Α ΝΘ ΟΛΟΓ ΙΟ
Κ Ε Ι Μ Ε Ν Ω Ν
Τ ΟΥ
G.W. F. H E G E l
ΠΟΙΟΣ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΑΦΗΡΗΜΕΝΑ; Εισαγωγή στην Εγελιανή Φιλοσοϕία με Ανθολογημένα Κείμενα σε Μετάϕραση και Σχολιασμό
Δημήτρη Τζωρτζόπουλου
ΕΚ ΔΟΣ ΕΙΣ GUTENBERG
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
«Για τον κοινό νου η ϕιλοσοϕία είναι ένας ανεστραμμένος κόσμος» Hegel
1.1. Προς το ϕως του ήλιου §1
Ο ΓΚΕΟΡΓΚ ΒΙΛΧΕΛΜ ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΧΕΓΚΕΛ (Georg Wilchelm Fried-
rich Hegel), τελευταίος μεγάλος συστηματικός ϕιλόσοϕος της ευρωπαϊκής ϕιλοσοϕίας, γεννήθηκε το 1770 στη Στουτγάρδη και πέθανε το 1831 στο Βερολίνο. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε ανά-
μεσα στη μελέτη και τη ϕιλική συντροϕιά. Καθ’ όλη την περίοδο των εγκυκλίων σπουδών του στη Στουτγάρδη επεδίωξε να γνωρίσει σε βάθος το πολιτισμικό πνεύμα του παρελθόντος αλλά και το αντίστοιχο του δικού του παρόντος, χωρίς να απεμπολήσει ούτε για μια στιγμή το παιγνιώδες πνεύμα της μαθητικής ζωής. Ως προς τις επιδόσεις και τη σχέση του με τις γνώσεις, οι διάϕορες μαρτυρίες ομιλούν για λαμπρό υπόδειγμα μαθητή, για έναν ϕιλομαθή νέο με αυξημένη ευαισθησία στην απόκτηση πρωτογενούς γνώσης, με θαυμαστή προσήλωση στα ελληνικά και λατινικά αναγνώσματα,1 αλλά και με ιδιαίτερο ενδιαϕέρον σε διαβάσματα ιστορικού και λογοτεχνικού ενδιαϕέροντος. Όλες οι αξιόπιστες πληροϕορίες συντείνουν στη 1. G. W. Fr. Hegel: GW 1, σ. 30.
18
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
γενική εκτίμηση ότι οι ενασχολήσεις του δεν ήταν μονόπλευρες και επιϕανειακές, αλλά αντανακλούσαν ένα ευρύ ϕάσμα πνευματικών ενδιαϕερόντων, συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών με την αισθητική, τη θρησκεία, τη ϕιλοσοϕία και τα μαθηματικά. Η παιδευτική του πορεία, καθ’ όλα τούτα τα χρόνια, όπως και η μετέπειτα ϕοιτητική του διαδρομή, έχει αναλογικά όλα τα χαρακτηριστικά της συνείδησης, όπως περίπου την πραγματεύεται ο ϕιλόσοϕος στη Φαινομενολογία του πνεύματος: είναι η συνείδηση της ανωριμότητας του εαυτού που όσο εμβαθύνει στη γνώση, τόσο αποκτά επίγνωση των ορίων της και διαμεσολαβείται από τη σκέψη αυτού που ακόμα η ίδια δεν είναι· έτσι εκ-τίθεται στην αναγκαιότητα, την οποία συνάμα εσωτερικεύει, να προσδιορίζει το επόμενο στάδιο του αυτογνωριζόμενου Είναι της σε ευθεία αναλογία με την ορθολογική υπέρβαση ενός προηγούμενου σταδίου ανωριμότητας. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο από αυτό που μας έχουν συνηθίσει, στη σημερινή εποχή, ορισμένοι επαγγελματίες της αμϕιθεατρικής ϕιλοσοϕίας που συγχέουν τις δικές τους δοξασίες με τον αυθεντικό ϕιλοσοϕικό στοχασμό και ταυτίζουν το δικό τους αρχομανές πρότυπο με το πρότυπο του ϕιλοσόϕου.2 Το αρχομανές πρότυπο αντιστοιχεί στο αντι-πνευματικό μόρϕωμα του ανθρώπου, στην ακαλλιέργητη συνείδηση ή, όπως την εξειδικεύει ο γερμανός ϕιλόσοϕος μέσα στη Φαινομενολογία του πνεύματος, στη ϕ υ σ ι κ ή σ υ ν ε ί δ η σ η (natürliches Bewusstsein) που δεν είναι ικανή να διακρίνει τη γνώμη από τη γνώση και καταϕεύγει σε σχολαστικά σχήματα σκέψης. Το αποτέλεσμα είναι να στεγάζεται κάτω από έναν δ ο τ ό τ ρό π ο ύ π α ρ ξη ς, ξένο προς την ουσία μιας δυνάμει πνευματικής εξέλιξης και έτσι να πραγμοποιείται, να γίνεται αντι-κείμενο χωρίς υποκείμενο· να ενσωματώνεται σε ένα σύστημα αποπροσωποποίησης και ακύρωσης στην πράξη της ανθρώπινης ενικότητας (Einzelheit) ως μοναδικότητας αλλά και ενότητας. Από πλευράς πνευματικής του αυτονομίας, ένα τέτοιο μόρϕωμα συνείδησης έχει ως μοναδικό ρεαλιστικό του αντίκρισμα την απόλυτη καθήλωση στο «αντι-ανθρώπινο, το ζωώδες»3 και έρ2. Με παρόμοιο πνεύμα ο M. Heidegger διαχωρίζει σαϕώς τη ϕιλοσοϕία από το ϕιλοσοϕείν. 3. Φαινομενολογία του πνεύματος τ. Ι, σ. 192.
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
19
χεται στο Είναι ως «μια νεκρή διάνοια [= κοινός νους]»,4 που εξαντλείται στην αυτοκαταστροϕική δραστηριότητα και ως εκ της ϕύσης της περιστέλλει κάθε στοιχειώδη προσπάθεια αυτογνωσίας, με άμεση συνέπεια να καθιστά αδύνατη την αϕύπνιση της ιστορικής αίσθησης και να εκτοπίζει την πρωταρχική συναναστροϕή του εαυτού με την αυθεντικότητα του Είναι του. Η δυναμική, ως εκ τούτου, ενός τέτοιου μορϕώματος απονεκρώνει πλήρως την ενεργό πραγματικότητα: χάνεται μέσα σε μια στείρα τυποκρατία, ισοπεδώνει όλες τις γνωσι-οντο-λογικές δυνατότητες του ανθρώπου και «ομιχλώνει την επίγεια πολλαπλότητα της ύπαρξής του και της σκέψης».5 Αυτή η νεκρή ύλη δεν εξουδετερώνεται, δεν αίρεται με δεοντολογικές ή εποικοδομητικές προτάσεις, αλλά με ριζοσπαστική ανάγνωση του συνειδητού και ορισμένως μη-συνειδητού Είναι του ανθρώπου. Η ριζοσπαστικότητα τούτη συνδέεται με τη διασκόπηση,6 δηλαδή τη βαθιά, διεισδυτική εν-νόηση του πράγματος, το συστηματικό σκοπείν και ανα-σκοπείν που υπόσχεται η ϕιλοσοϕία, όταν δεν «θέλει να είναι εποικοδομητική»,7 όταν δηλαδή δεν περιορίζεται στην καλλιέργεια μιας ανώδυνης ηθοπλασίας. Προς τη συγκρότηση της συστηματικής ϕιλοσοϕίας προσανατολίζεται, νωρίς σχετικά, η ακούραστη και ανήσυχη σκέψη του νεαρού Χέγκελ. Κύριο γνώρισμά της παραμένει η συμϕιλίωση της θεωρίας με την πράξη και η συγκρότηση της γνώσης σε ολότητα, ως το αντίπαλο δέος προς την κατακερματισμένη σκέψη της νεωτερικότητας. Η εγελιανή θεώρηση της ϕιλοσοϕίας, έτσι όπως διαμορϕώνεται με καιρό και με κόπο, απομακρύνεται κατά πολύ από την επικρατούσα στην εποχή του αντίληψη περί ϕιλοσοϕίας. Ο Χέγκελ μπορεί να αντλεί από την παράδοση –παλαιότερη και νεώτερη– βασικές αρχές σχετικά με την ιδέα της ανάπτυξης της ϕιλοσοϕίας, εννοεί ωστόσο να αναζητεί νέες έννοιες ή να δίνει νέα περιεχόμενα σε παλαιές έννοιες: το κύριο μέλημά του συνδέεται με την κατά Λόγο και διά Λόγου σύλληψη του πραγματικού, η οποία δεν αποδέχεται τον κόσμο ως έχει αλλά αποβλέπει σε μια συνεπή μετα-μόρϕωσή του. 4. 5. 6. 7.
Ό.π., Ό.π., Ό.π., Ό.π.,
σ. 175. σσ. 130-31. σ. 128. σ. 131.
20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ιδέα της ανάπτυξης της ϕιλοσοϕίας, που τον ενθουσιάζει από τα πρώτα βήματα της πνευματικής του ωρίμανσης, δεν εξαντλείται στην ταύτιση με τα δεδομένα αντικείμενα ή με παρορμητικές διαθέσεις ούτε λιμνάζει σε παρηγορητικές εξομαλύνσεις βιωμάτων, αλλά τείνει να καθιδρύει εκείνη την τάση που δύναται να συν-κλονίσει την άμεση εμπειρία και να αντισταθμίσει την κατ’ αναγκαιότητα πρόσληψη του παραδεδομένου μέσω της εννοιολογικής του επανίδρυσης. Εννοιολογική επανίδρυση του παραδεδομένου σημαίνει ανάδειξη των ορίων της αξιακής του ισχύος με παράλληλη διερεύνηση του γνωσιακού του περιβάλλοντος και διευρυμένη διαλεκτικοποίηση όλων αυτών μέσα στο στοιχείο της έννοιας. Αυτό το στοιχείο δεν αρκείται στο να κατονομάζει το υπάρχον, «ώστε απλώς να πρέπει να είναι κάτι και στην πραγματικότητα να μην είναι»,8 αλλά εκϕράζει ένα υψηλό επίπεδο νοητικής δραστηριότητας, το οποίο υποδηλώνει ότι κάτι είναι κατά συγκεκριμένο τρόπο αληθές μόνο στο μέτρο «που αναπτύσσεται εντός εαυτού, αυτοσυγκεντρώνεται και αυτοδιατηρείται μέσα σε ενότητα»,9 δηλαδή μόνο ως αυτοκινούμενη ολότητα ή σύστημα. Ως προκύπτει, χαρακτηριστικό του εγελιανού εγχειρήματος είναι, πίσω από το ϕαινομενικά κλειστό σύστημα να βρίσκεται η «επίπονη προσπάθεια της έννοιας»,10 μια προσπάθεια που είναι η ίδια η διαλεκτική ανέλιξη της σκέψης σε διαρκή αντίθεση προς τον ϕορμαλισμό, την τυπολατρία και τον σχολαστικισμό. Το διαλεκτικό σκέπτεσθαι ή νοείν αποκρυπτογραϕεί την πολυπλοκότητα του Λόγου και της ιστορικής πραγματικότητας, ενώ συγχρόνως αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο ο ϕιλόσοϕος, από το στοχαστικό παρατηρητήριο του νεωτερικού ανθρώπου, «εισδύει ερευνητικά στο χάος των ϕαινομένων»,11 προκειμένου να γνωρίσει τον κόσμο της σκέψης και μέσω αυτού του γνωρίζειν να διεκδικήσει την αυτο-βεβαιότητά του. Η ύϕανση, κατά ταύτα, του εγελιανού ψυχισμού και στοχασμού συνάμα δεν μένει ανεπηρέαστη από τον τρόπο που ο ϕιλόσοϕος καταG.W.F. Hegel: W 8. § 6. Ό.π., § 14. Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, ό.π., σ. 181. J. Hoffmeister (Hg.): Briefe von und an Hegel, Bd. Ι. Meiner Verlag, Hamburg 1953, σ. 314. 8. 9. 10. 11.
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
21
νοεί την ιστορία καθώς και από τις τροπές της ατομικής του ζωής, τις οποίες βιώνει στις διάϕορες στιγμές με έ ν τ α σ η κ α ι α γ ω ν ί α. Εάν, όπως γράϕει το 1844 ο πρώτος βιογράϕος του Χέγκελ, ο Karl Rosenkranz, «η ιστορία ενός ϕιλοσόϕου είναι η ιστορία της σκέψης του, η ιστορία διαμόρϕωσης του συστήματός του»,12 για τον Χέγκελ η ιστορία της σκέψης του είναι η ιστορία μιας πνευματικά συγκροτημένης ζωής με δεσπόζοντα τα εξής χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ά: α) από ένα χρονικό σημείο και πέρα σταθερή βλέψη προς ακαδημαϊκή σταδιοδρομία· κάτι που όσο δεν ερχόταν του δημιουργούσε εσωτερικούς κραδασμούς μέχρι και προσωπικά δράματα· β) αυθεντική μέριμνα για την ακριβή κατανόηση του καθολικού, μέσα από την οποία μπορεί κανείς να δεξιωθεί τη ϕιλοσοϕική γνώση όχι ως υποκειμενική ή αντικειμενική γνώση παρά ως την υπό-δειξη ή το σήμα προς σκέψη· γ) σταθερή προσήλωση σε αυτό που υποδεικνύει ή υποσημαίνει η σκέψη. Τι υποσημαίνει; Την ευθύνη της ανθρώπινης συνείδησης, ως συνειδητού-Είναι (Bewusst-Sein), για την οδό, μέσα από την οποία αυτή μπορεί να ανακτήσει τον εαυτό της ως την αλήθεια αυτής της οδού· δ) απαρασάλευτη πεποίθησή του ότι πρέπει κανείς να έχει ϕτάσει στο τέλος, για να μπ ο ρ ε ί ν α π ε ι τ ι ε ί ν α ι η α λή θε ια· ε) κατανόηση του αληθινού ϕιλοσοϕείν όχι ως μιας άμεσα εναρκτήριας πράξης, αλλά ως αυτοπαραγόμενης· ανάδειξη της ανάγκης για ϕιλοσοϕία, την οποία δεν ταυτίζει υποχρεωτικά με την ακαδημαϊκή ϕιλοσοϕία και με τη δική του πανεπιστημιακή καριέρα. Τούτο κ α τ α ϕ α ί ν ε τ α ι και από το γεγονός ότι τα πιο καθοριστικά για το σύστημά του έργα, όπως είναι η Φαινομενολογία του πνεύματος και η Επιστήμη της Λογικής, ο ϕιλόσοϕος τα έγραψε σε περιόδους ετερο-απασχόλησής του. Σε κάθε περίπτωση, η διαμόρϕωση της σκέψης του δεν ήταν άσχετη με τις βιοπρακτικές του συμπεριϕορές και με τα απροσδόκητα ή μη επιθυμητά συμβαίνοντα σε διάϕορες περιόδους της ζωής του. Η κάθε περίοδος έχει κάτι το ιδιαίτερο να επιδείξει που επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την όλη ψυχοσύνθεσή του.
12. K. Rosenkranz: G.W.F. Hegels Leben. Berlin 1844. Ανατύπωση: Darmstadt 1998, σ. 21.
22
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
§2
Κατά τα χρόνια της εγκύκλιας παιδείας του στη Στουτγάρδη (Αύγουστος 1776 -Σεπτέμβριος 1788), ο μαθητής Χέγκελ διδάχτηκε, σύμϕωνα με το ισχύον πρόγραμμα σπουδών στο εκεί Γυμνάσιο, συστηματικά τους αρχαίους κλασικούς· η συστηματικότητα τούτη μεθερμήνευε κατά βάθος τη ϕιλοσοϕία τού εν λόγω προγράμματος, σύμϕωνα με την οποία η ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα αποτελούσαν τα πιο λαμπρά πρότυπα για την παιδεία του νέου ανθρώπου, αλλά και για τον πολιτισμό καθόλου. Παράλληλα μπόρεσε, δυνάμει των δασκάλων του, να γνωριστεί με τις αξίες του Διαϕωτισμού.13 Γενικώς ειπείν, ως μαθητής ήταν ϕιλομαθής, απαιτητικός αναγνώστης των πιο διαϕορετικών βιβλίων και υπόδειγμα μαθητή. Ως ϕοιτητής στο ίδρυμα του Τύμπιγκεν (Οκτώβριος 1788 -Οκτώβριος 1793) έμελλε να βρεθεί σε ένα περιβάλλον λίαν ασύμμετρο προς τις δικές του εναρμονίσεις. Η θρησκευτική ορθοδοξία, ο αριστοκρατικός νεποτισμός, ο ηγεμονικός δεσποτισμός συν την άκρως πουριτανική συμπεριϕορά ορισμένων καθηγητών και τους αυστηρούς κανονισμούς του ιδρύματος, όλα αυτά με τις προεκτάσεις τους δεν έδιναν ώθηση στη βαθύτερη αίσθηση ζωής που επιζητούσε ο νεαρός Χέγκελ. Όλο τούτο το «πνευματικό άρωμα» ήταν ξένο, σχεδόν εχθρικό προς τις ανησυχίες του, λειτουργούσε ως απορρύθμιση βασικών του πνευματικών ανησυχιών και δεν του προσέϕερε διόλου ευάρεστες και ευτυχείς στιγμές.14 Παρ’ όλα ταύτα, ευτύχησε να συνάψει ισχυρή πνευματική ϕιλία με τον Χαίλντερλιν και τον Σέλλιγκ, οι οποίοι με την προχωρημένη τους ϕιλοσοϕική παιδεία άσκησαν σημαντική επιρροή πάνω του. Το 1790 ολοκληρώνει τον διετή κύκλο σπουδών του στη ϕιλοσοϕία και αναγορεύεται Διδάκτωρ της Φιλοσοϕίας.15 Στη συνάϕεια τούτη παρακολουθεί τριετή κύκλο σπουδών στη θεολογία και τον Σεπτέμβριο του 1793 περατώνει με επιτυχία κι αυτόν τον κύκλο σπουδών του. Αυτό που τον ενδιαϕέρει τώρα είναι το εγγύς και απώτερο μέλ13. Ό.π., σ. 10. 14. T. Pinkard, Hegel: A Biografy. Canbridge University Press, Cambridge 2000, σσ. 19 κ.εξ. 15. Για την ακρίβεια Magister, αλλά στο Τύμπιγκεν αυτός ο τίτλος αντι-
στοιχούσε σε εκείνον του Δρ. Φιλοσοϕίας.
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
23
λον του. Χωρίς άλλη χρονοτριβή εγκαταλείπει το Τύμπιγκεν και αναζητεί τρόπους και δρόμους αυτοκατάϕασης. Η θεολογική ή ιερατική σταδιοδρομία δεν ϕαίνεται να τον προσελκύει. Το πνευματικό κλίμα εξάλλου, υπό το οποίο σπούδασε στο θεολογικό ίδρυμα του Τύμπιγκεν, δεν ήταν ευνοϊκό υπέρ μιας τέτοιας επιλογής. Εξάλλου ο νεαρός ϕιλόσοϕος έζησε πολύ έντονα τη Γαλλική επανάσταση κατά τη διάρκεια της ϕοιτητικής του ζωής· τόσο έντονα που στον ύστερο βίο του εξακολουθούσε να την αναμιμνήσκεται ως ένα ζωντανό παρόν και να μετέρχεται με ιδιαίτερη ευαισθησία το πνεύμα και τις ιδέες της. Αμέσως μετά το Τύμπιγκεν, αναζητεί μια στοιχειώδη επαγγελματική απασχόληση –πριν από τη διερεύνηση όποιας δυνατότητας για ακαδημαϊκή σταδιοδρομία– και κατ’ αρχήν ακολουθεί τον δρόμο του παιδαγωγού. Έτσι τον Οκτώβριο του 1793 αναλαμβάνει τη θέση του οικοδιδασκάλου, ιδιωτικού παιδαγωγού, στη Βέρνη, όπου παραμένει μέχρι τον Δεκέμβριο του 1796. Η θέση αυτή του επιτρέπει, συν τοις άλλοις, να έχει ελεύθερο χρόνο για την καλλιέργεια των ϕιλοσοϕικών του ενδιαϕερόντων. Όσο ζει και εργάζεται στη Βέρνη, μελετά και γράϕει πολύ αλλά δεν δημοσιεύει τίποτα. Οι προβληματισμοί και οι οραματισμοί του για έναν καλύτερο κόσμο, κάτω από την επίδραση της μεγάλης επανάστασης και των περί αυτήν ϕιλοσοϕικών ιδεών, γειώνονται για να εξελιχθούν σε μια κριτική θεώρηση των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών· γενικότερα σε μια κριτική κοινωνικοπολιτικά σκέψη, της οποίας οι μεθοδολογικές αρχές συνδέονται ευθέως με την εργώδη προσπάθεια να θεμελιωθεί μια συστηματική κριτική της θρησκείας. Ο ορίζοντας της κριτικής της θρησκείας λογίζεται αλληλένδετος με τον ορίζοντα της κριτικής της πολιτικής. Βασική πεποίθηση του Χέγκελ, από την περίοδο του Τύμπιγκεν και της μανιώδους ανάγνωσης έργων του Ρουσσώ, ήταν ότι η αλλαγή στον τρόπο πρόσληψης της θρησκείας αλλάζει την ουσία της ζωής. Οι στοχεύσεις του αυτές κινούνται ακόμα στην παράδοση του Διαϕωτισμού και συνθέτουν την αίσθηση του νεαρού ϕιλοσόϕου για τον ρόλο του: αναγιγνώσκει και διαγιγνώσκει τον εαυτό του ως διαϕωτ ιστή του λαού που αντιμάχεται τον δεσποτισμό και την καταπίεση, την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία. Καθ’ όλη την περίοδο της Βέρνης ο ϕιλόσοϕος εργάζεται για να αναδείξει το πρόταγμα μιας πολιτικής θρησκείας. Το πρόταγμα
24
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
τούτο βέβαια πρέπει να κατανοείται υπό την ευρεία πολιτική του σημασία· δεν συνιστά απλώς προβολή κάποιων σχηματισμένων ήδη ιδεών ή συλλήψεων που χρήζουν κοινο-ποίησης, αλλά κυρίως επίρρωση της α γω ν ιούσ α ς εσ ω τ ε ρ ι κ ό τ η τ α ς του Χέγκελ να αναπτύξει μια συγκροτημένη πολιτική σκέψη, ως αντίβαρο στο έλλειμμα πολιτικής κουλτούρας –ήτοι μεταρρυθμιστικής πολιτικής– στη Γερμανία, και να προσδώσει συγκεκριμένη έκϕραση σε τούτη τη σκέψη. Πρόκειται για αυτή τούτη τη θεωρητικο-πρακτική του δοκιμασία που μέλλει να συνεχιστεί και κατά τη μετάβασή του στη Φρανκϕούρτη. Εδώ απασχολείται πάλι ως παιδαγωγός-οικοδιδάσκαλος και διατηρεί την εν λόγω θέση του από τον Ιανουάριο του 1797 έως τον Ιανουάριο του 1800. Τώρα ο Χέγκελ βρίσκεται κοντά στον Χαίλντερλιν και μπορεί να μοιράζεται, με έναν αντάξιο συνομιλητή του, ενδιαϕέρουσες συζητήσεις για ϕιλοσοϕία, ποίηση και πολιτική. Η ζωή του ωστόσο στη Φρανκϕούρτη δεν είναι άμοιρη πολλαπλών συναισθηματικών και πνευματικών διακυμάνσεων. Πέραν της αρχικής του ευϕορίας, τα χρόνια της Φρανκϕούρτης λογ ίζονται από τα π ιο δύσκολα της ζωής του· ακόμη πιο δύσκολα και από εκείνα της Βέρνης: ο νεαρός ϕιλόσοϕος αισθάνεται πεσμένο το ηθικό του και μια έντονη τραγικότητα. Κατά την περίοδο αυτή συνεχίζει να ασχολείται με θρησκευτικά και πολιτικά θέματα, όπως επίσης και με τη μελέτη της οικονομίας· το πιο χαρακτηριστικό κείμενο, καρπός των θρησκευτικο-πολιτικών του προβληματισμών, είναι το Πνεύμα του Χριστιανισμού και το πεπρωμένο του. Το τελευταίο τούτο περιέχει, από πολλές απόψεις, έναν πρώτο πυρήνα της μετέπειτα ώριμης σκέψης του. Σε εμβρυακή μορϕή συναντούμε συλλήψεις γύρω από την έννοια ή την ιδέα του πνεύματος, από τη συμϕιλίωση, την οργανική κατανόηση του κόσμου και τη διαλεκτική. Τα γραπτά της Φρανκϕούρτης μαζί με τα κείμενα του Χέγκελ από την περίοδο της Βέρνης εξέδωσε για πρώτη ϕορά ο H. Nohl το 1907 με τον τίτλο Νεανικά θεολογικά γραπτά. Εμβαθύνοντας κανείς στα νεανικά τούτα κείμενα, διαπιστώνει μια ριζική μετεξέλιξη της εγελιανής σκέψης της περιόδου της Φρανκϕούρτης σε σχέση με εκείνη της περιόδου της Βέρνης. Ενώ στη Βέρνη ο νεαρός ϕιλόσοϕος τελεί υπό τη σκιά του Διαϕωτισμού και θέτει υπό την οξεία κριτική του διαϕωτιστικού του λόγου πολιτική και θρησκεία, στη Φρανκϕούρτη υπερβαίνει την πρότερη, διαϕω-
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
25
τιστικής υϕής, κριτική του στη θρησκεία και λαμβάνει την τελευταία ως θετική βάση για τις νέες θρησκευτικο-πολιτικές του διερευνήσεις. Τώρα ο ϕιλόσοϕος τελεί, σε μεγάλο βαθμό, υπό την επίδραση του πρώιμου ρομαντισμού, με τον οποίο συσχετιζόταν ουσιωδώς και ο Χαίλντερλιν. Βασικά στοιχεία αυτού του ρομαντισμού που επεξεργάζεται ή υιοθετεί ο Χέγκελ είναι: ορισμένη ανατίμηση του θρησκευτικού μυστικισμού, ηθική της αγάπης, οργανική σύλληψη της ϕύσης. Υπ’ αυτό το πνεύμα διακηρύσσει τη συμϕιλίωση με την πραγματικότητα της ιστορίας σε αντίθεση με καθορισμένες όψεις της Λογικής του Διαϕωτισμού, την οποία είχε υιοθετήσει στη Βέρνη, για απόλυτη κυριαρχία του Λόγου ενάντια στην πίστη. Εϕεξής ο ϕιλόσοϕος στέκεται κριτικά έναντι της μονομερούς αυτής Λογικής του Διαϕωτισμού. Τούτη η εγελιανή κριτική βρίσκει την αποκορύϕωσή της στη Φαινομενολογία του πνεύματος.16 Κατά τα χρόνια λοιπόν της Φρανκϕούρτης ο εγελιανός Λόγος εγκαταλείπει τον προηγούμενο πολεμικό του χαρακτήρα ενάντια στη θρησκεία και το κράτος και επιχειρεί να συλλάβει την κοινωνικο-πολιτική, αλλά και τη θρησκευτική πραγματικότητα μέσα από μια πιο σύνθετη, σϕαιρική οπτική. Στα χρόνια της Βέρνης, αντλούσε την αλήθεια του για την ουσία της θρησκείας από την καντιανή ηθική και την αντίστοιχη κριτική της θρησκείας· σε τούτη την ηθική εξάλλου διέκρινε το αντίπαλο δέος της θετικότητας (Positivität).17 Στη Φρανκϕούρτη, λαμβάνει τη θρησκευτική πίστη ως βάση για να αποτιμήσει την καντιανή ηθική ως μέρος του προβλήματος της θετικότητας.18 Χωρίς να παραβλέπει ή να υπερτιμά τα πολλαπλά κύματα των ιδεών της συγκεκριμένης περιόδου, ο Χέγκελ της Φρανκϕούρτης δεν γίνεται απολογητής των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων παρά εμϕορείται από μια βαθύτερη αίσθηση δικαιοκρισίας και σπεύδει να απο-ενοχοποιήσει τη θρησκεία από τη μομϕή ότι αποτελεί την κύρια αιτία για την επικράτηση της θετικότητας στην κοινωνία.19
16. Φαινομενολογία του πνεύματος τ. ΙΙ, σ. 319 κ.εξ. 17. K. Nusser, Hegels Dialektik und das Prinzip der Revolution. Anton Pustet München 1973, σσ. 18-21. 18. Ό.π., σ. 108. 19. Ό.π., σ. 22.
26
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
§3
Χωρίς να έχει μια προδιαγεγραμμένη επαγγελματική πορεία ο Χέγκελ καλείται, ενόσω είναι ακόμα στη Φρανκϕούρτη, να διδάξει για ένα διάστημα (Ιανουάριος 1801 -Μάρτιος 1806) ϕιλοσοϕία στο πανεπιστήμιο της Ιένας. Εδώ, ο κατά πολύ νεώτερος ϕίλος του είναι ήδη καθηγητής με μεγάλη ϕήμη. Ο Χέγκελ θα χρειαστεί δεκαπέντε ακόμη έτη, για να αποκτήσει παρόμοια ϕήμη. Αλλά και η περίοδος της Ιένας δεν έχει να του προσϕέρει, από άποψη κυρίως σταδιοδρομίας, κάτι το σίγουρο και σταθερό. Σε επίπεδο θεωρητικής δημιουργίας δημοσιεύει το 1801 το κείμενό του Διαϕορά των ϕιλοσοϕικών συστημάτων του Φίχτε και του Σέλλιγκ, όπου διατυπώνει τη θέση ότι η ϕιλοσοϕία του Σέλλιγκ είναι ανώτερη από αυτή του Φίχτε και συγχρόνως επιχειρηματολογεί υπέρ του απόλυτου ή του απόλυτου ιδεαλισμού, ασκώντας κριτική στον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Καντ και του Φίχτε. Το 1802 δημοσιεύει στο περιοδικό «Kritisches Journal der Philosophie» [= Κριτική Επιθεώρηση της Φιλοσοϕίας], που εξέδιδε μαζί με τον Σέλλιγκ, μια σειρά από σημαντικές μελέτες, όπως Σχετικά με την ουσία της ϕιλοσοϕικής κριτικής· Σχέση του σκεπτικισμού με τη ϕιλοσοϕία· Πίστη και γνώση ή αναστοχαστική ϕιλοσοϕία της υποκειμενικότητας· Επιστημονικοί τρόποι πραγμάτευσης του ϕυσικού δικαίου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιένα, ο Χέγκελ πασχίζει να διατυπώσει το δικό του σύστημα ϕιλοσοϕίας,20 χωρίς βέβαια ακόμη να πετύχει κάτι το ολοκληρωμένο και οριστικό. Χαρακτηριστικό των θεωρητικών του αναλύσεων, επί εδάϕους Ιένας, είναι η αρχική του ταύτιση με τις ϕιλοσοϕικές θέσεις του Σέλλιγκ, μια ταύτιση που στην πορεία μετατρέπεται σε διακριτή έως ανοικτή διαϕοροποίηση. Έτσι, στις παραδόσεις του κατά το χειμερινό εξάμηνο του 1804-5 αρχίζει να ασκεί ανοικτά κριτική στον Σέλλιγκ σχετικά με τη σύλληψη του απόλυτου μέσω της διανοητικής εποπτείας. Αυτή η κριτική διαϕοροποίηση μέλλει να κορυϕωθεί στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Η εγελιανή διατύπωση στον Πρόλογο της Φαινομενολογίας περί της 20. Heinz Kimmerle (Hg.): «Dokumente zu Hegels Jeaner Donzententätigkeit 1801-1807», in: Hegel-Studien 4, σσ. 53-60.
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
27
«νύχτας όπου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες»21 μπορεί να θραύσει οριστικά την πρότερη ισχυρή ϕιλία τους, αλλά περιέχει μια βαθύτερη σημασία: το Είναι, που στον Σέλλιγκ ονομάζεται απόλυτο, δεν μπορεί να έλθει στην αλήθεια του ως μια άμεσα δεδομένη ενότητα και χωρίς την επίμοχθη εργασία της έννοιας, δηλαδή χωρίς τ η ν ε ν ν ο ι α κ ή τ ου δ ι α μ ε σ ο λ ά β η σ η. Τούτο σημαίνει ότι για τον Χέγκελ το Είναι ως το απόλυτο δεν μπορεί να συλληϕθεί άμεσα, ήτοι χωριστά από όλες τις αντιϕάσεις της νεωτερικής εποχής. Παρόμοια ο διχασμός του νεωτερικού ανθρώπου δεν μπορεί να αρθεί με μια εξ αποκαλύψεως ενότητα ή σύνθεση. Αυτός ο διχασμός είναι παρών σε κάθε βήμα και της δικής του βιοπορείας: στην Ιένα αδυνατεί να βρει μια έμμισθη καθηγεσία στο πανεπιστήμιο και μεταβαίνει στη Βαμβέργη (Μάρτιος 1807 - Νοέμβριος 1808), όπου με τη μεσολάβηση του ϕίλου του Νιτχάμερ, υπουργού Παιδείας στη Βαυαρία, γίνεται αρχισυντάκτης της τοπικής εϕημερίδας. Αρχικά δέχεται με κάποια χαρά αυτή την ετερο-απασχόληση, στην πορεία όμως διαπιστώνει ότι διόλου δεν του ταιριάζει, γιατί τον αποκόπτει από τα ϕιλοσοϕικά του ενδιαϕέροντα και τον περιορίζει σε καθαρά δημοσιογραϕική δραστηριότητα, η οποία δεν διαϕέρει και πολύ, κατά τα λεγόμενα του ίδιου, από την αχυροϕαγία· ο νους του υψώνεται πάνω από την εϕήμερη τούτη επαγγελματική κατατριβή και προς εκείνους τους ϕιλοσοϕικούς σχεδιασμούς που του επιτρέπουν να δηλώνει ότι «η δουλειά αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι το σταθερό».22 Παρά το αλλότριο της συγκεκριμένης εργασίας, κατορθώνει να επεξεργαστεί περαιτέρω τις ϕιλοσοϕικές του ιδέες και το 1807 δημοσιεύει τη Φαινομενολογία του πνεύματος, το πρώτο μεγάλο του έργο, το οποίο εϕεξής στέκεται στην κορυϕή των σημαντικότερων έργων του ϕιλοσοϕικού πολιτισμού. Με αυτό το έργο ο ϕιλόσοϕος εγκαινιάζει μια νέα, κατ’ εξοχήν ώριμη ϕιλοσοϕική πορεία: από τη ϕιλία των ϕίλων του Χαίλντερλιν και προπαντός του Σέλλιγκ περνά στη ϕιλία της σοϕίας και της γνώσης. Η ως εδώ ϕιλοσοϕική του εξέλιξη τον διαμεσολαβεί με την επίγνωση ότι ο αϕηρημένος Λόγος, όπως τον έχει καλλιεργήσει κυρίως ο Καντ αλλά και επίγονοί του μακράν των συγκεκριμένων σχέσεων της ζωής, 21. Φαινομενολογία του πνεύματος τ. Ι, ό.π., σ. 137, υποσημ. 2. 22. J. Hoffmeister (Hg.): Briefe von und an Hegel, ό.π., σ. 225.
28
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
πρέπει να αντικατασταθεί από τον συγκεκριμένο. Συγκεκριμένος γίνεται ο Λόγος, όταν λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του ανθρώπου και των σχέσεων που συνθέτουν τη ζωή του. Η επιστροϕή του Λόγου στη ζωή του ανθρώπου σημαίνει δύο τινά για τον Χέγκελ των 37 ετών: π ρ ώ τ ο ν, μια ουσιαστική αυτονόμηση της σκέψης του από τους άλλους ϕιλοσοϕικούς εκπροσώπους του καντιανού και μετα-καντιανού γερμανικού ιδεαλισμού και προπαντός από τον παλαιό του ϕίλο και συμϕοιτητή Σέλλιγκ. Και δ ε ύ τ ε ρ ο ν, συνέχιση πιο συγκεκριμένα και πιο αποϕασιστικά της έως τώρα χαραχθείσας κατεύθυνσης. Αμϕότερα τον δεσμεύουν προς τούτο: ο ϕιλόσοϕος πρέπει να δ ι α τ ρ έξ ει τ η μο ιρ α ία ο δ ό τη ς ν ε ω τ ε ρ ι κ ό τ η τ α ς κατανοώντας την σημείο προς σημείο· να την προσεγγίσει από μέσα και να την ερμηνεύσει με τη δύναμη του Λόγου αντί να επιχειρεί ματαίως έξοδο απ’ αυτήν με τυχάρπαστα άλματα μιας άμεσης εποπτείας. Αναλαμβάνει λοιπόν την επίπονη προσπάθεια να δώσει μια άλλη τροπή στην ήδη εγκαθιδρυμένη νεωτερικότητα. Υπό την προοπτική αυτού του σκοπού ξεδιπλώνει την κριτική του διάθεση προς τον Διαϕωτισμό και τους άλλους ϕιλοσόϕους. Η ϕιλοσοϕία τώρα πρέπει να χαράξει τη διέξοδο από την εξ ιδίας υπαιτιότητας ανωριμότητα του Διαϕωτισμού: σε αντίθεση με τον Καντ, για τον οποίο ο Διαϕωτισμός αποτέλεσε διέξοδο του ανθρώπου από την εξ ιδίας του ευθύνης ανωριμότητα, ο Χέγκελ τώρα μάχεται ενάντια στην ανωριμότητα που δημιούργησε πρωτίστως ο ίδιος ο Διαϕωτισμός. Τούτο δεν σημαίνει ότι απορρίπτει εκ βάθρων το διαϕωτιστικό κίνημα, αλλά ότι επανεξετάζει μονοσήμαντες όψεις του υπό την προοπτική μιας πιο συστηματικής θεώρησης των ϕιλοσοϕικών ζητημάτων που απασχόλησαν και τους προαναϕερθέντες ϕιλοσόϕους του γερμανικού ιδεαλισμού. Η θεώρηση αυτή συνυϕαίνεται με την επιδίωξή του να προετοιμάσει, κατά τον ρυθμό της διαλεκτικής μεθόδου και με μια ιδιαιτέρως οξυμένη ιστορική αίσθηση, τον ϕιλοσοϕικό κόσμο της ε π ό μ ε ν η ς β α θ μ ί δ α ς, του οποίου η έλευση, κατά την εκτίμησή του, είναι αναπόϕευκτη. Η εξέλιξη έτσι των ιδεών του λαμβάνει χώρα μέσα στην ιστορία και τείνει να πραγματοποιήσει αυτή την προετοιμασία ως αίτημα για την «ανύψωση της ϕιλοσοϕίας σε επιστήμη»,23 για την πραγμάτωσή της υπό μια ϕιλοσοϕικο-ιστορική προοπτική. 23. Φαινομενολογία του πνεύματος τ. Ι, ό.π., σ. 126.
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
29
Αυτό ωστόσο το αίτημα για πραγμάτωση της ϕιλοσοϕίας στον ορίζοντα της ιστορίας δεν συνεπαγόταν αυτόματα και άρση των δυσκολιών της ατομικής ζωής του ϕιλοσόϕου. Αυτό που επιζητεί να επιτύχει, καθ’ όλη την ως τώρα βιο-πορεία του, είναι μια σταθερή επαγγελματική δραστηριοποίηση, η οποία θα του διασϕαλίζει ουσιαστική συνάϕεια προς τη γενικότερη πνευματική του δραστηριότητα και μέγιστη αϕοσίωση στο ϕιλοσοϕικό του έργο. Η ϕιλοσοϕική αυτοπραγμάτωση, όπως τη ϕαντάζεται ο Χέγκελ ως διανοηματική σύζευξη επαγγελματικής και ϕιλοσοϕικής εργασίας, αργεί να έλθει. Το μέλημα μιας αξιοπρόσεκτης εργασιακής απασχόλησης εξακολουθεί να πλανιέται σαν ϕάντασμα πάνω από το κεϕάλι του. Τελικά, με τη μεσολάβηση και πάλι του Νιτχάμερ, γίνεται καθηγητής ϕιλοσοϕικών μαθημάτων και γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο της Νυρεμβέργης (Νοέμβριος 1808 -Οκτώβριος 1816). Τούτη η απασχόληση είναι κάπως εγγύτερη προς το ευρύ πεδίο των ϕιλοσοϕικών του ενασχολήσεων. Σε αυτή τη θέση πρόκειται να παραμείνει οκτώ χρόνια και να δείξει όλες τις αρετές του τόσο σε διοικητικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο. Κατά την περίοδο αυτή ολοκληρώνει και δημοσιεύει το δεύτερο χρονικά, μετά τη Φαινομενολογία του πνεύματος, μεγάλο έργο του, την Επιστήμη της Λογικής (1812-1816), τη λεγόμενη μεγάλη Λογική, της οποίας οι πρώτες συλλήψεις ανάγονται στην περίοδο της Ιένας. Ο πρώτος τόμος δημοσιεύτηκε το 1812, ο δεύτερος το 1813 και ο τρίτος το 1916.24 Με αυτό το έργο και με τη Φαινομενολογία του πνεύματος κατόρθωσε να εδραιώσει τη ϕήμη του μεγάλου ϕιλοσόϕου· δεν μπόρεσε όμως να βρει ακόμα τον δρόμο προς το πανεπιστήμιο. Παρά ταύτα, ως καθηγητής ϕιλοσοϕίας και γυμνασιάρχης στο γυμνάσιο της Νυρεμβέργης είναι σε θέση να απολαμβάνει κατ’ αρχήν, συγκριτικά με την προηγούμενη εργασιακή του θέση, μια κάποια εναρμόνιση επαγγελματικής εργασίας και ϕιλοσοϕίας. Αναϕέρει σχετικά σε επιστολή του: «Εδώ και ένα χρόνο είμαι καθηγητής των ϕιλοσοϕικών προπαιδευτικών επιστημών και 24. Στα ελληνικά έχουν κυκλοϕορήσει ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος. Βλ. σχετικά: 1. Γκ. Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής - η διδασκαλία περί της ουσίας, μτϕρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος. Δωδώνη Αθήνα 1998. 2. Γκ. Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής - η διδασκαλία περί της έννοιας, μτϕρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος. Παπαζήση Αθήνα 2005.
30
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
γυμνασιάρχης στο εδώ Γυμνάσιο […]. Ελπίζω, με τις νέες πολιτικές αλλαγές, να αξιοποιήσω κάποια ευκαιρία για μια θέση στο πανεπιστήμιο. […]. Έχω μια δημόσια θέση, που είναι όντως ετερογενής, γειτνιάζει ωστόσο με τα πραγματικά ϕιλοσοϕικά μου ενδιαϕέροντα, με την αυστηρή έννοια του όρου, και ορισμένες ϕορές είναι αληθινά συνδεδεμένη με αυτά».25 Ως ϕαίνεται, και η νέα του θέση δεν τον ικανοποιεί πλήρως· του παρέχει όμως ευνοϊκές εν μέρει συνθήκες για να συστηματοποιεί περαιτέρω τον ϕιλοσοϕικό του λόγο, να εκλογικεύει πιο μεθοδικά τη σκέψη του και αναλογικά να εξομαλύνει την εξωτερική του ζωή. Αυτό τον καιρό τού δίνεται η ευκαιρία να επαληθεύσει στην πράξη πως η αγάπη γ ια τη γνώση δεν αποκλείει την αγάπη γ ια τη ζωή και τους ανθρώπους. Ενόσω λοιπόν αγωνίζεται να ϕέρει σε ολοκλήρωση τη ϕιλοσοϕική του προσπάθεια, συνάπτει δεσμό με «ένα ευγενικό, απλό κορίτσι»26 και τον ολοκληρώνει τελώντας τον γάμο του με το εικοσάχρονο κορίτσι τον Σεπτέμβριο του 1811. Ο ϕιλόσοϕος αναπνέει τώρα τον δροσερό αγέρα της έγγαμης ζωής και θα τον αναπνέει αδιάλειπτα ως τον θάνατό του, το 1831. Παράλληλα συνεχίζει με ξεχωριστή ευαισθησία να εργάζεται για την αναδιοργάνωση του γυμνασίου και για την αναβάθμιση της ϕιλοσοϕίας ως σχολικού μαθήματος. Ήδη οι γυμνασιακές του παραδόσεις που δημοσιεύτηκαν από τον Rosenkranz με τον τίτλο: Φιλοσοϕική Προπαιδεία αποτελούν ένα εύληπτο κείμενο, κατάλληλο για περιεκτική γνωριμία με το γενικό πνεύμα της ϕιλοσοϕίας του. Παρ’ όλα αυτά δεν αισθάνεται πλήρη πραγμάτωση ούτε σ’ αυτή τη θέση και το μόνο που επιτυγχάνει είναι να ανανεώνει συνεχώς μέσα του την ελπίδα της πανεπιστημιακής καθηγεσίας. Είναι ήδη 46 ετών και συνεχίζει να διδάσκει ϕιλοσοϕία και να διευθύνει το γυμνάσιο της Νυρεμβέργης με επιτυχία. Στο περιβάλλον του σχολείου, της πόλης και όλης της περιοχής δημιούργησε μεγάλες συμπάθειες και απολάμβανε την εκτίμηση όλων, κάτι που το βίωνε και ο ίδιος ως σήμα αναγνώρισης της εργώδους προσπάθειάς του. Η διδακτική του εμπειρία στο γυμνάσιο τον βοηθάει να καταστήσει πιο απλή και ευκρινή τη σκέψη του, σε αντίθεση προς την πρώτη διδακτική του 25. J. Hofmeister, ό.π., σ. 331. 26. Ό.π., σ. 356.
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
31
εμπειρία στο πανεπιστήμιο της Ιένας, όπου οι παραδόσεις του δεν ήταν πάντοτε κατανοητές με αποτέλεσμα να διαδοθεί η ϕήμη του σκοτεινού και δυσνόητου ϕιλοσόϕου. Γράϕει σχετικά ο ίδιος: «Η εκεί [= στο πανεπιστήμιο της Ιένας] πρώτη μου προσπάθεια ως προς τις πανεπιστημιακές μου παραδόσεις δημιούργησε, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, μια προκατάληψη εναντίον μου. Ήμουν αρχάριος βέβαια, δεν είχα μπορέσει ακόμα να γίνω σαϕής και κατά τις προϕορικές μου διαλέξεις ήμουν προσκολλημένος στις σημειώσεις μου. Η 8χρονη σχεδόν διδακτική μου πείρα στο γυμνάσιο, όπου κανείς βρίσκεται υπό τη διαρκή αλληλεπίδραση της συνομιλίας με τους ακροατές του και το να είναι κατανοητός και σαϕής αϕ’ εαυτού καθίσταται πρώτη αναγκαιότητα, με εϕοδίασε έκτοτε με απόλυτη ελευθερία».27 Έχει λοιπόν αυτογνωσία ο ίδιος, γι’ αυτό και όταν στα μέσα του 1816 διορίζεται καθηγητής ϕιλοσοϕίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (Οκτώβριος 1816 - Οκτώβριος 1818), αρχίζει να διδάσκει ϕιλοσοϕία με καλύτερες προϋποθέσεις. Πολύ σύντομα ετοιμάζει ένα εγχειρίδιο ϕιλοσοϕίας, για τις ανάγκες της διδασκαλίας, με τίτλο Εγκυκλοπαίδεια των ϕιλοσοϕικών επιστημών και το δομεί με βάση τα κείμενα που χρησιμοποίησε για τη διδασκαλία του στο γυμνάσιο. Σε τούτο το βιβλίο παρουσιάζει με περιεκτικό και πολύ κατανοητό τρόπο όλο το ϕιλοσοϕικό του σύστημα, με το οποίο είχε πρωτο-ασχοληθεί στα προηγούμενα έργα του και κυρίως στη Φαινομενολογία του πνεύματος και την Επιστήμη της Λογικής. Η παραμονή του Χέγκελ στη Χαϊδελβέργη κράτησε μόλις δυο χρόνια· αρκετά ωστόσο για να εδραιώσει την αναγνώριση της ϕιλοσοϕικής του θεωρίας και να τονώσει περαιτέρω τη δική του αυτοπεποίθηση, ώστε να αναπτύξει με προσήλωση και παραδειγματική συνέπεια την ύψιστη ενεργητικότητα της σκέψης του αλλά, ει δυνατόν, και ποικίλη άλλη δραστηριότητα με κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά. Κατά την περίοδο τούτη, βέβαια, δεν έλειψε και η αρνητική του εμπειρία από την εχθρική στάση ορισμένων συναδέλϕων του απέναντι στη ϕιλοσοϕία. Παρ’ όλα αυτά δεν έπαψε να διαμεσολαβεί στους ϕοιτητές ουσιώδεις θεματικές της ϕιλοσοϕίας του και να δίνει τις πρώτες παραδόσεις πάνω στην αισθητική, όπως επίσης και παραδόσεις πάνω στην πολιτική ϕιλοσοϕία, οι οποίες θα αποτελέ27. J. Hofmeister (Hg.): Briefe von und an Hegel, Bd II, ό.π., σ. 73.
32
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
σουν τον πυρήνα για το μετέπειτα έργο του: Φιλοσοϕία του Δικαίου. Αλλά η καθηγεσία του στη Χαϊδελβέργη κλείνει τον κύκλο της τον Οκτώβριο του 1818, όταν δέχεται πρόταση από το Βερολίνο και αναλαμβάνει την έδρα ϕιλοσοϕίας που έμεινε κενή μετά τον θάνατο του Φίχτε. Εδώ θα διδάξει ως τον Νοέμβριο του 1831, οπότε επέρχεται ο απροσδόκητος θάνατός του. Γιατί όμως ο ϕιλόσοϕος εγκατέλειψε τη Χαϊδελβέργη; Μια εκ των έσω παρακολούθηση της εξέλιξής του δείχνει πως πάντοτε διεκδικούσε πρόθυμα μια θέση στο επίκεντρο των ζυμώσεων της εποχής του και αναλογικά αναζητούσε τους χώρους εκείνους, όπου οι ιδέες του θα μπορούσαν να τύχουν ευρύτερης διάδοσης αλλά και ο ίδιος θα ενθαρρυνόταν για πιο πρακτικές παρεμβάσεις στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.28 Το Βερολίνο ανήκε σ’ αυτούς τους ζωντανούς χώρους, που ίσως να του έδιναν την ευκαιρία ή να του δημιουργούσαν την ευϕορία «σε αρκετά προχωρημένη ηλικία να μεταπηδήσει από τον κάπως επισϕαλή ρόλο, να διδάσκει ϕιλοσοϕία στο πανεπιστήμιο, σε κάποια άλλη δραστηριότητα, που να μπορεί να είναι χρήσιμος».29 1.2. Προς την εσώτερη νύχτα της ψυχής §1
Η δομή της εγελιανής σκέψης θέτει πάντοτε τον αναστοχαζόμενο αναγνώστη μπροστά στο ερώτημα: για ποιο σκοπό έγραϕε ο ϕιλόσοϕος; Για να σκεϕτεί και να ερμηνεύσει ϕιλοσοϕικά τον κόσμο, για να επιτύχει μια ακαδημαϊκή καριέρα ή για να σταθεί στο κέντρο της κοινωνικοπολιτικής σκηνής μέσα από τη δυναμική των ακαδημαϊκών του επιδόσεων; Από δικές του εξωτερικεύσεις, σαν την παραπάνω, αλλά και από στοιχεία ή σημεία των ως άνω αναλύσεων διαϕαίνεται ίσως μια ενδόμυχη ϕιλοδοξία να μην περιορίσει τη δραστηριότητά του, ειδικά κατά την περίοδο του Βερολίνου, σε εκείνη του ακαδημαϊκού δασκάλου, αλλά να συμβάλει, με λόγο και πράξη, στη διάδοση ενός κοινωνικοπολιτικού στοχασμού, τις ευοίωνες προοπτικές του οποίου εκθέτει στο τελευταίο, εν ζωή, βιβλίο του, στη Φιλο28. J. Hofmeister (Hg.): ό.π., Bd I, σσ. 59 κ.εξ. 29. J. Hofmeister (Hg.): ό.π., Bd ΙΙ, 182.
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
33
σοϕία του Δικαίου. Είναι γνωστό πως οι παραδόσεις του στο εκεί πανεπιστήμιο δεν συγκέντρωναν το ενδιαϕέρον μόνο των ϕοιτητών του, αλλά και ενός ευρύτερου κοινού, συμπεριλαμβανομένων και υπαλλήλων του πρωσικού κράτους. Όπως αναϕέρει ο ίδιος ο Χέγκελ «εδώ συμβαίνει να έχει κανείς ανάμεσα στους ακροατές του ταγματάρχες, συνταγματάρχες, μυστικοσυμβούλους».30 Χαρακτηριστικό της εδραίας ϕήμης του, κατά την περίοδο του Βερολίνου, ως του μέγιστου ϕιλοσόϕου της Γερμανίας είναι και η αποτυχημένη απόπειρα του Σοπενχάουερ να τον ανταγωνισθεί ρυθμίζοντας τις παραδόσεις του τις ίδιες ώρες με αυτές του Χέγκελ. Δεν είναι λίγες επίσης και οι μαρτυρίες των συγχρόνων του, σύμϕωνα με τις οποίες ο ϕιλόσοϕος στο Βερολίνο «αναγνωριζόταν ως ο κορυϕαίος ϕιλόσοϕος της νεωτερικής εποχής».31 Όλα τούτα βέβαια, όπως και το γεγονός ότι απολάμβανε την εμπιστοσύνη του υπουργού Παιδείας Καρλ Αλτενστάιν οδήγησαν ορισμένους επικριτές του να μιλήσουν περί ενός «κρατικού ϕιλοσόϕου» που κλήθηκε στο Βερολίνο, προκειμένου να συνδράμει την πρωσική Παλινόρθωση. Τέτοιες επικρίσεις αδυνατούν να μεταϕράσουν τη διαρκή αγωνία της εγελιανής σκέψης προς υπεράσπιση της καθολικότητας και υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών του κοινού νου. Αναλογικά λοιπόν παρουσιάζουν μια στρεβλή εικόνα της ϕιλοσοϕικής παρουσίας του Χέγκελ στο Βερολίνο και ακόμα πιο στρεβλή της ακαδημαϊκής του καθιέρωσης. Οι πρότερες διαλεκτικές του συλλήψεις ισχύουν στο ακέραιο και εξακολουθούν να τον εμπνέουν ακόμα σε τούτη την τελευταία περίοδο της ταραχώδους ζωής του. Εξάλλου, ο υπουργός Παιδείας κάλεσε τον ϕιλόσοϕο στο Βερολίνο, γιατί εκτίμησε τη θετική του προδιάθεση απέναντι στο πρωσικό μεταρρυθμιστικό κίνημα. Τούτο το κίνημα είχε αρχίσει το 1807 και στόχευε στην πραγμάτωση των ιδεωδών της Γαλλικής επανάστασης μέσα από ένα νέο σύνταγμα που, ανάμεσα στα άλλα, θα διασϕάλιζε τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, θα καταργούσε τα ϕεουδαρχικά προνόμια και θα έδινε περισσότερη αυτονομία στην περιϕερειακή διοίκηση. Το γεγονός ότι ο ϕιλόσοϕος συμμεριζόταν αυτό το μεταρρυθμιστικό 30. Ό.π., σ. 218. 31. G. Nocolin (Hg.): Hegel in Bericht seiner Zeitgenossen. Meiner, Hamburg 1970, σ. 200.
34
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
πνεύμα τού επέτρεπε να σκέπτεται πιθανόν πως παράλληλα με την πανεπιστημιακή του διδασκαλία στο Βερολίνο θα μπορούσε να αναπτύξει σύντονη πολιτιστική και πολιτική δραστηριότητα, ώστε να επηρεάσει κατά το δυνατόν προς το ορθολογικότερο τις βασικές κατευθύνσεις παιδείας και πολιτικής του πρωσικού κράτους. Τα πράγματα ωστόσο εξελίχθηκαν διαϕορετικά. Το εν λόγω μεταρρυθμιστικό κίνημα υποχώρησε σε μεγάλο βαθμό, ενώ συγχρόνως η πρωσική κυβέρνηση, υπό τον ϕόβο συνωμοσιών ενάντιά της, ακύρωσε τα σχέδιά της για νέο σύνταγμα και επέβαλε ένα αστυνομικό σύστημα θεσπίζοντας τα καταπιεστικά διατάγματα του Κάρλσμπαντ. Με την επικράτηση αυτού του καθεστώτος επιβλήθηκε λογοκρισία και έγιναν διώξεις, μεταξύ άλλων, στην παράταξη των «δημαγωγών» που αγωνιζόταν για το σύνταγμα και προς την οποία ο Χέγκελ δεν έκρυβε τη συμπάθειά του· έτσι, για ένα ορισμένο χρόνο, και ο ίδιος ο ϕιλόσοϕος τέθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση. Παρ’ όλα αυτά κατηγορήθηκε, από μερίδα συγχρόνων επικριτών του, για συνεργασία με την κυβέρνηση της παλινόρθωσης. Αϕορμή έδωσε, όπως προαναϕέρθηκε, η εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο υπουργός Παιδείας, συνεπικουρούμενη από την ανοχή, εκ μέρους του Χέγκελ, της απόλυσης δύο ϕιλελεύθερων καθηγητών και από τη θυμώδη επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον τους στον Πρόλογο της ϕιλοσοϕίας του Δικαίου. Γενικώς, αυτό που διαϕαίνεται ως αλήθεια είναι ότι σε τούτη την ύστερη ϕάση της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας ο ϕιλόσοϕος, μαζί με τη θεωρητική του εργασία, επιχειρεί να αρθρώσει έναν πιο πρακτικό, πιο άμεσο πολιτικό λόγο, ο οποίος οϕείλει να ανταποκρίνεται στις πολιτικές προκλήσεις του καιρού του και να απηχεί τη δέουσα ερμηνεία του πραγματικού. Στο πλαίσιο αυτό συνοψίζει τη διαλεκτική εναρμόνιση θεωρητικού και πρακτικού Λόγου με την περίϕημη ϕράση του Προλόγου της ϕιλοσοϕίας του Δικαίου: ό,τι είναι έλλογο, είναι πραγματικό· και ό,τι είναι πραγματικό, είναι έλλογο. Αλλά και τούτη η ϕράση παρερμηνεύτηκε από διαϕόρους κύκλους και προκάλεσε σϕοδρή κριτική, η οποία σε γενικές γραμμές αξιολογείται ως αβάσιμη, γιατί δεν προκύπτει τόσο από στοχαστικές αναλύσεις όσο από αβαθείς σχολιασμούς ή ιδεολογικο-πολιτικές σκοπιμότητες. Ο ίδιος ο ϕιλόσοϕος αισθάνεται την ανάγκη να απαντήσει στους συγκαιρινούς του επικριτές. Έτσι διευκρινίζει σχετικά στην Εγκυκλοπαίδεια (§ 6) ότι η ϕιλοσοϕία έχει για περιεχόμενο
1. Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
35
εκείνη την πραγματικότητα που είναι ταυτή με την Ιδέα, με τον θεό ως Λόγο. Αυτή την πραγματικότητα πρέπει να τη διακρίνουμε από το τυχαίο, το εμπειρικό και καθετί που δεν εναρμονίζεται με τον Λόγο, δηλαδή δεν είναι έλλογο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Χέγκελ συνδέει τα περιεχόμενα και τους σκοπούς της ϕιλοσοϕίας με την έλλογη πραγματικότητα, με την εκλογίκευση του κόσμου και την εννοιολογική του πρόσληψη. Σε όλες τις ϕάσεις της εξέλιξής της και μέσα από τις αναγκαίες εσωτερικές της αναπροσαρμογές, η εγελιανή σκέψη θέτει ως σκοπό της ϕιλοσοϕίας αυτόν που είναι και σκοπός της ζωής: την πραγμάτωση του κόσμου, ιδωμένου «ως εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου της συνείδησης»,32 μέσα στην ιδέα του όλου και ενάντια στο «πρέπει, το οποίο η διάνοια εκϕέρει ευχαρίστως ακόμα και στο πολιτικό πεδίο, λες και ο κόσμος περιμένει από αυτήν να μάθει πως αυτός πρέπει να είναι, ενώ ακόμα δεν είναι».33 Την ιστορική καταγωγή αυτής της ιδέας του όλου, κυρίως σε επίπεδο πολιτικού όλου, τη συνάντησε για πρώτη ϕορά στο αρχαίο ελληνικό ιδεώδες και την αναπροσδιόρισε, με βάση τις ϕιλελεύθερες αρχές της εποχής του, σε ιδέα του δ ι κ α ίου κ α ι τ ου κ ρ ά τ ου ς. Αυτό όμως το μοντέλο του κράτους δικαίου έμελλε να υπονομευτεί από θεολογικούς μηχανισμούς, ιδεολογικά ϕορτισμένους, που λειτουργούν στο εσωτερικό του και αποξενώνουν τους ανθρώπους από την ίδια τους την ουσία. Πρόκειται για έναν επίγειο σπαραγμό, ο οποίος τους κρατά μακριά από την εϕαρμοσμένη δικαιοκρισία του Λόγου, με συνέπεια να γίνονται ευάλωτοι στους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς που τους κατεξουσιάζουν και να αναζητούν αυτή τούτη την ουσία τους, που οι ίδιοι έχουν απολέσει, στην ουσία του θεού. Συμβαίνει έτσι να προσδοκούν την αρμονία και ελευθερία, που έχουν στερηθεί επί της γης, από έναν επουράνιο θεό. Οι άνθρωποι, απ’ αυτή την άποψη, είναι παγιδευμένοι σε μια ξένη προς αυτούς πραγματικότητα: σε εκείνη της θρησκευτ ικής και πολιτ ικής αλλοτρίωσης. Μέσα σε μια τέτοια πραγματικότητα, αποϕαίνεται ο Χέγκελ, έργο του Λόγου είναι η κριτική αυτής της αποξένωσης και των συντελεστών της. Στο πνεύμα λοιπόν αυτό εντάσσεται και η κ ρ ιτ ι κή τ ου σ τ η θ ρη σ κ ε ί α. 32. Χέγκελ: W 8, § 6. 33. Ό.π.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks