Fernando Pessoa - Ω Λισαβόνα, Σπίτι μου!

Page 1



Fernando Pessoa

Ω ΛΙΣΑΒΟΝΑ, ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ! ᾽Ανθολόγηση -Εἰσαγωγὴ-Μετάϕραση

Μαρία Παπαδήμα

GUTENBERG

᾽Α θήνα 2016



ΛΙΣΑΒΟΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΩΡΑ

33

῾Απλώνεται μπροστὰ στὰ νοσταλγικά μου μάτια ἡ πόλη ἀκαθόριστη καὶ σιωπηλή. Τὰ σπίτια ξεχωρίζουν ἀπ ᾽ τὸ αἰωρούμενο σύϕυρμά τους, καὶ τὸ ϕεγγαρόϕωτο ρίχνει ϕιλντισένιες κηλίδες ἀβεβαιότητας, στὰ στατικὰ σκαμπανεβάσματα αὐτῆς τῆς πλησμονῆς. ῾Υπάρχουν σκεπὲς καὶ σκιές, παράθυρα καὶ Μεσαίωνας. Δὲν ὑπάρχει μέρος γιὰ περίχωρα. Σὲ ὅ,τι βλέπουμε αἰωρεῖται μιὰ λάμψη ἀπόμακρου. Πάνω ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βλέπω ὑπάρχουν μαῦρα κλαδιὰ δέντρων, καὶ νιώθω τὸν ὕπνο ὁλόκληρης τῆς πόλης στὴν ἀποθαρρυμένη μου καρδιά. ῾Η Λισαβόνα στὸ ϕεγγαρόϕωτο καὶ ἡ κούρασή μου τῆς αὐριανῆς μέρας! [Μπερνάρντο Σοάρες]


34

Ω ΛΙΣΑΒΟΝΑ, ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!

Βρέχει πολύ, πιὸ πολύ, ὅλο καὶ πιὸ πολύ… Εἶναι σὰν κάτι ποὺ πρόκειται νὰ χυθεῖ ἔξω στὰ σκότη… ῞Ολος ὁ ἀκανόνιστος καὶ ὀρεινὸς ὄγκος τῆς πόλης μοῦ μοιάζει σήμερα μὲ ὑψίπεδο, ἕνα ὑψίπεδο βροχῆς. ῞Οπου καὶ ν ᾽ἁπλώσεις τὸ βλέμμα σου, ὅλα εἶναι στὸ χρῶμα τῆς βροχῆς, μαῦρο χλωμό. Νιώθω περίεργες αἰσθήσεις, ὅλες τους παγερές. Μερικὲς ϕορὲς μοῦ ϕαίνεται ὅτι τὸ κυρίαρχο τοπίο εἶναι ὁμίχλη, καὶ ὅτι τὰ σπίτια εἶναι ἡ ὁμίχλη ποὺ τὸ σκεπάζει. Κάτι σὰν προνεύρωση αὐτοῦ ποὺ θὰ εἶμαι ὅταν δὲν θὰ εἶμαι πιὰ μοῦ παγώνει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή. Κάτι σὰν ἀνάμνηση τοῦ μελλοντικοῦ μου θανάτου μὲ ἀνατριχιάζει ἀπὸ μέσα μου. Σὲ μιὰ ὁμίχλη προαίσθησης, μὲ νιώθω, ὕλη νεκρή, πεσμένο στὴ βροχή, νὰ μὲ θρηνεῖ ὁ ἄνεμος. Καὶ τὸ κρύο αὐτοῦ ποὺ δὲν θὰ νιώθω δαγκώνει τὴν τωρινή μου καρδιά. [Μπερνάρντο Σοάρες]


ΛΙΣΑΒΟΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΩΡΑ

35

Κ ΑΤΑΙΓΙΔ Α

᾽Εκεῖ ποὺ ὑπῆρχαν ἀκίνητα σύννεϕα τὸ γαλάζιο τ ᾽ οὐρανοῦ ἔδειχνε βρόμικο ἐξαιτίας τῆς διαϕάνειας τοῦ λευκοῦ. ῾Ο κλητήρας, στὸ βάθος τοῦ γραϕείου, ἀκινητοποιεῖ γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ σπάγκο του γύρω ἀπὸ τὸ αἰώνιο πακέτο του… «Σὰν κι αὐτή, μόνο ἄλλη μιὰ ϕορὰ θυμᾶμαι», σχολιάζει μὲ στατιστικὴ διάθεση. Παγερὴ σιωπή. Οἱ θόρυβοι τοῦ δρόμου ἔμοιαζαν σὰν νὰ τοὺς ἔκοψε μαχαίρι. ῎Ενιωθε κανείς, ἀτελείωτα, τὴ δυσθυμία τῶν πάντων, μιὰ παύση τῆς ἀναπνοῆς τοῦ σύμπαντος. Τὸ σύμπαν ὁλόκληρο εἶχε σταματήσει. Λεπτά, λεπτά, λεπτά. Τὸ σκοτάδι μαύρισε ἀπὸ τὸ κάρβουνο τῆς σιωπῆς. Ξαϕνικά, ἀτσάλι ζωντανό,□10 Τί ἀνθρώπινος ὁ μεταλλικὸς ἦχος τῶν τράμ! Τί εὔθυμο τοπίο ἡ ἁπλὴ βροχὴ στὸ δρόμο ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τὴν ἄβυσσο! ῏Ω Λισαβόνα, σπίτι μου! [Μπερνάρντο Σοάρες] 10. Τὸ σύμβολο □ ὑποδηλώνει χαμένο κείμενο.


36

Ω ΛΙΣΑΒΟΝΑ, ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!

Γιὰ νὰ νιώσω τὴν ἀπόλαυση καὶ τὸν τρόμο τῆς ταχύτητας δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ γρήγορα αὐτοκίνητα καὶ ὑπερταχεῖες. Μοῦ ἀρκεῖ ἕνα τρὰμ καὶ ἡ τρομερὴ ἱκανότητα ἀϕαίρεσης ποὺ ἔχω καὶ καλλιεργῶ. [Μπερνάρντο Σοάρες]


ΛΙΣΑΒΟΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΩΡΑ

37

Μὲ πιάνει ἴλιγγος. Τὰ καθίσματα τοῦ τράμ, μὲ τὴν ψάθα τους ὅπου ἐναλλάσσονται οἱ χοντρὲς πλέξεις μὲ τὶς λεπτές, μὲ μεταϕέρουν σὲ περιοχὲς μακρινές, πολλαπλασιάζονται μέσα μου σὲ βιοτεχνίες, ἐργάτες, σπίτια ἐργατῶν, ζωές, πραγματικότητες, τὰ πάντα. Βγαίνω ἀπὸ τὸ τρὰμ κατάκοπος καὶ ὑπνοβάτης. ῎Εζησα μιὰ ὁλόκληρη ζωή. [Μπερνάρντο Σοάρες]


38

Ω ΛΙΣΑΒΟΝΑ, ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!

Σηκώνω περαστικὸς τὸ κεϕάλι μου καὶ βλέπω ὅτι, πάνω στὴν πλαγιὰ τοῦ Καστέλο, ὁ ἥλιος ποὺ δύει ἀπὸ τὴν ἀντίθετη μεριὰ ἀνάβει ϕωτιὲς σὲ δεκάδες παράθυρα, ψηλὸς ϕανοστάτης ποὺ καίει μὲ ψυχρὴ ϕωτιά. Γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ μάτια μὲ τὴ σκληρὴ ϕλόγα ὅλη ἡ πλαγιὰ ἔχει τὴ γλύκα τοῦ σούρουπου. Μπορῶ τουλάχιστον νὰ αἰσθάνομαι θλιμμένος καὶ νὰ ἔχω συνείδηση ὅτι μὲ τὴ θλίψη μου διασταυρώθηκε μόλις –τὸ εἶδα μὲ τ ᾽αὐτιά μου– ὁ ξαϕνικὸς ἦχος τοῦ τρὰμ ποὺ περνάει, οἱ ϕωνὲς τῶν νεαρῶν περαστικῶν ποὺ μιλοῦν, ὁ ξεχασμένος ψίθυρος τῆς ζωντανῆς πόλης. [Μπερνάρντο Σοάρες]


ΔΙΑΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΔΙΑΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

141

Μπῆκα στὸν κουρέα ὅπως συνήθως, μὲ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ μοῦ δίνει ἡ εὐκολία νὰ μπαίνω χωρὶς ἀμηχανία στὰ γνωστά μου στέκια. ῾Η εὐαισθησία μου γιὰ τὸ καινούριο μοῦ προκαλεῖ ἀγωνία: νιώθω ἤρεμος μόνο ἐκεῖ ποὺ ἔχω ξαναβρεθεῖ. ῞Οταν κάθισα στὴν πολυθρόνα, ρώτησα, καθὼς τὸ θυμήθηκα τυχαῖα, τὸ παιδὶ τοῦ κουρείου, ποὺ μοῦ ἅπλωνε στὸ στῆθος ἕνα κρύο καὶ καθαρὸ πανί, τί κάνει ὁ συνάδελϕός του ποὺ δούλευε στὴ δεξιὰ πολυθρόνα, μεγαλύτερος τὴν ἡλικία καὶ πνευματώδης, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄρρωστος. Τὸν ρώτησα χωρὶς νὰ ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ τὸν ρωτήσω: μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ συνειρμικά, ἐπειδὴ βρισκόμουν ἐκεῖ. «Πέθανε χτές», μοῦ ἀπάντησε χωρὶς καμιὰ ἔμϕαση ἡ ϕωνὴ ποὺ βρισκόταν πίσω ἀπὸ τὴν πετσέτα κι ἐμένα, ἐνῶ τὰ δάχτυλά της ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν τελευταία παρέμβαση στὸν αὐχένα μου, ἀνάμεσα σ ᾽ἐμένα καὶ τὸ γιακά μου. ῞Ολη ἡ ἀνεξήγητη καλή μου διάθεση χάθηκε διαμιᾶς, ὅπως ὁ κουρέας, γιὰ πάντα ἀπὼν ἀπὸ τὴ διπλανὴ πολυθρόνα. ῾Η σκέψη μου πάγωσε. Δὲν εἶπα τίποτα. Νοσταλγία! Νά τί αἰσθάνομαι γιὰ ὅλα, ἀκόμη καὶ γι᾽αὐτὸν ποὺ δὲν μοῦ ἦταν τίποτα, ἐξαιτίας μιᾶς ἀγωνίας γιὰ τὴ ϕυγὴ τοῦ χρόνου καὶ μιᾶς ἀσθένειας μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς. Πρόσωπα ποὺ συνήθιζα νὰ τὰ βλέπω στὶς συνηθισμένες μου


142

Ω ΛΙΣΑΒΟΝΑ, ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!

διαδρομές – ἅμα πάψω νὰ τὰ βλέπω στενοχωριέμαι. Δὲν ἦταν τίποτα γιὰ μένα, παρεκτὸς τὸ σύμβολο τῆς ζωῆς στὸ σύνολό της. ῾Ο ἀσήμαντος γέρος μὲ τὶς βρόμικες γκέτες, μὲ τὸν ὁποῖο διασταυρωνόμουν συχνὰ στὶς ἐννιάμισι τὸ πρωί; ῾Ο κουτσὸς λαχειοπώλης ποὺ μάταια μ᾽ἐνοχλοῦσε; ῾Ο παχουλὸς καὶ κόκκινος γεράκος μὲ τὸ ποῦρο του στὴν πόρτα τοῦ καπνοπωλείου; ῾Ο χλωμὸς ἰδιοκτήτης τοῦ καπνοπωλείου; Τί νά ᾽χουν ἀπογίνει ὅλοι αὐτοὶ πού, ἐπειδὴ τοὺς εἶδα καὶ τοὺς ξαναεῖδα τόσες ϕορές, ἀποτελοῦν μέρος τῆς ζωῆς μου; Κι ἐγὼ αὔριο θὰ ἐξαϕανιστῶ ἀπὸ τὴ Ρούα ντὰ Πράτα, τὴ Ρούα ντὸς Ντοραδόρες, τὴ Ρούα ντὸς Φανκέιρος. Κι ἐγὼ αὔριο –ἡ ψυχὴ ποὺ αἰσθάνεται καὶ σκέϕτεται, τὸ σύμπαν ποὺ εἶμαι γιὰ μένα– ναί, κι ἐγὼ αὔριο θὰ εἶμαι αὐτὸς ποὺ ἔπαψε νὰ περνάει ἀπὸ τούτους τοὺς δρόμους, αὐτὸς ποὺ οἱ ἄλλοι ἀόριστα θὰ τὸν μνημονεύουν μ᾽ ἕνα «Τί ν ᾽ ἀπόγινε αὐτός;». Κι ὅλα ὅσα κάνω, ὅλα ὅσα αἰσθάνομαι, ὅλα ὅσα ζῶ, δὲν θὰ εἶναι τίποτα παραπάνω ἀπὸ ἕνας διαβάτης λιγότερος στὴν καθημερινότητα τῶν δρόμων μιᾶς ὁποιασδήποτε πόλης. [Μπερνάρντο Σοάρες]


ΔΙΑΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΔΙΑΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

143

᾽Απὸ τότε ποὺ οἱ τελευταῖες βροχὲς ἔϕυγαν γιὰ τὸ Νότο, καὶ ἀπέμεινε μονάχα ὁ ἄνεμος ποὺ τὶς ἔδιωξε μακριά, ἐπανῆλθε στοὺς λόϕους τῆς πόλης ἡ εὐθυμία τοῦ ἀληθινοῦ ἥλιου, καὶ ϕάνηκαν πολλὰ ἄσπρα ροῦχα νὰ χοροπηδοῦν κρεμασμένα σὲ σχοινιὰ τεντωμένα σὲ κοντάρια κάθετα στὰ ψηλὰ παράθυρα τῶν πολύχρωμων κτιρίων. Κι ἐγὼ ἐπίσης εἶμαι εὐχαριστημένος, γιατὶ ὑπάρχω. Βγῆκα ἀπ ᾽τὸ σπίτι μ᾽ἕνα μεγάλο στόχο, ποὺ ἦταν τελικὰ νὰ ϕτάσω ἐγκαίρως στὸ γραϕεῖο. ᾽Αλλὰ ἐκείνη τὴ μέρα, ἡ ἴδια ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς συμμετεῖχε σ ᾽ ἐκείνη τὴν ἄλλη εὐλογημένη ὁρμὴ ποὺ κάνει τὸν ἥλιο νὰ ἀνατέλλει τὶς ὧρες ποὺ γράϕουν τὰ ἡμερολόγια, σύμϕωνα μὲ τὸ γεωγραϕικὸ μῆκος καὶ πλάτος τῶν τόπων αὐτῶν. Αἰσθάνθηκα εὐτυχὴς μὴν μπορώντας νὰ αἰσθανθῶ δυστυχής. Κατέβηκα τὸ δρόμο ξεκούραστα, γεμάτος βεβαιότητα, γιατὶ ὁπωσδήποτε τὸ γνώριμο γραϕεῖο, οἱ γνώριμοι ἄνθρωποι σ ᾽αὐτὸ εἶναι βεβαιότητες. Δὲν ἦταν περίεργο ποὺ αἰσθανόμουν ἐλεύθερος χωρὶς νὰ ξέρω τὸ γιατί. Στὰ καλάθια ποὺ ἦταν ἀκουμπισμένα στὴν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου τῆς Ρούα ντὰ Πράτα οἱ μπανάνες ποὺ περίμεναν νὰ πουληθοῦν, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, εἶχαν ἕνα κατακίτρινο χρῶμα. Τελικὰ ἱκανοποιοῦμαι μὲ πολὺ λίγα πράγματα: τὸ ὅτι ἔπαψε ἡ βροχή, τὸ ὅτι ὑπάρχει ἕνας ὡραῖος


144

Ω ΛΙΣΑΒΟΝΑ, ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!

ἥλιος σ ᾽αὐτὸν τὸν εὐτυχισμένο Νότο, μπανάνες ποὺ ϕαίνονται πιὸ κίτρινες ἐπειδὴ ἔχουν μαῦρες κηλίδες, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὶς πουλᾶνε ϕλυαρώντας, τὰ πεζοδρόμια τῆς Ρούα ντὰ Πράτα, ὁ Τάγος στὸ βάθος, γαλάζιο ποὺ ἡ πρόσμιξή του μὲ τὸ χρυσὸ τὸ πρασινίζει, ὅλη αὐτὴ ἡ οἰκεία γωνιὰ τοῦ συστήματος τοῦ Σύμπαντος. Θά ᾽ρθει ἡ μέρα ποὺ δὲν θὰ βλέπω πιὰ αὐτὸ τὸ θέαμα, ποὺ ἐγὼ θά ᾽χω πεθάνει κι οἱ μπανάνες στὴν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου θὰ ἐπιβιώνουν, κι οἱ ϕωνὲς τῶν πονηρῶν πωλητριῶν, καὶ οἱ ἐϕημερίδες τῆς ἡμέρας ποὺ ἔχει ἁπλώσει ὁ μικρὸς τὴ μία δίπλα στὴν ἄλλη στὴ γωνία τοῦ πεζοδρομίου ἀπὸ τὴν ἀπέναντι μεριὰ τοῦ δρόμου. Γνωρίζω ἀσϕαλῶς πὼς οἱ μπανάνες θά ᾽ναι ἄλλες, πὼς οἱ πωλήτριες θά ᾽ναι ἄλλες, καὶ πὼς οἱ ἐϕημερίδες θὰ ἔχουν, γι᾽ αὐτὸν ποὺ θὰ σκύψει νὰ τὶς δεῖ, μιὰ ἡμερομηνία ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἡ σημερινή. ᾽Αλλὰ αὐτά, ἐπειδὴ δὲν ζοῦν, διαρκοῦν, ἂν καὶ εἶναι ἄλλα. ᾽Εγώ, ἐπειδὴ ζῶ, διαβαίνω, ἂν καὶ εἶμαι ὁ ἴδιος. Αὐτὴ τὴν ὥρα θὰ μποροῦσα νὰ τὴν ἐπισημοποιήσω ἀγοράζοντας μπανάνες, γιατὶ νομίζω πὼς σ ᾽ αὐτὲς ἐκτινάχτηκε ὅλο τὸ ϕῶς τῆς μέρας σὰν ἕνας προβολέας χωρὶς μηχανισμό. ᾽Αλλὰ ντρέπομαι τὰ τελετουργικά, τὰ σύμβολα, ν ᾽ἀγοράζω πράγματα στὸ δρόμο. Μπορεῖ νὰ μὴ μοῦ τυλίξουν καλὰ τὶς μπανάνες, νὰ μὴ μοῦ τὶς πουλήσουν ὅπως θά ᾽πρεπε,


ΔΙΑΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΔΙΑΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

145

γιατὶ ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ τὶς ἀγοράσω ὅπως θά ᾽πρεπε. Μπορεῖ νὰ ἔβρισκαν παράξενη τὴ ϕωνή μου ὅταν θὰ τοὺς ρωτοῦσα τὴν τιμή. Εἶναι καλύτερα νὰ γράϕεις ἀπ ᾽τὸ νὰ τολμᾶς νὰ ζεῖς, ἂν καὶ τὸ νὰ ζεῖς δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπ ᾽τὸ ν ᾽ἀγοράζεις μπανάνες στὸν ἥλιο, ὅσο λάμπει ὁ ἥλιος καὶ ὑπάρχουν μπανάνες γιὰ πούλημα. ᾽Αργότερα, ἴσως… Ναί, ἀργότερα… ῞Ενας ἄλλος, ἴσως… δὲν ξέρω… [Μπερνάρντο Σοάρες]


Αναζητ'στε το εδ,

www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.