EFEFEFEFEFEFEFEFH
JULIE ORRINGER
ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ Μετάϕραση
Θεοδώρα Δαρβίρη
GutenberG || ALDInA - 43
EFEFEFEFEFEFEFEFH
EFEFEFEFEFH
HEFEFEFEFEF
Στὸν Ράιαν, τὸν Τζέικομπ καὶ τὴ Λίλ
῎Εχεις δεῖ ποτὲ τὸ πρόσωπό μου στὴ μέση τοῦ δρόμου, ἕνα πρόσωπο χωρὶς σῶμα; Κανεὶς δὲν τὸν ξέρει, καὶ ἡ ϕωνή του βυθίζεται στὴν ἄβυσσο. Μὰρκ Σαγκάλ
Μ Ε ρ Οσ Πρ Ω Τ Ο
ασ ΤΟ ΠΕρΙΦρΟνησΟυΜΕ Ο,ΤΙ θαρρΟσ ΔΕν ΕΙναΙ1
1. E.E. Cummings, 115 ποιήματα, Εἰσαγωγή-Μετάϕραση σωκράτης Λ. σκαρτσής, ᾽Εκδόσεις ᾽Οδυσσέας, ᾽αθήνα 1984. ῞Ολες οἱ σημειώσεις εἶναι τῆς μεταϕράστριας.
1. ΓΚΟρνΤ
ΟΠΩσ αΠΟΔΕΙΧθηΚΕ, δὲν ὑπῆρχε τρένο γιὰ τὸ χωριὸ ποὺ ζοῦσαν οἱ σαγκάλ – ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀπρόοπτα ποὺ δυσκόλεψαν τὴν κατάσταση· ἀναγκάστηκε νὰ πληρώσει ἕναν νεαρὸ μὲ μοτοσικλέτα γιὰ νὰ τὸν μεταϕέρει ἀπὸ τὸν σταθμὸ στὸ Καβεγιόν, μιὰ ἀπόσταση δεκαπέντε περίπου χιλιομέτρων σ ᾽ἕναν στενὸ κακοτράχαλο δρόμο ποὺ ἔκανε τὸ κεϕάλι του νὰ ταρακουνιέται ϕρικτά. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ὑψώνονταν κιτρινωποὶ λόϕοι μὲ ἀμπέλια, λεβάντες καὶ ἐλαιόδεντρα· πάνω ψηλὰ ὁ οὐρανὸς ἦταν ἐκτυϕλωτικὸς μὲ ἀσπριδερὲς ραβδώσεις. ῾υπῆρχε μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ τὸ δερμάτινο μπουϕὰν τοῦ νεαροῦ καὶ μιὰ ὀσμὴ ἀπὸ καψαλισμένη πατάτα ποὺ τὴν ἔβγαζε τὸ σπιτικὸ καύσιμο τῆς μηχανῆς. Φτάνοντας στὸ χωριό, ὁ μικρὸς σταμάτησε στὴ σκιά, πῆρε τὰ χρήματα ἀπὸ τὸν Βάριαν καὶ βιάστηκε νὰ ϕύγει πρὶν ἐκεῖνος προλάβει νὰ κανονίσει τὴν ἐπιστροϕή του. Οἱ δρόμοι τοῦ Γκόρντ, λαξεμένοι στὸν ἡλιοκαμένο ἀσβεστολιθικὸ λόϕο ποὺ δέσποζε πάνω ἀπὸ τὴν Κοιλάδα Λουμπερόν, δὲν πρόσϕεραν καθόλου σκιά. Καὶ τί δὲν θά ᾽δινε νὰ βρισκόταν τώρα στὴ Μασσαλία μὲ ἕνα ποτήρι ῎απερολ μπροστά του καὶ νὰ χάζευε τοὺς ναῦτες, τὰ κορίτσια καὶ τοὺς πλανόδιους πωλητὲς μπαχαρικῶν στὴν Κανεμπιέρ. Οἱ σαγκὰλ εἶχαν συμϕωνήσει νὰ τὸν συναντήσουν ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι δὲν θὰ ἔθιγε τὸ ζήτημα τοῦ ἐκπατρισμοῦ τους. Μὰ τί ἄλλο εἶχαν νὰ κου-
30
JULIE ORRINGER
βεντιάσουν; Οἱ ναζὶ εἶχαν καταλάβει τὸ Παρίσι πρὶν ἀπὸ μῆνες, ἔκαιγαν βιβλία στοὺς δρόμους τῆς ᾽αλσατίας, μποροῦσαν νὰ διώξουν ἀπὸ τὴ χώρα ὅποιον πρόσϕυγα ἤθελαν. Τουλάχιστον οἱ σαγκὰλ εἶχαν συμϕωνήσει, κάτι ἦταν κι αὐτό. ῾Ωστόσο, ὅσο πλησίαζε τὸ σπίτι, ἕνα παλιὸ Καθολικὸ Παρθεναγωγεῖο στὴν ὁδὸ ντὲ λὰ Φοντὲν Μπάς, προσπαθοῦσε νὰ νικήσει τὴν παρόρμησή του νὰ τὸ βάλει στὰ πόδια. Τὰ διαπιστευτήριά του, ἂν τὰ ἐξέταζε ποτὲ κανείς, δὲν ἦταν παρὰ οἱ γνώσεις εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας ἑνὸς ϕανατικοῦ, μιὰ ἐπιθυμία νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ γραϕεῖο του στὴ νέα ῾υόρκη καὶ μιὰ βαθιὰ ἀπογοήτευση γιὰ τὸ ξενοϕοβικό του ἔθνος. Κι ὅμως, αὐτὴ ἦταν ἡ δουλειά του· τὴν εἶχε ἀναλάβει ἐθελοντικά. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ πίστευε κι ὅτι θὰ τὰ κατάϕερνε. σήκωσε τὸ χέρι καὶ χτύπησε τὴν πόρτα. ῞Ενα μάτι πρόβαλε στὸ μπρούντζινο στρογγυλὸ ματάκι, κι ἕνα κορίτσι μὲ ριγὲ ποδιὰ ἄνοιξε τὴν πόρτα. Κι ἐνῶ ὁ δείκτης της πάλευε μὲ μιὰ μελαχρινὴ μπούκλα, τὸν ἄκουσε νὰ δηλώνει τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀποστολή του. στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλε νὰ περάσει σὲ ἕναν διάδρομο ποὺ ἔβγαζε ἔξω στὸν αὐλόγυρο, ὅπου ἕνα λιθόστρωτο μονοπάτι ὁδηγοῦσε σὲ ἕνα σκιερὸ τρίγωνο. ᾽Εκεῖ, σ ᾽ἕνα ἄστρωτο ξύλινο τραπέζι, ὁ σαγκὰλ καὶ ἡ σύζυγός του ἔτρωγαν μεσημεριανό· ὁ ζωγράϕος ϕοροῦσε τὴν πουκαμίσα του, τὰ ἀσημένια κυματιστὰ μαλλιά του χτενισμένα πρὸς τὰ πίσω· ἡ Μπέλα εἶχε βάλει ἕνα ἐϕαρμοστὸ μαῦρο ϕόρεμα, πολὺ ζεστὸ γιὰ μιὰ τέτοια ἡμέρα. « ῎α, κύριε Φράι», εἶπε ὁ σαγκὰλ καὶ σηκώθηκε νὰ τὸν χαιρετήσει. Τὰ μάτια τοῦ ζωγράϕου ἦταν μεγάλα καὶ ἀσυνήθιστα διαπεραστικά, ἡ ἔκϕρασή του ϕανέρωνε
ΦαΚΕΛΟσ αΠΟΔρασησ
31
σύγχυση. «Τελικὰ ἤρθατε. Τὸ θεωροῦσα σίγουρο. Δὲν θὰ ξεχάσετε τὴ συμϕωνία μας, ἔτσι δὲν εἶναι;» «Τὸ μόνο ποὺ θέλω εἶναι τὴ συντροϕιά σας γιὰ μία ὥρα». « ᾽Εννοεῖται πὼς λέτε ψέματα. ᾽αλλὰ εἶναι ὁ τρόπος σας τόσο γοητευτικός!» Κάθισαν ὅλοι στὸ τραπέζι, ἡ Μπέλα στὰ ἀριστερὰ τοῦ Βάριαν, ὁ ζωγράϕος στὰ δεξιά – αὐτός, ὁ Βάριαν Φράι, καθόταν μὲ τοὺς σαγκάλ, τὸν Σαγκάλ, τὸν ζωγράϕο ποὺ εἶχε ϕιλοτεχνήσει ἐκεῖνες τὶς πλημυρισμένες μὲ χρῶμα εἰκόνες, τὰ εὔθυμα παντρεμένα ζευγάρια καὶ τὶς κατσίκες μὲ τὸ σπινθηροβόλο βλέμμα ποὺ εἶχε δεῖ στὶς σιωπηλὲς αἴθουσες τοῦ Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης. ῾η Μπέλα ἔβαλε σ ᾽ἕνα πιάτο καϕετὶ ξεροψημένο ψωμί, μαλακὸ τυρί, παστὲς σαρδέλες, κι ὕστερα τὸ πρόσϕερε στὸν Βάριαν πάνω ἀπὸ τὸ τραπέζι ἐνῶ τὸν περιεργαζόταν ἀμίλητη. «Λίγες μέρες πρὶν ἂν εἴχατε ἔρθει, θὰ εἴχαμε καὶ ντομάτες», εἶπε ὁ σαγκάλ. «Τὶς ϕέρνει ἕνας ἀγρότης στὴ λαϊκὴ ἀγορὰ τὶς Πέμπτες. Λυπᾶμαι ποὺ δὲν ἔχουμε τίποτ ᾽ἄλλο νὰ σᾶς προσϕέρουμε. Καὶ τὸ ψωμὶ ϕοβᾶμαι πὼς εἶναι λίγο ξερό, ἀλλὰ c’est la guerre !»2 «Μιὰ χαρὰ εἶναι ὅλα», ἀπάντησε ὁ Βάριαν. «Εἶστε πολὺ εὐγενικοί». «Καθόλου. Μᾶς ἀρέσει νὰ μοιραζόμαστε ὅ,τι ἔχουμε». ῎Εκανε μιὰ σαρωτικὴ κίνηση μὲ τὸ χέρι του δείχνοντας γύρω του τὶς γυμνὲς κίτρινες πέτρες, τὰ τραχιὰ παγκάκια, τὴ χρυσοπράσινη λοϕοπλαγιὰ ποὺ ξεμύτιζε πίσω ἀπὸ μιὰ καμάρα στὸν τοῖχο. « ῞Οπως βλέπετε, ζοῦ2. c’est la guerre (γαλλ.): ἔχουμε πόλεμο.
32
JULIE ORRINGER
με μιὰ ἥσυχη ἀπομονωμένη ζωὴ στὸ μικρό μας ἐξοχικό. Κανεὶς δὲν θὰ μᾶς ἐνοχλήσει ἐδῶ στὸ Γκόρντ». « ῎Εχετε ἀτελιέ», εἶπε ὁ Βάριαν. « ᾽ακόμη παράγετε ἔργο. Κι αὐτὸ σᾶς καθιστᾶ ἐπικίνδυνο». «Τὰ ἴδια λέει καὶ ἡ κόρη μας», εἶπε ἡ Μπέλα. «᾽Εδῶ καὶ μῆνες. ᾽αντιλαμβάνεστε ὅμως, κύριε Φράι, πὼς ἡ ϕήμη τοῦ συζύγου μου τὸν προστατεύει. ῾η κυβέρνηση τοῦ Βισὶ δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ μᾶς ἀγγίξει». «Μὲ ὅλο τὸν σεβασμό, κυρία σαγκάλ, δὲν τὸ πιστεύω αὐτὸ καθόλου. Τὸ Βισὶ εἶναι ἕρμαιο τῶν διαστροϕῶν τῶν ναζί. Καὶ ὅλοι ξέρουμε γιὰ τί εἶναι ἱκανοί. Τὸ ἔχω δεῖ μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια. ῎ημουν στὸ Βερολίνο τὸ ᾽35 – ὡς ἀνταποκριτὴς τοῦ περιοδικοῦ στὸ ὁποῖο ἐργαζόμουν. Τὴν τελευταία μου νύχτα ἐκεῖ ξέσπασαν οἱ ταραχὲς στὴν Κουρϕούρστενταμ. Τὸ τί εἶδα δὲν περιγράϕεται μὲ λόγια: ἄνθρωποι σύρονταν ἀπὸ τὰ καταστήματά τους καὶ ξυλοκοποῦνταν στοὺς δρόμους· ἕνας γέροντας μαχαιρώθηκε στὸ χέρι σ ᾽ ἕνα καϕέ· ἀγόρια τραβοῦσαν μιὰ γυναίκα ἀπὸ τὰ μαλλιά...» « ῞Ολα αὐτὰ συνέβησαν στὴ Γερμανία», εἶπε ὁ σαγκάλ – ὁ τόνος του πιὸ σκληρὸς πλέον. « ῎Οχι ἐδῶ. ῎Οχι σὲ μᾶς». « ᾽αϕῆστε με νὰ μιλήσω στὸν ϕίλο μου στὸ προξενεῖο», εἶπε ὁ Βάριαν. «θὰ τοῦ ζητήσω νὰ σᾶς ἀνοίξει ϕάκελο τουλάχιστον. ῍αν ἀποϕασίσετε τελικὰ νὰ ϕύγετε, μπορεῖ νὰ περάσουν μῆνες ὣς τὴν ἀναχώρησή σας». ῾Ο σαγκὰλ κούνησε τὸ κεϕάλι. «Λυπᾶμαι, κύριε Φράι. Κάνατε τόσο κόπο γιὰ τὸ τίποτα. ῎Ισως ὅμως θὰ θέλατε νὰ ρίξετε μιὰ ματιὰ στὸ ἀτελιέ μου πρὶν ϕύγετε. ῍αν ἔχετε τελειώσει ϕυσικά».
ΦαΚΕΛΟσ αΠΟΔρασησ
33
῾Ο Βάριαν εἶχε μείνει ἄϕωνος, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πῶς ἕνας ἄνθρωπος τόσο εὐϕυὴς ὅσο ὁ σαγκάλ, τόσο ἔμπειρος, ἀδυνατοῦσε νὰ δεῖ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε ὁ ἴδιος τόσο καθαρά. ῾Ο σαγκὰλ σηκώθηκε, διέσχισε τὴν αὐλὴ μὲ κατεύθυνση δύο γαλάζιες πόρτες ὕψους τριῶν μέτρων. ῾Ο Βάριαν τὸν ἀκολούθησε βαδίζοντας πάνω στὸ σπασμένο λιθόστρωτο, ἀϕοῦ πρῶτα εὐχαρίστησε τὴν Μπέλα μ᾽ἕνα νεῦμα. Πίσω ἀπὸ τὶς γαλάζιες πόρτες ἁπλωνόταν ἕνα μακρόστενο ψηλοτάβανο δωμάτιο μὲ ἕναν τοῖχο ὅλο παράθυρα: ἦταν ἡ τραπεζαρία τοῦ παλιοῦ Παρθεναγωγείου. Παντοῦ, ὅπου κι ἂν ἔπεϕτε τὸ μάτι, ὑπῆρχαν καμβάδες, καὶ ὁ Βάριαν περιπλανήθηκε ἀνάμεσά τους ἀμίλητος γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. ῞Οσο ἐξοικειωμένος κι ἂν ἦταν μὲ τὸ ἔργο τοῦ ζωγράϕου, δὲν τὸ εἶχε ξαναδεῖ στὸ στάδιο τῆς προετοιμασίας, μουσκεμένο καὶ μεταβλητό, τυλιγμένο στὴν ὀσμὴ τῆς τουρπεντίνης, τοῦ γυμνοῦ ξύλου, τοῦ ὑγροῦ πηλοῦ. ᾽απὸ τοὺς καμβάδες ξεπηδοῦσαν αἰθέριες εἰκόνες: μιὰ σκυθρωπὴ Παναγία, ποὺ αἰωροῦνταν πάνω ἀπὸ μιὰ μισοσκότεινη πόλη, περιστοιχισμένη ἀπὸ ἀγελάδες καὶ ἀγγέλους· ὁ ᾽Εσταυρωμένος τυλιγμένος μὲ ἕνα σάλι προσευχῆς, γύρω ἀπὸ τὸ κεϕάλι του θλιμμένοι σοϕοί· μιὰ γυναίκα γονατισμένη στὴν ὄχθη ἑνὸς ποταμοῦ, πάνω στὸ στῆθος της ἔσϕιγγε ἕνα μωρό· συμπλέγματα ἀπὸ ἄσπρα καὶ κόκκινα λουλούδια ποὺ ὑψώνονταν σὰν ϕλόγες. «Δὲν διασχίζεις ἕναν ὠκεανὸ ἔτσι εὔκολα», εἶπε ὁ σαγκάλ. «Δὲν εἶναι μόνο οἱ καμβάδες καὶ οἱ μπογιὲς ποὺ μπορεῖ νὰ χαθοῦν. Καὶ ὁ καλλιτέχνης πρέπει νὰ εἶναι μάρτυρας, κύριε Φράι. Δὲν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ ϕύγει ἔστω κι ἂν αὐτὸ ἐπιθυμεῖ».
34
JULIE ORRINGER
« ῞Ενας καλλιτέχνης δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μάρτυρας ἂν εἶναι νεκρός». ῾Ο καλλιτέχνης ἔβγαλε τὸ καπέλο του καὶ τὸ ἀκούμπησε στὰ γόνατά του. «῾η ᾽Επιτροπὴ ᾽Επείγουσας Διάσωσης δὲν πρέπει νὰ ἐνδιαϕέρεται γιὰ μᾶς. Κρατῆστε τοὺς πόρους σας γιὰ ὅσους ἔχουν πραγματικὰ ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Τὸν Μὰξ ῎Ερνστ, γιὰ παράδειγμα – λέγεται πὼς βρίσκεται σὲ στρατόπεδο συγκέντρωσης στὴν Γκούρ. ῍η τὸν Ζὰκ Λίπτσιτζ, τὸν ϕίλο μου ἀπὸ τὸ Μονπαρνάς. Ποιός ξέρει πρὸς τὰ ποῦ νὰ ἔχει διαϕύγει; ῍η τὸν Λὲβ Ζίλμπερμαν, ποὺ ζωγράϕισε ἐκεῖνες τὶς γιγάντιες τοιχογραϕίες στὸ Βερολίνο». «ναί, γνωρίζω τὴ δουλειὰ τοῦ Ζίλμπερμαν. ῾Ο ῎αλϕρεντ Μπὰρ πάλεψε γιὰ νὰ τὸν προσθέσει στὴ λίστα μας». «Τότε εἶστε στὸν σωστὸ δρόμο. Βοηθῆστε τὸν ῎Ερνστ, βοηθῆστε τὸν Ζίλμπερμαν. ῎Οχι ἐμένα». Καὶ γύρισε τὴν πλάτη στὸν Βάριαν κατευθυνόμενος πρὸς τοὺς καμβάδες του, πρὸς τὰ πινέλα καὶ τὶς σπάτουλές του, πρὸς τὰ ξύλινα κουτιὰ μὲ τὰ μισοάδεια σωληνάρια χρωμάτων. «θὰ ἀναϕέρω τὸ ὄνομά σας στοὺς κύκλους μας», εἶπε. «Ξέρω πολλοὺς ποὺ ἀδημονοῦν νὰ ϕύγουν». ῾Ο Βάριαν πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὸ Καβεγιὸν κατηϕορίζοντας μὲ δυσκολία τὴ λοϕοπλαγιὰ ποὺ εἶχε δεῖ πίσω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς αὐλῆς τῶν σαγκάλ. θὰ τοῦ ἔπαιρνε δύο ὧρες νὰ ϕτάσει στὸν σταθμὸ ἂν συνέχιζε μὲ τέτοιο ρυθμό· ὕστερα ἄλλες δύο ὧρες μέσα στὸ τρένο, καὶ θὰ ἐπέστρεϕε στὴ Μασσαλία χωρὶς νὰ ἔχει σημειώσει τὴν παραμικρὴ πρόοδο. Τί θὰ ἔλεγε στοὺς συναδέλϕους του
ΦαΚΕΛΟσ αΠΟΔρασησ
35
στὴ νέα ῾υόρκη – στὸν Πὸλ Χέιγκεν, ποὺ διηύθυνε τὴν ᾽Επιτροπὴ ᾽Επείγουσας Διάσωσης, ἢ στὸν Φρὰνκ Κίνγκντον, τὸν πρόεδρό της; ᾽Εκεῖνο τὸ καλοκαίρι, ὅταν μὲ τὸν Πόλ, τὴν ῎Ινγκριντ Γουόρμπεργκ, τὸν ῎αλϕρεντ Μπὰρ καὶ ἄλλους εἶχαν συντάξει τὸν κατάλογό τους –διακόσιοι καλλιτέχνες, συγγραϕεῖς καὶ διανοούμενοι ποὺ εἶχαν μπεῖ στὴ μαύρη λίστα τῆς Γκεστάπο καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴ Γαλλία–, δὲν τοὺς περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι οἱ πελάτες τους θὰ ἀντιστέκονταν στὴν προσϕορὰ βοήθειας ἢ ὅτι θὰ θεωροῦσαν πὼς ἡ κυβέρνηση τοῦ Βισὶ δὲν θὰ τοὺς ἀκουμποῦσε. ῏ηταν τόσα ποὺ δὲν εἶχαν σκεϕτεῖ... ῾η ζωή του στὴ Γαλλία δὲν ἦταν παρὰ μιὰ διαδικασία ἐντοπισμοῦ τους, συχνὰ ἀμήχανη. ᾽απὸ θαῦμα εἶχε καταϕέρει νὰ βρεῖ ὁρισμένους. Εἶχε ἔρθει σὲ ἐπαϕὴ μόνο μὲ δώδεκα ὣς ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνα πολὺ μικρὸ κομμάτι τῆς λίστας. ῎Ετσι ὅπως κλοτσοῦσε πετροῦλες στὸν κακοτράχαλο δρόμο, σκεϕτόταν πὼς αὐτὸ ποὺ ὄϕειλε νὰ κάνει ἦταν νὰ γράψει στὴ γυναίκα του τὸ ἴδιο βράδυ καὶ νὰ τῆς πεῖ ὅτι θὰ ἐπέστρεϕε σπίτι. θὰ τῆς ὁμολογοῦσε –μὲ ἀπέραντη ἀνακούϕιση– πὼς ἡ δουλειά του δὲν πήγαινε ὅπως τὸ εἶχε σχεδιάσει. Πῶς εἶχε πιστέψει ὅτι θὰ τοῦ ἔπαιρνε ἕνα μήνα, ἕνα μήνα, νὰ ξετρυπώσει διακόσιους καλλιτέχνες ποὺ βρίσκονταν σὲ κίνδυνο; Εἶχε ϕανταστεῖ τὸν ἑαυτό του νὰ διασχίζει τὴν ὕπαιθρο μ᾽ἕνα νοικιασμένο ποδήλατο, νὰ μαζεύει τοὺς πρόσϕυγες δέκα-δέκα, λὲς καὶ θὰ τὸν περίμεναν στὰ λεμονοδάση κρατώντας τὰ ταξιδιωτικά τους ἔγγραϕα. Εἶχε πιστέψει πὼς τὸ προξενεῖο θὰ ἔκανε τ ᾽ἀδύνατα δυνατὰ γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει. Καὶ ἀντὶ ὅλων αὐτῶν, εἶχε ἔρθει ἀντιμέτωπος μ᾽ἕνα
36
JULIE ORRINGER
χάος, μὲ ἀναρίθμητα γραϕειοκρατικὰ ἐμπόδια, μὲ κρετίνους στὸ ἀμερικανικὸ Γραϕεῖο ῎Εκδοσης Βίζας καὶ μὲ τὴν ἀντίσταση τῶν ἴδιων τῶν καλλιτεχνῶν. Εἶχε κάνει τὸ λάθος νὰ θελήσει ν ᾽ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ γραϕεῖο του στὸν ἐκδοτικὸ οἶκο. Πῶς μποροῦσε ποτὲ νὰ ὑποθέσει ὅτι θὰ ἔπαιρνε τὶς ζωὲς ἀνθρώπων ὅπως ἦταν ὁ σαγκὰλ καὶ ὁ ῍Ερνστ στὰ χέρια του ὅταν δὲν εἶχε ἰδέα πῶς νὰ τοὺς χειριστεῖ – πῶς νὰ τοὺς πείσει ὅτι κινδύνευαν; ῾η ᾽αιλὶν τὸν ἤθελε πίσω στὸ σπίτι· ϕοβόταν γιὰ τὴ ζωή του. ῍Ε λοιπόν, θὰ πήγαινε σπίτι. θὰ τῆς ἔγραϕε ἀμέσως· θὰ τῆς ἔγραϕε μὲ τὸ ποὺ θὰ πατοῦσε τὸ πόδι του στὸ ξενοδοχεῖο «Splendide». 2. «Λα νΤΟρανΤ»
῎Εϕτασε στὸ ξενοδοχεῖο, ὅπου βρῆκε τὴ συνηθισμένη οὐρὰ προσϕύγων νὰ περιμένουν στὴν εἴσοδο στὴ σκιὰ τοῦ καμπυλωτοῦ γυάλινου σκέπαστρου. ῞Οσοι εἶχαν ξαναέρθει τὸν ϕώναζαν ἢ κουνοῦσαν ἔγγραϕα πρὸς τὸ μέρος του, κι αὐτοὶ ποὺ ἔβλεπε γιὰ πρώτη ϕορὰ στρυμώχνονταν γιὰ νὰ τοῦ μιλήσουν ἢ νὰ τοῦ ἀγγίξουν τὸ μανίκι λὲς καὶ ἦταν ὁ ἀναθεματισμένος ὁ πάπας. Τοὺς εἶπε ὅσο πιὸ εὐγενικὰ μποροῦσε πὼς θὰ ἦταν καλύτερα νὰ γυρίσουν σπίτι ἀπόψε. ῞υστερα μπῆκε μέσα καὶ ζήτησε τὴν ἀλληλογραϕία του ἀπὸ τὴν ὑποδοχή, ἐλπίζοντας σὲ κάποιο γράμμα ἀπὸ τὴν ᾽αιλίν. Μόνο ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἀπὸ ῾ηνωμένες Πολιτεῖες, οὔτε γαλάζιος ἀεροπορικὸς ϕάκελος οὔτε τηλεγράϕημα. Μόνο ἕνα τηλεϕω-