Μόλις 14 χρονῶν, φτωχὸς κι ἀμόρφωτος ὁ Στρατὴς ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ νησί του, τὸν Ἁι-Στράτη, νὰ δουλέψει στὸ μπὰρ τοῦ θείου στὴν Ἀλεξάνδρεια. Στὴν καινούργια του πατρίδα θὰ μορφωθεῖ, θὰ ἐρωτευθεῖ τὴν πλούσια Πολυξένη, θὰ παλέψει τὶς ἀντιρρήσεις τῶν γονιῶν της γιὰ νὰ τὴν παντρευτεῖ. Μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία τριῶν γενιῶν τῆς οἰκογένειάς τους ζωντανεύει ἡ ἑλληνικὴ παροικία τῆς πόλης: βαμβακέμποροι, χασισέμποροι, τοκογλύφοι, χρηματιστές, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, συγγραφεῖς, ὁ ἴδιος ὁ Καβάφης καὶ ἡ σχέση τους μὲ τοὺς Αἰγύπτιους ποὺ διεκδικοῦν τὴν ἐθνική τους ἀνεξαρτησία. Οἱ προσωπικές τους περιπέτειες συνδέονται μὲ τὰ μεγαλύτερα γεγονότα τοῦ 20οῦ αἰώνα, τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους, τὸν Α´ καὶ Β´ Παγκόσμιο, πολιτικὲς ἐξελίξεις, οἰκονομικὲς κρίσεις, ἰδεολογικὲς ἀναζητήσεις.
Γιὰ ὅσους θέλουν νὰ γνωρίσουν τὴ ζωὴ τῶν Ἑλλήνων τῆς Αἰγύπτου ἢ γιὰ τοὺς παλιότερους ποὺ θέλουν νὰ θυμοῦνται ἕνα μικρὸ δεῖγμα ἀπὸ τὸ καθόλου τυχαῖα ἀποσιωπημένο μυθιστόρημα τοῦ φίλου τοῦ Καβάφη, Μιχάλη Περίδη (1894-1968):
6.
Η ΠΕΘΕρΑ τοῦ Στρατῆ ᾽ Αντιγόνη ξαβέλλη εἶχε δύο ἀδελϕὲς καὶ δύο, ἀπὸ τὸν πατέρα της, πρῶτες ἐξαδέλϕες. Οἱ πέντε αὐτὲς γυναῖκες ἀπήρτιζαν μιὰ χαρακτηριστικὴ ὁμάδα. Δὲν ἔμοιαζαν ὁλότελα μεταξύ τους. Μιὰ ἦταν πιὸ ὄμορϕη, ἄλλη πιὸ ἔξυπνη, ἄλλη πιὸ χαριτωμένη, ἄλλη πιὸ ψηλὴ ἀπὸ τὶς ἐπίλοιπες, εἶχαν ὅμως ὅλες μαῦρα μάτια ὑγρά, σάρκα λευκή, μαῦρα μαλλιὰ στιλπνά, σώματα καλοδεμένα –λίγο παχουλά–, ἔκϕραση γλυκιὰ καὶ ἤρεμη κι ἕναν ἀέρα σιγουριᾶς ποὺ τὸν συγκέραζε μιὰ ἐπιείκεια στὶς κρίσεις τους γιὰ τοὺς ἄλλους. ῾ Η σαγήνη τους δὲν ἄστραϕτε· ἦταν σιγαλόϕωνη. ῎ Αρεσαν κι αἰχμαλώτιζαν ὅσο πιὸ πολὺ τὶς ἔβλεπε καὶ τὶς ἐγνώριζε κανείς. Τὰ θέλγητρά τους ϕανερώνονταν ἑλκυστικότερα παρ’ ὅ,τι ἔδειχναν στὸ πρῶτο κοίταγμα. Παντρεύθηκαν γρήγορα, ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη. Οἱ παντρεμένες ϕρόντιζαν νὰ βροῦν γαμπρὸ στὶς ἀνύπαντρες. Τὸν ἐδιάλεγαν μὲ προσοχὴ – νὰ ἔχει προπάντων καλὴ οἰκονομικὴ κατάσταση. Τὸ χρῆμα, ἔλεγαν, ὅλα τὰ γιατρεύει. ᾽ Αγαπιόνταν μετὰ τὸν γάμο τους ὅσο καὶ πρίν. Καμιὰ ζήλεια, καμιὰ παρεξήγηση δὲν μποροῦσε νὰ γλι-
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
105
στρήσει ἀνάμεσά τους. ῞ Οπως συνήθιζε νὰ λέγει ἡ κ. ξαβέλλη, εἶχαν βγεῖ ὅλες ἀπὸ τὴν ἴδια ζύμη, μόνο ποὺ γιὰ τὴν κάθε μιά, ὁ Πλάστης εἶχε πιέσει διαϕορετικὰ τὰ δάχτυλά του καὶ ϕυσήξει δυνατότερα ἢ ἐλαϕρότερα στὸ πρόσωπό τους, γιὰ νὰ μὴ γίνουν πανόμοιες. ῾ Η ἀμοιβαία ἔγνοια τους καὶ ἡ ἀλληλεγγύη τους ἦσαν ἄϕθαστες. Τὸ σπιτικό, ἡ περιουσία, τὰ παιδιὰ καὶ ἀκόμη, κατὰ ἕναν τρόπο, ὁ ἄντρας τῆς κάθε μιᾶς, θεωροῦνταν ἀπὸ τὶς ἄλλες σὰ δικά τους κτήματα καὶ διαϕέροντα. Βλέπονταν κι ἐπικοινωνοῦσαν ἀδιάκοπα καὶ τὸ παραμικρὸ ἂν συνέβαινε στὴ μία, ἀντιχτυποῦσε μέσα στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τῶν ἄλλων. ᾽Απέναντι στοὺς ἄντρες τους ἀκολουθοῦσαν τὴν ἴδια τακτική. Δὲν ἀνακατεύονταν στὶς δουλειές τους, ἀλλὰ τὸ σπίτι τους ἐννοοῦσαν νὰ τὸ κυβερνοῦν αὐτὲς καὶ νὰ κανονίζουν τὶς κοινωνικὲς σχέσεις τους καὶ τὴν ἀνατροϕὴ τῶν παιδιῶν τους. Γιὰ νὰ πετύχουν ἀπὸ τοὺς ἄντρες τους ἐκεῖνο ποὺ ἤθελαν, δὲν ἐπρόβαλλαν ζητήματα ἀρχῆς. ᾽ Εξουδετέρωναν τὶς ἀντιρρήσεις τους καὶ τοὺς κατέπειθαν μὲ ἑλιγμοὺς κι ἐπίμονες πλευροποιήσεις. ῾ Η ἀδελϕὴ τῆς κ. ξαβέλλη, Οὐρανία, παντρεύτηκε τὸν ᾽ Ανδρέα Σανούδη. ῾ Ο Σανούδης ἐπῆγε νὰ ἐργασθεῖ στὸ Σουδὰν ὅταν ὁ τόπος αὐτός, στὸ σύνολό του, ἦταν ἄγνωστος ἀκόμη στοὺς ξένους. Τὸν ἐγύρισε ὁλόκληρο. ᾽ Αϕοῦ δοκίμασε πολλὲς δουλειὲς καὶ μάζεψε κάποιο χρῆμα, κατέληξε στὸ ἐμπόριο ἀνταλλαγῶν αἰγυπτιακῶν μὲ σουδανικὰ προϊόντα. ᾽ Αγόραζε στὸ Κάιρο τρόϕιμα, γυαλικά, ὑϕάσματα, σχοινιὰ καὶ τὰ μετέϕερε μὲ καμῆλες, διασχί-
106
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
ζοντας τὴν ῎ Ανω Αἴγυπτο σὲ ὅλο τὸ μάκρος της, ἕως τὸ Οὐάντι Χάλϕα. ᾽ Εκεῖ ἐϕόρτωνε τὸ ἐμπόρευμά του σὲ ϕαρδιὲς βάρκες πάνω στὸν Νεῖλο κι ἔμπαινε στὸ Σουδὰν ὅπου τὸ ἀντήλλασσε μὲ γόμα, ϕτερὰ κι ἐλεϕαντόδοντο ποὺ μετακόμιζε στὸ Κάιρο, ἐπιστρέϕοντας ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ εἶχε ἔρθει. Κάθε πηγαινοέλα βαστοῦσε δυὸ ἢ τρία χρόνια. Τὸ τελευταῖο ταξίδι του συνέπεσε μὲ τὴν ἐπανάσταση τοῦ Μάγδη καὶ τῶν δερβίσηδών του, ποὺ ἐξαπλώθηκε σὲ ὅλη τὴ Μαύρη Χώρα. ῾ Η ἐξέγερσή τους τὸν ἐπρόλαβε στὴν ἐπιστροϕή του πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Μόλις κατόρθωσε ὁ ἴδιος νὰ σωθεῖ, ἐγκαταλείποντας τὸ ἐμπόρευμά του. ῎ Εχασε τότε τὰ δύο τρίτα τῆς περιουσίας του. Μὲ τὸ ὑπόλοιπο τρίτο, ἐγκαταστάθηκε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια ὅπου ἄνοιξε ἕνα μεγάλο δημόσιο κέντρο. Στὸ Κάιρο εἶχε γνωρίσε τὸν Γεώργιο ᾽ Αβέρωϕ ποὺ ἐξῆγε στὴν Εὐρώπη σουδανικὰ προϊόντα. ῾ Ο ἴδιος ὁ Σανούδης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς προμηθευτές του. Τὸν ᾽ Αβέρωϕ τὸν ξαναβρῆκε στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια ἐγκαταστημένον ἀπὸ χρόνια πολλὰ καὶ ἤδη πρόεδρον τῆς ῾ Ελληνικῆς Κοινότητος. Μπαίνοντας μιὰ μέρα στὸ γραϕεῖο του, τὸν ἄκουσε νὰ μιλεῖ γιὰ ἕνα τηλεγράϕημα ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὴν ᾽ Αθήνα καὶ τὸ ὁποῖο τὸν πληροϕοροῦσε γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ Τρικούπη στὶς βουλευτικὲς ἐκλογές. Παρακολουθοῦσε ὁ ᾽ Αβέρωϕ μὲ πάθος τὴν ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ τὴν κατεξοχὴν ἐκδήλωσή της, ποὺ εἶναι ἡ πολιτική. Ἦταν μεγάλος θαυμαστὴς τοῦ Χαριλάου Τρικούπη καὶ τῶν πολιτικῶν ἀγώνων του.
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
107
῾ Ο Σανούδης μιλοῦσε στοὺς ϕίλους του γιὰ τὸν ᾽Αβέρωϕ καὶ τὰ σχέδιά του καὶ προανήγγελλε τὶς ἡγεμονικὲς δωρεές του. ῾ Ο ᾽Αβέρωϕ, συνήθιζε νὰ λέγει, ἔχει δικές του ἀντιλήψεις πολὺ προσωπικές. ᾽ Ενδιαϕέρεται ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ θὰ ἤθελε ὅλους σχεδὸν τοὺς πόρους της ἡ Κοινότης νὰ τοὺς προόριζε γιὰ τὰ σχολεῖα της. Κατὰ τὴ γνώμη του, τὸ νοσοκομεῖο της θὰ ἔπρεπε ν’ ἀρκεῖται στὰ δικά του ἔσοδα. Δουλειά μας δὲν εἶναι, παρατηροῦσε ὁ ᾽Αβέρωϕ, νὰ γιατρεύομε τοὺς ἀρρώστους. ᾽ Απὸ τὶς ϕλογερὲς πορεῖες του διὰ μέσου τῶν ἐρήμων καὶ τὶς περιπέτειες τῶν καραβανιῶν του, ὁ Σανούδης βρέθηκε σὲ μέρος «πολιτισμένο» καὶ περιβάλλον πλούσιο. Τὸ καϕενεῖο καὶ ζαχαροπλαστεῖο του ἔγινε τὸ πολυτελέστερο τῆς πόλεως καὶ τὸ πρῶτο δημόσιο κοσμικὸ σαλόνι της, ὅπου ἄρχισαν νὰ πηγαίνουν μὲ τοὺς ἄντρες κυρίες τῆς «μεσαίας» καὶ τῆς «καλῆς» διεθνοῦς κοινωνίας τῆς ᾽ Αλεξάνδρειας καὶ νὰ ἐπιδεικνύουν τὶς περίκομψες τουαλέτες τους. ῞ Οσο γιὰ τὴν ἀριστοκρατία, στὶς σϕαῖρες της τὶς πιὸ κλειστές, ἀπέϕευγε νὰ συγχρωτίζεται μὲ τοὺς κατώτερούς της, ἀπὸ τὸ ϕόβο μὴ μιανθεῖ καὶ χάσει τὴν εἰδικὴ ἀξία της. Ἂν καὶ στὴν ἱεραρχία τῶν συγγάμβρων του, ὁ Σανούδης, μετὰ τὴν καταστροϕή του, ἦταν ὁ λιγότερο πλούσιος, ξεπερνοῦσε κοινωνικὰ τὸν ξαβέλλη κατὰ ἕνα σκαλοπάτι, χάρις στοὺς τρόπους του καὶ τὸ ἐπάγγελμά του ποὺ θεωροῦνταν ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ ξαβέλλη. ᾽ Αλλὰ οἱ γυναῖκες τους ϕρόντιζαν νὰ ἐξισώνουν κοσμικῶς τὰ σπίτια τους.
108
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
῾ Ο Κυριάκος Δαμόπουλος παντρεύτηκε τὴν ἐξαδέλϕη τῆς κ. ξαβέλλη, ᾽ Ασπασία. ῾ Ο Κυριάκος Δαμόπουλος καὶ ὁ ἀδελϕός του ᾽ Απόστολος ἦσαν τοκογλύϕοι, ἐγκαταστημένοι σ’ ἕνα ϕελλαχοχώρι τῆς περιϕερείας Μανσούρας. ᾽ Εδάνειζαν μὲ ὑψηλὸ τόκο στοὺς ϕελάχους κτηματίες. ῾ Ο τόκος προσθέτονταν στὸ κεϕάλαιο καὶ ὁ ὀϕειλέτης ἐσϕράγιζε μὲ τὴ βούλα του τὸ γραμμάτιο τοῦ δανείου. Ἂν δὲν ἐπλήρωνε στὴ λήξη του, τὸ γραμμάτιο ἀνανεωνόταν, μὲ τὸ ποσὸν αὐξημένο ἀπὸ τὸν καινούργιο τόκο. Ἂν ὁ δανειστὴς ἔκρινε ὅτι δὲν χωροῦσε ἄλλη ἀνανέωση, ἢ ἂν ὁ ὀϕειλέτης δὲν ἐπλήρωνε τουλάχιστο ἕνα μέρος τοῦ χρέους του, ὁ πρῶτος ἐνῆγε τὸν δεύτερο, προτοῦ ἱδρυθοῦν τὰ Μικτὰ Δικαστήρια, ἐνώπιον τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν τῆς περιϕερείας, τοῦ Σὲχ ἀλ Μπάλαντ ἢ τοῦ προϊσταμένου τοῦ Μάρκαζ, οἱ ὁποῖοι καταδίκαζαν τὸν ὀϕειλέτη νὰ πληρώσει καὶ οἱ ἴδιοι ἐκτελοῦσαν τὴν ἀπόϕασή τους μὲ κατάσχεση τῶν ἀγαθῶν του. Ἂν ὁ δανειστὴς ἤθελε γρήγορη ἀπόϕαση καὶ ἀμείλικτη ἐκτέλεση, ἐϕρόντιζε νὰ ἐξαγοράζει τὴν εὔνοια τοῦ δικαστῆ-κλητήρα. ῾ Ο ϕελάχος ποὺ δὲν ἐπλήρωνε, εἴτε γιατὶ ἦταν κακὴ ἡ σοδειά του καὶ ὁ τόκος ὑπέρογκος, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀπρονοησία του καὶ τὴν ξεροκεϕαλιά του, ἔχανε τὰ χωράϕια του. Οἱ Δαμόπουλοι δὲν θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς σκληρότερους τοκογλύϕους. ῎ Εκαναν –ὅσο τὸ ἐπέτρεπε, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἴδιοι, τὸ συμϕέρον τους, δηλαδὴ ἐϕόσον δὲν κινδύνευαν νὰ χάσουν τελικὰ τὸ χρῆμα τους– εὐκολίες στοὺς ὀϕειλέτες τους καὶ δὲν πήγαιναν στὰ δικαστήρια
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
109
παρὰ ὅταν ἀποκλείονταν ἄλλη λύση. Δὲν ἄργησαν ὡστόσο νὰ γίνουν πλούσιοι καὶ ν’ ἀποκτήσουν πολλὰ ϕεδδάνια γῆς εἴτε ἀπὸ τὴν κατακύρωση στοὺς ἴδιους τῶν χωραϕιῶν ποὺ πλειστηρίαζαν, εἴτε ἀπὸ ἐλεύθερες ἀγορές. ᾽ Εϕήρμοσαν στὰ κτήματά τους νέες μεθόδους καλλιέργειας. Χρησιμοποίησαν ἀνυψωτικὲς ἀντλίες γιὰ τὸ πότισμα τῶν ἀγρῶν καὶ καινούργιες ποικιλίες σπόρου, ποὺ ἐβελτίωσαν τὴν ποιότητα τοῦ βαμβακιοῦ των καὶ αὔξησαν τὴν παραγωγή του. Μετὰ τὸν γάμο του ὁ Κυριάκος Δαμόπουλος κατοίκησε στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια ὅπου ἔχτισε πολυτελὴ βίλα στὴ θέση ποὺ πρῶτα ὀνομάσθηκε Μοριὰς κι ἔπειτα ῾ Ελληνικὴ Συνοικία ἤ, στὴ διεθνὴ γλώσσα τῆς πόλεως, Καρτιὲ Γκρέκ. Περιόρισε τὸν τοκισμό, προτοῦ τὸν σταματήσει ὁλωσδιόλου, σὲ μικρὸ ἀριθμὸ σοβαρῶν πελατῶν του, ποὺ κατέβαιναν στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν στὸ γραϕεῖο του. ᾽ Εκτὸς ἀπὸ τὴ διεύθυνση τῶν ἀγροτικῶν κτημάτων του, ἡ κυρία δουλειά του πλέον ἦταν ἡ ἵδρυση ἀνωνύμων ἑταιρειῶν, ἡ διεύθυνσή τους καὶ ὁ χειρισμὸς τῶν τίτλων τους. Εἶχε γίνει σπουδαῖος οἰκονομικὸς παράγων τῆς πόλεως καὶ γενικὰ τῆς χώρας κι ἔϕτανε κανεὶς νὰ προϕέρει τ’ ὄνομά του γιὰ νὰ βλέπει νὰ διαχύνεται στὰ πρόσωπα τῶν ἀκροατῶν μιὰ ἀντανάκλαση σεβασμοῦ. Ἦταν λιγομίλητος καὶ σπάνια ἡ μορϕή του ϕανέρωνε ἐκεῖνο ποὺ σκεπτόταν. Μόνο ἕνα ἐλαϕρὸ μειδίαμα ἔδειχνε τὴν ἐπιδοκιμασία του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποδοκιμασία του.
110
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
Τὰ ἔπιπλα καὶ ἡ διακόσμηση τῆς βίλας του, ρυθμοῦ ᾽Αμπίρ, εἶχαν παραγγελθεῖ στὴ Γαλλία. ῾ Η βίλα περιζωνόταν ἀπὸ ἕναν μεγάλο κῆπο τοῦ ὁποίου οἱ ἀροκάριες, τὰ ϕλογόδεντρα καὶ οἱ ϕοινικιὲς τοῦ προσέδιδαν χαρακτήρα τροπικό. Στὸ πίσω μέρος του, ἕνα χαμηλό, μακρουλὸ κτίσμα περιλάμβανε τὸ ἁμαξοστάσιο μὲ δύο λουσάτα ἁμάξια, τὸ ἕνα τέθριππο καὶ δίιππο τὸ ἄλλο, τὸν στάβλο μὲ ὀκτὼ ἄλογα ράτσας ἀγγλικῆς καὶ ἀραβικῆς κι ἕνα περίπτερο γιὰ τοὺς ἁμαξηλάτες, τοὺς σεΐσηδες καὶ τοὺς ὑπηρέτες. Οἱ δύο κόρες του ἀνατράϕηκαν ἀπὸ ᾽ Αγγλίδες παιδαγωγοὺς καὶ μορϕώθηκαν ἀπὸ οἰκοδιδασκάλους. Τὴ μικρότερη ἀδελϕὴ τῆς κ. ξαβέλλη, Φωτεινή, τὴν παντρεύτηκε ὁ Μανώλης Κερμάς. Τὸν Μανώλη Κερμὰ τὸν ἐβάραινε γιὰ πολλὰ χρόνια μιὰ κακοϕημία – ὅτι συνεργαζόταν κρυϕὰ μὲ τὸν ἀδελϕό του ῞ Εκτορα ποὺ τὸν ἔϕερνε ὁ θρύλος γιὰ τὸν μεγαλύτερο χασισέμπορο τῆς Αἰγύπτου. ᾽ Αλλὰ ἐπρόκειτο γιὰ συκοϕαντία. ῞ Οχι ὅσον ἀϕορᾶ τὸν ῞ Εκτορα ποὺ ἦταν πράγματι χασισέμπορος. ῾ Η συκοϕαντία ἦταν γιὰ τὸν Μανώλη ποὺ δὲν εἶχε καμιὰ σχέση μὲ τὶς δουλειὲς τοῦ ἀδελϕοῦ του. ῾ Ο ῞ Εκτωρ ἦταν μεγαλύτερός του καὶ ὁ Μανώλης τὸν σεβόταν. Δὲν ἐνέκρινε τὴ δράση του, ἀλλὰ δὲν ϕανέρωνε τὴν ἀποδοκιμασία του. Τὸν βασάνιζε ὡστόσο ἡ ἴδια του ἡ σκέψη καὶ ἡ κατάκριση τῆς κοινωνίας γιὰ τὸν ἀδελϕό του. Στὸ λαθρεμπόριο δὲν τὸν ἐτράβηξε τὸν ῞ Εκτορα ἡ δίψα τοῦ μεγάλου κέρδους μόνο καὶ κυρίως, ἀλλὰ τὸ πάθος του γιὰ τὴν περιπέτεια, ἡ ἀποστροϕή του γιὰ
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
111
τὰ καθιερωμένα καὶ κάποια περιστατικὰ τῆς ζωῆς του στὴ διαμόρϕωση τῶν ὁποίων δὲν ἔμεινε ξένος ὁ ἴδιος. ᾽ Επὶ δεκαπέντε χρόνια, ἀϕότου ἦρθε στὴν Αἴγυπτο σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, προσπάθησε νὰ στερεώσει σὲ μιὰ δουλειά. ῎ Αλλαξε πολλὰ ἐπαγγέλματα. ῎ Αρχισε ὑπάλληλος, δοκίμασε κάθε εἴδους ἐπιχειρήσεις καὶ τέλος ἔγινε ἔμπορος ποτῶν, ἰδιαιτέρως τοῦ κρασιοῦ ποὺ εἰσῆγε ἀπὸ τὴν ῾ Ελλάδα καὶ τὴν Κύπρο. Τὰ εἴδη του ἦσαν γνήσια καὶ δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν χαρακτηρίσει ὅπως οἱ ἰθαγενεῖς ἔλεγαν γιὰ τοὺς ἄλλους συναδέλϕους του: ἀλ χαουάγκα μπιτὰ ἀλ νεμπὶτ ϕάλσο, δηλαδὴ ὁ κύριος τοῦ νοθεμένου κρασιοῦ. ᾽ Α λλὰ μαζὶ μὲ τὰ κρασιὰ ὁ ῞ Εκτωρ παρεισῆγε χασὶς μέσα στὸν στεγανὸ διπλὸ πάτο τῶν βαρελιῶν του, διασκευασμένον γι’ αὐτὸν τὸ σκοπό. Μέτριος στὸ ἀνάστημα, μελαχρινὸς σκοῦρος σὲ βαθμὸ ποὺ μικρὸ τὸν ἔλεγαν «Μαῦρο», μὲ μαλλιὰ καὶ μουστάκια πυκνὰ καὶ ὁλόμαυρα, γραμμὲς τοῦ προσώπου πελεκητές, ὀξεῖες καὶ μάτια ποὺ ἔλαμπαν, ὁ ῞ Εκτωρ εἶχε καὶ μιὰ μυϊκὴ διάπλαση ποὺ ϕαινόταν καὶ ἦταν πράγματι ἀτσαλένια. ᾽ Εσύχναζε στὸ Παλαὶ Κρυστὰλ καὶ στὶς μπιραρίες τοῦ Γαλλικοῦ Κήπου ὅπου ὑπηρετοῦσαν Εὐρωπαῖες σερβιτόρισσες, μπιράγιες ὅπως τὶς ἔλεγαν, Γαλλίδες, ᾽ Ιταλίδες ἢ Αὐστριακές. ῾ Ο ῞ Εκτωρ ἐδιάλεγε ἀνάμεσά τους τὶς ϕιλενάδες του καὶ ἡ μανία του ἦταν νὰ δοκιμάζει τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη, ὅλες ὅσες τοῦ ἄναβαν τὴν ἐπιθυμία. ᾽ Αλλὰ τὸν πραγματικὸ σαρκικὸ ἔρωτα, τὸ πάθος ποὺ κυριεύει σῶμα καὶ ψυχὴ καὶ τὰ ὑποδου-
112
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
λώνει, τὰ ἐγνώρισε ὅταν συνδέθηκε μὲ μιὰ Τεργεστίνα, τὴν Τζοβάννα. ῾ Η Τζοβάννα στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια ἦταν παραμάνα. Στὴν Τεργέστη ὅπου γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε, πουλοῦσε τὸ σῶμα της ἀπὸ δεκατεσσάρω χρονῶ. ῾ Ο τελευταῖος της ἐραστής, ὁ ρουτζέρο, ποὺ τὴν ἀγάπησε καὶ τὴν ἤθελε μόνο δική του, τὴν ἔπεισε νὰ ἔρθουν στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια γιὰ νὰ κάνει ἐκεῖ τὴν παραμάνα. ᾽ Απόκτησε μαζί του δύο παιδιά. Τ’ ἀπόκοβε νωρὶς καὶ τὰ ἔστελνε μὲ γνωστά της πρόσωπα στη μητέρα της ποὺ ἔμενε σ’ ἕνα χωριὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Τεργέστη. ᾽ Ελευθερωμένη ἀπὸ τὴ γαλουχία καὶ τὴ ϕροντίδα τῶν δικῶν της παιδιῶν, ἐπρόσϕερε τὸ γάλα της καὶ τὶς ὑπηρεσίες της γιὰ τὰ ξένα ποὺ οἱ πλούσιες μητέρες τους δὲν μποροῦσαν ἢ δὲν ἤθελαν νὰ τὰ θηλάσουν καὶ περιποιηθοῦν οἱ ἴδιες. ῞ Ενα βράδυ καλοκαιρινὸ ὁ ῞ Εκτωρ καθόταν στὸ πεζοδρόμιο μιᾶς μπιραρίας τοῦ Γαλλικοῦ Κήπου, ἀντίκρυ στὴ θάλασσα καὶ ἔπινε μπίρα τοῦ Μονάχου. Κορεσμένος ὁ ἀέρας ὑγρασία ποὺ κολλοῦσε στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ ροῦχα καὶ τὰ ἐμούλιαζε, δρόσιζε μολαταῦτα, γιατὶ ϕυσοῦσε. Τὸ διπλανὸ τραπέζι ἀριστερά του ἦταν ἀδειανό. Μιὰ στιγμὴ ἔστρεψε τὸ κεϕάλι του καὶ τὸ εἶδε κατειλημμένο ἀπὸ ἕνα ζευγάρι. ῾ Ο ἄντρας καθόταν πρὸς τὸ μέρος του. Τοὺς ἐχώριζε τὸ τραπέζι τοῦ ῞ Εκτορα καὶ μιὰ καρέκλα. ῾ Η γυναίκα καθόταν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ τραπεζιοῦ τους. Ἦσαν ἡ Τζοβάννα καὶ ὁ ρουτζέρο. ᾽ Απὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὴν εἶδε, ὁ ῞ Εκτωρ δὲν ξεκόλλησε τὸ μάτι του ἀπὸ πάνω της. ᾽ Εκοίταζε τὸ κεϕάλι,
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
113
τὰ μάτια, τὰ χείλη της. ᾽ Εκοίταζε τὸ στῆθος της. ᾽ Εκοίταζε ὅλο τὸ σῶμα της ἐπίμονα, λαίμαργα. Ἦταν ξανθή, γαλανομάτα, ὁλόλευκη, μὲ τὸ πρόσωπο σὰν περιτυλιγμένο ἀπὸ μιὰ ϕλόγα. Κάτω ἀπὸ τὸ ἄσπρο ϕόρεμα, ἡ σάρκα της καμπυλωνόταν, ἀκοντιζόταν, ἀνθοῦσε. ῾ Ο ῞ Εκτωρ ἔστριβε τὸ μουστάκι του ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, ἀργά, πολλὲς ϕορές, ἐξακολουθώντας νὰ τὴν κοιτάζει καὶ βάζοντας στὸ βλέμμα του ὅλο τὸν πόθο του καὶ ὅλη τὴ βούλησή του γιὰ τὴν κατάκτησή της. ᾽ Εκείνη ἔβλεπε μπροστά της, στὸ κενό, νιώθοντας σὰν ἐπαϕὴ τὴ σιωπηλὴ ἐπίθεσή του. ᾽ Εζύγιαζε τὸν ἄντρα ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές. ξάϕνου γύρισε τὸ κεϕάλι της πρὸς τὸ μέρος του καὶ τοῦ χαμογέλασε πλατιά. ᾽ Ανατρίχιασε ὅλο τὸ κορμί του. Ἦταν ἀποϕασισμένος νὰ κάμει ὁτιδήποτε γιὰ νὰ τὴν πλησιάσει. — ρουτζέρο, ἔσκυψε καὶ ψιθύρισε ἡ Τζοβάννα στὸν ϕίλο της, παρακάλεσε τὸν κύριο ποὺ κάθεται δίπλα σου νὰ ’ρθεῖ μαζί μας. ῾ Ο ρουτζέρο πειράχτηκε καὶ θέλησε νὰ τῆς ἐναντιωθεῖ, ἀλλὰ τὸ ὕϕος της ἔδειχνε ὅτι δὲν θὰ δεχόταν καμιὰν ἀντίρρηση. Κατάλαβε ὅτι ἂν δὲν ἐκτελοῦσε τὴν παραγγελία της, ἡ ἴδια θὰ προσκαλοῦσε τὸν ξένο. ξεροκατάπιε, σηκώθηκε, ἔκαμε δυὸ βήματα πρὸς τὸν ῞ Εκτορα καὶ τοῦ εἶπε: — Κύριε, ἡ σινιόρα σᾶς προσκαλεῖ στὸ τραπέζι μας. Γιὰ ἕνα δευτερόλεπτο ὁ ῞ Εκτωρ τά ’χασε. Δὲν μποροῦσε νὰ ξεχωρίσει ποιός τοῦ εἶχε μιλήσει: ἡ ἴδια του ἡ ἐπιθυμία ἢ μιὰ ξένη ϕωνή. Μετὰ τὸ ξάϕνιασμα, τὸν
114
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
πλημμύρισε ἡ χαρά. Σηκώθηκε καὶ χωρὶς νὰ εἰπεῖ λέξη, πῆρε μιὰ καρέκλα καὶ πῆγε καὶ κάθισε δίπλα στὴν Τζοβάννα. — Πόσες ϕορὲς τὴν ἡμέρα κάνεις τὰ γλυκὰ μάτια στὶς γυναῖκες; τὸν ρώτησε γελαστή. — Κάθε ϕορὰ ποὺ συναντῶ ὄμορϕες. — Μπερμπάντη! — Δὲν μὲ κρατᾶ ὅμως καμιά. Δὲν ἀγάπησα πραγματικὰ ὣς τώρα ποτέ. — Θέλεις νὰ πεῖς πὼς θὰ μ’ ἀγαπήσεις ἐμένα; — ῎ Ισως... Τὴν κοίταξε καλά. Ἦταν ὅλη μιὰ ὑπόσχεση βαθιᾶς ἡδονῆς. — Σίγουρα ναί, τῆς εἶπε, ἐσένα θ’ ἀγαπήσω. Μιλοῦσαν σιγανὰ ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ δίνουν σημασία στὴν παρουσία τοῦ ρουτζέρο ὁ ὁποῖος, σκυϕτός, ϕαινόταν νὰ περιεργάζεται τὰ παπούτσια του. Σὲ λίγο εἶπε ἕνα σκουζάτε κι ἐξαϕανίσθηκε γιὰ ἕνα τέταρτο. ῞ Οταν ἐπέστρεψε, ὅλα εἶχαν κανονισθεῖ μεταξὺ τῆς Τζοβάννας καὶ τοῦ ῞ Εκτορα. Τὴν ἴδια βραδιὰ ὁ ρουτζέρο ἔϕυγε ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Τζοβάννας, ἀϕοῦ ὑποσχέθηκε στὸν ῞ Εκτορα ὅτι δὲν θὰ εἶχε πιὰ ἐρωτικὲς σχέσεις μαζί της. ᾽ Απὸ τὴν ἴδια ἐπίσης βραδιὰ ὁ ῞ Εκτωρ ἐγκαταστάθηκε στὸ σπίτι τῆς Τζοβάννας σὰν ἀϕέντης καὶ ἐραστής. ῾ Ο ῞ Εκτωρ δὲν ζοῦσε πράγματι παρὰ μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Τζοβάννας καὶ ὅταν βρισκόταν μακριά της, δὲν σκεπτόταν παρὰ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὴν ἔσμιγε. Πέρασαν ἔτσι πολλοὶ μῆνες.
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
115
῞ Ενα βράδυ μερικοὶ ϕίλοι τοῦ ῞ Εκτορα τοῦ ἔκαμαν τραπέζι σὲ μιὰ μπιραρία τοῦ Γαλλικοῦ Κήπου. ῾ Η Τζοβάννα δὲν μπόρεσε νὰ τὸν συνοδέψει, γιατὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ϕίλους ἦταν παντρεμένος. ᾽ Αϕότου εἶχαν γνωριστεῖ, πρώτη ϕορά, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὧρες τῆς δουλειᾶς, τὴν ἀποχωριζόταν. Μάλιστα, μετὰ τὸ ϕαγοπότι, δὲν θὰ ἐπέστρεϕε σπίτι γιατὶ θὰ πήγαινε στὸ ράμλι νὰ συναντήσει κρυϕὰ ἕναν λαθρέμπορο καὶ δὲν θὰ προλάβαινε νὰ γυρίσει πρὶν ἀπὸ τὸ πρωί. ῞ Ενα ἁμάξι θὰ ἐρχόταν νὰ τὸν πάρει ἀπὸ τὴν μπιραρία. ᾽ Αλλά, κατὰ τὸ τέλος τοῦ ϕαγητοῦ, τὸν εἰδοποίησαν ἐμπιστευτικὰ ὅτι ἡ συνάντηση εἶχε ἀναβληθεῖ. Ἦταν κοντὰ μεσάνυχτα ὅταν, χαμογελώντας μὲ τὴ σκέψη ὅτι σὲ λίγο θὰ ξαπλωνόταν στὸ ζεστὸ κρεβάτι τῆς Τζοβάννας –ζεστὸ ἀπὸ τὸ σῶμα της– ὁ ῞ Εκτωρ διέσχισε τὸν Γαλλικὸ Κῆπο, ἔπειτα τὴν κατάϕωτη ἀκόμη Πλατεία τῶν Προξένων, ὅπου τὸ ξενύχτι ἔσερνε τὰ τελευταῖα ξεϕτίδια του, καὶ μπῆκε στὴ σκοτεινὴ καὶ σιωπηλὴ Πλατεία ῾ Αγίας Αἰκατερίνης ποὺ τὰ ρολόγια στὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν της χτυποῦσαν τὶς ὧρες μὲ διαϕορὰ μισοῦ λεπτοῦ μεταξύ τους, γιὰ νὰ ξεχωρίζουν τὸ δόγμα στὸ ὁποῖο ἀνῆκε ἡ κάθε μιά τους. Τὴ διαπέρασε διαγώνια κι ἔϕτασε στὴ δυτικὴ ἄκρη της ὅπου διαμορϕωνόταν ἕνας ἄλλος ἀνοιχτὸς χῶρος, ἡ Πιάτσα ντελλὰ Πάλλια – Πλατεία τῆς Ψάθας. Σὲ μιὰ στενὴ πάροδό της βρισκόταν τὸ σπίτι τῆς Τζοβάννας, σὲ μιὰ μονώροϕη βίλα. ῎ Ανοιξε μὲ τὸ κλειδί του τὴν πόρτα τῆς εἰσόδου, μπῆκε στὸ τετράγωνο χὸλ καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ ὑπνοδωμάτιο τῆς Τζοβάννας. ᾽ Εκείνη τὴ στιγμὴ πή-
116
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
δησε ἀπὸ μέσα του ὁ ρουτζέρο κι ἐπιχειρώντας ν’ ἀποϕύγει τὸν ῞ Εκτορα, ἔτρεξε πρὸς τὴν κουζίνα ὅπου ὑπῆρχε μιὰ δεύτερη ἔξοδος τοῦ σπιτιοῦ. ᾽ Εϕώτιζε τὴ σκηνὴ μιὰ λάμπα μὲ κατεβασμένο τὸ ϕιτίλι, βαλμένη πάνω σ’ ἕνα τραπέζι στὴ μέση τοῦ χόλ. ῾ Ο ῞ Εκτωρ τοῦ ἔκοψε τὸ δρόμο καὶ τοῦ ἔριξε στὰ μοῦτρα ὅλες τὶς βρισιὲς τῆς ἰταλικῆς γλώσσας μαζεμένες, κρατώντας τον συνάμα καὶ κουνώντας τον μὲ τὰ δύο χέρια ἀπὸ τὰ πέτα τοῦ σακακιοῦ καὶ ϕυσώντας του στὸ πρόσωπο τὴ βαριὰ ἀπὸ ἀλκοὸλ ἀνάσα του. ῾ Ο ρουτζέρο ϕοβήθηκε ὅτι ὁ ῞ Εκτωρ θὰ τὸν χτυποῦσε. Γλίστρησε τὸ χέρι του στὴ μέση του καὶ τράβηξε ἀπὸ τὸ ζωνάρι του τὴν κάμα του. Τὸ μάτι τοῦ ῞ Εκτορα συνέλαβε τὴ λάμψη τῆς λάμας της. ᾽ Επρόλαβε τὴ ϕονικὴ κίνηση τοῦ ρουτζέρο καὶ κατόρθωσε νὰ τὸν ἀϕοπλίσει. ᾽ Αλλὰ ὁ ρουτζέρο εἶχε χάσει τὴν ψυχραιμία του καί, ἀντὶ ν’ ἀπομακρυνθεῖ, ἅρπαξε τὸ χέρι τοῦ ῞ Εκτορα ποὺ βαστοῦσε τὴν κάμα καὶ τὸ δάγκωσε μὲ λύσσα, γιὰ νὰ τοῦ τὴν ἀποσπάσει. ῾ Ο ῞ Εκτωρ τρελάθηκε ἀπὸ τὸν πόνο καὶ δὲν ἤλεγχε πιὰ τὰ νεῦρα του. Μὲ τὸ ἐλεύθερο χέρι του ἀπέσυρε μὲ κόπο τὸ μαχαίρι καὶ μὲ μιὰ κίνηση σχεδὸν αὐτόματη ξεκοίλιασε τὸν ρουτζέρο. ῾ Η συμπλοκὴ διήρκεσε ἑνάμισι λεπτό. ῾ Η Τζοβάννα τὴν παρακολουθοῦσε ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ δωματίου της μὲ ἀγωνία, χωρὶς ὅμως νὰ μπορεῖ νὰ κάμει τίποτε. ῞ Οταν εἶδε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ εἶχε μείνει καταγῆς δὲν ἦταν ὁ ῞ Εκτωρ, ἀνακουϕίστηκε. Τὸν ἀγαποῦσε μὲ ὅλη τὴ ϕωτιὰ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάψει μέσα στὶς αἰσθήσεις της. Ἂν ὁ ρουτζέρο ἐκεί-
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
117
νη τὴ νύχτα βρέθηκε κοντά της, δὲν ἔϕταιγε αὐτή. Τὸ ὅτι ὁ ῞ Εκτωρ θ’ ἀπουσίαζε, ὁ ρουτζέρο τὸ εἶχε μάθει ἀπὸ μιὰ ϕίλη της καὶ θέλησε νὰ τὸ ἐκμεταλλευθεῖ γιὰ νὰ τὴν ἐπανακτήσει. ᾽ Αλλὰ δίχως νὰ τὸ πετύχει. — Ἦρθε νὰ παραπονεθεῖ, εἶπε ἡ Τζοβάννα στὸν ῞ Εκτορα ποὺ στεκόταν μπροστά της μὲ τὰ χέρια καὶ τὰ ροῦχα καταματωμένα καὶ μιὰ ἔκϕραση πόνου καὶ τρόμου... ῎ Ηθελε νὰ ξαναγυρίσω μαζί του. Μοῦ μιλοῦσε, μοῦ μιλοῦσε. Δοκίμασε νὰ μὲ πλησιάσει. Δὲν τὸν ἄϕησα. ῾ Ο ῞ Εκτωρ δὲν κατάλαβε τὰ λόγια της ἐκείνη τὴ στιγμή. Τὰ ξανάκουσε καὶ τὰ κατάλαβε ἀργότερα ὅταν ἡ μηχανὴ τῆς μνήμης του, ποὺ τὰ εἶχε ἀποτυπώσει, τοῦ τὰ ἐπανέλαβε. Τὸ βλέμμα του γλιστροῦσε, δὲν σταματοῦσε πουθενά. ῎ Επεσε πάνω στὴν Τζοβάννα καὶ σταμάτησε... Φοροῦσε μόνο τὸ νυχτικό της. Τὸ ξαναμμένο πρόσωπό της, τὸ μεθυστικὸ σῶμα της, τὸ ὁλόρθο στῆθος της, ὁλόκληρη τοῦ προσϕερόταν, σκλάβα τοῦ ἀνδρισμοῦ του... ᾽ Εβίασε ἀνυπόϕορα τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ μὴν τὴν ἁρπάξει, γιὰ νὰ ξεϕύγει ἀπὸ τὴν ἕλξη τῆς ἀβύσσου. ( ῾ Η ἀναχαίτιση τῆς ὁρμῆς του ἄϕησε μέσα του μιὰν ἀνάμνηση βασανιστική.) Τίναξε δυνατὰ τὸ κεϕάλι του, χτύπησε τὰ πόδια του, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, πάνω στὸ πάτωμα καὶ εἶπε: — Φεύγω... Πρέπει νὰ κρυϕτῶ. — Πήγαινε… Μὴ ϕοβᾶσαι τίποτε. ᾽ Εγὼ θὰ τὰ σιάξω ὅλα. « ᾽ Αντίο» ψιθύρισε ὁ ῞ Εκτωρ. ῎ Ανοιξε τὴν πόρτα κι ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό του στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας.
118
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
Τράβηξε μπροστά του, μὲ μιὰ μόνο ἔγνοια: ν’ ἀπομακρυνθεῖ γρήγορα... ᾽ Αϕοῦ ἄϕησε νὰ περάσουν πέντε λεπτά, ἡ Τζοβάννα ἄρχισε νὰ ξεϕωνίζει, ζητώντας βοήθεια... Τὰ ἔσιαξε πράγματι ὅλα χάρις στὴ συνδρομὴ τοῦ «καγκελαρίου» τοῦ προξενείου της ποὺ ἦταν καὶ τοῦ ρουτζέρου προξενεῖο. ῾ Ο «καγκελάριος» ἐθαύμαζε τὴν ὀμορϕιὰ τῆς Τζοβάννας καὶ τὴν προστάτευε. Σύμϕωνα μὲ τὴν κατάθεσή της, ὁ ϕόνος ἀποδόθηκε σ’ ἕναν ἄγνωστο ποὺ χτύπησε τὴν πόρτα καὶ τοῦ ἄνοιξε ὁ ρουτζέρο. ῾ Ο ἄγνωστος συνεπλάκη μαζί του καὶ τὸν ἐσκότωσε. Στὴν ἀνάκριση, ἰδίως τῆς αἰγυπτιακῆς ἀστυνομίας, ἔγινε λόγος γιὰ τὸν ῞ Εκτορα. Κανένα μάτι ἀνθρώπου δὲν τὸν εἶχε ἰδεῖ, τὴ νύχτα ἐκείνη, νὰ μπαίνει στὸ σπίτι τῆς Τζοβάννας ἢ νὰ βγαίνει. Οἱ μαρτυρίες, ἐξάλλου, τῆς ϕίλης της ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ῞ Εκτωρ θὰ περνοῦσε τὴ νύχτα μακριά της καὶ ἡ ὁποία τὸ εἶπε στὸν ρουτζέρο, καθὼς κι ἑνὸς ϕίλου τοῦ ϕονιᾶ ποὺ ἐδήλωσε ὅτι, μετὰ τὸ ϕαγοπότι τῆς μπιραρίας, εἶχε περάσει τὸ ὑπόλοιπο τῆς νύχτας στὸ σπίτι του, ἤρκεσαν γιὰ ν’ ἀποκλείσουν τὴν ἀνάμιξη τοῦ ῞ Εκτορα στὴν ὑπόθεση. Πράγματι, μετὰ τὸν ϕόνο, ὁ ῞ Εκτωρ, κάνοντας σὰν τὸν παίκτη ποὺ τοῦ βάζουν στὰ χέρια τὰ χαρτιὰ ποὺ θέλουν καὶ τὸν ἀναγκάζουν νὰ τὰ παίξει γιὰ νὰ κερδίσει ἢ νὰ χάσει τὴ ζωή του, ἔτρεξε στὸ δικό του σπίτι καί, χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληϕθεῖ κανείς, πλύθηκε, ἄλλαξε ροῦχα, ἔκρυψε ἐκεῖνα ποὺ ἔβγαλε καὶ πῆγε στὸ σπίτι ἑνὸς ϕίλου του ἐργένη, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν μπιραρία, τὸν ξύπνησε καὶ μὲ τὸ πρόσχημα
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
119
ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ γυρίσει σπίτι του, γιατὶ εἶχε μεθύσει καὶ τὸν πονοῦσε ϕριχτὰ τὸ κεϕάλι, τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ϕιλοξενήσει. ῾ Ο ϕίλος κάτι ὑποψιάστηκε ὅταν ἔμαθε τὸν ϕόνο τοῦ ρουτζέρο, ἀλλὰ μὴ ὄντας βέβαιος γιὰ τὴν ἐνοχὴ τοῦ ῞ Εκτορα καὶ μπορώντας, χωρὶς κίνδυνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν βοηθήσει, δέχτηκε νὰ τὸν καλύψει. ῾ Ο ῞ Εκτωρ διέλυσε τὸ ἐμπόριο τῶν κρασιῶν καὶ ἀϕοσιώθηκε ἀποκλειστικὰ πλέον στὸ λαθρεμπόριο τοῦ χασίς. Μὲ τὴν πρόοδο τῶν ἐπιχειρήσεών του, ἐγκατέστησε τέσσερα κέντρα γιὰ τὴ δουλειά του καὶ τὴ διαβίωσή του. ῞ Ενα στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια, σὲ μιὰ ἀπομονωμένη βίλα, μέσα σ’ ἕνα δρομίσκο τοῦ Κὸμ ἐλ Ντίκ. Τὸ δεύτερο στὸ Κάιρο, σ’ ἕνα παλιὸ σαράγι μὲ μεγάλο κῆπο, στὴ βόρεια ἄκρη τῆς Γκεζίρας. Τὸ τρίτο στὸ Σουέζ, κοντὰ στὸ λιμάνι, σ’ ἕνα σπίτι μὲ πολλοὺς διαδρόμους καὶ κρυϕὲς ἐξόδους. Τὸ τέταρτο ἀνάμεσα στὸ Κάιρο καὶ τὸ Σουέζ, στὸ μεταίχμιο τῆς ἐρήμου καὶ τῶν καλλιεργημένων ἀγρῶν, σ’ ἕνα σπίτι μακριὰ ἀπὸ κάθε κατοικία. Κυκλοϕοροῦσε μὲ μυστικότητα ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, γιὰ νὰ συναντᾶ τοὺς συνεργάτες του καὶ τοὺς πελάτες του, γιὰ νὰ κανονίζει τὰ ϕθασίματα, τὴν ἐκϕόρτωση, παραλαβὴ καὶ διάθεση τοῦ ἐμπορεύματος καὶ γιὰ νὰ ζεῖ μὲ τὴ συντροϕιὰ τοῦ μοναδικοῦ ϕίλου ποὺ εἶχε διατηρήσει ἀπὸ τὶς παλιὲς σχέσεις του καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει ὁ σωματοϕύλακάς του, τῶν ἐρωμένων του ποὺ ἐψάρευε μέσα σ’ ὅλες τὶς ϕυλὲς καὶ τὰ κοινωνικὰ στρώματα καὶ περιβάλλοντα, καὶ τῶν καλεσμένων του
120
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
ποὺ περιλάμβαναν γιατρούς, δικηγόρους, χρηματιστὲς καὶ τυχοδιῶκτες ντόπιους καὶ διαβατικούς. ῞ Οταν μιὰ μεγάλη ἐκστρατεία χασὶς πετύχαινε, δηλαδὴ ἡ παραγγελία ἐκτελοῦνταν κανονικὰ καὶ τὸ ἐμπόρευμα ἔϕτανε, ἐκϕορτωνόταν καὶ μεταϕερόταν χωρὶς ἡ ἐξουσία νὰ τὸ ἀντιληϕθεῖ ἢ νὰ ἐπέμβει, τὸ κέρδος τοῦ ῞ Εκτορα ἀντιπροσώπευε μιὰ πραγματικὴ περιουσία. ᾽ Αλλὰ τὰ ἔξοδά του, μαζὶ μὲ τὰ ποσοστὰ ποὺ ἔπαιρναν οἱ συνεργάτες του καὶ τὶς δωροδοκίες ποὺ ἐμοίραζε πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἐπίσημη, ἀπορροϕοῦσαν ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ κέρδους. Ἂν ἡ ἐκστρατεία δὲν πετύχαινε, ἡ ζημία ἦταν ἐξοντωτικὴ καὶ ὅταν προπάντων τὸ ἐμπόρευμα κατασχόταν, ὁ κίνδυνος γιὰ τὸν ῞ Εκτορα νὰ διωχθεῖ καὶ νὰ συλληϕθεῖ ἐπακολουθοῦσε ἀπειλητικά. Τρεῖς ϕορὲς κινδύνεψε σοβαρὰ καὶ σώθηκε χάρις σὲ ἰσχυρὲς ἐπεμβάσεις καὶ γενναῖες ἐλευθεριότητες. Γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρίζεται κατὰ τὶς μετακινήσεις του, πολλὲς ϕορὲς ϕοροῦσε γκελεμπία, μακρὺ σουρτοῦκο καὶ ϕέσι, τύλιγε τὸ κεϕάλι του μ’ ἕνα σάλι μεταξωτὸ ποὺ τὰ κρόσσια του ἔπεϕταν πάνω στοὺς ὤμους καὶ κυκλοϕοροῦσε ἔτσι μὲ τὸ σιδηρόδρομο, ἢ ἐβάδιζε στοὺς δρόμους, ἀνακατωμένος μὲ τὸ ἀνώνυμο πλῆθος. Σπάνια συναντοῦσε τὸν ἀδελϕό του Μανώλη. ζοῦσαν οἱ δυὸ σὲ σϕαῖρες ὁλότελα χωριστές. Μιὰ μέρα, μετὰ ποὺ εἶχαν νὰ ἰδωθοῦν πολλοὺς μῆνες, ὁ ῞ Εκτωρ ἐπῆγε στὸ γραϕεῖο τοῦ Μανώλη. ῾ Ο Μανώλης τὸν ὑποδέχτηκε μὲ χαρά. Τὸν ἐπῆρε μέσα στὸ ἰδιαίτερό του καὶ πρόσταξε τοὺς ὑπαλλήλους του νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλήσει κανείς.
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
121
᾽ Εκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ ῞ Εκτωρ ἦταν βουτηγμένος στὰ χρέη καὶ ζητοῦσε ἕνα μεγάλο δάνειο γιὰ τὴν ἐγγύηση τοῦ ὁποίου θὰ ὑποθήκευε ὅλα τὰ κτήματά του. ῞ Εναν ὁλόκληρο χρόνο δὲν εἶχε μπορέσει νὰ ἐργασθεῖ καὶ τὰ ἔξοδα, ποὺ δὲν σταματοῦσαν, τὸν ἔπνιγαν. Περίμενε ἀπάντηση ἀπὸ ᾽ Αλεξανδρινοὺς κεϕαλαιούχους καὶ ἦταν ἀνήσυχος. ῾ Η θέα τοῦ ἤρεμου καὶ τακτικοῦ ἀδελϕοῦ του, μὲ τὴν περιποιημένη ἐμϕάνιση καὶ τὴν ἄψογη χωρίστρα τῶν μαλλιῶν του, τὸν ἐνεύριασε. ῾ Η συναισθηματικὴ ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἔκαμε ὄχι μόνο δὲν τὸν ἐπράυνε, ἀλλὰ προκάλεσε μέσα του ἕναν παροξυσμὸ κακίας. — Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω, τοῦ εἶπε μὲ σαρκασμό, γιατί δὲν διακόπτεις τὶς σχέσεις σου μ’ ἕναν λαθρέμπορο σὰν κι ἐμένα, ἂς εἶμαι κι ἀδελϕός σου. — Τί λόγια εἶναι αὐτά; ξέρεις καλὰ πὼς ἐγὼ δὲν σὲ κρίνω. — Δὲν μὲ κρίνεις ἀλλὰ δὲν μὲ ἐγκρίνεις. ῎ Ισως καὶ νὰ προσεύχεσαι στὸν Θεὸ γιὰ μένα. Μέσα σου ὅμως ἀποδοκιμάζεις αὐτὸ ποὺ κάνω καὶ ποὺ εἶναι ἀντίθετο μὲ ὅ,τι σὺ πιστεύεις καὶ πράττεις. Συνέχισε χωρὶς ν’ ἀϕήσει τὸν Μανώλη ν’ ἀπαντήσει. — Πουλῶ χασὶς καὶ θεωρεῖς ὅτι, μὲ τὸ νὰ τὸ πουλῶ, δημιουργῶ τὴν ἀνάγκη του. Πολλοὶ θέλουν νὰ καπνίζουν ἢ νὰ μασοῦν χασίς. Τὸ κλίμα, ὁ μόχθος, ἡ ἀγωνία τῆς ζωῆς προκαλοῦν μέσα τους μιὰ κατάπτωση, ἕνα ἄδειο, μιὰ κούραση. ῾ Ο ὀργανισμός τους ἀποζητᾶ ἕνα τονωτικό, ἕνα διεγερτικὸ τῆς ὁρμῆς τους. Τὸ βρίσκουν στὸ χασίς. ᾽ Αϕότου ὑπάρχει ἀνθρωπότης, τὸ
122
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
καπνίζουν σὲ ὅλες τὶς ζεστὲς ζῶνες τῆς γῆς. Ἂν πολλοὶ ἢ λίγοι κάνουν κατάχρηση, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τὸ χασὶς εἶναι βλαβερὸ γιὰ ὅλους καὶ σὲ ὁποιαδήποτε δόση. Πρὶν ἀπὸ τὴν κατάχρηση ὑπάρχει ἡ χρήση, ἡ σωστὴ χρήση. — ᾽ Αλλὰ γιατί τὸ Κράτος ἀπαγορεύει τὸ χασίς; ρώτησε ὁ Μανώλης. — Γιατὶ δὲν ξέρει νὰ τηρήσει ἐπακριβῶς τὴ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὴ χρήση καὶ τὴν κατάχρηση. — ῎ Οχι γιατὶ δὲν ξέρει, ἀλλὰ γιατὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ τηρηθεῖ μιὰ τέτοια γραμμή. ῾ Ο ῞ Εκτωρ θεώρησε περιττὸ νὰ προσθέσει τίποτε ἄλλο. ῎ Εκαμε μόνο μιὰ χειρονομία κι ἕνα μορϕασμὸ γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀδελϕοῦ του δὲν τὸν ἔπεισε. ῾ Ο Μανώλης ἤξερε ὅτι ὁ ῞ Εκτωρ ἦταν πολὺ στενοχωρημένος οἰκονομικῶς καὶ ὅταν τὸν εἶδε νὰ μπαίνει στὸ γραϕεῖο του, ἤλπισε ὅτι θὰ τοῦ ζητοῦσε νὰ τὸν εὐκολύνει. ᾽ Αλλὰ ὁ ῞ Εκτωρ σηκώθηκε νὰ ϕύγει, χωρὶς νὰ τοῦ μιλήσει διόλου γιὰ τὴν κατάστασή του. Τότε ὁ Μανώλης τοῦ εἶπε: — ξέρω ὅτι σὺ ὁ πλούσιος καὶ δυνατὸς ἄνθρωπος ἔχεις, αὐτὴ τὴ στιγμή, κάποιες δυσκολίες. Γιατί δὲν μοῦ ἀνέϕερες τίποτε; Γιατί δὲν μὲ μεταχειρίζεσαι σὰν ἀδελϕό σου; Γιατί εἶσαι τόσο σκληρὸς ἀπέναντί μου; ῾ Ο ῞ Εκτωρ ξαϕνίστηκε καὶ ταράχτηκε. Συγκράτησε ὅμως τὴ συγκίνησή του καὶ εἶπε: — Δὲν σοῦ μίλησα, γιατὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ σοβαρό. Σ’ εὐχαριστῶ.
Οἱ ΓαλανΟἱ στὴν αλεξανδρεἱα
123
Καὶ προχώρησε νὰ ϕύγει. ῾Ο Μανώλης τὸν σταμάτησε. — δὲν μοῦ λὲς τὴν ἀλήθεια. ᾽εμένα μοῦ παράστησαν τὰ πράγματα διαϕορετικά. — σὲ γέλασαν. εἶναι ὅπως σοῦ τὰ λέω... ῎επειτα, τὸν κίνδυνο τὸν ἀντιμετωπίζω μόνος μου, χωρὶς συντρόϕους ἔξω ἀπὸ τὴ συμμορία μου. δὲν μοῦ ἀρέσουν οἱ μπερδεψιές... Πάντως μὴν ἀνησυχεῖς γιὰ μένα. Ἂν κινδυνέψω, θὰ τὰ βγάλω πέρα. ῎επιασε τὸ μπράτσο τοῦ Μανώλη καὶ τοῦ τὸ ἔσϕιξε δυνατά. τὸν κοίταξε στὰ μάτια καὶ ἔϕυγε. τὸ ἴδιο βράδυ ἐπῆρε τὸ τρένο γιὰ τὸ Κάιρο. στὴν Μπέγχα, πάνω στὸν νεῖλο, εἶχαν ξεχάσει τὴ γέϕυρα ἀνοιχτή. ῾ὴ ἀτμομηχανὴ μὲ τέσσερα βαγόνια ἔπεσαν στὸ ποτάμι. ῾Ο ῞εκτωρ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιβάτες ποὺ πνίγηκαν. ῾Ο Μανώλης Κερμὰς ἐξῆγε βαμβάκι στὴν εὐρώπη καὶ ἰδίως στὴν ᾽αγγλία. ῎αρχισε ἀπὸ μικροϋπάλληλος σὲ βαμβακεμπορικὸ κατάστημα τοῦ ἐσωτερικοῦ, ἀπόμαθε τὶς ποιότητες καὶ ποικιλίες τοῦ βαμβακιοῦ, ἔγινε «κλασιϕικατόρος» καὶ κατέληξε ἔμπορος σ’ αὐτὸ τὸ εἶδος. ῾ὴ ἕδρα τῆς ἐπιχειρήσεώς του ἦταν ἡ ᾽αλεξάνδρεια. εἶχε ὑποκαταστήματα σὲ διάϕορες περιϕέρειες τῆς χώρας καὶ γραϕεῖο πωλήσεων στὸ Μάντσεστερ. ῞Οσο ὁ ἀδελϕός του ἦταν ριψοκίνδυνος καὶ περι ϕρονητὴς τοῦ νόμου καὶ τοῦ κοινωνικοῦ ἐλέγχου, τόσο ὁ Μανώλης ὑποτασσόταν ἀνεπιϕύλαχτα σὲ ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς κοινωνίας.
124
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
Παρόλον ὅτι ζοῦσε καὶ δροῦσε μέσα σὲ περιβάλλον ὅπου ἡ κερδοσκοπία ἦταν ἐνδημική, τὴν ἀποστρεϕόταν ἀπόλυτα. Παρέμενε στὶς συναλλαγές του ὁ κλασικὸς ἔμπορος ποὺ ὀργανώνει στὴν ἐντέλεια τὴ δουλειά του, ἀγοράζει τὸ ἐμπόρευμά του στὶς καλύτερες τιμές, ἐπιμελεῖται τὴν ποιότητά του καὶ τὸ πουλεῖ ὅσο μπορεῖ εὐνοϊκότερα. Πλούσιος πραγματικὰ δὲν ἔγινε ποτέ, ἀλλὰ καὶ ποτὲ ἡ οἰκονομική του κατάσταση δὲν διακυμάνθηκε ἐπικίνδυνα. ᾽ Απὸ τὶς ἐπαϕές του μὲ τὴν ᾽ Αγγλία, ὁ ἴδιος καὶ ἡ οἰκογένειά του, ποὺ τὸν συνόδευε συχνὰ στὰ ταξίδια του, ἀπόκτησαν συνήθειες καὶ τρόπους ἀγγλικούς. ῾ Η ἀγγλικὴ ζωὴ εἶχε ξεβάψει ἐπάνω τους καὶ ντύνονταν, ἔπιναν, ἔκαναν σπόρ, καὶ ἔκριναν πρόσωπα καὶ πράγματα σὰν τοὺς ῎ Αγγλους. Τὸν μόνο θεσμό τους ποὺ δὲν υἱοθέτησαν ἦταν ἡ κουζίνα τους. ῞ Οσο γιὰ τὸν Εὐάγγελο Βαβάζο ποὺ πῆρε τὴν ᾽ Ανθή, ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς ἄντρες τῶν ἀδελϕάδων καὶ ἐξαδελϕάδων της, ἦρθε στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν ἤδη μορϕωμένος –εἶχε σπουδάσει στὴ Σύρα καὶ στὴ Γένοβα– κι ἐϕοδιασμένος μ’ ἕνα ὄχι ἀσήμαντο γιὰ τὴν ἐποχὴ ποσὸ –χίλια ναπολεόνια χρυσὰ– ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ πατέρας του γιὰ νὰ πάει νὰ βρεῖ τὴν τύχη του. ῾ Ο πατέρας του ἐπίσης ποὺ ἦταν ἐϕοπλιστὴς καὶ καπετάνιος ἑνὸς βαποριοῦ, τὸν εἶχε συστήσει σ’ ἕναν ᾽ Αλεξανδρινὸ ϕίλο του ἀσϕαλιστὴ καὶ ναυτιλιακὸ πράκτορα, γιὰ ν’ ἀσκηθεῖ κοντά του, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ γί-
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
125
νει ἀργότερα συνεταῖρος του. ῾ Ο Εὐάγγελος ὅμως ἀνυπομονοῦσε νὰ κάμει νὰ καρποϕορήσουν τὰ χίλια ναπολεόνια του. ῎ Ηθελε νὰ κερδίσει χρήματα ὄχι τόσο γιατὶ τ’ ἀγαποῦσε ὅσο γιατὶ τοῦ χρειάζονταν γιὰ νὰ ζεῖ καλά. Μετὰ ποὺ ἐργάστηκε μερικὰ χρόνια στὸ γραϕεῖο τοῦ ἀσϕαλιστῆ, παράτησε τὴ θέση του καὶ προσκολλήθηκε σ’ ἕναν χρηματομεσίτη. Δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη τότε στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια ἐπίσημο χρηματιστήριο καὶ οἱ λιγοστοὶ ἄλλωστε μεσίτες χρεωγράϕων συναντιόνταν σ’ ἕνα καϕενεῖο τῆς λεωϕόρου Μωχάρεμ Μπέη –τὸ καϕενεῖο Συρίχα– καὶ ἀγόραζαν καὶ πουλοῦσαν τίτλους, πίνοντας καϕέδες. ῾ Ο Βαβάζος ἦταν πελάτης καὶ ὑπάλληλος τοῦ μεσίτη του. ῾ ως πελάτης κερδοσκοποῦσε μέσω του, ἀγοράζοντας καὶ πουλώντας ὁμολογίες τοῦ ῾ Ηνοποιημένου Αἰγυπτιακοῦ Δανείου. Μέσα σ’ ἕνα χρόνο, τὸ κεϕάλαιό του ἐλαττώθηκε στὸ μισό, παρὰ τὸν ζῆλο καὶ τὸ ἐνδιαϕέρον τοῦ μεσίτη καὶ προϊσταμένου του ποὺ ἤθελε νὰ τὸν κάμει νὰ κερδίσει. ῎ Εϕτανε, θὰ ἔλεγε κανείς, ν’ ἀγοράσει ὁ Εὐάγγελος, γιὰ νὰ κατέβουν οἱ τιμὲς καὶ νὰ πουλήσει, γιὰ ν’ ἀνέβουν. Στενοχωρέθηκε πολὺ καὶ ἔχασε γιὰ λίγο τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν ἑαυτό του καὶ στὸ ἄστρο του. ᾽ Αλλὰ τελικὰ δὲν ἀποθαρρύνθηκε. ᾽Απὸ τὴν ἀποτυχία του αὐτὴ κατάλαβε ὅτι, στὸ κεϕάλαιο τῆς κερδοσκοπίας, δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχει κανεὶς μερικὲς ἐμπιστευτικὲς πληροϕορίες, γιὰ νὰ κερδίσει. Κι ἕνα μόνο στοιχεῖο ἂν τοῦ διαϕύγει, ὅλοι οἱ ὑπολογισμοί του μπορεῖ ν’ ἀνατραποῦν. Τὴν ἐποχὴ ποὺ λειτουργοῦσαν δύο χρηματιστήρια στὴν ᾽ Αλεξάνδρεια, τὸ ἕνα στὴν ὁδὸ Χρηματιστηρίου
126
ΜΙΧ ΑΛΗΣ ΠΕρΙΔΗΣ
–τώρα Παλαιοῦ Χρηματιστηρίου– καὶ τὸ ἄλλο στὴν ὁδὸ ρωζέττης –τώρα Φουὰτ– στὸ κτήριο ποὺ βρίσκεται σήμερα τὸ Πρακτορεῖο Κούκ, ὁ Βαβάζος ἀνέπτυξε μεγάλη δράση. Τὰ δύο χρηματιστήρια συνεδρίαζαν τὶς ἴδιες ὧρες. Οἱ τιμὲς ποὺ διαμορϕώνονταν στὸ καθένα τους ἦσαν διαϕορετικές. Γιὰ νὰ ἐπωϕεληθοῦν ἀπὸ τὴ διαϕορά, οἱ μεσίτες καὶ οἱ συνεργάτες τους, ξαναμμένοι καὶ ἀγριωποὶ ἀπὸ τὴν πίεση καὶ τὴ βιάση τῆς δουλειᾶς, κυκλοϕοροῦσαν μεταξὺ τῶν δύο χρηματιστηρίων. ρίχνονταν μέσα στὰ μόνιππα ποὺ τοὺς περίμεναν ὑπ’ ἀτμὸν μπροστὰ στὴν εἴσοδό τους. Οἱ ἁμαξηλάτες κρατοῦσαν μὲ τὸ ἕνα χέρι τὰ γκέμια τοῦ ἀλόγου των σϕιχτὰ καὶ ψηλὰ καὶ μὲ τ’ ἄλλο ὀρθὸ τὸ καμτσίκι, ἕτοιμο νὰ μαστιγώσει τὸ ὑποζύγιο γιὰ τὸ ξεκίνημα. ᾽ Ανεβοκατέβαιναν ἔτσι οἱ χρηματιστὲς τὴν ὁδὸ Σερὶϕ Πασᾶ πρὸς τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο ἵδρυμα, γιὰ νὰ κλείσουν πράξεις ἀρμπιτράζ. ῾ Ο Βαβάζος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἱκανοὺς ἐκτελεστὲς καὶ ὁρμητικοὺς ἁμαξοδρόμους, ντυμένος πολὺ κομψά, μὲ τὸ πιὸ διαλεχτὸ ἄνθος τῆς ἐποχῆς στὴν κομβιοδόχη του, τὸ τσιγάρο ἄσβηστο στὰ χείλη καὶ συλλαμβάνοντας τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ ὀπτικό του πεδίο ὅλων τῶν ἀξίων λόγου θηλυκῶν. ᾽ Α λλὰ μεταξὺ τῶν δύο χρηματιστηρίων ἄρχισε ἕνας πόλεμος ἐξοντωτικός. Ποιό θ’ ἀπορροϕοῦσε τὸ ἄλλο; Τὸ πρῶτο –τῆς ὁδοῦ Χρηματιστηρίου– διηύθυνε ἕνας ὅμιλος ἐπικεϕαλῆς τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ ῾ Εβραῖος βαρόνος ντὲ Μενάσσε. Τὸ δεύτερο ἀνῆκε σ’ ἕναν ὅμιλο συγκροτημένο σχεδὸν ὁλότελα ἀπὸ ῞ Ελληνες. ᾽ Επικράτησε ὁ ὅμιλος τοῦ βαρόνου ντὲ Μενάσσε ὁ ὁποῖος
ΟΙ ΓΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕξΑΝΔρΕΙΑ
127
ἔπεισε τὴν αἰγυπτιακὴ κυβέρνηση ν’ ἀπαγορέψει τὴ λειτουργία τοῦ χρηματιστηρίου τῆς ὁδοῦ ρωζέττης. Τὸ ἑνιαῖο χρηματιστήριο ἐγκαταστάθηκε τελικὰ στὸ πρώην μέγαρο Τοσίτσα ὅπου συγκεντρώθηκαν καὶ οἱ δύο κύκλοι τῆς λειτουργίας του, τὸ Κάγκελο τῶν ἀξιῶν καὶ τὸ Κάγκελο τῶν συμβολαίων. ῾ Η νέα ὀργάνωσή του καὶ ἡ αὔξηση της οἰκονομικῆς δραστηριότητας τοῦ τόπου προκάλεσαν γενικὴ κερδοσκοπία. Οἱ μεσίτες ἀγόραζαν καὶ πουλοῦσαν ὄχι μόνο στὸ χρηματιστήριο, ἀλλὰ παντοῦ ὅπου συναντιόνταν: στὸ δρόμο, στὰ κέντρα, στὸ θέατρο, ὅλες τὶς ἡμέρες καὶ ὅλες τὶς ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας. ῾ Ο ὀργασμὸς αὐτὸς εὐνόησε τὸν Βαβάζο. ᾽ Εκέρδισε πολλὰ χρήματα καὶ ἵδρυσε δικό του γραϕεῖο ποὺ συγκέντρωσε μεγάλη πελατεία.
Αναζητ�στε το εδ�
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks