Ήθελε τόσο να περπατήσει εκείνη τη νύχτα. Έτσι, έναν περίπατο χωρίς προορισμό. Στο χάσιμο της βροχής, στη μυρωδιά που αφήνουν τα χνάρια της σαν πέφτουν στη Γη. Είχε καιρό να το κάνει. Το είχε ανάγκη, το αποζητούσε σαν ένα παράθυρο στις μαζεμένες σκέψεις που εισέβαλαν απρόσκλητες στο μυαλό του. Ενός κατασταλαγμένου μυαλού στα ώριμά του χρόνια. Τα βήματά του έφτασαν στην άκρη της μεγάλης προβλήτας. Αντικριστά του απλώνονταν η θάλασσα. Ήρεμη, σκούρα, όπου πέρα στο βάθος του ορίζοντα το μαύρο της χρώμα έσμιγε με εκείνο του ουρανού.