέτοια ομορφιά, τέτοιος πλουτος και τόσο μισος, πως δένουν αναμεταξυ τους; γυρισε απότομα και ρώτησε τον θειο του. - Το μισος ποιανών ρε Βασιλη; - Των γερμανών πριν και των αλλονών τώρα.
3 Αφου διέσχισαν τη Γερμανια, με μια αναπνοή όπως έλεγε όλη την ώρα ο Χαράλαμπος, μπήκαν μαζι με τ' αυτοκινητο σ' ένα μεγάλο καράβι που ο θειος του'πε ότι το λέγαν φερυ μποτ. Απιστευτο πράμα να μπαινεις με τ' αυτοκινητο σε καράβι, σκέφτηκε ο Βασιλης και κοιτουσε όλη την ώρα γυρω του σα χαμένος. Ο θειος του γελουσε.
- Και πως θα περασεις μια θαλασσα σα κι αυτή να πας στον προορισμό σου; τον ρώτησε. Στα νησια πως πανε στην Ελλαδα. - Με τα καικια θειο. Τι να σε πω. Πρώτη φορα βλέπω να ταξιδευει κανεις μαζι με τ' αυτοκινητο του πανω στη θαλασσα. Τέλος παντων. Λογικο φαινεται αλλα γω ουτε το'δα μέχρι τώρα ουτε καν το σκέφτηκα. Γυρισε απότομα και γελώντας πονηρα σα να τον έπιασε στα πρασα ρώτησε. - Κι αμα ταξιδευει κανεις με το τρένο; Τι γινεται αμα έρχεται κανεις με τρένο; - Άντε..., αντε..., κουνησε ο Χαραλαμπος το χέρι του. Εσυ παιδι μου εισαι πιο' απ' τον κοσμο. Και το τρένο βρε μπουνταλα μπαινει μέσα στο πλοιο. - Ολόκληρο; απορησε ο Βασιλης ανοιγοντας μια πιθαμή το στομα του. Απ το καραβι βγήκαν στη Δανια κι απο κει υστερα απο δυο τρεις ώρες ξαναμπήκαν μαζι με τ' αυτοκινητο τους παλι σε καραβι αλλα μόνο για κοντα μισή ώρα αυτή τη φορα και πατησαν στη Σουηδια. Ο Χαραλαμπος έκανε σα τρελός απ' τη χαρα του όσο πλησιαζαν να πιασουν το σουηδικό λιμανι. Μολις βγήκαν στη στερια ο Βασιλης πρόσεξε τον θειο του που σήκωσε τα ματια του και κοιταξε συγκινημένος ψηλα ένα τεραστιο κονταρι με μια πολυ μεγαλη σημαια με κιτρινα και μπλε χρώματα. - Η σουηδική σημαια, του'δειξε με το δαχτυλο ο Χαραλαμπος. Δες την καλα για να τη γνωριζεις. Ο Βασιλης ειδε ότι ο θειος του συγκινήθηκε τοσο πολυ που βουρκωσε. - Άμα αλλαξεις καλέ θειο τον κιτρινο σταυρό στη μέση μ' έναν ασπρο, τοτε γινεται φτυστή η δικια μας σημαια. - Τώρα ειμαι στο σπιτι μου, συνέχισε ο Χαραλαμπος σα να μη τον ακουσε καθολου. Τώρα νοιώθω τη σιγουρια του σπιτιου μου. Σ' ολο το ταξιδι, αν και το κανω καθε χρονο, ειμαι με την ψυχή σφιγμένη. Μολις φτασω ομως εδώ όλα αλλαζουν. Τον έπιασε απ' το μπρατσο και τον κοιταξε στα ματια. - Η σιγουρια Βασιλη. Το αιστημα της σιγουριας ότι όσο στραβα να σ' έρθουν τα πραματα, οσες αναποδιές να σε τυχουν, ότι τέλος παντων να σε συμβει δεν εισαι έρμαιο. Αυτή τη σιγουρια ψαχνουν παντου οι ανθρωποι. Εδώ σ' αυτή τη χώρα το τακτοποιησαν αυτό το ζήτημα. Καταλαβες; - Ναι, απαντησε ο Βασιλης χωρις να'ναι σιγουρος. Και τώρα γραμμή για τη Στοκχόλμη και το σπιτι μας, ειπε γελώντας ο Χαραλαμπος. Πεντακοσια χιλιομετρα ακόμα και φτασαμε.
κιεολιιλιο 8"
Τακτοποίησε τη βαλίτσα στο διχτυωτό γείσωμα στο πανω μέρος του κουπέ και κάθισε στη θέση του αφού για μια ακόμα φορα συμβουλεύτηκε το σκληρό χαρτογένιο εισιτήριο που το κρατούσε τόσο σφιχτά, ωστε η χούφτα του γέμισε ιδρωτα. Δεύτερη θέση, κουπέ έξη, θέση τρία. Εβγαλε την καμπαρτίνα του και την κρέμασε προσεχτικά στο κρέμασταρι δίπλα στην είσοδο του κουπέ. Κάθισε λίγο μαζεμένος κι αμήχανος στη θέση του δίπλα στο παραθυρο, με τα μούτρα προς την κατεύθυνση που θα κινούνταν το τρένο. Είχε επιμείνει ιδιαίτερα σ' αυτό όταν πήγε να βγαλει το εισιτήριο του ο Αργύρης. Ο αντρας πίσω απ' τον γκισέ, σαράντα περίπου χρόνων και με το'να χέρι κομμένο απ' τη ρίζα, τον κοίταξε
χαμογελαστός και του'πε με μια μικρή δόση πίκρας κι απαγοητεψης στη φωνη του. «Κι εγω το ίδιο κουσούρι έχω. Πρέπει παντα να καθομαι με την πλατη στα σίγουρα και τον κόσμο μπροστα μου. Αυτα είναι κουσούρια που μας τ' αφησε ο πόλεμος». Ο Αργύρης δε του απαντησε. Ούτε καν γύρισε να τον κοιτάξει. Πήρε το εισιτήριο του κι απομακρύνθηκε βιαστικά. Τωρα που κάθισε στη θέση του δε ξέρει να πει πως του'ρθαν ξαφνικα στο μυαλό οι κουβέντες κείνου του σακατεμένου. Χρόνια τωρα παλεύει να διωξει τους φόβους του και την ανασφάλεια που νοιωθει να του κατατρων τα μέσα του. Χρόνια τωρα παλεύει με τη λογική να διωξει από μέσα του τον φόβο που του παραλύει το μυαλό και την ψυχή και τον κανει, το καταλαβαίνει πολύ καλα αν και δε τ' ομολογεί ούτε στον εαυτό του, να τρέμει τις νύχτες πα στο κρεβάτι του σαν το φτινοπωριατικο φύλλο. Χρόνια αγωνίζεται να διωξει αυτόν τον τρόμο που τον αναγκάζει να μη κοιτάει κανέναν στα ματια. Χρόνια τωρα αυτός ο φόβος στάζει σταγόνα σταγόνα μες την ψυχή του το φαρμάκι του μίσους και της εχτρότητας. Αυτός ο φόβος τον κανει μισάνθρωπο. Αυτός ο φόβος τον κλείνει στον εαυτό του. Αυτός ο φόβος τον στέλνει τωρα μακρια απ' τον τόπο π' έζησε δεκαοκτω ολόκληρα χρόνια και δε μπόρεσε να τον αγαπήσει και να τον πονέσει. Είναι ίσως αυτός ο φόβος που τον έκανε να μισήσει και τον τόπο και τους ανθρωπους του. Με την πλατη στα σίγουρα. Ετσι του'χε πει αυτός ο κουλός στο γκισέ των εισιτηρίων, που ποιος ξέρει σε τι βάσανα και τι αγωνίες βρέθηκε και σε ποια μαχη έχασε το χέρι του. - Το δεξί χέρι του λείπει, μουρμούρισε ο Αργύρης που μόλις τωρα το σκέφτηκε. Το καλό του το χέρι. Με την πλατη στα σίγουρα.
Ακόμα και στο καφενειο που πήγαινε καμια φορα αλλα και στη μπυραρια της γειτονιας του που πήγαινε συχνότερα, καθόταν παντα στο ιδιο τραπέζι στη γωνια έτσι που να'χει όλο το μαγαζι κι όλους τους πελατες να τους βλέπει μπροστα του. Δε ξεχναει τα μούτρα π' έκανε η σπιτονοικοκυρα του όταν μπήκαν μαζι να του δειξει το δωματιο την πρώτη φορα που πήγε νοικαρης. Της ειπε ότι το κρεβατι π' ήταν στη μέση του δωματιου, έπρεπε να το μετακινήσουν στη γωνια απέναντι απ' το παραθυρο.
«Αυτό το κρεβατι», διαμαρτυρήθηκε κεινη, «ειναι χρόνια τώρα σ' αυτό το σημειο κι έχουν κοιμηθει πανω του ένα σωρό νοικαρηδες. Αμα το μετακινήσω πρέπει ν' αλλαξω θέση και σ' όλα τ' αλλα έπιπλα». Οτι κι αν του'πε, όσο κι αν τον παρακαλεσε να τη γλιτώσει απ' έναν τόσο μεγαλο και περιττό κόπο, σταθηκε αδύνατο να του αλλαξει τα μυαλό. Ξαφνικό συνήφερε απ' τα ονειροπαρσιματα του απ' το δυνατό σφύριγμα του τρένου και τ' αργό του ρολαρισμα στις γραμμές. Το ταξιδι που θα τον έφερνε σ' έναν αλλο κόσμο, το ταξιδι που θα τον έβγαζε απ' τ' αδιέξοδο που ζούσε χρόνια τώρα, το ταξιδι που θα του γιανει το μυαλό και θα του μαλακώσει την ψυχή, αρχισε. Το κουπέ, εξόν απ' τη θέση διπλα του, ειχε γεμισει χωρις καν να τ' αντιληφτει,. Απέναντι του καθόταν μια ηλικιωμένη κυρια που διαβαζε ένα περιοδικό και διπλα της ένας καλοντυ μένος κύριος που κρατούσε κατι χαρτια κι ένα μολύβι στα χέρια του κανοντας συνέχεια λογαριασμούς με ύφος πολυασχολο. Διπλα σ' αυτόν καθόταν ένας αλλος αντρας με ρούχα εργατικό και μια τραγιασκα στο κεφαλι που την ειχε ριξει μπροστα στα ματια του προσπαθώντας κατα πως παρασταινε να κοιμηθει. Ο Αργύρης καταλαβε με την πρώτη ματια ότι κλεφτοκοιταγε τα μπούτια της νέας γυναικας που καθόταν απέναντι του κι έπλεκε με μια ταχύτητα και μανια που του'φεραν ζαλαδα, έτσι καθώς την κοιταξε γι' αρκετή ώρα σημαδεύοντας τα σουσούμια της. Η πόρτα του κουπέ ανοιξε κι όλοι σήκωσαν τα ματια τους αδιαφορα. 'Ενας εισπρακτορας φανηκε στο έμπα ακολουθούμενος από μια νέα κι ωραια ειν' η αλήθεια γυναικα, κοντα στα τριαντα. Ο εισπρακτορας έριξε μια ματια στον αριθμό π' ήταν καρφωμένος στο πανω μέρος της κενής θέσης διπλα στον Αργύρη, συμβουλεύτηκε το εισιτήριο που κρατούσε κι ειπε στην κοπέλα που τον ακολουθούσε. - Εδώ ειναι η θέση σας δεσποινις. Διπλα στον κύριο. Εκεινη κοιταξε στα μούτρα τον Αργύρη με μια έκφραση ξινιλας και σιχασιας και χωρις να κρατήσει καν τα προσχήματα ρώτησε τον εισπρακτορα.
- Δεν υπάρχει πουθενά αλλου άλλη ελευθερη θέση; Θα'πρεπε να βλέπουν όταν πουλάν τα εισιτήρια διπλα σε τι ανθρώπους θα καθισει κανεις. - Θα δω τι μπορώ να κάνω, ειπε πρόθυμα ο εισπράκτορας και προχώρησε στο διάδρομο ακολουθουμενος απ' την κοπέλα. Η ηλικιωμένη κυρια γυρισε και πάλι στο περιοδικό της κάνοντας μια γκριμάτσα δυσφοριας κι αγανάκτησης, ο κυριος διπλα της ξανάρχισε τους λογαριασμους του, ο εργάτης μετακινησε λιγο προς τα πάνω την τραγιάσκα για να βλέπει καλυτερα τα μπουτια της απέναντι, ενώ εκεινη ανακάθισε έτσι που να του τα μοστράρει περισσότερο. Ο Αργυρης κοιταξε κι αυτός με τη σειρά του αδιάφορος έξω τα δέντρα και τα σπιτια που τρέχαν με μεγάλη ταχυτητα προς τα πισω. - Μαθημένα τα βουνά στα χιόνια μουρμουρισε. Τέτοιες προσβολές τις θεωρουσε χαιδέματα σε συγκριση με τα όσα ειχε τραβήξει τα χρόνια της ομηριας του. Το τρένο ήταν ταχεια και σταματουσε μόνο σε μεγάλες πόλεις. Σε κάθε στάση κάποιος κατέβαινε κι ένας άλλος έπαιρνε τη θέση του. Πρώτη κατέβηκε η ηλικιωμένη κυρια π' αρνήθηκε, ευγενικά ειν' η αλήθεια, όταν ο Αργυρης προθυμοποιήθηκε να κατεβάσει τη βαλιτσα της απ' τη θέση των αποσκευών στο πάνω μέρος του κουπε. - Ευχαριστώ ειπε κι αρνήθηκε με μια ελαφριά κινηση του χεριου της και στον διπλανό της με τους ατέλειωτους λογαριασμους που με τη σειρά του θέλησε να τη βοηθήσει. Βγαινοντας χαμογέλασε στον Αργυρη μ' ένα χαμόγελο συμπάθειας και φιλικότητας. - Καλό ταξιδι, ευχήθηκε μόνο σε κεινον και χάθηκε στον σκοτεινό διάδρομο. Μετά κατέβηκε κεινος με τα χαρτιά και τους λογαριασμους και στον παραπέρα σταθμό ετοιμάστηκε να κατεβει η πλέχτρα. Αμέσως σκώθηκε κι ο τραγιάσκας, αν κι ο Αργυρης ήταν σιγουρος ότι δεν ήταν αυτός ο σταθμός του. Φτάνοντας στο Λ!ΜΠΕΚ ήταν μόνος του στο κουπέ, ενώ το βαγόνι ειχε σκεδόν αδειάσει. Οταν το τρένο, ξημέρωμα πια έμπαινε στη Σουηδια αφου πέρασαν τις θάλασσες με τα φερυ μποτ και τη Δανια ο Αργυρης ένοιωσε ακόμα πιο έντονο κεινο το σφιξιμο στο στομάχι. Το ιδιο ακριβώς σφιξιμο π' ένοιωσε τη στιγμή π' αποφάσισε οριστικά να πάρει των ομματιών του για μια καινουρια πατριδα. «Απονενοημένο διάβημα» το'χε χαρακτηρισει ο τρελογιατρός ο Γιαννουλης όταν τ' άκουσε. «Τι πα να πει λοιπόν αυτό τ' από τέτοιο πως το'πες διάβασμα;» ρώτησε ο Θόδωρος π' ήταν μπροστά.
«Θα πει ότι το ταξιδι αυτό ειναι μια πραξη απελπισιας», απαντησε σκεφτικός ο Γιαννουλης. «Το προβλημα του Αργυρη ειναι μέσα στο κεφαλι του. Οπου και να παει, οσους τοπους και ν' αλλαξει, θα κουβαλαει τη Γερμανια μαζι του. Μέσα στα σπλαχνα του και στο μυαλο του». Αν ειχε τουλαχιστο μαζι του τον Θόδωρο τα πραματα θα'ταν διαφορετικα. Άλλο δυο αντρες μαζι στ' αγνωστο κι αλλο μόνος κι έρημος. Η αλήθεια ειναι ότι μερικές μέρες πριν φυγει, σκέφτηκε να τον ρωτήσει αν ήθελε να παει μαζι του. Σκέφτηκε μαλιστα να τον προτεινει να πληρώσει αυτος όλα τα έξοδα και το εισιτήριο με επιστροφή κι αμα δε του αρεζε, μπορουσε να γυρισει πισω οποια ώρα του καπνιζε. Ο ιδιος έτσι κι αλλιώς ήταν έτοιμος ν' αφήσει τα κοκαλα του οπουδήποτε αλλου, παρα να ξαναγυρισει. Μετα αλλαξε γνώμη γιατι έβαλε στο μυαλο του ότι το ταξιδι αυτό ήταν μια δικια του υπόθεση. Ενας δικός του αγώνας να ξεφυγει απ' τα δικα του τα δεσμα. Ενας δικός του αγώνας να ξεφυγει μόνος του απ' τους δικους του φόβους. «Μολις τακτοποιηθώ» ειπε στο Θόδωρο, «θα σε ειδοποιήσω να'ρθεις κι εσυ. Να φέρεις αργότερα και την κορη σου με τον αντρα της κατα πως τα'χεις σχεδιασμένα».
2 Πλησιαζαν στη Στοκχόλμη οπου συμφωνα με το προγραμμα θα βρισκόταν εκει σε μισή ώρα, δηλαδή στις έντεκα το πρωι ακριβώς. Τρομος τον έπιασε στη σκέψη ότι θα βγει στο σταθμό χωρις να τον περιμένει κανεις, χωρις να ξέρει προς τα που θα τραβήξει.
«Ειναι και μέρα Κυριακή» μουρμουρισε. «Ευτυχώς έχω αρκετα λεφτα μαζι μου και μπορώ να μεινω σε καποιο ξενοδοχειο μερικές μέρες ώσπου να δω τα πλαινα μου». Καλα που το θυμήθηκε λοιπον, χτυπησε το μέτωπο του με την παλαμη του. Μέρες τώρα αυτό ακριβώς προγραμματιζει. Μολις φτασει θα παει σ' ένα φτηνό ξενοδοχειο να μεινει όσο χρειαζεται ώσπου να προσανατολιστει και να βρει σπιτι και δουλεια. Το σκέφτεται τοσο καιρο αλλα όπως και τώρα, συνέχεια ξεχνιέται και σφιγγει η καρδια του απ' τη λαχταρα. Το τρένο σταματησε σιγα σιγα με το γνωστο τσιριγμα που κανουν οι ροδες οταν φρεναρουν. Ο Αργυρης πήρε βαθια ανασα κι αποτομα σκώθηκε. Άρπαξε τη βαλιτσα του και κατέβηκε στην αποβαθρα αμήχανος και ξαναμμένος. Κοιταξε για μια στιγμή γυρω του και με σταθερο βήμα τραβηξε προς τη μεγαλη εισοδο π' έβγαζε στην τεραστια αιθουσα αναμονής. Μπήκε και καθισε κατ' ευθειαν σ' ένα παγκακι να συγκεντρωθει και ν' αποφασισει.
Ξαφνικά, απ' το παγκακι π' ήταν πλατη μ' αυτό που καθόταν ο ίδιος, άκουσε δυο νεαρούς να μιλάν ελληνικά. Γύρισε απότομα
χαμογελωντας και τους χαιρέτισε με τον γνωστό της ξενιτιας χαιρετισμό. - Καλημέρα πατριωτές. Εδω μέντε; Ο ένας, ο νεαρότερος χαμογέλασε. - Αφού εδω μας βλέπεις πατριωτη που θέλεις να μένουμε; Στην Καπεργαούμ; - Σωστα..., σωστα.., παρατήρησε ο Αργύρης. Να, είπα μήπως επειδή είστε στο σταθμό μπας και ταξιδεύτε. Στο κατω κατω είπε και γέλασε δυνατα κι εμένα εδω με βλέπτε αλλά μόλις έφτασα απ' τη Γερμανία και σκέπτομαι ποιον δρόμο να παρω. - Τωρα ήρθες; ρωτησε ο αλλος που δεν είχε ανοίξει ακόμα το στόμα του και περιεργαζονταν τον Αργύρη μ' ενδιαφέρον. Ί-!ρθές εδω για να μείνεις; - Ναι, απαντησε ο Αργύρης. Αμα ξέρτε κανα φτηνό ξενοδοχείο να με το συστήστε να μείνω ωσπου να δω τι θα κανω με σπίτι και δουλεια. - Να συστηθούμε πρωτα πετάχτηκε ο μικρός. Εμένα με λένε Βασίλη. Ί-!ρθα μόλις πριν απ' ένα μήνα με τον θείο μου με τον οποίο μένουμε μαζί και δουλεύω στο εργοστάσιο που δουλεύει κι αυτός χρόνια τωρα. Τηλέφωνα και τηλεφωνικά κέντρα κανουμε. Τεράστιο εργοστάσιο. Τον φίλο μου απ' εδω τον λένε Θαναση. - Γλιστρίδα έφαγες ρε Βασίλη και τα λες όλα μονοκοπανιας; παρατήρησε χαμογελωντας ο Θανάσης. Την ιστορία της ζωής σου κοντεύεις να πεις στον ανθρωπο. Δε τον βλέπεις π' είναι ταλαιπωρημένος και σασιρντισμένος ο ανθρωπος; - Αργύρη με λεν εμένα, είπε ο Αργύρης και χαιρετήθηκε και με τους δυο με χειραψία. Ο Θανάσης συνέχιζε να τον κοιτάζει καλα καλα. - Βαφτης είσαι; είπε αστειευόμενος ο Αργύρης. Με κοιτας σα να'ναι να με παρεις μέτρα για κουστούμι. - Οχι, είπε ο Θανάσης σοβαρα. Σε γραδάρω που λέμε. Σκέφτηκα ότι δε χρειαζεται να πας σε ξενοδοχείο. Το δωμάτιό μου είναι για δυο ατομα και το'να κρεβάτι είναι αδειο. Μπορείς να μείνεις μαζί μου αμα θέλεις αλλά μόνο για έναν, το πολύ ενάμιση μήνα. Περιμένω καποιον δικό μου που θα'ρθει απ' την Ελλαδα. Στο μεταξύ ψαχνεις για κατι αλλο να βολευτείς. Θα σε βοηθήσω κι εγω π' έμαθα αρκετα τα κόλπα εδω. - Στην “παραγκα" Θαναση, πετάχτηκε ο Βασίλης. Ακουσα ότι στην παράγκα αδειάζει ένα δωματιο σε καμια εικοσαριά μέρες. Φεύγει ένας αυστριακός. - Σε παράγκα θα μείνω ρε παλικάρια; χαμογέλασε αμήχανα ο Αργύρης. Βαλτε μέσα κι ένα παχνί να γίνω ίσα κι όμοια με τα γελάδια. Ο Θανάσης έβαλε τα γέλια.
- “Παραγκα" το λένε οι σουηδοι στη γλώσσα τους ρε φιλε αλλα ειναι κανονικό σπιτι για δέκα νοματαιους μ' όλα τα κομφόρια που λέμε. Ειναι δέκα δωματια με κοινή κουζινα και κοινές τουαλέτες και λουτρό. Πολύ ωραια ειναι. Καθαρό και περιποιημένα να ντρέπεσαι να πατήσεις. - Ανήκουν στο εργοστασιο που δουλεύουμε, συμπλήρωσε ο Βασιλης, Κανονικό πρέπει να δουλεύεις εκει για να σε δώσουν δωματιο. Απ' την “παραγκα" πέρασαν ποιος λιγο ποιος πολύ όλοι ώσπου να βρουν αλλο σπιτι, εκτός από μένα φυσικα που το βρήκα έτοιμο με το π' έφτασα. Μένω με τον θειο μου π' ειναι πανω από δέκα χρόνια στη Σουηδια κι ειναι ταχτοποιημένος μια χαρα από σπιτι. Στην αρχή δε σ' αφηναν να μεινεις όσο θέλεις αλλα μόνο προσωρινό για έναν το πολύ εναμιση μήνα, για να βολεύονται κι αλλοι νεοφερμένοι. Τώρα μένει όποιος να'ναι δουλεύει δε δουλεύει στο εργοστασιο. Ειναι όπως και να το κανουμε μια καλή λύση αν όταν έρθει ο φιλος του Θαναση δεν έχει βρεθει κατι καλύτερο. Εμεις μπορούμε να παμε αύριο καλού κακού να καπαρώσουμε το δωματιο τ' αυστριακού π' αδειαζει κι από κει και πέρα βλέποντας και κανοντας. - Οσο για δουλεια και μ' αυτό θα σε βολέψω, πήρε το λόγο ο Θανασης. Σ' ένα μικρό εργοστασιακι που δούλευα παλια. 'Ενα μικρό σακουλαδικο που κανει χαρτινες σακούλες για τα ψώνια. 'Εχω πολύ καλές σχέσεις μαζι τους κι έμαθα χτες συμπτωματικα ότι φεύγει ένας Φιλανδός και θα χρειαστούν καποιον στη θέση του. Ο Αργύρης όρμησε πανω του, τον αρπαξε απ' τους ώμους και του'σκασε δυο φιλια απ' ένα σε καθε μαγουλο. - Σιγα...., έκανε ένα βήμα πισω ο Θανασης. Θα με πνιξεις.
κιεφΑλλιο 9ο
Πανω στους τέσσαρες μήνες απ' την ώρα π' έφυγε ο Αργύρης και αφού ειχαν προηγηθει μερικα τηλεφωνήματα του, ο Θόδωρος πήρε ένα τηλεγραφημα την ώρα ακριβώς που γυρνούσε απ' την πρωινή βαρδια στο σπιτι. Τ' ανοιξε με λαχτόρα και διαβασε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν οι γνώσεις του στην ξένη αλφαβήτα. Ει_Α ΟθΟ ΡΊΟ ΘΒιΘΟΒΑ ιιιιτ>οπιο θΤΟΡ Αι_Οθ ΤΟΡΟθ Αι_Οθ ΚΟθΜΟθ θΤΟΡ ΑΒΘιΒιθ - Απ' τον Αργύρη ειναι; ρώτησε περισσότερο με νοήματα και λιγότερο με λόγια η νοικοκυρα του που στεκόταν διπλα του και τον κοιτούσε με λαχτόρα στα ματια. Πως τα παει; 'Εφτασε καλα; Ειναι
καλά; Βολευτηκε κει που πήγε; Τον άρεσε; Ο Αργυρης ήταν ο καλυτερος απ' όλους μου τους νοικάρηδες, κουνησε λυπημένα το κεφάλι της. Ειναι καλά; - Ναι έκανε νευμα ο Θόδωρος. Ειναι λέει πολυ καλά και σε στέλνει τα χαιρετήματά του. Λέει ότι δε μας βγάζει όλους μας ουτε στιγμή απ' το μυαλό του. - Και μένα; ρώτησε με λαχτάρα η σπιτονοικοκυρά. Γράφει και για μενα; - Ναι..., ξανακουνησε το κεφάλι του ο Θόδωρος. Και για μένα και για σένα και για όλους μας γράφει. Την άφησε κει στο διάδρομο μπροστά στην πόρτα της κουζινας της χαρουμενη κι ευτυχισμένη, αν και ήταν σιγουρος ότι τιποτα απ' όσα της ειπε δε πιστεψε. Η ιδια του'δωσε το τηλεγράφημα κι απ' ότι φαινόταν καθαρά το'χε ανοιξει κι άρα ήξερε ότι το τηλεγράφημα ήταν μια αράδα όλο κι όλο. «Οι άνθρωποι αρέζονται λοιπόν να ζουν στα ψέματα», μονολόγησε καθώς ανέβαινε με κουρασμένα βήματα τις σκάλες να πάει στο δωμάτιό του. Ωραιο δωμάτιο μα την αλήθεια και πολυ τυχερός που του το προξένεψε ο Αργυρης πριν φυγει. Και η νοικοκυρά του πολυ καλή και φιλικιά του φέρνει κάθε τόσο ένα πιάτο φαγητό όταν μαγειρευει κάτι καλό όπως λέει. Οχι δηλαδή πως μπορει να φάει αυτά τα ξινολάχανα και τις άνοστες βραστές πατάτες π' απελπισμένα ψάχνει πως να τα πετάξει χωρις να τον πάρει χαμπάρι, αλλά κεινο που μετράει ειναι η καλή διάθεση τ' ανθρώπου να μοιραστει ότι νομιζει πως δινει χαρά κι ευχαριστηση στους άλλους. 'Εβγαλε τα ρουχα της δουλειας, φόρεσε τις ριγωτές πυτζάμες του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Πήρε απ' το κομοδινο διπλα του το τηλεγράφημα και το κράτησε σφιχτά στο χέρι κοιτώντας μ' ασάλευτη κι ονειροπαρμένη ματιά το ταβάνι. Με τι λαχτάρα το περιμενε αυτό το τηλεγράφημα. Ειχαν συνεννοηθει ότι μόλις τακτοποιουνταν ο Αργυρης με το καλό, να του στειλει ένα γράμμα ή ένα τηλεγράφημα για να πάει μια βόλτα να τα δει όλα με τα μάτια του. Θα'παιρνε μια μικρή άδεια απ' τη δουλειά του για μερικές μέρες κι άμα αρέζονταν εκει να ξαναγυρισει πισω να μαζέψει τα λιγοστά του συμπράγκαλα και να πάει κι αυτός εκει σε κεινο το μέρος. Δε ξέρει να πει ουτε πως ουτε πότε του καρφώθηκε στο μυαλό ότι αυτή η μετακινηση τον πάει ποιο κοντά, ένα βήμα θαρρεις απ' το Σινσινάτι. Το περιμενε λοιπόν το γράμμα ή το τηλεγράφημα του Αργυρη, αλλά όχι και τόσο συντομα. Υπολόγιζε ότι θα χρειάζονταν τουλάχιστο έξη μήνες ώσπου να τακτοποιηθει από σπιτι κι από δουλειά και μετά να τον καλέσει κι αυτόν κοντά του. «Πολυ γλήγορα», μουρμουρισε. «Πολυ γλήγορα λοιπόν τα κατάφερε».
5
Ολες αυτές τις μέρες έκανε ένα σωρο όνειρα γι αυτό το ταξιδι. Ολες αυτές τις μέρες φουντωσε και παλι μέσα του αγρια η λαχταρα για το Σινσινατι. Τις νυχτες κανει πολλή ώρα να τον παρει ο υπνος και καμια φορα τον βρισκει το ξημέρωμα να σκέφτεται και να ονειροπολαει αυτό το ενδιαμεσο ταξιδι. Γιατι ειναι σιγουρος. Το βλέπει καθαρα μπροστα του ότι το ταξιδι στη Σουηδια ειναι το τελευταιο σκαλι πριν καταλήξει στο τέρμα τ' ονειρου του. Το τηλεγραφημα που με τοση λαχταρα περιμενε ήρθε και μαλιστα πολυ νωριτερα ομως με το χέρι στην καρδια που λέμε, δε μπορει να πει ότι αιστανεται τη χαρα και την ικανοποιηση που περιμενε. Κοιταζοντας τώρα το ταβανι ανασκαλευει το μυαλο του και την ψυχή του να καταλαβει τι ειν' εκεινο που τον κραταει και δε τον αφήνει να πεταχτει πανω και να τρέξει στους δρομους να φωναξει. Να ξηγήσει σ' ολο τον κόσμο, γερμανους κι έλληνες, ότι αρχιζει πια γι' αυτον το τελευταιο κομματι του μεγαλου ταξιδιου.
«Ίσως λοιπον αυτό το ιδιο το καταραμένο το Σινσινατι να φταιει», σκέφτηκε κι αμέσως μετανιωσε σα να βλαστήμησε ασκημα το ιδιο του τ' όνειρο που φωλιαζει χρονια τώρα στην ψυχή του και δε τον αφήνει ήσυχο ουτε στιγμή. Τα ειπε μαλιστα και στον τρελογιατρο τον Γιαννουλη που τον έχει σε μεγαλη εχτιμηση απο τοτε π' έβγαλε συμπέρασμα για το βασανο του Αργυρη. Του τα'πε λοιπον με το νι και με το σιγμα την περασμένη βδομαδα που πήγε και τον ειδε στο σπιτι του.
«Εμμονή ιδέα», ειπε κεινος οταν τέλειωσε ο Θοδωρος. «Ολοι έχουμε μέσα μας κρυμμένο ένα Σινσινατι που τρέχουμε ξωπισω του κι αγωνιουμε να το φτασουμε. Ολοι έχουμε μέσα μας τ' ονειρο να βρεθουμε ο καθένας στο δικο του Σινσινατι. Ειναι η λαχταρα κι η ελπιδα τ' ανθρώπου να ξεφυγει, να λευτερωθει, να ζήσει χωρις τα δεσμα της καθημερινότητας που μας βουλιαζει στη μονοτονια και την αδιαφορια». 5 Ο Θοδωρος ειν' η αλήθεια ότι δε καταλαβε και πολλα πραματα απ τα λεγομενα του Γιαννουλη. «Απ' ότι λοιπον καταλαβα» ειπε, «όλοι έχουν λοιπον λιγο πολυ το ιδιο κουσουρι με μένα».
«Το ζουμι το καταλαβες μια χαρα», απαντησε γελώντας ο τρελειατρος και συνέχισε. «Σε σένα αυτό τ' όνειρο έγινε σιγα σιγα τοσο δυνατο παθος, που ποτέ δε προκειται να σ' αφήσει. Ακομα κι αν καποια μέρα καταφέρεις να φτασεις στο Σινσινατι σου, ειμαι σιγουρος ότι θ' απαγοητευτεις γιατι ποτέ δε προκειται να το βρεις όπως το'πλασες με τη φαντασια σου. Θα χαθεις στους δρομους του και στον κοσμο του. Σα το κερι θα λιώσουν οι ελπιδες σου».
«Ενα απιαστο ονειρο κυνηγας Θόδωρε», τον χτυπησε μαλακα στην πλατη. «Τα ιδια με τον φιλο σου τον Αργυρη, αλλ' απ' την αναποδη. Καταλαβες;»
«Κατάλαβα», απαντησε. «Το ίδιο παλαβός είμαι λοιπόν κι εγω σα και κείνον». Μήπως πρέπει ν' αλλαξει ρότα; Μήπως πρέπει ν' αλλαξει μυαλά όσο ακόμα είναι καιρός; Μήπως πρέπει να παρατηθεί απ' αυτό το ταξίδι στη Σουηδία που πιστεύει ότι τον φέρνει μια ανασα κοντα στ' απιαστο αυτό όνειρο;
Μπορεί ακόμα να τ' αλλαξει όλα και να μείνει εδω σ' αυτόν τον τόπο που του αρέσει πολύ. Να μείνει εδω π' έχει τη δουλεια του και τ' ωραίο του δωματιο. Να μείνει εδω που μια και τα καταφερε τωρα με κείνη την κοκκινομαλλα, νοιωθει χαρούμενος και φχαριστημένος σα να πολέμησε κι έριξε κάστρο απαρτο. Να φέρει εδω και τον Λευτέρη με την Καλλιόπη και να ζήσουν μαζί ήρεμα κι ευτυχισμένα μερικα χρόνια ωσπου να μαζέψουν τα χρήματα που χρειαζονται και να γυρίσουν πίσω στο χωριό και τα εγγόνια του. Η πόρτα χτύπησε διακριτικα και προτού προλαβει ν' απαντήσει η σπιτονοικοκυρά ανοιξε βαζοντας χαμογελαστή το κεφαλι της μέσα. Με λόγια και νοήματα του'δωσε να καταλαβει ότι σε δυο ωρες έχει κλήση για τηλέφωνο απ' τη Σουηδία. - Απ' τον Αργύρη θα'ναι, πετάχτηκε λαχταρισμένος απ' το κρεβάτι. - Ναι κούνησε λυπημένη το κεφαλι της εκείνη. Απ' ότι καταλαβαίνω θα ψαχνω παλι για νοικαρη. Ύστερα από τρεις βδομαδες ακριβως ο Θόδωρος την αποχαιρέτισε και σε μια μέρα και μια νύχτα βρέθηκε στη Στοκχόλμη και στην αγκαλια του καλύτερου πια φίλου του, που τον υποδέχτηκε μαλιστα στο σταθμό με λουλούδια και μια φωνή π' ακούστηκε δυνατα κι έκανε όλους να γυρίσουν το κεφαλι τους. - Καλως τον Πον τον Σινσινατι.... Καλως όρισες λεβέντη μου... Ο Αργύρης τα είχε τακτοποιήσει όλα μια χαρα. Ο ίδιος είχε βρει ένα πολύ ωραίο δωματιο με κουζινίτσα όπως εξήγησε στον φίλο του, αλλά κρατούσε ακόμα το δωματιο στην “παραγκα" για να τακτοποιηθεί προσωρινά ο Θόδωρος. - Από δωματιο να μείνεις προς το παρόν είσαι ταχτοποιημένος, είπε. Δουλειά έτοιμη στο σακουλαδικο υπαρχει κι όλα είναι ταχτοποιημένα μια χαρα. Με τον καιρό να ψάξουμε να βρούμε ένα καλό σπιτάκι με δυο δωματια, να μπορέσεις να φέρεις και τους δικούς σου να μείντε όλοι μαζί.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο Ίθο
Ο Περικλής πηγαινοερχόταν στην πλατφόρμα του σταθμού και κάθε τόσο κοιτούσε το μεγαλο κρεμαστό ρολόι με τους λατινικούς
αριθμούς. Το τρένο όπου να'ναι πρέπει να φτασει. 'Εχει αργήσει κιόλας πανω από τρια λεπτα. «Πολύ ασυνήθιστο», σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Ολα εδώ γινονται ακριβώς στην ώρα τους βρέξει χιονισει που λέμε». Από δω και δέκα μέρες που πήρε το γραμμα του φιλου και συμμαθητή του του Λακη που γραφει ότι έρχεται να τον βρει και να μεινει κι αυτός εδώ στην παγωμένη Σουηδια, σπαζει το κεφαλι του να καταλαβει τι συμβαινει. Ο Λακης ειναι γιος εργοστασιαρχη και πολύ κονομημένου και γνωστού επιχειρηματια σ' όλη τη Σαλονικη. Δε πέρασε μαλιστα πανω από ένας χρόνος απ' τη μέρα που ο ιδιος έφυγε απ' την Ελλαδα κι έμαθε ότι ο φιλος του πέρασε στη νομική. Οπως του'γραψαν οι δικοι του, με καποια δόση ζήλιας ειν η αλήθεια,
«...ανοιγόταν μπροστα του ο δρόμος της επιτυχιας». Αυτή η τελευταια φραση δεν ήταν σιγουρα των γονιών του που αγραμματοι ανθρωποι και οι δυο, παρακαλούσαν την κόρη του κυρ Παντελή του μπακαλη να τους γραφει τα γραμματα. «Πρέπει να ξεθεώνεται το καημένο το κοριτσι να γραφει καθε βδομαδα τόσο μεγαλα γραμματα», σκέφτηκε. Κοντα δέκα σελιδες το καθένα. «....Γιατι μαζεύονται», όπως του'γραψε χαριτολογώντας το κοριτσι στο τελευταιο γραμμα οι δικοι του παν' απ' το κεφαλι μου «...και γραψε Μαρακι μας και τούτο, γραψε και κεινο, ρώτα τον τούτο ρώτα τον και κεινο, φτόνουν τα γραμματα να γινονται δεκασέλιδα και μαλιστα πυκνογραμμένα».
«Καταλαβαινω ότι σε κουραζουν οι δικοι μου», της έγραψε πριν από λιγο καιρό σ' ένα υστερόγραφο.
«Τι λόγια ειν' αυτα κύριε Περικλή;» απαντησε το κοριτσι. «Εγώ το κανω με μεγαλη χαρα. Τόσα χρόνια στην ιδια γειτονια μαζι μεγαλώσαμε». «Ο Λακης;» διερωτήθηκε για μια ακόμα φορα καθώς ειδε την χιονισμένη ηλεκτροκινητη μηχανή του τρένου να ξεπροβαλει παν' απ' τη γέφυρα και να βουταει αγκομαχώντας προς την πρώτη πλατφόρμα του σταθμού. «...Γιατι έρχεται ο Λακης εδώ π' έχει στην πατριδα όλα τα καλα; Ωραιο σπιτι, λεφτα αφθονα στην τσέπη, μέλλον εξασφαλισμένο. Τι ψαχνει εδώ σ' αυτα τα παγωμένα μέρη; Εδώ ειναι για τους φτωχούς που ψαχνουν ένα μεροκαματο. Για τα φουκαρόπαιδα που δεν έχουν τρόπο να σπουδασουν στην πατριδα και για τους τυχοδιώκτες, που κι απ' αυτούς δόξα τον Θεό υπαρχουν ένα σωρό». Αφού μαλιστα τα καταφερε να μπει και στη νομική «...ο δρόμος της επιτυχιας ανοιγονταν πραγματικα μπροστα του», σκέφτηκε τα λόγια της Μαριας και γέλασε.
«Αυτός καλέ το φυσαει το παραδακι», του'γραφε. «Ο μπαμπός του έχει τόσα λεφτα που φτανουν να περναν μπέικα σαρόντα και
περισσότερες οικογένειες. Αλιμονο σε σένα τον καημενουλη Περικλή, π' αναγκάστηκες να πάρεις των ομματιών σου για να σπουδάσεις και να προκόψεις». Αναγκαστικά. 'Ετσι ακριβώς όπως τα γράφει το κοριτσι. Αναγκαστικά πήρε το δρόμο της ξενιτιάς να κυνηγήσει από μόνος του την προκοπή του. Να μπορέσει τέλος πάντων να πραγ ματοποιήσει τ' όνειρο π' έχει απ' τη μέρα ακόμα που πήγε στο γυμνάσιο. Να πάει στο πολυτεχνειο και να σπουδάσει μηχανικός. Καλά κι όμορφα τα όνειρα, αλλά ο φουκαράς ο πατέρας του του το ξεκαθάρισε μόλις τέλειωσε το γυμνάσιο.
«Ξέρω παιδι μου τη λαχτάρα π' έχεις να πας στο πολυτεχνειο ή τέλος πάντων πως το λένε αυτό το σχολειο που γινεται κανεις μηχανικός, αλλά απ' ότι και μόνος σου μπορεις να καταλάβεις δεν υπάρχουν τα οικονομικά. Μακάρι να ειχαμε έστω και δικό μας σπιτι να το πουλήσω. Ομως κι αυτό παλικάρι μου κατά πως τα ξέρεις καλυτερα απ' όλους, με το νοικι ειναι. Συρε άμα θες και βρες μια νυφη με προικα να σ' αναλάβει τις σπουδές σου. 'Ετσι έμαθα κά νουν ένα σωρό κόσμος που δεν έχει τα μέσα να σπουδάσει τα παιδιά του». Η μάνα του έβαλε τις φωνές. «Τι ειναι καλέ το παιδι μας; Γουρουνι ειναι να το πουλήσουμε; Να πάρει δηλαδή καμιά χλεμπονιάρα γκιουζελιμ παλικάρι μόνε και μόνε γιατι έχει λεφτά να τον σπουδάσει; Και τι να την κάνει μετά που θα τελειώσει; Αμανάτι θα την κρατήσει ή θα την απλώσει στο λευκό τον πυργο να σιτέψει;» «Θα πάω να σπουδάσω έξω», ειπε ο Περικλής. «Εκει ειναι όπως έμαθα πολυ καλυτερα τα πράματα. Μπορει κανεις να δουλευει και να σπουδάζει παράλληλα». «Αυτά τα κάθετα και τα παράλληλα ειναι ψιλά γράμματα για μένα, έκλεισε την κουβέντα ο πάντα λιγόλογος πατέρας του. Εμεις μόνο την ευχή μας μπορουμε να σε δώκουμε κι από κει ότι σε φώτιση ο Θεός. Για που με το καλό;» «Αποφάσισα να πάω στη Σουηδια».
«Που στο διάτανο ειν' αυτό το μέρος;» ρώτησε μ' αγωνια η μάνα του. «Πολυ κρυο με μοιάζει τ' όνομα». Σε λιγότερο από δυο μήνες μπήκε στο τρένο και πήρε κι αυτός σαν τόσους άλλους το δρόμο της ξενιτιάς. Οταν έφτασε εδώ, τελειως ξεκάρφωτος ειν' η αλήθεια, ταλαιπωρήθηκε πάρα πολυ γιατι στάθηκε αδυνατο να βρει ένα δωμάτιο να μεινει και να μπορέσει να οργανώσει τη ζωή του. 'Ελληνες, αν και δεν ήταν πάνω από εκατόν πενήντα στο συνολο τους, συναντουσε κάθε μέρα σε μια καφετέρια όπου συχναζαν. Κανεις όμως δε μπορουσε να τον βοηθήσει. Οπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Μπαρμπαλιάς - ένας τυπος ψευτοδιανοουμενου - το
προβλημα της στέγης εκεινο το διαστημα ήταν «το οξυτερο προβλημα της Σουηδιας». Ολη μέρα λαγοκοιμοταν ο Περικλής στην καρέκλα του στην καφετέρια και το βραδυ πήγαινε στο σιδηροδρομικό σταθμό για να προφυλαχτει απ' το κρυο και να μπορέσει να γειρει λιγο στα παγκακια να κοιμηθει. Οι αστυνομικοι ομως που καναν περιπολια τον ξυπνουσαν και τον βγαζαν με καλό τροπο ειν' αλήθεια απ' το σταθμό, για να τον ξαναβρουν σε λιγο μπροστα τους οταν σπρωγμένος απ' το φοβερο κρυο έμπαινε απο αλλη εισοδο. Στο τέλος τον λυπήθηκαν και τον αφηναν να κοιμαται σ' ένα ακριανο παγκακι με τη π συμφωνια ότι δεν επιτρέπονταν να ξαπλώσει. Συνεννοήθηκαν μαζι του ότι θα καναν τα τραβα ματια και θα τον αφηναν να κοιμαται αν ήθελε και μπορουσε, καθιστος. Το στόχο του ομως να γραφτει και να σπουδασει στο πολυτεχνειο δε τον εγκαταλειψε ουτε στιγμή. Πήγε τοσες φορές στη γραμματεια να ρωτήσει λεπτομέρειες, που οι κοπέλες εκει τον υποδέχονταν πια σα παλιο γνωστο και κουβέντιαζαν μαζι του. Του εξήγησαν λοιπον πανω από δέκα φορές ότι το μόνο που χρειαζόταν για να γραφτει και ν' αρχισει μαθήματα στο νέο εξαμηνο, ήταν τ' απολυτήριο του γυμνασιου μεταφρασμένο στα σουηδικα ή ακόμα και στ' αγγλικα ή τα γερμανικα. «Ε...! Και λοιπον γιατι δε γραφεσαι να κανεις τις σπουδές σου ρε παλικαρι που μας τα λες και μας τα ξαναλές καθε μέρα τα ιδια και τα ιδια. Τι σ' εμποδιζει δηλαδή;» αγαναχτησε μια μέρα στην καφετέρια Γιαγκος ο πειραιώτης όπως τον ξέραν όλοι. «Κι απο σπιτι; Τι θα κανω που δεν έχω τρυπα να βαλω το κεφαλι μου; Πως να σπουδασει κανεις αμα δεν έχει που να μεινει;»
«Α..! Αυτο ειναι αλλης Κυριακής βαγγέλιο μαγκα», απαντησε ο Γιαγκος. «Τα χαρτια σου ομως τα'χεις τακτοποιημένα και μεταφρασμένα; Ετσι δεν ειναι;»
«Κανένα πρόβλημα». Ευτυχώς φευγοντας απ' την Ελλαδα ειχε κανει για καλο και για κακο επισημη μεταφραση τ' απολυτηριου του στ' αγγλικα και το'χε μαζι του στη βαλιτσα, που την ειχε ολες αυτές τις μέρες που γυρνουσε αδέσποτος κλειδωμένη σ' ένα απο κεινα τα ντουλαπια του σταθμου που δουλευαν με κερματοδέκτη. Καθε πρωι, πριν φυγει απ' το σταθμό για ν' αρχισει το ψαξιμο για σπιτι, έριχνε τ' αναλογα κέρματα και ήταν σιγουρος για την ασφαλεια της βαλιτσας του ισα με την αλλη μέρα. Στο τέλος, ήταν κοντα δεκαπέντε μέρες που ταλαιπωρουνταν μ' αυτον τον τροπο, αποφασισε να σκωθει και να φυγει για την επαρχια. Για μια οποιαδήποτε μικρή επαρχιακή πολη οπου κατα τ' απελπισμένο του μυαλο θα'βρισκε ένα σπιτι, μια γωνια τέλος παντων να μεινει προσωρινα τουλαχιστο.
Πήγε στη γραμματεία του πολυτεχνείου με τ' απολυτήριό του στο χέρι και τακτοποίησε το θέμα της εγγραφής του για την επόμενη περίοδο. Γράφτηκε λοιπόν στο τμήμα πολιτικων μηχανικων και καπάκι συμπλήρωσε μια αίτηση προς την υπηρεσία φοιτητικής στέγης, με την οποία ζητούσε να του παραχωρηθεί φοιτητικό δωματιο.
«Ζήσε Μαη να φας τριφύλλι», μονολόγησε κουνωντας το χέρι του. «Μόλις έρθει η σειρα σου θα σε ειδοποιήσουμε», του'παν τα κορίτσια της γραμματείας. «Μόνο να μας στείλεις μια διεύθυνση για να ξέρουμε που να σε βρούμε». Ο ίδιος βέβαια δε πίστεψε ούτε στιγμή ότι θα'ρχονταν ποτέ κι η δική του σειρα να παρει δωματιο σε φοιτητική εστία. «Εδω δε φτάνουν τα δωματια για τους σουηδούς», είπε στην κοπέλα που τον εξυπηρετούσε και τον παρότρυνε να κανει την αίτηση, «...θα περισσέψει για μένα;»
«Οταν είναι η σειρα σου θα παρεις», απαντησε σίγουρη εκείνη. «Εδω σε μας είναι για όλους το ίδιο. Σουηδοί και ξένοι όλοι με τη σειρα τους». «Τέλος παντων», της είπε κοιτάζοντας την δύσπιστα και την ενημέρωσε ότι σκόπευε να φύγει προσωρινά απ' τη Στοκχόλμη για ούτε κι ο ίδιος ήξερε πού, επειδή δεν είχε σπίτι να μείνει. Θα τηλέφωνούσε όμως να της πει που βρίσκεται ωστε να τον ειδοποιήσουν μόλις χρειαζόταν. Η κοπέλα τον ρωτησε χαμογελωντας ευγενικά αν ήθελε να κανει αίτηση για φοιτητικό δανειο και του εξήγησε τις λεπτομέρειες. «Το φοιτητικό δανειο δίνεται στους φοιτητές ανα εξάμηνο και σύμφωνα με την πρόοδο των σπουδων τους για όσο διαστημα σπουδάζουν. Η εξόφλησή του αρχίζει τρία χρόνια μετά που τελειωνει κανείς τις σπουδές κι επιβαρύνεται με τόκο ίσο με τον πληθωρισμό». Απίστευτα πραματα σκέφτηκε ο Περικλής. Καλού κακού όμως έκανε και μια αίτηση για φοιτητικό δανειο, περισσότερο για να μη χαλασει το χατίρι της ευγενικιας αυτής κοπελίτσας που τον κοιτούσε χαμογελαστή κι όχι γιατί πίστευε ότι μπορεί να εγκρίνουν ένα τέτοιο δανειο σ' έναν ξένο. «Τρελοί θα'ναι να με δωσουν από πανω και δανεικά», μουρμούρισε χασκογελωντας την ωρα που υπέγραφε την αίτηση. «Εκτός κι έχουν τόσα λεφτα που δε ξέρουν πια τι να τα κάνουν».
2 Ύστερα από δυο μέρες πήρε το τρένο και τραβηξε προς το βορρά. Οχι πως είχε καπου συγκεκριμένα και προγραμματισμένα να παει, αλλά ξεκίνησε έτσι στα κουτουρού για μια επαρχιακή πόλη τρακόσα χιλιόμετρα απ' τη Στοκχόλμη.
Τη σταμπαρισε εκεινο ακριβώς το πρωινό κοιτώντας τον τεραστιο χαρτη στην μεγαλη αιθουσα του σταθμού, απελπισμένος όπως ήταν απ' την ταλαιπώρια και την αύπνια. 'Εβγαλε εισιτήριο και μπήκε στο τρένο. Οταν έφτασε σταθηκε ειν' η αλήθεια για πρώτη φορα από τότε π' έφτασε στη Σουηδια πολύ τυχερός. Μόλις κατέβηκε απ' το τρένο, σκεδόν ξεκούραστος αφού κοιμόταν σ' όλη τη διαδρομή, τακτοποιησε τη βαλιτσα του σ' ένα από κεινα τα κουτια του σταθμού με κερματοδέκτη και σταματησε τον πρώτο ανθρωπο π' ειδε μπροστα του να ρωτήσει αν ήξερε κανένα δωματιο που να νοικιαζεται.
«Μόλις έφτασα στην πόλη σας» του'πε «και δεν έχω που να μεινω». Τώρα που φέρνει στο μυαλό του κεινη τη σκηνή, κοκκινιζει από ντροπή. Που ακούστηκε στ' αλήθεια να σταματας έναν αγνωστο στο δρόμο και να τον ρωτας αν ξέρει κανένα δωματιο να νοικιαζεται; Τι ειναι ο χριστιανός; Περιφερόμενο κτηματομεσιτικό γραφειο ειναι ο καθένας που συναντας στο δρόμο; Κεινη όμως την ώρα, μετα απ' όσα τραβηξε και την απελπισια που τον έδερνε και τον οδηγούσε σ' όποια ανόητη πραξη βανει το μυαλό τ' ανθρώπου, του φαινόταν φυσικό να κανει μια τέτοια ερώτηση σ' έναν αγνωστο. Ο ανθρωπος, ένας κύριος γύρω στα πενήντα, ξαφνιαστηκε με την ερώτησή και χαμογέλασε αμήχανα. Τον κοιταξε καλα καλα από πανω ισα με κατου και τον γραπωσε σα χωροφύλακας απ' το μπρατσο. «Ελα να πιούμε ένα καφέ εδώ στην καφετέρια του σταθμού και με τα λες με την ησυχια σου» του χαμογέλασε φιλικα. «Εξ' αλλού..», συμπλήρωσε σα να'ταν αναγκη να του δώσει εξηγήσεις, «...ο φιλος που περιμενα δεν ήρθε μ' αυτό τουλόχιστο το τρένο». Οση ώρα πιναν τον καφέ τους τον ρώτησε διαφορα πραματα για την καταγωγή του, για το πότε ήρθε στη χώρα τους, για το πώς αποφασισε να'ρθει στην πόλη τους κι ένα σωρό αλλα ρωτήματα που βανει κανεις σ' έναν αγνωστο. Ο Περικλής του τα ειπε όλα με το νι και με το σιγμα.
«Ετσι τελειως στην τύχη διαλεξα να'ρθω στην πόλη σας», κατέληξε. «Σταθηκε αδύνατο να βρω ένα δωματιο στη Στοκχόλμη να βαλω μέσα το κεφαλι μου». Πήρε να βουρκώνει καθώς έλεγε τις τελευταιες λέξεις. Ο Αλεξ, έτσι του συστήθηκε, τον καθησύχασε με πατρικό τρόπο. Του ειπε με τη σειρα του ότι ήταν γραμματέας της χριστιανικής ένωσης νέων κι ότι θα φρόντιζε να τον βοηθήσει, αν και τα πραματα στο θέμα της στέγης δεν ήταν ούτε δω καλύτερα απ' ότι στη Στοκχόλμη.
«Εχω κατι στο μυαλό μου» ειπε, «αλλα θα ξέρω με σιγουρια τ' απόγεμα».
'Εγραψε σ' ένα χαρτι μια διευθυνση και του την έδωσε. 5 «Στις πέντε τ απόγεμα θα με βρεις εδώ. Ειναι τα γραφεια της ένωσης» ειπε κι έφυγε χαιρετώντας τον φιλικά και σφιγγοντάς του το μπράτσο με τον ιδιο χωροφυλακιστικο τρόπο. Στις πέντε ο Περικλής, αφου περιπλανήθηκε σ' όλη την πόλη κι αφου πέρασε δυο τρεις φορές έξω απ' την ένωση για να σταμπάρει το μέρος και να σιγουρευτει, χτυπησε το κουδουνι. Του άνοιξε μια νεαρή χαμογελαστή χοντρουλα που φάνηκε ότι τον περιμενε. Τον οδήγησε σ' ένα γραφειο με βαριές σκουρες κουρτινες και χαμηλό φωτισμό, όπου σκώθηκε και τον υποδέχτηκε ο Αλεξ. «Εχω ευχάριστα νέα», του'πε χαρουμενος. «Μιλησα με την πρόεδρο της ένωσης γυναικών. Ίδια με τη δική μας οργάνωση ειναι αλλά για γυναικες. Με ειπε ότι εδώ έξω σ' ένα νησάκι έχουν μια μεγάλη βιλα που τη χρησιμοποιουν το καλοκαιρι σα τόπο διακοπών για τα ηλικιωμένα τους μέλη. Τώρα το χειμώνα ειναι άδεια κι έρημη και θα μπορουσες να μεινεις εκει. Τι λες;» «Ναι.... Ναι..», απάντησε ενθουσιασμένος ο Περικλής και του'σφιξε ζεστά το χέρι, αν και θα'θελε να ορμήξει πάνω του να τον φιλήσει.
«Πάμε τότε», ειπε αποφασιστικά ο Αλεξ. «Θα σε πάω με τ' αυτοκινητο γιατι ειναι λιγο μακριά, αλλά έχει συγκοινωνια για να μπορεις οπότε θέλεις να κατεβαινεις στην πόλη». Φόρεσε το παλτό του με τον γουνινο γιακά και πιάνοντάς τον απ' το μπράτσο με τον γνωστό του τρόπο, τον τράβηξε στην έξοδο. Πέρασαν πρώτα απ' το σταθμό να πάρουν τη βαλιτσα του και σε μισή ώρα, αφου πέρασαν και μια γέφυρα π' ένωνε το νησάκι με τη στεριά, έφτασαν σε μια τεράστια βιλα π' έκανε τον Περικλή να τα χάσα.
«Μόνος μου θα μένω σ' αυτό το τεράστιο σπιτι;» ρώτησε χαρουμενος. «Ναι», του απάντησε ο Αλεξ ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα κι ανάβοντας το φως στο μικρό χολάκι. «Μπορεις να διαλέξεις οποιο απ' τα καμιά εικοσαριά δωμάτια π' έχει η βιλα για να κοιμάσαι. Μια φορά τη εβδομάδα έρχεται μια γυναικα και καθαριζει. Εδώ ειναι η κουζινα», τον τράβηξε απ' το χέρι. «Ελα να σε δειξω» Μπήκαν σε μια τεράστια κουζινα που θαρρεις ήταν να μαγειρευουν για έναν ολόκληρο συνταγμα, ενώ ο Αλεξ του'δειχνε μια πορτουλα στο βάθος. «Εκει ειναι αποθήκη για τρόφιμα. Ειναι γεμάτη. Η πόρτα πρέπει να'ναι πάντα κλειστή τώρα το χειμώνα, γιατι η αποθήκη έχει ένα παράθυρο ανοιχτό στο πισω μέρος και γινεται φυσικό ψυγειο και κατάψυξη με το κρυο που κάνει».
«Αυτά τα τρόφιμα όμως... », του κουνησε τάχα απειλητικά το δάχτυλο μπροστά στα μουτρα του, «...υποσχέθηκα ότι θα μεινουν ανέπαφα».
Το υπολοιπο ισόγειο ήταν ένα τεραστιο πανέμορφο σαλονι πεντακαθαρο και ταχτοποιημένο στην εντέλεια, με ωραια παχια χαλια στρωμένα σ' ολο το πατωμα, παλια καλοδιατηρημένα έπιπλα κι ένα μαυρο γυαλιστερό πιανο με ουρα δεξα όπως έμπαινες. Ολα ήταν τακτοποιημένα κι αρμονικα βαλμένα στη θέση τους. Ο φωτισμός χαμηλός κι υποβλητικος τον έκανε να νοιώσει αμέσως μολις πέρασε την πόρτα ένα γαλήνεμα και μια γλυκια αιστηση θαλπωρής να ξεπετιουνται απο μέσα του και να του βουρκώνουν τα ματια. Ολοι οι χώροι και στο κατω και στο πανω πατωμα ειχαν την ιδια ευχαριστη ζεστασια απ' τ' αναμμένα καλοριφέρ, ιδια σκεδόν σ' όλα τα σημεια του σπιτιου. «Καινε τα καλοριφέρ παρ' ολο που δε μένει κανεις στο σπιτι;» ρώτησε ο Περικλής.
«Βέβαια», απαντησε ο Άλεξ. «Το κρυο εδώ φτανει και στους εικοσιπέντε βαθμους κατω απ' το μηδέν. Να τώρα που μιλαμε ειναι δώδεκα βαθμοι», ειπε κοιτώντας το θερμόμετρο έξω απ' το παραθυρο του σαλονιου. «Τη νυχτα προβλέπεται να φτασει τους μειον δεκαοκτώ». Στο πανω πατωμα υπήρχε ακόμα ένα μεγαλο σαλόνι, αν και αρκετα μικρότερο απ' το κατω, γιατι γυρω γυρω ειχε δώδεκα μικρα και μεγαλα δωματια με δυο, τρια ή και τέσσερα κρεβατια το καθένα.
«Τα υπολοιπα θα τα βρεις μόνος σου», ειπε ο Άλεξ που βιαζονταν να παει σε μια συναντηση. «Θα σε τηλεφωνήσω αυριο».
«Ευχαριστημένος;» ρώτησε και τον κοιταξε. «Εισαι ικανοποιημένος και χαρουμενος;» Ο Περικλής τον αγκαλιασε.
«Σ' ευχαριστώ πολυ», ειπε με σιγανή συγκινημένη φωνή και τον ξεπροβόδισε. 3 Στους τρεις μήνες απανω, πήρε γραμμα απ' τις πανεπιστημιακές αρχές της Στοκχολμης που τον ενημέρωναν ότι του παραχωρουνταν προσωρινα ένα δωματιο σε φοιτητικό σπιτι κι ότι μολις τελειωνε σε μερικους μήνες ένα καινουριο συγκροτημα που κατασκευαζονταν λιγο παραέξω απ' την πολη, θα'παιρνε εκει μόνιμα δικο του δωματιο. Επισης τον ενημέρωναν ότι έγινε αποδεκτό το αιτημα του για φοιτητικό δανειο κι ότι μπορουσε να παει σ' οποια τραπεζα ήθελε με την επιταγή π' ήταν στο κατω μέρος της επιστολής, να εισπραξει τις τέσσερις χιλιαδες διακόσιες κορονες π' αντιστοιχουσε στο δανειο του εξαμήνου. Ο Περικλής τρελαθηκε απ' τη χαρα του.
Αρχισε να τρέχει πανω κατω στην τεραστια βίλα και να φωνάζει όποια ασυναρτησία του'ρχονταν στο στόμα. Οταν του'φυγε ο πρωτος ενθουσιασμός, κάθισε να σκεφτεί και ν' αποφασίσει για το πια θα'ταν τα επόμενα του βήματα.
«Πρωτ' απ' όλα πρέπει να σκωθείς και να φύγεις για τη Στοκχόλμη το ταχύτερο δυνατόν», είπε δυνατα στον εαυτό του σα να μιλούσε σε διακόσιους ανθρωπους. «Δεύτερον να εγκατασταθείς στο ωραίο σου φοιτητικό δωματιο και τρίτον να παρεις μερικα βιβλία και ν' αρχίσεις εντατικά διαβασμα. Αλλα φυσικα, το πρωτο και βασικό είναι να περασεις αύριο πρωί πρωί κιόλας από μια τραπεζα να εισπράξεις το δανειο». Σκέφτηκε ότι είχε ακόμα κοντα δυο μήνες μπροστα του ωσπου ν' αρχίσει το νέο εξάμηνο, οπότε τωρα π' ήταν εξασφαλισμένος από σπίτι, μπορούσε να βρει καποια δουλεια για μερικές ωρες τη μέρα ή για καναδυό μέρες τη βδομαδα. Ενοιωθε πανέμορφα. Ενοιωθε τη σιγουρια και την ασφαλεια που δεν είχε νοιωσει ποτέ μέχρι τότε. Ενοιωθε τον δρόμο των ονείρων του ανοιχτό μπροστα του. Ενοιωθε το αρωμα της αγαπης να γιομίζει όλο του το κορμί. Ενοιωθε ν' αγαπα με τη σειρα του όλους τους ανθρωπους κρατωντας μια ξεχωριστή θέση στην καρδια του για τον Αλεξ. Ενοιωθε όλον τον κόσμο ανοιχτό μπροστα του και τον εαυτό του έτοιμο να τον κατακτήσει. Εφυγε απ' τ' όμορφο εκείνο μέρος με σφιγμένη καρδια. Πέρασε πριν αναχωρήσει με το τρένο ν' αποχαιρετίσει τον Αλεξ και να τον ευχαριστήσει για τη βοήθεια που του πρόσφερε. Τον αποχαιρέτησε αγκαλιάζοντας τον, χωρίς να του αποκαλύψει ότι είχε στο μεταξύ βαλει αγριο χέρι στην αποθήκη τροφίμων της βίλας. 4 Κι αντε λοιπόν καλα αυτός, π' εξ' αιτίας της φτωχειας του αναγκάστηκε να παρει τους δρόμους για να βρει τον τρόπο να πετύχει τα όνειρα του. Ο Λακης όμως; Αυτός τα'χει όλα. Μπορούσε να'χει ότι επιθυμούσε η ψυχή του.
«Οποιος έχει το χρήμα, έχει και τον τρόπο», που λέει ο πατέρας του. Δε ξέρει τι να υποθέσει. «Θα τα μάθουμε σε λίγο όλα», είπε μέσα του την ωρα που το τρένο σταματησε με το γνωστό τσίριγμα στην αποβάθρα μπροστα του. Είδε το Λάκη που κατέβηκε απ' το τρίτο βαγόνι κοιτάζοντας και ψάχνοντας γύρω του αμήχανος και στεναχωρημένος που δεν είδε αμέσως τον φίλο του. Ο Περικλής έτρεξε από πίσω του και τον ξαφνιασε αγκαλιάζοντας τον.
- Καλώς τον, ειπε χαρούμενος. Καλώς όρισες. Τον πήρε και καθισαν στην καφετέρια στο πανω διαζωμα της αιθουσας αναμονής, να πιουν ένα καφέ και να τα πουν λιγο πριν πανε για το σπιτι. - Θα μεινεις μαζι μου στο δωματιο για καμια βδομαδα του'πε ο Περικλής και μετα θα πιασουμε ένα δωματιο στο ιδιο φοιτητικό συγκρότημα που μένω αλλα σ' ένα αλλο κτιριο που η κατασκευή του τελειώνει αυτές τις μέρες. Τα κανόνισα όλα μια χαρα. Χτιζουν τόσα πολλα φοιτητικό αυτή την εποχή που περισσεύουν. Δινουν ακόμα και σ' αυτούς που δεν ειναι φοιτητές. Μιλησα και θα τα βολέψουμε. Το κρεβατι, όσο διαστημα θα μεινεις μαζι μου, ειναι ένα αλλα μεγαλούτσικο. Εναμιση κρεβατι σε πλατος. Θα μας χωρέσει και τους δυο μας, αν και λιγο στριμόκωλα που λέμε. Εγώ έχω τώρα ένα διαστημα π' ειμαι ελεύθερος απ' το πολυτεχνειο και δουλεύω σε μια εφημεριδα τα σαββατοκύριακα αλλα κι όποια αλλη μέρα με χρειαζονται. Σήμερα κανονικα δούλευα αλλα πήρα αδεια γιατι σε περιμενα. Αμα θες μπορώ να σε βρω και σένα μια δουλιτσα όμως κατσε πρώτα να τακτοποιηθεις και τα βρισκουμε όλα με τη σειρα τους. Ο Λακης χαμογελούσε όλη την ώρα χωρις να'χει ανοιξει το στόμα του. - Πολύ ωραια, ειπε μόνο όταν ο Περικλής τέλειωσε το μονόλογό του. Σ' ευχαριστώ Περικλή. - 'Ενα ρώτημα μόνο ακόμα, ειπε κεινος κοιταζοντας τον δειλα. Τι σ' έκανε να παρεις το δρόμο της ξενιτιας; Εσύ εισαι μαθημένος στα λεφτα, στην καλοπέραση, στις υπηρέτριες και τα χοντρό χαρτζιλικια. Η ξενιτια ειναι τ' αποκούμπι του φτωχού. - Ούτε κι εγώ ξέρω να σ' απαντήσω ειπε με θλιμμένο ύφος ο Λακης. Ελπιζω με τον καιρό να το μαθω. Ο Περικλής ανοιξε τα χέρια του σε μια κινηση στεναχώριας. - Θα τα καταφέρεις Λακη; Ρώτησε κοιτώντας τον στα ματια. Η ζωή στα ξένα ειναι δύσκολη και θέλει σκληρή δουλεια και κώλο από κρανια που λέει ο πατέρας μου. Εσύ δεν εισαι μαθημένος σε τέτοια και φοβαμαι ότι θα τα βρεις ζόρικα. Στο κατω κατω αν παραζοριστεις, παιρνεις παλι το τρένο και πας πισω στο σπιτακι σου και στα καλα σου. Για σένα έχει επιστροφή. Για μας όμως οι πόρτες ειναι κλειστές αν δε καταφέρουμε να προκόψουμε. Τέλος παντων σε ζαλισα με τον μονόλογό μου. - Θα τα καταφέρω, απαντησε ο Λακης. Οπως όλοι θα τα καταφέρω κι εγώ. Μπορώ κι εγώ χωρις τη σιγουρια του πατέρα μου. 'Εμεινε για λιγο σκεφτικός και με βραχνή πεισματαρικια φωνή συμπλήρωσε. - Θα τα καταφέρω και μόνος μου. Θα δεις ότι θα τα καταφέρω και μόνος μου Περικλή. Θα τα καταφέρω χωρις τη βοήθεια των δικών μου.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο "ο
Ο Πον βημάτιζε νευρικά έξω απ' το σπιτι του Αργυρη κρατώντας στο χέρι του το γράμμα που πήρε με το μεσημεριάτικο ταχυδρομειο. Μόλις τον ειδε να ξεπροβάλει απ' τη γωνια, έτρεξε κατά πάνω του. - Αντε βρ' αδερφέ και σε περιμένω λοιπόν μια ώρα τώρα. Τι έγινες λοιπόν;
- Δουλεψα πέντε ολόκληρες ώρες περιωρια γιατι έπρεπε να γινει ο μηνιάτικος καθαρισμός των μηχανών και να'ναι έτοιμες για το τυπωμα αυριο πρωι πρωι, απάντησε ο Αργυρης κοιτάζοντας ερωτηματικά το γράμμα που κρατουσε ο Θόδωρος στα χέρια του. Τι τρέχει; - 'Ερχονται λοιπόν, ειπε μ' έξαψη ο Θόδωρος. Απ' ότι λοιπόν υπολογιζω φτάνουν απόψε η κόρη μου με το γαμπρό μου. Ποιο γλήγορα λοιπόν κι απ' το γράμμα που μ' έστειλαν κοντευουν να φτάσουν, αναθεματισμένα λοιπόν ελληνικά ταχυδρομεια. Λέω να'ρθεις λοιπόν μαζι μου στο σταθμό να τους πάρουμε, γιατι εγώ τα'χω λοιπόν χαμένα απ' τη χαρά μου. Βημάτιζε νευρικά γυρω γυρω απ' τον Αργυρη και τον τραβουσε συνέχεια απ' το μανικι. - Εντάξει ειπε ο Αργυρης και τον κοιταξε λοξά χαμογελώντας. Ασε κάτω τώρα το μανικι μου και στάσου μια στάλα ήσυχος να βάλουμε τα πράματα στη σειρά. Χαρά σε σένα ρε Θόδωρε, χαμογέλασε χουφτώνοντάς του τα μάγουλα Από μόνος π' ήσουν σα την άδικη κατάρα τόσο καιρό, με τη μια γινεστε τρεις. Χαρά σε σένα κι αλιμονο σε μας που μια ζωή στη μοναξιά. Αντε τώρα, τον έπιασε απ' το μπράτσο και τον τράβηξε. Πάμε μέσα. Σταμάτησε όμως απότομα μπροστά στην πόρτα και τον ρώτησε. - Τι ώρα φτάνουν; - Δε ξέρω, απάντησε ο Θόδωρος απελπισμένος. Τουτο λοιπόν το γράμμα, ειπε και το χτυπησε με την ανάποδη της παλάμης του, έχει λοιπόν ημερομηνια πριν από έξη μέρες και γράφουν ότι σε δυο μέρες ξεκινουν με το τρένο στις πέντε λοιπόν τ' απόγεμα. Αναθεματισμένα λοιπόν ελληνικά ταχυδρομεια, ξανάβαλε μια αγανακτισμένη φωνή και χτυπησε με τα δυο χέρια τα μεριά του με δυναμη. Πήγα λοιπόν στο σταθμό και ρώτησα να μάθω. Ευτυχώς βρήκα κεινο το παιδι τον Βασιλη που με γνώρισες λοιπόν τις προάλλες και με βοήθησε. Να δεις λοιπόν ρε Αργυρη πως τα'μαθε τα σουηδικά μέσα σ' ενάμιση χρόνο. Φαρσι τα μιλάει λοιπόν ο άτιμος.
5
- Τέλος παντων, ειπε βαριεστημένα ο Αργυρης την ώρα π ανοιγε την πόρτα του μικρου του διαμερισματος κι έκανε τόπο στον Θόδωρο να περασει πρώτος. Τι σε ειπαν στο σταθμό; - Καναν λοιπον τους λογαριασμους τους, ας ειν' καλα λοιπον οι ανθρωποι και με ειπαν Αργυρη μου ότι τη νυχτα λοιπον στις τρεις το ξημέρωμα, έρχεται λοιπον ένα τρένο π' έχει συνδεση μ' Ελλαδα. - Ωραια. Πολυ ωραια, τόνισε ο Αργυρης βαζοντας το δαχτυλο του στον κροταφο. Στις τρεις τα ξημερώματα φτανει το τρένο και σένα σ' έπιασε κόψιμο από τώρα. Τα'χασες με φαινεται για τα καλα απ' τη χαρα σου και δε μπορεις να λογαριασεις ουτε τις ώρες. Άσε π' απ' τη νευρικοτητα σου το λοιπον παει συννεφο. Εδειξε χτυπώντας μαλακα με το δαχτυλο το ρολοι του χεριου του. - Η ώρα ειναι επτα και μέχρι τις τρεις τη νυχτα έχουμε μπροστα
μας αλλες έξη ολόκληρες ώρες. Τι μ' έστησες καρτέρι απο τώρα σα γκαστρωμενος; Ο Θοδωρος τον κοιταξε για μια στιγμή με μια ένταση στο προσωπο σα να περιμενε απ' αυτον τη μεγαλη βοήθεια που δεν ερχοταν. Αποτομα ομως αλλαξε υφος και καθισε βαρια σε μια καρέκλα αναστεναζοντας σα να του'βγαινε η ψυχή. - Δικιο έχεις λοιπον Αργυρη μου, αλλα τι να σε πω. Απ' τη στιγμή λοιπον π' ανοιξα και διαβασα το γραμμα μ' έπιασε λοιπον μια λαχταρα που δε λέγεται. Κοντευω να τρελαθώ λοιπον απ' την αγωνια μου. - Το καταλαβα, ειπε γελώντας ο Αργυρης και τον χτυπησε μαλακα στον ώμο. Κοντευεις να μιλας μόνο με το λοιπον απ' το ξεσήκωμα π' έχεις. Τραβα ομως τώρα στο σπιτι σου κι ασε με να κοιμηθώ μερικές ώρες, γιατι αυριο πρωι πρωι πρέπει να'μαι στη δουλεια κι απ' ότι βλέπω απόψε προβλέπεται νυχτέρι. Άντε στο καλο Σινσινατι, πρόσθεσε ανοιγοντας την πορτα. Ελα παλι εδώ στις δυο και τέταρτο τη νυχτα. Με τον υπόγειο θα ειμαστε στο σταθμό σε δεκαπέντε λεπτα. Γυρισε απότομα πισω και πήρε απ' το τραπέζι μπροστα στο παραθυρο ένα φιλαδιακι. Τ' ανοιξε και το συμβουλευτηκε για λιγο. - Οριστε, έδειξε με το δαχτυλο. Στις δυο και τριαντα τρια περναει ο υπόγειος απ' τη σταση μας και στις τρεις παρα δώδεκα, ειμαστε στο σταθμό. Ο Θοδωρος σταματησε απότομα μπροστα στην πορτα την ώρα π' έβγαινε. - Γιατι λοιπον έτσι τσιμα τσιμα Αργυρη μου; Γιατι να μη παμε λοιπον με την ησυχια μας καμια ώρα νωριτερα; - Άντε τραβα στο καλό τώρα, τον έσπρωξε ο Αργυρης μαλακα προς τα έξω. Παρε δρομο τώρα κι όπως σ' ειπα. Στις δυο και τέταρτο να'σαι δω.
5
Εκλεισε την πόρτα πισ' απ τον Θόδωρο και ξαπλωσε έτσι όπως ήταν με τα ρούχα στο κρεβάτι χωρίς να σβήσει το φως και χωρίς καμια διαθεση για ύπνο. Δυο χρόνια κοντεύει να συμπληρωσει εδω στη Σουηδία κι ας είναι καλα κείνο το παλικαρι ο Θανάσης που συνάντησε την πρωτη μέρα π' έφτασε στο σταθμό και τον βοήθησε. Καλό παλικαρι, η αλήθεια να λέγεται. Ολα μπορεί να παραδεχτεί πήγαν μια χαρα.. Οχι μόνο τον τακτοποίησε από σπίτι, έστω και προσωρινά τις πρωτες δύσκολες μέρες, αλλά του βρήκε αμέσως δουλεια σε κείνο το σακουλαδικο. Μεγαλη τύχη εδω που τα λέμε να φτάνεις σ' έναν τόπο έρμος κι άγνωστος και να συναντάς με το καλημέρα την τύχη μπροστα στα πόδια σου. Κοντα σ' αυτόν τυχερός βρέθηκε κι ο Θόδωρος π' ήρθε ξωπίσω του και ταχτοποιήθηκε αμέσως. Πρωτα στο σακουλαδικο και μετά στο μηχανουργείο που δουλεύει τωρα. Ας είναι καλα το παλικαρι. Ας είναι καλα και κείνο τ' αμούστακο το παιδαρέλι ο Βασίλης που τους συνάντησε μαζί στο σταθμό με το που βγήκε ξέμπαρκος απ' το τρένο. Τους βλέπει ταχτικα και τους κερνάει όταν περναει τα σαββατοκύριακα απ' τα στέκια όπου συχναζουν οι έλληνες, που το τελευταίο διαστημα πλήθαιναν πολύ. - Θανάσης και Βασίλης, μουρμούρισε. Ανθρωποι με κεφαλαίο αλφα. Μετα από ούτε καλα καλα τέσσερις μήνες και πριν αριβαρει ο Πον, αλλαξε σπίτι και δουλεια. Με τον Θαναση έμειναν μαζί κοντα έναν μήνα κατά πως του ξηγήθηκε απ' την πρωτη στιγμή το παλικαρι κι αλλους δυόμισι κοντα μήνες στην “παραγκα". Βρήκε μετά αυτό τ' όμορφο και συμμαζεμένο σπιτάκι και είναι από τότε ταχτοποιημένος μια χαρα. Βρήκε και μια καλύτερη δουλεια με περισσότερα λεφτα αν και λυπήθηκε π' έκλεισε το σακουλαδικο που δεν άντεξε τον ανταγωνισμό της πλαστικής σακούλας, π' εδω και καιρό προτιμιέται σ' όλα τα μαγαζια. Δυσκολεύτηκε ειν' η αλήθεια να βρει το σπίτι όμως στο τέλος στάθηκε και σ' αυτό τυχερός. Ενα νεαρό ελληνόπουλο απ' την Αθήνα, Γιωργάκης τ' όνομα, π' ήρθε να σπουδάσει αλλά δε καταφερε ούτε καλα καλα να ξεκινήσει, αποφάσισε να τα βροντήσει °χαμου' όπως έλεγε και να γυρίσει στο σπίτι του και τους δικούς του.
«Χρωστάω τρία νοίκια και δεν έχω φράγκο στην τσέπη μου», τον άκουσε ο Αργύρης να παραπονιέται ένα Σαββατο απομεσήμερο σε μια καφετέρια. «Αμα είχα τα ναύλα μου και τα έξοδα μου για το ταξίδι, αύριο κιόλας θα τα βροντούσα και θα'φευγα». Ο Αργύρης τον πήρε για μια στιγμή παραμερα και τον πρότεινε να του πληρωσει το εισιτήριο του τρένου μαζί με τρακόσες κορωνες για να'χει να τρωει στο ταξίδι του, καθως και τα τρία νοίκια που χρωστούσε.
«Τέσσερα ειναι τα νοικια για να σε πω την αλήθεια», απαντησε κεινος. «Εχω όμως και μερικα επιπλακια. Οχι και τιποτα σπουδαια πραματα αλλα θα σ' ειναι και σένα χρειαζούμενα. Μια παλια τηλεόραση, ένα πικ απ, ένα χαλι, ένα γραφειακι, μια μικρή βιβλιοθήκη κι όλα τα κουζινικα. Κατσαρόλες, πιατα και τα τέτοια. Αλλες πεντακόσες κορώνες να πού με φιλικα». «Ενταξει», συμφώνησε ο Αργύρης. «Αρκει να μ' αρέσει το σπιτι. Παμε εν τω αμα και το θαμα να με το δειξεις». Σε δυο μέρες ακριβώς ο Γιωργακης έφευγε για την Ελλαδα κι ο Αργύρης μετακόμιζε στο καινούριο του σπιτι. Μένει από τότε μόνος σ' αυτό το μικρό αλλα όμορφο διαμερισματακι. Ειναι μόνο ένα δωματιο που τον φτανει και τον περισσεύει. 'Εχει το μπανιο του με μπανιέρα, μια αρκετα μεγαλη αποθηκούλα που χρησιμεύει και για ντουλαπα, καθώς κι ένα μικρό κουζινακι μ' όλα τα κομφόρ. Από ηλεκτρική κουζινα και ψυγειο με καταψυξη, βρύση με ζεστό και κρύο νερό να πλένει τα πιατα, μέχρι παγκο κι ένα σωρό ντουλαπια στο πανω και στο κατω μέρος π' αγωνιζεται να τα γιομισει. Τη βιβλιοθήκη σκέφτηκε στην αρχή να την πεταξει. Τι να βαλει πανω της που δεν έχει ούτε ένα βιβλιο; Στο τέλος όμως βρήκε τη λύση. 'Ενα απόγεμα που βολταριζε στο κέντρο της πόλης, μπήκε σ' ένα μεγαλο μαγαζι που πουλούσε έπιπλα. Οχι δηλαδή πως χρειαζόταν τιποτα, όμως τώρα τελευταια αιστανεται πολύ καλα κι αρχισε σιγα σιγα να σκέπτεται ότι αμα εύρισκε καμια καλή κοπέλα που να ταιριαζουν τα χνώτα τους και τα χρόνια τους, θα μπορούσε κι αυτός σαν ανθρωπος να ζευγαρώσει και να κανει σπιτικό. Στην αρχή που το'βαλε λιγο ξώφαλτσα στο μυαλό του, τον έπιασε τρομαρα. 'Ετσι απλα και ύπουλα τρύπωσε στο μυαλό του μια τέτοια σκέψη που προσπαθούσε να την κρατήσει μυστικια ακόμα κι απ' τον ιδιο του τον εαυτό. Λες κι ήταν ριζωμένη μέσα του, από γεννησιμιού του ακόμα, η αντιληψη ότι θα περασει όλη του τη ζωή μαγκούφης δε τόλμησε ποτέ να σκεφτει κατι τέτοιο σοβαρα. Θαρρεις και ποτέ δεν έκρινε τον εαυτό του καταλληλο και ικανό ν' ακολουθήσει κι αυτός τον δρόμο π' ακολουθούν όλοι οι ανθρωποι. Να ζήσει με γυναικα, να παντρευτει και να γινει φαμελιαρχης. Με τον καιρό όμως αρχισαν να του φεύγουν οι θύμισες απ' τα χρόνια της Γερμανιας και της ομηριας. Αιστανόταν τώρα πολύ καλα και μαλιστα γελούσε καθε φορα που διαβαζε τη λέξη πανω στο ασπρο μακρόστενο χαρτι που το έφερε μαζι του απ' τη Γερμανια και το καρφιτσωσε στον τοιχο απέναντι απ' το κρεβατι του. ιΔι>νινιΑτιεινιοε
Χωρις να το καταλάβει, έτσι τελειως μηχανικά, άρχισε να μπαινει και να σεργιανάει σε μαγαζιά που πουλουσαν ειδη σπιτιου. 'Επιπλα, κατσαρολικά και πιατικά, σεντόνια και παπλώματα κι ότι
άλλο χρειαζουμενο για ένα σπιτι με οικογένεια. Μπήκε λοιπόν κεινο τ' απόγεμα στο επιπλάδικο να χαζέψει και να περάσει την ώρα του. Ωραια. Παρά πολυ ωραια και μοντέρνα έπιπλα. Τέτοια και καλυτερα θ' αγοράσει για το σπιτι του άμα βρει την κατάλληλη κοπέλα να παντρευτει. Οχι φυσικά σ' αυτό το σπιτι που μένει τώρα αλλά σε άλλο πολυ μεγαλυτερο κι ας κοστιζει το νοικι όσο θέλει. Ακόμα κι όλο του το μιστό μπορει να τον δινει στο νοικι κι ας μην έχουν να φάνε. Τόσα χρόνια νοικάρης σε μικρά και στενά δωματιάκια, λαχταράει η ψυχή του για ένα ευρυχωρο σπιτι μ' όλα τα συγχρονα κομφόρ.
«Ολα κι όλα», μουρμουρισε. «Γυναικα, φαμιλια, και μεγάλο σπιτι πάνε μαζι κουστουμι που λένε». Πάνω κει που τα σκέπτονταν για χιλιοστή ισως φορά όλα αυτά, έπεσε το μάτι του σε μια όμορφη βιβλιοθήκη μ' ένα σωρό γυαλιστερους τόμους πάνω στα ράφια.
«Ετσι πρέπει να'ναι στολισμένη μια βιβλιοθήκη» σκέφτηκε και τράβηξε έναν τόμο, περισσότερο για να χαιδέψει και να χαρει τη γυαλάδα του. Κόντεψε να πέσει κάτω απ' την έκπληξη όταν διαπιστωσε ότι τα ωραια κεινα βιβλια ήταν μόνο καπάκια. Κάτι σα μακρόστενα κουτιά χωρις ουτε ένα γραμμένο φυλλο μέσα τους. Κοιταξε με τρόπο στο πισω μέρος ενός 'τόμου' αποστηθιζοντας τη διευθυνση του κατασκευαστή. 'Ετσι μ' αυτόν τον έξυπνο τρόπο στόλισε μετά από μια βδομάδα και τη δική του βιβλιοθήκη. Τα σπιτια όμως εδώ έχουν κι ένα σωρό άλλα °ντεσου', που λέει κι ο Γιάγκος ο πειραιώτης. Στο υπόγειο της οικοδομής έχει όλα τ' απαραιτητα για το πλυσιμο, το στέγνωμα και το σιδέρωμα των ρουχων. Γράφει τ' όνομά του σε μια κατάσταση π' έχει τις ώρες που τα πλυντήρια ειναι λευτερα και πηγαινει κεινη την ώρα να πλυνει να στεγνώσει και να σιδερώσει, χωρις να τον ενοχλει κανένας. Εκεινο όμως που του'κανε τη μεγαλυτερη εντυπωση απ' την αρχή π' ήρθε σ' αυτή την πολυκατοικια, ειναι ο τρόπος που πετάν τα σκουπιδια μέσα σε μια τρυπα στον διάδρομο. Παιρνει τη σακουλα με τα σκουπιδια και πηγαινει στο μέρος π' ειναι να τα πετάξει. Ανοιγει το σιδερένιο καπάκι και πετάει μέσα στην τρυπα τη σακουλα που την ακουει να κυλάει μέχρι κάτω στο υπόγειο.
Μια μέρα μαλιστα κατέβηκε να δει που πανε όλα αυτα τα σκουπιδια που πεταν οι εικοσι οικογένειες όπως τις υπολογισε, που μένουν στο κτιριο. Οταν έφτασε στο υπόγειο έκανε το σταυρό του. 'Ηταν ένα πραμα στρογγυλό σα μηχανημα, οπου πανω του ήταν στεριωμένες κι ανοιχτές τρεις τεραστιες κιτρινες, απο χοντρό πλαστικό, σακουλες. Η μια απ' αυτές ήταν ακριβώς κατ' απ' την τρυπα π' έριχναν τα σκουπιδια. Ο συντηρητής π' ήρθε κεινη την ώρα μ' ένα μεγαλο υδραυλικό κλειδι στο χέρι του για να μπαλώσει όπως ειπε μια σωλήνα, του εξήγησε πως γινοταν όλη αυτή η διαδικασια με τα σκουπιδια τους. Οπως τα πετατε στην τρυπα, πέφτουν κατ' ευθειαν μέσα σ' αυτή την πλαστική σακουλα π' ειναι ανοιχτή ακριβώς απο κατω. Μολις η σακουλα γιομισει, τοτε αυτοματα γυρναει το μηχανημα κι έρχεται απο κατω απ' την τρυπα η αδεια σακουλα. Καναν λοιπον τους λογαριασμους τους οι σκουπιδιαρέοι και βρήκαν ότι χρειαζονται δυο μέρες να γιομισουν και οι τρεις σακουλες. Ερχονται λοιπον καθε δυο μέρες, παιρνουν τις γιοματες σακουλες και βαζουν στη θέση τους τρεις αδειες. Κι έτσι παει η δουλεια ρολοι και με πρόγραμμα. Φοβερα πραματα. Από οργανωση σκιζουν αυτοι οι ανθρωποι. Ακομα και το κατουρημα τους σε λιγο θα το κανουν με προγραμμα, λέει καθε τοσο στον Θόδωρο, π' ολοι πια τον μαθαν καλα και τον φωναζουν με τα παρατσουκλια του. Πον ο Σινσινατι τον ξέρουν πια ολοι γιατι ο χριστιανός ουτε το λοιπον καταφερε να κοψει, ουτε και το μερακι του να παει μια μέρα να ζήσει σ' αυτό το Σινσινατι που σκεδόν κανένας, ουτε ο ιδιος καλα καλα, ξέρει που βρισκεται. Ο Θοδωρος υποψιαζεται βέβαια ότι ειναι ο Αργυρης που διαδωσε το παρατσουκλι του και του το λέει κιολας, αν και δε μοιαζει να τον πειραζει ιδιαιτερα. «Μαλλον τον αρέσει πιο πολυ απ' τ' ονομα του», σχολιαζει γελώντας ο Αργυρης. Καποιοι μαλιστα τον παιρνουν καπου καπου λιγο στο ψιλο. «Που ειναι ρε συ Πον αυτό το Σινσινατι να στειλουμε ένα πιατο
χαλβα για τις γνωριμιες; Μπας ρε μπαγασα και σταμπαρισες , τιποτα ομορφες γκομενες εκει και ο επιασε τετοια πρεμουρα μ αυτό το μέρος; Εσυ ρε ουτε που ξέρεις καλα καλα που ειν' αυτό το Σινσινατι».
«Στην Αμερική ειναι ρε σεις», λέει στην καφετέρια το Τριουμφ οπου συχναζουν οι Ελληνες. «Άμα φτασω στην Αμερική τι διαολο, το Σινσινατι θα με ξεφυγει;»
2
Από δουλεια βολεύτηκε ο Αργύρης πιο εύκολα και πιο γρήγορα σαν έκλεισε το σακουλαδικο. Εμαθε ότι σε μια απογεματινή εφημερίδα με πολύ μεγαλη κυκλοφορία - λέγαν ότι πουλούσαν πεντακόσιες χιλιαδες κομματια κάθε μέρα - χρειάζονταν έξτρα προσωπικό για τα πρωινά του Σαββάτου και της Κυριακής. Πήγε και ζήτησε τη δουλεια και τον πήραν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο αυτό που καναν στο δικό τους τμήμα. Απλή κι εύκολη δουλεια που την έμαθε σε μισή ωρα. Μαζεύουν δεματια δεματια τις εφημερίδες έτσι όπως βγαίνουν απ' τις κορδέλες που συνδέονται με το τυπογραφείο, τα δένουν σ' ένα μηχανημα και τα βαζουν σε παλέτες που τις σηκωνουν καποιοι αλλοι με κατι μηχανήματα που τα λένε κλαρκ. Ύστερα από τρία σαββατοκύριακα τον ρωτησε ο προιστάμενος του αμα ήθελε να δουλεύει σε καθημερινή βαση, μια και τους παρατησε ένας μόνιμος. Δέχτηκε με χαρα τη δουλεια αν και οι ωρες ήταν λίγο ανάποδες γιατί έπιανε στις τρεις τη νύχτα και σχολγούσε στις δέκα, έντεκα ή και δωδεκα η ωρα το μεσημέρι. Αυτό εξαρτιόταν απ' τα προβλήματα που παρουσίαζαν οι μηχανές του τυπωματος.
«Μια συνήθεια είναι», του'πε ο προιστάμενος. Η εφημερίδα έβγαινε κάθε μέρα, οπότε σύμφωνα με τις βάρδιες κάθε δεύτερη βδομαδα δούλευε σαββατοκύριακο, κανοντας ρεπό δυο καθημερνές. Συνήθως βέβαια δούλευε και τα ρεπό του, όχι τόσο για τα χρήματα αλλά γιατί δυο μέρες απραγος και μόνος όπως είναι, παει να σκάσει.
Το βαρος π' είχε στην ψυχή του απ' τη Γερμανία τον βασανίζει ακόμα καπου καπου , αν και μαλακωσε παρα πολύ το τελευταίο διαστημα. Τωρα πια κοιμαται ήσυχα τα βράδια χωρίς να πετιέται από κείνους τους εφιάλτες που τον αναγκαζαν, ακόμα κι ένα μεγαλο διαστημα από τότε π' έφτασε δω, να τινάζεται πανω ιδρωμένος και τρομοκρατημένος. «Τυχερέ Θόδωρε», χαμογέλασε πικρά. «Τυχερέ Θόδωρε π' έρχονται οι δικοί σου και δε θα είσαι μόνος από δω και πέρα». Ο ίδιος δε τα καταφερε ακόμα να βρει μια συντροφιά, παρα μόνο δυο τρεις εφήμερες σχέσεις που δε τις πήρε ούτε αυτός αλλά ούτε και κείνες στα σοβαρα. «Μια γυναίκα», είπε με πείσμα καθως σκωθηκε κι αρχισε να ξεντύνεται για να κοιμηθεί. Μια γυναίκα να γεμίσει τις ατέλειωτες ωρες της μοναξιάς του. Μια γυναίκα να τη σκεπασει μ' όλα τ' αποθέματα τρυφερότητας κι αγαπης που κρύβει προσεχτικά τόσα χρόνια στα τρίσβαθα της καρδιας του.
Μια γυναικα να της ανοιξει την ταραγμένη ψυχή του στα χέρια της, να της εμπιστευτει τη γιατρεια του. Η αλήθεια ειναι ότι έχει σταμπαρει μια τριανταρα στη δουλεια, που του φαινεται ότι κι αυτή δειχνει να ενδιαφέρεται. Του ριχνει καπου καπου κλεφτές ματιές αλλα δε ξέρει ούτε πώς να την πλησιασει κι ακόμα χειρότερα δε ξέρει τι να της πει. 'Εχει κανει πολλές φορές σκέδια στο μυαλό του κι έχει προβαρει ένα σωρό λόγια που τ' αλλαζει και τα διορθώνει καθε τόσο, όμως φοβαται ότι αμα την πλησιασει θα τα χασει, θα κοκκινισει, θα ξεχασει τα λόγια και στο τέλος θα καταλήξει να της λέει μπούρδες. Ειναι κι αυτή η ρουφιανα η γλώσσα τους που δε την καταφέρνει καθόλου καλα παρα τα δυο χρόνια που τσατρα πατρα μιλαει με τους συναδέλφους του στη δουλεια. Ο Δημήτρης, ένας νεαρός π' έρχεται και δουλεύει τα σαββατοκύριακα, του πρότεινε μισοαστεια μισοσοβαρα να τον εξυπηρετήσει. «Αφού δε μπορεις να την πλησιασεις μόνος σου κυρ Αργύρη, ασε μένα να πιασω κουβέντα μαζι της και μετα έρχεσαι με καποια αφορμή κοντα μας και πιανεις όμορφα κι ωραια την επαφή σου». «Και τι αφορμή να βρω για να πλησιασω την ώρα που θα μιλας μαζι της;» ρώτησε τρομοκρατημένος ο Αργύρης. Ο Δημήτρης κόντεψε να πέσει κατω απ' τα γέλια.
«Αυτα κυρ Αργύρη ειναι τριχες που λέμε. 'Ελα και πες ότι σ' έρθει κεινη την ώρα στο μυαλό. 'Ελα κυρ Αργύρη και ζήτα με ένα τσιγαρο να πού με». «Ωραια», ειπε μετα από σκέψη ο Αργύρης. «Μέχρι δω καλα μας τα'πες. Από κει και πέρα όμως; Τι να της πω της γυναικας έτσι στα ξαφνικα; Να της πω δηλαδή ότι ειμαι μοναχος και ψαχνω ψυχή ν' αρπαχτώ; Με τις πέτρες θα με παρει ρε πολύξερε και συ». Κούνησε το κεφαλι σφιγγοντας με πεισμα τα χειλια του.
«Αχ αυτό το καταραμένο χούι», αναστέναξε. «Ποιο χούι κυρ Αργύρη;» «Να ρε παιδι μου. Πώς να στο δώσω να καταλαβεις; Αυτό ακριβώς το πραμα ειναι το μεγαλο μου κουσούρι. Αμα πραγματικα μ' αρέσει μια γυναικα δε μπορώ να την πλησιασω και να της μιλήσω. Κανω τα ποδαρια μου και δένει κόμπο η γλώσσα μου. Κοιταω μόνο σα χαχας. Με το κοιταγμα όμως δε βγαινει τιποτα και δε γινεται δέσιμο. Τέλος παντων. Λέγαμε λοιπόν ότι θα πλησιασω την ώρα π' εσύ θα της έχεις πιασει κουβέντα και θα πω κι εγώ κατι. Τι να πω;» «Οτι θες πες κυρ Αργύρη», απαντησε μισοαγαναχτισμένος με τη δειλια του ο Δημήτρης. «Τι σημασια έχει τι θα πεις; Πες για τον καιρό, πες για τη δουλεια, πες για την ξενιτια, πες τέλος παντων ότι σε κατέβει. Αμα κυρ Αργύρη η γυναικα σε θέλει, τότε πες και τις μεγαλύτερες μαλακιες που λέμε. Αυτή τα βρισκει όλα χαριτωμένα».
«Δε σταματάς αυτά τα κεριά και τα λιβάνια λέω γω», αγανάχτησε ο Αργυρης. «Κυρ Αργυρη από δω, κυρ Αργυρη από κει με φλόμωσες με τα σεις και με τα σας. Αργυρη σκέτο από δω κι εμπρός. Κατάλαβες;»
«ΚαΤαλάβα». «Αντε τώρα συνέχισε παρακάτω. Που ειχες μεινει;» «'Ελεγα ότι άμα σε θέλει η γυναικα, ότι χαζομάρες και να της πεις αυτή τα βρισκει όμορφα και χαριτωμένα. Αμα όμως δε σε θέλει τότε βράστα που λέμε. Τις μεγαλυτερες εξυπνάδες στον κόσμο να πεις, ακόμα και τη θεωρια του Αινστάιν να ξέρεις απ' έξω κι ανακατωτά, αυτή θα τα βρει όλα άνοστα και χαζά». «Οχι δηλαδή πως δεν έχω ξαναμιλήσει με γυναικα», απολογήθηκε ο Αργυρης «αλλά να, πώς να στο ξηγήσω βρε αδερφέ; Ειναι η πρώτη φορά που πραγματικά ενδιαφέρομαι όσο τιποτ' άλλο γι' αυτή τη γυναικα και τα'χω χαμένα. Τρέμουν τα ποδάρια μου και μόνο που το σκέφτομαι». «Το πιο απλό κόλπο σ' αυτές τις περιπτώσεις ειναι να προτεινεις να πάτε σινεμά», επέμενε ο Δημήτρης. «Αμα δεχτει, τότε από κει και πέρα τα πράματα ειναι απλά κι ευκολα. Από μόνα τους κυλουν τα παρακάτω». Μ' αυτές τις σκέψεις τον πήρε ο υπνος ως την ώρα που πετάχτηκε κατατρομαγμένος απ' τα δυνατά χτυπήματα του Θόδωρου στην πορτα. Σκώθηκε ν' ανοιξει κοιτάζοντας το ξυπνητήρι με μια γκριμάτσα δυσφοριας. - Δυο παρά τέταρτο ειν' ακόμα βρε γρουσουζη, ειπε ανοιγοντας την πόρτα. Μισή ώρα νωριτερα ήρθες. Ο Πον στεκόταν μπροστά του σα βρεμένη γάτα. - Θα σκάσω λοιπόν Αργυρη μου. Θα σκάσω λοιπόν σε λέω. 'Εχω τέτοια αγωνια λοιπόν π' απ' την ώρα π' έφυγα από δω κοιτάω λοιπόν κάθε ένα λεπτό το ρολόι. Κάνε με τη χάρη να πάμε λοιπόν από τώρα, ειπε παρακλητικά έτοιμος σκεδόν να βάλει τα κλάματα. Αμα ειμαι κει και περιμένω λοιπόν το τρένο, νομιζω ότι η ώρα θα τρέξει το λοιπόν γληγορότερα. Θα με φάει λοιπόν η αγωνια
Αργύρη μου - Ας ειχα κι εγώ τέτοιο βάσανο κι ας ήταν να περιμένω όρθιος στο'να πόδι τους δικους μου στο σταθμό, ακόμα κι έναν ολόκληρο μήνα. Τέλος πάντων. Ντυνομαι μια στιγμή και φευγουμε βολιδα. Μπορώ ρε συ Σινσινάτι να σε χαλάσω χατιρι και μάλιστα μια τόσο μεγάλη βραδιά; συμπλήρωσε χαμογελώντας και χαιδευοντας τον Θόδωρο στην πλάτη.
3
Στις τρεις η ώρα, ισως και καναδυο λεπτα νωριτερα, το τρένο μπήκε στην πρώτη πλατφόρμα του σταθμου, ακριβώς όπως ήταν προγραμματισμένο κι όπως έδειχναν οι τεραστιοι φωτεινοι πινακες μέσα κι έξω απ' την αιθουσα αναμονής. Ο Θοδωρος ειχε τον ακαθιστο. Ολη την ώρα, κοντα τρια τέταρτα απ' οταν φτασαν στο σταθμό, βηματιζε πανω κατω στην πλατφόρμα κι έριχνε συνέχεια ανησυχες ματιές μέσ' τη σκοτεινια προς τα κει π' έρχονταν τα τρένα. Την ώρα π' έμπαινε το τρένο τους στο σταθμό, ένας υπαλληλος με στολή τραβηξε στην αρχή μαλακα και μετα με δυναμη τον Θόδωρο απ' την ακρη της πλατφόρμας γιατι κοντευε να πέσει πανω στις γραμμές απ' τη λαχταρα και την αγωνια του.
«Στην ακρη», του'πε ο σιδηροδρομικός και τον έσπρωξε δυνατα. «Εκει να σταθεις», του'δειξε με το δαχτυλο ένα σημειο κοντα πέντε μέτρα απ' τις γραμμές. Ο Αργυρης καθόταν στο παγκακι μέσα στην αιθουσα αναμονής και κοιτουσε χαμογελώντας πισω απ τις τεραστιες τζαμένιες πόρτες τον Θόδωρο που ψαχουλευε με το ματι του τους ταξιδιώτες που κατέβαιναν βιαστικα απ' τα βαγόνια. Τον κοιτουσε ο Αργυρης και ζήλευε λιγακι ειν' η αλήθεια. Ξαφνικα τον ειδε να τρέχει προς την αλλη μερια. Σκώθηκε απ' το παγκακι και βγήκε στην πλατφορμα αργα αργα, για να τους αφήσει χρονο για τις πρώτες συγκινήσεις. Ειδε το φιλο του π' αγκαλιαζοταν και φιλιοταν με λαχταρα μ' ένα νεαρό ζευγαρι. Οταν τέλειωσαν τα σφιχταγκαλιασματα ο Θοδωρος ζαλώθηκε τις δυο βαλιτσες ενώ ο γαμπρός του αρπαξε παραμασχαλα έναν τεραστιο μπογο και με τον Θόδωρο μπροστα, προχώρησαν προς το μέρος του. - Από δω λοιπον ο Αργυρης, έκανε τις συστασεις ο Θοδωρος. Χαρη σε τουτον εδώ που βλέπτε, πατατε λοιπον σήμερα σ' αυτον τον τόπο. Ειναι που σας έγραφα λοιπον γι' αυτον στα γραμματα μου. Στη Γερμανια λοιπον γνωριστήκαμε και γιναμε σα τ' αδέρφια αξεχώριστοι. Γυρισε μετα και σταθηκε αναμεσα στους δικους του. Τους αγκαλιασε απ' τους ώμους κοιταζοντας δεξα και ζερβα περήφανος μια τον ένα και μια την αλλη. - Αργυρη, οι δικοι μου λοιπον. Ο γαμπρός μου λοιπον κι η κορη μου, ειπε μ' επισημο υφος. Από κει και πέρα όλα ήταν τακτοποιημένα για το ζευγαρι. Ο Θοδωρος ειχε από καιρο τώρα νοικιασει ένα διαμέρισμα με δυο δωματια, ένα μεγαλο γι' αυτους κι ένα μικρότερο για τον ιδιο και τα ειχε επιπλώσει μ' ακριβα και γουστοζικα έπιπλα κατω απ' την καθοδήγηση ενος νεαρου απ' τη Σαλονικη που τον έλεγαν Λακη.
«Αυτός λοιπόν ξέρει», είπε ο Θόδωρος μια μέρα με θαυμασμό στον Αργύρη. «Το έπιπλο ταιριαζει λοιπόν στην κάθε καμαρη σα γάντι. Δένει, όπως το λέει λοιπόν αυτός το καθένα στον τόπο του και τη γωνια του. Εμαθα ότι είναι λοιπόν από γερα βασταζού μενη οικογένεια με υπηρέτριες και σπίτι λοιπόν μ' όλα τα κομφόρια. «Τον ξέρω», είπ' ο Αργύρης και κούνησε το κεφαλι του με σημασία. «Εδω όμως έχασε ο κακομοίρης τα γερα του. Τον είδα δυο τρεις φορές στο Τριούμφ που συχναζουμε. Ολη την ωρα ήταν ανήσυχος και μπαινόβγαινε σα να'ψαχνε καποιον. Λένε ότι έμπλεξε με ναρκωτικα, αλλά δε ξέρω τι να σε πω. Ο Θεός κι η ψυχή του».
«Τι ναρκωτικα λοιπόν;» ρωτησε ανήσυχος ο Θόδωρος. «Χασίσια δηλαδή;» «Παν..., πέρασαν αυτά», απαντησε χαμογελωντας και κουνωντας το χέρι του ο Αργύρης. «Εσύ παιδί μου είσαι πισ' απ' τον κόσμο. Τωρα είναι της μόδας αυτα που λεν σκληρα ναρκωτικα και τα παίρνουν με τις ενέσεις. !-!ρωίνες τα λένε». Ο Λευτέρης κι η Καλλιόπη ταχτοποιήθηκαν γρήγορα από αδεια παραμονής κι εργασίας και πιάσαν δουλεια στο ίδιο εργοστάσιο που δούλευε από τότε π' έκλεισε το σακουλαδικο ο Θόδωρος. «Εργοστάσιο» το'λεγε, αλλά ήταν ένα μικρό μηχανουργείο με πρέσες π' έβγαζε διαφορα εξαρτήματα για αυτοκίνητα όπως λέγαν, αλλά που τόσο καιρό ο Θόδωρος έσπαζε το κεφαλι του να καταλαβει που διάολο τέλος παντων ταίριαζαν στ' αυτοκίνητα κείνα τα κομματια από σίδερο με τις τρύπες και τα τσακίσματα. Τα βράδια μετά τη δουλεια τους αλλο δε καναν παρα να μαζεύονται στο σπίτι, να τρωνε και να κουβεντιάζουν για τα παιδια τους ως την ωρα που πέφταν για ύπνο. Αφού άλλαζαν γι' αυτα ακόμα μερικές κουβέντες, γύριζαν να κοιμηθούν δακρυσμένοι. Είχε περασει κοντα ένας μήνας κι η Καλλιόπη έδειχνε ότι δεν άντεχε το χωρισμό. Ολη μέρα βουρκωμένη στη δουλεια της και το βραδυ στο σπίτι έκλαιγε σκεδόν ασταμάτητα. «Ομορφα είναι δω», έλεγε. «Τίποτα δε μας λείπει. Και του πουλιού το γαλα έχουμε, όμως τίποτα δε μπορεί ν' αντικαταστήσει τα παιδια μας. Χωρίς αυτα ότι προκοπή και να κανεις χαραμι είναι».
«Δύσκολο κι αδικο πραμα ο χωρισμός απ' τα παιδιά», την παρηγορούσε ο Αργύρης κάθε Κυριακή μεσημέρι που του καναν το τραπέζι. «Με τον καιρό όμως, έχω δει κι αλλους γονιούς π' αφησαν πίσω τα παιδια τους, το παίρνει θαρρείς κανείς απόφαση».
«Απόφαση;» πετάχτηκε ίσα με πάγου η Καλλιόπη. «Αυτή είναι μια πληγή που δε κλείνει Αργύρη μου. Ενα ξερίζωμα της ψυχής είναι».
ΚΕΦΑΛΑ!Ο Ί20
Ο Δημήτρης φορτώθηκε τη σακα του ταχυδρομικού διανομέα και βγήκε απ' την πισω πόρτα του ταχυδρομειου. Ειναι τώρα τρεις μήνες που δουλεύει στο πρώτο ταχυδρομικό γραφειο της Στοκχόλμης και μοιραζει τα γραμματα σε σπιτια και μαγαζια π' ειναι γύρω από μια πλατεια εκει κοντα. Καλό πόστο και ισως ένα απ' τα καλύτερα, αν και στον τομέα του έχει μια παλια και ψηλοταβανη πενταόροφη οικοδομή χωρις ασανσέρ που τον ξεθεώνει καθε πρωι στο ανέβασμα, φορτωμένος όπως ειναι με την ασήκωτη σακα. 'Ενας χρόνος και δυο μήνες συμπληρώθηκαν απ' τη μέρα που πατησε το πόδι του στη Σουηδια με σκοπό να μπορέσει δουλεύοντας να σπουδασει, αλλα μόλις πριν από λιγο καιρό κατα φερε να βρει δικό του σπιτι και ειναι έτοιμος να μετακομισει σε μερικές μέρες. Μέχρι τώρα γυρναει σα τσιγγανος από δωματιο σε δωματιο. Η αλήθεια ειναι ότι σταθηκε πολύ ατυχος με το ζήτημα του σπιτιού, αφού τις περισσότερες φορές καταληγε σε σκοτεινό κι ανήλιαγα δωματια που του πλακωναν την ψυχή και τον αναγκαζαν να γυρναει περισσότερο στα ελληνικα στέκια και τις καφετέριες, παρα να μένει στο σπιτι. Σιγα σιγα αυτός ο τρόπος ζωής του'γινε συνήθεια κι ειχε αρχισει ν' απογοητεύεται για το μέλλον του και τις σπουδές του. Δούλευε κατα κανόνα περιστασιακα, ενώ τον υπόλοιπό του χρόνο γυρνολογούσε από δω κι από κει ρέμπελος κι ανικανος ν' ασχοληθει με κατι ουσιαστικό, αναβαλλοντας διαρκώς τα σχέδια και τα πλανα π' ειχε όχι μόνο απ' τη μέρα που ξεκινησε απ' την Ελλαδα αλλα ακόμα περισσότερο απ' τη μέρα π' αποχαιρέτησε τον φιλο του τον γκαβούλια στην Αλβεστα.
«Γιατι φεύγεις;» τον ειχε ρωτήσει ο γκαβούλιας καταλυπημένος που έχανε τον καλύτερο φιλο του. «Καλα ειναι δω ρε γκαβούλια δε λέω, αλλα γω ήρθα στη Σουηδια για να σπουδασω. Αυτός ειν' ο στόχος μου κι αυτό θα κανω ο κόσμος να χαλασει». Ομως τα πραματα δε του'ρθαν βολικα. Το καταραμένο αυτό «πρόβλημα στέγης» μαζι με την ατυχια του ή ισως ακόμα και το ότι βολεύτηκε με τη ρέμπελη αυτή ζωή που κανει εδώ και έναν περιπου χρόνο στη Στοκχόλμη, τον έριξαν σ' απατα νερό. Το καταλαβαινει ότι έμπλεξε σ' έναν κυκεώνα, σ' έναν λαβύρινθο, σ' ένα αδιέξοδο θα μπορούσε να πει κανεις, απ' όπου για να βγει πρέπει να καταβαλει υπερανθρωπες προσπαθειες. «Αμα λοιπόν ξεφύγεις μια φορα απ' τη στρατα σου, τότε θέλεις δέκα φορές τον κόπο να ξαναβρεις λοιπόν το δρόμο σου», του'πε μια μέρα στην καφετέρια ένας αγραμματος αλλα πανέξυπνος χωριατης που τον φώναζαν Πον ο Σινσινατι. «Μακαρι λοιπόν να
μπορουσα να σε μαζέψω εγώ παλικάρι μου, αλλά ήρθαν οι δικοι μου και γιναμε λοιπόν τρεις σε δυο δωματιάκια». Τώρα όμως τα πράματα φαινεται ν' αλλάζουν «οριστικά κι αμετάκλητα» που συνήθιζε να λέει ο πατέρας του χτυπώντας τις παλάμες του μεταξυ τους. Ειναι εδώ και μερικές μέρες που τον ειδοποιησαν απ' την υπηρεσια στέγασης ότι από την πρώτη του μηνός, σε πέντε μέρες δηλαδή από σήμερα, μπορει να πάει να εγκατασταθει σε δικό του σπιτι. Δικό του δηλαδή τρόπος του λέγειν αφου για να τ' αποκτήσει δε πλήρωσε δεκάρα. Θα πληρώνει κάθε μήνα ένα ενοικιο, π' όπως του εξήγησαν αντιστοιχει στην απόσβεση του κεφαλαιου που χρειάστηκε για να χτιστει το σπιτι, καθώς και στα έξοδα συντήρησης, καυσιμων, καθαριότητας, κοινόχρηστων εξόδων κι ότι άλλο τέλος πάντων ειναι απαραιτητο για να λειτουργει καλά και ομαλά το σπιτι.
«Τι σοι δικό μας ειναι ένα τέτοιο σπιτι;» διαμαρτυρήθηκε μια μέρα στο στέκι που συχναζαν ένας πειραιώτης ο Γιάγκος με τ' όνομα. «Αφου πλερώνει κανεις κάθε μήνα ένα σωρό λεφτά για νοικι, τότε τι διάολο δικό σου ειναι; Στην Ελλάδα άμα ειναι δικό σου το σπιτι δε πλερώνεις ουτε δραχμή σε κανέναν κέρατά».
«Ναι αλλά πόσα λεφτά θέλεις για ν' αγοράσεις ένα σπιτι;» ρώτησε ένας άλλος ονόματι Χαράλαμπος π' ειχε πολλά χρόνια εδώ. «Εναν κόσμο λεφτά χρειάζεσαι. Αμα δε τα'χεις μένεις μόνο με τ' όνειρο. Ενώ εδώ δε πληρώνεις ουτε δεκάρα. Ουτε κοινόχρηστα έχεις, ουτε επισκευές πληρώνεις άμα χαλάσει κάτι, ουτε πετρέλαια ή ξυλα για ζέσταμα. 'Εχεις τα ζεστά σου τα νερά που τρέχουν απ' όποια βρυση κι αν ανοιξεις». «Ασε που δεν έχεις και τιποτα να μαλώσεις με τους γειτόνους σου», πετάχτηκε ένας άλλος. «Μήπως έχεις και γειτόνους για να μαλώσεις;» απόρησε κουνώντας το κεφάλι του ο Γιάγκος. «Εγώ μένω σε μια οικοδομή δυο χρόνια τώρα και δε ξέρω ουτε καν ποιος μένει στο διπλανό διαμέρισμα. Αλάργα μόνο μη πάθω κανένα βράδυ ζημιά. Δεν έχω πόρτα να χτυπήσω για μια ανθρώπινη βοήθεια αδερφέ μου. Σα το σκυλι στ' αμπέλι θα πάω».
«Αυτό ναι», συμφώνησε ο Χαράλαμπος. «Φαινεται ότι όλ' αυτά τα ωραια π' έχουν εδώ φέρνουν και την αποξένωση των ανθρώπων». Ο Δημήτρης τους άκουγε αλλά δεν έδινε σημασια. Μπουρδες και κουβέντες του αέρα. 'Ετσι ειν' οι άνθρωποι. Αχάριστοι ειναι. Πρώτα κάνουν αμάν να βρουν ένα σπιτι να τακτοποιηθουν, να βάλουν το κεφάλι τους κάτω απ' ένα κεραμιδι όπως λέμε στην Ελλάδα και μετά αρχιζουν να βρισκουν τι τους φταιει και τι τους ξινιζει.
5
Πήγε λοιπον τροχαδην την αλλη μέρα π έγινε αυτή η συζήτηση και έκανε την αιτηση του για σπιτι. Από κεινη τη στιγμή λες και το πήρε κιολας, αλλαξε ρότα σα να'γινε νοικοκυρης. Σα ν' αποκτησε τη δυναμη που χρειαζονταν για να στήσει τη ζωή του όπως την ειχε σκεφτει κι αποφασισει. Και τώρα τέλειωσαν τα ψέματα. Τον ειδοποιησαν επιτέλους. Στο γραμμα μαλιστα που του'στειλαν καθόρισαν και την ημερομηνια που μπορουσε να μετακομισει.
«Πέντε μέρες», μονολόγησε. «Ακομα πέντε μέρες». Η χαρα π' ένοιωθε ήταν τοσο μεγαλη, που μετρουσε οχι μόνο τις μέρες και τις ώρες αλλα ακόμα τα λεπτα και τα δευτερόλεπτα. Δικό του σπιτι και μαλιστα συγχρονο μ' όλα τ' απαραιτητα, σκεφτόταν κι έβγαινε απο μέσα του μια χαρα π' έκανε το μουτρο του και τα ματια του να λαμπυριζουν. Απ' τη μέρα π' έκανε κεινη τη βλογημένη την αιτηση, η ζωή του βρήκε το νόημα και το στόχο π' ειχε βαλει εξ' αρχής. Άρχισε να δουλευει πιο συστηματικα για να μασει μερικα λεφτα ενώ πήγε και γραφτηκε στο πανεπιστήμιο κανοντας συγχρόνως αιτηση για φοιτητικό δανειο. Δε το πήρε ακομα, γιατι οταν τον ρώτησαν ποτε θ' αρχισει τις σπουδές του αυτος ο βλακας απαντησε ότι ειχε σκοπό ν' αρχισει το επομενο εξαμηνο. «Πρέπει πρώτα να τακτοποιηθώ απο σπιτι. Πρέπει επισης να δουλέψω λιγο γιατι ειμαι τελειως αφραγκος. Πως θα τα φέρω βολτα ώσπου να εγκριθει το δανειο;» «Ε, τοτε θα το παρεις τ' αλλο εξαμηνο», του'πε χαμογελώντας η κυρια που τον εξυπηρέτησε και παραλαβε την αιτηση του. «Μπορεις όμως», τον καθοδήγησε με ευγένεια, «. . . μόλις βρεις δουλεια να πας στην εφορια και να παρεις ένα χαρτι για να μη πληρώνεις φόρο μέχρι το ποσό των δυο χιλιαδων κορωνών. Αυτο ειναι πολυ καλο, γιατι εδώ στη Σουηδια η εφορια τσεκουρώνει. Τα έσοδα μας τα μοιραζόμαστε με την εφορια». Κοντεψε να τρελαθει απ' τα νευρα και την αγανακτηση. Ακους εκει να πιαστει τέτοιο κορόιδο και να μη δηλώσει ότι θ' αρχισει σπουδές απ' αυτό το εξαμηνο; Ο Περικλής, ένα καλο παιδι απ' τη Σαλονικη που καναν ταχτικα παρέα τώρα τελευταια και πηγαινει στο πολυτεχνειο, μόλις ειχε παρει το δευτερο του δανειο. «Δε πειραζει ρε Δημήτρη», του'πε. «Αν έπαιρνες τώρα δε θα'παιρνες τ' αλλο εξαμηνο επειδή δε θα'χες να δειξεις καποια προοδο. Ετσι ειναι. Στην αρχή σε δινουν μια δοση για να ξεκινήσεις και μετα πρέπει να περασεις τα μισα τουλαχιστο απ' τα μαθήματα σου για να σε ξαναδώσουν». «Δικιο έχει ο Περικλής», σκέφτηκε για μια ακόμα φορα καθώς έπαιρνε το δρομο να παει να μοιρασει τα γραμματα.
2
Καλή δουλεια, που δε μπορεί να πει ότι είναι δύσκολη ή κουραστική. Σκέφτεται μαλιστα - το'πε και στον προϊστάμενο τους πριν από δυο μέρες - όσο καιρό σπουδάζει να μπορεί να'ρχεται να δουλεύει εξτρα μερικές μέρες όταν έχει ελεύθερο χρόνο αλλά και πιο εντατικά τις περιόδους των γιορτων που οι αναγκες του ταχυδρομείου ήταν μεγαλες και παίρναν ένα σωρό έκτακτο προσωπικό. Του'κανε εντύπωση ότι ο προϊσταμενός που μέχρι τα τωρα τον είχε μη στάξει και μη βρέξει, του απαντησε αόριστα.
«Θα δού με», του'πε και του'κλεισε χαμογελωντας περίεργα το ματι. Η δουλεια άρχιζε στις έξη και μισή το πρωί. Καθε περιοχή είχε τέσσερα “πόστα", όπως λέγαν την περιοχή του κάθε διανομέα και έναν πέμπτο που ήταν ο ποιο παλιός και επικεφαλής της ομαδας. Αυτός ήξερε τα παντα για τις περιοχές ολογων. Από ονόματα, μέχρι και ποιοι μετακόμισαν, ποια ήταν η νέα τους διεύθυνση, πότε επιστρέφουν αν έλειψαν προσωρινά κι ένα σωρό αλλες λεπτομέρειες π' ήταν απαραίτητες για να τρέχει η δουλεια ρολόι. Επαιρνε λοιπόν ο κάθε διανομέας τα γραμματα του δικού του τομέα π' έρχονταν σε στοίβες μ' ένα καροτσάκι και τα χωριζαν σε Θυρίδες που η κάθε μια αντιστοιχούσε σε μια οικοδομή απ' αυτές π' εξυπηρετούσε ο καθένας. Στις εννιά βγαίναν τον πρωτο γύρο. Με την επιστροφή έκαναν ένα διάλειμμα κοντα μίση ωρα και ξαναβγαιναν για διανομή στις έντεκα και μισή. Επιστροφή ξανα, διάλειμμα μισής ωρας παλι, μια τελευταία έξοδος κι από κει κατευθείαν σχόλασμα. Ο Δημήτρης είχε στον τομέα του κείνη την οικοδομή με τα πέντε πατωματα χωρίς ασανσέρ, που τον ταλαιπωρούσε ειν' η αλήθεια αρκετα. Θαρρείς όμως ότι καποιο αόρατο χέρι τα κανόνιζε και κανείς απ' τους ένοικους του τελευταίου ορόφου δεν είχε γραμμα την τρίτη και τελευταία έξοδο. Ο όροφος είχε δυο διαμερίσματα. Στο ένα έμενε καταμονη μια γκρινιάρα παλιόγρια που κανείς δε χτυπούσε ποτέ την πόρτα της και που τον περίμενε παντα στο κεφαλόσκαλο, είχε δεν είχε γραμμα, με το ίδιο παραπονο κάθε μέρα που το'λεγε με μια τσιριχτή κι αντιπαθητική φωνή που του τρυπούσε τ' αυτια. «Χάλασε πια η Σουηδία. Οι καταραμένο! σοσιαλιστές γέμισαν τον τόπο μαυροκέφαλους. Εφτασαν να εμπιστεύονται τα γραμματα μας στους ξένους». Στο αλλο διαμέρισμα έμενε ένας μποέμης φοιτητής της νομικής, που ο Δημήτρης τον πήγαινε πολύ. Σκεδόν κάθε πρωί μια διαφορετική κοπέλα ξεμπουκαριζε απ' το διαμέρισμα του, ένω ποτέ δεν έπαιρνε γραμμα παρα μόνο ειδοποιήσεις για καθυστερημένους λογαριασμούς.
'Ενα πρωι μαλιστα που ξεπροβόδιζε έναν κοπέλαρο ισα με κει πανω κι ακουσε τον καθημερνό εξαψαλμο της γριας, έγινε έξω φρενών.
«Αντι βρε διαολόγρια να φχαριστας π' ήρθαν αυτοι οι ανθρωποι εδώ και κανουν όλες τις παλιοδουλειές π' εμεις πια σα νεόπλουτοι δε τις θέλουμε, έχεις και μούτρα να μιλας. Αι' στο διαολο ξινομούνα». Ξανακοιταξε με δυσφορια το ματσο τα γραμματα που κρατούσε στο χέρι του. «Παλιόγρια, μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του. Ειν' αναγκη να'χεις γραμμα τώρα στην τελευταια γύρα πριν να σχολασω; Μένει και στο τελευταιο πατωμα η ρουφιανα», ειπε σουφρώνοντας τα μούτρα του. Του'χε συμβει ακριβώς το ιδιο πριν από δεκαπέντε μέρες ακριβώς και την έγραψε την παλιόγρια εκει που πρέπει. Γύρισε με το γραμμα πισω, το'κρυψε στο ντουλαπι του και το πήγε την αλλη μέρα το πρωι σα κύριος με το πρωινό μοιρασμα π' έτσι κι αλλιώς ανέβαινε όλες τις σκαλες. Τραβηξε το γραμμα απ' το υπόλοιπο ματσο π' ήταν δεμένο με λαστιχο και το'ριξε στην τσόντα. «Αύριο το πρωι θα το παρεις», ειπε με πεισμα κι ένοιωσε ανακούφιση που τ' αποφασισε τελικα. Μόλις γύρισε στην υπηρεσια του ν' αφήσει την τσαντα και να σχολασει, τον έπιασε απ' το χέρι ο επικεφαλής του “πόστου" τους, ένας απ' τους γλυκύτερους ανθρώπους π' ειχε γνωρισει μέχρι τότε και τον τραβηξε μ' ευγένεια στο γραφειο του προισταμένου. «Ελα», του ειπε φανερό στεναχωρημένος. «Τ' αφεντικό ζήτησε να παμε μέσα». Ο προισταμενος, έναν κοντούλης με τουλόχιστο τριαντα κιλα παραπανω απ' τα κανονικα του και παντα χαμογελαστός και
χαρούμενος, σκώθηκε απ' τη θέση του μόλις οι δυο τους μπήκαν στο γραφειο του.
«Καλώς τον», ειπε με σαρδόνιο χαμόγελο απευθυνόμενος στον Δημήτρη. «Εχεις κανένα γραμμα που δε το μοιρασες;» Ο Δημήτρης καταλαβε αμέσως τι εννοούσε, όπως καταλαβε ότι
ήταν μ'αταιο ν' αρνηθει. 'Εβγαλε το γραμμα και το'ριξε πανω στο γραφειο.
«Θα το πήγαινα έτσι κι αλλιώς αύριο με το πρωινό», δικαιολογήθηκε. Ο προισταμενος σκώθηκε απ' τη θέση του και σταθηκε όρθιος μπροστα του.
«Δε ξέρω πως λειτουργούν τα ταχυδρομεια στην Ελλαδα» ειπε, «...αλλα μεις εδώ έχουμε μια σύμβαση με το κρατος για να παιρνουμε το γραμμα αυτουνού», έδειξε τον προισταμενο της περιοχής «..και να το πηγαινου με σ' εσένα», τον έδειξε κι αυτόν με
το δάχτυλο. «Αυτή ειναι η δουλειά μας και καμιά άλλη. Οποιος δε την κάνει σωστά τα μαζευει και πάει σπιτι του. Κατάλαβες; Αντε λοιπόν στο καλό». 'Εφυγε με τα μουτρα πεσμένα απ' τη ντροπή. Πως την έπαθε έτσι σαν αγράμματος; 'Εχει τόσο καιρό σ' αυτή τη χώρα κι ακόμα ξαφνιάζεται με τον τρόπο που σκέπτονται και λειτουργουν. Το λέει μάλιστα και σ' όλους όπου βρεθει κι όπου σταθει. «Ειναι σ' όλα τους συνεπεις και πρακτικοι. Η επιπολαιότητα και η ασυνέπεια ειναι τα μεγαλυτερα αμαρτήματα σ' αυτόν τον τόπο. Καλό πράμα ειναι η συνέπεια δε λέω αλλά η φανατικιά προσήλωσή τους σ' αυτή, καταντάει μερικές φορές κουραστική και βαρετή. Λιγη ματσακωνιά βρ' αδερφέ δε βλάπτει». «Ζωή χωρις τα ψεματάκια της και τις απατεωνιτσες της, ειναι φαγι χωρις αλάτι», ειπε ο Γιάγκος ο πειραιώτης. «Ολη κεινη η αναμπουμπουλα στην πατριδα όπου τιποτα δε λειτουργει και τιποτα δε γινεται στην ώρα του, έχει μεγαλυτερο γουστο». Ολα αυτά καλά κι άγια αλλά πάνω που ταχτοποιήθηκε από σπιτι ξέμεινε από δουλειά «Μεγάλος βλάκας εισαι», ειπε και μουντζωσε τα μουτρα του κει που περπατουσε απαγοητεμένος μέσα στον κόσμο. Στεναχωρέθηκε βέβαια π' έχασε τη δουλειά του, αλλά το περισσότερο ήταν η ντροπή π' αιστάνονταν για τη συμπεριφορά του και τον τρόπο με τον οποιο τον έδιωξαν. Οχι δηλαδή πως ειχαν άδικο οι άνθρωποι. Το δικιο δικιο και δε μπορει να τους το φάει κανένας. Δε μπορεις εσυ κυριε να'ρχεσαι εδώ σ' αυτή τη χώρα και να μας χαλάς τη σειρά και τη ρέγουλα! Χρόνια παλευουν οι άνθρωποι, η αλήθεια να λέγεται, να φτιάξουν οργάνωση και υπηρεσιες που τους κάνουν να ξεχωριζουν σ' όλο τον κόσμο. «Το σουηδικό μοντέλο» που λένε όλοι και το ζηλευουν ειναι ακριβώς αυτό το πράμα, σκέφτηκε ο Δημήτρης και στεναχωρέθηκε ακόμα περισσότερο που ο ιδιος με την αμυαλοσυνη του και την επιπολαιότητά του λειτουργησε σα φρένο, αν και μηδαμινό, στη λειτουργια αυτής της καλοφτιαγμένης μηχανής. Πήρε να σκέφτεται για πρώτη φορά τι λογιώ πράμα ήταν ακριβώς αυτό το περιβόητο σουηδικό μοντέλο. Πρώτα πρώτα λοιπόν ειναι αυτή η φοβερή οργάνωση και τάξη π' έχουν καταφέρει να βάλουν σ' όλες τις δουλειές και τις υπηρεσιες τους και δευτερο και πιο σημαντικό η πρόνοια που δειχνει το κράτος για όλους ανεξαιρετα. Η πρόνοια. Η κρατική μέριμνα μ' αλλά λόγια, που σκεπάζει ντόπιους και ξένους με μια αιστηση ασφάλειας και σιγουριάς που για τον Δημήτρη ειναι πρωτόγνωρη. Αν και τόσο καιρό τώρα γυρνάει από δω κι από κει χωρις να κάνει ουσιαστικά τιποτα, αν ένα χρόνο και βαλε ειναι μόνο σχέδια και πλάνα για πράματα και
θαματα που "θα" κανει αλλα χωρις να'χει καταφέρει ακόμα το παραμικρο, έν τουτοις αιστανεται μέσα του μια σιγουρια γιατι ξέρει ότι ολες οι πόρτες ειναι ανοιχτές. Κανεις δε τον σπρώχνει, κανεις δε τον πιέζει. Κανεις δε τον βιαζει σε τιποτα και με κανένα τροπο. Η ανοχή ειναι κι αυτή ένα απ' τα βασικα χαρακτηριστικα της κοινωνιας τους.
«Πρόνοια και ανοχή», σκέφτηκε. Οι δυο θεμελιώδεις κανόνες της σουηδικής κοινωνιας και του σουηδικου «μοντέλου». Ίσως ειναι ακριβώς αυτα τα δυο χαρακτηριστικα που οδηγουν στην αποξένωση. Η ανοχή δηλαδή και η κοινωνική πρόνοια που τους σκεπαζει όλους. Ίσως ειναι η σιγουρια ότι το κρατος φροντιζει για όλους. Ίσως ειν' αυτή η μονιμότητα της σιγουριας που κανει τους ανθρώπους να μην έχουν την αναγκη ο ένας τον αλλον. Ίσως ειναι ο χαρακτήρας κι ο βαθυτερος τροπος που σκέπτονται κι ενεργουν αυτοι οι ανθρωποι. Ίσως ακομα ακόμα η αποξένωση αυτή να'χει ιστορικές καταβολές. Τρομαξε στη σκέψη ότι η οικονομική ελευθερια κι ανεξαρτησια ειναι δεμένη και παει χέρι χέρι με την αποξένωση και την απομόνωση. Μια κοινωνια μοναδων κι οχι συνόλου. Προχτές στο Τριου μφ ο Λακης, ένας Σαλονικιος που λεν ότι οι δικοι του το φυσαν το παραδακι, κορόιδευε. «Αυτοι ρε ειναι τελειως κρυοκωλοι. Ουτε να ζήσουν ξέρουν, ουτε να χαρουν. Μόνοι κι έρημοι ζουν κλεισμένοι ο καθένας στο δικο του κοσμο σε μια φυλακή πολυτέλειας π' ειναι το ιδιο τους το σπιτι. Άσε που μας κουβαλησαν εδώ να τους πλένουμε τα πιατα και να τους κανουμε ολες τις χαμαλοδουλειές που δε θέλουν να κανουν οι ιδιοι. Θέλουν απο πανω να μας κανουν σα τα μουτρα τους. Σουηδικό μοντέλο και πρασιν' αλογα σε λέει ο αλλος». «Σε καλεσε κανένας εσένα που παριστανεις τον έξυπνο να'ρθεις εδώ με το ζορι;» πεταχτηκε καποιος Αργυρης π' ήρθε απ' τη Γερμανια. «Άμα δε σ' αρέσει τραβα απο κει π' ήρθες κι ασε μας εμας εδώ με τους πιγκουινους όπως τους λες. Πανε αμα έχεις κώλο και καμια βολτα στη Γερμανια, να δεις τι θα πει να'σαι δευτερη κατηγορια ανθρωπος». Του Δημήτρη του φανηκε ότι την πιο καλή και πειστική εξήγηση την έδωσε ο Περικλής, που την ακουσε όπως ειπε απ' έναν συμφοιτητή του σουηδο που μένει στο ιδιο μ' αυτον πατωμα στα φοιτητικα. Επειδή, λέει, οι αποστασεις στη Σουηδια ειναι μεγαλες, έμαθε απ' τα παλια ο κοσμος να ζει μόνος του κι απομονωμένος στ' αγροτοσπιτα τους π' απειχαν χιλιομετρα το'να απ' τ' αλλο και συναντιονταν με τους συντοπιτες τους μόνο μερικές φορές το χρονο σε πανηγυρια και γιορτές. Ετσι μαθαν να ζουν μόνοι τους, να μιλουν λιγο και να διαβαζουν πολυ.
Εμείς απ' τη μερια μας που γεννηθήκαμε και μεγαλωσαμε στη λεκάνη της Μεσογείου, που απ' τ' αρχαία χρόνια ήταν η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ευρωπης, μάθαμε να ζούμε δίπλα δίπλα, να εξαρτιόμαστε ο ένας απ' τον αλλον και να κουβεντιάζουμε ασταμάτητα.
«Γι' αυτό», κατάληξε ο Περικλής γελωντας, «αυτοί εδω είναι λιγομίλητοι κι εσωστρέφείς και μεις φαφλαταδες, γλέντζέδες κι ανθρωποι που δε κανουμε λεπτό χωρίς παρέα και συνανθρωπους γύρω μας». Καλή εξήγηση, σκέφτηκε ο Δημήτρης έτσι καθως τ' ανακλωθει στο μυαλό του. Μακαρι να'ναι έτσι, γιατί καποια μέρα η αποξένωση κι η μοναξια θα χτυπήσουν και τη δικια μας πόρτα, όταν με το καλό αναπτυχθεί οικονομικα κι η δική μας χωρα. Τέλος παντων, συνέχισε τη σκέψη του έτσι όπως περπατούσε αφηρημένα αναμεσα στον κόσμο, τωρα είμαστε στην αναπτυγμένη Σουηδία κι όχι στην υπαναπτυκτη Ελλαδα. Ολα τους λοιπόν καλα κι άγια, έχουν όμως κι ένα μεγαλο κουσούρι να βλέπουν μόνο το δικό τους κόσμο και το δικό τους τρόπο που σκέφτονται και περ' απ' αυτό δε καταλαβαίνουν τίποτα. Αυτός είναι πιστεύει ο λόγος που τον έδιωξαν έτσι κακήν κακως απ' το ταχυδρομείο. Αυτός δεν είναι σουηδός και το πιθανότερο είναι ότι ποτέ δε θα γίνει και ποτέ δε θα μαθει να σκέπτεται και να κανει ότι κι όπως το κανουν αυτοί. Αυτός κατάγεται απ' τη μεσόγειο και κουβαλάει μέσα του, απ' τα γεννοφασκια του που λέμε, ιστορικές καταβολές κι έναν αλλον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Κουβαλαει μέσα του ένα αλλο κοινωνικό περιβαλλον που δε χρειαζεται να τ' αποβάλει. Στο κατω κατω κι οι Σουηδοί έχουν αναγκη απ' αλλες κουλτούρες για να ξεφύγουν απ' την απομόνωση και την αποξένωσή τους, αν τέλος παντων η εξήγηση ειν' αυτή π' έδωσε ο Περικλής. «Ενα ανακατωμα απ' όλες τις κουλτούρες που υπαρχουν στη χωρα, είναι ίσως ότι καλύτερο. Ενας αχταρμας από Σουηδία, Ελλαδα, !ταλία, !σπανία, ακόμα κι Αφρική θα ήταν ίσως η καλύτερη διέξοδος και για τη Σουηδία π' έχει αναγκη από νέο κοινωνικό μπόλιασμα στη διαμόρφωση της καθημερνής ζωής των απλων ανθρωπων. Εχουν κι αυτοί αναγκη να δανειστούν μερικα πραματα απ' τον δικό μας τρόπο ζωής και σκέψης», κατάληξε. Πολύ καλα του τα εξήγησε ο προϊστάμενος αλλά έπρεπε να του δωσει μια ευκαιρία ακόμα να δείξει ότι καταλαβε όχι τόσο το λαθος του, γιατί λαθος δεν είναι να είσαι έλληνας και να συμπεριφέρεσαι σαν έλληνας στη Σουηδία, αλλά να καταλαβει ότι δε μπορεί να χαλασει αυτό που με τόσο κόπο έστησαν αυτοί. Τον δικό τους τόπο με τον δικό τους τρόπο. Και η ανοχή; Πήγε περίπατο ο αλλος ακρογωνιαίος λίθος αυτής της κοινωνίας; Που είναι η ανοχή στη συμπεριφορα του προϊσταμένου που τον πέταξε απ' τη δουλεια χωρίς να του δωσει ούτε μια ευκαιρία ακόμα;
Γέλασε με τη σκέψη για το τι θα γινόταν αν πήγαινε ο προισταμενος που τον απέλυσε να δουλέψει στα ελληνικα ταχυδρομεια και να εφαρμόσει τις δικές τους μεθόδους. Ούτε μια μέρα θ' αντεχε ο χριστιανός. Ασε που θα τον έδιωχναν απ' την πρώτη κιόλας μέρα κακήν κακώς. «Εδώ ειναι Ελλαδα», θα του'λεγαν περήφανοι ακόμα και για την ανοργανωσια τους. Ας ειναι, αποφασισε στο τέλος. Καθε εμπόδιο σε καλό που λέει η μανα του. Μπορει να στεναχωρέθηκε και να ντραπηκε με τον τρόπο που τον έδιωξαν απ' το ταχυδρομειο όμως δε χαθηκε κι ο κόσμος βρε αδερφέ. Σε λιγες μέρες παιρνει το δικό του σπιτι, αν κι ειναι λιγο μακρια στα νότια της πόλης. 'Εχει μερικα χρήματα ν' αγορασει ένα κρεβατι με στρώμα, ένα τραπέζι, δυο τρεις καρέκλες κι όλα τέλος παντων τ' απολύτως απαραιτητα για το ξεκινημα. Αρχισε να σκέφτεται τι αλλο θα χρειαζόταν για να οργανώσει το σπιτι του και το'να με τ' αλλο κόντευε να τρελαθει φέρνοντας στο μυαλό του ένα ένα όλα όσα χρειαζεται ένα νοικοκυριό όσο μικρό και να'ναι. Από σεντόνια και κατσαρολικα, μέχρι τραπεζομαντιλα και φωτιστικό. Ευτυχώς που τα σπιτια εδώ ειχαν όλα τα χρειαζούμενα ηλεκτρικα σκεύη της κουζινας, με ψυγειο, ντουλαπια, παγκους, μοντέρνα ηλεκτρική κουζινα και φυσικα τα πλυντήρια στο υπόγειο. Τέλος παντων λιγα λιγα θα τα καταφέρει μια χαρα.
«Νέος, υγιής και δυνατός εισαι», ειπε μέσα του και χοροπήδησε απ' τη χαρα του έτσι όπως περπατούσε. Στο πανεπιστήμιο ειναι έτοιμος ν' αρχισει τα μαθήματα μόλις τακτοποιηθει με το σπιτι κι ελπιζει ότι θα του μεινουν μερικα λεφτα να τη βγαλει μέχρι τ' αλλο εξαμηνο που θα παρει το φοιτητικό δανειο.
«Η σουηδική πρόνοια για όλα και για όλους», μουρμούρισε ικανοποιημένος και σιγουρος. Βέβαια τώρα ειναι χωρις δουλεια αλλα ακουσε προχτές ότι εδώ διπλα σκεδόν στο ταχυδρομειο σε μια απογευματινή εφημεριδα, ζηταν έξτρα προσωπικό για τα σαββατοκύριακα.
«Απ' τ' ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα», σκέφτηκε. Ειναι μια δουλεια που μπορει να την κρατήσει και για το διαστημα που θα σπουδαζει. Λιγο το δανειο, λιγο η δουλεια τα σαββατοκύριακα, θα τα βγαλει πέρα μια χαρα. Σφυριζοντας χαρούμενος έκανε απότομα στροφή και τραβηξε για την εφημεριδα.
κιεφΑλλιο πιο
Ο Αργυρης άνοιξε τα μάτια του και κοιταξε μισοσκωμένος κατά πως το ειχε συνήθειο για μερικά δευτερόλεπτα ένα γυρο το δωμάτιο, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει που βρισκεται. Ξαναξάπλωσε τεμπέλικα στα ζεστά του στρωσιδια φέρνοντας φχαριστημένος στο μυαλό του ότι ειναι Κυριακή και μάλιστα απ' τις Κυριακές που δε δουλευει. «Καλά λένε Κυριακή κοντή γιορτή», μουρμουρισέ και γυρισε στ' άλλο πλευρό να χουζουρέψει. Κυριακή αλλά τι Κυριακή; Η ωραιότερη Κυριακή της ζωής του. Η μεγαλυτερη Κυριακή του κόσμου. Η Κυριακή όπως την ένοιωθε μικρός σαν έπαιρνε το χαρτζιλικάκι του πρωι πρωι απ' τον πατέρα κι έτρεχε στον μπάρμπα Ανέστη τον ψιλικατζή να πάρει καραμέλες Κυριακή σα Κυριακή του Πάσχα. Μπορει έξω να χιονιζει και να φυσάει, όμως αυτός έχει στην ψυχή του τη γαλήνη της ανάστασης και του ξαναγεννημου του. Γιατι έτσι πραγματικά αιστάνεται. Σα να ξαναγεννιέται σήμερα. Σα ν' αρχιζει ξανά η ζωή του απ' το μηδέν. Σαν όλη η προηγουμενη ζήσει του να'σβησε με μιας απ' έναν μαυροπινακα. 'Ενας μαυροπινακας π' ήταν ως τα τώρα η
ψυχή του και'π' όλοι χάραξαν πάνω της άγρια γρατζουνισματα και φοβερές καταρές. Τώρα όμως το νοιώθει. Το αιστάνεται μέσα στα τρισβαθα της ψυχής του ότι όλα αλλάζουν τόσο απλά κι ευκολα όσο ένα χαμόγελο. Το χαμόγελο μιας γυναικας που τον κοιταξε βαθιά στα μάτια με κεινον τον ξεχωριστό τρόπο που φέρνει λιγουρα στο στομάχι και μια σιγουριά ότι επι τέλους βρήκες τον άνθρωπο π' έψαχνές σ' όλη σου τη ζωή. 'Ετσι απλά κι όμορφα. Σα να τρέχει λευτέρωμένος σ' ένα απέραντο καταπράσινο λιβάδι, ακριβώς όπως στα κρυφά του όνειρα φαντάζονταν τη ζωή και την ευτυχια. Σαν ένα μικρό λουλουδι π' ανθιζει στην άκρη του βράχου παλέυοντας να φέρει μόνο του την άνοιξη. Σαν το περήφανο και δυνατό άλογο που πετιέται πάνω ατιθασο χλιμιντριζοντας θέλει να πεταχτει κι αυτός και να φωνάξει με τόση δυναμη που ν' ακουστει σ' όλα τα μέρη του κόσμου που ζουν άνθρωποι στα ιδια με τα δικά του βάσανα.
«Ειμαι λευτερος. Επιτέλους λευτερώθηκα. Βρήκα την άνοιξη». Γιατι πραγματικά αιστάνεται μέσα του μια πρωτόγνωρη άνοιξη να φουντώνει. Το μάτι του, έτσι πως γυρισε στ' άλλο πλευρό, έπεσε στο ξυπνητήρι διπλα του στο κομοδινο. - Δώδεκα η ώρα, γουρλωσε τα μάτια του. Αι' σιχτιρ πια κι αυτά τα Κυριακάτικα τραπέζώματα. 'Εχει γινει για τα καλά μια συνήθεια να πηγαινει κάθε Κυριακή μεσημέρι στου Θόδωρου, όπου τον ειχαν τραπέζι.
Τρόπος του λέγειν δηλαδή καθε Κυριακή, γιατι ο Αργυρης απο τοτε που δουλευει στην εφημεριδα καθε δευτερη ή τριτη μερικές φορές Κυριακή, εργαζεται κατα πως πέφτουν από βδομαδα σε βδομαδα οι βαρδιες. Σήμερα λοιπον που δε δουλευει ειναι η μέρα που πηγαινει στο Θόδωρο και τους δικους του να φαν ολοι μαζι και να κουβέντιασουν μέχρι αργα τ' απόγεμα για χιλια δυο πραματα, όπως γινεται καθε φορα απο τοτε π' ήρθε η κορη του κι ο γαμπρός του. Η αλήθεια ειναι ότι τα βαρέθηκε τελειως αυτα τα τραπεζώματα και με πολυ χαρα θα τ' αποφευγέ αμα δεν ήταν για το χατιρι του Θόδωρου, που τις περιμένει πως και πως αυτές τις Κυριακές. - Μεγαλο το χατιρι σου μέχρι τα τώρα ρε Σινσινατι μουρμουρισε, αλλα θα τα σταματήσω αυτα τα κυριακατικα σουρτα φέρτα. Η Καλλιόπη, παρ' ολο που πέρασε ένας ολόκληρος χρονος από τοτε π' ήρθαν με τον αντρα της, δε σταματαει ουτε μια φορα τα κλαματα. Μολις σερβιρέι το φαγητο και καθισουν να φανε, τοτε θυμαται ακόμα πιο έντονα τα παιδια της και σκώνεται απ' το τραπέζι βουρκωμένη να παει στο μέσα δωματιο να κλαψει με την ησυχια της. Το ευχαριστο κλιμα και το λαφριό κέφι π' έχει στο μεταξυ δημιουργηθει απ' τα ουζακια με τον μεζέ που τους τραταρει στην αρχή, με πολυ χαρα ειν' η αλήθεια η Καλλιόπη, χανέται με μιας και στη θέση του έρχεται μια κατήφεια κι ένα βουρκωμα σ' ολουνους. Ο Αργυρης έχει αρχισει να κουραζεται απ' αυτή την κατασταση. Στην αρχή το καταλαβαινε πολυ καλα ότι σα μανα σκεφτόταν ολη την ώρα τα παιδια της που τα ειχε αφήσει τοσα χιλιομετρα μακρια κι ήταν φυσιολογικό να την πιανουν τα κλαματα στη θυμησή τους. Τώρα ομως παει ένας ολόκληρος χρονος κι όσο να'ναι ο ανθρωπος το παιρνει αποφαση ότι βρισκεται μακρια απ' τ' αγαπημένα του προσωπα και κανει υπομονή. - Σα σε μνημόσυνο παλι, μουρμουρισε και σκώθηκε βαριεστημένα απ' το κρεβατι του. Πρέπει συντομα να βρω έναν τροπο να ξεκοψω χωρις να πικραθει ο φουκαρας ο Θοδωρος, που του το εξήγησε μια μέρα πολυ καθαρα. «Πως λοιπον περιμέναμε τα Χριστουγεννα και το Πασχα οταν ήμασταν λοιπον παιδια Αργυρη μου; Ετσι λοιπον με την ιδια χαρα περιμένω τις Κυριακές που θα'ρθεις λοιπον στο σπιτι να φαμε και να κουβεντιασουμέ. Ολες τις αλλες μέρες ειμαστε λοιπον μες τα κλαματα και τις γκρινιες». - Α, ρε φουκαρα Σινσινατι, κουνησε το κεφαλι του ο Αργυρης. Τα'χες χυμα σ' ήρθαν και τσουβαλατα. Κι εγώ που σε μακαριζα π' απο μόνος π' ήσουνα καταφερες να μαζέψεις σκεδόν όλη σου τη φαμιλια.
Σήμερα όμως πρέπει με καποιο τρόπο να τους το πει. Να τους πει δηλαδή ότι τέλος παντων δε μπορεί να τους γίνεται βαρος κάθε τόσο και ν' αναγκάζονται σ' ένα σωρό ετοιμασίες κι έξοδα για να φιλέψουν την αφεντιά του. Μπα.., αλλαξε αμέσως γνωμη. Δε γίνεται να τους τα πω έτσι ωμά τους ανθρωπους. Αυτοί το κανουν όχι μόνο για να τον ευχαριστήσουν, αλλά και για τους εαυτούς τους και την παρέα του, που τη θεωρούν τόσο απαραίτητη όσο κι ο αέρας π' αναπνέουν. Κείνος ο νεαρός ο φοιτητής που δουλεύει μαζί του τα σαββατοκύριακα που δε πέφτει σε ρεπό, του τα ερμήνεψε μια χαρα. «Ζηταν κι αυτοί οι κακομοίρηδες μια αλλαγή στην καθημερνή τους ζωή Αργύρη. Ζηταν και καποιον τρίτο να λεν το βασανό και τον καημό τους π' είναι μακρια απ' τα παιδια τους. Δε τους κουράζεις καθόλου. Απεναντίας κανεις ψυχικό που λέμε». - Καπως πρέπει να ξεσκαλωσω απ' αυτή την υποχρέωση, έβαλε μια δυνατή φωνή και χτύπησε με πείσμα το πόδι του στο πάτωμα. Το'χε συνήθεια ακόμα απ' τη Γερμανία να παραμιλάει και να στήνει ολόκληρες κουβέντες όταν ήταν μόνος στο δωμάτιό του, ιδιαίτερα τα πρωινά της Κυριακής. Βέβαια στη Γερμανία αυτή του η συνήθεια τον ευχαριστούσε πολύ περισσότερο, γιατί τα'βαζε μ' όλους τους γερμαναραδες και τους πέρναγε “γενεές δεκατέσσερες", όπως έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας του, Θεός σχωρέστον. Εδω ποιον να βρίσει και με ποιον να μαλωσει; Ασε που του'φυγε και κείνη η κάψα, κείνο το φούντωμα, εκείνο το μίσος π' έκαιγε μέρα νύχτα μέσα του και τον σούβλιζε σε μυαλό και ψυχή. - Μισός ανθρωπος καταντησες είπε και χαμογέλασε με τις ανοησίες π' έβαζε στο μυαλό του. Απ' το τσιμένι έπεσες στο λαπα. Ανθρωπος χωρίς σπιρτάδα καταντησες. Γέλασε με την ψυχή του για την ωραία κουβέντα που βρήκε και σκέφτηκε σε πόσες περιπτωσεις θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει και να τους αφήσει όλους με το στόμα ανοιχτό. Είναι μερικοί που του κανουν τον έξυπνο, γιατί αυτοί λέει τέλειωσαν το γυ μνάσιο κι όλη την ωρα τον διορθωνουν. Κοντεύει να μη τολμάει ν' ανοίξει το στόμα του να παρει μέρος στη συζήτηση. Σαν αυτόν τον ψηλέα τον ξυλάγκουρο τον Περικλή π' ήρθε κι αυτός τωρα τελευταία στην εφημερίδα και δουλεύει τα σαββατοκύριακα στην ίδια μηχανή. Αυτόν λοιπόν ο Αργύρης τον έβαλε απ' την πρωτη στιγμή στο ματι, γιατί όλο γελάει κορόϊδευτικά κι όλο τον διορθωνει. Το περασμένο Σαββατο μαλιστα παραλίγο να'ρθουν οι δυο τους στα χέρια αν δεν έμπαινε αναμεσά τους ο Δημήτρης.
Σε μια στιγμή π' αυτός ο ρουφιόνος γελούσε κοροιδευτικα με κατι π' ειπε ο Αργύρης, θυμήθηκε μια φραση της μόνας του και του την πέταξε καταμουτρα. «Γελαει ο μωρός καντε μι γελοιο νι», ειπε κι έδειξε με το δαχτυλο τον Περικλή. Εκεινος όμως αντι να θυμώσει, έβαλε πιο δυνατα γέλια. «Από αρχαια ρητα σκιζεις», του'πε την ώρα που ο Αργύρης τον αρπαζε απ' το γιακα. Ο Δημήτρης που μπήκε στη μέση να τους χωρισει γελούσε κι' αυτός. Ο Αργύρης έγινε έξω φρενών.
«Αι σιχτιρ κι εσύ κι αυτός που παρισταντε τους γραμματισμένους και δε ξέρτε στη ζωή που παν τα τέσσερα. Τι χαχανιζεις κι εσύ ρε μαπα;» Στο τέλος ο Δημήτρης καταφερε να τον ηρεμήσει και να του εξηγήσει τ' αρχαιο ρητό. Του το'γραψε μαλιστα και σ' ένα χαρτι που το πήρε μαζι του και το'μαθε απ' έξω για να'χει να το λέει από δω και πέρα σωστα.
«Γελαει ο μωρός καν τι μη γελοιον ειη», του'πε. «Πα να πει δηλαδή, γελαει ο χαζός χωρις τιποτα τ' αστειο». Ο Αργύρης ντραπηκε ειν' η αλήθεια που ξεστόμιζε κουβέντες χωρις να ξέρει τη σημασια τους αλλα δε σταματησε να τα βαζει με τον Περικλή. «Αυτός δεν έχει δικαιωμα να μιλαει και να κοροιδεύει. Ί-! μπας και φανταστηκε ότι επειδή μας παριστανει το μηχανικό θα μας κλεισει τα ματια. 'Εμαθα ότι μόλις τέλειωσε τη δεύτερη χρονια κι έχει ακόμα τρεις μπροστα του». Ο Δημήτρης προσπόθησε να παρει το μέρος του Περικλή.
«Καλό παιδι ειναι ρε Αργύρη. Εσύ τον πήρες με κακό ματι». «Καλαθια και πανέρια ειναι. Αι' σιχτιρ κι εσύ από δω. Ούτε τη δικια του, ούτε τη δικια σου καλημέρα θέλω από δω και πέρα. Καταλαβες;» Τα φέρνει όλ' αυτα στο μυαλό του την ώρα που ντύνεται και μετανιώνει για τον απότομο κι οξύθυ μο χαρακτήρα του. - Και καλα με τον Περικλή! Με τον Δημήτρη όμως τι ήθελες ν' αρπαχτεις; ειπε δυνατα και μουντζώθηκε. Δε φτανει που το παλικαρι σ' έδωσε ένα σωρό ωραιες συμβουλές και μαλιστα σε βοήθησε να πλησιασεις τη γυναικα που τόσο καιρό ζαχαρωνες αλλα που δεν ειχες τα κότσια να της πεις ούτε μια καλημέρα. Την καλημέρα του Θεού που λέμε. Νατη ρε βλακα, χτύπησε με την παλαμη το κεφαλι του. Νατη ρε μαπα η δικαιολογια για τον Θόδωρο και τα κυριακατικα τραπεζώματα. Τι αλλο καλύτερο απ' αυτό υπαρχει; Τώρα που θα παει σπιτι τους, θα το φέρει από δω κι από κει και θα τους πει ότι βρήκε μια κοπέλα κατα πως την έψαχνε. Τις Κυριακές λοιπόν δε
θα'χει καιρό να τους επισκέπτεται, γιατι πρέπει να βγαινει ραντεβου μαζι της κι ότι όπως καταλαβαινουν όλοι δε μπορει ν' αφήνει τέτοια κοπέλα π' ήταν όλα τα χρόνια στ' όνειρό του και να τρέχει στα τραπεζώματά τους. 'Εχει πολυ καιρό τώρα, το ξέρει ο Θόδωρος καλυτερα απ' τον καθένα, που ψάχνει να βρει μια γυναικα να δέσει μαζι της και να ζήσει κι αυτός σαν άνθρωπος. Ως πότε θα γυρνάει ρέμπελος και έρμος σα μοναχοπουλι να τον τρώει η μοναξιά; - Αντε.., άντε.., ξανάρθέ στα συγκαλά του. Ακόμα δε τον ειδαμε 5 Γιάννη τον έβγάλαμε. Τι να πει και τι να εξηγήσει για τη γυναικα π ειναι η πρώτη φορά που θα τη συναντήσει. Δυο τρεις κουβέντες άλλαξε μόλις χτές μαζι της και κέινές με τα χιλια ζόρια και με τη μεσολάβηση - ας ειναι καλά το παλικάρι - του Δημήτρη. Μέχρι τώρα μόνο κλεφτές ματιές κατά πως λένε της έριχνε και μάλιστα όταν η κοπέλα δε κοιτουσέ προς τη μεριά του. Ας ειναι το λοιπόν καλά αυτό το παλικαράκι ο Δημήτρης, που απ' την πρώτη μέρα π' ήρθε να δουλέψει κατάλαβε το ντέρτι του και τον καημό του. Τι πολυλογάς όμως Χριστέ μου κι αυτός; Γλώσσα δεν έβαζε μέσα ο άτιμος. Ο τσινές του πήγαινε ροδάνι όλη την ώρα να μιλάει για τα πλάνα του και τις σπουδές που σκόπευε να κάνει και να τον ρωτάει όλη την ώρα για το'να και τ' άλλο.
«Ασε ρε βλάκα τις πολλές κουβέντες και πρόσεχε κει μη σέ πάρει κάνα χέρι η μηχανή», τον έκοψε την πολυλογια ο Αργυρης κάνα δυο φορές. «Εναν πέρσι του'κοψέ δυο ολόκληρα δάχτυλα απ' τη ριζα. 'Εναν ιταλιάνο απ' τη Σικέλια. Μάριο τον λέγαν». Μεγάλη μάρκα πάντως ο άτιμος, παραδέχτηκε ο Αργυρης την ώρα π' έκλεινε πισω του την πόρτα και σουφρωσέ με θαμασμό τα χειλια του. Διαόλου κάλτσα ο μπάσταρδος. Πως ρε μαλάκα Αργυρη σέ πήρε χαμπάρι χωρις να του πεις τιποτα ότι γουστάριζες τη γυναικα; Ουτε μια ματιά καλά καλά της έριξες και κεινος πετάχτηκε σα το λάστιχο. «Μπα..., μπα.... Τι βλέπω Κυρ Αργυρη; Αγαπουλές...; Αγαπουλές...; Με κεινη κει με τα μακριά μαυρα μαλλιά;» Ο Αργυρης πρώτα ξαφνιάστηκε γιατι κάποιος για πρώτη φορά τον μιλουσε με το κυριος, κι αμέσως μετά έβαλε τις φωνές.
«Ασε μας κάτω ρε βλάκα με τις εξυπνάδες σου ακόμα δεν ήρθες στη δουλειά. Ασε με στην ησυχια μου που απ' την ώρα π' ήρθες με γάνωσες το κεφάλι με τις σαχλαμάρές σου».
«Και γιατι θυμώνέις κυρ Αργυρη μου», έκανε το κωλόπαιδο σκώνοντας τους ώμους του. «Για να θυμώνέις κάτι τρέχει και μας το κρατάς μυστικό», επέμενε κοιτάζοντας τον πονηρά στα μάτια ενώ έκανε ένα βήμα πισω ν' αποφυγει την καρπαζιά π' ήταν έτοιμος να του ριξει ο Αργυρης. Αυτός όμως ήταν σκέτο αλεπουδόβγαλμα ο μπαγάσας. Με τα πες πες τον έκανε να του ξομολογηθει ότι πραματικά έτσι ειχαν τα πράματα κι ότι κεινη τη γυναικα την έχει σταμπάρει εδώ και πολυ
καιρο, αλλα δε κοταει να πλησιασέι ουτε καν να την κοιταξει καλα καλα. «Ε.., καπου καπου την κοιτας οταν δε βλέπει προς τα δω. Πως νομιζεις ότι σε καταλαβα εγώ κυρ Αργυρη. Ειδα μια στιγμή το προσωπο σου να γαληνευει και τη ματια σου να σταζει μέλι που λέμε. Ειδα προς τα που κοιτας και σε τσακωοα», ειπε και γέλασε χαρουμενα σα να'χε ανακαλυψει την Αμερική. Μετα του'δωσε ένα σωρο συμβουλές για το πώς μπορει να την πλησιασέι και να της μιλήσει, αλλα τα μαθήματα πήγαν αχρηστα, γιατι ο Αργυρης και μόνο που το σκεφτόταν τρέμαν τα ποδαρια του σα νισεστένιος χαλβας. Ώσπου να περασουν δυο βδομαδες και να ξαναπέσει στην ιδια βαρδια με το Δημήτρη που δουλευε μόνο σαββατοκυριακα, κοντέψε να βγει η ψυχή του. Μολις ομως τον ειδε χτες Σαββατο, έκανε τον βαρυ. Εκεινος ομως ο ατιμος λες και διαβαζε την ψυχή του. Με το καλημέρα τον ρώτησε χαμογελώντας κατ' απ' τα μουστακια του. «Πως τα παμε με το κοριτσι κυρ Αργυρη;» Τον αρχισε μετα παλι στις συμβουλές σαν τον ειδε να σουφρώνει τα μουτρα του απαγοητεμένος. Στο τέλος ειδε κι αποειδε ότι δε γινεται τιποτα κι έβαλε σ' ενέργεια τα μεγαλα κολπα όπως ειπε. «Θα παω εγώ κυρ Αργυρη και θα της πιασω κουβέντα. Σε καποια στιγμή θα'ρθεις κοντα και θα με ζητήσεις ένα τσιγαρο για να πιασεις με τη σειρα σου επαφή. Ευκολα ειναι. Μη τρέμεις σα το φυλλο και μη φοβασαι. Μια χαρα θα τα καταφέρεις». «Σα νισεστένιος χαλβας», τόνισε γελώντας ο Αργυρης.
«Σαν τι πραμα;» «Το τρέμεις ρε συ π' ειπες. Ολοι τα ιδια λέτε εσεις οι γραμματιζουμενοι. Τι θα πει τρέμεις σα το φυλλο; Ξέρεις ρε συ πως τρέμει ο νισεστένιος ο χαλβας;» Ο Δημήτρης έβαλε τα γέλια. «Το ριξαμε στους χαλβαδές και στις αμπελοφιλοσοφιες τώρα βλέπω κυρ Αργυρη για να κρυψουμέ την αγωνια μας. Εκει ειν' ο χαλβας», έδειξε με το κεφαλι του την κοπέλα. «Άρπατον και φα τον».
«Τέλος παντων εγώ τώρα που σταματησε η μηχανή παω να πιασω κουβέντα κι όπως ειπαμε. Θα'ρθεις να με ζητήσεις τσιγαρο».
«Τρελός εισαι ρε συ;» τον αρπαξε απ' το μανικι ο Αργυρης ενώ το στομα του ειχε στεγνώσει τελειως. «Κατσε κει π' εισαι γιατι θα με κανεις ρεζιλι». Σκουπισε το στομα του με την αναποδη του χεριου του, σκουπισε και τον ιδρώτα απ' το μέτωπο του ενώ έσφιγγε ακόμα πιο δυνατα το μπρατσο του Δημήτρη.
«Για στάσου ρε συ τωρα που το σκέφτηκα. Τι τσιγαρο να σε ζητήσω ρε μπαγασα π' εγω δεν έβαλα τσιγαρο στο στόμα όλη μου τη ζωή;»
«Αυτα είναι λεπτομέρειες κυρ Αργύρη». «Αστα ρε παιδί μου επιτέλους τα κεριά και τα λιβανια. Αργύρη σκέτο να με λες. Στο είπα και την άλλη φορα, αλλά συ το γουδί το γουδοχέρι». «Τέλος παντων. Ενταξει. Σκέτο Αργύρη από δω και πέρα. Τα είπαμε λοιπόν Αργύρη και την προηγούμενη φορα. Αμα η γυναίκα θέλει, πες της ότι χαζομαρα σε κατέβει. Ολα είναι καλα κι έξυπνα. Αμα όμως δε σε θέλει, όλες τις εξυπναδες κι όλες φιλοσοφίες του κόσμου να της πεις, ακόμα και γι' αυτόν τον νισεστένιο χαλβα, αυτή θα σε γραψει κανονικά». «Τέλος παντων», κατάληξε μετά από μεγαλο δισταγμό ο Αργύρης. «Και μετά τι θα γίνει; Πως θα καταλαβω ότι ενδιαφέρεται;»
«Θα το καταλαβω εγω Αργύρη», απαντησε σκασμένος στα γέλια ο Δημήτρης. «Εμένα δε τρέμουν τα πόδια μου και μπορω να τα δω καθαρα τα σημάδια. Θα σε κανω νόημα και θα γυρίσω στη μηχανή. Εσύ ρωτα τη αμα θέλει να πατε σινεμα αύριο τ' απόγεμα π' είναι Κυριακή και δε δουλεύεις». Τράβηξε γραμμή για τη γυναίκα αφού πρωτα του'σφιξε δυνατα το μπράτσο και του ψιθύρισε στ' αυτί.
«Καντο Αργύρη και μπορεί αυτό να γίνει αιτία ν' αλλαξει η ζωή σου». Ο Αργύρης ήταν έτοιμος να κατουρηθεί πανω του όταν μετά από δυο τρία λεπτα ξεκίνησε να κανει τα δεκαπέντε περίπου βήματα που του φανηκαν χιλιόμετρα ολόκληρα. Πλησίασε κατακόκκινος, ανοιξε το στόμα του να πει στον Δημήτρη αυτό που συ μφωνησαν αλλά τα είχε ξεχάσει. Μέσα στο κεφαλι του όλα είχαν γίνει ένα κουβαρι ένω τα πόδια του τον κράταγαν με το ζόρι και τα χέρια του τρέμαν σα καλαμόφυλλα. Ανοιγόκλεισε το στόμα του δυο τρεις φορές σαν βάτραχος χωρίς να καταφέρει να βγαλει τσιμουδια. Κοίταξε απελπισμένος τον Δημήτρη στα ματια και τελικα καταφερε να ψέλλίσει. «Πάμε ρε συ αύριο σινεμα;» τον ρωτησε με το πιο χαζό βλέμμα στον κόσμο. Ο Δημήτρης έβαλε τα γέλια.
«Δε μπορω αύριο», απαντησε. «Εχω μια πολύ επείγουσα δΟυλεια».
«Πάμε μαζί;» πετάχτηκε η κοπέλα. «Εγω δεν έχω τίποτα να κανω και θα χαρω παρα πολύ να παμε μαζί». «Ναι.., ναι...», είπε με δυσκολία κατακόκκινος και ιδρωμένος ο Αργαρτιο Κανόνισε τα ρε βλάκα, είπε στα ελληνικά τον Δημήτρη. Δε βλέπεις ότι κακαρωσα τελείως και δε μπορω να κρατηθω όρθιος;
«Τι λέτε και δε σας καταλαβαίνω;» ρωτησε η κοπέλα αμήχανη.
«Ο νισεστένιος χαλβας», ειπε χαζα ο Αργύρης.
«Με ειπε ότι αύριο στις πέντε» πετόχτηκε ο Δημήτρης, «μπορειτε να βρεθειτε έξω απ' το σινεμα το ριγκολέτο που παιζει τον Τζέημς ΜΤΤΟΜΤ». «Πολύ ωραια», ειπε η κοπέλα κι έστειλε ένα γλυκό χαμόγελο στον Αργύρη. «Μια και θα παμε μαζι αύριο στο σινεμα θα'ταν ισως καλύτερα να συστηθού με από τώρα», γέλασε σκερτσόζικα. «Λιζη με λένε» συνέχισε κι απλωσε το χέρι της στον Αργύρη. «Αργύρης», απλωσε τρεμαμενο το ιδρωμένο του χέρι. Από κει και πέρα ο Αργύρης δε καταλαβε ούτε τι δουλεια έκανε, ούτε και πότε πέρασε η ώρα ώσπου να σχολασουν. Το στόμα του για πρώτη φορα δε σταματησε ούτε στιγμή να ρωταει τον Δημήτρη για το τι έπρεπε να κανει και πως έπρεπε να φερθει την αλλη μέρα. Και σήμερα ειναι ακριβώς αυτή η αλλη μέρα. Θα παει πρώτα στον Θόδωρο για το κυριακατικο φαγητό και μετα θα φύγει κατα τις τέσσερις να παει στο ραντεβού του. Πήρε μαλιστα από χτες μετα τη δουλεια του τηλέφωνο και μιλησε με τον Λευτέρη για να τον ρωτήσει αν γινόταν το τραπέζι να γινει στις δυο αντι στις τρεις όπως καθε φορα μέχρι τότε.
«Επειδή έχω ένα πολύ επειγον ραντεβού κατα τις τέσσερις», τονισε.
«Ενταξει», απαντησε ο Λευτέρης. «Καλύτερα αμα ειναι δυνατόν ακόμα πιο νωρις. Κατα τη μια μπορεις; Θέλω κι εγώ να σας μιλήσω με την ησυχια μου για κατι δουλειές π' έχω στο μυαλό μου». «Τι δουλειές;» ρώτησε περισσότερο για να πει κατι παρα από περιέργεια. «Μπορούμε αμα θες να συνεταιριστούμε σε μια δουλεια που σκέφτηκα Αργύρη. 'Εχει και μπόλικο παραδακι». Ο Αργύρης έμεινε για λιγο αμιλητος. «Θα τα πούμε αύριο από κοντα», απαντησε στο τέλος σκεφτικός. Τι δουλειές κι επιχειρήσεις και πρασιν' αλογα κούνησε μ' αποδοκιμασια το κεφαλι του την ώρα π' έφτανε στον υπόγειο. Καλα εισαι κει π' εισαι Αργύρη κι ασε τα μεγαλα σκέδια του Λευτέρη. Τη δουλιτσα σου την ωραια την έχεις, το σπιτακι σου το'χεις, τη γυναικα που θα μπει και θα τ' ομορφύνει τη βρήκες, τι τα θέλεις τώρα τα ξανοιγματα και τις χαζοφαντασιες του Λευτέρη π' απ' ότι του μπιστεύτηκε ο Θόδωρος αυτός θέλει να παρατήσει γκιουζελιμ δουλεια στο μηχανουργειο και να γινει επιχειρηματιας.
«Δες μπας και τα καταφέρεις λοιπόν να τ' αλλαξεις τα μυαλό», τον παρακαλεσε ο Θόδωρος.
2
Ο Λευτέρης, ακόμα δεν ειχε πατήσει καλά καλά στη Σουηδια και το μυαλό του έτρεχε σ' επιχειρήσεις. Ειχε προσέξει στο μηχανουργειο που δουλευε ότι μόλις σχολνουσαν αυτοι, έρχονταν ένας άντρας και μια γυναικα και καθάριζαν τα γραφεια αλλά και το μηχανουργειο. 'Επιασε μαζι τους κουβέντα και τσάτρα πάτρα κατάλαβε ότι η δουλειά αυτή τους έπαιρνε κοντά δυο ώρες και πιάναν τα διπλά λεφτά απ' αυτόν και την Καλλιόπη μαζι που δουλευαν όλη μέρα.
«Μόνο δυο ώρες δουλέβτέ;» τους ρώτησε. «Εχουμε κι άλλες δουλειές σα κι αυτήν», απάντησε ο άντρας που απ' ότι κατάλαβε ο Λευτέρης ήθελε να κοκορευτέι για τα χρήματα που κέρδιζε. «Ολη νυχτα πάμε από τόπο σέ τόπο και κάνουμε την ιδια δουλειά. επτά δουλειές έχουμε μαζι με τη γυναικα μου. Ειναι άλλες που μας παιρνει μια ώρα να τις κάνουμε και μας δινουν τα διπλά λεφτά». Σήμερα λοιπόν, μόλις ειχαν αποφάγέι και λέγαν για τα παιδιά τους ενώ η Καλλιόπη έκλαιγε όπως πάντα, ο Λευτέρης την έκοψε λιγο απότομα ειν' η αλήθεια. - Ασε τα κλάματα ρε γυναικα κι ακουστε όλοι κάτι π' έχω να σας πω. Τους ειπε για κεινο το ζευγάρι και τις κουβέντες π' έκανε μαζι τους, τους ειπε και για τους λογαριασμους π' έκανε και βρήκε ότι σέ μια βραδιά αυτοι κερδιζουν παραπάνω απ' όσο αυτός μαζι με την Καλλιόπη σέ μια ολόκληρη βδομάδα και κατάληξε ότι θα μπορουσαν να βρουν και οι ιδιοι τέτοιες δουλειές και να δουλευουν από μόνοι τους. Σα να λέμε ελευθεροι επαγγελματιες. - Δε κάθεσαι λοιπόν στ' αυγά σου λέω γω, πετάχτηκε ο Θόδωρος. Κάτσε κει π' εισαι κι άσε λοιπόν τα μέγαλοπιάσματα και τις επιχειρήσεις. Μάστέ λοιπόν τα λεφτά που χρειάζεστε κι άμέ στο καλό λοιπόν στην πατριδα και τα παιδιά σας. Η Καλλιόπη τον κοιταξε καλά καλά μέσ' απ' τα κλάματά της και στραβομουτσουνιασέ. Ο Λευτέρης επέμενε. - Εμεις ειπε, δεν ήρθαμε στην ξενιτιά για να μέινουμέ δω και να πεθάνουμε. Ί-!ρθαμέ να δουλέψουμε και να καζαντισουμέ, για να γυρισουμε όσο γινεται πιο γρήγορα στον τόπο μας και στα παιδιά μας. Αμα δε θέλτε σεις, τότε βρισκω άλλον ή και στην ανάγκη την κάνω μόνος μου τη δουλειά. Απ' το να σχολνάω κάθε βράδυ και να'ρχουμαι δω να θυμάμαι τα παιδιά μου και να κλαιω, καλυτερα να τρέχω σε δουλειές να ξεχνιέμαι κιόλας. Μπορώ, τώρα δηλαδή που το σκέφτομαι, να μην αφήσω απ' την αρχή τη δουλειά στο μηχανουργειο. Να πηγαινω στις στέντες, έτσι τις λένε αυτές τις δουλειές, μετά το σχόλασμα κι αργότερα βλέποντας και κάνοντας. Η Καλλιόπη σκουπισε τα μάτια της και χαμογέλασε.
- Αν ειναι κατα πως τα λες Λευτέρη, τοτε να με λογαριαζεις και μένα. Μέρα νυχτα να δουλευουμε σα τους σκλαβους Λευτέρη μου να γυρισουμέ μια ώρα αρχυτερα στα παιδια μας. Δεν αντέχω μακρια τους πατέρα, γυρισε κλαιγοντας μ' αναφιλητα στον Θόδωρο. - Οπως θέλτέ λοιπον, ειπε κεινος μετα απο λιγη σκέψη. Οικογένεια ειστε κι αποφασιζτε λοιπον κατα πως σας αρέσει. Εγώ το μόνο π' έχω να πω ειναι ότι τα λεφτα λοιπον χωριζουν τους ανθρώπους. Δε τους ενώνουν. Εμένα το λοιπον να μη με λογαριαζτε στα σκέδια σας. Ο Αργυρης κοιταξε το ρολόι του και σκώθηκε. - Ουτε μένα, ειπε. Εγώ δε χρειαζομαι καζαντισμα για να γυρισω στην Ελλαδα, γιατι δεν έχω και κανέναν να με περιμένει. Μια ησυχια και ταχτική δουλιτσα έψαχνα και τη βρήκα. Μια γυναικουλα μ' έλειπε την βρήκα κι αυτήν και μαλιστα σε μια ώρα απο τώρα έχουμε το πρώτο μας ραντεβου να παμε σινεμα. Άμα ρε Θόδωρε του'πιασε ζεστα το χέρι - στρώσέι αυτή η δουλεια με το κοριτσι, τοτε βρήκα τον παραδεισο που λέμε. Εφτασα στο δικο μου Σινσινατι. Ο Θοδωρος σκώθηκε και τον αγκαλιασε. - Ολα λοιπον δεξα Αργυρη, του'πε συγκινημένος. Να σ' έρθουν λοιπον όλα δεξα και κατα πως τα επιθυμεις.
κιεοΑλλιο Ί40
Ο Βασιλης χτυπησε την καρτα του και προχώρησε στο γκισέ για να παρει το φακελο με το βδομαδιατικό του. Ειναι τώρα δυόμισι χρονια απο τοτε π' έφτασε εδώ στη Σουηδια και δουλευει σ' αυτό το τεραστιο εργοστασιο. Ας ειναι καλα ο Θειος Χαραλαμπος που καταφερε να τον βαλει στην ιδια δουλεια που δουλευε ο ιδιος στη σπουδαια αυτή επιχειρηση, που κατασκευαζει καθε λογής τηλέφωνα, τηλεφωνικα κέντρα κι ότι αλλο τέλος παντων έχει σχέση με τα μέσα επικοινωνιας, όπως με μια λέξη τ' αποκαλουν όλα αυτα. Στην αρχή δουλεψε στο ιδιο τμήμα με τον θειο του αλλα συντομα έδειξε μεγαλη προθυμια, πεισμα και θέληση να μαθει και να προκοψει, που έκανε ολους να τον σχολιαζουν με τα καλυτερα λογια και τον θειο του να καμαρώνει σα γυφτικο σκεπαρνι όπως έλεγε ο ιδιος.
«Μπραβο ανιψιέ», του'λεγε. «Μας έβαλες ολους τα γυαλια». Απ' την αρχή που πατησε ο Βασιλης το ποδι του σ' αυτό το αριστα οργανωμένο εργοστασιο, καταλαβε ότι του δινόταν μια πρώτης
τάξεως ευκαιρία ν' ανέβει πολύ ψηλα, αν φυσικα προσπαθούσε κι αγωνίζονταν μ' όλες του τις δυνάμεις. Του'κανε εντύπωση ότι αν και ξένος και συνάμα δειλός και μαζεμένος όπως ήταν στην αρχή, όχι μόνο δε τον ξεχωριζαν αλλά απέναντίας τον ενθάρρυναν να προσπαθήσει για κατι καλύτερο, εφ' όσον έβλεπαν ότι είχε όρεξη και διαθεση για δουλεια και πρόοδο.
«Ετσι ειν' εδω», είχε πει ο Χαράλαμπος. «Απ' τη μια μερια αμα είσαι ξένος έχεις το μειονέκτημα ότι δε ξέρεις τη γλωσσα και δεν είσαι μπασμένος στη σουηδική νοοτροπία που λέμε, κι απ' την άλλη μερια εξ' αιτίας ακριβως αυτού του λόγου προσπαθούν να σε βοηθήσουν πιο πολύ κι απ' τους ντόπιους ακόμα. Αμα είσαι ξύπνιος, δουλευτής και καπατσος, το μειονέκτημα της γλωσσας γίνεται πλεονέκτημα. «Ετσι είναι παντού το κεφαλαιο», είπε ο Θανάσης που δούλευε κι αυτός στο ίδιο τμήμα και που στην αρχή π' ήρθε ο Βασίλης έκαναν συνέχεια παρέα. «Το κεφαλαιο θέλει να κανει τη δουλεια του και να κερδίζει απ' το μυαλό και τον ιδρωτα μας. Δε το ενδιαφέρει ούτε το χρωμα σου, ούτε η καταγωγή σου. Να κερδίσει μόνο ενδιαφέρεται και τίποτα παραπανω. Εκείνος που παντοτε πληρωνει τη λέζα είναι ο φουκαράς ο εργαζόμενος». Τους ιστόρισε μαλιστα κι ένα “συμβάν” όπως το αποκάλεσε, που του τ' αφηγήθηκε ένας πατριωτης του π' ήρθε τωρα τελευταία απ' ένα μικρό χωριό στη νότια Σουηδία, όπου είχε μείνει και δουλέψει οκτω περίπου μήνες σε μια χαρτοβιομηχανία. Ήταν λέει ένα κλασικό βορειοευρωπαϊκό χωριό, όπου όλοι οι κάτοικοί του με τον έναν ή τον αλλον τρόπο εξαρτιόνταν απ' αυτό το εργοστάσιο. Οι περισσότεροι δούλευαν σ' αυτό αλλά και οι υπόλοιποι - όπως καλή ωρα μαναβηδες, μπακαληδες, καφετερίες, τράπεζες όλοι τέλος παντων, ακόμα κι η κοινότητα - κέρδιζαν τη ζήση και τη ύπαρξή τους απ' τη λειτουργία του εργοστασίου. Οσοι δούλευαν σ' αυτό είχαν πιασει δουλεια απ' τα μικρατα τους και ξέραν ότι μια μέρα θα βγουν στη σύνταξη απ' εκεί. όμως και τα παιδια τους μόλις φταναν στην ηλικία για δουλεια εκεί θα βρίσκαν το μεροκάματο. Ετσι κυλούσε η ζωή στο μικρό αυτό χωριό, εκατό χρόνια τωρα και βαλε. Οταν λοιπόν βρέθηκε εκεί σταλμένος απ' το γραφείο ευρέσεως εργασίας μιας γειτονικής πόλης ο Λάμπρος - έτσι τον λένε - βρήκε έναν κόσμο ήρεμο κι ευτυχισμένο ν' ακολουθεί τα χνάρια των πατε ραδων και των παππούδων του δουλεύοντας ήρεμα και με ανθρωπινο τέμπο. Ο Λάμπρος ήταν ο πρωτος ξένος που πάτησε το πόδι του στη μικρή αυτή κοινωνία, αλλά δεν πέρασε ούτε μήνας που ξεφύτρωσαν αλλοι δυο έλληνες, ένας σέρβος κι ένας αυστριακός φοιτητής π' ήρθε να δουλέψει μόνο για κείνο το καλοκαίρι και
βιαζόταν να μασει όσα ποιο πολλα λεφτα γινόταν για να βοηθηθει στις σπουδές του στην πατριδα του. Γρήγορα καταλαβαν ότι η δουλεια ήταν ακόρντ που λέμε, δηλαδή με την παραγωγή. Οσο περισσότερο όγκο δουλειας έβγαζαν τόσα περισσότερα λεφτα θα κέρδιζαν, σύμφωνα με καποιο σύστημα π' ειχε αποφασισει η διεύθυνση του εργοστασιου και που οι ντόπιοι εργατες κανόνιζαν να δουλεύουν με χαμηλό τέμπο, ώστε να κερδιζουν τόσα όσα τους έφταναν να ζήσουν σαν ανθρωποι. Στο κατω κατω όλη τους τη ζωή εκει μέσα θα την περνούσαν και μα λιστα όχι μόνο οι ιδιοι, αλλα και τα παιδια τους. Οι ξένοι το λοιπόν αρχισαν να δουλεύουν ποιο εντατικα με σκοπό να κερδισουν περισσότερα. 'Ετσι κι αλλιώς όλοι βλέπαν την παραμονή τους εδώ σαν προσωρινή, ειτε γιατι βιαζόταν να καζαντισουν και να γυρισουν το γληγορότερο στην πατριδα τους, ειτε γιατι το μικρό αυτό χωριό δε πρόσφερε ευκαιριες για όσους θελαν να κανουν κατι διαφορετικό στη ζωή τους. Ύστερα από μερικές μέρες ήρθαν και σταθηκαν διπλα τους να τους παρακολουθούν που δούλευαν καποιοι καλοντυμένοι κύριοι με ασπρες ρόμπες και κατι χρονόμετρα στα χέρια. Ο Λαμπρος λέει γελώντας ότι κι αυτός όπως και οι υπόλοιποι την πατησαν σαν αγραμματοι, γιατι νόμισαν ότι ήταν διευθυντές, π' ήρθαν να τσεκαρουν αν και κατα πόσο καναν τη δουλεια τους σωστα ώστε ν' αποφασισουν αν θα τους κρατήσουν ή θα τους διώξουν. Ο σέρβος μαλιστα το πήγε ένα βήμα παραπέρα. «Μας τσεκαρουν για να δουν αμα ειμαστε καταλληλοι για να παρουμε αδεια παραμονής κι εργασιας και να ενημερώσουν τη μεταναστευτική υπηρεσια», τόνισε ψιθυριστα στον Λαμπρο. «Φως φαναρι ότι κρινεται η παραμονή μας στη Σουηδια». Τις τρεις μέρες που κρατησε αυτό το τσεκαρισμα, ξεθεώθηκαν στη δουλεια. «Σκεδόν την τριπλασια παραγωγή βγαζαμε κεινες τις μέρες», ειπε ο Λαμπρος. 'Ενας ντόπιος, π' ειχε δουλέψει παλιότερα ένα χρόνο σ' ελληνικό καραβι και μιλούσε τσατρα πατρα τα ελληνικα, φώναξε τον Λαμπρο και τον ρώτησε.
«Πόσο καιρό θα μεινεις εδώ σ' αυτό το εργοστασιο;» «Δε ξέρω», απαντησε κεινος. «Εξαρταται». «Θέλω να πω» συνέχισε ο σουηδός, «θα μεινεις εδώ έξη μήνες; ένα χρόνο; Αντε να πούμε έξη χρόνια. Προσωρινό παντως ειστε δω.. Ύστερα θα πατε για τις πατριδες σας. Εμεις όμως εδώ γεννηθήκαμε, σ' αυτό το εργοστασιο δουλεύουμε και σ' αυτό θα δουλεύουν και τα παιδια μας. Γιατι λοιπόν μας καντε τέτοιο κακό;»
«Ποιο κακό;» απόρησε ο Λαμπρος.
«Που ανέβάσατε σέ τέτοιο απάνθρωπο ρυθμό τη δουλειά κι όταν εσεις με το καλό φυγετε, θα μέινουμέ μεις εδώ να δουλευουμε σα σε κάτεργο για την υπόλοιπη ζωή μας». «Μα έμεις» διαμαρτυρήθηκε ο Λάμπρος, «δουλέψαμε παραπάνω για να κερδισουμε παραπάνω χρήματα. Εσάς δε σας εμποδιζει κανεις να δουλευετέ στον ιδιο ρυθμό όπως και πριν. Ασε π' ήρθαν και μας παρακολουθουσαν για να διαπιστώσουν αν ειμαστε κατάλληλοι για άδεια παραμονής κι εργασιας».
«Παραμυθιά», κουνησε λυπημένος το κεφάλι του ο άλλος. «Ί-!ταν υπάλληλοι του εργοστασιου π' ήρθαν να σας χρονομετρήσουν για ν' αλλάξουν τον ρυθμό παραγωγής. Από δω και πέρα θα πρέπει και σεις κι εμεις να δουλευουμε σ' αυτόν το ρυθμό για να κερδιζουμε τα ιδια χρήματα που κέρδιζαμέ μέχρι τα σήμερα. Κατάλαβές;» Ο Λάμπρος έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Ετσι γινεται κανεις ρατσιστής, συμπλήρωσε πικρόχολα ο άλλος. Γι' αυτό σας φέραν εδώ τ' αφεντικά. Για να σας χρησιμοποιήσουν ενάντια σε μας. Σε λιγο καιρό που δε θα σας χρειάζονται θα σας πετάξουν στο δρόμο κι άμα τους συ μφέρει θα σας διώξουν κι απ' τη χώρα». Καταλάβατέ τώρα πως λειτουργει το κεφαλαιο; έβαλε το δάχτυλο στον κρόταφό του ο Θανάσης. Τους πρώτους δυο τρεις μήνες ο Θανάσης, "αριστερός" με βουλα και υπογραφή π' έλεγε ο Χαράλαμπος, ήταν για τον Βασιλη μια πρώτη διέξοδος. 'Ενα παράθυρο σ' αυτόν τον καινουριο, τον αλλιώτικο κόσμο που βρέθηκε απ' τη μια μέρα στην άλλη. Κάθε μέρα μετά τη δουλειά και φυσικά τα σαββατοκυριακα, παιρναν τον υπόγειο και κατέβαιναν στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου συναντουσαν δυο τρεις ακόμα έλληνες να κουβέντιάζουν ώρες ολόκληρες τα ιδια και τα ιδια.
«Πολυ καλό παιδι ο Θανάσης και τσιφτης», του'πε μια μέρα ο θειος του ο Χαράλαμπος, «αλλά ειναι σαν και μένα μόνο θεωριές και κουβέντες. Ειναι τέσσερα χρόνια εδώ κι άλλο από σπιτι, δουλειά, σταθμό, σπιτι, δουλειά δε ξέρει. Αυτό κάνει τέσσερα χρόνια τώρα κι αυτό θα κάνει και για τα επόμενα εκατό χρόνια, ζωή να'χει ο άνθρωπος». Γρήγορα ο Βασιλης βαρέθηκε αυτή τη μονοτονια και κατάλαβε ότι άμα ήθελε να δει προκοπή, θα'πρεπε να μάθει όσο το δυνατόν καλυτερα και γληγορότερα τη γλώσσα. Οχι μόνο για να μπορει να συνεννοηθει, αλλά κυριως γιατι θα μπορουσε να παρακολουθήσει διάφορα σεμινάρια που οργανώνονταν μέσα στο ιδιο το εργοστάσιο και που καταλάβαινε ότι εκει βρισκόταν το κλειδι της προκοπής του.
«Χωρις τη γλώσσα ειναι κανεις σαν ανάπηρος», ειπε μια Κυριακή στον Θανάση την ώρα που γυρνουσαν άσκοπα στο σταθμό.
«Χωρις τη γλώσσα σε μια ξένη χώρα ο ανθρωπος ειναι μισος. Εδώ, όπως λέει κι ο θειος Χαραλαμπος, μας δινονται ευκαιριες που αν δε τις αρπαξουμε απ' τα μαλλια θα φυγουν τα χρονια και προκοπή δε θα δουμε. Από αυριο αρχιζω ένα σεμιναριο στη γλώσσα». Ο Θανασης σταματησε απότομα. Τον κοιταξε καλα καλα και σουφρωσε τα μουτρα του σε μια έκφραση απαγοήτεψης και πικρας. «Ετσι μας θέλει το κεφαλαιο Βασιλη. Άβουλους και σουλατσαδορους να παιζου με το παιχνιδι του. Εγώ, η αλήθεια να λέγεται, δε τα καταφερα αν και στην αρχή έκανα μερικές προ σπαθειες να ξεφυγω απ' αυτή τη μέγγενη. Εσυ αν έχεις το κουραγιο και τη δυναμη να το κανεις. Αν μη τι αλλο θ' αποκτήσει η ζωή σου ενδιαφέρον και νοημα». Τον πρώτο καιρο δυσκολευτηκε αρκετα ν' αλλαξει χουγια και τροπο ζωής, αλλα σιγα σιγα μπήκε σ' έναν ρυθμο και τα καταφερνε μια χαρα. Βέβαια σ' αυτό βοήθησε και το ότι κεινες τις μέρες γνώρισε την Λένα που τώρα ειναι παντρεμένος και καταγέται απ' τη Φιλανδια. Εχει μαζι της δυο αγορακια. Τον Γιωργακη, κοντέυει να γινει εναμιση χρονώ και τ' αλλο, αβαφτιστο ακομα, ειναι μολις δυο μηνών. Ας ειναι καλα η γυναικα του που τον βοήθησε όχι μοναχα να ξεκοψει απ' τις σουλατσαδορικες παρέες και τις καφετέριες αλλα του συμπαρασταθηκέ μ' αγαπη και πεισμα στη δυσκολη και βασανιστική του προσπαθεια. Πόσες και πόσες νυχτες δεν έμεινε αγρυπνη. Με την κοιλια στο στομα που λέμε, καθόταν διπλα του αμιλητη και χαμογελαστή με το πλεχτό της στα χέρια τις ατέλειωτες νυχτες, που αν και κατακοπος απ' τη δουλεια της μέρας, ξενυχτουσε πανω στα βιβλια του. Αφου έμαθε οσα σουηδικα πιστευε ότι του ήταν απαραιτητα για το επομενο βήμα, πήγε και δήλωσε συμμετοχή στη σχολή του εργοστασιου που, απ' ότι ειπε ο Χαραλαμπος, ήταν ισαξια με μικρο πολυτεχνειο εξειδικευμένη στα μέσα επικοινωνιας. Ευτυχώς ειχε μαζι του τ' απολυτήριο του γυμνασιου, ας ειναι και παλι καλα ο θειος Χαραλαμπος π' επέμενε την παραμονή της αναχώρησής τους απ' την Ελλαδα, να το παρει μαζι του.
«Χαρτι επισημο ειν' αυτό», ειχε πει. «Παρτο μαζι σου. Ποτέ δε ξέρεις που μπορει να χρειαστει». Δουλευοντας τη μέρα, παρακολουθώντας τα μαθήματα τ' απογέματα και διαβαζοντας τις νυχτες και τα σαββατοκυριακα, έχει πραγματικα ξεθέωθέι αλλα κοντέυει να φτασει στο τέρμα. Οπου να'ναι τελειώνει τη σχολή, αν και πιστευει ότι έτσι που πήρε φόρα θα συνεχισει ισως και μ' ανώτερες σπουδές στο πολυτεχνειο.
Στο μεταξύ απ' το εργοστάσιο δε τον αφησαν χωρίς βοήθεια και συ μπαρασταση. Τον πήγαν πρωτα σε αλλο τμήμα πιο δυναμικό όπως λέγαν και μέσα στο χρόνο τον μεταφεραν στο τμήμα ερευνων, όπου γινόταν ένα σωρό προσπαθειες και δοκιμές για την κατασκευή νέων και βελτιωμένων μοντέλων. Στην αρχή βρέθηκε έξω απ' τα γερα του, γιατί η δουλεια σ' αυτό το τμήμα ήταν συλλογική. Οι αλλοι που δούλευαν χρόνια εκεί ήταν δεμένοι μεταξύ τους και ξέραν όλες τις λεπτομέρειες μιας δουλείας που είχε συνέχεια, ένω αυτός βρέθηκε απ' τη μια στιγμή στην αλλη σ' άγνωστα μονοπάτια να μη καταλαβαίνει τίποτα. Εδω δεν ήταν σα τα προηγούμενα τμήματα, όπου ο καθένας είχε μια συγκεκριμένη δουλεια να κανει κι έκανε ακριβως το ίδιο πραμα οκτω ωρες τη μέρα, όλες τις εργάσιμες μέρες της βδομάδας, του μήνα, του χρόνου και της ζωής του ολόκληρης. Εδω καθόταν τον περισσότερο καιρό μπροστα σε μια καινούρια κατασκευή να συζητούν και να πειραματίζονται ωρες ολόκληρες, για το πως θα ξεπεράσουν ετούτο ή εκείνο το πρόβλημα. Στην αρχή τα'χασε λοιπόν λίγο, όμως γρήγορα βρήκε το γνωστό του πείσμα που τον έκανε να παίρνει βιβλία και σχέδια στο σπίτι και να ξενυχταει πανω σ' αυτα.
«Ας είναι καλα η φιλανδέζα» έλεγε για τη γυναίκα του, «που καθεται μια σου και μια μου όλη νύχτα ξαγρυπνη δίπλα μου να με κανει παρέα και να με δίνει θάρρος και κουράγιο».
«Χρυσό κορίτσι τυχερέ», γελούσε ο Χαράλαμπος. «Αυτές οι φιλανδέζες είναι κατι σα τις δικές μας τις πόντιες». Τρεις μήνες μετά που γνωρισε τη Λένα μετακόμισε στο μικρό της διαμέρισματακι που το κρατούσε ως τότε μαζί με μια πατριωτισσα της, που στο μεταξύ τα παρατησε κι έφυγε για την πατρίδα της να παντρευτεί ένα παιδί π' είχε μαζί του σχέσεις απ' το σχολείο ακόμα. Ετσι χωρισε απ' τον θείο του τον Χαράλαμπο, ο οποίος μαλιστα φανηκε στην αρχή να το παίρνει επί πόνου αλλά που τελικα καταλαβε ότι ο Βασίλης δε μπορούσε να μείνει μαγκούφης όπως ο ίδιος μόνο και μόνο για να μένει μαζί του. Από τότε, αφού αλλαξε και τμήμα ο Βασίλης, αρχισαν σιγα σιγα να βλέπονται με τον θειο του όλο και λιγότερο. «Αμα φτάσεις να γίνεις διευθυντής, ούτε καλημέρα θα μας λες», σχολίασε ειρωνικα και πικρόχολα ο Χαράλαμπος. Σήμερα όμως είναι η μεγαλη μέρα. Ίσως η μεγαλύτερη και σημαντικότερη μέρα της ζωής του έτσι όπως το κρίνει πανω στον υπέρμετρο ενθουσιασμό του. Σήμερα είναι που θ' αγορασει τ' αυτοκίνητο π' ονειρεύτηκε απ' όταν ανέβηκε για πρωτη φορα στην Ελλάδα στ' αυτοκίνητο του θειου του. Τ' αυτοκίνητο που του παραγγειλε φεύγοντας η μανα του.
Τα ειχε όλα κανονισμένα μέχρι την τελευταια λεπτομέρεια και μόλιστα στα κρυφό απ' τη Λένα, που κόθε τόσο το τελευταιο διόστημα ρωτούσε τι στο καλό τον έπιασε παρό τα ξενύχτια και τα διαβασματα, να δουλεύει τόσες υπερωριες. Υπερωριες της έλεγε ότι δούλευε όλα τα βραδια που πήγαινε σε σχολή να μαθει οδήγημα και να πόρει το διπλωμα, που αναθεμα του τ' ότιμο ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση σ' αυτόν τον τόπο. Μια Παρασκευή, ειναι τώρα δυο βδομαδες, πήρε όδεια απ' τη δουλειό του και πήγε να δώσει εξετασεις. Τα καταφερε μια χαρό και την επόμενη Παρασκευή παρέλαβε με το ταχυδρομειο το διπλωμα του «φρέσκο και τσιλικο» όπως ειπε ο Χαραλαμπος, π' έτρεξε να του το δειξει γεματος περηφανια. «Αντε και μ' ένα καινούριο βόλβο», του ευχήθηκε κεινος π' ήξερε από πρώτο χέρι τη λαχτόρα του όχι μόνο για τ' αυτοκινητα γενικό αλλό και για τη συγκεκριμένη μαρκα και μόλιστα το καινούριο μοντέλο π' ειχε κυκλοφορήσει μόλις πριν από ένα κοντό μήνα. Οταν έκλεβε λιγη ώρα απ' τη δουλειό του, κατέβαινε στο πόστο του Χαραλαμπου και του'παιρνε το κεφόλι να του μιλόει όλη την ώρα για την καινούρια αμαζόνα που θ' αγόραζε και μόλιστα πολύ σύντομα.
2 Πήρε λοιπόν το φακελο με το βδομαδιατικό του και τον έβαλε στην τσέπη χωρις καν να τα μετρήσει.
«Αδικος κόπος να μετραει τα λεφτό π' έπαιρνε κόθε Παρασκευή», ειχε σκεφτει μια μέρα που προσπαθούσε να κόνει λογαριασμό και να δει πως έβγαινε το ποσό π' ειχε πόρει. Δε βρήκε ακρη. Οχι τόσο γιατι δεν ήξερε πόσες ώρες και πόσες υπερωριες ειχε κόνει αλλό ήταν τόσες πολλές οι λεπτομέρειες με τις οποιες λογαριαζαν τις υπερωριες που από τότε, αφού βρήκε ότι τα λεφτό ήταν παραπανω απ' όσα τα υπολόγιζε, σταμότησε να τα μετραει. Του αρκούσε να διαβαζει το νούμερο π' ήταν γραμμένο στο μπροστινό μέρος του φακέλου. 'Εξω απ' την πύλη τον περιμενε ανυπόμονος ο Χαραλαμπος. - Αντε ρε παιδι μου και μ' έβγαλες την ψυχή να σε περιμένω. Ο Χαραλαμπος ήταν ο βασικός βοηθός στην εκπλήρωση του ονειρου της αγορας τ' αυτοκινήτου. Τα ειχε συνεννοηθει μαζι του απ' τη μέρα π' έτρεξε να του δειξει το διπλωμα.
«Θέλω βοήθεια θειο», του ειπε. «Κατόφερα να μαζέψω τα περισσότερα λεφτό που χρειαζονται αλλό λειπουν ακόμα δέκα χιλιόδες κορόνες. Σκέφτηκα να τις ζητήσω από σένα και να στις δινω πισω σιγα σιγα κόθε βδομόδα. Θα ξερόνω το σκατό μου που λέμε αλλό θα στα δώσω. Ελπιζω να μ' εμπιστεύεσαι».
Ο Χαράλαμπος γκρινιασε λιγο όπως έκανε πάντα αλλά στο τέλος συμφώνησε και μάλιστα με καλυτερους όρους απ' ότι του πρότεινε ο Βασιλης.
«Θα με δινεις οπότε έχεις κι όσα μπορεις», του'πε με το ξινό του αλλά στο βάθος καλοκάγαθο υφος του. Το ιδιο υφος π' έχει τώρα που τον περιμένει τόση ώρα μέσα στο κρυο. - Συγνώμη π' άργησα θειο αλλά έπρεπε να κάνω μπάνιο, να ξυριστώ και να ντυθώ λιγο της προκοπής. Πως θα πάμε να πάρουμε κοτζαμάν αυτοκινητάρα; Κουρελήδές κι άπλυτοι θα πάμε; Ο Χαράλαμπος κοιταξε τα τσαλακωμένα και λιγο βρώμικα πανταλόνια της δουλειάς που φορουσέ ο ιδιος και κουνησέ με σημασια το κεφάλι του. - Εσυ παιδι μου ακόμα δε κατάλαβες που βρισκεσαι. Ακόμα στην Ελλάδα με φαινεται ζεις. Εδώ παιδι μου, κουνησέ και το δάχτυλό του, ουτε που σέ κοιτάν τι φοράς κι αν εισαι ξυρισμένος ή όχι. Εδώ το μόνο που τους νοιάζει ειναι τι έχεις να πεις και τι κρυβεις στο κεφάλι σου. Ασε που ο έμπορος δε πρόκειται να ενδιαφέρθει ουτε αν εισαι πλυ μένος ουτε αν εισαι σιδερωμένος. Το παραδάκι που κουβαλάς στην τσέπη σου τον ένδιαφέρει. Σε μια ώρα τα πάντα ειχαν τακτοποιηθει. 'Εγιναν όλα τα χαρτιά, μπήκαν οι υπογραφές κι ο έμπορος κάλεσε τον Βασιλη να πάνε μαζι στο υπόγειο για να του παραδώσει τ' αυτοκινητο. Η αλήθεια ειναι ότι όχι μόνο τώρα αλλά ολόκληρη αυτή τη βδομάδα, του Βασιλη τρέμαν τα πόδια και τα χέρια ακόμα και μόνο στη σκέψη ότι τ' όνειρό του να πάρει δικό του αυτοκινητο, γινόταν επιτέλους πραγματικότητα. Κατεβαινοντας στο υπόγειο για την παραλαβή του, σκόνταψέ δυο φορές στη σκάλα και παραλιγο να σωριαστει φαρδυς πλατυς, αν δε τον συγκρατουσέ ο Χαράλαμπος. - Καταλαβαινω πολυ καλά ότι με το ζόρι σέ κρατάν τα γόνατά σου, του'πε χαμογελώντας. Οταν βρέθηκαν μπροστά στ' αυτοκινητο, ο Βασιλης παρά λιγο να ορμήξει πάνω του να τ' αγκαλιάσει. Κατάφερε όμως να συγκρατηθει και περιοριστηκε να γυρνάει, κάτω απ' τα έιρωνικά χαμόγελα του Χαράλαμπου, γυρω γυρω απ' τ' αυτοκινητο και να το θαυμάζει μ' ανοιχτό στόμα. Στο τέλος έκανε ένα νευμα στον έμπορο, σημάδι ότι ήταν ακριβώς τ' αυτοκινητο π' ειχε παραγγειλει. Εκεινος χαμογέλασε φιλικά και του'σφιξε το χέρι. Τους ευχήθηκε καλοριζικο και καλοτάξιδο, έκανε μια ελαφριά υπόκλιση κι ανέβηκε τις γυριστές μεταλλικές σκάλες να πάει στο μαγαζι του. Ο Βασιλης κοιταξε απελπισμένος τον Χαράλαμπο. - Εμένα θειο τρέμουν τώρα τα πόδια μου. Δε μπορώ να το οδηγήσω ουτε ένα μέτρο. Καλά π' ήρθες μαζι μου να με βοηθήσεις να το πάρουμε και να πάμε στο σπιτι. Αυριο με το καλό και με την
ησυχια μου, το παιρνω και παω μια βολτα με τη Λένα και τα μωρα. Άσε που θα χρειαστει να'ρθεις κι εσυ μαζι μας γιατι, τι να σε πω θειο, μ' έφυγε ολη κεινη η σιγουρια π' έιχα. Νομιζω ότι δε θα τα καταφέρω να παω ουτε μια βολτα γυρω απ' το σπιτι. Μιλουσε γρήγορα και με τέτοια έξαψη που ο Χαραλαμπος τον λυπήθηκε. - Άντε ρε χαζέ που νομιζεις ότι δε θα τα καταφέρεις. Εδώ κυκλοφοραν έξω χιλιαδες αυτοκινητα κι ολοι αυτοι που τα οδηγαν ήταν την πρώτη μέρα στην ιδια κατασταση π' εισαι κι εσυ. Θα σε παω σπιτι τώρα κι αυριο το πρωι θα'ρθω να μας πας ολους μια βολτα να ξεθαρρέψεις. Τώρα που το σκέφτομαι μαλιστα, λέω να μας πας προς τα βορεια της πόλης π' ειναι και το πιο ομορφο μέρος. Ολη η αριστοκρατια εκει μετακομιζει τα τελευταια χρονια. - Οχι το πρωι, ειπε με μια δοση αγωνιας ο Βασιλης. Μετα το μεσημέρι καλυτερα. Μετα το μεσημέρι ειναι ότι πρέπει. Το πρωι έχω μια επειγουσα δουλεια. - Οπως θέλεις, απαντησε ο Χαραλαμπος και καθισε στη θέση του οδηγου. Άντε, μπες μέσα γιατι απ' ότι βλέπω θα ξημερωθουμε να το κοιτας και να το καμαρώνεις. Οταν έφτασαν στο σπιτι ο Βασιλης πεταχτηκε σα σιφουνας προτου καλα καλα σταματήσει ο Χαραλαμπος τ' αυτοκινητο κι όρμησε μέσα. Σε λιγοτερο απ' ένα λεπτο ξαναβγήκε, σέρνοντας σκεδόν απ' το χέρι τη Λένα που διαμαρτυρόταν αναμαλλιασμένη. - Που με τραβας έτσι σα τσουβαλι Βασιλη; Την έφερε μπροστα στ' αυτοκινητο την ώρα που ο Χαραλαμπος τραβηξε το χειροφρένο κι ετοιμαστηκε να κατεβει. - Τ' αυτοκινητο μας Λένα, της ειπε μ' επισημο τροπο δειχνοντας της τ' αυτοκινητο. Ολοδικο μας. Μολις τ' αγόρασα. Εκεινη έμεινε για μια στιγμή κοκαλωμένη απ' την έκπληξη και τη χαρα της. Ξαφνικα τον αρπαξε απ' το λαιμό και τον φιλουσε ασταματητα. Για μια στιγμή του'σπρωξε προς τα πισω το κεφαλι και τον ρώτησε κοιταζοντας τον στα ματια. - Ειχαμε τοσα λεφτα Βασιλη; Ο Βασιλης έδειξε με το δαχτυλο του τον Χαραλαμπο. - Ας ειν' καλα ο θειος, ειπε. Με δανεισε δέκα χιλιαδες κορονες. - Άστα τώρα αυτα, πεταχτηκε ο Χαραλαμπος. Αυτα ειναι αναμεταξυ συγγενών και δεν ενδιαφέρουν τη γυναικα σου. Μιλησέ ελληνικα για να μη καταλαβει η Λένα. Εκεινη ομως έπιασε το ποσό κι επέμενε. - Δέκα χιλιαδες ειναι πολλα λεφτα Βασιλη. Εγώ με το μωρο ξέρεις ότι δε μπορώ να δουλέψω και το επιδομα που παιρνω δε φτανει καλα καλα ουτε για τα έξοδα των παιδιών. Ο Βασιλης την αγκαλιασε απ' τους ώμους κι ειπε γυρνώντας προς τον Χαραλαμπο με κωμικα επισημο τόνο. - Δεν ήθελα να σας το πω, αλλα μ' αναγκαζτε. Από αυριο το λοιπον Σαββατο και καθε σαββατοκυριακο, θα πηγαινω να
δουλεύω μερικές ωρες σε μια απογεματινή εφημερίδα. Απ' τις τέσσερις το πρωί ίσα με τις δέκα. Με τα λεφτα που θα παίρνω από κει θα ξοφλήσω το χρέος. Τα κανόνισα όλα και μη στεναχωριέστε καθόλου. - Σαλτα τότε να φας και να κοιμηθείς είπε ο Χαράλαμπος γιατί απ' ότι με λες θα σκωθείς απ' τις τρεις η ωρα. Αντε καληνύχτα κι αύριο όπως είπαμε θα'ρθω κατά τις τρεις τ' απογευ ματακι να μας πας κείνη τη βόλτα που λέγαμε για να ξεθαρρέψεις με το τιμόνι. Γύρισε αποχαιρετωντας τους μ' ένα κούνημα του χεριού και τραβηξε σκεφτικός για το σταθμό του υπόγειου να παει στο σπίτι του. Στο πρόσωπο της Λένας απλωθηκε μια λαφρια χλομάδα. - Κι αλλη δουλεια φορτωνεσαι Βασίλη; ρωτησε και τον κοίταξε σκεφτική στα ματια.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο Ίδο
Ο Περικλής τιναχτηκε απ' το κρεβάτι του και προσπάθησε χωρίς να τα καταφέρει, να φτασει το ξυπνητήρι που χτυπούσε σα δαιμονισμένο. Την είχε πατήσει πολλές φορές ως τωρα, όταν μισοκοιμισμένος ακόμα έδινε στο ξυπνητήρι μια κατακούτελα και τον ξαναπαιρνε ο ύπνος. Είχε μαλιστα καταλήξει στο συ μπέρασμα ότι ο ύπνος αυτός ήταν ο πιο γλυκός κι ευχαριστος. Ολη νύχτα θαρρείς και λαγοκοιμόταν περιμένοντας το να χτυπήσει. Μόλις άρχιζε τ' άτιμο να κουδουνίζει και του'δινε μια δυνατή καρπαζια να βγαλει το σκασμό, γυρνούσε χαμογελαστός απ' την αλλη μερια και τον έπαιρνε ο ποιο γλυκός και ξεκούραστος ύπνος χωρίς να'χει στο μυαλό του αυτό το σατανικό μηχανημα όπως τ' αποκαλούσε. Εχασε έτσι αρκετα απ' τα υποχρεωτικά μαθήματα στο πολυτεχνείο σε σημείο που κινδύνεψε να χασει το εξάμηνο, οπότε αποφάσισε να λύσει οριστικά το πρόβλημα με το πρωινό ξύπνημα και το ξυπνητήρι, με τον μόνο απλό κι έξυπνο τρόπο που υπήρχε. Με τ' αυγό του Κολόμβου που λένε. Αφού λοιπόν το κουρντίσει από βραδύς και το βαλει στην ωρα που θα χτυπήσει, τ' αφήνει πανω στο γραφείο μπροστα στο παραθυρο έτσι που να'ναι αναγκασμένος να σκωθεί απ' τα στρωσίδια του για να το σταματήσει. Ανακαθισε στο κρεβάτι κοιτάζοντας το με μίσος, ενω το ρημάδι εξακολουθούσε να χτυπά με κείνον τον διαπέραστικό κι εκνευριστικό τρόπο που του σήκωνε την τρίχα. Σκέφτηκε για μια στιγμή μέσ' στη ζαλαδα του να το δωσει μια και να το πετάξει απ'
το παρόθυρο, αλλό τελικό το κοιταξε με συμπαθεια και του χαμογέλασε. - Κούκλα μου, ειπε στέλνοντας του ένα φιλόκι Του φανηκε πως το ξυπνητήρι κελόηδησε χαρούμενα σα να τ' απαντούσε. «Εγώ βρε μπουνταλό ειμαι ο ποιο πιστός σου φιλος και σύντροφος. Εγώ σε ξυπναω τόσα χρόνια. Σε μένα χρωστός ότι καταφερες μέχρι τώρα. Εγώ σε προσέχω όταν κοιμασαι κι όταν έρθει η ώρα να πας στη δουλειό σου ή στα μαθήματα σου, εγώ πόλι στο θυμιζω. Εγώ ειμαι δω στην ξενιτιό η μόνα σου κι ο πατέρας σου». - Δικιο έχεις, απόντησε σκεφτικός κουνώντας το κεφόλι του ο Περικλής. Λυπόμαι στ' αλήθεια που μέχρι τα τώρα δε μπόρεσα να εκτιμήσω την απέραντή σου αγόπη για μένα
«Δεν πειραζει», κουδούνισε και πόλι χαρούμενο το ξυπνητήρι. «Οτι και να μου κανεις, όσες φορές κι αν με πεταξεις αγαναχτισμένος, όσες φορές κι αν με κατακεφαλιόσεις θυμωμένος. Εγώ θα ειμαι πόντα εδώ διπλα σου παντοτινός σου φιλος και σύ ντροφος». - Και για να έχουμε καλό ρώτημα, το κοιταξε λοξα ο Περικλής, από πότε τα σκέφτεσαι όλα αυτό; Εγώ για να λέμε την αλήθεια ποτέ μου δε σε συμπόθησα. Εισαι φασαριατζιδικο κι ενοχλητικό. Η αλήθεια ειναι ότι με προκαλεις πονοκέφαλο με τις φωνόρες σου κόθε πρωι. Με την πρώτη ευκαιρια θα σε πεταξω στα σκουπιδια. - Τι να πεταξεις βρε μπουνταλό, μονολόγησε την ώρα που το ξυπνητήρι ξεψυχούσε σα λαβωμένο καθώς η ατσαλένια λαμα στα σωθικό του έχανε σιγα σιγα τη δύναμή της. Αυτό σε ξυπναει κόθε πρωι να πας στα μαθήματα σου και να κοντεύεις τώρα να τελειώσεις. Ασε που για να λέμε και του στραβού το δικιο αυτό το ξυπνητήρι φροντιζει ακόμα και για τη συντήρησή σου, αφού όπως καλή ώρα σήμερα, σε ξυπναει να σκωθεις να πας για δουλειό στην εφημεριδα όπως κόθε σαββατοκύριακο εδώ και πόνω από τρια χρόνια τώρα. Του φανηκε ότι το ξυπνητήρι αφησε ένα τελευταιο χαρούμενο γελόκι και σώπασε. Η αλήθεια ειναι ότι κανένα Σαββατο ή Κυριακή που πρέπει να σκωθει απ' τις τέσσερις το ξημέρωμα δε ξυπναει ευχόριστα, γιατι ειναι από φύση του δύσκολος στο ξύπνημα. Απ' τη στιγμή όμως που σκωθει απ' το κρεβατι, τα πρόματα γινονται πολύ ποιο εύκολα. Ασε που τελικό παει με πολύ χαρό στη δουλειό όπου βρισκει την «παρέα του σαββατοκύριακου» όπως τη λέει. Ειναι κει ο Δημήτρης, ο Βασιλης, ο Θανασης ο “αριστερός”, ο θειος του Βασιλη ο Χαραλαμπος π' ειναι καναδυό βδομαδες που ξεφύτρωσε κι αυτός και φυσικό ο περιεργος εκεινος τύπος ο Αργύρης π' ειναι διαρκώς θυμωμένος κι εκνευρισμένος με τον
Περικλή που νομιζεις ότι από ώρα σέ ώρα ειναι έτοιμος να τον κατασπαράξει. Το φταιξιμο ειναι του Περικλή που έκανε μια φοβερή κουτουράδα στην αρχή που έπιασε δουλειά. Ολοι το λεν και το καταλαβαινέι κι ο ιδιος πολυ καλά, αλλά του ειναι δυσκολο να εξηγήσει γιατι έκανε στον Αργυρη μια τόσο ξευτέλιστική πλάκα. Στην αρχή χασκογέλουσε και τον ειρωνευόταν για τις “ελληνικουρές του" όπως έλεγε, παρά τις διαμαρτυριες, τα παράπονα και τις απειλές του Αργυρη.
«Εσένα ρε Περικλάκια να μη με λεν Αργυρη άμα δε σέ στουμπιξω σα κοτόπουλο της σουβλας καμιά μέρα. Θα στα κόψω τα έιρωνικά τα χαμόγελα κάθε φορά π' ανοιγω το στόμα μου. Κατάλαβές;» 'Ενα Σάββατο ο Αργυρης μπήκε στο χώρο της δουλειάς κρατώντας ένα χαρτι στα χέρια του κι άρχισε να κυνηγάει τον Περικλή γυρω γυρω απ' τις μηχανές. «Θα σέ σκοτώσω βρε πεζέβέγκη. Θα σέ φάω τα σκότια. Εγώ ρε κωλόπαιδο την κάπα μου την έχω κρεμασμένη ψηλά». Ο Δημήτρης μαζι με τον Θανάση κατάφεραν με χιλια ζόρια να τον κρατήσουν και να τον ηρέμήσουν.
«Τι χαρτι ειν' αυτό που κρατάς;» τον ρώτησε ο Θανάσης. «Αυτός ο τσόγλανος το κόλλησε πάνω στο ντουλάπι μου για να με ειρωνευτει και να με κοροιδέψει», απάντησε ο Αργυρης κι έκανε ακόμα μια προσπάθεια να πλησιάσει τον Περικλή π' ειχε ζαρώσει σε μια άκρη κι αναμέτρουσε την κουτουράδα του. Ο Δημήτρης πήρε το χαρτι και το διάβασε. ΑΝΑΦΟΡΑ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΥ !ΩΑΝΝΟΥ ΠΕΤΡΑΚ!-! ΠΡΟΣ Α.Τ Κ!ΛΚ!Σ, 7 ΑΠΡ!Λ!ΟΥ ιθ23 Λαμπυριζουσης και σέλαγιζουσης της σελήνης παρά την λιμνην της Δοϊράνης έωράκαμέν τους ληστάς. Κρόζων, δέ. «Σταθήτε ρε πουστηδές γαμώ το σταυρό σας» και απα ντησάντων «κλάστε μας τ' αρχιδια» απέδρασαν.
«Ντροπή ρε Περικλή», ειπε μόνο και τον κοιταξε τάχα επιτιμητικά συγκρατώντας με πολυ κόπο τα γέλια του. Με τον καιρό όμως και με τη μεσολάβηση του Δημήτρη οι σχέσεις τους μπορει να μην έγιναν φιλικές, παρ' όλο που ο Περικλής του ζήτησε εκατό φορές συγνώμη, ήταν όμως αν και κρυες από πλευράς του Αργυρη, τυπικές. «Μ' αυτόν τον ψηλέα τον Περικλάκια δε θέλω να'χω πάρε δώσε», λέει ο Αργυρης κατσουφιασμένος. «Μια μασημένη καλημέρα και τιποτα παραπάνω». Τους αφηγιέται ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, ένα σωρό ιστοριες απ' την εποχή π' ήταν όμηρος στη Γερμανια αλλά και για τα κατοπινά. Τα μεταπολεμικά χρόνια π' έζησε εκει.
Τα λέει μαλιστα μ' έναν τροπο τοσο παραστατικό και συναρπαστικό, που κανει τον Περικλή ν' ανατριχιαζει αν και τις ακουσε τις ιδιες ιστοριες αμέτρητες φορές,. «Μεγαλη μανια πρέπει να τους έχεις τους γερμαναραδες», τον τσιγκλαει. Τελευταια ομως ο Αργυρης έχει ηρεμισει και το μόνο για το οποιο δε μιλαει αλλο πια, ειναι για τα χρονια και τα βασανα που πέρασε στη Γερμανια. Πρέπει να οφειλεται σ' αυτή την κοπέλα που δουλευει στον ιδιο χώρο μ' αυτους και με την οποια έχει ζευγαρώσει ο Αργυρης εδώ κι έναν χρονο. Ωραια κοπέλα για την
ηλικια της. 'Ομως αν και μελαχρινή ο τυπος της δε μοιαζει μεσογειακος. «Περιεργο χρώμα για σουηδέζα» ακουσε μια μέρα τον Δημήτρη π' έχει θαρρος μαζι του να σχολιαζει. «Τα βαφει τα μαλλια της;» «Φυσικοτατο χρώμα», απαντησε ο Αργυρης και τον αγριοκοιταξέ.
«Σε ρωταω» συνέχισε κεινος, γιατι έχω μια δικια μου θεωρια για τα χρώματα. Το χρώμα δε παιζει κανένα ρόλο στο να καταταξεις τον ανθρωπο. Η κατατομή του ειναι κεινο που μετραει και η Λιζη αν και μελαχρινή, φαινεται απο μιλια μακρια ότι ειναι σκανδιναβή». «Τι ειν' αυτή η καρατομή πως την ειπες;» «Κατατομή» «Αυτή. Τι ειναι τέλος παντων αυτό τ' αλαμπουρνέζικο;» «Η εξωτερική εμφανιση τ' ανθρώπου ειναι Αργυρη μου, αλλα που δειχνει το απο μέσα τ' ανθρώπου. Την καταγωγή του να πουμε, τις συνήθειες του και τα σουσουμια του. Καταλαβες;»
«Καταλαβα», απαντησε μετα απο πολλή σκέψη ο Αργυρης. «Σα τους γερμανους να πουμε. Οχι μόνο τους γνωριζω απο χιλια μέτρα μακρια αλλα τους μυριζομαι κιολας. Η βαρβατιλα έχει τη δικια της μυρουδια. Το'ξερες αυτό κυρ πολυξερε;»
«Δεν ειναι ολοι τους έτσι Αργυρη», πεταχτηκε στη μέση ο Περικλής. «Εγώ έχω έναν γερμανό που μένει στο ιδιο πατωμα στα φοιτητικα κι ειναι μια χαρα παιδι».
«Με σένα έχω μόνο μια καλημέρα και κεινη με το ζόρι», τον έκοψε ο ΑρΥύθη9 Τελευταια ομως ημέρεψε πολυ. Από κει π' ήταν ολη την ώρα σεκλετισμένος, ειναι τώρα ολο χαμόγελα και χαρουλες. «Αφου κι αυτον ακόμα τον Περικλακια κοντευω να τον συμπαθήσω», λέει γελώντας οταν το φέρνει η κουβέντα κι αφηγιέται ποσο ευτυχισμένος νοιώθει και ποσο αρχισε να βλέπει μ' αλλο ματι τους ανθρώπους. Τώρα το λοιπον δε μιλαει αλλο για τη Γερμανια και τους γερμανους παρα μόνο για τη Λιζη και την οικογένεια του. Γιατι αποκτησε ολοκληρη οικογένεια ο Αργυρης και μαλιστα αστειευεται κιολας πανω σ' αυτο.
«Εκεί που δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα, μας ήρθαν όλα με το τσουβαλι». Η Λίζη ήταν χήρα με δυο παιδια απ' τον μακαρίτη τον αντρα της. Ενα κοριτσάκι κι έν' αγοράκι που μέγαν τωρα μαζί με τον Αργύρη - οι τέσσερίς τους - στο σπίτι της Λίζης. Ετσι καταληξαν γιατί το σπίτι τους ήταν πολύ μεγαλύτερο απ' του Αργύρη. Το πως πέθανε ο αντρας της Λίζης εδω και κοντα δέκα χρόνια, ήταν μια απίστευτη ιστορία που τους την διηγήθηκε μια Κυριακή την ωρα του διαλείμματος και μαλιστα έγινε και μια μικρή παραξήγηση όταν ο Περικλής και παλι τον ρωτησε δύσπιστα. «Μήπως τα είδες στον ύπνο σου ρε Αργύρη όλ' αυτα που μας λες; Σα παραμύθια μοιάζουν». Ο Αργύρης έγινε κατακόκκινος και πετάχτηκε σαν ελατήριο απ' τη θέση του.
«Δε μαζεύεις λέω γω τη γλωσσα σου ρε μαπα που θα με πεις ψεύτη;» Εκανε μια κίνηση να τον πιασει απ' το γιακά όμως ο Περικλής πρόλαβε και τραβήχτηκε ένω οι αλλοι πέσαν πανω στον Αργύρη να τον ησυχασουν. Από κείνη τη μέρα έκοψε οριστικά την καλημέρα με τον Περικλή και του μιλούσε μόνο μέσω των αλλων και κυρίως του Δημήτρη, με τον τρόπο που μιλούσε όταν ακόμα ήταν παιδί και μαλωνε με καποιο αλλο. Ελεγε λοιπόν όταν εξ' αιτίας της δουλείας έπρεπε να μιλήσει με τον Περικλή.
«Πέστον αυτόν ν' αναλάβει τη μηχανή, γιατί πρέπει να παω στ' αποχωρτήριο». «Πέστον ότι ενταξει μπορεί να παει», απαντούσε γελωντας ο Περικλής ενω κρατούσε καλού κακού και μια απόσταση ασφαλείας απ' το χέρι του Αργύρη και τ' απότομα ξεσπάσματα του. Τα είχε αυτα τα ξεσπάσματα ο Αργύρης και γι' αυτό όλοι πρόσεχαν να μη περάσουν τα όρια όταν αστέιεύονταν μαζί του, επειδή ήταν κίνδυνος αμα τον έπιανε τ' αναποδό του που λέμε να βγει απ' τα ρούχα του και να δημιουργήσει φασαρία απ' το τίποτα. Τέλος παντων κείνη τη μέρα δεν είπε ολόκληρη την ιστορία του μακαρίτη του αντρα της Λίζης, αλλά μια αλλη φορα τους τα αφηγήθηκε και μαλιστα όπως υποψιαστηκαν όλοι, μ' αρκετή σάλτσα. Ήταν λέει ο χριστιανός στον πόλεμο της Κορέας, όταν ένα Κυριακάτικο πρωινό στα καλα του καθουμένου μέσα στον καταυλισμό και αλάργα απ' τις μάχες, τον βρήκε μια σφαίρα στο κεφαλι. Ολοι τον νόμιζαν για νεκρό αλλά επειδή καθως φαίνεται οι νεκροθαφτες είχαν πολύ δουλεια, τον κρατησαν δυο τρεις μέρες στο νοσοκομείο. Εν τω μεταξύ η υπηρεσία π' ενημερωθηκε απ' την αρχή ότι ο χριστιανός είχε κακαρωσει, ενημέρωσε με τη σειρα της το
υπουργειο εδώ στη Σουηδια ότι ο τόδε τόδε παει καλιό του και πέθανε. Το υπουργειο βιαστικό βιαστικό, λες κι ήθελε να ξεμπερδεύει με δαύτον, έστειλε στη γυναικα του, τη Λιζη δηλαδή, τ' αναλογο γραμμα που της έλεγαν εκεινα που λεν όλα τα υπουργεια, σ' όλες τις χώρες του κόσμου όμα ειναι να σε πουν για το χαμό του δικού σου τ' ανθρώπου στον πόλεμο. Οτι δηλαδή έπεσε πόνω στο καθήκον του για την ελευθερια και τη δημοκρατια, ότι έπεσε σαν ήρωας, ότι ο σκοτωμός του δεν ειναι ματαιος γιατι σκοτώθηκε για τα ιδανικό κι ένα σωρό αλλα τέτοια λόγια του αέρα, π' απ' ότι φαινεται μαλακώνουν τον πόνο των δικών του, γιατι αλλιώς δε θα τα γραφαν. «Μασλότια δηλαδή», συμπλήρωσε ο Αργύρης. «Τι ζητούσε ο φουκαρός να παει από δω π' ήταν μια χαρό με τη γυναικούλα του και τη δουλιτσα του στην αλλη ακρη της γης για να πολεμήσει; Τέλος πόντων. 'Ενας γιατρός που λέτε καταλαβε στο παρό πέντε ότι δεν ήταν πεθαμένος αλλό ήταν σε κώμα. Σε αφασια που λέμε δηλαδή. Τον έφεραν πισω εδώ και τον ειχαν έτσι ζωντανό - νεκρό στο νοσοκομειο, γιατι δεν έλεγε να συνηφέρει. Απ' τις εξετασεις που του καναν κι απ' τις πλόκες που του βγαλαν, ειδαν ότι η σφαιρα π' ειχε αρπαξει ήταν σφηνωμένη στο κεφόλι του αλλό δε μπορούσαν να του τ' ανοιξουν για να τη βγαλουν, επειδή ήταν σε τέτοιο σημειο που ο κινδυνος να του κανουν μεγαλύτερη ζημια ήταν πολύ μεγαλος. Αν τον εγχειριζαν, ειπαν, τότε ο κινδυνος να μεινει τελειως παραλυτος ήταν σκεδόν σιγουρος. Περιμεναν το λοιπόν ότι σύντομα θα τιναξει τα πέταλα όμως ο μπαγόσας όχι μόνο δε τα τιναξε, παρό εν' απομεσήμερο ξύπνησε ξαφνικό απ' το κώμα και σα να μην έγινε τιποτα, σκώθηκε και κοιτούσε απ' το παρόθυρο προσπαθώντας να καταλαβει που βρισκόταν και τέλος πόντων πως και γιατι βρέθηκε κει. Τρέξαν γιατροι και νοσοκόμες να τον δουν και ν' αρχισουν βουρ απ' την αρχή τις εξετασεις. Στο τέλος τον στειλαν στο σπιτι του. Ειπαν όμως, το'δειξαν και στη Λιζη σε μια ακτινογραφια, ότι η σφαιρα ήταν μέσα κει στο κεφόλι του και δεν υπήρχε τρόπος να τη βγαλουν χωρις να του κανουν ζημια και να τον αφήσουν παρόλυτο, οπότε το πρόβλημα θα'ταν πολύ μεγόλο για τον ιδιο, αλλό και γι' αυτήν που θα'πρεπε όσο να'ναι να τον φροντιζει. Ειπαν ακόμα ότι η σφαιρα προχωρούσε μέσα στο κεφόλι του πολύ αργό αλλό σταθερό και κόποια στιγμή θα'φτανε σε καποιο σημειο του εγκέφαλου που θα τον σκότωνε. Της το δειξαν κι αυτό με μια σειρό από ακτινογραφιες, όπου όπως ειπαν οι γιατροι- η Λιζη δε μπόρεσε να δει καμιό διαφορα φαινόταν η μετακινηση της σφαιρας». «'Εζησε κοντό δέκα χρόνια» καταληξε ο Αργύρης «...κι έκανε με τη Λιζη τα δυο παιδια, ας ειναι καλό ο ανθρωπος, που τα βρήκα έτοιμα και τ' αγαπαω περισσότερο ισως απ' αν ήταν δικό μου».
«Τα παιδιά τ' αγαπάει κανεις γιατι ζει μαζι τους και τα βλέπει να μεγαλώνουν», παρατήρησε ο Χαράλαμπος. «Δεν έχει σημασια αν ειναι δικά του ή όχι».
2 Ο Περικλής έριξε μια πεταχτή ματιά στο ξυπνητήρι και τινάχτηκε πάνω σα να τον τσιμπησε ζουζουνι. Ειχε μόνο δέκα λεπτά να προλάβει το πρώτο λεωφορειο. Ευτυχώς ειναι γρήγορος στο ντυσιμο και σε πέντε λεπτά ειχε έτοιμαστει και βρισκόταν έξω απ' την πόρτα να τρέχει να προλάβει στη στάση. Πολλές φορές ειν' η αλήθεια την πατάει με τα ονειροπολήματά του. Ξέχαζόνεται φέρνοντας στο μυαλό του ένα σωρό τέτοιες ιστοριες και μετά τρέχει με την ψυχή στο στόμα να προλάβει μια το λεωφορειο, μια το μάθημα στο πολυτεχνειο, μια το ραντεβου με καμιά κοπέλα, που η αλήθεια να λέγεται, δεν έχει και κανέναν δεσμό μόνιμο και σταθερό. Πρόλαβε τρέχοντας και κουνώντας τα χέρια του για να τον δει ο οδηγός του λεωφορέιου και τα κατάφερε ν' ανέβει στο τσακ. Κάθισε αγκομαχώντας σε μια θέση πισω ακριβώς από κεινη την όμορφη κοπέλιτσα που τη βλέπει ταχτικά στο λεωφορειο. Πόσες φορές δε σκέφτηκε να της μιλήσει αλλά δε το τόλμησε, αν και το κοριτσι του'δειξε πολλά σημάδια με χαριτωμένα χαμόγελα και ματιές όλο σημασια. Δε μπορει να εξηγήσει το λόγο της ατολμιας του. Ίσως ειναι το ότι έχει απωθημένα μέσα του που δε τον αφήνουν να πλησιάσει μια κοπέλα σα κι αυτήν, που φαινεται νοικοκυροκόριτσο. Ίσως γιατι συνήθισε να βλέπει τα κοριτσια εδώ σαν ευκολα και κάπως πρόστυχα, που δε τον συγκινουν και δε τον γεμιζουν. Τόσα χρόνια ειναι δω κι ακόμα δε μπόρεσε να συνηθισει ότι τα κοριτσια έχουν κι αυτά το δικαιωμα να παιρνουν πρωτοβουλια όταν θέλουν μια σχέση. Βλέπει τα ζευγάρια να φιλιουνται με πάθος μέσα στον κόσμο και του γυρνάν τ' άντερα. Που ακουστηκαν αυτά τα πράματα; Σε λιγο θα ξεβρακωθουν μέσα στη μέση του δρόμου. Ίσως ειναι και το γεγονός ότι δε θέλει να μπλέξει μ' ένα καλό κοριτσι. Υπάρχει κινδυνος να δέσμευτει, ενώ αυτός δε βλέπει την ώρα να τελειώσει και να φυγει για την Ελλάδα. «Πισω στη Μεσόγειο», επαναλαμβάνει κι αυτός το συνθημα του φιλου του του Δημήτρη. Ναι. Καλά τα σκέπτεται. Σ' ένα χρόνο και κάτι θα'χει τελειώσει και μπορει να φυγει. Οχι φυσικά γιατι δε τον αρέσει εδώ, αλλά όσο να'ναι άλλο πράμα η πατριδα κι άλλο η ξενιτιά, όσο όμορφα και αν περνάει κανεις. Θυμήθηκε τον παλιό του φιλο και συμμαθητή τον Λάκη. 'Ετσι κάνει πάντα ο βλάκας. Επειδή δε τολμάει να πλησιάσει την κοπέλιτσα,
στέλνει το μυαλο του απ' το'να στ' αλλο και σιγα σιγα 5 ονειροπαιρνεται. Τέλος παντων. Αυτα που κουβαλαει μέσα του απ την ελληνική κοινωνια κι απ' τον τροπο που μεγαλωσε, όπως κι αυτα π' έμαθε απ' τους γονεις του φαινεται ότι δε θα τον αφήσουν ποτέ. Ποτέ απ' ότι καταλαβαινέι δε θα δέσει με τη σουηδική κοινωνια και τον τροπο που σκέπτεται κι αντιδρα αυτος ο λαος.
«Άλλος κόσμος, αλλη κουλτουρα», λέει ο Θανασης ο Αντωνιαδης π' ολοι τον ξέρουν και με το παρατσουκλι Θανασης ο “αριστερός”, γιατι ολη την ώρα το κοκορευεται.
«Εμεις οι αριστεροι. . . », αρχιζει παντα τις κουβέντες του. Το μυαλο του ξαναγυρισε στο Λακη. Τι να γινεται αυτό το παιδι; Εχει πανω απο τέσσερις μήνες να τον δει και να μιλήσει μαζι του αν και μαθαινει γι' αυτον απο μια κοινωνική λειτουργο που τον τηλέφωναει καθε δεκαπέντε περιπου μέρες για να τον ενημερώσει, επειδή ειναι γραμμένο στα χαρτια της ότι ο Περικλής ειναι ο κοντινοτερος του ανθρωπος. Πανε τώρα κοντα έξη μήνες που μια μέρα στο Τριουμφ ο Περικλής κυριολεκτικα κεραυνοβολήθηκε, οταν ο Χαραλαμπος του'δειξε εν' αποκομμα εφημεριδας οπου αναφέρονταν ότι ο Λακης ειχε συλληφθει για χρήση ναρκωτικών και πιο συγκεκριμένα για χρήση ηρωινης. Ειχε μαλιστα και την φωτογραφια του, που αν και λιγο θολή φαινόταν αρκετα καθαρα ότι ήταν ο Λακης. Τα σχολια έδωσαν και πήραν κι ολοι αναφέρθηκαν στον Λακη με τα χειροτερα λογια. «Επεσε στα ναρκωτικα και καταντησε ένα ρεμαλι που γυρναει απο σοκακι σε σοκακι ψαχνοντας τη δοση του», κουνησε στο τέλος με σιχασια το κεφαλι του ο Γιαγκος ο πειραιώτης. Μια μέρα μαλιστα, ειναι τώρα τέσσερις μήνες και κατι, τον ειδοποιησαν απ' την αστυνομια να περασει επειγόντως απ' τα γραφεια τους γιατι ειχαν έναν με τ' ονομα Θεοδωριδης σε κακα χαλια. Οταν πήγε και τον ειδε κοντέψε να βαλει τα κλαματα. Πως καταντησε έτσι ο Λακης; Πως βρέθηκε σ' αυτό το χαλι εκεινο το λεβεντοπαιδο;
Μια κοινωνική λειτουργός τον ενημέρωσε ότι θα τον έστελναν σ' ένα ιδρυμα ειδικο γι' αυτές τις περιπτώσεις οπου θα μπορουσε ν' αποτοξινωθει, αν φυσικα το επιθυμουσέ κι ο ιδιος ο Λακης κατι τέτοιο. Τον Περικλή τον έκανε εντυπωση ότι οταν η κοινωνική λειτουργός αναφερόταν στον Λακη, δε τον αποκαλουσε ουτε με τ' ονομα του ή με καποιο αλλο χαρακτηριστικό που χρησιμοποιουσαν οι έλληνες στο Τριουμφ, όπως ναρκομανής, πρέζακιας κι αλλα τέτοια, αλλα τον αποκαλουσε συνέχεια με το χαρακτηριστικό «ο ασθενής» «Εαν λοιπον ο ασθενής το επιθυμει, τοτε μπορουμε να τον στειλουμε σ' αυτό το ιδρυμα που σας αναφερα, για ν' αποτοξινωθει» ειπε η κυρια στον Περικλή και τον παρακαλεσε ν'
ασκήσει πανω στον Λάκη όλη του την επιρροή για να τον πείσει ν' αποδεχτεί αυτή τη λύση που ήταν, όπως τόνισε, λύση σωτηρίας. Μίλησε μαζί του κοντα μια ωρα και προσπάθησε να του εξηγήσει ότι αυτός ο δρόμος ήταν ο μοναδικός και δεν υπήρχε γι' αυτόν αλλη διέξοδος. Από κείνη τη μέρα δε τον ξαναδε. Το'χε μαλιστα βαρος στη συνείδηση του ότι δε πήγε ούτε μια φορα να τον επισκεφτεί, είτε γιατί απ' τη μια ήταν περίοδος εξετάσεων, είτε επειδή το ίδρυμα ήταν σε μια πόλη κοντα πεντακόσια χιλιόμετρα μακρια ή ίσως ακόμα και η αδιαφορία που έδειξε, τον κανουν κάθε φορα που τον φέρνει στο μυαλό του να αιστανεται ασκημα. Με τα ονειροπολήματα του, παραλίγο να χασει τη σταση που θα κατέβαινε. Τελευταία στιγμή πετάχτηκε να προλαβει να κατεβεί πίσω απ' την κοπελίτσα που γύρισε και του χαμογέλασε. - Για δουλεια πατε τόσο πρωί, τον ρωτησε κοκκινίζοντας ελαφρά. - Ναι..., ναι..., τραύλισε ο Περικλής γιωθοντας να του κόβεται η λαλια. Πίεσε όσο μπορούσε τον εαυτό του να της πει κατι. Να ρωτήσει κατι. Να βρει δυο τρεις κουβέντες για να πιασει επαφή, αλλά δε τα καταφερε. Η κοπελίτσα κοντοσταθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας τον χαμογελαστή στα ματια. Σήκωσε απογοητευμένη τους ωμους της και κανοντας απότομη στροφή απομακρύνθηκε βιαστικά. «Ανίκανος», μουρμούρισε ο Περικλής. «Είσαι ασυγχωρητος κι ανίκανος». Κοίταξε το ρολόι του κι είδε ότι είχε αρκετή ωρα ακόμα. Οι δρόμοι ήταν έρημοι, ο καιρός αρκετα καλός για τέτοια εποχή κι ο ίδιος ντυμένος καλα και ζεστα. Ενοιωσε μια βαθια θλίψη καθως έβλεπε την κοπελίτσα ν' απομακρύνεται. «Την αλλη φορα που θα σε συναντήσω, θα σε δείξω εγω τι θα πει Περικλής», είπε δυνατα κουνωντας το χέρι του σα ν' απειλούσε καποιον μπροστα του. «Την αλλη φορα δε με γλιτωνεις το Θεό μπάρμπα να'χεις». Αποφάσισε να μη παρει τον υπόγειο που θα τον έβγαζε κοντα στην εφημερίδα, αλλά να παει τα τρία κοντα χιλιόμετρα με τα πόδια. Αν μαλιστα πήγαινε μέσα απ' το βασιλικό παρκο, θα'φτανε στη δουλεια του σε μισή ωρα, το πολύ σε σαράντα λεπτα.
«Και παλι πολύ νωρίς θα φτάσεις», σκέφτηκε. Πολύ του άρεζε να περπατάει ξημέρωμα στην πόλη όταν όλα ήταν ήσυχα. Πολλές φορές, σαββατόβραδα κυρίως, όταν πήγαινε σε κανένα γλέντι στον ελληνοσουηδικό σύλλογο, καθόταν τελευταίος μέχρι το ξημέρωμα μόνο και μόνο για να περπατήσει μόνος του στους έρημους δρόμους.
Διέσχισε με γρήγορο βήμα το παγωμένο αλλό πανέμορφο παρκο χωρις να συναντήσει «ψυχή ζώσα» που λέει ο Γιόγκος ο πειραιώτης, π' ειναι ν' απορεις που την έμαθε ο αγραμματος αυτή την όμορφη κουβέντα. Βγήκε απ' την αλλη μερια και ξανακοιταξε το ρολόι του. Μια κι ειχε μπόλικο χρόνο ακόμα έστριψε δεξιό στον κεντρικό δρόμο, τη βασιλική οδό όπως ειναι τ' όνομα της, να κόνει έναν μεγόλο κύκλο. Κατέβηκε όλο σκεδόν το δρόμο και πριν φτόσει στη γέφυρα που περνούσε πόνω απ' το καναλι και τις σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγούσαν προς τα δυτικό της πόλης, έκανε να στριψει αριστερό για να φτόσει γραμμή σκεδόν ισα στην εφημεριδα. Την ώρα π' έστριβε τη γωνια, πήρε το ματι του πέντ' έξη μαζεμένους ανθρώπους πόνω στη γέφυρα να κοιτόν προς τα κότω, ενώ ένα περιπολικό ήταν αραγμένο στην ακρη του δρόμου κι ένας αστυνομικός γερμένος πόνω στην κουπαστή της γέφυρας μιλούσε με καποιον αλλον, μόλλον αστυνομικό κι αυτόν, που πρέπει να βρισκόταν ακριβώς από κότω. Ο Περικλής έκανε στροφή και πλησιασε να δει τι τρέχει. Ρώτησε καποιον απ' αυτούς π' ειχαν μαζευτει και κεινος του απόντησε σκώνοντας αδιαφορα τους ώμους του. «Ενας πεθαμένος ειναι κατ' απ' τη γέφυρα, αλλό δε ξέρω να σε πω αν τον πέταξαν ή έπεσε ν' αυτοκτονήσει». Ο Περικλής κοιταξε κότω στον δρόμο και διέκρινε μέσα στο μισοσκόταδο ένα ανθρώπινο σώμα πεσμένο ανασκελα μ' ένα σκούρο λεκέ γύρω απ' το κεφόλι του που πρέπει να ήταν αιματα, ενώ ένας αστυνομικός ήταν όρθιος διπλα του. Γύρισε απότομα κι όρχισε σκεδόν να τρέχει την ώρα ακριβώς που από μακριό ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου. Τέτοια θεαματα με σκοτωμένους, δεν ήθελε ούτε να τα σκέφτεται. 'Εφτασε στην εφημεριδα, όλλαξε το πανταλόνι του, τακτοποιησε το μπουφόν του στο ντουλαπι π' ειχε μισιακό με τον Δημήτρη και πήγε στο χώρο της δουλειας όπου τους βρήκε όλους μαχμουρλήδες να καθονται και να περιμένουν «ν' αρχισουν οι κορδέλες να ξερνόν εφημεριδες» όπως έλεγε αστειευόμενος ο Αργύρης Πήρε βαθια αναπνοή κι ετοιμόστηκε να τους αφηγηθει το συμβόν στη γέφυρα, όταν εκεινη ακριβώς τη στιγμή μπήκε απ' την πλαινή πόρτα ένας δημοσιογραφος απ' το πόνω πατωμα μ' ένα χαρτι από τέλεξ στα χέρια του. - Καλώς την αριστοκρατια της εργαζόμενης ταξης, ειπε μ' έκπληξη ο Θανασης ο "αριστερός" που γκρινιαζε μόνιμα για το κόθε τι. Αυτοι οι κουλτουριόρηδες ποτέ δε πατόν εδώ κότω σε μας τους πληβειους. Καιρός ειναι να μας πει ότι η εφημεριδα θ' αργήσει να βγει και μας βλέπω να φεύγουμε από δω μετό το μεσημέρι. Ο δημοσιογραφος τους πλησιασε χαμογελώντας αμήχανα.
- Μόλις ήρθε μια ειδηση που ισως σας ενδιαφέρει, ειπε κάπως μαζεμένος. Βρήκαν νεκρό κάτω απ' τη γέφυρα έναν έλληνα. Σκέφτηκα ότι μπορει να τον ξέρτε. Χαράλαμπος Θεοδωριδης λέγεται. - Ο Λάκης..., πετάχτηκε έξαλλος ο Περικλής. Ο Λάκης ήταν αυτός π' ειδα τώρα που πέρασα απ' τη γέφυρα. Τινάχτηκε κλαιγοντας στο χώρο που ξέντυνονταν, άρπαξε το μπουφάν του κι έτρεξε έξω στο κρυο και την ερημιά να πάει στον χαμένο του φιλο και συμμαθητή.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο Ίδο
Ο Αργυρης βουρτσισε τα φρέσκοβαμμένα παπουτσια του κι έπιασε να τα γυαλιζει μανιασμένα με τον κατιφέ. 'Εριξέ μια κλεφτή ματιά απ' την ανοιχτή πόρτα της κουζινας στη Λιζη π' ετοιμαζέ τον απογευματινό τους καφέ με τα διάφορα μικρά γλυκάκια. Τα μπινέλικια όπως τα λέει ο Αργυρης. Ουτε μπορει να το πιστέψει πόσο ευτυχισμένος έγινε μέσα σέ τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Ας ειναι καλά η κοπέλα. Ας ειναι καλά η Λιζη του που τον βοήθησέ να ξεπεράσει «οριστικά κι αμετάκλητα» όπως λέει ο Δημήτρης, όλα κεινα τα προβλήματα και τις πληγές της ψυχής που χρόνια τώρα τον βασάνιζαν και του τρώγαν κομμάτι κομμάτι τη ζωή. Τους εφιάλτες που του τριβέλιζαν μέρα νυχτα το μυαλό να τον αποτρελάνουν. Τώρα αιστάνεται, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, μια ηρεμια και μια γλυκα καθώς αναθυμάται τα παλιά και δυσκολα χρόνια, αν και του μοιάζουν τώρα πλέον σα μακρινό κακό όνειρο. Από μέσα του φουντώνει και ξεχειλιζει μια χαρά και μια έξαψη που του φέρνει μια ευχάριστη λιγουρα και μια ψυχική γαλήνη π' απλώνεται απ' τα σώψυχά του ισα με το μουτρο και τα μάτια του που λάμπουν ευτυχισμένα. 'Ενα γλυκό ριγος νοιώθει να διαπερνά κάθε τόσο το πετσι του σα δροσερό νεράκι που κυλάει πάνω του και παιρνει μαζι του τις παλιές πικρες και τα ψυχανεμισματά του. Ανοιγει κάπου κάπου το συρτάρι του τραπεζιου στο σαλόνι και κοιτάει γελώντας το άσπρο μακρόστενο χαρτι, ενθυμιο απ' τα δυσκολα χρόνια της Γερμανιας. !ΔΡΥΜΑΤ!ΣΜΟΣ Το κοιτάει και γελάει. Σκάει απ' τα γέλια καθώς το βλέπει σα πράμα ζωντανό που ξεψυχάει. Σαν ένας εφιάλτης που σβήνει. Σαν ένα άσκημο όνειρο που χάνεται με το ξυπνημα, αφήνοντας ένα μικρό
σημαδι φόβου και λαχταρας. Σαν ένα θηριο που μεγαλωσε μέσα του. Ενα θηριο που τραφηκε και θέριεψε απ' την ψυχή του και τώρα σβήνει ανήμπορο να τον βλαψει. Γιατι τώρα ειναι πια λευτερος κι ευτυχισμένος. Νοιώθει ότι πέρασε οριστικα το κατώφλι της φυλακής του. Νοιώθει την ηρεμια και τη χαρα του νοικοκυρη π' έχει τον δικο του τόπο, το δικο του σπιτι και τους δικους του ανθρώπους που τον περιμένουν και τον αγαπουν. Τώρα πια πηγαινει μ' αλλον αέρα, αλλη ορεξη και κέφι στη δουλεια του. Σα να πηγαινει καθημερνή εκδρομή με παρέα που του ειναι ευχαριστη και φιλους που τον αγαπαν και τους αγαπαει. Σα να πηγαινει καθημερνα σ' ένα πανηγυρι, σ' ένα γλέντι, σε μια γιορτή. Κι οταν σχολναει, εκεινο πια κι αν ειναι περιεργο, δε τρέχει όπως πριν να προλαβει να κλειδωθει στο σπιτι του μέσα στην ερημια και τη μοναξια για να ζήσει στη φαντασια του αυτα που δε καταφερνε τοσα χρονια τώρα να δημιουργήσει στη ζωή του. Μια οικογένεια. Τώρα δε βιαζεται στο σχολασμα. Αργα αργα και με το πασο του που λέμε. Πιανει λιγο κουβέντα με οποιον συναντήσει στο χώρο π' αλλαζει τα ρουχα της δουλειας, τρώει το τελευταιο σαντουιτς που το κραταει επιτηδες μέχρι τοτε για να'χει κατι να καθυστέρει, κανει πολλές φορές και το λουτρό του και μετα παιρνει το δρομο να γυρισει αγαλια αγαλια στο σπιτι. Γιατι να βιαστει; σκέφτεται. Εκει ειναι και η Λιζη και τα παιδια και τον περιμένουν να τον υποδεχτουν με τα συνηθισμένα τους γέλια και τα σκαρφαλώματα πανω του. Ίσα, ισα. Οσο τους κανει να περιμένουν και ν' αγωνιουν, τοσο αυτή τους η ανησυχια τον γεμιζει κρυφή χαρα. Τοσο πιο βαθια νοιώθει την αγαπη, τοσο πιο πολυ φουντώνει μέσα του η λαχταρα και η σιγουρια για την αγαπη τους. «Σιγουρια κι αγαπη», σκέφτηκε. «Αυτα τα δυο ειναι που δινουν στον ανθρωπο χρονο κι ορεξη να κοιταξει και ν' απολαψει τις μικρές λεπτομέρειες της ζωής». Τις μικρές αυτές λεπτομέρειες που μέχρι τα τώρα, ουτε όρεξη ουτε διαθεση ειχε να τις προσέξει και π' ουτε καν γνώριζε την υπαρξη και τη γλυκα τους. «Ακομα κι η γυαλαδα των παπουτσιών μου μοιαζει θαρρεις διαφορετική», σκέφτηκε χαμογελώντας καθώς σήκωσε το παπουτσι του να το κοιταξει στο φως απ' ολες τις μεριές. Μέχρι π' έδεσε με τη Λιζη ουτε τις μέρες που ειχε ρέπο πήγαινε πουθενα, εκτος απ' τις Κυριακές το μεσημέρι που του καναν το τραπέζι στου Θόδωρου. Αλλα κι απο κει κοιταζέ πως θα σκωθει να φυγει το γρηγορότερο, να παει να κλειστει στο σπιτι του. Να μεινει μόνος με τις σκέψεις του και τις ψευτικες φαντασιες του. Βέβαια και τώρα, π' έχει κι αυτος σαν ολους τους νοικοκυραιους οικογένεια με παιδια, δε βγαινει σκεδόν καθολου απ' το σπιτι.
Ομως αυτό είναι τελείως διαφορετικό. Γιατί τωρα έχει την πιο ευχάριστη παρέα κι απολαμβάνει και το τελευταίο λεπτό, το τελευταίο δευτερόλεπτο. Στραγγίζει την ευτυχία και της τελευταίας στιγμής κλεισμένος μαζί τους στο σπίτι. Είναι καιρός τωρα που κείνο το βλογημένο το παλικαρακι ο Δημήτρης που τον βοήθησε να γνωρίσει τη Λίζη, τον παρακαλούσε να περασει μια μέρα μετά τη δουλεια απ' τον ελληνικό σύλλογο που υπαρχει εδω κι έξη μήνες και όπου μαζεύονταν όλοι οι έλληνες να κουβεντιασουν, να πιουν τον καφέ τους και να γνωριστούν μεταξύ τους αντί να τρέχουν από καφετέρια σε καφετέρια και να τους διωχνουν πότε απ' τη μια και πότε απ' την αλλη.
«Ελα Αργύρη», τον παρακαλούσε κάθε τόσο. «Ελα μια Κυριακή απόγεμα να δεις τι ωραία π' είναι. Δες το αμα θες σα καφενείο όπου μαζευόμαστε οι έλληνες και περνάμε την ωρα μας, κουβεντιάζουμε και παίζουμε ταβλι και σκακι. Τωρα σιγα σιγα θ' αρχίσουμε να οργανωνουμε και διαφορες εκδηλωσεις, όπως συζητήσεις, διαλέξεις, χορό και γλέντι κάθε σαββατόβραδο». Καμια όρεξη δεν είχε να μπλέξει με συλλόγους κι οργανωσεις αλλά στον Δημήτρη έχει πολύ μεγαλη υποχρέωση γιατί αν δεν ήταν αυτός να μεσολαβήσει, °παπαλα' οικογένεια θα είχε τωρα, όπως λέει κείνος ο αχωνευτος ο Περικλακιας. Από τότε όμως που οργάνωσε τη ζωή του σαν νοικοκύρης του περισσεύει όχι μόνο χρόνος αλλά αιστανεται και διαθεση να παει στο σύλλογο για να γνωρίσει κόσμο και να τους μετάδωσέ! θαρρείς τη χαρα του και την ευτυχία του. Εγινε μαλιστα μέλος του συλλόγου, με τα χα!ρετίσματα μπορεί να πει, αφού έδωσε τη συνδρομή του στον Δημήτρη κι κείνος του'φερε την αλλη βδομαδα την “καρτα μέλους”, τονίζοντας του ότι τωρα αποτελεί κι αυτός «επίλεκτο μέλος της ελληνικής κοινότητας που συσπειρωνεται σιγα σιγα γύρω απ' τον ελληνοσουηδικό τους σύλλογο»
«Μασλατια», απαντησε ο Αργύρης. «Μασλατια με λες. Τίποτα δε καταλαβαίνω απ' αυτές τις ελληνικούρες». Πριν από ένα μήνα όμως πετάχτηκε μετά τη δουλεια στο σύλλογο και ψήφισε τα ονόματα που του'γραψε σ' ένα χαρτακι ο Δημήτρης ο ίδιος δεν ήξερε πρόσωπα και πραματα - για να βγουν οι διάφοροι πρόεδροι και γραμματείς που θα καναν κουμάντο στο σύλλογο τον επόμενο χρόνο. Τον αρεσε. Η αλήθεια να λέγεται τον αρεσε πολύ και ξεκολλημό δεν είχε κείνο τ' απόγεμα. Αφού η Λίζη π' είχε ανησυχήσει γιατί γύρισε αργα το βραδυ στο σπίτι τον ρωτησε πονηρά. «Με καμια σουρλουλού ήσουν Αργύρη και μας ξέχασες και μένα και τα παιδια σήμερα;» Εχει γίνει λοιπόν μια απ' αυτές τις όμορφες Κυριακάτικες συνήθειες να πίνει τ' απομεσήμερο τον καφέ του με τη Λίζη και μετά ντυμένος και γυαλισμένος στην τρίχα να πηγαίνει στο
σύλλογο, όπου περνούσε ευχόριστα μερικές ώρες κουβεντιόζοντας. 'Επειτα, κατό τις οκτώ με οκτώμισι, γυρνούσε στο σπιτι όπου τον περιμεναν η Λιζη και τα παιδια. Η Ίνγκριτ που μόλις ειχε συμπληρώσει τα δέκα κι ο Γιαν π' ήταν ακόμα στα οκτώ. Εκεινη, η μια σκεδόν ώρα ώσπου να παν τα παιδια για ύπνο, ήταν ισως η ποιο ευτυχισμένη ώρα της ζωής του. Ξόπλωνε στο κρεβατι και παραπονιόταν ότι ήταν ταχα πτώμα απ' την κούραση. Τρέχαν τότε τα παιδια και πέφταν πόνω του να τον γαργαλανε και να τον φωναζουν να ξυπνήσει, γιατι ένας κακός προσπαθούσε να μπει στο σπιτι. 'Ενας κακός δρακος π' ήθελε να τ' αρπαξει και να τα παει στη σπηλιό του.
«Εμένα θέλει να με κόνει μια χαψιό», φώναζε ο Γιαν και προσπαθούσε να χωθει κατ' απ' την πλότη του.
«Εμένα θέλει να μ' αρπαξει και να με πόρει μαζι του», τσιριζε η Ίνγκριτ. «Θέλει καλέ ν' αρπαξει και τη μαμό». Στο ακουσμα αυτής της απειλής ο Αργύρης πετιόταν πόνω αγριεμένος. Ποτέ, όσο κι αν προσπόθησε, δε μπόρεσε να ξεχωρισει αν αγριευε πραγματικό ή αν προσποιούνταν τόσο πετυχημένα που τα παιδια τον κοιταζαν τρομαγμένα με το δαχτυλο στο στόμα.
«Οποιος πειρόξει έστω και μια τριχα απ' το κεφόλι σας ή ακόμα περισσότερο όποιος πειρόξει τη μόνα σας, να ξέρτε ότι ειτε δρακος ειναι ειτε ανθρωπος, θα τον κόψω σαρόντα κομματόκια». 'Εβλεπε τα παιδια που τον κοιταζαν κατατρομαγμένα με πεταμένα έξω τα ματόκια τους κι έβαζε αμέσως τα γέλια. «Αντε βρε πουλακια μου και μη φοβόστε. Τιποτα δε πρόκειται να γινει. Οι δρακοι πόνε μόνο στα κακό παιδια».
2 Σήμερα όμως δε θα παει στο σύλλογο γιατι ειναι καλεσμένος και πόλι στο σπιτι του Θόδωρου για να φανε όπως παλιό, αν και με διαφορες προφόσεις τ' αποφεύγει εδώ και παρό πολλές Κυριακές. Αυτή τη φορό όμως ο Θόδωρος τον στριμωξε για τα καλό. «Ελα λοιπόν ρε χριστιανέ να φαμε μαζι την Κυριακή. Μαύρη πέτρα έριξες από τότε λοιπόν που σπιτώθηκες μ' αυτή την κοπέλα. Μια φορό μόνο την έφερες στο σπιτι μου και κεινο λοιπόν με τα χιλια παρακόλια». Οχι μόνο η Λιζη, που στην προηγούμενη επισκεψή τους καθόταν όλη την ώρα και χαμογελούσε σαν ανόητη γιατι μιλούσαν συνέχεια ελληνικό δε θέλει να παει, αλλό κι ο ιδιος βαρέθηκε ν' ακούει το ιδιο τροπόρι, που τώρα δεν ειναι πασπαλισμένο με κλόματα για τα παιδια τους. Τώρα όλλο πια δε κουβεντιόζουν παρό μόνο για τα λεφτό.
5
Τα λεφτά που βγάζουν απ τη δουλειά τους, τα λεφτά που μάζεψαν, τα λεφτά που θα μαζέψουν τα λεφτά τους π' αυγατιζουν..., τα λεφτά....,τα λέφτά..., τα λεφτά... και την τυφλα τους τη μαυρη.
«Στον κώλο τους θα τα βάλουν», μουρμουριζέι όλη την ώρα ο Αργυρης και δε βλέπει την ώρα να τελειώνει το φαγητό και να πάρει δρόμο να φυγει. Τον ιδιο δε τον νοιάζουν ουτε τα λεφτά, ουτε οι οικονομιές και οι μπεζαχτάδες. Αυτός έψαχνε για μια γυναικουλα που να του στέκεται κι ένα σπιτι με παιδιά που να τον αγαπουν. Πλουσιος κι ευτυχισμένος σα βασιλιάς αιστάνεται. Ακόμα και τις υπερωριές σταμάτησε στην εφημεριδα, ενώ κεινον τον Βασιλη όταν έμαθε ότι ειναι κοτζαμάν προιστάμενος σ' ένα τέτοιο μεγάλο εργοστάσιο κι έρχεται τα σαββατοκυριακα να δουλέψει σα χαμάλης, τον βλέπει με μισό μάτι αν και ποτέ δε ξεχνάει την υποχρέωση π' έχει απέναντι σ' αυτόν και τον Θανάση τον “αριστερό”. «Δε κοιτάει το σπιτι του και τα παιδιά του ο μάπας, παρά τους παρατάέι κι έρχεται να δουλέψει για ένα κωλοαυτοκινητο», λέει στον Δημήτρη που τον αγαπάει ιδιαιτερα γιατι έχει την ιδια αντιληψη μ' αυτόν για το χρήμα.
3 Η Λιζη έστρωσε τ' άσπρο τραπέζομάντιλο, έβαλε στη μέση του τραπεζιου το δισκο με τα “μπινέλικια", σερβιρισέ τον καφέ και του'κανε νόημα με το δάχτυλο. - 'Ελα, του'πε με τον χαριτωμένο της τρόπο. 'Ελα να πιουμε το καφεδάκι μας κι άσε επιτέλους τα παπουτσια που κοντευέις να τα κάνεις καθρέφτες απ' τη γυαλάδα. Ο Αργυρης σκώθηκε χαμογελώντας κι αφου έριξε μια τελευταια ματιά στα καλογυαλισμένα παπουτσια, πήγε και κάθισε στη θέση του στο τραπέζι. Αυτή ειναι η πιο όμορφη στιγμή σαν κάθεται απέναντι της και πινουν τον καφέ τους συζητώντας ένα σωρό μικροπράματα, κουτσομπολιά, σχέδια για τα παιδιά και καθημερινές ασήμαντες κουβέντες. Αυτή ειναι η ζωή π' ονειρευονταν να ζήσει. Ζωή ήσυχη, ήρεμη κι οικογενειακή. - Αυτός ο δράκος που λές στα παιδιά ότι θα τον κόψεις σαράντα κομμάτια, ρώτησε η Λιζη και τον κοιταξε σοβαρά στα μάτια, ποιος ειναι; 'Εβαλές κανέναν δράκο με το μυαλό σου; Ο Αργυρης ανακάθισε στην καρέκλα του ανήσυχος. - Γιατι ρωτάς; την κοιταξε με τη σειρά του έντονα. - Να..., έκανε αμήχανη η Λιζη, θέλω να πω ότι διάβασα πριν λιγες μέρες σ' ένα περιοδικό ότι οι δράκοι που φαντάζονται τα παιδιά
στα παραμυθια, έρχονται καποια στιγμή στη ζωή τους με μια συγκεκριμένη μορφή. Γι' αυτό σε ρωταω. - Ναι, ειπ' ο Αργυρης μετα από σκέψη. Οποιος γινει αφορμή να χαλασει αυτό το σπιτι κι αυτή η ζωή π' έφτυσα αιμα να την τακτοποιήσω, ειναι ο δρακος που πρέπει να πεθανει. Οποιος γινει αιτια να χαλασει αυτό το σπιτι, θα πεθανει όπως αρμόζει στον κακο δρακο. Η Λιζη ανατριχιασέ συγκορμη. - Δε χρειαζεται Αργυρη μου να βαζεις τέτοια πραματα στο μυαλο σου και να βασανιζεσαι. Πέρασες τοσα πολλα με την ομηρια, που σ' αφησαν ένα σωρο πληγές στη ψυχή σου. Τώρα τα καταφέραμε να στήσουμε ένα σπιτικο και να ζουμε ευτυχισμένοι κι εμεις και τα παιδια, που πρέπει να σε πω ότι σ' αγαπουν πολυ περισσοτερο απ' ότι αγαπουσαν τον πατέρα τους. Μερικές φορές μαλιστα περναει απ' το μυαλο μου ότι μπορει να σ' αγαπουν ακόμα πιο πολυ κι απο μένα τη μανα τους. Μη βασανιζεσαι αδικα. Ο Αργυρης σκώθηκε απ' την καρέκλα του και σταθηκε μπροστα στο παραθυρο κοιτώντας αφηρημένα απέναντι στη μικρή πλατεια με τις κακαβιές, που στεκόταν γυμνές και παγωμένες με τα κλαδια τους φορτωμένα παγο να λαμπιριζουν στο μεσημεριατικο ήλιο.
«Ωραια μέρα με λιακαδα αλλα και φοβερο κρυο», σκέφτηκε κι ένοιωσε ανεξήγητα όπως παλια την παγωνια να του σφιγγει τη
ψυχή - Παμε ειπε και γυρισε απότομα. Παμε γιατι μας περιμένουν οι ανθρωποι. 4 Ο Θοδωρος έκανε σα μικρο παιδι απ' τη χαρα του μολις τους ειδε να μπαινουν. Ειχε από ώρα ετοιμασει το ουζακι που θα πιναν οι δυο τους στο μικρο τραπεζακι διπλα στο παραθυρο και μόλις μπήκαν, χαιρέτισε τη Λιζη κι έπιασε απ' το χέρι τον Αργυρη. -Ελα ν' αρχισουμε λοιπον με το ουζακι μας, ώσπου να ετοιμασουν το τραπέζι. Εφαγα λοιπον τον κοσμο να βρω λιγο ουζο και τελικα καταφερα λοιπον να παρω ένα μπουκαλι απ' έναν νεοφερμένο. Καθισε διπλα του, κολλητα σκεδόν στον Αργυρη και ειπε με σιγανή φωνή. - Θυμασαι οταν ήρθαν λοιπον οι δικοι μου και πήγαμε να τους παραλαβουμε λοιπον στο σταθμό; Με ζήλευες τοτε γιατι εγώ αποκτουσα λοιπον μια οικογένεια ενώ εσυ ήσουν λοιπον σα το ξεροκλαδο. Το θυμασαι λοιπον; - Ναι, έκανε ο Αργυρης με το κεφαλι. - Ε τώρα, συνέχισε ο Θοδωρος, ειναι λοιπον η σειρα μου να σε ζηλέψω. Εσυ έκανες οικογένεια, ενώ εγώ έχασα λοιπον τη δική μου.
Ο Αργύρης τον κοίταξε μ' απορία. - Ναι..., ναι..., συνέχισε ο Θόδωρος. Ετσι ακριβως που στα λέω λοιπόν είναι τα πραματα. Από τότε λοιπόν που ο γαμπρός μου αποφάσισε να κανουν αυτές τις δουλειές, να καθαρίζουν λοιπόν σπίτια και μαγαζια, ξέχασαν λοιπόν και τα παιδια τους κι όλα. Ούτε ένα καλοκαίρι λοιπόν, πέντε χρόνια τωρα, δεν αξιωθηκαν λοιπόν να παν να δουν τα παιδια τους γιατί λέει αμα λείψουν ένα διαστημα από δω, θα χασουν λοιπόν τις δουλειές τους π' είναι χειμωνα κα λοκαίρι κα! δεν έχουν λοιπόν ούτε διακοπές ούτε Κυριακές και καθημερνές. - Αντε να φαμε, ακούστηκε απ' την κουζίνα η φωνή του Λευτέρη. Πρέπει να παμε σε μια καινούρια δουλεια π' αρχίζουμε από σήμερα. - Σήμερα; πετάχτηκε η Καλλιόπη δυσαρεστημένη. Σήμερα είναι κείνα τα γραφεία στην αλλη ακρη; - Ναι ρε γυναίκα, αγανακτησε για μια στιγμή ο Λευτέρης. Πριν από δεκαπέντε μέρες τα συμφωνήσαμε και σήμερα είναι η μέρα π' αρχίζουμε. Ολα έγω πρέπει να τα σκέφτομαι. Εσύ δε νοιαζεσαι για τιποτα. - Εσύ είσαι τ' αφεντικό, απαντησε πειραγμένη η Καλλιόπη. Εσύ είχες την ιδέα να κανουμε αυτή τη δουλεια. Θυμάσαι τι έλεγες; Καλύτερα να'ναι κανείς μόνος αφεντικό του εαυτού του, παρα να δουλεύει για τους αλλους. Θα μαζεύαμε γρήγορα γρήγορα τα λεφτα για να γυρίσουμε κοντα στα παιδια μας και μεις δεν αξιωθήκαμε πέντε χρόνια τωρα ούτε ένα καλοκαίρι να παμε να τα δούμε, μη λείψουμε και χάσουμε τις δουλειές. Ολο λεφτα μαζεύουμε για να γυρίσουμε κι όλο εδω είμαστε. - Λίγη υπομονή ακόμα Καλλιόπη, είπε ο Λευτέρης στραβομουτσουνιαζοντας. Λίγη υπομονή ακόμα. Η Καλλιόπη έβαλε στο τραπέζι την πιατέλα - κρέας με πατάτες γιαχνί- και τον κοίταξε με καποιο φευγαλέο κρυφό μίσος μέσα στα ματια της. - Καλύτερα να μη σ' είχα ακούσει απ' την πρωτη στιγμή π' επέμενες να κανουμε αυτή τη δουλεια για να κερδίσουμε πολλα και γρήγορα και να επιστρέψουμε μια ωρα αρχύτερα. Με πήρε τόσα χρόνια να καταλαβω, είπε κι αναστέναξε βαθια, ότι όπου φτωχός κι η μοίρα του. Με τη δουλεια δε γίνεσαι πλούσιος. Αμα κερδίζει κανείς σα του λόγου μας αρκετα, τότε είναι χεροπόδαρα δεμένος με τη δουλεια που δε τον αφήνει να ξεφύγει. Οπως το μαγκανι κραταει δεμένο το γάιδαρο, έτσι κραταει δεμένους κι εμας η δουλεια. Κούνησε το κεφαλι της σουφρωνοντας και τα χείλια της για να δείξει τη δυσαρέκεια της. - Μερικές φορές σκέφτομαι Λευτέρη μήπως είναι η τσιγκουνια σου κι η αγαπη σου για το χρήμα που μας κραταει δεμένους εδω. Τόσα και τόσα αντρόγυνα που σαν και του λόγου μας ήρθαν να
καζαντισουν και να γυρισουν στα παιδια τους, μόλις ειδαν ότι κότι τέτοιο ειναι σκεδόν αδύνατο φέραν τα παιδια τους εδώ και ζουν μια χαρό όλοι μαζι. 'Ετσι έπρεπε να κόνουμε και μεις Λευτέρη. Μια νοικοκυριστικια δουλειό σα κεινη στο μηχανουργειο όταν ήρθαμε και τα παιδια κοντό μας. Τι τα θέλαμε τα λεφτό και τα μεγαλεια; - Τέλος πόντων, ειπε κόπως αδιαφορα και πικραμένα ο Λευτέρης. Ας μη τα κουβεντιόζουμε αυτό μπροστό στους καλεσμένους μας. Ο Θόδωρος κοιταξε με σημασια τον Αργύρη κι αυτός με τη σειρό του τη Λιζη. - Καλύτερα λοιπόν να καθισουμε στο τραπέζι, πετόχτηκε ψεύτικα χαρούμενος ο Θόδωρος και στρώθηκε στη θέση του. Ί-! παπός παπός ή ζευγός ζευγός, τόνισε με σημασια βαζοντας το δαχτυλο στον κρόταφό του. Ί-! λεφτό λοιπόν ή παιδια.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο Π"
Ο Δημήτρης σκώθηκε απ' το κρεβατι του μ' έναν δυνατό πονοκέφαλο. Κοιταξε το ρολόι στο κομοδινο διπλα του και στραβομουτσούνιασε δυσαρεστημένος. «Δεν ειναι και το καλύτερο πρόμα στον κόσμο να ξυπνός με πονοκέφαλο» ειπε μέσα του σκαλιζοντας το συρτόρι του μικρού του γραφειου για ασπιρινες. Πέταξε αηδιασμένος δυο απ' αυτές στο ξεραμένο στόμα του, σκώθηκε απ' το κρεβατι με καποιο ζόρι και πήγε στην τουαλέτα να γεμισει το ποτήρι που ήταν πόνω στη γυαλινη εταζεριτσα του καθρέφτη. Κατόπιε με αηδια τις ασπιρινες πινοντας δυο ποτήρια νερό γεματα μέχρι τα μπούνια και ξαναξόπλωσε στο κρεβατι ανασκελα με τα μότια ανοιχτό κοιταζοντας το ταβόνι. Σχεδόν τέλειωσε τις σπουδές του κι ειναι έτοιμος αμέσως μετό το καλοκαιρι να παει μια βόλτα στην Ελλαδα για να δει πως έχουν τα πρόματα εκει μετό από τόσα χρόνια που λειπει. Αν τα καταφέρει να βρει μια δουλειό, θα μεινει οριστικό στην πατριδα.
«Να επαναπατριστεις στη πατριδα που σ' έδιωξε;» ρωταει με σημασια ο Θανασης ο “αριστερός" π' έρχεται τώρα τελευταια κι αυτός στην εφημεριδα τα σαββατοκύριακα. 'Ενα παιδι διαμαντι, όπως τον αποκαλει ο Αργύρης.
«Με το που ξεμπουκόρισα στο σταθμό» λέει χαμογελώντας, «πέφτω πόνω στον Θαναση και τον Βασιλη που σουλατσόριζαν ασκοπα. “Γεια σας πατριωτόκια" τους λέω κι αυτό ήταν. Με πήρε ο Θανασης στο σπιτι του και τακτοποιήθηκα με το καλημέρα που λέμε. Παιδι σπανιο. Σκέτο διαμόντι».
5
Πολυ ωραια περνάει εκει στην εφημεριδα και μάλιστα κοιτάει μ αγωνια ποτέ να περάσουν οι καθημερνές ως το σαββατοκυριακο, να πάει να δουλέψει και να συναντήσει την ποιο ωραια παρέα π' ειχε ποτέ του. Την παρέα της εφημέριδας ή του σαββατοκυριακου, όπως την αποκαλουν και που χωρις να'χουν συμφωνήσει αναμέταξυ τους, αποδέχτηκαν όλοι σιωπηρά τον Αργυρη σαν ένα ειδος άτυπου αρχηγου της μικρής αυτής ελληνικής συντροφιάς.
«Στο κάτω κάτω» λέει γελώντας ο Αργυρης, «ειμαι ο πιο παλιός απ' όλους σας εδώ μέσα. Ολοι με βρήκατε. Κανέναν σας δε βρήκα. Ασε π' ειμαι κι ο πιο μάγκας απ' όλους σας π' ακόμα κουτουλάτε στα ντουβάρια». Ωραια συντροφιά που σέ λιγο καιρό θα την αποχωριστει. Σ' ένα μήνα δινει ένα τελευταιο γραπτό διαγώνισμα π' έχει υπόλοιπο απ' το προηγουμενο εξάμηνο κι αμέσως ειναι λευτέρος και τελειωμένος με τις σπουδές του. Ολο το καλοκαιρι σκέφτεται να δουλέψει σέ καθημερνή βάση κι όχι όπως μέχρι τώρα που δουλευει μόνο σαββατοκυριακα, για να μαζέψει μερικά χρήματα για το διάστημα που θα μεινει στην Ελλάδα και θα ψάχνει να ταχτοποιηθει. Αυτά τα λεφτά, μαζι μ' ενός εξαμήνου αφάγωτο φοιτητικό δάνειο που τ' άφησέ απέιραχτο, ειναι σιγουρος ότι θα του φτάσουν και θα του περισσέψουν να περάσει κουβαρντάδικα τους δυο περιπου μήνες παραμονής στην πατριδα που κρινει ότι ειναι απαραιτητοι. Ο Περικλής, π' εδώ κι ένα χρόνο τέλειωσε πολιτικός μηχανικός, τον απογοήτευσε.
«Δυσκολα τα πράματα στην Ελλάδα», του'πε. «Ετσι που μάθαμε εμεις εδώ, τιποτα δε πρόκειται να μας αρέσει εκει κάτω». Ο Αργυρης που τον άκουσε έβαλε τα γέλια. «Εσένα ρε Περικλάκια από τόσα χρόνια που σέ ξέρω, όλο φευγεις κι όλο εδώ εισαι. Μόλις τελειώσω έλεγες, θα πάω πισω στην πατριδα μου και τους δικους μου. Τώρα που τέλειωσες όλο αναβολές εισαι και ξεκολλημό από δω δεν έχεις. Αντε τραβά να σέ δουμε τι πουλιά θα βγάλεις; Από εξυπνάδες μπόλικές. Από έργα όμως και τσαγανό μηδέν. Αλλά βέβαια τι να περιμένει κανεις απ' έναν σαχλαμάρα σα και σένα;» έκλεισε την έπιθεσή του ο Αργυρης που με κανένα τρόπο δε μπορουσε να κρυψει την αντιπάθειά του για τον Περικλή. Μια μέρα ο Δημήτρης φώναξε τον Περικλή να κάτσουν σέ μια άκρη στο συλλογο και τον ρώτησε να μάθει τι ειν' αυτό που τον κρατάει δεμένο και δε τον αφήνει να φυγει. «Φοβάμαι τ' άγνωστο», ειπε μετά από λιγη σκέψη ο Περικλής. «Θα με πεις βέβαια ότι τα ιδια αντιμετώπισα όταν ήρθα εδώ σ' αυτή τη χώρα, αλλά δεν ειναι ακριβώς έτσι. Τότε έμοιαζα μ' απελπισμένο π' έψαχνε για ένα ξεκινημα. Τώρα π' έμαθα στην ασφάλεια και το
σιγουρο μέλλον που σε παρέχει αυτή η χώρα, δειλιαζω να δοκιμασω στην Ελλαδα. Το σκέφτηκα παρα πολυ και καταληξα ότι φοβαμαι την αποτυχια. Θα το ζήσεις και μόνος σου αυτό το συναισθημα οταν τελειώσεις και θα πρέπει να παρεις την οριστική και τελεσιδικη αποφαση για ένα τέτοιο σαλτο. Οσο σπουδαζεις, το βλέπεις το πραμα λιγο ακαδημαικα που λέμε».
«Τοση ανοικοδόμηση έχει αυτή την εποχή στην Ελλαδα», ειπε ο Δημήτρης. «Απ' ότι καταλαβαινω οι πολιτικοι μηχανικοι πρέπει να'ναι περιζήτητοι». «Πέριζήτητοι μόνο για υπογραφές και για παρανομιες», απαντησε πικραμένα ο Περικλής. Ο Δημήτρης ανακαθισε προβληματισμένος στην καρέκλα του, ήπιε μια γουλια απ' τον καφέ του και κοιταξε τον Περικλή στα ματια.
«Για να'μαι ειλικρινής» ειπε μετα απο ώρα, «δε καταλαβα τι ακριβώς ειν' αυτό που με λές». Ο Περικλής ανοιξε τα χέρια του σα να'θελε να πει ότι το πραμα ειναι πολυ απλό κι αυτονόητο.
«Το μελέτησα το θέμα», ειπε. «Εγραψα και στους δικους μου. Εγραψα και σ' έναν θειο μου, πρωτοξαδερφο της μανας μου, π' ειναι μεγαλος εργολαβος και χτιζέι τη μια οικοδομή μετα την αλλη. Η ανοικοδόμηση π' ειπες, ειναι ανοικοδόμηση σε πολυκατοικιές και τιποτ' αλλο. Ουτε εργοστασια χτιζονται, ουτε έργα υποδομής γινονται που θ' αποτελέσουν τη βαση για αναπτυξη της χώρας. Τα ξέρεις τώρα εσυ αυτα». «Τα ξέρω απ' την οικονομική γεωγραφια» απαντησε ο Δημήτρης λιγο διβουλος. «αυτα ομως ειναι θεωριές. Δε καταλαβαινω τι σχέση έχει αυτό με τ' αλλο. Εσυ σαν ατομο δουλεια θέλεις και σε φτανει η οικοδομή. Ετσι δεν ειναι. Στο κατω κατω πολιτικός μηχανικός εισαι. Δεν εισαι ουτε μηχανολογος, ουτε ηλεκτρολογος ή κατι αλλο που να'χει τοση αμεση σχέση μ' έργα υποδομής».
«Ετσι... Ετσι ειναι», τόνισε μια μια τις λέξεις του ο Περικλής. «Μη ξεχνας ομως ότι ειμαι εικοστρειών χρονών και ότι μ' οποια δουλεια καταπιαστώ απο δω και πέρα, πρέπει να'χει προοπτικές και μέλλον». Γέλασε και του'πιασε φιλικα το μπρατσο. «Τι να σε πω ρε παιδι μου! Εμεις μπολιαστήκαμε πια με το μικρόβιο αυτής της χώρας και δυσκολα θα ξεφυγουμε απ' το δικο τους τροπο σκέψης. Οπου και να παμε απο δω και πέρα θα κουβαλαμε μέσα μας αυτή τη χώρα και τα σουσουμια της». «Κομμένοι στα δυο», σχολιασε σκεφτικός ο Δημήτρης. «Κουβαλαμέ μέσα μας και Ελλαδα και Σουηδια. Μπασταρδεμένοι καταντήσαμε».
«Τέλος παντων», συνέχισε ο Περικλής. «Ετσι τα σκέπτομαι τα πραματα και φοβαμαι να παρω τη μεγαλη αποφαση».
Ο Δημήτρης ετοιμάστηκε να ρωτήσει κατι, αλλά ο Περικλής τον έκοψε με μια κίνηση του χεριού του και συνέχισε.
«Κατα πρωτον» έπιασε το δείχτη τ' αριστερού του χεριού. «Ούτε που θα σ' αρέσει καθόλου στην πατρίδα. Δεν είναι πια για μας. Οσο είσαι δω, μακαρίζεις αυτούς που ζουν εκεί κι όταν πας εκεί ο ίδιος, κοιτας να γυρίσεις μια ωρα αρχύτερα. Μπολιαστήκαμε με το μικρόβιο που σ' είπα πριν. Ξέρω ένα σωρό παιδια που μαζέψαν μερικα χρήματα και φύγαν να παν στο χωριό τους αλλά σ' έξη μήνες το πολύ ξαναγύρισαν πίσω και μαλιστα λεν ότι ρίξαν μαύρη πέτρα πίσω τους».
«Σα τον Θωμά εννοείς;» «Ακριβως», απαντησε ο Περικλής ικανοποιημένος απ' το πετυχημένο παραδειγμα. Ο Δημήτρης έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός.
«Ναι», είπε τέλος. «Ο Θωμάς όμως στην Ελλάδα όργωνε χωράφια, ένω εδω δούλευε σε μια εταιρία που κανει καθαρισμούς. Οταν επέστρεψε στο χωριό του ούτε τη δουλεια του αγρότη ήθελε να κανει, ούτε και τη δουλεια π' έκανε εδω. Τι περίμενε ο Θωμάς στην Ελλαδα. Να τον φωναξουν και να τον κανουν διευθυντή σε τραπεζα;»
«Οχι φυσικα», είπε θριαμβευτικα ο Περικλής. «Το λες και μόνος σου ότι ο Θωμάς έτσι π' έμαθε εδω δε μπορεί να κανει ούτε τη μια ούτε την αλλη δουλεια στην πατρίδα. Απ' έναν κόσμο βρέθηκε σ' αλλον και ξανα μανα πίσω στον κόσμο π' έχει αποκολληθεί». Ο Δημήτρης χαμογέλασε και θυμήθηκε τα λόγια του Αργύρη που τους τα λέει τουλάχιστο μια φορα τη βδομαδα. «Εμείς τωρα μπασταρδέψαμε για τα καλα. Στην Ελλάδα δε μπορούμε και στην ξενιτιά δε κανουμε. Παντού ξενιτιά είναι τωρα για μας».
2 Η αλήθεια είναι ότι ο Περικλής τον απαγοήτεψε, αλλά δε πρόκειται να κανει πίσω απ' την απόφαση π' έχει παρει εδω και πολύ καιρό. Θα παει στην Ελλάδα κι αν διαπιστωσει ότι τα πραματα έχουν όπως τα περιγράφει ο Περικλής, τότε μπορεί ότι ωρα του καπνίσει να γυρίσει πίσω. Ούτε το σπίτι του, που με τόσο κόπο απόκτησε και με τόσες θυσίες επίπλωσε και τακτοποίησε πρόκειται ν' αφήσει ούτε και πρόβλημα με τη δουλεια θα'χει αφού απ' το πανεπιστήμιο του πρότειναν κιόλας μια δουλεια στο υπουργείο εσωτερικων να παει αμέσως μόλις παρει το πτυχίο του. Αλλα κι αυτό να μη γίνει, στην εφημερίδα κουτσα στραβα παντα χρειαζονται χέρια να δουλέψει προσωρινά, ωσπου να βρει δουλεια ανάλογη με τις σπουδές του.
5
Εκεινο μόνο που τον έβαλε σε μεγαλύτερη σκέψη ειναι αυτό π ειπε κεινος ο Παντελής, που κρυφόκουγε τη συζήτησή του με τον Περικλή. Πεταχτηκε για μια στιγμή κι ειπε ότι όταν παει κανεις, έτσι για μια βόλτα που λέμε, στην Ελλαδα για να κοιταξει να βρει μια δουλειό και να εγκατασταθει, τότε ειναι σιγουρο ότι μέσα σε τρεις το πολύ σε έξη μήνες, θα'χει γυρισει πισω. «Αμα δε το παρεις οριστικό απόφαση να γυρισεις στην πατριδα και να παρατήσεις εδώ σπιτι και δουλειό, τότε δε πρόκειται να στεριώσεις στην Ελλόδα. Οσο ξέρεις ότι πισω σε περιμένει η δουλειό σου και το σπιτι σου, τότε με την πρώτη δυσκολια παιρνεις το τρένο και γυριζεις πισω. Εμένα που με βλέπτε, έκανα τρεις προσπαθειες να ξεκολλήσω από δω. Τις δυο απότυχα αλλό την Τριτη τα παρατησα όλα σύξυλα που λέμε. Χόρισα τα έπιπλα κι ότι όλλο ειχα και δεν ειχα που δε χωρούσε στο πορτ μπαγόζ τ' αυτοκινητου, φόρτωσα μόνο τα ρούχα μου και τραβηξα το δρόμο που δεν ειχε γυρισμό. Το τι τραβηξα και το πόσο ταλαιπωρήθηκα, δε λέγεται. Ομως δε μπορούσα να επιστρέψω πρώτα και κύρια γιατι δεν ειχα σπιτι. Να φανταστεις ότι από δω πήγαινα, από κει γυρνούσα, όλο στο σιδηροδρομικό σταθμό καταληγα. Σα κότι να μ' έσπρωχνε με δύναμη προς τα κει. Στο τέλος, μπρος γκρεμός και πισω ρέμα, τα καταφερα κι έκανα μια δική μου δουλιτσα που πήγε παρό πολύ καλό και τώρα έρχομαι να δω τους φιλους μου μια φορό κόθε δυο χρόνια. Τουριστας δηλαδή». Αυτές οι κουβέντες του Παντελή ειν' η αλήθεια ότι τον προβληματισαν παρό πολύ, αλλό όπως και να'χει το πρόμα αυτός δε πρόκειται να τα παρατήσει όλα και να παει στ' όγνωστο.
3 Γύρισε και κοιταξε το ραδιόφωνο έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος και σκέφτηκε ότι δε πρέπει να χόσει τις ειδήσεις των εννέα. Κοιταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν ακόμα οκτώ και μισή. Πολλα γεγονότα συμβαινουν στην Ελλαδα εδώ και κοντό ένα χρόνο τώρα. Αποστασιες, διαδηλώσεις, κυβερνήσεις της μιας μέρας, πολιτική αναταραχή κι ασταθεια που κόθε τόσο τ' ακούει και στο σουηδικό ραδιόφωνο. Η ενημέρωσή ειναι καλύτερη απ' ότι απ' τις ελληνικές εφημεριδες, π' έρχονται με δυο και πολλές φορές ακόμα και με τριών ημερών καθυστέρηση. Τα πρόματα ήταν πολύ σοβαρό όπως τα'βλεπε ο ιδιος και φυσικό όλες οι πολιτικές οργανώσεις, που εδώ και δυο περιπου χρόνια που μεγαλωσε πια η ελληνική παροικια αρχισαν να στρατολογούν
η κάθε μια τους οπαδους της, με κυριες τις οργανώσεις της Ε.Δ.Α
και της 'Ενωσης Κέντρου. Ολοι πια το συζητουσαν ανοιχτά ότι υπήρχε κινδυνος να γινει δικτατορια στην Ελλάδα, αν και ο Αντρέας Παπανδρέου π' ήρθε πριν από λιγο καιρό στη Στοκχόλμη το αρνήθηκε κατηγορηματικά. Εκεινο το διάστημα προσπαθουσαν να τον μπλέξουν σέ μια παράνομη στρατιωτική οργάνωση τον ασπιδα αν κι ο Δημήτρης πιστέυε ότι ήταν μια στημένη σκευωρια που θα διευκόλυνε τα σχέδια για τη δικτατορια. Ο Παπαντρέου, π' ήρθε για να παραλάβει ένα βραβειο που τ' απόνέιμαν οι σουηδοι οικονομολόγοι, τους μιλησε σε μια συγκέντρωση που οργάνωσε ο συλλογος. Αν και φοβερά ανήσυχος ο ιδιος, προσπάθησε να τους καθησυχάσει και να τους τονώσει το ηθικό. Ειπε ότι ναι μέν υπάρχει κινδυνος να γινει δικτατορια στην Ελλάδα όμως δε θα τ' αποτολμήσουν γιατι οι δημοκρατικές δυνάμεις έχουν έτοιμο σχέδιο αντιδρασης.
«Θα βγουμε στα βουνά», ειπε «και θ' αποκηρυξουμε τον βασιλιά». Η αλήθεια ειναι, απ' ότι κατάλαβε ο Δημήτρης, ότι κανεις απ' όσους τον άκουσαν δε πιστέψε ότι υπήρχε τέτοιο σχέδιο αντιδρασης. Ολοι συ μφωνουσαν ότι δεν ήταν τώρα οι παλιές εποχές που γινόταν οι δικτατοριές όταν κι όπως κάπνιζέ του κάθε λοχια στο στρατό. Στη μικρή «παροικια της έφημεριδας» όπως πια εδώ και καιρό όλοι την αποκαλουσαν, το συζητουσαν το θέμα της δικτατοριας κι όλοι συ μφωνουσαν με τα λεγόμενα του Παπαντρέου, εκτός απ' τον Θανάση τον "αριστερό" και τον Αργυρη που συμμέριζονταν την άποψή του.
«Ολες οι εποχές ειναι κατάλληλες για την αντιδραση», έλεγε ο Θανάσης κι ο Αργυρης συμπλήρωνέ κουνώντας με σημασια το κεφάλι του. «Ετσι λέγαν και για τους γερμαναράδές. Μετά τον τράκο που φάγαν στον πρώτο πόλεμο δε θα τολμουσαν να ξανασκώσουν τάχα κεφάλι. Οταν όμως το διεθνές κεφάλαιο τους χρειάστηκε, τους ξανάβαλε μπροστά να ματοκυλισουν τον κόσμο». Εκεινο όμως που σιγουρέψέ τον Δημήτρη ότι δε πρόκειται να γινει δικτατορια στην Ελλάδα, ήταν οι κουβέντες π' άκουσε απ' τον υπευθυνο οργανώσεων του εξωτερικου της Ε.Δ.Α,, στην οποια ανήκε κι ο ιδιος. Ί-!ρθέ λοιπόν αυτός ο υπευθυνος μια βόλτα στη Στοκχόλμη πριν από καμιά δεκαριά μέρες για να ζητήσει οικονομική βοήθεια για το κόμμα και με την ευκαιρια να τους ενημερώσει σχετικά με τα συ μβαινοντα στην πατριδα. Ήταν μάλιστα και σακατεμένος στο ένα πόδι απ' τα βασανιστήρια και τις έξοριες, «...αλλά τώρα, τα πράματα άλλαξαν και η μεγάλη Σοβιετική 'Ενωση δε θα επιτρέψει ανωμαλιες σε μια τόσο ευαισθητη περιοχή όπως χαρακτηριζεται η
5
ανατολική λεκανη της Μεσογειου», ειπε και τόνισε μ ένα παραδειγμα απ' τον εαυτο του ότι ο εργατης κι ο αδικημένος αρχισαν πια να γευονται τ' αγαθα της οικονομικής αναπτυξης και δε θέλουν ουτε δικτατοριες ουτε αλλων λογιών ανωμαλιες. «Εγώ για παραδειγμα» ειπε. «Εχω το σπιτακι μου σαν ανθρωπος, έχω ακόμα και ηλεκτρική κουζινα και ψυγειο. Τρομαξα να μαθω να ζω έξω απ' τις φυλακές. Τριαντα χρονια φυλακές κι εξοριες δεν ειναι δα και λιγο;» ειπε και γέλασε. «Παντως εμεις στην Ε.Δ.Α δε πιστευουμε ότι μπορει ν' αποτολμήσουν κατω απ' τις σημερινές συνθήκες μια δικτατορια στην Ελλαδα. Το ιδιο ισχυει και για το κατεστημένο, που δεν έχει κανένα λόγο να προσφευγει σε τέτοιων λογιώ μεθόδους, αφου δεν απειλειται αμεσα από επανασταση της εργατικής ταξης». «Πρώτιστος σκοπος μας ειναι η ειρήνη», τόνισε με έμφαση. «Και με οπλο την ειρήνη η εργατική ταξη θ' ανατρέψει την αντιδραση». 4 Ο Δημήτρης ησυχασε, ή τέλος παντων αυτα ήθελε ν' ακουσει και τον βολεψαν μια χαρα.
«Ετσι ειμαστε μεις οι έλληνες», σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Φωνές, τσιριδες, φασαρια και στο τέλος όλα στρώνουν κι ο καθε κατέργαρης στον παγκο του». Ξανακοιταξε το ρολόι στο κομοδινο. - Σε δέκα λεπτα οι ειδήσεις των εννέα, μουρμουρισε. Σε λιγο θ' ακουσει τα νέα απ' τον πόλεμο του Βιετναμ. Οχι δηλαδή π' ειναι να πιστέψει κανεις τιποτα απ' αυτα π' ακουει αφου έτσι κι αλλιώς ολες οι ειδήσεις προέρχονται απο πρακτορεια π' ελέγχονται απ' τους αμερικανους. Εχει ομως πλακα ν' ακουει τις ανακοινώσεις για το ποσοι ανταρτες σκοτώθηκαν σ' επιχειρήσεις τ' αμερικανικου στρατου την προηγουμενη μέρα. Τα γραφει μαλιστα σ' ένα χαρτι και τα προσθέτει καθημερνα. «Άμα προσθέσεις ολους αυτους τους νεκρους π' ανακοινώνουν καθε μέρα, δε πρέπει να'μεινε όχι ανταρτης στο Βιετναμ αλλα ουτε καν Βιετναμέζος», έλεγε το προηγουμενο Σαββατο στην παροικια "Κ εφημεριδα9 Γέλασε στη σκέψη ότι κι αυτος ήταν ένα μικρο θυμα του πολέμου του Βιετναμ που κραταει εδώ και πολλα χρονια, αν και αναφέρονταν μέχρι προσφατα στις εφημεριδες με ψιλα γραμματα και μόνο όπως ταιριαζέ στ' αμερικανικα συμφέροντα και την προπαγανδα τους. «Τον εμφυλιο του Βιετναμ τον παρουσιαζουν σ' όλα τα μέσα σα μια επιθεση ξένης χώρας», ειπε μια μέρα μια κοπέλα στο καπνιστήριο της βιβλιοθήκης. «Ουτε κουβέντα λένε για τις πενήντα χιλιαδες αμερικανους στρατιώτες που βρισκονται σταθμευμένοι και πολεμαν εκει σα να'ναι το Κεντακι να πουμε. Τους αποκαλουν
μαλιστα συμβούλους, ένω τους αντάρτες του εθνικού απελευθερωτικού μετωπου τους αποκαλούν βιετγκόνκ, που στα βιετναμέζικα θα πει κατσαπλιας». Ποτέ όμως δε θα ξέχασε! το ξύλο π' έφαγε απ' την αστυνομία κείνο το πρωινό του Σαββάτου, μόλις πριν από δυο βδομαδες. Είχε μόλις τελειωσει απ' την εφημερίδα και ξεκίνησε να κανει μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, όταν ξαφνικα άκουσε φωνές εκεί ακριβως π' ήταν ο πεζόδρομος αναμεσα στα ψηλα τα κτίρια. Πλησίασε από περιέργεια και είδε καμια εικοσαριά ατομα να διαδηλωνουν στη μέση του πεζόδρομου. Γνωρισε μερικούς απ' αυτούς που τους ήξερε απ' το πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα μια κοπέλα π' ήταν συμφοιτήτρια του. Εκείνη μόλις τον είδε τον φωναξε να βοηθήσει. «Τι γίνεται;» ρωτησε ο Δημήτρης βλέποντας να'χει μαζευτεί κόσμος γύρω γύρω, π' έδειχνε μαλιστα άγριες διαθέσεις και προπηλακιζε τους διαδηλωτές.
«Απ' το “κλαρτέ" είμαστε καλέ», απαντησε η κοπέλα και του'δωσε το πλακατ που κρατούσε. «Κρατα το πλακατ να μοιρασω εγω αυτα τα έντυπα στον κόσμο». Ο Δημήτρης πήρε το πλακατ με καποια δυσφορία ειν' η αλήθεια και διαβασε το περιεχόμενό του πριν το σκωσει ψηλα. ΕΛΕΥΘΕΡ!Α ΣΤΟ Β!ΕΤΝΑΜ Εγραφε με μεγαλα κόκκινα πρόχειρα γραμματα. Πήρε με το ελεύθερο χέρι του έν' απ' τα έντυπα που μοίραζε η κοπέλα και προσπάθησε να το διαβασει μέσα σε κείνη τη φοβερή οχλαγωγία, τις σπρωξιές και τους προπηλακισμούς απ' το πλήθος που τωρα είχε πυκνωσει γύρω τους κι έδειχνε όλο και πιο άγριες διαθέσεις. Καταγγέλλονταν οι μέθοδοι και οι παρεμβάσεις των αμερικανων σ' έναν εμφύλιο πόλεμο χιλιαδες μίλια μακρια απ' την πατρίδα τους, καθως και ο ρόλος των εφημερίδων και περιοδικων της Σουηδίας που παρουσίαζαν το θέμα κατά τ' αμερικάνικα γούστα. Καταγγέλλονταν ακόμα η σταση της σουηδικής κυβέρνησης π' έπαιρνε θέση υπέρ των αμερικανων κι όχι υπέρ του καταπιεσμένου λαού του Βιετνάμ, όπως θα αρμοζε σε μια σοσιαλι στική κυβέρνηση. Ώσπου να τα διαβασει αυτα και να προσπαθήσει να καταλαβει βλαστημωντας το φιλότιμό του που τον έμπλεξε σε μια τέτοια ιστορία, κατέφτασε η αστυνομία με αλογα και σκυλια που τους περικύκλωσε για να τους προστατέψει, όπως είπαν, απ' το εξαγριωμένο πλήθος π' απειλούσε να τους λυντσαρει. Για μια στιγμή, κανείς δε καταλαβε ποιος και γιατί έδωσε το σύνθημα, όρμησαν οι αστυνομικοί με φοβερή μανία πανω τους
5
χτυπώντας τους αλύπητα με τα γκλόμπς, ενώ με τα σκυλια και τ αλογα τους έσπρωχναν προς τον τοιχο. Ο Δημήτρης καταλαβε ότι η αστυνομια ειχε σκοπό να του συλλόβει με όλα τα μέσα, όταν ειδε από μακριό να καταφτόνουν δυο, ισως να ήταν και τρεις, αστυνομικές κλούβες. Το ξύλο έπεφτε γύρω του βροχή ενώ οι βρισιές, οι προπηλακισμοι και οι απειλές απ' τους πολιτες π' αντιδρούσαν στη διαδήλωση, εντεινονταν συνέχεια. Η ανοχή της αστυνομιας ήταν τόσο φανερό προκλητική, που πολλοι απ' τους αντιδιαδηλωτές περνούσαν αναμεσα απ' τους αστυνομικούς και τους χτυπούσαν με μανια, για να κρυφτούν αμέσως μετό και πόλι πισω τους. Του'κανε μεγόλη εντύπωση η συμπεριφορα αυτή της αστυνομιας σε μια χώρα που περηφανεύονταν για την ουδετερότητό της και που ο ιδιος την ειχε σε πολύ μεγόλη εκτιμηση. «Αυτοι κανουν φανερό πλατες σ' αυτό τ' αποβρόσματα που μας περικύκλωσαν να μας καθαρισουν», σκέφτηκε. Πρόσεξε ιδιαιτερα έναν ψηλό καλοντυμένο και γεροδεμένο αντρα γύρω στα πενήντα, που τον κοιτούσε όλη την ώρα με μισος και του κουνούσε το δαχτυλο απειλητικό. Καπου τον ειχε ξαναδει αυτόν τον τύπο αλλό δεν ήταν ώρα τώρα να σκεφτει που και πότε. Ξαφνικό εκεινος πέρασε αναμεσα απ' τους χωροφύλακες και μ' 5 απιθανη γρηγοραδα του καταφερε μια δυνατή μπουνια πισ' απ' τ αυτι, που τον έκανε να βγόλει ένα δυνατό βογκητό και να νοιώσει για μια στιγμή το έδαφος να φεύγει κατ' απ' τα πόδια του. Καταφερε να σταθει όρθιος, όχι τόσο απ' τις ιδιες του τις δυναμεις αλλό απ' τον όγνωστο που τον κρατούσε γερό απ' τον γιακα και του σφύριζε με μισος στ' αυτι. «Πούστη μαυροκέφαλε. Να πας στο σπιτι σου και στην πατριδα σου να τα κανεις αυτό». Του'δωσε μια σπρωξια που παραλιγο να τον ριξει κότω και τραβήχτηκε χαμογελαστός και ήρεμος πισω απ' τους αστυνομικούς π' έκαναν πως δε βλέπουν. Ο Δημήτρης λύσσαξε απ' το κακό του κι απ' τον αφόρητο πόνο στο σημειο που τον χτύπησε. 'Εκανε να ορμήσει ξωπισω του να τον αρπαξει και να του ανταποδώσει τα ισα, αλλό τον πρόλαβε ένας αστυνομικός που του κατέβασε το κλομπ με τέτοια μανια στην πλότη, π' έχασε σκεδόν τον κόσμο απ' τα μότια του. Καταλαβε ότι δυο αστυνομικοι τον έπιασαν παραμόσχαλα και σέρνοντός τον τον πέταξαν κακήν κακώς μέσα στην κλούβα. Συνήφερε λιγο κι έσκυψε να δει απ' την ανοιχτή πισω πόρτα της κλούβας. Ειδε αυτόν που τον χτύπησε να τρέχει πόνω κότω και να χτυπό με μανια όποιον διαδηλωτή εύρισκε μπροστό του. Και ξαφνικό τον θυμήθηκε απ' τη σκληρή πέτρινη ματια του. - Ο σιδηροδρομικός, μουρμούρισε. Ο εισπρακτορας του τρένου της Αλβεστας..
Η συμφοιτήτριά του ήταν πεσμένη στο πάτωμα κι αντιστέκονταν μ' όλες της τις δυνάμεις, ενώ ένας αστυνομικός ήταν καθισμένος πάνω της και προσπαθουσε να την ακινητοποιήσέι μ' όση δυναμη και βια διέθετε. Ο Δημήτρης έκανε μια κινηση να τη βοηθήσει όμως ένας άλλος αστυνομικός τον άρπαξε απ' τα μαλλιά και τον πέταξε πισω στη θέση του. Σε λιγο - όλο αυτό το μακελέιό δε πρέπει να κράτησε πάνω από ένα τέταρτο ή το πολυ εικοσι λεπτά - τους μάντρωσαν όλους στις κλουβές και τους πήραν στα κεντρικά της αστυνομιας, απ' όπου τελικά τους άφησαν μετά από ολοήμερη ανάκριση αργά το βράδυ. Την κοπέλα την έστειλαν στο νοσοκομειο γιατι ήταν έγκυος κι απέβαλε. Την άλλη μέρα και ιδιαιτερα εξ' αιτιας της αποβολής αυτής, οι περισσότερες έφημεριδες καταδικαζαν τις βιαιότητες της αστυνομιας. Την ιδια μέρα το “κλαρτέ", μια παλιά σοσιαλδη μοκρατική οργάνωση, προχώρησε στη δημιουργια του !Ξ.Ν.!_, δηλαδή του απελευθερωτικου μετώπου του Βιετνάμ στην οποια συμμετέχει από κεινη τη μέρα κι ο Δημήτρης.
5 Κοιταξε για μια ακόμα φορά το ρολόι κι άνοιξε το ραδιόφωνο ακριβώς την ώρα π' άρχιζαν οι ειδήσεις. 'Εμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν άκουσε τη σταθερή κι έντονη φωνή του σπήκερ ν' ανακοινώνει σα πρώτη ειδηση, ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτική δικτατορια από μια ομάδα συ νταγματαρχών που συνέλαβαν όλους τους πολιτικους κι απαγόρεψαν την κυκλοφορια, ενώ τανκ περιφερόταν στους δρόμους της Αθήνας προκαλώντας τον τρόμο. Ντυθηκέ όσο πιο γρήγορα μπορουσε κι έτρεξε να πάρει το λεωφορειο να πάει να συναντήσει τους φιλους του και να μάθει περισσότερα νέα. Απ' το περιπτέρο αγόρασε μια εφημεριδα να δει κάποιες λεπτομέρειες, που σιγουρα δε τις λεν στα ραδιόφωνα. Διάβασε προσεχτικά και κατάλαβε ότι η δικτατορια ήταν γεγονός και ότι δε χωρουσε καμιά αμφιβολια. Κατέβηκε με το λεωφορειο στην πόλη και πήγε, όπως έκανε χρόνια τώρα, στη βιβλιοθήκη όπου συνάντησε τον Περικλή με τον οποιο τα ειπαν σχολιάζοντας ιδιαιτερα τα γεγονότα που συνέβηκαν το τελευταιο διάστημα στην Ελλάδα και που οδήγησαν στη δικτατορια. Ο Περικλής επέμενε ότι μια τέτοια δικτατορια δε μπορουσε να σταθει στην Ευρώπη, °μέσουσης' όπως ειπε, της δεκαετιας του εξήντα κι ότι η δικτατορια δε θα μπορουσε να κρατήσει παραπάνω από μια βδομάδα το πολυ δέκα μέρες.
- Ουτε οι ευρωπαιοι, ουτε οι αμερικανοι και περισσοτερο ουτε οι σοβιετικοι θα επιτρέψουν να συμβει κατι τέτοιο στην Ευρώπη, τόνισε. Ο Δημήτρης ήταν απαισιόδοξος και δε συμμεριστηκε καθολου τις αναλυσεις του Περικλή. - Παντα έτσι μας λένε και παντα ανωμαλιες γινονται. Τη μια ότι η δεκαετια του πενήντα δεν ειναι πια δεκαετια του σαραντα, την αλλη ότι η δεκαετια του εξήντα δεν ειναι δεκαετια του πενήντα. Τέλος παντων. Ελπιζω να'χεις δικιο, αν και τα πραματα τα βλέπω πολυ σκουρα. Παμε τώρα στο συλλογο να μαθουμε λεπτομέρειες και να δουμε τι θα κανουμε απο δω και πέρα. Εγώ πρέπει να παω οπωσδήποτε, γιατι ειμαι μέλος του διοικητικου συμβουλιου και σιγουρα θα μαζευτουμε για ν' αποφασισουμε καποιες κινήσεις εναντια στη δικτατορια και να ενημερώσουμε την σουηδική κοινή γνωμη.
ο Την ιδια μέρα καταρτιστηκέ η επιτροπή για τη δημοκρατια στη Ελλαδα, που την αποτελουσαν οι:
Εκ μέρους των σουηδικών οργανώσεων και κομματων. Ηοηε Θοιεη ιΞιεηκ
Δειτε Θγιιοηειοη Ατηο Ετικέεοη
Μεταετοιε Εκετοιτι Θνοη Εοοκειοαι
ι-ιακοη Μθηκοιοτε Αηηο Μειτιο Θυηαοοιιι Βοτιιι Βοιιη
Εγνιηα υοηεεοη Θυηηειτ Μγιαειι Εκ μέρους των ελληνικών οργανώσεων και κομματων. Εμμανουήλ Πονηριδης Χαραλαμπος (Μπαμπης) Καλαϊτζής Κων/ντινος Συνοδινός Δημήτριος Βαρβουζος Παντελής Πριφτακης Θεοδωρος Δημόπουλος Γιαννης Πετριδης Σπυρος Παπασπυρόπουλος Χρυσόστομος Κοτσινας Γεώργιος Κακοσαιος
Γεωργιος Τσοκανής Δημήτριος Βασιλειάδης
α!!! Γεωργιος Παπαϊωάννου Γεωργιος Γεωργιάδης Παναγιωτης Δούσκος Με τη σειρα της η επιτροπή αυτή οργάνωσε την Κυριακή την πρωτη εκδήλωση κατά της δικτατορίας σε μια αίθουσα στο σπίτι του λαού, όπου όχι χωρίς καποια έκπληξη, ο Δημήτρης διαπίστωσε ότι είχαν έρθει σκεδόν όλοι οι έλληνες που ζούσαν στη Στοκχόλμη ή εν πάση περιπτωσει υπολόγισε ότι συμμετείχε το ενενήντα τοις εκατό των ελλήνων. Η αίθουσα είχε γεμίσει ασφυχτικα όχι μόνο απ' τους έλληνες, αλλά κι από παρα πολλούς σουηδούς π' ήρθαν να δείξουν τη συμπάθεια και την αλληλεγγύη τους. Στο πρόγραμμα είχε οριστεί απ' την επιτροπή να μιλήσει ο Δημήτρης στα σουηδικά για τους σουηδούς φίλους και μετά θα 5 μιλούσε στα ελληνικα ο πρόεδρος του συλλόγου, ένω χαιρετισμό θ απηύθυναν και οι εκπρόσωποι των κομματικων οργανωσεων. Η εκδήλωση αρχισε με τραγούδια του Θεοδωράκη, του Ξαρχακου κι αλλων ελλήνων σύνθετων, ενω ο κόσμος π' είχε στο μεταξύ κατακλύσει την αίθουσα φωναζε διαφορα συνθήματα. Οταν ήρθε η ωρα και η αίθουσα μέσα κι έξω γέμισε ασφυχτικα, ο Δημήτρης προχωρησε και στάθηκε μπροστα στο βήμα κανοντας νόημα με το χέρι του να σταματήσουν τα τραγούδια απ' τα μεγάφωνα, ένω οι ζητωκραυγές και τα συνθήματα απ' τον κόσμο δυναμωσαν. Σε καποια στιγμή π' έγινε ησυχία κι ετοιμάστηκε ν' αρχίσει την ομιλία του, στράφηκαν όλοι προς την είσοδο της αίθουσας όπου γινόταν μια αναταραχή. Καποιοι φωναζαν δυνατα στο Δημήτρη να περιμένει, ενω αλλοι φωναζαν κι έσπρωχναν τον κόσμο να κανει τόπο να περάσουν καποιοι που ο Δημήτρης δε μπορούσε να τους διακρίνει ακόμα. Αμέσως φανηκαν να μπαίνουν στην αίθουσα μέσα σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα καμια δεκαριά, νέοι ανθρωποι στην πλειοψηφία τους, κρατωντας στα χέρια τους μια τουρκικια και μια ελληνικια σημαία. Πλησίασαν μπροστα στο βήμα κοιτάζοντας γύρω τους λίγο φοβισμένοι κι αμήχανο! για την υποδοχή, π' απ' ότι φαινόταν δε την περίμεναν. Ο Δημήτρης τραβήχτηκε λίγο απ' το βήμα κανοντας νόημα στον επί κεφαλής τους να πλησιάσει. Εκείνος ανέβηκε στην εξέδρα τρέμοντας τόσο έντονα, που ο Δημήτρης φοβήθηκε ότι θα πέσει κατω. Τον έπιασε απ' το χέρι και
τον κοιταξε χαμογελώντας φιλικό για να τον ησυχόσει. Του'δειξε το μικρόφωνο και τον παρακαλεσε να κόνει έναν χαιρετισμό. Ο τούρκος πλησιασε τρέμοντας συνεχώς. Το πουκόμισο του ειχε μουσκέψει απ' τον ιδρώτα π' έτρεχε ποτόμι σ' όλο του το κορμι, ενώ απ' το μέτωπό του έσταζε κόμπο κόμπο στα χαρτια πόνω στο
βήμα - Σύντροφοι..., καταφερε στο τέλος με πολύ κόπο να πει. Εμεις... οι απλοι ανθρωποι..., δεν... δεν... έχουμε καμιό διαφορα... μεταξύ μας... και οι έχτρες μας... ειναι αποτέλεσμα... των... των...συμφερόντων... της αρχουσας... ταξης στην Τουρκια... και την Ελλόδα... Η αναπνοή του ακουγόταν σφυριχτή και τα γόνατό του λύγιζαν. Με πολύ κόπο και δύναμη κρατιόταν απ' το βήμα για να μη σωριαστει κατω. Τα συνθήματα και τα χειροκροτήματα σκώθηκαν σα θύελλα μέσα κι έξω απ' την αιθουσα. - Ί-!ρθαμε..., συνέχισε με μεγαλύτερη ακόμα δυσκολια ο νεαρός τούρκος, να...να...να συμπαρασταθούμε... στον αγώνα σας... κατό της δικτατοριας... και να σας ευχηθούμε... ν' αποκατασταθει... η δημοκρατια... στη χώρα σας... το ταχύτερο... Σταματησε να σκουπισει τον ιδρώτα π' έτρεχε ασταμότητα απ' το μούτρο του, ενώ η τρεμούλα του δεν έλεγε να κοπόσει. 'Εκανε μια τελευταια προσπαθεια να πει κότι ακόμα, αλλό το στόμα του ανοιγόκλεινε χωρις να βγαζει λέξη. Απλωσε το χέρι του και πιόστηκε απ' το μπρότσο του Δημήτρη ψιθυριζοντας του στ' αυτι. - Αγώνας.. ψέλλισε. Χρειαζεται.. αγώνας... Ολος ο κόσμος ειχε σκωθει όρθιος και παρακολουθούσε βουβός τώρα την αγωνια αυτού τ' ανθρώπου να ξεπερασει τους φόβους και τις έχτρες που χρόνια τώρα προπαγόντας τον ειχαν φορτώσει. Ο Δημήτρης πλησιασε με τη σειρό του στο μικρόφωνο κι επανέλαβε τα λόγια που του'χε ψιθυρισει στ' αυτι. Και τότε έγινε ένας πανζουρλισμός. Ορθιοι όλοι, θύματα κι αυτοι της προπαγόνδας και της σκόπιμα καλλιεργημένης έχτρας αναμεσα στους φουκαραδες του λαού π' όλη μέρα αγωνιζονται να βγαλουν το ψωμι τους και ν' αναστήσουν τα παιδια τους, αρχισαν να ζητωκραυγαζουν με τέτοια μανια χτυπώντας και τα πόδια τους στο πατωμα, που για πέντε λεπτό χαλούσε πραγματικό ο κόσμος. Ο Δημήτρης καταφερε κόποια στιγμή ν' αρχισει την ομιλια του αλλό πριν πει οτιδήποτε στα σουηδικό, έκανε μια παρατήρηση στα ελληνικό. - Ειμαι βέβαιος ότι κι εσεις, όπως κι εγώ, ξαφνιαστήκατε απ' αυτή την επισκεψη των τούρκων συντρόφων, π' ήρθαν για να μας δειξουν τη συμπαρασταση και την αλληλεγγύη τους στο δύσκολο αγώνα π' αρχιζει για μας.
Ο ελληνικός λαός σιγουρα δεν έχει τιποτα να χωρισει απ' τον τουρκικο λαό κι αυτό γινεται ακόμα πιο φανερό εδώ στην ξενιτιά, όπου κι αυτοι όπως κι εμεις, ξένιτευτηκαν για ένα μεροκάματο κι ένα κομμάτι ψωμι. Για ένα καλυτερο αυριο. Μετά το τέλος των ομιλιών έγινε μεγάλη πορεια μέσα απ' τους κέντρικους δρόμους της πόλης και όπως γράψαν οι έφημεριδες την άλλη μέρα, ήταν η μεγαλυτερη διαδήλωση π' έγινε μεταπολεμικά στη Σουηδια. Ο Δημήτρης διέκρινε στις πρώτες γραμμές της πορειας τον Θανάση τον 'αριστερό' που πήγαινε μπροστά κρατώντας με καμάρι την ελληνικιά σημαια, τον Περικλή, τον Αργυρη με τη γυναικα του και τα παιδιά του, και μαζι τους έναν κυριο Χαράλαμπο που τον ειδε την τελευταια Κυριακή κι αυτόν στην εφημεριδα όπου ήρθε να δουλέψει στη θέση τ' ανιψιου του του Βασιλη όπως ειπε, γιατι κεινος ειχε να διαβάσει για κάτι εξετάσεις που θα'δινε την άλλη μέρα. Ο Αργυρης σήκωνε όλη την ώρα τη γροθιά του κι ακολουθουσε με βραχνιασμένη φωνή όλα τα συνθήματα. Ο Δημήτρης έψαξε να δει αν ήταν κι ο Βασιλης, αλλά δε τον πήρε το μάτι του πουθενά. -Ίσως ειναι ο μόνος που λειπει σήμερα, ειπε στον Αργυρη. - Λέιπει λοιπόν και η κόρη μου με τον γαμπρό μου πετάχτηκε ένας κάποιος κυριος Θόδωρος, φιλος του Αργυρη, που ο Δημήτρης τον ειχε δει μόνο μια φορά έξω απ' την εφημεριδα που περιμενε τον Αργυρη να σχολάσει. Κάνουν λοιπόν καθαριότητα σ' ένα εστιατόριο αυτή την ώρα. Ο Αργυρης του'ριξε μια λοξή ματιά και κουνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. - Τα λεφτά, μουρμουρισε. Το καζάντισμα ριχνει πισω και πατριδα και δημοκρατια.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο Ί8ο
Ο Θόδωρος σήκωσε το γιακά του χοντρου μπουφάν που φορουσέ για να προστατευτέι απ' το φοβερό κρυο, π' έφτανε σκεδόν τους δεκαπέντε βαθμους κάτω απ' το μηδέν. Περπάτησέ πάνω κάτω στο στενό, καλυμμένο από σκληρό πάγο πεζοδρόμιο για να ζέσταθουν λιγο τα πόδια του. Ειναι το μόνο σημειο του σώματός του π' ειναι περισσότερο εκτέθειμένο στο κρυο, γιατι του'ναι αδυνατο να συμβιβαστέι με τη σκέψη να φορέσει μακριά σώβρακα, παρ' όλο που ο Αργυρης επιμένει παρά πολυ σ' αυτό το θέμα. Μια μέρα μάλιστα κατέβασε μπροστά σ' όλους τα πανταλόνια του για να τους δειξει ότι όχι μόνο φορουσέ
μακρια σώβρακα, αλλα απο πανω τους φορουσε κι ένα γυναικειο καλσόν. «Μονο έτσι φυλαγεται κανεις και προστατευει τ' αχαμνα του που μπορει να παθουν μεγαλη ζημια απ' το κρυο», ειπε και γέλασε κανοντας μια καραγκιοζιστικια κινηση. «Τώρα που βρήκα τη Λιζη μου, πρέπει τ' απο τέτοια μου να τα φυλαω καλυτερα κι απ' τα ματια μου». Ο Θοδωρος δε συμφωνουσε με τιποτα.
«Άμα βαλω λοιπον μακρια σώβρακα» ειπε, «με φαινεται ότι με πήραν λοιπον οριστικα ποια τα χρονια. Για τους γέρους ειναι ρε συ λοιπον τα μακρια τα σώβρακα». Συνέχισε τις βολτες του έξω απ' την εφημεριδα περιμένοντας τον Αργυρη να σχολασει. Το κρυο ήταν τοσο δυνατό, π' αρχισε να νοιώθει το προσωπο του να μουδιαζει και τη μυτη του να πιανει παγο στην ακρη των ρουθουνιών απ' τη ζεστή ανασα . «Μεγαλος βλακας εισαι λοιπον Θόδωρε», μουρμουρισε ριχνοντας μια ακόμα ματια προς τη μεγαλη πόρτα απ' οπου μπαινόβγαιναν οι εργαζόμενοι. «Μπορουσες λοιπον καλυτερα να παρεις ένα τηλέφωνο ότι θες να τον δεις και να κλειστέ λοιπον ένα ραντεβου σε μια καφετέρια σα κυριοι απ' το να καθεσαι λοιπον δω κατω στο δρομο σ' αυτό το φοβερο κρυο να τον περιμένεις. Τέτοιος βλακας λοιπον π' εισαι Θόδωρε καλα να παθεις. Αλλα κι αυτος λοιπον ο χαμένος πρέπει να'χει σχολασει λοιπον απο δω και πανω απ' ένα τέταρτο. Τι κανει τέλος παντων κει μέσα;» Κουνησε το κεφαλι του και σουφρωσε τα μουδιασμένα απ' την παγωνια χειλια του. «Τι σε φταιει λοιπον ο χριστιανός; Και μήπως ξέρει λοιπον ότι τον περιμένεις απ' έξω για να βιαστει; Μπορει να του ζήτησαν να δουλέψει λοιπον καμια ώρα περιωρια, αν και τ' αποφευγει σα το διαολο το λιβανι. Αλλα ποτέ λοιπον δε ξέρεις. Μπορει αμα δε γινεται διαφορετικα και πρέπει λοιπον να βγει η δουλεια, ν' αναγκαστέι να κανει και καποια υποχώρηση. Γιατι εφημεριδα λοιπον ειν' αυτή και πρέπει καθε μέρα να βγαινει στην ώρα της. Αφου δε ξέρει ο ανθρωπος ότι στέκεσαι λοιπον δω μέσα στην παγωνια σαν αχαμνος και τον περιμένεις, μπορει λοιπον μετα το τέλος της δουλειας του να καθισε να κανει το τσιγαρακι του λοιπον με την ησυχια του». «Τέλος παντων», μαλωσέ τον εαυτο του. «Παγωσες λοιπον κι ολο βλακειες σκέφτεσαι. Καπνιζέι ρε χαζέ ο Αργυρης; Μπορει ομως να σταματησε ν' αλλαξει λοιπον μερικές κουβέντες με τους συντρόφους του στη δουλεια, ή μπορει να χαλασε λοιπον καμια μηχανή, όπως του εξήγησε ότι συμβαινει ταχτικα και τοτε λοιπον αναγκαζονται να μεινουν ολοι μέχρι που να φτιαχτέι λοιπον το μηχανημα και να βγει κι η τελευταια εφημεριδα.
5
Ίσως να μη συμβαίνει και τίποτ απ' όλ' αυτα αλλά να καθεται κει μέσα λοιπόν στη ζέστη και να °χαβαλεδιαζει', όπως συνηθίζει λοιπόν να λέει». Τωρα το θυματα! πολύ καλα που ο Αργύρης του'πε μια μέρα, ότι από τότε π' έστησε το δικό του τσαρδακι κι έχει γυναίκα και παιδια που τον περιμένουν, αλλο δε βιαζεται να γυρίσει άρον άρον στο σπιτι.
«Τωρα» είπε, «έχω τη σιγουρια και δε βιάζομαι όπως πρωτα να τρέξω το γρηγορότερο να χωθω στο σπίτι που δε με περίμενε κανείς. Οταν στρωσει κανείς τη ζωή του, δε βιαζεται. Απολαμβανει τη σιγουρια της». Εξήγησε μαλιστα ότι αυτός είναι ο λόγος που οι σουηδοί ποτέ τους δε βιαζονται. Ούτε στο δρόμο, ούτε στη δουλεια τους. «Είναι η σιγουρια Θόδωρε. Στο μόνο που βιαζονται», είπε και γέλασε ειρωνικα, «...είναι να καβαλήσουν τη γυναίκα τους γιατί αν δε βιαστούν μπορεί να τους φύγει και τότε τρέχα γύρευε που λέμε». Ακου τωρα τι καθεται και σκέπτεται μέσα σ' αυτό το τρομερό κρύο και δε παει μέσα να τον ψαξει. Ενα μικρό φορτηγό φορτωμένο με τρεις τεράστιους ρολούς χαρτί ήρθε κι αραξε μπροστα στην πόρτα του προσωπικού. Ο οδηγός κατέβηκε γρήγορα γρήγορα κι ανοιξε με κόπο τη μεγαλη δίφυλλη σιδερένια πόρτα. Ξαναμπήκε στο φορτηγακι και κανοντας καναδυό φορές μπρος πίσω, έβαλε με την όπισθεν τη μισή καρότσα του στην είσοδο. - Εεεεπ. . ., θα μας πατήσεις στο άνθος της ηλικίας μας χασαπη, ακούστηκε η δυνατή και χαρούμενη φωνή του Αργύρη απ' τη μέσα μερια της εισόδου κι αμέσως ο Θόδωρος τον είδε να ξεπροβαλει προχωρωντας στο πλάι σα τον καβουρα αναμεσα στο φορτηγακι και τον τοίχο. - Αντε ρε Αργύρη και κοντεύω λοιπόν να μείνω σα παγωμένη κολόνα, έβαλε μια φωνή ο Θόδωρος και χουχούλισε τα χέρια του χοροπηδωντας συγχρόνως επί τόπου Ο Αργύρης ξαφνιαστηκε. - Ρε Θόδωρε...; Τι κανεις εδω μέσα στο κρύο λεβέντη μου; - Εσένα λοιπόν περιμένω, απαντησε ο Θόδωρος και τον άρπαξε αγκαζέ ένω το κατωσαγονό του έτρεμε να πέσει. Παμε... Παμε λοιπόν γλήγορα σ' εκείνο κει το καφενέδακι πίσω απ' τη γωνία, γιατί έχω λοιπόν να σε πω. Ελα κουνήσου γιατί δεν αντέχω αλλο. Ο Αργύρης γέλασε. - Μακριά σωβρακα έβαλες Θόδωρε ή παριστανεις ακόμα το τζόβενο; - Εγω λοιπόν τρέχω, είπ' ο Θόδωρος σα να μη τον άκουσε καθόλου κι αρχισε να τρέχει παγωμένος όπως ήταν σα την πάπια. Θα σε περιμένω λοιπόν εκεί που σ' είπα. Στο πατάρι επανω θα με βρεις.
Ο Αργύρης προχώρησε με το πόσο του. 'Εστριψε την γωνια και κοιταξε την εισοδο της μικρής καφετέριας σα να την έβλεπε πρώτη φορα.
«Κατι τρέχει με τον Θόδωρο», ειπε σκεφτικός. «Αυτή του η επισκεψη δεν ειναι στα σιγουρα για καλό». Χτύπησε δυνατό τα πόδια του στη σιδερένια σχόρα στην εισοδο του μαγαζιού για να φύγουν απ' τα παπούτσια του τα χιόνια και η αμμος κι έσπρωξε την πόρτα με μια αισθηση ανησυχιας.
«Κατι σοβαρό συμβαινει», ξανόπε μέσ' απ' τα δόντια του. «Κατι σοβαρό τρέχει για να στηθει μες το κρύο ο Θόδωρος και να με περιμένει». Καθώς ανέβαινε τις σκόλες για το μικρό πατόρι, έβαλε με το νου του ότι τιποτα προβλήματα με την κόρη και το γαμπρό πέσαν στο κεφόλι του Θόδωρου κι ήρθε στο φιλο του να τα πει να ξεσκόσει.
«Πρόματα που συ μβαινουν σ' όλες τις οικογένειες», καθησύχασε τον εαυτό του την ώρα που πατούσε το κεφαλόσκαλο του παταριού. - Α, ρε Πον..., κούνησε το κεφόλι του μόλις τον αντικρισε. Του φτωχού η μοιρα έχει όλο αναποδα γυρισματα. Πανω που νομιζεις ότι τα'φερες τα πρόματα κατό πως τ' ονειρευόσουν, πόνω κει σ' έρχεται η αναποδιό κατακούτελα. Ο Σινσινατι ειχε κιόλας καθισει στ' ακριανό τραπεζακι στην απέναντι γωνια του παταριού διπλα στο μεγόλο παρόθυρο π' έβλεπε στην εκκλησια της Κλόρας. Στητός κι ανήσυχος κοιτούσε ανυπόμονα προς τη σκόλα. - Αντε λοιπόν ρε χριστιανέ μου, ειπε έντονα και βραχνό αλλό με χαμηλή φωνή μόλις ο Αργύρης καθισε στην καρέκλα απέναντι του. - Κατι μεγαλα ζόρια πρέπει να'χεις ρε συ Σινσινατι για να'ρχεσαι τέτοια ώρα και με τέτοια βιασύνη, ειπε χαζογελώντας ο Αργύρης. Αντε ριχτα ωμό και γρήγορα, χωρις σαλτσες και στολιδια. Ο Σινσινατι πήρε βαθια ανασα και τον κοιταξε στα μότια. 'Εξυσε αμήχανα με το μεγόλο νύχι που διατηρούσε εδώ και χρόνια στο μικρό δαχτυλο του δεξιού του χεριού το τραπέζι, μετακινησε το σταχτοδοχειο στη μέση του τραπεζιού κοιτώντας το αφηρημένα, ανακαθισε μερικές φορές στην καρέκλα του και χαμογέλασε μ' ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο. - Εσύ λοιπόν Αργύρη εισαι ο καλύτερος μου φιλος κι ο μοναδικός μου λοιπόν α .... .. - Χωρις σαλτσες και ξόμπλια ειπαμε, τον έκοψε απότομα και ταχα ό!ΥΡ!Ο! Ο Αργύρης Ο Σινσινατι κοιταξε για λιγο αφηρημένα έξω απ' το παρόθυρο. Η εκκλησια φανταζε με τον μεγόλο σκούρο όγκο της και τις σουβλερές κορυφές γεμότη μυστήριο και με μια αρχοντικιό ηρεμια που σε γαλήνευε την ψυχή. Ο Πον έκανε μια αόριστη κινηση με το χέρι του.
- Ποτέ λοιπόν δε μπήκα σ' αυτονών τις εκκλησιές Αργυρη μου. Μια μέρα λοιπόν θα το κάνω. Λένε ότι ειναι λοιπόν σκοτεινές και γεμάτες μυστήριο. - Θ' αφήσεις ρε Σινσινάτι τα φου μαρα να με πεις τέλος πάντων τι τρέχει; Ασε τις εκκλησιές και τα μυστήρια και πε με γρήγορα γιατι θα σκάσω. - Ο γαμπρός μου έμπλεξε λοιπόν με τα χαρτιά, ειπε αποφασιστικά και ήρεμα ο Πον χωρις να ξεκολλήσει τα μάτια του απ' την εκκλησια. Ξημεροβραδιάζεται λοιπόν στις χαρτοπαιχτικές λέσχες και χάνει λοιπόν όλα του τα λεφτά. Ασε που παράτησε λοιπόν και τις δουλειές κι αναγκάζεται η γυναικα του να δουλευει λοιπόν για δυο άτομα. 'Εχει κοψομεσιαστει λοιπόν η κακομοιρα η Καλλιόπη κι οι καυγάδές τους ειναι λοιπόν καθημερνοι. - Σκατά κι απόσκατα, μουρμουρισέ ο Αργυρης κουνώντας το κεφάλι του. Ειτε με ναρκωτικά, έιτε με πιοτά, έιτε με χαρτιά μπλέξει ο άνθρωπος, η ιδια καταστροφή τον περιμένει. Το σπιτι σκορπάει. Του μιλησές καθόλου; - 'Εχει λοιπόν και παρακάτω, συνέχισε ο Θόδωρος σα να μην άκουσε καθόλου τα λόγια του φιλου του. Υπάρχουν λοιπόν και χειρότερα. - Τι χειρότερα; - Αστα λοιπόν να πάνε ρε Αργυρη. Ντρέπομαι λοιπόν και να στα λέω έτσι που καταντήσαμε. Ακόμα και σένα που σέ λογαριάζω ακόμα πιο κοντινό κι απ' τους δικους μου ανθρώπους, σε ντρέπομαι. - Λοιπόν.... Ξέχασες καναδυό λοιπόν, αστέιευτηκε ξέφυσώντας ο Αργυρης για να σπάσει λιγο την κατήφεια κι αμέσως άλλαξε υφος. Ασε ρε Σινσινάτι επι τέλους τις σάλτσες και προχώρα να δουμε τι μπορει να γινει με το βάσανο που σέ βρήκε. Πες τα μια κι έξω να τελειώνουμε. Η χαριτωμένη σερβιτόρα με το μαυρο κολλητό της ταγιέράκι και τη μικροσκοπική κάτασπρη ποδιτσα της, ήρθε διπλα τους κι έκανε χαμογελώντας μια μικρή υπόκλιση. - Τι έπιθυμουν οι κυριοι; ρώτησε χαμογελώντας ευγενικά. - Δυο καφέδες και δυο μαζαρέν, έδωσε εντολή χωρις να σκώσει τα μάτια του να την κοιτάξει ο Σινσινάτι. Αυτά λοιπόν τα μαζαρέν πολυ μ' αρέσουν, τόνισε κοιτάζοντας τον Αργυρη σα παιδι που δικιολογιόταν. - Λέγε τώρα και μη καθυστεράς με κουβέντες του αέρα, παρατήρησε ο Αργυρης μόλις απομακρυνθηκέ η σερβιτόρα. Ωραιος κόμματος μια φορά ρε Σινσινάτι. Από παλιά την έιχα στο μάτι αλλά δε βγήκε τιποτα. 'Ωσπου την πρόλαβε η Λιζη. Αντε λέγε τώρα και με γκάστρωσες. Ο Θόδωρος πήρε και πάλι βαθιά ανάσα σα κάτι βαρυ να του'φραζε το στήθος. 'Εβγαλε απ' την τσέπη του ένα μπακέτο τσιγάρα και το χτυπησε με δυναμη πάνω στο τραπέζι που κουνήθηκε συγκορμο.
Ενα ηλικιωμένο ζευγαρι στο μπροστινό μέρος του παταριου γυρισε και τους κοιταξε απορημένο κι ανήσυχο. Ο Αργυρης τους έκανε ένα καθησυχαστικο νοημα με το χέρι και ξανακοιταξε απορημένος το φιλο του. - Άρχισες να καπνιζεις τώρα στα γεραματα ρε Πον; Το τσιγαρο στο'πα εκατό φορές ειναι σκέτο χτικιο. - Οποιου λοιπον του μέλει να πνιγει, ποτέ του λοιπον δε πεθαινει,
απαντησε πικροχολα ο Θοδωρος - Ολο μυστήριες κουβέντες εισαι σήμερα ρε Θόδωρε. Τι θες να πεις δηλαδή μ' αυτο; - Θα τα μαθεις λοιπον παρακατω, αν μ' αφήσεις να στα πω λοιπον με τη σειρα τους και κατα πως λοιπον αρέζει σε μένα. - Λέγε τα όπως θες και μ' όσα στολιδια γουσταρεις, του χαμογέλασε ο Αργυρης και του χαιδεψε τρυφερα το χέρι. Λέγε λοιπον με την ησυχια σου και με το πασο σου. - Ειχαν το λοιπον, αρχισε ο Πον αργα αργα σα να μετρουσε τις κουβέντες του, μετα από τοσα χρονια δουλειας μαζέψει λοιπον τα χρήματα που λογαριαζαν ότι ήταν αρκετα για να παρουν λοιπον το δρομο της επιστροφής στην πατριδα και τα παιδια τους. Άσε που κι εκει λοιπον τα πραματα δεν ειναι ροδινα. - Μη λοξοδρομας την κουβέντα ρε συ Σινσινατι, αγανακτησε ξανα ο Αργυρης. Γαμας κουβέντα που λέμε. Τέλος παντων ειπε μετα από μικρή σκέψη. Τι ζόρι υπαρχει εκει κατω. - Το κοριτσι τους λοιπον. Η εγγονή μου δηλαδή πατησε λοιπον τα δεκαξι και δεν έχει μυαλα ουτε για σκολειο, ουτε για δουλεια. Τα συ μπεθέρια έγραψαν ότι τους παρατησε κι έφυγε λοιπον απ' το χωριο. Απ' ότι μαθαινουν ειναι λοιπον στη Σαλονικη. Δουλευει λένε για έναν λοιπον του σκοινιου και του παλουκιου απ' το χωριο μας. - Και...; ρώτησε ανήσυχος ο Αργυρης. Τι δουλεια ειν' αυτή που κανει. - Σ' ένα μπαρ, απαντησε περιλυπος ο Πον. Δουλευει λοιπον σ' ένα μπαρ. Τέλος παντων αυτα λοιπον διορθώνονταν αν γυρνουσαν λοιπον οι γονεις της και μαζευονταν λοιπον ολη η οικογένεια. Άμα λοιπον ρε Αργυρη ειναι διαλυμένη η οικογένεια τι προκοπή περιμένεις απ' τα παιδια; Μαζεψαν λοιπον, συνέχισε χωρις καν να παρει αναπνοή, κατα πως στα έλεγα ο γαμπρός κι η κορη μου κοντα πεντακόσές χιλιαδες κορονες και λογαριαζαν λοιπον μέσα σε καναδυο μήνες να παρουν λοιπον το τρένο και να παν λοιπον στην ευχή του Θεου και στα παιδια τους, να τα συ μασουν λοιπον λιγο και κεινα τα φουκαριαρικα που τ' αφησαν λοιπον τοσα χρονια έρμα στην τυχη τους. Θα σκασω λοιπον Αργυρη μου. Θα σκασω λοιπον και θα πλανταξω μόνο που το σκέφτομαι. - Ευχαριστουμε πολυ, ειπ' ο Αργυρης στη σερβιτόρα που τους σέρβιρισε κεινη την ώρα την παραγγελια τους, ενώ έκανε και μια
κίνηση να της χαϊδέψει τον πισινό. Εκείνη χαμογέλασε κι απομακρύνθηκε βιαστική. - Εγω ρε σε μιλαω και συ λοιπόν το μυαλό σου στο κεχρί και στους κωλους είναι αγαναχτησε ο Θόδωρος. Τέλος παντων, χαμογέλασε συγκαταβατικα. Τι έλεγα λοιπόν; Α! ναι. Που λες λοιπόν, παει η Καλλιόπη στην τραπεζα προχτές το πρωί και ζηταει λοιπόν να σκωσει καμία χιλιαδα κορόνες, λίγα λεφτα τέλος παντων, για να ψωνίσει λοιπόν μερικα πραματα, ν' αρχίσει λέει λοιπόν σιγα σιγα να ετοιμάζεται. «Δε μπορείτε λοιπόν να πάρτε χρήματα» της λέει η υπάλληλος της τράπεζας. «Και γιατί παρακαλω;» ρωτάει η Καλλιόπη. «Να λοιπόν το βιβλιάριο μου, να και το διαβατήριό μου». «Ολα καλα κι όλα σωστα» της απανταει η κοπέλα, «αλλα στο βιβλιάριο δεν υπαρχει λοιπόν ούτε φράγκο. Τα σήκωσε λοιπόν όλα ο αντρας σας π' είναι μαζί σας στο λογαριασμό» Από κει και πέρα λοιπόν Αργύρη τα καταλαβαίνεις λοιπόν και μόνος σου τα υπόλοιπα. Λιποθυμιές, κλάματα, κατάρες, καυγαδες, τι να στα λέω λοιπόν και να φαρμακωνομαι. Τα πήρε λοιπόν τα λεφτα ο ρουφιάνος και τα'παιξε στα ζαρια. Σε μια βδομαδα μέσα τα'χασε λοιπόν όλα κατά πως έμαθα από καποιους που συχναζουν λοιπόν στις λέσχες. Μια ολόκληρη ζωή την έπαιξε λοιπόν σε δέκα ζαριές Αργύρη μου. - Και τωρα; Τι γίνεται τωρα; ρωτησε με τη σειρα του σα χαμένος ο ΑρΥύρη9 - Δε ξέρω, απαντησε ο Θόδωρος σκωνοντας τα χέρια του σε μια κίνηση απελπισίας. Στα είπα λοιπόν όλα μπας κι έχεις κατι να με συμβουλέψεις. Μήπως έχεις να με δωκεις λοιπόν καμια συμβουλή γιατί κοντεύω λοιπόν να τρελαθω για τα καλα. Ο Αργύρης έξυσε αμήχανα το κεφαλι του, σκέφτηκε για λίγο κι είπε απότομα και ξερα. - Οχι. - Ακου λοιπόν τωρα και τα παρακατω, συνέχισε ο Σιγσινάτι σα να'ταν τόσο σίγουρος για την απαντηση του φίλου του, που ούτε καν την πρόσεξε. -Εχει και παρακατω; γούρλωσε τα ματια του ο Αργύρης κι έσκυψε ασυναίσθητα προς το μέρος του. - Για μένα λοιπόν τωρα. Να σε πω λοιπόν και τα δικα μου. - Ως τα τωρα τι μ' έλεγες ρε Σιγσινάτι; Αλλουνού βάσανα και στεναχωριες με τσαμπουγούσες; έκανε τάχα αγαναχτισμένος ο Αργύρης. Της δικιας σου της φαμελιας τα καμωματα δεν ιστορούσες; - Τα προσωπικα μιλαω λοιπόν ρε βλάκα. Τι παίρνεις φόρα σα να σε πιάσαν λοιπόν απ' τ' αρχίδια. Εγω ο ίδιος έχω λοιπόν προβλήματα με την υγεια μου. Ακου πρωτα και μη βιάζεσαι λοιπόν να πεις τις χαζομαρες σου.
Ο Αργύρης τον κοιταξε με ύφος απελπισμένο. Καταλαβε ότι το πρόβλημα του φιλου του πρέπει να ήταν σοβαρό, αφού ο Θόδωρος όχι μόνο ποτέ δε παραπονιόταν για την υγεια του αλλό ήταν κι απ' αυτούς που κι όταν ακόμα ειχε κότι δε το μαρτυρούσε κι αρνιόταν επιμονα να'χει παρε δώσε με γιατρούς και γιατρικό. Για να κότσει τώρα και να του λέει για προβλήματα υγειας, πα να πει ότι τα πρόματα ειναι σοβαρό. - Τι έχεις δηλαδή; έκανε ταχα αδιαφορα ενώ μέσα του τον έτρωγε η αγωνια. Κι εγώ έχω πέτρα στα νεφρό αλλό το ξεπερνόω μόνος μου. 'Εχουν να λένε ότι ο πόνος αυτός ειναι πιο ζόρικος κι απ' τον πόνο της γέννας. Ο Θόδωρος κούνησε το χέρι του και σούφρωσε τα χειλια του δειχνοντας τη δυσαρέσκεια του για τις χαζομόρες π' ακουγε. - Εδώ λοιπόν ρε Αργύρη μιλαμε για αρρώστιες με φούντες. Τέλος πόντων, ειπε και τον κοιταξε επιτιμητικό. Από καιρό τώρα νύσταζα λοιπόν όλη την ώρα κι ήθελα λοιπόν να κοιμόμαι και χορταμό δεν ειχα. Να φανταστεις ότι κοιμόμουν λοιπόν δεκαπέντε ώρες, σκωνόμουν απ' το κρεβατι και την ώρα π' έδενα λοιπόν τα κορδόνια μου με ξαναπαιρνε ο ύπνος. Και τώρα που μιλαμε με το ζόρι κρατιέμαι λοιπόν να μη κοιμηθώ έτσι όπως καθομαι. Στη δουλειό μ' έπιανε ο ύπνος πόνω στις μηχανές κι ήταν λοιπόν κινδυνος να πετσοκοπώ καμιό ώρα. Με πήραν λοιπόν πριν από τρεις μέρες και με το ζόρι με πήγαν στο νοσοκομειο, π' ας ειν' καλό οι όνθρωποι, με καναν ένα σωρό λοιπόν ξετασεις κι ακτινες να δουν τέλος πόντων τι διαολο έχω και κοιμόμαι λοιπόν όρθιος. Μέχρι και διερμηνέα λοιπόν μ' έφεραν για να με τα εξηγει με το νι και με το σιγμα. και τι σε ειπαν; ρώτησε μ' αγωνια ο Αργύρης. Σε ειπαν τι έχεις; - Με ειπαν, που να τους πει λοιπόν παπός στ' αυτι και διακος στο κεφόλι. Με ειπαν λοιπόν ότι έχω όγκο στο κεφόλι, που πα να πει λοιπόν καρκινος του κερατό. Καταλαβες ρε Αργύρη; Αυτή ειναι λοιπόν η ζωή. Πανω που πας να τα στρώσεις λιγακι, σ' έρχουνται λοιπόν όλα τα πόνου κατου. Παει λοιπόν και το Σινσινατι πόνε κι' όλα. Με τ' όνειρο λοιπόν θα μεινω Αργύρη μου. Γύρισε πόλι και ξανακοιταξε την εκκλησια σα να την έβλεπε πρώτη φορό. - Γιατι ρε Αργύρη ειναι τόσο μουντές λοιπόν οι εκκλησιές τους; Σε πιανεται λοιπόν η ψυχή και μόνο που τις βλέπεις. Οι δικές μας ειναι λοιπόν θαρρεις πιο χαρούμενες κι ανοιχτές. Πιο στρογγυλές ειναι θαρρεις οι δικές μας οι εκκλησιές. Ακου τώρα λοιπόν χαζό που συζητόω για εκκλησιές και τα τέτοια. Γύρισε απότομα κι αρπαξε το χέρι του Αργύρη. - Να σε πω λοιπόν την πόσα αλήθεια Αργύρη μου; Να στην πω, απόντησε μόνος του. Λοιπόν ποτέ δε πιστευα ότι θα πόω σ' αυτό το Σινσινατι. Μια δικιολογια στην όχαρη ζωή μου ήταν λοιπόν
Αργυρη. Κάτι να'χω λοιπόν να λέω. Κάτι να μ' ακουν λοιπόν οι άλλοι και να πιστευουν ότι κάποιος ειμαι κι εγώ. Οτι έχω βρε αδερφέ έναν στόχο κι έναν σκοπό λοιπόν στη ζωή μου. 'Ενας αέρας κοπανιστός ήταν λοιπόν το Σινσινάτι. - Αντε ρε μάπα που τα'κανές πάνω σου με το τιποτα, ειπ' ο Αργυρης κάπως μουδιασμένος. Πήρε την καρέκλα του, έφερε γυρα το τραπέζι και κάθισε διπλα στον Θόδωρο. Τον αγκάλιασε απ' τους ώμους κι άρχισε να κουνιέται μαζι του πέρα δώθε έτσι πως νανουριζουν τα μωρά. - Μη φοβάσαι φιλε μου, ειπε με δυνατή φωνή χτυπώντας με την παλάμη του το τραπέζι. Βάστα γερά Θόδωρε... Κρατά γερά....Εγώ, ο καλυτερος σου φιλος, ειμαι δω διπλα σου.... - Αυριο μπαινω λοιπόν στο νοσοκομειο για θεραπέια Αργυρη, κουνησε λυπημένος το κεφάλι του ο Θόδωρος. Μέ ειδοποιησαν λοιπόν να ειμαι κει στις δέκα ακριβώς. 'Εγειρε σα πληγωμένος το κεφάλι του στον ώμο του Αργυρη. - Στο νοσοκομειο λοιπόν! ειπε ξέπνοα. Οτι σχαινουμαι περσότερο λοιπόν στη ζωή μου. - Εγώ θα σέ πάω, πετάχτηκε ο Αργυρης. Εγώ θα σέ πάω στο νοσοκομειο κι εγώ θα'ρθω να σέ πάρω από κει μόλις τελειώσει η θεραπέια σου. Ο Θόδωρος χαμογέλασε. - Ναι ρε Αργυρη. Εσυ λοιπόν θέλω να με πας. Γι' αυτό σέ μιλησα για το πρόβλημα μου που δε το'πα λοιπόν ακόμα ουτε στην κόρη μου κι ουτε λοιπόν θα της το πω. Θα της πω λοιπόν ότι πάω ένα ταξιδάκι μαζι σου στα παλιά μας τα λημέρια στη Γερμανια. Εσυ θα με πας λοιπόν Αργυρη αλλά ειμαι σιγουρος ότι δε θα χρειαστει λοιπόν να κάνεις τον κόπο να'ρθεις λοιπόν να με πάρεις τα πισω. Τον έπιασε δυνατά απ' το μπράτσο. - Ουτε θέλω λοιπόν σε παρακαλώ να'ρθεις να με δεις στο νοσοκομειο. Εντάξει; Θέλω να με δώκεις λοιπόν το λόγο σου πάνω σ' αυτό. - Γιατι ρε Σινσινάτι; ρώτησε στεναχωρημένα ο Αργυρης. - Γιατι την αρρώστια λοιπόν και την ανημποριά τα σχαινουμαι ρε Αργυρη. Την αρρώστια μου θα την παλέψω από μόνος μου. Το ιδιο λοιπόν θα παλέψω και το τέλος. Κατάλαβες; - Κατάλαβα, απάντησε βουρκωμένος ο Αργυρης . - Βοήθησε με λοιπόν τώρα να πάω στο σπιτι μου, γιατι έτσι πως ειμαι θα σωριαστώ κάτω. Ο Αργυρης άφησέ τα χρήματα στο τραπέζι, έπιασε το φιλο του μαλακά απ' τις μασχάλες και τον βοήθησέ να σκωθέι. - Πάμε του'πε. Πάμε και μη φοβάσαι τιποτα. Ολα θα πάνε μια χαρά. Μόνο μη χάσεις το κουράγιο σου και μην αφήσεις απ' τα μάτια σου το Σινσινάτι. Αυτό σέ κρατουσε στη ζωή, αυτό θα σε βγάλει κι απ' αυτή τη μέγγενη.
Ολοι μας έχουμε το Σινσινατι μας, ειπε φιλοσοφημένα και προχώρησε προς τις σκαλες κρατώντας σφιχτα απ' τους ώμους τον φιλο του, σ' ένα συμπλεγμα με δυο μουντές φιγουρες δεμένες στο μισοσκοταδο, ιδια κι ομοια μουντές με τον μυστηριώδη ογκο της Κλαρας.
κιεοΑλλιο Ίθο
Ο Βασιλης πέρασε τρέχοντας τη μεγαλη πόρτα της εισόδου στην εφημεριδα και πήγε λαχανιασμένος κατ' ευθειαν στο ρολοι παρουσιας να χτυπήσει την καρτα του. Άκουσε τις μηχανές που μουγκριζαν και ξερνουσαν εφημεριδες κι έτρεξε γρήγορα γρήγορα να προλαβει στο πόστο του. Για πρώτη φορα από τοτε που ήρθε στη Σουηδια φτανει καθυστερημένος στη δουλεια του. Σ' αυτον τον τομέα ολοι ειν' η αλήθεια τον παραδέχονται, γιατι ειναι κατα πως λέει ο θειος του ο Χαραλαμπος, τυπος και υπογραμμος. Σήμερα ομως ειναι μια διαφορετική μέρα. Ειναι μια αλλιώτικη, μια φαρμακερή γι' αυτον μέρα και θα'πρεπε να βρισκεται στο σπιτι του ή στο καραβι για τη Φιλανδια ή οπου διαολο τέλος παντων, παρα εδώ στην εφημεριδα οπου έρχεται πανω απο δυο χρονια τώρα καθε σαββατοκυριακο να δουλέψει. Στην αρχή για να ξεπληρώσει το χρέος του απ' τ' αυτοκινητο π' ήταν ο μεγαλος του έρωτας, αν και ο θειος του που του δανεισε χρήματα τον ειχε αφήσει να καταλαβει ότι το χρέος αυτό μπορει να το τραιναρει όσο ήθελε και όσο τον βόλευε.
«Δανειο έπ' αόριστον» του'χε πει χαμογελώντας. «Δανεικα κι αγυριστα δηλαδή». Αυτος ομως αιστανεται ασκημα οταν χρωσταει και θέλει να καθαριζει τα χρέη του το γρηγοροτερο δυνατον. Επιασε λοιπον αυτή τη δουλεια στην εφημεριδα για τα σαββατοκυριακα και καταφερε μέσα σ' ένα χρονο και δώδεκα
μέρες, όπως με μολυβι και χαρτι τα λογαριασε, να ξοφλήσει το χρέος του. Ο Χαραλαμπος ειχε αντιρρήσεις και του το'πέ πολλές φορές και με το καλό και με τ' αγριο.
«Πολλα φορτώνεις στη ραχη σου και θα το μετανιώσεις πικρα μια μέρα. Εχεις διευθυντική δουλεια με απαιτήσεις στο εργοστασιο, έχεις τα διαβασματα σου που ξενυχτας καθε βραδυ, έχεις κι αυτή την αναθεματισμένη την εφημεριδα που σε τρώει τα Σαββατα και τις Κυριακές. Κοιτα μια σταλα την οικογένεια και τα παιδια σου».
Αυτός όμως το γουδί το γουδοχέρι. Ξεπλήρωσε τ' αυτοκίνητο αλλά συνέχισε να δουλεύει με τον ίδιο ή κι ακόμα πιο έντονο ρυθμό. «Τι το θέλαμε το ρημάδι τ' αυτοκίνητο αφού είναι μέρα νύχτα παρκαρισμένο και δε παμε ούτε μια βόλτα;» διαμαρτύρεται κάθε μέρα η γυναίκα του που τωρα πια δε καθεται τα βραδιά που διαβαζει δίπλα του να του κραταει συντροφιά. «Εργασιομανία λέγεται αυτό το κακό με σένα Βασίλη. Ετσι τη λένε αυτή σου τη μανία και πρέπει να πας σ' έναν ψυχολόγο να στα εξηγήσει», του'πε πριν μια βδομαδα. Δε μπορεί να τις καταλαβει αυτές τις κουβέντες και τα ψυχολογικά. Αυτός απ' τη μέρα που πάτησε το πόδι του σ' αυτή τη χωρα ή ακόμα καλύτερα απ' την ωρα που ξεκίνησε απ' το χωριό του, ένα πραμα έχει μόνο στο κεφαλι του κι ένα μόνο στόχο βλέπει μπροστα του. Να προκόψει. Να γίνει καποιος. Να'ναι δαχτυλοδειχτούμενος. Και το ξέρει πολύ καλα ότι μόνο με τη δουλεια μπορεί να καταφέρει να φτασει στο σκοπό του. Αυτός δε μπλέχτηκε με τους αλλους έλληνες και τις παρέες τους. Δε μπλέχτηκε ούτε με συλλόγους κι αντιδικτατορικούς αγωνες, ούτε με πορείες και διαμαρτυρίες. Κοίταζε μόνο τη δουλεια του και την πρόοδο του. Ολοι ξέραν ότι τα καταφερε όχι μόνο να φτασει σε μια αξιοζήλευτη θέση στην εταιρία που δουλεύει, αλλά να'χει δημιουργήσει όλες τις προύποθέσεις να φτασει μια μέρα στον στόχο του. Εναν κρυφό στόχο που τον έχει θαμμένο στα τρίσβαθα της ψυχής και του μυαλού του. Να του δοθεί καποια μέρα μια διευθυντική θέση στην Ελλάδα και να επιστρέψει πετυχημένος και φτασμένος οικονομικα. Ούτε με ελληνικούς συλλόγους και παρέες με έλληνες, ούτε μ' αντιδικτατορικούς αγωνες π' αποτελούν εμπόδιο στ' όνειρό του θέλει να'χει παρτίδες. Το ξεκαθάρισε μαλιστα μια μέρα και στον Δημήτρη που τον κάλεσε να παει σε μια συγκέντρωση κατά της χούντας.
«Εμένα δε μ' ενδιαφέρουν αυτα», είπε. «Αμα με φακέλωσουν πανε όλες οι προσπάθειές μου στραφι». Τους μόνους έλληνες που συναντάει είναι δω στην εφημερίδα π' έρχεται τα σαββατοκύριακα, χωρίς να έχει μαζί τους πολλα παρε δωσε, γιατί αυτοί μιλάν όλη την ωρα πολιτικά. Λένε για τον σύλλογο, για την αντιδικτατορική επιτροπή όπου λέει συμμετέχουν κι ένα σωρό σουηδοί πολιτικοί με πρωτον και καλύτερο τον υπουργό παιδείας τον Παλμε. Ο Βασίλης τους ακούει και χαμογελάει αμήχανα όταν η κουβέντα στα διαλείμματα φουντωνει και οι κομματικές διαφορές φτάνουν στ' αποκορύφωμα. Οταν τον ρωτούν να τους πει τη γνωμη του, αυτός βρίσκει παντα μια πρόφαση να τ' αποφύγει πότε τρέχοντας τάχα βιαστικά στην
τουαλέτα και πότε με κεινο το φτιαχτό αγαθιόρικο ύφος που παιρνει και λέει ότι ακόμα δεν ειναι μπασμένος σ' αυτό. Τους ακούει όλους λέει. Ακούει όλες τις γνώμες, όλες τις απόψεις, όλες τις αναλύσεις και σε λιγο καιρό θα'ναι έτοιμος να μπει στις κουβέντες να πει τη γνώμη του και να συμμετασχει στον αγώνα κατό της δικτατοριας. Μόλιστα τώρα τελευταια, με την ευκαιρια των δυο χρόνων απ' τη δικτατορια που οργανώθηκε ένα πολύ μεγόλο συλλαλητήριο στο κέντρο της Στοκχόλμης και που όπως έμαθε αργότερα συμμετειχαν όλοι οι έλληνες που δουλεύουν εδώ στην εφημεριδα, αυτός έκανε από μερικές μέρες τον αρρωστο. Εκεινο το σαββατοκύριακο δήλωσε ότι ήταν πολύ ασκημα με πυρετό στο κρεβατι και γι' αυτό δεν ήρθε καν στη δουλειό. Μέχρι πριν από λιγο καιρό τα καταφερνε μια χαρό με τις δικιολογιες του και τις υπεκφυγές αλλό τώρα τελευταια φαινεται ότι κεινος ο Αργύρης τον πήρε χαμπαρι κι όρχισε να του πεταει κότι φαρμακερές σπόντες, που η αλήθεια να λέγεται, τον ανησύχησαν. Οχι γιατι ήταν με τη δικτατορια, αλλό γιατι δεν ήθελε να 'μπλέξει' όπως εξήγησε μια μέρα στη γυναικα του. Ακόμα κι απ' το Θαναση τον Αντωνιόδη τον λεγόμενο 'αριστερό' π' έκανε καθημερνή παρέα όταν πρωτόρθε, ξέκοψε σκεδόν τελειως και τον βλέπει μόνο στην εφημεριδα όπου τελευταια έρχεται κι αυτός τα σαββατοκύριακα. «Δόσκαλε που διδασκες», ειπε κουνώντας το κεφόλι του ένα πρωινό την ώρα του διαλειμματος ο Θανασης μπροστό σ' όλους. «Θυμόμαι μια Κυριακή απόγεμα που σουλατσόραμε στο σταθμό και μ' ανακοινωσες ότι απ' την αλλη μέρα αρχιζες ένα σεμινόριο στο εργοστασιο. Να σε πω την αλήθεια σε χαρηκα και σε ζήλεψα πολύ γιατι ειχες το θαρρος να πολεμήσεις, ενώ εγώ δε μπορούσα να ξεφύγω απ' τη ρουτινα. Τώρα όμως δε σε ζηλεύω γιατι καταντησες ένα αδειο σακι, ενώ εγώ μέσα απ' τον αντιδικτατορικό αγώνα βρήκα καλύτερο όραμα και καλύτερο σκοπό από σένα». Ας λένε όλοι τους ότι τους καπνισει. Αυτουνού όλα του πήγαιναν μια χαρό κι ο στόχος του να γινει μια μέρα στέλεχος στην Ελλαδα της μεγαλης εταιριας που δουλεύει, ειναι πια ορατός. Μόλιστα πέρα κι έξω απ' τ' αυτοκινητο π' αγόρασε, έχει καταφέρει να κόνει κι ένα αρκετό καλό πουγκι και που το ξέρει μόνο αυτός κι η γυναικα του. Ολοι οι αλλοι, μέσα σ' αυτούς κι ο θειος του, πιστεύουν ότι ειναι επι ξύλου κρεμόμενος αν και ο Περικλής μια Κυριακή του πέταξε μια σπόντα.
«Τα λεφτό τα'χει στην τραπεζα σε κοινό λογαριασμό με την φιλανδέζα ο λεβέντης μας από δω. Πρόσεχε μόνο μη παθεις κανένα χνέρι σα τον Γιόγκο τον πειραιώτη που τρέχει στη Φιλανδια να βρει τα λεφτουδακια του».
5
Χτες όμως Σάββατο, την ώρα που γυρισε το μεσημέρι απ την εφημεριδα στο σπιτι, δε βρήκε τη φιλανδέζα να τον περιμένει όπως κάθε μέρα όταν γυρνουσέ απ' τη δουλειά του. Δεν ανησυχησέ γιατι σκέφτηκε ότι θα πήγε να ψωνισει. Οταν όμως πέρασε τ' απομεσήμερο κι αυτή δε φάνηκε, άρχισαν να τον ζώνουν τα φιδια. Θυμήθηκε τις φορές που η Λένα διαμαρτυρόταν πότε αστεια πότε σοβαρά για τη ζωή π' έκανε κλεισμένη στο σπιτι και την κάπως κωμική της δήλωση που την έκανε κουνώντας του τάχα απειλητικά το δάχτυλο, ότι μια μέρα θα τα βροντήξέι όλα κάτω και θα πάει πισω στην πατριδα της. Οι φόβοι του δεν άργησαν να γινουν βεβαιότητα όταν του τηλεφώνησε μια φιλη της και του'πε ότι η Λένα ειχε φυγει το κατόπι του πρωι πρωι με το καράβι για τη Φιλανδια κι ότι δεν έπρεπε να πάει να την αναζητήσει.
«Πιστευω», ειπε η φιληνάδα της, «ότι συντομα θα βαρεθει και θα γυρισει πισω» «Μα πήρε και τα παιδιά μαζι της», διαμαρτυρήθηκε. «Ειπε ότι ειναι δικά της, γιατι αυτή τα γέννησε κι αυτή τα μεγάλωσε και τ' ανάθρεψέ», απάντησε με κάποιο θράσος η φιλενάδα. «Εσυ μέρα νυχτα έλειπες απ' το σπιτι ή διάβαζες κλεισμένος σέ κεινο το δωματιάκι», τόνισε με κακια και του'κλεισέ το τηλέφωνο. Ο Βασιλης ταράχτηκε κι απογοητευτηκέ τόσο πολυ, π' έβαλε τα κλάματα έτσι όπως ένοιωσε την απέραντη μοναξιά να τον ζώνει μέσα σ' ένα σπιτι, που μέχρι τα χτές σαν γυριζε απ' τη δουλειά του ήταν γεμάτο ζεστασιά και χαρουμένές παιδικές φωνές. Η αλήθεια ειναι ότι αμέσως ο Βασιλης πήγαινε και κλεινόταν στη μικρή αποθήκη του σπιτιου τους που την ειχε μετατρέψει σέ γραφειο κι έπεφτε με τα μουτρα στο διάβασμα, πολλές φορές ισα με την ώρα π' ήταν να ξαναπάέι στη δουλειά του. Ακουγε τη γυναικα του και τα παιδιά π' έστρωναν να φαν και να κοιμηθουν, άκουγε τα γέλια τους και τα καληνυχτισματά τους κι ένοιωθε μέσα του μια ζεστασιά και μια αγαλλιαση που μερικές φορές του'φέρνε δάκρυα στα μάτια. Μπορει να'λειπέ συνέχεια απ' το σπιτι. Μπορει να ήταν ελάχιστες οι ώρες που βρισκόταν μαζι όλη η οικογένεια. Μπορει να τον λαχταρουσαν τα παιδιά του κι η γυναικα του. Μπορει να'ταν πιο αφοσιωμένος στη δουλειά του και στα διαβάσματά του, αλλά αυτός έτσι την καταλάβαινε και την ένοιωθε την οικογενειακή θαλπωρή. Να πασκιζέι γι' αυτους μέρα νυχτα. Να τους αγαπάει και να τους χαιρεται κλεισμένος στο γραφειο του. Κλεισμένος κει μέσα στη μοναξιά του ν' ακουει τις χαρουμένες φωνές και τα γέλια τους, να νοιώθει την ευτυχια τους, να χαιρεται για την προκοπή τους. Σα κεινους που'ναι αθέατοι αλλά κανονιζουν περισσότερο απ' αυτους που φαινονται τις τυχές των άλλων.
Η γυναικα του ειν' η αλήθεια παραπονέθηκε πολλές φορές με τον δικο της ντροπαλο κι ευγενικό τροπο, αλλα ο Βασιλης πιστευε ότι κατα βαθος τον ένοιωθε και καταλαβαινε τον δικο του ιδιαιτερο τροπο να προσεγγιζει την ευτυχια και το οικογενειακό δέσιμο.
«Τιποτα δε καταλαβε», μουγκρισε πληγωμένος πέφτοντας με τα μουτρα, σχεδον αναισθητος, πα στο ντιβανι του σαλονιου. Οταν μετα απο καναδυο ώρες συνήφερε καπως, έβαλε με το μυαλο του ότι η Λένα δεν ήταν μόνο ότι τον παρατησε φευγοντας μαζι με τα παιδια αλλα πήρε μαζι της και τα λεφτα. Εψαξε για το βιβλιαριο της τραπεζας και δε το βρήκε στη συνηθισμένη του θέση. Αναστατωσε ολο το σπιτι ψαχνοντας. Δε βρήκε ουτε το βιβλιαριο, ουτε και κατι χρήματα που κρατουσε κρυμμένα για ώρα αμεσης αναγκης, όπως έλεγε παντα. Ειπε να τηλεφωνήσει στον θειο του, αλλα τελικα αλλαξε γνώμη.
«Μπορει η Λένα να γυρισει ακόμα κι αυριο», σκέφτηκε. «Δε χρειαζεται να δώσεις λογαριασμο για τα προβλήματα σου σε κανεναν». Αν μαλιστα τον ρωτουσε κανεις και πρώτ' απ' ολους ο θειος του, θα'λεγε ότι πήγε να δει τη μανα της π' ειδοποιησαν ότι ειναι βαρια αρρωστη κι ότι θα επιστρέψει αναλογα με το πώς θα το επιτρέψει η αρρώστια της.
2 Μπαινοντας στην αιθουσα των μηχανών καταλαβε ότι για μια ακόμα φορα η εκτυπωση αργουσε εξ' αιτιας βλαβης των μηχανών, που τις ακουσε να σταματουν οταν πήγε ν' αλλαξει. Μπήκε κατ' ευθειαν στο καμαρακι οπου μαζευονταν στα διαλειμματα. 'Στ' αποδυτήρια' όπως τα'λέγε ο Αργυρης. Τους βρήκε ολους μαζεμένους στο βαθος διπλα στο μεγαλο παραθυρο. Ο Περικλής αφηγιοταν κεινη την ώρα μια ιστορια για καποιον πατριώτη τους, Λυγγο τον φώναζαν αλλα δεν ήξερε ο Περικλής αν αυτό ήταν το παρόνομα του ή το παρατσουκλι του, που δουλευε μαζι με τη γυναικα του μέρα νυχτα εφτα χρονια τώρα κι απ' ότι λογαριαζαν όλοι, πρέπει να ειχε μαζέψει πανω απο εφτακόσιες χιλιαδες κορονες. Ο Λυγγος λοιπον ειχε στα πλανα του να γυρισει συντομα στο χωριο του και με τις οικονομιες π' έκανε τοσα χρονια ξεραινοντας το σκατό του, να χτισει μια διπατη οικοδομή μ' ένα καφενειο στο ισόγειο και σπιτι από πανου. «Θα περασω την υπόλοιπη ζωή μου σα μπέης ρε κορόιδα», έλεγε και κορδώνονταν σα κουρκος στο ζαχαροπλαστειο που πήγαινε αραια και που οταν ξέκλεβε καμια ώρα απ' την ατέλειωτη δουλεια.
«Α! ρε Λύγγο λεβέντη και καραμπούζούκλή», αστέιεύτηκε ο Παράσχος απ' τα Φιλιατρά. «Εχεις βούλιαξε! τις ελληνικές τράπεζες με τα τόσα λεφτα πού καταθέτεις κάθε μήνα». Ο Λύγγος στραβομουτσούνιασε.
«Ε! όχι να βαζω τα λεφτα μου στις ελληνικές τράπεζες για να με τα φαν αύτοί οι κλέφτες. Για κορόιδο με πέρασες;»
«Ε! τότε», πετάχτηκε ένας αλλος, «...με τα λεφτα σου κοντεύεις να βούλιαξεις τις σουηδικές τράπεζες». Ο Λύγγος ξαναστραβομούτσούνιασε.
«Χαζός είμαι ρε σύ να βαλω τα λεφτα μου σε τραπεζα στη Σουηδία; Αυτοί δίνουν τόσο λίγο τόκο, πού σε λίγο θα ζητάν να τους πλέρωσού με κι από πανω για να μας φύλαν λέει τα λεφτα μας». Ύστερα από μια βδομαδα καποιος ή καποιοι μπήκαν στο σπίτι τού και τού πήραν όλες τις οικονομίες του, εξακόσες πενήντα τρεις χιλιαδες για την ακρίβεια, π' είχε φύλαγμένες κατω απ' το στρωμα του. «Καλα να παθει ο πεζεβέγκης» γέλασε με χαχανητα ο Αργύρης. «Αφού ο ρουφιάνος έλεγε πως δεν είχε τα λεφτα του ούτε σ' ελληνική ούτε και σε σουηδική τραπεζα, αρα κοντα στο νού κι η γνωση. Κατω απ' το στρωμα φυσικα θα τα'κρύβε ο μαπας». Ο Δημήτρης είχε δακρύσει απ' τα γέλια. «Καλύτερα εμείς που δεν έχού με λεφτα ούτε στο στρωμα, ούτε στην τραπεζα, ούτε καν στην τσέπη μας». «Είναι μερικοί», πετάχτηκε ο Θανάσης 'ο αριστερός', «πού μαζί με τα λεφτα χάνουν και τη γυναίκα τούς. Βαριούνται οι κακομοίρες να περιμένουν πότε θα γερασούν για να χαρούν τις οικονομίες πού καναν στα νιάτα τους που τα περνούν μες τη στέρηση και την τσιγκούνιά». Ο Βασίλης ένοιωσε ένα δαγκωμα στην καρδια κι έκανε μεταβολή.
«Πού πας ρε ανιψιέ;» φωναξε ο Χαράλαμπος την ωρα πού ο Βασίλης έφτανε στην πόρτα.
«Μια βόλτα παω θειο ωσπου ν' αρχίσουν οι μηχανές», πισωγύρισε και πλησίασε στο τραπέζι.
«Κατσε δω δίπλα μας στην παρέα μας», επέμενε ο Χαράλαμπος. «Μια χαρα συντροφιά είμαστε». «Δε μας καταδέχεται», πετάχτηκε ο Θανάσης. «Μπορεί να δουλεύει τα σαββατοκύριακα εδω μαζί μας, αλλά εμας τους μούτζούριδες δε μας καταδέχεται». «Αϊ παρατα μας ρε Θαναση με τις αριστερές βλακείες σου όλη την ωρα», αγρίεψε ο Βασίλης. «Την όρεξή σου νομίζεις ότι έχουμε;»
«Εν' αστείο είπα ρε Βασίλη», διαμαρτυρήθηκε έκπληκτος ο Θανάσης. «Πρωτη φορα τον ακούω να μιλαει έτσι απότομα και νεύριασμένα», είπε ο Αργύρης. «Αυτός ότι και να τον πεις μόνο σε κοιτάει και χαμογελάει. Τι σ' έπιασε σήμερα ρε Βασίλη;»
«Αι σιχτιρ παρότα μας κι εσύ με τις βλακειες σου», έβαλε μια έξαλλη φωνή ο Βασιλης κι έκανε μεταβολή προς την έξοδο. Ο Χαραλαμπος έτρεξε το κατόπι του και τον αρπαξε από πισω την ώρα π' έφτανε στην πόρτα. Τον γύρισε λιγο βιαια προς το μέρος του και τον κοιταξε απορημένος στα μότια.
«Περιεργο» ειπε. «Ξαφνικό έγινες δυσαρεστος. Στα καλό του καθουμένου έγινες δυσόρεστος Βασιλη». Στ' ακουσμα της κουβέντας φούντωσε μέσα του κότι τις αναμεσα λύσσα, φόβο και βαθια λύπη.
«Δυσόρεστος....», μουρμούρισε ενώ τα χειλια του ασπρισαν πανιασμένα. «Καταντησα δηλαδή κοντολογις σα τον πατέρα μου». Απ τη θύμησή του πετόχτηκε ξαφνικό ολοζώντανη η σκηνή π' ο πατέρας του χτύπησε κεινο το βρόδυ τη μόνα του, ενώ ο παππούς του πετόχτηκε πόνω και τον έπιασε απ' τα χέρια.
«Μη γινεσαι δυσόρεστος», του ειχε πει με τη μαλακια αλλό σταθερή του φωνή. Τιναχτηκε προς τα πισω σα να τον δαγκασε φιδι, προσπαθώντας ν' απαλλαγει απ' το δυνατό πιόσιμο του Χαραλαμπου. - Μη την ξαναπεις αυτή τη λέξη θειο Χαραλαμπε. Μη την ξαναπεις το καλό που σε θέλω. Τον έσπρωξε με βια και σκεδόν τρέχοντας βγήκε απ' την πόρτα. Ο Χαραλαμπος έμεινε για λιγο σασιρντισμένος να κοιταει το πατωμα. - Περιεργο. Κατι πολύ σοβαρό του συμβαινει του Βασιλη, μουρμούρισε και γύρισε φαρμακωμένος στους όλλους.
3 Ο Βασιλόκης μας έχει σήμερα τα νεύρα του, σχολιασε ο Δημήτρης, κοιταζοντας αφηρημένα έξω απ' το παρόθυρο το χιονισμένο παρκόκι της εκκλησιας. - Απ' ότι βλέπω, όλλαξε την κουβέντα ο Θανασης, σήμερα θα φαμε όλη τη μέρα μας εδώ. Οι μηχανές δε λένε να κουνηθούν. Κατα πως φαινεται έγινε μεγόλη ζημια. - Οτι και να γινει, απόντησε ο Αργύρης, οι εφημεριδες θα μοιραστούν στην ώρα τους. Στις δώδεκα θα'ρθουν κανονικό τα φορτηγόκια να τις πόρουν για μοιρασμα στα περιπτερα. Απ' τη μέρα που πατησα το πόδι μου εδώ, ότι να γινει, ο κόσμος να χαλασει που λέμε, οι εφημεριδες φεύγουν οπωσδήποτε στις δώδεκα. Ξαφνικό ο Δημήτρης πετόχτηκε πόνω. - Δειτε ρε σεις ποιος έρχεται! 'Ερχεται ο “δεσπότης". «Ο πατήρ Αλέξιος αυτοπροσώπως». 'Εσκυψαν όλοι γεμότοι περιέργεια στο παρόθυρο κι ειδαν έναν μαυροντυμένο κοντακιανό που προχωρούσε με το πλόι σα τον κόβουρα, στην προσπαθεια του να προφυλαχτει απ' τον παγωμένο αέρα. Ήταν κουκουλωμένος μ' ένα όσπρο κασκόλ κι
έτσι όπως ειχε σκωμένο το γιακά του παλτου του, με δυσκολια μπορουσε να διακρινει κανεις τα μουτρα του. - Ποιος ειν' αυτός; απόρησε ο Αργυρης. Δε τον ξέρω καθόλου. - Αμα δε ξέρεις τον “δέσπότη", ειπε χαμογελώντας ο Περικλής, τότε Αργυρη μου εισαι πισ' απ' τον κόσμο. Τέλος πάντων τώρα θα τον γνωρισεις και θα καταλάβεις περι τινος πρόκειται. - Κουβέντες με σένα δε θέλω, τον αγριοκοιταξε ο Αργυρης. Αντε μη σε στράψω καμιά ανάποδη και δεις τον ουρανό σφοντυλι. Λιγα λόγια μαζι μου. Κατάλαβες; Δεν ειπα δα και τιποτα, διαμαρτυρήθηκε ο Περικλής. Τέλος πάντων απ' ότι καταλαβαινω δε θες ουτε την καλημέρα μου. - Ουτε την καλημέρα σου, ουτε το μπελά σου. - Καλά, ειπε πικραμένος ο Περικλής. Εγώ Αργυρη σέ σέβομαι και σ' έχτιμώ σαν άνθρωπο βασανισμένο και περπατημένο. Αφου όμως σ' έκνέυριζέι ότι λέω, τότε σταματάω κάθε επικοινωνια μαζι σου. Δε πρόκειται να σε ξαναμιλήσω. - Αμα με την κανεις αυτή τη χάρη, απάντησε έιρωνικά ο Αργυρης, θα στο χρωστάω χάρη σ' όλη μου τη ζωή. Απασχολημένοι όλοι με τον ερχομό του “δεσπότη", ουτε που πήραν χαμπάρι τη λογομαχια τους. Μόνο ο Θανάσης γυρισε και τους παρατήρησε. - Σα νυφη με πεθερά τσακώνεστέ όλη την ώρα οι δυο σας. Ο Δημήτρης πετάχτηκε έξω και σέ ένα λεπτό έμπαινε στο δωμάτιο συνοδευοντας τον άνθρωπο που συστήνονταν σαν "δέσπότης" και Ολοι το αποδέχονταν. Μπαινοντας εκεινος κοιταξε προσεχτικά όλους ένα γυρω κλέινοντας το μάτι στον Αργυρη πάνω στον οποιο σκάλωσε η ματιά του. 'Εβγαλε μ' αργές κινήσεις το κασκόλ του, έβγαλε και τα δερμάτινα γάντια του, κοιταξε ξανα όλους γυρω γυρω με μια παγωμένη γκριμάτσα αυτή τη φορά π' έμοιαζε με χαμόγελο κι άπλωσε το χέρι του να χαιρετισει με χειραψια τον Αργυρη. - Δέσποτας Αλέξιος, αυτοσυστήθηκε. Τους άλλους τους ξέρω. Μόνον εσένα δε γνωριζω και με μοιάζεις λιγο αγριάνθρωπος, ειπε με τη λεπτή ευγενικιά και σιγουρα πουστικια φωνή του. Σηκωθέιτε..., σηκωθέιτέ..., έκανε με τις δυο του παλάμες μια αργή ντελικάτη κινηση προς τα πάνω. Ολόκληρος δέσπότης μπήκε βρε ρουφιάνοι, συνέχισε με το γλυκανάλατο υφος του και το πρόστυχο γαμόγελό του. Δέιξτε βρε άθεοι λιγο σεβασμό. Θα με ρωτήστε τώρα τι ζητάω κι ήρθα εδώ μέσα στη μουτζουρα και τη βρωμιά κοτζαμάν δέσπότης. Οχι βρε βλάκες. Δεν ήρθα ουτε να σας ευλογήσω, ουτε να σας έξομολογήσω. Ί-!ρθα βρε κέρχανατζήδες αν αγαπάτε το Θεό σας - τους κοιταξε όλους έναν έναν με το ιδιο πάντα πρόστυχο χαμόγελο χωρις να σταματήσει να μιλάει - να ζητήσω δουλειά για να θολώσω λιγο τα νερά που λέμε, γιατι ειμαι δω δυο χρόνια τώρα και δεν έχω δουλέψει ουτε μια ώρα. Με τα κόλπα ζω τόσο καιρό και οι αρχές με βαλαν λιγο στο μάτι.
Να κανω λοιπον λιγο καιρο πως δουλευω να τους ριξω σταχτή στα ματια. Καταλαβατε; έβαλε το δαχτυλο του στον κροταφο κλεινοντας συγχρόνως και το δεξι του ματι. Από κοροιδα εδώ ο τοπος ειναι γεματος. Ο Αργυρης που τον έβλεπε πρώτη φορα, κοντευε να σασιρντισει απ' την έκπληξη. Ο τροπος που μιλουσε ασταματητα χωρις να βαζει ουτε τέλειες, ουτε κόμματα πηδώντας απ' το'να στ' αλλο με μια ανεση που προκαλουσε έκπληξη, σε συνδυασμο με τις θηλυπρέπεις κουνιστές του κινήσεις, τον αφησε αφωνο να τον κοιταει και να τον ακουει σα χανος. - Θα ρωτήστε βέβαια, συνέχισε ακαθέκτος τη λογοδιαρροια του ο δεσποτης, για ποια και τι λογής κολπα προκειται και θα σας απαντήσω ότι προκειται για τις δικές μου μικρές κι ανώδυνες απατές που κοστιζουν ελαχιστα στους αλλους, αλλα που πολλαπλασιαστικα που λέμε, γεμιζουν τις δικές μου τσέπες. Τι ειναι πεντακοσιες κορώνες για έναν απελπισμένο που δεν έχει αδεια παραμονής και εργασιας και κινδυνευέι να τον τσουβαλιασουν και να τον στειλουν αρον αρον απο κει που ήρθε; Τιποτα δεν ειναι, απαντησε μόνος του. Για μένα ομως βαλε εικοσι τριαντα τέτοια κοροιδα και πολλαπλασιασε να δεις ποσα λεφτα κανουν. Κουνησε ξανα με τον πουστικο του τροπο το δεξι του χέρι, τους ξανακλεισε το ματι και συνέχισε με μεγαλυτερη ακόμα ταχυτητα. - Τι αλλο να κανω βρε παιδια. Ολοκληρος δεσποτης απ' το Σινα ειμαι. Ετσι δεν ειναι Δημητρακη, έδειξε με το δαχτυλο τον Δημήτρη. Αυτος ξέρει πολυ καλα γιατι μ' έφερε έναν φουκαρα απ' τον συλλογο να τον βοηθήσω και τον εξυπηρέτησα χωρις να του παρω φραγκο. Διοτι ασκώ και κοινωνικό έργο. Κανω κι εγώ, μαρτυς μου ο Θεος, τα ψυχικα μου που λέμε. Γέλασε με τον πρόστυχο τροπο του και κουνησε παλι το δεξι του χέρι μισοκλεινοντας τα ματια του. Ειναι δυνατον να δουλευω εδώ μέσα στη μουτζουρα επειδή καποιοι κατεργαρέοι στην Ελλαδα φθονησαν τις ικανότητές μου, ζήλέψαν τη μαγκια μου και με ξυρισαν; Γινεται αυτο; Οχι φυσικα, απαντησε μόνος του. Προσωρινα βέβαια θα το υποστώ κι αυτό αλλα να ειστε σιγουροι ότι σε λιγο καιρο ολοι θα τρέχουν σε μένα να εξυπηρετηθουν. Ετσι ακριβώς όπως έγινε οταν πήγα στον Άγιο Ορος και με το καλημέρα ανέλαβα το θεραπευτήριο και περνουσα ζωή χαρισαμενη. Κι αφου περνουσες τοσο καλα εκει στο Ορος θα με ρωτήσει ο φιλος μας απο δω ο Αργυρης, Αργυρη δε σε λένε εσένα κατεργαρουλη με τα μπιμπιλωτα τα ματια; Τέλος παντων θα με ρωτήστε γιατι παρατησα το Ορος που περνουσα ζωή και κοτα. Τα παρατησα βρε κουτοι γιατι γνώρισα τον Ωναση. Και ξέρτε πως έγινε αυτο; Ακουστε να σας το πω για να ξέρτε τι πα να πει
Αλέξιος. Διαόλού καλτσα που λέμε κατεργαρούλη εσύ, κούνησε με θηλυκό τρόπο το δαχτυλο στον Περικλή πού τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Να σας πω τωρα πως γνωρισα εκεί στο Ορος τον Αριστοτέλη τον Ωναση.... Κάθισε κατω εσύ βρε μπαγασα που κατούρήθηκες και πας ντούγρού για την τουαλέτα, παρατήρησε με μια αναπνοή χωρίς να διακόψει καθόλου την αφήγηση τού τον Θαναση, που παλεύε αναμεσα στα γέλια και τη σοβαρότητα τ' αριστερού σε τέτοια καραγκιοζλίκια. Τέλος παντων...., συνέχισε απτόητος. Αυτό με τον Ωνάση θα το πούμε αργότερα για το πως ήρθε εκεί με το κότερό του μαζί με την Ελσα Μάξγουελ, εκείνη τη ρούφιανα την κούτσομπόλα που γραφει στις κοσμικές στήλες των περιοδικων της Αμερικής. Εγω τους ξέρω όλους τους δεσποταδες και τους επισκόπούς κι αρχιεπισκόπούς απ' έξω κι ανακατωτα και μια μέρα θα γραψω βιβλίο ή τέλος παντων θα τ' αφηγηθω όλα σε καποιον πού θα τα γραψει να κανει μπέστ σέλερ πού λέμε, δηλαδή να σπασει όλα τα ρεκόρ σε πωλήσεις. Ασε π' εμένα θα με φάνε μόλις τους τα βγαλω στη φόρα για τις ίντριγκες και τα όργια που κανουν. Ω.., πω..., πω..., σήκωσε λύγισμένα απ' τα μπράτσα τα χέρια τού προς τα πανω με τις παλάμες λύγισμένες κι αυτές προς τα έξω, σαν αγγελούδι. Οργια να δούν τα ματια σας που να κοκκινίζούν και οι πουτάνες της Τρούμπας ή τού Βαρδαρη που λέτε σεις στη Θεσσα λονίκη κατεργαρούλη Σαλονικιέ εσύ, κούνησε το δαχτυλο στον Περικλή. Απ' τη Σαλονίκη δεν είσαι καλέ....; Και τον βασιλιά γνωριζα πρέπει να σας το πω κι αυτό, συνέχισε με μια αναπνοή. Τι τον γνωριζα δηλαδή, που με τη μανα του ήμασταν κωλος και βρακί και δεν έκανε βήμα χωρίς εμένα. Πανούργα αλλά καπατσα γυναίκα η άτιμη. Ο αντρας της ο Παύλος ήταν τελείως αβούλος κι αυτή η πανούργα τον έκανε ότι ήθελε. Οταν λοιπόν ήρθε ο Ωνάσης με το κότερο του στο άγιο Ορος, ήθελε σωνει και καλα να βγει μαζί τού κι εκείνη η ρούφιανοκούτσομπόλα η Ελσα η Μάξγουελ. Ολοι στο τέλος το δέχτηκαν. Κοτζαμαν Ωνάσης βλέπεις ήταν αυτός, αλλά έγω ήμουνα ο μόνος π' αρνήθηκα να δεχτω κατι τέτοιο αφού αυτό απαγορεύεται απ' τους ιερούς κανόνες του Ορούς. «Πολύ πεισματαρης είσαι» με είπε ο Ωνάσης και με κάλεσε οπότε ήθελα να παω να τον βρω και φυσικα μετά από λίγο καιρό αυτό έκανα. Πήγα λοιπόν και τον βρήκα στο Μόντε Κάρλο και μ' ανέθεσε ν' αναλάβω τον γιο τού τον Αλέξαντρο να τον διδαξω. Οχι να τον μαθω γραμματα βρε βλάκα εσύ που με κοιτας λοξά αλλά να τον βοηθήσω να ξυπνήσει πού λέμε. - Παρε και καμια αναπνοή ρε μάστορα. Θα πνιγείς έτσι πού τα λες όλα μαζεμένα και περδούκλωμένα, παρατήρησε ο Αργύρης κι έκανε το σταυρό του. Πρωτη φόρα βλέπω ανθρωπο να'χει φαει τόση γλιστρίδα.
- Μπόστα εσύ. Μπόστα να τελειώσω την κουβέντα μου και θα σε περιλαβω και του λόγου σου, έκανε μια κινηση με το χέρι του π' ήθελε να πει ότι θα τον δειρει σα τα μωρό στον πισινό και συνέχισε. Μια μέρα λοιπόν ο Αλέξαντρος ήθελε να βγει κρυφό κι αυτό ήταν δύσκολο να γινει, γιατι έπρεπε σε κόθε του κινηση να συνοδεύεται από καποιους που τους ειχε αναθέσει ο πατέρας του να τον συνοδεύουν σε κόθε του βήμα και να τον φυλόνε. Αυτός όμως ήθελε να βγει οπωσδήποτε μόνος του, γιατι όπως φαινεται ειχε ο κατεργαρόκος κόποια γκομενούλα π' ήθελε να τη συναντήσει στα κρυφό. Εγώ δε τον αφηνα με κανένα τρόπο. «Ασε με δέσποτα να πόω και δε πρόκειται να πω κουβέντα στον πατέρα μου». «Αδύνατον» του'πα εγώ. «Ο πατέρας σου μου εμπιστεύτηκε και δε μπορώ να πουλήσω την εμπιστοσύνη του με κανένα τρόπο» Ο Ωνασης ειχε βόλει μικρόφωνα και τα'κουσε όλα. Με φώναξε την αλλη μέρα κι όρχισε να με κόνει παρατηρήσεις ότι ταχα συνωμοτούσα με το γιο του. Εγώ, πονηρός όπως ειμαι, έκανα πως θύμωσα τόσο πολύ που τον απειλησα ότι θα του αστραψω μια μπότσα, οπότε κεινος χαμογέλασε και με ειπε ότι τα ειχε ακούσει όλα και ότι, όπως καταλαβαινω, δε μπορει να'χει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του μετό συγχωρήσεως. «Σκέψου» με ειπε, «ότι περι βόλλομαι από προδότες και προδοσιες και πρέπει ν' αμύνομαι. Το βλέπεις και μόνος σου ότι η σαρκα μου, το αιμα μου, ο σπόρος μου, το ιδιο μου το παιδι δηλαδή, προσπαθει να με γελόσει και να
με προδώσει. Να εδώ την έχω την μπομπινα με τη συζήτησή σας που τη μαγνητοφωνησα». Μεγαλη υπόθεση το μαγνητόφωνο και να σας πω για την πρώτη φορό που με μαγνητοφώνησαν όταν με καλεσε ο Παπας μια μέρα να μ' εμπιστευτει μυστικό της καθολικής εκκλησιας και τις προσπαθειες π' έκαναν οι καθολικοι για την ένωση των εκκλησιών. Σε κεινη τη μαγνητοφώνηση ακουσα για πρώτη φορό και την πούστικια φωνή μου. Μια μέρα που μιλούσα με τον Παπα χτυπαει το τηλέφωνο κι ειναι που λες ο πρόεδρος Κένεντυ, π' ήθελε λέει να μιλήσει με τον Αγιο πατέρα αλλό.... - Μαντζουρανα στο κατώι, γαιδαρος στα κεραμιδια, βασανα που'χει η αγόπη, να σε δαγκανα στο σβέρκο. Αλαμπουρνέζικα δηλαδή. Κανε ρε κουμπόρε και καμιό σταση, έβαλε τις φωνές ο Αργύρης ενώ οι αλλοι κρυφογελούσαν. Αντε να σε βοηθήσουμε να πιασεις εδώ δουλειό να'χεις να μας λες τα κατορθώματα σου. 'Ελα μαζι μου να παμε στον προισταμενο, ειπε και σκώθηκε. Δουλεια για τα σαββατοκύριακα έχει για όλον τον κόσμο. - Μια στιγμή να σας τελειώσω αυτό με τον Ωναση, διαμαρτυρήθηκε ο “δεσπότης" αλλό κεινη τη στιγμή ακούστηκαν οι μηχανές π'
έβαλαν μπρος κι όλοι πετάχτηκαν απάνω να τρέξουν στο πόστο τους, εκτός φυσικά απ' τον Βασιλη που ειχε εξαφανιστει. - Πάμε στον προιστάμένο ειπε γελώντας ο Αργυρης στον “δέσπότη" και τον έπιασε δυνατά απ' το μπράτσο. Μέ σένα θα περνάμε μια χαρά. Μπαχτσές εισαι.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο 200
5
Ο Χαράλαμπος πετάχτηκε αλαφιασμένος απ το κρεβάτι του και κοιταξε νυσταγμένος κι ανήσυχος γυρω του στο μικρό και περιποιημένο δωμάτιο, σα να το'βλέπέ για πρώτη φορά. Τέτοιο φριχτό όνειρο δεν ειχε ξαναδέι. Τόση ήταν η λαχτάρα που πήρε, ώστε κουκουλώθηκε με το παπλωματάκι του πάνω απ' το κεφάλι για περισσότερο από δυο λεπτά και ξεσκέπάστηκε απότομα για να σιγουρευτέι ότι αυτό που τόσο έντονα έζησε, δεν ήταν τιποτ' άλλο παρά ένα όνειρο. Σκώθηκε απ' το κρεβάτι του όμως αμέσως ξανάκατσέ γιατι τα πόδια του δε τον στήριζαν. Κάθισε έτσι ανήμπορος και στεναχωρημένος με βαριές σκέψεις και κακά προαιστήματα για περισσότερο από δέκα λεπτά. Σε κάποια στιγμή το πήρε απόφαση ότι πρέπει να σκωθει κι έκανε μια προσπάθεια παρά τη ζαλάδα που του'ρθε κι αυτή καπάκι για να τον αποκάνέι θαρρεις τελειως. Στάθηκε πρώτα καμπουριαστός με το κεφάλι κρεμασμένο να βλέπει τα ξυπόλητα πόδια του, ενώ σιγά σιγά προσπάθησε να σκώσει το κορμι του. Τα πόδια του έτρεμαν και τον κρατουσαν με το ζόρι. 'Εκανε μερικά βήματα τσαλαπατώντας άγαρμπα μέχρι το μικρό κουζινάκι του και κρατήθηκέ απ' την άκρη του πάγκου για να μπορέσει να μεινει όρθιος. Με το'να χέρι έβαλε νερό και πρόσθεσε άλλο τόσο καφέ στην καφέτιέρα που την ειχε πάντα έτοιμη από βραδυς. Πάτησε το κουμπι ανάβοντας το μηχάνημα να φτιάξει ένα δυνατό καφέ, για να μπορέσει να συνηφέρει. Κυριακή σήμερα αλλά δε δουλευει στην εφημεριδα γιατι εδώ και λιγο καιρό αποφάσισε ότι μια Κυριακή το μήνα πρέπει να ξεκουράζεται. Τα χρόνια άρχισαν να περνουν και καταλαβαινέι ότι οι δυνάμεις του δε του επιτρέπουν άλλο την υπερένταση και τη χαμαλιστικια δουλειά. Ασε που αυτός δεν έχει ανάγκη απ' τα επιπλέον χρήματα που κερδιζει στην εφημεριδα, όχι γιατι ειναι τιποτα πλουσιος αλλά γιατι έβαλε από χρόνια τη ζωή του σ' ένα ρυθμό και ζει χωρις ιδιαιτέρες απαιτήσεις.
Μέχρι πριν λιγα χρονια το'χε απαραιτητο να πηγαινει καθε χρονο το καλοκαιρι στην Ελλαδα και γι' αυτό μαζευε ολο το χρονο λεφτα. Ειναι ομως τοσα χρονια τώρα και πιο συγκεκριμένα απο κεινο το καλοκαιρι που γυρισε μαζι με τον Βασιλη, που δε ξαναπήγέ. Τα λεφτα που κερδιζει απ' τη δουλεια του στο εργοστασιο του φτανουν και του περισσευουν. Άσε που έχει και στην Ελλαδα κατατεθειμένα στην τραπεζα ένα σωρο καταθέσεις από κεινα τα χωραφια που πουλησε και που σκέδον όλα τα προοριζει για τον Βασιλη, εξόν απ' ένα σχετικα μικρο μέρος που θα το κρατήσει να πορευτέι στα γεραματα του, αν τελικα αποφασισει να γυρισει στο χωριο να περασει εκει τα τελευταια του χρονια. Τι να τα κανει τα παραπανω; Μια ψυχή μόνη κι έρημη ειναι και οι αναγκες του περιορισμένες. Μονος και μαγκουφης έμεινε στη ζωή. Η μοναξια αυτή, ειναι σιγουρος πια, θα τον συνοδέψει ισα με το τέλος. Αυτή η μοναξια ειναι που τον πνιγει και τον αναγκασε να πιασει κι αυτος δουλεια τα σαββατοκυριακα στην εφημεριδα, για να'χει κατι να κανει τις δυο μέρες που μένει εντελώς μόνος κι απραγος χωρις παρέα και χωρις έναν ανθρωπο ν' αλλαξει δυο κουβέντες. Για παρέα με τον Βασιλη δε γινοταν λογος. Αυτος πια δουλευε μέρα νυχτα, Κυριακή καθημερνή. Στην αρχή ειν' η αλήθεια τα περνουσαν μια χαρα οι δυο τους τα σαββατοκυριακα. Σιγα σιγα ομως ο Βασιλης εξαφανιστηκε χωμένος στα βιβλια του και στην ατέλειωτη δουλεια. - Μια συντροφια. Αν ειχα μια συντροφια....μουρμουρισε και θυμήθηκε τον Οσκαρ που δουλευει χρονια τώρα στο διπλανό πόστο και που μια μέρα τον ρώτησε, λιγο ειρωνικα ειν' η αλήθεια, τι κουβέντες αλλαζει με τη γυναικα του τώρα μετα απο σαραντα χρονια παντρεμένοι και με τα δυο τους παιδια με δικές τους οικογένειες και φευγατα απ' το σπιτι. Ο Οσκαρ τον κοιταξε με κεινο το μόνιμα αγαθό του υφος, σκέφτηκε για λιγο κουνώντας το κεφαλι του και του εξήγησε με χαμηλή, ήρεμη φωνή, σα να'λεγε παραμυθι. - Καθομαι ας πουμε εγώ εδώ σε μια πολυθρόνα - έδειξε με τα δυο του χέρια ένα σημειο στο πατωμα - και διαβαζω την εφημεριδα μου. Εκει διπλα καθεται στη δικια της πολυθρόνα η γρια μου και πλέκει. Καποια στιγμή σκώνω τα ματια μου, γυριζω λιγο το κεφαλι μου και την κοιταζω παν' απ' τα γυαλια μου χωρις να πω κουβέντα. Από διαισθηση σκώνει και κεινη τα ματια της. Κοιταζομαστε για μια στιγμή κι αμέσως γυρναμε εγώ στην εφημεριδα μου και κεινη στο πλεχτό της. Αυτή ειναι η συντροφια αν σ' έδωσα να καταλαβεις, καταληξε ο Οσκαρ. Σοφές κουβέντες, μουρμουρισε πικραμένος ο Χαραλαμπος και κοιταξε γυρνώντας το κεφαλι του το ρολόι στο κομοδινο. Ειδε ότι ειχε σκέδον μεσημεριασει.
- Κοντεύει δωδεκα, μουρμούρισε. Προσπάθησε να δωσει μια εξήγηση για την κατασταση του, η οποία δε πίστευε ότι είχε σχέση με το φριχτό όνειρο π' είδε αλλά ότι τ' όνειρο ήταν ίσως αποτέλεσμα καποιας διαταραχής τού οργανισμού του.
«Καποια διαταραχή στο στομάχι», προσπάθησε να χαμογέλασε! και να ηρεμήσει. «Βαρύστομαχιασες Χαραλαμπε». Εφερε το μυαλό του στο χτεσινό βραδύ κι αναλογίστηκε το φαγητό π' έφαγε. Είχε σίγουρα κανει καποια κατάχρηση επειδή το φαγητό - μακαρόνια με κρέας - το'χε μαγειρέψει με μπόλικια σάλτσα ειν' η αλήθεια και τού αρεσε παρα πολύ, ωστε να φαει αρκετα παραπανω απ' ότι συνήθιζε. Γιατί ο Χαράλαμπος τηρούσε κατά γραμμα αυτό π' άκουγε απ' τον πατέρα του όταν ήταν μικρός. «Το πρωινό σου να το τρως μόνος σού. Το μεσημεριανό σου να το μοιράζεσαι με τον φίλο σου και το βραδινό σου να το δίνεις στον οχτρό σου». Τα βράδια λοιπόν δεν έτρωγε σκεδόν ποτέ, παρα μόνο όταν ήταν καλεσμένος καπου κι έπρεπε να φαει έστω και λίγο, ποιο πολύ από ευγένεια παρα από αναγκη. Τη μέρα όμως π' ήταν καλεσμένος, απόφεύγε να φαει το μεσημέρι. Ούτε μπορεί να καταλαβει τι λογιω λαιμαργία ήταν αυτή πού τον καβαλησε χτες το βραδύ. Λίγο πριν κοιμηθεί - αφού είδε μια ωραία ταινία στην τηλεόραση - πήγε στην κουζίνα να βαλει μόνο μια πιρούνια στο στόμα του, αλλά δε μπόρεσε να κρατηθεί και πιρούνια στην πιρούνια έφαγε κοντα ενάμιση πιάτο.
«Ασύνήθιστος όπως είμαι στο βραδινό φαγητό, φαίνεται ότι με βαρύνε πολύ στο στομάχι», σκέφτηκε ένω γέμιζε ένα μεγαλο φλιτζάνι καφέ. Πήρε τον καφέ τού και με πιο σταθερό βήμα τωρα πήγε και κάθισε στην ακρη του κρεβατιού. Τ' όνειρο τού ξαναρθε στο νού κι ένοιωσε μια ανατριχίλα να σέρνεται σ' όλο τού το κορμί και τις τρίχες του να σκωνονται σα βελόνια. Ήταν λέει ένα καταπράσινο μεγαλο λιβάδι όπου βόσκαν αμέριμνα καμια πενηνταριά κατασπρα πρόβατα που χοροπηδούσαν, έπαιζαν και χαίρονταν τ' ωραίο ίσωμα και το παχύ χόρτο. Ο Χαράλαμπος στεκόταν σε μια ακρη και τα παρατηρούσε χαμογελαστός, όταν ξαφνικα πρόσεξε ότι το λιβάδι είχε γύρω γύρω μια τεραστια, μια ψηλή πέτρινη μάντρα βαμμένη κατασπρη κι ότι κι αυτός ο ίδιος βρισκόταν κλεισμένος μέσα της. Κοίταξε με προσοχή κι είδε ότι η μάντρα ήταν τόσο καλα κι όμορφα χτισμένη, που δεν έφευγε χιλιοστά από καμια μερια. Το σούβαντισμα της ήταν το πιο τέλειο σούβαντισμα π' είχε δει ποτέ του. Τόσο λείο π' όταν κανένα απ' τα πρόβατα, που λες κατι το τσίμπαγε, ορμούσε σα τρελό να σκαρφαλωσει για να πηδήξει απ'
την αλλη μερια, γλιστρούσε κι έπεφτε πισω ανήμπορο και πληγωμένο. Για μια στιγμή, έτσι στα ξαφνικό όπως στο κότω κότω αρμόζει στα όνειρα, φανηκε μπροστό του ένα κατασκεύασμα π' έμοιαζε σαν εναέριος σιδηρόδρομος. Η μια του ακρη αρχιζε κει μπροστό απ' τα πόδια του και γυρνώντας γύρω γύρω διπλα στον μαντρότοιχο, έβγαινε απ' ένα ανοιγμα στην απέναντι μερια. Και τότε έγινε κότι τρομερό. Μπήκαν, δε ξέρει να πει πως, καποιοι όνθρωποι με πλαστικό ρούχα και μακριές πλαστικές ποδιές π' έφταναν ισα με τ' ακροδαχτυλα τους. Χαχανιζοντας κι αστειευόμενοι αρπαζαν ένα ένα τα πρόβατα και τ' αγκιστρωναν απ' το κατωσόγονο, έτσι ζωντανό, σε κότι μεγαλα μαύρα και μυτερό τσιγκέλια στην αλυσιδα που ρολόριζε πόνω σε κεινον τον εναέριο σιδηρόδρομο. Κεινα τα κακόμοιρα κλωτσούσαν τον αέρα σφαδόζοντας απελπισμένα. Τώρα πως έγινε να βρεθει ο Χαραλαμπος από κει π' ήταν στην αρχή της αλυσιδας στο τέλος της και να βλέπει τ' αγκιστρωμένα πρόβατα να'ρχουνται κατό πόνω του, δε μπορει να το εξηγήσει. Στο κότω κότω όνειρο ειν' αυτό και πας απ' το'να μέρος στ' όλλο χωρις να το καταλαβεις. «Που τα πότε έτσι αγκιστρωμένα τα κακομοιρικα τα πρόβατα;» ρώτησε έναν απ' αυτούς με τα πλαστικό ρούχα. Εκεινος χαχανισε σα να τον ρώτησε το πιο περιεργο πρόμα στον κόσμο. «Πρόβατα ειν' αυτό ρε βλόκα;» ρώτησε και τον κοιταξε καλό καλό από πόνου ισα με κατου. «Εμεις τα πρόβατα τ' αγαπαμε και τα σεβόμαστε όπως όλα τα ζώα. Αντε τώρα πιο κει μη βρεθεις κι εσύ αγκιστρωμένος». Ο Χαραλαμπος ξανακοιταξε με γουρλωμένα μότια τα κρεμασμένα ζωντανό έτσι όπως έρχονταν κρεμασμένα προς το μέρος του για να βγουν απ' τ' ανοιγμα της μόντρας. Παρατήρησε με φρικη ότι καθώς περνούσαν από μπροστό του αλλαζαν μορφή και τα μούτρα τους γινόταν ανθρώπινα. Πρώτον πρώτον ειδε τον ανιψιό του τον Βασιλη, που κρεμόταν ακινητος κι απαθής κρεμασμένος απ' το κατωσόγονο με το κεφόλι γερμένο δεξό. Από πισω έρχονταν κεινος ο Θόδωρος, ο Πον ο Σινσινατι όπως τον λέγαν όλοι, που σπαρταρούσε μ' ένα φοβερό τρόπο κι έβγαζε κότι ανατριχιαστικό μουγκρητό. Ο Χαραλαμπος, αν και οι κραυγές του ήταν αναρθρες, ξεδιαλυνε θαρρεις μέσα στο μυαλό του πολύ καθαρό τις κραυγές του Θόδωρου. «Αφήστε με. Ξεκρεμόστε με. Πρέπει να φύγω γρήγορα. Πρέπει να παω στο Σινσινατι».. Πιο πισω ακολουθούσε ο Αργύρης, αλλό αυτός χαμογελούσε ειρωνικό και τον κοιτούσε στα μότια σα να'θελε να του πει κότι. Μόλις πέρασε από μπροστό του, κούνησε τα χειλια του κι ο
Χαράλαμπος έσκυψε βάζοντας τ' αυτι του κοντά στο στόμα του για ν' ακουσει τα λόγια του. «Πουθενά δε χωράει ο άνθρωπος», ειπε. «Ουτε στο σπιτι του, ουτε στο ιδιο του το πέτσι. Ολη μου τη ζήση πάλέυα να φτιάξω μια οικογένεια με παιδιά και τώρα που τα'φτιαξα έρχονται τουτοι οι χασάπηδες να μας παν στο θάνατο». Πισω ακολουθουσαν ένα σωρό άλλοι, γνωστοι και φιλοι όλοι τους, π' όταν φτάναν μπροστά του κάτι ειχαν να μουρμουρισουν και να παραπονέθουν. Εκει ακριβώς ξυπνησέ. - Λες να συμβαινει τιποτα; μουρμουρισέ κι έπιασε με τρέμάμενο χέρι το τηλέφωνο. Ο Βασιλης ειχε την προηγουμενη Κυριακή τα μαυρα του τα χάλια, ενώ χτές δε φάνηκε στην εφημεριδα. ολόκληρη βδομάδα ειχαν να ιδωθουν ή να μιλήσουν στο τηλέφωνο, γιατι ο Χαράλαμπος ειχε παραξηγηθέι και πέισμώσει απ' τη συμπεριφορά και το βιαιο σπρώξιμο τ' ανιψιου του. Ξανακοιταξε το ρολόι. Η ώρα ειχε πάει μια κι Βασιλης, που μάλλον ειχε πάει να δουλέψει όπως κάθε Κυριακή στην εφημεριδα, θα ειχε ως τα τώρα σχολάσέι και πρέπει να ήταν στο σπιτι. 'Εβαλε κατά μέρος τους εγωισμους, σχημάτισε τον αριθμό και περιμενε ταραγμένος κι ανήσυχος. Τ' άφησέ να χτυπήσει κοντά δέκα φορές, αν και όσες φορές έπαιρνε το τηλέφωνο δε προλάβαινέ να χτυπήσει ποτέ πάνω από δυο, το πολυ τρεις φορές και το σήκωναν. - Περιεργο, ειπε δυνατά. Κι ο Βασιλης να μην ειναι ακόμα στο σπιτι, θα'πρεπε να'ναι η γυναικα του. Μήπως πήρες βρε μπουνταλά λάθος τηλέφωνο; ειπε χαμογελώντας με το ζόρι στον εαυτό του και σχημάτισε ξανά και προσεχτικά τον αριθμό. Στο πέμπτο ή έκτο χτυπημα κατάλαβε ότι κάποιος σήκωσε τ' ακουστικό, αλλά δε μιλουσε. Ακουγόταν μόνο μια βαριά πνιχτή ανάσα, σαν ανθρώπου που βασανιζεται στο ξεψυχισμά του. - Ελα...! 'Ελα Βασιλη... Εγώ ειμαι ο Χαράλαμπος ο θειος σου, μιλησε δυνατά και μ' αγωνια. Συμβαινέι τιποτα...; Τι τρέχει....; Μιλα. Πες κάτι Βασιλη.... Εσυ εισαι παιδι μου...; Βασιλη μ' ακους παιδι μου..; Η βαριά ανάσα συνέχισε για λιγο ακόμα και μετά ακουστηκε ένας απότομος θόρυβος, σα να'πέσέ τ' ακουστικό του τηλεφώνου απ' τα χέρια αυτουνου που το κρατουσε. Αλαφιασμένος ο Χαράλαμπος πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να ντυνεται όσο πιο γρήγορα μπορουσε. Πρέπει να τρέξει γρήγορα γιατι κάτι συμβαινει με τον ανιψιό του ή τέλος πάντων με την οικογένεια του. Σκέφτηκε για μια στιγμή να πάρει τηλέφωνο στην αστυνομια, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Καλυτερα να πάρει κάποιον φιλο και να πάνε μαζι στο σπιτι του Βασιλη να δουν τι συμβαινει.
Σταθηκε σασιρντισμένος μπροστα στην πόρτα προσπαθώντας να φέρει καποιον στο μυαλο του. Που να τους βρει εξ' αλλου τους φιλους που ζουσε τοσα χρονια μόνος κι απομονωμένος; Ξαφνικα ήρθε στο μυαλο του ο Αργυρης που δουλευουν μαζι τα σαββατοκυριακα στην εφημεριδα, αν και δεν έχει μαζι του πολλα παρε δώσε. Ενα Σαββατο μόνο π' έφυγαν τελευταιοι οι δυο τους απ' τη δουλεια, ήπιαν μαζι έναν καφέ στο παταρακι εκει σε μια μικρή καφετέρια κοντα στην εφημεριδα κι ο Αργυρης του'δωσε το τηλέφωνο του για να βρεθουν καμια φορα, να τα πουν με την ησυχια τους. Άνοιξε το συρταρι του κομοδινου του και βρήκε τη μικρή χαρτοπετσέτα της καφετέριας, οπου ο Αργυρης ειχε γραψει το τηλέφωνό του. Κοιταξε τον αριθμο διβουλος κι αναποφασιστος. Τελικα σχηματισε τον αριθμό γρήγορα κι αποφασιστικα. Για καλή του τυχη απαντησε ο ιδιος ο Αργυρης, που φαινεται ότι κεινη την ώρα έτρωγε και το στομα του ακουγονταν μπουκωμένο. - Με συγχωρεις που σ' ανησυχώ στο σπιτι σου μεσημεριατικα, ειπε λιγο μουδιασμένος. Ειμαι ο Χαραλαμπος ο θειος του Βασιλη. Με καταλαβες; - Και βέβαια σε καταλαβα ρε Χαραλαμπε, απαντησε ο Αργυρης χαρουμενα. Να βρεθουμε ρε συ καμια ώρα. Θέλεις να περασεις απ' το σπιτι μου τ' απόγεμα για καφέ; - Ευχαριστώ πολυ απαντησε ο Χαραλαμπος αλλα μ' ολο το θαρρος σε πήρα να σε πω ένα μεγαλο προβλημα που θέλω τη βοήθεια σου Αργυρη. - Ευχαριστως. Για λέγε. Ο Χαραλαμπος κομπιασε για μια στιγμή. Του φανηκε ανόητο ν' αφηγηθει απ' το τηλέφωνο τ' όνειρο π' ειδε και τη βαρια ανασα π' ακουγε οταν πήρε το σπιτι τ' ανιψιου του. - Κατι τρέχει με τον ανιψιό μου τον Βασιλη ή με την οικογένεια του τέλος παντων, ειπε. Θέλω αν ειναι δυνατον να συναντηθουμε στο σπιτι του, γιατι δε τολμαω να παω μόνος μου. Ξέρεις που μένει; - Ναι απαντησε μετα απο μικρή σιωπή ο Αργυρης. Ετυχε να περναω μια μέρα απο κει και μου'δειξε το σπιτι του. Σταματησε για μερικα δευτερολεπτα και μετα ειπε σκεφτικός. - Ουτε σήμερα ήρθε ο Βασιλης στη δουλεια Χαραλαμπε. Την περασμένη Κυριακή που ήρθε, το θυμασαι κι εσυ πολυ καλα, φαινόταν αναστατωμένος κι έφυγε χωρις να τον παρει χαμπαρι κανένας. Από τοτε καταλαβα ότι κατι τρέχει, γιατι αν θυμασαι μιλησε και με τροπο αποτομο κι αγαρμπο και στον Θαναση και σε μένα. Εμένα να σε πω την αλήθεια, με πέρασε απ' το μυαλο ότι κανένα καβγαδακι απ' αυτα που γινονται μ' όλα τα ζευγαρια έστησε με τη γυναικα του πρωι πρωι κι ειχε ο φουκαρας τα νευρα
του. Τέλος παντων. Κυριακή κοντή γιορτή που λέμε. Κλείσε και σε μισή ωρα να βρεθούμε έξω απ' το σπίτι του. Ο Χαράλαμπος έκλεισε ανακουφισμένος το τηλέφωνο. Φόρεσε το παλτό τού και το γούνινο καπέλο τού και βγήκε τρέχοντας να φτασει το γρηγορότερο δυνατόν. Δε χρειάστηκε να περιμένει τον Αργύρη ούτε καν πέντε λεπτα, που του φανηκαν όμως ωρες ατέλειωτες έτσι όπως βηματιζε νευρικά έξω απ' την πόρτα της οικοδομής του Βασίλη. Μπήκαν αμίλητο! κι ανέβηκαν στο πρωτο πάτωμα π' ήταν το διαμέρισμα. Ο Χαράλαμπος πριν χτυπήσει το κουδούνι γύρισε και κοίταξε προβληματισμένος τον Αργύρη πού τον κοιτούσε στεναχωρημένος. - Τι στέκεσαι σα το άγαλμα ρε Χαραλαμπε, χαμογέλασε με κόπο. Χτύπα επιτέλους. Ο Χαράλαμπος στάθηκε ακόμα μερικα δευτερόλεπτα σα να το σκέπτονταν. - Λύθηκαν τα πόδια μου Αργύρη, ψέλλισε έτοιμος να βαλει τα κλάματα. Φταίει ίσως κείνο τ' αναθεματισμένο τ' όνειρο. - Τι όνειρα και πρασιν' αλογα ρε Χαραλαμπε. Χτύπα να δούμε αν και τι τρέχει με τον ανιψιό σού. Ο Χαράλαμπος πάτησε το κουδούνι και περίμεναν κοιτάζοντας ο ένας τον αλλον σύνοφρύωμένοι. Τη δεύτερη φορα χτύπησε ο Αργύρης αλλά και παλι κανείς δεν ήρθε ν' ανοίξει την πόρτα. - Να ειδοποιήσού με την αστυνομία πρότεινε ο Αργύρης κι έσπρωξε μαλακα την πόρτα π' ανοιξε, γιατί κατά πως φαίνεται ήταν ξεκλείδωτη κι απασφαλισμένη. Τρέξαν και οι δύο μέσα ψάχνοντας τα δύο δωματια όμως δεν είδαν παρα μόνο ρούχα πεταμένα στα κρεβάτια και στο πάτωμα και μια ανακατωσούρα π' ήταν για τον Χαράλαμπο, π' ήξερε τη νοικοκύροσύνη τ' ανιψιού τού και της γυναίκας του, ανεξήγητο κι ανησυχητικό. Οταν ανοιξαν την πόρτα της κουζίνας έμειναν μαρμαρωμένοι. Είδαν έκπληκτοι τον Βασίλη να καθεται σε μια καρέκλα μπροστα στο τραπέζι. Είχε καρφωμένούς τους αγκωνες πανω τού κρατωντας με τα δύο του χέρια χούφτωμένο το κεφαλι, ενω μούρμούριζε συνεχως κατι ακαταλαβίστικα λόγια. Ο Χαράλαμπος έβαλε το χέρι τού στην πλατη τού Βασίλη που δε φανηκε να είχε παρει είδηση την είσοδό τους ούτε στο σπίτι, αλλά ούτε και στην κουζίνα. - Συμβαίνει τίποτα Βασίλη; ρωτησε μαλακα σκύβοντας πατρικα πανω του. Γιατί κάθεσαι έτσι μόνος κι έρημος εδω; Πού είναι η Λένα και τα παιδια;
Ο Αργύρης καθισε σε μια καρέκλα απέναντι απ' τον Βασιλη κι έκανε νόημα στον Χαραλαμπο δειχνοντας το σκυφτό πρόσωπο του Βασιλη. Απ' το στόμα του έτρεχαν σόλια π' ειχαν γεμισει το μέρος του τραπεζιού εκει μπροστό του κι ειχαν τρέξει μέχρι το πατωμα. Τα μότια του ήταν όδεια κι αψυχα, ενώ απ' το στόμα του έβγαινε ένα λαφρύ ανεπαισθητο βογκητό. Κατι σα μια ακαταλαβιστικα κουβέντα που την επαναλαμβανε ξανό και ξανό, ενώ η ανασα του, βαρια και βρωμερή, ακούγονταν σα λαφριό ροχαλητό. Ο Χαραλαμπος έκατσε στην αλλη καρέκλα διπλα στον Αργύρη και τον κοιταξε με σημασια. - Τι τρέχει ρε Αργύρη; Κατι σοβαρό φαινεται να συμβαινει με τον ανιψιό μου. Μιλα του και συ να δούμε τι έχει και τι θέλει. - Κατι λέει ρε συ Χαραλαμπε. Κατι μουρμουρόει συνέχεια, ειπε ο Αργύρης κι έσκυψε πόνω απ' τον Βασιλη βαζοντας τ' αυτι του κοντό στο στόμα του. Σσσσσσς...., έκανε κοιτώντας τον Χαραλαμπο π' ετοιμόζονταν να μιλήσει. Κατι π' αρχιζει από δέλτα λέει. Κατι σα δυσκολια, δυστυχια, δε μπορώ να καταλαβω τι λέει. Σσσσσς..., ξανακανε σκώνωντας την παλαμη του προς τον Χαραλαμπο ενώ έβαζε ακόμα πιο κοντό τ' αυτι του. Ακουσα τι λέει συνέχεια αλλό δε καταλαβαινω τι θέλει να πει μ' αυτό. Ολη την ώρα λέει το ιδιο πρόμα. “Δυσαρεστος" λέει συνέχεια. Καταλαβαινεις τιποτα εσύ ρε Χαραλαμπε; Ο Χαραλαμπος σήκωσε τους ώμους του κι όνοιξε τα χέρια του σε μια κινηση αποριας. - Χαμπόρι δεν έχω, ειπε. Τέλος πόντων. Τώρα τι κόνουμε; Μιλα του και συ ρε Αργύρη. Εσένα πόντα σ' εχτιμούσε και σε λογαριαζε. Ο Αργύρης κούνησε το κεφόλι του. - Μιλα του εσύ, ειπε. Εσύ εισαι θειος του κι αν ειναι εσένα θα σ'
ακούσει καλύτερα. Ξανακούνησε το κεφόλι του με μια έκφραση απαγοήτεψης στο μούτρο του. - Απ' ότι καταλαβαινω Χαραλαμπε, ούτε μας ακούει ούτε μας βλέπει στην κατασταση που ειναι. Ο Χαραλαμπος έκανε μια γκριμότσα δυσφοριας. - Οτι και να'ναι Αργύρη, αν του μιλήσουμε θα συνέλθει. 'Ετσι δε το καταλαβαινεις κι εσύ; Πε με ρε Αργύρη. Πες κότι να με δώκεις θαρρος που κοντεύω να σαλτόρω κι εγώ ο ιδιος. Γύρισε μετό και σκύβοντας μπροστό έπιασε μαλακό τον Βασιλη απ' το μπρατσο. - Μιλα ρε Βασιλη.... Τι τρέχει λεβέντη μου...; Πες κότι τέλος παντων..... Εκεινος έμεινε παντελώς ακινητος κι αδιαφορος με τα σόλια του να τρέχουν ασταμότητα. Κοιταζε με το ιδιο αδειο βλέμμα το ιδιο
σημειο του τραπεζιου εκει μπροστά στα μουτρα του, μουρμουριζοντας συνεχώς την ιδια κουβέντα. “Δυσάρεστος". Ο Χαράλαμπος τον κουνησέ στην αρχή μαλακά και μετά όλο και πιο δυνατά, ενώ δυνάμωσε τη φωνή του. - Αντε ρε παιδι μου. Ασε τώρα τα κλάματα και τα γυναικουλιστικα και πες μας τι τρέχει να σέ βοηθήσουμε. Μιλα ρε συ Βασιλη. Πες κάτι επιτέλους. Σα ξεχαζομένος κάνεις. Απολωλάθηκές παιδι μου; Πες και συ κάτι ρε Αργυρη. Πες του κι εσυ κάτι. Ο Αργυρης σκώθηκε απ' την καρέκλα του και πήγε στο παράθυρο. Στάθηκε ακινητος κοιτάζοντας αφηρημένα έξω στο μικρό παρκάκι το χυτό έργο κάποιου καλλιτέχνη που παράσταινε έναν άνθρωπο χωρις πρόσωπο, με τα χέρια σκωμένα κατά τον ουρανό σα σέ παρακαλετό. - Αδικα του μιλάς Χαράλαμπε, ειπε. Ουτε σ' ακουέι, ουτε σέ βλέπει. Κι ακόμα περισσότερο ουτε σε καταλαβαινέι. 'Εχω δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις στον πόλεμο, συνέχισε αφήνοντας έναν αναστεναγμό. Αρρώστια των νευρων ειναι. Μελαγχολια τη λένε κι ειναι πολυ άτιμη αρρώστια. - Τρελάθηκέ δηλαδή; πρόλαβε να ρωτήσει ο Χαράλαμπος, τη στιγμή που ο Αργυρης σήκωνε το τηλέφωνο να ειδοποιήσει τις πρώτες βοήθειες. - Ο Θεός κι η ψυχή μας Χαράλαμπε, απάντησε σκώνοντας τους ώμους του. Ο Βασιλης δε ξαναπήγέ να δουλέψει στην εφημεριδα. Η γυναικα του γυρισε μετά από έναν χρόνο όταν της τέλειωσαν τα χρήματα και ξανάφυγε μόλις μαζευτηκαν πάλι αρκετά κι αυτό το βιολι συνέχιστηκε για χρόνια. Ο Βασιλης έπαθε κατάθλιψη και παράτησε τα όνειρα και τις επιδιώξεις π' ειχε για μια διευθυντική θέση στην Ελλάδα. Μετά από λιγο καιρό τον μετέθέσαν σ' ένα τμήμα συναρμολόγησης, γιατι δε μπορουσε πια ν' ανταποκριθει στις απαιτήσεις του τμήματος έρευνας, όπου με τόσο κόπο ειχε καταφέρει ν' αναρριχηθει. Ο μόνος π' ακολουθουσε από κοντά την πορεια του, ήταν ο θειος του ο Χαράλαμπος. Στο τέλος τον έκλει σαν σέ νευρολογική κλινική απ' όπου έβγαινε μετά απ' ένα χρονικό διάστημα, για να ξαναμπει μετά από λιγο καιρό.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο Μο
Η Καλλιόπη τριγυρισε για λιγο ακόμα άσκοπα μέσα στο σπιτι συμμαζευοντας χωρις να υπάρχει λόγος, αφου όλα ήταν κατά πως πρέπει στη θέση τους.
Κοιταξε για μια ακομα φορα το μικρο της χρυσο ρολογακι και βουρκωσε. Δώρο του αντρα της απ' τα πρώτα λεφτα που πήραν οταν ήρθαν στη Σουηδια και στήναν μαζι καθε βραδυ τα όνειρα τους για το μέλλον και το μέλλον των παιδιών τους. Τι ωραιες μέρες έκεινες οταν φέυγαν πρωι πρωι, νυχτα ακομα, μέσα στο κρυο πιασμένοι αγκαζέ να πανε στη δουλεια τους; Γυρνουσαν το βραδυ πιασμένοι παλι αγκαζέ με μια περιεργη βιασυνη. Να φανε μανι μανι αμιλητοι και να πέσουν νωρις νωρις στο κρεβατι για ν' αρχισουν, πλημμυρισμένοι απ' τη χαρα τ' ονειρου και της ελπιδας, τις κουβέντες και τα σχέδια του γυρισμου τους στην Ελλαδα και τα παιδια τους. Αυτα ομως πανε χρονια τώρα που πέρασαν. Το αμεσο έγινε μακρινό και τα όνειρα δώσαν τη θέση τους στην ατέλειωτη μοναξια. Στην αρχή, οταν ο Λευτέρης της ειπε ότι σκέφτηκε να κανει κεινη τη δουλεια με τους καθαρισμους, τις στέντές όπως τις λένε, ξαφνιαστηκε ειν' η αλήθεια αλλα αμέσως καταλαβε ότι μ' αυτον τον τροπο θα μαζευαν τα λεφτα που τους χρειαζονταν πολυ
γρηγορότερα και πολυ γρηγορότερα φυσικα θα παιρναν το δρομο του γυρισμου. Επεσε λοιπον διπλα στον αντρα της να δουλευει μαζι του μέρα νυχτα και το θαμα που λέει κι αυτή, δεν αργησε. Καταφεραν να μαζέψουν κοντα τέτρακοσες χιλιαδες κορονες - μια ανασα δηλαδή απ' το μισο εκατομμυριο π' ήταν ο στοχος τους - που τα φυλαγαν στην τραπεζα και τα βλέπαν ν' αυγατιζουν βδομαδα τη βδομαδα. Η χαρα της απ' τη μέρα π' ορισαν ότι σ' ένα εξαμηνο θα τα μαζευαν οριστικα να φυγουν, δε περιγραφονταν. Ξαφνικα ομως ο Λευτέρης αρχισε να εξαφανιζεται τα βραδια με διαφορές δικαιολογιες, που στην αρχή την έβαλαν σε υποψιες ότι καποια αλλη γυναικα ήταν στη μέση. Μετα ομως απο λιγο καιρο, αφου πρώτα της έκανε κουβέντα ο πατέρας της, έμαθε ότι ο Λευτέρης ειχε αρχισει να συχναζει σε χαρτοπαιχτικές λέσχες. Οταν το κακο παραγινε, αποφασισε να του μιλήσει για να βαλει τα πραματα στη θέση τους. Αυτο τη συμβουλεψε κι ο Πον. «Μεγαλο κουσουρι ειναι λοιπον αυτό με τα χαρτια» της ειπε, «....αλλα ας παει κι αυτό λοιπον βαρια βαρια. Τα λεφτα λοιπον που χρειαζεστε τα μαζέψατε και μπορειτε απο τώρα λοιπόν να σκωθήτε να φυγετε». Του μιλησε και μαλιστα τον απειλησε κιολας, ότι αν δε συμμορφωνοταν θα τον παρατουσε και θα γυριζε πισω μόνη της. «Εσυ μπορει να θέλεις ν' αφήσεις τα κοκαλα σου εδώ στην ξενιτια», του κουνησε για πρώτη φορα το δαχτυλο. «Εγώ ομως δε το'χω σκοπο. Κατσε αν θέλεις εδώ μονος σου να παιζεις χαρτια κι οταν αλλαξεις μυαλα και χουγια, έρχεσαι και συ το κατοπι μου.
Πρέπει να φύγω το γληγορότερο για να σύμασω τα παιδια. Την κόρη σου δε μπορούν να την ορίσούν αλλο πια οι δικοί σου και πήρε στραβό μονοπάτι. Χανόμαστε Λευτέρη... Χανόμαστε..,» έβαλε σκεδόν μια τσιρίδα στο τέλος. Τότε ήταν που ορίστηκε, ότι δηλαδή σ' ένα εξάμηνο περίπου θα ήταν έτοιμοι να °μπαρκαρούν', όπως εκφράστηκε ο Λευτέρης.
«Κανε υπομονή ένα εξάμηνο ακόμα ρε Καλλιόπη. Φάγαμε τον γάιδαρο ως τα τωρα, ας μη σκαλωσούμε στην ούρα. Σ' ένα εξάμηνο σ' υπόσχομαι ότι θα'χούμε φύγει». Οι μέρες, τωρα πια π' είχε μπει το όριο, αρχισαν να περνούν δύσκολα και βασανιστικά. Καθε βραδύ έβλεπε στον ύπνο τα παιδια της που με λαχτάρα της ζητούσαν να γυρίσει και κάθε πρωί έτρεχε μ' αγκομαχητό και με περισσότερη δυσκολία στη δουλεια της. «Ως τα τωρα δε καταλάβαινα ούτε δουλεια ούτε κούραση», είπε μια μέρα στον πατέρα της. «Απ' την ωρα όμως π' ορίσαμε την επιστροφή μας, είναι σα να πηγαίνω στα κατεργα». Ενα μήνα κοντα πριν να συμπληρωθεί τ' αναθεματισμένο το εξάμηνο, αποφάσισε ν' αρχίσει ν' αγοραζει μερικα πραματα για να μη τρέχει και δε φτανει τελευταίες μέρες. Είχε από καιρό τωρα ενημερωθεί απ' το προξενείο για όλες τις διαδικασίες σχετικα με την οικοσκευή και τα μίλησε με τον Λευτέρη.
«Μια σφραγίδα είναι και τίποτ' αλλο», του'πε. «Μια σφραγίδα στο διαβατήριο ότι είμαστε μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, για να μη πληρωνουμε ένα σωρό τελωνεία στην Ελλαδα. Θα ψωνίσω εγω στο μεταξύ όλα τα πραματα του σπιτιού και τελευταία βδομαδα παμε μαζί κι αγοράζουμε όλα τα έπιπλα και τα ηλεκτρικα. Εψαξα και βρήκα», είπε χαρούμενη, «...μια εταιρία που κανει μεταφορές με φορτηγά. Εκεί καλέ που δουλεύει εκείνο το ψηλό το λιγνό το παλικαρι ο Μανόλης. Με σιγούρεψε ότι αυτοί τ' αναλαβαίνούν όλα. Πακέταρισμα, φόρτωμα και μεταφορα για ότι έχουμε δω μέσα στο σπίτι και σκοπεύούμε να το παρουμε μαζί μας. Για τα καινούρια που θα ψωνίσουμε, παραλαβαίνούν τα κιβωτια από κει που θα τ' αγοράσουμε και μας τα παραδίνούν όλα μαζί στο τελωνείο της Σαλονίκης. Εμείς δε χρειαζεται να κανουμε τίποτα. Αγοράζουμε τ' αύτοκινητακι μας έτσι όπως τα ύπολογίσαμε και τραβάμε ντούγρού για κατω. Οπως με είπαν, σε πέντε μέρες τ' αργότερο, θα'μαστε στο χωριό. Εγω λέω Λευτέρη μου», τον κοίταξε παρακαλεστικα στα ματια, «...να το κανουμε το δρομολόγιο σε εφτά οκτω μέρες. Να παμε με το πάσο μας βρ' αδερφέ. Να δούμε και λίγο τον κόσμο που θα μας ρωταν και δε θα ξέρουμε τη μαύρη μας την τύφλα». Τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο.
«Χαλαλι μας Λευτέρη. Χίλιες φορές Χαλαλι μας. Μπορεί να χύσαμε π
κουβαδες τον ιδρωτα, μπορεί να ξεθεωθήκαμε στη δουλεια, μπορει να μη κοιμηθήκαμε χρόνια τωρα ύπνο σωστό, αλλά από δω και πέρα θα ζήσουμε σα βασιλιάδες.
Τα παιδακια μας, το σπιτακι μας το περιποιημένο και τετρακόσες πόνω κότω χιλιόδες κορόνες στην τραπεζα, να μας δινουν διαφορο που να περνόμε μπέικα όλοι μαζι κι αγαπημένοι».
«Πολύ βιόζεσαι ρε γυναικα», ειπε κόπως μουτρωμένος ο Λευτέρης. «Ακόμα έχουμε μπροστό μας ολόκληρο μήνα και βαλε. Νέφτι έχεις και σ' έπιασε τέτοια βιασύνη;» «Οχι μόνο νέφτι αλλό και κόψιμο μαζι μ' έπιασε», απόντησε η Καλλιόπη. «Καθε μέρα με φαινεται ολόκληρος αιώνας. Χαλαλι όμως Λευτέρη και τα βασανα κι οι κόποι μας τόσα χρόνια στην ξενιτιό. Θα σε φτιαξω γω ένα σπιτι στο χωριό μ' όλα τα κομφόρια που λέμε, να ντρέπεσαι να περασεις το κατώφλι. Θα σε ζηλεύουν και θα σε καλοτυχιζουν όλοι». 'Ετριψε χαρούμενη τα χέρια της και συμπλήρωσε.
«Απ' αύριο Δευτέρα, αρχιζω σιγα σιγα τα ψώνια». 2 Μπήκε πρωι πρωι της Δευτέρας στην τραπεζα και ζήτησε με το βιβλιόριό της να σκώσει τρεις χιλιόδες κορόνες, για ν' αγορασει όπως ειχε προγραμματισει δυο από κεινα τα παπλωματόκια π' έχουν εδώ κι ειναι τόσο όμορφα και ζεστό, ν' αγορασει ακόμα μερικό απ' αυτό τα ντελικότα κρυσταλλινα ποτήρια ΟΡΕ!ΞΟ!ΒΘ, καθώς και μερικό τεντζερέδια με τον διπλό πατο. Οχι δηλαδή πως ήταν και καμιό τρομερή βιασύνη ακόμα, αλλό έτσι της έμοιαζε σα να περνούσαν πιο γρήγορα οι μέρες π' αρχιζαν πια να την πνιγουν. Οταν η υπαλληλος της τραπεζας της έδωσε με νοήματα και χειρονομιες να καταλαβει ότι ο λογαριασμός τους δεν έχει λεφτό, νόμισε στην αρχή ότι έγινε καποιο λαθος και χαμογέλασε δειχνοντας της με το δαχτυλο τη φωτογραφια της στο διαβατήριο και τ' όνομα της. Η κοπέλα όμως επέμενε και την κοιτούσε ανήμπορη κι απελπισμένη. Με μιας η Καλλιόπη καταλαβε τι ειχε γινει κι ο κόσμος χαθηκε απ' τα μότια της. Ο Λευτέρης έπαιξε τα λεφτό τους στα χαρτια και φυσικό τα'χασε, πρόλαβε να σκεφτει πριν πέσει λιπόθυ μη στο πατωμα. Στο νοσοκομειο που την κουβόλησαν αρον αρον, οι γιατροι διαπιστωσαν ένα ισχυρό σοκ όπως το εξήγησε ο διερμηνέας στον Λευτέρη, π' ειδοποιήθηκε αμέσως κι έτρεξε σα βρεμένη γατα να δει τι συμβαινει. Της υποσχέθηκε κλαιγοντας ότι θα σταματήσει αμέσως κι ότι το μόνο πρόβλημα ήταν ότι θ' αλλαζαν λιγο τα σχέδια τους, αφού τα λεφτό τώρα έτσι κι αλλιώς ειχαν χαθει. Της πρότεινε με τα λιγα που τους απόμειναν και που τα ειχε η Καλλιόπη καλό κρυμμένα στο σπιτι, μαζι με τα χρήματα που
5
θα'παιρναν οι δυο τους αυτόν τον μήνα π απέμενε, να φυγει αυτή με το τρένο κι αυτός να μένει ακόμα εδώ για όσο καιρό ή όσα τέλος πάντων χρόνια χρειάζεται. Να δουλευει σα τον σκλάβο και να τους στέλνει όλα του τα χρήματα. «Από δω και πέρα» ειπε, «θ' αλλάξω ρότα και θα δουλευω σα το σκυλι μέρα νυχτα όπως τα πρώτα χρόνια. Το μόνο ειναι ότι δε θα πάρουμε αυτοκινητο και θα γυρισεις μόνη σου. Αυτό ειν' όλο». «Πως θα γυρισω μόνη μου στο χωριό;» ρώτησε ξέπνοα η Καλλιόπη. «Ολοι θα βάλουν με το μυαλό τους ότι με παράτησες. Θα με φαν τα κουτσομπολιά Λευτέρη». «Εδώ καράβια χάνονται βρε γυναικα και συ σκέφτεσαι τα κουτσομπολιά του κόσμου. Τόσα χρόνια έκανες υπομονή, κάνε και δυο τρια ακόμα και να'σαι σιγουρη ότι το λόγο μου θα τον κρατήσω. Στο κάτω κάτω τόσα χρόνια ειμαι εδώ και θα'ταν άδικο να μη διασφαλισω μια συνταξη». Η αλήθεια ειναι ότι τον πιστέψε και μάλιστα έπέιδή τον αγαπουσε ακόμα με πάθος ήταν έτοιμη να του συγχωρέσει τα πάντα. Πειστηκε ότι έτσι π' ήρθαν τα πράματα αυτή ήταν η καλυτερη και πιο παστρικιά λυση. Μόνο ο πατέρας της δε το'χαψε. «Σέ ειπα λοιπόν παιδι μου», της ειπε όταν του ανάφέρε τα νέα τους σχέδια, «...ότι έιτε λοιπόν με ναρκωτικά, έιτε με το πιοτι, έιτε με το χαρτι μπλέξει ο άνθρωπος, ειναι λοιπόν το ιδιο πράμα. Πάει λοιπόν χαμένος κι αυτός και το σπιτι του. Εγώ το μόνο που μπορώ λοιπόν να κάνω για σένα και τα εγγόνια μου, ειναι να σέ δώκω λοιπόν τις οικονομιές π' έχω μαζεμένες στην άκρη, πενήντα χιλιάρικα λοιπόν όλα κι όλα, να πας στην ευχή λοιπόν του Θέου και στα παιδιά σου κι άσε τον Λευτέρη και τις κουβέντες λοιπόν τ' αέρα που λέει».
«Μα εσυ πατέρα», τον κοιταξε λυπημένη, «όλ' αυτά τα χρόνια μαζέυεις τα λεφτουδάκια σου για να κανεις αυτό το ταξιδι που από νέος ονειρέυεσαι. Πως θα καταφέρεις να πας στο Σινσινάτι άμα με δώκεις όλες σου τις οικονομιές;» «Το Σινσινάτι», απάντησε περιλυπος ο Πον, «Ειναι μέσα στο κεφάλι του καθενός. Ολοι λοιπόν για ένα Σινσινάτι ξεκινάμε αλλά δε φτάνουμε ποτέ γιατι κουβαλάμε λοιπόν μέσα μας τον δικό μας τον κόσμο, το δικό μας τον τρόπο, τη δικιά μας λοιπόν γωνιά. Ειν' ένα μέρος που δε φτάνουμε λοιπόν ποτέ. όμως κι αν λοιπόν φτάσουμε θα βρουμε μόνο χαλάσματα κι απαγοήτεψη. Δες λοιπόν τα δικά σου και θα με καταλάβεις. Κι εσεις λοιπόν για το δικό σας Σινσινάτι ξεκινήσατε, να φκιάξτε λοιπόν μερικά χρηματάκια και να γυριστέ λοιπόν στο σπιτι σας και τα παιδιά σας για να ζήστε λοιπόν χαρουμενοι κι ευτυχισμένοι αλλά δε βλέπω λοιπόν να φτάντε». Κουνησέ περιλυπος πάνω κάτω το κεφάλι του.
«Κι αμα λοιπον φταστε, τι θαρρεις πως θα βρεις λοιπον εκει; Μια οικογένεια λοιπον που δε θα μπορεις να συ μασεις τα παιδια που δε θα σ' αναγνωριζουν και δε θα σε συγχωρουν λοιπον που τ' αφησες μωρα να παλευουν λοιπον τη ζωή απο μόνα τους. Θα βρεις λοιπον ένα τόπο που δε σε χωραει και δεν ειναι λοιπον σα κι αυτό π' ονειρευουσαν τοσα χρονια. Καταλαβες λοιπον τι λογιώ ειν' αυτό το Σινσινατι του καθενός;»
Τώρα που τριγυρναει ασκοπα στο σπιτι περιμένοντας την Κωνσταντινοπουλήτισα την κυρια Αντρομαχη π' ειναι διαβασμένη και μιλαει τη γλώσσα φαρσι, ξέρει πολυ καλα γιατι ο πατέρας της δε πρόκειται να παει στο Σινσινατι. Η κυρια Αντρομαχη θα'ρθει σε λιγο για να πανε μαζι στο νοσοκομειο, οπου βρισκεται ο Πον χτυπημένος απο καρκινο. Αυτο, η αρρώστια του δηλαδή, ήταν το δευτερο χτυπημα π' έφαγε μέσα στον ιδιο μήνα και καταλαβαινε πολυ καλα ότι όσο ζουσε ο πατέρας της δεν ήταν δυνατον να τον έγκαταλειψει και να φυγει, αν και κεινος καθε φορα που τον επισκέπτονταν την παροτρυνε να σκωθει και να παει το ταχυτέρο στα παιδια της. «Φυγε λοιπον, της έλεγε. Άσε με μένα. Τι πας λοιπον κι έρχεσαι στο νοσοκομειο; Τα παιδια σου ειναι λοιπον οι ποιο κοντινοι σου
ανθρωποι κι έχουν την αναγκη σου. Εγώ τα'φαγα λοιπον τα ψωμια μου. Πήρα πια το δρόμο για το Σινσινατι». Η κυρια Αντρομαχη τη σταθηκε ακόμα περισσότερο κι απο αδερφή ολο αυτό το διαστημα, αν και πληρώνονταν γι' αυτή της τη συμπαρασταση απ' την κοινωνική πρόνοια. Μολις η Καλλιόπη, μια βδομαδα μετα τη λιποθυμια της στην τραπεζα βγήκε απ' το νοσοκομειο, της ζήτησαν να δει έναν κοινωνιολογο κι έναν ψυχολόγο, ενώ συγχρόνως αναθεσαν στην κυρια Αντρομαχη π' ήταν υπαλληλος της πρόνοιας να στέκεται κοντα της και να τη βοηθαει. Οχι πως ήταν τα χρήματα στη μέση και η υποχρέωση της κυριας Αντρομαχης να κανει σωστα τη δουλεια της, αλλα περισσότερο η καλή της καρδια και η φιλια και συμπαρασταση π' έδειχνε στην Καλλιόπη. Το μόνο κουσουρι της Αντρομαχης, ήταν τ' αλαμπουρνέζικα ελληνικα της. Οταν ήρθε για πρώτη φορα στο σπιτι, η Καλλιόπη την αντιμετώπισε σα μια ξένη που ζητουσε να μαθει τα μυστικα της και
τα ιι0κια της ψυχής πιο Σιγα σιγα ομως η ψυχή της μαλακωσε κι αρχισε, κουμπωμένη βέβαια στην αρχή, ν' αφηγιέται με κλαματα τα βασανα και τους εφιαλτες που της σουβλιζαν το μυαλο να την τρελανουν. Η κυρια Αντρομαχη την ακουσε με υπομονή καθισμένη διπλα της στο ντιβανι.
Της κρατούσε τρυφερά το χέρι με το ύφος τ' ανθρωπου που πραγματικα σύμπασχει και μαλιστα σε μια στιγμή δε μπόρεσε να κρατηθεί κι αρχισε να κλαίει μαζί της. Στο τέλος αγκάλιασε την Καλλιόπη απ' τους ωμους, την ανάγκασε να γυρίσει προς τη μερια της και της είπε με σοβαρό ύφος. «Τι να σε πω Καλλιόπη μου! Το πετρωμένο φίδι αγένωτο που λέγαν οι αρχαίοι μας».
«Τι πα να πει αυτό κυρία Αντρομαχη;» απόρησε σκουπίζοντας τα ματια της η Καλλιόπη.
«Πα να πει Καλλιόπη μου, ότι γραφει δε ξεγραφει. Κανείς δε μπορεί να ξεφύγει απ' τη μοίρα του. Ολα εδω πλέρωνονται που λέει ο κοσμακης. Το κισμέτ δηλαδή που λέγαν στην πατρίδα οι τούρκοι, που κακό χρόνο να'χουν μας ξερίζωσαν απ' τα σπίτια μας π' είχαμε όλα τα καλα. Ξέρεις μπρε κακομοίρα τι τραβήξαμε μεις απ' τους τουρκαλαδες; Αμα τα'βαζες με το μυαλό σού, τότες όλα τούτα τα δικα σου θα σε φαίνονταν αστεία. Την αδερφή μου την πνίξαν με το πισκίρ. Ξέρεις τι είναι το πισκίρ καλέ; Είναι κείνο το πανί που σκουπίζουμε τα μούτρα μας όταν πλενόμαστε το πρωί. Δέκα χρόνια έκανα να κοιμηθω νύχτα απ' τη λαχτάρα π' άρπαξα. Ας ειν' καλα κείνος ο βλοημένος ο αντρας μου που με πήρε και μ' έφερε σε τούτον τον παγωμένο τόπο. Σουηδός είναι καλέ ο αντρας μου και ήμασταν αρραβωνιασμένοι εκείνο τον καιρό. Ολοι οι δικοί μου χάθηκαν. Μόνο έγω έμεινα αμανάτι κοπέλα μου». Καθόλου δε την παρηγόρησαν τα λόγια και οι αφηγήσεις της Αντρομαχης. Αυτή έχει το δικό της καημό, τα δικα της βάσανα και χιλιαδες χιλιόμετρα να τη χωρίζουν απ' τα παιδια της. Στην αρχή το χτύπημα της φανηκε αξεπέραστο και τελειωτικό. Ενοιωθε ότι όλες οι πόρτες γύρω της είχαν κλείσει, ότι όλα της τα όνειρα να ξανασμίξουν σαν οικογένεια έσβησαν, ότι όσα είχε παλέψει τόσα χρόνια τωρα πήγαν στραφι. Τίποτα πια δε της απέμεινε που να την κραταει στη ζωή. Ο θανατος έμοιαζε να'ναι η μόνη της διέξοδος. Μετα απ' ένα διαστημα όμως και μετά την πρόταση του Λευτέρη, της φανηκε σα να υποχωρούσε το σκοτεινό αδιέξοδο και μπορούσε θαρρείς να βρεθεί ένα μικρό ανοιγμα, ένα μικρό ξέφωτο, μια χαραμάδα ελπίδας να περασει και να λύσει τα προβλήματα που μπορεί να φαίνονταν βουνό, αλλά που στο τέλος πίστεψε ότι μπορεί να ξεπεραστούν. Οσο όμως ο καιρός περνούσε και παρ' όλες τις επισκέψεις σε κείνον τον ψυχολόγο που της φαινόταν ότι δε την καταλάβαινε, η κατασταση της αρχισε παλι να χειροτερεύει. Η απογοήτευση κι η απελπισία την καβαλησαν ξανα. Οι αύπνίες την τσακισαν και τα καθημερνα της κλάματα διωξαν από μέσα της και τα τελευταία υπολείμματα ζωντανιας και διάθεσης για ζωή. Αν δεν είχε εμφανιστεί αυτή η βλογημένη, η θέόσταλτη κυρία
Αντρομαχη, ειναι σιγουρη ότι μέχρι τα τώρα θα ειχε κρεμαστει ή θα πήγαινε να πνιγει εδώ κοντό σ' αυτή τη λιμνη π' ήταν ούτε πεντακόσια μέτρα απ' το σπιτι της. Θυμήθηκε τα λόγια του Λευτέρη όταν ακόμα ετοιμόζονταν να φύγουν απ' την Ελλόδα. «Τώρα ειμαστε μπρος γκρεμός και πισω ρέμα γυναικα. Αμα δε τα καταφέρουμε κει που παμε, ειναι να βρούμε μια βαθια θαλασσα να βουτήξουμε. Να πνιγουμε να παμε στο διαολο να ησυχασουμε κι εμεις κι ο κόσμος γύρω μας. Εδώ μια φορό δε μπορούμε να ξαναγυρισουμε μ' αδειανα χέρια. Μια γελαδα ήταν όλη κι όλη η περιουσια μας και τη δώκαμε».
«Εχει θαλασσες κει που παμε;» ειχε ρωτήσει η Καλλιόπη. «Οχι», γέλασε ο Λευτέρης. «Πρέπει να γυρισουμε δω πισω στην Ελλαδα για να πνιγούμε». Πήγε μπροστό στο παρόθυρο και κοιταξε έξω στη μικρή κλειστή πλατεια με τα μαγαζια γύρω γύρω, τα παρτέρια με τα λουλούδια και τα παγκόκια στη μέση. Γυναικες με τα παιδια τους ντυμένοι ζεστό, πηγαινοέρχονταν ψωνιζοντας στα μαγαζια. 'Ενα νεαρό ζευγαρακι καθισμένο στ' απέναντι παγκακι φιλιόταν με πόθος, αδιαφορώντας για το τσουχτερό κρύο.
«Οπως κεινα τα χρόνια στο χωριό με τον Λευτέρη», σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Τότε που τρέχαμε στα τσαιρια για να βρεθούμε και ν' αλλαξουμε δυο τρεις κουβέντες κι ένα φιλόκι στο μόγουλο, π' όμως ήταν πιο τρυφερό απ' όσο τα παθιασμένα φιλια αυτών των παιδιών». 'Ενα τεραστιο κενό φούντωσε μέσα της. 'Ενα πνιχτό μουγκρητό ξέφυγε απ' τα πανιασμένα χειλια της. Μια τρέλα και μια αβασταχτη απελπισια της θόλωσε το μυαλό. Χωρις να σκεφτει όλλο, όνοιξε το παρόθυρο και βούτηξε με το κεφόλι στον πέτρινο πεζόδρομο. Τα ερωτευμένα παιδια πετόχτηκαν απ' το παγκακι κατατρομαγμένα απ' τον δυνατό γδούπο. Οι μανόδες αρπαξαν τα παιδια τους για να μη δουν το φριχτό θέαμα της αγνωστης γυναικας, π' όφηνε βουτηγμένη στο αιμα την τελευταια της πνοή πα στο παγωμένο καλντεριμι.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο 220
Τόσα βασανα περνόει ο φτωχός ο ανθρωπος. Τόσους κατατρεγμούς και τόση αγωνια ώσπου να μπορέσει να φτόσει σ' ένα λιμανόκι σα τη θαλασσοδαρμένη βαρκούλα, για να περασει τα υπόλοιπα του χρόνια με τα λιγα που τελικό καταφερε.
Ουτε π' έχει απαιτήσεις για λεφτά και μεγαλεια, για δόξές και μεγάλη ζωή. Μια οικογένεια, μια δουλιτσα και μερικές ευτυχισμένες στιγμές ειναι αυτό π' όλο κι όλο ψάχνει. Κι όταν το βρει, ειναι όσο τα πλουτια όλου του κόσμου κι όλες οι δόξές της πλάσης. Ορθιος μέσα στο συλλογο αγορευέι ο Αργυρης κι όλοι γυρω του δειχνουν ότι συμφωνουν μαζι του κι επιδοκιμάζουν τα λεγόμενά του. - Ναι ρε παλικάρι, λέει και ξαναλέει ο Γιάγκος ο πειραιώτης. 'Ετσι όπως τα λες ειναι αλλά ποιος μας δινει σημασια. Τα λεφτά κάνουν κουμάντο τη σήμερον ημέρα. - Μια οικογένεια και μια δουλιτσα, επαναλαμβάνει ο Αργυρης. Κι αυτά τα δυο φτηνά πραματάκια ειναι φαινεται πολυ ακριβά για να μπορέσουμε να τα χαρουμέ και να ζήσουμε φχαριστημένοι ισα με το τέλος της ζωής μας. Αυτός μια φόρα κόντεψε να τα καταφέρει. Παραλιγο. 'Εφτασε μετά από τόσα βάσανα και στερήσεις, μετά από τόσους κατατρεγμους και ταλαιπωριες, ακριβώς σ' αυτό το μικρό λιμανάκι. Κατάφερε να σβήσει από μέσα του όχι μόνο τα παλιά και στερημένα χρόνια, αλλά και το μισος που χρόνια φώλιαζε στα βάθια της ψυχής του και δε τον άφηνε να χαμογελάσει και ν' αιστανθέι άνθρωπος σωστός. Καλυτερα να μη το μάθαινε. Καλυτερα να συνέχιζε έτσι η ζωή του χωρις να ξέρει τιποτα. Οσο ειναι κι αιστάνεται ευτυχισμένος, λιγη σημασια έχει το τι γινεται πισ' απ' την πλάτη του. «Καλυτερα να μη το μάθαινα», μουρμουρισε ο Αργυρης έτσι όπως φευγοντας απ' το συλλογο βρέθηκε να περπατάει άσκοπα στο κέντρο της πόλης. «Καλυτερα να μη το μάθαινα» επανέλαβε χαμένος μέσα στις σκέψεις του και τη μανια που ώρα την ώρα φουντωνε μέσα του να τον πνιξέι.
«Καλυτερα να μη το μάθαινα ποτέ». Ειναι τώρα τρεις μέρες που η Ίνγκριτ, τ' αγαπημένο του κοριτσάκι απ' τον προηγουμενο γάμο της Λιζης που τ' αγαπάει και το καμαρώνέι πιότέρο από δικό του παιδι γιατι το ζει και το βλέπει να μεγαλώνει στην αγκαλιά του, του'πε μέσ' απ' την παιδικιά του αθωότητα δειχνοντας στεναχωρημένο.
«Να σταματήσεις να δουλευεις νυχτερινή βάρδια μπαμπά, γιατι τον φοβάμαι αυτόν π' έρχεται και μένει μαζι μας μέχρι το πρωι σκεδόν». Στην αρχή όχι μόνο δε το πιστέψε, αλλά έκανε πολυ αυστηρές παρατηρήσεις στο παιδι έπέιδή με τη φαντασια της και τις χαζομάρες της, μπορουσε να δημιουργήσει πολυ μεγάλο πρό βλημα στην οικογένέια, απ' το οποιο κι αυτή η ιδια θα'βγαινε σιγουρα πληγωμένη.
«Λες κοριτσι μου να εμφανιστηκε κεινος ο δράκος που λέγαμε;» της ειπε χαμογελώντας.
Το παιδι μαζευτηκέ φοβισμένο και ζήτησε συγνώμη ομως η φωτια π' αναψε με τις κουβέντες του δεν ήταν δα κι ευκολο να σβήσει. Εκεινη τη μέρα στη δουλεια ο Αργυρης ήταν αμιλητος κι εκνευρισμένος όπως παλια. Τόσο που το προσεξαν ολοι οι συναδελφοι του που απο τοτε που γνωριστηκε με τη Λιζη τον ήξε ραν πια ολο γέλια και καλαμπουρια.
«Κατι σοβαρό σε βασανιζει εσένα σήμερα» του'πε ο σουηδος που δουλευε διπλα του. «Σα δαρμένο σκυλι εισαι σήμερα». Το βραδυ, ήταν απογεματινος εκεινη τη μέρα, γυρισε σπιτι κατα τις δέκα και βρήκε τη γυναικα του να ετοιμαζει το φαγητο της αλλης μέροι€ «Εμαθα ότι οταν ειμαι νυχτερινός, καποιος αλλος έρχεται και κοιμαται στο κρεβατι μου», της ειπε αποτομα ενώ από μέσα του παρακαλουσε να βαλει η Λιζη τα γέλια και να τον μαλώσέι π' έβαζε τέτοια αισχρα πραματα στο μυαλο του. Εκεινη ομως κοκκινισε, τα'χασε και της έφυγε απ' τα χέρια η κουταλα που κρατουσε. «..... Ποιος....Ποιος σε ειπε τέτοιο πραμα, τραυλισε σα χαμένη». Ο Αργυρης δεν ήθελα και πολλα. Απ' το προηγουμενο βραδυ που του'δωσε τα φαρμακερα μαντατα ή τις υπόνοιες τέλος παντων το κοριτσι του, ουτε κοιμήθηκέ ουτε ησυχασε μια σταλα. Εκανε μαλιστα τον κοιμισμένο οταν η Λιζη σκώθηκε κι ετοιμαστηκε η ιδια, ετοιμασε και τα παιδια για το σχολειο και φυγαν ολοι μαζι. Σκώθηκε κουρασμένος κι ανήσυχος μόλις ακουσε την ξώπορτα να κλεινει πισω της. Ετοιμασε μια μεγαλη κανατα με δυνατο καφέ, έκατσε στο τραπεζακι π' ένοιωθε ευτυχισμένος οταν καθόταν οι δυο τους να πιουν τον καφέ τους κι αφαιρέθηκε σε μαυρες σκέψεις ισα με το μεσημέρι π' ήρθε η ώρα να παει στη δουλεια του. Αλλα και κει, σ' ολη τη βαρδια αλλο τιποτα δε γυρνουσε στο μυαλο του παρα μόνο αυτο. Εκεινο που τον βασανιζε περισσότερο και τον έφερνε στα πρόθυρα της τρέλας, ήταν η αμφιβολια που τον έδέρνε. Η αμφιβολια που τον πέταγε μια στη σιγουρια ότι έτσι ήταν όπως του τα ειπε το κοριτσακι του και μια στη βεβαιότητα ότι κατι τέτοιο ήταν απιθανο να'χει συμβει σ' αυτον, που απο τοτε που γνώρισε τη Λιζη μόνο αγαπη και τρυφερότητα της πρόσφερε.
2 Απ' την αντιδραση της και την αμηχανια της, σιγουρευτηκε πια ότι πραγματι κατι τρέχει. Η σιγουρια αυτή τιναχτηκε σαν ένα φουντωμα, σαν ένα κορωμα της ψυχής, σαν ένα αγριο, κοφτερό και πυρινο σπαθι απ' τα μέσα του. Σαν μαχαιρι που του το'μπηξαν στην κοιλια και το γυριζαν να του βγαλουν τα'ντερα και τα σκότια. Εβγαλε ένα λυσσασμένο μουγκρητό και την αρπαξε απ' τα μαλλια.
Εκείνη αφησε μια πνιχτή τσιρίδα και κάθισε κλαίγοντας ανήμπορη κι αποκαμωμένη στο πάτωμα. Ευτυχως τα παιδια κοιμόταν και δε πήραν χαμπαρι τι γινόταν στην κουζίνα. Τωρα έτσι που περπατάει σα χαμένος στους δρόμους, σκέφτεται ότι ήταν λίγο υπερβολικός. Φέρνει τις σκηνές στο μυαλό του και του'ρχεται κατι σα λιποθύμια και σιχασιά. Θύματα! με πόση μανία την έδερνε κοντα ένα τέταρτο, ένω κείνη η κακομοίρα ούτε έκλαιγε πια ούτε παραπονιόταν. Μόνο έβγαζε μέσ' απ' το ματωμένο της στόμα κατι πνιχτά παραπονιαρικα κλαψούρίσματα, που κείνη την ωρα τον ερέθιζαν ακόμα περισσότερο και τον έκαναν να τη χτυπαει με μεγαλύτερη λύσσα. Στο τέλος την έπιασε και παλι απ' τα μαλλια και τη σήκωσε όρθια. Εβαλε το κατακόκκινο απ' τη μανία μούτρο του στα ματωμένα μούτρα της Λίζης και τη ρωτησε με μια φωνή π' έμοιαζε περισσότερο με βρυχηθμό λιονταριού, παρα μ' ανθρωπινη μιλια. «Πε με παλιοπούτανα αν ειν' αλήθεια». «Ναι....», απαντησε ξεψυχισμένα η Λίζη, παραδομένη και ξέπνοη.
«Δε ξέρω ούτε καλα καλα πως έγινε.. Συγνωμη Αργύρη μου...» «Και ποιος ειν' αυτός;» βρύχήθηκε ξανα. «Πε με αμέσως ποιος ειν αυτός ο ατιμος που μπήκε στο σπίτι μου». Ο κόσμος χανόταν γύρω του όσο η αμφιβολία γινόταν βεβαιότητα. Σέρνοντας την απ' τα μαλλια την ανάγκασε να κατσει στην καρέκλα κι αρχισε να τη ρωτα για λεπτομέρειες. «Πλασιέ είναι», απαντησε ξεψυχισμένα εκείνη. «Είναι πλασιέ που γυρναει από πόρτα σε πόρτα και πουλαει διαφορα ηλεκτρικα είδη. Αυτή την ηλεκτρική σκούπα», έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφαλι της δείχνοντας το ντουλάπι της κουζίνας, «...από κείνον την πήρα». Εβαλε ξαφνικα, δυνατα τωρα, τα κλάματα σα να ξέσπαγε η απελπισια κι ο φόβος για την αστοχασια της που διαλούσε το σπίτι και την οικογένεια που τόσο βασανίστηκε να στήσει μετά το θανατο του αντρα της. «Ποιος τρελός ειν' αυτός που παίρνει γυναίκα με δυο παιδια;» αναλογίζονταν τότε και την έπνιγε η απογοήτευση, όταν εμφανίστηκε ο Αργύρης να σμίξει μαζί της, να γίνει πατέρας των παιδιων της, να της ανοίξει όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον. Εκλαιγε ασταμάτητα και μ' αναφιλητα όχι απ' το ξύλο π' έφαγε αλλά απ' την αγωνία της γιατί καταλάβαινε ότι με την αποκοτια της έχανε τον Αργύρη που τον αγαπούσε. Τον Αργύρη που της φέρθηκε ανθρωπινα. Τον Αργύρη που στάθηκε δίπλα της τρυφερά και παλικαρίσια. Τον Αργύρη της για τον οποίο ένοιωθε μέσα της μια απέραντη τρυφερότητα και μια λύπηση απ' όλα όσα της είχε αφηγηθεί ότι πέρασε στη ζωή του. Την ίδια τρυφερότητα και λύπηση π' αιστανεται ο ανθρωπος για τ' ανήμπορα παιδια.
«Με τηλέφωνούσε συνέχεια και με ζητούσε να βρεθούμε», τραύλισε με κόπο.
«Σουηδός ειναι;» ρώτησε ο Αργύρης χωρις να την έχει αφήσει ούτε στιγμή απ' τα μαλλια. «Οχι», έκανε ένα νόημα με το κεφόλι της η Λιζη.
«Μήπως μωρή ειναι τιποτα έλληνας και μ' έκανες τελειως ρεζιλι στους συμπατριώτες μου;» «Οχι», ξανακανε εκεινη με το κεφόλι της. «Τότε...; Τι διαολο ειναι; Από πού ειναι ο ρουφιόνος αυτός; Τούρκος; ιταλός; !σπανός; Τι διαολο φυλή και μαρκα ειναι;»
«....Γερμανός ειναι», απόντησε ξεψυχισμένα η Λιζη κι έπεσε στα γόνατα. Την κοιταξε για μια στιγμή με γουρλωμένα μότια σα κεραυνοχτυπημένος.
«Γερμανός ειπες...;» τη ρώτησε μη πιστεύοντας στ' αυτια του. «Μ' απότησες μ' έναν γερμανό; 'Εβαλες μωρή πουτανα έναν γερμανό στο κρεβατι μου;» Τη σαβούρντισε στο πατωμα κι έτρεξε κλαιγοντας έξω απ' το σπιτι. Ολη νύχτα γυρνούσε ρέμπελος και φαρμακωμένος στους δρόμους,
χωρις ούτε να ξέρει ούτε να καταλαβαινει που παει. «Ακούς εκει», μουρμούριζε όλη την ώρα σαν από μαγνητόφωνο.
«Ακούς εκει... Απ' όλες τις φυλές να με γαμήσει τη γυναικα η πιο ότιμη ρατσα στον κόσμο;» Ολα, τώρα που πέρασαν τα χρόνια, θα μπορούσε να τα δει ισως λιγο διαφορετικό και ν' αφήσει ακόμα και την απιστια της γυναικας του να περασει σαν ένας απ' τους αμέτρητους ξεφτελισμούς π' έζησε μέχρι σήμερα. Ας ήταν όμως σουηδός. Ας ήταν, τώρα που το καλοσκέφτεται ακόμα κι έλληνας. Ας ήταν έστω κι αρόπης ή και τούρκος ακόμα αλλό όχι Γερμανός. Αυτό δε μασιέται με τιποτα. Αυτό ειναι μια μαχαιριό κατευθειαν στην ψυχή του. Μέσα του φούσκωσε και πόλι δυνατό, ισως και πιο έντονο από παλιό, το μισος του για τους γερμανούς. Ξημέρωμα γύρισε στο σπιτι και βρήκε τη γυναικα του να κοιμαται αποκαμωμένη στο μικρό ντιβανόκι της κουζινας. Ποιος ξέρει τι ονειρεύονταν η φουκαριαρα κι όλη την ώρα αναταρόζονταν σύγκορμη ενώ με τα χέρια της λες και πόλευε να διώξει κότι που δε το'φτανε, αφήνοντας αγκομαχητό απελπισιός και φόβου. Τη λυπήθηκε. Η αλήθεια να λέγεται τη λυπήθηκε μέσ' απ' την καρδια του και για μια στιγμή με το ζόρι κρατήθηκε να μη ξαπλώσει διπλα της. Να της πόρει το κεφόλι στο στήθος έτσι όπως έκανε πόντα όταν την έβλεπε λυπημένη και στεναχωρημένη για να την παρηγορήσει και να της πει πόσο ταιριαξαν οι δυο τους. Δυο όνθρωποι βασανισμένοι και τσακισμένοι απ' τη ζωή, αλλό που τώρα βρήκαν ο ένας τον αλλον κι όλα μπήκαν σε ρέγουλα. Δεν ήταν τόσο καλός στα λόγια. Ούτε στα ελληνικό τα καταφερνε, αλλό ακόμα χειρότερα στα σουηδικό. Η Λιζη όμως τον καταλόβαινε
πολυ καλά και του χαμογέλουσέ ευτυχισμένη κουνώντας το κεφάλι πάνω στο στήθος του περισσότερο για να χαιδευτέι, παρά για να συμφωνήσει μαζι του. Ωραιες ώρες. Ωραιες κι ευτυχισμένες μέρες. Τι ήθελε τώρα αυτός ο ρουφιάνος ο γερμαναράς να χωθει έτσι στα καλά του καθουμένου ανάμεσά τους και να του πάρει τον αέρα απ' τα στήθια και τη χαρά απ' την καρδιά του;
«Ποτέ κανεις στην άτιμη αυτή ζωή, δε μπορει να τα στρώσει κατά πως επιθυμέι», σκέφτηκε την ώρα που την έσπρωχνε να ξυπνήσει Η Λιζη άνοιξε τα μάτια της σα χαμένη απ' τον βαρυ υπνο, αλλά μόλις τον ειδε έβαλε τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπο της και κουλουριάστηκέ στον τοιχο. «Δε θα σέ χτυπήσω», ειπ' ο Αργυρης με κεινη την πικρα στη φωνή που του'μέινε απ' τα χρόνια της ομηριας. «Σήκω και κάτσε στο ντιβάνι να μιλήσουμε». Η Λιζη έκανε κατά πως της ειπε. Μάζεψε λιγο τα μαλλιά της, σκουπισε τα μάτια της π' ειχαν αρχισει πάλι να τρέχουν και τον κοιταξε με μια παιδική έντονη ελπιδα στα μάτια. «Τα χρόνια πέρασαν», ειπ' ο Αργυρης σα να'βγαζέ λόγο. «Ειμαι πενήντα πέντε χρονώ πια και δε με παιρνει ν' αρχισω απ' την αρχή. Δεν έχω ουτε το χρόνο ουτε τα κότσια». Ξαφνικά άρχισε να κλαιει μ' αναφιλητά π' έκαναν το κορμι του να τραντάζεται συθέμελα, ενώ ένα συρτό πληγωμένο και κλαψιάρικο βογκητό βγήκε μέσ' απ' το ξέραμένο του στόμα. «Γιατι..; Γιατι..... το'κανές αυτό κοπέλα μου; Γιατι με σκότωσες μ' αυτόν τον τρόπο; Δεν ήμουν καλός και τρυφερός μαζι σου; Δεν ήμουν καλός με τα παιδιά σου που τ' αγάπησα σα δικά μου; Τι παράπονο ειχες από μένα; Γιατι δε με το'λεγες;» Η Λιζη σκώθηκε απ' τη θέση της και τον αγκάλιασε κρυβοντας τα μουτρα της στο στήθος του.
«Ξέρω ότι σέ πλήγωσα», ειπε με ραγισμένη φωνή. «Πέ με μόνο τι θέλεις να κάνω και θα το κάνω. Αν με πεις να σκοτωθώ θα το κάνω κι αυτό». Την πήρε απ' το χέρι και την έβαλε να καθισει στην καρέκλα. 'Εκατσε απέναντι της, σκουπισε τα μάτια του, πήρε βαθιά ανάσα και της ειπε βάζοντας το δάχτυλό του μπροστά στα μουτρα της. «Θέλω να με δώσεις τ' όνομα και το τηλέφωνο αυτουνου του κέρατά». Η Λιζη σκώθηκε και τράβηξε το συρτάρι του τραπεζιου με τα μαχαιροπήρουνα. Σήκωσε το πλαστικό κάλυμμα στον πάτο και έβγαλε ένα κομμάτι ουρανι χαρτι παιδικής αλληλογραφιας.
«Εδώ ειναι» ειπε. «Τ' όνομα του και το τηλέφωνό του». Ο Αργυρης έβαλε το χαρτάκι στην τσέπη του πουκαμισου του και χωρις να της πει άλλη κουβέντα τράβηξε για το κρεβάτι του. 'Επεσε αποκαμωμένος κι ανήμπορος έτσι όπως ήταν με τα ρουχα και κοιμήθηκε στη στιγμή. 'Εναν υπνο βαρυ, γεμάτο εφιάλτες.
3 Ετσι πως περπαταει ασκοπα στους δρομους της Στοκχολμης, φέρνει παλι με το μυαλο του όλα οσα έγιναν κεινη τη βραδια. Εχουν περασει τρεις μέρες αλλα ακόμα παλευει με τον εαυτο του να βρει μια λυση. Αν κι έδειξε κεινο το βραδυ στη Λιζη ότι τέλος παντων ότι έγινε έγινε και την αλλη μέρα την έβαλε να του υποσχεθει ότι μ' αυτον τον γερμαναρα δε θα ειχε οχι μόνο καλημέρα, αλλα κι αν τυχον την ενοχλουσε στο ελαχιστο έπρεπέ να του το πει αμέσως για να καθαρισει αυτος μαζι του. Παρ' όλ' αυτα ομως του φαινόταν ακόμα δυσκολο, αν οχι αδυνατο, να καταπιει τέτοιο χοντρό ρεζιλικι. Μέσα του καταλαβαινε πολυ καλα ότι πλησιαζέ το τέλος που τοσο ήθελε και πιεζε τον εαυτο του ν' αποφυγει. Η γυναικα π' αγαπησε. Η μοναδική γυναικα που πιστεψε και βρήκε διπλα της αποκουμπι. Η γυναικα που του αλλαξε όχι μόνο τη ζωή αλλα και τον χαρακτήρα. Η γυναικα που τον έκανε απ' ένα χαμένο παρταλι που γυρνουσε γεματος φαρμακι, να γινει ένας ήρεμος και χαρουμενος οικογενειαρχης. Η γυναικα αυτή να τον προδώσει και μαλιστα με γερμανό, τον έφερνε σε κατασταση απελπισιας και μανιας για εκδικηση. - Αργυρη... Αργυρη.. ακουσε ξαφνικα καποιον να τον φωναζει στο κατοπι του. Γυρισε και ειδε τον Περικλή π' έτρεξε κοντα του αγκομαχώντας να τον προφτασει. - Τ' απόγεμα έχουμε διαδήλωση κατα της δικτατοριας. Το ξέρεις; Τον κοιταξε μ' ένα χαμένο βλέμμα. - Το ξέρω αλλα.... αστα καλυτερα, απαντησε βαριεστημένα. Εχω τέτοια βασανα στο κεφαλι μου που κοντευω να τρελαθώ, συνέχισε χωρις την επιθέτικοτητα π' έδειχνε παντα απέναντι στον Περικλή. Εκεινος καταλαβε ότι κατι πολυ βαρυ τον βασανιζε. Επιασε τον Αργυρη μαλακα απ' το μπρατσο και του'πε με το γλυκο του χαμόγελό, π' έκανε ολες τις γυναικες να ξετρελαινονται μαζι του. Το χαμόγελο του Ροκ Χατσον π' έλεγε πειραζοντας τον ο Δημήτρης. - Παμε του'πε. Παμε να πιουμε έναν καφέ και να με πεις τι έχεις. Κατι πολυ σοβαρό σε συμβαινει. Καθισαν κοντα δυο ώρες σα γκαρδιακοι φιλοι κουβεντιαζοντας για πρώτη φορα οι δυο τους. Ο Αργυρης του τα ειπε όλα με το νι και με το σιγμα, ενώ ο Περικλής φυσουσε και ξεφυσουσε ολη την ώρα κι αναστέναζε σα το κακό να βρήκε αυτον τον ιδιο. Στο τέλος τ' αραδιασε όλα στη σειρα και του'πε τη γνώμη του με τοσο παθος, που ο Αργυρης τη δέχτηκε αδιαμαρτυρητα.
Ίσως η συμβουλή του Περικλή να ήταν ακριβως αυτό που κι ο ίδιος στο βάθος ήθελε να κανει. Η αλήθεια είναι ότι του είχε περασει για μια στιγμή απ' το μυαλό, αλλά τ' αποδίωξε αμέσως γιατί περισσότερο τον βασανιζε το κερατωμα, παρα η διέξοδος απ' τον ψυχικό λαβύρινθο π' έμπλεξε. - Τωρα... τόνισε καταλήγοντας ο Περικλής. Καντο τωρα αυτό που σε συμβουλεύω, επέμενε ζούλωντας τον με το δαχτυλο στο στήθος. Αυτή τη στιγμή να κανείς το τηλεφωνημα που σε λέω. Ο Αργύρης σκωθηκε σαν υπνωτισμένος και πήγε στο τηλέφωνο. Εβγαλε ένα χαρτακι απ' την τσέπη του πουκαμίσου του, έριξε ένα κέρμα στο τηλέφωνο και σχηματισε τον αριθμό. Ο Περικλής πήγε και στάθηκε δίπλα του. - Εμπρός, είπε ο Αργύρης όταν καποιος απ' την αλλη μερια απαντησε. Είσαι ο Γιόργκεν; Ο αλλος φαίνεται ότι απαντησε καταφατικα κι ο Αργύρης συνέχισε με άχρωμη, επίπεδη φωνή. - Είμαι ο αντρας της Λίζης. Την ξέρεις πολύ καλα.... Και μένα με ξέρεις αφού κοιμήθηκες στο κρεβάτι μου. Ο Περικλής έβαλε τ' αυτί του δίπλα στ' ακουστικό κι άκουσε τον αλλον π' έβριζε ασταμάτητα. - Ακου τωρα, είπε ήρεμα ο Αργύρης ενω εκείνος συνέχιζε να βρίζει και να χαχανίζει ειρωνικα στο τηλέφωνο. Οτι έγινε έγινε. Σε ζηταω μόνο ν' αφήσεις ήσυχη τη γυναίκα μου και να μην ασχοληθείς ξανα με την οικογένεια μου. - Και τι θα γίνει αν δε το κανω; ρωτησε ο αλλος μέσ' απ' τα χαχανητα του. - Τότε να είσαι βέβαιος ότι θα σε σκοτωσω, απαντησε το ίδιο ήρεμα ο Αργύρης σα να'λεγε παραμύθι στα παιδια του. Ο αλλος συνέχιζε να τον βρίζει μ' ακατονόμαστες βρισιές. - Οτι είχα να σε πω στο'πα. Πραματα τελειωμένα και ξεκαθαρισμένα, τόνισε κλείνοντας μαλακα το τηλέφωνο ο Αργύρης.
ΚΕΦΑΛΑ!Ο 23ο
5
Ο Αργύρης γύρισε με χέρια π έτρεμαν μπρος πίσω το γραμμα που μόλις έφερε ο ταχυδρόμος και κοίταξε προσεχτικά τον γραφικό χαρακτήρα. - Είναι απ' τον Θόδωρο, ψιθύρισε. Μια γλυκια χαρα σκωθηκε από μέσα του, με την ελπίδα ότι αφού μπορούσε να γραψει τότε σήμαινε ότι πήγαινε προς το καλύτερο. Εχουν περασει έξη μήνες απ' τη μέρα που ο Σιγσινάτι μπήκε στο νοσοκομείο. Ο Αργύρης, πιστός στην υπόσχεση που του'δωσε, δε πήγε ούτε μια φορα να τον δει αλλά τηλέφωνούσε τουλάχιστο δυο
φορές τη βδομόδα στο νοσοκομειο για να μαθαινει πως παει ο φιλος του. Δυο φορές μόλιστα πήγε και βρήκε τον γιατρό που τον παρακολουθούσε, όμως αυτό π' ακουσε τον γέμισαν θλιψη και στεναχώρια. Την τελευταια φορό μόλιστα ο γιατρός του τα ξεκαθόρισε με τον γνωστό σουηδικό τρόπο να λεν τα πρόματα όπως έχουν και να μη δινουν στον αρρωστο αλλό και στους συγγενεις και φιλους, ψεύτικες ελπιδες.
«Αν ζήσει πόνω από δυο μήνες ακόμα θα'ναι θαύμα», του'πε ο γιατρός. 'Εσκισε τον φακελο με γρήγορες κι ανυπόμονες κινήσεις κι όρχισε να διαβαζει όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν οι γνωστές καλικαντζούρες του Θόδωρου. Αγαπημένε φιλε Αργύρη. Οταν λοιπόν θα διαβαζεις αυτό το γραμμα, το πιθανότερο ειναι λοιπόν να μη βρισκομαι όλλο πια ζωντανός. Δε παραπονιέμαι αν και θα'πρεπε λοιπόν να το κόνω, γιατι εσύ ξέρεις καλύτερα απ' όλους ότι όσο κι αν πασκιζει λοιπόν ο ανθρωπος να φτόσει σε κεινη τη ζήση και σε κεινον τον τόπο π' όρισε σα σκοπό στη ζωή του, όλο και κότι λοιπόν θα τύχει για να του αποστερήσει αυτή τη χαρό. Ίσως αυτό να'ναι λοιπόν και το νόημα της ζωής, γιατι ξέρεις ότι όμα με το καλό φτασεις λοιπόν εκει π' αποθύμησες, όλο και κότι ακόμα θα βρεις λοιπόν εμπόδιο μπροστό σου. Θα βρεις όμως κι ελπιδα και κουρόγιο για να συνεχισεις λοιπόν το ταξιδι σου. Γιατι το ταξιδι της ζωής τελειωμό λοιπόν δεν έχει. Βλέπεις, τόσους μήνες στο κρεβατι, δεν έχω λοιπόν τι να κόνω παρό κλώθω κι ανακλώθω στο μυαλό μου ένα σωρό πρόματα που κοντεύω λοιπόν να καταλήξω φιλόσοφος. 5 'Ελεγα το λοιπόν ότι ποτέ ο ανθρωπος δε φτανει εκει π ονειρεύτηκε. Αλλα κι όμα λοιπόν καποιοι φτασουν, τότες ή κότι τις θα παει στραβό ή θα καταλαβει λοιπόν ότι αυτό που πέτυχε δεν ειναι δα και τόσο σπουδαιο που να νοιώθει πως το ταξιδι του λοιπόν τέλειωσε και δεν έχει όλλο πια να προσπαθήσει. Αμα το δεις λοιπόν το πρόμα έτσι που στα λέω, τότε μπορεις να καταλαβεις πως νοιώθω. Θέλω λοιπόν να ξέρεις ότι όσο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο 5 πιστεύω ότι ειμαι τυχερός, γιατι δε μπόρεσα λοιπόν να φτασω στ όνειρο της ζωής μου το Σινσινατι. Και λέω ότι ειμαι τυχερός γιατι πρώτα πρώτα πιστεύω πια ότι ποτέ δε θα μπορούσα λοιπόν έτσι κι αλλιώς να φτασω, αλλό κι αν λοιπόν ακόμα έφτανα, ειμαι πια σιγουρος ότι δε θα'ταν το Σινσινατι π' έπλασα λοιπόν τόσα χρόνια με τη φαντασια μου. Ειναι λοιπόν ένας αρχαιος έλληνας Αργύρη μου, τον ξέρεις κι εσύ κι όλος ο κόσμος, που πέρασε χιλιόδες βασανα, πειρασμούς και
ταλαιπωριες για να φτάσει λοιπόν μια μέρα στο τσαρδάκι του και στη γυναικα του. Τα κατάφερε λοιπόν κατά πως λένε στο τέλος, όμως εγώ πιστευω ότι μας ειπαν τη μισή ιστορια. Εδώ π' ειμαι λοιπόν ξαπλωμένος όλη μέρα κάθομαι και σκέφτομαι αυτόν τον χριστιανό, τον Δυσσέα όπως τον λένε και βάνω λοιπόν με το μυαλό μου τι μπορει να'κανέ μετά π' έφτασε λοιπόν στην πατριδα του και τη γυναικα του. Σκότωσε λένε ένα σωρό μπαγαπόντηδές που τριγυρόφερναν και χουφτωναν την κυρά του και μετά πήρε λοιπόν το βασιλειο π' ήταν δικό του. Οσο βάνω με το νου μου τι μπορει να'γινε λοιπόν απ' την άλλη μέρα που μπήκε στα ζόρια της καθημέρνής ζωής, τον λυπάμαι λοιπόν τον φουκαρά τον ήρωα και σκέφτομαι τον καθημερινό του ξέφτελισμό. 'Ενα τέτοιο λοιπόν παλικάρι που πέρασε τόσες φουρτουνες, ν' ασχολιέται λοιπόν και να μαραζώνει με τα μικροπράματα της καθημέρνής ζωής. Καλυτερα, σκέφτομαι, να'χε πεθάνει στο δρόμο παρά π' έφτασε λοιπόν στο τέρμα. 'Ετσι κατάληξα ότι εγώ ειμαι πιο τυχερός λοιπόν από κεινον τον παλιό συμπατριώτη μας τον Δυσσέα, γιατι ποτέ δεν έφτασα και ποτέ δε πρόκειται λοιπόν ν' απαγοητευτώ απ' τ' όνειρο μου να φτάσω στο Σινσινάτι. Ταξιδευα σ' όλη μου τη ζωή, θα ταξιδέυω λοιπόν και στο θάνατο μου. Παντοτινός σου φιλος Πον ο Σινσινάτι!!!
Υποδέλοιπο Σ' ευχαριστώ λοιπόν που κράτησες την υπόσχεση που μ' έδωκες και δεν ήρθες να μ' έπισκέφτέις στο νοσοκομειο. Σε παρακαλώ να μην έρθεις ουτε στην κηδεια μου, γιατι δε θέλω λοιπόν ο καλυτερος μου φιλος, να με δει πεθαμένο, παρά να μ' έχει λοιπόν μπροστά του και στη φαντασια του έτσι λοιπόν όπως με ήξερε τόσα χρόνια. - Λοιπόν, χαμογέλασε πικρά ο Αργυρης. Διπλωσέ προσεχτικά το γράμμα και το'βαλε στην από μέσα τσέπη του σακακιου του, σκουπιζοντας με την ανάποδη του χέριου του ένα χοντρό δάκρυ που κόλησε απ' τα μάτια του. - Καλό ταξιδι Σινσινάτι, μουρμουρισε. ...Καλό μας ταξιδι. 'Εβαλε τα γυαλιά του και τράβηξε απ' την άλλη τσέπη το μικρό χαρτάκι με το τηλέφωνο του γερμανου. Ειναι τώρα δέκα μέρες που η Λιζη παραπονιέται ότι αυτός ο άτιμος άρχισε να την ξαναένοχλει .Τηλεφωνάέι πολλές φορές τη μέρα και σε ώρες που ο Αργυρης δεν ειναι σπιτι και της κάνει, με κεινο το θρασυ του υφος, προτάσεις να ξαναβρέθουν.
Της λέει ν' αφήσει αυτον τον υπαναπτυκτο έλληνα για να φυγει μαζι του, να ζήσουν έτσι όπως αρμόζει σ' ανθρώπους απ' ανώτερη φυλή.
«Ειναι τελειως τρελος», λέει η Λιζη κατατρομαγμένη. «Του κλεινω το τηλέφωνο αλλ' αυτος παιρνει ξανα και ξανα θυμωμένος και με λέει ένα σωρο απειλές και προστυχολογα». Ο Αργυρης μετα απ' τα πρώτα παραπονα της γυναικας του, τον ξαναπήρε στο τηλέφωνο να τον παρακαλέσει για μια ακομα φορα να τους αφήσει ήσυχους. Το μόνο π' ακουσε, ήταν βρισιές και κοροιδευτικα χαχανα. «Αν δε σταματήσεις αυτό το βιολι. . ., τοτε να εισαι σιγουρος ότι θα σε σκοτώσω», καταληξε ήρεμα όπως και την πρώτη φορα. Αυτος ομως συνέχιζε τα ιδια. Πριν απο τρεις μέρες ο Αργυρης πήγε σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη οπου συχναζαν εκτος απο χαρτοπαιχτες κι ένα σωρο ανθρωποι του σκοινιου και του παλουκιου. Κλέφτες, έμποροι ναρκωτικών, απατεώνες κι ένα σωρο αλλοι που μπορουσαν όπως ειχε μαθει, να σε προμηθέψουν οτιδήποτε παρανομο. Ζήτησε ν' αγορασει ένα πιστολι, χωρις καν να διαπραγματευτέι την τιμή του. Την αλλη μέρα το'χε στα χέρια του. Πήγε μετα στην τραπεζα κι έβαλε ολες του τις οικονομιες σε λογαριασμο στ' ονομα της Λιζης και των παιδιών, τακτοποιησέ το θέμα με τη δουλεια του δηλώνοντας ότι σταματαει και τους παρακαλεσέ να στειλουν τα λεφτα της εκκαθαρισης στη γυναικα του. Εκλεισε και μια μικρουποχρέωση που ειχε στο Λαμπη τον μπογιατζή πηγαινοντας να βρει και να του επιστρέψει κατι λιγα χρήματα που του χρωστουσε. Το πιο δυσκολο ήταν οταν δήλωσε παραιτηση απ' τη δουλεια του και μαλιστα χωρις να πει κουβέντα στη γυναικα του. Ευτυχώς π' ήταν καθημερνή και δε δουλευε ουτε ένας έλληνας για να τον κανει ένα σωρο ενοχλητικές ερωτήσεις. Του ταιριαξέ αριστα και ότι κεινο το διαστημα, εξ' αιτιας του ξυλοδαρμου, η Λιζη ήταν γραμμένη αρρωστη και δε πήγαινε στη δουλεια της. Τις αλλες δυο μέρες έφευγε απ' το σπιτι κανονικα σα να πήγαινε στη δουλεια του, αλλα γυρνουσε ολο το πρωινο ασκοπα στους δρομους πνιγμένος στις μαυρες του σκέψεις. Τ' απομεσήμερο γυρνουσε στο σπιτι, ξαπλωνε μια ώρα και μετα πήγαινε έξω απ' τη δουλεια του γερμανου και τον παρακολουθουσέ. Τι ώρα έφευγε απ' τη δουλεια του; Πιο δρομολόγιο ακολουθουσε μέχρι τον υπόγειο και πιο τρένο έπαιρνε για να παει στο σπιτι του; - Ί-ιρθε η ώρα σου κέρατα, ειπε δυνατα. Από χτες ακόμα παρακαλεσε τη Λιζη που δεν ειχε ιδέα γι' αυτές του τις προετοιμασιές, να παρει τα παιδια και να παει μια βολτα
στους γονείς της να ξεσκασούν λίγο κι αυτα τα καημένα που τα'φαγε η κλεισούρα και τα μαθήματα. «Πήγαινε τωρα π' έχουν τα παιδια τις χειμωνιατικες διακοπές τους, γιατί το καλοκαίρι δε θα'χουν καιρό να δουν τη γιαγια τους και τον παππού τους. Αποφασισα το καλοκαίρι να παμε διακοπές στην Ελλαδα». Η Λίζη πέταξε απ' τη χαρα της, όχι γιατί θα πήγαινε με τα παιδια στους γονείς της αλλά με την υπόσχεση του Αργύρη ότι επιτέλους θα πανε στην Ελλαδα, που τόσα χρόνια τωρα τον παρακαλαει. Εφύγαν σήμερα ξημέρωματα με το τρένο. - Ί-!ρθε η ωρα σου κέρατά, ξανάπε κανοντας μια γκριμάτσα σιχασιας. Θυμήθηκε τα λόγια του Βαγγέλη του γιατρού, όπως τον φωναζαν χωρίς να'ναι γιατρός, π' έλεγε μια μέρα σε μια συντροφιά. «Οταν κανείς σκέπτεται να σκοτωσει, βασανίζεται πολύ καιρό. Δε τον κολλαει ύπνος, είναι όλο αφηρημένος και χαμένος σε σκέψεις. Νοιωθει μέσα του έν' αβασταχτο κενό κι ένα σούβλισμα στο στομάχι. Νοιωθει μια λιποθύμια που του λυγαει τα γόνατα. Οταν όμως καταλήξει και παρει την τελική απόφαση, τότε ηρεμεί. Φεύγουν όλα κείνα τα περίεργα π' ένοιωθε ως τα τότε και λαμπικαρει ακόμα και το μούτρο του». Γέλασαν όλοι και μαλιστα καποιος ρωτησε αν είχε καθαρίσει κανέναν ο ίδιος και τα ήξερε όλα αυτα τόσο καλα.
«Οχι», απαντησε ο Βαγγέλης. «Τα διαβασα και τα πιστεύω ότι έτσι είναι. Τι ξέρτε σεις ρε βλίτα από ψυχολογία; Τη μαύρη σας την τύφλα ξέρτε. Φταίω γω που σας ανοίγω τα ματια σε κόσμους π' είναι αδιαβατοι». Ο Αργύρης τους κοίταξε όλους με μισόκλειστα ματια.
«Δίκιο με φαίνεται πως έχει ο Βαγγέλης. Αμα κανείς από μας αποφασίσει να σκοτωσει, τότε μπορεί να μας πει μετά αμα ένοιωσε έτσι. Εγω παντως αμα με τύχει κατι τέτοιο να είσαστε σίγουροι ότι θα σας ενημερωσω».
2 Τράβηξε το συρτάρι και πήρε μια κόλα χαρτί αναφορας κι ένα στυλό διαρκείας που τα χρησιμοποιούσε η Λίζη για να σημειωνει τα ψωνια π' έπρεπε να κανει κάθε Σαββατο. Στην ακρη του συρταριού πήρε το ματι του ένα καλοδιπλωμένο και κιτρινισμένο απ' την πολυκαιρία μακρόστενο χαρτί. Το ξέδίπλωσε
μ' αργές κινήσεις και διαβασε τα μισοσβυσμένα απ' τα χρόνια γραμματα. !ΔΡΥΜΑΤ!ΣΜΟΣ
Καθισε βαρια στην καρέκλα πιόνοντας με τα δυο χέρια το κεφόλι του, που ξαφνικό όρχισε ν' αιστανεται ένα σφυρι να χτυπαει μέσα του ρυθμικα. Ο αβόσταχτος πονοκέφαλος που του προκαλούσε αυτό το ξαφνικό σφυροκόπημα στο μυαλό, τον αναγκασε ν' ακουμπήσει το κεφόλι του στο τραπέζι σα πληγωμένο πουλι, ενώ ένας βαθύς αναστεναγμός έφυγε απ' τα στήθια του. Κι απότομα από μέσα του σκώθηκε η σιγουριό. Η σιγουριό ότι πια το αποφασισε. Οτι πήρε τη μεγόλη απόφαση. Οτι έφτασε στο μεγόλο βήμα και το μεγόλο τέρμα. Το σφυροκόπημα μέσ' το κεφόλι του σταμότησε το ιδιο απότομα όπως ειχε αρχισει, ενώ έφυγε απ' το στήθος του το τεραστιο βαρος που τόσες μέρες κουβαλούσε και πήγαινε να τον αποκόνει. 'Ενοιωσε αναλαφρος και δυνατός. Σιγουρος για τον εαυτό του και την απόφασή του. «Δικιο ειχε ο Βαγγέλης ο γιατρός...», χαμογέλασε καθώς πήγαινε στην τουαλέτα. 'Επλυνε με προσοχή τα μούτρα του και κοιταχτηκε στον καθρέφτη. Ειδε έναν όλλο Αργύρη. 'Εναν ήρεμο, αποφασιστικό Αργύρη, με μότια π' έλαμπαν. Γύρισε στο τραπεζακι, πήρε μπροστό του την κόλα κι όρχισε να γραφει.
Αγαπημένε μου φιλε Θόδωρε Δεν έχω πολλό να σε γραψω. Θέλω μόνο να σε πω ότι ειναι έτσι όπως τα λες στο γραμμα σου. Ολοι, σα και κεινον τον παλιό έλληνα π' αναφέρεις, αγωνιζονται να φτασουν σ' ότι ονειρεύτηκαν. Αλλοι δε φτόνουν ποτέ κι ισως πρέπει να'ναι οι πιο φχαριστημένοι, ενώ όσοι φτόνουν γρήγορα καταλαβαινουν ότι αυτό δεν ήταν το τέρμα ή ότι τέλος πόντων κότι παει και πόλι στραβό που τους χαλαει τα όνειρα και τις ελπιδες. Εγώ φιλε μου Θόδωρε έφτασα στο δικό μου Σινσινατι. Ομως τα πρόματα στραβωσαν και τώρα πρέπει να πόρω το ταξιδι απ' την αρχή. Δε χρειαζεται να σε πω λεπτομέρειες παρό μόνο τούτο. Πρέπει να σώσω τ' όνειρό μου. Καλό μας ταξιδι. Σε φιλώ Ο Παντοτινός σου φιλος 'Εγραψε τ' όνομα του από κότω, διπλωσε το χαρτι και το'βαλε στο φακελο που βρήκε στο ντουλαπι της βιβλιοθήκης. 'Εγραψε απ' έξω τ' όνομα και το παρόνομα του Θόδωρου και τη διεύθυνση του νοσοκομειου. Κόλλησε ένα γραμματόσημο π' ειχε φυλαγμένο στο
ιδιο ντουλάπι η Λιζη και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες να ριξει το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο π ήταν απέναντι απ το σπιτι. Γυρισε ξανά πισω και μπήκε στο μπάνιο να πλυθέι και να ξυριστέι. Οταν τέλειωσε κοιτάχτηκε και πάλι στον καθρέφτη. Για πρώτη φορά εδώ και τόσο καιρό ειναι ήρεμος. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό του'φυγε κεινο το σφιξιμο στο στήθος και κεινη η νευρικότητα π' έκανε σκεδόν να χοροπηδάνε τα μέσα του. Για πρώτη φορά εδώ και τόσο καιρό χαλάρωσαν τα νευρα του σα να'ναι να πάει σ' ένα ταξιδι, σα να'ναι να πάει σέ γιορτή, σα να'ναι να βρεθει με φιλους αγαπημένους. Σα να πηγαινει να συναντήσει τον Θόδωρο. Φόρεσε το σακάκι και το δερμάτινο μπουφάν του, σιγουρευτηκέ ότι το μπιστόλι βρισκόταν κανονικά στη θέση του στη μέσα τσέπη του σακακιου του και με βήμα σταθερό βγήκε απ' το σπιτι και τράβηξε για τον υπόγειο. Πήρε το τρένο για τον κεντρικό σταθμό. Εκει άλλαξε γραμμή πηγαινοντας μια στάση προς τ' ανατολικά.
3 Κατέβηκε και περιμενε στην πλατφόρμα με τα μάτια καρφωμένα στην ανατολική εισοδο του σταθμου. Κόσμος πολυς που τέτοια ώρα σχολνουσε απ' τη δουλειά του. Τα τραινα πηγαινοέρχονταν το'να πισω απ' τ' άλλο, ενώ η μονότονη φωνή απ' τα μεγάφωνα ανάγγελνε τις αφιξεις και τις αναχωρήσεις. Τιποτα όμως απ' αυτά δε πρόσεχε ο Αργυρης παρά μόνο ειχε καρφωμένα τα μάτια του στις κυλιόμενες σκάλες της ανατολικής εισόδου του σταθμου. Και τότε τον ειδε. Τον ειδε που κατέβαινε βιαστικός, τρέχοντας σκεδόν, κοιτώντας γυρω του λές και κάτι τον ανησυχουσε. Ο Αργυρης τον άφησέ να προχωρήσει. Πέρασε πισω απ' τις διαφημιστικές πινακιδες στη μέση της πλατφόρμας και κάνοντας έναν μικρό κυκλο βρέθηκε ακριβώς από πισω του. 'Εβγαλε το μπιστόλι, τ' ακουμπησε στο κεφάλι του και πυροβόλησε δυο φορές απανωτά. Ο κόσμος πετάχτηκε έξαλλος και κατατρομαγμένος τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον, να φυγει μακριά απ' το μακελέιό. Ο Αργυρης στάθηκε για μια στιγμή πάνω απ' τον νεκρό που βρισκόταν πεσμένος μπρουμυτα πάνω στο τσιμέντο κι έφτυσε πάνω του. - Σκυλι του κέρατά, ειπε και τον ξανάφτυσε. Κάπου ειχε ακουσει ή διαβάσει, δεν ήταν ώρα τώρα να ξεκαθαρισέι τέτοιες λεπτομέρειες, ότι οι ναζιδες ανάμεσα στ' αλλά πειράματα που κάναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν να
πειραματιζονται κατα ποσο και ποση ώρα οταν κόβεται το κεφαλι τ' ανθρώπου αυτος έχει με το μυαλο του συναιστηση για την εχτέλεσή του. Εκοβαν λοιπον το κεφαλι του καταδικου και αρπαζοντας το αμέσως φώναζαν δυνατα στ' αυτι του, παρατηρώντας αμα τα ματια του έδειχναν πως καταλαβε τη φωνή και το κακό που τον βρήκε. Ο Αργυρης γονατισε διπλα στον γερμανό, αρπαξε με τα δυο του χέρια το κεφαλι του, έφερε το στομα του στ' αυτι του κι έβγαλε δυνατή κραυγή μέσ' απ' τα σωθικα του. - Λιζη ..... ..Λιζη.... Του φανηκε πως ειδε μια μικρή, μια ανεπαισθητη κινηση στα βλέφαρα του. Σκώθηκε με κοπο. Πήγε μ' αργοσυρτο βήμα και καθισε στο τσιμεντένιο παγκακι μερικα μέτρα πιο κει περιμένοντας την αστυνομια, ενώ ο κοσμος ξετρελαμένος ακομα κοιτουσε μια αυτον και μια τον σκοτωμένο. Ο Αργυρης αφησε το πιστόλι κατω. Ακουμπησε τους αγκώνες του στα γόνατα του και κρατησε με τις δυο του παλαμες το κεφαλι του. Το σφυροκοπημα μες το μυαλο του αρχισε ακομα πιο επιμονο και δυνατο. Χιλιαδες πολυχρωμα λαμπιονια τρεμοπαιξαν μπροστα στα ματια του χωρις να τα παρατηρει, ενώ ένας πρωτογνωρος φόβος όρμησε μέσα του ποταμι χωρις πηγή. Η χουφτα του ανοιξε κι ένα τσαλακωμένο μακροστενο χαρτι κυλησε στο τσιμεντένιο δαπεδο. Με την ακρη του ματιου του λες και καταφερε να το διαβασει για πρώτη φορα. ιΔι>νινιλτιεινιοε Εγειρε πληγωμένος στο πλαι και πριν χαθει ο κοσμος απ' τα ματια, του πρόλαβε να μουρμουρισει αποκαμωμένος. - Αυτή ειν' η ζωή. Ενα ταξιδι που δε τελειώνει ποτέ. Ενας τοπος που δε φτανεις ποτέ. Ενα ταξιδι της φαντασιας. Ενα ταξιδι στο Σινσινατι.
Καινουριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θαβρεις αλλες θαλασσες Η πόλις θα σε ακολουθει. Στους δρόμους θα γυρνας τους ιδιους. Και στές γειτονιές τές ιδιες θα γερνας και μες τα ιδια σπιτια αυτα θ' ασπριζεις. Παντα στην πολι αυτή θα φθανεις. Για τα αλλου - μην ελπιζεις Δεν έχει πλοιο για σε, δεν έχει οδό. 'Ετσι που τη ζωη σου ρημαξες εδώ Στην κώχη τουτη την μικρη, σ' όλην την γη την χαλασες.
κ. Καβάφη «Η ΠΟΛ!Σ»
ΤΕΛΟΣ