v Τα
21 βιβλία της σειράς είναι:
1. Οι Πέντε στο Νησί των Θησαυρών 2. Οι Πέντε πάλι σε περιπέτεια 3. Οι Πέντε φεύγουν μαζί 4. Οι Πέντε στην Κορυφή του Λαθρέμπορα 5. Οι Πέντε πάλι στο Νησί του Κιρίν 6. Οι Πέντε φεύγουν μ’ ένα τροχόσπιτο 7. Οι Πέντε σε κατασκήνωση 8. Οι Πέντε σε φασαρίες 9. Οι Πέντε πέφτουν σε περιπέτεια 10. Οι Πέντε σε διακοπές 11. Οι Πέντε καλοπερνούν 12. Οι Πέντε πηγαίνουν στη θάλασσα 13. Οι Πέντε πηγαίνουν στο Βάλτο του Μυστηρίου 14. Οι Πέντε διασκεδάζουν 15. Οι Πέντε σε μυστικά ίχνη 16. Οι Πέντε στο λόφο του Μπίλικοκ 17. Οι Πέντε σε δυσκολίες 18. Οι Πέντε στο κτήμα του Φίνιστον 19. Οι Πέντε στο Ντίμον Ροκ 20. Οι Πέντε λύνουν ένα μυστήριο 21. Οι Πέντε πάλι μαζί
Enid Blyton ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΦΙΛΟΙ
1
Οι Πέντε στο Νησί των Θησαυρών Μετάφραση
Μαρία Αυγέρου Επιμέλεια
Μάγδα Κλαυδιανού Εικονογράφηση
Τάσος Χαλάς
GUTENBERG
1. Μια μεγάλη έκπληξη — Μαμά, μήπως έχεις ιδέα πού θα πάμε διακοπές το καλοκαίρι; ρώτησε ο Τζούλιαν την ώρα που έτρωγε το πρωινό του. Θα πάμε στο Πόλσιθ, όπως συνήθως; —Δυστυχώς όχι, είπε η μητέρα του. Δεν βρήκαμε δωμάτια φέτος. Ήταν όλα γεμάτα. Τα τρία παιδιά που κάθονταν στο τραπέζι κοιτάχτηκαν με απογοήτευση. Τους άρεσε τόσο πολύ το σπίτι στο Πόλσιθ! Η παραλία ήταν τόσο όμορφη εκεί και το κολύμπι ήταν υπέροχο. —Χαμογελάστε, είπε ο πατέρας τους, θα βρούμε κάποιο άλλο μέρος το ίδιο καλό για σας. Όπως και να ’ναι, η μαμά σας κι εγώ δε θα μπορέσουμε να έρθουμε μαζί σας φέτος. Δε σας το είπε; —Όχι, απάντησε η Άννα. Ω, μαμά, είν’ αλήθεια; Στ’ αλήθεια δεν μπορείτε να έρθετε μαζί μας στις διακοπές; Πάντοτε έρχεστε. —Αυτή τη φορά, ο μπαμπά σας θέλει να πάω μαζί του στη Σκοτία, είπε η μητέρα. Μόνοι μας! Τώρα που μεγαλώσατε, σκεφτήκαμε πως θα το διασκεδάζατε αν πηγαίνατε για διακοπές μόνοι σας. Βέβαια, τώρα που δεν μπορείτε να πάτε στο Πόλσιθ, δεν ξέρω πού να σας στείλω. —Τι λες για το σπίτι του Κουέντιν; είπε ο πατέρας ξαφνικά. Ο Κουέντιν ήταν ο αδερφός του πατέρα, ο θείος των παι-
διών. Τον είχαν δει μόνο μία φορά και μάλλον τον είχαν φοβηθεί. Ήταν ένας πολύ ψηλός, κατσούφης άντρας, ένας έξυπνος επιστήμονας, που περνούσε όλο του τον καιρό μελετώντας. Ζούσε κοντά στη θάλασσα, τίποτ’ άλλο δεν ήξεραν γι’ αυτόν τα παιδιά. —Στον Κουέντιν; ρώτησε η μητέρα με μια έκφραση γεμάτη απορία. Πώς σου ήρθε αυτό; Δε νομίζω ότι θα ήθελε ένα τσούρμο παιδιά να χαλάνε την ησυχία του. —Λοιπόν, συνέχισε ο πατέρας, προχθές, συνάντησα τη Φάνι, τη γυναίκα του Κουέντιν, για μια δουλειά και μου είπε ότι έχουν κάποιες οικονομικές δυσκολίες αυτό τον καιρό. Οπότε, μου είπε ότι θα χαιρόταν αν έβρισκε έναν ή δυο ανθρώπους να μείνουν μαζί τους για λίγο, ώστε να κερδίσουν λίγα χρήματα. Το σπίτι τους είναι κοντά στη θάλασσα, ξέρεις. Θα ήταν ό,τι πρέπει για τα παιδιά. Η Φάνι είναι πολύ καλή και θα τα φρόντιζε με τον καλύτερο τρόπο. —Ναι, έχει κι αυτή μια κόρη, ε; ρώτησε η μητέρα των παιδιών. Γιά στάσου –πώς τη λένε;– έχει κάπως περίεγο όνομα, ναι, Τζορτζίνα! Πόσο λες να είναι; Γύρω στα έντεκα νομίζω. —Όσο κι εγώ, συμπέρανε ο Ντικ. Γιά φαντάσου να έχουμε μια ξαδέρφη που δεν την είδαμε ποτέ. Πρέπει να νιώθει πολύ μόνη. Εγώ έχω τον Τζούλιαν και την Άννα για να παίζω, αλλά η Τζορτζίνα είναι μόνη της. Νομίζω ότι θα χαιρόταν να μας δει. —Ναι, η θεία σας η Φάνι είπε ότι η Τζορτζίνα της θα ήθελε λίγη συντροφιά, συμπλήρωσε ο πατέρας. Ξέρεις, στ’ αλήθεια νομίζω ότι θα δίναμε μια λύση στο πρόβλημά μας, αν τηλεφωνούσαμε στη Φάνι να κανονίσουμε να πάνε τα παιδιά εκεί. Θα βοηθούσαμε τη Φάνι, είμαι σίγουρος, και η Τζορτζίνα θα είχε κάποιον για να παίζει στις διακοπές της. Και θα ξέραμε πως τα παιδιά θα είναι ασφαλή εκεί. ~ 10 ~
Τα παιδιά άρχισαν να νιώθουν μάλλον αναστατωμένα. Θα ήταν διασκεδαστικό να πάνε σ’ ένα μέρος όπου δεν είχαν ξαναπάει και να μείνουν με μια άγνωστη ξαδέρφη. —Υπάρχουν βράχια εκεί κι αμμουδιές; ρώτησε η Άννα. Είν’ ωραίο μέρος; —Δεν το θυμάμαι πολύ καλά, είπε ο πατέρας. Αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι πολύ συναρπαστικό μέρος. Όπως και να ’ναι θα σας αρέσει! Ονομάζεται «Όρμος του Κιρίν». Η θεία σας η Φάνι έζησε όλη της τη ζωή εκεί, και ποτέ της δε θα το άφηνε. —Αχ, μπαμπά, τηλεφώνησε στη θεία τη Φάνι να ρωτήσουμε αν μπορούμε να πάμε! φώναξε ο Ντικ. Νιώθω πως είναι το καλύτερο μέρος για μας. Φαίνεται να είναι μέρος για περιπέτειες. —Ω, όπου πας, πάντα αυτό λες, παρατήρησε ο πατέρας γελώντας. Εντάξει, θα τηλεφωνήσω τώρα να δούμε αν υπάρχει περίπτωση να πάτε. Είχαν όλοι τους τελειώσει το πρωινό τους και σηκώθηκαν περιμένοντας να τηλεφωνήσει ο πατέρας. Πήγε στο διπλανό δωμάτιο και τον άκουσαν να τηλεφωνεί. —Ελπίζω να είμαστε τυχεροί, είπε ο Τζούλιαν. Αναρωτιέμαι πώς να είναι η Τζορτζίνα. Αστείο όνομα, δεν είναι; Περισσότερο αγόρι θυμίζει παρά για κορίτσι. Είναι έντεκα, ένα χρόνο μικρότερη από μένα, στην ίδια ηλικία μ’ εσένα, Ντικ, κι ένα χρόνο μεγαλύτερη από σένα, Άννα. Μια χαρά θα ταιριάξουμε. Οι τέσσερίς μας περάσουμε πολύ ωραία. Ο πατέρας γύρισε σε δέκα λεπτά περίπου και τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως ότι είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Τους χαμογέλασε. —Λοιπόν, εντάξει, είπε. Η θεία σας η Φάνι χάρηκε πολύ. Λέει ότι θα είναι πολύ καλό να έχει συντροφιά η Τζορτζίνα, γιατί είναι πολύ μόνη της, και ότι η ίδια θα χαρεί πο~ 11 ~
λύ να σας φροντίζει. Μόνο πρέπει να προσέχετε να μην ενοχλείτε το θείο σας τον Κουέντιν. Δουλεύει πολύ σκληρά κι εκνευρίζεται όταν τον ενοχλούν. —Θα ’μαστε ήσυχοι σαν αρνάκια μέσα στο σπίτι, είπε ο Ντικ. Στ’ αλήθεια θα είμαστε. Αχ, υπέροχα! Πότε φεύγουμε, μπαμπά; —Την άλλη εβδομάδα, αν προλαβαίνει και η μαμά σας, είπε ο πατέρας. Η μητέρα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. —Ναι, είπε, δεν έχω πολλά πράγματα να τους ετοιμάσω, μόνο τα μαγιό τους και μπλουζάκια και σορτς. Θα φοράνε όλοι τα ίδια. —Τι ωραία που θα είναι να φορέσω πάλι σορτς, είπε η Άννα χορεύοντας. Βαρέθηκα τα βαριά ρούχα. Θέλω να φορέσω σορτς, ή ένα μαγιό και να πηγαίνω για μπάνιο ή για αναρρίχηση με τ’ αγόρια. —Σύντομα θα το κάνεις αυτό, είπε η μητέρα γελώντας. Θυμηθείτε να ετοιμάσετε τα παιγνίδια ή τα βιβλία που θέλετε, έτσι; Όχι πολλά, σας παρακαλώ, γιατί δε θα υπάρχει πολύς χώρος. —Η Άννα ήθελε πέρυσι και τις δεκαπέντε κούκλες μαζί της, γέλασε ο Ντικ. Το θυμάσαι, Άννα; Αστεία δεν ήσουν; —Όχι, δεν ήμουν, θύμωσε η Άννα κοκκινίζοντας. Αγαπώ τις κούκλες μου και δεν μπορούσα να διαλέξω ποια να πάρω, έτσι σκέφτηκα να τις πάρω όλες. Δε βλέπω τίποτα το αστείο σ’ αυτό. —Και θυμάστε τον προηγούμενο χρόνο, που η Άννα ήθελε να πάρει το κουνιστό αλογάκι της; είπε ο Ντικ κρυφογελώντας. Η μητέρα τούς διέκοψε. —Ξέρεις, θυμάμαι ένα μικρό αγόρι που το λένε Ντικ, που έβαλε στην άκρη ένα αρκουδάκι, τρία σκυλάκια, δύο γατά~ 12 ~
κια και την παλιά του μαϊμουδίτσα, για να τα πάρει μαζί του στο Πόλσιθ κάποια χρονιά, είπε. Τότε ήταν η σειρά του Ντικ να κοκκινίσει. Άλλαξε το θέμα αμέσως. —Μπαμπά, θα πάμε με το τρένο ή με το αυτοκίνητο; ρώτησε. —Με το αυτοκίνητο, είπε ο πατέρας. Μπορούμε να βάλουμε όλα τα πράγματα στο πορτ-μπαγκάζ. Λοιπόν, τι λέτε για την Τρίτη; —Αυτό με βολεύει πολύ, είπε η μητέρα. Τότε θα μπορούσαμε να πάμε τα παιδιά, να γυρίσουμε πίσω και να ετοιμάσουμε με την ησυχία μας τα δικά μας πράγματα και να φύγουμε για τη Σκοτία την Παρασκευή. Ναι, θα το κανονίσουμε για την Τρίτη. Έτσι κανονίστηκε το ταξίδι για την Τρίτη. Ανυπόμονα τα παιδιά μετρούσαν τις μέρες και η Άννα κάθε βράδυ έσβηνε μια μέρα στο ημερολόγιο. Η εβδομάδα φαινόταν να μην περνάει. Αλλά επιτέλους ήρθε κι η Τρίτη. Ο Ντικ κι ο Τζούλιαν, που μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο, ξύπνησαν περίπου την ίδια στιγμή και κοίταξαν έξω από το παράθυρο. —Ζήτω! Ωραία μέρα! φώναξε ο Τζούλιαν, πηδώντας από το κρεβάτι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα είναι τρομερό να είναι ηλιόλουστη η πρώτη ημέρα των διακοπών. Ας ξυπνήσουμε και την Άννα. Η Άννα κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Ο Τζούλιαν μπήκε τρέχοντας και την ταρακούνησε. —Ξύπνα! Είναι Τρίτη! Κι ο ήλιος λάμπει! Μ’ ένα πήδημα η Άννα σηκώθηκε και κοίταξε τον Τζούλιαν. —Επιτέλους, ήρθε η Τρίτη! είπε. Νόμιζα ότι δε θα ερχόταν ποτέ. Αχ, δεν είναι τέλειο να φεύγεις για διακοπές; ~ 13 ~
Ξεκίνησαν αμέσως μετά το πρωινό. Το αυτοκίνητό τους ήταν μεγάλο κι έτσι κάθονταν όλοι αναπαυτικά. Η μητέρα κάθισε μπροστά με τον πατέρα και τα τρία παιδιά πίσω με τα πόδια τους πάνω σε δύο βαλίτσες. Στο πορτ-μπαγκάζ υπήρχαν όλα τα παράξενα πράγματα κι ένα παλιό μικρό μπαούλο. Η μητέρα ήταν απολύτως σίγουρη ότι τα είχαν θυμηθεί όλα. Πέρασαν απ’ τους πολυσύχναστους δρόμους του Λονδίνου, αργά στην αρχή κι έπειτα, καθώς άφησαν την πόλη πίσω τους, πιο γρήγορα. Σύντομα βρέθηκαν στην εξοχή και το αυτοκίνητο έτρεχε γρήγορα. Τα παιδιά τραγουδούσαν, όπως έκαναν πάντα όταν ήταν ευτυχισμένα. —Πότε θα φάμε; ρώτησε η Άννα, που της ήρθε μια ξαφνική πείνα. —Θα φάμε, όχι ακόμα όμως, είπε η μητέρα. Είναι μόνο έντεκα η ώρα. Δε θα φάμε πριν απ’ τις δώδεκα τουλάχιστον, Άννα. —Ω, Θεέ μου! είπε η Άννα, ξέρω πως δεν μπορώ να κρατηθώ ώς τότε. Έτσι, η μητέρα της της έδωσε λίγη σοκολάτα, κι αυτή και τ’ αγόρια την έφαγαν χαρούμενα, παρακολουθώντας τους λόφους, τα δάση και τα χωράφια καθώς το αυτοκίνητο τα περνούσε τρέχοντας. Το πικ-νικ τους ήταν όμορφο. Κάθισαν στην κορυφή ενός λόφου, σ’ ένα χωράφι που έβλεπε σε μια ηλιόλουστη κοιλάδα. Της Άννας δεν της άρεσε και πολύ όταν μια καφετιά μεγάλη αγελάδα την πλησίασε και την κοίταξε. Ευτυχώς έφυγε όταν την έδιωξε ο πατέρας της. Τα παιδιά έφαγαν πάρα πολύ και η μητέρα είπε ότι δεν θα έκαναν άλλη στάση για πικ-νικ –ούτε για τσάι στις τέσσερις και μισή ούτε για γεύμα– γιατί είχαν φάει όλες τους τις προμήθειες, οπότε η επόμενη στάση τους θα ήταν σε μια καφετέρια. ~ 14 ~
—Τι ώρα θα είμαστε στο σπίτι της θείας Φάνι; ρώτησε ο Τζούλιαν τελειώνοντας το τελευταίο σάντουιτς, και κάνοντας την ευχή να υπήρχαν κι άλλα ακόμα. —Αν είμαστε τυχεροί, γύρω στις έξι, απάντησε ο πατέρας. Τώρα ποιος θέλει να ξεμουδιάσει λίγο; Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα με το αυτοκίνητο, ξέρετε. Το αυτοκίνητο φαινόταν να καταπίνει τα χιλιόμετρα καθώς έτρεχε. Ήρθε η ώρα για το τσάι, κι έπειτα τα τρία παιδιά άρχισαν πάλι να νιώθουν αναστάτωση. —Πρέπει να έχουμε το νου μας για τη θάλασσα, είπε ο Ντικ. Τη μυρίζω κάπου κοντά. Είχε δίκιο. Το αυτοκίνητο έφτασε στην κορυφή ενός λόφου, κι εκεί στα δεξιά ήταν η λαμπερή γαλάζια θάλασσα, ήρεμη και λεία κάτω απ’ τον απογευματινό ήλιο. Τα τρία παιδιά άφησαν μια κραυγή. —Να την! —Δεν είναι θαύμα! —Αχ, θέλω να κολυμπήσω τώρα αμέσως! —Δε θα κάνουμε πάνω από είκοσι λεπτά τώρα, ώσπου να φτάσουμε στον «Όρμο του Κιρίν», είπε ο πατέρας. Κάναμε καλό ταξίδι. Σύντομα θα δείτε τον όρμο· είναι αρκετά μεγάλος, μ’ ένα αστείο είδος νησιού στην είσοδό του. Τα παιδιά έψαχναν να το δουν καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε στον παραλιακό δρόμο. Τότε ο Τζούλιαν έβγαλε μια κραυγή. —Νάτος! Πρέπει να είναι ο «Όρμος του Κιρίν». Κοίταξε, Ντικ, δεν είναι όμορφος και γαλάζιος; —Κοίταξε το βραχώδες νησάκι που προστατεύει την είσοδο του όρμου, είπε ο Ντικ. Θα ήθελα να πάω να το δω. —Είμαι σίγουρη γι’ αυτό, είπε η μητέρα. Τώρα ας δούμε για το σπίτι της θείας Φάνι. Το ονομάζουν Κιρίν Κότιτζ. Σύντομα έφτασαν στο σπίτι. Στεκόταν στον χαμηλό γκρε~ 16 ~
μό που έβλεπε τον όρμο και ήταν πολύ παλιό. Δεν ήταν στ’ αλήθεια ένα αγροτόσπιτο, αλλά ένα αρκετά μεγάλο σπίτι, χτισμένο με παλιά άσπρη πέτρα. Τριαντάφυλλα σκαρφάλωναν στην πρόσοψή του κι ο κήπος ήταν γεμάτος πολύχρωμα λουλούδια. —Νά το Κιρίν Κότιτζ, είπε ο πατέρας και σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά του. Πρέπει να είναι τριακοσίων ετών. Τώρα πού είναι ο Κουέντιν; Α! Νά η Φάνι.
~ 17 ~
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks