JOSEPH A. APPLEYARD
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Κωνσταντίνος Δεσποινιάδης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή του επιμελητή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ευχαριστίες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . .
39
Μια θεωρία προσανατολισμένη στον αναγνώστη . . . . . . . . . . . . . . Αναγνωστική και ψυχολογική ανάπτυξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πέντε ρόλοι που αναλαμβάνουν οι αναγνώστες . . . . . . . . . . . . . .
44 50 56
37
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΠΡΩΤΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ:
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΩΣ ΠΑΙΚΤΗΣ . . . . . . . . . . . . . . .
Ο κόσμος του μικρού παιδιού . . . . . . . . . Η γνωστική ερμηνεία της φαντασίας . . . . Η συναισθηματική δύναμη της φαντασίας Φαντασία, παιχνίδι και εμπιστοσύνη . . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
. . . .
67 70 74 88 101
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΥΣΤΕΡΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ:
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΩΣ ΗΡΩΑΣ ΚΑΙ ΗΡΩΙΔΑ . . . . . .
Ο κόσμος του νεαρού αναγνώστη . . . . . . . . . . . . . Τι διαβάζουν τα παιδιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αφηγηματική δομή: Γνωστικές όψεις . . . . . . . . . . . Αφηγηματική δομή: Συναισθηματικές όψεις . . . . . Χαρακτήρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μυθοπλασία και πληροφορία: Δυο οπτικές γωνίες Η διαδικασία της ανάπτυξης . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια σημείωση για τον ρόλο των φύλων . . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
. . . . . . . .
123 125 127 133 139 146 154 160 171
12
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΦΗΒΕΙΑ: Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΩΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ . . . .
Ο κόσμος του εφήβου . . . . . . . . . . . . . . Τι διαβάζουν οι έφηβοι . . . . . . . . . . . . . Εμπλοκή και ταύτιση . . . . . . . . . . . . . . . Ρεαλισμός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στοχασμός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Διαβάζοντας και μελετώντας λογοτεχνία
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
177
. 179 . 184 . 187 . 195 . 200 . 204
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ:
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΩΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ . . . . . . . . . . .
Δύο φοιτητές διαβάζουν . . . . . . Το διαυγές κείμενο . . . . . . . . . Το προβληματικό κείμενο . . . . Το κατανοητό κείμενο . . . . . . . Το θεωρητικοποιημένο κείμενο Ειρωνεία . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 : ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ: Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Elizabeth . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ενήλικη ζωή . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι χρήσεις της ανάγνωσης . . . . . . Απόδραση . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η αναζήτηση της αλήθειας . . . . . . Ανακαλύπτοντας χρήσιμες εικόνες
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
. . . . . .
215
. 218 . 224 . 227 . 235 . 250 . 258 263
. 264 . 269 . 274 . 276 . 287 . 301
Βιβλιογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
319
Ευρετήριο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
337
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
1. Ο συγγραφέας
O JOSEPH A. APPLEYARD, S. J., με καταγωγή από το Malden της Μασαχουσέτης, διέγραψε μια αξιόλογη σταδιοδρομία στο Κολέγιο της Βοστόνης, ένα ιδιωτικό πανεπιστημιακό ίδρυμα καθολικών και ιησουιτών στη γενέθλια πόλη του. Συνδυάζοντας την ιδιότητα του κληρικού και του ακαδημαϊκού ανέπτυξε έντονη κοινωνική και πνευματική δράση στη θρησκευτική κοινότητα του ιδρύματος. Συγκεκριμένα, το 1953 αποφοίτησε από το Κολέγιο αποκτώντας πτυχίο στην αγγλική γλώσσα και φιλολογία, ενώ λίγο αργότερα έγινε μέλος της ιησουιτικής κοινότητας του ιδρύματος. Οι πνευματικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν στη διεύρυνση των σπουδών του στον τομέα της φιλοσοφίας και της θεολογίας και απέκτησε τίτλους σπουδών από το Κολέγιο Weston στο Ηνωμένο Βασίλειο (1958) και το Κολέγιο Canisianum στην Ολλανδία (1967), αντίστοιχα. Το 1964 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στον ίδιο τομέα με τις προπτυχιακές του σπουδές, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Harvard, και το 1966 χειροτονήθηκε ιερέας. Αφού υπηρέτησε ως βοηθός καθολικός ιερέας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1966-1967), ο Appleyard ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα ως επίκουρος καθηγητής της αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας στο Κολέγιο της Βοστόνης (1967). Το 1969 προήχθη στη βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή και το 1991 στη βαθμίδα του τακτικού καθηγητή. Τα επόμενα έξι χρόνια, ως εφημέριος, υπήρξε υπεύθυνος για τη σωματική και πνευματική ευημερία των μελών της ιησουιτικής κοινότητας του ιδρύματος, μιας από τις σημαντικότερες διεθνώς. Παράλληλα, συμμετείχε ως μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Κολεγίου. Εκτός από το ερευνητικό, διδακτικό και διοικητικό του έργο, συμμετείχε ως μέλος σε πολλές ακαδημαϊκές επιτροπές, όπως στην Πανεπιστημιακή Επιτροπή για τη Φιλελεύθερη Εκπαίδευση (1969-1971) και στο
14
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
Πανεπιστημιακό Συμβούλιο για τη Διδασκαλία (1977-1979). Ακόμα, ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου του τμήματος (1979-1982) και υπήρξε επίτιμος διευθυντής του Προγράμματος Τεχνών και Επιστημών (1987-1997). To 1998 ανέλαβε την αντιπροεδρία της Ιεραποστολής και του Ιερατείου του Κολεγίου, μιας νεοσύστατης θέσης με σκοπό την προαγωγή της ακαδημαϊκής, εκπαιδευτικής, κοινωνικής και πνευματικής αποστολής του ιδρύματος ως Πανεπιστημίου Καθολικών και Ιησουιτών. Ο πρόεδρος του Κολεγίου William P. Leahy αναγνώρισε στο πρόσωπό του ένα άτομο με μοναδικές ικανότητες για να αναλάβει το συγκεκριμένο αξίωμα. Από τη νέα αυτή θέση επέβλεπε άμεσα τις θρησκευτικές λειτουργίες του Κολεγίου και του αντίστοιχου πνευματικού κέντρου που ιδρύθηκε από το ίδρυμα και την κοινότητα των ιησουιτών το 1997, προσφέροντας στα μέλη του ακαδημαϊκού και λοιπού προσωπικού έναν χώρο διερεύνησης της πνευματικότητας του Αγίου Ιγνατίου (ιδρυτή της θρησκευτικής αδελφότητας των ιησουιτών) και της ιησουιτικής εκπαίδευσης. Ο Appleyard προώθησε μέσω προϋπαρχόντων προγραμμάτων την καθολική και ιησουιτική ιδιότητα του Πανεπιστημίου σε τομείς που αφορούσαν, ενδεικτικά, ακαδημαϊκές υποθέσεις, φοιτητικά θέματα, το ανθρώπινο δυναμικό και τις πανεπιστημιακές σχέσεις. Επίσης, εργάστηκε για την από κοινού ανάπτυξη νέων προγραμμάτων σε αυτά τα πεδία. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του συνεργάστηκε και με άλλα ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα της Αμερικής στα οποία δραστηριοποιείται η κοινότητα των ιησουιτών και των καθολικών, όπως το Πανεπιστήμιο Fairfield, το Πανεπιστήμιο του Scranton και το Πανεπιστήμιο Loyola Marymount στο Λος Άντζελες. Από το 2010 είναι Εταίρος της Κοινότητας Ιησουιτών στην επαρχία New England, ενώ τον Μάιο του 2012 ανακηρύχτηκε επίτιμος Διδάκτορας των Ανθρωπιστικών Γραμμάτων από το Κολέγιο της Βοστόνης. Ο Appleyard δημοσίευσε αρκετά άρθρα σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά για την παρουσία του θρησκευτικού δόγματος στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση και στην αλληλεπίδραση μεταξύ των ακαδημαϊκών και των πνευματικών όψεων του Πανεπιστημίου. Επίσης, ασχολήθηκε με θέματα που αφορούν την πνευματική εξέλιξη του αναγνώστη και τη χρήση της γλώσσας σε συνάρτηση με το θρησκευτικό βίωμα. Ως μελετητής ανέδειξε με κριτική ματιά, στο ομώνυμο βιβλίο του, τη φιλοσοφία της ποίησης του Άγγλου ρομαντικού ποιητή Samuel Taylor Coleridge (1772-1834).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
15
2. Το παρόν έργο Στο βιβλίο αυτό ο Appleyard παρουσιάζει μια μελέτη για τη συμπεριφορά του αναγνώστη κατά την αισθητική ανάγνωση μυθοπλαστικών έργων και την προοδευτική της ανάπτυξη, καθώς το άτομο οδεύει από τη νηπιακή ηλικία στην ενήλικη ζωή. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι όλοι οι αναγνώστες διέρχονται από μια τακτική ακολουθία σταδίων, τα οποία συμβαδίζουν με τα στάδια της γνωστικής και συναισθηματικής τους ανάπτυξης. Τα εν λόγω αναγνωστικά στάδια επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι αναγνώστες βιώνουν τις αφηγήσεις και ανταποκρίνονται σε αυτές, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Αφορμή για τη διερεύνηση του συγκεκριμένου ζητήματος αποτέλεσε η διαπίστωση ότι, ενώ ο ίδιος δίδασκε στους φοιτητές του κειμενοκεντρικές προσεγγίσεις για την ανάλυση των λογοτεχνικών έργων, εκείνοι προέβαιναν σε κατεξοχήν υποκειμενικές ερμηνείες, αξιοποιώντας τις αναγνωστικές εμπειρίες τους. Πιο συγκεκριμένα, ο Appleyard παρατήρησε ότι διαφορετικά κριτήρια και λανθάνοντα κίνητρα επηρέαζαν τις επιλογές των αναγνωστών, γεγονός που διαπίστωσε και σε προσωπικό επίπεδο. Η μελέτη του επεκτάθηκε σε συγκρίσεις και συσχετίσεις της αναγνωστικής συμπεριφοράς διαφορετικών ατόμων, όπως και αναγνωστών από διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Ξεκινώντας από την προσχολική ηλικία, όταν το άτομο αποκτά τις πρώτες αναγνωστικές εμπειρίες του, και φτάνοντας μέχρι και την ενήλικη ζωή, ο Appleyard προσδιόρισε, μέσω της ποιοτικής ανάλυσης πραγματικών παραδειγμάτων, πέντε ρόλους που αναλαμβάνουν οι αναγνώστες με την πάροδο του χρόνου. Για να ενδυναμώσει επιστημονικά τις θεωρήσεις του βασίστηκε στα αξιώματα σύγχρονων, σημαντικών θεωρητικών της λογοτεχνίας, που έθεσαν στο επίκεντρο της ερμηνείας των λογοτεχνικών κειμένων τον ίδιο τον αναγνώστη (βλ. ενδεικτικά Holland, 1985· Iser, 1978· Rosenblatt, 1978), και έλαβε υπόψη του τις επικρατούσες θεωρίες από τον χώρο της ψυχολογίας για τη γνωστική και τη συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου (π.χ. Piaget, Freud, Erikson κ.ά.). Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου αντιστοιχεί ουσιαστικά σε ένα αναγνωστικό στάδιο: στην προσχολική ηλικία ο αναγνώστης ενεργεί ως «παίκτης» (reader as player), κατά τη φοίτησή του στο δημοτικό εξελίσσεται αναγνωστικά σε «ήρωα ή ηρωίδα» (reader as hero and heroine), ενώ στην εφηβεία ενεργεί ως «στοχαστής» (reader as thinker). Στην ενήλικη ζωή του, αν ασχολείται συστηματικά με τη μελέτη της λογοτεχνίας, αναλαμβάνει τον ρόλο του «ερμηνευτή» (reader as interpreter), ενώ ένας ενήλικας στη μέση ηλικία που απλώς αρέσκεται στην ανάγνωση λογο-
16
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
τεχνίας διαδραματίζει τον ρόλο ενός «πραγματιστή» αναγνώστη (pragmatic reader). Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο, όπου περιγράφεται το πρώτο αναγνωστικό στάδιο, ο «αναγνώστης ως παίκτης» (reader as player) απλώς ακούει τις αφηγήσεις των ιστοριών, αφού δεν έχει κατακτήσει ακόμα τους μηχανισμούς της ανάγνωσης, και τις αναπαριστά νοερά με τη φαντασία του μέσα από εγωκεντρικές προσεγγίσεις. Το μικρό παιδί πιστεύει ότι η προσωπική του οπτική είναι η μοναδική που υπάρχει. Οι μυθοπλαστικές ιστορίες, αν και φανταστικές, του προσφέρουν διάφορα γνωστικά ερεθίσματα και ενεργοποιούν ποικίλες συναισθηματικές αντιδράσεις, τις οποίες μαθαίνει προοδευτικά να κατηγοριοποιεί και να διαχειρίζεται. Εκτός από τη γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη, το κοινωνικό πλαίσιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αναγνωστικής συμπεριφοράς. Τέλος, το ίδιο το παιχνίδι και η λειτουργία του, ως μέσο διερεύνησης του κόσμου για το νήπιο, εντοπίζεται στον πυρήνα των κινήτρων που το ωθούν να ακούσει μια ιστορία. Εκτός από τα προαναφερθέντα, στο πρώτο κεφάλαιο ο Appleyard περιγράφει διάφορες πτυχές της συμπεριφοράς του νηπίου όχι μόνο ως ακροατή, αλλά και ως αφηγητή ιστοριών που επινοεί το ίδιο. Παράλληλα, ο Αμερικανός μελετητής αναλύει τη δομή των έργων που απευθύνονται σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, με γνώμονα τις γνωστικές τους δεξιότητες, και αναδεικνύει τη θεματολογία τους, η οποία συμπίπτει με τη θεματολογία των ιστοριών που επινοούν τα ίδια και, κατ’ επέκταση, με τις υπαρξιακές και συναισθηματικές ανησυχίες τους (π.χ. θάνατος, εγκατάλειψη, αποχωρισμός κ.λπ.). Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου περιγράφεται το παιδί σε ηλικία 6-12 ετών, όταν βιώνει τον ρόλο του αναγνώστη ως «ήρωα και ως ηρωίδας» (reader as hero and heroine), όταν φαντάζεται τον εαυτό του ως το κεντρικό πρόσωπο των μυθοπλαστικών ιστοριών που διαβάζει. Η διεύρυνση των προσωπικών του εμπειριών, η γνωστική του ανάπτυξη, η συναισθηματική του ωρίμανση, η αίσθηση της ανεξαρτησίας που αποκτά, η συναναστροφή του με άλλους ανθρώπους –και κυρίως με την ομάδα των συνομηλίκων– αλλά και το σχολείο ωθούν τα παιδιά να αντιληφθούν την ανάγνωση είτε ως μέσο απόκτησης γνώσεων (βιβλία πληροφοριών) είτε ως έναυσμα για περαιτέρω εσωτερικές αναζητήσεις (μυθοπλαστικές ιστορίες). Ο φανταστικός κόσμος των λογοτεχνικών βιβλίων, ο οποίος γίνεται ευκολότερα αντιληπτός στα παιδιά σε σύγκριση με τον πραγματικό, προσκαλεί τους νεαρούς αναγνώστες να μπουν στη θέση των ηρώων και να φανταστούν ότι λαμβάνουν μέρος στη δράση ως πολυμήχανοι χαρακτήρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Τα λογοτεχνικά βιβλία προσφέρουν
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
17
στα παιδιά ένα πρόσφορο έδαφος για να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους και να βιώσουν νέες συναισθηματικές εμπειρίες, προσεγγίζοντας τις ιστορίες από διαφορετικές οπτικές. Αν και οι αναγνωστικές τους επιλογές ποικίλλουν, οι ιστορίες που διαβάζουν φέρουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που προσελκύουν το ενδιαφέρον τους, όπως είναι η απλοποιημένη πλοκή, η γρήγορη δράση, οι ιδεατοί τύποι ηθικά καλών και κακών χαρακτήρων και οι σύντομες περιγραφές. Ο Appleyard αναδεικνύει παράλληλα την ποικιλία των αναγνωστικών προτιμήσεων των παιδιών και προσεγγίζει τα κίνητρα που ωθούν έναν αναγνώστη σε αυτή την ηλικία να διαβάσει ξανά ένα βιβλίο. Από το κεφάλαιο αυτό μέχρι και το τέλος της μελέτης ο συγγραφέας αξιοποιεί την ειδολογική θεωρία του Northrop Frye (1957, ελληνική μετάφραση 1996), αντιστοιχίζοντας τις τέσσερις αφηγηματικές δομές που κατονομάζει ο Καναδός κριτικός (ρομάντσο ή μυθιστορία, τραγωδία, ειρωνεία, κωμωδία, βλ. παρακάτω) με τους τέσσερις ρόλους που αναλαμβάνει ο αναγνώστης από την παιδική ηλικία μέχρι την ενήλικη ζωή (Sebesta 1995: 589). Στο τρίτο κεφάλαιο ο Appleyard υποστηρίζει ότι ο αναγνώστης διαφοροποιείται πλέον σημαντικά από το παιδί-αναγνώστη, καθώς λειτουργεί ως «στοχαστής» (reader as thinker), με άλλα λόγια διαβάζει έχοντας επίγνωση των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Οι έφηβοι αναζητούν νέες αναγνωστικές προκλήσεις, που τους επιτρέπουν να διερευνήσουν το νόημα της ζωής και τις σημαίνουσες αξίες της, να παρατηρήσουν τον ίδιο τους τον εαυτό και να αξιολογήσουν τις προσωπικές τους στάσεις ως χαρακτήρες. Οι αναγνωστικές τους προτιμήσεις επικεντρώνονται σε ρεαλιστικά μυθιστορήματα, τα οποία προβάλλουν ακόμα και ζοφερά θέματα της ζωής και προκαλούν τους αναγνώστες-εφήβους όχι απλώς να ανακαλύψουν τον κόσμο, αλλά και να προβληματιστούν για επίπονα και αμφιλεγόμενα –σε συναισθηματικό επίπεδο– θέματα σχετικά με αξίες, πεποιθήσεις και ανθρώπινες συμπεριφορές. Οι αναγνωστικές ανταποκρίσεις των εφήβων εστιάζονται κυρίως στη συμμετοχή και στην ταύτιση με τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, στη διερεύνηση της αληθοφάνειας του περιεχομένου των βιβλίων και στον στοχασμό για όσα διαβάζουν. Συσχετίζοντας τα τυπικά χαρακτηριστικά της εφηβείας με τις ανταποκρίσεις των εφήβων αναγνωστών, ο Appleyard διαπιστώνει την τάση τους να ταυτιστούν με τους ήρωες βιώνοντας έντονα συναισθήματα, που φτάνουν σε σημείο «έκστασης», σε μια προσπάθεια να αναζητήσουν την ατομική ταυτότητά τους. Γι’ αυτό στα συγκεκριμένα λογοτεχνικά έργα διαγράφεται ευκρινέστερα ο ψυχικός κόσμος των ηρώων, σε σύγκριση με τα βιβλία που απευθύνονται σε αναγνώστες μικρότερης ηλικίας. Ο ρεαλιστικός χαρακτήρας των βιβλίων και ο βαθ-
18
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
μός στον οποίο αναπαριστούν την πραγματικότητα αποτελεί σημαντικό κριτήριο για να αποτιμήσουν οι έφηβοι αναγνώστες, θετικά ή όχι, το περιεχόμενό τους, καθώς τα βιβλία αντανακλούν προσωπικές εμπειρίες τους ή τους επιτρέπουν να φανταστούν εύκολα παρόμοιες καταστάσεις. Παράλληλα, οι έφηβοι συμμετέχουν δημιουργικά στη διαδικασία της ανάγνωσης και ερμηνεύουν όσα διαβάζουν –χωρίς να βασίζονται σε κάποια θεωρία– μέσα από μια διαδικασία στοχασμού και αναστοχασμού. Προβληματίζονται για τους χαρακτήρες και διερευνούν κατά πόσο τα κίνητρα και τα συναισθήματα των χαρακτήρων μοιάζουν με τα δικά τους. Οι διαπιστώσεις αυτές ωθούν τον Appleyard να αποτυπώσει κριτικά την κατάσταση που επικρατεί στις σχολικές τάξεις κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας της λογοτεχνίας, η οποία δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες, στις ικανότητες και στα χαρακτηριστικά του έφηβου αναγνώστη και κυρίως τον ωθούν να αναδείξει την εξάσκηση των δεξιοτήτων ανάλυσης και ερμηνείας ως έναν κεντρικό διδακτικό στόχο. Θα ήταν παράλειψη, όμως, αν δεν αναφέραμε ότι ο Appleyard δεν περιορίζεται απλώς σε μια στείρα σκιαγράφηση της συμπεριφοράς των ανήλικων αναγνωστών, αλλά περιγράφει σφαιρικά την αναπτυξιακή της πορεία με αναφορές σε ειδικότερα θέματα που συνδέονται άρρηκτα μαζί της. Συγκεκριμένα, περιγράφει με σαφήνεια τις αναγνωστικές προτιμήσεις των παιδιών και των εφήβων, ανάγοντας το φύλο σε έναν σημαντικό παράγοντα που επιδρά σε αυτές ή αποτυπώνει τα στοιχεία της πλοκής, ακόμα και τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του βιβλίου (π.χ. έκταση), που προσελκύουν το ενδιαφέρον των ανήλικων αναγνωστών. Στα δύο επόμενα και τελευταία κεφάλαια του βιβλίου ο Appleyard εστιάζει το ενδιαφέρον του στον ενήλικο αναγνώστη, είτε πρόκειται για συστηματικό μελετητή της λογοτεχνίας είτε απλώς για αναγνώστη που διαβάζει για να απασχοληθεί δημιουργικά στον ελεύθερο χρόνο του. Πιο συγκεκριμένα, στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζει την περίπτωση του αναγνώστη «ερμηνευτή» (reader as interpreter), ο οποίος μελετά τη λογοτεχνία συστηματικά, με βάση μια ερμηνευτική στρατηγική, στο πλαίσιο των σπουδών του ή της εργασίας του. Ο Appleyard παρουσιάζει τον τρόπο ερμηνείας των λογοτεχνικών κειμένων ως μια εναλλακτική οδό της ανταπόκρισης των ενήλικων αναγνωστών, που μπορεί να υιοθετήσουν και εκείνοι που δεν έχουν σπουδάσει λογοτεχνία. Ειδικότερα, εντοπίζει τέσσερις τρόπους προσέγγισης των κειμένων τους οποίους κατακτά ο αναγνώστης, καθώς αναπτύσσεται προοδευτικά η εμπιστοσύνη του για τη διαδικασία ερμηνείας των κειμένων και αφορούν: α) το διαυγές κείμενο (the transparent text), β) το προβληματικό κείμενο (the problematic text), γ) το κατανοητό κείμενο (the intelligible text) και δ) το θεωρητικοποιημένο κείμενο (the text theorized).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
19
Οι τελειόφοιτοι του λυκείου και οι πρωτοετείς φοιτητές πανεπιστημίου προσεγγίζουν το κείμενο ως ένα διαυγές μέσο μεταβίβασης της αφήγησης, καθώς εστιάζουν αποκλειστικά σε αυτή. Δεν ασχολούνται με τη σημασία του κειμένου, αλλά προσπαθούν να εμπλακούν σε αυτό μέσω της ταύτισής τους με τους χαρακτήρες, τους οποίους αντιμετωπίζουν σαν υπαρκτά πρόσωπα. Ωστόσο, όταν συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για την ερμηνεία του κειμένου, μεταβαίνουν στη θέση του προβληματικού κειμένου, αναγνωρίζουν την ύπαρξη πολλαπλών υποκειμενικών απόψεων, ενώ εγκαταλείπουν προοδευτικά την ιδέα της αντικειμενικότητας και αποδέχονται την παρουσία του σχετικισμού όχι μόνο στην ερμηνεία της λογοτεχνίας, αλλά και στην ίδια τη φύση της γνώσης. Με την πρόοδο της φοίτησής τους στο πανεπιστήμιο οι φοιτητές αποκτούν μια συνολική εικόνα για την ακαδημαϊκή τους κατάρτιση, συνειδητοποιούν προοδευτικά την ταυτότητα των σπουδών τους και αντιλαμβάνονται τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να καταστήσουν κατανοητό ένα κείμενο που φάνταζε νωρίτερα για εκείνους διφορούμενο. Προοδευτικά μεταβαίνουν στη θεωρία και βιώνουν τη θέση που αφορά το θεωρητικοποιημένο κείμενο. Προβαίνοντας σε άμεσες αναφορές στο παραστατικό σχήμα του M. H. Abrams (1953) για τη σχέση του λογοτεχνικού έργου με τον κόσμο, τον αναγνώστη και τον συγγραφέα (το έργο βρίσκεται στο κέντρο ενός τριγώνου και το πλαισιώνουν στην κορυφή ο κόσμος και στη βάση ο αναγνώστης και ο συγγραφέας), ο Appleyard αναδεικνύει στην κρηπίδα της ερμηνείας του κειμένου τη συνολική ισχύ ολόκληρου του πλέγματος σχέσεων των συγκεκριμένων παραγόντων. Στο κεφάλαιο αυτό ο Appleyard αναδεικνύει μια σωρεία ζητημάτων που αφορούν τον τρόπο λειτουργίας του αναγνώστη-ερμηνευτή. Ενδεικτικά, εστιάζει στην επίδραση των ερμηνευτικών τεχνικών τις οποίες διδάσκουν οι καθηγητές στα πανεπιστήμια και στη μετέπειτα επιλογή και εφαρμογή των συγκεκριμένων στρατηγικών από τους φοιτητές. Ακόμα, θίγει τον ρόλο που έχουν οι εναλλακτικές ερμηνείες, οι οποίες προκύπτουν κατά την εφαρμογή των παραπάνω στρατηγικών, στη διεύρυνση του νοήματος ενός κειμένου. Διατυπώνει προβληματισμούς για το αν οι μαθητευόμενοι εμμένουν πιστά στη θεωρία και προσεγγίζει ζητήματα σχετικά με την ανάπτυξη των απαραίτητων μεταγνωστικών δεξιοτήτων, ώστε να επιλέξουν κριτικά και συνειδητοποιημένα την κατάλληλη ερμηνευτική προσέγγιση. Παράλληλα, με αφορμή την προσωπική του εμπειρία ως φοιτητή και μετέπειτα ως καθηγητή της λογοτεχνίας, παρουσιάζει συνοπτικά τις τάσεις διδασκαλίας της λογοτεχνίας στα αμερικανικά πανεπιστήμια κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και τον ρόλο που διαδραματίζουν οι επικρατούσες κριτικές θεωρίες στη διαμόρφωσή τους.
20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
Τελικά, καταλήγει ότι ο αναγνώστης, αφού βιώσει προοδευτικά όλες τις θέσεις, αντιλαμβάνεται τις προβληματικές πτυχές της διαδικασίας και εγκαταλείπει την αναζήτηση «ικανοποιητικών» ερμηνειών, ασπάζεται επιλεκτικά κάποιες στρατηγικές ανάγνωσης ή προσπαθεί μέσω αυτών να ανακατασκευάσει τον ίδιο του τον εαυτό και την οπτική του για τον κόσμο. Η ειρωνεία είναι η πιο ταιριαστή στάση, διότι, αναγνωρίζοντας ότι «όλα εξαρτώνται από το τι εννοείς», ο αναγνώστης αμύνεται ενάντια στην αμηχανία του μπροστά στη γνωστική ανισορροπία. Ο Appleyard ολοκληρώνει την παρουσίαση των αναγνωστικών σταδίων σε ένα πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου, περιγράφοντας τον «πραγματιστή» αναγνώστη (pragmatic reader), ο οποίος εκπροσωπεί ουσιαστικά τον μέσο ενήλικο αναγνώστη, που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του πλέον όλους τους προαναφερθέντες αναγνωστικούς ρόλους. Το νήπιο και το παιδί είναι παρόντα, όπως ο έφηβος και ο νεαρός φοιτητής της λογοτεχνίας. Οι ιδιαίτερες εμπειρίες του είναι διαθέσιμες, ανακυκλώνονται και επανεμφανίζονται ως μέρος των σύνθετων αναγνωστικών του ανταποκρίσεων. Ο «πραγματιστής» αναγνώστης βιώνει συχνά την αίσθηση ότι όσο περισσότερο επεκτείνει τις αναγνωστικές του εμπειρίες, τόσο λιγότερα γνωρίζει για όσα διαβάζει. Οι ενήλικες διαβάζουν διαφορετικά από τους εφήβους, αλλά δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν περαιτέρω υποκατηγορίες για τη διάκρισή τους ως αναγνωστών, καθώς η επιστημονική έρευνα για την ανάπτυξη και την αναγνωστική τους συμπεριφορά είναι ελλιπής. Ο καθένας μπορεί να ανταποκριθεί με διαφορετικό τρόπο στο ίδιο λογοτεχνικό έργο, ωθούμενος από τρία βασικά εσωτερικά κίνητρα στην πράξη της ανάγνωσης: την απόδραση από την πραγματικότητα, τη στοχαστική αναζήτηση κάποιου είδους σοφίας που περικλείει τις αλήθειες για τη ζωή και την ανακάλυψη χρήσιμων εικόνων που έχουν δύναμη και νόημα για τη ζωή τους. Τα κίνητρα για τα οποία ένα άτομο διαβάζει λογοτεχνία μπορούν ασφαλώς να μεταβληθούν με την πάροδο των ετών, ενώ οι χρήσεις της ανάγνωσης και ο συνδυασμός τους γίνεται σε διάφορες αναλογίες μεταξύ διαφορετικών ατόμων. Ακόμα και το ίδιο άτομο είναι πιθανό να παρουσιάσει μεταβολές στην αναγνωστική του συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του και να χρησιμοποιήσει τις ποικίλες εκφάνσεις της σε διαφορετικές αναλογίες σε δεδομένες χρονικές στιγμές ή όταν πραγματεύεται συγκεκριμένα βιβλία. Ωστόσο, όλοι οι ενήλικοι αναγνώστες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη συνειδητή ανάγνωση της λογοτεχνίας σε σχέση με το παρελθόν. Υπό αυτή τη σκοπιά, είναι ίσως οι πιο ρεαλιστές αναγνώστες, διότι – ανεξάρτητα από την ηλικία τους– προτιμούν ενσυνείδητα την ανάγνωση της
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
21
λογοτεχνίας σε σύγκριση με κάποια άλλη δραστηριότητα στον ελεύθερο χρόνο τους, ξεκαθαρίζουν τα κίνητρα για τα οποία διαβάζουν, επιλέγουν συνειδητά τα λογοτεχνικά βιβλία που επιθυμούν να διαβάσουν αλλά και τους τρόπους με τους οποίους θα τα διαβάσουν. Το πέμπτο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την επιχειρηματολογία του Appleyard σχετικά με τη ροπή του ενήλικου αναγνώστη προς την κωμωδία, ένα στοιχείο που επανέρχεται κυκλικά στη ζωή του, καθώς εντοπίζεται στα μοτίβα της φαντασίας της παιδικής ηλικίας (αρχή του κύκλου) και δίνει το παρών μέσα από την κωμικοτραγική του πραγμάτωση στην περίοδο των γηρατειών. Άλλωστε, το κωμικό στοιχείο εντοπίζεται σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου και σε όλες τις αντιφάσεις που περιλαμβάνει ο ανθρώπινος βίος συνδυαστικά με το τραγικό. Εν κατακλείδι, ο Appleyard υποστηρίζει ότι οι ανταποκρίσεις των ατόμων σε μυθοπλαστικά έργα διαφοροποιούνται καθώς μεγαλώνουν, όχι μόνο επειδή κατακτούν πιο σύνθετες γνωστικές δεξιότητες, αλλά γιατί διαφοροποιούν τις αναζητήσεις τους. Σύμφωνα με την αναπτυξιακή αυτή θεωρία, οποιοσδήποτε αναγνώστης, συστηματικός ή μη, βιώνει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τα λογοτεχνικά έργα και ανταποκρίνεται σε αυτά, αλλαγές που μπορούν να εντοπιστούν και να περιγραφούν. Οι αναγνώστες βιώνουν «καλύτερες» αναγνωστικές εμπειρίες, καθώς μεταβαίνουν από το ένα στάδιο στο επόμενο. Ωστόσο, δεν διανύουν τα στάδια με την ίδια ταχύτητα, ούτε βιώνουν τα χαρακτηριστικά τους στον ίδιο βαθμό.
3. Κριτική θεώρηση του έργου Στο παρόν βιβλίο ο Appleyard δεν παρουσιάζει απλώς τη διαδικασία με την οποία εξελίσσεται η συμπεριφορά των αναγνωστών, αλλά θίγει και ορισμένα ειδικότερα θέματα σχετικά με το εν λόγω ζήτημα. Ενδεικτικά, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο οι αναγνωστικές ανταποκρίσεις των ατόμων εντάσσονται στην ευρύτερη γνωστική και συναισθηματική τους ανάπτυξη, συσχετίζει τον ρόλο του πολιτισμικού και κοινωνικού πλαισίου με τον τρόπο που τα άτομα διαβάζουν, όπως και τους υπόλοιπους ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες που επιδρούν στην αναγνωστική τους συμπεριφορά (π.χ. ατομικά χαρακτηριστικά, μορφωτικό υπόβαθρο, εμπειρίες κ.λπ.). Τέλος, συσχετίζει τις γνωστικές και τις συναισθηματικές μεταβολές που βιώνει το άτομο ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται με τις διαφορετικές εκφάνσεις της αναγνωστικής του συναλλαγής με το κείμενο. Ένα αρνητικό στοιχείο που υποδηλώνεται έμμεσα στο σημείο αυτό είναι, βεβαίως, το γεγονός ότι συσχετίζει το λογο-
22
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
τεχνικό είδος του φανταστικού με έναν ανώριμο τρόπο ανάγνωσης, όπως αυτός που εκδηλώνεται στη νηπιακή ηλικία. Ο Appleyard προσπαθεί με τεκμηριωμένα επιχειρήματα και οργανωμένα συμπεράσματα (Sebesta, 1995: 588) να σκιαγραφήσει το απόκρυφο πλαίσιο του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι αναγνώστες. Μέσα στο πλαίσιο αυτό απαντά σε ερωτήματα σχετικά με το πώς διαβάζουμε, γιατί αλλάζει η αναγνωστική μας συμπεριφορά με την πάροδο των ετών και πώς αυτή εξελίσσεται. Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, ο στόχος του δεν είναι η δόμηση μιας θεωρίας η οποία να προδιαγράφει απόλυτα τις νόρμες συμπεριφοράς του αναγνώστη μέσα από καθολικά και αμετάβλητα στάδια που αυτονομούνται από άλλες μεταβλητές. Απεναντίας, υποστηρίζει ότι κάθε άτομο είναι μοναδικό και ότι υπάρχουν ειδικότεροι παράγοντες που επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο διαβάζει λογοτεχνία. Ωστόσο, όπως παρατηρεί η Pat Pinsent (1997: 22), το θεωρητικό πλαίσιο του Appleyard δεν θα έπρεπε να είναι τόσο άκαμπτο, αφού το αντικείμενο που μελετά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε αναγνώστη (π.χ. ικανότητες, γνωστικό στάδιο ανάπτυξης, κοινωνικό υπόβαθρο). Τελικά, καταλήγει να παρουσιάζει τον αναγνώστη ανεπηρέαστο από παράγοντες όπως το φύλο, η τάξη, η εθνικότητα, η εκπαίδευση, ενώ δεν ξεφεύγει και από γενικεύσεις. Επιπλέον, το βιβλίο του δεν έχει κάποια διαχρονική ή ιστορική διάσταση, αλλά περιορίζεται στον σύγχρονο αναγνώστη και στη συμπεριφορά του. Επίσης, οι αναγνωστικές επιλογές των παιδιών στα πρώτα αναγνωστικά στάδια, όπως αναφέρει στις έρευνές του ο Appleyard, περιορίζονται στα παραμύθια, παραλείποντας αναφορές σε κλασικά έργα, που προσελκύουν ακόμα το ενδιαφέρον των νεαρών αναγνωστών (π.χ. λογοτεχνική παραγωγή για παιδιά και νέους του 19ου αιώνα) (Kertzer, 1992: 113-116). Ωστόσο, ο Appleyard, μελετώντας την αναγνωστική συμπεριφορά ατόμων από διάφορες ηλικιακές ομάδες, παρατηρεί σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο αυτές διαβάζουν λογοτεχνία και ανταποκρίνονται σε όσα διαβάζουν, ενώ καινοτομεί προσπαθώντας να περιγράψει τη συμπεριφορά αυτή και να την οργανώσει σε κατηγορίες (Collins, 1992: 72). Επομένως, τα πέντε στάδια στα οποία καταλήγει περιγράφουν ολόπλευρα την αναγνωστική συμπεριφορά του σύγχρονου αναγνώστη αναλόγως με την ηλικία του. Ένα άλλο στοιχείο που προσδίδει αξία στη μελέτη αυτή, εκτός από την ανάλυση της αναγνωστικής ανταπόκρισης από την αρχή έως το τέλος του βίου του αναγνώστη, είναι η διπλή προσέγγιση που επιχειρεί ο Appleyard, αφενός γνωστική και αφετέρου αναπτυξιακή και συναισθηματική. Με τον τρόπο αυτόν ανοίγεται τελικά ένας νέος ορίζοντας στην
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
23
ανάλυση των σύγχρονων αναγνωστικών τάσεων, δεδομένου ότι μέχρι τώρα ο αναγνώστης παρουσιαζόταν μόνο με βάση τη νοητική και κριτική υπόστασή του. Από την παιδική ηλικία μέχρι την ενήλικη ζωή, από την κειμενοκεντρική ανάλυση μέχρι τον σύγχρονο προσανατολισμό στον αναγνώστη και από τη νοητική έως την πολυεπίπεδη συναισθηματική ανάπτυξη, το βιβλίο του J. A. Appleyard μας προσφέρει αναμφίβολα την πρώτη ολιστική προσέγγιση της διαμόρφωσης του αναγνώστη.
4. Πέρα από τον Appleyard: Ένα ακόμα μοντέλο αναγνωστικής
ανάπτυξης Ένα ανάλογο με του Appleyard, αν και όχι τόσο πλούσιο και βαθύ σε ανάλυση, περιγραφικό μοντέλο των σταδίων ανάπτυξης του αναγνώστη από την παιδική ηλικία έως την ενήλικη ζωή παρουσιάζουν οι Kenneth L. Donelson και Alleen Pace Nilsen στο βιβλίο τους Literature for Today’s Young Adults (2001, σελ. 11). Οι συγγραφείς τονίζουν –και στο σημείο αυτό ταυτίζονται με τον Appleyeard– ότι τα αναγνωστικά αυτά στάδια αφορούν την εξέλιξη της αναγνωστικής συμπεριφοράς του ατόμου, επομένως είναι αλληλένδετα, οργανικά συνδεδεμένα μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, πρέπει να εκλαμβάνονται ως ολότητα. Ο αναγνώστης δεν εγκαταλείπει τα χαρακτηριστικά του ενός σταδίου προκειμένου να μεταβεί στο επόμενο. Οι δύο συγγραφείς εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους οι αναγνώστες, τουλάχιστον οι πιο συστηματικοί, αναπτύσσουν στάσεις αλλά και δεξιότητες απαραίτητες για την ουσιαστική ανάγνωση και αισθητική εκτίμηση όχι μόνο των λογοτεχνικών κειμένων, αλλά και άλλων πολιτισμικών έργων, όπως ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές κ.ά. Στο πρώτο στάδιο (από τη γέννηση έως και το νηπιαγωγείο) κυρίαρχο είναι το στοιχείο της απόλαυσης, της ευχαρίστησης που αισθάνεται ο νεαρός αναγνώστης κατά την οπτική πρόσληψη ή την ακρόαση ποιημάτων (nursery rhymes), εικονοβιβλίων, παραμυθιών, τραγουδιών, λαχνισμάτων κ.ά. Στην ηλικία αυτή κυριαρχεί ο αναδυόμενος γραμματισμός, ενώ ο αναγνώστης αρχίζει σταδιακά να απολαμβάνει την επαφή του με τον κόσμο των ιστοριών και των βιβλίων. Στο δεύτερο στάδιο (πρώτες τάξεις του δημοτικού) ο αναγνώστης μαθαίνει να διαβάζει και να απολαμβάνει την αναπτυσσόμενη αναγνωστική αυτονομία του. Αισθάνεται ικανοποίηση όταν διαβάζει στους γονείς του ή άλλους σημαντικούς ενήλικες και αρχίζει να έχει τα ατομικά του αγαπημένα διαβάσματα, να αποκρυσταλλώνει τις αναγνωστικές του προτιμήσεις.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks