Καὶ μὲ τὸν ἦχον των γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐπιστρέϕουν... Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ
ΕΠΙΤΟΜΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ᾽Ανθολόγηση -Πρόλογος
Δώρα Μέντη Εἰσαγωγικὰ σημειώματα
Εὐριπίδης Γαραντούδης
GUTENBERG ᾽Α θήνα 2016
Ι. ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ Ε ΙΣ ΑΓΩ ΓΗ
συγκεκριμένων χρονικῶν στιγμῶν ὡς τομῶν γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ λογοτεχνικοῦ ϕαινομένου εἶναι κατὰ βάση αὐθαίρετος –μὲ ἐξαίρεση τὶς στιγμὲς ἱστορικῶν γεγονότων ποὺ ἔχουν καθολικὴ βαρύτητα καὶ σημασία–, δὲν εἶναι γενικὰ ἄστοχη ἡ διαπίστωση ὅτι τὸ 1900, τὴν αὐγὴ τοῦ νέου αἰώνα, οἱ ποιητὲς τῆς λεγόμενης «Γενιᾶς τοῦ 1880» ἀϕενὸς βρίσκονταν στὴν ἡλικιακὴ καὶ δημιουργικὴ ὡρίμανσή τους, ἀϕετέρου κυριαρχοῦσαν στὴν τότε ποιητικὴ σκηνή. ῾ Ο γραμματολογικὸς ὅρος ποὺ κατὰ συνθήκη τοὺς στέγασε, «Γενιὰ τοῦ 1880», ἐμϕανίστηκε τὴ μεταπολεμικὴ ἐποχή, προϕανῶς κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ νεότερου ὅρου «Γενιὰ τοῦ 1930». Παλαιότερα, ἤδη κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1880 καὶ στὴ συνέχεια, πρὶν ἀπὸ τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ἦταν σὲ χρήση οἱ ὅροι «Νέα ᾽Αθηναϊκὴ Σχολὴ» ἢ «Νέα Σχολή». Μὲ αὐτοὺς προσδιοριζόταν ἡ λογοτεχνικὴ παραγωγὴ ὕστερα ἀπὸ τὸ 1880, σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὴ λογοτεχνία τῆς λεγόμενης «Παλαιᾶς ᾽Αθηναϊκῆς Σχολῆς», δηλαδὴ τῆς λογοτεχνίας τῆς περιόδου 1830-1880, ὅταν κυριάρχησε μιὰ ἰδιότυπη τεχνοτροπία μείξης τοῦ Ρομαντισμοῦ καὶ τοῦ Κλασικισμοῦ.
Ο
ΣΟ ΚΙ ΑΝ Ο ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ
20
Ε Υ ΡΙΠΙ Δ ΗΣ ΓΑ ΡΑ Ν Τ ΟΥΔ ΗΣ
1. ῾Η Γενιὰ τοῦ 1880
Οἱ ποιητὲς ποὺ προσδιορίζονται ὡς «Γενιὰ τοῦ 1880» διακρίνονται ἀπὸ ὁρισμένα, εἰδοποιὰ σὲ σύγκριση μὲ τὸ παρελθὸν καὶ ἰσχυρὰ γιὰ μιὰ μακρὰ περίοδο χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Μουλλά: «Δημοτικιστικὴ παράδοση καὶ δημοτικὴ λαλιά, ἠθογραϕία, λαογραϕία καὶ λαϊκισμός, συνθετικὴ ἀξιοποίηση τοῦ παρελθόντος, ξεπέρασμα τῆς ρομαντικῆς θρηνολογίας καὶ ἀμετροέπειας, στροϕὴ πρὸς τὸ πραγματικό, πρὸς τὸ ἐπίκαιρο καὶ τὸ καθημερινό, ἀντικατάσταση τῆς ϕαντασίας μὲ τὴν ἐμπειρία, τὴ μνήμη καὶ τὴν παρατήρηση, ἀναπροσαρμογὴ πρὸς τὰ νέα εὐρωπαϊκὰ ρεύματα».1 Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ ἀχαλίνωτη καὶ ἐνίοτε νοσηρὴ ϕαντασία ἢ καὶ ἡ πεισιθάνατη διάθεση τῆς ρομαντικῆς παράδοσης παραχώρησαν τὴ θέση τους στὸ θετικιστικὸ πνεῦμα καὶ τὸν ἐμπειρισμό. ῎ Ελειψε ἡ διάθεση ϕυγῆς στὸ ἱστορικὸ παρελθόν, ποὺ ἐπίσης διέκρινε τοὺς προηγούμενους ρομαντικοὺς ποιητές, ὡς ἀποτέλεσμα δυσθυμίας ἢ ἀπώθησης γιὰ τὸ παρόν, καὶ ἡ προσοχὴ τῶν νέων ποιητῶν στράϕηκε στὴ σύγχρονη ζωή, ποὺ τὴν ἀντίκριζαν πλέον μὲ θετικὸ πνεῦμα. Παράλληλα, τὸ ἐνδιαϕέρον τους γιὰ τὴ δημοτικὴ παράδοση συνδέθηκε μὲ μιὰ νέα ἀντίληψη γιὰ τὸν λαϊκὸ πολιτισμό, τὸν ὁποῖο θεωροῦσαν παρακαταθήκη τῶν αὐθεντικῶν ἀξιῶν τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, σύμϕωνα μὲ τὶς ἀρχὲς ποὺ ὑποστήριξε, ἤδη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1870, ἡ ἐπιστήμη τῆς ἑλληνικῆς λαογραϕίας. ᾽Αλλὰ τὸ ἀναμϕισβήτητο σημεῖο αἰχμῆς τῆς γενιᾶς τοῦ 1880 ἦταν ἡ δημοτικὴ γλώσσα, ἡ ὁποία καθιερώθηκε ὡς γλώσσα τῆς λογοτεχνίας. Οἱ νέοι ποιητὲς ἦταν ὑπέρμαχοι, ἢ καὶ πρωτοστάτες, στὸ μαχητικὸ κίνημα τοῦ Δημοτικισμοῦ, κίνημα μὲ εὐρύτερους, κοινωνικὰ ἐκσυγχρονιστικοὺς στόχους. Παράλληλα, ἡ ἀναγεννητικὴ προσπάθεια τοῦ ποιητικοῦ Δημοτικισμοῦ συνδυάστηκε μὲ τὸ ἐξωστρεϕὲς ἄνοιγμα τῆς ἑλληνικῆς ποίησης πρὸς τὰ σύγχρονά της εὐρωπαϊκὰ λογοτεχνικὰ ρεύματα, πρῶτα τὸν γαλλικὸ Παρνασσισμό, ποὺ τὸ 1900 εἶχε 1. Παναγιώτης Μουλλάς, «Γύρω στὰ 1880: Οἱ ὅροι τῆς ἀλλαγῆς», στὸ Ρήξεις καὶ συνέχειες. Μελέτες γιὰ τὸν 19ο αἰώνα, ᾽Αθήνα, ᾽ Εκδόσεις Σοκόλη, 1993, σσ. 83-90: 85.
Ι. ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ
21
σχεδὸν ἐκπνεύσει, καὶ ὕστερα τὸν ἐπίσης γαλλικὸ Συμβολισμό, ποὺ τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ πρόσϕερε τὸν ἀξιολογότερο ἴσως καρπό του, τὸ σύντομο λυρικὸ σύνθεμα τοῦ Παλαμᾶ «Φοινικιά». 2. ῾Ο Κωστὴς Παλαμάς
᾽Αναμϕίβολα ὁ σημαντικότερος ποιητὴς τῆς Γενιᾶς τοῦ 1880 εἶναι ὁ Κωστὴς Παλαμάς (1859-1943), ποὺ μὲ τὴ συνολική, ἐπιβλητικὴ στὸ μέγεθος καὶ ἐντυπωσιακὴ στὴν ποικιλία καὶ ἐμβέλειά της συγγραϕικὴ παρουσία του κυριάρχησε στὴν ἑλληνικὴ πνευματικὴ ζωὴ γιὰ μισὸ σχεδὸν αἰώνα, περίπου ἀπὸ τὸ 1880 ἕως τὸ 1930. ῾ Ο Παλαμὰς ἀϕενὸς συνέβαλε, περισσότερο ἴσως ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο, στὴν καλλιέργεια, τὴ διάδοση καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς δημοτικῆς γλώσσας στὴ λογοτεχνία καὶ στὴν ἀναβάθμιση καὶ ἀξιοποίηση τοῦ ἑλληνικοῦ προϕορικοῦ πολιτισμοῦ, ἀϕετέρου ἀναδείχθηκε «πρῶτος ϕιλόλογος νεοελληνιστής» (ὁ χαρακτηρισμὸς εἶναι τοῦ Λίνου Πολίτη) καὶ θεμελιωτὴς τῆς νεοελληνικῆς κριτικῆς μὲ τὸ ἐκτενέστατο κριτικὸ ἔργο του. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ὅτι ὁ λογοτεχνικὸς κανόνας τῆς παλαιότερής του ἑλληνικῆς ποίησης, ἔτσι ὅπως συγκροτήθηκε ἀπὸ τὸν Παλαμά, ἰσχύει μέχρι σήμερα στὶς γενικὲς γραμμές του. ῍ Αν στὰ πρώιμα ποιητικὰ ἔργα του, ὅσα χρονολογοῦνται στὶς δύο τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰώνα, εἶναι περισσότερο αἰσθητὴ ἡ τεχνοτροπία τοῦ Παρνασσισμοῦ, τὰ ἀξιολογότερα ποιήματά του, ποὺ γράϕτηκαν στὴν καμπὴ τοῦ νέου αἰώνα, ἀξιοποίησαν τὶς αἰσθητικὲς ἀρχὲς τοῦ Συμβολισμοῦ, δηλαδὴ τὴ χρήση συμβόλων, τὴν ὑποβλητικὴ ἔκϕραση τοῦ νοήματος, τὴ μουσικότητα τῆς ποιητικῆς γλώσσας. ῞ Ενα τριαδικὸ σχῆμα, σύμϕωνα μὲ τοὺς ὅρους ποὺ ὁ ἴδιος χρησιμοποίησε, μᾶς προσϕέρει μιὰ συνοπτικὴ περιγραϕὴ τοῦ ποιητικοῦ ἔργου του ἀπὸ τὸ 1900 καὶ ἑξῆς, τὰ ἑπόμενα περίπου τριάντα χρόνια. Πρόκειται γιὰ τὸ σχῆμα ποὺ διακρίνει τὸν «λυρισμὸ τοῦ ἐγώ», τὸν «λυρισμὸ τοῦ ἐμεῖς» καὶ τὸν «λυρισμὸ τῶν ὅλων». Οἱ δύο τελευταῖοι ἐκϕράζονται στὰ ποιήματα-«μεγάλα ὁράματα», ὅπως τὰ ὀνόμασε ἐπίσης ὁ Παλαμάς. ῾ Ο λυρισμὸς τοῦ ἐγὼ ἀϕορᾶ τὸ ἀτομικὸ στοιχεῖο καὶ ἔχει κύρια θεματικὴ περιοχή του τὸν ἐρωτισμὸ ἢ τὴ γυναικολατρία, ἐνῶ διακρίνεται ἀπὸ ἔντονα ἀπαισιόδοξη διάθεση
22
Ε Υ ΡΙΠΙ Δ ΗΣ ΓΑ ΡΑ Ν Τ ΟΥΔ ΗΣ
καὶ ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ψυχικῆς συντριβῆς. Συγκροτεῖται κυρίως ἀπὸ λυρικὰ ποιήματα ἐλάσσονος τόνου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μελαγχολικὰ ἢ δυσοίωνα, ποὺ περιστρέϕονται γύρω ἀπὸ τὴν ἰδιωτικὴ σϕαίρα τοῦ ἀτόμου. Σχηματικὰ στὸν λυρισμὸ τοῦ ἐγὼ ἐντάσσονται οἱ συλλογές: ῾Η ἀσάλευτη ζωὴ (1904) καὶ Οἱ καημοὶ τῆς λιμνοθάλασσας (1912). ῾ Ο λυρισμὸς τοῦ ἐμεῖς συνδέεται μὲ τὸ ἐπικαιρικὸ στοιχεῖο τῆς παλαμικῆς ποίησης καὶ ἔχει θεματικὰ ἐπίκεντρά του τὴν πατριδολατρία, τὴν ἀρχαιολατρία καὶ τὴ γλωσσικὴ ἰδέα. ῾ Η πατριδολατρία, ὡς κύρια θεματικὴ περιοχὴ τοῦ λυρισμοῦ τοῦ ἐμεῖς, ἐκϕράζεται κατὰ κανόνα μὲ αἰσιόδοξη διάθεση. Τὸν λυρισμὸ τοῦ ἐμεῖς, λοιπόν, συγκροτοῦν τὰ ἐκτενῆ ἐπικολυρικὰ συνθέματα μείζονος τόνου, ὅπου ξεδιπλώνεται ἡ προσπάθεια τοῦ Παλαμᾶ νὰ δώσει ἐθνικὴ ἐμβέλεια στὸν στοχασμό του. Οἱ σημαντικότερες σχετικὲς ἀπόπειρες εἶναι τὰ ϕιλόδοξα ἔργα του ῾Ο Δωδεκάλογος τοῦ γύϕτου (1907) καὶ ῾Η ϕλογέρα τοῦ βασιλιᾶ (1910). Στὸν Δωδεκάλογο τοῦ γύϕτου κυριαρχεῖ ἡ προερχόμενη ἀπὸ τὸν Γερμανὸ ϕιλόσοϕο Φρήντριχ Νίτσε (1844-1900) ἰδέα τοῦ ὑπεράνθρωπου ποὺ καταλύει ὅλα τὰ θεσμικὰ εἴδωλα τοῦ πολιτισμοῦ. Στὴ Φλογέρα τοῦ βασιλιᾶ, σύνθεμα ὅπου προβάλλεται ἰδίως ἡ βυζαντινὴ ἐποχή, ὑποβαθμισμένη μέχρι τότε στὴν ἑλληνικὴ ποίηση, ὁ Παλαμὰς προσπάθησε νὰ ἐπιτύχει τὴ ϕανταστικὴ σύνθεση τῶν τριῶν ἐξελικτικῶν σταδίων τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ –τοῦ ἀρχαίου, τοῦ βυζαντινοῦ καὶ τοῦ νεοελληνικοῦ– καὶ ἔτσι νὰ ἀναδείξει ποιητικὰ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια, μὲ γνώμονα τὴν ὑψηλὴ αἰσθητικὴ πραγμάτωση τῆς πατριωτικῆς ἰδέας. ῍ Αν καὶ τὸ παλαμικὸ ἔργο διαπερνᾶται ἀπὸ τὴν πατριδολατρία, ὅπως καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς λογοτεχνίας τῆς Γενιᾶς τοῦ 1880, ὁ Παλαμὰς πίστευε ὅτι ἡ πατριωτικὴ ἰδέα καὶ θεματολογία ἔπρεπε νὰ συνυπάρξουν ἁρμονικὰ μὲ τὸ αἴτημα τῆς ὑψηλῆς τέχνης. Τὸ αἴτημα αὐτὸ δὲν ὑποβαθμίζεται οὔτε κι ὅταν ὁ ποιητὴς ἀσκεῖ δηκτικὴ σάτιρα στὴ σύγχρονή του πολιτικοκοινωνικὴ πραγματικότητα, ὅπως στὰ Σατιρικὰ γυμνάσματα (1912). ῾ Ο «λυρισμὸς τῶν ὅλων», τέλος, συνδέεται μὲ τὸ γενικὸ στοιχεῖο τῆς παλαμικῆς ποίησης, τὸ κατὰ τὸν ποιητὴ συνταίριασμα τοῦ ἀτόμου μὲ τὴν ἀνθρωπότητα στὸ σύνολό της, καὶ πραγματώθηκε στὰ ποιήματά του ὅπου ἡ στοχαστικὴ διάθεση καὶ ἡ ϕιλοσοϕικὴ πρόθεση ἀποκτοῦν παγκόσμια ἐμβέλεια. Κρινόμενα ἀπὸ τὴ σημερινὴ σκοπιά, τὰ μεγάλα συνθέματα
Ι. ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ
23
τοῦ Παλαμᾶ ἐπιβαρύνονται ἀπὸ τὴ μεγαληγορία, τὸν ρητορισμὸ καὶ τὴ διανοητικότητα. Παράλληλα, τὰ σύγχρονα αἰσθητικὰ κριτήρια εὐνοοῦν ϕανερὰ τὸν λυρισμὸ τοῦ ἐγώ, ἐκϕρασμένο στὰ μικρὰ λυρικὰ ποιήματα. Γι᾽ αὐτό, ἀποκορύϕωμα τῆς τέχνης του θεωρεῖται ἡ «Φοινικιά» (γράϕτηκε τὸ 1900 καὶ δημοσιεύτηκε τὸ 1904 στὴν ᾽Ασάλευτη ζωή), καθὼς στὶς 39 ὀκτάβες στροϕές της σὲ δεκατρισύλλαβο στίχο ἀναπτύσσονται καὶ συνδυάζονται, μὲ ἀνεπανάληπτο τρόπο, ὁ συμβολισμός, ἡ μουσικότητα καὶ ἡ στιχουργικὴ δεξιοτεχνία. ῍ Αν καὶ ὁ Παλαμὰς οἰκειώθηκε ἕνα πλῆθος ἑτερόνομων καὶ ἐνίοτε ἀντικρουόμενων ἰδεῶν καὶ τάσεων τῆς ἐποχῆς του, δὲν ἀσπάστηκε καμία ἀπὸ αὐτές. ῾ Η συναινετική, σύμϕωνα μὲ ὁρισμένους κριτικούς, καὶ ἀντιϕατική, γιὰ ἄλλους, ἰδεολογικὴ ροπή του, ἡ συνύπαρξη προοδευτικῶν καὶ συντηρητικῶν στοιχείων, οἱ ἰδεολογικὲς καὶ ϕιλοσοϕικὲς μετατοπίσεις ἢ καὶ μεταμορϕώσεις του ἑρμηνεύτηκαν σύμϕωνα μὲ μιὰ ἀρχὴ ποὺ ὑποστήριξε ὁ ἴδιος καὶ υἱοθέτησε στὴ συνέχεια ἡ κριτική: θέση – ἀντίθεση – σύνθεση. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσο καὶ ἂν ἐκ πρώτης ὄψεως δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι οἱ συγκρούσεις εἶναι ἀγεϕύρωτες καὶ οἱ ἀντιϕάσεις ἀνυπέρβλητες, ἡ βαθύτερη ἐσωτερικὴ ἑνότητα τοῦ παλαμικοῦ ἔργου ἔγκειται ἀκριβῶς στὴ σύζευξη ἢ στὴ συναίρεση τῶν ἀντίθετων στοιχείων. ῞ Ο,τι χαρακτηρίστηκε, λοιπόν, πανιδεατισμὸς καὶ πανποιητισμὸς τοῦ Παλαμᾶ ἔχει συνεκτικὸ πυρήνα του τὴν ἑνοποιητικὴ κατὰ βάθος ἀντίληψη τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν τέχνη του. Γιατὶ, ὅσο κι ἂν ἡ παλαμικὴ ποίηση ἀποτυπώνει μιὰ κατὰ βάση ρεαλιστικὴ ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας, ὁ Παλαμὰς παράλληλα υἱοθετεῖ τὴν ἀϕηρημένη καὶ ἰδανικὴ ἔννοια τῆς ποίησης ποὺ ὁδηγεῖ στὴ «μουσική»· ἀσπάζεται, δηλαδή, τὴν καθολικὴ ὑποταγὴ τοῦ ποιητῆ στὴν ὑπηρεσία τῶν Μουσῶν καὶ ἐντέλει στὴν ᾽ Ιδέα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κορύϕωση καὶ ἡ συμπύκνωση τοῦ στοχασμοῦ. ῾ Ο Παλαμὰς γνώριζε καὶ ἀξιοποίησε τὴν ἑλληνικὴ γραμματειακὴ παράδοση σὲ ὅλο τὸ εὖρος της. ῾ Η ἀρχαία γραμματεία, τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, οἱ βυζαντινοὶ ἱστορικοί, τὰ ὑστεροβυζαντινὰ δημώδη ἔργα, τὸ δημοτικὸ τραγούδι, τὰ ἔργα τῆς Κρητικῆς ᾽Αναγέννησης, ὁ Κάλβος, ὁ Βαλαωρίτης καὶ ὁ Σολωμὸς στάθηκαν πηγὲς ἔμπνευσής του καὶ πεδία δημιουργικοῦ διαλόγου. Σὲ τόσο καὶ τέτοιο βάθος ὥστε ἡ ποίησή του νὰ παρουσιάζει τὸν μεγαλύτερο
24
Ε Υ ΡΙΠΙ Δ ΗΣ ΓΑ ΡΑ Ν Τ ΟΥΔ ΗΣ
βαθμὸ διακειμενικότητας σὲ σύγκριση μὲ τὸ ἔργο ὁποιουδήποτε ἄλλου νεοέλληνα ποιητῆ. ᾽Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, στὸ ἔργο του ἡ παραπάνω τάση, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ἑλληνοκεντρική, συνυπάρχει καὶ συνδυάζεται γόνιμα μὲ πολλὰ στοιχεῖα ποὺ ἀνάγονται σὲ διάϕορες ἐκϕράσεις –στὴ λογοτεχνία, τὴ ϕιλοσοϕία καὶ τὴν ἰδεολογία– τοῦ σύγχρονού του εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους, τὸ ποιητικὸ ἔργο του ἀποτελεῖ τὴ συμπύκνωση καὶ τὸ ἀποκορύϕωμα τῆς γενιᾶς του, τοῦ καιροῦ καὶ τοῦ τόπου του. 3. Οἱ ποιητὲς τῆς Γενιᾶς τοῦ 1880
Μὲ κέντρο τους τὸν πρωτεϊκὸ Παλαμά, οἱ ποιητὲς τῆς Γενιᾶς τοῦ 1880 ἐξακτινώθηκαν πρὸς ποικίλες ἐκϕραστικὲς καὶ θεματικὲς τάσεις. ῎ Ετσι ὁρισμένοι ἐξέϕρασαν τοὺς ἀνεκπλήρωτους ἐθνικοὺς πόθους καὶ ἀξιοποίησαν τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ τὴ νεότερη δημοτικὴ παράδοση. ῎ Αλλοι, ὅπως ὁ Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920), δεχόμενοι ἀμεσότερα τὶς ἐπιρροὲς τῆς εὐρωπαϊκῆς ποίησης, μεταϕύτευσαν στὴν ῾ Ελλάδα τὸν Συμβολισμό, συνδυάζοντας τὴ μουσικότητα τῆς μορϕῆς μὲ μιὰν ἀτμόσϕαιρα θεμάτων ποὺ παρέπεμπαν στὸ μουντὸ κλίμα τῆς Βόρειας Ευρώπης. Μιὰ τρίτη, πολυάριθμη ὁμάδα ποιητῶν, ὅπου συγκαταλέγονται οἱ ᾽ Ιωάννης Γρυπάρης (18701942), Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951), Μιλτιάδης Μαλακάσης (18691943), ᾽ Ιωάννης Πολέμης (1862-1924), Λάμπρος Πορϕύρας (18791932) καὶ Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), ϕανέρωσε τὶς ψυχικὲς διαθέσεις καὶ ἐπιθυμίες τοῦ σύγχρονού της ἀστικοῦ χώρου καὶ ἀντίκρισε τὸν κόσμο τῆς ὑπαίθρου μέσα ἀπὸ τὸ ἐξωραϊστικὸ καὶ κάποτε παραμορϕωτικὸ πρίσμα τῶν ἀστῶν διανοουμένων. Τέλος, δὲν λείπουν οἱ ποιητές, ὅπως ὁ ἰδιαίτερα δημοϕιλὴς στὴν ἐποχή του Γεώργιος Σουρής (1853-1919), ποὺ ὁ ἀστισμός τους ἐκδηλώθηκε μὲ τὴ λαϊκότροπη ἢ καὶ λαϊκίστικη εὐθυμογραϕικὴ σάτιρα τῆς κοινωνικῆς καθημερινότητας τῆς πόλης, ἰδίως τῆς ᾽Αθήνας. ῾ Η θεματολογία τῶν περισσότερων ποιητῶν τῆς Γενιᾶς τοῦ 1880 ἔχει βασικὸ σημεῖο ἀναϕορᾶς –ὅπως, ἐξάλλου, καὶ ἡ ποίηση τοῦ Παλαμᾶ– τὴν πατρίδα, ὄχι πιὰ ὡς ἀϕηρημένη ἰδέα, ἀλλὰ ὡς ἐμπειρικὴ πραγματικότητα, διάϕορες ὄψεις τῆς ὁποίας ἕλκουν, καὶ ἄλλες
Ι. ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ
25
ἀπωθοῦν. Μιὰ ὄψη της ποὺ προβάλλεται συχνὰ εἶναι ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα, ἡ γενέτειρα, στὴν ὁποία οἱ ποιητὲς ἐπιστρέϕουν μὲ γλυκόπικρη νοσταλγία, ὅπως ὁ Μαλακάσης στὰ ποιήματά του «῾ Ο Μπαταριὰς» καὶ «῾ Ο Τάκη-Πλούμας». Κυριαρχεῖ ἐπίσης ἡ ϕύση, ἰδωμένη μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ ὀξυδερκοῦς παρατηρητῆ, ὄχι ὡς αἰτία γιὰ μεταϕυσικὴ ἐνατένιση ἀλλὰ ὡς ἀϕορμὴ γιὰ νὰ ἐκδηλωθοῦν εἴτε ἡ χαρὰ τῶν αἰσθήσεων εἴτε ἀρνητικὰ συναισθήματα. ῾ Ο ἔρωτας κατὰ κανόνα ἐκϕράζεται ὡς ἐρωτοτροπία, καθὼς πολλὰ ποιήματα ὑμνοῦν τὸ γυναικεῖο σῶμα μὲ λατρευτικὴ διάθεση. Τέλος, συχνὰ θέματα εἶναι τὸ σπίτι καὶ ἡ οἰκογενειακὴ ζωή, θύλακες τοῦ ἰδιωτικοῦ ἀστικοῦ χώρου, ποὺ προσϕέρουν ἀσϕάλεια καὶ θαλπωρή. Θεωρημένοι ἀπὸ μορϕολογικὴ σκοπιά, οἱ ποιητὲς τῆς Γενιᾶς τοῦ 1880 καλλιέργησαν στὴ δημοτικὴ γλώσσα ὅλες τὶς παλαιότερές τους μετρικὲς μορϕές, ἀξιοποιώντας τὴ σχέση τους μὲ τὴ δημοτικὴ καὶ ἔντεχνη στιχουργικὴ παράδοση, ἀλλὰ καὶ ἐπιχείρησαν τὴ ρυθμικὴ ἀνανέωση τοῦ αὐστηρὰ ἔμμετρου στίχου. ῎ Ετσι, χρησιμοποίησαν ὄχι μόνο τὸν δεκαπεντασύλλαβο καὶ τὸν ἑνδεκασύλλαβο, ἀλλὰ καὶ στίχους ὅπως ὁ δεκατρισύλλαβος ἢ μορϕὲς ὅπως τὸ σονέτο ποὺ εἶχαν περιορισμένη ἀπήχηση στὸ παρελθόν. Τὸ στιχουργικὰ ἀνανεωτικὸ πνεῦμα τους ἐκδηλώθηκε κυρίως μὲ τὴ δημιουργία τοῦ ἐλευθερωμένου στίχου, μὲ πρωτεργάτη καὶ συστηματικότερο χρήστη του τὸν Παλαμά, ποὺ τὸν ὀνόμαζε «πολύτροπο στίχο», προσδίδοντας σ ᾽ αὐτὸν τὸν ὅρο πολλὲς σημασίες: στίχος ποὺ εἶναι ἐκϕραστικά, τονικὰ καὶ ρυθμικὰ ποικίλος, πολύμορϕος, πολύτονος, πολυμελωδικός, στίχος ποὺ τὸν χαρακτηρίζει ἡ ποικιλία μέσα στὴν ἑνότητα καὶ ἡ τάση γιὰ μετρικὴ ἀνανέωση. ᾽Ακριβέστερα, ὁ ἐλευθερωμένος στίχος εἶναι μορϕὴ ἐνδιάμεση ἀνάμεσα στὸν αὐστηρὰ ἔμμετρο καὶ τὸν ἐλεύθερο στίχο, καθὼς ὅλοι οἱ στίχοι του εἶναι ἔμμετροι ἀλλὰ μὲ ἐλεύθερη αὐξομείωση τῆς συλλαβικῆς ἔκτασής τους. Κυρίαρχη, πάντως, παρέμεινε ἡ ἀντίληψη τῆς ποίησης ὡς τραγουδιοῦ, δηλαδὴ τῆς ποίησης ὡς γραπτοῦ λόγου ποὺ ἐπιζητᾶ νὰ ἐπιστρέψει στὴν προϕορική του πηγὴ καὶ νὰ γίνει τραγούδι. ῾ Η ἀντίληψη αὐτὴ δὲν κλονίστηκε οὔτε ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη, ἤδη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1890 καὶ ἐντονότερα στὴ συνέχεια, ἐναλλακτικῶν μορϕῶν ποιητικῆς ἔκϕρασης σὲ πεζὸ λόγο, ὅπως τὸ πεζοτράγουδο, μὲ γνωστότερο δημιουργό του τὸν Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Τέλλος ῎Αγρας (Καλαμπάκα 1899 - ᾽Αθήνα 1944) Λογοτεχνικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐάγγελου ᾽ Ιωάννου, μὲ τὸ ὁποῖο συνέδεσε ὅλο τὸ ποιητικό, μεταϕραστικὸ καὶ κριτικό του ἔργο. ᾽ Εξέδωσε δύο συλλογές: Τὰ Βουκολικὰ καὶ τὰ ᾽Εγκώμια (1934), Καθημερινές (1939). ῾ Ο Κώστας Στεργιόπουλος ἐπιμελήθηκε μετὰ θάνατον τὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Τριαντάϕυλλα μιανῆς ἡμέρας (1965).
ΑΜΑΞΙ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
῞ Ωρα, προσμένει μοναχὴ ἡ ἅμαξα, κάτω ἀπ ᾽ τὴ βροχή, καὶ δὲν τὴ μέλει· κι εἶναι σὰ νὰ τὴν τυραννᾶ πιότερο ἡ ξένη γειτονιὰ ποὺ δὲν τὴ θέλει. Τ ᾽ ἀλογατάκια της, σιμά, κάτω ἀπ ᾽ τὸν ἴδιο μουσαμὰ κάνουν καρτέρι· στὸν τόπο αὐτόν, τὸ θλιβερό, πράμα δὲ μένει, ἀπὸ καιρό, νὰ τό ᾽ χουν ταίρι. Γρίλιες δὲν εἶναι, μήτε αὐλές, περιπλοκάδες βαθουλές· δὲν ἔμειν ᾽ ἕνα ἀπ ᾽ τὰ ϕανάρια στὴ σειρὰ μὲ τὰ δυὸ μπρούντζινα ϕτερά, τὰ σταυρωμένα.
50
Ι. ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ
Τ ᾽ ἀνώϕλια ἐπέσαν κι οἱ ἀγκωνὲς κι οἱ ἀνεμοπέραστες, στενές, οἱ γαλαρίες· κι ἔϕυγαν ἔντρομες, πολλές, κι οἱ θύμησες, σὰν τὶς καλές, σεμνὲς κυρίες. — ῎ Αδεια «βιτόρια» καὶ ϕτωχή, πάρε μου ἐμένα τὴν ψυχή, πάρε με ἐμένα γιὰ ταξιδιώτη σου: κι εὐθὺς πᾶμε, ὅθε κίνησες νὰ ᾽ ρθεῖς: στὰ Περασμένα. (Καθημερινές, 1939)
0
Κώστας Βάρναλης (Πύργος ᾽Ανατολικῆς Ρωμυλίας 1884 - ᾽Αθήνα 1974) Ποιητής, πεζογράϕος, δοκιμιογράϕος, κλασικὸς ϕιλόλογος καὶ μεταϕραστής. ᾽ Εξέδωσε τὰ ποιητικὰ ἔργα: Κηρῆθρες (1905), Προσκυνητής (1919), Τὸ Φὼς ποὺ καίει (1922), Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), Ποιητικά (1956), ᾽Ελεύθερος κόσμος (1965), ᾽Οργὴ λαοῦ (1975), ἐνῶ τὸ νεανικὸ Πυθμένες ἐκδόθηκε τὸ 1984. ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ Ι
Μὲς τὴ σιωπὴ σ ᾽ ἀργάζομουν, Καράβι, ὡς τὸ χρυσὸ κουκούλι της ἡ κάμπια· καὶ ϕουντωμένο ϕλόγες τώρ᾽ ἀνάβει τὸ κορμί, τὸ κατάρτι σου κ᾽ ἡ γάμπια·
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
καὶ νά σου ὁλόρτο στῆθος, ὁποὺ θραύει τὰ πεπρωμένα – πολεμίστρα τάμπια! Καὶ κάθε ξύλο, ὡς γεύτηκε τὸ ἁλάτι, ἔγινε Νοῦς καὶ Θέληση καὶ Μάτι. Πίσω βοριάς, πηχτὸ ἐμπροστὰ τὸ πούσι· κι ὅμως μέσα μου ὁ ἥλιος λαμποβόλα. Κι ἂν ἐρχόταν μετάνιωμα νὰ κρούσει τὸ θάρρος μου, τὰ σπλάγχνα ἐξύπνααν ὅλα. Πόσες ϕορὲς ἡ ἀντένα μου εἶχε ἀκούσει, σϕιγμένη στὴν καρδιά, τὴ νυϕοστόλα ᾽ Ιδέα, χαρὰ νὰ βάνει μου στὰ γόνα, στὰ χέρια τὰ κομμέν ᾽ ἀπ ᾽ τὸν ἀγώνα! Κι ἂς μὴ σᾶς βλέπω, ἑλληνικὰ ἀκρογιάλια, μὲς τοῦ ματιοῦ μου λάμπετε τὴν κόρη, Πῶς λαχταράει τὰ θεῖα σας ροδοκάλλια (πάντοτες θεῖα, μ᾽ ἀστέρια ἢ μὲ λιοβόρι!) ἡ καρδιά μου, καὶ θά θελεν ἀγάλια σὰν ἠχερὸ χαλίκι σας νὰ ἠμπόρει μὲ τὸ δικό σας τὸ ρυθμὸ καὶ τὸ ἴσο νὰ κυλήσει, νὰ πάει καὶ νά ρτει πίσω. (Προσκυνητής, 1919)
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Πῶς οἱ δρόμοι ἐβωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι, ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρο μπαξέδες! ῾ Η χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει. Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα τὸ κύμα, τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέϕαν κι ἂν ἡ μάβρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρίμα, νά ποὺ βρῆκε τὸ θύμα της, ἄκακο θύμα!
51
52
Ι. ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ
῏ Α! πῶς εἶχα σὰ μάνα κ᾽ ἐγὼ λαχταρήσει (εἴταν ὄνειρο κ᾽ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει) σὰν καὶ τ ᾽ ἄλλα σου ἀδέρϕια νὰ σ ᾽ εἶχα γεννήσει κι ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι ἀλάργ ᾽ ἀπὸ μίση! ῞ Ενα κόκκινο σπίτι σ ᾽ ἀβλὴ μὲ πηγάδι... καὶ μιὰ δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι... νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾶς κάθε βράδι, τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι. Κι ἅμ᾽ ἀνοίγεις τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι, μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι, (ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι ν ᾽ ἀνασαίνει βαθιὰ τ ᾽ ὅλο κέδρον ἀγέρι. Κι ἀϕοῦ λίγο σταθεῖς καὶ τὸ σπίτι γεμίσει τὸν καλό σου τὸν ἥσκιο, Πατέρα κι ᾽Αϕέντη, ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνει νερὸ νὰ σοῦ χύσει, ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν ᾽ ἀρχίσει. Κι ὁ κατόχρονος θάνατος θά ϕτανε μέλι καὶ πολλὴ ϕύτρα θά ϕηνες τέκνα κι ἀγγόνια καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράϕι κι ἀμπέλι, τ ᾽ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει. Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια, γιὰ νὰ πάψει κι ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπει... Ξεϕαντώνουν τ ᾽ ἀηδόνια στὰ γύρο περβόλια, λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεπτὴ μοσκοβόλια. Φέβγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου καλέ μου, ῎ Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις. ῾ Η ὀμορϕιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου, δὲ μιλᾶς, δὲν κοιτᾶς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα, ξεϕωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια. Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα: τρέχουν αἷμα τ ᾽ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα. Πῶς ἀδύναμη στάθηκε τόσο ἡ καρδιά σου στὰ λαμπρὰ Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις! ῍ Αν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώϕρενα (ἀλιά σου!) δὲν ἠξέραν ἀκόμα οὔτε ποιό τ ᾽ ὄνομά σου! Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη... Δολερὰ ξεσηκώσανε τ ᾽ ἄγνωμα πλήθη κι ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσει καὶ νά ρθει τὸ δείλι, τὸ σταβρό σου καρϕώσαν οἱ ὀχτροί σου κ᾽ οἱ ϕίλοι. Μὰ γιατί νὰ σταθεῖς νὰ σὲ πιάσουν! Κι ἀκόμα, σὰ ρωτήσανε: «Ποιός ὁ Χριστός;» τί πες «Νά με»! ῎ Αχ! δὲν ξέρει, τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα! Τριάντα χρόνια παιδί μου δὲ σ ᾽ ἔμαθ ᾽ ἀκόμα! (Τὸ Φὼς ποὺ καίει, 1922)
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Μὲς τὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα, μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισὲς (ἀπάνω στρίγγλιζε ἡ λατέρνα) ὅλ᾽ ἡ παρέα πίναμ᾽ ἐψές· ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια, νὰ πᾶνε κάτου τὰ ϕαρμάκια. Σϕιγγόταν ἕνας πλάι στὸν ἄλλο καὶ κάπου ἐϕτυοῦσε καταγῆς. ῎ Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
53
54
Ι. ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς! ῞ Οσο κι ὁ νοὺς νὰ τυραννιέται, ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται. ῞ Ηλιε καὶ θάλασσα γαλάζα καὶ βάθος τ ᾽ ἄσωτ ᾽ οὐρανοῦ! ῎ Ω! τῆς ἀβγῆς κροκάτη γάζα, γαρούϕαλα τοῦ δειλινοῦ, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας! Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ἴδιο στοιχειό· τ ᾽ ἄλλου κοντόημερ᾽ ἡ γυναίκα στὸ σπίτι λυώνει ἀπὸ χτικιό· στὸ Παλαμήδι ὁ γιὸς τοῦ Μάζη κι ἡ κόρη τοῦ Γιαβῆ στὸ Γκάζι. ― Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας! ― Φταίει ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ! ― Φταίει τὸ κεϕάλι τὸ κακό μας! ― Φταίει πρῶτ ᾽ ἀπ ᾽ ὅλα τὸ κρασί! Ποιός ϕταίει; ποιός ϕταίει; Κανένα στόμα δὲν τό βρε καὶ δὲν τό πε ἀκόμα. ῎ Ετσι στὴ σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυϕτοί. Σὰν τὰ σκουλήκια, κάθε ϕτέρνα ὅπου μᾶς ἔβρει μᾶς πατεῖ. Δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα, προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα! (Ποιητικά, 1956)
0
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks