Alan Sommerstein - Η Ζωή και το Έργο του Αισχύλου

Page 1



Alan H. Sommerstein

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΕπΙμΕΛΕΙΑ Κ ΑΙ πΡΟΛΟΓΟΣ

Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος μΕΤΑϕΡΑΣΗ

Πολύκαρπος Πολυκάρπου

ΕΚΔΟΣ ΕΙΣ GUTENBERG



ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

επειδή χάρη στην πρωτοβουλία του Ανδρέα Μαρκαντωνάτου, αναπληρωτή καθηγητή της αρχαίας ελληνικής ϕιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, και στην αϕοσίωση του Πολύκαρπου Πολυκάρπου η παρούσα μελέτη, μετά μια δεκαετία από την αρχική έκδοσή της, καθίσταται το δεύτερο βιβλίο μου σχετικά με τον Αισχύλο, το οποίο μεταϕράζεται στη νεοελληνική, ύστερα βεβαίως από τη δημοσίευση το 2000 της μετάϕρασης της σχολιασμένης έκδοσής μου των Ευμενίδων, την οποία εκπόνησε ο νικόλαος Γεωργαντζόγλου. Προς δική μου έκπληξη, το πέρασμα αυτών των δέκα ετών δεν με έκανε να αλλάξω πολλά, εκτός από τη βιβλιογραϕία. Οι κυριότερες μάλιστα αλλαγές εντοπίζονται κυρίως σε ορισμένα μέρη της περιγραϕής μου του αθηναϊκού θεάτρου κατά την εποχή του Αισχύλου στο δεύτερο κεϕάλαιο. Στην εισαγωγή της αγγλικής έκδοσης είχα σημειώσει, και τώρα επιτρέψτε μου να επαναλάβω, τα ακόλουθα: «καθώς ολοκληρώνω αυτό το βιβλίο το μυαλό μου τρέχει σε όλους τους δασκάλους, τους συναδέλϕους και τους ϕοιτητές που με βοήθησαν ν’ αγαπήσω και, έως το σημείο που μου επέτρεπε η νοημοσύνη μου, να καταλάβω τον Αισχύλο, από τον Martin Lowry, ο οποίος μου πρωτογνώρισε τον ποιητή πριν από τριάντα χρόνια έως την Elizabeth Randle, η οποία, με το να καταλήξει ανεξάρτητα στα ίδια συμπεράσματα μ’ εμένα, με έκανε να αισθανθώ ότι θα μπορούσε να έχει θετική έκβαση η προσπάθεια ανασύνθεσης της τριλογίας των Δαναΐδων, σχετικά με την οποία θα διαβάσετε στο κεϕάλαιο 6. Φέρνω επίσης στο νου μου όλους εκείνους τους μεγάλους μελετητές, των οποίων τα συμπεράσματα ενισχύουν τις απόψεις που εκθέτω εδώ και τους οποίους δεν είχα ποτέ την τιμή να γνωρίσω. Όπως θα δείτε, η συνεισϕορά τους δεν αναϕέρεται ρητώς μέσα στο κείμενο, επειδή όλες οι παραπομπές στη σύγχρονη ϕιλολογική παραγωγή είναι συγκεντρωμένες στον Βιβλιογραϕικό Οδηγό που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου.

Ε

ΙΜΑΙ ΙΔΙΑΙτΕΡΑ ΣυΓκΙνηΜΕνΟΣ,


12

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

το πόνημα αυτό απευθύνεται σε όλους εκείνους που ενδιαϕέρονται, απ’ οποιαδήποτε άποψη, για τις τραγωδίες του Αισχύλου, οι πλειονότητα των οποίων δεν είναι σε θέση να τις διαβάσει στο αρχαίο ελληνικό πρωτότυπο. Γι’ αυτόν το λόγο όλα τα παραθέματα, τόσο του Αισχύλου όσο και των άλλων συγγραϕέων, είναι μεταϕρασμένα. Ο ίδιος λόγος με οδήγησε στην απόϕαση να μην αποτολμήσω καμιά συστηματική μελέτη του ύϕους και της γλώσσας του Αισχύλου. Θα ήθελα να εκϕράσω την ευγνωμοσύνη μου στους υπευθύνους του πανεπιστημιακού τυπογραϕείου του κέμπριτζ, οι οποίοι μου επέτρεψαν να συμπεριλάβω στα κεϕάλαια 7 και 12 διασκευασμένα τμήματα της εισαγωγής της έκδοσής μου των Ευμενίδων του Αισχύλου, η οποία δημοσιεύθηκε το 1989. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Alex Garvie και τον Bernhard Zimmermann, που διάβασαν ολόκληρο το βιβλίο στο προτελευταίο στάδιο της επεξεργασίας του και των οποίων τις υποδείξεις περιέλαβα στην τελική έκδοση. κανείς απ’ αυτούς δεν ευθύνεται για τις ελλείψεις αυτού του βιβλίου· αυτές οϕείλονται αποκλειστικά στις δικές μου αβλεψίες, στην ισχυρογνωμοσύνη μου και στην αμβλύνοιά μου.» Αϕιέρωσα την αρχική έκδοση του παρόντος πονήματος «στους ϕοιτητές μου, παλιούς νέους και μελλοντικούς, και σε όλους όσοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μολονότι αντιμετωπίζουν συχνά την άγνοια και το σκώμμα από διάϕορες εκπαιδευτικές αρχές, πανεπιστημιακές σχολές και κυβερνήσεις, επέλεξαν να μελετήσουν τον κόσμο της αρχαιότητας», προσθέτοντας ότι «αυτό το βιβλίο το έγραψα για χάρη τους, και ελπίζω ν’ ασκήσει σ’ αυτούς λίγη από την ίδια επίδραση, την οποία οι δάσκαλοι που προανέϕερα άσκησαν σ’ εμένα». Αυτή η μετάϕραση, που εκπονήθηκε στην κύπρο και δημοσιεύεται στην Αθήνα, απευθύνεται και αϕιερώνεται σε όλους εκείνους στον ελληνόγλωσσο κόσμο, οι οποίοι φιλοσοφοῦσιν σχετικά με την αρχαία Ελλάδα – που ενδιαϕέρονται ζωηρά, για να γνωρίσουν και να κατανοήσουν την αρχαιοελληνική κληρονομιά μας. Θεωρώ εξαιρετικό προνόμιο το γεγονός ότι έχω συνεργαστεί με κάποιους απ’ αυτούς ως συνάδελϕός τους και έχω επίσης διδάξει κάποιους άλλους ως δάσκαλός τους. Ελπίζω ότι το ανά χείρας βιβλίο θα βοηθήσει τους αναγνώστες του να γνωρίσουν και να κατανοήσουν, καθώς επίσης και να εκτιμήσουν στον μέγιστο βαθμό, έναν από τους πιο δημιουργικούς ποιητές που γέννησε η Ελλάδα. Νότινγκαμ Νοέμβριος 2008

Alan Sommerstein


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ

« ᾽Απὸ τὴν ϕαντασίαν ἕως τὸ Χαρτί. Εἶναι δύσκολον πέρασμα, εἶναι ἐπικίνδυνος θάλασσα.» Κ. Π. Καϕάβης, ‘Τὰ Πλοῖα’, στο κ. Π. καβάϕης. τα πεζά (1882;-1931), ϕιλ. επιμ. Μ. Πιερής (Αθήνα, 20102) σ. 171.

πολυσέλιδη εισαγωγή στη ζωή και στο έργο του Αισχύλου, αριστοτεχνικά συνθεμένη από τον διαπρεπή Βρετανό κλασιΗ κό ϕιλόλογο και επί έτη καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Νότινγκαμ, ΑΝΑ ΧΕΙΡΑΣ

Alan

H. Sommerstein, αποτελεί ορόσημο στο πεδίο της ϕιλολογικής μελέτης του δραματικού έργου του κορυϕαίου Αθηναίου τραγωδιογράϕου. Αξίζει μάλιστα να υπογραμμισθεί ότι, ύστερα από δική μας παρότρυνση κατά το έτος 2008, ο συγγραϕέας προχώρησε σε αναθεώρηση του αγγλικού πρωτοτύπου, άλλοτε εμπλουτίζοντας τις ερμηνευτικές δοκιμές του με αρκετές βελτιωτικές συμπληρώσεις, άλλοτε ενημερώνοντας έτι περαιτέρω έναν ήδη άκρως διεξοδικό βιβλιογραϕικό οδηγό και άλλοτε διορθώνοντας κάποια ευάριθμα τυπογραϕικά αβλεπτήματα. Κατ’ ευτυχή συγκυρίαν αυτές οι διερμηνευτικές επισημάνσεις του οδήγησαν ως ϕυσικό επακόλουθο στη δημοσίευση της δεύτερης βελτιωμένης αγγλόγλωσσης εκδοχής του βιβλίου του το 2010· παρά το γεγονός ότι αυτό συνέβη απρόβλεπτα πολύ νωρίτερα από την εμϕάνιση της παρούσας ελληνικής μετάϕρασης –η οποία καθυστέρησε πλέον του δέοντος για λόγους που υπερβαίνουν τη δική μας θέληση– προξενεί ιδιαίτερη χαρά η γνώση ότι ο έγκριτος ελληνιστής Alan H. Sommerstein επέδειξε τέτοιο ζήλο να αναβαθμίσει το ογκώδες μελέτημά του ενόψει της ελληνικής έκδοσης, ώστε έκρινε επιτακτική και την επανέκδοση του εκτενώς αναθεωρημένου πλέον αγγλικού κειμένου του.1 Καταπλήσσουν τωόντι η ακατάβλητη εργατικότητα και η αδιάπτωτη επιμέλεια του διεθνώς κα1. A. H. Sommerstein (20102), Aeschylean Tragedy (Λονδίνο).


14

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ

ταξιωμένου συγγραϕέα, ο οποίος ως άτρυτος θεράπων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας εξακολουθεί να εκδίδει πλήθος εμβριθών εργασιών σχετικά με ένα ευρύτατο ϕάσμα ϕιλολογικών θεμάτων.2 Μεταξύ των πολλών λίαν αξιόλογων πονημάτων του διακρίνεται η πρόσϕατη τρίτομη αγγλική μετάϕραση του αισχύλειου corpus στο πλαίσιο της έγκυρης κλασικής βιβλιοθήκης Loeb – επίμοχθη απόπειρα που επιμαρτυρεί το αμείωτο ενδιαϕέρον του Alan H. Sommerstein για την κριτική και ερμηνευτική προσπέλαση στο βαθύτερο νόημα της δραματικής παραγωγής του περιώνυμου Αθηναίου τραγωδιογράϕου.3 Πράγματι, ο Βρετανός ερευνητής εντάσσεται στη χορεία εκείνων των εξεχόντων κλασικών ϕιλολόγων, οι οποίοι συνδυάζουν την απαράμιλλη ευρυμάθεια γύρω από την αρχαιοελληνική γραμματεία και τη δημιουργική ευϕυΐα σχετικά με ακανθώδη ζητήματα αισθητικής διείσδυσης και κειμενικής ανάλυσης. Τυχαίο επομένως δεν είναι ότι κατά την τελευταία δεκαετία η ακτινοβολία του πνεύματός του και η δύναμη του ϕιλοσοϕικού αναπαλμού του ενέπνευσαν πολυάριθμους Έλληνες και ξένους μελετητές της αισχύλειας δραματουργίας να αναδείξουν έτι περαιτέρω αρκετές από τις όντως αμέτρητες νοηματικές και αισθητικές αποχρώσεις είτε των ακέραιων τραγικών έργων είτε των πολυάριθμων αποσπασμάτων του μουσόληπτου ποιητή από την Ελευσίνα.4 Μολονότι σκοπός του παρόντος προλόγου δεν είναι

2. Βλ. ενδεικτικά τις αρτίως εκδοθείσες συλλογές ερμηνευτικών μελετών του αναϕορικά με την αττική κωμωδία και την αρχαία ελληνική τραγωδία: A. H. Sommerstein (2009), Talking about Laughter and Other Studies in Greek Comedy (Οξϕόρδη) και (2010), The Tangled Ways of Zeus and Other Studies in and around Greek Tragedy (Οξϕόρδη). 3. A. H. Sommerstein (2008), Aeschylus, τόμ. I-III (Κέμπριτζ, Μασσ. & Λονδίνο). 4. Για μία ενημερωτική επισκόπηση της ελληνόγλωσσης βιβλιογραϕίας όσον αϕορά στο αισχύλειο δράμα και στις σχετικές νεοελληνικές μεταϕραστικές απόπειρες, βλ. Παράρτημα Ελληνόγλωσσης Βιβλιογραϕίας του Ν. Π. Μπεζαντάκου στο M. J. Lossau (2009), Αισχύλος, μτϕρ. Ν. Π. Μπεζαντάκος (Αθήνα) 259-270. Επιπροσθέτως, βλ. Γ. Τσιώλης (1998), Μυθικό Θέατρο, Πολιτική Φωνή: Ο τραγωδός Αισχύλος (Αθήνα) και τα Πρακτικά του 38ου Συνεδρίου της Πανελλήνιας Ένωσης ϕιλολόγων (Π.Ε.ϕ.) υπό τον τίτλο Αισχύλος, Ο Δημιουργός της τραγωδίας και η Διαχρονική Επίδρασή του στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή Γραμματεία, επιμ. Μ. Μ. Στεργιούλης & Γ. Κράιας (Αθήνα, 2012). Αξιομνημόνευτες επίσης είναι αρκετές διδακτορικές διατριβές που έχουν τελευταίως εκπονηθεί από Έλληνες ϕιλολόγους: λ.χ. Α. Δεληγιαννίδου (2005), Όψεις της Λειτουργίας του Ενδύματος στον Αισχύλο (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Σ. Γκιργκένης (2009), Πολιτική Ιδεολογία και Θεσμοί της ηγεμονικής Αθήνας στις Ικέτιδες του Αισχύλου, Μέρη I-II (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) και Ε. Λιόλιου (2009), Ο Δόλος στον Αισχύλο: Από το Δόλωμα στην Πειθώ (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων). Για μία ευσύνοπτη εισαγωγή στα κυριότερα ερμηνευτικά προβλήματα της αισχυλικής δραματουρ-


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ

15

να επισκοπήσει έστω και paucis verbis τις κυριότερες ερμηνευτικές αναζητήσεις στον τομέα των σύγχρονων αισχύλειων σπουδών, ενδεδειγμένο θα ήταν, νομίζουμε, αϕενός να επιστήσουμε την προσοχή του αναγνωστικού κοινού, κατά το μέτρο των δυνάμεών μας, σε ορισμένες ενδιαϕέρουσες τάσεις του κρατούντος θεωρητικού προβληματισμού, που αϕορά κυρίως σε συγκεκριμένες ιδιάζουσες πτυχές της αισχυλικής τραγωδιογραϕίας και σατυρογραϕίας, και αϕετέρου να προτείνουμε μερικές βιβλιογραϕικές ενδείξεις για όσους επιθυμούν να ενημερωθούν σχετικά με τις τρέχουσες ερευνητικές εξελίξεις, οι οποίες εξ αντικειμένου δεν ήταν δυνατόν να συμπεριληϕθούν στο κυρίως σώμα του παρόντος βιβλίου. Ειδικότερα, ο συγχρωτισμός του υψιπετούς Αθηναίου τραγωδοποιού με θρυλικές ιστορικές προσωπικότητες της εποχής του, αλλά και ευρύτερα η συνοικείωσή του με το ύψιστο πολιτικό διακύβευμα των κλασικών χρόνων –αυτό της ορθής απονομής του δικαίου σε μία ισχυρή πόλη-κράτος που επιδιώκει αδιάλειπτα να λογίζεται εύνομη και αυτεξούσια– προσείλκυσαν το έντονο ενδιαϕέρον αρκετών ερευνητών, οι οποίοι υπογράμμισαν την ιδιαίτερη σπουδαιότητα που προσδίδει ο Αισχύλος, υπό την ιδιότητά του ως πνευματικού διδάχου των συμπολιτών του, στην περιεσκεμμένη διαχείριση και στην αϕατρίαστη διοίκηση.5 Αξίζει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι ορθώς τα τελευταία χρόνια έχει διευρυνθεί η συζήτηση όσον αϕορά στους δραματουργικούς τρόπους, με τους οποίους ο Ελευσίνιος τραγικός ποιητής προβάλλει τις περιπεπλεγμένες και πολυδύναμες σχέσεις μεταξύ θεών και ανθρώπων· μάλιστα εξαιρετικό ενδιαϕέρον παρουσιάζει η ιδέα ότι οι ρόλοι του αδικητή και του αδικουμένου, ανεξαρτήτως ϕύλου και κοινωνικής θέσης, διαρκώς εναλλάσσονται σε εκείνα τα πολυπρόσωπα αισχύλεια δράματα, όπως αυτά από τα οποία σύγκειται η περίϕημη τραγική τριλογία Ορέστεια, με απώτερο σκοπό την εμϕαντική ανάδειξη της ρευστότητας των ανθρώγίας και στις λύσεις που έχουν προταθεί στο πλαίσιο της ξενόγλωσσης βιβλιογραϕίας, βλ. M. Lloyd (2007), ‘Introduction’ στο M. Lloyd (επιμ.) (2007), Oxford Readings in Classical Studies: Aeschylus (Οξϕόρδη) 1-39. Πβ. J. Jouanna & F. Montanari (επιμ.) (2009), Eschyle à l’aube du théâtre occidental: Neuf exposés suivis de discussions, Entretiens sur l’Antiquité classique 55 (Γενεύη) και τον διαδικτυακό βιβλιογραϕικό οδηγό για τις αισχύλειες σπουδές: I. Torrance (2011), Aeschylus – Oxford Bibliographies Online Research Guide (Classics) (Οξϕόρδη). 5. Βλ. S. Föllinger (2009), Aischylos: Meister der griechischen Tragödie (Μόναχο)· R. Seaford (2012), Cosmology and the Polis: The Social Construction of Space and Time in the Tragedies of Aeschylus (Κέμπριτζ)· G. W. Bakewell (2013), Aeschylus’ Suppliant Women: The Tragedy of Immigration (Μάντισον)· L. Poli Palladini (2013), Aeschylus at Gela: An Integrated Approach (Αλεσάντρια).


16

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ

πινων πραγμάτων, όταν ιδίως το πολιτειακό καθεστώς εμπλέκεται στην παγίδα της ϕαυλοκρατίας και της απολυτοϕροσύνης.6 Επιπροσθέτως, εξ αϕορμής λεπτομερειακών εξηγητικών πραγματειών, αλλά συνάμα και εκλαϊκευτικών εισαγωγικών εγχειριδίων και πολυθεματικών εγκολπίων, ικανός αριθμός ερμηνευτών δεν παραλείπει ευκαιρία που να μην εξυψώσει τις αρετές της ποίησης του Αθηναίου τραγωδιογράϕου, ειδικότερα τις συναϕείς με τη μορϕολογική συνάρμοση, την αισθητική λεπτότητα και τη μυθοπλαστική δύναμη των έργων του· ειδικότερα, η αντιμεταχώρηση μύθου και ιστορίας μέσω αναληπτικών και προληπτικών διηγήσεων αποτελεί ευδιάκριτο αξονικό στοιχείο των αισχύλειων τραγωδιών, στις οποίες ο επικός μύθος υποβάλλεται σε μίαν απαράμιλλη ποιητική επεξεργασία, προκειμένου να αποκαλυϕθεί το αμιγές ιστορικό κέντρο του δραματοποιημένου μυθολογήματος.7 Εν κατακλείδι, θα ήταν ασύγγνωστο αμέλημα να αϕήσουμε αμνημόνευτο έναν αμητό πρόσϕατων μελετών, οι οποίες επικεντρώνονται στη συναναϕορά των αισχύλειων δραμάτων με μεταγενέστερες παραστασιακές και καλλιτεχνικές μεταπλάσεις και αναβιώσεις τους, επιχειρώντας με τον τρόπο αυτόν να ϕέρουν στο ϕως τα αόρατα νήματα που διασυνδέουν το κοσμοείδωλο του οιστρήλατου ποιητή με θεμελιώδεις προβληματισμούς της ταραχώδους εποχής μας.8 Λαμβάνοντας αϕόρμηση από την προμετωπίδα αυτής της σύντομης προλογικής σημείωσης, θα ήθελα εν είδει υστερόγραϕου να εγκωμιάσω άλλη μία ϕορά το εν λόγω πόνημα του Alan H. Sommerstein, το οποίο έμϕορτο από πολύτιμες γνώσεις και στερρά επιχειρήματα προσκαλεί διαρκώς σε μία γόνιμη συνομιλία τον ϕιλέρευνο αναγνώστη. Εξυπακούεται λοιπόν ότι ο μετά χείρας τόμος όχι μόνον απηχεί τις προαναϕερθείσες ερευνητικές τάσεις, αλλά έτι σπουδαιότερον μέσα από την εύστοχη και δημιουργική αξιο6. Πβ. S. Amendola (2006), Donne e Preghiera: Le preghiere dei personaggi femminili nelle tragedie superstiti di Eschilo (Άμστερνταμ)· M. A. Gruber (2008), Der Chor in den Tragödien des Aischylos: Affekt und Reaktion (Τυβίγγη)· G. M. Chiesi (2014), The Play of Words: Blood Ties and Power Relations in Aeschylus’ Oresteia (Βερολίνο & Νέα Υόρκη). 7. Βλ., μεταξύ άλλων, R. Mitchell-Boyask (2009), Aeschylus: Eumenides (Λονδίνο)· A. F. Garvie (2009), Aeschylus: Persae (Οξϕόρδη)· B. Deforge (2010), Une vie avec Eschyle: Vérité des mythes (Παρίσι)· I. Ruffell (2011), Aeschylus: Prometheus Bound (Λονδίνο)· D. Reaburn & O. Thomas (2011), The Agamemnon of Aeschylus: A Commentary for Students (Οξϕόρδη & Νέα Υόρκη)· P. Kyriakou (2011), The Past in Aeschylus and Sophocles (Βερολίνο & Νέα Υόρκη)· Th. Papadopoulou (2014), Aeschylus: Suppliants (Λονδίνο). 8. Πβ. προσϕάτως F. Macintosh, P. Michelakis, E. Hall & O. Taplin (επιμ.) (2005), Agamemnon in Performance: 458 BC to AD 2004 (Οξϕόρδη) και R. F. Kennedy (επιμ.) (2016), Brill’s Companion to the Reception of Aeschylus (Λέιντεν & Βοστόνη).


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ

17

ποίησή τους στις εύρυθμα συγκροτημένες εξηγητικές αναλύσεις των τραγικών έργων καθιστά εύδηλο το ακαταγώνιστο ταλέντο του Αισχύλου να μεταϕέρει με τον βαρύ και επιβλητικό βηματισμό του λόγου του τα μεγαλειώδη πλάσματα της ϕαντασίας του στο ‘Χαρτί’ της θεατρικής παράστασης, διασχίζοντας θριαμβικά το εξαιρετικά δύσβατο και επικίνδυνο κατά τον Κ. Π. Καβάϕη θαλάσσιο πέρασμα της λογοτεχνικής δημιουργίας. Οϕείλω προσέτι να ευχαριστήσω θερμότατα τον αγαπητό ϕίλο και συνάδελϕο Λαμπρινό Πλατυπόδη για τη σύνταξη των ευρετηρίων και γενικότερα για την πολύτιμη αρωγή του στην επιμέλεια του μετά χείρας βιβλίου. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου



1. Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

Ο ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ο τραγικός ποιητής που εξύψωσε την αθηναϊκή τραγωδία στη σπουδαιότερη και αρτιότερη μορϕή τέχνης στην οικούμενη, γεννήθηκε, κατά πάσαν πιθανότητα, το 525/4 π.Χ.,1 στην Ελευσίνα, ένα δήμο της δυτικής Αττικής που ήταν ξακουστός για την τέλεση εκεί των ομώνυμων μυστηρίων, των αϕιερωμένων στη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεϕόνης. Ο πατέρας του Ευϕορίων καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και είναι βέβαιο ότι η οικογένειά του είχε υιοθετήσει τον συνήθη την εποχή εκείνη τρόπο ζωής της εύπορης τάξης· έχουν μάλιστα σωθεί επιγραϕές σε αγγεία που διαλαλούν, κατά το οικείο στην ανώτερη τάξη ομοερωτικό πνεύμα, την ομορϕιά του νεώτερου γιου του Αισχύλου Ευαίωνα. Η πόλη της Αθήνας (η οποία πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι είχε από καιρό περιλάβει στην επικράτειά της ολόκληρη την Αττική, συμπεριλαμβανομένης και της Ελευσίνας) ήταν πάνω από είκοσι χρόνια υπό την εξουσία πρώτα του Πεισίστρατου και έπειτα, μετά το θάνατό του, το 528 / 7 π.Χ., του γιου του Ιππία. Και οι δύο ήταν τύραννοι – δηλαδή, άνδρες οι οποίοι είχα καταλάβει την εξουσία με τη βία, ή με δόλο, και κυβερνούσαν ως de facto μονάρχες. Οι τύραννοι του αρχαίου ελληνικού κόσμου μισήθηκαν και από τους αριστοκράτες, των οποίων την πορεία προς την εξουσία (τουλάχιστον στην Αθήνα) ανέκοψαν, και από τους δημοκράτες, που πολύ σύντομα τους διαδέχθηκαν στην ίδια αυτή εξουσία. Παρατηρούμε μάλιστα και τον ίδιο τον Αισχύλο να χρησιμοποιεί στα έργα του τη λέξη τύραννος, και τα παράγωγά της, με την απαξιωτική ση1. Σκόπιμο κρίνεται να σημειωθεί εδώ ότι οι ημερομηνίες που δίδονται με αυτήν τη μορϕή αναϕέρονται στο αθηναϊκό ημερολογιακό έτος, το οποίο κανονικά άρχιζε και τελείωνε αμέσως μετά το θερινό ηλιοστάσιο.


20

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

μασία που διατηρούσε ακόμα στις μέρες του (πβ. Αγαμέμνων 1355 & 1365, Χοηϕόροι 973). Πολλοί Αθηναίοι εντούτοις ϕαίνεται ότι είχαν αποδεχθεί ασμένως την εξουσία του Πεισίστρατου και του Ιππία κατά το χρονικό διάστημα της άσκησής της· όταν μάλιστα ο Πεισίστρατος εδραίωσε την εξουσία του, η Αθήνα γνώρισε την πιο μακρόχρονη περίοδο ειρήνης στον ανεξάρτητο πολιτικό της βίο, καθώς επίσης μια διαρκώς αύξουσα ευημερία. Όπως οι περισσότεροι τύραννοι αρχαίων ελληνικών πόλεων, έτσι και οι Πεισιστρατίδες διακρίθηκαν ως προστάτες των τεχνών. Ο ίδιος ο Πεισίστρατος (κατ’ άλλους ο γιος του, ο Ίππαρχος) καθιέρωσε ως τακτικό μέρος του προγράμματος της τετραετηρικής θερινής εορτής των Μεγάλων Παναθηναίων τους αγώνες ραψωδών – απαγγελίες, δηλαδή, από επαγγελματίες εκτελεστές των ομηρικών ποιητικών συνθέσεων. Αποτέλεσμα της παραπάνω καθιέρωσης μουσικών διαγωνισμών μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι ήταν τότε η σύνταξη ενός κανόνα των κειμένων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ο οποίος εξοβέλισε όλους τους προϋπάρξαντες και ίσχυσε έκτοτε ως η μόνη αυθεντική και αδιαμϕισβήτητη γραπτή αποτύπωση των ομηρικών επών. Ένας άλλος καλλιτεχνικός θεσμός που εγκαινιάστηκε, πιθανόν τη δεκαετία του 530 π.Χ., περίπου δέκα χρόνια πριν από τη γέννηση του Αισχύλου, ήταν ο διαγωνισμός –μέσα πάντοτε στο πλαίσιο των εν Άστει Διονυσίων– των παραστάσεων, των σχετιζόμενων με ένα αρκετά νέο ποιητικό είδος που ονομαζόταν τραγωδία. Η καταγωγή της τραγωδίας είναι ένα θέμα που δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Σε αυτό το στάδιο της εξέλιξής της η τραγωδία συνιστούσε την αναπαράσταση ενός ηρωικού μύθου από έναν εκτελεστή (τον υποκριτή) και ένα χορό που αριθμούσε (όπως εξάλλου και την εποχή του Αισχύλου) δώδεκα μέλη. Ο χορός τραγουδούσε και χόρευε. Οι υποκριτές κάποιες ϕορές έκαναν το ίδιο, συνήθως όμως μιλούσαν είτε απευθείας στους θεατές είτε διαλέγονταν με το χορό ή τον κορυϕαίο του. Ο χορός αποτελούνταν από μια ομάδα προσώπων, η οποία επηρεαζόταν άμεσα από την πλοκή του μύθου, και συνήθως ήταν οι προεστοί της πόλης ή οι δούλοι κάποιου αρχοντικού οίκου. Ο υποκριτής ενσάρκωνε όχι μόνο τον ήρωα του μύθου αλλά και (σε διαϕορετικό σημείο της παράστασης) άλλα πρόσωπα, όπως ανώνυμους αγγελιαϕόρους που διηγούνταν τα εκτός σκηνής συμβεβηκότα, ακόμα και θεούς. Όλοι οι υποκριτές ήταν άνδρες, και όλοι οι χαρακτήρες που καλούνταν να υποδυθούν ήταν, κατά το πρώιμο εκείνο στάδιο του είδους, αρσενικού γένους. Τα γυναικεία πρόσωπα, όπως τουλάχιστον μαρτυρεί η παράδοση, ήταν επινόηση του ϕρυνίχου, που η


1. Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

21

σταδιοδρομία του ως τραγικού ποιητή αρχίζει γύρω στο 510 π.Χ. Κορυϕαίος τραγικός ποιητής της πρώιμης περιόδου ήταν ο Θέσπης από την Ικαρία της βορειοανατολικής Αττικής. Η μονοπρόσωπη τραγωδία του Θέσπη, που ϕαίνεται τόσο πρωτόγονη σε εμάς σήμερα, προκάλεσε την ίδια ακριβώς εντύπωση και στους Αθηναίους του όψιμου 5ου αιώνα π.Χ. Είναι όμως αξιοπαρατήρητο ότι ο Αγαμέμνων, ο οποίος εδιδάχθη το 548 π.Χ. και θεωρείται το αριστούργημα του Αισχύλου, δομείται, στο μεγαλύτερο μέρος του, σύμϕωνα με την τεχνοτροπία του Θέσπη. Μόνο στους 327 από του 1673 στίχους του Αγαμέμνονος υπάρχουν περισσότεροι του ενός υποκριτές επί σκηνής και μόνο σε 64 στίχους, ήτοι το 4% της τραγωδίας, οι υποκριτές διαλέγονται μεταξύ τους (914-957, 1654-1673). Σ’ αυτό το εξελικτικό στάδιο βρισκόταν η δραματική τέχνη, όταν ο Αισχύλος, παιδί ακόμα, παρακολουθούσε θεατρικά έργα που διαγωνίζονταν στα εν Άστει Διονύσια. Όταν όμως ενηλικιώθηκε, το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ευδοκίμησε και αναπτύχθηκε το δράμα είχε τελείως αλλάξει. Στα Παναθήναια του 514 π.Χ., ο Ίππαρχος, ο αδελϕός του Ιππία, δολοϕονήθηκε από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Ο θάνατός του ϕαίνεται ότι οϕειλόταν σε προσωπική διαμάχη. Οι εξόριστοι όμως αντίπαλοι των Πεισιστρατιδών ενθαρρυμένοι από το απροσδόκητο γεγονός προσπάθησαν ανεπιτυχώς, επιστρέϕοντας στην Αττική, να ανατρέψουν τον Ιππία, ο οποίος έγινε ακόμα πιο καταπιεστικός και δυναστικός. Τέλος, το 510 π.Χ., οι αντιπολιτευόμενοι Αθηναίοι προσέϕυγαν στην Σπάρτη, την ισχυρότερη πόλη της Ελλάδας και εκ παραδόσεως πολέμια των τυράννων. Ύστερα από μια πρώτη άκαρπη προσπάθεια, οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τους τον βασιλιά Κλεομένη, ανάγκασαν τον Ιππία να παραδοθεί και να πάρει το δρόμο της εξορίας μαζί με όλη την οικογένειά του. Η Αθήνα όμως, στην οποία επέστρεψαν οι εξόριστοι, ήταν τόσο διαϕορετική από την προ του Πεισιστράτου Αθήνα, όσο ήταν και η Γαλλία του 1815, στην οποία επέστρεψαν οι Βουρβώνοι, από την προ του 1789 Γαλλία. Οι τύραννοι, επειδή βρίσκονταν σε οξύτατη διαμάχη με τους αριστοκράτες, είχαν, όπως ήταν βεβαίως ϕυσικό, αναπτύξει καλές σχέσεις με τις άλλες κοινωνικές ομάδες της πόλεως – είχαν μάλιστα παραχωρήσει πολιτικά δικαιώματα σε πρόσωπα, τα οποία στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε παράγοντες του πολιτικού παιχνιδιού, του οποίου οι νεοπαγείς κανόνες δεν έμοιαζαν καθόλου με τους παλιούς. Η κρίση ξέσπασε δύο χρόνια μετά την πτώση του Ιππία. Ο Κλεισθένης, γόνος των Αλκμεωνιδών, που είχε ηττηθεί στις εκλογές για την ανάδειξη του επώνυμου


22

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

άρχοντα από τον αντίπαλό του Ισαγόρα, αντέδρασε έντονα προτείνοντας στον αθηναϊκό δήμο μεταρρυθμίσεις που θα ενίσχυαν την εξουσία του. Ο Ισαγόρας ζήτησε την επέμβαση της Σπάρτης, η οποία, αϕού έστειλε τον βασιλιά Κλεομένη με ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα στην Αθήνα, αξίωσε από τους Αθηναίους να εξορίσουν τον Κλεισθένη και την οικογένειά του. Τότε όμως ο Ισαγόρας, βασιζόμενος στην υποστήριξη του Κλεομένη, υπερτίμησε τη δύναμή του. Στην προσπάθειά του να εξορίσει όλους του αντιπάλους του και να συγκεντρώσει όλη την πολιτική εξουσία υπέρ του κόμματός του, διαπίστωσε προς έκπληξή του ότι δεν διέθετε αξιόλογο αριθμό υποστηρικτών ούτε ανάμεσα στους αριστοκράτες. Η Βουλή αρνήθηκε να διαλυθεί και να παραδώσει την εξουσία. Ο Ισαγόρας και οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν τότε την Ακρόπολη, αλλά έπειτα από πολιορκία δύο ημερών αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο Κλεισθένης και ο δήμος έγιναν κύριοι της Αθήνας. Στη διάρκεια των αμέσως επόμενων ετών ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Αττικής αναδιαρθρώνεται. Βάση του νέου συστήματος ήταν ο δήμος. Σ’ αυτόν έπρεπε να καταγράϕονται όλοι οι πολίτες, και το όνομα του δήμου γινόταν στο εξής μέρος του οικογενειακού τους ονόματος. Ο Αισχύλος, όταν ενηλικιώθηκε, πολιτογραϕήθηκε στο δήμο της Ελευσίνας ως Αισχύλος Ευϕορίωνος Ελευσίνιος. Όλες οι πολιτειακές λειτουργίες, η Βουλή, ο στρατός, τα δικαστήρια, ήταν οργανωμένες γύρω από το δήμο και τις δέκα ϕυλές, στις οποίες είχαν χωριστεί οι πολίτες με χωροταξικά και όχι γενεαλογικά κριτήρια. Κατά τον ίδιο, τουτέστιν αμιγώς ϕυλετικό τρόπο είχαν αναδιοργανωθεί και τα εν Άστει Διονύσια. Το 501 π.Χ. οι διθυραμβικοί αγώνες2 έλαβαν τη μορϕή άμιλλας μεταξύ των ϕυλών, με τη νικήτρια, σε μια από τις δύο αναμετρήσεις (παίδων και ανδρών), ϕυλή να καταγράϕεται τιμητικά στα αρχεία των αγώνων. Επομένως, για τους αγώνες αυτούς το έτος 501 π.Χ. μπορεί να θεωρηθεί ως η αϕετηρία μιας νέας εποχής. Η έλλειψη ωστόσο ικανού αριθμού ποιητών, συνθετών, χορογράϕων, σκηνοθετών και ηθοποιών κατέστησε αδύνατη την εϕαρμογή της ‘ϕυλετικής’ άμιλλας και στους τραγικούς αγώνες. Σε αυτά τα νέα ‘δημοκρατικά’ εν Άστει Διονύσια έκανε την πρώτη εμϕάνισή του, πιθανόν το 499 π.Χ., ως τραγικός ποιητής ο Αισχύλος. 2. Διθύραμβος ήταν ένα χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου (τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Διόνυσος χάνει την αποκλειστικότητα) που το τραγουδούσε ένας χορός 50 ατόμων, ο οποίος από τότε χόρευε συνήθως σε κυκλικό σχηματισμό.


1. Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

23

Τρεις διακεκριμένοι θεράποντες της τραγωδίας, ο Πρατίνας, ο Χοιρίλος και ο ϕρύνιχος, μεσουρανούσαν ήδη στο αθηναϊκό θέατρο, γεγονός που έκανε τον νέο ποιητή να περιμένει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, για να κερδίσει μια πρώτη νίκη. Από αυτήν την πρώιμη περίοδο της αισχύλειας δημιουργίας δεν είναι βέβαιο αν σώθηκε έστω και μια τραγωδία του, για να ϕθάσει έως τις ημέρες μας. Από το έργο του ϕρυνίχου, που ήταν περισσότερο δημοϕιλής εκείνη την εποχή, μόνο λίγοι στίχοι, και αυτοί από δημιουργίες της όψιμης περιόδου του, έϕτασαν έως εμάς – η Μιλήτου Άλωσις (493 ή 492 π.Χ.), αν και δεν σώθηκε ούτε ένας στίχος της, είναι σήμερα γνωστή, ή ακόμα και περιβόητη, μόνο και μόνο επειδή την αναϕέρει ο Ηρόδοτος στις Ιστορίες του. Η απώλεια αυτή πιθανόν οϕείλεται και στο γεγονός ότι τα κείμενα των τραγωδιών άρχισαν να αντιγράϕονται και να διασώζονται από τις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ. και έπειτα. Πριν από το 480 π.Χ., και προτού ακόμη ο Αισχύλος αναγνωρισθεί ως ο κορυϕαίος των τραγικών ποιητών της γενιάς του, συνέβησαν και άλλα βαρυσήμαντα γεγονότα. Η άλωση της Μιλήτου το 494 π.Χ., που έδωσε στον ϕρύνιχο την αϕορμή να γράψει την ομότιτλη πασίγνωστη τραγωδία του, σήμανε το τέλος της ιωνικής επανάστασης, αυτής της εξαιρετικά σημαντικής εξέγερσης των ελληνικών πόλεων της Μικρασίας εναντίον της περσικής κυριαρχίας. Η Αθήνα βοήθησε (αν και όχι εντελώς ικανοποιητικά) τους επαναστάτες και οι Πέρσες, που ήλεγχαν ήδη τις βόρειες ακτές του Αιγαίου, απέκτησαν μια καλή δικαιολογία, για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο επέμβασης στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το 490 π.Χ., ένα περσικό εκστρατευτικό σώμα, συνοδευόμενο από τον μεγάλο πια σε ηλικία Ιππία, διασχίζει το Αιγαίο και επιτίθεται στην Ερέτρια της Εύβοιας και στην Αθήνα. Η Ερέτρια υπέκυψε γρήγορα και οι κάτοικοί της πουλήθηκαν σκλάβοι, όταν όμως οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στο Μαραθώνα νικήθηκαν κατά κράτος από του Αθηναίους που πολέμησαν υπό την ηγεσία του Καλλίμαχου και του Μιλτιάδη σε μια μάχη που οι Αθηναίοι θεωρούσαν έκτοτε ως την ενδοξότερη ολόκληρης της ιστορίας τους. Ο Αισχύλος πολέμησε σε εκείνη τη μάχη και ο αδελϕός του ήταν ένας από τους 192 νεκρούς που έπεσαν ηρωϊκά μαχόμενοι στο Μαραθώνα (Ηρόδοτος Ζ 114): τοῦτο δὲ Κυνέγειρος ὁ Εὐφορίωνος ἐνταῦθα ἐπιλαμβανόμενος τῶν ἀφλάστων νεός, τὴν χεῖρα ἀποκοπεὶς πελέκεϊ πίπτει […] (εκδ. C. Hude)


24

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

[Στη μάχη {…} επίσης σκοτώθηκε ο Κυνέγειρος του Ευϕορίωνος, ενώ κρατούσε από την πρύμη ένα καράβι, του έκοψαν τα χέρια του με πέλεκυ.] (μτϕρ. Α. Βλάχος) Ένα ή δύο χρόνια μετά τον Μαραθώνα, ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής σύγκρουσης μείζονος ιστορικής σημασίας, η Αθήνα προχώρησε με αυτοπεποίθηση προς μια ουσιαστικότερα αντι-αριστοκρατική δημοκρατία. Ο Μιλτιάδης, που απέτυχε να καταλάβει την Πάρο, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ένα βαρύ πρόστιμο, το οποίο δεν μπόρεσε να πληρώσει και έτσι πέθανε στη ϕυλακή. Έπειτα, το 488 / 7 π.Χ., η Εκκλησία του Δήμου, η υπέρτατη εξουσία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, έλαβε τρεις ξεχωριστής σημασίας αποϕάσεις. Η πρώτη αϕορούσε στην επιλογή των εννέα αρχόντων, οι οποίοι στο εξής δεν θα εκλέγονταν διά βοής αλλά θα κληρώνονταν από έναν κατάλογο 100 υποψηϕίων – με τον τρόπο αυτόν καθίστατο αδύνατον κάποιος επώνυμος πολιτικός να καταλάβει μελλοντικά μιαν από τις παραπάνω κοινωνικού κύρους θέσεις. Η δεύτερη ενεργοποιούσε το μηχανισμό του οστρακισμού, ο οποίος είχε θεσπιστεί είκοσι χρόνια πριν από τον Κλεισθένη. Με τον οστρακισμό οι πολίτες είχαν το δικαίωμα να ψηϕίζουν, μια ϕορά το χρόνο, την εξορία από την αθηναϊκή επικράτεια ενός πολιτικού για δέκα χρόνια, χωρίς να του απαγγελθεί κατηγορία και χωρίς να περάσει από δίκη. Τα επόμενα έξι χρόνια πέντε άνθρωποι εξορίστηκαν με αυτόν τον τρόπο και δύο απ’ αυτούς ήταν εξέχουσες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής. Η τρίτη εισήγαγε, ως μέρος του επίσημου προγράμματος των εν Άστει Διονυσίων, έναν αγώνα μεταξύ των χορών ενός λαϊκού και ταπεινού είδους διασκέδασης που έγινε γνωστό ως κωμωδία, με ειδίκευση στην αποκαλυπτική σάτιρα των επώνυμων πολιτών και των ϕιλόδοξων πολιτευτών. Και οι τρεις αυτές αποϕάσεις είχαν σκοπό να ενδυναμώσουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και αποτελούσαν μέρος ενός ώριμου πολιτικού προγράμματος, το οποίο πιθανόν συνδέεται με το όνομα του Θεμιστοκλή. Ο Θεμιστοκλής, που είχε επιβιώσει μιας σειράς οστρακισμών σε πείσμα των εχθρών του, οι οποίοι δεν δίστασαν ακόμα και προεγγεγραμμένα όστρακα με το όνομά του να διανείμουν στους πολίτες, για να επιτύχουν την εξορία του, ήταν ο εμπνευστής και ο δημιουργός, μερικά χρόνια αργότερα (483-480 π.Χ.), του μεγάλου αθηναϊκού στόλου που ενέταξε μέσα στο πολιτικό παιχνίδι τους πολίτες της τέταρτης τάξης, τους θήτες, οι οποίοι υπηρετούσαν ως κωπηλάτες στα πλοία, επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τον οπλισμό του οπλίτη που ήταν απαραίτητος για τη στρατολόγησή τους στο στρατό ξηράς.


1. Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

25

Αυτήν ακριβώς την περίοδο, την άνοιξη του 484 π.Χ., ο Αισχύλος κερδίζει πρώτη ϕορά το πρώτο βραβείο στους δραματικούς αγώνες των εν Άστει Διονυσίων. Από τη στιγμή αυτή και έως το τέλος της δημιουργικής σταδιοδρομίας του ο Αισχύλος κέρδισε δεκατρείς πρώτες νίκες,3 ειδικά, μετά το θάνατο του ϕρυνίχου, το 473 / 2 π.Χ., νικούσε σχεδόν σε κάθε δραματικό αγώνα στον οποίον ελάμβανε μέρος. Εκείνη την εποχή η τραγωδία είχε αποκτήσει αρκετό γόητρο, για να ελκύσει την προσοχή ενός εμβρυώδους αναγνωστικού κοινού στην Αθήνα και αλλού, το οποίο αν και επί του παρόντος περιοριζόταν στον κύκλο των ίδιων των συγγραϕέων διέσωσε αρκετά κείμενα για τις επερχόμενες γενιές. Δεν είμαστε όμως σε θέση να εξακριβώσουμε κανένα από αυτά τα κείμενα, αϕού δεν διαθέτουμε καμιά πληροϕορία με την οποία θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε, έστω και κατά προσέγγιση, ένα από τα έργα του Αισχύλου που διδάχθηκαν πριν από το 472 π.Χ. Το 480/1 π.Χ. μια άλλη περσική εκστρατεία, της οποίας ηγείτο ο ίδιος ο βασιλιάς Ξέρξης, εξαπολύθηκε εναντίον της Ελλάδας, από στεριά και από θάλασσα, με αντικειμενικό στόχο να κατακτήσει ολόκληρη τη χώρα. Οι Αθηναίοι, η οποίοι είχαν στο μεταξύ ναυπηγήσει το μεγαλύτερο ελληνικό στόλο, επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και εγκατέλειψαν την πόλη τους. Είμαστε βέβαιοι ότι ο Αισχύλος έλαβε μέρος στις ναυμαχίες του Αρτεμησίου και της Σαλαμίνας στα τέλη του θέρους του 480 π.Χ. – ο ίδιος παραθέτει μια μοναδικού μεγαλείου περιγραϕή της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα στην τραγωδία Πέρσαι. Δεν υπάρχει στην αρχαία ιστορία καμιά άλλη μάχη της οποίας διαθέτουμε μια τόσο ουσιαστική περιγραϕή από έναν αυτόπτη μάρτυρα, γραμμένη λίγα μόλις χρόνια μετά τη διεξαγωγή της, που συν τοις άλλοις απευθύνεται σε ένα ακροατήριο που και αυτό είχε βιώσει το ίδιο αυτό γεγονός. Ως Αθηναίος οπλίτης ο Αισχύλος πιθανότατα έλαβε μέρος στη μάχη των Πλαταιών, όπου οι Πέρσες εισβολείς νικήθηκαν ολοκληρωτικά το θέρος του 479 π.Χ. Οι Έλληνες νίκησαν, αλλά η Αθήνα καταστράϕηκε – τα σπίτια, τα δημόσια κτήρια, τα τείχη, οι ναοί γκρεμίστηκαν, λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Το γόητρό της όμως ήταν μεγαλύτερο από κάθε άλλη ϕορά και όταν οι Έλληνες σύμμαχοι (ιδίως από τη Μικρασία και τα νησιά του Αιγαίου), που συνέχιζαν τον πόλεμο εναντίον των Περσών, αντελήϕθησαν 3. Κάθε διδασκαλία περιλάμβανε τέσσερα έργα (βλ. επίσης κεϕ. 3)· συνεπώς, πενήντα δύο έργα του Αισχύλου (περίπου το 60% του συνολικού έργου του) απέσπασαν το πρώτο βραβείο ως μέρη των τετραλογιών του.


26

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

την απροθυμία της Σπάρτης να συνάψει μαζί τους μακροχρόνια δεσμευτική συμϕωνία που θα δρούσε ενισχυτικά υπέρ του αγώνα τους, προσέϕεραν την ηγεσία της συμμαχίας τους στην Αθήνα, και οι Αθηναίοι πρόθυμα τη δέχτηκαν. Από εκείνη τη στιγμή, το 478 π.Χ., αρχίζει η αθηναϊκή ναυτική κυριαρχία στο Αιγαίο, η οποία διήρκεσε το υπόλοιπο του 5ου αιώνα π.Χ. και κατέστησε την Αθήνα, πριν ο Αισχύλος κλείσει τα μάτια του, την ισχυρότερη πόλη που είχε δει ποτέ της η Ελλάδα. Στην Αθήνα η περσική εισβολή οδήγησε σε ταξική ειρήνη – οι οστρακισμένοι επιστρέϕουν από την εξορία και κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα καταλαμβάνουν υψηλά αξιώματα. Μόλις όμως η περσική απειλή παρήλθε, έκαναν και πάλι την εμϕάνισή τους οι προσωπικές πολιτικές αντιπαλότητες. Εμϕανίζονται δύο πολιτικές παρατάξεις. Στην πρώτη αδιαμϕισβήτητος αρχηγός ήταν ο γιος του Μιλτιάδη, ο Κίμων. Η πολιτική του συνίστατο στη μαχητική απόκρουση της περσικής επιθετικότητας και αποσκοπούσε στην εκδίωξή των Περσών πέραν από κάθε περιοχή με ελληνικό πληθυσμό, στη διατήρηση της συμμαχίας που είχε συνομολογηθεί το 480 π.Χ. με την Σπάρτη, και στην υπεράσπιση του πολιτικού και συνταγματικού status quo και ειδικότερα της δικής του κυριαρχίας. Ο Κίμων υπηρέτησε τους πολιτικούς του στόχους με συνέπεια και επιτυχία έως το 462 π.Χ. Κύριοι αντίπαλοί του υπήρξαν στην αρχή ο Ξάνθιππος (ο άνθρωπος που κατήγγειλε τον Μιλτιάδη για την υπόθεση της Πάρου) και ο Θεμιστοκλής. Ο Θεμιστοκλής δεν εμπιστευόταν τη σπαρτιατική πολιτική, και ήταν αυτός που επέμενε και πέτυχε παρά τις αντιδράσεις της σπαρτιατικής διπλωματίας να ξαναχτιστεί το αθηναϊκό τείχος και να επεκταθεί, ώστε να περιλάβει και το λιμάνι του Πειραιά. Σύντομα όμως η δημοτικότητά του άρχισε να μειώνεται, ιδιαίτερα όταν ο Κίμων άρχισε να κερδίζει θεαματικές στρατιωτικές νίκες, από το 470 π.Χ. και μετά. Στα τέλη της δεκαετίας του 470 π.Χ., ο Θεμιστοκλής οστρακίστηκε, ενώ νέες πολιτικές προσωπικότητες, ανταγωνιστικές προς τον Κίμωνα, έκαναν την εμϕάνισή τους στην πολιτική σκηνή της Αθήνας: ο Περικλής, γιος του Ξανθίππου (γεννημένος γύρω στο 495 π.Χ.), και ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας με άγνωστο οικογενειακό όνομα, ο Εϕιάλτης. Όλον αυτόν τον καιρό η Αθήνα ήταν σταθερά προσηλωμένη στην ενίσχυση της δύναμης της συμμαχίας, εντός και πέραν των ορίων του Αιγαίου πελάγους, αλλά και της δικής της εξουσίας μέσα στην ίδια τη συμμαχία, η οποία εξελισσόταν σταδιακά σε όργανο προώθησης συγκεκριμένων αθηναϊκών συμϕερόντων. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Αισχύλος κατακτούσε, αργά


1. Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

27

αλλά σταθερά, τη ϕήμη του πλέον εξέχοντος τραγικού ποιητή της Αθήνας. Σύμϕωνα με τον αρχαίο Βίο του, όταν το 476/5 π.Χ. προσεκλήθη από τον Ιέρωνα, τον τύραννο των Συρακουσών, στην Σικελία ήταν ήδη αρκετά γνωστός. Ο Ιέρων θεμελίωνε τότε τη νέα πόλη Αίτνα και είχε παραγγείλει στον Αισχύλο να γράψει για την περίσταση την τραγωδία Αιτναίαι. Εκείνη την εποχή στο θέατρο κυριαρχούσε ακόμα ο ϕρύνιχος – είχε μάλιστα κερδίσει την πρώτη νίκη με μια τραγωδία που είχε για χορηγό τον ίδιο τον Θεμιστοκλή. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η σικελική πρεμιέρα των Αιτναίων να πραγματοποιήθηκε μερικά χρόνια αργότερα (βλ. παρακάτω) και ο αρχαίος σχολιαστής να κάνει λάθος, όταν τη συνδέει με την ημερομηνία της θεμελίωσης της Αίτνας. Το 473 π.Χ., έπειτα από μια σταδιοδρομία σαράντα χρόνων, ο ϕρύνιχος πέθανε και ο Αισχύλος, που θεωρούσε τον εαυτό του διάδοχό του, άρχισε να γράϕει τους Πέρσες (βλ. κεϕ. 4), έργο που διδάχθηκε το 472 π.Χ. Το έργο αρχίζει με ένα χαιρετισμό αβροϕροσύνης στη μνήμη του ϕρυνίχου, που έχει τη μορϕή της αυτούσιας σχεδόν παράθεσης του πρώτου στίχου του δικού του έργου, το οποίο είχε το ίδιο θέμα και είχε διδαχθεί τέσσερα χρόνια πριν. Ο Αισχύλος, με χορηγό το νεαρό τότε Περικλή, κέρδισε το πρώτο βραβείο. Υπάρχει μια αρχαία μαρτυρία, ένα σχόλιο του Ερατοσθένη (3ος αιώνας π.Χ.), που μας πληροϕορεί ότι το έργο Πέρσαι αναδιδάχθηκε στις Συρακούσες υπό την αιγίδα του Ιέρωνος. Υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστεύουμε ότι αυτή η επίσκεψη έγινε το 470 π.Χ. και ότι περιλάμβανε και την πρώτη παρουσίαση των Αιτναίων. Αυτό συνέβη τη χρονιά όπου ο Ιέρων είχε κερδίσει την αρματοδρομία στους αγώνες των Πυθίων και είχε αρχίσει να προσαγορεύεται όχι πια «Ιέρων των Συρακουσών» αλλά «Ιέρων της Αίτνας». Ο Πίνδαρος εξυμνεί τη νίκη του αυτή στον πρώτο Πυθιόνικο, αναϕέρεται στις νίκες των Αθηναίων εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα και των Σπαρτιατών στις Πλαταιές, και τις συνδέει με τη σχεδόν ταυτόχρονη νίκη του Ιέρωνος και του αδελϕού του Γέλωνος επί των Καρχηδονίων στην Ιμέρα, «γλιτώνοντας απ’ τη βαριά/ σκλαβιά τους την Ελλάδα», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά. Η διδασκαλία μιας τραγωδίας, γραμμένης από τον μεγαλύτερο εν ζωή τραγικό ποιητή, θα ταίριαζε στην επικοινωνιακή πολιτική του Ιέρωνος, επειδή εκτός από την απότιση ϕόρου τιμής στις νίκες επί των «βαρβάρων»,4 θα προσέδιδε στην πόλη τη ϕήμη ενός ένδοξου μυθολογικού παρελθόντος. 4. Για τους αρχαίους Έλληνες η λέξη «βάρβαρος» σήμαινε: «μη Έλληνας» ή «μη ελληνόϕωνος».


28

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

Τον ίδιο περίπου καιρό έκανε την πρώτη εμϕάνισή του ένας νέος τραγικός ποιητής, ο Σοϕοκλής, τριάντα περίπου χρόνια νεώτερος του Αισχύλου. Ο Πλούταρχος, στον Βίο του κίμωνος, διηγείται ένα επεισόδιο που συνέβη στα εν Άστει Διονύσια του 468 π.Χ. Ο Σοϕοκλής, καθώς αναϕέρει, παρουσίαζε τότε το πρώτο έργο του, η ποιητική αξία του οποίου όμως δίχασε τους θεατές, οι οποίοι είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα και ϕιλονικούσαν μεταξύ τους με ϕωνές και ϕασαρία· τότε ο επώνυμος άρχων, που ήταν ο υπεύθυνος της εορτής, αντί να διαλέξει με κλήρο τους κριτές του αγώνα, όπως γινόταν συνήθως, ανέθεσε το ρόλο αυτό στους δέκα στρατηγούς (ένας από τους οποίους ήταν ο Κίμων) και εκείνοι έδωσαν το πρώτο βραβείο στον Σοϕοκλή. Ο Πλούταρχος υπαινίσσεται και ο αρχαίος Βίος του Αισχύλου δηλώνει σαϕώς ότι ο Αισχύλος ήταν ένας από τους ηττηθέντες ανταγωνιστές του νέου τραγικού ποιητή. Υπάρχει πράγματι ανεξάρτητη μαρτυρία που βεβαιώνει ότι ο Σοϕοκλής κέρδισε την πρώτη νίκη του το 468 π.Χ., δεν αποκλείεται όμως η συμμετοχή του Αισχύλου σ’ αυτόν τον αγώνα να είναι μια μεταγενέστερη ‘βελτιωμένη’ εκδοχή του συμβάντος. Δεν μπορούμε βεβαίως εδώ να προσδώσουμε μεγάλη πίστη στον Πλούταρχο, που αποδίδει την τελευταία αναχώρηση του Αισχύλου από την Αθήνα (που έγινε μια δεκαετία αργότερα) στην πίκρα του για αυτήν την ήττα! Με δύο έργα του, που σώζονται σήμερα, και αποτελούσαν μέρη τετραλογιών, ο Αισχύλος κερδίζει στα τέλη της δεκαετίας του 460 π.Χ. το πρώτο βραβείο. Το 467 π.Χ. πρωτεύει με τις τραγωδίες Λάιος, Οιδίπους, Επτά επί Θήβας και Σϕιγξ (βλ. κεϕ. 5) νικώντας τους γιους δύο ϕημισμένων δραματουργών, τον Αριστία, γιο του Πρατίνα (που διαγωνιζόταν με μια τραγωδία του πατέρα του) και τον Πολυϕράσμονα, γιο του ϕρυνίχου και αργότερα, ίσως το 461 π.Χ., κερδίζει το πρώτο βραβείο με τους Αιγυπτίους, τις Δαναΐδες, τις Ικέτιδες και την Αμυμώνη (βλ. κεϕ. 6 και 12.2) νικώντας τον Σοϕοκλή και τον Μέσατο. Στα τέλη της δεκαετίας του 460 π.Χ. επέρχονται ουσιαστικές αλλαγές τόσο στους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας των δραματικών αγώνων όσο και στο χώρο όπου αυτοί διεξάγονται (βλ. κεϕ. 2). Στον οπίσθιο χώρο του θεάτρου χτίζεται ένα οικοδόμημα, η σκηνή· επινοούνται δύο σκηνικά μηχανήματα (εκκύκλημα και μηχανή) και οι υποκριτές αυξάνονται σε τρεις. Ποιου ιδιοϕυούς μυαλού επίνοιες ήταν αυτοί οι νεωτερισμοί; Του Αισχύλου ή του Σοϕοκλή; Οι αρχαίοι σχολιαστές, από τον Αριστοτέλη και μετά, δεν μπορούν να συμϕωνήσουν. Από μιαν άποψη όμως δεν οϕείλονται σε κανέναν από τους δύο. Οι νεωτερισμοί, που είχαν


1. Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

29

σχέση με την ανάπλαση του θεάτρου ως σύνθετης αρχιτεκτονικής δομής, θα έπρεπε να ενισχυθούν οικονομικά από το δημόσιο ταμείο, πράγμα που σήμαινε ότι θα έπρεπε να είχαν τύχει της έγκρισης της Εκκλησίας του Δήμου, η οποία έπρεπε να συζήτησε το θέμα κατόπιν πρότασης της Βουλής στην οποία θα το είχε εισηγηθεί κάποιος εν ενεργεία πολιτικός άνδρας – για το ότι αυτός θα είχε συμβουλευθεί κάποιον από τους εξέχοντες τραγικούς ποιητές για το πώς τα διατιθέμενα κονδύλια θα αξιοποιούνταν καλύτερα δεν υπάρχει η παραμικρή αμϕιβολία. Επειδή αυτήν την περίοδο απουσιάζουν έργα του Σοϕοκλή, δεν μπορούμε να πούμε ποιος απ’ τους δύο, αυτός ή ο Αισχύλος, επέδειξαν μεγαλύτερο ενθουσιασμό για αυτές τις θεατρικές καινοτομίες. Εκείνο που μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο Αισχύλος το 458 π.Χ. τις αξιοποιεί με τέτοια δεξιοτεχνία που θα έλεγε κανείς ότι ήταν σαν να τις χρησιμοποιούσε σε ολόκληρη τη ζωή του. Θα μπορούσε να είχε μετέλθει όλες ή κάποιες απ’ αυτές σε τρεις προγενέστερες διδασκαλίες του· αποσπάσματα τριών χαμένων τραγωδιών –οι ηδωνοί, οι Ιέρειες και το σατυρικό δράμα Θεωροί ή Ισθμιαστές (βλ. κεϕ. 9)5– προϋποθέτουν την ύπαρξη του οικοδομήματος της σκηνής, και στο έργο Ψυχοστασία υπάρχουν ενδείξεις που υποδηλώνουν τόσο την ύπαρξη σκηνής και την παρουσία τριών υποκριτών (Ζευς, Ηώ, Θέτις) όσο και τη χρήση της μηχανής (όταν η Ηώ έρχεται πετώντας, για να παραλάβει το σώμα του γιου της Μέμνονος). Όλα αυτά δείχνουν ότι ο Αισχύλος όχι μόνο αποδέχθηκε και αγκάλιασε τις θεατρικές καινοτομίες της δεκαετίας του 460 π.Χ. με ενθουσιασμό, αλλά επίσης τις χρησιμοποίησε με περισσή τόλμη. Το έτος 462 /1 π.Χ. συνέβησαν θεμελιώδεις αλλαγές στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική της Αθήνας (βλ. 12.1). Η Αθήνα εγκαταλείπει τη συμμαχία με την Σπάρτη και συνάπτει νέα με το Άργος, παραδοσιακό εχθρό των Λακεδαιμονίων· ο Κίμων οστρακίζεται, και παραμερίζονται και τα τελευταία εμπόδια που έϕραζαν το δρόμο προς την παντοδυναμία του Δήμου. Τα επόμενα χρόνια –παρά τη δολοϕονία του Εϕιάλτη, του κύριου εμπνευστή της νέας πολιτικής– η Δημοκρατία εγκαινιάζει μιαν ακόμη πιο τολμηρή εξωτερική πολιτική, η οποία την οδηγεί, το 459 π.Χ., σε ταυτόχρονο πόλεμο με την Αίγινα, με την Σπάρτη και του συμμάχους της, και με την Περσία. Μέσα στον ίδιο χρόνο, 5. Τα δύο τελευταία από τα παραπάνω αναϕερόμενα έργα μπορεί να διδάχθηκαν μαζί· και ίσως μάλιστα τα ίδια αυτά έργα, ή κάποιο από τα άλλα που αναϕέρονται εδώ, μπορεί να διδάχθηκε μετά το θάνατο του Αισχύλου.


30

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

δηλαδή, οι Αθηναίοι πολεμούσαν και θυσίαζαν τη ζωή τους στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αϕρική. Πολλές απ’ αυτές τις εξελίξεις, μερικές με ασυνήθιστη σαϕήνεια για τα κριτήρια της αττικής τραγωδίας, απηχούνται στην Ορέστεια του Αισχύλου (αποτελούμενη από τις τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηϕόροι, Ευμενίδες και το σατυρικό δράμα Πρωτεύς· βλ. και κεϕ. 7), που κέρδισε το πρώτο βραβείο στα εν Άστει Διονύσια την άνοιξη του 458 π.Χ. Λίγο αργότερα ο Αισχύλος αναχωρεί και πάλι για τη Σικελία. Καθώς δεν επέστρεψε ποτέ πίσω στην Αθήνα, δημιουργήθηκαν αργότερα ένα σωρό ιστορίες, καθόλου αξιόπιστες, που αποδίδουν αυτήν τη δεύτερη αποδημία του στη δήθεν αποξένωση του από το αθηναϊκό κοινό του. Δεν γνώριζουμε ποιος τον κάλεσε στη Σικελία (ο Ιέρων είχε πεθάνει), ούτε πόσες πόλεις επισκέϕθηκε, ούτε ποια έργα του δίδαξε εκεί, ούτε ποια έργα του ετοίμαζε να διδάξει στην Αθήνα σε περίπτωση επιστροϕής του. Ξέρουμε μόνον ότι πέθανε στη Γέλα της Σικελίας το 456/5 π.Χ. Ένα επιτάϕιο επίγραμμα, που αποδίδεται από τους βιογράϕους του Αισχύλου στους Γελώους, αν και μια άλλη παράδοση αναϕέρει ότι το έχει γράψει ο ίδιος ο Αισχύλος, διακηρύσσει τα ακόλουθα: Αἰσχύλον Εὐφορίωνος ᾽Αθηναῖον τόδε κεύθει μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας· ἀλκὴν δ’εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποι καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος. (TrGF Testimonia U 162)

[Αισχύλον Ευϕορίωνος, που πέθανε εδωκάτου, το μνήμ’ αυτό της καρπερής της Γέλας τον σϕαλά. Ο Μαραθώνας θα σου πει για την παλληκαριά του κι ο Μήδος ο μακρύμαλλος, που ξέρει την καλά.] (μτϕρ. Σ. Μενάρδος, με ορθογραϕική προσαρμογή)

Αν και επιβάλλεται να είμαστε δύσπιστοι, όταν εξετάζουμε τη γνησιότητα των επιτάϕιων επιγραμμάτων των ποιητών (πόσω μάλλον όταν αναϕέρεται ότι τα έγραψαν οι ίδιοι οι ποιητές), σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να είμαστε δύσπιστοι με αυτούς που δυσπιστούν. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα μπορούσε κάποιος μεταγενέστερος να συνθέσει ένα επιτάϕιο επίγραμμα για τον Αισχύλο στο οποίο δεν γίνεται η παραμικρή μνεία του ποιητικού έργου του. Ο Αισχύλος είναι δύσκολο να έγραψε ένα επιτάϕιο επίγραμμα όπου θα καθόριζε κιόλας τον τόπο


1. Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

31

του θανάτου του. Υπάρχει όμως η πιθανότητα η σύνθεση ενός τέτοιου επιγράμματος να είχε ανατεθεί στους Γελώους από κάποιο μέλος της οικογένειας του ποιητή και το περιεχόμενο του να ήταν σύμϕωνο με ό,τι η οικογένειά του ήξερε ότι ο ίδιος θεωρούσε σπουδαιότερο γι’ αυτόν – να μνημονεύεται δηλαδή όχι ως ποιητής αλλά ως νομοταγής και θαρραλέος Αθηναίος πολίτης, που πολέμησε για την ελευθερία της πατρίδας του. Πρέπει να είμαστε περισσότερο επιϕυλακτικοί για μια σειρά από άλλες ανεκδοτικές διηγήσεις, οι πιο πολλές αχρονολόγητες, που παρατίθενται στην αρχαία βιογραϕία του Αισχύλου. Αξίζει να σταθούμε σε ένα από αυτά τα ανέκδοτα εξαιτίας κυρίως της αρχαιότητάς του. Ο Αριστοτέλης στα ηθικά νικομάχεια αναϕέρει την εν λόγω ανεκδοτική ιστορία ως ήδη γνωστή: ὃ δὲ πράττει ἀγνοήσειεν ἄν τις, οἷον λέγοντές φασιν ἐκπεσεῖν αὐτούς, ἢ οὐκ εἰδέναι ὅτι ἀπόρρητα ἦν, ὥσπερ Αἰσχύλος τὰ μυστικά. (TrGF Testimonia L 93a)

[{...} συμβαίνει ωστόσο κάποτε ο πράττων ν’ αγνοεί τι ακριβώς πράττει, καθώς όταν μιλάμε μπορεί να μας ξεϕύγουν κάποιες λέξεις ή αποκαλύπτουμε, όπως ο Αισχύλος, τα μυστήρια {…}]. (Αριστοτέλης, ηθικά νικομάχεια, 1111a 8-10)

Αυτή η αναϕορά υπονοεί ότι ο Αισχύλος κάποια στιγμή κατηγορήθηκε, επίσημα ή ανεπίσημα, για ασέβεια, επειδή αποκάλυψε μυστικά που συνδέονταν με τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία υποτίθεται ότι ήταν απόρρητα για τους αμύητους. Ένας αρχαίος σχολιαστής του Αριστοτέλη απαριθμεί πέντε τραγωδίες (καμιά απ’ αυτές δεν μας σώθηκε) στις οποίες ο Αισχύλος ‘ϕαίνεται’ ότι παραβιάζει το απόρρητο των Μυστηρίων, παραθέτει μάλιστα και ένα απόσπασμα από έργο του σύγχρονου του Αριστοτέλη Ηρακλείδη του Ποντικού. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή ιστορία, για το πώς δηλαδή ο Αισχύλος κινδυνεύοντας σχεδόν να θανατωθεί επί σκηνής, επειδή αποκάλυψε τέτοια άρρητα μυστικά, κατέϕυγε ζητώντας άσυλο στο βωμό του Διονύσου, στο κέντρο της ορχήστρας, καθώς και πώς στη δίκη που ακολούθησε ο Αισχύλος αθωώθηκε «εξαιτίας μάλιστα των ανθραγαθημάτων που αυτός επιτέλεσε στη μάχη του Μαραθώνα». Η Ελευσίνα, εκτός από γενέτειρα του Αισχύλου, ήταν και το λίκνο των περίϕημων Μυστηρίων, και ο Αριστοϕάνης στους Βατράχους του αξιοποιεί με εντυπωσιακή δραματικότητα τη σχέση αυτή· το χορό της κωμωδίας αποτελούν Μύστες που απολαμβάνουν ευδαίμονα μετά


32

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

θάνατον ζωή σε προνομιούχο περιοχή του Άδη, και η προσευχή του Αισχύλου πριν από τον αγώνα του με τον Ευριπίδη είναι η εξής: «Δήμητρα εσύ, που έχεις το νου μου θρέψει /των μυστηρίων σου άξιος κάμε να είμαι» (μτϕρ. Θ. Σταύρου). Κάποια από τα εικονοπλαστικά στοιχεία της Ορέστειας θεωρήθηκαν, πιθανόν ορθά, ότι απορρέουν απ’ αυτήν τη λατρεία, αν και κανένα δεν αναδείχθηκε ως τέτοιο (ούτε τα Μυστήρια, ούτε η Ελευσίνα, ούτε η Δήμητρα αναϕέρονται πουθενά) και τίποτα σχετικό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση του απορρήτου των Μυστηρίων, αϕού κανένας αμύητος δεν μπορούσε να ξέρει το κρυϕό νόημά τους. Εάν κρίνουμε από αυτό που λέει ο σχολιαστής του Αριστοτέλη για τις υπόλοιπες πέντε τραγωδίες, η μοναδική σχέση των συγκεκριμένων έργων με τα Μυστήρια έγκειται, όπως αποκαλύπτουν και μεταγενέστεροι σχολιαστές, σε κάποιες έμμεσες αναϕορές στην Δήμητρα. Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι ο Αισχύλος ήταν πράγματι ένοχος για ό,τι τον κατηγόρησαν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η εναντίον του γραϕή ασεβείας είναι απλώς ένας μύθος. Όπως πολύ σωστά υποστηρίζει σε άλλη περίπτωση ο Kenneth Dover, «η παροιμία, όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και ϕωτιά, δεν εϕαρμόζεται στα αθηναϊκά δικαστήρια». Ο Αισχύλος, όπως θα δούμε εκτενέστερα στο κεϕάλαιο 12, ήταν ένας πολιτικά στρατευμένος τραγικός ποιητής και υποστηρικτής διαδοχικά του Θεμιστοκλή, του Εϕιάλτη και του Περικλή. Στην τεταμένη πολιτικά ατμόσϕαιρα του τέλους της δεκαετίας του 460 π.Χ., όταν ο Εϕιάλτης και ο Περικλής προσπαθούσαν να κλονίσουν την κυριαρχία του Κίμωνος μέσω δικαστικών αγώνων,6 δεν είναι διόλου απίθανο ότι και ο Κίμων, ή κάποιος από τους συνεργάτες του, θέλοντας και αυτός να πλήξει, εμμέσως, τους αντιπάλους του μεταχειριζόμενος την ίδια μέθοδο, κατηγόρησε κάποιον που όλοι γνώριζαν ως δικό τους οπαδό. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, εικοσιπέντε ή τριάντα χρόνια αργότερα, οι εχθροί του Περικλή υπέσκαπταν το πολιτικό κύρος του μηνύοντας τους ϕίλους του, οι οποίοι δεν είχαν καμιάν ανάμειξη στην πολιτική (ϕειδίας, Αναξαγόρας, Ασπασία). Ακόμη κι έτσι όμως ο Αισχύλος αθωώθηκε· αν καταδικαζόταν, όπως συνέβη μεταγενέστερα με άλλους που κατηγορήθηκαν για παρόμοιες υποθέσεις, η ποινή θα ήταν θάνατος. Όλα αυτά ήταν αρκετά, για να διακοσμήσουν την ιστορία με τα μυθολογικά στολίδια που βρίσκουμε σε νεώτερες αϕηγήσεις.

6. Βλ. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 23.2 και Πλούταρχος, κίμων 14.3-5.


Αναζητ'στε το εδ,

www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.