“ Το Παλιό Ποδήλατο” Σοφία Σκανδάλη
2
Το παλιό ποδήλατο Η Φωτούλα, μια κοπέλα γύρω στα τριάντα, είχε κατέβει στην αποθήκη του σπιτιού της, να ψάξει σ' ένα παλιό μπαούλο που είχε φυλαγμένα μέσα ένα σωρό από φίνα, λινά σεντόνια και διάφορα άλλα παλιά κεντήματα, που της είχε δώσει η μητέρα της όταν παντρεύτηκε. Ήταν πολύ στριμωγμένα τα πράγματα μέσα στην αποθήκη και δεν ήταν και τόσο εύκολο να βρει κάποιος κάτι, αμέσως. Όλο και χτυπούσε στη μια κούτα, όλο και σκάλωνε στην άλλη και το χειρότερο ήταν πως γέμιζε κι από ιστούς αράχνης παντού. Εκεί μέσα βρίσκονταν σωριασμένα, παλιά τραπεζάκια, ντιβάνια, στρώματα, διάφορες κούτες γεμάτες με παιχνίδια, άλλες πάλι με αποκριάτικες στολές που δεν τις χρησιμοποιούσαν πια, κούτες με εργαλεία, με χριστουγεννιάτικα στολίδια και ό,τι μπορεί να έχει μια αποθήκη σπιτιού. Η Φωτούλα κοίταζε γύρω της κι απελπισμένη με αυτό το χάος που έβλεπε μονολόγησε: “Πρέπει μια μέρα να καθίσω να καθαρίσω την αποθήκη... ! Έχουν μαζευτεί εδώ, του κόσμου τα άχρηστα πράγματα πια... Κάποια θα πρέπει να πεταχτούν πλέον. Ν' αδειάσει λίγο ο χώρος εδώ, να κάνω τη δουλειά μου κάθε φορά πιο άνετα...” Ανασήκωνε κάτι παλιά στρώματα και παραμέριζε παλιά ντιβάνια, ώσπου πίσω από ένα απ' αυτά είδε κάτι που την έκανε ν' αναπηδήσει. Το παλιό της ποδήλατο...!!! Πω πω τι της θύμιζε! Κάθισε πάνω στο παλιό ντιβάνι που ήταν εκεί δίπλα και το χάζευε, αφήνοντας τις αναμνήσεις της να ξεπηδούν μια μια, σαν κινηματογραφικές εικόνες, μέσα απ' το μυαλό της. Θυμόταν πως είχε ένα ωραίο, γλυκό, κόκκινο χρώμα, με λευκές ζάντες και επίσης λευκή σέλα. Τώρα πια, το χρώμα είχε ξεθωριάσει τόσο πολύ..! Σχεδόν είχε εξαφανιστεί. Η σκουριά το κατάτρωγε εκεί μέσα και φοβόταν ακόμα και να το αγγίξει η Φωτούλα, μη και της έμενε στα χέρια διαλυμένο. Μα τούτες οι τελευταίες σκέψεις της, πνίγηκαν μέσα στις θύμησες που ήρθαν στο μυαλό της. Πόσα χρόνια το είχε αυτό το ποδήλατο συντροφιά της..! Από παιδί της το είχαν πάρει δώρο οι γονείς της, όταν τελείωσε με άριστα το Δημοτικό σχολείο και μπήκε στο Γυμνάσιο. Τότε βέβαια της φαινόταν μεγάλο για τα μέτρα της και μέχρι να το μάθει, είχε φάει πάρα πολλές τούμπες. Όμως, γρήγορα το συνήθισε και του πήρε τον αέρα. Μετά δεν πιανόταν η μικρή. Όχι πως δεν έπεφτε και μετά, αλλά όχι με την ίδια συχνότητα μέχρι να το μάθει. Και πού δεν πήγαινε μ' αυτό το ποδήλατο... Σε ίσιους δρόμους, σε χωματόδρομους, σε λόφους, σε λιβάδια, σε χωράφια, σε δάση... Όπου μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους. Όπου πήγαιναν εξοχή, ποτέ δεν ξεχνούσε να το πάρει μαζί της. Ήταν πάντα αχώριστοι φίλοι. Θυμόταν τώρα η Φωτούλα πόσο πρόθυμη ήταν να πηγαίνει εκείνη για διάφορα “ Το Παλιό Ποδήλατο” Σοφία Σκανδάλη
μικροψώνια για το σπίτι. Της άρεσε να τα βάζει στο καλαθάκι που είχε μπροστά, στηριγμένο στο τιμόνι του. Μάλιστα, μια φορά είχε ψιλοβρέξει κι ο δρόμος γλιστρούσε και καθώς έπεσε κάτω σκόρπισαν τα πράγματα παντού γύρω της... Πόσο είχε γελάσει..! Ευτυχώς βέβαια, δεν είχε χτυπήσει, αλλά μάζευε μισή ώρα, πράγματα από κάτω. Πόσο αστείο της είχε φανεί τότε..! Άλλη μια φορά, θυμόταν, είχε βγει βόλτα ένα απόγευμα με τις φίλες της και στα μέσα της διαδρομής τις έπιασε βροχή. Μέχρι να βρουν ένα υπόστεγο να κάτσουν από κάτω και να περιμένουν να σταματήσει η βροχή, είχαν γίνει μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο. Αφού σταμάτησε, όμως η μπόρα, τους μπήκε η ιδέα να πάνε μέχρι το κοντινό δασάκι για βόλτα με τα ποδήλατα. Τους άρεσε τρομερά η μυρωδιά του δάσους μετά από βροχή. Όμως τα χωματένια δρομάκια του είχαν γίνει σκέτη λάσπη. Πού να προχωρήσουν με τα ποδήλατα σε λάσπες και λακκούβες με νερά..! Κολλούσαν όλη την ώρα οι ρόδες των ποδηλάτων τους κι έτσι τον περισσότερο δρόμο τον πήγαιναν με τα πόδια. Αλλά και όσο δρόμο έκαναν με τα ποδήλατα, σήκωναν τόση λάσπη από κάτω, που έγιναν λες και μόλις είχαν βγει από λασπόλουτρα. Από τη μια να γελούν, βλέποντας η μια τα χάλια της άλλης κι από την άλλη να σκέφτονται την κατσάδα που είχαν ν' ακούσουν μόλις θα γύριζαν σπίτια τους. Τα θυμόταν τώρα η Φωτούλα κι ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της. Να τώρα που θυμήθηκε κι εκείνη τη φορά που κατηφόριζε ένα δρόμο με αρκετά μεγάλη ταχύτητα. Έτρεχε από μόνη της, ήταν και κατήφορος, πού να συμμαζέψει το ποδήλατο! Στα δεξιά του δρόμου ήταν ένα οικόπεδο άχτιστο με εκατοντάδες αγκάθια φυτρωμένα μέσα. Με τη φόρα που είχε η Φωτούλα, πήγε κι έπεσε ίσια μέσα στ' αγκάθια... Σηκώθηκε απάνω κλαίγοντας, γιατί είχε χτυπήσει στα γόνατα, αλλά είχε γεμίσει και παντού επάνω της αγκάθια. Δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει... Να βγάζει τ' αγκάθια να μη την τσιμπούν ή να σκουπίζει τα αίματα απ' τα γόνατά της; Ευτυχώς γι' αυτήν, την είδε μια γειτόνισσα που έτυχε να περνάει απ' το δρόμο εκείνη την ώρα και τη βοήθησε να συμμαζευτεί. Στα χάλια που είχε, πήρε το ποδήλατό της στα χέρια και γύρισε στο σπίτι της με κλάματα κι αφού περιποιήθηκε ανάλογα τις πληγές της, άλλαξε και ρούχα να ησυχάσει κι από τ' αγκάθια, άρχισε να κοιτάζει το ποδήλατο μην είχε πάθει κι αυτό καμιά ζημιά. Ευτυχώς, όλα ήταν εντάξει κι έτσι ηρέμησε η Φωτούλα. Πόσο μακρινά της φαίνονταν τώρα όλα αυτά, αλλά και πόσο έντονα και γρήγορα ζωντάνευαν πάλι στη μνήμη της..! Αυτό το ποδήλατο ήταν και η αιτία που γνωρίστηκε με τον άντρα της, τον Παύλο. Ήταν σ' ένα νησί που είχαν πάει εξοχή κι είχε βγει τη βόλτα της η Φωτούλα με τους φίλους και τις φίλες της. Έτρεχαν στο δρόμο όσο μπορούσαν περισσότερο, αλλά εκείνη είχε ξεμείνει λίγο πιο πίσω απ' τους υπόλοιπους κι όταν έγινε το μικροατύχημα δεν το αντιλήφθηκαν αμέσως οι φίλοι της. Είχε πατήσει κάτι αιχμηρό με τη ρόδα του ποδηλάτου της και έσκασε το μπροστινό του λάστιχο. Μην μπορώντας η Φωτούλα να σταματήσει αμέσως, έπεσε στο δρόμο και παρά λίγο να χτυπήσει άσχημα το κεφάλι της στο πεζοδρόμιο. Πίσω της ερχόταν ένα παλικάρι κι αυτός με ποδήλατο. Είδε όλη τη σκηνή και σταμάτησε πλάι της. Τη “ Το Παλιό Ποδήλατο” Σοφία Σκανδάλη
σήκωσε από κάτω, την κοίταξε προσεκτικά μην είχε χτυπήσει πολύ και τη βοήθησε να τινάξει τις σκόνες από τα ρούχα της. Την έβαλε να καθίσει ήσυχα στο πεζοδρόμιο κι εκεί γνωρίστηκαν. Έκαναν πολλή παρέα από τότε, πολλές βόλτες με τα ποδήλατά τους και κάποια μέρα βγήκαν και στο πρώτο τους ερωτικό ραντεβού. Και βέβαια, μετά από λίγα χρόνια παντρεύτηκαν κι έκαναν μια όμορφη οικογένεια. Κάπου εδώ γύρω θα ήταν και το ποδήλατο του άντρα της, σκέφτηκε η Φωτούλα και γύρισε τη ματιά της στο χώρο ψάχνοντας να το δει σε καμιά γωνιά. Θυμήθηκε ακόμα τις βόλτες που έκαναν στην παραλία μαζί και όλους εκείνους τους ρομαντικούς περιπάτους με τα ποδήλατα στα χέρια, αλλά και το πρώτο τους φιλί που κι αυτό το έδωσαν πάνω στα ποδήλατα. Ανέβαιναν πάνω στο βουνό κι αγνάντευαν από κει τα ηλιοβασιλέματα κρατημένοι χέρι χέρι. Τι όμορφα που ήταν! Ακόμα κι όταν έτρεχαν να κρυφτούν μη τυχόν τους έβλεπε κανένας γνωστός, θυμόταν τώρα η Φωτούλα, πόσο πολύ γελούσαν οι δυο τους. Είχαν την αγωνία, αλλά το έβρισκαν και πολύ αστείο ωστόσο αυτό το τρεχαλητό, πάντα με τα ποδήλατά τους. Και καθώς θυμόταν αυτές τις εικόνες η Φωτούλα, έπιασε τον εαυτό της να κρυφογελάει κι εκείνη τη στιγμή. Μια άλλη φορά πάλι θυμήθηκε που έκαναν όλη η παρέα αγώνες με τα ποδήλατα, πάνω στο μώλο στην παραλία που έκαναν μπάνιο. Ο μώλος χωρούσε ίσα ίσα δυο ποδήλατα το ένα δίπλα στο άλλο. Η σύγκρουση βέβαια, δεν άργησε να έρθει κι έτσι κάποιος απ' την παρέα έπεσε μέσα στο νερό, μαζί με το ποδήλατό του. Φοβήθηκαν εκείνη τη στιγμή, αλλά τα νερά δεν ήταν και τόσο βαθιά κι έτσι ο φίλος τους βγήκε μια χαρά απ' τη θάλασσα, τρέμοντας όμως, μη και σκούριαζε το ποδήλατο. Όλα πήγαν καλά κι η παρέα το ίδιο εκείνο βράδυ, θυμόταν το συμβάν και γελούσε με την ψυχή της. Πόσες όμορφες αναμνήσεις δεν της ξύπνησε αυτό το παλιό κόκκινο ποδήλατο...! Περνούσαν τώρα μπροστά της όλα τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια κι ένα δάκρυ κύλησε στην άκρη του ματιού της. Δεν ήταν και πολύ μεγάλη στην ηλικία ακόμα, αλλά και τι δεν θα 'δινε να ήταν και πάλι για λίγο παιδί. Να ξαναζούσε την παιδική ξεγνοιασιά και αθωότητα. Μα και τώρα δεν ήταν αργά πια... Θα μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τα ποδήλατά τους και να κάνουν πάλι μαζί βολτούλες εδώ κι εκεί, όποτε τους δινόταν η ευκαιρία. Με τους περισσότερους άλλωστε από την παρέα ήταν ακόμα μαζί κι έκαναν συντροφιά όλα αυτά τα χρόνια. Βέβαια, είχαν όλοι παντρευτεί κι είχαν πολλές υποχρεώσεις, άλλοι μάλιστα είχαν και παιδιά, αλλά όλο και κάποια ώρα θα μπορούσαν να ξεκλέψουν για μια βολτούλα με τα ποδήλατα όπως παλιά. Θα ξαναζούσαν στιγμές από το παρελθόν κι αυτό θα ήταν υπέροχο! Η ιδέα άρεσε σε όλους. Βάλθηκαν, λοιπόν να ξαναφτιάξουν τα ποδήλατά τους και όταν θα ήταν όλοι έτοιμοι, να κανονίσουν τη βόλτα τους. Πέρασαν αρκετές μέρες, βέβαια μέχρι να τα φτιάξουν, αλλά κατάφεραν και τα έκαναν και πάλι σαν καινούρια. Κανόνισαν και τη μέρα που θα πήγαιναν βόλτα κι όλα ήταν εντάξει. Η Φωτούλα το περίμενε εκείνο το απόγευμα με μεγάλη ανυπομονησία. Και κάποτε έφτασε η μέρα του ραντεβού της παρέας. Μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία “ Το Παλιό Ποδήλατο” Σοφία Σκανδάλη
της παλιάς τους γειτονιάς κι αφού έκατσαν σε μια καφετέρια και ήπιαν έναν καφέ, ξεκίνησαν την ποδηλατάδα τους. Ήταν άνοιξη και σκέφτηκαν πως θα ήταν όμορφα να πήγαιναν στο αγαπημένο τους δάσος για βόλτα. Θα ήταν βέβαια μεγάλη η διαδρομή, αλλά άξιζε τον κόπο. Μέτρησαν λοιπόν τα κουράγια τους και ξεκίνησαν. Σε λίγο έκαναν την πρώτη στάση. Η Φωτούλα, όπως πάντα, είχε μείνει πίσω από τους υπόλοιπους. Σταμάτησαν σ' ένα πλάτωμα του δρόμου και την περίμεναν. Αφού έκατσαν λίγο και πήραν ανάσες, συνέχισαν το δρόμο τους. Δεν μπορούσαν να καθυστερήσουν και πολύ, γιατί δεν ήθελαν να τους βρει η νύχτα στο δάσος. Έτσι έκαναν μια στάση ακόμα για να ξεκουραστούν μέχρι που έφτασαν στον προορισμό τους. Κι ήταν πραγματικά υπέροχα αυτή την εποχή στο δάσος. Γύρω είχαν ανθίσει τα αγριολούλουδα και μοσχομύριζε ο αέρας από το φρέσκο χορτάρι και τα πεύκα. Έκατσαν κάτω από τα δέντρα κι έπιασαν τις αναμνήσεις. Όλο και θυμόντουσαν παλιές ιστορίες και πότε έκλαιγαν, πότε γελούσαν. Όμως τους περίμενε κι άλλη μια μικρή περιπέτεια. Άνοιξη ήταν κι ο καιρός άστατος. Ξαφνικά συννέφιασε και μέχρι να το καταλάβουν καλά καλά τους έπιασε μια δυνατή μπόρα, από αυτές που ξεσπάνε συνήθως αυτήν την εποχή. Ήξεραν πως ήταν επικίνδυνο να μείνουν κάτω από τα δέντρα με βροχή και γι' αυτό σηκώθηκαν στα γρήγορα κι έψαχναν για κάποιο κιόσκι που θυμόνταν πως υπήρχε εκεί κοντά. Αλλά μέχρι να το βρουν η μπόρα τους είχε κάνει μούσκεμα. Γέλασαν με την ψυχή τους και θυμήθηκαν πάλι τη βροχή που είχαν φάει και τότε που ήταν παιδιά και τη λάσπη που κουβαλούσαν πάνω τους. Κι αφού σταμάτησε η βροχή ξεκίνησαν για το γυρισμό. Αλλά έτσι όπως είχαν βραχεί, τα ρούχα τους κολλούσαν πάνω τους κι έκαναν τις κινήσεις ακόμα πιο δύσκολες. Έτσι αναγκάστηκαν να πάρουν τα ποδήλατα στα χέρια και να προχωρήσουν μέχρι το δρόμο με τα πόδια. Μόλις βγήκαν στο δρόμο, καβάλησαν τα ποδήλατα κι έφυγαν πια κανονικά. Και σ' όλη τη διαδρομή μιλούσαν και γελούσαν κι όλοι σκέφτονταν πόσο ωραία είχαν περάσει κι όλοι έλεγαν πως τελικά δε γίνεται να βγουν μια φορά βόλτα, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια και να μην έχουν κάποιο περίεργο συμβάν. Γύρισαν στην πλατεία από όπου είχαν ξεκινήσει το μεσημέρι κι εκεί χωρίστηκαν δίνοντας υπόσχεση να το ξανακάνουν όσο πιο σύντομα μπορούσαν. Είχαν περάσει όλοι υπέροχα κι ήθελαν να ξαναζήσουν αυτές τις στιγμές. Γυρίζοντας σπίτι η Φωτούλα ξανάβαλε τα ποδήλατα στην αποθήκη, αλλά αυτή τη φορά σε μέρος που να μπορεί να τα βγάλει χωρίς να κάνει... ανασκαφές ανάμεσα σε κούτες, μπαούλα και στρώματα. Την είχε ευχαριστηθεί πολύ αυτή τη βόλτα κι ένιωσε μέσα της, για λίγο έστω και πάλι παιδί. Στάθηκε για λίγα λεπτά εκεί και κοιτούσε το παλιό της ποδήλατο και μέσα της το ευχαριστούσε που τη βοήθησε να ξανανιώσει έτσι. Του υποσχέθηκε πως δεν θα το ξανάφηνε να σκουριάσει και θα το πρόσεχε περισσότερο. Οι συναντήσεις και οι βόλτες της παρέας συνεχίστηκαν για καιρό. Η κάθε βόλτα ήταν καλύτερη από την προηγούμενη και όλοι ήταν ευχαριστημένοι που ξαναβρίσκονταν τόσο συχνά. Η τελευταία όμως που έκαναν έμελε να μείνει στη “ Το Παλιό Ποδήλατο” Σοφία Σκανδάλη
Φωτούλα αξέχαστη για όλη τη ζωή της. Ξεκίνησαν, όπως πάντα από τη γνωστή τους πλατεία, όλοι μαζί. Αυτή τη φορά θα πήγαιναν σε θάλασσα, αφού ήταν και καλοκαιράκι κι είχε και αρκετή ζέστη. Αρκετή η απόσταση αλλά, με κάμποσες στάσεις θα τα κατάφερναν. Η Φωτούλα, όπως συνήθως, έμενε τελευταία. Έβαλε τα δυνατά της κάποια στιγμή να τρέξει όσο μπορούσε περισσότερο για να φτάσει τους υπόλοιπους. Ο ήλιος ήταν αρκετά καυτός, αν και απόγευμα και η ζέστη πνιγερή. Η Φωτούλα ζαλίστηκε και χωρίς να προλάβει να καταλάβει καν τι έγινε, έπεσε στο δρόμο, έφυγε τελείως το ποδήλατο από τον έλεγχό της και βρέθηκε στη μια μεριά του δρόμου το ποδήλατο και στην άλλη η ίδια. Για καλή της τύχη, δεν περνούσε αυτοκίνητο από την πλευρά που έπεσε εκείνη, όμως περνούσε ένα φορτηγό από την πλευρά που είχε πέσει το ποδήλατό της. Και πέρασε ολόκληρο από πάνω του. Το ποδήλατο έγινε ένα μάτσο παλιοσίδερα. Η Φωτούλα έμεινε εκεί, άφωνη και δίχως πνοή να το κοιτάζει και να μην πιστεύει στα μάτια της. Το ποδήλατό της... Πάει το ποδήλατό της... Η παρέα την πλησίασε, πρώτα απ' όλα να δει αν είναι καλά η ίδια. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι δεν είχε χτυπήσει πουθενά, την έβαλαν να καθίσει σ' ένα παγκάκι στο πεζοδρόμιο και μετά προσπάθησαν να μαζέψουν ό,τι είχε απομείνει από το ποδήλατο. Ο Παύλος έμεινε στο πλάι της προσπαθώντας να την παρηγορήσει, επειδή ήξερε τι σήμαινε γι' αυτήν και πόσο το αγαπούσε αυτό το ποδήλατο. Μα η Φωτούλα στεκόταν σε μια άκρη απ' το παγκάκι και δεν έβγαζε μιλιά απ' το στόμα της. Μόνο κοίταζε... Κοίταζε το μάτσο τα παλιοσίδερα που λίγη ώρα πριν, ήταν το ποδήλατό της. Από τα μάτια της έτρεχαν τα δάκρυα ασταμάτητα σαν μικρά ποταμάκια. Η καρδιά της ήταν τόσο σφιγμένη που θαρρούσε πως θα σταματήσει. Έκανε να σηκωθεί από τη θέση της, μα τα γόνατά της λύγισαν κι αν δεν την κρατούσε ο άντρας της, θα σωριαζόταν κάτω. Οι φίλοι της μάζεψαν το σμπαραλιασμένο πια ποδήλατο κι ήρθαν κοντά στο ζευγάρι. Κανείς δεν ήξερε τι να πει για να σπάσει τη σιωπή. Πήραν όλοι τα ποδήλατα στα χέρια τους και χωρίς καμία διάθεση για κουβέντες ξεκίνησαν για το δρόμο του γυρισμού. Έφτασαν στο σπίτι κι εκεί ο Πάυλος έβαλε τη Φωτούλα να καθίσει άνετα σ' έναν καναπέ κι έβαλε σε όλους από ένα ποτό. Η σιωπή που επικρατούσε στο σαλόνι, ήταν τόσο φλύαρη κι όλοι καταλάβαιναν τα λόγια της. Το μόνο που έσπαγε κάπου κάπου αυτή τη φλυαρία, ήταν ο αναστεναγμός ή κάποιο αναφιλητό της Φωτούλας. Ήπιε λίγο μπράντι που της έδωσε ο Παύλος κι αμέσως το αίμα έβαψε τα μάγουλά της κι επανήρθε το χρώμα τους. Το σοκ που είχε πάθει ήταν μεγάλο. Η εικόνα του κατεστραμένου της ποδηλάτου δεν έφευγε στιγμή από τα μάτια της. Οι φίλοι της, βέβαια, προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν λέγοντάς της πως ήταν τυχερή, γιατί θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί η ίδια, αντί του ποδηλάτου. Όμως η Φωτούλα άκουγε ελάχιστα από τα λόγια που της έλεγαν.... Μόνο σκόρπιες λέξεις. Στο μυαλό της γυρνούσαν όλες εκείνες οι υπέροχες στιγμές που είχε ζήσει με το αγαπημένο της ποδήλατο. Η χαρά της όταν της το πήραν οι γονείς της..., οι “ Το Παλιό Ποδήλατο” Σοφία Σκανδάλη
μικροπεριπέτειες που έζησαν μαζί..., η γνωριμία με τον άντρα της... και πολλές άλλες εικόνες. Εκείνη τη στιγμή, για τη Φωτούλα δεν υπήρχε κανένας στο δωμάτιο... Ήταν μόνη με τις σκέψεις της. Ούτε έβλεπε, ούτε και άκουγε κανέναν, παρά μόνο τους ήχους του ποδηλάτου και το στρίγκλισμα των φρένων του φορτηγού. Ξέσπασε και πάλι σ' ενα δυνατό κλάμα και καθώς έπεσε στην αγκαλιά του Παύλου, την πήρε ένας βαθύς ύπνος, μέσα από τ' αναφιλητά της. Πέρασαν αρκετές μέρες μέχρι να συνέρθει. Σιγά σιγά άρχισε να το ξεπερνά. Βέβαια, στην αποθήκη απόφευγε να πηγαίνει, γιατί ο άδειος χώρος που λίγες μέρες πριν καταλάμβανε το ποδήλατό της, την πλήγωνε βαθιά. Ώσπου ένα απόγευμα ο άντρας της τής είχε μια όμορφη έκπληξη. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε έξω στον κήπο. Μπροστά στην αυλόπορτα ήταν στημένο και την περίμενε ένα ολοκαίνουριο ποδήλατο, κόκκινο με άσπρο κι αυτό, όπως ήταν το παλιό της. Η Φωτούλα έβγαλε μια φωνή ξαφνιάσματος. Για μια στιγμή νόμισε πως έβλεπε το φάντασμα του παλιού της ποδηλάτου. Γύρισε και κοίταξε τον Παύλο στα μάτια κι αμέσως κατάλαβε πως δεν έβλεπε όνειρο. Δεν ήταν βέβαια το ίδιο το παλιό της ποδήλατο, μα του έμοιαζε πάρα πολύ. Αγκάλιασε τον άντρα της και τον ευχαριστούσε μέσα απ' την καρδιά της. Το λάτρεψε κι αυτό το ποδήλατο, χωρίς όμως να βγάλει ούτε για μια στιγμή απ' τη θύμησή της κι εκείνο το παλιό. Έτσι, οι βόλτες με την παρέα συνεχίστηκαν, αργότερα, αλλά η Φωτούλα δεν ξέχασε ποτέ όσο ζούσε τον τρόπο με τον οποίο έχασε το παιδικό της, παλιό ποδήλατο! Και το θυμόταν πάντα με την ίδια αγάπη και πονούσε πάντα το ίδιο και πάντα ένα δάκρυ κυλούσε από τα μάτια της, στη θύμησή του!!!
“ Το Παλιό Ποδήλατο” Σοφία Σκανδάλη