Φρ. Νίτσε - Το Πάθος για την Αλήθεια

Page 1





ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ γράϕτηκε τὸ 1872 κι ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο ἀπ ᾽ τοὺς Πέντε προλόγους γιὰ πέντε ἄγραϕα βιβλία (ποὺ δὲν πρόκειται νὰ γραϕτοῦν ποτέ), καθὼς ὁ Νίτσε αὐτοσαρκαστικὰ σημείωνε χαρίζοντάς τα στὴν Κόζιμα Βάγκνερ τὰ Χριστούγεννα τῆς ἴδιας χρονιᾶς. Τὸ κείμενο αὐτό, ἂν καὶ πρωτόλειο, εἶναι κομβικὸ γιὰ τὸν συγγραϕέα. Χωρία του θὰ ἐνσωματώσει στὸ 8ο κεϕάλαιο τῆς Φιλοσοϕίας στὰ χρόνια τῆς ἀρχαιοελληνικῆς τραγωδίας (1873), στό: Περὶ ἀληθείας καὶ ψεύδους ὑπὸ ἐξωηθικὴ ἔννοια (1873), καθὼς καὶ στὸ 2ο κεϕάλαιο ῎ καιρου στοχασμοῦ: « ῾Ιστορία καὶ ζωή» (1874). τοῦ Α ᾽ Εκείνη τὴν περίοδο ὁ Νίτσε, τακτικὸς καθηγητὴς Φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βασιλείας, μελετοῦσε Προσωκρατικοὺς καὶ Πλάτωνα, ξαναδουλεύοντας τὶς ξεκινημένες ἀπ ᾽ τὸ χειμερινὸ ἑξάμηνο τοῦ 1869 παραδόσεις του. ῾ Ωστόσο, ἂν παραβάλει κανεὶς τὴ θεματολογία τοῦ πρώτου του ἔργου, τῆς Γέννησης τῆς τραγωδίας, ποὺ ἐκδόθηκε ἀρχὲς τοῦ 1872,


10

ΦΡ. ΝΙΤΣΕ, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

μὲ τὸ κείμενο αὐτό, θὰ διαπιστώσει μιὰ καίρια ἀλλαγὴ ὀπτικῆς: στὸ προσκήνιο τώρα δὲν εἶναι πιὰ ἡ Τέχνη, ἀλλ᾽ ἡ Φιλοσοϕία. Πρότυπο ϕιλοσόϕου: ὄχι τόσο ὁ Σοπενάουερ, ἀλλὰ ὁ ῾ Ηράκλειτος. ῞ Ομως...— — «Πῶς ξεκινάει κανείς;»* – αὐτό βασάνιζε τὸν Νίτσε, κι ἂς εἶχε ἐκδώσει ὁλόκληρη Γέννηση τῆς τραγωδίας. Πῶς βρίσκει «λέξεις», «τόνο», καταλήγοντας σὲ κάτι ἑνιαῖο, ἐμπεριστατωμένο, μὲ συνοχή – νὰ γράψει τὴ ϕράση του καὶ νὰ μὴν ἀκούγεται ψεύτικος, προσποιητός; (Μίλα μὲ νοήματα γιὰ νὰ μὴ βαρβαρίζεις – ἀκούγεται ἡ παλιὰ ὑποθήκη...) Τὸ πάθος γιὰ τὴν ἀλήθεια. Τίτλος κοινότοπος, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ὑποσχόμενος. ῾ Ωστόσο, ὁ ἀναγνώστης μένει ξεκρέμαστος ἀπ ᾽ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος. ᾽Απὸ τὴν ἐναρκτήρια ἔκλαμψη, ποὺ ἀποπνέει ἐμβληματικὲς εἰκόνες τῆς Καπέλλα Σιξτίνα, ὣς τὶς ἔρημες ἐκτάσεις τοῦ Ναοῦ τῆς ᾽Αρτέμιδος, καὶ τό «διὰ ταῦτα» (: ῾Η Τέχνη θέλει τὴ ζ ω ή – ἡ γνώση τὴν ἐ κ μ η δ έ ν ι σ η), τὸ κείμενο στερεῖται κεντρικοῦ θέματος. Κι ἄν «μορϕικά» εἶναι δοκίμιο, ἡ ἐπίδρασή του, τό «αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα», μᾶς πηγαίνει ἀλλοῦ. ῾ Η μελέτη τῶν Προσωκρατικῶν ἔχει ἀλλάξει κάτι μέσα του. ῞ Ολο ἐκεῖνο τὸ θέατρο θραυσμάτων: οἱ πολυπρισματικές, λακωνικὲς ϕράσεις, ποὺ περισσό* ᾽Αντίστοιχο τοῦ: «Πῶς ζ ε ῖ λοιπὸν κανείς;» (ΦΤ, «Πρόλογοι τοῦ Νίτσε», 34).


Ε ΙΣ Α Γ Ω ΓΙ Κ Α

ἀπ ᾽ τὸν ῟ Ηρκο Ῥ. ᾽Αποστολίδη

Σ ᾽ ΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΟ, σὲ μία μελέτη, σὲ σπαράγματα ἀκόμα, ποὺ συγκροτοῦν ἕνα βιβλίο, ἕναν τόμο, ἕνα ἔστω τεῦχος, κάπου σταματᾶς καὶ σκέϕτεσαι... Χρήσιμες ἐν προκειμένῳ οἱ ὅποιες διαϕωτιστικὲς ἀναλύσεις, ἡ συσχέτιση μὲ ἄλλα κείμενα τοῦ ἴδιου συγγραϕέα, ἢ τῶν προοδοποιῶν του, τῶν προ-δημιουργῶν, τῶν ὁμότεχνων, εἴτ ᾽ ἐκείνων ποὺ βάδισαν στὰ χνάρια, κάνοντας παρόμοιες σκέψεις, καταλήγοντας στ ᾽ ἀνάλογα ἢ καὶ στ ᾽ ἀνάποδα... ᾽ Εδῶ, ὅπως σωστὰ παρατηρεῖ μὲ ἄλλη διατύπωση κι ὁ Β. Δουβαλέρης στὸν εὐσύνοπτο πλὴν περιεκτικὸ Πρόλογό του, μᾶλλον ὁ Νίτσε ξεκινάει δίχως θέμα, ἤ, θὰ λέγαμε, τὸ βρίσκει στὴν πορεία, ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ καὶ δεκάδες ἄλλα. Τί μᾶς μένει, λοιπόν;.. Μᾶς μένει ἕνας ἀέρας, μιὰ αὔρα, ἢ καλύτερα ἕνα ἄγριο μαστίγωμα βοριᾶ στὰ μάγουλα ποὺ ϕρε-



ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ1

ΑΡΑΓΕ Η ΔΟξΑ εἶν ᾽ ἁπλῶς ἡ νοστιμώτερη τροϕὴ τῆς ϕιλαυτίας μας;2 ῎ Οχι μόνο· εἶναι πόθος ἄρρηκτα δεμένος μὲ τοὺς πιὸ σπάνιους ἀνθρώπους καὶ τὶς πιὸ σπάνιες στιγμές τους. ᾽ Εκεῖνες τὶς στιγμὲς ϕωτίζονται ἄξαϕνα ὅλα· ἁπλώνει ἀγέρωχα τὸ χέρι του κανείς, σὰ νὰ πρόσταζε τὴ δημιουργία ἑνὸς Κόσμου· ϕῶς ἀναδύεται ἀπὸ μέσα του καὶ πλημυρεῖ τὰ πάντα.3 Τὸν διαθέει τότε ἡ εὐτυχὴς βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ ποὺ τὸν ὕψωσε ὣς τὰ οὐράνια καὶ τὸν μάγεψε –ἡ μ ι ὰ ὑψηλὴ τούτη αἴσθηση– δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ. Καὶ τώρα καταλαβαίνει πόσο ἀναγκαῖες εἶναι τέτοιες σπάνιες ἐκλάμψεις γιὰ τοὺς μεταγενέστερους, κ᾽ ἔτσι ξυπνᾶ ἐντός του ὁ ὅποιος πόθος δόξας. ᾽ Εϕεξῆς καὶ στὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα ἡ ᾽Ανθρωπότητα ὅλη τὸν χρειάζεται.4 Ν ά ἡ ἐπιτομή, ἡ πεμπτουσία τῆς ὕπαρξής του· πιστεύει πὼς αὐτό ποὺ ἔνοιωσε κείνη τὴ στιγμή – αὐτός ποὺ ἦταν


28

ΦΡ. ΝΙΤΣΕ, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

ἐκείνη τὴ στιγμή– ἀθανατίστηκε, ἐνῶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο τοῦ ϕαίνεται πιὰ ἄχρηστο, μάταιο, ϕτηνό, περιττό, τὸ τινάζει ἀπὸ πάνω του ἀϕήνοντάς το ἕρμαιο τῆς ϕθορᾶς καὶ τοῦ ἐϕήμερου...5 Τοὺς χαμοὺς καὶ τοὺς ἀϕανισμοὺς δὲν τοὺς δέχεται ὁ νοῦς μας· χάσκουμε μπρός τους, ἔκπληκτοι κιόλας, λὲς καὶ συνέβη τὸ ᾽Αδύνατο! Μᾶς θλίβει ἡ θέα τοῦ δέντρου ποὺ πέϕτει, τοῦ βουνοῦ ποὺ καταρρέει. Κάθε χρόνο, τὴ νύχτα τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἀνοίγεται μπροστά μας ἡ μυστηριακὴ ἀντίθεση τοῦ Εἶναι καὶ τοῦ Γίγνεσθαι... ῞ Ομως τὸ νὰ σβήσει μιὰ στιγμὴ ἄκρας ἐντέλειας τοῦ κόσμου σὰ ϕευγαλέο ϕῶς, χωρὶς διάρκεια καὶ κληρονόμους, προσβάλλει κατεξοχὴν τὸν ἠθικὸ ἄνθρωπο. ᾽ Ετοῦτος ἀξιώνει πὼς ὅ,τι ὑπῆρξε μ ι ὰ ϕορὰ κ ᾽εἶχε σκοπό του νὰ διαιωνίσει καὶ νὰ λαμπρύνει τὴ λέξη «ἄνθρωπος», πρέπει ὁπωσδήποτε α ἰ ώ ν ι α νὰ ὑπάρχει!..6 ᾽Αλλ᾽ α ὐ τ ὸ εἶναι, ἴσα-ἴσα, καὶ τὸ βασικὸ νόημα τοῦ Πολιτισμοῦ:7 οἱ μεγάλες στιγμὲς συγκροτοῦν μιὰν ἁλυσίδα ποὺ συνέχει τὴν ᾽Ανθρωπότητα, ὅσοι αἰῶνες κι ἂν περάσουν – σὰν κορυϕογραμμὴ ποὺ ὑψώνει τὸ μέγιστο μιᾶς περασμένης ἐποχῆς, μ ε γ ά λ ο καὶ γιὰ μένα τὸν σημερινό,8 ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τὸ προαίσθημα τῶν σπάνιων ἀνθρώπων γιὰ δόξα κι ἀθανασία!..9 ῞ Ομως μὲ τὴν ἀξίωση ὅτι τὸ Μεγάλο πρέπει νὰ ζεῖ αἰώνια, ξεσπάει ἡ ϕοβερὴ μάχη κατὰ τοῦ Πο-


ΦΡ. ΝΙΤΣΕ, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

29

λιτισμοῦ· γιατὶ ὅ,τι εἶν ᾽ ἀκόμη ζωντανὸ ϕωνάζει: ῎Οχι! Τὸ Συνηθισμένο, τὸ Μικρό, τὸ Χθαμαλό, τρυπώνει σὲ κάθε γωνιὰ αὐτοῦ τοῦ Κόσμου, μολύνει τὸν ἀέρα –τούτη τὴν κατάρα ποὺ ἀναπνέουμε ὅλοι!–, θολούρα πυκνώνει ϕοβερὴ γύρω ἀπ ᾽ τὸ Μεγάλο, τὸ παραϕυλάει, τὸ ἐμποδίζει, τὸ πνίγει, τὸ ἀποθαρρύνει, χίλιες πλάνες σπέρνει στὸ δρόμο του πρὸς τὴν Αἰωνιότητα... Ναί, ὁ δρόμος ποὔχει νὰ διαβεῖ, μὲς ἀπ ᾽ τὴ στενωπὸ τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ περνάει! – τοῦ μυαλοῦ ἐλεεινῶν, λιγόζωων πλασμάτων ποὺ κατατρίβονται σ ᾽ εὐτελεῖς ἀνάγκες, κι ἂν σηκώνουν ποτὲ κεϕάλι, πάλι στὶς ἴδιες χρεῖες παραδέρνουν,10 κερδίζοντας μὲ κόπο μιὰ κάποια παράταση ζωῆς... Αὐτοὶ θέλουν ὁ,τιδήποτε νὰ ζήσουν – ὁ π ω σ δ ήπ ο τ ε νὰ ζήσουν! Ποῦ νὰ νοιώσει, ἕνας ἔστω ἀνάμεσό τους, τί ἀγώνας δρόμου σκληρός, τί λαμπαδηδρομία ξετυλίγεται, ἀπ ᾽ τὴν ὁποία μόνον ὅ,τι Μεγάλο ἐπιζεῖ;11 Νά ὅμως ποὺ ὅλο καὶ ξυπνᾶνε μερικοί, νοιώθοντας στὴ θέα κάθε μεγαλείου τέτοιαν εὐτυχία, σὰ νἆταν ἀλήθεια ἡ ζωὴ μιὰ ὑπέροχη ὑπόθεση, σὰ νἆταν ὁ πιὸ ὄμορϕος καρπὸς τοῦ πικροῦ αὐτοῦ δέντρου τὸ νὰ ξέρεις πὼς κάποτε κάποιος ἔζησε περήϕανα καὶ στωικά, ἄλλος μὲ σκέψη βαθιά, ἄλλος γεμᾶτος εὐσπλαχνία – ἕ ν α δίδαγμα κληροδοτῶντας ὅλοι: πὼς ζεῖ καλύτερα ὅποιος τὴν ὕπαρξη ἀψηϕᾶ! ᾽ Ενῶ ὁ κοινὸς ἄνθρωπος σοβαρεύει καὶ μελαγχολεῖ μπρὸς στὸ σύντομο τοῦτο Εἶναι,


30

ΦΡ. ΝΙΤΣΕ, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

ἐκεῖνοι, καθ ᾽ ὁδὸν πρὸς τὴν Αἰωνιότητα, τῆς ἀντέταξαν ἕνα ὀλύμπιο γέλιο, ἢ τοὐλάχιστον ἕναν περήϕανο σαρκασμό!.. Πολλοὶ κατέβηκαν μὲ εἰρωνικὸ μειδίαμα στὸν τάϕο12 – γιατὶ τί κατάϕερε ὁ θάνατος νὰ τοὺς πάρει;!13 ῍ Αν θέλει κανεὶς νὰ βρεῖ τοὺς πιὸ παράτολμους ἱππότες ἀνάμεσα σὲ τούτους τοὺς ἐϕιέμενους δόξας, ποὺ πιστεύουν ὅτι θ ᾽ ἀντικρύσουν τὸ ἔμβλημά τους σὲ κάποιον μακρινὸ ἀστερισμό, ἂς τοὺς γυρέψει στὸ θίασο τῶν ϕ ι λ ο σ ό ϕ ω ν. ῾ Η δράση τους δὲν τραβάει τὴν προσοχὴ κανενός «κοινοῦ», δὲν ἐρεθίζει τὶς μᾶζες καὶ δὲν προκαλεῖ τὰ ἐνθουσιώδη χειροκροτήματα τῶν σύγχρονών τους. Αὐτοὶ πορεύονται μόνοι. ῎ Εχουν τὸ πιὸ σπάνιο καί, ἀπὸ μιὰν ἄποψη, τὸ πιό «ἀϕύσικο» μὲς στὴ Φύση χάρισμα – ἀποκλειστικὸ κ᾽ ἐχθρικὸ κάθε παρόμοιου χαρίσματος.14 Πρέπει νἄχουν ϕτιάξει τὸν ἑαυτό τους αὐτάρκη, τεῖχος ἀδαμάντινο, ἀγκρέμιστο, ἀϕοῦ ὅλα κινοῦνται ἐναντίον τους – ἄνθρωποι καὶ Φύση! Μ ᾽ ὅλο ποὺ τὸ ταξίδι του πρὸς τὴν ἀθανασία εἶναι σπαρμένο μ᾽ ἐμπόδια καὶ παγίδες, ὁ ϕιλόσοϕος εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ ϕτάσει στὸν προορισμό του, γιατὶ ξέρει πὼς ἀπάγκειο δὲ θὰ βρεῖ στὰ τοῦ «παρόντος», τῆς πεζῆς ἐποχῆς του, ποὺ τὴν περιϕρονεῖ (γνώρισμα τοῦτο κάθε γνήσιας ϕιλοσοϕικῆς ἰδιοσυγκρασίας), μὰ σ ᾽ ὅ λ ο υ ς τ ο ὺ ς γ ι γ α ν τ ό ϕ τ ε ρ ο υ ς κ α ι ρ ο ύ ς!15 Αὐτὸς κατέχει τὴν ἀ λ ή θ ε ι α.16 ῍ Ας


Αναζητ'στε το εδ,

www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.