νΟΤΙΟ ΛαΖαρΕΤΟ
1.
θυΜαΜαΙ ἀκόμη ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα ξύπνησα ἀρκετὰ νωρίς. ῎Ονειρα δὲν συγκρατῶ στὴ μνήμη μου. ντύθηκα καὶ βγῆκα στὸ μπαλκόνι. Εἶχε ἀρχίσει νὰ χαράζει ἀλλὰ ὁ ἥλιος δὲν εἶχε ἀποκαλυϕθεῖ ἀκόμη ὁλόκληρος. ῞Ενα ἐλαϕρὺ ἀεράκι θρόιζε στὰ βότανα. Κάπνισα ἕνα τσιγάρο παρατηρώντας μιὰ ἀγουροξυπνημένη ἀράχνη ποὺ κρεμόταν στὸ ἡμιτελὲς δίχτυ της σχεδὸν πάνω ἀπὸ τὰ κάγκελα. ῏ηταν πρὸς τὰ τέλη Μαρτίου καὶ στὸ ϕράχτη ἡ κίνηση εἶχε πυκνώσει. Οἱ πυγολαμπίδες εἶχαν κολλήσει ξανά, ἡ μία δίπλα στὴν ἄλλη, στὴν ἐσωτερική του πλευρά. στὸν σκοτεινὸ ἀκόμη κῆπο ὑπῆρχαν παρκαρισμένα αὐτοκίνητα μὲ ἐνεργοποιημένο τὸ σύστημα ἀσϕαλείας: πίσω ἀπὸ κάθε παρμπρὶζ ἀναβόσβηνε ἕνας μικρὸς διαστημικὸς σταθμός. Κάποιος δρυοκολάπτης ἐπεξεργαζόταν τὸν κορμὸ ἑνὸς δέντρου ἀλλὰ τὰ χτυπήματά του ἦταν ἀσυγχρόνιστα καὶ δὲν συμβάδιζαν μὲ τὶς κινήσεις τοῦ κεϕαλιοῦ. Πήδηξε κατεβαίνοντας ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδὶ μετρώντας τὸ σϕυγμὸ τοῦ δέντρου. στὴ θέα του μὲ κατέλαβε μιὰ περίεργη αἴσθηση, σὰν δίψα, κι ἐπέστρεψα στὸ διαμέρισμα νὰ πιῶ κάτι. ῞Οπως γίνεται πάντα ὅταν μεταϕέρεις ἕνα γεμάτο ποτήρι νερὸ χωρὶς νὰ σοῦ πέϕτει στα-
18
CLEmENS J. SETz
γόνα, εἶχα τὴν ἐλαϕρῶς ὑπερϕυσικὴ αἴσθηση πὼς κάποιος ὅριζε τὶς κινήσεις μου ἀπὸ μακριά. ᾽ακόμα κι ὅταν προσπαθοῦσα νὰ χύσω ἐπίτηδες λίγο νερό, ἐνεργοποιοῦνταν μὲ κάποιον τρόπο οἱ ἐσωτερικές μου ἀντιστάσεις κι ἐπιβαλλόταν ἰσορροπία. Τὸ μεσημέρι θὰ πετοῦσα γιὰ τὸν Καναδά, ὅπου θὰ ἔμενα τέσσερις ἑβδομάδες. ῾η πτήση εἶχε τὸν κωδικὸ oS 4977. Γιὰ τὸ ἀπόγευμα προβλεπόταν κόντρα ἄνεμος. Χάζεψα μετεωρολογικὲς σελίδες στὸ διαδίκτυο κι ἀργότερα παρατήρησα τὸ ξυλόγλυπτο βαρόμετρό μας στὸ χόλ. Τὸ ἀποτελοῦσαν δύο ϕιγοῦρες χωρικῶν σὲ χορευτικὴ στάση, ἕνας ἄντρας καὶ μιὰ γυναίκα, ποὺ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀτμοσϕαιρικὴ πίεση χάνονταν ἐναλλὰξ σὲ μιὰ καλύβα. σὲ καμία περίπτωση δὲν γινόταν νὰ βρεθοῦν τὴν ἴδια στιγμὴ μαζὶ σ ᾽ἐκεῖνο τὸ κατάλυμα. στὴ θέα τοῦ παμπάλαιου ὀργάνου μέτρησης μὲ κατέλαβε ἡ βεβαιότητα πὼς ἡ ϕιγούρα ποὺ ἐπέστρεϕε κάθε ϕορὰ στὴν καλύβα, ἔχοντας στρίψει στὴ γωνία καὶ ἀόρατη πιά, ἔκανε τὴν εἴσοδό της σ ᾽ἕναν ἄλλο, πολὺ μακρινὸ χῶρο, ἂν ὄχι σὲ μιὰ ἐντελῶς διαϕορετικὴ ἤπειρο ἢ σ ᾽ἕναν ἄλλο πλανήτη. ῎ημουν ἐντὸς προγράμματος. ῎αλλη μία ὥρα, ὕστερα ἀναχώρηση, ταξί, ἀεροδρόμιο, ἀναμονή, μετὰ σχεδὸν μισὴ μέρα μετέωρος στὸ πουθενά. Δὲν βοηθάει καὶ πολὺ νὰ κοιτᾶς πεδιάδες ἀπὸ σύννεϕα καὶ τὸν ἀτέλειωτο ᾽ατλαντικὸ ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ἀεροπλάνου, εἶσαι ἀποκομμένος ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, δὲν ἀποτελεῖς πιὰ μέρος του. ῎ακουσα τὴ γυναίκα μου νὰ σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεβάτι: ἴσιωνε τώρα τὶς ἄκρες τοῦ χαλιοῦ ποὺ εἶχαν ἀνασηκωθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας. Μὲ προσπέρασε
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
19
χωρὶς ν᾽ἀντιληϕθεῖ τὴν παρουσία μου καὶ στὸ χῶρο ἁπλώθηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἡ μυρωδιὰ ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος, σὰν αὐτὴ ποὺ ἀναδίνει ἕνα ἡμερολόγιο Χριστουγέννων ἢ ἕνα βιβλίο γιὰ δεινόσαυρους. «᾽Ελπίζω νὰ ὑπάρχει σύνδεση wifi στὸ ἀεροπλάνο», εἶπα. « ῎α, καλημέρα». «Πρὶν ἀπὸ μία ὥρα σηκώθηκα», ἐξήγησα. «σόρι, ξεκίνησα τὴν κουβέντα χωρὶς ἐσένα». «Μᾶλλον δὲν ὑπάρχει. ᾽Εννοῶ τὸ ἴντερνετ. ῞Ομως, ἄσε νὰ ξυπνήσω πρῶτα». στὸ διαμέρισμα ἁπλώθηκε λίγο ἀργότερα ἡ μυρωδιὰ τοῦ καϕὲ ὅπως τὸ ϕῶς ἑνὸς δεύτερου πρωινοῦ ἥλιου. ῾η κούπα μου εἶχε τὴ στάμπα ἑνὸς πολύχρωμου σχεδίου ϕράκταλ. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πρωινοῦ ἀκούσαμε ἀναλογικὸ ραδιόϕωνο, σὰν προϊστορικοὶ ἄνθρωποι. Μιὰ τζὰζ μπάντα ἔπαιζε τὸ Summertime καὶ τὸ Begin the Beguine. ῾η Μαριάνε ρώτησε ἂν ξέρω τὸν τίτλο τοῦ τραγουδιοῦ. Τὸν ἀνέϕερα. «Beginen», μουρμούρισε, «καλόγριες τοῦ Μεσαίωνα». στάθηκε μπροστὰ στὸν μπουϕὲ καὶ ψηλάϕισε τὰ ἀβοκάντο. ῞υστερα εἶπε: «Καλόγριες ψηλαϕοῦσαν τὰ ἀβοκάντο». «ναί», ἀπάντησα. « ῎Ετσι ζοῦσε ὁ κόσμος στὴν Εὐρώπη ἐκεῖνο τὸν καιρό». ῾η Μαριάνε ἔπιασε τὴ μύτη της μιμούμενη τὴ ϕωνὴ ἑνὸς πιλότου τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἀεροπλάνο ἔχει πάρει ὕψος. Κυρίες καὶ κύριοι. ῎Εχανε τὰ λόγια της κι ἀναγκαζόταν νὰ ξεκινάει ἀπὸ τὴν ἀρχή. «Γιατί κρατᾶνε ἄραγε τὴ μύτη τους ὅταν βγάζουν ἀνακοινώσεις;»
20
CLEmENS J. SETz
« ῎Ισως λόγω τῆς ἀτμοσϕαιρικῆς πίεσης», εἶπε ἐκείνη. « ῎α, μάλιστα». «Ψηλαϕώντας τὰ ἀβοκάντο», εἶπε ἡ Μαριάνε. « ῎Ετσι κυλάει ὁ χρόνος. Παλιότερα οἱ ἄνθρωποι τὸ πολὺ νὰ ψηλαϕοῦσαν τὸ πρωὶ τὸ πρησμένο ἀπ ᾽τὴν ἀρρώστια δέρμα τους ἢ κάποιο σπυρὶ τῆς πανώλης». «῾Ο Ταρζάν, μωρὸ ἀκόμη, ἔπεσε μὲ τὸ ἀλεξίπτωτο ἀπὸ ἕνα ϕλεγόμενο ἀεροπλάνο. ῾υπάρχει ἡ σχετικὴ σκηνὴ στὴ ἀρχὴ τῆς ταινίας». ῾η Μαριάνε ἔκοψε μιὰ ϕέτα ψωμί. «Δὲν κατάϕερε ὅμως ποτὲ νὰ μιλήσει κανονικά», εἶπε ἐκείνη. «στὴν ὁμιλία τουλάχιστον τὰ ἔχεις καταϕέρει». « ῎Εχω ἄγχος». «ναί, ἀλλὰ μὴν ξεχνᾶς, δὲν θὰ εἶσαι μόνος σου. Ποιός ἄλλος ἔχει προσκληθεῖ σ ᾽αὐτὸ τὸ πράγμα;» «῾Ο νόρμπερτ Γκστράιν». «Καλόγριες ψηλαϕοῦν τὸν νόρμπερτ Γκστράιν», εἶπε ἡ Μαριάνε. Γέλασα μὲ τὴν τελευταία της ϕράση. ᾽ακούγοντας τὸ γέλιο μου, παρατήρησα πὼς εἶχε ἤδη ξεκινήσει νὰ μὲ καταλαμβάνει ὁ ϕόβος: γελοῦσα ἐπιδεικτικά. ῾η Μαριάνε ἔψαξε τὴ ϕωτογραϕία τοῦ συγγραϕέα στὸ iPhone καὶ μοῦ τὴν ἔδειξε. «Τὸν ξέρω», εἶπα, ἀλλὰ τῆς πῆρα παρ᾽ὅλ᾽αὐτὰ τὸ κινητὸ ἀπὸ τὰ χέρια. Μιὰ ἀπὸ τὶς ϕωτογραϕίες μεγεθύνθηκε αὐτόματα καὶ ἡ ϕιγούρα τοῦ Γκστράιν γέμισε τὴν ὀθόνη. Πίεσα μὲ τὸ δάχτυλο τὴ μύτη του. « ῞Ενα μάτσο αὐστριακοὶ στὰ βουνὰ τοῦ Καναδᾶ. νὰ διαβάζουν πράγματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο».
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
21
«ναί», ἀπάντησα. «θὰ εἶναι ἕνα σωρὸ ἀπὸ δαύτους ἐκεῖ. Δὲς πόσο σοβαρὸς δείχνει». «νὰ ἀρμέγουν τὰ ἀμέριμνα παγόβουνα». «Τὰ παράπονά σου στὸ Austrian Culture Forum», ἀπάντησα. «῾Ο νόρμπερτ Γκστράιν», εἶπε ἡ Μαριάνε. «Καὶ δέκα ὧρες διαδρομή. Λὲς καὶ εἴμαστε στὸν δέκατο ἔνατο αἰώνα. Τὰ πῆρες ὅλα;» Τσεκάραμε τὴ βαλίτσα. ῎ημουν σίγουρος πὼς τὰ εἶχα ὅλα, ὅμως αὐτὴ ἡ διαδικασία ἐλέγχου ποὺ κάναμε μαζὶ κοιτάζοντας μία μία τὶς θῆκες μοῦ δημιούργησε ἕνα αἴσθημα θαλπωρῆς ποὺ ἴσως ἀνακαλοῦσα ἀργότερα, ἐκεῖ ψηλά, ἕνα αἴσθημα ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τὸ μετατρέψω σὲ ὑπνηλία. Κοίταξα τὰ ϕαγωμένα νύχια τῆς Μαριάνε. «Οἱ ταμπλέτες μελατονίνης;» « ᾽Εδῶ», ἔκανα χτυπώντας μὲ τὸ δάχτυλο τὴ μικρὴ τσέπη στὸ μπροστινὸ μέρος τοῦ σακακιοῦ μου. «Δὲν θὰ παγώσεις μόνο μ᾽αὐτό;» «Δὲν θὰ βγῶ ἀπὸ τώρα γιὰ περίπατο στὸ βόρειο πῶς τὸ λένε...» «θὰ ἔχει βόρειο σέλας στὸν Καναδά;» «Τὸν νόρμπερτ Γκστράιν», ἀπάντησα. « ῎α, ναί», ἔκανε ἐκείνη. «Τὰ λογοτεχνικὰ ϕεστιβὰλ εἶναι σκέτη κοροϊδία. σὰν τὶς ψεύτικες μύτες στοὺς χιονάνθρωπους», εἶπα. ῾η Μαριάνε εἶχε παρατηρήσει ὅτι τὸ εἶχα παρακάνει μὲ τὰ ἀστεῖα στὴν προσπάθειά μου νὰ ξεπεράσω τὸ ἄγχος μου καὶ πέρασε τὸ χέρι της χαϊδεύοντάς με πίσω ἀπ ᾽τὸ λαιμό.
22
CLEmENS J. SETz
«Τὴ δική σου μύτη νὰ τὴν ἀϕήσεις ἐδῶ», εἶπε. «θὰ τὴν προσέχω μέχρι νὰ γυρίσεις». 2.
σὲ μιὰ κολόνα μπροστὰ στὸ σπίτι δούλευε, ζωσμένος μιὰ ἄσπρη-μπλὲ ζώνη, κάποιος ἐναερίτης. Φυσοῦσε μέσ ᾽ ἀπὸ τὰ δέντρα, ἡ ζέστη ἦταν ἀϕύσικη. ῞Ενα μάλλινο γάντι, σὰν ἀστερίας ποὺ ξέβρασε ἡ θάλασσα, ἦταν πεσμένο στὴν ἄκρη τῆς ράμπας. στὸ δρόμο πρὸς τὴν ἔξοδο κράτησα μὲ τὸ ἐλεύθερο χέρι μου τὸ κορδόνι τῆς κουκούλας λὲς καὶ στὴν ἄκρη του ἦταν δεμένο κάποιο μπαλόνι. ῾Ο ἥλιος βγῆκε πίσω ἀπὸ ἕνα σύννεϕο κι ἐγὼ περίμενα, μὲ τὰ παιχνιδίσματα τοῦ ϕωτός, νὰ δῶ κάτι πρωτόϕαντο, ἐνδεχομένως τὶς μικροσκοπικὲς κωμικὲς ϕάτσες ποὺ ζοῦν στὶς ρωγμὲς τοῦ ϕράχτη. Μιὰ κουρούνα στὸ πεζοδρόμιο ἔκανε νὰ πετάξει. ᾽Εντυπωσιακὴ κίνηση, σὰν κάποιος ν᾽ἀνασήκωνε τοὺς ὤμους. ῞Ενας ὑπέργηρος ἄντρας, κίτρινος σὰν τὶς κὰρτ ποστὰλ ἀπὸ τὴ χρονιὰ τῆς γέννησής του, προχωροῦσε εὐθυτενὴς μονολογώντας στὴν καταιγίδα. στὸ καϕετὶ μπαστούνι του, σκέϕτηκα, θὰ κρύβονταν παραχωμένοι ἕνα σωρὸ κομῆτες. ῎Εστριψα στὴ γωνία πηγαίνοντας πρὸς τὴν πιάτσα τῶν ταξί. ᾽απὸ τὸ ϕοῦρνο ἐρχόταν μιὰ ἔντονη μυρωδιά. Πιὸ κάτω τὸ καμπαναριό. Καθὼς συνήθιζα νὰ τὸ κοιτάζω ἀπ ᾽τὸ κρεβάτι ἢ μέσ ᾽ἀπὸ τὸ παράθυρο, ἐκεῖνο γνώριζε τὶς σκοτεινές μου σκέψεις καὶ τὶς στενάχωρες ϕαντασιώσεις μου μέχρι τὴν τελευταία. Καλὴ κίνηση νὰ κοιτάζεις τὶς κορυϕὲς ψηλῶν κτηρίων σὲ δύσκολες στιγμές.
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
23
Κάτι συμβαίνει τότε, τὸ κεϕάλι ἀνασηκώνεται, τὸ βλέμμα ἠρεμεῖ καθὼς συγκεντρώνεται σὲ ἕνα μόνο σημεῖο πνιγμένο στὸ οὐράνιο γαλάζιο. Μὲ κάθε μου ματιὰ ἔπαιρνα θάρρος. ῞Οταν μπῆκα στὸ ταξί, οἱ ϕοβίες μου ὑποχώρησαν ἀκόμα περισσότερο. ῾η πόλη τώρα μιὰ σϕιχτὴ ἀγκαλιὰ γύρω μας. ῾Ο ταξιτζὴς ἄρχισε νὰ ἐπαινεῖ τὴν πρόοδο στὴν κατασκευὴ κάποιου δρόμου. Κοίταξα τὸ ρολόι τοῦ καμπαναριοῦ καὶ ϕαντάστηκα τὸ καντρὰν σὰν στόμιο πιπίλας ποὺ τὸν νανούριζε ὅλη νύχτα. «Μοῦ πέρασε τὸ μεγάλο ἄγχος», ἔγραψα στὴ Μαριάνε. «ΟΚ», μοῦ ἀπάντησε. «Πάω γιὰ ψώνια. Γράψε μου μόλις ἐπιβιβαστεῖς». ῾Ο ἥλιος ἔλαμπε ἀνέϕελος. Οἱ ἄνθρωποι ἔσερναν τὶς μακριὲς σκιές τους στὸ δρόμο. Κάποιος ποδηλάτης ἀκούμπησε σ ᾽ἕνα ϕανάρι ἰσορροπώντας στὴ σέλα του. στὸν οὐρανὸ ἔλαμπαν ὁλόϕρεσκες μιὰ σειρὰ γαλακτερὲς ρίγες. στὸ ἀσανσὲρ πρὸς τὴν αἴθουσα ἀναχωρήσεων ἤμουν μόνος ὥσπου, στὸ ὕψος τοῦ πάρκινγκ, μπῆκε μιὰ γυναίκα. Καθὼς σταματοῦσε ὁ θάλαμος, μποροῦσα νὰ τὴν ἀκούσω νὰ μιμεῖται τὸν ἦχο τοῦ ἀσανσέρ – κλίν, κλόν. Τώρα στεκόταν δίπλα μου σιωπηλὴ κρατώντας σϕιχτὰ τὸ καροτσάκι της. Τὸ σῶμα της εἶχε τὴ στάση ἀνθρώπου ἀπαρηγόρητου ποὺ ἔπρεπε νὰ σκουπίσει ὅ,τι ἦταν σκορπισμένο στὸ πάτωμα. Κατὰ τὴν ἔξοδό μου ἔριξα μιὰ ματιὰ στὸ κενὸ ἀνάμεσα στὸ θάλαμο καὶ τὴν ἀποβάθρα, τὸ βλέμμα μου ἔϕτανε μέχρι κάτω μακριά. Πῶς συμπεριϕέρονται οἱ ἄνθρωποι στὰ ἀεροδρόμια, σκέϕτηκα, τί ἀγέρωχα σώματα, πόσο θλιμμένες ϕιγοῦρες.
24
CLEmENS J. SETz
στὴν οὐρὰ γιὰ τὸν ἔλεγχο ἔγραψα ξανὰ στὴ Μαριάνε. Λίγο πρὶν ἀπὸ κάθε ταξίδι ἡ ἐπικοινωνία μας γινόταν δύσκολη. συνήθιζε νὰ πηγαίνει γιὰ ψώνια ἢ ριχνόταν μὲ τὰ μοῦτρα σὲ κάποια δουλειά, πάντοτε ἡ ἴδια ἱστορία. Παλιότερα ἡ κατάσταση μοῦ προκαλοῦσε ἐκνευρισμό, τώρα ἔβρισκα πὼς ἦταν ἀπολύτως ὑγιής. ῞Ολα τὰ ἔκανε γιὰ νὰ ξεχαστεῖ. Τώρα τὸ ταξιδιωτικό μου ἄγχος δὲν χτυποῦσε κόκκινο ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσα νὰ μοιραστῶ τὸν πανικό μου. Περισσότερο μὲ πλημύριζε ἕνα αἴσθημα ἀσϕάλειας ξέροντας πὼς ἡ Μαριάνε ϕρόντιζε τὸ διαμέρισμα, πὼς τὸ καλλώπιζε ἀναζητώντας καινούργια ἀντικείμενα... Τοποθέτησα τὴ λεπτὴ σὰν ϕλοίδα τσάντα μου στὸ καλάθι μ᾽ἕνα αἴσθημα ντροπῆς. « ῎Επρεπε νὰ ἔχω ἀδειάσει τὰ κέρματα», εἶπα στοὺς ὑπαλλήλους ἀσϕαλείας. Κάποιος μοῦ ἔκανε νόημα νὰ μπῶ στὸ ὁλόσωμο σκάνερ, ὅπου ὅλοι, σύμϕωνα μὲ τὸ συνοδευτικὸ εἰκονόγραμμα, ὄϕειλαν νὰ πάρουν τὴ στάση τοῦ προϕήτη. ῞Οπως λέγεται συχνά, τὰ πολλὰ ταξίδια μᾶλλον δὲν βοηθοῦν τὴ σχέση. Τὰ βραδινὰ τηλεϕωνήματα ἀπὸ τὸ δωμάτιο τοῦ ξενοδοχείου, ὁ ἕνας νὰ διηγεῖται στὸν ἄλλο τὰ γεγονότα τῶν τελευταίων ὡρῶν, ἡ ἑκατέρωθεν σύγκριση τῶν καιρικῶν συνθηκῶν καὶ λοιπά. Γιὰ νὰ ἠρεμήσω, κοίταξα στὸ ἴντερνετ τὴν πόλη στὴν ὁποία μὲ εἶχαν καλέσει: λεγόταν Μπάνϕ. Ψηλὰ βουνά, χιόνι, καταγάλανος οὐρανός. ᾽αστεῖο ὄνομα τὸ Μπάνϕ, θὰ νόμιζες πὼς εἶναι ἀκρωνύμιο. ΜΠανΦ: Μεσοδυτικὴ Παναμερικανικὴ ᾽αεροπορικὴ καὶ ναυτιλιακὴ Φίρμα. ῎Ισως θὰ ἔπρεπε νὰ πιῶ ἕναν καϕὲ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιβίβαση. ῞Ενας ἄντρας
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
25
μπροστά μου, μὲ τεράστιους λεκέδες ἀπὸ ἱδρώτα στὸ πουκάμισο, λὲς καὶ βρισκόμασταν στὰ μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ, μοῦ ἔϕερε στὸ νοῦ τὴν πρωινή, καρμικὴ συνάντηση τῶν πυγολαμπίδων στὸ ϕράχτη τοῦ σπιτιοῦ. Γιὰ τὶς ἑπόμενες εἴκοσι ὧρες θὰ ταξίδευα κάτω ἀπ ᾽τὸν ἥλιο. « ῞Οπως τότε, στὸ Μεσαίωνα», σκέϕτηκα. Μιὰ ὀθόνη, ἡ μόνη ἀνάμεσα σὲ πολλὲς ἄλλες, πρόβαλε κάποιο μήνυμα βλάβης τῶν windows διαχέοντας, κατὰ τὴ διάρκεια ἐκείνης τῆς ὁμιχλώδους διαδικασίας ἐλέγχου, θαλπωρή, ἐμπιστοσύνη καὶ ἀνθρωπιά. ῎Επιασα τὸν ἑαυτό μου νὰ τὴν κοιτάζει ξανὰ καὶ ξανὰ ὅση ὥρα ὁ ὑπάλληλος ἔψαχνε τὴν τσάντα μου μὲ θεατρινίστικη ὑπερβολὴ καὶ γεροντοκορίστικη περιέργεια. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἀσϕάλειας, ὡστόσο, δὲν μοῦ ἔκανε τὴ χάρη νὰ ψελλίσει πὼς εἶχα πάνω μου πολλὰ βιβλία. Γιατὶ μετέϕερα μαζί μου ὀκτώ. Ποιός ἤξερε ἂν θὰ ἔβρισκα στὸν Καναδὰ τίποτα νὰ διαβάσω; ῏ηταν μιὰ σειρὰ ἀπὸ συλλογὲς διηγημάτων: ᾽ακουταγκάβα, Φίλιπ Κ. ντίκ, Χέμπελ, Μπίτι, Κράχτ, Μπαρτέλμε, στάνισιτς, Κλέμενς Μάγιερ – ὅλοι τους ϕίρμες πρώτης τάξεως. Φαντάστηκα μιὰ σελίδα τους, τόσο ἔντονα τσακισμένη ποὺ νὰ ϕωσϕορίζει ὅταν θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὸ σκάνερ. 3.
Δὲν εἶχε ἀνακοινωθεῖ ἀκόμη ἡ ἔξοδος τῆς πτήσης πρὸς Τορόντο. ῎αλλες πτήσεις μετὰ ἀπὸ τὴ δική μας, σὰν χαϊδεμένα παιδιὰ τῆς ἑταιρείας, εἶχαν πάρει ἤδη ἀριθμό. Εἶχα χρόνο ν ᾽ἀγοράσω κάτι νὰ πιῶ. στὸ κουβούκλιο
26
CLEmENS J. SETz
τῆς Camel ὄρθιοι καπνιστές, τυλιγμένοι σ ᾽ἕνα γαλακτερὸ πέπλο. Μὲ τὸ ἄγχος μου νὰ ἔχει μετριαστεῖ, μὲ κατέλαβε ξαϕνικὰ ἕνα αἴσθημα ντροπῆς. Κοιτάζοντας τὴν ἀντανάκλαση τοῦ προσώπου μου σὲ κάποια βιτρίνα θυμήθηκα πόσο πειστικὰ ἔπαιζα τὸν θαρραλέο ἐπιβάτη. ῞Ολα ἦταν ὅπως ἔπρεπε: ἡ στάση τοῦ σώματος, τὰ ροῦχα, τὸ ἀγαθὸ πρόσωπο. Συγγραϕέας ἀναγκάζεται νὰ ταξιδεύει ἀδυνατώντας νὰ ἐπιβιώσει διαϕορετικὰ καὶ μετατρέπεται σὲ ζωντανὴ κόπια τοῦ ἑαυτοῦ του διαβιώνοντας στὰ ἀεροδρόμια καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. ᾽Ελπίζοντας ν ᾽ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἀποστροϕὴ ποὺ ἔδειχνα γιὰ τὴν εἰκόνα μου καὶ ϕτάνοντάς την ὣς τὸν σουρεαλιστικὸ παροξυσμό, παρήγγειλα στὰ ἀγγλικά, παρότι βρισκόμουν ἀκόμη στὴν αὐστρία. Μίλησα μὲ ὕϕος ἀνθρώπου κοσμογυρισμένου καὶ κοσμοπολίτη, ἀλλὰ ὁ πωλητὴς ἀντέδρασε σχεδὸν ἀδιάϕορα. ῞Οταν βρέθηκα ξανὰ μπροστὰ στὸ μόνιτορ, ἡ ἔξοδος εἶχε πιὰ ἀνακοινωθεῖ. συνειδητοποίησα ὅτι στεκόμουν σχεδὸν μπροστά της, λίγα μέτρα περπάτημα καὶ εἶχα ϕτάσει. ῾η ὀθόνη πάνω ἀπὸ τὸ γκισὲ ἔγραϕε ὄντως Τορόντο, OS 4977. ᾽απὸ ἐκεῖ ἀνταπόκριση γιὰ Κάλγκαρι κι ὕστερα, ϕίλε, μὲ αὐτοκίνητο στὴν ἀνοιχτωσιά, στὰ βουνά. «Εὐλογημένος», μουρμούρισα τὸν τίτλο ἑνὸς ὁμώνυμου τραγουδιοῦ. στὴν ἀτέλειωτη σειρὰ καθισμάτων μελλοντικοὶ συνεπιβάτες περίμεναν τὴν ἴδια πτήση κρατώντας ὁ καθένας τὸ βιβλίο του ὅπως ὁ ὁδηγὸς τὸ τιμόνι. Μέσα στὴν ἀϕηρημάδα μου ϕαντάστηκα πὼς τὸ προσωπικὸ ἐδάϕους, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἐργαζόμενοι στὶς πρεσβεῖες, βρισκόταν ἤδη σὲ καναδικὸ ἔδαϕος καθὼς στεκόταν, πρό-
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
27
θυμο νὰ ἐξυπηρετήσει, πίσω ἀπ ᾽τὰ γκισέ. στὸ μόνιτορ ἀναβόσβηνε πηγαίνοντας πέρα δῶθε μιὰ πράσινη τελεία θυμίζοντας ἕναν παλιό μου ἐκτυπωτή. Εἶχε ξεμείνει ἀπαρατήρητος ἀνάμεσα σὲ ἄλλες συσκευὲς ποὺ ἀνανέωνα κάθε τόσο. ῞ῶσπου τὰ ϕύλλα ἄρχισαν νὰ βγαίνουν ἀπὸ μέσα του γεμάτα λευκά, στρογγυλὰ κενά. Κάποια στιγμὴ ἔϕτανε νὰ ἐκτυπώνει μόνο λευκὲς σελίδες, ἀργὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια, ἀράδα ἀράδα, παίρνοντας μερικὲς ϕορὲς τὸ χρόνο του μέχρι νὰ καταλήξει, σὰν τὸν Χέμινγουεϊ, σὲ κάποια λέξη. στὸ τέλος χρειαζόταν μισὴ μέρα γιὰ μιὰ λευκή, ἄδεια σελίδα. Μουρμούριζε, ξεϕυσοῦσε καὶ προσπαθοῦσε νὰ μαζέψει τὰ κομμάτια του. στὴν πάνω δεξιὰ πλευρὰ ἀναβόσβηνε ἡ πράσινη καρδιά του: σῆμα ἐλήϕθη, σῆμα ἐλήϕθη. «Τίποτα δὲν πρόκειται νὰ μοῦ συμβεῖ», ψέλλισα. Τὰ ἀεροπλάνα εἶναι ἀπολύτως ἀσϕαλῆ. Δὲν εἶχε ϕτάσει ὅμως ἡ ὥρα γιὰ ἐπιβίβαση; ᾽αντὶ ἀπάντησης κάποιος ἀνακίνησε δίπλα μου ἕνα μπουκάλι γάλα. στὸ μυαλό μου ὁ ἦχος μεταϕράστηκε ὡς: «Jeff is the name is the name is the name». Εἶχα λύσει μισὸ σταυρόλεξο στὸ iPhone ὅταν ἀνακοινώθηκε ἡ σαραντάλεπτη καθυστέρηση. ῞Ενας ἄντρας ἀπέναντί μου κούνησε τὸ κεϕάλι τραβώντας ἕνα μισοϕαγωμένο σάντουιτς, κρυμμένο στὴν τσέπη τοῦ παλτοῦ του. Τὸ σάντουιτς ἔμοιαζε μὲ κάτι ἀπόκρυϕο ποὺ ὑποχρεωνόταν ν ᾽ἀποκαλύψει βιαστικὰ στοὺς μελλοντικοὺς συνεπιβάτες πρὶν ἀναχωρήσει ἡ πτήση. στὴ μνήμη μου τὸν ἔχω κατατάξει στὴν κατηγορία τῶν χωρικῶν ἐκείνου τοῦ βαρόμετρου. Εἶχε τὰ ἴδια χαρακτηριστικά, θὰ τὸν ἔλεγαν σίγουρα κύριο νόλτε ἢ κάπως ἔτσι. Εἶχε
28
CLEmENS J. SETz
πάντως τὴ βαριὰ αὔρα διοπτροϕόρου δημοσίου ὑπαλλήλου ποὺ ντύνεται παλιομοδίτικα. «Μπροστά του, τουλάχιστον, δείχνω νεαρός», σκέϕτηκα. Πῆγα στὴν τουαλέτα κι ἐπιστρέϕοντας πῆρα τὴ θαρραλέα ἀπόϕαση νὰ καθίσω δίπλα σὲ κάποιον, πράγμα ὄχι δύσκολο σὲ μιὰ αἴθουσα ἀναμονῆς ἤδη γεμάτη. ᾽Επέλεξα μιὰ γυναίκα ποὺ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἐξαντλημένης γκουβερνάντας. ῞Οταν κάθισα, ἐκείνη ἔβαλε τὸ ἀναψυκτικὸ στὴν τσάντα της κι ἔμεινε νὰ κοιτάζει ἀτάραχη τὸ κενό. ῾η κίνησή της μοῦ ἔδωσε ἱκανοποίηση. Οἱ ἄνθρωποι γύρω μου ἦταν ἐξίσου μπερδεμένοι καὶ τίποτα δὲν τοὺς ἔδινε προβάδισμα ἀπέναντί μου. ῎Επρεπε νὰ ὑπάρχουν αὐτόματοι πωλητὲς μικροπαιχνιδιῶν στὶς τουαλέτες τῶν ἀεροδρομίων, σκέϕτηκα. ῎Εγραψα καὶ πάλι στὴ Μαριάνε. «Κατάσταση βαρετή, μᾶς ἔχουν καὶ περιμένουμε. ῞Ολοι ἀμήχανοι, ἔχουμε λαλήσει», πληκτρολόγησα. ῞Ενα πολὺ νεαρὸ παιδὶ χάζευε ἀπορροϕημένο τὴν ὀθόνη ἑνὸς τάμπλετ ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια πιέζοντας τελετουργικὰ τὴν ἐπιϕάνειά του μὲ τὸ δάχτυλο ξανὰ καὶ ξανά. Κοιτάζοντάς το νὰ ἐπαναλαμβάνει τὴν κίνησή του ἀτέλειωτες ϕορὲς ἔνιωσα νὰ ϕτάνω στὰ ὅρια τῆς ἀποβλάκωσης. 4.
Μετὰ ἀπὸ μία ἀκόμα ὥρα ἀναμονῆς ἄρχισα νὰ νιώθω τοὺς ὤμους νὰ βαραίνουν. « ῞Οπως τὰ δέντρα στὰ γεράματα», μουρμούρισα, καὶ παρὰ τὸν εἰρωνικὸ καὶ πο-
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
29
μπώδη μου τόνο ἔνιωσα νὰ μὲ κυριεύει μιὰ δυσϕορία, σὰν μαθητὴς πρὶν ξεκινήσει ἡ σχολικὴ χρονιά. Γίνονταν ἀνακοινώσεις, μᾶς ἔδιναν νέες ὧρες ἀναχώρησης. Παρατηροῦσα τοὺς ὑπόλοιπους ταξιδιῶτες. Κανείς τους δὲν γνώριζε ὅτι δὲν θὰ ϕτάναμε ποτὲ στὸ ϕεγγάρι. σηκώθηκα καὶ κατευθύνθηκα πρὸς τὴ μεγάλη τζαμαρία. Κάποιο λεωϕορεῖο στὸ βάθος προχωροῦσε στὸ ἀχανὲς πεδίο τοῦ ἀεροδρομίου μὲ μοναδική του συντροϕιὰ τὶς λευκὲς ταινίες ποὺ ὁριοθετοῦσαν τὴ διαδρομή. ῞Ενα μικροσκοπικὸ ρυμουλκὸ τραβοῦσε δύο ἀεροπλάνα, ἀγέρωχα σὰν ἄλογα ἅμαξας, μπροστὰ ἀπὸ τὶς μακριὲς νεροτσουλῆθρες τῶν ἐξόδων ἐπιβίβασης. ῾Ο ἥλιος ἄρχιζε ἀργὰ νὰ δύει. στὴν ὀθόνη πάνω ἀπ ᾽τὰ καθίσματα ἔπαιζε στὸ ἀθόρυβο ἕνα εἰδησεογραϕικὸ κανάλι. σὲ μιὰ ἀνοιχτὴ σκηνὴ μερικοὶ ἄντρες ἦταν σκυμμένοι πάνω ἀπ ᾽τὶς κιθάρες τους ὅπως κουρεῖς πάνω ἀπὸ μαλλιαρὰ πρόβατα. ῞υστερα μιὰ ἄποψη τοῦ κοινοῦ. ῾υψωμένα χέρια ποὺ ἀνέμιζαν χάρτινες σημαῖες. ῾η Μαριάνε ἀπάντησε ὅτι θὰ πήγαινε γιὰ ψώνια. «᾽αποσυμπίεση», τῆς ἔγραψα. «᾽ακόμη περιμένω μὰ σύντομα θὰ λύτρα ἐδῶ». ῏ηταν λάθος τοῦ αὐτόματου κορέκτορα. ῎ηθελα νὰ γράψω: «θὰ λυτρωθῶ». Δὲν ἀπάντησε. ῞υστερα ἀπὸ λίγο ἔλαβα ἕνα «ΟΚ». Τὸ μυαλό μου ἀναπαράστησε τὴ μακρὰ πορεία της ἀπὸ μαγαζὶ σὲ μαγαζί, πιθανότατα ὣς τὶς βραδινὲς ὧρες. « ᾽ακόμη δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιβαρυνθοῦμε», ἔγραψα. « ᾽Επιβιβαστοῦμε». ῞Ομως ἐκείνη δὲν ἀπάντησε. ῎ανοιξα τὸ προϕίλ της
30
CLEmENS J. SETz
καὶ κοίταξα τὴ ϕωτογραϕία της. ῏ηταν παρμένη κατὰ τὴν ἐπίσκεψή μας στὴ σάρτρ, μπροστὰ στὸν ἐκπληκτικὸ καθεδρικό, ἀκριβῶς στὸ σημεῖο ὅπου κατὰ τὴν ἰσημερία ὑποτίθεται πὼς μιὰ λεπτὴ ἀχτίδα περνάει μέσ ᾽ ἀπὸ τὸ τζάμι καὶ ϕωτίζει τὸ δάπεδο. στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἄρχισαν νὰ πέϕτουν παγωμένες, ἐπίμονες στάλες μιὰ ἄλλης, ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς δίνοντας τὸν τόνο στὸ ὅλο σκηνικὸ μὲ τοὺς σκυμμένους ἐπισκέπτες καὶ τὶς προσόψεις τῶν σπιτιῶν τριγύρω. ῎Εϕαγα μιὰ μπανάνα ποὺ εἶχα μαζί μου. στὴ συνέχεια ἄρχισα νὰ κάνω γύρους μετρώντας ὅσους ϕοροῦσαν γυαλιά. Οἱ γυναῖκες τοῦ προσωπικοῦ ἐδάϕους τηλεϕωνοῦσαν πίσω ἀπὸ τὸ γκισέ, ὅμως τὴν περισσότερη ὥρα λάμβαναν ὁδηγίες, τὰ χείλη τους ἴσα ποὺ κουνιοῦνταν. 5.
Λόγω τῆς μεγάλης ἀναμονῆς ἄρχισα νὰ μετατρέπω τοὺς γύρω μου σὲ ϕιγοῦρες τοῦ ἠλεκτρονικοῦ μου παιχνιδιοῦ. Οἱ πάντες ἔγιναν NPC, non-playable characters. σκάρωσα ἀδιανόητα σενάρια στὴν πλάτη τους. Ποιός θὰ ἐπιβίωνε στὴν ᾽αλάσκα σὲ περίπτωση πτώσης τοῦ ἀεροπλάνου καὶ ποιός ὄχι; ᾽Εκεῖνο τὸ μωρό, γιὰ παράδειγμα, δὲν θὰ εἶχε καμία τύχη. θὰ ἦταν ἴσως ὁ μοναδικὸς ἐπιβάτης ποὺ πιθανότατα δὲν θὰ ἀποκήρυττε τὸν κανιβαλισμό, τοῦ ἔλειπαν ὅμως οἱ σωματικὲς δυνάμεις γιὰ νὰ ἀϕαιρέσει μὲ λίμα τὸ κρέας ἀπὸ τὰ μάγουλα ἑνὸς νεκροῦ. ᾽Επρόκειτο παρεμπιπτόντως γιὰ ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μωρὰ ποὺ εἶναι τόσο παχουλά, ποὺ ὑπερκαλύπτονται τὰ ἐπιμέρους χαρακτηριστικά τους: ὅταν ἄλλα παιδιὰ
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
31
ἔχουν ἤδη ἀνακαλύψει χέρια καὶ πόδια μαθαίνοντας νὰ κινοῦνται, αὐτὰ ἀσχολοῦνται full time μὲ τὸ νὰ ϕουσκώνουν ἀκόμα περισσότερο τὰ ἤδη γεμάτα τους μάγουλα. ᾽ακόμα καὶ στοὺς πάγους νὰ τὰ ἐγκαταλείψει κανείς, αὐτὰ θὰ συνεχίσουν νὰ ϕουσκώνουν σὰν ϕριχτὰ μπαλόνια. Ποῦ νὰ βρίσκεται ἄραγε ἡ βαλίτσα μου; σίγουρα θὰ πέρασε ἀπὸ κάμποσα ϕρικαλέα μέρη. αὐτὴ τὴ διαδρομὴ ἀναγκάζονται νὰ τὴν κάνουν ἀκόμα καὶ ζῶα, εἶχα δεῖ ἀρκετὲς ϕορὲς σκυλιὰ σὲ καταθλιπτικὰ κλουβιὰ ν ᾽ ἀγκομαχοῦν ἀλαϕιασμένα. Μαϊμοῦδες ποὺ προορίζονταν γιὰ ἐργαστήρια μεταϕέρονταν ἀπὸ τὴν Air France σὲ εἰδικὰ διαϕανῆ συνθετικὰ δοχεῖα. ῎Εγραψα ἄλλο ἕνα μήνυμα στὴ Μαριάνε. ῏ηταν online τελευταία ϕορὰ πρὶν ἀπὸ 58 λεπτά. «῾υπάρχει κανένα νεότερο;» Γιὰ κάποιο λόγο εἶχα θέσει τὴν ἐρώτηση μὲ τόση ἐλαϕράδα ποὺ ἀμέσως ντράπηκα. ῾η κυρία τῆς Austrian στὸ γκισὲ μοῦ ἐξήγησε πὼς ἡ ἀναχώρηση θὰ καθυστεροῦσε λίγο ἀκόμα. ῎Εκαναν ὅ,τι ἦταν δυνατόν. « ᾽Εντάξει τότε», εἶπα καὶ στάθηκα γιὰ λίγα ἀκόμα δευτερόλεπτα μπροστά της παρότι δὲν εἶχα νὰ κάνω ἄλλη ἐρώτηση. Δίπλα μου ἕνας ἄντρας ρώτησε τὸ ἴδιο στὰ ἀγγλικά, ἀλλὰ σὲ ἤρεμο καὶ σοβαρὸ τόνο. ῏ηταν πολὺ καλύτερος ἀπὸ μένα σ ᾽αὐτό, ἕνας πραγματικὰ ὥριμος ἄντρας. ῾η ἀπάντηση ἴδια. Φαντάστηκα νὰ κρέμομαι σὰν ἀδερϕὸς στὸ λαιμό του οὐρλιάζοντας πὼς ὅλα ἔχουν χαθεῖ, πὼς ἔχουμε πόλεμο, οἱ σουηδοὶ εἶναι πρὸ τῶν πυλῶν. συνειδητοποίησα ὅτι βρισκόμουν σ ᾽ἕνα πλῆθος ἑτερό-
32
CLEmENS J. SETz
κλητων ἀνθρώπων χωρὶς πολλὰ κοινὰ πλὴν τῆς εὐγένειας ποὺ ἐπιδείκνυαν. σὲ λίγο ἄλλη μιὰ ἀνακοίνωση. ῾η ἀναχώρηση θὰ καθυστεροῦσε ἄλλα ἑξήντα λεπτά. Τεχνικὸ πρόβλημα, εἶπαν. « ῎αψογα, ἔχουμε πρόβλημα τεχνικὸ lolz», ἔγραψα στὴ Μαριάνε. «θὰ πέσω σίγουρα, ἀργοῦν πολύ, μᾶλλον ψάχνουν καινούργια Μαριάνε». Κοίταξα τὸν αὐτόματο κορέκτορα. «Μηχανή», ἔγραψα στὴν ἑπόμενη σειρά. «Χὰ χά, ὁ γαμημένος κορέκτορας». Παραλίγο καὶ θὰ ἔγραϕε γαντζωμένος ἀντὶ γιὰ γαμημένος. 6.
῞Ενας ἄντρας μὲ μπανταρισμένο δάχτυλο ρουϕοῦσε τὸν καϕέ του. Τσιμποῦσε ϕιστίκια ἀπὸ ἕνα μικροσκοπικὸ σακουλάκι καταϕανῶς ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ὡραία τους γεύση. Τὸν κοίταξα ἐπίμονα, ϕαντάστηκα τὸν πυρακτωμένο του οὐρανίσκο νὰ ζεσταίνει τὸ κύπελλο τοῦ καϕέ. Τὸν ὀνόμασα Βίκτωρα. ῞Οταν μὲ ἀντιλήϕθηκε, ἐπιτάχυνε τὸ ρυθμὸ κι ἄρχισε νὰ καταπίνει βιαστικά. ῎αλλος ἕνας ϕοβισμένος συνταξιδιώτης ποὺ δὲν ἤθελε «παρὰ μόνο νὰ πάει στὸν Καναδά». Γιὰ καλή μου τύχη ὑϕίστατο σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἕνας αὐτόματος πωλητὴς ἀναψυκτικῶν. Τὸν ἐπισκέϕθηκα καταθέτοντάς του μερικὰ ἀπ ᾽ τὰ νομίσματα ποὺ εἶχα στὴν τσέπη μου. στὸ ἀεροδρόμιο τῆς Φρανκϕούρτης, χρόνια πρίν, ἤξερα ἕναν αὐτόματο πωλητὴ ποὺ ἅπλωνε τὸ ἕνα του χέρι στὸ πουθενὰ κουνώντας το πάνω κάτω μὲ μανία λὲς καὶ
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
33
θὰ μποροῦσε μ᾽ἕναν μαγικὸ τρόπο νὰ πάρει πίσω ὅλα τὰ μπουκάλια νεροῦ καὶ κόκα-κόλα ποὺ τοῦ εἶχαν ἁρπάξει ἐξαιτίας τεχνικοῦ προβλήματος στὸ μηχανισμό. ῾η ὀθόνη ἔδειχνε πὼς εἶχα πίστωση 3,65. Οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου. Κοίταξα πίσω τὸ κάθισμα ποὺ εἶχε σίγουρα κρατήσει κάτι ἀπ ᾽τὴ θερμοκρασία τοῦ σώματός μου. αὐτὸ ἦταν, λοιπόν. ῎Εψαξα μὲ τὸ βλέμμα γιὰ ἀράχνες δίπλα στὸν αὐτόματο ἀλλὰ δὲν κατάϕερα νὰ βρῶ οὔτε μία. Φτερνίστηκα δυνατὰ καὶ παρόλο ποὺ μιὰ νεαρὴ οἰκογένεια στ ᾽ἀριστερὰ μὲ κοίταξε μὲ ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη, τίποτα οὐσιαστικὰ δὲν ἄλλαξε, ὁ χρόνος ἀναμονῆς μπροστά μας παρέμενε ἀτελείωτος. ῞Οταν ἀκούστηκε ὅτι στὶς 15:00 θὰ ὑπάρξουν νεότερα, δὲν ἔδειξα ἀρχικὰ νὰ συγκινοῦμαι. ῞υστερα ὅμως ἐκνευρίστηκα μὲ τὸ μονότονο ἀράδιασμα τῆς μιᾶς ὥρας μετὰ τὴν ἄλλη καὶ ξαναέγραψα στὴ Μαριάνε. Τῆς πῆρε δέκα λεπτὰ νὰ ἀντιδράσει. « ῎ῶχ», μοῦ ἀπάντησε. Τῆς ἔστειλα μιὰ σέλϕι: καθόμουν στὴν ἔξοδο μὲ συνοϕρυωμένο βλέμμα. «῾η ἀναμονὴ εἶναι σὰν τὸ ἄρμεγμα τῶν παγόβουνων», ἔγραψα. ῞υστερα πρόσθεσα «ϕωνάξτε σὰν τρελοὶ / μὲ τοῦ Γκστράιν τὴ μορϕὴ» κι ἔπιασα τὸν ἑαυτό μου νὰ χασκογελάει. «Τί βλακεία», ἔγραψε ἡ Μαριάνε. «θὰ ϕτάσεις ἀργοπορημένος στὸν Καναδά». «Χὰ χά», ἀπάντησα. «Κοίτα, θὰ πρέπει νὰ συνεχίσω τὰ ψώνια», εἶπε. «Γράψε μου μόλις εἶναι νὰ ϕύγετε». «ΟΚ».
34
CLEmENS J. SETz
7.
στὶς 16:00 μᾶς εἶπαν νὰ ἐπιβιβαστοῦμε. Ζήτησαν συγγνώμη γιὰ τὴν ταλαιπωρία. ῎Εγραψα στὴ Μαριάνε πὼς ἐπιτέλους ξεκινούσαμε μὰ δὲν ἀπάντησε ἀμέσως. ῎Εκλεισα τὸ iPhone καὶ ὁ ὑπόλοιπος κόσμος ἔσβησε μαζί του, ἀπέμενε μόνο τὸ ἀναγκαστικὸ ζὲν τῆς στιγμῆς. ῾Ορίστε τὸ εἰσιτήριό μου. Τὸ διαβατήριο. Τὸ σακάκι μου. Περπατήσαμε ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο στὸν μακρὺ θάλαμο. Πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδό μας στὸ ἀεροπλάνο ὑπῆρξε συνωστισμός. ῎ανθρωποι μὲ τροχήλατες βαλίτσες. Φίλοι καὶ συγγενεῖς. ᾽απὸ κάπου τρύπωνε τὸ ϕῶς τοῦ ἥλιου καὶ σκιὲς ϕύλλων ἔπεϕταν ξάϕνου στὰ σακάκια καὶ τὶς πλάτες τῶν μπροστινῶν. σύντομα ἀποδείχτηκε πὼς ἦταν ἁπλῶς μιὰ ὀπτικὴ ψευδαίσθηση. Μετὰ τὴν ἀπογείωση ὅλα θὰ ἔπαιρναν ξανὰ τὴν κανονική τους διάσταση. Πρόσωπα. Κεϕάλια. Πρωινὲς ἐϕημερίδες. Γιὰ τὴν ὥρα ξεκινοῦσε ἡ ϕάση τῶν ζωηρῶν σκέψεων. Κούμπωσα στὴ θέση μου ὅπως μιὰ μπαταρία στὴν εἰδικὴ ὑποδοχή. Γιὰ τὶς ἑπόμενες ὧρες μοναδικὴ συντροϕιὰ θὰ εἶχα τὰ ἴδια μου τὰ χέρια, τὰ γόνατα, τὰ δάχτυλα τῶν ποδιῶν. Καὶ λοιπόν; Μιὰ χαρὰ θὰ ἦταν κι ἔτσι. Πρὸς ἀπογοήτευσή μου, οἱ ἀεροσυνοδοὶ δὲν μοῦ ἔριχναν ματιά. ῏ηταν ἀπασχολημένες νὰ βολέψουν τὶς βαλίτσες τῶν ὑπολοίπων στὰ πάνω ράϕια. Non-playable characters, καθένας μὲ τὴν προσωπική του ἱστορία ν ᾽ἀναβο-
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
35
σβήνει στὸ στῆθος σὰν γραμμὴ ἀπὸ κώδικα προγραμματισμοῦ. Βάλθηκα νὰ κοιτάζω τὰ ϕαλακρὰ σημεῖα στὰ κεϕάλια τῶν μπροστινῶν καὶ στὸ μυαλό μου στριϕογύριζε ἡ ϕράση «σημεῖα σύνδεσης». ᾽Επιπλέον τοὺς ἔδινα καὶ ὀνόματα. Τὸ σημεῖο στὸ κεϕάλι ἑνὸς λεπτοῦ, ἐξαντλημένου ἄντρα γιὰ παράδειγμα δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ λέγεται Scotty. hi, I’m Scotty the Bald Spot. I like pillows, hats and warm summer rain. ῞Ενας τύπος μὲ ντοσιὲ ἔκανε τὴν ἐμϕάνισή του καὶ θέλησε νὰ μπεῖ στὸ πιλοτήριο. ῾υπάλληλοι τηλεϕωνοῦσαν, γίνονταν διαπραγματεύσεις. Μικροσκοπικοὶ ἐργάτες ἔλεγχαν τὸ ἀεροπλάνο στὸ ἔδαϕος, ὁ βόμβος τῶν ἐργασιῶν ἔϕτανε ὣς τὸ στῆθος μου. ῎ημουν πάνω στὸν Γκιούλιβερ, σ ᾽αὐτὴ τὴν πελώρια μηχανή. ῎Εξω ἡ θύελλα συνέχιζε. σύννεϕα ποὺ ἔτρεχαν καὶ ξεραμένες σταγόνες στὸ τζάμι. Ξαϕνικὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ ἕνα πάρκο στὸ σάλτσμπουργκ μὲ σπουργίτια καὶ παιδιὰ καὶ μιὰ παλιὰ ρόδα νὰ γυρίζει. στὴν εἰκόνα ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὸ παρελθὸν ἔδωσα τὸ ὄνομα ράλϕ. Μιὰ ἀπεικόνιση σὲ μιὰ πύλη στὴ σὰρτρ λεγόταν ἔτσι. ῾Ο Χριστὸς ὡς λέοντας, ὁ ἐπονομαζόμενος ράλϕ. Μᾶς ἄϕησαν νὰ περιμένουμε στὶς θέσεις μας, ὕστερα οἱ ἀεροσυνοδοὶ σϕράγισαν τὶς πόρτες. Τὸ ἀεροπλάνο ἄρχισε νὰ κυλάει. σταμάτησε. ῎ῶ, πύλη τῆς σάρτρ, παλιὰ ρόδα στὸ σάλτσμπουργκ. Προχωρήσαμε κάπως καὶ ξανασταθήκαμε. στὸ βάθος πλατάγισε ἕνα ἀνεμούριο.
36
CLEmENS J. SETz
8.
Τριάντα λεπτὰ ἀργότερα ἄλλη μιὰ ἀνακοίνωση. Μᾶς παρακαλοῦσαν νὰ κατεβοῦμε ἀπὸ τὸ ἀεροσκάϕος. ῞Ενα λεωϕορεῖο θὰ μᾶς μετέϕερε στὸ ἀεροδρόμιο. ῾Ο κόσμος ξεκίνησε τὴ μουρμούρα. Οἱ ἀγγλόϕωνοι ἐπιβάτες περίμεναν τὴν ἀνακοίνωση στὴ γλώσσα τους, ὕστερα ξεϕύσησαν μὲ ἀπογοήτευση κουνώντας τὸ κεϕάλι. Τὸ ἀεροπλάνο εἶχε τροχιοδρομήσει ἀλλὰ προϕανῶς κάτι δὲν πῆγε καλά. ῎Ισως εἶχε νὰ κάνει μὲ τὸν καιρό. ῾η διπλανή μου εἶπε: «Οἱ ἄνθρωποι εἶναι παρανοϊκοί». ᾽απάντησα: «Εἶναι ἡ ἔνατη ϕορὰ ποὺ ἐπιχειρῶ νὰ πετάξω γιὰ Καναδά. Κάθε ϕορὰ τὰ ἴδια». Μὲ πίστεψε. ῎Εγνεψε θυμωμένη, σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση της ἀλλὰ ξανακάθισε. θὰ ἔπρεπε ἄλλωστε νὰ περιμένουμε τὸ λεωϕορεῖο. « ᾽αρχίζει νὰ πιστεύει κανεὶς ὁλοένα καὶ περισσότερο ὅτι ὁ Καναδὰς ἁπλῶς δὲν ὑπάρχει», εἶπα. «Εἶναι πραγματικὰ αἰσχροί», ἔκανε ἐκείνη. Μπήκαμε στὸ λεωϕορεῖο κι ἔγειρα στὸ τζάμι. αἰσθανόμουν εὐάλωτος καὶ χειραγωγήσιμος, ὁποιοσδήποτε μποροῦσε νὰ μὲ διατάξει ὅ,τι τοῦ ἔκανε κέϕι. Κουρασμένος καὶ ἀπαθής, σὰν λαγὸς καταμεσῆς τοῦ χωραϕιοῦ. Μὲ μάτια κατακόκκινα. στὸ χέρι τὸ μυθιστόρημα τοῦ ᾽ακουταγκάβα. Οἱ συλλαβὲς τοῦ ὀνόματός του ἀναπηδοῦσαν στὸ μυαλό μου. «῾Ο Τζὲϕ ἔχει βαρβάτη ὑπογλυκαιμία, γιό!» μουρμούρισα. Οἱ ἐπιβάτες στρυμωγμένοι, ἀνὰ δύο πιασμένοι στὶς χειρολαβές. ῾Ο οὐρανός, ὡστόσο, παρέ-
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
37
μενε ϕωτεινός. Τί ὥρα ἦταν; Τὸ προσωπικὸ ἐδάϕους ἔστελνε τὸν κόσμο πρὸς μιὰ συγκεκριμένη κατεύθυνση. ᾽αποτελούσαμε ὅλοι μας τὴν κατάληξη ἄθλιων, ἀποτυχημένων προσπαθειῶν γιὰ τὴ δημιουργία ἐπιβατῶν : Τὸ σύμπαν εἶχε διαθέσει ὑλικὸ γιὰ τὴ μετατροπή μας σὲ ἀνθρώπους καὶ τὴν ἐπακόλουθη μετεξέλιξή μας σὲ ἐπιβάτες, χωρὶς θετικὸ ἀποτέλεσμα. Οἱ προσπάθειες παρέμειναν ἡμιτελεῖς. Κι ὅλοι μας τώρα κουνούσαμε τὰ κινητὰ σὰν ϕωτόσπαθα, πληκτρολογούσαμε ἢ τὰ κρατούσαμε κολλημένα στ ᾽ἀϕτιά μας. Κάποιοι ξεϕύλλιζαν ταξιδιωτικοὺς ὁδηγοὺς λὲς καὶ θὰ ἔβρισκαν ἐκεῖ κάποια λύση. Μᾶς ζήτησαν νὰ σχηματίσουμε δύο σειρὲς μπροστὰ στὰ γκισὲ γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν εἰσιτηρίων. Μιᾶς καὶ δὲν βιαζόμουν ἰδιαιτέρως, στάθηκα πίσω. ῏ηταν λίγο μετὰ τὶς πέντε καὶ τὸ στομάχι μου γουργούριζε. ῾η Μαριάνε πίστευε πὼς εἶχα ἀπογειωθεῖ πρὸ μιᾶς ὥρας καὶ πετοῦσα πρὸς Καναδά. Κράτησα τὸ iPhone μου ἀπενεργοποιημένο. Μοῦ ἄρεσε καλύτερα ὁ ἑαυτός μου στὸ παράλληλο σύμπαν. ῍ας πετοῦσε ἐκεῖνος. στὸ μεταξὺ ἐγὼ θὰ περιμένω στὴν οὐρά. Μπροστά μου ἑκατὸ ἀνθρώπινα σώματα. Κάποια καθισμένα στὶς βαλίτσες ποὺ κουβαλοῦσαν μαζί. Οἱ περισσότερες λύγιζαν καὶ οἱ κάτοχοί τους σωριάζονταν στὸ πάτωμα. Μόνο κοιτώντας γύρω μου μποροῦσα νὰ καταλάβω τὴν ἔνταση στοὺς μῦς τῶν ὑπολοίπων. ῎ηπια λίγο νερό. σὲ κοντινὴ ἀπόσταση εἶδα ἕναν αὐτόματο πωλητὴ ἀναψυκτικῶν. ῏ηταν ἄραγε ὁ ἴδιος; ῎Ισως νὰ ἀναβόσβηνε ἀκόμη στὸ καντρὰν τὸ ποσὸ ποὺ τοῦ εἶχα ρίξει! ῞Ομως ὄχι, βρισκόμασταν σὲ ἐντελῶς διαϕορετικὸ σημεῖο.
38
CLEmENS J. SETz
9.
῾η ὑπεύθυνη γιὰ τὶς ἀλλαγὲς τῶν εἰσιτηρίων δὲν ἔδειξε καμία ἀπογοήτευση γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἤθελα νὰ πετάξω πιά, οὔτε τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ οὔτε τὴν ἑπομένη τὸ ἀπόγευμα. Κούνησα σὲ ὅλες τὶς προτάσεις της ἀρνητικὰ τὸ κεϕάλι, σὰν παιδὶ σὲ διαϕήμιση ποὺ ἀπορρίπτει τὸ κακὸ προϊόν. Τελικὰ μοῦ ἔδωσε ἕνα κουπόνι διακοσίων εὐρὼ γιὰ μελλοντικό μου ταξίδι. Καταϕανῶς συγκινημένος, τὴν εὐχαρίστησα. «Μπορῶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσω ἀνεξαρτήτως προορισμοῦ;» ρώτησα. ᾽απάντησε καταϕατικά. ῎Εδειχνε χαρούμενη ποὺ εἶχε νὰ κάνει μ᾽ἕναν εὐγνώμονα, ἤρεμο ἐπιβάτη. ῾η βαλίτσα μου εἶναι ἕτοιμη πρὸς παραλαβή. « ῎α, τέλεια», ἔκανα. «Πηγαίνετε ἁπλῶς στὴν παραλαβή». «Ξεκινάω ἀμέσως τώρα», εἶπα. ᾽ακουγόμουν σὰν μεθυσμένος. Προχώρησα λοιπὸν προσεκτικὰ καὶ βῆμα βῆμα. ριου-νο-σου-κε-α-κου-τα-γκάβα. ῞Ενα σκυλὶ μπῆκε στὴν κουζίνα. Τὸ ράπισμα τοῦ ἀέρα σὰν θάνατος στὸ δρόμο. ῞Ενα πλαστικὸ μπαλάκι στὸ θυρεὸ κάποιου νησιωτικοῦ κράτους. στὴν παραλαβὴ τῶν ἀποσκευῶν ἔνιωσα μέσα μου ἕνα θάμπος. ῏ηταν οἱ βραδινὲς ὧρες ποὺ τώρα, μὲ σχετικὴ καθυστέρηση, καταλάμβαναν τὸ σῶμα μου. στὸν κυλιόμενο ἱμάντα ἐμϕανίστηκαν δυὸ πέδιλα τοῦ σκί. ᾽ακολούθησε μιὰ σειρὰ ἀποσκευῶν ποὺ ἔμοιαζαν. στὸν διπλανὸ ἱμάντα στριϕογύριζε ἐδῶ καὶ ὥρα ἕνα κατακόκ-
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
39
κινο ἀντικείμενο. Τὸ βάϕτισα ντομινίκ. ῎ημουν τόσο κουρασμένος, ποὺ ἔψαχνα συνεχῶς ν ᾽ἀνακαλύψω κρυμμένες σβάστικες στὰ μοτίβα τοῦ δαπέδου. στὸ ταξὶ γιὰ τὸ σπίτι μὲ πλημύρισε ἕνα αἴσθημα πληρότητας. στὸ ραδιόϕωνο μιλοῦσαν γιὰ τὴ Βενεζουέλα. Καὶ γιατί ὄχι; ῾η Βενεζουέλα, ἄλλο ἕνα κομματάκι τοῦ πάζλ. ᾽ακόμα καὶ μιὰ ζάρα στὴν κάλτσα μου μετὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ ἀεροπλάνο τὴ θεώρησα σὰν κάτι συνηθισμένο. ῞Οταν κατέβηκα στὸ δρόμο τοῦ σπιτιοῦ μας, μύριζε σὰν ἀπόγευμα, σὰν καμπάνα ποὺ εἶχε μόλις χτυπήσει. νὰ ϕώτιζε ὁ ἥλιος ποὺ ἔλαμπε πάνω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τὴν καμπάνα ποὺ τώρα παλλόταν στὸ καμπαναριό, νὰ ἔϕτανε τὸ ϕῶς στὰ ἀπόκρυϕα μέρη της; θὰ ἦταν δυνατὸν ὑπὸ μιὰ τέτοια γωνία; Καὶ τότε γιὰ ποιό λόγο ἄϕηναν ἐλεύθερη τὴ θέα τῆς καμπάνας περιμετρικὰ τοῦ κτίσματος; Τὰ δέντρα τῆς λεωϕόρου ἔστεκαν ἀκίνητα σὰν σὲ ξεκίνημα ταινίας. ᾽ανάμεσά τους πετοῦσε τώρα μιὰ κουρούνα. σὰν πουλὶ ποὺ βγῆκε ἀπὸ οἰκόσημο διαγράϕτηκε ἡ μορϕή της στὸν ἀπογευματινὸ οὐρανὸ καὶ προσγειώθηκε σὲ κάποιο κλαδί. «῾Ο τριακονταετὴς πόλεμος», σκέϕτηκε τὸ κουρασμένο μου μυαλό. «῾υπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Μιχαέλις μπήκαμε στὸ ρέγκενσμπουργκ, νωρὶς τὸ πρωί». Λίγο πιὸ μακριά, τρεῖς ἀστυνομικοὶ περνοῦσαν τὸ δρόμο. ᾽απὸ ἐκεῖ ποὺ βρισκόμουν ἔμοιαζαν νὰ βαδίζουν χέρι χέρι. ῏ηταν ἀπόγευμα καὶ τὰ πορτμπαγκὰζ τῶν οἰκογενειῶν ποὺ ἐπέστρεϕαν σπίτια τους ἔχασκαν ἀνοιχτά. Οἱ γείτονες εἶχαν πάει ὁμαδικὰ γιὰ ψώνια. ῞Ενας ϕρέσκος ἀνοιξιάτικος ἄνεμος ἔμπαινε τώρα στὰ ρουθούνια
40
CLEmENS J. SETz
μου. ῾η Μαριάνε σίγουρα θὰ ἐκπλησσόταν ὅταν θὰ μ᾽ ἔβλεπε νὰ ἐπιστρέϕω. Μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν ἐκεῖ, μπορεῖ νὰ γύριζε ἀργὰ τὴ νύχτα, ὅταν οἱ καμινάδες στὴ γειτονιὰ θὰ ἔτριζαν καὶ θὰ ϕούντωναν. ῎ανοιξα καὶ πάλι τὸ iPhone μου. 10.
Μπαίνοντας στὸ σπίτι, πρόσεξα μιὰ δυσάρεστη μυρωδιὰ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸ κλιμακοστάσιο. Δὲν ἦταν καπνός, οὔτε γκάζι. Δὲν ἦταν κάτι ἐπικίνδυνο. ῞Οσο ἀνέβαινα τὶς σκάλες μὲ τὴ βαλίτσα στὰ χέρια, τόσο ἐντεινόταν. Κάποιος εἶχε ἀνοίξει ὅλα τὰ παράθυρα τῶν ἡμιωρόϕων. Φτάνοντας στὸ διαμέρισμα, ἡ μυρωδιὰ εἶχε γίνει ἀνυπόϕορη. Παρατήρησα πὼς οἱ μύες τοῦ προσώπου μου μαρτύρησαν τὴν ἀνησυχία μου πρὶν προλάβω νὰ κάνω ὁποιαδήποτε σκέψη. Μιὰ ἀπαίσια γεύση μοῦ ἀνέβηκε στὸ λαιμό. ῎Εβγαλα τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὴν τσέπη μου καὶ ἄνοιξα. Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ξεχάσω αὐτὸ ποὺ ἀντίκρισα μόλις ἔσπρωξα τὴν πόρτα. Τριγύρω ὑπῆρχαν ἄγνωστοί μου, πεσμένοι στὸ πάτωμα ἢ γερμένοι στοὺς τοίχους. στὸ χὸλ μέτρησα ἕξι. Πολὺ γρήγορα κατάλαβα ὅτι τὸ ἴδιο συνέβαινε σὲ ὅλα τὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ. ῏ηταν νεαροὶ ἀλλὰ καὶ ἄντρες μεγαλύτερης ἡλικίας, στοιβαγμένοι σὰν τσαμπιά. Ξαπλωμένοι σὲ στρώματα ἢ σὲ κομμάτια ἀπὸ χαρτόνι. Τὰ ροῦχα τους σὲ ἄθλια κατάσταση, σκισμένα, βρόμικα, εἶχαν λειώσει ἐπάνω τους. Οἱ περισσότεροι εἶχαν βρόμικα, ἀτημέλητα γένια.
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
41
θὰ πρέπει νὰ στάθηκα γιὰ ὥρα ἀκίνητος. ῞υστερα θυμᾶμαι ἕνα ἄτομο νὰ περπατάει –τὸ μόνο ποὺ δὲν ἦταν ξαπλωμένο– καὶ νὰ στέκεται στὴν κάσα τῆς πόρτας ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ σαλόνι. Δὲν κοιτοῦσε πρὸς τὴ μεριά μου. ῎Εσκυψε κι ἔδωσε κάτι σ ᾽ἕναν ἀπ ᾽ὅσους κείτονταν στὸ πάτωμα. ᾽Εκεῖνος τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του σὰν νὰ ἦταν λούτρινο ζωάκι: ἦταν ἡ προσωπική μου κούπα τοῦ καϕὲ μὲ τὸ σχέδιο ϕράκταλ. Εὐχαριστώντας γιὰ τὸ δῶρο, ὁ ξαπλωμένος ἄντρας ἀνασήκωσε γιὰ λίγο τὸ κεϕάλι κι ὕστερα μαζεύτηκε ξανὰ στὴ θέση του. Ποιοί ἦταν ὅλοι αὐτοί; ᾽απὸ ποῦ εἶχαν ἔρθει; Τὸ ἄτομο ποὺ στεκόταν ὄρθιο ἦταν ἡ Μαριάνε, ποὺ χάθηκε στὸ πίσω μέρος τοῦ ὑποϕωτισμένου διαμερίσματος. Λάμπα δὲν ἄναβε στὰ δωμάτια, παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἕνα θαμπὸ ἡμίϕως. ῏ηταν ϕυσικὸ νὰ τὴν ἀκολουθήσω. ῾Ο καθένας θὰ ἔκανε τὸ ἴδιο. Περπάτησα σὰν σὲ ϕρέσκο χιόνι, προσέχοντας τὰ βήματά μου. ῾η Μαριάνε εἶχε βγεῖ στὸ μπαλκόνι. Μποροῦσα νὰ δῶ τὴ μορϕή της στὸ ἀσθενικὸ ϕῶς ποὺ ἔϕτανε ἀπὸ τὸ γειτονικὸ μπαλκόνι. ῎Εσκυβε καὶ σηκωνόταν ἐπαναλαμβάνοντας τὴν ἴδια κίνηση. ῎Εκανα μερικὰ βιαστικὰ βήματα πρὸς τὸ γραϕεῖο μου, ἔσϕιξα γερὰ ἕνα κέρμα στὴ χούϕτα μου καὶ ρούϕηξα ἀέρα μέσ ᾽ἀπὸ τὸ μάτι μιᾶς βελόνας. ῎Ισως αὐτὸ ποὺ βίωνα νὰ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. στὸ δωμάτιο μιὰ ἔντονη, ὑγρὴ μυρωδιά, σὰν ἀπὸ νερὸ κάποιου λιμανιοῦ. ῎ηθελα νὰ οὐρλιάξω. Ποιοί ἦταν ὅλοι αὐτοί; Τὸ ἐρώτημα ἦταν τόσο τερατῶδες ποὺ δὲν εἶχα δύναμη οὔτε νὰ τὸ ἀρθρώσω.
42
CLEmENS J. SETz
῾υπῆρχε κόσμος ποὺ ὑπέϕερε ἀκόμα καὶ στὸ ἴδιο μου τὸ κρεβάτι. Τέσσερις ἄντρες εἶχαν βρεῖ καταϕύγιο ἐκεῖ. Κείτονταν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο ἀναπνέοντας βαριά. ῎αλλοι τέσσερις στρυμώχνονταν κάτω ἀπὸ τὸ γραϕεῖο μου τυλιγμένοι σὲ μάλλινες κουβέρτες, νεαροὶ αὐτοί. ῞Ενας τους γύρισε καὶ μὲ κοίταξε στὰ μάτια. Τὸ στόμα του ἦταν στραβωμένο, τὰ χείλη κάπως λερωμένα. Μπροστά του πεσμένη ἡ ἠλεκτρική μου ὀδοντόβουρτσα μὲ τὸ ϕορτιστή. Τὶς περισσότερες κουβέρτες ποὺ προϕανῶς εἶχε μοιράσει ἡ Μαριάνε δὲν τὶς εἶχα ξαναδεῖ ποτέ μου. Μόνο ἐλάχιστες ἀπ ᾽αὐτὲς ἀναγνώριζα, ὅπως τὴν κουβέρτα ποὺ ἔριχνα στὰ πόδια μου ὅταν ἔβλεπα τηλεόραση. ῞υστερα βγῆκα ἀπὸ τὸ δωμάτιο. Τὸ στόμα μου γέμισε σάλιο ἀλλὰ μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ καταπιῶ. ᾽Εντελῶς ἀμήχανος, ἀκούμπησα προσεκτικὰ τὰ κλειδιὰ στὸ ἐπίχρυσο μπὸλ τοῦ σαλονιοῦ. ᾽ακόμα κι ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀνθρώπων ποὺ ἦταν ξαπλωμένοι στὸ πάτωμα. Κουρελιασμένοι καὶ ἄρρωστοι, μὲ τὶς πληγὲς στὸ δέρμα τους νὰ ϕαίνονται παρὰ τὸ ἐλάχιστο ϕῶς. Μύγες πετοῦσαν στὸν ἀέρα, ἕτοιμες νὰ πιάσουν δουλειά. Τὶς ἄκουγες χωρὶς νὰ τὶς βλέπεις. Τὸ ϕόρεμα τῆς Μαριάνε εἶχε τὸ χρῶμα ἀρχαίου κίονα. Τὸ συνειδητοποιοῦσα μὲ σχετικὴ καθυστέρηση τὴν ὥρα ποὺ τὸ ὄνομα «νόρμπερτ Γκστράιν», ξένο καὶ ἀπειλητικὸ πιά, περνοῦσε σὰν ἀεροπανὸ στὸν οὐρανὸ τοῦ μυαλοῦ μου. Τὰ πάντα μέσα μου εἶχαν πετρώσει. ῞Ενας ἀπὸ τοὺς ἄντρες ποὺ εἶχαν πάρει θέση περιμετρικὰ τῆς τηλεόρασης ϕοροῦσε πουκάμισο μὲ στάμπα τοῦ Τσάρλι Τσάπλιν. Γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ βλέμμα μου ἔμεινε
η ΠαρηΓΟρΙα Τῶν σΤρΟΓΓυΛῶν ΠραΓΜαΤῶν
43
κολλημένο στὸ ἡμίψηλο καὶ στὸ μουστάκι τοῦ ἠθοποιοῦ. ῾Ο ἄντρας εἶχε τὰ μάτια του κλειστὰ καὶ κρατοῦσε σϕιχτὰ τὴν πάνω ἄκρη τοῦ πουκαμίσου του. στὸ σαλόνι ἡ μυρωδιὰ ἦταν ἀνυπόϕορη, τὴ μιὰ γλυκόξινη, τὴν ἄλλη πικρὴ καὶ στυϕή. ῾η θέα ἐκείνων τῶν ἀντρῶν ποὺ ἦταν ἄθλια στοιβαγμένοι ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, σὰν ἀπεικόνιση ἀπὸ παλιὰ ξυλογραϕία, μοῦ θύμισε ἕνα ντοκιμαντὲρ γιὰ τὰ πλοῖα τῶν σκλάβων ποὺ εἶχα δεῖ πρὶν ἀπὸ καιρό. ῞Ομως αὐτοὶ οἱ ἄντρες βρίσκονταν ἐδῶ μὲ τὴ θέλησή τους. ῎Εδιναν τὴν ἐντύπωση ἀνθρώπων ἀνακουϕισμένων, ποὺ εἶχαν ϕτάσει στὸν προορισμό τους καὶ ἔνιωθαν ἀσϕαλεῖς. ᾽Εκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ συνειδητοποίησα πὼς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἔχω ἀντικρίσει. ῾η Μαριάνε μπῆκε ἀπὸ τὸ μπαλκόνι στὸ διαμέρισμα. ᾽αρχικὰ δὲν ἀναγνώρισα τὸ πρόσωπο καὶ τὶς ἐκϕράσεις της. ᾽απέδωσα τὸ γεγονὸς στὸν χαμηλὸ ϕωτισμὸ καὶ ὑπέθεσα πὼς αὐτὸς εὐθυνόταν ποὺ ἔμοιαζε στὰ μάτια μου τόσο ξένη. ῞υστερα ὅμως κατάλαβα: ἦταν εὐτυχισμένη. ναί, ἔτσι ἔδειχνε. Καὶ συνειδητοποίησα μονομιᾶς πὼς αὐτὴ ἡ χαρά, αὐτὴ ἡ ϕυσικὴ εὐθυμία, ἔλειπε ὅταν ἤμουν παρών, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πόσο ϕιλικὴ ἢ χαλαρὴ ἦταν ἡ ἐπαϕή μας. ῎Ελαμπε ὁλόκληρη, σὰν σὲ κατάσταση στωικῆς εὐδαιμονίας. Ποῦ ἀλλοῦ μποροῦσε νὰ δεῖ κανεὶς κάτι ἀνάλογο; ῎Ισως στὸν πίνακα τοῦ Μπρέγκελ Χωριάτικος γάμος, καὶ συγκεκριμένα στὸ πρόσωπο τῆς νύϕης ποὺ εἶναι καθισμένη στὸ τραπέζι. σὲ κάθε περίπτωση, ἀντιλαμβανόμουν πὼς αὐτὸ τὸ ἐντελῶς ἀκατανόητο λαζαρέτο τοῦ διαμερίσματος ἦταν ὁ πραγματικὸς κόσμος. Καθετὶ ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ σήμαινε γιὰ
44
CLEmENS J. SETz
τὴ Μαριάνε ἀπορρύθμιση καὶ ἀπαιτοῦσε ἀπὸ ἐκείνη αὐτοσυγκράτηση καὶ ὑπομονή. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ἦταν ἡ ζωή της. Μὲ προσοχὴ πέρασε πάνω ἀπὸ μερικοὺς ἄντρες καὶ προχώρησε ἀργά, μ᾽ἕνα ἐλαϕρῶς πλάγιο βῆμα πρὸς τὴ μεριά μου. ῾η ἄσχημη μυρωδιὰ ἄρχισε νὰ γίνεται ἐντονότερη, ἴσως ἐπειδὴ οἱ κινήσεις της ἀνάδευαν τὸν ἀέρα στὸ δωμάτιο. ῾η Μαριάνε μὲ εἶδε χωρὶς νὰ πεῖ τὸ παραμικρό. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς τῆς στεκόμουν ἐμπόδιο, πὼς μὲ τὴν παρουσία μου τῆς δημιουργοῦσα πρόβλημα. ῾ῶστόσο προχώρησε καὶ μ᾽ἕνα ἐλαϕρὺ κούνημα τοῦ κεϕαλιοῦ ἔϕτασε κοντά μου. Μὲ προσπέρασε χωρὶς νὰ σταματήσει. « ᾽αστειότητες», τὴν ἄκουσα μόνο νὰ μουρμουρίζει. ῎Εκπληκτος γύρισα τὸ κεϕάλι καὶ τὴν εἶδα νὰ σκύβει πάνω ἀπὸ ἕναν ἄντρα ποὺ μασοῦσε ξαπλωμένος κάτω ἀπὸ τὸ βαρόμετρό μας. Δὲν εἶχε μύτη καὶ ἀϕτιά, ἐνῶ τὸ κεϕάλι του ἦταν τόπους τόπους ϕαλακρό. ῎Εμοιαζε νὰ ἔχει περάσει κάμποσες νύχτες καὶ μέρες σὲ κάποια ἐπικίνδυνη ἔρημο περιμένοντας χωρὶς ἐλπίδα. Ψιθύρισε ἕνα «εὐχαριστῶ» στὴ Μαριάνε ποὺ τοῦ ἔδωσε ἕνα ϕιλὶ στὸ μέτωπο. ῞υστερα σωριάστηκε στὸ χαρτόνι του καὶ τυλίχτηκε μὲ τὴν κουβέρτα.