᾽Εσώϕυλλο ἀπ’ τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ ἔργου. Κοπενχάγη, 1892.
῾Ε ρρίκος ῎Ιψεν
Ο ΑΡχιμΑσΤΟΡΑσ σΟλνΕσ Θεατρικὸ ἔργο σὲ τρεῖς πράξεις ΕισΑΓΩΓΗ - μΕΤΑΦΡΑσΗ-σ χΟλιΑ
Θεοδόσης ᾽Α. Παπαδημητρόπουλος ΕΠιμΕλΕιΑ
῟Ηρκος ῾Ρ. ᾽Αποστολίδης
GutenberG / ΘΕ ΑΤΡΟ ᾽Α θήνα 2014
χ ρ Ο Ν ΟΛ Ο Γ Ι Ο
1828
1834-5
1844 1846 1848-9
1850
Στὶς 20 Μαρτίου γεννιέται ὁ χένρικ Γιόχαν Ἴψεν, τοῦ Κνοὺτ καὶ τῆς Μάριχεν, τὸ γένος ῎ Αλτενμπουργκ, στὴν πόλη Σκιέν, ἕνα μικρὸ ἐξαγωγικὸ λιμάνι ξυλείας, 150 χιλιόμετρα νοτιοδυτικὰ τῆς χριστιανίας (τοῦ σημερινοῦ ῎ Οσλο) στὴ Νορβηγία. Εἶν’ ὁ δεύτερος ἀπ’ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς οἰκογένειας. Τὸν ᾽ Ιούνιο, ἡ οἰκογένεια ῎ Ιψεν μετακομίζει σ’ ἕνα μικρότερο σπίτι στὸ Βένστεπ, κοντὰ στὸ Σκιέν, λόγῳ χρεωκοπίας τοῦ πατέρα του. Φεύγει γιὰ τὸ Γκρίμσταντ, νὰ δουλέψῃ ἐκεῖ ὡς μαθητευόμενος ϕαρμακοποιός. Στὶς 9 ᾽ Οκτωβρίου, ἡ ὑπηρέτρια ῎ Ελσε Σόϕι γεννάει τὸ νόθο παιδὶ τοῦ ῎ Ιψεν. Προετοιμάζεται γιὰ τὸ ἀπολυτήριο τοῦ Λυκείου. Γράϕει τὰ πρῶτα του ποιήματα. Τὶς ἐλεύθερες ὧρες τῆς νύχτας προσπαθεῖ νὰ τελειώσῃ τὸ πρῶτο του δραματικὸ ἔργο, τὸν Κατιλίνα. Φιλία μὲ τὸν χριστόϕορο Ντοῦε καὶ τὸν ῎ Ολε Σούλεροτ. Στὶς 12 ᾽Απριλίου ἐκδίδεται ὁ Κατιλίνας μ’ ἔξοδα τοῦ ϕίλου του Σούλεροτ. Ὑπογράϕει μὲ ψευδώνυμο. ᾽Αποτυχία.
12
1851 1852 1853 1855 1856 1857
1858
1859 1860-1
χ ρ ΟΝΟΛΟΓ ΙΟ
Στὶς 28 ᾽Απριλίου ϕτάνει στὴ χριστιανία, ἐλπίζοντας νὰ σπουδάσῃ ᾽ Ιατρική. ᾽ Επαϕὲς μὲ τὸ πρώιμο νορβηγικὸ ἐργατικὸ κίνημα. Στὶς 26 Σεπτεμβρίου ἀνεβαίνει στὸ Θέατρο τῆς χριστιανίας τὸ ἔργο του: ῾Ο λίθινος τάϕος. Γνωρίζεται μὲ τὸν Μπγιέρνστγιέρνε Μπγιέρνσον. Στὶς 26 ᾽ Οκτωβρίου διορίζεται ὡς σκηνοθέτης καὶ δραματικὸς συγγραϕέας στὸ Θέατρο τοῦ Μπέργκεν. Ταξίδι γιὰ θεατρικὴ κατάρτιση στὸ ῾Αννόβερο, στὴν Κοπενχάγη καὶ τὴ Δρέσδη. Στὶς 2 ᾽ Ιανουαρίου, πρεμιέρα τῆς Νύχτας τοῦ ῾Αγίου ᾽Ιωάννη στὸ Θέατρο Μπέργκεν. Στὶς 2 ᾽ Ιανουαρίου, πρεμιέρα τῆς Λαίδης ῎Ινγκερ στὸ ῎Εστροτ στὸ Μπέργκεν. Στὶς 2 ᾽ Ιανουαρίου, πρεμιέρα τῆς Γιορτῆς στὸ Σόλχαουγκ, στὸ Μπέργκεν. Στὶς 2 ᾽ Ιανουαρίου ἀνεβαίνει ὁ ῎Ολαϕ Λίλιεκρανς στὸ Μπέργκεν. Στὶς 11 Αὐγούστου προσλαμβάνεται στὸ Νορβηγικὸ Θέατρο τῆς χριστιανίας. Στὶς 25 ᾽ Απριλίου ἐκδίδονται οἱ Βίκινγκς στὸ Χέλγκελαντ. Στὶς 18 ᾽ Ιουνίου παντρεύεται τὴ Σουζάνα Τόρεσεν. Γεννιέται ὁ γιός του Σίγκουρντ, ὁ μοναδικὸς νόμιμος διάδοχός του. χρόνια μεγάλης ϕτώχειας κι ἀπόγνωσης. Δὲν μπορεῖ νὰ γράψῃ.
Ε ΙΣ Α Γ Ω ΓΗ
Σύλληψη, συγγραϕή, ἔκδοση καὶ πρώτη παράσταση τοῦ ἔργου
ΣΥΜΦΩΝΑ μὲ τὸ ἡμερολόγιο τῆς ῾ Ελένε ράϕϕ,α καθὼς ἀναχωροῦσε ὁ ῎ Ιψεν ἀπ’ τὸ Μόναχο, στὶς 22 ᾽Απριλίου 1890, γιὰ τὴ Νορβηγία, τοῦ ἀνέϕερε τὴν αὐτοκτονία τοῦ ἀρχιμάστορα τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Μιχαήλ, καθὼς ἐκεῖνος πήδηξε ἀπὸ ψηλὰ ϕοβούμενος μήπως ἡ ὀροϕή της δὲν ἦταν καλοϕτειαγμένη. ῾ Ο ῎ Ιψεν νόμιζε πὼς ὁ θρῦλος εἶχε τὶς ρίζες του στὴ Σκανδιναβία. Τότε τοῦ ἐξήγησε πὼς σχεδὸν γιὰ κάθε καθεδρικὸ ναὸ τῆς Γερμανίας ὑπάρχει μιὰ ἀντίστοιχη παράδοση, μᾶλλον λόγῳ τῆς ἐνστικτώδους λαϊκῆς πεποίθησης ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ χτιστῇ ἕνα τόσο ψηλὸ οἰκοδόμημα ἀπ’ ἀνθρώπινο χέρι. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1906 δίνει ἀναϕορὰ ὁ ᾽ Ιούλιος ᾽ Ελιὰς β στὴ Neudeutsche Rundschau γιὰ μιὰ συνάνα. Τὴ νεαρὴ ζωγράϕο ῾ Ελένε ρὰϕϕ τὴ γνώρισε ὁ ῎ Ιψεν στὸ Γκόσσενζας, τὴν ἴδια ἐποχὴ ποὺ συνάντησε καὶ τὴν ῎ Εμιλυ Μπάρνταχ. Βλ. παρακάτω. β. ῾ Ο ἕνας ἐπιμελητὴς τῆς γερμανικῆς ἔκδοσης Ibsen 1903 / Ibsen 1916.
18
Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ
τησή του μὲ τὸ δραματουργό, τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1891, ὅταν ὁ συγγραϕέας βρισκόταν στὸ Βερολῖνο γιὰ τὴν πρεμιέρα τῆς ῞Εντα Γκάμπλερ: «Ξέρετε, τὸ καινούργιο μου ἔργο, τόχω ἤδη μπροστά μου - τὸ σχεδιάγραμμά του βεβαίως. ᾽ Α λλὰ ὑπάρχει κάτι πούχει κιόλας σταθεροποιηθῆ. Μές ἀπ’ τὰ βιώματά μου: μιὰ γυναικεία ϕιγούρα. Κάτι πολὺ ἐνδιαϕέρον - πάρα πολὺ ἐνδιαϕέρον. ᾽Ακόμα ἕνας διάολος.γ» Κ’ ἔπειτα 〈 μοῦ 〉 διηγήθηκε πώς, κάπου ἕνα χρόνο πρίν, στὸ Τιρόλο, γνώρισε μὲ τὴ μητέρα της μιὰ νεαρὴ Βιεννέζα μὲ ἀξιοθαύμαστες ψυχικὲς ροπές. Τὸ κυριώτερο: δὲν ἐνδιαϕερόταν καθόλου νὰ βρῇ ἕνα νεαρὸ ἄντρα καλῆς διαγωγῆς καὶ νὰ τὸν παντρευτῇ - σίγουρα δὲ θὰ παντρευτῇ ποτέ της 〈ὅπως πρόσθεσε〉. ᾽ Εκεῖνο ποὺ τὴν ἐρεθίζει, τὴ γοητεύει καὶ τὴν εὐχαριστεῖ, εἶναι νὰ κλέβῃ ἄντρες ἀπὸ ἄλλες γυναῖκες· τοὐλάχιστον ν’ ἁρπάζῃ ἕναν ἄντρα ἀπ’ τὴ σύζυγό του. Εἶναι μιὰ μικρὴ δαιμονικὴ καταστροϕέας· μερικὲς ϕορὲς τὴ ϕανταζόταν σὰν ἁρπακτικὸ ζωάκι, κ’ ἐκεῖνον σὰν τὴ λεία της. Τὴν ἔχει μελετήσει πολὺ καλά, ἀπὸ κοντά. Κατὰ τ’ ἄλλα, δέν εἶχε καὶ μεγάλη τύχη μαζί του. «Δὲν κατάϕερε νὰ μὲ παγιδεύσῃ, μὰ τὴν παγίδευσα ἐγὼ γιὰ νὰ τὴ 〈χρησιμοποιήσω στὴν〉 ποίησή μου. []» γ. Εἶχε προηγηθῆ τὸ 1890 ἡ ἀμείλικτη ϕιγούρα τῆς ῞ Εντα Γκάμπλερ.
Ε ΙΣ Α ΓΩ ΓΗ
19
῾ Η γυναῖκα αὐτὴ ἦταν ἡ ῎ Εμιλυ Μπάρνταχ, ποὺ τὴ συνάντησε ὁ ῎ Ιψεν στὸ Γκόσσενζας τοῦ νότιου Τιρόλου.δ ᾽ Ε κ ε ῖ ν ο ς ἦ τ α ν 61 ἐ τ ῶ ν κ’ ἐ κ ε ί ν η 27 («εἶχε ὅμως τὸ πρόσωπο καὶ τὴν κοψιὰ μιᾶς δεκαεξάχρονης» ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ ἴδιος). Στὸ ἄλμπουμ της στὶς 20 Σ ε π τ ε μ β ρ ί ο υ 1889, ὁ ῎ Ιψεν γράϕει δυὸ στίχους στὰ Γερμανικά: Hohes, schmerzliches Glück um das Unerreichbare zu ringen.ε
Στὶς 15 ᾽ Οκτωβρίου 1889 τῆς γράϕει ὁ δημιουργὸς σὲ μιὰν ἐπιστολή του: «Δὲν μπορῶ νὰ διώξω ἀπ’ τὸ μυαλό μου τὶς καλοκαιρινές μου ἀναμνήσεις· οὔτε καὶ θέλω. Τὶς ϕέρνω στὸ μυαλό μου ξανὰ καὶ ξανά. Νὰ τὶς κάνω ποίημα μοῦ ’ναι, πρὸς τὸ παρόν, ἀδύνατο. Πρὸς τὸ π αρ ό ν; Μήπως καὶ θὰ τὸ καταϕέρω κάποια στιγμὴ στὸ μέλλον; Θὰ τ ό θ ε λ α κιόλας πραγματικά; Τώρα, ὅμως, σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν τὸ ἐπιθυμῶ. [] Μά, ἐν καιρῷ, θὰ γίνῃ.» Σὲ μιὰν ἄλλη ἐπιστολή του στὶς 6 Δεκεμβίου, τὴν ἀποκαλεῖ «π ρ ι γ κ ί π ι σ σ α». ῞ Οταν ἐκδόθηκε ὁ ᾽Αρχιμάστορας Σόλνες, ὁ ῎ Ιψεν δὲν τῆς ἔστειλε ἀντίτυπο. ᾽ Εκείνη τοῦ ’στειλε ἀργότερα μιὰ ϕωτογραϕία ὑποδ. Στὰ σύνορα ᾽ Ιταλίας-Αὐστρίας. Ὑψηλὴ εὐτυχία γεμάτη πόνο ε. Μτϕρ: νὰ πολεμᾷς γιὰ τ’ ἄ π ι α σ τ ο!
Π ρΑ Ξ Η Π ρ Ω Τ Η
῾Απλᾶ ἐπιπλωμένο δωμάτιο ἐργασίας, στοῦ ΣΟΛΝΕΣ. Στὸν τοῖχο ἀριστερά, πόρτα μὲ περιστρεϕόμενα ϕύλλα ὁδηγεῖ στὸ δωμάτιο ὑποδοχῆς. Δεξιά, πόρτα πρὸς τὰ ἐνδότερα τοῦ σπιτιοῦ. Στὸ βάθος, ἀνοιχτὴ πόρτα γιὰ τὸ δωμάτιο σχεδίασης. Μπροστὰ ἀριστερά, γραϕεῖο σεκρεταὶρ μὲ βιβλία, ἀλληλογραϕία καὶ γραϕικὴ ὕλη. Στὸ βάθος, ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριὰ τῆς πόρτας τοῦ δωματίου ὑποδοχῆς, μιὰ σόμπα. Στὴ γωνία δεξιά, σοϕὰς μὲ τραπέζι καὶ μερικὲς καρέκλες. Στὸ τραπέζι, κανάτα μὲ νερὸ καὶ ποτήρι. Στὸ προσκήνιο δεξιά, μικρότερο τραπέζι μὲ κουνιστὴ καρέκλα καὶ πολυθρόνα. Λάμπες ἐργασίας στὸ τραπέζι τοῦ δωματίου σχεδίασης, στὸ τραπέζι στὴ γωνία καὶ στὸ γραϕεῖο σεκρεταίρ. Οἱ λάμπες ἀναμμένες. Στὸ δωμάτιο σχεδίασης κάθονται ὁ ΜΠρΟΒΙΚ κι ὁ γιός του, ὁ ρΑΓΚΝΑρ. Εἶν’ ἀπασχολημένοι μὲ μηχανικὰ σχέδια κ’ ἔχουν μπρός τους χαρτιὰ γεμᾶτα ὑπολογισμούς. ῾Η ΚΑΓΙΑ στὸ γραϕεῖο σεκρεταίρ. Γράϕει στὸ λογιστικὸ βιβλίο. ῾Ο ΜΠρΟΒΙΚ ἀδύνατος, ἡλικιωμένος ἄντρας μ’ ἄσπρα μαλλιὰ καὶ μούσι. Τὸ μαῦρο του παλτὸ ξεθωριασμένο –ϕαίνονται οἱ ἶνες–, καθαρὸ ὅμως. Γυαλιά, καὶ ἄσπρη, ἐλαϕρῶς κιτρινισμένη ἀπ’ τὴν πολυκαιρία γραββάτα. ῾Ο ρΑΓΚΝΑρ στὰ τριάντα, ξανθός, καλοντυμένος μὲ κάπως κυρτωμένη στάση σώματος. ῾Η ΚΑΓΙΑ εἰκοσάρα, ἐλαϕρὺ δέμας, νεαρὴ κοπελίτσα. Ντυμένη μὲ ϕροντίδα - μὰ παρουσιαστικὸ ἀρρωστιάρικο. Πράσινα γυαλιὰ στὰ μάτια.
30
Ο Αρχ ΙΜ ΑΣΤΟρΑΣ ΣΟΛ ΝΕΣ
῞Ολοι τους ἐργάζονται γιὰ κάμποσην ὥρα σιωπηλά.
(Σηκώνεται ἀπότομα ἀπ’ τὸ γραϕεῖο σχεδίασης, λές καὶ τὸν ἔπιασε ἀγωνία, ἀνασαίνει μὲ δυσκολία, καὶ πηγαίνει πρὸς τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας):
ΜΠρΟΒΙΚ
῎ Οχι,.. δέν τὸ ἀντέχω ἄλλο πιά! (Πηγαίνει στὸ μέρος του): Νοιώθεις ἄσχημα σήμερα, θεῖε; ΜΠρΟΒΙΚ: ῎ Αχ, νομίζω, πὼς μέρα τὴ μέρα χειροτερεύω. ρΑΓΚΝΑρ ( ῎Εχει σηκωθῆ καὶ τὸν ἔχει πλησιάσει): Πρέπει νὰ πᾶς σπίτι, πατέρα. Νὰ προσπαθήσῃς λιγάκι νὰ κοιμηθῇς... ΜΠρΟΒΙΚ ( ᾽Ανυπόμονα): Νὰ μπῶ μές στὸ κρεββάτι; Θές νὰ μὲ ξεκάνῃς;! ΚΑΓΙΑ: Τότε κάνε ἕνα μικρὸ περίπατο. ρΑΓΚΝΑρ: Ναί, πήγαινε! Θάρθω κ’ ἐγώ κοντά σου. ΜΠρΟΒΙΚ (Μὲ δύναμη): Δέ ϕεύγω μέχρι νάρθῃ! Θὰ λογαριαστῶ σήμερα μιὰ καὶ καλή (μὲ συγκρατημένο θυμό)... μαζί του,.. μὲ τὸν κύριο προϊστάμενο. ΚΑΓΙΑ (Μ’ ἀγωνία): ῎ Ω, ὄχι, θεῖε μου,.. περίμενε λιγάκι! ρΑΓΚΝΑρ: Ναί, πατέρα, καλύτερα νὰ περιμένῃς. ΜΠρΟΒΙΚ ( ᾽Αναπνέει μὲ μεγάλο κόπο): χά,.. χά!.. ᾽ Εγώ,.. ἐγὼ δέν ἔχω χρόνο πιά νὰ περιμένω. ΚΑΓΙΑ ( ᾽Αϕουγκράζεται): Σσς! Τὸν ἀκούω κάτω στὴ σκάλα! ΚΑΓΙΑ
ΠρΑ ΞΗ Πρ ΩΤΗ
31
Κ’ οἱ τρεῖς γυρίζουν στὴ δουλειά. Μικρὴ παύση. ῾Ο ΣΟΛΝΕΣ μπαίνει ἀπ’ τὴν πόρτα τοῦ δωματίου ὑποδοχῆς. Κάπως ἡλικιωμένος ἄντρας,6 ὑγιὴς καὶ δυνατὸς μὲ κοντοκουρεμένα κατσαρὰ μαλλιά, σκοῦρο μούσι καὶ σκοῦρα, πυκνὰ ϕρύδια. Γκριζοπράσινο κουμπωμένο σακκάκι μὲ γιακὰ καὶ ϕαρδιὰ ἀνοίγματα. Στὸ κεϕάλι, μαλακό, γκρίζο καπέλλο ἀπὸ τσόχα. Ὑπὸ μάλης, κάμποσοι ϕάκελοι.
(Στὴν πόρτα. Δείχνει στὸ δωμάτιο σχεδίασης καὶ ρωτάει ψιθυρίζοντας): ῎ Εϕυγαν; ΚΑΓΙΑ (Χαμηλόϕωνα, κουνάει τὸ κεϕάλι): ῎ Οχι. (Βγάζει τὰ γυαλιά της.) ΣΟΛΝΕΣ
῾Ο ΣΟΛΝΕΣ διασχίζει τὸ δωμάτιο, πετάει τὸ καπέλλο πάνω σὲ μιὰ καρέκλα, ἀϕήνει τοὺς ϕακέλους στὸ τραπέζι πλάι στὸ σοϕὰ καὶ πλησιάζει ξανὰ τὸ γραϕεῖο σεκρεταίρ. ῾Η ΚΑΓΙΑ γράϕει ἀδιάκοπα. Δείχνει νευρικὴ κι ἀνήσυχη.
(Δυνατά): Τί γράϕετε μές στὸ βιβλίο, δεσποινὶς Φόσλι; ΚΑΓΙΑ (Μαζεύεται): ῎ Ω, μόνον, τό... ΣΟΛΝΕΣ: ᾽Αϕήστε με νὰ δῶ, δεσποινίς. (Σκύβει πάνω ΣΟΛΝΕΣ
της. Τὸ κάνει λές καὶ κοιτάει μές στὸ βιβλίο. Ψιθυρίζει:) Κάγια; ΚΑΓΙΑ ( ᾽Απότομα καὶ χαμηλόϕωνα): Ναί; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί βγάζετε πάντα τὰ γυαλιά σας σὰν
ἔρχωμαι;
32
Ο Αρχ ΙΜ ΑΣΤΟρΑΣ ΣΟΛ ΝΕΣ
( ῞Οπως προηγουμένως): Εἶμαι τόσο ἄσχημη ὅταν τὰ ϕοράω. ΣΟΛΝΕΣ (Γελῶντας): Καὶ δέ θ έ λ ε τ ε νάστε. ῎ Ε, Κάγια; ΚΑΓΙΑ (Τοῦ ρίχνει μιὰ σχεδὸν κρυϕὴ ματιά): Γιὰ τίποτα στὸν κόσμο δὲ θάθελα νὰ ϕαίνωμαι ἄσχημη. ῎ Οχι μπρὸς στὰ δ ι κ ά σ α ς μάτια. ΣΟΛΝΕΣ (Τῆς χαϊδεύει γλυκὰ τὰ μαλλιά): Φτωχή μου, μικρή μου, ϕτωχὴ Κάγια... ΚΑΓΙΑ (Κατεβάζει τὸ κεϕάλι): Σσς,.. μπορεῖ νὰ μᾶς ἀκούσουν! ΚΑΓΙΑ
῾Ο ΣΟΛΝΕΣ διασχίζει ἄνετα τὸ δωμάτιο πρὸς τ’ ἀριστερά, γυρίζει καὶ στέκεται στὴν πόρτα τοῦ δωματίου σχεδίασης. ΣΟΛΝΕΣ: Μήπως μὲ ζήτησε κανείς; ρΑΓΚΝΑρ (Σηκώνεται): Μάλιστα, τὸ
νεαρὸ ζευγάρι, ποὺ θέλουν νὰ χτίσουν τὴ βίλλα στὸ Λέβστραντ. ΣΟΛΝΕΣ (Μουγκρίζοντας): ῏ Α, α ὐ τ ο ί; ῍ Ας περιμένουν. Δὲν ἔχω ἀκόμα ἀποϕασίσει γιὰ τὰ σχέδια. ρΑΓΚΝΑρ (Πιὸ κοντά, κάπως διστακτικά): Θάθελαν νάχουν τὰ σχέδια τὸ συντομώτερο. ΣΟΛΝΕΣ ( ῞Οπως προηγουμένως): Πῶς,.. τὸ καταλαβαίνω! ῾ Ο κόσμος πάντα αὐτό θέλει. ΜΠρΟΒΙΚ (Σηκώνεται): ᾽ Ανυπομονοῦν πολύ νὰ μετακομίσουν στὸ σπιτικό τους, μᾶς εἴπανε. ΣΟΛΝΕΣ: Μάλιστα, μάλιστα! Τὰ ξέρω αὐτά! Κ’ ἔτσι θὰ διαλέξουν τὸν πρῶτο τυχόντα ποὺ θὰ τοὺς δώ-
ΠρΑ ΞΗ Πρ ΩΤΗ
33
σῃ ἐκεῖ πέρα κάποια σχέδια. «Φτειάξε κι ἄλλο ἕνα,.. ἕνα διαμέρισμα... ῞ Ενα εἶδος καταλύματος. ῎ Οχι, ὅμως, μιὰ πραγματικὴ κατοικία!» Τοὺς εὐχαριστῶ πολύ! Νὰ πᾶνε σ’ ἄλλον καλύτερα. ῎ Ετσι πῆτε τους ὅταν ξανάρθουν. ΜΠρΟΒΙΚ (Σπρώχνει τὰ γυαλιὰ ψηλὰ στὸ μέτωπο καὶ τὸν κοιτάζει ἔκπληκτος): Σ’ ἄλλον; Θὰ παρατήσετε τὴ δουλειά; ΣΟΛΝΕΣ ( ᾽Ανυπόμονα): Ναί, διάολε, ναί! ῍ Αν πρέπει ὁπωσδήποτε, τότε... Καλύτερα ἔτσι, παρὰ νὰ χτίζω στὰ τυϕλά. (Γοργὰ καὶ μ’ ἔνταση.) Τοὺς ξέρω καλά κάτι τέτοιους! ΜΠρΟΒΙΚ: Εἶν’ ἄνθρωποι ἐμπιστοσύνης. Τοὺς γνωρίζει ὁ ράγκναρ. ῎ Εχει ἐπαϕὲς μὲ τὴν οἰκογένεια. ῎ Ανθρωποι ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης. ΣΟΛΝΕΣ: ᾽ Ελᾶτε τώρα! ᾽ Εμπιστοσύνης, ἐμπιστοσύνης,.. δέν ἐννοῶ αὐτό. Θέ μου,.. δέ μὲ κ α τ αλ α β α ί ν ε τ ε πιά; (Μ’ ἔνταση.) Δέ θέλω νάχω καμμιὰ σχέση μὲ τοὺς κυρίους. ᾽ Εκ μέρους μου, ἂς πᾶνε σ’ ὅποιον θέλουν. ΜΠρΟΒΙΚ (Σηκώνεται): Μιλᾶτε σ ο β α ρ ά; ΣΟΛΝΕΣ (Κακόκεϕα): Ναί... Μιά γιὰ πάντα. Διασχίζει τὸ δωμάτιο. ῾Ο ΜΠρΟΒΙΚ κι ὁ ρΑΓΚΝΑρ ἀνταλλάζουνε ματιές. ῾Ο ρΑΓΚΝΑρ κάνει μιὰ προειδοποιητικὴ χειρονομία καὶ πηγαίνει στὸ μπροστινὸ δωμάτιο.
34
Ο Αρχ ΙΜ ΑΣΤΟρΑΣ ΣΟΛ ΝΕΣ
ΜΠρΟΒΙΚ: Μπορῶ νὰ σᾶς πῶ μερικὰ πράγματα; ΣΟΛΝΕΣ: Παρακαλῶ, ἐλεύθερα. ΜΠρΟΒΙΚ (Στὴν ΚΑΓΙΑ): ᾽ Εσὺ πήγαινε, ὅσο μιλᾶμε,
μέσα. ΚΑΓΙΑ ( ᾽Ανυπόμονα): ΜΠρΟΒΙΚ: Κάνε ὅ,τι
Μά, θεῖε... σοῦ λέω, παιδί μου! Καὶ κλεῖσε τὴν πόρτα ϕεύγοντας.
῾Η ΚΑΓΙΑ πηγαίνει διστακτικὰ στὸ δωμάτιο σχεδίασης, ρίχνει μιὰ κλεϕτή, ἀγωνιώδη καὶ παρακλητικὴ ματιὰ στὸν ΣΟΛΝΕΣ. Κλείνει τὴν πόρτα.
(Μὲ κάπως χαμηλωμένη ϕωνή): Δέ θέλω νὰ μάθουνε τὰ κακόμοιρα τὰ παιδιὰ πόσο ἄσχημα εἶμαι. ΣΟΛΝΕΣ: Ναί, τὶς τελευταῖες μέρες ϕαίνεστε σὲ πραγματικὰ κακὴ κατάσταση. ΜΠρΟΒΙΚ: Σύντομα ἐγὼ θάχω ϕύγει. Οἱ δυνάμεις μου μ’ ἐγκαταλείπουν... μέρα μὲ τὴ μέρα. ΣΟΛΝΕΣ: Τότε, καθήστε. ΜΠρΟΒΙΚ: Εὐχαριστῶ,.. μοῦ ἐπιτρέπετε; ΣΟΛΝΕΣ (Γυρνάει τὴν πολυθρόνα): ᾽ Εδῶ, παρακαλῶ!.. Λοιπόν; ΜΠρΟΒΙΚ (Κάθεται μὲ δυσκολία): Ναί, πρόκειται γιὰ τὸν ράγκναρ. Μοῦ ’ναι τρομερὸ βάρος. Τί θὰ γίνῃ μ’ α ὐ τ ό ν; ΣΟΛΝΕΣ: ῾ Ο γιός σας... θὰ μείνῃ προϕανῶς κοντά μου, ὅσο ἐκεῖνος τὸ ἐπιθυμεῖ. ΜΠρΟΒΙΚ: Μὰ δέ θέλει. Δὲν μπορεῖ πιά,.. καταπὼς πιστεύει. ΣΟΛΝΕΣ (Γίνεται ἀνήσυχος): Θὰ πληρώνεται ὅμως ΜΠρΟΒΙΚ
ΠρΑ ΞΗ Πρ ΩΤΗ
35
καλά... ῍ Αν θελήσῃ κιόλας αὔξηση, δέ θὰ τοῦ τὴν ἀρνηθῶ... ΜΠρΟΒΙΚ: ῎ Οχι, ὄχι! Δέν εἶν’ αὐτό. ( Α ᾽ νυπόμονα.) Κάποια στιγμή, ὅμως, θὰ πρέπει νὰ τοῦ δοθῇ ἡ εὐκαιρία νὰ ἐργαστῇ καὶ μόνος του. ΣΟΛΝΕΣ (Χωρὶς νὰ τὸν κοιτάζῃ): Πιστεύετε πὼς ὁ ράγκναρ εἶν’ ἀρκετὰ ἱκανὸς γιὰ κάτι τέτοιο; ΜΠρΟΒΙΚ: Κοιτάξτε, τὸ πιὸ τρομακτικό εἶν’ τοῦτο: ἔχω ἀρχίσει ν’ ἀμϕιβάλλω γιὰ τὸ νεαρό. Δὲ μοῦ ’χετε πεῖ ποτέ οὔτε μιὰν ἐνθαρρυντικὴ κουβέντα. Τότε, ὅμως, ἀκριβῶς, μοῦ δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση πὼς δὲν μπορεῖ νάν’ ἀλλιῶς:.. π ρ έ π ε ι νάναι ἱκανός. ΣΟΛΝΕΣ: ῎ Ω, ναί. Μὰ δὲν ἔχει μάθει ἀκόμα τίποτα... τὸ θεμελιῶδες. ᾽ Εκτὸς ἀπὸ σχέδιο, ἐννοῶ. ΜΠρΟΒΙΚ (Τὸν κοιτάζει μὲ κρυϕὸ μῖσος καὶ τοῦ λέει μὲ βραχνιασμένη ϕωνή): Οὔτε κ’ ἐ σ ε ῖ ς ξέρατε πολλὰ γύρω ἀπ’ τὸ ἀντικείμενο, ὅταν ἤσασταν στὴ δούλεψή μου. ῞ Ομως ἐσεῖς, ἐσεῖς ἁρπάξατε τὴν εὐκαιρία καὶ ξεκινήσατε. (Παίρνει μὲ δυσκολία ἀνάσα.) Κι ἀνεβήκατε ψηλά. Καὶ μένα μοῦ τραβήξατε τὸ ἔδαϕος κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μου,.. ὅπως καὶ σὲ τόσους ἄλλους. ΣΟΛΝΕΣ: Ναί, ἀκούστε,.. ἤμουν τυχερός. ΜΠρΟΒΙΚ: ῎ Εχετε δίκιο. Σ’ ὅλα ἤσασταν τυχερός. Μὰ δὲ βαστάει ἡ καρδιά σας νὰ μ’ ἀϕήσετε νὰ πάω στὸν τάϕο,.. χωρίς νάχω δεῖ τί ἀξίζει ὁ ράγκναρ. Καὶ θέλω κιόλας νὰ δῶ τοὺς δυό τους παντρεμένους,.. ὅσο εἶμ’ ἀκόμα στὴ ζωή.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks