Φρ. Νίτσε
Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ
ΑΝΆΘΕΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Πρόλογος - Μετάφραση - Σχόλια
Βαγγέλης Δ ουβαλέρης Εισαγωγή - Φιλολογική επιμέλεια - Σχόλια
Ηρκος "Ρ.
0
'Αποστολίδης
ΠΛΗΡΩΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΉ
GUTENBERG 'Αθήνα 2014
ΠΕ ΡΙΕ ΧΟΜ Ε ΝΑ
Εἰσαγωγὴ ἀπὸ τὸν ῟ Ηρκο Ῥ. ᾽Αποστολίδη . . . . . . . .
9
Σημείωμα τοῦ μεταϕραστῆ γιὰ τὴ β΄ ἔκδοση . . . . . .
15
Πρόλογος τοῦ μεταϕραστῆ στὴν α΄ ἔκδοση . . . . . . . .
19
Βιβλιογραϕία-συντομογραϕίες . . . . . . . . . . . . . . . . . .
35
῾Ο ᾽Αντίχριστος. ᾽Ανάθεμα κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ. . . . . . . . . . . . .
45
Νόμος κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ . . . . . . . . . . . . . . 215 Παράρτημα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
217
Γενικὸ εὑρετήριο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 267
Π Ρ ΟΛ Ο Γ ΟΣ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ εἶναι γιὰ τοὺς ὀλίγιστους.33 ῎ Ισως δὲν ἔχει γεννηθεῖ κανείς34 τους ἀκόμα. Πιθανὸν νἆν’ ἐκεῖνοι 33. Στὴν οὐσία: γιὰ ἀναγνῶστες ἀνύπαρκτους. ᾽Απ’ τὴν πρώτη κιόλας ϕράση, ὁ Νίτσε ἀντιστρέϕει τοὺς ὅρους συγγραϕέακοινοῦ, διατυπώνοντας (στὴν ἑπόμενη παράγραϕο) τὶς προϋποθέσεις τῆς σωστῆς κατανόησης τοῦ ἔργου, καὶ μάλιστα: ἐπιθετικά! ᾽Αλλ’ ἔτσι ἀ π ο τ ρ έ π ε ι –κ’ ἐνσυνείδητα μάλιστα– τὸν ὅποιον ἀναγνώστη, ἀϕοῦ, λίγες ἀράδες παρακάτω, τὸν προειδοποιεῖ ὅτι ἕνα τέτοιο βιβλίο μπορεῖ νὰ «ἀποβεῖ μοιραῖο» γι’ αὐτόν (ΝΚ 2, 234). ᾽ Ενδιαϕέρον εἶναι ὅτι ὁ Σοπενάουερ, στὸν πρόλογο τοῦ: Die Welt als Wille und Vorstellung ( ῾ Ο κόσμος ὡς βούληση καὶ ὡς παράσταση), ἀκολουθοῦσε τὴν ἴδια ἀποτρεπτικὴ τακτική: Ρωτάει λοιπὸν ὁ ἀγανακτισμένος ἀναγνώστης: –Μὰ πῶς θὰ ϕτάσει κανεὶς στὴν τελευταία σελίδα, ἂν πρέπει ἔ τ σ ι νὰ διαβάσει ἕνα βιβλίο; Δὲν ἔχω ν’ ἀντιτάξω ἀπολύτως τίποτα στὶς κατηγορίες του. Ε ᾽ λπίζω μόνο νὰ νοιώθει μιὰ μικρὴ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν ἔγκαιρη προειδοποίησή μου, ὥστε νὰ μὴ χάσει οὔτε λεπτὸ σ’ ἕνα βιβλίο ποὺ τίποτα δὲ θὰ τοῦ πρόσϕερε [] δίχως τὴν τήρηση τῶν παραπάνω ὅρων. [] τὸ ἀνὰ χεῖρας γραϕτὸ [] εἶναι <μᾶλλον> βιβλίο γιὰ λίγους – καὶ <θὰ > περιμένει ὑπομονετικὰ τοὺς ἐλάχιστους ἰδιότυπους ποὺ [] θὰ τὸ ἀπολαύσουν. Α ῎ λλωστε, [] ποιός καλλιεργημένος ἄνθρωπος τούτης τῆς ἐποχῆς –ἔχοντας πιὰ ϕτάσει γνωστικὰ στὸ ἀνώτατο σημεῖο, ὅπου παράδοξο καὶ ψευδὲς εἶν’ ἕνα καὶ τὸ αὐτό – θ’ ἀνεχόταν σκέψεις ἀντίθετες σ’ ὅ,τι ὁ ἴδιος θεωρεῖ τελεσίδικα ἀληθὲς κι ἀναμϕισβήτητο; [] τὸν συμβουλεύω λοιπὸν νὰ τὸ ἀϕήσει στὴν ἄκρη... 34. Πρβλ τὸν ἐπίτιτλο τοῦ τάδε ἔϕη Ζαρατούστρα: ῞Ενα βιβλίο γιὰ ὅλους καὶ γιὰ κανέναν.
48
ΦΡΕΙ Δ ΕΡΙ ΚΟΣ ΝΙΤΣ Ε
ποὺ θὰ καταλάβουν τὸ Ζαρατούστρα μου. Τόσοι καὶ τόσοι βρίσκουν σήμερα ὦτα εὐήκοα. Πῶς θὰ μποροῦσα νἆμαι ἐγώ ἕνας ἀπ’ αὐτούς; ᾽ Εμένα μονάχα τὸ μεθαύριο μοῦ ἀνήκει. Μερικοὶ γεννιοῦνται μετὰ θάνατον.35 Τὶς προϋποθέσεις ὑπὸ τὶς ὁποῖες γίνομαι κατανοητός –ὑ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ὰ κατανοητός–, τὶς γνωρίζω ἀρκετὰ καλά. Πρέπει κανεὶς νὰ εἶν’ ἔντιμος στὰ πνευματικὰ πράγματα –σ κ λ η ρ ὰ ἔντιμος– γιὰ ν’ ἀ ν ε χ θ ε ῖ καὶ μόνο τὸ πάθος καὶ τὸν τόνο μου. Πρέπει νἄχει μάθει νὰ ζεῖ στὰ ψηλὰ βουνά36 – τὰ σημερινὰ ἐλεεινὰ ϕληναϕήματα τῆς Πολιτικῆς καὶ τῆς ϕιλαυτίας τῶν λαῶν νὰ τὰ βλέπει κ ά τ ω χ α μ η λ ά του!37 Νὰ μὴ νοιάζεται, 35. Χαρούμενη ἐπιστήμη, 125 («῾ Ο τρελλός»): ῏Ηρθα πολὺ νωρίς. [] Δὲν ἔϕτασα στὴν ὥρα μου· ἐπίσης: Ecce Homo («Γιατί γράϕω τόσο καλὰ βιβλία», 1): τὸ ζήτημα τῆς κατανόησης τῶν γραϕτῶν μου δὲν εἶναι τοῦ παρόντος. ᾽Εγώ ὁ ἴδιος δὲν εἶμαι τοῦ παρόντος. Μερικοὶ γεννιοῦνται μετὰ θάνατον. ( ᾽ Επίσης, πρβλ Κατὰ ᾽ίωάννην, 3, 3-4.) ΝΚ 2, 24. 36. Πρβλ Ecce Homo (Πρόλογος, 1): ῞Οποιος μπορεῖ ν’ ἀναπνέει τὸν ἀέρα τῶν γραϕτῶν μου, ξέρει πὼς εἶν’ ἕνας ἀέρας τοῦ ὕψους, ἕνας τ σ ο υ χ τε ρ ὸ ς ἀέρας. Πρέπει νἆναι κανεὶς ϕτιαγμένος γιὰ μιὰ τέτοιαν ἀτμόσϕαιρα, ἀλλιῶς ὑπάρχει κίνδυνος κρυώματος. Λίγο παραδίπλα εἶν’ οἱ πάγοι, κ’ ἡ μοναξιὰ τρομερή – πόσο γαλήνια ὅμως ὅλα λούζονται στὸ ϕῶς! πόσο ἐλεύθερα ἀναπνέεις! πόσα δέ νοιώθεις πὼς ἄϕησες κ ά τ ω, χ α μ η λ ά σου! ῾Η ϕιλοσοϕία, ὅπως τὴν ἔμαθα καὶ τὴ βίωσα ἴσαμε τώρα, εἶν’ ἡ θεληματικὴ ζωὴ σὲ πάγους καὶ ψηλὰ βουνά... Γενικώτερα, στοὺς βόρειους λαοὺς καὶ τὴ λογοτεχνία τους, τὰ ψηλὰ βουνὰ κι ὁ παγωμένος καθαρὸς ἀέρας τους, ἔχουν συγκεκριμένο συμβολισμό. 37. Unter sich. ῞ Ενα ἀπὸ τὰ ἐμβληματικὰ πολυσήμαντα ἐπιρρήματα-προθέματα τοῦ Νίτσε, ποὺ χρησιμοποιεῖ κατεξοχὴν στὸ Ζαρατούστρα [πρβλ τά: Untergang (κατάβαση, καταστροϕή, κάτω ὁδός), Übergang (ὑπέρβαση, ἄνω ὁδός), Übermensch (ὑπεράνθρωπος)] μέσῳ τῶν ὁποίων ὑποβάλλει (μουσικά, θἄλεγε κανεὶς)
Ο ΑΝΤ ΙΧ ΡΙΣ ΤΟΣ
49
νὰ μὴ ρωτάει ἂν ἡ ἀλήθεια τάχα θὰ ὠϕελήσει ἢ θ’ ἀποβεῖ μοιραία. Νἆναι πρόθυμος ν’ ἀναμετρηθεῖ μ’ ἐρωτήματα ποὺ κανείς σήμερα δὲν ἔχει τὸ θάρρος νὰ θέσει· νἄχει θάρρος γιὰ τὸ ἀ π α γ ο ρ ε υ μ έ ν ο· νἆναι προορισμένος γιὰ τὸν λαβύρινθο.38 Νἄχει μιὰ πεῖρα βγαλμένη ἀπὸ ἑϕτὰ μοναξιές.39 Καινούργια ἀϕτιὰ γιὰ νέα μουσική. Καινούργια μάτια γιὰ ὅ,τι πιὸ ἀπόμακρο. Καινούργια κεντρικά του νοήματα. ᾽ Εν προκειμένῳ, τὸ κάτω –ἄρρηκτα συνδεδεμένο ἐδῶ μὲ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ τὴν ὑψηλοϕροσύνη (βλ. τελευταία ἀράδα τοῦ Προλόγου του) ἤ, ἀλλιῶς, τὸ πάθος τῆς ἀπόστασης (βλ. παρακάτω, κεϕ. 43)– χαρακτηρίζει τὸ εὐγενὲς ϕρόνημα [ Vornehmheit ἤ, ὅπως τὸ ὅρισε ὁ πρῶτος εἰσηγητής του, G. Brandes: aristokratische Radikalismus («ἀριστοκρατικὸς ριζοσπαστισμός»)], ποὺ ἀντιτίθεται στὴν «ἰσότητα» τῶν ἀνθρώπων, στὰ «ἴσα δικαιώματα» (βλ. κεϕ. 54· 57). Κι ὅσο γιὰ τὸ über, λογουχάρη στὸν ὑπεράνθρωπο, συμβολίζει –μεταξὺ ἄλλων– αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ὑπερνικάει διαρκῶς τὸν ἑαυτό του μὲς στὴ δίνη τῶν ἀντιϕερόμενων στοιχείων (βασικὸ ἡρακλείτειο νόημα) πραγματώνοντας τὸν –ἀγαπημένο τοῦ Νίτσε– πινδαρικὸ χρησμό: γένοιο οἷός ἐσσι [σ’ αὐτὸ τὸ γ έ ν ο ι ο, ἐξ ἄλλου, ὑπάρχουν σπέρματα τῆς βούλησης γιὰ δύναμη (πρβλ DrAE, ὑ. 1243)]. ᾽ Εδῶ ἀκριβῶς –στὴν ἐμβάθυνση τοῦ προθέματος über (ὑπερ-)– βρίσκεται ἡ ρίζα, καὶ τὸ «κλειδὶ» γιὰ τὴν κατανόηση, ἐννοιῶν ὅπως ὑπεράνθρωπος, ἀλλὰ καὶ βούληση γιὰ δύναμη. (Βλ. τάδε ἔϕη Ζαρατούστρα, «Γιὰ τὴν αὐθυπέρβαση»: ...τοῦτο τὸ μυστικὸ μοῦ ἐμπιστεύτηκε ἡ ἴδια ἡ ζωή: ᾽ίδού, εἶπε, ἐγώ εἶμ’ ὅ, τι ὁλ ο έ ν α π ρ έ π ει ν ὰ ὑ π ε ρ β α ί ν ει τὸ ν ἑ α υ τό το υ...) 38. Σὺν τοῖς ἄλλοις, σύμβολο τοῦ Διονύσου. Βλ. τὸ ποίημά του: Θρῆνος τῆς ᾽Αριάδνης: ΔίΟΝΥσΟσ: σύνελθε, ᾽Αριάδνη! [] Δὲν πρέπει πρῶτα τὸν ἑαυτό του νὰ μισήσει / ὅποιος θέλει ν’ ἀγαπηθεῖ; ᾽Ε γ ώ εἶ μ’ ὁ λ α β ύ ρ ι ν θό ς σ ο υ... (Βλ. καὶ ὑ. 48.) 39. Βουδιστικὴ ἔκϕραση; (LGS, 499.) ῾ Οπωσδήποτε συνήθης στὸν Νίτσε. (Πρβλ Χαρούμενη ἐπιστήμη, 285· 309.) Κατὰ Sommer (ΝΚ2, 26), ὁ Νίτσε ἐννοεῖ τὰ «ὁρόσημα» τῆς πορείας πρὸς τὴν «ἐπαναξιολόγηση ὅλων τῶν ἀξιῶν».
50
ΦΡΕΙ Δ ΕΡΙ ΚΟΣ ΝΙΤΣ Ε
συνείδηση γι’ ἀλήθειες ὣς τὰ τώρα βουβές. Κ’ ἐπὶ πλέον, βούληση γιὰ μιὰν οἰκονομία ὑψηλοῦ ὕϕους:40 νἆναι κύριος τοῦ σϕρίγους του, τοῦ ἐ ν θ ο υ σ ι α σ μ ο ῦ του... Νὰ σέβεται, ν’ ἀγαπάει τὸν ἑαυτό του,41 νἆναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος ἀπέναντί του... Πολύ καλά λοιπόν! Μόνο τέτοιοι μπορεῖ νἆναι οἱ ἀναγνῶστες μου, οἱ ἀληθινοὶ ἀναγνῶστες μου, οἱ προορισμένοι νἆναι ἀναγνῶστες μου! Τί σημασία ἔχουν οἱ ὑ π ό λ ο ι π ο ι; Οἱ ὑπόλοιποι εἶναι ἁπλῶς: ἡ ᾽Ανθρωπότητα.42 Καὶ πρέπει κανεὶς νὰ στέκει ψηλότερα ἀπ’ τὴν ᾽Ανθρωπότητα σὲ δύναμη, σὲ ὑ ψ η λ ο ϕ ρ ο σ ύ ν η – σὲ περιϕρόνηση...43 Φρειδερίκος Νίτσε 40. Δὲν ἐννοεῖ τὸ «ὕϕος» τῆς γραϕῆς, ἀλλὰ τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης ϕύσης (ΝΚ2, 26)· στὸ Λυκόϕως τῶν εἰδώλων («᾽Ακροβολισμοὶ ἑνὸς ἄκαιρου», 11), ὁ Νίτσε ἐπισημαίνει πὼς τὸ ὑψηλὸ ὕϕος συνιστᾶ τὴν κορυϕαία ἔκϕανση δύναμης καὶ συγκρότησης (Sicherheit = τὸ στέρεο τοῦ χαρακτήρα) – μιὰ δύναμη αὐτάρκης, ποὺ δὲ νοιώθει τὴν ἀνάγκη ν’ ἀποδείξει κάτι, δὲν ἐνδιαϕέρεται νἆναι ἀρεστή, δὲν ἀντιτείνει εὔκολες ἀπαντήσεις, δὲν τὴν ἐπηρεάζουν τὰ βλέμματα ποὺ ἴσως ἔχουν στυλωθεῖ πάνω της, ζεῖ χωρὶς ν’ ἀντιλαμβάνεται κἂν τὶς ἀντιθέσεις ποὺ αὐτὴ ἐγείρει. Τοῦτο τὸ ὑπέρτατο αἴσθημα ἀποτελεῖ νίκη κατὰ τοῦ πνεύματος τοῦ βάρους (βλ. τάδε ἔϕη Ζαρατούστρα, στ’ ὁμώνυμο κεϕάλαιο) καὶ πραγμάτωση τῆς βούλησης γιὰ δύναμη. 41. Πρβλ Γκαῖτε, τὰ χρόνια τῆς μαθητείας τοῦ Βίλχελμ Μάιστερ (Β ,΄ κεϕ. 1), ὅπου ὁ ὕψιστος σεβασμὸς εἶναι ὁ σεβασμὸς ἀπέναντι στὸν ἑαυτό. 42. Φυσικά, εἰρωνικά. ᾽ Εννοεῖ τὸ πλῆθος, τὴν ἀνώνυμη μᾶζα. Οἱ δικοί του ἀναγνῶστες χαρακτηρίζονται ῾Υπερβόρειοι (βλ. ἑπόμενο κεϕ.). 43. Βλ. Παράρτημα, ἀπόσπ. 1.
1
– ῍ Ας κοιταχτοῦμε λοιπὸν κατὰ πρόσωπο.44 Εἴμαστε ῾ Υπερβόρειοι·45 γνωρίζουμε ἀρκετὰ καλὰ πόσο ξέχωρα ἀπ’ τοὺς ἄλλους ζοῦμε. «Μήτ’ ἀπὸ στεριὰ μήτ’ ἀπὸ θάλασσα θά ’βρεις τὸ δρόμο ποὺ ϕέρνει στοὺς ῾ Υπερβορείους»46 – ἤδη ὁ Πίνδαρος47 τὄξερε αὐτὸ γιὰ μᾶς. Πέρ’ ἀπ’ τὸ βορρᾶ, 44. ᾽ Ενῶ ὁ Πρόλογος περιέχει τὶς προϋποθέσεις κατανόησης τοῦ ἔργου, ἐδῶ σκιαγραϕεῖται ἡ ψυχοσύνθεση τῶν ὀλίγιστων. Μάλιστα, ὁ Νίτσε κάνει ἕναν «αἰϕνιδιασμὸ» καί, ἐνῶ ἐκεῖ ἀπορρίπτει τὸ εὐρὺ κοινό, ἀπευθύνεται στοὺς «προορισμένους ἀναγνῶστες» του – καὶ δὴ μὲ τὸ ἐμεῖς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἐγὼ τοῦ Προλόγου. Πρόκειται, βέβαια, γιὰ «πληθυντικὸ μεγαλοπρεπείας», ἀϕοῦ, κατὰ βάσιν, τὴ δική του ψυχοσύνθεση ἀναλύει (ΝΚ2,, 28). 45.Η Μυθικὸς λαὸς ποὺ κατοικοῦσε πέρ’ ἀπ’ τὸν ἔσχατο Βορρᾶ, σ’ ἕναν τόπο παραδεισιακὰ ἐξιδανικευμένο, μακριὰ ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους, σὲ γειτονία μὲ τοὺς Σκύθες ἢ κι ἄλλους, ϕανταστικοὺς λαούς. ῾ Η σχέση τους μὲ τὸν ᾽Απόλλωνα τοὺς συνέδεσε μὲ τὰ δυὸ μεγάλα λατρευτικὰ κέντρα τοῦ θεοῦ, τοὺς Δελϕοὺς καὶ τὴ Δῆλο. RE, ΙΧ, 1, 258-79, Hypeboreer, τοῦ Daebritz· DNP, V, 8023, Hyperboreioi. 46. Πυθιονικῶν, Ι΄, 29-30: ναυσὶ δ’ οὔτε πεζὸς ἰών <κεν> εὕροις / ἐς ῾Υπερβορέων ἀγῶνα θαύματαν ὁδόν. ᾽Ακολουθήθηκε ἡ ἀπόδοση τοῦ Νίτσε. ᾽ Εδῶ, τὸ σύμβολο τῶν ῾ Υπερβορείων εἶναι, μεταξὺ ἄλλων, σύστοιχο τῆς ζωῆς στὰ ψηλὰ βουνά, τῆς μεγάλης ὑγείας, (βλ. ὑ. 36 καὶ 37), σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν «ἄνεμο τῆς ἀρρώστιας», τὸν σιρόκο (βλ. ὑ. 50), ποὺ συμβολίζει τὸ νοσηρὸ κι ἀνυπόϕορο. 47. Γιὰ τὸν Νίτσε, ὁ Πίνδαρος ἦταν ὁ ποιητὴς τοῦ αἰώνιου, τοῦ ἄχρονου, τοῦ ἀνιστορικοῦ, μὲ ἐμπνοὴ διονυσιακὴ ποὺ ὑπερβαίνει τὸ στενὸ παρόν – ἐϕ’ ᾧ καὶ ἡ ἐπίκρισή του, λίγο παρακάτω, γιὰ τὸν «νεώτερο ἄνθρωπο». Γράϕει χαρακτηριστικὰ σὲ μιὰ σημείωσή του γιὰ τὴν ποιητικὴ τοῦ μεγάλου Βοιωτοῦ [5(85)1875]: ῞Ενα π α ρ ὸ ν δοσμένο μὲ ἔ ν τ α σ η ποὺ ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ
52
ΦΡΕΙ Δ ΕΡΙ ΚΟΣ ΝΙΤΣ Ε
πέρ’ ἀπ’ τὸν πάγο, πέρ’ ἀπ’ τὸ θάνατο – ἐ κ ε ῖ ἡ δ ικ ή μας ζωή, ἡ δ ι κ ή μας εὐτυχία... ῎ Εχουμε ἀνακαλύψει τὴν εὐτυχία, ξέρουμε τὸ δρόμο, βγήκαμε ἀπ’ τὸν χιλιόχρονο λαβύρινθο. Ποιός ἄλλος τὸ κατάϕερε; ῾ Ο νεώτερος ἄνθρωπος μήπως; «Χάθηκε γιὰ μένα ὁ δρόμος – δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ νὰ βγῶ! ῞ Ολ’ αὐτὰ ποὺ διέξοδο δὲν ἔχουν – εἶμ’ ἐγώ!»,48 ἀναστενάζει ὁ νεώτερος ἄνθρωπος... ᾽Απ’ α ὐ τ ὴ τὴ «νεωτερικότητα» ἀρρωστήσαμε: ἀπ’ τὴν ὀκνηρὴ ὁμοϕωνία, τὸν δειλὸ συμβιβασμό, τὸ ἐνάρετο καὶ ρυπαρὸ Ναὶ καὶ ῎ Οχι της. Τούτη ἡ ἀνοχή, τούτη ἡ «μεγάλη» καρδιά,49 ποὺ ὅλα τὰ «συγχωρεῖ», γιατὶ ὅλα τὰ «κατανοεῖ», εἶναι γιὰ μᾶς ἕνας σιρόκος.50 Κάλλιο α ἰ ω ν ί ο υ. J. Hamilton, Ecce Philologus: «Nietzsche and Pindar’s second Pythian Ode», 54-6, στό: Nietzsche-Antiquity. 48. Στὶς παραδόσεις του γιὰ τοὺς ἀρχαίους ῞ Ελληνες λυρικούς (1869-79), γράϕει πὼς ἡ ποιητικὴ τοῦ Πινδάρου ἔχει κάτι τὸ ἀπερίγραπτα αἰνιγματικὸ καὶ λαβυρινθῶδες, καὶ σημειώνει τοὺς στίχους 38-40 τοῦ Πυθιόνικου ΙΑ΄ (μεταϕρασμένους στὰ γερμανικά): ᾖ ῥ’, ὦ ϕίλοι, κατ’ ἀμευσιπόρους τριόδους ἐδινήθην, / ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν: ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου / ἔβαλεν, ὡς ὅτ’ ἄκατον εἰναλίαν; ( ῾ Η ἀπόδοση τοῦ Νίτσε: Σὲ τί λοξὰ καὶ μπερδεμέ-
να σταυροδρόμια περιπλανιέμαι, ϕίλοι! – ἐνῶ βάδιζα πρὶν σωστά! ῍ Η τάχα ἀνεμοζάλη πῆρε τὸ τραγούδι μου κ’ ἔξω τὄριξε σὰν καρυδότσουϕλο τῶν κυμάτων;) GrL, 156· ἐπίσης: ΝΚ2, 29-30. 49. Largeur des Herzens: εἰρωνικά. Βλ. Ecce Homo («Γιατί εἶμαι τόσο εὐϕυής», 3): largeur du coeur. 9(165)1887: La largeur de sympatie = ἕνα τρίτο ἀδιαϕορία, ἕνα τρίτο περιέργεια, ἕνα τρίτο νοσηρὴ ὀξυθυμία. 50. Νοτιοανατολικὸς ἄνεμος. ῾ Ο Νίτσε ἔγραϕε, σ’ ἐπιστολές του ἀπ’ τὴν ᾽ Ιταλία, ὅτι ὁ σιρόκος εἶν’ ὁ χειρότερος ἐχθρός του. Βλ. καὶ τὴν Περίπτωση Βάγκνερ (1888), ὅπου ἔτσι χαρακτηρίζει τὴ μουσικὴ τοῦ Βάγκνερ: Νὰ πῶ ὅτι ὁ μόνος σχεδὸν ἦχος ποὺ μπορῶ ν’ ἀνεχτῶ εἶναι τοῦ Μπιζέ; ῞Οσο γιὰ κεῖνον τὸν ἄ λ λ ο ν, ποὺ ἔχει πέραση σήμερα, τὸν βαγκνερικό, [] – ἆ, πόσο βλαβερός
Ο ΑΝΤ ΙΧ ΡΙΣ ΤΟΣ
53
μιὰ ζωὴ ἀνάμεσα σὲ πάγους, παρὰ ἀνάμεσα σὲ μοντέρνες ἀρετὲς κι ἄλλους νότιους ἀνέμους!.. ῾ Υπήρξαμε ἀρκετὰ θαρραλέοι, δὲν λυπηθήκαμε οὔτ’ ἐμᾶς, οὔτε τοὺς ἄλλους· ὅμως γιὰ καιρὸ δὲν ξέραμε ποῦ νὰ κατευθύνουμε τὸ θάρρος μας. Μελαγχολήσαμε· μᾶς ἀποκαλοῦσαν μοιρολάτρες. Πληρότητα, ἔνταση, δυνάμεις γιὰ πολὺ συγκρατημένες – αὐτή ἦταν ἡ δική μας μοῖρα.51 Διψούσαμε γιὰ κεραυνὸ καὶ πράξη, μείναμε ὅσο τὸ δυνατὸν μακρύτερα ἀπ’ τὴν εὐτυχία τῶν ἀδυνάτων, τὴν «ἐγκαρτέρηση»... ῾ Ο ἀέρας μας μύριζε καταιγίδα·52 ἡ εἶν’ αὐτὸς ὁ βαγκνερικὸς ἦχος!.. τὸν ἀποκαλῶ σιρόκο. Α ᾽ παίσιος ἱδρώτας μὲ λούζει – κ’ ἡ δ ι κ ή μου καλοκαιρία χ ά ν ε τ α ι... ῍ Ας ἔχει γενικὰ ὑπόψιν του ὁ ἀναγνώστης πὼς ὁ Νίτσε διατυπώνει τὶς ἀξιολογικές του κρίσεις ὄχι μὲ ὅρους θεωρητικῆς ϕιλοσοϕίας, παρὰ μὲ λέξεις δεμένες στὰ πράγματα καὶ τὶς αἰσθήσεις του· ἀντιστοιχίζει ψυχολογικὲς καταστάσεις μὲ καιρικὰ ϕαινόμενα, ὄχι μὲ τὸ συμβολισμὸ τῶν ρομαντικῶν, ἀλλ’ ὡς ϕυσιολόγος (χαρακτηριστικό, ἐν προκειμένῳ, τὸ κεϕάλαιο αὐτό· πρβλ ᾽Ανθρώπινα, πολὺ ἀνθρώπινα, ΙΙ, ΙΙ, 182: «Μετεωρολογικὲς ἐνδείξεις τοῦ πολιτισμοῦ»). Καὶ τοῦτο ὄχι ψυχρὰ-ἐπιστημονικά, παρὰ παίρνοντας τὸν ἴδιο του τὸν ὀργανισμὸ ὡς «πυξίδα» τρόποντινά, βάσει τῆς προσωπικῆς του ἐμπειρίας καὶ συστηματικῆς αὐτοπαρατηρησίας, σὲ συνάρτηση μὲ τὶς ἑκάστοτε κλιματολογικὲς συνθῆκες. Βλ. Ecce Homo («Γιατί εἶμαι τόσο εὐϕυής» 2): ...Χάρις σὲ μιὰ μακρόχρονη ἐξάσκηση, «διαβάζω» πάνω μου τὶς ἐνδείξεις τοῦ κλίματος καὶ τῶν ἀτμοσϕαιρικῶν μεταβολῶν, σὰ νἄμουν ἕνα σπάνιο ὄργανο ῍ ν κάποιος ἀκριβείας...· Α ᾽ νθρώπινα, πολὺ ἀνθρώπινα, ΙΙ, ΙΙ, 182: Α δὲν ἔχει κ ρ ι τ ι κ ὴ στάση ἀπέναντι στὸν Χριστιανισμό, τοῦ γυρίζουμε τὴν πλάτη: μᾶς ϕέρνει ἄσχημο καιρὸ καὶ πνιγηρὸν ἀέρα. Δέν εἶναι πιὰ δ ι κ ή μ α ς δουλειὰ νὰ <τοῦ> μάθουμε τί σημαίνει σιρόκος... (Πρβλ ὑ. 46· 52.) 51. Fatum. 52. ῾ Ο ὀργανισμὸς τοῦ Νίτσε ἦταν ὑπερβολικὰ εὐαίσθητος στὶς ἀτμοσϕαιρικὲς μεταβολές – κυρίως στὰ ἠλεκτρικὰ ϕαινόμενα. Βλ.
54
ΦΡΕΙ Δ ΕΡΙ ΚΟΣ ΝΙΤΣ Ε
ϕύση μας –αὐτὸ ποὺ εἴμαστε– σκοτείνιαζε – γιατὶ δ ὲ ν ὑ π ῆ ρχ ε κ α ν έ ν α ς δ ρ ό μο ς γ ι ὰ μ ᾶ ς. ῾ Η εὐτυχία μας, συνοπτικά:53 ἕνα Ναί, ἕνα ῎ Οχι, μιὰ εὐθεῖα γραμμή, ἕνα τ έ ρ μ α ... 254
Τί εἶναι καλό; ῞ Ο,τι κορυϕώνει τὸ αἴσθημα τῆς δύναμης, τὴ βούληση γιὰ δύναμη,55 τὴν ἴδια τὴ δύναμη στὸν ἄνθρωπο. ἐπιστολή του στὸν P. Gast, τῆς 21/8/1881: Γίνεται στὸ Παρίσι ἔκθεση μὲ θέμα τὸν ἠλεκτρισμό. Ε ᾽ δῶ ποὺ τὰ λέμε, θἄπρεπε κ’ ἐγώ νἆμαι ἕνα ἀπ’ τὰ ἐκθέματα, ἀϕοῦ –πρὸς μεγάλη μου ἀτυχία!– εἶμ’ ὁ πιὸ εὐαίσθητος ἄνθρωπος σὲ ἠλεκτρικὰ ϕαινόμενα... ᾽ Επίσης: Χαρούμενη ἐπιστήμη, 293· 316· LGS, 500-1· TGS, 251-2 (ὑ. 42). 53. Στὸ Λυκόϕως τῶν εἰδώλων («Βέλη καὶ ἐπιγράμματα», 44) τὸ μας γίνεται: μου: ῾Η εὐτυχία μ ο υ, συνοπτικά: ἕνα Ναί, ἕνα ῎Οχι, μιὰ εὐθεῖα γραμμή, ἕνα τ έ ρ μ α... 54. ᾽ Εδῶ ξεκινάει ἡ ἀντιστροϕὴ τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν: καλό, κακό, εὐτυχία, ϕιλανθρωπία καὶ τὰ σύστοιχά τους: ἀνάπαυση, εἰρήνη. 55. Der Wille zur Macht: κατὰ Νίτσε, τὸ θεμελιῶδες στοιχεῖο πίσω ἀπὸ κάθε μορϕὴ ζωῆς δὲν εἶναι οὔτε ἡ βούληση γιὰ ζωή (Σοπενάουερ), οὔτε ὁ ἀγώνας γιὰ ὕπαρξη (Δαρβίνος), ἀλλὰ ἡ βούληση γιὰ δύναμη. (Θἄλεγε κανείς: ὁ Νίτσε τὸ ἀναδιατυπώνει πιὸ καίρια, ἐξωηθικά.) Τὸ τί ἀκριβῶς σημαίνει βούληση γιὰ δύναμη διακρίνεται κατόπιν προσεκτικῆς μελέτης τοῦ νιτσεϊκοῦ ἔργου, δεδομένου ὅτι κι ὁ ἴδιος ὁ ϕιλόσοϕος δὲν κατέληξε σὲ μιὰ μόνο διατύπωση. ῾ Ο βασικὸς ὁρισμὸς δίνεται στὸ τάδε ἔϕη Ζαρατούστρα («Γιὰ τὴν αὐθυπέρβαση»): τὴν ἀλήθεια δὲν τὴν πέτυχε κεῖνος ποὺ τέντωσε τὸ τόξο του μὲ τὴ ϕράση «βούληση γιὰ ὕπαρξη»! τούτη ἡ βούληση δ ὲ ν ὑ ϕ ί σ τ α τ α ι! / Γιατὶ ὅ,τι δὲν ὑπάρχει, δὲν μπορεῖ νὰ θέλει. Κι αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ θέλει νὰ ὑπάρξει! / Μόνο ὅπου ὑπάρχει ζωή, ὑπάρχει
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks