Charles R. Maturin - Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος

Page 1



ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ CHARLES ROBERT MATURIN ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΧΑΡΑ ΣΥΡΟΥ

EDITIO MINOR

GUTENBERG ORBIS LITER°



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ τῆλέ με εἴργουσι ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων ΟΜΗΡΟΣ67

Α

ΦΟΥ ΔΙΕΚΟΨΕ τὴν ἀϕήγησή του γιὰ μερικὲς ..μέρες, ὁ Ἱσπανὸς ἀποπειράθηκε νὰ περιγράψει τὰ συναισθήματα ποὺ ἔνιωσε ὅταν ἔλαβε τὸ γράμμα τοῦ ἀδελϕοῦ του· ὅμως, καθὼς διηγιόταν πῶς γεννήθηκαν ξανὰ οἱ ἐλπίδες του καὶ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του μετὰ ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ ἀνάγνωση τοῦ γράμματος, ἄρχισε νὰ τρέμει, νὰ βγάζει ἄναρθρους ἤχους καὶ νὰ κλαίει· ὁ Μέλμοθ, ποὺ δὲν ἦταν ἐξοικειωμένος μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ ἰδιοσυγκρασία, θεώρησε ὑπερβολικὴ τὴν ἀντίδρασή του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ παραλείψει τὴν περιγραϕὴ τῶν συναισθημάτων του καὶ νὰ συνεχίσει τὴν ἀϕήγησή του.

* * * * * * Ἔχετε δίκιο —εἶπε ὁ Ἱσπανὸς σκουπίζοντας τὰ δάκρυά του—, ἡ χαρὰ ποὺ ἔνιωσα μοιάζει μὲ σπασμωδικὴ ἀντίδραση, ἐνῶ ἡ θλίψη δὲν εἶναι παρὰ μία συνήθεια. Ὅπως θὰ ἦταν παράλογο νὰ μιλήσω γιὰ χρώματα σὲ ἕναν τυϕλό, ἔτσι καὶ τώρα δὲ μπορῶ νὰ σᾶς μεταδώσω τὰ συναισθήματα ποὺ μὲ κατέκλυσαν. Θὰ μιλήσω ὅμως γιὰ τὶς συνέπειες ποὺ προκάλεσαν


228

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

ὅλα ὅσα ἔνιωσα καὶ γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν. Ἕνας καινούργιος κόσμος γεμάτος ἐλπίδα ἀνοίχτηκε μπροστά μου. Ὅταν περπατοῦσα στὸν κῆπο, ἔβλεπα τὴν ἐλευθερία ζωγραϕισμένη στὸν οὐρανό. Γελοῦσα μόλις ἄκουγα τὸν τραχὺ ἦχο τῆς πόρτας ποὺ ἄνοιγε καὶ ἔλεγα μέσα μου, «Σύντομα θὰ ἀνοίξεις διάπλατα καὶ γιὰ μένα μιὰ γιὰ πάντα». Ἤμουν ἀσυνήθιστα ϕιλικὸς μὲ τοὺς ὑπόλοιπους, ἀλλὰ παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ϕρόντιζα νὰ παίρνω ὅλες τὶς προϕυλάξεις ποὺ μοῦ εἶχε συστήσει ὁ ἀδελϕός μου. Δὲν ξέρω ἂν ὁμολογῶ τὴν ἀδυναμία ἢ τὴ δύναμη τῆς καρδιᾶς μου. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέτρα ποὺ ἤμουν ἕτοιμος καὶ πρόθυμος νὰ πάρω γιὰ νὰ μὴ μὲ ἀνακαλύψουν, τὸ μόνο ποὺ μοῦ προκαλοῦσε θλίψη ἦταν ὅτι ἔπρεπε νὰ καταστρέψω τὰ γράμματα αὐτοῦ τοῦ ἀγαπημένου καὶ γενναιόδωρου νέου ποὺ εἶχε ρισκάρει τὰ πάντα γιὰ τὴν ἐλευθερία μου. Ἐν τῷ μεταξὺ προετοιμαζόμουν μὲ τόσο ζῆλο, ποὺ ἐσεῖς, μὴν ἔχοντας ζήσει ποτὲ σὲ μοναστήρι, δὲ μπορεῖτε νὰ τὸν συλλάβετε. Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶχε ϕτάσει καὶ ὁλόκληρη ἡ κοινότητα ἑτοιμαζόταν γιὰ τὴ μεγάλη ἐξομολόγηση. Οἱ μοναχοὶ κλείνονταν στὰ κελιά τους, γονάτιζαν μπροστὰ στὰ λείψανα τῶν ἁγίων, περνοῦσαν ἀμέτρητες ὧρες καταγράϕοντας τὰ σϕάλματά τους καὶ μεγαλοποιοῦσαν τὰ ἀσήμαντα πταίσματα τῆς μοναστικῆς πειθαρχίας κάνοντάς τα νὰ μοιάζουν μὲ μεγάλες ἁμαρτίες ἀπέναντι στὸν Θεὸ γιὰ νὰ δώσουν ἀξία στὰ λόγια μεταμέλειας ποὺ θὰ ἄκουγε ὁ ἐξομολογητής τους. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, θὰ ἦταν εὐχαριστημένοι ἂν καταλόγιζαν ἕνα μεγάλο ἔγκλημα στὸν ἑαυτό τους προκειμένου νὰ ἀποδράσουν ἀπὸ τὴ μονοτονία τῆς μοναστικῆς τους συνείδησης. Ἐπικρατοῦσε σιωπηλὴ καὶ συγχρόνως ἔντονη δραστηριότητα στὸ μοναστήρι, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε ἰδιαιτέρως τοὺς σκοπούς


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

229

μου. Κάθε μία ὥρα ζητοῦσα χαρτὶ γιὰ τὴν ἐξομολόγησή μου. Μοῦ τὸ παρεῖχαν, ἀλλὰ ἡ ἀσταμάτητη κατανάλωση ἀπὸ τὴ μεριά μου κίνησε ὑποψίες· ἰδέα δὲν εἶχαν γιὰ τὸ τί ἔγραϕα. Κάποιοι εἶπαν (ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ προκαλέσει τὴν περιέργεια σὲ ἕνα μοναστήρι), «Γράϕει τὴν ἱστορία τῆς οἰκογένειάς του. Θὰ τὴν ψιθυρίσει στὸ ἀϕτὶ τοῦ ἐξομολογητῆ του μαζὶ μὲ τὰ μυστικὰ τῆς ἴδιας του τῆς ψυχῆς». Ἄλλοι ἔλεγαν, «Βρισκόταν σὲ κατάσταση ἄρνησης γιὰ τόσο καιρὸ καὶ τώρα πρέπει νὰ λογοδοτήσει στὸν Θεό· κανείς μας δὲ θὰ μάθει ποτὲ τίποτα γι’ αὐτό». Ἄλλοι, πιὸ συνετοὶ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους, ἔλεγαν, «Θὰ πρέπει νὰ τὸν ἔχει κουράσει ἡ μοναστικὴ ζωὴ καὶ πιθανῶς ἐξιστορεῖ τὴν ἀνία καὶ τὴ μονοτονία τοῦ μοναχισμοῦ· σίγουρα θὰ χρειαστοῦν πολλὲς σελίδες γιὰ κάτι τέτοιο», καὶ οἱ συνομιλητὲς χασμουριόνταν καθὼς μιλοῦσαν ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τὴν ἐγκυρότητα τῶν λόγων τους. Ὁ Ἡγούμενος μὲ παρακολουθοῦσε σιωπηλά. Εἶχε ἀνησυχήσει καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Μίλησε μὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς ἐχέμυθους μοναχούς, ποὺ ἀνέϕερα καὶ νωρίτερα, καὶ ἀποϕάσισαν ὅλοι μαζὶ νὰ βρίσκονται συνεχῶς σὲ ἐπαγρύπνηση, ἐνῶ ἐγὼ ἀναζωπύρωνα συνεχῶς τὴν ἀνησυχία τους μὲ τὴν ἀνεξήγητη καὶ ἀκατάπαυτη κατανάλωση χαρτιοῦ. Ἐδῶ, ἀναγνωρίζω ὅτι παρέβλεψα ἕνα πολὺ σημαντικὸ πράγμα. Εἶναι ἀδύνατον, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν μοναχὸ μὲ τὴν πιὸ σχολαστικὴ συνείδηση, νὰ σκεϕτεῖ τόσα ἐγκλήματα ὥστε νὰ γεμίσει τόσες κόλλες χαρτί. Τὰ χαρτιά μου ἦταν γεμάτα ἀπὸ τὰ δικὰ τους ἁμαρτήματα, ὄχι ἀπὸ τὰ δικά μου. Ἕνα ἄλλο μεγάλο λάθος ποὺ ἔκανα ἦταν πώς, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς ἐξομολόγησης, ἤμουν ἐντελῶς ἀπροετοίμαστος. Μοῦ ἔκαναν κάποιες νύξεις οἱ ὑπόλοιποι μοναχοὶ καθὼς περπατούσαμε στὸν κῆπο — ὅπως ἀνέϕερα πρίν, ἡ στάση μου ἀπέναντί


230

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

τους εἶχε γίνει ϕιλική. Μοῦ ἔλεγαν, «Ἔχεις προετοιμαστεῖ καλὰ γιὰ τὴ μεγάλη ἐξομολόγηση». «Πράγματι», ἀπαντοῦσα. «Περιμένουμε λοιπὸν ὅτι θὰ μᾶς διδάξεις πολλά, βελτιώνοντας ἔτσι τὸ ἦθος μας». «Εἶμαι σίγουρος πὼς ἔτσι θὰ γίνει». Δὲν πρόσθεσα κάτι ἄλλο, ἀλλὰ οἱ ὑπαινιγμοί τους μὲ εἶχαν ἀναστατώσει. Ἄλλοι μοῦ ἔλεγαν, «Ἀδελϕέ μου, ἀϕοῦ σὲ βαραίνουν ἀμέτρητες ἁμαρτίες, τόσες ποὺ μία ὁλόκληρη στοίβα χαρτιὰ δὲ σοῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὶς καταγράψεις, δὲ θὰ σὲ ἀνακούϕιζε ἂν ἄνοιγες τὴν καρδιά σου στὸν Ἡγούμενο καὶ ζητοῦσες λίγες στιγμὲς καθοδήγησης καὶ παρηγοριᾶς ἀπὸ ἐκεῖνον λίγο πρὶν τὴν ἐξομολόγηση;» Σ’ αὐτὸ ἀπαντοῦσα, «Σᾶς εὐχαριστῶ, θὰ τὸ σκεϕτῶ», μὰ ἡ ἀλήθεια ἦταν πὼς σκεϕτόμουν συνεχῶς κάτι ἄλλο. Ἦταν λίγες νύχτες πρὶν τὴ μεγάλη ἐξομολόγηση ποὺ ἔπρεπε νὰ παραδώσω τὶς τελευταῖες σελίδες τῆς ἀναϕορᾶς μου στὸν ϕύλακα. Μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ κανεὶς δὲν εἶχε ὑποψιαστεῖ ὅτι συναντιόμασταν. Εἶχα λάβει τὰ μηνύματα τοῦ ἀδελϕοῦ μου καὶ τοῦ εἶχα ἀπαντήσει κανονικά· ἡ ἀλληλογραϕία μας γινόταν μὲ τέτοια μυστικότητα, ποὺ δὲν εἶχε ἀκουστεῖ ποτὲ ξανὰ σὲ μοναστήρι. Μὰ τὴν τελευταία νύχτα, καθὼς ἔβαζα τὸ πακέτο στὸ χέρι τοῦ ϕύλακα, παρατήρησα μιὰν ἀλλαγὴ στὴν ἐμϕάνισή του ποὺ μὲ κατατρόμαξε. Μέχρι τότε ἦταν ἕνας εὔρωστος καὶ ἀκμαῖος ἄντρας, μὰ τώρα, ἀκόμα καὶ στὸ ϕῶς τοῦ ϕεγγαριοῦ, ἔβλεπα ὅτι δὲν εἶχε ἀπομείνει παρὰ μόνο ἡ σκιά του· τὰ χέρια του ἔτρεμαν καθὼς ἔπαιρνε τὰ χαρτιὰ καὶ ἡ ϕωνή του κόμπιασε ὅταν μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἦταν ἐχέμυθος, ὅπως πάντα. Ὅλο τὸ μοναστήρι εἶχε παρατηρήσει αὐτὴ τὴν ἀλλαγή, ἐνῶ ἐμένα μοῦ εἶχε διαϕύγει μέχρι ἐκείνη τὴ νύχτα. Τὸ μυαλό μου ἦταν πολὺ ἀπασχολημένο μὲ τὰ δικά μου προβλήματα. Ὡστόσο τὸ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

231

πρόσεξα ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ εἶπα, «Μὰ τί συμβαίνει;» «Τὸ ρωτᾶς; Ἔχω γίνει σὰ ϕάντασμα ἀπὸ τὸν τρόμο ἀϕότου ἀνέλαβα αὐτὴ τὴν ὑπόθεση μετὰ ἀπὸ τὴ δωροδοκία τοῦ ἀδελϕοῦ σου. Ξέρεις τί ρισκάρω; Ἰσόβια ϕυλάκιση, ἀκόμα καὶ θάνατο· θὰ μποροῦσαν νὰ μὲ καταγγείλουν στὴν Ἱερὰ Ἐξέταση. Κάθε λέξη ποὺ μεταϕέρω ἀπὸ σένα ἢ σὲ σένα βαραίνει τὴν ψυχή μου μὲ ἁμαρτίες — τρέμω στὴ σκέψη ὅτι θὰ σὲ συναντήσω. Ξέρω ὅτι ἔχεις στὰ χέρια σου τὴν ἐϕήμερη ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Τὸ μυστικὸ ποὺ μεταϕέρω θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ξέρει μονάχα ἕνας, κι ἐσὺ εἶσαι ἀκόμα ἕνας. Ὅταν βρίσκομαι στὸ πόστο μου, σκέϕτομαι ὅτι κάθε βῆμα ποὺ κάνω μὲ ϕέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Ἡγούμενο. Ὅταν συμμετέχω στὴ χορωδία, ἀνάμεσα στὶς κατανυκτικὲς ϕωνὲς ποὺ ἀκούω, ξεχωρίζω τὴ δική σου ποὺ πετιέται γιὰ νὰ μὲ καταδικάσει. Ὅταν ξαπλώνω τὸ βράδυ, τὸ κακὸ πνεῦμα βρίσκεται δίπλα μου στὸ κρεβάτι καὶ μὲ κατηγορεῖ γιὰ τὰ ψέματά μου ἀπαιτώντας τὴ λεία του, ἐνῶ δαιμόνια μὲ περιτριγυρίζουν ὅπου κι ἂν βρίσκομαι. Μὲ περιστοιχίζουν οἱ ἐϕιάλτες τῆς Κόλασης. Οἱ ἅγιοι ποὺ βρίσκονται κρυμμένοι στὰ μαυσωλεῖα μὲ ἀποδοκιμάζουν· ὅπου καὶ νὰ γυρίσω τὸ κεϕάλι μου, βλέπω τὴν εἰκόνα τοῦ προδότη Ἰούδα. Ὅταν τελικὰ μὲ παίρνει γιὰ λίγο ὁ ὕπνος, ξυπνάω ἀπὸ τὶς ἴδιες μου τὶς ϕωνές. Φωνάζω, “Μὴ μὲ προδώσεις, δὲν ἔχει καταπατήσει ἀκόμα τοὺς ὅρκους του, δὲν ἤμουν παρὰ ὁ ἀγγελιαϕόρος — μὲ δωροδόκησαν — μὴν ἀνάψεις αὐτὲς τὶς ϕωτιὲς γιὰ μένα”. Ἀνατριχιάζω· σηκώνομαι ἀπότομα, λουσμένος στὸν κρύο ἱδρώτα. Ἡ ἀνάπαυσή μου καὶ ἡ ὄρεξή μου ἔχουν χαθεῖ. Μακάρι νὰ ἐξαϕανιζόσουν ἀπ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι· μακάρι νὰ μὴν εἶχα συμμετάσχει στὴν καταπάτηση τῶν ὅρκων σου· τώρα κανείς μας δὲ μπορεῖ


232

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

νὰ γλιτώσει ἀπ’ τὴν αἰώνια καταδίκη». Προσπάθησα νὰ τὸν συνεϕέρω, νὰ τὸν διαβεβαιώσω ὅτι δὲν κινδύνευε, μὰ τίποτα δὲ μποροῦσε νὰ τὸν καθησυχάσει ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπόσχεσή μου ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ τελευταῖο πακέτο ποὺ θὰ τοῦ ζητοῦσα νὰ μεταϕέρει. Ἡ διαβεβαίωσή μου τὸν καθησύχασε καὶ ἔϕυγε ἤρεμος, ἐνῶ ἐγὼ ἔνιωθα ὅτι οἱ κίνδυνοι γύρω μου αὐξάνονταν ὥρα μὲ τὴν ὥρα. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦταν μόνο ἔμπιστος· ἦταν καὶ δειλός· καὶ πόση ἐμπιστοσύνη μποροῦμε νὰ ἔχουμε σὲ ἕνα πλάσμα ποὺ μᾶς ἁπλώνει τὸ δεξὶ χέρι ἐνῶ τὸ ἀριστερὸ τρέμει στὴ σκέψη ὅτι θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ μεταϕέρει τὸ μυστικὸ στὸν ἐχθρό μας; Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πέθανε μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἑβδομάδες. Πιστεύω ὅτι κράτησε τὴ σιωπή του μέχρι τὸ τέλος, ἐπειδὴ παραληροῦσε τὶς τελευταῖες του στιγμές. Ἀλλὰ πόσο εἶχα τρομάξει ἐκεῖνες τὶς στιγμές! Ὁ θάνατός του, ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιχριστιανικὴ χαρὰ ποὺ μοῦ προκάλεσε λειτούργησαν στὸ μυαλό μου ὡς ἀτράνταχτες ἀποδείξεις κατὰ τῆς ἀϕύσικης μοναστικῆς ζωῆς ποὺ καθιστοῦσε ἀναγκαία ὄχι μόνο μιὰ τέτοια κατάληξη ἀλλὰ καὶ τὰ συναισθήματα ποὺ εἶχαν γεννηθεῖ στὴν καρδιά μου. Τὸ ἑπόμενο ἀπόγευμα δέχτηκα μία ἀπρόσμενη ἐπίσκεψη στὸ κελί μου ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο καὶ τέσσερις μοναχούς. Αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη δὲν προμήνυε τίποτα καλό. Τοὺς ὑποδέχτηκα μὲ σεβασμό, ἀλλὰ ἔτρεμα σύγκορμος. Ὁ Ἡγούμενος κάθισε ἀπέναντί μου ϕροντίζοντας νὰ πέϕτει τὸ ϕῶς ἐπάνω μου. Δὲν καταλάβαινα τί σήμαινε αὐτὴ ἡ κίνηση, ἀλλὰ τώρα συνειδητοποιῶ ὅτι ἤθελε νὰ παρατηρεῖ κάθε ἀλλαγὴ στὴν ἔκϕρασή μου, ἐνῶ προτιμοῦσε νὰ ἀϕήσει τὸ δικό του πρόσωπο στὸ σκοτάδι. Οἱ τέσσερις μοναχοὶ στέκονταν πίσω ἀπ’ τὴν καρέκλα του μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα,


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

233

τὰ χείλη κλειστά, τὰ μάτια μισάνοιχτα καὶ τὰ κεϕάλια γερμένα. Ἔμοιαζαν μὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ ἀνόρεχτα γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴν ἐκτέλεση ἑνὸς ἐγκληματία. Ὁ Ἡγούμενος ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ ἤρεμη ϕωνή. «Τέκνο μου, ἀσχολεῖσαι ἐπιμελῶς μὲ τὴν ἐξομολόγησή σου ἐδῶ καὶ καιρό· αὐτὸ εἶναι ἀξιέπαινο. Ἔχεις ὅμως καταλογίσει στὸν ἑαυτό σου ὅλα τὰ ἐγκλήματα γιὰ τὰ ὁποῖα σὲ κατηγορεῖ ἡ συνείδησή σου;» «Ναί, πάτερ». «Ὅλα; Εἶσαι σίγουρος;» «Πάτερ, ἔχω κατηγορήσει τὸν ἑαυτό μου γιὰ ὅλα ὅσα γνώριζα συνειδητά. Ἀλλὰ ποιός μπορεῖ νὰ ἔχει πρόσβαση στὴν ἄβυσσο τῆς ψυχῆς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό; Ἔψαξα μέσα στὴν ψυχὴ καὶ στὴν καρδιά μου ὅσο πιὸ καλὰ μποροῦσα». «Καὶ ἔχεις καταγράψει ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ βρῆκες ἐκεῖ;» «Μάλιστα». «Καὶ δὲν ἀνακάλυψες ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς τὸ ἔγκλημα ὅτι προμηθευόσουν ὑλικὸ προϕασιζόμενος ὅτι ἤθελες νὰ γράψεις τὴν ἐξομολόγησή σου, ἐνῶ ὁ σκοπός σου ἦταν διαϕορετικός;» Εἶχε ἔρθει στὸ προκείμενο. Ἔνιωσα πὼς ἦταν ἀναγκαῖο νὰ μαζέψω τὴν ἀποϕασιστικότητά μου καὶ ἔδωσα μία ἀμϕίσημη πλὴν συγγνωστὴ ἀπάντηση.68 «Ἡ συνείδησή μου δὲ μὲ τύπτει γιὰ ἕνα τέτοιο ἔγκλημα». «Τέκνο μου, μὴν κρύβεσαι ἀπὸ τὴ συνείδησή σου, οὔτε κι ἀπὸ μένα. Ἐγὼ θὰ πρέπει νὰ βρίσκομαι πιὸ ψηλὰ στὴν ἐκτίμησή σου, γιατὶ, ἂν ἡ συνείδησή σου σϕάλλει καὶ σὲ ἐξαπατήσει, σὲ μένα θὰ πρέπει νὰ ἔρθεις γιὰ νὰ σὲ ϕωτίσω καὶ νὰ σὲ καθοδηγήσω. Ἀλλὰ βλέπω ὅτι εἶναι μάταιο νὰ προσπαθῶ νὰ ἀγγίξω τὴν καρδιά σου. Κάνω τὴν τελευταία μου ἔκκληση σὲ σένα μὲ αὐτὲς τὶς ἁπλὲς κουβέντες. Σοῦ ἔχουν ἀπομείνει ἐλάχιστες στιγμὲς ἐπιείκειας ἀπὸ τὴ μεριά μας· σύμϕωνα μὲ τὴν κρίση σου, χρησιμοποίησέ τες ἢ πέταξέ τες. Θέλω νὰ σοῦ κάνω μερικὲς ξεκάθαρες ἐρωτήσεις, καί, ἂν ἀρνηθεῖς


234

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

νὰ ἀπαντήσεις, ἢ δώσεις ψεύτικες ἀπαντήσεις, τὸ κρίμα στὸ λαιμό σου». Ἔτρεμα, ἀλλὰ ἀπάντησα, «Πάτερ, πότε ἀρνήθηκα νὰ ἀπαντήσω στὶς ἐρωτήσεις σας;» «Εἴτε ἀπαντᾶς μὲ ἐρώτηση εἴτε δίνεις διϕορούμενες ἀπαντήσεις. Οἱ ἀπαντήσεις στὶς ἐρωτήσεις ποὺ θὰ σοῦ κάνω παρουσία τῶν μοναχῶν θὰ πρέπει νὰ εἶναι εὐθεῖες καὶ ἁπλές. Ἐξαρτῶνται περισσότερα ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις σου ἀπ’ ὅσα νομίζεις. Ἡ προειδοποίηση βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μου παρὰ τὴ θέλησή μου». Τρομοκρατημένος ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ προσπαθώντας νὰ ταπεινωθῶ γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσω, σηκώθηκα ἀπὸ τὴν καρέκλα μου καὶ παίρνοντας βαθιὰ ἀνάσα ἔγειρα ἐπάνω της γιὰ στήριγμα. «Θεέ μου, τί σημαίνουν ὅλες αὐτὲς οἱ ϕρικτὲς προειδοποιήσεις; Γιὰ ποιό πράγμα εἶμαι ἔνοχος; Γιατί μὲ καλεῖ τόσο συχνὰ αὐτὴ ἡ προειδοποιητικὴ ϕωνὴ προειδοποιώντας με μονάχα μὲ μυστηριώδεις ἀπειλές; Γιατί δὲ μοῦ λέτε ποιό εἶναι τὸ παράπτωμά μου;» ρωτοῦσα. Οἱ τέσσερις μοναχοί, ποὺ δὲν εἶχαν μιλήσει ἢ οὔτε κὰν σηκώσει τὰ κεϕάλια τους μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα, ἔστρεψαν τὸ χολωμένο βλέμμα τους ἐπάνω μου καὶ ἐπανέλαβαν ὅλοι μαζὶ μὲ ϕωνὴ ποὺ ἔμοιαζε νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὰ βάθη ἑνὸς τάϕου, «Τὸ ἔγκλημά σου εἶναι—» μὰ ὁ Ἡγούμενος τοὺς ἔκανε νόημα νὰ σταματήσουν καὶ αὐτὴ ἡ διακοπὴ ἐνέτεινε ἀκόμα περισσότερο τὴν ταραχή μου. Συνήθως, ὅταν ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς ἐνοχῆς μας, ὑποπτευόμαστε ὅτι οἱ ἄλλοι θὰ μᾶς ἀποδώσουν μεγαλύτερο μερίδιο ἐνοχῆς ἀπ’ ὅσο ἀξίζουμε. Οἱ συνειδήσεις τους ἐκδικοῦνται γιὰ τὰ ἐλαϕρυντικὰ ποὺ μᾶς παρέχει ἡ συνείδησή μας μὲ τὶς πιὸ ϕρικτὲς ὑπερβολές. Δὲν ἤξερα μὲ ποιό ἔγκλημα σκόπευαν νὰ μὲ κατηγορήσουν· καὶ ἤδη ἔνιωθα ὅτι οἱ κατηγορίες γιὰ τὴν κρυϕὴ ἀλληλογραϕία μου θὰ ἦταν σὰ σταγόνα στὸν ὠκεανὸ μπροστὰ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

235

στὴν ἀγανάκτησή τους. Εἶχα ἀκούσει ὅτι τὰ ἐγκλήματα στὰ μοναστήρια ἦταν καμιὰ ϕορὰ ἀπίστευτα στυγερά· κι ἐνῶ πρὶν ἤθελα νὰ ἀποϕύγω τὶς κατηγορίες ποὺ θὰ μοῦ καταλόγιζαν, τώρα ἔνιωθα ὅτι ἤμουν πρόθυμος νὰ μοῦ ἀπαγγείλουν μία συγκεκριμένη κατηγορία. Αὐτοὶ οἱ ἀόριστοι ϕόβοι ἔδωσαν γρήγορα τὴ θέση τους σὲ πραγματικούς, καθὼς ὁ Ἡγούμενος ἄρχισε τὶς ἐρωτήσεις. «Ζήτησες μεγάλη ποσότητα χαρτιοῦ· πῶς τὸ χρησιμοποίησες;» Προσπάθησα νὰ συνέλθω καὶ εἶπα, «Ὅπως θά ’πρεπε νὰ τὸ χρησιμοποιήσω». «Δηλαδή; Ἀνακουϕίζοντας τὴ συνείδησή σου;» «Ναί, ἀνακουϕίζοντας τὴ συνείδησή μου». «Αὐτὸ εἶναι ψέμα· ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος στὸν κόσμο δὲ θὰ μποροῦσε νὰ γεμίσει τόσες σελίδες καταγράϕοντας τὶς ἁμαρτίες του». «Συχνὰ μοῦ λέγανε στὸ μοναστήρι πὼς ἤμουν ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ». «Μιλᾶς πάλι διϕορούμενα καὶ μετατρέπεις τὶς ἀμϕισημίες σου σὲ μομϕές — δὲ σοῦ τὸ ἐπιτρέπω — πρέπει νὰ ἀπαντᾶς εὐθέως: γιὰ ποιό λόγο ζήτησες τόσο πολὺ χαρτὶ καὶ πῶς τὸ χρησιμοποίησες;» «Σᾶς ἀπάντησα ἤδη». «Τὸ χρησιμοποίησες λοιπὸν γιὰ τὴν ἐξομολόγησή σου;» Παρέμεινα σιωπηλός, ἀλλὰ ἔνευσα δείχνοντας τὴ συγκατάνευσή μου. «Μπορεῖς τότε νὰ μᾶς παρουσιάσεις τὴν ἀπόδειξη τῆς προσήλωσής σου στὰ καθήκοντά σου. Ποῦ εἶναι τὸ χειρόγραϕο ὅπου εἶναι γραμμένη ἡ ἐξομολόγησή σου;» Κοκκίνισα καὶ δίστασα καθὼς παρουσίασα λίγες σελίδες γεμάτες μουντζοῦρες καὶ ὀρνιθοσκαλίσματα προσποιούμενος ὅτι ἦταν ἡ ἐξομολόγησή μου. Ἦταν γελοῖο. Ἡ ὑποτιθέμενη ἐξομολόγησή μου δὲν ἔπιανε οὔτε τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ τὰ χαρτιὰ ποὺ εἶχα χρησιμοποιήσει. «Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξομολόγησή σου;» «Μάλιστα». «Καὶ τολμᾶς νὰ ἰσχυρίζεσαι ὅτι αὐτὰ εἶναι ὅλα τὰ χαρτιὰ ποὺ σοῦ δώσαμε


236

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό—» Δὲν ἀπαντοῦσα. «Ἀχρεῖε!» ϕώναξε ὁ Ἡγούμενος ἔχοντας χάσει τὴν ὑπομονή του, «ἀποκάλυψε ἀμέσως γιὰ ποιό σκοπὸ χρησιμοποίησες τὸ χαρτὶ ποὺ σοῦ παρείχαμε. Παραδέξου ἀμέσως ὅτι προοριζόταν γιὰ κάποιο σκοπὸ ἀντίθετο μὲ τὰ συμϕέροντα αὐτῆς τῆς μονῆς». Αὐτὰ τὰ λόγια μὲ ταρακούνησαν. Κάτω ἀπὸ τὸ μοναστικὸ ράσο εἶδα νὰ ξεπροβάλλει καταχθόνια ἡ διχαλωτὴ ὁπλὴ τοῦ διαβόλου. «Ἂν δὲν εἶστε ἔνοχοι γιὰ κάτι, γιατί μὲ ὑποψιάζεστε; Ποιές κατηγορίες θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς προσάψω; Τί παράπονο θὰ μποροῦσα νὰ ἔχω; Οἱ συνειδήσεις σας θὰ πρέπει νὰ ἀπαντήσουν σ’ αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις καὶ ὄχι ἐγώ», εἶπα ἀποϕασιστικά. Ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια, οἱ μοναχοὶ ἑτοιμάζονταν νὰ ἐπέμβουν — ἀλλὰ ὁ Ἡγούμενος τοὺς ἔκανε νόημα νὰ σταματήσουν γιὰ νὰ συνεχίσει τὶς κοϕτὲς ἐρωτήσεις του ποὺ παρέλυαν ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀποϕασιστικότητά μου. «Δὲ θὰ μοῦ πεῖς τί ἔκανες μὲ τὸ χαρτὶ ποὺ σοῦ παρεῖχαν οἱ μοναχοί;» Σιωποῦσα. «Σὲ διατάζω, στὸ ὄνομα τῆς ὁρκισμένης ὑπακοῆς σου, νὰ μᾶς ἀποκαλύψεις τώρα τί συνέβη». Ἡ ὀργισμένη ϕωνή του δυνάμωνε ὅλο καὶ περισσότερο καθὼς μιλοῦσε, προκαλώντας καὶ τὴ δική μου. «Δὲν εἶναι πρέπον, πάτερ, νὰ ἀπαιτεῖτε νὰ κάνω μία τέτοια δήλωση». «Δὲ μᾶς ἀπασχολεῖ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἂν εἶναι πρέπον ἢ ὄχι. Σὲ προστάζω νὰ μοῦ πεῖς. Ἀπαιτῶ νὰ ὁρκιστεῖς στὸν Χριστὸ καὶ στὴν εἰκόνα τῆς εὐλογημένης μητέρας του». «Δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ ἀπαιτεῖτε τέτοιον ὅρκο. Ξέρω τοὺς κανόνες τῆς μονῆς — μονάχα στὸν ἐξομολογητή μου εἶμαι ὑπόλογος». «Διαχωρίζεις λοιπὸν τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸ σωστό; Μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς τοίχους θὰ μάθεις σύντομα ὅτι εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό». «Δὲν τὸ ἀμϕισβητῶ· ἴσως εἶναι ἔτσι». «Καὶ δὲ θὰ μᾶς πεῖς τί ἔκανες μὲ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

237

τὰ χαρτιά; Εἴμαστε σίγουροι ὅτι τὰ ἔχεις γεμίσει μὲ τὶς πιὸ διαβολικὲς συκοϕαντίες». «Ὄχι». «Καὶ θὰ ἐπωμιστεῖς τὶς συνέπειες ποὺ θὰ ἐπιϕέρει ἡ ἐπιμονή σου;» «Μάλιστα». Ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ μοναχοὶ ἀναϕώνησαν ὅλοι μαζὶ μὲ τὴ γνωστὴ ἀϕύσικη ϕωνή τους, «Τὸ κρίμα στὸ λαιμό του». Μά, καθὼς τὸ ἔλεγαν αὐτό, δυὸ ἀπ’ αὐτοὺς ψιθύρισαν στὸ ἀϕτί μου, «Παράδωσε τὰ χαρτιά σου καὶ τὸ θέμα θὰ λήξει ἐκεῖ. Ὁλόκληρο τὸ μοναστήρι γνωρίζει ὅτι κάτι ἔγραϕες». «Δὲν ἔχω νὰ σᾶς δώσω τίποτα· τίποτα, μά τὴν πίστη ἑνὸς καλόγερου. Δὲν ἔχω οὔτε μία σελίδα στὴν κατοχή μου ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔχετε κατασχέσει». Οἱ μοναχοὶ ἄϕησαν στὴν ἄκρη τὴ διαλλακτική τους στάση καὶ στράϕηκαν στὸν Ἡγούμενο. Συζήτησαν ψιθυριστὰ μεταξύ τους καὶ ἔπειτα ὁ Ἡγούμενος γύρισε πρὸς τὴ μεριά μου καὶ ἀναϕώνησε ρίχνοντάς μου ἕνα μοχθηρὸ βλέμμα, «Δηλαδὴ δὲ θὰ μᾶς δώσεις τὰ χαρτιά;» «Δὲν ἔχω τίποτα νὰ σᾶς δώσω. Ψάξτε με, ψάξτε τὸ κελί μου, ὅλα εἶναι στὴ διάθεσή σας». «Σύντομα θὰ εἶναι πράγματι ὅλα στὴ διάθεσή μας», εἶπε ὀργισμένος ὁ Ἡγούμενος. Μέσα σὲ ἕνα λεπτὸ ξεκίνησαν τὴν ἔρευνα. Δὲν ὑπῆρξε οὔτε ἕνα ἔπιπλο ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔψαξαν. Ἀναποδογύρισαν τὴν καρέκλα καὶ τὸ τραπέζι μου, τὰ ταρακούνησαν καὶ τέλος τὰ ἔσπασαν στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀνακαλύψουν κάτι. Ξεκρέμασαν τὶς γκραβοῦρες ἀπὸ τὸν τοῖχο καὶ τὶς ἐξέταζαν κρατώντας τες στὸ ϕῶς, ἔπειτα ἔσπασαν τὶς κορνίζες γιὰ νὰ δοῦν ἂν ἦταν κάτι κρυμμένο ἐκεῖ. Μετὰ ἔψαξαν στὸ κρεβάτι μου· τὰ ἔριξαν ὅλα στὸ πάτωμα, ἔσκισαν τὸ στρῶμα μου καὶ ἔβγαλαν ἀπὸ μέσα τὸ ἄχυρο. Μάλιστα ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς χρησιμοποίησε τὰ δόντια του στὴν προσπάθειά του νὰ σκίσει τὸ στρῶμα μου· αὐτὴ ἡ πυρετώδης δραστηριότητα ἐρχόταν σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν παγωμένη καὶ


238

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

ἄκαμπτη εἰκόνα ποὺ εἶχαν παρουσιάσει πρὶν ἀπὸ λίγα λεπτά. Ὅλη ἐκείνη τὴν ὥρα στεκόμουν στὴ μέση του δωματίου, ὅπως μὲ εἶχαν διατάξει, χωρὶς νὰ κοιτάζω δεξιὰ κι ἀριστερά. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ τίποτα δὲ βρέθηκε γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὶς ὑποψίες τους. Ὕστερα μὲ περικύκλωσαν γιὰ νὰ μὲ ψάξουν· ἡ σωματικὴ ἔρευνα ποὺ μοῦ ἔκαναν ἦταν ἐξίσου γρήγορη, λεπτομερὴς καὶ ταπεινωτική. Ὅλα μου τὰ ροῦχα βρέθηκαν στὸ πάτωμα μέσα σὲ μιὰ στιγμή· ἔσκισαν μὲ βία τὶς ραϕὲς τοῦ ράσου μου, ἐνῶ ἐγὼ προσπάθησα νὰ καλύψω τὴ γύμνια μου μὲ μία ἀπὸ τὶς κουβέρτες ποὺ εἶχαν ρίξει στὸ πάτωμα. Ὅταν τελείωσαν εἶπα, «Βρήκατε κάτι;» Ὁ Ἡγούμενος, προσπαθώντας μάταια νὰ κρύψει τὴν ἀπογοήτευσή του, ἀπάντησε μὲ ϕωνὴ ποὺ ἔτρεμε ἀπὸ ὀργή, «Ἔχω κι ἄλλες μεθόδους στὸ μυαλό μου γιὰ νὰ ἀποκαλύψω τὴ σκευωρία σου. Προετοιμάσου καὶ τρέμε τὴν ὥρα ποὺ θὰ τὶς θέσω σὲ ἐϕαρμογή». Ἔπειτα χίμηξε ἔξω ἀπ’ τὸ κελί μου κάνοντας νόημα στοὺς τέσσερις μοναχοὺς νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Ἔμεινα μόνος. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν εἶχα καμία ἀμϕιβολία ὅτι βρισκόμουν σὲ κίνδυνο. Ἤμουν ἐκτεθειμένος στὸ μένος ἀνθρώπων ποὺ θὰ ρίσκαραν τὰ πάντα γιὰ νὰ κατευνάσουν τὴν ὀργή τους. Βρισκόμουν σὲ ἐγρήγορση καὶ ἔτρεμα σὲ κάθε βῆμα ποὺ ἄκουγα στὸ διάδρομο καὶ στὸ κάθε χτύπημα τῆς πόρτας ποὺ ἄνοιγε ἢ ἔκλεινε κάπου κοντά μου. Οἱ ὧρες κυλοῦσαν μέσα στὴν ἀγωνία τῆς ἀναμονῆς, μὰ τίποτα δὲ συνέβη. Κανεὶς δὲν ἦρθε κοντά μου ἐκεῖνο τὸ βράδυ· ἡ ἑπόμενη νύχτα ἦταν ἡ νύχτα τῆς ἐξομολόγησης. Μόλις ἔϕτασε ἡ ὥρα, πῆρα τὴ θέση μου στὴ χορωδία, τρέμοντας καὶ παρακολουθώντας κάθε ματιά. Ἔνιωθα πὼς ὅλα τὰ πρόσωπα ἦταν στραμμένα ἐπάνω μου καὶ κάθε στόμα ψέλλιζε σιγανά, «Ἐσὺ εἶσαι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος».69


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

239

Συχνὰ εὐχόμουν νὰ ξεσπάσει ἐπιτέλους ἡ καταιγίδα ποὺ πλησίαζε ἀπειλητικά. Εἶναι καλύτερο νὰ ἀκοῦς τὴν ἀστραπὴ παρὰ νὰ παρακολουθεῖς τὸ σύννεϕο. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, δὲν εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ ξεσπάσει ἡ καταιγίδα. Κι ὅταν τὰ καθήκοντα τῆς ἡμέρας ἔϕτασαν στὸ τέλος τους, ἀποσύρθηκα στὸ κελί μου καὶ ἔμεινα ἐκεῖ χαμένος στὶς σκέψεις μου, ἀνήσυχος καὶ ἀναποϕάσιστος. Τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης εἶχε ξεκινήσει· καθὼς ἄκουγα τοὺς μετανοημένους νὰ ἐπιστρέϕουν ἕνας-ἕνας ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ νὰ κλείνουν τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ τους, ἄρχισα νὰ ϕοβᾶμαι ὅτι θὰ μοῦ ἀπαγόρευαν τὴν εἴσοδο στὸ ἐξομολογητήριο καὶ ὅτι μὲ τὸν ἀποκλεισμό μου ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ ἀναγκαῖο δικαίωμα τῆς ἐξομολόγησης θὰ ἄρχιζε μία μυστηριώδης σειρὰ ἀπὸ δοκιμασίες. Περίμενα πάντως καρτερικὰ καὶ στὸ τέλος μὲ κάλεσαν. Αὐτὴ ἡ κίνηση ἀναπτέρωσε τὸ ἠθικό μου καὶ ἄρχισα πάλι νὰ ἐκτελῶ τὰ καθήκοντά μου μὲ ἠρεμία. Ἀϕοῦ ἐξομολογήθηκα, ὁ ἱερέας μοῦ ἔκανε κάποιες ἁπλὲς ἐρωτήσεις, ὅπως ἂν θὰ μποροῦσα νὰ κατηγορήσω τὸν ἑαυτό μου γιὰ κάποια ἐσωτερικὴ ἀπείθεια ἀπέναντι στὰ μοναστικά μου καθήκοντα, ἂν ὑπῆρχε κάτι ποὺ εἶχα κρατήσει γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἢ κάτι ποὺ βάραινε τὴ συνείδησή μου κλπ., καὶ ὅταν τοὺς ἀπάντησα ἀρνητικά, μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ϕύγω. Ἐκείνη τὴ νύχτα πέθανε καὶ ὁ ϕύλακας τῆς μονῆς. Τὸ τελευταῖο πακέτο εἶχε ἀποσταλεῖ πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες· ὅλα ἦταν ἐντάξει. Καμία ϕωνὴ καὶ καμία ἐπιστολὴ δὲ μποροῦσε νὰ καταθέσει ἐναντίον μου τώρα πιά, καὶ ἔτσι οἱ ἐλπίδες μου ἀναπτερώθηκαν καθὼς σκεϕτόμουν ὅτι ὁ ἀδελϕός μου, μὲ τὴν ἐπιμονὴ ποὺ τὸν διέκρινε, θὰ κατέϕευγε σὲ ἄλλα μέσα γιὰ τὴ μελλοντικὴ ἐπικοινωνία μας. Οἱ μέρες κυλοῦσαν ἀτάραχα, ἀλλὰ ἡ καταιγίδα


240

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

πλησίαζε. Τέσσερα βράδια μετὰ τὴν ἐξομολόγηση καθόμουν μόνος στὸ κελί μου, ὅταν ἄκουσα μία ἀσυνήθιστη δραστηριότητα στὸ μοναστήρι. Χτύπησε ἡ καμπάνα· ὁ καινούργιος ϕύλακας ἔμοιαζε ἀνήσυχος· ὁ Ἡγούμενος ἔτρεξε πρῶτα στὴν αἴθουσα ὑποδοχῆς καὶ μετὰ στὸ κελί του καὶ ὕστερα κάλεσε κάποιους ἡλικιωμένους καλόγερους. Οἱ νεότεροι ψιθύριζαν στοὺς διαδρόμους καὶ ἔκλειναν μὲ δύναμη τὶς πόρτες τους — ὅλοι ἔμοιαζαν ἀναστατωμένοι. Σὲ ἕνα σπίτι ὅπου θὰ κατοικοῦσε μία ὀλιγομελὴς οἰκογένεια ὅλες αὐτὲς οἱ κινήσεις θὰ περνοῦσαν ἐντελῶς ἀπαρατήρητες, ἀλλὰ στὸ μοναστήρι ἡ δυσβάσταχτη μονοτονία ποὺ στοιχειώνει στὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν δίνει ἐνδιαϕέρον καὶ βαρύτητα καὶ στὰ πιὸ ἀσήμαντα γεγονότα τῆς καθημερινότητας. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχα νιώσει κι ἐγώ. Μονολογοῦσα, «Κάτι συμβαίνει», καὶ πρόσθετα, «Κάτι συμβαίνει εἰς βάρος μου». Καὶ οἱ δύο εἰκασίες μου ἦταν σωστές. Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα μὲ διέταξαν νὰ παρουσιαστῶ στὸν Ἡγούμενο καὶ ἑτοιμάστηκα νὰ πάω στὸ δωμάτιό του. Δυὸ λεπτὰ ἀργότερα ἡ ἐντολὴ ἄλλαξε καὶ μοῦ ζήτησαν νὰ παραμείνω στὸ κελί μου καὶ νὰ περιμένω τὸν Ἡγούμενο ἐκεῖ. Τοὺς ἀπάντησα πὼς ἤμουν πρόθυμος νὰ ὑπακούσω. Μὰ αὐτὴ ἡ ξαϕνικὴ ἀλλαγὴ στὶς διαταγές τους μὲ γέμισε μὲ ἕναν ἀόριστο ϕόβο· ποτὲ δὲν ἔνιωσα τόσο ἔντονο τὸ αἴσθημα τοῦ ϕόβου ὅσο ἐκείνη τὴ στιγμή, παρὰ τὶς συνεχεῖς ἀλλαγὲς στὴ ζωή μου καὶ τὶς ἀμέτρητες συναισθηματικὲς μεταπτώσεις ποὺ εἶχα βιώσει. Περπατοῦσα πάνω-κάτω καὶ ἐπαναλάμβανα ἀσταμάτητα, «Θεέ μου, προστάτεψε με! Θεέ μου, δῶσ’ μου δύναμη!» Ἔπειτα ϕοβόμουν νὰ ζητήσω τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ γιατὶ ἀμϕέβαλλα ἂν ὁ σκοπός μου ἄξιζε τὴν προστασία του. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ὅλες μου οἱ σκέψεις σκορπίσανε μὲ τὴν ξαϕνικὴ εἴσοδο


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

241

τοῦ Ἡγουμένου καὶ τῶν τεσσάρων μοναχῶν ποὺ τὸν εἶχαν συνοδεύσει καὶ στὴν προηγούμενη συνάντησή μας. Μόλις μπῆκαν στὸ κελί μου, σηκώθηκα· κανεὶς δὲ μοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ καθίσω. Ὁ Ἡγούμενος μὲ πλησίασε καὶ γεμάτος ὀργὴ πέταξε κάτι χαρτιὰ πάνω στὸ τραπέζι μου λέγοντας, «Ἐσὺ τὰ ἔγραψες αὐτά;» Ἔριξα μιὰ γρήγορη καὶ τρομοκρατημένη ματιὰ στὰ χαρτιά· ἦταν ἕνα ἀντίγραϕο τῆς ἀναϕορᾶς ποὺ εἶχα γράψει. Εὐτυχῶς εἶχα τὴν εὐστροϕία νὰ ἀπαντήσω ὅτι αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ γραϕικὸς χαρακτήρας μου. «Ἀχρεῖε! Ὑπεκϕεύγεις· αὐτὸ εἶναι τὸ ἀντίγραϕο». Δὲ μίλησα. «Ὁρίστε μία ἀπόδειξη», πρόσθεσε ρίχνοντας στὸ τραπέζι ἀκόμα ἕνα χαρτί. Ἦταν ἕνα ἀντίγραϕο τοῦ ὑπομνήματος τοῦ δικηγόρου ποὺ ἀπευθυνόταν σὲ μένα καὶ ποὺ δὲ μπόρεσαν νὰ μοῦ τὸ ἀποκρύψουν λόγω τῆς ἀνάμειξης τοῦ ἀνώτατου δικαστηρίου. Πέθαινα ἀπὸ τὴ λαχτάρα νὰ τὸ διαβάσω, μὰ δὲν τολμοῦσα νὰ τοῦ ρίξω οὔτε ματιά. Ὁ Ἡγούμενος ἐμϕάνιζε τὴ μία σελίδα μετὰ τὴν ἄλλη. «Διάβασε, ἀχρεῖε, διάβασε! Κοίταξέ το προσεκτικά, λέξη πρὸς λέξη», εἶπε. Πλησίασα τρέμοντας, τοῦ ἔριξα μιὰ ματιὰ καὶ στὶς πρῶτες σειρὲς διέκρινα τὴ λέξη ἐλπίδα. Ἀναθάρρησα. «Πάτερ, ἀναγνωρίζω τὰ χαρτιὰ ποὺ μοῦ δείξατε ὡς τὸ ἀντίγραϕο τῆς ἀναϕορᾶς μου πρὸς τὸν δικηγόρο. Σᾶς ζητῶ τὴν ἄδεια νὰ διαβάσω τὴν ἀπάντησή του· δὲ μπορεῖτε νὰ μοῦ στερήσετε αὐτὸ τὸ δικαίωμα». «Διάβασέ την», εἶπε ὁ Ἡγούμενος καὶ πέταξε τὸ γράμμα πρὸς τὸ μέρος μου. Θὰ ϕαντάζεστε, κύριε, ὅτι ὑπ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες δὲ μποροῦσα νὰ διαβάσω μὲ ὅλη μου τὴν προσοχὴ καὶ ὅτι ἡ αὐτοσυγκέντρωσή μου δὲ βελτιώθηκε καθόλου μόλις ἐξαϕανίστηκαν ἀπὸ τὸ κελί μου οἱ μοναχοὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα νεῦμα ποὺ μοῦ διέϕυγε. Εἶχα μείνει μόνος μὲ τὸν Ἡγούμενο. Περπατοῦσε πάνω16 CHARLES ROBERT MATURIN, Μέλμοθ ὁ περιπλανώμενος


242

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

κάτω στὸ κελί μου ὅσο ἐγὼ ἤμουν ἀπορροϕημένος μὲ τὸ ὑπόμνημα τοῦ δικηγόρου. Ξαϕνικὰ σταμάτησε· χτύπησε τὸ χέρι του μὲ βία πάνω στὸ τραπέζι καὶ οἱ σελίδες ποὺ πάσχιζα νὰ διαβάσω σχεδὸν σκορπίσανε ἀπὸ τὸ σϕοδρὸ χτύπημά του, ἐνῶ ἐγὼ πετάχτηκα ξαϕνιασμένος. «Ἀχρεῖε», εἶπε ὁ Ἡγούμενος, «ποῦ ἀκούστηκε ξανὰ νὰ βεβηλώνεται τὸ ἱερὸ ὄνομα τῆς μονῆς μας μὲ τέτοια χαρτιά; Πότε μέχρι τὴν ἀνίερη εἰσαγωγή σου στὸ μοναστήρι μᾶς προσέβαλαν μὲ ὑπομνήματα νομικῶν συμβούλων; Πῶς τόλμησες νά—» «Πῶς τόλμησα νὰ κάνω τί, πάτερ;» «Νὰ ἀνακαλέσεις τοὺς ὅρκους σου καὶ νὰ μᾶς ὑποβάλεις σὲ ἕνα σκάνδαλο ἐκθέτοντάς μας μπροστὰ στὸ ἀστικὸ δικαστήριο». «Αὐτὸ ποὺ ὑπολόγισα ἦταν ἡ προσωπική μου δυστυχία». «Ἡ δυστυχία! Ἔτσι μιλᾶς λοιπὸν γιὰ τὴ ζωὴ στὸ μοναστήρι, γιὰ τὴ μόνη ζωὴ ποὺ μπορεῖ νὰ σοῦ ἐξασϕαλίσει γαλήνη καὶ μετὰ θάνατον σωτηρία;» Μὰ τὸ πρόσωπό του, ποὺ εἶχε συσπαστεῖ ἀπὸ τὴ μανιώδη ὀργή του, διέψευσε τὰ λόγια ποὺ μόλις εἶχε ἐκστομίσει. Τὸ ἠθικό μου ἀναπτερώθηκε μπροστὰ στὴν παράϕορη ὀργή του· ἄλλωστε, εἶχα ϕτάσει σὲ ἕνα σημεῖο ὅπου ἔπρεπε νὰ ὑπερασπιστῶ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό μου. Ἡ θέα τῶν χαρτιῶν μοῦ ἔδινε περισσότερο θάρρος. «Πάτερ, μάταια προσπαθεῖτε νὰ ἐξαλείψετε τὴν ἀπέχθειά μου γιὰ τὸν μοναστικὸ βίο· ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀπέχθειά μου εἶναι ἀνυπέρβλητη βρίσκεται μπροστά σας. Ἂν εἶμαι ἔνοχος ἐπειδὴ παραβίασα τὶς διαδικασίες ποὺ ἀκολουθοῦνται στὸ μοναστήρι, ζητῶ συγγνώμη· ἀλλὰ δὲν εἶμαι ἀξιοκατάκριτος. Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ ἀνάγκασαν νὰ ἀσπαστῶ τὸν μοναστικὸ βίο εἶναι ἔνοχοι γιὰ τὸ ἔγκλημα ποὺ λανθασμένα ἀποδίδετε σὲ μένα. Εἶμαι ἀποϕασισμένος, ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ ἀλλάξω αὐτὴ τὴν κατάσταση. Βλέπετε πόσες προσπάθειες ἔχω ἤδη


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

243

καταβάλει. Νὰ εἶστε σίγουρος ὅτι δὲ θὰ πάψω ποτὲ νὰ προσπαθῶ. Ἡ ἀπογοήτευση θὰ καταϕέρει μονάχα νὰ διπλασιάσει τὶς προσπάθειές μου· κι ἂν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς νὰ ἀκυρώσουν τοὺς ὅρκους μου, δὲν ὑπάρχει δύναμη στὴν ὁποία δὲ θὰ καταϕύγω», ἀπάντησα. Δὲν περίμενα ὅτι θὰ μὲ ἄκουγε μέχρι τὸ τέλος· ἀλλὰ μὲ ἄκουσε, καὶ μάλιστα μὲ ἠρεμία, ἐνῶ ἐγὼ ἑτοιμαζόμουν νὰ ἀντιμετωπίσω καὶ νὰ ἀντικρούσω τὶς ἐναλλαγὲς ἀπὸ τὴν ἐπίπληξη στὴν ἀντιπαράθεση καὶ ἀπὸ τὴν παράκληση στὴν ἀπειλὴ ποὺ ξέρουν τόσο καλὰ νὰ μεταχειρίζονται οἱ καλόγεροι. «Ὥστε ἡ ἀπέχθειά σου γιὰ τὸν μοναστικὸ βίο εἶναι ἀνυπέρβλητη;» «Μάλιστα». «Μὰ σὲ τί ἀντιτίθεσαι; Σίγουρα ὄχι στὰ καθήκοντά σου, ἀϕοῦ τὰ ἐκτελεῖς μὲ εὐλαβῆ σχολαστικότητα· οὔτε καὶ στὸν τρόπο ποὺ σὲ μεταχειριζόμαστε, γιατὶ εἶναι ὅσο πιὸ ἐπιεικὴς ἐπιτρέπει ἡ μοναστικὴ πειθαρχία· οὔτε στὴν ἴδια τὴν κοινότητα, ποὺ ἔχει σκοπὸ νὰ σὲ ἀγαπᾶ καὶ νὰ σὲ τιμᾶ. Γιατί λοιπὸν παραπονιέσαι;» «Γιὰ τὴν καθαυτὸ μοναστικὴ ζωὴ καὶ ὅλα ὅσα περιλαμβάνει. Δὲν εἶμαι ϕτιαγμένος γιὰ καλόγερος». «Θυμίσου, σὲ παρακαλῶ, ὅτι, παρόλο ποὺ πρέπει νὰ ὑπακοῦμε τοὺς θεσμοὺς τοῦ δικαστηρίου στὰ θέματα ποὺ ἀϕοροῦν τοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε ἀνεξάρτητοι ἀπὸ τοὺς θεσμοὺς ποὺ ἔχει δημιουργήσει ἡ κοινωνία, αὐτοὶ οἱ θεσμοὶ δὲν ἔχουν λόγο στὰ ζητήματα ποὺ ἀϕοροῦν τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό. Μὴν ἐξαπατᾶσαι, τέκνο μου· νὰ εἶσαι σίγουρος ὅτι, ἂν ὅλα τὰ δικαστήρια πάνω στὴ γῆ σὲ ἀνακήρυσσαν ἐλεύθερο ἀπὸ τοὺς ὅρκους σου αὐτὴ τὴ στιγμή, ἡ συνείδησή σου ποτὲ δὲ θὰ σὲ ἀθώωνε. Γιὰ ὅλη τὴν ἀτιμωτικὴ ζωή σου θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ σὲ καταδικάζει ἐπειδὴ πάτησες τοὺς ὅρκους σου. Καὶ ἂν συνέπραξαν οἱ


244

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

ἄνθρωποι στὴν ἀθέτηση τῶν ὅρκων σου, ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἔδωσε τὴ συγκατάθεσή του. Σκέψου πόσο βαριὰ θὰ εἶναι ἡ συνείδησή σου τὶς τελευταῖες σου ὧρες!» «Ὄχι τόσο βαριὰ ὅσο τὴν ὥρα ποὺ πῆρα αὐτοὺς τοὺς ὅρκους ἢ μᾶλλον τὴν ὥρα ποὺ μοῦ τοὺς ἀπέσπασαν ἀσκώντας μου ψυχικὴ βία». «Τί; Σοῦ τοὺς ἀπέσπασαν!» «Ναί, πάτερ, ναί· μάρτυς μου ὁ Θεός. Ἐκεῖνο τὸ ὀλέθριο πρωινὸ ὁ θυμός σας, οἱ διαμαρτυρίες σας καὶ οἱ ἱκεσίες σας ἦταν τόσο ἀναποτελεσματικὲς ὅσο καὶ τώρα, μέχρι ποὺ ρίξατε στὰ πόδια μου τὸ σῶμα τῆς μητέρας μου». «Καὶ μὲ κατηγορεῖς γιὰ τὸ ζῆλο ποὺ ἐπέδειξα προκειμένου νὰ ἐξασϕαλίσω τὴ σωτηρία σου;» «Δὲν ἤθελα νὰ σᾶς κατηγορήσω. Ξέρετε ὅτι ἔχω κάνει ἤδη τὰ πρῶτα βήματα σ’ αὐτὴ τὴν προσπάθεια καὶ θὰ πρέπει νὰ μάθετε ὅτι εἶμαι ἀποϕασισμένος νὰ παλέψω μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια μέχρι τὸ τέλος. Δὲ θὰ ἡσυχάσω ὅσο ὑπάρχει ἀκόμα ἐλπίδα νὰ λυθοῦν οἱ ὅρκοι μου· νὰ ξέρετε ὅτι μιὰ ψυχὴ σὰν τὴ δική μου μπορεῖ νὰ μετατρέψει τὴν ἀπόγνωση σὲ ἐλπίδα. Παρόλο ποὺ ἤμουν περιτριγυρισμένος ἀπὸ μοναχοὺς ποὺ μὲ παρακολουθοῦσαν καὶ μὲ ὑποψιάζονταν, βρῆκα τὸν τρόπο νὰ διαβιβάσω τὰ χαρτιὰ στὰ χέρια τοῦ δικηγόρου. Φανταστεῖτε τὸ μέγεθος τῆς ἀποϕασιστικότητάς μου γιὰ νὰ καταϕέρω νὰ ὑλοποιήσω αὐτὸ τὸ σχέδιο ἐνῶ βρισκόμουν στὴν καρδιὰ ἑνὸς μοναστηριοῦ. Σκεϕτεῖτε πόσο μάταιη θὰ εἶναι ἡ κάθε μελλοντικὴ προσπάθεια νὰ ἀντιπαρατεθεῖτε στὸ σχέδιό μου ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν καταϕέρατε νὰ ἐντοπίσετε, πόσο μᾶλλον νὰ ἀποτρέψετε, τὰ πρῶτα μου βήματα». Ἀκούγοντας αὐτὰ ἐδῶ τὰ λόγια, ὁ Ἡγούμενος παρέμεινε σιωπηλός. Πίστευα ὅτι τὰ λόγια μου τὸν εἶχαν ἀγγίξει. Ἔπειτα πρόσθεσα, «Ἂν ἐπιθυμεῖτε νὰ ἀπαλλάξετε τὴν κοινότητα ἀπὸ τὴν ἀτίμωση ποὺ θὰ ἐπιϕέρει ἡ προσπάθειά μου, ἔχω


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

245

μία πρόταση ποὺ θὰ μᾶς διευκολύνει ὅλους. Ἂς μείνει ἡ πύλη ἀϕύλακτη κάποια ἀπ’ αὐτὲς τὶς μέρες· ἂν κάνετε τὰ στραβὰ μάτια καὶ μὲ ἀϕήσετε νὰ δραπετεύσω, ἡ παρουσία μου δὲ θὰ ἀτιμάσει ποτὲ ξανὰ τὴ μονή». «Πῶς εἶπες; Ὄχι μόνο θὰ γίνω μάρτυρας τῶν ἐγκλημάτων σου ἀλλὰ καὶ συνεργός σου; Ἔχοντας ἀπαρνηθεῖ τὸν Θεὸ καὶ βυθισμένος στὴν αἰώνια καταδίκη, ἔτσι ξεπληρώνεις τὴ χείρα βοηθείας ποὺ σοῦ τείνω; Ἀρπάζοντάς τη γιὰ νὰ μὲ παρασύρεις στὰ ἄδυτα τῆς Κολάσεως μαζί σου;» ἀπάντησε περπατώντας πάνω-κάτω σὲ κατάσταση παροξυσμοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀτυχὴς πρόταση τὸν χτύπησε στὸ ἀδύνατο σημεῖο του (βλέπετε, ἦταν χαρακτηριστικὴ ἡ προσκόλλησή του στὴν πειθαρχία) καὶ προκάλεσε τὴν ἀσυγκράτητη ὀργή του. Περίμενα σιωπηλὸς μέχρι νὰ ὑποχωρήσει αὐτὴ ἡ νέα ἔκρηξη θυμοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος ἐξακολουθοῦσε νὰ ϕωνάζει ἀσταμάτητα, «Θεέ μου, τί ἁμαρτίες πληρώνω; Ποιό βαρὺ ἔγκλημα ἔχει ρίξει στὴν ἀτίμωση ὅλο τὸ μοναστήρι; Τί θὰ ἀπογίνει ἡ ὑπόληψή μας; Τί θὰ πεῖ ὁλόκληρη ἡ Μαδρίτη;» «Πάτερ, ἂν ζεῖ, ἂν πέθανε ἢ ἂν ἀνακάλεσε τοὺς ὅρκους του ἕνας ἀϕανὴς μοναχός, εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἐνδιαϕέρει τὸν κόσμο ποὺ ζεῖ ἔξω ἀπ’ τοὺς τοίχους τοῦ μοναστηριοῦ. Σύντομα θὰ μὲ ξεχάσουν καὶ ἐσεῖς θὰ παρηγορηθεῖτε μόλις ἀποκατασταθεῖ ἡ χαμένη τάξη καὶ ἡ ἁρμονία ποὺ τάραξα μὲ τὴν ἀταίριαστη παρουσία μου στὸ μοναστήρι. Ἄλλωστε, ὁλόκληρη ἡ Μαδρίτη, ἀκόμα καὶ ἂν ἔδειχνε τὸ ἐνδιαϕέρον ποὺ τῆς ἀποδίδετε, δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ἀναλάβει τὴ σωτηρία μου». Ἐξακολουθοῦσε νὰ περπατάει πέραδῶθε ἐπαναλαμβάνοντας, «Τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος; Τί θ’ ἀπογίνουμε;» ὥσπου ἐπῆλθε σὲ κατάσταση παροξυσμοῦ καὶ ἔξαϕνα, γυρνώντας πρὸς τὸ μέρος μου, ἀναϕώνησε, «Ἀχρεῖε! Ἀρνήσου τὴ ϕρικτὴ ἀπόϕασή


246

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

σου — ἀρνήσου την αὐτὴ τὴ στιγμή! Σοῦ δίνω πέντε λεπτὰ καιρὸ νὰ τὸ σκεϕτεῖς». «Καὶ πέντε χρόνια δὲ θὰ ἄλλαζαν κάτι». «Τότε νὰ τρέμεις τὴν ὥρα ποὺ δὲ θὰ σοῦ ἔχει μείνει ἄλλη ζωὴ γιὰ νὰ δεῖς νὰ πραγματοποιοῦνται οἱ ἀνόσιες ἐπιθυμίες σου». Μόλις ἐκστόμισε αὐτὰ τὰ λόγια, ὅρμησε ἔξω ἀπ’ τὸ δωμάτιό μου. Πιστεύω ὅτι οἱ στιγμὲς ποὺ πέρασα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀπουσίας του ἦταν οἱ πιὸ ϕρικτές της ζωῆς μου. Τὸ σκοτάδι μεγάλωνε τὸν τρόμο μου· εἶχε νυχτώσει πιὰ καί, καθὼς ἔϕυγε, πῆρε μαζί του τὸ ϕῶς. Μέσα στὴν ταραχή μου δὲν τὸ εἶχα καταλάβει· ἤξερα πὼς ἤμουν στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ δὲν καταλάβαινα γιατί καὶ πῶς συνέβη. Ἀμέτρητες εἰκόνες ἀπερίγραπτου τρόμου κατέκλυσαν τὸ μυαλό μου. Εἶχα ἀκούσει γιὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ γίνονταν στὰ μοναστήρια· γιὰ τὶς τιμωρίες ποὺ ἔϕταναν μέχρι τὸ θάνατο ἢ ποὺ ἔϕερναν τὸ θύμα σὲ μία κατάσταση ὅπου ὁ θάνατος θὰ ἔϕερνε τὴ λύτρωση. Εἰκόνες ἀπὸ μπουντρούμια, ἁλυσίδες καὶ μαστίγια περνοῦσαν ζωηρὰ μπροστὰ ἀπὸ τὰ θολωμένα μάτια μου. Τὰ ἀπειλητικὰ λόγια τοῦ Ἡγουμένου ἐμϕανίζονταν στοὺς σκοτεινοὺς τοίχους τοῦ κελιοῦ μου τυλιγμένα σὲ ϕλόγες. Ἀναρρίγησα· ἔβγαλα μία κραυγή, ἂν καὶ ἤξερα ὅτι σὲ μία κοινότητα ἑξήντα ἀνθρώπων δὲ θὰ ἔϕτανε ποτὲ στ’ ἀϕτιά μου ἕνας παρηγορητικὸς ἀντίλαλος· ὁ μοναχισμὸς ἀπομυζᾶ κάθε αἴσθημα ἀνθρωπιᾶς. Στὸ τέλος, ἡ ὑπερβολὴ τῶν σκέψεών μου μὲ βοήθησε νὰ συνέλθω. Παρηγόρησα τὸν ἑαυτό μου λέγοντας, «Δὲ θὰ τολμοῦσαν νὰ μὲ δολοϕονήσουν· δὲ θὰ τολμοῦσαν νὰ μὲ ϕυλακίσουν· εἶναι ὑπόλογοι στὸ δικαστήριο ποὺ ἐξετάζει τὴν αἴτησή μου — δὲ θὰ τολμήσουν νὰ καταϕύγουν στὴ βία». Κι ἐνῶ εἶχα βγάλει αὐτὸ τὸ βολικὸ συμπέρασμα, ποὺ δὲν ἦταν παρὰ ὁ θρίαμβος τῆς σοϕιστείας ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὴν ἐλ-


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

247

πίδα, ἡ πόρτα τοῦ κελιοῦ μου ἄνοιξε διάπλατα καὶ ἐμϕανίστηκε ξανὰ ὁ Ἡγούμενος ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς τέσσερις δορυϕόρους του. Τὰ μάτια μου ἦταν θολὰ λόγω τοῦ σκοταδιοῦ, ἀλλὰ μποροῦσα νὰ διακρίνω ὅτι κρατοῦσαν ἕνα σκοινὶ καὶ ἕνα τσουβάλι ἀπὸ κανναβάτσο. Αὐτὰ τὰ σύνεργα ξύπνησαν μέσα μου ἕνα ἐϕιαλτικὸ προαίσθημα. Μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ οἱ σκέψεις μου ἄλλαξαν πορεία, κι ἀντὶ νὰ σκέϕτομαι ὅτι δὲ θὰ τολμοῦσαν νὰ κάνουν τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, ξάϕνου ἀναρωτήθηκα, «Ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲ θὰ τολμοῦσαν νὰ κάνουν; Βρίσκομαι στὰ χέρια τους καὶ τὸ ξέρουν. Τοὺς ἔχω προκαλέσει στὸ ἔπακρο· οἱ μοναχοὶ εἶναι ἱκανοὶ γιὰ ὅλα. Τί θ’ ἀπογίνω;» Μὲ πλησίασαν καὶ ϕαντάστηκα ὅτι θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὸ σκοινὶ γιὰ νὰ μὲ στραγγαλίσουν καὶ τὸ τσουβάλι γιὰ νὰ βάλουν μέσα τὸ πτῶμα μου. Πλῆθος αἱματοβαμμένων εἰκόνων περνοῦσαν μπροστὰ ἀπ’ τὰ μάτια μου καὶ μία ξαϕνικὴ ϕωτιὰ ἔπνιξε τὴν ἀνάσα μου. Οἱ στεναγμοὶ ἑκατοντάδων θυμάτων ἔμοιαζαν νὰ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὰ ὑπόγεια τοῦ μοναστηριοῦ· σίγουρα ἦταν θύματα ποὺ εἶχαν παρόμοια μοίρα μὲ τὴ δική μου. Δὲν ξέρω τί εἶναι ὁ θάνατος, μὰ εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ ὀδύνη ποὺ ἔνιωσα ἰσοδυναμοῦσε μὲ πολλοὺς θανάτους. Ἡ πρώτη μου ἀντίδραση ἦταν νὰ πέσω στὰ γόνατα. «Εἶμαι στὸ ἔλεός σας, εἶμαι ἔνοχος στὰ μάτια σας· ἐκτελέστε τὴν ἀποστολή σας, ἀλλὰ μὴ μὲ ἀϕήσετε νὰ ὑποϕέρω γιὰ πολύ», τοὺς εἶπα. Ὁ Ἡγούμενος ἔδειχνε νὰ μὲ ἁγνοεῖ· ἴσως καὶ νὰ μὴν εἶχε ἀκούσει τὰ λόγια μου. «Τώρα εἶσαι στὴ στάση ποὺ σοῦ ταιριάζει», εἶπε. Ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ ἦταν λιγότερο σκληρὰ ἀπ’ ὅ,τι περίμενα, γονάτισα μὲ τὸ κεϕάλι στὸ ἔδαϕος. Λίγες στιγμὲς νωρίτερα θὰ τὸ θεωροῦσα ταπεινωτικό, ἀλλὰ ὁ ϕόβος μπορεῖ νὰ μᾶς ρίξει χαμη-


248

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

λά. Ἡ βία μοῦ προκαλοῦσε ἔντονο ϕόβο· ἤμουν πολὺ νέος καὶ ἡ ζωὴ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι γλυκιά, ἔστω καὶ κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὸ μαγευτικὸ πέπλο τῆς ϕαντασίας. Οἱ καλόγεροι παρατήρησαν τὴ στάση μου καὶ ϕοβήθηκαν ὅτι θὰ ἐπηρέαζε τὸν Ἡγούμενο. Μίλησαν ὅλοι μαζὶ μὲ τὴ γνωστὴ μονότονη ϕωνή τους ποὺ θύμιζε κακόϕωνη χορωδία καὶ ποὺ μοῦ εἶχε παγώσει τὸ αἷμα ὅταν βρισκόμουν στὴν ἴδια στάση λίγες νύχτες νωρίτερα. «Αἰδεσιμότατε, μὴν ἐπιτρέψετε στὸν ἑαυτό σας νὰ παρασυρθεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ψεύτικη σεμνότητα· ἡ στιγμὴ τοῦ ἐλέους ἔχει περάσει. Τοῦ δώσατε ἀρκετὸ χρόνο γιὰ νὰ σκεϕτεῖ, ἀλλὰ ἀρνήθηκε νὰ ἐπωϕεληθεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία. Τώρα δὲν ἤρθατε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀκούσετε τὶς ἱκεσίες του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδώσετε δικαιοσύνη». Ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ προμήνυαν τρομακτικὰ γεγονότα, ἄρχισα νὰ πηγαίνω ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο γονυπετής, ἐνῶ ἐκεῖνοι ἔστεκαν βλοσυροὶ σὰ νὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ μὲ ἐκτελέσουν. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἀπευθυνόμουν στὸν καθένα ξεχωριστά, «Ἀδελϕὲ Κλήμη, ἀδελϕὲ Ἰουστίνε, γιατί προσπαθεῖτε νὰ στρέψετε τὸν Ἡγούμενο ἐναντίον μου; Γιατί προσπαθεῖτε νὰ ἐπιβάλετε μία ποινὴ πού, ἄδικη ἢ ὄχι, θὰ πρέπει νὰ εἶναι αὐστηρὴ ἀϕοῦ θὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ δικό σας χέρι; Πότε σᾶς προσέβαλα; Δὲ μεσολάβησα ὅταν ἔτυχε νὰ σᾶς κατηγορήσουν γιὰ ἀσήμαντα παραπτώματα; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνταμοιβή μου;» «Χάνουμε τὸ χρόνο μας», ἀπάντησαν οἱ μοναχοί. «Σταθεῖτε», εἶπε ὁ Ἡγούμενος. «Ἀϕῆστε τον νὰ μιλήσει. Θὰ ἐπωϕεληθεῖς ἀπὸ τὴν τελευταία εὐκαιρία ποὺ σοῦ δίνω γιὰ νὰ ἀνακαλέσεις τὴ ϕρικτὴ ἀπόϕασή σου νὰ πατήσεις τοὺς ὅρκους σου;» Αὐτὰ τὰ λόγια ἀναπτέρωσαν τὸ ἠθικό μου. Στάθηκα μπροστά τους χωρὶς νὰ ϕοβᾶμαι καὶ τοὺς ἀπάντησα μὲ δυνατὴ ϕωνή, «Ποτέ· ἂς


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

249

μὲ κρίνει ὁ Θεός». «Ἀχρεῖε! Τὸν Θεὸ τὸν ἔχεις ἀπαρνηθεῖ». «Τότε ἐλπίζω, πάτερ, ὅτι δὲ θὰ μὲ ἀπαρνηθεῖ ὁ Θεός. Ἂς μὲ κρίνει καὶ τὸ δικαστήριο, ὅπου δὲ μπορεῖτε νὰ ἀσκήσετε τὴν ἐξουσία σας». «Ναί, ἀλλὰ ἡ ἐξουσία μας ἐδῶ εἶναι μεγάλη… καὶ σύντομα θὰ τὴ νιώσεις». Ἔκανε ἕνα νεῦμα καὶ οἱ τέσσερις μοναχοὶ μὲ πλησίασαν. Ἔβγαλα μιὰ πνιχτὴ κραυγὴ ϕόβου, ἀλλὰ ἀμέσως ἔδειξα ὑποταγή. Ἤμουν πεπεισμένος ὅτι αὐτὲς ἦταν οἱ τελευταῖες μου στιγμές. Ἔμεινα ἔκπληκτος ὅταν, ἀντὶ νὰ δέσουν τὰ σκοινιὰ γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό μου, μοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια. Ἔπειτα μοῦ ἔβγαλαν τὸ ράσο καὶ μὲ σκέπασαν μὲ τὸ κανναβάτσο. Δὲν ἀντιστάθηκα, ἀλλά σᾶς ὁμολογῶ, κύριε, ὅτι ἔνιωσα κάποια ἀπογοήτευση. Ἤμουν προετοιμασμένος νὰ πεθάνω, μὰ αὐτὲς οἱ ἑτοιμασίες προμηνοῦσαν κάτι χειρότερο ἀπὸ τὸ θάνατο. Ὅταν ὁδηγούμαστε στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, πηδᾶμε μὲ ἀποϕασιστικότητα καὶ συχνὰ τὸ θάρρος μας θριαμβεύει σβήνοντας τὴν ἰσχὺ τῶν ϕονιάδων μας. Μά, ὅταν μᾶς ὁδηγοῦν στὸ θάνατο βῆμα-βῆμα καὶ μᾶς ἀϕήνουν νὰ αἰωρούμαστε γιὰ λίγο πάνω ἀπὸ τὸ γκρεμὸ προτοῦ μᾶς ἀποτραβήξουν, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀποϕασιστικότητά μας χάνονται· τὸ τελειωτικὸ χτύπημα μοιάζει μὲ βάλσαμο μετὰ ἀπὸ τὰ παρατεταμένα, βασανιστικά, ἀβέβαια, ὕπουλα καὶ διστακτικὰ πλήγματα ποὺ μᾶς ἔχουν καταϕέρει. Ἤμουν ἕτοιμος γιὰ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπακολούθησε. Ὅπως ἤμουν καλυμμένος μὲ τὸ κανναβάτσο καὶ δεμένος σϕιχτὰ σὰν ἐγκληματίας καὶ σὰ σκλάβος, μὲ ἔσυραν στὸ διάδρομο· οὔτε ἔβγαλα ἄχνα οὔτε ἀντιστάθηκα. Κατέβηκαν τὰ σκαλοπάτια ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸ ναό. Τοὺς ἀκολουθοῦσα· γιὰ τὴν ἀκρίβεια, μὲ ἔσερναν πίσω τους. Διέσχισαν τὸ διάδρομο — ἐκεῖ κοντὰ ὑπῆρχε ἕνα σκοτεινὸ πέρασμα ποὺ δὲν τὸ εἶχα προσέξει


250

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

πρίν. Μπήκαμε μέσα· στὸ βάθος ὑπῆρχε μία χαμηλὴ πόρτα ποὺ μοῦ γέννησε ἕνα κακὸ προαίσθημα. Βλέποντάς την, ἄρχισα νὰ ϕωνάζω δυνατά, «Μὴ μὲ κλείσετε ἐκεῖ μέσα! Μὴ μὲ ρίξετε σ’ αὐτὸ τὸ ϕρικτὸ μπουντρούμι νὰ μὲ ϕάει ἡ ὑγρασία καὶ τὰ ἑρπετά! Μὴ μοῦ τὸ κάνετε αὐτό· θυμηθεῖτε ὅτι εἶστε ὑπόλογοι γιὰ τὴ ζωή μου». Ἀκούγοντας τὰ λόγια μου, μὲ περικύκλωσαν — καὶ τότε, γιὰ πρώτη ϕορά, πρόβαλα ἀντίσταση καὶ ϕώναξα βοήθεια· αὐτὴ ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ περίμεναν — ἤθελαν νὰ ἀντιδράσω σὲ ὅλα ὅσα ἔκαναν. Ἀμέσως ἔκαναν νόημα σὲ ἕναν ἀδελϕὸ ποὺ περίμενε στὸ πέρασμα καὶ ἡ καμπάνα χτύπησε — αὐτὴ ἡ ἀπαίσια καμπάνα ποὺ πρόσταζε τοὺς μοναχοὺς νὰ τρυπώσουν στὰ κελιά τους κάθε ϕορὰ ποὺ κάτι ἀσυνήθιστο συνέβαινε στὸ μοναστήρι. Στὸ πρῶτο χτύπημα ἔχασα κάθε ἐλπίδα. Ἔνιωθα σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχε ἄλλο ζωντανὸ πλάσμα στὴ γῆ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μὲ εἶχαν περικυκλώσει καὶ ποὺ ἔμοιαζαν, στὸ ἀχνὸ καὶ τρεμουλιαστὸ ϕῶς τοῦ κεριοῦ μέσα στὸ θλιβερὸ πέρασμα, σὰ ϕαντάσματα ποὺ ἔσπρωχναν μία καταδικασμένη ψυχὴ στὸν ἀϕανισμό. Μὲ ὁδήγησαν βιαστικὰ ἀπὸ τὰ σκαλοπάτια στὴ χαμηλὴ πόρτα. Πέρασε ἀρκετὴ ὥρα μέχρι νὰ καταϕέρουν νὰ τὴν ἀνοίξουν· δοκίμασαν πολλὰ κλειδιά — ἴσως ἡ βία ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ ἀσκήσουν νὰ τοὺς εἶχε προκαλέσει ταραχή. Ὅπως καὶ νά ’χε, δὲ μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσο εἶχε ἐντείνει τὸν τρόμο μου ἡ ἀναμονή. Ὑπέθεσα ὅτι ἄνοιγαν γιὰ πρώτη ϕορὰ αὐτὸ τὸ ϕρικτὸ ὑπόγειο καὶ ϕανταζόμουν ὅτι θὰ ἤμουν τὸ πρῶτο θύμα ποὺ θὰ ἔθαβαν σ’ αὐτὸ τὸ μπουντρούμι καὶ ὅτι ἦταν ἀποϕασισμένοι νὰ μὴ βγῶ ἀπὸ ἐκεῖ ζωντανός. Καθὼς αὐτὲς οἱ σκέψεις βασάνιζαν τὸ μυαλό μου, ϕώναζα μὲ ἀπερίγραπτη μανία, παρόλο ποὺ ἤξερα ὅτι κανεὶς δὲ μποροῦσε νὰ μὲ ἀκούσει.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

251

Μὰ οἱ κραυγές μου πνίγονταν στὸν τραχὺ ἦχο τῆς βαριᾶς πόρτας, τὴν ὥρα ποὺ ὑποχωροῦσε στὶς προσπάθειες τῶν μοναχῶν· ἐκεῖνοι, ἔχοντας ἑνώσει τὶς δυνάμεις τους, τὴν ἔσπρωχναν μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα, κάνοντάς τη νὰ τρίζει ἐπάνω στὸ πέτρινο πάτωμα. Οἱ μοναχοὶ μὲ ἔσπρωξαν μέσα, ἐνῶ ὁ Ἡγούμενος, ποὺ στεκόταν στὴν πόρτα κρατώντας ἕνα κερί, ἔμοιαζε νὰ ἀνατριχιάζει στὴ θέα ποὺ ἀποκάλυπτε ἡ ἀνοιγμένη πόρτα. Πρόλαβα νὰ διακρίνω τί περιεῖχε αὐτὸ ποὺ νόμιζα πὼς θὰ ἦταν ἡ τελευταία μου κατοικία· τὸ κελί μου ἦταν πέτρινο καὶ ἡ ὀροϕὴ σχημάτιζε μία καμάρα. Πάνω σὲ μία μεγάλη πέτρα βρισκόταν ἕνας σταυρός, μία νεκροκεϕαλή, ἕνα καρβέλι καὶ μία κανάτα νερό. Στὸ πάτωμα ὑπῆρχε ἕνα κουρέλι γιὰ νὰ ξαπλώνω, ἐνῶ ἕνα ἄλλο, μισοδιπλωμένο, χρησίμευε ὡς μαξιλάρι. Μὲ ἔριξαν ἐκεῖ καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ ἀποχωρίσουν. Δὲν πάλευα πιὰ νὰ ξεϕύγω, γιατὶ ἤξερα ὅτι ἡ διαϕυγὴ ἦταν ἀδύνατη· ἀλλὰ τοὺς ἱκέτευσα νὰ μοῦ ἀϕήσουν τουλάχιστον λίγο ϕῶς — καὶ ἡ ἔκκλησή μου ἔγινε μὲ τόσο ζῆλο σὰ νὰ τοὺς ἱκέτευα νὰ μοῦ χαρίσουν τὴν ἐλευθερία μου. Ὅταν μᾶς βρίσκουν τέτοιες συμϕορές, τὸ μυαλό μας καταπιάνεται μὲ τὶς πιὸ ἀσήμαντες λεπτομέρειες. Δὲν ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ συλλάβουμε τὸ μέγεθος τῆς δυστυχίας μας. Δὲ βλέπουμε τὸ βουνὸ ποὺ βαραίνει τοὺς ὤμους μας ἀλλὰ τὰ πετραδάκια ποὺ μᾶς ἀκουμπᾶνε καὶ μᾶς προκαλοῦν πόνο. «Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀϕῆστε μου ἂν μὴ τὶ ἄλλο ἕνα κερὶ γιὰ νὰ προϕυλαχτῶ τουλάχιστον ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν κατακλύσει τὸ χῶρο», εἶπα. Καὶ πράγματι συνειδητοποίησα ὅτι κάποια ἀσυνήθιστα μεγάλα ἑρπετὰ ποὺ εἶχαν ἐνοχληθεῖ ἀπὸ τὸ ϕῶς ἄρχισαν νὰ σέρνονται κατὰ μῆκος τοῦ τοίχου. Ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα οἱ μοναχοὶ πάσχιζαν νὰ κλείσουν τὴ βαριὰ πόρτα·


252

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

δὲν εἶπαν λέξη. «Σᾶς ἐξορκίζω νὰ μοῦ ἀϕήσετε λίγο ϕῶς ἔστω γιὰ νὰ μπορῶ νὰ βλέπω αὐτὸ τὸ κρανίο· μὴ νομίζετε ὅτι ἡ δυνατότητα τῆς ὅρασης θὰ μοῦ παρέχει κάποια παρηγοριὰ σ’ αὐτὸ τὸ μέρος· ἀϕῆστε μου μόνο ἕνα κερί· σκεϕτεῖτε πώς, ὅταν θὰ θέλω νὰ προσευχηθῶ, θὰ πρέπει νὰ νιώθω τὴν παρουσία αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ». Ἐνῶ μιλοῦσα ἔκλεισαν τὴν πόρτα μὲ δυσκολία καὶ ὕστερα τὴν κλείδωσαν, κι ἔμεινα ν’ ἀκούω τὰ βήματά τους νὰ ξεμακραίνουν. Δὲ θὰ τὸ πιστέψετε, κύριε, ἀλλὰ κοιμήθηκα βαθιὰ ἐκεῖνο τὸ βράδυ· θὰ προτιμοῦσα ὅμως νὰ μὴν κοιμόμουν ποτὲ ξανὰ παρὰ νὰ ξυπνήσω τόσο ϕρικτά. Ξύπνησα στὸ σκοτάδι τῆς ἡμέρας. Δὲ θὰ ἀντίκριζα ποτὲ ξανὰ τὸ ϕῶς, οὔτε θὰ μποροῦσα νὰ κόψω τὸ χρόνο σὲ κομμάτια γιὰ νὰ ἔχω τὴν ψευδαίσθηση ὅτι, κατανέμοντας τὰ βάσανά μου, θὰ τὰ ἔκανα πιὸ ὑποϕερτά. Ὅταν χτυπᾶ τὸ ρολόι, ξέρουμε ὅτι μία ὥρα δυστυχίας ἔχει περάσει ἀνεπιστρεπτί. Ἡ μόνη ἐπαϕὴ ποὺ εἶχα μὲ τὸ χρόνο ἦταν ὅταν πλησίαζε ὁ καλόγερος μία ϕορὰ τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ ἀνανεώσει τὸ νερὸ καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ μοῦ παρεῖχαν· οὔτε τὰ βήματα τοῦ πιὸ ἀγαπημένου μου ἀνθρώπου στὸν κόσμο δὲ θὰ ἠχοῦσαν τόσο μελωδικὰ ὅσο τὰ βήματα αὐτοῦ τοῦ καλόγερου. Ὁ ὑπολογισμὸς τοῦ χρόνου μέσα στὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀδράνεια εἶναι κάτι ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ συλλάβει ὅποιος δὲν ἔχει βρεθεῖ σὲ μία παρόμοια κατάσταση. Εἶμαι σίγουρος, κύριε, πὼς θὰ ἔχετε ἀκούσει πώς, ὅταν τὸ μάτι βυθίζεται στὸ σκοτάδι, μοιάζει νὰ ἔχει χάσει γιὰ πάντα τὴν αἴσθηση τῆς ὅρασης ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ ἀποκτᾶ τὴν ἱκανότητα τῆς προσαρμογῆς ἀκόμα καὶ στὸν πιὸ σκοτεινὸ χῶρο, καταϕέρνοντας ἀκόμη καὶ νὰ διακρίνει τὰ ἀντικείμενα ποὺ βρίσκονται γύρω του μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς ὑποτυπώδους ϕωτός. Ἀναμϕίβολα τὸ μυαλὸ διαθέτει τὴν ἴδια


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

253

ἱκανότητα, ἀλλιῶς πῶς θὰ μποροῦσα νὰ ἔχω ἀκόμα τὴ δύναμη νὰ συλλογίζομαι προσπαθώντας νὰ βρῶ μία λύση καὶ νὰ τρέϕω ἀκόμα κάποια ἐλπίδα μέσα σ’ αὐτὸ τὸν ἄθλιο χῶρο; Ἔτσι γίνεται πάντα· ὅταν ὅλος ὁ κόσμος μοιάζει ὁρκισμένος νὰ μᾶς πολεμήσει γινόμαστε οἱ καλύτεροι ϕίλοι τοῦ ἐαυτοῦ μας λόγω τῆς ἐπιμονῆς ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσή μας, ἐνῶ ὅταν ὅλος ὁ κόσμος μᾶς κολακεύει καὶ μᾶς θεοποιεῖ πέϕτουμε θύματα τῆς ἀποχαύνωσης καὶ τῆς αὐτοκαταδίκης γιὰ πάντα. Ὅταν ὁ ϕυλακισμένος κερδίζει τὴν ἐλευθερία του στὰ ὄνειρά του, ἡ ζωή του ἀποκτᾶ μεγαλύτερο νόημα ἀπὸ τοῦ ἄρχοντα πού, καθισμένος στὸ θρόνο του, χορταίνει κολακεῖες καὶ ἀπολαύσεις. Ἀναλογιζόμουν ὅτι ὅλα μου τὰ χαρτιὰ ἦταν σὲ σίγουρα χέρια, ὅτι ἡ ὑπόθεσή μου βρισκόταν σὲ καλὸ δρόμο, ὅτι χάρη στὸ ζῆλο τοῦ ἀδελϕοῦ μου εἶχα ἐξασϕαλίσει τὸν πιὸ ἱκανὸ δικηγόρο σὲ ὅλη τὴ Μαδρίτη, ὅτι δὲ θὰ τολμοῦσαν νὰ μὲ δολοϕονήσουν, ὅτι ὁλόκληρο τὸ μοναστήρι ἦταν ὑπόλογο στὸ δικαστήριο σὲ περίπτωση ποὺ ἀπαιτοῦσε νὰ παρουσιαστῶ μπροστά τους, ὅτι ἡ κοινωνικὴ θέση τῆς οἰκογένειάς μου μοῦ παρεῖχε κάποια προστασία παρόλο ποὺ κανένα μέλος της δὲν εἶχε ταχθεῖ ὑπέρ μου ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀποϕασισμένο καὶ μεγαλόψυχο Χουάν μου, καὶ ὅτι ἂν μοῦ ἐπέτρεπαν νὰ λάβω καὶ νὰ διαβάσω τὴν ἀπάντηση τοῦ δικηγόρου, ἔστω καὶ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἡγουμένου, ἦταν παράλογο νὰ ϕαντάζομαι ὅτι θὰ μοῦ ἀπαγόρευαν τὶς περαιτέρω ἐπαϕὲς ὅσο θὰ προχωροῦσε ἡ ὑπόθεσή μου. Ὅλες αὐτὲς οἱ βάσιμες σκέψεις μὲ βοηθοῦσαν νὰ κρατάω ζωντανὲς τὶς ἐλπίδες μου. Ὅσο γιὰ τὶς σκέψεις ποὺ μὲ ἔϕερναν σὲ ἀπόγνωση, ἀκόμα καὶ σήμερα μοῦ προκαλοῦν ϕρίκη ὅταν τὶς θυμᾶμαι. Ἡ πιὸ τρομακτικὴ ἀπ’ ὅλες ἦταν ἡ σκέψη ὅτι θὰ μὲ δολοϕονοῦσαν


254

ΜΕΛΜΟΘ Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

ὅσο θὰ ἤμουν ἀκόμα μέλος τοῦ μοναστηριοῦ χωρὶς νὰ ἔχω προλάβει νὰ ἀποκτήσω τὴν ἐλευθερία μου. Αὐτὲς ἦταν οἱ σκέψεις μου, κύριε· θὰ μὲ ρωτήσετε τώρα ποιές ἦταν οἱ ἀσχολίες μου. Ἡ θέση μου μοῦ ἐπέβαλλε κάποια καθήκοντα καί, παρόλο ποὺ μοῦ προκαλοῦσαν ἀπέχθεια, μὲ βοηθοῦσαν νὰ ἀπασχολῶ τὸ μυαλό μου. Ἕνα ἀπὸ τὰ καθήκοντά μου ἦταν νὰ προσεύχομαι· ἡ θρησκεία ἦταν ἡ μόνη μου παρηγοριὰ στὴν ἀπομόνωση καὶ τὸ σκοτάδι καί, παρόλο ποὺ προσευχόμουν γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ γαλήνη μου, ἔνιωθα ὅτι δὲν προσέβαλλα τὸν Θεὸ μὲ ψεύτικες προσευχὲς ποὺ θὰ ἤμουν ἀναγκασμένος νὰ ψάλλω στὴ χορωδία. Ἐκεῖ ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ συμμετέχω στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦταν ἀπεχθὴς γιὰ μένα καὶ προσβλητικὴ γιὰ Ἐκεῖνον, ἐνῶ στὸ μπουντρούμι ἔνιωθα ὅτι οἱ προσευχές μου πήγαζαν ἀπὸ τὴν καρδιά μου καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς θὰ τὶς δεχόταν. Ὅταν ὁ μοναχὸς μοῦ ἔϕερνε ψωμὶ καὶ νερό, τὸ ϕῶς ποὺ ἔπεϕτε ἀμυδρὰ στὸ κελί μου μὲ βοηθοῦσε νὰ τοποθετήσω τὸ σταυρὸ μὲ τρόπο ποὺ νὰ μοῦ εἶναι προσιτὸς ὅταν ξυπνοῦσα. Αὐτὸ γινόταν συνέχεια καί, μὴ ξέροντας ἂν ἦταν πρωὶ ἢ βράδυ, ἔλεγα τὶς προσευχές μου τυχαῖα. Δὲν ἤξερα ἂν ἦταν ἡ ὥρα τοῦ ὄρθρου ἢ τοῦ ἑσπερινοῦ· γιὰ μένα δὲν ὑπῆρχε πιὰ οὔτε πρωὶ οὔτε ἀπόγευμα, ἀλλὰ ὁ σταυρὸς ἦταν τὸ ϕυλακτό μου καί, καθὼς τὸν ἄγγιζα, ἔλεγα, «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μου στὸ σκοτάδι τοῦ κελιοῦ μου· εἶναι ἕνας Θεὸς ποὺ ἔχει ὑποϕέρει καὶ μπορεῖ νὰ μὲ νιώσει. Ἡ μεγαλύτερη συμϕορὰ ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ βρεῖ δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὸ σταυρὸ ποὺ συμβολίζει τὴν ταπείνωση καὶ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ γιὰ τὶς δικές μου!» καὶ μέσα στὸ σκοτάδι τὰ χείλη μου ἔψαχναν τὸ ἱερὸ σύμβολο μὲ περισσότερο πάθος ἀπ’ ὅσο εἶχα νιώσει


Διάβαστε τη συνέχεια http://www.dardanosnet.gr/book_details.php?id=1796

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

GUTENBERG www.gutenbergbooks.gr ● facebook.com/gutenbergbooks


Αναζητ'στε το εδ,

www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.