Τα Σονέτα του W. Shakespeare & Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα του P. Neruda

Page 1

WILLIAM SHAKESPEARE

PA B L O N E R U D A

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ



Ἐπιλέξαμε γιὰ σᾶς στίχους ἀπὸ τὶς δύο δημοφιλέστερες ποιητικὲς συλλογὲς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἐσεῖς ποιό στίχο θὰ ἀφιερώνατε…

Κάντε κλὶκ πάνω στὰ ἐξώφυλλα









Λίγα λόγια πρὶν τὴν ἀνάγνωση


27.

Weary with toil, I haste me to my bed, The dear repose for limbs with travail tirèd, But then begins a journey in my head To work my mind, when body’s work’s expirèd. For then my thoughts (from far, where I abide) Intend a zealous pilgrimage to thee, And keep my drooping eyelids open wide, Looking on darkness which the blind do see; Save that my soul’s imaginary sight Presents thy shadow to my sightless view, Which like a jewel (hung in ghastly night) Makes black Night beauteous, and her old face new. Lo, thus by day my limbs, by night my mind, For thee, and for myself, no quiet find.

74


27.

Τρέχω γιὰ τὸ κρεβάτι μου· ὁ κόπος μὲ τσακίζει· Γλυκιὰ ζητάει ἀνάπαυση τὸ ἐξαντλημένο σῶμα· Μὰ εὐθὺς μὲς στὸ κεϕάλι μου ἕνα ταξίδι ἀρχίζει, Κι ἐνῶ τὰ μέλη σχόλασαν, ὁ νοῦς δουλεύει ἀκόμα. Γιατὶ εὐθὺς οἱ σκέψεις μου ζητοῦν μακριὰ νὰ ϕύγουν ῞Ενα προσκύνημα πρὸς σὲ μὲ ζῆλο ν ᾽ ἀρχινήσουν· Τὰ μάτια μου ποὺ ἔγερναν διάπλατα μοῦ ἀνοίγουν Καὶ τὰ σκοτάδια τῶν τυϕλῶν τοὺς λένε ν ᾽ ἀτενίσουν. Καὶ τῆς ψυχῆς μου ἡ ὅραση, στῆς ϕαντασίας τὰ δίχτυα, Στὸ βλέμμα μου τ ᾽ ἀόμματο τὴ σκιά σου παρουσιάζει: Πῶς κρέμεται σὰν κόσμημα μὲς στὴν ἀπαίσια νύχτα!* ῾Η μαύρη μοιάζει καλλονή, ἡ γριά της ὄψη ἀκμάζει. Τρέχει τὸ σῶμα τὸ πρωί, τὴ νύχτα ἡ ϕαντασία: Γιὰ χάρη σου, γιὰ χάρη μου δὲν βρίσκουν ἡσυχία.

* Δεῖτε κάτι παρόμοιο στοὺς στίχους ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο καὶ Ι᾽ ουλιέτα (1.5. 44-5): «It seems she hangs upon the cheek of night / As a rich jewel in an Ethiope’s ear» («Μοιάζει νὰ κρέμεται στὸ μάγουλο τῆς νύχτας / Σὰν πλούσιο κόσμημα στοῦ Αἰθίοπα τ ᾽ ἀϕτί»). 75


40.

Take all my loves, my love, yea, take them all: What hast thou then more than thou hadst before? No love, my love, that thou mayst true love call: All mine was thine before thou hadst this more. Then if for my love thou my love receivest, I cannot blame thee, for my love thou usest; But yet be blamed, if thou thyself deceivest By wilful taste of what thyself refusest. I do forgive thy robb’ry, gentle thief, Although thou steal thee all my poverty; And yet love knows it is a greater grief To bear love’s wrong than hate’s known injury. Lascivious grace, in whom all ill well shows, Kill me with spites, yet we must not be foes.

100


40.

Πάρε ὅλες τὶς ἀγάπες μου ἀγάπη μου ἐσύ:* Τί θά ᾽χεις περισσότερο ἀπ ᾽ ὅσα ἤδη εἶχες; ᾽Αγάπη μου, σ ᾽ αὐτὲς ἀγάπη δὲ θὰ βρεῖς πιστή: ῞Οσα δικά μου λέγονται ἤδη ἀπὸ πρὶν κατεῖχες. Δὲ ϕταῖς ἂν τὴν ἀγάπη μου τὴν χρησιμοποιεῖς ᾽Αντὶ γιὰ τὴν ἀγάπη μου· μὲ ἀγάπη μου θὰ ζήσεις. Μὰ ϕταῖς, ἂν ὅ,τι ἀπ ᾽ τ ᾽ ἄλλο σου ἐγὼ τὸ ἀρνηθεῖς, Πεισματικὰ γευθεῖς κι οἰκτρὰ τὸ ἐγώ σου ἐξαπατήσεις.† Κλέϕτη μου ἁβρέ, σοῦ συγχωρῶ καὶ τούτη τὴ ληστεία, Παρόλο ποὺ κατάκλεψες τὴ ϕτώχεια μου· τὸ σϕάλμα Ποὺ κάνει ἡ ἀγάπη, ξέρει ἡ ἀγάπη ὅτι εἶναι μιὰ πικρία Βαρύτερη παρὰ ἂν δεχθεῖ ἀπὸ τὸ μίσος τραῦμα. Λάγνε μου ἄρχοντα, καλὸ ϕαντάζει τὸ κακό σας. Σκοτῶστε με μὲ προσβολές, ἀλλ᾽ ἂς μὴ γίνω ἐχθρός σας.

* Τὸ ποίημα παίζει μὲ δύο ἔννοιες τῆς λέξης love: α´. my love for you: ἡ ἀγάπη μου γιὰ σένα, β´. my loves: οἱ ἄλλοι ἐραστές μου. «Πάρε ὅλες τὶς ἀγάπες μου» λοιπὸν ἐδῶ σημαίνει «πάρε καὶ ὅλους μου τοὺς ἄλ λους ἐραστές, ὁρίστε, κάνε σχέση μαζί τους». † Οἱ στίχοι 5-8 ἔχουν τὸ ἑξῆς νόημα: Δὲν θὰ σὲ κατηγορήσω ἂν ἀντὶ γιὰ μένα ( for my love) χρησιμοποιήσεις γιὰ σὲξ ἕναν ἀπ ᾽τοὺς ἐραστές μου (my love thou usest). Θὰ σὲ κατηγορήσω ὅμως ἂν ἐξαπατήσεις τὸ καλύτερο κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ σου (thou this self deceivest) καὶ δοθεῖς μόνο καὶ μόνο ἀπὸ πεῖσμα (by wilful taste) σ ᾽ ἕναν ἐραστή μου, ἐνῶ ἀρνεῖσαι τὴν ἴδια σωματικὴ ἐπαϕὴ σ ᾽ ἐμένα ποὺ εἶμαι ὁ δεύτερος ἑαυτός σου (what thyself refusest). 101


42.

That thou hast her, it is not all my grief, And yet it may be said I loved her dearly; That she hath thee is of my wailing chief, A loss in love that touches me more nearly. Loving offenders, thus I will excuse ye: Thou dost love her, because thou know’st I love her, And for my sake even so doth she abuse me, Suff’ring my friend for my sake to approve her. If I lose thee, my loss is my love’s gain; And, losing her, my friend hath found that loss: Both find each other, and I lose both twain, And both for my sake lay on me this cross. But here’s the joy: my friend and I are one. Sweet flatt’ry! Then she loves but me alone.

104


42.

Δὲν θλίβομαι μόνο ἐπειδὴ τὴν ἔχεις ἐσὺ τώρα, Κι ὅμως γλυκὰ μπορῶ νὰ πῶ τὴν εἶχα ἀγαπήσει. Μόνο ὑποϕέρω ποὺ ἐκείνη σ ᾽ἔχει ὅλη τὴν ὥρα· ῾Η ἥττα αὐτὴ ἡ ἐρωτικὴ μ᾽ἔχει βαθιὰ χτυπήσει. ῏Ω ἐχθροὶ-ἐραστές! Νά, θὰ σᾶς βρῶ καὶ μιὰ δικαιολογία: Τὴν ἀγαπᾶς γιατὶ τὸ ξέρεις πὼς τὴν ἀγαπῶ. Μὰ κι ἡ δική της προσβολὴ ἔχει τὴν ἴδια αἰτία: Τοῦ ἐπέτρεψε νὰ τὴ γευθεῖ γιὰ νὰ πονέσω ἐγώ. ῍Αν σὲ χάσω, ὅ,τι ἔχασα κερδίζει ἡ ἀγαπημένη· ῍Αν χάσω αὐτήν, ὁ ϕίλος μου θὰ βρεῖ ὅ,τι ἔχω χάσει. ῾Ο ἕνας τὸν ἄλλον βρήκανε, γιὰ μὲ κι οἱ δύο χαμένοι· Κι οἱ δύο σὲ τοῦτον τὸν σταυρὸ μ᾽ ἔχουν καταδικάσει. Μὰ ἐδῶ ὑπάρχει μιὰ χαρά! Φίλος κι ἐγὼ εἴμαστε ἕνα. Γλυκιὰ αὐταπάτη! ῎Αρα ἀγαπᾶ ἐκείνη μόνο ἐμένα.

105


75.

So are you to my thoughts as food to life, Or as sweet seasoned showers are to the ground; And for the peace of you I hold such strife As ’twixt a miser and his wealth is found: Now proud as an enjoyer, and anon Doubting the filching age will steal his treasure, Now counting best to be with you alone, Then bettered that the world may see my pleasure; Sometime all full with feasting on your sight, And by and by clean starvèd for a look. Possessing or pursuing, no delight, Save what is had or must from you be took. Thus do I pine and surfeit day by day, Or gluttoning on all, or all away.

170


75.

῞Ο,τι εἶν ᾽γιὰ τὴ ζωὴ ἡ τροϕή, ἐσὺ εἶσαι γιὰ τὶς σκέψεις: Εἶσαι γλυκὸ καρύκευμα βροχῆς ποὺ πέϕτει κάτω· Γιὰ νά ᾽χω τὴν εἰρήνη σου μπαίνω σὲ διενέξεις ῞Οπως μαλώνει ὁ τσιγγούνης μὲ τὰ ὑπάρχοντά του. Τώρα ἡ χαρὰ περήϕανο μὲ κάνει· ὕστερα ὅμως, Τρέμω μὴν κλέψουν οἱ καιροὶ-ληστὲς τὰ τιμαλϕῆ μου. Τώρα μετρῶ γιὰ εὐτύχημα νὰ ζῶ μαζί σου μόνος, Μετὰ κι ὁ κόσμος θά ᾽θελα νὰ δεῖ τὴν ἡδονή μου. Κάποιες ϕορὲς μοῦ γίνεται ἡ ὄψη σου κραιπάλη Κι ἄλλες τελείως λιμοκτονῶ γιὰ ἕνα σου μόνο βλέμμα. Καὶ δὲν κατέχω οὔτε ζητῶ καμιὰν ἀπόλαυση ἄλλη ᾽Απ ᾽ὅσα ἔχω ἢ θά ᾽πρεπε νὰ πάρω ἀπὸ σένα. Πρῶτα ϕουσκώνω λαίμαργα, μετὰ νηστεία κάνω. Χορταίνω ἀπ ᾽ὅλα τὰ καλὰ κι ὕστερα ὅλα τὰ χάνω.

171


92.

But do thy worst to steal thyself away, For term of life thou art assurèd mine, And life no longer than thy love will stay, For it depends upon that love of thine. Then need I not to fear the worst of wrongs, When in the least of them my life hath end. I see a better state to me belongs Than that which on thy humour doth depend. Thou canst not vex me with inconstant mind, Since that my life on thy revolt doth lie. O, what a happy title do I find, Happy to have thy love, happy to die! But what’s so blessèd fair that fears no blot? Thou mayst be false, and yet I know it not.

204


92.

Μὰ κάνε τὸ χειρότερο: κλέψε μου τὸν ἑαυτό σου· ᾽Εϕ᾽ ὅρου ζωῆς παρ᾽ ὅλ᾽αὐτὰ σὲ μένα εἶσαι ταμένος. ᾽Απ ᾽τὴν ἀγάπη σου μακριὰ δὲν θὰ ἐπιβιώσω, Μιὰ κι ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου ζῶ μόνο ἐξαρτημένος. ῎Ετσι τὴν χείριστη ζημιὰ δὲ χρειάζεται νὰ τρέμω, Μιὰ ποὺ στὴν πρώτη καὶ μικρὴ ἡ ζωή μου θὰ τελειώσει· Βλέπω πὼς σὲ καλύτερο ἀνήκω πεπρωμένο, ᾽Εξάρτηση ἀπ ᾽τὰ κέϕια σου δὲν ἔχω δὰ καὶ τόση. ῾Ο ἄστατος νοῦς σου δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μὲ λυπήσει, ᾽Αϕοῦ ἡ ζωή μου ἀπ ᾽ τὴ δική σου κρέμεται ἀνταρσία. ῎Ω, τί εὐτυχῆ συμβόλαια βρίσκω πὼς ἔχω κλείσει! Εἶναι εὐτυχία ἡ ἀγάπη σου κι ὁ χάρος εὐτυχία. Μὰ ποιά ὀμορϕιὰ εὐλογήθηκε ποτὲ νὰ μὴ λερώνει; ῎Ισως καὶ νὰ μὲ ἀπατᾶς καὶ δὲν τὸ ξέρω ἀκόμη.*

* ῾Ο ποιητὴς χαίρεται γιὰ τὸν ἀπόλυτο ἔρωτά του. ῾Ο ἔρωτας εἶναι τόσο μεγάλος ὥστε ἡ παραμικρὴ ἀπιστία τοῦ ϕίλου θὰ σκοτώσει τὸν ποιητή. ῎Αρα δὲν θὰ προλάβει νὰ δυστυχήσει ἀπὸ τὴν ἀπιστία τοῦ ϕίλου, οὔτε θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ ζήσει χωρὶς τὴν ἀγάπη του. « ῎Ομορϕο πεπρωμένο ἔχω», λέει ὁ ποιητής. Ποιά ὅμως ὀμορϕιά, ἀναρωτιέται ὁ στίχος 13, εἶναι τέλεια καὶ ἀλέκιαστη; ῍Αν ὁ ϕίλος μὲ ἀπατᾶ χωρὶς νὰ τὸ παίρνω εἴδηση, δὲν θὰ μπορέσω νὰ πεθάνω. Θὰ συνεχίσω νὰ ζῶ ἀνίδεος μιὰ ἀξιοθρήνητη ζωή, σὰν τὸν ἀπατημένο σύζυγο τοῦ ἑπόμενου σονέτου. 205


129.

Th’ expense of spirit in a waste of shame Is lust in action, and, till action, lust Is perjured, murd’rous, bloody, full of blame, Savage, extreme, rude, cruel, not to trust, Enjoyed no sooner but despisèd straight, Past reason hunted, and, no sooner had, Past reason hated as a swallowed bait On purpose laid to make the taker mad, Mad in pursuit, and in possession so, Had, having, and in quest to have, extreme, A bliss in proof and proved a very woe, Before, a joy proposed; behind, a dream. All this the world well knows, yet none knows well To shun the heaven that leads men to this hell.

278


129.

Μόνο σπατάλη τῆς σπορᾶς σ ᾽ἕνα π-αἰδοῖο ντροπῆς* Εἶν ᾽ἡ λαγνεία ἡ ἔμπρακτη. Πρὶν διαπραχθεῖ, ἡ λαγνεία Εἶν ᾽ ἄπιστη καὶ ϕονική, ἔνοχη, αἱμοσταγής, ᾽Αναξιόπιστη, ἄγρια, σκληρή, μιὰ ἀσυδοσία. ᾽Αμέσως τὴν περιϕρονεῖς μόλις τὴν ἀπολαύσεις· Παράλογα τὴν κυνηγᾶς κι ἀϕοῦ τὴν ἀποκτήσεις, Παράλογα τήνε μισεῖς, σὰ δόλωμα νὰ χάϕτεις Βαλμένο ἐκεῖ ἐπίτηδες γιὰ νὰ παραϕρονήσεις. Παράϕρων ἡ ἐπιδίωξη κι ἡ κατοχή της ἴδια· Τὸ νὰ τὴν εἶχες, νὰ τὴν ἔχεις, νὰ τὴν θέλεις, βία· Χάρμα εἶν ᾽ ὅταν τὴ γεύεσαι, ἀϕοῦ γευθεῖς, σκουπίδια· Πρίν, προσδοκώμενη χαρά· μετά, μιὰ ϕαντασία. Τὰ ξέρουν ὅλοι αὐτὰ καλά· κανεὶς καλὰ δὲν ξέρει Πῶς νὰ σωθεῖ πρὶν ὁ οὐρανὸς στὴν κόλαση τὸν ϕέρει.†

* ῾Ο στίχος μπορεῖ νὰ ἔχει ἐντελῶς πνευματικὸ ἢ καὶ ἀκραῖα σαρκικὸ νόημα, ἐπειδὴ ἡ λέξη waste ταυτίζεται ἠχητικὰ μὲ τὴ λέξη waist καὶ ἐπειδὴ spirit μπορεῖ νὰ σημαίνει καὶ «σπέρμα»: Δεῖτε τὰ λόγια τοῦ Μερκούτιου ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο καὶ Ι᾽ουλιέτα: (2.1. 23-4) would anger him / To raise a spirit in his mistress’ circle. (spirit: πνεῦμα ἢ σπέρμα, circle: μαγικὸς κύκλος ἢ αἰδοῖο). ῎Ετσι ὁ στίχος 1 μπορεῖ νὰ σημαίνει: α´. ῾Η λαγνεία ὅταν τὴ διαπράττεις σοῦ σπαταλᾶ τὶς ζωτικές σου δυνάμεις καὶ σ ᾽ἀϕήνει ἔρημο καὶ γεμάτο ντροπή. β´. ῾Η ἔμπρακτη λαγνεία δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐκσπερμάτιση μέσα σ ᾽ ἕνα αἰσχρὸ αἰδοῖο. † hell: Τὸ αἰδοῖο στὴν ἀργκὸ τῆς ἐποχῆς. Μὲ τὴν ἴδια ἔννοια συναντᾶ κανεὶς τὴ λέξη κόλαση στὴ δέκατη ἱστορία τῆς τρίτης ἡμέρας ἀπὸ τὸ Δεκαήμερο τοῦ Βοκάκιου. 279


http://www.dardanosnet.gr/book_details.php?id=2287










Λίγα λόγια πρὶν τὴν ἀνάγνωση














http://www.dardanosnet.gr/book_details.php?id=1218


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.