Το μουσείο ως χώρος συνάντησης της αφήγησης και του city-branding

Page 1

ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΩΣ ΧΩΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ CITY-BRANDING ΑΡΙΣΤΕΑ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΟΥΚΟΥΝΟΥΡΗ

1


2


Περιεχόμενα Περίληψη ................................................................................................................................. 4 Εισαγωγή ................................................................................................................................ 5 1. Η οργάνωση του μουσειακού χώρου ως αφήγηση .............................................. 6 1.1

Η έννοια της αφήγησης: γλωσσολογική και χωρική διάσταση ............... 6

1.2

Το Μουσείο: ορισμός και χαρακτηριστικά ..................................................... 8

1.3 Μουσείο και αφήγηση: μουσειακή εμπειρία ....................................................... 9 2. Ο σχεδιασμός μουσείων ως μέσου City-Branding ............................................... 13 2.1 Η έννοια του City-Branding: ορισμός και στρατηγικές .................................. 13 2.2 City-Βranding και μουσείο: αλληλεπίδραση και παραδείγματα .................. 14 2.3 City-Branding και αφήγηση: ανιχνεύοντας τη σχέση ..................................... 20 3. Bilbao Guggenheim Museum vs Solomon R. Guggenheim Museum ............ 22 3.1 Bilbao Guggenheim Museum .............................................................................. 22 ............................................................................................................................................. 23 3.2 Solomon R. Guggenheim Museum New York ................................................. 24 ............................................................................................................................................. 25 3.3 Σύντομη συγκριτική μελέτη των Bilbao Guggenheim Museum και Solomon R. Guggenheim Museum New York ........................................................ 26 Σύνοψη Συμπερασμάτων – Επίλογος ............................................................................ 31 Βιβλιογραφία ........................................................................................................................ 32 Ξενόγλωσση .................................................................................................................... 32 Ελληνική............................................................................................................................. 33

3


Περίληψη Τα μουσεία συνιστούν χώρους πολιτισμού, με συμβολικές και μαθησιακές διαστάσεις. Συνδυάζουν ζητήματα χώρου και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού καθώς και αλληλεπίδρασης –επικοινωνίας. Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να αναδείξει τη σημασία της μουσειακής εμπειρίας από δύο οπτικές: (α) της συμβολής της οργάνωσης του μουσειακού χώρου στην κατασκευή νοήματος και την παραγωγή αφηγήσεων καθώς και (β) της κατανόησης της χωρικής λογικής και των προεκτάσεων που εμπεριέχει για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των μουσείων στο πλαίσιο μιας συστημικής προσέγγισης τόσο στη μικροκλίμακα όσο και στη μακροκλίμακα. Για το σκοπό αυτό διαπραγματεύεται την επιρροή των μουσειακών χώρων υπό το πρίσμα: (α) της οργάνωσης του μουσειακού χώρου ως αφήγηση και (β) του σχεδιασμού των μουσείων ως μέσου city-branding. Επιπλέον, παρουσιάζονται και αναλύονται δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, αντιπροσωπευτικά της κάθε οπτικής, με παράλληλη συγκριτική μελέτη τους. Συγκεκριμένα θα αξιοποιηθούν η περίπτωση του Solomon r. Guggenheim Museum (Νέα Υόρκη, Αμερική) ως χαρακτηριστικού παραδείγματος αφήγησης και η περίπτωση του Guggenheim Museum Bilbao (Μπιλμπάο, Ισπανία) ως χαρακτηριστικού παραδείγματος citybranding. λέξεις-κλειδιά: αφήγηση, city-branding, επιρροή, μουσείο, οπτική 4


Εισαγωγή Τα μουσεία συνιστούν χώρους πολιτισμού, με συμβολικές και μαθησιακές διαστάσεις. Συνδυάζουν ζητήματα χώρου και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού καθώς και αλληλεπίδρασης–επικοινωνίας που περιλαμβάνει τον πολιτισμό που αναπαρίσταται, το κοινό που τα προσεγγίζει, μουσειολόγους, επιμελητές και τον αρχιτέκτονα του κτηρίου. Η σημασία της ύπαρξης και της λειτουργίας ενός μουσείου σε μία περιοχή, η σχέση του με τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, οι εκθέσεις που φιλοξενεί και οι κοινωνικές και ιστορικές παράμετροι αποτελούν αντικείμενο διεπιστημονικών προσεγγίσεων. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διαπραγματευτεί την επιρροή των μουσειακών χώρων από δύο οπτικές, αυτή της οργάνωσης του μουσειακού χώρου ως αφήγησης και αυτή του σχεδιασμού των μουσείων ως μέσου city-branding. Αφού προηγηθεί εννοιολογική διασαφήνιση και θεωρητική τοποθέτηση γύρω από τις έννοιες της αφήγησης και του city-branding θα επιχειρηθεί να αναδειχθούν σημεία σύγκλισης. Για το σκοπό αυτό θα αξιοποιηθούν σχετικές βιβλιογραφικές πηγές. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει παρουσίαση και ανάλυση συγκριτικής μελέτης μεταξύ δύο χαρακτηριστικών παραδειγμάτων, ενός από την κάθε οπτική. Συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος θα γίνει αναφορά στην οργάνωση του μουσειακού χώρου ως αφήγησης με εστίαση τόσο στην αφήγηση ως έννοια όσο και στον μουσειακό χώρο. Στο δεύτερο θα μελετηθεί το citybranding ως αρωγός στη σχεδίαση μουσείων, σε θεωρητικό πλαίσιο αλλά και με σχετικά παραδείγματα και στο τελευταίο μέρος θα γίνει αναφορά στην περίπτωση του Solomon r. Guggenheim Museum (Νέα Υόρκη, Αμερική) ως χαρακτηριστικού παραδείγματος αφήγησης και του Guggenheim Museum Bilbao (Μπιλμπάο, Ισπανία) ως χαρακτηριστικού παραδείγματος του city-branding και σύγκριση των δύο αυτών μουσείων.

5


1. Η οργάνωση του μουσειακού χώρου ως αφήγηση 1.1 Η έννοια της αφήγησης: γλωσσολογική και χωρική διάσταση Η γνωστική επανάσταση που συντελέστηκε τη δεκαετία του ’60 οδήγησε σε μια εναλλακτική προσέγγιση της ανθρώπινης νόησης και μάθησης, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται «το νόημα καθώς και οι διαδικασίες και οι αλληλεπιδράσεις που εμπλέκονται στη δημιουργία των νοημάτων» (Bruner, 1997, σ.73) Ο τρόπος που σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε και δρούμε καθώς και τα ερμηνευτικά σχήματα με τα οποία αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο πραγματώνονται μέσα από την κουλτούρα στην οποία έχουν πρόσβαση τα μέλη μιας κοινότητας. Όπως, μάλιστα υποστηρίζει ο Bruner, το σύστημα με το οποίο οι άνθρωποι οργανώνουν τα βιώματά τους όσον αφορά στην κοινωνική ζωή, τη γνώση τους για αυτήν και τις συναλλαγές τους μαζί της είναι κατά βάση αφηγηματικό (Bruner, 1997). Αυτή η εναλλακτική πρόταση απαντάται σε ποικίλους επιστημονικούς τομείς όπως η ψυχολογία, η ανθρωπολογία, η γλωσσολογία, η ιστορία και η μουσειολογία για να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται το νόημα της εμπειρίας που αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης (Sitzia, 2016). Υποστηρίζει ότι μεταξύ των αισθήσεων και της αντίληψης παρεμβάλλονται στάσεις, αξίες, προσδοκίες και διαμορφώνονται υποθέσεις ως αποτέλεσμα διαλογής. Ο νους δεν δέχεται απλώς παθητικά τα ερεθίσματα, αλλά συμμετέχει ενεργά στην οικοδόμηση της εμπειρίας του (Κουγιουμουτζάκης, 2002). Οι δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος γνωρίζει τον κόσμο είναι ο «παραδειγματικός (paradigmatic)», εννοώντας τον «ταξινομικό, ‘επαγωγικό’ (inductive) ή ‘παραγωγικό’ (deductive) της επιστήμης, και δεύτερο τον αφηγηματικό (narrative)» ο οποίος είναι και μηχανισμός παραγωγής συναισθηματικών αντιδράσεων (Δοξιάδης, 2013). Η αφήγηση «είναι παρούσα σε όλους τους χρόνους, σε όλους τους χώρους, σε όλες τις κοινωνίες∙ πραγματικά, η αφήγηση ξεκινά με την ίδια την ιστορία του ανθρώπινου είδους∙ δεν υπάρχουν, δεν έχουν υπάρξει ποτέ άνθρωποι χωρίς αφηγήσεις∙ όλες οι κοινωνικές τάξεις, όλες οι ανθρώπινες ομάδες έχουν τις δικές τους ιστορίες…» (Barthes, 1975, σ.237). Σύγχρονοι θεωρητικοί της Κοινωνικής Επιστήμης προσπάθησαν να προσεγγίσουν την έννοια της υποκειμενικότητας και των δυνατοτήτων ενεργής συμμετοχής του ατόμου στην κατασκευή της, μέσω μιας

6


διαδικασίας ενσώματης αλληλεπίδρασης μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας. Το σώμα διαμεσολαβεί μεταξύ των δύο μερών, αποδίδοντας νόημα σε αυτό που αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις και μετατρέποντάς το, μέσω μιας ερμηνευτικής διαδικασίας, σε εμπειρία. Αυτός ο εννοιολογικός προσδιορισμός της ενσωμάτωσης (embodiment) αποτελεί το σημείο συνάντησης δύο σημαντικών σχολών σκέψης του 20ου αι. της φαινομενολογίας και του στρουκτουραλισμού. Στην αρχιτεκτονική οι έννοιες της ενσώματης, αισθητηριακής εμπειρίας και της υλικότητας αντιπαραβάλλονται με μία αποκλειστικά κειμενική μορφή αρχιτεκτονικής επικοινωνίας και νοήματος, που κυριάρχησαν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Σε επίπεδο μουσείων η στροφή αυτή συνεπάγεται μία τάση απελευθέρωσης από την παντοδυναμία του κειμένου και τον εκπαιδευτικό ως προς τις κυρίαρχες αφηγήσεις ρόλο του μουσείου ως δημόσιου θεσμού (Hale, 2012). Όπως υποστηρίζει η Sandra Dudley, στη εισαγωγή του βιβλίου Museum Materialities: Objects, Engagements, Interpretations: …Η προτίμηση των Μουσείων για το πληροφοριακό πάνω από το υλικό, και για το μαθησιακό πάνω από την προσωπική εμπειρία εννοούμενη σε μια πιο αφαιρετική και θεμελιώδη μορφή, κινδυνεύει να παράγει εκθέσεις οι οποίες παρεμποδίζουν ή ακόμη και αποκλείουν τέτοιες συγκινησιακές αντιδράσεις. Αναπόφευκτα, το πακέτο αντικείμενο-πληροφορία μπορεί να διατηρεί τη δύναμη να μας κινητοποιήσει, αλλά τις περισσότερες φορές το κάνει αυτό σχεδόν αποκλειστικά μέσω κειμενικά-προωθούμενων νοημάτων, και απειλεί να αφαιρέσει μία πιο βασική, αλλά σε καμία περίπτωση λιγότερο ισχυρή, σωματική και συναισθηματική ανταπόκριση στο ίδιο το υλικό. (Dudley, 2009, σ. 8 όπ. αναφ. στο Hale, 2012)

Η αφήγηση αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σημαντικό εργαλείο της νόησης και της επικοινωνίας καθώς συνιστά ένα συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης του κόσμου. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την επίδραση του τρισδιάστατου χώρου εκτός από αυτή του κειμένου, στην παραγωγή ιστοριών καθώς και τη σημασία που έχει να αντιληφθούμε την εμπειρία της αφήγησης σε μία χωρική-σωματική προοπτική (Hale, 2012). Συνεπώς η αφήγηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι σε εμπειρίες χωρικής διάστασης. Μία ιδιαίτερα σημαντική εμπειρία και με ποικίλα ερεθίσματα για τον δέκτη, είναι αυτή του μουσειακού χώρου. Ο επισκέπτης γίνεται ένα με το χώρο και τα εκθέματα, επηρεάζει και επηρεάζεται από τη δική του πορεία στο χώρο. Αλληλεπιδρά με τα εκθέματα, το χώρο, με τους υπόλοιπους επισκέπτες και δημιουργεί μια μοναδική ιστορία.

7


Όσον αφορά στους επαγγελματίες των μουσειακών χώρων, ο μουσειολόγος μπορεί να έχει υπό την ευθύνη του τον προγραμματισμό μιας έκθεσης ή ενός προγράμματος. Βασικό έργο του, όμως, αποτελεί η μελέτη της σχέσης μεταξύ ανθρώπου και πραγματικότητας, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή και καταγράφεται μέσα από τις αισθήσεις. Ο επιμελητής, από την άλλη, έχει εκπαιδευτεί στη μελέτη των διαφόρων ειδών συλλογών. Μπορεί να συνδυάζει στην πράξη ποικίλες μορφές μουσειακής εργασίας, ωστόσο, το έργο του δεν ταυτίζεται με του μουσειολόγου (Desvallées & Mairesse, 2010).

1.2 Το Μουσείο: ορισμός και χαρακτηριστικά Τα μουσεία προσδιορίζονται ως χώροι πολιτισμού. Ωστόσο, η εννοιολογική τους προσέγγιση ποικίλει και χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, περιλαμβάνοντας ποικίλες μορφές μουσειακής παρουσίασης και δράσης, πολλές φορές αμφιλεγόμενες. Θεωρούνται χώροι μάθησης αλλά και χώροι με πολιτισμικές διαστάσεις όπου διασταυρώνονται παρελθόν, παρόν, μνήμη και αναπαράσταση, με αναμφισβήτητα παρούσα τη διάσταση του χώρου και του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι πρόκειται για μία ποικιλία χώρων «στους οποίους φυλάσσονται και εκτίθενται αντικείμενα με σκοπό το δημόσιο όφελος: μουσεία (στεγασμένα ή υπαίθρια, φυσικά ή εικονικά, αυτόνομα ή συναρτώμενα από τόπους ιστορικής σημασίας), κτήρια, μνημεία, οικισμοί και προστατευόμενα τοπία με κάθε λογής νομικό, ιδιοκτησιακό και διοικητικό καθεστώς» (Σολομών, 2012, σ. 77). Επιπλέον, σύμφωνα με ορισμό που δόθηκε από το ICOM (Γενική συνέλευση της Βιέννης, 2007), «το μουσείο είναι ένας μη κερδοσκοπικός μόνιμος οργανισμός, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοικτός στο κοινό, ο οποίος αποκτά, συντηρεί, μελετά, κοινοποιεί και εκθέτει την υλική και άυλη κληρονομιά του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του με σκοπό την εκπαίδευση, τη μελέτη και την ψυχαγωγία»1. Σύμφωνα, επίσης, με την Αμερικανική Ένωση Μουσείων, τα μουσεία είναι: μη κερδοσκοπικός, μόνιμος, εγκαθιδρυμένος θεσμός ο οποίος δεν υπάρχει πρωτίστως για το σκοπό της διενέργειας προσωρινών εκθέσεων, εξαιρείται από κρατικούς και πολιτειακούς φόρους εισοδήματος, ανοιχτός στο κοινό και στη διάθεση του δημόσιου διαθέσιμο στο http://icom.museum/who-we-are/the-vision/museum-definition.html, πρόσβαση: 17/7/2011 οπ. αναφ στο Σολομών, 2012. 1

8


συμφέροντος, εξυπηρετώντας το σκοπό της συντήρησης και διατήρησης, μελέτης, ερμηνείας, συγκέντρωσης και έκθεσης στο κοινό, μέσω της μαθησιακών και ψυχαγωγικών αντικειμένων και δειγμάτων εκπαιδευτικής και πολιτισμικής αξίας, συμπεριλαμβανομένου του καλλιτεχνικού, επιστημονικού (έμψυχου ή άψυχου), ιστορικού και τεχνολογικού υλικού (Ambrose & Paire 2007, p. 6 όπ. αναφ. στο Çetinkaya & Hanci Geçit, 2012)

Παρά τη δυσκολία προσδιορισμού της έννοιας, είναι γεγονός ότι τα μουσεία αναπτύσσονται συνεχώς τόσο ως προς τις εγκαταστάσεις τους, το θεματικό περιεχόμενο, τις συλλογές και τους τρόπους πρόσβασης, όσο και ως προς τις παροχές τους προς το κοινό, εμπλέκοντας την πρωτοτυπία με το απρόβλεπτο, τα σύνθετα μέσα επικοινωνίας, τεχνικές διαφήμισης σύγχρονες με τη βιομηχανία του θεάματος και της κατανάλωσης (Σολομών, 2012). Από την άλλη, ο πολυδιάστατος χαρακτήρας ως προς τη μορφή, τα χαρακτηριστικά και το ρόλο, προσδίδει στο μουσείο και στο χώρο που είναι συνυφασμένος με αυτό ποικίλες συνδηλώσεις. Καθίσταται, έτσι, κάτι παραπάνω από ένα μουσείο και ξεπερνά προσδιορίσιμα μεγέθη όπως ο συγκεκριμένος χώρος, τα εκθέματα και η δράση. Αντίθετα, ανάγεται σε επιστημονική γνώση, ιδεολογία, τρόπο οργάνωσης της οπτικής εμπειρίας, άποψη για την ταυτότητα και την ετερότητα, σχέση του τοπικού/ εθνικού με το παγκόσμιο, σημασία του παρελθόντος στο παρόν (Σολομών, 2012). Είναι κοινά παραδεκτό ότι τα μουσεία δύνανται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στις κοινότητες στις οποίες εδράζονται και επιφέρουν ποικίλα κοινωνικά και πολιτισμικά, οικονομικά, αναπτυξιακά καθώς και πολιτικά οφέλη. Διατηρώντας, πέρα από την ιδιότητα της συλλογής, την επικοινωνιακή όπως και την εκπαιδευτική ιδιότητα, ενέχουν πολιτισμική και κοινωνική αξία. Είναι φορείς γνώσης και αξιών και συνεισφέρουν στη διαμόρφωση της εικόνας που η πόλη θέλει να αντανακλά (Çetinkaya & Hanci Geçit, 2012).

1.3 Μουσείο και αφήγηση: μουσειακή εμπειρία Κάθε μορφή μουσειακής παρουσίασης από την τοποθεσία και το σχεδιασμό του κτιρίου μέχρι το περιεχόμενο, την οργάνωση των συλλογών, τα τεχνικά/τεχνολογικά μέσα, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τη διοργάνωση εκδηλώσεων συνιστά προϊόν του παρόντος. Διέπεται από σύγχρονες κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες

9


ενσωματώνοντας, ταυτόχρονα, το παρελθόν, τη μνήμη και την αναπαράσταση. Η πολιτισμική μελέτη των μουσείων διαμορφώθηκε υπό την επίδραση ανθρωπολογικών, κοινωνικών και πολιτικών προσεγγίσεων που οδήγησαν στην αναθεώρηση της παραδοσιακής ιστορικής προσέγγισης. Όπως υποστηρίζει η Susan Pearce στο σημαντικό βιβλίο της μουσεία, αντικείμενα & συλλογές2 η πολιτισμική διάσταση μας ενδιαφέρει άμεσα γιατί περιλαμβάνει τη φιλοσοφία και τις πολιτισμικές παραδόσεις που βρίσκονται στο υπόβαθρο των μουσείων και βασίζεται στη μελέτη των πολιτισμικών διαστάσεων του υλικού πολιτισμού. Η πολιτισμική διάσταση του μουσείου συνιστά στροφή στην ερμηνευτική προσέγγιση. Τα αντικείμενα δεν αποτελούν απλώς υλικές οντότητες που αντανακλούν τις ανάγκες μας, αλλά κουβαλούν νοήματα και συμβολίζουν ιδέες, αξίες, σχέσεις, αποτελούν κομμάτι του συμβολικού κεφαλαίου ενός πολιτισμού. Ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεται, οργανώνεται και λειτουργεί ένα μουσείο μαζί με τον επισκέπτη, αλληλεπιδρούν, συμμετέχοντας στην κατασκευή του νοήματος. Αυτό συμβαίνει καθώς τα αντικείμενα απομονώνονται από το φυσικό τους χώρο, παρουσιάζονται ως υλικές μαρτυρίες σύμφωνα με μια συγκεκριμένη εκθεσιακή «λογική», συμμετέχοντας στη δόμηση και αφήγηση συγκεκριμένων «ιστοριών». Όπως αναφέρει η Σολομών (2012), ο Arjun Appadurai, ένας από τους πιο γνωστούς ανθρωπολόγους με μεγάλη συμβολή στη μελέτη του υλικού πολιτισμού, εισάγει τον όρο «πολιτισμική βιογραφία των αντικειμένων»: τα υλικά αντικείμενα μπορούν να μελετηθούν ως σαν να έχουν μια κοινωνική ζωή, στη διάρκεια της οποίας είναι δυνατόν να μετασχηματιστούν συμβολικά αποκτώντας διαφορετικού είδους αξίες». Η εμπειρία που βιώνει ο επισκέπτης δύναται να μετασχηματίζεται ανάλογα με το χώρο, το χρόνο και τα μέσα. Σύγχρονες προσεγγίσεις στην οργάνωση του μουσείου αξιοποιούν όλο και περισσότερο την έννοια της διαδραστικότητας (Sitzia, 2016). Στο πλαίσιο αυτό ο επισκέπτης δεν θεωρείται παθητικός αποδέκτης μηνυμάτων, αλλά ενεργός συμμετέχων στην παραγωγή νοημάτων και Η πληροφορία αντλήθηκε στις 7/6/2021 από http://eclass.teiion.gr/modules/document/file.php/DSE243/%CE%9C%CE%BF%CF%85 %CF%83%CE%B5%CE%AF%CE%B1%20%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CE%BD%CE%B5% CF%89%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%C E%B1.pdf 2

10


σημασιών επενεργώντας στο περιβάλλον του μουσείου είτε μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων, είτε συγκεκριμένων εγκαταστάσεων είτε της χρήσης των νέων τεχνολογιών. Αυτή η αύξηση των επικοινωνιακών δυνατοτήτων των μουσείων και της ενεργητικής εμπλοκής του επισκέπτη συνδέεται με την ενίσχυση της πρόσβασης στη γνώση και τον εκδημοκρατισμό του μουσείου. (Σολομών, 2012). Στην επιστήμη του σχεδιασμού παρατηρούνται νέοι προσανατολισμοί που βασίζονται στο διάλογο του επισκέπτη με το μουσείο και αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση της ποιότητας της εμπειρίας καθώς και τη δυνατότητα παραγωγής νέων ιστοριών (storytelling). Μία μορφή αυτού του προσανατολισμού αποτελεί ο μετασχηματισμός των μουσείων σε «υβριδικούς χώρους όπου η εικονική (ψηφιακή) πληροφορία συνυπάρχει με τα απτά τεχνουργήματα» (Dal Falco & Vassos, 2017, σ. S3975). Στο πλαίσιο μιας μοντέρνας μεθοδολογίας της διήγησης, η μουσειακή εμπειρία δεν εξαντλείται μόνο στη μεταφορά ιστοριών που ‘κουβαλούν’ τα τεχνουργήματα και τα αντικείμενα που συνδέονται με αυτά, αλλά συνεπάγεται τη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων (π.χ. διαδραστικότητα) ώστε να παραχθούν νέες ιστορίες ακόμη και μετά την επίσκεψη στο μουσείο (π.χ. μέσω του κοινωνικού μοιράσματος) (Dal Falco & Vassos, 2017). Τα μουσεία, ωστόσο, είναι κτήρια, με αισθητική αλλά και λειτουργική αξία. Για το λόγο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία το θέμα της χωρικής οργάνωσης των μουσείων ως κτιρίων και ο τρόπος με τον οποίο αυτή μπορεί να συμμετέχει στη δημιουργία αφηγήσεων. Αυτή η παραδοχή ανοίγει νέες προοπτικές στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των μουσείων, που εμπεριέχει την έννοια των στρατηγικών επιλογών (Hillier, Peponis & Simpson, 1982). Οι στρατηγικές επιλογές «επηρεάζουν δύο βασικές όψεις των εκθεσιακών χώρων. Από τη μία, τα σχέδια μπορούν να διαφέρουν ως προς τη δυνατότητα να μεταδίδουν πληροφορία για τα εκθέματα. Από την άλλη, μπορούν να διαφέρουν ως προς τη διάσταση της επίσημης και ανεπίσημης διατύπωσης μηνυμάτων», επηρεάζοντας, ταυτόχρονα, το χαρακτήρα της κυκλοφορίας στο χώρο, τη συνολικότερη εμπειρία του επισκέπτη στο βαθμό που αποκαλύπτονται σχέσεις ή αφήνονται στον ίδιο να τις ανακαλύψει, καθώς και τη δημιουργία νοημάτων (Hillier, Peponis & Simpson, 1982, σ. 38). H προσέγγιση της «χωρικής σύνταξης» (Space Syntax) για την κατανόηση των ανθρώπινων χωρικών φαινομένων συνιστά ένα νέο τύπο ‘αναλυτικής’ θεωρίας στην αρχιτεκτονική, που αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα θεωρητικών και ερευνητικών αναζητήσεων γύρω από το

11


ζήτημα του χώρου και πώς αυτός εισχωρεί στη μορφή και τη λειτουργία των κτιρίων και των πόλεων. Η κατανόηση της χωρικής λογικής κατέχει σημαντική θέση στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης καθώς και η έννοια της ‘χωρικής διαμόρφωσης’, έννοια που συνίσταται σε «σχέσεις νοήματος οι οποίες λαμβάνουν υπόψη άλλες σχέσεις σε ένα σύμπλεγμα» (Hillier, 2007). Απώτερος σκοπός αυτής της θεωρίας είναι η κατανόηση των αστικών μορφών αλλά και της ανθρώπινης χωρικής νόησης καθώς και των μεταξύ τους διασυνδέσεων εμπνέοντας νέες μορφές σχεδιασμού (Hillier, 2007). Οι προεκτάσεις της θεωρίας αυτής αφορούν τόσο στη μικροκλίμακα όσο και τη μακροκλίμακα. Αφενός, αφορούν στον τρόπο με τον οποίο «η χωρική μορφή των πόλεων διαμορφώνεται από χωρικούς νόμους συνδέοντας την ανάδυση χαρακτηριστικών αστικών χωρικών μοτίβων με γνωστικούς καθώς και κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες». Αφετέρου, αφορούν στον τρόπο με τον οποίο τα αναδυόμενα μοτίβα χώρου-σχήματος-κίνησης και τα συνακόλουθα μοτίβα χρήσης γης «οδηγούν μέσω της ανατροφοδότησης και πολλαπλών επιδράσεων, στην γενική μορφή της πόλης ως ενός εμφανούς δικτύου συνδεόμενων κέντρων σε όλες τις κλίμακες που οδηγεί σε ένα λιγότερο εμφανές δίκτυο οικήσιμου χώρου μεγαλύτερης κλίμακας» (Hillier, 2007, σ. vi). Πρόκειται στην ουσία για μία συστημική προσέγγιση των τοπικών διαδικασιών σε ένα πολύπλοκο και αλληλοσυνδεόμενο χωρικό δίκτυο. Τα τελευταία χρόνια, έχουν λάβει χώρα ποικίλες έρευνες και αναλύσεις που αφορούν στην έννοια της Χωρικής Σύνταξης τόσο σε χωρικό όσο και σε γλωσσολογικό επίπεδο. Η αφετηρία της εντοπίζεται στον πολεοδομικό σχεδιασμό και τη χρήση της ως εργαλείου διαμόρφωσης των πόλεων από τους αστικούς σχεδιαστές. Στη συνέχεια, η εφαρμογή της μετατοπίστηκε και σε εσωτερικούς χώρους. Αποκορύφωμα, αποτελεί η αξιοποίηση και ανάδειξή της από σύγχρονα τεχνολογικά μέσα που κάνουν την εμφάνισή τους στους μουσειακούς χώρους τα τελευταία χρόνια (interacrtive art).

12


2. Ο σχεδιασμός μουσείων ως μέσου City-Branding 2.1 Η έννοια του City-Branding: ορισμός και στρατηγικές Το City-Branding «είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία ή στρατηγική αλληλένδετων ενεργειών και μέτρων με σκοπό τη διατήρηση ή αύξηση της ελκυστικότητας ενός τόπου για συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού» (Lombarts, 2008, όπ. αναφ. στο Hospers, Verheul & Boekema, 2011). Σύγχρονες ανάγκες των ανθρώπινων κοινωνιών διεύρυναν το πεδίο εφαρμογής του branding-marketing σε οργανισμούς και κοινωνικές ομάδες, στην ίδια την πόλη. Η έννοια του City-Branding αντανακλά την ανάγκη της σύγχρονης πόλης να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και στο ανταγωνιστικό περιβάλλον προβάλλοντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, ώστε να είναι αναγνωρίσιμη, να έχει τη δική της ταυτότητα (Χαλκιαδάκη, Δέφνερ & Μεταξάς, 2013). Το branding πόλης θα πρέπει να αξιοποιεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες μιας πόλης και να ενσωματώνει με συνεπή τρόπο την εικόνα τις υπηρεσίες της και τα μηνύματα που επικοινωνεί χωρίς να αγνοεί τη βελτίωσης της ποιότητας ζωής των κατοίκων της (Χαλκιαδάκη, ∆έφνερ & Μεταξάς, 2013). Σύμφωνα με το Merriam Webster Dictionary το brand ορίζεται ως χαρακτηριστικό ή διακριτικό είδους, δημόσια εικόνα, ταυτότητα που διακρίνει κάτι το οποίο πρέπει να προωθηθεί και να διαφημιστεί. Ακολούθως, το branding ορίζεται ως η διαδικασία προώθησης ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, η οποία ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο brand. Το ενδιαφέρον στρέφεται στην ίδια την αξία του προϊόντος που αποτελεί το βασικό κίνητρο για την παραγωγή του. Σε μια τέτοια διαδικασία, η αλληλεπίδραση μεταξύ του brand και της κοινωνίας κρίνεται καθοριστική (Çetinkaya & Hanci Geçit, 2012). Στα πλαίσια εφαρμογής πρακτικών του city-branding χρειάζεται η αρμονική συνέργεια, σε επαγγελματικό επίπεδο, των επιστημών του σχεδιασμού και του μάρκετινγκ, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα (Peker 2006, p.21, όπ. αναφ. στο Çetinkaya & Hanci Geçit, 2012).

13


Εικόνα 1. Peker, A.E., 2006, City Branding, διάγραμμα, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021

Μία στρατηγική ανάπτυξης επωνυμίας πόλης είναι σημαντική για τους εξής λόγους: 1. Να επιτρέψει στις πόλεις να αναπτύξουν ένα μακροπρόθεσμο όραμα για τον εαυτό τους – σκεπτόμενες για το τι είναι η πόλη, τι θέλει η πόλη να γίνει, και πώς θέλει να φτάσει εκεί 2. Να βοηθήσει τις πόλεις να επικεντρωθούν στο πώς επιθυμούν να αναπτυχθούν στο μέλλον 3. Να ενθαρρύνει τις πόλεις να σκέφτονται πέρα από τη σημερινή τους κατάσταση προκειμένου να δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες 4. Να δημιουργήσει ένα δυναμικό περιβάλλον, που θα προσελκύσει και θα διατηρήσει τα συλλογικά ή ατομικά ταλέντα. (Αυλωνίτης, 2013, σ. 17) Τα μουσεία, ως χώροι που φυλάσσουν την ανθρώπινη μνήμη, τον πολιτισμό, τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων και εξυπηρετούν εκπαιδευτικούς και αισθητικούς σκοπούς μπορούν να λειτουργήσουν ως σύμβολα ταυτότητας.

2.2 City-Βranding και μουσείο: αλληλεπίδραση και παραδείγματα Από τη δεκαετία του 1970 και μετά παρατηρείται μεγάλο ενδιαφέρον για την κατασκευή και επέκταση μουσείων. Διάφοροι μελετητές εξηγούν το φαινόμενο με όρους βελτίωσης της εικόνας των πόλεων στο πλαίσιο του αυξημένου ανταγωνισμού αλλά και της ανάγκης ενσωμάτωσης θεμάτων πολιτισμού στο σχεδιασμό της ΕΕ.

14


Η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να απουσιάζει από τη διαδικασία που καθιστά μία πόλη ξεχωριστή. Η οικοδόμηση μιας νέας εικόνας της πόλης είναι άμεσα συνδεδεμένη με αστικούς χώρους που θα της προσδίδουν ταυτότητα και θα συμβάλλουν στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου συνόλου των ιδεών, πεποιθήσεων και εντυπώσεων που έχουν οι άνθρωποι γι’ αυτή. Μουσεία, μνημεία και κτήρια που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πολιτισμικό επίπεδο αποτελούν σημαντική συνεισφορά στην προώθηση του city-branding. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε το μουσείο Guggenheim που αποτέλεσε εργαλείο branding για την πόλη του Bilbao (Çetinkaya & Hanci Geçit, 2012). Οι απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης και οι αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τον 21ο αι. σε τεχνολογικό και κοινωνικο-πολιτισμικό επίπεδο καθώς και η ανάπτυξη ενός περισσότερο συνειδητοποιημένου καταναλωτικού κοινού οδήγησαν στην αυξημένη αξιοποίηση των μουσείων προς την κατεύθυνση της δημιουργίας της εικόνας μιας πόλης. Η αλλαγή που συντελέστηκε στο μουσείο από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και με αφορμή τον ορισμό του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων αναπτύχθηκε σε τρεις φάσεις που αντανακλούν τρεις βασικές εκδοχές του μουσείου «το μουσείο ως ποιότητα, το μουσείο ως εμπειρία και συμβολικό τοπόσημο στον αστικό χώρο, και το μουσείο ως συμπυκνωτής ήπιας δύναμης με επιρροή και εκτόπισμα στην κοινωνία» (Μούλιου, 2016). Τα μουσεία αποτελούν σημαντικά εργαλεία επικοινωνίας των κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών μιας πόλης και της εικόνας της πόλης. Συνιστούν «πεδία έκφρασης και έκθεσης σημαντικών ιδεών που καθόρισαν τις κοινωνίες» προβάλλοντας μια «δυναμική δημόσια εικόνα», η οποία μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μιας πόλης ώστε να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις για: μια θέση υψηλής προτίμησης στη συνείδηση και τις επιλογές οργανισμών, επιχειρήσεων, πολιτών και τουριστών, είτε ως καλές επιλογές για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δράσεων είτε για τη διαμόρφωση πολιτιστικών υποδομών και δράσεων, για επιλογή μόνιμης κατοικίας ή/και για ψυχαγωγικές αποδράσεις, με κεντρικό στόχο την κατάκτηση της ποιότητας σε επίπεδο συλλογικό και ατομικό, τόσο στο επιχειρείν όσο και στο ευ ζην. (Μούλιου, 2016)

15


Από τη διεθνή πρακτική αντλούνται σημαντικά παραδείγματα χρήσης ενός μουσείου ως μέσου City-Branding, όπως είναι η περίπτωση του Λούβρου στο Άμπου Ντάμπι, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, του αρχιτέκτονα Jean Nouvel, που βρίσκεται στο επίκεντρο συζητήσεων για τη σχέση μεταξύ μουσείου και ταυτότητας. Πολιτισμικοί χώροι, όπως ο συγκεκριμένος, υποστηρίζεται ότι δημιουργούν ευκαιρίες για καινοτομία, συμβάλλοντας σε διεργασίες αστικών αναπτυξιακών στρατηγικών (Ajana, 2015). Το όνομά του δεν είναι τυχαίο, καθώς, αποτελεί παράρτημα του μουσείου του Λούβρου στο Παρίσι. Τα δύο μουσεία συνιστούν ένα ενιαίο δίκτυο στο πλαίσιο της στρατηγικής του City-Branding.

Εικόνα 2. Halbe, R, 2017, φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: https://www.dezeen.com/2017/11/07/jean-nouvel-louvre-abu-dhabi-art-museum-united-arab-emirates/

16


Εικόνα 3. Somji, Μ, Louve Abu Dhabi's dome, φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: https://edition.cnn.com/style/article/louvre-abu-dhabi-first-year/index.html

Κύριο χαρακτηριστικό του κτηρίου είναι ο επιβλητικός θόλος, εμπνευσμένος από την παραδοσιακή αραβική αρχιτεκτονική. Ο σχεδιασμός του θόλου βασίστηκε σε σχέδια που απεικονίζουν τα διαφορετικά επίπεδα φωτισμού που ήθελε ο αρχιτέκτονας να επιτύχει σε διάφορα σημεία του κτηρίου. Ο τρόπος με τον οποίο είναι κατασκευασμένος, επιτρέπει στο φως να διαχέεται στο εσωτερικό του κτηρίου μέσω οπών, επιτυχγάνοντας το όραμα του αρχιτέκτονα για μια «βροχή φωτός» που συμβάλλει διαμόρφωση της χωρικής εμπειρίας.

17


Εικόνα 4. Patel, R, φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: https://www.arup.com/projects/new-acropolis-museum

Χαρακτηριστικό παράδειγμα δημιουργίας ενός μουσείου ως μέσου CityBranding, στην Ελλάδα, αποτελεί το νέο μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα που έχει σχεδιαστεί από τον Bernard Tschumi και έχει συμβάλλει στην πολιτιστική, τουριστική κίνηση και την εμπορική ανάπτυξη της πόλης. Ταυτίζεται με την έννοια του μουσείου και χαρακτηρίζεται ως το σημαντικότερο από την πλειοψηφία των ερωτηθέντων σε σχετική έρευνα χάρη στα εκθέματα που φιλοξένει τη συμβολή του στην προσπάθεια επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα, τον αντιπροσωπευτικό και καθοριστικό ρόλο του στην προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό, τη σχέση του με τον Παρθενώνα, που αποτελεί το εμβληματικότερο μνημείο της αρχαίας Ελλάδας, την αφήγηση της ιστορίας της αρχαίας Αθήνας μέσω των συλλογών του κ.ά. (Μούλιου, 2015).

Βασικά στοιχεία που εμπλέκονται στο σχεδιασμό του κτηρίου είναι το φως, η κίνηση και η αρχιτεκτονική. Ο φυσικός φωτισμός αποτελεί μία βασική διάσταση λόγω των γλυπτών έργων που εκτίθενται και την ιδιαιτερότητά τους ως προς τις συνθήκες φωτισμού. Το μουσείο έχει τον ίδιο προσανατολισμό με τον Παρθενώνα. Τον πυρήνα του αποτελεί μία κατασκευή από σκυρόδεμα με διαστάσεις ίδιες με αυτές της ζωφόρου του Παρθενώνα και στο αίθριο που δημιουργείται γύρω του αναπτύσσονται οι εκθεσιακοί χώροι. Σε επίπεδο χωρικής σύνταξης, εκτός από την

18


ευθυγράμμισή του με τον Παρθενώνα ένα ακόμη βασικό στοιχείο αποτελεί η κίνηση στον εσωτερικό χώρο. Η χρονολογική τοποθέτηση της συλλογής (από την προϊστορία μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο) κορυφώνεται στην αίθουσα του Παρθενώνα επιτυγχάνοντας μία ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και χωρική εμπειρία για τον επισκέπτη που αναπαριστά μία «ξεκάθαρη τρισδιάστατη θηλιά»3.

Εικόνα 5. Baan, I, φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: http://www.uncubemagazine.com/blog/15708387

19

Εικόνα 5. https://www.naturanrg.gr/i-28%ce%b7oktovriou-sto-mouseio-akropolis-gia-ta-paidia/

Περισσότερες πληροφορίες διαθέσιμες στο https://www.archdaily.com/61898/newacropolis-museum-bernard-tschumi-architects 3


2.3 City-Branding και αφήγηση: ανιχνεύοντας τη σχέση Οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως όντα που αφηγούνται ιστορίες. Αυτή η έμφυτη ικανότητα αφήγησης συμβάλλει στην κατανόηση όσων συμβαίνουν γύρω μας και στη δημιουργία νοήματος μέσα από την εμπειρία. Ωστόσο, πέρα από τη σημασία που έχει για την παραγωγή νοήματος η επικοινωνία που βασίζεται στη γραπτή η προφορική γλώσσα, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίνεται και στη σημασία της ζωντανής εμπειρίας του σώματος που κινείται στον αρχιτεκτονικό χώρο, δηλαδή της χωρικής και συναισθηματικής διάστασης της εμπειρίας μέσω των αισθήσεων (Hale, 2012). Τα μουσεία είναι «πολύπλοκες δομές των οποίων η χωρική διαμόρφωση φαίνεται να εμπεριέχει δυνατότητες επιρροής ανάλογα με τα μοτίβα κίνησης των επισκεπτών, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν τη συνειδητότητα και τη συνάντηση» (Rolim, Amorim & Queiroz, 2017). Κατά συνέπεια, ο σχεδιασμός ενός μουσείου είναι πολύ σημαντικός καθώς μπορεί να αξιοποιεί ήδη υπάρχουσες αφηγήσεις (μνήμες, σύμβολα, κοινωνικο-πολιτισμικά και οικονομικά χαρακτηριστικά κλπ.), αλλά και να δίνει τη δυνατότητα παραγωγής αφηγήσεων επηρεάζοντας την κίνηση των ανθρώπων στο χώρο του, λαμβάνοντας υπόψη τον κοινωνικό χαρακτήρα των εκθεσιακών χώρων, την επίδραση της οργάνωσης των χώρων και των εκθεμάτων στη διαμόρφωση της εμπειρίας του επισκέπτη4 (Rolim, Amorim & Queiroz, 2017). Οι νευροεπιστήμες σε συνδυασμό με τη σύνταξη του χώρου μπορούν να διαφωτίσουν στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο «οι επισκέπτες του μουσείου εμπλέκονται με το κτήριο και τα καλλιτεχνήματα» (Rolim, Amorim & Queiroz, 2017). Η θεωρία της χωρικής σύνταξης, μπορεί να συμβάλει, μέσω της έννοιας της διαμόρφωσης, στην κατανόηση της σχέσης μεταξύ της χωρικής διαμόρφωσης και της κοινωνικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τους Hillier and Hanson (1984), «ένα έξυπνο σύστημα επιτρέπει στους ανθρώπους να βρουν το δρόμο τους σε ένα πολύπλοκο κτήριο, ως μια λειτουργία της σχέσης μεταξύ τοπικών και παγκόσμιων χωρικών ιδιοτήτων. Σε ένα ευφυές περιβάλλον, το άμεσο οπτικό ερέθισμα δύναται να παρέχει στοιχεία σχετικά με το τι υπάρχει εκτός του άμεσου οπτικού πεδίου (Hillier and Hanson, 1984 όπ. αναφ. Rolim, Amorim & Queiroz, 2017, σ.19.7).

Περισσότερες πληροφορίες διαθέσιμες στο: https://www.facebook.com/texturedhistoriesremembering/ 4

20


Δύο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα city-branding και αφήγησης αποτελούν, αντίστοιχα, το Bilbao Guggenheim Museum στο Μπιλμπάο και το Solomon R. Guggenheim Museum, στη Νέα Υόρκη.

21


3. Bilbao Guggenheim Museum vs Solomon R. Guggenheim Museum 3.1 Bilbao Guggenheim Museum To Bilbao Guggenheim Museum (GMB) είναι έργο του αρχιτέκτονα F. Gehry. Κατασκευάστηκε το 1997 και αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία του παγκόσμια γνωστού όρου “Bilbao Effect” που χρησιμοποιήθηκε για να αποτυπώσει το δραστικό μετασχηματισμό της εικόνας της πόλης του Μπιλμπάο και την έννοια του αστικού “success story”. Ο όρος, εκτός από οικονομικές διαστάσεις, ενέχει και κοινωνικές, αντανακλώντας τις δυνατότητες για θετικές κοινωνικές αλλαγές για την περιοχή σε μια ταραγμένη, ιστορικά και πολιτικά, περίοδο (Arruti, 2004 Arana, χ.χ.). Το GMB αποτέλεσε τομή για το οικονομικό, κοινωνικό και αστικό τοπίο και προσέδωσε αναγεννησιακή δυναμική στην ιστορία της πόλης του Μπιλμπάο, που είχε ταυτιστεί για πολλά χρόνια με τη ναυπηγική καθώς και τη βαριά βιομηχανία της περιοχής και τις συνέπειές της (Arruti, 2004 Plaza & Haarich, 2013). Μόλις το 1990, η πόλη πλήρωνε ακόμη το τίμημα της οικονομικής δραστηριότητας που είχε αναπτυχθεί στην περιοχή με επιπτώσεις στο οικοσύστημα της πόλης και την μεγάλη μόλυνση του ποταμού που τη διαπερνά. 22

Εικόνα 6. Panizo, E, Frank Gehry, Guggenheim Museum Bilbao, 1993-97, φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: https://www.khanacademy.org/humanities/ap-art-history/global-contemporary/a/gehry-bilbao


Εικόνα 7. Flickr user: Sokleine, 2015, Model of Guggenheim museum in Bilbao by Frank Gehry, φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: https://www.flickr.com/photos/sokleine/16268985619/in/photostream/

Εικόνα 8. Musée Guggenheim (Bilbao, Espagne), 1991-1997, φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: https://www.theothersight.com/frank-gehry-l-architecte-de-tous-les-defis/?lang=en

23


3.2 Solomon R. Guggenheim Museum New York Το Solomon R. Guggenheim Museum στη Νέα Υόρκη σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Frank Lloyd Wright. Το μουσείο εγκαινιάστηκε το 1959 και ανακαινίστηκε το 1992 από τους Gwathmey Siegel and Associate Architects. Χαρακτηρίστηκε από τον Wright ως μοντέρνα γκαλερί και ο αρχικός σκοπός για τον οποίο σχεδιάστηκε ήταν για να φιλοξενήσει τα έργα αφηρημένης τέχνης του γνωστού αμερικανού επιχειρηματία και συλλέκτη, του οποίου φέρει το όνομα (Rolim, Amorim & Queiroz, 2017). Ο σχεδιασμός διήρκεσε πολλά χρόνια και βασίστηκε σε 4 βασικές εκδοχές-σχέδιά του και στις αναθεωρήσεις τους, με τις πρώτες αποτυπωμένες σε χαρτί ιδέες να τοποθετούνται το 1943. Το βασικό στοιχείο που διέπνεε όλες τις εκδοχές ήταν ο χαρακτηριζόμενος «‘πύργος’ οκτώ ιστοριών που δέσποζε στο δεξί μισό του οικοπέδου και τις γκαλερί να τοποθετούνται γύρω από ένα ανοιχτό αίθριο με θόλο από γυαλί» (Rolim, Amorim & Queiroz, 2017, σ. 19.4) Εικόνα 9. Sathapornnanont, T, Shutterstock, φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: https://www.zingarate.com/stati-uniti/new-york/new-york/guggenheim-museum-new-york.html

24


25

Εικόνα 10. Pinterest user: Salar Jodeiri, φωτογραφία αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: https://gr.pinterest.com/pin/539869074055166251/?lp=true


3.3 Σύντομη συγκριτική μελέτη των Bilbao Guggenheim Museum και Solomon R. Guggenheim Museum New York Η στρατηγική θέση του Μπιλμπάο στο Βισκαϊκό κόλπο, το κατέστησε σημαντικό λιμάνι με εμπορικές συναλλαγές με όλη τη βόρεια Ευρώπη. Ωστόσο, το τελευταίο τέταρτο του 20ου αι., η πόλη άρχισε να βιώνει την οικονομική και αστική παρακμή, συνέπεια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (ανταγωνισμός, νέες αγορές, ανεργία) (Arana, χ.χ.). Η δημιουργία του μουσείου χαρακτηρίστηκε ως αρχιτεκτονική πρωτοπορία, που επανατοποθέτησε την πόλη στον παγκόσμιο χάρτη. Η, δε, επίδρασή του στους Βάσκους παραλληλίζεται με εκείνη της Όπερας του Σίδνεϋ στην Αυστραλία και τους Αυστραλούς (Guasch & Zulaika, 2005). Ο πρωτότυπος και φουτουριστικός σχεδιασμός του GMB αποτέλεσε, αναμφισβήτητα, πόλο καλλιτεχνικής και τουριστικής έλξης ανοίγοντας το μέλλον στην πόλη. Σε συνδυασμό με την κατασκευή του μετρό και άλλα έργα εξωραϊσμού και υποδομών, αποτέλεσε ένα δίκτυο σχεδιαστικών δράσεων, που έδωσε νέα πνοή στην πόλη φέροντας σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης και εξέλιξης (Arana, χ.χ.). Ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξή του ως τοπόσημου αποδίδεται στην κομβική του θέση, στην είσοδο της πόλης, δίπλα στο ποτάμι καθώς και στις επιβλητικές επιφάνειες από τιτάνιο που αποπνέουν μία άλλη αύρα για την περιοχή και τους κατοίκους της. (Arruti, 2004• Plaza, González-Casimiro, Moral-Zuazo & Waldron, 2014).

Εικόνα 11. Flickr User: cincinnato, 2013, φωτογραφία αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: https://www.archdaily.com/422470/ad-classics-the-guggenheim-museum-bilbao-frankgehry/521fa1cce8e44ebd90000072-ad-classics-the-guggenheim-museum-bilbao-frank-gehry-photo

26


Τα μουσεία σύγχρονης τέχνης, εκτός από πρόκληση για τη δημόσια σφαίρα σε επίπεδο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, αποτελούν και φορείς ιδεών. Μελετώνται για τη χρήση, την αισθητική, το σχεδιασμό και τη λειτουργία τους. Απαραίτητη, ωστόσο, θεωρείται η ανάλυσή τους από την οπτική ενός «θεσμοποιημένου συστήματος τέχνης» (Guasch & Zulaika, 2005). Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, το μουσείο συνιστά τόπο-εργαλείο που παράγει νέες αφηγήσεις καθώς παρεμβάλλεται εντός των κυρίαρχων αφηγήσεων διαχέοντας μηνύματα που διαμορφώνουν την κουλτούρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (Guasch & Zulaika, 2005). Ειδικά στην περίπτωση του GMB, υποστηρίζεται ότι αποτέλεσε το ‘θαύμα του Μπιλμπάο’ που όχι μόνο έκανε διάσημο τον αρχιτέκτονα και την πόλη, αλλά, επιπλέον, άλλαξε τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων για τα μουσεία. To GMB θεωρείται χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτισμικού brand που δημιούργησε με τη μορφή ενός εντυπωσιακού αρχιτεκτονήματος το κατάλληλο συμβολικό κεφάλαιο για την ανάδειξη της περιοχής (Plaza, González-Casimiro, Moral-Zuazo & Waldron, 2014). Από την άλλη, όπως 27

Εικόνα 12. Φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: http://www.arch.school.nz/bbsc303/2003/students/pickertoby/Building%20History%20&%20Architect.htm


η αφήγηση επιτυγχάνεται στο εσωτερικό ενός αρχιτεκτονήματοςμουσείου, στη συγκεκριμένη περίπτωση δύναται να επιτευχθεί και σε αστικό επίπεδο, εισάγοντας ένα πρωτοποριακό κτήριο- πόλο έλξης στον αστικό ιστό. Το μουσείο αποτελεί κομβικό τοπόσημο που ορίζει-χαράσσει τη διαδρομή-αφήγηση του επισκέπτη στην πόλη του Μπιλμπάο. Όπως ο επισκέπτης ενός μουσείου, κατευθύνεται μέσω του ίδιου του κτηρίου ως προς την πορεία του στο χώρο, με ανάλογο τρόπο ένα τέτοιο μουσείο επιτελεί ακριβώς τον ίδιο ρόλο σε αστική κλίμακα.

Από τη στιγμή που άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το Solomon R. Guggenheim Museum στη Νέα Υόρκη αποτέλεσε πηγή πολλών και αντιφατικών απόψεων, που αφορούσαν την αφοπλιστική αρχιτεκτονική του σε σχέση με την τέχνη που προορίζονταν να φιλοξενήσει. Ενδεικτικά αναφέρονται σχόλια όπως ότι επρόκειτο για το ομορφότερο κτήριο στην Αμερική ή ότι το κτήριο ήταν περισσότερο μνημείο αφιερωμένο στον Frank Lloyd Wright παρά μουσείο. Όπως όμως υποστηρίζεται, ο Frank Lloyd Wright, με το κτήριο που σχεδίασε, όρισε και ενεργοποίησε το χώρο, καθώς η κίνηση των σωμάτων είναι ικανή να διαμορφώσει το χώρο (Rolim, Amorim & Queiroz, 2017). 28

Εικόνα 13. Weston, R. 2011, 1959 Ground and main floor plans, Φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: http://www.11ssslisbon.pt/docs/proceedings/papers/19.pdf


Σύμφωνα με τη θεωρία της Χωρικής Σύνταξης, τα μουσεία είναι χώροι που δύνανται να έχουν επιδράσεις στον τρόπο που οι άνθρωποι κινούνται και συνδιαλέγονται με το χώρο. Δομημένα γύρω από συνεχείς χώρους που επικοινωνούν, τα μουσεία ακολουθούν αναμφισβήτητα κάποιο είδος αφήγησης. Έτσι, η ανάλυση της λειτουργικότητας ενός κτηρίου συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της κίνησης, της συνειδητότητας και της ύπαρξης στο χώρο. Σε εφαρμογή αυτής της θεωρίας ο Wright ακολούθησε τρεις βασικές προδιαγραφές στο σχεδιασμό Guggenheim Museum, New York. Αυτές αφορούν στην παρεμβολή του στη διαμόρφωση του τρόπου κίνησης, κοινωνικής επαφής και βίωσης της εμπειρίας μέσω της οργάνωσης του χώρου και των εκθεμάτων (Rolim, Amorim & Queiroz, 2017). Τα δύο βασικά στοιχεία του κτηρίου είναι το αίθριο και η ράμπασπειροειδής πορεία γύρω από αυτό. Στο Guggenheim Museum, New York η αφήγηση είναι κίνηση που επηρεάζει την αντίληψη και την εμπειρία του επισκέπτη μέσω της συνέχειας του χώρου και των υλικών. Ο Wright «αξιοποίησε ένα κυκλοκεντρικό (circumcentric) μοτίβο κάθετης σπειροειδούς κίνησης, ανεξάρτητης από την πορεία των υποκειμένων που θα χρησιμοποιούσαν το χώρο» και την οργάνωσε από τη δική του οπτική (Rolim, Amorim & Queiroz, 2017, σ. 19.3). Ωστόσο, παρόλο που η αρχική του ιδέα ήταν η ράμπα αυτή να χρησιμοποιείται ως καθοδική πορεία, οι επισκέπτες επιλέγουν να τη χρησιμοποιούν ως ανοδική καθώς αποτελεί εκθεσιακό χώρο. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή αλληλεπίδραση μεταξύ επισκέπτη-εκθεμάτων (Rolim, Amorim & Queiroz, 2017).

29


Στο Guggenheim Museum, New York, εκτός από χαρακτηριστικό παράδειγμα αφήγησης, θα μπορούσε να θεωρηθεί και παράδειγμα citybranding. Το 1959, που ολοκληρώθηκε η κατασκευή του στη Νέα Υόρκη, αποτέλεσε πόλο έλξης καθώς και ένα εμβληματικό κτήριο για την πόλη και την ευρύτερη περιοχή. Πλήθος καλλιτεχνών, ερευνητών και πολιτών συρρέουν μέχρι και στις μέρες μας για να θαυμάσουν όχι μόνο τις ποικίλες εκθέσεις αλλά και το ίδιο το κτήριο που ξεχωρίζει τόσο για τη λειτουργικότητά του όσο και για τη μορφολογική του διαφοροποίηση.

30 Εικόνα 14. Montaner, J. M. 1990, Ground and main floor plans by Gwathmey Siegel and Associate Architects, Φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: http://www.11ssslisbon.pt/docs/proceedings/papers/19.pdf

Εικόνα 15. Maps and photographs used for tracking visitors, subject is a couple of tourists, aged 60-65, recorded from 11:27am through 1:27pm, Φωτογραφία, αντλήθηκε τον Ιούνιο, 2021. Πηγή: http://www.11ssslisbon.pt/docs/proceedings/papers/19.pdf


Σύνοψη Συμπερασμάτων – Επίλογος Τα μουσεία αποτελούν μια ξεχωριστή εμπειρία τόσο χωρικά όσο και αφηγηματικά. Παράγοντες που επηρεάζουν αυτή την εμπειρία αφορούν στο ιστορικό και κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο εδράζονται τα μουσεία, στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, τη δομή του χώρου και τη χωροθέτηση τους. Για την προσέγγιση αυτών των παραγόντων, στην παρούσα εργασία, αξιοποιούνται ως βασικά πλαίσια ανάλυσης η αφηγηματική προσέγγιση και η προσέγγιση της χωρικής σύνταξης. Τα μουσεία μελετώνται ως αφηγηματικές δομές αλλά και ως δομές οικονομικής και πολιτισμικής ανάπτυξης. Ορίζουν την ταυτότητα ενός τόπου και επηρεάζουν την κίνηση σε αυτόν. Γίνονται σημεία αναφοράς για τον ντόπιο πληθυσμό αλλά και τους επισκέπτες της πόλης. Ταυτόχρονα, συνιστούν σημεία διάδρασης και βιωματικής εμπειρίας. Προκειμένου να αναδειχθούν οι δύο βασικές διαστάσεις των μουσείων, αυτή της οργάνωσης του μουσείου ως αφήγησης και αυτή του σχεδιασμού του ως μέσου city-branding παρουσιάζονται και αναλύονται δύο αντιπροσωπευτικοί των παραπάνω περιπτώσεων μουσειακοί χώροι, το κτήριο Bilbao Guggenheim Museum του Frank Gehry και το Solomon R. Guggenheim Museum New York, του Frank Lloyd Wright. Η σύγκριση των δύο παραδειγμάτων αναδεικνύει το μουσείο ως πεδίο αλληλεπίδρασης μεταξύ της αφήγησης και του city-branding. Συνδετικό κρίκο μεταξύ αυτών αποτελεί η βιωματική, χωρική εμπειρία. Μέσω αυτής, τα δύο μουσεία παρότι αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της αφήγησης και του city-branding αντίστοιχα, δύνανται να δημιουργήσουν ερεθίσματα και για την άλλη οπτική.

31


Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Ajana, B. (2015). Branding, legitimation and the power of museums: The case of the Louvre Abu Dhabi. Museum & Society, 13(3), 316-335. Arana, K. L. (χ.χ.). Behind the Bilbao Effect: An Overnight Success in 20 Years. MAS-Context (30-31), 27-34. Arruti, N. (2004). Reflecting Basqueness: Bilbao from mausoleum to museum. IJIS 16(3), 167–175. Bruner, J. (1997). Πράξεις Νοήματος. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Barthes, R. (1975). An Introduction to the Structural Analysis of Narrative. New Literacy History, 6(2). Çetinkaya, Ç. & Ηanci Geçit, Β. (2012). New face of brand: museums. Paper presented at 5T-A New Affair: Design History and Digital Design Museum. Dal Falco, F. & Vassos, S. (2017). Museum Experience Design: A Modern Storytelling Methodology. The Design Journal, 20(sup1), S3975-S3983. doi:10.1080/14606925.2017.1352900 Desvallées, A. & F. Mairesse, F. (Eds.). Key Concepts of Museology (2010). Available at http://icom.museum/professional-standards/key-concepts-ofmuseology/ Federica Dal F. & Stavros V. (2017). Museum Experience Design: A Modern Storytelling Methodology. The Design Journal, 20:sup1, S3975-S3983. doi: 10.1080/14606925.2017.1352900. Hale, J. (2012). Narrative environments and the paradigm of embodiment. In S. Macleod et al. (Eds.) Museum Making: Narratives, Architectures, Exhibitions (pp. 192-200). Abingdon: Routledge. Hillier, B., Peponis, J. & Simpson, J. (1982). National Gallery Schemes Analyzed. The Architects’ Journal, 176, 38-40. Hillier, B. (2007). Space is the machine. London: Space Syntax. Hospers, G. J., Verheul, W. J., & Boekema, F. W. M. (2011). Citymarketing voorbij de hype: ontwikkelingen, analyse en strategie. Den Haag: Boom Lemma. Plaza, B. & Haarich, S. N. (2015). The Guggenheim Museum Bilbao: Between Regional Embeddedness and Global Networking. European Planning Studies, 23(8), 1456-1475. doi: 10.1080/09654313.2013.817543

32


Rolim, A. L., Amorim, L. & Queiroz, M. C. (2017). From Wright to Gwathmey Siegel: The case of movement in the Guggenheim museum. Proceedings of the 11th Space Syntax Symposium, Lisbon 3-7 July 2017. Sitzia, E. (2016). Narrative Theories and Learning in Contemporary Art Museums: A Theoretical Exploration. Διαθέσιμο στις 9/6/2019 στο https://stedelijkstudies.com/wp-content/uploads/2016/06/StedelijkStudies_Narrative-Theories_Sitzia.pdf Zulaika, J. & Guasch, A. M. (2005). Learning from the Bilbao Guggenheim. Center for Basque Studies, University of Nevada, Reno, Reno, Nev.

Ελληνική Αυλωνίτης, Κ. (2013). “City Branding, Η συμμετοχή των κατοίκων στη διαμόρφωση ταυτότητας της πόλης. Η περίπτωση της Ιεράπετρας”. (Πτυχιακή εργασία) Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, Κρήτη. Ανακτήθηκε από https://apothesis.lib.teicrete.gr/bitstream/handle/11713/6922/AvlonitisKiriakos 2013.pdf?sequence=1&isAllowed=y Δοξιάδης, Α. (2013). Η αφήγηση ως γνώση και η περίπτωση της βιογραφίας. Διαθέσιμο στο https://apostolosdoxiadis.com/wpcontent/uploads/2013/04/AfigisiOsGnosi.pdf Κουγιουμουτζάκης, Γ. (2002). Jerome Bruner: Η ισχύς του πιθανού. Εισήγηση κατά την αναγόρευση του Jerome Bruner σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ρέθυμνο, 23/10/2002. Μούλιου, Μ. (2016). Το Μουσείο ως Ποιότητα, Εμπειρία, Αστικό Σύμβολο Και Ήπια Δύναμη. Παραδείγματα Από Τη Διεθνή Και Εγχώρια Μουσειακή Πρακτική. Διαθέσιμο στις 10/06/2019 στο https://www.citybranding.gr/2016/12/blogpost_18.html Σολομών, Ε. (2012). «Τα μουσεία ως «αντικείμενα». Αναζητώντας τρόπους προσέγγισης». Στο Ε. Γιαούρη (Επιμ.), Υλικός Πολιτισμός: η ανθρωπολογία στη χώρα των πραγμάτων (σσ.75-124). Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Χαλκιαδάκη, Μ., ∆έφνερ Α. & Μεταξάς, Θ. (2013). Μάρκετινγκ της Πόλης: Εκπόνηση Σχεδίου για το ∆ήμο Ηρακλείου Κρήτης διαθέσιμο στις 11/6/2019 στο http://grsa.prd.uth.gr/conf2013/20_halkiadaki_etal_ersagr13.pdf

33


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.